Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη 9789603481379

Η μελέτη του Άρη Τσαντηρόπουλου [...] αποπειράται να προσδιορίσει τις έννοιες, να οριοθετήσει το πλαίσιο της βεντέτας κα

960 170 8MB

Greek Pages 0 [322]

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη
 9789603481379

Table of contents :
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
2. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
3. ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΕ ΕΥΡΩΠΗ, ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΑΒΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
4. Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
5. ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ "ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ"
6. Η ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ
7. ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ
8. Ο ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΕΚΔΙΚΗΣΗ
9. ΡΟΛΟΙ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
10. ΒΕΝΤΕΤΑ ΚΑΙ ΘΕΣΠΙΣΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Citation preview

ΑΡΗΣ ΤΣ Α Ν ΤΗ Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Προλογικό Σημείωμα: ΓΙ Ω ΡΓ Ο Σ Ν ί Κ Ο Α Α Κ Α Κ Η Σ

ΠΛΕΘΡΟΝ Λ Α ΪΚ Ο Σ Π Ο Λ ΙΤ ΙΣ Μ Ο Σ / Τ Ο Π ΙΚ Ε Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΕ Σ

στο εξώφυλλο: Άη Στράτηφ Ανακομιδή οστών στο νεκροταφείο του Αη Γιάννη, απο το βιβλίο Άη Στράτης, φωτογραφικά ίχνη (1940-1970), αρχείο Βασίλη Μανικάκη, επιμ. Γ. Νικολακάκης, έκδοση Υπουργείου Αιγαίου / Διεύθυνση Πολιτισμού, 1999

©2004

Αρης Τσαντηρόπουλος & ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΕΘΡΟΝ - Λουκάς Ρινόπουλος Μασσαλίας 20α, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210-36 45 057, fax: 210-36 41 260 http://www.pIethron.gr e-mail: [email protected] ISBN 960-348-137-8

Λ Α Ϊ Κ Ο Σ Π Ο Λ Ι Τ Ι Σ Μ Ο Σ / Τ ΟΠΙ ΚΕ Σ ΚΟΙ Ν ΩΝ Ι ΕΣ

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Αντί προλόγου...............................................................................................

9

Εισαγωγή.......................................................................................................

15

1. Η βεντέτα στην Ευρώπη. Μία σύντομη ιστορική αναδρομή...................

25

2. Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις κοινωνιών με βεντέτα στη σύγχρονη εποχή...................................................................................... Η βεντέτα ως πρωτόγονο δίκαιο ............................................................ Η βεντέτα και οι κατατμημένες κοινωνίες ............................................ Η βεντέτα συνώνυμο της κοινωνίας........................................................ Βεντέτα και π ό λ εμ ο ς.................................................................................

31 31 33 39 41

3. Κοινωνίες με βεντέτα σε Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και αραβικό κ ό σ μ ο ............................................................................................. Η τιμή και η ντροπή σε κοινωνίες της Μ εσ ογείου................................ Οι μουσουλμανικές κοινωνίες ................................................................ Η Αλβανία και το Μ αυροβούνιο............................................................

45 46 50 56

4. Η βεντέτα στην ορεινή κεντρική Κ ρήτη.................................................... Επιτόπια έρευνα και π ηγές...................................................................... Ο οικισμός: μία σύντομη περιήγηση........................................................ Δίκτυα κοινωνικών σχέσεων.................................................................... Οικονομική ζ ω ή ......................................................................................... Βεντέτα, παρελθόν και αφηγήσεις..........................................................

61 61 68 77 88 102

5. Δύο περιπτώσεις οικογενειακώ ν................................................................ Περίπτωση πρώτη: τα οικογενειακά του γένους των Βλαστών........... Περίπτωση δεύτερη: τα οικογενειακά του γένους των Σισιλέδων, ή το «τυχαίο» σε μία σύγχρονη βεντέτα..................................................

121 122

6. Η συγγενειακή ομάδα ................................................................................ Το συγγένιο................................................................................................ Η συγκρότηση του γένο υς........................................................................ Ονοματατοδοσίες. Το οικογενειακό όνομα και το παρωνύμιο........... Οι σχέσεις συγγένειας και η συγγενειακή ομάδα ............................... Η ενδογαμία του γ έ ν ο υ ς..........................................................................

161 161 165 168 172 177

145

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Σχέσεις στο εσωτερικό του γένους: το κόζι και το οικογενειακό συμβούλιο............................................................... Η «ομάδα βεντέτας» ................................................................................

179 197

7. Τα οικογενειακά και άλλες μορφές αντιθέσεων και συγκρούσεων .... Ο κύκλος των εκδικήσεων........................................................................ Τα οικογενειακά και η εκδίκηση ............................................................ Ο συμβιβασμός (σασμός) ........................................................................

209 209 214 225

8. Ο φόνος και η αντεκδίκηση...................................................................... Η μιμητική β ί α .......................................................................................... Μιμητική βία και αντεκδίκηση................................................................ Ο συμβολισμός του α ίμ α το ς.................................................................... Ο εγω ισμός................................................................................................ Λόγοι, αιτίες και αφορμές για φονική αντεκδίκηση ........................... Οι πολιτικές διαστάσεις των οικογενειακών..........................................

231 231 235 239 246 249 254

9. Ρόλοι και θέσεις των γυναικώ ν................................................................ Ισχύς και επιρροή των γυ να ικ ώ ν............................................................ Οι γυναίκες ως αιτία να ανοίξουν οικογενειακά.................................... Γυναικείος λόγος και οικογενειακά........................................................

263 267 271 272

10.

Βεντέτα και θεσπισμένο δίκαιο........................................................... Η δημόσια ακρόαση των οικογενειακώ ν................................................ Η νομική επιχειρηματολογία για την αντεκδίκηση .............................

277 278 286

Επίλογος ...................................................................................................... Βιβλιογραφία-Π ηγές.................................................................................. Γλωσσάρι.............................................................................. *....................... Ευρετήριο ....................................................................................................

293 295 311 315

Αντί Προλόγου Ο Γκυ ντε Μωπασάν, στο διήγημά του «Μια βεντέτα»,1γραμμένο το 1883, αναφέρεται με έξοχο λογοτεχνικό τρόπο σ’ ένα περιστατικό εκδί­ κησης που συνέβη στην Κορσική και τη Σαρδηνία. Ο πυρήνας της ιστο­ ρίας είναι ο εξής: Η γριά χήρα Σαβερίνι ζουσε μόνη με το γιο της σ’ ένα φτωχικό σπί­ τι στην απόκρημνη κι ανεμοδαρμένη πλαγιά του Μπονιφάτσιο της Κορ­ σικής, απέναντι από την ακτή της Σαρδηνίας. Έ να βράδυ, ύστερα από καυγά, ο γιος της Αντώνης σκοτώνεται ύπουλα με μία μαχαιριά από τον συντοπίτη του Νικόλα Ραβολάτι, ο οποίος, για να αποφύγει τις συνέ­ πειες του νόμου, δραπέτευσε την ίδια κιόλας νύχτα στη Σαρδηνία. Η γριά μάνα έθαψε την επαύριο το γιο της και τον πένθησε βουβή, αρνούμενη να δεχτεί την όποια συμπαράσταση και συμπόνοια. Στο σπίτι και το θρήνο μοναδική της συντροφιά παρέμεινε η Σερπετή, η μεγαλόσωμη μαύρη σκύλα του γιου της, που τον βοηθούσε στο κυνήγι. Ο νεκρός δεν άφησε ούτε αδελφό ούτε στενούς συγγενείς και κανένας άνδρας δεν είχε απομείνει στην οικογένεια για να συνεχίσει τη βεντέτα. Η γριά αποφάσισε να εκδικηθεί, και μπροστά στην απόγνωση και την αδυναμία της σκέφτηκε έναν πρωτότυπο τρόπο για να το πραγμα­ τοποιήσει. Άρχισε να εκπαιδεύει τη σκύλα της αφήνοντάς την νηστική και δε­ μένη για μέρες. Στη συνέχεια, κατασκεύασε στην αυλή της έναν αχυ­ ράνθρωπο ντυμένο με κουρέλια και στο λαιμό του κολλούσε σαν γρα­ βάτα ένα φρεσκοψημένο σαλάμι. 'Οταν έφτανε η κατάλληλη στιγμή έ­ λυνε το εξαγριωμένο ζώο και μ’ ένα νεύμα τού έδειχνε προς την κατεύ­ θυνση του ομοιώματος. Το σκυλί ορμούσε στο σκιάχτρο για να φάει το1 1. Γκυ ντε Μωπασάν, Διηγήματα, μτφρ. Φοίβος I. Πιομπίνος, Αθήνα, Ηριδανός, 1993: 113-119

10

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

σαλάμι και ξέσκιζε με μανία το λαιμό του ανδρείκελου. Στο τέλος δεν έδενε πια το ζώο, αρκούσε μόνο η προσταγή της για να το κάνει να επι­ τεθεί. Η γριά επαναλάμβανε για μήνες την εκπαίδευση κι όταν έκρινε ότι έφτασε η ώρα, μεταμφιεσμένη με ανδρικά ρούχα, μπήκε με τη σκύλα της σε μία βάρκα και πέρασε απέναντι στη Σαρδηνία, στο χωριό όπου είχε καταφυγει ο φονιάς του γιου της. Είχε φροντίσει να κρατήσει δυο μέρες νηστικό το σκυλί και στο σακίδιό της κουβαλούσε το ψημένο σα­ λάμι. 'Οταν έφτασαν εκεί, όπου δούλευε μόνος του ο φονιάς, η γριά έ­ σπρωξε την πόρτα, φώναξε το όνομά του και στη συνέχεια, πριν εκεί­ νος προλάβει να συνέλθει από την έκπληξή του, ξαμόλησε τη σκύλα προστάζοντάς την να ορμήσει. Το εξαγριωμένο ζώο χίμηξε πάνω στον άνδρα και του ξέσκισε με λύσσα το λαιμό. Οι γείτονες διηγήθηκαν αρ­ γότερα ότι είχαν δει έναν φτωχό κουρελή γέροντα να βγαίνει από το σπίτι συνοδευόμενος από ένα μαύρο κοκαλιάρικο σκυλί που έτρωγε κάτι που του έδινε το αφεντικό του. Το ίδιο βράδυ η γριά επέστρεψε στο σπίτι της και κοιμήθηκε καλά. Το αφήγημα του Μωπασάν περιέχει πολλά από τα κυρίαρχα μοτίβα της βεντέτας: την άγρια φύση του περιβάλλοντος και των ανθρώπων, την εκδίκηση και την ανταπόδοση του αίματος ως προσδοκία ζωής για τους ζωντανούς απέναντι στο νεκρό, τη δύναμη ενός εθιμικού κώδικα με τη μορφή του φυσικού δικαίου που εσωτερικεύεται και στο οποίο οι άνθρωποι οφείλουν σεβασμό και υποταγή χωρίς δυνατότητα διαλόγου και αμφισβήτησης. Επιπλέον, η ιστορία διαδραματίζεται στην Κορσική και τη Σαρδηνία, μυθολογικούς τόπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και της ρομαντικής παράδοσης για ό, τι αφορά τη λη­ στεία, την πειρατεία, την ανταρσία, την έκνομη δράση και τα βίαια πά­ θη του ανθρώπου ως κατάλοιπα μιας ανορθολογικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για κοινωνίες, στις παρυφές του ευρωπαϊκού «πολιτισμού», οι οποίες μπορούν ακόμα να τροφοδοτούν το φαντασιακό της δυτικής κοινωνίας με ανησυχία, θαυμασμό και απροσδιόριστη απειλή. Ο Μωπασάν δεν εμφανίζει την εξωτερική κοινωνία παρά μόνο ως πλαίσιο και περιγράφει περισσότερο τη διεργασία μιας ατομικής δρά­ σης, μονόδρομης και μονοσήμαντης ως προς την επίτευξη του στόχου. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιστροφές και οι εξαιρέσεις του κανόνα. Ο εκδικητής είναι γυναίκα, και μάλιστα με υπερτονισμένη αδυναμία: χήρα, γριά, άρρωστη, μόνη, φτωχή. Η εκδίκηση του φόνου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

11

του γιου της εμφανίζεται ως ένα χρέος που πρέπει να αποδοθεί και ταυτόχρονα ως μία υπέρβαση της δυσκολίας της, που επιτυγχάνεται με την επινόηση της συνδρομής του ζώου. Η Σερπετή, ο μαύρος σκύλος, είναι επίσης γένους θηλυκού, ανήκει στο σκοτωμένο γιο, ο οποίος δεν άφησε παιδιά. Είναι το ζώο που αναζητεί τον αφέντη του και «συντάσσεται» με τη γριά στο μοιρολόι του πόνου. Το ζεύγος φονιάς-σκοτωμένος παρουσιάζεται φτωχό στην περι­ γραφή. Είναι περίπου συνομήλικοι, νέοι, ανύπαντροι και χωρίς σημα­ ντική κοινωνική παρουσία, ενώ τα αίτια, προφανή ή βαθύτερα, του φό­ νου παραμένουν άγνωστα. Η λήθη συνδέει, με διαφορετικό τρόπο, και τους δύο. Ο φονευθείς θα ξεχαστεί γρήγορα από το κοινωνικό του πε­ ριβάλλον. «Τον Αντώνη Σαβερίνι τον έθαψαν την επομένη, και σε λίγο δεν ξαναμίλησαν πια γ ι’ αυτόν στο Μπονιφάτσιο». Τη λήθη επιδιώκει κι ο φονιάς καταφεύγοντας σ’ ένα «σαρδηνιακό χωριουδάκι, το Λονγκοσάρντο, όπου καταφεύγουν κυνηγημένοι κορσικανοί ληστές... προσμένοντας τη στιγμή να επιστρέφουν...» όταν «παραγραφεί» το έγκλη­ μά τους. Η χήρα Σαβερίνι είναι το κορυφαίο πρόσωπο της τραγωδίας. Δεν γνωρίζουμε τα συναισθήματά της με ψυχολογικούς όρους. «Κλωθογύ­ ριζε στο μυαλό της την εκδίκηση. Πώς να ’κάνε μόνη της, ανήμπορη, με το ένα πόδι στον τάφο; Ό μω ς είχε δώσει το λόγο της πάνω απ’ το λεί­ ψανο. Δεν μπορούσε ούτε να λησμονήσει, ούτε να περιμένει. Τι να κά­ νει;» Η εκδίκηση για τη μάνα είναι μία πράξη τελετουργικής επιτέλεσης. Δεν ξέρουμε αν έχει πραγματικό μίσος για τον φονιά, τον οποίο φαίνε­ ται να αντιμετωπίζει σαν ένα ομοίωμα, ένα ανδρείκελο που πρέπει να πέσει, να ανταλλαγεί με το νεκρό γιο της σ’ ένα παιγνίδι συμβολικής συμμετρίας. «Σαν έκρινε πως έφτασε η ώρα, η μάνα Σαβερίνι πήγε να εξομολογηθεί· κι ένα κυριακάτικο πρωινό μετάλαβε μέσα σε έκσταση, όλο ζέση· ύστερα, ντυμένη με ανδρικά ρούχα, όμοια με γέρο κουρελή, έκλεισε συμφωνία μ’ έναν σαρδήνιο ψαρά που τη μετέφερε μαζί με τη σκύλα της στην αντίπερα όχθη του πορθμού». Η αναλογία με τη διάβα­ ση του Αχέροντα είναι προφανής. Η γυναίκα μεταμφιέζεται σε άνδραΧάρο και πληρώνει τον περαματάρη, ενώ με την επιστροφή της, μετά το φόνο, ξαναβρίσκει τη γυναικεία της μορφή. Τέλος, ο σκύλος θα υποστεί μία παβλοβιανή εκπαίδευση με εξαρτη­ μένα αντανακλαστικά, για να γίνει το φονικό όργανο της εκδίκησης,

12

Η ΒΕΝΤΈΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

καλύπτοντας την απόσταση ανάμεσα στο λαιμό του μαθησιακού παιγνιδιού-ανδρείκελου και τον πραγματικό λαιμό του φονιά. Μετά το φόνο η γριά επιστρέφει και κοιμάται, επιτέλους ήσυχα, στο σπίτι της· η νηνεμία επέρχεται μετά την τρικυμία και η βεντέτα μπο­ ρεί να κλείσει με όρους κάθαρσης. Στην αφήγηση η βεντέτα εμφανίζεται ως ένα «κινούν αίτιον», ένα είδος ανεμοστρόβιλου, ο οποίος, με τη δύναμη φυσικού φαινομένου, συμπαρασύρει στο πέρασμά του οτιδήποτε θα μπορούσε να του αντισταθεί. Έ χ ει τη μορφή ενός απαράγραπτου φυσικού νόμου, ενώπιον θεού και ανθρώπων, όπου το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό, το ηθικό και το ανήθικο, το πολιτισμένο και το άγριο, καλούνται να α ­ ποκρυσταλλωθούν στη βασική αντίθεση μεταξύ ύβρεως και δίκης, έν­ νοιες όμως που μένει να προσδιοριστούν.

Η μελέτη του Άρη Τσαντηρόπουλου βρίσκεται στον αντίποδα της λογο­ τεχνίας και της μυθοπλαστικής ποιητικής. Αποπειράται να προσδιορί­ σει τις έννοιες, να οριοθετήσει το πλαίσιο της βεντέτας και να δει την ύ­ παρξη και διαιώνισή της σε συνάφεια με την κοινωνία και τις αξίες της. Ο χώρος της έρευνάς του είναι η κεντρική Κρήτη και ειδικότερα οι ο­ ρεινές κοινότητές της. Εκεί επιχειρεί να συγκροτήσει το εθνογραφικό του παράδειγμα, με όρους μιας πολιτικής οικονομίας της βεντέτας. Η ενδελεχής διερεύνηση, κυρίως των πεδίων της οικονομίας, της πολιτικής, της συγγένειας και της οικογένειας του επιτρέπει να εξετά­ σει τη βεντέτα με τη διευρυμένη σκοπιά που του παρέχει η «ολιστική» προσέγγιση της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Αυτό του δίνει τη δυνα­ τότητα, βασιζόμενος σε πλήθος στοιχείων που προέρχονται από έναν συνδυασμό γραπτών πηγών, επιτόπιας έρευνας και συμμετοχικής πα­ ρατήρησης, να ισχυριστεί και να τεκμηριώσει ότι το φαινόμενο της βε­ ντέτας δεν είναι μεμονωμένο, μερικό και συμπεριφορικό αλλά διατρέ­ χει ολόκληρη την κοινωνία, η οποία το παράγει και το αναπαράγει. Οι όροι της βεντέτας μπορεί να διαφοροποιούνται και να μετασχηματίζο­ νται στο χρόνο, όμως πάντα διατηρείται ένας βασικός πυρήνας, ο οποί­ ος της επιτρέπει να αναβιώνει, όταν το επιβάλλουν οι συγκυρίες ή οι περιστάσεις. Η βεντέτα δεν αποτελεί απλά ένα συγκυριακό γεγονός· περισσότερο συνιστά έναν τρόπο σκέψης και ύπαρξης αυτών των κοι­ νωνιών. Το έγκλημα και η εγκληματική πράξη αποτελούν μόνο την κο­

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

13

ρυφή του παγόβουνου και το έναυσμα ή το αίτιο για την ανάδυση μιας «λανθάνουσας» δομής που ενυπάρχει στην κοινωνία και αναδιατάσσει κάθε φορά τις σχέσεις των μελών της. Έ τσι, η βεντέτα αποτελεί μία μορφή «ολικού κοινωνικού φαινομένου», που εγγράφεται στο αξιακό σύστημα της κοινωνίας και επηρεάζει αποφασιστικά την ατομική και ο­ μαδική δράση των ανθρώπων που την αποτελούν. Ως αυστηρό και άγραφο σύστημα δικαίου κωδικοποιείται νωρίς στη ζωή των μελών της κοινωνίας μέσω της εσωτερίκευσης των προτύ­ πων και των αξιών. Λειτουργεί περισσότερο προληπτικά και κοινωνικοποιητικά, και στόχος του είναι περισσότερο να προλαμβάνει και να αποτρέπει τις ατομικές και ομαδικές συγκρούσεις παρά να καταστέλ­ λει και να πατάσσει ό, τι εμφανίζεται ως παράβαση του κανόνα. Η μελέτη του Αρη Τσαντηρόπουλου αποτελεί μία εξαιρετική συμ­ βολή στην προσπάθεια να φωτιστεί από τα μέσα μία κοινωνία βεντέτας του ελλαδικου χώρου στην καθημερινότητά της, δίχως απλουστευτικές γενικεύσεις, εξάρσεις και εντυπωσιασμούς και δίχως τον υπερτονισμό μιας «εξωτικής» και εκδικητικά βίαιης διαφορετικότητας που την καθι­ στούν συχνά αξιοπερίεργη για τα αστυνομικά ρεπορτάζ και τα Μ.Μ.Ε.. Έρευνες που αναφέρονται σε παραδείγματα διαφορετικών κοινω­ νιών με βεντέτα χρησιμοποιούνται για τη θεωρητική και συγκρητική πλαισίωση των στοιχείων που παρατίθενται, επιτρέποντας να γίνουν α­ ντιληπτές διαφορές και ομοιότητες και ανοίγοντας το δρόμο σε μία κα­ τανόηση του φαινομένου χωρίς εύκολες αξιολογήσεις, στερεότυπα ή μεροληπτικές γενικεύσεις. Γ ιώργος Νικολακακης

Εισαγωγή Η ανταπόδοση του συμβολικού χρέους, όπως το να ξεπλύνεις με αίμα μία προσβολή ή να πάρεις πίσω το αίμα του σκοτωμένου συγγενή και, συχνά, η διαιώνισή του έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών γνω­ στικών κλάδων των κοινωνικών επιστημών, ενώ παράλληλες προσεγγί­ σεις έχουν επιχειρήσει παλαιοί λαογράφοι, ψυχαναλυτές, νομικοί, δρα­ ματουργοί και λογοτέχνες. Στην αρχαία τραγωδία το χρέος της αντεκδίκησης είναι το επακό­ λουθο της λατρείας των νεκρών. Ό πω ς ισχυρίζεται και o Jan Kott (1976), στο αρχαίο δράμα οι νεκροί και οι απαιτήσεις τους καθορίζουν το πεπρωμένο των ζωντανών. Χρέος των επόμενων γενεών είναι να εκ­ πληρώνουν τις απαιτήσεις των νεκρών, να δίνουν νόημα στην ήττα τους και να αποκαθιστούν τη δικαιοσύνη. «Αυτή η μεσολάβηση μέσα από το χρόνο και την ιστορία απολήγει κι αυτή σε τραγωδία, με νέα πτώματα να γεμίζουν τη σκηνή. Οι νεκροί τρώνε τους ζωντανούς» (Kott 1976: 10). Η ιστορία της οικογένειας των Ατρειδών είναι μία αλυσίδα εγκλη­ μάτων, μία ιστορία δολοφόνων και δολοφονημένων αρχόντων. Για τον Αισχύλο η βεβαιότητα ότι ένα έγκλημα ακολουθείται από άλλα είναι η μόνη βεβαιότητα που έχει απομείνει στον κόσμο (Herington 1988: 126) και η αλυσίδα αυτή φτάνει μέχρι τους Θεούς και τους ανθρώπινους α­ πογόνους τους· «είναι μία θεογονία που γίνεται ιστορία» (Kott 1976: 263). Στην Ορέστεια, η ιστορία του γένους του αποτελεί για τον Ορέστη ένα προκαθορισμένο παρελθόν και έχει ένα μέλλον που έχει προβλεφτεί: την ιστορία της ενοχής. Στην απόφαση για εκδίκηση βρίσκεται όλη η τραγικότητα του Ορέστη- «η απόφαση δεν είναι ελεύθερη αλλά επιβάλλεται από το παρελθόν και ωστόσο πρέπει να ληφθεί με ευθύνη και για λογαριασμό του» (K ott 1976: 280). Το ίδιο μοντέλο επ α ­ ναλαμβάνεται και στονΆμλετ του Σαίξπηρ. Αν δεχτούμε τον ορισμό του Max Scheler ότι «...οτιδήποτε μπορεί να ονομασθεί τραγικό, κινείται

16

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

στη σφαίρα αξιών και αξιακών συσχετισμών» (Scheler 1991: 21), στην τραγωδία ο ήρωας που εκδικείται εμφανίζεται να είναι ένα τραγικό πρόσωπο. Στο ελισαβετιανό δράμα, μοτίβα από την αρχαία τραγωδία αντιμετω­ πίζονται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ειδικότερα στο ζήτημα της εκδίκησης, υποσκελίζεται το αισθητικό υπόβαθρο για το ηθικό (εξαίρε­ ση αποτελεί ο Σαίξπηρ). Είναι εκδίκηση του Θεού για την αμαρτία και το έγκλημα. Η ελισαβετιανή τραγωδία περιγράφει βίαιες πράξεις λα­ γνείας, αχρειότητας και φόνου με έμφαση στο αίμα και στον τρόμο, διαν­ θισμένες με εντυπωσιακά δραματικές ερμηνείες, φιλοσοφική ρητορική και τονισμό του μεταφυσικού. Το έγκλημα και η εκδίκηση είναι συνέπεια συνωμοσιών που περιορίζονται σ’ ένα εξατομικευμένο και προσωπικό έ­ γκλημα, χάνοντας έτσι το τραγικό τους κίνητρο (Bowers 1971). Στη βεντέτα βασίζεται η πλοκή και αρκετών σύγχρονων λογοτεχνι­ κών έργων, όπως ο Ρημαγμένος Απρίλης του Αλβανού συγγραφέα Ι­ σμαήλ Κανταρέ (1988) και η Κολόμπα του Γάλλου Προσπέρ Μεριμέ (1979 [1840]). Στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου του Gabriel Garcia Marquez ( 1982) το χρέος της αντεκδίκησης στην κοινωνία του μι­ κρού χωριού όπου τοποθετεί τη δράση των ηρώων του είναι τόσο ισχυ­ ρό, ώστε να καθίσταται αυτονόητο· αυτό δηλώνεται όχι μόνο με τον τίτ­ λο του διηγήματος, αλλά και από την πρώτη του φράση: «Τη μέρα που επρόκειτο να τον σκοτώσουν...» (Marquez 1982: 9). Ο φόνος και η αντεκ­ δίκηση που συχνά ακολουθεί έχουν απασχολήσει και Έλληνες συγγρα­ φείς, όπως τον Ν. Καζαντζάκη στον Καπετάν Μιχάλη (Ξυριτάκης 1999), τον Π. Πρεβελάκη στην Παντέρμη Κρήτη (χ.χ.), ενώ γίνονται θέμα της μυθιστορηματικής πλοκής στη Ιστορία του Γ. Γιατρόμανωλάκη (1982) και στο Κουστούμι στο χώμα της I. Καρυστιάνη (2000). Η απόφαση για αντεκδικητικό φόνο δεν προκύπτει αυθόρμητα σε όλους τους ανθρώπους. Διαμορφώνεται μόνο σε όσους έχουν γεννηθεί και ζουν σε μία κοινωνία όπου υπάρχει βεντέτα ή επηρεάζονται από αυτήν, και έχουν τόσο γαλουχηθεί με τις αξίες της, ώστε να τις θεωρούν προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Αρα η βεντέτα δεν εντο­ πίζεται μόνο τοπικά αλλά καθορίζεται και κοινωνικά. Τη συναντάμε σε διαδρομές που, ενώ έχουν ως αφετηρία έναν βασικό γεωγραφικό χώ­ ρο, στη συνέχεια, αν συντρέξουν ορισμένοι παράγοντες, υπερβαίνει τα όρια του τόπου προέλευσής της και, μετασχηματισμένη ή όχι, ταξιδεύει ή μεταναστεύει με τα υποκείμενά της και αναπαράγεται σε ένα νέο χώ­

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

17

ρο. Επομένως, η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι στην Ελλάδα η βεντέ­ τα χαρακτηρίζει την κρητική και τη μανιάτικη κοινωνία είναι ορθή κυ­ ρίως με την έννοια του χώρου όπου εντοπίζονται οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις εμφάνισης και διαιώνισης του φαινομένου. Πολλές φο­ ρές αναφέρονται περιπτώσεις αντεκδίκησης με πρωταγωνιστές Κρητι­ κούς, οι οποίες έχουν διαπραχθεί έξω από τα όρια της Κρήτης, ιδίως στη Αθήνα, αλλά και στο εξωτερικό. Επίσης, αν και σήμερα δεν αναφέρονται βεντέτες στην περιοχή της Μάνης, λόγω της εγκατάλειψής της από τον γηγενή πληθυσμό, οι αντιλήψεις και οι βλέψεις αντεκδίκησης δεν είναι άγνωστες στα «Μανιάτικα» του Πειραιά και σε άλλες αστικές περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί Μανιάτες. Αλλά και στην ίδια την Κρήτη δεν εμφανίζεται βεντέτα με την ίδια ένταση σε όλη την έκταση του νησιού* εντοπίζεται ιδιαίτερα στις επαρχίες Σέλινου, Αποκορώνου και Σφακίων του νομού Χανίων, στις ημιορεινές και ορεινές κοινότη­ τες του Ψηλορείτη στο νομό Ρεθύμνης και στις κτηνοτροφικές κοινω­ νίες του νομού Ηρακλείου.1 Βέβαια, η ύπαρξη της βεντέτας δεν συνδέεται μόνο με ορισμένες κοι­ νωνίες του ελλαδικου χώρου. Όσον αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι ιστορι­ κές πηγές αναφέρουν την ύπαρξή της σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα (Herr 1977:105-124, Bloch 1987:187-210, Goodich 1995). Στη νεότερη ε­ ποχή, για να περιοριστούμε στις κοινωνίες του ευρύτερου ευρωπαϊκού και μεσογειακού χώρου, βεντέτα υπάρχει στις κοινωνίες της Αλβανίας (Whitaker 1968, Durham 1909, Hasluck 2003[1954], Djilas 1958, Shryock 1988) και του Μαυροβούνιου (Bohem 1984), στην Κορσική (Knudsen 1985,1989), στη Σαρδηνία, στα παράλια της Β. Αφρικής και σε άλλες κοινωνίες του αραβικού κόσμου (Black-Michaud 1975, Peters 1967). Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στον προσδιορισμό της βεντέ­ τας ως κοινωνικού φαινομένου, και ειδικότερα ως μορφής σύγκρου­ σης. Κοινωνικές διαστάσεις αποκτά εφόσον ο αντεκδικητικός φόνος υ­ περβαίνει τα όρια των ατομικών ευθυνών και φέρει αντιμέτωπες δύο ο­ μάδες, του δράστη και του θύματος. Με την κριτική ανάλυση και σύ­ γκριση των μεθόδων με τις οποίες οι ερευνητές (ανθρωπολόγοι, ιστορι­ κοί, κοινωνιολόγοι κ.λπ.) προσέγγισαν το φαινόμενο, κυρίως σε κοινω­ 1. Κοκολάκης 1973, Ανδριανάκης χ.χ., Μαμαλάκης 1981, Κουμής 1968, Μαρής 1957, Τσεβάς 1971-72, Βοιττυράκης 1995, Andromedas χ.χ., Αλεξάκης 1998, Allen 1993, Mirambel 194, Κατσίκαρος 1998, Αστρινάκη 2002.

18

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

νίες της Μεσογείου και των Βαλκανίων, επιχειρείται καταρχάς να συναχθοΰν κάποιες διαπιστώσεις για τη μορφή και το περιεχόμενο του φαινομένου, να διασαφηνιστούν σχετικές έννοιες και να εντοπιστούν παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση και τη διαιώνισή του. Έτσι, εκτός από υλικό για συγκρίσεις με την κοινωνία που μελετάται ε­ δώ, παρέχονται επιπλέον ο θεωρητικός και ο εννοιολογικός εξοπλι­ σμός, αναγκαίος για την επίτευξη του απώτερου στόχου αυτής της με­ λέτης, ο οποίος συνιστά ένα εθνογραφικό παράδειγμα (paradigm) (Kuhn 1981) κοινωνίας με βεντέτα στην περιοχή της οροσειράς της Ίδης (Ψηλορείτης), στην κεντρική Κρήτη. Έ κρινα ότι το εθνογραφικό παράδειγμα μιας κοινωνίας με βεντέτα αποτελεί την ασφαλέστερη μέ­ θοδο για να προδιοριστοΰν η βεντέτα, ως μορφή σύγκρουσης και οι κοινωνικές αντιλήψεις γι’ αυτήν, καθώς και για να διατυπωθούν γενι­ κότερες υποθέσεις για τους λόγους ύπαρξης και διαιώνισής της, έως τις μέρες μας, σε συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και να γί­ νουν διακριτοί οι παράγοντες που οδηγουν σε φονικές αντεκδικήσεις. Η υιοθέτηση της άποψης ότι η βεντέτα αποτελεί ένα κοινωνικό φαι­ νόμενο που υπάρχει και αναπαράγεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια, καθόρισε την δομή των επόμενων κεφαλαίων. Καταρχάς αναφέρονται στοιχεία της οικονομίας, της κοινωνικής οργάνωσης και της ι­ στορίας του οικισμού όπου έγινε η επιτόπια έρευνα και, κατ’ επέκταση, των ημιορεινών και ορεινών κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής του Ψηλορείτη, με έμφαση στις όψεις εκείνες που συνδέονται πιο άμεσα με την ύπαρξη και την αναπαραγωγή του φαινομένου. Για τον προσδιορισμό του «χώρου» της βεντέτας κρίθηκε αναγκαία η ανάλυση της έννοιας του δικτύου σχέσεων (social network), εφόσον ο χώρος αυτός δεν εντοπίζεται και οριοθετείται τόσο εδαφικά όσο νοεί­ ται με όρους κοινωνικής και γεωγραφικής επέκτασης του δικτύου σχέ­ σεων των εμπλεκόμενων μερών. Η διεξοδικότερη εξέταση του δικτύου σχέσεων είναι αναγκαία και για δύο επιπλέον λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η βεντέτα αποτελεί, τουλάχιστον στην κοινωνία που εξετάζεται ε­ δώ, έναν μηχανισμό αναγκαστικής μετεγκατάστασης και ακούσιας με­ τανάστευσης. Ο δεύτερος είναι ότι στην αναπαραγωγή της στον ευρύ­ τερο αγροτικό και αστικό χώρο το δίκτυο αυτό συντελεί αποφασιστικά. Ως καταλληλότερο σημείο εκκίνησης για τη διερεύνηση των πλέον άμεσα συνδεόμενων ζητημάτων με τη βεντέτα θεώρησα τη λεπτομερή ανάλυση δύο περιπτώσεων (case studies) βεντέτας. Η πρώτη είναι πα-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

19

λαιότερη και «κλεισμένη», ενώ η δεύτερη σύγχρονη. Στην πρώτη, ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από το τελευταίο φονικό μέχρι σήμερα συντελεί ώστε να αποκτήσουμε μία πιο σαφή εικόνα. Επίσης, καθώς οι άμεσα εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει ή έχουν μετοικήσει και τα πάθη έ­ χουν αμβλυνθεί, οι αναφορές στα γεγονότα γίνονται πιο εύκολα. Το σύγχρονο της δεύτερης περίπτωσης επιτρέπει μία αμεσότητα στην προ­ σέγγισή της. Παρά τις αντιφάσεις που παρουσιάζει, ως μία κατάσταση «εν τω γίγνεσθαι», δίδει την αφορμή να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο ρόλο του ατόμου ως κοινωνικά δρώντος υποκειμένου, καθώς και των ορίων της ατομικότητάς του βάσει των εναλλακτικών λύσεων που του παρέχονται, σε συσχετισμό με την κοινωνική πίεση και τις επι­ ταγές που δέχεται από το οικογενειακό και το τοπικό περιβάλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η πράξη του φόνου μπορεί να ερμηνευτεί όχι ως η α­ ντανακλαστική αντίδραση ή ανταλλαγή σε έναν προγενέστερο φόνο, αλλά ως μία απόφαση και ένα εγχείρημα, του οποίου τα οδυνηρά επα­ κόλουθα ο δράστης γνωρίζει καλά και αξιολογεί. Τα κύρια ζητήματα που τίθενται από τη λεπτομερή ανασυγκρότηση των δύο περιπτώσεων βεντέτας αναλύονται διεξοδικά στα επόμενα κε­ φάλαια. Η ανάλυση εμπλουτίζεται με την παράθεση επιπλέον δεδομέ­ νων από την επιτόπια έρευνα και την παράλληλη συγκριτική και κριτι­ κή εξέταση εθνογραφικού υλικού και εργασιών από ανθρωπολόγους που έχουν διεξαγάγει παραπλήσιες, χωρικά ή θεματικά, έρευνες. Οι μορφές συγγενειακών σχέσεων, οι ευρείες συγγενειακές ομά­ δες και η γενεαλογική μνήμη συνιστούν ένα πλαίσιο διαρκούς αναφο­ ράς στον αυτοπροσδιορισμό και ετεροπροσδιορισμό του ατόμου. Ειδι­ κότερα, η δράση του ατόμου, από την καθημερινή κοινωνική έως την ευρύτερη πολιτική, εξαρτάται από σχέσεις που οργανώνονται με ανα­ φορά τρεις μορφές συγγένειας (αιματοσυγγένεια, αγχιστεία, τελετουρ­ γική συγγένεια), οι οποίες παρέχουν το ιδίωμα για τη συγκρότηση κοι­ νωνικών ομάδων που συμμαχούν ή αντιτίθενται μεταξύ τους, προκειμένου να διασφαλίσουν ή να επαυξήσουν τα συμφέροντα των μελών τους σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Επομένως, η εξέταση των α­ ντιλήψεων για τη συγγένεια είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατα­ νόηση των ατομικών και συλλογικών στρατηγικών και δράσεων στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν η κύρια αντίληψη για τη βεντέτα είναι ότι οι ευθύνες υπερβαίνουν ατομι­ κότητες και φέρουν αντιμέτωπες δύο ομάδες —του θύτη και του θύμα­

20

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

τος— καθεμιά από τις οποίες συγκροτείται στη βάση του κοινού αίμα­ τος. Το ανεπανόρθωτο του αντεκδικητικοΰ φόνου προσεγγίζεται ως «ολικό κοινωνικό γεγονός» (Mauss 1979), που διαφοροποιείται από άλλες μορφές κοινωνικών συγκρούσεων. Ενώ, εκ πρώτης άψεως, η φο­ νική σύγκρουση φαίνεται να δημιουργεί μία ακραία αντιπαλότητα με­ ταξύ δύο ομάδων αιματοσυγγενών, του θύτη και του θύματος, η επιτό­ πια έρευνα δείχνει ότι αφορά πολύ ευρύτερα σύνολα, συχνά και εκτός των ορίων της τοπικής κοινωνίας, καθώς επιδρά καταλυτικά στην μορ­ φοποίηση κοινωνικών σχέσεων, όχι μόνο σύγκρουσης αλλά και συμμαχίας (χαρακτηριστικές είναι οι επιγαμίες μεταξύ των δύο αντιπάλων πλευρών, με σκοπό να αποτραπούν οι παραπέρα αντεκδικητικοί φό­ νοι), καθορίζοντας στρατηγικές και δράσεις από το καθημερινά κοινω­ νικό μέχρι το ευρύτερα πολιτικό πεδίο. Με διαρκείς αναφορές ατον εκ­ δικητικό φόνο, ως γεγονός που έχει ή ενδέχεται να συμβεί στην ορεινή κεντρική Κρήτη, εξετάζονται οι αντιλήψεις για την ίδια την υπόσταση του ατόμου καθώς και τη συγκρότησή της: οι αξίες κοινωνικής ισχύος και γοήτρου, οι σχέσεις συμμαχίας που μπορεί να αναπτύξει αλλά και σύγκρουσης που ενδέχεται να προκαλέσει, τα περιεχόμενα και περι­ θώρια των στρατηγικών και των δράσεων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Απώτερος ατόχος είναι να προσδιοριστούν αίτια και αφορμές που, μέχρι σήμερα, σε κοινωνίες όπως η συγκεκριμένη, ενδέ­ χεται να οδηγήσουν κάποιον σε φονική αντεκδίκηση. Οι συνέπειες της αντεκδικητικής πράξης επεκτείνονται και στο ευρύτερο πεδίο της δικαιοδοσίας του νόμου. Στο τελευταίο κεφάλαιο θίγεται αυτή η διάσταση της βεντέτας, σε σχέση με την τοπική κοινωνία και την επίσημη δικαιοσύνη. Η βεντέτα γίνεται αντικείμενο «ανάμεσα στο εθιμικό δίκαιο, του οποίου κάνει διαρκώς επίκληση, και στο συ­ νταγματικά θεσπισμένο δίκαιο, που επιχειρεί να την αξιολογήσει αρ­ νητικά και να την «τιμωρήσει» με βάση τον κοινό Ποινικό Κώδικα. Οι παραπάνω προσανατολισμοί της διερεύνησης του φαινομένου της βεντέτας αποσοβούν τον κίνδυνο δύο σοβαρών μεθοδολογικών σφαλμάτων. Το πρώτο είναι η μονόπλευρη ενασχόληση με την εκδικη­ τική πράξη, η οποία, δίνοντας έμφαση στην τραγικότητα του φόνου, κα­ ταλήγει στην απλή περιγραφή μιας αλυσίδας εγκλημάτων. Αυτή η αντι­ μετώπιση υπερτονίζει το θεαματικό στοιχείο και συχνά στηρίζεται σε μία ηθικολογική και παραδειγματική ρητορική. Το δεύτερο είναι η α­ ντιμετώπιση της σύγχρονης εκδικητικής πράξης ως μιας «πρωτόγονης»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

21

μορφής δικαίου βασισμένου σε εθιμικούς κανόνες, με συνέπεια να αποκόπτεται από το κοινωνικό πλαίσιο όπου λαμβάνει χώρα. Προσεγγί­ σεις τέτοιου τύπου ανατροφοδοτούνται κυρίως από τα Μ.Μ.Ε., από νο­ μικούς και δικαστικούς κύκλους και από ορισμένους λαογράφους. Οι απόψεις αυτές συγχέουν συχνά λόγους, αίτια και αφορμές, ενώ, προ­ βάλλοντας κατά κύριο λόγο ψυχολογίζουσες ερμηνείες, παραβλέπουν τις ουσιώδεις κοινωνικές παραμέτρους του φαινομένου. Η διερεύνηση της βεντέτας παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες και δυσκολίες. Καταρχάς, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη στάση που πρέπει να τηρήσει ο ανθρωπολόγος στην προσέγγιση δύο ομάδων αιματοσυγγενών, μεταξύ των οποίων ο φόνος έχει δημιουργήσει βαθύ μί­ σος, πολύ περισσότερο όταν η ανάγκη για μία όσο το δυνατόν πληρέστε­ ρη πληροφόρηση επιβάλλει να θιγούν ιδιαίτερα ευαίσθητα ζητήματα. Περιπτώσεις αντεκδικήσεων που συνέβησαν στην υπό εξέταση κοι­ νωνία, ακόμα κι αν πρόκειται για γεγονότα ενός όχι και τόσο πρόσφα­ του παρελθόντος, δείχνουν ότι, όταν γίνονται αναδρομές στο χρόνο, ελλοχεύει ο κίνδυνος αναζωπύρωσης παλαιών συγκρούσεων και αντι­ θέσεων. Μόνο η στενή, συνεχής και μακρόχρονη επαφή με τους εμπλε­ κόμενους μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης, για να εκ­ φραστούν πιο ελεύθερα απόψεις και να εκδηλωθούν οι φόβοι, οι αγω­ νίες, οι ανησυχίες και τα συναισθήματα των προσώπων που έχουν διαπράξει έγκλημα, ή των συγγενών τους που έχουν πληγεί. Επιπλέον, οι άνθρωποι μιλούν πιο «εύκολα» για τον τρόπο ζωής και τις αξίες του παρελθόντος και έχουν την τάση να εξωραΐζουν το «πριν», αντιπαραβάλλοντάς το με τα «διεφθαρμένα» ήθη του παρόντος. Τα έ­ θιμα, όπως αποκαλούνται αντιλήψεις, κοινωνικές συνήθειες και γνώ­ σεις που έχουν διαδοθεί διαμέσου των γενεών, είναι συχνά ιδεολογικά φορτισμένα με ένα θετικό περιεχόμενο. Δέχονται με μεγάλη ικανοποί­ ηση την άποψη ότι πρέπει να υπάρξει καταγραφή εθίμων τα οποία τεί­ νουν να εκλείψουν, γιατί μπορούν να συμβάλλουν στην ανάδειξη της τοπικής ταυτότητας, αποτελώντας σημεία αναφοράς και μνήμης. Η συμβολή της λαογραφίας υπήρξε νομίζω καθοριστική για τη διαμόρ­ φωση αυτής της αντίληψης.2Στην περίπτωση της βεντέτας, η λαογραφική εκδοχή, τουλάχιστον στην περίπτωση της Κρήτης, ιστορικοποιεί τη διένεξη και την ανάγει συχνά σε σύγκρουση μεταξύ αναγνωρίσιμων 2. Για μία κριτική θεώρηση αυτών των απόψεων της λαογραφίας, βλ. Κυριακίδου-Νέστορος 1978, Πολίτης 1998, ΗεΓζίεΙό 1982.

22

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

«εχθρών» (π.χ. Τούρκων και Ελλήνων, ξένων και εντόπιων, πλούσιων και φτωχών, δυναστών και καταπιεσμένων), με τους όρους μιας δομι­ κής διχοτομίας και ισοδυναμίας που ορίζουν την ανταλλαγή ως μία «οι­ κονομία του αίματος».3 Πρόκειται για μία οπτική που έχει πολλές αντι­ στοιχίες με μία ευρέως διαδεδομένη επιχειρηματολογία για την ύπαρ­ ξη της ζωοκλοπής στην κρητική και σε ορισμένες άλλες κοινωνίες. Η βεντέτα, όπως θα φανεί και στα κεφάλαια που ακολουθούν, δεν συμβιβάζεται καθόλου με αυτήν την οπτική· είναι ένα γεγονός και μία κατάσταση πολύ πιο οικεία. Όμως με μεγάλη δυσκολία αναφέρεται κά­ ποιος σ’ έναν ξένο για τους «εμφύλιους» φόνους που είχαν διαπράξει οι πρόγονοί του ή συνεχίζουν σήμερα οι συγγενείς του ή οι συγχωριανοί του, ενώ, αντίθετα, μιλάει πολύ πιο εύκολα για το τραγούδι, τις γιορτές, τα κεντήματα ή τις καθημερινές εργασίες. Ο Κρητικός που έχει διαπρά3. Ο δικηγόρος-καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης Χρ. Κιτσόπουλος γράφει π.χ., μεταξύ άλλων, σε ένα άρθρο του με τίτλο «Η Κρητική Βεντέτα και η κοινωνικοίστορική καταβολή της», στην κρητική εφημερίδα Χανιώτικα Νέα (20-82000): «Δεν έλλειψαν όμως ποτέ στην Κρήτη οι ηρωικοί περιφρονητές των Τούρκων και δεν σταμάτησε αυτή (ενν. η οθωμανική κατοχή) να αναδεικνύει τους φοβερότερους εκδικητές των βασανισμένων θυμάτων της. Όταν ερχόταν η ώρα της εκδίκησης σ’ ένα πραγματικό βρασμό ψυχικής ορμής προέβαιναν σε παντοειδείς βιαιότητες. Η κρητική βεντέτα ανάγεται στην εποχή αυτή, κατά την οποία αποτελούσε ισχυρό ερέθισμα του νευρικού συστήματος, εξηγούμενη ψυχολογικώς και αποτελούσα απαραίτητο όπλο αυτοάμυνας μέσα στην απουσία κάθε κρατικής προστασίας για τον καταπιεσμένο κρητικό. Η εκδίκηση έλαβε την μορφή της εξόντωσης της οικογένειας του προσβολέως δυνάστη προς ενί­ σχυση του αδύνατου μέλους της. [...] Η απάνθρωπη καταπίεση από τους Τούρ­ κους εσκλήρυνε τα κρητικά ήθη, έκανε τον κρητικό πολλές φορές εκδικητικό σε μεγάλο βαθμό και τον ανάγκασαν να αντιτάσσει το αίμα ως το πιο απαραίτητο αντίδοτο στη βάναυση μεταχείριση, την οποία από αιώνων υφίστατο». Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το άρθρο του Κ. Μαμαλάκη με τίτλο «Η βεντέτα στην Κρήτη», στην εφημ. του Ηρακλείου Αλλαγή (7-11-1981): «Τα Σφακιά και οι γύ­ ρω περιοχές τους παρουσιάζουν, μάλλον παρουσίαζαν, μία σημαντική ιδιορρυθ­ μία στο κοινωνικό τους σύστημα. Περιοχή αποκλεισμένη από το γύρω κόσμο, όπου ο μεγαλύτερος αριθμός των κατοίκων της ήταν φυγόδικοι-κυνηγημένοι επαναστάτες. Ο φυγόδικος με την οικογένειά του φεύγει από τον τόπο τους και ζητάει να εγκατασταθεί σε μία περιοχή απομονωμένη από τον άλλο κόσμο και αποφεύγει να έχει επικοινωνία και με τους κατακτητές (τούρκους, ενετούς) αλλά και με τους εντόπιους. Αυτή η από φόβο απομόνωση τον ωθεί στην καχυ­ ποψία για τα πάντα και τους πάντες και σε πρώτη ευκαιρία σκοτώνει όποιον υποπτευθεί ότι μπορεί να τον βλάψει. Η έλλειψη επίσημης οργανωμένης δικαιο­ σύνης τους αναγκάζει να αυτοδικούν προσπαθώντας να επιβάλλουν ένα είδος παραδειγματισμού, αν ανταποδίδουν με τον ίδιο τρόπο».

