Μελέτες για το φύλο στην ανθρωπολογία και την ιστορία 9789602215357

Οι μελέτες αυτού του τόμου εξετάζουν τις επιστημολογικές και μεθοδολογικές μεταβολές που έφερε η ενασχόληση με το φύλο σ

1,941 758 12MB

Greek Pages 347 [348] Year 2011

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Μελέτες για το φύλο στην ανθρωπολογία και την ιστορία
 9789602215357

Table of contents :
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΝΤΣΑ Το φύλο ως πεδίο επιστημολογικής αναζήτησης 9
ΡΑΝΙΑ ΑΣΤΡΙΝΑΚΗ Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις του φύλου: Μια επισκόπηση 17
1. Προς μια ανθρωπολογία των γυναικών 18
Το ζήτημα της ανδρικής προκατάληψης στην ανθρωπολογία και το αντίδοτό της 19 Είναι η υποτέλεια των γυναικών οικουμενική; 21
2. Προς μια ανθρωπολογία του φύλου 23
Η επανεξέταση των αντιστίξεων δημόσιο/ οικιακό και φύση/ πολιτισμός 24
- Η επανε^ταση της «ιστορικότητας» 26
Από τις «γυναίκες» στο «φύλο» 27
Το φύλο ως πολιτισμική κατασκευή 28
Το φύλο ως κοινωνική σχέση 31
Φύλο και ανδρισμός 36
3. Προς την αποδόμηση του κοινωνικού φύλου 42
Η συνέχεια των αναθεωρήσεων 43
Η επέκταση του αποδομητικού προγράμματος στην ανθρωπολογία; συναισθήματα σώμα σεξουαλικότητα 50
4. Πέρα από το φύλο; 57
Οι «διαφορές εντός» 59
All made up? 63
Τα φύλο στο σταυροδρόμι της γνώσης 71
Υπάρχει φεμινιστική εθνογραφία 76
Εμφυλοπαημένη εθνογραφία 89
Το φύλο ως αναλυτική κατηγορία 96
Έμφυλες οπτικές 99
ΠΟΘΗΤΗ ΧΑΝΤΖΑΡΟΤΛΑ Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου 129
1. Εισαγωγή 129
2. Επιλογή βιβλιογραφίας 133
3. Η συγκρότηση του πεδίου της ιστορίας των γυναικών 135
4. Η έννοια του φύλου 146
5. Οι ταυτότητες «γυναίκα», «γυναίκες» και η πολιτική της διαφοράς 151
6. Φύλο και ιστοριογραφία 156
7. Φύλο και ιστορία της εργασίας 158
8. Ιστορία της επιστήμης, ιστορία του σώματος, ιστορία της σεξουαλικότητας 164
Ιστορία της επιστήμης 166
Ιστορία του σώματος 168
8 ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΪ’ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Ιστορία της σεξουαλικότητας 173
9. Δημόσιο και ιδιωτικό 175
10. Φεμινιστικό κίνημα και ιδιότητα του πολίτη 180
11. Φύλο και κρατική εξουσία 187
12. Ιστορία του ανδρισμού 192
13. Φύλο, έθνος, αποικιοκρατία 196
14. Συμπεράσματα 201
ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ* Το φύλο και η σεξουαλικότητα στους λόγους καί ης πρακτικές της βιο-επιστήμης: Επιστημολογίες και τεχνολογίες του έμφυλου σώματος 227
1. Εισαγωγή: Τα πάθη του έμφυλου σώματος στη δικαιοδοσία των «επιστημών της ζωής» 227
2. Η ιατρικοποίηση της «σεξουαλικής διαφοράς»: Η αναπαραγωγική ετεροφυλοφιλία ως συνώνυμο της υγείας 235
3. Η φυλετική διαφορά ως σεξουαλική παθολογία: Η αποικιοκράτηση του σώματος της «μαύρης γυναίκας» 242
4. Η υγεία ως έμφυλη κοινωνική πολιτική: Κοινωνική πειθάρχηση, βιοπολιτική. βιοκοινωνικότητα 245
5. Ευγονική: Μεταξύ κοινωνικής μηχανικής και αναπαραγωγικής ιατρικής 250
6. Το κίνημα γυναικείας υγείας: Η υγεία ως πεδίο φεμινιστικής-πολιτικής διεκδίκησης 252
7. Η επίμαχη υλικότητα του φύλου: Προς μια φεμινιστική θεωρία του έμφυλου σώματος 255
8. Βιολογία του φύλου, αναπαραγωγική βιολογία και οι έμφυλες μεταφορές τους 258
9. Γυναικολογία, αναπαραγωγική ιατρική και νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής (ΝΤΑ) 263
10. Τεχνολογίες βιοιατρικής εποπτείας του έμφυλου σώματος: τεχνικές ορατότητας, ιδεολογίες αναπαράστασης 271
11. Το ανοσοποιητικό σύστημα και οι μεταφορές του: Ο λόγος και η εμπειρία του HIV/AIDS 275
12. Η πειθαρχία της «σωματικής ικανότητας»: χρόνια νόσος και αναπηρία 280
13. Η τεχνο-σωματική εμπειρία: Πέρα από τη ρομαντική σεξουαλικοποίηση 282
14. Στην κόψη του έμφυλου διπολισμού: διασχίζοντας τα θεσπισμένα όρια των «δύο φύλων» 287
15. Η «γυναίκα» ως σύμπτωμα και το πρόταγμα της ψυχιατρικής επιτήρησης: υστερία, νευρασθένεια, νυμφομανία 291
16. Το φύλο του τραύματος και της κοινωνικής οδύνης 297
17. Η αρρώστια ως διαμαρτυρία: το σώμα της αντίστασης και η τελετουργική θεραπευτική 302
18. Το σώμα-σε-φόρμα: ένα πεδίο (μάχης) της έμφυλης ταυτότητας 308
19. Επίλογος 315

Citation preview

Ε π ιμ έ λ ε ια

Βενετία Καντσά Βασιλική Μουτάφη Ευθύμιος Παηαταξιάρχης

Μελέτες για το φύλο στην ανθρωπολογία και την ιστορία Γοάφουν

ΡΑΝΙΑ ΑΣΤΡΙΝΑΚΗ ΠΟΘΗΤΗ ΧΑΝΤΖΑΡΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΝΤΣΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΟΥΤΑΦΗ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΤΑΞΙΑΡΧΗΣ Επιμέλεια

Θεωρήσεις του φύλου στην ανθρωπολογία και την ιστορία

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Θ Ε Ω Ρ Η Σ Ε ΙΣ Τ Ο Υ Φ ΥΛ Ο Υ Σ Τ Η Ν Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Λ Ο Γ ΙΑ Κ Α Ι Τ Η Ν ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ

© Εκδόσεις Αλεξάνδρεια και Βενετία Καντσά, Βασιλική Μουτάφη, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης

Πρώτη έκδοση: Δεκέμβριος 2011

ISBN: 978-960-221-535-7 Διορθώσεις: Χριστίνα Σπυροπούλου Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση: Βενετία Καντσά

Εικόνα εξωφύλλου: Ghada Amer, Barbie aime Ken, Ken aime Barbie 1995 (Uta Grosenick, Women Artists in the 2 (fh and 21* Century, Köln: Taschen 2001)

Παραγωγή: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Σόλωνος 133, 10677 Αθήνα τηλ. 2103806305, fax 2103838173 email: [email protected] - http://www.alexandria-publ.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλ­ λευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

Περιεχόμενα ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΝΤΣΑ

Το φύλο ως πεδίο επιστημολογικής αναζήτησης

9

ΡΑΝΙΑ ΑΣΤΡΙΝΑΚΗ

Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις του φύλου: Μια επισκόπηση 1. Προς μια ανθρωπολογία των γυναικών Το ζήτημα της ανδρικής προκατάληψης στην ανθρωπολογία και το αντίδοτό της Είναι η υποτέλεια των γυναικών οικουμενική; 2. Προς μια ανθρωπολογία του φύλου Η επανεξέταση των αντιστίξεων δημόσιο/ οικιακό και φύση/ πολιτισμός - Η επανε^ταση της «ιστορικότητας» Από τις «γυναίκες» στο «φύλο» Το φύλο ως πολιτισμική κατασκευή Το φύλο ως κοινωνική σχέση Φύλο και ανδρισμός 3. Προς την αποδόμηση του κοινωνικού φύλου Η συνέχεια των αναθεωρήσεων Η επέκταση του αποδομητικού προγράμματος στην ανθρωπολογία; συναισθήματα σώμα σεξουαλικότητα 4. Πέρα από το φύλο; Οι «διαφορές εντός» All made up? Τα φύλο στο σταυροδρόμι της γνώσης Υπάρχει φεμινιστική εθνογραφία Εμφυλοπαημένη εθνογραφία Το φύλο ως αναλυτική κατηγορία Έμφυλες οπτικές

17 18 19 21 23 24 26 27 28 31 36 42 43 50 57 59 63 71 76 89 96 99

ΠΟΘΗΤΗ ΧΑΝΤΖΑΡΟΤΛΑ

Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου 1. Εισαγωγή 2. Επιλογή βιβλιογραφίας 3. Η συγκρότηση του πεδίου της ιστορίας των γυναικών 4. Η έννοια του φύλου 5. Οι ταυτότητες «γυναίκα», «γυναίκες» και η πολιτική της διαφοράς 6. Φύλο και ιστοριογραφία 7. Φύλο και ιστορία της εργασίας 8. Ιστορία της επιστήμης, ιστορία του σώματος, ιστορία της σεξουαλικότητας Ιστορία της επιστήμης Ιστορία του σώματος

129 129 133 135 146 151 156 158 164 166 168

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΪ’ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

8

Ιστορία της σεξουαλικότητας 9. Δημόσιο και ιδιωτικό 10. Φεμινιστικό κίνημα και ιδιότητα του πολίτη 11. Φύλο και κρατική εξουσία 12. Ιστορία του ανδρισμού 13. Φύλο, έθνος, αποικιοκρατία 14. Συμπεράσματα

173 175 180 187 192 196 201

ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ*

Το φύλο και η σεξουαλικότητα στους λόγους καί ης πρακτικές της βιο-επιστήμης: Επιστημολογίες και τεχνολογίες του έμφυλου σώματος 227 1. Εισαγωγή: Τα πάθη του έμφυλου σώματος στη δικαιοδοσία των «επιστημών της ζωής» 2. Η ιατρικοποίηση της «σεξουαλικής διαφοράς»: Η αναπαραγωγική ετεροφυλοφιλία ως συνώνυμο της υγείας 3. Η φυλετική διαφορά ως σεξουαλική παθολογία: Η αποικιοκράτηση του σώματος της «μαύρης γυναίκας» 4. Η υγεία ως έμφυλη κοινωνική πολιτική: Κοινωνική πειθάρχηση, βιοπολιτική. βιοκοινωνικότητα 5. Ευγονική: Μεταξύ κοινωνικής μηχανικής και αναπαραγωγικής ιατρικής 6. Το κίνημα γυναικείας υγείας: Η υγεία ως πεδίο φεμινιστικής-πολιτικής διεκδίκησης 7. Η επίμαχη υλικότητα του φύλου: Προς μια φεμινιστική θεωρία του έμφυλου σώματος 8. Βιολογία του φύλου, αναπαραγωγική βιολογία και οι έμφυλες μεταφορές τους 9. Γυναικολογία, αναπαραγωγική ιατρική και νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής (ΝΤΑ) 10. Τεχνολογίες βιοιατρικής εποπτείας του έμφυλου σώματος: τεχνικές ορατότητας, ιδεολογίες αναπαράστασης 11. Το ανοσοποιητικό σύστημα και οι μεταφορές του: Ο λόγος και η εμπειρία του HIV/AIDS 12. Η πειθαρχία της «σωματικής ικανότητας»: χρόνια νόσος και αναπηρία 13. Η τεχνο-σωματική εμπειρία: Πέρα από τη ρομαντική σεξουαλικοποίηση 14. Στην κόψη του έμφυλου διπολισμού: διασχίζοντας τα θεσπισμένα όρια των «δύο φύλων» 15. Η «γυναίκα» ως σύμπτωμα και το πρόταγμα της ψυχιατρικής επιτήρησης: υστερία, νευρασθένεια, νυμφομανία 16. Το φύλο του τραύματος και της κοινωνικής οδύνης 17. Η αρρώστια ως διαμαρτυρία: το σώμα της αντίστασης και η τελετουργική θεραπευτική 18. Το σώμα-σε-φόρμα: ένα πεδίο (μάχης) της έμφυλης ταυτότητας 19. Επίλογος

227 235 242 245 250 252 255 258 263 271 275 280 282 287 291 297 302 308 315

Εισαγωγή

ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΝΤΣΑ

Το φυλό ως πεδίο επιστημολογικής αναζήτησης Η δεκαετία του 1960 έχει καταγραφεί ως μια περίοδος πολιτικών αναζητή­ σεων, μαζικών κινητοποιήσεων και θεωρητικών προβληματισμών. Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών τα συμπαγή θεωρητικά μοντέλα των προηγούμε­ νων δεκαετιών κλονίζονται, αφενός από τις αλλαγές που οι ερευνητές/ήτριες βλέπουν να συντελούνται στις κοινωνίες που μελετούν1 και αφετέρου στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αμφισβήτησης η οποία προέρχεται από το εσωτερικό των ίδιων των επιστημών και επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη αυθεντία και αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης.12 Η γοητεία της αναζήτησης καθολικών και οικουμενικών σχημάτων για την ερμηνεία των κοινωνικών σχέ­ σεων, τωρινών και παρελθοντικών, ξεθωριάζει και δίνει τη θέση της σε ένα όλο και πιο έντονο ενδιαφέρον για τη μερικότητα, τις εντοπισμένες συνθήκες διεξαγωγής του βίου, την έμφαση σε σχέσεις χρονικά και τοπικά εντοπισμέ­ νες. Η χρονικότητα και η τοπικότητα δεν εισάγονται ως περιγραφικές έννοιες αλλά ως αναλυτικές κατηγορίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την ανάλυση τόσο του ερευνητικού πεδίου όσο και της ίδιας της ερευνητικής διαδικασίας. Άλλωστε, αν το ερευνητικό πεδίο διαφοροποιείται και μετασχηματίζεται με αναφορά στις συνθήκες αλλά και το πλαίσιο της συνάντησης μεταξύ ερευνήτριας/ή και ερευνώμενων. η διάκριση ανάμεσα σε πεδίο και διαδικασία συχνά καθίσταται περιττή. Στις παραπάνω αναζητήσεις επιστημολογικών διερευνήσεων και μεθοδο­ λογικών μετατοπίσεων οι φεμινίστριες θεωρητικοί διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Χωρίς να είναι οι μόνες που συμμετείχαν ενεργά σε μια προσπάθεια αλλαγής του επιστημολογικού παραδείγματος στο χώρο των κοινωνικών επι­ στημών,3 ήταν, ωστόσο, εκείνες κυρίως που ανέδειξαν με το έργο τους την πολιτική διάσταση της θεωρίας και ενδιαφέρθηκαν για έναν διεπιστημονικό διάλογο που θα εστίαζε σε κοινές επιστημολογικές και μεθοδολογικές προ­ σεγγίσεις.4 Έτσι, οι γυναίκες αρχικά και το φύλο στη συνέχεια θα αποτελέ-

1. Η Σκουτέρη- Διδασκάλου στο κείμενό της «Η ανθρωπολογία σε κρίση: Σημεία καμπής και θεωρητικά αδιέξοδα» (1979) επιχειρεί μια διεξοδική παρουσίαση αυτών των αλλαγών στο χώρο της ανθρωπολογίας. 2. Βλ. σχετικά Pickering 1992, Woolgar 2003, Bourdieu 2005. Γαβρόγλου 2004. 3. Βλ. ενδεικτικά Clifford και Marcus 1986.

4. Παμκχα^τμαωσ)7φοαέγγισησιπελληιο«ί^τηι/εισαγωγή ττ^ίγγλειπ] (2001) σιοαίδ>σγι^τφο ππ>επι-

μελή&τ® Μ5 τέ^οΟ οΛασπ^χμός στη qxfMCJwaj φεωα. Σχοηφάφηση μας

ςγφ7?>ΐ4ΐως«λθ&62.

10

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σουν για αρκετές δεκαετίες το πεδίο συνάντησης για όσες και όσους ασχο­ λούνται με την ανίχνευση του τρόπου παραγωγής χρονικά και τοπικά εστια­ σμένων άνισων σχέσεων εξουσίας και ενδιαφέρονται για την ανάλυση των συμβόλων και των νοημάτων που συνδέονται με αυτές.5 Ο κοινός στόχος, ωστόσο, μιας επιστημολογικής και μεθοδολογικής διεύ­ ρυνσης των επιμέρους επιστημονικών πεδίων, που θα λαμβάνει υπόψη την έννοια του πλαισίου και θα ενδιαφέρεται για τους συσχετισμούς παραγωγής γνώσης δεν συνάδει απαραιτήτως με κοινές παραδοχές ως προς το τι συνιστά «φεμινιστική επιστημολογία ή μεθοδολογία». Έ τσι, στην ερώτηση αν υπάρχει μια συγκεκριμένη φεμινιστική επιστημολογία η απάντηση θα ήταν, μάλλον, αρνητική.6 Όπως επιχειρηματολογούν οι Linda Alcoff και Elizabeth Potter στην εισαγωγή του συλλογικού τόμου που επιμελήθηκαν με τίτλο Feminist Epistemologies (1993) ο όρος «φεμινιστικές επιστημολογίες» απέχει πολύ από το να αναφέρεται σε μία μόνο θεώρηση. Κατά καιρούς φεμινίστριες θεωρητι­ κοί τον έχουν χρησιμοποιήσει με μια ποικιλία από τρόπους, προκειμένου να αναφερθούν σε «γυναικείους τρόπους του γνωρίζειν», στη «γυναικεία εμπει­

5. Η ίδια η πολυκύμαντη και πολυσήμαντη ιστορία του όρου φ ύλο η οποία και οδήγησε στην άρση της αναλυτικής διάκρισης ανάμεσα σε «βιολογικό» και «κοινωνικό» φύλο είναι ενδεικτική και δηλωτική των επιστημολογικών ζητημάτων που έθεσε η ενασχόληση με την κατηγορία αυτή. Αποβάλλοντας τον αρχικά ουσιοκρατικό χαρακτήρα του και απεκδυόμενο τις αναφορές του σε σωματικά χαρακτηριστικά ή κοινωνικές ποιότητες το φύλο θα αναδειχθεί σε πεδίο επιστημολογικής αναζήτησης και μεθοδολογικού πειραματισμού επηρεάζοντας και μετασχηματίζοντας τα πεδία των επιστημών -κοινωνικών και όχι μόνο- που ασχολήθη­ καν μαζί του. 6. Πολύ περισσότερο, δε, ως προς τι συνιστά μια διακριτή «φεμινιστική μέθοδο». Η Sandra Harding στο κείμενό της “Is there a feminist method?” (1987) επισημαίνει ότι η απο­ κλειστική ενασχόληση με την έννοια της μεθόδου μυστικοποιεί τις πιο ενδιαφέρουσες πλευ­ ρές της διαδικασίας της φεμινιστικής έρευνας, οι οποίες αφορούν τις παραδοχές που βρί­ σκονται πίσω από τους τρόπους με τους οποίους τίθενται τα ερωτήματα. Δεδομένου ότι ο όρος «μέθοδος» συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε όλες τις πλευρές της έρευνας, η Harding κρίνει σκόπιμο να κάνει από την αρχή τη διάκριση ανάμεσα σε τρεις διακριτούς, αν και αλληλοσυνδεόμενους. όρους: τη «μέθοδο» ως τεχνική για τη συλλογή στοιχείων, τη «μεθοδολογία» ως θεωρία και ανάλυση για το πως πρέπει να γίνεται η έρευνα και την «επιστημολογία» ως θεωρία σχετικά με το τι είναι γνώση και ποιοι αναγνωρίζονται ως φορείς της γνώσης. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι, με αναφορά στη μέθοδο η διαφορά δεν βρίσκεται στις ίδιες τις τεχνικές, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτές χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, στο χώρο των κοινωνικών επιστημών οι μέθοδοι της επιτόπιας έρευνας, των συνεντεύξεων ή της αρχειακής έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο στο πλαίσιο του θετικιστικού επιστημολογικού παραδείγματος όσο και της ερμηνευτικής προσέγγισης. Η διαφορά έγγειται στο πώς οι μέθοδοι αυτές θα χρησιμοποιηθούν: ποια είναι τα υποκείμενα που θα ερωτηθούν, με ποιον τρόπο, σε ποιο βαθμό αναγνωρίζεται η σημασία της θέσης της ερευνήτριας/ή, ποια δεδομένα αναγνωρίζονται ως αρχειακό υλικό. Σύμφωνα με την Harding, η σημαντική συνεισφορά των φεμινιστριών ερευνητριών βρίσκεται στο ότι έδειξαν πώς οι «παραδοσιακές επιστημολογίες», με πρόθεση ή χωρίς, -ωστόσο, συστηματικά- απέκλεισαν τις γυναίκες από τη δυνατότητα να μπορούν να θεωρούνται «γνώστριες» ή «διαχειρίστριες της γνώσης». Για το λόγο αυτό οι ίδιες πρότειναν εναλλακτικές θεωρίες της γνώσης οι ο­ ποίες νομιμοποιούν τις γυναίκες ως υποκείμενα που είναι σε θέση να γνωρίζουν.

ΤΟ ΦΓΛΟ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ

11

ρία» ή στη «γυναικεία γνώση». Οι Alcoff και Potter επισημαίνουν πάντως ότι οι συγκεκριμένες θεωρήσεις δεν κατορθώνουν να απομακρυνθούν από προη­ γούμενες θεωρίες της γνώσης, στο βαθμό που δεν αμφισβητούν την άποψη περί του ότι είναι δυνατή μια γενική θεωρία της γνώσης και συνεχίζουν να αποδέχονται τη δυνατότητα ύπαρξης μιας θεωρητικής προσέγγισης η οποία, εκ προοιμίου, είναι ικανή να «αποκαλύψει». Η «φεμινιστική επιστημολογία» με την έννοια που τη χρησιμοποιούν οι ίδιες, αλλά και άλλες θεωρητικοί ό­ πως η Sandra Harding (1987) και η Jane Flax (1987), έρχεται ακριβώς να αμ­ φισβητήσει αυτές τις βεβαιότητες, να τονίσει τη σημασία της μερικότητας του θεωρητικού πλαισίου και να αναγνωρίσει ότι οι ιεραρχίες του φύλου δεν εί­ ναι οι μόνες που επηρεάζουν την παραγωγή της γνώσης. Η γνωστική αυθε­ ντία συνδέεται με μια σειρά από χαρακτηριστικά τα οποία αφορούν, πέρα από το φύλο, τη φυλή, την τάξη, τη σεξουαλικότητα, τον πολιτισμό, την ηλικί­ α. Κατά συνέπεια, το φύλο δεν μπορεί να ειδωθεί ως μια «καθαρή» ή «μο­ ναδική» επιρροή και η έμφυλη υποκειμενικότητα δεν μπορεί να κατανοηθεί με επαρκή τρόπο -ού τε να γίνει αντιληπτή- παρά μόνον ως ένα στοιχείο σύν­ θετων αλληλοσυσχετισμών με άλλα συστήματα ταυτοποίησης και ιεραρχίας. Έτσι, «επειδή το φύλο ως αφηρημένη οικουμενική έννοια δεν αποτελεί χρήσι­ μη αναλυτική κατηγορία και η έρευνα οφείλει να αποκαλύψει μια πληθώρα από εξαναγκασμούς οι οποίοι λειτουργούν στο πλαίσιο παραγωγής γνώσης, η φεμινιστική επιστημολογία αναδύεται σε ερευνητικό πρόγραμμα με πολλα­ πλές διαστάσεις» (Alcoff και Potter 1993: 3). Πρόκειται για πρόγραμμα που δεν εμπεριέχει κάποια αποκλειστική δέσμευση απέναντι στο φύλο ως «τον πρωταρχικό» άξονα καταπίεσης.7 Οι μελέτες του παρόντος τόμου εξετάζουν ακριβώς τις επιστημολογικές και μεθοδολογικές μετατοπίσεις που η ενασχόληση με το φύλο επέφερε στα επιστη­ μονικά πεδία της ανθρωπολογίας και της ιστορίας.8 Αντλώντας από ένα ευρύ βιβλιογραφικό φάσμα της αγγλόφωνης και γαλλόφωνης παραγωγής από τη δε­ καετία του 1970 μέχρι τις μέρες μας, παρακολουθούν τον προβληματισμό, τη θεματολογία, τα μεθοδολογικά και επιστημολογικά ερωτήματα γύρω από το φύλο που απασχόλησαν ανθρωπολόγους και ιστορικούς ερευνήτριες/ές και ενδιαφέρονται για την εμβέλεια της συμβολής τους τόσο στη διαμόρφωση των αντί-

7. Στην εισαγωγή του. σχετικά πρόσφατου, τόμου που επιμελήθηκαν με θέμα τις φεμινι­ στικές προσεγγίσεις στην κοινωνική έρευνα, οι Hesse-Biber. Leavy και Yaiser (2004) παρου­ σιάζουν διεξοδικά τη μετάβαση από τη θεωρία του «σημείου θέασης» -ως κριτική στο θετι­ κισμό- στην ενασχόληση με τη διαφορά. Αξίζει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι η ίδια η θεωρία «του σημείου θέασης» δεν είναι ενιαία, αλλά μπορεί να αναφέρεται στο «σημείο θέασης από τη σκοπιά των γυναικών» ή το «σημείο θέασης» να είναι ανοιχτό στους τρόπους με τους οποίους αρθρώνεται κάθε φορά η διαφορά. Για μια διεξοδική προσέγγιση της θεωρίας του «σημείου θέασης» βλ. Harding 2004. 8. Τα επιστημονικά πεδία της ανθρωπολογίας και της ιστορίας θεωρείται ότι ωφελήθη­ καν ιδιαίτερα από τη «συνάντησή» τους με το φυλό. Για την ελληνική περίπτωση βλ. Αβδελά 1993. 2010. Παπαταξιάρχης 1997. Μπακαλάκη 2010. Καντσά και Παπαταξιάρχης 2010.

12

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡίΙΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

στοίχων επιστημονικών πεδίων όσο και στη διεύρυνση του, μεταξύ πεδίων, δια­ λόγου. Οι μελέτες της Ράνιας Αστρινάκη με τίτλο «Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις του φύλου: Μια επισκόπηση» και της Ποθητής Χαντζαρούλα με τίτλο «Ιστο­ ριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου» επικεντρώνονται στις διακριτές επι­ στήμες που θεραπεύουν και επιχειρούν, αντίστοιχα, τη διεξοδική παρουσίαση και ανάλυση της ανθρωπολογικής και ιστοριογραφικής ενασχόλησης με το φύλο σε μια περίοδο τεσσάρων περίπου δεκαετιών. Από την άλλη, η μελέτη της Αθηνάς Αθανασίου με τίτλο «Το φύλο και η σεξουαλικότητα στους λό­ γους και τις πρακτικές της βιοεπιστήμης: Επιστημολογίες και τεχνολογίες του έμφυλου σώματος» συνδυάζει την ανθρωπολογική με την ιστορική προσέγγι­ ση για να εστιάσει σε ένα από τα πιο πρόσφατα και δυναμικά πεδία θεω ρ η ­ τικής και ερευνητικής ενασχόλησης με το φύλο, στο π εδ ίο της βιοεπ ιστήμης. Κοινό μέλημα των τριών επισκοπήσεων είναι να συμβάλουν στη συστημα­ τική αποτίμηση της ανθρωπολογικής και ιστοριογραφικής μελέτης για το φύ­ λο, να αναδείξουν τις επιστημολογικές και μεθοδολογικές συνέπειες της ενα­ σχόλησης με το φύλο στο εσωτερικό των ίδιων των επιστημών και, τέλος, να αναρωτηθούν για την πολιτική εκφορά του εγχειρήματος. Το ερώτημα της σχέσης θεωρίας και πολιτικής, η «φυσικοποίηση» άνισων κοινωνικών σχέσεων και οι διαδικασίες νομιμοποίησης κανόνων αποκλεισμού απασχολούν ρητά ή άρρητα την πλειοψηφία των κειμένων που μελετούν και οι τρεις. Η επισκό­ πησή των κειμένων από τις συγγραφείς του τόμου τονίζει αυτό που συχνά έχει υποστηριχτεί, ότι η διατήρηση της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου μάς επιτρέπει να ιστορικοποιήσουμε και να αναλύσουμε τις διαδικασίες αυτές. Η μελέτη της Αστρινάκη ξεκινά με μια ιστορική περιοδολόγηση της αν­ θρωπολογικής ενασχόλησης, με τις γυναίκες καταρχήν και το φύλο στη συνέ­ χεια, για να εξετάσει τις διαφορετικές μορφές που πήρε η ενασχόληση αυτή μέσα από τη συνομιλία της με τα ρεύματα του μαρξισμού και του δομισμού. Η επίδραση μεταδομιστικών προσεγγίσεων στην ανθρωπολογική μελέτη του φύλου απασχολεί την Αστρινάκη στο τρίτο μέρος της εργασίας της, όπου εξε­ τάζει την υιοθέτηση του ίδιου επιστημολογικού προγράμματος στη μελέτη άλλων «φυσικοποιημένων» εννοιών, όπως τα συναισθήματα, το σώμα και η σεξουαλικότητα. Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της μελέτης επικεντρώνεται σε επιστημολογικές μετατοπίσεις, εντάσεις και διαφωνίες στο χώρο της αν­ θρωπολογίας με αναφορά στο φύλο και τη συνεχιζόμενη συζήτηση για την αξία του ως αναλυτικό εργαλείο. Η προσέγγιση της Χαντζαρούλα προτάσσει, στις πρώτες έξι ενότητες της μελέτης της, μια παρόμοια, ιστοριογραφική αυτή τη φορά, περιοδολόγηση της ενασχόλησης με τις γυναίκες και το φύλο, για να περάσει στη συνέχεια, στις επόμενες οκτώ, στη θεματική παρουσίαση επιμέρους προσεγγίσεων. Η ιστο­ ρία της εργασίας, η ιστορία της επιστήμης, του σώματος, της σεξουαλικότη­

ΤΟ ΦΤΛΟ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ

13

τας, η διάκριση ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό, η ιδιότητα του πολίτη, η κρατική εξουσία, η ιστορία του ανδρισμού, η σχέση του φύλου με το έθνος και την αποικιοκρατία είναι τα θεματικά πεδία στα οποία κυρίως η Χαντζαρούλα συναντά την καταλυτική επίδραση της ενασχόλησης με το φύλο. Και εδώ, όπως και στη μελέτη της Αστρινάκη, κεντρική θέση κατέχει η ερώτηση σχετικά με τις επιστημολογικές αλλαγές που επέφερε η ενασχόληση αυτή. Η Χαντζαρούλα εξετάζει το εύρος αυτών των αλλαγών με αναφορά σε διακριτά θεματικά πεδία. Τέλος, η μελέτη της Αθανασίου δεν επιχειρεί γενικότερη επισκόπηση κει­ μένων για το φύλο στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης επιστημονικής περιοχής, αλλά στοχεύει στην ανθρωπολογική και ιστορική συζήτηση γύρω από το φύλο με αναφορά σε ένα συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, αυτό της βιοεπιστήμης. Έτσι, η προσέγγισή της έρχεται να εμβαθύνει σε ζητήματα που απασχολούν τις άλλες δύο επισκοπήσεις και να διευρύνει τον επιστημολογικό και μεθοδο­ λογικό προβληματισμό. Στις δεκαεννέα συνολικά ενότητες της μελέτης οι ο­ ποίες ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με τη «διαφορά» -σεξουαλική, φυλετική-, την υγεία, την ευγονική, την αναπαραγωγική βιολογία, τις τεχνολογίες ανα­ παραγωγής και βιο-ιατρικής εποπτείας, το ανασοποιητικό σύστημα, την ανα­ πηρία, το τραύμα, την αρρώστια το φύλο αναδεικνύεται σε προνομιακό ση­ μείο εξέτασης των «ιεραρχικά δομημένων διαιρέσεων» και γι’ αυτό αναγνω­ ρίζεται ως μια «κρίσιμη», με την έννοια της σημασίας αλλά και της επικαιρότητας, αναλυτική κατηγορία. Στη μακρόχρονη ενασχόληση της ανθρωπολογίας και της ιστορίας με το φύλο, το τελευταίο ερμηνεύτηκε ως κοινωνική σχέση, πολιτισμική κατασκευή, παραστασιακή επιτέλεση, αντιμετωπίστηκε ως αναλυτική οπτική, ενώ στη συνέχεια αμφισβητήθηκε η χρησιμότητά του ως αναλυτικού εργαλείου και συζητήθηκε έντονα η συμβατότητά του -ή όχι- με την άσκηση πολιτικής.9 Το τελευταίο διάστημα φαίνεται να πληθαίνουν οι συζητήσεις για μια «μετά το φύλο» ή «χωρίς το φύλο» εποχή. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, φαίνεται να πληθαίνουν και οι ανισότητες, οι περιορισμοί και οι αποκλεισμοί που προκάλεσαν την καταρχήν ενασχόληση με την κατηγορία του φύλου. Οι με­ λέτες του παρόντος τόμου δείχνουν με τρόπο πειστικό ότι, αν η αναλυτική αξία του φύλου και το επιστημολογικό ενδιαφέρον που συνδέθηκε με αυτό δεν αφορούν την αναγνώρισή του ως «πρωταρχικού άξονα καταπίεσης» αλλά τον εντοπισμό και την ανάλυση εκείνων των πεδίων και τρόπων γνώσης που νομιμοποιούν, φυσικοποιούν, εντείνουν και επικυρώνουν άνισες σχέσεις, η σημασία του ως πεδίου επιστημολογικής αναζήτησης παραμένει ανεξάντλητα επίκαιρη.10 9. Βλ. την εισαγωγή της Αθανασίου στη συλλογή κειμένων που επιμελήθηκε με τίτλο Φεμινιστική θεω ρία και πολιτισμική κριτική (2006) και. στον ίδιο τόμο, το κείμενο της Μο-

Ιΐ8ηίγ. 10. Εδώ εγγράφεται και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μελέτη των «θετικών» επι-

14

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΤΛΟΤ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ε υ χ α ρ ισ τίες Η ιστορία του συλλογικού αυτού έργου είναι μακρά και συνδέεται στενά με τη συγκρότηση και λειτουργία, από το 2003, του ΠΜΣ «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις» στο Τμήμα Κοινωνικής Αν­ θρωπολογίας και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σε ένα αρχικό στάδιο τα κείμενα κατατέθηκαν ως μελέτες για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του νεο­ σύστατου τότε Προγράμματος Σπουδών, για να ξαναγραφτούν στη συνέχεια από την αρχή, να εμπλουτιστούν με πρόσφατη βιβλιογραφία και να αποκτή­ σουν την τωρινή τους μορφή. Στη διαδρομή αυτή ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεισφορά της Έ φης Αβδελά και της Ελένης Παπαγαρουφάλη, που κοίταξαν με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα τα κείμενα της Ποθητής Χαντζαρούλα και της Αθηνάς Αθανασίου, αντίστοιχα. Τις ευχαριστούμε θερμά. Θα θέλαμε, επί­ σης, να ευχαριστήσουμε τους συναδέλφους στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπο­ λογίας και Ιστορίας που διδάσκουν στο ΠΜΣ «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρω­ πολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις» Κώστα Γιαννακόπουλο, Γιάννη Γιαννιτσιώτη, Κώστα Κανάκη και Ντιάννα Τράκα, για τις γόνιμες συζητήσεις και την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα φύλου μέσα σε μια περίοδο αρκετών ετών. Τέλος, ευχαριστούμε τη Χριστίνα Σπυροπούλου για τη γλωσσική επι­ μέλεια και τις εκδόσεις Α λ εξ ά ν δ ρ εια για το ενδιαφέρον με το οποίο αγκά­ λιασαν αυτή την προσπάθεια συμβάλλοντας στην έκδοση του παρόντος τό­ μου.

στημων από τη σκοπιά του φύλου. Βλ. Keller και Longino 1996, το αφιέρωμα στο περιοδικό Signs 2003. Harding 2008.

Βιβλιογραφία

Αβδελά, Έφη, 1993, «Ιστορία των γυναικών, ιστορία του φύλου, φεμινιστική ιστορία: Μεθοδολογικές διεργασίες και θεωρητικά ζητήματα μιας εικοσαετίας». Δίνη, Φεμι­ νιστικό π ε ρ ιο δ ικ ό 6: 13-30. Αβδελά, Έφη, 2010, «Η ιστορία του φύλου στην Ελλάδα: Από τη διαταραχή στην εν­ σωμάτωση;». Στο Β. Καντσά, Β. Μουτάφη και Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.) Φύλο κ αι κοινω νικές επ ισ τή μ ες στη σύγχρονη Ε λ λ ά δ α , 89-117. Αθήνα: Αλεξάνδρεια Αθανασίου, Αθηνά, 2006, «Εισαγωγή: Φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το “δεύτερο κύμα” ». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.) Φεμινιστική θ εω ρ ία κ α ι πολιτισμική κριτική, 13-138. Αθήνα: νήσος. Alcoff, Linda και Elizabeth Potter, 1993, “Introduction: When feminisms intersect epistemology”. Στο L. Alcoff και FI Potter (επιμ.) Feminist Epistemologies, 1-14. Λον­ δίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Bourdieu, Pierre, 2005 [2001], Επιστήμη της επ ιστή μ η ς κ α ι α ν α σ τ ο χ α σ μ ό ς . Αθήνα: Πατάκη. Clifford, James και George Marcus, 1986, Writing Culture. The Poetics and Politics of Ethnography. Καλιφόρνια: University of California Press. Flax, Jane, 1987, “Postmodemisn and gender relations in feminist theory”. Signs: Journal o f Women in Culture and Society 12 (4): 621-643. Γαβρόγλου, Κώστας, 2004, T o π α ρ ε λ θ ό ν των επ ιστη μ ώ ν ω ς ισ τ ο ρ ία . Ηράκλειο: Πανε­ πιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Harding, Sandra, 1987, “Is there a feminist method?”. Στο S. Harding (επιμ.) Feminism & Methodology, 1-14. Μπλούμινγκτον και Ινδιανάπολη: Indiana University Press. Harding, Sandra, 1987, “Conclusion: Epistemological questions”. Στο Sandra Harding (επιμ.) Feminism & Methodology, 181-190. Μπλούμινγκτον και Ινδιανάπολη: Indiana University Press. Harding, Sandra (επιμ.), 2004, The Feminist Standpoint Theory Reader. Intellectual and Political Controversies. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Harding, Sandra, 2008, Sciences from Belcnv. Feminisms. Postcolonialities. and Modernities. Ντέραμ και Λονδίνο: Duke University Press. Ιγγλέση, Χρυσή (επιμ.), 2001. Ο α ν α σ τ ο χ α σ μ ό ς στη φεμινιστική έ ρ ε υ ν α . Σ κ ια γ ρ ά φ η ­ ση μ ια ς αμ φ ίθυμ η ς σχ έσ η ς. Αθήνα: Οδυσσέας Καντσά, Βενετία, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, 2010, «Χρήσεις του φύλου στις κοινωνικές επιστήμες: Έ νας συγκριτικός ελληνικός απολογισμός». Στο Β. Καντσά. Β. Μουτά­ φη και Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.) Φ ύλο κ α ι κοινω νικές επ ισ τή μ ες στη σύγχρονη Ε λ λ ά δ α , 1-50. Αθήνα: Αλεξάνδρεια Keller, Evelyn Fox και Helen Ε. Longino (επιμ.), 1996, Feminism and Sciences. Οξφόρδη: Oxford University Press. Mohanty, Chandra Talpade, 2006 [1995], «Φεμινιστικές συναντήσεις: Εν-τοπίζοντας την πολιτική της εμπειρίας». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.) Φεμινιστική θ εω ρ ία κ αι πολιτισμική κριτική, 473-492. Αθήνα: νήσος. Μπακαλάκη, Αλεξάνδρα, 2010, «Για το κοινωνικό φύλο στην ανθρωπολογία και την ελληνική εθνογραφία». Στο Β. Καντσά, Β. Μουτάφη και Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.) Φύλο κ α ι κοινω νικές επ ισ τή μ ες στη σύγχρονη Ε λ λ ά δ α , 51-87. Αθήνα: Αλεξάν­ δρεια Nagy Hesse-Biber, Sharlene και Michelle L. Yaiser, 2004, Feminist Perspectives on Social Research. Νέα Τόρκη και Οξφόρδη: Oxford University Press Παπαταξιάρχης. Ευθύμιος, 1997, «Το φύλο στην ανθρωπολογία (και την ιστοριογραφία): Ορισμένες γνωστικές και μεθοδολογικές προτάσεις». Μνήμων 19: 201-210.

16

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ Τ01Γ ΦΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Pickering, Andrew (επιμ.),1992, Science as Practice and Culture. Σικάγο και Λονδίνο: The University of Chicago Press. Signs: Journal o f Women in Culture and Society, 2003. Αφιέρωμα “Feminism Inside the Sciences”, 28 (3) 859-944. Σκουτέρη-Διδασκάλου, Νόρα, 1979, «Η ανθρωπολογία σε κρίση: Σημεία καμπής και θεωρητικά αδιέξοδα». Ο Π ολίτη ς 30: 29-35. Woolgar, Steve, 2003, Ε π ισ τή μ η . Η ιδ έ α κ α θ ' αυ τή ν. Αθήνα: Κάτοπτρο.

-

1-

ΡΑΝΙΑ ΑΣΤΡΙΝΑΚΗ

Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις του φύλου: Μια επισκόπηση Η συστηματική στροφή της ανθρωπολογίας προς τη μελέτη των γυναικών αρχικά και του φύλου στη συνέχεια συντελείται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ακολουθώντας γενικότερες ανακατατάξεις στον κλάδο. Η αναγνώριση της ανεπάρκειας των μοντέλων που χρησιμοποιούσε για την κατανόηση των μη δυτικών κοινωνιών, οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο των ερευνών του. οδήγησε στην επίγνωση της ανάγκης να επεξεργαστεί θεωρητικά μοντέλα που θα απέδιδαν την κοινωνική δυναμική των κοινωνιών αυτών και τα συνε­ παγόμενα της ένταξής τους σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο πολιτικών και ιστορι­ κών σχέσεων. Στην ημερήσια διάταξη τέθηκαν η μελέτη των σχέσεων ανισό­ τητας στις κοινωνίες που η ανθρωπολογία μελετούσε, η ανάλυση των επι­ πτώσεων της αποικιοκρατίας στην (ανα)διάταξη του κοινωνικού τους τοπίου και η αναζήτηση εξηγητικών μοντέλων για το παρόν στην ιστορία. Με τη διαμόρφωση του λεγόμενου «δεύτερου κύματος» του φεμινιστικού κινήματος στη δεκαετία αυτή, οι φεμινίστριες στράφηκαν προς μια ανθρωπο­ λογία ήδη υποψιασμένη σε ζητήματα σχέσεων ανισότητας αναζητώντας εξη­ γητικά μοντέλα για την προέλευση της ανδρικής κυριαρχίας και της γυναι­ κείας υποτέλειας. Αυτό σηματοδότησε το ξεκίνημα ενός έντονου διαλόγου μεταξύ φεμινιστικής θεωρίας και ανθρωπολογίας, ο οποίος οδήγησε στη συ­ γκρότηση των ανθρωπολογικών προσεγγίσεων για τις γυναίκες και το φύλο.1 Ο διάλογος αυτός, που συνεχίζεται έως σήμερα, υπήρξε γόνιμος και ανατρε­ πτικός. Μετασχημάτισε και τα δύο μέρη επιφέροντας σημαντικές θεωρητικές καινοτομίες, αλλά και θεωρητικά αδιέξοδα. Αρχικός του στόχος ήταν η ανθρωπολογική εξήγηση της ανισότητας των φύλων, η τεκμηρίωση των φεμινι­ στικών απόψεων ότι αυτή οφείλεται σε κοινωνικούς και όχι βιολογικούς πα­ ράγοντες και η ενίσχυση του στόχου τής «απελευθέρωσης των γυναικών», με την προβολή κοινωνικών παραδειγμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και ως μοντέλα για την «απελευθέρωση» αυτή. Σύντομα όμως, η δυναμική του διαλόγου ξεπέρασε τους αρχικούς του στόχους. Τα νέα ερωτήματα που δημιουργούσε διαρκώς ανέτρεπαν τις προηγούμενες αναλύσεις, καθώς προ-1

1. Για μια συνοπτική παρουσίαση του προβληματισμού του «δεύτερου κύματος», βλ. Παπαταξιάρχης 1992: 14-22. Για μια διεξοδική συζήτηση, ιδιαίτερα για τα «μετά το δεύτε­ ρο κύμα», βλ. Αθανασίου 2006α.

18

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TO r ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΚίΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

βληματοποιούσαν τις ίδες τις αναλυτικές έννοιες στις οποίες αυτές στηρίζο­ νταν, απαιτώντας την ανάπτυξη νέων εννοιών και θεωρητικών πλαισίων (Collier και Yanagisako 1989: 27). Με υπόβαθρο αυτή τη ρευστότητα, ο διάλογος φεμινισμού και ανθρωπο­ λογίας αποτυπώθηκε στην ανθρωπολογία με δύο διαδοχικές πολυφωνικές προσεγγίσεις, την «ανθρωπολογία των γυναικών» και την «ανθρωπολογία του φύλου». Μολονότι τα μεταξύ τους όρια παραμένουν ρευστά, αυτές προσδιορίζονται χαλαρά από τα ερωτήματα που έθεσαν και τα αναλυτικά εργαλεία που χρησιμοποίησαν για να τα απαντήσουν, από τη γενικότερη εμ­ βέλεια των επεξεργασιών τους και από τη θέση που κατέλαβαν στο εσωτερι­ κό της ανθρωπολογίας.2

ί. Προς pta ανθρωπολογία των γυναικών Η «ανθρωπολογία των γυναικών» συγκροτήθηκε στη δεκαετία του 1970 ως ρεύμα κριτικό προς την ανθρωπολογία. Έντονα επηρεασμένη από τη φεμινι­ στική κριτική, υιοθέτησε τα ερωτήματά της. Είναι η υποτέλεια των γυναικών οικουμενική; Σχετίζεται με βιολογικούς παράγοντες και, άρα, είναι «φυσι­ κή»; Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών και πώς διαμορ­ φώνονται οι μεταξύ τους σχέσεις; Τα ερωτήματα αυτά καθοδηγούσαν η π ε­ ποίθηση ότι οι θεμελιώδεις ομοιότητες μεταξύ των γυναικών διέσχιζαν τα πολιτισμικά όρια και η βεβαιότητα ότι η κατανόηση της ζωής των γυναικών στους άλλους πολιτισμούς θα βοηθούσε τις φεμινίστριες να κατανοήσουν τη δική τους ζωή στον δικό τους πολιτισμό (Reiter 1975α: 11).

2. Μια συμβατική περιοδολόγηση των δύο φάσεων θα τοποθετούσε την πρώτη στο διά­ στημα 1970-1980 και τη δεύτερη από το 1980 έως σήμερα (παρά τις σημαντικότατες μετα­ τοπίσεις που συντελέστηκαν και στο εσωτερικό της τελευταίας). Ωστόσο, ο χρονικός προδιορισμός της ανάδυσης του φεμινιστικού προβληματισμού στην ανθρωπολογία δεν συγκε­ ντρώνει τη συναίνεση των φεμινιστριών ανθρωπολόγων. Στις επισκοπήσεις της πρώτης δε­ καπενταετίας η εμφάνισή του αναγόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (Quinn 1977. Mukhopadhyay και Higgins 1988· πρβλ. Lewin 2006). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτες συλλογές (Rosaldo και Lamphere 1974 και Reiter 1975) παραγνώριζαν τη φεμινιστική συνει­ σφορά της Margaret Mead, της πρώτης ανθρωπολόγου που διαχώρισε ρητά τις βιολογικές από τις πολιτισμικές όψεις του φύλου (Visweswaran 1997: 606-607) και της Ruth Benedict (Lewin 2006: 5). Στην πορεία, η ανάσυρση του (ξεχασμένου) έργου των γυναικών ανθρωπολόγων από την ίδρυση του κλάδου έσπρωξε προς τα πίσω το όριο αυτό, ανάγοντας τις απαρχές της επίδρασης της φεμινιστικής προβληματικής στον κλάδο στα τέλη του 19ου αιώνα.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOP ΦΓΛΟΓ

Το ζήτημα της το α ν τίδ ο τ ό της

ανδρική ς

π ροκατάλη ψ η ς

19

στην

αν θ ρω π ο λ ο γ ία

και

Η απάντηση της «κλασικής» ανθρωπολογίας στο ζήτημα αυτό ήταν σαφής: η ανδρική κυριαρχία ήταν οικουμενική, παρούσα ακόμα και στις μητρογραμμικές κοινωνίες (James 1978). Στις εθνογραφικές μελέτες, οι άνδρες κατέχουν παντού τις σημαντικές θέσεις εξουσίας, ασκούν τις κοινωνικά σημαντικές δραστηριότητες, ελέγχουν την (ανα)παραγωγή και τη σεξουαλικότητα των γυναικών. Αρα η θέση των γυναικών (φαίνεται να) είναι παντού υποδεέστε­ ρη. Ταυτόχρονα, τα κυρίαρχα θεωρητικά ρεύματα έως τη δεκαετία του 1960 διαιώνιζαν τις βικτωριανές αντιλήψεις, θεωρώντας ότι οι άνδρες και οι γυναί­ κες προσδιορίζονται από τη βιολογία τους, που καθόριζε και τους κοινωνι­ κούς τους ρόλους (Μπακαλάκη 1994: 14), ενώ οι εθνογραφίες αγνοούσαν συ­ στηματικά τις δραστηριότητες των γυναικών, ακόμα και στο πλαίσιο της «συγγένειας και του γάμου» (Ortner και Whitehead 1981α: 10-11). Αν και αποτελούσαν το μισό του πληθυσμού, οι γυναίκες ήταν «απούσες» ως υπο­ κείμενα. Η ανθρωπολογία αναφερόταν κυρίως στους άνδρες. Έ ω ς τη δεκαε­ τία του 1960, οι μόνες εθνογραφίες που έστιαζαν το ενδιαφέρον τους σε γυ­ ναίκες ήταν των Kaberry (1939), Paulme (1963 [I960]) και Richards (1956).3 Το ερώτημα που ετίθετο ήταν πώς μπορούσε να ερμηνευθεί η τόσο ελλι­ πής αναπαράσταση των γυναικών, εφόσον μάλιστα οι μελέτες που διεξήχθηκαν από γυναίκες στη δεκαετία του 1960 έδειχναν ότι αυτές διέθεταν εξου­ σίες και αυτονομία σε αρκετούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Από τις πρώτες περιοχές όπου αυτό επισημάνθηκε ήταν η Ελλάδα (Fried! 1986 [1967]). η Πορτογαλία (Riegelhaupt 1967) και άλλες περιοχές της Μεσογείου (Sweet 1967), την εποχή ακριβώς που γράφονταν οι μελέτες για την «τιμή και την ντροπή». Οι φεμινίστριες ανθρωπολόγοι εντόπισαν ως πρωταρχικό το πρό­ βλημα της αναπαράστασης (Moore 1988: 1): οι γυναίκες αγνοούνται ή υποτι­ μιόνται στα εθνογραφικά κείμενα, επειδή ο ανθρωπολογικός λόγος, αρθρωμέ­ νος κατά κύριο λόγο από άνδρες, διαπνέεται από τις ανδρικές προκαταλή­ ψεις που χαρακτηρίζουν τα κυρίαρχα μοντέλα εννοιολόγησης των φύλων στις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα να «μεταφράζει» τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στους άλλους πολιτισμούς ως ανισότητα, ακόμα και σε κοινωνίες όπου οι σχέσεις των δύο φύλων είναι πιο ισότιμες (Reiter 1975α, Rogers 1975, Leacock 1978). Αποκαλυπτική προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η διαπίστωση ότι στις κοινωνίες που έχουν μελετηθεί από άνδρες και γυναίκες ανθρωπολόγους, όπως, για παράδειγμα, οι Αβορίγινες της Αυστραλίας, οι περιγραφές των γυναικών εθνογράφων για τη θέση των γυ­ 3. Βεβαίως η ζωή των γυναικών είχε προσελκυσει το ενδιαφέρον γυναικών ανθρωπολό­ γων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο αυτό δεν αρκούσε για να μεταβάλει την εικόνα, καθώς, επί πλέον, το έργο των ανθρωπολόγων αυτών είχε «ξεχαστεί», ως ασύμβατο με τον κανόνα της «περιεκτικής εθνογραφίας».

20

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΙΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΉΠΟΛΟΙΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ναικών είναι σχεδόν διαμετρικά αντίθετες από αυτές των ανδρών (Goodale 1971. Rohrlich-Leavitt, Sykes και Weatherford. 1975). Η ανάλυση της «ανδρικής προκατάληψης» έδειξε ότι οι επιπτώσεις της στην εθνογραφική αναπαράσταση είναι σύνθετες (Moore 1988: 1-3). Κατά μία άποψη, η ελλιπής αναπαράσταση των γυναικών στον ανθρωπολογικό λό­ γο σχετίζεται με το γεγονός ότι η ίδια η ανθρωπολογία αποτελεί λόγο δημιουργημένο από άνδρες και προσανατολισμένο προς τους άνδρες -ανεξαρτήτως του φύλου του ανθρωπολόγου-, ο οποίος ταξινομεί τον κόσμο με βάση το ανδρικό ιδίωμα και αδυνατεί να προσλάβει τον «άφωνο» λόγο των γυναικών (Ardener 1975 [1972]).4 Το ζήτημα του ανδροκεντρισμού σύ­ ντομα συνδέθηκε με το ευρύτερο ζήτημα του ευρωκεντρισμού, το οποίο ετί­ θετο και από άλλες κριτικές αυτή την εποχή, για να καταστεί αντικείμενο βαθύτερης ανάλυσης στη δεκαετία του 1980. Αποτέλεσε δε μία από τις ση­ μαντικότερες συμβολές της φεμινιστικής ανθρωπολογίας στην ανθρωπολογία. Το αίτημα, λοιπόν, που ετίθετο υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν να αποκατα­ σταθεί η «φωνή» των γυναικών στα εθνογραφικά κείμενα, να καταστούν οι γυναίκες αντικείμενα της εθνογραφικής έρευνας και να περιγραφούν οι κοι­ νωνίες από τη δική τους σκοπιά. Να μελετηθεί η «κοινωνική θέση των γυναι­ κών», έννοια κλειδί της εποχής αυτής και να αναλυθούν οι ρόλοι και οι δραστηριότητές τους. Οι περισσότερες φεμινίστριες ανθρωπολόγοι θεωρούσαν ότι οι γυναίκες, εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης, έχουν διαφορετική οπτική γωνία από τους άνδρες, (ίσως και) διαφορετικές κοσμο-θεωρίες για την κοινωνική πραγ­ ματικότητα. Θεωρώντας ότι και οι ίδιες, ως γυναίκες, βλέπουν διαφορετικά τον κόσμο από τους άνδρες συναδέλφους τους, πίστευαν ότι βρίσκονταν σε προνομιακή θέση να κατανοήσουν τον κόσμο των γυναικών στις άλλες κοινω­ νίες και, αποφεύγοντας την ανδρική προκατάληψη, να αποκαταστήσουν την αντικειμενικότητα. Οι γυναίκες έπρεπε να ενεργοποιηθούν ως υποκείμενα της έρευνας και να μελετήσουν τις γυναίκες, εξ ου και το όνομα του ρεύματος, «ανθρωπολογία των γυναικών». Στόχος ήταν να αποδυναμωθούν τα στερεό­ τυπα για τη ζωή των γυναικών (Rosaldo και Lamphere 1974: 15), που στηρι­ ζόταν στην άρρητη παραδοχή ότι οι γυναίκες, ως «φυσική» κατηγορία προσ­ διορισμένη εν τέλει από το βιολογικό της φύλο, αποτελούν και οικουμενική κοινωνική κατηγορία, η θέση της οποίας μπορεί να αποτιμηθεί με στοιχεία συγκρίσιμα. Αρχικά, η μελέτη των γυναικών στηρίχθηκε στα υπάρχοντα θεωρητικά σχήματα, σε μια προσπάθεια να συγκροτηθούν με αυτά νέα επιχειρήματα και να αντιστραφούν οι παλαιότερες αναλύσεις (Rosaldo 1994 Γ19801), προσφεύγοντας συχνά σε εκ νέου αναγνώσεις ήδη υπαρχουσών εθνογραφικών μελε­ τών. Έ τσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκαν πολλές μελέτες 4. Για μια διεξοδικότερη παρουσίαση των επιχειρημάτων του Ardener. βλ. Μπακαλάκη 1994: 22-23.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΓΠΌΣΕΓΠΣΕΙΣ T O f ΦΓΛΟΓ

21

για τη «θέση» και τους «ρόλους» των γυναικών (βλ., για παράδειγμα, Gough 1971, Sanday 1973, Schlegel 1972. Strathem 1972, Wolf 1972), ενώ άλλες προ­ σπάθησαν να διατυπώσουν μια διαφορετική θεωρία για την ανθρώπινη εξέλι­ ξη, εξαίροντας τη συμβολή των γυναικών σ ’ αυτήν.5 Σταθμός θεωρείται η έκδοση, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τριών αγ­ γλόφωνων συλλογικών τόμων-μανιφέστων, των Rosalddo και Lamphere (1974) και της Reiter (1975) στις ΗΠΑ και της Ardener (1975) στη Μ. Βρετανία. Τα έργα αυτά απορρίπτουν τη βιολογική υπόσταση των γυναικών ως εξηγητικό παράγοντα της γυναικείας υποτέλειας και επιχειρούν να εξηγή­ σουν την τελευταία με βάση τους κοινωνικούς ρόλους και τις κοινωνικοπολιτισμικές αξιολογήσεις των γυναικών,6 θέτοντας τους όρους της συζήτη­ σης για τα επόμενα δέκα χρόνια. Οι απόψεις τους για την οικουμενικότητα της γυναικείας υποτέλειας διίστανται. Είναι η υ π ο τ έλ εια των γυναικών οικουμενική; Η Rosaldo (1974) και η Ortner (1974), όπως και άλλες συμβολές στο Rosaldo και Lamphere (1974), εξετάζοντας τη συμβολική θέση, την κοινωνική αξιολόγη­ ση και τις πραγματικές δραστηριότητες των γυναικών σε διάφορες κοινωνίες, απαντούν θετικά στο ερώτημα αυτό. Στηρίζουν δε την απάντησή τους σε οι­ κουμενικά εξηγητικά σχήματα αντλούμενα από τις λειτουργίες των γυναικών στη βιολογική αναπαραγωγή και τους ρόλους που συνδέονται με αυτές. Η Rosaldo εκκινεί από τη διάκριση μεταξύ πολιτικο-δικαϊκής και οικιακής σφαί­ ρας του Fortes (1958), για να υποστηρίξει ότι η οικουμενική ασυμμετρία των φύλων οφείλεται στην ταύτιση των γυναικών με την οικιακή σφαίρα. Η Ortner αντλεί από το έργο του Lévi-Strauss (1969 [1949]) και από τη συμβολική αν­ θρωπολογία, για να συνδέσει την οικουμενική υποτέλεια των γυναικών με τη συμβολική αντίθεση «φύσης» και «πολιτισμού» και την ταύτιση των γυναικών με τη «φύση», λόγω των αναπαραγωγικών τους λειτουργιών.7 Οι αναλύσεις των Rosaldo και Ortner έθεσαν ως πλαίσιο ερμηνείας της οικουμενικής ασυμμετρίας των φύλων μια αλληλουχία συμβολικών ιεραρχικών αντιθέσεων, όπου ο ανώτερος πόλος συνδέεται με τους άνδρες και ο κατώτερος με τις γυναίκες, εννοιολογώντας τα φύλα στη βάση αντιθετικών χαρακτηριστικών.

5. Βλ. Leibowitz 1975. Tanner και Zihlman 1976. Zihlman 1978. Εδώ, το πρόγραμμα της φεμινιστικής ανθρωπολογίας εντάσσεται στο ευρύτερο φεμινιστικό πρόγραμμα για την ανα­ τροπή των ανδρικών προκαταλήψεων που ανιχνεύονται στα κυρίαρχα μοντέλα εννοιολόγησης των σχέσεων αρσενικού-θηλυκού και σε άλλες επιστήμες (di I^onardo 1991: 7-8). 6. Ωστόσο, δεν αντλούν από τη διάκριση της Mead (1935) μεταξύ «βιολογικοί) φύλου» και « ιδιοσυγκρασίας του φύλου», από την οποία, ωστόσο, εμπνέεται ένα τέταρτο έργο, το οποίο εκδίδεται από τις Martin και Voorhies (1975) στις ΗΠΑ την ίδια εποχή. 7. Η Chodorow (1974) χρησιμοποιεί τη θεωρία του Φρόυντ ανάγοντας τη γυναικεία υποτέλεια στη δομή της γυναικείας προσωπικότητας., η οποία αποτελεί προϊόν της κοινωνικο­ ποίησης των γυναικών.

22

ΘΕΙ2ΡΗΣΕΙΣ ΤΟΐ’ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Την οικουμενικότητα της γυναικείας υποτέλειας υποστηρίζουν αρκετές συμβολές στο Ardener (1975), χωρίς να επιχειρούν τη συγκρότηση ενιαίου εξηγητικού πλαισίου, ενώ ήδη θέτουν υπό αμφισβήτηση την οικουμενικότητα της κατηγορίας «γυναίκα» (Ardener 1975α, 1975β και Okely 1975).8 Τέλος, την υποστηρίζει η Rubin (1975), από τις πρώτες ανθρωπολόγους που χρησι­ μοποίησε τη διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου (sex και gender). Επιχειρώντας να συνθέσει τις απόψεις των Αεβι-Στρώς, Μαρξ, Φρόυντ και Αακάν, η Rubin θεωρεί ότι οι ρίζες της ανδρικής κυριαρχίας βρίσκο­ νται στη διαδικασία μετασχηματισμού του βιολογικού φύλου σε κοινωνικό, η οποία συντελείται στο πλαίσιο των συστημάτων συγγένειας και γάμου. Ωστόσο, οι περισσότερες συνεργάτιδες του τόμου της Reiter (1975), κα­ θώς και άλλες ερευνήτριες που αντλούν από το νεο-εξελικτισμό, τον εξελικτισμό του Engels (1984 [1884]) και την προβληματική της πολιτικής οικο­ νομίας,9 απορρίπτουν την οικουμενικότητα της γυναικείας υποτέλειας ως ανιστόρητη και εθνοκεντρική. Στηριζόμενες σε εθνο-ιστορικά στοιχεία, αλλά και σε στοιχεία από τις σύγχρονες «εξισ ω τικές» κοινωνίες τροφοσυλλεκτών και κηποκαλλιεργητών, τονίζουν ότι η γυναικεία υποτέλεια είναι ιστορικό φαινόμενο, που συνδέεται με τη συγκρότηση των ταξικών κοινωνιών και την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και με τις μεταβολές που προκάλεσαν στις μη δυτικές κοινωνίες η αποικιοκρατία και η ένταξη στο παγκό­ σμιο σύστημα (Sacks 1974, Leacock 1975, Brown 1975, Friedl 1975, Gough 1975). Οι έρευνες της τάσης αυτής αναλύουν την ποικιλομορφία των έμφυλων σχέσεων στους διάφορους τύπους εξέλιξης των κοινωνιών, δίνοντας έμφαση στο τι «κάνουν» οι γυναίκες και οι άνδρες στον κατά φύλα καταμερισμό της εργασίας (Friedl 1975, Gough 1975, Sacks 1974, Leacock 1978). Ορισμένες εστιάζουν στη συνάρθρωση των εκφάνσεων της έμφυλης ασυμμετρίας με διάφορες μορφές πολιτικής οργάνωσης και κυρίως με τον κρατικό σχηματι­ σμό (Sacks 1976, Reiter 1977, Silverblatt 1978). Αλλες διερευνούν τις επιπτώ ­ σεις της δυτικής επέκτασης στα τοπικά έμφυλα συστήματα και ιδίως στη θέση των γυναικών (Siskind 1973, Bossen 1975, Nash και Safa 1976). Την ιστορικότητα της ασυμμετρίας των φύλων και τη θεώρησή της υπό το πρίσμα των ευρύτερων κοινωνικών ιεραρχιών υποστηρίζει επίσης η δομομαρξιστική τάση του ευρωπαϊκού μαρξιστικού φεμινισμού, η οποία επ εξερ ­ γάζεται την έννοια της «αναπαραγωγής». Οι ερευνήτριες της τάσης αυτής θεωρούν ότι η γυναικεία υποτέλεια είναι συνάρτηση του πόσο αναγνωρίζεται ως παραγωγική η εργασία των γυναικών που έχει αντικείμενο την ανθρώπινη

8. Σε αντίστοιχο συμπέρασμα καταλήγει και ο γάλλος ανθρωπολόγος G. Balandier (1974), ο οποίος θεωρεί ότι η ανδρική κυριαρχία είναι σύμφυτη με την ίδια τη συγκρότηση της κοινωνίας, καθώς αποτελεί την πρωταρχική μορφή πολιτικής εξουσίας. 9. Για μια πιο αναλυτική παρουσίαση του ρεύματος αυτού, βλ. Moore 1988: 30-34 και Μπακαλάκη 1994: 25-27. Για μια διεξοδική ανάλυση, βλ. Moore 1988: 73-127.

ΛΝΘΡΩΠΟΛΟΓ1ΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOY* ΦΓΛΟΓ

23

αναπαραγωγή και πόσο θεωρείται ότι συμβάλλει στην κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή. Επίσης, είναι συνάρτηση του κατά πόσο η εργασία των γυναικών περιορίζεται στην αυστηρά οικιακή εργασία ή εμπεριέχει και εργα­ σία που συμβάλλει ευρύτερα στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (καλλιέργεια ορισμένων αγαθών, κ.λπ.) και της σχέσης της με την εκάστοτε μορφή των οικιακών ομάδων, καθώς και με ευρύτερους κοινωνικούς σχηματισμούς (Edholm, Harris και Young 1977, Kuhn και Wolpe 1978, Tilly και Scott 1978).10 Μεγάλο μέρος των φεμινιστικών ερευνών, ωστόσο, δεν ακολουθεί οικου­ μενικά εξηγητικά σχήματα. Ορισμένες παρακάμπτουν το ερώτημα της ασυμμετρίας και διερευνούν παραπέρα την έννοια της «οικιακής», «άτυπης» ή και «αρνητικής» δύναμης των γυναικών, τις δομικές και συμβολικές παραμέ­ τρους της, καθώς και τις στρατηγικές χρήσεις της από τις γυναίκες (Wolf 1972, Dubisch 1974, Nelson 1974, Memissi 1975). Αλλες θεωρούν τις ίδιες τις οικιακές ομάδες πεδίο έκφρασης πολιτικής δράσης, προτείνοντας την προ­ σέγγιση των γυναικών ως «πολιτικών δρώντων υποκειμένων» (Collier 1974, Denich 1974, Lamphere 1974), ενώ πολλές αναδεικνύουν τον δομικά σημαντι­ κό ρόλο των γυναικών στην πολιτική συνένωση των συγγενειακών ομάδων (Strathem 1972, Wolf 1972, Nelson 1974). Αξια μνείας είναι η εθνογραφία της Weiner για τους Τρόμπριαντ, η οποία πρεσβεύει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες ασκούν διαφορετικού τύπου εξουσία και αποκτούν ίση αξία, ο καθένας στον τομέα του, ενώ επίσης θεωρεί ότι η αξία των γυναικών συνίσταται ακριβώς στις αναπαραγωγικές τους ικανότη­ τες (Weiner 1976 και 1979). Επίσης, σημαντική είναι η μελέτη της Rogers (1975) για την ισοδύναμη εξουσία των φύλων στις αγροτικές κοινωνίες, εξου­ σία που διατηρείται σε ισορροπία με τον δημόσιο «μύθο» της ανδρικής κυρι­ αρχίας.

2. Π ρ ο ς μ ια α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία τ ο υ φ ύ λ ου Αυτές είναι grosso modo οι θέσεις που διατυπώθηκαν από την «ανθρωπολο­ γία των γυναικών». Τα ερωτήματα που προκάλεσαν ήταν τέτοια, ώστε ήδη στο τέλος της δεκαετίας του 1970 καμία σχεδόν από αυτές να μη φαίνεται ικανοποιητική (di Leonardo 1991α: 15). Σοβαρά ερωτήματα προκάλεσε η ίδια η επιστημολογική θέση για τη μελέτη των γυναικών από γυναίκες. Η θέση ότι η ανθρωπολογία αποτελεί προϊόν ανδρικών προκαταλήψεων και ότι οι γυναί­ κες ως μέλη των κοινωνιών τους και ως εθνογράφοι έχουν διαφορετική κο­ σμοθεώρηση αμφισβητούσε το οικοδόμημα και το ίδιο το πρόγραμμα της αν­ θρωπολογίας ως συγκριτικής μελέτης των κοινωνιών (Milton 1979, Shapiro 10. Για μια διεξοδικότερη ανάλυση, βλ. Σκουτέρη-Διδασκάλου 1984, Moore 1988: 46-64 και Παπαταξιάρχης 1992: 30-31 και 34.

24

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΙΓΛΟΙΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΊίΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

1981, Strathem 198ΐβ). Άλλωστε, η ποικιλομορφία της «θέσης των γυναικών» που αποκάλυπταν οι εθνογραφικές έρευνες υπερέβαινε τα εξηγητικά σχήμα­ τα και προκαλούσε πολλά ερωτήματα. Με ποια κριτήρια μπορεί να εκτιμηθεί «η θέση» των γυναικών; Με τη θέση τους στην παραγωγή ή στην ιδεολογία; Και αν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στις δύο, ποια υπερισχύει; Τι σημαίνει εν- τέλει δύναμη, εξουσία και «θέση των γυναικών» και πώς ορίζονται; Η ένταση του προβληματισμού που αναπτύχθηκε αντανακλάται στις επι­ σκοπήσεις των προβαλλόμενων θέσεων που εμφανίζονταν κάθε τόσο (βλ., για παράδειγμα, Lamphere 1977, Quinn 1977, Rogers 1978, Rapp 1979, Rosaldo 1994 [ 19801), οι οποίες συνεχίστηκαν και στη δεκαετία του 1980 (βλ„ μεταξύ άλλων, Atkinson 1982, Moore 1988, Mukhopadhyay και Higgins 1988). Τον προβληματισμό επέτειναν η συντελούμενη τότε στην αμερικανική ανθρωπο­ λογία στροφή στα ιθαγενή νοήματα, καθώς και τα αναδυόμενα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 κριτικά θεωρητικά ρεύματα, που επρόκειτο να οδη­ γήσουν σε μείζονες αναθεωρήσεις στη δεκαετία του 1980.11 Έ τσι, οι κριτικές που ασκήθηκαν στην «ανθρωπολογία των γυναικών» αμφισβήτησαν τις ανα­ λυτικές έννοιες που χρησιμοποιούσε, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους προς την ανίχνευση των πολιτισμικών προκαταλήψεων που περιείχαν, τόσο οι ίδιες όσο και η ανθρωπολογική θεωρία από την οποία προέρχονταν. Η ε π α ν ε ξ έ τ α σ η των αν τιστίξεω ν δ η μ ό σ ιο / ο ικ ια κ ό κ α ι φ ύ σ η / π ο λ ιτισ μ ός Η τοποθέτηση της Rosaldo για τη σχέση της οικουμενικής υποτέλειας των γυναικών με τον αποκλεισμό τους από τον δημόσιο χώρο αμφισβητήθηκε σο­ βαρά.1112 Αμφισβητώντας την ιστορική και διαπολιτισμική σταθερότητα της διάκρισης δημόσιο/ οικιακό, ορισμένες ερευνήτριες την αποδέχονται με τον όρο να επανεξετάζεται στα εκάστοτε συμφραζόμενα (Rogers 1978, Quinn 1977, Tilly 1978). Η άποψη των μαρξιστικών τάσεων είναι πιο κάθετη: εφόσον η διάκριση δεν καταγράφεται στις κοινωνίες των κυνηγών και τροφοσυλλε­ κτών, είναι προϊόν ιστορικού μετασχηματισμού. Κατά τις Reiter (1975α) και Sacks (1976) σχετίζεται με την ανάδυση των κρατικών σχηματισμών, τη δημι­ ουργία των τάξεων και τον παραγκωνισμό των λειτουργιών των σχέσεων συγγένειας, ο οποίος ιδεολογικοποιήθηκε στις βιομηχανικές κοινωνίες (Rapp 1979). Άρα, αποτελεί μια πολιτισμική πρόταση που δεν μπορεί να χρησιμεύ­ σει ως ευρετικό πλαίσιο για τον διαπολιτισμικό προσδιορισμό της θέσης των γυναικών (πρβλ. Nash και Leacock 1977, Caplan και Bujra 1978). Η διχοτομία δημόσιο/ οικιακό σφυροκοπείται και από τις συμβολικές

11. Για μια συνοπτική παρουσίαση των προσεγγίσεων αυτών, βλ. Γκέφου-Μαδιανού 1998. Για μια ανάλυση των ευρύτερων επιπτώσεων τους στην ανθρωπολογία, βλ. ΓκέφουΜαδιανού 1999. 12. Για μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση των κριτικών και των 0έσεο>ν πάνω σ' αυτό το θέμα, βλ. Γ οιώογοΠ 1987: 53-65. Μοογθ 1988: 21-30.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΤΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓΦΓΛΟΓ

25

προσεγγίσεις. Η δεύτερη συλλογή της Ardener (1978) εστίασε στις «ιθαγε­ νείς» -και τις «επιστημονικές»- αντιλήψεις για τις ίδιες τις βιολογικές λει­ τουργίες των γυναικών, δείχνοντας ότι τα «δεδομένα της φύσης», η σεξουα­ λικότητα, η αναπαραγωγή και η μητρότητα είναι «κοινωνικά γεγονότα» που προσλαμβάνονται και αξιολογούνται διαφορετικά σε κάθε πολιτισμό· η ίδια η επιστήμη της βιολογίας διαπνέεται από πολιτισμικές προκαταλήψεις (Ardener 1978α, Hastrup 1978, Callaway 1978, Callan 1978· πρβλ. Meigs 1976). Ο γάμος, η μητρότητα και ο οικιακός χώρος μπορούν να προσδιορίζουν θετι­ κά τη θέση της γυναίκας (Hirschon 1978, Humphrey 1978), ενώ στις μητρογραμμικές και τις μητρεστιακές κοινωνίες, όπου οι γυναίκες συνιστούν κομβικά σημεία που ορίζουν τη «θέση» κάθε ατόμου και τη συνέχεια της κοινω­ νίας, η αρχή της μητρότητας τους προσδίδει σημαντική κοινωνική θέση σε όλη την κοινωνική ζωή (James 1978). Συνεπώς, οι βιολογικές λειτουργίες των γυ­ ναικών δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση της οικουμενικής αξιολόγησής τους. Η Yanagisako (1979) θέτει στο στόχαστρο της κριτικής της το «πολιτικοδικαϊκό μοντέλο» του Fortes, καταδεικνύοντας τη συγγένειά του με τη διχοτομία δημόσιο/ οικιακό και επισημαίνοντας ότι η διάκριση αυτή εδράζεται στην παραδοχή ότι «κοινωνική», και άρα διαπολιτισμικά ποικιλόμορφη, είναι μόνο η δημόσια σφαίρα. Η Yanagisako αντλεί από πρόσφατες μελέτες, για να δείξει ότι οι «οικιακές» σχέσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των πολιτικο-δικαϊκών λόγων και των κοινωνικο-πολιτικών διαδικασιών κάθε κοινωνί­ ας. Συνεπώς, η διχοτομία «δημόσιο/ οικιακό» πρέπει να θεωρηθεί μια «πολι­ τισμική πρόταση» που καλύπτει εξαιρετικά προβληματικές σχέσεις (πρβλ. Edholm, Harris και Young 1977). Έτσι, σε μεταγενέστερο αυτοκριτικό άρθρο της, η Rosaldo (1994 [1980]) αν και διατηρεί την πεποίθησή της ότι η έμφυλη ασυμμετρία είναι οικουμενική και σχετίζεται παντού με τη διάκριση δημόσιο/ οικιακό, θεωρεί ωστόσο ότι οι σχέσεις του φύλου είναι ταυτόχρονα υπερβολι­ κά ποικιλόμορφες ώστε να μπορούν να ερμηνευθούν με οικουμενικούς όρους. Οξύτατες κριτικές επέσυρε και το εξηγητικό πλαίσιο της Ortner για την οικουμενική υποτέλεια των γυναικών λόγω της συμβολικής ταύτισής τους με τη φύση. Οι σημαντικότερες αρθρώθηκαν στον συλλογικό τόμο των MacCormack και Strathern (1980), όπου καταδεικνύεται ότι οι έννοιες «φύ­ ση» και «πολιτισμός» και η μεταξύ τους συμβολική αντίθεση συνιστούν μια δυτική αντίληψη με σημαντικά πολιτικά συνεπαγόμενα. Έτσι είναι αδόκιμες για την ερμηνεία των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών στις μη δυτικές κοινωνίες (MacCormack 1980α, 1980β), όχι μόνο γιατί δεν έχουν παντού το ίδιο πολιτισμικό περιεχόμενο (Gillison 1980, Goodale 1980, Harris 1980). αλ­ λά επίσης επειδή δεν είναι δεδομένες ούτε στον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό (Bloch και Bloch 1980, Jordanova 1980).13 Το σπουδαιότερο, σε ορισμένες

13. Για μια εκτενέστερη παρουσίαση των μελετών αυτών, βλ. Μπακαλάκη 1994: 44-50.

26

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ T Ü f ΦΓΑΟΚ’ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

κοινωνίες, όπως στους Hagen της Παπούα Ν. Γουινέας, οι έννοιες αυτές α­ πουσιάζουν (Strathern 1980). Η έμφυλη διαφορά στους Hagen ουδέποτε πα­ ραπέμπει σε στοιχεία εκτός της σφαίρας των κοινωνικών σχέσεων ούτε σε μια δεδομένη φυσιολογία των ανδρών και των γυναικών. Αυτό οδηγεί τη Strathern σε συνολική κριτική των αντιθέσεων φύση/ πολιτισμός και θηλυκό/ αρσενικό και της μεταξύ τους ομολογίας, και στη θέση ότι δεν αποτελούν παρά δυτικές αντιλήψεις, που επ ’ ουδενί μπορούν να θεωρηθούν οικουμενι­ κές. Η ε π α ν ε ξ έ τ α σ η της « ισ τ ο ρ ικ ό τ η τ α ς » Η κυριότερη κριτική που δέχτηκαν οι μαρξιστικές προσεγγίσεις στο σύνολό τους αφορούσε την ελλιπή αναλυτική επεξεργασία των έμφυλων πολιτισμι­ κών ιδεολογιών και αξιολογήσεων (Moore 1988), έλλειψη που συνδεόταν με την υιοθέτηση της μαρξιστική θέσης για την «ιδεολογία» ως «ψευδή συνείδη­ ση» που υπηρετεί την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος. Περαιτέρω κριτικές δέχτηκε ο νεο-εξελικτιστικός φεμινιστικός μαρξισμός. Όπως και ο ίδιος ο Engels, κατηγορήθηκε ότι ανάγει τον καταμερισμό της εργασίας στις εγγενείς «φύσεις» των φύλων και ότι θεωρεί την οικογένεια οικουμενική ενό­ τητα (Delmar 1976, Edholm κ. ά. 1977).14 Επίσης, η κατηγοριοποίηση της τεράστιας ποικιλομορφίας των κοινωνιών κατά βαθμίδα (υποτιθέμενης) εξέ­ λιξης και η χρήση της ως βάσης συγκρίσεων κατ’ αφαίρεσιν της ιστορίας κά­ θε κοινωνίας θεωρήθηκε ότι συνιστούν ανιστορική προσέγγιση των κοινωνιών, ενώ η αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα αναφερόμενα στο μακρινό πα­ ρελθόν της ανθρωπότητας από τις σύγχρονες κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών θεωρήθηκε ότι τους αφαιρεί κάθε ιστορική υπόσταση (di Leonardo 1991α: 15). Ωστόσο, η νεο-εξελικτιστική προσέγγιση αμφισβητήθηκε και στα σημεία της. Το επιχείρημα της ισοτιμίας και αυτονομίας των φύλων στις λεγόμενες «εξισω τικές» κοινωνίες υποχώρησε, καθώς εθνογραφικά δεδομένα έδειχναν ότι σε πολλές τέτοιες κοινωνίες η «θέση των γυναικών» ήταν σαφώς υποδεέ­ στερη, σε ορισμένες μάλιστα ιδιαίτερα δυσμενής (Murphy και Murphy 1974, Shapiro 1976). Το επιχείρημα ότι οι μεταβολές που επέφερε η αποικιοκρατία ήταν ipso facto επιζήμιες για τις γυναίκες κλονίστηκε σοβαρά (Stoler 1977). γεγονός που οδήγησε την ίδια τη Rapp να το αναθεωρήσει (1979: 505). Το επιχείρημα ότι η γυναικεία υποτέλεια είναι συνυφασμένη με τους κρατικούς σχηματισμούς υπέστη ρωγμές, αλλά διατηρήθηκε έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (Sacks 1979, Gailey 1987). Επίσης καταδείχθηκε ότι η «θέση των γυναικών» στους κρατικούς σχηματισμούς ακολουθεί την κοινωνική διαστρω­ 14. Στο βαθμό μάλιστα που οι θέσεις του Engels αποδείχτηκαν ανθεκτικές στο χρόνο, η κριτική τους επαναλαμβάνεται και στη δεκαετία του 1980. βλ., για παράδειγμα. Sayers κ.ά. 1987.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ

27

μάτωση (Nash και Safa 1976, Caplan και Bujra 1978), στοιχείο που έθεσε υπό αμφισβήτηση την ιδέα της αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών βάσει της ο­ μοιότητας του φύλου τους. Α πό τις «γ υ ν αίκες» σ τ ο «φ ύλ ο» Από τις εθνογραφικές έρευνες προκύπτει η αμφισβήτηση της δυνατότητας διαπολιτισμικού προσδιορισμού της «θέσης των γυναικών» (Quinn 1977. Whyte 1978* πρβλ. Lamphere 1977, Edholm, Harris και Young 1977). Συνοψί­ ζοντας τις κριτικές αυτές, η Rosaldo (1994 [1980]) αμφισβήτησε τη χρησιμό­ τητα του όρου, επισημαίνοντας ότι τα μεγέθη με τα οποία αξιολογείται η «θέση των γυναικών» δεν είναι συγκρίσιμα μεταξύ τους. Συνακόλουθα αμφι­ σβητείται η παραδοχή ότι οι «γυναίκες» συνιστούν οικουμενική κατηγορία. Τα στοιχεία που τις ορίζουν προσδιορίζονται από πολιτισμικούς και ιστορι­ κούς παράγοντες και διαφέρουν τόσο μεταξύ όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών, συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση ενός οικουμενικού ορισμού των γυναικών (Mathieu 1973, Ardener 1978α, Caplan και Bujra 1978). Η συζήτηση κλείνει, στο θεωρητικό επίπεδο, με το άρθρο της Strathern (1981β), η οποία αποδομεί ουσιαστικά την έννοια «γυναίκα» δείχνοντας τη διαφορετική λογική με την οποία συγκροτούνται και διαφοροποιούνται οι γυναίκες και τα φύλα σε δύο κοινωνίες της Μελανησίας. Οι προβληματισμοί αυτοί εικονογραφούν το θεωρητικό αδιέξοδο της αν­ θρωπολογίας των γυναικών και συγκλίνουν προς την αποδοχή της πρότασης της Rosaldo (1994 [1980]) ότι η ανθρωπολογική έρευνα πρέπει να μετατοπι­ στεί προς τη διερεύνηση του πώς δημιουργούνται οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών (: 206), προς την έννοια του κοινωνικού φύλου· πρβλ. Harris 1981, Young κ.ά. 1981. Στο γύρισμα της δεκαετίας, οι προβληματισμοί αυτοί μορφοποιήθηκαν: εφόσον κάθε πολιτισμός εννοιολογεί και αξιολογεί διαφο­ ρετικά τα «δεδομένα της φύσης», οι άνδρες και οι γυναίκες δεν είναι «φυσι­ κές» κατηγορίες αποτελούν προϊόντα κοινωνικών, πολιτισμικών και ιστορι­ κών διαδικασιών. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στην αποσύνδεση των βιολο­ γικών δεδομένων του φύλου (sex) από τις^ κοινωνικές και πολιτισμικές σημασιοδοτήσεις τους, από το κοινωνικό φύλο (gender), (βλ. LaFontaine 1981. Ortner και Whitehead 1981α. Shapiro 1981). Η συγκρότηση του «κοινωνικού φύλου» ως βασικής αναλυτικής σχεσιακής κατηγορίας σηματοδότησε, θεωρητικά τουλάχιστον, το τέλος της «ανθρωπο­ λογίας των γυναικών» και τη μετάβαση στην «ανθρωπολογία του φύλου» (αν και οι μεταξύ τους συνέχειες είναι σαφείς),15 η οποία εστιάζει το ενδιαφέρον 15. Η Μπακαλάκη (1997) επισημαίνει τη συνέχεια των δύο ανθρωπολογιών- όχι μόνο γιατί πολλές προκείμενες της ανθρωπολογίας των γυναικών δεν έχασαν την ισχύ τους, αφοί) το φύλο έχει εντέλει ως οχήματα τους ενσώματους ανθρώπους, αλλά και γιατί μεγάλο μέ­ ρος των κριτικών και αναθεωρήσεων που αποδόθηκαν στην ανθρωπολογία του φύλου είχαν

28

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

της στις σχέσεις ανδρών και γυναικών και συνεπώς τοποθετεί, θεωρητικά τουλάχιστον, στην εικόνα και τους άνδρες. Η προβληματική του «κοινωνικού φύλου» αναπτύχθηκε με άξονα δύο διακριτές προσεγγίσεις (που αποτελούν μετεξέλιξη των δύο τάσεων της ανθρωπολογίας των γυναικών), τις ευρέως νοούμενες συμβολικές προσεγγίσεις, που θεωρούν το φύλο «πολιτισμική και κοινωνική κατασκευή», και τις μαρξιστικές προσεγγίσεις, που θεωρούν το φύλο «κοινωνική σχέση» (Moore 1988, Παπαταξιάρχης 1997). Οι προσεγγί­ σεις αυτές εμφανίζουν σημεία σύγκλισης από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και πέρα, ενώ ταυτόχρονα εντείνονται ορισμένες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους. Το φ ύλο ω ς πολιτισμική κ α τ α σ κ ε υ ή Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το φύλο είναι ένα σύμβολο, μια κατηγορία συμβολικής ταξινόμησης με την οποία διαφοροποιούνται το αρσενικό και το θηλυκό, οργανώνονται οι κατηγορίες «άνδρες» και «γυναίκες», οι αντίστοιχες ταυτότητές τους και οι μεταξύ τους σχέσεις. Είναι ένα σύμβολο που λειτουρ­ γεί και μεταφορικά: οργανώνει και άλλες ευρύτερες σχέσεις, δομεί και άλλες ιεραρχήσεις (μεταξύ άλλων και στο εσωτερικό κάθε φύλου), ενώ διαπλέκεται με άλλες κατηγορίες σε ένα ευρύτερο εννοιολογικό σύστημα, σε μια ιδεολο­ γία του φύλου. Οι σημασίες του φύλου ανιχνεύονται μέσα από την ανάλυση της συμβολικής λογικής που διέπει τη δράση, τη συσχέτισή του με άλλα σύμ­ βολα και νοήματα, από τη μια πλευρά, και με μορφές της κοινωνικής ζωής και εμπειρίας, από την άλλη (βλ. Strathern 1976, Ortner και Whitehead 1981α, Παπαταξιάρχης 1992: 23-25). Αυτή η εννοιολόγηση του κοινωνικού φύλου είχε ήδη διατυπωθεί από τη Strathern (1976). Ωστόσο, η έννοια του φύλου ως «κατασκευής» εισήχθηκε επίσημα στην ανθρωπολογία το 1981> με τον συλλογικό τόμο μανιφέστο των Ortner και Whitehead, οι οποίες ανήγγειλαν προγραμματικά τη γενική σύλ­ ληψη του θέματος (Ortner και Whitehead 1981α). Η προσέγγιση αυτή συ­ γκροτείται ήδη από την εμφάνισή της από δύο, τουλάχιστον, επί μέρους προ­ σεγγίσεις. Η πρώτη, η δομο-συμβολική προσέγγιση, θεωρεί ότι οι σημασίες κάθε συμβόλου του φύλου μπορούν να κατανοηθούν αν μελετηθεί η θέση του σ ’ ένα ευρύτερο σύστημα συμβόλων και σημασιών, δηλαδή αν συσχετιστεί με άλλες πολιτισμικές αντιλήψεις και ταξινομήσεις (Ortner και Whitehead 1981α: 2-4). Αυτό δεν αποκλείει τη διατύπωση ευρύτερων ερωτημάτων για τα κοινωνικά συμφραζόμενα με τα οποία συνδέονται αυτές οι συμβολικές κατασκευές ούτε τη διερεύνηση του ειδικού βάρους άλλων όψεων των κοινω­ νικών σχέσεων στις πολιτισμικές αντιλήψεις για το φύλο. Βλ. Whitehead

ήδη διατυπωθεί από την ανθρωπολογία των γυναικών.

ΑΝΘΡίΙΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΊΓ

(1981) Poole (1981), Shore (1981), Brandes (1981) και άλλοι. Πιο ρηξικέλευθη, στο θεωρητικό επίπεδο, εμφανίζεται η άποψη της Strathern (1981α) υποστη­ ρίζοντας ότι στους Hagen της Μελανησίας το φύλο δεν χωρίζει κυριολεκτικά τους άνδρες και τις γυναίκες σε κοινωνικές κατηγορίες ούτε προεξοφλεί τη δράση και τη συμπεριφορά τους· είναι μια μεταφορά για την αξιολόγηση της δράσης που δεν ταυτίζεται με το βιολογικό φύλο του εκάστοτε δρώντος υπο­ κειμένου και αναφέρεται στη συγκρότηση του «προσώπου» και των ηθικών

προσανατολισμών

τ ο υ '

Η δεύτερη προσέγγιση^ την οποία οι Ortner και Whitehead απ οχαλούν « κοι^ων«ίλογική^>>, δίνει έμφαση στην ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στα σύμβολα και -τα-νοηματα, από τη μια πλευρά, και σε όψεις των κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών, από την άλλη. Θεωρώντας ότι ορισμένοι τύποι κονωνικών συστημάτων τείνουν να παράγουν ορισμένους τύπους πολιτισμικών αντιλήψεων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, η προβληματική αυτή εκκινεί από την παραδοχή ότι η ίδια η έννοια του φύλου και της έμφυλης διαφοράς εγκαθιστά συμβολικές και πραγματικές ασυμμετρίες, αναλύοντας το φύλο από τη σκοπιά των ανισοτήτων που εγκαθιστά και των τρόπων που αναδύε­ ται από τις διάφορες μορφές και πεδία δράσης. Βλ. Collier και Rosaldo (1981), Llewelyn-Davis (1981), Ortner (1981). Οι Ortner και Whitehead (1981α) συνοψίζουν τις επί μέρους συμβολές σε μια καταστατική προβληματική που προσδιόρισε για μεγάλο διάστημα την κονστρουκτιβιστική προσέγγιση του φύλου. Η προβληματική αυτή θεωρεί τις έμφυλες ιδεολογίες αντιθετικές, διατηρεί κατά βάση τα διχοτομικά σχήματα εξήγησης της οικουμενικής υποτέλειας των γυναικών και επιχειρεί να γενικεύσει τους κρίσιμους «τόπους» διαμόρφωσης των πολιτισμικών αντιλήψεων για το φύλο, θεωρώντας ως τέτοιους τη συγγένεια, το γάμο και τις σχέσεις γοήτρου. Από θεωρητική άποψη, λοιπόν, το Sexual Meanings των Ortner και Whitehead αποτελεί σταθμό στο επίπεδο των εξαγγελιών περισσότερο. Η κύρια συμβολή του έγκειται στην «επισημοποίηση» της αποφυσικοποίησης του φύλου με την επίσημη εισαγωγή της θεωρίας της «κοινωνικής κατα­ σκευής».16 Αυτή διαμορφώνεται ως γενικό, πολυφωνικό θεωρητικό πλαίσιο, όπου υπερέχουν η φεμινιστική προβληματική και η εστίαση στην πρακτική. Το φύλο αναδύεται ως στατική δομή και οι αντιρρήσεις που αυτό πυροδότη­ σε έδωσαν έναυσμα για να προχωρήσει η συζήτηση παραπέρα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από ασάφεια ως προς το αντικείμενο της ανάλυσης: οι γυναίκες ως δεδομένη «οντότητα» ή το φύλο; '^Πολλές μελέ­ τες υιοθετούν τη ρητορική του κοινωνικού φύλου ως συμβόλου, ωστόσο μι­ λούν μόνο για γυναίκες, ασχολούμενες ρητά ή υπόρρητα με τη «θέση των γυναικών» (βλ. Hirschon 1983 και 1984α, Kolenda 1984). Χαρακτηρίζεται επίσης από τη συνέχιση της συζήτησης για τα αναλυτικά πλαίσια, πολιτισμός/ 16. Για τις θεωρητικές καταβολές της θεωρίας της κοινωνικής κατασκευής βλ. ΓΙαπαταξιάρχης 1992: 22-23 και 1996.

30

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΌΤ ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣπ)Ρ1Α

φύση και δημόσιο/ οικιακό, καθώς και για την έννοια της εξουσίας (Hirschon 1984, Dubisch 1986 και 1986α ).17 Σύντομα όμως η συζήτηση ριζοσπαστικοποιείται. Αν το 1970 ήταν η δεκαετία αποκάλυψης του ανδροκεντρισμού, η δεκαετία του 1980 (και του 1990 στη συνέχεια) σημαδεύτηκε από την προ­ σπάθεια αποκάλυψης και υπέρβασης των ευρωκεντρικών παραδοχών της ανθρωπολογίας και κυρίως του βαθιά ριζωμένου στην ανθρωπολογική σκέψη κληροδοτήματος του δομισμού. Σε ό,τι αφορά το δημόσιο/ οικιακό, η Yeatman (1984) επισημαίνει ότι η διάκριση αυτή σηματοδοτεί δύο κοινωνικότητες διαφορετικού είδους. Η κοι­ νωνικότητα του δημόσιου χώρου ταυτίζεται με την ίδια την έννοια της κοινω­ νίας, ενώ η «οικιακή» θεωρείται «λιγότερο κοινωνική». Μια τέτοια όμως α­ ντίληψη δεν μπορεί να εξηγήσει την κεντρικότητα και συλλογικότητα που αποκτά η «οικιακή» κοινωνικότητα των γυναικών και τις δημόσιες αξίες που οι γυναίκες εκπροσωπούν σε ορισμένες κοινωνίες της Μελανησίας (πρβλ. Jolly 1982 και 1984, Sexton 1983 και 1984). Στην περίπτωση αυτή, η αντίθεση δη­ μόσιο/ οικιακό θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι είναι οι γυναίκες που ταυ­ τίζονται με την έννοια της κοινωνίας. Αντλώντας επιχειρήματα από τις παραπάνω μελέτες και από τη δική της, η Strathern (1988: 66-97) ασκεί ριζική κριτική στις σφαίρες δράσης, δείχνο­ ντας ότι προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο συγκρότησης της κοινωνίας ως κατασκευής δεύτερου βαθμού, που ενσωματώνει τις δύο σφαίρες και συν­ δέει ενότητες διαφορετικές από τον εαυτό της: τα άτομα, ως αυτόνομες με­ ταξύ τους, εξω-κοινωνικές οντότητες. Έ τσι, η κοινωνικότητα εδράζεται σε σχέσεις μεταξύ ατόμων, των οποίων η ατομικότητα και το φύλο βρίσκεται έξω από την κατασκευή της κοινωνίας. Η μελανησιακή έννοια του προσώπου, αντίθετα, εμπεριέχει στη σύλληψή της τη συνάφεια και τη σχέση. Συνεπώς, εδώ δεν υπάρχει μια υποκοινωνική περιοχή, όπου «κοινωνικοποιούνται» τα εξω-κοινωνικά άτομα, όπως είναι η δυτική «οικιακή» σφαίρα. Η έννοια της «κοινωνίας» ταυτίζεται με την κοινωνικότητα και τη συλλογική δράση: η οικιακότητα και η δημόσια ζωή αποτελούν διαφορετικές μορφές κοινωνικότη­ τας με διαφορετικού τύπου δράση, στην οποία ενέχονται τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές σχέσεις. Συνεπώς οι έμφυλες αναπαραστάσεις δεν αναφέρονται στις ίδιες τις σφαίρες δράσης των ανδρών και των γυναικών, αλλά διαφοροποιούν την κοινωνικότητα και συ­ γκροτούν τη διαφορά ως διαφορά στη κοινωνική δράση, αντιδιαστέλλοντας τη συλλογική δράση (που στηρίζεται στην κοινή ταυτότητα και τους κοινούς στόχους) από τις μερικευμένες σχέσεις (που στηρίζονται στη διαφορά και την αλληλεξάρτηση μεταξύ των προσώπων, ανδρών και γυναικών). Στο ζήτημα της εξουσίας και της έμφυλης ανισότητας, οι μελέτες που α­ 17. Οπως παρατηρεί και ο ΙΙαπαταξιάρχης (1992), η ελληνική εθνογραφία συνέβαλε ση­ μαντικά στην διαμόρφωση της προβληματικής του φύλου ήδη από την εποχή του πρώτου έργου της Fried! (1967).

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤ ΛΟΓ

31

κολούθησαν τη γραμμή σκέψης των Ortner και Whitehead (1981α) θεωρούν την έμφυλη ανισότητα σύμφυτη με την κατασκευή της έμφυλης διαφοράς και εστιάζουν την προσοχή τους στις πολιτικές χρήσεις του φύλου. Διερευνώντας δε τα συμφραζόμενα στα οποία αναδύονται η ανισότητα και η ανδρική κυρι­ αρχία και τους όρους που τις συγκροτούν στο επίπεδο της ιδεολογίας και της πρακτικής (βλ., για παράδειγμα, Collier 1987α και 1987β, Whitehead 1987). Αντίθετα, άλλες μελέτες, όπως της Abu-Lughod (1986), επιχειρούν μια ημική προσέγγιση της εξουσίας, καταλήγοντας σε μια σύνθετη ανάλυση των ιεραρ­ χικών σχέσεων μεταξύ διαφοροποιημένων κατηγοριών ανδρών και γυναικών, καθώς και στο εσωτερικό κάθε φύλου, και εστιάζοντας στο πώς οι γυναίκες ως δρώντα υποκείμενα διαχειρίζονται την υποδεέστερη θέση τους, αλλά και αντιστέκονται στον κυρίαρχο ανδρικό λόγο· πρβλ. Caraveli 1986. Με αυτές εγκαινιάζεται μια νέα γραμμή ερευνών, οι οποίες διερευνούν εθνογραφικά τους τρόπους αντίστασης των γυναικών στην ανδρική κυριαρχία.18 Στην αντίληψη που θεωρεί την έμφυλη ανισότητα δεδομένη και τις έμφυλες ταυτότητες μονολιθικές και αντιθετικές κατασκευές βάσει του βιολογικού φύλου προβάλλουν αντίλογο μια σημαντική ομάδα μελετητών της Μελανησίας και της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας. Όπως επισημαίνει η Atkinson (1982), η συγκεκριμένη εννοιολόγηση του φύλου δεν βοηθάει στη μελέτη της έμφυλης διαφοράς στις κοινωνίες που την ελαχιστοποιούν και μειώνουν τη σημασία της, όπως αυτές της νησιωτικής Νοτιο-Ανατολικής Ασίας. Όμως και στη Μελανησία, όπου η έμφυλη διαφορά είναι τονισμένη, η ιεραρχική θεώρη­ ση φαίνεται προβληματική. Και αν πολλές έρευνες εντοπίζουν ως περιοχή κατασκευής της έμφυλης ανισότητας τις ιδέες για τη μιαρότητα των γυναι­ κών, άλλες δείχνουν ότι το φύλο κατασκευάζεται μέσα από την αλληλόδραση και τον αλληλο-προσδιορισμό, τη διαφοροποίηση και τη συγχώνευση αρσενι­ κών και θηλυκών στοιχείων, αναδεικνύοντας ως κυριότερο ζήτημα την αποτελεσματικότητα της δράσης των ανδρών και των γυναικών παρά τον έλεγχο των μεν στις δε (Biersack 1982, Gillison 1983, Meigs 1984). Ας αφήσουμε όμως για λίγο τις συμβολικές προσεγγίσεις και τις θεωρή­ σεις της πρακτικής. Η τριετία 1987-1990 έφερε και άλλες μείζονες μετατοπί­ σεις στην προβληματική του φύλου. Προτού περάσουμε σ ’ αυτές, ας δούμε συνοπτικά τι συνέβη το ίδιο διάστημα στο μαρξιστικό στρατόπεδο. Το φύλο ως κοινωνική σχέση Είδαμε ότι οι ευρωπαίες μαρξίστριες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η έμ­ φυλη διαφορά είναι προϊόν των κοινωνικών σχέσεων που διαπνέει ολόκληρη την κοινωνική ζωή και έθεσαν ως κεντρικό ζήτημα για την ανάλυση της έμ­ φυλης ασυμμετρίας την αυτόνομη θεώρηση του φύλου (Harris 1981, Young κ. 18. Η θέση για την «αντίσταση», που συνδέεται με μια γενικότερη γραμμή ερευνών στην ανθρωπολογία (βλ. Scott 1985). θα αναπτυχθεί περισσότερο τα επόμενα χρόνια.

32

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΊΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΙΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ά. 1981). Εδώ το φύλο προσεγγίζεται ως «δομούσα αρχή της ανθρώπινης κοινωνίας» (Moore 1988: vii), ως κοινωνική σχέση διαφοράς και ανισότητας που αναδύεται από τις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και την επικρατούσα ιδεολογία και συγκροτεί τους άνδρες και τις γυναίκες ως διαφορετικά υπο­ κείμενα. Χρησιμοποιείται λοιπόν ως αναλυτικό εργαλείο για να διερευνηθούν ο ρόλος και οι διαστάσεις της έμφυλης διαφοράς σε όλες τις πτυχές της κοι­ νωνικής ζωής (Παπαταξιάρχης 1997: 204), με στόχο να αποκαλυφθούν ο ιε­ ραρχικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων και οι πολιτικές διαστάσεις των διαδικασιών της καθημερινής ζωής. Οι μελέτες της τάσης αυτής διερευνούν τη συγκρότηση και ανάδυση της έμφυλης διαφοράς και ασυμμετρίας σε διάφορους κοινωνικούς θεσμούς, σφαίρες και διαδικασίες, όπως το σύστημα συγγένειας, ο γάμος, οι οικονομι­ κές σχέσεις μεταξύ των συζύγων, η κληρονομιά, η ιδιοκτησία, η προίκα, το νοικοκυριό, το δίκαιο και πολλά άλλα (βλ. Croll 1984, Caplan 1984, Sharma 1984, Whitehead 1981· πρβλ. Guyer 1981, 1984α και 1984β). Δίνουν έμφαση στις «υλικές» μορφές και πρακτικές των έμφυλων κατασκευών και αναλύουν το κοινωνικό περισσότερο παρά το συμβολικό περιεχόμενο της έμφυλης δια­ φοράς. χρησιμοποιώντας αναλυτικές έννοιες της κλασικής ανθρωπολογίας (όπως νοικοκυριό, ιδιοκτησία, προίκα κ.ά). Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980 διαμρφώνεται και στις μαρξιστικές προσεγγίσεις η επίγνωση ότι οι έννοιες δεν είναι «πράγματα» που αντιστοιχούν σε αντικειμενικά φαινόμενα και, κυρίως, δεν είναι πολιτισμικά και πολιτικά ουδέτερες. Αντίθετα, ενσωματώ­ νουν ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, πολιτισμι­ κές αξίες και ιδεολογίες, οι οποίες αρθρώνονται σε συγκεκριμένες πρακτικές που πρέπει να αποκαλυφθούν και στη συνέχεια να ανιχνευθούν στα συμφραζόμενα κάθε κοινωνίας. Έ τσι, οι μελέτες αυτές θέτουν υπό ιστορική και κοινωνικο-πολιτισμική επανεξέταση τις αναλυτικές έννοιες που χρησιμοποιούν συμβάλλοντας στην αποδόμησή τους και στην αποκάλυψη των δυτικών προ­ καταλήψεων που εμπεριέχονται στην εννοιολόγησή τους, λειτουργώντας συ­ μπληρωματικά προς τις αναλύσεις των προσεγγίσεων της πρακτικής. Η ανάλυση της Harris (1981) για το «νοικοκυριό», για παράδειγμα, δεί­ χνει ότι η εννοιολόγηση του όρου στην αγγλική γλώσσα, ως κοινωνικής ενότη­ τας βασισμένης στη συγκατοίκηση, στις σχέσεις οικειότητας και στην κοινότη­ τα εργασίας και πόρων που διαχωρίζουν τις σχέσεις στο εσωτερικό του από τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, περνάει ανεξέταστα και στην ανθρωπολογική ανάλυση, με αποτέλεσμα το «νοικοκυριό» να αναδύεται ως «φυσική» ενότητα, κοινή σε όλες τις κοινωνίες. Αυτό, ωστόσο, συσκοτίζει το γεγονός ότι τα «νοικοκυριά» δεν διέπονται παντού από τις ίδιες σχέσεις (πρβλ. Caplan 1984 για τα χωριστά «ταμεία» των συζύγων στην Τανζανία). Συσκοτίζει επ ί­ σης το γεγονός ότι. σε όλες τις κοινωνίες, οι σχέσεις μεταξύ των μελών του νοκοκυριού ορίζονται από κοινωνικο-πολιτικές σχέσεις εκτός της ενότητας αυτής (πρβλ. Whitehead 1984 και Guyer 1981), διαθλώντας τις ευρύτερες

ΑΝ Θ ΡΩΠ 0Λ 0Γ1ΚΕΣ Π ΡΟ Σ ΕΓΓΙΣ ΕΙΣ TO T ΦΊΓΛΟΤ

33

ανδροκρατικές και άλλες ιεραρχικές δομές, που φυσικοποιούνται μέσω της φυσικοποίησης της ίδιας της ενότητας του «νοικοκυριού» (βλ. επίσης Stolcke 1981· πρβλ. Yanagisako 1979). Σε αντίστοιχο εγχείρημα προβαίνει η Whitehead (1984) αναλύοντας την έννοια της «ιδιοκτησίας» ως κοινωνική σχέση με ιστορικά συγκεκριμένες μορφές και ως νομική και ιδεολογική πρα­ κτική, της οποίας η διερεύνηση δείχνει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες κατα­ σκευάζονται ως υποκείμενα με διαφορετικά δικαιώματα και δυνατότητες δράσης και αποκαλύπτει τη σχέση της συγγένειας με το φύλο και το πρόσω­ πο. Ωστόσο, άλλες μελέτες* όπως αυτή της Moore (1986), διερευνούν επίσης τις πολιτισμικές αντιλήψεις και αναπαραστάσεις εισάγοντας την πολιτισμική κατασκευή του φύλου. Οι πραγματικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναι­ κών που αναδύονται σε ορισμένα συμφραζόμενα της κοινωνικής διάδρασης συμβολοποιούνται στη διαδικασία των κοινωνικών σχέσεων και παράγουν στερεότυπα, τα οποία χρησιμοποιούνται στρατηγικά από τα υποκείμενα και των δύο φύλων και σε άλλους τομείς της κοινωνικής διάδρασης. Η δύναμη των στερεότυπων αυτών αντλείται ακριβώς από τη στρατηγική τους χρήση στην καθημερινή διάδραση, η οποία προσφέρει ένα (νομιμοποιητικό) λόγο για τον αποκλεισμό των γυναικών από ορισμένες δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρο­ να συμβάλλει στον αποκλεισμό τους και από άλλες δραστηριότητες. Μ’ αυτή την έννοια, τα στερεότυπα δεν είναι απλώς νοητικές κατασκευές- δημιουρ­ γούν υλικές πραγματικότητες που ενισχύουν τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων συγκροτούνται. Στην αμερικανική ακτή του Ατλαντικού, η έμφαση των ερευνών μετατοπί­ στηκε στους τρόπους συγκρότησης της έμφυλης διαφοράς και ανισότητας σε κάθε κοινωνία μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις, πολιτισμικές αντιλήψεις και ιδεολογίες, και σε συγκεκριμένα ιστορι­ κά, τοπικά και ευρύτερα, συμφραζόμενα. Οι προσεγγίσεις της πολιτικής οι­ κονομίας εγκαταλείπουν τα εξελικτιστικά σχήματα και υιοθετούν μια ιστορι­ κή οπτική (κίνηση που σχετίζεται και με γενικότερες μετατοπίσεις στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας) δίνοντας έμφαση στη μελέτη «μοναδικών ιστοριών» συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών (di Leonardo 1991α: 28). Ο προβληματισμός πάνω στη σχέση ανθρωπολογίας-ιστορίας επέφερε α­ ναθεωρήσεις στην εθνο-ιστορική προσέγγιση. Αμφισβητήθηκε η δυνατότητα εθνο-ιστορικής έρευνας για τις γυναίκες του παρελθόντος όχι μόνο λόγω της ελλειπτικής ενασχόλησης και των ιστορικών πηγών με αυτές, αλλά και γιατί τα υπάρχοντα τεκμήρια (προερχόμενα κυρίως από ευρωπαίους παρατηρητές και αξιωματούχους του αποικιοκρατικού μηχανισμού) φέρουν τις πολιτισμι­ κές προκαταλήψεις των δημιουργών τους, που δεν είναι πάντοτε γνωστές. Αλλά ακόμα και αν ήταν γνωστές, δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε κανείς να τις διαρρήξει, ώστε να φτάσει στην τότε «ιθαγενή» πραγματικότητα των γυναικών. Αλλωστε, η πιθανότητα να ερμηνευθεί η «ιθαγενής» πραγματικό­

34

ΘΕίΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓΦΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΙΊΑ

τητα όχι με τους δικούς της όρους του τότε, αλλά με τους ευρω-κεντρικούς όρους του παρόντος είναι μεγάλη (Silverblatt 1991). Ο προβληματισμός αυτός αμφισβήτησε την ιστορικότητα του αναλυτικοί) πλαισίου της φεμινιστικής ανθρωπολογικής έρευνας για τις γυναίκες, επανε­ ξετάζοντας κριτικά την οπτική της. Η (αυτο)κριτική που διατυπώθηκε υπο­ στηρίζει ότι η ίδια η αναζήτηση της καταγωγής ή της ιστορικής εξέλιξης μιας έννοιας ή μιας κατάστασης, όπως η γυναικεία υποτέλεια, είναι αναλυτικά και ιστορικά προβληματική: επιβάλλει σύγχρονες δυτικές εννοιολογήσεις στους «άλλους» πολιτισμούς του παρόντος και του παρελθόντος, προεξοφλώντας την οικουμενική ισχύ τους. Ταυτόχρονα υποστασιοποιεί τις εννοιολογήσεις αυτές, καθώς τις αποσπά από πολιτισμικά συμφραζόμενα και επιπροσδιορισμούς του χρόνου, καταλήγοντας σε μια σύλληψη της ιστορικής διαδικασίας ως εκδίπλωσης αυτών των εννοιών ή καταστάσεων η οποία θεωρεί δεδομένη την οικουμενικότητα της ιστορικής εμπειρίας. Έννοιες όπως η υποτέλεια των γυναικών θεωρείται ότι προέρχονται στη βασική και θεμελιακή μορφή τους από απλούστερους κοινωνικούς σχηματισμούς και ότι η μορφή αυτή υποτείνει τις εκφάνσεις τους σε πιο σύνθετους. Έ τσι, αυτό που απαιτεί εξήγηση δεν υπόκειται σε ιστορική διερεύνηση. Η υποτέλεια εννοιολογείται εκτός της ι­ στορικής της μορφής και εμπειρίας, πράγμα που καθιστά τις εθνο-ιστορικές έρευνες ανιστορικές. αφού παρακάμπτουν το καίριο ερώτημα του πώς ανα­ δύονται οι θεσμοί και οι ιδεολογίες των φύλων (Silverblatt 1991: 153-154). Ο προβληματισμός αυτός αποθεμελιώνει τη διερεύνηση της «θέσης των γυναικών» (που εξακολούθησε να απασχολεί τις έρευνες ορισμένων μαρξι­ στικών τάσεων), γιατί, αν κάθε πληθυσμός μεταβάλλεται με τη μεταβολή των πολιτικο-οικονομικών πραγματικοτήτων του, τότε μεταβάλλονται και οι γυ­ ναικείες συνιστώσες του (Lamphere 1987α). Αποθεμελιώνεται επίσης η άπο­ ψη για την υποβάθμιση της θέσης των γυναικών με την ανάδυση των κρατι­ κών σχηματισμών, καθώς καταδεικνύεται ότι οι πραγματικότητες των φύλων είναι ανόμοιες όχι μόνο μεταξύ των κρατικών σχηματισμών, αλλά και στο εσωτερικό του καθενός, αποτελώντας διαρκές πεδίο διαπάλης και επανορισμού (Silverblatt 1987 και 1988β· πρβλ. Stacey 1983). Η περίοδος 1980-1987 σηματοδοτεί, λοιπόν, στροφή της τάσης της πολιτι­ κής οικονομίας προς την αναλυτική έννοια του «φύλου». Σημαντικό χαρα­ κτηριστικό της είναι η ιστορικιστική στροφή, η υποβολή των αναλυτικών κα­ τηγοριών σε ιστορική εξέταση σε συνάρτηση με το φύλο, τις έμφυλες σχέσεις και ιδεολογίες, προκειμένου να καταδειχθεί ότι ακόμα και οι πιο εργαλειακοί φαινομενικά όροι, όπως η «ανάπτυξη», έχουν συγκεκριμένο πολιτικό, πολιτι­ σμικό και έμφυλο ιστορικό περιεχόμενο. Βλ. Guyer (1984α) για τη «γυναι­ κεία γεωργία» στην Αφρική και (1984β) για τη σχέση γυναικείων και ανδρι­ κών καλλιεργειών· Silverblatt (1987) για τις έμφυλες ιδεολογίες και τις τάξεις στις κρατικές κοινωνίες· Bourque και Warren (1987) για τις τεχνολογίες και την ανάπτυξη. Δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η μετατόπιση των

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΊΓ ΦΓΛΟΓ

35

αναλύσεων από τους οικονομικούς ρόλους των γυναικών προς το πολιτισμικό περιεχόμενο και τις πολιτικές χρήσεις του φύλου (βλ. Salaff 1981, Lim 1985, Stoler 1985, Silverblatt 1987). Η μετατόπιση αυτή δεν έχει σχέση μόνο με τις εξελίξεις στο φεμινισμό και την ανθρωπολογία, αλλά επίσης με μετατοπίσεις στο εσωτερικό της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας -και του ίδιου του ρεύμα­ τος της πολιτικής οικονομίας- προς πιο εκλεπτυσμένες επεξεργασίες της ιδε­ ολογίας και του πολιτισμού.19 Επίσης χαρακτηριστική είναι η στροφή στην αναλυτική επεξεργασία των πολλαπλών και πιθανώς ανταγωνιστικών ταυτο­ τήτων που διαφοροποιούν τις γυναίκες μεταξύ τους (κατά ηλικία, τάξη, κοι­ νωνικοοικονομική κατάσταση), καθώς και της επίδρασης των διαφορετικών κοινωνικών συμφραζομένων (οίκος, χώρος εργασίας, οικογένεια, συγγένεια κ.ά.) στη συγκρότηση των γυναικείων ταυτοτήτων. Αρκετές έρευνες εστιά­ ζουν στις γυναίκες της εργατικής τάξης και των ασθενέστερων στρωμάτων, αλλά όχι μόνο, σε χώρες του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου. (Βλ., Sacks 1984, Lamphere 1987β, Robertson και Berger 1986, Beneria και Roldan 1987). Πολλές μελέτες διερευνούν τις έμφυλες επιπτώσεις των πολύπλευρων με­ ταβολών που επέφερε η συγκρότηση των (προ)νεωτερικών κρατικών σχημα­ τισμών και η (μετα)αποικιοκρατία: πώς η δημιουργία τάξεων και η προλετα­ ριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, οι αλλαγές στον καταμερισμό και τις συνθήκες της εργασίας και η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής συναρθρώνονται και αλληλεπιδρούν με την (ανα)συγκρότηση των έμφυλων σχέσεων και αντιλήψεων εντείνοντας ή μετατοπίζοντας την έμφυλη ιεραρχία (βλ. Beneria 1982, Nash και Femandez-Kelly 1983, Ahmed 1985, Nash και Safa 1985. Leacock και Safa 1986). Αξια μνείας είναι η εθνο-ιστορική ανάλυση της Stoler (1985) για την εμφύτευση των καπιταλιστικών σχέσεων στη γεωρ­ γική παραγωγή της Σουμάτρας από την αποικιακή διοίκηση και μητρόπολη. Εδώ αναλύονται οι χρήσεις του φύλου και της σεξουαλικότητας από την πο­ λιτική εξουσία, προκειμένου αυτή να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των γεωργικών επιχειρήσεων, διαχωρίζοντας τους Ευρωπαίους από τους ιθα­ γενείς. Αλλες μελέτες διερευνούν την επίδραση που ασκούν οι νέες μορφές βιομηχανικής οργάνωσης, η εγκατάσταση μονάδων υπερεθνικών εταιρειών σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, στη διαμόρφωση των τοπικών οικονομικών, κοινω­ νικών και έμφυλων πραγματικοτήτων, και κυρίως στη ζωή των γυναικών, που συχνά συνιστούν το βασικό εργατικό δυναμικό τους (Nash και FernandezKelly 1983, Femandez-Kelly 1983. Lim 1985. Beneria και Roldan 1987). Αντι­ κείμενο ανάλυσης αποτελούν και οι ίδιες οι εργασιακές σχέσεις, καθώς και η στάση των γυναικών απέναντι στους εργασιακούς καταναγκασμούς· βλ. την πρωτότυπη μελέτη της Ong (1987). Ωστόσο, και οι μαρξίσουσες προσεγγίσεις βρίσκονται σε μεταβατική κα­ τάσταση. Η χρήση του όρου «κοινωνικό φύλο» εναλλάσσεται συχνά με το 19. Η επίδραση τοο έργο των ΤΉοπιρβοη (1963 και 1978) και ννϋ1ϊβππ8 (1977) είναι σημαίνοοσα εδώ.

36

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ Φ ϊ’ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΙΙΑ KAJ Π1Ν ΙΣΤΟΡΙΑ

«βιολογικό φ ύλο» και παραμένει ασαφέστερη α π ’ ό,τι στις συμβολικές προ­ σεγγίσεις, καθώς είναι σαφής ο προσανατολισμός^ προς τις γυναίκες, οι ο­ ποίες, παρά τις αναλυτικές διαφοροποιήσεις, εννοούνται συχνά ως οιονεί οι­ κουμενική κατηγορία. Εξάλλου, αρκετές μελέτες κινούνται στα αναλυτικά πλαίσια της δεκαετίας του 1970 (βλ. Bell 1983, Burman 1984, Starr 1984, Gailey 1987). Πολλές έρευνες εξακολουθούν να τονίζουν την επιδείνωση της θέσης των γυναικών και την αντίστοιχη ενίσχυση της θέσης των ανδρών από την ένταξη των κοινωνιών τους στο παγκόσμιο σύστημα, με τη λεγόμενη «εκθήλυνση των καλλιεργειών αυτοσυντήρησης» να κατέχει περίοπτη θέση, άπο­ ψη που αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής. Η ταύτιση των ανδρών με τις εμπορευματικές καλλιέργειες και τις νέες τεχνολογίες και των γυναικών με τις «παραδοσιακές» καλλιέργειες αυτοσυντήρησης αποτελεί ανακριβή θέαση των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών στα συστήματα αγροτικής παραγωγής, καθώς η διείσδυση του καπιταλισμού αποβαίνει σε βάρος όλου του αγροτικού πληθυσμού. Οι μεταβολές, λοιπόν, στις έμφυλες σχέσεις πρέ­ πει να μελετηθούν υπό το πρίσμα των αντιφάσεων και των συγκρούσεων που προκύπτουν από την άνιση και αντιφατική διαδικασία του καπιταλιστικού μετασχηματισμού (Moore 1988: 75-77). Όπως επισήμανε η Stivens (1985), η αναγωγή επιπτώσεων της (μετα)αποικιοκρατίας σε «ήττα» των γυναικών παρουσιάζει τις γυναίκες ως «θύματα» της ανάπτυξης και ως παθητικούς δέκτες των κοινωνικών μετασχηματισμών. Η τάση αυτή επικρίθηκε ακόμα εντονότερα από τις γραμμές του φεμινι­ σμού. Όπως παρατήρησε η Mohanty (1988 [1984]), η αναπαράσταση των γυ­ ναικών του Τρίτου Κόσμου από τις φεμινίστριες του Πρώτου αναπαράγει τις σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των δύο κόσμων. Η ομογενοποίηση των εμπειριών των γυναικών αυτών στο στερεότυπο της θυματοποίησης, αντί να αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της ζωής και των κοινωνικών τους σχέσεων, προεξοφλεί τις ταυτότητές τους και τις παρουσιάζει ως προκοινωνικά και ανιστορικά αντικείμενα, αγνοώντας τις μεταξύ τους και εντός τους διαφορές. Η κριτική της Mohanty συνηχούσε με άλλες κριτικές που αρθρώθηκαν κατά της φεμινι­ στικής κριτικής από τον λεγόμενο φεμινισμό της διαφοράς, στις οποίες θα επανέλθω παρακάτω. Φύλο κ α ι α ν δ ρ ισ μ ό ς Οι παραδοχές της ανθρωπολογίας των γυναικών σφράγισαν σε μεγάλο βαθμό και τις μελέτες του φύλου. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να μελετούν γυναί­ κες, ώστε το φύλο, αν και σχεσιακή κατηγορία, να είναι, εν πολλοίς, συνώνυ­ μο με τις γυναίκες. Οι άνδρες θεωρητικά μόνο συμπεριλαμβάνονταν σ ’ αυτό, ως αφηρημένη, μονολιθική κατηγορία, αντιθετική προς τις γυναίκες. Οι φόβοι που εκφράστηκαν στις αρχές της δεκαετίας έμοιαζαν πραγματικότητα: η ε ­ πιστήμη φαινόταν να έχει καταστεί και αυτή έμφυλη. Στις αρχές της δεκαε­

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΊΓ ΦΓΛΟΓ

37

τίας του 1980, ορισμένοι άνδρες ανθρωπολόγοι ξεκίνησαν ένα δικό τους, ο­ μόφυλο διάλογο για τον «ανδρισμό», που πραγματευόταν επίσης τις γυναί­ κες ως ενιαία κατηγορία. Ο διάλογος μεταξύ ανδρών και γυναικών που ε ­ ξαγγέλθηκε στο Sexual Meanings με τις συμβολές των Brandes (1981), Poole (1981) και Shore (1981) δεν απέκτησε συστηματικότητα. Οι ανδρικές μελέτες έστιαζαν στην πολιτισμική κατασκευή και τις ιδεολο­ γικές (ανα)παραστάσεις του ανδρισμού, ο οποίος αναδύεται ως οικουμενική κατηγορία με διαφορετικές πολιτισμικές εκδοχές και συγκροτείται γύρω από την ανδρική κυριαρχία, σε αντιθετική βάση με το θηλυκό και τις γυναίκες (βλ., για παράδειγμα. Gilmore 1990). Ο ανδρισμός προσεγγίζεται από τη σκοπιά των έμφυλων ρόλων και της έμφυλης/σεξουαλικής ταυτότητας των «πραγματικών» ανδρών και εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους αυτοί δομούν την υποκειμενική εμπειρία των ανδρών, συχνά με ψυχο-κοινωνικούς όρους (βλ. Brandes 1980, Gilmore 1987, Herdt 1981). Το φύλο ταυτίζεται με τις παραπάνω έννοιες, χωρίς να αναγνωρίζεται, ρητά τουλάχιστον, η φεμινι­ στική προβληματική,20 καθώς αυτή θεωρείται ταυτόσημη με τη μελέτη των γυναικών και το πολιτικό πρόγραμμα του φεμινισμού, και άρα αμφισβητήσιμη για τους άνδρες ανθρωπολόγους.21 Παρά ταύτα, η συμβολή των μελετών του ανδρισμού στην προβληματική του φύλου υπήρξε σημαντική, καθώς διερεύνησαν μια περιοχή του φύλου που η «γυναικεία» προβληματική είχε πα­ ραμελήσει και ανέδειξαν διαφοροποιήσεις οι οποίες επέτρεψαν προοπτικά την αποσταθεροποίηση της έννοιας του ανδρισμού και την αποκάλυψη των μεταφορικών της χρήσεων. Οι μελέτες του ανδρισμού εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο και την Παπούα Νέα Γουινέα, περιοχές όπου, σύμφωνα με τις αναλύσεις της δεκαετίας του 1970, η αντίθεση των φύλων, η ανδρική κυριαρχία και η γυναικεία υποτέλεια θεωρούνταν δεδομένες. Εμφανίστηκαν ως μετεξέλιξη, στη πρώτη των προ­ σεγγίσεων της «τιμής-ντροπής», στη δεύτερη του «σεξουαλικού ανταγωνι­ σμού», καθώς και μιας σειράς μελετών για τις σχέσεις ανδρών-γυναικών και την ανδρική κυριαρχία, ειδικότερα στο πλαίσιο ποικίλων τελετουργιών.22 Οι προσεγγίσεις αυτές είχαν συγγενή αναλυτικό πυρήνα: προσέγγιζαν τις σχέ­ σεις ανδρών και γυναικών από τη σκοπιά της προσπάθειας των ανδρών να ελέγξουν και να καθυποτάξουν τις γυναίκες, οι οποίες θεωρούνταν απειλή για τους άνδρες και τον ανδρισμό τους. Στην περιοχή της Μεσογείου, αφετηρία της προσέγγισης του ανδρισμού ήταν οι μελέτες του Brandes (1980, 1981) για τις «μεταφορές του ανδρι­

20. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μελέτες του ανδρισμού οι αναφορές στη «γυναικεία» βι­ βλιογραφία για το φύλο ήταν εντυπωσιακά λίγες. 21. Αυτό οδηγεί τη Strathem να κάνει λόγο για «βουβό ανταγωνισμό» των ανδρών αν­ θρωπολόγων προς τα φεμινιστικά μελήματα (1988: 62). 22. Βλ. Langness 1967. Poole και Herdt 1982. Για μια κριτική συζήτηση της σχετικής με τον «σεξουαλικό ανταγωνισμό» βιβλιογραφίας, βλ. Strathem 1988: 53-58.

38

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΑΟϊ1ΣΤΗΝ ΛΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σμού» στον «εκφραστικό πολιτισμό» μιας πόλης της Ανδαλουσίας. Ο «αν­ δρισμός» που περιγράφει ορίζεται μονολιθικά σε έντονη αντιπαράθεση με μια αδιαφοροποίητη «θηλυκότητα», από την «επικινδυνότητα» της οποίας απειλείται διαρκώς. Συγκροτείται με βάση μια έμφυλη ηθική διχοτομία, όπου οι γυναίκες εκπροσωπούν το «κακό» και το «ανήθικο» (διχοτομία που συ­ σχετίζεται με άλλους δυϊσμούς, εξουσία/ υποταγή, δημόσιο/ οικιακό, κ.ο.κ.). Τελεί επίσης υπό τη διαρκή απειλή της εκθήλυνσης, όχι μόνο από τη σεξουα­ λική δράση των γυναικών αλλά και από την επίδειξη ισχύος των άλλων ανδρών, η οποία καθιστά συμβολικά τον πιο αδύναμο άνδρα «παθητικό» σύ­ ντροφο σε μια ομόφυλη σεξουαλική πράξη, εξομοιώνοντάς τον με «γυναίκα». Έτσι, η απαιτούμενη ανδρική συμπεριφορά υπαγορεύει διαρκή κυριαρχία στις γυναίκες και διαρκή προσπάθεια συμβολικής κατίσχυσης έναντι των άλ­ λων ανδρών. Ανδρισμός και ανδρική ταυτότητα συνταυτίζονται με τον έμφυλο ρόλο και τη σεξουαλική ταυτότητα των «πραγματικών» ανδρών ως ενιαίας κατηγορί­ ας, με τα ανδρικά γεννητικά όργανα να εμφανίζονται ως κατ’ εξοχήν σύμβο­ λα του ανδρισμού και της ανδρικής ισχύος. Εντούτοις, η έμφυλη σεξουαλική ταυτότητα δεν ταυτίζεται με την κοινωνική ταυτότητα των ανδρών. Αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία, όπως διαφοροποιείται και η εξουσία που η κοινωνική θέση τους προσφέρει, χωρίς ο Brandes να εξετάζει το ενδεχόμενο η διαφοροποίηση αυτή να παράγει δια­ φορετικές εκδοχές ανδρισμού. Παρά ταύτα, ο ανδρισμός αναδεικνύεται ως ιδίωμα εξουσίας, πράγμα που επιτρέπει στον Brandes να προχωρήσει στη μεταφορική ανάλυση των δίπολων ανδρισμός/ θηλυκότητα, αρσενικό/ θηλυκό, δείχνοντας ότι η διαφορά του φύλου συμβολίζει και άλλες ιεραρχήσεις (γονέων-παιδιών, ανώτερων-κατώτερων τάξεων και ανδρών), όπου ο αδύναμος πόλος συλλαμβάνεται ως εκθηλυσμένος αλλά και όπου ελλοχεύει το ενδεχό­ μενο της αντιστροφής. Το έργο του Brandes έδωσε έναυσμα για την παραγωγή ενός σχετικά ο­ μοιογενούς προβληματισμού για τον ανδρισμό στην Ισπανία. Οι μελέτες με­ τακινήθηκαν σταθερά προς την έννοια της επιτέλεσης του ανδρισμού και της ανδρικής ταυτότητας σε ομόφυλα δημόσια συμφαζόμενα· βλ., για παράδειγ­ μα. Driessen (1983), Murphy (1983), Douglass (1984), Marvin (1984 και 1986), Gilmore (1987 και 1990: 30-55). Διαφορετική, αν και συγγενής με αυτές, είνοα η ανάλυση τουΝΗ^ΓζΙζΙ^για την ορεινή Κρήτη (1985), η οποία προσεγγίζει τον ανδρισμό ως έμφυλο ρόΧο/ταύτότητα Λου «ποιείται» μέσω της ζωοκλοπής και άλλων, λεκτικών κυ­ ρίως, επιτελέσεων μεταξύ ανδρών σε «σημαντικά» συμφραζόμενα της κοινω­ νικής ζωής. Χωρίς να καθιστά πρωτεύον θέμα τη>1 κυριαρχία των ανδρών στις γυναίκες, o Herzfeld εστιάζει την προσοχή του Ιστην αντιπαλότητα μεταξύ , ανδρών για την επίδειξη υπεροχής κατά την επιτέλεση του ανδρικού ρόλου και στην απροσδιοριστία αυτού του «αγώνα», óWou εκθηλύνονται τα α^μ-

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΓΗΌΣΕΓΤΙΣΕΙΣ TOT ΦϊΛΟΓ

39

κείμενα του ανταγωνισμού. Ωστόσο, δεν αναλύει τα πολιτικά συνεπαγόμενα της υπεροχής ή της κατωτερότητας στην επιτέλεση. Το έργο αυτό θα αποτελέσει κατ’ εξοχήν έργο αναφοράς στις αναλύσεις του ανδρισμού, συμβάλλο­ ντας στο να αποκτήσει η ελληνική εθνογραφία σημαντική θέση στις μελέτες του φύλου. Οι μελέτες του ανδρισμού στην Παπούα Νέα Γουινέα αναπτύχθηκαν γύρω από τις περίφημες «τελετές μύησης των αγοριών στην ανδρική ηλικία», πα­ ράδεισο έμφυλων συμβόλων. Αυτό το πλούσιο έμφυλο φαντασιακό δεν διακρίνεται μόνο επειδή εμφυλοποιεί, εκτός από τους ανθρώπους, τα μέρη και τις ουσίες του ανθρώπινου σώματος και το σύνολο του κοινωνικού και φυσι­ κού κόσμου στη βάση μιας έμφυλης πολικότητας. Διακρίνεται επίσης επειδή η έμφυλης σήμανση_δεν σταθερή κα ί ανεξάρτητη από συμφραζόμενα: επιδέχεται αντιστροφές, εναλλαγές και συγχωνεύσεις ή..ταυτόχρονες σημάνσειςΤ'ωϊτίεΤδ,τι είναι αρσενικό σε ορισμένα συμφραζόμενα της δράσης, είναι δΌνατόν σε άλλα να μετατρέπεται σε θηλυκό και σε άλλα πάλι να αποκτά δΤπλήΊϊ /jpuvu Γ). να καθίσταται δηλαδή «ανδρό-γυνο», και τούμπαλιν. μέσα από αλλεπάλληλες μετωνυμίες και μεταφορές. Συνεπώς, η έμφυλη πολικότη­ τα "συχνά μετατρέπεται σε σύγχυση των ορίων της έμφυλης διαφοράς και αντίστροφα. Και αυτό γιατί τίποτε δεν είναι εγγενώς έμφυλο. Όλα, συμπερι­ λαμβανομένων των ανθρώπων, αποκτούν φύλο μέσα από την εκάστοτε κοι­ νωνική σχέση και συναλλαγή, το οποίο δεν είναι ούτε σταθερό ούτε ενιαίο. Δεν είναι σταθερό, γιατί το ίδιο «πράγμα» ή το ίδιο πρόσωπο μπορεί να αναπαρίσταται ως αρσενικό, θηλυκό ή ανδρόγυνο, ανάλογα με τη σχέση. Και δεν είναι ενιαίο, γιατί ένα πρόσωπο ή «πράγμα» μπορεί να συντίθεται το ίδιο από αρσενικά, θηλυκά ή ανδρόγυνα μέρη. Οι μελέτες του ανδρισμού εδώ εγκαινιάστηκαν με το περίφημο έργο του jHerdt^(1981) για την τελετή μύησης των αγοριών στους Sambia της Παπούα Νέας Γουινέας. Η τελετή αυτή παρουσίαζε ένα αντιφατικό^στοιχείο στα δυτι­ κά μάτια: τη μύηση στον ανδρισμό μέσα από θεσμοποιημένες «τελετουργικές ομοφυλοφιλικές» (όπως αρχικά ονομάστηκαν) σεξουαλικές πρακτικές. Στην τελετή μύησης των Sambia, τα αγόρια αποσπώνται από τις μητέρες και το οικιακό περιβάλλον κατά την παιδική ηλικία και απομονώνονται σε διαφορε­ τικούς ανδρικούς τελετουργικούς χώρους, προκειμένου να μυηθούν στην αν­ δρική λατρεία και να αποκτήσουν τη «δύναμη» -ιδιότητα συνώνυμη με την ανδροπρέπεια και την ανδρειοσύνη- που απαιτείται για να γίνουν καλοί πο­ λεμιστές. Η μύηση διαρκεί δέκα με δεκαπέντε χρόνια και δεν ολοκληρώνεται πριν από την απόκτηση παιδιών, καθώς οι (άνδρες) Sambia πρεσβεύουν ότι, εν αντιθέσει με τα κορίτσια, που φέρουν την αναπαραγωγική ικανότητα εγ­ γενώς στη φυσιολογία τους και αναπτύσσουν τη θηλυκότητα με τη διαρκή σχέση με τη μητφα τους, τα αγόρια είναι ποικιλότροπα εκτεθειμένα στις επι^ράσέίς της θηλυκότητας και του θηλυκού, οι οποίες τα εμποδίζουν να αναπτυχθούν βιολογικά και κοινωνικά σε άνδρες. Αρα ο ανδρισμός και η α­

40

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ T ü r Φΐ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΛΝΘ112 ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ναπαραγωγική ικανότητα πρέπει να προκληθούν τεχνητά, με διάφορες τελε­ τουργικές τεχνικές «ανδροποίησης» και με αποκλειστική συναναστροφή με άνδρες. Η κατεξοχήν τελετουργική πρακτική που συμβάλλει στην ενεργοποί­ ηση της γρήγορης ανάπτυξης του ανδρισμού είναι η συστηματική και μακρό­ χρονη μεταβίβαση ανδρικού σπέρματος από τους μυούμενους που βρίσκονται σε πιο προχωρημένο στάδιο της μύησης προς τους αρχάριους, με πεολειχία (fellatio). Το σπέρμα, κατά τους Sambia, δεν μπορεί να παραχθεί με φυσικό τρόπο από το σώμα πρέπει να ληφθεί από το στόμα και να αποθηκευτεί. Οι επαναλαμβανόμενες λήψεις εφοδιάζουν το αγόρι με τα αποθέματα που α­ παιτούνται για την «ανδροποίησή» του. Όταν, στην εφηβεία, εμφανίσει τα σωματικά χαρακτηριστικά του ανδρισμού, η θέση του στη μύηση αντιστρέφε­ ται. Προφέρει ο ίδιος σπέρμα στους νεότερους μέσω πεολειχίας, για να π ε­ ράσει, στη συνέχεια, μετά το γάμο, στην ετερόφυλη σεξουαλική σχέση, προς την οποία πρέπει να προσανατολιστεί εφεξής αυστηρά. Οπως υποστηρίζει ο Herdt, η τελετή αυτή έχει στόχο να δημιουργήσει στα αγόρια ανδρικές σεξουαλικές και κοινωνικές ταυτότητες και να τα προετοι­ μάσει για το γάμο και την αναπαραγωγή. Ερμηνεύει δε τα τεκταινόμενα με δύο επιχειρήματα. Πρώτον, το πολεμικό ήθος των Sambia απαιτεί τη συγκρό­ τηση ενός συγκεκριμένου τύπου ανδρισμού .που να διαφοροποιείται κάθετα από τη θηλυκότητα και τις γυναίκες. Δεύτερον, οι άνδρες πρέπει να πεισθούν για την ανωτερότητά τους στη διαδικασία της αναπαραγωγής, μέσα από την αποκάλυψη του μυστικού μύθου για τη δημιουργία των ανδρών και των γυ­ ναικών από «ανδρική παρθενογένεση», πρέπει να τους ενσταλαχθεί η ανάγκη να προστατεύονται διαρκώς από τις γυναίκες και να αποκρυφθεί από τις τελευταίες το «τεχνητό» της κατασκευής του ανδρισμού, εμποδίζοντάς τις να κατανοήσουν τη δύναμη που οι ίδιες διαθέτουν.2324 Το Guardians of the Flutes άσκησε σημαντική επίδραση στη μετέπειτα προ­ βληματική του φύλου. Ενεργοποίησε τη μελέτη της πολιτισμικής κατασκευής του ανδρισμού μέσα από τις τελετές μύησης, συμβάλλοντας στην καθιέρωσή του ως θεματικής στην ανθρωπολογία και εντέλει στην «αποφυσικοποίησή» του (βλ. Herdt 1982· Poole και Herdt 1982, Herdt 1987).2/^ Πυροδότησε επίσης τη διερεύνηση της λεγόμενης «τελετουργοποιημένης ομοφυλοφιλίας», που, όπως αποδείχτηκε, ήταν αρκετά διαδεδομένη πρακτική εντός και εκτός Με­ λανησίας (Herdt 1984). Ετσι, συνέβαλε στην αναγνώριση της σεξουαλικότητας

23. Σε μεταγενέστερο έργο του (Herdt 1987), θα υποστηρίξει ότι ο πόλεμος και το πο­ λεμικό έθος εδράζονταν εντέλει στην επιθυμία των ανδρών Sambia να κυριαρχήσουν στις γυναίκες. 24. Η συχνή ενασχόληση με τις ανδρικές τελετές μύησης στη διάρκεια της δεκαετίας, του 1980 ενέπνευσε την ιδέα της επικέντρωσης στις γυναικείες τελετές μύησης στη δεκαετία του 1990. Γιοθετώντας μια σαφώς ευρύτερη θεώρηση, οι συντελεστές στο Lutkehaus και Roscoe (1995) τονίζουν ότι οι τελετές μύησης των κοριτσιών δεν αφορούν μόνο την κατασκευή της θηλυκότητας, τον ορισμό της αναπαραγωγής ή την ενηλικίωση, αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

41

ως αναλυτικής έννοιας στην ανθρωπολογία, ανοίγοντας το δρόμο στην κονστρουκτιβιστική προσέγγιση και την «αποδόμησή» της (βλ. Herdt 1984, Herdt και Stoller 1990). Τέλος, κινητοποίησε την ανάγνωση των τελετών αυτών από φεμινίστριες ανθρωπολόγους, οι οποίες τις ερμήνευσαν ως ενδείκτες της ανδρικής κυριαρ­ χίας (Lindenbaum 1984, Whitehead 1986). Η Strathern, από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι οι τελετές μύησης των Sambia έχουν ένα μέλημα πιο σύνθετο από τη δημιουργία «ανδρών», καθώς η ανδρική ιδιότητα δεν αποτελεί, τον μόνο τρόπο ύπαρξης^των «ανδρών» στην κοινωνική ζωή, Κατ’ αυτήν, ο μετασχη­ ματισμός των έμφυλων ταυτοτήτων των αγοριών/ανδρών καθώς μετακινού­ νται μεταξύ διάφορων θέσεων στην ανταλλαγή σπέρματος, η δημιουργία σχέ­ σεων ανισότητας στο εσωτερικό ενός σώματος ανδρών (όπου όλοι ορίζονται ως «αρσενικοί» και άρα ως ίσοι) μέσω της εγκατάστασης σχέσεων θηλυκού φύλου στα νεώτερα μυούμενα αγόρια, η διάχυτη παρουσία θηλυκών και αν­ δρόγυνων συμβόλων, η αμφισημία των ανδρικών και γυναικείων σωματικών μελών και ουσιών, όλα αυτά σηματοδοτούν την ανδρογυνία του αγοριού (ό­ πως και όλων των ανδρών): την ταύτισή του με την αρσενική και τη θηλυκή πηγή από τις οποίες προέρχεται. Για να καταστεί ικανός να συνάψει γάμο, ο νέος άνδρας πρέπει να είναι σε θέση να συνεισφέρει ένα διακριτό αρσενικό στοιχείο ως το μέρος του πατέρα, όπως η μέλλουσα σύζυγός του θα προσφέ­ ρει το μέρος της μητέρας. Και αυτή η αρσενική/ανδρική μορφή παράγεται σε σχέση με μια αντίθετη θηλυκή μορφή, με μια αλληλουχία έμφυλων μεταφο­ ρών και μετωνυμιών, όπου αυτό που αρσενικοποιείται δεν είναι τα πρόσωπα των ανδρών, αλλά τα ανδρικά όργανα και η ουσία που παράγουν (το σπέρ­ μα). Η ροή του σπέρματος στο πλαίσιο των ομόφυλων σχέσεων δημιουργεί μια ενιαία ταυτότητα στους άνδρες όχι ως άτομα ή ως μέλη μιας ειδικής κα­ τηγορίας (των ανδρών), αλλά ως μέρη μιας ομοιογενούς ανδρικής κοινότητας, και στοχεύει στη δημιουργία της ικανότητας για πατρότητα (Strathern 1988j 208-219).25

25. Όλως περιέργως, οι φεμινίστριες ανθρωπολόγοι δεν αμφισβήτησαν τον ομόφυλο χα­ ρακτήρα των τελετών μύησης στη Μελανησία (όπως και στην Αφρική και την Αμαζονία). ούτε διερεύνησαν το ρόλο των γυναικών σ ’ αυτές. Το ζήτημα Οα θέσει, αρκετά χρόνια αργό­ τερα, η Bonnemfere (2004). Οι συντελεστές του τόμου, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Herdt, θα επισημάνουν ότι αν διευρυνθεί ο τελετουργικός χώρος ώστε να συμπεριλάβει τα δρώμενα των γυναικών στον οικισμό, θα φανεί ότι και εκεί υπάρχει ένας αντίστοιχος γυναι­ κείος τελετουργικός χώρος, ο οποίος εντάσσεται στην ίδια τελετουργική διαδικασία. Η ίδια (όπως και άλλοι συντελεστές του τόμου) θα υποστηρίξει ότι οι τελετές δεν περιορίζονται στα πρόσωπα γένους αρσενικού και ότι η εκ νέου ανάλυση των τελετών μύησης με βάση τη σχεσιακή συγκρότηση του προσώπου όπως τη διατύπωσε η Strathem ανοίγει νέες δυνατότη­ τες. Η εστίαση της ανάλυσης στη συμμετοχή των γυναικών θα δείξει ότι οι μυστικές τελετές δεν αφορούν αποκλειστικά τα αγόρια, αλλά το μετασχηματισμό των σχέσεων που συνδέουν τα αγόρια με τους συγγενείς τους. Αν τα αγόρια καθίστανται ενήλικοι άνδρες, δεν είναι γιατί ικρίστανται δοκιμασίες, αλλά γιατί οι σχέσεις από τις οποίες αποτελούνται αναδιαμορφώνονται πλήρως (όπως μετασχηματίζονται και οι μητέρες τους). Έτσι, ο σκοπός των

42

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

3 . Π ρ ο ς την α π ο δ ό μ η σ η τ ο υ κ ο ιν ω ν ικ ο ύ φ ύ λ ο υ Η εννοιολόγηση του «κοινωνικού ^oXou^jCgendeil φάνηκε να δίνει ικανοποι­ ητική απάντηση στις αναζητήσει^ της φεμινιστικής θεωρίας και της ανθρωπο­ λογίας. Ανοιξε νέους θεωρητικούς και ερευνητικούς δρόμους ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε νέα ερωτήματα: σύντομα άρχισαν να διαπιστώνονται οι ασυμ­ φωνίες ως προς το αναλυτικό του περιεχόμενο και τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούσε, διαπιστώσεις που έθεσαν το ζήτημα της σχέσης φέμινισμοό χ αι ανθρωπολογίας και συνέπεσαν με ανακατατάξεις στο εσωτερικό και των^όο. Έ τσι, το διάστημα 1987-1990 σηματοδοτεί μια εποχή νέων αναθεωρήσεων με φόντο τη επίδραση του ρεύματος του μεταμοντερνισμού-μεταδομισμού.26 Σ ’ ό,τι αφορά το φεμινισμό, η θεωρία του κοινωνικού φύλου κέρδισε έδα­ φος. Καθώς, ωστόσο, η φεμινιστική θεωρία δεν μπόρεσε να προσφέρει μοντέ­ λο κοινής αποδοχής για το αναλυτικό περιεχόμενο του φύλου, παρέμειναν ασαφή τα πολιτικά του συνεπαγόμενα και ιδίως η χρησιμότητά του για το πολιτικό πρόγραμμα του φεμινιστικού κινήματος (Moore 1988). Ταυτόχρονα, η κατάδειξη της ποικιλομορφίας της κατάστασης και των εμπειριών των γυ­ ναικών ανά τον κόσμο έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της αποδοχής και της επεξεργασίας από το φεμινισμό των πραγματικών διαφορών μεταξύ των γυ­ ναικών (ως προς την τάξη, τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, την εθνότη­ τα κ.ά.). που συνεπάγονται και άλλες μορφές ανισότητας, οι οποίες διαπλέ κονται με την έμφυλη διαφορά και ανισότητα. Επέβαλε τη θεώρηση του φύ­ λου ως κοινωνικο-ιστορικής μορφής ανισότητα που συμπροσδιορίζεται από άλλες ανισότη τες. Η θεώρηση αυτή όμως επέβαλε τη στροφή από τη μελέτη των επιπτώσεων που έχουν οι διάφορες διαφορές-ανισότητες στις γυναίκες στην ανάλυση και θεωρητικοποίηση του πώς όλες αυτές οι μορφές ανισότη­ τας διατέμνονται και συγκατασκευάζονται (Stolcke 1981, Moore 1988). Έργο, λοιπόν, της φεμινιστικής θεωρίας είναι να συγκροτήσει τα κατάλληλα αναλυ­ τικά εργαλεία, ώστε να επεξεργαστεί θεωρητικά την έννοια της διαφοράς (Moore 1988: 11). Ετσι, προτεραιότητα στην ατζέντα του φεμινισμού αποκτά η μετακίνηση απά^Εφΐ-¿w o t« της «ταυτότητας» (sameness), στην έννοια της ^διαφοράς» (difference). Ωστόσο, αυτό που αποτέλεσε τη θεμελι^ώδη~σΠρΡ?5λη^^ ανθρω­ πολογίας στο φεμινισμό, ταυτόχρονα πυροδότησε σημαντικές θεωρητικές α­ νατροπές στο εσωτερικό του. Γιατί ο φεμινισμός, ως πολιτική και πολιτισμική κριτική, αλλά και ως πρόγραμμα δράσης, είχε βασική προκειμένη την οικου­

τελετών είναι να μετασχηματίσουν το σύστημα σχέσεων των προσώπων αρσενικό») γένους και ο καλύτερος τρόπος για να φανεί αυτό είναι να επικεντρώσουμε την προσοχή μας πε­ ρισσότερο στα πρόσωπα με τα οποία οι μυούμενοι συνδέονται παρά στους ίδιους το»>ς μυουμενους (Βοηηθίη^Γθ 2004α). 26. Για διεξοδική ανάλυση της επίδρασης αυτής, βλ. Γκέφου-Μαδιανου 1999· σε ότι αφορά το φεμινισμό ειδικά, βλ. Αθανασίου 2006α.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕ1ΤΙΣΕΙΣ TOI* ΦΤΛΟΤ

43

μενική κατηγορία «γυναίκες», οπότε η αποδόμηση της έννοιας «γυναίκα», αν δεν απειλούσε με αποδόμηση όλο το οικοδόμημα της φεμινιστικής πολιτικής, έθετε οπωσδήποτε θέμα αναθεώρησής του. Περαιτέρω μετατοπίσεις προκλήθηκαν από εξελίξεις που συντελέστηκαν στο ίδιο το εσωτερικό του φεμινισμού. Πρώτον, μέσα από τα αιτήματα ανα­ γνώρισης της διαφοράς μεταξύ των γυναικών ως υποκειμένων του φεμινιστι­ κού λόγου που προέβαλε ο λεγόμενος φεμινισμός της διαφοράς, οι φεμινί­ στριες που προέρχονται από μειονότητες στις χώρες προέλευσης του φεμινι­ σμού και από χώρες του Τρίτου Κόσμου αμφισβήτησαν το δικαίωμα των λευ­ κών γυναικών της Δύσης να μιλούν για λογαριασμό τους (βλ., λόγου χάριν. Moraga και Anzaldua 1981, Carby 1982, Hooks 1982, Amos και Parmar 1984. Minh-ha 1987 και ιδίως Mohanty 1988[1984] και Spivak 1987). Και, δεύτερον,^από τα ζητήματα αποδόμησης του υποκειμένου του φεμινιστικού κινή­ ματος που τέθηκαν με την είσοδο του μεταδομισμού σ ’ αυτό (βλ., για παρά­ δειγμα, Martin 1982, Flax 1987, Scott 1988). Όλα αυτά δημιούργησαν μια κρίση ταυτότητας στο εσωτερικό του, οδήγησαν σε περαιτέρω αναζητήσεις σ ’ ό,τι αφορά την εννοιολόγηση της «γυναίκας» ως υποκειμένου της φεμινιστι­ κής θεωρίας και πολιτικής (βλ., για παράδειγμα, de Lauretis 1984 και 1986, Alcoff 1988) και, εντέλει, προκάλεσαν τη διάσπαση της φεμινιστικής οπτι­ κής.27 Σ’ ό,τι αφορά την ανθρωπολογία, τα ζητήματα που θέτει η εννοιολόγηση του κοινωνικού φύλου είναι διαφορετικά. Αντίθετα από την ανθρωπολογία των γυναικών, που παρέμεινε στο περιθώριο του κλάδου, η μελέτη του κοι­ νωνικού φύλου εδραιώνεται ως ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο, ως αυτόνομο πεδίο ανθρωπολογικής έρευνας και ως οπτική μέσα από την οποία μπορούν να προσεγγιστούν ποικίλες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής (Μπακαλάκη 1994: 34-35). Οι μελέτες που διεξάγονται υπό το πρίσμα αυτό διαρκώς πλη­ θαίνουν. Ωστόσο, η πληθυντικότητα των απόψεων και ο διάλογος μεταξύ τους συνεχίζεται: η έννοια του φύλου μετατρέπεται σε αντικείμενο διαλόγου στο εσωτερικό της ανθρωπολογίας. Σ ’ αυτό το πλαίσιο, ο προβληματισμός αναπτύσσεται μεταξύ δύο πόλων, που υποδηλώνουν δύο χαλαρά διαχωρι­ σμένες, αλλά ορατές οπτικές στον κλάδο. Η συν έχ εια των αν αθ εω ρή σεω ν Η πρώτη οπτική, που διαγράφεται με περισσότερη σαφήνεια, είναι η φεμινι­ στική ανθρωπολογία. Ως συνέχεια της ανθρωπολογίας των γυναικών και του πολιτικού της προγράμματος και ως κινητήρια δύναμη της συζήτησης για το φύλο, διεκδικεί αυτόνομη θέση στην ανθρωπολογία (Moore 1988: 6) -η οποία ωστόσο της αμφισβητείται (Strathem 1981 β και 1987α)- και εξέχουσα θέση 27. Για μια ανάλυση της διαδικασίας αυτής, βλ. Μπακαλάκη 1994 και 1997, και Αθανα­ σίου 2006.

