Histories pou tis eipe ho polemos
 9789605016975, 2113003562, 9605016974

Citation preview

Μαρία Αγγελίδου

Μ Ε ΤΑ Ι Χ Μ Ι Ο π α ι δ ι κ ό

Πρώτη έκδοση Μάιος 2012

ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΙΩΝ Θοδωρής Τσώλης ΜΑΚΕΤΑ EΞΩΦYΛΛOY Ιωάννα Γιουντέρη

ISBN 978-960-501-697-5 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5697 Κ.Ε.Π. 2350 Κ.Π. 4084

εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή

© 2011, Εκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO και Μαρία Αγγελίδου

Eκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση: Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤAΙΧΜΙO Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα, τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085

IS O 9 0 0 1 No 110 EN 45012 Accredited

QMSCERT® No 04/1230/279 QMSCERT® No 04/1230/279.1

Για τον Θωμά, τον πρώτο πόλεμο της ζωής μου.

Και πατέρας είναι και αφέντης ο γερο-Πόλεμος.

Σ’ ευχαριστώ που με νίκησες.

Δούλους ελευθερώνει και θεούς ρίχνει στα Τάρταρα.

Μ. Α.

Γιατί αυτός ορίζει τις Ρόδες του Χρόνου. Αυτός γυρίζει τις Ρόδες της Ζωής και τις Ρόδες του Θανάτου. Σέργιος Νίλσεν, Ημερολόγια Αντιγραφών 30-72b

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 490 π.Χ.

Δ

ε χρειάζεται να τον έχει σπουδάσει κανείς τον πόλεμο, για να καταλάβει πως τα τέσσερα κλειδιά σ’ όλες τις μάχες είναι το ποιοι, το πού, το πότε και το… πώς. Μερικοί φωνάζουν ότι είναι και το γιατί. Αλλά αν ρωτάτε εμένα, που είμαι βέβαια και ο πιο αρμόδιος απ’ όλους, το γιατί δε μετράει και πολύ. Μερικές φορές, μάλιστα, δε μετράει καθόλου. Τέλος πάντων. Κανονικά, λοιπόν, αρχίζω πάντα μ’ αυτές τις ερωτήσεις: ποιοι, πού, πότε και πώς. Αλλά στη μάχη του Μαραθώνα δε θ’ αρχίσω έτσι. Γιατί στη μάχη του Μαραθώνα αυτές τις απαντήσεις τις ξέρουν όλοι. Ξέρουν, δηλαδή, ότι πολέμησαν οι Πέρσες με τους Αθηναίους. Ότι –βεβαίως– πολέμησαν στον Μαραθώνα. Ότι πολέμησαν το 490 π.Χ. Και ότι νίκησαν οι Αθηναίοι. Εντάξει. Ευτυχώς. Μα αυτά από μόνα τους δε λένε και πολλά. Εγώ την ιστορία αυτή δεν τη λέω με το ποιοι, πού, πότε, πώς. Τη λέω με τις τρεχάλες. Όπως τ’ ακούσατε: με τις τρεχάλες. Γιατί είναι μια μάχη που κερδήθηκε τρέχοντας. 11

Πρώτος, λοιπόν, έτρεξε ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν αυτή τη δουλειά, ξέρετε: έτρεχαν όλη μέρα, και γι’ αυτό τους έλεγαν ημεροδρόμους. Έμενες στην Αθήνα, ας πούμε. Τους έδινες ένα γράμμα, κι αυτοί ξεκινούσανε τρεχάτοι, πρωί πρωί, κι έφταναν το απόγευμα στη Θήβα. Παρέδιδαν το γράμμα, ξεκουράζονταν το βράδυ και την άλλη μέρα γύριζαν πίσω. Γιατί τέτοιος βραχότοπος δεν τα σήκωνε τα άλογα. Κι έτσι γινότανε η αλληλογραφία.

Όταν οι Πέρσες αποφάσισαν τη δεύτερη εκστρατεία τους εναντίον της Ελλάδας, ήρθαν με τα πλοία τους γραμμή στην Αττική. Και βρέθηκαν οι Αθηναίοι ολομόναχοι να πολεμήσουν μ’ έναν στρατό που ήταν ο μεγαλύτερος της εποχής εκείνης. Αμέσως μάζεψαν δέκα χιλιάδες οπλίτες, χίλιους από κάθε φυλή της Αττικής, και τους έστειλαν στον Μαραθώνα, γιατί εκεί είχαν αράξει τα πλοία του βασιλιά Δαρείου. Και την ίδια στιγμή έστειλαν κι όσους ημεροδρόμους είχαν στις άλλες

πόλεις της Ελλάδας, να βιαστούν να βοηθήσουν. Μα τον καλύτερο και γρηγορότερο ημεροδρόμο τους, τον Φειδιππίδη, τον έστειλαν στη Σπάρτη· γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν οι πιο τρομεροί στρατιώτες του τόπου. Ανίκητοι. Τόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος που απειλούσε όλη την Ελλάδα, ώστε ο Φειδιππίδης έκανε το μακρύ ταξίδι μονοκοπανιά: δυο μέρες έτρεχε ασταμάτητα. Έφτασε στη Σπάρτη ξεθεωμένος, αλλά έφτασε γρήγορα. Τα είπε ακόμα πιο γρήγορα στους βασιλιάδες και τους εφόρους της πόλης. Και περίμενε να τους δει ν’ αρπάζουν ασπίδες και κοντάρια και να φεύγουν τρέχοντας για την Αθήνα. Ε, όσο τους είδατε εσείς, άλλο τόσο τους είδε κι ο Φειδιππίδης! Γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν πολύ θεοφοβούμενοι. Κι αν δεν έπαιρναν κατευθείαν διαταγή από τον θεό του πολέμου, δεν κάνανε βήμα. Έτυχε, λοιπόν, κι ο θεός του πολέμου δε μιλούσε εκείνη τη μέρα. Περίμενε να γεμίσει το φεγγάρι, είπε. Τότε θα τους έδινε το καλό κατευόδιο. Τρεις τέσσερις μέρες αργότερα, δηλαδή…

14

15

Φύσηξε, ξεφύσηξε ο Φειδιππίδης. Λαχάνιασε, ξελαχάνιασε. Φώναξε. Αγρίεψε. Παρακάλεσε ξανά και ξανά. Τίποτα. Κι επειδή οι ώρες περνούσαν, πήρε τον δρόμο του γυρισμού, τρέχοντας ξανά – για να πει στους Αθηναίους πως βοήθεια από τη Σπάρτη δεν είχαν να περιμένουν, πριν γεμίσει το φεγγάρι. Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη τρεχάλα. Την έτρεξε ο Φειδιππίδης. Αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Πριν σας πω για τη δεύτερη τρεχάλα, πρέπει να σας μιλήσω για τους δυο στρατούς που βρέθηκαν αντικριστά στον Μαραθώνα. Από τη μια μεριά ήταν οι δέκα χιλιάδες Αθηναίοι, συν χίλιοι Πλαταιείς – οι μόνοι που είχαν στείλει αμέσως τον μικρό στρατό τους. Όλοι οπλίτες, που θα πει στρατιώτες πεζοί με ασπίδα και περικεφαλαία, ακόντιο και σπαθί. Φάλαγγα, δηλαδή. Αυτός ήταν όλος κι όλος ο στρατός των Ελλήνων. Κι είχε πιάσει τις πλαγιές που κατέβαιναν προς την παραλία.

16

Από την άλλη ήταν ο στρατός των Περσών. Εξακόσιες τριήρεις φίσκα. Είκοσι χιλιάδες πεζικό. Και χίλιοι ιππείς. Άντρες απ’ όλες τις φυλές που κυβερνούσε ο Μεγάλος Βασιλιάς: κατάμαυροι τοξότες από την Αιθιοπία, καβαλάρηδες με άλογα άγρια από τις στέπες της Ασίας, ξιφομάχοι μελαψοί όλο νεύρα και κόκαλα από την Ινδία. Άντρες δηλαδή που τίποτα κοινό δεν είχαν μεταξύ τους, πέρα από τον βασιλιά τους. Όλοι αυτοί δε μιλούσαν καν την ίδια γλώσσα. Ενώ οι Αθηναίοι, για να λέμε την αλήθεια, ήτανε όλοι γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, γείτονες! Και στις μάχες της εποχής εκείνης αυτό μετρούσε πάρα πολύ, πιστέψτε με. Να στέκονται οι άντρες δίπλα δίπλα, ώμο με ώμο, και να μην το βάζουν στα πόδια. Να σκοτώνονται, αλλά να μην υποχωρούν. Ούτε βήμα.

