Ψυχανάλυση και εφηβεία Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα 9789600515732

Για ebook reader περάστε τους Koreader Ποια τα σημεία αναφοράς και ποια τα κλινικά και θεωρητικά ορόσημα του ψυχαν

1,180 176 8MB

Greek Pages 578 Year 2013

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Polecaj historie

Ψυχανάλυση και εφηβεία Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα
 9789600515732

Table of contents :
Περιεχόμενα 7
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ................................ 11
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ Η εφηβεία, «φτωχός συγγενής» ή όψιμο τέκνο της ψυχανάλυσης;......... 17
ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ Οι μετασχιματισμοί της ήβης .................. 49
ΑΝΝΑ ΦΡΟΥΝΤ Για την εφηβεία............................ 87
ΠΕΤΕΡ ΜΠΛΟΣ Γιος του πατέρα του.........................127
ΜΟΖΕΣ ΛΟΦΕΡ Ρήξη .......................................167
ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΑΓΚΟΣΤΙΝΙ Η Μέλανι Κλάινως αναλύτρια εφήβων. Κάποια συμπεράσματα 183
ΚΑΤΑΛΙΝΑ ΜΠΡΟΝΣΤΑΪΝ Φροϋδικές και κλαινικές θέσεις για την εφηβία χθες και σήμερα 203
ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΟΥΪΝΝΙΚΟΤ Σύχρονες αντιλήψεις για την ανάπτυξη του εφήβου και οι εππζτώσεις τους στην εκπαίδευση 229
ΕΒΕΛΥΝ ΚΕΣΤΑΜΠΕΡΓΚ Σημειώσεις για την κρίση της εφηβείας. Από την απογοήτευση στην κατάκτηση ..........261
ΦΙΛΙΠ ΓΚΥΤΟΝ Το ένηβο, οι 7τηγές, η πορεία του............277
ΡΕΥΜΟΝ ΚΑΝ Η διαδικασία υποκειμενοποίησης κατά την εφηβεία.............................305
ΠΙΕΡΑ ΩΛΑΝΙΕ Κατασκευάζοντας ένα παρελθόν δι εαυτόν....327
ΠΙΕΡΑ ΩΛΑΝΙΕ Σαν «πληγείσα περιοχή» ...................377
ΖΑΝ-ΖΑΚ ΡΑΣΣΙΑΛ Λακανικές θέσεις για την εφηβεία χθες και σήμερα...........................405
ΜΟΖΕΣ και ΕΓΚΛΕ ΛΟΦΕΡ Εφηβεία και ψυχαναλυτική διαδικασία........429
ΡΕΥΜΟΝ ΚΑΝ, ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΛΑΝΤΑΜ Ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση και εφηβεία. Μια συζήτηση...............................451
ΖΑΝ-ΛΥΚ ΝΤΟΝΝΕ Για τη συνάντηση με τον έφηβο..........475
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ Ο ψυχαναλυτής απέναντι στον ψυχωτικό έφηβο .... 509
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ Υπάρχει τελικά ψυχανάλυση του εφήβου; .539
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.........................555

Citation preview

Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Τ Ι Κ Α

Επιμέλεια ΓΕΡΑΣΙΜ ΟΣ ΣΤΕΦ ΑΝΑΤΟΣ

Ψυχανάλυση και εφηβεία Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα

Σίγκμουντ Φρόυντ Ντομινικ Αγκοστινι Φιλιπ Γκυτον Ρευμον Καν Εβελυν Κεσταυπέργκ Φ ρανοουα Λανταμ Εγκλε Λ οφ ερ Μ ο ζεε Λ οφ ερ

Π ετερ Μ πλοε Καταλινα Μπρονσταιν Ζαν-Λυκ Ν τοννε Ντοναλντ Ουιννικοτ Ζαν-Ζακ Ρασσιαλ Γερασιμοε Σιεφανατοε Αννα Φ ρουντ Πιερα Ω λανιε

Είναι αδιαμφ ισβήτητο όχι χην τελευτα ία τριακονταετία η εφηβεία απέκτησε δική xns, α υτόνομη υπόσταση στο πεδ ίο xns ψ υχαναλυχικήε θεω ρίαε και πρακτικήε.

Ο φτωχόε συγγενήε,

όπω ε την ονόμα ζε

η Ά ννα Φρόυντ, ανέκτησε επιτέλουε

to u s

επιστημονικούβ τίτλουβ ευγενείαβ που εί­ χε για χρόνια στερηθεί, βρήκε τη δική του ιδιαίτερη θέση στη φ υσική του ο ικ ο γ έ ­ νεια, έγινε

ons.

όψιμο τέκνο ms ψυχανάλυ-

Η τύχη κοινή και ίο μ έ λ λ ο ν αόρα ­

τον, ή μ ά λλο ν σ υ να κ ό λου θ ο in s poipas xns ψυχανάλυσηβ στο κο ινω νικο -ισ το ρικό πλαίσιο τω ν καιρών pas.

Πίνακας εξωφύλλου

Edvard Munch Puberty 1894-95 National Gallery, Oslo The National Museum of Art, Architecture and Design

Σχεδιαομός εξωφύλλου

Φωκίων Κοηανάοητ

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΕΙΑ Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα

ΣΕΙΡΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Υπεύθυνος σειράς: Γεράσιμος Στεφανάτος ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ ΕΣΤΙΑΣ' Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Ο Σ ΟΙ ΚΟΣ Ευριπίδου 84 - Αθήνα 105 53 www.hesha.gr · [email protected] Εκδόσεις Εστία

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΕΙΑ Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Γεράσιμος Στεφανάτος ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Αμαλία Ατσαλάκη Νέλλυ Γεωργούδη Εύα Καραϊτίδη Πέτρος Κεφάλας Μανώλης Κωνσταντόπουλος Εύα Λεωνίδη Ελίζα Νικολοπούλου Γεράσιμος Στεφανάτος Τέσσα Χατζηγιάννη-Στεφανάτου Νάνσυ Ταλούμη Λουκία Τσαρούχη

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «Ε Σ Τ ΙΑ Σ » I. Δ. ΚΟ Λ Λ Α ΡΟ Υ & ΣΙΑ Σ Α .Ε . ΑΘΗΝΑ 2013

Π ε ρ ι ε χ ό μ εν a ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ............................................................................

11

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ

Η εφηβεία, «φτωχός συγγενής» ή όψιμο τέκνο της ψυχανάλυσης;..................................

17

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αναπτυξιακό συνεχές, μεταμορφώσεις, ρήξεις και καταρρεύσεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ ι -

τρίτηωοοϋδικήΜ^λέΊϊΐ

ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ

Οι ^ιετασ^^ιατισμοί της ήβης . .................................... ΚΕΦΑΛΑΙΟ II -

49

Βασικές έρευνες σε ανναφροϋδικό πλαίσιο

ΑΝΝΑ ΦΡΟΥΝΤ

Για την εφηβεία ..............................................................

87

ΠΕΤΕΡ ΜΠΛΟΣ

Γιος του πατέρα του ..........................................................127 ΜΟΖΕΣ ΛΟΦΕΡ

Ρήξη .................................................................................... 167 Άννα και Μέλανι. Από τις «Αντιδικίες» στους επιγόνους

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III -

ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΑΓΚΟΣΤΙΝΙ

Η Μέλανι Κλάινως αναλύτρια εφήβων. Κάποια συμπεράσματα ........................

183

ΚΑΤΑΛΙΝΑ ΜΠΡΟΝΣΤΑΪΝ I

Φροϋ χθες και σήμερα

203

ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΟΥΪΝΝΙΚΟΤ και οι εππζτώσεις τους στην εκπαίδευση

229

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Από την «κρίση» στην υποκειμενική ιδιοποίηση του σώματος, της σκέψης και του παρελθόντος Σύγχρονες έρευνες της γαλλικής σχολής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV -

ΕΒΕΛΥΝ ΚΕΣΤΑΜΠΕΡΓΚ

Σημειώσεις για την κρίση της εφηβείας. Από την απογοήτευση στην κατάκτηση ........................ 261 ΦΙΛΙΠ ΓΚΥΤΟΝ

Το ένηβο, οι 7τηγές, η πορεία τ ο υ .................................... 277 ΡΕΥΜΟΝ ΚΑΝ

Η διαδικασία υποκειμενοποίησης κατά την εφηβεία ............................................................ 305 ΚΕΦΑΛΑΙΟ V -

Η συνεισφορά της Ωλανιέ

ΠΙΕΡΑ ΩΛΑΝΙΕ

Κατασκευάζοντας ένα παρελθόν δι εαυτόν...............327 ΠΙΕΡΑ ΩΛΑΝΙΕ

Σαν «πληγε ίσα περιοχή» ..............................................377 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI - Η ^ ιιε α η ^ π ι^ ρ ο ή τ ο ^ .α κ ά ν ΖΑΧ-ΖΑΚ ΡΑΣΣΙΑΛ ~ 'ΆακανικέεθέσειεΥίατηνεωτηβεία.

^θε^κατσι^ιε^α ...............................................................405 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ψυχαναλυτής απέναντι στον έφηβο ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII -

Ζητήματα μεθόδου και τεχνικής

ΜΟΖΕΣ και ΕΓΚΛΕ ΛΟΦΕΡ

Εφηβεία και ψυχαναλυτική διαδικασία......................429 ΡΕΥΜΟΝ ΚΑΝ, ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΛΑΝΤΑΜ

Ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση και εφηβεία. Μια συζήτηση................................................................... 451

ΖΑΝ-ΛΥΚ ΝΤΟΝΝΕ

Για τη συνάντηση με τον έφ η βο ......................................475 ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ

Ο ψυχαναλυτής απέναντι στον ψυχωτικό έφηβο . . . . 509 ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ Υπάρχει τελικά ψυχανάλυση του εφ ήβου; ..................539 ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.............................................................555

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Π οια τα σημεία αναφοράς, ποια τα κλινικά και Θεωρη­ τικά ορόσημα του ψυχαναλυτή στο ταξίδι του με τον έφηβο, στη χάραξη του πλου, στην τέχνη και στην τεχνι­ κή της όποιας συμπόρευσης μαζί του; Ταξίδι επισφαλές και αδύνατη συμπόρευση, γιατί το ερώτημα που θέτει ο έφηβος, ακόμη και μέσα από την παθολογία του, είναι σε τελευταία ανάλυση ερώτημα ηθικής τάξεως και ως εκ τούτου σε μεγάλο βαθμό ανα­ πάντητο: «Για τί να ζήσω σε έναν κόσμο ενηλίκων που δεν διάλεξα και όπου, όσα αφειδώς μου υποσχέθηκαν, τώρα τα διαψεύδουν και μου τα αρνούνται;» Είναι σημαντικό, η πρόκληση του εφήβου να βρει αντα­ πόκριση, να μη χαθεί στο κενό, να μην προσκρούσει στο σκληρό τείχος του επαγγελματικού κομφορμισμού ούτε να ακυρωθεί από την κινούμενη άμμο τής άνευ ορίων κα­ τανόησης και των άμετρων επιδιορθωτικών προθέσεων που συγκαλύπτουν πολλές μορφές επιθετικότητας, καταστροφικότητας και ασυνείδητες ταυτίσεις της προσωπικής ιστορίας των Θεραπευτών με εφήβους και γονείς. Με άλλα λόγια, για να βρει ο έφηβος τις ατομικές του συντεταγμέ-