44

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΙΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

στην ανθρωπολογική θεωρία και πρακτική (Moore 1988, Collier και Yanagisako 1989, Morgen 1989). Ταυτόχρονα, διεκδικεί την ανασκευή της προβληματικής της ανθρωπολογίας (Moore 1988· πρβλ. όμως Strathern 1987α, η οποία της αρνείται τη δυνατότητα αυτή). Η φεμινιστική ανθρωπολογία θεωρεί το φύλο «δομούσα αρχή σε όλες τις κοινωνίες» (Moore 1988: vii). Συνεπώς, τοποθετεί τη μελέτη των γυναικών και του φύλου στο επίκεντρο της ανθρωπολογικής έρευνας. Έ τσι, εκτοπίζει την πολιτισμική διαφορά από κεντρική έννοια της ανθρωπολογίας, αμφισβη­ τώντας την αναλυτική χρησιμότητα της στις σημερινές συνθήκες. Την αντικα­ θιστά με τη διαφορά του φύλου, αναδιατυπώνοντας τα θεωρητικά ερωτήματά της. Αυτά δεν είναι πλέον πώς η έμφυλη διαφορά συγκροτείται και βιώνεται μέσα από τον πολιτισμό, πώς, για παράδειγμα, δομείται μέσα από τη συγγέ­ νεια, τις οικονομικές σχέσεις ή τις τελετουργίες, αλλά πώς όλα αυτά τα στοι­ χεία συγκροτούνται και βιώνονται μέσα από το φύλο, αλλά και πώς το φύλο δομείται και βιώνεται μέσα από τις ιστορικές μεταβολές που προέκυψαν από την αποικιοκρατία, το νεο-ιμπεριαλισμό και την ανάδυση του καπιταλισμού (Moore 1988: 9-10). Σ ’ αυτή τη φάση της διαφοροποίησης του υποκειμένου του φεμινιστικού κινήματος, η φεμινιστική ανθρωπολογία επιχειρεί την επανεξέταση της φεμι­ νιστικής οπτικής. Οι κριτικές των φεμινιστριών της διαφοράς διατυπώθηκαν και στο εσωτερικό της φεμινιστικής ανθρωπολογίας, αμφισβητώντας την ε ­ φαρμογή του φεμινιστικού προγράμματος δράσης στα υποκείμενα της εθνο­ γραφίας (βλ., για παράδειγμα. Stivens 1985 και κυρίως Ong 1988). Η ίδια κριτική επισήμανε ότι η εθνογραφική συνάντηση μεταξύ της γυναίκας εθνο­ γράφου και της γυναίκας ως αντικειμένου της έρευνας διέπεται από το ίδιο σύστημα ανισότητας που διέπει κάθε εθνογραφική συνάντηση. Στο βαθμό που έχει ήδη καταδειχθεί ότι η αποκλειστική μελέτη των γυναικών είναι θεω ­ ρητικά αδιέξοδη και εθνογραφικά επισφαλής, με την αμφισβήτηση και της πολιτικής παρέμβασης, η φεμινιστική οπτική χάνει το σημείο του Αρχιμήδους και βρίσκεται σε αμηχανία. Η μετατόπιση από την ταυτότητα στη διαφορά επιβάλλει κριτική επανε­ ξέταση της έννοιας της «διαφοράς». Σ ’ αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο η πολιτι­ σμική διαφορά, αλλά και η ίδια η έμφυλη διαφορά δεν θεωρείται παρά μ ία μορφή διαφοράς, η οποία συγκροτείται ταυτόχρονα με άλλες μορφές διαφο­ ράς. όπως είναι η τάξη, η φυλή, οι ιστορικές συνθήκες. Έ τσι, το έργο της φ ε­ μινιστικής ανθρωπολογίας προσανατολίζεται στην αναζήτηση τρόπων θεωρητικοποίησης της διατομής και αλληλο-συγκρότησης των ποικίλων μορφών της διαφοράς (Moore 1988: 197* πρβλ. Stolcke 1981 και 1993), ενώ ταυτόχρονα διασπάται και αποδομείται (εν μέρει, τουλάχιστον, ή για ορισμένες φεμινί­ στριες ανθρωπολόγους) και η έννοια του φύλου, η οποία εντάσσεται σε συ­ γκεκριμένα συμφραζόμενα και συνεξετάζεται με αυτά. Ωστόσο, παρά την πολυ-πρισματική θεώρηση της διαφοράς, η έμφυλη διαφορά διατηρεί το προ­

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΠΣΕΙΣ TO1T ΦΓΛΟΓ

45

βάδισμα ως άξονας για την κατανόηση και την ανάλυση των άλλων (Moore 1988: 192). Στην αμερικανική φεμινιστική ανθρωπολογία παρουσιάζονται ανανεωτικές προσεγγίσεις, οι οποίες εκλεπτύνουν την έννοια του κοινωνικού φύλου· εμβο­ λιάζουν τις αναλύσεις της πολιτικής οικονομίας με την κονστρουκτιβιστική οπτική και έτσι πλησιάζουν τις προσεγγίσεις της πρακτικής προχωρώντας στη θεώρηση των έμφυλων ιδεολογιών ως ιστορικών σχηματισμών που υπόκεινται σε πολιτικές χρήσεις, επανερμηνεύονται ή μεταβάλλονται με τη μετα­ βολή των ιστορικών συνθηκών και μέσα από τη δυναμική των κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων και αντιπαραθέσεων. Σ ’ αυτό το πλαίσιο, η Guyer (1988) προτείνει μια ιστορική μέθοδο που παρεμβάλλει το φύλο στη μελέτη της αγροτικής παραγωγής, δείχνοντας τις μεταβολές των έμφυλων αντιλήψεων και πρακτικών μέσα από τις μεταβολές της παραγωγής. Η Silverblatt (1987, 1988) αναλύει τις πολλαπλές και αντιφα­ τικές έμφυλες ιδεολογίες στην αυτοκρατορία των Ίνκα και δείχνει ότι οι πο­ λιτικές του φύλου χρησιμοποιήθηκαν, τόσο από τους Ίνκα για να υποτάξουν και να ενσωματώσουν τους λαούς που κατέκτησαν, όσο και από τους ίδιους τους κατακτημένους λαούς ως πεδίο αντίστασης. Η Stoler (1989 και 1992 [1989]) διερευνά τη χρήση του ελέγχου της σεξουαλικότητας των ιθαγενών και ευρωπαίων γυναικών στις αποικίες ως εργαλείου στην υπηρεσία πολλα­ πλών στρατηγικών: για την ανάπτυξη μιας πολιτικής ταξικής διαφοροποίησης των αποίκων, ανάλογης με εκείνη της μητρόπολης, για τη χάραξη ορίων με­ ταξύ ιθαγενών και Ευρωπαίων και για την περιχαράκωση μιας διακριτής, αλλά και ανώτερης στα μάτια των ιθαγενών ευρωπαϊκής ταυτότητας. Τέλος, η Ong (1990α 1990β), αναλύει τους δυναμικούς ιστορικούς μετασχηματι­ σμούς των έμφυλων συμβολισμών και σχέσεων που προκαλούνται από τις δραματικές μεταβολές στην πολιτική οικονομία της Μαλαισίας, δείχνοντας τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες η δυναμική διάδραση μεταξύ συγκρουόμενων σφαιρών της κοινωνίας παράγει πολλαπλές, ανταγωνιστικές και ασταθείς εικόνες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Η δεύτερη οπτική είναι μια ανθρωπολογία του φύλου που ενσωματώνει πολλές κριτικές (ανα)θεωρήσεις της φεμινιστικής ανθρωπολογίας. Ωστόσο, θεωρεί ότι το πρόταγμα της έμφυλης διαφοράς σε σχέση με την πολιτισμική διαφορά συσκοτίζει τις έμφυλες σχέσεις και τις κοινωνικο-πολιτισμικές πραγματικότητες στις οποίες εντάσσονται, επειδή θεωρεί δεδομένα αυτά που θα έπρεπε να θέτει υπό εξέταση: ότι η διαφορά ανδρών και γυναικών είναι η αρχή που δομεί τις μεταξύ τους σχέσεις· ότι όλες οι γυναίκες στον κόσμο μπορούν να συλλάβουν τον εαυτό τους σε αντίθεση με τους άνδρες και συ­ γκροτούνται ως υποκείμενα στη βάση της αντίθεσης του φύλου τους· ότι ο εαυτός και το πρόσωπο εννοιολογούνται παντού όπως το άτομο στις δυτικές κοινωνίες· τέλος, ότι η έννοια της κοινωνίας ισοδυναμεί παντού με ένα σύνο­ λο ατόμων, που νοούνται σε αντίθεση με αυτήν, και εκείνη ως εξωτερική

46

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ ΦΤ ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

προς αυτά, υποτάσσονται δε από την ενοποιητική ισχύ της. Η οπτική αυτή επιχειρεί να οριοθετήσει τη σχέση μεταξύ ανθρωπολογίας και φεμινισμού. Καταδεικνύει τη συγγένεια μεταξύ της ανθρωπολογικής και της φεμινιστικής οπτικής, το κοινό ενδιαφέρον για τις «διαφορές», αλλά και το ασύμβατο, που καθιστά τη σχέση τους «αμήχανη»: τη διαφορετική συ­ γκρότηση του «εαυτού» και του «άλλου» (Strathem 1987α,28 1988: 22-40). Το καινοτόμο στοιχείο της οπτικής αυτής είναι ο αναστοχασμός: η προσπά­ θεια να εκθέσει τους ευρωκεντρικούς προσδιορισμούς της ανθρωπολογικής οπτικής οι οποίοι διαμορφώνουν τη (φεμινιστική και την) ανθρωπολογική ανάλυση του φύλου στις μη-δυτικές κοινωνίες, εφόσον ενυπάρχουν στις ανα­ λυτικές έννοιες με τις οποίες προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται η κοινωνική πραγματικότητα. Σημαντικές μελέτες εδώ είναι δύο συλλογικοί τόμοι και ιδίως οι εισαγωγές τους: Collier και Yanagisako (1987) και Yanagisako και Collier (1987). καθώς και Strathem (1987β και 1987γ). Επίσης, το έργοσταθμός της Strathem, The Gender of the Gift (1988). Oi Yanagisako και Collier (1987) αμφισβητούν την ίδια την έννοια της έμφυλης διαφοράς. Επισημαίνουν ότι η συζήτηση για το φύλο θεωρεί δεδομένο ότι οι σχέσεις ανδρών και γυναικών προσδιορίζονται οικουμενικά από τη με­ ταξύ τους διαφορά, αντίληψη που στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι άνδρες και οι γυναίκες προσδιορίζονται παντού από τη βιολογική τους διαφορά. Η αντίληψη αυτή υποτείνει τόσο την άποψη ότι το κοινωνικό φύλο αποτελεί πολιτισμική επεξεργασία των βιολογικών δεδομένων, όσο και την ιδέα ότι η συγγένεια συνίσταται στο πλέγμα των γενεαλογιών που στηρίζονται στη βιο­ λογική συνέχεια, θεωρώντας έτσι και τα δύο προ-πολιτισμικά ή προκοινωνικά δεδομένα. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν, κανένα βιολογικό ή υλικό «γεγονός» δεν έχει από μόνο του κοινωνικές συνέπειες και πολιτισμικές ση­ μασίες. Όλα τα «γεγονότα» είναι πολιτισμικά γεγονότα: οι σημασίες και οι συνέπειές τους είναι κοινωνικά κατασκευασμένες. Με αυτή την έννοια, το βιολογικό φύλο και το μοντέλο της βιολογικής διαφοράς αποτελεί μια πολιτι­ σμικά προσδιορισμένη αντίληψη, μια δυτική φυσιοκρατική αντίληψη για τη συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων. Στη βάση αυτής της προβληματικής διατυπώνουν τρεις θέσεις. Πρώτον, το φύλο και η συγγένεια πρέπει να μελετώνται από κοινού, κα­ θώς-κατασκευάζονται ταυτόχρονα: το σύστημα συγγένειας συγκροτείται μέ­ σα από τον προσδιορισμό της έμφυλης διαφοράς και τούμπαλιν. Έ τσι, οι ερευνήτριες αυτές ολοκληρώνουν την ανάλυση του Schneider για την αποφυσικοποίηση^ της. συγγένειας (1968, 1984), δείχνοντας τις κοινές δυτικές βιολογι­ κές προκαταλήψεις που προσδιορίζουν τη μελέτη της συγγένειας και του φύ­ λου. Διαπλέκοντας τη συγγένεια με την ανάλυση του φύλου, οι συμβολές του τόμου αναζωογονούν το ενδιαφέρον για αυτό το, κάποτε πολύ κεντρικό και 28. Για εκτενέστερη παρουσίαση και σχολιασμό τοο άρθρου της Strathem (1987α). βλ. Μπακαλάκη 1994: 38-44.

ΑΝΘΓΏΠΟΛΟΓΊΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΠΣΕΙΣ TOI* ΦΙΓΛΟΓ

παραμελημένο εκείνη την εποχή, πεδίο της ανθρωπολογίας (βλ., για παρά­ δειγμα, Bloch 1987, Rapp 1987, Shapiro 1987, Strathern 1987ε και Yanagisako 1987). ^Δεύτερον, ανθρωπολογική ανάλυση^πρέπει να μετακινηθεί από τις ανα^υτικές διχρωμίες και τις μερικές σχέσεις (άνδρες/ γυναίκες, δημόσιο/ οικια— κόΓ^ο.κ.) και να εστιαστεΓ στα κοινωνικά σύνολα. Αντί για τη διερεύνηση των πολιτισμικών νοημάτων που αποδίδονται στις κατηγορίες «άνδρες» και «γυναίκες», «αρσενικό» και «θηλυκό», η οποία θεωρεί δεδομένο ότι οι κα­ τηγορίες αυτές δομούνται από τη μεταξύ τους διαφορά, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί, κατά τις ερευνήτριες αυτές, είναι αν όντως οι «άνδρες» και οι «γυναίκες» δομούνται από τη διαφορά τους σε κάθε συγκεκριμένη κοινω­ νία, και αν ναι, ποιες είναι οι κοινωνικο-πολιτισμικές διαδικασίες που τους κάνουν να φ αίνονται διαφορετικοί. Έτσι, το ερώτημα μετατίθεται στο πώς ορίζεται η διαφορά αυτή καθαυτήν, πώς κατασκευάζεται και πώς μεταβάλ­ λεται ιστορικά. Θεωρώντας δεδομένο ότι οι κοινωνίες αποτελούν συστήματα ανισότητας, η ανάλυση πρέπει να εστιαστεί στις διαδικασίες, τις αξίες και τις πρακτικές που συγκροτούν τη διαφορετική αξιολόγηση (τη διαφορά) και ορ­ γανώνουν την ανισότητα, και στο πώς αυτές μεταβάλλονται από τη δράση των ανθρώπων. Η θέση αυτή απο-υποστασιοποιεί την έννοια του φύλου, την αναλύει σε σχέση με ποικίλα συμφραζόμενα και ανιχνεύει πώς αναδύεται από αυτά, θέτοντας τις βάσεις για αυτό που θα ονομαστεί προσέγγιση του «φύλου ως διαδικασίας» (Τείτ^ 1990). Έτσι, απο-υποστασιοποιεί την έννοια της έμφυλης διαφοράς, καθώς τη θεωρεί μία πιθανή διαφορά μεταξύ _άλλων, ανοίγοντας το δρόμο για την αποδόμησή της^9 στή δεκαετία του 1990, και προβληματοποιεί την αντίληψη για το φύλο ως δομή σταθερών σχέσεων. Αφ’ ενός εδραιώνει την ιστορική ανάλυση στην προσέγγιση του φύλου από τη σκσίΐιά της πρακτικής (Υ β ι^ ί8 8 ^ 1987, Οοπ^Γοίί 1987, ίΛηόθπόθΐίΓη 1987).2930 Αφ’ τείνει την ανάδειξη και ανάλυση των πολλαπλών και αντιφατικών /απαραστάσεων που υπάρχουν στις κοινωνίες (Bloch 1987). και η πιο ανατρεπτική, άποψη που διατυπώνουν οι Υ α ι^ ΐ8 β ^ ΐίναι ^αμφισβήτηση της αντίληψης ότι η διαπολιτισμική ποικιλο'ΓΎί ^μτολης διαφοράς έχεΓ βιολογική βάση, ό,τι και τις οδηγεί στην απόρριψη της διχοτομίας βιολογικό/ κοινωνικό φύλο. Κατά την άποψή τους, η βιολογία διαφορά είναι και η ίδια ιστορική καη/ωνική κατασκευή, μια δυτική πολιτισμική αντίληψη.για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Αρα. η προσοχή 29. Η σχετικοποίηση της έννοιας τοο φύλου από τις Yanagisako και Collier επέσυρε την έντονη κριτική των μαρξιστριών φεμινιστριών ανθρωπολόγων, που αν και συμφωνούσαν με τη συν-θεώρηση της έμφυλης διαφοράς με άλλες μορφές ανισότητας, επέμεναν ωστόσο στη διατήρηση του φεμινιστικοί) προγράμματος στην ανθρωπολογία βλ.. για παράδειγμα, di Leonardo 1991α: 25. 30. Η άποψη αυτή φέρνει τις προσεγγίσεις της πρακτικής πιο κοντά στις προσεγγίσεις της πολιτικής οικονομίας.

48

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

πρέπει να στραφεί ότη διερεύνηση των διαδικασιών μέσα από τις οποίες κα­ τασκευάζονται και τα δύο. το ένα σε σχέση με το άλλο. Αυτή η άποψη,'την οποία έχει ήδη αναπτύξει στην πράξη η Strathern και άλλες/οι ανθρωπολόγοι που μελετούν τη Μελανησία (χωρίς, ωστόσο, να τη διατυπώσουν με αυτούς τους όρους), απηχεί το επιχείρημα του Φουκώ (1978 [ 1976]), ότι η έννοια του βιολογικού φύλου δεν υπάρχει πριν από τον ορισμό της στο πλαίσιο ενός λό­ γου (discourse) ο οποίος προσδιορίζει τα νοήματά της. Η θέση αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στη διάρκεια της__5£καε_τίας_ του 1990. Στο Dealing with Inequality, η Strathern (1987γ και 1987δ) συζητάει το ζή­ τημα της έμφυλης ανισότητας με αφετηρία εθνογραφικές έρευνες από τις «εξισω τικές» κοινωνίες της Μελανησίας και της Νοτιοδυτικής Ασίας, όπου η έμφυλη ανισότητα δεν στοιχειοθετεί άλλου είδους ιεραρχήσεις, για να προβληματοποιήσει την ίδια την έννοια της (έμφυλης) ανισότητας, μετατοπίζο­ ντας την απόφανση στην ανθρωπολογική αναλυτική πρακτική. Η ανισότητα συνδέεται άρρηκτα με το όραμα και την έννοια της ισότητας που (όπως και η ιεραρχία) είναι δυτική ιστορική κατασκευή, με νομικο-πολιτικές ρίζες. Η α­ πόφανση για τα κριτήρια με βάση τα οποία οι άνθρωποι είναι ίσοι ή όχι ταυ­ τίζεται με την απόφανση του παρατηρητή σε ό,τι αφορά τους τόπους συ­ γκρότησης της ισχύος και της εξουσίας. Αρα. το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει ή όχι ανισότητα, αλλά μ/^ποιον τρόπο γνωρίζουμε ότι υπάρχει ανιαότοτα (1987γ: 2)* ούτε αν είναι οι άνδρες ή οι γυναίκες που «κατέχουν» την εξου­ σία, αλλά πώς οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι μια συγκεκριμένη κατηγορία αν­ θρώπων διαθέτει ισχύ ή ότι ορισμένα πρόσωπα διατελούν σε σχέσεις ανισό­ τητας (1987γ: 8)· μέσα από ποιες αναπαραστάσεις και σχέσεις προσλαμβά­ νουμε και εννοιολογούμε την εξουσία (1988: 98-132). Εφόσον οι λαοί που αποτελούν τα υποκείμενα μελέτης του τόμου δεν διαθέτουν εννοιολογικά σχήματα αντίστοιχα με αυτό της ανισότητας (ή της ισότητας),31 είναι σημα­ ντικό να δημιουργήσουμε ανθρωπολογικές έννοιες που να->υπερβαίνουν το δίλημμα οικουμενισμός/ πολιτισμικός σχετικισμός και άφενός) να καθιστούν δυνατή τη σύγκριση μεταξύ κοινωνιών, ενώ, αφετέρου, να βρίσκονται σε στε­ νή σύνδεση με τις τοπικές κοινωνικές πραγματικότητες. Αναφορικά με το ζήτημα της ανισότητας, αυτό προϋποθέτει να διερευνήσουμε τη θέση που αυτή κατέχει, τόσο στην ανθρωπολογική ανάλυση όσο και στο μέρος της δυ­ τικής κοσμολογίας όπου αυτή παραπέμπει. Ο δυτικός (και ο ανθρωπολογικός) λόγος για την ανισότητα εδράζεται σε μια σειρά δυτικές αναπαραστάσεις που συνδέονται με την εμπρόθετη-δράσ η

.31. Οι κοινωνίες αι>τές δεν είναι κληρονόμοι της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης οότε της ροοσωικής ρητορικής, δεν διαθέτοον τα εννοιολογικά εργαλεία των διαστρωματωμένων κρατικών συστημάτων που προβάλλουν τη φαντασίωση της κοινής ανθρώπινης ιδιότητας των μεμονωμένων πολιτών ούτε αυτά της καπιταλιστικής οικονομίας, που εμπορευματοποι­ εί πράγματα και ανθρώπους.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟ Τ’ Φί’ΛΟί*

49

(^^ΕΙίςγ), την κατασκευή της διαφοράς και της αξίας και αυτές, με τη σειρά τους, με ένα σύνολο αντιλήψεων για τον κόσμο, οι οποίες διαμεσολαβούνται από το «βιομηχανικό μοντέλο για την εμπρόθετη δράση» των δυτικών (βιομηχανικών) κοινωνιών (1987δ: 282). Με βάση το μοντέλο αυτό, η εμπρόθετη δράση συνδέεται με την εξουσία, αφού συνδέεται με την υποκειμενικότητα και υποδηλώνει μια αυτονόητη σχέση μεταξύ του προσώπου και της δράσης, που θεωρείται ότι πηγάζει από αυτό και ασκείται πάνω σε αντικείμενα, τον φυσικό κόσμο ή άλλους ανθρώπους, κατασκευάζοντάς τα ως τέτοια μέσα από μια ιεραρχική σχέση. Η δράση συλλαμβάνεται ως έλεγχος -του υποκει­ μένου στη φύση ή σε άλλα υποκείμενα και της φύσης ή της κοινωνίας πάνω στο υποκείμενο-, φέρει δε έντονες συνδηλώσεις ιεραρχίας, με αποτέλεσμα και η διαφορά να εννοείται ως ιεραρχική. Η αξία, από την άλλη πλευρά, συνεπά­ γεται σύγκριση μεταξύ ενοτήτων -οι οποίες είτε νοούνται ως αναλογία (μέ­ ρος) η μία της άλλης είτε "ταξινομούνται ιεραρχικά- και είναι και αυτή στενά συνδεδεμένη με τις αναπαραστάσεις της βιομηχανικής παραγωγής, τη μετατρεψιμότητα και ένταξη ανόμοιων πραγμάτων σε μια κοινή κλίμακα αξιολόγησης. Στις κοινωνίες της Μελανησίας και του Νοτιοδυτικού Ειρηνικού, ωστόσο, εμπρόθετη δράση, οιαφορά και αίμα εΚψράζόνταί διαφορετικά. Η αιτία της δράσης είναι πιθανό να εδράζεται σε διαφορετικό πρόσωπο από το δρων υποκείμενο- το υποκείμενο της δράσης δεν είναι ενιαίο, αλλά αποτελείται από τις σχέσεις που ενσωματώνει· η δράση συνίσταται στην ανταλλαγή αντι­ κειμένων που ποτέ δεν είναι απλά «αντικείμενα», αλλά ενσωματώνουν αν­ θρώπους ή μέλη ανθρώπων και τις ιδιότητές τους· η αξία των αντικειμένων συμπεριλαμβάνει την πηγή τους, τις κοινωνικές σχέσεις στο πλαίσιο των ο­ ποίων” αυτά δημιουργούνται και ανταλλάσσονται. Κατ' αυτόν τον τρόπο όχι μόνο η δράση, αλλά και η ίδια η εξουσία χωρίζεται στην αιτία και την άσκη­ σή της. Η σχάση μεταξύ αιτίας και φορέα δράσης (ή εξουσίας), μεταξύ ενός προσώπου που δρα για τον εαυτό του/της ή που αναγκάζεται από άλλους να δράσει, καταγράφεται συχνά μέσω του φύλου. Το πρόσωπο που είναι η αιτία της δράσης κάποιου άλλου καθίσταται το ίδιο ανενεργό. Αυτό όμως σημαίνει ότι οι ενέργειες διαφορετικών δρώντων υποκειμένων δεν μπορούν να μετρη­ θούν στη βάση μιας κοινής κλίμακας, πράγμα που σημαίνει, με τη σειρά του, ότι δεν υπάρχει μια κοινή κλίμακα ούτε ένα κοινό πλαίσιό για εκτιμηθεί η (αν)ισότητα των φύλων. Οι συμβολές των Ε γϊϊγ^ οπ και ϋθννθίτζ (1987α). Β θΙΙ (1987), Οιο\νηΐΓ^ (1987) και ΝβεΗ (1987) προσφέρουν ιδιαίτερα χαρακτηρι­ στική εικονογράφηση των επιχειρημάτων αυτών· πρβλ. Ε γπγ^ οπ και ϋθννθΓίζ 1989β. γ— ...................Τον προβληματισμό της δεκαετίας-του 198Π κλείνει ένα έργο-τομή της Βπ^Η θιτι (1988). Συνοψίζοντας και διευρύνοντας την προβληματική που έχει ήδη διατυπώσει στην έως τότε δουλειά της, η χαράζει μια πολυσύν­ θετη μεθοδολογική στρατηγική, με στόχο να συγκροτήσει μια θεωρία για το

50

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ Φ ΓΑΟ Ϊ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

φύλο στη Μελανησία αλλά και πέρα από αυτήν, ενσωματώνοντας τις πρό­ σφατες θεωρητικές επεξεργασίες που έχουν συντελεστεί στην ανθρωπολογία και τις κριτικές που έχει δεχτεί η συγκριτική μέθοδος. Για να τον επιτύχει, προχωρεί σε μια πολυεπίπεδη ανάλυση. Αφ’ ενός συγκρίνει και διασταυρώ­ νει μεταξύ τους τα ευρήματα των εθνογραφικών μελετών για τους λαούς της Μελανησίας, όπου ο συμβολισμός των φύλων παίζει μείζονα ρόλο στην εννοιολόγηση της κοινωνικής ζωής, εξετάζοντας τα ευρήματα μιας κοινωνίας υπό το φως και το πρίσμα των ευρημάτων μιας άλλης, έτσι ώστε να τα^ιβυρμνει χ,αχ-Aiα εντοπίσει την κοινή τους πολιτισμική και κοινωνική λογική^^ φ * ετέρου συγκρίνει και διασταυρώνει το προϊόν αυτής της πράξης με τις φεμινι­ στικές παραδοχές για το φύλο και την κοινωνία, καθώς και με αυτές της αν­ θρωπολογίας, έτσι ώστε να εντοπίσει την πολιτισμική και κοινωνική λογική που τις υποτείνει, αλλά και να υποδείξει τρόπους απάντησης της ανθρωπο­ λογίας στα επιχειρήματα του φεμινισμού. Μέσα από αυτή την ανάλυση, που ανανεώνει τη συγκριτική μέθοδο, η Strathern αποσταθεροποιεί τις ουσιοκρατικές παραδοχές της εννοιολόγησης του φύλου από τη φεμινιστική ανθρωπο­ λογία. Εστιάζοντας την προσοχή της σε μια αυστηρή εκδοχή του φύλου ως συμβόλου, που χρησιμοποιείται για την κατηγοριοποίηση και κατηγόρηση όχι μόνο ανθρώπων, αλλά και πραγμάτων, συμβάντων, κ.λπ., διερευνά τις σημα­ σίες και μεταφορικές του λειτουργίες στα συμφραζόμενα μιας βασικής μορ­ φής κοινωνικότητας και κοινωνικής ενοποίησης, που είναι η ανταλλαγή, και της κύριας μεταφοράς της, που είναι το δώρο. Έ τσι, δείχνει τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι συμβολισμοί του φύλου και η διακριτότητα των αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικών αποτελούν μέσο κατανόησης και κατηγόρησης της δράσης που συντελείται στο πλαίσιο της ανταλλαγής, μέσο αναπαράστασης των αντιλήψεων των ανθρώπων για τις κοινωνικές σχέσεις, και όχι μέσο διαίρεσής τους σε άνδρες και γυναίκες. Ταυτόχρονα δείχνει την περιπλοκότητα των έμφυλων ταυτοτήτων στους λαούς της Μελανησίας, οι οποίες δεν είναι ενιαίες, αποκλειστικά ανδρικές ή γυναικείες, αλλά το ένα φύλο εμπεριέχει το άλλο, στρέφοντας την προσοχή στη διερεύνηση του πώς καθίστανται έμφυλοι οι άνθρωποι. Η ε π έκ τ α σ η το υ απ ο δ ο μ η τιχ ο ύ π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς στην α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία : σ υ ν α ι­ σ θ ή μ α τα , σ ώ μ α , σ εξο υ α λ ικ ό τ η τα Η επέκταση του κονστρουκτιβιστικού-αποδομητικού προγράμματος φαίνεται να έρχεται προς επίρρωση της πρότασης των Yanagisako και Collier, καθώς αποκαλύπτει μια γενικότερη προκατάληψη γηι» . τ. _ σμού. ----------(_Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ·ντο σώμα, τα συναισθήματα και η σε­ ξουαλικότητα. έννοιες με έντονες βιολογικές αναφορές και στενά συνδεδεμένες με το φύλο, άρχισαν να υποβάλλονται σε συστηματική κριτική εξέταση

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

51

και να αναδεικνύονται κοινωνικο-πολιτισμικές κατασκευές. Στα τέλη τ ης δε-^ μετ{ρκΓτσΡ ~Τ^ ^ και αποδομείται η éyyQiof του (σώμα^ ~TQC, έπ ειτ ο Γ α π ό ΊΙια μακρόχρονη αμφιθυμία της ανθρωπολογίας να ασχοληθεί θεωρητικά με αυτό και να αμφισβητήσει την επικρατούσα εννοιολόγηση του ως οικουμενικής βιολογικής βάσης που καθίσταται αντικείμενο ποικιλόμορ­ φης επεξεργασίας από τον πολιτισμό (Lock 1993: 133-134 ).(^3/Ιστορικές, κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν στα |τέλη αυ­ τής της δεκαετίας^ δείχνουν ότι είναι προϊόν συγκεκριμένων, ιστορικών, κοι­ νωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών λόγων και πρακτικών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δυτικοί επιστημονικοί λόγοι.*33* Ωστόσο, η συγκρότηση του έμφυλου υλικού σώματος cûc bâcme τη. Women Writing Culture. 166-185. Μ πέρχλεο χαι Λος Αντζελες: University of California Press. ^ Colen. Shellee. 2 0 0 6 [19951. “ ‘Like a mother to them’: Stratified reproduction and West

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΊΓ

109

Indian childcare workers and employees in New York”. Στο E. Lewin (επιμ.). Feminist Anthropology: A Reader, 3 8 0 -396. Μόλντεν Μασ.: Blackwell Publishing. Collier, F. Jane, 1974, “Women in politics”. Στο Μ. Z. Rosaldo και L. Lamphere (επιμ.). Woman, Culture and Society, 89 -9 6 . Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1987a, Marriage and inequality in Classless Societies. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1987β, “Rank and marriage: Or why high-ranking brides cost more”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays Toward a Unified Analysis, 197220. Στάνφορντ: Stanford University Press. Collier, Jane, F. και Michelle Rosaldo, 1981, “Politics and gender in simple societies”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ.). Sexual Meanings: The Cultural Construction of Gender and Sexuality, 275-329. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Collier, Jane, F. και Sylvia J. Yanagisako (επιμ.), 1987, Gender and Kinship: Essays To­ ward a Unified Analysis. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1987a, “Introduction”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.), Gender and Kinship: Essays Toward a Unified Analysis, 1-13. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1989, “Theory in anthropology since feminist practice”. Critique of Anthropology 9 (2): 27-37. Comaroff, John, 1987, “Sw/ genderis: Feminism, kinship theory and structural domains”. Στο J. F. Collier, και S. J. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays Toward a Unified Analysis, 5 3-85. Στάνφορντ: Stanford University Press. Cooper, Barbara, 2001 [1999], “The strength in the song: Muslim personhood. audible capital, and Hausa women’s performance of the Hajj”. Στο D. Hodgson (επιμ.). Gen­ dered Modernities: Ethnographic Perspectives, 79-104. Νέα Υόρκη: Palgrave. Cooper, Nancy, 2000, “Singing and Silences: Transformations of Power through Java­ nese Seduction Scenarios”. American Ethnologist 27 (3): 609-644. Cornwall, Andrea, 1994, “Gendered identities and gender ambiguity among travestis in Salvador, Brazil”. Στο A. Cornwall και N. Lindisfame. (επιμ.). Dislocating Masculin­ ity: Comparative Ethnographies, 111-132. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Cornwall, Andrea και Nancy Lindisfame (επιμ.), 1994, Dislocating Masculinity: Compara­ tive Ethnographies. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. — 1994α, “Dislocating masculinity: Gender, power and anthropology”. Στο A. Cornwall και N. Lindisfame, (επιμ.). Dislocating Masculinity: Comparative Ethnographies. 11-47. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Cott, N. F., 1978, “Passionlessness: An interpretation of Victorian sexual ideology, 17901850”. Signs 4 (2): 219-236. — 1987, The Grounding o f Modern Feminism, Νιού Χέιβεν: Yale University Press. Cowan, Jane, 1991, Dance and the Body Politic. Πρίνστον: Princeton University Press. Croll, Elizabeth, 1984, “The exchange of women and property: Marriage in postrevolutionary China”. Στο R. Hirschon (επιμ.). Women and Property. Women as Prop­ erty, 23-43. Λονδίνο: Croom Helm. Csordas, Thomas I., 1999, “The body’s career in anthropology”. Στο H. Moore (επιμ.). Anthropological Theory Today. 172-205. Κέμπριτζ: Polity Press. Das, Veena, 1995a, “National honour and practical kinship: Of unwanted women and children”. Στο V. Das. Critical Events: An Anthropological Perspective on Contemporary India. 55-83. Νέο Δελχί: Oxford University Press. — 1995β, “Time, self, and community: Features of the Sikh militant discourse”. Στο V. Das. Critical Events: An Anthropological Perspective on Contemporary India. 118-136. Νέο Δελχί: Oxford University Press. — 2007, The figure of the abducted woman”. Στο V. Das, Life and Worlds: Violence and the Descent into the Ordinary. 18-37. Μπέρκλεϋ: University of California Press. — 2008, “Violence, Gender, and Subjectivity”. Annual Review of Anthropology 37: 283-99. Davis. D. L. και R. G. Whitten. 1987. “The cross-cultural study of human sexuality”. Annual Review of Anthropology. 16: 69-98. Davis-Floyd, Robbie και Joseph Dumit. 1998, Cyborg Babies: From Techno-Sex to TechnoTots. Νέα Υόρκη: Routledge.

110

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΤΆΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

de Lauretis, Teresa, 1984, Alice Doesn't. Μπλούμιγκτον: Indiana University Press. — 1986, Feminist Studies/Critical Studies. Μπλούμιγκτον: Indiana University Press. Delmar, Rosalind. 1976, “Looking again at Engels’ Origin o f the Family, Private property and the state”. Στο J. Mitchell και A. Oakley (επιμ.). The Rights and Wrongs of Women, 271-287. Χάρμοντσγουερθ: Penguin. Deloria. Ella Cara. 1988, Waterlily. Λίνκολν, Νεμπρ.: University of Nebraska Press. del Valle, Teresa (επιμ.), 1993, Gendered Anthropology. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. — 1993α. “Introduction”. Στο Τ. del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology , 1-16. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Denich, Bette, S. 1974, “Sex and power in the Balkans”. Στο Μ. Z. Rosaldo και L. Lamphere (επιμ.). W oman. Culture and Society, 2 4 3 -2 6 2 . Στάνφορντ: Stanford Uni­ versity Press. Diemberger, Hildegard, 1993, “ Blood, sperm, soul and the mountain. Gender relations, kinship and cosmovision among the Khumbo (N.E. Nepal)”. Στο T. del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology, 88-127. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. di Leonardo. Micaela (επιμ.), 1991, Gender at the Crossroads o f Knowledge: Feminist An­ thropology in the Postmodern Era. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of Califor­ nia Press. — 1991a, “ Introduction: Gender, culture, and political economy: Feminist anthropology in historical perspective”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Kncnvledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 1-48 Μ πέρκλεϋ και Λος Ά­ ντζελες: University of California Press. — . 1993. “What a difference political economy makes: Feminist anthropology on the post-modern era”. Anthropological Quarterly, 66 (2): 76-80. Douglas, Mary. 1973, Natural Symbols. Χάρμοντσγουερθ: Perican. — 1975, Implicit Meanings: Essays in Anthropology. Λονδίνο: Routledge and Regan Paul. Douglass, Carrie, 1984. “Toro Muerto, Vaca Es: An interpretation of the Spanish bull­ fight”. American Ethnologist 11: 2 4 2 -2 5 8 . Driessen. Henk. 1983. “Male sociability and rituals of masculinity in rural Andalusia”. Anthropological Quarterly 56: 125-134. — 1992, “Drinking on masculinity: Alcohol and gender in Andalusia”. Στο D. GefouMadianou (επιμ.). Alcohol, Gender and Culture, 71-79. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Dubisch, Jill, 1974, “The domestic power of women in a Greek island village”. Studies in European Society 1 (1): 23 -3 3 . — (επιμ.), 1986, Gender and Power in Rural Greece. Πρίνστον: Princeton University Press. — 1986a, “Introduction”. Στο J. Dubisch (επιμ.). Gender and Power in Rural Greece, 341. Πρίνστον: Princeton University Press. 1992 [1991], «Κοινωνικό φύλο, συγγένεια και θρησκεία». Στο Ε. Παπαταξιάρχης και Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Τ α υ τ ό τ η τ ε ς x a t Φ ύλο στη Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α : Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ικ ές π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις , 99-126. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, Πανεπιστή­ μιο Αιγαίου. Edholm, Felicity, Harris, Olivia και Kate Young, 1977, “Conceptualizing women”. Cri­ tique of Anthropology, 3 (9 και 10): 101-130. Ehlers. Tracy Bachrach, 1990, Silent Looms: Women and Production in a Guatemalan Town. Μπόουλντερ: Westview Press. Elliston, Deborah, 2000, “Geographies of gender and politics: The place of difference in Polynesian nationalism”. Cultural Anthropology, 15 (2): 171-216. 2004, A passion for the nation: Masculinity, modernity, and nationalist strucele”. American ethnologist, 31 (4): 6 0 6 -6 3 0 . Έ νγχελς, Φρήντριχ. 1984 [1884|. Η κ α τ α γ ω γ ή τη ς ο ικ ο γ έ ν ε ια ς . τη ς α τ ο μ ικ ή ς ιδ ιο κ τ η ­ σ ία ς κ α ι τ ο υ κ ρ ά τ ο υ ς . Μτφ. ΓΙ. ΔιαμαντοπίΝ,λοΐ). Αθήνα: Σύγχρονη Κπονη Epple. Carolyn. 1998. “Coming to Terms with Navajo ‘nddleehr.· A Critique of berdache-. ‘gay-, 'alternate gender', and 'tw o -sp irit-. American Ethnologist 25 (2)· 267-

ΑΝΘΓΏΠΟΛϋΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟ Τ ΦΤΛΟΤ

111

Errington. Fredrick xat Deborah Gewertz, 1987α. “The remarriage of YebiwaJi: a study of dominance and false consciousness in a non-Western society”. Στο M. Strathem (επιμ.). Dealing with Inequality: Analysing gender relations in Melanesia and beyond, 6388. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. — 1987β, Cultural Alternatives and a Feminist Anthropology: An Analysis o f Culturally Con­ structed Gender Interests in Papua New Guinea. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Errington, Shelly, 1990, “Recasting sex, gender, and power. A theoretical and regional overview”. Στο J. M. Atkinson και S. Errington (επιμ.), Poiver and Difference: Gender in Island South East Asia, 1-58. Στάνφορντ: Stanford University Press. Faderman, Lilian, 1992, “The return pf butch and femme: A phenomenon in lesbian sexuality of the 1980s and 1990s”. Journal o f the History o f Sexuality 2 (4): 578-598. Featherstone, Mike, Scott Lash και Roland Robertson, 1995, Global Modernities. Λονδίνο: Sage. Femea, Elizabeth Wamock, 1965, Guests o f the Sheik: An Ethnography o f an Iraqui Village. Νέα Υόρκη: Doubleday. Femandez-Kelly, Maria Patricia, 1983, For We Are Sold. I and my People: Women and Industry in Mexico's Frontier. Όλμπανι: SUNY Press. Flax, Jane, 1987, “Postmodernism and gender relations in feminist theory”. Signs 12 (4): 621-643. Fortes, Meyer, 1958, “Introduction”. Στο J. Goody (επιμ.). The Developmental Cycle in Domestic Groups, 1-14. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Franklin, Sarah xat Helena Ragon0, 1998, Reproducing Reproduction: Kinship. Power and Technological Innovation. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Freeman, Carla, 2000, High Tech and High Heels in the Global Economy: Women, Work, and Pink Collar Identities in the Caribbean. Ντέραμ: Duke University Press. Friedl, Ernestine, 1986 (1967], “The position of women: Appearance and reality”. Σ το ]. Dubisch (επιμ.). Gender and Power in Rural Greece. 42-52. Πρίνστον: Princeton Uni­ versity Press. — 1975, Women and Men: An Anthropologist's View. Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart & Winston. Fry, Peter, 1985, “Male homosexuality and spirit possession in Brazil”. Journal o f Homo­ sexuality, 11 (3-4): 137-154. Gailey, Christine, 1987, From Kinship to Kingship: Gender Hierarchy and State Formation in the Tongan Islands. Ώστιν: University of Texas Press. Gal, Susan. 1991, “Between speech and silence: The problematics of research on lan­ guage and gender”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Knowl­ edge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era. 175-203. Μπέρκλεϋ και Λος Α­ ντζελες: University of California Press. Παννακόπουλος, Κώστας (επιμ.), 2006, Σ εξ ο υ α λ ικ ό τ η τ α : Θ εω ρίες κ α ι Π ολίτικες της Α ν θρ ω π ολ ογ ίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — 2006α, «Ιστορίες σεξουαλικότητας». Στο Κ. Γιαννακόπουλος, (επιμ.). Σ εξ ο υ α λ ικ ό ­ τ η τ α : Θ εω ρίες κ α ι Π ολιτικ ές τη ς Α ν θρ ω π ο λ ο γ ίας, 1-102. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Γκέφου-Μαδιανου, Δήμητρα. 1998, «Εισαγωγή: Από την ολκττική προσέγγιση στις μερικές αλήθειες». Στο Δ. Γκέφου-Μαδιανου (επιμ.), Α νθρω πολογική Θ εω ρία κ αι Ε θ ν ο γ ρ α φ ία : Σ ύ γ χ ρ ο ν ες Τ ά σ εις. 11-66. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ανθρωπολσγικοί Ορίζοντες. — 1999, Π ολιτισ μ ός κ α ι Ε θ ν ο γ ρ α φ ία : Α π ό τον Ε θ ν ο γ ρ α φ ικ ό Ρ εα λ ισ μ ό στην Π ολιτι­ σμική Κ ριτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, Ανθρωπολογικοί Ορίζοντες. — 2003, «Στο πρόσωπο του άνδρα μου εμένα βλέπουν: Το “δημόσιο” και το “ιδιωτι­ κό” ως τόποι κατασκευής της έμφυλης ταυτότητας». Στο Δ. Γκέφου-Μαδιανου (επιμ.) Ε α υ τ ό ς κ α ι Α λλος: Ε ν ν ο ιολ ο γ ή σ εις. Τ α υ τό τη τες κ αι Π ρ α κ τικ ές στην Ε λ λ ά δ α κ α ι την Κ ύ π ρ ο . 111-181. Αθήνα: Gutenberg. Gefou-Madianou, Dimitra (επιμ.), 1992, Alcohol, Gender and Culture. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. — 1992α, “Introduction: alcohol, commensality. identity transformation and transcen­

112

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΡΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

dence”. Στο D. Gefou-Madianou (επιμ.), Alcohol, Gender and Culture, 1-34. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. — 1992β, “Exclusion and unity, retsina and sweet wine: commensality and gender in a Greek agrotown”. Στο D. Gefou-Madianou (επιμ.). Alcohol, Gender and Culture, 1OS136. Λονδίνο xat Νέα Υόρκη: Routledge. Gewertz, Deborah και F. Errington, 1991, Twisted Histories, Altered Contexts: Representing the Chambri in a World System. Νέα Υόρκη: Gill, Lesley, 1997, “Creating citizens, making men: The military and masculinity in Bo­ livia”. Cultural Anthropology, 12 (4): 527-550. Gillison. Gillian, 1980, “Images of nature in Gimi thought”. Στο C. MacCormack xat M. Strathem (επιμ.). Nature. Culture and Gender, 143-173. Καίμκριτζ: Cambridge Uni­ versity Press. — 1983, “Cannibalism among women in the Eastern Highlands of Papua New Guinea”. Στο P. Brown και D. Tuzin (επιμ.). The Ethnography o f Cannibalism, 33-4 9 . Ουάσιγκτον: Soc. Psyghologican Anthropology. Gilmore, David, 1987, “Honor, honesty, shame: Male status in contemporary Andalusia”. Στο D. Gilmore (επιμ.). Honor and Shame and the Unity o f the Mediterranean, 90-103. Ουάσιγκτον D.C.: American Anthropological Association. — 1990, Manhood in the Making: Cultural Concepts o f Masculinity. Νιού Χέιβεν και Λον­ δίνο: Yale University Press. Gledhill, John. 2000, Power and Its Disguises: Anthropological Perspectives on Politics. Λον­ δίνο: Pluto Press. Goddard, Victoria A., 1987, “Honour and shame: the control of women’s sexuality and group identity in Naples”. Στο P. Caplan (επιμ.), The Cultural Construction o f Sexual­ ity, 166-192. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Goodale, Jane. 1971, Tiwi Wives: A Study o f the Women o f Melville Island. North Australia. Σηάτλ: Universty of Washington Press. — 1980, “Gender, sexuality and marriage: a Kaulong model of nature and culture”. Στο C. MacCormack και M. Strathem (επιμ.), Nature, Culture and Gender, 119-142. Καίμπριτζ: Cambridge Uiversity Press. Gordon, Deborah, 1988, “Writing culture, writing feminism: The poetics and politics of experimental ethnography”. Inscriptions 3/4: 7-27. Gordon, Deborah, 1995, “Conclusion: Culture writing women: Inscribing feminist an­ thropology”. Στο R. Behar και D. Gordon, (επιμ.). Women Writing Culture, 429-441. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Gottlieb, Alma, 1990. “Rethinking female pollution: The Beng case (Cote d’ Ivoire)”. Στο P. R. Sanday και R. G. Goodenough (επιμ.). Beyond the Second Sex: New Directions in the Anthropology o f Gender, 113-138. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Gough, Kathleen. 1971, “Nuer kinship: A re-examination”. Στο T. O. Beidelman (επ ιμ .) The Translatwn o f Culture. Essays to E. E . Evans-Pritchard. Λονδίνο: Tavistock. 1975, The origin of the family”. Στο R. Rapp Reiter (επιμ.). Toward an Anthropology o f Women, 51-76. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press. Gruenbaum, Ellen, 2001, The Female Circumcision Controversy: An Anthropological Perspec­ tive. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Gullestad, Marianne, 1993, “Home decoration as popular culture: Constructing homes, genders and classes in Norway”. Στο T. del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology. 128-161. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Gutmann, Matthew C., 1996, The Meannings o f Macho: Being a Man in Mexico City. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. — 1997a, “Trafficking in men: The anthropology of masculinity”. Annual Review o f An­ thropology 26: 3 8 5 -4 0 9 . J — 1997β. “The ethnographic (G)ambit: Women and the negotiation of masculinity in Mexico city . American Ethnologist 24 (4): 8 35-55. — (επιμ.), 2003, Changing Men and Masculinities in U tin America. Ντέραμ· Duke University Press. — 2007. Fixing Men: Sex. Birth Control, and AIDS in Mexico. Μπέρχλεϊ: University of

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤ'ΛΟΓ

113

California Press. Guyer, Jane 1981. Household and community in African production”. African Studies Review 24 (2/3): 87-136. — 1984a, “Naturalism in models of african production”. Man (N. S.) 19 (3):371-388. — 1984β, Family and Farm in Southern Cameroon. Boston University African Research Series 15. — 1988, “The multiplication of labor: Historical methods in the study of gender and agricultural change in modern Africa”. Current Anthropology 29 (2): 247-272. — 1991, “Female farming in anthropology and African history”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Knowledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 257-277. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Haraway, Donna, 1988, “Situated knowledges: The science question in feminism and the privilege of partial perspective”. Feminist Studies 14: 575-599. Harris, Olivia, 1980, “The power of signs: gender, culture and the wild in the Bolivian Andes”. Στο C. MacCormack και M. Strathern (επιμ.). Nature, Culture and Gender, 70-94. Καίμπριτζ: Cambridge Uiversity Press. — 1981, “Households as natural units”. Στο K. Young κ.ά. (επιμ.). Of Marriage and the Market, 49-68. Λονδίνο: CSE Books. Hastrup, Kirsten, 1978, “The semantics of biology: Virginity”. Στο S. Ardener (επιμ.), Defining Females: The Nature o f Women in Society, 49-65. Λονδίνο: Croom Helm. Hatley, Barbara, 1990, “Theatrical imagery and gender ideology in Java”. Στο J. M. At­ kinson και S. Errington (επιμ.). Power and Difference: Gender in Island South East Asia, 177-207. Στάνφορντ: Stanford University Press. Heald, Suzette, 1999, Manhood and Morality: Sex, Violence and Ritual in Gisu Society. Λον­ δίνο: Routldge. Herdt, Gilbert, 1981, The Guardians o f the Flutes: Idioms of Masculinity. Νέα Υόρκη: McGraw Hill Book Co. — (επιμ.). 1982, Rituals o f Manhood. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of Califor­ nia Press. — (επιμ.), 1984, Ritualized Homosexuality in Melanesia. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. — 1987, The Sambia: Ritual and Gender in New Guinea. Νέα Υόρκη: Holt Rinehart and Winston. — (επιμ.), 1994, Third Sex. Third Gender: Beyond Sexual Dimorphism in Culture and His­ tory. Νέα Υόρκη: Zone. Herdt, Gilbert και Robert Stoller, 1990, Intimate Communications: Erotics and the Study of Culture. Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Herzfeld, Michael. 1985, The Poetics o f Manhood: Contest and Identity in a Cretan Mountain Village. Πρίνστον: Princeton University Press. Hirschon, Ren0e,1978, “Open body, closed space: The transformation of female sexual­ ity”. Στο S. Ardener, (επιμ.). Defining Females: The Nature o f Women in Society. 6688. Νέα Υόρκη: John Wiley & Sons. — 1983. “Women, the aged and religious activity: Oppositions and complementarity in an urban locality”. Journal o f Modern Greek Studies 1 (1): 113-130. — 1984, “Introduction: Property, power and gender relations”. Στο R. Hirschon (επιμ.) Women and Property. Women as Property. 1-22. Λονδίνο: Croom Helm. Hodgson, Dorothy L., 1999, “ O nce intrepid warriors’: Modernity and the production of Maasai masculinities”. Ethnology 38 (2): 121-150. — (επιμ.), 2001, Gendered Modernities: Ethnographic Perspectives. Νέα Υόρκη: Palgrave. — 2001α, “Of modemity/modemities. Gender and ethnography”. Στο D. Hodgson (επιμ.). Gendered Modernities: Ethnographic Perspectives, 1-23. Νέα Υόρκη: Palgrave. hooks, bell, 1982, Ain' I a Woman? Black Women and Feminism. Λονδίνο: Pluto Press. Hoskins, Janet, 1990, “Doubling deities, descent, and personhood: An exploration of Kodi gender categories”. Στο J. M. Atkinson x a i S. Errington (επιμ.). Power and Dif­ ference: Gender in Island South East Asia, 273-306. Στάνφορντ: Stanford University Press.

114

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΊΓΛΟϊ' ΣΤ1 IN ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Howell, Signe, 2002, “Nesting, eclipsing and hierarchy: Processes of gendered values among Lio”. Social Anhropology 10 (2): 159-172. Howell, Signe και Marit Melhuus, 1993, “The study of kinship; the study of person; a study of gender?”. Στο T. del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology, 3 8 -5 3 . Λονδίνο: Routledge. Humphrey, Caroline, 1978, “Women, taboo and the suppression of attention”. Στο S. Ardener (επιμ.). Defining Females: The Nature o f Women in Society, 8 9 -108. Λονδίνο: Croom Helm. Hurston. Zora Neale, 1938. Tell my Horse. Νέα Υόρκη: Harper Collins. Hutchinson, Sharon, και E. Jok Maduk J., 2002, “Gendered violence and the militariza­ tion of ethnicity: A case study from South Sudan”. Στο R. W erbner (επιμ.), Postcolo­ nial Subjectivities in Africa, 84-103. Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Zed Books. Inhom. C. Marcia, Tine Tjom hoj-Thom sen, Helene Goldberg και Maruska la Cour Moseggard, 2009, Reconcciving the Second Sex: Men, Masculinity and Reproduction. Νέα Ίορκη: Berghahn Books. Irigaray. Luce, 1985. This Sex Which Is Not One. Ίθακα: Cornell University Press. James, Wendy. 1978, “Matrifocus on African women”. Στο S. Ardener (επιμ.). Defining Females: The Nature o f Women in Society, 140-162. Λονδίνο: Croom Helm. Johnson. Mark, 1998, “Global desirings and translocal loves: Transgen dering and samesex sexualities in the Southern Philippines”. American Ethnologist 25 (4): 695-711. Jolly, Margaret, 1982, “Birds and banyans of South Pentecost: Kastom in anti-colonial struggle in South Pentecost, Vanuatu”. Στο R. Keesing και R. Tonkinson (επιμ.), Reinveting Traditional Culture: The Politics o f Kaston in Islad Melanesia. Mankind, ειδι­ κό τεύχος, 13: 338-357. — 1984, “The anatomy of pig love: Substance, spirit and gender in South Pentecost, Vanuatu”. Canberra Anthropology 7: 78-108. Jolly, Margret Ann και Kalpana Rajeswari Ram (επιμ.), 2001, Borders o f Being: Citizen­ ship. Fertility, and Sexuality in Asia and the Pacific. Αν Άρμπορ: University of Michi­ gan Press. Jordanova. Ludmilla J., 1980. “Natural facts: a historical perspective on science and sexuality”. Στο C. MacCormack και M. Strathern (επιμ.). Nature, Culture and Gender, 42-69. Καίμπριτζ: Cambridge Uiversity Press. Kaberry, Phyllis, 1939, Aboriginal Women: Sacred and Profane. Νέα Υόρκη: Routledge. Kanaaneh, Rhoda Ann, 2002, Birthing the Nation: Strategies o f Palestinian Women in Is­ rael. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Καντσά, Βενετία, 2006, «Μ ια άρρηκτη σχέση: Η συνύπαρξη φύλου και συγγένειας στην ανθρωπολογική θεωρία και πρακτική». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έ μ α τ α 94: 72-78. Kapchan, D., 1996, Gender on the Market: Moroccan Women and the Revoicing o f Tradition. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Karim, Wazir Jahan (επιμ.), 1995, "M ale” and “ Fem ale” in Developing Southeast Asia. Ουάσινγκτον Ντ. K.: Berg. — 1995α, “Bilateralism and gender in Southeast Asia”. Στο W.J. Karim (επιμ.), "M ale” and “ Fem ale” in Developing Southeast Asia, 35-74. Ουάσινγκτον Ντ. K.: Berg. Klein. Iris Jean, 2000, “Mothercraft, statecraft, and subjectivity in the Palestinian Intifada”. American Ethnologist, 27 (1): 100-127. Knauft, Bruce, 1996, Genealogies for the Present in Cultural Anthropology. Νέα Γόρκη και Λονδίνο: Routledge. Kolenda. Pauline, 1984. “Woman as tribute, woman as flower: Images of ‘W oman’ in weddings in North and South India”. American Ethnologist 11 (1): 98-117. Kondo, Dorine, 1990, Crafting Selves: Power. Gender. and Discourses o f Identity in a Japa­ nese Workplace. Σικάγο: University of Chicago Press. Kratz, Corinne. 1994, Affect,ng Performance: Meaning. Μον,-ment and Experience in Okick Women s Initiation. Ουάσιγκτον Ντ. K.: Smithsonian Institute Press Krier. Jennifer. 1995. ‘‘Narrating herself: Power and gender in a Minangkabau w om an's ta!e of conflict Στο A. Ong xcu M. Peletz (επιμ.). Bewitching W omen. Pious Men: Gender and Body Pot,ties m Southeast Asm. 51-75. Μ πέ,,χλεϊ: University of California

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΙ Τ ΙΣ ΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

115

Press. Kuhn, Annette και Ann-Marie Wolpe (επιμ.), 1978, Feminism and Materialism: Women and the Modes o f Production. Λονδίνο: Routledge and Kegan Paul. Kuipers, Joel, 1990, “Talking about troubles: Gender differences in Wey^wa ritual speech use”. Στο J. M. Atkinson και S. Errington (επιμ.). Power and Difference: Gen­ der in Island South East Asia, 153-175. Στάνφορντ: Stanford University Press. LaFontaine, Jean, 1981, “The domestication of the savage male”. Man (N.S.) 16 (3): 333349. Lamphere, Louise, 1974, “Strategies, cooperation, and conflict among women in domes­ tic groups”. Στο Μ. Z. Rosaldo και L. Lamphere (ε π ιμ .),Woman. Culture and Society, 97-112. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1977, “Anthropology: Review essay”. Signs 2 (3):612-627. — 1987a, “Feminism and anthropology: The struggle to reshape our thinking about gender”. Στο C. Famham (επιμ.). The Impact o f Feminist Research on the Academy, 1123. Μπλούμιγκτον: Indiana University Press. — 1987β, From Working Daughters to Working Mothers: Immigrant Women in a Northeast­ ern Industrial Community. Ίθακα: Cornell University Press. Lamphere, Louise, 1995, “Feminist anthropology: The legacy of Elsie Clews Parsons”. Στο R. Behar και D. Gordon, (επιμ.). Women Writing Culture, 85-103. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Lamphere, Louise, Patricia Zavella, Felipe Gonzalez και Peter Evans, 1993, Sunbelt Working Mothers: Reconciling Factory and Family. Ίθακα: Cornell University Press. Lancaster, Roger, 1988, “Subject honor and object shame: the construction of male ho­ mosexuality and stigma in Nicaragua”. Ethnology 27 (2): 111-125. — 1992, Life is Hard: Machismo. Danger and the Intimacy o f Power in Nicaragua. Μπέρκλεϋ: University of California Press. — 1997, “On homosexualities in Latin America (and other places)”. American Ethnologist 24 (1): 193-202. Landau, Paul, 1995, The Realm o f the World: Language, Gender and Christianity in a South African Kingdom. Ιΐόρτσμουθ: Heinemann. Landes, Ruth, 1971 [1938], The Ojibwa Women: Male and Female Life Cycles Among the Ojibwa Indians o f Western Ontario. Νέα Υόρκη: Norton. — 1947, City o f Women. Νέα Υόρκη: Macmillan. Langness, Lewis, 1967, “Sexual antagonism in the New Guinea Highlands: A Bena Bena example”. Oceania 37: 161-177. Laqueur, Thomas, 1990, Making Sex: Body and Gender froom the Greeks to Freud. Καίμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press [μτφ. στα ελληνικά, 2003, Κ α τ α σ κ ε υ ά ­ ζ ο ν τ α ς τ ο Φ ύλο: Σ ώ μ α κ α ι κοινω νικό φ ύλο α π ό τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Ελληνες έω ς τον Φρόιντ, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, πρόλογος Κ. Γιαννακόποολος. Αθήνα: Πολύτρο­ πον]. Layton, Robert, 1997, An Introduction to Theory in Anthropology. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Leacock, Eleanor, 1975, “Class, commodity and the status of women”. Στο R. RohrlichLeavitt (επιμ.). Anthropological Approaches to Women"s Status. 601-616. Νέα Υόρκη: Harper and Row. — 1978, “W om ens status in egalitarian society: implications far social evolution”. Current Anthropology 19 (2): 247-275. — 1984 [1972], «Εισαγωγή». Στο Φρ. Ένγκελς, Η κ α τα γ ω γ ή της ο ικ ο γ έν εια ς, της α το μ ικ ή ς ιδ ιο κ τη σ ία ς κ α ι τ ο υ κ ρ ά τ ο υ ς . Αθήνα: Θεμέλιο. Leacock, Eleanor και Helen I. Safa (επιμ.), 1986, Women's Work: Development and the Division o f Labor by Gender. Σάουθ Χάντλεϊ. Μασ.: Bergin and Garvey. Lederman, Rena, 1990, “Contested order: Gender and society in the Southern New Guinea Highlands”. Στο P. R. Sanday και R. G. Goodenough (επιμ.). Beyond the Sec­ ond Sex: New Directions in the Anthropology o f Gender, 43-73. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Leibowitz. Lila, 1975, “Perspectives on the evolution of sex differences”. Στο R. Rapp

116

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΙΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Reiter (επιμ.), Toward an Anthropology o f Women, 2 0 -3 5 . Νέα Υόρκη: Monthly Re­ view Press. Leiner, Marvin, 1994, Sexual Politics in Cuba: Machismo, Homosexuality, and AIDS. Μπόουλντερ, Μασ.: Westview Press. Lévi-Strauss, Claude, 1969 [1949], The Elementary Structures o f Kinship. Βοστόνη: Beacon Press. Lewin, Ellen, 1991, “Writning lesbian and gay culture: What the natives have to say for themselves". American Ethnologist 18 (4): 786-791. — 1993, Lesbian Mothers: Accounts o f Gender in American Culture. Ίθα κα : Cornell Univer­ sity Press. — 2006, “Introduction”. Στο E. Lewin (επιμ.), Feminist Anthropology: A Reader, 1-38. MöXvrev M ao.: Blackwell Publishing. — 2009, Gay Fatherhood: Narratives o f Family and Citizenship in America. Sixocyo: University of Chicago Pess. Lim, Linda Y. C., 1985, Women Workers in Multinational Enterprises in Developing Coun­ tries. Γενεύη: ILO. Lindenbaum, Shirley, 1984, “Variations on a sociosexual theme in Melanesia”. Στο G. Herdt (επιμ.). Ritualized Homosexuality in Melanesia, 337-361. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. — 1987, “The mystification of female labors”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays Toward a Unified Analysis, 2 2 1 -243. Στάνφορντ: Stanford University Press. Lindisfarne, Nancy, “Variant masculinities, variant virginities: Rethinking ‘honour and shame’ ”. Στο A. Cornwall και N. Lindisfarne (επιμ.). Dislocating Masculinity: Com­ parative Ethnographies, 82 -9 6 . Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Lipset, David, 1997, Mangrove Man: Dialogics o f Culture in the Sepik Estuary. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Llewellyn-Davis, Melissa, 1981, “Women, warriors and patriarchs”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ.). Sexual Meanings: The Cultural Construction o f Gender and Sexuality, 3 3 0-358. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Lock. Margaret, 1993, “Cultivating the body: Anthropology and epistemologies of bodily practice and knowledge”. Annual Review o f Anthropology 22: 133-155. Loizos, Peter και Evthymios Papataxiarchis (επιμ.), 1991, Contested Identities: Gender and Kinship in Modern Greece. Πρίνστον: Princeton University Press. — 1991a, “Gender and kinship in marriage and alternative contexts”. Στο P. Loizos, και E. Papataxiarchis, (επιμ.), Contested Identities: Gender and Kinship in Modern Greece, 3-25. Πρίνστον: Princeton University Press. Luhmann. Tanya, 1996, The Good Parsi: The Fate o f a Colonial Elite in a Postcolonial Soci­ ety. Κέμπριτζ, Μασσ.-.Harvard University Press. Lutkehaus, Nancy C. 1995, “ Margaret Mead and the ‘Rustling-of-the-W ind-in-the-Palm Trees School’”. Στο R. Behar και D. Gordon, (επιμ.). Women Writing Culture, 186206. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Lutkehaus. Nancy και Paul Roscoe (επιμ.), 1995, Gender Rituals: Female Initiation in Melanesia. Λονδίνο: Routledge. Lutz, Catherine A., 1986, Emotion, thought and estrangement: Emotion as a cultural category”. Cultural Anthropology 1 (3): 287-309. — 1988, Unnatural Emotions: Everyday Sentiments on a Micronesian Atoll and Their Chal­ lenge to Western Theory. Σικάγο και Λονδίνο: University of Chicago Press. — 1990, “Engendered emotion: Gender, power, and the rhetoric of emotional control in American discourse . Στο C. Lutz και L. Abu-Lughod (επιμ.), iMnçuaçe and the Politics o f Emotion, 69-91. Καίμπριτζ: Cambridge University Press ‘ " — V?9 *· “T !î* g“ l erwof ,he? ry”· Στο R· Behar L>. Gordon, (επιμ .). Women Writing Culture. 24 9-266. Μπερχλεϋ και Λος Άντζελες: University of California Press Lutz Catherine A xctt Geoffrey White, 1986, "T h e anthropology of em otions".' Annual Review o f Anthropology 15: 405-436. Lutz. Catherine A. xctt Lila Abu-Lughod (επιμ.). 1990, Language and the Politics o f Erne-

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT' Φϊ'ΛΟΓ

117

tion. 1-23. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. MacCormack, Carol, 1980a, “Nature, culture and gender: a critique”. Στο C. MacCormack και M. Strathem (επιμ.). Nature. Culture and Gender, 1-21. Καίμπριτζ: Cam­ bridge University Press. — 1980β, “Proto-social to adult: a Shebro Transformation”. Στο C. MacCormack και M. Strathem (επιμ.). Nature. Culture and Gender. 95-118. Καίμπριτζ: Cambridge Univer­ sity Press. MacCormack, Carol και Marilyn Strathem (επιμ.), 1980, Nature, Culture and Gender. Καίμπριτζ: Cambridge Uiversity Press. MacCormack. Carol και Alizon Draper, 1987, “Social and cognitive aspects of female sexuality in Jamaica”. Στο P. Caplan (επιμ.). The Cultural Construction o f Sexuality, 143-165. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Mageo, Jeanette, Marie, 1992, “Male transvestism and cultural change in Samoa”. Ameri­ can Ethnologist 19 (3): 443-459. Mahmood, Saba, 2004, Politics o f Piety: The Islamic Revival and the Feminist Subject. Πρίνστον: Princeton University Press. Marcus, George και Michael Fischer, 1985, Anthropology as Cultural Critique: An Experi­ mental Moment in the Human Sciences. Σικάγο: The University of Chicago Press. Margold, Jane, 1995, “Narratives of masculinity and transnational migration: Filipino workers in the Middle East”. Στο A. Ong και M. Peletz (επιμ.). Bewitching Women. Pious Men: Gender and Body Politics in Southeast Asia, 274-298. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Martin, Biddy, 1982, “Feminism, criticism and Foucault”. New German Critique 27: 3-30. Martin, Kay, Μ. και Barbara Voorhies, 1975, Female o f the Species. Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Marvin, Garry, 1984, “The cockfight in Andalusia: Images of the truly male”. Anthropo­ logical Quarterly 57: 60-70. Mascia-Lees, Frances E., Patricia Sharpe και Colleen Ballerino Cohen, 1989, “The post­ modernist turn in anthropology: Cautions from a feminist perspective”. Signs. 15 (1): 7-33. Mathieu. Nicole-Claude, 1973, “Homme-culture, femme-nature?”. L ’ Homme 13 (3): 101113. Mauss, Marcel, 1980 [1950), Sociologie et Anthropologie. 3 6 5-386. Παρίσι: Presses Universitaires de France. Mead, Margaret, 1935, Sex and Temperament. Νέα Υόρκη: Morrow. Meigs, Anna, 1976, “Male pregnancy and the reduction of sexual opposition in a New Guinea Highlands society”. Ethnology 15: 393-407. — 1984, Food, Sex and Pollution: A New Guinea Religion. Νιού Μπράνσγουικ: Rutgers University Press. — 1990. “Multiple gender ideologies and statuses”. Στο P. R. Sanday και R. G. Goodenough (επιμ.). Beyond the Second Sex: New Directions in the Anthropology o f Gender. 99-112. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Memissi. Fatima, 1975. Beyond the Veil: Male-Female Dynamics in a Modern Muslim Soci­ ety. Νέα Υόρκη: Halsted. Mills, Mary Beth, 1995, “Attack of the widow ghosts: Gender, death and modernity in Northeast Thailand”. Στο A. Ong και M. Peletz (επιμ.). Bewitching Women. Pious Men: Gender and Body Politics in Southeast Asia, 244-273. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 1997, “Contesting the margins of modernity: Women, migration and consumption in Thailand”. American Ethnologist 24 (1): 37-61. Mills, Mary Beth, 1999, Thai Women in the Global Labor Force: Consuming Desire. Contest­ ing Selves. Νιου Μπράνσγουικ N. Τζ.: Rutgers University Press. Milton. Kay. 1979. “Male bias in anthropoloogy?”, Man (N.S.)14: 40-54. Minh-ha, Trinh. 1987, “Difference: a special Third World women issue”. Feminist Review 25: 5-22. Mohanty, Chandra, 1988 [1984], “Under Western eyes: Feminist scholarship and colo­

118

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

nial discourses”. Feminist Review 30: 61-88. Moore, Henrietta, 1986, Space, Text and Gender: An Anthropological Study o f the Marakwet o f Kenya. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. — 1988, Feminism and Anthropology. Καίμπριτζ: Polity Press. — 1993a, “Epilogue”. Στο V. Broch-Due, I. Rudie και T. Bleie (επιμ.). Carved Flesh, Cast Selves: Gendered Symbols and Social Practice, 279-282. Οξφόρδη: Berg. — 1993β, “The differences within and the differences between”. Στο T. del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology, 193-204 Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. — 1994. A Passion for Difference: Essays in Anthropology and Gender. Καίμπριτζ: Polity Press. — (επιμ.), 1999, Anthropological Theory Today. Κέμπριτζ: Polity Press. — 1999a. “Anthropological theory at the turn of the century”. Στο H. Moore (επιμ.) Anthropological Theory Today. 1-23. Κέμπριτζ: Polity Press. — 1999β, “Whatever happened to women and men? Gender and other crises in an­ thropology”. Στο H. Moore (επιμ.). Anthropological Theory Today, 151-171. Κέμπριτζ: Polity Press. Moraga. Cherrie και Gloria Anzaldua (επιμ.), 1981, This Bridge Called My Back: Writings by Radical Women o f Color. Νέα Υόρκη: Kitchen Table, Women of Color Press. Morgen, Sandra (επιμ.), 1989, Gender and Anthropology: Critical Reviews fo r Research and Teaching. Ουάσιγκτον Ντ. K: American Anthropological Association. Morris. Rosalind, 1994, “Three sexes and four sexualities: Redressing the discourses on sex and gender in contemporary Thailand”. Positions 2 (1): 15-43. — 1995, “All made up: Performance theory and the new anthropology of sex and gen­ der”. Annual Review o f Anthropology 24: 567-592. — 1997, “Educating desire: Thailand, transnationalism and transgression”. Social Text 52/53: 53-79. Mosse, George, 1996, The Image o f Man. The Creation o f Modern Masculinity. Νέα Γόρκη: Oxford University Press. Μπακαλάκη, Αλεξάνδρα, 1994, «Εισαγωγή: Από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπολογία των φύλων». Στο Α. Μπακαλάκη (επιμ.). Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία , γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύλο. 13-74. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — 1997, «Είναι η ανθρωπολογία των γυναικών για την ανθρωπολογία του φύλου ό,τι η παιδική ηλικία για την ωριμότητα;». Μ νημών 19: 211-223. — 1998, «Λόγοι για το φύλο και αναπαραστάσεις της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας στην Ελλάδα του 19ου και του 20ού αιώνα». Στο Δ. Γκέφου-Μ αδιανού (επιμ.), Α νθρω πολογικη Θ εω ρ ία κ α ι Ε θ ν ο γ ρ α φ ία : Σ ύ γ χ ρ ο ν ε ς Τ ά σ ε ις , 519-581. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ανθρωπολογικοί Ορίζοντες. — 2010. «Γ ια το κοινωνικό φύλο στην ανθρωπολογία και την ελληνική εθνογραφία». Στο Β. Καντσά, Β. Μουτάφη και Ε. Παπαταξιάρχης (επιμ.). Φ ύλο κ α ι κ ο ιν ω ν ικ ές επ ισ τ ή μ ες στη σ ύγχ ρ ον η Ε λ λ ά δ α . 51-87. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Mukhopadhyay, Carol, C. Patricia J. Higgins, 1988, “Anthropological studies of women’s status revisitied: 1977-1987”. Annual Review o f Anthropology 17: 46 1 -4 9 5. Murphy, Michael. 1983, Coming of age in Seville: The structuring of a riteless passage to manhood”. Journal o f Anthropological Research 39: 3 7 6 -3 9 2 . Murphy, Yolanda και Robert Murphy, 1974, Women o f the Forest. Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Murray. Stephen, 1992, Homosexuality in Japan since the Meiji restoration”. Στο S. 0 . Murray (επιμ.) Oceanic Homosexualities, 363-374. Νέα Τόρκη: Garland. 1995, Latin American Male Homosexualities. Αλμπουκερκ: University of New Mexico Press. Nanda ^ ren a . 1990 Neither Man nor Woman: The Hijras o f India. Μπέλμοντ: Wadsworth Publishing Company. Nash, Jill. 1987. ‘ Gender attributes and equality: m en’s strength and wom en’s talk among the Nagovisi Στο M Strathem (επιμ.). Dealing with inequality: Analysing gender relations m Melanesia and beyond. 150-173. Καίμπριτζ: Cambridge University

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT Φϊ'ΛΟΓ

119

Nash, June και Maria Patricia Femandez-Kelly (επιμ.), 1983, Women. Men and the In­ ternational Division o f Labor. Όλμπανι: SUNY Press. Nash, June και Eleanor Leacock, 1977, “Ideologies of sex: Archetypes and stereotypes”. Annals o f the New York Academy o f Science 285: 618-645. Nash, June και Helen Safa (επιμ.), 1976, Sex and Class in Latin America. Νέα Υόρκη: Praeger. — 1985, Women and Change in Latin America. Σάουθ Χάντλεϋ, Μασ.: Bergin and Garvey. Navaro-Yashin, Yael, 2002. Faces o f the State: Secularism and Public Life in Turkey. Πρίνστον: Princeton University Press. Nelson, Cynthia, 1974, “Public and private politics: Women in the Middle East”. Ameri­ can Ethnologist 1 (3): 551-563. Newton, Esther, 1979, Mother Camp: Female Impersonators in America. Σικάγο: University of Chicago Press. — 1993, Cherry Grove, Fire Island: Sixty Years in America's First Gay and Lesbian Town. Βοστόνη: Beacon. Okely, Judith, 1975, “Gypsy women: Models in conflict”. Στο S. Ardener (επιμ.). Perceiv­ ing Women. Λονδίνο: Malaby Press Oliven, Ruben George, 1996, Tradition Matters: Modern Gaucho Identity in Brazil. Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Olujic, Maria B., 1998, “Embodiment of terror: Gendered violence in peacetime and wartime Croatia and Bosnia-Erzegovina”. Medical Anthropology Quarterly, 12 (1): 3150. Ong, Aihwa, 1987, Spirits o f Resistance and Capitalist Discipline: Factory Women in Malay­ sia. Όλμπανι: State University of New York Press. — 1988, “Colonialism and modernity: Feminist re-presentations of women in nonwestern societies”. Inscriptions 3/4: 79-91. — 1990, “Japanese factories, Malay workers: Class and sexual metaphors in West Ma­ laysia”. Στο J. M. Atkinson και S. Errington (επιμ.), Power and Difference: Gender in Island South East Asia, 3 8 5-422. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1995 [1990], “State versus Islam: Malay families, women’s bodies, and the body poli­ tic in Malaysia”. Στο A. Ong και M. Peletz (επιμ.). Bewitching Women, Pious Men: Gender and Body Politics in Southeast Asia, 159-194. Μπέρκλεϊ: University of Califor­ nia Press. — 1996, “Anthropology, China and modernities: the geopolitics of cultural knowledge”. Στο H. Moore (επιμ.). The Future o f Anthropological Knowledge. 60-92. Λονδίνο: Routledge. — 1999a, “Clash of civilizations or Asian liberalism? An Anthropology of the State and Citizenship”. Στο H. Moore (επιμ.). Anthropological Theory Today, 48-72. Κέμπριτζ: Polity Press. — 1999(3, Flexible Citizenship: The Cultural lA)gics o f Transnationality. Ντέραμ: Duke Uni­ versity Press. — 2006, Neoliberalism as Exception: Mutations in Citizenship and Sovereignty. Ντέραμ: Duke University Press. Ong, Aihwa και Michael Peletz (επιμ.), 1995, Bewitching Women and Pious Men: Gender and Body Politics in Southeast Asia. Μπέρκλεϊ: University of Califbmia Press. Ortner, Sherry, 1974, “Is female to male as nature is to culture?”. Στο Μ. Z. Rosaldo και L. Lamphere (επιμ.). Woman. Culture and Society, 167-87. Στάνφορντ: Stanford University Press [μτφ. στα ελληνικά: 1994. «Είναι το θηλυκό για το αρσενικό ό,τι η φύση για τον πολιτισμό;». Στο Α. Μπακαλάκη (επιμ.) Α ν θρω π ολογία. Γ ο ν α ίχ ες χ α ι Φ ύλο, 75-107. Αθήνα: Αλεξάνδρεια]. — 1978, “The virgin and the state”. Feminist Studies 4: 19-36. — 1981, “Gender and sexuality in hierarchical societies: the case of Polynesia and some comparative implications”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ.). Sexual Meanings: The Cultural Construction o f Gender and Sexuality, 359-409. Καίμπριτζ: Cambridge University Press.

120

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΑΟί* ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΙΤΑ KAJ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ortner, Sherry και Harriet Whitehead, (επιμ.), 1981, Sexual Meanings: The Cultural Con­ struction o f Gender and Sexuality. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. — 1981a, “Introduction: Accounting for sexual meanings”. Στο S. Ortner xat H. Whitehead (επιμ.), Sexual Meanings: The Cultural Construction o f Gender and Sexuality, 1-27. Καί μπριτζ: Cambridge University Press. Papagaroufali. Eleni. 1992, “Uses of alcohol among women: Games of resistance, power and pleasure”. Στο D. Gefou-Madianou (επιμ.). Alcohol, Gender and Culture, 48-70. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. ΓΙαπαταξιάρχης, Ευθύμιος, 1992, «Εισαγωγή. Από τη σκοπιά του φύλου: Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της σύγχρονης Ελλάδας». Στο Ε. ΓΙαπαταξιαρχης και θ . II αραδέλλης (επιμ.). Τ α υ τ ό τ η τ ε ς κ α ι Φ ύλο στη Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α : Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ικ ές π ρ ο σ ε γ γ ίσ εις , 11-98. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. — 1996, «Ιίερί της πολιτισμικής κατασκευής της ταυτότητας». Τ ο π ικ ά Β\ 197-216. Αθήνα: νήσος. — 1997, «Τ ο φύλο στην ανθρωπολογία (και την ιστοριογραφία): Ορισμένες γνωστικές και μεθοδολογικές προεκτάσεις». Μ νημών 19: 201-210. Παπαταξιάρχης, Ευθύμιος και Θόδωρος Παραδέλλης, (επ ιμ .) 1992. Τ α υ τ ό τ η τ ε ς κ α ι Φ ύλο στη Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α : Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ικ ές π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις . Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Papataxiarchis, Evthymios, 1991, “Friends of the heart: Male commensal solidarity, gen­ der. and kinship in Aegean Greece”. Στο P. Loizos και Evthymios Papataxiarchis (επιμ.). Contested Identities: Gender and Kinship in Modern Greece, 156-179. Πρίνστον, Νιου Τζέρσευ: Princeton University Press. Parezo, Nancy (επιμ.), 1993, Hidden Scholars: Women Anthropologists and the Native American Southwest. Αλμπουκουερκ: University of New Mexico Press. Paulme, Denise (επιμ.), 1963 [1960], Women in Tropical Africa. Μ πέρκλεϋ: University of California Press Peace, Adrian, 1992, “No fishing without drinking: The construction of social identity in rural Ireland”. Στο D. Gefou-Madianou (επιμ.). Alcohol. Gender and Culture, 167-180. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Peletz. Michael. 1995, “Neither reasonable nor responsible: Contrasting representations of masculinity in Malay society”. Στο A. Ong και M. Peletz (επιμ.), Bewitching Women, Pious Men: Gender and Body Politics in Southeast Asia, 76-123. Μπέρκλεϋ: University of California Press Peteet, Julie, 1994, “ Male gender and rituals of resistance in the Palestinian ‘Intifada’: A Cultural Politics of Violence”. American Ethnologist, 21 (1): 31-49. Pink, Sarah, 1997. Gender, Sex and the Consumption o f Tradition. Νέα Υόρκη: Berg. Poole, Fitz, John Porter, 1981, “Transforming ‘natural’ woman: female ritual leaders and gender ideology among Bim in-Kuskusm in”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ.). Sexual Meanings: The Cultural Construction o f Gender and Sexuality, 116-165. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Poole, Fitz, John Porter και Gilbert Herdt (επιμ.), 1982, “Sexual antagonism, gender and social change in Papua New Guinea”. Social Analysis 12. Ειδικό Τεύχος. Povinelli, Elizabeth, 1991, Organizing women: Rhetoric, economy, and politics in proc­ ess among Australian aborigines”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Cross­ roads o f Knowledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 2 3 5 -2 5 4 . Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Powdermaker, Hortense. 1967, Stranger and Friend: The Way o f an Anthropologist. Νέα Υόρκη: W.W. Norton and Co. Quinn, Naomi, 1977, Anthropological studies on women’s status”. Annual Revieiv o f Anthropology 6: 181-222. Ragoné He|ena xa i France Winddance Twine (επιμ.), 2 000. Ideologies and Technologies o f Motherhood: Race. Class. Sexuality. Nationalism. Νέα Τόρκη· Routledge Ram. Kalpana 1991. Mukkuvar Women: Gender. Hegemony and Capitalist Transformation in a South Indian Fishing Community. Λονδίνο: Zed Books.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

121

Ranger, Terrence, 1996, Are We Not Also Men? The Sam Kange Family and African Poli­ tics in Zimbabwe 1920-1964. ΠόρτσμουΟ: Heinemann. Rapp, Rayna, 1978, ‘Family and class in contemporary America: Notes towards an un­ derstanding of ideology”. Science and Society 42 (3): 278-300. — 1979, “Anthropology: Review essay”. Signs 4 (3): 497-513. — 1987, “Toward a nuclear freeze? The gender politics of Euro-American kinship analysis”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays To­ ward a Unified Analysis, 119-131. Στάνφορντ: Stanford University Press. Reichard, Gladys A., 1934, Spider Woman Νέα Υόρκη: Macmillan. — 1939, Desba: Woman o f the Desert. Νέα Υόρκη: Augustin. Reiter, Rayna Rapp (επιμ.), 1975, Toward an Anthropology o f Women. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press. — 1975a, “Men and women in the South of France: public and private domains”. Στο R. Rapp Reiter (επιμ.). Toward an Anthropology of Women. 283-308. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press. — 1977, “Gender and class: An archaeology of knowledge concerning the origin of the state”. Dialectical Anthropology 2: 309-316. Richards, Audrey, 1956, Chisungu: A Girl's Initiation Ceremonny Among the Bemba of Northern Rhodesia. Λονδίνο: Faber & Faber. Riegelhaupt, Joyce, 1967, “Saloio women: An analysis of informal and formal political and economic roles of Portuguese peasant women”. Anthropological Quarterly 40: 109-126. Robertson, Claire και Iris Berger (επιμ.), 1986, Women and Class in Africa. Νέα Υόρκη: Africana Publishing Company. Robertson, Jennifer, 1989, “Gender bending in paradise: doing ‘female’ and ‘male’ in Japan”. Genders 5: 50-59. — 1992, “The politics of androgyny in Japan: sexuality and subversion in the theater and beyond”. American Ethnologist 19 (3): 419-442. — 1998, Sexual Politics and Popular Culture in Modern Japan. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζε­ λες: University of California Press. Rodgers, Susan. 1990, “The symbolic representation of women in a changing Batak culture”. Στο J. M. Atkinson και S. Errington (επιμ.). Power and Difference: Gender in Island South East Asia, 307-344. Στάνφορντ: Stanford University Press. Rofel, Lisa, 1999, Other Modernities: Gendered Yearnings in China after Socialism. Μπέρκλευ: University of California Press. Rogers, Susan Carol, 1975, “Female forms of power and the myth of male dominance: A model of female/male interaction in peasant society”. American Ethnologist 2: 727756. — 1978, “Woman’s place: A critical review of anthropological theory”. Comparative Stud­ ies in Society and History 20 (1): 123-162. — 1985, “Gender in Southwestern France: The myth of male dominance revisited”. Anthropology IX (1-2): 6 5-86. Rohrlich-Leavitt, Ruby, Barbara Sykes και Elizabeth Weatherford, 1975, “Aboriginal woman: male and female anthropological perspectives”. Στο R. Reiter (επιμ.). To­ ward an Anthropology o f Women, 110-126. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press. Rosaldo Michelle, 1974, “Woman, culture, and society: A theoretical overview”. Στο M. Z. Rosaldo και L. Lamphere (επιμ.), Woman, Culture and Society, 17-42. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1984. «Toward an anthropology of self and feeling». Στο R. A. Shweder και R. A. LeVine (επιμ.). Culture Theory: Essays on Mind, Self and Emotion, 137-154. Κέμπριτζ: Cambridge University Press — 1994 [19801, «Χρήση και κατάχρηση της ανθρωπολογίας: Σκέψεις yta το φεμινισμό και τη διαπολιτισμική κατανόηση» (μτφ. Α. Βοογιοόκα). Στο Α. Μπακαλάκη (επιμ.). Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία, Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι Φύλο, 185-233. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Rosaldo, Michelle Zimbalist και Louise Lamphere (επιμ.), 1974, Woman, Culture and Society. Στάνφορντ: Stanford University Press.

122

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Roscoe, Will, 1991, The Zuni Man-Woman. Άλμπουκερκ: University of New Mexico Press. Rubin, Gayle, 1975, “The traffic in women: Notes on the political economy of sex”. Στο R. Rapp Reiter (επιμ.), Toward an Anthropology o f Women, 157-210. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press. — 1984, “Thinking sex”. Στο C. S. Vance (επιμ.), Pleasure and Danger: Exploring Female Sexuality, 267-319. Νέα Υόρκη: Routledge and Kegan Paul. — 1992. “Of calamites and kings: Reflections on butch, gender and boundaries . Στο L. Nestle (επιμ.). The Persistent Desire, 4 6 6 -4 8 2 . Βοστόνη: Alyson. Rudie, Ingrid. 1993, Visible Women in East Coast Malay Society: On the Reproduction o f Gender, Ceremonial. School and Market. Όσλο: Scandinavian University Press. Sacks, Karen, 1974, “Engels revisited: Women, the organization of production, and pri­ vate property”. Στο Μ. Z. Rosaldo και L. Lamphere (επιμ.). Woman, Culture and So­ ciety. 207-222. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1976, “State bias and women s status”. American Anthropologist 78 (3 ): 5 6 5 -5 6 9 . — 1979, Sisters and Wives: The Past and Future o f Sexual Equality. Γουέστπορτ: Green­ wood Press. — (επιμ.), 1984. My Troubles Are Going to Have Troubles With M e: Everyday Trials and Triumphs o f Women Workers. Νιου Μπράνγουικ: Rutgers University Press. Salaff, Janet, 1981, Working Daughters o f Hong Kong: Filial Piety or Power in the Family? Νέα Υόρκη: Cambridge University Press. — 1988. State and Family in Singapore: Restructuring an Industrial Society, Ίθα κα : Cornell University Press. Sanday. Peggy R., 1973, “Toward a theory of the status of women”. American Anthro­ pologist, 75: 1682-1700. — 1974, “Female status in the public domain”. Στο Μ. Z. Rosaldo και L. Lamphere (επιμ.). Woman. Culture and Society, 189-206. Στάνφορντ: Stanford University Press. Sanday, Peggy R. και Rita G. Goodenough (επιμ.), 1990, Beyond the Second Sex: New Directions in the Anthropology o f Gender. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Sayers, Janet, Mary Evans και Nanneke Redclift (επιμ.), 1987, Engels Revisited: New Feminist Essays. Λονδίνο: Tavistock. Schlegel. Alice, 1972, Male Dominance and Female Autonomy: Domestic Authority in Matrilineal Societies. Human Relations. Νιού Χέιβεν: Area Files. — (επιμ.), 1977, Sexual Stratification: A Cross-Cultural View. Νέα Υόρκη: Columbia Uni­ versity Press. Schneider, David, 1968, American Kinship: A Cultural Account. Ιγκλγουντ Κλιφς: Pren­ tice-Hall. 1984. A Critique o f the Study o f Kinship. Av App7top: The University of Michigan Press. Scott, James, 1985. Weapons o f the Weak: Everyday Forms o f Peasant Resistance. Niou XeiPev: Yale University Press. Scott. Joan. 1988. Gender and the Politics o f History. Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Sears. Laurie (επιμ.), 1996. Fantasizing the Feminine in Indonesia. Ντέραμ: Duke Univer­ sity Press. Seremetakis. Nadia C., 1991, The Last Word: Women. Death and Divination in Inner Mani. Σικάγο και Λονδίνο: The University of Chicago Press. Sexton, Lorraine D., 1983, “Little women and big men in business: A Gorokan devel­ opment project and social stratification”. Oceania 54: 133-150 — 1984. “Pigs, pearlshells, and women s work: Collective response to change in Higho n,d P.ar ^ N,e^ Cuinf ”' Στ° . Γ)' ° ’Bricn και s · TiffanY (επιμ.). Rethinking Womens Roles. 120-15 λ Μ περχλεύ και Λος Αντζελες: University of California Press Shapiro. Judith 1976. “Sexual hierarchy among the Yanomama”. Στο J. Nash και H. Safa (επιμ.). Sex and Class in Latin America. Νέα Υόρκη· Praeger 1981. “Anthropology and the study of gender”. Στο K. U n glan d και W. Gove

Ανθρωπολογτκες προςειτίςεε ΤΟΓΦΓΛΟΓ

m

(επιμ.), A Feminist Perspective in the Academy, 110-129. Σικάγο: The University of Chicago Press. — 1987, “Men in groups: A reexamination of patriliny in Lowland South America”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays Toioard a Unified Analysis, 301-323. Στάνφορντ: Stanford University Press. Shepherd, Gill, 1987, “Rank, gender, and homosexuality; Mombasa as a key to under­ standing sexual options”. Στο P. Caplan (επιμ.). The Cultural Construction of Sexual­ ity, 240-270. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Shore, Bradd, 1981. “Sexuality and gender in Samoa: Conceptions and missed concep­ tions”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ.). Sexual Meanings: The Cultural Con­ struction of Gender and Sexuality, 192-215. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. Shostak, Marjorie, 1981, Nisa: The Life and Words o f a !Kung Woman. Κέμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press. Silverblatt, Irene, 1978, “Andean women in the Inca empire”. Feminist Studies 4, (3): 3761. — 1987, Moon, Sun and Witches: Gender Ideologies and Class in Inca and Colonial Peru. Πρίνστον: Princeton University Press. — 1988a, “Imperial dilemmas, the politics of kinship, and Inca reconstructions of his­ tory”. Comparative Studies in Society and History 30 (1): 83-102. — 1988β. “Women in states”. Annual Review of Anthropology 17: 427-460. — 1991, “Interpreting women in states: New feminist ethnohistories”. Στο M. di Leo­ nardo (επιμ.). Gender at the Crossroads of Knowledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 140-171. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Sinha, Mranalini, 1995, Colonial Masculinity: The "Manly Engllishman” and the "Effeminnate Bengali" in the Late Nineteenth Century. Μάντσεστερ: Manchester University Press. Siskind, Janet, 1973, To Hunt in the Morning. Λονδίνο: Oxford University Press. Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ελεονώρα, 1984, Α ν θρ ω π ο λ ο γ ικά γ ια το γυ ν αικ είο ζήτημα. Αθήνα: 0 Πολίτης. Spivak, Gayatri Chakravorty, 1987, In Other Worlds. Νέα Υόρκη: Methuen. Stacey, Judith, 1983, Patriarchy and Socialist Revolution in China. Μπέρκλεϋ και Λος Α­ ντζελες: University of California Press. — 1988, “Can there be a feminist ethnography?”. Women’s Studies International Forum 11 (1): 21-27. — 1990, Brave New Families. Νέα Υόρκη: Basic Books. Starr, June, 1984. “The legal and social transformations of rural women in Aegean Tur­ key”. Στο R. Hirschon (επιμ.). Women and Property. Women as Property. 92-116. Λονδίνο: Croom Helm. Steedly, Mary M., 1993, Hanging without a Rope: Narrative Experience in Colonial and Postcolonial Karoland. Πρίνστον: Princeton University Press. Stephen, Lynn, 1996, “Women’s rights are human righrs: The merging of feminine and feminist interests among El Salvador’s mothers of the disappeared (CO-MADRES). American Ethnologist 22 (4): 807-827. — 1997, Women and Social Movements in Latin America: Power fron Below. Ώστιν: Univer­ sity of Texas Press. Stephenson. Marcia. 1999. Gender and Modernity in Andean Bolivia. Ωστιν: University of Texas Press. Stem, S. J., 1995, The Secret History of Gender: Women, Men. and Pouter in Late Colonial Mexico. Τσάπελ Χιλ: University of North Carolina Press. Stewart, Kathleen, 1996, A Space on the Side o f the Road: Cultural Poetics in an "Other" America. Πρίνστον: Princeton University Press. Stivens, Maila, 1985, “The fate of women’s land rights: gender, matriliny, and capitalism in Rembau, Negeri Sembilan, Malaysia”. Στο H. Afshar (επιμ.). Women. Work and Ideology in the Third World, 3-36. Λονδίνο: Tavistock. Stolcke, Verena, 1981, “Women’s labours: The naturalization of social inequality and

124

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΓΛΟΤ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

women's subordination”. Στο Κ. Young κ.ά. (επιμ.), Of Marriage and the Market: Women's Subordination in International Pespective. 30 -4 8 . Λονδίνο: CSE Books. — 1993, “Is sex to gender as race to ethniciy?”. Στο T. del Valle (επιμ .). Gendered An­ thropology, 17-37. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Stoler, Ann, 1977, “Class structure and female autonomy in rural Java”. Στο Wesley Editorial Committee (επιμ.). Women and National Development: The Complexities o f Change, 74-89. Σικάγο: The University of Chicago Press. — 1985, Capitalism and Confrontation in Sumatra's Plantation Belt, 1 8 7 0 -1 9 7 9 . Νιου Χέιβεν: Yale University Press. — 1989, “Making empire respectable: The politics of race and sexual morality in 20th century colonial cultures”. American Ethnologist, 16 (4): 6 3 4 -6 6 0 . — 1991, “Carnal knowledge and imperial power: Gender, race, and morality in colonial Asia”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Knowledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 51-101. Μ πέρκλεϋ και Λος Άντζελες: University of California Press. — 1992 [1989], “Rethinking colonial categories: European communities and the boundaries of rule”. Στο N. B. Dirks (επιμ.). Colonialism and Culture, 3 19-352. Av Άρμπορ: The University of Michigan Press. — 1995, Race and the Education o f Desire: Foucault's History o f Sexuality and Colonial Or­ der o f Things. Ντέραμ: Duke University Press. — 2002. Carnal Knowledge and Imperial Power: Race and the Intimate in Colonial Rule. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Strathem, Andrew, 1996, Body Thoughts. Αν Άρμπορ: University of Michigan Press. Strathem. Marilyn, 1972, Women In Between: Female Roles in a Male W orld: Mount Hagen. New Guinea. Λονδίνο: Seminar Press. — 1976. “An anthropological perspective”. Στο B. Lloyd και J. Archer (επιμ.). Exploring Sex Differences, 49-70. Λονδίνο: Academic Press. — 1980, “No nature, no culture: The Hagen case”. Στο C. MacCormack και M. Strath­ em (επιμ.). Nature, Culture and Gender, 174-222. Καίμπριτζ: Cambridge University Press [μτφ. στα ελληνικά 1994, «Ο ύτε φύση ούτε πολιτισμός: Η περίπτω ση Hagen» (μτφ. Λ. Λυκιαρδοπούλου. Α. Μπακαλάκη). Στο Α. Μ πακαλάκη (επιμ.). Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύλο, 109-183. Αθήνα: Αλεξάνδρεια]. — 1981α, “Self-interest and the social good: Some implications of Hagen gender im­ agery”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ.). Sexual Meanings: The Cultural Con­ struction o f Gender and Sexuality, 166-191. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. — 1981β, “Culture in a netbag: the manufacture of a subdiscipline in anthropology”. Man (N .S.) 16 (4): 6 6 5 -6 8 8 . — 1987a, “An awkward relationship: the case of feminism and anthropology”. Signs 12 (2): 276-292. — (επιμ.) 1987β, Dealing with Inequality: Analyzing Gender Relations in Melanesia and Beyond. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. — 1987γ, “Introduction”. Στο M. Strathem (επιμ.). Dealing with Inequality: Analyzing Gender Relations in Melanesia and Beyond, 1-32. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. 1987δ, Conclusion . Στο M. Strathem (επιμ.). Dealing with Inequality: Analyzing Gender Relations in Melanesia and Beyond, 278-302. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. 1987ε, Producing difference: Connections and disconnections in two New Guinea Highland kinship systems”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ .). Gender and K in­ ship: Essays Toward a Unified Analysis, 271-300. Στάνφορντ: Stanford University Press. 1988, The Gender o f the Gift, Μπέρκλεϋ, Λος Αντζελες και Λονδίνο: University of California Press. — 1992. Reproducing the Future: Essays on Anthropology. Kinship and the New Reproduc­ tive Technologies. Μάντσεστερ: Manchester University Press |μτφ. στα ελληνικά: 200 8 Α ν α π α ρ ά γ ο ν τ α ς το μ έλ λ ο ν : Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία , σ υ γ γ έ ν ε ια κ α ι ν έ ε ς τ ε χ ν ο λ ο γ ίες

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΙΌΣΕΓΓΕΣΕΙΣ T O Y ΦΓΛΟΤ’

125

α ν α π α ρ α γ ω γ ή ς , μτφ. Π. Μπουρλάκης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα]. — 1993, “Making incomplete”. Στο V. Broch-Due, I. Rudie και T. Bleie (επιμ.). Carved Flesh, Cast Selves: Gendered Symbols and Social Practice, 41-51. Οξφόρδη και ΓΙρόβιντενς: Berg. Sutton, Constance (επιμ.), 1995, Feminism, Nationalism, and Militarism. Άρλιγκτον: American Anthropological Association. Sweet, Louise, 1967, “Appearance and reality: Status and roles of women in Mediterra­ nean societies”. Anthropological Quarterly 40, αφιέρωμα. Talle, Aud, 1993. “Transforming women into ‘pure’ agnates: Aspects of female infibula­ tion in Somalia”. Στο V. Broch-Due, I. Rudie και T. Bleie (επιμ.). Carved Flesh. Cast Selves: Gendered Symbols and Social Practice, 83-106. Οξφόρδη και Πρόβιντενς: Berg. Tanner, Nancy και Adrienne Zihlman, 1976, “Women in evolution. Fart I: Innovation and selection in human origins”. Signs 1 (3): 585-608. Tcherkezoff, Serge, 1993, “The illusion of dualism in Samoa: Brothers-and sisters’ are not ‘men-and-women’ ”. Στο T. del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology, 54-87. Λον­ δίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Thompson, E. P., 1963, The Making of the English Working Class. Νέα Υόρκη: Random House. — 1978, The Poverty o f Theory and Other Essays. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press. Tilly, Louise, 1978, “The social science and the study of women: A review article”. Com­ parative Studies in Society and History 20 (1): 163-173. Tilly, Louise και Joan Scott. 1978, Women. Work and the Family. Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart & Winston. Τσιμπιρίδου, Φωτεινή (επιμ.), 2006, « Μ ο υ σ ο υ λ μ ά ν ες της Α ν α το λ ή ς»: Α ν α π α ρ α σ τ ά ­ σ εις . π ολιτισ μ ικές σ η μ α σ ίες κ α ι π ολ ιτικ ές. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική. Tsing, Anna Lowenhaupt, 1990, “Gender and performance in Meratus dispute settle­ ment”. Στο J. M. Atkinson και S. Errington (επιμ.). Power and Difference: Gender in Island South East Asia, 95-125. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1993, In the Realm o f the Diamond Queen. Πρίνστον: Princeton University Press. Underhill, Ruth, 1979 [1936], Papago Women. Πρόσπεκτ Ηάιτσ. Ιλ.: Waveland Ulin, Robert, 2001, Understanding Cultures: Perspectives in Anthropology and Social Theory. Μόλντεν και Οξφόρδη: Blackwell Publishers. Vale De Almeida, Miguel, 1996, The Hegemonic Male: Masculinity in a Portuguese Town. Πρόβιντενς και Οξφόρδη: Berghan Books. Vance, Carol, 1984, “Pleasure and danger: Toward a politics of sexuality”. Στο C. Vance (επιμ.). Pleasure and Danger: Exploring Female Sexuality, 1-26. Λονδίνο: Routledge and Kegan Paul. — 2006 11991], «Η ανθρωπολογία ανακαλύπτει εκ νέου τη σεξουαλικότητα: ένα θεω­ ρητικό σχόλιο» (μτφ. Βενετία Καντσά). Στο Κ. Γ’ιαννακόπουλος (επιμ.). Σ εξ ο υ α λ ι­ κ ό τ η τ α : Θ εω ρίες κ α ι Π ολιτικ ές της Α ν θρ ω π ο λ ο γ ίας, 102-138. Αθήνα: Αλεξάνδρει­ α. Van Nieuwkerk, Karin, 1992. “Female entertainera in Egypt: Drinking and gender roles”. Στο D. Gefou-Madianou (επιμ.). Alcohol. Gender and Culture, 35-47. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Vincent Joan, 1990, Anthropology and Politics: Visions. Traditions and Trends. Τιούκσον: University of Arizona Press. Viswewaran, Kamala. 1988. “Defining feminist ethnography”. Inscriptions 3/4: 27-44. — 1994, Fictions o f Feminist Ethnography. Μινεάπολη και Λονδίνο: University of Minessota Press. — 1997, “Histories of feminist ethnography». Annual Review of Anthropology 26: 591621. Φουκώ, Michel, 1978 I 1976J. Ισ τ ο ρ ία τη ς Σ εξ ο υ α λ ικ ό τη τα ς. (Μτφ. Γ. Ροζάκη). Τόμ. 1. Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα. Walley. Christine, 1997, “Searching for ‘voices': Feminism, anthropology and the global debates over female genital operations”. Cultural Anthropology 12 (3): 405-438. Warren, Kay και Susan Bourque, 1991, “Women, technologies, and international devel-

126

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

opment ideologies: Analyzing feminist voices”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Knowledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 278-31. Μπέρκλεϋ και Λος Αντζελες: University of California Press. Weeks, Jeffrey. 1977, Coming Out: Homosexual Politics in Britain from the 19th Century to the Present. Λονδίνο: Quartet Books. — 1981, Sex, Politics and Society: The Regulation o f Sexuality since 1800. Νέα Υόρκη: Longman. — 1985, Sexuality and its Discontents. Λονδίνο: Routledge and Kegan Paul. — 1987. “Questions of identity”. Στο P. Caplan (επιμ.). The Cultural Construction o f Sexuality, 31-51. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Weismantel, Mary, 2001, Cholas and Pishtacos: Stories o f Race and Sex in the Andes. Σικά­ γο: University of Chicago Press, Weiner, Annette. 1976, Women o f Value. Men o f Renoun: New Perspectives on Trobriand Exchange Ώστιν: University of Texas Press. — 1979, “Trobriand kinship from another point of view: The reproductive power of women and men”. Man (N.S.) 14: 3 2 8 -3 4 8 . Weston, Hath. 1991, Families We Choose: Lesbians, Gays, Kinship. Νέα Τόρκη: Columbia University Press. — 1993a, “Lesbian/gay studies in the house of anthropology”. Annual Review o f Anthro­ pology 22: 339-367. — 1993β, “Do clothes make the woman? Gender, performance theory and lesbian eroti­ cism”. Genders 17 (2): 1-21. — 1995, “Forever is a long time: Romancing the real in gay kinship ideologies”. Στο S. Yanagisako και C. Delaney (επιμ.), Naturalizing Power: Essays in Feminist Cultural Analysis, 87-110. Νέα Τόρκη: Routledge. — 2002. Gender in Real Time: Power and Transience in a Visual Age. Νέα Τόρκη: Routledge. Whitehead, Ann, 1981. “I’m hungry. Mum: The politics of domestic budgeting”. Στο K. Young κ.ά. (επιμ.). Of Marriage and the Market, 88-111. Λοδίνο: CSE Books. — 1984, “Men and women, kinship and property: Some general issues”. Στο R. Hirschon (επιμ.). Women and Property, Women as Property, 176-192. Λονδίνο: Croom Helm. Whitehead, Harriet, 1981, “The bow and the burden strap: institutionalized homo­ sexuality in native North America”. Στο S. Ortner και H. W hitehead (επ ιμ .). Sexual Meanings: The Cultural Construction o f Gender and Sexuality, 80-115. Καίμπριτζ: Cam­ bridge University Press. — 1986, “The varieties of fertility cultism in New Guinea”. American Ethnologist, μέρος A’ 13 (1): 80-99, μέρος B ’ 13 (2): 271-289. — 1987, “Fertility and exchange in New Guinea”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays Toward a Unified Analysis, 244-267. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1995. “The gender of birds in a mountain Ok Culture”. Στο S. Yanagisako και C. Delaney (επιμ.). Naturalizing Power: Essays in Feminist Cultural Analysis, 145-173. Νέα Τόρκη: Routledge. Whyte, Martin King, 1978, The Status of Women in Preindustrial Societies. Πρίνστον: Princeton University Press. Wican. Unni, 1984. “Shame and honour: A contestable pair". Man 19 (4)· 6 3 5 -6 5 2 Williams. Brackette. 1996. Women Out of Place: The Gender o f Agency and the Race o f Nationality. Νέα Τόρκη: Routledge. J Williams. Raymond. 1977. Marxism and Literature. Οξφόρδη: Oxford University Press Williams. Walter L.. 1992. The Spirit and the Flesh: Sexual Diversity in American Indian Culture. Βοστόνη: Beacon. Wolf Margery 1968. The House of Urn: A Study o f a Chinese Farm Family. Ν έα Υόρχη: Appleton-Century-Crofts. 7 1 -

- \9al 2n W Family in Rural Taiwan. Στάνφορντ: Stanford University Press. 1990. A Thrice Told Story: Feminism. Postmodern,sm and Ethnographic Responsibility.

ΑΝΘΚίΠΟΛΟΠΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ

127

Στάνφορντ: Stanford University Press. Yanagisako, Sylvia Junko, 1979. “Family and the household: The analysis of domestic groups”. Annual Review of Anthropology 8: 161-205. — 1987, “Mixed metaphors: Native and anthropological models of gender and kinship Domains”. Στο J. Collier και S. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays To­ ward a Unified Analysis, 86-118. Στάνφορντ: Stanford University Press. Yanagisako, Sylvia Junko και Jane Fishbume Collier, 1987, “Toward a unified analysis of Gender and Kinship”. Στο J. F. Collier και S. J. Yanagisako (επιμ.). Gender and Kinship: Essays Toward a Unified Analysis, 14-50. Στάνφορντ: Stanford University Press. Yanagisako, Sylvia και Carol Delaney (επιμ.), 1995, Naturalizing Power: Essays in Femi­ nist Cultural Analysis. Νέα Υόρκη: Routledge. — 1995α, “Naturalizing Power”. Στο S. Yanagisako και C. Delaney (επιμ.). Naturalizing Power: Essays in Feminist Cultural Analysis, 1-22. Νέα Υόρκη: Routledge. Yeatman, Anna, 1984. “Gender and the differentiation of social life into public and do­ mestic domains”. Στο A. Yeatman (επιμ.). Gender and Social Life. Social Analysis, ει­ δικό τεύχος 15. Young, Antonia, 2001, Women Who Become Men: Albanian Sworn Virgins. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Berg. Young, Kate, Carol Wolkowitz, και Roslyn McCullagh (επιμ.), 1981, Of Marriage and the Market: Women's Subordination Internationally and its lessons. Λονδίνο: CSE Books. Zavella, Patricia, 1991, “Mujeres in factories: Race and class perspectives on women, work, and family”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Knowl­ edge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 312-336. Μπέρκλεϋ και Λος Α­ ντζελες: University of California Press. Zihlman, Adrienne, 1978, “Women in evolution. Part II: Subsistence and social organi­ zation among early hominids”. Signs 4 (1 ): 4-20.

-2 -

ΠΟΘΗΤΗ ΧΑΝΤΖΑΡΟΤΛΑ

Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του φύλου Sue Williams: Είναι μεγάλη ανακούφιση. Αισθάνομαι σχεδόν σαν άνθρω­ πος. Ακόμα έχω προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες. Εννοώ, γιατί να θέ­ λω να κοιτάζω το παρελθόν των γυναικών; Είναι βαρετό. Δεν έκαναν τίπο­ τα στην πραγματικότητα. Nancy Spero: Είναι ζητημα του να μαθαίνεις τις ιστορίες άλλων γυναικών -πώς οι γυναίκες σβήστηκαν από την ιστορία. Πώς η μάχη για την ισότητα πρέπει να διεξαχθεί και να κερδηθεί, ξανά και ξανά. Είναι σαν να πρέπει να ξεκινάμε πάντοτε από το μηδέν.1

1.

Ε ισ α γ ω γ ή 1 2

Η ιστορία των γυναικών/φύλου χαρακτηρίζεται πλέον ως ένα αυτόνομο ιστο­ ριογραφικό πεδίο. Η ιστορία της συγκρότησης του πεδίου έχει γραφτεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ήδη από τη δεκαετία του 1970, και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, είτε προτάσσοντας την ανάγκη για μετατόπιση της οπτικής είτε αποτιμώντας τη συμβολή της στην αλλαγή του ιστοριογρα­ φικού παραδείγματος είτε εστιάζοντας στις θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών, τόσο σε εθνικό πλαίσιο (Hall 1992, Jordanova 2003, Βολντμάν κ.ά., Bellavitis 1990) όσο και σε ευρύτερο (Zemon Davis 1975, Scott 2000 f l 988], 2004, Offen κ.ά. 1991, Αβδελά και Ψαρρά 1997α, Φουρναράκη 1997, Abrams 2002. Simonton 2005), παραμένοντας όμως σε μεγάλο βαθμό δυτικοκεντρική (Higginbotham 1989, 1992, Brown 1992, Shapiro 1993, Scott 1996α, Hall 1996, Downs 2004). Σύμ­ φωνα με την Αγγέλικα Ψαρρά και την Έφη Αβδελά η δεκαετία του 1980 α­ ποτελεί τη δεκαετία της αμφισβήτησης και της θεωρητικοποίησης της ιστορί­ ας των γυναικών. Είχε γίνει φανερό ότι το να «ενσωματωθούν οι γυναίκες στο πλαίσιο» της υπάρχουσας ιστοριογραφικής παραγωγής δεν άλλαζε την περιθωριακή θέση των γυναικών στην ιστορία, αλλά κυρίως δεν προκαλούσε κανέναν τριγμό στις ιστοριογραφικές παραδόσεις που ευθύνονταν για την 1. Απόσπασμα από συνέντευξη της Sue Williams στη Nancy Spero. Πρόκειται για συζή­ τηση μεταξύ δύο αμερικανίδων φεμινιστριών καλλιτέχνιδων (Spero: 1993). 2. Ευχαριστώ την Εφη Αβδελά για τα εξαιρετικά χρήσιμα σχόλια και τις παρατηρήσεις της στο κείμενο. Είναι αυτονόητο ότι για τις παραλείψεις και τα λάθη ευθύνομαι αποκλει­ στικά εγώ.

130

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΙ' ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

περιθωριοποίηση των γυναικών και της ιστορίας τους. Στην ανθολογία τους η Αγγελικά Ψ*αρρά και η Έφη Αβδελά παρακολουθούν τη διαδρομή της ιστορί­ ας των γυναικών το τελευταίο τέταρτο του 20υυ αιώνα, εστιάζοντας κυρίως στη δεκαετία του 1980. Επιλέγουν κείμενα που επαναπροσδιορίζουν το περι­ εχόμενο των αναλυτικών κατηγοριών της ιστορίας των γυναικών και επιχει­ ρούν, μέσα από την αξιοποίηση των ευρημάτων των εμπειρικών μελετών, να τη διευρύνουν και να εξετάσουν τις δυνατότητες διασύνδεσής της με άλλα ιστοριογραφικά πεδία (1997: 10). Η παρούσα μελέτη εστιάζει κυρίως στις θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις που αναδεικνύουν την πολλαπλότητα— παρά τον ενιαίο χαρα­ κτήρα του πεδίου— και τον διεπιστημονικό χαρακτήρα των κεντρικών επι­ στημολογικών ζητημάτων, όρων και εννοιών που απασχολούν την ιστορία του φύλου, καθώς και στις οπτικές που έχουν προκαλέσει μετασχηματισμούς στο ιστοριογραφικό παράδειγμα και πρακτική. Επικεντρώνεται κυρίως στη δεκα­ ετία του 1990 και στις αρχές του 2 Γ ° αιώνα επιχειρώντας να χαρτογραφήσει τις νέες κατευθύνσεις της ιστορίας του φύλου και να αναδείξει τις προκλή­ σεις της έγχρωμης φεμινιστικής σκέψης καθώς και τη συμβολή της εισαγωγής της κατηγορίας της «φυλής» στην ιστοριογραφία του φύλου. Η ευρωπαϊκή ιστοριογραφία μόνο πολύ πρόσφατα αναγνώρισε τη σημασία της «φυλής» και τα πλεονεκτήματα της συγκριτικής φεμινιστικής έρευνας (Canning 1994: 371). «Ο Τρίτος Κόσμος μέσα και έξω από τη Δύση βρισκόταν “κάτω από το δυτικό βλέμμα’’», όπως έγραψε η Chandra Talpade Mohanty (2003: 222). Έτσι, η απο-αποικιοποίηση της φεμινιστικής σκέψης αποτελεί ένα από τα κεντρικά διακυβεύματα της φεμινιστικής κριτικής (Anzaldúa 1991 [1987], Anzaldúa και Moraga 1983, Mohanty 2003, Minh-ha 1988, 1989). Οι θεματικές ενότητες δεν ακολουθούν τις παραδοσιακές διακρίσεις της ιστοριογραφίας (οικονομική, κοινωνική, πολιτική ιστορία) καθώς, όπως θα αναδειχθεί παρακάτω, η ιστορία του φύλου διαρρηγνύει τα στεγανά των γνωστικών πεδίων και φέρνει στο προσκήνιο τη συμβατικότητά τους, τις πο­ λιτικές και τις ιεραρχίες που τα διαμόρφωσαν. Επίσης, πεδία που θεωρού­ νταν περιφερειακά, όπως η ιστορία του σώματος και της επιστήμης, είχαν καθοριστική συμβολή στη θεωρητική, μεθοδολογική και ερμηνευτική επεξερ­ γασία του φύλου (Jordanova 2003). Οι θεματικές ενότητες αφορούν τα ανα­ λυτικά πλαίσια της μελέτης του φύλου (ισότητα/διαφορά, δημόσιο/ιδιωτικό, εννοιολόγηση του φύλου, το ζήτημα της ταυτότητας και της εμπειρίας, η έν­ νοια της ιδιότητας του πολίτη) και τα πεδία στα οποία η χρήση της αναλυτι­ κής κατηγορίας του φύλου και η διαπλοκή της με άλλες κατηγορίες μετασχη­ ματίζουν την ιστοριογραφία (αποικιοκρατία, ανδρισμός, ιστορία του σώματος, ιστορία της επιστήμης, ιστορία της εργασίας). Η ονομασία του πεδίου, «ιστορία των γυναικών», «ιστορία του φύλου», «φεμινιστική ιστορία», αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές οπτικές και αφετη­ ρίες των ερευνητριών. τη σχέση του φεμινιστικό») κινήματος με τη διαμόρφω­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΙΛΟΥ’

131

ση του πεδίου, καθώς και τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις (βλ. Αβδελά 1993α, Αβδελά και Ψαρρά 1997α, Offen κ.ά. 1991). Η διαμάχη αυτή αφορά κεντρικά επιστημολογικά ζητήματα της ιστορίας του φύλου: την εννοιολόγηση της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου, το ζήτημα της ισότητας και της διαφοράς, τη διάκριση εμπειρίας και λόγου, την κριτική στην κατηγο­ ρία «γυναίκα»/ «γυναίκες» ως βάση πολιτικών διεκδικήσεων. Οι διαφορετι­ κές προσεγγίσεις των παραπάνω ζητημάτων συνιστούν επιστημολογικές δια­ φορές που διαπερνούν την ιστοριογραφία των γυναικών και του φύλου και δεν συνιστούν μια εξελικτική πορεία. Οι ερευνήτριες που προκρίνουν την ονομασία «ιστορία γυναικών» θεω­ ρούν ότι η αντικατάσταση της ιστορίας των γυναικών από την ιστορία του φύλου αποτελεί πολιτικό ζήτημα και εστιάζουν στις πολιτικές προεκτάσεις και συνέπειές της. Αντιτίθενται επίσης στην αντικατάσταση της «ιστορίας των γυναικών» από την «ιστορία του φύλου» υποστηρίζοντας ότι ο όρος φύ­ λο είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας νομιμοποίησης του πεδίου μέσω της χρήσης ενός υποτιθέμενα ουδέτερου όρου που δεν φέρει τις πολιτικές σημασιοδοτήσεις του όρου «γυναίκα». Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις ο όρος φύλο έχει χρησιμοποιηθεί απλώς περιγραφικά και στην πραγματικότητα ταυτίζεται με τις γυναίκες ή για να δηλώσει οτιδήποτε αφορά τις «γυναίκες» και το «φύλο» παραμένοντας σημασιολογικά κενός ή πολιτισμικά ακατανόητος. Υποστηρίζεται ότι η κατάρ­ γηση του όρου «γυναίκες» οδηγεί στην απο-πολιτικοποίηση και στην απομά­ κρυνση από το φεμινισμό υπονοώντας ότι έχουν αναγνωριστεί τα δικαιώματα των γυναικών (Griffin 2002). Με αυτή την έννοια, μια ιστορία των γυναικών είναι αδιανόητη χωρίς το ιστορικό καθήκον που θέτει η φεμινιστική παράδο­ ση. να μελετήσει δηλαδή την καταπίεση των γυναικών στο παρελθόν και να κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους επιβλήθηκε (Μπένετ 1997). Επο­ μένως, η απαλοιφή του όρου γυναίκες συνιστά για κάποιες ιστορικούς υπο­ χώρηση στην πολιτική δυναμική του φεμινιστικού κινήματος και οδηγεί στη διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ του κινήματος και της επιστημονικής κοινότη­ τας. Η κριτική αυτή επεκτείνεται και στη μελέτη των ανδρών και του ανδρι­ σμού, η οποία θεωρείται ότι επαναφέρει τους άνδρες ως κεντρικά υποκείμε­ να της ιστορίας. Επιπλέον, η ιστορία των γυναικών τέθηκε αρκετές φορές σε αντιπαραβολή με την ιστορία του φύλου. Η ιστορία του φύλου θεωρήθηκε ότι εξαφανίζει τις γυναίκες, καθώς εστιάζει σε λόγους (φιλοσοφικούς, θρησκευτικούς, ιατρικούς, επιστημονικούς) οι οποίοι κατασκευάζουν τις γυναίκες χωρίς όμως να ενδιαφέρεται για τις πραγματικές γυναίκες και τη ζωή τους (Πομάτα 1995: 31). Επιπλέον, θεωρείται μια ιστορία ανδρών, αφού μας διαφωτίζει μόνο σε σχέση με τους ανδρικούς λόγους για τις γυναίκες. Σύμφωνα με την Τζάννα Πομάτα, αυτό που χρειάζεται είναι μια κοινωνική ιστορία των γυναικών η οποία θα έχει ως στόχο να υπερβεί την ένδεια των γεγονότων και να αναπληρώσει κε­

132

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ ΦΓΛΟΤ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

νά στους τομείς της οικογένειας, της οικονομίας, της δημογραφίας κ.λπ. Η ιστορία του φύλου ως ιστορία της κοινωνικής συγκρότησης των κατηγοριών του αρσενικού και του θηλυκού είναι, σύμφωνα με την Πομάτα, χρήσιμη* πρέ­ πει όμως να συμπορεύεται με την ιστορία των γυναικών. Το φύλο ως έννοια αναπτύχθηκε για να αποσταθεροποιήσει τη φυσικοποίημένη διαφορά των φύλων. Η φεμινιστική ιστορία προσπάθησε να ερμη­ νεύσει τα συστήματα της έμφυλης διαφοράς, όπου άνδρες και γυναίκες συ­ γκροτούνται κοινωνικά και τοποθετούνται σε σχέσεις ιεραρχίας και ανταγω­ νισμού (Haraway 1991: 131). Πρόσφατα, παρόλη την επιρροή που άσκησε το άρθρο της για τη χρησιμότητα της κατηγορίας του φύλου στη μελέτη του πα­ ρελθόντος, η Σκοτ ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η ανά­ λυση του φύλου στις ιστορικές μελέτες. Θεωρεί ότι σε πολλές πρόσφατες με­ λέτες το φύλο αναφέρεται μεν στο πώς γίνονται αντιληπτές οι σχέσεις μετα­ ξύ ανδρών και γυναικών, αλλά το σημαντικό είναι να αναδειχθεί η ιστορικό­ τητα όλων των κατηγοριών του παρελθόντος και των σχέσεων. Επιπλέον, το φύλο αναφέρεται στις κοινωνικές νόρμες που επιβλήθηκαν στους άνδρες και τις γυναίκες* θα πρέπει όμως να αναφέρεται και στον τρόπο που συγκροτεί­ ται η αντίληψή μας για τη «φύση». Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να αναδειχθεί το φύλο ως μια ιστορικά καθορισμένη αντίληψη για τη διαφορά των φύλων, ως τρόπος διερεύνησης μιας συγκεκριμένης μορφής γνώσης, ενός καθεστώτος αλήθειας, που εγκαθιδρύει τη διαφορά των φύλων ως φυσική (Scott 2000 [1998]). Η ιστορία του φύλου συνδέεται με το μεταδομιστικό ρεύμα της φεμινιστι­ κής θεωρίας, το οποίο, μέσα στο πλαίσιο της κριτικής της έννοιας του δυτι­ κού υποκειμένου ως αυτόνομου, ενιαίου και έλλογου, θέτει σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα της κατηγορίας «γυναίκες» και αναζητεί την ιστορικοποίησή της. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 και του 1980 ο γαλλικός φεμινισμός, αλ­ λά και οι φεμινίστριες ιστορικοί, χρησιμοποίησαν ποικίλες εκδοχές του μεταδομισμού, αποφυσικοποίησαν τις διακρίσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, γυναικών και ανδρών, αλλά και προετοίμασαν τη στροφή προς την ανάλυση του φύλου ως συμβολικού συστήματος ή ως τρόπου νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας (Canning 1994: 370, Αθανασίου 2006). Η κριτική στην οικουμενικότητα και στην οργάνωση του κόσμου μέσα από διχοτομικές ιεραρ­ χικές αντιθέσεις έκανε ορατό ότι τα νόμιμα υποκείμενα της ιστορικής γραφής ήταν οι λευκοί άνδρες, που αντιπροσώπευαν την οικουμενικότητα, σε αντίθε­ ση με τις γυναίκες, τους μαύρους, την εργατική τάξη, που αντιπροσώπευαν τη μερικότητα και την ιδιαιτερότητα. Το πεδίο των γυναικείων σπουδών α­ ντιπροσώπευε την ιδιαιτερότητα σε σχέση με την οικουμενικότητα (Scott 1996α). Για τη Σκοτ, η φεμινιστική ιστορία είναι μια μορφή κριτικής που αλλάζει τον προσανατολισμό, διαταράσσει και μερικές φορές καταστρέφει μορφές γνώσης. Στόχος της είναι να επεξεργαστεί εκ νέου τις θεμελιακές αρχές της

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΤ

133

γνώσης και να θέσει σε αμφισβήτηση τους τρόπους με τους οποίους οι διαφορές του φύλου χρησιμοποιήθηκαν για να συγκροτήσουν σχέσεις εξουσίας (2004: 19). Η μελέτη του φύλου, των αναπαραστάσεων του ανδρισμού και της θηλυκότητας, στην οργάνωση των σχέσεων εξουσίας και στην παραγωγή της γνώσης για την έμφυλη διαφορά φωτίζει τη διαμόρφωση της έμφυλης ανισότητας σε πεδία στα οποία οι γυναίκες και οι άνδρες δεν είναι ορατοί και τη διαπλοκή της με την ταξική και φυλετική ανισότητα, αποκαλύπτοντας τις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνουν το ίδιο το ιστοριογραφικό αφήγημα.

