Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη [Β, 1 ed.] 9789605243715, 9789605243739

Η έλευση και η εδραίωση των λεγόμενων "Νέων Χρόνων" συντελέστηκε μέσω μιας πολυμέτωπης ιδεολογικής αντιπαράθεσ

419 214 4MB

Greek Pages 317 [320] Year 2012

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη [Β, 1 ed.]
 9789605243715, 9789605243739

Table of contents :
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ - τόμος Β
ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΜΟΥ Α
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΜΟΥ Β
IV: Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ό αi.
1. ΓΕΝΙΚΑ
2. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ
3. ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ή Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΩΣ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ, ΛΟΓΙΚΗ ΚΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ
4. Η ΑΝΑΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΤΥΠΩΝ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
α. Αγνωστικισμός, αντινοησιαρχικές τάσεις, θετικισμός
αα. Η φθίνουσα σημασία του αγνωστικισμού
ββ. Ο αγώνας ενάντια στην μεταφυσική νοησιαρχία από φιντεϊστικη και από θύραθεν σκοπιά
γγ. Η θετικιστική κριτική της μεταφυσικής και η παράδοξη κατάληξή της
β. Γλώσσα και μεταφυσική
γ. Η μεταφυσική από κοινωνιολογική και ψυχολογική σκοπιά ή μεταφυσική και θρησκεία
δ. Η μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου
5. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ

Citation preview

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΤΛΗΣ

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τ Ο Μ Ο Σ Β'

01 Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης είναι τμήμα τοϋ Ιδρύματος Τεχνολογίας και 'Έρευνας

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΤΛΗΣ

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟ Μ Ο Σ Β'

Άπο τον Χέγκελ καί τον Νίτσε ώς τον Χάιντεγκερ και τον Βίττγκενσταϊν

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Μ ΙΧ ΑΛ ΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ένώσεως Αμερικής 2012

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ "Ιδρυμα Τεχνολογίας καί “Ερευνας ’Ηράκλειο Κρήτης, Τ.Θ. 1385,711 10 Τηλ. 2810 391097, Fax: 2810 391085 Αθήνα: Κλεισόβης3,106 77 Τηλ. 210 3849020, Fax: 210 3301583 e-mail: [email protected] www.cup.gr

ΣΕΙΡΑ:

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ Β ΙΒ Λ ΙΟ Θ Η Κ Η /4 β Υπεύθυνος σειράς: Θάνος Σαμαρτζής

Τίτλος πρωτοτύπου: Die neuzcitliche M etaphysikkritik [IV.]

©1990 © για την ελληνική γλώσσα, 2012

Κληρονόμοι Π. Κονδύλη Κληρονόμοι Π. Κονδύλη & ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Μετάφραση: Επιμέλεια: Τεχνική επιμέλεια έκδοσης: Εκτύπωση: Βιβλιοδεσία: Σχεδιασμδς εξωφύλλου & φωτογραφία:

Μιχάλης Παπανικολάου Θάνος Σαμαρτζής Διονυσία Δασκάλου ( π ε κ ) ΦΩΤΟΛΙΟ & ΤΥΠΙΚΟΝ

Θ .’Ηλιόπουλος- Π. Ροδόπουλος Εύαγγελία Κρανιώτη

ISBN set 978-960-524-371-5 Τόμος Β' 978-960-524-373-9

Ε Κ Δ Ο Τ ΙΚ Ο Σ Η Μ Ε ΙΩ Μ Α

Ό Π. Κονδύλης πρωτοδημοσίευσε την Κριτική τής μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη τδ 1983, στην «Φιλοσοφική καί Πολιτική Βιβλιοθήκη» των έκδόσεων Γνώση, τήν οποία καί διηύθυνε. Ό τόμος αύτός κάλυπτε τήν περίοδο άπό τον όψιμο Μεσαίωνα ως τό τέλος του Διαφωτισμού. Τό 1990 δημοσιεύτηκε άπό τον έκδοτικό οικο Klett-Cotta ή γερμανόγλωσση έκδοχή του βιβλίου, ή οποία περιελάμβανε έπιπρόσθετα ένα 4ο μέρος, μέ άντικείμενο τήν πορεία της κριτικής στήν μεταφυσική κατά τον 19ο καί 20ό αιώνα. Μέ εξαίρεση αύτό τό 4ο μέρος (τό όποιο άπουσιάζει πλήρως άπό τήν πρώτη έλληνική έκδοση), ή γερμανική έκδοση ούσιαστικά άκολουθεΐ κατά πόδας τήν έλληνική. Ή ολοκληρωμένη έλληνική έκδοση που παρουσιάζουμε έδώ χω­ ρίζεται σε δύο τόμους. Στον πρώτο, άναδημοσιεύεται ή έλληνική έκ­ δοση του 1983 (δίχως παρεμβάσεις, πλήν της νέας σελιδοποίησης, της διόρθωσης ορισμένων παροραμάτων καί της μετάφρασης των έμφανιζόμενων ξενόγλωσσων — λατινικών, κυρίως— όρων), ή οποία άντιστοιχεΐ στά 3 πρώτα μέρη της γερμανικής έκδοσης. Στον δεύ­ τερο, μεταφράζεται τό 4ο μέρος τής γερμανικής. Ή νέα έκδοση συμ­ πληρώνεται μέ ένα άναλυτικό ευρετήριο έννοιών. Στήν έλληνική μετάφραση του 4ου μέρους, γίνεται ή προσπάθεια νά άκολουθηθουν οί όρολογικές, ύφολογικές καί (πλήν έλάχιστων καί ήσσονος σημασίας έξαιρέσεων) γραμματικές-συντακτικές έπιλογές του ίδιου του Κονδύλη, ώστε νά διασφαλίζεται, όσο τό δυνατό περισσότερο, ή γλωσσική ενότητα μεταξύ τών δύο τόμων, άλλά καί ή εύρύτερη συνοχή μέ τό συνολικό έλληνόγλωσσο έργο του συγγραφέα, τό όποιο, πέρα άπ* τήν καθαυτό φιλοσοφική άξια του, άποτελεΐ κορυ­ φαία συμβολή στήν καλλιέργεια τής νεότερης έλληνικής φιλοσοφικής γλώσσας.

Σ Υ Ν Ο Π Τ ΙΚ Α Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΤΟ Μ Ο Υ Α '

Ψ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ..........................................................................

13

I. Ο ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙ­ ΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ­ ΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 14ο ΩΣ ΤΟΝ 16ο αί. 1. Το πρόβλημα της ελλογης μεταφυσικής γνώσης στη μεσαιωνική θεολογία καί ό γενικός χαρακτήρας του νομιναλισμού ...................................................................

33

2. Τό άνθρωπιστικό κίνημα καί ή μεταφυσική...................

47

3. ‘Η διπλή λειτουργία του άγνωστικισμοΟ.........................

83

4. Ό χωρισμός λογικής καί μεταφυσικής κι ή διαμόρφωση τής νεότερης έννοιας τής μεθόδου................................... 107 II. Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΥΧΕΣ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 17ο αί. 1. Γενική παρατήρηση............................................................ 169 2. Ή προβληματική του άγνωστικισμοΟ στον 17ο αί.........179 3. Ό Bacon καί ή άνατροπή τής παραδοσιακής έννοιας τής μ εταφ υσ ική ς.......................................................................189 4. Ή άντιμεταφυσική στάση των σκαπανέων τής νέας φυσικής: Galilei, Gassendi καί H o b b es............................ 201

10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

5. Ή αναδόμηση τής μεταφυσικής κάτω άπ’ την έπίδραση τής μαθηματικής φυσικής καί του πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας.................................................................... 225 6. Ό έξαμβλωματικός έκσυγχρονισμός κι ό κατακερματι­ σμός τής θεολογικής μεταφυσικής κάτω άπ’ την πίεση των νέων ρευμάτων..............................................................287 111.

Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ, Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΤΥ ΠΟ ΛΟ ΓΙΚ Ο Σ ΕΜ ΠΛΟΥΤΙΣΜ ΟΣ Τ Η Σ ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΚ ΕΨ Η Σ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ 1. Γενική παρατήρηση........................................................... 313 2. Ή κατάλυση τής ο ύ σ ία ς..................................................... 319 3. Ό γνωσιοθεωρητικός κι έπιστημολογικός ορισμός τής μεταφυσικής........................................................................ 341 4. Οί θεμελιώδεις τύποι τής κριτικής στην μεταφυσική . . 361

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α Τ Ο Μ Ο Τ Β'

Ψ

IV.

Η ΠΟΡΕΙΑ Τ Η Σ Κ ΡΙΤΙΚ Η Σ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ο at. 1. Γ εν ικ ά .................................................................................. 15 2. Οί συνέπειες της ένοποίησης της κοσμοεικόνας και του πρωτείου της άνθρωπολογίας για την μεταφυσική μετά τον Διαφωτισμό ...............................................................

27

3. Μεταφυσική καί έπιστημη ή ή μεταφυσική ως γνωσιοθεωρία, λογική κι έπιστημολογία..................................... 57 4. Ή αναδιατύπωση των θεμελιωδών τύπων της κριτικής στήν μεταφυσική............................................................... 101 α. Αγνωστικισμός, άντινοησιαρχικές τάσεις, θετικισμός 101 αα. Ή φθίνουσα σημασία του άγνωστικισμοΰ .......... 102 ββ. Ό άγώνας ενάντια στήν μεταφυσική νοησιαρχία άπό φιντει’στική καί άπό θύραθεν σ κ ο π ιά .......... 114 γγ. Ή θετικιστική κριτική της μεταφυσικής καί ή παράδοξη κατάληξή τ η ς ....................................... 125 β. Γλώσσα καί μεταφυσική............................................. 169 γ. Ή μεταφυσική άπό κοινωνιολογική καί ψυχολογική σκοπιά ή μεταφυσική καί θρησκεία............................ 193

12

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

δ. Ή μεταφυσική άνάγκη του άνθρώπου ............................223 5. Τελικές παρατηρήσεις ..................................................... 249 ΣΤΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ................................................................ 253 Π IN ΑΚΑΣ ΑΝ ΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ................................. 255 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ....................................................... 287 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ.......................................................... 297

ΤΕΤΑ ΡΤΟ Μ ΕΡΟΣ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 206 αί.

1. Γ Ε Ν ΙΚ Α

Ό πως παρατηρήσαμε ήδη στην εισαγωγή μας, ή πρωτοτυπία της κριτικής πού άσκήθηκε στήν μεταφυσική κατά τον 19ο καί τον 20ο αιώνα υπερτιμήθηκε συχνά ίσαμε τώρα, ένώ γεννήθηκε ή έντύπωση οτι ή ριζοσπαστική καί συστηματική κριτική της μεταφυσικής άρχισε πραγματικά — μετά το άμφίσημο έγχείρημα του Κάντ— γιά πρώτη φορά τήν έποχή αύτή. Τοΰτο οφείλεται κυρίως στο γεγονός δτι κάποιες δημιουργικές καί μ’ έξαιρετική αύτοπεποίθηση γενιές ή άτομα πέτυχαν νά επιβάλουν τον ισχυρισμό τους ότι βάδιζαν σέ νέους δρόμους κι ότι μέ τό έργο τους ξεκινούσε μιά νέα έποχή. Τον ισχυ­ ρισμό αύτό δέν τον έχει έπιβεβαιώσει μιά ικανοποιητική ιστορία τής κριτικής τής μεταφυσικής, κι έκτος άπ’ αύτό, ή μακρά ιστορική συν­ έχεια των βασικών μοτίβων τής κριτικής στήν μεταφυσική δέν ήταν εύκολα διακριτή, καθώς οί διάφοροι τύποι κριτικής συνυπήρχαν σέ διάφορους συγγραφείς καί σέ έκάστοτε διαφορετική δοσολογία, μίξη, πρόταξη καί τεκμηρίωση, δίχως νά ύφίσταται συνείδηση τής ιδιαί­ τερης προϊστορίας τους. Έδώ όμως δέν σκοπεύουμε νά παραθέσου­ με άνά έπεισόδιο έπιμέρους άτομικά έπιτεύγματα στήν κριτική τής μεταφυσικής, άλλά νά τά θεωρήσουμε στήν ολότητά τους καί νά τ’ άνασυγκροτήσουμε μέ συστηματικό τρόπο. Μονάχα έτσι έξασφαλίζουμε τήν προοπτική έκείνη μέσα άπό τήν οποία μπορεί νά γίνει εναργής καί κατανοητή ή ιστορική συνέχεια στις δομές τής σκέψης. ’Ιδωμένες άπ’ αύτή τήν σκοπιά, οί ομοιότητες άνάμεσα στους βασι­ κούς τύπους κριτικής τής μεταφυσικής στον 19ο καί στον 20ό αί. καί σ’ εκείνους των πρώιμων Νέων Χρόνων είναι τόσο μεγάλες, ώστε ή διάρθρωση του παρόντος κεφαλαίου δέν μπορεί παρά νά είναι σχεδόν ή ίδια μ’ έκείνη του προηγούμενου. Τό αν ή μεγαλύτερη εύκρίνεια πού έπιτυγχάνεται μ* αύτό τον τρόπο άντισταθμίζει έπαρκώς τό αίσθημα

16

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ο αί.

μιας ορισμένης μονοτονίας, αύτό είναι κάτι πού θά πρέπει να το κρίνει ο άναγνώστης. Ή οπτική άπάτη δτι ή κριτική της μεταφυσικής του 19ου καί του 20οΰ αί. υπήρξε στο σύνολό της ρηξικέλευθη μέσα στήν ιστορία των ιδεών οφείλεται σε μια σύγχιση άνάμεσα στα περιεχομένα καί τις δομές της σκέψης, άπο τήν μιά, καί στήν περιρρέουσα άτμόσφαιρα καί τήν διάδοση των ιδεών, άπο τήν άλλη. Αναμφισβήτητα, στον 19ο καί στον 20ο αί., διαδόθηκαν στο πεδίο της κριτικής τής μεταφυσικής περισσότερες (ριζοσπαστικές) ιδέες παρά ποτέ. Τό μένος, πάλι, μέ τό όποιο άσκήθηκε κριτική στήν μεταφυσική ειδικά μετά τό 1850, στρά­ φηκε κατά πρώτο λόγο ένάντια στις προσπάθειες μιας ιδεολογικής παλινόρθωσης, συνεπικουρούμενης άπο μιά θρησκευτικά προσανατο­ λισμένη, αν όχι χριστιανική-άπολογητική, μεταφυσική. Κοινωνιολο­ γικά, ή κριτική αυτή μπορεί νά έξηγηθεΐ grosso modo μέ βάση τήν άνοδο τής βιομηχανικής άστικής τάξης, μιάν άνοδο πού συνοδεύεται άπο τήν ραγδαία άνάπτυξη τής φυσικής έπιστήμης καί τής τεχνικής. Παράλληλα, άναπτύσσεται κι εύδοκιμεΐ μιά άστική τάξη τής μόρφω­ σης, ή οποία άπορρίπτει τις θρησκευτικές δεσμεύσεις κι ύποστηρίζει προγραμματικά τήν κυρίαρχη ιδεολογία τής προόδου, ένώ συνάμα υψώνουν τη φωνή τους, όλο καί περισσότερο, κατά πολύ ριζοσπα­ στικότερες κοσμοθεωρητικά καί πολιτικά ομάδες διανοουμένων, οί όποιες χαιρετίζουν τήν έξέλιξη τής έπιστήμης καί τής τεχνικής σέ μιά προοπτική διαφορετική άπο έκείνη τής άστικής τάξης, συνδέον­ τας τήν άποπνευμάτωση κι έξουσίαση τής φύσης μ’ έπαναστατικάχειραφετητικά αιτήματα. Τις δικές τους διαγνώσεις καί προγνώσεις — άλλά κι έκεΐνες ένός μεγάλου μέρους τής άντίθετης στήν ήγεμονία τής θρησκείας καί πιστής στήν πρόοδο άστικής τάξης— έξέφρασε ό Bruno Bauer, όταν θεώρησε ότι ή κριτική είχε καταστρέψει τήν μετα­ φυσική μιά γιά πάντα κι ότι κανένα μεταφυσικό σύστημα δέν θά μπο­ ρούσε νά διεκδικήσει μελλοντικά όποιαδήποτε θέση στήν ιστορία του πολιτισμού.1Ανεξάρτητα άπο τό κατά πόσο θεωρεί κανείς οτι ή άδρή τούτη διατύπωση εύσταθεΐ, θά πρέπει νά γίνει δεκτό οτι ή κυρίαρχη άπο τά μέσα του 19ου αί. άντιμεταφυσική τοποθέτηση, πέρα άπο τις περιστασιακές κυμάνσεις πού χαρακτηρίζουν καί τις τελευταίες 1. RuBland und das Gcmianentuni, 47 κέ.