12 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

νες, πρέπει να τολμήσει αλλά και να του επιτραπεί να αντιπαρατεθεί, ώστε αντιπαρατιθέμενος να μπορέσει να διαπραγματευθείμέσω ενός «άλλου» τη δική του σεξουα­ λικότητα, καταστροφικότητα και δημιουργικότητα. Πώς λοιπόν ο ψυχαναλυτής, στη συνάντηση με τον έφηβο, θα διασφαλίσει τους όρους και τις συνθήκες που επιτρέπουν την επισήμανση, αν όχι την ερμηνεία των έντονων μεταβιβαστικών και αντιμεταβιβαστικών κινή­ σεων που κατακλύζουν ή ερημώνουν φαινομενικά το πε­ δίο αυτής της συνάντησης; Με ποιον τρόπο, ακόμη, θα μπορέσει ο ψυχαναλυτής να πει στον έφηβο ότι δεν ξέρει περισσότερα από αυτόν γι' αυτόν, αλλά ότι ξέρει πως, στο πλαίσιο της συν-εργασίας που του προτείνει, είναι δυνατόν στη θέση του συμ­ πτώματος και του ψυχικού πόνου να κατασκευαστεί μια γνώση που κανένας από τους δύο δεν θα κατέχει πλήρως; Αλλά και πώς ο ψυχαναλυτής θα λάβει υπόψη τις όποιες παθολογικές εκβάσεις μιας εφηβείας χωρίς να τις εντάξει στα «ελλείμματα» κάποιας ευθύγραμμης ανα­ πτυξιακής θεώρησης και χωρίς να περιοριστεί η ακρόασή του από την ακινησία της «δομής», που στερεί από την εφηβεία τη δική της ιδιαίτερη δυναμική; Αυτά τα ερωτήματα και αυτές οι δυσκολίες ήταν πηγή και έμπνευση της παρούσας έκδοσης και μάλιστα σε δύο πε­ ριόδους, όπως η διφασική εξέλιξη της ανθρώπινης σεξου­ αλικότητας, όπως οι δύο χρόνοι της φροϋδικής θεωρίας τού «εκ των υστέρων», που σημαδεύουν την εφηβεία.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ |

13

Στις αρχές του '90, λοιπόν, είχα μιλήσει στον Φρανσουά Λαντάμ, πρεσβύτερο και διακεκριμένο Ελβετό συνάδελ­ φο, για την ανάγκη μιας έκδοσης στα ελληνικά, ενδεχομέ­ νως στη συνέχεια και στα γαλλικά, ενός τόμου με βασικά ψυχαναλυτικά κείμενα για την εφηβεία. Πρέπει να πω ότι γυρίζοντας στην Ελλάδα είχα αναλάβει την πρωτο­ βουλία μετασχηματισμού της μόνης μέχρι τότε υπάρχουσας αμιγούς Μονάδας Εφήβων σε Τμήμα Ψυχιατρικής Εφήβων και Νέων, στο Γ.Ν.Α. « Γ . Γεννηματάς», με ψυ­ χαναλυτική κατεύθυνση στη Θεραπεία όπως και στην εκ­ παίδευση των Θεραπευτών. Ττνήρχε προφανώς ανάγκη από κλινικά και Θεωρητικά ορόσημα για την ύπαρξη και τη μετάδοση αυτής της εμπειρίας, εξ ου και η ιδέα της έκδοσης, σε σχέση πάντα και σύνδεση με τα τεκταινόμενα στην Ευρώττη και κυρίως στη Γαλλία. Η συνέχεια του χρονικού αναφέρει ότι στη μεταφρα­ στική ομάδα, που δημιουργήθηκε το 1995 με νεότερους συναδέλφους και συνεργάτες, προστέθηκε γενναιόδωρα και η εκδότρια που ανέλαβε να φέρει εις πέρας το εγχεί­ ρημα Εύα Καραϊτίδη. Παρά τις ευοίωνες προϋποθέσεις, την ενθάρρυνση του Φρανσουά Λαντάμ και ορισμένες πρώτες μεταφράσεις, το σχέδιο τελικά δεν ευοδώθηκε για λόγους που χάνονται στις αράδες του μυθιστορήματος της επαγγελματικής ζωής του γράφοντος. Ωστόσο, τα κείμενα που είχαν συγκεντρωθεί έκαναν τον κύκλο τους, χρησι­ μέυσαν σε διάφορες εργασίες και αποτέλεσαν πολύτιμο υλικό για το Σεμινάριο που διηύθυνα στο Τμήμα Εφήβων από το 1990 μέχρι το 2003, με τη συμμετοχή μάλιστα και ορισμένων από τους τωρινούς μεταφραστές.

14 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

Λίγο μετά, το 1997, μια εξαίρετη συλλογή βασικών κειμένων με τίτλο «Εφ ηβεία και ψυχανάλυση: μια ιστο­ ρ ία »' κυκλοφόρησε υπό τη διεύθυνση του Φρανσουά Λαντάμ στη Λωζάννη, ενώ στο Παρίσι, ένα χρόνο πριν, είχε γίνει από τις εκδόσεις του CILA (Collège International de l'Adolescence) μια άλλη σημαντική έκδοση, απότοκος συνεδρίου με τίτλο «Η εφηβεία στην ιστορία της ψυχανά­ λυσης»12. Μία δεκαπενταετία μετά, το «τυχαίο» που κυβερνά τις ζωές μας κατέστησε το CILA έναυσμα για την παρού­ σα, μεθύστερη εκδοτική πρωτοβουλία στη σειρά «Ψ υχαναλυτικά», χάρη στη συνάντησή μου και τις επιστημονι­ κές ανταλλαγές με τους συναδέλφους ψυχαναλυτές Ντιντιέ Λωρύ, Α ννίΜ πιρρώ και Φρανσουά Μαρτύ. Στο και­ νούργιο κάλεσμα απάντησαν πρόθυμα οι «παλαιοί» της μεταφραστικής ομάδας και ορισμένοι «νεότεροι», με τους οποίους συνεργάστηκα σε διάφορες φάσεις της ψυ­ χαναλυτικής τους πορείας. Δεν πρόκειται για απλή με­ ταφραστική ομ άδα αλλά για συναδέλφους που τους ενώ­ νει η αγάΐτη για την ψυχανάλυση και την εφηβεία, τα δύο σημαίνοντα του τίτλου της παρούσας έκδοσης, στην πραγμάτωση της οποίας απλόχερα συνεισέφεραν. Δεν βρίσκω λόγια να ευχαριστήσω την Αμαλία Ατσαλάκη, τη Νέλλυ Γεωργούδη, τον Πέτρο Κεφάλα, τον Μανώλη Κω ν1 Maya Perret-Catipovic et Francois Ladame (sous la direction de). Adolescence et psychanalyse: une histoire. Delascaux et Niestle, 1997. 2 Francois Marty (sous la direction de). L ’adolescence dans l’histoire de la psychanalyse. Les Cahiers du Collège International de lAdolescence. éditions CILA. n° 1, 1996.

Π Ρ ΟΛ Ε Γ ΟΜΕ Ν Α | 15

σταντόπουλο, τηνΕ ύα Λεωνίδη, την ΕλίζαΝικολοπούλου, τη Νάνσυ Ταλούμη, τη Λουκία Τσαρούχη, την Τέσσα Χατζηγιάννη-Στεφανάτου,, όπως και τον Άγγελο Βουτσά, που μας συνάντησε στην πορεία. Το ανά χείρας βιβλίο συγκεντρώνει κλασικά κείμενα και σημαντικές ψυχαναλυτικές έρευνες της τελευταίας κυρίως τριακονταετίας, οι οποίες στο σύνολό τους συνιστούν, κατά γενική νομίζω παραδοχή, ένα βασικό θεω­ ρητικό και πρακτικό πλαίσιο αναφοράς για την ψυχανα­ λυτική εργασία με εφήβους. Αυτό ήταν και το κριτήριο επιλογής. Εκτός δύο κειμένων, τα υπόλοιπα μεταφράζο­ νται πρώτη φορά στα ελληνικά. Οι μεταγενέστερες συ­ νεισφορές του Αγκοστινί, του Ρασσιάλ και της Μπρονστάιν, όπως και το δικό μου κείμενο, που εστιάζεται στην ψύχωση, σχολιάζουν και διευρύνουν τη βασική θεματική. Παράλληλα, μέσα από την αλληλουχία των κειμένων και την παρουσίασή τους, διαγράφεται σε αδρές γραμμές η ιστορία της σχέσης ψυχανάλυσης και εφηβείας. Οφείλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή Φιλίπ Γκυτόν, ψυ­ χαναλυτή, ιδρυτή και διευθυντή του περιοδικού “Adolescence”, για τη φιλική του συμπαράσταση και την πολύτιμη διάθε­ ση των δικαιωμάτων μετάφρασης πολλών κειμένων του παρόντος βιβλίου, καθώς και τον ψυχαναλυτή, καθηγητή Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή της Γενεύης Φρανσουά Λαντάμ, για την πολύχρονη συνεργασία μας και τα δικαι­ ώματα μετάφρασης του κειμένου του Ρεϋμόν Καν. Τις ευ­ χαριστίες μου, στην ψυχαναλύτρια Κατρίν ΚεσταμπέργκΧάντεμπεργκ, για το δικαίωμα μετάφρασης του κειμένου της μητέρας της Εβελύν Κεσταμπέργκ, όπως και στην

16 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

Εμιλί Φουρνιέ, εγγονή τηςΠιέρα Ωλανιέ, για τα δικαιώμα­ τα μετάφρασης των δύο κειμένων της γιαγιάς της. Ευχα­ ριστώ, επίσης, τις εκδόσεις Επίκουρος και Καστανιώτη για την ευγενική παραχώρηση του δικαιώματος αναπαρα­ γωγής των μεταφράσεών τους.

Γ. Σ.

Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η

,

Η εφηβεία «φτωχός συγγενής» ή όψιμο τέκνο της ψυχανάλυσης; ΓΕΡΑ ΣΙΜ Ο Σ ΣΤΕΦ Α Ν Α ΤΟ Σ

Για χρόνια, η ψυχανάλυση αντιμετώπιζε την εφηβεία σαν «φτωχό συγγενή», όπως έλεγε η Άννα Φ ρόυντ1. Οι εξελίξεις, τα γεγονότα και η ερμηνεία τους δείχνουν εκ των υστέρων ότι επρόκειτο μάλλον για έμμεση απόρ­ ριψη, για παραμερισμό των ζητημάτων που έθετε και θέτει αυτή καθεαυτή η οντότητα του εφήβου στην ψ υ­ χαναλυτική θεωρία και πρακτική. Στην εφηβεία οξύνονται, περισσότερο από ποτέ, τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια στη διαρκή απαίτηση υποκειμενικής ιδιοποίησης του σώματος, της σκέψης, της επιθυμίας, της ατομικής ιστορίας και του κοινωνικοιστορικού κόσμου που μας περιβάλλει, σε αυτή την πά­ ντα ελλιπή και ανολοκλήρωτη διαδικασία υποκειμενοποίησης την οποία ονομάζω ποίηση εαυτού και κόσμου. Διαδικασία ατέρμονη, με πολλαπλά επίπεδα και ετερο­ γενείς συνιστώσες που εμφανίζονται σε όλη τους την έκταση και ένταση στην εφηβεία, υπό τη διπλή πίεση της ενόρμησης και του αντικειμένου. 1Α. Φρόυντ, Για την εφηβεία, χεφ. II του παρόντος βιβλίου.