2. Ε π ιλ ογ ή β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία ς Τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα η ιστορία του φύλου γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη. Οι αρχές του 21°° αιώνα σηματοδοτούνται από έναν χωρίς προηγούμενο πολλαπλασιασμό των μελετών. Η βιβλιογραφία που αφο­ ρά τη μελέτη των γυναικών και του φύλου στην ιστοριογραφία της πρώιμης, νεώτερης και σύγχρονης εποχής εκτείνεται πλέον σε χιλιάδες τίτλους. Η πα­ ρούσα μελέτη, παρά τους γλωσσικούς περιορισμούς αλλά και την πληθώρα των τίτλων, επιχειρεί να καλύψει ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων και γεω­ γραφικών περιοχών εστιάζοντας στην παραγωγή των τελευταίων είκοσι χρό­ νων, δίνοντας όμως μεγαλύτερη έμφαση στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21°°. Ένα από τα κριτήρια για την επιλογή των τίτλων ήταν οι μελέτες οι οποίες αναπτύσσουν νέες αναλυτικές προσεγγίσεις και εισάγουν νέα μεθοδολογικά εργαλεία στη μελέτη του παρελθόντος, αντι­ προσωπεύουν τα διαφορετικά πεδία της ιστοριογραφίας, συνεισφέρουν στην ανανέωση του πεδίου (διεπιστημονικές και συγκριτικές) και ανοίγουν νέες προοπτικές για περαιτέρω έρευνα. Η έμφαση στην ευρωπαϊκή και αμερικα­ νική ιστορία αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό την ανάπτυξη της ιστορίας των γυναικών και του φύλου σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές και τις συν­ θήκες στα πανεπιστήμια και στην κοινωνία που επηρέασαν αυτή την ανάπτυ­ ξη και, επομένως, τις ανισότητες (γλωσσικές, θεσμικές και πολιτικές) που καθόρισαν τη διάδοσή τους. Τπάρχουν, βέβαια, σημαντικές ανισότητες στην ιστοριογραφική παραγωγή και ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, όμως η πλούσια σε πολλές περιπτώσεις παραγωγή δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα σύνορά τους. Η ιστορία του φύλου έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και την Ινδία, ενώ στην Ανατο­ λική Ευρώπη και στη Ρωσία αποτέλεσε πεδίο μελέτης σχετικά πρόσφατα. Το πρώτο τεύχος του ετήσιου περιοδικού Aspasia: International Yearbook of Central, Eastern, and Southeastern European Women's and Gender History, το οποίο ειδι­ κεύεται στη διεπιστημονική μελέτη της ιστορίας των γυναικών και του φύλου της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κυκλοφόρησε το 2007. Η παρουσία αφρικανών ιστορικών στα πανεπιστήμια της Δύσης διευ­

134

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

κόλυνε την πρόσβαση της ιστοριογραφικής παραγωγής τους στα αγγλόφωνα επιστημονικά περιοδικά και εκδόσεις την τελευταία δεκαετία. Επίσης, από το 2008 λειτουργεί η βάση δεδομένων AfricaBib (http://www.africabib.org), που περιλαμβάνει τη βιβλιογραφική παραγωγή της μελέτης των γυναικών και του φύλου στην Αφρική από το 1986 και έπειτα. Η βιβλιογραφική βάση δε­ δομένων Viva— σε συνεργασία με το International Institute of Social History— , η οποία περιέχει άρθρα στα πεδία της ιστορίας των γυναικών και του φύ­ λου δημοσιευμένα από το 1975 και εξής σε 180 ιστορικά περιοδικά και περι­ οδικά των γυναικείων σπουδών της Ευρώπης, της Αμερικής, του Καναδά, της Ασίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, διαθέτει και ξεχωριστή σελί­ δα για την αφρικανική ιστορία (http://www.iisg.nl). Περιοδικά όπως το Gender and History, αφοσιωμένα σε μια διεθνή οπτική, συμπεριέλαβαν άρθρα ανεξάρ­ τητα από τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένα και έφεραν στο προσκήνιο εντελώς άγνωστες πτυχές της ιστορίας των γυναικών, αλλά και μελέτες που έθεσαν σε κριτική αναλυτικές κατηγορίες της ιστορίας του φύλου που θεω ­ ρούνταν ότι είχαν καθολική ισχύ. Εκδόσεις όπως το τετράτομο συλλογικό έργο Λ History of Women in the West (1993-2000) ή ο τόμος A Companion to American Women's History (Hewitt 2002) αποτελούν συλλογικές προσπάθειες συγγραφής μιας ιστορίας γυναικών της Δύσης που εκτείνεται από την αρ­ χαιότητα έως σήμερα τονίζοντας τη συγκριτική οπτική, ενώ οι συλλογικοί τόμοι Gender and Histonf. Retrospect and Prospect (Davidoff, McClelland και Varikas 2000), Women's History in Global Perspective (Smith 2004), A Compan­ ion to Gender History (Meade και Wiesner-Hanks 2004) και Bodies in Contact: Rethinking Colonial Encounters in World History (Ballantyne και Burton 2005) ξεπερνούν τη δυτικοκεντρική θεώρηση -κατεύθυνση που σηματοδοτεί τη στροφή της ιστορίας των γυναικών στον 21° αιώνα προς μια παγκόσμια οπτι­ κή. Οι πηγές από τις οποίες άντλησα τη βιβλιογραφία ήταν τα αγγλόφωνα και γαλλόφωνα ειδικευμένα περιοδικά (Journal of Women's History, Gender and History, Women s History Review, Clio: Histoire, Femmes et Sociétés, Journal of the History of Sexuality), βιβλιοκρισίες, βάσεις δεδομένων και κόμβοι στο δια­ δίκτυο, βιβλιογραφικές εκδόσεις και μελέτες που αποτελούν κριτική θεώρηση της ιστορίας των γυναικών και του φύλου. Το γερμανόφωνο περιοδικό L' Homme: Europäische Zeitschrift für feministische Geschichtswissenschaft ειδικεύεται στη φεμινιστική ιστορία, ενώ άρθρα για την ιστορία των γυναικών περιλαμ­ βάνονται στα διεπιστημονικά περιοδικά Pakistan Journal of Women's StudiesAlam-e— Niswan, Indian Journal of Gender Studies, Intersections: Gender, History & Culture in the Asian Context (ηλεκτρονικό περιοδικό http://www.sshe.murdoch.edu.au/intersections), Nora: Nordic Journal of Women's Studies, Journal of World History. Ο κόμβος NIKK για τη Δανία, τη Φιλανδία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία περιέχει πληροφορίες για τις Γυναικείες Σπουδές και την Έρευνα για το Φύλο και στις πέντε χώ­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΙΌΣΕΓΠΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

135

ρες, τα τοπικά φεμινιστικά ερευνητικά κέντρα, ενώσεις, οργανισμούς, βιβλιο­ θήκες και βάσεις δεδομένων (http://www.nikk.uio.no). Ο κόμβος της Interna­ tional Federation for Research in Women’s History και του γαλλικού τμήμα­ τός της, Fédération Internationale pour la Recherche en Histoire des Femmes (http://www.historians.ie/women) συντονίζει και ενθαρρύνει ερευνητικές δρα­ στηριότητες για την ιστορία των γυναικών. Το ενημερωτικό δελτίο της IFRWH περιλαμβάνει τη βιβλιογραφική παραγωγή ανά χώρα και από το 2007 και την ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή. Ο κόμβος του περιοδικού Clio: Histoire. Femmes et Sociétés (http://clio.revues.org) περιλαμβάνει περιλή­ ψεις, αλλά και άρθρα δημοσιευμένα στο περιοδικό. Ο κόμβος Women’s Studies Sections περιέχει συνδέσμους με αρχειακό υλικό και βιβλιογραφία για την ιστορία των γυναικών (http://libr.org/wss/wsslinks/), ενώ ένας άλλος κόμ­ βος (http://libr.org/wss/wsslinks) περιλαμβάνει αρχειακούς δικτυακούς τόπους της ιστορίας των γυναικών. Οι εκδόσεις του δικτύου ATHENA (Advanced Thematic Network in Activities in Women’s Studies in Europe) με τον τίτλο The Making of European Women's Studies, τόμοι 4, (τομ. 1, 2000, τομ. 2-3, 2001. τομ. 4, 2002 ) συγκε­ ντρώνουν μελέτες που αφορούν τα προγράμματα σπουδών και τα ερευνητικά αντικείμενα των Σπουδών του Φύλου και των Γυναικείων Σπουδών στην Ευ­ ρώπη, αλλά και σε άλλες περιοχές (στις Σκανδιναβικές χώρες (τομ. 2, 2001), στη Μεσόγειο (ό.π.), στα Βαλκάνια (τομ. 3, 2001), στη Λατινική Αμερική (τομ. 4, 2002), τα ιδρύματα στα οποία διεξάγεται η έρευνα, τη θεσμική ορ­ γάνωση των σπουδών του φύλου, την ερευνητική πολιτική, τα ερευνητικά προγράμματα, καθώς και θεωρητικές και μεθοδολογικές τοποθετήσεις πάνω σε θέματα φυλής, εθνότητας, τεχνολογίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη φεμινιστική ορολογία, στη μετάφραση και τη μεταφρασιμότητα δηλαδή των όρων, και κυρίως των όρων sex/gender, στις διαφορετικές χώρες της Ευρώπης. Εξετάζονται επίσης τα ιστορικά και θεωρητικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διαμόρφωση και τη μετάφραση των όρων, η πολιτισμική κατανόηση, καθώς και οι πολιτικές διαστάσεις που ενυπάρχουν στην επιλογή των όρων.3

3. Η σ υ γ κ ρ ό τ η σ η τ ο υ π ε δ ίο υ της ισ τ ο ρ ία ς των γυναικώ ν Η ανάσυρση των γυναικών από την περιφρόνηση της ιστορίας δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από την ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων της δεκαε­ τίας του 1960 και, ιδιαίτερα, από το φεμινιστικό κίνημα. Η ιστορία των γυ­ ναικών αναδύθηκε μέσα από το πολιτικό πρόταγμα της χειραφέτησης των γυναικών και της αναγνώρισής τους ως ενεργών υποκειμένων. Ο όρος «γυ­ ναικείο απελευθερωτικό κίνημα» σηματοδότησε τη ρήξη με τον αγώνα για τα «τυπικά» δικαιώματα (Bock 2002: 239). Το ζήτημα της ισότητας και της διαφοράς, κεντρικά στο φεμινιστικό κίνημα, έγιναν εξίσου κεντρικά και στη

136

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOIT ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

μελέτη του παρελθόντος. Μέσα στο πολιτικό πλαίσιο της ανάδυσης νέων υ­ ποκειμένων, γυναικών, εργατών και μαύρων, η ιστορία των γυναικών ζητούσε να αναδείξει τις γυναίκες ως υποκείμενα της ιστορίας και ως υποκείμενα της ιστορικής αφήγησης. Οι φεμινίστριες ιστορικοί υποστήριξαν ότι οι γυναίκες ήταν αόρατες στην ιστοριογραφία, όχι όμως και στην ιστορία, όπως άλλωστε δηλώνουν και οι τίτλοι δύο πρωτοπόρων βιβλίων στην ιστορία των γυναικών (Rowbotham 1972. Koonz και Bridenthal 1998 [1977]). Η ενσωμάτωση των γυναικών στην ιστορική αφήγηση πραγματοποιούνταν μέσα από διαφορετικές οπτικές και πολιτικά προτάγματα, αλλά και σε σχέση με τις ιστοριογραφικές παραδόσεις της κάθε χώρας. Η ανίχνευση της παρουσίας των γυναικών στην πολιτική και η συμμετοχή τους σε μείζονες πολιτικές ανακατατάξεις λειτουργούσε ως επιχείρημα που νομιμοποιούσε το αίτημα των φεμινιστριών για συμμετοχή στην πολιτική. Η ένταξη των γυναικών στο πλαίσιο της παραδοσιακής ιστοριογραφίας (οικο­ νομική ιστορία, διπλωματική ιστορία, συνταγματική ιστορία, πολιτική ιστο­ ρία) είχε στόχο να αναδείξει γυναικείες μορφές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σφαίρα της πολιτικής, ενώ, ταυτόχρονα, αποδείκνυε ότι οι γυναίκες είχαν ιστορία. Η συμμετοχή τους στην πολιτική, στα στρατιωτικά κατορθώ­ ματα και στα κινήματα, τομείς που θεωρούνταν ότι συνιστούν την «καθαυ­ τό» ιστορία, δικαίωνε, νομιμοποιούσε και ενδυνάμωνε το αίτημα της γυναι­ κείας χειραφέτησης. Σ ’ αυτή την περίπτωση η ιστορία ταυτιζόταν με την υ­ ψηλή πολιτική, τα στρατιωτικά κατορθώματα, τις μεγάλες επαναστάσεις και τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που αντανακλώνταν στην περιοδολόγηση. Αυτή η ιστορία ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ιστορία των εξαιρέσε­ ων. Κατασκεύαζε μια γενεαλογία γυναικών με πολιτική δράση που ξεκινούσε από το παρόν και εκτεινόταν βαθιά στο παρελθόν (Scott 2000 [1988]). Η προσπάθεια να γίνουν ορατές οι γυναίκες στην ιστορία οδήγησε στη συγγραφή μιας «ιστορίας γένους θηλυκού», όπως εύστοχα αποδίδουν η Έ φ η Αβδελά και η Αγγέλικα Ψαρρά (1997α) τον όρο her-story, που αποτελούσε την αντίστιξη της his-story και δήλωνε ότι η ιστορία, ενώ εμφανιζόταν ως οι­ κουμενική, στην ουσία απέκλειε το μισό της ανθρωπότητας. Αυτό το ιστοριο­ γραφικό ρεύμα της ιστορίας των γυναικών, σύμφωνα με την ταξινόμηση της Τζόουν Σκοτ (Scott 2000 [1988]) αναπτύχθηκε κυρίως στις Ηνωμένες Πολι­ τείες τη δεκαετία του 1970 και αφορούσε κυρίως τη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά κινήματα— και ιδιαίτερα τα κινήματα για τη γυναικεία ψήφο, τις απαρχές του φεμινισμού στα κινήματα του ριζοσπαστικού και ουτοπικού σοσιαλισμού— . στη φιλανθρωπία, στη δημόσια υγεία, στην κατάργηση της παιδικής εργασίας, στην ίδρυση σωματείων, στην προώθηση και εφαρμογή τ'Ίζ εργατικής νομοθεσίας και στη διαμόρφωση της κοινωνικής πολιτικής. Η ενσωμάτωση των γυναικών στην ιστορία υποδήλωνε την αναζήτηση μιας συνέχειας ανάμεσα στη ζωή των γυναικών που έγραφαν ιστορία και των γυναι­ κών του παρελθόντος και εγκαθίδρυε μια κοινή και ενιαία ταυτότητα. Η ι­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

137

στορία αποτελούσε πηγη ταυτότητας και η σύγχρονη ιστορικός, μέσα από την ανασύνθεση του παρελθόντος, εμφανιζόταν να αποτελεί προϊόν της ιστορίας που διαμορφώθηκε από την κατηγορία του φύλου (Steedman, 1994β). Η μελέτη της σεξουαλικότητας στη δεκαετία του 1970 διαπερνάται από την ίδια επιθυμία να ανακαλύψει τους προγόνους (συνήθως σημαντικές προ­ σωπικότητες) και να εγκαθιδρύσει μια «γκέι» γενεαλογία, που αποσκοπούσε στη νομιμοποίηση της ύπαρξης των σύγχρονων ομοφυλόφιλων. Όμως η ιστο­ ρική και ανθρωπολογική μελέτη έδειξαν ότι οι ομόφυλες σεξουαλικές πράξεις δεν συνδέονται με μια ομοφυλόφιλη ταυτότητα σε όλες τις περιόδους και τις κοινωνίες (βλ. Γιαννακόπουλος 2006). Οι φεμινίστριες ιστορικοί έθεσαν ως στόχο να ερευνήσουν την επίδραση των σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στη ζωή των γυναικών, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τη θέση των γυναικών και τις αιτίες της γυναικείας καταπίεσης (Rowbotham 1972). Το ζήτημα της περιοδολόγησης αποτέλεσε κεντρικό διακύβευμα της ιστορίας των γυναικών. Η Christiane Klapisch-Zuber (1994) αναρωτιέται αν μια ιστορία των γυναικών είναι δυνα­ τή χωρίς μια πρωτότυπη περιοδολόγηση. Στο βαθμό που το αντικείμενο της ιστορίας των γυναικών είναι η αποτίμηση των επιπτώσεων των κοινωνικών, πολιτικών, θρησκευτικών και οικονομικών μεταβολών στη ζωή των γυναικών, η ιστορία των γυναικών μεταχειρίζεται το καθιερωμένο πλαίσιο της ιστορικής περιοδολόγησης. Από την άλλη, η φεμινιστική ιστορία έθετε σε αμφισβήτηση τις παραδοσιακές έννοιες περιοδολόγησης και την καθολικότητά τους ως προς τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές και τομές που συνεπάγονταν για το σύνολο του πληθυσμού (Κέλι 1997, Kelly 1977, Hard­ wick 2004). Αυτή η αναζήτηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις των αλλαγών είναι διαφορετικές για το κάθε φύλο και οδήγησε κάποιες φε­ μινίστριες να προτείνουν μια χωριστή περιοδολόγηση, που θα στηριζόταν στις σημαντικές καμπές της ιστορίας των γυναικών, όπως η μητρότητα, η αντισύλ­ ληψη κ.λπ. (Αβδελά και Ψαρρά 1997α). Στο σουηδικό πλαίσιο, το φεμινιστικό κίνημα και η έρευνα είχαν απορροφηθεί από την έννοια της ισότητας, και τα ερωτήματα που απασχολούσαν τις μελέτες για τις γυναίκες υπαγορεύονταν από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και, σε μεγάλο βαθμό, αποτελούσαν μέρος τους. Η σύγχρονη φεμινιστική κρι­ τική αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της απορρόφησης των μελετών για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία από την έννοια της ισότητας· ως πολίτικοι) στό­ χου και έθεσε σε προβληματισμό τους ίδιους τους πολιτικούς όρους με τους οποίους γίνονταν κατανοητές οι έμφυλες σχέσεις. Η έρευνα βασιζόταν σε ε ­ μπειρικές μελέτες που προσπαθούσαν να σταθμίσουν την επιρροή των πολι­ τικών μεταρρυθμίσεων στους έμφυλους ρόλους στην οικογένεια και στις δο­ μές της απασχόλησης της σουηδικής κοινωνίας. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στους «ρόλους των φύλων» και στην αναγνώριση δομικών χαρακτηριστικών που καθόριζαν τη συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Το ζήτημα

138

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ ΦΊΓΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ UTOPIA

της κοινωνικής διαμόρφωσης της θηλυκότητας και του ανδρισμού και των διαφορετικών προτύπων κοινωνικοποίησης για τους άνδρες και τις γυναίκες αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες της έρευνας. Η έννοια του ρόλου των φύ­ λων απέκτησε την ισχύ «επιστημονικής αλήθειας» (Lundqvist 1999: 588). Η ανάδυση της νέας κοινωνικής ιστορίας στις δεκαετίες του 1970 και 1980 σηματοδότησε μια διαφορετική οπτική στην ιστορία των γυναικών. Η ιστορία των καθημερινών ανθρώπων, των γυναικών, της οικογένειας, των μορφών κοι­ νωνικής διαμαρτυρίας, η εργατική ιστορία αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτε­ ρου πολιτικού προγράμματος, της ενσωμάτωσης των «χαμένων» ιστοριών στην ιστορική αφήγηση. Τη δεκαετία του 1970 στη Βρετανία η ιστορία των γυναικών διδασκόταν μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια με σκοπό την α­ φύπνιση συνειδήσεων, για τον ίδιο σκοπό που η προφορική ιστορία και η ι­ στορία του εργατικού κινήματος διδασκόταν στην «εκτός των τειχών» εκπαί­ δευση (Steedman 1994α). Στόχος ήταν αυτές οι νέες ιστορίες να σταθούν α­ ντιμέτωπες με τις θεωρίες με τις οποίες «ζούσαν» και ερμήνευαν το παρελ­ θόν οι ιστορικοί, αντιπαραθέτοντας την εμπειρία της τάξης και την εμπειρία του φύλου. Η συνάρθρωση του φεμινιστικού κινήματος με το σοσιαλιστικό κίνημα στη Βρετανία τοποθέτησε το ζήτημα της διαμόρφωσης της τάξης και της ταξικής συνείδησης στον πυρήνα της ιστορίας των γυναικών (Hall 1992). Η ιστορία «από τα κάτω», που έθεσε α>ς στόχο τη σωτηρία των υποκειμένων της εργα­ τικής τάξης από την περιφρόνηση της ιστορίας, αποτέλεσε το πλαίσιο για την ανάσυρση και την αναγνώριση των εμπειριών των γυναικών που είχαν αποσιωπηθεί από την ιστορική αφήγηση. Οι ιστορικοί ανέδειξαν τη συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική ζωή, στις συλλογικές διαμαρτυρίες, στη δια­ μόρφωση της εργατικής κουλτούρας και πολιτικής (Taylor 1983, βλ. Scott 2000 [19881, βλ. Steedman 1994α, Βερβενιώτη 1994, Μπουτζουβή 1993). Πολ­ λές έρευνες έστιασαν στο ρόλο του γυναικείου εργατικού δυναμικού στην επέκταση της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής στα εργοστάσια και στα εργαστήρια, στη σχέση μεταξύ εργασίας και οικογένειας, στον κατά φύλο καταμερισμό εργασίας στην οικιακή βιοτεχνία και στις αλλαγές του οικονομικού ρόλου των γυναικών με την κατάρρευσή της (Tilly και Scott 1978, Kessler-Harris 1982, Johnson 1985, Lewis 1986, Roberts 1995α [1988], 1995β, 2002, Berg 1993, 1994, Engel 1994, Σαλίμπα 2004). Η σχέση της ιστορίας των γυναικών και της κοινωνικής ιστορίας, παρά το γεγονός ότι εκφράστηκε με διαφορετικές προσεγγίσεις και θεματολογίες στις διαφορετικές χώρες, αμφισβήτησε την ταύτιση των γυναικών με την οικιακότητα και τη φυσικότη­ τα του κατά φύλο καταμερισμοί) εργασίας (βλ. Αβδελά και Ψαρρά 1997α: 45-46). Η εμπειρία αποτελούσε για το φεμινιστικό κίνημα το υπόβαθρο της γυ­ ναικείας ταυτότητας, τη βάση πάνω στην οποία εδραζόταν η συλλογικότητά τους. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο, η προφορική ιστορία θεωρήθηκε η τεχνολογία

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

139

της ανάσυρσης της φωνής των υποκειμένων που είχαν αποκλειστεί από την ιστορική αφηγηση (McClintock 1995). Πρόσφερε μια χωρίς προηγούμενο γνώ­ ση για τις εμπειρίες των γυναικών στην οικογένεια, στην εργασία, για τη συμμετοχή τους σε άτυπες μορφές εργασίας, για την ανατροφή των παιδιών (Gluck και Patai 1991). Η εμπειρική προσέγγιση της κοινωνικής ιστορίας δεν έθετε σε κριτική το πλαίσιο ανάλυσης της κοινωνικής ιστορίας και τις κατηγορίες της, όπως την έννοια του εργάτη, της τάξης, του μισθού, της ειδίκευσης. Ανάλογα, ενώ η προφορική ιστορία έθεσε ευρύτερα ζητήματα αναφορικά με τη χρήση και τη συγκρότηση των πηγών, την έννοια της αντικειμενικότητας και την ερμηνεία τους αλλά και την αναγνώριση του ερευνητικού αντικειμένου ως ενεργού υ­ ποκειμένου, οι προφορικές μαρτυρίες αντιμετωπίζονταν σαν να αντανακλούν τις εμπειρίες των γυναικών οι οποίες ανασύρονται από τη μνήμη (Passerini 1990, 1992). Η γυναικεία ταυτότητα, που έχει τη βάση της σε μια κοινή ε­ μπειρία, θεωρήθηκε ότι αποτελούσε από μόνη της ικανή συνθήκη, η οποία διασφάλιζε μια δημοκρατική ιστορία. Η «κοινή εμπειρία της καταπίεσης» θεωρήθηκε προϋπόθεση για την κατανόηση, την ερμηνεία, αλλά και τη διαδι­ κασία και την προβληματική της έρευνας. Με την ίδια έννοια, όπως υποστή­ ριξε η Luisa Passerini (1987: 31), η διυποκειμενική σχέση μεταξύ ερευνήτριας και πληροφορήτριας αντιμετωπίστηκε ως μια ισότιμη σχέση, μόνο και μόνο επειδή τα δύο υποκείμενα μοιράζονταν μια κοινή εμπειρία, της γυναικείας καταπίεσης, ενώ η μαρτυρία αντιμετωπίστηκε ως προϊόν της συνάντησης δύο υποκειμένων που μοιράζονται την ίδια ιδεολογία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο διαχωρισμός των σφαιρών αποτέλεσε το κε­ ντρικό αναλυτικό πλαίσιο για την ερμηνεία της έμφυλης ανισότητας στην α­ μερικανική ιστορία και κατεύθυνε την ιστορία των γυναικών στη μελέτη της ιδιωτικής σφαίρας, προνομιακό χώρο για τη μελέτη των γυναικών (βλ. Αβδελά και Ψαρρά 1997α: 31-38). Η ανάδυση του οικιακού ιδεώδους τον 19° αιώ­ να, που όρισε την «πραγματική γυναίκα» ως αγνή, υποτακτική και οικόσιτη, θεωρήθηκε υπεύθυνη για τον περιορισμό των γυναικών στον οικιακό χώρο και τον αποκλεισμό τους από την πολιτική (Cott 1977). Σε άλλες μελέτες υ­ ποστηρίζεται ότι το οικιακό ιδεώδες, το οποίο αναδύθηκε στις αρχές του Ιθ00 αιώνα, χρησιμοποιήθηκε από τις γυναίκες για να αποκτήσουν πρόσβαση στην εκπαίδευση και να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στο κοινωνικό πεδίο στο όνομα των ιδιαίτερων βιολογικών χαρακτηριστικών τους (Φουρναράκη 1987, Ζιώγου-Καραστεργίου 1986, Μπακαλάκη και Ελεγμίτου 1987, Κορασίδου 1995). Αυτή η δραστηριότητα, όπως και οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ γυναικών και βασίζονταν στην κοινή εμπειρία της καταπίεσης, δη­ μιούργησαν μια συνείδηση φύλου που οδήγησε στη γέννηση του φεμινιστικού κινήματος (Βαρίκα 1987). Σύμφωνα με την Ελένη Φουρναράκη, η γυναικεία εκπαίδευση «τοποθετημένη στο μεταίχμιο δημόσιου και ιδιωτικού [...1 απο­ τελεί [...] ένα προνομιακό πεδίο για την ανίχνευση των αμφισημιών, των α­

140

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΥΛΟ Τ’ ΣΤΗΝ ΛΝΘ1ΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ντιφάσεων, των συγκρούσεων» (1997: 197). Η ιδιωτική σφαίρα ως βάση της κοινής ταυτότητας των γυναικών και μιας ξεχωριστής γυναικείας κουλτούρας ενίσχυσε την ιδέα της αδελφότητας. Το έργο της Carol Smith-Rosenberg (1983) για τις φιλίες των γυναικών τον 19° αιώνα αντιμετώπισε την ιδιωτική σφαίρα ως το χώρο όπου αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός γυναικών που βασιζόταν σε ισχυρούς συναισθηματικούς και δια­ νοητικούς δεσμούς των λευκών γυναικών των μεσαίων στρωμάτων. Χρησιμο­ ποιώντας πηγές όπως τα ημερολόγια και η αλληλογραφία, η Rosenberg υπο­ στήριξε ότι οι «ομοκοινωνικοί δεσμοί» του 19°° αιώνα επέτρεψαν στις γυναί­ κες να μοιραστούν τις εμπειρίες τους και αμφισβήτησε τις αντιλήψεις για τον πουριτανισμό της βικτοριανής εποχής (βλ. Αβδελά και Ψαρρά 1997α: 30-31). Η ιστορία των γυναικών στη Γαλλία στο πνεύμα της ιστορίας των νοοτρο­ πιών και στο πλαίσιο της διερεύνησης των ρόλων των φύλων εστίασε σε θέ­ ματα όπως η σεξουαλικότητα, το σώμα, η μητρότητα (Βολντμάν κ.ά. 1997: 334). Μια νέα ερευνητική περιοχή των κοινωνικών και πολιτισμικών αναπα­ ραστάσεων αναπτύχθηκε, μέσα στην οποία αναδύθηκε η έννοια του «πολιτι­ σμού των γυναικών», που τόνιζε τη συμπληρωματικότατα των ρόλων των φύλων. Η επίδραση της κοινωνικής ανθρωπολογίας υπήρξε καθοριστική στην ανάπτυξη αυτής της ιστοριογραφικής τάσης. Εστιάζοντας στα «γυναικεία» επαγγέλματα και σε γυναικείες μορφές κοινωνικότητας θεωρούσαν νόμιμο να χρησιμοποιήσουν το κριτήριο του διαχωρισμού των φύλων με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και η ιστορία των ανδρών. Θεωρήθηκε επίσης αναγκαίο να προσδιοριστεί η παρουσία των γυναικών στους τόπους όπου αυτές κυριαρ­ χούσαν. Η κοινωνική ζωή παρουσιαζόταν οργανωμένη σε δύο πόλους φαινο­ μενικά ισοδύναμους. Τα δύο φύλα ασκούσαν διαφορετικά καθήκοντα και. επομένως, είχαν διαφορετικές εξουσίες. Η εξουσία των γυναικών στον οικια­ κό χώρο εμφανιζόταν ισοδύναμη με την ανδρική χωρίς να αναγνωρίζεται ότι η κατανομή των καθηκόντων ενσωματωνόταν σε ένα σύστημα ιεραρχικών αξιών που σημασιοδοτούσε τις εργασίες των γυναικών ως υποδεέστερες (Βολντμάν κ.ά. 1997: 337 και εξής). Η κριτική στη θεώρηση των «γυναικείων κόσμων» και των ρόλων των φύ­ λων στρεφόταν εναντίον μιας θετικής σημασιοδότησης του «αιώνιου θηλυ­ κού» και της υποστασιοποίησης των σφαιρών, αλλά και της εστίασης στους κανονιστικούς λόγους χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές πρακτικές και οι μορφές αντίστασης (Αβδελά και Ψαρρά 1997α: 35). Κυρίως, όμως, εστίαζε στην ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι ο «πολιτισμός των γυναικών» παράγεται μέσα στο σύστημα σχέσεων ανισότητας και ότι αποτελεί μέρος της συγκρότησης της έμφυλης ανισότητας (Βολντμάν κ.ά. 1997, βλ. Αβδελά και Ψαρρά 1997α: 34-35). Η θέση αυτή σηματοδότησε μια νέα μετατόπιση της οπτικής της ιστορίας των γυναικών προς το φύλο ως ένα σύστημα σχέσε­ ων ανισότητας (Αβδελά και Ψαρρά 1997α: 35-36). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980. οι μαύρες φεμινίστριες ανπστρατεύ-

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΓΉΌΣΕΓΠΣΕΙΣ Τ ϋ ϊ ΦΪΆΟΓ

141

τηκαν κάθε έννοια θηλυκής αδελφότητας και υποστήριξαν ότι η ιστορία των γυναικών έπασχε από την ίδια αμνησία με την ιστορία που γραφόταν από τους άνδρες, καθώς εξακολουθούσε να μην αναγνωρίζει ότι οι λευκές γυναί­ κες επωφελήθηκαν από την καταπίεση των μαύρων γυναικών (Hewitt 1985). Η ιστορία των γυναικών συνεχίζει να συσκοτίζει και να αναπαράγει τις ανι­ σότητες μεταξύ των γυναικών, ενώ έχει αποτύχει να ενσωματώσει τη φυλή και τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των γυναικών στην οπτική της (Lorde 1984). Έθεσαν επίσης σε κριτική την καθολικότητα της κατηγορίας του διαχωρισμού των σφαιρών υποστηρίζοντας ότι δεν έχει ευρετική αξία για την ιστορία άλ­ λων τάξεων και για την ιστορία των μαύρων γυναικών, αφού δεν σχετίζεται με την εμπειρία τους και με την οργάνωση των οικογενειακών σχέσεων. Οι λευκές φεμινίστριες ιστορικοί παρουσίαζαν ως οικουμενικό ένα μοντέλο που αφορούσε τους λευκούς αστούς, άνδρες και γυναίκες, επιβεβαιώνοντας ότι η ιστορία των γυναικών διαπερνάται από τις ίδιες ρατσιστικές αντιλήψεις όπως και η ιστορία των ανδρών. Η αμφισβήτηση του «οικιακού φεμινισμού» και του «πολιτισμού των γυναικών» έγινε επίσης στη βάση της απουσίας της πολιτικής από τα αναλυτικά αυτά σχήματα, επειδή αγνοούσε την εμπειρία άλλων κοινωνικών τάξεων, αλλά και επειδή χρησιμοποιούσε κανονιστικά κεί­ μενα ως αποδείξεις για την ύπαρξη των χωριστών σφαιρών (DuBois, Buhle κ.ά. 1980, Hewitt 1985, Steedman 1994β ). Η σχέση ανάμεσα στην κοινωνική θέση των γυναικών και στην ενσωμάτω­ σή τους στο σύστημα συγγένειας ανέδειξε το σύστημα συγγένειας σε προνο­ μιακό χώρο μελέτης των γυναικών, πράγμα που μαρτυρεί την επίδραση της ανθρωπολογίας στην ιστορία των γυναικών. Η ανάλυση των πατρογραμμικών δομών, το ζήτημα της προίκας, οι κανόνες καταγωγής και διαμονής μετά το γάμο καταδεικνύουν τον έλεγχο των γυναικών και κυρίως της γυναικείας σεξουαλικότητας (Kasdagli 1999, Καλπουρτζή 2001, Cassia και Bada 1992, Σκουτέρη-Διδασκάλου 1991, Lambiri-Dimaki 1985). Χρησιμοποιήθηκαν πηγές όπως διαθήκες, γαμήλια συμβόλαια, προικοσύμφωνα, αλλά και απομνημο­ νεύματα και ημερολόγια ανδρών. Η έμφαση στις τυπικές δομές της συγγέ­ νειας και η μονομέρεια της θέασης θεωρήθηκε ότι συσκοτίζει τη σπουδαιότητα άτυπων στοιχείων που ρυθμίζουν τη θέση των γυναικών και αποδεικνύουν ότι η ενσωμάτωσή τους δεν είναι ποτέ πλήρης και χωρίς εντάσεις (Πομάτα 1997). Η στροφή της έρευνας στα «οικιακά δίκτυα» και η εξέταση των οικο­ γενειακών δομών στις οποίες ο ρόλος της μητέρας είναι κεντρικός αναφορικά με τη συμμετοχή τους και την πρόσβασή τους στις αποφάσεις, αλλά και το ρόλο τους στη διαχείριση του οικογενειακού εισοδήματος ήταν αποφασιστι­ κής σημασίας για την ιστορία των γυναικών (Chinn 1988. Roberts 1995). Η ανάλυση των άτυπων γυναικείων δικτύων, προσωπικών, συγγενικών, αλλά και των σχέσεων μεταξύ γυναικών στις εργατικές γειτονιές (Ross 1982. 1985, 1993, Hirschon 2006) ανέδειξε εντελώς άγνωστες όψεις της ζωής των γυναι­ κών και των άτυπων ρόλων τους. Το «δίκτυο σχέσεων» αποτέλεσε εννοιολο-

142

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

γικό εργαλείο που επέτρεψε να αναδειχθεί η οικογένεια ως δρων υποκείμενο και όχι ως παθητικός δέκτης εξωτερικών αλλαγών και ρυθμιστικών αρχών από την πλευρά των θεσμών (Davidoff κ.ά. 1999). Επέτρεψε επίσης να γί­ νουν κατανοητές οι στρατηγικές, οι συμπεριφορές, οι σχέσεις εξουσίας μετα­ ξύ των μελών της οικογένειας, η αλληλοδιαπλοκή ατομικών και συλλογικών σχεδίων μέσα στην οικογένεια και των υποκείμενων οικονομικών και συναι­ σθηματικών πολιτικών, η δυναμική ανάμεσα στους θεσμούς και την κοινότητα και ανέδειξε τη συνθετότητα του ιστορικού χρόνου (Hareven 1982, 1991, Χάφτον 2003, Farge 1979, 1986). Επιπλέον, οδήγησε σε επαναπροσδιορισμό της έννοιας του ατόμου και στην κριτική της διχοτομίας άτομο-κοινωνία. Η μελέτη της θέσης των γυναικών στις φυτείες του αμερικανικού Νότου ανέδειξε τα δίκτυα σχέσεων μεταξύ των γυναικών και την ανάπτυξη δεσμών αλληλεγγύης που στηρίζονταν στον έμφυλο καταμερισμό εργασίας και όχι στο διαχωρισμό των σφαιρών (White 1983). Στην ιταλική ιστοριογραφία, οι σχέσεις πατρωνίας (σχέσεις αμοιβαίας υποχρέωσης μεταξύ πελάτη και πά­ τρωνα) αποτέλεσαν εφαρμογή του μοντέλου του δικτύου σχέσεων και έδει­ ξαν τη διάχυση των ορίων μεταξύ πολιτικού/δημόσιου και ιδιωτικού/οικιακού. Οι ερευνήτριες/τές υποστηρίζουν ότι η μελέτη των δικτύων αναδεικνύει χώ­ ρους πρωτοβουλίας και ενεργού παρέμβασης σε συνθήκες υποταγής και α­ πομόνωσης. Το ημερολόγιο, οι δικαστικές καταθέσεις, οι προφορικές μαρτυ­ ρίες αποτελούν προνομιακές πηγές για την ανάλυση των άτυπων δικτύων (βλ. Bellavitis 1990, Φουρναράκη 1997). Ενώ το ζητούμενο για την ιστορία των γυναικών ήταν να βγουν οι γυναί­ κες από το περιθώριο της ιστορίας, τα ερωτήματα που τέθηκαν μέσα από την έρευνα οδήγησαν στην αναζήτηση νέων μεθοδολογικών προσεγγίσεων και εννοιολογικών πλαισίων, ενώ ταυτόχρονα μετασχημάτισαν τις μεθόδους και τις προσεγγίσεις της συμβατικής ιστοριογραφίας, στο πεδίο της ιστορίας της οικογένειας, της διαδικασίας του οικονομικού μετασχηματισμού και της κα­ τανομής της εξουσίας στις προ-βιομηχανικές και βιομηχανικές κοινωνίες (Smith-Rosenberg 1986). Η γαλλική εκδοχή της κοινωνικής ιστορίας των γυ­ ναικών που αναπτύχθηκε μέσα στην παράδοση των Annales χρησιμοποίησε τις μεθόδους και τις νέες τεχνικές της ιστορικής δημογραφίας και παράλληλα έστρεψε τη μελέτη σε πεδία που προηγουμένως δεν είχαν μελετηθεί, όπως η ανάλυση του νοικοκυριού, οι οικογενειακές δομές και μοντέλα, οι σχέσεις γενεών. Ανέδειξε την πολλαπλότητα των γυναικείων εμπειριών, αλλά και τις γυναίκες ως ενεργά υποκείμενα, αναθεωρώντας την ουσιοκρατική και ανιστορική έννοια «γυναίκα» που ταυτιζόταν με τη φυσιολογία (βλ. Perrot 1984. Sohn κ.ά. 1997, Perrot 1992, Thébaut 1998). Από την άλλη πλευρά, η ένταξη των γυναικών στο υπάρχον πλαίσιο της ιστορικής αφήγησης δεν μετασχημάτισε την ανδροκεντρική οπτική της ιστορι­ ογραφίας, αφού η ιστορία των γυναικών λειτουργούσε σαν μια ιστορία πα­ ράλληλη και συμπληρωματική. Εστιάζοντας στην εμπειρία των γυναικών και

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

143

στην ιδιωτική σφαίρα, παρέμεινε περιθωριακή αναπαράγοντας το δυϊσμό οικουμενικότητα-ιδιαιτερότητα. Παράλληλα, η ενασχόληση με την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών και της κατανομής της εξουσίας στις γυναίκες διατήρησε την κεντρικότητα των ανδρικών θεσμών και αποφάσεων στα αναλυτικά τους σχήματα (Scott 2000 [1988]). Αυτή η διαπί­ στωση, αλλά και η ίδια η πρακτική της ιστορίας των γυναικών— με τη χρήση νέων πηγών και τη διαφορετική προσέγγιση των ήδη γνωστών στις οποίες οι γυναίκες ήταν παρούσες, είχαν όμως αποσιωπηθεί— οδήγησε στο να αναρω­ τηθούν μέσα από ποιες πολιτικές οι ιστορικοί απέκλεισαν αυτές τις πηγές και συγκροτήθηκε το ίδιο το ιστοριογραφικό αφήγημα, όπως επίσης και για τη σχέση μεταξύ της ιστορίας γυναικών και της συνολικής ιστορικής έρευνας (Scott 1996α, Βολντμάν 1997). Χρειάζονταν, επομένως, νέα αναλυτικά εργα­ λεία για την κατανόηση της έμφυλης ανισότητας και την ενσωμάτωση των γυναικών στην έννοια της οικουμενικότητας. Το ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι φεμινίστριες ιστορικοί αναζη­ τούσαν τα αίτια της γυναικείας υποτέλειας ήταν η πατριαρχία, ο καπιταλι­ στικός τρόπος παραγωγής και ο κατά φύλο καταμερισμός της εργασίας, και οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες για τη δημιουργία της έμφυλης ταυτότητας (Σκοτ 1997). Το ερώτημα που απασχολούσε την ιστορία των γυναικών όπως και την ανθρωπολογία ήταν οι ρίζες της γυναικείας υποτέλειας και το κατά πόσο οι γυναίκες ήταν σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές υποτελείς στους άνδρες (Lemer 1986). Αυτά τα ερωτήματα προσδιόριζαν και τη χρήση οικουμενικών σχημάτων για την ερμηνεία της γυναικείας υποτέλειας. Το φεμινιστικό κίνη­ μα και η φεμινιστική ιστορία, ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία, αναπτύχθηκαν σε διάλογο με το σοσιαλιστικό κίνημα και το μαρξιστικό παράδειγμα της ιστοριογραφίας. Θεώρησαν ότι ο καπιταλισμός και η πατριαρχία αποτελούν δύο διαφορετικά συστήματα, προσπαθώντας να αναθεωρήσουν την αντίληψη ότι η πατριαρχία είναι άμεση απόρροια των παραγωγικών σχέσεων. Η σύν­ δεση μεταξύ των δύο κοινωνικών μορφών συνιστά τη θεωρία των διττών συ­ στημάτων (dual systems). Η πατριαρχία άλλοτε αντιμετωπίστηκε ως ιδεολο­ γική και ψυχολογική δομή και άλλοτε ως μια δέσμη υλικών κοινωνικών σχέ­ σεων, οι οποίες είναι διαχωρισμένες από τις κοινωνικές σχέσεις του καπιτα­ λισμού. Για τις θεωρητικούς των διττών συστημάτων, η πατριαρχία έπρεπε να αναλυθεί ταυτόχρονα με τον καπιταλισμό, ώστε να ερμηνευτεί το διπλό φορτίο της εργασίας και εκμετάλλευσης, στο εργοστάσιο αλλά και στην οικο­ γένεια. Για την Heidi Hartmann (1976, 1981) η πατριαρχία είχε υλικές βάσεις και οριζόταν ως η κυριαρχία των ανδρών πάνω στις γυναίκες καθώς απο­ κτούν τον έλεγχο της εργατικής τους δύναμης. Η Joan Kelly προσπάθησε να μετασχηματίσει το μαρξιστικό μοντέλο, αλλά και τις πρώτες απόπειρες των μαρξιστριών φεμινιστριών να ερμηνεύσουν τις ιστορικές εκφάνσεις της πατριαρχίας ως αποτέλεσμα των αλλαγών του τρό­ που παραγωγής (Κέλι 1997). Τποστηριξε τη σαφή διάκριση και την ανεξάρ­

144

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΤ' ΣΤΗΝ ΑΝΘΡί2ΠΟΛΟΠ Α ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

τητη ύπαρξη των έμφυλων συστημάτων, θέτοντας παράλληλα το ζήτημα της αλληλεπίδρασης των οικονομικών και έμφυλων συστημάτων (στο ίδιο). Παρό­ λο που η Κέλι προσπάθησε να εξετάσει πώς οι σχέσεις φύλου επιδρούν στους κοινωνικούς σχηματισμούς, η, σε τελευταία ανάλυση, αναγωγή των έμφυλων σχέσεων ανισότητας στις σχέσεις παραγωγής υποδηλώνει το προβάδισμα της οικονομικής αιτιότητας. Οι τρόποι παραγωγής, όπως η φεουδαρχία, ο καπι­ ταλισμός κ.λπ., όπως υποστήριξε, καθόριζαν την κοινωνική θέση των γυναι­ κών, ενώ η οργάνωση της ιδιοκτησίας και της εργασίας διαμόρφωναν τις σχέ­ σεις μεταξύ οικιακού και δημόσιου (στο ίδιο). Το ερώτημα που θέτει η Τζούντιθ Μπένετ «Πώς και γιατί η καταπίεση των γυναικών διήρκεσε τόσο πολύ και σε τόσα πολλά και διαφορετικά συμφραζόμενα» (Μπένετ 1997: 389) παραπέμπει με άμεσο τρόπο σε ένα αναλυ­ τικό πλαίσιο που επιδιώκει να έχει διιστορική ερμηνευτική αξία. Αυτό το πλαίσιο είναι η πατριαρχία. Η Μπένετ, σε αντιδιαστολή με τη Linda Gordon (1988). αποσυνδέει την πατριαρχία από την εξουσία του πατέρα και την οι­ κογένεια και υιοθετεί μια ευρύτερη σημασία του όρου, την οποία διατύπωσε η Adrienne Rich για να υποδηλώσει «ένα οικογενειακό-κοινωνικό, ιδεολογικό πολιτικό σύστημα στο οποίο οι άνδρες [...] καθορίζουν το ρόλο που θα έχουν ή δεν θα έχουν οι γυναίκες, σύστημα στο οποίο το θηλυκό είναι παντού υπο­ ταγμένο στο αρσενικό» (παρατίθεται στο Μπένετ 1997: 390). Η Μπένετ ι­ σχυρίζεται ότι πρέπει να δοθεί στην πατριαρχία ιστορικό περιεχόμενο, το θεωρητικό όμως σχήμα προϋποθέτει «μια γενική δομή ανταγωνισμού των φύλων», συμφωνώντας με τη διατύπωση της Sally Alexander και της Barbara Taylor (1981). Η προτεραιότητα που δινόταν στην τάξη και στον τρόπο πα­ ραγωγής στη σχέση τους με την έμφυλη ανισότητα αντικαταστάθηκε στη με­ λέτη της Μπένετ από την προτεραιότητα της κυριαρχίας του φύλου στη συ­ νάρθρωσή του με τα οικονομικά συστήματα (1997: 400). Η Μπένετ υποστηρί­ ζει ότι η πατριαρχία δεν αποτελεί έναν διιστορικό μοιρολατρικό όρο που υ­ πονοεί ότι η καταπίεση των γυναικών είναι φυσική, αμετάβλητη και αναπό­ φευκτη, αλλά ότι πρόκειται για πολλές διαφορετικές ιστορικές πατριαρχίες και καλεί τους ιστορικούς να δώσουν ιστορικό περιεχόμενο στην πατριαρχία μέσα από τη μελέτη πολλών παραλλαγών της (Bennet 1988, 1996). Η πατρι­ αρχία τονίζει τη μεγάλη διάρκεια και διάχυση της καταπίεσης των γυναικών χωρίς να αρνείται την ύπαρξη διαφορών που οφείλονται σε άλλα συστήματα καταπίεσης όπως είναι ο ιμπεριαλισμός, ο ρατσισμός, ο φεουδαλισμός, ο κα­ πιταλισμός, η ετεροφυλοφιλία. Σύμφωνα με τη Μπένετ, η πατριαρχία είναι απόλυτα αναγκαίος όρος για την περιγραφή των πολύμορφων και μεταλλασσόμενων συστημάτων, μέσω των οποίων εγκαθιδρύθηκε και διατηρήθηκε η ανώτερη θέση των ανδρών. Η Zillah Eisenstein (1979) υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός είναι πατριαρ­ χικός και ότι με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό η πατρι­ αρχία μετασχηματίστηκε σε συνάρτηση με τις οικονομικές αλλαγές, ενώ ταυ­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΠΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΥ*

145

τόχρονα έθεσε περιορισμούς στις δομικές αλλαγές του καπιταλισμού. Καπι­ ταλισμός και πατριαρχία είναι δύο διαφορετικά συστήματα, αλλά εντελώς αλληλοδιαπλεκόμενα. Τότε ποιος ο λόγος για δύο χωριστά συστήματα, ανα­ ρωτιέται η Carole Pateman (1988). Η Pateman προσεγγίζει την πατριαρχία από την οπτική του έμφυλου συμβολαίου γιατί αποκαλύπτει ότι η κοινωνία των πολιτών, που συμπεριλαμβάνει την καπιταλιστική οικονομία, έχει πατρι­ αρχική δομή. Το συμβόλαιο, σύμφωνα με την Pateman, όχι απλώς δεν αντιτίθεται στην πατριαρχία, αλλά είναι το μέσο για να συγκροτηθεί η σύγχρονη πατριαρχία. Το συμβόλαιο είναι έμφυλο επειδή εγκαθιδρύει τα πολιτικά δι­ καιώματα των ανδρών σε βάρος των γυναικών, αλλά και θεσμοθετεί τη συ­ ντεταγμένη πρόσβαση των ανδρών στα σώματα των γυναικών (Pateman 1988: 2). Οι ικανότητες που επιτρέπουν στους άνδρες να είναι εργάτες και όχι στις γυναίκες, είναι οι ίδιες ανδρικές ικανότητες που απαιτούνται για να είναι κανείς «άτομο», σύζυγος και αρχηγός της οικογένειας. Η ιστορία του έμφυλου συμβολαίου ξεκινά με την κατασκευή του ατόμου (1988: 38). Η Σκοτ (1997) θεωρεί ότι, αν η πατριαρχία περιγράφει τα συστήματα μέ­ σω των οποίων εγκαθιδρύθηκε η ανώτερη θέση των ανδρών, στη βάση της βρίσκεται μια ουσιοκρατική αντίληψη για τη διαφορά των φύλων. Σύμφωνα με τη Σκοτ, η κυριαρχία ερμηνεύεται είτε ως μορφή οικειοποίησης εκ μέρους των ανδρών του αναπαραγωγικού έργου των γυναικών είτε ως σεξουαλική πραγμοποίηση των γυναικών από τους άνδρες. Η ανάλυση τονίζει πάντοτε τη σωματική διαφορά, η οποία προσλαμβάνει οικουμενική και αναλλοίωτη μορ­ φή. Η Judith Butler (1999 [1990]), ασκώντας κριτική στην έννοια της πατριαρ­ χίας, θεωρεί ότι υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να γίνει μια οικουμενική έννοια που εκμηδενίζει ή περιορίζει διαφορετικές αρθρώσεις της έμφυλης ασυμμετρίας σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Η πατριαρχία ως η αιτία για την υποτέλεια των γυναικών συγκροτεί ένα αφήγημα που καταλήγει πά­ ντοτε να δικαιώνει τη σύσταση του νόμου, την κάνει δηλαδή να εμφανίζεται ως ιστορική αναγκαιότητα. Η αυτονομιμοποίηση ενός καταπιεστικού νόμου εδράζεται πάντοτε σε μια ιστορία τού πώς ήταν τα πράγματα πριν από την έλευση του νόμου και πώς κατέληξε στην παρούσα και αναγκαία μορφή του (στο ίδιο). Καθώς ο φεμινισμός προσπάθησε να συμπορευτεί στην πάλη ενά­ ντια στη ρατσιστική και αποικιοκρατική καταπίεση, ήταν πολύ σημαντικό να εναντιωθεί στην αποικιοκρατική επιστημική στρατηγική που υπέτασσε δια­ φορετικές όψεις της κυριαρχίας κάτω από την ταμπέλα μιας έννοιας της πα­ τριαρχίας που διαπερνά όλους τους πολιτισμούς. Δεν πρέπει η απάντηση στην αυτο-αντικειμενικοποίηση της ανδροκρατικής εξουσίας να προωθεί μια ουσιοκρατική γυναικεία εμπειρία (στο ίδιο). Πέρα από τις κριτικές στην έννοια της πατριαρχίας, η θεωρία των διττών συστημάτων τέθηκε στο περιθώριο από τις αναλυτικές προσεγγίσεις, οι ο­ ποίες έστιασαν στην αναδιοργάνωση της παραγωγής με έμφυλους όρους α-

146

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΥΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους το φύλο ως κοινωνικά κατα­ σκευασμένο σύστημα διαφοράς διαμόρφωσε και παγίωσε τον έμφυλο κατα­ μερισμό εργασίας και τις έννοιες της ειδίκευσης στην ίδια την παραγωγική διαδικασία και στην οργάνωση της εργασίας (βλ παρακάτω την ενότητα «Φύλο και ιστορία της εργασίας»).

4. Η έν ν ο ια τ ο υ φ ύ λ ο υ 3 Όπως υποστηρίζει η Suzan Bordo (1992: 143), η δεκαετία του 1970 σηματο­ δοτεί την μετατόπιση του ενδιαφέροντος των φεμινιστριών από τις νομικές, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στη μελέτη των επιπτώσεων της έμφυλης οργάνωσης της ζωής στη δυτική κουλτούρα. Η Bordo ονομάζει αυτή τη στροφή των φεμινιστριών «ερμηνευτική της υποψίας». Αυτό σήμαινε ότι η έμφυλη προκατάληψη ήταν δυνατόν να εντοπιστεί στην οπτική κάποιου ανα­ φορικά με τη φύση της πραγματικότητας, στη σκέψη του, στην προσέγγιση των ζητημάτων, ανεξάρτητα, δηλαδή, από ένα ρητά εκφρασμένο έμφυλο π ε­ ριεχόμενο ή από συμπεριφορές απέναντι στα φύλα. Η ιστορία των γυναικών, όπως και η ανθρωπολογία, -ήταν η απάντηση σε μια ιστορία που φαινόταν ουδέτερη, ενώ στην πραγματικότητα -ήταν αρσενική (Μπακαλάκη 1994: 15). Από το 1970, η φεμινιστική ιστορία άρχισε να εστιάζει στο φύλο ως τρόπο οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων. Η χρήση της έννοιας του φύλου τόνιζε τον συσχετικό χαρακτήρα των κατηγοριών του ανδρισμού και της θηλυκότη­ τας. Η εννοιολόγηση του φύλου ως κοινωνικής σχέσης ιεραρχικά δομημένης επέτρεψε προσεγγίσεις με συσχετικούς όρους που αναδείκνυαν τους πολλα­ πλούς τρόπους έκφρασης της έμφυλης διαφοράς στο χώρο και στο χρόνο, τους διαφορετικούς συμβολισμούς του φύλου, τους έμφυλους ρόλους και το ρόλο του φύλου στην οργάνωση της κοινωνικής δομής (Zemon Davis 1975, Κέλι 1997, Φουρναράκη 1997). Η ιστορία των γυναικών αποτελεί ένα πρό­ γραμμα που ορίζεται ως κοινωνική ιστορία της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα και ως ιστορία των σχέσεών τους. Η επίδραση της κοινωνικής ανθρωπολογίας στην εννοιολόγηση του φύλου ως κοινωνικής σχέσης και πολιτισμικής κατασκευής ήταν καθοριστική (Παπαταξιάρχης 1992, 1997). Η κριτική στην οικουμενικότητα της γυναικείας κατα­ πίεσης μέσω της ιστορικοποίησης των αντιστίξεων φύση/πολιτισμός, ιδιωτικό/δημόσιο, γυναίκα/άνδρας, αλλά και της ανάδειξης της πολυσημίας των 3. Χρησιμοποιώ τον όρο φύλο ως αντίστοιχο του όρου pender για να δηλώσει την πολιτι­ σμική κατασκευή του φύλου και όχι τον όρο κοινωνικό φύλο, καθώς ο τελευταίος αναπαρά­ γει το δυϊσμό μεταξύ βιολογικού/ κοινωνικού φύλου και επομένως υπονοεί την ύπαρξη ενός φύλου πριν ή πέρα από το κοινωνικό στο οποίο αυτό επενεργεί. Μόνο στην ενότητα «Ιστο­ ρία του σώματος, ιστορία της επιστήμης» χρησιμοποιώ τη διάκριση βιολογικό/κοινωνικό φύλο για να αναφερθώ στη συζήτηση για το σύστημα του βιολογικού/κοινωνικού φυλου και την επιρροή της βιολογίας στην εννοιολόγηση του φύλου.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ

147

όρων «φύλο» και «πολιτισμός» (Μπακαλάκη 1994), οδήγησε στην απομά­ κρυνση από την οπτική της οικουμενικότητας της γυναικείας υποτέλειας και της διαχρονικότητας της πατριαρχίας (βλ. Φουρναράκη 1997). Η έννοια του φύλου ως συστήματος άνισων σχέσεων ανάμεσα στα φύλα αποτέλεσε τομή για την ιστορία του φύλου από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αν και η έννοια του φύλου χρησιμοποιήθηκε συχνά περιγραφικά για να δηλώσει τις γυναίκες, η χρήση της υποδήλωνε την άρνηση των φεμινιστριών ιστορικών να ερμηνεύσουν την ανισότητα των φύλων με βάση τη βιολογία. Η επεξεργασία της ως αναλυτικής κατηγορίας που θα αμφισβητούσε τις κυρί­ αρχες έννοιες της ιστοριογραφίας πραγματοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Τζόουν Σκοτ (1988) έθεσε στο επίκεντρο της μελέτης της τους τρόπους με τους οποίους το φύλο νοηματοδοτεί την οργάνωση και τις αντι­ λήψεις της ιστορικής γνώσης. Οι ιστορικοί που μελετούσαν τον πόλεμο, τη διπλωματία και την πολιτική θεωρούσαν το φύλο άσχετο με αυτά τα ζητήμα­ τα. Ο διαχωρισμός των σφαιρών ενυπήρχε και στην ιστοριογραφία (Hall, McClelland, Rendall 2000), καθώς το φύλο σχετιζόταν μόνο με τις περιοχές που αφορούσαν τις σχέσεις των φύλων ή μόνο τις γυναίκες. Η εννοιολόγηση του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας αφορά ζητήματα ταυτότητας, υποκειμενικότητας, εμπειρίας, που διασχίζουν τη φεμινιστική θεωρία, ενώ η προσέγγισή τους σηματοδοτεί διαφορετικά αναλυτικά πλαίσια (βλ. Αθανασίου 2006). Ο ορισμός της Sandra Harding ότι το φύλο αποτελεί θεμελιακή κατηγορία μέσω της οποίας αποδίδεται νόημα και ότι αναγνωρίζε­ ται ως αρχή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων -θεωρείται, επομένως, θεμέ­ λιο των κοινωνικών θεσμών, όπως η οικογένεια, οι δομές της συγγένειας, ο καταμερισμός εργασίας- σε όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής, είναι ευρέως αποδεκτός από τις φεμινιστι­ κές σπουδές (1986. 1987, 1991). Η επεξεργασία του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας από τη Σκοτ (1997) θεμελιώνεται στην άρρηκτη σχέση δύο επι­ πέδων ανάλυσης: του φύλου ως συστατικού στοιχείου των κοινωνικών σχέσε­ ων, που στηρίζεται στις αντιληπτές διαφορές ανάμεσα στα φύλα, και του φύλου ως πρωταρχικού τρόπου νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας. Στο πρώτο σκέλος του ορισμού το φύλο αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή της έμφυλης διαφοράς. Το φύλο εμπεριέχει τέσσερα στοιχεία που συμβάλλουν στη διαδικασία κατασκευής έμφυλων σχέσεων: πρώτον, πολιτισμικά διαθέσιμα σύμβολα, τα οποία εμφανίζονται σε διαφορε­ τικά συμφραζόμενα, η χρήση τους εκτείνεται σε μεγάλη χρονική περίοδο και εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηριστικών διαθέτουν μεγάλη μεταφορική ι­ σχύ. Δεύτερον, τις κανονιστικές αντιλήψεις που εκφράζονται μέσω θρησκευ­ τικών, επιστημονικών, νομικών και πολιτικών λόγων και παίρνουν τη μορφή διχοτομικών αντιθετικών σχημάτων, με αποτέλεσμα να παγιώνουν το νόημα του άνδρα και της γυναίκας, του αρσενικού και του θηλυκοί). Το τρίτο στοι­ χείο αφορά την κατασκευή του φύλου στο πολιτικό πεδίο και στους θεσμούς.

148

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΥΛΟΓ ΣΤΗΝ ΛΝΘΙΐΙΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

η οποία εκφράζεται με δυαδικές αναπαραστάσεις. Η εκφορά των αντιλήψεων του φύλου μέσα από διχοτομικά σχήματα έχει αποτέλεσμα να εμφανίζονται ως παγιωμένες, και μ ’ αυτόν τον τρόπο να φυσικοποιούνται. Το σημαντικό στοιχείο της μελέτης των αντιλήψεων για το φύλο που διαπερνούν αλλά και παράγονται από πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς είναι ότι το φύλο δεν εγγράφεται αποκλειστικά εκεί που περιμένουμε να το βρούμε και να το με­ λετήσουμε, δηλαδή στο σύστημα της συγγένειας, στο νοικοκυριό και την οι­ κογένεια. Η κατασκευή του στο πεδίο της πολιτικής και των θεσμών καθιστά αναγκαία μια ευρύτερη αντίληψη της πολιτικής. Η υποκειμενική ταυτότητα αποτελεί το τέταρτο στοιχείο του φύλου. Οι ιστορικοί οφείλουν να διερευνούν τη διαδικασία μέσα από την οποία κατασκευάζονται οι έμφυλες ταυτότητες. Σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος του ορισμού, το φύλο είναι πρωταρχικός τρόπος νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας. Το φύλο ως μορφή γνώσης οργανώνει τις αντιλήψεις και τη συμβολική και υλική οργάνωση όλης της κοι­ νωνικής ζωής, κατασκευάζοντας σχέσεις ανισότητας ακόμα και σε πεδία που δεν έχουν εγγενή σχέση με την έμφυλη διαφορά. Το φύλο αποτελεί το πεδίο μέσα στο οποίο ή μέσω του οποίου αρθρώνεται η εξουσία, παράγεται στην πολιτική, αλλά και παράγει πολιτική. Η Σκοτ υποστηρίζει ότι όλες οι εννοιολογικές γλώσσες χρησιμοποιούν τη διαφοροποίηση ως μέσο παραγωγής νοή­ ματος και μ ’ αυτή την έννοια η έμφυλη διαφορά είναι πρωταρχικός τρόπος νοηματοδότησης της διαφοροποίησης (Scott 1988). Το ερώτημα για τη Σκοτ είναι πώς κατασκευάζονται, νομιμοποιούνται, αμφισβητούνται και διατηρού­ νται οι ιεραρχίες του φύλου. Η μέθοδος της γενεαλογίας, λοιπόν, που η Σκοτ ακολουθεί σημαίνει ότι δεν αναζητεί τις απαρχές και τις ρίζες της έμφυλης ιεραρχίας σε κάποιο εξωτερικό αίτιο, αλλά τη διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται η γνώση για την έμφυλη διαφορά. Η επίδραση του Μισέλ Φουκώ στον ορισμό της Σκοτ για το φύλο αφορά την έννοια των λόγων (discourses), δηλαδή, τις πρακτικές του λόγου που δια­ μορφώνουν και παράγουν υποκείμενα και τη σχέση γνώσης και εξουσίας. Η Σκοτ αναλύει τη νομιμοποιητική λειτουργία της γνώσης, καθώς εκεί ενυπάρ­ χουν η εξουσία και η διαμάχη για την επικράτηση ενός νοήματος (Scott 1988, Κουφού 2004: 97). Η δυνατότητα να ελεγχθεί ένα πεδίο, να επικρατήσει ένα νόημα, βασίζεται σε ισχυρισμούς επιστημονικής γνώσης η οποία βρίσκεται ενσωματωμένη στους πειθαρχικούς και επαγγελματικούς θεσμούς (νοσοκομεί­ α. φυλακές σχολεία, εργοστάσια) και στις κοινωνικές σχέσεις (γιατρός/ασθενής, καθηγητής/μαθητής, εργοδότης/εργάτης, γονιός/παιδί. άνδρας/γυναίκα). Η γνώση αυτή εμφανίζεται σα να είναι πέρα από την ανθρώ­ πινη επινόηση, σαν απλώς να ανακαλύπτεται μέσα από την επιστημονική έ ­ ρευνα και κατέχει τη θέση αντικειμενικής γνώσης· δεν είναι διακριτή από την εξουσία, αλλά συνυφασμένη με αυτή. Το φύλο σημαίνει, επομένως, γνώση για τη διαφορά των φύλων, ενώ η ιστορία, μέσω των αναπαραστάσεων του πα­ ρελθόντος, συμμετέχει στην παραγωγή της γνώσης για τη διαφορά των φύλων.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

149

Η Σκοτ εφαρμόζοντας την ανάλυση του Φουκώ για την εξουσία, ότι, δη­ λαδή, δεν ταυτίζεται με ένα θεσμό ούτε είναι δομή ούτε πρόκειται για μια δύναμη που κατέχουμε, αλλά είναι το όνομα που αποδίδουμε σε μια πολύ­ πλοκη στρατηγική κατάσταση σε κάθε κοινωνία (Φουκώ 1982: 93, 94), θεωρεί ότι η εξουσία ασκείται από αναρίθμητα σημεία στο παιχνίδι μεταξύ άνισων και μη σταθερών σχέσεων και προσπαθεί να ανιχνεύσει τα θετικά αποτελέσματά της, με την έννοια ότι παράγει τα υποκείμενα και τα αντικείμενα τα οποία τοποθετεί και ονομάζει μέσω των λόγων. Η έννοια της διαφοροποίησης και των διχοτομικών αντιθετικών σχημάτων που χρησιμοποιούν όλα τα εξηγητικά σχήματα προέρχεται από τον Ζακ Ντεριντά. Η αποδόμηση ως μέθοδος αποσκοπεί στην ανατροπή ή αποσταθερο­ ποίηση των διχοτομικών σχημάτων και αποκαλύπτει την αλληλεξάρτηση των φαινομενικά διχοτομικών όρων. Οι διαφορές μεταξύ των αντιθετικών όρων βασίζονται στην απώθηση των διαφορών στο εσωτερικό των όρων. Η ιστορική διερεύνηση πρέπει να αναδεικνύει τα αντιμαχόμενα νοήματα, τις αμφισημίες, καθώς και τις σχέσεις εξουσίας που καθιστούν κυρίαρχη μια αντίληψη και την κάνουν να φαίνεται ως φυσική και ως η μόνη δυνατή. Οπως γράφει η αυστραλιανή φιλόσοφος Elizabeth Grosz: «Ο Ντεριντά προσπαθεί να δείξει ότι μέσα σε αυτά τα διχοτομικά ζευγάρια, ο πρώτος ή κυρίαρχος όρος αντλεί το προνόμιό του από την εξαφάνιση ή την απώθηση του αντίθετού του. Η ομοιότητα ή ταυτότητα, η παρουσία, ο λόγος, οι απαρχές, ο νους κ.λπ. βρί­ σκονται σε προνομιακή θέση σε σχέση με τα αντίθετά τους, τα οποία θεω­ ρούνται κατώτερα, νοθευμένες παραλλαγές του πρωταρχικού όρου» (1986: 73). Η αντιστροφή των αξιών που είναι ενσωματωμένες στους δύο όρους και η αποσταθεροποίηση των διχοτομικών αντιθέσεων αποτελούν μια διπλή δια­ δικασία, που τοποθετεί τον αποκλεισμένο όρο πέρα από τον αντιθετικό ρόλο του, ως εσωτερική συνθήκη του κυρίαρχου όρου. Αυτή η κίνηση αποκαλύπτει τη βία της ιεραρχίας, καθώς και το χρέος που ο κυρίαρχος όρος οφείλει στον κατώτερο/υποτελή όρο. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει την αλληλεξάρτηση των φαινομενικά αντιθετικών όρων, αλλά και το γεγονός ότι η σημασία τους σχε­ τίζεται με μια συγκεκριμένη ιστορία. Οι μετα-αποικιακές σπουδές έχουν επεξεργαστεί τη λειτουργία των διχοτομικών αντιθέσεων στην παραγωγή νοήματος και στην κατασκευή της κεντρικότητας και της περιθωριακότητας. Η έννοια της πολιτικής διευρύ­ νεται και εμπεριέχει, όπως σχολιάζει η Gayatry Spivak, «την απαγόρευση της περιθωριακότητας που υπονοείται στην παραγωγή κάθε ερμηνείας» (1987: 113). Η ίδια θεωρεί τους δυϊσμούς που χρησιμοποιούν όλα τα εξη­ γητικά σχήματα ως μια αποικιοκρατική πράξη, η οποία περιθωριοποιεί και που βασίζεται σε ένα υποκείμενο γνώστη που βρίσκεται πέρα από την ιστορία. Η πιο σημαντική κριτική που έχει δεχθεί η Σκοτ αναφορικά με την εννοιολόγηση του φύλου αφορά την κατηγορία της εμπειρίας, η οποία αποτελούσε

150

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ* ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΐΙΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

τη βάση της ταυτότητας του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και το βασικό ερ­ μηνευτικό εργαλείο της κοινωνικής ιστορίας (βλ. Αβδελά και Ψαρρά 1997α, Canning 1994). Η κριτική που της ασκείται (δεν θα αναφερθώ εδώ στις ε ­ μπειρικές προσεγγίσεις) δεν αφορά τη θεώρηση ότι η γλώσσα δομεί την αν­ θρώπινη εμπειρία ούτε ότι οι σημασίες είναι ασταθείς, αντιφατικές και αμφίσημες. Ούτε επίσης την αξία της αποδόμησης, η οποία εκθέτει τις σιωπές, ιεραρχίες, αντιφάσεις που εμπεριέχονται σε κάθε σημασία. Ούτε και τη θεώ ­ ρηση ότι η έμφυλη διαφορά είναι πολιτικά και κοινωνικά κατασκευασμένη. Η κριτική αναφέρεται στο ότι χρησιμοποιεί ένα θεωρητικό λεξιλόγιο που ανα­ πτύχθηκε στη φιλοσοφία και στην κριτική της λογοτεχνίας, και το οποίο δεν είναι κατάλληλο για τη μελέτη του παρελθόντος (Sewell 1990), ή μια θεωρία της γλώσσας που προκρίνει τα κατεστημένα συστήματα λόγου (discourses) έναντι των πρακτικών του λόγου (Βαρίκα 2000). Ο William Sewell υποστηρί­ ζει ότι το αντικείμενο της ιστορίας είναι η ανθρώπινη εμπειρία και για το λόγο αυτό η θέση της γλώσσας είναι διαφορετική στην ιστορία α π ’ ό,τι στη μελέτη της λογοτεχνίας. Είναι διαφορετικό να μελετάει και να ερμηνεύει κα­ νείς λογοτεχνικά κείμενα και διαφορετικό να υποστηρίζουμε ότι ο κόσμος οργανώνεται ως κείμενο ή ότι αρκούν από μόνα τους τα κείμενα να ερμηνεύ­ σουν την «εμπειρία» που ο ιστορικός ζητάει να μάθει από το κείμενο (Sewell 1990: 80). Αυτό συμβαίνει, υποστηρίζει ο Sewell, επειδή το αντικείμενο του ιστορικού δεν είναι η γλώσσα αλλά οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη γλώσ­ σα. Και ενώ δέχεται ότι ο κοινωνικός κόσμος οργανώνεται από τη γλώσσα, η διαφορά από την ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων έγκειται στο ότι «η γλώσσα χ ρη σ ιμ ο π ο ιείται από τους ανθρώπους για να κ ά ν ο υ ν πράγματα» (έμφαση στο κείμενο). Το νόημα κάθε δήλωσης δεν παρέχεται από τη συντα­ κτική ή σημασιολογική δομή, αλλά εξαρτάται από την κοινωνική διαδικασία της σύγκρουσης γύρω από τη σημασία (1990: 81). Για τον Sewell, η εμπειρία είναι η διαδικασία της απόδοσης νοήματος στα γεγονότα καθώς συμβαίνουν (1990: 82). Η ανάλυση δεν πρέπει να περιορίζεται στο πώς τα κείμενα ενσω­ ματώνουν και κωδικοποιούν έμφυλες σχέσεις ανισότητας, αλλά να ανιχνεύει πώς αυτές οι ιδέες μετασχηματίζονται, αμφισβητούνται ή ενισχύονται στην κοινωνική πρακτική. Η εννοιολόγηση του φύλου ως αυτόνομου συστήματος δέχτηκε στη δεκαε­ τία του 1990 κριτική κυρίως από τις έγχρωμες φεμινίστριες. Χρησιμοποιώντας την έννοια της διάδρασης (intersectionality), υποστήριξαν ότι η ανάλυση του φύλου πρέπει να συμπορεύεται με την ανάλυση της τάξης, της φυλής και της σεξουαλικότητας, καθώς αποτελούν διαπλεκόμενες και αλληλοεξαρτώμενες πολιτισμικές κατασκευές (Higginbotham 1992). Σύμφωνα με την Evelyn Higginbotham, η «φυλή» αποτελεί μια μετα-γλώσσα που νοηματοδοτεί δια­ φορετικά είδη διαφοράς σε διαφορετικά κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια (1992: 253). Για τη Σκοτ, η ιστορία του φύλου δεν αφορά τα όσα συνέβησαν στις γυ­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

151

ναίκες και στους άνδρες ως προ-κοινωνικές υποστασιοποιημένες κατηγορίες αλλά το πώς αυτές οι κατηγορίες ταυτότητας έχουν συγκροτηθεί (Scott 2000 [1988]). Το φύλο, σύμφωνα με τη Σκοτ, δεν είναι αρκετά χρήσιμη κατηγορία ανάλυσης, αφού η σεξουαλικότητα, η εθνότητα, η φυλή και η εθνικότητα παί­ ζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στον ορισμό των έμφυλων κατηγοριών και ταυ­ τοτήτων (Scott 2004: 22). Ούτε αποτελεί πάντοτε την κινητήρια δύναμη της πολιτικής. Σε πολλές περιπτώσεις, ενδέχεται το φύλο και η πολιτική να έχουν πολύ μικρή σχέση (Scott 2000: 202). Το φύλο είναι οι κοινωνικές νόρμες που οργανώνουν τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών στην κοινωνία, παρά­ γουν τη γνώση μας για το φύλο και την έμφυλη διαφορά (στον δικό μας πο­ λιτισμό μέσω της ταύτισης του βιολογικού φύλου με τη φύση). Η φεμινιστική ιστορία αποτελεί μια μορφή κριτικής, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση τις θε­ μελιακές προϋποθέσεις της γνώσης του καιρού της και έχει ως στόχο να αμ­ φισβητήσει τους τρόπους με τους οποίες οι διαφορές του φύλου χρησιμοποι­ ήθηκαν για να οργανώσουν σχέσεις κυριαρχίας (Scott 2004: 19).

5. Οι τ α υ τ ό τ η τ ε ς « γ υ ν α ίκ α » , « γ υ ν α ίκ ε ς » κ α ι η πολίτικη της δ ια φ ο ρ ά ς Η κατηγορία «γυναίκα» αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από τις έγχρωμες φεμινίστριες, οι οποίες άσκησαν κριτική στον «λευκό» και «δυτικό φεμινι­ σμό» (Lorde 1984, Mohanty 2003. hooks 1981, 1984. Smith 1983). Υποστήρι­ ξαν ότι υπάρχουν διαφορετικές γυναικείες εμπειρίες, καθώς η ανδρική κυρι­ αρχία διαπλέκεται με την ταξική, τη φυλετική και τη σεξουαλική (Carby 1985). Αμφισβητώντας την έννοια της αδελφότητας, θεώρησαν ότι οι διαφο­ ρές στη γυναικεία εμπειρία οφείλονται όχι μόνο στην πατριαρχία, αλλά στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ γυναικών. Η έννοια του φύλου υπέτασσε κάτω από την κυριαρχία της όλους τους διαφορετικούς «άλλους» και συσκότιζε τις δι­ αφορετικές μορφές κυριαρχίας. Η χρήση της κατηγορίας του φύλου για τη συγκρότηση της κατηγορίας «γυναίκα του Τρίτου Κόσμου» συνιστούσε μια μονολιθική κωδικοποίηση των γυναικών ως «άλλων» και κατέληγε στο να αναπαράγει έναν οριενταλιστικό, ρατσιστικό και αποικιοκρατικό λόγο (Mohanty 2003: 53). Αν οι λέξεις και οι έννοιες έχουν σημασίες οι οποίες αλλάζουν ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γενΝιουνται, τότε και'η κατηγορία «γυ­ ναίκα» δεν είναι διαφανής, δεν αντανακλά μια αντικειμενική εμπειρία, αλλά θα πρέπει να τεθεί σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Η κατηγορία αυτή δεν αποτελεί μια σταθερή και συνεκτική κατηγορία η οποία βασίζεται σε κοινά για όλες τις γυναίκες και διαχρονικά χαρακτηριστικά όπου μπορεί να στηριχθεί η φεμινιστική δράση. Η έννοια γυναίκα βρίσκεται σε διαρκή δια­ πραγμάτευση και αλλαγή, ενώ εμπεριέχει διαφορετικά νοήματα σε διαφορε­ τικές ιστορικές περιόδους.

152

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΚ2ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Denise Riley (1988) υποστήριξε ότι ενώ η κατηγορία «γυναίκα» έχει τ ε­ θεί σε κριτική διαπραγμάτευση, δεν συνέβη το ίδιο με την κατηγορία «γυναί­ κες», που αποτέλεσε τη βάση της συλλογικής ταυτότητας του φεμινισμού. Πολλές φεμινίστριες πίστευαν ότι χωρίς μια συνεκτική ταυτότητα δεν μπορεί να υπάρξει ένα φεμινιστικό πολιτικό κίνημα στο οποίο ενώνονται ως γυναί­ κες, ώστε να διαμορφώσουν και να επιδιώξουν συγκεκριμένους φεμινιστικούς στόχους. Η Riley υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες των ταυτοτήτων δεν είναι σταθερές και ενιαίες. Η σημασία τους είναι αποτέλεσμα σχέσεων εξουσίας και διαμάχης, μέσα από τις οποίες παγιώνεται ο ορισμός τους, ενώ εμφανί­ ζονται φυσικές, διαφανείς και ενιαίες κατηγορίες. Η Riley επιχειρεί μαζί με την ταυτότητα «γυναίκες» να αποδομήσει και την έννοια της «γυναικείας εμπειρίας» πάνω στην οποία εδράζεται. Θεωρεί ότι η ταυτότητα «γυναίκες» δεν προέρχεται από την κοινή εμπειρία της κα­ ταπίεσης, αλλά από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους έχει νοηματοδοτηθεί ιστορικά, από τους τρόπους με τους οποίους οι άλλοι τις ορίζουν και τις τοποθετούν σ ’ αυτή την κατηγορία. Αυτός ο προσδιορισμός, αυτή η τοπο­ θέτηση, γίνεται μέσω της γλώσσας, αλλά έχει υλικά αποτελέσματα στο πώς οι ίδιες οι γυναίκες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους (Riley 1988, Scott 1996α). Το πρόβλημα δεν λύνεται με την αντικατάσταση του οικουμενισμού από την ποιοτική διάκριση «κάποιας κοινής γυναικείας εμπειρίας». Είναι μεν αναγκαίο, αλλά τελικά ανεπαρκές, καθώς κάτω από τις νέες πλουραλιστικές επιφάνειες τα παλιά προβλήματα παραμένουν. Το πρόβλημα δεν είναι η ε ­ μπειρία, αλλά η γυναικεία εμπειρία, μια έννοια της εμπειρίας που γεννιέται μαζί με τις ίδιες τις γυναίκες, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι προκύπτει με τις γυναίκες, όχι εξαιτίας τού ότι είναι γυναίκες, αλλά ως ίχνος της κυριαρχί­ ας, πολιτικής ή φυσικής (Riley 1988: 100). Οι «γυναίκες», σύμφωνα με τη Riley, αποτελούν ιστορική κατασκευή και παράγονται μέσω «λόγων» (discourses). Η κατηγορία «γυναίκες» είναι πάντο­ τε συσχετική, καθώς διαμορφώνεται σε σχέση με άλλες κατηγορίες, που και αυτές υπόκεινται σε αλλαγή. Οι «γυναίκες» αποτελούν μια ευμετάβολη και ασταθή συλλογικότητα στην οποία τα γυναικεία πρόσωπα τοποθετούνται πολύ διαφορετικά, έτσι ώστε είναι αδύνατη μια εμφανής συνέχεια του υπο­ κειμένου «γυναίκες» (1988: 1-2). Η Riley αρνείται μια «μετα-έμφυλη υποκειμενικότητα», όπως επίσης αρνείται να απομακρυνθεί από το φεμινισμό. Όμως αρνείται επίσης να ταυτι­ στεί με εκείνο το στρατόπεδο του φεμινισμού που αποτελείται από εραστές των «αληθινών γυναικών». Αντιτίθεται στις εκδοχές του ευρωπαϊκού και α­ μερικανικού φεμινισμού που διατηρούν την πίστη τους στην ενότητα της κα­ τηγορίας «γυναίκες» και διατυπώνουν απόψεις περί γυναικείας φύσης ή α­ νεξαρτήτων «γυναικείων αξιακών συστημάτων» δημιουργώντας ισχυρές φυσικοποιημένες αντιλήψεις αναφορικά με τις γυναίκες. Παράδειγμα τέτοιων υποτιθέμενων φυσικών γυναικείων διαθέσεων είναι ο πασιφισμός (1988: 2).

ΙΣΤΌΡΙΟΙΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

153

Η Riley ενδιαφέρεται να ιστορικοποιήσει την κατηγορία «γυναίκες» και να αντιταχθεί στην υποτιθέμενη ανιστορικότητα των έμφυλων ταυτοτήτων. Η αποδομητική προσέγγιση συνίσταται στο να αποκαλύψει τις ποικίλες και αντιφατικές σημασίες της διαφοράς των φύλων και των κοινωνικών κατηγο­ ριών και να θεωρητικοποιήσει την πολλαπλότητα των σχέσεων υποταγής. Κάθε υποκείμενο συγκροτείται μέσα από μια σειρά «θέσεων» που δεν πα­ γιώνονται σε ένα κλειστό σύστημα διαφορών, ενώ παράγονται από μια ποι­ κιλία λόγων οι οποίοι δεν βρίσκονται πάντοτε σε σχέση μεταξύ τους. Η ταυ­ τότητα, επομένως, είναι πάντοτε συσχετική και μεταβαλλόμενη και παγιώνε­ ται προσωρινά μέσα από τη σχέση των θέσεων και των μορφών ταύτισης (Mouffe 1992). Ορίζεται σε σχέση με άλλες κατηγορίες ως συλλογική ταυτό­ τητα και ως ατομική ταυτότητα και, επομένως, δεν αποτελεί μια οντολογική κατηγορία (Riley 1988). Εφόσον η ταυτότητα δεν αντιστοιχεί σε κάποια ε­ νιαία ή ενοποιητική ουσία, δεν τίθεται, κατά συνέπεια, ως ζήτημα η ανακά­ λυψή της. Η Riley προτείνει μια αρχαιολογική προσέγγιση που δεν στηρίζεται στο να ανακαλύψει τις ρίζες της ταυτότητας, αλλά το πώς έχουν οριστεί και προσδι­ οριστεί ως γυναίκες στην πολιτική, στο νόμο, στο κράτος πρόνοιας. Η μελέτη των μεταβαλλόμενων σχέσεων μεταξύ της κατηγορίας «γυναίκα» και της έννοιας της ανθρωπότητας αναδεικνύει την προσωρινότητα και την αστάθεια των κατηγοριών. Η ιστορία της σεξουαλικοποίησης των γυναικών και της ταύτισής τους με το φύλο στον Διαφωτισμό εισχώρησε στις πνευματικές και διανοητικές λειτουργίες τους. Ο φεμινισμός διαμορφώθηκε στο εσωτερικό αυτών των πολιτικών και κοινωνικών σχηματισμών, μέσα από τις έννοιες της ισότητας και της διαφοράς, της πρόσδεσής του με την κατηγορία της Ανθρω­ πότητας αλλά και της αποσύνδεσής του από αυτή. Παράλληλα, μια ιστορία του φεμινιστικού κινήματος δεν πρέπει να ακολουθεί μια γραμμική πορεία εξέλιξης, αλλά να αναγνωρίζει τις ασυνέχειες με την υποκειμενικότητα των γυναικών σε προηγούμενες περιόδους, όπου οι έννοιες του ανταγωνισμού των φύλων και της τοποθέτησης των γυναικών ως ενοποιημένης κατηγορίας απέ­ ναντι σε όλους τους άνδρες παύουν να διατηρούν την ισχύ τους. Και η Τζόουν Σκοτ και η Oenise Riley έχουν αναφερθεί στα «παράδοξα» ή στις «ειρωνείες» του φεμινισμού, όπου η ηθική αποκατάσταση των γυναι­ κών έχει ως αποτέλεσμα την κατάφαση της «διαφορετικότητάς τους». Τα ερωτήματα, λοιπόν, που θέτει η αποδομητική προσέγγιση είναι: Πώς κατα­ σκευάστηκε η κατηγορία «γυναίκα» μέσα σε διαφορετικούς λόγους; Πώς η διαφορά των φύλων αποτέλεσε μορφή διάκρισης στις κοινωνικές σχέσεις; Πώς μέσα από αυτή τη διάκριση συγκροτήθηκαν σχέσεις εξουσίας και υπο­ ταγής; Από τη στιγμή που δεν υπάρχει η κατηγορία «γυναίκα» ως ομοιογε­ νής ενότητα απέναντι σε μια άλλη ομοιογενή ενότητα «άνδρας», αλλά η δια­ φορά των φύλων κατασκευάζεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους μέσα από την πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων, το ζήτημα ισότητα ή διαφορά

154

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ Σ Π IN ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΓ1Α

χάνει« το νόημά του. Η μελέτη των φεμινιστικών κινημάτων και οργανώσεων μετά τον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είναι αποκαλυπτικές για τις μεταβολές της σχέσης της κατηγορίας «γυναίκα» με τον ανθρωπισμό και την έννοια του ατόμου. Η κριτική στο μεταδομισμό προήλθε από όσες θεώρησαν ότι η πολλαπλό­ τητα, η ρευστότητα και η αστάθεια των ταυτοτήτων έθετε σε κίνδυνο την αναγνώριση των υπάλληλων υποκειμένων σε υποκείμενα της ιστορίας και τη διεκδίκηση της υποκειμενικότητάς τους. Οι έγχρωμες φεμινίστριες αντιτέθηκαν στις θεωρίες για το θάνατο του υποκειμένου, επειδή εμφανίστηκαν τη στιγμή που αναδύθηκαν νέα υποκείμενα στην ιστορία και στο παρόν, τα ο­ ποία ζητούσαν νομιμοποίηση. Η Λουίζα Πασσερίνι απαντά ότι όταν πεθαίνει ένα υποκείμενο -σε αυτή την περίπτωση το δυτικό υποκείμενο- γεννιούνται άλλα. Και για την Judith Butler (1999 [1990]), η έννοια του υποκειμένου ως συμπαγούς και ενιαίου εσωτερικού εαυτού που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, είτε εγγενώς είτε ως αποτέλεσμα του πολιτισμού, αποτελεί κανονιστική φα­ ντασία. Η αναγνώριση της διαφοράς στην ιστορική μελέτη, η οποία προήλθε από την κριτική των έγχρωμων φεμινιστριών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στόχευε στο να αναδείξει τον ρατσισμό του φεμινισμού (Lorde 1984: 1ΙΟ­ Ι 23), τους αόρατους μηχανισμούς εξουσίας (ταξικούς, εθνοτικούς, φυλετι­ κούς. θρησκευτικούς) που διαμόρφωσαν την κατηγορία «γυναίκες», οδήγησε σε πολλές περιπτώσεις σε μονολιθικές και παγιωμένες κατηγορίες, όπως «γυναικεία εργατική τάξη», «γυναίκες του Ισλάμ», «αφρο-αμερικανές γυ­ ναίκες». Η ιστορικότητα αυτών των κατηγοριών δεν έγινε αντικείμενο επ ε­ ξεργασίας: μέσα από ποιες διαδικασίες και σχέσεις εξουσίας διαμορφώθη­ καν, πότε εμφανίστηκαν, ποιους σκοπούς εξυπηρετούν (Scott 1996α). Η ιστορικοποίηση των κατηγοριών της κοινωνικής διαφοροποίησης αποτελεί για τη Σκοτ βασικό μεθοδολογικό ζητούμενο (1996α: 10). Η ταυτότητα παράγεται από λόγους και δεν είναι ποτέ σταθερή και μο­ νολιθική, αλλά υπόκειται σε μεταβολές στη διαπλοκή της με το φύλο, την εθνικότητα, την τάξη, την εθνότητα και τη σεξουαλικότητα. Η ανάλυση των υποκειμένων που βρίσκονται σε οριακές περιοχές αποκαλύπτει τη φενάκη των δυϊσμών και αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της γυναικείας ταυτότητας. Η Πασσερίνι υποστηρίζει ότι η έννοια της ταυτότητας δεν υπακούει σε προ­ καθορισμένους κανόνες. Η αποδοχή των διαφορών και όχι η εξομοίωση θα διαμορφώσει τη συνείδηση της ύπαρξής τους ως γυναικών (Πασσερίνι 1998: 253). Τα υποκείμενα βρίσκονται πάντοτε σε διαδικασία συγκρότησης μέσα από μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ομοιότητας και διαφορετικότητας και, ε ­ πομένως, μια γυναικεία ταυτότητα είναι δυνατή μόνο στη βάση της διαφορε­ τικότητας. Από την άλλη, η Riley υποστηρίζει ότι το ζήτημα δεν είναι να προ­ σθέσουμε τις εκλεπτύνσεις της ηλικίας, του επαγγέλματος, της εθνότητας στην κατηγορία «γυναίκες». Οι εξειδικεύσεις της διαφοράς ακόμα βασίζονται

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

155

στις «γυναίκες», και είναι η απομόνωση αυτής της κατηγορίας που πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Για την Donna Haraway (1986: 215), η κοινή γλώσσα και μια πιστή ονο­ μασία της εμπειρίας αποτελούν ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα. «Μαρξισμοί και φεμινισμοί δημιουργούν ένα επαναστατικό υποκείμενο μέσα από την οπτική μιας ιεραρχίας καταπίεσης και μιας θέσης ηθικής ανωτερότητας, αθωότητας και μεγαλύτερης εγγύτητας στη φύση. Χωρίς εύκαιρο ιδρυτικό μύθο κοινής γλώσσας ή αυθεντικής συμβίωσης που υπόσχεται προστασία από έναν εχθρι­ κό “αρσενικό” χωρισμό, αλλά κείμενο που δεν έχει ένα προνομιακό διάβασμα ούτε σωτηριολογική ιστορία, το να αναγνωρίσουμε “τον εαυτό μας” ως εντε­ λώς ενσωματωμένο μέσα στον κόσμο μάς απελευθερώνει από τις πολιτικές της ταύτισης, της καθαρότητας, της μητρότητας, του πρωτοποριακού κόμμα­ τος» (παρατίθεται στο Riley 1988: 100). Η παραγωγή φεμινιστικής θεωρίας από τις έγχρωμες φεμινίστριες έχει ε ­ στιάσει στη διαμόρφωση του μοντέλου της «αντίπαλης συνείδησης» και στην πολιτική της διαφοράς, αντί για την πολιτική της ταυτότητας. Η αντίπαλη συνείδηση αρνείται οποιοδήποτε κριτήριο για την ενσωμάτωση στην ταυτότη­ τα «έγχρωμη γυναίκα», καθώς η ταυτότητα ορίζεται από τη συνειδητή ενσω­ μάτωση του αρνητικού προσδιορισμού. Δεν πρόκειται για πολιτικές ταυτότη­ τας, αλλά για πολιτικές συνάφειας και συγγένειας μέσα από την ετερότητα, τη διαφορά και την ιδιαιτερότητα (Minh-ha 1986/1987, 1989. βλ. Haraway 1989: 197). Οι πολιτικές της διαφοράς πηγάζουν από την επιθυμία κατάργη­ σης κάθε κυρίαρχης και συνεκτικής υποκειμενικότητας. Η κριτική στην έννοια του υποκειμένου της νεωτερικότητας, ενός ενιαίου, κυρίαρχου και αυτόνομου υποκειμένου, οδήγησε στο ερώτημα: «Με ποιον τρόπο δημιουργούμε ένα κοινωνικό υποκείμενο που να είναι αποτελεσματικό στην πολιτική πράξη;». Η κριτική του υποκειμένου και η κριτική των μαύρων φεμινιστριών για τον οικουμενισμό του λευκού φεμινισμού φέρνει στο προ­ σκήνιο τη δυσκολία του επαναπροσδιορισμού των δεσμών, με βάση τους ο­ ποίους είναι δυνατή και βιώσιμη η πολιτική. Με ποιον τρόπο θα καταστεί δυνατό η κατηγορία «γυναίκα» να αποτελέσει τη βάση της πολιτικής κινητο­ ποίησης; Η έννοια της κοινότητας των γυναικών και της διάσπασης της ενό­ τητάς της είναι κεντρικό ζήτημα της φεμινιστικής οπτικής και βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού της Judith Butler. Η Butler θέτει καίρια ερω­ τήματα όπως: «Ποιος δεν έχει φωνή στο φεμινισμό;» «Πόιο ήταν το υποκεί­ μενο του φεμινισμού και πλέον δεν είναι;» «Πώς ο φεμινισμός ανοίχτηκε ώ­ στε να απευθυνθεί σε πολλά γυναικεία υποκείμενα, όμως ακόμη δεν έχει προσδεθεί παρά με πολύ λίγα;».

156

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

6. Φ ύλο κ α ι ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία Οι ιστορικοί του φύλου έθεσαν ερωτήματα που αφορούσαν την έμφυλη συ­ γκρότηση της ιστορικής επιστήμης και της ιστορικής γραφής (Smith 1998). Η συγκρότηση της ιστορίας ως πειθαρχίας είναι έμφυλη, αφού δεν ήταν η α­ πουσία πηγών που οδήγησε τους ιστορικούς να αγνοήσουν τις γυναίκες, αλλά η ίδια η συγκρότησή της μέσα από το ιεραρχικό δίπολο δημόσιο/ιδιωτικό κα­ θόρισε τι αποτελεί και τι όχι αντικείμενο έρευνας. Θεσπίζοντας ως αντικείμε­ νό της τον δημόσιο χώρο και την πολιτική, παραμέρισε τις εμπειρίες των γυ­ ναικών ανάγοντας τες στη σφαίρα του ιδιωτικού. Η διχοτομική αυτή αντίλη­ ψη διαπέρασε και την εννοιολόγηση της ιστοριογραφίας και τη διαδικασία της ιστορικής έρευνας. Εξοβέλισε τη μνήμη των γυναικών από την ιστορική γραφή, καθώς το αρχείο ταυτίστηκε με το δημόσιο και αποτέλεσε τον τόπο στον οποίο άρμοζε η ιστορική μελέτη, ενώ η μνήμη με το οικιακό και το ιδιω­ τικό, με αποτέλεσμα να τοποθετείται έξω από το πεδίο της ιστοριογραφίας (Burton 2003). Η εγκαθίδρυση του αρχείου ως βάσης της επαγγελματικής ιστορίας αποτελούσε μέρος του εκσυγχρονιστικού προγράμματος της βικτοριανής αστικής τάξης και ενσωματωνόταν στην επιστημολογική γενεαλογία της δυτικής κοινωνικής επιστήμης (Poovey 1998). Η Τζόουν Σκοτ, στη μελέτη της για το ιστορικό επάγγελμα στην Αμερική, υποστηρίζει ότι το υποκείμενο της ιστορικής γραφής ταυτιζόταν με τον λευκό δυτικό άνδρα (1988). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες αποκλείστηκαν ως υποκείμενα, αλλά ότι συμπεριελήφθησαν σε μια γενική, ενιαία έννοια του Ανθρώπου ως διαφορετικές και κατώτερες. Το θηλυκό ταυτιζόταν με την ι­ διαίτερη κατάσταση, ενώ το αρσενικό αποτελούσε οικουμενικό σημαίνον. Η Bonnie Smith θέτει ως κέντρο της μελέτης της τον ιστορικό και εξετάζει το ρόλο του φύλου στην κατασκευή της αντικειμενικότητας στην ιστορική γραφή. Ενώ η ιστορία, την εποχή της συγκρότησής της ως επαγγέλματος και μετέπειτα, αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό οικογενειακή υπόθεση, αφού τα μέλη της οικογένειας (κυρίως σύζυγοι και κόρες) συμμετείχαν σε διαφορετι­ κά στάδια της έρευνας και της συγγραφής, ο τίτλος του συγγραφέα ήταν α­ ποκλειστικά ανδρικός (Smith 1995). Το επάγγελμα του ιστορικού θεωρήθηκε και κατασκευάστηκε ως ανδρική ενασχόληση, αλλά και η ιστορική φαντασία διαπερνώνταν από έμφυλες αναπαραστάσεις και διχοτομίες. Η διάκριση ι­ στορίας και λογοτεχνίας στα τέλη του 18ου αιώνα είχε έμφυλη διάσταση, κα­ θώς η ιστορία αποτελούσε «αντικειμενική» ενασχόληση (Smith 1998. Looser 2000). Οι άνδρες θεωρούνταν πιο κατάλληλοι να γράψουν την ιστορική αλή­ θεια, επειδή είχαν τη δυνατότητα να θέτουν στο περιθώριο το φύλο, την τάξη, την πολιτική στάση, τα πάθη και τα ενδιαφέροντά τους. Αντίθετα, οτιδήποτε έγραφαν οι γυναίκες ταυτιζόταν με τη λογοτεχνία. Οι άνδρες διεκδίκησαν τη συγγραφή της ιστορίας ως πιο αντικειμενική ενασχόληση. Η Smith (1995: 1150) υποστηρίζει ότι η επιστημονικότατα της ιστορίας

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

157

στηριζόταν σε δύο πρακτικές: στην αρχειακή έρευνα και στο σεμινάριο. Θεω­ ρεί ότι το φύλο αποτελούσε συστατικό στοιχείο των διαδικασιών της ιστορικής επιστήμης. Η ιστορική έρευνα αποτελούσε στοιχείο της ανδρικής ταυτό­ τητας, ενώ τονιζόταν ο παιδαγωγικός ρόλος του σεμιναρίου στη διαμόρφωση του ανδρισμού, ο οποίος διέθετε τα χαρακτηριστικά της ανδρικής αστικής ταυτότητας: σκληρή δουλειά, τεχνική αρτιότητα και ικανότητα, ειδίκευση, κριτική σκέψη (1995: 1158, 1160). Επιπλέον, η ακαδημαϊκή ζωή δομούνταν ως αδελφότητα. Η Smith έχει επίσης περιγράφει τα εμπόδια που απέτρεψαν τις γυναίκες από τη συγγραφή της ιστορίας. Αναλύοντας τη σχολή του γερμανικού ιστορικισμού τον 19° αιώνα και τη συμμετοχή των γερμανών ιστορικών στα εθνικά και φιλελεύθερα κινήματα (1815-1848), η Regina Schulte (2000) υποστηρίζει ότι η ενσωμάτωση της μο­ ναρχίας στην εθνική ιστορία πραγματοποιήθηκε με τη χρήση έμφυλων ανα­ παραστάσεων. Η εικόνα της βασίλισσας (στην οποία απέδιδαν τα ιδεατά χα­ ρακτηριστικά της αστής μητέρας και συζύγου) έπαιξε κεντρικό ρόλο στο με­ τασχηματισμό της μοναρχίας και στην ενσωμάτωσή της στην εθνική ιστορία. Η ακαδημαϊκή γλώσσα των αστών ιστορικών χρησιμοποιούσε το υλικό του γάμου, της συγγένειας, της αγάπης, του δράματος της βασιλείας και της κά­ θαρσης ως μέσο για την υποστήριξη της συνταγματικής μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της έννοιας της ιστορικής προόδου. Η εικόνα της Μαρίας Αντουανέτας ως μητέρας και συζύγου, ικανής να κατανοηθεί από τους ανθρώ­ πους, να γίνει αντικείμενο οίκτου και αγάπης μέσω της τιμωρίας, ενσωμάτω­ σε τη βασίλισσα στην εθνική μυθολογία. Η αναπαράσταση της Λουίζας της Πρωσίας και του Φρειδερίκου Γουλιέλμου II στην ιστοριογραφία ως αστικής οικογένειας, μέσω του τονισμού των ατομικών χαρακτηριστικών τους και της απλότητας, μεταμόρφωσαν το βασιλικό ζευγάρι σε αστική οικογένεια. Η Λουίζα αποτελούσε την επιτομή της ενάρετης μητέρας και συζύγου. Η μελέτη του ιστορικού επαγγέλματος στις ευρωπαϊκές χώρες έθεσε το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας στο επίκεντρο της ανάλυσης (Passerini και Voglis 1999). Ο ισχυρισμός της αντικειμενικότητας στηριζόταν στην απόκρυψη του ιστορικού ως συγγραφέως της ιστορίας. Όσο περισσότερο ο ιστορικός ήταν αθέατος στη γραφή της ιστορίας, τόσο περισ­ σότερο αντικειμενική και καθολική ήταν η ανάγνωση του παρελθόντος. Επο­ μένως, η μεθοδολογική επιλογή που τοποθετεί την υποκειμενικότητα του ι­ στορικού στο επίκεντρο της μελέτης αποκαλύπτει την υποκειμενικότητα και τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής γραφής, αποσταθεροποιώντας την οικουμενικότητα της his-story και τους ισχυρισμούς της αντικειμενικότητας που βασίζο­ νται στην απόκρυψη του ιστορικού. Οι μελέτες αμφισβητούν την ομοιογένεια της αφήγησης του παρελθόντος και υποστηρίζουν ότι διαφορετικοί τρόποι αφηγησης σχετίζονται με την υπο­ κειμενικότητα του ιστορικού. Επίσης εισάγουν ως αντικείμενο διερεύνησης τη σχέση της καθημερινής ζωής και της υποκειμενικής εμπειρίας με την ιστορική

158

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

γραφή. Η ιστορία της Ιταλικής Ενοποίησης, προτού ακόμη συγκροτηθεί σε πεδίο ιστορικής μελέτης, γραφόταν από τις γυναίκες ως οικογενειακή ιστορία και αποτελούσε τόσο καθήκον προς το έθνος όσο και προς την οικογένεια (Porciani 1999). Οι γυναίκες αυτές απέδιδαν μέσω της συγγραφής της ιστο­ ρίας φόρο τιμής στα μέλη της οικογένειας τους που συμμετείχαν στη δημι­ ουργία του ιταλικού κράτους. Η εθνική ιστορία ήταν ταυτόχρονα και οικογε­ νειακή ιστορία, καταλύοντας τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού. Στον τόμο αναλύονται επίσης οι συστηματικές προσπάθειες να περιθωριοποιηθούν οι γυναίκες ιστορικοί (Schottler 1999). Ένα νέο πεδίο μελέτης αποτελεί η διερεύνηση της σχέσης του φύλου και της φυλής με την έννοια του αρχείου και ο προβληματισμός πάνω στη διά­ κριση μνήμης και ιστορίας. Η αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας και του κύρους της μνήμης ως ιστορικής πηγής συνδέεται με την κατασκευή της μνή­ μης ως ιδιωτικής και γυναικείας υπόθεσης και της ιστορίας ως δημόσιας και πολιτικής πρακτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, η Antoinette Burton (2003: 30) αναλύει τις αφηγηματικές μορφές και τη ρητορική με τις οποίες αρθρώθηκε η μνήμη των ινδών γυναικών συμβάλλοντας στη διερεύνηση του ευρύτερου ζη­ τήματος σχετικά με το πώς το ιστορικό φαντασιακό διαμορφώθηκε και ανα­ σχηματίστηκε μέσα από την εμπλοκή των γυναικών με αυτό.

7. Φ ύλο κ α ί ι σ τ ο ρ ία τ η ς ε ρ γ α σ ί α ς Η περιθωριοποίηση της ιστορίας της γυναικείας εργασίας θεωρήθηκε αποτέ­ λεσμα, τόσο της διαιώνισης των εννοιολογικών δυϊσμών ανδρική/ γυναικεία εργασία, δημόσιο/ ιδιωτικό, παραγωγική/ αναπαραγωγική εργασία, όσο και της εμμονής στην ανδρική εργασία και εμπειρία (Baron 1991α). Στη δεκαετία του 1990, η εισαγωγή της έννοιας του φύλου ως κατηγορίας της ιστορικής ανάλυσης μετατόπισε το κέντρο βάρους από την έννοια της εμπειρίας, η ο­ ποία είχε κεντρική σημασία για την ιστορία της γυναικείας εργασίας, στον τρόπο με τον οποίο η έμφυλη διαφορά νοηματοδοτεί και κατασκευάζει τις ταξικές ταυτότητες. Η κριτική της Τζόουν Σκοτ (1988) στα έργα του Ε.Ρ. Thompson και του Gareth Stedman Jones, τα οποία πραγματεύονταν τη συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Αγγλία τον 19° αιώνα, έδειξε ότι ο απο­ κλεισμός των γυναικών από την ιστορία της ταξικής συγκρότησης δεν οφειλό­ ταν στην απουσία τους, αλλά στον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι οι ιστορικοί εννοιολόγησαν την τάξη. Το αφήγημα της τάξης οργανωνόταν, και ως προς την αφήγηση και ως προς την πλοκή, ως ανδρική ιστορία. Επομένως, αν οι γυναίκες απούσιαζαν από την ιστορία της τάξης, αυτό οφειλόταν στην εννοιολόγηση της ταξικής ταυτότητας ως ανδρικής ταυτότητας (Steedman 1994α, 1997, 1986). Οι ιστορικοί αναπαρήγαγαν την έμφυλη κατανόηση της τάξης που είχε διαμορφωθεί από τους πρώιμους σοσιαλιστές, το συνδικαλιστικό

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

159

κίνημα και τους Χαρτιστές (Αλεξάντερ 1997: 231-277, Αβδελά 1995: 173204). Η Carolyn Steedman (2007) επιστρέφει, στον «τόπο», εκεί όπου ο Thompson επινόησε την αγγλική εργατική τάξη, και ξαναγράφει την ιστορία της αγγλικής εργατικής τάξης χρησιμοποιώντας τη φωνή της υπηρέτριας για να αφηγηθεί τη δημιουργία του νεωτερικού εαυτού στην αυγή της βιομηχανι­ κής επανάστασης τον 18° αιώνα. Η λογοτεχνία, σύμφωνα με τη Steedman, είχε συμβάλει στη δημιουργία του ιδρυτικού μύθου της σύγχρονης Αγγλίας, τη γέννηση της ταξικής κοινωνίας, με πρωταγωνίστρια την υπηρέτρια (2007: 12). Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της μορφής της υπηρέτριας στη λογοτε­ χνία έπαιξε το γεγονός ότι οικιακή εργασία ήταν η πιο κοινή εμπειρία για τις γυναίκες του 18°° αιώνα στην κοινωνία (Hill 1996: 15-16, Mitterauer 1979, βλ. Παπαθανασίου 2002: 327-343, Αργυρού 2006). Στην ιστοριογραφία, όμως, ενώ οι οικιακές εργάτριες δεν απουσιάζουν πλέον από τις ιστορίες της γυ­ ναικείας εργασίας, εξακολουθούν να απουσιάζουν από τις μεγάλης κλίμακας πολιτικές και κοινωνικές ιστορίες της μετάβασης στην καπιταλιστική νεωτερικότητα (Maza 1983, Fairchilds 1984, Fauve-Chamoux 2005, Davidoff 1995, Sarti 2004, 2006, Banerjee 2004, Hantzaroula 2005, Hionidou 2005). Η επιρροή της «γλωσσικής στροφής» σε όσες/όσους μελετούσαν την ιστο­ ρία της εργασίας οδήγησε στο να αμφισβητήσουν την οικουμενικότητα της αναλυτικής κατηγορίας της τάξης και να αναδείξουν την σημασία άλλων κα­ τηγοριών στην ανάλυση της τάξης, όπως του φύλου, της φυλής, της εθνότητας. Η ανάλυση των λόγων, της ρητορικής, της κατασκευής των κοινωνικών κατη­ γοριών, όπως τάξη, εργάτης, ειδίκευση, φυλή, μισθός, σηματοδότησαν τη με­ τατόπιση της ιστοριογραφίας από το σχηματισμό της τάξης στο ζήτημα της ταυτότητας (Berlanstein 1993). Ταυτόχρονα, φάνηκε η ανάγκη ανανέωσης των νοητικών κατηγοριών της ιστορίας της εργασίας και ενσωμάτωσης των μεθοδολογικών και επιστημολογικών επιρροών του μεταδομισμού και της ανάλυσης του φύλου. Η ένταξη του φύλου στην ιστορία της εργασίας αποσκοπούσε στο να εξε­ ταστεί με ποιους τρόπους οι αντιλήψεις για τη θηλυκότητα και τον ανδρισμό διαμόρφωσαν σχέσεις υποταγής και κυριαρχίας αλλά και πώς αυτές όριζαν μηχανισμούς αποκλεισμού και ενσωμάτωσης στην εργασία και στο εργατικό κίνημα (Frader 1995, Frader και Rose 1996, Fernandez 1997). Πώς οι αντιλή­ ψεις για το φύλο διαμόρφωσαν τις εργασιακές σχέσεις τόσο μεταξύ ανδρών και γυναικών όσο και μεταξύ ενήλικων ανδρών και μαθήτευόμενων, καθώς και τις εργασιακές ταυτότητες; Η ενσωμάτωση του φύλου στο εργατικό κίνημα και οι δυναμικές της φυ­ λής και της εθνότητας στη διάδρασή τους με το φύλο και την τάξη συνιστούν ένα νέο ερμηνευτικό πλαίσιο της εργατικής ιστορίας. Η μελέτη της συμμετο­ χής των γυναικών στα επαγγελματικά σωματεία στην Αμερική την περίοδο 1870-1930 ανέτρεψε προηγούμενες προσεγγίσεις, οι οποίες παρουσίαζαν τις εργαζόμενες γυναίκες προσανατολισμένες στον ρομαντικό έρωτα και το οικι­

160

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΙΛΟΥ* ΣΤΗΝ ΑΝΘ1*ΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ακό ιδεώδες, ταυτίζοντας την ιδεολογία της κανονιστικής λογοτεχνίας με τις συμπεριφορές και τις προσδοκίες των ανθρώπων και θεωρώντας τις υπεύθυ­ νες για την έλλειψη εργατικής συνείδησης και οργάνωσης. Ενώ παλαιότερες μελέτες υποστήριζαν ότι τα βιομηχανικά σωματεία παρείχαν περισσότερες ευκαιρίες στις γυναίκες, η μελέτη των επαγγελματικών σωματείων των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα έδειξε ότι ενθάρρυναν τη συμμετοχή των γυναικών και προώθησαν τη συμμετοχή τους στην οργάνωση και τις αποφά­ σεις. Οι μελέτες για τις εβραίες μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη στις βιομηχανίες ενδυμάτων της Νέας Τόρκης, των ιρλανδο-αμερικανίδων τηλεφωνητριών στη Βοστόνη. των σερβιτόρων στο Ντιτρόιτ και στο Σαν Φρανσίσκο υποδεικνύουν ότι οι εργατικές κινητοποιήσεις και η δημιουργία γυναικείων επαγγελματικών σωματείων διαπερνώνταν από την υπε-ρηφάνεια για το επάγγελμα και την ταυτότητα του τεχνίτη (Cobble 1991, Norwood 1990, Baron 1991β). Οι μελέτες δείχνουν ότι η γυναικεία εργατική κουλτούρα εδραζόταν στον ρομαντικό έρωτα, τον καταναλωτισμό και τη διασκέδαση, αλλά και στα ιδεώδη της κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής ισότητας και στην αντίσταση στην εργοδοτική ασυδοσία. Ο αποκλεισμός των μαύρων γυναικών από τα επαγγελματικά σωματεία και οργανώσεις, όπως των σερβι­ τόρων, των νοσοκόμων και των διδασκαλισσών, αποκαλύπτει τους φυλετι­ κούς αποκλεισμούς που οργάνωναν τις ταξικές και επαγγελματικές ταυτότη­ τες (Hiñe 1989, De Vault 1990). Η εμφάνιση των βιομηχανικών σωματείων κάτω από τη σημαία του Congress of Industrial Organization (CIO), που γενι­ κεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, σήμανε την εγκατάλειψη της πολι­ τικής των φυλετικών διακρίσεων ταυτόχρονα όμως και την περιθωριοποίηση των γυναικών. Η συζήτηση για την απεργία των καπνεργατών το 1914 στη Θεσσαλονίκη διεξήχθη με εθνοτικούς και έμφυλους όρους (Αβδελά 1993β: 171-204). Η απονομιμοποίηση του ταξικού λόγου πραγματοποιήθηκε μέσω της εμφυλοποίησής του και της εθνικοποίησής του, καθώς ο σοσιαλισμός διακρίθηκε από «αγνό ίσον ελληνικό» και «ύπουλο ίσον αντεθνικό ίσον ανθελλη­ νικό». Ο εθνικιστικός λόγος είναι αυτός που νομιμοποίησε τον ταξικό λόγο, του προσδίνοντάς του εύσημα νεωτερικότητας και προοδευτικότητας (Αβδε­ λά 1993β). Η μελέτη των γαλλίδων απεργών στη βιομηχανία υφασμάτων και στρατι­ ωτικού εξοπλισμού στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έδειξε ότι οι πρακτικές των γυναικών αποσταθεροποίησαν τη συνοχή του νοήματος της έμφυλης διαφοράς (Down 1991). Η απεργία των εργατριών για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας αντιμετωπίστηκε από την αστυνομία μέσα από λόγους που ταύτιζαν τις απεργούς με τη σεξουαλικότητα. Η εισαγωγή του φύλου στη μελέτη του σχηματισμοί) της εργατικής τάξης έδειξε ότι διαδικασίες όπως η πρώτο-εκβιομηχάνιση και η προλεταριοποίηση δεν ήταν ουδέτερες ως προς τις έμφυλες σχέσεις (Frader και Rose 1996, Clark 1995, Κατσιαρδή-Hering 2003). Η ιστοριογραφία στη δεκαετία του

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΤ’

161

1990 χρησιμοποιεί το φύλο όχι τόσο με την έννοια των σχέσεων μεταξύ ανδρων εργατών και γυναικών εργατριών, αλλά κυρίως ως συστατικό στοιχείο θεσμών και πρακτικών. Το φύλο, όπως υποστηρίζει η Ava Baron, δεν αποτε­ λεί απλώς επιφαινόμενο που εισάγεται στο χώρο εργασίας από έξω: παράγεται και αναπαράγεται στην εργασία (Baron 1991α: 39). Η ανάλυση της κατασκευής του ανδρισμού στην εργατική τάξη και η δια­ λεκτική σχέση των λόγων για τον ανδρισμό και των οικονομικών και κοινωνι­ κών συνθηκών μέσα στις οποίες γεννήθηκαν έδειξαν ότι οι έμφυλες σχέσεις δεν αποτελούν ένα συνεκτικό σύστημα ανδρικής κυριαρχίας ούτε παράγουν στατικές κατηγορίες. Το νόημα του ανδρισμού ορίζεται, διαμορφώνεται και αποδιαρθρώνεται μέσα στους εργατικούς αγώνες. Η δημιουργία μιας ανδρο­ κρατικής εργατικής κουλτούρας αποτελεί αντικείμενο πολλών μελετών στις Ηνωμένες Πολιτείες (Kessler-Harris 1990, Baron 1991β) και στην Ευρώπη (Rose 1993). Μέσα από την εξέταση των συμβολικών αναπαραστάσεων του ανδρισμού αναδύονται ο εκρομαντισμός της βίας και η κατασκευή της εργα­ σίας και του εργάτη ως άνδρα (Faue 1991). Όπως παρατηρεί η Έφη Αβδελά, την ιστορικοποίηση των ανδρισμών θα πρέπει να συνοδεύει και η ιστορικοποίηση των θηλυκοτήτων και στο δημόσιο και στο ιδιωτικό πεδίο, πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ιστορία του φύλου και της εργασίας στον 21° αιώνα (Avdela 2000: 117). Σ ’ αυτό το πλαίσιο, η Σκοτ θέτει τα εξής ερω­ τήματα: Πώς διαπλέκονται η κριτική του καπιταλισμού με τη θηλυκότητα και την ανδρικότητα; Ποια είναι η σχέση των αναπαραστάσεων της οικογένειας με τα πολιτικά αιτήματα για μια ισότιμη οργάνωση της εργασίας; Πώς άνδρες και γυναίκες εκφράζουν τις εργασιακές τους ταυτότητες; Πώς τα ουτο­ πικά οράματα που διατυπώνονται στον πολιτικό λόγο κατασκευάζουν το φύλο; (Scott 2000 [1988]: 93-112). Οι έννοιες της εργασίας και της ειδίκευσης αποτέλεσαν ζητήματα κεντρι­ κής σημασίας για τη λειτουργία του φύλου ως τρόπου νοηματοδότησης των σχέσεων εξουσίας, αλλά και για τη διαμόρφωση έμφυλων ταυτοτήτων (Simonton 1998, Downs 2004: 30-42). Ο αποκλεισμός των γυναικών από τις ειδικευμένες εργασίες στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου, όταν η συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία ήταν προτεραιότη­ τα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αποτέλεσε τροχοπέδη για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στη σοβιετική κοινωνία και την εκμετάλλευση των νέων ευκαιριών που ανοίγονταν στη βιομηχανία και τη γεωργία (Goldman 2002, Illic 2001). Η προπαγάνδα για τη ριζική αναμόρφωση της ζωής των γυναικών και της θέσης τους στη κοινωνία αποτέλεσε κυρίαρχη πολιτική πρακτική (Chatterjee 2002). Η έννοια της ειδίκευσης ήταν συστατικό στοιχείο της εργασιακής ταυτότητας του εργάτη και διαμορφώθηκε ως αποκλειστικά ανδρικό χαρακτηριστικό. Η έννοια της ανδρικής τέχνης ή ειδίκευσης στην οι­ κιακή βιοτεχνία στο δεύτερο μισό του 19°" αιώνα στη Γαλλία ενσωμάτωνε τα μέλη του νοικοκυριού στην παραγωγική διαδικασία, μέσα από μια καθαρή

162

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΑΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ιεραρχική δομή. Σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα των υφαντών, η ανδρική ειδί­ κευση συνδεόταν με την τέχνη και το επάγγελμα, η παραγωγή θεωρείτο ότι γινόταν χάρη σε αυτή, ενώ οι γυναικείες εργασίες αντιμετωπίζονταν απλώς ως βοηθητικές «δραστηριότητες», που δεν επηρέαζαν την ποιότητα και την παραγωγή του πραγματικού προϊόντος. Η ανδρική ταυτότητα, η ειδίκευση και το στάτους της κεφαλής της οικογένειας ήταν άρρηκτα δεμένα, καθώς το συμφέρον της οικογένειας συνδεόταν με την επιβίωση του επαγγέλματος και τη δυνατότητα του υφαντή να παρέχει τα μέσα για την επιβίωση της οικογέ­ νειας μέσω της τέχνης του (Liu 1996:58-74). Η μελέτη της μεταλλουργικής βιομηχανίας κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου δείχνει ότι η εργασία των γυναικών στην πολεμική βιομηχανία δεν ανέτρεψε τον καταμε­ ρισμό εργασίας ούτε την έμφυλη οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας, αλ­ λά παγίωσε τις έμφυλες έννοιες της ειδίκευσης μετά τον πόλεμο (Downs 1995). Σύμφωνα με τη Laura Lee Downs (1995), νέες εννοιολογήσεις της ει­ δίκευσης προέκυψαν, οι οποίες βασίζονταν σε αντιλήψεις για το γυναικείο και ανδρικό φύλο και σύμφωνα με τις οποίες οι δεξιότητες των γυναικών αποτελούσαν προέκταση των φυσικών χαρακτηριστικών τους, ενώ οι δεξιότη­ τες των ανδρών προέκυπταν μέσα από την εμπειρία και τη γνώση κατά την εργασιακή διαδικασία. Οι ίδιες εργασίες που θεωρούνταν ανειδίκευτες όταν εκτελούνταν από γυναίκες, αναγνωρίζονταν ως ειδικευμένες όταν εκτελούνταν από άνδρες. Η γέννηση νέων εννοιών της εργασίας τον 19° αιώνα αποτέλεσε αντικείμε­ νο σημαντικών μελετών (Scott 2000 [1988], Valenze 1995). Εξετάζοντας τα επαγγέλματα των ενδυμάτων, η Σκοτ δείχνει πώς το αίτημα για τη διεξαγω­ γή της εργασίας στο χώρο του εργαστηρίου και όχι του σπιτιού οδήγησε στην ταύτιση της εργασίας με το εργαστήριο/εργοστάσιο και στην έννοια της αλη­ θινής εργασίας, που είναι η εργασία έξω από το χώρο του σπιτιού. Η διαμά­ χη αναφορικά με το χώρο της εργασίας στα επαγγέλματα του ενδύματος έ ­ θετε τη βάση για τη δημιουργία μιας εργασιακής ταυτότητας που συνέδεε την ειδίκευση με το χώρο εργασίας κάνοντας χρήση του φύλου και της ιστο­ ρίας (Scott 2000 [1988]: 93-112, Honeyman και Goodman 1991: 617). Οι πρό­ σφατες μελέτες που εστιάζουν στην έννοια της ειδίκευσης δείχνουν ότι δεν είναι εγγενής, ούτε υπάρχει απόλυτη περιγραφή που να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα είδη εργασίας (Rose 1992, Downs 1995). Δείχνουν, επίσης, ότι οι εργασιακές ταυτότητες δεν είναι εγγενείς στις σχέσεις παραγωγής. Η Deborah Valenze εντοπίζει και αναλύει τη νέα έννοια της εργασίας που αναδύθηκε στο τέλος του 18°° αιώνα, τα συστατικά της, καθώς και τη διαδι­ κασία μέσα από την οποία η εργάτρια ορίστηκε ως ανωμαλία στο λόγο του συνδικαλιστικού κινήματος και των τεχνιτών και στο πλαίσιο της συζήτησης για το Δεκάωρο το 1844 στο αγγλικό Κοινοβούλιο (Valenze 1995: 95 και Roberts 1988. 3). Η γυναικεία και η παιδική εργασία άρχισαν να αντιμετωπί­ ζονται ως σύμπτωμα και σύμβολο της ανδρικής απαξίωσης. Το οικιακό ιδεώ­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΙΠΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

163

δες. το οποίο δημιουργήθηκε μεταξύ 1780-1830 και βασιζόταν στην αστική ευημερία και αξίες σήμαινε ότι η γυναίκα που εργαζόταν συμβόλιζε την απο­ τυχία του άνδρα αρχηγού της οικογένειας (breadwinner). Η εργατική αριστο­ κρατία χρησιμοποιούσε το λόγο του breadwinner και της οικιακότητας ως α­ ναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητάς της. Σύμφωνα με τον Κώστα Φουντανόπουλο (2005), η ταυτότητα του εργάτη χτιζόταν πάνω στη κατανομή της ερ­ γασίας κατά φύλα. Διαφωνώντας με προηγούμενες προσεγγίσεις της γυναι­ κείας εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες η κατώτερη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας προέκυψε επειδή οι γυναίκες υποχρεώνονταν να εργαστούν από οικονομική ανάγκη και, επομένως, δεν διέθεταν εργατική συνείδηση που θα τις ωθούσε σε ειδικευμένες εργασίες ή στην πάλη για υψηλότερους μι­ σθούς (Ρηγίνος 1987:206-212), ο Φουντανόπουλος (2005: 63-64 και 156-163), υποστηρίζει ότι η γυναικεία εργασία θεωρείτο κατώτερη και απαξιωνόταν συνεχώς, ακριβώς επειδή ήταν γυναικεία. Η ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας δεν έγινε με οικονομικούς όρους, αλλά προσδιορίστηκε από τις κοι­ νωνικές αντιλήψεις για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία. Η εργατική ιδε­ ολογία συγκροτήθηκε μέσα από τη διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών ερ­ γατών, καθώς οι άνδρες απέκλεισαν τις γυναίκες από τις ειδικευμένες εργα­ σίες και ανέλαβαν τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας (Φουντανόπουλος 2005: 170). Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, όπως υποστηρίζει η Valenze, δεν εί­ ναι γιατί οι γυναίκες δεν συμμετείχαν στα σωματεία, αλλά ποιες -ήταν οι α­ ντιλήψεις για τα φύλα στα σωματεία, πώς η οργάνωση των σωματείων ανα­ παράγει ή αμφισβητεί τις έμφυλες ιεραρχίες και πώς το φύλο έχει προσδιο­ ρίσει τα ζητήματα των σωματείων έτσι ώστε να εμφανίζονται ως άσχετα από τα ζητήματα που απασχολούν τις γυναίκες. Η Anna Lindberg (2001) περι­ γράφει τη διαδικασία μέσα από την οποία οι εργάτριες στην Κεράλα απο­ κλείστηκαν από το συνδικαλισμό μέσω της ταύτισής τους με τον οικιακό χώ­ ρο και τους τρόπους με τους οποίους η ριζοσπαστική πολιτική ταξική ταυτό­ τητα έγινε αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών. Πρόσφατα, η διερεύνηση της απασχόλησης των γυναικών της μεσαίας τάξης και των νοημάτων που είχε η εργασία για τις αστές (βλ. Cowman and Jackson 2005: 165-180, Clark 2001, Gotsi 2005: 285-300, Minoglou-Pepelasis 2007) οδήγησε στην εξέταση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας των αστών γυναικών ως προσπάθειας, αφε­ νός, να υπερκεραστεί ο ταξικός ανταγωνισμός μεταξύ των αστών γυναικών και των γυναικών της εργατικής τάξης και, αφετέρου, να τονιστούν οι πλευ­ ρές τις δραστηριότητας των αστών γυναικών που πάλευαν για την αναγνώρι­ ση των δικαιωμάτων στην εργασία για τις γυναίκες της εργατικής τάξης (Mappen 1985). Είναι, όμως, κοινή παραδοχή ότι οι πολιτικές χειραφέτησης των γυναικών στο φεμινιστικό κίνημα είχαν μεν ως στόχο τη καλυτέρευση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης, αλλά, από την άλλη, αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός φτηνού γυναικείου εργατικού δυναμικοί) κάτω από την

164

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

εξουσία των αστών γυναικών (Avdela και Psarra 2005: 74, Hantzaroula 2006: 225-246). Η έμφυλη διάσταση της εκβιομηχάνισης και η διαπλοκή του φύλου με τις τεχνολογικές αλλαγές αποτέλεσε ένα νέο πεδίο διερεύνησης της ιστορίας του φύλου. Σύμφωνα με την Maxine Berg (1993: 22-44), η εστίαση στο γυναικείο εργατικό δυναμικό αλλάζει την αντίληψή μας για τη Βιομηχανική Επανάστα­ ση αναφορικά με την παραγωγικότητα της βρετανικής βιομηχανίας. Επιπλέ­ ον, οι τεχνολογικές αλλαγές σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα οδήγησαν σε αλλαγές στην εργασιακή διαδικασία και στην οργάνωση της παραγωγής και όχι απευθείας στο εργοστασιακό σύστημα (Berg 1994, Ogilvie 1990). Οι νέες τεχνολογίες και οι νέες πηγές και χρήσεις της ενέργειας δημιουργούσαν δια­ φορετική οργάνωση του χρόνου, πειθαρχία και κατανομή της εργασίας κατά φύλο (Sharpe 1998, Παπαστεφανάκη 2007). Σύμφωνα με την Berg, ο έμφυλος χαρακτήρας της εισαγωγής των τεχνολογικών εφευρέσεων οφειλόταν στα ορ­ γανωτικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά του γυναικείου εργατικού δυναμι­ κού· στο ότι, δηλαδή, οι γυναίκες μπορούσαν να προσαρμοστούν ευκολότερα στην εργασιακή πειθαρχία του εργοστασίου και στις νέες τεχνικές. Μ’ αυτό τον τρόπο οι επιχειρηματίες μπορούσαν να παραμερίσουν τους παραδοσια­ κούς εθιμικούς κανόνες των τεχνιτών και τη διαμαρτυρία που θα προκαλούσαν οι νέες συνθήκες, καθώς και την αντίσταση στη τεχνολογία. Από την άλ­ λη, η Valenze (1995) υποστηρίζει ότι τα νέα μηχανήματα σήμαιναν υψηλό κόστος για τους βιομήχανους, ενώ οι χαμηλοί μισθοί αποτελούσαν αντιστάθ­ μισμα για το υψηλό κόστος των μέσων παραγωγής. Χαμηλοί μισθοί σήμαινε γυναικείο εργατικό δυναμικό και παιδιά. Η αιτία για τους χαμηλούς μισθούς αποδιδόταν στη «φυσική κατωτερότητα» των γυναικών.

8 . Ι σ τ ο ρ ί α τη ς επ ισ τ ή μ η ς . ι σ τ ο ρ ία τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς , ι σ τ ο ρ ί α τ η ς σ ε ξ ο υ α λ ι ­ κότη τας Η εισαγωγή της έννοιας του κοινωνικού φύλου δήλωνε την απόρριψη του βιο­ λογικού καθορισμού που περιέχεται στη χρήση του όρου (βιολογικό) φύλο και τον ορισμό του ως κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή. Αποσυνδέοντας το κοινωνικό φύλο από το (βιολογικό) φύλο, δήλωνε ότι το κοινωνικό φύλο δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο συνέπεια του (βιολογικού) φύλου, ότι οι γυ­ ναίκες, όπως και οι άνδρες, δε, καθορίζονται από τις βιολογικές διαστάσεις του φύλου τους, αλλά από την πολιτισμική νοηματοδότηση των βιολογικών τους διαφορών. Αποτελεί όμως το κοινωνικό φύλο κοινωνική κατηγορία που επιβάλλεται σε έμφυλα σώματα; Η διάκριση μεταξύ (βιολογικού) φύλου και κοινωνικοί» φύλου εμπεριέχει προβλήματα, καθώς προσδίδει στο σώμα έναν αυτόνομο ρόλο, ενώ οι γνώσεις μας γι αυτό αποτελούν πολιτισμικά προϊόντα. Αν ο ό­

ΙΣΤΟΡΙΟΙΤΆΦΙΚΕΣ ΓΠΌΣΕΠΊΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

165

ρος κοινωνικό φύλο δηλώνει την πολιτισμική κατασκευή, τότε τι γίνεται με τον όρο (βιολογικό) φύλο; Εχει το (βιολογικό) φύλο ιστορία, και αν ναι, είναι τα φυσικά δεδομένα του (βιολογικού) φύλου και αυτά πολιτισμικές κατα­ σκευές της επιστήμης; Αν όμως και το (βιολογικό) φύλο αποτελεί πολιτισμική κατασκευή, θα είχε νόημα να ορίσουμε το κοινωνικό φύλο ως πολιτισμική ερμηνεία του (βιολογικού) φύλου; Αν δεχτούμε ότι το (βιολογικό) φύλο δεν αποτελεί για τη φύση ό,τι το κοινωνικό φύλο για τον πολιτισμό και ότι το κοινωνικό φύλο πρέπει να δηλώνει το μηχανισμό μέσω του οποίου παράγονται τα φύλα, τότε το κοινωνικό φύλο πρέπει να εννοιολογηθεί ως το σύνολο των πολιτισμικών πρακτικών και λόγων μέσω των οποίων το (βιολογικό) φύ­ λο παράγεται ως «προ-πολιτισμικό» ή ως «φυσικό», ως ουδέτερη επιφάνεια πάνω στην οποία επενεργεί ο πολιτισμός (Butler 1999 [1990]). Η διατήρηση της διχοτομικής διάκρισης βιολογικό/κοινωνικό φύλο έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και θεωρητικής επεξεργασίας της ιστορίας της επιστήμης, της ιστορίας του σώματος και των queer studies (βλ. παρακά­ τω). Όπως τονίζει η Gisela Bock, η διχοτομική διάκριση βιολογικό/κοινωνικό φύλο επαναφέρει δυϊσμούς της βιολογίας, καθώς θεωρεί το φύλο «βιολογικό» και το κοινωνικό φύλο «κοινωνικό» ή «πολιτισμικό» και στηρίζεται στην πα­ ραδοχή ότι το βιολογικό φύλο μετασχηματίζεται σε κοινωνικό. Η Bock θεωρεί ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η γλωσσική και θεωρητική διχοτομία ανάμεσα στο (βιολογικό) φύλο και το κοινωνικό φύλο. Υποστηρίζει ότι η σημασία του όρου (βιολογικό) φύλο πρέπει να αλλάξει, ώστε να αναδεικνύεται η πολιτι­ σμικά και κοινωνικά κατασκευασμένη διάστασή του (Bock 2002: 262). Η αντικατάσταση της φύσης από τη βιολογία δημιούργησε ακόμα περισσότερα προβλήματα, καθώς ταυτίζεται με το γυναικείο σώμα, υπονοώντας ότι το ανδρικό σώμα δεν έχει «βιολογία», και ανάγει το γυναικείο σώμα σε μια μη ιστορική κατηγορία (Μποκ 1997: 422). Η Bock προτείνει να εγκαταλείψουμε την κατηγορία «βιολογία» και τις έννοιες που συνδέονται με αυτή, καθώς βασίζεται στην παραδοχή ότι παραμένει αναλλοίωτη και είναι προπολιτισμική, ενώ, στην ουσία, αποτελεί αξιολογική κρίση (1997: 422-423. βλ. Καντσά 2006). Οι ιστορικές μελέτες που εστιάζουν στις λεγάμενες βιολογικές λειτουργίες των γυναικών και στις εργασίες που συνδέονται με αυτές (μη­ τρότητα, τεκνοποιία, πορνεία, τροφοί, μαίες) αναδεικνύουν την πολιτισμική και ιστορική διαμόρφωση του σώματος. Η Donna Haraway υποστηρίζει ότι η βιολογία τείνει να σημαίνει το ίδιο το σώμα και όχι μια κοινωνική πρακτική λόγου ανοιχτή σε παρεμβάσεις. Όπως η ίδια προτείνει, «η ερμηνευτική δύνα­ μη της “κοινωνικής” κατηγορίας του κοινωνικού φύλου εξαρτάται από την ιστορικοποίηση των κατηγοριών φύλο, φύση, σάρκα, φυλή, έτσι ώστε η διχοτομική, καθολική αντίθεση που γέννησε το σύστημα του βιολογικού/κοινωνικού φύλου σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο στη φεμινιστική θεωρία να δώσει τη θέση της σε [...] θεωρίες της ενσωμάτωσης, όπου η φύση δεν γίνεται πλέον κατανοητή ως πηγή της κουλτούρας ούτε το φύλο ως πηγή

166

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

του κοινω νικού φ ύ λ ου » (Haraway, 1991: 148). Η επιμονή της φεμινιστικής θεωρίας στη διάκριση βιολογικό/ κοινωνικό φύλο εξυπηρετούσε τον στρατηγικό στόχο της φεμινιστικής πολιτικής να το­ ποθετεί τη συλλογική συνείδηση σε μια ουσιοκρατική αντίληψη του υποκειμέ­ νου και. επομένως, της γυναικείας ταυτότητας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά -και με την εννοιολόγηση του φύλου ως σημείου και συμβόλου που νοηματοδοτεί σχέσεις εξουσίας και ιεραρχίας ανάμεσα στα φύλα-, η έρευνα στράφηκε στη μελέτη της κοινωνικής και πολιτισμικής κατασκευής του βιολο­ γικού φύλου (Canning 1994: 370). Η θεωρία του φύλου εισήγαγε τη σχεσιακή προσέγγιση που εμπεριείχε τη μελέτη των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες. Αλλά προχώρησε και παραπέρα, σε ερωτήματα όπως: Έ χει το κοινωνι­ κό φύλο ως πολιτισμική κατασκευή πάντα και αναγκαία κάποια σχέση με τα φυσικά δεδομένα της γενετήσιας διαφοράς; Η κριτική στην αντίληψη των γενετήσιων διαφορών ως φυσικών γεγονότων οδήγησε στη διερεύνηση του πώς συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις εννοιολογούνται με φυσικούς όρους (Stolcke 1993). Ισ τ ο ρ ία της επ ιστή μη ς Η εισαγωγή του φύλου στην ιστορία της επιστήμης και η εξέταση του ρόλου των έμφυλων αντιλήψεων στην παραγωγή της επιστημονικής γνώσης έδειξε ότι η βιολογία δεν αναπαριστά το ίδιο το σώμα, αλλά ένα σύνολο λόγων για το σώμα και ότι οι επιστημονικές θεωρίες και πρακτικές αποτελούν κοινωνι­ κή και πολιτισμική δραστηριότητα, που είναι αδύνατο να διαχωριστεί από το χρόνο και τον τόπο της δημιουργίας της. Η μελέτη της σχέσης μεταξύ φύλου και επιστήμης εμπεριέχει διαφορετικές προσεγγίσεις και αφορά διακριτά ζητήματα. Η llana Lówy (1999) εντοπίζει πέντε περιοχές στην έρευνα της σχέσης φύλου και επιστήμης: η πρώτη δίνει έμφαση στις συνέπειες της εστί­ ασης στο φύλο για την κατανόηση της ιστορίας της επιστήμης και της ιατρι­ κής και περιλαμβάνει την ανάσυρση από τη λήθη των γυναικών επιστημόνων, αλλά και τις πολιτικές του αποκλεισμού των γυναικών από την «επίσημη» επιστήμη· η δεύτερη στοχεύει.στην αποτίμηση της επίδρασης του φεμινισμού στο μετασχηματισμό της επιστήμης· η τρίτη εστιάζει στη διερεύνηση των έμ­ φυλων αντιλήψεων στην κατασκευή της επιστημονικής γνώσης· η τέταρτη στα αποτελέσματα του αποκλεισμού των γυναικών από την επιστημονική πρα­ κτική που σχετίζεται με την οικουμενικότητα και την αντικειμενικότητα της επιστήμης και η πέμπτη στις συνέπειες της εισαγωγής της έννοιας του φύλου στις μελέτες των επιστημονικών και ιατρικών πρακτικών (1999: 97). Η εξέταση του τρόπου με τον οποίο η επιστήμη προσεγγίζει τις διαφορές των φύλων έδειξε ότι οι επιστημονικές θεωρίες για τις φυσικές διαφορές και την ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στη βικτοριανή Αγγλία προσδιο­ ρίζονταν από μια συγκεκριμένη κοινωνική ατζέντα, ώστε όλες οι μετρήσεις

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT* ΦΊΓΛΟϊ*

167

που δεν ταίριαζαν με τις υποθέσεις τους να αποσιωπώνται. Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονταν στην έννοια της φυσικής επιλογής και στην εξοικονόμηση της ενέργειας (Russet 1989). Η ανάλυση των μεταφορών που χρησιμοποιού­ σαν οι φυσικές επιστήμες και η ιατρική έδειξε ότι καθορίζονταν από διχοτομικές αντιθέσεις αρσενικό/ θηλυκό, πολιτισμός/ φύση, ενεργητικό/ παθητικό δημόσιο/ ιδιωτικό, οι οποίες είχαν άμεσες αναφορές στη διαφορά των φύλων και αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της διαμόρφωσης της επιστήμης (Martin 1987, 1991, Fox Keiler 1992). Τα κέρινα ομοιώματα του γυναικείου σώματος τον 18° αιώνα και οι απεικονίσεις μαθημάτων ανατομίας αναδεικνύουν την κατασκευή του θηλυκού σώματος ως παθητικού αντικειμένου της επιστημονικής έρευνας που «ανακαλύπτεται» από τον επιστήμονα (Jordanova 1989). Η εισαγωγή της έννοιας του φύλου στην ιστορία της βιολο­ γίας, της ενδοκρινολογίας, της ιατρικής φώτισε τον τρόπο με τον οποίο αντι­ λήψεις για τον ανδρισμό και τη θηλυκότητα καθόριζαν τα πειράματα, οδηγώ­ ντας στην ταύτιση των γυναικών με τις ορμόνες και το σώμα και στην απα­ ξίωση κάθε φυσιολογικής λειτουργίας που θεωρείτο γυναικεία (Löwy 1999, Oudshoom 1990, 1994). Η βιολογικοποίηση της ομοφυλοφιλίας ήταν απόρ­ ροια της επιβολής ενός βιοϊατρικού μοντέλου της σεξουαλικότητας (Sengoopta 1998: 445-473). Η συμμετοχή των γυναικών σε πολιτισμικούς και θεσμικούς επιστημονικούς χώρους τον 17° και τον 18° αιώνα και ο αποκλεισμός των γυ­ ναικών επιστημόνων από τις ενώσεις επιστημόνων το 19υν αιώνα έχουν ερευνηθεί μέσα από το μετασχηματισμό της επιστήμης σε επάγγελμα, τον έμφυλο ορισμό του εργασιακού χώρου και την οικονομική σημασία του (Schiebinger 1989, Ρεντετζή 2006: 50-71). Οι ιστορικοί της επιστήμης έχουν προβεί σε α­ ποτιμήσεις για το κατά πόσο η εισαγωγή της έννοιας του φύλου έχει μετα­ σχηματίσει το περιεχόμενο των επιστημονικών ερευνών και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονται τα φυσικά φαινόμενα (Jordanova 1993, Schiebinger 1999). Εστιάζοντας σε ιατρικά, ιατροδικαστικά, φιλοσοφικά και νομικά κείμενα, σε θεραπευτικές και επιστημονικές πρακτικές, ο Thomas Laqueur (2003 Γ1990]) εξετάζει την ιστορικότητα της διάκρισης ανάμεσα στο φύλο ως διά­ στασης του σώματος και στο φύλο ως πολιτισμικής κατηγορίας και τους τρό­ πους με τους οποίους κάθε φορά, σε συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα. ορίζεται η μεταξύ τους σχέση. Η αλλαγή παραδείγματος στις αναπαραστά­ σεις του φύλου, από το μοντέλο που απεικόνιζε το αρσενικό και το θηλυκό ως δύο μέρη ενός ενιαίου φύλου στο νεωτερικό μοντέλο δύο συμπληρωματι­ κών, αλλά διαφορετικών φύλων, αποτελεί την υπόθεση εργασίας του Laqueur. Η μεταβολή στις αναπαραστάσεις των γεννητικών οργάνων είναι ενδεικτική αυτής της αλλαγής. Για τον Laqueur, η μετάβαση από το μοντέλο του ενιαίου φύλου στο μοντέλο των δύο σταθερών ασύμμετρων, αντίθετων γενετήσιων φύλων δεν συνδέεται ούτε είναι απόρροια των επιστημονικών ανακαλύψεων. Ούτε είναι επίσης το άμεσο αποτέλεσμα μιας νέας γνωσιολο-

168

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙ\2Π()ΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

γικής θεωρίας. Η υποστήριξη των ριζικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα και η μετατόπιση από τη βιολογία της ιεραρχίας στη φυσιολογία του μη συγκρίσι­ μου αποτέλεσε πολιτική επιταγή για τη νομιμοποίηση της ανισότητας των δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών (Laqueur 2003: 210-214). Το μοντέλο αυτό, σύμφωνα με τον Laqueur, εξαρτά τη γυναικεία φυσιολογία από το αν­ δρικό μοντέλο. Η Carolyn Merchant (1982) συνέδεσε τις αλλαγές στις αντι­ λήψεις για τη φύση κατά την περίοδο της επιστημονικής επανάστασης με την επιβεβαίωση του παθητικού ρόλου των γυναικών στην αναπαραγωγή και τη σύνδεση των αστών γυναικών με το οικιακό ιδεώδες. Όμως, η μετάβαση από το μοντέλο του ενιαίου φύλου στο μοντέλο των δύο φύλων δεν θεωρείται ομαλή. Οι ιστορικοί βλέπουν τη συνύπαρξη των δύο μοντέλων και στην περίοδο της Μεταρρύθμισης (Fletcher 1995: 41) και στα τέλη του 19°° αιώνα, παίρνοντας ως παράδειγμα τη θεωρία του Φρόυντ. Ο Randolph Trumbach (1998) υποστηρίζει ότι πριν από το 1700 υπήρχαν τριών ειδών σώματα και δύο φύλα, ενώ μετά το 1700 υπήρχαν δύο ειδών σώματα, αλλά τρία φύλα. Οι ιστορικοί τοποθετούν τις αλλαγές στις αντιλήψεις για το σώμα στο ευρύτερο πλαίσιο των μετασχηματισμών στις έμφυλες σχέσεις και στον επαναπροσδιορισμό της πατριαρχίας, ώστε να εξασφαλιστεί η ισχύς της και η διατήρησή της (Fletcher 1995, Shoemaker 1998, Hitchcock 1997). To σώμα θεωρήθηκε τμήμα μιας πιο σημαντικής αλλαγής στη σεξουαλική συ­ μπεριφορά και στις μεταμορφώσεις της σεξουαλικής ταυτότητας. Επιπλέον, η πρωτοκαθεδρία του ανδρικού σώματος ως προτύπου της ια­ τρικής έχει αμφισβητηθεί από την Gianna Pomata (1992), η οποία έχει υπο­ στηρίξει ότι υπάρχουν περιπτώσεις που το ανδρικό σώμα γίνεται αντιληπτό μέσα από το μοντέλο του γυναικείου σώματος. Το παράδειγμα των αιμορ­ ροΐδων ενισχύει το κεντρικό επιχείρημα της Pomata, ότι η επικέντρωση στην κοινωνική συγκρότηση του αρσενικού αναδεικνύει ερμηνείες που ανατρέπουν τα δεδομένα της ιστοριογραφίας (στο ίδιο). Η μελέτη του Laqueur, παρ’ όλη τη σημασία της, έχει δεχτεί κριτική για την παρουσίαση μιας σχηματικής και απλουστευμένης εικόνας των αλλαγών αναφορικά με το σώμα στην ιστορία της ιατρικής, αλλά και για την αγνόηση άλλων πηγών, όπως η πορνογραφία, οι φτηνές ιατρικές εκδόσεις και οι καταθέσεις στο δικαστήριο, οι οποίες αναδεικνύουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι βίωναν το σώμα τους στην ιστορία (Hunt 1993, Gowing 1996, Harvey 2002β). Οι δι­ αφορές δεν πρέπει να περιορίζονται μεταξύ των ελίτ και των υπάλληλων τάξεων, αλλά να εκτείνονται στα διάφορα πεδία της καθημερινής ζωής, όπως στην αναπαραγωγή ή στις σεξουαλικές πρακτικές. Ισ τ ο ρ ία τ ο υ σ ώ μ α το ς Παρόλο που η μελέτη του σώματος θεωρείτο περιθωριακό αντικείμενο, η χρή­ ση του ως κεντρικής κατηγορίας της ιστορικής ανάλυσης έχει ασκήσει σήμα-

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΌΓ ΦΓΛΟΓ

169

ντική επίδραση στην ιστορία του φύλου και στη κατανόηση της έμφυλης δια­ φοράς. Το σώμα έχει χρησιμεύσει ως εργαλείο για να αναλυθούν ζητήματα που αφορούν την ίδια τη νεωτερικότητα. Οι ιστορίες του σώματος εστιάζουν στον 18° αιώνα, θεωρώντας την περίοδο 1650-1850 ως τομή στην κατανόηση των σωμάτων, της σεξουαλικότητας και της σεξουαλικής δραστηριότητας (Harvey 2002α: 900). Ολοένα και περισσότερο, η ιστορία του σώματος διευ­ ρύνει τα πεδία της έρευνας, τις πηγές της και τις προσεγγίσεις της. Οι ιστορικοί έχουν μελετήσει το σώμα ως έννοια που οργανώνει αντιλή­ ψεις για την εθνική ταυτότητα, την κρατική εξουσία, την ιδιότητα του πολίτη, ως πεδίο εγγραφής της εξουσίας, του ιατρικού λόγου και του νόμου, ως αντι­ κείμενο της επέμβασης του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής πολιτικής. Η Carole Pateman (1989) έχει υποστηρίξει ότι οι διαφορετικές εννοιολογήσεις του ανδρικού και του γυναικείου σώματος στον γαλλικό Διαφωτισμό διαμόρ­ φωσαν την έννοια της ατομικότητας και αποτέλεσαν τη βάση για τον απο­ κλεισμό των γυναικών από το πολιτικό σώμα και την έννοια του πολίτη. Η Ελένη Βαρίκα (2000) ερμηνεύει την «αμφισημία της χειραφέτησης» στην πε­ ρίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, τη συνύπαρξη δηλαδή ενός οικουμενικού συστήματος που θεμελίωνε τα δικαιώματα των ανθρώπων στην ενότητα του ανθρώπινου γένους και ενός συστήματος αποκλεισμού που νομιμοποιούνταν μέσω της ιεραρχικής αξιολόγησης των διαφορών. Η ιεραρχία των φύλων ερ­ μηνευόταν όλο και περισσότερο με βάση τη διαφορά των σωμάτων, με τρόπο που το σώμα, το γυναικείο σώμα, να χρησιμεύει ως απόδειξη για τον απο­ κλεισμό των γυναικών από την ιδιότητα του πολίτη (στο ίδιο). Η μελέτη της Isabel Hull (1995) αναφορικά με τη σημασία του σώματος στη διαμόρφωση της έννοιας του πολίτη στη Γερμανία την περίοδο 1700-1815 μετατόπισε το κέντρο βάρους στο ανδρικό σώμα ως σύμβολο και ενσάρκωση της έννοιας του πολίτη και της κοινωνίας των πολιτών. Το σώμα αποτέλεσε μέθοδο για την κατανόηση του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, των πολιτι­ κών του ναζισμού και του φασισμού. Οι μελέτες ανέλυσαν τη διαδικασία πο­ λιτικοποίησης του σώματος μέσω των πολιτικών για τη μητρότητα, την υπο­ χρεωτική στείρωση (Bridenthal κ.ά. 1984, Grossmann 1995, Kaplan 1984. Koonz 1987, Bock 1991), την παρέμβαση στην εργασία, τα βασανιστήρια, την εξόντωση, το σώμα ως σημαίνοντος φυλετικής καθαρότητας, αλλά και ως α­ ντικειμένου επέμβασης και ακρωτηριασμού (Burleigh και Wippermann 1991), καθώς και τους τρόπους με τους οποίους το σώμα βιώθηκε ως αντικείμενο της παρέμβασης της κοινωνικής πολιτικής του ναζισμού. Χαρακτηριστικά ζητήματα ανάλυσης αποτέλεσαν η ενσωμάτωση της μνήμης του πολέμου και των πρακτικών αντίστασης, ο θάνατος και τη καταστροφή των σωμάτων κα­ θώς και οι επιπτώσεις τους στην ανατροπή των έμφυλων ρόλων στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (Theweleit 1987), η έμφυλη διάσταση των συμβολισμών του εθνικού σώματος (Domansky 1997), οι τρόποι με τους οποίους βιώθηκε η αναπηρία και η θέση των αναπήρων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στη

170

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ 1Σπ)ΡΙΑ

μεταπολεμική βρετανική κοινωνία (Bourke 1996). Η μελέτη του σώματος ως συμβόλου έχει προσφέρει νέες ερμηνείες ανα­ φορικά με τους μετασχηματισμούς και τη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας στη Γαλλική Επανάσταση (Baecque 1997 [1993]). Οι απεικονίσεις και το σώ­ μα της βασίλισσας συνιστούν ένα νέο πεδίο έρευνας της ιστορίας του πολιτι­ κού σώματος και της μοναρχικής εξουσίας. Μετά το βιβλίο του Emst Kantorowicz (1981 [1957]) στο οποίο ανίχνευσε τις απαρχές της έννοιας των δύο σωμάτων του βασιλιά, του πολιτικού και του φυσικού σώματος, η μελέτη του πολιτικού σώματος και των σημασιών του έχει διαμορφώσει ένα νέο ε ­ ρευνητικό πεδίο, η σημασία του οποίου εκτείνεται πέρα από την πολιτική θεωρία. Οι αναπαραστάσεις του σώματος της βασίλισσας και οι μεταμορφώ­ σεις του (ζωγραφική, κινηματογράφος) σημασιοδοτούν τους μετασχηματι­ σμούς της δημόσιας σφαίρας στη Γαλλική Επανάσταση (Hunt 1992), τις αλ­ λαγές στη σχέση μεταξύ φυσικού και πολιτικού σώματος και της σημασίας τους για την έννοια και τις μορφές της μοναρχίας, τον πολιτικό ρόλο της βα­ σίλισσας και τη σημασία του για την εθνική ταυτότητα και την «επινόηση της παράδοσης», που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του εθνικισμού. Η ανα­ παράσταση του φυσικού και πολιτικού (και κοινωνικού) σώματος δεν ανάγε­ ται με ευθύγραμμο τρόπο στο φύλο του μονάρχη. Αντίθετα, η μελέτη της μη­ τρότητας αναδεικνύει την πολύπλοκη σχέση μεταξύ φύλου και πολιτικού ρό­ λου. αλλά και τις πολιτικές διαστάσεις της (Schulte 2002), καθώς και τη ση­ μασία της μητρότητας για τη σχέση μεταξύ φυσικού και πολιτικού σώματος. Το φυσικό σώμα είναι και αυτό προϊόν της πολιτικής, καθώς αποτελεί μέρος του πολιτικού φαντασιακού και μέσω αυτού εκφράζονται ανάγκες και φιλο­ δοξίες ατόμων και ομάδων. Στην εποχή των μαζικών μέσων ενημέρωσης, ό­ που είναι και η εποχή του φυσικού σώματος της βασίλισσας, οι μελετητές τονίζουν τις πολιτικές ιδιότητες του φυσικού σώματος (στο ίδιο). Οι ερμηνευ­ τικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις του σώματος στο πλαίσιο των πολιτι­ κών ιδεών και συστημάτων έχουν φωτίσει τόσο την πολιτική θεωρία όσο και την επεξεργασία του σώματος ως κατηγορίας της ιστορικής ανάλυσης. Η επίδραση της ανθρωπολογίας, και ιδιαίτερα της Mary Douglas, είχε ου­ σιαστική σημασία για τη μελέτη του σώματος και των συμβολισμών του (βλ. Palmer 1989). Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όψη ήταν ο δαιμονισμός και η μαγεία. Η ανάλυση του συμβολικού μηνύματος του δαιμονισμού δείχνει ότι ο δαιμονισμός ως σωματική έκφραση εκφράζει την αντίσταση των περιθωρια­ κών ομάδων στην ενσωμάτωση ρυθμιστικών αρχών. Το δαιμονισμένο σώμα, η απώλεια του σωματικού ελέγχου, εκφράζει τον τρόπο βίωσης των κοινωνικών σχέσεων, την άρθρωσή του με έναν υπόρρητο κώδικα. Η εξέταση της παραβατικότητας στο πλαίσιο της βενετικής Ιεράς Εξέτασης του 16°" και 17°° αιώ­ να φωτίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας η ταυτότητα του φύλου και οι έννοιες της τιμής αποτέλεσαν πεδία διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της πει­ θάρχησης του πληθυσμού, αλλά και τη λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης ως

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΊΓ ΦΓΑΟΓ

171

δίαυλου για τη διευθέτηση των διαφορών φύλου και τη διαπραγμάτευση της θέσης τους στο υπό διαμόρφωση κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο εξουσίας (Πλακωτός 2007). Οι μελέτες για την έννοια της τιμής στις αγροτικές κοινω­ νίες της Μεσογείου ανέδειξαν την κοινωνική λειτουργία της (το να οριστούν, δηλαδή, οι οικογενειακές μονάδες) και ανέλυσαν τους συμβολισμούς του σώ­ ματος μέσα από τους οποίους αρθρώνεται η ακεραιότητα της οικογένειας. Η τιμή των γυναικών συνδέεται άρρηκτα με τη διατήρηση των κοινωνικών ορί­ ων (Καλπουρτζή 2001, Παπαθανασίου 2003: 167-172. Ματθαίου 1996, Kasdagli 1999). Στη μελέτη της σεξουαλικής βίας, η μεθοδολογική στροφή στην ανάλυση των αφηγηματικών πηγών και των μαρτυριών των γυναικών που την υπέστη­ σαν έδωσε στη βία του βιασμού ιστορική υπόσταση. Στην πρωτοπόρα μελέτη της, η Miranda Chaytor (1995) εξετάζει την αναπαράσταση του βιασμού σε τριάντα πέντε καταγγελίες τον 17° αιώνα στην Αγγλία και επικεντρώνεται στη σημασία της μεταφοράς στις αφηγήσεις των γυναικών. Η απουσία του σώματος που υπέστη το βιασμό δίνει τη θέση του στο σώμα που εργάζεται. Οι αφηγήσεις προσπαθούν να επανορθώσουν την αίσθηση του εκμηδενισμέ­ νου σώματος, της σάρκας που χρησιμοποιείται και αχρηστεύεται. Η τιμή, υ­ ποστηρίζει η Chaytor, δεν ανήκε στο ίδιο το θύμα, αλλά σε εκείνους στους οποίους ανήκε. Ο βιασμός, επομένως, αποτελούσε έγκλημα εναντίον αυτών στους οποίους η γυναίκα ανήκε (τον πατέρα, τον σύζυγο, τον συγγενή). Αν ο βιασμός ήταν κλοπή και καταστροφή, η άλλη όψη του νομίσματος ήταν η δια­ τήρηση και η κάρπωση αυτού που αποτελούσε νόμιμη κτήση. Γι’ αυτόν ακρι­ βώς το λόγο, στις περιγραφές του βιασμού η τιμή βρισκόταν οπουδήποτε αλ­ λού εκτός από την αγνότητα, μεταφερόταν από το σεξουαλικά κακοποιημένο σώμα στο εργαζόμενο σώμα, η ίδια η γυναίκα στον τόπο της εργασίας, και κατ’ επέκταση σ ’ εκείνον στον οποίο ανήκε η εργασία της. Το πλαίσιο αυτών των αφηγήσεων ήταν μια αντίληψη για την τιμή η οποία συνδεόταν με τη δημόσια και πολιτική αδικία. Από τα μέσα του 1800 αυτή η αντίληψη αλλάζει και ο βιασμός μετατρέπεται σε σεξουαλικό έγκλημα (1995: 394, Heijden 2000: 624). Ο νόμος αρχίζει να εστιάζει στη συναίνεση, η τιμή σεξουαλικοποιείται και συνδέεται με την αθωότητα και την ενοχή. Η προσέγγιση της Chaytor εγείρει μια σειρά από μεθοδολογικά και θεω­ ρητικά ζητήματα που αφορούν την σχέση μεταξύ γλώσσας, γεγονότος και ερμηνείας. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση της μνήμης οδηγεί, κατά την Garthine Walker (1998: 3), σε μια ανιστορική προσέγγιση του βιασμού, καθώς μεταφέ­ ρει στο παρελθόν έννοιες όπως η απώθηση. Ομως, η Chaytor υποστηρίζει ότι η αφήγηση καθορίζεται από το πλαίσιο, από το πώς ορίζεται η θέση των γυ­ ναικών στο νόμο και στην κοινωνία, και επομένως η σημασία του βιασμού και η αφήγησή του διαμορφώνονται με βάση αυτό το πλαίσιο. Στη μελέτη της η Chaytor δείχνει ότι ψυχανάλυση αποτελεί πρόσφορη μέθοδο για την ανάλυ­ ση του παρελθόντος, όταν η ιστορικός κοιτάζει όχι το εσωτερικό του ατόμου.