19

Όπως και να ’χει, μια μέρα πέρασε ώσπου να ξεφορτώσουν οι Πέρσες όλο τους τον στρατό από τα καράβια. Άλλη μια μέρα ώσπου να ξεφορτώσουν τ’ άλογα και τα σκυλιά τους. Άλλη μια ώσπου να ξεφορτώσουν όλα τα όπλα τους, τόσα που είχαν! Και μία ακόμα ώσπου να στήσουν στρατόπεδο στην παραλία του Μαραθώνα, που βέβαια δεν την είχαν διαλέξει στην τύχη: είχε μπόλικη απλωσιά και άμμο ψιλή, κι ήταν ό,τι έπρεπε για μάχη με άλογα. Που βέβαια οι Αθηναίοι δεν είχαν! Γι’ αυτό και δεν τολμούσαν να σαλέψουν από τις πλαγιές των λόφων. Τέσσερις μέρες περίμεναν έτσι αντικρι20

στά οι δυο στρατοί χωρίς να πολεμούν. Και την πέμπτη μέρα, μια ζεστή μέρα σαν αυγουστιάτικη, ο στρατηγός των Περσών πήρε την απόφαση και φόρτωσε ξανά το ιππικό του στα καράβια – με το σχέδιο να πάει γύρω γύρω ως το Φάληρο και να επιτεθεί αποκεί στην Αθήνα, που άλλους στρατιώτες να τη φυλάνε δεν είχε! Τότε άρπαξε την ευκαιρία στο φτερό ένας από τους στρατηγούς των Α­θη­ ναίων, ο Μιλτιάδης. Τώρα, είπε. Τώρα που δεν έχουν άλογα, θα κατεβούμε να τους πολεμήσουμε. Και θα το κάνουμε γρήγορα. Αλλιώς χάνουμε και τη μάχη και τη ζωή μας και την πόλη μας. 21

Εδώ πρέπει να σας πω κάτι: όλες οι μάχες τον καιρό εκείνο ξεκινούσαν περπατητά. Οι οπλίτες στεκόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κολλητά. Οχτώ γραμμές η μία πίσω από την άλλη. Κι όταν έδιναν οι αρχηγοί τους το σύνθημα, άρχιζαν να περπατάνε αργά, για να μη χαλάσουν τις γραμμές τους. Δεν ξεκολλούσαν με τίποτα ο ένας από τον άλλον. Και για να το καταφέρουν αυτό, έπρεπε να πηγαίνουν με βήμα αργό, μέχρι να φτάσουν κοντά στον αντίπαλο. Αυτός ήταν ο τρόπος. Και μ’ αυτό τον τρόπο νικούσε όποιος είχε περισσότερους άντρες. Τελεία και παύλα. Ο Μιλτιάδης δεν είχε περισσότερους άντρες. Είχε λιγότερους. Πολύ λιγότερους. Μα ήθελε, ήθελε πολύ να νικήσει. Κι έτσι πέταξε στα σκουπίδια όλους τους κανόνες που ήξερε – κι έφτιαξε δικούς του. Έβαλε τους άντρες του σε τέσσερις

γραμμές μόνο, τη μία πίσω από την άλλη, για να απλωθούν σ’ όλο το μέτωπο και να φανούν πολλοί. Μόνο στις άκριες άφησε οχτώ σειρές άντρες, να ’ναι δυνατές. Κι ύστερα έδωσε τη διαταγή που τους άφησε όλους μ’ ανοιχτό το στόμα: Τρέξτε! Τα ’χασαν όλοι, ακόμα και οι δικοί του. Χρειάστηκε ο Μιλτιάδης να δώσει μια μικρή μάχη πριν τη μεγάλη, για να πείσει τους άλλους στρατηγούς των Αθηναίων να δεχτούν τη γνώμη του. Ακόμα περισσότερο τα ’χασαν οι Πέρσες τοξότες, όταν οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν καταπάνω τους τρεχάτοι! Δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πράγμα! Ένα δυο βέλη πρόλαβαν όλα κι όλα να ρίξουν σ’ αυτούς τους τρελούς που έρχονταν σαν βολίδες εναντίον τους. Ύστερα οι δυο στρατοί συναντήθηκαν, τα τόξα αχρηστεύτηκαν κι άρχισε το στριμωξίδι και το σπρωξίδι.

22

23

Αυτή ήταν η δεύτερη τρεχάλα. Και χάρη σ’ αυτήν οι Αθηναίοι κέρδισαν τη μάχη. Τη συνέχεια δε χρειάζεται να σας την πω. Τη φαντάζεστε. Το κέντρο των Ελλήνων δεν άντεξε πολύ· άρχισε να κάνει πίσω. Αλλά οι πλευρές, δεξιά κι αριστερά, πολεμώντας λυσσασμένα κατάφεραν να προχωρήσουν. Και γρήγορα, πολύ γρήγορα, έκλεισαν το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στρατού ανάμεσά τους. Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν ώρες δύσκολες και ματωμένες. Ευτυχώς ήταν και λίγες. Εκατόν ενενήντα δύο Αθηναίοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Από τους Πέρσες, εξίμισι χιλιάδες άντρες έχασαν τη ζωή τους σ’ εκείνο τον βάλτο, δίπλα στη θάλασσα. Οι υπόλοιποι ανέβηκαν πατείς με πατώ σε στα καράβια κι έφυγαν. Τότε ήταν που ο Μιλτιάδης ξεπέρασε και τον εαυτό του ακόμα. Ιδρωμένους, ματωμένους, λαχανιασμένους ακόμη από τη μάχη, μάζεψε τους άντρες του και είπε: Τρέχουμε ξανά!

Τρέχουμε αρματωμένοι όπως είμαστε! Για να προλάβουμε! Πρέπει να ’μαστε στην Αθήνα πριν φτάσει εκεί ο στόλος των Περσών! Έστειλε βέβαια κι έναν ημεροδρόμο στην πόλη, ξαρμάτωτο, να φτάσει πιο γρήγορα. Για να ειδοποιήσει πως είχε γίνει το ανέλπιστο, πως είχαν νικήσει μια χούφτα άντρες τον στρατό του Μεγάλου Βασιλιά και πως γύριζαν τρέχοντας να υπερασπιστούν και τους αμάχους μέσα στα τείχη. Κι έστειλε πάλι τον καλύτερο ημεροδρόμο του, τον Φειδιππίδη. Τον ίδιο εκείνο που είχε πάει κι είχε έρθει άπρακτος από τη Σπάρτη. Λοιπόν, ήμουν εκεί και το είδα με τα μάτια μου: ο Φειδιππίδης τα έτρεξε τα σαράντα τόσα χιλιόμετρα ως την Αθήνα μέσα σε τρεις ώρες! Είπε «Νικήσαμε!» και έσκασε. Του κόπηκε η ανάσα. Αλλά το πιο απίστευτο είναι πως μια ώρα αργότερα έφτασαν και οι οπλίτες, οι νικητές του Μαραθώνα, έτοιμοι ξανά για μάχη!

Αυτή ήταν η τρίτη τρεχάλα, και χάρη σ’ αυτήν οι Έλληνες κέρδισαν τον πόλεμο. Γιατί φτάνοντας στο Φάληρο οι στρατηγοί του Δαρείου είδαν μπροστά τους έναν στρατό να τους περιμένει παραταγμένος. Στρατιώτες-φαντάσματα, που τους νόμιζαν σκοτωμένους στις λάσπες του Μαραθώνα. Ούτε καν δοκίμασαν να βγουν στη στεριά να πολεμήσουν τότε, παρά έκαναν στροφή κι έφυγαν γραμμή για την πατρίδα τους. Αυτή ήταν η μάχη του Μαραθώνα, που κανονικά θα έπρεπε να λέγεται μάχη του Μιλτιάδη. Έγινε μια γλυκιά μέρα του Σεπτέμβρη, το 490 π.Χ. Και δεν έκρινε μόνο τον πόλεμο με τους Πέρσες, αλλά και τον δρόμο που τράβηξε η Ιστορία ολόκληρη.

ΤΟ ΧΩΜΑ…

Η ΜΑΧΗ ΣΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 480 π.Χ.