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

23

ξει αντεκδικητικό φόνο ουδέποτε θα μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτόν, ούτε θα τον παρουσιάσει σαν μία πράξη ηρωισμού ή ανδρισμού και η βεντέτα ξορκίζεται διαρκώς ως το κακό που έχει ρημάξει ολόκληρες οικογένειες. Η παρούσα έκδοση βασίζεται στη διδακτορική μου διατριβή, που υ­ ποστήριξα τον Ιούλιο του 2000 στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Μυτιλήνη). Συνεχίζω να διατηρώ σχέσεις με ανθρώπους της περιοχής, γεγονός που, μεταξύ άλλων, συνέτεινε στο να εμπλουτίσω και να αναθεωρήσω εθνογραφικό υλικό που συγκέ­ ντρωσα και επιχειρήματα που ανέπτυξα στην διδακτορική διατριβή. Με εξαίρεση λίγες περιπτώσεις, τα ονόματα του χωριού όπου διέμεινα, όπως και των άλλων της περιοχής, είναι τα πραγματικά. Επίσης, διατήρησα την ορθογραφία και τη στίξη στην παράθεση αυτούσιων α­ ποσπασμάτων γραπτού λόγου που προέρχονται από ντόπιους ή άλλες πηγές (π.χ. δικαστικά έγγραφα, Τύπο κ.λπ.). Αντίθετα, η χρήση των πραγματικών οικογενειακών ονομάτων είναι περιορισμένη και στην θέση των περισσότερων υπάρχουν ψευδώνυμα ή τα αρχικά γράμματα των πραγματικών. Αυτό δεν γίνεται για λόγους αποφυγής «προσωπι­ κής ευθιξίας», εφόσον τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές τους είναι γνωστά σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της κρητικής κοινωνίας και, επομέ­ νως, δεν μπορούν να θεωρηθούν «ιδιωτικά ζητήματα». Η παραδειγματική χρήση των αναφερόμενων περιπτώσεων και η τυχαία επιλογή πολ­ λών από αυτές μεταξύ άλλων παρόμοιων δεν καθιστά αναγκαίες τις α­ ναφορές στα πραγματικά ονόματα, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις οι οποίες έφτασαν στα όρια του «θρύλου» ή δόθηκε μεγάλη δημοσιότη­ τα και έγιναν γνωστές σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Είναι εύλογο ότι εθνογραφικά δεδομένα και τοπικό αρχειακό υλι­ κό δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τη βοήθεια του ντόπιου πληθυσμού. Γι’ αυτό το λόγο θα ήθελα να ευχαριστήσω καταρχάς τους κατοίκους των χωριών της ορεινής κεντρικής Κρήτης, και ιδιαίτερα της κοινότη­ τας όπου κατ’ εξοχήν έκανα την επιτόπια έρευνα, που παραμέρισαν καχυποψίες και προσέφεραν την φιλοξενία και την εμπιστοσύνη τους. Οφείλω να παραδεχτώ ότι η συγγραφή του παρόντος βιβλίου δεν θα είχε επιτευχθεί αν δεν είχε προηγηθεί η «δοκιμασία» της διατριβής. Σ’ αυτή τη μακρά και δύσκολη πορεία της συλλογής ενός εμπειρικού υ­ λικού και της οργάνωσης και συγκρότησής του, το ελάχιστο που μπορώ να κάνω είναι να εκφράσω θερμές ευχαριστίες στους πανεπιστημια­ κούς δασκάλους μου: στο Γιώργο Νικολακάκη, τον κύριο επόπτη της

24

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Τριμελούς Επιτροπής, τόσο για τις καθοριστικές υποδείξεις του στην ε­ πιλογή του θέματος και την μεθοδολογία προσέγγισής του όσο και για τις διορθώσεις του κειμένου ήδη από την πρωτόλειά του μορφή, στην Σοφία Δασκαλοπούλου και στην Ρίκα Μπενβενίστε, των οποίων η πεί­ ρα και οι συστηματικές παρατηρήσεις ήταν για μένα ιδιαίτερα γόνιμες, όπως και οι υποδείξεις και η ενθάρρυνση των υπόλοιπων τεσσάρων με­ λών της Εξεταστικής Επιτροπής, του Νικόλα Βερνίκου, του Βασίλη Κάλφα, της Αλεξάνδρας Μπακαλάκη και του Σωτήρη Χτούρη. Βέβαια, η επικέντρωση σε ένα θέμα και η συστηματική διερεύνησή του προϋποθέτει ένα επαρκές υπόβαθρο ανθρωπολογικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Ως προς αυτό, ήταν πολύ σημαντική η συνεισφορά του διετούς κύκλου εντατικών σεμιναριακών μαθημάτων του Μεταπτυχια­ κού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολο­ γίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Στους πανεπιστημιακούς δασκάλους που παρείχαν εκπαιδευτικό έργο στη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Μυτιλήνη (1989-1991) οφείλω την ευγνωμοσύνη μου. Ιδιαίτερες ευχαριστίες αξίζουν το προσωπικό της Δημόσιας Βιβλιο­ θήκης Ρεθύμνου και της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης για τις διευκολύνσεις που μου παρείχαν στη συλλογή βιβλιογραφικού υλι­ κού, όπως και στο προσωπικό των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Αρ­ χεία νομού Ρεθύμνης, που μου επέτρεφαν την απρόσκοπτη πρόσβαση στο εκεί φυλασσόμενο υλικό. Επίσης, επιθυμώ ολόψυχα να εκφράσω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιώργο Μοτάκη, που προσέφερε πολύ από τον χρόνο του για να συζη­ τήσουμε θέματα οργάνωσης του υλικού με τη χρήση της πληροφορικής και επιμελήθηκε τη μορφή των σχημάτων, στον Βαγγέλη Παπιομύτογλου που επιμελήθηκε το χάρτη, στη σύντροφό μου Πηνελόπη Φωτει­ νού και σε όσους φίλους και φίλες με ενθάρρυναν. Το παρόν βιβλίο είναι το τελευταίο της σειράς Λαϊκός Πολιτισμός /Τοπικές Κοινωνίες, του οποίου την έκδοση πρότεινε ο επιστημονικός δι­ ευθυντής της σειράς, Στάθης Δαμιανάκος. Αν και δεν πρόλαβε να το επιμεληθεί συστηματικά, οι υποδείξεις και οι μεθοδικές παρατηρήσεις του για τη μεταφορά σε δόκιμη μορφή ενός υλικού διατριβής ήταν ιδιαίτερα γόνιμες. Ως ελάχιστη ένδειξη της ευγνωμοσύνης και τιμής, θα επιθυμού­ σα να το αφιερώσω στη μνήμη του. Α ρης Τ ςλντηροπουλος

1. Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Ο Thomas Hobbes στο Λεβιάθαν θεωρεί θεμελιώδη, για την μετάβαση από την κατάσταση της φύσης και του πολέμου στην πολιτική κοινότη­ τα, την παραίτηση των υπηκόων από το δικαίωμα της τιμωρίας και την παραχώρηση του στον κυρίαρχο (Hobbes 1989: 235-411). Διαχρονικά, οι κοινωνίες μπορεί να αλλάζουν και να οργανώνονται πολιτικά με διάφορους τρόπους, όμως οι άνθρωποι, άλλου περισσότερο και άλλου λιγότερο, συνεχίζουν να χρίζουν τους εαυτούς τους ως κατεξοχήν τιμωρούς του δράστη μιας αδικίας που θεωρούν ότι έχουν υποστεί. Το φαινόμενο της εκδίκησης ήταν πολύ συνηθισμένο στην αρχαία Ελλάδα και ο Όμηρος περιγράφει αρκετές περιπτώσεις ηρώων που, για να σωθούν από την εκδίκηση των συγγενών του νεκρού, κατέφευγαν και ζητούσαν προστασία και εξαγνισμό κοντά σε έναν βασιλιά (Andrewes 1983: 269-270). Για τον Max Weber η εγγύηση της φονικής αντεκδίκη­ σης είναι βασικό χαρακτηριστικό των φυλετικών και των πρώιμων αρι­ στοκρατικών δομών σιην αρχαία Ελλάδα (Gmtzpalk 2002:121). Εξετά­ ζοντας τη βεντέτα ως δικαίωμα χρήσης βίας, σε μία διαδρομή που αρχί­ ζει από την οργάνωση σε φυλές, έπειτα σε γένη και καταλήγει στην αρ­ χαία πόλη με τις τάξεις των αριστοκρατών, ο Weber διαπιστώνει ότι η α­ ντεκδίκηση αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη του ενδιαφέροντος της εκάστοτε ομάδας για την προστασία ενός μέλους της που είχε υποστεί βλάβη από κάποιον εκτός αυτής. Η βία δηλαδή που ασκούσε μία ομάδα είχε σκοπό να εγγυάται την ατομική ασφάλεια, συντελώντας ταυτόχρο­ να στην διατήρηση των διαπροσωπικών δεσμών των μελών της. Κάθε μέλος της ομάδας αισθανόταν ασφάλεια όταν οι άλλοι γνώριζαν ότι αν επιχειρούσαν να τον βλάψουν, μία ισχυρή συλλογικότητα θα αντιδρούσε δυναμικά. Τα ανταλλάγματα γι’ αυτήν την παροχή προστασίας ήταν η αφοσίωση στην ομάδα και η υποστήριξή της. Το τελευταίο είναι πολύ εμφανές σε κοινωνίες όπου η αριστοκρατική τάξη είναι ταυτόχρονα και

26

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

τάξη πολεμιστών, οι οποίοι εγγυώνται την υπεράσπιση της γης από εξω­ τερικούς εισβολείς, με αντάλλαγμα οικονομικές παροχές, όπως συνέβαινε, σύμφωνα με τον Weber, και στις φυλές της ελληνικής αρχαιότη­ τας (Weber 1978:148-150, Grutzpalk 2002). Στην ύπαρξη ευρείων συγγενειακών ομάδων, των γενών, που επι­ διώκουν να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, αποδίδει την ύπαρξη της βεντέτας στον αρχαίο κόσμο και ο G. Glotz, υποστηρίζοντας ότι ο αντεκδικητικός φόνος εμφανίζεται ως «το δικαίωμα που ασκείται από τα μέλη του ενός γένους έναντι ενός άλλου, ως το καθήκον το οποίο επι­ βάλλουν η φροντίδα για το κοινό συμφέρον και οι δίκαιες απαιτήσεις των νεκρών από τους συγγενείς τους» (Glotz 1904: 92). Ο Andre Mirambel (1944) υποστηρίζει ότι η βεντέτα προϋποθέτει στενούς δεσμούς αλληλεξάρτησης των μελών της οικογένειας καθώς και μία λατρεία των νεκρών, υποδηλώνει όμως κατεξοχήν μία ιδέα της ανταλλαγής ως θε­ μέλιου της δίκης. Το τελευταίο διαπιστώνεται από την ύπαρξη της πρόθεσης αντί- ως συνθετικού εκφράσεων που αναφέρονται στην εκδίκηση: αντικατθανείν τους κτ αν όντας δίκην (= απόδοση δικαιοσύνης σκοτώνοντας αντα­ ποδοτικά όσους έχουν σκοτώσει), ίσ ’αντιδούναι κ.λπ.. Σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αυτή η έννοια της ανταλλαγής εκφρά­ ζεται με επίθετα που δηλώνουν την «προστασία» και την «εκδίκηση»: τιμάορος (= αυτός που προστατεύει την τιμή του), αοσσητήρ ( = βοηθός, υπερασπιστής), αρωγός, ποινάτωρ. Τον ισχυρισμό του Mirambel ότι στον αρχαίο κόσμο η εκδίκηση νοείται κυρίως ως ανταπόδοση και ανταλλα­ γή, ενώ η σύνδεσή της με αντιλήψεις περί συμβολισμού του αίματος είναι σπάνια και εμφανίζεται μόνο στον Αισχύλο (Ευμενίδες) και στον Ευρι­ πίδη (Ορέστεια, Ελένη), ανακρούει ο Ελ. Αλεξάκης υποστηρίζοντας ό­ τι η εκδίκηση δεν εμφανίζεται μόνο με τις λέξεις εκδικώ και εκδικού­ μαι (πρβλ. Αισχύλου, Χοηφόροι στ. 400-403) όπως και το αίμα ως σύμ­ βολο συνοχής ατόμων ή ομάδων αναφέρεται τόσο στον Ηρόδοτο (το όμαιμον και ομόγλωσσον) όσο και στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (Την σην όμαιμον, εκ πατρός ταυτού φύσιν) (Αλεξάκης 1998: 113-4, υποσημ. 96) Βέβαια, όπως θα φανεί και στα κεφάλαια που ακουλουθούν, σε κοινωνίες όπου μία οργάνωση (πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική) ε­ πιχειρεί να εγκαθιδρύσει κανόνες απόδοσης δικαίου, η βεντέτα συχνά τους ανταγωνίζεται και άλλοτε διαπλέκεται με αυτούς. Ή δη, στην Α­ θήνα του 7ου αι., με τη νομοθεσία του Δράκοντα έχουμε παρεμβάσεις

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜ Η

27

που αποσκοπούσαν στη νομοθετική ρύθμιση των προσωπικών διενέξε­ ων (Andrewes, 1983: 269-271). Ο David Cohen (1995) θεωρεί ότι στην κλασική αρχαιότητα συνυ­ πάρχουν δυναμικά οι δικαιικοί θεσμοί με την ιδιωτική σύγκρουση και διευθέτηση των διαφορών και καταλήγει στη διαπίστωση ότι, τουλάχι­ στον στην Αθήνα αυτής της περιόδου, η προσφυγή στα δικαστήρια και η ιδιωτική σύγκρουση δεν μπορούν να θεωρηθούν δύο διαφορετικής τάξης φαινόμενα αλλά αποτελούν μέρη του ίδιου συνεχούς: Η προσφυγή στα δικαστήρια στην Αθήνα ήταν διαμορφωμένη από τη συμμετοχική της φύση, η οποία την ενέπλεκε στις διάφορες κοινωνι­ κές πρακτικές. Σε μία αγωνιστική [agonistic] κοινωνία, η σύγκρουση δεν είναι μία παθολογική δυσλειτουργία, την οποία οι θεσμοί μπο­ ρούν να εξαλείφουν, αλλά ένα κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής. Η προσφυγή στα δικαστήρια θα πρέπει να ιδωθεί όχι ως ξεχω ­ ριστή κι απομακρυσμένη από το πεδίο της σύγκρουσης, αλλά μάλλον ως μέρος της ίδιας της σύγκρουσης. Οι αντίδικοι συχνά χρησιμοποι­ ούν τα δικαστήρια για να επιδιώξουν την σύγκρουση, και όχι για να την τερματίσουν... [οι αντίδικοι] μορφοποιώντας τη σύγκρουσή τους, για να παρουσιαστεί στα δικαστήρια, χρησιμοποιούν τη ρητορική για να εκφράσουν και να αξιολογήσουν έναν κύριο χαρακτηρισμό των ανταγωνιστικών τους σχέσεων και των αντίστοιχων κοινωνικών τους ταυτοτήτων. Τα δικαστήρια, παρέχοντας σ’ αυτούς έναν χώρο δημό­ σιας συζήτησης [forum], έπαιξαν έναν πολιτικά και κοινωνικά ζωτι­ κό ρόλο στην επίδειξη και ενσωμάτωση της εξουσίας του δήμου ως του ανώτατου ρυθμιστή των συγκρούσεων και συνεπώς του ανταγω­ νισμού για τιμή, πλούτο, κοινωνική θέση, που ήταν η αιτία αυτών των συγκρούσεων. Με τη σειρά της, αυτή η διευθέτηση κατέστησε δυνατή τη θεώρηση των δικαστικών αποφάσεω ν όχι ως παραβιάσεων της έννομης διακυβέρνησης, την οποία ορκίστηκαν να τηρούν, αλλά π ερισ­ σότερο ως ενός αμαλγάματος δικαίου και συμφέροντος, ουσιώδους στη διατήρηση της δημοκρατικής έννομης τάξης. Καθώς εκφράζεται μέσω των αποφ άσεω ν των λαϊκών δικαστηρίων, αυτή η έννοια της έννομης διακυβέρνησης βοηθά, ως μία ισχυρή δύναμη, στην διατήρη­ ση της δημοκρατικής κοινωνίας (Cohen 1995: 194-195).

Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Cohen χρησιμοποιεί στην προσέγγισή του θεωρητικά σχήματα και έννοιες που έχουν αναπτυχθεί ή αποσαφη­ νιστεί από τη σύγχρονη ανθρωπολογική έρευνα, με τρόπο όμως ώστε, όπως αναφέρει και ο ίδιος, το εθνογραφικό παράδειγμα να χρήσιμο-

28

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ποιείται συγκριτικά «για την εξηγητική του δύναμη και όχι επειδή, η κοινωνία των Μπαρούγια, για παράδειγμα, είναι συνολικά όμοια με την κλασική Αθήνα» (Cohen 1995: 182). Στις μέρες μας, οι μελετητές του αρχαίου κόσμου ολοένα περισσότερο κάνουν χρήση —κάποιες φο­ ρές λίγο αυθαίρετα— των δεδομένων της εθνογραφικής έρευνας για να εμπλουτίσουν τους τρόπους «ανάγνωσης» των κλασικών κειμένων και να οδηγηθούν σε επαναξιολογήσεις και νέα ερωτήματα.1 Οι αντεκδικητικοί φόνοι που συχνά συνέβαιναν και ήταν αποδε­ κτοί κατά την ρωμαϊκή περίοδο μπορούν να ερμηνευτούν «με όρους οι­ κογενειακής αφοσίωσης» (Epstein 1987: 115). Από έναν Ρωμαίο αναμενόταν να εκδικηθεί τη βλάβη που υπέστη ο ίδιος ή η οικογένειά του, και ένας γιος είχε καθήκον να εκδικηθεί αδικίες που είχε υποστεί ο πα­ τέρας του, αν κρίνουμε από τα επαινετικά λόγια του Κάτωνα του Πρεσβύτερου προς τον ανώνυμο νέο: «Κάποιος πρέπει να θυσιάζει στους γονείς του όχι μόνο αμνούς και ερίφια αλλά και τα δάκρυα και τις κα­ ταδίκες των εχθρών». Κατά τη διάρκεια της Ύ στερης Δημοκρατίας, διαβόητη ήταν η βεντέτα μεταξύ των Σερβιλίων και των Λούκουλων, ε­ νώ συχνά αντεκδικητικοί φόνοι υποκινούνταν από πολιτικές φιλοδο­ ξίες και ανταγωνισμούς.2 Κατά τη βυζαντινή περίοδο δεν είναι επιβε­ βαιωμένη η συστηματική ύπαρξη της βεντέτας. Οι πηγές αναφέρουν κάποια μέτρα, με κυριότερα την επιβολή της ποινής της εξορίας του δράστη φόνου, ή την χρηματική ή σε είδος αποζημίωση των συγγενών του θύματος, που απέβλεπαν στην αποτροπή της αντεκδίκησης.3 1. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η μελέτη της αρχαιοελληνικής έννοι­ ας της αιδούς από τον Douglas L. Gairns (1993), όπως και της έννοιας της ύβρε­ ως από τον N. R. Fisher (1992). Εκτός από το ότι και οι δύο επικεντρώνονται στη εξέταση αξιών, ήδη οι τίτλοι των έργων τους προϊδεάζουν τον αναγνώστη για ση­ μαντικές επιδράσεις από τις ανθρωπολογικές συζητήσεις για τις έννοιες της τιμής και της ντροπής στις κοινωνίες της Μεσογείου. Ο Απ. Αθανασάκης (1992) εξετά­ ζει επίσης την έννοια της τιμής στον Ό μηρο και τον Ησίοδο, ενώ ταυτόχρονα προχωρεί σε συγκρίσεις και αναγωγές χρησιμοποιώντας ανθρωπολογικό υλικό από την σύγχρονη Κρήτη, τη Μάνη και κάποια χωριά της Ηπείρου. Όμως, η επι­ δίωξη του συγγραφέα να περιλάβει στο θεωρητικό του μοντέλο όσο το δυνατόν περισσότερο πληροφοριακό υλικό, θεωρώντας ότι έτσι θα αποκτήσει ευρύτερη ι­ σχύ, αρκετές φορές τον οδηγεί σε εύκολα «περάσματα» από την μία κοινωνία στην άλλη και από την μία ιστορική περίοδο στην άλλη, τα οποία οδηγούν σε αυ­ θαίρετες συγκρίσεις και εύκολες γενικεύσεις. 2. Για περισσότερα, βλ. Epstein 1987. 3. Βλ. Macrides 1988, καθώς και το λήμμα «Blood vengeance», στο Oxford Di­ ctionary o f Byzantine.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜ Η

29

Ο Μεσαίωνας έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των ιστορικών για τη μελέτη του εγκλήματος και της τιμωρίας του και γενικότερα των συ­ γκρούσεων και των τρόπων διευθέτησής τους.4 Έ να ς επιπλέον λόγος για την ανάπτυξη αυτού του ενδιαφέροντος είναι η ύπαρξη πλήθους με­ σαιωνικών δικαστικών αρχείων, κυρίως από το 14ο αι. και εφεξής, κα­ θώς και άλλων γραπτών πηγών (έπη, κείμενα χρονικογράφων κ.λπ.).5 Στη μεσαιωνική κοινωνία η βεντέτα αποτελούσε έναν τρόπο διευθέτη­ σης των συγκρούσεων. Αλλοι ήταν ο αφορισμός, η διαιτησία του κόμητα, του επισκόπου ή του αββά. Αίτια και αφορμές, όπως η αμφισβήτηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή πράξεις προσβολής της τιμής (π.χ. η αθέτη­ ση μιας συμφωνίας σύναψης γάμου κ.λπ.), μπορούσαν να καταλήξουν σε φόνο και σε μία σειρά αντεκδικήσεων. Αυτές οι αντιπαλότητες μπο­ ρούσαν να επεκταθούν, με την εμπλοκή όλο και περισσότερων συγγε­ νών και συμμάχων των δύο αντίπαλων πλευρών, σε πιο γενικευμένες συγκρούσεις, αποκτώντας το χαρακτήρα «ιδιωτικών πολέμων».6 Η συλλογική ευθύνη που προκύπτει από την ηθική υποχρέωση των αιματοσυγγενών του νεκρού να εκδικηθούν το θάνατό του ήταν η επο­ νομαζόμενη faide και στη μεσαιωνική λογοτεχνία είναι συχνές οι ανα­ φορές σε φόνους για την προστασία της τιμής, οι οποίοι με τη σειρά τους ανοίγουν μακροχρόνιες βεντέτες μεταξύ ιπποτικών γενών (Herr 1977: 105-111, Bloch 1987: 187-210). Είναι χαρακτηριστικός ο κόσμος των μεσαιωνικών ισλανδικών επών, των saga, τα οποία εξιστορούν έ­ ναν πολιτισμό που κατεξοχήν βασίζεται στην τιμή. Σε έναν τέτοιο πολι­ τισμό η βεντέτα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνολικής κοινωνι­ κής και ηθικής τάξης καθώς είναι ενσωματωμένη σε μία σύνθετη κανο­ νιστική δομή, η οποία την επιβάλλει αλλά και την ρυθμίζει, την περιορί­ ζει και την συγκρατεί.7 O Julio Caro Baroja (1967) ισχυρίζεται ότι το 4. Έ να παράδειγμα προσέγγισης των κοινωνικών αντιλήψεων του εγκλήμα­ τος και του τρόπου που αυτές καθόριζαν την τιμωρία του στη Μεσαιωνική Αγγλία είναι του άρθρο του Th. Green (1972). 5. Βλ. π.χ. Hanawalt & Wallace 1999, Goodich, 1995, ιδίως σσ. 42-57 και υπο­ σημείωση σσ. 167-168, όπου υπάρχει η σχετική βιβλιογραφία. 6. Τέτοιες αναφορές για βεντέτες με χαρακτήρα «ιδιωτικού πολέμου», με α­ ντίπαλους δύο πολυάριθμα ελληνικά γένη, σώζονται και στις Εκθέσεις των Βενετών Προβλεπτών για την κατάσταση που επικρατούσε στη μεσαιωνική Κρήτη, η οποία από το 13ο έως το 17ο αι. αποτελούσε ενετική κτήση (βλ. και κεφ. 8 της πα­ ρούσας εργασίας). 7. Για περισσότερα σχετικά με την περίπτωση των Ισλανδικών sagas και τους ήρωες εκδικητές, βλ. Miller 1999.

30

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

κύρος, κυρίως μεταξύ 13ου και 15ου αι., συνδέεται με μία αντίληψη για την τιμή η οποία δεν είναι ατομική αλλά συλλογική. Αυτή η έννοια της τιμής βασίζεται σε ένα σύστημα πατρογραμμικών clans, αυτών της Σκωτίας, που διατηρήθηκαν μέχρι τον 18ο αι. και συνεχίζουν να υπάρ­ χουν μέχρι σήμερα σε κάποιες κοινωνίες της βόρειας Αφρικής, καθώς και σε νομάδες της Ασίας. Οι συγκρούσεις μεταξύ ομάδων αιματοσυγγενών, των clans ή των γενών (lineages), επιχειρείται να επιλυθούν με τη μεσολάβηση των εκ­ κλησιαστικών και πολιτικώ ν αρχών, την χρηματική αποζημίωση (wergeld) των συγγενών του θύματος απ’ αυτούς του δράστη, τη σύνα­ ψη γάμων μεταξύ των δύο αντίπαλων πλευρών (Goodich 1995: 25-41, Herr 1977: 119-124) ή ακόμα και θεσμικά, με την έγγραφη συμφωνία συμβιβασμού (compromissio) που υπέγραφαν τα δύο αντιμαχόμενα μέ­ ρη ενώπιον συμβολαιογράφου.8 Ό σο το κράτος ισχυροποιείται (κυρίως από το 13ο αι. και εφεξής), επιδιώκει να παρεμβαίνει στις προσωπικές διενέξεις και συγκρούσεις με σκοπό να τις επιλύσει δικαιικά.9 Όμως, οι αντιπαλότητες και οι έχθρες μεταξύ των clans δεν είναι εύκολο να επιλυθούν με «έξωθεν» διακαιικές ρυθμίσεις ή αποφάσεις, και σε όλη τη Μεσαιωνική Δύση, αλλού σε μεγαλύτερο και αλλού σε μικρότερο βαθμό, εξακολουθούν να αποτελούν ιδιωτική υπόθεση.

8. Τέτοιου τύπου συμβολαιογραφικές πράξεις συμβιβασμού μεταξύ δύο ελ­ ληνικών γενών συναντάμε και στη μεσαιωνική Κρήτη του 16ου αι. (βλ. και Βαρζελιώτη 2000, Μαυρομάτης 1994). 9. Βλ. Κιουσοπούλου, Μπενβενίστε (1991: 278, υποσημ.). Επίσης βλ. >Υογιτ^ΐά (1983: 101-144), για τον τρόπο εξάλειψης της βεντέτας στη Μεσαιωνική Σκωτία. Συγκεκριμένα, κάθε κυβερνήτης (κόμης, δούκας κ.λπ.), για να παρέμβει σ’ένα εθιμικό δίκαιο που βασιζόταν στην ιδιωτική αντεκδίκηση αρχικά ακολου­ θούσε τους εθιμικά καθορισμένους τρόπους και έπειτα επέβαλε, βαθμηδόν, με­ ταρρυθμίσεις.

2.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΩΣ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ο αντεκδικητικός φόνος, ως τρόπος επίλυσης των διαφορών σε φυλετι­ κά οργανωμένες κοινωνίες, οδήγησε πολλούς ανθρωπολόγους να τον αντιμετωπίσουν με όρους εθιμικού δικαίου και να τον εντάξουν σε μία συνολικότερη εξελικτική λογική διαχωρισμού των κοινωνιών, σ’ αυτές που είναι οργανωμένες από το έθιμο, όπου η βεντέτα αποτελεί έναν ε­ θιμικά ρυθμιζόμενο και αποδεκτό τρόπο απόδοσης δικαίου, και σ’ αυ­ τές που είναι οργανωμένες στη βάση ενός θεσπισμένου και κωδικοποιημένου συνόλου νόμων, στις οποίες οι συγκρούσεις επιλύονται με την απονομή δικαίου από μία κρατική εξουσία. Το 1933, ο A. R. RadcliffeBrown (1979: 212-219) ορίζει το «πρωτόγονο δίκαιο», στο αντίστοιχο λήμμα της Encyclopaedia o f the Social Sciences, ως το σύνολο γενικά πα­ ραδεκτών κανόνων, οι οποίοι, στις «προφορικές κοινωνίες» [pre­ literate societies], λόγω έλλειψης ενός αναπτυγμένου νομικού συστήμα­ τος, ρυθμίζουν εθιμικά τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ ατόμων ή ομάδων, σύμφωνα με ποικίλες μορφές ανταποδοτικών ποινών. Α­ νάλογα με το μέγεθος της βλάβης, οι τελευταίες μπορεί να έχουν τη μορφή πολέμου, βεντέτας, πρόσκλησης σε μονομαχία ή —με διαπραγ­ ματεύσεις μέσω τρίτων, ουδέτερων, μεσολαβητών— η σύγκρουση να καταλήξει σε συμβιβασμό και υλική αποζημίωση της πλευράς του θύ­ ματος από την αντίστοιχη του δράστη. Ειδικότερα για τη βεντέτα, ο Radcliffe-Brown αναφέρει: Ο φόνος ενός άνδρα, είτε από πρόθεση είτε τυχαία, συνιστά μία προ­ σβολή για το clan του, την τοπική κοινω νία ή το σόι, εκ μέρους του οποίου απαιτείται αποζημίωση. Η ομάδα που έχει προσβληθεί θεω­ ρεί ως δίκαιο την επιδίωξη εκδίκησης και συχνά υπάρχει η υποχρέω­ ση των μελών της ομάδας να εκδικηθούν τον νεκρό. Η πράξη αντα­

32

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

πόδοσης είναι ρυθμισμένη από το έθιμο. Ο νόμος της αποζημίωσης [lex talionis] απαιτεί η βλάβη που θα επιφέρει να είναι ισοδύναμη της βλάβης που υπέσιη, και η αρχή της συλλογικής αλληλεγγύης επιτρέ­ πει σ’ αυτούς που εκδικούνται να σκοτώσουν ένα άτομο διαφορετικό από τον πραγματικό φονιά, για παράδειγμα τον αδερφό του ή, σε κά­ ποιες περιπτώσεις, οποιοδήποτε μέλος του clan του. Ό τα ν ο θεσμός είναι πλήρως οργανω μένος, το έθιμο απ α ιτεί η ομάδα που είναι υ ­ πεύθυνη για τον πρώτο θάνατο να δεχτεί το φόνο ενός από τα μέλη της ως μία πράξη δικαίου και να μη προχωρήσει σε άλλα αντίποινα. (Radcliffe-Brown 1979: 215 ).

Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η παραπάνω ερμηνεία για την ύ­ παρξη βεντέτας υιοθετεί φιλοσοφικές αντιλήψεις του Hobbes για τη μετάβαση από την κατάσταση ενός φυσικού δικαίου στην οργανωμένη θεσμικά πολιτική κοινότητα. Για τον Radcliffe-Brown, η απουσία γρα­ φής στις «προφορικές κοινωνίες» σημαίνει και την αδυναμία θέσπισης και κωδικοποίησης κανόνων δικαίου, σύμφωνα με τους οποίους θα επι­ λύονταν οι διαφορές και θα επιβάλλονταν οι ποινές από μία δικαστική εξουσία, ως μόνης αρμόδιας, και όχι από εθιμικά καθορισμένους τρό­ πους προσωπικών αντεκδικήσεων. Το θετικό δίκαιο, όπως και οι πολι­ τικοί, οι οικονομικοί και άλλοι θεσμοί, αναπτύσσεται και εφαρμόζεται ως σύνολο θεσπισμένων κανόνων καθώς οι κοινωνίες μετεξελίσσονται από απλούστερες σε σύνθετες. Μία πορεία, η οποία, σύμφωνα με τον Radcliffe-Brown (1940: xi-xxiii), είναι παράλληλη με τη μετάβαση από ένα στάδιο «προφορικότητας» σ’ αυτό της γνώσης και χρήσης της γρα­ φής· Σύμφωνα με αυτήν την εξελικτική λογική, η ανάπτυξη εξειδικευμένων θεσμών σε μία φυλετική κοινωνία θα δώσει τέλος στις βεντέτες και στις άλλες μορφές εθιμικών αντεκδικήσεων, εφόσον μία κεντρική πολι­ τική εξουσία θα αναλαμβάνει την επίλυση των διαφορών και των συ­ γκρούσεων σύμφωνα με θεσπισμένους κανόνες δικαίου. Αυτό όμως στην πράξη δεν συνέβη, και σε σύγχρονες πολιτειακά χώρες η βεντέτα εξακολουθεί να χαρακτηρίζει κάποιες τοπικές κοινωνίες, γιατί βεντέτα και θεσπισμένο δίκαιο δεν συνδέονται μεταξύ τους αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικής τάξεως συστήματα απονομής δικαίου. Η λογική της πρώτης την εντάσσει στα λεγάμενα ανταποδοτικά συστήματα, ενώ το δεύτερο ανήκει στα λεγάμενα ποινικά συστήματα (Rouland 1994: 272283).

ΑΝΘΡΩ ΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟ ΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ

33

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΤΜΗΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Το μοντέλο της κατάτμησης (segmentation) αφορά τους τρόπους οργά­ νωσης των σχέσεων συμμαχίας και αντιπαλότητας μεταξύ ατόμων και ομάδων σε ακέφαλες, εξισωτικές κοινωνίες (egalitarian societies) και ονομάζεται έτσι επειδή οι υποδιαιρέσεις και αντιθέσεις των διαφόρων ομάδων συνυπάρχουν κάθε στιγμή εν δυνάμει και εκδηλώνονται μόνο σε συγκεκριμένες περιστάσεις (Ντυμόν 1996: 88). Η μονογραφία του Ε. Ε. Evans-Pritchard (1969 [1940], 1978 [1940]) για την πολιτική οργά­ νωση των Nuer, μία κοινωνία εδραίων γελαδάρηδων στο νότιο Σουδάν, αν και εκδόθηκε το 1940, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να θεωρείται ένα έργο αναφοράς για τις κατατμημένες κοινωνίες (segmentary societies). Από το εθνογραφικό παράδειγμα των Nuer θα επιχειρήσω να παρου­ σιάσω συνοπτικά εκείνα τα μέρη που αφορούν τον προσδιορισμό της βεντέτας και θέτουν ζητήματα στη διερεύνηση του φαινομένου. Συστατικά στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των Nuer είναι οι ομάδες και οι μεταξύ τους σχέσεις. Οι ομάδες αυτές εί­ ναι, στο πολιτικό σύστημα, η φυλή και τα τμήματά της και στο σύστημα της συγγένειας τα clans και τα πατρογραμμικά γένη (lineages). Η φυλή και τα τμήματά της αντιστοιχούν σε εδαφικές ενότητες και, κατά συνέ­ πεια, πολιτική οργάνωση σημαίνει ουσιαστικά σχέσεις μεταξύ ομάδων που προσδιορίζονται και εντοπίζονται χωρικά (Evans-Pritchard 1969 [1940]: 4). Η μικρότερη πολιτική ενότητα είναι το χωριό, λίγο εκτενέ­ στερη είναι τα τριτογενή τμήματα της φυλής (tertiary segments), τα ο­ ποία αντιστοιχούν στις πιο μικρές γειτνιάσεις χωριών. Χωρικές ενότη­ τες από τριτογενή τμήματα συνιστούν τα δευτερογενή τμήματα (secon­ dary segments), αυτά με τη σειρά τους τα πρωτογενή τμήματα (primary segments), για να καταλήξουμε στη φυλή, την ευρύτερη χωρική και πο­ λιτική ενότητα. Οι εδαφικές αυτές ενότητες αντιστοιχούν και σε μορ­ φές συγγενειακών ομάδων. Η πολυπληθέστερη είναι η clan, η οποία α­ ντιστοιχεί στη φυλή, και η πιο μικρή είναι το ελάχιστο γένος ή ομάδα μονογραμμικής καταγωγής (minimal lineages), δηλαδή όσους ο άνδρας κατονομάζει όταν ερωτηθεί για την συγγενειακή ομάδα στην οποία α­ νήκει. Από το επίπεδο των πολύ στενών συγγενών του άνδρα προς το clan του, ενδιάμεσες συγγενειακές ομάδες είναι τα μικρά γένη ή ομά­ δες μονογραμμικής καταγωγής (minor lineages) που αντιστοιχούν στα τριτογενή τμήματα της φυλής, τα μεγαλύτερα (major lineages) που αντί-

34

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

στοιχοΰν στα δευτερογενή τμήματα και τα μέγιστα που αντιστοιχούν στα πρωτογενή τμήματα. Ό σο προχωράμε από τις πιο περιορισμένες στις ευρύτερες ομάδες, τόσο αυξάνει και η δομική τους απόσταση. Οι αρχές της κατάτμησης, οι οποίες αποτελούν τη βάση της πολιτικής ορ­ γάνωσης των Nuer, συνίστανται στις σχέσεις συμπληρωματικής αντίθε­ σης (complementary opposition) μεταξύ ομάδων. Οι σχέσεις αυτές α­ ποτελούν το θεμέλιο του πολιτικού συστήματος, επειδή ακριβώς χωρίς αντίθεση οι ομάδες δεν μπορούν να συγκροτηθούν και να υπάρξουν πολιτικά (Sahlins 1967). Για παράδειγμα, αν μεταξύ δύο ατόμων που α­ νήκουν στα A t και Bj τριτογενή τμήματα της φυλής προκύψει μία αντί­ θεση, άμεσο επακόλουθο είναι η συσπείρωση όλων των μελών των α­ ντίστοιχων ομάδων και η διεύρυνση της σύγκρουσης. Αν τύχει και εμπλακούν ένα ή περισσότερα άτομα από το τριτογενές τμήμα Α2, προ­ κύπτει, με ανάλογο τρόπο, συσπείρωση και αντίθεση ενός ευρύτερου αριθμού ατόμων και, συνεπώς, έχουμε επέκταση της σύγκρουσης μετα­ ξύ δύο ομάδων, των μελών των τμημάτων Α 1?Α2από τη μία και των τμη­ μάτων Bb Β2από την άλλη. Ό σο η σύγκρουση εκτείνεται σε υψηλότερα επίπεδα κατάτμησης (δευτερογενή, πρωτογενή τμήματα κ.ο.κ.), με α­ νάλογο τρόπο συμμαχούν ή ανατίθενται μεταξύ τους ευρύτερες ομά­ δες, οι αντιθέσεις και η εχθρότητα αποκτούν μεγαλύτερη ένταση και εύρος και η ειρήνευση γίνεται διαρκώς και πιο δύσκολη. Συνεπώς, αν μία σύγκρουση αποκτήσει το περιεχόμενο απλής αντί­ θεσης, βεντέτας ή πολέμου, εξαρτάται από την δομική απόσταση των α­ νατιθέμενων μερών, εφόσον αυτή θα καθορίσει το μέγεθος των ομά­ δων που θα εμπλακούν, όπως και το βαθμό χωρικής επέκτασης της σύ­ γκρουσης. Έ τσι, επιδρομές γίνονται πάντα έξω από τα χωρικά όρια της φυλής και εκείνο που χαρακτηρίζει μία εχθρότητα ως πόλεμο είναι ότι τα ανατιθέμενα μέρη ανήκουν σε διαφορετικές φυλές: «αν ο άνδρας μιας φυλής σκοτώσει έναν άνδρα μιας άλλης φυλής, ο τρόπος τι­ μωρίας έχει τη μορφή της πολεμικής σύρραξης μεταξύ των [δύο] φυ­ λών» (Evans-Pritchard 1978 [1940]: 278). Σ’ αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τον Ε. Ε. Evans-Pritchard, εκείνο που ορίζει μία σύγκρουση ως βεντέτα (feud) είναι ότι αποτελεί έκφρα­ ση αντίθεσης μεταξύ δύο τμημάτων της ίδιας φυλής: «μεταξύ τμημάτων της ίδιας φυλής η αντίθεση εκφράζεται με το έθιμο της βεντέτας» (Εvans-Pritchard 1969 [1940]: 283). Ο Ε. Ε. Evans-Pritchard διαφοροποιεί τον ευρύτερο όρο «βεντέτα» από την «αιματηρή αντεκδίκηση» (blood-

ΑΝΘΡΩ ΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟ ΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ

35

feud), θεωρώντας τη δεύτερη κυρίως ως μία μορφή δικαίου: «... οι εκδι­ κήσεις είναι ένας θεσμός της φυλής. Εκδηλώνονται όπου υπάρχει σα­ φής παραβίαση του δικαίου και είναι ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλί­ ζεται η επανόρθωση» (Evans-Pritchard 1978 [1940]: 150). Η ισχύς του δικαίου εξασθενεί καθώς προχωράμε σε υψηλότερα επίπεδα κατάτμη­ σης. Με τη ύπαρξη του δικαίου συνδέεται και ο ρόλος των μεσολαβη­ τών για την επίλυση των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων. Οι μεσολαβη­ τές είναι πρόσωπα σεβαστά, η θέση των οποίων οφείλεται στην ιερότητά τους, δηλαδή στο σεβασμό και όχι στην ισχύ που συναρτάται με την άσκηση εξουσίας. Παρεμβαίνουν ως ενδιάμεσοι για τον τερματισμό των συγκρούσεων που προκύπτουν στο επίπεδο του χωριού ή της ευρύ­ τερης κοινότητας. Στα υψηλότερα επίπεδα κατάτμησης ο ρόλος των με­ σολαβητών υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο, η σύγκρουση αποκτά μεγαλύτερη ένταση και αυξάνεται ο αριθμός των εμπλεκόμενων ατό­ μων. Επιπλέον, η βεντέτα δεν θεωρείται ως σύγκρουση με συγκεκριμέ­ νη και σαφή μορφή εκδήλωσης, αλλά η ένταση, η διάρκεια και ο —εύ­ κολος ή δύσκολος— τρόπος τερματισμού της είναι ανάλογος του βαθ­ μού επέκτασής της σε υψηλότερα επίπεδα κατάτμησης. Πιο συγκεκρι­ μένα, όταν ξεσπά μία διαμάχη μέσα στην ίδια φυλή τότε: «είτε η αντίθε­ ση της βεντέτας μειώνεται και επιλύεται, κι έτσι η ενότητα της φυλής διατηρείται, είτε παραμένει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα άλυτη, ώστε οι άνθρωποι εγκαταλείπουν κάθε ελπίδα και πρόθεση να την τερ­ ματίσουν, κι έτσι η φυλή τείνει σε διάσπαση, με επακόλουθο να προκό­ ψουν δύο νέες φυλές» (Evans-Pritchard 1978 [1940]: 279). Το 1965, ο Keith F. Otterbein και η Charlotte Swanson Otterbein (1965: 1470-1482), σε ένα άρθρο τους στο περιοδικό American Anthro­ pologist, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τόσο ένα αυστηρά εξελικτικό μοντέλο, όπως αυτό που θεωρεί τη βεντέτα μορφή πρωτόγονου δικαί­ ου, όσο και ένα στενά δομολειτουργικό, όπως αυτό του Evans-Pritch­ ard, σύμφωνα με το οποίο στις ακέφαλες κοινωνίες οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις οργανώνονται στη βάση σχέσεων μηχανιστικής αλ­ ληλεγγύης και αντίθεσης μεταξύ ομάδων —και η βεντέτα συνιστά μία μορφή τέτοιων σχέσεων— είναι ανεπαρκή για να προσδιορίσουν τους παράγοντες εμφάνισης του φαινομένου σε μία κοινωνία. Το εξελικτικό μοντέλο είναι ανεπαρκές, εφόσον παρατηρείται βεντέτα ακόμα και σε κοινωνίες οργανωμένες σε κράτη, όταν στο εσωτερικό τους υπάρχουν ομάδες αδελφικών συμφερόντων (fraternal interest groups). Επιπλέον,

36

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

η διαπίστωση των συγγραφέων ότι η ύπαρξη πολέμου δεν αρκεί για τη μείωση ή εξάλειψη των αντεκδικητικών φόνων στο εσωτερικό μιας κοι­ νωνίας —το αντίθετο μάλιστα φαίνεται να συμβαίνει στις κοινωνίες με χαμηλό επίπεδο πολιτικής ενσωμάτωσης— σημαίνει ότι και το αυστη­ ρά δομολειτουργικό μοντέλο είναι ανεπαρκές, εφόσον η σύγκρουση με έναν εξωτερικό εχθρό δεν λειτουργεί από μόνη της συνεκτικά στις εν­ δοκοινοτικές σχέσεις. Καταλήγουν δε στη διαπίστωση ότι πρέπει, επι­ πλέον, να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη πώς διαμορφώνονται οι σχέ­ σεις στο εσωτερικό της κοινωνίας και πώς αυτές επιδρούν στη συνολι­ κή δυναμική της. Μεθοδολογικά, συναρτούν τη βεντέτα με δύο κατηγορίες μεταβλη­ τών, κοινωνικές-δομικές και πολιτικές, κάνοντας ποσοτική ανάλυση και συσχέτιση δεδομένων που αφορούν ένα δείγμα 50 κοινωνιών που προ­ έρχονται από τα Human Relations Area Files και έναν Εθνογραφικό Άτλαντα του 1962. Ως κύρια κοινωνική-δομική μεταβλητή θεωρούν την ύπαρξη ομάδων αδελφικών συμφερόντων, η οποία, όπως προκύπτει α­ πό την ανάλυση των δεδομένων, συνήθως συνοδεύεται από πατροτοπι­ κή εγκατάσταση, άρα υπάρχει χωρική γειτνίαση αρσενικών αιματοσυγγενών. Ως πολιτικές μεταβλητές ορίζουν την ύπαρξη πολέμου και την παρουσία ή απουσία μιας κεντρικής πολιτικής εξουσίας. Στη βάση της δεύτερης ταξινομούν τις κοινωνίες σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε όσες διαθέτουν υψηλό ή χαμηλό επίπεδο πολιτικής ενσωμάτωσης. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι κοινωνίες με ομάδες αδελφικών συμφερόντων παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν βε­ ντέτα σε σχέση με κοινωνίες στις οποίες απουσιάζουν οι ομάδες αυτές. Επιπρόσθετες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αιματηρών εκδικήσεων παρέχει η χωρική γειτνίαση αρρενογονικά συνδεόμενων συγγενών, λό­ γω της συγκεκριμένης μορφής του συστήματος συγγένειας. Ο παράγο­ ντας αυτός αποκτά επιπλέον βαρύτητα αν συνηθίζεται και η πολυγυνία. Η συνάρτηση της βεντέτας με τις μεταβλητές της παρουσίας ομάδων αδελφικών συμφερόντων και του επιπέδου πολιτικής ενσωμάτωσης αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερα σημαντικός βαθμός συσχέτισής της με την ύπαρξη των συγγενειακών αυτών ομάδων τόσο σε κοινωνίες με υψηλό όσο και σε κοινωνίες με χαμηλό επίπεδο πολιτικής ενσω­ μάτωσης. Με άλλα λόγια, η σύνθετη πολιτική οργάνωση δεν αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα ύπαρξης βεντέτας σε μία κοινωνία. Τα δεδομένα αυτά αλλάζουν ριζικά αν προστεθεί η μεταβλητή πό­

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟ ΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ

37

λεμος. Η ύπαρξη βεντέτας είναι μηδαμινή σε κοινωνίες με υψηλό επί­ πεδο πολιτικής ενσωμάτωσης, οι οποίες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατά­ σταση, ενώ είναι πολύ συχνή σε κοινωνίες που έχουν χαμηλό επίπεδο πολιτικής ενσωμάτωσης και έχουν εμπλακεί σε πόλεμο. Αρα, η παρου­ σία πολέμου δεν επαρκεί για να αποκτήσει εσωτερική συνοχή μία κοι­ νωνία. Είναι επιπλέον αναγκαία η ύπαρξη μιας κεντρικής πολιτικής ε­ ξουσίας, η οποία να αποφασίζει για τον πόλεμο και να ρυθμίζει τις συ­ γκρούσεις μεταξύ των ομάδων αδελφικών συμφερόντων. Διαφορετικά, η βεντέτα και ο πόλεμος «πάνε χέρι-χέρι». Συμπερασματικά, σύμφωνα με την λογική των ΟΚεΓδώη, αν οι πα­ ραπάνω μεταβλητές εκληφθοΰν ως παράγοντες, η δυνατότητα να προβλέψουμε την ύπαρξη ή μη βεντέτας μπορεί να παρασταθεί σχηματικά ως εξής (Πίνακας 1): Π ίνακας 1

Παράγοντες ύπαρξης βεντέτας '''''--^Π αράγοντες Τ υ π ο λ ο γ ίε ς''-\^ ^

1

I

X

II

X

III

X

IV

X

V

X

2

3

4

5

Περιπτώσεις Πιθανή ύπαρξη βεντέτας

X

X

X X

X

Μεγαλύτερη πιθανότητα βεντέτας από την I

X

Μικρότερη πιθανότητα βεντέτας από την II X

Πολλές πιθανότητες βεντέτας

X

Σχεδόν πλήρης απουσία βεντέτας

Παράγοντας 1: ομάδες αδελφικών συμφερόντων (fraternal interest groups). Παράγοντας 2: κοινωνίες με «χαμηλό επίπεδο πολιτικής ενσωμάτωσης» (low level political integration). Παράγοντας 3: κοινωνία με «υψηλό επίπεδο πολιτικής ενσωμάτωσης» (high level political integration). Παράγοντας 4: απουσία πολέμου. Παράγοντας 5: εμπόλεμη κατάσταση.