172

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

αλλά την κουλτούρα από την οποία προέρχονται, οι μνήμες (1995: 394). Η Walker θεωρεί ότι οι προσωπικές εμπειρίες παράγονται και αποκτούν νόημα μέσα σε συλλογικές πολιτισμικές σημασίες. Κατασκευάζοντας ένα π ε­ ριστατικό ως βιασμό ή όχι, το άτομο αντλεί από ένα ρεπερτόριο εννοιών, σχημάτων, σεναρίων και λεξιλογίου. Η γλώσσα που μεταφέρει τη σεξουαλική επίθεση κλείνει μέσα της το παράδοξο της κατασκευής της γυναικείας σε­ ξουαλικής δραστηριότητας. Η γυναικεία σεξουαλική δραστηριότητα χαρακτη­ ριζόταν ως απόκριση στις ανδρικές ορμές, ως υποταγή στη θέληση του άνδρα. Η σεξουαλική επίθεση υπονοούσε ότι η γυναίκα εξαναγκάστηκε να υποκύψει στον άνδρα ο οποίος της επετέθη. Επομένως, η απεικόνιση της σεξουα­ λικής επίθεσης ως σεξουαλικής πράξης ήταν προβληματική, αφού η σεξουαλι­ κή επαφή ταυτιζόταν με την υποταγή στον άνδρα και, κατά συνέπεια, με τη γυναικεία συνενοχή. «Η ευθύνη για τη σεξουαλική επαφή, η ντροπή και ατί­ μωση που τη συνόδευαν είχαν θηλυκοποιηθεί με τρόπο που έκαναν τη σεξου­ αλική γλώσσα ένα ακατάλληλο μέσο για να αναφερθεί ο βιασμός» (Walker 1998: 5). Η μελέτη της σεξουαλικής βίας και των εγκλημάτων τιμής μέσα από την ανάλυση των συμβολικών αναπαραστάσεων και των πολιτισμικών σεναρίων που ορίζουν το πεδίο μέσα στο οποίο οι εμπειρίες αποκτούν νόημα πρόβαλαν την ιστορικότητα εννοιών όπως η τιμή και η σεξουαλικότητα, τις πολιτισμικές σημασίες τους και τη λειτουργία τους στον ορισμό των έμφυλων και ταξικών σχέσεων (Αβδελά 2003. Walkowitz 1992, Clark 1987). Η μελέτη των συζυγι­ κών συγκρούσεων (Σταματογιαννοπούλου 1994: 107-138) και της ενδοοικογενειακής βίας (Foyster 2005. D’Cruze 2007: 701-722, Schulte 1994) αναδεικνύει άγνωστες μέχρι τώρα διαστάσεις των συμπεριφορών και πολιτισμικών αξιών και ταυτόχρονα θέτει σε αμφισβήτηση περιοδολογήσεις, αναπαραστάσεις του οικείου και εννοιολογήσεις που έχουν διαποτίσει την ιστορία της βίας και της οικογενειακής ζωής. Όπως δείχνει η Elizabeth Foyster (2005), οι άνδρες εξα­ κολουθούσαν να επαναφέρουν τις γυναίκες στην τάξη και μετά το νόμο του διαζυγίου το 1857. Η επίδραση της θεωρίας του Φουκώ για το σώμα οδήγησε στη μετατόπιση από την οπτική του σώματος ως εμπειρίας στην οπτική του σώματος ως π ε­ δίου εγγραφής της εξουσίας (Φουκώ 1982). Η κατασκευή του σώματος μέσα από λόγους (της εκκλησίας, του νόμου, της ιατρικής, της κοινωνικής πολιτι­ κής) και η διαμόρφωση ενός «κοινωνικού σώματος» από τη στατιστική, την υγιεινή και την κοινωνιολογία θεωρήθηκε από πολλούς ερευνητές ότι παρα­ γνωρίζει την έμφυλη διάστασή του και συρρικνώνει το σώμα σε παθητικό δέκτη των τεχνολογιών της εξουσίας. Προσπαθώντας να αναδείξουν την υπο­ κειμενικότητα του σώματος και τους τρόπους με τους οποίους βιώνονται από τα υποκείμενα οι τεχνικές και πρακτικές της εξουσίας, οι μελετητές αντιμε­ τώπισαν το σώμα όχι ως σταθερή και μονολιθική επιφάνεια πάνω στην οποία εγγράφονται οι τεχνικές και οι πρακτικές της εξουσίας- χρησιμοποίησαν την

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

173

έννοια της «ενσωμάτωσης» ως τη διαδικασία μέσω της οποίας το σώμα συ­ γκροτείται, αποδομείται και επανασυγκροτείται στον κοινωνικό χώρο (Scarry 1987). Η έννοια της ενσωμάτωσης στην Barbara Duden και της «σωματικής αυτοαντίληψης» (somatic autoception) αποτελεί τη βασική αναλυτική μέθοδο για την κατανόηση της ιστορικά καθορισμένης εμπειρίας του σώματος στο παρελθόν, αλλά και για την επίδραση των σύγχρονων τεχνολογιών στον τρό­ πο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν το σώμα τους (Duden 1991, 1993, 2001, 2003). Η ιστορικότητα του σώματος αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικών μελετών, όπως της Barbara Duden, της Caroline Walker Bynum και της Gianna Pomata. Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο βίωναν οι άνθρωποι το σώμα τους και την ασθένεια στην πρώιμη νεώτερη εποχή (Duden 1991, 1993, 2001, 2003, Pomata 1994, Bynum 1992, 1995), καθώς και οι διαφορετικές και με­ ταβαλλόμενες εκφράσεις τις θρησκευτικότητας από άνδρες και γυναίκες το Μεσαίωνα σηματοδοτούσαν αντιλήψεις για τη διαφορά φύλων, οι οποίες δεν αντιστοιχούσαν στη διχοτομική αντίληψη της έμφυλης διαφοράς της νεώτερης εποχής. Οι ιστορικοί του σώματος καταλήγουν ότι το σώμα έχει ιστορία, ενώ το γυναικείο σώμα, ιδιαίτερα, συμπεριφερόταν με διαφορετικό τρόπο σε συ­ γκεκριμένες περιόδους του ευρωπαϊκού παρελθόντος (Bynum 1992: 171). Η υποχώρηση του σώματος ως συμβόλου της κοινωνικής ζωτικότητας και η αρ­ νητική σημασιοδότηση της σωματικότητας της λαϊκής κουλτούρας συνοδεύτη­ καν από την επέμβαση της κρατικής εξουσίας, των γιατρών και των κοινωνι­ κών αναμορφωτών στο σώμα και οδήγησαν στη δημιουργία του «μοντέρνου» σώματος. Η εξέταση του σώματος σε συγκεκριμένα ιστορικά και εθνικά πλαίσια, αλλά και σε μια δια-εθνική οπτική, καθώς και η ανάλυση της δια­ μόρφωσής του από τις πολιτικές της τάξης, της φυλής και της εθνότητας ανα­ νέωσαν τις μεθοδολογικές και αναλυτικές προσεγγίσεις της ιστορίας του σώ­ ματος (Feher κ.ά. 1989-1991, Thébaut 2005, Ballantyne κ.ά. 2005). Ισ τ ο ρ ία της σ εξο υ α λ ικ ότη τα ς Η ιστορία της σεξουαλικότητας και οι queer studies έχουν προκαλέσει σημα­ ντικές μετατοπίσεις στην ιστοριογραφία στη δεκαετία του 1990 και οι τελευ­ ταίες, κυρίως, στις αρχές του 21°° αιώνα. Συνδυάζοντας τις οπτικές του απε­ λευθερωτικού κινήματος των γκέι, του φεμινισμού και τού μεταδομισμού, οι θεωρητικοί των queer studies προβληματοποίησαν τα θεμέλια της σεξουαλικής ταυτότητας και την έννοια της σεξουαλικότητας ως ιστορικά προσδιορισμένα (βλ. Healy 2004, Γιαννακόπουλος 2006). Παράλληλα, οι ερευνητές προσπά­ θησαν να αποδομήσουν τις αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα, την ταυτότητα και το φύλο, που διαπερνούσαν την επιστημονική γνώση και τον έμφυλο χα­ ρακτήρα των επιστημολογικών προϋποθέσεων. Η ανάδειξη της ιστορικότητας της ομοφυλοφιλίας από τον Μισέλ Φουκώ

174

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

και η προσέγγιση της ως υποδιαίρεσης της κατηγορίας της «σεξουαλικότη­ τας» -η οποία αποτέλεσε δημιούργημα της ιατρικής το 19° αιώνα- άσκησε τεράστια επίδραση στις queer studies (Rosario 1997, Bland και Doan 1998, Terry 1999. Oosterhuis 2000). Αντικείμενο ιστορικής διερεύνησης άρχισε, ό­ μως, να αποτελεί και η ιδέα της ετεροφυλοφιλίας (Katz 1995). Η διανοητική ιστορία της σεξουαλικότητας, η οποία εστιάζει στις ιδέες εκείνων που στοχά­ στηκαν πάνω στη σεξουαλικότητα αλλά και στο κοινωνικό και διανοητικό πλαίσιο, ανιχνεύει τη μετατόπιση από το ενδιαφέρον για εξειδικευμένη γνώ­ ση και το ελιτίστικο επιστημονικό κοινό της σε μια πιο δημοκρατική αίσθηση κοινότητας και προσωπικών πολιτικών (Weeks 2000, 1991). Στο επίκεντρο της ιστοριογραφικής συζήτησης ήρθε το ζήτημα της νεωτερικής έννοιας της σεξουαλικής ταυτότητας -ως πυρήνα του εαυτού- και το κατά πόσο υπήρξε πριν από τον 10° αιώνα στη Δύση μια τέτοια ταυτότητα (Cocks 2006: 12124). Σε αυτό το αδιέξοδο η Eve Kosofsky Sedgwick (1994: 85) πρόσφερε μια διαφυγή υποστηρίζοντας, ότι είναι λάθος να θεωρούμε ότι οι ταυτότητες δια­ δέχονται η μία την άλλη με χρονολογική συνέχεια. Παράλληλα, η έννοια του «νεωτερικού ομοφυλόφιλου» που αναδύθηκε ως δημόσια περσόνα στις βιο­ μηχανικές μητροπόλεις, προϊόν της επαναεπινόησης του εαυτού, έχοντας ως κύρια χαρακτηριστικά τη ροπή προς τον ρομαντικό έρωτα και την ισοτιμία στις σεξουαλικές σχέσεις (D ’Emilio 1983, 1992), άρχισε να αμφισβητείται από τις queer studies ως εξελικτικό αφήγημα της νεωτερικότητας (Halperin

2002) . Το ερώτημα που προκύπτει από την αμφισβήτηση αυτή είναι πόσο «νεωτερικός» είναι ο «νεωτερικός ομοφυλόφιλος» (βλ. Healy 2004, Burger και Kruger 2001, Murray 2000). Η συλλογή των Burger και Kruger (2001) έχει στόχο την ανάσυρση του queer υλικού από την περιφρόνηση της μεσαιωνικής ιστοριογραφίας, αλλά και την ανάδειξη των ομοιοτήτων του μεσαιωνικού ο­ μοφυλόφιλου με τον μεταμοντέρνο ομοφυλόφιλο (βλ. Healy 2004). Απώτερος στόχος της. όμως, είναι να θέσει σε αμφισβήτηση τις συμβατικές έννοιες περιοδολόγησης της δυτικής επιστημολογίας (κλασική, μεσαιωνική, νεότερη), αλλά και να φέρει στο προσκήνιο την προβολή της ετεροφυλοφιλικής νόρμας στο παρελθόν από τους ιστορικούς. Η έμφαση στις ασυνέχειες προβληματοποιεί τη διχοτομία νεωτερικό-προνεωτερικό, που διατρέχει σε μεγάλο βαθμό την ιστοριογραφία. Η μελέτη των ομοφυλόφιλων στον αμερικανικό αγροτικό νότο δείχνει ότι η σιωπή του αγροτικού πληθυσμού δεν σημαίνει και την απουσία της ομοερωτικής επιθυμίας (βλ. Healy 2004, Murray 2000). Επίσης, η μετα­ τόπιση της μελέτης της ομοφυλοφιλίας από τον αστικό χώρο στον αγροτικό δείχνει ότι ο «νεωτερικός ομοφυλόφιλος» είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας (Healy 2004: 202). Στόχος των πρόσφατων μελετών είναι να αμφισβητήσουν μια ομογενοποιημένη ομοφυλόφιλη ταυτότητα εστιάζοντας είτε στον αγροτι­ κό χώρο είτε στον αστικό χώρο (Chauncey 1994, Howard 1999 Houlbrook 2005).

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

175

Στο ίδιο πλαίσιο, από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, βρέθηκαν στο ε­ πίκεντρο της έρευνας ζητήματα όπως η διαμόρφωση της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας και της υποκειμενικότητας, η διερεύνηση των οποίων είχε προ­ εκτάσεις και σε άλλα πεδία της ιστοριογραφίας. Η σειρά Series Q (Molloy κ.ά. 1995, Bergmann κ.ά. 1999, Blackmore και Hutcheson 1999, Freccero 2005) του εκδοτικού οίκου Duke University Press διερευνά ζητήματα ομοφυ­ λοφιλίας στον ισπανικό κόσμο. Η Ιβηρική χερσόνησος χαρακτηρίζεται ως ο τόπος μέσω του οποίου είναι δυνατό να αναστοχαστούμε πάνω στην ιδέα των ορίων. Εστιάζοντας στο κοινωνικό, θρησκευτικό, λογοτεχνικό και ιστορικό πλαίσιο της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής Ισπανίας, οι συγγραφείς των τόμων παράγουν καινούριους τρόπους κατανόησης της σεξουαλικότητας, του φύλου και της κουλτούρας. Η ιστορία της λεσβιακής ζωής και της εμφάνισης της λεσβιακής υποκουλτούρας στη μεταπολεμική Βρετανία ανιχνεύει τη δια­ μόρφωση της λεσβιακής ταυτότητας στο πλαίσιο της αυξανόμενης παθολογικοποίησης του λεσβιασμού (Jennings 2007α), αλλά και τις αναπαραστάσεις της διαφυλικότητας στη λαϊκή κουλτούρα (Oram 2007). Η μελέτη του γυναικείου ομοερωτισμού στην προ-αποικιακή Νοτιοανατο­ λική Ασία, στην Αφρική και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανοίγει ένα νέο πεδίο έρευνας, που στόχο έχει να αμφισβητήσει το δυτικοκεντρικό μοντέλο του διμορφισμού βιολογικό/ κοινωνικό φύλο μιλώντας για το τρίτο και τέταρ­ το φύλο, αλλά και για «έμφυλες μεταβλητές» (Penrose 2001, Blackwood και Wieringa 1999, Murray και Roscoe 1997). Η πρόσφατη συγγραφή μεγάλων αφηγημάτων της ανδρικής (Cook 2007) και γυναικείας ομοφυλοφιλίας, από την πρώιμη νεότερη εποχή μέχρι σήμερα, από τη σκοπιά της πολιτισμικής ιστορίας (Traub 2002) και της κοινωνικής ιστορίας (Jennings 2007β), οι οποίες εκτείνονται από τις αναπαραστάσεις του λεσβιακού έρωτα στη σεξολογία, στις μορφές κοινωνικότητας και στον ακτι­ βισμό, προσπαθεί να ανταποκριθεί σε διδακτικές ανάγκες, αλλά συνήθως μεταφέρει σύγχρονες σημασίες και ερμηνείες στο παρελθόν και επιβάλλει μια ομοιογενή ανάγνωσή του. Η υποχώρηση της έννοιας της ταυτότητας και, ι­ διαίτερα, το να μη θεωρείται δεδομένη η παρουσία ή η απουσία της στο πα­ ρελθόν (Doan 2006: 517-542). καθώς και η εστίαση σε ποικίλες εκφράσεις επιθυμίας και κοινωνικότητας, όπως η φιλία, αναδεικνύουν την πολλαπλότη­ τα του ανδρικού και γυναικείου ομοερωτισμού στην ιστορία (Haggerty 1999, O’Donnell και O’Rourke 2003, Vicinus 2004, Bray 2006, Marcus 2007, Doan

2001 ).

9. Δ η μ όσιο κ α ι ιδιω τικ ό Μία από τις βασικές διχοτομίες που αποτέλεσε κληρονομιά του Διαφωτισμού και οργάνωσε την ανισότητα και την ιεραρχία ανάμεσα στα φύλα ήταν αυτή

176

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤ’ΛΟϊ' ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

του δημόσιου/ ιδιωτικού. Η φεμινιστική κριτική έδειξε ότι οι κοινωνικές ανι­ σότητες στην ιδιωτική σφαίρα συνδέονται με ζητήματα πολιτικής ισότητας, καθολικής ψηφοφορίας, καθώς και με αστικές ελευθερίες στο δημόσιο πεδίο (Pateman 1989). Η Zillah Eisenstein έχει υποστηρίξει ότι «η ιδεολογία της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής παρουσιάζει τη διάκριση δημόσιο/ ιδιωτικό σαν να αντανακλά την εξέλιξη του φιλελεύθερου αστικού κράτους και όχι την πατριαρχική δόμησή του» (1981: 223). Επιπλέον, δεν αναγνωριζόταν το γ ε­ γονός, ότι ο διαχωρισμός μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας αποτελεί άνιση αντίθεση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σύμφωνα με το δόγμα των χωριστών σφαιρών, οι δύο σφαίρες είναι διαχωρισμένες, αλλά, εξίσου, σημα­ ντικές και πολύτιμες, ενώ οι άνδρες και οι γυναίκες τοποθετούνται με διαφο­ ρετικό τρόπο στην ιδιωτική σφαίρα. Κάτω από αυτή την πολύπλοκη πραγμα­ τικότητα υπάρχει η πεποίθηση ότι η φύση των γυναικών είναι τέτοια, ώστε πρέπει να είναι υποτελείς στους άνδρες και η θέση που τους αρμόζει είναι στην ιδιωτική, οικιακή σφαίρα. Το επιχείρημα λοιπόν των φεμινιστριών είναι ότι το δόγμα των χωριστών, αλλά ίσων σφαιρών και ο ατομισμός και εξισωτισμός της φιλελεύθερης θεωρίας συσκοτίζουν την πατριαρχική πραγματικό­ τητά της (Pateman 1989). Το γεγονός ότι η πατριαρχία συγκροτεί τη θεωρία και την πρακτική του φιλελευθερισμού εξακολουθεί να καλύπτεται από τις φαινομενικά απρόσω­ πες, καθολικές διχοτομίες μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας μέσα στην κοινωνία των πολιτών (Pateman 1989, Landes 1988, 1998, Fraser 1998). Η φεμινιστική κριτική ανέδειξε τη ρευστότητα της διχοτομικής αντίθεσης δημό­ σιο/ ιδιωτικό και τις διαφοροποιήσεις στον ορισμό του δημόσιου και του ιδι­ ωτικού. Οι διαφορετικές εκδοχές του δημόσιου και του ιδιωτικού περιλαμβά­ νουν, για παράδειγμα, την κοινωνία των πολιτών ως σφαίρα ιδιωτικών συμ­ φερόντων, ιδιωτικής δράσης και ιδιωτικών ατόμων. Μ’ αυτή την έννοια, το δημόσιο εμπερικλείει το ιδιωτικό (Pateman 1989). Για παράδειγμα, στη φιλε­ λεύθερη θεωρία το άτομο είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και μπορεί να γί­ νει αντιληπτό ανεξάρτητα από τις οικογενειακές σχέσεις και τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του. Είναι «ιδιωτικό» άτομο, αλλά έχει ανάγκη από μια σφαίρα στην οποία να ασκήσει τα δικαιώματα και τις ευκαιρίες του, να επιδιώξει και να ικανοποιήσει τα ιδιωτικά συμφέροντά του και να προστα­ τεύσει και να αυξήσει την περιουσία του. Επομένως, η διάκριση μεταξύ δη­ μόσιου/ ιδιωτικού εγκαθιδρύεται μέσα στην ίδια την κοινωνία των πολιτών, στο κόσμο των ανδρών, καθώς ο διαχωρισμός εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους (Pateman 1989). Η φεμινιστική ιστορία προσπάθησε να φέρει το πεδίο του ιδιωτικού, που ταυτιζόταν με την οικογένεια, στο επίκεντρο της ιστορικής μελέτης και να αποδώσει στην κατηγορία «γυναίκες» την ατομικότητα και τη διαφοροποίη­ ση, έννοιες από τις οποίες ήταν αποκλεισμένες. Η έμφαση στη γυναικεία σφαίρα συσκοτίζει τους τρόπους με τους οποίους το δημόσιο κατοικείται από

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΠ1ΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΙΓ

177

το «άτομο», μια νεωτερική έννοια που συνδέεται με τον ανδρισμό (Rendall 2000 ).

Η φεμινιστική κριτική αμφισβήτησε τη διχοτομία δημόσιο και ιδιωτικό και, θεωρώντας τη θεμελιακή για την καταπίεση των γυναικών στο παρελθόν, επεξεργάστηκε έναν ορισμό του πολιτικού που δεν ταυτιζόταν με την κρατι­ κή εξουσία και την καταστολή. Έδειξε ότι η εξουσία διαπερνά και την ιδιω­ τική και τη δημόσια σφαίρα και ότι εξασφαλίζεται μέσω θεσμών όπως η οι­ κογένεια, η θεσμοθετημένη ομοφυλοφιλία, ο κατά φύλο καταμερισμός της εργασίας κ.λπ. (Βαρίκα 2000). Έ δειξε ακόμη, ότι τα όρια ανάμεσα στο δη­ μόσιο και το ιδιωτικό είναι συγκεχυμένα, μεταβάλλονται ιστορικά και προσ­ διορίζονται από την πολιτική. Η αντίληψη ότι το π ρ οσ ω π ικ ό είναι πολιτικό κωδικοποιούσε το αίτημα της ανίχνευσης της κυριαρχίας σε σχέσεις που θεω­ ρείται ότι αποτελούν μέρος της ανθρώπινης φύσης και σε θεσμούς που ορίζο­ νται ως απολιτικοί. Η «πολιτικοποίηση του κοινωνικού», όπως την ονόμασαν ο Ernesto Laclau και η Chantal Mouffe (1985), η οποία εκτείνεται από τους αγώνες των εργατών και το φεμινισμό μέχρι τους αγώνες των μειονοτήτων, τείνει να διαλύσει τη διάκριση δημόσιο/ ιδιωτικό. Οι έννοιες δημόσιο και ιδιωτικό και η κατηγορία του διαχωρισμού των σφαιρών αποτέλεσαν αντικείμενα διερεύνησης και ταυτόχρονα αναλυτικά πλαίσια για την ιστορία του φύλου. Οι ιστορικές μελέτες υποστήριξαν ότι ο διαχωρισμός των σφαιρών και η διχοτομία δημόσιο/ ιδιωτικό αποτελούσαν κεντρικά νοητικά πλαίσια από τον 17° αιώνα και εξής, βάσει των οποίων ορ­ γανώνονταν οι έμφυλες σχέσεις και οι ταξικές ταυτότητες. Η δημιουργία της αστικής ταυτότητας θεωρήθηκε άρρηκτα συνδεδεμένη με τον έμφυλο διαχω­ ρισμό των σφαιρών. Το δημόσιο και το ιδιωτικό αποτελούσαν έμφυλες έννοι­ ες, καθώς ταύτιζαν το δημόσιο ως ανδρικό πεδίο και το ιδιωτικό με τις γυ­ ναίκες και τον οικιακό χώρο, και θεωρήθηκαν ότι χαρακτήριζαν τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Ταυτόχρονα, αυτή η διχοτομία λειτουργούσε ιε­ ραρχικά, καθώς απέκλειε τις γυναίκες από την πολιτική και την οικονομική δραστηριότητα. Για τη Leonore Davidoff και την Catherine Hall (2002 [1987]), ο διαχωρισμός των σφαιρών αποτελούσε κεντρική διάσταση της αστικής ταυ­ τότητας, που διαπερνούσε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Η ανδρική ταυ­ τότητα διαμορφώθηκε σε σχέση με τη συμμετοχή των ανδρών στην οικονομι­ κή και πολιτική σφαίρα, ενώ το οικιακό ιδεώδες προσδιόρισε τις γυναίκες ως μητέρες και συζύγους. Η διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δεν απο­ τελούσε απλώς συστατικό στοιχείο της δυτικής κουλτούρας, αλλά σε μεγάλο βαθμό σημαντικό παράγοντα στην επιβολή της αποικιοκρατικής εξουσίας (Davidoff 2003: 11). Οι ιστορικοί έχουν αμφισβητήσει τη σχέση του μοντέλου του διαχωρισμού των σφαιρών και της διχοτομίας δημόσιο/ ιδιωτικό με τη νεωτερικότητα και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Θεωρούν, επίσης, ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην ιδεολογική χρήση του διαχωρισμού των σφαιρών και

178

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΚΙΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

στην πραγματικότητα των γυναικών του 19°° αιώνα. Η ιστορικός Amanda Vickery (1998) υποστηρίζει ότι η αντίθεση οίκος-κόσμος αποτελεί την πιο παλαιά αφηγηματική στρατηγική του δυτικού κόσμου. Ακόμα, θεωρούν ότι οι πηγές στις οποίες στηρίχθηκαν οι ιστορικοί που χρησιμοποίησαν αυτό το α­ ναλυτικό πλαίσιο (ημερολόγια, οδηγοί συμπεριφοράς, μυθιστόρημα, κανονι­ στική λογοτεχνία) φωτίζουν τους τρόπους με τους οποίους οι λευκές αστές χρησιμοποίησαν αυτή την ιδεολογία για να συγκροτήσουν την υποκειμενικό­ τητα τους και να διευκολύνουν την πρόσβασή τους στη δημόσια σφαίρα και ότι, επομένως, δεν αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτή την έννοια, οι ιστορικοί αναπαράγουν ένα ιδεολογικό σχήμα, αντί να θέσουν σε κριτική διαπραγμάτευση την ίδια την κατηγορία (Vickery 1993, 1998). Υπο­ στηρίζουν ότι, στην πραγματικότητα, τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού ήταν συγκεχυμένα, όπως δείχνει η συμμετοχή των γυναικών σε ένα ευρύ φά­ σμα δραστηριοτήτων (συγγραφή που απολάμβανε μεγάλη δημοσιότητα, ανα­ γνωστικές πρακτικές, συμμετοχή στη φιλανθρωπία και την κοινωνική πολιτική κ.λπ.) ανεξάρτητα από τη ρητορική της ιδιωτικότητας (Barker και Chalus 1997, Armstrong 1987, Shevelow 1989, Summers 2000, Prochaska 1980, Poovey 1988, Steedman 1992, Dialeti 2007. Κάννερ 2001, 2004, Ριζάκη 2007, Θεοδώρου 1999: 55-84, Κορασίδου 1995) και ότι αυτή η ίδια η αυξανόμενη δραστηριοποίηση των γυναικών στον δημόσιο χώρο προκάλεσε ως αντίδραση, σύμφωνα με την Vickery (1993), την ενεργοποίηση της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Για την Davidoff, όμως, το ζήτημα του αν οι γυναίκες εργάζονταν ή όχι εί­ ναι αρκετά περίπλοκο, καθώς η έννοια της εργασίας ήταν έμφυλη και η επι­ τομή του «οικονομικού ανθρώπου» ήταν αυτή του ενήλικου άνδρα (2003: 16). Από την άλλη, οι δεξιότητες των γυναικών αντιμετωπίζονταν ως φυσικά χαρακτηριστικά της θηλυκότητας, ενώ η εκπαίδευση των κοριτσιών είχε σα­ φείς στόχους, οι οποίοι συνδέονταν με τις προσδοκίες για τον οικογενειακό προσανατολισμό των κοριτσιών (Davidoff 2003, Vicinus 1985, ΖιώγουΚαραστεργίου 1986, 2006, Μπακαλάκη και Ελεγμίτου 1987, Φουρναράκη 1987, Δαλακούρα 2000). Ακόμα και όταν γυναίκες συμμετείχαν στη δημόσια σφαίρα και δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο, η ενασχόληση αυτή δεν δημο­ σιοποιούνταν όπως στις περιπτώσεις των ανδρών (Stebbings 2002). Η σημα­ ντική συμμετοχή των γυναικών από τη μία, στις επιχειρήσεις είτε ως χρηματοδότριες είτε στη διοίκηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση των οικογενειακών επιχειρήσεων, και, από την άλλη, η πρόσληψη της επιχειρηματικότητας και η αναπαράσταση της πόλης ως αρσενικής κοινότητας αναδεικνύει τη διάσταση λόγου και πρακτικών (Γιαννιτσιώτης 2006). Παράλληλα, ο αποκλεισμός από τα πολιτικά (Greadle και Richardson 2000) και θρησκευτικά αξιώματα (Walker και Kienzle 1998, Dixon 2001) εδραιώθηκε τον 19° αιώνα. Οι κατη­ γορίες του δημόσιου και του ιδιωτικοί) είναι ιστορικές κατηγορίες και, επο­ μένως, το νόημά τους μεταβάλλεται σε κάθε ιστορικό και γεωγραφικό πλαί­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΚΤΗΣΕΙΣ TOT ΦΙ ΛΟ T

179

σιο. Οσο όμως και αν τα όρια είναι συγκεχυμένα, το δημόσιο δεν παύει να εννοιολογείται ως αρσενικό, ακριβώς επειδή κάποιοι, εξαιτίας της συμμετοχής τους σε μια ομάδα -άνδρες ή αστοί-, έχουν την εξουσία να θέτουν τα ό­ ρια ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό (Fraser 1998: 334). Η κριτική επανεξέταση του φύλου ως αρχής οργάνωσης της διχοτομίας δημόσιο/ ιδιωτικό πραγματοποιείται μέσα από μια πολιτική ιστορία που διε­ ρευνά την έμφυλη διάσταση της πολιτικής, ενώ, ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι το φύλο δεν αποτελεί την κατηγορία που επικαθορίζει με απόλυτο τρόπο την ιδιότητα του πολίτη. Επομένως, η τάση προς τον εκδημοκρατισμό, η ρητορική του ριζοσπαστισμού και το αφήγημα του συντάγματος δεν διαμορφώθηκαν σε μια εντελώς αρσενική πολιτική κοινότητα (Clark 1996). Μία άλλη κριτική θέτει σε αμφισβήτηση την καθολική ισχύ της κατηγορί­ ας, θεωρώντας ότι δεν ανταποκρίνεται στις εμπειρίες των μαύρων γυναικών και των γυναικών της εργατικής τάξης και, επομένως, έχει περιορισμένη ανα­ λυτική αξία για την ερμηνεία άλλων υποκειμενικοτήτων (Kerber 1988). Για τη Riley, το νέο πεδίο του κοινωνικού που αναδύθηκε τον 19° αιώνα ανατρέπει τη διχοτομία δημόσιο/ ιδιωτικό (Riley 1988). Τον 19° αιώνα οι γυ­ ναίκες ταυτίζονται όλο και περισσότερο με τη φύση και το φύλο τους, ενώ η ίδια η έννοια της Φύσης αναδιαρθρώνεται μέσα από τη σύνδεσή της με την κατηγορία «γυναίκα». Η ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών συγκρότησε, αλλά και συγκροτήθηκε, από τη συλλογική κατηγορία «γυναίκα», η οποία αποτέλεσε το πεδίο επέμβασής τους και το αντικείμενό τους. Παράλληλα, το κοινωνικό αποτέλεσε ένα νέο πεδίο δράσης των γυναικών, αλλά και έντασης στο φεμινιστικό κίνημα. Η «σύγχρονη γυναίκα» σμιλεύτηκε από τις επιστή­ μες του ανθρώπου και τα ταξινομητικά τους συστήματα (δημογραφία, οικο­ νομικά, κοινωνιολογία, ψυχολογία, νευρολογία και ψυχιατρική), αλλά και από τους φεμινισμούς του 20ου αιώνα, οι οποίοι εγκολπώθηκαν, επαναπροσδιόρι­ σαν ή απέρριψαν τα στοιχεία αυτής της κατηγορίας (στο ίδιο). Η ίδια η έν­ νοια της επιστήμης αποτελούσε ανδρικό χαρακτηριστικό και συνδεόταν με την ικανότητα του να ανήκει κάποιος στο πολιτικό σώμα επιβεβαιώνοντας τον ανδρισμό και των δύο (Harrison 2001). Το κοινωνικό έγινε πεδίο κυβερ­ νητικής ρύθμισης και αντικείμενο επιστημονικής μελέτης (Procacci 1993). Η σχέση των ανδρών με την κοινωνία (το κατεξοχήν αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών) ορίστηκε με εντελώς διαφορετικό τρόπο από την τοποθέτηση των γυναικών στο κοινωνικό πεδίο. Οι γυναίκες δεν εξαιρέθηκαν, αλλά ενσωμα­ τώθηκαν με έναν ολωσδιόλου ασύμμετρο τρόπο. Το πολιτικό τέθηκε σε αντι­ διαστολή με το κοινωνικό, το οποίο ενσωμάτωνε τις γυναίκες ως κοινωνικό­ τητα στο διηνεκές (Riley 1988), και μ’ αυτή την έννοια η ανάδυση του κοινω­ νικού πεδίου ανέτρεψε τη διχοτομία του δημόσιου και του ιδιωτικού (Donzelot 1977) . Η φεμινιστική ιστορία έχει δείξει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι οι δυ­ τικές αναπαραστάσεις εξίσωναν τις γυναίκες με την οικιακότητα, ενώ απέδι­

180

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΆΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

δαν στους άνδρες συγκεκριμένες ιδιότητες, όπως η λογική και το δημόσιο πνεύμα, που ταυτίζονταν με την ικανότητα της ιδιότητας του πολίτη. Επεκτείνοντας όμως τη μελέτη της διάκρισης δημόσιο/ ιδιωτικό έξω από το δυτι­ κό πλαίσιο, η διάκριση χάνει το νόημά της. Όπως δείχνει η περίπτωση της Βεγγάλης τον 19° αιώνα, η ινδική δημόσια σφαίρα οργανωνόταν γύρω από ζητήματα τα οποία ήταν «οικιακά», όπως η ηλικία γάμου, η χηρεία ή η δυνα­ τότητα για κάποιον να ξαναπαντρευτεί (ΒπτΙίβΓ 2001α).

10. Φ εμ ινιστικό κίνη μ α κ α ι ιδ ιό τ η τ α τ ο υ π ολ ίτη Θέτοντας τις κατηγορίες «γυναίκες» και «φεμινισμός» σε κριτική θεώρηση και αναζητώντας το ιστορικό νόημα και τη χρήση τους σε διαφορετικές ιστο­ ρικές περιόδους, οι φεμινίστριες ιστορικοί αμφισβήτησαν την ανασύνθεση της ιστορίας του φεμινισμού ως τελεολογικής ιστορίας μιας αθροιστικής προόδου που οδηγεί σε κάποιο στόχο (Ψαρρά 1993). «Η ιστορία του φεμινισμού, ό­ πως παρατηρεί η Τζόαν Σκοτ, πρέπει να γίνει κατανοητή ως σχέση μεταξύ της επανάληψης του αποκλεισμού και μιας μεταβαλλόμενης διαμόρφωσης και έκφρασης των υποκειμένων» (Scott 1996β: 14). Το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζεται το φεμινιστικό κίνημα ορίζεται από το «παράδοξο», από την «αμφισημία της χειραφέτησης», σύμφωνα με τη διατύπωση της Χάννα Άρεντ (Arendt 1951). Το παράδοξο -η ανάγκη της αποδοχής και ταυτόχρονα της άρνησης της έμφυλης διαφοράς- αποτελεί τη συστατική συνθήκη του φεμινισμού ως πολιτικού κινήματος σε όλη τη διάρ­ κεια της ιστορίας του (Scott 1996β: 3-4). Το «παράδοξο» ερμηνεύεται μέσα από διαφορετικές οπτικές. Η Carole Pateman και η Ελένη Βαρίκα μελετούν την πολιτική θεωρία, η οποία θεμελίωσε τη συνύπαρξη ενός οικουμενικού συστήματος που βάσιζε τα δικαιώματα των ανθρώπων στην ενότητα του αν­ θρώπινου γένους και, ταυτόχρονα, ενός συστήματος αποκλεισμού που νομι­ μοποιούσε τη διαφορά (Pateman 1988, 1992, Βαρίκα 2000). Η έννοια του πολίτη αποτελεί, σύμφωνα με την Pateman (1992), μια πα­ τριαρχική κατηγορία. Η έννοια του ατόμου στους θεωρητικούς του κοινωνι­ κού συμβολαίου κατασκευάστηκε σύμφωνα με ένα ανδρικό πρότυπο και προϋπέθετε ένα οικουμενικό, ομοιογενές «δημόσιο» πεδίο της ισότητας, της ελευθερίας, του λόγου, της συναίνεσης και του συμβολαίου, αφήνοντας κάθε ιδιαιτερότητα και διαφορά στο ιδιωτικό, το οποίο ταύτιζε με τις γυναίκες (βλ. Παντελίδου-Μαλούτα 2002). «Η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού ήταν η διάκριση του κόσμου της φυσικής υποταγής, δηλαδή των γυναικών, από τον κόσμο των συμβατικών σχέσεων μεταξύ ατόμων, δηλαδή των ανδρών» (Pateman 1989: 53). Οι γυναίκες κέρδισαν πολιτικά δικαιώματα μέσα στη δομή της πατριαρχικής εξουσίας στην οποία οι ιδιότητες και τα καθήκοντά τους ήταν απαξιωμένα. Το να ζητούν ισότητα σήμαινε να αποδεχτούν την

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

181

πατριαρχική αντίληψη του πολίτη, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να γίνουν σαν τους άνδρες, ενώ το να επιμένουν να αναγνωριστούν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, οι ικανότητες και οι δραστηριότητές τους στην έννοια του πολίτη σημαινε ότι ζητούσαν το αδύνατο, καθώς ήταν αυτές ακριβώς οι δια­ φορές που η πατριαρχική έννοια του πολίτη απέκλειε (Ρβίθπ^η 1992). Από τον 19 αιώνα και έπειτα, το αίτημα της ισότητας των φύλων και της γυναικείας απελευθέρωσης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σιωπή αναφορικά με τη μητρότητα (από το φόβο της σύνδεσης της γυναικείας καταπίεσης με τους φυσικούς καταναγκασμούς) και τη χρησιμοποίηση του φυσικού χαρακτήρα της μητρότητας στην υπηρεσία των γυναικείων δικαιωμάτων. Ανάμεσα στην τάση να θεωρεί τη μητρότητα εμπόδιο για την απελευθέρωση και στην τάση εξιδανίκευσής της και μετατροπής της σε θεμέλιο νομιμοποίησης της απελευθέρωσης, ανάμεσα στην τάση να τη θεωρεί πηγή της γυναικείας κατω­ τερότητας και καταπίεσης και στην τάση να τη μετατρέπει σε πηγή ανωτερό­ τητας, ποιοτικών αξιών, αν όχι σε θεμέλιο ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου (Ρ3ί0Πΐ3η 1992). Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιδιότητα του πολίτη συγκροτήθηκε στη βάση της διαφοράς. Ο αποκλεισμός αυτός εισήγαγε μια θεμελιώδη αντί­ φαση στη νέα οικουμενική νομιμοποίηση της κυριαρχίας, βάση της οποίας ήταν η ενότητα του ανθρώπινου γένους. Αυτή η αντίφαση σχετίζεται με τη διαδικασία κατασκευής της διαφοράς (υπαρκτής ή υποτιθέμενης) ως κατωτε­ ρότητας και του σώματος του άλλου ως αντινομικού προς το πολιτικό σώμα. Η σωματική ετερότητα εγκαθιδρύθηκε ως πολιτική ανικανότητα, ως ασυμβί­ βαστη με τα πολιτικά δικαιώματα (Βαρίκα 2000, Φουρναράκη 2002). Όσο οι μεταφυσικές ερμηνείες των κοινωνικών ιεραρχιών και ανισοτήτων έχαναν έδαφος, η αναζήτηση των κρυφών αιτίων της ιεραρχίας επικεντρωνόταν όλο και περισσότερο στην πραγματικότητα των σωματικών διαφορών. Σύμφωνα με τη Βαρίκα, στο παλαιό καθεστώς η διαφορά και ο αποκλει­ σμός ήταν νομιμοποιημένα, καθώς υπήρχαν ιεραρχίες και η κοινωνία ήταν βασισμένη στη διαφορά. Δεν υπήρχε κοινός παρονομαστής σύγκρισης, δηλα­ δή, οιχουμενιχό υπ οχείμ ενο. Δεν υπήρχε η φυσική ισότητα όλων των ανθρώ­ πων, η λογική του φυσικού δικαίου, δηλαδή ένας κοινός παρονομαστής σύ­ γκρισης, με τον οποίο θα μπορούσαν να συγκριθούν. Οι ελευθερίες και τα καθήκοντα ήταν διαφορετικά για κάθε βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας. Από τη στιγμή που η ενότητα του ανθρώπινου είδους έγινε η βασική πηγη των οικουμενικών δικαιωμάτων, η ανισότητα έμοιαζε αυθαίρετη. Γι αυτόν το λόγο έπρεπε να στηριχθεί σε ριζικές διαφορές, ώστε να δικαιολογείται η ύ­ παρξη διαφορετικών ειδών ανάμεσα στα οποία δεν μπορούσε να υπάρξει κοινός παρονομαστής (Βαρίκα 2000: 70-74). Η Τζόουν Σκοτ προτείνει μια ερμηνεία του αποκλεισμοί) που στηρίζεται στον πολιτικό λόγο, εντοπίζοντας στην αμφισημία της έννοιας του ατόμου τον αποκλεισμό των γυναικών από το πολιτικό σώμα, ως αναπόσπαστο δηλαδή

18Ί

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ Τ Ο Ϊ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

στοιχείο της φιλελεύθερης θεωρίας, και όχι σε κάποιους εξωτερικούς κοινωνι­ κούς ή οικονομικούς παράγοντες. Αντικείμενο, επομένως, της μελέτης της είναι οι επιστημολογίες της έννοιας του ατόμου (19960). Η Σκοτ προτείνει να διαβαστούν οι επαναλήψεις και οι εντάσεις του φεμινισμού ως συμπτώματα των αντιφάσεων στον πολιτικό λόγο που παρήγαγε το φεμινισμό: αυτοί οι λόγοι αφορούν τον ατομισμό, τα ατομικά δικαιώματα και την κοινωνική ευ­ θύνη και χρησιμοποιήθηκαν για να οργανώσουν τους θεσμούς της δημοκρατι­ κής ιδιότητας του πολίτη. Επομένως, προτείνει να στραφεί η ανάλυση στο Διαφωτισμό και το 1789. Σύμφωνα με τη Σκοτ, ο σύγχρονος δυτικός φεμινισμός συγκροτήθηκε από τις λογοθετικές πρακτικές της δημοκρατικής πολιτικής, που ταύτιζαν την α­ τομικότητα με τον ανδρισμό (1996β: 5). Η έννοια του «ατόμου» έχει δύο σημασίες: πρώτον, το αφηρημένο αρχέτυπο του ανθρώπου και, δεύτερον, ένα μοναδικό ον, ένα διακριτό πρόσωπο διαφορετικό από όλα τα άλλα του εί­ δους του. Για τους φιλοσόφους της γαλλικής επανάστασης και τους επανα­ στάτες πολιτικούς, η έννοια του ατόμου ως αφηρημένου αρχέτυπου αποτέλεσε τη βάση για τη συμμετοχή όλων των ανθρώπων στα δικαιώματα του πολί­ τη. Όμως αυτό το αρχέτυπο είχε ειδικά χαρακτηριστικά, αφού για να ανήκει κανείς σε αυτό έπρεπε να έχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά (ευαίσθητο ον. ικανό για λογική σκέψη και κάτοχος ηθικών αξιών), τα οποία δεν διέθε­ ταν οι γυναίκες. Το αφηρημένο αρχέτυπο βασιζόταν στα όργανα του σώμα­ τος, αφού τα κοινά χαρακτηριστικά και οι κοινές τάσεις παράγονταν από τα όργανα του σώματος -αυτά ήταν η βάση της εμπειρίας και της ανθρώπινης ικανότητας: δέρμα και γεννητικά όργανα. Η δεύτερη έννοια του ατόμου ως μοναδικού αρθρώθηκε από φιλοσόφους όπως ο Ντιντερό και ο Ρουσσώ. Στην Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ ε ια , ο Ντιντερό δίνει τον ορισμό του ατόμου: ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά διακρίνονται μεταξύ τους από αμέτρητες διαφορές. Το άθροισμα των χαρακτηριστικών του αποτελεί ένα υποκείμενο που δεν μπορεί να μοιάσει με κανένα άλλο. Αυτό, λοιπόν, που είχαν κοινό τα άτομα ήταν η διαφορά τους. Η έννοια των ριζικά διαφο­ ρετικών υποκειμένων συνυπήρχε με την πολιτική ιδέα του αφηρημένου ατο­ μισμού που προσπαθούσε να αρθρώσει μια ουσιώδη ανθρώπινη κοινότητα. Η έννοια του αφηρημένου ατόμου, από τη μία, αποτελεί θεμέλιο του συ­ στήματος της καθολικής συμμετοχής (ενάντια στις ιεραρχίες και τα προνόμια του μοναρχικού και αριστοκρατικού καθεστώτος) και, από την άλλη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο αποκλεισμού, αφού μπορεί κανείς να ορίσει ως μη άτομα ή λιγότερο άτομα αυτούς που είναι διαφορετικοί από ό,τι ορίζεται ως ανθρώπινο ον (1996β: 7). Το αφηρημένο άτομο δημιουργούσε μια γενί­ κευση για όλους τους ανθρώπους και, από την άλλη, τη μοναδικότητα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η ατομικότητα, αν όχι μέσα από μια σχέση αντίθεσης; Η ατομικότητα προϋπέθετε τη διαφορά, την οποία η ιδέα του αρχέτυπου ανθρώπινου ατόμου αρνιόταν. Το αφηρημένο άτομο, ένας μο­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

183

ναδικός τύπος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εγκαθίδρυε τα όρια της ατομικότητας. Εμπεριείχε τη διάκριση και τη διαφοροποίηση. Πρώτον, το πο­ λιτικό άτομο ήταν αρσενικό. Το θηλυκό δεν ήταν άτομο, αφού οι γυναίκες δεν ταυτίζονταν με το ανθρώπινο αρχέτυπο. Και δεύτερον, ήταν το «άλλο» που επιβεβαίωνε την ατομικότητα του (αρσενικού) ατόμου. Η αμφισημία της έννοιας του ατόμου έγκειται, επομένως, στον οικουμενικό ορισμό της και στην αρσενική ενσωμάτωσή της. Η Σκοτ αναλύει το παράδοξο ως συστατικό στοιχείο της συγκρότησης του υποκειμένου του φεμινισμού. Η ιστορία της διαμόρφωσης του φεμινισμού εξετάζεται στο πλαίσιο των λόγων μέσα και από τους οποίους διαμορφώθη­ κε, των λόγων, δηλαδή, για την ατομικότητα, τα ατομικά δικαιώματα και την κοινωνική ευθύνη. Οι λόγοι αυτοί εξετάζονται μέσα από τα αποτελέσματά τους στην υποκειμενικότητα, μέσα από τους τρόπους με τους οποίους δημι­ ουργούν τα υποκείμενα που προσδιορίζουν, καθώς καμία ταυτότητα δεν συ­ γκροτείται έξω από το πεδίο της εξουσίας. «Στην εποχή των δημοκρατικών επαναστάσεων, οι “γυναίκες” γεννήθηκαν ως πολιτικοί απόβλητοι μέσω των λόγων της έμφυλης διαφοράς Ακριβώς επειδή εγκολπώθηκαν την κατηγορία γυναίκες και μίλησαν εξ ονόματός της, ο φεμινισμός παρήγαγε την έμφυλη διαφορά που ζητούσε να εξαφανίσει» (1996β: 16). Η Σκοτ μάς καλεί να κα­ τανοήσουμε το φεμινισμό «ως λογοθετική διαδικασία -επιστημολογίες, θε­ σμούς, πρακτικές- που παράγει πολιτικά υποκείμενα, που έχει εμπρόθετη δράση (φεμινιστική) ακόμα και όταν είναι απαγορευμένη ή της την αρνούνται» (1996β: 16). Η ταυτότητα δημιουργείται, επομένως, σε ένα ασταθές σημείο, στη συνά­ ντηση των λόγων που τοποθετούν τα υποκείμενα σε μια υπάλληλη θέση και στην άρνηση αυτής της θέσης, καθώς ο τρόπος που έχουν αναπαρασταθεί καθορίζει και τον τρόπο που τα ίδια τα υποκείμενα αναπαριστούν τον εαυτό τους. Οι φεμινίστριες προσπάθησαν να αυτοπροσδιοριστούν σε σχέση με επι­ χειρήματα που δεν είχαν διαμορφώσει εκείνες τα οποία αφορούσαν τη δια­ φορά και την ομοιότητα και να αντιταχθούν και να ανατρέψουν τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν για να εγκαθιδρύσουν διακρίσεις. Με τον ίδιο τρόπο που άλλες κατηγορίες όπως οι Μαύροι, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι, σε άλλες ιστορικές συγκυρίες, εγκολπώθηκαν την ταυτότητα που τους είχε επι­ βληθεί προσπαθώντας να αρνηθούν τα αρνητικά χαρακτηριστικά της. οι γυ­ ναίκες κατέφασκαν σε μια συλλογική ταυτότητα που ήταν αδύνατο να την καταστήσουν άσχετη με τους πολιτικούς τους στόχους (1996β: χ). Το παρά­ δοξο συνίσταται στο ότι δέχτηκαν κυριαρχικούς ορισμούς του φύλου ενώ από την άλλη αρνήθηκαν αυτούς τους ορισμούς. Η ανάλυση της Σκοτ εστιάζει επίσης στον τρόπο με τον οποίο οι λόγοι της οικουμενικότητας, και κυρίως οι λόγοι του αφηρημένου ατομισμού, του κοι­ νωνικού καθήκοντος και των κοινωνικών δικαιωμάτων, έδωσαν τη δυνατότη­ τα στις γυναίκες να ορίσουν τους εαυτούς τους ως πολιτικά υποκείμενα, α­

184

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΊΓΛΟΙ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΙΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

κόμα και όταν οι ίδιοι οι λόγοι τούς αρνούνταν την πολιτική δράση (1996β: 15). Με αυτή την έννοια, το υποκείμενο του φεμινισμού παράγεται και περι­ ορίζεται από τις ίδιες τις δομές της εξουσίας μέσω των οποίων αναζητά τη χειραφέτησή του (Butler 1999 [1990]: 4-5). Η ιστορία των διεκδικήσεων των φεμινιστριών έχει αποτελέσει αντικείμε­ νο πολλών μελετών και υπήρξε ένα από τα πρώτα θέματα που μελέτησε η ιστορία των γυναικών (Offen 2000, Taylor 1992, 1995, 2002, Rendait 1985, Riot-Sarcey 2002, Ψαρρά 1999, Αβδελά και Ψαρρά 1989, Σαμίου 1989, 2003, 2004, 2005, Ρεπούση 1999, Μόσχου-Σακοράφου 1990, Μπουτζουβή 2003). Η προσπάθεια ενός ορισμού του φεμινισμού ως κεντρικό ζητούμενο της φεμινι­ στικής ιστορίας, οδήγησε κάποιες φορές σε μια «διχοτομική διαίρεση της πα­ ράδοσης του φεμινισμού» (Ψαρρά 1993: 40). Κυρίως, όμως, αντανακλά ένα συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό παράδειγμα. Η παραδοχή ότι οι φεμινιστι­ κές παραδόσεις είτε χρησιμοποίησαν το λόγο για τα δικαιώματα του Διαφω­ τισμού και επιβεβαίωσαν το δικαίωμα της συμμετοχής των γυναικών στην ιδιότητα του πολίτη στο όνομα του ανθρώπου είτε χρησιμοποίησαν το λόγο της διαφορετικότητας ως προς τις ηθικές και μητρικές ιδιότητες, έχει αρχίσει να αμφισβητείται (Pateman 1992). Η ερμηνεία του αγώνα των γυναικών για την ιδιότητα του πολίτη και το δικαίωμα της ψήφου ως καμπάνιας για την ισότητα, ώστε τα «δικαιώματα ανδρών και πολιτών» να επεκταθούν στις γυναίκες, παρερμηνεύει τον τρόπο με τον οποίο οι προηγούμενες πάλεψαν για την ιδιότητα του πολίτη (Pateman 1992). Η αντίθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές της «διαφοράς» και της «προστασίας» από τη μια, και των α­ στικών διεκδικήσεων για «ίσα δικαιώματα», από την άλλη, δεν είναι τόσο απόλυτη (Pateman 1992, Ψαρρά 1993, Καφετζάκη 2003: 53-77). Όπως υπο­ στηρίζει η Pateman, εργάτριες και συνδικαλίστριες ήρθαν σε ρήξη με την προστατευτική νομοθεσία, ενώ υποστήριξαν το National Women’s Party (NWP), το οποίο αποτελούσε προμαχώνα στην προάσπιση της ισότητας των δικαιωμάτων. Στη Βρετανία, οι φεμινίστριες της «ισότητας» του Συμβουλίου της Ανοιχτής Πόρτας υποστήριξαν την προστατευτική νομοθεσία σχετικά με τα επιδόματα μητρότητας για εργαζόμενες γυναίκες (Pateman 1992). Η σχέ­ ση των φεμινιστικών διεκδικήσεων με τις πολιτικές ανακατατάξεις και οι γυναικείες συμμαχίες που διαμορφώνονται σε αντιστοιχία με το πολιτικό κλίμα αποδεικνύει τα μεταβαλλόμενα πλαίσια και κατευθύνσεις των γυναι­ κείων σωματείων (Ψαρρά 1988, Psarra 2007), ενώ η πολιτικοποίηση της μη­ τρότητας υπονομεύει τη διχοτομία δημόσιο/ ιδιωτικό (Avdela 2005: 129). Η μελέτη της Μαργαρίτας Πούλου αναδεικνύει την τεράστια επιρροή της αριστεράς μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στο δεύτερο κύμα του φεμινι­ στικού κινήματος στην Ελλάδα, η οποία αντιμετώπιζε το φεμινισμό ως απλή υποδιαίρεση της γενικότερης πολιτικής (Poulos 2007: 176-196). Η αντίληψη αυτή αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για τη δημιουργία μια φεμινιστικής πολιτικής κουλτούρας στη μεταπολεμική Ελλάδα.

ΙΣΤΟΡΙΟΙΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

185

Η αμφισβήτηση των δυτικοκεντρικών προσεγγίσεων του φεμινισμού οδή­ γησε στην άποψη ότι πρέπει να υιοθετηθεί ο όρος «φεμινισμοί», που θα αναδεικνύει τους μετασχηματισμούς των σημασιών του στα διαφορετικά ιστορι­ κά, γεωγραφικά και κοινωνικά πλαίσια (Smith 2000, βλ. Ψαρρά 1993). Οι πρόσφατες σχετικές μελέτες, αναδεικνύουν μια σύνθετη εικόνα του δεύτερου κύματος (περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη του 1970) του φεμινιστικού κινήματος, που συνυπολογίζει τις εντάσεις και τις διαμάχες του «λευκού» και του «έγχρωμου» φεμινισμού (Breines 2006, Cob­ ble 2004, Springer 2005, Roth 2003). Η μελέτη των Gerald Hunt και Monica Bielski Boris (2007: 81-98) εξετάζει το πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αναδύθηκε το δεύτερο κύμα του «λευκού» και «έγχρωμου» σοσιαλι­ στικού φεμινισμού στη Βοστόνη. Παράλληλα, οι διαφορετικές τάσεις του λε­ σβιακού φεμινισμού επικέντρωσαν την κριτική τους στην πολιτική διάσταση της σεξουαλικότητας και υποστήριξαν ότι η ετεροσεξουαλικότητα αποτελεί μεταφορά της ανδρικής κυριαρχίας και της θηλυκής καταπίεσης (Καντσά 1995-1996: 87). Η εστίαση στην ετεροσεξουαλικότητα και στην κριτική μιας αρσενικά προσδιορισμένης σεξουαλικότητας ανέδειξε, ταυτόχρονα, την απο­ σιώπηση από το φεμινιστικό κίνημα διαφορετικών πρακτικών και εκφράσεων της σεξουαλικότητας των γυναικών καθώς και της σύνδεσης ανάμεσα στην ερωτική σχέση μεταξύ γυναικών και την αντίσταση απέναντι στην πατριαρχι­ κή εξουσία. Το ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη απασχολεί ιδιαίτερα την ιστορία του φύλου τα τελευταία χρόνια. Ο τρόπος που ο Thomas Marshall (1995) συστη­ ματοποίησε την ιδιότητα του πολίτη και περιέγραψε τη διαδικασία της ολο­ κλήρωσής της στην Ευρώπη -ως διαδικασία απόκτησης αστικών δικαιωμά­ των, μετά πολιτικών, και κατόπιν, κοινωνικών- δέχθηκε κριτική από τις φεμι­ νίστριες ιστορικούς για την αδυναμία του να ενσωματώσει τους αγώνες των μειονοτήτων, των γυναικών και των αποικιοκρατούμενων (Werbner και Yuval-Davis 1999, Butler και Scott 1992). Οι γυναίκες έπρεπε να παλέψουν ταυτόχρονα για τα αστικά, τα πολιτικά και τα κοινωνικά τους δικαιώματα (Bock 2002, Tilly 1997, βλ. Canning και Rose 2001. Avdela 2006, Αβδελά 1997), ενώ στην Ελλάδα «κέρδισαν πολιτικά δικαιώματα όταν ακριβώς η υ­ ποτελής θέση τους στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας παγιώθηκε. δη­ λαδή, μετά την απώλεια της κατοχύρωσης αστικών και κοινωνικών δικαιωμά­ των» (Avdela 2005: 128-129). Ως πολίτες, οι γυναίκες εξακολούθησαν να αγωνίζονται για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των γυναικών και των παι­ διών και για την παγίωση του κράτους πρόνοιας (Bock 2002: 183-184). Η εξέταση της πολιτικής κινητοποίησης κατά τη μετάβαση στο σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ρωσία δείχνει ότι οι προσδοκίες του κράτους από τις γυναίκες ήταν να επεκτείνουν τον μητρικό τους ρόλο στη συλλογικότητα (Wood 1997. 2001, Goldman 1993). Η μετάβαση στο σοσιαλισμό στη Ρωσία και στη δημο­ κρατία στην Ισπανία καταδεικνύει τη δύναμη των παλαιών συμβόλων, εικό­

186

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT Φ ΪΛ Ο Γ ΣΤΗΝ ΑΝΘ1ΏΠΟΛΟΙ1Α ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

νων και ιδεολογιών του φύλου στην πολιτική του μετασχηματισμού. Ο αγώ­ νας των Ισπανίδων φεμινιστριών κατά το πέρασμα στη δημοκρατία για τη διεκδίκηση πολιτικών, αστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αντιμετωπίστηκε από τους προοδευτικούς ως μη «δημόσιος», καθώς θεωρήθηκε ότι μάχονταν για μερικές και «εγω ιστικές» διεκδικήσεις (Radcliff 2001: 498-523). Η συγκεντροποίηση της εξουσίας στη δεκαετία του 1920 στη Σοβιετική Ένωση σήμαινε ότι και τα σωματεία και οι τομείς των γυναικών εξαρτώνταν απο­ κλειστικά από το Κόμμα, που όριζε την ύπαρξή τους και τα χρηματοδοτούσε (Wood 1996). Η κατάργηση των γυναικείων τμημάτων της Κεντρικής Επι­ τροπής το 1930 ήταν ενδεικτική της μεταβίβασης όλων των ζητημάτων που αφορούσαν τις γυναίκες στους άνδρες (Clements και Engel 1991). Η εξέταση της σχέσης ανάμεσα στους νόμους για το γάμο και στην υπηκοότητα στην Αμερική (Cott 2000, Kerber 1988) και στην Ελβετία τον 20° αιώνα δείχνει ότι οι γυναίκες δεν θεωρούνταν δεμένες με το έθνος, αλλά «οριακοί» πολίτες, που καταλάμβαναν μια τυχαία και υπό προϋποθέσεις θέση στο έθνος κράτος, καθώς, στην περίπτωση της Ελβετίας, έχαναν την υπηκοότητά τους όταν πα­ ντρεύονταν με μη Ελβετό (Studer 2001). Στο πλαίσιο της ανόδου του ισλαμικού λαϊκισμού, το δόγμα της πατριωτικής μητρότητας αποτέλεσε μια έμμεση μορφή ιδιότητας του πολίτη, που αντιλαμβανόταν τη συμμετοχή των γυναι­ κών στο έθνος σε σχέση με συζύγους, πατεράδες, αδελφούς και διαιώνιζε τη «διπλή υποτέλεια» των γυναικών. Οι περιπτώσεις του Λιβάνου και της Συ­ ρίας δείχνουν ότι η έμφυλη ιεραρχία αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο του αποι­ κιακού πατερναλισμού, καθώς η γαλλική και ντόπια ελίτ μαχόταν για τη δια­ τήρηση προνομίων στην αποικιακή κοινωνία (Thompson 2000: 3). Σημαντικό πεδίο έρευνας αποτελεί επίσης η εννοιολόγηση της ιδιότητας του πολίτη στο εκπαιδευτικό πλαίσιο (Καρακατσάνη 2004). Η σύλληψη της ιδιότητας του πολίτη ως υποκειμενικότητας αποσυνδέ­ ει την ιδιότητα του πολίτη από το νομικό καθεστώ ς και προσεγγίζει τις κοινωνικές πρακτικές. Αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους τα έμφυλα και φυλετικοποιημένα ιστορικά υποκείμενα χρησιμοποίησαν τους λόγους της ιδιότητας του πολίτη για να διεκδικήσουν δικαιώματα, συμ­ μετοχή, αναγνώριση και, μέσα από α υτές τις διαδικασίες να διαμορφώ­ σουν υποκειμενικότητες (Canning και Rose 2001: 441). Η ιδιότητα του πολίτη προσδίδει μια ταυτότητα που έχει προσω πικές και ψυχολογικές διαστάσεις (Cott 1998: 1440), ενώ οι λόγοι για την ιδιότητα του πολίτη έχουν ενσωματώσει τους πολίτες με βάση το φύλο, τη φυλή και την ηλι­ κία (Gagnier 1991). Η μελέτη των υποκειμένων που βρίσκονταν στα όρια ή αποκλείονταν από την ιδιότητα του πολίτη, όταν εστιά ζει στο νόημα που απέδιδαν στην επαφή τους με τους νόμους, τη ρητορική και τις πρα­ κτικές, φω τίζει τη διαδικασία μέσα από την οποία διαμορφώθηκαν σε πολιτικά υποκείμενα (Canning και Rose 2001: 432). Η προσέγγιση της ιδιότητας του πολίτη ως υποκειμενικότητας αναδεικνύει τον αυθαίρετο

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΊΓ ΦΓΛΟΓ

187

χαρακτήρα κάθε διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό.

11. Φ ύλο κ α ι κ ρ α τ ικ ή ε ξ ο υ σ ία Σύμφωνα με την Pateman, το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να γεννούν παιδιά αποτελεί την «παραδειγματική διαφορά». Η μητρότητα συμ­ βολίζει τις φυσικές ιδιότητες που διαχωρίζουν τις γυναίκες από την ιδιότητα του πολίτη. Αν όμως η μητρότητα αντιπροσωπεύει όλα όσα αποκλείουν τις γυναίκες από τα δικαιώματα, έχει, ωστόσο, πολιτικό περιεχόμενο. Αποτελεί το επιχείρημα μέσω του οποίου οι γυναίκες ενσωματώθηκαν στη σύγχρονη πολιτική τάξη. Η μητρότητα ως πολιτικό στάτους, ως όχημα της ενσωμάτω­ σης των γυναικών στην πολιτική, έχει διαμορφώσει το καθήκον των γυναικών απέναντι στο κράτος και τη γυναικεία ιδιότητα του πολίτη. Το πολιτικό κα­ θήκον των γυναικών και η υπηρεσία τους έχει δύο κατευθύνσεις: τη δομή του κράτους πρόνοιας και το ζήτημα των πολιτικών ευθυνών του πολίτη (Pateman 1992). Η φεμινιστική πολιτική φιλοσοφία έθεσε τα εξής ερωτήματα: Ποια είναι η θέση των γυναικών στο κράτος; Πώς συνδέονται οι γυναίκες με την ιδιότητα του πολίτη και το κράτος; Η σύγχρονη πατριαρχία ενσωμάτωσε τις γυναίκες με διαφορετικό τρόπο από τους άνδρες. Παρόλο που αποκλείστηκαν από την κοινωνία των πολιτών, με την έννοια της δημόσιας σφαίρας της οικονομίας και της ιδιότητας του πολίτη, η μητρότητα εκλαμβανόταν ως καθήκον και ως υπηρεσία των γυναικών απέναντι στο κράτος. Ενώ το καθήκον να πεθαίνεις για το κράτος συζητιέται μόνο αναφορικά με τους άνδρες, το ύψιστο πολιτι­ κό καθήκον των γυναικών είναι η μητρότητα· να γεννήσουν για το κράτος και, αν η φύση το ορίσει, να δώσουν τη ζωή τους για να δημιουργήσουν καινούρια ζωή, νέους πολίτες (στο ίδιο). Κατά την Pateman, το ερώτημα που δεν έθεσε ο Μισέλ Φουκώ είναι από πού προέρχεται ο πληθυσμός. Η κοινωνική πολιτική διαμορφώνεται από κανονιστικές αντιλήψεις για τους ρόλους των φύλων και ιδιαίτερα από τον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας και την κοινωνική ευθύνη, και με άξονα την εξάρτηση των γυναικών από τη δυνατότητα των ανδρών να κερδίζουν χρήματα (Pedersen 1993). Πα­ ράλληλα, οι γυναίκες παρείχαν ιδιωτική και απλήρωτη φροντίδα στο σπίτι. Η ιστορία της κοινωνικής πολιτικής και του Κράτους Πρόνοιας στην Ευρώπη δείχνει ότι το φύλο ήταν ένας ισχυρός παράγοντας σταθεροποίησης και ενίσχυ­ σης της κρατικής εξουσίας και στα δημοκρατικά πολιτεύματα και στα φασιστι­ κά. Η εθνική συγκρότηση εδραζόταν στη κρατική παρέμβαση στην οικογένεια και στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας εγκαθιδρύοντας αποκλεισμούς ταξικούς, έμφυλους και φυλετικούς (Werbner και Yuval-Davis 1999). Η έννοια του κοινω­ νικοί) αποτέλεσε μια περιοχή όπου η κρατική παρέμβαση, καθώς και η ιδιωτική

188

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

πρωτοβουλία, εισχωρούσε στις πιο ιδιωτικές περιοχές της προσωπικής ζωής. Οι κοινωνικές παροχές μετασχημάτισαν τη κοινωνική συμπεριφορά σε πυξίδα της υπευθυνότητας του πολίτη (Kessler-Harris 2001α). Η έννοια του οίκου, με τον ενήλικο άνδρα στην κεφαλή του νοικοκυριού, αποτελούσε για πολλές ευρωπαϊκές χώρες το θεμέλιο της εθνικής σταθερότη­ τας και βασιζόταν στον έλεγχο των ορίων μεταξύ της σεξουαλικής επιθυμίας και της αποδεκτής κοινωνικής συμπεριφοράς, καθώς και στη ρύθμιση των ρόλων των μελών της οικογένειας. Η επίτευξη αυτών των στόχων πραγματο­ ποιήθηκε με νόμους και νόρμες που αφορούσαν την εργασία, το γάμο, την εκπαίδευση των παιδιών. Η ρύθμιση της γυναικείας εργασίας και οι προστα­ τευτικοί εργατικοί νόμοι αποτέλεσαν το μέσο για την νομιμοποίηση συγκε­ κριμένων μορφών εργασίας για τις γυναίκες, διασφαλίζοντας τον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας (Wikander κ.ά. 1995, Αβδελά 1989, 1990 και 1998). Ο περιορισμός των ωρών εργασίας, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και οι άδειες τοκετού, καθώς και η διαφοροποίηση των επιδομάτων για τους άνδρες και τις γυναίκες αποτελούσαν μηχανισμούς ελέγχου της διάθεσης της γυναι­ κείας εργασίας και έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις οικογενειακές αποφάσεις και δυνατότητες. Οι περιορισμοί στην εργασία για τις έγγαμες γυναίκες, ά­ μεσα ή έμμεσα, μέσω της νομοθεσίας ή της άρνησης θέσπισης δημόσιας φρο­ ντίδας για τα παιδιά, όπως, για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγκαθίδρυσαν ιεραρχίες που στηρίζονταν όχι μόνο στις έμφυλες διακρίσεις, αλλά και σε ταξικές και φυλετικές (Kessler-Harris 2 0 0 1β). Το κράτος πρόνοιας ενσωμάτωνε τη διαφορά του φύλου, καθώς η φεμινι­ στική έρευνα έχει δείξει ότι οι γυναίκες είναι οι κυριότεροι αποδέκτες των προνοιακών πολιτικών: όμως παίρνουν τα επιδόματα, όχι όπως οι άνδρες, αλλά ως εξαρτημένες και υποτελείς στους άνδρες πολίτες, στους αρχηγούς της οικογένειας (Lewis 1980, Thane 1991, Pateman 1992, Cole 2000). H πα­ ροχή σύνταξης και το επίδομα ανεργίας στην Βρετανία δινόταν στον αρχηγό της οικογένειας και εξαρτιόταν από το μέγεθος της οικογένειας. Η υγειονο­ μική περίθαλψη και η οικιστική πολιτική στη Γερμανία σχεδιάστηκαν ώστε να ενισχυθεί ο οικιακός ρόλος των γυναικών. Η φορολογική πολιτική στις Ηνω­ μένες Πολιτείες επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονταν το γάμο. Η προστατευτική εργατική νομοθεσία αφορούσε ένα πολύ περιορισμέ­ νο τμήμα του γυναικείου εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, νόμοι που π ε­ ριόριζαν την κινητικότητα εξανάγκαζαν τις μαύρες γυναίκες του αμερικανι­ κού Νότου στη μισθωτή εργασία. Οι μελέτες που διερευνούν τις προνοιακές πολιτικές για τη γεννητικότητα αποκαλύπτουν τους τρόπους με τους οποίους το φύλο, η φυλή και η αναπα­ ραγωγή συγκροτούσαν την εθνική ταυτότητα στο πρώτο μισό του 20 "' αιώνα. Το δημογραφικό ζήτημα αποτέλεσε μια ευκαιρία για να αναδιαμορφωθεί το σώμα των πολιτών (Camiscioli 2001: 595). Η κοινωνική πολιτική του φασιστι­ κού καθεστώτος στην Ιταλία και του ναζιστικού αναδεικνύουν τις διαφορές

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΙΌΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ

189

και τις ομοιόν/μες των καθεστώτων αυτών με τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες στον τρόπο με τον οποίο όρισαν τη σχέση των γυναικών με το κράτος. Η Gisela Bock αναρωτιέται αν μπορούμε να δούμε τη ναζιστική Γερμανία ως κράτος πρόνοιας (Bock 1991). Το συμπέρασμά της είναι ότι η μοναδικότητα της ναζιστικής πολιτικής έγκειται στο ότι ο ρατσισμός, από το 1933 και μετά, θεσμοποιήθηκε και έγινε κρατική πολιτική, όπως αποδεικνύουν η υγιεινή της φυλής ή η ευγονική και ιδιαίτερα οι πολιτικές εναντίον των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Η «ποιότητα του πληθυσμού», η «φυλετική αναγέννηση» και η «φυλετική αναβάθμιση» ήταν τα συνθήματα του εθνικοσοσιαλισμού, με βάση τα οποία εφάρμοσε αντι-γεννητική πολιτική μέσω της υποχρεωτικής μαζικής στείρωσης από το 1933, της αναγκαστικής έκτρωσης από το 1935, των περιο­ ρισμών στο γάμο από το 1935 και μετά, και μέσω μαζικών φόνων και γενο­ κτονίας από το 1939. Αντίθετα με τον εθνικοσοσιαλισμό, το φασιστικό καθε­ στώς στην Ιταλία, αλλά και τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά καθεστώτα ακολού­ θησαν προγεννητικές πολιτικές και εθνικοποίησαν το ζήτημα των γεννήσεων, προσπαθώντας να ωθήσουν τις γυναίκες να κάνουν παιδιά (De Grazia 1992). Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα της «ανάμειξης των φυλών» απασχόλησε την αγγλο-αμερικανική βιολογία, όπου στις Ηνωμένες Πολιτείες ο φόβος για τον αυξανόμενο δείκτη γεννητικότητας των μεταναστών οδήγησε στην ευγονική (Klaus 1993, Ladd-Taylor 1994). Ρατσιστικές πολιτικές εφαρμόστηκαν και στη Γαλλία. Στη συζήτηση για τη μετανάστευση, η «γαλλική φυλή» οριζόταν ως ένα δυναμικό κατασκεύασμα που είχε την ικανότητα να ενσωματώνει κά­ ποια στοιχεία. Η βασική, επομένως, μεταφορά της μεσοπολεμικής περιόδου δεν ήταν η «φυλετική καθαρότητα», αλλά η «σωστή ανάμειξη». Για να το πετύχουν αυτό, διέκριναν τους «επιθυμητούς» από τους «ανεπιθύμητους» με βιολογικά επιχειρήματα που βασίζονταν στην ιδέα του συμβατού αίματος (Camiscioli 2001: 601). Η προγεννητικότητα, η μετανάστευση και η αφομοίω­ ση ήταν τρία άρρηκτα συνδεμένα μεταξύ τους στοιχεία της δημογραφικής πολιτικής των αρχών του 20ού αιώνα και μέρος του ευρύτερου σχεδίου ανα­ μόρφωσης της γαλλικής οικογένειας (2001: 614). Στη Σοβιετική Ένωση, μετα­ ξύ του 1936 και 1944, ο Στάλιν περιόρισε τις ελευθερίες των γυναικών, εισάγοντας πολιτικές που απαγόρευαν τις εκτρώσεις, ενίσχυαν τη γεννητικότητα και περιόριζαν τα διαζύγια (Illic 2001, Ashwin 2000). Η στροφή της κοινωνικής ιστορίας στη μελέτη της εργατικής νομοθεσίας ανέδειξε τις αντιφάσεις οι οποίες τη διαπερνούσαν. Η οικονομική και πολιτι­ κή θεωρία του οικονομικού φιλελευθερισμού και η έννοια του υποκειμένου, το οποίο διέθετε ελεύθερη βούληση και είχε τη δυνατότητα να συνάπτει συμ­ βόλαια, βρισκόταν σε αντίθεση με το ζήτημα της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία (Rose 1996: 93). Στη μελέτη της, η Kathleen Canning υποστηρίζει ότι η εργατική νομοθεσία εγγράφει την έμφυλη διαφορά στην τάξη και την ιδιότητα του πολίτη, μέσα από τη διάκριση ανάμεσα στις γυναίκες και στα παιδιά, τα οποία δεν είχαν

190

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOI' ΦΓΛ01Γ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

πολιτικά δικαιώματα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους. Από την άλλη, οι άνδρες πολίτες απολάμβαναν πολιτική ισότητα με τους εργοδότες, καθώς και το δικαίωμα να δημιουργούν πολιτικούς συνασπισμούς εναντίον τους (Canning 1996α, 1996β). Η νομοθεσία νομιμοποιούσε την εργασία των γυναικών στα εργοστάσια και την ίδια στιγμή κατασκεύαζε τους άνδρες και τις γυναίκες ως διαφορετι­ κούς και άνισους εργαζόμενους. Η ορθόδοξη πολιτική οικονομία θριάμβευσε, ενώ οι νομοθέτες αναβάθμισαν την εικόνα του έθνους και κατασκεύασαν το κράτος ως ηθικό θεσμό (Rose 1996: 210). Οι εργαζόμενες ορίζονταν από την εργατική νομοθεσία όχι ως οικονομικοί παράγοντες, αλλά με βάση τη σεξουαλικότητά τους και την ικανότητά τους στο νοικοκυριό, από τον μητρικό ρόλο και από τα σώματά τους. Η Philippa Levine (1990) υποστηρίζει πως, σε ό,τι αφορά τις έμφυλες αντιλήψεις, η έν­ νοια του συμβολαίου και η θριαμβευτική επίκληση της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς -ο στύλος της οικονομικής και νομικής τάξης- διαλύεται. Φαίνε­ ται, επομένως, ότι στη βικτοριανή εποχή τα ιδεώδη της ελεύθερης αγοράς και του φιλελευθερισμού δεν επεκτείνονταν στο επίπεδο των νόμων και της κοι­ νωνικής πολιτικής (Rose 1996: 194). Συγκεκριμένα, το σκεπτικό που καθοδηγούσε την εργατική νομοθεσία ή­ ταν ότι μόνο σε περίπτωση υποκειμένων χωρίς ελεύθερη βούληση το κράτος θα παρενέβαινε στις οικονομικές συναλλαγές. Η αρχή που τους έκανε να πα­ ραμερίσουν την αρχή της ελεύθερης βούλησης ήταν το ζήτημα της ηθικής, και κυρίως της σεξουαλικής ηθικής. Από το 1880 όμως και μετά, η μητρότητα ολοένα και περισσότερο συνδεόταν με το έθνος και την ευρωστία και ποιότη­ τα της φυλής (Klaus 1993: 5). Κατά τις συζητήσεις εισαγωγής νέων προστα­ τευτικών μέτρων στις δεκαετίες 1880 και 1890, τα σώματα των μητέρων γί­ νονται η εστία της ανησυχίας. Το 1890 η έμφαση δίνεται στην ευθύνη των γυναικών για τις μελλοντικές γενιές. Αυτές οι συζητήσεις του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα αποτελούν προάγγελο των λόγων που απο­ σωματοποιούν τις γυναίκες και εστιάζουν στο έμβρυο (Canning 1996α). Η μετάβαση από την έννοια του οικογενειακού μισθού ω ς π ρ ο ν ο μ ίο υ στο Νόμο για τους Φτωχούς στην έννοια του οικογενειακού μισθού ω ς δ ικ α ιώ μ α ­ τ ο ς είναι σημαντική για την κατανόηση των πολιτικών του 19°° αιώνα, ανα­ φορικά με τη φτώχεια και τις μεταρρυθμίσεις του 20 (Clark 2000). Με την ανάδυση του κράτους πρόνοιας μετά το 1945, η έννοια του άνδρα ως αρχη­ γού της οικογένειας και των γυναικών ως εξαρτημένων και όχι εργαζόμενων επικράτησε στο νέο προνοιακό σύστημα. Ωστόσο, η λατρεία του οικογενεια­ κού μισθού στην οικονομία του 20°" αιώνα και στο κράτος πρόνοιας δεν απο­ τελούσε επιβίωση του Νόμου για τους Φτωχούς του 19°° αιώνα, αλλά αναδύ­ θηκε από τη δύναμη των συνδικάτων, του νεο-φιλελευθερισμού και σταδιακά του Εργατικού Κόμματος (στο ίδιο). Αυτή η ιστορία φωτίζει το ζήτημα των γυναικών και της γυναικείας εργασίας στην προνοιακή πολιτική. Τον 19°

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΙΌΣΕΓΠΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ

191

αιώνα, οι Νόμοι για τους Φτωχούς και οι υπάλληλοι που ήταν επιφορτισμένοι με την εφαρμογή τους αναγνώριζαν τις γυναίκες ως εργαζόμενες και θεω­ ρούσαν ότι οι γυναίκες έπρεπε να εργάζονται, αν αυτό ήταν απαραίτητο. Δεν μπόρεσαν όμως να αναγνωρίσουν ότι οι ανισότητες στο γάμο και οι χαμηλοί μισθοί των γυναικών οδηγούσαν τις γυναίκες στη φτώχεια. Μια ερευνητική περιοχή στο πλαίσιο της μελέτης της κοινωνικής πολιτι­ κής, που αποτελεί πεδίο αντιμαχόμενων απόψεων μεταξύ των φεμινιστριών ιστορικών, αφορά τη δράση των φεμινιστικών οργανώσεων και του γυναικεί­ ου κινήματος στην πολιτική διαμόρφωση του κορπορατιστικού κράτους. Το ζήτημα που απασχολεί τις φεμινίστριες ιστορικούς είναι κατά πόσο το σημε­ ρινό κράτος πρόνοιας είναι αποτέλεσμα της κληρονομιάς των «ματερναλιστικών» δικτύων και των φεμινιστριών που απέτυχαν να διαμορφώσουν ένα εναλλακτικό όραμα για την κοινωνική πολιτική (Ladd-Taylor 1991: 203), ή αν οι νόμοι για τη μητρότητα ήταν το αποτέλεσμα των ανθρωπιστικών κοινωνι­ κών πολιτικών και της πολιτικής των δικαιωμάτων των γυναικών (Offen 1991, Cova 1991), τα θετικά αποτελέσματα των οποίων πρέπει να αναγνωριστούν. Παράλληλα, η συγκριτική μελέτη έχει ανατρέψει τις κατηγοριοποιήσεις ανά­ μεσα στα κινήματα που προωθούν τον ατομισμό και την ισότητα των δικαιω­ μάτων και σε αυτά που προωθούν «ματερναλιστικές» πολιτικές. Η διάκριση μεταξύ ισότητας και διαφοράς έχει αρχίσει να θολώνει (Thane 1991, LaddTaylor 1994). Το σουηδικό κράτος πρόνοιας αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από τις φε­ μινίστριες ιστορικούς, όπως δείχνει η Lundqvist (1999) στην επισκόπησή της, με στόχο να αναλυθεί η αντιφατική θέση των γυναικών στη σουηδική κοινω­ νία και κράτος. Η Yvonne Hirdman εισήγαγε το 1988 την έννοια του genus system (gender system), για να εξηγήσει για ποιο λόγο στη Σουηδία οι γυναί­ κες εξακολουθούν να θεωρούνται κατώτερες από τους άνδρες -ενώ συμμετέ­ χουν στην αγορά εργασίας, έχουν πολιτικά δικαιώματα και δικαίωμα ψήφου από το 1921- και πώς αυτό συνδέεται με την ιστορική αλλαγή (στο ίδιο). Ο όρος σημαίνει το πλέγμα των κοινωνικών πρακτικών που παράγει και ανα­ παράγει μοντέλα και συνδέσεις και αποτελεί προϋπόθεση για όλες τις κοινω­ νικές δομές. Σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό μοντέλο, η καθημερινή ζωή, αλ­ λά και τα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας, εδράζονταν στο διαχωρισμό ανδρών και γυναικών και στην αναγόρευση του αρσενικού σε κανόνα. Η Christina Carlsson Wetterberg προσπάθησε να συνδυάσει τή δομική προσέγγι­ ση με τη μελέτη της υποκειμενικής εμπειρίας. Στόχος της ήταν να ερμηνεύσει, από τη μια, τη ταύτιση των γυναικών με το σπίτι και τον προσδιορισμό του ως γυναικείας σφαίρας και, από την άλλη, το αίτημα για ίση μεταχείριση των γυναικών στην αγορά εργασίας, αναδεικνύοντας τις πολλαπλές ταυτότητες της γυναικείας συλλογικότητας (βλ. Lundqvist 1999). Η νορβηγίδα φεμινί­ στρια Gro Hageman συμφωνεί με την Wetterberg ότι η μελέτη πρέπει να ε­ στιάσει στα υποκείμενα, παρόλο που της ασκεί κριτική για τον βολονταριστι-

192

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΤ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΚ2ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΙ*!/

κό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον υποκειμενικό παράγοντα, θεωρώ­ ντας ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δομικοί περιορισμοί και παράγοντες και οι ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες τα υποκείμενα δρουν και σχημα­ τίζουν τις επιλογές τους. Οι νεότερες ιστορικές μελέτες θέτουν ως αφετηρία τη μελέτη των μεταρρυθμιστικών ιδεών και της καθημερινής πραγματικότη­ τας των γυναικών αναζητώντας στο παρελθόν τα αίτια της αντιφατικής το­ ποθέτησης των γυναικών στη σουηδική κοινωνία, από τη μια, δηλαδή, ως ερ­ γαζόμενων και από την άλλη ως μητέρων (ί.ιιηόςνΐ5ί 1999). Θεωρούν ότι οι εργασιακές σχέσεις στις παλιές αγροτικές βιομηχανικές κοινότητες στηρίζο­ νταν στο «τοπικό πνεύμα του συμβιβασμού», στη σημασία της πρόνοιας για την κοινωνική συνοχή και στον κατά φύλο διαχωρισμό στην εργασία, ιδέες που επιβίωσαν την εποχή της εκβιομηχάνισης. Το εργατικό κίνημα και η κοι­ νωνική πολιτική έθεσαν την εργασία ως βασική κατηγορία της κοινωνικής ζωής, ενώ οι γυναίκες εισχώρησαν στον πολιτικό λόγο και αποτέλεσαν στόχο των πολιτικών μεταρρυθμίσεων σε περιοχές που αφορούσαν νέα κοινωνικά πεδία, όπως η «οικογένεια» και η «ισότητα», δημιουργώντας την αντιφατική τοποθέτηση των γυναικών ως εργαζόμενων και ως μητέρων.

12. Ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ α ν δ ρ ισ μ ο ύ Η μελέτη των ανδρών και του ανδρισμού έχει αναπτυχθεί, κυρίως, στη βορειο-αμερικανική, ευρωπαϊκή και αυστραλιανή ιστοριογραφία. Κάποιες από τις φεμινίστριες ιστορικούς αντιμετώπισαν με καχυποψία τη μελέτη του αν­ δρισμού, θεωρώντας ότι επαναφέρει τους άνδρες ως κεντρικά πρόσωπα της ιστορικής αφήγησης. Η απάντηση έχει έμμεσα δοθεί πολύ πριν από την εμ­ φάνιση των μελετών του ανδρισμού από τη Natalie Zemon Davis, όταν υπο­ στήριξε ότι οι ιστορικοί πρέπει να μελετούν όχι μόνο το υποταγμένο φύλο, αλλά τη σημασία των φύλων, των έμφυλων ομάδων στο παρελθόν (Zemon Davis 1975, 2000). Το ερώτημα που έθεσαν οι φεμινίστριες αναφορικά με το νέο αυτό ερευνητικό πεδίο είναι μήπως η ενασχόληση με τους άνδρες και τον ανδρισμό, όταν περιορίζεται στους ρόλους και στις πολιτισμικές αναπαρα­ στάσεις του ανδρισμού, παραγνωρίζει τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ανδρισμού, και ιδιαίτερα στις νεότερες δυτικές κοι­ νωνίες, είναι ο σχετικά αόρατος χαρακτήρας του, αφού οι άνδρες εμφανίζονταν ως_ο κανόνας, ταυτίζονταν με τον ορθό λόγο και^όχι με το σώμα και_ιιε_ την έννοια αυτή «δεν είχαν φύλο», ενώ οι γυναίκες αποτελούσαν το κατεξοχήν φύλο, καθώς Ταυτίζονταν με φυσιολογικές λειτουργίες. Ακόμα και στη βικτοριανή εποχή, η βιολογία πολύ λίγο ασχολήθηκε με τους άνδρες ως διακριτές βιολογικές οντότητες σε σύγκριση με τις μελέτες για τις γυναίκες (Tosh 1994, Hitchock κ.ά. 1999). Στην ιστορική μελέτη, όταν οι ιστορικοί δεν εστιάζουν ειδικά στις γυναίκες, η ιστορία αφορά τους άνδρες. Όχι όμως τους

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΙΤΊΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ

193

άνδρες ως άνδρες, ως έμφυλα, δηλαδή, όντα. Η μελέτη του ανδρισμού επιδί­ ωκε να φέρει στο προσκήνιο την έμφυλη διάσταση της ανδρικής ταυτότητας^_ και να ιστορικοποιήσει τον ανδρισμό. Αμφισβητώντας, λοιπόν, την ταύτιση / των ανδρών με την οικουμενικότητα, η μελέτη του ανδρισμού εξετάζει τους | άνδρες ως έμφυλα όντα. Η Rosalind Ο’ Hanlon (1997: 3) ορίζει τον ανδρισμό \ ως «μια όψη της κοινωνικής υπόστασης των ανδρών που είναι έμφυλη, η ο­ ποία τον ορίζει ως άνδρα, τον συνδέει με άλλους άνδρες και καθορίζει δια- 1 φορετικές πλευρές της ταυτότητας του, όπως την τάξη, την εργασία, τη φυλή και την εθνότητα». .. Η ιδεολογία του ανδρισμού στή βικτοριανή εποχή, αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικού αριθμού μελετών, καθώς θεωρήθηκε ότι αποτελούσε μία από τις έννοιες κλειδιά στο ηθικό σόμπαν των βικτοριανών. Οι έρευνες έστιασαν στην κουλτούρα του ιδιωτικού σχολείου (Newson 1961), στη σχέση μεταξύ αθλητι­ σμού και ανδρισμού (Mangan 1981), στη θέση του ανδρισμού στο βικτοριανό μυθιστόρημα (Vance 1985, Nelson 1991), στο μετασχηματισμό του ανδρισμού στις αρχές του 20ου αιώνα και στη διαμόρφωση ενός κώδικα αποικιοκρατικού ανδρισμού (Field 1982, Rosenthal 1986), ο οποίος αποτέλεσε τον πυρήνα των πολιτισμικών αναπαραστάσεων με ευρεία λαϊκή απήχηση και διαπότισε την ανδρική ταυτότητα (Dawson 1994, Bristow 1991, Boyd 1994). Παρόλο που στις μελέτες που εστιάζουν στη βικτοριανή Αγγλία, αλλά και σε άλλα γεω­ γραφικά πλαίσια (Κουλούρη 1997), το φύλο δεν αποτελεί αναλυτικό εργαλείο και η σημασιοδότηση του ανδρισμσύΓδεν εξετάζεται μέσα από τη σχέση του με τη θηλυκότητα ούτε αναδεικνύεται η άρθρωσή του με τις σχέσεις εξουσί­ ας, ωστόσο οι ιστορικές εκφράσεις του φωτίζονται και η σταθερότητα των έμφυλων κατηγοριών τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι ιστορικοί που ανέλυσαν τα αποικιοκρατικά στερεότυπα της εκθήλυνσης των αποικιοκρατούμενων πρόβαλαν περισσότερο την άρθρωση ανδρισμού σε συνάρτηση με τις σχέσεις εξουσίας και την έμφυλη επένδυση του αποικιοκρατικού λόγου (Sinha 1995). Η συνειδητοποίηση ότι η μελέτη του ανδρισμού έδινε προνομιακή θέση στις ελίτ και εξέταζε τους άνδρες σε ομοκοινωνικά περιβάλλοντα οδήγησε στην εστίαση στην αστική τάξη και στη σχέση των ανδρών με το οικιακό ι­ δεώδες (Tosh 1999). Το πεδίο της έρευνας ήταν η Βρετανία του 19°° αιώνα και οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν επιστολές, υποθέσεις διαζυγίου, ημερο­ λόγια και οδηγοί καλής συμπεριφοράς. Η εισαγωγή της έννοιας του ανδρι­ σμού στις κοινωνικές σχέσεις ανέδειξε τη διαπλοκή του με την ταξική ταυτό­ τητα και αναίρεσε την ύπαρξη ενός παγιωμένου ορισμού για τον ανδρισμό τόσο της αστικής όσο και της εργατικής τάξης (Roper και Tosh 1991, Brooke 2001, Cody 1995). Οι μελέτες έστιασαν στα στοιχεία που όριζαν κάθε φορά την ανδρική ταυτότητα των αστών, καθώς η ισορροπία τους μεταβάλλονταν. Η έννοια του breadw inner αποτέλεσε την κατεξοχήν δημόσια έκφραση του αν­ δρισμού, που καθόρισε και τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αλλά και στις κοινωνικές τάξεις (Tosh 1994, Mangan κ.ά. 1987). Καθώς η ιστορία του

194

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤ’ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΙΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ανδρισμού επικεντρώνεται στου ς άνδρες ως πατεράδες, συζύγους και κεφα­ λές της οικογένειας, η εικόνα μας για τους αυταρχικούς συζύγους και π ατε­ ράδες γίνεται πιο πολύπλοκη, ενώ αναδεικνύονται οι διαφοροποιήσεις στην εμπειρία και επιτέλεση της πατρότητας. Οι ανύπαντροι άντρες είχαν πάντοτε μια αμφίβολη θέση στην κοινωνία, ενώ η εργασία των γυναικών και η αδυνα­ μία των εργατών να παρέχουν τα μέσα για την επιβίωση της οικογένειας χω­ ρίς την εργασία των γυναικών συνιστούσε απειλή για τον ανδρισμό των ερ­ γατών. Η εργασιακή ταυτότητα, η ειδίκευση, η φυσική δύναμη αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της ανδρικής εργατικής ταυτότητας (Willis 1993 [1977]). Η ταπείνωση του άνεργου άνδρα που τον συντηρούσε η σύζυγός του ήταν συνδεδεμένη με την κανονιστική ανδρική ταυτότητα, που οριζόταν όχι μόνο με βάση τις πολιτικές αξίες της κυρίαρχης τάξης, αλλά και από το εργατικό κίνημα (Rose 1993, McClelland 1989, Showalter 1990). Η μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς τόσο των ριζοσπαστών όσο και των συντηρητικών αποκαλύ­ πτει τη σύνδεση του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά και την από­ σπαση ψηφοφόρων, με το ρόλο των ανδρών της εργατικής τάξης ως πατέραδων και αρχηγών της οικογένειας (McClelland 1991, Lawrence 1993, Jarvis 1996, βλ. Francis 2002: 637-652). Η στροφή στη μελέτη του ρόλου του αν­ δρισμού στην πολιτική, την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία υπόσχεται ένα ριζικό μετασχηματισμό της πολιτικής ιστορίας (Hoganson 1998, Nelson 1998. Cohén 1996). Η σύνδεση της έννοιας της τιμής και της ιστορίας των συναισθημάτων με τη μελέτη του ανδρισμού αποτελεί ένα νέο πεδίο έρευνας του «ανδρικού κόσμου των συναισθημάτων» (Reddy 1997, Gallant 2002). Η διαπλοκή του ανδρισμού με τη σεξουαλικότητα έδειξε ότι ο κυρίαρχος ανδρι­ σμός αποκτά νόημα μέσα από την αντίθεσή του με άλλους υπάλληλους αν­ δρισμούς, οι οποίοι θέτουν σε αμφισβήτηση την πατριαρχία (Weeks 1989, 1991). Οι ιστορικοί ανέλυσαν τη συμβολική λειτουργία της θηλυκότητας και του ανδρισμού στις εθνικές αναπαραστάσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων (Πασσερίνι 1998) και στον πόλεμο (Mosse 1990. 1998). Οι αντιλήψεις για τον ανδρισμό και τη θηλυκότητα απέδιδαν διαφορετικούς ρόλους στις γυναίκες και στους άνδρες στον πόλεμο και διαμόρφωναν σχέσεις εξουσίας, τόσο με­ ταξύ ανδρών και γυναικών όσο και μεταξύ ανδρών, αλλά και δεσμούς αλλη­ λεγγύης. Οι αντιλήψεις για τον ανδρισμό που ενσάρκωνε η μορφή του Μουσολίνι έθεταν ιεραρχίες ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, καθώς και ανά­ μεσα στα κοινωνικά στρώματα. Ο ανδρισμός ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας την περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου δημιουργούσε δεσμούς μεταξύ των ανδρών, ταύτιζε τους άνδρες με το Κράτος και τους προσέδιδε μια προνομιακή σχέση με αυτό (Mosse 1984). Η μελέτη των συμβολικών α­ ναπαραστάσεων κρίθηκε απαραίτητη για την κατανόηση της πολιτικής βίας. Παράλληλα, αναδείχθηκε το διαφορετικό μοντέλο ανδρισμού αλλά και εθνικής ταυτότητας στη μεσοπολεμική Αγγλία, με την υποχώρηση του ρομαντικοί)

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΙΤΙΣΕ1Σ TOT ΦΤ'ΛΟΓ

195

ιδιώματος του ηρωικού ανδρισμού (Light 1991). Με την εισαγωγή της κατη­ γορίας του ανδρισμού στην μελέτη του πολέμου, η ιστορία της νεότερης επο­ χής δεν θα είναι ποτέ πια ίδια (Dudink. Hagemann και Tosh 2004, Capdevila και Rouquet 2003). Η μελέτη της κατανάλωσης και του υλικού πολιτισμού έχει ανοίξει ένα νέο πεδίο διερεύνησης των ανδρισμών και των θηλυκοτήτων (Zakirn 2003, De Grazia 1994, Breward 1999, Giles 2004, Styles και Vickery 2007). Η ενδυμα­ σία αποτελεί εργαλείο για τη διερεύνηση της ανάδυσης νέων υποκειμενικοτή­ των και σύμβολο κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών (Zakim 2003). Η μελέτη του ανδρισμού στην αποικιοκρατία θέτει σε κριτική τη μελέτη του φύλου ως σχέσης μεταξύ ανδρών και γυναικών και εισάγει τη διαδραστική σχέση του ανδρισμού με την τάξη, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα, τη θρη­ σκεία και την εθνική ταυτότητα, αναδεικνύοντας την κεντρικότητα του ζητή­ ματος της εξουσίας στην ιστορία του ανδρισμού. Το μοντέλο του κανονιστι­ κού βρετανικού ανδρισμού (και οι αποκλεισμοί που το συγκροτούσαν, μέσω της «εκθήλυνσης» των αποικιοκρατούμενων) οργάνωσε τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενους. ενώ επίσης αποτέλεσε τον άξονα γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκαν οι ταυτότητες των τοπικών ελίτ και της μικροαστικής τάξης και οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αλλά και τις κοινωνικές τάξεις (Sarkar 1992, 1997). Ο ανδρισμός αποτέλεσε το πεδίο πάνω στο οποίο συγκροτήθηκαν οι ιεραρχίες ανάμεσα στην αποικιοκρατική εξουσία και τους αποικιοκρατούμενους, αλλά ταυτόχρονα το πεδίο μέσω του οποίου επαναπροσδιορίστηκαν οι ανδρικές ταυτότητες των αποικιοκρατούμενων (Nandy 1983, Sinha 1995, Chowdury 1998). Στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας στην Ινδία ο ανδρισμός μελετήθηκε ως σχέση και όχι ως, αυ­ τάρκης ιστορία μιας συγκεκριμένης ομάδας. Οι έμφυλες διχοτομίες μεταξύ ενός εσωτερικού/ ψυχικού κόσμου και ενός εξωτερικού/ υλικού αποτέλεσαν τις λογοθετικές στρατηγικές της εθνικιστικής ιδεολογίας, με αποτέλεσμα η διπλή χειραφέτηση των γυναικών να προσδιορίζεται από εθνικιστική πατρι­ αρχία (Chaterjee 1993). Επίσης, τονίστηκε ότι πρέπει να μελετηθεί όχι μόνο στο πλαίσιο αναπαραστάσεων, αλλά των ιδεολογικών καÿ υλικών ςιρνθηκων μέσα στις οποίες νοηματοδοτείται (Sarkar 1992, Chakravarti 1998). Ο ανδρι­ σμός διαμορφώνεσαι από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σχέσεων, αλλά αποτε­ λεί και ο ίδιος στοιχείο διαμόρφωσής τους (Sinha 1999). Η Minralini Sinha (1995), εξετάζοντας τη μορφή και τα αποτελέσματα της έμφυλης άρθρωσης της βρετανικής αποικιοκρατικής εξουσίας, υποστήριξε ότι η βρετανική αποικιοκρατική κουλτούρα δεν επέβαλε τον ανδρισμό ως μορφή εξουσίας, αλλά συγκροτήθηκε πάνω σε προηγούμενες εκφάνσεις του ανδρισμού. Οι στρατιω­ τικές παραδόσεις αποτελούσαν σημαντικό μέρος της προ-αποικιακής κουλ­ τούρας στην Ινδία, οι οποίες ενισχύθηκαν με την υπερ-μασκιλιστική κουλτού­ ρα της βρετανικής αποικιακής εξουσίας. Τπάρχει ο κίνδυνος, όπως έχει παρατηρήσει η Judith Allen (1987), η μελέ­

196

ΘΕίΤΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΤ* ΣΤΗΝ ΑΝΘίΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

τη των ανδρών ως έμφυλων όντων και της έκφρασης του ανδρισμού στον οι­ κιακό χώρο, στη γειτονιά, στην εργασία κ.λπ. να θεωρήσει δεδομένη τη σχέση μεταξύ του ανδρικού σώματος (των ανδρών) και των διαφορετικών μορφών του ανδρισμού στην ιστορία. Ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος, συνεχίζει, να υ­ πονοήσει η εστίαση αυτή μια συνέχεια των πραγματικών γυναικών και αν­ δρών και να περιγράφει τις αλλαγές του ανδρισμού πάνω σε σταθερά σώμα­ τα. Όμως, όπως τονίζουν άλλες ιστορικοί, οι πολλαπλές κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγονται από τις πολιτικές του ανδρισμού καθιστούν αδύνατη την ταύτιση των ανδρών με τον ανδρισμό. Επομένως δεν υπάρχει κανένα πεδίο στο οποίο ανήκει κατ’ ανάγκην ο ανδρισμός, ούτε κάποια αρχή ή θεμέλιο όπου μπορεί κανείς να ανιχνεύσει κάποια συνεχή σχέση μεταξύ των ανδρών και του ανδρισμού. Η Βίηϊιβ (1995) προτείνει την αποσύνδεση του ανδρισμού από τους άνδρες και, επομένως, την αποσύνδεση του ανδρισμού από τις ι­ στορίες των ανδρών ως έμφυλων όντων.

13. Φ ύλο, έ θ ν ο ς , α π ο ικ ιο κ ρ α τ ί α Η έννοια της έμφυλης εθνικής ιστορίας αποτελούσε μέρος του ευρύτερου προγράμματος της ιστορίας του φύλου που στόχευε να θέσει σε κριτική την εθνική ιστορία, αλλά και γενικότερα τη συγγραφή της ιστορίας. Όταν οι εθνικές ιστορίες άρχισαν να περιλαμβάνουν τις γυναίκες στην αφήγησή τους, η διάσταση του φύλου αφορούσε τις γυναίκες μόνο εκεί που ήταν ορατές, αφορούσε, δηλαδή, στην ουσία τους έμφυλους ρόλους. Η εισα­ γωγή των γυναικών στην εθνική ιστορία άφηνε ανέπαφα τα ανδροκρατικά και εθνικιστικά πλαίσια μέσα στα οποία διαμορφώνονταν οι εμπειρίες τους (Damousi 1997, Colbourne κά. 1997, Matthews 1996). Το φύλο ως σχεσιακή κατηγορία, ως συμβολικό σύστημα και διαδικασία απούσιαζε και, επομένως, απούσιαζε η σχέση μεταξύ φύλου, έθνους και φυλής στο πλαίσιο συστημάτων κυριαρχίας τα οποία επενδύουν με νόημα (Rex και Mason 1986). Η σχέση μεταξύ του φύλου, της φυλής, του εθνικισμού, του πολέμου και του κράτους δεν είχε μελετηθεί επαρκώς. Στο βιβλίο Creating A Nation: 1788-1900 φαίνε­ ται πως η ενσωμάτωση στην εθνική ιστορία της Αυστραλίας της τάξης, της φυλής και του φύλου μέσα από τη διερεύνηση της γυναικείας ταυτότητας και δράσης στόχευε στον επαναπροσδιορισμό του «έθνους» και στην εισαγωγή των γυναικών στη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης (Grimshaw κ.ά. 1994). Οι εθνικιστικές μυθολογίες στην περίοδο του πολέμου, οι οποίες βασί­ ζονταν σε ανδροκρατικές αναπαραστάσεις, η κρατική πολιτική για τη μητρό­ τητα, η μισθωτή και η οικιακή εργασία, η αστική και αγροτική ζωή ερευνήθηκαν σε σχέση με τις έμφυλες, ταξικές και εθνικές ταυτότητες. Ενώ η μελέτη του εθνικισμού στην ευρωπαϊκή ιστορία είχε επικεντρωθεί κυρίως στη χρήση του φύλου ως συμβόλου, πρόσφατα η έρευνα έχει μετατο­

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΓΠΌΣΚΠΊΣΕΙΣ TOT’ ΦΓΛΟΙ’

197

πιστεί στη συμμετοχή των ίδιων των γυναικών στα εθνικιστικά κινήματα και ιδεολογίες και στον ενεργό ρόλο τους στη δημιουργία του εθνικού φαντασιακού (βλ. Bloom κ.ά. 2000, Baron 2005, Τζανάκη 2007). Οι μελέτες για τον εθνικισμό και το φύλο συνδέθηκαν και με το ζήτημα του πολέμου. Σύμφωνα με την Εφη Αβδελά και την Αγγέλικα Ψαρρά, η εστίαση στον ελληνο­ τουρκικό πόλεμο του 1897 αποτελεί μια προνομιακή στιγμή για την εξέταση του πώς ορίζεται το έθνος, καθώς πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση σύνδεσης του μιλιταριτικού εθνικισμού με ένα δραστήριο γυναικείο κίνημα (Avdela και Psarra 2005: 67-79). Τα ζητήματα της πορνείας, της έκτρωσης, του αλκοολισμού, της μητρότητας στη διάρκεια των πολέμων, η συζήτηση αναφορικά με την ηθική και τη σεξουαλικότητα των γυναικών, το ζήτημα της συνεργασίας με τον εχθρό και της τιμωρίας μετά την απελευθέρωση φωτί­ ζουν νέες όψεις της εμπειρίας των γυναικών αλλά και το μετασχηματισμό των πολιτισμικών ορισμών του φύλου (Braybon 2003, Virgili 2002, Duchen κ.ά. 2000, Pollard 1998). Η μελέτη της τιμωρίας των γυναικών που συνεργά­ στηκαν με τον εχθρό στη Γαλλία αποκαλύπτει ότι η μαζική επίδειξη σεξουα­ λικής βίας μετά την απελευθέρωση αποτελούσε μέρος της σεξιστικής διαδι­ κασίας να απομακρυνθεί η κηλίδα του παρελθόντος και να αποκατασταθεί η τιμή του έθνους (Virgili 2002). Τα σώματα των γυναικών αποτέλεσαν τόπους στιγματισμού, αλλά και της εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας (στο ίδιο). Οι γυναίκες είχαν αντιμετωπιστεί μέχρι πρόσφατα στην ιστοριογραφία συνολικά ως θύματα των εθνικισμών (Bock 2002: 263). Για τη γερμανική ιστοριογραφία, το ζήτημα ήταν ιδιαίτερα φλέγον. Η εικόνα άλλαξε καθώς οι ιστορικοί άρχισαν να αναζητούν τα πραγματικά θύματα στα θύματα της ναζιστικής φυλετικής πολιτικής (βλ. παραπάνω). Αναγνωρίστηκε ότι η κακοποί­ ηση και ο φόνος εβραίων γυναικών δεν είναι απλώς μέρος της ιστορίας των Εβραίων, αλλά αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας των γυναικών (Bock 2002: 263). Όπως λέει χαρακτηριστικά η Μποκ (στο ίδιο), οι γυναίκες ήταν θύματα, εκτελεστές, συνεργάτριες, θεατές, ενώ σπανίως αντιστάθηκαν, και ένας σημα­ ντικός αριθμός γερμανίδων συμμετείχε ενεργά στην εφαρμογή της φυλετικής πολιτικής. Η χριστιανική βάση του σύγχρονου κράτους και οι φυλετικές αντιλήψεις οι οποίες ορίζουν το σύγχρονο έθνος έχουν ως βασικούς άξονες το φύλο, τη σε­ ξουαλικότητα και τα δικαιώματα των γυναικών (Rochefort 2007). Τοποθετώ­ ντας τη σχέση ανάμεσα στο φύλο και την πολιτική στο επίκεντρο της ιστορι­ κής μελέτης, η Σκοτ, μέσα από τη συζήτηση για τη «μαντίλα» στη Γαλλία, τοποθετεί την πρόσφατη απαγόρευση ενδυμασίας που φέρει «θρησκευτικά σύμβολα» στα δημόσια σχολεία -και η οποία αφορούσε, στην πραγματικότη­ τα, τη μαντίλα που φορούσαν οι μουσουλμάνες- στο πλαίσιο μιοις μακρας ιστορίας φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων στην γαλλική ρεπουμπλικανική σκέψη (Scott 2007). Η κριτική των έγχρωμων φεμινιστριών για την απώθηση από την ιστορία

198

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟϊ’ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

των γυναικών του ρόλου που έπαιξε η φυλετική καταπίεση στη διαμόρφωση του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου του φεμινισμού και το κάλεσμά τους να ερευνήσουν οι ίδιες οι λευκές ιστορικοί τους τρόπους με τους οποί­ ους η αποικιοκρατία διαμόρφωσε τις εθνικές ταυτότητες, αλλά και την ιστο­ ρική αφήγηση, άρχισε να αποτελεί ζητούμενο για την ιστορία του φύλου στη δεκαετία του 1990. Η μετατόπιση από τη θεώρηση της Βρετανίας ως κλει­ στής και ανέπαφης στην αντιμετώπιση των βρετανικών κοινωνικών και πολι­ τισμικών μορφωμάτων -του ανδρισμού, του καπιταλισμού, του οικιακού ι­ δεώδους- μέσα από τη σχέση τους με τον αποικιοκρατικό κοινωνικό σχηματι­ σμό συνιστά ένα αναλυτικό πλαίσιο που προσπαθεί να ανταποκριθεί στα ζητήματα που έθεσαν οι έγχρωμες φεμινίστριες. Το εθνικό πλαίσιο επεκτά­ θηκε και ερευνήθηκε μέσα στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας, καθώς η αποικιο­ κρατία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της βρετανικής ταυτότητας. Μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση θεωρήθηκε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για εθνική ομοιογένεια και εδαφική αυτονομία. Η φεμινιστική οπτική ανέ­ τρεψε συμβατικές θεωρήσεις της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας και των πρακτι­ κών της και πρόσφερε μεθοδολογίες για την κατανόηση του έθνους, του εθνι­ κισμού, της αυτοκρατορίας και της πολιτισμικής ταυτότητας (Hall 1996, 2000. 2002, Laliotou 2004, Sen 2002, Wilson 2003). Μία από τις θεωρητικές παραδοχές της ιστορίας της αποικιοκρατίας είναι ότι ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς μια θεωρία των σχέσεων εξουσίας, που οργανώνονται από την έννοια του φύλου και της σεξουαλικότητας (Stoler 1995, 1996, Levine 1996, 2003, Collingham 2001, Kramer 2006). Οι μελέτες που εστιάζουν στην αποικιακή λογική των φεμινιστριών δεί­ χνουν ότι η γλώσσα της «φυλής» αποτέλεσε ένα ισχυρό μέσο για τις γυναί­ κες, προκειμένου να διεκδικήσουν την ενσωμάτωσή τους στο κράτος (Burton 1994, 2003, Wildenthal 2001). Πολύ συχνά τις λέξεις εθνικός και πολιτισμικός αντικαθιστούσε η λέξη φυλετικός. Η μελέτη των γυναικών ως φορέων της αποικιοκρατίας φωτίζει τις σχέσεις κυριαρχίας, που ήταν άρρηκτα δεμένες με τη διεκδίκηση της αυτονομίας των γυναικών και της ταυτότητάς τους. Σύμ­ φωνα με την Wildenthal (2001: 201-202), οι αποικιακές γυναικείες οργανώσεις χαρακτηρίζονταν από μια αυξανόμενη έμφαση στο ρατσισμό και τον εθνικισμό στην περίοδο 1885-1933. Οι έμφυλες σχέσεις μεταξύ Γερμανών διαμεσολαβούνταν από τη φυλή, ενώ ο αποικιακός ρατσισμός εφαρμόστηκε και από τους άνδρες και από τις γυναίκες, μέσα από τη διαπλοκή της έμφυλης διαφοράς, του φεμινισμού και της ιεραρχικής πολιτισμικής σύγκρισης. Η πρόσφατη εστίαση της έρευνας στις πολιτισμικές επαφές και στα ταξίδια δίνει έμφαση στη λογοτεχνική παραγωγή που προοριζόταν για γυναίκες, αλ­ λά και γραφόταν από γυναίκες και— ιδιαίτερα στην ταξιδιωτική λογοτε­ χνία αναδεικνύει το ρόλο τους στην παγίωση σεξουαλικών και κοινωνικών κανόνων και στη διαμόρφωση ενός νέου λογοτεχνικοί) κανόνα (Pratt 1992, Nussbaum 1995. Mills 1991).

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOT’ ΦΓΛΟΓ

199

Η εξέταση των δυναμικών του φύλου ως μιας βασικής διάστασης του ι­ μπεριαλιστικού προγράμματος αποτέλεσε το πλαίσιο ανάλυσης της μελέτης της Anne McClintock (1995, 1997). Η McClintock εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους οι γλώσσες τις τάξης και του εθνικού πρωτογονισμού στη βρε­ τανική κοινωνία εκφράζονταν μέσα από λόγους φυλετικής απόκλισης και σε­ ξουαλικής παθολογίας. Η διαχείριση και ο έλεγχος της εργατικής τάξης πραγματοποιούνταν μέσα από την προβολή ρατσιστικών και έμφυλων χαρα­ κτηριστικών στο εργατικό δυναμικό. Το γυναικείο σώμα ήταν το σύμβολο των ορίων της αυτοκρατορίας στο εσωτερικό της βικτοριανής κοινωνίας. Οι αναπαραστάσεις των υπηρετριών, των νταντάδων, των εργατριών στα ορυ­ χεία, των Ιρλανδών εργαζόμενων, των πορνών έκαναν χρήση των συμβόλων του αποικιοκρατικού φαντασιακού, αλλά και της σεξουαλικής απόκλισης (Stallybrass κ.ά. 1986, Levine 2003, Davidoff 1995). Η γυναικεία αστική ταυ­ τότητα διαμορφώθηκε σε σχέση με αυτές τις αναπαραστάσεις μέσα από το διχοτομικό διαχωρισμό, που έκαναν αδιανόητη κάθε έννοια «αδελφότητας» και συμμετοχής των γυναικών της εργατικής τάξης σε μια κοινή ταυτότητα. Η αγγλική εθνική ταυτότητα, υποστηρίζει η McClintock, συγκροτήθηκε μέ­ σα από τις έννοιες της φυλετικής καθαρότητας, της πολιτισμικής ανωτερότη­ τας και του εκπολιτισμού του Άλλου. Οι έννοιες της φυλετικής καθαρότητας και υγιεινής και της ιμπεριαλιστικής προόδου διαχέονταν στην μητρόπολη μέσω του εμπορευματικού καπιταλισμού και της διαφήμισης. Αυτή η εκλάίκευση και μαζική διαφήμιση της αυτοκρατορίας έφερνε τις αποικίες στην καρδιά της μητρόπολης, διαμορφώνοντας την αγγλική ταυτότητα. Η Catherine Hall (1992, 2002) υποστηρίζει ότι η αγγλική εθνική ταυτότητα συγκροτήθηκε μέσα από τον αποικιακό λόγο. Η διαμάχη για τη δουλεία α­ φορούσε την κατασκευή της αγγλικής ταυτότητας και την παγίωση σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής. Οι λόγοι που αφορούσαν την κατάργηση της δου­ λείας οργανώνονταν γύρω από την έννοια του «νέγρου» ως μικρότερου α­ δελφού ή αδελφής. Αφορούσαν τόσο την κατασκευή της κατηγορίας «μαύ­ ρος» αλλά και, έμμεσα, την κατασκευή της λευκής ταυτότητας, μιας κατηγο­ ρίας που ήταν όμως αόρατη, καθώς εμφανιζόταν ως φυσική και μεταμφιεζό­ ταν σε οικουμενική. Εξετάζοντας δύο αντιμαχόμενες εκδοχές του αγγλικού ανδρισμού στα τέλη του 19°° αιώνα, η Hall καταλήγει ότι ο αγγλικός ανδρι­ σμός συνδεόταν με μια σειρά ιδεών για τη διαφορά των φύλων και για τη φυλετική ανισότητα. Και οι δύο στηρίζονταν στην παραδοχή ότι οι άνδρες λευκοί αστοί αποτελούσαν την ενσάρκωση της ατομικότητας, που ήταν συνυφασμένη με την ανεξαρτησία. Η πρώτη εκδοχή του ανδρισμού, που εκφραζό­ ταν από τον Thomas Carlyle, υποστήριζε ότι η πραγματική ανθρώπινη κατά­ σταση σήμαινε την ικανότητα των ανδρών να δρουν με πυγμή και να διευθύ­ νουν τις γυναίκες, τους υπηρέτες και τους σκλάβους. Η κατάρρευση των κοι­ νωνικών ιεραρχιών (η ψήφος των εργατών, ο φεμινισμός, η απαίτηση των μαύρων να συμπεριληφθούν στην πολιτισμένη ανθρωπότητα) απειλούσε την

200

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΙ IN ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

κοινωνία. Η άλλη έκφανσή της, την οποία υποστήριζε ο John Stuart Mill, ήταν ότι οι μαύροι και οι γυναίκες έπρεπε και μπορούσαν να φτάσουν και αυτοί στο επίπεδο του πολιτισμού, της ανδρικής δηλαδή ατομικότητας και της ε­ λεύθερης βούλησης, επιδιώκοντας μια ισότιμη σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών, μαύρων και λευκών. Οι δύο αυτές εκδοχές του ανδρισμού προσέδιδαν διαφορετικό νόημα στην αγγλικότητα, συγκροτώντας ταυτόχρονα τις δι­ αφορετικές εκδοχές της εθνικής ταυτότητας: τη σοβινιστική, εθνοκεντρική και ρατσιστική, επικαλούμενη τη λαϊκή συνείδηση και την παράδοση, και την ε ­ δραιωμένη στον ορθό λόγο και στο δίκαιο. Μια σειρά μελετών επεκτείνει το πλαίσιο της έρευνας πέρα από τον 19° αιώνα και τη βρετανική αυτοκρατορία και διευρύνει τους ορισμούς του «α ­ ποικιακού» (Hunt και Lessard 2002). Η χρήση του μοντέλου της οικογένειας για τη λειτουργία του κράτους και ο πατερναλισμός αποτέλεσαν το κυρίαρχο παράδειγμα διακυβέρνησης (Clanccy-Smith και Gouda 1998). Προσπαθώντας να προσφέρει μια περισσότερο ιστορική και υλική ανάλυ­ ση των οριενταλιστικών πρακτικών και να θέσει τις κατηγορίες αποικιοκρατούμενος και αποικιοκράτης στο πλαίσιο των συγκεκριμένων πρακτικών της εξουσίας, και όχι ως παγιωμένες και αναλλοίωτες στην «αποικιακή κατάστα­ ση», η Sinha (1995) εξετάζει τη σχέση μεταξύ αποικιακής και εθνικιστικής πολιτικής. Αυτές οι κατηγορίες παράγονται και αναπαράγονται και στη Βρε­ τανία και στην Ινδία στο πλαίσιο συγκεκριμένων συζητήσεων και συγκρού­ σεων. Ο ανδρισμός αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία η αποικιοκρατία διαχειρίστηκε την εξουσία της και το πεδίο διαπραγμάτευσης της εξουσίας των αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων και της ταυτότητάς τους, όπως και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Η βρετανική εξουσία εδραίωσε τον πατριαρχικό ρατσισμό της αποικιοκρατικής εξουσίας της χρησιμοποιώντας τις πολιτικές του αποικιακού ανδρισμού και βασίζοντας τα επιχειρήματα για την ανικανότητα των Ινδών ελίτ να ασκήσουν εξουσία στην έλλειψη ανδρι­ σμού. Η αγγλο-ινδική κοινότητα και ο αγγλο-ινδικός τύπος χρησιμοποίησαν την εικόνα του εκθηλυμένου Ινδού, για να αποτρέψουν τη συμμετοχή των Ινδών στη διακυβέρνηση. Από την άλλη, η υπεράσπιση της πατριαρχίας ως απάντηση στις κατηγορίες της εκθήλυνσης οδήγησε τις ελίτ να υιοθετήσουν την ατζέντα της βικτοριανής αποικιοκρατικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, ο φόβος της εκθήλυνσης της αποικιοκρατικής διοίκησης από τους «εκθηλυμένους» Ινδούς φέρνει στο προσκήνιο τον ανδρισμό ως μία από τις βασικές έννοιες μέσα από τις οποίες αρθρωνόταν η αποικιοκρατική εξουσία. Αναφορικά με τη θέση των γυναικών, η Tanika Sarkar (2001β), παρόλο που δεν απορρίπτει τη διάκριση του Chatterjee (1993) ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές περιοχές στις οποίες τοποθετούνται οι γυναίκες και οι άνδρες, αντίστοιχα, και το ρόλο των γυναικών στην υπεράσπιση της πνευματικής ζωής, θεωρεί ότι οι μορφωμένες και προοδευτικές γυναίκες αποτέλεσαν τους θεματοφυλακες της ταξικής υπεροχής.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΤ’ ΦΪ’ΛΟΓ

201

Οι παραπάνω μελέτες αμφισβήτησαν την πολιτισμική ομοιογένεια της Βρετανίας, πάνω από όλα όμως αποκάλυψαν την πολιτική της ιστορικής γραφής και της κατασκευής της εθνικής ιστορίας, του ρόλου, δηλαδή, των ιστορικών στην προστασία της πολιτισμικής ομοιογένειας του έθνους και της εδαφικής οριοθέτησης του έθνους-κράτους. Στην ουσία, η φεμινιστική αυτή ιστορία αναθεωρεί την κυριαρχία της ίδιας της Βρετανίας (Burton 1996, 1994). Η αμφισβήτηση των διχοτομιών αποικιοκρατούμενος/ αποικιοκράτης, μη­ τρόπολη/ αποικία, κυριαρχία/ αντίσταση, επιβολή/ αποδοχή και η έμφαση στην πολλαπλότητα και στις διακριτές μορφές της αποικιοκρατίας, της μη­ τρόπολης, του ανδρισμού και της θηλυκότητας συνιστούν τα νέα αναλυτικά πλαίσια, σε έναν ολοένα και αυξανόμενο αριθμό μελετών της αποικιακής Αφρικής (βλ. Hunt 1996). Οι μελέτες εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο η αποικιοκρατική εξουσία επαναπροσδιόρισε τις σχέσεις μεταξύ των αποικιοκρατούμενων, στην πολυπλοκότητα των τοπικών ερίδων, και στα νοήματα που τα ίδια τα αποικιακά υποκείμενα απέδιδαν στις μορφές αντίστασής τους. Αναλύοντας το ζήτημα της κλειτοριδεκτομής, η Lynn Thomas (1996) θέτει σε κριτική το δίπολο επιβολή/ αντίσταση, καθώς και το στερεότυπο της καταπιεσμένης και παθητικής «γυναίκας του Τρίτου Κόσμου» που παράγεται μέσα από το λόγο αυτών που ζητούν τη κατάργησή της. Εξετάζοντας την κλειτοριδεκτομή στο πλαίσιο της πολιτικής του μεταπολεμικού αποικιακού κράτους της Κένυας να θέσει εκτός νόμου την κλειτοριδεκτομή, η Thomas προσπαθεί να ερμηνεύσει το νόημα της αντίστασης στην κατάργησή της από τις νεαρές γυναίκες, εστιάζοντας στις σημασίες της κλειτοριδεκτομής ως διαβατήριας τελετής της ενηλικίωσης των γυναικών και στις σχέσεις μεταξύ γυ­ ναικών διαφορετικής γενιάς. Η αντίσταση στην απαγόρευση ερμηνεύεται ως αντίσταση στην προσπάθεια κατάλυσης των ομοκοινωνικών σχέσεων από το αποικιακό κράτος.

14. Σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τ α Τη δεκαετία του 1990 η εισαγωγή της έννοιας του φύλου στην ιστορική ανάλυ­ ση οδήγησε στον αναστοχασμό εννοιών, αναλυτικών κατηγοριών και ερμηνευτι­ κών σχημάτων αναφορικά με το έθνος, την εργασία, την τάξη, τη κρατική εξου­ σία και στόχευε στο να δείξει ότι δεν υπάρχει ένα ουδέτερο ιστορικό πεδίο. Οι προσεγγίσεις των παραπάνω ζητημάτων μέσα από την οπτική του φύλου έχουν συναντήσει αντίσταση και πολλές από τις μελέτες παραμένουν περιθωριακές ή απευθύνονται σε ένα «ειδικό» κοινό, το οποίο ταυτίζεται με τον φεμινιστικό κύκλο. Η μελέτη του φύλου στα πεδία όπου οι γυναίκες ήταν ορατές και η έμφαση στις σχέσεις των φύλων άφηναν ανέπαφες τις περιοχές όπου ο ανδρι­ σμός και η θηλυκότητα καθόριζαν τις ταξικές, εθνικές, φυλετικές ταυτότητες.

202

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΊΓ Φ ΙΆΟ Γ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΙίΠΟΛΟΓΙΑ KAJ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι μελέτες που εισήγαγαν την έννοια του φύλου στην ιστορία της αποικι­ οκρατίας και της συγκρότησης του έθνους πρόβαλαν τις ανισότητες που συν­ δέονται με τους διαφορετικούς έμφυλους και φυλετικούς τρόπους της συμμετοχής στο έθνος-κράτος και αμφισβήτησαν το μύθο της ομοιογένειας των ε ­ θνικών πολιτισμών. Έδειξαν ότι η νεωτερικότητα δημιουργήθηκε μέσα στην αποικιοκρατία και από αυτήν, και ότι το κέντρο και η περιφέρεια δεν αποτε­ λούν διακριτούς σχηματισμούς, αφού οι αποκλεισμοί στο εσωτερικό και η σχέση μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου διαμορφώνουν το κέ­ ντρο. Εστιάζοντας στο ίδιο το κέντρο και στον τρόπο με τον οποίο οι έμφυλοι και φυλετικοί αποκλεισμοί διαμόρφωσαν τη λευκή ταυτότητα, η ιστορία του φύλου αποκάλυψε το ρόλο της ιστορίας στη νομιμοποίηση του έθνους και ως θεματοφύλακα της πολιτισμικής ομοιογένειας του έθνους. Οι έγχρωμες φεμι­ νίστριες έγραψαν τις ιστορίες της δουλείας, της αποικιοκρατίας και του φεμι­ νισμού από τη δική τους θέση και ταυτόχρονα αντιστρατεύτηκαν την αποικιοποίηση του λευκού φεμινισμού. Η εισαγωγή του φύλου στην εθνική ιστορία σημαίνει ότι οι έμφυλες σχέ­ σεις είναι άρρηκτα δεμένες με τη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης και ότι ο ανδρισμός και η θηλυκότητα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Μια οπτική της εθνικής ιστορίας που αναδεικνύει την έμφυλη συγκρότηση των προϋποθέσεών της δεν μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τη μελέτη των έμφυλων σχέσεων, καθώς ο αποκλεισμός γίνεται ορατός στη συμβολική κυριαρχία, τα ίχνη της οποίας σβήνουν καθώς ενσωμα­ τώνεται στη κοινωνία (Riot-Sarcey 1999: 489-498). Η εισαγωγή της έννοιας του φύλου στην ιστορία της επιστήμης και του σώματος υπήρξε καθοριστική για την αμφισβήτηση και την αναίρεση της διάκρισης φύλο/ κοινωνικό φύλο. Θέτοντας τη «φ ύση» και το «γυναικείο σώ μα» ως αντικείμενα μελέτης και αναλύοντας τη σχέση φύλου και επ ι­ στήμης, οι ιστορικοί φώτισαν τον τρόπο με τον οποίο οι επιστημονικές πρακτικές και θεω ρίες της βιολογίας και της ιατρικής αποτελούν πολιτι­ σμικές και κοινωνικές κατασκευές, η παραγωγή των οποίων δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο στους οποίους δημιουργείται. Η εστίαση στον ανδρισμό και τη θηλυκότητα τείνει να αναπα­ ράγει μια διχοτομική αντίληψη του φύλου και της ταυτότητας, ενώ η ιστο­ ρία διαφορετικών σεξουαλικών ταυτοτήτων και πρακτικών παραμένει π ε ­ ριθωριακή. Η ιστορία της σεξουαλικότητας και οι queer studies αποτελούν ένα αναδυόμενο πεδίο με μεγάλη αναλυτική δυναμική, κυρίως μέσω της αποδόμησης των αντιλήψεων για την ταυτότητα, τη σεξουαλικότητα και το φύλο που δια­ περνούν την επιστημονική γνώση, καθώς και της κριτικής στις διχοτομίες μο­ ντέρνο/ προ-μοντέρνο που διαπερνούν την ιστοριογραφία. Εκθέτουν την τάση των εθνικισμών να πλέκουν μυθολογίες εθνικής καθαρότητας και το ρόλο των ιστορικών στη δημιουργία αυτών των αφηγημάτων, την ανδροκρατική οπτική

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΚΤΉΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΤ*

203

μας για το σεξ, αλλά και την περιφρόνηση προς το απόμακρο και τον Άλλο (Burger και Kruger 2001, Healy 2004, Duberman κ.ά. 1989). Η προβολή του νεωτερικού ετεροκανονικού παραδείγματος στο παρελθόν αποκαλύπτει την αμφιθυμία των ιστορικών απέναντι σε διαφορετικές παραδόσεις ομοερωτισμού. Η προβληματοποίηση του «νεωτερικου ομοφυλόφιλου» έθεσε σε αμφισβήτηση τη δυτική επιστημολογία της κλασικής, μεσαιωνικής, νεότερης περιοδολόγησης. Νέα ερευνητικά πεδία κάνουν την εμφάνισή τους, όπως η ιστορία της βίας (Rublack 2001), ο πόλεμος και η κατανάλωση. Η έννοια της υποκειμενικότη­ τας αποτελεί κεντρικό εργαλείο στη μελέτη της κατανάλωσης. Η μόδα και η κατανάλωση δεν αποτελούν απλώς κλειδιά για την κατανόηση του καπιταλι­ σμού, αλλά μονοπάτια για τη διεκδίκηση του αστικού χώρου, της επιθυμίας και της υποκειμενικότητας των γυναικών (Rappaport 2000). Οι τρόποι με τους οποίους η μόδα είναι δυνατόν να μετασχηματίσει κυρίαρχους κώδικες αναπαράστασης και να αποτελέσει πεδίο διαμόρφωσης της έμφυλης ταυτό­ τητας και της υποκειμενικότητας (Buckley και Fawcett 2002) φέρνουν στο προσκήνιο μια εναλλακτική οπτική στην αντιμετώπιση των γυναικών ως αντι­ κειμένων της ανδρικής επιθυμίας και του ανδρικού βλέμματος (Bowlby 1985, Ankum 1997, De Grazia και Furlough 1994). Παράλληλα, η μόδα και η κατα­ νάλωση αποτελούν τόπους διαπραγμάτευσης της ταξικής, έμφυλης, φυλετικής και εθνικής ταυτότητας (Chaterjee 1993, Exertzoglou 2003, Guenther 2004) αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τα μεταβαλλόμενα όρια δημόσιου και ιδιωτι­ κού. Η ιστορικοποίηση των κατηγοριών «γυναίκα», «γυναίκες» αποτέλεσε ένα από τα σημαντικά ζητήματα των σπουδών του φύλου, δημιούργησε όμως, ταυτόχρονα, εντάσεις στο φεμινιστικό κίνημα. Η ένταση της επίκλησης της έννοιας «γυναίκα», για παράδειγμα, στην εθνική ιδεολογία, καθώς και ό,τι θεωρείται αποδεκτός τρόπος τού να είναι κάποια γυναίκα ποικίλλει ιστορικά, αλλά και ανάλογα με την τάξη, την ηλικία, την απασχόληση και τη θρησκεία. Η προσπάθεια κατανόησης των διαφορετικών νοημάτων της κατηγορίας «γυ­ ναίκα» κατεύθυνε την έρευνα σε συγκεκριμένες ερευνητικές περιοχές, όπως η ιατρική, η θρησκεία, οι δικαστικές πηγές. Η έρευνα, υποστηρίζει η Jordanova (2003), θα έπρεπε να στραφεί και σε διαφορετικές πηγές και οπτικές, καθώς οι αφαιρετικές κατηγορίες και οι επίσημοι λόγοι δεν μπορούν να υποκατα­ στήσουν μια πλήρη κατανόηση των ιστορικά καθορισμένων σημασιοδοτήσεων της έννοιας. Πρόκειται για ένα σύνθετο φαινόμενο, όπου η υποκειμενική ε­ μπειρία, η εσωτερίκευση και η ενσωμάτωση των εννοιών στη συνείδηση απαι­ τούν διαφορετικές πηγές και προσεγγίσεις (στο ίδιο). Η ταυτότητα «γυναίκες» δεν νοηματοδοτεί αποκλειστικά το φύλο, καθώς η φυλή, η σεξουαλικότητα, η εθνότητα και η εθνικότητα παίζουν εξίσου σημα­ ντικό ρόλο στον ορισμό των «γυναικών» (Scott 2004: 22). Μια θεωρία και πρακτική αδελφότητας δεν μπορεί να εδράζεται σε τοποθετήσεις αναφορικά

204

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

με το σ ύ σ τη μ α της έμφυλης διαφοράς και του ανταγωνισμού μεταξύ συνε­ κτικών κατηγοριών «ανδρών» και «γυναικών». Ο τρόπος, για παράδειγμα, που έχουν τοποθετηθεί οι Αφρο-αμερικανίδες δεν είναι ο ίδιος για όλες τις έγχρωμες γυναίκες. Κάθε, επομένως, φεμινιστική θεωρία πρέπει να αποτελεί, ταυτόχρονα και μια θεωρία της φυλετικής διαφοράς (Haraway 1991: 146). Το φύλο, λοιπόν, και η σεξουαλικότητα δεν αποτελούν τόσο πεδία έρευ­ νας, όσο κατηγορίες ανάλυσης και τρόπους θέασης του παρελθόντος. Η έν­ νοια queer παύει να ταυτίζεται με τη σεξουαλικότητα και γίνεται αναλυτικό εργαλείο και πρακτική ανάγνωσης του παρελθόντος, προβληματοποιώντας τις έννοιες της συνέχειας και της οικειότητας με το παρελθόν, καθώς και τη χρή­ ση του παρελθόντος ως πηγής ταυτότητας (Freccero 2005). Οι πολιτικές επι­ πτώσεις των αναλυτικών στρατηγικών και αρχών αποτελούν κεντρικά ζητή­ ματα για την ιστοριογραφία του φύλου. Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει τη φεμινιστική ιστορία του 21°° αιώνα είναι η απο-αποικιοποίηση της ιστοριο­ γραφικής πρακτικής και η δέσμευση σε δια-εθνικές προσεγγίσεις, καθώς θέ­ τει ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί των γυναι­ κών συγκροτούν τα μετα-αφηγήματά τους, το πώς, δηλαδή, παράγουν το φύ­ λο ως γνώση και δημιουργούν και αναδημιουργούν τη κατηγορία «γυναίκες». Η εισαγωγή της αναλυτικής κατηγορίας του ανδρισμού στη μελέτη της διαεθνικής ιστοριογραφίας φώτισε τους τρόπους με τους οποίους οι αποικιοκρατικές δομές εξουσίας κατόρθωσαν να επιβάλουν τη κυριαρχία τους μέσω της υστερικής προβολής της υποτιθέμενης σεξουαλικής επιθυμίας των αποικιοκρατούμενων για τις λευκές γυναίκες, νομιμοποιώντας μ ’ αυτόν τον τρόπο το απαρτχάιντ του αποικιακού χώρου (Burton και Ballantyne 2005). Η ιστορία των συναισθημάτων, με επίκεντρο την έννοια της οικειότητας, αμφισβητεί βεβαιότητες παλαιότερων αφηγημάτων αναφορικά με οικονομικούς και πολι­ τικούς μετασχηματισμούς. (Stoler 1995, 1996, Banti 2005, 2007, Bray 2006). Καθώς ολοκληρωνόταν η παρούσα μελέτη, η κυκλοφορία του περιοδικού Aspasia: The International Yearbook of Central, Eastern, and Southeastern European Women's and Gender History σηματοδοτούσε μία ακόμη πρόκληση στον «διε­ θνή κανόνα» της ιστορίας των γυναικών και του φύλου, μέσα από την προ­ σπάθεια για τη διεύρυνση της συγκριτικής οπτικής της έρευνας των γυναικών και του φύλου σε όλη την Ευρώπη και το μετασχηματισμό της Δυτικής ιστο­ ρίας των γυναικών σε Ευρωπαϊκή ιστορία των γυναικών.

Βιβλιογραφία Αβδελά, Εφη, 1989, « Ί ο αντιφατικό περιεχόμενο της κοινωνικής προστασίας: Η νομο­ θεσία για την εργασία των γυναικών στη βιομηχανία (19ος - 20ός αιώνας)». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 11: 3 3 6 -3 6 0 . ^ S 1990, Δ ημόσιοι υ π άλλη λ οι γ έν ο υ ς θηλυκού. Κ α τ α μ ε ρ ισ μ ό ς της ε ρ γ α σ ία ς κ α τ ά φ ύ λ α σ τ ο δ η μ όσ ιο τ ο μ έα , 1908-1955. Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος. — 1993α, «Ιστορία των γυναικών, ιστορία του φύλου, φεμινιστική ιστορία: Μεθοδολο­ γικές διεργασίες σε θεωρητικά ζητήματα μιας εικοσαετίας». Δίνη, Φ εμινιστικό π ε ­ ρ ιο δ ικ ό 6: 12-30. — 1993β, « 0 σοσιαλισμός των “άλλων”: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες φύλου στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 10 (18-19): 171-204. — 1995, «Η κοινωνική τάξη στη σύγχρονη ιστοριογραφία». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 12 (22): 173204. — 1997, «Το φύλο στην ιστορία: Ελληνικές αναπαραστάσεις». Μνημών19: 225-232. — 1998, «Οι εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 15 (28-29): 171-203. — 1999, «Φεμινιστικές κριτικές της ιδιότητας του πολίτη: Από την ψευδή οικουμενικότητα στη διεκδίκηση της πολιτικής». Στο Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευ­ νών Διοτίμα, Τ ο Φ ύλο τω ν δικ αιω μ άτω ν. Αθήνα: Νεφέλη — 2003, Δ ιά λ ό γ ο υ ς τιμής: Β ία , σ υ ν α ισ θ ή μ α τα κ α ι α ξ ίε ς στη μ ετεμ φ υλιακή Ε λ λ ά δ α . Αθήνα: Νεφέλη. — 2006, «Ανάμεσα στο καθήκον και το δικαίωμα. Το φύλο και η ιδιότητα του πολίτη στην Ελλάδα, 1864-1952». Στο Θάλεια Δραγώνα και Φαρούκ Μπιρτέκ (επιμ.), Ε λ­ λ ά δ α κ α ι Τ ο υ ρ κ ία . Π ολίτη ς κ αι έθ ν ο ς -κ ρ ά τ ο ς , 225-272. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, Αβδελά, Έ φ η και Αγγέλικα Ψαρρά (επιμ.), 1989, Ο φ εμ ινισμ ός στην Ε λ λ ά δ α το υ Μ ε­ σ ο π ο λ έ μ ο υ : Μ ια α ν θ ο λ ο γ ία . Αθήνα: Γνώση. — 1997α, «Ξαναγράφοντας το παρελθόν: Σύγχρονες διαδρομές της ιστορίας των γυ­ ναικών». Στο Ε. Αβδελά, Α. Ψαρρά (επιμ.), Σ ιω π η ρ ές ισ τ ο ρ ίες : Γ υ ν α ίκ ες κ αι φ ύ­ λο στην ιστορική αφ ήγηση, 15-119. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — (επιμ.), 1997β, Σ ιω π η ρ ές ισ τ ο ρ ίες : Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύλο στην ιστορική αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Avdela, Efi, 2000, “Work, gender and history in the 1990s and beyond”. Στο Davidoff. Leonore, Keith McClelland και Eleni Varikas (επιμ.), Gender and History: Retrospect and Prospect. 528-541. Οξφόρδη: Blackwell. Avdela, Efi και Angelika Fsarra, 2005, “Engendering ‘Greekness’: Women’s emancipation and irredentist politics in nineteenth-century Greece”. Mediterranean Historical Review, 20 (1): 67-79. Abrams, Lynn, 2002, The Making o f Modern Woman: Europe, 1789-1918. Λονδίνο: Longman. Αθανασίου, Αθηνά, 2006, «Φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το “δεύτερο κύμα”». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.) Φεμινιστική θ εω ρ ία κ α ι πολιτισμική κριτική. 13138. Αθήνα: νήσος. Αλεξάντερ, Σάλι, 1997, «Γυναίκες, τάξη και έμφυλη διαφορά στις δεκαετίες 1830 και 1840: Ορισμένες σκέψεις για τη συγγραφή μιας φεμινιστικής ιστορίας». Στο Ε. Αβδελά και Α. Ψαρρά (επιμ.). Σ ιω π η ρ ές ισ τ ο ρ ίες : Γ υ ν α ίκ ες κ αι φ ύλο στην ισ τ ο ­ ρική αφ ήγηση, 231-277. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Alexander Sally και Barbara Taylor, 1981, “In defense of ‘patriarchy’ ”. Στο Raphael Samuel (επιμ.). People's History and Socialist Theory, 370-385. Λονδίνο: Routledge ¿tKeagan Paul. Alien, Judith, 1987. “Discussion: Mundane men: Historians, masculinity and masculinism”. Historical Studies 22: 617-28. Ankum von, Katharina (επιμ.), 1997. Women in the Metrópolis: Gender and Modermty in

206

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΤΓΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Weimar Culture. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. Anzaldua, Gloria, 1991 11987], Borderlands/ La Frontera : The New Mestizo. Σαν Φρανσίσκο: Aunt Lute Books. Anzaldua, Gloria και Cherrie Moraga (επιμ.), 1983, The Bridge Called My Back: Writings by Radical Women o f Color. Νέα Τόρκη: Kitchen Table Women of Color Press. Αργυρού. Έφη, 2 006, «Μηχανισμοί ενίσχυσης οικογενειών με ανδρικό εργατικό δυνα­ μικό». Τ α Ι σ τ ο ρ ικ ά 45: 281-314. Arendt. Hannah, 1951, The Burden o f Our Time. Λονδίνο: Seeker & Warburg. Armstrong, Nancy, 1987, Desire and Domestic Fiction: A Political History o f the Novel. Νέα Τόρκη: Oxford University Press. Ashwin, Sarah, 2 000, Gender. State, and Society in Soviet and Post-Soviet Russia. Λονδίνο: Routledge. Baecque de, Antoine, 1997 [1993], T ie Body Politic: Corporeal Metaphor in Revolutionary France 1770-1800. Στάνφορντ: Stanford University Press. Ballantyne. Tony και Antoinette Burton (επιμ.), 20 0 5 . Bodies in Contact: Rethinking Co­ lonial Encounters in World Histonj. Ντέραμ: Duke University Press. Banerjee, Swapna, 2004, Men. Women, and Domestics: Articulating Middle-Class Identity in Colonial Bengal. Οφξόρδη: Oxford University Press. Banti, Alberto Mario, 2005, L'onore della nazione. Identity sessuali e violenza nel nazionalismo europeo dal X V III secolo alia Grande Guerra. Τουρίνο: Einaudi. — 2007. «Deep images in 19lh-century nationalist narrative». Ειδικό τεύχος «Perform ­ ing emotions: Historical and anthropological sites of affect», Historein 8: 5 5 -6 3 . Βαρίκα, Ελένη, 1987, Η ε ξ έ γ ε ρ σ η τω ν κ υ ρ ιώ ν : Η γ έν εσ η μ ια ς φ εμ ιν ισ τικ ή ς σ υ ν είδ η ­ σ η ς στην Ε λ λ ά δ α , 1 8 3 3 -1 9 0 7 . Αθήνα: Ίδρυμα Έ ρευ να ς και Παιδείας της Εμπορι­ κής Τράπεζας της Ελλάδος. — 2000, Μ ε δ ια φ ο ρ ε τ ικ ό π ρ ό σ ω π ο : Φ ύλο, δ ια φ ο ρ ά κ α ι ο ικ ο υ μ ε ν ικ ό τ η τ α . Αθήνα: Κατάρτι. Barker, Hannah και Elaine Chalus, 1997, “Introduction”. Στο Barker και Chalus (επιμ.), Gender in Eighteenth-Century England: Roles, Representations and Responsibilities. Λον­ δίνο: Addison-Wesley Longman. Baron, Ava. 1991. “Gender and labor history: Learning from the past, looking to the future”. Στο A. Baron (επιμ.). Work Engendered: Toward a New History o f American Labor. 1-46. Ίθακα: Cornell University Press. — 1991β, “An ‘other’ side of gender antagonism at work: Men, boys, and the remasculinization of printers’ work, 18 3 0 -1 9 2 0 ”. Στο A. Baron (επιμ.), Work Engendered: Toward a New History o f American Labor, 47-69. Ίθα κα : Cornell University Press. Baron, Beth, 2 005, Egypt as Woman: Nationalism, Gender, and Politics. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Bellavitis, Anna. 1990, «Η ιστορία των γυναικών στην Ιταλία: Ισολογισμός συζητήσεων μιας δεκαπενταετίας». Δίνη, φ εμ ιν ισ τικ ό π ε ρ ιο δ ικ ό 5: 6 5 -6 9 . Bennett, Judith, 1988, «History that stands still: W om en’s work in the european past». Feminist Studies 14: 2 6 9 -8 3 . — 1996, Ale. Beer and Brewsters in England: Women's Work in a Changing World, 13001600. Οξφόρδη: Oxford University Press. Βερβενιώτη. Τασούλα. 1994, Η γ υ ν α ίκ α τη ς Α ν τίσ τα σ η ς. Η ε ί σ ο δ ο ς τω ν γυ ν αικ ώ ν στην πολιτική . Αθήνα: Οδυσσέας. Berg, Maxine. 1993. “What difference did women’s work make to the industrial revolu­ tion?”. History Workshop Journal 35: 22-44. — 1994 [2nd edition], The Age o f Manufactures 1 7 0 0 -1 8 2 0 : Industry. Innovation and Work in Britain. Λονδίνο: Routledge. Bergmann, Emilie, Paul Julian Smith (επιμ.), 1995, Entiendes? Queer Readings. Hispanic Writings. Q Series. Ντέραμ: Duke University Press. Berlanstein. Lenard (επιμ.), 1993, Rethinking iMbor History: Essays on Discourse and Class Analysis. Ουρπάνα: University of Illinois Press. Blackmore, Josiah και Gregory Hutcheson (επιμ.). 1999, Queer Iberia: Sexualities. Cul­ tures. and Crossings from the Middle Ages to the Renaissance. Ντέραμ: Duke University

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

207

Press. Blackwood. Evelyn και Saskia Wieringa (επιμ.), 1999. Female Desires: Same-Sex Relations and Transgender Practices across Cultures. Νέα Γόρκη: Columbia University Press. Bland, Lucy και Laura Doan (επιμ.), 1998, Sexology in Culture: Labelling Bodies and De­ sires. Κέμπριτζ: Polity Press. Bloom, Ida, Karen Hagemann και Catherine Hall. 2000. Gendered Nations: Nationalisms and Gender Order in the Long Nineteenth Century. Λονδίνο: Berg. Bock, Gisela, 1991, Antinatalism, maternity and paternity in National Socialist racism”. Στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.). Maternity and Gender Policies: Women and the Rise o f the European Welfare States. 1880s-1950s, 233-255. Λονδίνο: Routledge. — 2002. Women in European History. Οξφόρδη: Blackwell. Bock, Gisela και Susan James (επιμ.), 1992, Beyond Equality and Difference. Λονδίνο: Routledge. Βολντμάν, Ντ., Κρ. Κλαπίς-Ζιμπέρ. Ρ. Μ. Λαγκράβ κ.ά.. 1997, «Πολιτισμός και εξου­ σία των γυναικών: δοκίμιο ιστοριογραφίας». Στο Έ φη Αβδελά και Αγγελικά Ψαρρά (επιμ.). Σ ιω π η ρ ές ισ τ ο ρ ίες : Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύλο στην ιστορική αφήγηση. 329370. Αθήνα: Αλεξάνδρεια [Πρώτη δημοσίευση 1986, Annales ESC 2: 271-93]. Bordo, Susan, 1992, “Feminist skepticism and the ‘maleness’ of philosophy”. Στο Elizabeth D. Harvey and Kathleen Okruhlik (επιμ.). Women and Reason, 143-162. Aw Άρμπορ: University of Michigan Press. Bourke, Joanna, 1996, Dismembering the Male: M en’s Bodies. Britain and the Great War. Σικάγο: University of Chicago Press. Bowlby, Rachel, 1985, Just Looking: Consumer Culture in Dreiser, Gissing, and Zola. Λον­ δίνο και Νέα Γόρκη: Methuen. Boyd, Kelly, 1994, “Exemplars and ingrates: Imperialism and masculinity in the boys’ story paper, 1880-1930”. Historical Research 67. Bray, Alan, 2006, The Friend. Σικάγο: University Of Chicago Press. Braybon, Gail (επιμ.), 2003, Evidence, History and the Great War: Historians and the Im­ pact o f 19 1 4 -1 9 1 8 . Νέα Γόρκη: Berghahn Books. Breines, Winifred. 2006, The Trouble between Us: An Uneasy History o f White and Black Women in the Feminist Movement. Νέα Γόρκη: Oxford UP. Breward, Christopher, 1999, The Hidden Consumer: Masculinities, Fashion and City Life, 186-1914. Μάντσεστερ: Manchester University Press. Bridenthal, Renate, Atina Grossmann και Marion Kaplan (επιμ.), 1984. When Biology Became Destiny: Women in Weimar and Nazi Germany. Νέα Γόρκη: Monthly Review Press. Bristow, Joseph, 1991, Empire Boys: Adventures in a M an’s World. Λονδίνο: British Popular Culture. Λονδίνο: Routledge. Brooke, Stephen, 2001, “Gender and working-class identity in Britain in the 1950s”. Journal o f Social History 35: 773-795. Brown, Elsa Barkley, 1992, “ ‘What has happened here’: The politics of difference in women’s history and feminist politics”. Feminist Studies 18: 295-312 Buckley, Cheryl και Fawcett, Hilary, 2002, Fashioning the Feminine: Representation and Women’s Fashion from the Fin de Siècle to the Present. Burger, Glenn και Steven Kruger (επιμ.), 2001, Queering the Middle Ages. Μινεάπολη και Λονδίνο: University of Minnesota Press. Burleigh, Michael και Wolfgang Wippermann, 1991. The Racial State: Germany 19331945. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Burton, Antoinette, 1994, Burdens of History: British Feminists. Indian Women, and Impe­ rial Culture. 1865-1915. Τσάπελ Χιλ, Νότια Καρολίνα: University of North Caroline — 1996, “Remapping colonial culture: Feminist perspectives”. Radical History Review 66: 220-228 __ 2003, Dwelling in the Archive: Women Writing House. Home, and History m Late Colo­ nial India. Νέα Γόρκη: Oxford University Press. , . , r Burton. Antoinette και Ballantyne. 2005, Bodies in Contact: Rethinking Colonial Encoun­

208

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΓΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ters in World History. Ντέραμ: Duke University Press. Butler, Judith, 1999 [1990], Gender Trouble. Νέα Υόρκη: Routledge Ιμτφ. στα ελληνικά 2 0 0 9 Α ν α τ α ρ α χ ή φ ύ λ ο υ : Ο φ εμ ιν ισ μ ός χ α ι η α ν α τ ρ ο π ή τη ς τ α υ τ ό τ η τ α ς , μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εισαγωγή και επιστημονική επιμέλεια Βενετία Καντσά, επ ί­ μετρο Αθηνά Αθανασίου, επιμέλεια κειμένου Χριστίνα Σπυροπούλου. Αθήνα: Αλε­ ξάνδρεια]. Butler. Judith και Joan Scott (επιμ.), 1992, Feminists Theorize the Political. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Bynum, Caroline, 1992, Fragmentation and Redemption: Essays on Gender and the Human Body in Medieval Religion. Νέα Υόρκη: — 1995, “Why all the fuss about the body? A medievalist’s perspective”. Critical Inquiry 22: 1-33. Camiscioli, Elisa, 2 000, “Producing citizens, reproducing the ‘French race’: Immigration, demography and pronatalism in early twentieth-century France”. Gender and History 13 (3): 593-621. Canning, Kathleen. 1994, “Feminist history after the ‘linguistic turn’: Historicizing dis­ course and experience”. Signs 19: 3 6 8 -4 0 4 . — 1996a. “Social policy, body politics: Recasting the social question in Germany, 18751900”. Στο Frader και Rose (επιμ.). Gender and Class in Modern E u rope, 211-237. Ίθα κα και Λονδίνο: Cornell University Press. — 1996β, Languages o f Labor and Gender: Female Factory Work in Germany, 1850-1 9 1 4 . Ίθα κα : Cornell University Press. Canning, Kathleen και Sonya 0 . Rose, 2001, “Introduction: Gender, citizenship and subjectivity: Some historical and theoretical considerations”. Gender and History, 13(3): 427-443. Capdevila, Luc και ΕΓ3ηςοΪ5 Rouquet κ.ά. (επιμ.), 20 0 3 , Hommes et femmes dans la France en guerre. 191 4 -1 9 4 5 . Παρίσι: Payot. Carby, Hazel V. 1985, “ O n the threshold of wom an’s era’: Lynching, empire and sexuality in black feminist theory”. Critical Inquiry 12: 262-77. Cassia, Paul Saint, και Bada. Constantina, 1992, The Making o f the Modern Greek Fam ily: Marriage and Exchange in Nineteenth-Century Athens. Κέμπριτζ: Cambridge Univer­ sity Press. Chakravarti, Uma, 1998, Rewriting History: The Life and Times o f Pandita Ramabai. Νέο Δελχί: Kali for Women. Chatterjee, Choi, 2002, Celebrating Women: Gender. Festival Culture and Bolshevik Ideology, 1910-1939. Πίτσμπουργκ: University of Pittsburgh Press. Chatterjee, Partha, 1993. The Nation and its Fragments: Colonial and Postcolonial Histories. Νιου Τζέρσι: Princeton University Press. Chauncey, George, 1994, Gay New York: Gender. Urban Culture, and the Making o f the Gay Male World. 1 8 9 0 -1 9 4 0 . Νέα Υόρκη: Basic Books. Chaytor, Miranda, 1995. “ Husband(ry): Narratives of rape in the seventeenth century”. Gender and History 7 (3). Chinn, Carl, 1988, They Worked All Their Lives: Women o f the Urban Poor in England. 1880-1939. Μ άντσεστερ: Manchester University Press. Chowdury-Sengupta, Indira, 1998, The Frail Hero and Virile History: Gender and the Poli­ tics o f Culture in Colonial Bengal. Νέο Δελχί: Oxford University Press. Clancy-Smith, Julia και Frances Gouda (επιμ.), 1998, Domesticating the Em pire: Race. Gender, and Family Life in French and Dutch Colonialism. Σάρλοτσβιλ: University of Virginia Press. Clark, Anna. 1987, Women's Silence. M en’s Violence: Sexual Assault in England. 17701845. Λονδίνο: Pandora. — 1995, The Struggle for the Breeches: Gender and the Making o f the British Working Class. Λονδίνο: Rivers Oram Press. — 1996, “Gender, class, and the nation: Franchise reform in England, 1832-1928”. Στο James Vernon (επιμ.). Re-reading the Constitution: New Narratives in the Political History o f England’s Long Nineteenth Century. 230-253. Κέμπριτζ: Cambridge University I>ress.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΖΕΙ?: TOT ΦΓΛΟϊ’

209

2000, The New Poor Law and the breadwinner wage: Contrasting assumptions”. Journal o f Social History, 32(2): 261-290. Clark, Linda L., 2001, The Rise o f Professional Women in France: gender and public admini­ stration since 1830. Νέα Τόρκη: Cambridge University Press. Clements. Barbara, Barbara Alpern Engel κ.ά. (επιμ.), 1991, Russia's Women: Accommo­ dation, Resistance, Transformation, Μπέρκλεϊ, University of California Press. Cobble, Dorothy Sue. 1991, Dishing It Out: Waitresses and Their Unions in the Twentieth Century. Ουρμπάνα: University of Illinois Press. 2004, The Other Women s Movement: Workplace Justice and Social Rights in Modern America. Πρίνστον: Princeton University Press. Cockbum, Cynthia, 1998, The Space between Us: Negotiating Gender and National Identities in Conflict. 1998. Λονδίνο: Zed Books. Cocks, H. G., 2006, “Modernity and the self in the history of sexuality”. Historical Jour­ nal 49(4): 1211-1227. Cody, Lisa. 1995, “This sex which seems to have won: The emergence of masculinity as a category of historical analysis”. Radical History Review 61: 175-83. Cohen, Michele, 1996, Fashioning Masculinity: National Identity and Language in the Eighteenth Century. Λονδίνο: Routledge. Colboume, Cathy, Vijaya Joshi και Christina Towmey, 1997, “Gender and history in Australian history in the 1990s”. Australian Feminist Studies 12: 344-56. Cole, Joshua, 2000, The Power o f Large Numbers: Population. Politics, and Gender in Nine­ teenth-Century France. Ίθακα: Cornell University Press. Collingham, Elizabeth, 2001, Imperial Bodies: The Physical Experience o f the Raj, c. 18001917. Λονδίνο: Polity. Cook, M. et al., 2007, A Gay History of Britain: Love and Sex between Men since the Middle Ages. Οξφόρδη: Greenwood. Cott, Nancy, 1977, The Bonds o f Womanhood: “ Women's Sphere" in New England. 17801835. Νιου Χέιβεν: Yale University Press. — 1998. “Marriage and women’s citizenship in the United States, 1830-1934”. American Historical Review 103. — 2000, Public Vows: A History o f Marriage and the Nation. Κέμπριτζ: Harvard Univer­ sity Press. Cova. Anne, 1991, “French feminism and maternity: theories and policies. 1890-1918”. Στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.). Maternity and Gender Policies: Women and the Rise o f the European Welfare States. 1880s-1950s. 119-137. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Cowman, Krista και Louise Jackson. 2005, “Middle-Class women and professional iden­ tity”. Women's History Review 14 (2): 165-180. D’Cruze, Shani, 2007, “Intimacy, professionalism and domestic homicide in interwar Britain: the case of Buck Ruxton”. Women's History Review 16 (5): 701-722. D’Emilio, John, 1983, “Capitalism and gay identity”. Στο Ann Snitow, Christine Stansell και Sharon Thompson (επιμ.). Powers of Desire: The Politics o f Sexuality, 100-113. Νέα Τόρκη: Monthly Review Press. — 1992, Making Trouble: Essays on Gay History, Politics and the University. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Δαλακούρα, Κατερίνα, 2000, Τ ο κ εν τρ ικ ό π α ρ θ ε ν α γ ω γ είο Θ εσσαλ ονίκη ς, 1854-1914: Μ ια π ρώ τη π ρ ο σ έγ γ ισ η της εκ π α ίδ ε υ σ η ς των θηλέων στη Θ εσσαλονίκη κ α τ ά την τ ε λ ε υ τ α ία π ε ρ ίο δ ο της οθω μ ανική ς κ υ ρ ια ρ χ ία ς . Ιστορικό Αρχείο Νεοελληνικής Εκπαίδευσης/Κυριακίδης. Damousi, Joy, 1997. Depraved and Disorderly: Female Convicts. Sexuality and Gender m Colonial Australia. Μελβούρνη: Cambridge University Press. Davidoff, Leonore, 1995. “Class and gender in Victorian England: The case of Hannah Cullwick and A.J. Munby”. Στο Worlds Between: Historical Perspectives on Gender and Class, 103-130. Κέμπριτζ: Polity Press. __ 1995, Worlds Between: Historical Perspectives on Gender and Class. Κέμπριτζ: Polity Press.