Τ

ο πρώτο μέρος αυτής της ιστορίας το ξέρουν όλοι, μικροί μεγάλοι. Αλλά εγώ θα το πω, γιατί απ’ όλες τις ιστορίες που έχω στον γυλιό μου, αυτή είναι η αγαπημένη μου. Όσες φορές και να την πω, δακρύζω. Βουρκώνω. Γιατί η νίκη σ’ αυτή τη μάχη ήταν τελικά των νικημένων! Και τι νίκη… Θρίαμβος παντοτινός! Πασίγνωστοι οι δυο στρατοί, πασίγνωστοι κι οι αρχηγοί τους. Ο Ξέρξης με τους Πέρσες από τη μια, ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους από την άλλη. Πασίγνωστο και το μέρος: τα στενά των Θερμοπυλών. Πότε; Δέκα μόλις χρόνια μετά το πρώτο κύμα των περσικών επιθέσεων στην Ελλάδα, δέκα μόλις χρόνια μετά τον Μαραθώνα! Και το γιατί; Α, το γιατί είναι μεγάλη κουβέντα εδώ, όπως και σ’ όλους τους πολέμους. Εκεί που νομίζεις ότι κατάλαβες την αιτία, εκεί βλέπεις ότι 31

μια άλλη ήταν, που δεν την είχες πάρει χαμπάρι. Θα σας το πω εύκολα: οι Πέρσες ήθελαν πράγματι να κατακτήσουν την Ελλάδα. Οι Έλληνες, βέβαια, όχι. Αλλά κι οι Έλληνες από τη μεριά τους δεν ήταν για τους Πέρσες και οι καλύτεροι γείτονες. Όχι, όχι. Η αλήθεια να λέγεται. Καρφί στην πατούσα της αυτοκρατορίας ήταν – ιδίως οι αποικίες τους στα παράλια της Μικράς Ασίας. Περισσότερα δε θα πω· όποιος θέλει ας τα ψάξει μόνος του.

Έχουμε λοιπόν τον Ξέρξη από τη μια. Κι εδώ να διορθώσουμε μια κακιά αδικία, που έχει γίνει σε βάρος του. Επειδή ο Λεωνίδας, ο πιο ΜΕΓΑΛΟΣ από τους αντιπάλους του, ήταν αστέρι και ήλιος… κι επειδή οι Έλληνες βγήκαν τελικά νικητές απ’ αυτή την ιστορία (κι όταν λέω νικητές, δεν εννοώ μόνο τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές, αλλά και μάχες που δόθηκαν πιο ύστερα, στα βάθη της ίδιας της Περσίας, κι άλλες που δόθηκαν ακόμα πιο ύστερα, στα βάθη των βιβλίων), κοντεύουν όλοι να πιστέψουν ότι ο Ξέρξης ήταν τιποτένιος κι ανάξιος βασιλιάς, ανίκανος στρατηλάτης, δειλός και φοβητσιάρης. Αυτά όλα είναι ψέματα. Ο Ξέρξης ήταν Μεγάλος Βασιλιάς με τα όλα του: με τα παλάτια του, με τους στρατηγούς του, με τις γυναίκες του, με τα χρυσάφια του. Κι όταν πέθανε ο πατέρας του, μια χαρά τα κατάφερε να κουμαντάρει το απέραντο βασίλειο, που έφτανε από την Αίγυπτο ως τα βάθη της Ασίας. Όσο για την Ελλάδα, δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως ήθελε να εκστρατεύσει τόσο μακριά, να κουραστεί και να ξοδευτεί, για να την πάρει. Μα του το ’χε αφήσει ευχή και κατάρα ο πατέρας του: να νικήσει τους Αθηναίους. Οι Πέρσες ακόμη τη φυσούσαν την ήττα στον Μαραθώνα – τη φυσούσαν και δεν κρύωνε. 33

Έτσι έγινε και πήρε την απόφαση να πολεμήσει ξανά την Ελλάδα ο Ξέρξης. Από τη στιγμή που την πήρε την απόφαση όμως, την πήρε και τη φόρεσε κορόνα στο κεφάλι του! Τέτοιος τύπος ήταν. Μάζεψε στρατό τόσο πολύ, που δεν τον χωρούσε ο τόπος. Κι ύστερα έφτασε να κάνει στεριά τη θάλασσα, για να τον περάσει από την Ασία στην Ελλάδα: φτάνοντας στον Ελλήσποντο, έβαλε καράβια πολλά το ένα δίπλα στο άλλο, και τα ’στρωσε με ξύλα και με πέτρες και με χώματα και με κλαδιά μυρτιάς, να μοιάζουν γέφυρα που ξεκινούσε απ’ τη μια μεριά, τη μεριά της Ασίας, και

τελείωνε στην άλλη, τη μεριά της Ευρώπης. Και λίγο παρακάτω έκανε το ανάποδο: για να αποφύγει ο στόλος του τους επικίνδυνους κάβους της Χαλκιδικής, έβαλε κι έσκαψαν τη στεριά κι άνοιξαν κανάλι, για να περάσουν ήσυχα κι ωραία τα καράβια του. Ναι, τέτοιος τύπος ήταν ο Ξέρξης. Όσο για τον στρατό του, ήταν τόσο μεγάλος, που ήθελε λίμνες και ποτάμια για να ξεδιψάσει. Πεδιάδες απέραντες για να στήσει τα αντίσκηνά του. Και χωριά ολόκληρα για να χορτάσει την πείνα του. Αυτά όμως τα ’χουν πει κι άλλοι, να μην τα ξαναλέμε.

34

35

Ο Λεωνίδας τώρα. Ο Λεωνίδας ήταν Σπαρτιάτης. Και βασιλιάς. Τρισέγγονο του Ηρακλή, δηλαδή. Αυτό τα λέει όλα. Όταν ξεκίνησε να πάει στις Θερμοπύλες, ήξερε με ποιο στρατό πήγαινε να τα βάλει. Ήξερε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε στρατός ικανός να σταματήσει τον Ξέρξη. Ήξερε ότι ο ίδιος και οι τριακόσιοι διαλεχτοί πολεμιστές που πήρε μαζί του θα είχαν δύσκολο έργο στα Στενά των Θερμοπυλών. Το κανόνισε μάλιστα να μην πάρει νέους, αλλά άντρες τριαντάρηδες, σαν τον ίδιο, ψημένους στη μάχη, που ήταν όλοι τους παντρεμένοι κι είχαν δικά τους παιδιά.

Όλα τα ήξερε ο Λεωνίδας. Αλλά σηκώθηκε και πήγε. Φτάνοντας στις Θερμοπύλες, ξανάχτισε πρώτα για αρχή ένα τοιχαλάκι παλιό, που ήταν στο πιο στενό πέρασμα της κλεισούρας. Σωστό. Ύστερα άρχισαν να χτενίζονται κι αυτός κι οι άντρες του. Ακόμα πιο σωστό, όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται. Γιατί οι Σπαρτιάτες τα είχαν ιερά τα μακριά μαλλιά τους: όποτε σκόπευαν να πολεμήσουν για ζωή και για θάνατο, λούζονταν και χτενίζονταν με φροντίδα μεγάλη. Ετοιμάστηκαν λοιπόν οι Σπαρτιάτες και περίμεναν. Μαζί τους είχαν Θηβαίους και Θεσπιείς από τη Βοιωτία. Και Πελοποννήσιους από πόλεις διάφορες: Τεγεάτες, Αρκάδες, Κορίνθιους, Μαντινείς και Μυκηναίους.