38

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Στην προσέγγιση των Otterbein η προσθήκη του παράγοντα των σχέσεων στο εσωτερικό της κοινωνίας έχει θέση συμπληρωματική στα ερμηνευτικά μοντέλα του εξελικτισμού και του δομολε ιτουργισμού για την ύπαρξη ή μη βεντέτας σε μία κοινωνία, χωρίς όμως να αμφισβητού­ νται ή να γίνεται υπέρβαση των δυο αυτών μοντέλων. Η ποσοτική ανάλυση και η συνάρτηση μεταβλητών που προτείνουν οι συγγραφείς αποτελούν δυο ενδιαφέρουσες μεθόδους για τη διερεύνηση του φαινομένου. Όμως, τέτοιου τύπου αποτελέσματα με βάση συ­ γκρίσεις μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, καθεμιά από τις οποίες νο­ είται στην ευρεία κλίμακά της (χωρίς να λαμβάνεται δηλαδή υπόψη η τυχόν ύπαρξη επιμέρους, και ίσως διαφορετικών, κοινωνιών στο εσω­ τερικό της), έχουν κυρίως ενδεικτικό χαρακτήρα. Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικό ότι στον συγκεντρωτικό πίνακα των 50 κοινωνιών που οι συγγραφείς παραθέτουν στο τέλος του άρθρου, παρόλο που οι πε­ ρισσότερες ανήκουν στις λεγόμενες φυλετικές κοινωνίες της Ασίας, Αφρικής και Αμερικής, συμπεριλαμβάνεται η ελληνική, η οποία κατα­ τάσσεται σ’ αυτές με διαρκή πόλεμο αλλά με πλήρη απουσία βεντέτας. Πιθανόν η Ελλάδα να εντάσσεται στις κοινωνίες με διαρκή πόλεμο λό­ γω της έκρυθμης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης που επικρατού­ σε στη μετεμφυλιακή περίοδο (Σβορώνος 1983: 143-153), ενώ παράλ­ ληλα θεωρείται υπανάπτυκτη περιοχή.1 Τα νεότερα εθνογραφικά δεδομένα αλλά και οι αλλαγές που συνέβησαν από την εποχή που δημοσιεύτηκε το άρθρο των Otterbein μέχρι σήμερα επιβεβαιώνουν ότι η πολιτική μετεξέλιξη των φυλετικών κοι­ νωνιών σε οργανωμένα κράτη και η θέσπιση κανόνων δικαίου δεν οδή­ γησαν στην εξάλειψη του φαινομένου της βεντέτας. Επίσης, όπως θα φανεί παρακάτω, το κοινωνικό φαινόμενο της βεντέτας υπάρχει και σε μικροκοινωνίες οργανωμένων κρατών, όπως τα ευρωπαϊκά. Ό λα αιηά 1. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1948 το Ίδρυμα Ροκφέλλερ, ανταποκρινόμενο στην πρόταση του τότε πρωθυπουργού Σοφούλη, στέλνει ερευνητική ομάδα στην Κρήτη στο πλαίσιο του γενικότερου αμερικανικού ενδιαφέροντος σχετικά με τις κοινωνικές συνθήκες και τις δυνατότητες ανάπτυξης χωρών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής «που επί αιώνας έμειναν στάσιμοι και υπανάπτυκτοι» (από τον Πρόλογο της ελληνικής έκδοσης της έρευνας). Τα αποτελέσματα της έρευνας με­ ταφράστηκαν και εκδόθηκαν στην ελληνική γλώσσα το 1957, με τον τίτλο: «Η Κρήτη. Υποδειγματική έρευνα [μιας υπανάπτυκτης περιοχής]». Αξίζει να σημει­ ωθεί ότι στην ελληνική μετάφραση δεν υπάρχει στον υπότιτλο η φράση «μιας υ­ πανάπτυκτης περιοχής».

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ Π ΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ

39

ενισχύουν την υπόθεση της παρούσας μελέτης για την «ολικότητα» του κοινωνικού φαινομένου της βεντέτας και ότι αποτελεί λάθος η θεώρη­ σή του ως ενός, μεταξύ άλλων, θεσμού των «πρωτόγονων κοινωνιών» που συνδέεται με ένα εθιμικό δίκαιο για τη ρύθμιση διαφορών μεταξύ ατόμων ή ομάδων με τη μορφή της ανταπόδοσης μιας αδικίας ή μιας βλάβης. Ό πως διαπιστώνει, περίπου δύο δεκαετίες μετά τους παραπά­ νω ισχυρισμούς του Radcliffe-Brown, και ο Max Gluckman: Ό μω ς η ανάλυση των κοινωνιών βεντέτας [feuding societies] δεν εξα­ ντλεί το ενδιαφέρον της στην θεώρησή της ως ενός ειδικού θεσμού ό­ που δεν υπάρχει διακυβέρνηση. Ό π ω ς έχω πει, εγώ ο ίδιος έχω κάνει έρευνες σε αφρικανικά βασίλεια και βρήκα πολύ διασαφηστικό για τις αναλύσεις αυτών των βασιλείων τη διάκριση διαδικασιών σ’ αυτά, τις οποίες οι συνάδελφοί μου είχαν διαχωρίσει από τη βεντέτα. Υπό το προφανές πλαίσιο κυβερνητικού ελέγχου που οργάνω νε το κ ρά­ τος, διαπίστωσα την ύπαρξη βεντέτας και τους διακανονισμούς της σε εξέλιξη. Μ όνιμες καταστάσεις εχθρότητας, όπως οι βεντέτες, υπήρ­ χαν ακόμα και μεταξύ εθνικών τμημάτων. Τέτοιες εχθρότητες αντιμε­ τωπίζονταν με μηχανισμούς παρόμοιους με εκείνους που προλαμβά­ νουν να εξελιχθούν οι βεντέτες σε συνεχή ανοιχτή σύγκρουση. Η ίδια δ ια δ ικ α σ ία σ υ νεχίζεται στο περιβά λλον μας, στο δικό μας εθνικό κράτος, καθώς και στις διεθνείς σχέσεις (Gluckman 1982 [1955]: 4).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΥΝΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Έ νας άλλος ερευνητής, ο Jacob Black-Michaud (1975), επικεντρώνεται στον προσδιορισμό των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών διαστά­ σεων της βεντέτας, μέσω της οριοθέτησής της από άλλες μορφές συ­ γκρούσεων και βίαιης συμπεριφοράς. Πιστεύει ότι η βεντέτα είναι ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο «συνιστά ένα σύστημα με τη δική του λογική» (Black-Michaud 1975: 128), σε αντίθεση με τη απλή εκδίκηση, που αφορά τη σύγκρουση μεμονωμένων ατόμων και μπορεί να τερματιστεί με μία ανθρωποκτονία-ανταπόδοση σε μία προηγούμε­ νη. Η συνθετότητα και οι ποικίλες διαστάσεις της βεντέτας εντοπίζο­ νται στο γεγονός ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο και χαρακτηρίζει τη συνολική οργάνωση συγκεκριμένου τύπου κοινωνιών, των «κοινωνιών βεντέτας», δημιουργώντας, ελέγχοντας και ρυθμίζοντας συγκεκριμέ­ νου τύπου σχέσεις, τις «σχέσεις βεντέτας» (feuding relationships). Ο

40

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Black-Michaud θεωρεί ότι η βεντέτα είναι «ένα κοινωνικό φαινόμενο, σε πολύ μεγάλο βαθμό σχεδόν συνώνυμη με το κοινωνικό σύστημα στο οποίο υπάρχει» (Black-Michaud 1975: 121), που παρέχει όλα τα κανά­ λια επικοινωνίας (με τις θετικές και αρνητικές υποδηλώσεις της) μετα­ ξύ των ομάδων, σε αντίθεση με τις κοινωνίες χωρίς βεντέτα, όπου η σύ­ γκρουση συνιστά ένα από αυτά τα κανάλια. Οι «σχέσεις βεντέτας» ορί­ ζονται ουσιαστικά στη βάση του φόβου ανοιχτού ξεσπάσματος μιας εν δυνάμει βεντέτας και αποτελούν τη βάση της ιεράρχησης και το μέσο ε­ πιβολής της μιας ομάδας στην άλλη. Η ευαίσθητη αυτή ισορροπία μπο­ ρεί να διαταραχτεί όταν πλέον αρχίζουν να μορφοποιούνται σαφείς σχέσεις εξουσίας, ώστε οι «σχέσεις βεντέτας» να γίνουν ανυπόφορες. Τότε η σύγκρουση εκδηλώνεται ανοιχτά με τη διάπραξη φόνου. Ο φό­ νος δηλαδή λειτουργεί ως «βαλβίδα ασφαλείας» που επαναφέρει την ι­ σορροπία στην ισχύ των συσσωματωμένων ομάδων (corporate groups), ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει μία δίκαιη κατανομή των σπάνιων υλι­ κών πόρων διαβίωσης που παρέχει η φύση. Η σπανιότητα των υλικών πόρων διαβίωσης και οι εν δυνάμει πιθανότητες εκδήλωσης μιας ανοι­ χτής σύγκρουσης απαιτούν την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου σχέσεων, με στόχο την ισχυροποίηση της συσσωματωμένης ομάδας. Το τελευταίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πρόσβαση σε υλι­ κούς πόρους σε περιοχές όσο το δυνατόν πιο ευρείες και σε μεγάλη χω­ ρική απόσταση. Επιπλέον εντάσσεται στη λογική της διαρκούς ετοιμό­ τητας για την αντιμετώπιση μιας σύγκρουσης, η οποία ενδέχεται να εκ­ δηλωθεί ανοιχτά οποιαδήποτε στιγμή. Εν ολίγοις, οι «σχέσεις βεντέ­ τας» δεν μπορούν να ιδωθούν ανέξαρτητα από τις αντίστοιχες σχέσεις συμμαχίας και συνεργασίας. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει μία συγκεκριμένη κοινωνία ως «κοινωνία βεντέτας» είναι ότι βρίσκεται σε κατάσταση «συνολικής έλ­ λειψης» (total scarcity). Η έννοια «συνολική έλλειψη» χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την εξήγηση βασικών όψεων της βεντέτας. Δεν υποδη­ λώνει μόνο ένα συγκεκριμένο τύπο οικονομίας, που βασίζεται στην έλ­ λειψη επαρκών υλικών πόρων διαβίωσης που παρέχει η φύση, αλλά δη­ λώνει και μία αντίστοιχη «συνολική έλλειψη» στο επίπεδο των θεσμών, ώστε όλοι οι τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (πολιτικός, κοι­ νωνικός, ηθικός κ.λπ.) να διακρίνονται από μία εξισωτική ιδεολογία. Για τον Black-Michaud, σε μία κατάσταση «συνολικής έλλειψης», μέσω των σχέσεων που δημιουργεί η βεντέτα —η οποία «είναι εξ ορισμού α-

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟ ΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ

41

κατάπαυστη» (Βΐ3θΚ-Μΐ πριν θεωρούνταν απόμακρες για τη σύναψη συμμαχιών, τώρα οι * Με πλάγια και τονισμένα στοιχεία λέξεις και φράσεις της τοπικής διαλέ­ κτου. Αποδίδονται στο τέλος του βιβλίου, στο Γλωσσάρι.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

81

πόλεις γίνονται χώροι ενοποίησης. Παράλληλα αλλάζει η μορφή και το περιεχόμενο των σχέσεων που μέχρι τώρα το συντηρούσαν και το αναπαρήγαγαν, λόγω της άμεσης και απροκάλυπτης —αναγκαίας όμως για την επιβίωση στις νέες συνθήκες— εμπλοκής των φορέων της κε­ ντρικής πολιτικής εξουσίας. Ως κοινωνικές σχέσεις αποκτούν ένα πολύ πιο ασύμμετρο περιεχόμενο και πιο καθαρά εργαλειακό χαρακτήρα, καθώς οι νέες απαιτήσεις καθιστούν αναγκαία την ανάπτυξη προσωπι­ κών σχέσεων μεταξύ ατόμων με πολύ διαφορετικούς βαθμούς κοινωνι­ κής και πολιτικής ισχύος (Boissevain 1966, Eisenstadt, Roniger 1980). Ως καθαρά πολιτικές πελατειακές σχέσεις, ο εξωθεσμικός, διαπροσωπικός-υποκειμενικός-εξωσυμβολαιακός χαρακτήρα τους είναι ανα­ σταλτικός για την απελευθέρωση του ατόμου και αναπαράγουν παρα­ δοσιακούς θεσμούς όπως η οικογένεια, αποτελώντας μηχανισμό μιας κατάστασης ανασφάλειας και μιας στάσης καιροσκοπικής υποταγής σε οποιαδήποτε εξουσία (Χαραλάμπης 1989: 19-38).16 Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το περιεχόμενο των α­ νταλλαγών που συντηρεί το δίκτυο έχει δύο βασικές μορφές: στον α ­ γροτικό χώρο έχει το χαρακτήρα της αλληλοβοήθειας σε τομείς της κα­ θημερινής ζωής, ενώ στον αστικό χώρο προσλαμβάνει τη μορφή της ε­ ξυπηρέτησης, με την εμπλοκή φορέων της πολιτικής και του κρατικού μηχανισμού. Εκτός από τις συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις, που επιβάλ­ λουν την πιο εμφανή και ενεργή παρουσία του κύκλον γνωριμιών του ατόμου, αυτές οι σχέσεις αμοιβαιότητας επιβεβαιώνονται και συντη­ ρούνται στη βάση μιας συμβολικής και παράλληλα εκχρηματισμένης οικονομίας. Συγκεκριμένα, επιβάλλουν μία δαπανηρή χωρική κινητι­ κότητα καθώς και έναν κύκλο ανταλλαγών μέσω δωρεών σε γόμους και βαφτίσεις ή τρόπων επιδεικτικής προσφοράς υλικού πλούτου, όπως πυροβολισμούς σε μία τελετή ή εορτή (γάμο, βάφτιση, χονρε'ς προβά­ των, ονομαστική εορτή), κεράσματα ολόκληρων παρεών σε καφενεία ή άλλους δημόσιους χώρους, πλουσιοπάροχες φιλοξενίες κ.ά.. Πρόκειται για «κοινωνικές αλχημείες», κατά τον Bourdieu (1994), μέσω των οποίων μία σχέση συμφέροντος εμφανίζεται ως μία ανυστε­ ρόβουλη, ανιδιοτελής σχέση και μία καθαρή εξουσία ως ανιδιοτελής,

16. Περισσότερα για μία θεώρηση των πελατειακών σχέσεων ως σχέσεων πατρωνίας και πατερναλισμού και την εμπλοκή τους με τις σχέσεις συγγένειας και επιγαμίας με αναφορές στον αγροτικό χώρο, βλ. Κομνηνου 1990.

82

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

«κοινωνικά αναγνωρισμένη» εξουσία. Σήμερα, οι προσφορές αυτές συχνά αποκτούν διαστάσεις «παράλογης» καταναλωτικής μανίας και επιδεικτικής σπατάλης. Χαρακτηριστικές μορφές τέτοιων επιδεικτικών προσφορών, εκτός όσων ήδη αναφέραμε, είναι και τα υπέρογκα φιλο­ δωρήματα σε κοσμικά κέντρα διασκέδασης, το κουμάρι, η αγορά αντι­ κειμένων επίδειξης κοινωνικού γοήτρου όπως αυτοκίνητα πολυτελεί­ ας, ενισχυμένα τζιπ 4x4 κ.λπ..17 Την ύπαρξη ανάλογου δικτύου σχέσεων μέσω των οποίων επικοινω­ νεί η τοπική με την ευρύτερη κοινωνία επισημαίνει και ο Campbell, κατά τη δεκαετία του ’60, στους κτηνοτρόφους Σαρακατσάνους της Ηπείρου: Η κοινότητα είναι συνδεδεμένη κατά τμήματα με την ευρύτερη κοι­ νω νία μέσω γραμμώ ν π ροσω π ικής υπ οχρ έω σ η ς και όχι ως μέρος μιας μεγάλης συσσωματωμένης ομάδας (corporate group), ικανής να επιχειρεί μία πολύ πιο ισχυρή αντίσταση στην εξουσία του κράτους (Campbell 1964: 261).

Σύμφωνα με τον Campbell, οι σχέσεις αυτές αποτελούν το κατεξοχήν μέσο διασύνδεσης των κατοίκων της σαρακατσάνικης κοινωνίας με άτομα άλλων περιοχών, βοσκούς, καλλιεργητές γης και εμπόρους, και επεκτείνονται στους φορείς τοπικής εξουσίας και στα πολιτικά πρόσω­ πα. Στην τελευταία περίπτωση αποκτούν το περιεχόμ ενο της πατρωνείας. Στις ορεινές κτηνοτροφικές κοινότητες της κεντρικής Κρήτης, ο κύ­ κλος γνωριμιών αποκτά ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, με επακόλουθο να συγκροτεί σχέσεις που δεν νοούνται από τους ίδιους του κατοίκους με όρους σταθερής και παντοτινής φιλίας και συνεργα­ σίας ούτε με όρους δημοσίων σχέσεων. Στην περίπτωση της Κρήτης, η

17. Ανάλογο παράδειγμα είναι και οι επιπτώσεις που είχαν στην τελετή του Potlatch των Ινδιάνων Kwakiutl, η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εμπορίου και της βιομηχανίας στην κοινωνία τους και η εισβολή της εκχρηματισμένης οικονομίας. Σ’ αυτήν την νέα οικονομική και κοινωνική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, το Potlatch, από μία τελετουργική καταστροφή συσσωρευμένων αγαθών, ως ένδει­ ξη του κοινωνικού κύρους του ιδιοκτήτη τους, μετεξελίχθηκε σε μία έντονα αντα­ γωνιστική και παράλογη καταστροφή πλούτου: χάλκινες πλάκες που αποτελού­ σαν οικογενειακά κειμήλια θρυμματίζονταν και ρίχνονταν στη θάλασσα, χιλιά­ δες κουβέρτες διαποτίζονταν με το πολύτιμο λάδι της φώκιας και καίγονταν, σπί­ τια ισοπεδώνονταν και συχνά ο συναγωνισμός στην καταστροφή αγαθών με αντάλαγμα έναν τίτλο κοινωνικού κύρους κατέληγε στην πλήρη πτώχευση των πιο αδύναμων οικονομικά (Lewis 1976: 104-107).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

83

διαφορά με τη σαρακατσάνικη κοινωνία, όπως τουλάχιστον την παρου­ σιάζει ο Campbell, βρίσκεται στον διαφορετικό τρόπο εμπλοκής του συστήματος συγγένειας, με επακόλουθο τη συγκρότηση ομάδων πιο διευρυμένων από την πυρηνική οικογένεια. Έ τσι, ο κύκλος γνωριμιών του ατόμου οργανώνεται σε ένα δομημένο και ιεραρχημένο μόρφωμα που έχει σαν αφετηρία την αιματοσυγγένεια, επεκτείνεται στην αγχι­ στεία και καταλήγει στην τελετουργική συγγένεια (κουμπαριά, αναδο­ χή). Οι σχέσεις αυτές συντηρούνται (κυρίως η αιματοσυγγένεια), ανα­ νεώνονται (κυρίως η αγχιστεία) και δημιουργούνται (κυρίως η τελε­ τουργική συγγένεια) μέσω συγκεκριμένων μορφών κοινωνικής δρά­ σης, προσανατολίζοντας με τη σειρά τους κοινωνικές επιλογές και συ­ μπεριφορές του ατόμου. Οι ανταλλαγές που συντηρούν και ανατροφοδοτούν τις σχέσεις αυ­ τές έχουν το νόημα της «κοινωνικής ανταλλαγής», όπως την ορίζει ο Pe­ ter Blau, δηλαδή ως «τις θεληματικές πράξεις των ατόμων που έχουν κί­ νητρο τις ανταποδόσεις που προσδοκάται να φέρουν και, σύμφωνα με τους τύπους, πράγματι φέρουν από τους άλλους» (Ginat 1987: 79). Έτσι και η διακοπή των σχέσεων δύο ατόμων δεν δηλώνεται ρητά, απλώς διαφαίνεται στην άρνηση συναλλαγών και επικοινωνίας. Η απομάκρυνση αυτή, η οποία μπορεί να έχει παροδικό ή μονιμότερο χαρακτήρα, εκδη­ λώνεται μέσω της απουσίας ή της αποφυγής συναντήσεων σε δημόσιους χώρους και σε κοινές παρέες και μπορεί να έχει διαβαθμίσεις που κυ­ μαίνονται από την απλή ψυχρότητα μέχρι την προκλητική αποφυγή του άλλου. Συχνά, από τέτοιου τύπου συμπεριφορές προκύπτει μία λεκτική φιλονικία, τα λόγια ή τσίτες ή μία πιο ριζική ρήξη και σύγκρουση. Συνηθισμένες αφορμές τέτοιων απομακρύνσεων μπορεί να είναι μία παρεξήγηση, όπως λένε οι ίδιοι οι κάτοικοι, νοώντας την ως μία πα­ ράβαση του κοινωνικοπολιτισμικού κώδικα ή κάποια γεγονότα που ε­ πέφεραν αναδιάταξη των σχέσεων στο εσωτερικό του δικτύου. Η δεύ­ τερη αυτή αφορμή μπορεί να προκύψει επειδή, όπως θα φανεί παρακά­ τω, το δίκτυο σχέσεων του ατόμου εγγράφεται στο συνολικότερο πλέγ­ μα συμμαχιών, αντιθέσεων ή συγκρούσεων. Από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα διαπιστώνεται ότι πολλές ανταλλα­ γές του δικτύου επιτελούνται στο δημόσιο χώρο, τον κατεξοχήν ανδρι­ κό, άρα δρώντα υποκείμενα είναι κυρίως οι άνδρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες είναι αμέτοχες ή δεν γνωρίζουν. Αντίθετα, κι αυτές επη­ ρεάζουν, συχνά έμμεσα, όχι όμως λιγότερο, τις σχέσεις που διαμορφώ­

84

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

νονται. Άλλωστε, οι σχέσεις αγχιστείας συμμετέχουν ενεργά στην εδραίωση και επέκταση του δικτύου. Για τις ανάγκες της ανάλυσης, μπορούμε να παραστήσουμε σχημα­ τικά το δίκτυο κοινωνικών σχέσεων με τρεις ομόκεντρους κύκλους, στο κέντρο των οποίων τοποθετείται το άτομο. Ο πρώτος κύκλος, ο πλησιέστερος στο άτομο, περικλείει τις σχέσεις αίματος. Ως ίδιο αίμα νοούνται όσοι έχουν κοινή καταγωγή μέσω της αρρενογονικής γραμμής, όπως δηλώνεται με το κοινό οικογενειακό ό­ νομα. Οι σχέσεις αιματοσυγγένειας αποτελούν τον «πυρήνα» του δικτύ­ ου σχέσεων του ατόμου, επειδή η αντίληψη του κοινού αίματος είναι πο­ λύ σημαντική. Ο κύκλος των αιματοσυγγενών αποτελεί τη βάση εκκίνη­ σης και αναφοράς για να οικοδομήσει το άτομο τις προσωπικές του σχέ­ σεις. Τα περιθώρια διαφοροποίησης ή ρήξης με την ίδια την ομάδα κα­ ταγωγής είναι περιορισμένα, εφόσον το κοινό αίμα αποδεικνυεται και ονομάζεται με κοινό επώνυμο. Διαφοροποίηση μπορεί να συμβεί αν χα­ λαρώσουν οι δεσμοί συγγενειακής πίστης και αλληλεγγύης προς ορισμέ­ νους αιματοσυγγενείς, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση ή και τη ρήξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόσχι­ ση μιας επιμέρους γενεαλογικής γραμμής, έως τον πλήρη συγγενειακό χωρισμό με τη μετονομασία, την αλλαγή του οικογενειακού ονόματος. Ο δεύτερος κύκλος είναι οι αγχιστειακοί συγγενείς, δηλαδή οι σχέ­ σεις με γένη με τα οποία έχουν συναφθεί επιγαμίες. Στην περίπτωση αυ­ τή το φάσμα των επιλογών διευρύνεται, καθώς το άτομο έχει τη δυνα­ τότητα, με την κοινωνική του δράση, να δείχνει το ενδιαφέρον και την υ­ ποστήριξή του σε ορισμένους αγχιστείς, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς μαζί τους, ενώ, παράλληλα, με την αδιάφορη ή αποστασιοποιημένη στά­ ση του να απομακρύνεται από άλλους. Ο τρίτος κύκλος είναι πολύ πιο εκτεταμένος, γιατί περιλαμβάνει τις σχέσεις τελετουργικής συγγένειας, δηλαδή την σνντεχνιά και την κου­ μπαριά, καθώς επίσης και τις επαφές που έχουν προκόψει από αλληλο­ βοήθεια, συνεργασίες και διάφορες συμμαχίες, με ενδεχόμενο να μετεξελιχθούν σε τελετουργική συγγένεια. Την ιδιαίτερη βαρύτητα αυτής της μορφής συγγένειας προσδίδουν η επικύρωση των πνευματικών και ηθικών δεσμών από τη χριστιανική τε­ λετουργία, ο ρόλος της στη δημιουργία ενδοκοινοτικών και εξωκοινοτικών διασυνδέσεων με τρόπους που υπερβαίνουν τα όρια της αιματοσυγγένειας και η ιδιότητά της να μετατρέπει μία τυπική σχέση σε προ­

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

85

σωπική και ηθικά φορτισμένη.18 Στη συγκεκριμένη κοινωνία, η κου­ μπαριά και η σνντεκνιά έχουν το χαρακτήρα του εξωκοινοτικού ανοίγ­ ματος του ατόμου. Επιδιώκεται η απόκτηση δεσμών με όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα και όχι η διαρκής ανανέωση από γενιά σε γενιά μιας ήδη εγκαθιδρυμένης σχέσης τελετουργικής συγγένειας μεταξύ δύο ομάδων μονογραμμικής καταγωγής, σύμφωνα με κάποιους κανό­ νες αντιστοιχίας, συμμετρίας ή συμπληρωματικότητας, όπως συμβαίνει σε άλλες κοινωνίες, όπως π.χ. στην αγροτική Σερβία, όπου υπάρχει η α­ ντίστοιχη σχέση τελετουργικής συγγένειας, η Kumsfro (Hammel 1968, Pitt-Rivers 1976, Pitt-Rivers 1971: 107-111). Αντίθετα, στις κτηνοτροφικές κοινότητες της Κρήτης παρατηρείται το φαινόμενο σε ένα γάμο ή σε μία βάφτιση ο αριθμός των κουμπάρων ή αναδοχών να φτάνει μέχρι και τις μερικές δεκάδες, αν είναι υψηλό το κοινωνικό γόητρο του ατό­ μου για το οποίο παρίστανται (Herzfeld 1992). Οι ίδιοι οι κάτοικοι, με φράσεις όπως το σύντεκνο τόνε διαλέγεις το συγγενή όμως όχι ή κάλλιο τ ’αδέρφια τσι εκκλησάς παρά τ ’αδέρφια τσι κοιλιάς εκφράζουν τις κύ­ ριες αντιλήψεις για τις σχέσεις τελετουργικής συγγένειας, καθώς και τη σπουδαιότητά τους. Στην επιδίωξη σύναψης σχέσεων τελετουργικής συγγένειας οι επι­ λογές του ατόμου δεν είναι απεριόριστες, αλλά εμφανίζονται διευρυμένες σε σχέση με τα προηγούμενα επίπεδα. Θα μπορούσαμε να ισχυρι­ στούμε ότι εδώ συναντάμε τον πιο προσωπικό κύκλο του ατόμου, αφού εδώ εντάσσονται οι πιο εξατομικευμένες κοινωνικές σχέσεις και γνω­ ριμίες, δηλαδή το συμβολικό του κεφάλαιο, το οποίο, εδώ, μεταφράζε­ ται σε κοινωνική ισχύ. Έ να από τα νοήματα που προσδίδεται στην λέξη κόζι —όρος που δηλώνει την κοινωνική ισχύ, όπως θα δούμε διεξοδικά σε επόμενο κεφάλαιο —, είναι ο ευρύς κύκλος γνωριμιών που έχει κατορθώσει να αποκτήσει ο άνδρας μέσω αγχιστειακών σχέσεων με ισχυρά γένη ή με τη σύναψη πολλών σχέσεων τελετουργικής συγγένει­ ας. Σ’ αυτά τα κοινωνικά συμφραζόμενα, το παράγωγο επίθετο κοζαλής μεταφράζεται ως ο άνδρας που έχει πολλές γνωριμίες. 18. Για μία συγκριτική εξέταση του θεσμού της τελετουργικής συγγένειας σε κοινωνίες της Μεσογείου, βλ. Davis (1977: 223-232). Οι ανθρωπολόγοι που έχουν μελετήσει περιοχές του ελληνικού χώρου αναφέρονται, σε μεγαλύτερο ή μικρό­ τερο βαθμό, στις σχέσεις συγγένειας που καθιερώνονται τελετουργικά εξετάζο­ ντας τες από διάφορες σκοπιές (βλ. χαρακτηριστικά: Friedl 1962, Campbell 1964, Νιτσιάκος 1990).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Ο προσωπικός χαρακτήρας των σχέσεων των εντόπιων με πρόσω­ πα από το χώρο της πολιτικής ή από επαγγελματικούς και επιχειρημα­ τικούς κύκλους που κατάγονται ή αναπτύσσουν συμφέροντα στην πε­ ριοχή προσλαμβάνει πολύ συχνά τη μορφή τελετουργικής συγγένειας. Έ τσι η κουμπαριά και η συντεκνιά αποτελούν τις βάσεις του πελατεια­ κού συστήματος. Συνήθως ο ισχυρός ή μέλη της οικογένειάς του κάνουν κουμπαριά, δηλαδή στεφανώνουν το νεοσύστατο ζευγάρι, ή συντεκνιά, δηλαδή βαφτίζουν το παιδί μιας οικογένειας. Τότε μεταξύ των δύο οι­ κογενειών εγκαινιάζεται μία διά βίου σχέση αλληλεξάρτησης. Ο πελατειακός χαρακτήρας τέτοιου τύπου σχέσεων τελετουργικής συγγένειας αποκτάται όταν χρησιμεύουν «ως μέσο απόκτησης και δια­ τήρησης σημαντικών διασυνδέσεων στα πλαίσια των σχέσεων εξάρτη­ σης ανάμεσα στις τοπικές κοινότητες και τους εξωτερικούς φορείς πο­ λιτικής, οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας» (Νιτσιάκος 1990: 127). Διαφοροποιείται όμως από τη δυαδικού τύπου πελατειακή σχέση μετα­ ξύ του αρχηγού της οικογενειακής ομάδας και του βουλευτή του. Στη δική μας περίπωση, το άτομο συναλλάσσεται πελατειακά ανάλογα με το κόζι που διαθέτει, όπως aireó καθορίζεται από την αριθμητική δύνα­ μη του γένους του, το εύρος του κύκλου των ατόμων στα οποία ασκεί ι­ σχυρές επιρροές ή του έχουν υποχρέωση, δηλαδή τους έχει βοηθήρει. Αυτός ο μικρότερος ή πιο διευρυμένος κύκλος σχέσεων κάθε ατόμου καθορίζει το μέγεθος των απαιτήσεων και των προσδοκιών στις εξυπη­ ρετήσεις ή διευκολύνσεις που συνεπάγονται οι πελατειακές σχέσεις. Οι αιματοσυγγενείς και οι αγχιστείς εμφανίζονται να είναι οι πιο κοντινοί τοπικά. Εντοπίζονται στα όρια του ίδιου οικισμού ή μπορεί να επεκτείνονται σε γειτονικούς οικισμούς ή στην πόλη. Η τελετουργική συγγένεια μπορεί να διατηρεί τη γεωγραφική αναφορά της στην περιο­ χή, στην πόλη, στο νομό ή στο διαμέρισμα, αλλά η πραγματική της διά­ σταση είναι περισσότερο επαγγελματική, πολιτική και συμβολική. Ό σο απομακρυνόμαστε από τον κύκλο των αιματοσυγγενών προς τον κύκλο της τελετουργικής συγγένειας, αυξάνουν ποσοτικά οι γνωρι­ μίες του ατόμου, αλλά χαλαρώνουν οι σχέσεις, εφόσον μειώνεται και η σπουδαιότητα των δομικών συνεκτικών παραγόντων, όπως του κοινού αίματος, της τελετουργικής ένωσης με το γάμο κ.λπ.. Χαλάρωση σχέσε­ ων σημαίνει μικρότερη υποχρέωση προσφοράς ή ανταπόδοσης βοήθει­ ας. Επιπλέον, η απομάκρυνση από το κένιρο σημαίνει πιο εξατομικευμένες σχέσεις. Συγκεκριμένα, οι αιματοσυγγενείς θεωρούν ότι αποτε­

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

87

λούν ένα σύνολο, τα μέλη του οποίου πρέπει να αλληλοβοηθούνται και να αλληλοϋποοτηρίζονται, επειδή ακριβώς είναι ένα αίμα. Οι ανταλλα­ γές μεταξύ των αγχιστειακών συγγενών μπορούν να περιοριστούν μό­ νο μεταξύ των πολύ κοντινών αιματοσυγγενών του γαμπρού ή της νύ­ φης. Τέλος, οι σχέσεις τελετουργικής συγγένειας αποκτούν έναν πιο εξατομικευμένο χαρακτήρα, περιοριζόμενες μεταξύ των αντίστοιχων οικογενειών. Η εδραίωση και διεύρυνση του δικτύου αποκτά μία ιδιαίτερη δυνα­ μική. Καταρχάς, η βασική αντίληψη ότι το δίκτυο σχέσεων είναι ο κύ­ κλος γνωριμιών του ατόμου σημαίνει ότι δυνητικά ο καθένας μπορεί, με τις κατάλληλες στρατηγικές, να αναπτύξει ένα ευρύ πεδίο σχέσεων αλληλοϋποστήριξης. Ταυτόχρονα, όμως, το σύστημα συγγένειας μπορεί να λειτουργήσει περιοριστικά στους ατομικούς χειρισμούς. Απαιτού­ νται δηλαδή στρατηγικές προς την κατεύθυνση ισχυροποίησης των σχέ­ σεων αιματοσυγγένειας και αγχιστείας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αφορούν τη διεύρυνση του γένους (γέννηση απογόνων), τη σύναψη ε­ πιγαμιών με σκοπό την εγκαινίαση συμμαχιών με άλλα ισχυρά γένη, τακτικές στο εσωτερικό του γένους που περιλαμβάνουν την εύρεση και διεύρυνση γραμμών καταγωγής (τέτοιες χαρακτηριστικές τακτικές εί­ ναι η αναζήτηση μακρινών συγγενών και η μεταξύ τους γνωριμία, η συ­ γκρότηση μιας γενεαλογίας που θα αναδεικνύει μακρινές γραμμές κα­ ταγωγής ή αγχιστείας με σημαίνοντα πρόσωπα κ.λπ.) και, τέλος, την εν­ δογαμία για τη σύσφιξη δεσμών αίματος που έχουν χαλαρώσει και την αποφυγή αποσχίσεων. Συχνά συμβαίνουν προστριβές και συγκρούσεις στο εσωτερικό του δικτύου σχέσεων ενός ατόμου, επειδή aireó τέμνεται με αντίστοιχους κύκλους γνωριμιών ατόμων που ανήκουν σε ανταγωνιζόμενα ή και εχθρικά γένη ή γενεαλογικούς κλάδους, παράγοντας που αποτρέπει την απεριόριστη και απρόσκοπτη επέκτασή του. Μέσα από μία τέτοια θεώρηση, το σύστημα κοινωνικής διαφορο­ ποίησης παρουσιάζεται εύπλαστο, εφόσον ατομικές δεξιότητες μπο­ ρούν να καθορίσουν το κοινωνικό κύρος. Στο ζήτημα των ατομικών δε­ ξιοτήτων υπεισέρχεται και το στοιχείο του ανταγωνισμού. Η αύξηση του κύρους του ατόμου, και κατ’ επέκταση του γένους του, δημιουργεί ταυτόχρονα αντιζηλίες, όρος που συχνά χρησιμοποιείται από τους εν­ τόπιους ως αιτία μιας διαμάχης. Αντιστρόφως, η αποδυνάμωση του κύ­ ρους περιορίζει τις υποχρεώσεις του ατόμου, με συνέπεια τη μείωση ή την εκμηδένιση της κοινωνικής του ισχύος.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Η στενή σύνδεση του δικτύου σχέσεων με την ταυτότητα και την κοινωνική υπόσταση του ατόμου οφείλεται στην απουσία μιας κοινωνι­ κής διαφοροποίησης στηριγμένης αποκλειστικά σε μία υλική βάση και την αντίστοιχη ιδεολογία, που θα δικαιολογούσαν και θα αναπαρήγαγαν σημαντικές διαφορές πλούτου, ιδιοκτησίας και κοινωνικής ιεράρ­ χησης, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση δημιουργίας των συμμαχιών, των αντιθέσεων και των συγκρούσεων. Κάθε άτομο ιεραρχείται κοινω­ νικά από την ικανότητα διαχείρισης όλων των μορφών συγγένειας, ώ­ στε να δημιουργήσει ένα διευρυμένο δίκτυο σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, να έχει την υποστήριξη εόιχών 19ανθρώπων, όπως λέ­ νε και οι ίδιοι οι κάτοικοι. Εν ολίγοις, η δημιουργία σχέσεων προσ­ λαμβάνει το χαρακτήρα μιας ανάγκης άμεσα συνυφασμένης με την ίδια την κοινωνική υπόσταση του ατόμου.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ

Η μελέτη της οικονομίας της περιοχής επιβάλλεται από την παραδοχή των ίδιων των κατοίκων ότι συχνά οι λεγάμενες κτηματικές διαφορές, δηλαδή αμφισβητήσεις δικαιωμάτων γαιοκτησίας ή διεκδικήσεις εδα­ φών και τα περιουσιακά, δηλαδή οι διαφωνίες για τη νομή της πατρο­ γονικής περιουσίας, όπως και, σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστά­ σεις, ακόμα και οι αγροζημιές ή οι ζωοκλοπές, είναι αιτίες συγκρούσε­ ων που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε φόνο. Επιπλέον, όπως θα φανεί και παρακάτω, ο πρόσφατος οικονομικός και κοινωνικός μετα­ σχηματισμός δεν μείωσε τις υπάρχουσες αντιθέσεις και συγκρούσεις· αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις, τις όξυνε ακόμα περισσότερο. Οι α­ νταγωνισμοί, οι αντιθέσεις και συγκρούσεις γίνονται ακόμα πιο εμφα­ νείς σε περιπτώσεις κοινωνιών όπως αυτές της ορεινής κεντρικής Κρή­ της, που δεν επέλεξαν δρόμους μαζικής μετοίκησης στον αστικό χώρο αλλά επιχείρησαν να εκσυγχρονιστούν με αντίτιμο να υποστούν τις α­ ντιφάσεις ενός ραγδαίου οικονομικού μετασχηματισμού. Η επαρχία Μυλοποτάμου, στην οποία ανήκει και η κοινότητα των Λιβαδίων, έχει συνολική έκταση περίπου 514.000 στρέμματα και είναι η μεγαλύτερη του νομού Ρεθύμνης. Με το νόμο περί συνενώσεων των 19. Εόικός \μον\. δικός μου.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

89

κοινοτήτων σε δήμους, οι 90 περίπου οικισμοί της επαρχίας ομαδοποιήθηκαν σε 34 δημοτικά διαμερίσματα, τα οποία αποτελούν τους τρεις Δήμους της: Κουλούκουνα, Γεροποτάμου και Ανωγείων. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο συνολικός πληθυσμός της ε­ παρχίας ανέρχεται σε 19.084 κατοίκους. Μετά την επαρχία Ρεθύμνης, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στην πόλη του Ρεθύμνου, η επαρχία Μυλοποτάμου είναι η πολυπληθέ­ στερη επαρχία του νομού, με ρυθμούς δημογραφικής μείωσης βραδύτε­ ρους από αυτούς των άλλων επαρχιών.20 Πρόκειται, για μία κατεξοχήν ορεινή επαρχία, η οποία καταλαμβά­ νει το μεγαλύτερο μέρος του κύριου βορειοδυτικού ορεινού όγκου του Ψηλορείτη. Επίσης, τα χωριά που βρίσκονται στην ψηλότερη ορεινή ζώνη του Ψηλορείτη, τα ψηλά χωριά, νέμονται ένα πολύ μεγαλύτερο μέ­ ρος της εδαφικής περιφέρειας της επαρχίας συγκριτικά με τα ημιορει­ νά και πεδινά.21 Όμως η νομή γης δεν σημαίνει οπωσδήποτε και ανα­ γνωρισμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας της, αφού η μισή σχεδόν ορεινή έ­ κταση αποτελεί κοινοτική γη. Έ να αρκετά μεγάλο μέρος των εδαφών που καταγράφονται στις πρόσφατες απογραφές ως «κοινοτικοί ή κοινόχρηστοι βοσκότοποι» α­ ποτελούν ή αποτελούσαν περιουσία των επτά μοναστηριών της ευρύτε­ ρης περιοχής της επαρχίας Μυλοποτάμου. Πρόκειται για τις μονές Α­ γίου Γεωργίου Δισκουρίου, Βωσάκου, Χαλέπας, Ατάλης, Αγίου Παντελεήμονα και Αγίων Πατέρων. Χαμηλότερα, στα βορειοδυτικά όρια της επαρχίας, είναι κτισμένο το ιστορικό μοναστήρι του Αρκαδίου, που αν και εδαφικά και διοικητικά ανήκει στην επαρχία Ρεθύμνου, οι ιδιο­ κτησίες του εκτείνονται σε μεγάλο μέρος της εδαφικής περιφέρειας της επαρχίας Μυλοποτάμου. Τα μοναστήρια αυτά, έχοντας στην ιδιοκτη­ σία τους μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων,22 έ­ 20. Για μια συγκριτική και διαχρονική απεικόνιση του πληθυσμού των επαρ­ χιών του νομού Ρεθύμνης, βλ. Τσαντηρόπουλος 1994: 51. 21. Σύμφωνα με την απογραφή της ΕΣΥΕ του 1971, οι 15 ορεινές κοινότητες της επαρχίας Μυλοποτάμου νέμονται συνολική κτηματική περιφέρεια 330.000 στρεμμάτων ενώ 11 ημιορεινές και 13 πεδινές κοινότητες της επαρχίας νέμονται αντίστοιχα μόνο 95.000 και 89.000 στρέμματα γης (για τους λόγους επιλογής της απογραφής του έτους 1971, βλ. υποσημ. 7 του παρόντος κεφαλαίου). 22. Για τα είδη ιδιοκτησιών γης (εκτάσεις με καλλιέργειες και δένδρα, βο­ σκότοποι, μετόχια κ.λπ.) των μονών Χαλέπας και Δισκουρίου, βλ. Τρούλης, Τσα­ ντηρόπουλος 1997.