ΓΕΝΙΚΑ

17

δεκαετίες του 20οΰ αί., υπήρξε σέ γενικές γραμμές ή προοδευτική, έκείνη δηλ. πού άντιλαμβανόταν την μεταφυσική ώς έμπόδιο στην έπιστημονική καί κοινωνική πρόοδο καί, άντίστοιχα, ήθελε να τήν έξαλείψει.2 Τό άποφασιστικό γεγονός στήν ιστορία των ιδεών του 19ου καί του 20οΰ αί. ήταν ή έξέλιξη των έπιστημών του πνεύματος καί των φυσικών έπιστημών, ένώ, συγχρόνως, τήν σημασία τών δεύτερων μέσα στήν καθημερινή ζωή τών πλατύτερων μαζών τήν έκαμε αισθητή κυρίως ή ίλιγγιώδης πρόοδος της βιομηχανίας καί της τεχνικής. Ή έμφάνιση της νεότερης φυσικής έπιστημης είχε ήδη σφραγίσει τήν πνευματική φυσιογνωμία — μολονότι οχι άκόμα τήν καθημερινό­ τητα— του 17ου αί., καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ώστε μια άναδόμηση τής φιλοσοφίας γενικά καί τής μεταφυσικής ειδικότερα ήταν άναπόδραστη. ’Έτσι, ένώ οί καιροί τής παραδοσιακής μεταφυσικής είχαν παρέλθει οριστικά, ή μεταφυσική σκέψη έξακολούθησε να διαθέτει, τουλάχιστο για κάποιο διάστημα, άρκετή ζωτικότητα, ώστε να έπιχειρήσει μέ τήν βοήθεια έκσυγχρονισμένων έννοιολογικών έργαλείων καινούργιες συνθέσεις, οί όποιες μέ τον έναν ή τον άλλο τρόπο έπαιρ­ ναν υπόψη τήν μεγάλη στροφή στον χώρο τών φυσικών έπιστημών. Στον 19ο καί στον 20ό αί. — άκόμα καί μετά τήν θνησιγενή φυσική φιλοσοφία του Hegel— , έγιναν έπίσης κάποιες βραχύβιες κι άποσπασματικές προσπάθειες νά έξεταστοΰν άπό μεταφυσική σκοπιά τά πορίσματα τών φυσικών έπιστημών καί νά ένταχθουν, έστω καί άδέξια, στά πλαίσια μεταφυσικών συστημάτων ή νά τεθούν στήν βάση τους. Τό συμπλησίασμα τής φυσικής έπιστήμης καί τής μεταφυσικής έπιχειρήθηκε όμως ώς έπί τό πλεΐστον άπό άντιπάλους τής παραδο­ σιακής μεταφυσικής, οί όποιοι χρησιμοποίησαν τήν γνωστή άπό τήν

2. Έδώ άναφέρομαι στην άπδ μέρους του Collingwood (Essay, 82 χέ.) τριμερή διαίρεση τών άντιμεταφυσικών τοποθετήσεων σέ προοδευτική, άντιδραστική (δπου οί συντηρητικοί άπορρίπτουν τά έπαναστατικά σχέδια αναμόρφωσης της κοινωνίας ώς ονειροφαντασία κι άφηρημένη μεταφυσική, οπ. παραπ., τ. Α', Κεφ. III, σημ. 936) καί άντιορθολογιστική (όπου ή μεταφυσική άξιολογεΐται ώς συστατικό ή προϊόν ένός όρθολογιστικοΰ-έπιστημονικοϋ πολιτισμού τον όποιο οφείλει νά διαδεχθεί ένας άλλος, βασισμένος σέ αισθήματα κτλ.). Θά πρέπει νά σημειωθεί ότι σέ ορισμένους φιλοσόφους της ζωής ή της ύπαρξης ή προοδευτική καί ή άντιορθολογιστική τοποθέ­ τηση μπορούν, σέ κάποιο βαθμό, νά συνδυάζονται.

18

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 206 αί.

έποχή του Bacon και διαδεδομένη άπδ τον Διαφωτισμό γνωσιοθεωρητική κι έπιστημολογική μεθερμηνεία της έννοιας της μεταφυσικής, ένώ παράλληλα οί πιο καθαρόαιμες μεταφυσικές κατασκευές γεννή­ θηκαν μάλλον ώς χειρονομίες διαμαρτυρίας ενάντια στην πρόοδο των φυσικών έπιστημών και την δεμένη μ’ αύτές έπικράτηση του τάχα ρηχού θετικιστικοΰ-έπιστημονιστικοΰ τρόπου σκέψης. Συγχρόνως, κάποτε — πράγμα πού δέν μπορούσε να συμβεΐ στον 17ο αί.— , γινό­ ταν άναδρομή στην μέθοδο καί στα περιεχόμενα των έπιστημών του πνεύματος, οί όποιες έπιχειρηματολογοϋσαν ιστορικά* άκριβώς όμως στήν επίκληση ιστορικών καί άνθρωπολογικών ιδεών καταφαινόταν κι ή έσωτερική άβεβαιότητα τών καινούργιων μεταφυσικών έγχειρημάτων: γιατί όχι μόνο, όπως θά δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ή ομο­ λογία πίστης τους στο Υπερβατικό ήταν διφορούμενη, παρά κι έπειδή γιά τό Υπερβατικό αύτό γινόταν λόγος πρωτίστως στήν σχέση του μέ τον άνθρωπο, ένώ τό ίδιο παρέμενε άπό όντολογική σκοπιά άξεκαθάριστο ή παρουσιαζόταν μέ τήν βοήθεια αύτολεξεί ή παραφρασμένων παραθεμάτων άπό τήν (παλιότερη) φιλοσοφική παράδοση, μέ τρόπο εύκαιριακό κι άπό πλάγιους δρόμους. Στον 19ο καί στον 20ό αί., ή μεταφυσική άνάγκη του άνθρώπου κι ή άναγκαιότητα μιας μεταφυσικής μέ τήν έννοια μιας θεωρίας του Υπερβατικού ή τού Όντος υπογραμμίστηκαν συχνά, άλλά τά θεωρη­ τικά έπιτεύγματα πού συνδέονται μαζί τους ύπήρξαν μάλλον φτωχά — καί άκριβώς τούτη ή διάσταση άνάμεσα σέ μεταφυσική άξίωση καί μεταφυσικά έπιτεύγματα είναι χαρακτηριστική γιά τήν περίοδο πού πραγματευόμαστε έδώ. Όποιος τείνει νά συγχέει τήν ένταση της άξίωσης μέ τήν ποιότητα τών έπιτευγμάτων, αύτός βέβαια μπορεί, όσον άφορά στήν δημιουργικότητα τών μεταφυσικών φιλοσόφων κατά τά τελευταία 150 χρόνια, νά έκφράζεται πολύ θετικότερα άπ’ οσο ένας παρατηρητής της φιλοσοφικής σκηνής πού δέν πέφτει στήν παραπάνω σύγχιση.3Ή παράδοση τής μεταφυσικής σκέψης έπιβιώνει 3. Έν πάση περιπτώσει, ένας τέτοιος παρατηρητής θ1άπέφευγε νά θεωρήσει ώς άξιόλογη άνανέωση της μεταφυσικής έργασίες όπως π.χ. την μετάφραση του θωμιστικού συστήματος σέ έν μέρει θύραθεν γλώσσα, οπού υιοθετείται προσεκτικά ένας πιο σύγχρονος προβληματισμός (βλ. π.χ. Maritain, Preface lo Metaphysics), ή την απόρριψη τών σχετικιστικών συνεπειών του άνθρωποκεντρικού ιστορισμού καί της ιστορικής θεώρησης τής γνώσης, μέ άφ’ υψηλού επίκληση τών έδραίων άρχών

ΓΕΝΙΚΑ

19

σήμερα κυρίως στο θερμοκήπιο της ιστορίας της φιλοσοφίας, άλλα ή συγγραφή ίστορικοφιλοσοφικών έργων αποτελεί άπό την πλευρά της λιγότερο σημάδι της διαδεδομένης άνάγκης για φιλοσοφία ή μετα­ φυσική καί περισσότερο συνέπεια του πεζού γεγονότος ότι ό άριθμός έκείνων που δημοσιεύουν πάνω στα συγκεκριμένα θέματα έχει, για θεσμικούς κι έπαγγελματικούς λόγους, αύξηθεΐ σημαντικά. Αξιόλογο «κύμα» μεταφυσικής έμφανίστηκε μονάχα μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, άκόμα καί τότε όμως οί σκοπούμενοι στόχοι ήσαν μάλλον άρνητικοί (καταπολέμηση του σχετικιστικοΰ ιστορισμού, του έπιστημονισμού καί της συρρίκνωσης της φιλοσοφίας σε γνωσιοθεωρία καί μεθοδολογία) καί πίσω άπ’ τό αίτημα της νεκρανάστασης της μεταφυ­ σικής βρίσκονταν συχνά θρησκευτικά κίνητρα.·' Έ τσι κι άλλιώς, ή έκ μέρους του θετικισμού σφοδρή άπάντηση σε τούτο τό κύμα δεν άργη­ σε νά δοθεί, ώστε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή μεγάλη νοσταλ­ γία γιά μεταφυσική έξέλιπε κι ό νικηφόρος όψιμος φιλελευθερισμός μπόρεσε νά ταυτιστεί ιδεολογικά μ’ έπιστημονιστικές, θετικιστικές καί, έν πάση περιπτώσει, έντονα άντιμεταφυσικές τάσεις. Άκόμα καί σήμερα, ένώ ό θετικισμός έχει ξεπεράσει έδώ καί καιρό τό κορύφω­ μά του, τά «μεταφυσικά» έγχειρήματα βασίζουν σε μεγάλο βαθμό τήν δύναμη καί τό καλό τους όνομα σέ στοχασμούς έπιστημολογικοΰ χαρακτήρα, ένώ οί προσπάθειες άναζωπύρωσης τού «μύθου» εύδοκιμούν σ’ ένα κλίμα έπ’ ούδενί μυθικό’ δηλαδή σ’ ένα κλίμα σχετικισμού καί νηφάλιου σκεπτικισμού, τό όποιο έπιτρέπει ή καί μάλιστα ένθαρρύνει κάθε είδους άκαταλόγιστο, μιά καί ή τεχνική-όρθολογική στάση στήν οποία στηρίζεται ή κοινωνική ζωή δεν άντιμετωπίζει κανέναν πρακτικώς σημαντικό κίνδυνο ή άμφισβήτηση. *Η θεωρητική καί κοι­ νωνική άδυναμία τής μεταφυσικής τά τελευταία 150 χρόνια καταφαί­ νεται όμως προπαντός στήν σιωπή της άπέναντι στο πρόβλημα των της θωμιστικής οντολογίας (βλ. π.χ. Fachcnliciin, Metaphysics and Historicity ή O.Martin, Metaphysics and Ideology). 4. Όλα αύτά τά μοτίβα εμφανίζονται σέ λιγότερο ή περισσότερο τυπική μορφή στο όχι ιδιαίτερα γόνιμο — μολονότι πολυδιαβασμένο στήν εποχή του— βιβλίο του Wust γιά τή «νεκρανάσταση της μεταφυσικής». Στον Geyser (Einige Hauptprobleme dcr Metaphysik) βλέπει κανείς τό πώς ορισμένοι καθολικοί θέλησαν νά έκμεταλλευθοΰν τό κύμα της μεταφυσικής τής δεκαετίας του 1920 προκειμένου ν’ άνασκευάσουν τον (καντιανό καί νεοκαντιανό) άγνωστικισμό.

20

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 206 αί.

άξιων. Την παραδοσιακή μεταφυσική τήν έτρεφε άκριβώς το γεγονός οτι συνέδεε τό όντολογικό με τό άξιολογικό πρόβλημα ή ότι άντλοϋσε πρακτικώς δεσμευτικές άξιες άπό μια συγκεκριμένη άντίληψη για τήν υφή του Όντος ή του Υπερβατικού. Μετά τήν κατάρρευσή της, κανείς άπ’ όσους αύτοπαρουσιάστηκαν ώς μεταφυσικοί δεν τόλμησε να καταπιαστεί συστηματικά μ’ ένα τέτοιο έργο: ή (μή θρησκευτική) θεμελίωση της ήθικής πραγματοποιείται έδώ καί καιρό σ’ έμμενή ερείσματα, καί κάποιες σημερινές άπόπειρες υποτύπωσης μιας άξιολογικής μεταφυσικής θυμίζουν περισσότερο έρασιτεχνισμούς κι άξιοπερίεργα.5 Απέναντι σέ μιά δισταχτική κι άόριστη μεταφυσική, ή κριτική της μεταφυσικής, μέσα σέ μιάν έκτενώς έκκοσμικευμένη κοινωνία, μπό­ ρεσε ν’ άναπτυχθεΐ σχεδόν άνεμπόδιστα, συνάμα όμως παρέμεινε ώς προς τό περιεχόμενό της μέσα στά πλαίσια έκεΐνα που είχαν χαραχτεί ήδη νωρίς άπό τήν γενική τάση του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων. Γνωρίζουμε τον ρόλο πού έπαιξε στήν κατάλυση τής παραδοσιακής μεταφυσικής ή άντικατάσταση του πρωτείου τής certitudo object! [βε­ βαιότητα ώς προς τό άντικείμενο] άπό τό προβάδισμα τής certitudo modi procedendi [βεβαιότητα ώς προς τον τρόπο τής μεθόδευσης], όπως καί ή άρχή verum factum convertuntur [τό άληθινό καί τό πεποιημένο είναι μεταξύ τους ισοδύναμα]/' Ανεξάρτητα, λοιπόν, άπό τις γνώσεις των κριτικών τής μεταφυσικής του 19ου καί του 20ου αί. πάνω στήν ιστορία των ιδεών, δέν ήταν διόλου τυχαίο οτι προτίμησαν νά διαπραγματευθοΰν μέ τον ένα ή τον άλλο τρόπο τό πρόβλημα τής μεθόδου, μεμφόμενοι τήν παραδοσιακή μεταφυσική γιά τήν (άπαγωγική-νοησιαρχική) μέθοδό της ή βασίζοντας καινούργιους ορισμούς τής μεταφυσικής σέ μεθοδολογικούς στοχασμούς οί όποιοι είχαν άναπτυχθεΐ παράλληλα μέ τήν θεωρία καί τήν πρακτική τών έπιστημών (έπαγωγική συγκρότηση ένός θεωρητικού Όλου, σύμπραξη ύποθέσεων κι έμπειρίας, χρησιμοποίηση λογικών καί μαθηματικών μέσων κτλ.)· άντιθέτως, τό γεγονός αύτό οφειλόταν στήν έσωτερική λογική τής κοσμοθεωρητικής τους τοποθέτησης. Σέ στενή σύνδεση μέ τήν πρόταξη τού ζητήματος τής μεθόδου έμφανίστηκε καί μιά νέα 5. Βλ. π.χ. Reschcr, Evaluative Metaphysics, ίδ. 71. 6. οπ.παραπ. τόμ. Α', κεφ. 1,2β· II, 1 καί4· III, 3.