18 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

«Εγώ είναι ένας άλλος»2 γράφει ο δεκαεξάχρονος Αρθούρος Ρεμπώ.Ένας «άλλος εν εαυτώ», ένηβος, που αναζητά μορφή, παραστάσεις, λέξεις και νόημα στη ρί­ μα του νεαρού «καταραμένου» ποιητή, όπως και στο πεζό βίωμα του κάθε εφήβου που νιώθει αλλόκοτος και ξένος ως προς τον ίδιο τον εαυτό του. Πέρα από τη δια ­ φορά των φύλων και την ευνουχιστική έλλειψη που αυτή σηματοδοτεί, πέρα από τη διαφορά των γενεών και τους περιορισμούς που αυτή συνεπάγεται, ο έφηβος βρίσκε­ ται αντιμέτωπος με μία ριζική διαφορά που απειλεί το ναρκισσιστικό του υπόβαθρο, τον ταυτιστικό του πυρή­ να, όπως και τη σχέση του με το αντικείμενο* εννοώ τη διαφ ορά εαυτού προς εαυτόν. Αυτή τη ριζική διαφορά καλείται αμετακλήτως να δεχθεί και να επεξεργαστεί επενδύοντας την αλλαγή στον ψυχικό του χώρο, επεν­ δύοντας δηλαδή την παραστασιακή εκπροσώπηση της μεταβαλλόμενης σχέσης με το σώμα του, τον κόσμο και τον άλλο. Στον αστερισμό της θεμελιακής αυτής αλλαγής, ο έφηβος με άδειο ή γεμάτο, με τρύπιο ή από τους γονείς διαρκώς μπαλωμένο το σακίδιό του, έρχεται να συνα­ ντήσει τον ψυχαναλυτή. Έναν ιδιαίτερο συν-ομιλητή που λίγο-πολύ του λέει ότι στη θέση της δυσφορίας και του συμπτώματος, της αφόρητης πλήξης και του ψυχικού

2 Η ακριβής φράση είναι: Cest faux de dire : Je pense. On devrait dire: On me pense [...] Je est un autre. Tant pis pour le bois qui se trouve violon στο Rimbaud A.. Rimbaud à Georges Izambard (Charleville. 13. mai 1871). στο Correspondance. Œuvres complètes. Paris, Gallimard. 1972, σ. 248.

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η | 19

πόνου, μπορεί να υπάρξει νόημα και ότι μπορεί να προ­ κόψει γνώση εαυτού «στο μεταξύ των δύο τους χώρο», ο οποίος θα δημιουργηθεί. Η ιδιαιτερότητα της μεθόδου συνίσταται ακριβώς στην ανάκτηση και την υποκειμενι­ κή ιδιοποίηση των ψυχικών στοιχείων που ενεργοποιού­ νται και διακινούνται μεταξύ αναλυομένου και αναλυτή στο μεταβιβαστικό-αντιμεταβιβαστικό πεδίο, σε σχέση με το ασυνείδητο και το απωθημένο αλλά και με ό,τι εκτός συμβολοποίησης τραυματίζει και απειλεί. Μέθο­ δος ιδιαίτερη, διαβολική στην προκειμένη περίπτωση θα έλεγα, γιατί ευνοεί την αναγκαία υποκειμενοποίηση, ενώ ο έφηβος «αντιστέκεται». Οι λόγοι, όμως, για τους οποίους ο έφηβος αντιστέ­ κεται δεν είναι καθόλου διαβολικοί. Είναι η οξύτητα των ταυτιστικών ανακατατάξεων και ο πληθωρισμός ναρ­ κισσιστικής λίμπιντο που τον αναγκάζουν να αναζητά αμυντικά στη θέση του άλλου έναν ναρκισσιστικό όμοιο ή ένα ένσαρκο υποκατάστατο εξιδανικευμένων γονεϊκών μορφοειδώλων, προικισμένων με θετική και κατα­ στροφική παντοδυναμία. Αυτή η μορφή άμεσης, μαζικής μεταβίβασης, το θέτω ευθέως και εξαρχής, δεν είναι εύ­ κολα επεξεργάσιμη και ερμηνεύσιμη. Κάθε αναφορά στο παιδικό και υπό αναδόμηση παρελθόν κινδυνεύει να θεωρηθεί αστήρικτη και αυθαίρετη από τον έφηβο, κα­ θώς είναι απορροφημένος από τις τωρινές συγκρούσεις που κλονίζουν τα θεμέλια της ύπαρξής του, το είναι και το έχειν που την ορίζουν. Έναν έφηβο που καταφεύγει, δικαίως ή αδίκως, στην πράξη κι όχι στη σκέψη, ψηλαφίζει ανυπόμονα την εμπειρία και στη συνάντηση με τον

20 I Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

αναλυτή, όταν δεν σιωπά πεισματικά, ο χειμαρρώδης λόγος του δεν συνιστά υποχρεωτικά συνειρμικότητα. Ο ελεύθερος συνειρμός μοιάζει προνόμιο της δομημένης νεύρωσης του ενηλίκου ενώ το παιχνίδι και το σκίτσο ανήκουν στον κόσμο του παιδιού, από όπου ο έφηβος θέλει με κάθε θυσία να ξεφύγει. «Αντι-αναλυόμενος», λοιπόν, ο έφηβος ή sui generis αναλυόμενος, βάζει σε δοκιμασία το πλαίσιο συνεργα­ σίας που του προτείνεται και θέτει σε αναρώτηση τη γνώση, τη μέθοδο και την ηθική της ψυχανάλυσης. Γίνε­ ται, έτσι, ο «άλλος» του ψυχαναλυτή. Και μέσα από τα ερωτήματά του, ο «φτωχός συγγενής» της ψυχανάλυ­ σης πλουτίζει, και πλουτίζοντας παραδόξως εμπλουτίζει τη θεωρία και την πρακτική που αρχικά τον απέρριπταν.

Αντιστάσεις και δυσκολίες από τη μεριά του ψυχαναλυτή Οι αιτίες του παραμερισμού του εφήβου από την ψυχα­ ναλυτική οικογένεια ξεπερνούν τις δυσκολίες μεθόδου και τεχνικής, αγγίζουν ανθρωπολογικές καθολικότητες και θίγουν ιδιαίτερες προσωπικές χορδές. Ίσως συνδέ­ ονται με τον ασυνείδητο και ορισμένες φορές συνειδητό φθόνο του ενηλίκου για τον έφηβο, που φαντασιακά το­ ποθετείται στο απόγειο της ζωτικής δύναμης και της σε­ ξουαλικής ορμής. Ίσως συνδέονται ακόμη με το γεγονός ότι η εφηβική σεξουαλικότητα στις πατροκτόνες, αιμο­

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η | 21

μικτικές, ετερόφυλες και ομόφυλες, ασυνείδητες δια­ στάσεις της δύσκολα απενοχοποιείται, σε αντίθεση με την παιδική σεξουαλικότητα που, παρά τον «πολύμορ­ φα διεστραμμένο» κατά τον Φρόυντ χαρακτήρα της, εύ­ κολα αποκτά ψευδές πιστοποιητικό προσωρινότητας. Ο ψυχαναλυτής προφανώς δεν είναι άμοιρος όλων αυτών και οι αντιστάσεις του, αναμενόμενες. Η Ολλανδή ψυχαναλύτρια Λαμπλ-ντε Γκρουτ τις συ­ νέδεε με τη διαπίστωση ότι η περίοδος της εφηβείας δεν αναλύεται συστηματικά στις αναλύσεις των ενηλίκων, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων των ψυχαναλυ­ τών (Lampl-de Groot, 1960). Δεν ξέρω κατά πόσον μπο­ ρούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο σήμερα, έχω όμως παρατηρήσει ότι οι αυνανιστικές σεξουαλικές «φαντα­ σιώσεις της εφηβείας», όπως τις βάφτισε ο Φρόυντ (Freud, 1910), ανακαλούνται με δυσκολία στις αναλύ­ σεις των ενηλίκων, υπάρχει ντροπή, όπως και έντονη τά­ ση απώθησης της «κρίσης εφηβείας» και του αντίστοι­ χου άγχους. Παράλληλα, ένας ικανός αριθμός αναλυομένων προσέρχεται με μια εφηβική προβληματική εν ενεργεία και λιγότερο με τα ψυχικά παράγωγα της απώθησής της, γεγονός που συνδέεται και με τις λεγόμενες «νέες παθολογίες» στον ψυχικό και πολιτισμικό αστερισμό μάλλον Ναρκίσσου, παρά του Οιδίποδα με τις επιθυμίες και τις απαγορεύσεις που το σύμπλεγμά του συνεπάγεται. Ο ψυχαναλυτής που εργάζεται με εφήβους είναι αδιαμφισβήτητο ότι συνδιαλέγεται ταυτόχρονα με τη δ ι­ κή του εφηβεία, αυτή των γονέων του, ίσως ακόμη και

22 I Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

με την εφηβεία του δικού του αναλυτή. Η συνεχής αυτή συνδιαλλαγή δεν είναι ανώδυνη και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αντιμεταβιβαστικές του αντιδράσεις. Οι μορ­ φές των μεταβιβάσεων είναι πολλαπλές, πέρα δε από τη λιβιδινική σφαίρα και τους αποπλανητικούς κατοπτρισμούς της αμοιβαίας σαγήνευσης, εκτείνονται σε όλο το φάσμα της καταστροφικότητας και του μίσους. Η σύγχρονη ψυχαναλυτική πρακτική με βαριά διαταραγμένους εφήβους επαληθεύει, εκ των υστέρων, τις τραγικές διαπιστώσεις από το θάνατο της πρωτοπόρου ψυχαναλύτριας παιδιών Χερμίνε φον Χουγκ-Χέλμουτ (Hermine von Hug-Hellmuth), η οποία δολοφονήθηκε το 1924 από τον δεκαεξάχρονο ανιψιό της, τον οποίο επι­ χείρησε να ψυχαναλύσει. Οι πρώιμοι δεσμοί αγάπης-μίσους με τα εσωτερικά γονεϊκά αντικείμενα αποτελούν το πλαίσιο και τη μαγιά της ενορμητικής και ναρκισσιστικής δόμησης κάθε υπο­ κειμένου, στοιχειοθετώντας μιαν αξεπέραστη αρχική εξάρτηση και ένα αντίστοιχο μίσος για ό,τι το υποχρεώ­ νει από γεννησιμιού του να αγαπιέται και να αγαπά. Η επ-ανα-διαπραγμάτευση των ψυχικών αυτών δεσμών στη μεταβίβαση -όπ ω ς και στη ζωή- είναι συγκρουσιακή, οι αποσυνδέσεις επώδυνες, τα ψυχικά πένθη έντονα. Στους παθολογικούς δε αστερισμούς, οι αλλαγές βιώνονται με καταστροφικό τρόπο που καθρεφτίζεται στην εύθραυστη ναρκισσιστική επένδυση ενός εφηβικού εγώ σε απειλή κατάρρευσης από την ίδια του την προσπά­ θεια να ανεξαρτητοποιηθεί από τα αντικείμενα που το στήριξαν και τις ταυτίσεις που το έθρεψαν.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