Ώσπου έφτασαν οι Πέρσες. Δηλαδή οι πρώτοι Πέρσες. Γιατί όταν οι πρώτοι έφτασαν στις Θερμοπύλες, οι τελευταίοι ήταν ακόμη στα Τέμπη! Ο Ξέρξης πάντως έφτασε μαζί με τους πρώτους. Έστησε τον θρόνο του σ’ ένα ψήλωμα, για να βλέπει. Κι έστειλε ανιχνευτές και κατασκόπους να δουν και να μετρήσουν, για να μπορέσει να καταστρώσει το καλύτερο σχέδιο, πριν επιτεθεί. Γιατί είχε ακούσει πως απ’ όλους τους Έλληνες οι Σπαρτιάτες ήταν οι πιο φοβεροί πολεμιστές. Και πως αν νικούσε αυτούς, θα ήταν σαν να ’χε στην τσέπη του τη χώρα ολόκληρη. Ήταν, το λοιπόν, αποφασισμένος να νικήσει. Όταν γύρισαν οι κατάσκοποι και του είπαν πως ο Λεωνίδας και οι άντρες του χτενίζονταν και ξαναχτενίζονταν, τα ’χασε ο Μεγάλος Βασιλιάς. Τι σόι προετοιμασία για μάχη ήταν αυτή; Μήπως είχαν τρελαθεί τελείως οι Σπαρτιάτες; Μήπως είδαν τον στρατό του και έχασαν το μυαλό τους απ’ τον φόβο; Σάστισε ο Ξέρξης. Γι’ αυτό κι αποφάσισε να περιμένει: μια, δυο, τρεις, πέντε μέρες περίμενε. Να συνέλθει ο Λεωνίδας, να καταλάβει πως ελπίδα δεν υπήρχε να νικήσει, να τα μαζέψει και να φύγει. Δεν υπήρχε λόγος να πολεμήσουν! Αμέτρητος στρατός από τη μια, τριακόσιοι άντρες από την άλλη, τι μάχη να δώσουν; 39

Την έκτη μέρα, ο Ξέρξης έστειλε μαντατοφόρους στον Λεωνίδα και του ζήτησε να του παραδώσει το πέρασμα. Αποκλείεται, ήρθε η απάντηση. Ποτέ των ποτών. Και πρόσταξε την επίθεση ο Ξέρξης. Δυο μέρες ορμούσαν οι Πέρσες. Δυο μέρες χωρίς σταματημό. Κι οι άντρες του Λεωνίδα τούς σκότωναν τον έναν πίσω από τον άλλον. Την τρίτη μέρα έριξε ο Μεγάλος Βασιλιάς στη μάχη τους Αθανάτους, τους δέκα χιλιάδες λυσσασμένους πολεμιστές της προσωπικής του φρουράς, που τους έλεγαν έτσι γιατί έμεναν πάντα δέκα χιλιάδες – όσοι κι αν σκοτώνονταν, αμέσως τόσοι καινούριοι έμπαιναν στις τάξεις τους και συνέχιζαν τη μάχη στο πόδι τους! Ήταν στ’ αλήθεια τρομακτικοί αυτοί οι πολεμιστές, κατάμαυροι από την κορφή ως τα νύχια, με μαύρες περικεφαλαίες και μαύρες πανοπλίες και μαύρα σπαθιά στα χέρια! Μαύρους Θανάτους έπρεπε να τους λένε κι όχι Αθανάτους. Τέλος πάντων. Αυτούς τους Αθανάτους ακόμα κι εγώ τους λυπήθηκα. Γιατί οι Σπαρτιάτες τούς έσφαξαν σαν αρνιά. Ούτε ένας δεν πέρασε.

40

Αν τώρα ρωτάτε εμένα, ακόμη εκεί θα ’τανε ο Ξέρξης κι ο στρατός του, ακόμη θα πάσχιζαν μάταια να περάσουν απ’ τα Στενά, ακόμη ο Λεωνίδας θα πολεμούσε και θα χτένιζε τα μαλλιά του και θα ξαναπολεμούσε… αν δε βρισκόταν ο προδότης –που ούτε το όνομά του δε θέλω να πω– να δείξει στους Πέρσες ένα μονοπάτι από την άλλη μεριά του βουνού, που τους έβγαλε πίσω από τον Λεωνίδα και τους άντρες του. Ναι. Ένα μονοπάτι ανάμεσα στις βελανιδιές, κρυφό εντελώς. Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι Αθάνατοι βρέθηκαν στις πλάτες των Ελλήνων. Ο Λεωνίδας κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα, έδιωξε όλους τους άλλους και κράτησε κοντά του μόνο τους τριακόσιους Σπαρτιάτες. Κι εδώ θα το πω: οι άλλοι έφυγαν! Όλοι! Εκτός από τους Θεσπιείς. Που αρνήθηκαν να υπακούσουν κι έμειναν. Κι άρχισε η σύγκρουση. Λυσσασμένη και άγρια κι αποφασισμένη. Κι από τις δυο μεριές αγωνίζονταν ήρωες. Με αντρειοσύνη μεγάλη. Οι άντρες του Λεωνίδα το ήξεραν ότι τους περίμενε ο θάνατος, και πολεμούσαν με το θάρρος της απόγνωσης. Μα κι οι Αθάνατοι ορμούσαν ίσια πάνω στα ξίφη και στα δόρατα, τραβούσαν στον θάνατο χωρίς να διστάζουν στιγμή. 42

Έτσι έγινε. Οι άντρες του Λεωνίδα αντιστάθηκαν μέχρι τον τελευταίο, με τα σπαθιά τους, με τα νύχια τους, με τα δόντια τους. Αλλά οι Πέρσες τούς νίκησαν. Έπεφταν πάνω τους αμέτρητοι κι από τις δυο μεριές, ώσπου δεν έμεινε πια ζωντανός κανένας από τους υπερασπιστές των Στενών. Κι άνοιξε ο δρόμος για τον Ξέρξη, να προχωρήσει νότια και να κυριεύσει την Ελλάδα, όπως το είχε σχέδιο. Τη νίκη στις Θερμοπύλες την πήραν οι Πέρσες λοιπόν. Τον θρίαμβο όμως, τον θρίαμβο τον μεγάλο και παντοτινό, τον πήραν ο Λεωνίδας και οι άντρες του. Όλοι οι γενναίοι από τότε τον δικό τους δρόμο ακολουθούν, στα δικά τους βήματα βαδίζουν. Κι εγώ βουρκώνω όποτε τους σκέφτομαι. Κι αν το όνομα του προδότη δε θέλω ούτε να το ξεστομίσω, θα σας πω κάποια άλλα ονόματα, ονόματα αυτωνών που κατάφεραν νικημένοι να βγουν νικητές. Διηνέκης. Αλφεός. Μάρωνας. Διθύραμβος. Μεγιστίας ο μάντης (που το ’ξερε πιο σίγουρα απ’ όλους ότι θα σκοτωθεί, κι όμως έμεινε). Και Λεωνίδας, τρίτος γιος του πατέρα του, πατέρας ο ίδιος μικρού γιου, Σπαρτιάτης και βασιλιάς.

44

…ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 480 π.Χ.

Α

υτή η ιστορία τώρα, αν δεν είχε τόσους σκοτωμούς, θα είχε μεγάλη πλάκα. Και σας το λέω εγώ, που δεν ξέρω τι θα πει γέλιο, έτσι; Μπαίνω αμέσως στο θέμα: ο ίδιος Μεγάλος Βασιλιάς. Ο Ξέρξης. Με τον ίδιο στρατό, τον πελώριο, τον αμέτρητο, που όταν έριχνε τα βέλη του σκοτείνιαζε τον ουρανό, όταν σταματούσε να ξεδιψάσει στέρευε λίμνες. Μετά τις Θερμοπύλες, όπου νίκησε – αλλά έχασε τον θρίαμβο μέσα από τα χέρια του, επειδή του τον πήραν οι νικημένοι. Αυτός. Που ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει χώμα και νερό. Χώμα πήρε όσο ήθελε στα Στενά των Θερμοπυλών. Του έμενε το νερό. Αυτό το ζήτησε κατευθείαν από τους Αθηναίους. Που είχαν γύρω γύρω θάλασσα. Εντάξει. Αλμυρό νερό. Μα τον Ξέρξη δεν τον ένοιαζε. Το ήθελε και το αλμυρό 49

νερό. Να μη σας πω και περισσότερο από το γλυκό. Για να πλέουν ανεμπόδιστα τα καράβια του. Διότι ο Ξέρξης μπορεί να είχε απέραντη αυτοκρατορία, θάλασσες όμως δικές του καταδικές του δεν είχε. Αυτός ο Ξέρξης, νικητής και ντροπιασμένος μαζί, παίρνει βαθιά ανάσα μετά τις Θερμοπύλες και κατηφορίζει νότια. Γραμμή για την Αθήνα. Ε, στον δρόμο κατέκτησε και μερικές μικρότερες πόλεις ακόμα. Τις κατέκτησε πανεύκολα. Διότι οι άνθρωποι τις είχαν παρατήσει κι όπου φύγει φύγει. Είχαν πάρει τα γύρω βουνά (που είναι μπόλικα στην περιοχή – όπου και να κοιτάξεις, βλέπεις ή βουνό ή θάλασσα). Γρήγορα λοιπόν, πολύ γρήγορα φτάνουν οι πρώτοι Πέρσες στην Αττική και αρχίζουν να χαλάνε και να καίνε. Κι οι Αθηναίοι; Τι κάνουν οι Αθηναίοι; Ω, αυτό είναι και το πιο ωραίο στην ιστορία!