ΓΕΝΙΚΑ

21

παραλλαγή της αρχής verum factum convertuntur, ή όποια πρόκοψε άπό τον σύγχρονο γνωσιοθεωρητικό κι έπιστημολογικό προβληματι­ σμό. Αύτή την φορά τό ζήτημα δεν ήταν, όπως στους άνθρωπιστές ή στους έκπροσώπους της πρώιμης φυσικής έπιστήμης των Νέων Χρό­ νων, τό ποιος είναι ό πραγματικός δημιουργός του έκάστοτε γνωρι­ ζόμενου άντικειμένου και τό αν δημιουργός και γνωρίζον υποκείμενο συμπίπτουν ή όχι, παρά μάλλον τό κατά πόσον ό γνωρίζων, άφου συγ­ κροτεί μέσω τής γνωστικής του δραστηριότητας τό άντικείμενο, καί μάλιστα άνεξάρτητα άπό τήν όντολογική υφή καί προέλευση αύτου του τελευταίου, πρέπει νά θεωρηθεί έτσι κι άλλιώς ως ό μοναδικός δημιουργός που έχει κάποια σημασία. Καθώς δεν μπορεί νά μας άπασχολήσει καμμία άλλη υφή του αντικειμένου έκτος άπό έκείνη πού διαμεσολαβεΐται άπό τήν γνώση μας (ή τον τρόπο τής γνώσης μας), ή γνώση του αντικειμένου φτάνει νά ταυτιστεί με τήν διαμόρφωση ή τήν δημιουργία του άπό τον γνωρίζοντα, ένώ τό μεταφυσικό πρό­ βλημα γιά την άντικειμενική υφή του Όντος καί συνάμα γιά τήν «άντικειμενικότητα» ή τήν «πλασματικότητα» τής γνώσης a limine παραμερίζονται: ή γνώση είναι πάντοτε πλασματική κατασκευή ή σύμβαση, άλλά ή μεθοδικά καταρτισμένη κι άτρωτη άπέναντι σε όποιοδήποτε μεθοδολογικό ή έμπειρικό έργαλειο σύμβαση είναι συγ­ χρόνως τό μοναδικό προσβάσιμο άντικείμενο τής γνώσης ή, μάλλον, τό σημείο οπού δημιουργός καί άντικείμενο τής γνώσης γίνονται ένα. Ή αρχή verum factum convertuntur μεταμορφώνεται έτσι στον σύγ­ χρονο συμβατικισμό, ό όποιος ρητά ή σιωπηρά συνοδεύει τις νεότερες πραγματιστικές καί θετικιστικές άντιμεταφυσικές θέσεις — καί οχι μόνον αύτές. Ό πως στήν παλαιότερη κριτική τής μεταφυσικής, έτσι καί στή νεότερη, ή πρόταξη του προβλήματος τής μεθόδου καί τά έντονα συμβατικιστικά γνωρίσματα συμβάδισαν γιά εύνόητους λόγους με τήν άπόρριψη τής παραδοσιακής διδασκαλίας γιά τήν ούσία [Substanz], διδασκαλία ή οποία στηριζόταν σε μιάν άντικειμενιστική άντίληψη γιά τήν γνώση. Εξάλλου, ή συνέχεια πού χαρακτηρίζει τά κατευ­ θυντήρια μοτίβα γίνεται εύκολα άντιληπτή, αν διαβάσει κανείς τήν κριτική του Mill στο σύστημα των άριστοτελικών κατηγοριών7ή τις 7. System of Logic, I, § 2 = CW, VII, 46 κέ.

22

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 206 αί.

έπιφυλάξεις του Herbart απέναντι στην άριστοτελική έννοια της ού­ σίας.8Εξίσου μπορεί κανείς να παραπέμψει καί στον Hume, αν στην θέση της ούσίας βάλει την έννοια του πράγματος, το όποιο είναι κάτι «μεταβλητό, οί μεταβαλλόμενες καταστάσεις του οποίου συνδέονται μεταξύ τους άπό την σκέψη μας».9 ‘Η έννοια της ούσίας έπιτρεπόταν συνεπώς νά έχει μονάχα υποθετικό χαρακτήρα, να είναι ένα έρμηνευτικό βοηθητικό έργαλειο10 ή μια ψυχολογικά άναγκαία βοηθητική κατασκευή, ή οποία δεν διέθετε έμπειρικά έλέγξιμη άντικειμενική υπόσταση11 — «τελείως άχρηστη όταν κανείς θέλει νά έξηγήσει κάτι».12Ό πως υποδηλώνει ήδη ή φράση του Wundt πού παραθέσαμε παραπάνω, στους περισσότερους κριτικούς της μεταφυσικής τούτη την κριτική τήν άκολουθοΰσε κατά κανόνα ή ρητή εύχή νά καταλυθεΐ ό άλλοτε έδραϊος πυρήνας της ούσίας σ1 ένα μεταβλητό καί διαρκώς άναμορφούμενο σύνολο άπό σχέσεις ή λειτουργίες. Όταν ό James — με λόγια πού θυμίζουν τον Nizolio ή τον Fracastoro— άποκαλοΰσε τήν όντολογική ύποστασιοποίηση ιδιοτήτων «κενή άφαίρεση», προσέ­ θετε ότι, τοποθετούμενοι μεν άπό τήν σκοπιά ενός ορισμένου φιλοσο­ φικού ένδιαφέροντος, θέτουμε στο προσκήνιο έκεΐνο πού παραμένει ταυτό, τό όποιο συνήθως θεωρείται ως ή ούσία, άπό μιάν άλλη σκοπιά όμως θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε τό ταυτό ως δευτερεΰον καί τό διαφορίζον ως πρωταρχικό.13 Οί οντότητες δεν ορίζονται λοιπόν μιά γιά πάντα στήν βάση της γνώσης της ούσίας, παρά μπορούν νά συγ­ κροτούνται μέσω ένός υποκειμενικά προσδιορισμένου συνδυασμού έκάστοτε άλλων στοιχείων ή ιδιοτήτων. Ό Whitehead τό λέει άπερίφραστα: ή ένεργεία οντότητα δεν είναι ούσία με πάγιες ποιότητες, ή όποια παραμένει ή ίδια μέσα σ’ όλες τις μεταβολές τών συμβεβηκότων, παρά τό άποτέλεσμα (outcome) έκείνου πού της άποδίδεται ως ποιότητα ή σχέση.14 Τούτη ή δεύτερη κατάλυση της ούσίας — μετά 8. AUgeineine Metaphysik, § 195 = SW, VIII, 49. 9. Wundt, Logik, 1,524 κέ. 10.6π. παρ., 527,532. 11. Avenarius, Philosophic, 61,57. 12. Nietzsche, Wille zur Macht, § 523 = σ. 358. 13. The Sentiment of Rationality = Works, V, 51. 14. Process, 79. Αναφορικά μέ τον σχεσιακό χαρακτήρα της «actual entity» καί τις συνέπειες του γιά τήν γενική άντίληψη τοϋ Whitehead περί πραγματικότητας βλ. Bohme, Whiteheads Abkchr, ί$. 45 κέ., 51 κέ.

ΓΕΝΙΚΑ

23

την πρώτη πού συντελέστηκε στον Διαφωτισμό— , καταλήγει στην άντίληψη ότι ή λεγόμενη ούσία συνιστα άπλώς το άθροισμα σύντο­ μων συμβάντων, τα όποια συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν ορισμένο τρόπο: ή ύπαρξη (υλικής) ούσίας στον πυρήνα των πραγμάτων δεν είναι τίποτε παραπάνω άπό ένα άφηρημένο ένδεχόμενο, άφοϋ τοΰτα τα συμβάντα προκαλοΰν άκριβώς τις ίδιες άντιληπτικές παραστά­ σεις.15 Αύτό σημαίνει ότι ή έπαρκής γνώση των λειτουργιών μπορεί ν’ άντισταθμίσει άριστα ένδεχόμενες άβεβαιότητες όσον άφορα στο Είναι των ούσιών. Ή λειτουργική θεώρηση έπιβάλλεται σε ολη την γραμμή, καί ό πρώιμος Wittgenstein μπορεί, έτσι, ν’ άναδιατυπώσει ένα κεντρικό άπό την έποχή του Galilei άντιμεταφυσικό έπιχείρημα, λέγοντας ότι μια πρόταση μπορεί να πει μονάχα τό πώς είναι ένα πράγμα, οχι τό τί είναι.16 'Η έσωτερική κατάλυση της ούσίας συνοδέυσε άπό τούς πρώιμους Νέους Χρόνους την κατάρρευση της ιεραρχίας τών ούσιών, ήτοι την ένοποίηση καί όμογενοποίηση τοϋ σύμπαντος. Ή μεγάλη συγγένεια άνάμεσα στούς διάφορους μονισμούς του παρελθόντος καί στην κατά­ τμηση του κόσμου σε άτομα κατά τον 19ο καί τον 20ό αί. συνίσταται στο γεγονός οτι καί στις δύο περιπτώσεις είχαμε έξίσου όμογενο­ ποίηση καί ένοποίηση. “Ετσι, δεν έμεινε πλέον μέσα στο σύμπαν καν­ ένα έρεισμα για την παλιά διάκριση μεταξύ Εντεύθεν καί Έκεΐθεν, Έμμενοΰς καί Υπερβατικού. Ή τάση αύτή κορυφώνεται τώρα μέ την κατάργηση τοϋ τελευταίου χάσματος πού άπέμενε, δηλαδή τοϋ χάσματος μεταξύ πράγματος καθαυτοΰ καί φαινομένου. Ό διαχω­ ρισμός άνάμεσα σέ πράγμα καθαυτό καί φαινόμενο είχε έξυπηρετήσει τον πολεμικό άγνωστικισμό καί φαινομεναλισμό τών προγενέστερων κριτικών της μεταφυσικής, μποροΰσε ωστόσο νά έρμηνευθεΐ καί προς όφελος μεταφυσικών θέσεων, κι έπιπλέον, στο μέτρο πού ό άγνωστικισμός έχανε μεγάλο μέρος τής πολεμικής του σημασίας μέσω τής 15. Russell, Analysis, 244. Πρβλ. στήν παλιότερη βιβλιογραφία τον ορισμό τοϋ Lotze για τό Είναι τών πραγμάτων ώς «τό νά βρίσκονται σέ άμοιβαία σχέση» (Grundziigc, § 8, πρβλ. §§ 12, 14, 16) ή ώς «πραγματικότητες σχέσεων» (System, II, 33, πρβλ. 34: ή έλλειψη σχέσης σημαίνει μη Είναι), καθώς καί την άντίληψη τοϋ Dieterich για την ούσία τοϋ πράγματος ώς «εσωτερικό νόμο έξέλιξης» αύτοΰ τοϋ τελευταίου (Grundzugc, § 4). 16. Τ ractatus, 3.221. Τό οτι σέ τοϋτο τό έργο οί χρησιμοποιούμενοι οροί «ούσία» καί «πράγμα» δέν διατηρούν διόλου την παραδοσιακή τους σημασία, τό έχει καταδείξει ό Stcnius (Wittgenstein’s Tractatus, 60 κέ.).

24

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ο αί.

προϊούσας έκκοσμίκευσης, ό παραπάνω διαχωρισμός έγινε περιττός ή κατέληξε να έχει ακόμα κι άνασταλτική λειτουργία.17 Άπό λογική άποψη πάλι, ή κατάλυση της ούσίας καταργούσε άναγκαστικά τήν άντίθεση μεταξύ φαινόμενου καί πράγματος καθαυτού: όπως παρατή­ ρησε ό Mach, αν τό πράγμα νοηθεί ώς συνάφεια στοιχείων, τότε παύει νά είναι άπρόσιτο στην γνώση.18Ή άλλη όψη τούτης της προσέγγισης είναι ή άπόρριψη της συνήθους ταύτισης φαινομένου καί έπίφασης, ή οποία υπαγόρευε οτι τό φαινόμενο είναι όντολογικά υποδεέστερο κι οτι ό άληθινός κόσμος κρύβεται πίσω του.19Ή διαπίστωση οτι στην παραδοσιακή μεταφυσική σκέψη είχε άποδοθει βαρύνουσα σημασία στήν άντίθεση μεταξύ εδραίας πραγματικότητας καί μεταβαλλό­ μενου φαινομένου,20 άναπτέρωσε φυσικά τήν πολεμική ένάντια στήν άντίθεση αύτή* συγχρόνως, προσκομίστηκαν άφθονα έπιχειρήματα προκειμένου νά καταδειχθεΐ ή άβασιμότητά της, τά όποια δεν χρειά­ ζεται ν’ άναφέρουμε έδώ.21 Πάντως, στήν βάση της αυξουσας άπομάκρυνσης άπό τήν παραδοσιακή άντίληψη γιά τό Υπερβατικό καί τήν ούσία, τά έπιχειρήματα αύτά τελεσφόρησαν άμεσα ή έμμεσα σέ τέτοιο βαθμό, ώστε άκόμα κι εκείνοι πού ήθελαν νά συμπεράνουν άπό τό φαινόμενο τού Είναι τήν διάσταση έκείνη τού Είναι πού ύπερβαίνει τήν φαινομενικότητα, αίσθάνθηκαν συγχρόνως ύποχρεωμένοι νά έξηγήσουν ότι τούτο τό Είναι δεν κρύβεται πίσω άπό τό φαινόμενο ώς ένα χωριστό όν: έκεΐνο πού έννοούνταν, άπλώς, ήταν οτι τό Είναι τού φαινομένου διαφεύγει άπό τήν κατάσταση της φαινομενικότητας, μολονότι είναι συνεκτατό με τό φαινόμενο.22 Ή έπισκόπηση τούτων των βασικών μοτίβων τής κριτικής πού άσκήθηκε στήν μεταφυσική στον Ι9ο καί τον 20ό αί. δείχνει ότι ή κριτική αύτή υιοθέτησε καί συνέχισε πολύ παλιότερες άντιλήψεις, 17. Βλ. παραχ. 4α (αα). 18. Erkenntnis, 10 κέ. 19. Έ τσι π.χ. ό Wundt, Metaphysik, 130 κέ.’ ό Dewey, Appearing and Appear­ ance (1927) = LW, III, 55 κέ.’ b Hcynianns, Einiiilming, 16 κέ. 20. Έ τσι π.χ. ό Schlick, Probleme, 37. 21. Τά σημαντικότερα άπό αύτά τά επιχειρήματα τά βρίσκει κανείς στον Schlick, Aufeatze, 8 κέ.* Ayer, Language, 130, επίσης: Metaphysics, 65 κέ.’ Lazcrowitz, Struc­ ture, 199 κέ., ίδ. 209* Lamprecht, Metaphysics, 398. 22. Sartre, L’Etre ct lc Neant, 16.

ΓΕΝΙΚΑ

25

ένώ παράλληλα, στις μορφές της πού χαρακτηρίζονταν άπό συνέπεια, έπιτέλεσε στο έπίπεδο της σκέψης καί μέ σχεδόν ίδεοτυπική καθα­ ρότητα αύτό πού έξυπονοουνταν στις προηγούμενες έξελίξεις: έναν ομογενή κι ένιαιο κόσμο δίχως ούσίες καί ιεραρχίες ούσιών, κι έπιπλέον δίχως όποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ούσίας καί φαινομένου — επομένως, έναν κόσμο άποτελούμενο άπό στοιχεία πού μπορούν να συνδυάζονται καί να έναλλάσσονται αύθαίρετα, καί πού οί σχέσεις τους συλλαμβάνονται καί παρασταίνονται λιγότερο άπό όντολογική καί περισσότερο άπό συμβατική άποψη. Έτσι, ή ποσοτική θεώρηση, της οποίας τα γνωρίσματα κι οί συνέπειες διαγράφονταν ήδη στον 16ο καί στον 17ο αί., έπιβλήθηκε ολοκληρωτικά σε βάρος της ποιο­ τικής. Ή κατάληξη τούτη έλαβε χώρα μέ τήν έκ νέου έπιστράτευση — μολονότι σέ έκάστοτε διαφορετική ένταση καί μορφή— ήδη δοκι­ μασμένων οπλών ένάντια στήν μεταφυσική, δηλ. τον άγνωστικισμό, τήν άπόρριψη της νοησιαρχίας καί τήν γλωσσική κριτική, όπως έπίσης καί μέ τήν χρήση γνώσεων άπό τήν κοινωνιολογία, τήν ψυχολογία ή τήν άνθρωπολογία. Παράλληλα, όπως έγινε καί στον 17ο αί., έτσι καί στον 19ο καί στον 20ό, ή κριτική της μεταφυσικής άσκησε έπίσης καί έμμεση επίδραση: όχι μονάχα κατέστρεψε ορισμένες μορφές τής μεταφυσικής, παρά συνάμα επηρέασε άρνητικά τον χαρακτήρα τής περαιτέρω δραστηριότητας τής μεταφυσικής σκέψης. Μ’ αύτό τό θε­ μελιώδες γιά τήν ιστορία των ιδεών ζήτημα θά ξεκινήσουμε τις άναλύσεις τού παρόντος μέρους τής εργασίας μας.

2.