I

23

Το χρονικό αυτής της αδύνατης ανεξαρτητοποίησης σημαδεύεται από επαναληπτικές απόπειρες του εφήβου να αποκόψει τους αλλοτριωτικούς δεσμούς κόβοντας κομμάτια από τη δική του σάρκα, ενδεχομένως και των άλλων. Αυτοακρωτηριαζόμενος, θυσιάζοντας ολόκληρα τμήματα του ψυχισμού και της ιστορίας του, σαμποτά­ ροντας πολλαπλούς τομείς δημιουργικότητας, επιδόσε­ ων και δεξιοτήτων, καταφεύγοντας σε νεο-εξαρτησεις από ουσίες, από θανατηφόρες σχέσεις και συμπεριφο­ ρές, αψηφώντας και ψηλαφώντας τη φυσική αίσθηση του θανάτου, ερωτοτροπώντας τελικά με τον θάνατο (Στεφανάτος, 2001), ο διαταραγμένος έφηβος αναζητά απελπισμένα στην εξωτερική πραγματικότητα και στα σωματικά όρια τη δυνατότητα να επιβιώσει ψυχικά. Η πράξη έρχεται να βραχυκυκλώσει αμυντικά το πε­ δίο των ψυχικών παραστάσεων, της φαντασίωσης και της επιθυμίας. Οι «κόντρες» των νεαρών μοτοσυκλετιστών, η overdose των τοξικομανών, η απεργία πείνας και ζωής των ανορεκτικών, οι επαναληπτικές απόπειρες αυ­ τοκτονίας, τα υψηλού ρίσκου λεγόμενα αθλήματα, όπου εκλύεται άφθονη η αδρεναλίνη, οι εξαντλητικές μέχρι θανάτου σωματικές συμπεριφορές αποτελούν τρόπους μέσω των οποίων ο διαταραγμένος έφηβος επιχειρεί να θέσει υπό απόλυτο έλεγχο τον Αλλο. Η καταφυγή στην υλικότητα των σωματικών ορίων, ουδών και αντοχών, τόνιζε η Ναταλί Ζαλτζμάν (Zaltzman, 1998). είναι η μόνη λύση που απομένει ορισμένες φορές στο υποκείμενο για να γλυτώσει από ασφυκτικούς λιβιδινικούς δεσμούς και την αλλοτριωτική κυριαρχία του Άλλου.

24 I Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

Κλείνοντας την παρενθετική αυτή αναφορά στις σύγ­ χρονες παθολογίες της πράξης και της εξάρτησης, θα τονίσω ότι σε αυτές τις κλινικές συνθήκες οι μεταβιβαστικές και αντιμεταβιβαστικές κινήσεις είναι έντονες και ενέχουν κινδύνους που οδηγούν συχνά σε θεραπευ­ τικά αδιέξοδα. Όπως, όταν υπάρχει ασυνείδητη σύγκλι­ ση ανάμεσα στην αποφυγή ενός επώδυνου ψυχικού υλι­ κού από τον έφηβο και στο φόβο του ψυχαναλυτή απέ­ ναντι στο άγχος που του προκαλεί η καταστροφικότητα του εφήβου και η δυσκολία να την επεξεργαστεί. Η καταναγκαστική επαναληπτικότητα των αυτοκαταστροφικών πράξεων του εφήβου αποβλέπει σε τελευ­ ταία ανάλυση στη βραχυκύκλωση ή ακόμη στην κονιορτοποίηση της παράστασης ενός «φόνου». Ενός ενδοψυχικού φόνου, ο οποίος θα επέτρεπε τη μετατροπή του θανάτου που κυριαρχεί στις αυτοκαταστροφικές συμπε­ ριφορές σε απελευθερωτικό φόνο του απειλητικού εσω­ τερικού αντικειμένου. Μνημονεύοντας τον Ουίννικοτ (Winnicott, 1971, κεφ. III του παρόντος βιβλίου) θα τονίσω ότι στο ασυνείδητο του εφήβου κυριαρχεί το θέμα ενός φαντασιακού φόνου και του συνακόλουθου θριάμβου που θα οδηγούσε στο ξεπέρασμα της εξάρτησης και στην κατάκτηση της ωρι­ μότητας. Όσο αναγκαίο είναι για τον έφηβο να συμβολοποιήσει το φόνο των εσωτερικών γονεϊκών αντικειμένων ώστε να αποφύγει τις φαντασιακές ενοχές και την αντι­ στροφή του φόνου σε δική του αυτοκαταστροφή, άλλο τόσο απαραίτητο είναι ο ψυχαναλυτής -όπως και οι γο­ νείς- να «επιζήσει» απ’ αυτή την επίθεση, επωμιζόμενος

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η | 25

την ευθύνη της θέσης του στη μεταβίβαση και το ρίσκο που ενέχει η ψυχαναλυτική εργασία με εφήβους. Οι δυσκολίες περιπλέκονται ακόμη περισσότερο και απαιτούν ιδιαίτερους χειρισμούς όταν ο ψυχαναλυτής υποχρεώνεται να παρέμβει στην πραγματικότητα του οικογενειακού, εκπαιδευτικού και κοινωνικού περιβάλ­ λοντος του εφήβου. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, οφεί­ λει να παραδώσει τη σκυτάλη, μόνιμα ή προσωρινά, στον αντίστοιχο εξειδικευμένο για εφήβους θεραπευτι­ κό ή προνοιακό θεσμό. Ούτως ή άλλως, η εφηβεία, τόσο στις παθολογικές όσο και στις κανονικές της εκβάσεις, βρίσκεται πάντα σε σχέση, συχνά και σε αντιπαράθεση, με τους θεσμούς και τις ρυθμιστικές, κανονιστικές παρεμβάσεις της κοι­ νωνίας στους τρόπους αυτονόμησης και στις μορφές υποκειμενοποίησης του εφήβου. Η διεύρυνση της κλινι­ κής και θεραπευτικής εμπειρίας παράλληλα με τη μελέ­ τη της λειτουργίας του ψυχισμού του εφήβου έγιναν σταδιακά μέσα από την πίεση του αιτήματος των σύγ­ χρονων κοινωνιών. Το ενδιαφέρον των ψυχιάτρων, των ψυχαναλυτών και των ψυχολόγων για την εφηβεία είναι σχετικά πρόσφα­ το* χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Με­ τά τις περίφημες Τρεις Μελέτες για τη σεξουαλική θεω­ ρία του Φρόυντ, το 1905, και ορισμένες μεμονωμένες ερ­ γασίες που ακολούθησαν, χρειάστηκε αρκετός καιρός για να αρχίσει, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η ευρεία και συστηματική μελέτη της εφηβείας.

26 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

Η ψυχανάλυση αρχικά ενδιαφέρθηκε για την ήβη ως δεύτερο χρόνο της σεξουαλικής ωρίμανσης του ανθρώ­ που, προτού αναγνωρίσει την εφηβεία ως ενεργό και δρώσα στην ψυχική ζωή διαδικασία. Προτού δηλαδή, αναγνωριστεί μέσα από την εξέλιξη των εννοιολογικών εργαλείων της ψυχανάλυσης, όπως πρόσφατα περιέγρα­ ψε η Αννί Μπιρρώ (Birraux, 1996), ότι η εφηβεία δεν απο­ τελεί απλώς ηλικιακή φάση αλλά ψυχική διαδικασία που επιτρέπει την ενσωμάτωση των αλλαγών της ήβης. Μι­ λώντας για εφηβεία σήμερα θεωρώ ότι, τουλάχιστον οι ψυχαναλυτές, εννοούμε το σύνολο των ψυχικών διεργα­ σιών που επιτελούνται επί της ήβης (όπως συνδηλώνει η ετυμολογία της λέξης εφ-ηβεία), επί των φαντασιακών και συμβολικών σημασιών που την επικαθορίζουν σε κά­ θε πολιτιστικό μόρφωμα. Όσο ισχύει λοιπόν ότι υπάρχει ένας βιολογικός ντετερμινισμός της ήβης, άλλο τόσο ισχύει ότι ο τρόπος με τον οποίο θα βιωθεί και θα ενσω­ ματωθεί η ήβη από το υποκείμενο είναι κάθε φορά μονα­ δικός, εγγράφεται σε μια ατομική και οικογενειακή ιστο­ ρία και υπακούει σε ασυνείδητες ψυχικές αιτιότητες.

Ο Φρόυντ, οι «μεταμορφώσεις της ήβης» και η εφηβεία Στο φροϋδικό έργο δεν συναντάμε μια συστηματοποιη­ μένη θεωρία για την εφηβεία. Τα Πρακτικά των Συνα­ ντήσεων της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βιέννης από το 1906 μέχρι το 1918, οι περίφημες αυτές «βραδιές της

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η | 27

Τετάρτης», δίνουν μια εικόνα των πρώτων αναζητήσεων του Φρόυντ και των συνεργατών του (Les premiers psychanalystes, 1976. 1978. 1979. 1983). Με απόλυτη ελευθε­ ρία, που σήμερα ξαφνιάζει, συζητούν για τα αιώνια θέ­ ματα της εφηβείας, τον αυνανισμό, τις απόπειρες αυτο­ κτονίας, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση αλλά και για τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα με ήρωες εφήβους, όπως το θεατρικό Το ξύπνημα της άνοιξης3 του Φρανκ Βέντεκιντ (Wedekind, 1891) και Οι αναστατώσεις του οιχοτρόφου Ταίρλες του Ρόμπερτ Μούζιλ (Musil, 1906). Ωστόσο, οι αναζητήσεις αυτές δεν καταλήγουν σε κάποια συγκεκρι­ μένη θεωρητική σύλληψη (Ouvry, 1996/ Marty, 1996). Η εφηβεία αυτή καθεαυτή, η σεξουαλικότητά της και η δυναμική των ψυχικών διεργασιών που τη χαρακτηρί­ ζουν μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να μην απασχολούν τον Φρόυντ. Ορόσημο αποτελούν «Οι μετασχηματισμοί της ήβης» (κεφ. I του παρόντος βιβλίου), στο βαθμό που «η μέχρι τότε αυτο-ερωτική κυρίως σεξουαλική ενόρμηση βρίσκει τώρα το σεξουαλικό της αντικείμενο [...] υπό την πρωτοκαθεδρία της γεννητικής ζώνης». Είναι η γνωστή φροϋδική θέση των Τριών Μελετών για τη σεξουαλική θε­ ωρία, που εντάσσει την ήβη στο αναπτυξιακό συνεχές ή ακριβέστερα σε μια προοπτική ωρίμανσης της παιδικής σεξουαλικής ζωής. Σε αυτή την προοπτική ευνοείται η απευθείας σύνδεση του παιδικού σεξουαλικού στοιχείου3

3 Σ.τ.Επιμ.: Αξίζει να σημειωθεί ότι τον πρόλογο της γαλλικής έκ­ δοσης έγραψε ο Λακάν. βλ. Préface de J. Lacan στο Wedekind F.. L'éveil du printemps, Paris, Gallimard. 1974.