Αξίζει να το πούμε με το νι και με το σίγμα. Τι κάνουν οι Αθηναίοι, όταν καταφθάνει στην πόλη τους ο μεγαλύτερος στρατός του κόσμου; Ο στρατός που έκανε σκόνη τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες του; Εδώ αρχίζει το γέλιο. Εδώ είναι το ζουμί της ιστορίας. Εδώ πρέπει να παρουσιάσω τον Θεμιστοκλή. Που είναι ένας στρατηγός από τους πολλούς που είχε η Αθήνα την εποχή εκείνη. Η Αθήνα στρατό δεν είχε καλά καλά, στρατηγούς είχε άφθονους. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν δεν ήταν κανένα παλικαράκι. Γέρος βετεράνος ήταν. Είχε πολεμήσει και στον Μαραθώνα, παρακαλώ. Αλλά είχε μυαλό τετραπέρατο, ήξερε να καλιγώνει τον ψύλλο. Ρήτορας το επάγγελμα. Από παρακατιανός που είχε γεννηθεί, είχε καταφέρει να γίνει άρχοντας τρανός και ν’ αποφασίζει μαζί με τους σπουδαίους για την τύχη της πόλης.

50

51

Αυτός ο Θεμιστοκλής λοιπόν, όταν ήρθε ο χρησμός των Δελφών ότι η πόλη θα σωθεί με ΞΥΛΙΝΑ ΤΕΙΧΗ (ναι, οι Αθηναίοι ζήτησαν χρησμό από το Μαντείο, όταν είδαν τον στρατό του Ξέρξη να κατηφορίζει προς την Αττική τους), εξήγησε το πράγμα όπως ήθελε. Ο θεός δεν εννοεί, είπε, να σηκώσουμε τάβλες και σανίδια γύρω από την Ακρόπολη! Αλλά να μπούμε στα καράβια μας τα πολεμικά, που είναι ξύλινα ολόκληρα! Διότι ο θεός ξέρει: εμείς στη θάλασσα έχουμε δύναμη. Στη θάλασσα πρέπει να πολεμήσουμε. Δε χρειάστηκε και πολύ για να τους πείσει τους Αθηναίους. Στείλανε αμέσως γυναίκες και παιδιά στα κοντινά νησιά (εδώ δεν υπήρχαν βουνά), άφησαν στην Ακρόπολη καμιά πεντακοσαριά γέρους κι αρρώστους να τη φυλάνε (τρόπος του λέγειν δηλαδή – τους αφήσανε να καρφώνουν για ξεκάρφωμα) και ύστερα μπήκαν στις τριήρεις. Αυτό το νερό που ήθελε ο Ξέρξης… ε, θα το πουλούσαν πολύ ακριβά!

53

Και το πονηρό μυαλό του Θεμιστοκλή δε σταματάει να κόβει και να ράβει. Εντάξει, έχει στόλο καλό, αφού του ’χουν στείλει καράβια και οι άλλες ελληνικές πόλεις. Αλλά ο Ξέρξης έχει τρεις, τέσσερις, δέκα, εκατό φορές περισσότερα πλοία! Στην ανοιχτή θάλασσα εύκολα θα πλευροκοπούσαν τους Έλληνες. Αποδώ το φέρνει, αποκεί το φέρνει, βρίσκει τη λύση. Θα χωθεί με τις τριήρεις του, που είναι μεγάλες και δυνατές, στα στενά ανάμεσα στην Αττική και στη Σαλαμίνα. Εκεί πώς να χωρέσουν, τόσα που ήταν, τα πολεμικά του Ξέρξη; Με μεγάλη δυσκολία! Με το ζόρι! Και πιστέψτε με, μπορεί να μην είναι ωραίο, αλλά είναι αλήθεια: το ζόρι του ενός είναι συχνά η σωτηρία του άλλου. Ο Θεμιστοκλής αυτές τις αλήθειες τις έπαιζε στα δάχτυλα. Κι ενώ οι αρχηγοί των άλλων πόλεων ήθελαν να φύγουν, να πάνε αλλού να περιμένουν τον περσικό στόλο, ο Θεμιστοκλής τούς πήρε με το καλό, τους πήρε με το άγριο, τους κατάφερε τελικά να συμφωνήσουν με το δικό του σχέδιο: η σύγκρουση να γίνει στα στενά της Σαλαμίνας.

55

Αλλά έπαιξε κι η τύχη τον ρόλο της. Γιατί την παραμονή της ναυμαχίας τα ’φερε έτσι και ο Ξέρξης στραβώθηκε. Δε στραβώθηκαν τα μάτια του – το μυαλό του στραβώθηκε. Κι ολόκληρος Μεγάλος Βασιλέας δεν είδε αυτό που ήταν μπροστά στη μύτη του: ότι μέσα στα Στενά, δηλαδή, ο τεράστιος στόλος του πήγαινε στράφι! Φταίνε βέβαια και οι πολλοί του συμβουλάτορες. Έναν έναν τους ρώτησε. Κι αυτοί όλοι είπαν ναι, να προχωρήσει και να πολεμήσει με τον στόλο των Ελλήνων που περίμενε στα Στενά. Όλοι. Εκτός από έναν. Ή μάλλον από μία. Γιατί γυναίκα ήταν αυτή που διαφώνησε. Κι επειδή δεν έχω και πολλές γυναίκες να λέω τις ιστορίες τους, θα σας πω και τ’ όνομά της: Αρτεμισία τη λέγανε κι ήταν από την Αλικαρνασσό. Ωραία. Πέντε καράβια είχε μόνο δικά της, αλλά πολέμησε μ’ αυτά καλύτερα από τους άντρες καραβοκύρηδες του Ξέρξη. Άσε που σώθηκε κιόλας, ενώ οι άλλοι, οι περισσότεροι, πνίγηκαν. Η Αρτεμισία γλίτωσε και γύρισε στην πατρίδα της. Στραβώθηκε, λοιπόν, ο Ξέρξης. Πρόσταξε όλα του τα πλοία να μαζευτούν έξω από τα Στενά της Σαλαμίνας και να ετοιμαστούν να δώσουν μάχη. 56

Και στραβός ξεστραβός, έβαλε να του στήσουν κι έναν θρόνο στην πλαγιά του κοντινού βουνού Αιγάλεω, για να βλέπει αποκεί τη ναυμαχία σαν να ’τανε σε θέατρο. Δεν είχε καταλάβει πως είχε στραβωθεί. Νόμιζε πως έβλεπε. Και ήθελε να βλέπει ακόμα καλύτερα.

Όσο για τον Θεμιστοκλή, αυτός ήταν αλεπού. Καλή η τύχη, αλλά να τη βοηθάμε κιόλας! Για να ’ναι σίγουρος πως όλα θα γίνουν σύμφωνα με το σχέδιό του, έστειλε κάποιον στον Ξέρξη, για να προδώσει τάχα τους Έλληνες. Να του πει και καλά πως ο Θεμιστοκλής ήταν έτοιμος να του παραδώσει τη νίκη στο πιάτο. Φτάνει να έμπαινε με τον στόλο του στα Στενά. Ο Ξέρξης τώρα είχε και το προηγούμενο του άλλου προδότη, από τις Θερμοπύλες. Και τσίμπησε το δόλωμα. Το δάγκωσε γερά. Νύχτα αξημέρωτη ακόμη ήρθαν τα πλοία των Περσών κι έκλεισαν τα Στενά – για να μην τους ξεφύγουν οι Έλληνες! Γι’ αυτό σας λέω: αν δεν είχε τόσους σκοτωμούς, θα είχε πολλή πλάκα αυτή η ιστορία. Σήκωσαν τα χεράκια τους οι Πέρσες κι έβγαλαν τα ματάκια τους. Τι έγινε τελικά; Σεισμός. Δεν κάνω πλάκα, σοβαρά μιλάω: έγινε σεισμός. Πριν χαράξει. Κανονικά θα ’πρεπε να σταματήσουν τότε, Πέρσες κι Έλληνες. Τους σεισμούς τούς είχαν για σημάδια θεϊκά, για κακούς οιωνούς. Αλλά όχι. Ούτε ο Θεμιστοκλής το ’χε σκοπό να δώσει σημασία σε ένα τρανταγματάκι, ούτε ο Ξέρξης καταδέχτηκε, μέσα στη σιγουριά του, να κοντοσταθεί έστω και να το

ξανασκεφτεί το πράγμα. Έδωσε το πρόσταγμα. Και άρχισε η μάχη. Μπήκαν τα πρώτα περσικά καράβια στα Στενά. Προχώρησαν, προχώρησαν, ήρθαν και στριμώχτηκαν. Όρμησαν οι ελληνικές τριήρεις καταπάνω τους σαν ένα σώμα, τους άνοιξαν τρύπες, τους έκοψαν τα κουπιά, τα χάλασαν. Άντε τώρα χαλασμένα αυτά να κάνουν στροφή και να βγουν, για να ’ρθουν τα δεύτερα να πολεμήσουν!… Των αδυνάτων αδύνατον!