210

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ Φϊ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

— 2003, “Gender and the ‘Great Divide’: Public and private in British gender history”. Journal o f Women's History 15 (1): 11-27. Davidoff, Leonore, Megan Doolittle και Janet Fink (επιμ.). 1999, The Family Story. Οξ­ φόρδη: Blackwell. Davidoff, Leonore, Keith McClelland και Eleni Varikas (επιμ.), 2 000, Gender and His­ tory: Retrospect and Prospect. Οξφόρδη: Blackwell. Davidoff, Leonore, και Hall, Catherine, 2 0 0 2 [1987], Family Fortunes. Men and Women o f the English Middle Classes. Λονδίνο. Dawson, Graham. 1994, Soldier Heroes: British Adventure. Empire and Imagining o f Mascu­ linities. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. De Grazia, Victoria, 1992, How Fascism Ruled Women: Italy, 19 2 2 -1 9 4 5 . Μ πέρκλεϊ: Uni­ versity of California Press. De Grazia. Victoria και Ellen Furlough (επιμ.), 1994, The Sex o f Things. Gender and Con­ sumption in Historical Perspective. Καλιφόρνια: University of California Press. De Vault, Ileen A., 1990, Sons and Daughters o f Labor: Class and Clerical Work in Turn-ofthe-Century Pittsburg. Ίθα κα : Cornell University Press. Dialeti, Androniki, 2007, “The publisher Gabriel Giolito de’ Ferrari, female readers, and the debate about women in sixteenth-century Italy”. Renaissance and Reformation, 28 (4): 5-32. Dixon, Joy, 2001. Divine Feminine: Theosophy and Feminism in England. Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press. Doan, Laura. 2001, Fashioning Sapphism: The Origins o f a Modern English Lesbian Culture. Νέα Τόρκη: Columbia University Press. — 2006, “Topsy-turvydom: Gender inversion, Sapphism, and the Great W ar”. A Journal o f Lesbian and Gay Studies, 12: 517-542. Domansky, Elizabeth. 1997, “ Militarization and reproduction in World W ar I Germany”. Στο Geoff Eley (επιμ.). Society, Culture, and the State in Germany 1 870-1 9 3 0 . Aw Άρμπορ: University of Michigan Press. Donzelot. Jacques, 1977, La police des families. Παρίσι: Les Editions de Minuit. Downs, Laura Lee, 1995, Manufacturing Inequality: Gender Division in the French and M et­ alworking Industries. 19 1 4 -1 9 3 9 . Ιθακα: Cornell University Press. — 2004, Writing Gender History, Οξφόρδη: Oxford University Press. Duberman. Martin Bauml, Martha Vicinus, George Chauncey (επιμ.), 1989, Hidden From History: Reclaiming the Gay and Lesbian Past. Νέα Τόρκη: New American Library. Dublin, Thomas, 1994, Transforming Women's W ork: New England Lives in the Industrial Revolution. Ίθακα, Νέα Τόρκη: Cornell University Press. DuBois, Ellen, Mari Jo Buhle, Temma Kaplan, Gerda Lemer, Caroll Smith-Rosenberg, 1980, “Politics and culture in women’s history: A Symposium”. Feminist Studies 6 (1): 24-64. Duchen. Claire και Irene Bandhauer-Schoffmann (επιμ.), 20 0 0 , When the War Was Over: Women, War and Peace in Europe, 19 4 0 -1 9 5 6 . Λονδίνο: Continuum. Duden, Barbana, 1991, The Woman Beneath the Skin. A Doctor's Patients in EighteenthCentury Germany, μτφρ. Thomas Dunlap. Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard Univer­ sity Press. — 1993, Disembodying Women. Perspectives on Pregnancy and the Unborn. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. — 2001, “A historian’s ‘biology’: On the traces of the body in a technogenic world". Historein: A Review o f the Past and Other Stories 3: 89-102. — 2003. Anatomie der Guten Hoffnung. Στουτγγάρδη: Klett-Cotta. Dudink. Stefan. Karen Hagemann και John Tosh, 2004, Masculinities in Politics and W ar: Gendering Modern History. Μάντσεστερ: Manchester University Press. Eisenstein. Zillah, 1979. Capitalist Patriarchy and the Case for Socialist Feminism. Monthly Review Press. — 1981. 77/c Radical Future o f Liberal Feminism. Νέα Τόρκη: Longman. Engel, Barbara Alpem, 1994, Between the Fields and the City: Women. Work and Family in Russia. 1 8 6 1 -1914. Κέμπριτζ: Cambridge University Press.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

211

Exertzoglou. Haris, 2003, “The cultural uses of consumption: Negotiating class, gender, and nation in the Ottoman urban centers during the nineteenth century”. Interna­ tional Journal o f Middle East Studies 35: 77-101. Ζέμον-Νταίηβις, Νάταλι, 2000, Η επ ισ τρ ο φ ή το υ Μ αρτίνου Γ κ ε ρ (μτφρ. Παρασκευάς Ματάλας). Αθήνα: Νεφέλη. Ζιώγου-Καραστεργίου. Σιδηρουλα, 1986. Η Μ έση Ε κ π α ίδ ευ σ η των κοριτσιώ ν στην Ε λ λ ά δ α . 1830-1893. Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. — 2006. Δ ιερ ευ ν ώ ν τας το φ ύλο. Ισ τορ ικ ή δ ιά σ τ α σ η κ α ι σ ύ γ χ ρ ο ν ος π ρ ο β λ η μ ατισ μ ός στη Γενική, Ε π α γ γ ελ μ α τ ικ ή κ α ι Σ υνεχιζόμενη Ε κ π α ίδευ σ η . Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Θεοδώρου, Βάσω, 1999, «ΙΙειθαρχικά συστήματα και εργασία στα ορφανοτροφεία το β' μισό του 19ου αιώνα». Μνήμων 21, 55-84. Fairchilds, Cissie, 1984, Domestic Enemies: Servants and Their Masters in Old Regime France. Νέα ϊόρκη: The John Hopkins University Press. Farge, Arlette, 1979, Vivre dans la rue à Paris au X V IIIe siècle. Παρίσι — 1986, La vie fragile. Violence, pouvoirs et solidarités à Paris au X V IIIe siècle. ΙΙαρίσι. [English edition, 1993. Fragile Lives: Violence, Power and Solidarity in EighteenthCentury Paris, Μασαχουσέτη, Harvard University Press (μτφρ. Carol Shelton)]. Faue, Elizabeth, 1991, Community o f Suffering and Struggle: Women, Men, and the Labor Movement in Minneapolis, 1915-1945. Τσάπελ Χιλ: University of North Carolina Press. Fauve-Chamoux, Antoinette (επιμ.), 2005, Domestic Service and the Formation of European Identity. Understanding the Globalization o f Domestic W ork. 16th-21st centuries. Βέρνη: Peter Lang. Feher, Michael, Ramona Nadoff και Nadia Tazi (επιμ.), 1989-91, Fragments for a History o f the Human Body [3 τόμοι]. Νέα Γόρκη: Zone Books. Fernandez, Leela, 1997, Producing Workers: The Politics of Gender and Class in the Calcutta Jute Mills. Φιλαδέλφια: University of Pennsylvania Press. Field, John H., 1982, Toward a Programme of Imperial Life: The British Empire at the Turn o f the Century. Νιου Χέιβεν: Greenwood Press. Fletcher, Anthony, 1995, Gender, Sex and Subordination in England, 1500-1800. Νιου Χέιβεν: Yale University Press. Fox Keller, Evelyn, 1992, Secrets of Life, Secrets of Death: Essays on Language, Gender and Science. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Frader, Laura L. και Sonya O. Rose (επιμ.), 1996, “Introduction: Gender and the recon­ struction of European working-class history”. Στο Gender and Class in Modern Europe. Ίθακα και Λονδίνο: Cornell University Press. Frader. Laura L., 1995. “Dissent over discourse: Labor history, gender, and the linguis­ tic turn”. History and Theory 34 (3): 213-30. Fraisse, Geneviève, George Duby και Michelle Perrot (επιμ.). 1994, A History of Womeni in the West. Τομ. IV, Emerging Feminism from Revolution to World War. Κέμπριτζ: Belknap. Francis, Martin, 2002, “The domestication of the male? Recent research on nineteenthand twentieth-century masculinity”. The Historical Journal 45 (3): 637-652. Fraser, Nancy, 1998, “Sex, lies, and the public sphere: Reflections oq the confirmation of Clarence Thomas”. Στο Joan Landes (επιμ.). The Public and Private. 314-337. Οξ­ φόρδη: Oxford University Press. Freccero, Carla, 2005, Queer/Early/Modern. Series Q. Ντέραμ: Duke University Press. Grosz, Elizabeth, 1986. «Derrida, Irigaray. and deconstruction». Left-wright. Intervention (Sydney, Australia) 20: 73. Gallant, Thomas, 2002, Experiencing Dominion: Culture, Identity, and Power in the British Mediterranean. Ιντιάνα: University of Notre Dame Press. Gamier, Regenia, 1991, Subjectivities. A History o f Self-Representation in Britain. 18321920. Οξφόρδη: Oxford University Press. Γιαννιτσιώτης, Γιάννης, 2006. Η κοινωνική ισ τ ο ρ ία το υ Π ειρ α ιά . Η διαμ όρφ ω σ η της ασ τικ ή ς τά ξ η ς. 1860-1910. Αθήνα: Νεφέλη. Γιαννακόπουλος, Κώστας, 2006. «Ιστορίες σεξουαλικότητας». Στο Σ εξ ο υ α λ ικ ό τη τα .

212

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΙΜΑ

Θ εω ρ ίες κ α ι π ο λ ιτικ ές τη ς α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς , 17-102. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Giles, Judy, 2004, The Parlour and the Suburb: domestic identities, class, femininity and mod­ ernity. Οξφόρδη: Berg. Gluck, Berger S. και Patai, D. (επιμ.), 1991, Women's Words: The Feminist Practice o f Oral History. Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Routledge. Goldman, Wendy, 1993, Women, the State, and Revolution: Soviet Family Policy and Social Life, Î 9 1 7-1936. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. — 2002, Women at the Gates: Gender and Industry in Stalin's Russia. Κέμπριτζ: Cam­ bridge University Press. Gordon, Linda, 1988, Heroes of Their Own Lives: The Politics and History o f Family Vio­ lence, Boston 1880 -1 9 6 0 . Νέα Υόρκη: Viking. Gotsi, Chariklia-Glafki, 2005, “Towards the formation of a professional identity: women artists in Greece at the beginning of the twentieth century”. Women's History Review, 14 (2): 2 8 5 -3 0 0 . Gowing, Laura. 1996, Domestic Dangers: Women, Words and Sex in Early Modern London. Οξφόρδη: Oxford University Press. Greadle, Kathryn και Richardson, Sarah (επιμ.), 2 000, Women in British Politics, 17601860: The Power of the Petticoat. MacMillan Press. Griffin, Gabriele, 2 002, “Gender studies in Europe: Current directions”. Στο Luisa Passerini. Dawn Lyon και Liana Borghi (επιμ.). Gender Studies in Europe, 17-30. Φλωρεντία: Robert Schuman Center for Advanced Studies. Grimshaw, Patricia, Marilyn Lake, Ann McGrath και Marian Quartly, 1994, Creating A Nation: 178 8 -1 9 0 0 . Μελβούρνη: McPhee/Gribble. Grossmann, Atina, 1995, Reforming Sex: The German Movement o f Birth Control and Abor­ tion Reform 1 9 2 0 -1 9 5 0 . Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Guenther, Irene, 2004, Nazi Chic? Fashioning Women in the Third Reich. Οξφόρδη, Νέα Υόρκη: Berg. Hadley, D. (επιμ.), 1999, Masculinity in Medieval Europe. Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Haggerty, George, 1999, Men in Love: Masculinity and Sexuality in the Eighteenth Century. Νέα Υόρκη: Columbia University Press. Hall, Catherine, 1992, White. Male and Middle Class: Explorations in feminism and History. Οξφόρδη. — 1996, “Histories, empires and the post-colonial moment”. Στο Iain Chambers και Lidia Curti. The Post-Colonial Question: Common Skies, Divided Horizons, 65-77. Λον­ δίνο: Routledge. — 2002, Civilizing Subjects: Métropole and Colony in the English Imagination 1830-1 8 6 7 . Σικάγο: University of Chicago Press. Hall, Catherine (επιμ.), 2000, Cultures of Empire. Colonizers in Britain and the Em pire in the Nineteenth and Twentieth Centuries: A Reader. Λονδίνο: Routledge. Hall, Catherine και Jane Rendall, 2000, Defining the Victorian Nation. Blackwell. Halperin, David, 2 002, Ηοιυ to Do the History o f Homosexuality. Σικάγο: University of Chicago Press. Hantzaroula, Pothiti, 2005, “The dynamics of the mistress-servant relationship”. Στο Antoinette Fauve-Chamoux (επιμ.). Domestic service and the formation o f European identity, 379-408. Βέρνη: Peter Lang. — 2006, “The status of servants’ labour in state policy (Greece, 1870 -1 9 6 0)”. Proceedings o f the Servant Project. Στο S. Pasleau και I. Schopp (επ ιμ .) με την R. Sarti, τομ. 2: 2 2 5 -2 4 6 . Λιέγη: Editions de Γ Univérsité de Liège. Haraway, Donna, 1989, ‘A manifesto for cyborgs: Science, technology, and social femi­ nism in the 1980s”. Στο Linda Nicholson (επιμ.). Feminism/Postmodernism. 190-233. Λονδίνο: Routledge. — 1991, “ ‘Gender for a marxist dictionary: The sexual politics of a word". Στο Simi­ ans, Cyborgs, and Women: The Reinvention of Nature, 127-148. Λονδίνο: Free Associa­ tion Books. Harding, Sandra. 1986, Die Science Question in Feminism. ΊΟακα: Cornell University Press.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ

213

1987, Feminism and Methodology: Social Science Issues. Μλούμινγκτον: Indiana Univer­ sity Press. 1991. Whose Science. Whose Knowledge/ Ιθακα: Cornell University Press. Hardwick, Julia, 2004. “Did gender have a renaissance? Exlusions and Traditions in Early Modem Western Europe”. Στο Meade, Teresa και Merry Wiesner-Hanks (επιμ.). A Companion to Gender History. 343-357. Οφξόρδη: Blackwell. Hareven, Tamara, 1982. Family Time and Industrial Time: The Relationship between Family and Work in a New England Community. Νέα Γόρκη: Cambridge University Press. — 1991, “The history of the family and the complexity of social change”. American His­ torical Review 96 (1): 95-124. Harrison, Carol, 2001, “Citizens and scienctists: Toward a gendered history of scientific in post-revolutionary France”. Gender and History 13 (3): 444-480. Hartmann, Heidi, 1976, “Capitalism, patriarchy and job segregation by sex”. Στο Martha Blaxall και Barbara Reagen (επιμ.), Women and the Workplace: The Implications of Occupational Segregation, 137-169. Σικάγο: University of Chicago Press. — 1981, “The unhappy marriage of marxism and feminism: Towards a more progres­ sive union”. Στο Lydia Sargent (επιμ.). Women and Revolution: A Discussion o f The Unhappy Marriage o f Marxism and Feminism, 1-41. Λονδίνο: Pluto Press. Harvey, Karen, 200 2 a , “The century of sex? Gender, Bodies, and sexuality in the long eighteenth century”. The Historical Journal 45 (4): 899-916. — 2002β, “The substance of sexual difference: change and persistence in representa­ tions of the body in eighteenth-century England”. Gender and History 14: 202-223. Healy, Dan, 2004, “(Homo)sex in the city only? Finding continuity and change in the gay past”. Gender and History 16 (1): 198-204. Heijden, Manon van der, 2000, “Women as victims of sexual and domestic violence in seventeenth-century Holland: Criminal cases of rape, incest, and maltreatment in Rotterdam and Delft”. Journal of Social History 33 (3): 623-644. Heron, Liz (επιμ.), 1985, Girls Growing Up in the 1950s. Λονδίνο: Virago. Hewitt, Nancy A., 1985, “Beyond the search for sisterhood: American women’s history in the 1980s”. Social History 10 (3): 299-321. — 2002, A Companion to American Women's History. Blackwell. Higginbotham, Evelyn Brooks, 1989, “Beyond the sound of silence: Afro-American women in history”. Gender and History 1: 50-67. — 1992, “African-American women’s history and the metalangue of race”. Signs 17: 251-274. Higonnet, Margaret, Jane Jenson κ.ά. (επιμ.), 1989. Behind the Lines: Gender and the Two World Wars. Νιου Χέιβεν: Yale University Press. Hill, Bridget, 1993, “Women’s history: A study in change, continuity or standing still?”. Women's History Review 2. — 1996, Servants: English Domestics in the Eighteenth Century. Οξφόρδη: Clarendon Press. Hine, Darlene Clark, 1989, Black Women in White: Racial Conflict and Co-operation in the Nursing Profession. 1890-1950. Μπλουμί νγκτον: Indiana University Press. Hionidou, Violetta, 2005, “Domestic service on three Greek islands jn the later 19th and early 20th centuries”. Journal o f Family History 10 (4): 473-489. Hirata. H., F. Laborie, H. Le Doaré, D. Sénotier (επιμ.). 2000. Dictionnaire cntique du féminisme. Παρίσι: Presse universitaires de France «Politique d’aujourd’hui». Hirschon, Renée, 2006, Κ λη ρονόμ οι της μ ικ ρ α σ ια τικ ή ς κ α τ α σ τ ρ ο φ ή ς : Η κοινωνική ζωή των μ ικ ρ α σ ια τώ ν π ρ ο σφ ύ γ ω ν σ το ν Π ε φ α ιά . Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Ε­ θνικής Τραπέζης. Hitchcock, Tim, 1997, English Sexualities. 1700-1800. Palgrave Macmillan. Hitchcock, Tim και Cohen, Μ. (επιμ.). 1999, English Masculinities 1660-1800. Λονδίνο και Νέα Τόρκη. Hoganson, Kristin. 1998, Fighting for American Manhood: How Gender Politics Provoked the Spanish-American and Philippine-American Wars. Νιου Χέιβεν: Yale University Press. Honeyman. Katrina και Jordan Goodman, 1991, “Women’s work, gender conflict, and

214

ΘΕΩΙΉΣΕΙΣ ΤΟί' ΦΥΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

labour markets in Europe, 1500 -1 9 0 0 ”. The Economic History Review, New Series, 44 (4): 6 0 8 -6 2 8 . Honig, Emily, 1986, Sisters and Stranger: Women in the Shangai Cotton Mills, 1 9 19-1949. Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press, hooks, bell, 1981, Ain't I a Woman?Black Women and Feminism. Βοστόνη: South End Press. — 1984, Feminist Theory: From Margin to Center. Βοστόνη: South End Press. Houlbrook, Matt, 2005, Queer London: Perils and Pleasures in the Sexual Metropolis, 1 9 1 8 1957. Σικάγο: University Chicago Press. Howard, John, 1999, Men Like That: A Southern Queer History. Σικάγο: University Chi­ cago Press. Hufton, Olwen, 1983. «W omen in history: Early m odem Europe». Past and Present 101: 141-157. — 1993, «Women, work and family». Στο Natalie Zemon Davis και Arlette Farge (επιμ.), A History o f Women, τ. 3, The Belknap Press of Harvard University Press. Hull, Isabel, 1995, Sexuality, State and Civil Society in Germany, 1 7 0 0 -1 8 1 5 . ακα: Cor­ nell University Press. Hunt, Gerald και Monica Bielski Boris, 2007, “The lesbian, gay, bisexual and transgender challenge to American Labor”. Στο Dorothy Sue Cobble (επιμ .). Sex o f Class: Women Transforming American Labor, 81-98. Cornell: Cornell University of Press. Hunt, Lynn, 1992, The Family Romance and the French Revolution. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. Hunt, Lynn (επιμ.), 1993, The invention o f Pornography: Obscenity and the Origins o f M od­ ernity. 1500-1800. Νέα Υόρκη: Zone Books. Hunt, Nancy Rose, 1996, “Introduction”. Gender and History 8 (3): 3 2 3 -3 3 7. Hunt, Tamara και Lessard Micheline (επιμ.), 2 002, Women and the Colonial Gaze. Λονδί­ νο: NYU Press. Illic. Melanie (επιμ.), 2001, Women in the Stalin Era. Palgrave. Jackson, M, 1996, New-born Child Murder: W om en, Illegitimacy and the Courts in Eight­ eenth-century England. Μάντσεστερ. Jarvis. David, 1996, “The Conservative Party and the politics of gender, 1 9 0 0-1939”. Στο Martin Francis και Ina Zweininger-Bargielowska (επιμ .), The Conservatives and the British Society, 1 8 8 0 -1 9 9 0 , 172-193. Κάρντιφ: University of W hales Press. Jennings, Rebecca, 2007a, Tomboys and Bachelor Girls: A Lesbian History o f Post-W ar Britain. 194 5 -7 1 . — 2007β. A Lesbian History o f Britain: Love and Sex between Women since 1500. Οξφόρδη: Greenwood. Johnson, Angela (επιμ.), 1985, Unequal Opportunities: Women's Employement in England, 1800-1918. Οξφόρδη: Blackwell. Jordanova, Ludmilla. 1989, Sexual Visions: Images o f Gender in Science and Medicine be­ tween the Eighteenth and Twentieth Centuries. Χερτφορντσάιρ: Harvester Wheatsheaf. — 1993, “Gender and the historiography of science”. British Journal o f the History o f Science 26: 4 69-83. 2003, “Gender”. Στο Peter Burke (επιμ.). History and Historians in the Twentieth Cen­ tury. 120-140. Οξφόρδη: Oxford University Press. Καλπουρτζή, Εύα, 2001, Σ υ γ γ εν ικ ές σ χ έ σ ε ις κ α ι σ τ ρ α τ η γ ικ έ ς α ν τ α λ λ α γ ώ ν . Τ ο π α ρ ά ­ δ ε ιγ μ α τη ς Ν ά ξ ο υ τ ο 17° α ιώ ν α . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Κάννερ. Εφη, 2001, «Λόγοι περί γυναικών στην ελληνορθόδοξη εγγράμματη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 35: 2 9 9 -3 3 4 . 2004, Φ τώ χ εια κ α ι φ ιλ α ν θ ρ ω π ία στην ο ρ θ ό δ ο ξ η κ ο ιν ό τ η τ α τη ς Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο ύ π ο ­ λης 1753-1912. Αθήνα: Κατάρτι. Kantorowicz. Ernst, 1981 11957], The King's Two Bodies. A Study in Medieiml Political Theology. ΓΙρίνστον: Princeton University Press. Καντσά, Βενετία, 1995-1996, «Η Α ά β ρ υ ς : Συνοπτική π α ρ ο υ σ ία σ η εν ό ς ελληνικού λε­ σβιακού περιοδικοί)». Δίνη 8: 73-95. 2006, «Μ ια άρρηκτη σχέση. Η συνύπαρξη φύλου και συγγένειας στην ανθρωπολο-

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ* ΦΓΛΟΓ

‘215

γική θεωρία και πρακτική». Στο Ιωάννα Λαλιώτου και Ρίκα Μπενβενίστε (επιμ.), «Οι σπουδές του φύλου». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα 94: 72-79. Καρακατσάνη, Δέσποινα, 2004, Ε κ π α ίδ ευ σ η κ α ι πολιτική δ ια π α ιδ α γ ώ γ η σ η : Γνώσεις, αξίες, πρακτικές. Αθήνα: Μεταίχμιο. Kasdagli, Aglaia, 1999. Land and Marriage, Settlements in the Aegean: A Case Study of Seventeenth-Century Naxos. Βενετία: Hellenic Institute of Byzantine and PostByzantine Studies and Vikelea Municipal Library of Iraklion. Κατσιαρδή-Hering, 2003. Τ εχνίτες κ α ι τεχ νικές β α φ ή ς νημάτων: α π ό τη Θ εσ σ α λ ία στην Κ εντρική Ε υ ρώ π η (1 8 ^ -α ρ χ έ ς /9ου α ιώ ν α). Αθήνα: Ηρόδοτος. Katz, Jonathan Ned. 1995, The Invention o f Heterosexuality. Νέα Τόρκη: Dutton. Καφετζάκη, Τόνια, 2003, «Γυναικεία αμφισβήτηση και κομμουνιστική στράτευση. Εργαζόμενες γυναίκες σε μεσοπολεμικά πεζογραφήματα και άρθρα της Γαλάτειας Καζαντζάκη». Μνήμων 25: 53-77. Κέλι, Τζόουν, 1997, «Η κοινωνική σχέση των φύλων: μεθοδολογικές επιπτώσεις της ιστορίας των γυναικών». Στο Ε. Αβδελά, Α. Ψαρρά (επιμ.). Σ ιω π η ρ ές ισ το ρ ίες : Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύλο στην ιστορική αφήγηση, 123-147. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Kelly-Gadol, Joan, 1986 [1977], “Did women have a Renaissance?”. Στο Women. History and Theory: The Essays o f Joan Kelly, 19-50. Σικάγο: University of Chicago Press. Kerber, Linda, 1988, “Separate spheres, female worlds, woman’s place: The rhetoric of women’s history”. Journal o f American History 75: 9-39. — 1998, No Constitutional Right to be Ladies: Women and the Obligations o f Citizenship. Νέα Τόρκη: Hill and Wang. Kessler-Harris, Alice, 1982, Out to Work: A History of Wage-Earning Women in the United States. Νέα Τόρκη: Oxford University Press. — 1990, A Woman's Wage: Historical Meanings and Social Consequences. Λέξινγκτον: Uni­ versity Press of Kentucky. — 2001a, “What is gender history now?”. Στο David Cannadine (επιμ.). What Is His­ tory Now?, 95-112. Νέα Τόρκη: Palgrave Macmillan. — 2001 β, In Pursuit o f Equity: Women, Men and the Quest for Economic Citizenship in Twentieth Century America. Νέα Τόρκη: Oxford University Press. Kimmel, M.S. (επιμ.), 1987, Changing Men: Nezo Directions in Research on Men and Mas­ culinity. Μπέβερλυ Χιλλς: Sage. Klapisch-Zuber, Christiane, 1994. “Introduction”. Στο Christiane Klapisch-Zuber. George Duby και Michelle Perrot (επιμ.), A History o f Women in the West. Τομ. II, Silences o f the Middle Ages. Κέμπριτζ: Belknap. Klaus, Alisa, 1993, Every Child a Lion: The Origins o f Maternal and Infant Health Policy in the United States and France, 1890-1920. \Qακα: Cornell University Press. Koonz, Claudia, 1987, Mothers in the Fatherland: Women. the Family and Nazi Politics. Jonathan Cape. Koonz, Claudia, και Renate Bridenthal (επιμ.), 1998 [19771. Becoming Visible: Women in European History. Βοστόνη: Houghton Mifflin. Κορασίδου, Μαρία. 1995, Οι άθλ ιοι των Αθηνών κ αι οι θ ε ρ α π ε υ τ έ ς το υ ς. Φ τώχεια κ αι φ ιλ αν θ ρω π ία στην ελληνική π ρ ω τ ε ύ ο υ σ α τον 19ο αιώ να. Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. — 2002, Ό ταν η α ρ ρ ώ σ τ ια α π ειλ εί. Επιτήρηση κ αι έλ εγ χ ο ς της υ γ ε ία ς το υ πληθυ­ σ μ ο ύ στην Ε λ λ ά δ α το υ 19011 αιώ να, Τυπωθήτω. Αθήνα. Kosofsky Sedgwick, Eve. 1994. Epistemology of the closet. Λονδίνο: Harmondsworth. Κουλούρη, Χριστίνα, 1997, Α θλητισμός κ α ι Ό ψ εις της Α στικής Κ οινω νικότητας. Γ υ ­ μ ν α σ τ ικ ά κ α ι Α θλητικά Σ ω μ α τ ε ία 1870-1922. ΙΑΕΝ / ΚΝΕ, Αθήνα. Κουφού, Αγγελική, 2004, «Μοντερνισμός/μεταμοντερνισμός: ανιχνεύοντας την ιστορι­ κότητα της συζήτησης». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα 85: 84-99. Kramer, Paul, 2006. “The darkness that enters the home: The politics of prostitution during the Pilippine-American War”. Στο Ann Laura Stoler (επιμ.). Haunted by Em­ pire: Geographies of Intimacy in North American History. 366-404. Duke University LaclaiT^Emesto και Chantal Mouffe, 1985, Hegemony and Socialist Strategy: Towards a

216

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Radical Democratic Politics. Λονδίνο: Verso. Ladd, Molly Taylor, 1994, M other-W ork: Women, Child Welfare, and the State, 18901930. Σικάγο: University of Illinois Press. Lake, Marilyn, 1998, “Feminism and the gendered politics of antiracism, Australia 19271957: From maternal protectionism to leftist assimilation”. Australian Historical Stud­ ies 29: 91-108. Laliotou. Ioanna, 2004, Transatlantic Subjects: Acts o f Migration and Cultures o f Transna­ tionalism between Greece and America. Σικάγο: University of Chicago Press. Lambiri-Dimaki, Jane. 1985, “Dowry in modem Greece: An institution at the crossroads between persistence and decline”. Στο Marion A. Kaplan (επιμ .), The Marriage Bar­ gain: Women and Dowries in European History, 165-178. Νέα Υόρκη: Harrington Park Press. Landes, Joan, 1988, Women and the Public Sphere in the Age o f the French Revolution. Ίθ α κα: Cornell University Press. — 1998, Feminism, the Public and the Private. Οξφόρδη: Oxford University Press. Laqueur, Thomas, 2 003. Κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ο ν τ α ς τ ο φ ύ λ ο : Σ ώ μ α κ α ί κ ο ιν ω ν ικ ό φ ύ λ ο α π ό τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Έ λ λ η ν ες έ ω ς τον Φ ρό υ ν τ (μτφρ. ΓΙελαγία Μ αρκέτου). Αθήνα: Πο­ λύτροπον. Laqueur, Thomas και Catherine Gallagher (επιμ.), 1986, The Making o f the Modern Body: Sexuality and Society in the 19th Century. Μ πέρκλεϊ: Lawrence. Jon, 1993, “Class and gender in the making of urban Toryism, 1880-1914”. The English Historical Review 108: 6 2 9 -6 5 2 . Lerner, Gerda, 1986, The Creation o f Patriarchy. Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Levine, Philippa, 1990, Feminist Lives in Victorian England: Private Roles and Public Commitment. Οξφόρδη: Blackwell. — 1996, “Rereading the 1890s: Venereal disease as ‘constitutional crisis’ in Britain and British India”. The Journal o f Asian Studies, 55 (3): 5 8 5 -6 1 2 . — 2003, Prostitution, Race and Politics: Policing Venereal Disease in the British Empire. Λονδίνο: Routledge. Lewis, Jane, 1980, The Politics o f Motherhood: Child and Maternal Welfare in England, 1 900-1939. Λονδίνο: Croom Helm. Lewis, Jane (επιμ.), 1986, Labour and Love: Women's Experience o f Home and Family, 1820-1940. Οξφόρδη: Basil Blackwell. Light, Alison, 1991, Forever England: Femininity, Literature and Conservatism between the Wars. Λονδίνο: Routledge. Lindberg. Anna, 2001, Experience and Identity: A Historical Account o f Class. Caste and Gender among the Cashew Workers o f Kerala, 1 9 3 0 -2 0 0 0 . Λουντ: Studia Historica Lundensia. Liu, Tessie, 1996, “What price a weaver’s dignity? Gender inequality and the survival of home-based production in industrial France”. Στο Laura L.Frader και Sonya 0 . Rose (επιμ.). Gender and Class in Modern Europe, 57-76. Ίθ α κ α και Λονδίνο: Cornell University Press. Looser, Devoney, 2000, British Women Writers and the Writing o f History. 1670-1820. Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press. Lorde, Audre, 1984, Sister Outsider: Essays and Speeches. Καλιφόρνια: Crossing Press. Lowy, liana, 1999, “Gender and science”. Gender and History 11 (3 ): 514-27. Lundqvist, Asa, 1999, “Conceptualising gender in a Swedish context”. Gender and History 11 (3): 5 83-5 9 6 . Mangan. J. A., 1981, Athleticism in the Victorian and Edwardian Public Schools. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Mangan, J. A., και Walvin, James (επιμ.), 1987. Manliness and Morality: Middle Class Masculinity in Britain and America. 18 0 0 -1 9 4 0 . Νέα Υόρκη: St. M artin's Press. Mappen, Ellen, 1985, Helping Women at Work. Λονδίνο:Hutchinson. Marcus, Sharon, 2007, Between Women: Friendship, Desire, and Marriage in Victorian Eng­ land. Νιου Τζέρσεϊ: Princeton University Press. Marshall. Thomas Η., T. Bottomore. 1995, Ιδ ιό τ η τ α τ ο υ π ολίτη κ α ι κοινω νική τάξη .

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΤ

217

Αθήνα: Gutenberg. Martin, Emily. 1987, The Woman in the Body: A Cultural Analysis o f Reproduction. Βοστόνη: Beacon Press. 1991, The egg and the sperm: How science has constructed a romance based on stereotypical male-female roles”. Signs 16 (3): 485-501. Ματθαίου. Αννα, 2006, «Συζυγικές σχέσεις και σεξουαλικότητα στα χρόνια της οθω­ μανικής κυριαρχίας: κανόνες, πρότυπα, συμψηφισμοί». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 44: 147-160. Matthews. Jill Julius. 1996. ‘‘Doing theory: Australian feminist/women’s history in the 1990s». Australian Historical Studies 27: 49-58. Maza, Sarah. 1983, Servants and Masters in Eighteenth-Century France: The Uses o f Loy­ alty. Νιου Τζέρσι: Princeton University Press. McClelland, Keith, 1989, ‘‘Some thoughts on masculinity and the ‘representative artisan’ in Britain, 1850-1880”. Gender and History 1: 164-77. — 1991, ‘‘Masculinity and the ‘representative artisan’ in Britain. 1850-1880”. Στο Roper, Michael, και John Tosh (επιμ.). Manful Assertions: Masculinities in Britain since 1800. Λονδίνο: Routledge. McClintock, Anne, 1995, Imperial Leather: Race, Gender and Sexuality in the Colonial Con­ test. Λονδίνο: Routledge. — 1997, Gender Nations and Post Colonial Perspectives. Μιννεάπολις: University of Minessota Press. Meade, Teresa και Merry Wiesner-Hanks (επιμ.), 2004, A Companion to Gender History. Οφξόρδη: Blackwell. Merchant, Carolyn, 1982, The Death of Nature: Women. Ecology, and the Scientific Revolu­ tion. Λονδίνο: HarperOne. Mills, Sarah, 1993, Discourses o f Difference: Women’s Travel Writing and Colonialism. Λον­ δίνο: Routledge. Minh-ha, Trinh T., 1986-1987, “She, the inappropriate/d Other”. Discourse 8: 11-37. — 1988, “Not you/like you: Post-colonial women and the interlocking questions of identity and difference”. Inscriptions 3/4: 71-76. — 1989, Women, Native, Other. Μπλουμί νγκτον: Indiana University Press. Mitterauer, Michael, 1979, “Familienformen und Illegitimität in ländlichen Gebieten Österreichs”. Archiv für Sozialgeschichte 19: 123-188. Mohanty, Chandra Talpade, 2003. “ ‘Under Western Eyes’ Revisited: Feminist Solidar­ ity through Anticapitalist Struggles”. Feminism without Borders: Decolonizing Theory. Practicing Solidarity, 221-251. Molloy, Sylvia, Robert Irwin, Robert McKee Irwin (επιμ.), 1998. Hispanisms and Homo­ sexualities. Q Series. Ντέραμ: Duke University Press. Moscucci, Omella, 1990, The Science of Women: Gynecology and Gender in England. 18001929. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Mosse, George L., 1984, Sessualitä e nazionalismo. Mentalitä borghese e rispettabilitä. Ρώμη. Μπάρι: Laterza. — 1990, Fallen Soldiers: Reshaping the Memory of the World Wars. Νέα Τόρκη: Oxford University Press. — 1998, The Image of Man: The Creation of Modern Masculinity. Νέα Τόρκη: Oxford Uni­ versity Press. Μόσχου-Σακοράφου. Σάσα, 1990, Ισ τ ο ρ ία το υ ελληνικού φεμινιστικού κινήματος. Αθήνα. „ Mouffe, Chantal, 1992, “Feminism, citizenship, and radical democratic politics’. Lyo Butler, Judith και Joan Scott (επιμ.). Feminists Theorize the Political, 369-384. Νέα Τόρκη: Routledge. Μπακαλάκη, Αλεξάνδρα, 1994, «Εισαγωγή: Από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπολογία του φύλου». Στο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη (επιμ.). Α νθρω πολογία, γ υ ν α ίκ ες κ α ι φύλο, 13-74. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. ^ , __ 1997, «Είναι η ανθρωπολογία των γυναικών για την ανθρωπολογία του φυλου ο,τι η παιδική ηλικία για την ωριμότητα;» Μνημών 19: 211-223. Μπακαλάκη Αλεξάνδρα, Ελένη Ελεγμίτου, 1987, Η εκ π α ίδ ευ σ η « εις τ α το υ ο ικ ο υ »

218

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

κ α ι τ α γ υ ν α ικ ε ία κ α θ ή κ ο ν τ α : Α π ό την ίδ ρ υ σ η τ ο υ ελ λη ν ικ ού κ ρ ά τ ο υ ς έ ω ς την εκ π α ιδ ε υ τ ικ ή μ ετ α ρ ρ ύ θ μ ισ η τ ο υ 1929. Αθήνα: ΙΑ ΕΝ. Μπένετ, Τζούντιθ, 1997. «Φεμινισμός και Ιστορία». Στο Ε. Αβδελά, Α. Ψαρρά (επιμ.), Σ ιω ττηρές ισ τ ο ρ ίε ς : Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύ λ ο στη ν ισ το ρ ικ ή α φ ή γ η σ η , 371-411. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Μποκ, Γκιζέλα, 1997, «Ιστορία των γυναικών και ιστορία του φύλου». Στο Ε. Αβδελά, Α. Ψαρρά (επιμ.). Σ ιω π η ρ ές ισ τ ο ρ ίε ς : Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύ λ ο στη ν ισ το ρ ικ ή αφ ήγηση, 411-450. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Μπουτζουβή. Αλέκα, 1993, «Προσέγγιση στο οδοιπορικό μιας γυναίκας: Διαμάντω Τσιάκα-Γριτζώ να». Δίνη 6: 195-229. — «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και δράσεις 190 9 -1 9 2 2 » . Ι σ τ ο ρ ία τ ο υ Ν έο υ Ε λ λη ν ισμ ού 1 7 7 0 -2 0 0 0 , 6: 2 8 3 -2 9 2 . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Murray, Stephen, 2000, Homosexualities. Σικάγο και Λ ονδίνο: University of Chicago Press. Murray, Stephen και Will Roscoe (επιμ.), 1997, Islamic Homosexualities: Culture, History, and Literature. Νέα Υόρκη: New York University Press. Nandy, A.. 1983. The Intimate Enemy: Loss and Recovery o f Self Under Colonialism. Νέο Δελχί: Oxford University Press. Nelson. Claudia, 1991, Boys Will Be Girls: The Feminine Ethic and British Children's F ic ­ tion 1857-1 9 1 7 . Νιου Μπρούσγουικ. Nelson. Dana, 1998. National Manhood: Capitalist Citizenship and the Imagined Fraternity o f White Men. Τ σάπελ Χιλ: Duke University Press. Newsom, David, 1961, Godliness and Good Learning: Four Studies on a Victorian Ideal. Λονδίνο: John Murray. Norwood, Stephen, 1990, Labor's Flaming Youth: Telephone Operators and Worker Mili­ tancy. 1878 -1 9 2 3 . Ουρμπάνα: University of Illinois Press. Nussbaum, Felicity. 1995. Torrid Zones: Maternity, Sexuality, and Empire in EighteenthCentury English Narratives. Βαλτιμόρη: The Johns Hopkins University Press. O’Donnell. Katherine και Michael O’Rourke (επιμ.), 2 003, Love, Sex, Intimacy and Friendship between Men. 1 5 5 0 -1 8 0 0 . Palgrave Macmillan. Offen. Karen. 1991, “Body politics: women, work and the politics of motherhood in France. 1920 -1 9 5 0 “. Στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ .). Maternity and Gender Policies: Women and the Rise o f the European Welfare States, 1880s-1950s, 138-159. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. — 2000, European Feminisms, 1 7 5 0 -1 9 5 0 : A Political History. Στάνφορντ: Stanford Uni­ versity Press. Offen. Karen, Ruth Roach Pierson, Jane Rendall (επιμ.), 1991, Writing Women's History. International Perspectives. Μπλούμινγκτον: Indiana University Press. Ogilvie, Sheila C., 1990, “Women and proto-industrialization in a corporate society: Wurtenberg woollen weaving, 1590-1760”. Στο P. Hudson και W.R. Lee (επιμ.). Women's Work and the Family Economy in Historical Perspective. Μ άντσεστερ: Man­ chester University Press. O’Hanlon. Rosalind. 1997, “ Issues of masculinity in north Indian history: The Bangash Nawabs of Furrukhabad». Indian Journal o f Gender Studies 4: 1-19. Oosterhuis, Harry, 2 000, Stepchildren of Nature: K rafft-Ebbing, Psychiatry, and the Making o f Sexual Identity. Σικάγο: University of Chicago Press. Oram, Alison, 2007, Her Husband Was a Woman! Women's Gender-Crossing in Modem British Popular Culture. Λονδίνο: Routledge. Oudshoom. Nelly, 1990, “Endocrinologists and the conceptualization of sex, 19201940”. Journal o f the History o f Biology 23: 163-86. — 1994, Beyond the Natural Body. Archeology o f Sex Hormones. Λονδίνο: Routledge. Palmer, Phyllis. 1989, Domesticity and Dirt: Housewives and Domestic Servants in the United States. 192 0 -1 9 4 5 . Φιλαδέλφια: Temple University Press. IΙαντελίδου-Μαλούτα, Μάρω. 2002, T o φ ύ λ ο τη ς δ η μ ο κ ρ α τ ία ς : Ιδ ιό τ η τ α τ ο υ π ολίτη κ α ι έμ φ υ λ α υ π ο κ είμ ε ν α . Αθήνα: Σαββάλας. Παπαθανασίου, Μαρία, 2002, «Εξώ γαμ α παιδιά και ψυχοπαίδια στο χώρο των Ανα-

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΠΤν.ΚΙΥ T O f φΤΛΟΓ

219

χολικών Αλπεων (1750-1940)». Μνημών 24: 327-343. — 2003, Μ εγ αλ ώ ν ο ν τας σ το ν ο ρ ειν ό χ ώ ρ ο : Π α ιδ ιά κ αι Π αιδική Η λικία σ τ ο Κ ρ οκ ύ λ ειο Λ ω ρ ίδ ας τις π ρ ώ τ ες δ ε κ α ε τ ίε ς το υ 2 0 ο ύ α ιώ ν α. Αθήνα: Ιστορικό Α ρχείο Ελ­ ληνικής Νεολαίας. Παπαστεφανάκη, Λήδα, 2007, Ε ρ γ α σ ί α . τεχ ν ολ ο γ ία κ α ι φ ύλο στην ελληνική β ιομ η χα­ νία. Η κ λ ω σ τ ο ύ φ α ν τ ο υ ρ γ ία το υ Π ειρ α ιά (1 8 7 0 -1 9 4 0 ). Ηράκλειο: Πανεπιστημια­ κές Εκδόσεις Κρήτης. Παπαταξιάρχης, Ευθύμιος, 1992, «Από τη σκοπιά του φύλου: Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της σύγχρονης Ελλάδας». Στο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης και Θόδωρος Παραδέλλης (επιμ.), Τ α υ τό τη τες κ αι φ ύλο στη σύγχρονη Ε λ λ ά δ α . Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — 1997, «Το φύλο στην ανθρωπολογία (και την ιστοριογραφία): Ορισμένες γνωστικές και μεθοδολογικές προεκτάσεις». Μνήμων 19: 201-210. Πασσερίνι, Λουίζα, 1998, Σ π α ρ ά γ μ α τ α το υ 2 0 ο ύ α ιώ ν α : Η ισ τ ο ρ ία ω ς βιωμένη ε ­ μ π ειρ ία . μεταφ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Ιωάννα Λαλιώτου, Ιουλία Πεντάζου. Αθήνα: Νεφέλη. Passerini. Luisa, 1979. “Work ideology and consensus under Italian fascism”. History Workshop Journal 8: 82-108. — 1987, Fascism in Popular Memory: The Cultural Experience o f The Turin Working Class (trans. Robert Lumley, Jude Bloomfield). Νέα Τόρκη: Cambridge University Press. — 1990, “Memoria, autobiografía, oralitá: il problema della presentazione delle in­ terviste dal punto di vista storiografico”, Rassegna Italiana di Sociología 3. — 1992, “A memory for women’s history: Problems of method and interpretation”. Social Science History 16 (4): 669 -6 9 2 . Passerini, Luisa και Polimeris Voglis (επιμ.), 1999, Gender in the Production o f History. Φλωρεντία: EUI WP. Pateman, Carole, 1988, The Sexual Contract. Στάνφορντ: Stanford University Press. — 1989, “Feminist critiques of the public/private dichotomy”. Στο Pateman, The Disor­ der of Women, 118-140. Κέμπριτζ: Polity Press. — 1992, “Equality, difference, subordination: The politics of motherhood and women’s citizenship». Στο Gisela Bock Susan James (επιμ.). Beyond Equality and Difference, 1731. Λονδίνο: Routledge. Pedersen, Susan, 1993, Fam ily, Dependence, and the Origins o f the Welfare State: Britain and France. 1914-1945. Νέα Τόρκη: Cambridge University Press. Penrose, Walter, 2001, “Hidden in history: Female homoeroticism and women of a ‘third nature’ in the South Asian past”. Journal o f the History o f Sexuality. 10 (1): 339. Minoglou-Pepelasis, Ioanna, 2007, “Women and Greek family capitalism, 1780-1940”. Business History Review 81: 517-538. Perrot, Michelle, 1987, “Quinze ans d ’histoire des femmes”. Sources: Travaux histonques \Ί.

— 1998, Les femmes ou les silences de I'histoire. Παρίσι: Flammarion. Perrot, Michelle (επιμ.), 1984, Une histoire des femmes est-elle possible? Μασσαλία: Rivages. — (επιμ.), 1992, Writing Women's History. Οξφόρδη: Blackwell. . Pnina Werbner και NiraYuval-Davis (επιμ.). 1999, Women. Citizenship and Difference. Νέα Τόρκη: Zed Books. Πλακωτός, Γιώργος, 2007, «Η Ιερή Εξέταση στη Βενετία: απόκλιση, συμμόρφωση και φύλο (16υς-17ος αιώνας)». Τ α Ισ τ ο ρ ικ ά 24 (46): 89-127. Pollard, Miranda, 1998, Reign of Virtue: Mobilizing Gender in Vichy France. Σικάγο: Uni­ versity of Chicago. , Πομάτα, Τζιάννα, 1995. «Η ιστορία των γυναικών, ιστορία του γένους». Στο George Duby-Michelle Perrot (επιμ.). Γ υ ν α ίκ ες κ α ι Ισ τ ο ρ ία (μτφρ. Κατερίνα Καρλαύτη), 2 6 -4 0 . Α θ ή ν α : Ε λ λ η ν ικ ά Γ ρ ά μ μ α τ α .

ρ

.

u,

— 1997, «Η ιστορία των γυναικών: ένα ζήτημα ορίων». Στο Ε. Αροελα, Α Ψαρρα (επιμ.). Σ ιω π η ρ ές ισ τ ο ρ ίες : Γ υ ν α ίκ ες κ α ι φ ύλο στην ιστορική αφηγηση. 149-229. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

220

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Pomata. Gianna. 1992, «Uom ini mestruanti. Somiglianza e differenza fra i sessi in Europa in età m oderna». Quaderni storici 79: 51-103. — 1994, La promessa di Guarigione. Malati e curatori in antico regime: Bologna X V ï-X V II I secolo. Ρώμη-Μπάρι: Laterza. Poovey, Mary. 1988, Uneven Developments: The Ideological Work o f Gender in Mid-Victorian England. Σικάγο: University of Chicago Press. — 1998, A History o f the Modern Fact: Problems o f Knowledge in the Sciences o f Wealth and Society. Σικάγο: University of Chicago Press. Porciani, Ilaria. 1999, “Les Historiennes et le Risorgimento”. Στο Luisa Passerini και Polimeris Voglis (επ ιμ .). Gender in the Production o f History, 1-24. Φλωρεντία: EUI WP. Poulos, Margaret, 2007, “The burden of history: The defeat of second-wave feminism in Greece”. Aspasia 1: 176-196. Pratt, Mary Louise, 1992. Imperial E yes: Travel Writing and Transculturation. Λονδίνο: Routledge. Procacci, Giovanna, 1993, Gouverner la misère: La question sociale en France, 1 7 89-1848. Παρίσι: Seuil. Prochaska, F.K., 1980, Women and Philanthropy in Nineteenth-Century England. Οξφόρδη: Oxford University Press. Psarra. Angelika, 2007, “Feminism and communism: Notes on the Greek case”. Aspasia, 1: 207-213. Radcliff, Pamela, 2001, “Imagining female citizenship in the ‘New Spain’: Gendering the democratic transition, 1975-1978”. Gender and History, 13 (3 ): 4 9 8 -5 2 3 . Rappaport, Erica, 20 0 0 , Shopping fo r Pleasure: Women in the Making o f London's West End. Πρίνστον: Princeton University Press. Reddy, William. 1997, The Invisible Code: Honor and Sentiment in Postrevolutionary France. 1 8 14-1848. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. Rendall. Jane, 1985, The Origins o f Modern Feminism: Women in Britain, France and the United States. Λονδίνο: Macmillan. — 2000, “Women and the public sphere”. Στο Leonore Davidoff, Keith McClelland, Eleni Varikas (επιμ.). Gender and History: Retrospect and Prospect, 57-70. Οξφόρδη: Basil Blackwell. Ρεντετζή, Μαρία, 2 0 0 6 , «Η σκιαγράφηση της ιστορίας των γυναικών στις επ ιστήμες». Στο Ιωάννα Λαλιώτου και Ρίκα Μ πενβενίστε (επιμ .), «Οι σπουδές του φύλου». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έ μ α τ α 94: 50-61. Ρεπούση, Μαρία, 1999, «Ο λόγος για τα δικαιώ ματα». Στο Κέντρο Γυναικείων Μ ελε­ τών και Ερευνών Διοτίμα, Τ ο φ ύ λ ο τω ν δ ικ α ιω μ ά τ ω ν Ε ξ ο υ σ ία , γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι ιδ ιό ­ τ η τ α τ ο υ πολίτη , 21-27. Αθήνα: Νεφέλη. Rex, John και David Mason (επιμ.), 1986, Theories o f Race and Ethnic Relations. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Ρηγίνος, Μιχάλης. 1987, Π α ρ α γ ω γ ικ έ ς δ ο μ έ ς κ α ι ε ρ γ α τ ικ ά η μ ερ ο μ ίσ θ ια στην Ε λ λ ά δ α . 1909-1936. Αθήνα: Ίδρυμα Έ ρευ να ς και Παιδείας της Εμπορικής Τ ράπεζας της Ελλάδος. Rich. Adrienne. 1987, Blood. Bread and Poetry. Νέα Υόρκη: W.W.Norton &Co.Ltd. Ριζάκη, Ελένη, 2007, Οι « γ ρ ά φ ο υ σ ε ς » Ε λ λη ν ίδες. Σ η μ ειώ σ εις γ ια τη γ υ ν α ικ ε ία λ ο γ ιο ­ σύνη τ ο υ 1 9ου α ιώ ν α . Αθήνα: Κατάρτι. Riley, Denise. 1988, Am I That Name? Feminism and the Category o f "Women” in History. Λονδίνο: Macmillan. Riot-Sarcey, Michèle, 1994, “De l’historicitéc du genre citoyen”. Στο H.U. Jost. M. Pavil­ lon και F. Vallotton (επιμ.), La politique des droits. Citoyennctée et construction des genres aux 19e et 20 e siècle, Παρίσι: Editions Kime. — 1999, “The difficulties of gender in France: Reflections on a concept”. Gender and History, 11 (3 ): 48 9 -9 8 . — 2002, Histoire du féminisme. Παρίσι: La Découverte & Syros. Roberts, Elizabeth, 1 995a [1988], Women's Work. 18 4 0 -1 9 4 0 . Λονδίνο: MacMillan. — 1995β, An Oral History o f Working-Class Women, 1 8 9 0 -1 9 4 0 : Family. Sexuality and

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ

221

Social Relations in Past Times. Blackwell. — 2002, Women and Families: An Oral History, 1940-1970: Family, Sexuality and Social Relations in Past Times. Blackwell. Rochefort, Florence (επιμ.), 2007, Le pouvoir du genre. Laïcités et religions 1905-2005. Τουλούζη: Presses Universitaires du Mirail. Roper, Michael, και Tosh, John (επιμ.), 1991, Manful Assertions: Masculinities in Britain since 1800. Λονδίνο: Routledge. Rosario, Vernon A. (επιμ.), 1997, Science and Homosexualities. Λονδίνο: Routledge. Rose, Sonya 0 ., 1992, Limited Livelihood: Gender and Class in Nineteenth-Century England. University of California Press. — 1993, “Respectable men, disorderly Others: The language of gender and the Lanca­ shire weavers’ strike of 1878 in Britain». Gender and History 5: 382-397. — 1996, “Protective labor legislation in nineteenth-century Britain: Gender, class and the liberal state”. Στο Frader και Rose (επιμ.). Gender and Class in Modern Europe, 193-210. Λονδίνο: Cornell University Press. Rosenthal, Michael, 1986, The Character Factory: Baden Powell and the Origins o f the Boy Scout Movement. Λονδίνο: Collins. Ross, Ellen, 1982, “ ‘Fierce questions and taunts’: Married life in working-class London, 1870-1914”. Feminist Studies 8 (3): 575-93. — 1985, “Survival networks: Women’s neighborhood sharing in London before World War One”. History Workshop Journal 15: 4-27. — 1993, Love and Toil: Motherhood in Outcast London. 1870-1918. Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Roth, Benita, 2003, Separate Roads to Feminism: Black, Chicana. And White Feminist Movements In America's Second Wave. Cambridge UP. Rowbotham, Sheila, 1972, Women, Resistance and Revolution. Λονδίνο: Allen Lane. Rublack. Ulinka. 2001, The Crimes o f Women in Early Modern Germany. Οξφόρδη Claren­ don Press. Russett, Cynthia Eagle, 1989, Sexual Science: The Victorian Construction of Womanhood. Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press. Σαλίμπα, Ζιζή, 2004, Γ υ ν α ίκ ε ς ε ρ γ ά τ ρ ιε ς στην ελληνική β ιομ η χ αν ία κ α ι στη β ιοτεχ ν ία (1870-1922). Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς/ Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ. Σαμίου, Δήμητρα, 1989, «Τ α πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων (1864-1952)». Μνη­ μών 12: 161-172. — 2003, «Οι γυναίκες στον Εμφύλιο: Πολιτικοί αγώνες και ισ ότη τα» . Ι σ τ ο ρ ία του Ν έου Ε λληνισμού 1770-2000 8: 261-270. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. — 2004, «Οι Ελληνίδες 1922-1940. Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδική­ σεις». Ισ τ ο ρ ία το υ Ν έου Ελληνισμού 1770-2000 7: 65-76. Ελληνικά Γράμματα. — 2005, «Η ψήφος των γυναικών». Στο Θ. Βερέμης και Η. Νικολακόπουλος (επιμ.). Ο Ε λ ευ θ έρ ιο ς Β εν ιζέλ ος κ α ι η επ οχ ή του, 21: 298-299. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Sant Cassia, Paul and Bada, Constantina. 1992, The Making o f the Modern Greek Family: Marriage and Exchange in Nineteenth-Century Athens. Κέμπριτζ: Cambridge Univer­ sity Press. Sarkar, Sumit, 1992, “ ‘Kaliyuga’, Chakri’ and ‘Bhakti’: Ramkrishna and his times”. Economic and Political Weekly 18: 1543-66. — 1997, Writing Social History. Νέο Δελχί: Oxford University Press. Sarkar, Tanika, 1992, “The hindu wife and the hindu nation: Domesticity and national­ ism in nineteenth century Bengal». Studies in History 8: 213-35. __ 2001a, “Enfranchised selves: Women, culture and rights in nineteenth-century Ben­ gal”. Gender and History. 13 (3): 427-443. __ 2001 β, Hindu Wife. Hindu Nation. Community, Religion, and Cultural Nationalism. Λονδίνο: Indiana University Press. , Sarti. Raffaella, 2004, “ ‘Noi abbiamo visto tante città, abbiamo un altra cultura . Servizio domestico, migrazioni e identité di genere in Italia: uno sguardo di lungo pe­ riod”. Polis 1: 17-46.

222

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

— 2006, “Domestic service: Past and present in southern and northern Europe”. Gender and History, 18, 2: 2 2 2 -2 4 5 . Scarry, Elaine, 1987, The Body In Pain: The Making and Unmaking o f the World. Oxford Press. Schiebinger. Londa, 1989, The Mind Has No Sex? Women in the Origins o f Modern Science. Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press. — 1999, Has Feminism Changed Science? Κέμπριτζ, Μ ασαχουσέτη: Harvard University Press. Schmitt, Pauline, Michelle Pantel, George Duby και Michelle Perrot (επιμ.), 1994, A History o f Women in the West. Τομ. I, From ancient goddesses to Christian saints. Κ έ­ μπριτζ: Belknap. Schöttler, Peter, 1999, “Lucie Varga ou la face cachée des ‘Annales’ ”. Στο Luisa Passerini και Polimeris Voglis (επιμ .). Gender in the Production o f History, 25-40. Φλωρεντία: EUI WP. Schulte, Regina, 1994, The Village in Court: Arson, Infanticide and Poaching in the Court Reports o f Upper Bavaria. 18 4 8 -1 9 1 0 . Οξφόρδη. — 2000. “The Queen— A middle-class tragedy: The writing of history and the creation of myths in nineteenth-century France and Germany». Gender and History 14 (2): 2 6 6 -2 9 3 . — 2002. Der Körper der Königin. Geschlecht und Herrschaft in der höfischen Welt seit 1500. Campus. Σκοτ, Τζόουν, 1997, « Τ ο φύλο: μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης». Στο Ε. Αβδελά, Α. Ψαρρά (επιμ.), Σιωττηρές ιστορίες: Γυναίκες και φύλο στην ιστορι­ κή αφήγηση, 2 8 5 -3 2 8 . Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Scott, Joan. 1987, “ ‘L ’ouvrière! Mot impie, sordide...’. Women workers in the discourse of French political economy, 184 0 -1 8 6 0 » . Στο Patrie Joyce (επιμ .), The Historical Meaning o f Work. 119-142. Κέμπριτζ. — 1988, “Deconstructing equality-versus-difference: or, the uses of poststructuralist theory for feminism». Feminist Studies 14 (1): 3 3 -5 0 . — 1991, “The evidence of experience”. Critical Inquiry 17: 773-797. — 1996a, “Introduction”. Στο Joan Scott (επιμ.). Feminism and History, 1-19. Οξφόρδη. — 1996β, Only Paradoxes to Offer: French Feminists and the Rights o f Man. Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press. — 200 0 [1988], Gender and the Politics o f History, Νέα Τόρκη: Columbia University Press. — 2004. “Feminism ’s history”. Journal o f Women's History 16 (2 ): 10-29. Scott, Joan Wallach, 2007, The Politics o f the Veil. Πρίνστον και Οξφόρδη: Princeton Uni­ versity Press. Sengoopta. Chandak, 1998, “Glandular politics: Experimental biology, clinical medicine and homosexual emancipation in the Fin de Siècle Central Europe”. Isis 89: 445-73. Sen, Sudipta, 2002, A Distant Sovereighnty: National Imperialism and the Origins o f British India. Λονδίνο: Routledge. Sewell. William H., 1990. “Review essay: Gender and the politics of history». History and Theory 29 (1): 71-82. Shapiro, Ann-Louise, 1993, “Introduction: History and feminist theory or talking back to the beadle”. History and Theory 31: 1-10. Sharpe, Pam (επιμ.). 1998. Women's Work, the English Experience 1 7 5 0 -1914. Λονδίνο: Arnold. Shevelow, Katherine, 1989, Women and Print Culture: The Construction o f Femininity in the Early Periodical. Shoemaker, Robert, 1998, Gender in English Society, 1 6 5 0 -1 8 5 0 : The Emergence o f Sepa­ rate Spheres? Λονδίνο: Longman. Shoemaker, Robert και Mary Vincent (επιμ.), 1998, Gender and History in Western Europe. Λονδίνο: Arnold. Showalter, Elaine, 1990, Sexual Anarchy: Gender and Culture at the Fin de Siècle. Λονδίνο: Virago.

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ TOT ΦΊΓΛΟΊΓ

223

Simonton, Deborah, 1998, A History o f European Women’s Work, 1700 to the Present. Λονδίνο: Routledge. — 2005, The Routledge History o f Women in Europe Since 1700. Routledge. Sinha, Mrinalini, 1995, Colonial Masculinity: The “Manly Englishman” and the “ Effeminate Bengali in the Late Nineteenth Century. Μάντσεατερ: Manchester University Press. 1999, Giving masculinity a history: Some contributions from the historiography of colonial India”. Gender and History: 11 (3): 27-42. Σκουτέρη-Διδασκάλου, Νόρα, 1991, Α ν θρω π ολογιχ ά γ ια το Γ υ ν α ικ είο Ζήτημα. Αθήνα: Ο Πολίτης. Smith, Barbara (επιμ.), 1983, Home Girls: A Black Feminist Anthology. Νέα ΊΓόρκη: Kitchen Table Press. Smith, Bonnie, 1995, “Gender and the practices of scientific history: The seminar and archival research in the nineteenth century”. The American Historical Review 100: 1150. — 1998, The Gender o f History: Men, Women, and Historical Practice. Κέμπριτζ Μασαχουσέτη και Λονδίνο: Harvard University Press. — (επιμ.), 2000, Global Feminisms. Λονδίνο: Routledge. — (επιμ.), 2004, W omen’s History in Global Perspective. Τομ. 1. University of Illinois Press. Smith-Rosenberg, Caroll, 1983, “The female world of love and ritual: Relations between women in nineteenth-century America». Στο Elisabeth Abel Emily K. Abel (επιμ.), Signs Reader. Women, Gender and Scholarship. Σικάγο: University of Chicago Press (πρώτη δημοσίευση 1975. S/£ws,l.) — 1986, Disorderly Conduct: Visions o f Gender in Victorian America. Oxford University Press. Sohn, Anne-Marie και Françoise Thélamon (επιμ.), 1997. L ’histoire sans les femmes estelle possible ? Παρίσι: Perrin. Spero, Nancy, 1993, “Interview: Sue Williams by Nancy Spero”. Bomb. 42 (http://www.bombsite.com/issues/42/articles/1608). Spivak, Gayatri Ghakravorty, 1987, “Explanation and culture: Marginalia”. Στο In Other Worlds: Essays in Cultural Politics. Νέα Υόρκη: Routledge. Springer, Kimberly, 2005, Living for the revolution: Black feminist organizations, 19681980. Duke University Press. Stallybrass, Peter, και White, Allon, 1986, The Politics and Poetics of Transgression. Ίθακα: Cornell University Press. Σταματογιαννοπούλου, Μαρία. 1994, «Μακράν κοίτης και τραπέζης. Οι συζυγικές συγκρούσεις στη Λέσβο του 1900». Μνημών 16: 107-138. Stebbings, Chantal, 2002, The Private Trustee in Victorian England. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Steedman, Carolyn, 1986, Landscape for a Good Woman: A Story o f Two Lives. Λονδίνο. Virago. — 1992, «La Théorie qui n ’en est pas une, or. Why Clio Doesn’t Care». History and The­ ory. 31, 4 Beiheft 31: History and Feminist Theory: 33-50. — 1994a, “The price of experience: Women and the making of.the English working class». Radical History Review 59: 108-119. — 1994β, “Bimbos from hell”. Social History 19 (1): 59-67. — 1997, “A weekend with Elektra”. Literature and History 6 (1): 17-42. __ 2007. Master and Servant: Ixrve and Labour in English Industrial Age. Κέμπριτζ: Cam­ bridge University Press. , Stolcke, Verena. 1993, “Is sex to gender as race is to ethnicity? . Στο Teresa del Valle (επιμ.). Gendered Anthropology 17-37. Λονδίνο: Routledge. Stoler, Ann Laura, 1995, Race and the Education o f Desire: Foucault’s History of Sexuality and the Colonial Order o f Things. Ντέραμ: Duke University Press. __ 1996, Carnal knowledge and imperial power: Gender, race. and morality in colonial Asia. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Studer, Brigitte. 2001, “Citizenship as contingent national belonging: Mamed women

224

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT Φί*ΛΟί* ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

and foreigners in twentieth-century Switzerland”. Gender and History 13 (3): 6 2 2 654. Styles, John και Amanda Vickery (επιμ .), 2007, Gender, Taste and Material Culture in Britain and North America, 1 7 0 0 -1 8 3 0 . Νιου Χέιβεν: Yale University Press. Summers, Ann, 2 000, Female Lives, Moral States: Women. Religion, and Public Life in Britain. 1800-1939. Λονδίνο: Threshold Press. Taylor, Barbara, 1983, Eve and the New Jerusalem: Socialism and Feminism in the Nine­ teenth Century. Νέα Γόρκη: Pantheon. — 1992, “ Mary Wollstonecraft and the wild wish of early feminism ». History Workshop Journal 33: 197-219. — 1995, “Religion, radicalism and fantasy”. History Workshop Journal 3 9: 102-112. — 2002, Mary Wollstonecraft and the Feminist Imagination. Λονδίνο: Terry, Jennifer, 1999, An American Obsession: Science, Medicine, and Homosexuality in Modern Society. Σικάγο: University of Chicago Press. Thane, Pat, 1991, “Visions of gender in the British welfare state: The case of women in the British Labour Party and social policy, 1 9 0 6 -1 9 4 5 ”. Στο Gisela Bock και Pat Thane (επιμ.). Maternity and Gender Policies: Women and the Rise o f the European Welfare States. 1880s-1950s. 93-118. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Thébaud, Françoise, 1998, Ecrire Fhistoire des femmes. Fontenay-aux-Roses: ENS Edi­ tions. — 2005, «Éditorial». Στο Yvonne Knibiehler και της ίδιας (επιμ .), ειδικό τεύχος «M a­ ternités», Clio 21: 9-16. Thébaud, Françoise, Georges Duby, Michelle Perrot και Arthur Goldhammer (επιμ.), 2000, A History o f Women in the West. Τομ. V, Toward a Cultural Identity in the Twentieth Century. Κέμπριτζ: Belknap. Theweleit, Klaus, 1987, Male Fantasies: Women, Floods, Bodies. History. Τομ. 1. Μινεάπολη: University of Minnesota. Thomas, Lynn, 1966, “ ‘Ngaitana (I will circumcise m yself)’: The gender and genera­ tional politics of the 1956 ban on clitoridectomy in Meru, Kenya”. Gender and H is­ tory. 8 (3): 3 3 8 -3 6 3 . Thompson, Elizabeth, 2 000, Colonial Citizens: Republican Rights. Paternal Privilege, and Gender in French Syria and Lebanon. Νέα Γόρκη: Columbia University Press. Thompson. Victoria, 1998, “Sexuality: Another useful category of analysis in european history». Journal o f Women's History 9: 211-19. Tilly, Louise. 1997, «W omen, work and citizenship». International Labor and WorkingClass History 52: 1-26. Tilly, Luise A., και Scott, Joan W., 1978, Women, Work and the Family. Λονδίνο: Routledge. Tosh, John, 1994, “ ‘What should historians do with m asculinity?’. Reflections on nine­ teenth century Britain”. History Workshop Journal 38: 179-202. — 1999. A man's place: masculinity and the middle-class home in Victorian England. Νιου Χέιβεν: Yale University Press. Traub, Valerie. 2002, The Renaissance o f Lesbianism in Early Modern England. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Trumbach, Randolph, 1998, Sex and the Gender Revolution: Heterosexuality and the Third Gender in Enlightenment London. Σικάγο: Chicago University Press. Valenze, Deborah. 1995, The First Industrial Woman. Οξφόρδη: Oxford University Press. Vance, Norman, 1985, The Sinezvs o f the Spirit: The Ideal o f Christian Manliness in Victo­ rian Literature and Religious Thought. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Vicinus, Martha. 1985, Independent Women: Work and Community fo r Single Women 18701914. Λονδίνο: Vira go. — 2004. Intimate Friends: Women Who Loved Women, 1 7 7 8 -1 9 2 8 . Σικάγο: University Chicago Press. Vickery, Amanda, 1993, “Golden age to separate spheres. A review of the categories and chronology of English women’s history”. The Historical Journal 3 6 (2 ): 380-414. — 1998, The Gentleman's Daughter: Women's Lives in Georgian England. Μπέρκλεϊ: Yale

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΙΤΊΣΕ1Σ TOT ΦΓΛΟΓ

225

University Press. Virgili, Fabrice, 2002, Shorn Women: Gender and Punishment in Liberation France (μτφρ. John Fowler [La France “ virile”: les femmes tondues à la Libération]. Οξφόρδη και Νέα Τόρκη: Berg. Walker, Garthine, 1998, “Rereading rape and sexual violence in Early Modem Eng­ land». Gender and History 10 (1): 1-25. Walker, Pamela και Beverly Kienzle (επιμ.), 1998, Women Preachers and Prophets through Two Millennia o f Christianity. Μπέρκλεϊ: California University Press. Walkowitz, Judith, 1992, City o f Dreadful Delight: Narratives of Sexual Danger in LateVictorian London. Λονδίνο: Virago. Weeks, Jeffry, 1989, Sex. Politics and Society (β’ έκδοση). Λονδίνο: Longman. — 1991, Against Nature: Essays on History. Sexuality and Identity. Rivers Oram. — 1996, “Telling stories about men”. The Sociological Review 44: 746-57. — 2000, Making Sexual History. Κέμπριτζ: Polity Press. Werbner, Pnina και Nira Yuval-Davis, 1999, Women. Citizenship and Difference. Zed Books. White, Deborah, 1983, “Female slaves: sex roles and status in the antebellum plantation South”. Journal o f Family History (Φθινόπωρο): 248-61. Widerberg, Karin, 1998. “Translating gender”. Nora 6: 2. Wiesner, Merry Hanks, 2001, Gender in History. Οξφόρδη: Blackwell. Wikander, Ulla, Alice Kessler-Harris και Jane Lewis, 1995, Protecting Women: Labor Legislation in Europe. Australia and the United States. Ουρμπάνα, Ιλλινόις: University of Illinois Press. Wildenthal, Lora, 2001, German Women for Empire. 1884-1945. Ντέραμ: Duke Univer­ sity Press. Willis, Paul, 1993 [1977], Learning to Labour: How Working-Class Kids Get Working-Class Jobs Λονδίνο: Arena. Wilson, Kathleen (επιμ.), 2003. The New Imperial History, 1660-1840. Κέμπριτζ: Cam­ bridge University Press. Wood, Elizabeth A., 1996, “Class and gender at Loggerheads in the early Soviet state: Who should organize the female proletariat and how?”. Στο Frader και Rose (επιμ.). Gender and Class in Modern Europe, 294-310. Λονδίνο: Cornell University Press. — 1997, The Baba and the Comrade: Gender and Politics in Revolutionary Russia. Indiana University Press. — 2001, “The trial of the New Woman: Citizens-in-training in the New Soviet Repub­ lic”. Gender and History, 13 (3): 524-545. Yuval-Davis, Nira, 1997, Gender and Nation. Λονδίνο: Sage Publications. Φουκώ, Μισέλ, 1982, 1989, 1993, Ισ τ ο ρ ία της σ εξ ο υ α λ ικ ό τη τ α ς. 3 τόμοι, τομ. 1 Η δί­ ψα της γνώσης (μτφρ. Γκλόρυ Ροζάκη) 1982. τομ. 2 Η χρήση των απολαύσεων, (μτφρ. Γιώργος Κωνσταντινίδης) 1989. τομ. 3 μτφρ. Γιάννης Κρητικός, 1993. Αθή­ να: Εκδόσεις Ράππα. Φουντανόποολος, Κώστας, 2002, «Εργασία και εργατικό κίνημα στην Ελλάδα». Στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.). Ισ τ ο ρ ία της Ε λ λ ά δ α ς το υ 20ομ αιώ να: Ο Μ εσ ο π ό ­ λ εμ ο ς . 1922-1940. Β1, 296-335. Αθήνα: Βιβλιόραμα. — 2005, Ε ρ γ α σ ία κ α ι ε ρ γ α τ ικ ό κίνημα στη Θ εσσαλονίκη (1908-ω 1936): Ηθική ο ικ ο ­ ν ομ ία κ α ι συλλογική δ ρ ά σ η σ τ ο Μ εσ οπ όλ εμ ο. Αθήνα: Νεφέλη. Φουρναράκη. Ελένη. 1987. Ε κ π α ίδ ευ σ η κ αι αγω γή των κοριτσιώ ν. Ελληνικοί προβλ η ­ μ α τισ μ ο ί. 1830-1910. Ένα ανθολόγιο. Αθήνα: ΙΑΕΝ. — 1993 «Μια συλλογική απόπειρα γενικής ιστορίας των γυναικών. Το εκδοτικό εγ­ χείρημα: βασικές μεθοδολογικές αφετηρίες». Δίνη, φ εμινιστικό π ερ ιοδ ικ ό . 6: 241264. „ , — 1997, «Το σύγχρονο εγχείρημα της ιστορίας των γυναικών. Πτυχές μιας μετατόπι­ σης προς μια ιστορία της σχέσης των φύλων». Μνήμων. 19: 186-199. __ 2002 «Επ ί τίνι λόγω αποστερείν αυτήν ψήφου; Καθολική ανδρική ψηφοφορία και αποκλεισμός των γυναικών από την πολιτική στην Ελλάδα του 19ου αιώνα». Μνη-

226

ΘΕΩΙΉΣΕΙΣ'ΤΟΓ ΦΓΛΟϊ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΙΤΑ

μω ν 24: 176-226. Χάφτον, Όλουεν, 20 0 3 , Ι σ τ ο ρ ία τω ν γ υ ν α ικ ώ ν στην Ευρώ ττη (1 5 0 0 -1 8 0 0 ). Αθήνα: Νεφέλη. Ψαρρά, Αγγελικά, 1988, «Φεμινίστριες, σοσιαλίστριες, κομουνίστριες: γυναίκες και πολιτική στο Μ εσοπόλεμο». Στο Γιώργος Μαυρογορδάτος και Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.). Β εν ιζ ελ ίσ μ ό ς κ α ι Α σ τ ικ ό ς Ε κ σ υ γ χ ρ ο ν ισ μ ό ς , 67-82. Κρήτη: Πανεπι­ στημιακές Εκδόσεις Κρήτης. — 1993, «Φεμινισμός: Η λέξη, ο χρόνος, οι σημασίες». Δίνη 6: 31-54. — 1999, «Μ ητέρα ή πολίτης; Ελληνικές εκδοχές της γυναικείας χειραφέτησης (18701920)». Στο Κέντρο Γυναικείων Μ ελετών και Ερευνών Διοτίμα, Τ ο φ ύ λ ο τω ν δ ι­ κ α ιω μ ά τ ω ν . Ε ξ ο υ σ ία , γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι ιδ ιό τ η τ α τ ο υ πολίτη , 90-107. Αθήνα: Νεφέλη. Zakim. Michael, 2 003, Ready-Made Democracy: A History o f Men's Dress in the American Republic, 1760 -1 8 6 0 . Σικάγο και Λονδίνο: University of Chicago Press. Zemon Davis, Natalie, 1975, “ ‘W om en’s History’ in Transition: The European Case”. Feminist Studies 3: 90. — 1995. Women on the Margins: Three Seventeenth-Century Lives. Harvard University Press. Zemon-Davis, Natalie. Arlette Farge, Georges Duby και Michelle Perrot (επιμ.), 1993, A History o f Women in the West. Τομ. III. Renaissance and the Enlightment Paradoxes. Κέμπριτζ: Belknap.

-

3-

ΑΘΗΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ-

Το φύλο και η σεξουαλικότητα στους λόγους και τις πρακτικές της βιο-επιστήμης: επιστημολογίες και τεχνολογίες του έμφυλου σώματος « Ε μ ε ίς » , μ έσ α σ ’ αυτούς του ς μερικούς λογο-θετικούς κόσμους, δεν δια θέ­ τουμε άλλη οδό προς τη σύνδεση με τη μη συμπαντική, μη γενική, μη αυ­ θεντική ολότητα παρά εκείνη που περνάει από τον ριζικό δια-μελισμό και εκ-τοπ ισμ ό των ονομάτων και των σωμάτων μας. Πώς λοιπόν η ανθρωπό­ τητα μπορεί να δια θέτει μορφή έξω από τα αφηγήματα του ανθρωπισμού; Ποια γλώ σσα θα μιλούσε μια τέτο ια μορφή;

Donna Haraway 2006 0 αγώνας ενάντια στο ρατσισμό, τον ετερο σεξισ μ ό και το απαρτχάιντ έ ­ χουν μέσα μου την ίδια επ ιτα κτικότητα που έχει η πάλη με τον καρκίνο. [...] Η αναγνώριση της ύπαρξης αλλά και των περιορισμών της δύναμής μου, και η αποδοχή της ευθύνης του να τη χρησιμοποιώ για μένα, με ε ­ μπλέκουν σ ε ά μ εσ ες και καθημερινές π ρά ξεις που με αποτρέπουν από το να καταφ εύγω στην άρνηση. Τ α λόγια της Σιμόν ντε Μ ποβουάρ ηχούν στο νου μου: «Είναι μ έσα από την αναγνώριση των πραγματικών συνθηκών της ζωής μας που κερδίζουμε τη δύναμη της πράξης και το κίνητρο της αλλαγής».

Audre Lorde 1988

ί . Ε ισ α γ ω γ ή : Τ α π ά θ η τ ο υ έμ φ υ λ ο υ σ ώ μ α τ ο ς στη δ ικ α ιο δ ο σ ία των « ε ­ π ιστη μώ ν της ζω ή ς» «Η Φ ύ ση α π ο κ α λ ύ π τ ετ α ι μ π ρ ο σ τά στην Ε π ισ τή μ η » ; δια κη ρ ύσ σ ει η επ ιγρα φ ή π άνω σ το ά γ α λμ α το υ ύ σ τερ ο υ 19°° αιώ να, το ο π οίο κο σ μ εί την Ιατρική Σ χο­ λή το υ Π αρισιού και α ν α π α ρ ισ τά μια νεαρή γυνα ίκα μ ε γυμνά στήθη π ου α π ομ α κ ρ ύνει ένα π έπ λ ο α π ό το ελ α φ ρ ά γ ερ μ ένο κεφ ά λι της. Την α να π α ρά ­ σ τα σ η α υ τή σ χ ο λιά ζει η Ludm illa JordanoVa (1 9 9 9 ) στη σημαντική ιστορική μ ελ έτη τη ς γ ια τη σ χ έση φ ύλου και β ιοια τρικής επ ισ τή μ η ς, μια σχέση που η γ εν εα λ ο γ ία τη ς εκ π ο ρ ε ύ ε τ α ι α π ό το ιστορικό π ρ ό τα γ μ α -την επ ιτα κ τικ ό τη τα τη ς επ ισ τη μ ο νική ς και ια τρικής α π ο σ το λή ς- να κατανοηθεί η « φ ύ σ η τη ς γ υ ­ ν α ίκ α ς» . Α υτό δεν σημαίνει ότι το ανδρικό φ ύλο δεν α π α σ χό λησε την ιατρική επ ισ τή μ η στη διαδρομ ή τη ς δ υ τική ς ιστορία ς, αλλά ότι η « γ υ ν α ίκ α » ήρθε στο

228

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOV ΦΤ ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

προσκήνιο του βιοιατρικού λόγου ως συνώνυμο της ίδιας της «φύσης», ως ένα πλάσμα του οποίου ο βίος καθορίζεται από τη βιολογία του:1 ήρθε, δη­ λαδή, στο προσκήνιο του λόγου της δυτικής επιστήμης ως το χ ατεξοχ ή ν ια­ τρικό αντικείμενο. Η μορφή της «γυναίκας» έγινε το πεδίο πάνω στο οποίο συμβολοποιήθηκε το όλο εγχείρημα της ιατρικής επιστήμης ως μια μοιραία, οιονεί σεξουαλική, συνάντηση του Ορθού Λόγου με την ίδια τη Φύση. Η Φύση εννοιολογήθηκε ως η ωμή (προ-κοινωνική, προ-πολιτισμική) πρώτη ύλη: άγρι­ α, ανεξερεύνητη, αινιγματική και σαγηνευτική μαζί, παραμένει αντικείμενο «διείσδυσης» και ηρωικής ανακάλυψης από το φως του Λόγου,12 που εκπρο­ σωπείται επάξια από την ανδροκρατούμενη και ανδροκεντρική ιατρική επι­ στήμη. Σ ’ αυτό το στερέωμα συμβόλων, μεταφορών, γνώσεων και πρακτικών, η «γυναίκα» αναδύεται ως το φυσικό αντικείμενο -ο υποδοχέας- της (ανδρι­ κής) ιατρικής έρευνας χ αι της (ανδρικής) σεξουαλικής επιθυμίας, αφού, όπως μας δείχνει η Jordanova, η ιατρική ανατομία του γυναικείου σώματος φέρει προγραμματικά μια καθαρά σεξουαλική διάσταση. Το παράδειγμα που αξιοποιεί για να υπογραμμίσει τη σημασία της σεξουαλικοποίησης της γυναικεί­ ας ανατομίας είναι τα περίφημα κέρινα ομοιώματα του 18ου και του 19°° αιώνα, τα οποία προορίζονταν κυρίως για τη διδακτική της ανατομίας, αλλά και, ενίοτε, για διακοσμητική χρήση (Haviland και Parish 1970, Jordanova 1989): τα γυναικεία ομοιώματα, με την εύγλωττη επωνυμία «Αφροδίτες», φέρουν περιδέραια, έχουν μακριά μαλλιά και αναπαρίστανται να κάθονται, σε μια στάση υπογραμμισμένης στερεοτυπικής θηλυκότητας, πάνω σε βελού­ δινα μαξιλάρια. Το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές τα γυναικεία αυτά ομοιώματα περιέχουν έμβρυο υποδηλώνει την εμβληματική συσχέτιση του γυναικείου σώματος με την αναπαραγωγική λειτουργία. Τα ανδρικά ομοιώ­ ματα. αντίθετα, αναπαρίστανται σε κίνηση και προορίζονται για τη διδακτική της φυσιολογίας του καθολικού και κανονικού, «ανθρώπινου» σώματος. Ό­ πως έχει δείξει το έργο της Jordanova, ο δρόμος προς την αυθεντικοποίηση της βιοιατρικής γνώσης συνδέεται ιστορικά με τη διεισδυτική εποπτεία και κανονιστική επιτήρηση του γυναικείου σώματος· η ίδια η φύση αναπαρίσταται σαν ένα θηλυκό σώμα, του οποίου τα ατίθασα μυστικά αποκαλύπτονται 1. Στον Αριστοτέλη το θηλυκό ανάγεται στο πεδίο της ύλης -της αδιαφοροποίητης και αδιαμόρφωτης υλικότητας- που μπορεί να αποκτήσει μορφή οντότητας μόνο μέσω του λ ό ­ γου, όπως αυτός εκφράζεται από την παραγωγική και δημιουργική δύναμη του αρσενικού. Το θηλυκό είναι παθητικό και το αρσενικό είναι ενεργητικό, ο φορέας από τον οποίο προέρ­ χεται η αρχή της κίνησης. Το σπέρμα είναι αυτό που δίνει στο σώμα την ψυχή, ενώ η θηλυ­ κή πλευρά παρέχει την ύλη (βλ. Horowitz 1976, Lange 1983). 2. Οι τροπικότητες του φωτός και του σκότους, που διέπουν την επιστήμη του Διαφωτι­ σμού, είναι κεντρικές στον πειθαρχικό αυτό λόγο που κατασκευάζει το γυναικείο σώμα μέσω της αποικιοκρατικής μεταφοράς της terra incognita -της «παρθένας γης» ή της «μαύρης ηπείρου», σύμφωνα με τη γνωστή μεταφορά του Sigmund Ereud-, που αναμένει την ηρωική έλευση των πρωτοπόρων εξερευνητών και κατακτητών.

ΤΟΦΤΓΛΟ ΚΑΙ Η ΣΒΞΟΐ'ΑΛΙΚΟΠΓΓΑ ΣΤΟΤΓΣ Λ()ΓΧ)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΤΉΣ ΜΟΒΠΙΣΤΙΓ

και ελέγχονται από το (έλλογο, ανδρικό) βλέμμα της βιοιατρικής επιστήμης. Σεξουαλικότητα και αναπαραγωγή, λοιπόν, και κυρίως η φυσικοποιημένη συνάφεια και συνέχεια ανάμεσα τους, είναι οι καταστατικές όψεις που όρι­ σαν ιστορικά τη γυναικεία ανατομία στο πλαίσιο της δυτικής νεωτερικότητας. Στους λόγους και τις πρακτικές της βιο-επιστήμης του 18°° και 19°° αιώνα, το ανδρικό σώμα σηματοδοτεί τον απόλυτο και οικουμενικό τόπο ανθρώπινου σώματος, ενώ το γυναικείο σηματοδοτεί την ιδιαιτερότητα, τη διαφορά, την απόκλιση από την οικουμενική σωματικότητα και την περιχαράκωση στα ό­ ρια της «φύσης».·* Είτε στην εκδοχή της γυναίκας ως ατίθασου και επικίνδυ­ νου σεξουαλικού όντος που κυριάρχησε στις αναπαραστάσεις του 17°° αιώνα είτε στην εξιδανικευμένη εικόνα της λευκής οικόσιτης γυναίκας που δέσποσε στο λόγο του 18°° αιώνα, το γυναικείο σώμα αντιπροσωπεύει την προπολιτισμική βαθμίδα εξέλιξης του ανθρώπου, αλλά και την κατηγορική εξαί­ ρεση από τον ανδρικό-ως-ανθρώπινο ανατομικό κανόνα. 0 διαφωτισμένος ανδρικός νους, ιστορικά και πολιτισμικά εξουσιοδοτημένος να ταξινομεί, να ιεραρχεί αξιολογικά και να παθολογικοποιεί κατηγορίες ανθρώπων (όπως παραδειγματικά τις «γυναίκες», τους «μαύρους», τους «Εβραίους», τους «ιθαγενείς», τους «ομοφυλόφιλους») με βάση σωματικές διαφορές που ανά­ γονται σε αυτονόητα αληθειακά κριτήρια και ύψιστης αξιοπιστίας οικουμενι­ κά πρότυπα, παραμένει αμόλυντος από τη χυδαία υλικότητα του σώματος. Η «διαφορά» αυτή δεν είναι, ωστόσο, αξιολογικά ουδέτερη, αλλά εισέρχεται στο λόγο φορτισμένη με οιονεί παθολογικά χαρακτηριστικά. Η τιθάσευση και απεμπόληση των πολιτισμικά απαξιωμένων εκδηλώσεων του γυναικείου σώ­ ματος, κυρίως των υποτιθέμενα ανεξέλεγκτων εκκρίσεών του, γίνεται δείκτης και μέτρο του «πολιτισμένου σώματος» (Comaroff 1982, Duden 1989, Elias 1978, Fraser και Greco 2005, Freund 1982, Τράκα 2007). ενός σώματος που οριοθετείται και εξιδανικεύεται ως ανδρικό, λευκό, ετεροφυλόφιλο και, σί­ γουρα, εύρωστο, αρτιμελές και υγιές. Όσες και όσοι λόγω φύλου, φυλετικότη­ τας, κοινωνικής τάξης, αρτιμέλειας και σεξουαλικότητας δεν εμπίπτουν σ ’ αυτό το κανονιστικό υπόδειγμα, παραμένουν Αλλοι, αποκλεισμένοι από την «ανθρωπότητα» και τις αναγνωρίσιμες ιδιότητές της (Sontag 1993 [1979]). Είναι ακριβώς αυτή η περίπλοκη γενεαλογία των ιεραρχικά δομημένων διαιρέσεων -ανάμεσα σε υγεία και παθολογία, κανονικότητα και απόκλιση, καθαρότητα και μιαρότητα, εαυτό και άλλους- που καθιστά το φύλο «μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης», όπως το έθεσε η Joan Scott3 3. Όπως γράφει η Simone de Beauvoir στο Δεύτερο Φύλο: «υπάρχει ένας απόλυτος αν­ θρώπινος τύπος, ο αρσενικός. Η γυναίκα έχει ωοθήκες, μήτρα: αυτές οι ιδιαιτερότητες τη φυλακίζουν στην υποκειμενικότητά της, την περιορίζουν μέσα στα όρια της ίδιας της της φύσης Λέγεται συχνά ότι σκέφτεται με τους αδένες της. Ο άνδρας αγνοεί το γεγονός ότι και η δική του ανατομία περιλαμβάνει αδένες, όπως οι όρχεις, και ότι εκκρίνουν ορμόνες, θεωρεί το σώμα του μια άμεση και φυσιολογική σύνδεση με τον κόσμο, τον οποίο πιστεύει άτι κατανοεί αντικειμενικά, ενώ θεωρεί το σώμα της γυναίκας τροχοπέδη, φυλακή, επιβα­ ρυμένο από τις ιδιαιτερότητές του» (σελ. 15. αγγλ. εκδ.). Βλ. επίσης Spelman 1982.

230

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT' ΦΓΛΟΓ ΣΤΙ1Ν ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

(1997 [1988]), αλλά και μια κρίσιμη αναλυτική κατηγορία της ιστορικής και ανθρωπολογικής ανάλυσης των βιοιατρικών λόγων και των επιστημών υγείας. Ακολουθώντας, άλλωστε, τις θεωρητικές προσεγγίσεις των έργων που πα­ ρουσιάζονται στην επισκόπηση αυτή, το φύλο εκλαμβάνεται εδώ -στις ποικί­ λες συναρμογές του με την κοινωνική τάξη, την αποικιακή ιστορία, τη φυλε­ τική και εθνική ταυτότητα και τη σεξουαλικότητα- ως ασταθής θέση υποκει­ μένου μέσα σε περίπλοκες σχέσεις εξουσίας. Τπό το φως των αναζητήσεων και συζητήσεων στους χώρους της φεμινιστικής θεωρίας και της πολιτισμικής κριτικής από τη δεκαετία του 1980 και μετά, το φύλο εκλαμβάνεται ως μια ρευστή και ατελής συναρμολόγηση κανονιστικών εννοιολογήσεων και πειθαρ­ χικών ρυθμίσεων, συμβολικών αναπαραστάσεων, λογοθετικών σχηματισμών, ψυχικών παραστάσεων, εμπρόθετης δράσης και αγωνιστικών αναμετρήσεων όπου διακυβεύονται το νόημα και η εξουσία -τίποτα λιγότερο από την ίδια την πολιτισμική τάξη του ανθρωπίνως διανοητού. Το φύλο εγκαθιδρύεται, συνεχώς, μέσω μιας τελετουργικά τυποποιημένης -αν και πάντοτε ατελούςεπανάληψης σωματικών έξεων, που υπαγορεύει το εξιδανικευμένο πρότυπο της έμφυλης κανονικότητας. Στις μελέτες που παρουσιάζονται στο ανά χείρας δοκίμιο, οι αναλυτικές κατηγορίες «φύλο», «γυναίκες» και «άνδρες», «θηλυκότητα» και «ανδρι­ σμός» δεν παραπέμπουν σε ενιαίες ταυτότητες ή υποστασιοποιημένα συλλο­ γικά υποκείμενα δεδομένης και αυτόδηλης υλικότητας, αλλά σε πολιτισμικές και πολιτικές διαδικασίες υλο-ποίησης, που κυβερνιόνται από τις ασταθείς και αμφιλεγόμενες ρυθμιστικές μυθοπλασίες και εξιδανικευμένες νόρμες ε ­ κείνου που λογίζεται και αναγνωρίζεται ως βιώσιμο σώμα. Είναι, άλλωστε, αυτές οι μυθοπλασίες και νόρμες που ορίζουν και περι-ορίζουν τα «σώματα με σημασία», δηλαδή με σημαίνουσα υλικότητα, κι έτσι απονέμουν την κοι­ νωνική αναγνωρισιμότητα και βιωσιμότητα των υποκειμένων (Butler 1993 [2008]). Αυτή η διαμόρφωση των ορίων του σώματος πραγματοποιείται μέσω απαγορεύσεων, εκτοπισμών και απωλειών. Οι διαδικασίες και δοκιμασίες μέσω των οποίων καθιερώνεται, αλλά και αποσταθεροποιείται, η ηγεμονική επικράτεια του αναγνωρίσιμου έμφυλου σώματος αποτελούν κεντρική μέρι­ μνα των βιβλιογραφικών συνεισφορών που σχολιάζονται εδώ. Στην εργασία αυτή, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις αναλυτικές προσεγγί­ σεις. κυρίως ανθρωπολογικές και ιστορικές, που έχουν θέσει καινούρια και ενδιαφέροντα ερωτήματα ή έχουν ανοίξει νέες και χρήσιμες προοπτικές σε παλαιότερα ερωτήματα και έχουν συμβάλει στη θεωρητική και μεθοδολογική ανανέωση όχι μόνο των ιδιαίτερων πεδίων της υγείας, της βιο-επιστήμης και του φύλου, αλλά και του δυναμικού εκείνου πεδίου που προκύπτει από την αναλυτική συνάρθρωσή τους. Το διεπιστημονικό πεδίο ανθρωπιστικών, κοι­ νωνικών και πολιτισμικών σπουδών που συνιστά η συνάρθρωση αυτή αναδύ­ θηκε στο ευρύτερο πλαίσιο του πολλαπλασιασμού των αντικειμένων μελέτης (π.χ. υγεία, σώμα, πάσχειν, κοινωνική οδύνη, σπουδές επιστήμης και τεχνολο­

ΤΌΦΊΓΑΟ KAI H ΣΚ=Χ)νΑΛ1Κ(ΠΉΤΑ ΣΤΟΓΣ Α()Π)Γν ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΟΚΠΙΣΤΗΜΙΙΣ

231

γίας) και του εμπλουτισμού των θεωρητικών-μεθοδολογικών προσεγγίσεων (π.χ. φεμινιστική κριτική, θεωρία της παραστασιακής επιτέλεσης, αποδόμηση, ψυχανάλυση) που συντελέστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα στο πλαίσιο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και των κοινωνικών επι­ στημών γενικότερα. Η κριτική που ασκήθηκε στη ρητορική και την πρακτική των κοινωνικών επιστημών στη δεκαετία του 1980. κυρίως η οξεία κριτική στον αντικειμενοποιητικό λόγο του θετικισμού, συνεισέφερε στη σημαντική θεωρητική και με­ θοδολογική ανανέωση κλάδων όπως η κοινωνική ανθρωπολογία, η ιστορία και οι πολιτικές επιστήμες. Διευκολύνθηκε έτσι η συνομιλία τους με τις πολιτι­ σμικές σπουδές, τις σπουδές φύλου, τη φεμινιστική θεωρία, τις queer σπου­ δές, τις μετααποικιακές σπουδές, καθώς και τις σπουδές επιστήμης και τε­ χνολογίας (βλ. Harding 1986, 1991, Jacobus, Fox-Keller και Shuttleworth 1989, Keller 1985, 1992, 1995, Reid και Traweek 2000, Rhodes 2000). Η εισαγωγή της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου είχε έτσι κι αλλιώς ήδη μετασχηματί­ σει τα επιστημολογικά παραδείγματα των παραπάνω γνωστικών πεδίων, αφού δεν ήρθε απλώς και μόνο να προσθέσει σ ’ αυτά νέες θεματικές, αλλά ενθάρρυνε και μια συστηματική αναθεώρηση των αξιωματικών παραδοχών και καθιερωμένων επιστημολογικών προταγμάτων τους (Αβδελά 2002, Αθα­ νασίου 2006, 2007, Βαρίκα 1987, 2000, 2009, Beauvoir 1979 fl949], Γιαννακόπουλος 2003, Καντσά 2006. Παντελίδου-Μαλούτα 2002, Ψαρρά 1993. Wittig 2006 [1981]). Η αναλυτική συνάρθρωση φύλου και υγείας/ιατρικής/βιοεπιστήμης στοι­ χειοθετεί ένα πεδίο εντός του οποίου -και μέσω του οποίου- αρθρώνονται κρίσιμες αντιστοιχίες ανάμεσα στο ατομικό σώμα και το πολιτικό σώμα. Αν η φαινομενολογία έδωσε ιδιαίτερη αναλυτική έμφαση στον ενσώματο εαυτό, είναι ο μεταδομισμός που έστρεψε δυναμικά την αναλυτική οπτική προς την επιτήρηση και πειθαρχική ρύθμιση των ατομικών και συλλογικών σωμάτων στα συμφραζόμενα της σεξουαλικότητας, της αναπαραγωγής, της αρρώστιας και της εργασίας. Η μεταδομιστική φεμινιστική θεωρία ασκεί κριτική στις φαινομενολογικές επεξεργασίες της σωματοποίησης, οι οποίες εκλαμβάνουν ως δεδομένη τη διχοτομία μεταξύ (προϋπάρχουσας) αδρανούς σωματικής υλικότητας και (επερχόμενης) σημαίνουσας κοινωνικότητας. Για την Butler, η οποία συνομιλεί κριτικά με τη φαινομενολογία, το σώμα δεν έχει οντολογική υπόσταση πριν, έξω ή πέρα από τις κοινωνικές πρακτικές και πολιτικές ρυθ­ μίσεις που το συγκροτούν μέσα στο πλαίσιο της έμφυλης και ετεροκανονιστικής ιεραρχίας. Έτσι, σε αντίθεση με τις θεωρήσεις που προϋποθέτουν μια οντολογία της «σεξουαλικής διαφοράς», η Butler διερευνά πώς αυτή έχει φτάσει να προσλαμβάνεται ως το έμβλημα της δεδομένης και «φυσικής» σω­ ματικής υλικότητας. Η υλικότητα του σώματος δεν αναφέρεται σε μια εγγενή φυσική ουσία, αλλά, αντίθετα, εκθέτει τις οντολογικές και επιστημολογικές βεβαιότητες, όπως και τις απαλείψεις και συσκοτίσεις, μέσω των οποίων κα­

232

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΆΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

θιερώνεται ιστορικά η έμφυλη σωματικότητα ως κοινωνικά και πολιτισμικά διανοητή, αναγνωρίσιμη, αποδεκτή ή επιτρεπτή. Η εξέταση της θέσης του έμφυλου σώματος στην επικράτεια της βιοιατρικής απαιτεί μια κριτική περιδιάβαση στη δυτική εννοιολόγηση της φυσικής υπόστασης του φύλου (Jordanova 1989, 1999, Μπακαλάκη 1994, Παπαταξιάρχης 1992, Σκουτέρη 1991). Στο επιστημονικό στερέωμα του 18°° και του 19°° αιώνα, η φυσική υπόσταση του φύλου εντοπίζεται κυρίως στην ανάδειξη της ανατομικά και φυσιολογικά θεμελιωμένης «ιδιαιτερότητας» του γυναι­ κείου σώματος. Η ανατομία και φυσιολογία των γυναικών, που ταυτίζεται με το βιολογικό πεπρωμένο τους ως μητέρων και τροφών, είναι αυτή που καθο­ ρίζει την κοινωνική τους θέση και αξία (Bloch και Bloch 1980). Στο επιστη­ μολογικό αυτό πλαίσιο, ακόμη κι αν μια γυναίκα δεν έχει παιδιά, η ίδια η αναπαραγωγική της δυνατότητα -αναπόδραστα εγγεγραμμένη και φυσικά θεμελιωμένη στο σώμα της- υπαγορεύει την κατάσταση της υγείας της ή, μάλλον, της έλλειψης υγείας της (Poovey 1988). Διεξάγοντας έρευνες κοινότητας αλλά και πολυτοπικές έρευνες, εστιάζο­ ντας στις λεγάμενες «παραδοσιακές» κοινωνίες αλλά και στα αστικάμητροπολιτικά συγκείμενα του μετα-βιομηχανικού δυτικού κόσμου, η εθνο­ γραφική εξέταση του έμφυλου λόγου περί υγείας και αρρώστιας και η πολι­ τισμική εμπειρία της υγείας και της αρρώστιας επέφερε ανανέωση σε έννοιες-κλειδιά όπως: σώμα, ενσωμάτωση και σωματοποίηση, σάρκα, συναίσθημα, αίσθηση και ενσυναίσθηση. εμπειρία, ταυτότητα, διαφορά, εξουσία, ιδιότητα του/της πολίτη, τις οποίες εκλαμβάνει όχι ως παγιωμένες και υποστασιοποιημένες οντότητες, αλλά ως πολυεπίπεδες διαδικασίες κοινωνικής και πολιτι­ σμικής νοηματοδότησης, πολιτικής διαπραγμάτευσης, ενεργούς συμβολικής ερμηνείας και ψυχικής παράστασης. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαζεύξεις υποκει­ μενικότητας/ αντικειμενικότητας, δημόσιου/ ιδιωτικού, ατομικού σώματος/ πολιτικού σώματος, αναφορικότητας/ αναπαράστασης, λόγου/ πρακτικής, πειθαρχίας/ εμπρόθετης δράσης τίθενται συστηματικά σε αναστοχαστική ε ­ πανεξέταση. Έτσι, η υποκειμενικότητα δεν εικονογραφείται με όρους μιας ενιαίας, σταθερής και ορθολογικής ατομικότητας υπερκαθορισμένης από έναν απόλυτο και παντοδύναμο νόμο, αλλά με όρους συσχετισμού δυνάμεων, δι­ αρκών και εύθραυστων διαδικασιών ενεργούς διάπλασης και διάδρασης. Το υποκείμενο είναι μια «κατά προσέγγιση» τελετουργική εκπλήρωση της εξιδανικευμένης αυθεντίας: δεν είναι, ωστόσο, ούτε εντελώς επικαθορισμένο από κοινωνικούς περιορισμούς ούτε απλώς ελεύθερο να οικειοποιηθεί τον ηγεμονικό λόγο κατά βούληση. Το σώμα, και ειδικότερα το έμφυλο σώμα, δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα ντετερμινιστικά τετελεσμένο προϊόν των κοινωνι­ κών σχέσεων ούτε όμως και σε μια αδρανή και α-ιστορική πρώτη όλη. Αντί­ θετα, εκλαμβάνεται ως σημαίνον και σημαινόμενο, κοινωνικά προσδιορισμένο αλλά και αστάθμητα ενδεχομενικό, πεδίο σχέσεων εξουσίας, επιθυμίας, απο­ ποίησης. ιδιοποίησης, διαφοράς, ταύτισης, εκτοπισμου και αντιδικίας -με

ΤΟΦΤΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟΓΑΑΙΚΟΠΓΓΑ ΣΤΟΤΕ ΛΟΙΌΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΡΙΟΚΠΙΣΤΗΜΙΙΣ

233

άλλα λόγια, εκλαμβάνεται ως πεδίο επιτελεστικού αγωνισμού (Αθανασίου 2008α). Ως προς τις ενσώματες τελετουργίες της μιμητικής ιδιοποίησης της νόρ­ μας, η θεώρηση του Πιέρ Μπουρντιέ, σύμφωνα με την οποία το habitus διαμορφώνει και διαμορφώνεται μέσω ενσώματων δομημένων προδιαθέσεων, μιμητικών χειρονομιών και αναπαραστάσεων που εκφράζονται στο πεδίο της καθημερινής κοινωνικής πρακτικής αποκτά καίρια σημασία. Αυτή η συγκροτησιακή και απροσδιόριστης έκβασης «πρακτική μίμηση» αναφέρεται σε μια σχέση ταύτισης, μέσω της οποίας οι «κανόνες του παιχνιδιού» εν­ σωματώνονται χωρίς να είναι αναγώγιμοι σε ένα γνωστικό ή ενσυνείδητο ε­ πίπεδο, μετατρέπονται σε «δεύτερη φύση» και εγκαθιδρύουν την κυρίαρχη δ ό ξ α . Έτσι, το habitus αναφέρεται σε μια «λογική» ή, καλύτερα, σε μια «αί­ σθηση» (sens) ενσωματωμένης αναπαραγωγής των κοινωνικών δομών στο επίπεδο της κοινωνικής πρακτικής, μιας μιμητικά συμμετοχικής εμπλοκής με τον κόσμο· είναι μια δυναμικά ενσωματωμένη ιστορία που, μετατρεπόμενη σε δεύτερη φύση, παύει να αναγνωρίζεται ως ιστορία. Αν και, στη δική της θεω­ ρητική επεξεργασία των διαδικασιών του έμφυλου σώματος, η Butler συνομι­ λεί με την ιδέα αυτή της «αίσθησης της πρακτικής» επεξεργαζόμενη την επι­ τέλεση ως κοινωνικό δράμα μέσω του οποίου υποκειμενικότητες συγκροτού­ νται και απο-συγκροτούνται, ασκεί κριτική στον Μπουρντιέ ότι αφήνει εκτός ανάλυσης την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης του υποκειμένου· η «πρακτική μίμηση» του Μπουρντιέ αφενός προϋποθέτει ένα ήδη δεδομένο και συγκρο­ τημένο υποκείμενο που έρχεται σε επαφή με ένα εξωτερικό, «αντικειμενικό», κοινωνικό πεδίο, και αφετέρου πάντοτε αναπαράγει τη συμμόρφωση (Μπουρντιέ 2006, Butler 1999). Ασκώντας κριτική στις θετικιστικές και μηχανιστικές θεωρήσεις που ε­ κλαμβάνουν το σώμα ως υλικό υπόβαθρο της κοινωνικοποίησης και ως οντο­ λογική βάση και προϋπόθεση κάθε εμπρόθετης δράσης, η σύγχρονη ανθρωπολογική και φεμινιστική θεωρία υποστηρίζει μια εννοιολογική πρόσληψη του φύλου που εμπεριέχει δυναμικά την υλικότητα του σώματος, όχι όμως με την έννοια της οντολογικής βεβαιότητας, αλλά με την έννοια της διαρκούς (και διαρκώς ατελούς και αστάθμητης) επιτελεστικής υλοποίησης των εκάστοτε ηγεμονικών ιδεωδών του φύλου. Η επισκόπηση της βιβλιογραφίας εντοπίζει αλλά και. αναπόφευκτα, δια­ δραματίζει μια κάποια ένταση ανάμεσα στις αναλυτικές κατηγορίες «γυναί­ κες» και «φύλο». Η ένταση αυτή συμπυκνώνεται στο θεμιτό ερώτημα: αν στόχος είναι η ανάδειξη της έμφυλης διάστασης της βιοιατρικής, γιατί αυτή η υπερ-εκπροσώπηση των γυναικών; Οι λόγοι της αυξημένης αυτής αναλυτικής «ορατότητας» των γυναικών στις μελέτες που διερευνούν τις έμφυλες δια­ στάσεις της βιο-επιστήμης και της βιοκοινωνικής ιδιότητας του/της πολίτη (Rose και Novas 2005) είναι ιστορικοί και πολιτικοί: Αν στόχος είναι να κα­ τανοήσουμε επαρκέστερα πώς συγκροτούνται, νομιμοποιούνται και φυσικό-

234

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΙΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ποιούνται συστήματα κοινωνικής ιεράρχησης των υποκειμένων όπως είναι αυτό του φύλου, φαίνεται απαραίτητο να εξετάσουμε τις ιστορικά και κοινω­ νικά αρθρωμένες σχέσεις εξουσίας που έχουν υπαγάγει π ρ ω τίσ τ ω ς τις «γυ­ ναίκες» στην α-ιστορική «ουσία» του βιολογικοανατομίκού τους φύλου. Χρειάζεται, δηλαδή, να ανιχνευτούν οι σχέσεις (πολιτικής, κοινωνικής, βιοεπιστημονικής) εξουσίας που οργανώνουν και νομιμοποιούν την «κανονιστική μυθοπλασία» (Butler 1990) της διχοτομικής πρόσληψης του φύλου με τρό­ πους που επιδρούν καταπιεστικά και απαξιωτικά όχι συμμετρικά για όλα τα έμφυλα υποκείμενα, αλλά κ υ ρίω ς για τις γυναίκες, καθώς και για τα γκέι, queer και διαφυλικά (transsexual) άτομα. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι να εξεταστούν οι σχέσεις εξουσίας και τα καθεστώτα αλήθειας που κατασκευά­ ζουν τις «γυναίκες» ως φυσικά δεδομένη και εγγενή «διαφορά» -και μάλι­ στα παθολογική και απαξιωμένη- ως προς την εξιδανικευμένη προφάνεια της ανδρικής, αστικής, ετεροσεξουαλικής, λευκής «οικουμενικότητας», και μάλι­ στα σ ’ έναν χώρο -όπως είναι αυτός της βιοιατρικής γνώσης/εξουσίας- στον οποίο η επίκληση της υποτιθέμενα άφυλης επιστημονικής-αξιολογικής ουδε­ τερότητας έχει εμπεδωθεί ως καταστατικό επιστημολογικό πρόταγμα. Τα σημαντικότερα ίσως οφέλη που αποκόμισαν οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες από την εισαγωγή της αναλυτικής κατηγορίας «φύλο» στην ανθρωπολογική και ιστορική μελέτη της βιο-επιστήμης είναι η ιστορικοποίηση και πληρέστερη κατανόηση της ασύμμετρης τοποθέτησης των έμφυλων υπο­ κειμένων στο πεδίο της βιοιατρικής, αλλά και της νομιμοποιητικής κατα­ σκευής της «γυναίκας» ως ουσιωδώς διαφορετικής από τον «άνδρα» βάσει της αναπαραγωγικής της φυσιολογίας (από την οποία, άλλωστε, πηγάζει η αμφίσημη εννοιολόγησή της ως ενός πλάσματος -επικίνδυνου και ιερού, μαζίπου χρήζει ιατρικής επιτήρησης). Η αμφισημία αυτή συμπυκνώνεται στη -φαινομενικά μόνο- παράδοξη πολιτισμική και επιστημική κατανόηση όψεων της γυναικείας φυσιολογίας -όπως η περίοδος και ο τοκετός- ως εμβληματικά «φυσικών» πλευρών της γυναικείας υπόστασης, αλλά και, ταυτόχρονα, ως «αφύσικων» παρεκκλίσεων. Ο λόγος της γυναικείας φυσιολογίας και οι πρα­ κτικές ιατρικοί) ελέγχου που συνάδουν με αυτόν οικοδομούνται -και εξουσιο­ δοτούνται- ακριβώς στο σημείο της αμφίσημης και μεταιχμιακής σύζευξης ανάμεσα στην κανονικότητα και την παθολογία.4 Στις σελίδες που ακολουθούν, αναλύονται οι κοινωνικοί, πολιτισμικοί και επιστημονικοί λόγοι, οι πρακτικές, οι στρατηγικές και οι εννοιολογήσεις που συνθέτουν το στερέωμα της έμφυλα τοποθετημένης ανθρώπινης εμπειρίας της ασθένειας, της οδύνης και της ίασης. Διατηρώντας την αναλυτική έμφαση σε

4. Η ανίχνευση των ιστορικών, θεωρητικών, πολιτικών και κοινωνικών συντεταγμένων στις οποίες ανάγεται η ερευνητική έμφαση στη βιοιατρική κατασκευή και διαχείριση του γυναικείου φύλου δεν πρέπει, βέβαια, να επισκιάζει τη σημασία της διαρκούς ανάγκης με­ τατόπισης από περιγραφικές χρήσεις του φύλου στην κατεύθυνση μιας περισσότερο αναλυ­ τικής προσέγγισης (Αβδελά και Ψαρρά 1997. Σκοτ 1997 [1988|).

ΤΌΦΊΓΛΟ ΚΑΙ H IlvaQ l ΑΛ1Κ(ΤΠΓΤΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΠ)1ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΜΟΚΠΙΣΠΙΜΙΙΣ

235

έννοιες-κλειδιά, όπως υγεία και αρρώστια, σώμα και ενσωμάτωση, κοινωνική οδύνη και τραύμα, απώλεια και πένθος, βία και θυματοποίηση, εξετάζονται αυτοτελώς θεματικά πεδία στα οποία αναδεικνύεται η αναλυτική, θεωρητική και ερευνητική συνάρθρωση του φύλου και της βιο-επιστήμης: η ιατρικοποίηση του έμφυλου σώματος, η κατασκευή της φυλετικής διαφοράς ως σεξουα­ λική παθολογία, η κοινωνική πειθάρχηση και η βιοπολιτική, η συνάρθρωση κοινωνικής μηχανικής και αναπαραγωγικής ιατρικής, η ευγονική, η υγεία ως πεδίο πολιτικής διεκδίκησης, οι έμφυλες μεταφορές της βιολογίας του φύλου, η γυναικολογία και οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, η οικονομία της ορα­ τότητας και οι τεχνολογίες βιοιατρικής εποπτείας του έμφυλου σώματος, ο λόγος περί ανοσοποιητικού συστήματος, η χρόνια νόσος και η αναπηρία στο πλαίσιο της κανονιστικής κατασκευής της «σωματικής ικανότητας», οι πολ­ λαπλές όψεις και έμφυλες εκφορές της τεχνο-σωματικής εμπειρίας, η κανονι­ στική επιστασία του έμφυλού διαφορισμού, ο ορμονικός και χειρουργικός επανακαθορισμός του φύλου, η ιστορική κατασκευή «γυναικείων» ψυχικών διαταραχών όπως η υστερία, η νευρασθένεια και η νυμφομανία, η επιτελεστικότητα της αρρώστιας ως διαμαρτυρία στο πλαίσιο της τελετουργικής θερα­ πευτικής και, τέλος, η πειθαρχική αποτύπωση της έμφυλης κανονικότητας στο σώμα, τις χειρονομίες του, το σχήμα, το βάρος, την όρεξη, την κίνηση, την εμ­ φάνιση, τις επιθυμίες και τις αποστροφές του.

2. Η ια τρ ιχ ο π ο ίη σ η της « σ εξ ο υ α λ ικ ή ς δ ια φ ο ρ ά ς » : Η α ν α π α ρ α γ ω γ ικ ή ετ ε ρ ο φ υ λ ο φ ιλ ία ω ς σ υ ν ώ ν υ μ ο της υ γ εία ς Στα πεδία της βιολογίας και των βιοιατρικών επιστημών, χαρακτηριστικά ηγεμονική έχει υπάρξει η εννοιολόγηση του βιολογικού σώματος ως οικουμε­ νικής, σταθερής και πολιτικά ουδέτερης οντότητας, μιας οντότητας που κείται εκτός ιστορικών, πολιτισμικών και γεωπολιτικών επιμερισμών. Σ ’ αυτό το ουσιολογικό επιστημικό πλαίσιο, οι κατηγορίες του φύλου -η «θηλυκότητα» αλλά και ο «ανδρισμός»- συνιστούν οικουμενικές κατηγορίες που έχουν βιο­ λογικό υπόβαθρο. Η περίοπτη θέση που κατέχει η συμβολική αξιακή αντίστι­ ξη φύση/ πολιτισμός και η σχέση της με τις κοινότοπες νόρμες του φύλου στη δυτική μεταφυσική αναλύεται στο σημαντικό άρθρο τής Donna Haraway (1979), που εξετάζει κριτικά την ιστορία του «βιολογικού εγχειρήματος» και των έμφυλων και σεξουαλικών του συνδηλώσεων από την ανθρώπινη μηχανι­ κή ως την κοινωνιοβιολογία. Η επιστημολογική διάκριση ανάμεσα σε «γυναί­ κες» που ανάγονται στη «φύση» και σε «άνδρες» που ανάγονται στον «πο­ λιτισμό» έχει βρεθεί στο επίκεντρο ιδιαίτερα έντονων αναζητήσεων και δημι­ ουργικών συζητήσεων στο χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας κι έχει σημα­ τοδοτήσει τη μετάβαση από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπο­ λογία του φύλου (Ortner 1994 [1974], Rosaldo 1994 [1974], Strathem 1994

236

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ'ΦΓΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

[1980], για μια συνοπτική παρουσίαση βλ. Μπακαλάκη 1994, για κριτική στην κατηγορική αντίθεση (ρύσης/ πολιτισμού βλ. MacCormack 1980, Mathieu 1978, 1991 [1989], Παπαταξιάρχης 1992). Πριν από τον 18° αιώνα, όπως σημειώνει ο Thomas Laqueur, η θεώρηση του σώματος κυριαρχούνταν από το αρχετυπικό μοντέλο του ενός φύλου: «Σύμφωνα με το μοντέλο του ενός φύλου, κυρίαρχο στην ανατομική σκέψη επί δύο χιλιάδες χρόνια, η γυναίκα γινόταν κατανοητή ως αντιστροφή του άνδρα: η μήτρα ήταν το γυναικείο όσχεο, οι ωοθήκες ήταν οι όρχεις, τα χείλη ■ήταν η ακροποσθία και ο κόλπος -ήταν το πέος» (1990: 236). Σ ’ αυτό το μο­ ντέλο, στο οποίο τα γυναικεία όργανα δεν είχαν δικά τους ονόματα και από το οποίο απούσιαζε τελείως η κλειτορίδα, η γυναίκα ήταν δυνάμει άνδρας ή ένας αποτυχημένος, ατελής άνδρας (βλ. και Γιαννακόπουλος 2003). Αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές, πολύ μετά τη μετάβαση από το μονοσεξουαλικό στο νεωτερικό δισεξουαλικό μοντέλο που σημειώθηκε τον 18° αιώνα, δεν υπάρχει ομοιογένεια στις εννοιολογήσεις του σεξουαλικού σώμα­ τος, αφού το « σ εξ» -οι ορισμοί του και οι διασυνδέσεις του με πολλαπλές εκδοχές εξουσίας- παραμένει πάντοτε αντικείμενο ιδεολογικής και πολιτικής διαμάχης.5 Αυτός ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας τού τι συνιστά έμφυλο και

5. Η έννοια του «σ εξ» απηχεί το έργο του Μισέλ Φουκώ, που από τα τέλη της δεκαετί­ ας του 1970 είχε εμπνεύσει μια αναθεώρηση της ιστορίας της σεξουαλικότητας, η οποία είχε σημαντική απήχηση στις θεωρίες για το έμφυλο σώμα. Σύμφωνα με τη φουκωική ιστορικοθεωρητική προβληματική, η σεξουαλικότητα -οριζόμενη ως συναρμογή γνώσεων και πρακτι­ κών που επικεντρώνονται στο σώμα- δεν ρυθμίζεται απλώς και μόνο μέσω των κυριαρχικών τεχνικών της προγραφής και της απαγόρευσης αλλά παράγεται μέσω της υπαγόρευσης και της π(>οτροπής στο λόγο. Στον πρώτο τόμο της Ισ τ ο ρ ία ς της Σ εξ ο υ α λ ικ ό τη τα ς. ο Φουκώ παρουσιάζει τη μεθοδολογία της ανάλυσης της γνώσης γύρω από το « σ εξ» και πιο συγκε­ κριμένα, τον «κανόνα της πολυσημίας των Λόγων»: Στο πεδίο του Λόγου, εξουσία και γνώ­ ση συναρθρώνονται· ο Λόγος παράγει και μεταδίδει εξουσία, αλλά επίσης εκθέτει και υπο­ νομεύει την εξουσία. Η εμφάνιση της φιλολογίας γύρω από τη σεξουαλικότητα στην ψυχια­ τρική. το δίκαιο και τη λογοτεχνία του 19°" αιώνα οδήγησε στην ενδυνάμωση του κοινωνικού ελέγχου της ομοφυλοφιλίας, αλλά και -την ίδια στιγμή- έδωσε τη δυνατότητα για τη δια­ μόρφωση ενός αντίπαλου Λόγου, ενός Λόγου που διεκδικούσε αναγνώριση νόμιμης ύπαρ­ ξης. Ως πειθαρχική τεχνολογία κανονικοποίησης -δηλαδή, συγκρότησης του πεδίου του πολι­ τισμικά διανοητού. δυνατού και επιτρεπτού-, η κατηγορία του « σ εξ» ιστορικοποιείται στο πλαίσιο της επιστημικής και λογοθετικής εμπέδωσης του βιοπολιτικού συστήματος αναπα­ ραγωγικής σεξουαλικότητας. Ο Φουκώ εισηγείται μια κριτική γενεαλογία της ιστορικής και επιστημολογικής κατηγορίας του «σ εξ» ως ουσιοποιημένου προϊόντος ενός συστήματος κοινωνικής ρύθμισης της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Το σώμα -το πεπερασμένο και πειθαρχημένο ή «πειθήνιο» (χρήσιμο, λειτουργικό, χειραγωγίσιμο) μικροσώμα της πειθαρχίας- αντλεί το (έμφυλο) νόημά του από τα λογοθετικά συγκείμε­ να των σχέσεων εξουσίας που συγκροτούν σεξουαλικές οντολογίες, αποκρύπτοντας συστη­ ματικά το μηχανισμό της ίδιας τους της ιστορικότητας. Το σώμα -τόσο το ατομικό ανθρώπι­ νο σώμα όσο και το μαζικό σώμα του πληθυσμοί)- είναι το ύστατο διακύβευμα της ειδικής εκείνης νεωτερικής μορφής εξουσίας-γνώσης. που ο Φουκώ ονομάζει «βιο-εξουσία». και των συστατικών τεχνικών της: της «ανατομο-πολιτικής του σώματος» και της «βιο-πολιτικής του πληθυσμό«)». Σε αντίθεση με την προ-νεωτερική εξουσία, που βασιζόταν στο δικαίωμα του ηγεμόνα να αφαιρεί τη ζωή των υπηκόων του. η νεωτερική βιο-εξουσία εστιάζεται στη

ΤΟΦΤΓΑΟ ΚΑΙ H ΣΚΞΟΓΑΛΓΚΟΠΓΓΑ ΣΤΟΓΣ Λ()Π)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΠΣ ΗΙΟΙΧΠΣΤΉΜΙΙΣ

237

σεξουαλικό βιολογικό σώμα διαφαίνεται στην ιστορία των αναπαραστάσεων των γεννητικών οργάνων. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι πρακτικές της «οργανοθεραπείας» προανήγγειλαν τον ιατρικό κλάδο της ενδοκρινολογίας, η ανακάλυψη των ορμονών οδήγησε στην επανεπινόηση της «ουσίας» της «σε­ ξουαλικής διαφοράς» (Fausto-Sterling 2000α, Oudshoom 1994). Η Lisa Jean Moore και η Adele Ε. Clarke (1995) έχουν ανιχνεύσει διεξοδι­ κά τις ιστορικές αλλαγές στις κειμενικές και γραφικές αναπαραστάσεις της κλειτορίδας σε κείμενα ανατομίας του 20°° αιώνα (κείμενα που εκδόθηκαν μεταξύ 1900 και 1991) φωτίζοντας, μεταξύ άλλων, τις ανομοιογενείς εννοιολογησεις και τους αμφιλεγόμενους ορισμούς γύρω από το συγκεκριμένο μέ­ ρος του γυναικείου σώματος, όποτε και όπου, βέβαια, αυτό τίθεται στο λόγο ή σε οπτική αναπαράσταση. Οι ανατομικές αποτυπώσεις και εξηγήσεις του γυναικείου σώματος, επιμένοντας στην αναπαραγωγική εννοιολόγηση της γυναικείας σεξουαλικής ανατομίας, πειθαρχούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Έτσι, η επιστήμη της ανατομίας, με όλες τις αλλαγές, αντιφάσεις και μετατο­ πίσεις, έχει παίξει κρίσιμο ρόλο στο στερέωμα λόγων, πρακτικών και αναπα­ ραστάσεων που ιστορικά βάζουν τις γυναίκες στη θέση τους, δηλαδή στην αναπαραγωγική οικονομία. Σύμφωνα με το μοντέλο υγείας και αρρώστιας που έγινε κυρίαρχο στα τέλη του 18°° αιώνα, τρόπος ζωής και κοινωνικοί ρόλοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την υγεία. Αυτό το μοντέλο, αν και φαίνεται να αφορά όλες τις εκφορές φύλου και σεξουαλικότητας, δεν έχει ωστόσο τις ίδιες επιπτώσεις πάνω σ ’ αυτές. Στο πλαίσιο αυτής της ασύμμετρης εφαρμογής του υπέρτα­ του οικουμενικού νόμου της φυσικής κοινωνικότητας, η αναπαραγωγική λει­ τουργία αναδεικνύεται σε κρίσιμο προσδιοριστικό παράγοντα της φυσιολογι­ κής και κοινωνικής ζωής των γυναικών. Ο «φυσικός προορισμός» των γυναι­ κών να γεννήσουν και να αναθρέψουν παιδιά ανάγεται σε καθοριστικό πα­ ράγοντα της σωματικής, συναισθηματικής και διανοητικής τους κατάστασης, τόσο των σωματικών δυνατοτήτων τους όσο και των κοινωνικών καθηκόντων τους. Είναι ακριβώς η αναπαραγωγική αποστολή που τις περιορίζει στο «φυσικό» τους πεδίο δράσης, που είναι η οικιακότητα. ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού και της οικογένειας. Στα ιατρικά κείμενα του 18°° αιώνα, που διέπονται από τις αρχές της η­ θικής φιλοσοφίας, κεντρικός ρόλος αποδίδεται στο στήθος, ως σύμβολο του πιο θεμελιώδους δεσμού μεταξύ μητέρας και παιδιού, αλλά επίσης και της ανδρικής σεξουαλικής επιθυμίας: εδώ, αισθητικοί, ιατρικοί και κοινωνικοί λόγοι συνυφαίνονται και αλληλεπιδρούν. Τον 19 αιώνα, στα επιστημονικά εγχειρίδια της μαιευτικής, η έμφαση μετατίθεται από το μαστό στη μήτρα. Η δεσπόζουσα θέση που κατέχει η μήτρα στις αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος υποδηλώνει την ισχύουσα ιατρική αντίληψη ότι οι γυναίκες, περισχειραγώγηση της ανθρώπινης ζωής και επενδύει στην εξορθολογιστική ρυθμιστική πρόσβαση στα ατομικά σώματα.

238

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ Φϊ ΛΟΤ' ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σότερο από τους άνδρες, ορίζονται και καθορίζονται από την αναπαραγωγική τους λειτουργία (Poovey 1988). Η Haraway (1990) έχει παρατηρήσει ότι στην οργανική οικονομία του 19°° αιώνα, όπως αυτή αναπαρίσταται στην ιατρική φιλολογία στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, τα σεξουαλικά (ή σεξουαλικοποιημένα) σώματα των γυναικών οργανώνονται αναπαραστατικά γύρω από τη φυσιο­ λογία της μήτρας και τη μητρική λειτουργία, ενώ των ανδρών γύρω από τη σπερματική οικονομία, που κατανοείται ως συνδεόμενη άμεσα με το νευρικό σύστημα. Όπως αποτυπώνεται στην πρόσφατη ιστορία της δυτικής νεωτερικότητας και. ειδικότερα, των «επιστημών της ζωής» μετά τον 18° αιώνα, οι λόγοι των βιοιατρικών επιστημών, της υγείας και της αρρώστιας, διαμεσολαβούν με περίπλοκους και συχνά αμφίσημους τρόπους -προς την κατεύθυνση της εξου­ σιοδότησης ή της αμφισβήτησης- τις εννοιολογήσεις της φύσης και του πολι­ τισμού, τις κοινωνικές νόρμες που τυποποιούν το γυναικείο σώμα, αλλά και τους πολιτισμικούς ορισμούς του φύλου και της σεξουαλικότητας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι κοινωνικές και οι φυσικές επιστήμες βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας επίδρασης. Αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης, που διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ιστορία της ηγεμονίας του λευκού ανδρι­ κού ετεροφυλοφιλικού αστικοί) σώματος ως πεμπτουσιακά και υποδειγματι­ κά υγιούς στη δυτική μεταφυσική, ήταν ο κοινωνικός δαρβινισμός. Ήταν, άλ­ λωστε, οι ιδέες του Thomas Malthus για την κοινωνική αναγκαιότητα της αναχαίτισης της φυσικής αύξησης της αναπαραγωγής των φτωχών (Δ οκίμιο γ ια την Αρχή τ ο υ Π λη θυσμ ού. 1798) που ενέπνευσαν στο Δαρβίνο την Κ α τ α ­ γωγή των Ε ιδώ ν (1859). Στο έργο του, μάλιστα, The Descent o f M an, and Selection in Relation to Sex (1871), ο Δαρβίνος ανέπτυσσε τη σχέση ανάμεσα στη φυσική επιλογή και τη σεξουαλική επιλογή, υποστηρίζοντας ότι η επιβίω­ ση εξαρτάται από τη βιολογική, αναπαραγωγική επιτυχία της σεξουαλικής επιλογής. Τπό την επιρροή, εξάλλου, του έργου του Malthus, η παλιά ιδέα της εξίσωσης του υγιούς ατομικού σώματος με το υγιές πολιτικό σώμα ανα­ διατυπώνεται θέτοντας τη σεξουαλικότητα στο επίκεντρό της: η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα γίνεται σημαίνον του αδύναμου κοινωνικού οργανισμού, ενώ η δύναμη του κράτους θεωρείται συνδεδεμένη με τον αποτελεσματικό έλεγχο της γονιμότητας. Έ τσι, η υγιής ανθρώπινη -κυρίως γυναικεία- σεξουαλικότητα αναδεικνύεται σε μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα τον 19° αιώνα. Οι επιστημονικοί λόγοι του δαρβινισμού και της σεξολογίας συν-διαμορφώνουν ένα κανονιστικό μοντέλο ηθικής θεώρησης του φύλου, στο επίκεντρο του ο­ ποίου τοποθετούνται ο αξιολογικός έμφυλος διμορφισμός και η αναπαραγω­ γική ετεροφυλοφιλία. Στο πλαίσιο αυτό, ο βιοιατρικός λόγος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην τυπολογία της «σεξουαλικής διαφοράς» αποδίδοντάς της το χαρακτήρα της κ α τεξοχ ή ν διαφοράς. Στα συμφραζόμενα του ιατρικού λόγου για τη «γυναίκα», η αυτόματη ωορρηξία σήμαινε ότι οι γυναίκες κυριαρχού­ νταν από το αναπαραγωγικό τους σύστημα. Αυτή η ανάγνωση του γυναικεί­

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ Η ΣΙνΞΟΓΑΛΙΚΟΤΙΓΤΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΒΙΟΚΠΙΣΤΜΜΗΣ

239

ου σώματος παρέπεμπε στην παλαιότερη αναπαράσταση της γυναίκας ως πλάσματος της φύσης -και όχι υποκειμένου της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού- που τα φυσικά (μητρικά) της ένστικτα την περιορίζουν, μοι­ ραία, στον ιδιωτικό χώρο της οικιακότητας. Ιδιαίτερα σημαντικό από την άποψη της κατάδειξης της σχέσης ανάμεσα στην επιστήμη και τη σεξουαλικότητα είναι το έργο της Ludmilla Jordanova (1999): Οι σεξουαλικοί ρόλοι εγκαθιδρύθηκαν με βάση έναν επιστημονικό και ιατρικό λόγο, ενώ οι φυσικές επιστήμες και η ιατρική θεμελιώνονται σε -και διαπερνώνται από- σεξουαλικές μεταφορές. Αντλώντας κατά κύριο λόγο από τις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας του 18υο και 19ου αιώνα, η Jordanova έχει διερευνήσει τις διασυνδέσεις ανάμεσα στα ζεύγη φύση/ πολι­ τισμός και γυναίκα/ άνδρας μέσα από μια ιστορική μελέτη των βιοιατρικών επιστημών και των μεταφορών και συμβολισμών που αυτές χρησιμοποιούν. Την εποχή του Διαφωτισμού, από την οποία εκκινεί η γενεαλογία της, μετα­ τοπίσεις στις έννοιες «πολιτισμός», «φύση», «ζωή» αποτελούν ενδείξεις βα­ θύτερων αλλαγών στους τρόπους με τους οποίους η ανθρώπινη κοινωνία και οι σχέσεις της με τον φυσικό κόσμο εννοιολογούνται. Η ιατρική επιστήμη υ­ πήρξε θεμελιώδης στο εγχείρημα του Διαφωτισμού να εμπεδώσει μια ορθο­ λογική γνώση του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου αποδεσμευμένη από τη θρησκευτική ορθοδοξία και βασισμένη στην εμπειρική πληροφορία που αντλείται από τις αισθήσεις. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, που συστηματοποι­ εί και εξιδανικεύει το πρόταγμα της χειραγώγησης της φύσης, φυσικοί φιλό­ σοφοι και ιατρικοί συγγραφείς που εκκινούν από το ενδιαφέρον να εντρυφήσουν στα μυστικά της φύσης εστιάζουν την προσοχή τους στη διαχείριση φαι­ νομένων του «φυσικού κόσμου», όπως είναι η αναπαραγωγή, η σεξουαλική συμπεριφορά και οι ασθένειες που σχετίζονται με αυτήν. Σ ’ ένα επιστημικό πλαίσιο που κυριαρχείται από την αντίληψη περί διασύνδεσης βιολογικών, φυσιολογικών και κοινωνικών φαινομένων, η υγεία θεωρείται ότι καθορίζεται από αντίστοιχες μεταβλητές: τόσο από «συνθήκες» όσο και από «συνήθειες»: μεταβλητές όπως το κλίμα, οι εργασιακές συνθήκες, η γεωγραφία, η διατρο­ φή, η σωματική εκγύμναση αλλά και οι μέθοδοι διακυβέρνησης συνεπιδρούν στη διαμόρφωση όλων των πεδίων της ανθρώπινης ζωής, συμπεριλαμβανομέ­ νων των σεξουαλικών και αναπαραγωγικών συμπεριφορών. Εξετάζοντας την ιδεολογική λειτουργία της εφαρμογής της διχοτομίας φύση/ πολιτισμός στο φύλο, όπως αυτή συντελείται στον ιατρικό λόγο, η Jordanova αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι σεξουαλικές μεταφορές στο λόγο και τις πρακτικές της βιοιατρικής επιστήμης, με δεσπόζουσα την αναλογία φύσης και γυναίκας, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα χρειάζεται να ανακαλυφθεί και να διαπεραστεί από το βλέμμα της ανδρικής επιστήμης.6 Η «γυναίκα» 6. Η ]θΓάθηονΑ σημειώνει όμως μισ σημαντική αμφισημία στη στερεοτισιική διασύνδεση της γυναίκας με τη φύση: οι γυναίκες είναι πιο γερές αλλά χαι πιο μαλακες. πιο ευάλωτες αλλά και πιο ανθεκτικές α π ’ ύ,τι οι άνδρες.