90

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

παιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της περιο­ χής κυρίως κατά την οθωμανική περίοδο (1649/1669-1898), και εξακο­ λουθούσαν έως τις αρχές του 20ού αι.. Η οικονομική δύναμη των μοναστηριών ήταν απόρροια της θέσης τους ως θρησκευτικών θεσμών. Η θρησκεία αποκτούσε μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς η πίστη και η ευλάβεια, όπως οριοθετούνταν από το ορθόδοξο θρησκευτικό δόγμα, συνο­ δεύονταν από την τιμωρία και το φόβο του «κακού», που μπορεί να συμβεί λόγω της παράβασης κάποιου κανόνα, όχι οπωσδήποτε καθαρά δογματικού. Για παράδειγμα, σε πολλές διηγήσεις αναφέρονται περι­ πτώσεις ανθρώπων που τους συνέβη κάτι κακό επειδή παρέβησαν μία συμφωνία με το μοναστήρι ή δεν σεβάστηκαν την ιδιοκτησία του ή έ­ κλεψαν μοναστηριακά πρόβατα. Στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται στο καθολικό της μονής Δισκουρίου, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ορκίζονται αυτοί τους οποίους υποψιάζονται για ζωοκλοπή (Κελαϊδής 1956, ΗβΓζίβΙά 1990). Οι μοναχοί είχαν ρόλο μεσολαβητή για την επιστροφή των αιγοπροβάτων σε περιπτώσεις ζωοκλοπής ή για τη διευθέτηση διενέξεων και συγκρούσεων μεταξύ των κατοίκων. Γενι­ κότερα, είχαν αναπτύξει έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών που εκτεινόταν και εκτός των ορίων των κοινοτήτων του Ψηλορείτη. Καθώς τα μοναστήρια κατέχουν τα πλουσιότερα εδάφη, τα ψαχνά όπως λένε οι κάτοικοι της περιοχής, είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια για την καλλιέργεια της γης, για τη φροντίδα των κοπαδιών, καθώς και για όλες τις άλλες αναγκαίες εργασίες για την οργάνωση και λειτουργία μιας ολοκληρωμένης μονάδας παραγωγής και επεξεργασίας γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων. Έτσι, πολλοί κάτοικοι της ευρύτερης πε­ ριοχής, και κυρίως των χωριών που γειτνίαζαν με μοναστηριακά εδά­ φη, εργάζονταν ως βοσκοί στα πρόβατα των μοναστηριών ή ως καλ­ λιεργητές εδαφών τους, ενώ αρκετοί γίνονταν μοναχοί. Οι σχέσεις ερ­ γασίας βασίζονταν σε ατομικές συμφωνίες και διαπραγματεύσεις με­ ταξύ κατοίκων και μοναχών. Φαίνεται ότι οι δυνατότητες πρόσβασης σε μοναστηριακές γαίες καθόριζαν, σε σημαντικό βαθμό, τις ενδοκοι­ νοτικές και διακοινοτικές σχέσεις εξουσίας. Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα23 η δύναμη των μοναστη23. Στην παρακμή αυτή, που οφείλεται στις γενικότερες οικονομικές και κοι­ νωνικές αλλαγές, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι διανομές μοναστηριακών εδα­ φών που έγιναν. Οι διανομές αυτές έγιναν σε δύο φάσεις: Η πρώτη, το 1925 (ν. 3345/1925), όπου ένα μεγάλο μέρος των εδαφών αυτών περιήλθε στο «Ταμείο

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

91

ριών άρχισε σταδιακά να φθίνει. Σήμερα, μερικά από τα κτιριακά συ­ γκροτήματα των μονών έχουν ερειπωθεί, ενώ άλλα έχουν αναστηλωθεί και μετατραπεί σε τουριστικά αξιοθέατα με ελάχιστους, κυρίως ηλι­ κιωμένους, μονάχους να ασκούν κάποια εκκλησιαστικά καθήκοντα και να φροντίζουν το χώρο της μονής.24Το μεγαλύτερο μέρος των μοναστη­ ριακών κτημάτων τα νέμονται ως βοσκοτόπους οι ισχυρές οικογένειες των ορεινών κτηνοτροφικών χωριών, καταβάλλοντας ενίοτε ένα συμ­ βολικό ενοίκιο. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δικαίωμα χρήσης που δεν είναι κατοχυρωμένο ούτε εθιμικά ούτε νομικά, αλλά συχνά απο­ κτήθηκε μέσω καταπατήσεων και αυθαιρεσιών. Όσον αφορά τις ιδιόκτητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, είναι μικρού μεγέθους και ανήκουν στο νοικοκυριό που οργανώνεται ως «πυρηνική οικογένεια» και αποτελεί τη βασική παραγωγική μονάδα. Κληρονομι­ κά δικαιώματα στην οικογενειακή περιουσία έχουν εθιμοτυπικά εξί­ σου όλα τα παιδιά, αρσενικά και θηλυκά, και ο τρόπος κληρονομικής διαδοχής είναι είτε με την μορφή εξατομικευμένων κληρονομικών με­ ριδίων είτε με τη μορφή της «εξ αδιαιρέτου» διανομής. Το συγκεκριμέ­ νο κληρονομικό σύστημα οδηγεί σε έναν κατακερματισμό των ιδιοκτη­ σιών, και κάθε πυρηνική οικογένεια καταλήγει να έχει στην ιδιοκτησία της πολύ μικρά και μη ενιαία κτήματα. Παρά τον εξισωτικό χαρακτήρα που διατείνεται ότι έχει το σύστημα μεταβίβασης της γης, μέσα από τα προνόμια χρήσης και κληρονομικής διαχείρισης που παρέχονται στον άνδρα ως αρχηγό του νοικοκυριού στην πραγματικότητα, το σύστημα μεταβίβασης, αναδεικνύει προνομιούχους κληρονόμους τα αρσενικά τέκνα, και ιδίως όσα και μετά το γάμο τους παραμένουν στο χώρο της πατρικής περιουσίας, δηλαδή όεν πάνε σώγαμπροι. Αυτό το παραδέχο­ νται και οι ίδιοι οι κάτοικοι λέγοντας ότι στην οικογενειακή περιουσία κουμάντο κάνει ο άντρας. Σε γενικές γραμμές, υιοθετούνται στρατηγι­ κές με σκοπό να μην μπαίνουν ξένοι, δηλαδή γαμπροί από άλλα γένη, Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης» και μοιράστηκαν στους εφεδροπολεμιστές και η δεύτερη, το 1961 (ν. 4149/1961), όπου παραχωρήθηκαν ανεξέλεκτα δικαιώματα για εκποιήσεις εδαφών στον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιου­ σίας. Με τις διανομές αυτές δόθηκαν τα πιο πεδινά εδάφη, ενώ τα πιο ορεινά εί­ τε αποτελούν σήμερα κοινοτική γη είτε τα χρησιμοποιούν ως βοσκοτόπους συγγενειακές ομάδες των ορεινών κοινοτήτων (βλ. και Τραυλής 1992: 76). 24. Για ιστορικά στοιχεία σχετικά με τα σημαντικότερα μοναστήρια της περι­ οχής, βλ. Παπαδάκης 1981α, 1981 β, 1983 και Βενέρης 1938.

92

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

στην πατρογονική περιουσία (η τάση αυτή φαίνεται πολύ καθαρά στους βοσκοτόπους, όπου οι γυναίκες δεν έχουν κανένα κληρονομικό δικαί­ ωμα) ώστε να μη διαμοιράζεται έξω από την πατρογραμμική ομάδα καταγωγής.25 Πριν από μερικές δεκαετίες, η γη που συνήθως χρησιμοποιείτο α­ ποκλειστικά ως βοσκότοπος ήταν εντελώς πετρώδης και άγονη, και ή­ ταν σχετικά μικρή. Στα υπόλοιπα χωράφια, ανάλογα με τη γονιμότητά τους, καλλιεργούνταν και γεωργικά προϊόντα (όσπρια, ψυχανθή, είδη σιτηρών κ.λπ.). Ίσχυε το διετές ή τριετές σύστημα της αγρανάπαυσης και η γη χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά ως συμπληρωματικός βοσκό­ τοπος. Τα δημητριακά, και συγκεκριμένα το σιτάρι και το κριθάρι, που δεν χρειάζονται πολύ γόνιμα εδάφη, σπέρνονταν σια πιο ορεινά και πετρώδη. Γύρω από τους οικισμούς, σια πιο γόνιμα εδάφη, υπήρχαν καλλιέργειες που απαιτούσαν διαρκή φροντίδα, όπως λαχανόκηποι και μποστάνια. Το αμπέλι ήταν επίσης μία πολύ παραγωγική καλλιέρ­ γεια μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 70, ενώ σιις πεδινές και ημιο­ ρεινές εκτάσεις οι κυριότερες δενδρώδεις καλλιέργειες ήταν η ελιά και η χαρουπιά. Ιδιαίτερη μέριμνα για την καλλιέργεια της ελιάς συνεχίζει να υπάρχει έως και σήμερα, ενώ η καλλιέργεια της χαρουπιάς έχει πλέ­ ον εγκαταλειφθεί, καθώς ο καρπός της δεν έχει πλέον εμπορική αξία. Ωστόσο, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες ο ευρύτερος κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός οδήγησε σε συρρίκνωση των καλλιεργή­ σιμων εδαφών, με συνέπεια η κοινότητα να μη λειτουργεί πλέον ως μο­ νάδα παραγωγής και κατανάλωσης αγροτικών προϊόντων για εσωτερι­ κή κατανάλωση ή για τις ανάγκες μιας εξωτερικής αγοράς. Επιπλέον, η ανυπαρξία μεγάλων και γόνιμων ιδιοκτησιών δεν επέτρεψε την επέ­ κταση της εκμηχάνισης της γεωργικής γης, με αποτέλεσμα μεγάλο μέ­ ρος της να μείνει χέρσο και να μετατραπεί σταδιακά σε βοσκότοπο. Η κτηνοτροφία έχει ημινομαδικό χαρακτήρα. Οι μετακινήσεις των κοπαδιών με σκοπό την αναζήτηση βοσκοτόπων γίνεται κυρίως στα τέ­ λη του φθινοπώρου και η παραμονή των προβάτων στα χειμαδιά συνε­ χίζεται έως την αρχή της άνοιξης. Ο χώρος των χειμαδιών δεν επιλέγε­ ται τυχαία ούτε είναι παροδικός και πρόσκαιρος. Κάθε βοσκός ξεχει­ 25. Βλ. και ΗβΓζίεΙά 1980. Περισσότερα γι’ αυτή την «αντίφαση» συστημάτων μεταβίβασης της γης με αρχές που αναγνωρίζουν και στα δυο φυλά κληρονομικά δικαιώματα στην οικογενειακή περιουσία βλ. θΒ$εΒΐοροιι1ο$-ΕΒρ€ΐΒηΒΐ08 19901991, Δασκαλοπουλου-Καπετανάκη 1993, 8Βΐι1ηία·-Τ1ιΐ6Γς6ϋη 1994.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

93

μωνιάζει με το κοπάδι του σε συγκεκριμένο τόπο και αναπτύσσει το δί­ κτυο σχέσεων του με τους κατοίκους της περιοχής. Εγκαταλείπει το χει­ μαδιό του μόνο σε περίπτωση που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονο­ μικά ή δημιουργηθούν εντάσεις ή συγκρούσεις με τους ιδιοκτήτες της γης ή με άλλους βοσκούς. Παλαιότερα, ο κτηνοτρόφος αγόραζε συχνά έ­ να μέρος ή και όλο το βοσκότοπο που χρησιμοποιούσε ως χειμαδιό. Αυτή η πρακτική συνεχίζεται και σήμερα, ενώ ενδέχεται να αποκτήσει την κυριότητά βοσκότοπου και λόγω χρησικτησίας. Οι μετακινήσεις προς τα χειμαδιά δεν συνεπάγονται πάντα την ε­ γκατάσταση του βοσκού και της οικογένειάς του στη συγκεκριμένη πε­ ριοχή. Παλαιότερα, η μετακίνηση σήμαινε και εγκατάσταση, για σχετι­ κά μεγάλα διαστήματα, των αρσενικών μελών της οικογένειας. Οι γυ­ ναίκες, υπεύθυνες για την οργάνωση του οικιακού χώρου, δεν ακολου­ θούσαν τους συζύγους τους στα χειμαδιά αλλά διέμεναν στο χωριό βοη­ θώντας κυρίως στις γεωργικές εργασίες. Επίσης, είχαν αναλάβει την ε­ κτροφή οικόσιτων ζώων (κότες, κουνέλια, κατσίκες). Οι μετακινήσεις των κτηνοτροφών δεν είχαν συλλογικό ή μαζικό χαρακτήρα ούτε ενέ­ πλεκαν άμεσα την οικογενειακή ομάδα. Ο οικιακός χώρος παρέμενε σταθερός και ο οικισμός αποτελούσε διαρκές σημείο αναφοράς. Σήμε­ ρα, η ευκολία των μέσων μεταφοράς μειώνει την εξάρτηση του βοσκού από το κοπάδι του και ελαχιστοποιεί την απουσία του από την οικογε­ νειακή εστία. Τους θερινούς μήνες τα κοπάδια βρίσκονται στα ορεινά και βόσκουν στις περιοχές που ονομάζονται σέρματα ή εδοχές, που είναι λωρίδες κοινοτικής γης εντός της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας, οι ο­ ποίες εκτείνονται από τις παρυφές του οικισμού προς την κύρια κορυ­ φογραμμή του Ψηλορείτη. Κάθε σέρμα νέμεται, βάσει εθιμικά διασφα­ λισμένων δικαιωμάτων, ένα γένος χρησιμοποιώντας το κυρίως ως βο­ σκότοπο. Η χρήση του σέρματος ως ενιαίου βοσκοτόπου δεν είναι κοι­ νή από τους κτηνοτρόφους του γένους, αλλά είναι διαμοιρασμένο μετα­ ξύ των οικογενειών ή υποομάδων του αντίστοιχου γένους που διατη­ ρούν κοπάδι.26 Αυτός ο τρόπος χωρισμού της γης έχει άμεση σχέση με το κοπάδι. Οι κάτοικοι τα θεωρούν ως ευθείες λωρίδες, γιατί το κοπάδι έχει την τάση να κινείται σε ευθεία γραμμή, προς όποια κατεύθυνση το 26. Τα σέρματα των Λιβαδίων, όπως τα αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι κάτοικοι, απεικονίζονται στο Σχεδιάγραμμα 2, σ. 74.

94

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

στρέψει ο βοσκός. Υποχρέωση κάθε βοσκού είναι να διώχνει τα πρό­ βα τα , δηλαδή να στρέφει το κοπάδι προς την κατάλληλη κατεύθυνση, ώστε να μην μπαίνει και βόσκει σε γειτονικά σέρματα. Ο προσανατολι­ σμός τους από τους πρόποδες προς την κορυφή της οροσειράς δεν είναι τυχαίος αλλά εξαρτάται από το κλίμα κάθε εποχής. Τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού τα κοπάδια μεταφέρονται στα υψηλότερα τμήματα του βουνού, όπου υπάρχει ακόμα χορτονομή, ενώ προς το τέλος της ά­ νοιξης ή από τις αρχές του φθινοπώρου βόσκουν χαμηλότερα. Αυτές οι λωρίδες κοινοτικής γης δεν είναι ισοδύναμης αξίας, αλλά εμπεριέχουν την ιεράρχηση των γενών —τα πιο ολιγομελή γένη μπορεί να νέμονται ανά δύο από κοινού το ίδιο σέρμα. Το εθιμικά διασφαλισμένο δικαίω­ μα χρήσης του σέρματος σημαίνει ότι αυτό δεν έχει κατοχυρωθεί με κάποια γραπτή ή προφορική συμφωνία ούτε έχει άπονεμηθεί από κά­ ποια επίσημη ή άλλη μορφή εξουσίας. Π ρόκειται για δικαίωμα που διασφαλίζεται και μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές, όσο η χρήση του σέρματος δικαιολογείται από την κοινωνική ισχύ των ανδρών του γένους, που είναι κάτοχοι ενός σημαντικού αριθμού προβάτων. Αν τα μέλη ενός γένους αρχίσουν, λόγω υπογεννητικότητας, μετανάστευσης κ.λπ., να ελαττώνονται αισθητά ή να μειώνονται τα κοπάδια τους, αρ­ χίζει σταδιακά, συνήθως από τα γειτονικά γένη, με τη μορφή παραβιά­ σεων των ορίων, μία αμφισβήτηση του δικαιώματος νομής και χρήσης της κοινοτικής γης. Κάθε σέρμα κατανέμεται μεταξύ των «δικαιούχων» κτηνοτροφών του γένους με τη μορφή διακριτών χωρικών ενοτήτων, ό­ που καθένας έχει δικαίωμα χρήσης μόνο για τις ανάγκες του κοπαδιού του. Δεν έχει δικαίωμα διάθεσης ή μεταβίβασης σύμφωνα με το κληρο­ νομικό δίκαιο. Αν ένας ή περισσότεροι γιοι διαδεχτούν τον πατέρα τους συνεχίζοντας την κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειας, είναι ταυτόχρονα και διάδοχοι των δικαιωμάτων νομής του πατρικού μεριδί­ ου στο σέρμα. Η διακοπή της κτηνοτροφικής οικογενειακής παράδο­ σης σημαίνει την αυτονόητη παραίτηση από οποιοδήποτε δικαίωμα χρήσης ή διαχείρισης του πατρικού μεριδίου στο σέρμα. Τα σέρματα δεν οριοθετούνται μεταξύ τους με διακριτό τρόπο, ό­ πως π.χ. οροθέσια ή περίφραξη με συρματόπλεγμα,27χωρίς αυτό να ση­ 27. Το 1999-2000 άρχισαν σταδιακά και οι πρώτες περιφράξεις των σερμάτων, μία κίνηση που δηλώνει την προσπάθεια μετατροπής τους σε ατομικές ιδιο­ κτησίες. Το εγχείρημα αυτό έχει ήδη αρχίσει να επιφέρει ποικίλες συγκρούσεις μεταξύ ατόμων και συγγενειακών ομάδων.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

95

μαίνει ότι οι έχοντες το δικαίωμα χρήσης τους δεν τα γνωρίζουν. Σε κά­ θε σέρμα ύπαρχονν μητάτα για τη διαμονή του βοσκού και το άρμεγμα του κοπαδιού καθώς και στέρνες για συγκέντρωση των όμβριων υδάτων, χτισμένα, όπως ισχυρίζονται οι κάτοικοι, από κάποιον πρόγονο του γένους. Τα μητάτα και οι στέρνες συνήθως ονοματοδούνται βάσει του γένους που τα κατασκεύασε ή έκανε μακροχρόνια χρήση, ουδέ­ ποτε όμως θα αναφερθούν σ’ αυτά τα κτίσματα έτσι που να υποδηλώνει δικαιώματα ιδιοκτησίας κάποιου μεμονωμένου ατόμου. Στο Σχεδιά­ γραμμα 2 απεικονίζονται τοπωνυμικά τα κυριώτερα μητάτα και οι στέρ­ νες κάθε σέρματος της εδαφικής περιφέρειας της κοινότητας Λιβαδίων. Κάθε γένος γνωρίζει καλά το σέρμα του, καθώς και όλων των άλ­ λων, αλλά η εθιμική κατοχύρωση του δικαιώματος χρήσης της γης και τα εύθραυστα όριά τους καθιστούν σχετικά εύκολη την παραβίασή τους. Τα εγχειρήματα αμφισβήτησης του «ζωτικού» χώρου μιας ομάδας αιματοσυγγενών συνδέονται άμεσα με ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της κοινότητας, ενώ συχνά επεκτείνονται σας ζώνες άλλων κοινοτήτων. Τα κοπάδια είναι σχετικά μικρά, αν συσχετίσουμε τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων αιγοπροβάτων με το συνολικό αριθμό τους.28 Μεγά­ λος κτηνοτρόφος, κονραόάρης, θεωρείται αυτός που έχει μερικές εκα­ τοντάδες αιγοπρόβατα. Το κοπάδι (κονράόι) είναι ιδιοκτησία του πα­ τέρα, ο οποίος είναι αρχηγός του νοικοκυριού και έχει την ευθύνη της διαχείρισης όλων των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τις απαιτήσεις της κτηνοτροφίας, όμως ενδέχεται κάποιες φορές δύο ή περισσότερα αδέλφια να έχουν κοινή διαχείριση των κοπαδιών τους. Τον κτηνοτρόφο συνεπικουρούν σιις διάφορες δραστηριότητες τα αρσενικά παιδιά του, και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις (γιορτές, κονρές, γέννες κ.λπ.) ζητείται η συνδρομή της συζύγου και των ενήλικων θυγατέρων του για την εκτέλεση βοηθητικών εργασιών. Μόνο όταν το κοπάδι έχει ανάγκη από περισσότερα εργατικά χέρια, μπορεί να υπάρ­ 28. Στις επίσημες απογραφε'ς της ΕΣΥΕ, το 1950 ο συνολικός αριθμός των προβάτων της επαρχίας είναι 26.758, και ανήκουν σε 1.556 εκμεταλλεύσεις (μ.ό. 17 πρόβατα ανά εκμετάλλευση). Το 1971 απογράφονται 75.486 πρόβατα σε 2.302 εκμεταλλεύσεις (μ.ό. 33 πρόβατα ανά εκμετάλλεση) και το 1991 αυξάνονται σε 261.062 πρόβατα ενώ οι εκμεταλλεύσεις μειώνονται σε 1.769 (μ.ό. 147,5 πρόβατα ανά εκμετάλλευση). Στις ίδες απογραφές ο αριθμός των αιγών παρουσιάζει τις ε­ ξής διακυμάνσεις: 1950: 24.167 αίγες σε 2.863 εκμεταλλεύσεις (μ.ό. 8,4 αίγες ανά εκμετάλλευση), 1971: 27.911 αίγες σε 3.384 εκμεταλλεύσεις (μ.ό. 8,2 αίγες), 1991: 100.808 αίγες σε 2.145 εκμεταλλεύσεις (μ.ό. 47 αίγες ανά εκμετάλλευση).

%

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ξει κάποια περιστασιακή συνεργασία ή αλληλοβοήθεια με κάποιο άλ­ λο βοσκό, στη βάση υποχρεώσεων που απορρέουν από σχέσεις αιματοσυγγένειας, αγχιστείας ή τελετουργικής συγγένειας. Η συνεργασία αυ­ τή μπορεί να εξελιχθεί και σε μία πιο μόνιμη βάση, όταν δυο (συνήθως όχι περισσότεροι) βοσκοί ενώνουν τα κοπάδια τους και αναλαμβάνουν την από κοινού διαχείρισή τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό συνε­ πάγεται τη μακρόχρονη συνέχισή της. Οι συνεργάτες στη διαχείριση του κοπαδιού ονομάζονται ορτάκηδες, όρος που μεταφράζεται από τους ίδιους τους κατοίκους ως «συνεταίροι». Ορτάκηδες γίνονται μόνο άνδρες και αποφεύγονται οι αιματοσυγγενείς, ενώ επιλέγονται αγχιστειακοί συγγενείς ή άνδρες με τους οποίους η συνεργασία πρόκειται ή έχει επισφραγιστεί με δεσμούς τελετουργικής συγγένειας. Καθώς οι γιοι ενηλικιώνονται, αρχίζει σταδιακά η αυτονόμησή τους από την πατρική στέγη. Έ να ς γιος αυτόνομείται όταν κάμει δικά τον πρόβατα, όταν δηλαδή ο πατέρας του του γράψει τμήμα του κοπαδιού του με σκοπό να το φροντίζει και να το αυξήσει. Η κληροδότηση μέρους του κοπαδιού είναι συνήθως παράλληλη με την μέριμνα του γιου να χτί­ σει δικό του σπίτι, ενέργεια που δηλώνει και την πρόθεσή του για δημι­ ουργία οικογένειας. Η φάση αυτή συμπίπτει με την ηλικία γάμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα αρσενικά παιδιά με το γάμο τους θα κληρονομή­ σουν και μέρος του κοπαδιού, για να διαδεχτούν τον πατέρα. Αντίθετα, ήδη από μικρή ηλικία, ο πατέρας επιλέγει μεταξύ των γιων του αυτόν, ή αυτούς, που θα κάμει βοσκούς. Η επιλογή των «διαδόχων» γίνεται με βάση τις ικανότητες τους, την κλίση τους, όπως λένε και οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι. Η κλίση φαίνεται όχι μόνο από την ανταπόκριση στις απαιτή­ σεις του κτηνοτροφικού επαγγέλματος, αλλά κυρίως από την οικειοποίηση και ενσωμάτωση της ιδιότητας του κτηνοτρόφου ως αξίας. Οι άλλοι γιοι μπορεί να έχουν τύποις, για να μην τσακώνονται μετα­ ξύ τους, κάποια πρόβατα γραμμένα στο όνομά τους καθώς και απολα­ βές κτηνοτροφικών προϊόντων, κυρίως για ιδία κατανάλωση, όμως δεν θα γίνουν βοσκοί. Μέχρι λίγες δεκαετίες πριν μπορούσαν ν’ ασχολη­ θούν με γεωργικές εργασίες ή αναζητούσαν να παντρευτούν εκτός οι­ κισμού και εγκαθίσταντο στο χωριό της νύφης ως σώγαμπροι. Σήμερα προτιμούν να ασχολούνται με επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στον ευρύτερο αγροτικό ή στον αστικό χώρο. Σήμερα η κατάσταση της κτηνοτροφίας έχει αλλάξει σημαντικά. Συνοπτικά αναφέρω τα εξής:

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

97

α) Οι επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν μετατρέψει το κοπάδι από κύρια παραγωγική δύναμη σε κεφάλαιο συντηρούμενο και διαρκώς αυξανόμενο, ακριβώς επειδή επιδοτείται. Αυτή η αντίληψη για την κτηνοτροφία διαπιστώνεται και από τις επίσημες στατιστικές των κυριότερων ζωικών εκμεταλλεύσεων (βλ. υποσημ. 28), η ανάγνωση των οποίων πρέπει να γίνει με πολλές επιφυλάξεις όσον αφορά τα α­ ντίστοιχα πραγματικά μεγέθη. Χωρίς να αμφισβητείται ούτε από τους ίδιους τους κατοίκους ούτε από τους υπάλληλους δημοσίων υπηρεσιών (Νομαρχία, Γεωργική Υπηρεσία κ.λπ.) ότι υπάρχει αύξηση του αριθ­ μού των αιγοπροβάτων, είναι παραδεκτό ότι οι αυξητικές αυτές τάσεις είναι αρκετά «φουσκωμένες» σε σχέση με τις πραγματικές λόγω της ε­ πιδίωξης ενός όσο το δυνατόν υψηλότερου ποσού επιδότησης. β) Η ραγδαία αύξηση του αριθμού των αιγοπροβάτων έχει ως συνέ­ πεια την εξάντληση των ήδη υπαρχόντων βοσκοτόπων, οι οποίοι, κα­ θώς δεν ανανεώνονται με το προϋπάρχον σύστημα της αμειψισποράς, αποψιλώνονται. γ) Η μειωμένη βοσκοικανότητα της γης, καθώς δεν επαρκεί για τη συντήρηση των κοπαδιών, αναγκάζει τους κτηνοτρόφους να χρησιμο­ ποιούν βιομηχανικές ζωοτροφές με αυξημένο κόστος παραγωγής. δ) Η επέκταση των βοσκοτόπων, προκειμένου να αντισταθμιστεί η εξάντληση των ήδη υπαρχόντων, προκαλεί διαρκείς προστριβές και συ­ γκρούσεις (Νικολακάκης 1988: 217). Το πρόβλημα της ζωοκλοπής εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υφίσταται και η αντιμετώπισή του να απασχολεί σοβαρά τις επίσημες Αρχές. Αν και συνδέεται ιδεολογικά με τον ανδρισμό, την «κοινωνική αναγνώ­ ριση» και αποτελεί τακτική για την επίτευξη συμμαχιών,29 δεν μπορεί να παραβλεφθεί ο σύγχρονος χαρακτήρας και τα οικονομικά οφέλη που αποδίδει. Στη σύγχρονη εμπορική της μορφή, η ζωοκλοπή διαμορ­ φώνει εύθραυστες σχέσεις εξουσίας, καθώς χρησιμοποιείται για να εκ­ φραστεί η «δηλωμένη στρατηγική κάποιων ορεινών κοινοτήτων που ε­ ξειδικεύονται σήμερα αποκλειστικά στην κτηνοτροφία και επιδιώκουν διεύρυνση των βοσκοτόπων και απόκτηση γης» (Νικολακάκης 1988: 217). Παρατηρείται συνεπώς υπερσυγκέντρωση του κτηνοτροφικού πλούτου σε άτομα και οικογένειες ορισμένων ορεινών κοινοτήτων, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνεται ένας σταδιακός «αφανισμός» των μικρών 29. Γι’ αυτές τις όψεις της ζωοκλοπής, βλ. ΗβΓζΑεΙό 1985.

98

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

κτηνοτροφών και γεωργοκτηνοτρόφων των ημιορεινών κυρίως κοινο­ τήτων, οι οποίοι αποτελούν τα κατεξοχήν θύματα της ζωοκλοπής. Πολλές ζωοκλοπές δεν καταγγέλλονται στα αστυνομικά τμήματα λόγω δυσπιστίας ως προς την αποτελεσματικότητα των διωκτικών αρ­ χών. Το θύμα της ζωοκλοπής θεωρεί ότι μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να του επιστραφεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του κοπαδιού του με την κινητοποίηση του κύκλον γνωριμιών του και την παρέμβαση μεσολαβητών, των μεσιτών όπως λέγονται.30 Επίσης, συχνά θύτης και θύμα προέρχονται από διαφορετικές επαρχίες ή νομούς, με συνέπεια οι επίσημες στατιστικές να επιδέχονται αμφισβητήσεις ακόμα και ως προς την αξία τους ως συγκριτικό υλικό για την έκταση της ζωοκλοπής στις διάφορες διοικητικές περιφέρειες ή περιοχές. Πρόκειται για δύο σημαντικές παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υ­ πόψη σιην ανάγνωση στατιστικών στοιχείων.31 Οι μεταπολεμικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές οδήγησαν σε ερήμωση των ημιορεινών γεωργοκτηνοτρφικών κοινοτήτων, που η οικονομία τους βασιζόταν στη μικρή έγγεια ιδιοκτησία, στην ανυπαρ­ ξία μεγάλων κοπαδιών και στη στενά παραπληρωματική αλληλεξάρτη­ ση γεωργίας και κτηνοτροφίας. Αντίθετα, όπως δείχνει και το παρακά­ τω γράφημα, οι ορεινές κτηνοτροφικές κοινότητες, προσανατολίζοντας την οικονομία τους σε μία, κυρίως επιδοτούμενη, κτηνοτροφία κατάφεραν ν’ ανακόψουν προσωρινά τη δημογραφική τους συρρίκνωση. Ο μικρός αριθμός ορεινών κοινοτήτων συγκριτικά με τις ημιορεινές και πεδινές και η αντιστρόφως ανάλογη σχέση των πληθυσμιακών με­ γεθών τους δείχνουν ότι σήμερα νέμονται τον κύριο ορεινό όγκο του Ψηλορείτη λίγες αλλά πολυπληθείς κοινότητες (βλ. υποσημ. 21). Ο ευ­ ρύς «ζωτικός χώρος» και το μέγεθος του οικισμού μπορούν επίσης να θεωρηθούν παράγοντες των χαμηλών πληθυσμιακών απωλειών που παρουσιάζουν αυτές οι ορεινές κοινότητες. Επιπλέον, οι διαφορετικοί αυτοί δημογραφικοί ρυθμοί δημιουργούν μία ιδιόμορφη κατάσταση, 30. Περισσότερα για τον εθιμικό τρόπο εξεύρεσης και επιστροφής ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των κλαπέντων προβάτων στον ιδιοκτήτη τους, βλ. ΗεΓζίΙ^ά 1985,1991. 31. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ρεθύμνου (δημοσι­ εύτηκαν στην εφημ. Κρητική Επιθεώρηση, στις 20 Δεκ. 1995), κατά τα έτη 19901995 στο νομό Ρεθύμνης διαπράχθηκαν συνολικά 236 ζωοκλοπές και κλάπηκαν 7.444 αιγοπρόβατα. Από αυτές εξιχνιάστηκαν οι 37, συνελήφθησαν 23 δράστες και ανευρέθησαν 1.489 ζώα.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

99

Γράφημα πληθυσμιακής εξέλιξης των οικισμών της επαρχίας Μυλοποτάμου ανάλογα με το ανάγλυφο του εδάφους κάθε κοινότητας (Ε.Σ.Υ.Ε.) ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Σύνολο Πληθυσμού Ημιορεινών Κοινοτήτων Σύνολο Πληθυσμού Ορεινών Κοινοτήτων Σύνολο Πληθυσμού Πεδινών Κοινοτήτων ΕΤΗ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ

που χαρακτηρίζεται από την τάση διαρκούς επέκτασης των ορεινών κτηνοτροφικών ζωνών, με τη μορφή διεύρυνσης του «ζωτικού χώρου» ως βοσκοτόπου, σε βάρος των δημογραφικά γηρασμένων και ερημωμέ­ νων ημιορεινών κοινοτήτων. Η επέκταση των πάνω χωριών προς τις ημιορεινές και τις πεδινές περιοχές δεν γίνεται χωρίς συγκρούσεις. Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμι­ κά χρόνια οι συγκρούσεις αυτές ανάγονταν στην αντίθεση μεταξύ «ο­ ρεινών» και «πεδινών» πληθυσμών, επειδή οι μεν θεωρούσαν τους δε ως απειλή και κίνδυνο για τον αναγκαίο οικονομικά και κοινωνικά ζω­ τικό χώρο τους· οι «ορεινοί» για τη διασφάλιση βοσκοτόπων και οι «η­ μιορεινοί» και «πεδινοί» για την προστασία της καλλιεργούμενης γης. Σήμερα, όμως, η ανάγκη επέκτασης των κτηνοτροφικών χώρων γίνεται όλο και πιο επιτακτική, καθώς η μη καλλιέργεια της γης και η υπερβόσκησή της έχουν επιφέρει την εκχέρσωση μεγάλων εκτάσεων.32 Οι τελευταίοι εναπομείναντες γεωργοί των ημιορεινών και πεδινών χωριών συγκρούονται διαρκώς με τους κτηνοτρόφους, πασχίζοντας να προστατεύσουν τις μικρές εκμεταλλεύσεις τους, οι οποίες αποτελούν μικρές νησίδες ανάμεσα σε γαίες που μετατρέπονται σε βοσκοτόπους. 32. Ο Δασάρχης Ρέθυμνου Στ. Βουρβαχάκης, σε μία δήλωσή του, μεταξύ άλ­ λων, αναφέρει: «Ο νομός Ρέθυμνου έχει επιφάνεια 1,5 εκατομμύριο στρέμματα.

100

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Συγκρούσεις υπάρχουν και με τους κατοίκους των σημερινών τουριστι­ κών παραθαλάσσιων οικισμών, επειδή οι τελευταίοι βλέπουν την εγκα­ ταλειμμένη γη ως παραθαλάσσια οικόπεδα, προσδοκώντας νέες, πε­ ρισσότερο προσοδοφόρες, χρήσεις. Αυτές οι εντάσεις και συγκρούσεις περιγράφονται με γλαφυρό τρό­ πο σε επιστολή ενός τέως κοινοτάρχη του παραθαλάσσιου χωριού Πάνορμο, της ίδιας επαρχίας, σε τοπική εφημερίδα:33 Η περιοχή του Πανόρμου βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια υπό το κράτος της πιο στυγνής κατοχής και τρομοκρατίας. Τέτοιας που δε γνώρισε ούτε επί Γερμανών. Και αυτό το γνωρίζουν οι πάντες. Διοι­ κητές αγροφυλακής και χωροφυλακής, εισαγγελείς, δικαστικοί, νο­ μάρχες (τέως και νυν), βουλευτές και υπουργοί (τέως και νυν), δικη­ γόροι και δημοσιογράφοι. Πολύ δε περισσότερο το γνωρίζουν πολύ καλά οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι και έχουν επιβάλλει αυτό το καθεστώς με τη μέθοδο «το δίκαιο του ισχυρότερου» και οι οποίοι γνωρίζουν λεπτομερώς την κάθε ιδιοκτησία και τον κάθε ιδιοκτήτη στην περιοχή μας. Και ας λένε στα δικαστήρια πως «δεν τους ξέρουν και πως πρώτη φορά βλέπουν τους ιδιοκτήτες». Η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε τα τελευταία 15-20 χρόνια, ό­ ταν οι ομολογουμένως πανέξυπνοι κτηνοτρόφοι, που παραχείμαζαν στην περιοχή μας με τα πρόβατά τους, αντιλήφθηκαν και επεσήμαναν τα όποια κενά εξουσίας υπήρχαν, λόγω του ότι πολλοί ιδιοκτήτες -τριες διαμένουν στην Αθήνα, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, αλλά και οι εδώ ευρισκόμενοι στα τρία χωριά, Πάνορμο, Ρουμελή, Σκεπαστή, εί­ ναι άνθρωποι κάποιου επιπέδου πολιτισμένου, δεν είναι δυνατόν να τους παρακολουθήσουν στις καθημερινές τους παρανομίες, καταπα­ τήσεις και αγριότητες. Με το δώρο που τους έκανε η πολιτεία τα τε­ λευταία χρόνια -καταργώντας την αγροφυλακή- οι άνθρωποι αυτοί αποθρασύνθηκαν και πίστεψαν ότι μπορούν να ιδιοποιηθούν όλη την Από αυτά τα 950.000 τα διαχειρίζεταιη Δασική Υπηρεσία και συνήθως η χρήση τους είναι για την βόσκηση αιγοπροβάτων και αφορούν τον ορεινό όγκο του Ψη­ λορείτη και άλλων περιοχών του νομού. Μάλιστα όλη η έκταση που προανέφερα χρησιμοποιείται σαν βοσκότοπος, ενώ τα δάση που υπάρχουν στο νομό μας είναι ελάχιστα. Το πρόβλημα όμως δημιουργείται όταν τα ζώα βόσκουν σε λάθος πε­ ριοχές, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουν τα δένδρα και τα φυτά του ορεινού ό­ γκου του νομού και το τραγικότερο στην υπόθεση είναι ότι τώρα τελευταία αντι­ καθίστανται τα πρόβατα με αίγες, με αποτέλεσμα να προκαλοι^ μεγάλες ζημιές σε δασικές εκτάσεις . » (εφημ. Κρητική Επιθεώρηση, αρ. φύλλ. 15.066. 17-9-1998). 33. Σήφης Περαντωνάκης, εφημ. Ρεθεμνιώτιχα Νέα, 2 Οκτ. 1997.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

101

περιοχή, αφού άλλωστε είναι και τουριστική και με κατατρομοκρά­ τηση των κατοίκων και απειλές έμμεσες ή άμεσες να εξαναγκάσουν τους πάντες να φυγουν, προκειμένου να μείνουν αυτοί, κύριοι νομείς και κάτοχοι.

Η σοβαρότητα και η έκταση της σύγκρουσης συμφερόντων (ραίνε­ ται και από χρονογράφημα δημοσιευμένο από έναν συνταξιούχο Γυ­ μνασιάρχη σε άλλη τοπική εφημερίδα.34 Ο τίτλος του είναι «Κτηνοτρο­ φία εναντίον γεωργίας», όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει: Ο ι μικροκαλλιεργητές που είναι όλοι όσοι έχουν απομείνει στα χω ­ ριά, κλαίνε τη μοίρα των. Ό λ ο ι έχουν λίγα χω ραφάκια, είτε κάποιο περβολάκι ή σόχωρο. Και όλα είναι γεμάτα αγριόχορτα ή θάμνους. Εγκαταλελειμμένα και ρημαγμένα. Θ α μπορούσαν όμως όλα τα σόχωρα ή τα κοντινά χω ράφια να δώ ­ σουν κάποιο λαχανικό. Μ ’ ένα σκαλιδάκι ο γεροντάκος είτε η νοικο­ κυρά θα μπορούσε να καλλιεργήσει έστω λίγα κρεμμύδια, ένα λάχα­ νο, ντομάτες, κολοκυθιές κ.ά.. Με ένα τρακτέρ κάποιο ομαλό χω ραφάκι, εάν θα εκαλλιεργείτο, θα έδινε τουλάχιστον κουκιά ή ρεβίθια. Με δενδρύλλια ελιάς ή κλήματα θα μπορούσαν να γίνουν αποδοτι­ κά πολλά χέρσα χωράφια. Και όμως, τίποτε α π ’ αυτά δεν γίνεται, γιατί δεν μπορεί να γίνει. Οι ιδιοκτήτες των χωραφιών κάθονται στα καφενεδάκια, είτε στα κατώ­ φλια των σπιτιών τους και περιμένουν μία, δύο φορές την εβδομάδα να ψωνίσουν κρομμύδια, ντομάτες, ένα ματσάκι μαϊντανό κ.λπ.. Αυτή την κακομ οιριά τη βλέπω συχνά και από χρόνια. Και όταν πιάσω κουβέντα με τους ανθρώ πους όλοι με μία πίκρα, π αράπονο και οργισμένοι, την ίδια απάντηση δίνουν. - Τι να φυτέψουμε και τι να καλλιεργήσουμε; Αφήνουν οι κουραδάρηδες; Και μέσα από τα αμπέλια και τα λιόφυτα και μέσα στα σόχωρα κυκλοφορούν ελεύθερα τα κοπάδια. Τ έτοια χάλια δεν είχαν ξαναγίνει. - Και η αγροφυλακή; - Ποια αγροφυλακή; Ποιος αγροφύλακας; Τολμά αγροφύλακας να ενοχλήσει κουραδάρη; Έ ν α ς ετόλμησε και την άλλη μέρα εξαφανί­ στηκε η αίγα που είχε. Τ α ίδια έπαθε κι άλλος!! Δεν υπάρχει κράτος! Μία δική μου περίπτωση: 34. Κώστας Ξεξάκης, εφημ. Ελευθερία, 3-9-1995.

102

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Ετοίμασα ένα χωράφι μου να φυτέψω δενδρύλλια ελιάς. - «Μην τολμήσεις!!» μου είπαν όλοι. Πρώτα-πρώτα βάλε σύρματα και σίδερα να περιφράξεις! Αυτό έκαμα. Μαζί με τις ελιές, στο περι­ φραγμένο χωράφι μεγάλωσαν ωραία χόρτα. Από κάπου λοιπόν ά­ νοιξαν είσοδο και έβαλαν μέσα ένα κοπάδι. Ζημιά 50.000 έγραψε ο εκτιμητής. (Ενώ ήταν μεγαλύτερη). Τη συνέχεια δεν την γράφω... Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι γεωργοί. Η γεωργία έγινε έρμαιο των κτηνοτροφών... Η μη καλλιέργεια της γης και η χρήση της αποκλειστικά ως βοσκο­ τόπου συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του μετασχηματισμού μιας γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας σε αποκλειστικά κτηνοτροφική. Η τέτοιου τύπου, όμως, —παροδική ή πιο μόνιμη— χρήση της γης διαμορφώνει μία νέα κατάσταση, όπου ο βοσκός αποκτά ένα «προνόμιο» σε σχέση με τον ιδιοκτήτη-καλλιεργητή γης: τη δυνατότητα χρήσης ως βοσκοτό­ που μη καλλιεργούμενης γης χωρίς αυτή να του ανήκει, ακόμα κι όταν, τυπικά τουλάχιστον, δεν διεκδικεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Αυτό ι­ σχύει πολύ περισσότερο σήμερα, που η γη είναι εγκαταλειμμένη και δεν προστατεύεται από τους καλλιεργητές-ιδιοκτήτες της, με αποτέλε­ σμα η μακρόχρονη χρήση της χέρσας γης ως βοσκοτόπου να εγείρει δι­ καιώματα χρησικτησίας, που υποβοηθούνται από το ασαφές και μη νο­ μικά κατοχυρωμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς και από την απου­ σία συγκροτημένου και κοινώς αποδεκτού κτηματολογίου.

ΒΕΝΤΕΤΑ, ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

Η Κρήτη, ενετική κτήση από το 1211, καταλήφθηκε ολοκληρωτικά από τους Οθωμανούς το 1669, αποτελώντας την τελευταία κατάκτησή τους στη Μεσόγειο. Η περίοδος από το 1669 μέχρι τις 2 Νοεμβρίου του 1898, ημέρα της αποχώρησης του τελευταίου Τούρκου στρατιώτη και ανα­ γνώρισης της αυτονομίας του νησιού, δεν ήταν καθόλου ήρεμη και ει­ ρηνική. Οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις αποτελούσαν ένα ενδημικό φαινόμενο καθώς η Κρήτη αποτελούσε μία από τις πιο κακοδιοικούμε­ νες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή υπήρχαν ισχυ­ ρές ενωτικές τάσεις προς το ελεύθερο βασίλειο και λόγω των αφορμών που έδιδαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για την αναμόχλευση του Ανατολικού Ζητήματος (Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου 1988: 23). Η πρώτη επανά-

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

103

στάση ήταν η λεγάμενη «του Δασκαλογιάννη», από το όνομα του υποκι­ νητή της, που ξέσπασε το 1770 στην περιοχή των Σφακίων και αποτελεί μέρος των «Ορλωφικών». Η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε πολύ ση­ μαντικό έρεισμα για τις εξεγέρσεις των χριστιανών της Κρήτης, πολλές από τις οποίες υποκινούνταν από το ελληνικό βασίλειο. Η Συνθήκη του Λονδίνου, το 1827, επηρέασε και την κατάσταση στην Κρήτη και νέες επαναστάσεις ξεσπούν, με σημαντικότερες το 1828 και 1841. Από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. παρατηρείται στο νησί μία επαναστατική έ­ ξαρση, που υποκινείται από την κατοχύρωση προνομίων που περιλάμ­ βανε το Ιταΰ-ί-Ιηιηιαγιιη (1856).35 Οι σημαντικότερες επαναστάσεις ση­ μειώθηκαν τα έτη 1866-1869 (η «μεγάλη επανάσταση»), 1878, 1889, 1890-1894, 1895 και 1897-98 (Δετοράκης 1986: 360-398), ενώ συχνές ή­ ταν και μικρότερες εξεγέρσεις και πράξεις αντιποίνων με σφαγές και καταστροφές κι από τις δύο πλευρές. Στις 3/15 Φεβρουάριου 1868 η Πύλη παραχωρεί στο νησί έναν προνομιακό Χάρτη, τον Οργανικό Νό­ μο της Κρήτης, ο οποίος έθετε σε νέες βάσεις το Κρητικό Ζήτημα. Οι βασικές του διατάξεις κινούνταν προς μία διοικητική αναδιοργάνωση του νησιού και την εκπροσώπηση των χριστιανών σε διοικητικά ζητή­ ματα, με τη συμμετοχή τους στο Συμβούλιο του Οθωμανού Γενικού Δι­ οικητή, όπως και σε νομοθετικά θέματα, με την ισότιμη με τους μου­ σουλμάνους εκπροσώπησή τους στη Γ ενική Συνέλευση. Όμως το σημαντικό βήμα για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος έγινε με τη Σύμβαση της Χαλέπας, το 1878. Η Κρήτη δεν αποτελεί πλέ­ ον διοικητική επαρχία (βιλαέτι) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως όριζε ο Οργανικός Νόμος, αλλά απολαμβάνει ένα καθεστώς ημιαυτό­ νομης επαρχίας με ιδιαίτερα προνόμια. Επί δέκα χρόνια οι χριστιανοί της Κρήτης εμπλέκονται σε σφοδρότατες πολιτικές διαμάχες γύρω από τοπικά ζητήματα και οργανώνονται σε δύο κυρίως κόμματα: των Συ­ ντηρητικών (Καραβανάδες) και των Φιλελεύθερων (Ξυπόλυτοι). Η α­ πόκτηση της πλειοψηφίας στην Κρητική Συνέλευση από τους Φιλελεύ­ θερους το 1888 δίνει το έναυσμα για πολύ βίαιες ρήξεις μεταξύ των ο­ παδών των δύο παρατάξεων, που δίνει την αφορμή στην Πύλη να παρέμβει με στρατό γα την επιβολή της τάξης και τον περιορισμό των ε­ λευθεριών του χριστιανικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, η παρέμβαση

35. Πρόκειται για ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Σουλτάνου, που πα­ ραχωρούσε σημαντικά προνόμια στους υπηκόους της Αυτοκρατορίας (ανεξιθρη­ σκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση τιμής και ιδιοκτησίας κ.λπ.).