Μαλλιά κουβάρια γίνανε Πέρσες με Έλληνες. Αλλά και Πέρσες με Πέρσες. Η θάλασσα γέμισε ξύλα κι ανθρώπους. Και καλά όσοι Έλληνες έπεφταν στο νερό – μαθημένοι ήτανε στα κύματα, κολύμπι ξέρανε, έφταναν μέχρι τα βραχάκια της Σαλαμίνας και σωνόντουσαν. Πολλοί δύστυχοι Πέρσες όμως δεν ήξεραν από θάλασσα. Πού να τη γνωρίσουν τη θάλασσα; Στις στέπες της Ασίας; Βούλιαζαν λοιπόν. Και πνίγονταν. Το πολύ κακό έγινε. Γιατί κι οι Πέρσες αρχηγοί πολέμησαν γενναία. Είχαν, βλέπετε, τον Μεγάλο Βασιλιά στον θρόνο του να τους κοιτάζει, και δεν τους έπαιρνε να γυρίσουν και να πάρουν δρόμο. Όσο για τους Έλληνες, αυτοί τα είχαν εδώ όλα με το μέρος τους – ακόμα και την προδοσία (που ήταν στημένη και στην πραγματικότητα ήταν παγίδα για

τον εχθρό τους). Λεπτομέρειες δεν έχω να σας πω: με τη ναυμαχία σηκώθηκε τόσο κύμα, τόσος αφρός και τόσος σαματάς, που δεν ήταν εύκολο να βγάλει άκρη κανείς ποιος χτύπησε ποιον, πότε και πώς. Η ουσία πάντως είναι πως ο στόλος του Ξέρξη έγινε ρημαδιό, αμέτρητοι από τους γενναίους άντρες του πνίγηκαν, τα περισσότερα από τα καράβια του καταστράφηκαν… Κι όλα αυτά τα τρομερά ο Μεγάλος Βασιλιάς τα είδε με τα ίδια του τα μάτια!

Τον πήρε ο φόβος μετά. Και το ίδιο βράδυ –ενώ οι Έλληνες με τον Θεμιστοκλή ετοιμάζονταν να συνεχίσουν την άλλη μέρα τη ναυμαχία, σίγουροι πως ο Ξέρξης θα τους χτυπούσε πάλι– ο στόλος των Περσών έφυγε βιαστικά για τον Ελλήσποντο. Για να προστατέψει τις γέφυρες, μην και βρεθεί παγιδευμένος τόσος στρατός ξηράς και δεν μπορεί να γυρίσει στην πατρίδα του! Έτσι τελείωσε η εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα. Άφησε, βέβαια, ένα μέρος του στρατού να συνεχίσει – για τα μάτια του κόσμου περισσότερο, παρά επειδή το ήθελε στ’ αλήθεια. Αλλά οι βασιλιάδες το συνηθίζουν αυτό: παίρνουν αποφάσεις για τα μάτια του κόσμου. Έτσι έγινε, και ο Μεγάλος Βασιλέας, που ήρθε να πάρει χώμα και νερό, έφυγε με άδεια χέρια. Το χώμα τού ’πεσε βαρύ. Στις Θερμοπύλες. Και το νερό τού βγήκε ξινό. Στη Σαλαμίνα.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ ΤΕΛΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 331 π.Χ.



χω δει κι αν έχω δει πολέμαρχους στη ζωή μου! Όλους τους ξέρω. Από την καλή κι από την ανάποδη. Και όλους τους νίκησα. Έναν μόνο δεν κατάφερα να νικήσω, τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα. Αυτόν. Γιατί ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φίλιππου, ποτέ δε χόρτασε τον σαματά της μάχης, ποτέ δεν κουράστηκε από την ταλαιπωρία ή το περπάτημα, ποτέ δεν είπε «Φτάνει ο πόλεμος». Τον ξεχωρίζω λοιπόν κι εγώ απ’ όλους τους άλλους στρατηγούς και πολεμιστές. Αφού κατά βάθος σκέφτομαι πως δεν του ταιριάζει που λέγεται Αλέξανδρος ο Μέγας. Εγώ από μέσα μου τον λέω πάντα Αλέξανδρο Πόλεμο. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την εντελώς αρχή. Από μωρό παιδί έμαθε να καβαλάει άλογο, να κρατάει όπλο. Και δεκαεννιά χρονών ανέβηκε ο Αλέξανδρος στον θρόνο της Μακεδονίας. Τι ήταν η Μακεδονία τότε; Μια γωνίτσα όλο βουνά και πέτρες. Ένα τίποτα. Πώς ήταν δυνατόν να του φτάσει το τί67

ποτα; Δεν υπάρχει παλικάρι δεκαεννιά χρονών που να του φτάνει το τίποτα! Άντε λοιπόν να πάρει πρώτα τον τόπο των γειτόνων. Τον πήρε. Μετά να φτάσει και λίγο πιο κάτω… κι ακόμα παρακάτω… Έτσι, πόλη την πόλη, έκανε την Ελλάδα δική του. Ωραία. Την Ελλάδα ολόκληρη! Όχι την Αθήνα μόνο. Ή τη Σπάρτη μόνο. Ή τη Θήβα. Όλες τις ελληνικές πόλεις τις πήρε, τη μία μετά την άλλη. Και στα γρήγορα. Διότι βιαζόταν. Είχε κιόλας τη συνέχεια στον νου του. Όσο κόσμο ήξεραν οι Έλληνες τότε τον ήθελε όλο! Πέρασε λοιπόν στην Ασία κι άρχισε τις νίκες σκοινί κορδόνι. Γρανικός, Σάρδεις, Μίλητος, Αλικαρνασσός, Γόρδιο, Πύλες Κιλικίας, Ισσός. Μέσα σ’ έναν χρόνο! Ύστερα στροφή

προς νότο: Βύβλος, Σιδώνα, Τύρος, Αίγυπτος. Και πίσω ξανά. Αλλά όχι πίσω στη Μακεδονία – πίσω στην Ασία. Να στρώσει στο κυνήγι τον Δαρείο, τον Πέρση βασιλιά. Εντάξει, κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση του. Γιατί ο Μεγάλος Βασιλέας είχε δική του αυτοκρατορία απέραντη. Στη μια της άκρη ανέτειλε ο ήλιος, στην άλλη το φεγγάρι. Κι αυτό το φεγγάρι το μακρινό είχε βάλει στο μάτι ο Αλέξανδρος. Όσο λοιπόν έφευγε προς τ’ ανατολικά ο Δαρείος, για ν’ αποφύγει τη σύγκρουση, τόσο έτρεχε ξοπίσω του ο Αλέξανδρος. Ώσπου κατάλαβε ο Πέρσης βασιλέας πως με το φευγιό δεν είχε σωτηρία, πως ο Αλέξανδρος δε θα κουραζόταν, δε θα τα παρατούσε να φύγει.