28 I Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

με την αιτιολογία της νεύρωσης στον ενήλικο ενώ η εφη­ βεία και η ήβη τίθενται grosso modo σε δεύτερο πλάνο στη θεωρία και στη θεραπευτική πρακτική. Παρ’ όλα αυτά, πολλές από τις πρώτες αναλυόμενες του Φρόυντ ήταν έφηβες. Η Καταρίνα των Μελετών για την υστερία (Freud, 1895b), η περίφημη Ντόρα από το Α πόσπασμα ψυχανάλυσης μίας περίπτωσης υστερίας (Freud, 1905c) όπως και η νεαρά του κατοπινού άρθρου για την «Ψυχογένεση μιας περίπτωσης γυναικείας ομο­ φυλοφιλίας» (Freud, 1920) ήταν όλες τους νέες γυναίκες, γύρω στα δεκαοκτώ, με έντονα στοιχεία εφηβικής προ­ βληματικής. Το ιστορικό αυτό στοιχείο εμπλουτίζει με την αντιφατικότητά του την προαναφερόμενη τοποθέτηση του Φρόυντ και τροφοδοτεί τη σημερινή συζήτηση περί αναλυσιμότητας των εφήβων. Με άλλους όρους, αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα των αναλύσεων των εφήβων και ορισμένων νέων ατόμων που θα σχηματοποιούσα ως εξής: ενώ η μεταβίβαση επανασεξουαλικοποιεί το ασυ­ νείδητο, α-χρονικό, παιδικό σεξουαλικό στοιχείο, οι τρό­ ποι και οι μορφές επικαιροποίησης του ευνοούν την απώθησή του. Πρόκειται για μια αναγκαία ωστόσο απώθηση, που σχετίζεται με τη δομική και δομιστική λειτουργία της απώθησης ως βασικού ψυχικού μηχανι­ σμού σε αυτή την κρίσιμη φάση λιβιδινικής εξέλιξης. Εν ολίγοις, σε αυτές τις αναλύσεις η επιστροφή του απωθημένου συνυπάρχει με την ανάγκη συγκρότησής του. Ο Φρόυντ ενώ φαίνεται να μην αγνοεί αυτή τη δυσκολία της τεχνικής, που απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς για να

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η | 29

αποφευχθεί η διακοπή της θεραπείας, την κληροδοτεί τελικά στους επιγόνους. Η σημασία της εφηβείας ως ψυχικής διαδικασίας, πέ­ ρα από κάθε γλωσσικό και μεταφραστικό ζήτημα σε σχέση με τους όρους Adoleszenz (εφηβεία) και Pubertät (ήβη) που χρησιμοποιεί ο Φρόυντ, είναι πρακτικά απού­ σα από το έργο του. Εν τούτοις, η μετατόπιση του κέ­ ντρου βάρους στην παιδική σεξουαλική ζωή και η ανά­ δειξη των «μετασχηματισμών της ήβης» δημιουργούν μια προοπτική που εμπεριέχει εν δυνάμει τους όρους της σύγχρονης θεωρητικοποίησης της εφηβείας. Σε αυτήν ακριβώς την προοπτική θα επισημάνω ορι­ σμένα σημαντικά κλινικά και μεταψυχολογικά κεκτημένατων Τριών Μελετών. - Το σεξουαλικό αντικείμενο μεταναστεύει οριστικά στην καταστατική θέση του χαμένου αντικειμένου με πρώτο παραστασιακό εκπρόσωπο τον μητρικό μαστό. - Η επιλογή σεξουαλικού αντικειμένου ακολουθεί τη λο­ γική της φαντασίωσης. 0 Φρόυντ υπογραμμίζει στην τρίτη Μελέτη τη σημασία των φαντασιώσεων κατά την εφηβεία, προεικάζοντας τρόπον τινά τη θεματοποίηση, ύστερα από ογδόντα χρόνια, των φαντασίακών αιμομικτικών και πατροκτόνων «σκηνών της ήβης» από τον Γκυτόν (Gutton, κεφ. IV του παρόντος βιβλίου) και της «κεντρικής αυνανιστικής φαντασίω­ σης» του εφήβου από τον Λόφερ (Läufer, 1976). - Οι παιδικές αναμνήσεις αποκτούν τελική μορφή μέσα

30 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

από τη μεθύστερη επ-ανα-επεξεργασία τους, σύμφω­ να με τη θεωρία τού «εκ των υστέρων» όπως διατυ­ πώνεται με βασική αναφορά στην περίπτωση της έφηβηςΈμμας του Σχεδιάσματος (Freud, 1895a). ΗΈμμα εμφανίζει φοβία να μπαίνει μόνη σε κάποιο μαγαζί, ως συνέπεια της μεθύστερης κατά την εφηβεία επεξερ­ γασίας

ενός

πραγματικού

παιδικού

σεξουαλικού

τραυματισμού. Η εφηβεία αποτελεί, ακριβώς, μια νέα δυνατότητα ψυχικής επεξεργασίας των παιδικών σωματο-ψυχικών εγγραφών, που ευνοεί τόσο την υπο­ κειμενική ιδιοποίηση και ιστορικοποίηση του παιδικού βιώματος όσο και την ενδεχόμενη εκδήλωση μιας ψυ­ χοπαθολογίας. Η Πιέρα Ωλανιέ λαμβάνοντας υπόψη την οριακή και ψυχωτική προβληματική θα θέσει την «κατασκευή ενός παρελθόντος» ως απαραίτητη ψυχι­ κή διεργασία της εφηβείας (Aulagnier, κεφ. V του πα­ ρόντος βιβλίου). - Τέλος, οι μεταμορφώσεις της λίμπιντο του Εγώ και κα­ τά συνέπεια οι αναπόφευκτες διαταραχές της ισορ­ ροπίας ναρκισσιστικής λίμπιντο - λίμπιντο του αντι­ κειμένου αποτελούν ένα βασικό κλειδί κατανόησης της νευρωτικής και της ψυχωτικής παθολογίας στην εφηβεία. Αυτά τα κλινικό-θεωρητικά φροϋδικά κεκτημένα και οι κατοπινές τους προεκτάσεις αναδεικνύουν τη σημασία των ψυχικών ανακατατάξεων της εφηβείας για το σύνο­ λο της ψυχικής ζωής του ανθρώπου.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

I

31

Το χρονικό των δισταγμών και των επιφυλάξεων Δεκαεπτά χρόνια μετά τις Τρεις Μελέτες του 1905 και τις συζητήσεις του κύκλου της Βιέννης, πρώτος οΈρνεστ Τζόουνς αποδίδει μια ορισμένη οντότητα στην εφηβεία, στο βαθμό που «ανακεφαλαιώνει και αναπτύσσει» την εξέλιξη που είχε το υποκείμενο στην πρώτη πενταετία της ζωής του (Jones, 1922). Παράλληλα ο Ζίγκφριντ Μπέρνφελντ εφαρμόζει δημιουργικά τις ψυχαναλυτικές ιδέες στην εκπαίδευση και την κατανόηση της ζωής των νέων (Bem feld, 1923) ενώ το 1925 κυκλοφορούν ταυτό­ χρονα οι πρωτοπόρες σημαντικές εργασίες του Αυγούστου Αίσχορν και της Έλεν Ντόυτς. Δεν πρόκειται για βιβλία κλινικής ψυχανάλυσης αλλά περισσότερο για ερ­ γασίες ψυχαναλυτικής ψυχολογίας. Η πρακτική του Α ί­ σχορν με παραβατικούς εφήβους και νέους είναι κατ’ ουσίαν μια Παιδαγωγική ψυχαναλυτικής έμπνευσης (Aichhom, 1925) ενώ οι παρατηρήσεις της Έλεν Ντόυτς για τις προ-έφηβες που παρακολουθούσε για περιορι­ σμένο αριθμό συναντήσεων ή σε ομαδικό πλαίσιο (Deutsch, 1925) δεν φαίνεται να αποτελούν προϊόν ψυχα­ ναλυτικής επεξεργασίας. Στον Μεσοπόλεμο, αρκετοί ψυχαναλυτές συνεχίζουν τη διερεύνηση της εφηβείας, με βασικό άξονα την εκ­ παίδευση και τη θεραπευτική Παιδαγωγική. Ενώ, όμως, η ψυχανάλυση ως θεραπευτική μέθοδος για ενηλίκους και στη συνέχεια για παιδιά προοδευτικά εδραιώνεται.

32 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

το ζήτημα της ψυχανάλυσης των εφήβων δεν τίθεται πλέον. Πιθανώς το σοκ από το τραγικό τέλος της Χερμίνε φον Χουγκ-Χέλμουτ προκάλεσε έντονη περισυλλογή στους ψυχαναλυτές, εστιάζοντας περισσότερο στους κινδύνους και λιγότερο στα πλεονεκτήματα της ψυχα­ νάλυσης σε αυτή την ηλικία. Αλλά και η διαμάχη ανάμε­ σα στις δύο μεγάλες κυρίες της ψυχανάλυσης, Άννα και Μέλανι, δεν διευκόλυνε την κατάσταση. Η στάση τους ως προς το ζήτημα της αναλυσιμότητας των εφήβων ενι­ σχύει την αντιπαλότητά τους χωρίς να συνεισφέρει στην έρευνα. Η Μέλανι Κλάιν δεν εκτίθεται άμεσα στα ερωτήματα που εγείρει η εφηβεία. Εκτός από ένα κείμενο για την ήβη (Klein. 1922), δημοσιεύει μόνο ένα κεφάλαιο στην Ψυχανάλυση των παιδιών με τον ενδεικτικό τίτλο «Για την τεχνική της ψυχανάλυσης των παιδιών στην ηλικία της ήβης» (Klein, 1932), θεωρώντας τις διεργασίες της εφηβείας ως απλή επανάληψη της οιδιπόδειας παιδικής προβληματικής χωρίς καμιά σημαντική ιδιαιτερότητα, εκτός από την αντικατάσταση του παιχνιδιού με συνειρ­ μούς. Η αναζήτηση του αρχαϊκού μοιάζει να την εμποδί­ ζει να αποδώσει την αντίστοιχη σημασία στις διεργα­ σίες, στις μεταθέσεις επενδύσεων, στις ταυτιστικές ανα­ κατατάξεις, στις επανερμηνείες της προσωπικής ιστο­ ρίας, στο εκ των υστέρων της εφηβείας. Εν ολίγοις απουσιάζει κάθε αναφορά στη χρονικότητα και την ιδι­ αιτερότητα αυτών των διεργασιών. Η Κλάιν στη δική της προοπτική αναδεικνύει το ρόλο της ενόρμησης θα­ νάτου και του σαδισμού στους ψυχικούς μηχανισμούς

ΕΙΣΑΓΩΓΗ I

33

άμυνας που διαχωρίζει στα δύο φύλα. Δημοσιεύουμε τρεις κλινικές περιπτώσεις της Κλάιν, αντιστοίχως σχο­ λιασμένες, που δίνουν μια εικόνα της ψυχαναλυτικής της εργασίας με εφήβους (Agostini, 2004, κεφ. III του παρό­ ντος βιβλίου). Οι θέσεις της Κλαϊνικής Σχολής για την εφηβεία, συ­ νεπείς με την πρωταρχική σημασία που αποδίδει στα αρχαϊκά επίπεδα της ψυχικής λειτουργίας, διαφοροποι­ ούνται σε πολλά τους σημεία από τις κλασικές φροϋδι­ κές θέσεις, όπως υποδεικνύει και η εργασία της Κ. Μπρονστάιν (Bronstein, κεφ. III του παρόντος βιβλίου). Πρόσθετο ενδιαφέρον αυτής της εργασίας αποτελεί η σύνθεση που επιχειρεί ανάμεσα στις σύγχρονες κλαϊνικές θεωρήσεις και τη θεωρητικοποίηση του Λόφερ. Η Άννα Φρόυντ, σε αντίθεση με την Κλάιν, αποδίδει μεγάλη σημασία στις ιδιαιτερότητες της εφηβείας, πα­ ρόλο που διατηρεί επιφυλάξεις για την αναλυσιμότητα των εφήβων. Θεωρεί ότι οι έντονες ενορμητικές ώσεις της ήβης αδυνατίζουν το Εγώ, ενισχύουν τις άμυνες ενα­ ντίον του αντικειμένου και εναντίον των ενορμήσεων (ασκητισμός, διανοητικοποίηση, ψυχαναγκαστικός έλεγ­ χος) και, σε συνδυασμό αφενός με τη μικρή ανοχή του εφήβου στη ματαίωση αφετέρου με την αναζήτηση άμε­ σης ευχαρίστησης, καθιστούν την εφηβεία αντένδειξη για την κλασική ψυχαναλυτική θεραπεία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ουίννικοτ αναπτύσσει τον δικό του ιδιαίτερο προβληματισμό (Winnicott, 1962 Winnicott, 1971) τοποθετώντας τη διαδικασία της «ωρίμανσης» και της «κρίσης» του εφήβου στη θεμελιακή ανθρωπολογι-

34 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦ ΗΒΕΙ Α

κή τους διάσταση, που απαιτεί σεβασμό της χρονικής εκτύλιξης των διεργασιών της εφηβείας. Αυτή η θέση, παρότι απολύτως συνεπής με το πνεύμα που διέπει το σύνολο του έργου του, παρερμηνεύτηκε και αδίκως θε­ ωρήθηκε άρνηση της θεραπευτικής παρέμβασης και μεί­ ωση της βαρύτητας των συνεπειών των διαταραχών της εφηβείας.