ΟΙ Σ Υ Ν Ε Π Ε ΙΕ Σ Τ Η Σ Ε Ν Ο Π Ο ΙΗ Σ Η Σ

Τ Η Σ Κ Ο ΣΜ Ο Ε ΙΚ Ο Ν Α Σ ΚΑΙ ΤΟ Υ Π Ρ Ω Τ Ε ΙΟ Υ Τ Η Σ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Λ Ο Γ ΙΑ Σ Γ ΙΑ Τ Η Ν Μ Ε Τ Α Φ Υ ΣΙΚ Η Μ ΕΤΑ ΤΟ Ν Δ ΙΑ Φ Ω Τ ΙΣΜ Ο

Χάρη στον Διαφωτισμό, έπικράτησαν οριστικά σε όλη την γραμμή δύο ούσιώδεις θέσεις του νεότερου ορθολογισμού, οί όποιες συνάμα επηρέασαν καί τό περιεχόμενο της μεταφυσικής στον 19ο καί τον 20ό αί. Ή ένοποίηση της κοσμοεικόνας, όπως έπιχειρήθηκε άπό την μηχα­ νιστική φυσική έπιστήμη του 17ου αί., παραμέρισε βέβαια τούς δια­ χωρισμούς μεταξύ των έπιμέρους περιοχών του κόσμου, διατήρησε όμως τον διαχωρισμό μεταξύ κόσμου καί Θεού: ή πρώτη έμφάνιση φιλοσοφημάτων πού στόχευαν στήν κατάργηση κάθε Υπερβατικού έλαβε χώρα τήν έποχή τού Διαφωτισμού καί στήν γραμμή τού συν­ επούς σπινοζικοΰ μονισμού. Καί τό άλλο μεγάλο κοσμοθεωρητικό αίτημα [Postulat] των Νέων Χρόνων, δηλαδή τό πρωτείο της άνθρωπολογίας, έδραιώθηκε στήν ιστορία των ιδεών μέσω τού Διαφωτισμού, άφ’ ένός χάρη στήν πρόταξη της γνωσιοθεωρίας καί της ήθικής στήν σφαίρα τών φιλοσοφικών σπουδών κι άφ* έτέρου χάρη στήν έξέλιξη τών ιστορικών καί άνθρωπολογικών έπιστημών. Ή διπλή τούτη έξέ­ λιξη παρεισέφρησε βαθμιαία στήν μεταφυσική, μολονότι αύτό συνέβη μέ καθυστερήσεις κι άπό πλάγιους δρόμους* τούτο μάλιστα τό γε­ γονός άποτελεΐ καθαυτό εύγλωττη ένδειξη ότι ό Διαφωτισμός καί ή Επανάσταση είχαν διαμορφώσει τετελεσμένα γεγονότα τα όποια δεν μπορούσαν ν’ άγνοηθοΰν ούτε άπό φίλους ούτε άπό έχθρούς. Στο έξης, ολοι οί σημαντικοί θύραθεν μεταφυσικοί φιλόσοφοι άποχαιρέτησαν nolentes volentes τήν παραδοσιακή άντίληψη για τήν σχέση Υπερ­ βατικού καί Έμμενοΰς, κι όχι μόνο συσχέτισαν στενότερα τό ένα μέ τ’ άλλο, παρά καί άφαίρεσαν, λίγο ή πολύ, άπό τό Υπερβατικό τήν καθιερωμένη κανονιστική μορφή καί λειτουργία του. Τό Υπερβατικό

28

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ο αί.

παύει ν’ άποτελει ένσάρκωση του Δέοντος ή άνώτατη κανονιστική βαθμίδα δικαιοδοσίας, κι αντί γι’ αύτό γίνεται ή άρχέγονη πηγή πού παράγει άφ’ έαυτής δλες τις μορφές του Πεπερασμένου, τις κακές καί τις άσχημες έξίσου μέ τις καλές καί τις ωραίες. Βέβαια, οί άκριβεΐς συνθήκες κάτω άπ’ τις όποιες λάμβανε χώρα τούτη ή παραγωγή ή, μ’ άλλα λόγια, οί σχέσεις μεταξύ Πεπερασμένου καί Απόλυτου, Όντος καί Είναι, κτλ., παρέμεναν έξίσου άσαφεϊς όπως καί σέ άνάλογες δομές σκέψης του παρελθόντος, τό κυριότερο όμως ήταν οτι πλέον είχε πεθάνει οχι μόνο ή ιδέα της Δημιουργίας, παρά κι ή παλιά ιεραρ­ χία των όντολογικών έπιπέδων, καθώς καί καθαυτό τό Υπερβατικό παλαιού τύπου. Όρισμένοι συντηρητικοί, οί όποιοι κατά τήν περίοδο της Παλινόρθωσης στήριζαν τις έλπίδες τους γιά μιάν ένδυνάμωση της θρησκείας στήν άναζωογόνηση τής μεταφυσικής, έθεταν φυσικά ως άντικείμενο τής μεταφυσικής τις αρχές «πού βρίσκονται ύπεράνω τής Φύσης»,23 ή τραβούσαν μιά ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή άνάμεσα στήν ένατενιστική μεταφυσική (τού γερμανικού ιδεαλισμού), ή οποία εύνοοΰσε τήν θρησκεία, καί τήν «κατ όνομα» μεταφυσική (τού δυτικοευρωπαϊκού εμπειρισμού), ή οποία στήν πραγματικότητα έθετε μονάχα τό έρώτημα κατά πόσο ή μεταφυσική είναι δυνατή.2·’ Ωστόσο, τούτες οί έλπίδες των συντηρητικών δέν εύοδώθηκαν, ή του­ λάχιστο δέν εύοδώθηκαν πλήρως, έφόσον μάλιστα μετά τό 1848 τήν έρμηνεία ή τήν δημιουργία μεταφυσικών συστημάτων τήν άνέλαβαν άστοί πού άπέρριπταν τις θρησκευτικές δεσμεύσεις ή αίσθητικιστές διανοούμενοι πού ήθελαν νά συνδέσουν τήν μεταφυσική μέ τήν έπιστήμη ή, έπίσης, μέ μή θρησκευτικές μυθολογίες. Χαρακτηριστική γιά τον έν μέρει ήθελημένο κι έν μέρει άθέλητο μετασχηματισμό τής μεταφυσικής κάτω άπό τήν πίεση τών τετελεσμένων γεγονότων τής ιστορίας (τών ιδεών) είναι, π.χ., ή άποκήρυξη τής έννοιας τής ούσίας άπό μέρους έπιφανών έκπροσώπων τής φιλοσοφικής μεταφυσικής.25 Ό Bergson, πού συμμετείχε σέ τούτη τήν άποκήρυξη, έκαμε ένα βήμα 23. Βλ. π.χ. Schlegel, Fragincnte... (1827) = Wcrke, xxii, 389. 24. Αύτό κάνει π.χ. ό Carlyle, Characteristics (1831) = Works, XXVIII, 40 κέ. 25. Βλ. π.χ. Schopenhauer, Die Welt als Willc, I, Anhang = SW, II, 543 κέ. 581 κέ. Πρβλ. τον τρόπο μέ τον όποιο ό Bradley καταλύει ούσίες της παραδοσιακής μεταφυ­ σικής, π.χ. τήν ψυχή, μέσα στο άδιαίρετο Απόλυτο, Appearance, 295 κέ.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗ Σ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗ Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

29

παραπέρα κι άντέστρεψε την παραδοσιακή άντίληψη για την μετα­ φυσική. Προκαταλαμβάνοντας τον Heidegger, άναίρεσε την διάκριση μεταξύ παραδοσιακής μεταφυσικής κι έπιστήμης, καθώς τόσο ή μία όσο καί ή άλλη πίστευαν τάχα σε μια πάγια, αιώνια πραγματικότη­ τα πού μπορούσε να συλληφθεΐ ορθολογικά: μια σύγχρονη άντίληψη τής μεταφυσικής οφείλε όμως να προσανατολίζεται προς την ιδέα τής Διάρκειας, δηλ. ενός Γίγνεσθαι πού δεν έντάσσεται σέ ορθολογικές έπιστημονικές ή μεταφυσικές κατηγορίες.26 Στούς δύο αιώνες πού άκολούθησαν τον Διαφωτισμό, οί μονιστικές τάσεις του γερμανικού ιδεαλισμού έπηρέασαν άποφασιστικά τούτη την στροφή τής θύραθεν μεταφυσικής. Εξάλλου, είχαν κι οί ίδιες τις ρίζες τους στις ιδέες του Διαφωτισμού, καί μάλιστα στήν ιδιόμορφη σύμμιξη φιλοσοφημάτων του Spinoza, του Leibniz καί του Shaftesbury, όπως αύτά ερμηνεύονταν έλεύθερα στήν ύστερη φάση τού γερμανικού Διαφωτισμού.27 Πρώτος 6 Holderlin διατύπωσε στήν βάση αύτών τών ιδεών μια συνεπή ένωτική φιλοσοφία, τήν οποία οίκειοποιήθηκαν κι άνέπτυξαν ό Scheliing καί ό Hegel.28 Το ειδοποιό καί ρηξικέλευθο στοιχείο τής ένωτικής τούτης φιλοσοφίας όμως βρι­ σκόταν στήν σύνδεση τής μονιστικής τάσης μέ τό γνωσιοθεωρητικό πρόβλημα, μέ τό όποιο ήταν άναγκασμένος ν’ άναμετρηθεϊ κανείς ως φιλόσοφος στήν Γερμανία μετά τον Kant καί τον Fichte. Τό ζή­ τημα τού πώς οφείλε να σκεφθεΐ κανείς τούτη τήν σύνδεση χώρισε τούς δρόμους τού Scheliing καί τού Hegel μετά τήν εποχή τής συνερ­ γασίας τους στήν Ίένα. Ό Scheliing παρέμεινε πιστός στήν άντίληψη τού Holderlin καί άμφισβήτησε ότι ή σκέψη μπορεί νά γνωρίσει τό Απόλυτο, μολονότι δέχτηκε οτι ύπό τήν συνθήκη τής περατότητας άποκλείεται κάθε άλλη προοπτική πέρα άπό έκείνη τής σκέψης: ό παράδοξος στόχος νά οίκοδομηθεΐ κάτω άπ’ αύτές τις συνθήκες ένα έπαρκές σύστημα τού Απόλυτου οδήγησε τον Scheliing σέ λύσεις πού εκφράστηκαν κατά τήν όψιμη περίοδό του μέσα άπό τήν άντιδιαστολή, άλλά καί τήν άμοιβαία συμπληρωματικότητα, «θετικής» 26. Evolution, 372 κέ., πρβλ. Wahl, Traits, 33 κέ., 52 κέ. 27. Σχετικά βλ. Kondylis, Aufldarung, 567 κέ. [= Π. Κονδύλης, Ό Εύρωπαϊκός Διαφωτισμός, έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 31998, τ. II, 274 κέ.]. 28. Σχετικά βλ. Kondylis, Entstehung, Κεφ. II καί III.

30

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ο at.

καί «άρνητικής» φιλοσοφίας. Ένώ ό Schelling, παρά τον θρύλο για τις πρωτεϊκές του μεταμορφώσεις καί παρά τις μετατοπίσεις τόνου καί έμφασης, έμεινε πιστός σ’ ολόκληρη την ζωή του στήν ίδια βασική θέση, ή εξέλιξη του Hegel γνώρισε, με την έκ μέρους του ομολογία πίστεως στην γνωσιμότητα του Απόλυτου, μιά ριζική τομή. Μέσω της έπίδρασης του Fichte, 6 Hegel ένστερνίστηκε τήν άντίληψη γιά τήν ταυτότητα Είναι καί Γνώσης, ή οποία στήν περίπτωσή του πήρε τήν μορφή της ταυτότητας Ούσίας [Substanz] καί Υποκειμένου. Έτσι, τό όντολογικό θεμέλιο του κόσμου κι ή συνείδηση, ό Θεός καί ό Άνθρω­ πος, γίνονται δομές οί όποιες από όντολογική άποψη ταυτίζονται, δια­ τρέχουν τήν ίδια έξέλιξη στά πλαίσια της κίνησης της Έννοιας καί συνάμα συλλαμβάνονται νοητικά χάρη στήν ίδια αύτή κίνηση. Άπό δω προκύπτουν δύο συνέπειες: ή νέα οντολογία μπορεί νά οριστεί ώς Λογική, καί τό έπίπεδο έκεΐνο της Λογικής οπού ή Ούσία έξυποκειμενικεύεται πλήρως, όπου δηλ. ύπερβαίνεται κάθε χωρισμός μεταξύ Ούσίας καί Υποκειμένου, οφείλει τώρα νά ονομαστεί «Υποκειμενική Λογική». Τό κατώτατο έπίπεδο της Λογικής, έκεΐνο οπού λίγο-πολύ έξακολουθεΐ νά ύφίσταται τό χάσμα μεταξύ Ούσίας κα'ΓΥποκειμένου, μέ τις διάφορες μορφές του — συμπεριλαμβανόμενης τής άντίθεσης Υπερβατικού καί ΈμμενοΟς— , πραγματεύεται τό περιεχόμενο τής παραδοσιακής μεταφυσικής, ή οποία βασίζεται στούς άφηρημένους προσδιορισμούς τής διάνοιας· δέχεται δηλ. ότι τά πράγματα έχουν πάγιες ταυτότητες, άποδίδει τούς πεπερασμένους αύτούς προσδιορι­ σμούς τής σκέψης στο Απόλυτο ώς κατηγορήματά του καί, τελικά, δεν βλέπει τό έρώτημα γιά τό άληθινό καί τό έσφαλμένο παρά μέσ’ άπό μιά ξεκομμένη καί κενή προοπτική.29Ό διαφωτιστικός έμπειρισμός, ό καντιανός κριτικισμός κι ή πίστη στήν ένόραση μέ τήν συναφή διδασκαλία γιά τήν άμεση γνώση καταπολέμησαν σφοδρά καί γιά διαφορετικούς έκάστοτε λόγους τήν μεταφυσική, διέπραξαν όμως τό ίδιο θεμελιώδες σφάλμα μέ τον άντίπαλό τους: άπολυτοποίησαν μιάν ορισμένη, έκάστοτε διαφορετική, πλευρά του Πεπερασμένου, κι έτσι κατασκεύασαν άπλές ταυτότητες τής διάνοιας.30 Ιδωμένη απ’ αύτή 29. Enzyklopadie, §§ 28 κέ., πρβλ. Thcunisscn, Hcgcls Logik, ίδ. 263 χέ., 265. 30. οπ.παρ., §§ 38 προσθ., 48 προσθ., 74. Ό Hegel βασίζεται στο σχήμα σκέ­ ψης πού είχε χρησιμοποιήσει (άκολουθώντας τον Schelling) στην πραγματεία του

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Τ Η Σ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗ Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

31

την σκοπιά, ή μεταφυσική σκέψη δεν περιλαμβάνει μόνο την παραδο­ σιακή μεταφυσική, παρά κάθε μορφή σκέψης στήν οποία κυριαρχούν άφηρημένοι, πεπερασμένοι καί πάγιοι προσδιορισμοί της σκέψης, ένώ, παράλληλα, τό άντίθετο αύτής της — εύρύτατα έννοούμενης— μεταφυσικής άποκαλεΐται «διαλεκτική».31 Έτσι, τό ξεπέρασμα της τυπικής λογικής μέσω μιας διαλεκτικής λογικής καθιστά δυνατό τό ξεπέρασμα τής παραδοσιακής μεταφυ­ σικής.32 Τούτο, πάλι, φαίνεται θεωρητικά δυνατό έπειδή ή διαλε­ κτική λογική είναι υποκειμενική: μονάχα ή άπορρόφηση τής Ούσίας άπό τό Υποκείμενο παραμερίζει κάθε χωρισμό, κάθε άφαίρεση, κι έτσι κάθε Υπερβατικό. Επομένως, γιά τον Hegel, υπάρχει ούσιώδης συνάφεια άνάμεσα στήν άναίρεση [Aufhebung] τής μεταφυσικής καί στήν ταυτότητα Είναι καί Σκέψης,33 πράγμα που καταφαίνεται καί στο γεγονός ότι ή adaequatio rei et intellectus δίνει τή θέση της σέ μιά διείσδυση τής "Εννοιας μέσα στήν πραγματικότητα.3'1Δεν ισχύει ότι ή «ζωή» ή τό «συγκεκριμένο» στέκονται άντιμέτωπα με τις μετα­ φυσικές πλασματικές κατασκευές κι άφαιρέσεις όπως υποστηρί­ ζουν οί φιλόσοφοι τής ζωής κτλ., παρά οτι ή συγκεκριμένη σύλληψη των πραγμάτων μέσω τής Έννοιας οφείλει νά ύπερβεΐ ή νά άρει τήν μεταφυσική τους γνώση, τήν οποία παρέχει ή απλή διάνοια.35 Οί συν­ έπειες όμως γιά τό παραδοσιακό μεταφυσικό Υπερβατικό δέν είναι λιγότερο ολέθριες. Γιατί δέν είναι μόνο οτι ή Ούσία, μέσω τής έξυποκειμενίκευσής της, διαλύεται σέ σχέσεις* έπιπλέον, ή άντίληψη πώς ό Θεός είναι ένα άπλό Έκεΐθεν δέν είναι παρά μιά έκπορευόμενη άπό τήν διάνοια άποφάνση τής μεταφυσικής, ή οποία, όντας άνίκανη νά φθάσει στήν συγκεκριμένη ταυτότητα, δέν μπόρεσε νά συλλάβει οτι τό Πεπερασμένο, μέσα στήν διαφορά του άπό τό Απόλυτο, δέν διαθέ­ τει καμμιά άλήθεια καί, συνεπώς, όχι μονάχα άφησε τό Πεπερασμένο « Π ίστη καί Γνώση», προκειμένου νά μπορέσει νά χαρακτηρίσει τις συγκαιρινές του μορφές της γερμανικής φιλοσοφίας ώς φιλοσοφίες του Πεπερασμένου, βλ. Kondylis, Entstchung, 660 κέ. 31. Enzyldopiidic, §81. 32. Πρβλ. Seidel, Hegels Kritik, ίδ. 464 κέ. 33. Πρβλ. Schulz, Hegel und das Problem, ίδ. 68 κέ., 82 κέ., 86 κέ. 34. Βλ. την καλή ανάλυση του Theunissen, BcgrilFund Realitat, ίδ. 165 κέ., 193. 35. Houlgatc, Hegel, 99.