240

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ ΦΤ ΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

συμβολοποιείται ως έλλειψη διανοητικής δυνατότητας, σηματοδοτεί στερεοτυπικά την αφέλεια και την ευπιστία. Έ τσι, η μορφή της «απαίδευτης γυναί­ κας» εμβληματοποιεί την τροχοπέδη στην πρόοδο που ευαγγελίζεται ο Δια­ φωτισμός. Από τα τέλη του 18°° αιώνα, σε μια εποχή κατά την οποία ενισχύεται το ρυθμιστικό ιδεώδες του έμφυλου/σεξουαλικού διμορφισμού και διαφορισμού, η μορφή του «άνδρα» υποδηλώνει πρόοδο, ενώ της «γυναίκας» οπισθοδρόμηση. Ο Thomas Laqueur (1987) έχει δείξει ότι μια κρίσιμη μετατόπιση στην εννοιολόγηση της «σεξουαλικής διαφοράς» συμβαίνει γύρω στα τέλη του 18°° αιώνα, πρωταρχικό σύμπτωμα της οποίας είναι το γεγονός ότι ο γυναικείος οργασμός παύει να θεωρείται απαραίτητος για την αναπαραγωγή. Η νέα αυτή εννοιολόγηση σηματοδοτεί το πέρασμα από τη βιολογία της διαφοράς βαθμού που κυριαρχεί στην κλασική αρχαιότητα προς τη βιολογία των οντο­ λογικά αντίθετων φύλων. Στην κατεύθυνση αυτή, έχουν εξεταστεί οι συνεπα­ γωγές των λόγων της εξελικτικής βιολογίας στην εμπέδωση και νομιμοποίηση ανισοτήτων που συνδέονται με τη φυλή και την τάξη (Gould 1981, Sekula 1986). Εξάλλου, αντλώντας από το έργο του Laqueur (2003 [1990]), η Mary Poovey (1989) σημειώνει ότι ο 19^ αιώνας γνώρισε μια τεράστια παραγωγή λόγων και ιδεολογιών που ενίσχυσαν τον ουσιολογικό δυϊσμό αρσενικό/ θηλυκό, εκλαμβά­ νοντας ως δεδομένη μια φυσικοποιημένη ετεροφυλοφιλία και υπάγοντας την έμφυλη και σεξουαλική διαφορά σε ένα ακραιφνώς διμορφικό και διπολικό σχήμα αντίθεσης και συμπληρωματικότητας. Κι επειδή, όπως λέει η Carole Vance απηχώντας τη φουκωική θεώρηση, «μια πολύ λεπτή γραμμή χωρίζει το να μιλά κανείς για σεξ από το να θέτει κανόνες γι’ αυτό» (1984: 21), το φύλο και η σεξουαλικότητα τίθενται, έτσι, σε μια τροχιά εντατικής κανονικοποίησης, στην οποία κεντρικό ρόλο παίζει η τυπολογία και η ιδεολογία του ουσιολογικού διμορφισμού. Από τα τέλη του 19°° αιώνα, έχει εμφανιστεί η επιστήμη της σεξο­ λογίας, η οποία ενδιαφέρεται για τη σεξουαλική διαφοροποίηση, δίνοντας ιδιαί­ τερη έμφαση στις «παθολογίες» του φύλου και της σεξουαλικότητας και δια­ δραματίζοντας κομβικό ρόλο στην εμπέδωση των επιστημολογικών και νοσογραφικών κατηγοριών του «φυσιολογικού» και του «παθολογικού» (Dreger 1995. McLaren 1999). Έτσι, το τέλος του 19°° αιώνα γνώρισε την «ανακάλυψη» της ομοφυλοφιλίας, όταν οι πρώιμοι σεξολόγοι Krafft-Ebing (1886) και Havelock Ellis (1895) ασχολήθηκαν συστηματικά με την κατηγοριοποίηση των διαφορετι­ κών εκδηλώσεων της ανθρώπινης σεξουαλικότητας (Weeks 1987, Καντσά 2003. Terry 1995). Το έργο του πρώτου, Psychopathia Sexualis (1886). επικεντρωνόταν στην κοινωνική εκδήλωση της σεξουαλικής «διαστροφής»: επρόκειτο για ένα εγχείρημα οριοθέτησης και ταξινόμησης της σεξουαλικής παθολογίας, στο οποίο ο Φουκώ (1982 [1978]) διέγνωσε την παραδειγματική έκφανση της διά του λό­ γου πειθαρχικής ρύθμισης της σεξουαλικότητας μέσω της εγκαθίδρυσης του υποχρεωτικού κανόνα της αναπαραγωγικής ετεροφυλοφιλίας.

ΤΟΦΤΓΛΟ ΚΑΙ Η Ib a O ï ΑΛίΚΟΠΠΙΤΑ 1ΤΟΓΣ ΛΟΓΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΗΙΟΚΠΙΣΤΗΜΗΣ

'241

Στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας, η θεωρητική επινόηση του κοινωνι­ κού φύλου επιστρατεύτηκε ως αντίδοτο στο βιολογισμό, δηλαδή στην αναγω­ γή του φύλου σε εγγενείς βιολογικές διαφορές. Αναδείχτηκε, έτσι, ο κοινωνι­ κός, πολιτισμικός και ιδεολογικός χαρακτήρας της «γυναικείας φύσης», αλλά και της «φύσης» της ιεραρχικής διχοτομίας των φύλων, σύμφωνα με την ο­ ποία η γυναίκα δεν είναι παρά ο σεσημασμένος ή σημαδεμένος (marked) ουσιακός Αλλος του ανδρικού Εαυτού. Η βιολογία, και ειδικότερα η βιολογι­ κή διάκριση ανάμεσα σε δύο σχεσιακά γένη, εκλαμβάνεται ως πολιτισμική επινόηση, που επιστρατεύεται κανονιστικά προκειμένου να νομιμοποιηθεί το ιδεολόγημα της κατωτερότητας των γυναικών (Guillaumin 1978, Jordanova 1980, Haraway 1991, Harding 1987, Laqueur 2003). Ήδη. το έργο της Μποβουάρ είχε δείξει πώς οι διχοτομίες εαυτός/ άλλος, άνδρας/ γυναίκα, νους/ σώμα βρίσκονται στη βάση των κατηγοριοποιήσεων που δομούν τον πατριαρ­ χικό πολιτισμό. Η περιχαράκωση της γυναίκας στο βιολογικό, σ ’ αυτό που η Μποβουάρ αποκάλεσε «κύκλο της εμμένειας», σχετίστηκε ιστορικά με τις βιολογικές διαδικασίες της αναπαραγωγής. Η μητρότητα έγινε το προνομιακό πεδίο όπου εμπεδώθηκε η πατριαρχική δοξασία της «γυναικείας φύσης» -αυτό το τέχνημα ριζικής ετερότητας ως προς την πολιτισμικά προνομιακή ετεροφυλοφιλική αρρενωπότητα, που αποτελεί το πρότυπο του ανθρώπινου. Με αυτή την έννοια, αναλύεται κριτικά από τη φεμινιστική θεωρία η γενεαλογία της θεμελίωσης της πατρικής και πολιτικής εξουσίας στον επι­ στημονικό λόγο περί φύσης (Βαρίκα 2006). Έτσι, ιστορικοποιείται και απο-βιολογικοποιείται ο δυτικός κοινός τόπος περί φύσης και βιολογίας και καταδεικνύεται ο πολιτισμικός και ιδεολογικός χαρακτήρας του (Butler 1990, Duden 1991, Fuss 1989, Guillaumin 1978, Jordanova 1986. Mathieu 1989). Αναλύονται οι κοινωνικές διαδικασίες μέσω των οποίων καθιερώνεται και νομιμοποιείται πολιτισμικά -με όρους αδιαμφισβήτητης αλήθειας- η φυσική θεμελίωση του φύλου. Φωτίζονται κριτικά οι ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες μέσω των οποίων οι λόγοι της φύσης, της βιολογίας και της βιοιατρικής επιστρατεύονται στη συγκρότηση της έμφυλης κοινωνικής συλλογικότητας «γυναίκες» ως ετερό­ τητας αντινομικής προς την ηγεμονική οικουμενική (ανδρική, λευκή, αστική, εύρωστη) επικράτεια της «ανθρώπινης εμπειρίας». Η ιστορικοποίηση και σχετικοποίηση του φύλου ως πολιτισμικά πολύμορφης διάστασης κοινωνι­ κών δυναμικών και σχέσεων εξουσίας αναδύεται ως το κατεξοχήν αντεπι­ χείρημα στο επιστημολογικό υπόδειγμα της βιολογικής αιτιοκρατίας. Α­ σκείται κριτική στις προϊδεάσεις έμφυλης ιεραρχίας που διέπουν το λόγο περί φύσης/ πολιτισμοί), στον οποίο η φύση αναπαρίσταται κατ αναλογία του θηλυκού, ως παθητική πρώτη ύλη και άλογη υλικότητα που επιδέχεται κατάκτηση και μορφοπλαστική νοηματοδότηση από τον ορθό λόγο και την ενεργό δράση του (λευκού) ανδρικού πολιτισμού (Strathern 1992, MacCormack 1980, Haraway 1991).

242

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

3 . Η φ υ λ ετική δ ια φ ο ρ ά ω ς σ ε ξ ο υ α λ ικ ή π α θ ο λ ο γ ία : Η α π ο ικ ιο κ ρ ά τ η σ η τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς τη ς « μ α ύ ρ η ς γ υ ν α ί κ α ς » Η ανάλυση των τρόπων με τους οποίους οι αλληλένδετες έμφυλες και φυλε­ τικές τεχνικές της κυβερνητικότητας ασκήθηκαν στις αποικίες ήταν μια έμμε­ ση κριτική στην ευρωκεντρική έμφαση του φουκωικού έργου. Η αναλυτική έμφαση μετατοπίζεται στο πώς οι ευρωπαϊκές αποικίες αποτελούσαν κατεξοχήν πεδίο ανάπτυξης και συστηματοποίησης των νεωτερικών κυβερνητικών πρακτικών. Όπως έχει δείξει, για παράδειγμα, στο έργο του ο Sander Gilman (1985β), ο βικτοριανός ρατσισμός νομιμοποίησε τους ισχυρισμούς του για την ανωτερότητα των λευκών και την παθολογικοποίηση της σεξουαλικότητας των μαύρων, ιδιαίτερα των μαύρων γυναικών, επιστρατεύοντας την ταξινομητική λογική της βιολογικής διαφοράς. Η Jean Comaroff (1993) έχει αναλύσει τους τρόπους με τους οποίους η συνάρθρωση ιατρικής και αποικιοκρατίας επιτελείται στο πεδίο του έμφυλου «μαύρου σώματος». Η δήθεν «άρρωστη καρδιά της Αφρικής» γίνεται η επι­ τομή του ελαττωματικοί) άλλου στον αποικιακό λόγο, και η αποικιοκρατία, υπό το πρόσχημα της κοινωνικής αποστολής σωτηρίας, βρίσκει άλλοθι στο πάσχον σώμα. Οι Αφρικανοί, ως αντικείμενα της ευρωπαϊκής αποικιακής φα­ ντασίας. προσωποποιούν τον εκφυλισμό, τη ρυπαρότητα και τη μιαρότητα που απειλούν το υγιές σώμα, όπως αυτό ενσαρκώνεται στο ιδεώδες της λευ­ κής ετεροφυλοφιλικής οικογένειας. Η Ελένη Βαρίκα (2 0 0 0 ) έχει αναλύσει τους τρόπους με τους οποίους ο λόγος για τη χειραφέτηση των γυναικών στη Γαλλία του 19°° αιώνα ιδιοποιήθηκε τον όρο «παρίας» ως αμφίσημη μεταφο­ ρά αποκλεισμού, επενδύοντάς τον αφενός με την κοινωνικοπολιτική διάσταση της μιαρής και περιφρονημένης ετερότητας και αφετέρου με τη ρομαντικοποιημένη διάσταση της εξεγερμένης ταυτότητας. Η υγιεινή και η ιατρική επιστρατεύονται στρατηγικά, για να εξημερώσουν τη «μαύρη ήπειρο» και την επικίνδυνη, μιαρή, ανορθόλογη, ατίθαση, νοσηρή σεξουαλικότητά της. Τα σώματα των Αφρικανών γυναικών κατείχαν κεντρική θέση στο φαντασιακό των Ευρωπαίων ανδρών επιστημόνων και περιηγητών κατά τη διάρκεια της γαλλικής αποικιοκρατικής επέκτασης. Στην επιστημονι­ κή και άλλη βιβλιογραφία της εποχής, απεικονίζονταν σαν άγρια και ατίθασα, που -κατ’ αναλογία με τις απείθαρχες φαντασιακές αποικιοκρατικές γεω ­ γραφίες της Αφρικής και του «Νέου Κόσμου»- προσιδίαζαν σε επικράτειες προς εξερεύνηση, εκμετάλλευση και χειραγώγηση. Στους ηγεμονικούς τερατολογικούς λόγους περί τερατόμορφων φυλών που βρίσκονται στα όρια του πολιτισμού, αλλά και γενικότερα στο φαντασιακό του ρατσισμού και του οριενταλισμού, το τέρας εμφυλοποιείται, σεξουαλικοποιείται και φυλετικοποιείται. Ορθά ο Achille Mbembe (2001) παρατηρεί ότι ο στερεότυπος δυτικός λόγος για την Αφρική οργανώνεται γύρω από το ση­ μαίνον του παράξενου και του τερατώδους: η απόλυτη ετερότητα της «σκο­

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ H LKr.Cn ΑΛΓΚ(ΠΊΠΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΙΌΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΓΚΗΣ ΤΙΙΣ ΗΙΟΕΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ 243

τεινής ηπείρου» συμπυκνώνει θεμελιώδεις ιδιότητες του τέρατος -τη θηριω­ δία, το θάνατο και την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα (βλ. και Gilman 1985β, Hammonds 2006, Russo 1994). Η Anne Fausto-Sterling (2000β) έχει αναλύσει τους τρόπους με τους ο­ ποίους οι ανατομικές και ανθρωπομετρικές τεχνικές ταξινόμησης των αφρι­ κανικών γυναικείων σωμάτων θεμελιώνονταν στην ανδρική επιθυμία για επι­ στημολογική επικράτηση πάνω στη φύση, πρωταρχικά σημαίνοντα της οποίας ήταν οι «άγριοι» και οι «γυναίκες». Η σωματική διάπλαση του «πρωτόγο­ νου» θηλυκού— η ανατομία της «μαύρης γυναίκας» -κατείχε εμβληματική θέση στο έργο των ανατόμων και βιολόγων του πρώιμου 19ου αιώνα, όπως ήταν ο Georges Cuvier (1769-1832), γάλλος φυσιολόγος, φυσιοδίφης και ζωο­ λόγος, ο οποίος, στο πλαίσιο του ειδικού ενδιαφέροντός του για τη συγκριτι­ κή ανατομία, εξέτασε το σώμα της Saartje Baartman.7 Η Saartje Baartman, γνωστή και ως «Αφροδίτη του Hottentot», η νοτιοαφρικανή γυναίκα που έγινε αντικείμενο ενδελεχούς παρατήρησης και εξέτα­ σης από τους «πατέρες» της νεωτερικής βιολογίας και που το εκμαγείο του σώματός της παρέμεινε εκτεθειμένο στο Μουσείο του Ανθρώπου στο Παρίσι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έγινε το όχημα της εμπέδωσης λόγων φυλετικής διαφοράς και/ως σεξουαλικής παθολογίας κατά τον 19° αιώνα. Η Baartman πουλήθηκε σε έναν Γάλλο, ο οποίος την έφερε στην Ευρώπη, όπου εκτέθηκε ως δημόσιο έκθεμα-θέαμα. Ήταν μία μόνο από τις πολλές Αφρικα­ νές γυναίκες που τα σώματά τους -αξιοθέατα σύμβολα της φυλετικής και έμφυλης ανωμαλίας στα συγκείμενα της κυρίαρχης επιστήμης- κατέληξαν στα τραπέζια της συγκριτικής ανατομίας της εποχής.8 Στις συγκριτικές και ταξινομητικές αυτές μελέτες, το ενδιαφέρον της επιστήμης εστιαζόταν στα εννοούμενα ως έμφυλα και σεξουαλικά χαρακτηριστικά του σώματος: μήκος και υφή μαλλιών, μέγεθος και σχήμα του στήθους και της κλειτορίδας, και, πάνω απ’ όλα, σχήμα και μέγεθος της λεκάνης -αυτής της στερεοτυπικής θέ­ σης της «γονιμότητας». Το αξιοθέατο και τερατοποιημένο σώμα της Baartman, χαρακτηριστικό παράδειγμα της βιομηχανίας δημόσιας έκθεσης τεράτων κατά τον 18° και 19° αιώνα, έλκυσε το ενδιαφέρον των επιστημόνων ως ζωντανή επιβεβαίωση της ζωώδους φύσης των μαύρων γυναικών (Αθανα­ σίου 2007α, Αθανασίου 2007β, 2008, Βαρίκα 2000, Fausto-Sterling 2000β, Μακρυνιώτη 2004, Bordo 1993). Το ανδρικό σώμα, και μάλιστα το λευκό, αναδεικνυόταν έτσι στον υποδειγματικό ακρογωνιαίο λίθο της υγιούς ανθρώ­ 7. O C'uvier ήταν πολέμιος των θεωριών του βαθμιαίοι) εξελικτισμού και υπέρμαχος της γεωλογικής θεωρίας του καταστροφισμού. Η γενική κοινωνική και ιδεολογική στάση του. συμπεριλαμβανομένης της αντίθεσής του στη δουλεία, απηχούσε ένα είδος «ευγενούς πα­ τερναλισμού» απέναντι στους μη-λευκούς ανθρώπους. 8. Η κεντρικότητα της ανατομίας δεν είναι τυχαία. Από την εποχή του Descartes, το ζω­ ντανό σώμα προσλαμβάνεται στη δυτική βιο-επιστήμη σαν ένα είδος «εμψυχωμένου πτώ­ ματος». αφού η ανατομία ήταν το πρωταρχικό μέσο συλλογής δεδομένων σχετικά με την ανθρώπινη βιολογία (Leder 1990).

244

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

πινης ανατομίας, ενώ το γυναικείο, και μάλιστα το μη-λευκό, υποβιβαζόταν σε μια σεξουαλική παραλλαγή ή υποδιαίρεση του είδους (Schiebinger 1993). Καθοριστικός υπήρξε επίσης ο ρόλος του φύλου στη συγκρότηση μιας σω­ ματικής «τυπολογίας των εγκληματιών», στο πλαίσιο της κοινωνικής υγιεινής του 19ου αιώνα. 0 David Horn (1995) έχει εξετάσει την κοινωνική και επι­ στημονική κατασκευή του επικίνδυνου γυναικείου σώματος στην εγκληματολογική ανθρωπολογία του Cesare Lombroso, όπου η σχέση μεταξύ «κανονι­ κού» και «αποκλίνοντος» παραμένει επίμαχη και αμφιλεγόμενη: τα γυναι­ κεία σώματα κατανοούνται ως εγγενώς αποκλίνοντα από την (ανδρική) κα­ νονικότητα του ανθρώπινου σώματος και, ως εκ τούτου, ως κοινωνικά επικίν­ δυνα. Δεδομένης της γενεαλογίας των επιστημονικών, ιατρικών και πολιτι­ σμικών εννοιολογήσεων του γυναικείου σώ ματος με όρους παθολογίας και απόκλισης, φαίνεται να δικαιώνεται η σημειολόγος και ψυχαναλύτρια Julia Kristeva (1982), όταν γράφει ότι το γυναικείο σώμα, εξα ιτία ς των αναπα­ ραγωγικών του λειτουργιών, είναι η πεμπ τουσία του «α π ο -κειμ ένο υ »,9 ενός πόλου αβέβαιης και αμφιθυμικής σύμπτω σης μετα ξύ έλξης και απο­ στροφής. Εν μέρει, η Kristeva βασίζει τη θεωρία της για τη μεταιχμιακή υποστασιοποίηση του γυναικείου σώ ματος σε μια κριτική ανάγνωση της συμβολικής ερμηνείας των κανόνων της καθαρότητας και μιαρότητας στο πεδίο της πολιτισμικής εννοιολόγησης του σεξουαλικού κινδύνου που έχει προσφέρει η ανθρωπολόγος Mary Douglas (19 6 6 ), η οποία άντλησε εθνο­ γραφικό υλικό από έρευνες σχετικές με τα σεξουαλικά ταμπού στην κοι­ νωνία των Bemba της βόρειας Ροδεσίας (που είχε εξετά σ ει στην επιτόπια έρευνά της τη δεκαετία του 1940 η Audrey Richards [1956]), στους Nuer (που μελέτησε ο Evans Pritchard [1940]), στους ορεσίβιους Arapesh (που μελέτησε η Margaret Mead [1939-1949]), στους Mae Enga των υψιπέδων της Νέας Γουινέας (Meggitt 1962), στους Ινδιάνους Yurok της βόρειας Καλιφόρνιας (Robins 1958) και στους Lele του Κονγκό, που μελέτησε η ίδια. Το έμφυλο διακύβευμα της καθαρ(ι)ότητας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη βικτοριανή φυλετική υγιεινή του αποικιακού και αυτοκρατορικού κατα­ ναλωτισμού. Οι έμφυλες, σεξουαλικές, φυλετικές, ταξικές και θρησκευτικές συνδηλώσεις του σαπουΝιου κατά τον 19ο αιώνα σηματοδοτούν τη λατρεία της γυναικείας οικιακότητας, την εμπέδωση των αστικών αξιών της μονογα­ μίας και του «καθαρού σεξ», την απολύμανση των φτωχών «άπλυτων μα-

9. Η λέξη «απο-κείμενο» αποδίδει τον όρο «ab-jet», δηλαδή αυτό που δεν είναι ούτε υποκείμενο (sujet) ούτε αντικείμενο (objet). Στο έργο της Pouvoirs de Γ horreur; essai sur /’ abjection (1980), η Julia Kristeva αναπτύσσει τη θεωρία του αποκλεισμένου υποκειμένου στο πλαίσιο των βιβλικών ταμπού, εστιάζοντας την προσοχή της στην αμφιλεγόμενη μορφή της μητέρας και τονίζοντας την απο-κειμενοποίηση της μητέρας ως συνθήκη για την ανάδειξη του υποκειμένου ως ομιλ-ουντος. Ηλ. επίσης Αθανασίου 2007α και Gros/ 1990α.

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ H ΣΚΗΟΓΑΛΙΚΟΤΊΓΓΛ ΣΤΟΠ; Λ Ο Π ,,ν ΚΑΙ Π Σ ΠΙΆΚΤΙΚΚΣ ΤΜ>· Μηκπι,τπ.ΜΝν

245

ζων» στη μητρόπολη και την εκπολιτιστική αποστολή της απορρύπανσης των ιθαγενών στις αποικίες (McClintock 1995).101

4. Η υ γ ε ία ω ς έμ φ υλη κοινωνική π ολ ιτική : Κοινωνική π ειθ άρχ η ση , β ιοπ ολιτική , β ιο κ ο ιν ω ν ικ ό τη τα Στα έργα του Η Γέννηση της Κλινικής: Μια Α ρχαιολογία της Ιατρικής Αντί­ ληψης (1973) και Ισ τ ο ρ ία της Σ εξου αλ ικ ότη τα ς (1982 [1978]), ο Μισέλ Φουκώ εξέτασε τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που ανάγουν τη βιοιατρική επιστήμη σε ένα πλέγμα κανονιστικών λόγων και πρακτικών και συμβάλλουν, έτσι, στη διαμόρφωση του εαυτού, συντηρώντας και περιφρουρώντας την α­ κεραιότητα των ορίων και συνόρων του σώματος. Η έκρηξη λόγων για τη σε­ ξουαλικότητα κατά τον 18° και 19° αιώνα συμπίπτει, στο κατώφλι της δυτι­ κής νεωτερικότητας, με τη μετατόπιση από τη «συμβολική του αίματος» στην «αναλυτική της σεξουαλικότητας»: «Υγεία, παιδιά, φυλή, το μέλλον του εί­ δους, η ζωντάνια του κοινωνικού σώματος, η εξουσία μιλάει για τη σεξουαλι­ κότητα και στη σεξουαλικότητα* κι αυτή δεν είναι σημάδι ή σύμβολο, είναι αντικείμενο και στόχος» (1982 [1978]: 180-181). Στο δοκίμιό του, εξάλλου. «Η ενσωμάτωση του νοσοκομείου στη σύγχρονη τεχνολογία» (1994), ο Φουκώ έχει δείξει ότι η θέσπιση της νοσοκομειακής ια­ τρικής αποτελεί καινοτομία του 18ου αιώνα. Το νοσοκομείο ως θεραπευτικό ερ­ γαλείο, δηλαδή ως μέσο ικανό να παρεμβαίνει στην ασθένεια και να γιατρεύει, χρονολογείται μόλις στα τέλη του 18°° αιώνα.11 Το νοσοκομείο που λειτουργού­ σε στην Ευρώπη από την εποχή του Μεσαίωνα δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί μέσο ίασης και δεν είχε επινοηθεί γι’ αυτόν το σκοπό. Ήταν, κατά βάση, μεικτό ίδρυμα αρωγής των φτωχών και, ταυτόχρονα, θεσμός κοινωνικού αποκλεισμού και τόπος περιορισμού και ηθικής μεταστροφής, όπου συνωστίζο­ νταν και αναμειγνύονταν άρρωστοι, πόρνες και τρελοί -όλοι αυτοί, δηλαδή, που συλλήβδην θεωρούνταν επικίνδυνοι φορείς μεταδοτικών μολυσματικών ασθε­ νειών. Η σημαντικότερη, ίσως, συμβολή του Φουκώ ήταν ότι κατέστησε απολύ­ τως σαφές πώς η νεωτερική ανθρώπινη οδύνη προκαλείται. με τρόπο σχεδόν παράδοξο, από τους ίδιους εκείνους θεσμικούς μηχανισμούς -νοσοκομεία, φυ­

10. Για τη σχέση καθαριότητας, σωματικής φροντίδας και «γυναικείου προορισμού» στα ελληνικά συμφραζόμενα. βλ. Μπακαλάκη 1989. Κπίσης. ο Mikhail Bakhtin (1984) έχει ανα­ λύσει το γκροτέσκο ή καρναβαλικό σώμα σε αντίθεση με τον «σωματικό κανόνα» που ε­ γκαθιδρύεται από τον 16° αιώνα και μετά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το γκροτέσκο σώμα είναι ένα σώμα του οποίου τα σύνορα είναι αβέβαια, ασταθή και ευμετάβλητα, μηεξατομικευμένο και ανοιχτό σε άλλα σώματα και στην κοινωνία. Πρόκειται για ένα σώμα υγρό, ρυπαρό, αιμάτινο. χυμώδες. διαρρέον και οσμογόνο. 11. Η θεωρία της «κυβερνητικότητας» του Φουκώ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την πλη­ ρέστερη κατανόηση της γέννησης της κλινικής αλλά και. ευρύτερα, της πολιτικής οικονομίας του 18°"' αιώνα.

246

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΉΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

λακές, τρελοκομεία- που η κρατική εξουσία εγκαθιδρύει στο όνομα, ακριβώς, της πρόληψης και αναχαίτισης της οδύνης. Όπως αναφέρει στην Ισ τ ο ρ ία της Σ εξ ο υ α λ ικ ό τ η τ α ς (1982 [1978]), ο Φουκώ θεωρούσε την ιστορία των γυναικείων σωμάτων και της παθολογικοποίησής τους σημαντική όψη της ιστορίας της αποκεντρωμένης και διάχυτης μορ­ φής εξουσίας και ελέγχου «επί του σώματος», που ο ίδιος ονόμασε «βιοε­ ξουσία». Δυστυχώς, όμως, δεν υλοποίησε ποτέ το αρχικό του σχέδιο, να συμπεριλάβει στην Ι σ τ ο ρ ία της Σ ε ξ ο υ α λ ικ ό τ η τ α ς έναν τόμο αφιερωμένο στη μελέτη της σεξουαλικοποίησης του γυναικείου σώματος και των μορφών πα­ θολογίας που σχετίζονται με αυτό, όπως είναι η υστερία, η νευρασθένεια και η ψυχρότητα (δες παρακάτω, σχετική ενότητα). Ο Φουκώ θα ανέλυε τις δια­ δικασίες μέσω των οποίων τα γυναικεία σώματα τίθενται υπό την εποπτεία και τον κοινωνικό έλεγχο της «βιοεξουσίας», αυτής της συναρμολόγησης γνώσης και εξουσίας, λόγων και πρακτικών, θεσμών και έξεων που εστιάζουν στην πολιτική διαχείριση της ζωής και αφορούν τόσο το ατομικό σώμα και την ατομική υγεία, όσο και το συλλογικό σώμα, τη δημόσια υγεία, την υγεία και ευημερία του πληθυσμού, στοχεύοντας στην παραγωγή και χειραγώγηση πιο χρήσιμων, παραγωγικών και (αυτό-) πειθαρχημένων σωμάτων. Ωστόσο, έχουν υπάρξει ιδιαίτερα χρήσιμες οι αναλύσεις του Φουκώ για το ρόλο της ιατρικής, του δικαίου, της ψυχιατρικής και των διάφορων κοινωνικών επιστη­ μών στην παραγωγή νέων μορφών γνώσης/εξουσίας που ασκούνται πάνω στο σώμα, όπως και η παρατήρησή του ότι η νεωτερική ιατρική και οι άλλες επι­ στήμες της ζωής δεν περιορίστηκαν στην εποπτεία και διαχείριση του αν­ θρώπινου σώματος, αλλά συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση καθεστώ­ των αλήθειας σχετικά με τον ενσώματο και έμφυλο χαρακτήρα της «κανονι­ κότητας» και της «παθολογίας». Η κοινωνική πολιτική -ως βιοπολιτική- έχει διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στη θέσμιση της σύγχρονης «πειθαρχημένης κοινωνίας». Στην εξέταση αυτής της αμφίσημης συνάρθρωσης μεταξύ κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνι­ κής πειθάρχησης στη δυτική βιομηχανική νεωτερικότητα έχει συμβάλει καθο­ ριστικά η προβληματική του Φουκώ για τη σχέση ανάμεσα στη γνώση και την εξουσία, καθώς και για τη διαπλοκή αυτής της σχέσης με το ανθρώπινο σώμα και την ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά. Στο πλαίσιο των μικροφυσικών τεχνολογιών κοινωνικής πειθάρχησης, πρώτη ύλη είναι το ανθρώπινο σώμα: πρωταρχικό διακύβευμα, δηλαδή, είναι η (αυτο-)καθυπόταξη του υπολογίσι­ μου, εξατομικευμένου και γενικεύσιμου σώματος, η ορθολογική προσαρμογή του στους βιορυθμούς της παραγωγικής διαδικασίας, η λειτουργική αναμόρ­ φωση και συμμορφωτική αγωγή του προς εργασία. Η «πολιτική ανατομία» της πειθάρχησης, εξάλλου, δεν αναφέρεται τόσο σε μηχανισμούς ή θεσμούς ανοιχτής επιβολής και καταστολής, αλλά σε διαχεόμενες στον κοινωνικό ιστό σχέσεις ενστάλαξης έξεων, ιεραρχίας της γνώσης, εμπέδωσης αξιών και συ­ γκρότησης υποκειμένων με γνώμονα φυσικοποιημένες και εξιδανικευμένες

ΤΟ ΦΤΓΛΟ KAi n ΣΙνί,Οί ΑΛΙΚΟΠΓΓΑ ΓΓΟΤ’Σ ΑΟΙΌΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΒΙ()ΓΓΓ1ΣΤΙ(ΜΗΣ

‘¿47

νόρμες που σχετίζονται με την εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη, τη διαιώ­ νιση της ζωής, την παραγωγή, την επιτήρηση, τη φύλαξη και την ασφάλεια: πρόκειται, δηλαδή, για ένα περίπλοκο δίκτυο δομών συνεχούς, ευέλικτου και πολλαπλασιαστικού ελέγχου που διαπερνά τις πιο λεπτές και αδιόρατες -θα λέγαμε, μοριακές- λεπτομέρειες της καθημερινότητας, των κοινωνικών συ­ μπεριφορών και της ανθρώπινης δράσης, παίζοντας, έτσι, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ατόμου ως υποκειμένου και της κοινωνίας ως αντικει­ μένου. Η Ann Stoler (1989) έχει προτείνει μια κριτική επανάγνωση της φουκωικής προβληματικής μέσα από το πρίσμα της αποικιοκρατικής συνθήκης, ε­ στιάζοντας στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες12 και στη Γαλλική Ινδοκίνα,1314 αλλά και αντλώντας υλικό από άλλα συμφραζόμενα ευρωπαϊκής κυριαρχίας σε αφρικανικές και ασιατικές αποικίες. Εξετάζει πώς οι κατηγορίες του «αποικιοκράτη» και του «αποικιοκρατούμενου» εμπεδώθηκαν και διασφαλί­ στηκαν μέσα από φόρμες και νόρμες σεξουαλικού ελέγχου. Οι μητροπολιτικοί και αποικιακοί λόγοι περί υγείας, φυλετικής υγιεινής, αναπαραγωγής, «εκ­ φυλισμού» και κοινωνικής αναμόρφωσης αποκαλύπτουν πώς η σεξουαλικό­ τητα έθεσε και οριοθέτησε θέσεις ταξικής, έμφυλης και φυλετικής εξουσίας επιβάλλοντας και υποβάλλοντας τις μεσοαστικές και λευκές ηθικολογικές συμβάσεις του σεβασμού και της ευπρέπειας. Ασκώντας κριτική στην παρά­ λειψη της αποικιακής εμπειρίας, και μάλιστα της αποικιακής εμπειρίας του φύλου, εκ μέρους του Φουκώ, η Stoler φωτίζει τη σχετικά υποτιμημένη θέση της φυλετικότητας και του ρατσισμού στην ιστορία της σεξουαλικότητας. Σύμφωνα με την εξαιρετικά σημαντική συμβολή της, η ανάδυση της ευρωπα­ ϊκής αστικής σεξουαλικότητας μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αποικιοκρατικής συνθήκης και σε αναφορά με τους έμφυλους λόγους του έθνους και της αυτοκρατορίας. Δείχνει πώς ο λόγος για τη σεξου­ αλικότητα των αποικιοκρατούμενων -αμφίθυμος λόγος αποστροφής και επι­ θυμίας ως προς το «σεξ του Αλλου»- έχει διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη μετατροπή των αποικιοκρατούμενων σε αντικείμενα λόγου, γνώσης και πει­ θάρχησης (Stoler 1995).^ Η θεματική του κρατικού βιοπολιτικού ρατσισμού απασχολεί τον Φουκώ

12. Ολλανδική αποικία που έγινε η Ινδονησία μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν, μετά από την ιαπωνική κατοχή, οι Ινδονήσιοι εΟνικιστές κήρυξαν ανεξαρτησία υπό τον Sukarno, το 1945. 13. Το τμήμα της γαλλικής αυτοκρατορίας στη Νοτιοανατολική Ασία, που συγκροτήθηκε σε συνομοσπονδία περιοχών του Βιετνάμ και της Καμπότζης το 1887 και στην οποία προ­ στέθηκε το Λάος το 1893. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η αποικία διοικουνταν από τη Γαλλία του Vichy και ήταν υπό ιαπωνική κατοχή, μέχρι την κομμουνιστική εξέγερση εναντίον της γαλλικής κυριαρχίας υπό τον Ho Chi Minh το 1945. Το 1949. η αντικομμουνιστική βιετναμέζικη κυβέρνηση κήρυξε ανεξαρτησία. 14. Για τη σχέση φύλου, ιατρικής και αποικιακής συνθήκης, βλ. και Manderson 1996, 1997.

‘248

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

στο πλαίσιο των διαλέξεών του το 1976 με γενικό τίτλο “Society must be de­ fended” (2003). O Mark Kelly (2004) έχει μελετήσει το φουκωικό αυτό κεί­ μενο με ειδική αναφορά στην περίπτωση του βιο-εθνικισμού της Αυστραλίας, ιχνηλατώντας μια μετατόπιση από το ρατσισμό του έθνους-κράτους προς έναν εθνικισμό θεμελιωμένο στις επιδιώξεις του έθνους ως οικονομικής και δημογραφικής οντότητας.15 Η δημόσια υγεία -ιδιαίτερα ως διαχείριση του φύλου, της φυλής και της σεξουαλικότητας- έχει ιστορικά λειτουργήσει ως όχημα, αλλά και πολιτικός στόχος, των στρατηγικών του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικι­ ακής διακυβέρνησης (Bashford και Nugent 2002). Ο βιοιατρικός λόγος, με όλες τις έμφυλες συνδηλώσεις του, συνιστά ισχυρό φορέα πειθάρχησης και κανονικοποίησης στο πλαίσιο της σύγχρονης παγκόσμιας βιοπολιτικής. Ως τεχνολογία παραγωγής τομέων, τελετουργιών και καθεστώτων αλήθειας μέσω της κατανομής σωμάτων, βλεμμάτων, χώρων, επιφανειών και διαγωγών, η βιοιατρική έχει συχνά στην ιστορία της εξυπηρετήσει τις προτεραιότητες και τα προτάγματα -εθνικών, κρατικών, αποικιακών- εξουσιών σχετικά με τον έλεγχο της αναπαραγωγής και της σεξουαλικότητας, τόσο των γυναικών όσο και των σεξουαλικά «παρεκκλινόντων». Έχει, δηλαδή, διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση και τον έλεγχο της σεξουαλικότητας και της αναπαραγω­ γής όχι μόνο ατόμων αλλά και πληθυσμών -σ ’ αυτό, με άλλα λόγια, που ο Φουκώ (1982 [1978]) αποκαλεί βιοεξουσία, υποδηλώνοντας την πειθαρχική πολιτική επιτήρηση, διευθέτηση και ρύθμιση των πιο λεπτών και ιδιαίτερων πτυχών της ζωής ατόμων και πληθυσμών. (Για τις συνδηλώσεις και συνεπα­ γωγές της ειδικής διασύνδεσης μεταξύ βιοπολιτικής και φύλου, βλ. Αθανασί­ ου 2003, 2007, Athanasiou 2003). Παραδειγματική εκφορά της μορφής αυτής εξουσίας που μεριμνά για την ποσότητα και την ποιότητα του εθνικού πληθυσμού αποτέλεσε η τα­ κτική συμμαχία ανάμεσα στην ιατρική και την οικογένεια που αναδύθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19°° αιώνα, μια συμμαχία που συμπυκνώνεται στη συστηματική συνεργασία ανάμεσα στη μητέρα και τον οικογενειακό ιατρό. Όπως έδειξε ο Jacques Donzelot, η ιατρικοποίηση της οικογένειας και η νέα μέριμνα για την παιδική ηλικία και τη ρύθμιση της διαγωγής της αποτελούν σημαντικές όψεις αυτής της ιστορικής συμμαχίας: Η οικογένεια και η παιδική ηλικία ανάγονται σε αντικείμενα κρατικής θεσμοθέτησης και ιατρικής παρέμβασης (Aries 1962, Bush, Trakas, Sanz, Wirsing, Vaskilampi και Prout 1996, Donzelot 1977, Fynsk 2000, Μακρυνιώτη 1997, Trakas και Sanz 1992). Σ ’ ένα κοινωνικό και επιστημολογικό πλαίσιο όπου η ευρωστία και η ευεξία του εθνικού πληθυσμού θεωρείται ότι εξαρτώνται άμεσα από τη σύναψη κατάλληλων αναπαραγωγικών γάμων, η οικογένεια αναδεικνύεται σε διακύβευμα υπέρτατης πολιτικής σημασίας, και ως τέτοιο. 15. Για τη μετάβαση από τον βιολογικό ρατσισμό στον πολιτισμικό «νεο-ρατσισμό». βλ. ΒπΙΐθΰΓ 1991.

ΤΟΦΙΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟΓΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΡΙΤΣ Λ()Ι\)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΤΙ»ΑΚΤίΚΚΣΤΉΣ ΗΙΟΚΠΙΣΤΜΜΜΣ

249

τίθεται συστηματικά υπό κρατική εποπτεία. κηδεμονία, μέριμνα και προ­ στασία. Το εθνικό κράτος αυτο-προβιβάζεται, έτσι, σε υπέρτατη και ολοκληρωτική αρχή, που νομιμοποιείται να παρεμβαίνει, μέσω εκλεπτυσμένων και σταθμι­ σμένων τεχνικών, στις απειροελάχιστες εκφάνσεις της ανθρώπινης πολλαπλό­ τητας. Το εθνικό κράτος, ωστόσο, δεν είναι το μοναδικό πεδίο άσκησης αυτής της πολιτικής ρύθμισης της «ζωής» των πληθυσμών. Όπως καταδεικνύει η έρευνα της Aihwa Ong (2000) για τις πρακτικές κυβερνητικότητας στη Νοτι­ οανατολική Ασία (Μαλαισία και Ινδονησία), οι υπερεθνικές δυνάμεις και τα διεθνικά δίκτυα της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς ε­ γκαθιδρύουν ένα βιοπολιτικό σύστημα ανισομερούς κατανομής δικαιωμάτων, πόρων, μέριμνας και προστασίας, το οποίο υπερβαίνει την επικράτεια και τη δικαιοδοσία του εθνικού χώρου και που η ανθρωπολόγος αποκαλεί «βαθμι­ δωτή κυριαρχία» (graduated sovereignty). Πρόσφατες θεωρητικές και ερευνητικές εξελίξεις σε διάφορα πεδία της ενσώματης βιοκοινωνικότητας (Rabinow 2005), από τη μεταμόσχευση οργά­ νων έως την κοσμητική χειρουργική και από την εμμονή με τη δίαιτα και τη σωματική εκγύμναση έως τη διαχείριση του γήρατος, συμβάλλουν σε μια ο­ λοένα εντεινόμενη και διευρυνόμενη πολιτικοποίηση της ιατρικής επιστήμης και της ανθρώπινης ζωής. Όπως προβλέπει ο Paul Rabinow στο πλαίσιο της ανάλυσής του σχετικά με τη βιοκοινωνικότητα, στις ταυτότητες της φυλής, του φύλου, της τάξης και της ηλικίας πρόκειται να προστεθούν και ποικίλες άλλες, οι οποίες θα αλληλοτέμνονται και θα αλληλοδιασταυρώνονται επανορίζοντας, τελικά, ή και υπερβαίνοντας. τις παλαιότερες κατηγορίες (2005), αυτές που είχαν από τον 18° έως τον 20° αιώνα θεμελιωθεί στα σεσημασμένα σώματα της γυναίκας, του αποικιοκρατούμενου ή υποδουλωμένου υποκειμέ­ νου, του εργάτη και της εργάτριας (Haraway 1991β). Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για μια συνθήκη «βιολογικής ιδιότητας του/της πολίτη» (biological citizenship), σύμφωνα με την οποία η αίσθηση του εαυτού επιτελείται σε μοριακό επίπεδο, η ιατρική διεξάγεται με όρους οικονομίας της αγοράς, η πολιτική ορθολογικότητα ασκείται ως τεχνολογία βιοκυβερνητικότητας και η βιολογία αναλαμβάνει νέους ρόλους στη ρύθμιση και τη διακυβέρνηση των ορίων της ζωής (Petryna 2005, Rose 2006, Rose και Novas 2005). Μια πρόσφατη συλλογή ανθρωπολογικών κειμένων,'των οποίων οι θεμα­ τικές εκτείνονται από την αποικιοκρατία και την παγκοσμιοποίηση στην τεχνοεπιστήμη και τη βιοκοινωνικότητα και των οποίων οι συγγραφείς έχουν εμπνευ­ στεί από τις ιδέες του Φουκώ για την κυβερνητικότητα και τη βιοπολιτική, επι­ χειρεί να αντιμετωπίσει τη νεωτερικότητα ως εθνογραφικό αντικείμενο, υπέρβαίνοντας τον ευρωκεντρισμό της φουκωικής θεώρησης. Οι ανθρωπολσγικές έρευνες που συμπεριλαμβάνονται εξετάζουν την πολλαπλή επίδραση τεχνολο­ γιών. στρατηγικών, γραφειοκρατικών τεχνικών, καθεστώτων εξειδικευμένης εμπειρσγνωμοσύνης. φορέων εξουσίας και σωμάτων γνώσης στη διακυβέρνηση

250

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOI* ΦΓΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

της βιολογικής και κοινωνικής ζωής, μέσα σε ποικίλα γεωπολιτικά συμφραζόμενα πολέμου, αποικιοκρατίας και παγκόσμιας ανισότητας (Inda 2005). Το μέλημα αυτών και παρόμοιων συνεισφορών είναι η επεξεργασία των επιστημολογι­ κών, τεχνολογικών, γνωσιοθεωρητικών και θεσμικών καθεστώτων που ρυθμίζουν τα όρια του διανοητού ανθρώπινου (Collier και Ong 2003). Από το μέλημα αυτό έχει προκόψει ένας αξιοσημείωτης αναλυτικής εμβέλειας κορμός μελετών, με θεματικές που εκτείνονται από την αποικιοκρατική κυβερνητικότητα (Stoler 1995, Scott 2005) και την παγκοσμιοποίηση και τη διεθνικότητα (Ong 1999) έως τη ρύθμιση της αναπαραγωγής (Horn 1986, Greenhalgh 2003), τις τεχνολογίες «ευέλικτης ευγονικής» στο πλαίσιο της γενετικής γνώσης και συμβουλευτικής (Taussig, Rapp, Heath 2005), το χώρο και τον αστικό σχεδιασμό (Rabinow 1989). την κοινωνική ασφάλιση και τη διαχείριση του ρίσκου (Ewald 1986). Η μεταδομιστική και αποδομητική φεμινιστική θεώρηση της «πολιτικής της ζωής» επιμένει στα έμφυλα, φυλετικά και σεξουαλικά προϋποτιθέμενα και καθεστώτα αλήθειας που δομούν ιστορικά τους λόγους περί ζωής. Μια διαφορετική, ωστόσο, τάση της σύγχρονης φεμινιστικής θεωρίας απορρέει από τις φιλοσοφίες της «σεξουαλικής διαφοράς» και υιοθετεί μια βιταλιστική ανάγνωση της «ζωής», προτείνοντας μια καταφατική, σχεδόν ευφορική, αξιοδότηση του έμβιου εαυτού. Ως παραδειγματική εκφορά αυτής της προσέγγι­ σης, η «βιώσιμη νομαδική ηθική» της Rosi Braidotti (2 008) υποδηλώνει μια κατανόηση του ενσώματου εαυτού ως διαρκούς και δυναμικής διαδικασίας του γίγνεσθαι (becoming). Εξάλλου, στο πλαίσιο της μεταδομιστικής και queer φεμινιστικής θεωρίας του σώματος, έχει ασκηθεί κριτική στο συμβατικό, κανονιστικό παράδειγμα της βιοηθικής. κυρίως με αιχμή ζητήματα που αφορούν τη γονιδιακή ιατρική, την αναπηρία, την προσθετική υψηλής τεχνολογίας και τη διαφυλικότητα (in­ tersexuality). Ο βιβλιογραφικός αυτός κορμός αποτυπώνει μια μετατόπιση από τη συμβατική βιοηθική του σώματος προς τη ριζοσπαστική, αντισυμβατική ηθικοπολιτική του σώματος (Shildrick και Mykitiuk, 2005).

5. Ε υ γ ο ν ικ ή : Μ ε τ α ξ ύ κ οινω ν ικ ή ς μ η χ αν ικ ή ς κ α ι α ν α π α ρ α γ ω γ ι κ ή ς ια τ ρ ι­ κή ς Κεντρική μέριμνα της ευγονικής ήταν η επίτευξη, η διατήρηση και η περι­ φρούρηση της «ποιότητας» και της «ποσότητας» του πληθυσμού κάθε δεδο­ μένης εθνικής, φυλετικής, ή αποικιακής κοινότητας. Στην ιστορία της δυτικής νεωτερικότητας, η γυναικεία αναπαραγωγική λειτουργία και η αμφιλεγόμενη σχέση της με την ποσότητα και την ποιότητα του πληθυσμού έχει αποτελέσει πεδίο βιοπολιτικών διακυβευμάτων και αναμετρήσεων ως προς το μέλλον της κοινότητας (Bock 1996, Porter 1999, Soloway 1990). Από τις πιο ακραίες εκδοχές επιστράτευσης του γυναικείου σώματος και

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ Η ΣΜτ,Οΐ ΑΛΙΚ(ΓΠΓΓΑ ΣΤΟΠ: Α()1\)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΤΉΣ ΒΙΟΚΠίΣΤΙΙΜΜΣ

251

ενσωμάτωσης της γυναικείας αναπαραγωγικής λειτουργίας στους πειθαρχικούς μηχανισμούς της εθνικής-πολιτικής δημογραφίας είναι τα πολιτικά προγράμματα ελέγχου των γεννήσεων, ευγονικής και επιλεκτικής στείρωσης: Οι μελέτες της κληρονομικότητας στην ύστερη βικτοριανή περίοδο συνέπεσαν όχι μόνο χρονικά με το κίνημα της ευγονικής των αρχών του 20°° αιώνα, αλλά και με την ιατρική και κοινωνική νομιμοποίηση των θεσμοθετημένων πρακτι­ κών ελέγχου της «ελαττωματικής κληρονομικότητας» μέσω αναγκαστικής στείρωσης ανάπηρων, «διανοητικά καθυστερημένων» και άλλων «εκφυλισμέ­ νων» (Bérubé και Lyon, 1998). Η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε το 1937 στη νομιμοποίηση της στείρωσης στο Πόρτο-Ρίκο, προκειμένου να αντιμετω­ πιστεί η απειλή αυτού που αποκαλούνταν «πλεονασματικός πληθυσμός». Από τη δεκαετία του 1950, 35% των Πορτορικάνων γυναικών έχουν υποβλη­ θεί σε χειρουργικές επεμβάσεις στείρωσης, άλλοτε «εκουσίως» υπό την πίεση της ιατρικής συμβουλής και άλλοτε εν αγνοία τους. Τα όρια ανάμεσα στην αποικιοκρατική ιατρική περίθαλψη των ιθαγενών γυναικών και τη σύγχρονη μαζική υποχρεωτική στείρωση των Ινδιάνων -και άλλων μη λευκών- γυναικών έχουν υπάρξει ιδιαιτέρως ρευστά και αμφιλεγόμενα. Η συστηματική στείρω­ ση του τέλους της δεκαετίας του 1960 απηχεί σαφώς τις στρατηγικές πληθυσμιακού ελέγχου που εφαρμόστηκαν στα σώματα των Πορτορικάνων γυναι­ κών μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και της δεκαετίας του 1960 (Jaimes Guerrero 1997). Οι εθνικές πολιτικές υποχρεωτικής στείρωσης βρήκαν την πιο συστηματική -και ειδεχθή- τους μορφή στη ναζιστική Γερμανία (Bridenthal, Grossman. Kaplan 1984). Η ιστορία της ναζιστικής βιοιατρικής φωτίζει ίσως με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις διαδικασίες εκείνες που παράγουν και συντηρούν την «ιατρικοποίηση» του τρόμου, του βασανισμού και του μαζικού θανάτου και κυρίως, τις διαδικασίες που καθιστούν δυνατή την εργαλειοποίηση του αν­ θρώπινου σώματος μέσω του αντικειμενοποιητικού, εξεταστικού, υπολογιστι­ κού και κυρωτικού βλέμματος της βιο-επιστήμης. Η εθνικοσοσιαλιστική βιοψυχολογική τυπολογία που αντιπαρέθετε τον ανώτερο «γερμανικό-βόρειο ακέραιο τύπο» και τον κατώτερο «εβραίκό-φιλελεύθερο διασπασμένο τύπο», απέδιδε στον δεύτερο «ελαττωματικό» τύπο, διακριτικά γνωρίσματα βιολο­ γικής ευπάθειας και εκφυλισμού, με χαρακτηριστικότερη την τάση για φυμα­ τίωση και σχιζοφρένεια. Εβραίοι, Τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλόι, «εκ γενετής αδύ­ ναμοι», ανάπηροι, άρρωστοι, ψυχικά ασταθείς θεωρούνταν γενετικά κατώτε­ ρα όντα, παράσιτα, που έπρεπε να εξολοθρευτούν, αφού πρώτα είχαν χρησι­ μοποιηθεί ως πειραματόζωα, μέσω μαζικής στείρωσης και. αργότερα, μέσω μεθόδων μαζικής «ευθανασίας» -σύμφωνα με τον ειδεχθή ευφημισμό της ναζιστικής γενοκτονίας. Όπως το διατύπωσε ο Φουκώ, στο πλαίσιο της «ευγο­ νικής διευθέτησης» της δυτικής κοινωνίας, μιας διευθέτησης που επιτεύχθηκε με την εντατικοποίηση των βιοπολιτικών μικρό-εξουσιών, ο χιτλερικός μύθος του αίματος οδήγησε στο μεγαλύτερο αιματοκύλισμα της σύγχρονης ιστορίας

252

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΙ ΛΟΙ' ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

(1982 [19781). Ολιστική ιατρική, ευγονική και βιταλιστική ιδεολογία συνυφαίνονταν στο πλαίσιο της ναζιστικής βιοιατρικής, απώτατο στόχο της οποίας αποτελούσε η επιστημονική υποστήριξη και υλοποίηση του προγράμματος φυλετικής εκκαθάρισης και ενδυνάμωσης της κυρίαρχης φυλής (Gilman 1991, 1992, Harrington 1997. Kleinman 1988, Proctor 1988). Θεμελιωτής της ευγονικής ήταν ο Francis Galton, ο οποίος και εισήγαγε τον όρο, το 1883. Το πεδίο της ερευνάς του -ο σχεδιασμός ενός προγράμμα­ τος για τη βελτίωση της ανθρώπινης φυλής, που περιλάμβανε έλεγχο της κλη­ ρονομικότητας και μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας- γνώρισε αμέσως τεράστια απήχηση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αντλώντας επιρροή από το έργο του Δαρβίνου (1859) για την καταγωγή των ειδών και τη φυσική επιλογή, η ευγονική εξέφραζε σε επίπεδο κοινωνικού φαντασιακού τη φοβία για τους κινδύνους που αντιμετώπιζε το ανθρώπινο είδος. Οι ακόλουθοι και επίγονοι του Galton υποστήριξαν την ενεργή παρέμβαση της πολιτείας, με σκοπό την προστασία της λεγόμενης «άριας φυλής». Πρότειναν μέτρα στεί­ ρωσης και απομόνωσης των «απροσάρμοστων» κοινωνικών στοιχείων, όπως οι αλκοολικοί, οι ανάπηροι, οι διανοητικά καθυστερημένοι κτλ. και διατύπω­ σαν προτάσεις για «χωριά γονιμοποίησης», στα οποία άνδρες επίλεκτοι με βάση φυλετικά κριτήρια θα γονιμοποιούσαν γυναίκες για την αναπαραγωγή της άριας φυλής.16 Σε συγκεκριμένα ιστορικά συγκείμενα, η ευγονική εφαρ­ μόστηκε ως μια μορφή κοινωνικής μηχανικής, που στόχευε στην παραγωγή ενός πληθυσμού ανάλογα με το σχεδιασμό της εξουσίας, μέσω του αποκλει­ σμού και της εξόντωσης των ανεπιθύμητων. Η ναζιστική εξόντωση Εβραίων, Τσιγγάνων, διανοητικά ανάπηρων, ομοφυλόφιλων -όλων όσοι, δηλαδή, θεω ­ ρούνταν φυλετικά κατώτεροι και εκφυλισμένοι από την εθνικοσοσιαλιστική βιο-επιστήμη- υπήρξε η πιο σκοτεινή, αλλά και αποκαλυπτική, έκφανση της εφαρμοσμένης «βιο-επιστήμης» της ευγονικής.

6. Τ ο κίν η μ α γ υ ν α ικ ε ία ς π ολ ιτ ικ η ς δ ιεκ δ ίκ η σ η ς

υ γ ε ία ς :

Η

υ γ ε ία

ως

π ε δ ίο

φ εμ ιν ισ τικ η ς-

Συγγραφείς του πρώιμου δεύτερου κύματος του φεμινισμού— όπως η Adrienne Rich (1976), η Mary Daly (1979), οι Barbara Ehrenreich και Deirdre English (1973, 1979) -αποδίδουν αναλυτική έμφαση στη βία που ασκείται πάνω στις γυναίκες από τους βιοιατρικούς μηχανισμούς, ιδιαίτερα αυτούς που αφορούν τις αναπαραγωγικές δυνατότητές τους, και υπογραμμίζουν την πολιτική σημασία που έχει η διεκδίκηση των γυναικών να πάρουν οι ίδιες στα χέρια τους τον έλεγχο του σώματός τους. Αυτές οι φεμινίστριες έστιασαν την προσοχή τους στους τρόπους με τους οποίους η ιατρική έχει κατασκευά­ 16. Ένθερμος υποστηρικτής αυτής της ιδέας περί υποχρεωτικής γονιμοποίησης με βάση φυλετικά κριτήρια ήταν ο μετέπειτα διοικητής του Αουσβιτς Rudolf Hoess.

ΤΌΦΤΓΛΟ ΚΑΙ H ΣΚ=Ό1 ΑΛΙΚΟΠΙΤΑ ΣΤΟΥΣ Λ Ο ΙΌ Σ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΉΣ ΗΙΟΕΠΙΣΤΜΜΙΙΣ

253

σει ιστορικά το γυναικείο σώμα ως «εκ φ ύσεω ς» ανεπαρκές και ελλιπές σε σχέση με το «κανονικό» σώμα του λευκού, αστού, ετεροφυλόφιλου και υ­ γιούς άνδρα.17 Πρωταρχικός στόχος του κινήματος της γυναικείας υγείας ήταν η ανάπτυ­ ξη νέων εναλλακτικών γνώσεων γύρω από το σώμα, προσαρμοσμένων στις εμπειρίες των γυναικών που είχε υποτιμήσει και αποσιωπήσει ο επίσημος βιο-επιστημονικός λόγος. Το βιβλίο Our Bodies, Ourselves (1976), έκδοση της Ομάδας Γυναικείας Υγείας Βοστόνης στις ΗΠΑ (Boston Women’s Health Collective), σηματοδότησε την αρχή μιας ευρείας παραγωγής λόγων και δρά­ σεων που περιελάμβανε ομάδες αυτοβοήθειας και αυτογνωσίας, ιατρικό αυτοέλεγχο, αμφισβήτηση της ανδρικής ηγεμονίας και του ιατρικού κατεστημέ­ νου. Παράλληλα με τον πολιτικό ακτιβισμό, το κίνημα επεξεργαζόταν και ανέπτυσσε φεμινιστικές θεωρίες του σώματος. Στοχαζόμενες πάνω στην ε­ μπειρία της αρρώστιας, φεμινίστριες συγγραφείς χρησιμοποιούν θεωρίες του σώματος και αρθρώνουν σημαντικό θεωρητικό και πολιτικό λόγο. Εξαιρετικά σημαντικό από αυτή την άποψη είναι το έργο της Audre Lorde (1980, 1988) για την εμπειρία του καρκίνου του μαστού στα συμφραζόμενα του φεμινιστι­ κού, αντιρατσιστικού και λεσβιακού ακτιβισμού. Αλλά και στις δεκαετίες που ακολούθησαν την ακμή του κινήματος της γυναικείας υγείας, και υπό την επιρροή νεώτερων θεωρητικών παραδειγμάτων, η φεμινιστική ενασχόληση με τη νόσο επέδειξε μια ιδιαιτέρως δημιουργική συνύφανση του αυτοβιογραφικού με το θεωρητικό λόγο. Όπως έγραψε η θεωρητικός Eve Kosofsky Sedgwick στοχαζόμενη πάνω στη δική της εμπειρία του καρκίνου του μαστού -μια «περιπέτεια στην εφαρμοσμένη αποδόμηση». όπως την ονόμασε η ίδιακαι των θεραπευτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της χημειοθερα­ πείας: «θα ενθάρρυνα ένθερμα όποιον-α ενδιαφέρεται για την κοινωνική κα­ τασκευή του φύλου να βρει έναν τρόπο να περάσει έξι μήνες ως εντελώς φα­ λακρή γυναίκα» (1994: 153). «Η αποδόμηση», καταθέτει η Sedgwick απα­ ντώντας έμμεσα σε όσους/ες επιμένουν να εκλαμβάνουν τη θεωρία ως ελιτί­ στικη, ασώματη και κοινωνικά απεμπλεγμένη ενασχόληση, «μπορεί να προ­ σφέρει κρίσιμες πηγές σκέψης για επιβίωση υπό συνθήκες πίεσης» (1994: 12).

Παράλληλα με την ανάπτυξη του κινήματος γυναικείας υγείας, οι φεμινι­ στικές σπουδές που εστιάζουν την προσοχή τους στον έμψυλο χαρακτήρα της επιστήμης και της βιοιατρικής ιστορικοποιούν την αναγωγή των διπολικών κατηγοριών αρσενικό/ θηλυκό, φύση/ πολιτισμός και σώμα/ πνεύμα σε από καταβολής δεδομένες και οικουμενικές αλήθειες, ανιχνεύοντας τη γενεαλογία αυτών των θεμελιωδών διχοτομιών της δυτικής μεταφυσικής στα συγκείμενα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αποκαλύπτονται έτσι οι τρόποι με τους ο17 Για ιστορικές και θεωρητικές επισκοπήσεις τοο κινήματος γοναικείας υγείας, βλ Ruzek. 1978. 1980. 1993. Fee 1983, Rosser 1994. Για τη θέση των μαύρων γυναικών σ αυτό: Smith 1982. Zambrana 1987 και White 1990.

254

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΌΓ ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ποιους η γυναικεία σωματικότητα και υποκειμενικότητα κατασκευάζονται μέσω των λόγων και των πρακτικών μιας επιστήμης που δεν εμπνέεται -όπως χαρακτηριστικά διατείνεται- από «αντικειμενικότητα», «ορθολογισμό» και «οικουμενισμό», αλλά διέπεται από ανδροκεντρισμό, ρατσισμό, ομοφοβία και μισογυνισμό. Συγγραφείς όπως οι Ehrenreich και English (1979), η Jordanova (1980, 1999). η Smith-Rosenberg (1972) και η Schiebinger (1987, 1989, 1993) έχουν δείξει πώς οι κατηγορίες του φύλου, της φυλής, της τάξης και της σεξουαλικότητας έχουν υπάρξει κομβικής σημασίας όχι απλώς στην ανάπτυξη και εμπέδωση των βιοιατρικών λόγων και πρακτικών, αλλά και, ειδικότερα, στις εννοιολογήσεις συγκεκριμένων «βιολογικών» σωμάτων και σωματικών διαγωγών ως εξ ορισμού «σεσημασμένων» (marked). Στο πλαίσιο πολιτισμικά φορτισμένων νόσων όπως το HIV/AIDS και ο καρκίνος του μαστού, οι λόγοι και οι ταυτότητες των ασθενών, των επαγγελματιών υγείας και των ακτιβιστών συνυφαίνονται. Το ακτιβιστικό κίνημα του A1DS, η κριτική των επίσημων πολιτικών αλλά και η πολιτική αλληλεγγύης στους φορείς και ασθενείς οφείλει πολλά στο κίνημα υγείας των γυναικών της δεκαετίας του 1970. όπως και η ακτιβιστική πολιτική του καρκίνου του μαστού αντλεί έμπνευση, σε επίπεδο λόγου και πρακτικών, από το μοντέλο του AIDS ακτιβισμού. Η Eve Kosofsky Sedgwick έχει αναφερθεί εύστοχα στη «διαλεκτική επιστημολογία των δύο νόσων» -τόσο ως προς τη μυστικότητα με την οποία περιβάλλονται πολιτισμικά, όσο και ως προς τις εναλλακτικές πολιτικές πρακτικές ανοιχτότητας που εμπνέουν (1994). Υπό την επιρροή του κινήματος της γυναικείας υγείας, κομβικό σημείο συ­ νάρθρωσης ακτιβισμού και θεωρητικού λόγου υπήρξε η διεκδίκηση «να πά­ ρουν οι γυναίκες στα χέρια τους τον έλεγχο του σώματός τους», μια διεκδί­ κηση που λειτούργησε συσπειρωτικά και ενδυναμωτικά. Ήταν όμως ένα αί­ τημα που δέχτηκε και κριτική από διάφορες πλευρές της φεμινιστικής κριτι­ κής, αφού θεωρήθηκε ότι έπαιρνε ως δεδομένη -και αναπαρήγαγε- την κανο­ νιστική διχοτομία νους/ σώμα, προσυπογράφοντας στην εννοιολόγηση του γυναικείου σώματος ως αδρανούς αντικειμένου πάνω στο οποίο επενεργούν μονοσήμαντα οι δυνάμεις της βιοιατρικής ενώ οι γυναίκες αγωνίζονται να επανακτήσουν τον έλεγχό του (Hadd 1991). Δίνεται έτσι έμφαση στις διαδικασίες κατασκευής των ορισμών και νοη­ μάτων της πολιτισμικής και βιοιατρικής κανονικότητας, στους λόγους της βιοιατρικής και στους εμπράγματους τρόπους με τους οποίους αυτοί διαμορ­ φώνουν τις «κανονιστικές μυθοπλασίες» του έμφυλου σώματος, της ανατομί­ ας και φυσιολογίας του. Είναι στο πλαίσιο αυτό της έμφασης στο λόγο, την αναπαράσταση, τη μεταφορά και τη σημασιοδότηση, που οι Paula Treichler, Lisa Cartwright και Constance Penley, στη μελέτη τους για τα ολοένα μετατο­ πιζόμενα πολιτισμικά νοήματα του AIDS, την ομοφοβία και τον βιοιατρικό λόγο, αποκαλούν τη νόσο «επιδημία σημασιοδότησης» (1989, βλ. επίσης Treichler 1987).

ΤΟΦΤΓΛΟ KAI II ΣΚΞΟΤΑΛΙΚΟΓΠΓΓΑ ΙΤ Ο Ιΐ ΛΟΠΙΙΐ ΚΑΙ ΠΣ ΠΙΆΚΤΙΚΙΧΤΙΙΣ ΙΙΙΟΚΠΙΙΤΙΙΜΜΣ ¿55

Οι μελέτες που εστιάζουν στον ακτιβισμό των ασθενών αποδομούν τα έμφυλα στερεότυπα που διαπερνούν την πρόσληψη της αρρώστιας ως αδράνει­ ας και παθητικότητας, φωτίζοντας πλευρές της εμπρόθετης δράσης και της πολιτικής νοηματοδότησης του πάσχειν εκ μέρους των ασθενών (βλ. Altman 1996). Χαρακτηριστική θέση σ ’ αυτό τον κορμό βιβλιογραφικών συνεισφορών καταλαμβάνουν οι μελέτες που εστιάζουν στη βιοκοινωνικότητα του ακτιβι­ σμού του καρκίνου του μαστού. Σε μεγάλο βαθμό, όπως συμβαίνει με τον ακτιβισμό του AIDS-ΗIV, ο ακτιβισμός του καρκίνου του μαστού δεν αντιπαρατίθεται απλώς και μόνο στην ιατρική έρευνα, αλλά διεκδικεί περισσότερη έρευνα, δημοκρατικότερη πρόσβαση στην ιατρική ενημέρωση, περισσότερη και ποιοτικότερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (Kaufen 1998). Η Ειρήνη Καμπριάνη (2009), έχοντας διεξαγάγει επιτόπια έρευνα στο «Κέντρο Κοινω­ νικής Συμπαράστασης, Ιατρικής Πρόληψης και Έρευνας Παναγία η Φιλανθρωπινή» στην Ορμύλια της Βόρειας Ελλάδας, εξετάζει την πολιτισμική δια­ χείριση της γενετικής γνώσης σχετικά με τον κληρονομικό καρκίνο του μα­ στού, όπως αυτή επιτελείται στο σημείο συνάντησης της θρησκευτικής φιλαν­ θρωπίας με την εξατομικευμένη ιατρική. Σε συμφραζόμενα άνισης προσβασιμότητας στις βιοτεχνολογίες και στη γενετική γνώση, αναλύονται οι τρόποι με τους οποίους οι εξελίξεις στο πεδίο της πρόληψης του καρκίνου του μαστού συνυφαίνονται με τις διαδικασίες και τις εντάσεις της εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας, της ατομικότητας και της συλλογικότητας, αλλά και με τις δια­ δικασίες συγκρότησης της γυναικείας υποκειμενικότητας.

7. Η επ ίμ α χ η υ λ ικ ό τη τ α τ ο υ φ ύ λ ο υ : Π ρ ο ς μ ια φεμινιστική θ εω ρ ία του έμ φ υ λ ο υ σ ώ μ α τ ο ς Μέσα από τη συζήτηση περί σώματος αναδύθηκε μια νέα πρόκληση για τη φεμινιστική κριτική: το (έμφυλο) σώμα δεν προσεγγίζεται ως κάτι προϋπάρχον και δεδομένο που τα μυστήριά του έρχεται να εξερευνήσει το ιατρικό βλέμμα -μια επιστημολογική πρόσληψη, άλλωστε, που απηχεί το πρόταγμα του Διαφωτισμού για την ανακάλυψη της λανθάνουσας αλήθειας του φυσικού κόσμου- αλλά θεωρητικοποιείται με όρους παραστασιακής επιτέλεσης στο επίπεδο του λόγου. Ως ρυθμιστικό ιδεώδες που υλο-ποιείται («πραγματώνε­ ται») βεβιασμένα μέσα σε συνθήκες κοινωνικής επιτελεστικότητας. η υλικό­ τητα του έμφυλου σώματος συνιστά το ιζηματικό αποτέλεσμα σχέσεων και τεχνικών εξουσίας, πειθαρχήσεων και ετερόδοξων ιδιοποιήσεων (Αθανασίου 2008α, Butler 1993, Tzelepis και Athanasiou 2010). Περιγράφοντας το φύλο ως σωματική τεχνουργία, η Butler είχε ήδη ανα­ λύσει στο βιβλίο της Α ν αταραχή φύλου (2009 [1990]) τους τρόπους με τους οποίους η έμφυλη κανονικότητα διαμορφώνει την αίσθηση αλλά και την κοι­ νωνική αναγνωρισιμότητα του σώματος. Εμπνεόμενη από το έργο του Μισε

256

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΤ’ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΛ2ΠΟΛΟΠΛ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Φουκώ, η συγγραφέας επεξεργάστηκε θεωρητικά το «φυσικό» σώμα ως το -τελεστικά και τελετουργικά- φυσικοποιημένο προϊόν σχηματισμών λόγου και σχέσεων εξουσίας. Συγκεκριμένα, προσέγγισε τις έμφυλες κατηγορίες ως «κανονιστικές μυθοπλασίες» που παράγονται μέσα από επαναλαμβανόμενες κοινωνικές τελετουργίες της εξιδανικευμένης κανονικότητας, αλλά και παρα­ μένουν, αναπόφευκτα, ανοιχτές σε πρακτικές κριτικής ανασήμανσης του ηγε­ μονικού λόγου. Έ τσι, το φύλο εκλαμβάνεται ως παραστασιακή επιτέλεση: δηλαδή, ως ένα κοινωνικό δράμα που αποκρυσταλλώνεται στο χρόνο μέσω της επιτελεστικής επανάληψης [performative reiteration] σωματικών πρακτι­ κών, οι οποίες συμπυκνώνουν την κανονιστική μυθοπλασία ενός αρραγούς έμφυλου εαυτού. Στην οπτική αυτή, κεντρική θέση κατέχουν οι διαδικασίες και οι δοκιμασίες μέσω των οποίων εν-σωματώνεται το ηγεμονικό ιδεώδες του φύλου και διακυβεύεται η επικράτεια του αναγνωρίσιμου έμφυλου σώ­ ματος. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο επίκεντρο της φεμινιστικής ανάλυσης τίθεται η κοινωνική επιτελεστικότητα του έμφυλου σώματος. Για την Butler, το σώμα δεν έχει οντολογική υπόσταση πριν ή πέρα από τις κοι­ νωνικές πρακτικές και πολιτικές ρυθμίσεις που το συγκροτούν μέσα στο πλαίσιο της έμφυλης ιεραρχίας και της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας. Το φύλο θεωρητικοποιείται ως σωματοποίηση της κοινωνικής χρονικότητας, α­ φού τοποθετείται σε μια ατελείωτη -και ατελή- διαδικασία εγκαθίδρυσης, μέσω μιας διαρκούς και τελετουργικά τυποποιημένης επανάληψης κινήσεων, χειρονομιών και σωματικών στάσεων στο πρότυπο της φαντασματικής έμφυ­ λης κανονικότητας. Η Judith Butler και άλλες θεωρητικοί του μεταδομιστικού φεμινιστικούqueer ρεύματος του «gender trouble» ενδιαφέρονται να απεγκλωβίσουν το παράδειγμα της «έμφυλης/σεξουαλικής διαφοράς» από την ηγεμονία της υλομορφικής και αιτιοκρατικής οριοθέτησης, η οποία εγγράφεται στο σώμα εγκαθιδρύοντας αυστηρά περιχαρακωμένες και οντολογικά συσχετιζόμενες κατηγορίες «άνδρες»/ «γυναίκες», ώστε να γίνει αντικείμενο επανεπεξεργασίας στην κατεύθυνση μιας μη-ετεροκανονικής [heteronormative] εκφοράς της σχέσης και της διαφοράς. Η επιτέλεση γίνεται, έτσι, το πεδίο στο οποίο κα­ ταδεικνύεται η περίπλοκη και ασταθής λειτουργία των κατηγοριών (έμφυλης και σεξουαλικής) ταυτότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το φύλο δεν θεωρητικοποι­ είται απλώς και μόνο ως πειθαρχική τεχνολογία, αλλά και ως επιτελεστικό δρώμενο. Η Butler οικειοποιείται τη φουκωική έννοια του σώματος της πει­ θαρχίας, προκειμένου να επεξεργαστεί την έννοια της επιτελεστικότητας του έμφυλου σώματος, στο πλαίσιο της οποίας οι σωματικές εκ-δραματατίσεις της έμφυλης σεξουαλικότητας παράγουν ταυτίσεις στο λόγο, οι οποίες είναι κ α ί κοινωνικά περιορισμένες κ α ί ανοιχτές σε ανασημάνσεις. Με όρους επιτελεστικότητας, το φύλο δεν είναι απλώς επιτελεστικό ενέργημα της τελετουρ­ γικής επανεπιβεβαίωσης του κανονιστικοί) προτύπου- δεν εγγράφεται πάθη-

ΤΌΦΓΛΟ KAI H LK=.()K ΑΛΙK(ΧΠΓΤΑ ΣΤΟΤΤ ΛΟΙΧ)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΠΆΚΤΙΚΚΣ ΤΙ1Σ ΒΙΟΚΓΤΙΣΤΉΜΙΙΣ 257

τικά πάνω στο σώμα, αλλά επιτελείται καθημερινά σε μια σπειροειδή συνύ­ φανση κοινωνικής πίεσης και αντίστασης, κατά την οποία τα υποκείμενα δια­ δραματίζουν δυνατότητες και πιθανότητες έμφυλης σωματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, η Butler θέτει σε αμφισβήτηση την υποτιθέμενη φυσική σταθερό­ τητα του διπολικού συστήματος του φύλου και τις ετεροσεξιστικές συνδηλώ­ σεις αυτού του καθεστώτος αλήθειας. Η αποδομιστική προσέγγιση των κατη­ γοριών ταυτότητας ως πεδίων πολιτικής αναστάτωσης και αναταραχής γίνε­ ται εδώ αφετηρία για την ανίχνευση δυνατοτήτων αποδιάρθρωσης της πολι­ τισμικής κανονικότητας στο πεδίο της διαπλοκής επιτελεστικής ταύτισης και επιθυμίας. Στο βιβλίο της Σ ώ μ α τ α μ ε σ η μ α σ ία : Ο ριοθετήσεις του «φ ύλου» στο λ ό ­ γο (2008 [1993]),18 η κατηγορία του «φύλου» αποδομείται μέσα από τη σύνδεση της σωματικής υλικότητας με την έμφυλη επιτελεστικότητα. Στη θέση των θεωρητικών επεξεργασιών που εκλαμβάνουν ως δεδομένη την υλικότητα του φύλου, η Butler αντιπροτείνει προς ανάλυση τις ίδιες τις διαδι­ κασίες που παράγουν και οροθετούν την επικράτεια της υλικότητας: ασκεί κριτική στις μονιστικές και ντετερμινιστικές εκφορές του μοντέλου της κατα­ σκευής, σύμφωνα με τις οποίες η κοινωνική επιταγή εγχαράσσεται ή αποτυπώνεται στην αδρανή επιφάνεια ενός φυσικού και προ-λογικού [pre-discursive] φύλου, το οποίο υποτίθεται ότι προϋπάρχει της κοινωνικής συνθήκης λόγου/εξουσίας. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι πώς μπορούμε να αναπτύξουμε μια φεμινιστική θεωρία του σώματος που, αν και εκκινεί από τις παραδοχές της κοινωνικής κατασκευής του φύλου και της σεξουαλικότητας, προχωρεί στην αποτίμηση της ίδιας της υλικότητας του σώματος -δεν αφήνει, δηλαδή, εκτός θεωρητικοπολιτικής πραγμάτευσης την «ύλη» του φύλου. Αντλώντας επιλεκτικά και κριτικά από την παράδοση της φαινομενολογί­ ας, θεωρητικοί όπως η Iris Marion Young (1990), η Elizabeth Grosz (1990β. 1994), η Claire Colebrook (2000) και η Dorothea Olkowski (1982-83) ενδιαφέρονται συστηματικά για τις έμφυλες διαδικασίες της ενσώματης υλικότη­ τας. Επίσης, η Barbara Duden έχει εκπονήσει μια μελέτη που η ίδια έχει αποκαλέσει «ιστορική σωματολογία», στο πλαίσιο της οποίας εστιάζει στην ενσυναίσθητη, βιωμένη, ρευστή και έγχυμη, έμφυλη σωματική παρουσία, όπου στόχος είναι η ερμηνευτική κατανόηση του σώματος ως ύστατης «ύλης» (2006: 24). Έτσι, ακούγοντας τα παράπονα και την οδύνη *των γυναικών του 18°° αιώνα, καθώς βασανίζονταν από τις συγκρούσεις «ανάμεσα στις ροές μέσα τους και γύρω τους» (2006: 24), η ιστορικός θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσής της το γυναικείο πάσχον «σώμα σε αναβρασμό, που ρέει και τινά­ ζεται και χύνεται και στάζει» (2006: 24), όπως αυτό π αρεισφ ρέει ή υπολαν­ θάνει στα ιατρικά κείμενα της εποχής. 18. Απόσπασμα από το βιβλίο αυτό έχει σομπεριληφθεί στον τόμο Τ α Ό ρ ια του Σ ώ μ α ­ τος: Διεπισ τη μο νικές Π ρ οσ εγγίσ εις , επιμ. Δήμητρα Μακρυνιώτη, μτφρ. Κώστας ανασι (2004), Αθήνα: νήσος.

258

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOIT Φ Ι ΛΟΙ' ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

8 . Β ιο λ ο γ ία τ ο υ φ ύ λ ο υ , α ν α π α ρ α γ ω γ ικ ή β ιο λ ο γ ία κ α ι οι έ μ φ υ λ ε ς μ ε ­ ταφ ορές τους Στο περίφημο δοκίμιό του για τις «τεχνικές του σώματος», ο Marcel Mauss (2004 [19501, 1973 [1950]) εστιάζει την ανάλυσή του σε ένα τεράστιο εύρος δραστηριοτήτων και λειτουργιών -από τεχνικές της γέννησης και της μαιευτι­ κής, την ανατροφή του βρέφους και τις μυητικές ασκήσεις της εφηβείας ως τις τεχνικές του ύπνου και της βάδισης-, προκειμένου να καταδείξει πώς ο πολιτισμός διαπλάθει την ίδια τη «φυσιολογία» του ανθρώπινου σώματος μέσω της εγγραφής πολιτισμικών κωδίκων και συμβολισμών στις ίδιες τις σωματικές έξεις των ανθρώπων.19 Σε μια σειρά κειμένων βασισμένων σε δια­ λέξεις που δόθηκαν κατά τη δεκαετία του 1920, ο Mauss αναπτύσσει μια προβληματική που οργανώνεται γύρω από την ιδέα ότι οι κατηγορίες μέσω των οποίων οι άνθρωποι προσλαμβάνουν τον κόσμο τους δεν είναι δεδομένες από τη φύση, αλλά συνιστούν προϊόντα κοινωνικών και ιστορικών διαδικα­ σιών.·20 Εξετάζοντας την ιστορική γένεση των εννοιών του «προσώπου» και του «εαυτού», ο Mauss έθεσε από νωρίς κομβικά ζητήματα που απασχόλη­ σαν αργότερα την ανθρωπολογία του σώματος, την ανθρωπολογία της υγείας, αλλά και την ψυχαναλυτική ανθρωπολογία και την εθνοψυχιατρική (2004 [19501. (Για συζήτηση της θεώρησης του Mauss, βλ. Γκέφου-Μαδιανού 2003 και Παπαγαρουφάλη 2002). Οι ανθρωπολόγοι έχουν εξετάσει συστηματικά τις εθνοβιολογικές θεωρίες αναπαραγωγής (Scheper-Hughes και Lock 1989). Για παράδειγμα, οι μητρογραμμικοί Αζάντε (στο νότιο Σουδάν) κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στη σάρ­ κα και το αίμα, που κληρονομείται μέσω των γυναικών, και του πνεύματος, που κληρονομείται μέσω των ανδρών (Pritchard 1940), ενώ οι πατρογραμμικοί Shavante της Βραζιλίας θεωρούν ότι ο πατέρας δημιουργεί το παιδί μέσω των πρακτικών της συνουσίας, στη διάρκεια της οποίας η γυναίκα είναι πα­ θητική (Maybury-Lewis 1967). Στη δυτική εθνο-επιστημολογία, η αρχή της ισομερούς ανδρικής και γυναικείας συμβολής στη σύλληψη ήταν τμήμα της δυτικής παράδοσης περίπου δέκα αιώνες πριν από την ανακάλυψη των σπερματόζωων (1677) και των ωαρίων (1828), και πολύ πριν η διαδικασία της ανθρώπινης γονιμοποίησης γίνει πλήρως κατανοητή από τη βιο-επιστήμη (Barnes 1973, Scheper-Hughes και Lock 1989). Η κοινωνική ανθρωπολογία που επικεντρώνεται στη μελέτη της Ελλάδας και του ευρύτερου χώρου της Μεσογείου έχει εξετάσει τα πολιτισμικά και

19. Συναφής είναι και η έννοια των «σωματικών έξεων», την οποία εισήγαγε ο ΙΙιερ Μπουρντιέ, υποδηλώνοντας τις κοινωνικές υπαγορεύσεις, αξίες και προσδοκίες που εν­ σωματώνονται στη μορφή στάσεων ή τεχνικών του σώματος οι οποίες επιτελουν την κοινω­ νικοποίηση του δρώντος υποκειμένου. 20. Εξάλλου, τόσο η Mary Douglas (1973) όσο και ο ΙΙιερ Μπουρντιέ (1 9 8 0 ) έχουν ε ­ στιάσει στην κοινωνική συγκρότηση και δια-δραμάτιση του σώματος.

ΤΟΦΓΛΟ KAI H ΣΚΞΟΪ'ΛΑΙΚΟΤΙΓΓΑ Σ Τ Ο Π ΛΟΙ\)ΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΗΙΟβΠΙΠΉΜΙΙΣ

259

ιστορικά συγκείμενα της αμφίσημης κοινωνικής κατασκευής της «φύσης» της γυναίκας βάσει των αναπαραγωγικών της λειτουργιών. Στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, η γυναικεία φύση εκλαμβάνεται ταυτό­ χρονα ως ιερή και μιαρή, παρθενική και διαβολική, αγνή και βέβηλη (Camp­ bell 1964, Dubisch 1983, 1986α. 1986β, du Boulay 1974, 1986. Herzfeld 1986, Loizos & Papataxiarchis 1991). Η μιαρή και επικίνδυνη φύση της γυναίκας αναχαιτίζεται και μετουσιώνεται μέσω της εκπλήρωσης του ιερού προορι­ σμού της σύλληψης και τεκνοποίησης μέσα στις πολιτισμικά εξιδανικευμένες νόρμες της ετεροσεξουαλικής πυρηνικής οικογένειας (Athanasiou 2006, Berlant 1998, Μπακαλάκη 1994β, Tabet 1987). Η ανάπτυξη της κοινωνιοβιολογίας στις δεκαετίες του 1970 και 1980, με την ανανεωμένη πίστη στη βιολογική αιτιοκρατία και με όλες τις ρατσιστικές και σεξιστικές συνδηλώσεις της, έκανε τη συμβολή της φεμινιστικής κριτικής ιδιαιτέρως επιτακτική και επείγουσα. Η φεμινιστική κριτική στη γλώσσα, τα αφηγήματα, τις εξιστορήσεις, τις μεταφορές και τον τρόπο διδασκαλίας της βιο-επιστήμης -ιδιαίτερα της βιολογίας του φύλου- είναι ιδιαιτέρως πλούσια (Biology and Gender Study Group 1988, Bleier 1985, Doane 1976, FaustoSterling 1985, 2000a. Haraway 1976, Keller 1995, Martin 1990. 1991. 1992, Schatten και Schatten 1983. Scott F. Gilbert 2000). Όπως επισημαίνει η Lynda Birke, είναι επιτακτική ανάγκη να βρούμε και να επεξεργαστούμε τρόπους «εξέτασης των σωματικών διαδικασιών (ή της «βιολογίας» πιο γενικά) που να απομακρύνονται από τον απλό αναγωγισμό και ταυτόχρονα να μας επι­ τρέπουν να θεωρητικοποιούμε σώματα βιωμένα εντός του πολιτισμού» (2004: 158. Βλ. και Birke 1999). Έτσι, η φεμινιστική θεωρία έχει ασχοληθεί και ασχολείται συστηματικά με την αναζήτηση εναλλακτικών αφηγήσεων σχετικά με τη βιολογία, σε κριτική σχέση με τον βιολογικό αναγωγισμό και τους δυϊσμούς που απορρέουν από αυτόν. Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε θέ­ ματα όπως γονιμοποίηση, ανίχνευση του φύλου του εμβρύου, ο ρόλος του DNA, μοριακή και εξελικτική βιολογία, η φεμινιστική κριτική αναλύει κριτικά τις λανθάνουσες προϊδεάσεις, κοινωνικές μυθολογίες και ιδεολογικές παρα­ δοχές που πληροφορούν τους τρόπους με τους οποίους οι επιστήμονες θέτουν τα ερωτήματα και τις υποθέσεις εργασίας τους, πραγματοποιούν τις παρα­ τηρήσεις και τα πειράματά τους και διατυπώνουν τις ερμηνείες τους. Το πρόταγμα της αναπαραγωγής βρίσκεται στο επίκεντρο της βιοιατρικής και πολιτισμικής εννοιολόγησης της γυναικείας υγείας. Τη δυτική πολιτισμική και βιοιατρική αξιωματική παραδοχή ότι η ουσία της γυναικείας ύπαρξης έγκειται στο αναπαραγωγικό της σύστημα εξετάζει κριτικά η βιολόγος Ann Fausto-Sterling, στη μελέτη της για την ιατρικοποίηση της εμμηνόπαυσης και άλλους βιολογικούς «μύθους του φύλου» (1985). Η Fausto-Sterling αναλύει πώς η κοινωνική πρόσληψη της εμμηνόπαυσης ως ασθένειας -και κοινωνικής παθολογίας- που σηματοδοτεί, δήθεν, την απώλεια της αληθινής θηλυκότητας και οφείλεται σε ορμονική διαταραχή (σε έλλειψη οιστρογόνων, όπως εσφαλ

260

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟϊ' Φϊ'ΛΟϊ' ΣΤΗΝ ΛΝΘΡΩΠΟΛΟΙΤΑ KAI TflN ΙΣΤΟΡΙΑ

μένα θεωρείται, αντί για μείω ση της δ ια θ εσ ιμ ό τ η τ α ς των ωοθηκικών οιστρογόνων, που είναι το ακριβές) εγγράφεται στο λόγο κάποιων ερευνητών, γυ­ ναικολόγων και ψυχολόγων. Προσεγγίζοντας κριτικά τη διαμόρφωση και ε ­ μπέδωση της διαδεδομένης πρόσληψης ότι «ο άνδρας μένει άνδρας για πά­ ντα ενώ η γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση δεν είναι πια πλήρης γυναίκα», η Fausto-Sterling προτείνει τρόπους κριτικής ανάγνωσης και επανεπεξεργασίας της ανδροκρατικής επιστήμης και φωτίζει τις κοινωνικές και βιο-επιστημονικές μυθολογίες που ευθυνονται για την αντιμετώπιση των γυ­ ναικών ως όντων κοινωνικά και συναισθηματικά υποδουλωμένων στην ανα­ παραγωγική τους φυσιολογία. Στο πλαίσιο της έρευνάς της για το στίγμα της υστερεκτομής, η Jean Elson (2003) έχει μελετήσει το ιδιαίτερο συμβολικό φορτίο που αποδίδεται πολιτισμικά στις ωοθήκες και την εννοιολόγησή τους ως της κατεξοχήν πηγής της γυναικείας κανονικότητας. Η Margaret Lock (1993α, 1993β) έχει, εξάλλου, εξετάσει τις μυθολογίες της εμμηνόπαυσης στην Ιαπωνία και στη Βόρεια Αμερική, σ ’ ένα έργο που προσφέρει μια θεω ­ ρητική προσέγγιση της δυναμικής σχέσης «σώ ματος» και «εαυτού», μιας σχέσης που, όπως αποδεικνύει αναλυτικά η ανθρωπολόγος, δεν είναι ποτέ ουδέτερη ή κενή πολιτικού νοήματος, αφού προκύπτει από μια διαρκή δια­ πραγμάτευση γύρω από τα όρια του προσωπικού χώρου και της αποικιοκράτησης του έμφυλου σώματος από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις (βλ. επίσης Martin 1994α, 1994β, Woodward 1988-89, Woodward 1991, Woodward και Schwartz 1986). Σε παρόμοιο κριτικό τόνο κατάδειξης της κοινωνικής και πολιτισμικής «τεχνητότητας» των «αυτονόητων» της βιολογίας κινείται και η συζήτηση της ανθρωπολόγου Emily Martin για τα έμφυλα στερεότυπα και τις μεταφορές που οργανώνουν τον επιστημονικό λόγο της αναπαραγωγικής βιολογίας (2006 [19911). Μέσα από μια διεξοδική ανάγνωση κλασικών κειμένων της ιατρικής φυσιολογίας (κυρίως εγχειριδίων που χρησιμοποιούνταν σε ιατρικές σχολές των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1980), η συγγραφέας εξετάζει πώς, στην περίπτωση των έμφυλων αναπαραστάσεων της αναπαραγωγικής φυσιο­ λογίας. τα «γεγονότα» της βιολογίας κατασκευάζονται με όρους κοινωνικούς και πολιτισμικούς. Στην επίσημη γλώσσα της ιατρικής φυσιολογίας, το ωάριο «επ ιπ λέει» ή «παρασύρεται», ενώ το σπερματοζωάριο κάνει ένα «π εριπε­ τειώ δες ταξίδι», ώσπου να επιτεθεί και να «διεισδύσει» στο ωάριο. Εστιάζο­ ντας στις μεταφορές της παθητικής θηλυκότητας και της ενεργητικής αρρενωπότητας που αποδίδονται στο ωάριο και το σπερματοζωάριο αντίστοιχα, η συγγραφέας δείχνει πώς η επιστημονική εννοιολόγηση των ανθρώπινων γαμε­ τών βασίζεται σε στερεότυπα που κατέχουν κεντρική θέση στους πολιτισμι­ κούς ορισμούς του «αρσενικού» και του «θηλυκοί)». Οι πολιτισμικές αναπα­ ραστάσεις και τα στερεότυπα περί παθητικού-δυσκίνητου θηλυκού και επιθετικού-ηρωικού αρσενικού που διαπερνούν τις αξιολογικά ασύμμετρες εννοιολογησεις της ωορρηξίας -μέσω αρνητικών συνδηλώσεων εκφυλισμού και α­

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ U ΣΚΞΟΐΑΛΙΚΟΤΙΓΓΑ ΣΤΟΤΣ ΛΟΠ)1Σ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Π ΙΣ ΚΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

261

πώλειας- και της σπερματογένεσης -μέσω θετικών συνδηλώσεων δυναμικής παραγωγής και δημιουργίας- είναι οι πρώτες ύλες της φυσικοποίησης των κοινωνικών συμβάσεων για το φύλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεταφορές αυτές επιμένουν ακόμη και παρά τα πορίσματα νέων βιο-επιστημονικών ε­ ρευνών, που υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη ευθραυστότητα του σπερματοζωα­ ρίου, που «κολυμπά στα τυφλά» εκτός εάν «αιχμαλωτιστεί» ή «πιαστεί» από την επιφάνεια του ωαρίου.21 Οι Schatten και Schatten (1983) έχουν εύστοχα παραλληλίσει τη μυθολογία αυτή του δυναμικού, ηρωικού σπέρματος και του παθητικού, ναρκωμένου ωαρίου με το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης, στο οποίο η πριγκίπισσα έρχεται πάλι στη ζωή από το φιλί του πρίγκιπα. Η Ruth Hubbard (1983) και η Donna Haraway (1990) έχουν αναλύσει πώς το μεγαλύτερο μέγεθος των ωαρίων σε σχέση με αυτό των σπερματοζωαρίων ερμηνεύεται στην κοινωνιοβιολογία, ενώ τη μεταφορά της φύτευσης του σπόρου στο χώμα εξετάζει η Carol Delaney (1986, 1991), φωτίζοντας το ρόλο που έχει παίξει η ισχυρή αυ­ τή μεταφορά στην εμπέδωση της δυτικής αντίληψης ότι η καταγωγή και η ταυτότητα του εμβρύου προέρχονται από το αρσενικό. Η ερευνητική και θεωρητική ενασχόληση με την ανδρική υγεία, αν και σχετικά περιορισμένη, έχει συμβάλει καθοριστικά στην πληρέστερη κατανόη­ ση των λόγων -και των μυθολογιών- γύρω από τη βιολογία του φύλου και τη σωματική εδραίωση της έμφυλης ταυτότητας. Η συμβολή της θεωρίας του ανδρισμού είναι εδώ σημαντική (Bordo 1999, Brod 1987, Connell 1996, 2000. Γιαννακόπουλος 1998, Dawson 1994). Η ανδρική σεξουαλικότητα και οι δια­ ταραχές της έχουν αποτελέσει πεδίο διερεύνησης των έμφυλων στερεοτυπικών εικόνων της σεξουαλικότητας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη με­ λέτη της ανδρικής «ανικανότητας» από τη Lynne Segal (1994) και την ιστο­ ρία των ανδρικών σεξουαλικών αγωνιών και δυσλειτουργιών που ιχνηλατεί με τρόπο υποδειγματικό η Lesley Hall (1999). Στη μελέτη της για το ετεροφυλοφιλικό σεξ, η Segal (1994) έχει εκθέσει τον ιδεολογικό χαρακτήρα του επιστημονικού παραδείγματος, που φαντάζεται και αναπαριστά όχι μόνο το γυναικείο σώμα ως ένα σώμα που λειτουργεί παθητικά και στην υπηρεσία των αναπαραγωγικών επιταγών, αλλά και το ανδρικό σώμα ως ένα σώμα αδιαλείπτως ενεργητικό, παντοδύναμο, διαρκώς πανέτοιμο και σεξουαλικά

21. Οι έμφυλες μεταφορές που οργανώνουν τις εννοιολογήσεις της αναπαραγωγικής βι­ ολογίας δεν περιορίζονται μόνο στον «επίσημο» βιο-επιστημονικό λόγο, αλλά διαπνέουν και τις «λαϊκές» προσλήψεις. Στη μελέτη της για τη μεταθανάτια δωρεά οργάνων σώματος στην Ελλάδα, η Ελένη Παπαγαρουφάλη (2 0 0 2 ) αναλύει την αμηχανία που προκαλεί γενικά η ανώνυμη λήψη γαμετών, αφοί) προσκρούει όχι μόνο στη σωματική αίσθηση ακεραιότητας του ενσώματου εαυτοί), αλλά και στην επιθυμία ελέγχου -κυρίως εκ μέρους των ανδρών του προορισμοί) του γονοτύπου τους. Χαρακτηριστική ήταν επίσης η τάση των γυναικών να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους περισσότερο ως λήπτριες (σπέρματος) παρά ως δωρήτριες (ωαρίων), ενώ των ανδρών να ταυτίζονται περισσότερο με την εικόνα του δότη και όχι του έμμεσου λήπτη σπέρματος -μέσω των γυναικών συντρόφων τους.

262

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ' ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

πρωτοβουλιακό. Το συμβατικό βιολογικό αφήγημα περί δεκτικού κόλπου και διεισδυτικού πέους αποκρύπτει, θεωρεί η Segal, ενώ την ίδια στιγμή συντηρεί, τις σοβαρές πολιτισμικές αγωνίες που συνδέονται με το πέος. Όπως διαπι­ στώνει, εξάλλου, η Hall στη δική της έρευνα για τη σεξουαλική συμβουλευτι­ κή των ανδρών στη Βρετανία στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα: «Όποια κι αν είναι η κοινωνική δύναμη των ανδρών [...], ωστόσο η σεξουαλική τους δύναμη είναι στην πραγματικότητα πάντοτε αμφιλεγόμενη και υπό αίρεση» (1999: 173).22 Η μεταφορά του σπέρματος ως αυτάρκους και ευκίνητου φορέα γονιμο­ ποίησης και του ωαρίου ως παθητικού και αδρανούς υποδοχέα επώασης είναι μία μόνο από τις στερεότυπες αναπαραστάσεις που εξετάζει η Emily Martin σ ’ ένα κλασικό βιβλίο-πολιτισμική ανάλυση της αναπαραγωγής (1987). Η συγγραφέας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες μιλούν για τον ενσώματο και έμφυλο εαυτό τους, εστιάζοντας την προσοχή της στις σωματο-εικόνες που επιστρατεύουν για να περιγράφουν τις ανα­ παραγωγικές τους λειτουργίες (περίοδος, εγκυμοσύνη, τοκετός, εμμηνόπαυ­ ση). Διερευνώντας τις διαφορές μεταξύ των εμπειριών εγκυμοσύνης και τοκετού γυναικών που προέρχονται από αστικά κοινωνικά στρώματα και γυναικών που προέρχονται από την εργατική τάξη και αντιδιαστέλλοντας αυτές τις εμπειρίες με τις κυρίαρχες βιο-επιστημονικές εννοιολογικές απο­ δόσεις αυτών των διαδικασιών, η Martin θεωρεί ότι υπάρχει απελευθερω τι­ κό δυναμικό στους μη-κυρίαρχους λόγους της ενσώματης εμπειρίας, ικανό να κινητοποιήσει κριτικές επαν-αρθρώσεις των ιατρικών λόγων και πρακτι­ κών. Αν και οι συνομιλήτριες της Martin αναφέρονταν συχνά στα σώματά τους με τρόπους που υπαινίσσονταν κατακερματισμό και αποσπασματικό­ τητα, με τον εαυτό να τοποθετείται « έ ξ ω » από το σώμα, είχαν την τάση όσες προέρχονταν από εργατικά στρώματα περισσότερο α π ’ ό,τι οι γυναί­ κες της αστικής τάξης- να αντιστέκονται στο τοπογραφικό μοντέλο του σώ ­ ματος ως «δοχείου» που περιέχει ωάρια, αίμα, μήτρα, κτλ. Η αναλυτική προσέγγιση που προτείνει η Martin αμφισβητεί υπόρρητα κάθε απλουστευτική εννοιολόγηση του παραδειγματικού μοντέλου της ενσώματης περίκλει­ σης (bodily containment) που εκλαμβάνει το σώμα ως οικουμενικό και ο­ μοιογενές σχήμα. Τέλος, αναφερόμενη στην πραγμοποίηση και τον κατα­ κερματισμό του γυναικείου σώματος από τις ηγεμονικές πρακτικές της βιοιατρικής, η ανθρωπολόγος ασκεί κριτική στη θεώρηση του Φουκώ (1989 Γ1976]) περί αντικατάστασης των βίαιων μορφών δικαιικής εξουσίας από τις πιο λεπ τές και λανθάνουσες τακτικές της πειθαρχικής εξουσίας: «Ο διαμελισμός είναι ακόμη εδώ », γράφει η Martin, «και η κατίσχυση επί του

22. Η βιβλιογραφία που ασχολείται με τη συμμετοχή των ανδρών στις διαδικασίες της αναπαραγωγής είναι ακόμη σχετικά περιορισμένη. Για αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, βλ. Battaglia 1985, Hewlett 1991. Schneider και Schneider 1995. Βλ. επίσης. Bourke 1996. Brandes 1981. Stolcke 1994, Δραγώνα και Ναζίρη 1995.

ΤΌΦ1ΓΑΟ ΚΑ Ι II llvr.01 ΑΛ1ΚΟΤΙΓΤΑ ΣΤΟΤΓΣ ΛΟΙΧ)Π: ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΉΣ Β ΙΟ Κ Π ΙΣΤΙΙΜ ΙΙΣ

‘¿63

σώματος δεν έχει τόσο πολύ κοπάσει εξαιτίας της μετατόπισης από το νόμο στην επιστήμη» (1987: 21).

9. Γ υ ν α ιχ ο λ ο γ ία . α ν α π α ρ α γ ω γ ικ ή ιατρική κ α ι ν έες τεχ ν ο λ ο γ ίες α ν α π α ­ ρ α γ ω γ ή ς (ΝΤΑ) Από τότε που η γυναικολογία αντικατέστησε τη μαιευτική στον δυτικό κόσμο κατά το δεύτερο μισό του 19°° αιώνα, το γυναικείο σώμα και οι αναπαραγω­ γικές του λειτουργίες τίθενται υπό τον έλεγχο της επιστήμης και της τεχνολο­ γίας (Martin 1987). Τον 19° αιώνα, άλλωστε, εμφανίζεται η έμμηνος περίοδος ως λειτουργία της γυναικείας αναπαραγωγικής φυσιολογίας. Η γυναικεία περίοδος παρέπεμπε μέχρι τότε στην αυθόρμητη και ανεξέλεγκτη αιμάτινη ρύση που πήγαζε από την «πληθώρα της μήτρας» (Duden 2006), χωρίς όμως να υπονοεί την απόρριψη της ενδομήτριας επιφάνειας. Φεμινίστριες μελετήτριες, κυρίως του δεύτερου κύματος, έχουν ασχοληθεί εκτενώς με την κριτική της ιατρικοποίησης του τοκετού, δηλαδή της «αλλοτρί­ ωσής» του από την ανδροκρατούμενη βιοιατρική επιστήμη (Rich 1976). Η ιστο­ ρία της διαμάχης ανάμεσα στις μαίες και τους άνδρες γιατρούς έχει αποτυπω­ θεί στο έργο πολλών ερευνητριών (Bashford 1998, Donnison 1977, Versluysen 1981, Oakley 1986, Poovey 1988, Moscucci 1990). Άλλωστε, η όλη διαμάχη σχε­ τικά με τη χρήση αναισθησίας στον τοκετό οργανώθηκε γύρω από την παλαιότερη αντιπαράθεση μεταξύ μαιευτικής και γυναικολογίας: για τους υποστηρικτές της αναισθησίας, αυτή ήταν η τεχνολογία που διαχώριζε τους «επιστήμο­ νες» γυναικολόγους από τις ανειδίκευτες μαίες στη βικτοριανή Αγγλία. Η υιο­ θεσία ηθικολογικής ορολογίας -περί της ηθικά επιτρεπτής γυναικείας σεξουα­ λικότητας στο πλαίσιο του οικιακού, μονογαμικού ιδεώδους- από μέρους των γυναικολόγων ήταν, άλλωστε, ένας τρόπος διαχωρισμού της θέσης τους από τις μαίες, αφού οι γυναίκες ήταν, υποτίθεται, φύσει ανίκανες να χειριστούν αυτό το πλέγμα φιλοσοφικών, ηθικών, και (ψευδο)επιστημονικών λόγων, που -ήταν η φυσιολογία του φύλου και της αναπαραγωγής (Poovey 2006 [19891). Γύρω στα μέσα του 19°° αιώνα, η γενική αναστάτωση που κυριαρχούσε στο χώρο της ιατρικής οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στα ερωτήματα και στις ανησυχίες που προκαλούσε το φύλο αυτών που ασκούσαν την ιατρική (Shetty 1994). Αυτές οι εξελίξεις προφανώς και δεν αφορούν μόνο τη δυτική, μητροπολιτική ιατρική. Η υποβάθμιση των πρακτικών της μαιευτικής ως μορφών γνώ­ σης έχει μακρά αποικιακή γενεαλογία, όπως αποτυπώνεται στην ιστορία της ίδρυσης βιοιατρικών ιδρυμάτων, όπως μαιευτηρίων και βρεφοκομείων, στην Ινδία από τα τέλη του 19°° αιώνα. Η αποικιακή περίοδος κληρονόμησε πολ­ λές όψεις της πολιτικής της γνώσης, όπως αυτή που αφορούσε την αντίληψη για την «έλλειψη υγιεινής» στον τοκετό. Το 1901, η βρετανική απογραφή του ινδικού πληθυσμού συμπεριέλαβε ειδική έρευνα γύρω από τις «παράξενες»

264

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΪ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

πρακτικές των ιθαγενών μαιών. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι σύγχρονες μορφές δυτικής γνώσης, όπως είναι η βιοιατρική, ο οικογενειακός προγραμ­ ματισμός, η δημογραφία και η κοινωνική επιστήμη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κράτους και της τάξης των διανοούμενων στην Ινδία. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η γνώση των μαιών αποτέλεσε πεδίο διαμάχης γύρω από ζητήματα πιστοποίησης και αυθεντικοποίησης της γνώσης, στην αμφιλε­ γόμενη σχέση της με το έμφυλο σώμα (Ram 2009). Η θεωρητικός, καλλιτέχνις και εκπαιδεύτρια γυναικολογικής αυτοεξέτασης Terri Kapsalis (1997) έχει αναλύσει τις πρακτικές, τις αναπαραστάσεις και τα κείμενα της γυναικολογίας, δίνοντας έμφαση στις πολιτισμικές αγωνίες γύρω από τη γυναικεία ανατομία και σεξουαλικότητα που διέπουν την ιστορία της επιστημονικής κατασκευής του γυναικείου σώματος: από τα χειρουργικά πειράματα σε αναισθητοποιημένες σκλάβες στα μέσα του 19°° αιώνα έως την εργαλειακή χρήση των σωμάτων σεξουαλικά εργαζόμενων γυναικών για τη διδακτική γυναικολογικών τεχνικών. Η συγγραφέας αποκωδικοποιεί τη «σκη­ νή» της γυναικολογικής εξέτασης, αυτής της εμβληματικής σκηνής επ-οπτείας του γυναικείου σώματος, ως μια επιτελεστική περίσταση κατά την οποία η γυναικολογική πρακτική κατασκευάζεται, διαβάζεται και (επαν-)ερμηνεύεται στα ρευστά και διαπερατά όρια του «δημόσιου» και του «ιδιωτικού», στην αμφίσημη διαλεκτική της «απόκρυψης» και της «αποκάλυψης». Αρθρώνο­ ντας μια λεπτομερή ανάγνωση της πολιτικής της ορατότητας που διαδραμα­ τίζεται στα συγκείμενα της γυναικολογικής πρακτικής, η Kapsalis καθιστά κριτικά «ορατές» τις πιο αδιόρατες όψεις των επιστημονικών λόγων και πρακτικών της γυναικολογίας. Η ανθολογία που επιμελήθηκαν οι Faye Ginsburg και Rayna Rapp (1995) αποτελεί μια υποδειγματική επισκόπηση του δυναμικού πεδίου της αναπα­ ραγωγής, που εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στο ατομικό έμφυλο σώμα και τις επιταγές του πολιτικού σώματος. Μέσα από το πρίσμα των διεθνικών ανισο­ τήτων και ασυμμετριών που διέπουν την παγκόσμια πολιτική της αναπαρα­ γωγής. διερευνάται ένα ευρύ φάσμα όψεων της αναπαραγωγικής πολιτικής: πολιτικές ελέγχου της αναπαραγωγής, σεξουαλική πολιτική, δημογραφία, βιοιατρική, νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής, γονεϊκότητα και εναλλακτικές μορφές συγγένειας. Η αναπαραγωγή, θεωρούμενη ως ιστορικο-κοινωνικά το­ ποθετημένο και αμφιλεγόμενο πεδίο συσχετισμού δυνάμεων, τοποθετείται έτσι στο κέντρο της κοινωνικής θεωρίας, ενώ αναλυτική έμφαση αποδίδεται στα δίκτυα εξουσίας που διαμορφώνουν την αναπαραγωγή και όχι απλώς και μόνο σ ’ αυτές καθαυτές τις τεχνολογίες αναπαραγωγής (1995: 5). Η με­ λέτη της Khiara Μ. Bridges (2008) για τη σχέση αναπαραγωγής και κοινωνι­ κής ασφάλισης στις ΗΠΑ εξηγεί πώς η εγκυμοσύνη γίνεται πεδίο άσκησης κρατικής επιτήρησης, βιοπολιτικής ρύθμισης και ελέγχου φτωχών και ανα­ σφάλιστων γυναικών. Στο πλαίσιο της κοινωνικά διαστρωματωμένης οργά­ νωσης του βιοιατρικού κρατικού μηχανισμοί), η φτώχεια ιατρικοποιείται και

TC) ΦΙΛΟ ΚΑΙ Η ΣΚ=.ΟΪ ΑΑΙΚΟΠΓΤΑ ΣΤΟΠ: Α()ΤΧ)1ΤΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΤΡΑΚΤΙΚΚΣ ΤΙΙΣ ΚΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

265

ot φτωχές γυναίκες εκλαμβάνονται ως «άτακτα σώματα» -βιολογική απειλή εντός του εθνικού πολιτικού σώματος. Στη δυτική μεταφυσική, η μητρότητα συμπυκνώνει συμβολικά τη γυναι­ κεία ταυτότητα. Η άρρηκτη σύνδεση και φυσική συνέχεια από την ετεροφυλοφιλική σεξουαλική πράξη στη σύλληψη, την κύηση, τον τοκετό και από εκεί στην ανατροφή αποτελεί θεμελιώδη όψη της κοινωνικής και πολιτισμικής εννοιολόγησης της «γυναίκας». Η Paula Treichler (1990) έχει αναλύσει τις πολ­ λαπλές διασυνδέσεις ανάμεσα στο φεμινισμό, την ιατρική και την εννοιολόγηση της γέννησης. Η σύλληψη, η εγκυμοσύνη και ο τοκετός, καθώς και η α­ ντισύλληψη και η έκτρωση έχουν αποτελέσει πεδία διερεύνησης των πολλα­ πλών και πολύσημων τρόπων διαχείρισης της -γυναικείας, κυρίωςαναπαραγωγικής συμπεριφοράς, όπως αυτοί εκ-δραματίζονται μέσα σε δυ­ ναμικά πλαίσια σχέσεων εξουσίας (Gordon 1977, Gautier 1999, Russell, Sobo και Thompson 2000, Venner 1999, Petchesky 1984, Weiss 1995). Στο πεδίο της έκτρωσης, κλασική θεωρείται η ανθρωπολογική μελέτη της Faye Ginsburg (1989, 1990), που έχει δείξει πώς μέσα από τη διαμάχη γύρω από την έ­ κτρωση στην Αμερική της δεκαετίας του 1980 διαδραματίστηκαν ευρύτερες πολιτισμικές διαδικασίες και αναμετρήσεις, που αφορούσαν την εννοιολόγηση του φύλου και της αναπαραγωγής. Η Ann Anagnost (1988, 1995) αναλύει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει η κρατική πολιτική του ενός-παιδιού στη διαμόρφωση εθνικών υποκειμένων στην Κίνα, οι Barroso και Corrêa (1995) εξετάζουν την πολιτική της έρευνας για την αντισύλληψη στη Βραζιλί­ α, η Lisa Handwerker (2000) διερευνά τις εννοιολογήσεις της γυναικείας στειρότητας στη σύγχρονη Κίνα, ενώ η Gail Kligman (1998) εστιάζει στην απαγόρευση της αντισύλληψης και της έκτρωσης στις συνθήκες της δικτατο­ ρίας του Τσαουσέσκου, υπογραμμίζοντας τις στρατηγικές συνέχειες ανάμεσα στην πολιτική δημογραφία και την εθνικιστική πολιτική στα πεδία της επίση­ μης ρητορικής, των βιοιατρικών θεσμών, της κρατικής πολτικής και της καθη­ μερινής πράξης. Η Eugenia Georges (1996) έχει εξετάσει την πολιτική και πρακτική της έκτρωσης στην Ελλάδα έτσι όπως συνυφαίνεται με την πολιτική της συγγένειας, τη δημογραφική πολιτική, τις θεσμικές διευθετήσεις του κρά­ τους και της Εκκλησίας, αλλά και τις βιοιατρικές επιστημολογίες και ιδεολο­ γίες. Επίσης, έχει διερευνήσει τις μαιευτικές πρακτικές, την αντισύλληψη, την ιατρικοποίηση της αναπαραγωγής στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Ρόδο, στο πλαίσιο μετατοπιζόμενων τοπικών και διεθνικών «σωμάτων γνώσης», φωτί­ ζοντας τους τρόπους με τους οποίους η γυναικολογία και η μαιευτική εμπλέ­ κονται αναπόφευκτα και με κρίσιμους τρόπους στην επίμαχη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας (2008). Στην έρευνά της για τις Αμερικανίδες που κατηγορούνται ότι θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των βρεφών τους εξαιτίας του ότι γεννούν χωρίς ιατρική επί­ βλεψη, η Anna Tsing (1990) αναλύει τις συμβολικές κατασκευές και πολιτι­ σμικές επιταγές οι οποίες νομιμοποιούν τις ηθικολογικές ιστορίες που αρ­

266

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΤ)Γ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

θρώνονται στο πλαίσιο του συστήματος ποινικού δικαίου και που αναπαριστούν τις γυναίκες που γεννούν χωρίς ιατρική επιτήρηση και των οποίων τα νεογέννητα δεν επιβιώνουν ως ψυχρές δολοφόνους και τέρατα της μητρότη­ τας. Η Tsing δείχνει επιτυχώς πώς αυτές οι αφηγήσεις εγκληματικής παρα­ μέλησης και κακοποίησης βρέφους -«ιστορίες με τέρατα», όπως τις αποκαλεί χαρακτηριστικά η συγγραφέας- θεμελιώνονται σ ’ ένα ολόκληρο πλέγμα λό­ γων που ρομαντικοποιούν τη μητρότητα, συγκαλύπτοντας τη δεινή συνθετότητα των ζωών των γυναικών και παίρνοντας ως δεδομένα κάποια οικουμε­ νικά κριτήρια ορθής και υπεύθυνης μητρότητας τα οποία επιστρατεύουν, προκειμένου, από τη μια πλευρά, να διακρίνουν τις καλές από τις κακές μη­ τέρες, και από την άλλη, να κατασκευάσουν έμφυλους παραβάτες ως προς τη φυλετική ταυτότητα και την κοινωνική τάξη. Η εγκυμοσύνη συνιστά ένα πεδίο όπου επενεργούν ποικίλες τεχνολογίες βιο-επιστημονικής παρατήρησης και χαρτογράφησης: υπερηχογραφήματα για να εξακριβωθεί η ηλικία κύησης και το φύλο του εμβρύου, αμνιοκέντηση για να διαγνωστούν τυχόν γενετικές διαταραχές όπως το σύνδρομο Down, και η εξέταση Alpha Feta πρωτεΐνης για την ανίχνευση προβλημάτων του νευρικού συστήματος, όπως είναι η δισχιδής ράχη. Σε όλα αυτά τα πεδία έμφυλης τ ε­ χνολογικής εν-σωμάτωσης, οι βιοιατρικές πρακτικές και οι πολιτισμικές αφη­ γήσεις επιτήρησης του σώματος καθιστούν την εγκυμοσύνη δημόσιο συμβάν (Balsamo 1995, 1996). Αυτό που αναδεικνύεται σε κεντρικό διακύβευμα της ενασχόλησης των σπουδών φύλου με τις τεχνολογίες αναπαραγωγικής ιατρι­ κής είναι η αναζήτηση τρόπων -τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πολιτικό επί­ πεδο- από τη μια πλευρά, εκδημοκρατισμού των διαδικασιών τεχνολογικής ανανέωσης, διεύρυνσης της πρόσβασης σ ’ αυτές γυναικών, φτωχών και άλλων μελών υπάγωγων ομάδων (π.χ. μεταναστών/τριών, γκέι ζευγαριών, κτλ) και, από την άλλη, αντίστασης στην τάση ιδιωτικοποίησης και απο­ πολιτικοποίησης και στην επαπειλούμενη μείωση της γυναικείας εμπρόθετης δράσης και αυτονομίας -κυρίως των λιγότερο προνομιούχων γυναικών- κατά τη διαδικασία ανάπτυξης και εφαρμογής των ΝΤΑ. Όπως τονίζεται στη σχε­ τική βιβλιογραφία, τα ισχύοντα κριτήρια πρόσβασης στις ΝΤΑ αναπαράγουν και ισχυροποιούν συμβατικές και κανονιστικές εννοιολογήσεις της βιολογικής μητρότητας στο πρότυπο της έγγαμης, ταξικά προνομιακής, λευκής και ετεροφυλοφιλικής πυρηνικής οικογένειας. Οι τεχνολογίες που εφαρμόζονται στον έλεγχο της αναπαραγωγικής και γενετικής φυσιολογίας συμβάλλουν στην εκπλήρωση των δυνατοτήτων της «φύσης», αλλά επίσης, την ίδια στιγμή, συμβάλλουν στη διαμόρφωση και εγκαθίδρυση πολιτισμικά αναγνωρίσιμων μορφών ζωής σύμφωνα με παγιωμένες εννοιολογήσεις του «κανονικού» και του «ομαλού». Οι ΝΤΑ έχουν αναδειχθεί σε προνομιακό πεδίο διερεύνησης της διαπλοκής φύλου και βιο-επιστήμης, αλλά και, γενικότερα, των πολλα­ πλών διασταυρώσεων ανάμεσα σε σχέσεις εξουσίας και ανθρώπινη δράση (Becker 2000, Clarke 1998, Duden 1991, 1993, 2001, Edwards. Franklin.

TOOVAO KAI H ΣΜτ,ΟνΑΛΙΚΟΠΓΓΑ Γ Π )ΐΈ A()IX)ï^ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΧ ΒΙΟΚΓΗΣΤΜΜΗΣ

267

Hirsch, Price και Strathem 1993, Franklin 1992, 1995α, 1995β, 1997, Franklin και McNeil 1988, Franklin και Ragoné 1998, Hartouni 1991, 1997, Horn 1994, Inhom 1994, 1996, Lay και Longino 2000, Mitchell και Georges 1997, Pfeffer 1993, Ragone 1994, Rapp 1990, 1991, 1995, 1999, Shore 1992, Στέκα και Καλογρίδη 1994). Στο πλαίσιο της αναλυτικής ενασχόλησης με τις αναπαραγωγικές τεχνο­ λογίες και ιδεολογίες, σημειώθηκε μια χαρακτηριστική αναβίωση και ανανέω­ ση των ανθρωπολογικών θεωριών της συγγένειας (Strathem 1992, 2008 [1992], Ginsburg and Rapp 1996). Η αναπαραγωγική βιοτεχνολογία γίνεται πεδίο αμφισβήτησης της παραδοσιακής γυναικείας «ηθικής της φροντίδας» (Shildrick και Mykitiuk 2005). Καθώς οι νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής είναι δυνατό να προεκτείνουν τις δυνατότητες της γονεϊκότητας και της συγ­ γένειας πέρα από τα όρια του υποχρεωτικού ιδεώδους του «οικογενειακού δεσμού» και των πατριαρχικών-ετεροφυλοφιλικών συμβάσεών του προς ένα ευρύτερο δίκτυο εκδοχών συσχετικότητας, οι θεμελιώδεις ιδεολογικές προδι­ αγραφές της βιο-γενετικής «συγγένειας» τίθενται υπό αίρεση (Strathem 1995, επίσης Καντσά 2006, Lewin 1993, 1995 και Weston 1991). Προσαρμό­ ζοντας με τρόπο υποδειγματικό την ανθρωπολογική θεωρία της συγγένειας στις πραγματικότητες που δημιουργούν οι νέες τεχνολογίες υποβοήθησης της ανθρώπινης αναπαραγωγής και αξιοποιώντας εθνογραφικό υλικό από τη Με­ λανησία και τη Βρετανία, η Marilyn Strathem (1995, 2008) έχει αναλύσει πώς αυτές οι νέες βιο-επιστημονικές και βιοτεχνολογικές πραγματικότητες επανατοποθετούν, αναπόφευκτα, την ίδια την κλασική ανθρωπολογική έννοια του «πολιτισμού» (culture) και τις συνδηλώσεις της στον δημόσιο λόγο, και, επο­ μένως αναπλαισιώνουν τους επιστημολογικούς και κοινωνικούς όρους άσκη­ σης της ίδιας της ανθρωπολογικής θεωρίας και πρακτικής. Οι νέες τεχνολογί­ ες αναπαραγωγής μετατοπίζουν, αποσταθεροποιούν, επιβεβαιώνουν ή ανα­ τρέπουν βαθιά ριζωμένες στο δυτικό φαντασιακό παραδοχές σχετικά με τη φύση, την τεχνητότητα, τον εαυτό, τη συγγένεια, τη ζωή και το μέλλον. Σημαντική από αυτή την άποψη είναι η συνεισφορά της ανθρωπολόγου Rayna Rapp (1999) στην επαρκέστερη κατανόηση του ρόλου που παίζουν οι συναρθρώσεις φύλου, φυλής και κοινωνικής τάξης στο πεδίο του προγεννητι­ κού ελέγχου και της γενετικής συμβουλευτικής. Κινούμενη στα, διασταυρού­ μενα πλέον, πεδία των «νέων σπουδών συγγένειας», της ανθρωπολογίας της αναπαραγωγής και των φεμινιστικών σπουδών επιστήμης και τεχνολογίας, η Rapp εστιάζει την προσοχή της σε μια συγκεκριμένη τεχνολογία προγεννητι­ κού ελέγχου -την αμνιοπαρακέντηση- καθώς και στη γενετική συμβουλευτική γύρω από αυτήν. Εξετάζοντας συναντήσεις συμβούλων προγεννητικού ελέγ­ χου με έγκυες γυναίκες και συνομιλώντας με γυναίκες που δέχτηκαν, με άλ­ λες που αρνήθηκαν να υποβληθούν στην εξέταση, και που πήραν είτε θετική είτε αρνητική διάγνωση, η Rapp αναλύει τους τρόπους με τους οποίους οι ερμηνείες, οι εννοιολογήσεις και οι αντιδράσεις που προκύπτουν από το θετι­

268

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΉΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤϋΙ>1Α

κό αποτέλεσμα σε εξετάσεις ανίχνευσης του συνδρόμου Down, καθώς και οι νοηματοδοτήσεις της «ανικανότητας» ή της «αναπηρίας», ποικίλλουν ανάλο­ γα με διαφορές κοινωνικής τάξης, φυλής και εθνότητας. Οι συνεντεύξεις και οι παρατηρήσεις της ανθρωπολόγου είναι συντονισμένες με τη σχέση έντασης που καταγράφεται ανάμεσα στην αφηρημένη οικουμενική γλώσσα της ανα­ παραγωγικής ιατρικής και των προσωπικών εμπειριών που αρθρώνουν οι έγκυες γυναίκες διηγούμενες τις ιστορίες τους: ιστορίες ιατρικής παρακολού­ θησης, προγεννητικών διλημμάτων και αποφάσεων, τεχνολογιών εποπτείας και διάγνωσης. Η συγγραφέας καταδεικνύει τις πολλαπλές συγκρούσεις λό­ γων που διαδραματίζονται στην αρένα της αναπαραγωγικής τεχνολογίας, όπου έτσι κι αλλιώς τίποτε δεν είναι σταθερό: η τεχνο-επιστημονική γνώση και η βιοιατρική πληροφορία, αλλά και το ίδιο το νόημα της μητρότητας για άτομα και κοινότητες με διαφορετική εθνική, φυλετική, θρησκευτική, μεταναστευτική, αποικιακή και μετααποικιακή ιστορία. Στις νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής βρίσκει πεδίο εφαρμογής η φουκωική θεωρητική διατύπωση για τις πειθαρχικές πρακτικές, που λειτουργούν τόσο στο επίπεδο του πληθυσμού όσο και στο επίπεδο του υποκειμένου. Ο Φουκώ έχει δείξει πώς η ιατρική λειτουργεί ως ένα πειθαρχικό καθεστώς α­ λήθειας, μέσω του οποίου το ενσώματο υποκείμενο διαμορφώνεται ως τέτοιο. Η προσέγγιση της επιστήμης του σώματος που επεξεργάστηκε ο Φουκώ έχει ασκήσει επίδραση σε ποικίλες μελέτες που εστιάζουν στη σχέση φύλου και βιοιατρικής επιστήμης. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το έργο της Jana Sawicki (1991). η οποία παρουσιάζει την ιστορία της δυτικής αναπαραγωγι­ κής ιατρικής μέσα από τη φουκωική οπτική της πειθαρχικής εξουσίας, όπου κυριαρχεί όχι η μονοσήμαντη βία, αλλά οι διαδικασίες κανονικοποίησης που επιτελούνται μέσω ρυθμιστικών -αλλά και ρυθμιζόμενων- σχηματισμών λό­ γου. Η Sawicki μάς προειδοποιεί για τα προβλήματα που ελλοχεύουν στην απλουστευτική υπαγωγή της κριτικής της δυτικής ιατρικής επιστήμης σ ’ ένα μοντέλο «βίας κατά των γυναικών», ένα μοντέλο που δεν συνάδει με την εμπειρία όλων εκείνων των γυναικών που είναι εκ των πραγμάτων υποχρεω­ μένες να βασίζονται στους θεσμούς υγείας για ιατρική περίθαλψη. Η συγ­ γραφέας τοποθετείται κριτικά απέναντι σ ’ εκείνο το μοντέλο κριτικής των δομών εξουσίας που δίνει έμφαση σε μια σχέση καταπίεσης και βίας και έχει την τάση να υποστασιοποιεί τα υποκείμενα που εμπλέκονται σ ’ αυτήν θεω ­ ρώντας τα είτε θύτες (αυτές-οί που την ασκούν) είτε θύματα (αυτές-οί που την υφίστανται). Η ίδια υποστηρίζει ότι δεν πρέπει η βιοιατρική να αντιμε­ τωπίζεται μονολιθικά και ουσιοκρατικά, με όρους είτε ουτοπικής εξύμνησης είτε δυστοπικής ηθικο-πολιτικής απεμπόλησης. Θυμίζοντας ότι κάποιοι φο­ ρείς της βιοιατρικής γνώσης/εξουσίας, άνδρες και γυναίκες γιατροί, είναι ση­ μαντικοί σύμμαχοι των γυναικών, και ότι κάποιες τεχνολογίες χρησιμοποιού­ νται με τρόπους ευεργετικούς από/για τις γυναίκες, η Sawicki μάς προσκαλεί να στρέψουμε την προσοχή μας στα πολλαπλά και ασταθή κέντρα εξουσίας.

ΤΟΦΊΓΑΟ KAI H ΣΚτ.01 ΑΛΙΚΟΤίΓΤΑ ΣΤΟΤΓΣ ΛΟΙΌΓΣ ΚΛ1 ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Ή ΙΣ ΚΙΟΓ,ΠΙΣΤΗΜΝΣ

'26Θ

στους αμφίσημους και πολυσθενικούς λόγους, στις πολλαπλές και μετατοπι­ ζόμενες θέσεις των έμφυλων υποκειμένων ως προς τις κοινωνικές σχέσεις, στις αντιφάσεις και τα αμφιλεγόμενα νοήματα που συνδέονται με τον τεχνο­ λογικό μετασχηματισμό των «γεγονότων της ζωής». Μια τέτοια θεώρηση καλεί τη φεμινιστική κριτική σε μια στάση ευαίσθη­ της εγρήγορσης απέναντι στις εσωτερικές αντιφάσεις, αντινομίες και αμφιση­ μίες των ΝΤΑ, αλλά και στις εναλλακτικές δυνατότητες που παρέχονται από τον ίδιο τον τεχνολογικό μετασχηματισμό της σύλληψης, της εγκυμοσύνης και της γέννησης. Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει και αναλύει κριτικά τους τρόπους με τους οποίους κάποιες από τις ΝΤΑ λειτουργούν ως πειθαρχικές τεχνολογίες «υποκειμενοποίησης» μέσα στο πλαίσιο των δυτικών βιοιατρικών μοντέλων και στα ευρύτερα συμφραζόμενα της πατριαρχικής και καπιταλι­ στικής ηγεμονίας, δηλαδή ως τεχνολογίες παραγωγής, ταξινόμησης, ταύτισης και χειραγώγησης έμφυλων υποκειμένων, τοποθετείται ωστόσο κριτικά απέ­ ναντι σε άλλες φεμινίστριες, όπως η Gena Corea, που βλέπουν τις ΝΤΑ καθα­ ρά ως μέσα αντικειμενοποίησες και εξόντωσης των γυναικών και, ως τέτοιες, τις απορρίπτουν εκ βάθρων και κατηγορηματικά. Όπως έχει δείξει η πρό­ σφατη βιβλιογραφία, όσο χρειάζεται να δίνουμε έμφαση στους κινδύνους μα­ ταίωσης της γυναικείας εμπρόθετης δράσης που ελλοχεύουν στις ΝΤΑ, άλλο τόσο είναι σημαντικό να μην υποτιμάται το περιθώριο αντίστασης, δημιουρ­ γικής επαν-επεξεργασίας και κοινωνικής αλλαγής. Μέσα από την κριτική στο μοντέλο απόρριψης της βιοιατρικής ως δύναμης εξ αντικειμένου καταδυναστευτικής και φύσει εχθρικής στις γυναίκες, προ­ κύπτει η ισχυρή τάση αξιοποίησης του μοντέλου εξουσίας που ο Φουκώ αποκαλεί «πειθαρχία» (1989 [1976]), στο πεδίο μιας φεμινιστικής κριτικής των ΝΤΑ (ενδεικτικά παραδείγματα δημιουργικής αξιοποίησης της φουκωικής προβληματικής από φεμινίστριες θεωρητικούς της βιοιατρικής: το έργο της Susan Bordo και της Sandra Bartky). Σ ’ ένα τέτοιο πλαίσιο φεμινιστικής κρι­ τικής ανάγνωσης του νέου πολιτισμού της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι ΝΤΑ αντιμετωπίζονται ως συστατική όψη της ιστορίας της βιοεξουσίας: ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου, που βασίζεται όχι τόσο στην καταστολή και καταδυνάστευση, αλλά στην ενστάλαξη αξιών και την εμπέδωση επιθυμιών με γνώμονα συγκεκριμένους όρους κανονικότητας. Οι ΝΤΑ προσεγγίζονται αναλυτικά μέσα από το πρίσμα του συμπλέγματος λόγων -συστημάτων γνώ­ σης, παρατήρησης, ταξινόμησης, καταμέτρησης, εξέτασης και διαχείρισης-, οι οποίοι συνθέτουν την πειθαρχική τεχνολογία της σεξουαλικότητας που ανα­ πτύχθηκε στο τέλος του 18°° αιώνα ως εφεδρεία του εγχειρήματος σταθερο­ ποίησης της αστικής εξουσίας μέσω της πολιτικής διαχείρισης της ζωής. Η Sawicki, όπως και η Linda Singer (1993), διερευνά το μοντέλο σωματι­ κής αυτοδιαχείρισης που δεσπόζει στη δεκαετία του 1980 υπό το φως των εξελίξεων στο πεδίο των αναπαραγωγικών τεχνολογιών, θεμελιώδης όψη του οποίου είναι το πρόταγμα της μεγιστοποίησης των δυνατοτήτων και της χρη­

270

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σιμότητας του σώματος, ή αλλιώς, η πολυ-λειτουργικότητά του στην υπηρε­ σία των μετατοπιζόμενων απαιτήσεων των κυρίαρχων φορέων εξουσίας. Πρόκειται για ένα σώμα που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Singer, μπο­ ρεί να υπαχθεί στις ανάγκες και τις προτεραιότητες της αγοράς εργασίας, του σεξ, της αναπαραγωγής, της άσκησης, της εκγύμνασης ή του θεάματος, ανάλογα με τις απαιτήσεις της περίστασης. Οι διατομές φύλου, σεξουαλικότητας, αναπαραγωγικής ιατρικής και βιοπολιτικής έχουν εξεταστεί ανθρωπολογικά στο πλαίσιο των σύγχρονων ευρω­ παϊκών δημογραφικών ανησυχιών. Στην εθνογραφία της Αθηνάς Αθανασίου (2003, 2006, 2007) εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους η ελληνική δημογραφική πολιτική της ζωής επιτελείται ως βιοπολιτική θέσμιση του πολιτικού σώματος σύμφωνα με το κανονιστικό ιδεώδες του έμφυλου και εθνικού, ετεροφυλοφιλικού και αναπαραγωγικού εαυτού. Στη συγκεκριμένη έρευνα, τίθε­ νται τα ερωτήματα: Ποια υποκείμενα μετρούν ως βιώσιμες ενσαρκώσεις του εθνικού πολιτικού σώματος και ποια ως ατίθασα ξένα σώματα μέσα στο πο­ λιτικό σώμα; Ειδικότερα, πώς οι έμφυλες ταυτίσεις διαμεσολαβούν τη βιοπολιτική του έθνους-κράτους στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο; (βλ. επίσης Κονδύλη και Ψαρρά 1986). Στη δική της διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους η πρόκληση της υπογεννητικότητας επιδρά στη συγκρότηση έμφυλων σχέσεων, η Heather Paxson αναλύει πώς οι μεσοαστές Αθηναίες κατανοούν και αναπαριστούν τη μικρή οικογένεια ως υπεύθυνη συμπεριφορά σε συμφραζόμενα οικονομικών και άλλων δομικών περιορισμών και πώς προσαρμόζεται σ ’ αυ­ τούς τους περιορισμούς η πολιτισμική παραδοχή περί φυσικής συνάφειας μεταξύ θηλυκότητας και μητρότητας (2004). Ως λόγος της «βιοκοινωνικότητας» (Rabinow 2005: 181), ο λόγος περί υ­ πογεννητικότητας κατέχει σημαντική θέση στο ευρωπαϊκό πολιτικό φαντασιακό της δεκαετίας του 1990. Το κέλευσμα της στατιστικής προσδίδει στον δημογραφικό λόγο την επιστημονική ισχύ να συγκροτεί τη μείωση των γεννή­ σεων ως «πρόβλημα» αλλά και να παράγει γνώσεις και υποκειμενικότητες που υπερβαίνουν το πεδίο της δημογραφίας, όπως έχει δείξει η Krause (2001) στο εθνογραφικό πλαίσιο του δημογραφικού λόγου και της μεσοαστι­ κής μητρότητας στη σύγχρονη Ιταλία. Όπως όμως εξηγεί η Gail Kligman. «οι δημογραφικές κρίσεις δεν καθορίζονται απλώς και μόνο από τους αριθμούς, αλλά από την κοινωνική συγκρότηση αυτών των στατιστικών δεδομένων και μετρήσεων» (2005: 2 5 2 ).23 Η Carrie Douglass (2005) έχει επιμεληθεί μια ιδιαίτερα διαφωτιστική συλ­ λογή κειμένων που εστιάζουν στους ευρωπαϊκούς λόγους περί μείωσης των γεννήσεων, δίνοντας έμφαση στους τρόπους με τους οποίους τα εμπλεκόμενα υποκείμενα κατανοούν, εννοιολογούν, διαχειρίζονται και διαπραγματεύονται τις επιλογές και τους περιορισμούς που απορρέουν από την εθνική, έμφυλη 23. Για μια κριτική ανάγνωση της πολιτισμικής πολιτικής ποο ασκεί η στατιστική στη συγκρότηση της βασκικής εθνικής ταυτότητας, βλ. liria 1993.

ΤΟΦ1ΓΛΟ KAI H Σί»=.()ϊ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ Tl: ΛΟΓΧΗΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΤ^ΑΚΤΊΚΚΣ ΤΉΣ ΒΙΟΕΠΙΣΤΉΜΗΣ

271

και σεξουαλική ιδεολογία της «στείρας χώρας». Οι συγγραφείς καταδεικνύ­ ουν τις μετατοπίσεις στους ορισμούς της οικογένειας, της μητρότητας, του έθνους και της ιδιότητας του/της πολίτη, οι οποίες επιτελούνται μέσα σε ένα ασταθές πεδίο δημογραφικής οριοθέτησης και αναδιάταξης της φαντασιακής κοινότητας, τόσο της Ευρώπης όσο και των εθνικών κρατών που τη συνθέ­ τουν (βλ. επίσης Fassin 2001, Franklin και Ragoné 1998, Ginsburg και Rapp 1995. Greenhalgh 1995, Kligman 1998, Zarkovic Bookman 1997).

10. Τ εχ ν ο λ ο γ ίες β ιο ια τ ρ ικ ή ς ε π ο π τ ε ί α ς τ ο υ έμ φ υ λ ου σ ώ μ α τ ο ς : τεχ νικές ο ρ α τ ό τ η τ α ς , ιδ ε ο λ ο γ ίε ς α ν α π α ρ ά σ τ α σ η ς Στο πλαίσιο κρίσεων υγείας, όπως με τις επιδημίες HIV/AIDS. του καρκίνου του μαστού, αλλά και την αναζωπύρωση της φυματίωσης και άλλων μολυ­ σματικών νόσων, σημειώθηκε, τις τελευταίες δεκαετίες, μια δραματική ανά­ πτυξη επιστημονικών και ιατρικών τεχνολογιών. Ανάμεσά τους, οι οπτικές βιοτεχνολογίες γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη και προσέλκυσαν το αναλυτικό ενδιαφέρον. Η δυτική ιατρική συνολικά και η «γέννηση της κλινικής» ειδικό­ τερα θεμελιώθηκαν στην ορατότητα, όπως έχει δείξει ο Μισέλ Φουκώ με τη θεωρητικοποίηση του ιεραρχικού ιατρικού βλέμματος ως συστατικής όψης της πειθαρχίας, αλλά και η Rosalind Petchesky (1987α και 1987β) στο σημαντικό έργο της για τη δύναμη της οπτικότητας στην πολιτική της αναπαραγωγής. Ο κρίσιμος ρόλος που διαδραματίζουν η οπτική αναπαράσταση και οι οπτικές τεχνολογίες στις σύγχρονες επιστήμες της υγείας αποτυπώνεται σε μια διαρ­ κώς επεκτεινόμενη και εμπλουτιζόμενη βιβλιογραφία, η οποία αντιμετωπίζει τη βιο-τεχνο-επιστήμη ως σύστημα αναπαραστάσεων και ως πεδίο επαγγελ­ ματικής εξειδίκευσης και αυθεντίας, θεσμικής ρύθμισης, πειθαρχικών τεχνο­ λογιών και εμπρόθετης δράσης (βλ. Bruno 1992, Classen 1997, Clough 2004. Newman 1996, Rose 1989, Stabile 1992).24 Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διεπιστημονικής ανθολογίας που επιμελήθηκαν οι Paula Treichler, Lisa Cartwright και Constance Pen ley (1998) -που αντλεί από τα πεδία των σπουδών επιστήμης και τεχνολογίας (science and technology studies), της φεμινιστικής θεωρίας, αλλά και των θεωριών της εικόνας, του οπτικού πολιτισμού και του κινηματογράφου- βρίσκεται η σχέση φύλου και βιοιατρικής αναπαράστασης. Αυτή η σημαντική συμβολή στο πεδίο ανάλυσης των έμφυλων διαστάσεων της βιο-επιστήμης και της βιοτεχνολογίας εξετάζει την ανάπτυξη διαφόρων, κρίσιμης σημασίας, ιατρικών και επιστημο­ νικών διαγνωστικών και θεραπευτικών τεχνολογιών, εστιάζοντας ιδιαίτερα 24. Ο Jonathan Crary (1992) έχει μελετήσει τις ιστορίες της επιστήμης, της τεχνολογίας, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού που έχουν συμβάλει στην ιστορική μετατόπιση, στο πλαίσιο του οπτικού πολιτισμού κατά τον 19" αιώνα. Πρόκειται για μια γενεαλογία της οπτικότητας. που συνδέει την κοινωνική νεωτερικότητα με τον οπτικό μοντερνισμό.

272

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΚΙΠΟΛΟΙΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

στον ισχυρισμό τους ότι καθιστούν το σώμα, ιδιαίτερα το γυναικείο σώμα, περισσότερο ορατό. Καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεματικών, από την ενδο­ μήτρια φωτογράφιση και τη μαστογραφία ως τη διανοητική υστέρηση και το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, η ανθολογία ανιχνεύει τους νέους τρόπους θέα­ σης του σώματος, που εμφορούνται από μια ιδεολογία γοητείας με τις τεχνο­ λογίες της ορατότητας και της οπτικοποίησης. Εξετάζοντας τις τεχνολογίες ιατρικού ελέγχου, κοσμητικών επεμβάσεων και διαχείρισης της αναπηρίας, οι συγγραφείς στρέφουν την προσοχή τους και στις δύο πλευρές του μικροσκο­ πίου κρατώντας κριτική απόσταση από συμβατικές μανιχαϊστικές προσεγγί­ σεις που αντιμετώπιζαν, τους/τις μεν ασθενείς ως θύματα, παθητικούς απο­ δέκτες ιατρικής μέριμνας ή αδρανή αντικείμενα επιστημονικής έρευνας, το δε ιατρικό προσωπικό, γιατρούς, νοσηλεύτριες και νοσηλευτές, ερευνήτριες και ερευνητές, ως θύτες και κυνικούς αυτουργούς ενός μονολιθικού, παντοδύνα­ μου και βάναυσου συστήματος θεσμικής εκμετάλλευσης. Επιχειρώντας να αποφύγουν εύκολες και απλουστευτικές αναγωγές στα στεγανά στερεότυπα είτε της τεχνοφιλίας είτε της τεχνοφοβίας, αναδιατυπώνουν ερωτήματα που οργανώνονται γύρω από το δίλημμα αν πρέπει να υποδεχόμαστε τις τεχνο­ λογίες οπτικής πρόσβασης στο έμφυλο σώμα ως λιγότερο επώδυνες και επεμβατικές ή, αντίθετα, να τοποθετούμαστε κριτικά απέναντι τους εκλαμβάνοντάς τες απλώς ως μία ακόμη σκοτεινή όψη της εντατικοποιούμενης προσπελασιμότητας του γυναικείου σώματος στο χώρο της βιοιατρικής και στην ολοένα επεκτεινόμενη αγορά που συνυφαίνεται με αυτόν. Είναι, ωστόσο, ι­ διαίτερα χρήσιμος και εποικοδομητικός ο τρόπος με τον οποίο οι συγγραφείς δεν αφήνουν τη συνθετότητα των επιχειρημάτων τους να διολισθήσει σε μια οριστική λύση του διλήμματος.25 Η Lisa Cartwright αναλύει το «Πρόγραμμα Ορατή Γυναίκα», μέρος του «Προγράμματος Ορατός Ανθρωπος», που ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στη χρήση του διεθνούς κοινού μέσω του διαδικτύου το 1994. Πρόκειται για μια βάση δεδομένων βιοιατρικής γνώσης, που αποτελείται από ψηφιακές εικόνες βασισμένες στη ρεαλιστική προσομοίωση -που επιτυγχάνεται μέσω της τ ε­ χνολογίας της μαγνητικής τομογραφίας- των νεκρών σωμάτων πραγματικών δωρητών που πρόσφεραν εθελοντικά το σώμα τους στην επιστήμη. Η βάση δεδομένων είναι διαθέσιμη μέσω του διαδικτύου και προορίζεται για χρήση από ερευνητές, φοιτητές, επαγγελματίες υγείας, αλλά και από το ευρύτερο κοινό. Η σύλληψη και ο σχεδιασμός του εγχειρήματος οφείλονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ιατρικής των ΗΠΑ, που αποφάσισε το 1986 να δημιουργήσει μια διεθνή βιβλιοθήκη ψηφιακής βιοιατρικής εικόνας -ένα διεθνές αρχείο της αν­ θρώπινης βιολογίας. Η συγγραφέας εστιάζει στην έμφυλη/σεξουαλική διαφο­ ρά αλλά και σε άλλες όψεις πολιτισμικά και βιοιατρικά διαμεσολαβημένης 25. Για μια χρήσιμη κριτική ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στην κατασκευή της έμφυλης και σεξουαλικής κανονικότητας και τη δυτική επιστημολογία του βλέμματος και της Ηέασης. βλ. Phelan 1996 (1993|.

ΤΌΦ1ΓΛ0 KAI H ΣΚτ,ΟΙ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑ ΣΤΡΓΣ ΛΟΙΤ))ΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΙ1Σ ΜΟΕΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

273

διαφοράς, όπως αυτές αναπαρίστανται (ή δεν αναπαρίστανται) στο Πρό­ γραμμα, το οποίο φέρει τις εύγλωττες -από πλευράς πολιτικής φύλου- επω­ νυμίες «το Ορατό Ζευγάρι» και «οι Ψηφιακοί Αδάμ και Εύα». Ενώ ο ιατρι­ κός λόγος παρουσιάζει τον Ορατό Άνθρωπο-Άνδρα (που προηγήθηκε χρονι­ κά) ως οικουμενική ανατομική νόρμα και υπόδειγμα της φυσιολογικής -νεανικής, εύρωστης και υγιούς- ανδρικής ανατομίας (αποκαλείται «ψηφια­ κός άγγελος»), οι αναφορές στην Ορατή Γυναίκα υπογραμμίζουν παράγοντες όπως είναι η χρονολογική και αναπαραγωγική ηλικία της (αναφέρεται σαν «ηλικιωμένη νοικοκυρά» και «μετεμμηνοπαυσιακή»): οι παράγοντες αυτοί υποτίθεται ότι περιορίζουν την οικουμενικότητά της και, επομένως, δυνάμει περιορίζουν την ερευνητικά αξιόπιστη χρησιμότητά της. Σε ένα βιοιατρικό και πολιτισμικό πλαίσιο που θεωρεί την αναπαραγωγική ικανότητα καταστα­ τική όψη της φυσιολογικής γυναικείας ανατομίας, η μη-αναπαραγωγική κα­ τάσταση καθιστά την Ορατή Γυναίκα ένα ατελές και αταίριαστο αναπλήρωμα του ανδρικού προτύπου. Η Cartwright θέτει ερωτήματα που αφορούν την απόφαση της προσθήκης της Ορατής Γυναίκας, ένα χρόνο μετά, στο αρχικό μοντέλο του Ορατού Ανθρώπου-Άνδρα: Η Ορατή Γυναίκα αναπαράγει συμ­ βατικές εννοιολογήσεις του έμφυλου σώματος ή κλονίζει το στατικό ανατομι­ κό μοντέλο της διμορφικής έμφυλης/σεξουαλικής διαφοράς; Επινοήθηκε και υλοποιήθηκε για να ενισχύσει την ιστορική κατασκευή της γυναικείας ανατο­ μίας ως παθολογικής εξαίρεσης από τον κανόνα -ή την κανονικότητα- της ανθρώπινης (ανδρικής) ανατομίας ή μπορεί να συμβάλει στην έρευνα και α­ ποτελεσματικότερη αντιμετώπιση νόσων που σχετίζονται με το φύλο; (βλ. και Αθανασίου 2007α).26 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της έμφασης που αποδίδουν οι συγγρα­ φείς αυτού του τόμου στις πολλαπλές διασταυρώσεις ηγεμονικών επιστημο­ νικών προταγμάτων, εμπρόθετης δράσης των εμπλεκόμενων έμφυλων υπο­ κειμένων και θεσμικών μηχανισμών μέσα στους οποίους η δράση των υπο­ κειμένων επιτελείται και η κοινωνική και πολιτική αλλαγή ενδέχεται να συμ­ βεί είναι η μελέτη της Ella Shohat (1998). Στο δοκίμιό της, η Shohat ασχολείται με τους τρόπους με τους οποίους μια συγκεκριμένη έμφυλη νόσος, η ενδομητρίωση. αντιμετωπίζεται μέσω ενδοσκοπικών τεχνολογιών, ειδικότερα μέσω λαπαροσκόπησης: μιας μικρο-χειρουργικής διαδικασίας, κατά την ο­ ποία μια μικροσκοπική κάμερα λέιζερ εισέρχεται στις διόδους του αναπαρα­ γωγικού συστήματος. Νόσος, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, έχει συνδεθεί στην ιατρική βιβλιογραφία με τον τρόπο ζωής των «γυναικών καριέρας» που επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά, η ενδομητρίωση είναι μια χρο­ νιά επώδυνη διαταραχή, που οφείλεται στο ότι ο ενδομήτριος μεμβρανώδης ιστός που επενδύει την εσωτερική κοιλότητα της μήτρας μετακινείται και 26. Για τη σχέση ιδεολογιών φύλου και μοριακής βιολογίας, βλ. Spanier 1991. 1995. Για τις διαμάχες που απορρέουν από την συμπερίληψη γυναικών και μελών φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων στη βιοιατρική έρευνα στις ΗΠΑ. βλ. Epstein 2004.