104

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

των Μεγάλων Δυνάμεων γίνεται όλο και πιο ενεργή για τη διεκδίκηση των συμφερόντων τους στις κτήσεις της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το Μάρτιο του 1897 προχωρούν στην κατάληψη της Κρήτης και στη διαίρεσή της σε ζώνες κατοχής. Στις 25 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1898 γίνονται νέες ταραχές στο νησί και η σφαγή 500 χριστιανών και 14 Βρετανών στρατιωτών στο Ηράκλειο δίνουν την αφορμή στις Μεγάλες Δυνάμεις να παρέμβουν ενεργά απαιτώντας με τελεσίγραφο την απομάκρυνση όλου του Οθωμανικού στρατού από το νησί, πράγμα το οποίο έγινε έξη μέρες αργότερα. Στις 18/30 Νοεμβρί­ ου η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ιταλία γνωστοποίησαν στην Πύλη την επιλογή του πρίγκιπα Γεώργιου ως διοικητή του νησιού (Dakin 1998, 4: 168-187 και 228-232, Δετοράκης 1988). Μερικές μέρες μετά, στις 9/21 Δεκεμβρίου ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάζεται στη Σούδα με το αξίωμα του ύπατου αρμοστή Κρήτης. Οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις που ξεσπούν σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα στο νησί είχαν μεγάλο κόστος. Εκτός από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, χωριά πυρπολούνταν κατ’ επανάληψη για αντίποινα και σοδειές καταστρέφονταν για την παρεμπόδιση του ε­ φοδιασμού του εχθρού σε τρόφιμα. Επίσης, η οργάνωση των χριστια­ νών σε δύο αντίπαλα —και συχνά ακραία αντιτιθέμενα— πολιτικά κόμματα, αμέσως μόλις τους παραχωρήθηκαν πολιτικές ελευθερίες, δείχνει ότι μεταξύ των χριστιανών, εκτός από κοινούς συνεκτικούς πα­ ράγοντες, υπήρχε μεγάλη πόλωση και ριζικές αντιθέσεις. Οι κύριοι συ­ νεκτικοί παράγοντες ήταν ο ισχυρός δεσμός της οικογένειας και της συγγένειας, καθώς και της αδελφοποιίας.36 Κύριοι πολωτικοί παράγο­ ντες ήταν ο ατομικισμός και ο επαρχιωτισμός, που σε συνδυασμό με οι­ κονομικούς ανταγωνισμούς δημιουργούσαν πολλαπλές αντιθέσεις (Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου 1988: 95 κ.ε.). Από τις αρχές του 19ου αι. έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της η αντίθεση ανάμεσα σε βουνίσιους και 36. «Οι πολυάριθμες βεντέτες στις σφακιανές οικογένειες θα είχαν κανονικά παραλύσει το 1821 τις προσπάθειες των επαναστατημένων Κρητών εναντίον των μωαμεθανών. Ωστόσο, η Ανατολική εκκλησία κάλεσε τους γιους της να αδελφοποιηθούν. Η πνευματική σχέση που δημιουργείται είναι τόσο επίσημη και ιερή, ό­ σο και η συντεκνία που απαγορεύει τον γάμο μεταξύ αυτών που έχουν άμεση σχέση με τις οικογένειες που ενώθηκαν. Το 1821 λοιπόν οι Σφακιανοί έκαναν αυ­ τή τη θρησκευτική τελετή, για να συγχωρέσουν τις αμοιβαίες εχθρότητες και να δουλέψουν φιλικά μαζί σε κάθε προσπάθεια εναντίον του κοινού εχθρού, τον μω­ αμεθανού» (Pashley, τόμ. Β \ 1991: 178-179).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

105

καμπίσιους ή ανωμερίτες και χατωμερίτες. Στη διάρκεια των επαναστάσεων οι βουνίσιοι εμφανίζονται πιο ριζοσπαστικοί ενώ οι καμπίσιοι πιο συντηρητικοί, για λόγους που δεν είναι ανεξάρτητοι από την οι­ κονομική τους κατάσταση. Ο πρώτοι, έχοντας κυρίως κινητή περιουσία (κοπάδια), εύκολα μπορούσαν να την κρύψουν, να την μεταφέρουν ή να την ανανεώσουν σε περίπτωση καταστροφής της, σε αντίθεση με τους καμπίσιους, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που καταστρέφονταν οικο­ νομικά. Επιπλέον, οι βουνίσιοι υφίσταντο μικρότερη πίεση από τον κατακτητή, αφού οι Οθωμανοί δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα ούτε να ορ­ γανώσουν ούτε να έχουν μία διαρκή παρουσία και μέριμνα για τις ο­ ρεινές και άγονες περιοχές. Πρωταγωνιστές σ’ αυτή την αντίθεση ήταν οι Σφακιανοί, μία κλειστή ποιμενική κοινωνία με αναπτυγμένο εμπό­ ριο και ναυτιλία, κυρίως ως το 1770, έτος της επανάστασης του Δασκαλογιάννη.37 Μία άλλη αντίθεση που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια των επανα­ στάσεων ήταν μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Κρήτης. Η Ανατολική Κρήτη (νομοί Ηρακλείου και Λασιθίου) ήταν πλουσιότερη από τη Δυ­ τική (νομοί Ρεθύμνης και Χανίων) όχι μόνο εξαιτίας του πεδινού εδά­ 37. Στην ιδιομορφία της σφακιανής κοινωνίας αναφέρεται εκτεταμένα και ο περιηγητής 1*. Ρ38Η1εγ (1991), που επισκέφτηκε το νησί το 1834. Αναφέρεται ε­ κτεταμένα στη σφακιανή βεντέτα και στον πολεμικό χαρακτήρα της σφακιανης κοινωνίας, κυρίως από τη σκοπιά συγκρίσεων και αναγωγών στην ομηρική κοι­ νωνία και σε έθιμα άλλων αρχαίων κοινωνιών και φύλων, και στους τρόπους επί­ δειξης και έμπρακτης διατήρησης και επιβεβαίωσης αυτής της «ανωτερότητας». Συγκεκριμένα, αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Μία φορά ο Βασίλης Χάλης, ένας δια­ κεκριμένος αρχηγός στον πόλεμο του νησιού, μου περιέγραφε μπροστά στο γέρο Μανούσο την αγριάδα και τη θηριωδία των παλαιών Σφακιανών, καθώς και την ετοιμότητα με την οποία πυροβολούσαν κάποιον στην παραμικρή πρόκληση. Ανέφερε μάλιστα ένα περιστατικό που έγινε στο Θέρισο όταν ήταν ακόμα πολύ νέος. Έ να ς Σφακιανός δολοφόνησε κάποιον που είχε σκοτώσει δύο σφακιανά σκυλιά. Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση όταν είπε ο Μανούσος γελώντας: Εγώ τον εσκότωσα. Το απερίσκεπτο θάρρος αυτού του ανθρώπου, η α ­ δίστακτη διατήρηση αυτών που θεωρούσε δικαιώματα και προνόμια των Σφακιανών καθώς και το ότι είχε αναρίθμητους συγγενείς, τον καθιστούσαν έναν από τους πιο τρομερούς της αγρίας φυλής στην οποία ανήκε. Δεν αμφιβάλλω άλλωστε ότι έπαιρνε τη δεκάτη από τα κοπάδια του Αγίου Ιωάννη και της Αγίας Ρουμέλης, που εξασφάλιζαν την προστασία του. Τα κοπάδια προστατεύονταν έτσι από τον κάθε πλιατσικολόγο, διότι αν έκλεβαν ένα πρόβατο από κάποιον από αυτούς τους ραγιάδες, όπως τους έλεγε, ο Μανούσος έπαιρνε αποζημίωση για την κλεμ­ μένη περιουσία και ικανοποίηση για την προσβολή ή ‘σκότωνε τον κλέφτη’. Αυτή η προστασία από έναν ισχυρό Σφακιανό ήταν τόσο αναγκαία στους Ριζίτες, ώστε

106

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

φους της, αλλά και επειδή η πρώτη καταστράφηκε συγκριτικά λιγότερο κατά τις επαναστάσεις. Αυτή η διαφοροποίηση, εκτός από γενικότερες αντιθέσεις που δη­ μιούργησε μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών του νησι­ ού, εκφράστηκε πολιτικά με διιστάμενες αντιλήψεις για τον τρόπο επί­ λυσης του Κρητικού Ζητήματος (Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου 1988: 97). Μία άλλη αντίθεση ήταν μεταξύ πόλης και υπαίθρου, λόγω του γε­ γονότος ότι η δεύτερη ήταν σταθερά χρεωμένη στον πληθυσμό των τριών πόλεων τη Κρήτης. Όμως, ενώ έως την επανάσταση του 1866 οι αγρότες εκπροσωπούν το ριζοσπαστισμό και όλες οι επαναστάσεις στηρίχθηκαν σ’ αυτούς, η κατάσταση αντιστρέφεται μετά το 1870 και οι πόλεις μετατρέπονται σε προπύργια του ριζοσπαστισμού, όταν σ’ αυτές, που πλέον έχουν αποδυ­ ναμωθεί οικονομικά, συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος των αποφοίτων του αθηναϊκού πανεπιστημίου (γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές), καθώς και ένα μεγάλο μέρος εκείνων των οποίων τα κτήματα εκποιήθηκαν (Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου 1988: 97-108). Το επαναστατικό κλίμα που διήρκησε καθ’ όλο τον 19ο αιώνα δημι­ ούργησε μία έκρυθμη κατάσταση, κυρίως στην ύπαιθρο, που βρισκόταν μακριά από τον έλεγχο των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών. Στα τέ­ λη του αιώνα ο πληθυσμός της υπαίθρου βρίσκεται σε κατάσταση οικο­ νομικής εξαθλίωσης, λόγω των καταστροφών της γεωργικής παραγω­ γής και των περιουσιών του από τους αλλεπάλληλους πολέμους. Συνέ­ πεια αυτής της εξαθλίωσης ήταν πλήθος κλοπών, λεηλασιών και συμ­ βάντων ακραίας βίας, που ευνοούνταν και από την αδυναμία κρατικού ελέγχου εξαιτίας της μεταβατικής πολιτικής κατάστασης.38 Στην επαρχία Μυλοποτάμου, λόγω της ορεινής φύσης και της από­ στασης από την πόλη, όχι μόνο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη κάθε προσπά­ θεια ελέγχου, αλλά επιπλέον ο δυσπρόσιτος Ψηλορείτης αποτελούσε ι­ δανικό καταφύγιο για τους κυνηγημένους της περιοχής. ακόμα και ορισμένοι μωαμεθανοί την επιζητούσαν. Έδιναν ένα πρόβατο στα δέ­ κα για να εξασφαλίσουν τη σιγουριά του υπόλοιπου κοπαδιού». Ο Μανούσος κληρονόμησε από τον πατέρα του μόνο δύο πρόβατα και λέει ό­ τι είχε χίλια όταν άρχισε η επανάσταση του 1821. Δεν είναι καθόλου εντυπωσια­ κό» (ΡΒβΙιΙεΥ, τόμ. Β \ 1991: 179-180) 38. Για την κατάσταση στην Κρήτη την περίοδο αυτή, βλ. Παπιομύτογλσυ 1998, Δετοράκης 1998,Τρσύλης 1998, Έβανς 1998, Σβολόπουλος 1974: 24-25.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

107

Οι φωνές διαμαρτυρίας για τους κινδύνους και την ανασφάλεια που δημιουργούσαν τέτοια γεγονότα βίας και στους ίδιους τους κατοί­ κους της περιοχής προέρχονται από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Το 1898, στην αλληλογραφία (4 επιστολές) μεταξύ του ενοικιαστή του μετοχιού της Μεταμόρφωσης, που βρισκόταν στο χωριό Μαργαρίτες της επαρχίας Μυλοποτάμου και ανήκε στη Μονή Καρακάλλου (Αγιο Ό ρος) και του ηγούμενου της Αγιορείτικης Μονής περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η κατάσταση στην ύπαιθρο (Παπαδάκης 1998). Ο ενοι­ κιαστής κάνει μία αρκετά λεπτομερή αναφορά της κατάστασης που έ­ χει προκύψει λόγω των επαναστάσεων: Αι αλλεπάλληλοι επαναστάσεις μας προυξένησαν τόσας καταστροφάς, ώστε θα παρέλθουν πολλά έτη δια να επανέλθωμεν εις την προτέραν κατάστασιν. Η έκρυθμος κατάστασις εξακολουθεί με ολίγας κ αταστροφάς ή πρότερον. Σ υγκοινω νία υπ ά ρ χει μεταξύ Ρέθυμνου και των επαρχιώ ν δις της εβδομάδος Τετάρτην και Σάββατον. Κατά τας δύο ταύτας ημέρας οι Ρώσσοι υπό των οποίων κατέχεται το Ρέθυμνον, εξέρχονται μέχρι του ποταμού Πλατανιά και παραλαμβάνουν τους χωρικούς, τους οδηγούν εις Ρέθυμνον ένθα πωλούν τα προϊόντα των, αγοράζουν άλλα χρειώ δη και εξέρχονται συνοδευόμενοι υπό των Ρώσων, έως ου εξέλθωσιν της ζώνης. Κατ’ άλλον τρόπον δεν είνε δυνατόν να εισέλθη τις και να εξέλθη της πόλεως. Έ ν ε κ α της αναρ­ χίας η οποία επικρατεί έξω δεν έχει τις ασφάλεια ούτε της ζωής ούτε της περιουσίας του, άτινα απειλούνται από μερικά κ α κοποιό στοι­ χεία , τα ο π ο ία δε λείπ ο υν ποτέ κ αι τα ο π ο ία εύρον τώ ρα καιρόν. Ελπίζομε όμως, ότι εντός ολίγου θα τεθή τέρμα εις την έκρυθμον τού­ την κατάστασιν. [...] Είθε, διότι απηυδήσαμεν πλέον. Δεν δυνάμεθα να υποφέρω μεν (Π απαδάκης 1998: 304-305).

'Επειτα αναφέρει ότι δεν μπορεί να στείλει ούτε το ενοίκιο της προη­ γούμενης χρονιάς, γιατί η σοδειά είχε καταστραφεί από τις λεηλασίες και τις καταστροφές των περιουσιών που είχε διαπράξει ο οθωμανικός όχλος, ο οποίος είχε καταφύγει στις πόλεις για να προφυλαχθεί. Αλλά και στην επαναστάτημένη ύπαιθρο η κατάσταση δεν είναι κα­ λύτερη, αφού διάφορες ομάδες την λυμαίνονται επωφελούμενοι της α­ ναρχίας που προέκυψε λόγω των επαναστάσεων. Ό πως ισχυρίζεται ο ένοικος, συναλλαγές με χρήματα είναι πολύ δύσκολο να γίνουν γιατί [...] εκτός του ότι δεν έχομεν πόθεν προμηθευθώμεν τα χρήματα, υ­

108

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

πάρχει και φόβος ληστείας, ης θα γίνη θύμα ο υποπτευθείς ότι έχει χρήματα (Παπαδάκης 1998:306). Επιπλέον, είναι συχνές οι καταπατήσεις και οι λεηλασίες που υφίσταται το ίδιο το μετόχι: Εφρόντισα να προφυλάξω τα πράγματα του μετοχιού από τας αρπαγάς, αι οποίαι εγένοντο καθ’ όλον το διάστημα της ανησυχίας. Πολλάκις εκινδυνευσα και αυτήν την ζωήν μου. Οι κακούργοι μοι έλεγαν, ό­ τι δεν είναι ιδικόν σου το μετόχιον, ότι το ενοίκιον ετελείωσε κ.λπ. και τώρα προ πάντων που τελειώνει δε θα αφήνωσι τίποτε, ούτε χαρούπι, ούτε έλαιον, ούτε σύκα και αυτά τα ξύλα των σπητιών τα οποία είναι τώρα ερείπια, έκλεψαν εν καιρώ νυκτός (Παπαδάκης 1998:306). Η περίπτωση αυτή δεν ήταν η μόνη, ούτε οι πράξεις βίας περιορίζο­ νταν σε υλικές καταστροφές και λεηλασίες περιουσιών. Μικρές ομά­ δες, συμμορίες όπως τις ονόμαζαν, φυγόδικων από τα γύρω χωριά λυ­ μαίνονταν τα ορεινά, άλλοτε πάλι εφορμούσαν στα χωριά για να ληστέ­ ψουν και να στήσουν ενέδρες σε περαστικούς. Συχνά συγκρούονταν με κατοίκους των γύρω χωριών, που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τις περιουσίες τους, ή με αποσπάσματα της χωροφυλακής που τους κατα­ δίωκαν για να τους συλλάβουν (βλ. και Γρυντάκης 1998). Περιγραφές και αναφορές δείχνουν ότι μάλλον πρόκειται για πρό­ σκαιρες και πολύ μικρές ομάδες χωρίς καμιά εσωτερική οργάνωση ή ιεραρχία, χωρίς αρχηγό και χωρίς σαφώς οριοθετημένο αντίπαλο. Οι περισσότεροι φαίνεται να φυγοδικούσαν εξαιτίας ποινικού αδικήμα­ τος που είχαν διαπράξει και λυμαίνονταν στα δύσβατα ορεινά σε μι­ κρές ομαδώσεις για να εξασφαλίσουν πόρους για την επιβίωση τους και να προφυλάσσονται από τις διωκτικές αρχές. Το 1891, στην εφημερίδα Κρήτη, που εκδίδει η Γενική Διοίκηση Κρή­ της,39δημοσιεύεται ένας μακροσκελής κατάλογος ονομάτων «των επί κακουργήματι ή πλημμελήμασι υπόπτων, καθ’ ων έχουσιν εκδοθή ε­ ντάλματα συλλήψεως υπό των δικαστικών αρχών». Ο κατάλογος περι­ λαμβάνει 489 φυγόδικους, είναι λεπτομερής και αναγράφονται, εκτός από το ονοματεπώνυμο του κατηγορούμενου, το χωριό κατοικίας του, η επαρχία που ανήκει και το είδος του αδικήματος. Η επεξεργασία του 39. Αρ. φύλλου 1246 (18-8-1891).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

109

ονομαστικού καταλόγου των φυγοδίκων δείχνει ότι στους νομούς Χα­ νιών και Ρεθύμνης υπερέχουν σημαντικά οι δράστες φόνων, ζωοκλο­ πών και απαγωγών γυναικών. Αντίθετα, στο νομό Λασιθίου τέτοια αδι­ κήματα είναι ελάχιστα, ενώ στο νομό Ηρακλείου παρουσιάζουν σχετι­ κά μεγάλη συχνότητα στις γειτονικές με το νομό Ρεθύμνης επαρχίες.40 Η αντιμετώπιση των αδικημάτων της ζωοκλοπής, των φόνων και των απαγωγών γυναικών απασχόλησαν την Κρητική Εθνοσυνέλευση αρκετές φορές και η Γενική Διοίκηση συχνά εξέδιδε εγκυκλίους και διατάγματα υποδεικνύοντας τρόπους αντιμετώπισής τους.41 Ό πως φαίνεται και από τη μέριμνα της Γενικής Διοίκησης να εκδώσει ειδική εγκύκλιο προς τις Διοικητικές και Δημοτικές Αρχές του νη­ σιού, ένα μεγάλο μέρος αυτών των φόνων διαπράττονταν για λόγους α­ ντεκδίκησης: 40. Ειδικότερα, από την επαρχία Μυλοποτάμου κατάγονται 18 φυγόδικοι για φόνο —οι περισσότεροι συγκριτικά με τις υπόλοιπες επαρχίες του νομού Ρεθυ­ μνης—, 4 για ζωοκλοπή και 17 για άλλες πράξεις βίας (τραυματισμό, εμπρησμό κ.λπ.). Για τον πλήρη κατάλογο στην επεξεργασμένη μορφή του, βλ. Τσαντηρόπουλος 2000: 88-89. 41. Βλ. χαρακτηριστικά: «Εγκύκλιος περί των φυγοδίκων φονέων», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 683/28-11-1883. «Εγκύκλιος του Γενικού Διοικητή Κρήτης προς τους Διοικητάς και Επάρχους για την αποτελεσματικότερη καταδίωξη συ­ γκεκριμένων φυγοδίκων», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 1021/27-3-1889. «Έκτακτα μέτρα περί δημοσίας ασφάλειας», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 1064/17-8-1889. «Συ­ ζήτηση στην Κρητική Συνέλευση για τη ζωοκλοπή», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 710/ 25-7-1884, 711/28-7-1884, 712/31-7-1884. Εγκύκλιος «περί των ληπτέων μέτρων προς καταδίωξιν των ζωοκλεπτών και ανεύρεσιν κλοπιμαίων ζώων», εφημ. Κρή­ τη, αρ. φύλλου 889/19-10-1887. Διάταγμα «περί εκτελέσεως του άρθρου 6 του πε­ ρί εκτάκτων μέτρων κατά της ζωοκλοπής ψηφίσματος της Γενικής Συνελεύσεως», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 657/3-11-1882. Κατ’ άρθρον συζήτηση για «την ψήφιση εκτάκτων μέτρων περί ζωοκλοπής και ανθωποκτονίας», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 1047/ 27-6-1889,1048/30-6-1889 & 1049/4-7-1889. Απόφαση της Γενικής των Κρητών Συνέλευσης «περί της απαγωγής νεανίδων επιβλητέας ποινής», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 608/10-8-1881 & 709/10-8-1881. Συζήτηση στην Κρητική Συνέλευση του «περί απαγωγής παρθένων ζητήματος», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 632/20-31882. Κοινοποίησις των ληφθέντων μέτρων περί παρεμπόδισιν της μετοικεσίας οικογενειών κ.λπ. «Συνεπεία του ερεθισμού, όστις παρήχθη εκ του επ’ εσχάτων εν τη περιφερεία του χωρίου Λίμνη-Κερατίδι της επαρχίας Κυδωνιάς συμβάντος φόνου, ήρξαντο να μετοικώσιν από τα παρακείμενα χωρία οικογένειαι εξ’ αμφοτέρων των στοιχείων» Απόφαση της Γενικής των Κρητών Συνέλευσης περί της α­ παγωγής νεανίδων επιβλητέας ποινής, εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλων 608/10-8-1881 και 709/10-8-1881. Συζήτηση στην Κρητική Συνέλευση του «περί απαγωγής παρ­ θένων ζητήματος», εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 870/27-6-1887.

110

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

'Οταν συμβή φόνος τις, καθήκον έχει η εκτελεστική εξουσία συλλαμβάνουσα τον δράστην να εκτελέση την υπό του αρμοδίου δικαστηρί­ ου καταγιγνωσκομένην κατ’ αυτού νόμιμον ποινήν. Ενώ δε πας τις δύναται δι’ απλουστάτου συλλογισμού να εννοήση πόσον άνανδρον και πόσον ανάξιον είναι διά λαόν νομοταγήν το διαπράττειν έγκλη­ μα ένεκα του προς εκδίκησιν πόθου, εν τοσούτω μέχρις εσχάτων α­ κόμη επεκράτουν δυστυχώς εν τη νήσω συνήθειαι και προλήψεις τινές, λίαν ολέθριαι, οίον το αποκρύπτειν τους διαπράττοντας φόνον, το διευκολύνειν το αποτρόαπιον έθος της εκδικήσεως και το επιτρέπειν ούτω όπως τοιαύται αθώαι ανθρώπινοι υπάρξεις πίπτωσιν αδί­ κως θύματα χάριν προσωπικών παθών. Αι συνήθειαι και προλήψεις αύται είναι τοσούτω μάλλον θλιβεροί και αξιοδάκριτοι, καθ’ όσον συντελούσιν εις το να εκλαμβάνωνται οι Κρήτες ενώπιον του κόσμου ως άνθρωποι κακοήθεις. Εν τούτοις πλέον ή βέβαιον είναι, ότι οσάκις συμβή κακούργημά τι έν τινι χωρίω, οι κάτοικοι του αυτού πάλι χωρίου μανθάνουσιν εντός 24 ωρών, ίσως δε και εντός βραχύτερου χρονικού διαστήματος, τις ην ο δράστης και ποία υπήρξαν τα ελατήρια του κακουργήματος. Τούτο πληρέστατα απεδείχθη εκ των υπό των αρμοδίων αρχών ενεργούμε'νων ανακρίσεων οσάκις αδίκημά τι διαπράττεται. Ταύτα έχουσι υπ’ όψιν η Κυβέρνησις καθήκον απαραίτητον αυτής ηγείται, ίνα, φέρουσα εις συναίσθησιν πατρικώς πάντας τους κατοίκους της νήσου, καθοδηγήση αυτούς εις την οδόν της νομιμότητος και λαμβάνουσα έ­ κτακτα εκφοβιστικά μέτρα εναντίον εκείνων, οίτινες ήθελον εξακο­ λουθήσει πάλιν την μισαράν του αποκρύπτειν τους εγκληματίας πο­ ρείαν, προστατεύση από πάσης αδυναμίας και προσβολής την ισχύν και το κύρος του νόμου, του μόνου τούτου μέσου της εξασφαλίσεως της δημοσίας τάξεως και ησυχίας.42 Ανάλογη έκταση είχαν προσλάβει και οι άλλες δύο κατηγορίες ε­ γκλημάτων, η ζωοκλοπή και οι απαγωγές γυναικών, τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στις συζητήσεις της Γενικής Συνέλευσης, διά­ φορα άλλα παρεμφερή ζητήματα συχνά αποτελούν αφορμές για να τε­ θούν πάλι τα προβλήματα της μεγάλης έκτασης και των τρόπων αντιμε­ τώπισης των δύο αυτών κατηγοριών εγκλημάτων: Αγγελάκης: Αι εποχαίτας οποίας διήλθεν η Κρήτη αφήκαν λείψα­ να αναρχίας και αταξίας, τα οποία πρέπει να λάβωμε υπ' όψιν πριν 42. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 1.268 (17-11-1891).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

111

αποφασίσωμεν να ελαττώσωμεν τον αριθμόν των χωροφυλάκων. Τα εγκλήματα όχι μόνον δεν ηλαττώθησαν αλλά και αν δεν παραδεχθώμεν ότι ηυξήθησαν, είναι εις τον αυτόν βαθμόν, εις τον οποίον και προ τινών ετών. Τινές Πληρεξούσιοι: Όχι. Πρόεδρος: Η υπό της Εισαγγελίας καταρτισθείσα δικαστική στα­ τιστική μαρτυρεί ότι τα κακουργήματα είναι εις την σημερινήν επο­ χήν ολιγώτερα. Αγγελάκης: Πάντες τουλάχιστον είναι σύμφωνοι ότι υπάρχουν εν ή δυο είδη εγκλήματα, τα οποία είναι εις μεγάλην επίτασιν εν Κρήτη. Ταΰτα είναι η ζωοκλοπή και η απαγωγή.43 Μία εγκύκλιος που εκδίδεται τον ίδιο χρόνο (1882) σχετικά με την υποχρέωση των σφαγέων να ζητούν πιστοποιητικό κυριότητας από τον ιδιοκτήτη του ζώου που πρόκειται να σφαγεί αποδεικνύει ότι η έκταση της ζωοκλοπής δεν οφείλεται μόνο στην ανάγκη του πληθυσμού για ε­ πιβίωση αλλά έχει αποκτήσει και καθαρά εμπορικές διαστάσεις: Είναι γνωστό ότι πολλά των κλοπιμαίων ζώων στέλλονται άμα τη τελέσει της κλοπής εις τα κρεωσφαγεία των πόλεων και πωλούμενα εις τους κρεοπώλας σφάζονται αμέσως, τοιουτοτρόπως δε εκλειπόντων αυτών εξαφανίζονται τα προφανέστερα ίχνη του εγκλήματος και κα­ θίσταται δυσχερής η ανακάλυψις των ενόχων.44 Το ίδιο έτος εκδίδεται Διάταγμα περί εκτάκτων μέτρων κατά της ζωοκλοπής45 και μία Εγκύκλιος προς τους Διοικητές, Έ παρχους, Δη­ μάρχους, Εισαγγελείς και Ειρηνοδίκες για εφαρμογή συγκεκριμένων άρθρων κατά της ζωοκλοπής.46 Το σοβαρό ζήτημα της διάπραξης ενός μεγάλου αριθμού φόνων δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται εύκολα. Μερικά χρόνια μετά, το 1888, ο Γενικός Διοικητής Κρήτης στέλνει μία επιστολή προς τη Γενική των Κρητών Συνέλευση αναφερόμενη στο [...] έγκλημα της ανθρωποκτονίας το οποίο έλαβε μεγάλες διαστά­ σεις εν τη νήσω κατά τα τελευταία έτη και ιδία κατά το παρελθόν. 43. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 630 (15-3-1882). 44. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 654 (19-9-1882). 45. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 657 (3-11-1882). 46. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 658 (22-11-1882).

112

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Α ναφέρει επίσης ότι είναι όντως λυπηρόν να μάθη τις ότι από Μ αρτί­ ου του 1887 μέχρι σήμερον, ήτοι ενός διαστήματος δέκα και πέντε περίπου μηνών πλέον των 100 φόνων συνέβησαν.

Η πάταξη της εγκληματικότητας αποτελεί την αφορμή να ζητήσει την λήψη έκτακτων μέτρων και αυστηρότερη νομοθεσία.47 Το 1889, στη Γενική Συνέλευση συζητουνται διεξοδικά και ψηφίζονται «έκτακτα μέ­ τρα περί ζωοκλοπής και ανθρωποκτονίας». Τα μέτρα αυτά αφορούν τρόπους αποζημίωσης των αδικηθέντων, την αναγνώριση συναυτουρ­ γιών (π.χ. μεσαζόντων) στη ζωοκλοπή, τη χρηματική επικήρυξη των φυγόδικων για φόνο κ.λπ..48 Η «απαγωγή των νεανίδων», απασχολεί επίσης τη Γενική Συνέλευ­ ση. Το 1881 εκδίδεται «απόφαση της Γενικής των Κρητών Συνέλευσης περί τας εις τους απαγωγείς νεανίδων επιβλητέας ποινάς»49 και το 1882 το θέμα συζητείται ξανά.50 Τα μέτρα που λαμβάνονται είναι μάλλον πολύ σκληρά και μερικά χρόνια αργότερα ο Έκτακτος Στρατιωτικός Διοικητής και Τοποτηρητής της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης απορρίπτει ως «αντιβαίνοντα τους θεμελιώδεις νόμους και κανονισμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατο­ ρίας» κάποια μέτρα που είχε αποφασίσει η Γενική Συνέλευση για να εκφοβίσει τους απαγωγείς νεανίδων.51 Αυτή η «έκρυθμος κατάσταση», κυρίως στην ύπαιθρο, φαίνεται να συνεχίστηκε και μετά την αποχώρηση των Οθωμανών. Οδοιπορικό του 1902, δημοσιευμένο στην Κρητική Εφημερίδα,52 αναφέρει μεταξύ άλ­ λων για την Επαρχία Μυλοποτάμου: Το Μ υλοπόταμον δ ιαιρ είτα ι εις Ανατολικόν και Δυτικόν. Ε ίναι δε π ερ ίερ γο ς και η διαφ ο ρ ά της Δημοσίας ασ φ αλεία ς εν εκάστω των δύο τούτων Τμημάτων. Το Α νατολικόν Τμήμα από Μπαλή, Α γιάς, Δ αφνέδων, Επισκοπής, Αγίου Ιωάννου, Καλύβου, Λ ειβαδιών Ζουλάκων μέχρι Μ αλεβυζίου διατελεί υπό το κράτος διαρκούς φόβου

47. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 992 (20-1-1889). 48. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 1.048 (30-6-1889) & 1049 (4-7-1889). 49. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 608 (10-8-1881). Για ερμηνεία του νόμου αυτού, βλ. επίσης εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 709 (23-7-1884). 50. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 632 (30-3-1882). 51. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 1.208 (10-9-1890). 52. Εφημ. Κρήτη, αρ. φύλλου 6 (28-9-1902).

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

113

και απογοητεύσεως. Ο κλέπτης μηδένα φοβούμενος εισχωρεί εντός αυτής της κατοικίας των κατοίκων των μερών τούτων κλέπτει τον μό­ σχον, το αρνίον, το χοίρον, τας όρνιθας, αυτά τα σχοινιά δι’ ων προσδένουσι τα κτήνη αυτών. Εν έκαστη των κωμών εκείνων, δ ι’ ων διήλθομεν ηκούομεν καθημερινός κλοπάς, εβλέπομεν την αδημονίαν και απογοήτευσιν των δυστυχών κατοίκων. Έ ν τινι κώμη Αϊμόνω εγενόμεθα και αυτόπται λιθοβολισμού δ ι’ ου επεχείρησαν οι μεν κλέπται επερχόμενοι να απαγάγω σι τα ποίμνια του χωρίου, οι δε κάτοικοι εξεγερθέντες εκ του ύπνου αμυνόμενοι να σώσωσιν αυτά. Και αντί ε­ λαφρών μωλώπων κατώρθωσαν να διασώσωσι τα ποίμνια αυτών.

Για τα προβλήματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας προτείνει [...] την σύστασιν μεταβατικών σωμάτων υπό εντοπίους διοικητάς. Τ α μεταβατικά ταύτα σώματα, λέγουσι θα είναι εις θέσιν να μανθάνωσι τα κρυσφήγετα των κλεπτών, τους συνεταιρισμούς αυτών, τας πορείας αυτών, και θα επιτύχωσιν εν τη καταδιώ ξει των κακοποιών στοιχείων εκείνων, την εξολόθρευσιν αυτών.

Η «έκρυθμος» αυτή περίοδος, από την ύστερη τουρκοκρατία μέχρι και τις 2-3 πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέ­ ρον για το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, γιατί στις διηγήσεις των κατοίκων της κοινωνίας των Λιβαδίων αποτελεί το έσχατο σημείο που φτάνει η μνήμη για τη βεντέτα. Ό πω ς θα φανεί και στα επόμενα κεφάλαια, στην εκτεταμένη πα­ ρουσίαση περιπτώσεων βεντέτας από την περιοχή, οι παλαιότερες α­ ναφορές σε γεγονότα αντεκδικήσεων ή οι απαρχές μιας σειράς αντεκ­ δικήσεων που συνεχίστηκαν έως τα πρόσφατα χρόνια ανάγονται σ’ αυ­ τή την περίοδο. Μέχρι τώρα έχει δοθεί μία εικόνα της κατάστασης που επικρατού­ σε την περίοδο αυτή με βάση τις γραπτές πηγές. Ενδιαφέρον παρου­ σιάζει ο τρόπος που μεταφέρεται αυτή η περίοδος στις προφορικές α­ φηγήσεις, κυρίως από τη σκοπιά της πραγμάτευσης της βίας και της παραβατικότητας. Η διερεύνηση του περιεχομένου που αποκτούν στις προφορικές αφηγήσεις θα απαντήσει σε ένα σημαντικό ερώτημα: την απουσία από τις προφορικές αφηγήσεις ενός λόγου, ή έστω μιας μυθο­ λογίας, για την καταγωγή, την ύπαρξη ή τη διαιώνιση της βεντέτας. Ό σα έχουν εκτεθεί μέχρι εδώ δείχνουν την αποκλειστικά χριστια­ νική σύνθεση των ομάδων αυτών και τις σχέσεις που διατηρούσαν τα

114

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

μέλη τους με τον εντόπιο πληθυσμό. Η διαπίστωση ότι στις περισσότε­ ρες απ’ αυτές τις συγκρούσεις και τις καταστροφές τα θύματα ήταν χρι­ στιανοί, είχαν δηλαδή έναν καθαρά εμφύλιο χαρακτήρα, ενισχύεται και από δύο άλλα στοιχεία: τη μη διαμονή μουσουλμανικού πληθυσμού στα ορεινά και την υπερίσχυση του χριστιανικού στοιχείου στην ευρύ­ τερη περιοχή της επαρχίας Μυλοποτάμου (Σταυράκης 1890), εφόσον πολλοί μουσουλμάνοι είχαν εγκαταλείψει το νησί λόγω των επαναστά­ σεων ή είχαν καταφύγει στις πόλεις από το φόβο των αντιποίνων. Αξί­ ζει να σημειωθεί ότι το ορεινό και δύσβατο της περιοχής αποτελούσε το κατάλληλο καταφύγιο για τις ομάδες αυτές. Σήμερα, ωστόσο, οι κάτοικοι δικαιολογούν τη δράση αυτών των α­ τόμων και των μικρών ομάδων εντάσσοντάς την στις γενικότερες ένο­ πλες συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων μιλούν για συμμορίες που περιφέρονταν στα όρη, είχαν βγει στην παρανομία και πολεμούσαν τους Τούρκους. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι αξιολογικές στάσεις έναντι των ζωοκλοπών και των φόνων αντιστρέφονται και από πράξεις έκνομης συμπεριφοράς αποκτούν ένα θετικό αξιολογικό περιεχόμενο, επειδή ακριβώς η ένταξή τους σ’ ένα διπολικό σχήμα πολεμικής αντίθε­ σης μεταξύ Κρητών και εχθρών εκτοπίζει κάθε εμφύλιο περιεχόμενο και το μετασχηματίζει σε αντίθεση της μορφής Εμείς και οι Άλλοι. Οι πρώτοι είναι οι ομόφυλοι Κρήτες και οι δεύτεροι οι Τούρκοι, νο­ ούμενοι ως κατώτερου θρησκεύματος και πολιτισμού, ενώ ο πόλεμος ε­ νοποιεί μία κοινωνία, καθώς οδηγεί στα άκρα διπολικά σχήματα, όπως Φίλος-Εχθρός, Δικός-Ξένος, Εμείς-Άλλοι. Ό πω ς ισχυρίζεται και ο Pierre Clastres, επιχειρώντας να προσδιορίσει τον πόλεμο στην πρωτό­ γονη κοινωνία, στην εικόνα του Εχθρού η κοινωνία διαβάζει την ενωτική εικόνα του κοινωνικού της είναι (Clastres χ.χ.). Στην περίπτωση των Λιβαδίων, η ηρωική εκδοχή της ιστορίας πα­ ράγει τον μύθο ονοματοδοσίας του οικισμού, στον οποίο η διαφορά «Εμείς» και «Εχθροί» βρίσκεται στο πεδίο των ηθικών αξιών. Ο μύθος αναφέρει τα εξής: Το χωριό ονομαζόταν επί τουρκοκρατίας Λεβεντοχώρι ή, σύμφωνα με άλλους, Καπετανοχώρι. Εκεί ζούσε ένας αγάς, που ανάγκαζε τις κοπέλες του χωριού να χορεύουν πάνω σε ρεβίθια για να γλιστρούν, να πέφτουν κάτω κι αυτός να βλέπει τα στήθη τους. Οι χω­ ριανοί δεν άντεξαν την ντροπή και σκότωσαν τον αγά. Το νέο μαθεύτη­ κε στο Ρέθυμνο και οι Τούρκοι έστειλαν στρατό να καταστρέψει το χω­ ριό. Ο στρατός ήταν πολύ μεγάλος και οι χωριανοί, βλέποντας ότι κάθε

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

115

αντίσταση θα ήταν μάταιη, εγκατέλειψαν το χωριό. Οι Τούρκοι για να εκδικηθούν το φόνο του αγά κατέστρεψαν από τα θεμέλια το χωριό. 'Οταν ο νικητής αγάς πήγε στο Ρέθυμνο και τον ρώτησε ο πασάς τι έγι­ νε με το Λεβεντοχώρι, του απάντησε ότι «το έκαμε λιβάδι» (δηλ. το ισο­ πέδωσε). Έτσι το Λεβεντοχώρι μετονομάστηκε σε Λιβάδια. Αυτή η ιστορία της μετονομασίας του χωριού είναι ένα μύθευμα των ίδιων των κατοίκων. Οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν ότι ο οικι­ σμός, τουλάχιστον από την περίοδο της ενετοκρατίας, είχε το ίδιο όνο­ μα με το σημερινό.5354Άλλωστε, το ίδιο μοτίβο προσβολής από τους Τούρκους και απάντησης με παλικαριά συναντάται σε εξιστορήσεις η­ ρωικών κατορθωμάτων και σε άλλα χωριά της δυτικής Κρήτης. Στο μύ­ θο ο «εχθρός» εμφανίζεται χωρίς ηθικές αξίες και ο φόνος του Τούρ­ κου αγά αποτελεί μορφή βίας που επιφέρει την κοινωνική κάθαρση και την αποκατάσταση των ηθικών αξιών στην τοπική κοινωνία. Σήμερα, η αναγωγή σ’ αυτό το πλαίσιο ριζικής διαφοράς με τον «ε­ χθρό» διαμορφώνει μία ρητορική που συνδέει τη σύγχρονη ζωοκλοπή και άλλες μορφές βίας με αξίες του ανδρισμού. Έτσι, η ζωοκλοπή θεω­ ρείται από τους ίδιους τους κατοίκους ένα κατάλοιπο της τουρκοκρα­ τίας, τότε που ήταν είτε μία πράξη ηρωισμού και ψυχικού σθένους ή έ­ νας αγώνας για επιβίωση σε συνθήκες μεγάλης στέρησης, λόγω της στυγνής εκμετάλλευσης από τον κατακτητή. Επειδή κατεξοχήν θύματα ζωοκλοπής είναι οι κατακτητές Τούρκοι, η πράξη αυτή να νοηματοδοτείται και ως αντίσταση ενάντια στον κατα­ κτητή. Πρόκειται για μία εντόπια αντίληψη που αναπαράγεται και σε πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του ζητήματος αυτού: Η ζωοκλοπή ήταν μεν παλαιό τρόπος ζωής ενός καταχτημένου μα υπε­ ρήφανου λαού μέσα σε στερήσεις και ταπεινώσεις και οπωσδήποτε εί­ ναι σήμερα μία κακή συνήθεια και αδίκημα υπό την νομική του όρου έννοια ως αφαίρεση ξένου περιουσιακού στοιχείου (ζώου). Σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι καταπάτηση αξιών και στίγμα πολιτισμού, τιμής και αξιοπρέπειας των κατοίκων συλλήβδην ενός μεγάλου γεωγρα­ φικού διαμερίσματος της πατρίδος μας (Κιτσόπσυλος 1998: 283).Μ 53. Σ’ όλες τις βενετσιάνικες απογραφές ο οικισμός συναντάται με το σημερι­ νό του όνομα. Βλ Σπανάκης, τόμ. Α' (1976:131) και Σπανάκης, τόμ. Β' (1991: 477). 54. Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η ανακοίνωση του γραμματέα της Πολιτιστικής Κίνησης Μυλοποταμιτών (ΠΟ.ΚΙ.ΜΥ.) στο 8ο Συνέδριο Μυλοποταμιτών, τον Αύ­ γουστο του 1993. Β>1 επίσης Ψυχουντάκης 1962: 86-91 και Αγγελής 1978: 46.

116

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Οι συνέπειες είναι μία ληστρική πράξη, επειδή ακριβώς είναι ενα­ ντίον ενός «εχθρού», να εξυψώνεται σε αρετή συνδεόμενη με αξίες ό­ πως την άρνηση κάθε μορφής ελέγχου και εξουσίας, την κοινωνική ε­ λευθερία και τον ανδρισμό,55 και τελικά να αποκτά το περιεχόμενο του «εθίμου» που χαρακτηρίζει την «ψυχή» ενός λαού. Με ανάλογο τρόπο εντάσσονται στην ίδια περίοδο οι απαρχές της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, που έχουν ευρεία διάδοση στη σύγ­ χρονη κρητική κοινωνία,56 με το επιχείρημα ότι τότε οι Κρητικοί ήταν αναγκασμένοι να φέρουν όπλα για να προστατεύουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους από τη μανία των Τουρκοκρητικών.57 Η τρίτη μορφή βίαιης συμπεριφοράς, η «απαγωγή νεανίδων», δεν μπορεί να θεωρηθεί από τους κατοίκους ως διαρπαγή λαφύρου από τον εχθρό, λόγω του στοιχείου της επιμιξίας που συνεπάγεται. Ό ταν υ­ πάρχει επιμιξία με έναν «άλλο», η διαφορετικότητα του οποίου προσ­ διορίζεται με όρους αρνητικούς ή κατωτερότητας, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της «ηρωικής ταυτότητας». Το παραπάνω πλαίσιο αντίθεσης με τον εχθρό διαμορφώνει τη σύγ­ χρονη ρητορική για ένα σύνολο αξιών που οι κάτοικοι της περιοχής θε­ ωρούν ότι αποτελεί στοιχείο της ταυτότητάς τους. Οι σημαντικότερες απ’ αυτές είναι η ανδρεία, η παλικαριά, η σωματική ανωτερότητα και η απάρνηση εξαναγκασμών. 55. Για τη ρητορική ζωοκλοπής και ανδρισμού, βλ. Ηβεζίεΐό (1985,1991). 56. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της αστυνομίας, την πενταετία 19921996 κατασχέθηκαν στην Κρήτη 245 πολεμικά όπλα ενώ βεβαιώθηκαν 1.231 πα­ ραβάσεις του νόμου «περί παρανόμου κατοχής όπλων και οπλοχρησίας». Αν συ­ σχετίσουμε τις δύο αυτές παραβάσεις με την αντίστοιχη απογραφή πληθυσμού του νησιού (1991), διαπιστώνουμε ότι αντιστοιχούν μία παράβαση κατάσχεσης ό­ πλου ανά 2.204 κατοίκους και μία παράβαση του νόμου «περί παρανόμου κατο­ χής όπλων και οπλοχρησίας» ανά 439 κατοίκους. Η αναλογία του αριθμού παρα­ βάσεων ως προς τον πληθυσμό είναι πολύ μεγαλύτερη από την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου κατά την ίδια περίοδο τα δύο αυτά αδικήματα βρίσκονται σε αναλογία ένα ανά 18.075 κατοίκους το πρώτο (538 κατασχεθέντα πολεμικά όπλα συνολικά) και ένα προς 3.083 το δεύτερο (3.154 παραβάσεις συνολικά). Πηγές: α)Στατιστικές Επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας των ετών 1992-1996· β) ΕΣΥΕ, Απογραφή τον πραγματικού πληθυσμού της Ελλάδας κατά το έτος 1991. 57. Για μία κριτική των απόψεων αυτών, βλ. και τις δηλώσεις του Γ. Γραμματικάκη, που δημοσιεύτηκαν στην εφημ. του Ρεθύμνου Ελευθερία με τίτλο «Ψευτο­ παλληκαράδες οι κουμπουροφόροι» στις 28-4-1996 καθώς και ρεπορτάζ του Π. Γεωργουδή στην αθηναϊκή εφημ. Ελευθεροτυπία, με τίτλο «Οπλοφορία [ενν. σιην Κρήτη]: φετίχ και όχι φολκλόρ», αναδημοσιευμένο στην Ελευθερία, στις 1-8-1994.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

117

Πρόκειται δηλαδή για αξίες που συνδέονται στενά με την επίδειξη δύναμης και βίας, που αποκτούν όμως ένα θετικό περιεχόμενο μέσω της αναγωγής τους σ’ ένα παρελθόν κατάστασης πολέμου, ως δράση και αντίθεση σε έναν «άλλο», «διαφορετικό», με «κατώτερες» αξίες, ο οποίος προσδιορίζεται ως «εχθρός». Αυτή η ηρωική εκδοχή της ιστο­ ρίας νοηματοδοτεί θετικά σύγχρονες πράξεις βίας, έκνομες συμπερι­ φορές και την επίδειξη δύναμης. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο δημοσιογράφος Αρης Σκιαδόπουλος επισκέφτηκε το 1997 το γειτονικό με τα Λιβάδια ορεινό κτηνοτροφικό χωριό Ζωνιανά και ρώτησε, μεταξύ άλλων ίδιου ύφους ερωτήσε­ ων, κάποιον από τους κατοίκους:58 - Και ποιος καλλιεργεί το χασίς εδώ πάνω, παίδες; (sic) Η απάντηση που δόθηκε ήταν: - Ακου σύντεκνε. Εμείς γκεσταπίτες προδότες δε βγάλαμε. Ας τους βρούνε εκείνοι οπού ’ναι δουλειά των. Στην απάντηση, η επιχειρηματολογία άρνησης αποκάλυψης στην α­ στυνομία μιας παρανομίας βασίζεται στη ρητορική χρήση δύο εννοιών, του γχεσταπίτη και του προδότη, από την πλευρά της επίκλησης της η­ ρωικής εκδοχής της ιστορίας. Με την απάντηση αυτή, οι κάτοικοι του χωριού υποδηλώνουν ότι «όπως σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους κατάκτησης από έναν ‘άλλο’, τον εχθρό, η τοπική κοινωνία που ζούμε δεν πρόδωσε κανένα ‘δικό’ μας στον εχθρό, το ίδιο και τώρα δεν θα προδώσουμε κανένα ‘δικό’ μας στον ‘άλλο’», ο οποίος, στη συγκεκριμέ­ νη περίπτωση, είναι οι κρατικές Αρχές. Η αναγωγή των δύο αυτών εννοιών σε ένα «ηρωικό παρελθόν» απο­ καθαίρει το αρνητικό περιεχόμενό τους ως παράβαση των συνταγματι­ κά θεσπισμένων νόμων. Στην ηρωική αυτή εκδοχή της ιστορίας ανάγεται η συγκρότηση μιας κοινωνικής ταυτότητας «ανωτερότητας» των ορεινών κτηνοτροφικών χωριών της περιοχής που εξετάζουμε, η οποία διαβαθμίζεται ανάλογα με τη δομική απόσταση από έναν «διαφορετικό» ή «άλλο». 58. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το 1997 στην αθηναϊκή εφημ. Ελεύθερος Τύπος, και αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ρεθύμνσυ Ελευθερία, στις 4-10-1997.