Βάλθηκε λοιπόν να μαζέψει στρατό αμέτρητο στην ανοιχτή πεδιάδα ανάμεσα στον Τίγρη και στον Ευφράτη. Τον στρατό του όλο. Και τι στρατό! Φυλές που οι Έλληνες δεν τις είχαν ξανακούσει ποτέ τους! Καβαλάρηδες από τη Βακτριανή, Δάες, Σούσιοι, Καδούσιοι, Σάκες και Υρκάνιοι, Κάρες, Μάρδοι, Σιττακηνοί. Ακόμα και Ινδοί, άνθρωποι που ζούσαν πέρα από την άκρη του κόσμου! Τ’ άκουγε αυτά τα ονόματα τα παράξενα ο Αλέξανδρος κι ήταν σαν μουσική στ’ αυτιά του. Μα ο Δαρείος δε μάζευε μόνο πολεμιστές απ’ όλες τις

φυλές της απέραντης χώρας του. Ήταν έτοιμος να παρατάξει στο πεδίο της μάχης και καμήλες πολεμικές και ελέφαντες εκπαιδευμένους να ορμάνε στον εχθρό και να τον ποδοπατάνε. Και το χειρότερο: είχε κι ένα όπλο που άλλη φορά οι Μακεδόνες δεν το ’χαν ξαναδεί. Άρματα δρεπανηφόρα, με λεπίδια πελώρια στους τροχούς τους, που κομμάτιαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Διακόσια τέτοια είχε έτοιμα για μάχη ο Μεγάλος Βασιλιάς. Αυτό τον τρομακτικό στρατό τον παρέταξε στον κάμπο έξω από τα Γαυγάμηλα, για να μπορεί να επιτεθεί με την άνεσή του, να κυκλώσει τη χούφτα των Μακεδόνων και να τους κάνει σκόνη.

Γιατί ο Αλέξανδρος μια χούφτα άντρες κουρασμένους είχε, στ’ αλήθεια! Πενήντα χιλιάδες άντρες όλους κι όλους, απέναντι στο ένα εκατομμύριο των Περσών. Δεν είχε ελέφαντες, δεν είχε άρματα, δεν είχε τίποτα. Είχε, όμως, κάτι που δεν αγοράζεται, δεν πληρώνεται ούτε μ’ όλο το χρυσάφι του κόσμου. Είχε απόφαση. Σ’ όλες τις δουλειές μετράει η απόφαση. Αλλά στη δουλειά του πολέμου μετράει διπλή και τρίδιπλη. Ξέρω τι λέω κι ακούστε με. Με την απόφαση λοιπόν ο Αλέξανδρος μίλησε στους ταλαιπωρημένους στρατιώτες του, μ’ αυτήν έσβησε την κούραση από τις ψυχές και τα κορμιά τους. Αυτή η μάχη θα ’τανε η τελευταία, τους έταξε. Έπρεπε να πολεμήσουν σαν θηρία, να βάλουν κάτω ελέφαντες, βαρβάρους, άρματα. Να πάρουν την Ασία. Και να γυρίσουν. Τέτοια ήταν η απόφασή του, που δεν κατάφερε μόνο τους άντρες του να ριχτούν στη μάχη για χάρη του. Κατάφερε και τ’ άστρα. Και το φεγγάρι. Το ίδιο βράδυ, στις 20 του Σεπτέμβρη, το φεγγάρι κρύφτηκε τελείως, χάθηκε από τον μαύρο ουρανό. Έγινε άφαντο για πολλή ώρα, κι όχι από σύννεφα ή κακοκαιρία. Ίσα ίσα. 72

Η βραδιά ήταν γλυκιά και ξάστερη. Σαν ασημένιες καρφίτσες έλαμπαν τ’ αστέρια στο στερέωμα. Μα το σημάδι του φεγγαριού ήταν κακό. Πολύ κακό. Χειρότερος οιωνός για έναν πολεμιστή δεν υπάρχει. Και εννοείται πως βούιξε ο κόσμος: «Κρύφτηκε το φεγγάρι, κρύφτηκε το φεγγάρι, μεγάλος θρόνος θα πέσει» έλεγαν και ξανάλεγαν οι αστρονόμοι της Βαβυλώνας, που ήταν ειδικοί. Ο Δαρείος τούς άκουσε, κι αμέσως έκανε τη χρυσή πρόταση στον Αλέξανδρο: να μην πολεμήσουν! Να του δώσει το μισό του βασίλειο (έτσι κάνουν πάντα οι βασιλιάδες όταν είναι στριμωγμένοι, δίνουν το μισό βασίλειο χάρισμα – κι όταν παραστριμωχτούν το δίνουν όλο). Να του δώσει, λοιπόν, το μισό του βασίλειο και να τον τελειώσουν τον πόλεμο επιτόπου. Να φύγει κι αυτός να πάει στο καλό. Τότε ο στρατηγός του Αλέξανδρου ο πιο τρανός, ο πιο παλιός κι ο πιο μεγάλος, ο Παρμενίωνας, που ήταν σύμβουλος και δάσκαλός του στα στρατιωτικά από τα μικράτα του, είπε στον νεαρό βασιλιά του: «Δέξου, βασιλιά! Εγώ αν ήμουν Αλέξανδρος θα δεχόμουν». Κι ο Αλέξανδρος του απάντησε: «Κι εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν Παρμενίωνας». Αλλά Παρμενίωνας δεν ήταν. Ήταν Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος Πόλεμος!

Όχι πως δεν τους είχε ακούσει τους μάντεις και τους αστρολόγους ο Αλέξανδρος. Αλλά κι ο Δίας ο ίδιος να κατέβαινε και να του έλεγε να σταματήσει, δεν επρόκειτο να κάνει πίσω. Το χέρι μου στη φωτιά βάζω.

74

75

Κοιμήθηκε λοιπόν ωραία και καλά όλη νύχτα πριν από τη μάχη, για να δείξει στους άντρες του πως αυτός καθόλου δε φοβόταν – ούτε τα δρεπανηφόρα άρματα, ούτε τα φεγγάρια τα κρυμμένα, ούτε τίποτα. Ενώ ο Δαρείος ο δύστυχος όλη νύχτα ξαγρύπνησε και την άλλη μέρα το πρωί ήταν κουρέλι. Κουρέλι πήγε στη μάχη. Ήταν δυνατόν ποτέ να νικήσει έτσι; Πριν καν αρχίσει η συμπλοκή, εκεί που οι δυο στρατοί ακόμη κοιτάζονταν, εγώ την είδα τη νίκη. Και ήταν ολόκληρη του Αλέξανδρου. Ο βασιλιάς των Περσών δεν ξαγρύπνησε μόνο ο ίδιος. Πρόσταξε και τους άντρες του να μείνουν άγρυπνοι, με τα όπλα στα χέρια, και να περιμένουν να χαράξει. Ο στρατός ολόκληρος όρθιος, να μετράει τις στιγμές ώσπου να βγει ο ήλιος. Καβαλάρηδες από τη Βακτριανή, Δάες, Σούσιοι, Καδούσιοι. Σάκες και Υρκάνιοι, Κάρες, Μάρδοι, Σιτ­τακηνοί, ακόμα και Ινδοί. Όρθιοι όλοι. Καμήλες, άλογα, μουλάρια, ελέφαντες πολεμικοί, άρματα δρεπανηφόρα. Στο πόδι. Να περιμένουν και να τους τρώει ο φόβος. Την είδα, σας λέω, τη νίκη, πριν καν αρχίσει η μάχη. Γιατί ο Αλέξανδρος όλη νύχτα κοιμόταν, τον ύπνο του δικαίου. 76

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή ξημέρωσε. Κι οι δυο στρατοί στάθηκαν αντικριστά, σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες της στρατηγικής και της πολεμικής τέχνης. Κι ύστερα άρχισε η μάχη κι όλοι οι κανόνες τινάχτηκαν στον αέρα. Όλα έγιναν γρήγορα, τρομερά γρήγορα. Και μπερδεμένα, τρομερά μπερδεμένα. Τόσο που ακόμα και σήμερα τσακώνονται διάφοροι, για το ποιος το ’βαλε πρώτος στα πόδια, ο Δαρείος ή οι άντρες του. Θα είμαι ειλικρινής: δεν ξέρω. Δεν είδα. Τίμια πράγματα. Πού να δω και να καταλάβω μέσα στον κουρνιαχτό και στον σαματά; Θα πω αυτό που ξέρω, αυτό που ήξερα από την αρχή: ο Μεγάλος Βασιλέας νική-

θηκε. Το ’βαλε στα πόδια ο άνθρωπος. Τον έστρωσε στο κυνήγι ο Αλέξανδρος. Και μάλιστα με το πάσο του. Πρώτα πήγε να βοηθήσει τον Παρμενίωνα, που είχε μπλέξει με κάτι ελέφαντες και κάτι άρματα δρεπανηφόρα. Έτσι τέλειωσε αυτή η μάχη, που θα ήταν η τελευταία όπως είχε τάξει στον στρατό του, που θα μπορούσε μια χαρά να είναι η τελευταία! Στο κάτω κάτω, η Περσία πια Περσία δεν ήταν. Βασιλιάς της Ασίας ήταν ο Αλέξανδρος. Τι λέω; Βασιλιάς του κόσμου όλου! Αφού άλλος κόσμος δεν υπήρχε. Εκεί, λίγο πιο πέρα από τα Γαυγάμηλα, ο χάρτης τελείωνε.