Αλλαγή προοπτικής σε ανναφροϋδικό φόντο Προς το τέλος της δεκαετίας του ’50, η αλλαγή στη στά­ ση της Άννας Φρόυντ και οι έρευνες της Ζαν Λαμπλ-ντε Γκρουτ σηματοδοτούν μια νέα προοπτική, όπως υπο­ γραμμίζει ο Λαντάμ (Ι^όβιτίθ θί Οβίΐρονΐε, 1997) απ’ όπου αντλώ και τα παρακάτω ιστορικά στοιχεία. Η Λαμπλ-ντε Γκρουτ, Ολλανδέζα ψυχαναλύτρια, μα­ θήτρια του Φρόυντ και φίλη της Άννας Φρόυντ, δημοσι­ εύει ένα σημαντικό άρθρο (Ι^ΓηρΙ-οΙθ ΟγοοΙ, 1960), όπου επιμένει στη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της ψυ­ χαναλυτικής θεραπείας των εφήβων και υπογραμμίζει, όπως προανέφερα, τις αντιστάσεις των ψυχαναλυτών. Στο μεταξύ η Άννα Φρόυντ δημοσιεύει το 1958 τη γνω­ στή μελέτη της Γ ια την εφηβεία, όπου επιχειρεί μια πρώτη σύνθεση των ψυχαναλυτικών ερευνών και κάνει την κλασική πλέον προσομοίωση της εφηβείας με την εργασία του πένθους (κεφ. II του παρόντος βιβλίου). Στην ίδια αυτή μελέτη -επηρεασμένη, κατά τον Λαντάμ, από την αρχόμενη ψυχαναλυτική πρακτική του Μόζες Λόφερ με εφήβους- αίρει τις αρχικές της επιφυλάξεις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

I

35

και αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της ψυχαναλυτικής θε­ ραπείας των εφήβων, χωρίς ποτέ η ίδια να αναλάβει εφήβους σε ψυχανάλυση. Η θεραπευτική εμπειρία του Μόζες Λόφερ, της Εγκλέ Λόφερ και της ομάδας των ψυχαναλυτών που συγκρότη­ σαν στο Center for Research into Adolescent Breakdown στο Λονδίνο, με την παντοειδή στήριξη της Άννας Φρόυντ, επιτρέπει μια ψυχαναλυτική θεώρηση της ψυχοπαθολο­ γίας της εφηβείας με όρους «ρήξης στην ανάπτυξη» (breakdown) και με βασική αναφορά στο σώμα και στην απόκτηση σεξουαλικής ταυτότητας (κεφ. II του παρόντος βιβλίου). Η βαριά μάλιστα ψυχοπαθολογία του εφήβου, σε αντίθεση με τις κλασικές μέχρι τότε απόψεις, αποτελεί παραδόξως ένδειξη για εντατική κλασική ψυχαναλυτική θεραπεία. Πέραν του Ατλαντικού, ο Πέτερ Μπλος, στη βάση της τότε κυρίαρχης θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων (Bios, 1962), υποδιαιρεί την εφηβεία σε διάφο­ ρα στάδια και, αναφερόμενος στις εργασίες της Μάργκαρετ Μάλερ για τα παιδιά, τη θεωρεί ως «δεύτερη διαδικασία εξατομίκευσης» (Bios, 1967). Ωστόσο το πλέον ευρετικό μέρος των εργασιών του αφορά τελικά τη λειτουργία του προ-οιδιπόδειου πατέρα της «δυ α δι­ κής φάσης» σε συσχέτιση με τον οιδιπόδειο πατέρα, την ομόφυλη προβληματική και τη σύσταση του «Ιδανικού του εγώ» του εφήβου (κεφ. II του παρόντος βιβλίου). Πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι στην Αμερική, όπως φαίνεται από τις χρονολογικές βιβλιογραφίες, εί­ χαν ήδη δημοσιευτεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’50

36

I ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

ψυχαναλυτικές εργασίες για εφήβους και από άλλους σημαντικούς ψυχαναλυτές· αναφέρω τους K.R. Eissler, Ph. Greenacre, Ε. R. Gellerd, M. Harley και E. Jacobson. Από το σύνολο αυτών των ερευνών ξεχωρίζουν αδιαμφισβήτητα οι εργασίες του Μπλος και του Λόφερ, λόγω της εκτεταμένης κλινικής εμπειρίας των δύο συγ­ γραφέων με εφήβους και της ικανότητας ανάλυσης των κλινικών περιπτώσεων που αναφέρουν. Πέρα, όμως, από τις δικές τους ιδιαίτερες συνεισφορές, οι κεντρικές θεωρητικές τους θέσεις περιορίζονται στη Σχολή της Άννας Φρόυντ,

με πρόσθετες αναφορές στην «ego

psychology» και στην «αυτόνομη πλευρά του Εγώ » του Χάρτμαν (Η. Hartmann, 1939). Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχουν αναφορές στην αντίπαλη Κλαϊνική Σχολή, παρόλο που δεν παραβλέπεται η σύνδεση της εξέλιξης των αντικειμενοτρόπων σχέσεων με το μετασχηματισμό των εσωτερικών αντικειμένων. 0 Μωρίς Ντεσπινουά στην έρευνά του (Despinoy, 1999) για τις πρώτες δημο­ σιεύσεις σχετικά με την εφηβεία στο προσκείμενο στην Άννα Φρόυντ περιοδικό The Psychoanalytic Study o f the Child, ισχυρίζεται ότι το κύριο εμπόδιο στην εξέλιξη των σημαντικών αυτών ψυχαναλυτικών ερευνών δεν ήταν τόσο η επίδρασή τους από την ego psychology, όσο το κλείσιμό τους ως προς το απέναντι κλαϊνικό στρατόπε­ δο και -σ ε αντίθεση με τη στάση ενός Ουίννικοτ- η άρ­ νηση εμπλουτισμού τους από τις κλαϊνικές θεωρητικές επεξεργασίες.

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η | 37

Η γαλλική σχολή ψυχανάλυσης του εφήβου Στη Γαλλία, ο Πιερ Μαλ (1900-1976) θα θεωρηθεί θεμε­ λιωτής της γαλλικής σχολής ψυχανάλυσης του εφήβου, στο βαθμό που πρώτος αναγνώρισε την ιδιαιτερότητα της εφηβείας και θεωρητικοποίησε έναν τρόπο παρέμ­ βασης πλησιέστερο στη σωκρατική μαιευτική παρά στην κλασική ψυχανάλυση, που τη θεωρούσε ενδεδειγμένη μόνο στις περιπτώσεις των ήδη δομημένων νευρώ­ σεων του εφήβου (Mâle, 1982). Σε αυτό το πλαίσιο, η Εβελύν Κεσταμπέργκ δημοσι­ εύει ένα σημαντικό άρθρο για τη σημασία των ταυτίσεων στην εφηβεία σε σχέση με την αντικειμενοτρόπο όπως και με τη ναρκισσιστική προβληματική, που αφορά κυ­ ρίως την ταυτότητα του εφήβου (Kestemberg, 1962). Η διάρθρωση που επιχειρείται μεταξύ ναρκισσισμού και στροφής προς το αντικείμενο αποτελεί ορόσημο για πολ­ λούς Γάλλους ψυχαναλυτές που εργάζονται με εφήβους και βασικό θέμα του μεταγενέστερου άρθρου της για την «κρίση της εφηβείας» (κεφ. IV του παρόντος βιβλίου). Στη συνέχεια, ο Φιλίπ Ζαμμέ επιμένει στην ευθραυστό­ τητα των ναρκισσιστικών θεμελίων του διαταραγμένου εφήβου και στην ανάγκη επισταμένης αξιολόγησης από τον ψυχαναλυτή. Παράλληλα, ο Ζαμμέ συμβάλλει απο­ φασιστικά στη διάδοση της ψυχαναλυτικής θεώρησης των διαταραχών της εφηβείας στο χώρο των ψυχιάτρων και των ψυχολόγων στη Γαλλία. Οι εργασίες του για τη νευρική ανορεξία, τις εξαρτήσεις και γενικότερα για την ψυχοπαθολογία της εφηβείας (Jeammet, 1990) και για το

38

I ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

ατομικό ψυχαναλυτικό ψυχόδραμα με εφήβους αποτε­ λούν πλέον κλασικές αναφορές. Το έργο της Πιέρα Ωλανιέ, παρότι η ίδια δεν εργά­ στηκε στον τομέα της εφηβείας, επηρεάζει σημαντικά τη σκέψη των σύγχρονων θεωρητικών της εφηβείας, όπως ο Γκυτόν, ο Καν αλλά και ο Λαντάμ, όπως ο ίδιος το υπογραμμίζει στο βιβλίο που προανέφερα (Ladame et

Catipovic,

1997).