118

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: ΕΛΛΗΝΕΣ - ΤΟΥΡΚΟΙ: Αντίθεση που συγκροτεί την «ηρωική ταυτότητα» των «ορεινών» ΕΛΛΗΝΕΣ

ΤΟΥΡΚΟΙ

Κρητικοί

Εχθροί

Εμείς

Αλλοι ως πλήρη διαφορετικότητα

Πολιτισμική και ηθική ανωτερότητα

Χωρίς αξίες, «ανήθικοι» και «απολίτιστοι»

Γενναιότητα ως ανδρεία και αυτοθυσία

Ποσοτική δύναμη και υπεροπλία

Παλικαριά ως σωματική λεβεντιά και ομορφιά

Σωματική ασχήμια, φυλετική κατωτερότητα

Πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία

Στυγνοί κατακτητές και καταπίεστες

ΠΙΝΑΚΑΣ 4: ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ: Αντίθεση συγκρότησης «ψυχοσύνθεσης» στη βάση ιστορικών και πολιτισμικών καταβολών ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΔΥΤΙΚΗ Σ ΚΡΗΤΗΣ

ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΑΝ ΑΤΟ ΛΙΚΗ Σ ΚΡΗΤΗΣ

Εμείς

Αυτοί

Πολιτισμικά προσκολλημένοι στα «πατροπαράδοτα έθιμα»

Πιο «εκσυγχρονισμένοι» (με διφορούμενες, θετικές και αρνητικές υποδηλώσεις)

Πολεμικοί

Ειρηνικοί, συμβιβαστικοί

Ηγετικοί, πρωτεργάτες και αποφασιστικοί στις επαναστάσεις

Μετριοπαθείς γενικά

Οι τρεις βασικές αντιθέσεις, που αντιστοιχούν και σε τρεις διαφο­ ρετικές διαβαθμίσεις (από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη) της διαφορε­ τικότητας, καθώς και τα στοιχεία που τις συγκροτούν, από τη σκοπιά της «ανωτερότητας» των «ορεινών», παριστάνονται σχηματικά στους Πίνακες 3, 4 και 5. Σύμφωνα μ’ αυτές τις βασικές αρχές συγκρότησης της ταυτότητας των ορεινών πληθυσμών του Ψηλορείτη στην αντίληψη των κατοίκων τους, οι Λιβαδιώτες τοποθετούν τον εαυτό τους σε μια κλίμακα διαβαθμίσεων «ανωτερότητας» - «κατωτερότητας» που βρί­ σκεται σε αναλογία με τη δομική απόσταση από έναν «άλλο». Η δομική αυτή απόσταση παριστάνεται σχηματικά στον Πίνακα 6. Εντάσσοντας σ’ αυτό το σχήμα τις πράξεις βίας και έκνομης συμπε-

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

119

ΠΙΝΑΚΑΣ 5: ΟΡΕΙΝΟΙ - ΠΕΔΙΝΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ: Αντίθεση κυρίως χωρική, που συγκροτεί επιμέρους κοινωνικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις ΟΡΕΙΝΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΔΥΤ. ΚΡΗΤΗΣ

ΠΕΔΙΝΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΔΥΤ. ΚΡΗΤΗΣ

Εμείς = πάνω (με όρους μορφολογίας εδάφους)

Αυτοί —κάτω (με όρους μορφολογίας εδάφους), οι πασπαρίτες

Το «πάνω» με όρους μορφολογίας εδάφους επεκτείνεται σε μία ανωτερότητα ψυχική και σωματική

Το «κάτω» με όρους μορφολογίας εδάφους επεκτείνεται σε μία κατωτερότητα στο ψυχικό και σωματικό σθένος

Ορεινό έδαφος = φτωχή γη = φτωχός πληθυσμός, αλλά σκληραγωγημένος

Πεδινό έδαφος = πλούσια γη = πλούσιος πληθυσμός, αλλά μαλθακός (σπιτάρηόες)

Ανυπόταχτοι στον κατακτητή

Συμβιβαστικοί = υποτακτικοί στον κατακτητή

Γενναιότητα, αποφασιστικότητα

Μετριοπάθεια

ριφοράς, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στην αντίληψη των ίδιων των κατοίκων ο βαθμός κάθαρσής τους από αρνητικά στοιχεία είναι ανάλο­ γος με τη δομική απόσταση μεταξύ της μικροκοινωνίας τους από την ο­ ποία προέρχεται και του προορισμού στον οποίο κατευθύνεται. Η συγκρότηση μιας ταυτότητας «ανωτερότητας» μέσω μιας ηρωι­ κής εκδοχής της ιστορίας μάς δίδει και το εξηγητικό πλαίσιο των αξιο­ λογικών αντιλήψεων των κατοίκων της συγκεκριμένης περιοχής για τη βε­ ντέτα. Η βεντέτα δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της συγκρότησης μιας «η­ ρωικής» ταυτότητας ή να αποτελέσει η ίδια τη βάση συγκρότησης ενός λόγου «ηρωισμού», «ανδρείας» ή «θυσίας», επειδή πρόκειται για βία που δεν κατευθύνεται προς έναν «άλλο», νοούμενο ως «διαφορετικό». Μία τέτοια οριοθέτηση του «εχθρού» θα εξάγνιζε και θα νομιμοποιούσε την φονική πράξη. Στην περίπτωση της βεντέτας, πρόκειται για μία εμφύ­ λια σύγκρουση, η βία της οποίας ανακυκλώνεται στο εσωτερικό της ί­ διας κοινότητας με δύο τρόπους: μέσω της «ομοιότητας» των αντιπά­ λων και της εναλλαγής των ρόλων του θύτη και του θύματος.

120

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ 6: ΛίΒΑΔΙΩΤΕΣ - ΑΛΛΟΙ:

Τύποι δομικής απόστασης Ο ΑΛΛΟ Σ

ΤΥΠΟΣ ΣΧΕΣΗ Σ

ΔΟΜΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Τα Σφακιά

Ισοδυναμία. Μικρή ανωτερότητα των Σφακίων

Μικρή

Νομός Χανίων

Ισοδυναμία. Μικρή ανωτερότητα νομού Χανίων

Μικρή

Γειτονικές κτηνοτροφικές κοινότητες (Ζωνιανά, Ανώγεια, Βισταγή, Κάλυβος, Αξός κ.λπ.)

Ισοδυναμία. Μικρή κατωτερότητα των γειτονικών κτηνοτροφικών κοινοτήτων

Μικρή Σε κάποιες περιστάσεις μπορεί να μεγαλώσει

Οι πόλεις (Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Αθήνα)

Αντιφατική. Αρνηση αστικών τρόπων ζωής και αξιών και ταυτόχρονα έλξη προς την πόλη

Μεγάλη

Τα πεδινά και ημιορεινά χωριά

Μεγάλη έως Ανωτερότητα. Τα πεδινά και πολύ μεγάλη ημιορεινά χωριά είναι τα κάτω ή τα χαμηλά χωριά και οι κάτοικοί τους είναι οι πασπαρίτες

Το κράτος

Αντιφατική. Ανωτερότητα Μεγάλη της κρατικής κοινωνικής πρόνοιας και κατωτερότητα των κρατικών θεσμών και πολλών θεσπισμένων κανόνων

5. ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ'

Ως καταλληλότερο τρόπο να αποκτήσει ο αναγνώστης μια πρώτη εντύ­ πωση για τη βεντέτα στο χώρο του Ψηλορείτη έκρινα την εκτενή περι­ γραφή δυο περιπτώσεων οικογενειακών με την χρήση της μεθόδου με­ λέτης περιπτώσεων («case method» ή «extended case method»). Η ανά­ λυση και αξιοποίηση ποσοτικών στοιχείων για την έκταση και την έντα­ ση του φαινομένου είναι περιορισμένης αξιοπιστίας και χρησιμότητας για πολλούς λόγους. Καταρχάς, στις κατηγοριοποιήσεις των επίσημων αστυνομικών στατιστικών δεν διαχωρίζονται οι αντεκδικητικοί φόνοι, εφόσον νομικά δεν αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή κατηγορία εγκλήμα­ τος και, επιπλέον, αρκετοί από αυτούς έχουν διαπραχθεί εκτός Κρήτης, ακόμα και στο εξωτερικό. Αλλά ούτε από τη μελέτη των δικαστικών πη­ γών μπορούν να προκυψουν ακριβή ποσοτικά δεδομένα. Πολλά εγκλή­ ματα αποτελούν εκ των υστέρων κατασκευές των συνθηκών διάπραξης της φονικής πράξης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δικονομίας,2 με 1. Εκτός από τη χρήση ψευδονύμων και στις δυο περιπτώσεις οικογενειακών, έκρινα ότι δεν πρέπει να δώσω λεπτομερείς παραπομπές (αρ. πρακτικών, απο­ φάσεων κ.λπ.) στη δεύτερη περίπτωση οικογενειακών, επειδή ακριβώς πρόκειται για ένα σύγχρονο γεγονός. 2. Για μία καθαρά ποσοτική παρουσίαση, βασισμένη αποκλειστικά σε δικα­ στικές πηγές όλων των μορφών εγκλημάτων που τελέσιηκαν στην Κρήτη από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας μέχρι το 1960, βλ. Ε. Ανδριανάκη (χ.χ.). Ο συγ­ γραφέας, ο οποίος έχει και δικαστικό αξίωμα, αναγνωρίζει τόσο τη συχνότητα του φαινομένου της αντεκδίκησης στο νησί όσο και τα ιδιαίτερα δικονομικά προβλήματά του. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται: «Αι ιδέαι της αντεκδικήσεως του αίμα­ τος, ιδία είς τινας ορεινός περιοχάς της Κρήτης και προπαντός εις Σφακιά, αντα­ γωνίζονται ισοτίμως τας αντιστοίχους ιδέας των κατοίκων της Κορσικής και τα εκ της βεντέττας διαπραττόμενα κακουργήματα, δεν υπολείπονται εις αριθμόν των εις Μάνην εκ της αυτής αιτίας τελουμένων. Παραδόσεις οφειλόμεναι εις ανωμά­ λους περιόδους και τοπικά έθιμα αναπτυχθέντα υπό ιδιορρύθμους συνθήκας α­ νέπτυξαν το αίσθημα της αντεκδικήσεως και κατέστησαν υποχρεωτικήν την εκδίκησιν του αίματος. Το έθιμον τούτο της ατομικής εκδικήσεως οδηγούν πολλάκις εις οικογενειακός εξοντώσεις, αποτελεί εισέτι και σήμερον πραγματικόν πλήγμα

122

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

σκοπό ο δράστης να τύχει ευνοϊκότερης δικαστικής μεταχείρισης. Επι­ πλέον, επειδή η αφαίρεση της ζωής είναι μία οριακή πράξη και δεν α­ ποτελεί καθημερινό γεγονός, η ύπαρξη αξιόπιστου δείγματος, που να πε­ ριλαμβάνει επαρκή αριθμό περιπτώσεων σε έναν πολυάριθμο πληθυ­ σμό, ώστε να έχει εγκυρότητα, είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί από έναν μεμονωμένο ερευνητή και σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, που καθι­ στά ανεπαρκείς τις κλασικές κοινωνιολογικές τεχνικές, π.χ. το ερωτη­ ματολόγιο ή την κατευθυνόμενη συνέντευξη. Η μελέτη περιπτώσεων αποτελεί μέθοδο, γιατί δεν πρόκειται για μεταφορά, σε γραπτό κείμενο, ενός τμήματος της πραγματικής ζωής βγαλμένο αυτούσιο από το σημειωματάριο του ανθρωπολόγου, αλλά για παράθεση γεγονότων που αναφέρονται στο υπό ανάλυση θέμα με τρόπο ώστε να οργανώνονται σε τάξη σειρές αλληλοσυνδεόμενων ε­ μπειρικών δεδομένων με σκοπό την κοινωνιολογική τους ανάλυση. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία κοινωνιολογική κατασκευή που συστη­ ματοποιεί γεγονότα (Marx 1976: 3).

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΡΩΤΗ: ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΒΛΑΣΤΩΝ

Τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε ένα περίπου αιώνα, συγκεκριμένα από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι το 1960, όταν γίνεται ο τελευταίος φόνος και εγκαταλείπουν τα Λιβάδια ο δράστης και οι τελευταίοι άρρενες αιματοσυγγενείς του. Η παράθεση των γεγονότων βασίζεται κυρίως σε μία σειρά συνεντεύξεων με έναν ηλικιωμένο άνδρα 84 ετών (1912-1996), μέλος του συγκεκριμένου γένους. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στα Λιδια τον κρητικόν πληθυσμόν. Ίσω ς αποτελεί την βαρυτέραν και ολεθριωτέραν κληρονομιάν εκ του παρελθόντος.... Εν Κρήτη καθίσταται άτιμος ο μη φονεύων τον φονέα του αδελφού του, την μοιχαλίδα σύζυγόν του, τον εραστήν αυτής ή τον διαφθείραντα και είτα εγκαταλείψαντα την αδελφήν κακοποιόν. Ούτως η Νομο­ λογία των Δικαστηρίων εν Κρήτη βρίθει εγκλημάτων υπαγορευθέντων υπό της κοινής γνώμης. Ο αριθμός δε τούτων θα ήτο μεγαλύτερος, αν μη αυτή αύτη η διά των ενόρκων εκφραζομένη κοινή αντίληψις δεν απήλλασσε πολλά τούτων του α­ δίκου χαρακτηρισμού, καθ’ όσον η επίδρασις των εθίμων είναι τοιαύτη εν Κρήτη ώστε να επηρεάζωνται και αυτοί οι Δικασιαί υπό τούτων, εις τρόπον ώστε όχι μό­ νον να τιμωρούν πράξεις, αίτινες δεν αποτελούν παράβασιν ουδενός ατομικού δικαιώματος, αλλά και ν’ απαλλάσσουν πάσης ποινής πρόσωπα τελέσαντα πολλάκις βαρύτατα εγκλήματα» (Ανδριανάκης χ.χ.: 63).

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

123

βάδια αλλά μετοίκησε και εγκαταστάθηκε ως σώγαμπρος σε ένα ημιο­ ρεινό χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου, 30 περίπου χλμ. νότια και α­ νατολικά, όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι το θάνατό του και ο πληροφορητής μου. Η διήγηση συμπληρώνεται με στοιχεία προερχόμενα από συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας στον οικισμό κα­ ταγωγής του, τα Λιβάδια, καθώς και με αιματοσυγγενείς του που είχαν μετοικήσει στον ευρύτερο αγροτικό και αστικό χώρο. Εκτός από τις προφορικές συνεντεύξεις, υπήρχε η δυνατότητα χρήσης αρχειακού υλι­ κού, αφού τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σε ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Το υλικό αυτό προέρχεται από τα αρχεία της κοινότητας κα­ θώς και από άλλες γραπτές πηγές (Τύπος και δικαστικά έγγραφα). Παράλληλα με τη διήγηση των γεγονότων, παρακολουθούμε πτυχές της ιστορίας της ίδιας της συγγενειακής αυτής ομάδας: την απόσχισή της από μία ευρύτερη και τη γένεση της, τις επιγαμίες της, τις μεταγαμήλιες εγκαταστάσεις και τις αναγκαστικές μετοικήσεις και γενικά στρατηγικές και τακτικές που υιοθέτησαν τα μέλη της για τη φυσική και κοινωνική επιβίωσή τους. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει επέτρεψε πιο αποστασιοποιημένες διηγήσεις των γεγονότων από τους συγγενείς των εμπλεκομένων. Οι πρακτικές άμβλυνσης της σύγκρουσης που εί­ χαν υιοθετηθεί είχαν γεφυρώσει το βαθύ μίσος και την έχθρα που προηγήθηκε, με συνέπεια τη μειωμένη συναισθηματική φόρτιση, όταν γίνο­ νταν άμεσες αναφορές σε ιδιαίτερα «ευαίσθητα» γεγονότα και κατα­ στάσεις του παρελθόντος.

Η γένεση ενός νέου γένους

Το 1866, στο Ολοκαύτωμα της μονής Αρκαδίου,3 μεταξύ των πολιορκούμενων ήταν και δύο εξαδέλφια ενός από τα πολυπληθέστερα γένη των Λιβαδίων, των Δράκων. Ο ένας ονομαζόταν Μιχάλης κι ο άλλος Γιάννης, και είχε το παρωνύμιο Βλαστός. Ο δεύτερος ήταν μοναχογιός και όταν ήταν βρέφος ακόμα η μητέρα του τον κανάκευε προσφωνώ­ ντας τον διαρκώς με μία λέξη που προσδιόριζε τη θέση του αυτή. Έ λ ε­ 3. Το 1866 είναι χρονιά μεγάλων επαναστάσεων στην Κρήτη. Ο Μουσταφά πασάς καταστέλλει την επανάσταση στις επαρχίες του νομού Χανίων και προε­ λαύνει στο Ρέθυμνο. Στην περιοχή του Ρεθύμνου, μερικές εκατοντάδες πολεμι­ στές και γυναικόπαιδα, κυρίως από τις επαρχίες Ρεθύμνου, αποφασίζουν να πα­

124

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

γε διαρκώς ότι έχει ένα «βλαστάρι», δηλαδή ένα και μοναδικό παιδί, λέξη που έγινε το παρωνύμιό του, κι όταν ενηλικιώθηκε όλοι τον ήξε­ ραν ως Γιάννη Δράκο ή Βλαστό. Ό ταν πλέον είχε αρχίσει να διαφαίνεται η έκβαση του αγώνα στη μονή Αρκαδίου, ο Μιχάλης προέτρεψε τον συμπολεμιστή και εξάδελφό του Γιάννη Δράκο ή Βλαστό να απομακρυνθεί από το πολιορκούμενο μοναστήρι για να μη σκοτωθεί. "Ισως επειδή ήταν μοναχογιός, έκρινε ό­ τι άξιζε, περισσότερο κι από έναν ηρωικό θάνατο, να μεταβιβάσει στους απογόνους του το οικογενειακό τους όνομα. Πράγματι, αυτός διαφεύ­ γει, ενώ ο εξάδελφός του παραμένει στην πολιορκημένη μονή, όπου και συλλαμβάνεται τραυματισμένος και φονεύεται, όταν αναγνωρίστηκε α­ πό τους Οθωμανούς. Στην ιστορία της γενεαλογίας των Δράκων, ο πολε­ μιστής αυτός αποτελεί ένα διαρκές σημείο αναφοράς —όλοι τονίζουν το σνγγένιο μαζί του — και κατέχει τη θέση ήρωα-προγόνου. Ο Γιάννης Δράκος ή Βλαστός επιστρέφει στα Λιβάδια, όπου πα­ ντρεύεται και γεννά οκτώ παιδιά, τέσσερις γιους κι άλλες τόσες κόρες, στα οποία καθιερώνεται το παρωνύμιο του πατέρα τους ως οικογενεια­ κό όνομα, δηλαδή δημιουργείται ένα νέο γένος με την μετονομασία μιας επιμέρους γενεαλογικής γραμμής μιας ευρύτερης ομάδας αιματοσυγγενών. Οι απόγονοι του Γ ιάννη Δράκου ή Βλαστού διατηρούν μέχρι σήμερα το επώνυμο Βλαστοί, αλλά θεωρούν ότι κατάγονται από Δρά­ κους και στις διηγήσεις τους είναι συχνές οι αναφορές για την καταγω­ γή τους από τον ήρωα-πρόγονο που θυσιάστηκε στο Ολοκαύτωμα του ραμείνουν στη Μονή Αρκαδίου, ένα πολύ καλά οχυρωμένο και πλούσιο μοναστή­ ρι στα σύνορα των επαρχιών Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου, με σκοπό να ανακό­ ψουν την πορεία του Μουσταφά Πασά, μέχρι να στρατολογηθούν πολεμιστές α­ πό τις γύρω επαρχίες. Τελικά η προσπάθεια στρατολόγησης συνάντησε την α­ προθυμία του εντόπιου πληθυσμού, ενώ ο Μουσταφά Πασάς πολιορκεί τη Μονή με πολύ μεγαλύτερο στρατό. Τη δεύτερη μέρα την καταλαμβάνει, αφού ο στρατός του έχει υποστεί πολύ μεγάλες απώλειες. Ό λοι σχεδόν οι εναπομείναντες υπερα­ σπιστές της και τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στην πυριτιδαποθήκη, όπου προτί­ μησαν να ανατιναχθούν μαζί με τους Οθωμανούς εισβολείς από το να παραδο­ θούν. Αυτή η πράξη, όπως και όλος ο αγώνας των πολιορκούμενων, ξεσήκωσε έ­ να πρωτοφανές κύμα συναισθημάτων συγκίνησης, θαυμασμού και συμπαράστα­ σης, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στο εξωτερικό (π.χ. ο Β. Ουγκώ είχε εκφράσει, σε δύο επιστολές του, τον θαυμασμό του για τον ηρωισμό των υπερα­ σπιστών της Μονής, ενώ ο ευρωπαϊκός τύπος έκανε εκτενείς, εξυμνητικές, ανα­ φορές στο γεγονός), εξυψώνοντας το μοναστήρι του Αρκαδίου σε σύμβολο οτπόθυσίας και αγώνα για την ελευθερία (Βενέρης 1938, Καλλονάς 1963).

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

125

Αρκαδίου. Στα έγγραφα της κοινότητας, τα αρσενικό παιδιά του Γιάν­ νη Δράκου ή Βλαστού εμφανίζονται πλέον ως Βλαστοί, ενώ στα θηλυ­ κά διατηρείται, σ’ αυτή μόνο τη γενιά, το οικογενειακό όνομα Δράκος, έχει δηλαδή εκδηλωθεί η απόσχιση, και για τους άνδρες είναι ανα­ γκαία η μετατροπή του παρωνύμιού και η εγγραφή του ως οικογενεια­ κού ονόματος προκειμένου να μεταβιβάζεται στους απογόνους τους. Αντίθετα, σας γυναίκες δεν συντρέχουν λόγοι άμεσης έγγραφης καθιέ­ ρωσης του παρωνύμιού ως οικογενειακού ονόματος, αφού με το γάμο τους αποκτούν το επώνυμο του συζύγου. Στα κοινοτικά αρχεία αναφέρονται συνολικά 26 Βλαστοί, άνδρες και γυναίκες, αριθμός μικρότερος από τον πραγματικό, αν ληφθεί υπό­ ψη ότι δεν είναι καταγεγραμμένοι κάποιοι από τους παλαιότερους και όσοι μεταδημότευσαν πριν από τη δεκαετία του 1950, εποχή σύνταξης των δημοτολογίων. Σε διάστημα μικρότερο του αιώνα έχουν μετοική­ σει όλοι οι άνδρες, άλλοι ως σώγαμπροι κι άλλοι λόγω των οικογενεια­ κών. Σήμερα έχουν απομείνει στο χωριό μόνο κάποιες Βλαστοπούλες, σύζυγοι ανδρών άλλων γενών, ενώ οι υπόλοιποι αρσενικοί απόγονοι βρίσκονται εγκατεστημένοι σε άλλα χωριά της επαρχίας ή στο Η ρά­ κλειο, στο Ρέθυμνο, στην Αθήνα κι αλλού. Οι σημερινοί απόγονοι θεω­ ρούν ως τόπο καταγωγής τους τα Λιβάδια, αλλά αποφεύγουν να επι­ σκέπτονται το χωριό, λόγω του φόβου αναζωπύρωσης εχθροτήτων.

Τα φονικά: Αίτια, αφορμές και επακόλουθα

Το ιστορικό των οικογενειακών των Βλαστών αρχίζει από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην ύπαιθρο, κυρίως στα ορεινά της κεντρικής και δυτικής Κρήτης, επικρατεί η «έκρυθμος» κατάσταση, όπως είδαμε να περιγράφεται σε διάφορα κείμενα ή συζητήσεις της εποχής. Ο γιος του Γιάννη Δράκου ή Βλαστού, ο Μανόλης,4 ήταν μέλος μιας από τις μικρές ομά­ δες φυγόδικων για φόνο, ζωοκλοπές ή απαγωγές γυναικών που λυμαί­ νονται σε περιοχές δύσβατες, μακριά από τον έλεγχο των Αρχών των α­ 4. Το όνομα του Μανόλη Βλαστού υπάρχει καταγεγραμμένο στον κατάλογο των φυγόδικων που δημοσιεύτηκε στην εφημ. Κρήτη, στις 18 Αυγούστου 1891. Αναγράφεται ως φυγόδικος λόγω φόνου, όμως δεν γνωρίζουμε αν είναι γι’ αυτόν που εδω αφηγείται ο πληροφορητής ή για κάποιον άλλο. Μπορούμε πάντως να εικάσουμε πότε έγινε το φονικό.

126

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

στικών κέντρων. Ο Μανόλης Βλαστός, σε κατάσταση μέθης, σκοτώνει έναν συγχωριανό του καφετζή, από το γένος των Καλημέρηδων, επειδή θεωρεί προσβολή το κλείσιμο του καφενείου την ώρα που ο ίδιος και η παρέα του πήγαν εκεί για να συνεχίσουν την οινοποσία τους: Ήτανε παλιά, όπως μου ’λεγε ο πατέρας μου. Ο σκοτωμένος έκανε μαγαζί. Τόνε λέγανε Νικολή κι ήτονε ελεύθερος [ενν. ανύπαντρος]. Ο Βλαστομανώλης έκανε παρέα με τσι φίλους του. Είχανε πιει και λένε: «πάμε στο μαγαζί να πιουμενε». Και την ώρα που επήανε στο μαγαζί έκλεισε την πόρτα αυτός, ο καφετζής. Και αυτός επήενε και τράβηξε μία ανεποδιά τσι πόρτας και πήενε μέσα και λέει: «γιατί μω­ ρέ έκλεισες την πόρτα, χρωστώ σου; [...]» κι έσυρε το μαχαίρι και τό­ νε σκότωσε εκεί που έστεκε στο τεζιάκι. Δεν είχανε προηγούμενα. Κεινά [εκείνη] τη προσβολή του ’κάμε και τόνε σκότωσε. 'Υστερα αυτός εγΰριζε από δω κι από κει κι εσκότωνε Τούρκους. Κάνανε συμμορίες. Τόνε καλέσανε οι Τούρκοι για να του δώσουνε αμνηστεία, να του δώσουνε δηλαδή γαλόνι. Αυτός δεν εδέχτηκε. Τόνε καλούσανε να πάει στο Γαράζο5 απού ήτανε Τούρκοι, να του χαρίσουνε τη ποινή. Γιατί τον είχανε αποκηρύξει [ενν. επικηρύξει]. Και του λένε «να σου χαρίσουμε την ποινή και να σε βάλουμε να σε κάνουμε και αξιωματικό». Λέει: «εγώ δεν έρχομαι μόνο ανέ θέλετε να πάρετε τον αδερφό μου». Και έδωκε τον πατέρα μου, που ήτονε αδερφός του. Λέει: «πάρετε τον αδερφό μου να τόνε κάνετε χωροφύλακα». Και αυτόν τον αμνηστεύσανε. [...] Επήενε και παρουσιάστηκε στο Γαράζο με τον οπλισμό του, με τα μπιστόλια. [...] Και του ’πε ο Τούρκος που τόνε κάλεσε να πάει αλλά χωρίς τ’ άρμα­ τα. Λέει: «χωρίς τ’ άρματά μου δεν έρχομαι. Δεν αφήνω τ’ άρματα». Και πήγε με τ’ άρματα και του χάρισε [ο Τούρκος] την ποινή και του ’πε «χαλάλι σου να ’ναι [δυσνόητη φράση] τα όπλα [δυσνόητη φρά­ ση]» αλλά δεν εδέχθηκε να πάρει το βαθμό. Και εξακολουθούσε να σκοτώνει και έτυχε σε πολλά φονικά. Όντε δικάζανε τον έγγονά του, τον Κώστα,6είπανε οι δικηγόροι ό­ τι κι ο παππούς του ήτονε φονιάς. Είχε σκοτώσει... Είχε δώδεκα φο­ νικά καμωμένα...

5. Χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου, έδρα του ομώνυμου Δήμου, στον ο­ ποίο υπάγονταν και τα Λιβάδια. 6. Εννοεί τον Κώστα Βλαστό, ο οποίος το 1960 σκότωσε έναν συγχωριανό του από το γένος των Καλημέρηδων. θα αναφερθεί σ’ αυτόν εκτενέστερα στη συνε­ χεία της αφήγησης.

ΔΥΟ ΠΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

127

Ο άλλος γιος του πολεμιστή του Αρκαδίου, ο Σήφης, αδερφός του Μανόλη Βλαστού και πατέρας του κύριου πληροφορητή μου, αφού έλεγξε το χώρο, διέβλεψε δηλαδή ότι ή θα κινδύνευε η ζωή του λόγω των φόνων του αδερφού του ή θα αναγκαζόταν να εγκληματήσει, αν έμενε στο χωριό, έφυγε και εγκαταστάθηκε ως σώγαμπρος σε χωριό του Μέ­ σα Μυλοποτάμου. Εκεί όμως σκοτώνει κάποιον Μαντά, ανθυπασπιστή του στρατού, με τόπο καταγωγής και διαμονής ένα γειτονικό χωριό. Τα αίτια φαίνεται να ήταν οι πολιτικές διαφορές, τα κομματικά, και αφού δόθηκε αφορμή, η σύγκρουση οξύνθηκε με επακόλουθο το φόνο. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας. Ο γιος του δράστη, ο κύριος πληροφορητής μου, καθώς είχε μία ε­ μπειρία πολύ άμεση, αφηγείται με γλαφυρότητα και λεπτομέρειες: Ο πατέρας μου σκότωσε πάλι ένα στου Μακρυγιάννη.7 Ο σκοτωμέ­ νος ήτονε ανθυπασπιστής στσστρατό, κι είχε τραυματιστεί κι είπε τσι γυναίκας του να πουλήσει δέκα πρόβατα να του στείλει τα λεφτά. Πού­ λησε λοιπόν η γυναίκα του δέκα πρόβατα στον ίδιο κασάπη που ’χε πάει κι ο δικός μου πατέρας να πουλήσει κατσίκες που ψοφούσανε. [Ο χασάπης λέει στον πατέρα του αφηγητή] «Σήφη, έλα να σου δώσουμε τα πρόβατα πού ’ναι χωριανά και ζούνε καλά» [...] Και του δώκανε αντί για λεφτά τα πρόβατα που ’χε αγο­ ρασμένα από τσι Μαντάδες. Άμα έγινε καλά αυτός ο Μαντάς και κα­ τέβηκε [στο χωριό], ήθελε να πάρει τα πρόβατα πίσω. Και του λέει ο πατέρας μου ότι εγώ τα οζά τα πήρα από τσι κασάπηδες, δε τα πήρα από τη γυναίκα σου, εγώ τα πήρα από τσι κασάπηδες. Αυτός λέει: «μα εγώ θέλω τα πρόβατα». Ετσακωστήκανε λοιπόν και πήγανε και φωνάξανε τον αστυνόμο από το Πάνορμο,8για να πάρει τα οζά. Πή­ γανε στον αστυνόμο, του λέει την ιστορία ο πατέρας μου, λέει έτσι έ­ γινε. Λέει: [ο αστυνόμος] «κύριε Μαντά τα πρόβατα δεν μπορεί να τα πάρουμε τ’ ανθρώπου γιατί τα πήρενε απ’ του κασάπη». Ύστερα άρχισε και τα ’τρωε, τα ’κλεβε. Και πιαστήκανε που λες σ’ ένα δρόμο και κρατούσε αυτός [ο ανθυπασπιστής] μπιστόλι και μα­ χαίρι, και ο πατέρας μου κρατούσε μόνο ένα κλαδεύτερο. Και πια­ στήκανε. Του ’παίξε μια ραβδιά του πατέρα μου, δεν ήθελε να τόνε σκοτώσει αυτός. Του ’παίξε τη ραβδιά στη χέρα που κρατούσε το κλαδεύτερο και τόνε βρήκε και στη κεφαλή. Ο πατέρας μου του πέταξε το κλαδεύτερο και τόνε βρήκε στη χέρα. Τότε αυτός τράβηξε το 7. Χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου. 8. Χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου.

128

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

μπιστόλι με την άλλη χέρα να σκοτώσει το πατέρα μου και ο πατέρας μου βλέπει το μαχαίρι στη μέση του και πρόλαβε και του το τράβηξε και τόνε σκότωσε. Δικάστηκε ο πατέρας μου γιατί ήτονε Γουναρικός αυτός [ο σκοτω­ μένος] κι ο πατέρας μου Βενιζελικός και τόνε δίκασε το κόμμα, εννιά χρόνια φυλακή. Κι ύστερα από το Καλάμι, απ’ τα Χανιά, εσπάσανε τσι φυλακές οι κρατούμενοι και πορίσανε και γυρίσανε. Κι ύστερα τσι καλέσανε και πήγανε αντάρτες, επάνω στη Μακεδονία, στο Μα­ κεδονικό.9 Τσι χρειαζότανε το κράτος και τσι πήρε όλους τσι κακο­ ποιούς που είχανε φύγει από τσι φυλακές, τσ’ εγκληματίες, τσι πήρα­ νε στο στρατό, σε αντάρτικό σώμα. Ύστερα έσιαξε η κατάσταση και τσι απολύσανε. Τότε απολύθηκε κι ο πατέρας μου. Δεν έκαμε φυλα­ κή παρά μόνο ένα χρόνο. Τόνε δώκανε αμνηστεία και κατεβήκανε. Στη συζήτηση για όσα επακολούθησαν μετά το φόνο ο αφηγητής ι­ σχυρίζεται ότι δεν υπήρξε αντεκδίκηση γιατί συνέτρεξαν τρεις λόγοι. Ο πρώτος είναι η ίδια η πράξη του θύματος, που υπήρξε η αφορμή του φόνου, και αποκαλύπτει έναν άνθρωπο με κακό χαρακτήρα, μη α­ γαπητό ακόμα κι από τους αιματοσυγγενείς του: Δεν είχαμε αντίποινα. Δεν φύγαμε καθόλου απ’ του Μακρυγιάννη. Δεν ήτονε καλός άνθρωπος αυτός και όλοι δεν τόνε θέλανε, δεν τον αγαπούσανε. Ήτανε πολλοί Μαντάδες απού δεν τον αγαπούσανε, γιατί ήτονε κακός. Σκέψου τώρα πούλησε η γυναίκα του τα πρόβατα κι ήθελε να τα πάρει απ’ του πατέρα μου. Από κει να δεις τι άνθρω­ πος ήτονε. Κακός άνθρωπος ήτονε και δεν τον αγαπούσανε. Στις διηγήσεις για αντεκδικητικούς φόνους, αρκετές φορές οι εντό­ πιοι αποδίδουν τα κίνητρα σε ψυχολογικούς παράγοντες, όπως κάνει κι ο αφηγητής εδώ. Όμως, πολύ συχνά τέτοιες ερμηνείες αποτελούν ε­ κλογικεύσεις συγκεκριμένων κοινωνικών καταστάσεων. Στην υπό εξέ­ ταση περίπτωση αυτό που πολύ πιθανόν λειτούργησε αποτρεπτικά στην αντεκδίκηση είναι ότι την ίδια χρονική περίοδο το γένος των Μαντάδων δεν φαίνεται να χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη συνοχή. Αυτή τη χαλαρότητα των δεσμών αλληλεγγύης υπονοεί κι ο ίδιος ο πληροφορητής, όταν ισχυρίζεται ότι το θύμα όεν το αγαπούσανε ούτε οι αιματο9. Από τα στοιχεία που μας δίνει ο πληροφορητής, θα πρέπει να αναγάγουμε το γεγονός του φόνου στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1910.

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ Ο ΙΚ Ο Γ Ε Ν Ε ΙΑ Κ Ω Ν

129

συγγενείς του. Παράλληλα αναφέρει την ύπαρξη πολιτικών διαφορο­ ποιήσεων στο εσωτερικό του γένους των Μαντάδων, όταν δηλώνει ότι ο νεκρός ήταν Γουναρικός, ενώ παρακάτω, όταν θα αναφερθεί στη σύ­ ναψη των επιγαμιών για την αποτροπή αντεκδικήσεων, θα αποκαλέσει τους κουνιάδους του κομμουνιστές. Επιπλέον, από την έρευνα των δικαστικών πηγών101διαπιστώνεται ότι μερικά χρόνια πριν (Σεπτέμβριος 1911) το γένος των Μαντάδων εί­ χε ακόμα ένα θύμα βίαιου θανάτου. Σ ’ αυτή την περίπτωση ο θύτης και το θύμα ήταν αδέλφια, και αφορμή μία ασήμαντη κτηματική διαφορά, η αμφισβήτηση της κυριότητας ενός ελαιόδενδρου. Ο πατέρας του πληροφορητή μας, δράστης του φόνου του Μαντά, εμφανίζεται στο δικαστήριο ως μάρτυρας πολιτικής αγωγής, με σαφή θέση υπέρ του κατηγορουμένου: Ο αγροφύλαξ με ειδοποίησε να πάω να πάρω το βαρεμένο όστις απέθ ανε από το τραύμα αυτό. Ν οικοκύρης είναι ο κατηγορούμενος και προ έτους είχε κάμει ογδοήκοντα εικοσάφραγκων αγορ ές.11

Με την κατάθεσή του φαίνεται περισσότερο να εκθειάζει το δρά­ στη παρά να διαφωτίζει γεγονότα. Με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα μπο­ ρούμε να ισχυριστούμε ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η υιοθέ­ τηση αυτής της τακτικής δεν είναι τυχαία, αλλά μπορεί να ερμηνευτεί ως ρητή δημόσια δήλωσή του, δηλαδή στους συγχωριανούς των δύο αντίδικων πλευρών, της αμέριστης συμπαράταξής του με την πλευρά του δράστη. Είναι πολύ πιθανόν οι σχέσεις του Σήφη Βλαστού με το γένος των Μαντάδων να είχαν ήδη διαταραχτεί και ο πρώτος να έκρινε ότι με τη συγκεκριμένη κίνηση έκφρασης στενής συμμαχίας προς κάποια μέ­ λη του γένους των Μαντάδων θα αμβλυνόταν η αντίθεση ή τουλάχιστον δεν θα είχε να αντιμετωπίσει ένα ενιαίο γένος, σε περίπτωση που η έχθρα εκδηλωνόταν ανοικτά. Τελικά, πιθανόν οι εκτιμήσεις του να απο­ δείχτηκαν λάθος και η έκδηλη συμπαράταξή του με ένα τμήμα του γέ­ νους των Μαντάδων να ήταν η αιτία κάποιοι από τους υπόλοιπους αι10. Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χανιά), Πρακτικά όημοοιας σννεόριάσεως τον Κακονργοόικείον Ρεθνμνης, αρ. πρωί. 13, αρ. πρακτ. 51, συνεδρίαση της 26/4/1913 (αταξινόμητο). 11. Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χανιά), Πρακτικά όημοοιας σννεόριάσεως τον Κακονργοόικείον Ρεθνμνης, ό.π..

130

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ματοσυγγενείς τους να εναντιωθοΰν, αμεσότερα πλέον, προς αυτόν με επακόλουθο τη φονική σύγκρουση. Ο φόνος μεταξύ αδελφών, και μάλιστα με μία τέτοια ασήμαντη α­ φορμή, αποτελεί σημαντική ένδειξη ότι το γένος των Μαντάδων ήταν ή­ δη διασπασμένο εσωτερικά όταν σκοτώθηκε ο συγγενής τους από τον Σήφη Βλαστό, και τα μέλη του διέβλεψαν ότι θα είχε για τους ίδιους ο­ λέθριες συνέπειες το «άνοιγμα μετώπου» με το γένος του δράστη. Οι άλλοι δύο λόγοι που απέτρεψαν τους Μαντάδες να αντιδράσουν με φόνο εντοπίζονται σε στρατηγικές που υιοθετήθηκαν μετά το φόνο, στη σύναψη επιγαμιών με την πλευρά του θύματος και πράξεις επίδει­ ξης κοινωνικής ισχύος από την πλευρά των συγγενών του θύτη: Αλλά εμείς είμαστε μεγάλη οικογένεια, μας φοβηθήκανε και δεν μας π ειρ ά ξα νε καθόλου. Έ ν α ς του ανηψ ιός, του σκοτωμένου, πήρενε [ενν. παντρεύτηκε] μία αδερφή μου ύστερα. Συμπεθεριάσαμε ύστερα δύο-τριώ λογιώ. [...] Ο άλλος του αδερφός, του γαμπρού μας, επήρε του αδερφού μου τη θυγατέρα πάλι ύστερα. Δυο Μ αντάδες επήρανε Βλαστοπούλες. Δε θέλανε να του τη δώσουμε, κι ύστερα εγώ επήγα και είπα του αδερφού μου ότι «εγώ λέω να του τη δώσεις», γιατί αυ­ τός αν δε του τη δίναμε ήθελα να μας κάνει κακό, και προκειμένου να τόνε σκοτώσει ο αδερφός μου, είπα «δώστου τήνε να ξεμπλέξου­ με». Μάλιστα μου ’πάνε ύστερα ότι δε τζι αγαπούσε [σύντομη παύση] γιατί ήτονε κομμουνιστές. [...] Μ ια φορά μου ’πενε του αδερφού μου η γυναίκα ότι «εσύ έβαλες τον αδερφό σου και του ’δωκε τη κόρη μου και τώρα δε τζ’ αγαπά» [σύντομη παύση και ακολουθεί η απάντηση που έδωσε στην αδελφή του] γιατί ήτονε κομμουνιστές, να γιατί δε τζ’ αγαπά. Ο ένας αδερφός είχε πάρει την αδερφή μου κι ο άλλος αδερφός εί­ χε πάρει τ’ αδερφού μου την κόρη...

Η κατασκευή του γενεαλογικού δέντρου των Βλαστών έδειξε ότι οι επιγαμίες με το γένος των Μαντάδων ήταν πολύ περισσότερες και παριστώνται σχηματικά στο Σχήμα 1. Από τη φράση του αφηγητή συμπεθεριάσαμε πολλώ λογιώ, αλλά και από τη σχηματική παράσταση των αγχιστειακών σχέσεων διαπιστώνε­ ται ότι οι επιγαμίες με την αντίπαλη πλευρά —«οι γάμοι με τον εχθρό» μπορούμε να πούμε — δεν σημαίνουν και το «κλείσιμο της βεντέτας» με έναν τελετουργικό τρόπο. Περισσότερο μπορούν να ιδωθούν ως στρα­ τηγικές αποτροπής αντεκδικήσεων —αναμφίβολα ιδιαίτερα αποτελε-

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

131

Σχήμα 1

Επιγαμίες Βλαστών-Μαντάδων Ση*ης Βλαστός νΒλαστός



■ί

Αφηγητής

^ Βλαστού

ί

1 .