32

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ο αί.

νά παραμένει τέτοιο, παρά κατέστησε και τον Θεό πεπερασμένο.36 Άν τώρα παραβλέψουμε την προβληματική της γνώσης καί της συν­ είδησης, έξαιτίας της οποίας οί δρόμοι του Schelling καί του Hegel χώρισαν τελειωτικά, οφείλουμε νά πιστοποιήσουμε ότι, άκόμα καί στήν όψιμη φιλοσοφία του Schelling, στην βάση του άρχικοϋ μονιστικοϋ εγχειρήματος, τό όποιο έξακολουθουσε νά έπηρεάζει, ό Θεός καί ό κόσμος δεν διαχωρίζονται κατά κανέναν τρόπο όπως συνέβαινε στην περίπτωση του παλιού Υπερβατικού. Βέβαια, ό Schelling αιτιο­ λογεί την συνύφανσή τους τελείως διαφορετικά άπό τον όψιμο Hegel, ωστόσο κι οί δυό τους συμμερίζονται την άντίληψη ότι ή παραδοσιακή μεταφυσική δεν έχει πιά νά πει τίποτε τό έλλογο πάνω σε τούτο τό κεντρικό ζήτημα. Ό Schelling είχε ήδη άπό νωρίς μεμφθεΐ τήν μετα­ φυσική άντιδιαστολή Λόγου κι έμπειρίας καί είχε τονίσει τήν άναγκαιότητα της καντιανής κριτικής στήν μεταφυσική,37 άκριβώς όπως άπέρριπτε καί στο οψιμο έργο του τον φορμαλισμό των μεταφυσικών, οί όποιοι προϋπέθεταν τά άντικείμενά τους κι άσχολοϋνταν μονάχα μέ κατηγορήματα*38 στήν κακή αύτή μεταφυσική άντιπαρέθετε πάν­ τοτε μιάν «άληθινή» ή «ορθή».39'Ένα άπό τά κύρια καθήκοντα τούτης τής δεύτερης είναι ή έξήγηση τής «διαδικασίας γέννησης του Θείου Είναι» ή τής «θεογονικής διαδικασίας»'10— καί μάλιστα μέ δεδομένο αύτό πού είναι τό «υψιστο» μέσα στον Χριστιανισμό, δηλ. τήν «συγ­ κατάβαση» του Θεοϋ, ό όποιος, συνεπώς, δεν μπορούσε νά είναι ένας «Θεός καρφωμένος άπό τήν μεταφυσική στά άπρόσιτα υψη του».11Ό Schelling άποδέχεται γενικά καί προγραμματικά τήν άρχή του παν­ θεϊσμού, θέλει όμως, ένάντια στήν αύστηρή πανθεϊστική αιτιοκρατία, νά κατοχυρώσει καί νά διασφαλίσει τήν έλευθερία τής θείας βούλη­ σης.42 Ωστόσο, αύτό τό κάνει μ’ έναν έξαιρετικά άμφίσημο τρόπο, 36. Enzyklopadie, § 36 προσθ., 83 προσθ. 37. Allgcmeine Obersicht..., SW, 1,464· Idecn..., SW, II, 3 κέ. 38. Philosophic der Oflcnbarung, I = SW, XIII, 34 κέ., ίδ. 41 κέ.* πρβλ. Phil, dcr Mythologie, I = SW, XI, 261 κέ. 39. System der gesamten Phil., SW, 214· Phil, dcr OfTenbarung, I = SW, XIII, 27 κέ. 40. Phil, dcr Mythologie, I = SW, XI, 91. 41. Stuttgarter Privatvorlesungen, SW, XI, 91. 42. Phil, dcr Mythologie, II = SW, XII, 35 κέ., 39 κέ.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗ Σ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ Τ Η Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

33

έφόσον υποβιβάζει όντολογικά τον Θεό θεωρώντας ότι ή έλευθερία του μπορεί νά γεννηθεί καί να έπιδράσει μονάχα στην βάση μιας πιο άρχέγονης καί περιεκτικότερης όντολογικής άρχής. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι πήρε άποστάσεις άπό την συνηθισμένη θεολογική έρμηνεία του μονοθεϊσμού, την οποία άποδεχόταν μονάχα όσον άφορα στην στάση άπέναντι στον πολυθεϊσμό των έθνικών.43 Ή έκδοχή του Schelling για τον μονοθεϊσμό, τώρα, υπαγόρευε ότι τό Ό ν μπόρεσε νά γεννήσει έναν καί μοναδικό Θεό, έπειδή δεν τον γέννησε μέσω ενός μέρους μονάχα των δυνατοτήτων του, παρά μέ την ιδιότητά του ως μοναδικής καί καθολικά περιεκτικής ολότη­ τας. Τό Ό ν προϋπάρχει τοϋ Θεοϋ ως «υλη» ή «θεμέλιό» του, καί ή δυνατότητα τής βούλησης πού περιέχει πρέπει να ένεργοποιηθεϊ ως ελεύθερη βούληση, ώστε νά μπορέσει ό Θεός νά έμφανισθεϊ ως προσ­ διορισμένο Είναι ή ως Δημιουργός πλάι στο Είναι άπό τό όποιο δια­ φέρει. Μολονότι ό Θεός δεν ταυτίζεται άπόλυτα μέ τό άρχέγονο Όν, παρά μετατρέπεται σέ Είναι πού ξεχωρίζει ως έλεύθερο άπέναντι σε κάθε άλλο Είναι μονάχα μέ την ένεργοποίηση τής δυνητικής βούλη­ σης τούτου τοϋ Όντος, οφείλει παρόλ’ αύτά την μοναδικότητά του στήν καταγωγή του άπό τό Όν. Ό Θεός είναι τό Ό ν (πού έχει μεταβεΐ στο έπίπεδο του ένεργεία είναι), καί αύτό πού έμποδίζει την ύπαρξη περισσότερων τοϋ ένός Θεών είναι άκριβώς ή «άπόλυτη ένότητα» τούτου τοϋ Όντος *ή μοναδικότητα τοϋ Θεοϋ δέν έκπηγάζει άπό τήν θε'ικότητά του, παρά άπό τό θεμέλιό της.44 Γι’ αύτό, ή διάκριση τοϋ Θεοϋ άπό τό άλλο Είναι δέν μπορεί νά νοηθεί μέ τον τρόπο τής παρα­ δοσιακής άντιδιαστολής Θεοϋ καί Κόσμου, Ύπερβατικοϋ καί Έμμενοΰς, άφοΰ καί τά δυο συστατικά τοϋ παλιοΰ δίπολου ριζώνουν άπό κοινοϋ στο Ό ν ή στο «Πανάρχαιο Είναι», πράγμα πού διαμορφώνει άνάλογα καί τις συναμεταξύ τους σχέσεις. Στην βάση τών παραπάνω προϋποθέσεων λοιπόν, μοναδικός Θεός μπορεί νά ονομαστεί μονάχα έκεΐνος πού κατά την έννοιά του είναι ό Πας-Εις: ό /7δς-Είς έπειδή δέν άποκλείει τίποτα, καί ό Πας-£7ς έπειδή μπορεί καί υπάρχει μονάχα ως άδιάσπαστη ένότητα όλων τών μορφών καί όψεων τοϋ Είναι. Συν­ επώς, δέν είναι άπλώς Πνεΰμα, παρά έξίσου κι οί άλλες «Δυνάμεις» 43. οπ.παρ., 20, 23. 44. δπ. παρ., 25,36,33,26,28,29.

34

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ό αί.

[Potenzen].^5 Μέσα στις Δυνάμεις, πραγματικό είναι μονάχα τό θεϊκό στοιχείο* μονάχα ό Θεός υπάρχει καί μέσα στις Δυνάμεις που άλληλοαποκλείονται, μονάχα αυτός παραμένει 'Ένας μέσα στο πλήθος των Όψεων ή Δυνάμεών του, μολονότι σέ καθεμιά τους είναι κάποιος άλλος.·16Τό «τεταμένο» ή «διαμεσολαβημένο άπό την άντίθεση» Είναι του Θεοΰ δεν άναιρεΐ την «άπουσία έντάσεων»· άντίθετα, τό θειο Είναι άποκαθίσταται έκ νέου χάρη στην ένταση καί την άντίθεση των ίδιων των Δυνάμεων, καί ό Θεός κατέχει τώρα σέ διαμεσολαβημένη μορφή ό,τι κατείχε άρχικά σέ άδιαμεσολάβητη.17Τό πώς μπορούν τούτα τα σχήματα σκέψης να συμβιβαστούν μέ τήν χριστιανική ιδέα της δημι­ ουργίας, αύτό μένει άξεκαθάριστο. Βέβαια, ό Schelling διαβεβαιώνει ότι ό κόσμος δέν είναι άπορροή της θείας φύσης, παρά έλεύθερη δημι­ ουργία της θείας βούλησης,18είναι όμως ολοφάνερο ότι ή διαβεβαίωση τούτη ισχύει μονάχα για τό παράγωγο έπίπεδο τού Είναι, δηλ. μετά τήν (μερική) άποκοπή τού Θεού άπό τό Όν, καί, έπιπλέον, άπό δομική άποψη, έχει πολύ μικρές έπιπτώσεις στήν συνολική διαδικασία. Άν ήθελε κανείς π.χ. νά συλλάβει τήν γένεση τού κόσμου σάν διαδικασία άπορροής, μιά τέτοια παρουσίαση της σχέσης μεταξύ Όντος, Θεοΰ καί Δυνάμεων θά ήταν λογικά άψογη. Τούτο τό έπιβεβαιώνει καί ή διαπίστωση ότι ό Schelling χρησιμοποίησε παρεμφερή σχήματα σκέ­ ψης καί στήν έποχή της φιλοσοφίας της Φύσης καί της Ταυτότητας, όταν ένδιαφερόταν έμφανώς λιγότερο γιά τον Θεό-Δημιουργό. Ό Schopenhauer, πού δέν είχε ποτέ του παρόμοιες θεολογικές έγνοιες, μπόρεσε ώς μεταφυσικός ν’ άποχαιρετίσει έξαρχής τήν «υπερβατική μεταφυσική» ή όποια δεχόταν τήν ύπαρξη ένός τέτοιου Πρωταρχικού Όντος ή Απόλυτου πού γεννούσε τά φαινόμενα καί στεκόταν πλάι τους ή πίσω άπ’ αύτά.'19Ή «έμμενής» μεταφυσική του οφείλε νά μήν άποκόβεται ποτέ άπό τήν έμπειρία, ένώ τό πράγμα καθ­ αυτό έπρεπε νά θεωρείται πάντοτε στήν σχέση του μέ τό φαινόμενο* βέβαια, μέσω τής υπόθεσης ένός πράγματος καθαυτού ή μεταφυσική 45. δπ. παρ., 61,89. 46. Phil, der OfFenbarung, I = SW, XIII, 280 κέ. 47. δπ. παρ., 271. 48. δπ. παρ., 292. 49. Die Well als Willc, II, 1,17 = SW, III, 206.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Τ ΙΙΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗ Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

35

υπερβαίνει τά όρια της έμπειρίας, ωστόσο έδώ δεν έμφανίζεται καν­ ένα ens cxtramundanum [έξώκοσμο ον]. Απεναντίας, έργο της μετα­ φυσικής είναι να έξηγεΐ μέ τις ιδιαίτερες θεωρίες της τήν έμπειρία στο σύνολό της, ένώ ή φυσική καταγίνεται μέ την παρατήρηση καί τήν έξήγηση έπιμέρους έμπειριών ή φαινομένων.50 Ή συνεργασία μετα­ φυσικής καί φυσικής έκφράζει στο έπίπεδο τής γνώσης τήν ίδια μονιστική τάση μ’ έκείνη πού έκφράζει στο έπίπεδο του Όντος ό στενός δεσμός μεταξύ πράγματος καθαυτού καί φαινομένου. Μεθοδολογικά, πάλι, ό παραμερισμός τού παραδοσιακού Υπερβατικού άντανακλαται στήν άπόρριψη τής άπαγωγικής-νοησιαρχικής μεθόδου τής παρα­ δοσιακής μεταφυσικής. Για τον Schopenhauer, μια μεταφυσική πού άναπτύσσεται στήν βάση καθαρών έννοιών είναι άδύνατη: γιατί οί μεταφυσικές έννοιες, άντίθετα άπό τις μαθηματικές, άντλούνται άπό έποπτεΐες καί, συνεπώς, άπό τούτες δέν μπορεί ν’ άντληθεΐ τίποτα πε­ ρισσότερο άπ’ αύτό πού περιέχουν οί έποπτεΐες οί όποιες άποτελούν τήν βάση τους· προκειμένου να καταστεί δυνατή ή στέρεη μεταφυ­ σική γνώση, είναι άπαραίτητες πρόσθετες, δηλ. έμπειρικές, πηγές γνώσης.51 Μ’ αύτήν τήν έννοια, ή μεταφυσική μπορεί να θεωρηθεί ως μια έμπειρική έπιστήμη· συνάμα όμως πρέπει κι ή φυσική ν’ άνυψωθεΐ στο έπίπεδο τής μεταφυσικής, άφοΰ άπό μόνη της δέν μπορεί να συλλάβει ούτε τό σημείο άφετηρίας τής άλυσίδας τών αιτίων καί τών αίτιατών ούτε τις πρωτογενείς ιδιότητες τών πραγμάτων καί τις φυσικές δυνάμεις πού έκδηλώνονται μέσα σ’ αύτές. Όποιος άρκεΐται στις έξηγήσεις τής φυσικής, αύτός άναγορεύει τά φαινόμενα σέ πράγματα καθαυτά καί τήν natura naturata [φυόμενη φύση] σέ natura naturans [φύουσα φύση], δίχως ν* άντιλαμβάνεται ότι καθετί φυσικό είναι συνάμα καί μεταφυσικό: αύτό πού κάνει αισθητή τήν άνάγκη γιά μεταφυσικές έξηγήσεις είναι ή ίδια ή πρόοδος στήν γνώση τών φαινο­ μένων. Ή μεταφυσική όμως δέν υποβιβάζει καί δέν καθιστα περιττή τήν φυσική, όπως δέν συμβαίνει καί τό άντίστροφο: ή μεταφυσική κι ή φυσική συνυφαίνονται στήν ίδια έκταση καί μέ τό ίδιο νόημα, όπως τό πράγμα καθαυτό καί τό φαινόμενο.52 50. δπ.παρ., 203 κέ., 201· πρβλ. NachlaB, III, 153 κέ., 251 51. δπ. παρ., 199 κέ.· πρβλ. NachlaB, 1 ,119 καί III, 152. 52. δπ. παρ., 191 κέ.· πρβλ. NachlaB, III, 399 κέ., 442 κέ.

36

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ό αί.