Στο

συνέδριο

του

περιοδικού

Adolescence το 1983, η Ωλανιέ στη βάση των δικών της μεταψυχολογικών υποθέσεων και με κλινικό παράδειγμα την κατασκευή-ανακατασκευή ενός εφηβικού ψυχωτικού επεισοδίου που επανεμφανίζεται στη διάρκεια της ψυχανάλυσης ενός ενηλίκου, αναδεικνύει τις δυσκολίες του εγώ του εφήβου να σκεφτεί αυτόνομα τη σκέψη και τα λόγια του μητρικού Άλλου που καθόρισαν το παιδικό του βίωμα (κεφ. V του παρόντος βιβλίου). Αυτήν ακρι­ βώς την ανάγκη αυτόνομης σκέψης οι Γκυτόν και Καν τη συνδέουν με την αντίστοιχη απαίτηση υποκειμενικής ιδιοποίησης του έμφυλου σώματος από τον έφηβο, για το οποίο επιμένει και ο Λόφερ στις εργασίες του. Προχωρώντας την ίδια συλλογιστική, ο Ρεϋμόν Καν διατυπώνει τη γενική ενοποιητική υπόθεση ότι όλες οι μορφές της ψυχοπαθολογίας, από την «κρίση» της εφη­ βείας μέχρι την ψύχωση, εκφράζουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια στη διαδικασία υποκειμενοποίησης (κεφ. IV του παρόντος βιβλίου). Με άλλους όρους, η ψυχοπαθο­ λογία του εφήβου σχετίζεται με τις αποτυχίες της υπο­ κειμενικής ιδιοποίησης της παραστασιακής δραστηριό­ τητας υπό το διπλό καθεστώς της ενόρμησης και του

ΕΙΣΑΓΩΓΗ I

39

αντικειμένου, συνδέεται εν ολίγοις με τη δυνατότητα πρόσβασης στη θέση του υποκειμένου. Ο όρος της υπο­ κειμενικότητας στο έργο του Καν συμπεριλαμβάνει το φροϋδικό Εγώ (Ich), τον εαυτό (soi, self), το εγώ του λό­ γου (je) της Ωλανιέ όπως και ορισμένες όψεις του λακανικού υποκειμένου, όσον αφορά τους τόπους και τους τρόπους ιδιοποίησης της ψυχικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζουν αυτό το πάντα ατελές αυτό-δημιουργικό έργο ποίησης εαυτού και κόσμου. Παράλληλα, οι έρευνες του Φιλίπ Γκυτόν, στο Πανε­ πιστήμιο Paris VII και στη συνέχεια στην Αιξ-αν-Προβάνς, οδήγησαν στη διάκριση ανάμεσα στο ένηβο«pubertaire» και στην ψυχική επεξεργασία που ο Γκυτόν ονομάζει «adolescens», δηλαδή ανάμεσα στο χρόνο της ήβης, κατά τον οποίο εκρήγνυνται οι φραγμοί των ψυχι­ κών τόπων και απελευθερώνονται απωθημένες αιμομι­ κτικές και πατροκτόνες ασυνείδητες επιθυμίες, και το χρόνο επεξεργασίας και τρόπον τινά αυτο-ίασης, που σημαδεύεται από τη συγκρότηση του ενήλικου υπερεγώ και ιδανικού του εγώ, μέσω ταυτίσεων και εξιδανικεύσεων. Οι δύο αυτοί χρόνοι δεν αποτελούν διαδοχικές φάσεις αλλά διαπλέκονται. Η πλήρης αποσύνδεσή τους δηλώνει παθολογία, ενώ το ξεπέρασμά τους αναδεικνύει πρωτόφαντες διαδικασίες, ανύπαρκτες προ της ήβης (κεφ. IV του παρόντος βιβλίου). Τέλος, όσον αφορά τις λακανικές θέσεις για την εφη­ βεία, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Παρά την αδιαμφι­ σβήτητη επιρροή του έργου του στους Γάλλους ψυχανα­ λυτές, ο Λακάν ελάχιστα αναφέρθηκε στην εφηβεία. Η

40 | Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

δομική θεώρηση, ομολογουμένως, δεν ευνοούσε την αναγνώριση των ψυχικών μετασχηματισμών της εφηβεί­ ας, ενώ η όποια αναφορά στην αναπτυξιακή προοπτική κατά τη δεκαετία του ’50 μπορούσε, δικαίως ή αδίκως, να θεωρηθεί ως ψυχολογικοποίηση της ψυχανάλυσης και προσαρμοστική συρρίκνωση της ψυχικής διαδικασίας της εφηβείας στη βιολογία της ήβης. Ο Ζαν-Ζακ Ρασσιάλ λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την κλινική πραγματι­ κότητα της εφηβείας και τη συχνή εμφάνιση παροδικών ψυχωτικών επεισοδίων, υπογραμμίζει την ανάγκη επα­ νεξέτασης του μοντέλου της «δομής», που μονόπλευρα και απλουστευτικά καταφεύγει στην πρώιμη ανεπάρ­ κεια του ονόματος του πατέρα. Θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι στις αλλαγές της εφηβείας, ακριβώς, δοκιμάζεται η ικανότητα του υποκειμένου να εφεύρει νέα ονόματα του πατέρα (κεφ. VI του παρόντος βιβλίου).

Περίοδος άνθησης και διαλόγου στην Ευρώπη Όλες αυτές οι σημαντικές εξελίξεις τροφοδοτούνται και συνοδεύονται από τη δημιουργία Κέντρων Υποδοχής και Θεραπείας για εφήβους και πολλαπλών εστιών θεωρητι­ κής επεξεργασίας. Ο Καν το 1972 ιδρύει στο Παρίσι το Νοσοκομείο Ημέρας του ΕΕΙίΕΡ για ψυχωτικούς εφή­ βους και οδηγείται σε μια ψυχαναλυτική ανάγνωση του θεσμικού θεραπευτικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη μεταβίβαση του εφήβου στο θεσμό και την θεραπευτική ομάδα όπως και τα αντίστοιχα με­

ΕΙΣΑΓΩΓΗ I

41

ταβατικά κατά Ουίννικοτ φαινόμενα (Cahn, 1991a). Η συλλογιστική του Καν εγγράφεται στην παράδοση της θεσμικής ψυχοθεραπείας στη Γαλλία που, με κύρια ανα­ φορά την ψυχανάλυση, συνεισέφερε στη διερεύνηση της ψύχωσης και στον εξανθρωπισμό της παρεχόμενης νο­ σοκομειακής φροντίδας. Με την ίδρυση ενός Κέντρου θεραπείας εφήβων στη Γενεύη, από τον Λαντάμ το 1973, προοδευτικά εγκαθί­ σταται ένας προνομιακός άξονας επικοινωνίας ανάμεσα σε Ελβετία, Λονδίνο και Παρίσι. Η έκδοση του περιοδι­ κού Adolescence από τον Γκυτόν, το 1983, σηματοδοτεί μια περίοδο άνθησης της ψυχανάλυσης του εφήβου και ανταλλαγών μεταξύ ψυχαναλυτών, με συνέδρια, διαλέ­ ξεις, βιβλία, άρθρα και μεταφράσεις. Οι κλινικές και θε­ ωρητικές αυτές έρευνες υποστηρίζονται ενεργητικά από την Unité de Recherches Adolescence xat από το College International de VAdolescence (CILA). Ο Λόφερ προσκαλεί­ ται συχνά στο Παρίσι, έρχεται για διαλέξεις και στην Αθήνα όπως και οι Λαντάμ και Ζαμμέ, ενώ στις σελίδες της Adolescence εγκαθιδρύεται ένας χώρος σκέψης και διαλόγου. Οι Λόφερ και Λαντάμ επιμένουν στην ανα­ γκαιότητα της κλασικής ψυχαναλυτικής θεραπείας για τους διαταραγμένους κυρίως εφήβους με εβδομαδιαία συχνότητα πέντε συνεδριών και παράλληλες παρεμβά­ σεις στη ζωή τους, η πλειοψηφία, όμως των Γάλλων ψυ­ χαναλυτών μοιάζει να μη συμφωνεί με αυτή την άποψη. Αντιπροσωπευτικό δείγμα των γόνιμων αυτών αντι­ παραθέσεων αποτελεί η γεμάτη πάθος συζήτηση του Καν με τον Λαντάμ, που δημοσιεύουμε ως σχόλιο στο

42

I ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

ΚΑΙ

ΕΦΗΒΕΙΑ

κείμενο των Μόζες και Εγκλέ Λόφερ που προηγείται και ως εισαγωγή στο άρθρο του Ζαν-Λυκ Ντοννέ που ακο­ λουθεί (κεφ. VII του παρόντος βιβλίου). 0 Ντοννέ, αναδεικνύοντας τη δυναμική της συνάντησης του ψυχανα­ λυτή με τον έφηβο, θεωρεί ότι οι ιδιαίτερες οικονομικές και τοπικές ψυχικές ανακατατάξεις κατά την εφηβεία επιτρέπουν ένα δυναμικό ισοδύναμο ψυχαναλυτικής θε­ ραπείας, δυνητικά πραγματοποιήσιμο στο πλαίσιο μιας σειράς αραιών ενδεχομένως συνεδριών ή σε ορισμένες σύντομες θεραπείες. Στη χαραυγή της δεύτερης χιλιετίας, ένα ειδικό τεύ­ χος της Adolescence με τίτλο «Psychothérapie 2 0 0 0 » αφιε­ ρώνεται στον απολογισμό της κατάστασης της ψυχανά­ λυσης και της θεραπείας των εφήβων στις διάφορες χώ­ ρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλά­ δας (Stephanatos, 2000). Η ελληνική περίπτωση χαρα­ κτηρίζεται από τη δυσκολία αυτόνομης ανάπτυξης της φροντίδας του εφήβου (Stephanatos, 1995) επαληθεύοντας την παραδοσιακή τάση που παρατηρήθηκε και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, να εντάσσεται θεσμικά η εφηβεία στο δίκτυο περίθαλψης και επιστασίας του παιδιού. Σε αυτό το πλαίσιο η κατάσταση της ψυχανά­ λυσης του εφήβου ακολούθησε τους μαιάνδρους της ορι­ στικής εγκαθίδρυσης της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και της εισαγωγής της πολυδιάσπασης του διεθνούς ψυχαναλυτικού κινήματος, με αποτέλεσμα την επικέντρωση των διαφόρων Εται­ ρειών και ομάδων που προέκυψαν στη δική τους κυρίως θεσμοποίηση. Ωστόσο, ορισμένοι ψυχαναλυτές και ένας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

I

43

αριθμός ψυχοθεραπευτών εργάζονται με εφήβους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και γίνονται αντίστοιχα σε­ μινάρια, διαλέξεις και δημοσιεύσεις. Τέλος, μια συνθετική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των διαφόρων απόψεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη δημοσίευσε πρόσφατα ο Αρνάλντο Νοβελλέτο στην Adolescence (Novelleto, 2007). Από το σύνολο των στοιχείων που αναφέρει, φαίνεται ότι η ψυχανάλυ­ ση, η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία αλλά και το ψυχανα­ λυτικό ψυχόδραμα αποτελούν βασικές θεραπευτικές κατευθύνσεις, ορισμένες φορές προτείνεται ομαδική θε­ ραπεία εφήβων, ενώ συχνά απαιτείται παράλληλη οικο­ γενειακή θεραπεία. Κάθε φορά οφείλουμε να αναλογιστούμε τις ενδείξεις της κάθε μορφής θεραπείας σε σχέ­ ση πάντα με τις ψυχικές ανάγκες του εφήβου και την ηθική της πρακτικής του ψυχαναλυτή.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι την τελευταία τριακονταετία η εφηβεία απέκτησε δική της αυτόνομη υπόσταση στο πεδίο της ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής. Ο φτωχός συγγενής ανέκτησε επιτέλους τους επιστημονι­ κούς τίτλους ευγενείας που είχε για χρόνια στερηθεί, βρήκε τη δική του ιδιαίτερη θέση στη φυσική του οικο­ γένεια, έγινε όψιμο τέκνο της ψυχανάλυσης. Η τύχη κοι­ νή και το μέλλον αόρατον, ή μάλλον συνακόλουθο της μοίρας της ψυχανάλυσης στο κοινωνικό-ιστορικό πλαί­ σιο των καιρών μας.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αναπτυξιακό συνεχές, μεταμορφώσεις, ρήξεις και καταρρεύσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I Η τρίτη φ ροϋδ ική Μ ε λ έ τ η