78

79

Μα ο Αλέξανδρος δε θα ’ταν Αλέξανδρος αν άφηνε έναν χάρτη να τον σταματήσει! Τι είναι ένας χάρτης; Βήματα μετρημένα είναι. Τι τον εμπόδιζε να ξαναμετρήσει τα βήματά του; Και τα βήματα των στρατιωτών του; Θα έφτιαχνε καινούριους χάρτες λοιπόν. Και θα προχωρούσε σε μέρη με πιο παράξενα ονόματα, πέρα από τη Μηδία και την Περσία. Στη Δραγκιανή και στη Γεδρωσία, στη Βακτριανή και στη Σογδιανή και στην Παρθία και στην Αραχωσία – και στη Βαβυλώνα. Δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς ότι τους ξεγέλασε τους άντρες του. Τους μίλησε ανοιχτά και τους είπε την καθαρή αλήθεια: Δε γυρίζω πίσω. Όποιος από σας θέλει, τον πληρώνω εδώ και τώρα και φεύγει για Μακεδονία. Όποιος όμως μείνει μαζί μου… ε, αυτός θα πάρει τον κόσμο όλο δικό του! Κι από τους ξεθεωμένους εκείνους άντρες, που είχαν τρία, τέσσερα χρόνια να δουν τους δικούς τους, που κόντευαν να ξεχάσουν τη γλώσσα τους, που είχαν σιχαθεί τον πόλεμο κι άλλη μάχη δεν ήθελαν να ξαναδώσουν, ούτε ένας δεν έφυγε. Έμειναν όλοι. Και προχώρησαν. Τα Γαυγάμηλα δεν ήταν η τελευταία μάχη. Ήταν η πρώτη από πολλές άλλες. 81

Ίρις Σαμαρτζή

Γεννήθηκε στην Αθήνα.  Σπούδασε Γραφιστική και Αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου στη Σχολή Βακαλό, απ’ όπου αποφοίτησε με υποτροφία. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια πάνω στην παιδική ζωγραφική και στη δραματική τέχνη στην εκπαίδευση, ενώ συνεργάστηκε με τη Σχολή Βακαλό ως βοηθός καθηγητή στα μαθήματα Σκηνογραφίας, Product Design και Αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης εσωτερικών χώρων (2001-2006).  Από το 2003 διδάσκει εικαστικά σε παιδιά προσχολικής ηλικίας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έχει συμ­ μετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα από το 2004 ασχολείται με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων.  Βιβλία της έχουν βραβευτεί από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και από τα ΕΒΓΕ, ενώ το 2012 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για το βιβλίο Οι καλοί κι οι κακοί πειρατές.

Μαρία Αγγελίδου

Γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και λογοτεχνία στην Αθήνα και στη Ζυρίχη. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και έχει μεταφράσει πάνω από 500 βιβλία, τα μισά από τα οποία είναι για παιδιά. Έχει διασκευάσει για το παιδικό αναγνωστικό κοινό Σαίξπηρ και Μολιέρο, Δάντη και Θερβάντες, Μέλβιλ, Γκολντόνι κ.ά. Για τις μεταφράσεις της έχει βραβευτεί τρεις φορές από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας και την ΙΒΒΥ. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων. Έργα της είναι:  Ελληνική Μυθολογία, Πώς ξεκίνησε ο κόσμος, εκδόσεις Παπαδόπουλος (Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου Γνώσεων) • Ελληνική Μυθολογία, Από τους θεούς στους ανθρώπους, εκδόσεις Παπαδόπουλος • Ελληνική Μυθολογία, Από τους ανθρώπους στους ήρωες, εκδόσεις Παπαδόπουλος • Το δέντρο με τα ψέματα, εκδόσεις Παπαδόπουλος • Το τετράδιο με τις συμπτώσεις, ένα κεφάλαιο από την αυτοβιογραφία του Ηλία Μακρή, εκδόσεις Παπαδόπουλος (shortlisted για τα βραβεία του Διαβάζω) • Το τετράδιο με τους ορισμούς, ένα κεφάλαιο από την αυτοβιογραφία του Ηλία Μακρή, εκδόσεις Παπαδόπουλος • Οι άνθρωποι που δεν έβλεπαν όνειρα, εκδόσεις Πατάκη (έπαινος του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου) • Οι άνθρωποι που έκλεψαν τα γράμματα από τους θεούς, εκδόσεις Πατάκη (shortlisted για τα βραβεία του Διαβάζω) • Οι άνθρωποι που δεν εννοούσαν να πεθάνουν, εκδόσεις Πατάκη • Το βιβλίο των αυτοκρατόρων, εκδόσεις Λιβάνη • Το βιβλίο των πειρατών, εκδόσεις Λιβάνη (shortlisted για τα βραβεία του Διαβάζω) • Ιστορίες που τις είπε η Πέτρα, εκδόσεις Αερόστατο • Μύρτις: οι ζωές της, εκδόσεις Παπαδόπουλος • Οδύσσεια, Η πολυμήχανη ιστορία, εκδόσεις Βιβλιόφωνο • Η τρίτη μάγισσα, εκδόσεις Μεταίχμιο. Πολλά από τα έργα της κυκλοφορούν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα γερμανικά. 

Κυκλοφορούν τα βιβλία της σειράς Η Ιστορία δεν είναι μόνο μάθημα!

Γίνε μέλος στη Βιβλιοπαρέα μας, το πιο κεφάτο Kid Club των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, πάντα στο πλευρό των μικρών αναγνωστών, έχουν δημιουργήσει το Kid Club ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΕΑ για παιδιά ηλικίας από 4 έως 12 ετών. Τα μέλη της Βιβλιοπαρέας θα έχουν την ευκαιρία: • να παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς με πλούσια δώρα, • να λαμβάνουν την παιδική μας εφημερίδα με τίτλο Παιδιά, διάλειμμα!, • να λαμβάνουν σελιδοδείκτες, αυτοκόλλητα, μπλοκάκια, τετράδια κ.ά., • να ενημερώνονται πρώτοι για τους νέους μας τίτλους και τις εκδηλώσεις μας, • να απολαμβάνουν σημαντικές εκπτώσεις σε χώρους πολιτιστικής εκπαίδευσης καθώς και άλλα μοναδικά προνόμια. Με την εγγραφή, θα λάβεις και ένα όμορφο παιδικό βιβλίο. Μπες στο www.metaixmio.gr/kidclub και συμπλήρωσε τη φόρμα συμμετοχής με ελληνικούς χαρακτήρες και κεφαλαία γράμματα. Με τη συμπλήρωση της φόρμας αποδέχεσαι να λαμβάνεις ενημερωτικό υλικό για το club. Τα προνόμια και οι εκπτώσεις δεν τελειώνουν εδώ. Το Kid Club Βιβλιοπαρέα εμπλουτίζεται συνεχώς με πολλές εκπλήξεις, νέους χώρους και πολλά δώρα. Μην ξεχνάς να επισκέπτεσαι τακτικά αυτή την ιστοσελίδα για να μαθαίνεις τα νέα προνόμιά σου.

Τα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα καταχωρούνται σε αρχείο της εταιρείας µας µε σκοπό την ενηµέρωσή σας για νέες εκδόσεις, εκδηλώσεις και άλλες δραστηριότητες των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Το αρχείο αυτό δεν παραχωρείται και δεν ανακοινώνεται σε τρίτους (Ν. 2472/1997, Ν. 3471/2006). Για επιβεβαίωση, τροποποίηση ή διαγραφή των παραπάνω στοιχείων µπορείτε να επικοινωνήσετε τηλεφωνικά στο 211 3003500.

w w w. m e t a i x m i o . g r