Ή σημασία του Schopenhauer για την έδώ σκιαγραφούμενη στροφή της μεταφυσικής σκέψης βρίσκεται στην έξάλειψη του ορίου μεταξύ Υπερβατικού καίΈμμενοΰς, καθώς καί στην αποκοπή τού Υπερβατι­ κού ή τού πράγματος καθαυτού άπο τα παραδοσιακά άνθρωπόμορφα γνωρίσματα, δπως ή συνείδηση ή οί κανονιστικές άναφορές. Βέβαια, κι οί δυο τούτες όψεις προδιαγράφονταν σε προγενέστερες μεταφυ­ σικές κατασκευές, σέ διάφορες μορφές καί συνδυασμούς, έδώ δμως πρόβαλλαν για πρώτη φορά στηριγμένες, σά νά ήταν τούτο αύτονόητο, στις σύγχρονες βάσεις της θετικής άποτίμησης τής καντιανής κριτικής στήν μεταφυσική, άπο τήν μιά, καί των πορισμάτων των φυσικών επιστημών, άπο τήν άλλη* συνδέονταν μάλιστα προγραμ­ ματικά μεταξύ τους κι έκφράζονταν σέ μιά πλήρως έκκοσμικευμένη φιλοσοφική γλώσσα. Ή σχετική έπιρροή τού Schopenhauer παρέμεινε ωστόσο άσήμαντη, καθώς τό έγχείρημά του δέν μπορούσε νά ικανο­ ποιήσει ούτε τούς οπαδούς μιας άκόμα στενότερης σχέσης μέ τις φυ­ σικές έπιστήμες ούτε υψιπετείς μεταφυσικούς. "Ετσι, έπηρέασε λίγους άμεσους μαθητές53 ή κάποιους γνωστότερους άλλά μάλλον άπομονωμένους διανοητές, δπως π.χ. τον Ε. ν. Hartmann, ό όποιος συνόψισε τον μετασχηματισμό τής μεταφυσικής πού λάμβανε χώρα στον 19ο αί. λέγοντας δτι πλέον ή μεταφυσική είναι δυνατή μονάχα στήν βάση μιας φιλοσοφίας τής ταυτότητας. Βέβαια, ό Hartmann φρονούσε δτι ό Hegel καί ό Schopenhauer, οί όποιοι είχαν καταπιαστεί μέ τήν ιδέα τής ταυτότητας «μέ τήν μεγαλύτερη σοβαρότητα» ίσαμε τότε, είχαν άναπτύξει μονόπλευρα τήν μονιστική τάση κι είχαν παραμελήσει τό στοιχείο τής διαφοράς μέσα στήν ενότητα — σφάλμα πού ή άπο μέ­ ρους του έπιδιωκόμενη «πλουραλιστική» φιλοσοφία τής ταυτότητας ή μεταφυσική οφείλε ν’ άποφύγει.51 "Εργο τούτης τής φιλοσοφίας ήταν ή ένοποίηση τών δύο «κατ’ ούσίαν όμοιων καί μονάχα άπο τήν άποψη τού έπιπέδου διαφορετικών» σφαιρών τού κόσμου τών φαινομένων, ήτοι τής ύποκειμενικής-ίδεατής καί τής άντικειμενικής-πραγματικής,

53. Π.χ. τον Deussen, Elcmente, ίδ. §§ 135 κέ., 166 κέ., οπού ή άναφερόμενη στην τελευταία παράγραφο συμμετρική σχέση μεταξύ τών έννοιολογικών ζευγών «πράγμα καθαυτό - φαινόμενο» καί «μεταφυσική - φυσική» εκτίθεται στο πνεύμα του Schopenhauer. 54. GrundriB, 12, 11, πρβλ. 37 κέ.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Τ Η Σ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ Τ Η Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

37

σέ μία καί μοναδική τρίτη σφαίρα, δηλ. έκείνη της μεταφυσικής. Ή ένότητα των τριών αύτών σφαιρών σήμαινε για τον Hartmann την ένότητα τών τριών πλευρών ένδς καί μοναδικού πράγματος, έπειδή κατά την γνώμη του δεν υπήρχε «κανένα σημείο του Όντος δπου οι τρεις σφαίρες να μην άλληλοδιαποτίζονται»· ή μεταφυσική δραστη­ ριότητα δεν ύφίσταται ώς τέτοια, παρά μονάχα κατά τήν διαδικασία παραγωγής τών δύο παραπάνω σφαιρών τής φαινομενικότητας.55 Έδώ δεν ένδιαφέρει τό πώς συγκροτεί ό Hartmann τήν μεταφυσική του στά καθέκαστα, προσπαθώντας παράλληλα νά ύπερβεΐ τήν άντίθεση άνάμεσα στον παλλογισμό (Hegel) καί στον πανθελητισμό (Schopenhauer)· όπως καί νάχει, ή άνώτατη μεταφυσική του άρχή, τό Απόλυτο Πνεύμα, είναι σ’ έξίσου μεγάλη έκταση άπαλλαγμένη άπό άνθρωπόμορφα καί κανονιστικά γνωρίσματα, δσο κι ή βούληση τού Schopenhauer. Καί, παρόμοια με τον Schopenhauer, ή μονιστική προσέγγιση συνδέεται έδώ με τήν άξίωση νά έφαρμοστεΐ στήν μετα­ φυσική ή έπαγωγική μέθοδος καί παράλληλα νά ληφθοϋν αύστηρά υπόψη τά πορίσματα τής φυσικής έπιστήμης — άσχετα άπό τό κατά πόσο ή άξίωση τούτη κατανοειται στήν κυριολεξία της ή κατά πόσο ικανοποιείται στήν πράξη. Σύμφωνα με τον Hartmann, ή «μεταφυ­ σική σφαίρα» μπορεί νά γνωσθεΐ μονάχα έμμεσα, διαμέσου έπαγωγικών συλλογισμών.56 Ή «a posteriori έπαγωγική μεταφυσική» θά πρέπει πρώτα νά φτιαχτεί, γιατί μολονότι μπορεί κανείς νά νομίζει οτι μετά τον Kant ή άποδεικτική μεταφυσική είναι πλέον άδύνατη, ωστόσο κι ό ίδιος ό Kant είχε θελήσει νά διασώσει τον άπριορισμό στο πεδίο τών φαινομένων, άναγνωρίζοντας έτσι τήν έγκυρότητα τών a priori κρίσεων οί ιδεαλιστές (στήν βάση τής νόησης), ό Schopenhauer (στήν βάση τής βούλησης) ή οί υλιστές (στήν βάση τής ύλης καί τής δύναμης) έφάρμοσαν έξίσου τήν άπριορική-άπαγωγική μέθοδο.57 Ό υλισμός, πού στο δεύτερο μισό τού 19ου αί. άσκησε πολύ μεγα­ λύτερη άμεση κι έμμεση έπίδραση άπό έκείνη πού μπορούμε νά φαν­ ταστούμε έμεις σήμερα, ένίσχυσε γενικά τήν μονιστική στροφή τής μεταφυσικής καί μάλιστα ύπήρξε ό σπουδαιότερος έκπρόσωπός της. 55. οπ.παρ., 1, 4,5. 56. δπ. παρ., 7, S. 57. Gcschichtc, II, 592 κέ.

3S

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 206 αί.

Ό Ε. ν. Hartmann θεωρούσε την μείωση ή την έξάλειψη της όντολο­ γικής άπόστασης μεταξύ του πνεύματος καί των αισθητών, όπως καί μεταξύ πεπερασμένου καί άπειρου, ως προστάδιο ή προϋπόθεση της δικής του μεταφυσικής καί χαιρέτιζε τον ύλοζωισμό του Haeckel με τούτο άκριβώς το νόημα.58 Πράγματι, ό Haeckel έμοιαζε να ύπογραμμίζει τα μονιστικά χαρακτηριστικά τής σκέψης του περισσότερο άπο τα ύλιστικά. Εκείνο πού προπαντός άπέρριπτε στην θεολογία ήταν ή δυαρχία Θεού καί Κόσμου, Πνεύματος καί 'Ύλης,59 ένώ θεωρούσε, σε μια μονιστική προοπτική, οτι κάθε όν είναι οί έκάστοτε διαφορε­ τικοί συνδυασμοί μίας καί τής αύτής ούσίας: ό νόμος τής διατήρησης τής ούσίας τούτης άποτελοϋσε, κατά τήν άποψή του, τον «άκρογωνιαΐο λίθο τοϋ μονισμού» καί συνεπαγόταν τόσο τήν διατήρηση τής δύναμης όσο καί τής ύλης, ώστε δεδομένης τής ένότητας δύναμης καί ύλης δεν είχε πιά καμμιά σημασία τό αν άποκαλοϋσε κανείς τον μονισμό ύλισμό ή πνευματοκρατία.00 Δεν ήταν ή πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία των ιδεών, πού ό πνευματοκρατικός κι ό ύλιστικός μονισμός συνέδραμαν συμπληρωματικά στην κατάρρευση τοϋ βασι­ σμένου στην δυαρχία παραδοσιακού Υπερβατικού.01 Γι’ αύτό κι ένας πνευματοκράτης μονιστής όπως ό Bradley αισθανόταν την άνάγκη νά μνημονεύει, ως τούς δύο κυριότερους έχθρούς του, μαζί τον ύλισμό καί τήν θεολογική ορθοδοξία.02 Ένας άπό τούς βασικότερους λόγους τής άντίθεσής του προς τούτη τήν δεύτερη οφειλόταν προφανώς στην άπροθυμία του νά συνδέσει τις κανονιστικές άρχές μέ τό Υπερβατικό (με την παλιά έννοια): σύμφωνα μέ τήν άποψή του, τό καλό καί τό κακό δέν είναι παρά «relative factors, which cannot retain their special characters in die Whole» [σχετικοί παράγοντες, οί όποιοι δέν μπορούν νά διατηρήσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους μέσα στο Όλο].03 Συγ­ χρόνως, τό Απόλυτο καί τό Πεπερασμένο συσχετίζονται μέ τέτοιον

58. δπ. παρ., 599 κέ. 59. Monismus, 12 κέ., 31 κέ. 60. δπ. παρ., 13 κέ., 39, 26 κέ. 61. Σχετικά βλ. Kondylis, Aufldarung, 68, 196, 203 κέ, 264 κέ., 590 κέ. [= I, 87 κέ., 241 κέ., 250 κέ., 324 κέ.· II, 290 κέ.]. 62. Appearance, 5. 63. δπ. παρ., 430.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ Τ Η Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

39

τρόπο, ώστε κάθε λόγος για τό Υπερβατικό άπλούστατα περιττεύει. Ή άνθρώπινη έμπειρία είναι βέβαια περιορισμένη ή πεπερασμένη, τό περιεχόμενο της όμως είναι μέρος του σύμπαντος, κι έπειδή τα μέρη του σύμπαντος είναι όντολογικά ομοιογενή,·ή εικασία ότι πέρα άπό την έμπειρία υπάρχει ένας άλλος κόσμος είναι άθέμιτη. Ή ολότητα του σύμπαντος, στην οποία ή πεπερασμένη έμπειρία έχει μια άτελή μονάχα πρόσβαση, δεν θά παρουσιαζόταν διαφορετική στην ίδια τού­ τη έμπειρία αν μπορούσε νά τελειοποιηθεί ή πρόσβασή μας σε αύτή. Συνεπώς, οί θεωρίες που κάνουν λόγο γιά μιάν υπέρβαση προς την κατεύθυνση ένός άλλου κόσμου δεν εύσταθοΰν, άφοϋ κάθε τι πεπερα­ σμένο είναι άξεχώριστο άπό τό Απόλυτο καί, μάλιστα, ούσιώδες γι’ αύτό.01 Ακόμα καί στις μεταφυσικές άπόπειρες νά περισωθεΐ με κάποιον τρόπο ή ιδέα του Θεού, ή άντίληψη ένός ΘεοΟ-Δημιουργου κατά κα­ νόνα παραμεριζόταν καί τό Θειο Ό ν συμφυρόταν με τό σύμπαν στις αιώνιες μεταβολές του. ’Ήδη στον 19ο αί. είχε γίνει άντιληπτή ή αυξουσα τάση των θεϊστών νά συνδέουν όσο τό δυνατό στενότερα την άμεταβλησία του Απόλυτου Όντος μέ την μεταβλητότητα της δραστηριότητάς του, καθώς καί τό δυνάμει άπειρο τών ούσιακών κατη­ γορημάτων μέ τον πεπερασμένο χαρακτήρα τών έκπορευόμενων άπό τούτα τά κατηγορημάτα ένεργειών.05 Στην μεταφυσική του 20ου αί. — καί, είτε συνειδητά είτε άσυνείδητα, στήν γραμμή του Hegel καί του Schelling— γίνονται έπίσης προσπάθειες νά συλληφθοΰν ή θεογονική καί ή κοσμογονική διαδικασία ως άλληλένδετες. Ό Whitehead πιστεύει ότι ούτε ό Θεός ούτε ό κόσμος μπορούν νά φθάσουν σέ μιά κατάσταση στατικής τελειότητας, γιατί κι οί δυό τους ύπόκεινται στήν άνώτατη μεταφυσική άρχή, δηλ. στήν δημιουργική πρόοδο πού 64. δπ. παρ., 525 κέ. Καί ό Findley (Ascent, 29 κέ.) έχει τήν άποψη δτι ό πεπε­ ρασμένος κόσμος άποτελεΐ γιά τό Απόλυτο άναγκαιότητα: η ιδέα του Απόλυτου θά έξασθενοΰσε αν της άφαιροΰσε κανείς τον πεπερασμένο κόσμο. Βέβαια, ό Findlay δεν θέλει νά ταυτίσει τό Απόλυτο, πού κατά την γνώμη του δεν μπορεί νά είναι «purely spiritual and conscious» [καθαρά πνευματικό καί συνειδητό], μέ τον κόσμο, άπό τήν άλλη μεριά όμως άπορρίπτει τήν ιδέα ένός Απόλυτου έξω ή πάνω άπ1τον κόσμο, τό όποιο, άντιπαρατιθέμενο στο Πεπερασμένο, θά μετατρεπόταν καί τό ίδιο σέ πεπε­ ρασμένο. 65. Βλ. Hartmann, Geschichte, II, 597.

40

Η ΚΡΙΤΙΚΗ Τ Η Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 20ό αί.

οδηγεί στο καινούργιο, ένώ κι οί δυό τους γίνονται έκάστοτε ό ένας ή προωθητική δύναμη της άνανέωσης του άλλου καί κατά τήν άμοιβαία κίνηση του ένος προς τον άλλο βαθμηδόν μεταβάλλονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε, εί δυνατόν, νά συμπέσουν άπό δομική άποψη. Συνεπώς, ή διδασκαλία γιά τον υπερβατικό Θεό θά πρέπει νά έγκαταλειφθεΐ. Τό μεγάλο λάθος των θεολόγων ήταν οτι άναγόρευσαν τον Θεό σε υψιστη πραγματικότητα ή οποία συμπεριφερόταν αύθαίρετα στον άνήμπορο κόσμο-δημιούργημα καί, άρα, έφερε τήν εύθύνη γιά όλα όσα συνέβαιναν μέσα σ’ αύτόν. Ή φιλοσοφική μεταφυσική οφείλει νά θέσει τέρμα στήν άντιδιαστολή θείας βούλησης καί κοσμικού γίγνεσθαι, νά τονίσει τά κοινά άπό δομική ή λειτουργική άποψη στοιχεία μεταξύ Θεού καί κόσμου, καί νά υπαγάγει τον Θεό στις ίδιες μεταφυσικές κατηγορίες μ’ όλες τις άλλες ένεργεία πραγματικές οντότητες τού κόσμου.66 Στήν ίδια περίπου έποχή, ό Scheler, έπικαλούμενος τους Ε.ν.Hartmann καί Hegel, έκαμε λόγο γιά «συνύφανση τού άπαλλαγμένου άπό τήν χρονικότητα Γίγνεσθαι της Θεότητας μέ τήν Παγκόσμια Ιστορία ή, καλύτερα, μέ τον Κόσμο ως Ιστορία». Στήν Παγκόσμια Ιστορία εκδηλώνεται ή άποκλιμάκωση της άρχέγονης έντασης που χαρακτηρίζει τό λειτουργικά ενιαίο όντολογικό θεμέλιο τού κόσμου, της έντασης μεταξύ Πνεύματος καί Όρμής, ένώ ό προσωπικός Θεός τών θεϊστών δέν βρίσκεται στήν άρχή τού Κοσμικού Γίγνεσθαι, παρά στο τέρμα τού Θείου Γίγνεσθαι, ώς ιδεατός στόχος αύτού τού τελευ­ ταίου.67 Καθώς ό Scheler άμφισβητεΐ τήν θεϊστική προϋπόθεση άπό δυναμική-έξελικτιστική σκοπιά, μπορεί καί φωτίζει μέ νέο τρόπο τήν σχέση τού άνθρώπου προς τό όντολογικό θεμέλιο τού κόσμου καί συγχρόνως τήν θεμελίωση της μεταφυσικής. Ό άνθρωπος παύει τώρα νά είναι, ώς δημιούργημα, άλυσοδεμένος στον άθεράπευτα πε­ περασμένο χαρακτήρα του ή δούλος της Θεότητας, καί καλείται νά συμπράξει στήν γέννηση τού Θεού, ό όποιος πηγάζει άπό τό πρωταρ­ χικό όντολογικό θεμέλιο* μάλιστα, κατά τήν ένεργητική του στρά­ τευση σέ τούτο τον σκοπό, καλείται νά τό κάμει αύτό βλέποντας ότι 66. Process, 349, 342· Adventure, ίδ. 169 κέ., πρβλ. Lcclcrc, Whiteheads Meta­ physics, 192 κέ., όπως επίσης καί τήν πραγματεία του D.Williams, βλ. τον πίνακα τών άναφερόμενων έργων. 67. Philos.Weltanschauung, GW, IX, 102, σημ.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗ Σ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ Τ Η Σ ΚΟΣΜΟΕΙΚΟΝΑΣ