Α

Μ α ν τά ς

Τ

)

■ Δράστης φόνου ■ θύμα 1 Αιματοσυγγενής θύματος

σματικές —, που εντάσσονται σε μια διαδικασία άμβλυνσης της ακραί­ ας αντιπαλότητας και μπορούν να συνεχιστούν και στις επόμενες γε­ νιές. Αλλωστε, και από τον πληροφορητή γίνονται σαφείς νύξεις ότι η μνήμη του νεκρού δεν σβήνει καθόλου εύκολα με το συμπεθεριό, αφού πέρα από την «προσφορά γυναίκας» και την «αποδοχή» της από την α­ ντίπαλη συγγενειακή ομάδα, υπάρχει και το ζήτημα της καθημερινής στενής συμβίωσης της γυναίκας αυτής με τη συγγενειακή ομάδα του «ε­ χθρού». Βέβαια, τα εσωτερικά προβλήματα του γένους των Μαντάδων και τα προβλήματα συνοχής που δημιουργούσαν άνοιξαν το δρόμο στη συναφή επιγαμιών με το αντίπαλο γένος. Όμως, η σαφής και ρητή δή­ λωση αποποίησης οποιωνδήποτε βλέψεων αντεκδίκησης θα ήταν ένα επιπλέον ισχυρό πλήγμα για το κοινωνικό γόητρο του γένους συνολικά, εφόσον θα ισοδυναμούσε με δήλωση απόρριψης ενός αιματοσυγγενή και απόδειξη της χαλαρότητας της πίστης στο κοινό αίμα. Εφόσον όλοι γνωρίζουν ότι ο ίδιος ο γάμος δεν εγγυάται την απο­ φυγή της αντεκδίκησης, συχνά ακολουθούνται άλλες παράλληλες πρα­ κτικές, με χαρακτηριστική την επίδειξη κοινωνικής ισχύος για να γίνει

132

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

αντιληπτό στον αντίπαλο ότι μία άμεση εκδήλωση της βίας θα έχει κατα­ στρεπτικές συνέπειες και γι’ αυτόν. Ο Βαρδιάνος αποΰ μένει στα Λιβάδια έχει παρμένη μια θυγατέρα του Μαντά [ενν. του ανθυπασπιστή του στρατού, τον οποίο σκότωσε ο Βλαστός]. Μαρία τήνε λένε τη γυναίκα του. Άμα τη πήρε την κοπε­ λιά έκατσε σώγαμπρος στου Μακρυγιάννη. Αλλά ύστερα ετσακωθήκαμε και τόνε στραπατσάραμε, του πήραμε το μπιστόλι. Η πεθερά του ήθελε να μας εκδικηθεί για τον άντρα της. Είχε τη θυγατέρα του σκοτωμένου παρμένη κι ήθελε να εκδικηθεί τον πεθερό του. Αλλά εν τω μεταξύ πιαστήκαμε και χωρίσαμε. Αυτός επήρε τη γυναίκα του κι έφυγε απ’ του Μακρυγιάννη και πήγε στα Λιβάδια κι έκατσε [...] Ο ξάδερφός του [ενν. του νεκρού Μαντά], τσι γυναίκας του ο ξάδερ­ φος, επήρε την αδερφή μου και δεν ήθελε να τήνε πάρει γιατί ήτονε ο φόνος αφορμή. Και τσακωθήκανε αυτοί οι δυο [εννοεί ο εξάδελφος της συζύγου του νεκρού Μαντά με το Βαρδιάνο]. Εκειά που τσακω­ θήκανε οι δυο, εχτύπησε το κουνιάδο μου, απού ’χε παρμένη την α­ δερφή μου, τόνε χτύπησε ο Βαρδιάνος. Στο σπίτι μέσα είχε ένα μπι­ στόλι και πήγαμε μεις να κοντέψουμε τον κουνιάδο μου να μη μπει μέσα στο σπίτι γιατί ήτονε αυτός οπλισμένος μέσα. Καθώς πήγαμε να τόνε κοντέψουμε νόμιζε ότι πηγαίναμε στο σπίτι του να τόνε [ακατα­ νόητη λέξη] και πόρισε όξω σε μία ταράτσα και μας επυροβόλησε, ε­ μένα κι ένα μου αδερφό. Τοτεσάς που μας πυροβόλησε [...] τόνε πιάσαμε και του πήραμε το μπιστόλι και του παίξαμε ξύλο. Τοτεσάς έ­ φυγε και πήγε στα Λιβάδια αυτός, τραυματίας. Και σηκώθηκε ο πα­ τέρας του και ήρθε ύστερα και πήρε τη νύφη του και πήγανε στα Λι­ βάδια και κάτσανε ύστερα. Και έφυγαν από το χωριό. Στην αφήγηση αυτή φαίνεται καταρχάς η γυναίκα του νεκρού να παροτρύνει το γαμπρό της να πάρει εκδίκηση για το φόνο του συζύγου της. Ο γαμπρός της δεν παίρνει αψήφιστα τα λόγια της πεθεράς του και συγκρούεται με την αντίπαλη ομάδα, η οποία δεν διστάζει να συγκρουστεί για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι γνωρίζουν πως ο γαμπρός πολύ δύσκολα θα προχωρήσει σε φόνο, εφόσον δεν είναι ένα αίμα με το θύ­ μα. Ο δεύτερος είναι η διττή σημασία που αποκτά ο ξυλοδαρμός. Απο­ τελεί μία πράξη επίδειξης κοινωνικής ισχύος, αφού η αντίπαλη ομάδα δεν διστάζει να συγκρουστεί με αγχιστειακούς συγγενείς του θύματος, ενώ ταυτόχρονα οι Μαντάδες φαίνεται να προβαίνουν σ’ αυτή την πρά­ ξη βίας για να υποστηρίξουν και να προστατεύσουν έναν αιματοσυγγενή της αντίπαλης ομάδας, αυτόν στον οποίο θέλουν να δώσουν γυναίκα,

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

133

δηλαδή να κάνουν γαμπρό. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, οι τακτικές του Σήφη Βλαστού και των γιων του, αφότου εγκαταστάθηκε σώγαμπρος στο χωριό Μακρυγιάννη, μπορεί να ιδωθούν ως χαρακτηριστικές της χρήσης βίας, με σκοπό την εδραίωση και ισχυροποίηση της θέσης ενός α­ τόμου σε έναν χώρο εντελώς διαφορετικό από αυτόν της καταγωγής του. Σήμερα η βεντέτα αυτή θεωρείται ότι «έχει κλείσει» χωρίς να υπάρ­ ξει αντεκδίκηση. Οι λόγοι που συνέτρεξαν σ’ αυτό μπορούν να συνοψι­ στούν στην διάσπαση της ενότητας του γένους του θύματος λόγω εσωτε­ ρικών συγκρούσεων, στις διαδοχικές επιγαμίες μεταξύ των γενών δράστη και θύτη, στις στρατηγικές και πρακτικές που υιοθέτησε η πλευρά του δράστη, οι οποίες ενώ ενίσχυαν το γόητρο και την κοινωνική τους ισχύ, ταυτόχρονα δεν «προκαλούσαν» άμεσα με την υπέρβαση ορίων και, τέ­ λος, στη φυσική απώλεια των ατόμων που θα μπορούσαν να υποκινή­ σουν ή να πιέσουν για αντεκδίκηση: Τώρα δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα, ούτε οικογενειακά, τίποτα. Έ π α ψε. Δεν έχομε οικογενειακά. Συμπεθεριάσαμε, μιλιόμαστε, όλα... Οι παλιοί ποθάνανε όλοι. Ο πατέρας μου πόθανε, αυτοί ποθάνανε, η γυ­ ναίκα του πόθανε. Τ α κοπέλια του [ενν. του θύματος] ζούνε ακόμη...

Ο πρώτος ανεψιός των Μανόλη και Σήφη, που λεγόταν Κυριάκος, υπήρξε επίσης δράστης φόνου στα Λιβάδια. Αιτία είναι η απαγωγή γυ­ ναίκας, την οποία του είχαν υποσχεθεί για γάμο. Ο φόνος διαπράχθηκε την ημέρα του γάμου, με θύμα τον ηλικιωμένο πατέρα του γαμπρού. Το γεγονός τοποθετείται χρονικά στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Έ τσι περνάμε στα φονικά της επόμενης γενιάς. Εσκότωσε ένας μου ξά δερφ ος ένα Κάβο κι έφυγε από τα Λ ιβάδια και πήγε στον Άη-Γιάννη κι έκατσε. Ή το ν ε μία παντρειά στη μέση. Επήενε ο γιος του σκοτωμένου και είχενε πάρει μια κοπέλα που την είχαν ταμένη του φονιά και τόνε σκότωσε. Επήγανε οι Κάβοι στα ό­ ρη και βρήκανε ένα μου μπάρμπα και του ρίξανε μία μ π α λ ω τέ και του κόψανε το πόδα ντου. Άμα τόνε κουτσοποδήσανε έφυγε κι αυτός και ήρθενε στα Χ ελια νά12 κι έκατσε [ενν. σώ γαμπρος]. Κι έκανε κι αυτός τέσσερις γιους στα Χελιανά.

Στην κατάσταση αναταραχής, όπως λένε οι ίδιοι οι κάτοικοι, που ε­ πικράτησε αμέσως μετά το φόνο, εκδηλώθηκε άμεση αντεκδίκηση. Δεν 12.0 Άη-Γιάννης και τα Χελιανά ανήκουν στην επαρχία Μυλοποτάμου.

134

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

γνωρίζουμε αν οι συγγενείς του θύματος επιδίωξαν το θάνατο του συ­ γκεκριμένου ατόμου και απλά δεν το κατάφεραν ή εσκεμμένα τον τραυ­ μάτισαν μόνο, αναλογιζόμενοι τις ολέθριες συνέπειες ενός φόνου στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ το ζήτημα των μετοικήσεων. Δράστης και θύμα φεύγουν και εγκαθίστανται σε χωριά που απέχουν αντίστοιχα 15 και 25 χιλιόμετρα περίπου από τον τόπο διαμονής τους. Παρόλο που η απόσταση από τους αιματοσυγγενείς του θύματος είναι μικρή, οι τελευταίοι δεν φαίνεται να επιδιώκουν να αντεκδικηθούν. Πιθανόν θεώρησαν την κίνηση της εγκατάλειψης του οι­ κισμού από τα δύο άτομα ως σημαντική υποχώρηση, η οποία λειτούργη­ σε αποτρεπτικά στην εκδίκηση, σε συνδυασμό με το γεγονός του τραυ­ ματισμού και το ότι ο νεκρός ήταν τέτοιας ηλικίας που είχε ολοκληρώσει τον «κύκλο της ζωής του» (γάμος, απόγονοι, διαιώνιση του γένους). Βέ­ βαια, όπως θα δούμε παρακάτω, η μνήμη αυτού του μίσους θα επανέλθει στο προσκήνιο, όταν δοθεί μία αφορμή σε μία επόμενη γενιά. Το τέταρτο φονικό έγινε σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση α­ πό τη γερμανική κατοχή, συγκεκριμένα την ημέρα του Πάσχα του 1946. Δράστης είναι ο Νικολής Βλαστός, γιος του Μανόλη, που είχε σκοτώ­ σει στα τέλη του προηγούμενου αιώνα τον Καλημέρη μέσα στο καφε­ νείο του. Τώρα, όμως, Βλαστοί και το αντίπαλο γένος, οι Δράκοι, είναι ένα αίμα ή, ακριβέστερα, έχουν την ίδια φλέγα, εφόσον οι πρώτοι κα­ τάγονται από τους δεύτερους. Ως αίτιο εμφανίζεται η υποψία μοιχείας. Ο Νικολής Βλαστός ήταν ορτάκης μαζί με το Αρτέμη Δράκο και ή­ ταν εποχή που σακάζανε τα πρόβατα στα όρη. Κάποια μέρα ο Αρτέμης Δράκος κατέβηκε στο χωριό για να πάρει φαγητό από τη σύζυγο του Νικολή και να το πάει στα όρη, μια διαδρομή που τότε ήταν ιδιαίτερα κοπιώδης και χρονοβόρα. Την αυγή της επόμενης μέρας, κάποια γειτόνισσα του Νικολή Βλαστού είδε να βγαίνει από το σπίτι του ο ορτάκης και να κατευθύνεται με το φαγητό στα όρη, πράγμα που διέδωσε. Οι εκδοχές που ειπώθηκαν περιστρέφονται γύρω από το αν ο Αρτέμης Δράκος τσάντισε [ενν. εκδήλωσε ερωτικές προθέσεις] ή όχι τη σύζυγο του Νικολή Βλαστού. Η μία εκδοχή είναι ότι πράγματι εκδήλωσε ερω­ τικές προθέσεις και η άλλη είναι ότι επρόκειτο για παρεξήγηση. Συ­ γκεκριμένα, τα ξημερώματα, ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στα όρη, θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει από την προηγούμενη μέρα το μαντήλι με τον ταμπάκο του στο σπίτι του ορτάκη του και πήγε να το πάρει. Όσον αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσει η σύζυγος του Νικολή Βλα­

ΔΥΟ ΠΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

135

στού, οι επιλογές ήταν δυο: ή να μην αναφέρει τίποτα η ίδια στον άνδρα της και να διαψεύσει αυτά που διαδίδονταν, οπότε θα ήταν πολύ μεγάλος ο κίνδυνος ο ίδιος να τη σκοτώσει υπό τις κοινωνικές πιέσεις, ή να γνωστοποιήσει πρώτη στο σύζυγό της ότι ο ορτάκης του την τσά­ ντισε. Στη δεύτερη περίπτωση, το βάρος της προσβολής δεν θα έπεφτε στην ίδια και ο σύζυγός της δεν θα έπρεπε να εκδικηθεί την ίδια, αλλά τον ορτάκη του για την πρόταση που της έκανε. Του Βλαστομανώλη ο γιος [ενν. ο Νικολής Βλαστός] σκότωσε ένα, Δράκος ήτονε. Γιώργο τόνε λέγανε. Τόνε σκότωσε γιατί ετσάτισε τη γυναίκα του.13Έφυγε και έλειπε τρία χρόνια αυτός [ενν. ο Δράκος, λόγω των υποψιών που διαδόθηκαν]. Στα τρία χρόνια ήρθενε στα Λι­ βάδια και δεν τον ήθελε ο ξάδελφός μου [ενν. ο Νικολής Βλαστός] να ’ρθει γιατί είχενε τσαντίσει τη γυναίκα του. Και του ’πε να φύγει και δεν έφευγε. Έφυγε και πήε στην εκκλησία, την ημέρα τσι Λαμπρής που κάνουνε την Ανάσταση την τελευταία, στην εκκλησία, και είδε έ­ να αδερφό του που πήγε κι αυτός και επροσκύνησε στην εκκλησία και απόις [ενν. έπειτα] επόρισε [ενν. βγήκε έξω] κι αυτός έξω και με­ τά ερχότανε ο άλλος, ο φταίχτης, στην εκκλησία και πήγε κι ο ξάδερ­ φός μου στην εκκλησία και νόμισε ότι τα ’χάνε φτιάξει να σπάσουνε το διασάκι14γιατί έλειπε τρία χρόνια με την προσβολή που ’χε κάνει. Και προχωρούσε προς τον Αρτέμη ο ξάδερφός μου αλλά τόνε ακο­ λουθούσε ο αδερφός του Αρτέμη από πίσω. Και έσυρε το μπιστόλι αυτός και λέει: «αφού το ’χετε σχέδιο σήμερο να σπάσετε το δισάκι, πάρτη κι εσύ» να πούμε. Και σκοτώνει του Αρτέμη τον αδελφό [ενν. το Γιώργο], ενώ δεν έφταιγε αυτός. Λέει: «αν δεν τον σκοτώσω τον αδερφό θα με σκοτώσει αυτός από πίσω». Τόνε σκότωσε και προχω­ ρούσε προς τον άλλο, στον Αρτέμη. Ανταλλάξανε πυροβολισμούς, α­ δειάσανε τα μπιστόλια ντως και πήανε και πήρανε τα επαναληπτικά όπλα και πήγανε και κλείσανε τη πόρτα του ξαδέρφου μου, κλείσανε τη πόρτα οι συγγενείς, τ’ αδέρφια ντου, και δεν τον αφήνανε να πορί­ σει όξω και πήγε από ένα παράθυρο να πορίσει όξω και ήτονε παωμένος [ενν. είχε πάει] ο άλλος με το επαναληπτικό και τόνε σκότωσε στο παραθύρι. 13. Εδώ ο αφηγητής, στη λογική της «συλλογικής ευθύνης», ταυτίζει τον φταί­ χτη με τον αδελφό του. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια της αφήγησης, αυτός που τσάντισε τη γυναίκα του ήταν ο Αρτέμης Δράκος. 14. Η φράση σπάω το διασάκι σημαίνει γενικά άμβλυνση της σύγκρουσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλώνει την άρση της απαγόρευσης συνάντησης των εχθρών στον ίδιο χώρο.

136

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Τα δυο φονικά έγιναν την ίδια μέρα και σε πολύ μικρό διάστημα μεταξύ τους. Σε μία από τις αφηγήσεις των γεγονότων αυτών είναι πα­ ρούσα και μία γυναίκα, η οποία παρεμβαίνει και αναφέρει ότι ο δρά­ στης σκοτώθηκε γρήγορα γιατί τον καταράστηκε ο παπάς, επειδή με το φόνο ματαιώθηκε η λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Ο Θ εός τον έβγαλε έξω [εννοεί βγήκε από το παράθυρο, όπου τον σκότωσε ο Αρτέμης Δράκος], τα άγια μυστήρια εβλαστήμηξε ο π α ­ πάς [και είπε] «απού να τη φάει στη κεφαλή απού ήτονε αφορμή και δε γίνηκε η λειτουργία τσ’ Ανάστασης» και δεν επεράσανε πέντε λε­ πτά και τήνε τρώει ο άλλος στη κεφαλή και χάθηκε.

Η ίδια γυναίκα-αφηγήτρια συνεχίζει να παρεμβαίνει στη διήγηση θεωρώντας ως αίτιο των φόνων τη γυναικεία σεξουαλικότητα: Για βρωμοδουλειές χαθήκανε εφτά αθρώποι [...] Του Βλαστομάρκου [ο αδελφός του δράστη] η γυναίκα ήτονε βαρεμένη και ποθαίνει απού είχενε χάσει τον άντρα τζη, ήτονε 15-16 χρονώ κοπέλα, ήτανε έγκυος και πέθανε έξη μήνες μετά, τσ’ έπεσε το παιδί. Η αδερφή ντου αυτηνού, του σκοτωμένου [ενν. του Βλαστού], έγκυος και έσκασε και πόθανε κι αυτή, έσκασε από τη στενοχώρια ντζη.

Στα γεγονότα αυτά η γυναικεία σεξουαλικότητα εμφανίζεται ως αί­ τιο καταστροφής. Για τους Λιβαδιώτες, η γυναικεία σεξουαλικότητα ε­ πιδέχεται αρνητικές κοινωνικές υποδηλώσεις, γιατί εντάσσεται στη κα­ τηγορία του ενστίκτου, το οποίο εκδηλώνεται με προκλητικές συμπερι­ φορές προς το ανδρικό φύλο. Οι προκλήσεις αυτές συχνά επιφέρουν δεινά, όπως την υποκίνηση του άνδρα στη διάπραξη μοιχείας ή έναν κλονισμό της οικογενειακής ενότητας και ευτυχίας. Αντίθετα, η ανδρι­ κή σεξουαλικότητα συνδέεται κατεξοχήν με την ανοχπαραγωγική ικα­ νότητα του άνδρα, όπως υποδηλώνει και η χρήση του όρου βαρβατικό, με τον οποίο ονομάζουν τον γόνιμο κριό ή τράγο και μεταφορικά αποκαλούν καλό βαρβατικό τον άνδρα που έχει γεννήσει πολλούς απογό­ νους. Οι αντιλήψεις αυτές επιβάλλουν την ανάγκη ελέγχου της γυναί­ κας από τον άνδρα, πατέρα, αδελφό ή σύζυγο. Επομένως, για διάφορα φερσίματα (π.χ. ντύσιμο, τρόποι και συμπεριφορές προς τους άνδρες) μιας γυναίκας, τα οποία ερμηνεύονται ως ανικανότητα να τιθασεύσει τα ένστικτά της, μεγάλη ευθύνη φέρει ο άνδρας. Σ’ αυτόν αποδίδεται η υπαιτιότητα για την ασυγκράτητη σεξουαλικότητά της και, έμμεσα ή ά-

ΔΥΟ ΠΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

137

μέσα, σχολιάζεται επικριτικά από το σύνολο της κοινωνίας, με συνέ­ πεια να θίγεται ο εγωισμός του.15 Η γυναικεία αυτοσυγκράτηση και αγνότητα αποδεικνυεται στις κα­ θημερινές σχέσεις με την αποφυγή συγχρωτισμού με το άλλο φύλο και τον περιορισμό της επικοινωνίας των γυναικών στον οικιακό και συγγενειακό χώρο, συμπεριφορές που δηλώνουν ένα έμπρακτο ενδιαφέ­ ρον για τη διατήρηση της παρθενίας μέχρι το γάμο. Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, οι άνδρες δήλωναν με έμφαση και αρκετό στόμ­ φο ότι στο χωριό το 99% των αννπανόρων γυναικών είναι παρθένες. Αλ­ λά και μετά το γάμο η γυναίκα-σύζυγος, ιδίως όταν είναι νέα, πρέπει να αποφεύγει να συγχρωτίζεται με άνδρες με τρόπο που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί, εκτός φυσικά αν πρόκειται για στενούς συγγενείς. Τέ­ τοιες παρεξηγήσιμες επαφές της γυναίκας με το άλλο φύλο μπορεί να είναι η επίσκεψη ενός άνδρα στην οικογενειακή εστία, όταν ο σύζυγος απουσιάζει, η τακτική ιδιωτική συνομιλία ή συναναστροφή με έναν άν­ δρα σε μη δημόσιο χώρο κ.λπ.. Ό ταν η γυναίκα-σύζυγος παραβαίνει τους κανόνες συναναστροφής με το άλλο φύλο και συμπεριφέρεται με τρόπο παρεξηγήσιμο, προσβάλλεται ο ανδρισμός του συζύγου της για την ανικανότητά τον να κρατήσει τη γυναίκα του (βλ. και Blok 1981). Η πρόκληση της γυναικείας σεξουαλικότητας, οι βρωμοδουλειές ό­ πως ισχυρίζεται η αφηγήτρια, είναι αιτία θανάτου, που στη συγκεκρι­ μένη περίπτωση δεν περιορίζεται σε φόνο και αντεκδίκηση μεταξύ ανδρών. Θύματα εμφανίζονται να είναι και οι γυναίκες, που πεθαίνουν σαν από μία «Θεία Δίκη», επειδή μια γυναίκα, η σύζυγος του Νικολή Βλαστού, δεν τιθάσευσε το σεξουαλικό της ένστικτο. Τα θύματα της εκ­ δικητικής αυτής «θεϊκής μανίας» είναι τόσο πολλά για τον πρόσθετο λόγο ότι με την εκδήλωση της γυναικείας σεξουαλικότητας, στη συγκε­ κριμένη περίσταση, διαπράττεται ταυτόχρονα και μία αιμομιξία: οι δύο συνέταιροι κτηνοτρόφοι, ο Νικολής Βλαστός και ο Γιώργος Δράκος, μεταξύ των οποίων άνοιξαν οικογενειακά, ήταν ένα αίμα. Μετά το φονικό, ο δράστης Αρτέμης Δράκος που ?μονέ χρω ματι­ σμένος [ενν. κομμουνιστής], έφυγε και πήγε με το κοπάδι του σε γειτο­ νική επαρχία κι έγινε αντάρτης. Βρέθηκε όμως νεκρός και πιθανολο­ γείται ότι σκοτώθηκε σε ενέδρα από εθνικόφρονες. Η ανεξακρίβωτη ταυτότητα του δράστη αποτέλεσε σημαντικό επιχείρημα για την απο-

15. Ανάλογα ισχύουν και στην κοινωνία των Σαρακατσάνων, όπως τα περιγράφ ειο Campbell (1974 [1966]: 141-170).

138

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

φυγή αντεκδικήσεων από τους αιματοσυγγενείς του θύματος, οι οποίοι μπορούσαν έτσι να επικαλούνται ότι ίσως και να σκοτώθηκε εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων από τους αντιπάλους του στην εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Επειδή τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά πρόσφατα, ήταν δυνατή η συστηματική χρήση του αρχειακού υλικού της Κοινότητας για τη δια­ μόρφωση μιας όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένης εικόνας των μετέπειτα επιγαμιών μεταξύ των δύο αντίπαλων γενών. Στα οικογενειακά μεταξύ Βλαστών και Δράκων διαπιστώνεται καταρχάς η επίτευξη μιας στενής ενδογαμίας. Συγκεκριμένα, ο γιος του θύτη, και ταυτόχρονα θύματος, παντρεύεται γυναίκα από την εχθρική ευρύτερη συγγενειακή ομάδα, με την οποία υπάρχει και στενός δεσμός αίματος: είναι δεύτερη εξαδέλφη του. Εν ολίγοις, αφού το αίμα τους χώρισε με τα οικογενειακά, τώρα «ενώνεται» πάλι με τους γόμους. Η σχηματική παράσταση της ενδογαμίας αποδίδεται στο Σχήμα 2: Σχήμα 2 Επιγαμίες Βλαστών-Δράκων

1 Μανώλης Βλάσιός

, Α Νικολής Βλαστός .

Μανόλης | Βλαστός

Ί

Διαμαντω 1Βλαστού

^ \Μ „ αρία ■ Σισιλέ

ΐ4ιΝ ικη

V Ιΐΐτ Δράκου

ν Σισιλές

Α ^ .οργο "Δρ άκ ςς

1 - Σκότωσε Καλημέρη 2 - Σκότωσε Γιώργο Δράκο και σκοτώθηκε από τον αδερφό του θύματος Αρτέμη Δράκο ■ Δράστης φόνου ■ Δράστης φόνου και θύμα 11 Αιματοσυγγενής θύματος

Επειδή όμως οι αγχιστείς είναι στανροξάδελφα, η στενή ενδογαμία επικαλύπτεται ιδεολογικά από τις πατρογραμμικές τάσεις του γένους. Επίσης, η ήδη υπάρχουσα αιματοσυγγένεια διευκολύνει την επίτευξη σύναψης του «γάμου με τον εχθρό», ενώ η διπλή συγγενειακή σχέση — αιματοσυγγένεια και αγχιστεία— μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτι­ κά στην αναπαραγωγή της βεντέτας στις επόμενες γενιές. Στα δύο επόμενα σχήματα (3,4) είναι έκδηλη τόσο η επίτευξη αγχιστειακής σχέσης όσο και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται. Οι αντιμαχόμενες γενεακές ομάδες δεν φαίνονται να είναι «παρούσες»

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

139

στις επιγαμίες, ενώ στην πραγματικότητα είναι. Πριν από τα φονικά παρατηρείται επιγαμία μεταξύ των δυο γενών, όχι όμως με την επιμέρους γενεαλογική γραμμή των Δράκων, δηλαδή των θυμάτων. Σχήμα 3 Ε πιγαμίες Βλαστών-Δράκων

Μανώλης Βλαστός 2

Κωνσταντίνος Α Δράκος

(^ (Ευαγγελία Βλαστού

Νικολής Βλαστός

1 Ρ Δράκου Ί Ελευθέριος Ρουσος

Αικατερίνη Βλαστού

/I Γιώργος Ρούσος

I

Σκ ό τ ω σ ε Κ α λ η μ ε ρ η ά - ¿ κ ο τ ω σ ε ι ιω ργ ο Δ ρ ά κ ο και σ κ ο τώ θ η κ ε α π ο ιυ ν α οε λφ ο ίο υ θ υ μ α ι υ ς , Α ρ ιε μ η Δ ρ ά κ ο



Δ ρ ά σ τ η ς ψ ο νο υ

*

Δ μ ιι υ ι ιι ς φ ο νο υ κιιι θ ύ μ α

ιΐ

Α ιμ α τ ο σ υ γ γ ε ν η ς θ ύ μ α τ ο ς

Σχήμα 4 Ε πιγαμίες Βλαστών-Δράκων

Ά

Νικολής Βλαστός

Μάρκος Ασημάκης

Ελένη Βλαστού Μαρία Ασημάκη

Α Στέφανος Δράκος

ΜΜ.

1 - Σκότωσε Γιωργο Δράκο και σκοτώθηκε από τον αδελφό του θύματος, Αρτέμη Δράκο ■ Δράστης φόνου και θύμα ϋ Αιματοσυγγενής θύματος

Ο Νικολής Βλαστός, ο δράστης του φόνου, είχε συνολικά έξη αδέλ­ φια. Οι επιγαμίες με το γένος του θύματος επιτελοΰνται στην επόμενη γενιά. 'Οπως φαίνεται στο δημοτολόγιο, από το έτος γέννησης του πρώ­ του παιδιού, οι γάμοι έγιναν μεταξύ 1954 και 1957, ενώ τα φονικά έγι­

140

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ναν το 1946. Επομένως οι γάμοι έγιναν στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού. Μάλιστα στο Σχήμα 3 έχουμε περίπτωση ανάλογη αυτής που συναντή­ σαμε στις επιγαμίες μεταξύ Βλαστών και Μαντάδων. Εδώ δύο αδέλφια από ένα τρίτο γένος, τους Ρούσους, παντρεύονται δύο πρώτες σταυροξαδέλφες από το γένος των Δράκων. Τα δύο αδέλφια έχουν θέση εν­ διάμεσου, για να δημιουργηθεί άλλη μία επιγαμία μεταξύ των δύο αντί­ παλων γενών. Ταυτόχρονα, ο δεσμός αυτός επιφέρει και μία «μίξη του αίματος» των δύο αντίπαλων γενών, μέσω της διπλής αιματοσυγγένειας που θα έχουν οι απόγονοι των Ρούσων. Τα παιδιά των δύο Ρούσων θα είναι μεταξύ τους πρώτα εξαδέλφια από τη μεριά των πατέρων τους και δεύτερα εξαδέλφια από τις μητέρες τους. Με το πέμπτο φονικό περνάμε στην επόμενη γενιά. Συνέβη πριν α­ πό τέσσερις δεκαετίες, με δράστη τον Κώστα Βλαστό, το γιο του Νικολή Βλαστού. Το 1960 ο Κώστας Βλαστός σκότωσε το Μιχάλη από την ευρύτερη —όπως και ο παππούς του— συγγενειακή ομάδα των Καλημέρηδων, με αφορμή την κλοπή ενός αρνιού. Ο δράστης ήταν ηλικίας 17 ετών και το θύμα 23: Το τελευταίο κοπέλι που σκοτώσανε στα Λ ιβάδια οι Βλαστοί ήτονε οχτώ μερώ στρατιώτης απολυμένος και εγέννησε ενός Βλαστού μια προβάτα και βάστανε [ενν. το θύμα] τ’ αρνάκι.

αναφέρει παρεμβαίνοντας η σύζυγος του κύριου πληροφορητή μας, ο οποίος, θεωρώντας το φονικό ως αναπαραγωγή της έχθρας με τους Κά­ βους, συμπληρώνει: Ο παππούς του παιδιού [ενν. του θύτη] είχε σκοτώσει άλλο ένα Καλημέρη μια φορά, παλιά.16 Εδώ ήτονε η διαφορά, ότι είχε παρμένο το αρνί του παιδιού και τον είδε και το ’βάστανε και τόνε σκότωσε. Μ ι­ κρός ήτονε, 17 χρονώ ήτονε, δε σκεφτότανε το παιδί. Και είδε το αρ­ νί που το βάστανε, το δικό του, ο άλλος, και μάνισε.

Δηλαδή ο δράστης βλέποντας να κρατά ένα δικό του πρόβατο ο νε­ αρός Καλημέρης και να διαβαίνει τον οικισμό, το εκλαμβάνει ως πρό­ κληση, λόγω προϋπάρχουσας έχθρας. Η υποκίνηση από τη γιαγιά του, η οποία στο αίμα είναι από τους Κάβους, επιδρά καταλυτικά: 16. Πρόκειται για το πρώτο φονικό, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα.

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

141

Εγώ λέω πως του το ’δωκε η γιαγιά του το μπιστόλι και πήε και τόνε σκότωσε. Ήτονε από τσι Κάβους η γιαγιά του. Ήτονε πολύ-πολυ θρασύς η γιαγιά του, πολύ δηλαδή πεισματάρα. Μήπως επιχειρεί να εκδικηθεί για ό,τι είχε γίνει μια γενιά πριν ε­ μπλέκοντας σε οικογενειακά το γένος υποδοχής της μ’ ένα από τα ισχυ­ ρότερα γένη του χωρίου; Μετά το φονικό οι εναπομείναντες αιματοσυγγενείς του δράστη, με εξαίρεση τις γυναίκες που είχαν δοθεί νύφες, μετοικούν πουλώντας όλα τα υπάρχοντά τους (σπίτια και χωράφια). Ο ίδιος ο δράστης φυλακίζε­ ται για εννέα χρόνια και μετά την αποφυλάκισή του φεύγει από την Κρήτη και εγκαθίσταται σε κάποιο άλλο νησί. Μία επιγαμία που έγινε μία δεκαετία αργότερα ίσως εντάσσεται στη διαδικασία άμβλυνσης της σύγκρουσης, επειδή αρκετοί Βλαστοί συνεχίζουν να διαμένουν σε γειτονικά χωριά. Η επιγαμία αυτή παριστάνεται σχηματικά με τον εξής τρόπο: Σχήμα 5 Επιγαμίες Βλαστών-Καλημέρηδων Μανόλης Καλημέρης

Χαρά Βλαστού Καλιόπη 1Καλημέρη , Σοφία ... Ροοσου

Ρουοος

Γ / Νικος Καλημέρης

λ Μιχαλης Καλημέρης

■ θύμα Ξ Αιματοσυγγενής δράστη

Κάνουν τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Το πρώτο παιδί τους ήταν κορίτσι και γεννήθηκε το 1974 (άρα ο γάμος έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970) και το τελευταίο το 1981, το οποίο ήταν αγόρι και βαφτίστηκε με δυο ονόματα: του παππού του από την πατρι­ κή πλευρά, σύμφωνα με τον κανόνα πατρογραμμικής μεταβίβασης του βαφτιστικου ονόματος, και του νεκρού Μιχάλη Καλημέρη (η υπόθεση

142

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

της απόδοσης του ονόματος του νεκρού ενισχύεται και από το γεγονός ότι το πραγματικό του όνομα —και όχι το ψευδώνυμο που χρησιμοποι­ είται εδώ — είναι αρχαιοελληνικό και πολύ σπάνιο στην περιοχή). Με το γάμο επιδιώκεται να γεφυρωθεί η πλήρης απομάκρυνση που έχει ε­ πιφέρει η βία μεταξύ των δυο ομάδων αγχιστέων, ενώ το δεύτερο όνο­ μα δίδεται για να τιμηθεί η μνήμη του νεκρού με τη συμβολική δήλωση της επιθυμίας να «ξαναφτιαχτεί» η ύπαρξη που χάθηκε.17 Σ ’ αυτή την περίπτωση επιγαμίας η πατρική και η μητρική πλευρά της γιαγιάς της νύφης από την πλευρά της μητέρας της είναι αντίστοιχα από τους Καλημέρηδες και τους Βλαστούς. Άρα είναι πολύ πιθανό να πρόκειται και πάλι για «γάμο με τον εχθρό» και συγκεκριμένα για το φόνο Καλημέρη, τον οποίο είχε διαπράξει Βλαστός στα τέλη του προη­ γούμενου αιώνα. Στην τελευταία περίπτωση αγχιστείας (βλ. Σχήμα 5), η διπλή συγγένεια της Ρουσσοπούλας και με τα δύο αντίπαλα γένη διευ­ κολύνει την επίτευξη της αγχιστειακής σχέσης με τον αδελφό του νεκρού. Σε ένα επίπεδο συμβολισμού του αίματος, με την αγχιστεία αυτή γεφυρώνεται ο χωρισμός του αίματος που έχει επέλθει μεταξύ των δύο γε­ νών λόγω του φόνου, γιατί συντελείται μία νέα «μίξη του αίματός» τους. Σήμερα Βλαστοί και Καλημέρηδες μπορεί να μη θεωρούν ότι υπάρ­ χει μεταξύ τους ένας κηρυγμένος πόλεμος, όμως οι πρώτοι αποφεύγουν να συναντηθούν σε κοινούς χώρους με τους δεύτερους, τουλάχιστον με όσους εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να διαμένουν στο χωριό ή δια­ τηρούν στενές σχέσεις μ’ αυτό. Επίσης, στα Λιβάδια δεν έχει απομείνει κανένας με το επώνυμο Βλαστός, εκτός από τις γυναίκες που έχουν πα­ ντρευτεί με άνδρες από άλλα γένη, και επομένως δεν διατηρούν το πα­ τρικό τους όνομα. Σχηματικά, οι συγγενειακές σχέσεις μεταξύ των δραστών Βλαστών παριστάνονται στο Σχήμα 6. Μετά την παράθεση των γεγονότων και των πρώτων παρατηρήσε­ ων, μπορούν πλέον να διατυπωθούν οι πρώτες σκέψεις. Καταρχάς, δια­ πιστώνεται ότι η συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για απόσχιση ε­ νός γενεαλογικού κλάδου από ένα ευρύτερο γένος και για τη δημιουρ­ γία ενός νέου, γεγονός που συνοδεύεται και από τη διεκδίκηση δικαιω­ μάτων για αναγνώριση ενός «ζωτικού χώρου», δηλαδή τη δυνατότητα χρήσης μιας ξεχωριστής λωρίδας κοινοτικής γης ως βοσκοτόπου, ενός 17. Η υπόθεση αυτή προέρχεται από ανάλογες διαπιστώσεις της Christiane Klapisch-Zuber (1987: 283-309) για τους συμβολισμούς της ονοματοδοσίας στη μεσαιωνική Φλωρεντία.

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

143

Σ χήμα 6

Συγγενειακές σχέσεις μεταξύ των δραστών Βλαστών ΓιάννηςΔράκος ηΒλαστός

I . Α Σή»ης

Βλαστός

* 4 ^

Μανόλης Βλαστός Νικολής Βλαστός κώστας Βλαστός

" 4Α

^

1 - Σκότωσε Μαντά 2 - Σκότωσε Καλημέρη 3 - Σκότωσε Γιώργο Δράκο και σκοτώθηκε από τον αδελφό του θύματος, Αρτέμη Δράκο Κυριάκος 4 - Σκότωσε Κάβο Βλαστός 5 _Σκότωσε Μιχ. Καλημέρη ■ Δράστης φόνου ■ Δράστης φόνου και θύμα

σέρματος, αφού η κοινωνική υπόσταση του γένους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντίστοιχη εδαφική. Το σέρμα των Βλαστών βρισκό­ ταν ανάμεσα σ’ αυτό του γένους των Δράκων —πιθανόν λόγω της κοι­ νής καταγωγής— και του γένους των Καλημέρηδων. Επομένως, δεν εί­ ναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Βλαστοί είχαν ανοίξει οικογενειακά και με τα δύο παραπάνω γένη σννοράτορων. Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε με αρκετή βεβαιότητα ότι όλα τα φονικά που έγιναν ανάγονται στις προσπάθειες εδραίωσης και επι­ κράτησης μιας νέας συγγενειακής ομάδας, στο πλαίσιο ενός διαρκούς ανταγωνισμού μεταξύ των ήδη υπαρχόντων γενών ή κλάδων τους, εγ­ χείρημα που μπορεί να δημιουργήσει ακραίες και αλόγιστες αντιδρά­ σεις σε οποιαδήποτε διάθεση αμφισβήτησης. Άλλωστε, σε όλες τις πε­ ριπτώσεις Βλαστοί είναι αυτοί που πρώτοι θα ανταπαντήσουν με φόνο σε μία πράξη που θα εκλάβουν ως προσβολή. Έ νας άλλος παράγοντας που συνέτεινε ώστε οι Βλαστοί να ρέπουν στην χρήση βίας στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν την παρουσία τους, ως νεότευκτο γένος, σε ένα έντονα ανταγωνιστικό και με περιορι­ σμένους υλικούς πόρους περιβάλλον, ήταν και οι σχετικά αργοί ρυθμοί αύξησης των μελών τους. Αν σε ένα μέλος ενός πολυπληθούς γένους, λόγω έχθρας με μέλος άλλου γένους, συμβεί ένα δυσάρεστο γεγονός ή υποπέσει σε μία δυσάρεστη κατάσταση, οι πιέσεις που ασκούνται από τους υπόλοιπους αιματοσυγγενείς του για μία πιο έλλογη δράση ή πιο ψύχραιμη αντίδραση είναι περισσότερες και ισχυρότερες, εφόσον όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι μία αλόγιστη αντίδρασή του αυτόματα θα εμπλέξει άμεσα και τους ίδιους. Επίσης, οι προκλήσεις προς κάποιον εί­

144

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ναι πολύ περιορισμένες, όταν είναι γνωστό ότι πρόκειται για μέλος ε­ νός πολυάριθμου γένους, δηλαδή έχει έναν ευρύ κύκλο υποστηρικτών. Όμως, στην περίπτωση των Βλαστών, οι δύο αυτοί παράγοντες δεν είχαν ισχύ. Συγκεκριμένα, η σύναψη αγχιστειακών σχέσεων και η γέν­ νηση απογόνων παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες: η πρώτη οφείλεται σ’ ένα τυχαίο γεγονός, που είναι η ύπαρξη ενός σχετικά μεγαλύτερου α­ ριθμού θηλυκών μελών. Έτσι, όπως φαίνεται και από την επεξεργασία του δημοτολογίου των Λιβαδίων, το γένος των Βλαστών έγινε κατά κύ­ ριο λόγο «δότης γυναικών» (πιο αναλυτικά, βλ. Τσαντηρόπουλος 2000: 129). Η αδυναμία μεταβίβασης του οικογενειακού ονόματος σε πολ­ λούς απογόνους δεν επέτρεψε τη διεύρυνσή του. Το δεύτερο πρόβλημα είναι συνακόλουθο του πρώτου και Οφείλεται στο «άπλωμά» του σε διαφορετικά γένη, ως συνέπεια της αποφυγής επιγαμιών λόγω της έλ­ λειψης ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο οδηγεί στη δημιουργία ασθενών δεσμών και συμμαχιών. Έτσι, σε περίπτωση κινδύνου δεν θα ήταν δυ­ νατόν να λειτουργήσουν ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις, δηλαδή άτομα που θα είχαν συμφέρον να μη πολωθεί ο ανταγωνισμός και να εμπλακούν ενεργά ώστε να αποτρέψουν ακραία γεγονότα. Ό πως θα φανεί και παρακάτω, απαραίτητη προϋπόθεση συγκρότη­ σης ενός γένους σε κοινωνική ομάδα είναι η επέκταση της δράσης του στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Οι Βλαστοί επιχειρούν να συγκροτηθούν σε κοινωνική ομάδα στη βάση μιας βενιζελικής παράδοσης. Ο Μανό­ λης Βλαστός λέγεται ότι πολέμησε στο Θέρισο και ο Σήφης Βλαστός ή­ ταν επίσης Βενιζελικός. Σε δύο περιπτώσεις φόνων, με δράστη το Σήφη και τον Νικολή, πίσω από την ακραία βία υπάρχει και μία ακραία πολι­ τική αντιπαλότητα. Στην πρώτη περίπτωση, η πλευρά του θύματος είχε μία παράδοση στην αριστερά (κομμουνιστές τους αποκαλεί ο πληροφορητής μας, μεταθέτοντας έτσι στο πολιτικό πεδίο τους λόγους που η αδελφή του, ως νύφη, όεν τους αγαπούσε), όπως αριστεροί ήταν και οι δύο νεκροί Δράκοι, στη δεύτερη περίπτωση φόνου. Στις αφηγήσεις των κατοίκων για τα οικογενειακά των Βλαστών, η βία εκλαμβάνεται με ένα διττό, θετικό και αρνητικό, περιεχόμενο. Μία γυναίκα-πληροφορητής λέει: μία αδερφοσύνη ήτονε [ενν. οι Βλαστοί] που βγάλανε μία γενιά κι ήτονε χάλια · και κάποιοι παρευρισκόμενοι συγκατατίθενται θετικά. Από την άλλη, στην ίδια συζήτηση τονίστηκε αρκετά συχνά η προκοπή των απογόνων των δύο αντίπαλων πλεΐ’ρών, που αποδόθηκε στην αναγκαστική μετοίκησή τους (απλωθήκανε ή εξα-

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

145

πλωθηκανε, είναι μία συχνά χρησιμοποιούμενη φράση) και στη συ­ γκρότηση τους σε κοινωνική ομάδα με συνοχή και αλληλεγγύη λόγω της ύπαρξης του «εχθρού». Αυτή την εντύπωση, ότι η βία της βεντέτας δεν είναι μόνο καταστροφική αλλά αποτελεί και μία μορφή «αναγέννη­ σης» ή «νέας αρχής», την αποκτά κάποιος ακοΰγοντας αφηγήσεις και για άλλες περιπτώσεις οικογενειακών.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΣΙΣΙΛΕΔΩΝ, Ή ΤΟ «ΤΥΧΑΙΟ» ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΒΕΝΤΕΤΑ

Η δεύτερη περίπτωση οικογενειακών εκτείνεται χρονικά σε μία εικο­ σαετία περίπου και επειδή είναι πολύ πρόσφατη και «θερμή», η κυ­ ριαρχία της σιωπής είναι ακόμα πιο αισθητή και δεν μπορεί ακόμα να συγκροτηθεί ένας πιο «αποστασιοποιημένος» και «ουδέτερος» εντόπι­ ος λόγος σχετικά με τα γεγονότα. Ανοίγουν οικογενειακά με αφορμή έ­ να γεγονός θανάτου, που θα μπορούσε πολύ εύκολα να εκληφθεί και ως τυχαίο. Όμως το τυχαίο γίνεται η αφορμή διαπραγμάτευσης, προσ­ διορισμού και οριοθέτησης προϋπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων. Οι αμφισημίες και η αντιφατική πολλές φορές σημασιοδότηση του σύγ­ χρονου επιτρέπουν να παρατηρήσουμε πιο άμεσα τα δρώντα υποκείμε­ να, τα περιθώρια εναλλακτικών επιλογών των ατόμων και τις συνέπειές τους, καθώς και ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων που τίθενται υπό διαπραγμάτευση με αφορμή το καταλυτικό γεγονός ενός θανάτου. Πα­ ράλληλα, ήταν δυνατή η παρατήρηση της παρουσίασης των γεγονότων στην αίθουσα του δικαστηρίου. Το Μάιο του 1987 ο δεκαπεντάχρονος γιος του Κώστα Σισιλέ ή Βλά­ χου, ο Μανούσος, σκοτώνεται με όπλο. Πρόκειται πολύ πιθανόν για α­ τύχημα που συνέβη ύστερα από παιχνίδι μιας παρέας παιδιών, κάποια από τα οποία ενδέχεται να είχαν καταναλώσει αλκοόλ. Ανάμεσα στα παιδιά που έπαιζαν με το Μανούσο ήταν και ο Γιώργος, γιος του Μιχάλη Σισιλέ ή Ψαρού, τριτεξάδελφου και γείτονα —ένας τοίχος χώριζε τα σπίτια τους, λένε χαρακτηριστικά οι συγχωριανοί — του Κώστα Σισιλέ. Οι δύο οικογενειακές ομάδες ανήκουν στο ίδιο γένος, αλλά σε διαφο­ ρετικές επιμέρους γενεαλογικές γραμμές ή κλάδους, έχουν δηλαδή ί­ διο οικογενειακό όνομα, Σισιλέδες, αλλά διαφορετικό παρωνύμιο: Βλάχοι οι μεν, Ψαροί οι δε.

146

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Τις πρώτες μέρες μετά το θάνατο του παιδιού τίποτα δεν προμήνυε ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Ο θάνατος αρχικά θεωρήθηκε ως ατύ­ χημα, ένας αυτοπυροβολισμός. Ό ταν όμως μετά από σύντομο χρονικό διάστημα άρχισαν να μπαίνουν υποψίες στους γονείς του παιδιού ότι ο θάνατός του δεν προκλήθηκε από αυτοπυροβολισμό αλλά εμπλέκεται σ’ αυτόν ο εξάδελφός του, ο Γιώργος, ο γιος του Μιχάλη Σισιλέ ή Ψα­ ρού, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει ριζικά. Λίγες μέρες πριν από το μνημόσυνο των σαράντα ημερών έστειλαν το μαντάτο18 στο Μιχάλη Σισιλέ ότι στο σπίτι19του θύματος μπήκαν υποψίες ότι ο θάνατος του παιδιού δεν ήταν ατύχημα, αλλά δολοφονία με δράστη το γιο του, το Γιώργη, και καλά θα κάνουνε να μην πάνε στο μνημόσυνο, γιατί η παρουσία τους θα εκλαμβανόταν ως πρόκληση. Ο κίνδυνος ν’ ανοίξουν οικογενειακά εμ­ φανίστηκε και οι σχέσεις των δύο σπιτιών άρχισαν να ψυχραίνονται. Ενόψει του κινδύνου, το γένος των Σισιλέδων συγκαλεί οικογενεια­ κό συμβούλιο, για να συζητηθούν τα αίτια του θανάτου του παιδιού, στην πραγματικότητα για να εξομαλυνθεί η σύγκρουση που είχε προκύψει στο εσωτερικό του γένους. Κατέληξαν στην εκδοχή του τυχαίου γεγονότος και επιδιώκουν να αποτρέψουν τον Κώστα Σισιλέ ή Βλάχο από οποιαδήποτε πράξη αντεκδίκησης, εκτιμώντας τις συνέπειες που θα είχε στην ενότητα του γένους μία ακραία σύγκρουση στο εσωτερικό του. Βέβαια, σημαντικό επιχείρημα ήταν και ο μη καταλογισμός ευθυ­ νών από την αστυνομία, καθώς και το ιατροδικαστικό πόρισμα. Ωστόσο, η εκδοχή του τυχαίου γεγονότος δεν καθησύχασε τον Κώ­ στα Σισιλέ, και ένα χρόνο μετά το θάνατο του γιου του ζήτησε να γίνει νέα εκταφή και ιατροδικαστική έρευνα, χωρίς βέβαια τα λιγοστά τεκ­ μήρια να καθιστούν δυνατή τη συναγωγή ακριβών συμπερασμάτων. Στην πραγματικότητα, πίσω από αυτές τις εναγώνιες προσπάθειές του να εξακριβώσει τις συνθήκες θανάτου του γιου του βρίσκονται οι σχέ­ σεις μεταξύ των δύο αντίστοιχων γενεαλογικών κλάδων του γένους των Σισιλέδων, στις οποίες επέδρασε καταλυτικά το γεγονός του θανάτου. Ας δούμε όμως ποιες ήταν οι καταστάσεις και τα γεγονότα που επέδρασαν ώστε ένας θάνατος να μην εκληφθεί ως ατύχημα ή τυχαίο γεγο­ νός αλλά ως φόνος και να οδηγήσει στην ακραία σύγκρουση, στο άνοιγ­ μα οικογενειακών. 18. Έδωσαν την πληροφορία, μεταφορικά προειδοποίησαν. 19. Το σπίτι νοείται εδώ ως νοικοκυριό, το οποίο συμπίπτει με την πυρηνική οικογένεια.