274

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

συσσωρεύεται σε διάφορα άλλα σημεία του αναπαραγωγικού συστήματος (αλλά και του ουροποιητικού ή του πεπτικού) με τη μορφή κυστών ή καλοη­ θών όγκων και αποβάλλεται κάθε μήνα με την περίοδο. Η συγγραφέας συζη­ τά διάφορες όψεις αυτού που αποκαλεί «ενδο-λόγο», ένα ολόκληρο, δηλαδή, σώμα ορισμών, γνώσεων, εννοιολογήσεων, κειμένων και πρακτικών που αφο­ ρούν την ενδομητρίωση. Παρά τα πορίσματα πρόσφατων ερευνών που δεί­ χνουν ότι η νόσος δεν κάνει διακρίσεις ηλικίας, κοινωνικής τάξης, φυλής ή αναπαραγωγικής συμπεριφοράς, ο κυρίαρχος δημόσιος και ιατρικός λόγος επιμένει να αποδίδει την αιτιολογία της νόσου στην μη-αναπαραγωγική επι­ λογή, απηχώντας έτσι τον κυρίαρχο για χρόνια λόγο περί AIDS και «ομάδων υψηλού κινδύνου», ο οποίος ήθελε τους ομοφυλόφιλους άνδρες να ευθύνονται για την κατάστασή τους, εξαιτίας της ερωτικής επιλογής τους. Παρά τις πολ­ λές διαφορές ανάμεσα στις δυο νόσους, και στις δύο περιπτώσεις η απόδοση ευθύνης -και η απονομή κοινωνικού στίγματος- σχετίζεται με την επιλογή που «πηγαίνει ενάντια στη φύση»: ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά των γκέι ανδρών στη μία περίπτωση, απεμπόληση της «φυσικής» αναπαρα­ γωγικής αποστολής των γυναικών στην άλλη. Η συγγραφέας αναλύει κριτικά τις τροπικότητες της κατάκτησης και τις στρατιωτικές μεταφορές που διέπουν αυτή την ιατρική διαδικασία και τις αφηγήσεις γύρω από αυτήν, ενώ παράλληλα στοχάζεται πάνω στους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες χρησιμοποιούν δημιουργικά αυτόν τον «ενδο-λόγο» ανα-προσανατολίζοντας τον ορισμό, τη διάγνωση, την εμπειρία και την αντιμετώπιση της νόσου πέρα από τα πειθαρχικά όρια του ιατρικού κατεστημένου. Τεχνο-επιστημονικές διαδικασίες όπως η βιντεο-λαπαροσκόπηση μπορούν να διαδραματίσουν έναν καθοριστικό ρόλο στον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στο γυναικείο σώμα, υποστηρίζει η συγγραφέας, αφού επιτρέπουν την «επιστροφή του βλέμμα­ τος» από την πλευρά της ασθενούς, την αυτο-θέαση και τη συμμετοχή της στη θεραπευτική διαδικασία. Αναμφισβήτητα, η συνύφανση του βιολογικού με το τεχνολογικό δεν απο­ τελεί νεοπαγή συνθήκη, αφού ήδη από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έχει τεθεί υπό αίρεση η διαυγής περιχαράκωση ανάμεσα σ ’ αυτά τα πεδία, τόσο από κοινωνική όσο και από αναλυτική άποψη. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαε­ τίες, αναπτύσσεται και εντατικοποιείται στο πλαίσιο των φεμινιστικών σπου­ δών της τεχνοεπιστήμης μια συστηματική μέριμνα για τις διατομές βιοεπιστήμης και τεχνολογίας. Στο επίκεντρο αυτής της ενασχόλησης τίθενται οι μεθοδολογικές και θεωρητικές συνδηλώσεις και προεκτάσεις της φεμινιστικής προσέγγισης στους σύγχρονους τεχνο-επιστημονικούς και μιντιακούς μετα­ σχηματισμούς. Μέσα από μια οπτική μετα-ανθρώπινης. κριτικά τεχνοφιλικής, ανάγνωσης του ανθρώπινου σώματος, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με τη σχέση βιολογίας, τεχνολογίας και οπτικού πολιτισμού, τους νέους ορισμούς και περιορισμούς των ενσώματων υποκειμένων, τις νέες εννοιολογήσεις των σχέσεων μετάξι) σωματικής υλικότητας και μεταφοράς, τη γενετική μηχανική

ΤΌΦ1ΓΛΟ KAI II ΣΙνί,Οΐ ΑΛΙΚΟΠΓΤΑ ΣΤΟΓΣ ΑΟΙΌΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΊΙΣ ΜΙΟΚΠΙΣΤΠΜΙΙΣ

275

και το βιο-γενετικό φαντασιακό, την ψηφιακή μνήμη και τις απεικονιστικές ιατρικές τεχνολογίες, τις πολλαπλές εκφορές και τις ποικίλες όψεις της πολι­ τικής του «βίου» και της «ζωής» (Smelik και Lykke 2008). Στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής τροχιάς διερεύνησης του βιοπολιτισμού. βιοπολιτική και νεοφιλελευθερισμός εξετάζονται στην ιστορική τους διασύνδεση. Από την ανάπτυξη της τεχνολογίας του DNA στη δεκαετία του 1970 έως την έρευνα σχετικά με τα βλαστοκύτταρα, και από την έρευνα του AIDS έως τον φαρμακευτικό ιμπεριαλισμό, στο επίκεντρο της κριτικής ανά­ λυσης μπαίνει η εμπορευματοποίηση και η στρατιωτικοποίηση των επιστημών της ζωής. Αυτός ο κορμός έρευνας και βιβλιογραφίας συμβάλλει καθοριστικά στην ιστορικοποίηση και πραγμάτευση των διαδικασιών μέσα από τις οποίες η βιο-οικονομία εμπεδώθηκε ως κεντρική και κρίσιμη διάσταση της μετα­ βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας (Cooper 2008).

I I . Τ ο α ν ο σ ο π ο ιη τ ικ ό σ ύ σ τ η μ α κ α ι οι μ ε τ α φ ο ρ έ ς τ ο υ : Ο λ ό γ ο ς κ α ι η ε μ π ε ιρ ία τ ο υ Η IV /AIDS Σημαντική όψη της ενασχόλησης με τις έμφυλες διαστάσεις των βιοιατρικών λόγων και πρακτικών είναι η συστηματική εξέταση των πολιτισμικών ιδιωμά­ των που διαπλέκονται σε κάθε κοινωνική και επιστημολογική πραγμάτευση της αρρώστιας, της ασθένειας και της νόσου στους σύγχρονους κόσμους. Μέ­ σα σ ’ αυτό το πλαίσιο, ο στενός δεσμός βιοιατρικής γλώσσας και τεχνολογίας έχει αναδειχθεί σε κρίσιμη συνιστώσα του «κοινωνικού κειμένου» της αρρώ­ στιας κατά τον μετα-βιομηχανικό ύστερο 20° αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ερευνητικής και θεωρητικής τάσης, το δοκίμιο της Donna Haraway (1991α) για τη βιοπολιτική των μετανεωτερικών σωμάτων στο πεδίο του λόγου περί ανοσοποιητικού συστήματος διερευνά κάποιους από τους λόγους -συμπεριλαμβανομένου του τεχνικού λόγου της ανοσολογίας-, που διαμορφώνουν βιοιατρικά και βιοτεχνολογικά σώματα και εαυτούς στο πλαίσιο του τεχνο-επιστημονικού πολιτισμού στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1980. Εστιάζοντας την προσοχή της στο πολυμορφικό αυτό αντικείμενο γνώσης, αντίληψης και πρακτικής που είναι το ανοσοποιη­ τικό σύστημα, υποστηρίζει ότι αυτό συμπυκνώνει σημαντικές παραμέτρους της συμβολικής και υλικής «διαφοράς» σε συνθήκες ύστερου καπιταλισμού. Αυτό το ιστορικά προσδιορισμένο, αλλά ωστόσο μυθικό, αντικείμενο βιοεπιστημονικής έρευνας, κλινικής πρακτικής και ενσώματης εμπειρίας διαδρα­ ματίζει αποφασιστικό ρόλο στη διευθέτηση των συνόρων μεταξύ Εαυτού και Αλλου, καθώς και των ορίων του «κανονικού» και του «παθολογικού». Ση­ μαντικό ρόλο σ’ αυτό το πεδίο της δυτικής τεχνο-βιοπολιτικής που συνιστά η ανοσολογία διαδραματίζει η βιοιατρική διαλεκτική αναγνώρισης και παραναγνώρισης από πλευράς του σώματος, οι τρόποι και οι διαδικασίες μέσω

276

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

των οποίων το σώμα αναγνωρίζει κάτι (π.χ. έναν βιολογικό ιό) ως κανονικό ή παθολογικό, παράγει, δηλαδή, το νόημα του οικείου ή του ξένου. Έ τσι, η αρ­ ρώστια εννοιολογείται με όρους επικοινωνιακής παθολογίας η οποία προκύ­ πτει από την παρ-αναγνώριση ή υπέρβαση των ορίων αυτής της στρατηγικής συναρμολόγησης που είναι ο εαυτός. Σ ’ αυτό το πλαίσιο βιοιατρικού λόγου, το φύλο, η σεξουαλικότητα και η αναπαραγωγή εννοιολογούνται με όρους στρατηγικών διαφορών και όχι φυσικής καταγωγής ή ουσίας, ενώ η οντολογι­ κή διάκριση ανάμεσα στο οργανικό, το τεχνικό και το κειμενικό παύει να ισχύει, ανοίγοντας το δρόμο για ενδεχόμενες κυβερνο-οργανικές σωματο­ ποιήσεις. Αξιοποιώντας το μοντέλο ανάλυσης μεταφορών που είχε εφαρμόσει στο προγενέστερο έργο της, η Emily Martin (1994) έχει ιχνηλατήσει την ιδέα και το λόγο του ανοσοποιητικού συστήματος στην Αμερική από την εποχή της πολιομυελίτιδας έω ς την εποχή του AIDS. Η ανθρωπολόγος διερευνά τις με­ ταφορές που χρησιμοποιούν τα υποκείμενα της έρευνάς της, σύγχρονοι Αμε­ ρικανοί. άνδρες και γυναίκες, όταν μιλούν για τα σώματά τους. Εστιάζοντας στο λόγο της υγείας και της αρρώστιας, του AIDS ειδικότερα και του ανοσο­ ποιητικού συστήματος γενικότερα, ισχυρίζεται ότι έχει υπάρξει μια μετατό­ πιση στις μεταφορές που επιστρατεύουν οι σύγχρονοι Αμερικανοί για να κα­ τανοήσουν τη σχέση μεταξύ εαυτού και μη-εαυτού. Σκέφτονται το σώμα τους, παρατηρεί η Martin, με όρους «σύνθετου συστήματος», το οποίο ερείδεται σε άλλα «σύνθετα συστήματα». Σ ’ αυτό το νέο στερέωμα μεταφορών που ανιχνεύει η συγγραφέας στη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα και ειδι­ κότερα στο λόγο για το ανοσοποιητικό σύστημα, έννοια-κλειδί είναι κατά τη Martin, η οποία επηρεάζεται εδώ από τη νέα φυσική και τη θεωρία του χά­ ους, η έννοια «ευελιξία». Το σώμα αναπαρίσταται, δηλαδή, ως ένας σύνθετος και ευέλικτος οργανισμός, που ανταποκρίνεται μεν στις αλλαγές του περι­ βάλλοντος αλλά και εισάγει αλλαγές σ ’ αυτό.27 Η αναπαράσταση της νόσου αντλεί υλικά από ένα ευρύ ρεπερτόριο ιδιω­ μάτων, τροπικοτήτων και μεταφορών, όπως είναι το ανοσολογικό ιδίωμα και το ιδίωμα του αίματος. Όπως έχει δείξει ο ανθρωπολόγος Roger Lancaster (1999), μεταφορές του αίματος έχουν παίξει κεντρικό ρόλο στις εννοιολογήσεις της νόσου: ο στερεότυπος λόγος για το «κακό αίμα» των φορέων και ασθενών του AIDS συνάδει με την ιδιαίτερη φόρτιση του πολιτισμικού ιδιώ­ ματος του αίματος στο εθνο-ιατρικό ή εθνο-ανατομικό φαντασιακό (βλ. επί­ σης Lancaster 1983. Επιπλέον, Alonso και Koreck 1989, Cayleff 1989, Caruth και Keenan 1995, Epstein 1996, Fassin 2007a, Patton 1990, 1992, 2000). Στο επιστημολογικό, πολιτικό, πολιτισμικό και ψυχικό πλαίσιο του προ-

27. Για μια χρήσιμη κριτική στη Martin, δες Christine Hattersby (1998). που θεωρεί ότι η Martin, συγχέ όντας την οντολογία ποο βασίζεται στη ροή με την οντολογία ποο βασίζεται στην εοελιξία, δεν κατορθώνει να αξιοποιήσει επαρκώς τη δοναμική της νέας φυσικής, ώστε να αποδιαρθρώσει τη συμβατική εννοιολόγηση της ταυτότητας.

Τ0Φ1ΡΑ0 ΚΑΙ H MhaOl ΑΑ1ΚΟΤΠΤΑ ΣΤΟΓΣ Α Ο ίΌ Π ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΤί*ΑΚΤΊKΚΧ ΤΙίΣ ΚΙΟΚΠΙΣΤΙίΜΙΙΣ

277

τάγματος της σεξουαλικής κανονικότητας, το AIDS εικονογραφείται όχι α­ πλώς ως μια νόσος, αλλά ως επονείδιστη, ταπεινωτική και χυδαία νόσος. Οι πολιτισμικοί και βιοιατρικοί ορισμοί και αναπαραστάσεις του AIDS έχουν ιστορικά οργανωθεί γύρω από το στερεότυπο της «αρρώστιας των ομοφυλό­ φιλων ανδρών», ένα στερεότυπο που συνάδει με την εννοιολόγηση της ομο­ φυλοφιλίας ως μιας ενιαίας, κλειστής και περιχαρακωμένης «ταυτότητας» (Berlant 1997, Γιαννακόπουλος 1998, Πλεξουσάκη 2000, Plexoussaki και Yiannakopoulos 1996, Αθανασίου και Αγραφιώτης 1999). Παρά τις στατιστι­ κές που αποκαλύπτουν τη μείωση της προσβολής των ομοφυλόφιλων ανδρών από τη νόσο, το AIDS παρέμεινε/παραμένει συνδεδεμένο στο πολιτισμικό υποσυνείδητο με τη στερεότυπη μορφή του «αχαλίνωτης σεξουαλικότητας γκέι άνδρα» (Phelan 1990, 1991). Η πολιτισμική αγωνία που προκαλούν οι σεξουαλικές πρακτικές των γκέι ανδρών, ιδιαίτερα η -εννοούμενη ως «παθη­ τική»- πρωκτική επαφή, συνδέεται με ψυχικές και πολιτισμικές αγωνίες γύ­ ρω από την ίδια την ανδρική υποτακτικότητα σ ’ ένα πολιτισμικό πλαίσιο που εγκρίνει συστηματικά και ενθαρρύνει επίμονα την ανδρική κυριαρχικότητα (Bersani 1987). Αντλώντας κριτικά από τη θεώρηση του Simon Watney (1989α, 1989β, 1990) ότι ο δεσπόζων πειθαρχικός λόγος του HIV/AIDS λει­ τουργεί ως συμβολικός μηχανισμός εννοιολόγησης του πρωκτού ως μνήματος, o Leo Bersani διατυπώνει την ελπίδα ότι αυτή η λογική που εικονογραφεί την ανδρική υποτακτικότητα στο πλαίσιο της «παθητικής» πρωκτικής επαφής ως συνώνυμο του θανάτου ενδέχεται ωστόσο να συμβάλει στην επιζητούμενη εξάλειψη της αντίληψης ότι η ανδρική σεξουαλικότητα εκφράζεται αποκλει­ στικά σε πράξεις διείσδυσης. Μελετητές και μελετήτριες που ασχολούνται με την πολιτική του AIDS αρνούνται να τιμήσουν τις κανονιστικές διακρίσεις ανάμεσα στην απώλεια και τον ακτιβισμό, το πένθος και την πολιτική στράτευση, όπως χαρακτηρι­ στικά εκφαίνεται στο κλασικό πια δοκίμιο του ιστορικού τέχνης και queer κριτικού Douglas Crimp «Πένθος και στράτευση» (1989)28 -μια πρό(σ)κληση να αναγνωριστεί η θλίψη για την απώλεια του AIDS ως αίσθημα πολιτικής μαχητικότητας και αντίστασης απέναντι στους πολιτικούς, πολιτισμικούς και ψυχικούς μηχανισμούς που καθιστούν την κανονιστική αποστροφή της ομο­ φυλοφιλίας ακρογωνιαίο λίθο της κατασκευής της πειθαρχημένης υποκειμενι­ κότητας και κοινωνικής συνοχής. Το τραύμα του AIDS, θυμίζει ο συγγραφέ­ ας, δεν παραπέμπει μόνο στο φάσμα του θανάτου, αλλά και στην απώλεια συγκεκριμένων μορφών σεξουαλικής επαφής: μπορεί κανείς να πενθεί το θά­ νατο των φίλων του ή τον επικείμενο δικό του, όπως πενθεί την απώλεια μιας επισφαλούς ερωτικής συνάντησης. Μερικά χρόνια μετά, στο δοκίμιο του «Μελαγχολία και ηθικολογία» (2003), ο Crimp προσφέρει ένα μαχητικό κά­ λεσμα για στοχασμό και δράση ενάντια τόσο στο AIDS όσο και στις μορφές 28. Ο τίτλος του δοκιμίου απηχεί το κλασικό δοκίμιο του Φρόυντ «Πένθος και Μελαγ­ χολία» (1917).

278

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σύγχρονης σεξουαλικής ηθικολογίας, συμπεριλαμβανομένου του συντηρητι­ σμού και του κοινωνικού στιγματισμού των οροθετικών από τους ίδιους τους γκέι. Απηχώντας τον θεωρητικό τόνο του Φουκώ και αξιοποιώντας την queer θεωρία, ο συγγραφέας υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι αντίσταση στη νόσο δεν είναι ούτε ο ηθικός πανικός ούτε η φαντασίωση και η επιδίωξη της από­ λυτης ασφάλειας στο σεξ, αλλά η αντίσταση στις κανονικοποιητικές τεχνολο­ γίες της εξουσίας, που αρνούνται στους γκέι την ανθρώπινη ιδιότητα και κα­ τασκευάζουν την ομοφυλοφιλία ως αντικείμενο κοινωνικής αποστροφής (βλ. επίσης Crimp 1988, Crimp και Rolston 1990). Τις τελευταίες δεκαετίες, το AIDS έχει γίνει ένα πεδίο όπου νέες μορφές αναπαράστασης και διαχείρισης του τραύματος -μορφές που δεν αντιδια­ στέλλουν το πένθος από την πολιτική επαγρύπνηση και δράση- προτείνονται και επιτελούνται, και όπου η queer οικειότητα και αγάπη γίνονται οι «δομές συναισθήματος» που μπορούν να οικοδομήσουν μια εναλλακτική ποιητική αντίστασης, νέα ήθη πολιτικού ακτιβισμού, νέους πολιτικούς πολιτισμούς. Είναι μέσα σ ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, που η Peggy Phelan (1995) αξιοποιεί την «ημερολογιακή» βιντεογραφική απόδοση της πορείας ενός γκέι άνδρα προς το θάνατο από AIDS και του πένθους του επί είκοσι δύο χρόνια συντρόφου του, προκειμένου να δημιουργήσει έναν χώρο για το δικό της -ειδικά λεσβια­ κό- πένθος για τη νεκρή από ανορεξία σύντροφο και να υποστηρίξει ότι οι λεσβίες και οι γκέι άνδρες έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το θάνατο, εξαιτίας της επιβεβλημένης σ ’ αυτές/ούς βίωσης του κοινωνικού θανάτου της ομοφοβίας. Απηχώντας το δοκίμιο του Crimp για τη συνύφανση πένθους και στρά­ τευσης, η θεωρητικός των φεμινιστικών πολιτισμικών σπουδών Ann Cvetkovich (2003, 2004) προσφέρει ένα εναλλακτικό, τόσο πολιτικό όσο και αισθηματικό, αρχείο του κινήματος του AIDS, που συντίθεται από συνεντεύ­ ξεις, ιστορίες ζωής και μαρτυρίες λεσβιών ακτιβιστριών που εργάστηκαν με την οργάνωση ACT UP της Νέας Τόρκης στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η συλλογική μνήμη της ACT UP αναδύε­ ται στην πειραματική queer «εθνογραφία οίκοι» της Cvetkovich ως μια αντιδημόσια μνήμη που διατηρεί κριτική σχέση με τις δεσπόζουσες εθνικές ανα­ παραστάσεις του AIDS, οι οποίες απειλούν να την επισκιάσουν. Εστιάζοντας στη συλλογική γνώση που θεμελιώνεται στη μνήμη της αθρήνητης απώλειας, η συγγραφέας καταφέρνει να φωτίσει την πολιτική διάσταση του τραύματος και την αισθηματική-τραυματική ζωή του πολιτικού ακτιβισμού στο πεδίο της πολιτικής του AIDS. Προσφέρει, έτσι, ένα σημαντικό παράδειγμα αναλυτικής συνάντησης της θεωρίας του τραύματος με την queer θεωρία. Στη μελέτη του AIDS και της φυματίωσης στις αγροτικές περιοχές της Αϊ­ τής, ο γιατρός και ανθρωπολόγος Paul Farmer (1995, 1997) δείχνει πώς η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, το φύλο και η εθνότητα αποτελούν τους κύριους παράγοντες που καθιστούν άτομα και κοινότητες ευάλωτες σε ποικί­

ΤΌΦΊΓΛΟ ΚΑΙ H

ΛΑΪΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΐΈ ΑΟΙ\)ΓΪ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΜΑΚΤΊΚΚΣ ΤΤΙΣ ΙΙΙΟΙΤΓΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

279

λες εκδοχές κοινωνικής οδύνης, συμπεριλαμβανομένης της βίας που πηγάζει από την ιστορική αποσιώπηση της οδύνης τους. Η κοινωνική οδύνη που συν­ δέεται με το AIDS. έτσι, πηγάζει από συνθήκες «συστημικής βίας» (Farmer 1997): αποικιοκρατία, κυριαρχία, κοινωνικές ανισότητες, απομόνωση. Όπως δείχνουν οι βιο-ιστορίες των ασθενών και πληροφορητών του Farmer, η πολι­ τική οικονομία της αρρώστιας δομείται από το ρατσισμό, το σεξισμό και την οικονομική εξαθλίωση, σε μια χώρα όπου το AIDS και η πολιτική βία είναι οι συχνότερες αιτίες θανάτου νέων ανθρώπων. Οι κοινωνικές συνθήκες και οι πολιτικο-οικονομικές σχέσεις εξουσίας δομούν όχι μόνο την επικινδυνότητα του AIDS, της φυματίωσης και άλλων μολυσματικών νόσων, αλλά και την τρωτότητα σε μορφές ακραίας οδύνης, από την πείνα ως το βασανισμό και το βιασμό. Μια θανάσιμη μονοτονία διαπερνά τις ιστορίες των φτωχών γυναι­ κών με AIDS -ιστορίες οικιακής βίας, βιασμού και μητρικής θνησιμότητας: νέες γυναίκες που, δελεασμένες από το όραμα της απόδρασης από την ανέ­ χεια που μαστίζει τις αγροτικές κοινότητες, πήγαν στην πρωτεύουσα κι έπιασαν δουλειά ως οικιακές εργάτριες, χωρίς όμως να καταφέρουν να εξασφαλί­ σουν την πολυπόθητη οικονομική ασφάλεια. Όλες μαρτυρούν, υπογραμμίζει ο συγγραφέας, τη μη-εκούσια σεξουαλική τους δραστηριότητα, στην οποία εξα­ ναγκάστηκαν εξαιτίας της φτώχιας τους. Τέτοιες μαρτυρίες, σημειώνει ο Farmer, θέτουν σε σοβαρή αμφισβήτηση απλουστευτικές οικουμενικές εννοιολογήσεις του «συναινετικού σεξ» (βλ. επίσης Biehl 2004, Farmer, Connors και Simmons 1996, Fassin 2007a). Στον «πόλεμο αναπαράστασης» που διεξάγεται γύρω από την επιδημία, οι μαύρες γυναίκες είναι «ο άλλος του άλλου», υπογραμμίζει η Evelynn Hammonds (1987, 2005 [19971). που παρατηρεί ότι στην επιδημία του AIDS οι εμπειρίες και ανάγκες των μαύρων γυναικών δεν αναγνωρίστηκαν. Ενώ οι λευκοί γκέι άνδρες ακτιβιστές αξιοποιούν τον ιδεολογικό χώρο που διαμορ­ φώνεται από την επιδημία για να αμφισβητήσουν την ιδέα της ομοφυλοφιλί­ ας ως παθολογίας και «ανωμαλίας» και να διεκδικήσουν το δικαίωμα να ζήσουν ελεύθερα τις ερωτικές τους επιθυμίες, οι μαύρες γυναίκες αποσιωπώ­ ντας Στις αφηγήσεις γύρω από τις μαύρες γυναίκες με AIDS -πρωτίστως φτωχές, προερχόμενες από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, και. πολλές, μόνες μητέρες- κυριαρχούν η σιωπή, η θυματοποίηση, η εξάλειψη των φωνών και εμπειριών τους, οι ηθικολογικές αναφορές και το στερεότυπο της ανορθολογικής, «ανεξέλεγκτης» ή «αχαλίνωτης», σεξουαλικότητας (βλ. επίσης Elliot 1991, Goma 1996, Gupta και Weiss 1993, Roth και Hogan 1998. Ward 1993). Η εύστοχη αναφορά της Paula A. Treichler στο AIDS ως «επιδημία σημασιοδότησης» (“epidemic of signification”. 1988) αποτυπώνει την πληθώρα ει­ κόνων, αναπαραστάσεων και στερεοτύπων που διέπουν τους λόγους του AIDS. Η Jean Comaroff έχει δείξει πώς στο πλαίσιο του AIDS πληθαίνουν, εμπεδώνονται και φυσικοποιούνται οι αναπαραστάσεις της «Αφρικής» ως του κατεξσχήν πρωταρχικού και πρωτόγονου άλλου, ως εμβληματικού τόπου

280

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

της επικίνδυνης επιθυμίας, ως πεδίου διακύβευσης μιας «ανθρώπινης φύσης» ατίθασης και ατιθάσευτης. Την ίδια στιγμή, ο λόγος που διασυνδέει το AIDS με τη «σεσημασμένη» γεωγραφία της Αφρικής σηματοδοτεί, για τη γεωπολι­ τική της «ανεπτυγμένης Δύσης», μια μετα-ψυχροπολεμική βιοπολιτική της ανασφάλειας: οι Αφρικανοί μετανάστες εκλαμβάνονται ως ξένοι εισβολείς, παθολογικά και επικίνδυνα σώματα, που απειλούν τα σύνορα, την άμυνα και την ανοσία των δυτικών εθνικών κρατών (Comaroff 2007). Η πρωταρχική, αρχετυπική διασύνδεση του AIDS με τη «διαστροφή» της μη-κανονιστικής σεξουαλικότητας (Berlant 1997) κινητοποιείται εκ νέου με τη μορφή της φυ­ λετικής παθολογίας. Η ιστορία του AIDS μαρτυρεί πώς η ετεροποίηση της φυλετικοποιημένης σεξουαλικότητας διαδραματίζει καίριο ρόλο στο μετααποικιακό, νεοφιλελεύθερο δίκτυο εξουσίας, κεφαλαίου, βιοπολιτικής και γεω ­ πολιτικής.

12. Η π ε ιθ α ρ χ ία τη ς « σ ω μ α τ ικ ή ς ικ α ν ό τ η τ α ς » : χ ρ ό ν ια ν ό σ ο ς κ α ι α ν α ­ π η ρ ία Η έμφυλη διάσταση των πειθαρχικών ορισμών της σωματικής αρτιμέλειας, ικανότητας και κανονικότητας διερευνάται σε διάφορες μελέτες που ασχο­ λούνται με τις στρατηγικές διαπραγμάτευσης της χρόνιας νόσου (Register 1987) και της αναπηρίας (Begum 1993, Shildrick 1997α, 1997β, Shildrick και Price 1996, Wendell 1992, 1996). Αν ισχύει ότι ούτως ή άλλως η εμπειρία της σωματικής ακεραιότητας των γυναικών διακυβεύεται ή αναγνωρίζεται ελλιπώς (Young 1990) σε φαλλοκεντρικά συμφραζόμενα, τότε η ενσώματη εμπει­ ρία των γυναικών με αναπηρία κινδυνεύει να απαξιώνεται ακόμη περισσότε­ ρο, όπως έχει δείξει η Susan Wendell στο δοκίμιό της «Προς μια φεμινιστική θεωρία της αναπηρίας» (1992). Πραγματευόμενη την εμπειρία της σωματικής οδύνης, του περιορισμένου, του τραυματισμένου, του ανάπηρου σώματος, η Wendell (1996) θέτει κρίσιμα ερωτήματα ως προς τα όρια της αποτελεσματικότητας της αποδόμησης της διχοτομίας νους/ σώμα. Εκκινώντας από τη δική της εμπειρία -την εμπειρία της διαχείρισης χρόνιου πόνου- διατυπώνει την κριτική ότι η φεμινιστική θε­ ωρία που αντιμετωπίζει το σώμα ως πολιτισμική κατασκευή δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις περιοριστικές όψεις της σωματικής υλικότητας και της ενσώματης εμπειρίας. Ακόμη, στην επίμονη δέσμευσή της να απεμπολήσει τη διχοτομία νους/ σώμα, αυτή η φεμινιστική θεωρία δεν έχει αποδώσει την πρέ­ πουσα σημασία στο σοβαρό λόγο που έχουν κάποιοι άνθρωποι να επιθυμούν και να επιδιώκουν ενεργά να «υπερβούν» το σώμα τους και τους περιορι­ σμούς του: την καταλυτική εμπειρία του φυσικού πόνου ή της αναπηρίας. Εξηγώντας ότι ο πόνος συμβαίνει σε ένα σύνθετο φυσικό και κοινωνικό πλαί­ σιο που διαμορφώνει και μετασχηματίζει τους τρόπους με τους οποίους βιώ-

ΤΟΦΙΓΛΟ ΚΑΙ H ΣΚΞΟΚ ΑΛΙΚΟΤΙΓΓΑ

ΣΓΟΤΣ ΛΟΙΌΓΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΜΣ ΒΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

281

νεται α π ό τ α δρώντα υποκείμενα, υπερασπίζεται αυτό που αποκαλεί «στρατττγικές υπέρβασης του σώματος»: στρατηγικές απεμπλοκής από το σώμα/αποσωματοποίησης του εαυτού, ως δίοδοι αποδέσμευσης από τα δεινά και τους περιορισμούς του πάσχοντος σώματος (βλ. και Delvecchio-Cood, Brodwin, Good και Kleinman 1992). Οι Margrit Shildrick και Janet Price (1996) εξετάζουν την επιτελεστικότητα του (γυναικείου) ανάπηρου σώματος στο πλαίσιο πολλαπλών πειθαρχικών πρακτικών, και, ειδικότερα, στα συμφραζόμενα της κρατικής πολιτικής κοι­ νωνικής πρόνοιας και επιχορήγησης στη Βρετανία. Πρόθεσή τους δεν είναι να προσεγγίσουν την εμπειρία της αναπηρίας ως μια εμπειρία ειδικά γυναικεία, αλλά να εξετάσουν τους τρόπους εκείνους με τους οποίους η κατηγορία «α­ ναπηρία» εμφυλοποιείται ως γυναικεία κατάσταση δυνάμει των συνδηλώσε­ ων της εξάρτησης και της παθητικότητας που στερεοτυπικά υπαινίσσεται. Εξετάζοντας τα ερωτηματολόγια και τις άλλες γραφειοκρατικές τυπικές δια­ δικασίες που απαιτεί η πολιτική αξιολόγησης και αναγνώρισης των ατόμων που δικαιούνται την κρατική οικονομική στήριξη «Επίδομα Ζωής με Αναπη­ ρία», παρατηρούν ότι το αιτούν ανάπηρο άτομο εξαναγκάζεται να υπαχθεί σε μηχανισμούς κανονικοποίησης που περιορίζουν την ατομικότητά του ως δρώντος υποκειμένου. Σ ’ αυτή τη θεσμική διαδικασία επιβεβλημένης αυτο­ παρατήρησης και αυτο-αξιολόγησης, που είναι η συμπλήρωση του ερωτημα­ τολογίου της αίτησης για κρατική επιχορήγηση, η ετερογένεια της εμπειρίας των υποκειμένων -των συμπτωμάτων, της διαπραγμάτευσης, των διακρίσεων, κτλ- καλύπτεται. Στη λογοθετική διαδικασία παραγωγής της κανονιστικής κατηγορίας «αναπηρία», η οποία λειτουργεί ως ενιαία και ομοιογενής οντό­ τητα μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, το ανάπηρο υποκείμενο αξιολογεί­ ται με βάση το κατά πόσο «εμπίπτει» στις παραμέτρους οριοθέτησης της αναπηρίας τις οποίες εγκαθιδρύει, αναγνωρίζει και ελέγχει ο κρατικός φορέ­ ας κοινωνικής μέριμνας. Δεδομένου ότι στη δυτική κοινωνία οι γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία ορίζονται και αξιολογούνται με βάση ένα απρόσιτο σω­ ματικό ιδεώδες, ένα ρυθμιστικό ιδεώδες που εν μέρει καθορίζεται από την οικουμενικοποίηση του ανδρικού σώματος, η εμπειρία της γυναικείας αναπη­ ρίας -μια εμπειρία που εννοιολογείται στερεοτυπικά σε αντίθεση με το ιδεώ­ δες της «σωματικής ικανότητας» ή «αρτιμέλειας»- αναδύεται ως μια εμπει­ ρία περαιτέρω περιθωριοποίησης ήδη περιθωριοποιημένων έμφυλων υποκει­ μένων. Υπογραμμίζοντας ότι οι κατηγορίες «αρτιμέλεια» και «αναπηρία» δεν είναι ούτε σταθερές ούτε ομοιογενείς, οι δύο συγγραφείς δεν διεκδικούν φιλελεύθερη ανοχή, αλλά τη ριζική αποδιάρθρωση των διαδικασιών κανονικοποίησης που διέπουν τη ρυθμιστική διαίρεση των σωμάτων με βάση τη διχοτομία ομοιότητα/διαφορά (βλ. επίσης και Price και Shildrick 1999).

282

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT’ ΦΤΛΟΓ ΣΤΙΙΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

13. I I τ εχ ν ο -σ ω μ α τ ιχ η ε μ π ε ιρ ί α : Π έ ρ α α π ό τη ρ ο μ α ν τ ικ ή σ ε ξ ο υ α λ ίχ ο π οίη σ η Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί, ως λογοθετική διαδικασία που διαμορφώνει και επενδύει ιδεολογικά τα σώματα και τις διαφοροποιήσεις τους (π.χ. υγιές/ νοσούν, αρσενικό/ θηλυκό), η βιοιατρική επιστήμη έχει γίνει αντικείμενο κρι­ τικής επανεπεξεργασίας από τις σπουδές φύλου και τη φεμινιστική πολιτι­ σμική κριτική. Στο βιβλίο της Love, Power and Knowledge: Towards a Feminist Transformation of the Sciences (1994) η Hilary Rose ιχνηλατεί την πορεία ανά­ πτυξης μιας φεμινιστικής ριζοσπαστικής κριτικής των επιστημών, συμπερι­ λαμβανομένων των βιοιατρικών. Η σχέση, όμως, του φεμινισμού με τη βιοιατρική και τη βιοτεχνολογία έχει υπάρξει σύνθετη και αμφίσημη. Η φεμινιστι­ κή κριτική από τη μια εκφράζει δυσπιστία απέναντι σε μια σειρά ιδέες και πρακτικές που έχουν ιστορικά υποβαθμίσει και αποκλείσει τις γυναίκες ως εκφάνσεις μιας απαξιωμένης σωματικότητας και, από την άλλη, αξιοποιεί τη βιο-επιστήμη και τις τεχνολογίες της, σε μια προσπάθεια να επιτύχει μια μησεξιστική, μη-ρατσιστική και μη-ομοφοβική θεώρηση της ενσώματης/έμφυλης εμπειρίας. Φεμινίστριες θεωρητικοί όπως η Rosi Braidotti, η Donna Haraway, η Moira Gatens, η Elizabeth Grosz, η Nina Lykke και η Constance Penley, διερευνούν ενδεχόμενες κριτικές δυνατότητες που απορρέουν από εκδοχές της μεταανθρώπινης ενσώματης υποκειμενικότητας. Η Haraway είχε υποστηρίξει ότι το σώμα της ύστερης νεωτερικότητας δεν ορίζεται ούτε από βιολογικά όρια ούτε από καθεστώτα λόγου και σχέσεων εξουσίας, αλλά συνιστά πεδίο μεταβαλ­ λόμενων και συγκρουόμενων ροών στο πρότυπο ενός κυβερνητικού επικοινωνιακού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η Haraway προβληματοποιεί τις συμ­ βατικές οροθετήσεις φύλου, φυλής, τάξης και σεξουαλικότητας καταδεικνύο­ ντας τις αναφορικές θεμελιώσεις τους σε ανθρωπιστικά επιστημολογικά υπο­ δείγματα (1985). Η Braidotti ανιχνεύει τις δυνατότητες που προκύπτουν αναπάντεχα από την αποτυχία συμμόρφωσης στα κανονιστικά πρότυπα έμφυλης σωματικότη­ τας, αποτυχία που ορίζει, στο οπτικοκεντρικό επιστημοφιλικό φαντασιακό, το σώμα-τέρας. Η θεωρία της μητρικής φαντασίας κατά τον 17° και τον 18° αιώ­ να, σύμφωνα με την οποία η έγκυος γυναίκα έχει την ικανότητα να παρα­ μορφώσει το έμβρυο που κυοφορεί με τη δύναμη της επιθυμίας ή της φαντα­ σίας της, συμβάλλει στην πειθάρχηση του (ανεξέλεγκτα καταστροφικού) γυ­ ναικείου σώματος, αφού το καθιστά υπεύθυνο για τη σωματική ανωμαλία και την τερατογονία. Το τερατώδες σώμα συνδέεται, έτσι, με το γυναικείο σώμα και τη σεξουαλική υπερβολή του, αλλά και με τους φυλετικοποιημένους και σεξουαλικοποιημένους «άλλους»: Εβραίους, μαύρους, ομοφυλόφιλους (βλ. και Αθανασίου 2007β, Ziarek 2005). Στο θεωρητικό και πολιτικό εγχείρημα αναθεώρησης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας πέρα από τις κανονιστικές

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ Η ΣΚΞΟΓΑΛΙΚ(ΤΓ1ΓΓΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΓΟΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΒΙΟΚΠΙΣΠΙΜΗΣ

283

προκείμενες φύλου, φυλής, τάξης και σωματικής αρτιμέλειας, είναι εμβληματική η θέση του τερατώδους άλλου: τα monster narratives επιστρατεύονται ως κριτικό αντίδοτο στα master narratives του δυτικού φαλλογοκεντρισμού (Αθα­ νασίου 2007β). Η Braidotti το θέτει χαρακτηριστικά: «Αυτός ο μηχανισμός της “οικείας ξενότητας”, χαρακτηριστικό παράδειγμα του οποίου είναι το τέρας, βρίσκει τα πλησιέστερα ανάλογά του σε μηχανισμούς όπως ο σεξισμός και ο ρατσισμός. Η γυναίκα, ο εβραίος, ο μαύρος ή ο ομοφυλόφιλος είναι ασφαλώς “διαφορετικοί” από τη διαμόρφωση της ανθρώπινης υποκειμενικό­ τητας, που βασίζεται στην αρρενωπότητα, στο λευκό χρώμα, στην ετεροφυ­ λοφιλία και στις χριστιανικές αξίες, και η οποία κυριαρχεί στην επιστημονική μας σκέψη. Έχουν, ωστόσο, κεντρική θέση σ ’ αυτή τη σκέψη, καθώς συνδέο­ νται μ’ αυτή μέσω της άρνησης και είναι, ως εκ τούτου, δομικά απαραίτητοι για την επικύρωση της κυρίαρχης άποψης περί υποκειμενικότητας. 0 αληθι­ νός εχθρός είναι εσωτερικός: είναι οριακός, αλλά ενοικεί στην καρδιά του ζητήματος» (2004 [1996]: 165).29 Θα λέγαμε ότι οι κυβερνο-οργανισμοί της Haraway και η κριτική τερατο­ λογία της Braidotti αποτελούν απόπειρες ανίχνευσης των θεωρητικών και πολιτικών δυνατοτήτων που προσφέρουν οι «μη οικειοποιημένες» ή «ανίδιες/ανιδιοποιημένες» [«inappropriate/d»] μορφές μεταανθρώπινης εν­ σωμάτωσης (Haraway 2006). Αυτή η τάση φεμινιστικής οικειοποίησης της έννοιας της εν-σωμάτωσης μέσω της προσφυγής στην ανατρεπτική υπόσχεση της τεχνοεπιστήμης σηματοδοτεί, θα λέγαμε, μια απόπειρα θεωρητικής επε­ ξεργασίας και πολιτικής αποδιάρθρωσης της κυριαρχικής αυτο-παρουσίας του οικουμενικού, ανθρωπιστικού υποκειμένου της νεωτερικότητας. Στο πλαίσιο αυτής της αναλυτικής τάσης, αποδομούνται οι πολιτισμικές ανησυχί­ ες που εγείρουν οι νέες βιοτεχνολογίες, όταν αναπαρέστανται ως απειλητικές της φυσικής οργανικής υπόστασης του σώματος (Μπακαλάκη 2006. Flanagan και Both, 2002). Οι φεμινιστικές πολιτισμικές σπουδές συνδυάζονται με τις σπουδές της τεχνοεπιστήμης και τις μετααποικιακές μελέτες του φύλου, της εθνότητας, αλλά και της ζωικότητας και της μη-ανθρωπινότητας. Σ ’ αυτόν τον βιβλιογραφικό κορμό αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, το ερώτημα πώς. με την ενεργή συμβολή των εξειδικευμένων τεχνολογιών οπτικοποίησης, η «φύ­ ση» -μαζί με τις έμφυλες θεμελιακές της συντεταγμένες και συνεπαγωγέςεπανερμηνεύεται και μετασχηματίζεται από αντικείμενο υλικής κατανάλωσης και εκμετάλλευσης σε πεδίο δυνητικής-εικονικής ιερής λατρείας και νεοεποχικής αισθητικής κατανάλωσης (Bryld και Lykke 2000). Στο ειρωνικά αισιόδοξο μανιφέστο της, η Donna Haraway (1985) επιστρα­ τεύει την εικόνα του κυβερνητικού οργανισμού (cybernetic organism: cyb-org), μιας δημιουργικής σύζευξης οργανισμού και μηχανής, της οποίας σκοπός εί­ ναι να προσφέρει μια πηγή επινοητικών πολιτικών στρατηγικών στη σύγχρονη 29. Για μια σημαντική ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση της διάκρισης μεταξύ τερατο­ λογίας και τερατώδους, βλ. Canguilhem 1998.

284

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΑΟϊ* ΣΤΗΝ ΛΝΘΙΪΙΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

φεμινιστική κριτική σε συνθήκες ύστερου καπιταλισμού. Οντολογικά ενδεχομενική και υβριδική μορφή τεχνο-οργανικής ενσωμάτωσης και κειμενικότητας που δεν είναι ούτε πλήρως ον ούτε πλήρως τέχνημα, το cyborg είναι κείμενο, μηχανή, σώμα και μεταφορά μαζί. Μέσω αυτής της εναλλακτικής αναπαρά­ στασης του υβριδίου που απηχεί μια κριτική -μη ανθρωπιστική, μη ανθρωπο­ κεντρική- σωματικότητα έξω και πέρα από την (υποτιθέμενη ή ψευδαισθησιακή) ολότητα του αυτόνομου και αυτάρκους (ανδρικού) εαυτού, η Haraway επιχειρεί να υπονομεύσει τη θετικιστική διπολικότητα εαυτού και άλλου. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι αποπειράται να πειραματιστεί πάνω στο ενδεχόμενο μιας στρατηγικής συμμαχίας της πολιτικής φύλου με τις νέες τεχνο-επιστήμες, ανιχνεύοντας τις δυνατότητες που οι τελευταίες παρέχουν στο να φανταστούμε εκ νέου τον ενσώματο εαυτό, πέρα από ουσιοκρατικά, ολιστικά/οργανισμικά και φαλλοκεντρικά πρότυπα (βλ. επίσης και Haraway 1991α και Haraway 1992). Η φεμινιστική ιδιοποίηση της μορφής του cyborg συνιστά κριτική μεθοδολογία πολιτικού στοχασμού και πολιτικής χρήσης της τεχνολογίας. Πρόσφατα, το ιδίωμα «ψηφία/ψηφίδες ζωής» (bits of life) (Smelik και Lykke 2008) προτάθηκε ως έννοια-απόγονος της ποιητικής του cyborg. όπως την είχε επεξεργαστεί η Haraway, ως ενσάρκωση των συγκεχυ­ μένων συνόρων μεταξύ οργανισμού και τεχνολογίας, ύλης και λόγου, πραγ­ ματικού και δυνητικού: ως ανοιχτή και αστάθμητη δυνατότητα για νέες μορ­ φές ενδυνάμωσης και μετασχηματιστικής δράσης εκ μέρους των «ανίδιων/ανιδιοποιημένων άλλων». Η εμπειρία του ακρωτηριασμού και της ορθοπεδικής προσθετικής δίνει μια ρεαλιστική διάσταση στη συζήτηση περί στρατηγικής και δημιουργικής αξιοποίησης της τεχνο-οργανικής ποιητικής από τη φεμινιστική κριτική και τη θεωρία του φύλου. Η Vivian Sobchack (1991) γράφει για το πώς μαθαίνει να ζει με το τεχνητό της πόδι, πώς προσπαθεί να το εν-σωματώσει αντιστεκόμενη στην «ενσωμάτωσή» της από αυτό αλλά και στην κοινή αντίληψη που επι­ μένει να την αντιμετωπίζει, αντικειμενικοποιώντας την, ως προέκταση της προσθετικής της, αντί για το ακριβώς αντίθετο. Η εμπειρία της προσθετικής δεν την οδηγεί στη ρομαντική τεχνολογική ευφορία από την οποία εμφορού­ νται τελευταία κάποιες όψεις της πολιτισμικής κριτικής, αλλά σε μια ευγνω­ μοσύνη για την κινητικότητα που της εξασφαλίζει, καθώς και σε μια ανανεω­ μένη εκτίμηση της ευθραυστότητας της σάρκας, αφού η τεχνητή προέκταση -παρά τη δυνατότητα που προσφέρει- παραμένει πλήρως εξαρτημένη από το «ζωντανό σώμα» της και, ειδικότερα, από το «τελευταίο πόδι» της. Η Sobchack τοποθετείται κριτικά απέναντι στην τάση ρομαντικής σεξουαλικοποίησης της προσθετικής που χαρακτηρίζει διάφορες εκφορές της ερωτικής τεχνοφιλίας, όπως είναι το τεχνο-πορνογραφικό μυθιστόρημα Crash του J. G. Ballard (1973), αλλά κυρίως η εξυμνητική (εσφαλμένη, κατά τη συγγραφέα) ανάγνωση του Jean Baudrillard που ανάγει, κατά τη γνώμη της, τον σωματικό πόνο σε ναρκισιστική άσκηση επί χάρτου και ηδονικό σημειωτικό παιχνίδι.

ΤΌΦΤΓΑΟ ΚΑΙ H Σ Ι^ Ο ί ΑΛΙΚΟΤΙΓΓΑ ΣΤΟΓΣ Λ()ί\)ΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ Π ΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΉΣ ΒΙΟΚΠΙΣΤΗΜΗΣ

285

Στο δοκίμιο της Sobchack, η τεχνο-σωματική εμπειρία, αν και απηχεί -έστω και κριτικά- το ειρωνικό μανιφέστο της Haraway, αναδύεται ως αντίδοτο στην αφελή και ρομαντική αφήγηση της cyborg ταυτότητας και των εορταστι­ κών, δήθεν sexy , συνδηλώσεων της. Σε αντιπαράθεση με την ευφορική σεξουαλικοποίηση της τεχνο-σωματικής εμπειρίας, η Sobchack προτείνει να αγκαλιάσουμε τη ζωή σε όλη της την ευάλωτη ατέλεια, εκτιμώντας τις δυνατό­ τητες αλλά και τους περιορισμούς της σάρκας και αποδεχόμενοι-ες, τελικά, την ίδια την τρωτότητα και θνητότητά μας. Εξάλλου, στο γνωσιοθεωρητικό πλαίσιο του κυβερνοφεμινισμού, η Sadie Plant (1996) έχει αναλύσει, με ένα πνεύμα κριτικής ειρωνίας, την εμπειρία του Alan Turing προσθετικής οιστρογόνων ως εμπειρία θηλυκοποίησης και παράλληλης ενίσχυσης της μαθηματικής του σκέψης.30 Η συζήτηση αυτή γί­ νεται αφορμή για τη διερεύνηση της δυνητικής -ή, δυνητικά απελευθερωτικής- σχέσης φύλου, σωματικότητας, τεχνολογίας και υποκειμενικότητας. 0 κυβερνοχώρος εκλαμβάνεται ως πεδίο πολλαπλών και όχι διπολικών διαφο­ ρών, ενώ η γυναικεία υποκειμενικότητα, απηχώντας τη θεώρηση για το «φύλο που δεν είναι ένα» (Irigaray 1985), είναι ενδεχομενική, διάχυτη, διεσπαρμένη, διερχόμενη, πολυμορφική, ριζωματική. Άλλες φεμινίστριες θεωρητικοί του κυβερνοπολιτισμού, ωστόσο, προσάπτουν σ’ αυτή την προσέγγιση μια προ­ βληματική, α-πολιτική και ουσιοκρατική πρόσληψη της διαφοράς, διατυπώνο­ ντας σοβαρές θεωρητικές και πολιτικές επιφυλάξεις για τη ρομαντική εξιδανίκευση που διέπει συχνά τα τεχνο-ευφορικά οράματα απελευθέρωσης (Squires 1996). Οι εκπρόσωποι αυτού του τεχνο-σκεπτικιστικού ρεύματος ασκούν κριτική στη βιοπολιτική της δυνητικής πραγματικότητας από την πλευρά νεομαρξιστικών ή μεταδομιστικών τοποθετήσεων, επισημαίνοντας ότι στον κυβερνοχώρο αναδύονται και αναπαράγονται αφηγήσεις επώδυνα οικεί­ ες ως προς τη συμβατική τους πρόσληψη του έμφυλα και φυλετικά σεσημα­ σμένου σώματος (Balsamo 1996β). Συζητώντας και διαπλέκοντας τις θεωρή­ σεις της Donna Haraway, του Bruno Latour και του Paul Rabinow, η Allucquère Rosanne Stone (1992) έχει συσχετίσει την πολλαπλότητα, τη ρευστότη­ τα και την οριακότητα των κυβερνο-ταυτοτήτων με τη διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας (διασχιστική διαταραχή της ταυτότητας), προκειμένου να θέσει και να επεξεργαστεί κριτικά ερωτήματα σχετικά με την εμπορευματική φετιχοποίηση της πολλαπλότητας, αλλά και να εξετάσει- εκ νέου τα σύνορα μεταξύ τεχνολογίας, έμφυλων σωμάτων και κοινοτήτων που παράγουν ανα­ γνώσιμα και αναγνωρίσιμα σώματα. Σημαντικές μελέτες έχουν πραγματο­ 30. Ο Alan Turing (1912-1954) ήταν βρετανός μαθηματικός και το έργο του θεωρείται θεμελιώδες για την επιστήμη των υπολογιστών. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ήταν ο κεντρικός συντελεστής στην ομάδα που ανέλαβε την αποκωδικοποίηση της γερμανικής κρυπτογραφικής συσκευής Knigma (Βλ. και Χατζηκυριάκου 2003). Καταδικά­ στηκε για ομοφυλοφιλία και. όταν του δόθηκε δικαστικά η επιλογή μεταξύ της φυλάκισης και μιας ορμονικής θεραπείας για την αποκατάσταση της «σεξουαλικής διαστροφής», επέλεξε τις εγχύσεις ορμονών οιστρογόνων.

286

ΘΕίΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΚ2ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ποιηθεί, επίσης, σχετικά με τη διασύνδεση τεχνοφιλίας και αναπαράστασης του γυναικείου σώματος: Η Mary Ann Doane (1982) δείχνει ότι, στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας, η αναπαράσταση των γυναικών ως μηχανών συνδέεται με την πολιτισμική συσχέτιση των γυναικών με την αναπαραγωγή. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, στο πλαίσιο της υψηλής τεχνολογίας της γονιδιακής έρευνας, όπου το «γονίδιο» έχει μετατραπεί σε πολιτισμικό έμβλημα αλάθητης ερμηνευτικής ισχύος που είναι σε θέση να εξηγήσει τα πάντα, από την επιδημική νόσο έω ς την οικονομική δυσπραγία, εμπεδώνονται περαιτέρω ή κινητοποιούνται εκ νέου στερεότυπες αντιλήψεις περί της εγγε­ νούς κατωτερότητας των γυναικών και των Αφροαμερικανών. Στερεότυπες απεικονίσεις της γυναίκας τροφού, του βίαιου αφροαμερικανού άνδρα και των εργατικών ασιατών -ως χαρακτηριστικές εκφορές της φυσικής ανθρώπι­ νης διαφοράς- έχουν μετατοπιστεί από την ορατή επιφάνεια στον γονιδιακό χάρτη. Παρά τις νομιμοποιητικές αξιώσεις αντικειμενικής αλήθειας και τ ε­ χνολογικής αυθεντίας, σύγχρονες γονιδιακές ερμηνείες του «φυσικού» και του «φυσιολογικού» πηγάζουν από, αλλά και ενισχύουν περαιτέρω, τις βαθιά ριζωμένες ιστορίες του σεξισμού και του ρατσισμού (Nelkin και Lindee 1995). Το ζήτημα των νέων κυβερνοπολιτισμικών μορφών υποκειμενικότητας ε ­ πανέρχεται στη μελέτη της Diana Gromala (1996), για τη σχέση πόνου και υποκειμενικότητας στο πλαίσιο της εικονικής/δυνητικής πραγματικότητας (virtual reality). Το «μυθοποιητικό πολιτισμικό φαινόμενο» της δυνητικής πραγματικότητας αποκτά ένα ιδιαίτερο νόημα όταν αφορά τη νοσοκομειακή εμπειρία του χρόνιου, καθηλωτικού πόνου, της χημικής-φαρμακευτικής αγω­ γής και της υπαγωγής του πάσχοντος σώματος στη δικαιοδοσία των απεικονιστικών και διαγνωστικών βιοιατρικών τεχνολογιών. Όπως το θέτει η συγ­ γραφέας, πρόκειται για μια οριακή εμπειρία οδύνης και απόλαυσης, υποκειμενοποίησης και αντικειμενοποίησης, υλικότητας και εξαΰλωσης ή «σωματι­ κής αποσωμάτωσης» (bodily disembodiment), όπου το σώμα κείται ταυτό­ χρονα εντός και εκτός του κόσμου. Αλλά και ζητήματα που αφορούν τις ηλικιακές ταυτότητες και, ειδικότε­ ρα, τα γηρατειά προκύπτουν στο πλαίσιο των σχετικών θεωρήσεων, παρά την ευρέως διαδεδομένη προκατάληψη που συσχετίζει στερεοτυπικά τις κυβερνοκουλτούρες με τη νεότητα. Η τεχνολογική και καταναλωτική διαχείριση του ηλικιωμένου σώματος, μέσω ενός ολοένα διευρυνόμενου ρεπερτορίου φαρμα­ κευτικών ενισχύσεων, προσθετικών υποκατάστατων και χειρουργικών επεμ­ βάσεων, καλλιεργεί νέες αναπαραστάσεις και υποδηλώνει μετατοπιζόμενους ορισμούς του «μετα-σώματος», αλλά και του ίδιου του γήρατος. Μ’ αυτή την έννοια, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των συνεπαγωγών μιας υποτιθέ­ μενα ασώματης σφαίρας, όπως είναι η εικονική/δυνητική πραγματικότητα, για τους ηλικιωμένους, που βιώνουν συχνά ως προβληματική την εν­ σωμάτωση (Featherstone 1995). Η στυτική δυσλειτουργία έχει μελετηθεί στο

ΤΟΦ1ΓΛΟ ΚΛΙ II ΣΚΞΟνΑΛΙΚΟΠΙΤΑ ΣΤΟΤΣΑΟΓΟΤΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙ ΙΣ ΜΟΚΓΠΣΤΙΙΜΙΪΣ

287

πλαίσιο της φαρμακολογικής και επιστημονικής τεχνολογικοποίησης της αν­ δρικής σεξουαλικότητας στην εποχή του Viagra (Marshall και Katz 2002). Επίσης, ο κυβερνοπολιτισμός έχει διερευνηθεί ως προς τις δυνατότητες που ενδεχομένως παρέχει για αισθησιακές, συναισθαντικές, ερωτικές και σε­ ξουαλικές επιτελέσεις. Από το τηλε-ψηφιακό «ασφαλές σεξ» έως την ηδονο­ βλεψία υψηλής τεχνολογίας και τις μετα-ανθρώπινες απολαύσεις, τα κυβερνοπολιτισμικά περιβάλλοντα συνθέτουν ένα πεδίο με τους δικούς του κώδι­ κες, νόρμες, ιεραρχίες και υποσχέσεις, με τη δική του ηθική. Η επιτελεστικότητα, η ρευστότητα, η παρωδία και η ανατρεπτική μίμηση είναι κάποια από τα αναλυτικά μοτίβα της queer θεωρίας, που κινητοποιούνται στις ερμηνευτι­ κές προσεγγίσεις της κυβερνοπολιτισμικής ενσώματης και έμφυλης εμπειρίας (Wakeford 1997). Αυτό που διακυβεύεται σ ’ αυτές τις προσεγγίσεις της τεχνο-σωματικής εμπειρίας είναι η διερεύνηση των υποσχέσεων και των απει­ λών του μεταανθρωπισμού, μέσα από τη διερεύνηση των έμφυλων, σεξουαλι­ κών και φυλετικών αντινομιών που διέπουν τη μορφή του γυναικείου cyborg ως, ταυτόχρονα, αυτόματης και αυτόνομης (González 1995, Terranova 1996).

14. Σ τη ν κόψ η τ ο υ έμ φ υ λ ο υ δ ιπ ο λ ισ μ ο ύ : δ ια σ χ ίζ ο ν τ α ς τ α Θ εσπ ισμ ένα ό ρ ια τω ν « δ ύ ο φ ύ λ ω ν » Όπως εύστοχα έχει διατυπώσει η Judith Butler, η στιγμή κατά την οποία ένα νήπιο αποκτά ανθρώπινη υπόσταση είναι όταν απαντιέται το περιβόητο δια­ ζευκτικό ερώτημα «είναι αγόρι ή κορίτσι;» (1990: 111, 1993). Η μελέτη, μά­ λιστα, των απεικονιστικών προγεννητικών και αναπαραγωγικών τεχνολογιών δείχνει ότι δεν υφίσταται πια καμία «άγραφη στιγμή» ως προς την έμφυλη ταυτότητα, καμία στιγμή ασημάδευτη ως προς το φύλο. Γεννιόμαστε εγγεγραμμένοι/-ες στο ληξιαρχείο των δυαδικά διαφοροποιημένων έμφυλων «φύ­ σεων» (Balsamo 2004 [1996]). Πράγματι, ο έμφυλος/σεξουαλικός διμορφι­ σμός αποτελεί αξιωματική παραδοχή πάνω στην οποία αρθρώνεται η κυρίαρ­ χη ιδεολογία -και επιστημολογία- της «φυσικότητας» του έμφυλου ανθρώπι­ νου σώματος και οι δύο θεμελιώδεις κανόνες της: η έμφυλη ιεραρχία και η υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία. Όπως έχει αναλύσει συστηματικά η σύγχρονη φεμινιστική και queer θεωρία, το βιολογικό φύλο δεν δεσμεύει αιτιοκρατικά το κοινωνικό φύλο: τα κοινωνικά φύλα, ως πολιτισμικές και πολιτικές πρά­ ξεις ερμηνείας του βιολογικού σώματος, δεν χρειάζεται να ευθυγραμμίζονται με το διπολικό σύστημα φύλου -η κοινωνική κατηγορία «γυναίκα» δεν είναι η αναγκαστική πολιτική και πολιτισμική ερμηνεία ενός βιολογικά θηλυκού σώματος, ενώ η κοινωνική κατηγορία «άνδρας» δεν είναι η αναγκαστική πο­ λιτική και πολιτισμική ερμηνεία ενός βιολογικά αρσενικού σώματος (Butler. 1987. 1990). Όχι μόνο το λεγόμενο «βιολογικό» είναι πάντοτε ήδη «κοινωνι­ κό», αλλά και η έννοια «sex» είναι η κατηγορία υπό την αιγίδα της οποίας η

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΑΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ανατομία, η επιθυμία και η αναπαραγωγή ενοποιούνται συγκροτώντας μια ανδροκεντρική οικονομία που φυσικοποιεί το σύστημα της ετεροκανονικότη­ τας [heteronormativity]. Ανασκευάζεται, έτσι, το επιστημολογικό ιδίωμα της διάκρισης ανάμεσα στο λεγόμενο βιολογικό φύλο, ως το υποτιθέμενο υπόστρωμα φύσης πάνω στο οποίο το κοινωνικό νόημα λαμβάνει χώρα, και το κοινωνικό φύλο, ως το υποτιθέμενο εποικοδόμημα που επιπροστίθεται και εγγράφεται πάνω στο προϋπάρχον θεμέλιο της φυσικής καταβολής. Μ’ αυτή την έννοια, ασκείται κριτική στην αντίληψη ότι το ο ρ θ ό και ε υ π ρ ε π έ ς [proper] κοινωνικό φύλο είναι αυτό που ανή κει -εν είδει αναπαλλοτρίωτου περιουσιακού στοιχείου [propriety]- στο κ α τά λ λ η λ ο [appropriate] αντίστοιχο βιολογικό φύλο. Ανθρωπολογικές μελέτες για θεσμοποιημένες ή τελετουργικές μορφές αντιστροφής του φύλου και παρενδυσίας -όπως οι berdache σ ε πολλές φυλές των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής, οι hijra στην Ινδία και το Πακιστάν και οι xanith στο Ομάν- έχουν, μάλιστα, καταδείξει την πολιτισμική μερικότητα της δυτικής διπολικής πρόσληψης περί φύλου (Herdt 1994, Epstein και Straub 1991, Nanda 1990, Ortner και Whitehead 1981, Παραδέλλης 2002). Καίρια στο ση­ μείο αυτό είναι η συμβολή της Kath Weston (2002), η οποία επισημαίνει ότι η προβληματοποίηση του φυσικοποιημένου διμορφισμού πάνω στον οποίο θεμελιώνεται στερεοτυπικά η έμφυλη νοηματοδότηση στη δυτική νεωτερικότητα δεν ισοδυναμεί με τα εθνογραφικά εγχειρήματα ρομαντικής ιχνηλάτησης ή αποκατάστασης ενός τρίτου, τέταρτου, κ.ο.κ., φύλου, όπου, κατά κανόνα, αυτό που τίθεται στο επίκεντρο της κριτικής δεν είναι η ίδια η προίδέαση του συστήματος της απαρίθμησης αλλά οι αρθρώσεις διαφόρων, διαφορετικά αριθμητικών, έμφυλων συστημάτων. Η έννοια του άφυλου ή σημείου-μηδέν του φύλου που επικαλείται η Weston ως αντίδοτο είναι ένα μετα-σημείο, μια μεταιχμιακή στιγμή ασάφειας και εκκρεμότητας πριν από την πειθαρχική απορρόφηση στις ταξινομητικές κατηγορίες της οπτικής αναπαράστασης ή της ιατρικής τυπολογίας: δεν ισοδυναμεί ούτε με τη διεκδίκηση μιας ουτοπι­ κής άφυλης κοινωνίας ούτε με το αίτημα της πληθυντικοποίησης του φύλου, δηλαδή της προσθήκης κι άλλου φύλου ή άλλων φύλων στο ήδη καθιερωμένο σύστημα έμφυλης κατηγοριοποίησης (βλ. και Delphy 1991, Varikas 2000). Ο Φουκώ έχει προσφέρει ένα διαφωτιστικό παράδειγμα ιατρικής πα­ ρέμβασης στον κατηγορικό ορισμό του φύλου και της σεξουαλικής κανονι­ κότητας, στην εισαγωγή που έγραψε για το ημερολόγιο της Herculine Barbin. μιας ερμαφρόδιτης του 19ου αιώνα, η οποία, υπό την αιγίδα της ισχύουσας τότε άποψης της ιατρικής επιστήμης περί δύο μόνο βιολογικών φύλων, εξαναγκάστηκε στην εφηβεία να συμμορφωθεί με μια ιατρικά και νομικά επιβεβλημένη μετατροπή φύλου, βάσει της δήθεν «αποκλίνουσας» σεξουαλικής της προτίμησης προς γυναίκες ερω τικές συντρόφους. Αν και είχε μεγαλώσει και κοινωνικοποιηθεί ως γυναίκα, η Herculine εξαναγκά­ στηκε να αποδεχτεί την ιατρική διάγνωση ότι το «αληθινό» της φύλο ήταν

ΤΌΦ1ΓΑΟ ΚΑΙ H ΣΙ·]ΞΟΓΑΑΙΚ(ΓΠΙΤΑ ΣΤΟΓΣ A ()IT)Ï^ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Τ1ΙΣ ΗΙΟΕΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

289

ανδρικό, πράγμα το οποίο την οδήγησε στην αυτοκτονία μερικά χρόνια αργότερα (1980 β). Ως ιστορικό φαινόμενο, ο διαφυλισμός (transsexualism) διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της εντεινόμενης ιατρικοποίησης των εναλλακτικών, κυρίως αμφίφυλων, ταυτοτήτων φύλου από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη Βόρεια Α­ μερική, ως τρόπος αποκατάστασης μιας, υποτιθέμενα διαταραγμένης ή αστα­ θούς, έμφυλης τάξης στο πρότυπο του ευρωαμερικανικού παραδείγματος του κοινωνικού φύλου. Ο ορμονικός και χειρουργικός επανακαθορισμός του φύ­ λου αποτέλεσε έτσι ένα πεδίο ιατρικής και τεχνολογικής επιτέλεσης, στο επί­ κεντρο του οποίου βρίσκεται το έμφυλο σώμα: η τεχνητότητα και η μεταβατικότητά του, οι μυθολογίες και οι αμφισημίες του, αλλά και οι επιθυμίες και οι δράσεις του. Αφετηρία της ανάλυσης της Sandy Stone (1998) είναι μαρτυ­ ρίες διαφυλικών (transsexual) ατόμων που έχουν κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου από ανδρικό σε γυναικείο (M TF).31 Η Stone υποστηρίζει την πολιτι­ σμική σπουδαιότητα μιας διαφυλικής ταυτότητας που υπερβαίνει το ιδεολο­ γικό πρόταγμα του έμφυλου βιολογικού δυϊσμού, ο οποίος κυριαρχεί τόσο επίμονα, όχι μόνο στην ιατρική και στις κοινωνικές επιστήμες αλλά και στα γυναικεία κινήματα και στη συνείδηση της ευρύτερης κοινωνίας. Υπενθυμίζει τα όρια και τους περιορισμούς του ιατρικού λόγου όσον αφορά την έμφυλη ταυτότητα και αναγνωρίζει ιδιαίτερη δυναμική στη ριζική επανεπεξεργασία και αναδιευθέτηση των βιοιατρικών τεχνολογιών παρατήρησης και σωματικής αναδιαμόρφωσης. Ο διαφυλισμός έχει προσεγγιστεί επίσης από τη σκοπιά της τεχνοσωματικότητας: ως μετα-ανθρώπινη, τεχνολογική αναδιατύπωση του έμφυ­ λου σώματος μέσω της οποίας δεν εγκαταλείπεται η ανθρώπινη υποκειμε­ νικότητα, αλλά διανοίγονται νέες, κριτικές δυνατότητες που μπορούν να την καταστήσουν διανοητή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, έχει αναλυθεί η ιστορία της MTF τρανσέξουαλ Christine Jorgensen, η οποία στα τέλη της δεκαετίας

31. Ο τίτλος της μελέτης της Sandy Stone «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» (1998 [ 1987J) είναι ειρωνική αναφορά-απάντηση στο βιβλίο Η Διαφυλιχή Α υτοκ ρατορία της Janice Raymond (1994 [19791). στο οποίο η τελευταία επιτίθεται -από μια λεσβιακή σεπαρατιστική οπτική- στην από-άνδρα-σε-γυναίκα διαφυλικότητα. Το 1977 η Sandy Stone, μετά τη διαφυλική της μετατροπή, προσλήφθηκε στην Olivia Records, μια δισκσγραφική εταιρία γυναικεί­ ου και λεσβιακού προσανατολισμού. Δύο χρόνια αργότερα, η Raymond στο βιβλίο της ά­ σκησε δριμεία κριτική στη Stone και ευρύτερα στην κοινότητα των διαφυλικών γυναικών που επιθυμούσαν να συμμετέχουν στο λεσβιακό κίνημα. Όταν διαδόθηκε ότι στην Olivia Records εργαζόταν ένα διαφυλικό (από-άνδρας-σε-γυναίκα) άτομο, οι λεσβίες σεπαρατίστριες απείλησαν να μποϊκοτάρουν την εταιρία, η οποία αρχικά υποστήριξε τη Stone, αλλά αργότερα, υπό το βάρος της εμπορικής πίεσης, ζήτησε την παραίτησή της. Στο πλαίσιο αυ­ τής της αντιπαράθεσης η Stone έγραψε το «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται». ένα κείμενο που ασκεί κριτική στη λεσβιακή τρανσ-φοβία της Raymond από μια queer σκοπιά. Η Raymond έχει συμμετάσχει ενεργά σε εκστρατείες κατά της σεξουαλικής εργασίας των γυναικών, αλλά και έχει τοποθετηθεί αρνητικά απέναντι στη χρήση των «νέων τεχνολογιών αναπαραγωγής» (1994).

290

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΪ’ Φ Ϊ’ΛΟΪ’ ΣΤΗΝ ΑΝ0Κ2ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

του 1940, σε μια εποχή όπου δεσπόζει στη συλλογική συνείδηση και επ ι­ κοινωνία η τεχνολογία της ατομικής βόμβας, χορήγησε στο εαυτό της οιστρογόνα προκειμένου να αλλάξει φύλο, και έγινε μιντιακό θέμα και δη­ μόσιο θέαμα εξαιτίας της χειρουργικής επέμβασης αλλαγής φύλου στην οποία υποβλήθηκε (Stryker 1995). Η Marjorie Garber (1992) παρατηρεί ότι, ενώ οι αισθητικές επεμβάσεις εννοιολογούνται με όρους αυτό-βελτίωσης, οι επεμβάσεις αλλαγής φύλου είναι αρνητικά φορτισμένες με την υποτιθέμενα επικίνδυνη εξάρθρωση των συμβα­ τικών νοημάτων της έμφυλης ταυτότητας, του έμφυλου ρόλου, της ανδρικής και γυναικείας υποκειμενικότητας. Συζητώντας το διαφυλισμό, γράφει ότι η επέμβαση μετατροπής από-γυναίκα-σε-άνδρα είναι λιγότερο συνήθης αλλά και λιγότερο επιστημονικά μελετημένη α π ’ ό,τι η επέμβαση μετατροπής απόάνδρα-σε-γυναίκα, εν μέρει εξαιτίας τού ότι η ιατρική τεχνολογία δεν είναι σε θέση να κατασκευάσει ένα λειτουργικό πέος, ιατρική αδυναμία που η ίδια αποδίδει σε απροθυμία του ιατρικού κατεστημένου να διερευνήσει περαιτέ­ ρω δυνατότητες στο πεδίο του από-γυναίκα-σε-άνδρα διαφυλισμού. Η Judith Halberstam (1994), τέλος, προτείνει να εγκαταλειφθεί η ορολογία της διάσχι­ σης (δια-φυλισμός, trans-sexualism) και να θεωρούνται όλες οι επιλεγμένες επεμβάσεις σωματικής αναδιαμόρφωσης (είτε πηγάζουν από επιθυμία αισθη­ τικής ανακατασκευής είτε από φυσική αναπηρία ή από δυσφορία φύλου) κοσμητικές επεμβάσεις. Συχνά, ωστόσο, ο χειρουργικός επανακαθορισμός του φύλου -νοούμενος ως «επιλογή» που εμφορείται από το βιοκεντρικό διπολικό παράδειγμα του φύλου- τίθεται σε κριτική από την πλευρά της διεμφυλικής ταυτότητας. Στη δεκαετία του 1980, όταν προκρίνονται μη χειρουργικές λύσεις βίωσης και διαχείρισης της εναλλακτικής και ασταθούς ταυτότητας, ο διεμφυλισμός (transgenderism) -σε αντίθεση με το διαφυλισμό- επιδρά αποδιαρθρωτικά ή και ανατρεπτικά στους ηγεμονικούς βιο-κεντρικούς και διπολικούς ορισμούς του φύλου. Ως εναλλακτική, ετερογενής και πολυσθενής έμφυλη ταυτότητα, κοινότητα και πολιτικό κίνημα που διαμορφώνεται τα πρόσφατα χρόνια, ο διεμφυλισμός διαταράσσει το καθιερωιιένο στην ευρωαμερικανική παράδοση διπολικό σύστημα του κοινωνικού φύλου που πραγμοποιεί το φύλο ως βιολο­ γικά θεμελιωμένο, υπερτονίζει τη βιολογική και αναπαραγωγική διάσταση και εγκαθιδρύει σχέση υποχρεωτικής συνάφειας ανάμεσα στο φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό (Bolin 1988, 1992, 2006). Από τη δεκαετία του 1990. στον αντίποδα της ουσιολογικής ταξινόμησης των έμφυλων/σεξουαλικών ταυτοτήτων και στο πλαίσιο μιας μεταδομιστικής επανεπεξεργασίας της θεωρίας της κοινωνικής κατασκευής, αναδύεται η queer πολι­ τική, που λειτουργεί ως κοινό -αλλά όχι ενοποιητικό- πεδίο αναφοράς για όλες τις έμφυλες/σεξουαλικές εκφορές (π.χ. γκέι, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι/ες, διαφυλικοί/ές, διεμφυλικοί/ές) που διαφοροποιούνται από το ετεροκανονιστικό ιεραρχικό διχοτομικό μοντέλο του φύλου και της σεξουαλικότη­

TC)ΦΤΑΟ ΚΑΙ 11 ΣΙ^ΞΟϊΆΑΙΚΟΤΙΓΤΑ ΣΤΟΙΣ ΛΟΠϊΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙ ΙΣ ΜΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

*291

τας (Αθανασίου 2006, Butler 1990, 2004, Γιαννακόπουλος 2006, Fuss 1989, Kantsa 2000, Morris 1995, Παντελίδου-Μαλούτα 2002, Varikas 2000, Weed 1997, Weston 2002).

15. Η « γ υ ν α ίκ α » ω ς σ ύ μ π τ ω μ α κ α ί τ ο π ρ ό τ α γ μ α τη ς ψ υ χ ιατρική ς ε π ι­ τή ρ η σ η ς: υ σ τ ε ρ ία , ν ε υ ρ α σ θ έ ν ε ια , ν υ μ φ ομ α ν ία Ο δυτικός κόσμος εξώθησε την τρέλα στις παρυφές του, περιχαρακώνοντας την από την ορθολογική τάξη και αναδεικνύοντάς τη σε μια γλώσσα απο­ κλεισμένη. μια γλώσσα που βρίσκεται έξω και πέρα από το Λόγο (παραλογισμός). Στην Ισ τ ο ρ ία της Τ ρ έλ α ς (1964), ο Μισέλ Φουκώ υποστηρίζει ότι η γλώσσα της ψυχιατρικής δεν είναι παρά ο μονόλογος της λογικής για την τρέλα, αφού η καθιέρωση της τρέλας ως διανοητικής ασθένειας στα τέλη του 18ου αιώνα κατάργησε οποιαδήποτε δυνατότητα συνομιλίας ανάμεσα στους έμφρονες και στους παράφρονες. Ο Φουκώ αρχίζει την αρχαιολογία του από την απάλειψη της λέπρας στον δυτικό κόσμο, γύρω στα τέλη του Μεσαίωνα, όταν στα περιθώρια της ανθρώπινης κοινότητας -σε ασφαλή απόσταση από τις πύλες των πόλεων- εξαπλώνονταν έρημες πια εκτάσεις, που αν και η αρ­ ρώστια είχε πάψει να μαστίζει, τις άφησε ακαλλιέργητες και ακατοίκητες. Οι εκτάσεις των λεπρών, αυτοί οι τόποι του αποκλεισμού, θα ανήκουν για αιώ­ νες στο χώρο του μη-ανθρώπινου, ενώ από τον 14° και 15° αιώνα θα υποδε­ χτούν μια νέα ενσάρκωση του κακού, κάποιες άλλες αναβιώσεις τελετουρ­ γιών εξαγνισμού και διαπόμπευσης, καινούριες κατάρες και αναθέματα. Στους ίδιους τόπους εκτυλίχτηκαν τα ίδια δράματα αποδιοπομπής, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστές τρελούς, φτωχούς, αλαφροίσκιωτους, γυναίκες «παραστρατημένες». Στο πρότυπο της λέπρας αναδύεται έτσι η μορφή του τρε­ λού, ο αποκλεισμός του οποίου βρίσκει ένα είδος δομικής στέγης η οποία έχει προετοιμαστεί από την ιστορία του αποκλεισμού των λεπρών. Το «γυναικείο ζήτημα» -ιδιαίτερα όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στον γυναικείο νού και το γυναικείο σώμα- διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην ανά­ πτυξη των επιστημών της ψυχής (Freud 1997, Schwartz 1999). Από τον 19° αιώνα, η μορφή της «γυναίκας» γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο ψυχιατρι­ κής παρακολούθησης. Η ιατρική επιστήμη του 19°*’ αιώνα θεωρούσε τις γυ­ ναίκες ευάλωτες σε ένα ευρύ φάσμα φυσικών, νευρικών ψυχολογικών και συναισθηματικών διαταραχών, που οφείλονταν στη βιολογική τους κατάστα­ ση, και ειδικότερα, στην «περιοδικότητα» των φυσιολογικώναναπαραγωγικών τους λειτουργιών. Στο πλαίσιο πρόσληψης της θηλυκότητας ως κατεξοχήν αναπαραγωγικής, η υστερία, ακόμη και η τρέλα, θεωρείται ότι συνδέονται με επιπλοκές στη φυσική πορεία του αναπαραγωγικού κύκλου. Τπό την επιρροή της φροϋδικής ψυχανάλυσης, η γυναικεία υστερία

292

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT Φ ΤΛΟ Ϊ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

-αφετηριακό σημείο αναφοράς της ίδιας της ψυχαναλυτικής αφήγησης-323 προσλαμβάνεται ως σύμπτωμα της αποτυχίας της γυναίκας να ξεπεράσει τον φυσικό ευνουχισμό της ανταποκρινόμενη επιτυχώς στον αναπαραγωγικό προορισμό της. Όπως το διατύπωσε εύστοχα η Peggy Phelan, «υστερία είναι η ασθένεια μέσω της οποίας η ψυχανάλυση φαντάζεται μια ιστορία του συ­ μπτώματος και η ασθενής ανακαλύπτει ότι η ιστορία του σώματός της πρέ­ πει να ειπω θεί» (1997: 52). Παραδειγματικά «γυναικεία νόσος» που γνώρισε τη χρυσή της εποχή στην Ευρώπη μεταξύ 1870 και πρώτου παγκοσμίου πο­ λέμου, η υστερία έχει ιστορικά αποδοθεί από τους ειδικούς στην ίδια τη «γυ­ ναικεία φύση». Η ιατρική κατηγορία της υστερίας κατείχε κεντρική θέση στις διαμάχες περί μαιευτικής και γυναικολογίας. Στο πλαίσιο ενός ιατρικού λό­ γου που παθολογικοποιούσε τη γυναικεία σεξουαλικότητα και έθετε τη θηλυ­ κότητα στην υπηρεσία της αναπαραγωγής, οι γυναικολογικοί ορισμοί του γυναικείου σώματος και της γυναικείας σεξουαλικότητας εξουσιοδοτούσαν τον βιοιατρικό έλεγχο των γυναικών και την πειθαρχική ιατρικοποίηση της κοινωνικής τους κατάστασης. Οι μελετήτριες και οι μελετητές του φύλου έ ­ χουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ιστορική κατασκευή αυτής της νευρικής πά­ θησης των γυναικών, που βρίσκεται στο μεταίχμιο σωματικής και ψυχοσωμα­ τικής διαταραχής και αποτελεί μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στη στέρηση ατομικής, κοινωνικής, διανοητικής και σεξουαλικής ελευθερίας που υφίσταντο τα παραδειγματικά θύματα της νόσου, οι βικτοριανές σύζυγοι. Το ευρύτα­ το ρεπερτόριο συμπτωματολογίας (άπνοια, εμετός, αφωνία, κώφωση, τύφλω­ ση, επιληπτική κρίση) αλλά, κυρίως, η γρήγορη και αιφνίδια μετάπτωση από το ένα σύμπτωμα στο άλλο, η ασάφεια των συμπτωμάτων, θεωρούνταν μάλι­ στα ότι οι ασθενείς υποκρίνονταν, και γενικά ο αινιγματικός χαρακτήρας της νόσου που οι μηχανισμοί της διέφευγαν επίμονα του επιστημονικού ορθολο­ γισμού, θεωρήθηκε ότι συνάδουν με όψεις της γυναικείας φυσικής ιδιαιτερό­ τητας: ανορθολογισμός, αινιγματικότητα, υποκρισία, σωματοποίηση (Showalter 1987, 1993, Poovey 1988, White 1989, Gilman 1985α, 1993, Phelan 1997. Tuana 1993).34

32. To ιδρυτικό κείμενο της κλασικής ψυχανάλυσης είναι οι Σ π ο υ δ ές στην Υ στερία (1895) των Josef Breuer και Sigmund Freud. Οι πέντε ιστορίες περίπτωσης που το συνα­ παρτίζουν δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ σώματος και αλήθειας, μεταξύ σώμα­ τος και γλώσσας. Εμβληματική θέση στο έργο αυτό κατέχουν η περίπτωση της ασθενούς του Breuer Αννας Ο. και των συμπτωμάτων της -μερική παράλυση, κώφωση και υστερική εγκυμοσύνη. Για μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική ανάγνωση μέσα από το πρίσμα της φεμι­ νιστικής ψυχανάλυσης και της queer θεωρίας, βλ. Peggy Phelan, “Immobile legs, stalled words: psychoanalysis and moving deaths” (στο Mourning Sex, 1997). Βλ. επίσης, Brennan 1992. 33. Για τη «σεξουαλική επιστήμη» της κατασκευής της βικτοριανής θηλυκότητας, βλ. Russet 1989. 34. Στο πλαίσιο της κλασικής φροϋδικής ψυχανάλυσης, η θηλυκότητα παραμένει ένα μυστήριο, όπως εκφαίνεται στις μεταφορές που χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα, με προεξάρχουσα αυτή της «μαύρης ηπείρου». Στα τρία δοκί­

ΤΟΦΓΛΟ KAI II ΣΜΞΟΙΆΑΙΚΟΤΊΓΤΑ ΣΤΟTi: ΛΟΓΧΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Τ1ΙΣ ΒΙΟΕΠΙΣΤΗΜΙΓΣ 293

Ο αινιγματικός και μυστηριώδης χαρακτήρας των παθολογικών μηχανι­ σμών της υστερίας οδήγησε έναν γιατρό να προτείνει ότι θα ήταν πιο ακριβές να επονομαστεί η νόσος «μυστερία» (Showalter 1987: 130). Στο κεφάλαιο “La Mystérique” του βιβλίου της Speculum of the Other Woman (1974) η Luce Irigaray θεωρητικοποιεί την υστερική αντίσταση, η οποία υπήρξε το κατεξοχήν αντικείμενο της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής. Εμπνεόμενη από το από­ θεμα δύναμης με το οποίο η Dora, η δεκαοχτάχρονη αφωνική υστερική που το 1900 οδηγήθηκε από τον πατέρα της στον Φρόυντ για να την «συνεφέρει». αντιστάθηκε στον Φρόυντ (διακόπτοντας την ανάλυση μετά από τρεις μήνες) και στο πρόταγμα να γίνει «το θηλυκό» της ψυχανάλυσης,35 η Irigaray ανα­ λύει την αμφισημία της υστερίας: «Υπάρχει πάντα, στην υστερία», γράφει, «τόσο ένα απόθεμα δύναμης όσο και μια παραλυμένη δύναμη... η δυνατότη­ τα ενός άλλου τρόπου “παραγωγής” χειρονομιακής και γλωσσικής. Αλλά αυ­ τό διατηρείται σε λανθάνουσα κατάσταση. Ισως ως ένα ελευσόμενο πολιτι­ σμικό απόθεμα;» (1974: 138). Εφαρμόζοντας «συμπτωματική θεραπεία» στο φροϋδικό κείμενο -απομιμούμενη, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Φρόυντ αντιμετώπιζε αρχικά την υστερία (μέσω της απομίμησης και προσο­ μοίωσης των συμπτωμάτων της)- η Irigaray, μέσω της μίμησης του φαλλογοκεντρικού λόγου, αποδομεί και αναπαράγει, την ίδια στιγμή, τη σκηνή της υστερίας (Chisholm 1994: 276-277, Tzelepis και Athanasiou 2010). Δείχνει πώς η γυναικεία απομίμηση της πατριαρχικής οντο-θεολογικής «γυναίκας» τής παρέχει την πιο ορατή δημόσια παρουσία που έχει ποτέ προσφερθεί στις γυναίκες στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού- από την άλλη πλευρά, όμως, της κοστίζει την απώλεια του «εαυτού» της ως φορέα εμπρόθετης δράσης (βλ. επίσης Caillois 1984, Felman 1975). Η Ida Bauer, στην οποία ο Φρόυντ δίνει το ψευδώνυμο Dora, ήταν ασθε­ νής του Φρόυντ που διαγνώστηκε ως υστερική και για την οποία ο Φρόυντ έγραψε τη διάσημη μελέτη περίπτωσης υστερίας. Το πιο εμφανές σύμπτωμα της Ida ήταν η αφωνία. Τπέφερε, επίσης, από νευρικό βήχα, χρόνια κόπωση και άλλα επώδυνα και ασυνήθιστα συμπτώματα. Στην πραγματικότητα, ό­ μιά του για τη θηλυκή σεξουαλικότητα, ο Φρόυντ επεξεργάζεται τον μόνο νόμιμο τρόπο ψυχοσεξουαλικής ωρίμανσης -συμβολικής πρόσκτησης του φαλλού- για τη γυναίκα, που δεν είναι άλλος από την αναπαραγωγή. Εκτός μητρότητας, η γυναίκα παραμένει, για τον Φρό­ υντ, μια σκοτεινή και ανεξερεύνητη χώρα. Είναι αυτή η εννοιολόγηση που τον οδηγεί στο περίφημο ερώτημα «τι θέλει μια γυναίκα;», ένα ερώτημα που -όπως εύστοχα παρατηρεί η Τάνια Βοσνιάδου (2003; 144) είναι, σύμφωνα με την ίδια τη θεωρία του. ένα κατεξοχήν υσ τερικό ερώτημα. 35. Η θεωρητικός του ψυχαναλυτικού φεμινισμού Hélène Cixous έχει αποδομήσει την πολιτισμική μορφή της «υστερικής γυναίκας» και έχει θεωρητικοποιήσει την υστερία ως μορφή επαναστατικής πράξης και πολιτισμικής ανατροπής. Για μια ενδιαφέρουσα δραμα­ τοποίηση της ιστορίας της Dora. βλ. «Portrait of Dora», μτφρ. Sarah Burd, Diacritics (άνοιξη 1983). 13(1): 2-32. Σχετικό είναι επίσης το μυθιστόρημά της Portrait du Soleil (1973). Την ιστορία της Dora θεωρητικοποιεί επίσης στο The Newly Born Woman, που έγραψε μαζί με την Catherine Clément (1975).

294

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΉΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

μως, υπέφερε, σύμφωνα με τον Φρόυντ, από μια συγχυτική ερωτική ροπή προς άνδρες και γυναίκες. Αναλύοντας τα όνειρά της, ο Φρόυντ απέδωσε την υστερία της στη σεξουαλική της ζωή, και ειδικότερα, στη ζήλεια της για τη σχέση του πατέρα της με την Frau Κ, σε συνδυασμό με τα αντιφατικά της συναισθήματα για τη σεξουαλική προσέγγισή της εκ μέρους του Herr Κ. Ο Φρόυντ θεώρησε ότι τα συμπτώματα της Ida σηματοδοτούσαν την απώθηση της απαγορευμένης επιθυμίας της για τον πατέρα της, για τον Herr Κ. και για την Frau Κ. Ιδιαίτερη, μάλιστα, έμφαση έδωσε στην προσκόλληση της Ida στην ερωμένη του πατέρα της, Frau Κ. Όταν μετά από τρεις μήνες η Ida διέ­ κοψε τη θεραπεία, ο Φρόυντ απογοητεύτηκε και θεώρησε ότι η όλη θεραπευτική-αναλυτική του προσέγγιση στην υστερία της Ida ήταν ατυχής, πράγμα που απέδωσε στη μεταβίβαση (Freud 1997 [1905]). Σε μια σημαντική ιστορική ανάλυση της νυμφομανίας, η Carol Groneman (1995) εξηγεί πώς τα σώματα των γυναικών εξετάζονταν εξονυχιστικά για τον εντοπισμό σημείων «υπέρμετρης» σεξουαλικής επιθυμίας από άνδρες γιατρούς, που κύριο μέλημά τους ήταν η αστυνόμευση των επιθυμιών των λευκών αστών γυναικών κατά τη διάρκεια της ύστερης βικτοριανής περιόδου. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι απόπειρες παθολογικοποίησης της γυναι­ κείας ερωτικής επιθυμίας δεν ήταν παρά συμπτώματα της ανδρικής δυσαρέ­ σκειας απέναντι στα αιτήματα των γυναικών για ισονομία και ισότητα. Έ τσι, η νυμφομανία, όπως άλλωστε η υστερία και η νευρασθένεια, συνέβαλαν στη μετατροπή της γυναικείας απείθαρχης ή ανυπότακτης συμπεριφοράς σε ια­ τρικό πρόβλημα, που νομιμοποιούσε την υποβολή των γυναικών σε (ανδρική) ιατρική επίβλεψη. Εκτός όμως από τη συστηματική ιατρικοποίηση, συστατική όψη της διαχείρισης της γυναικείας ψυχικής διαταραχής θεωρήθηκε η εκπλή­ ρωση της «φυσικής αποστολής»: Παρά την ψυχιατρικοποίηση των γυναικών, όπως έχει δείξει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης (1998) στην ιστορική μελέτη του για το Δρομοκάίτειο φρενοκομείο, η συντριπτική πλειονότητα των τροφί­ μων ήταν άνδρες, κάτι που αποδίδεται στην ισχύουσα κοινωνική και ιατρική αντίληψη ότι οι ψυχικές διαταραχές της γυναίκας οφείλονται σε διαταραχές της έμμηνης ρύσης. Η συνηθέστερη, έτσι, πρακτική αντιμετώπισης ήταν ο ε ­ γκλεισμός των γυναικών στο σπίτι και η αναμονή της πανάκειας του γάμου. Η ψυχιατρική και ψυχαναλυτική πρακτική των τελευταίων χρόνων ανακα­ λύπτει συνεχώς νέες ψυχικές νόσους, νέους επιστημονικούς εαυτούς και νέους ψυχιατρικούς ασθενείς, πέρα από τις «κλασικές» μορφές της υστερίας ή της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης (Kristeva (1996 [19931). Διαταραχές με κά­ πως ασαφή συμπτωματολογία όπως η περιβαλλοντική νόσος -που απεικονί­ ζεται χαρακτηριστικά στο φιλμ του Todd Haynes [Safe] (βλ. κριτική ανάλυση της κινηματογραφικής ταινίας στο Naismith 1988)-, καθώς και το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης, θεωρήθηκαν επίσης «γυναικείες αρρώστιες» και αντι­ μετωπίστηκαν με δυσπιστία και καχυποψία. Η Emily Martin (2000) έχει επι­ χειρήσει μια κοινωνική και αυτοβιογραφική γενεαλογία της διαγνωστικής

ΤΟΦΙΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟϊ ΑΛΙΚίΤΠΓΓΑ ΣΤΟΙΣ ΛΟΠΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΙΙΣ ΜΟΕΠΙΣΤΙΙΜΗΣ 295

κατη γορίας της μανιοκατάθλιψης, επικεντρώνοντας την ανάλυση της στις δι­ ευθετήσεις και ανα-διευθετήσεις της αντιθετικής σχέσης ανάμεσα στο «λογι­ κό» -ως, δήθεν, ανδρική αρετή- και το «παράλογο» -ως, δήθεν, γυναικείο χαρακτηριστικό- στο πλαίσιο της δυτικής μεταφυσικής των ανδροκεντρικών και λογοκεντρικών ιεραρχήσεων. Στην ερευνά της για τις πρακτικές διαχείρι­ σης της γυναικείας κατάθλιψης στην 'Ηπειρο, η Αθηνά Πεγκλίδου (2007) ανα­ λύει τις έμφυλες διαστάσεις του λόγου για τα «νεύρα» και εξετάζει τις θε­ ραπευτικές στρατηγικές μέσω των οποίων οι γυναίκες ασθενείς αναδιατυπώ­ νουν το δυιστικό σχήμα ανάμεσα σε λαϊκή, παραδοσιακή, δημώδη, πρακτική, μη επιστημονική ιατρική και επίσημη, ορθολογική, επιστημονική ιατρική. Οι ασθενείς προχωρούν, έτσι, σε μια δημιουργική αξιοποίηση των διαφορετικών θεωρήσεων της ασθένειάς τους και εκφέρουν τελικά έναν εναλλακτικό, πολύ­ μορφο λόγο για την εμπειρία του ψυχικού πόνου που βιώνουν. Παρόμοιες αναρωτήσεις και εντάσεις γύρω από τα ρευστά και αμφιλεγό­ μενα όρια ανάμεσα στο τι συνιστά (διανοητική, σωματική ή κοινωνική) παθο­ λογία και τι δημιουργική πολιτισμική πρακτική έχουν προκόψει και στο πλαίσιο της έρευνας για τη σχέση ανάμεσα στη χρήση αλκοόλ και την κοινω­ νική κατασκευή -και αποδιάρθρωση- των έμφυλων ρόλων και ταυτοτήτων. Από την αντι-οικιακή, αντι-συγγενειακή τελετουργία του ανδρικού συμποσιασμού στα καφενεία μιας κοινότητας του ανατολικού Αιγαίου (Papataxiarchis 1991), στην κατασκευή του ανδρισμού μέσα από τον αποκλεισμό των γυναι­ κών από το συμποσιασμό του καφενείου στην Ανδαλουσία της Ισπανίας (Driessen 1983, 1992), η ανδρική κοινωνικότητα του συμποσιασμού έχει συν­ δεθεί με το λόγο περί φύλου. Επιπλέον, όπως υποδηλώνεται και από τις ση­ μαντικές αυτές ανθρωπολογικές έρευνες, το αλκοόλ θεωρείται μια ουσία -και ενίοτε παθολογία-, που ανήκει «εκ φύσεως» στον ανδρικό κόσμο, λειτουργώ­ ντας τόσο ως επιβεβαίωση των κοινωνικά επικυρωμένων ανδρικών ρόλων, όσο και ως υπέρβαση των συμβάσεων του καθημερινού ανδρικού εαυτού. Ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε η Δήμητρα Γκέφου-Μαδιανού (GefouMadianou 1992α, 1992β) παρουσιάζει εθνογραφικές προσεγγίσεις των έμφυ­ λων διακρίσεων της συμποσιακότητας σε ποικίλα ευρω-μεσογειακά πολιτι­ σμικά πλαίσια, αρκετές από τις οποίες εξετάζουν την κατανάλωση, παραγω­ γή και χρήση αλκοόλ από τη σκοπιά των γυναικών (van Nieuwkerk 1992, Papagaroufali 1992). Η «υπέρμετρη» χρήση αλκοόλ από τις γυναίκες, όπως και το κάπνισμα, δεν κατασκευάζεται πολιτισμικά μόνο ως απειλή για την υγεία, αλλά επίσης, σε κάποια κοινωνικά συγκείμενα, στιγματίζεται ως περί­ σταση κοινωνικής απρέπειας και παράβασης -είτε ως σύμπτωμα έλλειψης αυτοελέγχου και αυτοσεβασμού (Bjer^n 1992) είτε ως απειλητική και επικίν­ δυνη ένδειξη ανεξέλεγκτης σεξουαλικότητας (Stewart 1992). Όπως δείχνει το εθνογραφικό υλικό από την πατροτοπική κοινότητα των Μεσογείων στην Ελ­ λάδα, αν και οι γυναίκες αποκλείονται από τις ανδρικές οινοποσίες και από τις διαδικασίες παρασκευής της ρετσίνας εξαιτίας της υποτιθέμενα επικίνδυ­

*296

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΓΛΟϊ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

νης και μιαρής φυσιολογίας και σεξουαλικότητας τους, θεωρούνται ωστόσο «οι φορείς μέσω των οποίων αυτή η δυνάμει επικίνδυνη σεξουαλικότητα μπορεί να μετατραπεί σε ζωοδότρια γονιμότητα» (Gefou-Madianou 1992γ: 20). Οι έμφυλες ασυμμετρίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αμφίλογη πολι­ τισμική εννοιολόγηση της χρήσης -ή κατάχρησης- αλκοόλ, είτε με όρους αυτο­ νομίας και υπέρβασης είτε, αντίθετα, με όρους απρέπειας και παράβασης. Η έμφυλη διάκριση σχετικοποιεί και επιμερίζει δραστικά πολιτισμικές και βιοιατρικές κατηγορίες, όπως αυτές της «παθολογίας», της «αντικοινωνικότη­ τας» ή της «ψυχικής διαταραχής». Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των αμφιλεγόμενων, ρευστών και έμφυλα προσδιορισμένων ορίων της έννοιας του εθισμού, από το κάπνισμα έως τη σωματική άσκηση, στα συμφραζόμενα του καπιταλιστικού καταναλωτισμού και της ιδεολογικής κατίσχυσης της «ελεύ ­ θερης βούλησης» (Sedgwick 1992). Η ψυχιατρική κατηγορία της «νεύρωσης» επιστρατεύεται ενίοτε από την ιατρική κοινότητα για να διαχειριστεί στερεοτυπικά την αγωνία των ασθενών, με τρόπο που δεν αναγνωρίζει τη συνθετότητα της εμπειρίας τους και που διαθλά την προσοχή από τα ευρύτερα πολιτικά και ιστορικά συγκείμενα που ενέχονται σ ’ αυτήν. Έ τσι, σε νεύρωση ή υστερία αποδίδονται συχνά τα συ­ μπτώματα των γυναικών hibakusha (όπως ονομάζονται οι επιζήσασες της Χιροσίμα που έχουν προσβληθεί από τη ραδιενέργεια). Οι ειδικοί, μάλιστα, έχουν εισαγάγει τον όρο «νεύρωση της ατομικής βόμβας», για να αποδώσουν τις αγωνίες και τους φόβους των hibakusha γύρω από τις συνέπειες της α­ κτινοβολίας στο σώμα τους. Αφού έχουν προσφέρει το σώμα τους στην έρευ­ να των συνεπειών της ραδιενεργού ακτινοβολίας για πενήντα χρόνια, οι hibakusha αντιμετωπίζονται, με τρόπο τραγικά παράδοξο και ειρωνικό, ως νεκροζώντανα μνημεία της ατομικής βόμβας, που όμως οι φόβοι και οι αγω­ νίες για τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους είναι παράλογοι και στε­ ρούνται «βιολογικής βάσης». Σ ’ ένα πολιτισμικό και βιοιατρικό περιβάλλον που στιγματίζει την ψυχική νόσο, οι hibakusha αντιστέκονται κατηγορηματι­ κά στην ψυχιατρικοποίηση της κατάστασής τους. Θεωρούν ότι η ψυχιατρικοποίηση συνιστά συστηματική άρνηση αναγνώρισης της εμπειρίας τους από κάποια μέλη της ιατρικής κοινότητας, μια άρνηση που επιδιώκει να αποκρύ­ ψει την αδυναμία ιατρικής αντιμετώπισης της κατάστασής τους (Todeschini 2001, δες παρακάτω σχετική ενότητα). Διάφοροι/ες ανθρωπολόγοι της υγείας έχουν δείξει πόσο προβληματική εί­ ναι η αυστηρή και άκαμπτη διάκριση ανάμεσα στην ψυχοσωματική κατάστα­ ση του ανθρώπου και στο κοινωνικο-πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο αν­ θρώπινης δράσης και διάδρασης. Ήδη, στο πλαίσιο της ιστορικής μελέτης των τρόπων, ο Norbert Elias (2005) είχε συνδέσει τη νεωτερική διαδικασία του εκπολιτισμού με τις ψυχοσωματικές διαταραχές, καθώς αυτή περιλαμβάνει διαδιακασίες εξατομικευμένης εσωτερίκευσης εντάσεων και συγκρούσεων εκ μέρους του περίκλειστου, αυτοτελούς εαυτού. Ετσι, οι κοινωνικές συνθήκες.

ΤΟΦΓΛΟ KAI II ΣΚΞ( )1'AΛIKOTIΓΤA ΣΤΟΠ: ΛΟΡΟϊ’Σ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΉΣ ΗΙΟΚΠΙΣΠΙΜΙΙΣ

297

καθώς και οι ποικίλες μορφές σωματικής ρύθμισης που αυτές συνεπάγονται, διαδραματίζονται και ενσαρκώνονται όχι μόνο στο επίπεδο της κοινωνικής συμπεριφοράς των υποκειμένων, αλλά και στο επίπεδο της φυσιολογίας. Εκκινώντας από την κριτική επεξεργασία της διάκρισης ανάμεσα στην έν­ νοια «disease», που αναφέρεται στη νοσολογική διάσταση της αρρώστιας, όπου η έμφαση αποδίδεται στην τυπική σωματική συμπτωματολογία, και την έννοια «illness», στην οποία συμπεριλαμβάνονται διάφοροι ψυχολογικοί και κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες που επηρεάζουν την υποκειμενική εμπει­ ρία της αρρώστιας (1980: 72-73), ο Arthur Kleinman έχει εξετάσει τα κοινω­ νικά αίτια και τις κοινωνικές διαστάσεις της ασθένειας στην περίπτωση της κατάθλιψης σε κινέζους και αμερικανο-κινέζους ασθενείς, φωτίζοντας τους τρόπους με τους οποίους τα υποκείμενα σωματοποιούν την κατάθλιψη μέσω του σωματικού πόνου (1980, 1982). Επίσης, η Nancy Scheper-Hughes (1984) έχει περιγράψει με τρόπο αφοπλιστικό την πεποίθηση των φτωχών μητέρων στη Βραζιλία ότι το γάλα τους είναι ξινισμένο, πικρό και άρρωστο, ως μια μεταφορική προβολή της αίσθησης απόλυτης αδυναμίας να προσφέρουν κάτι υγιές και αμόλυντο στα παιδιά τους.

16. Τ ο φ ύ λ ο τ ο υ τ ρ α ύ μ α τ ο ς κ α ι της κοινω νικής ο δύ ν η ς Η βιοιατρική επιστήμη έχει ιστορικά αναδειχθεί σε ισχυρό φορέα διαχείρισης των σωματικών, υπαρξιακών, ψυχικών, συναισθηματικών, πολιτικών, ηθικών και θρησκευτικών όψεων της μαζικής πολιτικής οδύνης που έχει σημαδέψει τον 20° αιώνα (Kleinman, Das και Lock 1997, Kleinman και Desjarlais 1996). Το φύλο, εξάλλου, σε συνδυασμό με άλλους άξονες οργάνωσης και εμπέδω­ σης των σχέσεων εξουσίας, όπως είναι η κοινωνική τάξη και η σεξουαλικότη­ τα, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εμπειρία, τη διαχείριση, αναπαρά­ σταση, μνημειοποίηση, αλλά και την πολιτική/επαγγελματική ιδιοποίηση και πραγμοποίηση της πολιτικής βίας και της συλλογικής οδύνης: δουλεία, εξολόθρευση ιθαγενικών κοινοτήτων, πόλεμοι, γενοκτονίες, αποικιοκρατία, απαρτ­ χάιντ, φτώχεια, εθνικιστικές συγκρούσεις, προσφυγιά, η επιδημία του AIDS, οικολογικές καταστροφές, ιμπεριαλιστική και μετααποικιοκρατική δομική βία και νεοφιλελεύθερη πολιτικο-οικονομική ανισότητα. Ανιχνεύοντας πώς ο προσωπικός πόνος γίνεται συλλογική οδύνη και πώς πολιτικές συγκρούσεις διαπλέκονται με προσωπικές βιογραφίες, η απόπειρα των σχετικών μελετών να αποδώσουν νόημα στην ανθρώπινη οδύνη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο επιστημολογικό πρόβλημα: το ότι η οδύνη, όπως το θέτει η ανθρωπολόγος Veena Das, «θέτει ένα υπαρξιακό και γνωσιολογικό πρόβλημα απώλειας νοήματος» (1994: 163). Η Kathy Caruth (1995, 1996) έχει προσεγγίσει την εμπειρία του τραύματος μέσα από το μοντέλο της «αζήτητης εμπειρίας» (unclaimed experience), σύμφωνα με το οποίο το τραύμα

298

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΛΝΘΙΛ2ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σηματοδοτεί τα ι από την χρονική του καθυστέρηση, την αποτυχία του να αφή­ σει ίχνη με τα οποία θα μπορούσε άμεσα να αναπαρασταθεί και να απομνη­ μονευτεί. Αφού οι τραυματισμένοι άνθρωποι, σύμφωνα με τη διατύπωση της Caruth, γίνονται οι ίδιοι το σύμπτωμα μιας ιστορίας την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα, το τραύμα είναι ένα κάλεσμα να σκεφτούμε νέους τρόπους ακούσματος του «ανήκουστου», του «ακατονόμαστου» και του «μηαναπαραστάσιμου» (βλ. και Αθανασίου 2007). Απέναντι σ ’ αυτή την πρό­ κληση, η Mariella Pandolfi (1987) ανταποκρίνεται με την έννοια του «διπλού ακούσματος», ενός χώρου επικοινωνίας που, λόγω της διπλής της κατάρτισης ως ψυχαναλύτριας και ανθρωπολόγου, καθίσταται δυνατός στο πεδίο συνά­ ντησης ερευνητή-τριας και αφηγητή-τριας.36 Η Judith Butler έχει εύστοχα παρατηρήσει ότι «η μελέτη της μελαγχολίας είναι η μελέτη των τρόπων με τους οποίους το ψυχικό και το κοινωνικό πεδίο παράγονται σε σχέση το ένα με το άλλο» (1997: 167). Απηχώντας αυτή την προσέγγιση, η ανθολογία με τίτλο «Α πώλεια» [Loss], που επιμελήθηκαν πρό­ σφατα οι David Eng και David Kazanjian (2003), επιχειρεί να αποδώσει τη μελαγχολική εμπλοκή με διάφορες μορφές απώλειας ως συνθήκη που δεν αποκλείει, αλλά αντίθετα καθιστά δυνατή τόσο την αναπαράσταση όσο και την υποκειμενικότητα. Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις φυλετικές, εθνικές, έμφυλες και σεξουαλικές διαστάσεις της απώλειας και εστιάζοντας περισσό­ τερο στο τι μένει παρά στο τι χάθηκε, τα δοκίμια που συνθέτουν το έργο αυ­ τό εισηγούνται ότι ενώ καταστροφικές απώλειες σωμάτων, τόπων και ιδανι­ κών σημάδεψαν ανεπανόρθωτα τον 20° αιώνα, οι υλικές και ψυχικές πρακτι­ κές της απώλειας και του πένθους καθίστανται δημιουργικοί φορείς παρα­ γωγής ιστορίας και πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων νέων αναπαραστάσεων και εναλλακτικών νοημάτων. Ιδιαίτερα τα δοκίμια του Marc Nichanian για τη γενοκτονία των Αρμενίων, της Dana Luciano για το έμφυλο έργο του πένθους που σχετίζεται με την αμερικανική ιστορία του λιντσαρίσματος και της φυλε­ τικής ευγονικής του ύστερου 19°° αιώνα, της Rosalind Morris για τον επανα­ πατρισμό της σωρού του εξόριστου κομμουνιστή επαναστάτη που σήμανε το τέλος της επανάστασης στην Ταϊλάνδη το 1997 και της Yvette Christiansë για το έργο της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης στην μετα-απαρτχάιντ Νότια Αφρική εστιάζουν στις έμφυλες επιτελέσεις της οδύνης, της απώλειας και του πένθους. Η σχέση μελαγχολίας και εμπρόθετης δράσης -μια συνάρθρωση που εμ­ φορείται από την έμφυλη ιεράρχηση- αποτελεί κομβικό σημείο στη συζήτηση αυτή. Η αξιολόγηση της μελαγχολίας ως «habitus πολιτισμικής ενδυνάμω­

36. Για το πρόβλημα της αναζήτησης εναλλακτικών τρόπων ανταπόκρισης στο ηκχόμα, ιδιαίτερα σ ’ αυτό που παραμένει παρασιωπημένο, βλ. Minow 1998. Για την ιδιαίτερη ση­ μασία της μελέτης της οδόνης στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνικής ανθρωπολογίας ως «ι­ κανότητας να βλέπουμε ξένους ανθ(>ώπους σαν ομοιοπαθείς», βλ Hastrup 1993: 736.

ΤΟ ΦΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟϊΑΛΙΚΟΠΓΓΑ ΣΤΟΓΣ ΑΟΓΌΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΚΣ ΤΙΙΣ ΒΙΟΚΠΙΣΊΓΉΜΙΙΣ 299

σης» (Schiesari 1992) στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης^? συνδυάζεται ενίοτε με μια ταυτόχρονη τάση φυσικοποίησης της μελαγχολίας στις γυναίκες. Έτσι, η μελαγχολία -ειδικά στις γυναίκες- δεν νομιμοποιείται ως δημιουργική και ενδυναμωτική, αλλά φυσικοποιείται και παθολογικοποιείται ταυτόχρονα, ως καταθλιπτική και στατική. Οι μελέτες που εστιάζουν την έμφασή τους στις έμφυλες διαστάσεις της κοινωνικής οδύνης διερευνούν πώς το έμφυλο σώμα καθίσταται μεταφορά οδύνης σε μια αρένα όπου διεξάγονται κοινωνικές, πολιτισμικές και συμβολι­ κές αναμετρήσεις και όπου το προσωπικό και πολιτικό πένθος διαπραγμα­ τεύονται τα μεταξύ τους ρευστά όρια. Η κλασική μελέτη του Maurice Bloch (1982) είχε επισημάνει την αντινομία μεταξύ κινδύνου και ισχύος που ενσω­ ματώνει η γυναικεία μορφή στο πεδίο της οδύνης: ενώ η μολυσματική όψη του νεκρού συνδέεται συμβολικά με τις γυναίκες, είναι, παραδόξως, οι γυναί­ κες που επιφορτίζονται πολιτισμικά την ευθύνη να γίνουν οι φορείς απομά­ κρυνσής του από την κοινότητα μέσω των τελετών του πένθους. Η Veena Das (1987, 1990, 1992, 1995, 1996, 1997) ανιχνεύει τις πολλαπλές διασταυρώσεις ανάμεσα στον πόνο, το έμφυλο σώμα και τις επιτελεστικές όψεις της γλώσ­ σας ενόψει της κατακλυσμικής πολιτικής βίας την εποχή της διχοτόμησης της Ινδίας το 1947, όπου εμβληματική όψη της μαζικής εθνοτικής βίας ήταν η με­ τατροπή των γυναικών -μέσω ευρείας κλίμακας απαγωγών και βιασμών- σε παθητικούς μάρτυρες της βίαιης διακύβευσης της εθνικής τιμής, η μετατροπή των σωμάτων τους σε επιφάνεια επώδυνης εγγραφής των συμβόλων και συν­ θημάτων των νέων εθνών. Η Das δείχνει πώς οι γυναίκες μετατρέπουν την αναγωγή τους σε αδρανή και επίμαχη εδαφική επικράτεια εθνικιστικής διεκ­ δίκησης, σε εμπρόθετη δράση μέσω της ίδιας τους της σιωπής και μέσω πρα­ κτικών σωματικής μνήμης. Η Mariella Pandolfi (1991) μελετά την ενσωματω­ μένη μνήμη της γυναικείας οδύνης στη Νότια Ιταλία και η Mamphela Ramphele (1996) τις έμφυλες διαφοροποιήσεις που διαπερνούν την πολιτική χηρεία στη Νότια Αφρική και την ιδιοποίηση της απώλειας από την επίσημη πολιτική του στερεοτυπικού δημόσιου πένθους· η Νάντια Σερεμετάκη (1994 [19911) έχει προσφέρει μια βασισμένη στην παραστασιακή επιτέλεση εθνο­ γραφική ανάλυση της πολιτικής του πόνου και του πολυφωνικού θρήνου των37 37. Οι προ-φροϋδικές προσεγγίσεις ήθελαν τη μελαγχολία να συνδέεται με ορισμένους τύπους πληθωρικής σωματικότητας, κυρίως με αυτούς που είναι επιρρεπείς στη συναισθη­ ματική και σεξουαλική υπερβολή. Ο Φρόυντ. αργότερα, είδε στους μελαγχολικούς -σ’ αυ­ τούς τους ασθενείς του πένθους- μια ικανότητα ασυνήθιστα ακριβούς αυτο-γνωσίας και δεκτικής κριτικής ενόρασης, μια ιδιαίτερα οξεία περιέργεια για την αλήθεια και μια προνο­ μιακή πρόσβαση στη γνώση (1955: 246). Στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης, η σεξουαλική δια­ φορά αντιπροσωπεύει την ετερότητα, την απόλυτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ εαυτοί) και άλλου, αλλά και αυτήν μετάξι) ζωής και θανάτου, πάνω στην οποία διαδραματίζεται η με­ λαγχολία. Φεμινιστικές κριτικές έχουν «ανακρίνει» την κατασκευή της γυναίκας ως ψυχα­ ναλυτικής ετερότητας (Schiesari 1992. Bronfen 1992, Kristeva 1989). Για τις έμφυλες χαι φυλετικές συνδηλώσεις της ψυχαναλυτικής πρόσληψης και κατασκευής της ετερότητας, βλ. Luciano 2003.

300

ΘΕί2ΡΗΣΕΠΣ ΤΟΓ Φ ΤΛΟ Ϊ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΏΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

γυναικών στη Μέσο-Μανιάτικη κουλτούρα του θανάτου και της δι-αίσθησης· η Peggy Phelan (1997) ασχολείται με τα τραύματα και τις απώλειες της σ ε­ ξουαλικότητας, αλλά και με την επιτέλεση του πένθους και της δημόσιας μνήμης την εποχή του AIDS, η Marita Sturken (1997) εστιάζει στον πόλεμο του Βιετνάμ και στην επιδημία του AIDS ως καθοριστικές στιγμές διαμόρ­ φωσης μιας πολιτικής της πολιτισμικής μνήμης στην εθνική αμερικανική δη­ μόσια σφαίρα· η Lisa Yoneyama (1999), εξετάζοντας ανθρωπολογικά την τραυματική μνήμη της Χιροσίμα, δείχνει πώς αυτή καθαυτή η μνήμη της ατο­ μικής βόμβας έχει «θηλυκοποιηθεί»· η Sharon Stephens (1995) έχει ερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους άνδρες και γυναίκες της ιθαγενικής μειονότη­ τας των Σάμι στη Νορβηγία διαχειρίζονται τα νοήματα και τις εμπειρίες της αναπαραγωγής, του σώματος, των έμφυλων και συγγενικών σχέσεων υπό το φως των μετα-Τσερνομπίλ παρενεργειών της ραδιενέργειας, ενώ η Fiona Ross (2001), η Yvette Christianse (2003) και ο Mark Sanders (2003) εξετάζουν την έμφυλη σωματο-ποίηση του τραύματος και του έργου του πένθους εστιάζο­ ντας στις καταθέσεις και μαρτυρίες γυναικών ενώπιον της Επιτροπής Αλή­ θειας και Συμφιλίωσης στη μετα-απαρτχάιντ Νότια Αφρική. Τις έμφυλες συνδηλώσεις της εμπειρίας του τραύματος που λειτουργεί εί­ τε ως «δομική βία» είτε ως «υποφώσκον τραύμα» φωτίζουν οι μελέτες που εστιάζουν στη σεξουαλική βία (Brown 1995) και τα εγκλήματα τιμής (Αβδελά 2 0 0 3 ).38 Ο Paul Farmer (1997) αναφέρεται στη «δομική βία» του θεσμο­ θετημένου σεξισμού και ρατσισμού που προκαλεί τεράστια και άδικη οδύνη. Η Laura Brown (1995) χρησιμοποιεί τον όρο «ύπουλο τραύμα», για να απο­ δώσει τους τρόπους με τους οποίους κρίσιμα τραυματικά και θανάσιμα γ ε­ γονότα. όπως ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση, συνδέονται με τις διά­ χυτες, επίμονες και καθημερινές εμπειρίες του σεξισμού, μιας μορφής εξου­ σίας που λειτουργεί μέσα από τεχνικές κανονικοποίησης και αυτονομιμοποίησης (βλ. επίσης Plaza 1981). Στο πλαίσιο αυτό, έχουν διατυπωθεί σημαντικές κριτικές στην εννοιολόγηση του τραύματος ως δήθεν εξαιρετικού και ασυνεχούς συμβάντος που κείται εκτός της «κανονικής» ανθρώπινης ε ­ μπειρίας και που αναδύεται αναπάντεχα από τις αντίξοες τυχαιότητες της ζωής. Το έμφυλο τραύμα εκλαμβάνεται στις κριτικές αυτές προσεγγίσεις ως συστημική απόρροια ορθολογικά διευθετημένων και συχνά αθέατων θεσμοθε­ τημένων σχέσεων εξουσίας, η οποία συνάδει σ ’ αυτό που έχει ονομαστεί το «μαλακό μαχαίρι» της μακροπρόθεσμης καταπίεσης (Kleinman, Das, Lock 1996, Adelson 2001). Σε μια εξαιρετική εθνογραφική μελέτη των μαρτυριών των γυναικών που επέζησαν από την ατομική έκρηξη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, η Maya

38. Σε μια εθνογραφική μελέτη τοο ιδιώματος της «αντρείας» στα σομφραζόμενα των ορεινών κοινοτήτων της δυτικής Κρήτης, η Ράνια Αστρινάκη (2002) αναλύει τη βία ως μια συγκροτημένη σε έθος αντιπαλότητα, που αποτελεί δομικό στοιχείο της ιδεώδους έμφυλης (ανδρικής) και συγγενειακής κοινωνικής οργάνωσης (βλ. επίσης ller/.feld 1985).

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ H ΣΚΞΟΓΑΛΙΚΟΤΪΓΓΑ ΣΤΟΓΣ Λ()ΙΧ)ΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Τ1ΙΣ ΠΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

301

Todeschini (2001) εστιάζει την προσοχή της στη βία που εν-σωματώνουν οι γυναίκες hibakusha, όχι μόνο φέροντας το φορτίο του τρομακτικού τραύμα­ τος των συνεπειών της ραδιενέργειας που τους στέρησε την υγεία τους αλλά και αγαπημένους τους ανθρώπους, αλλά και αντιμετωπίζοντας την επίσημη ιαπωνική πολιτική της αδιαφορίας, της αμνησίας, της εξάλειψης του πόνου και της απώλειας που προκάλεσε η ατομική βόμβα. Αναμφισβήτητα, η βόμβα έπληξε αδιάκριτα -γυναίκες και άνδρες. Όμως, όπως εξηγεί η συγγραφέας, οι εννοιολογήσεις του φύλου, και συγκεκριμένα τα κοινωνικά νοήματα που α­ ποδόθηκαν στη στειρότητα ή στους γενετικούς κινδύνους που ελλοχεύουν στην αναπαραγωγή των γυναικών, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο μεμονωμένα άτομα, αλλά και η ευρύτερη κοινότητα, ερμήνευσαν και διαχειρίστηκαν το τραυματικό συμβάν και τις επιπτώσεις του. Η συγγραφέας θέτει κρίσιμα ερωτήματα: Πώς το πολιτικό συμβάν μαζι­ κής βίας, που άλλαξε τόσο δραματικά τη ζωή τους και έπληξε καθοριστικά την υγεία τους, διαμόρφωσε την υποκειμενικότητα και τη σεξουαλικότητά τους; Πώς επίσημοι ιατρικοί λόγοι και κυβερνητικοί-γραφειοκρατικοί φορείς ιδιοποιούνται την εμπειρία τους υπάγοντάς τη σε στερεότυπες αναπαραστά­ σεις φύλου και οδύνης, αλλά και πώς οι ίδιες διαπραγματεύονται τις ταυτότητές τους και δημιουργούν μια αίσθηση πολιτικής εμπρόθετης δράσης που αντιστέκεται στη θυματοποίηση, σε μια κοινωνία που τις πραγμοποιεί συ­ στηματικά αντιμετωπίζοντάς τις ως ιατρικό πρόβλημα, ως μια ομάδα ελατ­ τωματικών ατόμων που χρειάζονται κρατική βοήθεια; Στα συμφραζόμενα μιας συλλογικής μνημο-πολιτικής της εξάλειψης, η οποία ισοδυναμεί με κοι­ νωνικό θάνατο γι’ αυτές τις γυναίκες, η αναγνώριση του τραύματός τους κα­ θίσταται εφικτή στη δημόσια μνήμη μόνο μέσα από το πρίσμα της εξιδανικευμένης μητρικής οδύνης και αυτοθυσίας. Παρ’ όλα αυτά, οι hibakusha δεν παραμένουν παθητικά αιχμάλωτες στην πολιτισμικά αναγνωρίσιμη θέση της μυθικής μητέρας που αν και υποφέρει, επιδεικνύει, ωστόσο, ηρωική γενναιό­ τητα και αντοχή, αλλά επιστρατεύουν ιδιώματα, μέσω των οποίων επανα­ προσδιορίζουν τη δημόσια θέση τους ως εμβληματικών σημαινόντων της ρα­ διενεργού απειλής στην τρέχουσα αλλά και στις επόμενες γενιές- χαράσσουν εκ νέου σύνορα γύρω τους, προκειμένου να αποδεσμευτούν από τις συλλογι­ κές αναπαραστάσεις, οι οποίες τις υπάγουν στο στερεότυπο της σιωπηλής οδύνης που προσιδιάζει, δήθεν, στη μητρική φύση της γυναίκας- αντιστέκο­ νται στην αισθητικοποίηση των εμπειριών τους και στον κανονιστικό ρόλο που τους ανατίθεται, ωθώντας τόσο τα όρια του στίγματος του «επικίνδυνου σώματος» όσο και τα όρια του στερεότυπου της ηρωίδας, προκειμένου να διεκδικήσουν εκ νέου τα σώματα και τις φωνές τους στο δημόσιο τοπίο και να ανοίξουν ένα πεδίο στο οποίο να καταστούν δυνατά και διανοητά, τόσο η ατομικότητά τους όσο και ένα εναλλακτικό συλλογικό αίσθημα. Η Nancy Scheper-Hughes (1992) έχει προσφέρει μια ευαίσθητη εθνογρα­ φία της πείνας και της καθημερινής βίας σε μια παραγκούπολη της βορειοα­

302

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* Φ ΓΛΟ Ϊ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

νατολικής Βραζιλίας, φωτίζοντας τη διάσταση της καταχρηστικής θεσμικής ιατρικοποίησης της φτώχειας και του παιδικού υποσιτισμού. Ανιχνεύοντας τη διαδικασία μέσω της οποίας μια κοινότητα που μόνο πρόσφατα έχει ενταχθεί στο σύστημα ιατρικής περίθαλψης αιχμαλωτίζεται στην ιατρικοποίηση των αναγκών της, η ανθρωπολόγος αναλύει πώς το «delirio de fome» των φτωχών Βραζιλιάνων γίνεται αντικείμενο «διαχείρισης» και «αντιμετώπισης» στις κλινικές και στα φαρμακεία του Alto do Cruzeiro, αλλά και στις ανταλλαγές εικόνων, αναπαραστάσεων και νοημάτων ανάμεσα στο ατομικό σώμα και το συλλογικό, συμβολικό κοινωνικό σώμα. Η νευρική πείνα -εμβληματική μορφή του ñervos (ενός ευρύτατου και πολύσημου συνδρόμου χρόνιας νευρικής υ­ περκόπωσης των φτωχών μαύρων αμερικανών, που περιλαμβάνει νευρική παράλυση των κάτω άκρων, λιποθυμία, επιληπτικές κρίσεις, πονοκεφάλους, μαγικό τρόμο και κακό μάτι)- αντιμετωπίζεται ως προσωπικό «ψυχολογικό» πρόβλημα, με ηρεμιστικά, αντιβιοτικά και βιταμίνες, έτσι που η κοινωνική κατάσταση της πείνας αποκρύπτεται, ενώ ένας εξατομικευμένος λόγος περί αρρώστιας έρχεται να αντικαταστήσει τον πολιτικό λόγο της δυστυχίας και της λιμοκτονίας. Η νόσος προσβάλλει κυρίως άνδρες: τους περιθωριοποιημέ­ νους μεροκαματιάρηδες αγρότες που δουλεύουν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου -ιδιαίτερα μετά από περιστατικά βίας και αστυνομικής βαναυσότητας στην παραγκούπολη- οι οποίοι, «πέφτοντας κάτω » στη δουλειά, νομιμοποιούνται να διεκδικήσουν από τα αφεντικά τους εναλλακτικές, πιο ανθρώπινες, καθι­ στικές δουλειές. Προσβάλλει επίσης, σε μικρότερη κλίμακα, γυναίκες, κυρίως τις χήρες και τις μητέρες ανδρών που σκοτώθηκαν σε βίαιες συμπλοκές ή απήχθηκαν από τις μονάδες θανάτου της περιοχής. Οι γιατροί της κοινότητας αρνούνται να δουν την κρυφή αγωνία και αγανάκτηση που εκφράζονται -σε διαστάσεις, μάλιστα, επιδημίας- μέσα από το τοπικό λαϊκό ιδίωμα του ñervos, ένα ιδίωμα ενσώματης κοινωνικής οδύνης που σηματοδοτεί την αδυναμία που αισθάνονται άνδρες και γυναίκες απέναντι στις ανυπόφορες οικονομικές συν­ θήκες της ζωής τους.

Í7 . Η α ρ ρ ώ σ τ ι α ω ς δ ια μ α ρ τ υ ρ ί α : τ ο σ ώ μ α τη ς α ν τ ίσ τ α σ η ς κ α ι η τ ε λ ε ­ τ ο υ ρ γ ικ ή θ ε ρ α π ε υ τ ικ ή Αξιωματική αρχή της δυτικής βιο-επιστήμης, αλλά και ευρύτερα της δυτικής εθνο-επιστημολογίας, είναι η οντολογική αντίθεση ύλης και πνεύματος, σώμα­ τος και νου. Ο δυϊσμός σώματος/ πνεύματος συνδέεται με άλλες αντιθέσεις της δυτικής επιστημολογίας, όπως είναι αυτές ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, το συναίσθημα και τον ορθό λόγο, το άτομο και την κοινωνία, τις οποίες διαφορετικοί κοινωνικοί στοχαστές, όπως ο Durkheim, ο Marx και ο Freud, εξέλαβαν ως αναπόφευκτες και οικουμενικές κατηγορίες. Ο φιλόσο­ φος και μαθηματικός του 17 >0 αιώνα René Descartes ήταν εκείνος που διατύ­

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ Η ΣΚΞΟΓΑΛΙΚΟΤ1ΙΤΑ ΣΤΟΙΣ ΛΟΙΌΙΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΚΠΙΣΠΙΜΙΙΣ

303

πωσε τις ιδέες περί υλικού σώματος και θείου πνεύματος, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε αργότερα η νεωτερική βιοιατρική εννοιολόγηση του ανθρώπινου οργανισμού (βλ. Barker 1984, Bordo 1986). Ενώ στη βιομηχανοποιημένη Δύση της καρτεσιανής ιεραρχικής διευθέτησης του εαυτού και του άλλου η δεσπόζουσα βιοιατρική ερμηνευτική παθολογοποιεί τις ψυχολογικές καταστάσεις κατά τις οποίες βιώνει κανείς περισσότε­ ρους από έναν εαυτούς (π.χ. σχιζοφρένεια, διχασμένη προσωπικότητα, ψύχω­ ση, κ.λπ.), σε πολλούς μη δυτικούς πολιτισμούς το πρόσωπο αποτελείται από πολλαπλούς εαυτούς -συγγενείς, φίλους, εχθρούς, κτλ- αλλά και το άτομο μπορεί να βιώνει πολλαπλούς εαυτούς στη διαδικασία της τελετουργικής και ελεγχόμενης πνευματοληψίας (Scheper-Hughes και Lock 1989). Το σώμα δεν προσλαμβάνεται ως ένα περιχαρακωμένο και ιερό οίκημα ευάλωτο σε εχθρι­ κές «επιδρομές», αλλά ως δυναμικά ανοιχτό στο ενδεχόμενο της επανίδρυσης των συστατικών στοιχείων του, μέσω της επαφής με άλλες ενέργειες (Scott 1994: 58).39 Χαρακτηριστική είναι εδώ η συνεισφορά των εθνογραφιών που εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους το ιδίωμα της αρρώστιας διαδραματίζεται κοινωνικά ως άτυπη, λανθάνουσα έκφραση ατομικής ή συλλογικής δυσαρέ­ σκειας ή ως πολιτισμική μορφή ενσώματης αντίστασης της τοπικής κοινωνίας στις παγκόσμιες δομές εξουσίας. Τα παραδοσιακά πολιτισμικά ιδιώματα συμβολικής και τελετουργικής αρρώστιας και ίασης, όπως είναι το «κακό μάτι», η πυροβασία, το προσκύνημα, η πνευματοληψία, το voodoo, η μαγεία, οι σαμανικές και άλλες εθνο-ιατρικές θεραπείες, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιων κοινωνικών εκ-δραματίσεων της αρρώστιας και της νόσου. Η τελετουργία δημιουργεί προσωρινούς μικρόκοσμους πολιτισμικής δια­ πραγμάτευσης και κοινωνικής αλλαγής που εν-σωματώνονται από τα ίδια τα εμπλεκόμενα υποκείμενα.40 Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό παράδειγμα ερευνητικής προσέγγισης που ασχολείται με το «σώμα της αντίστασης» [Jean Comaroff (1985)], ιδιαίτερα σε συνθήκες νεο-αποικιοκρατίας, είναι οι εθνογραφίες της πνευματοληψίας (spirit possession). Η Janice Boddy (1989) έχει μελετήσει τις έμφυλες διαστά­

39. Σε κάποια πολιτισμικά συμφραζόμενα, όπως στην περίπτωση της θρησκείας των πνευμάτων Sinhala στη Σρι Λάνκα, αυτή καθαυτή η πνευματοληψία δεν προσλαμβάνεται ως πρόβλημα που χρειάζεται θεραπευτική αντιμετώπιση: το αν θεωρείται αρρώστια ή όχι εξαρτάται από τη φύση του πνεύματος που εμπλέκεται. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ιστορίες φαντασμάτων και οι εμπειρίες πνευματοληψίας στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα σχετίζονται με τη διαδικασία συλλογικής ανάρρωσης της κοινότητας από τη βία. τον τρόμο και τη μαζική απώλεια (Perera 2001). Αντίθετα, σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια, όπως στην περίπτωση της λατρείας Zar στο βόρειο Σουδάν, η πνευματοληψία -η επίδραση του Zarθεωρείται συμφορά και αναπαρίσταται πολιτισμικά με όρους αρρώστιας (Boddy 1989). 40. Το έργο του Thomas Csordas (1990) είναι κεντρικό στη διερεύνηση της εν­ σωμάτωσης ως υπαρξιακής συνθήκης της πολιτισμικής ζωής στα πεδία της εμπειρίας του πόνου, της τελετουργικής θεραπευτικής, των διαιτητικών συνηθειών και της πολιτικής βίας.

304

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

σεις της πνευματοληψίας στο βόρειο Σουδάν,41 ο Michael Taussig (1980α, 1980β, 1984, 1987) το σαμανισμό στην λατινοαμερικανική κοινωνία της Κο­ λομβίας του 1960 ως πρακτική πολιτικής αντίστασης στην αποικιοκρατία, ενώ η Aihwa Ong (1987) έχει ασχοληθεί με την πνευματοληψία ανάμεσα στις εργάτριες που δουλεύουν στα ιαπωνικά και πολυεθνικά εργοστάσια ηλεκτρο­ νικών μιας αγροτικής περιοχής της Μαλαισίας που διέρχεται ραγδαία προλε­ ταριοποίηση: Γιατί οι Μαλαισιανές εργάτριες, διερωτάται η συγγραφέας, κα­ ταλαμβάνονται περιοδικά από hantu (κακά πνεύματα) και πέφτουν στο πά­ τωμα των εργοστασίων όπου δουλεύουν; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην εργασιακή πειθαρχία, το φύλο και τη σεξουαλικότητα; Η Ong υποστηρίζει ότι τα επεισόδια πνευματοληψίας, κατά τη διάρκεια των οποίων οι γυναίκες ουρλιάζουν και συμπεριφέρονται βίαια, είναι μορφές διαμαρτυρίας ενάντια στην απώλεια της αυτονομίας στις συνθήκες εργασίας. Τα συμβολικά νοήμα­ τα του hantu διαπλέκονται έτσι με την αντιφατική κοινωνική εμπειρία των γυναικών αυτών, που καλούνται να χειριστούν, από τη μια πλευρά, την αναδιευθέτηση των τεχνολογιών πειθάρχησης της ζωής τους μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και, από την άλλη, την προοπτική οικονομικής ανε­ ξαρτησίας από τους άνδρες της οικογένειας. Εξερευνώντας τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τις αμφισημίες από τις οποίες εμφορούνται οι ζω ές των γυναικών αυτών και των οικογενειών τους, καθώς βιώνουν στην καθημερινότητά τους τη μετάβαση από την αγροτική οικονομία στη βιομηχανική παρα­ γωγή και την παγκόσμια οικονομία της αγοράς, η ανθρωπολόγος εστιάζει την προσοχή της τόσο στις πιέσεις που υφίστανται οι νέες εργάτριες από την α­ γορά μισθωτής εργασίας να συμμορφωθούν στις νέες σχέσεις εξουσίας που εγκαθιδρύει η καπιταλιστική πειθαρχία, όσο και στις μορφές διαπραγμάτευ­ σης και αντίστασης που αυτές αντιπροβάλλουν. Η εθνογραφία της Ong ανιχνεύει τον έμφυλο χαρακτήρα της διαλεκτικής ανάμεσα στα «πνεύματα της αντίστασης» και την επιχειρούμενη πειθάρχηση μιας υπό διαμόρφωση εργα­ τικής τάξης. Ο Lévi-Strauss (1979 [ 19631) έχει υποστηρίξει ότι τα τελετουργικά συστή­ ματα ψυχοθεραπείας παρέχουν στον-ην ασθενή ένα γλωσσικό ιδίωμα μέσα από το οποίο άρρητες ψυχικές καταστάσεις μπορούν να εκφραστούν. Στο πλαίσιο αυτών των συστημάτων, μετασχηματίζεται ή αναδομείται η κοινωνι­ κή πραγματικότητα του-της ασθενούς, ώστε να εναρμονίζεται με τη συμβολι­ κή δομή του τελετουργικού, κι έτσι λύνονται συμβολικά οι κοινωνικές συ­ γκρούσεις και αμβλύνονται οι εντάσεις που ευθύνονται για την ασθένεια. Στον ελλαδικό χώρο, ο Loring Danforth (1989, 1992) έχει ασχοληθεί με τη ρύθμιση των συμβολικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών συγκρούσεων στην τελετουργική θεραπευτική. Επηρεασμένος από την μελέτη του Victor Crapanzano για την μαροκινή εθνοψυχιατρική (1973) και το έργο του Arthur 41. Για την τελετή πνευματοληψίας tumbura στους απογόνους σκλάβων στο Σουδάν, βλ. Makris 2000.

ΤΟ ΦΤΑΟ ΚΑΙ Η ΣΙΙΞΟΐΑΛΙΚΟΠΙΤΑ ΣΤΟϊΣ ΛΟΙΧ)ΐΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΙΆΚΤΙΚΚΣ ΤΙΙΣ ΜΟΚΠΙΣΤΗΜΗΣ 305

Kleinman για την κοινωνική ασθένεια και κοινωνική οδύνη (1980, 1988, 1991), διεξήγαγε επιτόπια έρευνα στους Αναστενάρηδες του χωριού Αγία Ελένη του νομού Σερρών στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Η πυροβασία είναι ένα τελετουργικό σύστημα ψυχοθεραπείας που περιλαμβάνει έκσταση και πνευματοληψία και που συχνά επιτυγχάνει να θεραπεύει ασθένειες οι οποίες, με δυτικούς ψυχιατρικούς όρους, θα χαρακτηρίζονταν ψυχογενείς. Οι ασθενείς που, όπως λέγεται στο τοπικό ιδίωμα της πνευματοληψίας, «υποφέ­ ρουν από τον Αγιο», «υποφέρουν από τα Αναστενάρια» ή «υποφέρουν από αυτά τα πράγματα», παρουσιάζουν συμπτώματα όπως αδιαθεσία, κατάθλι­ ψη, υπερβολικό άγχος, ανορεξία, απώλεια βάρους, αϋπνίες, περιόδους λιπο­ θυμίας, επίμονα οράματα ή όνειρα. Μελετώντας πατροτοπικές και πατρο­ πλευρικές κοινωνίες των χωριών και των κωμοπόλεων της Μακεδονίας όπου οι αξίες της οικογενειοκρατίας εγκλωβίζουν τις γυναίκες σε μια ασφυκτικά πατριαρχική δομή, ο ανθρωπολόγος εστιάζει την προσοχή του στις σχέσεις συμβίωσης ανάμεσα σε συζύγους, μητέρα και γιο, νύφη και πεθερά. Ο συγ­ γραφέας δείχνει πώς η συμμετοχή στα Αναστενάρια είναι ικανή να αναδομή­ σει ενεργά, να αναμορφώσει την κοινωνική πραγματικότητα των ασθενών, μέσω της εξομάλυνσης των συγκρούσεων που ευθύνονται για την ασθένειά τους, και να επιφέρει, έτσι, τη θεραπεία.42 Στο πλαίσιο της κοινοτικής τελετουργικής αποτύπωσης στο έμφυλο σώμα, το τι αποτελεί ιατρική και τι πολιτισμική διαδικασία, τι εμπίπτει στη δικαιο­ δοσία της διαχείρισης της υγείας και τι στην επικράτεια της διαπραγμάτευ­ σης του πολιτισμικού εαυτού, είναι πεδίο έντονης διερώτησης και αντιπαρά­ θεσης, που αφορά συστατικές όψεις της ταυτότητας του υποκειμένου και της ομάδας.43 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυ τού του πεδίου διαμάχης α­ ποτελεί η τελετουργική ανδρική περιτομή των Εβραίων (Boyarin και Boyarín 1995, Anidjar 1997, Boon 1999). Στο παράδειγμα της σωματικής αποτύπω­ σης της εβραϊκής ανδρικής ταυτότητας επικεντρώνουν την ανάλυσή τους οι Jonathan Boyarin και Daniel Boyarin (1995), οι οποίοι συζητούν πώς η από­ φαση του εβραίου πατέρα να κάνει το αρσενικό παιδί του περιτομή (milah) μπορεί να ιδωθεί ως μια εμπαθής προέκταση της δικής του παιδικής ηλικίας σε έναν χρόνο βιωμένης κοινοτικότητας. Τοποθετώντας τη συζήτησή τους μέ­ σα στο πλαίσιο μιας αναλυτικής και θεωρητικής διερώτησης σχετικά με το σύνδεσμο μεταξύ εννοιολογήσεων του χρόνου και εννοιολογήσεων του εαυ­ τού, οι συγγραφείς διερευνούν τις πολλαπλές συνδηλώσεις που φέρει το 42. Στο πεδίο της διερεύνησης της κοινωνικής αρρώστιας στον ελληνικό χώρο περιλαμ­ βάνεται και η μελέτη της Βέικοο (1998) για την πρακτική του ματιάσματος σε μια προσφυγική κοινότητα της Κεντρικής Μακεδονίας και την κοινωνική κατασκευή της οπτικής επικοι­ νωνίας. Επίσης, σημαντική στο πεδίο αυτό είναι η εθνογραφία της Jill Dubisch (2000 [19951) για το θρησκευτικό προσκύνημα ως μορφή κοινωνικής διαδραμάτισης της ίασης. 43. Είναι ενδιαφέρουσα εδώ η παρατήρηση της Δήμητρας Μακρυνιώτη (2004) ότι στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας το σώμα επανέρχεται στο προσκήνιο του ενδιαφέρο­ ντος ως αντικείμενο ανασχηματισμού και ως διαρκές σχεδίασμα (body project).