41

είναι ριζωμένος στο Πρωταρχικό Ό ν καί, έτσι, δίνοντας στο ίδιο τδ Πρωταρχικό Ό ν αύτοσυνείδηση. Άν ή μεταφυσική δεν θέλει να είναι υποκατάστατο της θρησκείας, δηλαδή «άσφαλιστικδς οργανισμός γι’ άδυνάμους, γι* άνθρώπους πού έχουν άνάγκη συμπαράστασης», τότε δεν τήν τρομάζει ή ιδέα ένος Θεού πού θά πρέπει να δημιουργηθεΐ, ένος «άνολοκλήρωτου Θεού», παρά θεωρεί τον άνθρωπο ως συναγω­ νιστή καί σύνεργο της Θεότητας.68 Στον βαθμό μάλιστα πού ό Θεός, ή (Παγκόσμια) Ιστορία καί ό Άνθρωπος εξελίσσονται άπο κοινού μέσα στήν θεογονική-κοσμογονική διαδικασία, ή άνθρωπολογία γίνεται ό πυρήνας της μεταφυσικής καί ή μεταφυσική μεταβάλλεται σέ «μεταανθρωπολογία». Τούτο συμβαίνει γιά δυο λόγους: έπειδή ό άνθρωπος συνενώνει μέσα του όλες τις σφαίρες καί όλα τά έπίπεδα τού Είναι, ώστε το έρώτημα άναφορικά μέ τον άνθρωπο μεταβάλλεται eo ipso στο έρώτημα άναφορικά μέ το Είναι, κι έπειδή ως συναγωνιστής καί συγ-γεννήτορας τού Θεού μπορεί καί κρατά άνοιχτο τον μοναδικό δρόμο πού οδηγεί στον Θεό — όχι μέσω θεωρητικών έπινοιών, παρά μέσω της ένεργητικής του στράτευσης υπέρ τού Θεού, ή όποια άποτελεΐ συνάμα στράτευση υπέρ της αύτοπραγμάτωσης τού άνθρώπου.69 Μπορούμε τώρα νά έπισκοπήσουμε κάπως τις έπιπτώσεις πού είχε τό νεωτερικό πρωτείο της άνθρωπολογίας πάνω στήν άναδιαμόρφωση της μεταφυσικής. Οί έπιπτώσεις αύτές δέν πρέπει βέβαια νά κατανοη­ θούν ώς έάν οί μεταφυσικοί νά υιοθέτησαν τό πρωτείο τής άνθρωπο­ λογίας μέ τήν μορφή πού τού είχαν δώσει οί κριτικοί τής μεταφυσικής έν οψει τής καταπολέμησης τούτης τής δεύτερης. Αντίθετα: οί μετα­ φυσικοί, όλοι οσοι δηλ. ήθελαν νά ερμηνεύσουν τό κοσμικό γίγνεσθαι καί τον άνθρωπο σέ άναφορά προς ύπερβατικές ή ριζωμένες στο Είναι άρχές, άσχετα άπό τό πώς αύτές ορίζονταν, άπέρριψαν τό άντιμεταφυσικά έννοούμενο πρωτείο τής άνθρωπολογίας ή τό άποποιήθηκαν ώς ύβρη καί τύφλωση τών Νέων Χρόνων. Ακριβώς γι’ αύτόν τον λόγο, είναι άξιο προσοχής οτι βρέθηκαν άναγκασμένοι νά λάβουν υπόψη τους τά γεγονότα έκεΐνα στήν ιστορία τών ιδεών πού υπήρξαν έργο τών άντιμεταφυσικών ρευμάτων τών Νέων Χρόνων. Ή μεταφυσική χρειάστηκε νά λάβει υπόψη της οχι μονάχα τις φυσικές έπιστήμες 68. Die Stcllung des Mcnschcn, GW, IX, 70, 71. 69. Philos.Wcltanschauung, GW, IX, 83* Weltanschauungslchre, GW, XI, 53.

42

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗ Σ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 19ο ΚΑΙ ΣΤΟΝ 206 9/7° - καί ό χωρισμός της λογικής άπο τήν μεταφυσική, I ΐθ8 κέ. - ή πρωταρχική σημασία της, I 111/2 - ό δεσμός της με τήν μαθη­ ματική φυσική καί τήν ars inveniendi, I 111 κέ. - ή σχέση της μέ τήν έπιστημονική πράξη I 149 - στον Zabarella, I 153 κέ· - στον Galilei, I 203/4

- ή καθολική της άξίωση, I 213 - στον Hobbes, I 214/5

- καί γνωσιοθεωρία, I 351 - ή πρόταξη του ζητήματος τής μεθόδου στον 19 καί τον 200 αί., II 2θ/ι Μεταφυσική {πρβλ. έπιστήμη, θεο­ λογία, έμπειρία, νομιναλισμός, vita speculativa, λογική, ορισμός, φυσική, μαθηματικά, θεός, κρι­ τική τής μεταφυσικής) - ή ιστορία της, I 13/4 - καί έπιστήμη, I 13/4» 19/20»

226/7

1345 καί μεταφυσική στον Kant,

- ό άριστοτελικός ορισμός της,

ΐ3 ,54

- οί δύο κεντρικές έπόψεις της,

- στον Vico, I 3 58 - στον d’Argcns, I 3 6 2

U j · I I 71 , 1*4/5

I 15/6· II1 14

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

308

Μεταφυσική (συνεχεία) - ή πρωταρχική σημασία της, I 16 - ώς γνωσιοθεωρία ή επιστημο­ λογία, I 2ΐ, 174, ι8 8 ,245/6, ^87, 3^/7, 3 4 ΐ κέ.· II 57 κέ. - ώς κατάχρηση της γλώσσας, I 22, 73 κέ., 119/20, 136 κέ., 219 κέ., 252 κέ., 316, 37 2 κέ.· II 169 κέ. - ή σύμμιξή της μέ τήν θεολογία, 1 23, 26,218/9,314/5, 386 κέ., 404/5,408-1119/20,193 κέ.,

- καί μαθηματική φυσική, I 169 κέ.· II 17/8, 27 -

2 3 5 χ έ.

- ή άδυναμία της να άνανεωθεΐ, I 24 / 5, 3° 7 *II 17 κέ. - καί ήθική, I 26/8, 104/5, 278· II ΐ9/2ο, 134, 136, 203/4,212/4, 237 κέ. - ή έκκοσμίκευση της έννοιολογικής δομής της, I 26/7· II 248 - στον Occam, I 4 1/ 2 - τρεις κεντρικές θέσεις της παραδοσιακής μεταφυσικής, I - ήV!6 αναβίωσή της στον φλωρεν­ τινό πλατωνισμό, I 59/6° - ώς κατάπνιξη του θρησκευτι­ κού βιώματος I 88/9, 301/2· Η μ 5/7

- κενή καί περιττή, 19 9 ,119/2°, 1^8/9,134/5. «90/1,278/9, 364 / 5, 3 7 ΐ·ΙΙ 72 / 3 , 82/3

- ό χωρισμός της άπό τήν λογική, 1 107 κέ., 126 / 7 , ΐ 29 / 3°> 15 2/2, 196 - ώς θεολογία στον Ramus, I 128 - ή υπονόμευσή της άπό τον Zabarella, I

157/8

- ή γνωσιοθεωρητική σχετικοποίηση των έννοιών της, I 165 κέ.

-

μηχανιστική-ύλιστική, I 175 ώς προϊόν έλλιπους γνώ σης τή ς φύσης κατά τον Bacon, I 19° / 1 καί πρώ τη φιλοσοφία στον Bacon, I 196 κέ. τοΰΈμμενοΟ ς, I 2θ8· II 82, 90, ι 6 ο , 248 ώς πρώ τη φιλοσοφία στον Hobbes, I 217/8 ή άναδόμησή της κάτω άπ’ τήν έπίδραση τής νέας φυσικής, I 225 κέ. στο σύστημα του Descartes, I 227 κέ., 241/2 τό άντικείμενό της κατά τούς Arnauld καί Nicole, I 245/6 ή έννοιά της στον Geulincx, I 248/50 metaphysica gcneralis καί specialis, I 239/40, 249/50,

287/8, 303/4 , 3°7 κέ. - ώ ς διδασκαλία γ ια τήν μία ούσία στον Spinoza, I 257/8 - στον Malebranchc, I 269/70 - ώς ars coinbinatoria στον Leibniz, I 275/6 - ώς θεολογία στον Leibniz, I 284/5 - ώς θεολογία στον Pererius, I 288/9 - ώς θεολογία στον Patrizzi, I 289/90 - ό χω ρισμός τη ς άπό τήν όντολόγια, I 291/3, 303/4, 3° 6/ 9, 342/3 - στον Suarez, I 295 κέ. - στον Berkeley, I 329, 342 -

στον Condillac, I 3 4 4 /5 ,3 7 1 , 378/80, 389/90

- στον

Hume, 13 4 5 ,3 9 0 /1

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ Μ εταφυσική

309

( σ υ ν έ χ ε ια )

- καί ιστορικότητα, II 52, j 6

- στον Maupcrtuis, I 346, }66 - στον d’Alembert, I 346 κέ·, 3 56, 358,364,397 - στην Εγκυκλοπαίδεια, I 348/9 - στον Cabanis, I 350/ 1 - στον Baumgarten, I $51/2 - στον Kant I 352 κέ-, 399 χέ· - στον Vico, 1 358/60

-

στον Herbart, II $9/60 ώς οντολογία καί κριτική της γνώσης στον Zeller, II 61 - ώς λογική στον Duhring, II 64 -

- στον d ’Argcns, I 362

- στον Shaftesbury, I 365 - στον Voltaire, I 367/8, 391» 392» 396 - στον Holbacli, 1 393/4

- στον Spencer, II 64/5 - στον W undt, II 65/6

- στον Erhardt, II 67 - στον Heymans, II 68 - καλή καί κακή στους π ρ α γμ α τι­ στές, II 69/70

- ώς άνθρωπολογική σταθερά, I 23, 24, 3 96 *έ·* II 223 χ έ·

- καί Bauer, II 16, 193 - ή άναδόμησή της μετά την ενο­ ποίηση της κοσμοεικόνας, II 27 - στον Schlegcl, II 28

- στον Carlyle, II 28 - στον Bergson, II 28, 75/6, 119/20

- στον Hegel, II 29/31 - στον Schelling, II 29/30* 3 2» 4 8/9

- στον Schopenhauer, II 34 κ®·» - στον Ε. ν. Hartmann, I 14* II 36 κέ. - στον Schelcr, I 40, 44 »7 ^» 77 » 102,241/3 - καί άνθρωπολογία στον Heidegger, II 45 κέ·» 243 κε· - ή άνάλυση της άπό τον

- στον Schneider, II69 - στον Dewey, II 71 - στον Riehl, II 72/4 -

στον W indelband, II 74 στον Adickes, II 74 στον Liard, II 75 στον Cornelius, II 75 στον Boutroux, II 75 καλή καί κακή στον Husserl,

Η 78/9 - καί οντολογία στον Husserl, II 79 κέ. - στον Dieterich, II 80 - ώ ς οντολογία στον Peirce, •182/3 - ώ ς έπισ τήμη του έμπειρικοΟ στον Meinong, II 85/6 - ώς μαθηματικά κ αί λογική στον

Heidegger, II 120 κέ.

- στον Jaspers, II 50/ 1»24 *> - καί οντολογία στον Sartre II 24, S2 - στον Merleau-Ponty, II 52 - καί οντολογία στον Ν. Hartmann, II 53 κέ. - ώς κριτική της μεταφυσικής, II 56 , π 8/9

στον Mill, II 57 στον Buckle, II 57 στον Fichte, II 57/8 στον Fries, II 58/9 στον Apelt, II 59

Scholz, II 86/7 -

ώ ς καθολικό σύστημα αρχώ ν στον W hitehead, II 87/8

- ώς οντολογία καί άρχολογία στον Heimsoeth, II 88/9 - ώς οντολογία στον Quine, II 89 - καί όντολογία στον Feiblemann, I I 90

3 10

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

Μεταφυσική (συνέχεια) - ώς κατηγοριολογία καί έπιστημολογία II 9 0 / 1 - ώς θεωρία τής γνώσης, II 9 1 / 2 - στον Mach, II 9 2

- στον Duhem, II 92/3 - στον Meyerson, II 93 - ώς επιστημονική μεταθεωρία στον Holz, II 9 6 - θετικιστικές αντιρρήσεις στήν χρήση της έννοιας της μεταφυ­ σικής, II 97/99 - αύθαίρετη χρήση της έννοιας της μεταφυσικής, II 99 - στον Hamilton, II 1 0 3 κέ. - τά υποτιθέμενα κοινά στοιχεία της με τήν επιστήμη, II 1 1 4 κέ. - καί θετική φιλοσοφία στον Comte, II 1 2 6 / 8 - τά ούσιώδη γνωρίσματά της κατά τον Laas, II 1 2 8 / 9 - καί θετική έπιστήμη στον Pareto, II 1 2 9 / 3 0 - καί Avenarius, II 1 3 1 / 2. - καί James, 1 3 2 / 3 ^ Ι74ι ι 7& - καί Schiller, II 7 0 , 1 3 4 - καί Russell, II 1 3 6 κέ., 1 7 5 κέ. - xalNeurath, II 1 3 9 1 Μ °ι Ι 51?

2Ι?

- καί θρησκεία στον Wittgenstein, II 1 4 1 κέ., 1 8 4 κέ. - καί Schlick II 1 4 7 / 8 - καί Carnap, II 1 4 8 / 5 0 , 2 1 3 / 4 - καί Nagel, II 9 8 , 1 5 ! - καί το θετικιστικο κριτήριο του νοήματος, II 1 5 3 / 5

- ή έπιστημολογική της άποκατάσταση, II 1 5 5 χέ· - καί το ύπερεμπειρικο στον Stegmiiller, II 1 59) ι 6 ο - άπόπειρες άποκατάστασης τής μεταφυσικής του Υπερβατικού, II 1 6 1 / 3

- καί Collingwood, II 164/5

- ή σχετικιστική της άποκατάσταση, II 165 κέ. - ή μορφή τής έπιχειρηματολογίας της κατά τον Hanson, II

182

- ή νομιμοποίησή της διαμέσου τής χρήσης τής γλώσσας στον Urban, II 192 -

καί θρησκεία στον Feuerbach,

II 194 κέ. - καί θρησκεία στον Marx, II 1 9 4 , 19 7 κέ. - καί διαλεκτική στον Engels,

II

199/200

- καί θεολογία στον Comte,

II

20 1/2

- καί θεολογία στον Pareto, II 2 0 3 , 204 - ό κανονιστικος-θρησκευτικος χαρακτήρας τη ς κατά τον Nietzsche, II 204 κέ., 225 κέ. - καί μεταψυχολογία στον Freud, II 207 κέ. - ή ψυχολογική-γλωσσική διασά­ φησή της άπο τον Lazerowitz, II 209 κέ.

- καί θρησκεία στον Moore, II 2 1 2/3

- τά εξω λογικά κίνητρά τη ς κατά τον Rcichcnbach, II 214/5

- καί Horkheimer, II

216

κέ.

- καί Adorno, II 219 -

καί Leisegang, 11 2 1 9 / 2 0 καί Gomperz, II 2 2 0 , 2 2 1 καί Topitsch, II 2 2 0 / 2 καί Dilthey, II 2 3 2 κέ. καί Lange, II 2 3 6 καί Cohen, II 2 3 6 καί θρησκεία στον Arnoldt, H237 - καί Windelband, II 237, 239

- καί Rickert, II 238, 239

EYPETHPIO ΕΝΝΟΙΩΝ Μεταφυσική (συνεχεία) - καί Licbert, II 2 3 9 ? 2 4 0 - καί Lehmann, II 2 4 0 - καί θρησκεία στον Scheler, II 2 4 1 / 3 - στον Risse, II 2 4 5 - καί Sigwart, II 2 4 5 - καί Simmel, II 2 4 6

- καί Mannheim, II 247/8 - ώς ουτοπία στον Rauche, II 2 4 8 - ώς άξίωση ισχύος, II 2 4 9 κέ.