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

147

Η συγκεκριμένη διαφοροποίηση στο εσωτερικό του γένους των Σισιλέδων, με επακόλουθο τη δημιουργία των δυο επιμέρους γενεαλογι­ κών κλάδων, των Ψαρών και των Βλάχων, δεν είναι πρόσφατη, έχει η­ λικία τεσσάρων γενεών. Ο πατέρας του νεκρού Μανούσου, ο Κώστας Σισιλές, και ο πατέρας αυτού που υποψιαζόταν ότι σκότωσε το Μανοΰσο, ο Μιχάλης Σισιλές, είναι τα δυο άτομα που μπορεί να θεωρηθούν ως κυρία δρώντα υποκείμενα, με τη έννοια ότι στη σύγκρουση που έχει προκόψει μεταξύ Βλάχων και Ψαρών έχουν το συνολικό βάρος των κι­ νήσεων, των τακτικών, των στρατηγικών και των αποφάσεων. Έ χουν κοινό προπάππου και η διαφοροποίηση, δηλαδή η απονομή για πρώτη φορά διαφορετικών παρωνύμιων, αρχίζει από τους παππούδες τους. Στον παππού του Μιχάλη Σισιλέ αποδόθηκε για πρώτη φορά το παρω­ νύμιο Ψαρός, το οποίο μεταβιβάστηκε στα παιδιά και στα εγγόνια του, καθώς όλο το χωριό αναφερόταν σ’ αυτούς με αυτό το παρωνύμιο. Το ανάλογο συνέβη και με το παρωνύμιο Βλάχος, το οποίο αποδόθηκε για πρώτη φορά στον παππού του Κώστα Σισιλέ (βλ. Σχήμα 7). Ο Κώστας Σισιλές γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1940, έχει τέσσερα παιδιά, δυο γιους (μαζί με το νεκρό) και δυο κόρες —η μία εί­ ναι απόφοιτη ΤΕΙ και η άλλη έχει δική της επιχείρηση. Είναι ο μοναδι­ κός από τη συγκεκριμένη γενεαλογική γραμμή που έχει παντρευτεί και διαμένει μόνιμα στα Λιβάδια. Έ χει δυο αδελφούς που έχουν παντρευ­ τεί και εγκατασταθεί σε χωριά του νομού Ηρακλείου και φαίνεται να μη διατηρούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με το χωριό. Ο Μιχάλης Σισιλές είναι δέκα περίπου χρόνια μεγαλύτερος από τον Κώστα. Είναι ο μοναχογιός από τρία αδέλφια και έχει παντρευτεί και διαμένει μόνιμα στα Λιβάδια, όπως και οι δυο αδελφές του. Κανέ­ νας άλλος αιματοσυγγενής του από τον γενεαλογικό κλάδο των Ψαρών δεν διαμένει στο χωριό. Όμως ο πατέρας του είχε έναν αδελφό με το ί­ διο παρωνύμιο που μεταβιβάστηκε σε μία σειρά απογόνους του, οι ο­ ποίοι διαμένουν σήμερα σε άλλα χωριά της επαρχίας. Άρα, ο γενεαλο­ γικός κλάδος των Ψαρών, αν κι έχει το ίδιο γενεαλογικό βάθος με τους Βλάχους, είναι πολυπληθέστερος και έχει επεκταθεί κυρίως στον α ­ γροτικό χώρο. Ο ίδιος ο Μιχάλης Σισιλές έχει έξη συνολικά παιδιά, τέσσερις γιους και δυο κόρες. Ό λα τα αγόρια γνωρίζουν, άλλος πολύ καλά κι άλλος λιγότερο, τις κτηνστροφικές εργασίες και διατηρούν μέ­ χρι σήμερα το κοπάδι τους και μεγάλο μέρος των βοσκοτόπων τους. Πα­ ράλληλα ασχολούνται επαγγελματικά ως ιδιοκτήτες χώρων εστίασης

Σ χή μ α 7

Οικογενειακά Βλαστών και οικογενειακά Σισιλέδων. Δράστες, θύματα και οι συγγενειακές τους σχέσεις \ ΓιΛνης Δί

I-----Βλαστός

_ ίτ

-

Α Ν*ολής ^Δ Α ο ο τό ς

τ

ί [

ΑονΜκ 1 ΕληΛίρβς 1 ΑκαηρΕνη 1 Κκοτας * ^ΛΡοόοος ^ Βλαστού Α βλαστός

\ ΓΜίστας / | \ Δρΰ*ος

^ ' ^

Ευσγγιλιο Βλσστου

Κω νσταντίνος^ ¿ « η Μ ν « Α Ρ *« : ^ - Βλσστοα

I Βλαστού

' 1



^ Σκηλίς ^

- Αστμϋης

\5 Θ

λ

Α-

\ Μανόλης ^ \ Βλαστός

Χ ^ Δ ρ ό ϊπ α

Τ"

0 71,

Σημείωση: Τα κεφαλαία γράμματα συμβολίζουν ονόματα γενών και αντιστοιχούν στον πίνακα των επιγαμιών και στον πίνακα με την αριθμητική δύναμη των γενεών

λ' ▲ Ί

• X . : Α ίΤ

;

'■· ........ •...Α ....... ................. Μ

-

-Α ”

- Κώστας

Α ^Σιαλός

:

1[

1 * Γ 1'

/

[

Γ

Αρτφκ ▲γ

Δράκος

Α

Λ

■ Δράστης φόνου ή κατηγορούμενος ως δράστης ■ Δράστης φόνου και θύμα ■ θύμα Φόνοι (με δράστες που δήλωσαν την ταυτότητα τους ή κατηγορήθηκαν ως δράστες)

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

149

και διασκέδασης στην πόλη του Ρέθυμνου. Τα κορίτσια ασχολούνται με τα οικιακά. Συγκρίνοντας τους δύο στενούς συγγενειακούς περίγυ­ ρους διαπιστώνουμε ότι αυτός του Κώστα Σισιλέ τείνει προς τον εκσυγ­ χρονισμό (σπουδές παιδιών, εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας, διαμονή των στενών συγγενών του στον αστικό χώρο κ.λπ.), σε αντίθεση με αυ­ τόν του Μιχάλη Σισιλέ, που δείχνει να είναι προσκολλημένος σε «πα­ ραδοσιακές» δομές (ενασχόληση με την κτηνοτροφία, διαμονή και στε­ νές σχέσεις με το χωριό κ.λπ.). Η αντίθεση αυτή διαπιστώνεται και στους ίδιους τους άμεσους πρωταγωνιστές. Ο Μιχάλης Σισιλές είναι κτηνοτρόφος με αναγνωρισμένο κοινωνι­ κό κύρος, κόζι όπως αποκαλείται. Το μεγάλο κόζι τού επέτρεπε να με­ σολαβεί σε περιπτώσεις ζωοκλοπών, ώστε να επιστρέφονται τα κλαπέντα πρόβατα, ή τουλάχιστον ένα μέρος τους, στον ιδιοκτήτη τους, όπως και να παρεμβαίνει, σε περιπτώσεις συγκρούσεων, ώστε να επιτυγχά­ νεται συμβιβασμός, σασμός όπως λένε οι κάτοικοι. Όμως, παρά το με­ γάλο κόζι του, δεν ήταν δυνατόν να μεσολαβήσει για να αποτρέψει ό,τι προαναγγελλόταν ότι θα ακολουθήσει, γιατί, όπως ειπώθηκε από τους χωριανούς, ήταν ενόοοικογενειακή υπόθεση, δηλαδή τον αφορούσε ά­ μεσα και δεν μπορούσε να έχει ρόλο μεσολαβητή. Ο Κώστας Σισιλές είναι απόφοιτος εξατάξιου γυμνασίου, δηλαδή εγγράμματος συγκριτικά με τους συνομηλίκους συγχωριανούς του, και διαμένει στο χωριό με την οικογένειά του, ασχολούμενος κυρίως με την εκτροφή χοίρων και περιστασιακά ως σφαγέας. Στις κοινοτικές εκλο­ γές του 1982 κατεβαίνει ως υποψήφιος πρόεδρος, αλλά δεν εκλέγεται και αποχωρεί κι από το κοινοτικό συμβούλιο. Από το 1985 εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών στην πρω­ τεύουσα της επαρχίας, όπου και μετοικεί μαζί με την οικογένειά του. Το εγχείρημά να εκλεγεί πρόεδρος φανερώνει τις προσπάθειες του για την εδραίωση μιας θέσης κοινωνικής ισχύος στο χωριό. Επειδή δεν εί­ ναι κτηνοτρόφος, επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνικό γόητρο κερδίζοντας έναν τίτλο εξουσίας. Μάλιστα εμπλέκεται και ενεργά σε πολιτικό κόμμα, στο ΠΑΣΟΚ Στο ίδιο κόμμα ανήκε και ο Μιχάλης Σισιλές ή Ψαρός και τα μέλη του αντίστοιχου γενεαλογικού κλάδου. Αργότερα οι Ψαροί θα προ­ σχωρήσουν στη Νέα Δημοκρατία, όταν η σύγκρουση και η ρήξη που θα επέλθει με τους Βλάχους θα εκφραστεί και ως πολιτική αντίθεση. Μία πράξη του, που τονίστηκε έντονα στο δικαστήριο ως απόδειξη του αιμοβόρου χαρακτήρα του, θεωρώ όμως ότι περισσότερο μπορεί να

150

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

θεωρηθεί ως δηλωτική της στάσης του απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολο­ γία του κτηνοτρόφου, είναι η εξής: Μία αίγα που ανήκει στη σύζυγο κάποιου αιματοσυγγενή συγχωριανού του γεννάει τρία ρίφια. Ο Κώ­ στας Σισιλές πηγαίνει και της ζητά επίμονα να αγοράσει το καλύτερο από τα νεογέννητα. Η γυναίκα, η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι ανήκει στο ίδιο γένος με τη σύζυγό του, πείθεται να του το πουλήσει και πηγαί­ νουν μαζί στο στάβλο για να το πάρει. Της το πληρώνει αμέσως και μό­ λις το παίρνει στα χέρια του, το χτυπά με δύναμη στο πάτωμα και το σκο­ τώνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια της, το αφήνει εκεί και φεύγει. Η πράξη αυτή σχολιάστηκε από τους κατοίκους ως πολύ προσβλητική για την ιδιοκτήτρια του κατσικιού. Η θανάτωση του κατσικιού μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί συμβολικά και ως έκφραση αντίθεσης και σύγκρουσης με ό,τι παραπέμπει η ενασχόληση με τα ζώα, κυρίως με την κυρίαρχη αξία και ιδεολογία του κτηνοτρόφου. Λαμβάνοντας υπόψη τις κινήσεις του για ενεργή εμπλοκή στην τοπική αυτοδιοίκηση, μπο­ ρούμε να ισχυριστούμε ότι η πράξη της θανάτωσης του κατσικιού εκ­ φράζει μεταφορικά τη σύγκρουση μεταξύ των δύο μορφών κοινωνικού γοήτρου: ενός «παραδοσιακού», όπως αναγνωρίζεται στο κόζι, άμεσα συνδεόμενο με την κυρίαρχη ιδεολογία του κτηνοτρόφου, και ενός «σύγ­ χρονου», που προκύπτει από τη απόκτηση πολιτικών αξιωμάτων. Στην προσπάθεια του Κώστα Σισιλέ ή Βλάχου να αποκτήσει κοινω­ νική ισχύ τυχαίνει ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο γεγονός, ο θάνατος του γι­ ου του, με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί ατύχημα, αυτοκτονία ή φό­ νος. Δεν πρόκειται για οποιοδήποτε από τα παιδιά του, αλλά για το γιο στον οποίο είχε ιδιαίτερα μεγάλη αδυναμία και είχε επενδύσει πολλά σ’ αυτόν. Τον θεωρούσε ξεχωριστό παιδί και συχνά καυχιόταν για την εξυπνάδα και τις επιδόσεις του στο σχολείο, διαφοροποιώντας τον έτσι από τα παιδιά του γείτονά του, του Μιχάλη Σισιλέ, τα οποία ο κτηνοτρόφος πατέρας τους δεν τα προόριζε για σπονδές. Αλλά το συγκεκρι­ μένο αγόρι το θαύμαζαν και οι συγχωριανοί και οι χαρακτηρισμοί που του προσέδιδαν, όπως ζωντανό παιδί και με πρόωρη ανάπτυξη, δήλω­ ναν τη σημαντική κοινωνική εκτίμηση που απολάμβανε, στοιχεία ιδιαί­ τερα σημαντικά σε μία κοινωνία όπου κυριαρχεί η αντίληψη της ιδεο­ λογίας για την αιματοσυγγένεια ως γραμμική συνέχεια κληρονομικής μεταβίβασης ιδιοτήτων. Ο θάνατος του ξεχωριστού αυτού παιδιού δημιουργεί στον πατέρα μία συναισθηματική κατάσταση τόσο έντονη ώστε τον κατακλύζει κ\’-

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

151

ρ ιολεκ τικά . Ο ν ε κ ρ ό ς ε ίν α ι μ ία δ ια ρ κ ώ ς π α ρ ο ύ σ α μνήμη, τόσ ο έντονη π ου κ α θ ο ρ ίζ ε ι τη ζωή τω ν ζω ντανώ ν. Ο ίδιο ς γ ρ ά φ ε ι σε κ ά π ο ιε ς χ ε ιρ ό ­ γ ρ α φ ε ς σ η μ ειώ σ εις του:

[...] Έρχονται και οι ημέρες των 9 μηνών περιμένομεν με αγωνία να κάμομε και αυτό το μνημόσυνο τις 19 Φλεβάρη μήνα κι όμως άτυχε και αδικοχαμένε άνθρωπε ήλιε που έλαμπες θα γίνει τις 18 θα έρ­ θουμε από τις 17 νωρίτερα και θα ξενυχτίσουμε στο άτυχο σπίτι που μεγάλωσες τόσο γρήγορα που έδιξες την αγάπη σου και το σεβασμό σου σε όλους που σε πρόδοσαν καθένας με τον τρόπο του. Θα έρθουμε να ζεστάνουμε την μοναξιά σου με την παρουσία μας γιατί με την μνήμη μας είσαι κοντά μας μονάχα που δεν σε βλέπουμε να συζιτήσουμε όπως συζιτούσαμε διάφορα. Την μοναξιά που σου διμηούργησαν αυτοί που δεν ένιωθαν ποτέ μοναξιά όταν ήτανε κοντά σου όταν ήταν κοντά μας. [...] Και εσύ αμάλαγε άκακε άνθρωπέ μου που... θα φύγεις από την ψυχή μου ή την σκέψη μου; Εχω δικαίομα να σε κρατώ όπως θέλω και να σέχω εκεί που θέλω για πάντα; Οπως και εσυ είχες δικαίομα και όμως έπρεπε ή δεν έπρεπε να ζεις. [...] Σχεδόν ξενιχτίσαμε ότι χριαζότανε τόχαμε το φτιάξανε τα μεγαλόψυχα αδέλφια σου και ειδικά η μητέρα μας και πάλη ηρωικές προσπάθειες όσο ποιο τέλειο το καθετί το οποίο ποιο καλό πάντα πρώτη και πρόθυμη η θεία μου γιατί μας αδίκησες. Όλοι μας το γιατί και το πως μας τρώει σαράκι καθημερινό κι ας μη το λέμε κι ας μη το δίχνουμε σε τόσο πρόστιχο περιβάλλον και δεν το ξέραμε. Κάναμε την λειτουργία κλίνομε στον τάφο σου ψυχή και σώμα κο­ ντά γύρο γύρο στολισμένο όπως πάντα το παντοτινό μαρμάρινο σπι­ τάκι μας αλλά... Κρίμα αδικοχαμένε ήλιε μας σε διώξανε από κοντά μας τόσο λεβέ­ ντης άνθρωπος τόσο νωρίς αλλά σε θυμόμαστε. Είσαι στη σκέψη μας και στην ψυχή μας [...] Περισσότερο η μνήμη σου παιδί μου αξίζει από την ζωή μου [...] Κοντάμας σε νιώθω αλλά σαν με καταλάβεναν και ήταν μεγάλα τάλα μου παιδιά θάκανα για την μνήμη σου πολλή. Την μνήμη σου παιδή μου που με την ανοχή των υπευθύνων σου την μαύριζαν με εξηγήσεις αντίθετες από την πραγ­ ματικότητα όμως οφίλω να κάμω τόσα όσα θα μου φαίνονται λίγα ό­ σο πολά και αν είναι

Διατηρήθηκε η ορθογραφία και στίξη του πρωτοτύπου.

152

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Καθώς ο Κώστας Σισιλές δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την κοινω­ νική ισχύ που θεωρεί ότι αξίζει, μεταθέτει στις συνθήκες θανάτου του παιδιού του τα αίτια της αποτυχίας του. Αν ο θάνατος του παιδιού του αποδειχτεί μία σκόπιμη πράξη φόνου, τότε η αποτυχία του να αποκτή­ σει κοινωνική ισχύ είναι απόλυτα εκλογικευμένη: Πώς ήταν δυνατόν να του παρείχε κοινωνική και πολιτική υποστήριξη ένα γένος από το ο­ ποίο προήλθε ο φονιάς του γιου του, και κατ’ επέκταση μία κοινωνία που αναγνωρίζει το κόζι ανδρών όπως του Μιχάλη Σισιλέ, του οποίου γιος είναι ο φονιάς; Ο Κώστας Σισιλές ζητά επίμονα εκταφή για δεύτερη ιατροδικαστι­ κή εξέταση, η οποία γίνεται έπειτα από έναν χρόνο, χωρίς όμως από τις ενδείξεις να είναι δυνατόν να προκύψει κάτι με βεβαιότητα. Παράλλη­ λα, το ίδιο ζήτημα, αν ο θάνατος του παιδιού είναι σκόπιμος ή τυχαίος, υφίσταται κοινωνική διαπραγμάτευση, δηλαδή το σύνολο των κοινωνι­ κών σχέσεων συμμαχίας και αντιπαλότητας εκφράζεται σε σχέση με την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης θέσης. Ομάδες αιματοσυγγενών που ανταγωνίζονται ή έχουν συγκρουστεί με το Μιχάλη Σισιλέ υιοθε­ τούν την άποψη ότι ο θάνατος του παιδιού δεν είναι τυχαίος, στάση η ο­ ποία ταυτόχρονα υπαγορεύει στον Κώστα Σισιλέ τη σύγκρουση με τον εξάδελφό του. Αντίθετα, όπως φάνηκε από τη συζήτηση στο οικογενειακό συμβού­ λιο, το σύνολο σχεδόν του γένους των Σισιλέδων και όσες ομάδες αιματοσυγγενών έχουν σχέση συμμαχίας με τους Ψαρούς, την επιμέρους γε­ νεαλογική γραμμή του Μιχάλη Σισιλέ, ισχυρίζονται ότι ο θάνατος ήταν ατύχημα. Το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του γεγονότος του θα­ νάτου είναι να δημιουργηθεί μία αντιπαλότητα, η οποία δεν περιορίζε­ ται στα δύο σπίτια, ή στους δύο επιμέρους γενεαλογικούς κλάδους, αλ­ λά διαμορφώνει δύο αντίπαλες ομάδες. Η υποστήριξη της μιας πλευ­ ράς και η διαφοροποίηση από την άλλη εκφράζεται μέσω της υιοθέτη­ σης της εκδοχής του ατυχήματος ή της σκόπιμης διάπραξης φόνου. Αλλά και οι πρακτικές του Μιχάλη Σισιλέ απώτερο σκοπό θα έχουν να αποτρέψουν τον πατέρα του νεκρού παιδιού να προβεί σε αντεκδί­ κηση. Αρχικά θα επιδιώξει να απομονώσει κοινωνικά τον Κώστα Σισιλέ. Δηλαδή, ως άνθρωπος με υψηλό κοινωνικό γόητρο, θα προσπαθή­ σει να χρησιμοποιήσει το κόζι του ώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πυρηνικές οικογένειες, επιμέρους γενεαλογικοί κλάδοι ή ακόμα και ο­

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

153

λόκληρα γένη, να συμπορευτούν μαζί του, υιοθετώντας την άποψη του ατυχήματος λόγω αυτοπυροβολισμοΰ, γιατί διαφορετικά ο κίνδυνος να υπάρξει θύμα αντεκδίκησης κάποιος από το σπίτι του είναι άμεσος. Υιοθετεί από την αρχή και υποστηρίζει με σθένος την εκδοχή ότι ο γιος του αιματοσυγγενή του αυτοπυροβολήθηκε τυχαία, όταν ο γιος του δεν ήταν εκείνη τη στιγμή παρών. Μόνο αργότερα, όταν οι σχέσεις με τον Κώστα Σισιλέ οδηγηθούν στα άκρα, υιοθετεί την εκδοχή της αυτοκτο­ νίας, επιρρίπτοντας έτσι και ευθύνες στον πατέρα για τον τρόπο δια­ παιδαγώγησης του παιδιού του. Μία άλλη επιλογή του Μιχάλη Σισιλέ, συνηθισμένη σε περιπτώσεις επικείμενης αντεκδίκησης, ήταν να ακολουθήσει μια τακτική υποχώρη­ σης: τη μετεγκατάσταση. Τον εξαναγκασμό του σε μετεγκατάσταση ε­ πιδιώκει και ο αντίπαλός του μέσω εκφοβισμού με απόπειρα τραυματι­ σμού του με το αυτοκίνητό του. Ή ταν μία προειδοποίηση, για να εξω­ θήσει τον αντίπαλο σε υποχώρηση, δηλαδή σε μετεγκατάσταση. Όμως η υιοθέτηση μιας τέτοιας τακτικής στη συγκεκριμένη μικροκοινωνία σημαίνει την αποδοχή της ενοχής για φόνο. Μία άλλη εναλλακτική λύση, ακραία όμως, είναι να προλάβει ο Μιχάλης Σισιλές την ενδεχόμενη εκδικητική πράξη εναντίον μέλους του σπιτιού του σκοτώνοντας πρώτος τον Κώστα Σισιλέ. Ό μως μία τέτοια φονική πράξη έπρεπε να νοηματοδοτηθεί κοινωνικά ως αποτρεπτική της δημιουργίας μεγαλύτερων δεινών και όχι ως διπλό κτύπημα στο ί­ διο σπίτι. Γι’ αυτή την πράξη, όμως, απαιτείται ισχυρή κοινωνική κάλυ­ ψη, δηλαδή στήριξη και αποδοχή της από έναν διευρυμένο κύκλο —κα­ τά κύριο λόγο συγγενών αλλά και συντοπιτών — ιδιαίτερα αν ληφθεί υ­ πόψη ότι αξίες κοινωνικού γοήτρου όπως είναι το κόζι συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν ένα άτομο, εφόσον αναγνωρίζονται από ένα κοινωνικό περίγυρο. Επομένως, για τον Μιχάλη Σισιλέ, πράξεις όπως η αναγκα­ στική μετοίκησή του ή ο φόνος, στην συγκεκριμένη κοινωνική περίστα­ ση του εξαδέλφου του Κώστα Σισιλέ, θα ήταν ένα ισχυρό πλήγμα στο κόζι του. Η έλλειψη διάθεσης εκ μέρους του Μιχάλη Σισιλέ να αποδεχτεί συμβιβαστικές λύσεις ή να υποχωρήσει είχε ως συνέπεια ο ανταγωνι­ σμός μεταξύ Βλάχων και Ψαρών να φτάσει στο ακραίο σημείο του, και ο Κώστας Σισιλές να βιώνει ένα όλο και πιο έντονο εγκλωβισμό από τις διφορούμενες και αντιφατικές κοινωνικές νοηματοδοτήσεις των αιτίων του θανάτου του γιου του. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σε όλη αυτή

154

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

τη διαδικασία διερεΰνησης των αιτίων θανάτου του γιου του ο Κώστας Σισιλές βρίσκεται σε μία κατάσταση όμοια με αυτήν που περιγράφουν οι Bateson κ.ά. (Bateson, Jackson, Haley, Weakland 1958),20 που την ο­ νομάζουν «διπλό δεσμό» (double bind). Η ψυχολογική αυτή κατάσταση παρουσιάζεται στο άτομο όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα συνυπάρ­ χουν σ’ αυτό, όταν η εμπειρία επαναλαμβάνεται, όταν δέχεται μία πρώτη αρνητική εντολή, μία δεύτερη εντολή που βρίσκεται σε σύγκρουση με την πρώτη σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο και όπως η πρώτη ενισχύεται με τιμωρίες ή σήματα που απειλούν την ύπαρξη. Τέλος, μία τρίτη αρνη­ τική εντολή απαγορεύει στο άτομο να ξεφύγει από το πεδίο της εμπει­ ρίας. Στην πρώτη αρνητική εντολή το πλαίσιο επιβολής της βασίζεται περισσότερο στην αποφυγή της τιμωρίας παρά στην ανταμοιβή. Μία τέτοια τιμωρία μπορεί να είναι η ανάκληση των αισθημάτων αγάπης, η έκφραση μίσους ή θυμού ή η πλήρης εγκατάλειψη. Η δεύτερη εντολή [...] είναι δυσκολότερο να περιγράφ ει από την πρώτη για δύο λόγους. Πρώτον, κοινοποιείται [...] με μη λεκτικά μέσα. Η προσποιητή στάση, η χειρονομία, ο τόνος της φωνής, η σημασιοδοτημένη πράξη και όλες οι υποδηλώσεις που κρύβονται στο λεκτικό σχόλιο μπορεί να χρησι­ μοποιούνται για ν’ αποδώσουν αυτό το πιο αφαιρετικό μήνυμα. Δεύ­ τερον, η δεύτερη εντολή μπορεί να έχει αντίκτυπο σε κάθε επίπεδο της πρώτης απαγόρευσης. Γι’ αυτό το λόγο η λεκτική εκφορά της δεύ­ τερης εντολής μπορεί να περιλαμβάνει μία μεγάλη ποικιλία τύπων (Bateson κ.ά. 1958: 253-254).

Στην τρίτη εντολή, μηχανισμοί επιβεβαίωσης που δεν είναι καθαρά αρνητικοί (π.χ. άστατες υποσχέσεις αγάπης κ.λπ.) καθιστούν τη φυγή από το χώρο της εμπειρίας αδύνατη. Τέτοιες αντιφατικές εντολές οδη­ γούν το άτομο σε μία κατάσταση σύγχυσης, καθώς δεν είναι πλέον σε θέση να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που δέχεται. Ό ποια σημασία κι αν τους αποδώσει, θα υποστεί τις αντίστοιχες κυρώσεις. Είναι ένα α­ διέξοδο που έχει πολλά κοινά σημεία με την κατάσταση σύγχυσης που ζει ο σχιζοφρενής. Οι στάσεις άμυνας που μπορεί να ακολουθήσει εί­ ναι τρεις: η ηβηφρενία, η κατατονία και η παράνοια, δηλαδή η καχυπο­ ψία έναντι κάθε μηνύματος που δέχεται. 20. Σύντομη αναφορά κάνει επίσης και η Μαρί-Ελιζαμπέτ Αντμάν (Αντμάν 1987: 282-283).

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

155

Καθώς η αντιπαλότητα μεταξύ Κώστα και Μιχάλη Σισιλέ μορφοποιείται πλέον σε αντίθεση μεταξύ συγγενειακών ομάδων, για τον Κώ­ στα Σισιλέ οι πιθανότητες αποδοχής του τυχαίου όλο και μειώνονται. Νοηματοδοτεί πλέον το τυχαίο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η ένταξή του σε εκλογικευμένα σχήματα, τα οποία, στην πραγματικότη­ τα, ανακλούν τις προϋπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις: οι συγγενείς του, οι οποίοι δεν του παρείχαν κοινωνική και πολιτική υποστήριξη, προχώ­ ρησαν έως τη θανάτωση του γιου του· και το κοινωνικό σύνολο, που στηρίζει το κόζι του Μιχάλη Σισιλέ, συγκαλύπτει το φόνο αυτό. Απ’ αυτήν την οπτική, ο Κώστας Σισιλές βλέπει στα μάτια των συγ­ χωριανών του την ανικανότητά του να αντιδράσει σε μία κατάσταση οξυμμένης αντίθεσης με τους Ψαρούς, δηλαδή νιώθει τα περιθώρια α­ ντιφατικής νοηματοδότησης των αιτίων του θανάτου του παιδιού του διαρκώς να μικραίνουν. Ταυτόχρονα, αισθάνεται να έχει δεχτεί ένα ε­ πιπλέον πλήγμα το κοινωνικό του γόητρο, λόγω της αποτυχίας του να α ­ πομονώσει κοινωνικά τον αντίπαλο, ώστε να εξαναγκαστεί να υιοθετή­ σει τακτικές υποχώρησης, π.χ. μετεγκατάσταση. Επιπλέον, η μετοίκηση του ίδιου με τη σύζυγο και τα παιδιά του στην πρωτεύουσα της επαρ­ χίας, με δεδηλωμένη την πρόθεση να είναι πιο κοντά στη δουλειά του, στο πλαίσιο της αντιπαλότητας νοηματοδοτείται κοινωνικά ως μία κί­ νηση υποχώρησης. Στην κατάσταση αυτή, επακόλουθο του καταλυτικού γεγονότος του θανάτου του δεκαπεντάχρονου Μανούσου είναι ότι ο Κώστας Σισιλές οφείλει ν’ αναλάβει, σχεδόν αποκλειστικά, την ευθύνη της δράσης. Το αίτημα της ανάθεσης αυτού του ρόλου μεταφέρεται σ’ αυτόν και από το πολύ οικείο περιβάλλον του, την ίδια τη γυναίκα του. Γράφει σε κάποι­ ες χειρόγραφες σημειώσεις του: Βλέποντας τη μάνα του [ενν. του νεκρού παιδιού] ζωντανή πεθαμένη, μπένω στην ψυχή της. Βλέπω ότι κι αυτή ήθελε να μην είναι ζωντανή, να μην βλέπει να μην ακούει. Δεν μιλεί προσπαθεί να μαντέψει τι μας συμβηκε και δεν μπορεί να καταλάβει, να συνηδιτοπιήσει την πραγματικότητα. Λ ιπο­ θυμά κάθε τόσο. Ηρεμιστικά, παυσίπονα, τίποτα δεν πιάνει, κι όμως προσπαθεί, προσπαθεί μα δεν μπορεί. Ε ίχα 4 παιδιά και μία γυναίκα όλο ψ υχραιμία —όλο αγώνα — θυ­ σίες για όλους κουράγιο συμπαραστάτης τώρα; Τώρα τι να κάνω προσπαθώ. Κι αυτή σαν παιδί μου την μεταχειρίζομε

156

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Π ροσπαθώ όσο μπορώ, δεν ξέρω ποιο είναι το φάρμακο που να την κάνω καλά.

Δύο περίπου χρόνια μετά το θάνατο του γιου του, τον Αύγουστο του 1989, ο Κώστας Σισιλές πυροβολεί και τραυματίζει βαριά τον εικοσιδιάχρονο γιο του αντιπάλου του, το Σήφη, ο οποίος γλυτώνει από θαύ­ μα, αλλά μένει κλινήρης τετραπληγικός. Το θύμα, όταν σκοτώθηκε ο Μανούσος, δεν ήταν ούτε καν στο χωριό, αλλά στην Αθήνα. Εξετάζο­ ντας όμως προσεκτικότερα την επιλογή του θύματος, παρατηρούμε ότι δεν ήταν τυχαία. Και τα δύο θύματα κατείχαν την ίδια συμβολική θέση στις οικογένειες τους. Ο βαριά τραυματισμένος είναι το πρωτότοκο α­ γόρι, που ο πατέρας του όχι μόνο το είχε επιλέξει για να τον διαδεχτεί στο επάγγελμα του βοσκού και στο κόζι αλλά ξεχώριζε για τη δράση του σε συλλογικούς φορείς (πολιτιστικός σύλλογος, ποδοσφαιρική ο­ μάδα κ.λπ.). Αμέσως μετά την ενέργειά του, ο δράστης προφυλακίζεται. Για τον πατέρα του θύματος, το Μιχάλη Σισιλέ, τίθεται άμεσα πλέον το ζήτημα της εκδίκησης. Η ύπαρξη όχι νεκρού αλλά ενός βαριά ανάπηρου, ο ο­ ποίος χρειάζεται μακρόχρονη διαμονή σε νοσοκομεία, διαδοχικές εγ­ χειρήσεις και διαρκή φροντίδα, αποσπά σε μεγάλο βαθμό την προσοχή των γονιών του και οξύνει ακόμα περισσότερο τις συγκρούσεις του Μι­ χάλη Σισιλέ με αιματοσυγγενείς και αγχιστείς για το τι πρέπει να πράξει. Ο νεκρός υπάρχει ως μνήμη, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις μπο­ ρεί να είναι διαρκώς παρούσα στους ζωντανούς. Έ να ς βαριά ανάπη­ ρος όμως είναι παρών ως ύπαρξη, και μάλιστα με ιδιαίτερες απαιτή­ σεις φροντίδας και έμπρακτου ενδιαφέροντος. Στην περίπτωση αυτή η έντονη συναισθηματική φόρτιση και η όξυνση των αντιθέσεων που επι­ κρατεί στην τοπική κοινωνία μετά από κάθε πράξη ακραίας βίας δεν κοπάζει εύκολα. Αντίθετα, οξύνονται ακόμα περισσότερο οι προστρι­ βές και οι αντιθέσεις σχετικά με τον καταλογισμό ευθυνών για παρα­ λείψεις και λανθασμένες κινήσεις. Για παράδειγμα, ένα σημείο τριβής του Μιχάλη Σισιλέ με τη σύζυγό του ήταν η απομάκρυνσή του από τους αιματοσυγγενείς της, επειδή επέρριπτε ευθύνες στο γιο του αδελφού της, οδηγό του αυτοκινήτου στο οποίο ήταν συνεπιβάτης ο Σήφης όταν τον πυροβόλησε ο Κώστας Σισιλές, ότι δηλαδή δεν φρόντισε να προ­ στατεύσει τον πρωτεξάδελφό του, κάνοντας όπισθεν και φεύγοντας με ταχύτητα μόλις αντιλήφθηκε τις προθέσεις του δράστη.

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ Τ Ω ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

157

Τον Ιούνιο του 1990, ένα χρόνο μετά τον βαρύτατο τραυματισμό του Σήφη, συμβαίνει ένα μοιραίο γεγονός: ο θάνατος της Σοφίας, συζύγου του Μιχάλη Σισιλέ, από εξοστρακισμό σφαίρας μέσα στο σπίτι τους. Για το θάνατό της ακούστηκαν αρκετές εκδοχές, από τις οποίες εκείνη που μας ενδιαφέρει για τις κοινωνικές υποδηλώσεις της είναι ότι στις αστυνομικές αρχές εμφανίστηκε ως δράστης ο σύζυγός της. Μετά το ατυχές συμβάν, ο Μιχάλης Σισιλές σπεύδει να γνωστοποι­ ήσει ο ίδιος το συμβάν στους αδελφούς της συζύγου του που διαμένουν στο Ηράκλειο, και να τους δηλώσει ότι στην αστυνομία θα αναλάβει την ευθύνη του ατυχήματος. Με την κίνηση αυτή ουσιαστικά θα «παραδιδόταν» στους κουνιάδους του, για να εξασφαλίσει την κάλυψή τους, να μην εκδικηθούν δηλαδή το θάνατο της αδελφής τους. Σκοπός του ή­ ταν να φυγοδικήσει έπειτα και να εκδικηθεί τον βαρύ τραυματισμό του γιου του. Έ τσι, όταν θα παρουσιαζόταν στις αστυνομικές αρχές, για την επίσημη δικαιοσύνη μπορεί να κρινόταν ένοχος δύο εγκλημάτων, αλλά στα μάτια της μικροκοινωνίας όπου ζούσε θα ήταν το εξιλαστήριο θύμα. Έ πρεπε όμως να σπεύσει στο Ηράκλειο να συναντηθεί με τους κουνιάδους του, ώστε, όταν ειδοποιηθούν για το συμβάν από τρίτους, τους ρουφιάνους, αυτούς δηλαδή που η κοινωνική τους ισχύ οφελείται από την πρόκληση της συγκεκριμένης αντιπαλότητας, να ανταπαντή­ σουν ότι είναι ήδη ενήμεροι από τον ίδιο το δράστη. Κάνοντας αυτή την κίνηση «παράδοσης», κανείς δεν θα μπορούσε να βρει πάτημα και να θιγείο εγωισμός των αδερφών της νεκρής συζύγου του. Μία καθυστέρηση όμως και η απουσία των αδελφών της συζύγου α­ πό τα σπίτια τους είχε σαν συνέπεια η πληροφόρησή τους να γίνει από τρίτους. Μετά από αυτό μία συνάντηση με τους κουνιάδους όχι μόνο ή­ ταν μάταιη αλλά μπορούσε να αποβεί και μοιραία. Έ τσι φυγοδίκησε περιμένοντας να βγει από τη φυλακή ο Κώστας Σισιλές για να εκδικη­ θεί. Στο μεταξύ τα παιδιά του όχι μόνο έχουν μείνει χωρίς μητέρα αλλά και ο πατέρας τους δεν μπορεί πλέον να τα φροντίσει, γιατί όχι μόνο φυγοδικεί αλλά κινδυνεύει κι από τους κουνιάδους του. Έ τσι απομα­ κρύνεται και από τη φροντίδα του τραυματισμένου γιου του, ο οποίος νοσηλεύεται ακόμα σε νοσοκομείο του Ηρακλείου. Μετά το θάνατο της συζύγου του Μιχάλη Σισιλέ, οι εκ μητρός θείοι αρχίζουν να δεί­ χνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα παιδιά της αδερφής τους, με το πρό­ σχημα της φροντίδας του ανάπηρου γιου που νοσηλεύεται στην πόλη που οι ίδιοι διαμένουν. Επιστέγασμα της μέριμνάς τους είναι μία πρό-

158

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

τάση υιοθεσίας. Προτείνουν στα ανήψια τους να τους ενοικιάσουν ένα σπίτι κοντά στο δικό τους και να αναλάβουν την ιδιαίτερη φροντίδα που απαιτεί ο βαριά τραυματισμένος αδερφός τους, με αντάλλαγμα να αφήσονν τον πατέρα τους. Η ιδιόμορφη αυτή υιοθεσία είναι ουσιαστικά μία εκδίκηση για το θάνατο της αδερφής τους. Η γειτνίαση των εκ μητρός θείων και ανε­ ψιών θα εξασφάλιζε την απομάκρυνση του πατέρα από τα παιδιά του, αφού, λόγω του θανάτου της μητέρας τους, δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να συναντηθεί με τους κουνιάδους του. Οι εκ μητρός θείοι επι­ χειρούν να εκδικηθούν το θάνατο της αδερφής τους με τον εξαναγκα­ σμό των ίδιων των παιδιών της να «σκοτώσουν» συμβολικά τον πατέρα τους. Σκοπός τους δεν είναι η συναισθηματική απομάκρυνση αλλά, κυ­ ρίως, η αποστέρηση της δυνατότητας γενεαλογικής του συνέχειας. Αν δεχτούμε ότι σκοπός του αντεκδικητικού φόνου είναι η βίαιη αποκοπή της συνέχειας μιας γενεαλογικής γραμμής που αποκτά συνοχή στη βά­ ση του κοινού αίματος, με την ιδιόμορφη αυτή υιοθεσία οι εκ μητρός θείοι θέλουν να πάρουν πίσω το αίμα της σκοτωμένης αδερφής τους με μία αντιστροφή της έννοιας της εξ αίματος πατρογραμμικής καταγω­ γής, μετατρέποντάς την σε μητρογραμμική. Επιδιώκουν να διακόψουν τη συνέχεια της επιμέρους γενεαλογικής γραμμής του αντιπάλου τους όχι με φόνο αλλά συμβολικά, με την προσάρτηση των μελών που πρό­ κειται να τη συνεχίσουν στο δικό τους γένος. Η πρόταση υιοθεσίας δεν γίνεται αποδεκτή και από τότε διακόπτε­ ται κάθε επικοινωνία, δηλαδή ο Μιχάλης Σισιλές και οι γιοι του δεν μι­ λιούνται με ένα τμήμα του γένους της συζύγου και μητέρας. Ακολουθούν δύο φονικά, του Μιχάλη και του Κώστα Σισιλέ, για τα οποία κανένας δεν ανέλαβε την ευθύνη. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1994, τέσσερα χρόνια μετά τον τραυματισμό του γιου του, βρίσκεται νε­ κρός στο μαντρί του ο Μιχάλης Σισιλές. Ο θάνατός του προκλήθηκε α­ πό πυροβόλο όπλο. Για την αστυνομία, ο δράστης ή οι δράστες είναι ά­ γνωστοι, εφόσον οι συγγενείς του δεν κατηγόρησαν κανέναν, ούτε κα­ τονόμασαν κάποιον ως ύποπτο. Αλλωστε η μερική απεμπλοκή των παι­ διών του Μιχάλη Σισιλέ από την καθημερινή ζωή της κοινότητας, λόγω της μετεγκατάστασής τους στην πόλη, επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων έναντι των κοινωνικών καταναγκασμών. Έ πειτα από έναν χρόνο, τον Αύγουστο του 1995, πυροβολείται και σκοτώνεται και ο Κώ­ στας Σισιλές έξω από το σπίτι του, σε ένα προάστιο των Χανίων όπου

ΔΥΟ Π ΕΡΙΠ ΤΩ ΣΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ

159

είχε μετοικήσει με την οικογένεια του, φοβούμενος αντεκδίκηση. Ο δράστης δεν αποκαλύπτεται και ως ύποπτοι συλλαμβάνονται οι δύο γι­ οι του Μιχάλη Σισιλέ, μετά από υπόδειξη της συζύγου του θύματος και λόγω όσων είχαν προηγηθεί. Στο δικαστήριο τα δύο αδέλφια αρνούνται επίμονα οποιαδήποτε ανάμειξή τους στο φόνο. Πρωτόδικα αθωώ­ νεται ο ένας και καταδικάζεται ισόβια ο άλλος, για ν’ απαλλαγεί αργό­ τερα από το Εφετείο λόγω έλλειψης επαρκών και πειστικών ενοχοποι­ ητικών στοιχείων. Σήμερα, η σύζυγος μαζί με τα παιδιά και την ηλικιωμένη μητέρα του Κώστα Σισιλέ εξακολουθούν να διαμένουν μαζί στα Χανιά, όπου προ­ σπαθούν να επιβιώσουν επαγγελματικά, ενώ φαίνεται να έχουν αποκο­ πεί σημαντικά από τον τόπο καταγωγής τους. Οι τέσσερις γιοι του Μι­ χάλη Σισιλέ έχουν εγκατασταθεί στο Ρέθυμνο, χωρίς όμως να έχουν πουλήσει το πατρικό σπίτι και την ακίνητη περιουσία που διαθέτουν σιο χωριό τους. Έ να ς αδελφός είναι κτηνοτρόφος και οι άλλοι δύο τον βοηθούν περιστασιακά, ενώ παράλληλα εργάζονται στις δικές τους ε­ πιχειρήσεις στην πόλη. Η μία αδελφή τους διαμένει με την οικογένειά της στο Ρέθυμνο, ενώ η άλλη στο Ηράκλειο. Οι δύο γιοι μέχρι το γάμο τους διέμεναν στο ίδιο σπίτι με τον ανάπηρο αδελφό τους και τώρα επι­ σκέπτονται τακτικά το χωριό τους και συμμετέχουν ενεργά στην κοινω­ νική ζωή, ενώ φροντίζουν να διατηρούν και να επεκτείνουν το δίκτυο σχέσεών τους, μεγάλο μέρος του οποίου «κληρονόμησαν» από τον πα­ τέρα τους. Η μη αποκοπή από το χωριό σημαίνει ότι συνεχίζουν να έ­ χουν δικαιώματα χρήσης στην κοινοτική γη που νέμεται το γένος τους και να χρησιμοποιούν ως χώρους φύλαξης και αρμέγματος των προβά­ των αυτούς του πατέρα τους. Με την άρνηση της —έστω και πρόσκαι­ ρης — διαμονής τους στο πατρογονικό σπίτι δηλώνεται η αποφυγή μιας προκλητικής παρουσίας, όπως και μία —προσωρινή τουλάχιστον — α­ ποστασιοποίηση από καταναγκασμούς που θα έθεταν επίμονα το ζήτη­ μα της αντιμετώπισης «ανοιχτών ζητημάτων». Στα επόμενα κεφάλαια επιχειρώ, χρησιμοποιώντας κι άλλο σχετικό υλικό από την επιτόπια έρευνα, να εντάξω τα οικογενειακά των Βλα­ στών και των Σισιλέδων στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιό τους, να επε­ ξεργαστώ θεωρητικά τα ζητήματα που τίθενται από τη μελέτη των δύο αυτών περιπτώσεων και, «συνδιαλεγόμενος» με σχετικές εργασίες αν­ θρωπολόγων σε κοινωνίες της Μεσογείου και των Βαλκανίων, να ε­ μπλουτίσω και να διευρύνω τις διαπιστώσεις και υποθέσεις μου.

6. Η ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ

ΤΟ ΣΥΓΓΕΝΙΟ1

Στην περιοχή της επιτόπιας έρευνας οι συγγενειακές σχέσεις περιλαμ­ βάνουν την αιματοσυγγένεια, την αγχιστεία και την τελετουργική συγ­ γένεια (αναδοχή, κουμπαριά, αδελφοποιία). Η αξιολόγηση και ιεράρ­ χηση αυτών των τριών μορφών συγγένειας είναι ανάλογη της συμβολής τους στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Η αιματοσυγγένεια βασίζεται στην παραδοχή ότι με τη γέννησή του κάθε άτομο ανήκει σε μία ομάδα αιματοσυγγενών, η οποία προσδιορί­ ζεται από το κοινό οικογενειακό όνομα (επώνυμο) των μελών της. Το οικογενειακό όνομα μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά μέσω της αρρενογονικής γραμμής και τα άτομα με ίδιο επώνυμο νοούνται ότι είναι έ­ να αίμα ή μία φλέγα, δηλαδή κατάγονται από κοινό πρόγονο. Η ομάδα αιματοσυγγενών, συγκροτημένη σε γένος, αποκαλείται στις καθημερι­ νές συνομιλίες οικογένεια, αρκετές φορές σόι ή σογιά, λιγότερες γένος ή γενιά και κάποιες φορές φάρα.1 Η αιματοσυγγένεια δηλώνεται με φρά­ σεις όπως είμαστε ένα αίμα, είμαστε μία οικογένεια, ανήκουμε στην ί­ δια οικογένεια, είμαστε η ίδια οικογένεια, και έπειτα, συγκεκριμενοποι­ είται το είδος συγγενειακής σχέσης (εξάδελφος, θείος-ανεψιός κ.λπ.). Έ να ς άλλος εντόπιος όρος, σχετικός με την αιματοσυγγένεια, είναι η σειριά ή το σείρι (κάποιες φορές αποκαλείται και βλαστάρι ή κλάδος), που αντιστοιχεί σε ό,τι η ανθρωπολογία ορίζει ως «υπογένος» ή «επιμέρους γενεαλογική γραμμή» (sublineage), ενώ στον καθημερινό λόγο12 1. Σχετικά με την απόδοση στα ελληνικά των αγγλικών και γαλλικών ανθρωπολογικών όρων της συγγένειας, βλ. Δασκαλοποΰλου 1998-1999 και Βερνίκος, Δασκαλοπουλου 1999. 2. Στη συγκεκριμένη περιοχή ο όρος φάρα χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε φράσεις με αρνητικό ή επικριτικό περιεχόμενο, όπως, π.χ., οι τάδε (ενν. όλα τα μέλη ενός γένους) είναι χαχή φάρα ή ως βρισιά, γαμώ τη φάρα σου.

162

Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΡΕΙΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

γίνεται ευρεία χρήση των λέξεων σπίτι ή σπιθιά, που δηλώνουν την ελά­ χιστη συγγενειακή ομάδα, δηλαδή