306

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

«σωματικό σημάδι» της περιτομής, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται ο εθνικός και έμφυλος εαυτός του εβραίου άνδρα. Ο Gil Anidjar (1997), ωστόσο, θεωρεί ότι η περιτομή δεν επιτελείται απλώς πάνω σε ό,τι ήδη είναι «αγόρι», αλλά συνιστά διαδικασία κατασκευής του αγοριού. Σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα, ενώ ο ψυχαναλυτής Bruno Bettleheim (1955) αποδίδει την πρακτική της αυστραλιανής περιτομής στον ανδρικό φθόνο για την αναπαραγωγική γυναίκα-μητέρα, αφού η πρακτική μετατρέπει το ανδρικό πέος σε κάτι παρόμοιο με το γυναικείο αιδοίο, η συμ­ βολική ανθρωπολόγος Mary Douglas (1966) προτείνει ότι αυτό που χαράσσεται στη σάρκα κατά τη διάρκεια αυτής της δημόσιας τελετουργίας είναι μια εικόνα της κοινωνίας -τα δύο μισά της αυστραλιανής κοινωνίας (ScheperHughes και Lock). Η κλειτοριδεκτομή είναι ένα ακόμη αμφιλεγόμενο πεδίο, όπου ασκείται και δοκιμάζεται η κατασκευή της στερεότυπης φιγούρας της «γυναίκας του Τρίτου Κόσμου». Πρόκειται για μια πολιτισμική πρακτική που εντοπίζεται γεωγραφικά σε περίπου είκοσι χώρες της Αφρικής, στο Ομάν, στην Τεμένη, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μαλαισίας και της Ινδονησίας, καθώς και σε κοινότητες ανθρώπων που έχουν μεταναστεύσει από τις περιοχές αυτές σε δυτικές χώρες, και αναφέρεται σε ένα φάσμα διαφορετικών -ιατρικών, αισθητικών και πολιτισμικών- πρακτι­ κών και νοημάτων. Πρόκειται για τη μερική ή ολική αφαίρεση της κλειτορί­ δας, των μικρών χειλέων και των εσωτερικών τμημάτων των μεγάλων χειλέων του γυναικείου αιδοίου· η συρραφή που ακολουθεί την αφαίρεση αφήνει μόνο μια ελάχιστη οπή για την ούρηση και την έκκριση του εμμηνορυσιακού αίμα­ τος. Στο πλαίσιο των λόγων, των νοημάτων και των πρακτικών που συνθέ­ τουν το ευρύ και ανομοιογενές (παρά την εσφαλμένη οριενταλιστική αντίλη­ ψη ότι οι «παραδόσεις» είναι κατ’ ουσίαν ομοιογενείς) εννοιολογικό πεδίο της κλειτοριδεκτομής. σημαντικές όψεις αποτελούν αφενός οι αγώνες κά­ ποιων αφρικανών γυναικών για αλλαγή των πρακτικών αυτών και αφετέρου οι δυτικές στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του ακρωτηριασμένου και καλυμ­ μένου σώματος της «μαύρης γυναίκας». Ως επικίνδυνη τροπικότητα πρωτο­ γονισμού και σεξισμού στη δυτική οπτική αλλά και σε κάποια ευρωκεντρικά τμήματα του δυτικού φεμινισμού, η κλειτοριδεκτομή φέρει ισχυρές συνδηλώ­ σεις σωματικού, σεξουαλικού και ψυχολογικού ακρωτηριασμού των γυναικών (Kanneh 1992). Η Janice Boddy (1998) διερευνά τα νοήματα του εθίμου σε Σουδανές και Σομαλές που έχουν υποστεί την πιο ριζική εκδοχή της κλειτοριδεκτομής. επι­ χειρώντας να προβληματοποιήσει τις κοινότοπες προσλήψεις της κατηγορίας «θύματα της βίας» και να κατανοήσει, σε όλη τη συνθετότητά της, τη γυναι­ κεία υποταγή στο πολιτισμικό αυτό ιδίωμα της βίας και του πόνου. Χωρίς να υιοθετεί το μοντέλο ανδρών καταπιεστών/ γυναικών καταπιεζόμενων προκειμένου να εξηγήσει το έθιμο απλώς ως «βία εναντίον των γυναικών», η Boddy

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΕΞΟϊ'ΑΛΙΚίΓΓΙΓΓΑ ΣΤΟΙΓΣ ΛΟΙΌΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΤΗΣ ΜΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

307

προκρίνει την εξέταση των λεπτών εκείνων μηχανισμών και διαδικασιών που εξουσιοδοτούν την επώδυνη αυτή τελετουργική πρακτική στο ίδιο το πολιτι­ σμικό στερέωμα των γυναικών εκείνων που εννοιολογούνται ως θύματά της. Αναφερόμενη στις δυτικές βίαιες και επώδυνες τεχνικές κανονικοποίησης του γυναικείου σώματος (κοσμητικές επεμβάσεις, εξαντλητικές δίαιτες, λιποαναρρόφηση, ηλεκτρόλυση. εμφύτευση στήθους, κτλ), δεν επιζητεί την συμψηφιστική εξοικείωση με τη βίαιη πρακτική της κλειτοριδεκτομής, αλλά την κα­ τάδειξη του επίσης πολιτικού -καταπιεστικού και παραγωγικού- χαρακτήρα των πειθαρχικών κατασκευών της δυτικής ιδεώδους θηλυκότητας. Στη δική της μελέτη για τον αγκτηριασμό (infibulation)44 των γυναικείων γεννητικών οργάνων στη Σομαλία, η Aud Talle (1993) θεωρεί ότι η χειρουργική επέμβα­ ση και η τελετουργική πρακτική του αγκτηριασμού igudniin) συνδέεται με την παραγωγή και τη συντήρηση των έμφυλων κατηγοριών στη σομαλική κοι­ νωνία. Η κλειτορίδα, εννοούμενη ως το ανδρικό τμήμα των γυναικείων γεννη­ τικών οργάνων, πρέπει να αφαιρεθεί μέσω αυτής της διαδικασίας «δεύτερης γέννησης» των κοριτσιών, ώστε να αποδοθεί ή να αποκατασταθεί η πρέπου­ σα αισθητική και συμβολική καθαρότητα στην κανονιστική και ιεραρχική διά­ κριση μεταξύ ανδρικής και γυναικείας ταυτότητας. Η καθαρότητα του (ανα­ παραγωγικού) σώματος, ως αγνότητα, συνδέεται άρρηκτα με την καθαρότητα αυτής της διπολικής οριοθέτησης, η οποία είναι κεντρική στο σομαλικό σύ­ στημα εμφυλοποίησης. Η συρραφή του αιδοίου σηματοδοτεί, σύμφωνα με την Talle, τη μεταφορική συνένωση της γυναίκας με τον άνδρα της και με την αρρενογονική γραμμή συγγένειας. Παρομοίως, η διάνοιξη/διείσδυση μιας αγκτηριασμένης γυναίκας από έναν άνδρα καθιστά τον τελευταίο ένα πλήρως και ορθώς εμφυλοποιημένο -ως άνδρα- πρόσωπο. Το φορτισμένο πολιτισμικό σημαίνον της «κλειτοριδεκτομής», ωστόσο, δεν αφορά μόνο τις λεγόμενες «άλλες» -απόμακρες και εξωτικές- κοινωνίες της αποικιοκρατικής «περιφέρειας», αλλά και τον κυρίαρχο «δυτικό» λόγο του φύλου, της σεξουαλικότητας και της αναπαραγωγής. Ο κανονιστικός ορισμός της γυναίκας ως αντικειμένου ανταλλαγής και κτήσης με όρους αναπαραγω­ γής θεμελιώνεται στην ιδιοποίηση της μήτρας και στην εξάλειψη της κλειτο­ ρίδας, σε αυτό, δηλαδή, που η Gayatri Chakravorty Spivak ονομάζει «συμβο­ λική κλειτοριδεκτομή», μια μετωνυμία του νομικού και συμβολικού ορισμού

44. Αγκτηριασμός (infibulation): «Κλείδωμα» των γυναικείων σεξουαλικών οργάνων. Διάφορες εκδοχές της διαβατήριας αυτής διαδικασίας-δοκιμασίας περιλαμβάνουν τον α­ κρωτηριασμό μέρους ή ολόκληρης της κλειτορίδας και των εσωτερικών (μικρών) χειλέων του αιδοίου, αλλά και τη συρραφή του κόλπου πλην μιας μικρής οπής. Η βίαιη διάνοιξη της συρραφής αυτής (με μαχαίρι ή μέσω της διείσδυσης του πέους) είναι επώδυνη και οδηγεί σε μείωση της σεξουαλικής αίσθησης, αλλά και σε αίσθηση δυσφορίας και πόνου κατά τη συνουσία. Ο όρος «αγκτηριασμός» αναφέρεται στον πιο ριζικό, και λιγότερο διαδεδομένο, τρόπο ακρωτηριασμού (φαραωνική ή σουδανική περιτομή), που περιλαμβάνει την αποκοπή ολόκληρης της κλειτορίδας, των εσωτερικών και εξωτερικών (μεγάλων) χειλέων, και στη συνέχεια, τη συρραφή της εισόδου του κόλπου.

308

ΘΕίίΡΗΣΕΙΣ TO r Φ ΐΛ Ο Γ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

της γυναίκας ως μέσου αναπαραγωγής στο πλαίσιο της φαλλοκρατικήςκαπιταλιστικής οικονομίας (1987: 151-153). Η υλική και ιδεολογική απώθηση ή εξάλειψη του σημαίνοντος της κλειτορίδας συνδέεται άρρηκτα, εξηγεί η 5ριν3ΐί, με τους τρέχοντες ορισμούς και τις συμβατικές αναπαραστάσεις της γυναίκας, είτε ως σεξουαλικού αντικειμένου είτε ως φορέα αναπαραγωγής.

18. Τ ο σ ώ μ α - σ ε - φ ό ρ μ α : έ ν α π ε δ ί ο (μ ά χ η ς ) τη ς έμ φ υ λ η ς τ α υ τ ό τ η τ α ς Όπως έχει καταδείξει ο Φουκώ (1982 [1978]), το σώμα είναι η επιφάνεια πά­ νω στην οποία εγγράφονται και αρθρώνονται σχέσεις ισχύος, αλλά και δια­ δραματίζονται αμφισβητήσεις, αναδιοργανώσεις και αντιστάσεις. Στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες της κατανάλωσης, το πρότυπο του υγιούς, όμορφου, ακέραιου, ασημάδευτου και σε καλή φυσική κατάσταση σώματος, μέσω του οποίου αρθρώνονται οι πολιτισμικές αξίες της δύναμης, της λειτουργικότητας, της νεότητας και της ανταγωνιστικότητας, αφορά τόσο το κανονιστικό πρό­ τυπο της «θηλυκότητας» όσο και το κανονιστικό πρότυπο του «ανδρισμού», αν και με άνισους τρόπους. Το εξιδανικευμένο υπόδειγμα, δηλαδή, του νεα­ νικού, λυγερού, γυμνασμένου, εύρωστου και υγιούς σώματος είναι ένα έμφυλα διαρθρωμένο πεδίο άσκησης ισχύος και ρήξεων. Τόσο η επιθυμία για ένα σώμα πιο ικανό ή πιο ωραίο όσο και η αισθητική της αυτοπαρουσίασης είναι έμφυλα τοποθετημένες. Ενώ το ανδρικό σώμα υποβάλλεται πρωτίστως στη νόρμα του ρωμαλέου, γυμνασμένου και αθλητικού σώματος, οι πειθαρχικές τεχνολογίες ιατρικού ρεαλισμού (Seremetakis 2001) στις οποίες υπόκειται το γυναικείο σώμα περιστρέφονται γύρω από το βάρος, τις χειρονομίες και την εμφάνιση. Αυτή η διαδικασία δημιουργίας του κανονικοποιημένου ή πειθαρχημένου έμφυλου σώματος δεν επιτελείται (μόνο) μέσω εξαναγκασμών αλλά και μέσω μορφών εκούσιας ρύθμισης του εαυτού. Έ τσι, «τα σώματα γίνονται πειθήνια μπροστά στις κυρίαρχες απαιτήσεις της εξουσίας» (Grosz 1994: 142). Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη των Jacqueline Urla και Alan Swedlund (2000) για την «ανθρωπομετρία της Barbie» φωτίζει τις αντίξοες και επίμαχες όψεις της θηλυκότητας και των γυναικείων σωμάτων στη Βόρεια Αμερική του ύστερου 20°° αιώνα. Στο πλαίσιο του καταναλωτικού και ανδροκεντρικού κα­ πιταλισμού. τα γυναικεία σώματα δεν είναι ποτέ αρκετά θηλυκά, κι έτσι πρέ­ πει να διορθωθούν, προκειμένου να εκπληρώσουν το σχέδιο της «φύσης» σχε­ τικά με το ποια έμφυλα και φυλετικά σώματα λογίζονται και λογαριάζονται ως αποδεκτά και επιθυμητά. Τα πολλαπλά, αντιφατικά και αμφιλεγόμενα νοήματα του εθνικού-αμερικανικού αλλά και νομαδικού-διεθνικού πολιτισμικό») συμβόλου της Barbie, ωστόσο, υπαινίσσονται τις έμφυλες, φυλετικές, εθνικές και ταξικές ιστορίες, ανισότητες, συγκρούσεις και αντιστάσεις που διαδραματί­ ζονται στο πεδίο του λεπτού, αρμονικοί), ιδεώδους θηλυκού σώματος.

ΤΟ Φ ΪΛ Ο KAI II ΣΚΞΟΥ ΑΑΙΚΟΤΙΙΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΟΙΥΠΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Τ ΙΙΣ ΜΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

309

Η Iris Marion Young (1990) αποδίδει τις περιορισμένες, συσταλμένες σω­ ματικές στάσεις που καλούνται να υιοθετούν οι αστές λευκές γυναίκες του δυτικού κόσμου στο δυτικό στερεότυπο χώρου και ορίου, σύμφωνα με το οποίο το γυναικείο σώμα εννοιολογείται ως ένα δοχείο που περιέχει, περι­ κλείει, δέχεται και υποδέχεται. Η παρατήρηση αυτή απηχεί τον ισχυρισμό της Luce Irigaray (1974, 1989) ότι η ιστορία της δυτικής μεταφυσικής από τον Πλάτωνα και μετά προσλαμβάνει την ταυτότητα μέσω ενός μοντέλου που, ευνοώντας την περιχαρακωμένη ενότητα και γραμμική σταθερότητα, συμβολοποιεί τον έμφυλο εαυτό μέσα από εικόνες και μεταφορές αστυνόμευσης των ορίων-συνόρων του εαυτού και, ειδικότερα, μέσα από ιδιώματα περί­ κλεισης του ίδιου και αποκλεισμού του μη-ίδιου. Στην καθημερινή μικροφυσική της νεωτερικής κοινωνίας, οι συλλογικές ταυτότητες εκφράζονται και εκ-δραματίζονται μέσω ποικίλων πρακτικών και διαδικασιών αισθητικοποίησης του σώματος (Featherstone 1992). Οι Jacqueline Urla και Alan Swedlund (2000) έχουν αναλύσει πώς αποδίδε­ ται στο γυναικείο σώμα ένα είδος πολιτισμικής πλαστικότητας, πώς καθί­ σταται πεδίο μάχης όπου εγκαθιδρύονται, αναμετριούνται και διακυβεύονται αμφιλεγόμενες εννοιολογήσεις της έμφυλης ταυτότητας. Το γυναικείο σώμα αναδεικνύεται σε αρένα, πάνω στην οποία οι παθολογίες της θηλυ­ κότητας εξημερώνονται ή εξαλείφονται και η κανονιστική, ετεροφυλοφιλική θηλυκότητα κατασκευάζεται ως ένα σύμπλεγμα πειθαρχικών πρακτι­ κών που ορίζουν και οριοθετούν το σώμα, τις χειρονομίες του, το σχήμα, το βάρος του, την όρεξη, την κίνηση, την εμφάνιση, τις επιθυμίες του. Εί­ ναι μέσα σ ’ αυτό το πλαίσιο συμβολικής βίας και πολιτισμικά αναγνωρί­ σιμης έμφυλης κανονικότητας που γυναίκες οι οποίες προσλαμβάνουν τον ενσώματο και έμφυλο εαυτό τους -το βάρος, το σχήμα ή την ηλικία τουως ελαττωματικό, όχι αρκετά θηλυκό ή όχι αρκετά ελκυστικό -σύμφωνα με τον αισθητικό κώδικα της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας- καταφεύ­ γουν σε εξαντλητικές δίαιτες (που συχνά ευθύνονται για νευρική ανορεξία -90% των ανορεξικών είναι γυναίκες- [Chemin 1981, 1983, Brumberg 1988, Bordo 19911), δυνάμει επώδυνες ή και θανάσιμες αισθητικές επεμ­ βάσεις, επεμβάσεις εμφύτευσης προσθετικής στήθους, κτλ. (Crawford 1985, Bordo 1989, 1991, 1995, 1997, Davis 1991, 2003, Balsamo 2004 [19921, Kaw 1993, Lester 1997, Matthews 1987, Seremetakis 2001. Urla και Swedlund 2000). Όπως υποστηρίζει η Sandra Bartky, πρακτικές όπως το αερόμπικ ή το μακιγιάζ συνιστούν διαδικασίες μέσω των οποίων μορφοποιείται το «ιδεώδες σώμα της θηλυκότητας -ως εκ τούτου και το γυναικείο σώμα- υποκείμενο». Πρόκειται για «εθελούσιες» πρακτικές, που παράγουν «ένα “ασκημένο και υποταγμένο σώμα” [...1, ένα σώμα στο οποίο έχει εγγραφεί ένα κατώτερο στάτους» (1988: 71). Η ίδια συγγραφέας έχει επισημάνει ότι μέσω της ανο­ ρεξίας, της εξαντλητικής δίαιτας, της κοσμητικής επέμβασης, της βιομηχανίας

310

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΤ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΉΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

μόδας ή και απλώς μέσω του τρόπου που στέκονται ή κινούνται, οι γυναίκες καλούνται διαρκώς να πειθαρχούν τα όρια του σώματός τους (1990: 63-82), αφού, όπως ισχυρίζεται η Bordo: «Το σώμα δεν είναι μόνον ένα πολιτισμικό κείμενο. Είναι επίσης ένας πρακτικός, άμεσος τόπος κοινωνικού ελέγχου [...] μέσω της οργάνωσης και της ρύθμισης του χρόνου, του χώρου και των κινή­ σεων της καθημερινής μας ζωής, τα σώματά μας ασκούνται, διαπλάθονται και σφραγίζονται με τη στάμπα των κυρίαρχων ιστορικών μορφών αίσθησης του εαυτού» (1995: 165-6). Έτσι, η ιδεώδης εικόνα του επιθυμητού έμφυλου σώματος αποτελεί κε­ ντρικό γνώμονα των λόγων και των πρακτικών της κοσμητικής ή αισθητικής χειρουργικής. Ο Sander Gilman (1999) έχει διερευνήσει τα πολιτισμικά νοή­ ματα που αποδίδονται στην αισθητική επέμβαση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις ανάμεσα σε σώματα, γιατρούς και ασθενείς από τον 19° έως το τέλος του 20υυ αιώνα. Ο συγγραφέας δείχνει ότι η ιδιαίτερη μέριμνα της αι­ σθητικής χειρουργικής για τη μύτη υποδηλώνει τη σύνδεση της αισθητικής χειρουργικής με την ιστορία της φυλετικής επιστήμης. Το γυναικείο σώμα βρίσκεται σε θέση προνομιακού αντικειμένου του κα­ νονιστικού τεχνολογικού βλέμματος, που επιζητεί την αποκατάσταση και την εμπέδωση των πολιτισμικών ιδεωδών της «φυσικής» δυτικής γυναικείας ο­ μορφιάς. Η Carole Spitzack (1988) έχει επισημάνει ότι, στα συμφραζόμενα της κοσμητικής πλαστικής χειρουργικής και των τεχνολογιών οπτικοποίησης που συνδέονται με αυτήν, το κλινικό βλέμμα παράγει πειθαρχικά τη μορφή της γυναίκας ως εγγενώς παθολογική και ελαττωματική, υπερβολική και α­ νυπότακτη. Το αίτημα του τεμαχισμού και της αναμόρφωσης προκύπτει, έτσι, ως αποστολή αποκατάστασης μιας σωματικής ανωμαλίας (βλ. και Davis 2003). Παρομοίως, η Anne Balsamo έχει αναλύσει τις διαδικασίες μέσω των οποίων οι κοσμητικοί χειρουργοί αξιοποιούν τις τεχνολογίες απεικόνισης, προκειμένου να ανακατασκευάσουν «το γυναικείο σώμα ως σημαίνον της ιδεώδους γυναικείας ομορφιάς» (2004 [1996]: 317). Μέσω τεχνικών απεικό­ νισης, επιτήρησης και ομολογίας, η κοσμητική χειρουργική συνιστά ιδεολογικό πεδίο εμπέδωσης και διακύβευσης της τεχνολογικής αναπαραγωγής του έμ­ φυλου σώματος. Τα έμφυλα υποκείμενα δεν υπόκεινται άκριτα στην εξουσία του κοσμητικού μάρκετινγκ ούτε χειραγωγούνται παθητικά από τα κλισέ της μόδας, αλλά εμπλέκονται στις πρακτικές αυτές προκειμένου να σηματοδοτή­ σουν και να σημασιοδοτήσουν το σώμα τους σύμφωνα με -ή, σε σχέση με- τις ισχύουσες νόρμες αναγνωρισιμότητας του όμορφου, φυσικού και επιθυμητού έμφυλου σώματος. Μ’ αυτή την έννοια, στο πεδίο της σωματικής τροποποίη­ σης οι πειθαρχικές δομές και σχέσεις εξουσίας συναρθρώνονται με τις εκ­ φραστικές πρακτικές του αναστοχαστικά σχεδιασμένου και διαμορφωμένου εαυτού (βλ. και Shilling 1993).45 45. Το παράθεμα, σε μετάφραση Αλ. Κιουπκιολή. από το αφιέρωμα στον αθλητισμό. Σ ύγχρονα Θ έμ ατα 85. σελ. 62 (Ιούλιος 2004).

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟΙΆΑΙΚΟΤΙΓΓΑ ΣΤΟΓΣ Λ()Π)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΙΆΚΤΙΚΚΣ ΠΙΣ ΙΙΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ

311

Η σύνδεση μεταξύ τεχνικών αισθητικής τροποποίησης και καταναλωτικών προτύπων της αγοράς έχει μελετηθεί σε ποικίλα πολιτισμικά συμφραζόμενα. Χαρακτηριστική είναι η μελέτη της Taeyon Kim (2003) για τις έμφυλες τε­ χνικές σώματος (κοσμητική χειρουργική, πρακτικές μόδας) στο πλαίσιο των νεο-κομφουκιανικών εννοιολογήσεων του γυναικείου σώματος στη φιλελεύθε­ ρη, καπιταλιστική αγορά της Νότιας Κορέας. Το κρυμμένο γυναικείο σώμα του νεο-κομφουκιανισμού μοιάζει να δίνει σήμερα τη θέση του στο απελευ­ θερωμένο. δυτικοποιημένο σώμα του καταναλωτισμού. Ωστόσο, οι τεχνικές κυβερνητικότητας που επιζητούσαν να ελέγχουν τα γυναικεία σώματα υπό συνθήκες αυστηρού νεο-κομφουκιανισμού παραμένουν σε ισχύ στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία της Νότιας Κορέας. Έτσι, το γυναικείο σώμα τίθεται στη δικαιοδοσία μιας ιδιότυπης διαπλοκής των νέων προτύπων του κατανα­ λωτισμού με τις αρχές του νεο-κομφουκιανισμού. Η ομορφιά που επιτυγχάνεται με βίαιους τρόπους μετατροπής του γυναι­ κείου σώματος σε ιδεώδες της θηλυκότητας και αντικείμενο της ανδρικής επιθυμίας έχει μελετηθεί στο πλαίσιο της περίδεσης των ποδιών στην Κίνα, πρακτική της οποίας η ιστορία εκτείνεται από τον 10° έως τον 20° αιώνα. Ο τελετουργικός ακρωτηριασμός των ποδιών με στόχο την κατασκευή των πο­ διών των τριών ιντσών («χρυσός λωτός» είναι ο ευφημιστικός όρος για τα περιδεμένα πόδια) γίνεται πεδίο ιερής απαγόρευσης, υπόληψης, αγνότητας, οίκτου, δέους, θυσίας, πόνου, ταμπού και μυστηρίου, που συμβολίζουν τη θηλυκότητα και ερεθίζουν την ανδρική επιθυμία. Η πειθαρχική και επώδυνη περίδεση, συστροφή, συμπίεση και συντριβή των ποδιών μαθαίνει στα μικρά κορίτσια τη θέση τους στον κόσμο (Furth 1999, Κο 2005, Ping 2004 [2000]). Αξιοσημείωτη είναι η μελέτη της ιστορικού Dorothy Κο (2005), της οποίας η προσέγγιση αποφεύγει τους συνήθεις αυτοματισμούς της πολεμικής (τόσο της δυτικοκεντρικής φεμινιστικής όσο και της οριενταλιστικής πολεμικής) και, αντιστεκόμενη στο συμβατικό μεθοδολογικό δίλημμα μεταξύ σαγήνης και αποστροφής, τοποθετεί την περίδεση των ποδιών στο πεδίο της έμφυλης και ταξικής ιστορίας του σώματος και της μόδας. Καθώς μετατοπίζει την αναλυ­ τική έμφαση από τη θυματοποίηση στη γυναικεία αλληλεγγύη και δράση, η συγκεκριμένη μελέτη προχωρεί πέρα από τις συμβατικές προσλήψεις της πε­ ρίδεσης μέσα από την αναγωγική σκοπιά της πατριαρχικής καταπίεσης και επιμένει στην εξέταση των σύνθετων ιστοριών, υποκειμενικοτήτων και πρα­ κτικών των ίδιων των εμπλεκόμενων γυναικών. Η ανδρική επιθυμία για τα περιδεμένα γυναικεία πόδια συσχετίζεται με ευρύτερα, αλληλένδετα ιστορικά διακυβεύματα. όπως είναι οι τοπικές αντιπαλότητες και η φαντασιακή γεω­ γραφία., η πολιτισμική νοσταλγία και οι αξιώσεις ανδρικής υπεροχής. Οι γυ­ ναίκες δεν αποτελούσαν παθητικά ενεργούμενα και πειθήνια θύματα μιας πατριαρχικής επιταγής. Οι επιθυμίες και οι χειρονομίες τους ήταν ήδη δια­ μορφωμένες σε ένα πλαίσιο όπου η μη-περίδεση ήταν αδιανόητη και στο ο­ ποίο οι ίδιες συμμετείχαν με πολλαπλούς υφολογικούς τρόπους: τρόπους που

312

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

εκτείνονταν πέρα από τη διάζευξη επιβολή-επιλογή. Η περίδεση εκλαμβάνε­ ται, έτσι, ως συμβατική κοινωνική πρακτική και ενσώματη εμπειρία, στο πλαίσιο της οποίας επιτελούνται ποικίλα και αμφιλεγόμενα νοήματα που σχετίζονται με το επίμαχο ιδεώδες της θηλυκότητας, την επιδεικτική κατανά­ λωση. την τεχνική γνώση, το κύρος, το φετιχισμό, την κοινωνική τάξη και τη σωματική εργασία και οδύνη. Σε ποικίλες μορφές σύγχρονου δυτικού «σωματικού σχεδιάσματος» (Shil­ ling 1993) ή σωματικής τροποποίησης, όπως είναι το τατουάζ και το μπόντι πίρσινγκ, μπορούν να ανιχνευτούν οι αμφίσημες τροχιές της νεο-εποχικής (new âge) εμπορευματοποίησης, της εμπρόθετης δράσης, της μόδας, του οριενταλισμού, της ρομαντικής φαντασίωσης του «ευγενούς άγριου», της αισθητικοποίησης της «πολιτισμικής διαφοράς», και της αναστοχαστικής και παι­ γνιώδους πλαστικότητας του δυτικού ενσώματου εαυτού. Συχνά στα συμφραζόμενα αυτά επιτελούνται αυτοαναφορικές τεχνο-σωματικές πρακτικές «μοντέρνου πριμιτιβισμού» (Eubanks 1996, Klesse 2000, Μακρυνιώτη 2006), όταν τα στιλ του τατουάζ περιλαμβάνουν μοτίβα των αυτόχθονων Αμερικα­ νών και μια ποικιλία άλλων «εξω τικώ ν» και «νεοφυλετικών» (neo-tribal) σχεδίων που αντλούνται από παραδόσεις των ιθαγενών της Πολυνησίας ή άλλων περιοχών (Dery 1996, Sanders 1989, Sweetman 2004 [1999]). Σε ποιο βαθμό οι πρακτικές αυτές προσιδιάζουν στα εγχειρήματα σωματικής σχεδία­ σης και πειθάρχησης που επιζητούν την αυτο-βελτιωτική εκπλήρωση του ηγε­ μονικού δυτικού ιδεώδους (δίαιτες, εκγύμναση, κ.ο.κ.) και σε ποιο βαθμό αποκλίνουν από αυτές και τοποθετούνται κριτικά ως προς το κανονιστικό πρότυπο του άγραφου, άσπιλου και ασημάδευτου έμφυλου σώματος που είναι ανοιχτό στις πολιτισμικές εγγραφές, σύμφωνα με το οποίο στιγματίζε­ ται κάθε σημάδι -ουλές, ρυτίδες, ίχνη ασθένειας ή φθοράς; Πώς οι σωματικές τροποιητικές τεχνογνωσίες, αυτές «που μας υπόσχονται τη δυνατότητα να “παίρνουμε το σώμα μας στα χέρια μας” και να το μετασχηματίζουμε κατά βούληση» (Μπακαλάκη 2006: 20) επανεπιβεβαιώνουν, αναπλαισιώνουν ή παραβιάζουν τις έμφυλες, ηλικιακές και φυλετικές νόρμες του ιδεότυπου του οικουμενικού ανθρώπου; (Μπακαλάκη 1998, 2003, 2006). Σε κάθε περίπτω­ ση, οι πρακτικές τροποποιητικής χαρτογράφησης του έμφυλου σώματος δεν σημαδεύουν ή μαρκάρουν απλώς την επιφάνεια του σώματος, αλλά υπο­ γραμμίζουν ότι το σώμα είναι πάντοτε ήδη σημαδεμένο ή σεσημασμένο από έμφυλες, φυλετικές, ταξικές, ηλικιακές, ιατρικές ιστορίες. Η Elizabeth Grosz (1990β) έχει επισημάνει την έμφυλη διαφοροποίηση που διέπει τις σύγχρονες μορφές σκαριφησμού και τατουάζ, υποστηρίζοντας ότι αυτές υπόκεινται στη συμβατική λογική παραγωγής ανδρικών σωμάτων ως ρωμαλέων μέσω στερεοτυπικά μάτσο διακοσμητικών μοτίβων, από τη μια πλευρά, και αδύναμων και παθητικών γυναικείων σωμάτων, από την άλλη (βλ. και Mascia-Lees και Sharpe 1992). Επίσης, η ίδια θεωρητικός, στη μελέτη της για τις πρακτικές τροποποιητικής χαρτογράφησης του σώματος, υποστη­

ΤΟΦΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟΤΆΛΙΚΟΤΊΓΤΑ ΣΤΟΤΓΣ Λ()ΙΧ)1ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΜΙΟΗΙΙΙΣΠΙΜΙΙΣ

313

ρίζει ότι, σε αντίθεση με το τατουάζ, το πίρσινγκ δεν είναι μια απλώς και μόνο διακοσμητική πρακτική, αλλά μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις αι­ σθήσεις του σώματος κατά τη διάρκεια σεξουαλικών πράξεων, δηλαδή, να χαρτογραφήσει εκ νέου την ερωτογενή ευαισθησία και διαθεσιμότητα του σώματος. Έτσι, ενδέχεται να δημιουργούνται νέα «σώματα και ηδονές», ό­ πως θα έλεγε ο Φουκώ, πέρα από το πεδίο της κανονικοποιημένης σεξουαλι­ κότητας. Η έρευνα του Paul Sweetman (2004 [1999]), εξάλλου, έχει επισημάνει πε­ ριστάσεις όπου αποσταθεροποιούνται σε κάποιο βαθμό οι ηγεμονικές αντι­ λήψεις της μεσαίας τάξης περί ετεροφυλοφιλικού ανδρισμού, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του ανδρικού πίρσινγκ, εν μέρει λόγω των σεξουαλικών συνδηλώσεών του, αλλά και λόγω των θηλυκών συνδηλώσεων που φέρει η σωματική κόσμηση στον δυτικό πολιτισμό. Πράγματι, η πρακτική του τατουάζ είναι ιστορικά επενδυμένη με ισχυρά νοήματα ανορθολογικής -και ως εκ τούτου «γυναικείας», αλλά και «αταβιστικής», πολιτισμικά κατώτερης και εκφυλιστικής σωματικής έξης και αισθητικής (Lombroso 1896). Έτσι, το τατουάζ μπορεί να εκληφθεί ως έμφυλα, ταξικά και φυλετικά φορτισμένη πολιτισμική πρακτική, η οποία διατηρεί μια αμφίσημη συνάφεια τόσο με την ηγεμονική αρρενωπότητα όσο και με τον εκθηλυμένο άλλο. Όπως συμβαίνει σε κάθε πολιτισμική πρακτική, δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί προγραμματικά και απομονωμένα η συμμορφωτική ή αντιστασιακή δυναμική των μορφών σωμα­ τικής τροποποίησης. Προσεγγίζοντας το τατουάζ και το πίρσινγκ ως αμφίσημα και ενδεχομενικά ιδιώματα διεκδίκησης του σώματος και συγκρότησης νέων μορφών υποκειμενικότητας, η Δήμητρα Μακρυνιώτη (2006) υπογραμμί­ ζει ότι οι πρακτικές σωματικής τροποποίησης δεν συνιστούν εξ ορισμού ανθιστάμενες ή ανατρεπτικές πρακτικές και δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές ανεξάρτητα από τα ισχύοντα πλέγματα εξουσίας και ανισότητας ως προς το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη φυλή, την εθνότητα. Επίσης, ο αθλητισμός έχει αποτελέσει προνομιακό πεδίο διερεύνησης της έμφυλης σωματικής πειθάρχησης και αυτο-πειθάρχησης, όπως φαίνεται ιδιαί­ τερα στις μελέτες που επικεντρώνονται στη σχέση του αθλητισμού με τη νεωτερικότητα και την εθνικότητα (Frykman 1996), αυτές που φωτίζουν τη σχέ­ ση ανάμεσα στον αθλητισμό και τον ανδρισμό (Mangan 1981, Γιαννακόπουλος 1995, 1997), αλλά και εκείνες που διερευνούν τη φυσικοποιημένη και θεσμοποιημένη θεμελίωση του επίσημου αθλητισμού στο σύστημα έμφυλου δι­ πολισμού (Fausto-Sterling 2004). Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Arjun Appadurai (1996) για την περίοπτη θέση που κατέχει το κρίκετ στο ινδικό φαντασιακό, όπου ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το άθλημα ως πεδίο στο ο­ ποίο διασταυρώνονται το φύλο, το έθνος, η φαντασίωση και η σωματική από­ λαυση, σ ’ ένα ιστορικό περιβάλλον που συντίθεται από τις παραμέτρους της αυτοκρατορίας, της πατρωνίας και του εμπορίου. Ο αθλητισμός με τη σημε­ ρινή του μορφή εμφανίστηκε αρχικά στα αγγλικά κολέγια αγοριών, στις αρ­

314

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

χές του 19°° αιώνα. Αρχίζει τότε να διαμορφώνεται μια ηθική του αθλητι­ σμού, που έχει στο επίκεντρό της το έμφυλο πρότυπο του ανταγωνιστικού ηρωισμού (Vigarello 2004). Σύμφωνα με την κυρίαρχη ηθική και επιστημολο­ γία του 19°° αιώνα, το γυναικείο σώμα αναγόταν στη φύση και θεωρούνταν υποδεέστερο και ασθενέστερο του ανδρικού. Η δικαίωση της κοινωνικής ύ­ παρξης της γυναίκας επιτελούνταν μέσα από την εκπλήρωση της αναπαρα­ γωγικής της «αποστολής» και τον περιορισμό της στον οικιακό χώρο. Ακόμη και η ιδέα της «ήπιας» γυναικείας άθλησης, αυτής που προσιδίαζε στη γυ­ ναικεία φύση χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη θηλυκότητα, που αναδύθηκε στο πλαίσιο του βιοιατρικού λόγου του τέλους του αιώνα συνδεόταν με την επι­ δίωξη της υγιέστερης αναπαραγωγικής λειτουργίας. Παρά την ισχύουσα αιστορική και α-πολιτική ρητορική που αναπαριστά τον αθλητισμό ως πεδίο των οικουμενικών αξιών της ειρήνης και της αδελφοσύνης, ο αθλητισμός έχει αναδειχθεί σε πεδίο κατασκευής και εμπέδωσης διαφόρων μορφών κοινωνι­ κών ανισοτήτων, όπως εκφαίνεται σε ιστορικές περιπτώσεις αποκλεισμού από τους Ολυμπιακούς Αγώνες λόγω φύλου, φυλής και τάξης, αλλά και στις γυναικείες και εργατικές Ολυμπιάδες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν η διεκδίκηση του δικαιώματος των γυναι­ κών στην άθληση αξιοποιήθηκε από το φεμινιστικό κίνημα της εποχής ως συμβολικό πεδίο της γυναικείας χειραφέτησης από τις ανδροκρατικές νόρμες και επιταγές (Γιαννιτσιώτης 2004). Η μελέτη του Kenneth Dutton (1995) εξετάζει την ιστορία της συμβολικής γλώσσας του μυώδους σώματος στη δυτική παράδοση αναπαράστασης της ανθρώπινης τελειότητας με γνώμονα το ανδρικό, εύρωστο, γυμνασμένο και μυώδες σώμα. Ωστόσο, παρά την εγκαθίδρυση του προτύπου του αθλητικού σώματος στα συμφραζόμενα της καπιταλιστικής κουλτούρας της κατανάλω­ σης, δεν είναι όλες οι εκδοχές του γυμνασμένου σώματος κοινωνικά αποδε­ κτές. Για παράδειγμα, ο μυϊκός όγκος θαυμάζεται σ ’ ένα ανδρικό σώμα, ενώ αποδοκιμάζεται και στιγματίζεται σ ’ ένα γυναικείο. Η μελέτη της Shirley Tate (2004 [1999]) δείχνει πώς οι γυναίκες αρσιβαρίστριες, αψηφώντας τα κανονιστικά πρότυπα ομορφιάς και διαχειριζόμενες το στίγμα της παθολογί­ ας, αμφισβητούν έμπρακτα το έμφυλο habitus και επανακαθορίζουν τη θέση τους σ ’ αυτό και τη σχέση τους με αυτό. Επανιδιοποιούμενες τον ανδρικό χώρο του γυμναστηρίου, οι γυναίκες με δυνατά σώματα μεταπλάθουν το σώ­ μα τους σ ’ ένα πεδίο ενίσχυσης της φυσικής και συμβολικής αυτοδυναμίας τους, σ ’ ένα πεδίο όπου μπορούν, επιστρέφοντας το επιτιμητικό βλέμμα και απομακρύνοντας το στίγμα, να «είναι δι’ εα υ τές» (βλ. επίσης Cahn 1994).46

46. Παρομοίως, για την Β8ΓίΙςγ, οι πρακτικές του μπόντι μπίλντιγκ και της άρσης βαρών εκ μέρους των γυναικών μπορούν να θεωρηθούν παραδείγματα «πειραματισμού με νέα “στιλ σώματος”»: πειραματισμός που επιτελείται ως διαφοροποίηση από, ή αντίσταση στα. συμβατικά πρότυπα εμφάνισης και εκφοράς του γυναικείου σώματος (1988: 83).

ΤΟΦΓΑΟ ΚΑΙ Μ ΣΚΞΟϊΑλΙΚϋΠΓΓΑ ΣΤΟΓΣ Λ()ΓΤ)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΜΙΟΚΠΙΣΤΙΙΜΙΙΣ 315

19. Ε π ίλ ο γ ο ς Η Ανθρωπολογία της Υγείας -ή Ιατρική Ανθρωπολογία- έχει υπογραμμίσει τη σημασία τού να μην υποστασιοποιούμε, φυσικοποιούμε και αισθηματοποιούμε την ανθρώπινη οδύνη, καταδεικνύοντας ότι κάθε γνώση γύρω από το σώ­ μα, την ψυχή, την κατάσταση της υγείας και της αρρώστιας είναι ιστορικά τοποθετημένη και φορτισμένη με πολιτικό νόημα· ότι η έμφαση στην «εμπει­ ρία» της υγείας και της αρρώστιας δεν πρέπει να ολισθαίνει στην ιδέα ενός εκ των προτέρων οντολογικά δεδομένου υποκειμένου, στο οποίο η εμπειρία «συμβαίνει», και ότι στην υγεία, την αρρώστια και τη θεραπεία τα υποκείμε­ να δεν είναι ούτε απλώς φορείς ελεύθερης έκφρασης ούτε απλώς αδρανή προϊόντα λογοθετικών και πειθαρχικών μηχανισμών. Η ανθρωπολογία της υγείας μάς έχει διδάξει τον επιστημολογικό σκεπτικισμό απέναντι σε κάθε είδους ουσιοκρατικό και ουνιβερσαλιστικό λόγο περί «οδύνης», «ανθρωπότη­ τας» και «ανθρώπινης οδύνης» (Asad 1997, Das 1997, Arthur και Joan Kleinman 1997). Έ χει επίσης καταστήσει σαφές ότι σε διαφορετικά πολιτι­ σμικά συγκείμενα αναδύονται διαφορετικές εμπειρίες και κοινωνικές πρα­ κτικές οδύνης, ενώ επινοούνται διαφορετικές μορφές ανταπόκρισης σ ’ αυτήν, γνώσης γύρω α π ’ αυτήν, ενσυναίσθησης και ίασης. Έχει ακόμη εξετάσει τις ασυμμετρίες και τις ανισότητες που διέπουν την παγκόσμια υγεία, υπό το φως του τέλους του Ψυχρού Πολέμου και άλλων παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, ανιχνεύοντας, για παράδειγμα, τις σχέσεις και τις δια­ δικασίες που νομιμοποιούν τα προγράμματα οικονομικής αναδόμησης που εφαρμόζουν φορείς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ώστε να λειτουργούν επιβαρυντικά στην υγεία των γυναικών στην υπο-Σαχάρεια Αφρική (Desjarlais, Eisenberg, Good και Kleinman 1995). Ό­ πως τονίζουν οι Arthur και Joan Kleinman, «δεν υπάρχει ένα άχρονο και ά­ τοπο σχήμα οδύνης» (1997: 2). Πράγματι, το φύλο, η φυλή, η εθνική και εθνοτική ταυτότητα, η κοινωνική τάξη και η θρησκεία επιμερίζουν και συνθετοποιούν την κοινωνική εμπειρία και την πολιτισμική αναπαράσταση της δυ­ σανεξίας, της αρρώστιας, της ίασης (βλ. Mann 1999, Morsy 1995. Owoh 1995). Τα σύνθετα αυτά ερωτήματα αναδύονται και δοκιμάζονται στο πλαίσιο των ποικίλων σύγχρονων περιστάσεων του βιοπολιτικού ανθρωπισμού, ιδιαί­ τερα σε ό,τι αφορά τις έμφυλες. εθνοτικές και οικονομικές ανισότητες που δομούν την κανονιστική και κανονικοποιητική ισχύ του σύγχρονου ανθρωπι­ σμού ως «πολιτική της ζωής» (Αθανασίου 2007α, Fassin 2007β, Fischer 2003, Mbembe 2003). Η πολιτική του έμφυλου σώματος διαπερνά τη μετα-ψυχροπολεμική συν­ θήκη, ιδιαίτερα όπως αυτή αποτυπώνεται στις περιστάσεις της μετανάστευ­ σης, της προσφυγιάς, της πολιτικής ασύλου, των διεθνικών ροών και ανισοτή­ των, όπως και της αναπλαισίωσης του «ανθρώπινου» στο πλαίσιο μιας ολοέ­

316

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT* ΦΥΛΟΥ* ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΪ2ΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

να διογκούμενης δημόσιας σφαίρας μη-κυβερνητικών και ανθρωπιστικών ορ­ γανώσεων. Οι φορείς αυτοί του μη-κυβερνητικού ανθρωπισμού διαδραματί­ ζουν -σε διαφοροποιημένους βαθμούς σύμπραξης με, ή κριτικής απόστασης από, τον ηγεμονικό (κρατικό, δια-κρατικό, κ.ο.κ.) λόγο του βιοπολιτικού αν­ θρωπισμού- κομβικό ρόλο στα καθεστώτα αλήθειας που οργανώνουν την αυθεντικοποίηση της μαρτυρίας και τη θεαματοποίηση του τραύματος (Δουζίνας 2006, Pandolfi 2003. Papagaroufali 2008). Αυτό που αναδύεται ως κρίσιμο ζήτημα σε ό,τι αφορά την πολιτική δια­ χείριση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, μαζικών καταστροφών, πολεμικών συρράξεων, πολιτικής βίας είναι η διαφοροποιημένη και διαφοροποιητική παραγωγή των κατηγοριών του «θύματος», του «αυτόπτη μάρτυρα», του «εμπειρογνώμονα», του «φορέα ανθρωπιστικής βοήθειας» ή του «παραλήπτη ανθρωπιστικής βοήθειας», αλλά και η διαφοροποιημένη και διαφοροποιητική αποδιδόμενη σημασία, αναγνώριση, δημοσιότητα και μέριμνα σε πληττόμενες ομάδες ή άτομα (Butler 2008 [2004], Enarson 2000, Feldman 2004, Malkki 1995, Razack 2004). Ο τρόπος με τον οποίο η «αλήθεια του σώματος» επι­ στρατεύεται εργαλειακά και ασύμμετρα ως τεχνολογία αυθεντικοποίησης, δικαιοδοσίας και πειθάρχησης των «ξένων σωμάτων» του εθνικού σώματος αποτυπώνεται στη μελέτη του Didier Fassin (2005) σχετικά με την εργαλειοποίηση του «τραύματος» και τη χρήση των ιατρικών πιστοποιητικών ως τεκ ­ μηρίων στην πολιτική του ασύλου. Αιτούντες άσυλο σε διάφορα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα καλούνται να πείσουν για την «αλήθεια» του αιτήματός τους μέσω ιατρικών και ψυχιατρικών διαγνώσεων. Έ τσι, η έννοια του τραύματος αναδύεται ως νοσογραφική κατηγορία-πειστήριο, που επιστρατεύεται από τις εκάστοτε πολιτικές παροχής ασύλου για να πιστοποιεί θεσμικά τις βιοϊστορίες της πολιτικής βίας (Fassin και d ’Halluin 2007). Αλλά και η μελέτη της Aiwa Ong (1995) για το ρόλο που διαδραματίζει η «προσφυγική ιατρική» στην απόδοση και διαχείριση της πολιτισμικής ιδιότητας του πολίτη σε μετα­ νάστες και μετανάστριες από την Καμπότζη που ζουν στην Καλιφόρνια απο­ τελεί μια διαφωτιστική συνεισφορά στην εξέταση των τεχνολογιών της παθολογικοποίησης και ιατρικοποίησης που διέπουν τις πολλαπλές εκφορές της σύγχρονης βιοπολιτικής υποκειμενικότητας. Η μελέτη της Elaine Enarson (2000) αναφέρεται στη στερεοτυπική εμφυλοποίηση των περιβαλλοντικών κρίσιμων καταστάσεων, όπως αυτή αποτυπώνεται είτε στη θηλυκή ονοματοδοσία των τυφώνων, που υποδηλώνει την πολιτισμική συναίρεση του γυναι­ κείου με τις άτακτες, κατακλυσμιαίες και καταστροφικές «δυνάμεις της φύ­ σης», είτε στα ιδιώματα δημόσιας αναπαράστασης που απεικονίζουν τους άνδρες ως διασώστες, ενεργητικούς φορείς του ορθού λόγου και της ανθρω­ πιστικής τεχνογνωσίας και τις γυναίκες (και τα «γυναικόπαιδα») ως αδύνα­ μα θύματα των οποίων η οδύνη -σιωπηλή ή μαρτυρημένη- δίνει το «ανθρώπι­ νο» μέτρο της καταστροφής (βλ. και Athanasiou 2005). Η Ελένη Παπαγαρουφάλη (2008) έχει υπογραμμίσει τις έμφυλες διαστάσεις της μετααποικια-

ΤΟ ΦΤΛΟ ΚΑΙ II ΣΚΞΟΙΆΛΙΚΟΠΓΓΑ ΣΤΟΤΓΣ ΛΟΙΤ)ίΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ Τ1ΙΣ ΒΙΟΚΠΙΣΤΗΜΙΙΣ

317

κής ευρωπαϊκής «μαλακής διπλωματίας» στο πλαίσιο των «αδελφοποιήσε­ ων», όπου κυριαρχεί η ηθικολογική και αισθηματολογική ρητορική των κανο­ νιστικών και εξιδανικευμένων οικογενειακών δεσμών, ενώ η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη (2008) επισημαίνει τις έμφυλες συνδηλώσεις της ενσυναίσθησης, της φροντίδας, του αλτρουισμού, της ανθρωπιστικής βοήθειας και της φιλαν­ θρωπικής ρητορικής στο πλαίσιο σύγχρονων λόγων και πρακτικών εθελοντι­ σμού. Στο εκτενές αυτό δοκίμιο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις διατομές φύλου και βιοκοινωνικότητας, όπως αυτές διαδραματίζονται στα επίπεδα της ανα­ λυτικής της εξουσίας, της γενεαλογίας της γνώσης και της προβληματικής του υποκειμένου. Παράλληλα, διαφάνηκε η άρρηκτη θεωρητική συνύφανση του φύλου με άλλες παραμέτρους κοινωνικής ιεράρχησης και υποκειμενικότητας που συνευθύνονται για την ασύμμετρη, κοινωνικά θραυσματική και στρωματογραφημένη, ατομική και συλλογική, προσωπική και πολιτική, εμπειρία της υγείας και της αρρώστιας. Επιχειρώντας να φωτίσω τους τρόπους με τους οποίους οι σχέσεις εξουσίας και οι κοινωνικές διαδράσεις. ιδιαίτερα αυτές που αφορούν το φύλο και τη σεξουαλικότητα, διαπλάθουν την εμπειρία της υγείας και της αρρώστιας, συζήτησα ερωτήματα, όπως: Τι ρόλο διαδραματί­ ζει το φύλο στον τρόπο με τον οποίο οι ασθενείς, καθώς και τα μέλη του κοι­ νωνικού τους δικτύου, ζουν την εμπειρία της αρρώστιας και των σωματικών, ψυχικών και συναισθηματικών διαστάσεών της, αλλά και της ιατρικής διαχεί­ ρισης, της κοινωνικής πρόσληψης και της πολιτισμικής αναπαράστασης που συνδέεται με τη νόσο; Πώς χαρτογραφείται η πολιτική οικονομία της έμφυλης ασυμμετρίας της αρρώστιας σε επίπεδα τοπικά και παγκόσμια, αλλά και στις σύνθετες διαπλοκές των επιπέδων αυτών σ ’ έναν ολοένα και πιο δικτυωμένο και αβέβαιο κόσμο; Ποιες τεχνολογίες πειθαρχίας και ποιες πρακτικές αντίστασης ενέχονται στην εμπειρία της οδύνης και σε όλο το πυκνό πλέγμα των θεσμικών, βιοιατρικών, βιοτεχνολογικών. αφηγηματικών, υποκειμενικών και δι-υποκειμενικών της διαστάσεων και συνδηλώσεων; Με τι είδους νοήμα­ τα και πολιτικές συνέπειες φορτίζονται οι κοινωνικές και πολιτισμικές πρα­ κτικές ανταπόκρισης στην έμφυλα τοποθετημένη ανθρώπινη εμπειρία της ασθένειας, της οδύνης και της ίασης; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην ανα­ γνώριση και την ιδιοποίηση, ανάμεσα στην κοινωνική αλληλεγγύη και τη θυματοποίηση; Πώς χαράσσονται και πώς ρυθμίζονται τα όρια ανάμεσα σ ’ ένα «κοινωνικό πρόβλημα» και σ’ ένα «ιατρικό πρόβλημα»; Πώς κατασκευάζο­ νται κοινωνικά, πώς εμπεδώνονται και πώς μετασχηματίζονται οι έμφυλοι ορισμοί της υγείας και της αρρώστιας; Τι είναι αυτό που νομιμοποιεί την εννοιολόγηση, παραδείγματος χάριν, της στειρότητας ή της εμμηνόπαυσης ως ασθενειών; Ποιες είναι οι κανονιστικές επιταγές που εξουσιοδοτούν την αντι­ μετώπιση των έμφυλων υποκειμένων τα οποία υπόκεινται σε μορφές πολιτι­ κής βίας όπως ο σεξισμός, ο ρατσισμός και η ομοφοβία ως ασθενείς, θύματα ή μεταφορές σωματικής και κοινωνικής παθογένειας; Πώς οι φορείς δημόσιας

318

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΊΓΛΟΪ’ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και κρατικής ασφάλειας εμπλέκονται στην ε ­ μπέδωση έμφυλων ορισμών και περιορισμών; Οι βιβλιογραφικές συνεισφορές που παρουσιάστηκαν και σχολιάστηκαν στο κείμενο αυτό υποδεικνύουν με ποικίλους τρόπους ότι το ιατρικό, το κοι­ νωνικό, το πολιτικό, το σωματικό και το ψυχικό συνυφαίνονται άρρηκτα. Διε­ ρευνούν τους τρόπους με τους οποίους οι συνθήκες και οι εμπειρίες της υ­ γείας και της αρρώστιας εμφορούνται από έμφυλες σχέσεις εξουσίας, σε επί­ πεδο τόσο ατομικής υποκειμενικότητας όσο και κοινωνικής συλλογικότητας. Ανιχνεύουν πώς εναλλακτικές προσωπικές στρατηγικές και δημόσιες σφαίρες, πολιτισμικά ιδιώματα και αφηγηματικά πεδία συγκροτούνται από υποκείμε­ να και κοινότητες, προκειμένου να καταστήσουν εφικτή την άρθρωση εμπει­ ριών που έχουν υπάρξει αποσιωπημένες και απαξιωμένες -λόγω φύλου, σε­ ξουαλικότητας, φυλής ή κοινωνικής τάξης- από τις ισχύουσες διευθετήσεις γνώσης/εξουσίας. Αποδίδοντας έμφαση τόσο στα ευρύτερα πολιτικά συγκεί­ μενα όσο και στις πιο αδιόρατες πτυχές της καθημερινής κοινωνικής οικειό­ τητας, διαβάζουν τις λεπτές και πυκνές εκείνες διαδρομές που συνυφαίνουν τις διαδικασίες της έμφυλης υποκειμενοποίησης με αυτές της διεκδίκησης εναλλακτικών θέσεων υποκειμένου, ακόμη και μπροστά στις εμπειρίες της αρρώστιας, της οδύνης, της απώλειας, της παθολογικοποίησης ή της θυματοποίησης. Χρειαζόμαστε όμως ακόμη ανθρωπολογικές μελέτες που εισάγουν και ανιχνεύουν νέες μορφές λόγου, εμπειρίες, ιδιώματα, επιτελέσεις γύρω από τις έμφυλες διαστάσεις της υγείας, της αρρώστιας, του τραύματος και της ίασης, που επανεπινοούν τη σχέση μεταξύ έμφυλης πολιτισμικής αναγνωρισιμότητας και ανθρώπινης οδύνης, και που παραμένουν ανυποχώρητα αφοσιωμένες στην κριτική των έμφυλων, σεξουαλικών, φυλετικών, εθνικών, οικο­ νομικών. επιστημολογικών αξιώσεων που θεμελιώνουν και νομιμοποιούν τις βιοιατρικές και πολιτισμικές προσλήψεις του «φυσιολογικού» και του «π α ­ θολογικού».

Ε υ χ α ρ ισ τίες Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Γιαννακόπουλο, τη Βενετία Καντσά, τη Βασιλι­ κή Μουτάφη και τον Ακη Παπαταξιάρχη για την πρόσκληση της συγγραφής αυτής της μελέτης. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην Ελένη Παπαγαρουφάλη για την ευαίσθητη ανάγνωση και τα δημιουργικά σχόλιά της, αλλά και στις καθηγήτριές μου Veena Das και Rayna Rapp, που ενέ τνευσαν πριν από χρόνια το ενδιαφέρον μου για τη σύνδεση φύλου και βιο-επιστήμης. 7

Βιβλιογραφία Αβδελά, Έφη, 2002, Ε γ κ λ ή μ α τα τιμής. Αθήνα: Νεφέλη. Adelson, Naomi, 2001, “Reimagining aboriginally: An indigenous people’s response to social suffering”. Στο Veena Das, Arthur Kleinman, Margaret Lock, Mamphela Ramphele και Pamela Reynolds (επιμ.), Remaking a World: Violence, Social Suffering, and Recovery, 76-101. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Αθανασίου, Αθηνά, 2003, «Η πειθαρχία της συνέχειας: Χρόνος, σώμα και βιοπολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα 82: 45-52. — 2006, «Εισαγωγή: Φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το ‘δεύτερο κύμα’ ». Στο Αθηνά Αθανασίου (επιμ.). Φ εμινιστική θ εω ρ ία κ α ι πολιτισμική κριτική, 13-138. Αθήνα: Νήσος. — 2007α, Ζωή σ τ ο Ό ρ ιο : Δ οκ ίμ ια γ ια τ ο σ ώ μ α , τ ο φ ύ λ ο κ α ι τη βιοπολιτική. Αθήνα: Εκκρεμές. — 2007β, «Μ εταξύ τεράτων και συμβάντων: Τεχνολογίες του έμφυλου σώματος, αναπλαισιώσεις του ανθρώπινου». Στο Ζωή σ τ ο ό ρ ιο : Δ οκίμ ια γ ια τ ο σ ώ μ α , το φ ύλο κ α ι τη βιοπολιτική, 167-188. Αθήνα: Εκκρεμές. — 2008α, «Υλοποιώντας το έμφυλο σώμα: Η πολιτική υ π όσ χ εσ η της επιτελεστικότητας». Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση Judith Butler, Σ ώ μ α τ α μ ε σ η μ α σ ία : Ο ριοθε­ τή σεις το υ « φ ύ λ ο υ » σ τ ο λόγ ο, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, επιμ. Αθηνά Αθανασίου, 7-26. Αθήνα: Εκκρεμές. — 2008β, «Η ετεροδοξία της μαρτυρίας: Ανακαλώντας την κοινωνική μνήμη της δου­ λείας». Επίμετρο στην ελληνική έκδοση Harriet Jacobs. Γεννή θη κα σ κ λ ά β α : Ε π ε ι­ σ ό δ ια α π ό τη ζωή μ ια ς ν εα ρ ή ς σ κ λ ά β α ς , γ ρ α μ μ έν α α π ό την ίδ ια (1861), μετά­ φραση Στέλλα Κωνσταντινέα, 301-317. Αθήνα: Αιώρα. Αθανασίου, Αθηνά και Δημοσθένης Αγραφιώτης, 1999, «Η ταυτότητα ως ετερότητα: AIDS, σεξουαλικότητα και επικινδυνότητα». Ε λλη νικά Α ρ χ εία το υ AIDS 7 (3): 201-209. Athanasiou, Athena, 2003, “Technologies of humanness, aporias of biopolitics, and the cut body of humanity”, differences: A Journal o f Feminist Cultural Studies 14 (1): 125162 (άνοιξη 2003, ειδικό τεύχος: “On Humanism”). — 2005, “Reflections on the politics of mourning: Feminist ethics and politics in the age of empire”. Historein: A review o f the past and other stories 5: 40-57. — 2006, “Bloodlines: Performing the body of the ‘demos,’ Reckoning the time of the ‘ethnos’”. Journal o f Modern Greek Studies (ειδικό τεύχος: “Mirrors, Myths, and Meta­ phors: Ethnographing Greece”, επιμέλεια: Αναστασία Καρακασίδου και Φωτεινή Τσιμπιρίδου), 21-68. Alonso, Ana Maria και Maria Teresa Koreck. 1989. “Silences: ‘Hispanics.’ AIDS, and sexual practices”, differences 1 (1): 101-24. Altman, Roberta, 1996, Waking Up. Fighting Back: The Politics o f Breast Cancer. Βοστόνη: Little, Brown. Anagnost, Ann, 1988, “Family violence and magical violence: the woman as victim in China’s one-child birth policy”. Women and language 9 (2): 16-20. — 1995. “A surfeit of bodies: population and the rationality of the state in post-Mao China”. Στο Faye Ginsburg and Rayna Rapp (επιμ.). Conceiving the New World Or­ der, 22-45. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Anidjar, Gil, 1997. “On the (under)cutting edge: Does Jewish memory need sharpen­ ing?”. Στο Jonathan Boyarín και Daniel Boyarín (επιμ.), Jews and Other Differences. Μινεάπολη: University of Minnesota Press. Appadurai, Arjun, 1996. “Playing with modernity: The decolonization of Indian cricket”. Στο Modernity at Large: Cultural Dimensions o f Globalization. Μινεάπολη: University of Minnesota Press. Ariés, Philippe, 1962, Centuries of Childhood. Νέα Υόρκη: Vintage Books. Αριστοτέλης. Περ. 330 π.Χ. Η κ α τα γ ω γ ή των ζώων.

320

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Asad, Talal, 1997, “On torture, or cruel, inhuman, and degrading treatment”. Στο Ar­ thur Kleinman, Veena Das, και Margaret Lock (επιμ.). Social Suffering, 2 8 5 -3 0 8 . Μπέρκλεϊ: University of California Press. Αστρινάκη, Ουρανία, 2002, «Ο άντρας κάνει τη γενιά ή η γενιά τον άντρα; Ταυτότη­ τες, βία, ιστορία στην ορεινή δυτική Κρήτη». Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα. Bakalaki, Alexandra. 2008, “On the ambiguities of altruism and the domestication of emotions”. Historein 8: 8 3 -9 3 . Bakhtin. Mikhail, 1984, Rabelais and His World, μτφρ. Helene Iswolsky. Μπλουμινγκτον: Indiana University Press. Balibar, Etienne. 1991, “Is there a ‘neo-racism ’?”. Στο Etienne Balibar και Immanuel Wallerstein (επιμ.). Race, Nation, Class: Ambiguous Identities, [μτφρ. Chris Turner], 17-28. Λονδίνο: Verso. Balsamo. Anne, 1995. “Forms of technological embodiment: Reading the body in con­ temporary culture”. Body & Society 1 (3 -4 ): 2 0 6 -2 1 5 . — 1996a. “Public pregnancies and cultural narratives of surveillance”. Στο Technologies o f the Gendered Body: Reading Cyborg Women. Ντέραμ: Duke University Press. — 1996β. “The virtual body in cyberspace”. Στο Technologies o f the Gendered Body: Read­ ing Cyborg Women. Ντέραμ: Duke University Press. — 2004 [1996], «Στην κόψη του ξυραφιού: κοσμητική χειρουργική και νέες τεχνολογί­ ες» . Στο Τ α ό ρ ι α τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς , επιμ. Δήμητρα Μακρυνιώτη μτφρ. Κ ώ στας Αθα­ νασίου, 315 -332. Αθήνα: Νήσος [“On the Cutting Edge: Cosmetic Surgery and the Technological Production of the Gendered Body”, Camera Obscura 28: 207-38 (1996)]. Βαρίκα. Ελένη. 1987, Η ε ξ έ γ ε ρ σ η τω ν κυρ ιώ ν . Αθήνα: Ιδρυμα Έ ρ ευ να ς και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας. — 2000. Μ ε δ ια φ ο ρ ε τ ικ ό π ρ ό σ ω π ο : Φ ύλο, δ ι α φ ο ρ ά κ α ι ο ιχ ο υ μ ε ν ικ ό τ η τ α . Αθήνα: Κατάρτι. — 2006. «Φυσικοποίηση της κυριαρχίας και νόμιμη εξουσία στην κλασική πολιτική θεωρία». Στο Αθηνά Αθανασίου (επιμ.) Φ εμινιστική Θ εω ρία κ α ι π ολ ιτισ μ ική κ ρ ιτ ι­ κή. 511-542. Αθήνα: Νήσος. — 2009 [2006], Γ ια μ ια π ολίτικη γ ρ α μ μ α τ ικ ή τ ο υ φ ύ λ ο υ , μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου. Αθήνα: Πλέθρον. Barker, Francis, 1984. The Tremulous Private Body: Essays on Subjection. Λονδίνο: Methuen. Barroso, Carmen και Sonia Correa, 1995, “Public servants, professionals, and feminists: The politics of contraceptive research in Brazil”. Στο Ginsburg και Rapp (επιμ.). Conceiving the New World Order. 2 9 2 -3 0 6 . Μ πέρκλεϊ: University of California Press. Bartky, Sandra Lee, 1988, “Foucault, femininity and the modernization of patriarchal power”. Στο I. Diamond και L. Quinby (επιμ .). Feminism and Foucault: Reflections on Resistance. 61-86. Βοστόνη: Northeastern University Press. — 1990. Femininity and Domination: Studies in the Phenomenology o f Oppression. Νέα Υόρκη: Routledge. Bashford. Alison, 1998, “Pathologising the practitioner: Puerperal fever in the 1 8 6 0 ’s”. Στο Purity and Pollution: Gender, embodiment and Victorian medicine. Νέα Υόρκη: Macmillan. Bashford, Alison και Maria Nugent, 2 002. “Leprosy and the management of race, sexu­ ality and nation in tropical Australia”. Στο Alison Bashford και Claire Hooker (επιμ.) Contagion, 106-128. Annandale: Pluto Press. Battaglia. Debbora, 1985, “‘We feed our father’: Paternal nurture among the Sabarl of Papua. New Guinea”. American Ethnologist 12 (3): 427-41. Battersby, Christine. 1998, The Phenomenal Woman. Κέμπριτζ: Polity Press και Νέα Υόρ­ κη: Routledge. Beauvoir, Simone de. 1979 [1949], T o δ ε ύ τ ε ρ ο φ ύλο, μτφρ. K. Σιμόπουλος. Αθήνα: Γλάρος. Becker, Gay, 2000. The Elusive Embryo: How Women and Men Approach Neiv Reproductive

π)

ΦΊΓΛΟ ΚΑΙ Η ΣΕΞΟϊΑΛΙΚίΠΊΓΤΑ ΣΤΟΠ ΛΟΙΌΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΗΙΟΚΠΙΣΤΙίΜΒΣ

321

Technologies. Berkeley: University of California Press. Begum, Nasa, 1993, “Disabled women and the feminist agenda”. Feminist Review 40: VO84. Βέικου, Χριστίνα, 1998, Κ α κ ό μ ά τ ι: Η κοινωνική κ α τ α σ κ ε υ ή της ο π τικ ή ς επ ικοινω νί­ α ς . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα Berlant, Lauren, 1997, The Queen o f America Goes to Washington City: Essays on Sex and Citizenship. Ντέραμ: Duke University Press. — 1998, “Live sex acts [Parental advisory: Explicit material]”. Στο Nicholas Dirks (επιμ.), 173-197. In Near Ruins, Μινεάπολη: University of Minnesota. Bersani. Leo, 1987. “Is the rectum a grave?”. October 43 (χειμώνας): 197-222. Berube Michael και Janet Lyon. 1988, “Living on disability: Language and social policy in the wake of the ADA”. Στο Paula A. Treichler, Lisa Cartwright και Constance Penley (επιμ.). The Visible Woman: Imagining Technologies. Gender, and Science. 273284. Νέα Τόρκη και Λονδίνο: New York Press. Biehl, Joao, 2004, “The activist state: Global pharmaceuticals, AIDS, and citizenship in Brazil”. Social Text 80: 105-132. Biology and Gender Study Group, 1988, “The importance of feminist critique for con­ temporary cell biology”. Hypatia 3: 61-76. Birke, Lynda, 1999, Feminism and the biological body. New Brunswick, NJ: Rutgers Uni­ versity Press. — 2004 [1998], «Σώ μα και βιολογία», μτφρ. Κ. Αθανασίου. Στο Δήμητρα Μακρυνιώτη (επιμ.). Τ α ό ρ ια τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς , 149-160. Αθήνα: Νήσος. Bjer^n, Gunilla, 1992, “Drinking and masculinity in everyday Swedish culture”. Στο Dimitra Gefou-Madianou (επιμ.), Alcohol Gender and Culture, 157-166. Λονδίνο και Νέα Τόρκη: Routledge. Bleier, Ruth, 1985, Science and Gender: A Critique o f Biology and Its Theories on Women. Νέα Τόρκη: Pergamon Press. Bloch, Maurice, 1982, “Death, women, and power”. Στο Maurice Bloch και Jonathan Parry, (επιμ.). Death and the Regeneration o f Life. 211-230. Κέμπριτζ: Cambridge Uni­ versity Press. Bloch, Maurice και J. H. Bloch, 1980, “Women and the dialectics of nature in Eight­ eenth-Century French Thought”. Στο MacCormack και Strathem (επιμ.) Nature. Culture and Gender, 25-41. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Bock, Gisela, 1996, “Nazi gender policies and women’s history”. Στο G. Duby, M. Perrot και R. Th^buad (επιμ.), A History o f Women: Towards a Cultural Identity in the Twentieth Century, 149-176. Βοστόνη: Harvard. Boddy, Janice, 1989, Wombs and Alien Spirits: Women. Men and the Zar Cult o f Nothern Sudan. Μάντισον: University of Wisconsin Press. — 1998, “Violence embodied? Circumcision, gender politics, and cultural aesthetics”. Στο R. Emerson Dobash και Russell P. Dobash (επιμ.). Rethinking Violence Against Women, 77-110. Λονδίνο και Νέο Δελχί: Sage Publications. Bolin, Anne, 1988, In Search o f Eve: Transsexual Rites of Passage. South Hadley. MA: Bergin & Garvey. — 1992. “Review of Holly Devor’s Gender Blending: Confronting the limits of duality”. Journal o f the History o f Sexuality 2 (3): 497-500. — 2006, «Μετάβαση και διεμφυλικότητα: Από άνδρες-γυναίκες-διαφυλικοί, διχοτομία και πολυμορφία» (μτφρ. ΓΙελαγία Μαρκέτου). Στο Κώστας Γιαννακόπουλος (επιμ.). Σ εξ ο υ α λ ικ ό τ η τ α : Θ εω ρίες κ α ι Π ολιτικ ές της Α ν θρω π ολογίας, 259-316. Α­ θήνα: Αλεξάνδρεια. Boon. James. 1999, “Of foreskins: (Un)circumcision, religious histories, difficult descrip­ tion”. Στο Verging on Extra-Vaganza: Anthropology. History. Religion, Literature. Arts. ... Showbiz. Πρίνστον: Princeton University Press. Bordo, Susan, 1986, “The Cartesian masculinization of thought”. Signs: Journal of Women in Culture and Society 11 (3): 439-56. — 1989, “Reading the slender body”. Στο Jacobus, Mary, Evelyn Fox-Keller και Sally Shuttleworth (επιμ.). Body/Politics: Women and the Discourses of Science. Νέα Τόρκη:

322

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Routledge. — 1990, “Material girl: The effacements of postmodern culture”. Στο Laurence Gold­ stein (επιμ.). The Female B ody: Figures. Styles, Speculations, 106-130. Ann Arbor: University of Michigan Press. — 1995, Unbearable Weight: Feminism, Western Culture, and the Body. Berkeley: Univer­ sity of California Press. — 1997, “Anorexia nervosa: Psychopathology as the crystallization of culture”. Στο Counihan C. και Van Esterik P. (επιμ.). Food and Culture: A Reader, 2 2 6 -2 5 0 . Νέα Τόρκη και Λονδίνο: Routledge. — 1999, The Male Body: A New Look at Men in Public and in Private. Νέα Τόρκη: Farrar, Straus, and Giroux. Βοσνιάδου, Τάνια, 2 003, «Διαδικασίες σύγκρουσης: Ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στον λόγο περί θηλυκότητας». Στο Χριστίνα Βλαχούτσικου και Laurie Kain-Hart (επιμ.), Όταν Γυναίκες έχ ο υ ν Δ ια φ ο ρ έ ς : Α ν τιθ έσ εις κ α ι Σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ις Γ υ ν α ικ ώ ν σ τη Σ ύ γ ­ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α , 139-163. Αθήνα: Μέδουσα/Σέλας Εκδοτική. Boston W om en's Health Collective, 1976, Our Bodies, Ourselves. Harmondsworth: Pen­ guin. Bourdieu, Pierre, 1977, Outline o f a Theory o f Practice. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. — 2006, Η Α ίσθηση τη ς Π ρ α κ τικ ή ς, μτφρ. Θ. Παραδέλλης, επίμετρο Κανάκης Λελεδάκης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Bourke. Joanna, 1996, Dismembering the M ale: Men's Bodies, Britain and the Great War. Σικάγο: University of Chicago Press. Boyarin, Jonathan και Daniel Boyarin, 1995, “Self-exposure as theory: The double mark of the male Jew”. Στο Debbora Battaglia (επιμ.). Rhetorics o f Self-Making, 16-42. Μπέρκλει: University of California Press. Braidotti. Rosi. 200 4 [1996], «Σημάδια θαύματος και ίχνη αμφιβολίας: Περί τερατολο­ γίας και σωματοποιημένων διαφορών», μτφρ. Κ. Αθανασίου. Στο Δ. Μακρυνιώτη (επιμ.). Τ α ό ρ ι α τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς : Δ ιεπ ισ τ η μ ο ν ικ ές π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις , 161-177. Αθήνα: Νήσος. — 2008. “The politics of life as bios/zoe”. Στο Smelik, Anneke και Nina Lykke (επιμ.). Bits o f Life: Feminism at the Intersections o f Media, Bioscience and Technology, 177-192. Σιάτλ: University of Washington Press. Brandes, S., 1981, “Like wounded stags: Male sexual ideology in an Andalusian town”. Στο S. Ortner και H. Whitehead (επιμ .), Sexual Meanings: The Cultural Construction of Gender and Sexuality, 2 1 6 -2 3 9 . Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Brennan, Teresa, 1992, The Interpretation o f the Flesh: Freud and Femininity. Νέα Τόρκη: Routledge. Bridenthal, Renate, Atina Grossman και Marion Kaplan (επιμ.), 1984, When Biology Became Destiny: Women in Weimar and Nazi Germany. Νέα Τόρκη: Monthly Review Press. Bridges, Khiara M., 2 008, “Pregnancy, medicaid, state regulation and the production of unruly bodies”. Northwestern Journal o f Law and Social Policy 3: . Brod. Η. (επιμ.), 1987, The Making o f Masculinities: The New Men's Studies. Βοστόνη: Allen and Unwin. Bronfen, Elisabeth, 1992, Over Her Dead Body: Death, Femininity. and the Aesthetic. Νέα Τόρκη και Λονδίνο: Routledge. Brown. Laura S., 1995, “Not outside the range: One feminist perspective on psychic trauma”. Στο Cathy Caruth (επιμ.), Trauma: Explorations in Memory, 100-112. Βαλ­ τιμόρη: Johns Hopkins University Press. Brumberg, Joan Jacobs, 1988, Fasting Girls: The History o f Anorexia Nervosa. Κέμπριτζ: Harvard University Press. Bruno, Giuliana, 1992, “Spectatorial Embodiments: Anatomies of the Visible and the Female Bodyscape”. Camera Obscura 28: 2 3 9-261. Bryld. Mette και Nina Lykke. 2000, Cosmodolphins: Feminist Cultural Studies o f Technol­ ogy. Animals and the Sacred. Λονδίνο: Zed Books.

ΤΟ ΦΊΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΕΞΟνΑΛΙΚ< ΠΊΙΤΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΙΌϊΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΙΣ ΗΙΟΚΠΙΣΤΗΜΜΣ 323 Bush, Patricia, Deanna Trakas, Emilio Sanz, Rolf Wirsing, Tuula Vaskilampi και Alan Prout (επιμ.). 1996. Children. Medicines, and Culture. Νέα Τόρκη: Haworth Press. Butler. Judith, 2009 [1990], Α ν α τα ρ α χ ή φ ύ λ ο υ : Ο φ εμ ινισμ ός κ α ι η ανατροΊτή της τ α υ τ ό τ η τ α ς , μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εισαγωγή και επιστημονική επιμέλεια Βενετία Καντσά, επίμετρο Αθηνά Αθανασίου, επιμέλεια κειμένου Χριστίνα Σπυροποϋλου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια [Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Iden­ tity. Νέα Τόρκη: Routledge], — 2008 [1993], Σ ώ μ α τ α μ ε σ η μ α σ ία : Ο ριοθετή σ εις το υ « φ ύ λ ο υ » σ τ ο λόγ ο. μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, εισαγωγή και επιστημονική επιμέλεια Αθηνά Αθανασίου. Αθή­ να: Εκκρεμές [Bodies That Matter: On the Discursive Limits of 'Sex’. Νέα Τόρκη: Routledge]. — 2009 [1997], Η ψυχική ζωή της ε ξ ο υ σ ία ς , μτφρ. Τάσος Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον [77ic Psychic Life o f Power: Theories in Subjection. Στάνφορντ: Stanford University Press]. — 1999, “Performativity’s social magic”. Στο Richard Shusterman (επιμ.), Bourdieu: A Critical Reader, 113-128. Blackwell. — 2004, Undoing Gender. Νέα Τόρκη: Routledge. — 2008 [2004], Ε υ άλ ω τη ζωή: Οι δ υ ν ά μ εις τ ο υ π έν θ ο υ ς κ α ι της β ία ς, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης και Κώστας Αθανασίου, εισαγωγή Αθηνά Αθανασίου. Αθήνα: Νήσος. Cahn, S. Κ., 1994, Coming On Strong: Gender and Sexuality in 2& h century Women's Sports. Κέμπριτζ: Harvard University Press. Caillois. Roger, 1984, “Mimicry and legendary psychasthenia”. October 31(χειμώνας): 1732. Campbell, John, 1964, Honour. Family and Patronage: A Study o f Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community. Οξφόρδη: Clarendon Press. Canguilhem, Georges, 1998, “La monstruosité et le monstrueux”. Στο La Connaissance de la Vie. Παρίσι: Vrin. Caruth, Cathy (επιμ.), 1995, Trauma: Explorations in Memory. Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press. Caruth, Cathy και Thomas Keenan, 1995, “The AIDS crisis is not over: A conversation with Gregg Bordowitz, Douglas Crimp, και Laura Pinsky”. Στο Cathy Caruth (επιμ.) Trauma: Explorations in Memory. 256-270. Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press. Cayleff, Susan E., 1989, “The politics of a disease: Contemporary analysis of the AIDS epidemic”. Radical History Review 45: 172-180. Chemin, Kim, 1981, The Obsession: Reflections on the Tyranny of Slenderness. Νέα Τόρκη: Harper & Row. — 1983, Womansize: The Tyranny o f Slenderness. Λονδίνο: Womenæs Press. Chisholm, Dianne, 1994, “Irigaray’s hysteria”. Στο Carolyn Burke, Naomi Schor. και Margaret Whitford (επιμ.). Engaging with Irigaray. 263-284. Νέα Τόρκη: Columbia University Press. Christiancë, Yvette, 2003, “Passing away: The unspeakable (losses) of postapartheid South Africa”. Στο David L. Eng και David Kazanjian (επιμ.). Loss, 372-395. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Cixous, Hélène. 1973, Portrait du Soleil. Παρίσι: Denoël. — 1983, “Portrait of Dora", μτφρ. Sarah Burd. Diacritics (άνοιξη 1983) 13(1): 2-32. Cixous, Hélène και Catherine Clément, 1975, The Newly Bom Woman, μτφρ. Betsy Wing. Μινεάπολη: University of Minnesota Press. Clarke, Adele E. 1998. Disciplining Reproduction: Modernity. American Life Sciences, and “ The Problems o f Sex". Μπέρκλει: University of California Press. Classen, Constance, 1997, “Engendering perception: Gender ideologies and sensory hier­ archies in western history”. Body and Society 3: 1-20. Clough, Patricia Ticineto, 2004, “Future matters: Technoscience, global politics, and cultural criticism”. Social Text 80 22 (3): 1-23. Colebrook, Claire. 2000. “Incorporeality: The ghostly body of metaphysics”. Body and Society 6 (2): 25-44.

324

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Collier, Stephen και Aihwa Ong, 2003, “Oikos/Anthropos: Rationality, technology, infra­ structure”. Current Anthropology 44 (3): 421-426. Comaroff, Jean, 1982, “Medicine: Symbol and ideology”. Στο Peter Wright και Andrew Treacher (επιμ.). The Problem o f Medical Knowledge: Examining the Social Construction o f Medicine, 49 -6 8 . Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. — 1985. Body o f Poiver, Spirit o f Resistance: The Culture and History o f a South African People. Σικάγο: University of Chicago Press. — 1993, “The diseased heart of Africa: Medicine, colonialism, and the black body”. Στο Shirley Lindenbaum & Margaret Lock (επιμ.). Knowledge, Power & Practice: The An­ thropology o f Medicine and Everyday Life, 3 0 5 -3 2 9 . Μ πέρκλεϊ: University of California Press. — 2007. “Beyond bare life: AIDS, (bio)politics, and the neoliberal order”. Public Culture 19 (1): 197-219. Connell, Robert, 1996, Masculinities. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 2000, The Men and the Boys. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. Cooper, Melinda, 2 008, Life as Surplus: Biotechnology and Capitalism in the Neoliberal Era. Ουάσινγκτον: University of Washington Press. Corea, Gena. 1992, The Invisible Epidemic: The Story o f Women and AIDS. Νέα Υόρκη: Harper Collins. Crapanzano, Victor, 1973, The Hamadsha: A Study in Moroccan Ethnopsychiatry. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Crary, Jonathan, 1992, Techniques o f the Observer: On Vision and Modernity in the Nine­ teenth Century. Κέμπριτζ: MIT Press. Crawford. Robert, 1985, “A cultural account of health: Self control, release, and the so­ cial body”. Στο J. McKinlay (επιμ.), Issues in the Political Economy o f Health Care, . Λονδίνο: Tavistock. Crimp, Douglas (επιμ.), 1988. A ID S: Cultural Analysis, Cultural Activism. Κέμπριτζ: MIT Press. — 1989, “Mourning and militancy”. October 52 (χειμώνας): 3-18. Crimp. Douglas και Adam Rolston, 1990, AIDS DemoGraphics. Σιάτλ: Bay Press. Csordas, Thomas (επιμ.), 1990, Embodiment and Experience: The Existential Ground o f Culture and Self. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Cvetkovich, Ann, 2003, “ Legacies of trauma, legacies of activism: ACT U P’s Lesbians”. Στο David L. Eng και David Kazanjian (επιμ.), Loss, 427-457. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 2004, An Archive o f Feelings: Trauma. Sexuality, and Lesbian Public Cultures. Ντέραμ: Duke University Press. Daly. Mary, 1979, Gyn/Ecology: The Metaethics o f Radical Feminism. Λονδίνο: The W om en’s Press. Danforth, Loring. 1989, Firewalking and Religious Healing: The Anastenaria o f Greece and the American Firewalking Movement. ΙΙρίνστον: Princeton University Press. — 1992, «Η ρύθμιση των συγκρούσεων μέσα από το τραγούδι στην τελετουργική θ ε­ ραπευτική». Στο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης και Θόδωρος Παραδέλλης (επιμ.). Τ α υ τ ό τ η τ ε ς κ α ι φ ύ λ ο στη σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α , 171-192. Αθήνα, Αλεξάνδρεια. Das, Veena, 1987, “The anthropology of violence and the speech of victims”. Anthropol­ ogy Today 3 (4): 11-13. — 1990, “Our work to cry. your work to listen”. Στο Veena Das (επιμ .). Mirror o f Vio­ lence: Communities. Riots and Survivors in South Asia, 3 4 5 -3 9 8 . Δελχί: Oxford Univer­ sity Press. — 1992, “ Moral orientations to suffering: Legitimation, power, and healing”. Στο Lin­ coln C. Chen, Arthur Kleinman, και Norma C. Ware, (επιμ.). Health and Social Change in International Perspective. 139-170. Κέμπριτζ: Harvard Series on Population and International Health. — 1995. Critical Events: An Anthropological Perspective on Contemporary India. Δελχί: Ox­ ford University Press. — 1996, “Language and body in the construction of pain”. Daedalus 125 (1): 67-93.

π) ΦΊΓΛΟ ΚΛΙ Η ΣΚΞΟΪ’ΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΊΓΣ ΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ Π Σ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙΙΣ ΗΙΟΚΠΙΣΤΠΜΙΙΣ 325 — 1997, “Language and body: Transactions in the construction of pain”. Στο Arthur Kleinman, Veena Das, και Margaret Lock (επιμ.). Social Suffering, 67-91. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Das Veena, Arthur Kleinman, Margaret Lock, Mamphela Ramphele και Pamela Rey­ nolds (επιμ.), 2001, Remaking a World: Violence. Social Suffering, and Recovery. Μπέρκλε'ι: University of California Press. Davis, Kathy, 1991, “Remaking the she-devil: A critical look at feminist approaches to beauty”. Hypatia 6 (2): 21-43. — 2003, “A dubious equality: Men. women and cosmetic surgery”. Body and Society 8 (1): 49-66. Dawson, Graham, 1994, Soldier Heroes: British Adventure, Empire and Imagining of Mascu­ linities. Λονδίνο: Routledge. Delaney, Carol, 1986, “The meaning of paternity and the virgin birth debate”. Man 21 (3): 494-513. — 1991, The Seed and the Soil: Gender and Cosmology in Turkish Village Society. Berkeley: University of California Press. Delphy, Christine, 1991. “Penser le genre: Quels problèmes?”. Στο Marie-Claude Hurtig, Michèle Kail και Hélène Rouch (επιμ.). Sexe et genre: de la hiérarchie entre les sexes, 89-101. Παρίσι: CNRS. Delvecchio-Good, Mary-Jo, Paul Brodwin, Byron Good και Arthur Kleinman (επιμ.), 1992, Pain as Human Experience: An Anthropological Experience. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Dery, Mark, 1996, Escape Velocity: Cyberculture at the End o f the Century. Λονδίνο: Hodder and Soughton. Desjarlais, Robert, et al (επιμ.), 1995, World Mental Health: Problems and Priorities in Ijow-Income Countries. Νέα Τόρκη: Oxford University Press. Doane, Mary Ann. 1990, “Technophilia: Technology, representation and the feminine”. Στο Jacobus, Mary, Evelyn Fox-Keller και Sally Shuttleworth (επιμ.). Body/Politics: Women and the Discourses o f Science, 163-176. Νέα Τόρκη: Routledge. Doane, W. (επιμ.), 1976, Sexisms Satirized: Quotations from the Biological Literature. Car­ toons, B. K. Abbott. Ουάσιγκτον, D.C.: Pocketbook Profiles/Society for Developmen­ tal Biology. Donnison, Jean, 1977, Midwives and Medical Men: A History o f Interprofessional Rivalries and Women's Rights. Νέα Τόρκη: Schocken, Λονδίνο: Heinemann. Douglas, Mary, 1966, Purity and Danger: An Analysis o f the Concepts o f Pollution and Ta­ boo. Λονδίνο: Routledge and Kegan Paul. — 1973. Natural Symbols: Explorations in Cosmology. Λονδίνο: Penguin Books. Douglass. Carrie B. (επιμ.). 2005, Barren States: The Population “ Implosion” in Europe. Οξφόρδη: Berg. Δουζίνας, Κώστας. 2006, T o Τ έλ ο ς των αν θρώ π ινω ν δικ αιω μ άτω ν . Αθήνα: Παπαζήση. Δραγώνα, Θάλεια και Δέσποινα Ναζίρη, 1995, Ο δ εύ ο ν τ α ς π ρ ο ς την π α τ ρ ό τ η τ α : Εξιχνιαση μ ια ς π α ρ α γ ν ω ρ ισ μ έν η ς π ο ρ ε ία ς . Αθήνα: Εξάντας. Dreger, Alice Domurat, 1995. “Doubtful sex: The fate of the hermaphrodite in Victorian medicine”. Victorian Studies 38 (3): 33 5 -3 6 9 . Driessen, Henk, 1983, “Male sociability and rituals of masculinity in rural Andalusia”. Anthropological Quarterly 56: 116-24. — 1992. “Drinking on masculinity: alcohol and gender in Andalusia”. Στο Dimitra Gefou-Madianou (επιμ.). Alcohol Gender and Culture, 71-79. Νέα Τόρκη: Routledge. Dubisch, Jill (επιμ.), 1983, “Greek women: Sacred or profane”. Journal o f Modem Greek Studies 1 (1): 185-202. — 1986a, Gender and Power in Rural Greece. Πρίνστον: Princeton University Press. — 1986β, “Culture enters through the kitchen: Women, food and social boundaries in rural Greece”. Στο Jill Dubisch (επιμ.). Gender and Pouter in Rural Greece, 195-214. Πρίνστον: Princeton University Press. — 2000 [1995], T o θ ρ η σ κ ευ τικ ό π ρ ο σ κ ύ ν η μ α στη σύγχ ρονη Ε λ λ ά δ α . Αθήνα: Αλεξάν­ δρεια.

326

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

du Boulay, Juliet, 1974, Portrait o f a Greek Mountain Village. Οξφόρδη: Clarendon Press. — 1984, “The blood: Symbolic relationships between descent, marriage, incest prohibi­ tions and spiritual kinship in Greece”. Man 19: 5 3 3 -5 5 6 . Duden. Barbara, 1989, A Guide to Body History. Wolfenbottel: Tandem. — 1991, The Woman beneath the Skin: A Doctor's Patients in Eighteenth Century Germany. Κέμπριτζ: Harvard University Press. — 1993, Disembodying Women: Perspectives on Pregnancy and the Unborn. Κέμπριτζ: Har­ vard University Press. — 2001, “A historian’s ‘biology’: On the traces of the body in a technological world”. historein: A Review o f the Past and Other Stories 3: 8 9 -102. — 2006, «Η ψευδαίσθηση ότι στα ιατρικά κείμενα βλέπουμε το σώμα του ασθενή». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έ μ α τ α 93 (Απρίλιος-Ιουνιος): 2 3 -2 9 . Dutton, Kenneth, 1995. The Perfectible Body: The Western Ideal o f Physical Development. Λονδίνο: Cassell. Edwards, Jeanette, Sara Franklin, Eric Hirsch, Frances Price, και Marilyn Strathem , 1993. Technologies o f Procreation: Kinship in the Age o f Assisted Conception. Μάντσεστερ: Manchester University Press. Ehrenreich, Barbara και Deirdre English, 1973a, Complaints and Disorders: The Sexual Politics o f Sickness. Old Westbury, N.Y.: Feminist Press. — 1973β, W itches, Nurses and Midwives: A History o f Women Healers. Νέα Υόρκη: Fem i­ nist Press. — 1979, For Her Own Good: 150 Years o f the Expert's Advice to Women. Λονδίνο: Pluto Press. Elias, Norbert. 1978. The Civilizing Process. Volume 1 : The History o f Manners. Οξφόρδη: Blackwell. — 2005, “Civilization and psychosomatics”. Στο Mariam Fraser και Monica Greco (επιμ.). The Body: A Reader, 9 6 -9 9 . Νέα Υόρκη: Routledge. Elliot, Beth. 1991, “Does lesbian sex transmit AIDS? GET R EA L!”. Off Our Backs 21 (10) (Νοέμβριος). Elson. Jean, 2003. “Hormonal hierarchy: Hysterectomy and stratified stigma”. Gender and Society 17: 750-770. Enarson, Elaine, 2000, “‘We will make meaning out of this’: W om en’s cultural re­ sponses to the Red River Valley flood”. International Journal o f Mass Emergencies and Disasters 18 (1): 3 9 -6 2 . Eng, David L. και David Kazanjian (επιμ.), 2 0 0 3 . Loss. Μπέρκλεϊ: University of Cali­ fornia Press. Epstein, Steven, 1996, Impure Science: Aids, Activism, and the Politics o f Knowledge. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 2004. “Bodily differences and collective identities: T he politics of gender and race in biomedical research in the United States”. Body and Society 10 (2 -3 ): 183-203. Epstein, J. και K. Straub (επιμ.), 1991, Bodyguards: The Cultural Politics o f Gender Ambi­ guity, Νέα Υόρκη: Routledge. Eubanks. Virginia, 1996, “Zones of dither: W riting the postmodern body”. Body and Society 2 (3):7 3-88. Ewald, Françoise, 1986, L' état providence. Παρίσι: Grasset. Farmer, Paul. 1995, “Culture, poverty, and the dynamics of HIV transmission in rural Haiti”. Στο Han ten Brummelhuis and Gilbert Herdt (επιμ.). Culture and Sexual Risk: Anthropological Perspectives on AIDS, 2 -28. Νέα Υόρκη: Gordon and Breach. — 1997, “On suffering and structural violence: A view from below”. Στο Arthur Klein­ man, Veena Das, και Margaret Lock (επιμ.). Social Suffering, 2 6 1 -2 83. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Farmer, Paul, Margaret Connors και Jamie Simmons (επιμ.), 1996, Women, Poverty, and AIDS: Sex. Drugs, and Structural Violence. Μονρόε: Common Courage Press. Fassin, Didier, 2001, “The biopolitics of otherness”. Anthropology Today 17 (1): 3-7. — 2005, “The truth from the body: Medical certificates as ultimate evidence for asylum seekers”. American Anthropologist. 107 (4): 5 9 7 -608.

ΤΟΦΤΛΟ ΚΛΙ Η ΣΕΞΟΓΑΛΙΚΟΠΠΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΙΧ)ΓΣ ΚΛΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΙ ΙΣ ΙΙΙΟΕΠΙΣΤΗΜΙΙΣ

327

— 2007α, When Bodies Remember: Experiences and Politics of AIDS in South Africa. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 2007β, “Humanitarianism as a politics of life”. Public Culture 19 (3): 499-520. Fassin, Didier και Paula Vasquez. 2005, “Humanitarian exception as the rule: The po­ litical theology of the 1999 Tragedia in Venezuela”. American Ethnologist 32 (3): 389405. Fassin, Didier και Estelle d'Halluin, 2007, “Critical evidence: The politics of trauma in French asylum policies”. Ethos 35 (3): 300-329. Fausto-Sterling, Anne, 1985, Myths o f Gender: Biological Theories about Women and Men. Νέα Γόρκη: Basic Books. — 2000a, Sexing the Body: Gender Politics and the Construction of Sexuality. Νέα Τόρκη: Basic Books. — 2000β, “Gender, race, and nation: The comparative anatomy of ‘Hottentot’ women in Europe, 1815-1817”. Στο Sexing the Body: Gender Politics and the Construction of Sexu­ ality. Νέα Τόρκη: Basic Books. — 2004, «Αντιμαχόμενοι δυϊσμοί: Άνδρας ή γυναίκα;». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα 85: 31-33 (αφιέρωμα στον αθλητισμό, επιμ. Α. Αστρινάκης, Δ. Μακρυνιώτη). Featherstone, Mike, 1992. “Postmodernism and the aestheticization of everyday life”. Στο Lash, Scott και Friedman, Jonathan Modernity and Identity. Οξφόρδη: Basil Blackwell. — 1995, “Post-bodies, aging and virtual reality”. Στο M. Featherstone και A. Wemick (επιμ.). Images o f Aging: Cultural Representations of Later Life, 2 6 5-290. Νέα Τόρκη: Routledge. Feldman, Allen, 2004, “Memory theaters, virtual witnessing, and the trauma-aesthetic”. Biography 27 (1): 163-202. Felman, Shoshana, 1975, “Women and madness: The critical phallacy”. Diacritics (χει­ μώνας 1975) 5 (4): 2-10. Fischer, Michael M.J., 2003, Emergent Forms o f Life and the Anthropological Voice. Duke University Press. Flanagan, Mary και Austin Both (επιμ.), 2002. Reload: Rethinking Women + Cuberculture. Κέμπριτζ: MIT Press. Foucault, Michel. 1973a, The Birth o f the Clinic: An Archaeology o f Medical Perception, μτφρ. A. M. Sheridan. Λονδίνο: Tavistock Publications. — 1973β, Madness and Civilization: A History o f Insanity in the Age o f Reason. Νέα Τόρκη: Vintage. — 1980, Εισαγωγή στο Herculine Barbin: Being the Recently Discovered Memoirs of a Nineteenth-Century French Hermaphrodite. Νέα Τόρκη: Pantheon. — 1982 [1978], Ισ τ ο ρ ία της Σ ε ξ ο υ α λ ικ ό τ η τ α ς , τ ό μ ο ς /. μτφρ. Γκ. Ροζάκη. Αθήνα: Ράππα. — 1989 [1976], Ε π ιτήρηση κ α ι Τ ιμ ω ρία: Η γέννηση της φ υ λ ακ ή ς, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου. I. Ράλλη. Αθήνα: Ράππα. — 1994, «Η ενσωμάτωση του νοσοκομείου στη σύγχρονη τεχνολογία». Στο Ιωσήφ Σολομών και Γεράσιμος Κουζέλης (επιμ.). Π ειθ α ρ χ ία χ αι Γ νώ ση , 75-84. Τοπικά Α. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Επιστημών του Ανθρώπου. — 2003. Society must be defended. μτφρ. David Macey. Λονδίνο: Penguin. Franklin, Sarah, 1992, “Fetal fascinations: New dimensions to the medical-scientific con­ struction of fetal personhood”. Στο Sarah Franklin, Celia Lury, Jackie Stacey (επιμ.). Off-Centre: Feminism and Cultural Studies, 190-205. Νέα Τόρκη: Harper-Collins. — 1995α, “Postmodern procreation: A cultural account of assisted reproduction”. Στο Faye Ginsburg και Rayna Rapp (επιμ.). Conceiving the New World Order, 323-345. Μ π έρ χ λ εϊ: University of California Press. — 1995β, “Science as culture, cultures of science”. Annual Review o f Anthropology 24: 163-184. — 1997, Embodied Progress: A Cultural Account o f Assisted Conception. Νέα Τόρκη: Routledge. Franklin, Sarah και Maureen McNeil. 1988, “Reproductive futures: Recent literature and

328

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΓ ΦΥΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

current feminist debates on reproductive technologies”. Feminist Studies 14 (3): 54560. Franklin, Sarah και Helena Ragon0 (επιμ.), 1998, Reproducing Reproduction: Kinship, Power, and Technological Innovation. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Fraser, Mariam και Monica Greco (επιμ .), 20 0 5 , The Body: A Reader. Νέα Υόρκη: Routledge. Freud. Sigmund, 1955, “Mourning and m elancholia”. Στο The Standard Edition o f the Complete Psychoanalytic Works o f Sigmund Freud, vol. 14, μεταφρ. και επιμ. James Strachey. Λονδίνο: Hogarth Press. — 1997, Dora: An Analysis o f a Case o f Hysteria. Νέα Υόρκη: Touchstone Books, Simon & Schuster. Freund. Peter, 1982, 77le Civilized Body: Social Domination, Control and Health. Φιλαδέλ­ φεια: Temple University Press. Frykman, Jonas, 1996, «Εν κινήσει: Η μάχη για το σώ μα στη Σουηδία, τη δεκαετία του ’30 » . Στο Νάντια Σερεμετάκη (επιμ .), Π α λ ιν ν ό σ τη σ η α ισ θ ή σ ε ω ν : Αντίληψη κ α ι μνήμη ω ς υλική κ ο υ λ τ ο ύ ρ α σ τη σ ύ γ χ ρ ο ν η επ οχ ή , 141-181. Αθήνα: Νέα Σύνορα. Furth, Charlotte. 1999, A Flourishing Yin: Gender in China's Medical History, 9 6 0 -1 6 6 5 . Μπέρκλεϊ: University of California Press. Fuss, Diana, 1989, Essentially Speaking: Feminism, Nature, and Difference. Νέα Υόρκη: Routledge. Fynsk. Christopher, 20 0 0 , Infant Figures: The Death o f the “ In fan s" and Other Scenes o f Origin. Στάνφορντ: Stanford University Press. Garber. Marjorie, 1992, Vested Interests: Cross-Dressing and Cultural Anxiety. Νέα Υόρκη: Routledge. Gatens. Moira, 1991, Feminism and Philosophy: Perspectives on Difference and Equality. Κέμπριτζ: Polity Press. Gautier, Arlette, 1999, « Τ α αναπαραγωγικά δικαιώ ματα». Στο Τ ο φ ύ λ ο τω ν δ ικ α ιω ­ μ ά τ ω ν : Ε ξ ο υ σ ία . γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι ιδ ιό τ η τ α τ ο υ π ο λ ίτη Γπρακτικά συνεδρίου), 39 4 409. Αθήνα: Νεφέλη. Γκέφου-Μαδιανού, Δήμητρα, 20 0 3 , « Εννοιολογήσεις του εαυτού και του ‘Αλλου’: ζη­ τήματα ταυτότητας στη σύγχρονη ανθρωπολογική θεω ρία». Στο Δήμητρα Γκέφ ουΜαδιανού (επιμ.), Ε α υ τ ό ς κ α ι 'Ά λλος': Ε ν ν ο ιο λ ο γ ή σ εις , τ α υ τ ό τ η τ ε ς κ α ι π ρ α κ τ ι­ κ έ ς στην Ε λ λ ά δ α κ α ι την Κ ύ π ρ ο , 15-110. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 15-110. Gefou-Madianou, Dimitra (επιμ.), 1992α, Alcohol, Gender and Culture. Νέα Υόρκη: Routledge. — 1992β, “Introduction: alcohol commensality, identity transformations and transcen­ dence”. Στο Dimitra Gefou-Madianou (επιμ .), Alcohol, Gender and Culture, 1-34. Νέα Υόρκη: Routledge. — 1992γ. “Exclusion and unity, retsina and sweet wine: Commensality and gender in a Greek agrotown”. Στο Dimitra Gefou-Madianou (επ ιμ .), Alcohol, Gender and Culture, 108-136. Νέα Υόρκη: Routledge. Georges, Eugenia, 1996, “Abortion policy and practice in Greece”. Soc. Sci. Med. 42 (4): 509-519. — 2008, Bodies o f Knowledge: The Medicalization o f Reproduction in Greece. Νάσβιλ: Vanderbilt University Press. Γιαννακόπουλος, Κώστας, 1997, «Η ανδρική ταυτότητα και το γήπεδο». Τ ο Β ή μ α. 2 Φεβρουάριου. — 1998. «Πολιτικές σεξουαλικότητας και υγείας την επ οχ ή του Aids», Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έ­ μ α τ α 66 : 76-86. — 2003, «Προλσγικό σημείωμα: Θεωρίες για το έμφυλο σώ μ α». Στο Thomas liq u e u r. Κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ο ν τ α ς τ ο Φ ύλο: Σ ώ μ α κ α ι κ ο ιν ω ν ικ ό φ ύ λ ο α π ό τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Ε λ ­ λη ν ες έ ω ς το ν Φ ρόιντ. 11-22. Αθήνα: Πολύτροπον. — 2006, «Εισαγωγή: Ιστορίες σεξουαλικότητας». Στο Κ ώ στας Γιαννακόπουλος (επιμ.). Σ ε ξ ο υ α λ ικ ό τ η τ α : Θ εω ρ ίες κ α ι Π ο λ ιτ ικ ές τη ς Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς. 17-102. Αθή­ να: Αλεξάνδρεια. Γιαννιτσιώτης, Γιάννης, 2004, «Ο αθλητισμός των ‘άλλων’ ». Τ ο Β ή μ α (1/8/2004): 45.

π ) ΦΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΤΓΣ ΑΟΙΌΤΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Π ΙΣ ΠΙΟΕΠΙΣΤΗΜΙΙΣ 329 Gilbert, Scott (σε συνεργασία με το Biology and Gender Study Group), 2000, “Mainstreaming feminist critiques into the biology curriculum”. Στο Roddey Reid και Sharon Traweek (επιμ.). Doing Science and Culture: How Cultural and Interdisciplinary Studies are Changing the Way We Look at Science and Medicine, 199-220. Νέα Τόρκη και Λονδίνο: Routledge. Gilman, Sander L., 1985a, Difference and Pathology: Stereotypes of Sexuality, Race and Madness. Ίθακα, : Cornell University Press. — 1985β, “White bodies, black bodies: toward an iconography of female sexuality in late neneteenth-century art, medicine and literature”. Critical Inquiry 12: 204-241. — 1991, The Jew's Body. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1992, “Plague in Germany, 1939/1989: Cultural images of race, space and disease”. Στο Andrew Parker, Mary Russo, Doris Sommer, και Patricia Yaeger (επιμ.). Nation­ alisms & Sexualities, 175-200. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1993, “The image of the hysteric”. Στο Sander L. Gilman et al. (επιμ.). Hysteria be­ yond Freud, 345-452. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 1999, Making the Body Beautiful: A Cultural History o f Aesthetic Surgery. Πρίνστον: Princeton University Press. Ginsburg, Faye, 1989, Contested Lives: the Abortion Debate in an American Community. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 1990, “The ‘world-made’ flesh: The disembodiment of gender in the abortion de­ bate”. Στο Faye Ginsburg και Anna Tsing (επιμ.). Uncertain Terms: Negotiating Gen­ der in American Culture, 59-75. Βοστόνη: Beacon Press. Ginsburg, Faye και Rayna Rapp (επιμ.), 1995, Conceiving the New World Order: The Global Politics o f Reproduction. Μπέρκλεϊ: University of California Press. González, Jennifer, 1995, “Envisioning cyborg bodies”. Στο C. Gray (επιμ.). The Cyborg Handbook, 267-280. Λονδίνο: Routledge. Gordon, Linda, 1977, Woman's Body, Woman's Right: A Social History o f Birth Control in America. Νέα Τόρκη: Penguin. Goma, Robin, 1996, Vamps, Virgins, and Victims: How Can Women Fight AIDS? Νέα Τόρκη: Cassell. Gould. Stephen. 1981, The Mismeasure o f Man. Νέα Τόρκη: W.W. Norton. Greenhalgh, Susan (επιμ.), 1995, Situating Fertility: Anthropology and Demographic In­ quiry. Cambridge: Κέμπριτζ: University Press. — 2003, “Planned births, unplanned persons: ‘Population’ in the making of Chinese modernity”. American Ethnologist 30 (2): 196-215. Gromala, Diana, 1996, “Pain and subjectivity in virtual reality”. Στο L. Hershman Leeson (επιμ.). Clicking In: Hot Links to a Digital Culture, 222-237. Σιάτλ: Bay Press. Grosz, Elizabeth, 1990a, “The body of signification”. Στο John Fletcher και Andrew Benjamin (επιμ.), Abjection, Melancholia and Love: The Work o f Julia Kristeva, 80-104. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1990β, “Inscriptions and body-maps: Representations and the corporeal”. Στο T. Threadgold και A. Cranny-Francis (επιμ.). Feminine. Masculine and Representation, 62-74. Σίδνεϋ: Allen & Unwin. — 1994, Volatile Bodies: Towards a Corporeal Feminism. Λονδίνο: Routledge. Guillaumin. Colette, 1978. “Pratique du pouvoir et idée de nature: L ’ appropriation des femmes». Questions Féministes 2: 5-30. Gupta. Geeta Rao και Ellen Weiss, 1993, “Women’s lives and sex: Implications for AIDS prevention”. Culture. Medicine, and Psychiatry 17 (4): 399-412. Hadd. Wendy. 1991. “A womb with a view: Women as mothers and the discourse of the body”. Berkeley Journal o f Sociology 36: 165-175. Halberstam, Judith, 1994, “F2M: The making of female masculinity”. Στο Laura Doan (επιμ.). The Lesbian Postmodern. 210-228. Νέα Τόρκη: Columbia University Press. Hall, Lesley, 1999, Hidden Anxieties: Male Sexuality. 1900-1950. Κέμπριτζ: Polity Press. Hammonds. Evelynn M., 1987, “Race, sex, AIDS: The construction of O ther’”. Radical America 20 (6): 28-37.

330

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΓΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

— 2 0 0 6 [1997], «Προς μια γενεαλογία της σεξουαλικότητας των μαύρων γυναικών: Η προβληματική της σιω πής», μτφρ. Πελαγία Μ αρκέτου. Στο Αθηνά Αθανασίου (επιμ.). Φεμινιστική Θ εω ρ ία και Π ολιτισμ ική Κ ριτική, 167-188. Αθήνα: Νήσος [“T o­ ward a genealogy of black female sexuality: The problematic of silence”. Στο J. Alexander και C.T. Mohanty (επιμ.). Feminist Genealogies, Colonial Legacies. Democ­ ratic Futures. Νέα Τόρκη: Routledge], Handwerker. Lisa. 1995, “The hen that can’t lay an egg ( Bu Xia Dan de Mu J i ): Concep­ tions of female infertility in modem China”. Στο Jennifer Terry και Jacqueline Urla (επιμ.). Deviant Bodies, 3 5 8 -3 8 6 . Μπλουμί νγκτον: Indiana University Press.. Haraway, Donna. 1976, Crystals. Fabrics, and Fields: Metaphors o f Organicism in 20th Century Developmental Biology. New Haven: Yale University Press. — 1979, “The biological enterprise: Sex, mind, and profit from human engineering to sociobiology”. Radical History Review 20 (άνοιξη/καλοκαίρι 1979): 20 6 -237. — 1984, “A cyborg manifesto”. Στο Simians, Cyborgs, and W omen: The Reinvention o f Nature [1991]. Λονδίνο: Free Association Books. — 1985. “A manifesto for cyborgs: Science, technology, and socialist feminism in the 1980’s”. Socialist Review 80: 65-107. — 1990, Primate Visions: Gender. Race, and Nature in the World o f Modern. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1991α, Simians. Cyborgs, and W omen: The Reinvention o f Nature. Λονδίνο: Free Asso­ ciation Books. — 1991 β. “The biopolitics of postmodern bodies”. Στο Simians, Cyborgs, and W omen: the Reinvention o f Nature, 2 0 3 -3 0 . Λονδίνο: Free Association Books. — 1992, “The promises of monsters: A regenerative politics for inappropriate/d Others”. Στο Lawrence Grossberg, Cary Nelson, Paula Treichler (επιμ.), Cultural Studies, 295337. Νέα Τόρκη: Routledge. — 2006. «Ecce Homo, ain ’t (a r’n ’t) I a woman, και ανίδιες/ανιδιοποιημένες άλλες: Ο άνθρωπος σε μετα-ανθρωπιστικό τοπίο», μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου. Στο Αθηνά Αθανασίου (επιμ.). Φ εμινιστική θ ε ω ρ ία κ α ι π ολ ιτισ μ ική κριτική , 4 2 3 -4 4 9 . Αθήνα: Νήσος. Harding. Sandra. 1986, The Science Question in Feminism. Ίθ α κα : Cornell University Press. — 1987. Feminism and Methodology. Μπλούμινγκτον: Indiana University Press. — 1991, Whose Science? Whose Know ledge?: Thinking From W om en’s Lives. Ίθ α κα : Cor­ nell University Press. Harrington. Anne, 1997, “Unmasking suffering’s masks: Reflections on old and new memories of Nazi medicine”. Στο Arthur Kleinman, Veena Das. και Margaret Lock (επιμ.). Social Suffering, 181-205. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Hartouni, Valerie. 1991. “Containing women: Reproductive discourse in the 1980s”, στο Technoculture, Constance Penley, Andrew Ross (επ ιμ .). Μινεάπολη: University of Minnesota Press. — 1997, Cultural Conceptions: On Reproductive Technologies and the Remakings o f Life. Miνεάπολη: University of Minnesota Press. Hastrup, Kirsten, 1993, “Hunger and the hardness of facts”. Man 28: 727-739. Haviland, T. N. και Parish, L. C., 1970, “A brief account of the use of wax models in the study of medicine”. Journal o f the History o f Medicine 25: 52-75. Herdt, Gilbert (επιμ.), 1994, Third Sex. Third Gender. Νέα Τόρκη: Zone Books. Herzfeld. Michael. 1985. The Poetics o f Manhood: Contest and Identity in a Cretan Mountain Village. Πρίνστον: Princeton University Press. — 1986, “Within and without: The category of ‘fem ale’ in the ethnography of modem Greece”. Στο Jill Dubisch (επιμ.). Gender and Power in Rural Greece, 215-233. Πρίν­ στον: Princeton University Press. Hewlett, Barry, 1991, Intimate Fathers: The Nature and Context o f Aka Pygmy Paternal Infant Care. Αν Αρμπορ: University of Michigan Press. Horn, David G., 1994, Social Bixlies: Science, Reproduction, and Italian Modernity. Πρίνστον: Princeton University Press.

ΤΟΦΊΓΛΟ ΚΑΙ H ΣΕΞΟΤΑΛΙΚΟΠ ΓΓA ΣΤΟΓΣ ΛΟΓΟΤΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΟΕΓΤΙΣΤΗΜΙΙΣ

331

— 1995, “This norm which is not one: Reading the female body in Lombroso’s anthro­ pology”. Στο Jennifer Terry και Jacqueline Urla (επιμ.), Deviant Bodies. 109-Γ28. Μπλούμινγκτον: Indiana University Press. Horowitz, M. C„ 1976, “Aristotle and woman”. Journal o f the History o f Biology 9: 183213. Inda, Jonathan Xavier, 2005, Anthropologies o f Modernity: Foucault, Governmentality, and Life Politics. Μασαχουσέτη: Blackwell Publishing. Inhom, Marcia, 1994, The Quest for Conception: Gender. Infertility, and Egyptian Medical Traditions. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. — 1996, Infertility and Patriarchy: The Cultural Politics o f Gender and Family Life in Egypt. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press. Irigaray, Luce, 1974 [1989], “La Mystérique”. Στο Speculum o f the Other Woman, μετά­ φραση Gillian C. Gill. Ίθακα: Cornell University Press. — 1985, This Sex that is not One. Ίθακα: Cornell University Press. — 1989, “Is the subject of science sexed?”. Στο Nancy Tuna (επιμ.). Feminism and Sci­ ence. 58-68. Μπλουμινγκτον: Indiana University Press. Jacobus, Mary, Evelyn Fox-Keller και Sally Shuttleworth (επιμ.), 1989, Body/Politics: Women and the Discourses o f Science. Νέα Υόρκη: Routledge. Jaimes Guerrero, Marie Anna. 1997, “Civil rights versus sovereignty: Native American women in life and land struggles”. Στο M. Jacqui Alexander και Chandra Talpade Mohanty (επιμ.). Feminist Genealogies. Colonial Legacies, Democratic Futures, 101-121. Νέα Υόρκη: Routledge. Jordanova, Ludmilla. 1980, “Natural facts: An historical perspective on science and sexuality”. Στο MacCormack και M. Strathem (επιμ.), Nature, Culture and Gender, 42-69. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. — (επιμ.), 1986, Languages o f Nature: Critical Essays on Science and Literature . Λονδίνο: Free Association Books. — 1989, Sexual Visions: Images o f Gender in Science and Medicine between the Eighteenth and Twentieth Centuries. Μάντισον: University of Wisconsin Press. — 1999, Nature Displayed: Gender, Science and Medicine 1760-1820. Λονδίνο: Longman. Kampriani, Eirini, 2009, “Between religious philanthropy and individualised medicine: Situating inherited breast cancer risk in Greece”. Anthropology & Medicine 16 (2): 165-178 (ειδικό τεύχος “Biomedical Technology and Health Inequities in the Global North and South”). Kanneh, Kadiatu, 1992, “Feminism and the colonial body”. Στο Bill Ashcroft. Gareth Griffiths, Helen Tiffin (επιμ.). The Post-Colonial Studies Reader, 346-348. Νέα Υόρκη: Routledge. Καντσά. Βενετία, 2003, «Ιστορίες διαφοράς». Επίμετρο στην ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος Τ ο π η γ ά δ ι της μ ο ν α ξ ιά ς , της Ράντκλιφ Χολ. μτφρ. Νίκη Σταυρίδη. 595-606. Αθήνα: Κουκκίδα. — 2006, «Οικογενειακές υποθέσεις: Μητρότητα και ομόφυλες ερωτικές σχέσεις». Στο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης (επιμ.). Π ε ρ ιπ έτ ειε ς της ε τ ε ρ ό τ η τ α ς : Η π α ρ α γ ω γ ή της πολιτισμ ική ς δ ια φ ο ρ ά ς στη σημερινή Ε λ λ ά δ α , 355-381. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Kantsa, Venetia, 2000, “Daughters Who Do Not Speak, Mothers Who Do Not Listen: Erotic Relationships Among Women in Contemporary Greece”. Αδημοσίευτη διδα­ κτορική διατριβή. Λονδίνο: London School of Economics and Political Science, Uni­ versity of London. Kapsalis. Terri, 1997. Public Privates: Performing Gynecology from both Ends o f the Specu­ lum. Ντέραμ: Duke University Press. Καραμανωλάκης. Βαγγέλης, 1998, «Το Δρομοκάίτειο φρενοκομείο: 1887-1903. Όψεις της εγκατάστασης ενός ιδρυματικού θεσμού». Μνήμων 20: 45-66. Kaufert, Patricia A., 1998. “Women, resistance, and the breast cancer movement”. Στο Margaret Lock και Patricia A. Kaufert (επιμ.). Pragmatic Women and Body Politics, 287-308. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Kaw, Eugenia, 1993, “Medicalization of racial features: Asian American women and cosmetic surgery”. Medical Anthropological Quarterly 7 (1): 74-89.

332

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΤ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Keller, Evelyn Fox, 1985, Reflections on Gender and Science. Νιου Χέιβεν University Press. — 1992, Secrets o f Life: Essays on Language, Gender and Science. Νέα Τόρκη: koutledge. — 1995, Refiguring Life: Metaphors o f Twentieth Century Biology. Νέα Τόρκη: Columbia University Press. Kelly, Mark, 2004, “Racism, nationalism and biopolitics: Foucault’s Society Must Be Defended, 2 0 0 3 ”. Contretemps 4: 58-70. Kim, Taeyon, 2003, “Neo-Confucian body techniques: W om en’s bodies in Korea’s con­ sumer society”. Body and Society 9 (2): 97-113. Kleinman, Arthur, 1980, Patients and Healers in the Context o f Culture: An Exploration o f the Borderland between Anthropology. Medicine and Psychiatry. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. — 1982. “Neurasthenia and depression: A study of somatization and culture in China”. Culture, Medicine, and Psychiatry 6: 117-190. — 1986, Social Origins o f Distress and Disease: Depression and Neurasthenia in Modern China. Νιου Χέιβεν: Yale University Press. — 1988, Rethinking Psychiatry: From Cultural Category to Personal Experience. Νέα Τόρκη: The Free Press. — 1991, “Suffering and its professional transformation: Toward an ethnography of in­ terpersonal experience”. Culture, Medicine and Psychiatry 15 (3 ): 275-301. Kleinman. Arthur, Veena Das, και Margaret Lock (επιμ .), 1997, Social Suffering. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Kleinman, Arthur και Robert Desjarlais, 1996, “Violence, culture and the politics of trauma”. Στο A. Kleinman (επιμ .). Writing at the Margin: Discourse between Anthro­ pology and Medicine. 173-192. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Kleinman, Arthur και Joan Kleinman, 1996, “The appeal of experience; the dismay of images: Cultural appropriations of auffering in our times”. Daedalus 125 (1): 1-23. Klesse, Christian, 2 000, “Modern primitivism: Non-mainstream body modification and racialized representation”. Στο M. Featherstone (επιμ.). Body Modification, 15-38. Λονδίνο: Sage. Ko. Dorothy, 2 005. Cinderella's Sisters: A Revisionist History o f Footbinding. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Κονδύλη, Μαριάννα και Αγγέλικα Ψαρρά, 1986, «Γεννά τε ... γιατί χανόμαστε». Δίνη, φ εμ ιν ισ τικ ό π ε ρ ιο δ ικ ό 1. Krause, Elizabeth. 2001, “‘ Empty cradles’ and the quiet revolution: Demographic dis­ course and cultural struggles of gender, race and class in Italy”. Cultural Anthropol­ ogy 16 (4): 576-611. Kristeva, Julia, 1982, Powers o f Horror: An Essay on Abjection, μετάφραση L.S. Roudiez. Νέα Τόρκη: Columbia University Press [Πρωτότυπη δημοσίευση Pouvoirs de Γ horreur; essai sur Γ abjection (1980)]. Kristeva, Julia, 1996 [1993], Οι Ν έ ες Α ρ ρ ώ σ τ ιε ς τη ς Ψ υχής. Αθήνα: Καστανιώτης. Lancaster, Roger, 1983. “What AIDS is doing to us”. Christopher Street 7 (3): 48-5 2 . — 1999, ‘“ That we should all turn queer?’: Homosexual stigma in the making of man­ hood and the breaking of a revolution in Nicaragua”. Στο R. Parker και P. Aggleton (επιμ.). Culture, Society and Sexuality: A Reader, 97-118. Λονδίνο: UCL Press. Lange. Lynda, 1983, “Woman is not a rational animal: On Aristotle’s biology of repro­ duction”. Στο Sandra Harding και Merrill Hintikka (επιμ .). Discovering Reality: Feminist Perspectives on Epistemology, Metaphysics, Methodology and Philosophy o f Sci­ ence. 1-14. Dordrecht, Ολλανδία: D. Reidel. Laqueur. Thomas, 1987, “Orgasm, generation, and the politics of reproductive biology”. Στο C. Gallagher και T. Laqueur (επιμ.). The Making o f the M odem Body: Sexuality and Society in the Nineteenth Century, 1-41. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. — 2003, Κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ο ν τ α ς τ ο Φ ύλο: Σ ώ μ α κ α ι κ οιν ω ν ικ ό φ ύ λ ο α π ό τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Έ λ λ η ν ες έω ς το ν Φ ρόιντ, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, πρόλογος Κ. Γιαννακόπουλος. Αθήνα: Πολύτροπον [1990, Making Sex: Body and Gender from the Greeks to Freud. Κέμπριτζ και Νέα Τόρκη: Harvard University Press]. Lay, Mary και Helen Longino (επιμ.), 20 0 0 . Writing and Speaking the Body: Feminist and

π ) ΦΓΛΟ ΚΑΙ H ΣΕΞΟΓΑΛΙΚΟΠΓΓΑ ΣΤΟΓΣ ΛΟΓΌΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΙΙΣ ΠΙΟΕΠΙΣΤΙ IMIΙΣ

333

Rhetorical Studies o f Reproductive Sciences and Technologies. Μάντισον: University of Wisconsin Press. Lester, Rebecca J., 1997, “The (dis)embodied self in anorexia nervosa.” Social Science & Medicine 44 (4): 479-89. Lévi-Strauss, Claude, 1979 [1963], “The sorcerer and his magic”. Στο Structural Anthro­ pology, 167-85. Νέα Γόρκη: Basic Books. Lewin, Ellen, 1993, Lesbian Mothers: Accounts o f Gender in American Culture. Ίθακα: Cor­ nell University Press. — 1995, “On the outside looking in: The politics of lesbian motherhood”. Στο Faye Ginsburg και Rayna Rapp (επιμ.), Conceiving the New World Order, 103-121. Μπέρκλεϊ: California University Press. Lock, Margaret, 1993a, Encounters with Aging: Mythologies o f Menopause in Japan and North America. Μπέρκλει: University of California Press. — 1993β, “The politics of mid-life and menopause: Ideologies for the second Sex in North America and Japan”. Στο Shirley Lindenbaum και Margaret Lock (επιμ.). Knowledge, Power, and Practice: The Anthropology o f Medicine and Everyday Life, 330363. Μπέρκλει: University of California Press. Lock, Margaret και Patricia A. Kaufert (επιμ.), 1998. Pragmatic Women and Body Politics. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Loizos, Peter και Evthymios Papataxiarchis. 1991, “Gender, sexuality, and the person in Greek culture”. Στο P. Loizos και E. Papataxiarchis (επιμ.). Contested Identities: Gen­ der and Kinship in Modern Greece, 221-234. ΓΙρίνστον: Princeton University Press. Lombroso, Cesare, 1896. “The savage origin of tattooing”. Popular Science Monthly (Α­ πρίλιος 1896): 793-803. Lorde, Audre, 1980, The Cancer Journals. Σαν Φρανσίσκο: Spinsters Ink. — 1988, A Burst o f Light. Ιθακα: Firebrand Books. MacCormack, C. P. 1980, “Nature, culture and gender: A critique”. Στο C. MacCormack και M. Strathern (επιμ.). Nature, Culture and Gender. 1-24. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. MacCormack, C. P. και Marilyn Strathern (επιμ.), 1980, Nature, Culture and Gender. Κέ­ μπριτζ: Cambridge University Press. Μακρυνιώτη, Δήμητρα, 1997, «Εισαγωγή». Στο Δ. Μακρυνιώτη (επιμ.), Π αιδική ηλικία, 11-43. Αθήνα: Νήσος. — (επιμ.), 2004, Τ α Ό ρ ια τ ο υ Σ ώ μ α τ ο ς : Δ ιεπιστη μ ονικές Π ρ ο σ εγ γ ίσ εις. Αθήνα: Νή­ σος. — 2006, «Τατουάζ και πίρσινγκ: Πρακτικές διεκδίκησης του σώματος και συγκρότη­ σης νέων μορφών υποκειμενικότητας». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έ μ α τ α 93 (Απρίλιος-Ιούνιος): 30-38. Makris, Gerasimos, 2000. Changing Masters: Spirit Possession and Identity Construction among Descendants of Slaves and Other Subordinates in the Sudan. Έβανστον: North­ western University Press. Malkki. Liisa, 1995. Purity and Exile: Violence. Memory and National Cosmology Among Hutu Refugees in Tanzania. Σικάγο: University of Chicago Press. Manderson, Lenore, 1996, Sickness and the State: Health and Illness in Colonial Malaya. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. — 1997. “Colonial desires”. Journal o f the History o f Sexuality 7: 372-388. Mangan, J. A., 1981, Athleticism in the Victorian and Edwardian Public Schools. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Mann. Jonathan M., 1999, Health and Human Rights: A Reader. Νέα Γόρκη: Routledge. Marshall, Barbara και Stephen Katz, 2002, “Forever functional: Sexual fitness and the ageing male body”. Body and Society 8 (4): 43-70. Martin, Emily. 1987, The Woman in the Body: A Cultural Analysis o f Reproduction (2^ έκ­ δοση). Βοστόνη: Beacon Press. — 1990, “Science and women’s bodies: Forms of anthropological knowledge”. Στο M. Jacobus, (επιμ.). Body/Politics: Women and the Discourses o f Science. 69 -82. Νέα Γόρ­ κη: Routledge.

334

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΊΓΛΟΊΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΐΙΠΟΛΟΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

— 1992, “Body narratives, body boundaries”. Στο Lawrence Grossberg et al. (επιμ.). Cultural Studies. 40 9 -4 2 3 . Νέα Γόρκη: Routledge. — 1994α, Flexible Bodies. Βοστόνη: Beacon Press. — 1994β, “Medical metaphors of women’s bodies: Menstruation and menopause”. Στο E. Fee και N. Krieger (επιμ.). W om en’s Health. Politics and Power: Essays on Sex/Gender, Medicine, and Public Health, 2 1 3 -2 3 2 . Νέα Τόρκη: Baywood Publishing Company, Inc. — 2000, “The rationality of mania”. Στο Roddey Reid, Sharon Traweek (επιμ.). Doing Science and Culture: How Cultural and Interdisciplinary Studies are Changing the Way We Look at Science and Medicine, 177-197. Νέα Τόρκη: Routledge. — 2006, «Τ ο ωάριο και το σπερματοζωάριο: π ώ ς η επιστήμη έπ λασε ένα ειδύλλιο βασισμένο στους στερεότυπους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους», μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου. Στο Αθηνά Αθανασίου (επιμ .). Φ εμινιστική Θ εω ρ ία κ α ι Π ολιτισμική Κ ριτικ ή , 313-334. Αθήνα: Νήσος. [1991, “T he egg and the sperm: How science has constructed a romance based on stereotypical male-female roles”. Signs 16 (31): 485501]. Mascia-Lees, Francis και Patricia Sharpe, 1992, “The marked and the un(re)m arked: Tattoo and gender in theory and narrative”. Στο Francis Mascia-Lees και Patricia Sharpe (επιμ.). Tattoo. Torture, Mutilation, and Adornment: The Denaturalization o f the Body in Culture and Text, 145-170. Νέα Τόρκη: State University of New York Press. Mathieu, Nicole-Claude, 1978, “Man-culture and W om an-nature?”. W om en’s Studies 1: 5 5-65. — 1989, L'anatomie politique: Categorisations et idéologies du sexe. Παρίσι: Editions CôtéFemmes. — 1991 [1989], “Identité sexuelle/sexuée/de sexe? Trois modes de conceptualisation du rapport entre sexe et genre”. Στο Nicole-Claude Mathieu, L ’ Anatomie Politique: Caté­ gorisations et idéologies du sexe. Παρίσι: Coté-femmes. Matthews, Jill Julius, 1987, “Building the body beautiful: T he femininity of modernity”. Australian Feminist Studies 5: 17-34. Mauss, Marcel, 1973 [1950], “Techniques of the body”. Economy and Society 2 (1): 70-85. — 2004 [1950], Κ οιν ω ν ιο λ ο γ ία κ α ι Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία , μτφρ. και επιμ. Θόδωρος Παραδέλλης. Αθήνα: Εκδόσεις του εικοστού πρώτου. Mbembe. Achille. 2001, On the Postcolony. Μπέρκλεϊ: University of California Press. — 2003, “Necropolitics”. Public Culture 15: 11-40. McClintock. Anne, 1995. Imperial leath er: Race, Gender and Sexuality in the Colonial Con­ quest. Νέα Τόρκη: Routledge. McLaren. Angus. 1999. “‘Perverts’: Mannish women, effeminate men and the sex doc­ tors”. Στο Twentieth Century Sexuality: A History. Οξφόρδη: Blackwell. Mead. Margaret, 1939-1949, The Mountain Arapesh (5 τόμοι). Νέα Τόρκη: American Museum of Natural History Anthropological Papers. Meggitt , Mervyn, 1962, “Growth and decline of agnatic descent groups among the Mae Enga of the New Guinea Highlands”. Ethnology 1 (2): 1 5 8 -1 6 5 . Minow. Martha, 1998. Between Vengeance and Forgiveness: Facing History afler Genocide and Mass Violence. Βοστόνη: Beacon Press. Mitchell, Lisa Μ. και Eugenia Georges. 1997, “Cross cultural cyborgs: Greek and Cana­ dian wom en's discourses on fetal ultrasound”. Feminist Studies (ειδικό τεύχος: Feminists and Fetuses) 23 (2): 373-403. Moore Lisa Jean, και Adele E. Clarke, 1995, “Clitoral conventions and transgressions: graphic representations in anatomy Ttexts, c. 1900-1991”. Feminist Studies 21 (2) (Summer 1995): 2 5 5-301. Morris, Rosalind. 1995, “All made up: Performance theory and the new anthropology of sex and gender”. Annual Review o f Anthropology 24: 56 7 -5 9 2 . Morsy, Soheir, 1995, “Deadly reproduction among Egyptian women: Maternal mortality and the medicalization of population control”. Στο F. Ginsburg και R. Rapp (επιμ.). Conceiving the New World Order, 162-176. Μ πέρκλεϊ: University of California Press. Moscucci. Omella, 1990, The Science o f Women: Gynecology and Gender in England. 1800-

ΤΟΦΊΓΛΟ ΚΑΙ II ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΓΣ λ()ΙΤ)ΓΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΤΙΙΣ ΜΙΟΚΠΙΣΠΙΜΙΙΣ

335

1929. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Μπακαλάκη, Αλεξάνδρα, 1989. «Καθαριότητα, καλλωπισμός και ο γυναικείος προορι­ σμός: Αντιλήψεις για τη φροντίδα του γυναικείου σώματος στη νεότερη Ελλάδα». Α ρ χ α ιο λ ο γ ία 31: 43-47. — (επιμ.), 1994α, «Εισαγωγή: Από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπολο­ γία των φύλων». Στο Α. Μπακαλάκη (επιμ.). Α ν θρ ω π ολ ογ ία, Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι Φ ύλο, 13-74. Αθήνα: Αλαξάνδρεια. — 1994β. «Έλα και θα γίνουμε και οι δυο μαμάδες και θα την ταΐζουμε ρύζι και ντολμάδες». Δίνη: Φ εμινιστικό π ε ρ ιο δ ικ ό 7: 149-153. — 1998, «Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της ηλικίας». Πρακτικά του Διεθνούς Συμπο­ σίου Οι Χ ρ όν ο ι της Ι σ τ ο ρ ία ς : Γ ια μ ια Ισ τ ο ρ ία της Π αιδική ς Η λικίας κ α ι της Ν εό τ η τα ς, 141-156. Αθήνα. — 2003, «Βιολογικό σώμα - κοινωνικό σώμα: Όψεις και συνεπαγωγές από την πλευ­ ρά της ανθρωπολογίας». Ε ν τ ό ς -Ε κ τ ό ς ε π ί της Ψ υχ ιατρική ς 3: 115-129. — 2006, «Τόποι ενσώματοι, τόποι ενσωματωμένοι, κοινοί τόποι». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έμ α τα 93 (Απρίλιος-Ιούνιος): 15-22. Naismith, Gayle, 1988, “Tales from the crypt: Contamination and quarantine in Todd Haynes’s [Safe]". Στο Paula A. Treichler, Lisa Cartwright και Constance Penley (επιμ.). The Visible Woman: Imagining Technologies, Gender, and Science, 360-387. Νέα Υόρκη: New York Press. Nanda, Serena, 1990, Neither Man nor Woman: The Hijras o f India. Μπελμόντι: Wadsworth. Nelkin, Dorothy και M. Susan Lindee, 1995, “The media-ted gene: Stories of gender and race”. Στο J. Terry και J. Urla (επιμ.). Deviant Bodies, 387-402. Μπλούμινγκτον: Indian University Press. Newman, Karen, 1996, Fetal Positions: Individualism, Science, Visuality. Στάνφορντ: Stan­ ford University Press. Oakley, Ann, 1986, The Captured Womb: A History o f the Medical Care o f Pregnant Women. Νέα Υόρκη: Basil Blackwell. Olkowski, Dorothea, 1982/83. “Merleau-Ponty’s Freudianism: From the body of con­ sciousness to the body of the flesh”. Review o f Existential Psychology and Psychiatry 18 (1, 2. 3): 97-118. Ong, Aihwa. 1987. Spirits o f Resistance and Capitalist Discipline: Factory Women in Malay­ sia. Albany: State University of New York Press. — 1995, “Making the biopolitical subject: Cambodian immigrants, refugee medicine, and cultural citizenship in California”. Social Science and Medicine 40 (9): 1243-1257. — 1999, Flexible Citizenship: The Cultural Logics o f Transnationality. Ντέραμ: Duke Uni­ versity Press. — 2000, “Graduated sovereignty in South-East Asia”. Theory, Culture and Society 17 (4): 55-75. Ortner, Sherry B. 1994 11974], «Είναι το θηλυκό για το αρσενικό ό,τι η φύση για τον πολιτισμό;» (μτφ. Αλεξάνδρα Μπακαλάκη). Στο Α. Μπακαλάκη (επιμ.). Α ν θρ ω π ο­ λ ο γ ία , Γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι Φύλο, 75-108. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Ortner, Sherry και Hariett Whitehead (επιμ.), 1981, Sexual Meanings: The Cultural Con­ struction o f Gender and Sexuality. Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Oudshoorn, Nelly, 1994, “The birth of sex hormones”. Στο Beyond the Natural Body: An Archaeology o f Sex Hormones. Νέα Υόρκη: Routledge. Owoh, Kenna. 1995, “Gender and health in Nigerian structural adjustment: Locating room to maneuver”. Στο Rae Lesser Blumberg, Cathy Rakowski, Irene Tinker. Mi­ chael Monteon (επιμ.). En-gendering Wealth and Well-Being: Empowerment for Global Change, 181-194. Boulder: Westview Press. Pandolfi, Mariella, 1987, “Niveaux et efficacité thérapeutiques dans la recherche sur le terrain”. Nouvelle Revue d'Ethnopsychiatrie 8 - 9 : 17-23. — 1991, Itirenari delle emozioni: Corpo et identità femminile nel Sannio Campano. Μιλάνο: Franco Angeli. — 2003, « “Moral entrepreneurs”, κινούμενες κυριαρχίες και συρματοπλέγματα: To

336

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤ'ΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

βιοπολιτικό στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια». Σ ύ γ χ ρ ο ν α Θ έ μ α τ α 82 (Ιούνιος 200 3 ): 19-32. ΙΙαντελίδου-Μαλούτα, Μάρω, 2 002, Τ ο φ ύ λ ο τη ς δ η μ ο κ ρ α τ ία ς : Ιδ ιό τ η τ α τ ο υ πολίτη κ α ι έμ φ υ λ α υ π ο κ είμ ε ν α . Αθήνα: Σαββάλας. Παπαγαρουφάλη. Ελένη, 20 0 2 , Δ ώ ρ α ζω ής μ ε τ ά θ ά ν α τ ο ν : Π ο λ ιτισ μ ικ ές εμ π ειρ ίε ς . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Papagaroufali. Eleni, 1992, “Uses of alcohol among women: games of resistance, power and pleasure”. Στο Dimitra Gefou-Madianou (επιμ.). Alcohol Gender and Culture, 4870. Νέα Τόρκη: Routledge. Papagaroufali, Eleni, 20 0 8 , “Of Euro-symbols and Euro-sentiments: T he case of townand school-twinning”. Historein 8: 72-82. ΙΙαπαταξιάρχης, Ευθύμιος, 1992, «Εισαγω γή: Από τη σκοπιά του φύλου. Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της σύγχρονης Ελλάδας». Στο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης και Θό­ δωρος Παραδέλλης (επιμ.). Τ α υ τό τη τες και φ ύ λ ο σ τη σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α , 11-98. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Papataxiarchis. Efthymios, 1991, “Friends of the heart: male commensal solidarity, gen­ der. and kinship in Aegean Greece”. Στο P. Loizos και E. Papataxiarchis (επιμ.). Contested Identities: Gender and Kinship in Modern Greece, 156-179. Πρίνστον: Prince­ ton University Press. Παπαταξιάρχης, Ευθύμιος και Θόδωρος Παραδέλλης (επιμ .), 1992, Τ α υ τ ό τ η τ ε ς κ α ι Φ ύλο στη Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε λ λ ά δ α . Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Παραδέλλης, Θόδωρος, 2 0 0 2 , «Τ ελετουργικές και θεσμοποιημένες μορφές παρενδυσί­ ας». Α ρ χ α ιο λ ο γ ία 85: 3 1-36. Patton. Cindy, 1990, Inventing AIDS. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1992. “From nation to family: Containing ‘ African AID S’”. Στο Andrew Parker, Mary Russo, Doris Sommer και Patricia Yaeger (επιμ.). Nationalisms & Sexualities, 218-234. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1995, “Between innocence and safety: Epidemiologic and popular constructions of young people’s need for safe sex”. Στο Jennifer Terry και Jacqueline Urla (επιμ.). Deviant Bodies, 33 8 -3 5 7 . Μπλούμινγκτον: Indiana University Press. Paxson, Heather, 2004, Making Modern Mothers: Ethics and Family Planning in Urban Greece. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Πεγκλίδου, Αθηνά, 2007, «Π αράδοξες στρατηγικές: Αναζητώντας τη λογική των ‘πα­ ράλογων’ θεραπευτικών δρομολογίων». Α ρ χ α ιο λ ο γ ία κ α ι Τ έχ ν ες 105 :40-44. Petchesky. Rosalind Ρ.. 1984, Abortion and Woman's Choice: The State, Sexuality, and Reproductive Freedom. Νέα Τόρκη: Longman. — 1987α, “Foetal images: The power of visual culture in the politics of reproduction”. Στο Michelle Stanworth (επιμ.). Reproductive Technologies: Gender, Motherhood and Medicine, 57-64. Κέμπριτζ: Cambridge Polity Press. — 1987β. “Fetal images: The power of visual culture in the politics of reproduction”. Feminist Studies 13 (2): 2 6 3 -9 2 . Petryna, Andriana, 2005, “Science and citizenship under postsocialism”. Στο J. X. Inda (επιμ.). Anthropologies o f Modernity: Foucault, Governmentality. and Life Politics, 158177. Οξφόρδη: Blackwell. Pfeffer, Naomi, 1993, The Stork and the Syringe: A Political History o f Reproductive Medi­ cine. Κέμπριτζ: Polity Press. Phelan, Peggy, 1990. “Money talks”. TDR (T 125) 34(1): 4-15. — 1991, “ Money talks, again”. TDR (T131) 3 5 (3 ): 131-42. — 1995, “Dying man with a movie camera. Silverlake life: The view from here”. Gay and Lesbian Quarterly 2 (4): 380. — 1997. Mourning Sex: Performing Public Memories. Νέα Τόρκη: Routledge. Ping, Wang, 2004 [2000), «Πονώντας για την ομορφιά: Η περίδεση των ποδιών στην Κίνα», μτφρ. Κ. Αθανασίου. Στο Δ. Μακρυνιώτη (επιμ.). Τ α ό ρ ι α τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς . 2 61-280. Αθήνα: Νήσος. Plant, Sadie, 1996, “On the Matrix: Cyberfeminist simulations”. Στο R. Shields (επιμ.). Cultures o f Internet: Virtual Spaces. Real Histories, Living Bodies. 170-183. Λονδίνο:

Τ() ΦΊΓΑΟ ΚΑΙ Η ΣΚΞΟΤ ΑΑΙΚ()ΠΓΓΑ ΣΓΤΟΓΣ ΑΟΙΌΤΣ ΚΑΙ Π Σ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΙΙΣ ΚΙΟΕΠΙΣΤΜΜΙ 1Σ

337

Sage. Plaza, Monique, 1981, ‘O ur damages and their compensation: Rape: The will not to know of Michel Foucault”. Feminist Issues: 25-35. Πλεξουσάκη, Εφη, 2000, «Η διαχείριση της ετερότητας: Αφηγήσεις για το Aids». Στο Ρωξάνη Καυταντζόγλου και Μαρίνα ΙΙετρονώτη (επιμ.), Ό ρ ια κ α ι π ε ρ ιθ ώ ρ ια : Ε ­ ν τάξεις κ α ι α π ο κ λ εισ μ ο ί. 109-130. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Plexousaki Efie και Kostas Giannakopoulos, 1996. “Le mal purifié: La Manipulation du SIDA en Grèce”. L ’ Homme 139: 125-135. Poovey, Mary, 1998, A History o f the Modem Fact: Problems o f Knowledge in the Sciences of Wealth and Society. Σικάγο: University of Chicago Press. — 1989, Uneven Developments: The Ideological Work o f Gender in Mid-Victorian England. Λονδίνο: Virago. — 2006 [1989], «Επεισόδια αδιάκριτου χαρακτήρα: Η ιατρική αγωγή των βικτωρια­ νών γυναικών», μτφρ. Μαργαρίτα Μηλιώρη. Στο Αθηνά Αθανασίου (επιμ.). Φεμινι­ στική Θ εω ρία κ α ι Π ολιτισμική Κ ριτική , 3 3 5 -3 6 0 . Αθήνα: Νήσος. Porter, Dorothy, 1999, “The quality of population and family welfare: Human reproduc­ tion, eugenics and social policy”. Στο Health. Civilization and the State: A History of Public Health from Ancient to Modern Times. 164-194. Νέα Τόρκη: Routledge. Price. Janet και Margrit Shildrick, 1999, Feminist Theory and the Body: A Reader. Νέα Τόρκη: Routledge. Pritchard, Evans, 1940, The Nuer: A Description o f the Modes o f Livelihood and Political Institutions o f a Nilotic People. Οξφόρδη: Clarendon Press. Proctor, Robert, 1988, Racial Hygiene: Medicine under the Nazis. Κέμπριτζ: Harvard Uni­ versity Press. Rabinow, Paul, 1989, French Modern: Norms and Forms o f the Social Environment. Κ έ­ μπριτζ: MIT Press. — 2005, “Artificiality and enlightenment: From sociobiology to biosociality”. Στο J. X. Inda (επιμ.). Anthropologies o f Modernity: Foucault, Governmentality, and Life Politics, 181-193. Οξφόρδη: Blackwell. Ragone, Helena, 1994, Surrogate Motherhood: Conception in the Heart. Boulder: Westview. Ram, Kalpana, 2009, “Rural midwives in South India: The politics of bodily knowl­ edge”. Στο Helaine Selin και Pamela K. Stone (επιμ.). Childbirth Across Cultures: Ideas and Practices o f Pregnancy, Childbirth and the Postpartum. 107-122. Αμστερνταμ: Springer. Ramphele, Mamphela, 1996, “Political widowhood in South Africa: The embodiment of Ambiguity”. Daedalus 125 (1): 99-117. Rapp, Rayna. 1990, “Constructing amniocentesis: Maternal and medical discourses”. Στο F. Ginsburg και A. Tsing (επιμ.). Uncertain Terms: Negotiating Gender in American Culture, 28-42. Βοστόνη: Beacon. — 1991. “ Moral Pioneers: Women, Men, and Fetuses on a Frontier of Reproductive Technology”. Στο M. di Leonardo (επιμ.). Gender at the Crossroads o f Knowledge: Feminist Anthropology in the Postmodern Era, 383-395. Μπέρκλεϊ: University of Cali­ fornia Press. — 1995, “Heredity, or: Revising the facts of life”. Στο Sylvia Yanagisako και Carol De­ laney (επιμ.). Naturalizing Pou>er: Essays in Feminist Cultural Analysis, 69-86. Νέα Τόρκη: Routledge. — 1999, Testing Women. Testing the Fetus: The Social Impact o f Amniocentesis in America. Νέα Τόρκη: Routledge. Raymond. Janice. 1994 [1979], The Transsexual Empire: The Making o f the She-Male. Teachers College Press. Razack, Sherene, 2004, Dark Threats. White Knights: The Somalia Affair. Τορόντο: Uni­ versity of Toronto Press. Register, Cheri. 1987, Living With Chronic Illness: Days o f Patience and Passion. Νέα Τόρ­ κη: Bantam. Reid, Roddey και Sharon Traweek (επιμ.), 2000, Doing Science and Culture: How Cul­ tural and Interdisciplinary Studies are Changing the Way We Look at Science and Medi­

338

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ TOT ΦΤΛΟΓ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

cine. Νέα Τόρκη και Λονδίνο: Koutledge. Rhodes, Molly, 2000, “Wonder woman and her disciplinary powers: The queer intersec­ tion of scientific authority and mass culture”. Στο Roddey Reid και Sharon Traweek (επιμ.). Doing Science and Culture: Hou> Cultural and Interdisciplinary Studies are Changing the Way We Look at Science and Medicine, 95-118. Νέα Τόρκη: Routledge. Richards, Audrey, 1956, Chisungu: a girl's initiation ceremony among the Bemba o f Northern Rhodesia. Λονδίνο: Faber. Robins, Robert H„ 1958, The Yurok Language. Καλιφόρνια: University of California Pub­ lications in Linguistics 15.26. Rosaldo. Michelle. 1994 [1974], «Χρήση και κατάχρηση της ανθρωπολογίας: Σκέψ εις για το φεμινισμό και τη διαπολιτισμική κατανόηση» (μτφρ. Αννα Βουγιούκα). Στο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη (επιμ.), Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία , γ υ ν α ίκ ε ς κ α ι φ ύλο, 185-233. Α­ θήνα: Αλεξάνδρεια. Rose, Hilary, 1994, Love, Power and Knowledge: Towards a Feminist Transformation o f the Sciences. Κέμπριτζ: Polity Press. Rose, Jacqueline, 1989, Sexuality in the Field o f Vision. Λονδίνο: Verso. Rose, Nikolas, 20 0 6 , The Politics o f Life Itself: Biomedicine, Power, and Subjectivity in the Twenty-First Century. Πρίνστον: Princeton University Press. Rose. Nikolas και Carlos Novas, 20 0 5 , “Biological citizenship”. Στο Aihwa Ong και Stephen J. Collier (επιμ .). Global Assemblages: Technology, Politics, and Ethics as An­ thropological Problems, 4 3 9 -4 6 3 . Μ ασαχουσέτη: Blackwell Publishing. Ross. Fiona. 2001, “Speech and silence: W om en’s testimony in the first five weeks of public hearings of the South African truth and reconciliation commission”. Στο Veena Das, Arthur Kleinman, Margaret Lock, Mamphela Ramphele και Pamela Reynolds (επιμ.). Remaking a W orld: Violence, Social Suffering, and Recovery, 250-279. Μπέρκλεϊ: University of California Press. Rosser. S. V., 1994, W om en’s Health-Missing from U.S. Medicine. Μπλούμινγκτον: Indi­ ana University Press. Roth, Nancy L. και Katie Hogan (επιμ .), 1998, Gendered Epidemic: Representations o f Women in the Age o f Aids. Νέα Τόρκη και Λονδίνο: Routledge. Russell. Andrew, Elisa Sobo, Mary Thom pson (επιμ .), 2 0 0 0 . Contraception across Cultu­ res: Technologies, Choices, Constraints. Οξφόρδη: Berg. Russet, Cynthia Eagle, 1989, Sexual Science: The Victorian Construction o f Womanhood. Κέμπριτζ: Harvard University Press. Russo, Mary, 1994, The Female Grotesque: Risk, Excess and Modernity. Νέα Τόρκη: Routledge. Ruzek, S. B. 1978, The women’s health movement: Feminist alternatives to medical control. Νέα Τόρκη: Praeger. — 1980. “Medical response to wom en’s health activists: Conflict, accommodation, and cooptation”. Research in Sociology o f Health Care 1: 3 3 5 -3 5 4 . — 1993. “Toward a more inclusive model of wom en’s health”. American Journal o f Pub­ lic Health 83: 6 -8. Sahlins, Marshall. 1997 [1977], Χ ρ ή σ ε ις κ α ι κ α τ α χ ρ ή σ ε ις τη ς β ιο λ ο γ ία ς : Μ ια α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ικ ή κριτική τη ς κ ο ιν ω ν ιο β ιο λ ο γ ία ς , μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εισαγωγή Αλεξάν­ δρα Μπακαλάκη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια [The Use and Abuse o f Biology: An Anthropo­ logical Critique o f Sociobiology. Λονδίνο: Tavistock Publications]. Sanders, Clinton, 1989, Customizing the Body: The Art and Culture o f Tattooing. Φιλαδέλ­ φεια: Temple University Press. Sawicki, Jana, 1991, Disciplining Foucault: Feminism, Power and the Body. Νέα Τόρκη: Routledge. Schatten. G., H. Schatten, 1983, “The energetic egg”. The Sciences 23 (5 ): 2 8-34. Scheper-Hughes, Nancy και Margaret M. Lock. 1989. “The mindful body: A prolegome­ non to future work in medical anthropology”. Medical Anthropology Quarterly 1 (1): 6-41. Schiebinger. Londa, 1987. “Skeletons in the closet: The first illustrations of the female skeleton in eighteenth-century anatomy”. Στο Catherine Gallagher και Thomas

ΤΧ) ΦΥΛΟ ΚΑΙ Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