Μηδενισμός, I 398* II 102, 1 13, 123, 2 15

, 220, 231

Μονισμός - ή μονιστική στροφή στήν μετα­ φυσική μετά τον Διαφωτισμό,

II 27 κέ. - καί νοησιαρχία κατά τον James,

II 1)3 Μορφή

- ώς qualitas στον Valla, I 77 - substantialis καί accidcntalis, 178

, 2 19 , 267, 3 19 , 3 2 4 ,3 3 7

- separata, I 91 - καί ύλη,I 1 0 2 - στον Bacon, I

198/9

Μύθος, I 3 9 1 , 3 9 3 , 3 9 4 · II 1 9 , 8 0 , 1 0 9 , 1 6 6 , 2 0 7 /8 , 2 1 3 , 2 2 1 , 2 4 2 , 246

- ή άνεξαρτησία της άπό τις αισθήσεις, I 1 0 2 / 3

- τά όριά της, I 183/4 - καί ή σύλληψη της ούσίας στον Spinoza, I 2 6 1 , 2 6 6

- καί αίσθηση στον Άκυινάτη καί τον Suarez, I 299 κέ. - ή δύναμή της στον More, I 306/7 - καί μεταφυσική στον Kant, 1 355

- στον Bergson, I 75/^,

1 19/20

Νοησιαρχία, II ιοί, 114, ι ιχ κέ., 133/ 5, x4 °, 169,194 Νομιναλισμός (πρβλ. Θεός, ρεαλι­ σμός, contingentia, γνωσιοθεωρία, γλώσσα, ανθρωπισμός, βούληση) - ό φιντεϊστικός πυρήνας του I 38 κέ., 50 - καί μεταφυσική, 1 4 0 / 1 - καί θεολογία, I 4 0 / 1 - οτι δέν άνοιξε τον δρόμο της νεότερης έπιστήμης, 1 4 5 - ή έσωτερική άοριστία του, 1 4 7 - καί Gassendi, I 2 1 3 - καί Hobbes, I 2 2 1 / 2 - οί συνέπειές του, I 3 8 3 - καί οί νεοθετικιστές, II 1 3 9 ’Οντολογία, βλ. γνωσιοθεωρία, λο­ γική, μεταφυσική

Νεοκαντιανισμός, I 4 0 9 / 1 0 · II 1 9 , 43, 74, 77, 7 8 , 97, i ° 2, ” 3, 1 3 0 , ' 144 , 17 4 , 204, 236, 2 3 7 , 239 , 240, 241

Νόημα, κριτήριο του, II 1 57, 16 2 , 184 , 2 14

311

9 8 , 1 5 3 /4 ,

Νόηση, πρβλ. Λόγος, βούληση

- θεία, I 52, ιοό - ή έξάρτησή της άπό τις αισθή­ σεις, I 8 6 / 7 , 9 8 / 9

Όρισμός - ή άδυνατότητα καί ή άνεπάρκειά του σέ αριστοτελική βάση, Ι 8 7 , 9 9 / ΙΟ°, ι ι 7 , 1 2 0 κέ., 1 3 0 ,

2Ι 3 , 339 - ή λειτουργία του στήν άριστοτελική μεταφυσική, I 1 0 7 / 8 , 198

- ώς περιγραφή στον Ramus (πρβλ. cxplanatio, explicatio), I Ι2 5

312

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

Όρισμός (συνέχεια) - στην έρμηνεία του Zabarella, 1

15*/3

- καί James, II 133 Ούσία (πρβλ. λειτουργία, άφαίρεση, γλώσσα) - άναδιατύπωση του προβλήμα­ τος στον 1 7 0 αί., I 2 0 , ι γ ι κέ., 2 0 7 χ έ·ϊ 2 ΐ 8 κέ., 2 2 5 κέ. - ή κατάλυσή της την εποχή του Διαφωτισμού καί τα όριά της, I 2 θ /ι,3 ΐ9 κ έ ·,3 3 4 κ έ . - ή σύλληψή της καί ή ιεραρχία των ούσιών, I 4 0 / 1 - πρώτη καί δεύτερη, I 4 3 / 4 »4 &» 319/20»337 - substantia καί essentia στον Valla, I 7 6 / 7 - ή μη γνωσιμότητά της κατά τον Gianfrancesco Pico, I 8 5 κέ. - ή μη γνωσιμότητά της κατά τον Sanchez, I 9 9 - ή γνωσιμότητά της κατά τον Castellani, 1 1 0 2 / 3 - ή έπαγωγική σύλληψή της, I ιιο / ι - ή μη γνωσιμότητά της κατά τον Vives, 1 1 2 1 - στον Nizolio, 1 1 4 0 / 1 - ή ίσοπέδωση της ιεραρχίας των ούσιών άπό την μαθηματική φυσική, I 2 0 4 / 5 , 2 1 3 / 4 . *6 3 / 4 , 3ΐ?/«> - ή μή γνωσιμότητά της κατά τον Gassendi, I 2 1 1 / 2 - στον Descartes, I 2 3 6 , 2 4 0 , 2 4 2 /3 · 2 5 9 / 6 0

- ή μή γνωσιμότητά της κα'ι ό γλωσσικός χαρακτήρας της στον Geulincx, I 250/1, 253/4 - στον Spinoza, I 2 5 6 κέ.

- στον Leibniz, I 275, *79»2^° κέ. - ως υλικό υποκείμενο, I 3 19/20» 321/2,328/9 - ως άπλό σύνολο κατηγορημά­ των, I 320 - στον Locke, I 320 κέ. - στον Berkeley, I 324 κέ. - στον Hume, I 33 2 κέ. - στον Condillac, I 379 - ή γέννηση τής έννοιάς της κατά τον Maupertuis, I 382/3 - ή κατάλυση τής ούσίας καί τής ιεραρχίας των ούσιών στον 190 καί τον 2θό αί., II 21 κέ., 325 - καί υποκείμενο στον Hegel, II 30 κέ., 49/5°

- στον Haeckel, II 38 - ως μεταφυσικό κατάλοιπο στον

Duhring, II 64

- ή κατάλυσή της άπό τον Mach, II 131 - ώς ύποστασιοποίηση τής μορφής τής πρότασης, II ι γ ι - ώς ύποστασιοποίηση του υπο­ κειμένου, II 1 7 517

- ώς λεξιπλασία στον Schlick, I I 180

- ώς πλασματική κατασκευή στον Nietzsche, II 228 - ώς βοηθητικό έργαλειο τής σκέ­ ψης στον Dilthey, II 2 3 3 / 4 Πίστη (πρβλ. Λόγος, θεολογία, άγνωστικισμός, σκεπτικισμός) - οί δύο σημασίες της στον

Spencer, II 106/7

Πνεύμα - οί κανονιστικές λειτουργίες του,

120, 225/7, 313/4

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ

Πνεύμα (συνέχεια) - καί ΰλη στήν φιλοσοφία του 17 ου αί.,Ι 173, 243 - στον Berkeley, I 33 1 - καί οί υλιστές, I 393/4 - στον Ε. ν. Hartmann, II 37

313

Σημείο (σημειολογία, σημειωτική) - στον Berkeley, 133 ° - στον Locke, 1344 - καί έμπειριστική γνωσιοθεωΡ“|>1 3 7 2 - στον Maupertuis, I 382/3

Πράγμα καθαυτό, I, 252/3, 257» Σκεπτικισμός (πρβλ. άγνωστικισμός) 260, 285, 369/7°» 4ΟΙ>4°3' Η 23> 24, 34 *έ., 68, 79» ιο2» ιο 3» ΙΙσ» - καί φιντεϊσμός, I 4^/3 ιΐ3, n 8 , 128, 129, Π 1»Μ4, Μ5, - καί ρητορική, I 59/61 - έπανανακάλυψη του άρχαίου, 149 , 15°, 227 Πραγματισμός, I 4°9' H 2Ι» ΙΣΙ» I 22.’ 84/5 - ώς εγγύηση ενάντια στον δογΙ25, Π 0/ 1, 135, ι 68, i 8 j , 212, ματισμό, I 123 215,228,246 Προφάνεια, II 158/9 Ρεαλισμός - σχέση μέ τον νομιναλισμό, 148 - στον Peirce, I 84 Ρητορική (πρβλ. συλλογιστική, λο­ γική, διαλεκτική) - καί λογική, I 52, 57/8 - καί πρωτείο της vita activa, 154/5,59/61 - ή εννοιά της στους άνθρωπιστές,Ι 57/9 , ‘ 33/4 - ή άντιμεταφυσική αιχμή της,

1 59/ 6 °, 73/5 - καί ή μετάπλαση τής λογικής, I ιο8 κέ., 118 - στον Zabarella, I 150 - στον Bacon, I 193 κέ. - στους Arnauld καί Nicole, I 246/7 - καί λογική, I 358 Σημασία - καί ορισμός στον Berkeley, 1 376/7 - καί άντικείμενο των λέξεων,

II1 79 / 8°

Συλλογιστική (πρβλ. τόποι) - ή κενότητά της, I 63, 8ο - καί ρητορική στον Valla, I

80/1

- ή κριτική της άπό τον Sanchez, I

100

- ή μετάπλασή της μέσω τής διδασκαλίας των τόπων, 1 1 0 9 / 1 0 , 1 1 7 / 8 , 1 2 4 , 1 2 5/6

- ή μετάπλασή της άπό τον Nizolio, I 145/6 - καί Gassendi, 1 181,213/4 - καί γεωμετρία, I 3J 8 - ώς ούσία του σχολαστικισμού, 137 °/ι - καί Gruppe, II 169/7° Συμβατικισμός (πρβλ. γνώση, άγνωστικισμός), II, 21,92/3, ιοί, 125 *έ·, Ι 3 °/ 1, 14°. 144 . «46 , 148/50,154 , 172 . 174 ,184,204, 226 Συνείδηση (πρβλ. Έγώ) - στον Leibniz, I 283/4 - στον Kant, I 369 - στον Hamilton, 11 103/4

314

Τελικά αίτια, I 198, 199? 2ΐ8, 343? 388· 11 jS, 135 Τέχνη - καί φύση, I 176, 192/3, 212 Τόποι (πρβλ. επαγωγή, inventio) - καί ή μετάπλαση της λογικής, I 109 κέ. - ή έννοια τους στον Agricola, 1 ι ΐ /78 - ή υπεροχή τους έναντι της συλ­ λογιστικής, 1 124 - στον Nizolio, 1 146 - στον Zabarella, I 150 - στους Arnauld καί Nicole, I 246/7 'Υλισμός, I 17, 38, 175, 187, 214, 228, 243,277,289, 292,314/5. 320,328,330,333.342,363. 392,394 , 4 ° 3 , 4 ° 7 ‘ II 37 / 8 ,64, 109,112/4,128,167,172,175, 194? 198? 199? 20°? 216, 217 Υπαρξισμός, II j i κέ., 118, 245 κέ. Υπερβατικό (πρβλ. υλισμός) - ή άντίθεσή του προς τό Έμμενές,Ι 15, 16 - μέ την απλή σημασία του ύπερεμπειρικοϋ, I 17, 207/9 - καί ή διαφωτιστική έπίθεση έναντίον του, I 2 1 κέ., 313 χέ· - ή κανονιστική λειτουργία του, I ζ6· II 249 χέ· - καί μαθηματική φυσική, I ι γο, 3 *3/4 - ή κατάργησή του άπό τον Spinoza, I 255? 265/6 - στήν μεταφυσική του 19ου καί του 2θοΰ αί., II ιγ β - ό παραμερισμός του στον 190 καί τον 2θό αί., II 23/4? 2?

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ - ό άποχωρισμός του άπό τό Δέον, II 2 7 / 8 , 3 6 , 3 8 , 4 8 , 55/6 - στον Hegel, II 3 2 / 3 - στον Kierkegaard, II 44/5

- ώς ούσιαστικό γνώρισμα του άνθρώπου, II 45 - καί Heidegger, II 4 7 / 8 - καί ύπαρξη στον Jaspers, II 5 0 / 1 - πραγματικό καί φανταστικό στον Wundt, II 6 5 / 6 - καί μεταφυσική άνάγκη,

II 245/6 Υπόθεση, II 6 2 , 6 3 , 6 7 , 7°? 72? 9 2 /3? 9^, 133? M3 χ έ·? 2 4 20J, 2θ8, 256 κέ.,

363/4,393/4-11126/7,128,146 Ί'οχή, I 3», 41, 53, 6ο, 6 j, 69, 93, 99, 102, 106, 140, 162, 165/6, 219, 226, 238, 242/3, 245, 246, 267, 278,279,283, 308, 309, 332 *έ·, 345, 347, 349, 357, 359, 364, 368, 375, 378, 387, 391, 393, 394, 397, 398, 400, 403· II 28, 69, 83, 174, 1 86,205,207,2Π , 224,234 Ψυχολογία, I 165/6, 240, 288, 304, 3°7 *«·, 3Ι0>334, 352, 3*8, 394* Η 25, 44, 5ΐ, 8ο, 105, 140, 144, 174, ι8ο, 193, 196/7, 205 κέ., 2 2 4 , 2 2 7 χ έ·, 2 3 9 / 4 ° , 246

dificrentia, I

14 0 , 143

disputatio, I

15 0 , 375

essentia, 1

4 2 , 5 1 , 7 7 , 1 2 9 / 3 0 , 2 9 5 /6 ,

3 0 0 ,3 10

cxistentia, I 4 2 , explanatio, I

121

cxplicatio, I

117

illatio, I

artes, I

,

121

154

inventio, I 1 1 0 / 1 , 1 1 5 / 6 , 1 1 8 , 1 2 1 , Ι2 4 κέ., 1 3 3 , 1 5 1 , 1 5 5 , 1 8 9 , 1 9 4 / 5 ,

204, 27^ 285 indicium, I

118

,

124

κέ.,

194

notiones, primac καί sccundae, I i J 1» 157 ordo, I

,

111

potcntia, I

115

,

κέ.

153

3 8 , 3 9 , 4 0 , 4 2 , 4 3 , 78

privatio, I 7 8 proprium, I

actus, I 7 8

5 1 , 2 9 5 /6 , 3 0 0 , 3 1 0

143

prudentia, I 6 4 , 7 1 , 8 3 , 9 6 ,

126, 132

,

1 5 1 , 194

certitudo object] ή modi procedendi, I «9,35, 55, 5 6 , 6 8 , 7 0 , 7 2 , 7 9 , 9 5 , 96, 17 0 , 176 , 2 0 1, 203, 287, 36 2· 112 0 , 5 9 ,13 2

res, 1

104

75, 76, 77, 14 1, 239, 240, 258,

26 5,30 9

rcsolutio, I

114 ,15 4

sapientia, I

6 4 /8 , 7 0 /2 9 3 , 9 4 , 9 6 /7 ,

104

compositio, I

114

comprehensio, 1

,

154

145

conceptus formalis ή objecdvus, I

z 9 % 303 contigentia, 1 39,4° , 43, 45, 7*, 157, 158,268

demonstration 58, 119, 120/1, 125, 146 ,161

scientia, I 3 4 , 3 5 , 4 1 , 5 3 , 5 4 , 6 3 , 6 6 κέ.,74 »9 h 9 6 * 1 5 °» 151, i*8, 16 3 , 1 8 1 , 186 , 248, 288, 2 9 1, 30 7 · II 8 2 , 8 7 , 9 0 studia humanitatis, I subnotiones, I

5 7 , 6 4 , 69

165/6

summum bonum, I 9 7 suppositio, I

51

317

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ transccndentalia, I 7 5 / 6 , Μ 1? 2 88 vcritas filia temporis, I

189

verum factum convertuntur, I 5 7 , 6 7 , 68, 89, 9 7, 98, 1 1 2 , 1 6 1 , 16 3 , 17 6 , 1 9 2 , 2 1 2 , 3 5 8 , 3 5 9 , 3 6 0 · II 2 0 , 2 1

vita activa, I 5 5 , 5 6 , 5 7 , 6 0 , 6 4 , 6 5 , 66, 67, 7 0 , 7 1 , 7 2 , 8 3 , 96, 1 0 3 , 1 1 2 , 1 7 7 , 17 8 , 39 7 , 39 9 · I I 124 vita speculativa, I

5 6 , 5 7 , 9 6 · II 1 2 4

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΟΛΟ ΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ «ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ» ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑ ΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΣΑΜΑΡΤΖΗ ΣΤΟΙ ΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΛΑ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ. ΤΥ ΠΩΘΙΙΚΕ ΣΕ ΧΑΡΤΙ CHAMOIS PALATINA 100 ΓΡΑΜΜΑΡΙΩΝ ΣΤΗ ΦΩΤΟΛΙΟ & ΤΥΠΙΚΟΝ ΚΑΙ ΒΙ ΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Θ. ΗΛΙΟ ΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Π. ΡΟΔΟΠΟΥ ΛΟ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΠΑΝΕ ΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΡΗ ΤΗΣ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2012. II ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΝΥ ΣΙΑ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΧΕΔΙΑ ΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΡΑΝΙΩΤΗ

$ίφβ

> .■' , / ι φ ϊ η ■yjtyejifyJi> !/