ΣΗΜΕΙ ΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙ ΜΕΛΗΤΗ

Τίτλος πρωτοτύπου: Die Umgestaltungen der Pubertät. Πρόκειται για την τρίτη από τις Τρεις Μελέτες για τη σεξουαλική θεωρία, Drei Abhandlungen zur Sexualtheorie [1905c], GW. V 52-65, The transformations of puberty στο Three essays on the theory ofsexuality, SE., VII, 207-230, Les configurations de la puberté στο Trois essais sur la théorie sexuelle, OC., VI, 145-168. Ευχαρι­ στούμε τις εκδόσεις Επίκουρος που μας επέτρεψαν την αναδημοσίευση της ελληνικής μετάφρασης με τίτλο «Οι μετασχηματισμοί της εφηβείας» από το Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας, Επίκουρος, Αθήνα, 1991,σ.89-112. Για τον τίτλο προτίμησα τον όρο ήβη, αντί εφηβεία τουΈλληνα με­ ταφραστή, ως πλέον πιστό στο Pubertät του πρωτοτύπου όπως και στο puberty και puberté των αντίστοιχων αγγλικών και γαλλικών μεταφρά­ σεων. Η διάκριση των δύο όρων στη σύγχρονη ψυχαναλυτική γραμμα­ τεία αναδεικνύει τη σημασία των ψυχικών διεργασιών της εφ-ηβείας επί της ήβης, επί των βιολογικών και σωματικών αλλαγών που αυτή επιφέρει. Στην αρχή του αιώνα, αντίθετα με σήμερα, οι λέξεις Adoleszenz και Adoleszent χρησιμοποιούνταν ελάχιστα στη γερμανική γλώσσα. Οι δύο αυτοί όροι εμφανίζονται σπανίως στα Άπαντα του Φρόυντ (Gesammelte Werke)· συνήθως συναντάται η λέξη Pubertät για να εκφράσει αδιακρίτως τα φαινόμενα της ήβης και της εφηβείας. Παρά ταύτα, η προσεκτική ανάγνωση του έργου του Φρόυντ δείχνει τη ση­ μασία που ο ίδιος, πέρα από κάθε γλωσσικό ζήτημα, αποδίδει στους ψυχικούς μετασχηματισμούς που συνδέονται με την ήβη. Οι παραπομπές με γράμματα -όπου τίθεται θέμα ψυχαναλυτικής ορολογίας- αφορούν τα σχόλια μου, οι αριθμημένες σημειώσεις ανή­ κουν στο πρωτότυπο.

Οι μ ετα σ χ η μ α τισ μ ο ί της ήβης Σ ιγ κ μ ο τ ν τ Φ

ρο τν τ

Με την είσοδο στην εφηβεία“ αρχίζουν οι μεταβολές, οι οποίες οδηγούν την παιδική σεξουαλική ζωή στην τελική κανονική μορφή της. Η σεξουαλική ορμήβ, προεφηβικά κυρίως αυτοερωτική, βρίσκει τώρα το σεξουαλικό της αντικείμενο. Ως τώρα ενεργούσε ξεκινώντας από μεμονω ­ μένες ορμές και ερωτογενείς Εώνες, οι οποίες ανεξάρτητα η μία από την άλλη επιδίωκαν ως μόνον σεξουαλικό στόχο μια ορισμένη ηδονή. 'Π ό^ατίθεται ένας νέος σεξουαλικός στόχος, για την επίτευξη του οποίου συνεργούν όλες οι μερικές ορμές, ενώ οι ερωτογενείς, ζώνες υποτάσσονται στην πρωτοκαθεδρία της Υεννητικής ζώνης*1. Επειδή ο νέ­ ος σεξουαλικός στόχος αναθέτει στα δύο φύλα πολύ διαφορετικές λειτουργίες, και η σεξουαλική τους ανάπτυξη ®Διάβαζε «ήβη» αντί «εφηβεία» εδώ, όπως και σε όλο το κείμενο. β Διάβαζε και «ενόρμηση» αντί «ορμή» για την απόδοση του φροϋ­ δικού Trieb. 1 Προσθήκη 1915: Η σχηματοποιημένη παρουσίαση, όπως δίδεται στο κείμενο, θέλει να υπογραμμίσει τις διαφορές. Κατά πόσον η παι­ δική σεξουαλικότητα μέσω της εκλογής αντικειμένου και διαμόρφω­ σης της φαλλικής φάσης πλησιάζει προς την οριστική σεξουαλική ορ­ γάνωση, έχει εκτεθεί παραπάνω. (Στο έκτο κεφάλαιο της δεύτερης μελέτης βλ. Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας).

50 I Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ακολουθεί χωριστούς δρόμους. Η πορεία του άντρα είναι η πιο συνεπής και ευκολότερα κατανοητή, ενώ στη γυναί­ κα εμφανίζεται μάλιστα και ένα είδος υποστροφής. Η ομαλότητα της σεξουαλικής ζωής εξασφαλίζεται μόνο με την ακριβή σύμπτωση των δύο ρευμάτων, που κατευθύνονται προς το σεξουαλικό αντικείμενο και τον σεξουαλικό στόχο, του τρυφερού και του αισθησιακού, το πρώτο από τα οποία περιλαμβάνει ό,τι απομένει από την πρώιμη παιδική άνθηση της σεξουαλικότητας. Είναι όπως η διά­ νοιξη μιας σήραγγας και από τις δύο μεριές. 0 νέος σεξουαλικός στόχος στον άντρα συνίσταται στην εκφόρτιση των σεξουαλικών προϊόντων δεν είναι διόλου ξένος προς τον παλαιότερο, την επίτευξη της ηδονήςγ, αλλά μάλλον με αυτή την τελική πράξη των σε­ ξουαλικών διαδικασιών είναι συνδεδεμένη η υψηλότερη ποσότητα ηδονής. Η σεξουαλική ορμή τίθεται πλέον στην υπηρεσία της αναπαραγωγικής λειτουργίας· γίνε­ ται, όπως θα έλεγε κανείς, αλτρουιστική. Για να επιτευ­ χθεί αυτή η μεταμόρφωση, πρέπει κατά την πορεία της να υπολογισθούν οι πρωταρχικές δομές προδιάθεσης και όλες οι ιδιαιτερότητες των ορμών. Όπως σε κάθε άλλη συγκυρία, όπου στον οργανισμό επιτελούνται νέες συνάφειες και συνθέσεις απαρτίζο­ ντας πολύπλοκους μηχανισμούς, υφίσταται και εδώ η πιθανότητα νοσηρών διαταραχών λόγω μη επίτευξης αυτών των αναδιατάξεων. Όλες οι νοσηρές διαταραχές γ Διάβαζε επίσης και «ευχαρίστηση» αντί «ηδονή» για την απόδο­ ση του φροϋδικού Lust, εδώ όπως και σε όλο το κείμενο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 51

της σεξουαλικής ζωής πρέπει δικαιολογημένα να θεω­ ρούνται εμπόδια στην ανάπτυξη8.

1 I Η πρωτοκαθεδρία των γεννητικών ζωνών

καί η προηδονή ε Από την πορεία της ανάπτυξης, όπως περιγράφηκε ως τώρα, καταφανείς είναι η αφετηρία και ο τελικός στό­ χος. Οι διαμεσολαβητικές μεταβάσεις είναι ακόμη πολύ σκοτεινές για μας· εδώ έχουμε να λύσουμε περισσότερα από ένα μόνο αίνιγμα. Ως ουσιαστικό στοιχείο των_διεργασιών της εφηβείας επιλέχθηκε το πιο ντυπητό, η φανερή μεγέθυνση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων, στα οποία η λανθάνουσα περίοδος της παιδικής ηλικίας είχε εκδηλωθεί με σχετική αναστολή της ανάπτυξής τους. Ταυτόχρονα έχει προχωρήσει τόσο πολύ η ανάπτυξη των~εσωτερικών γεν­ νητικών οργάνων, ώστε μπορούν να προιιηθεύουν σε ξουαλικά προϊόντα, ή αντίστοιχα να τα δένονται, προ^κει^ιένου να διαμορφωθεί ένα νέο πλάσμα. Έτσι έχει αποπερατωθεί ένας πολύ περίπλοκρ£_μ ηχανισ(ΐός, ο οποίος περιμένει να χρησιμοποιηθεί.*

8 Αντί «πρέπει δικαιολογημένα να θεωρούνται εμπόδια στην ανά­ πτυξη» διάβαζε ακριβέστερα «πρέπει δικαιολογημένα να θεωρούνται ως αποτέλεσμα αναστολών της ανάπτυξης». * Διάβαζε «ευχαρίστηση από τα “ προκαταρκτικά” της σεξουαλι­ κής πράξης».

52 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

.Αυτός ο μηχανισμός τίθεται σε λειτουργία με τη βοήθεια ερεθισμάτων, και η παρατήρηση μας επιτρέπει*να διαπιστώσουμε ότι τα ερεθίσματα μπορούν να προσβάλ­ λουν από τρία διαφορετικά σημεία: από τον εξωτερικό κόσμο με τη διέγερση των γνωστών μας ερωτογενών ζωνών, από το εσωτεβ ^ ό του οργανισμού με αδιερεύνητους ακόμη τρόπους, και από .την ψυχική,ζωή, που απο­ τελεί η ίδια έναν τόπο διαφύλαξης εξωτερικών εντυπώ­ σεων και ένα κέντρο υποδοχής εσωτερικών διεγέρσεων. Και με τους τρεις τρόπους προκαλείται το

ριια κα­

τάσταση χαρακτηριζόμενη ως « σεξουαλική έξαψη»στ και εκδηλωνόμενη με δύο ειδών ενδείξειέ, ψυχικέ^ και σωματικές. Η ψυχική ένδειξη συνίσταται ¿ε μια ιδιάζουσα αίσθηση έντασης εξαιρετικά πιεστικού χαρακτήρα* ανάμεσα στις σωματικές ενδείξεις την πρώτη θέση κατα­ λαμβάνει μια σειρά μεταβολών στα γεννη^ικά όργανα, οι οποίες έχουν ένα αναμφίβολο νόημα, αυτό της ετοιμότη­ τας, της προετοιμασίας για τη σεξουαλική! πράξη (η στύση του πέους, η ύγρανση του κόλπου). Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΕΝΤΑΣΗ. Με το χαρακτηριστικό της έντασης της σεξουαλικής έξαψης συνδέεγαι ένα πρόβλη­ μα, η λύση του οποίου είναι δύσκολη αλλά και σημαντι­ κή για την κατανόηση των σεξουαλικών διεγέρσεωνζ. Παρά τις διχογνωμίες μεταξύ των ψυχολόγων, πρέπει

στ Διάβαζα «κατάστάση σεξουαλικής δ ίέ γ Ε ρ π ψ ρ ». πλιππίέπτεοη στο πρωτότυπο ΒβχύρΗϋ-Εηο$ίΙιβα. ζ Αντί «διεγέρσεων» διάβαζε «διαδικασιών».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 53

να επιμείνω στην άποψη ότι μια αίσθηση έντασης έ^ει κατ’ ανάγκην το χ α ρ α κ τ ή ρ α δυσαρέσκειας. Για μέ­ να είναι α π ο φ α σ ΐ^

μια τέτοια αίσθη-

ση συνοδεύεται από την εσωτερική ώθηση για μεταβολή τ^£^|π>χικτ^^

πιεστικά, πράγμα

εντελώς ξένο προς τη φύση της αισθητής ηδονής. Αν όμως καταλογίσουμε τηνενταση της σεξουαλικής έξα­ ψης στις δυσάρεστες αισθήσεις, προσκρούομε στο γεγο­ νός ότι οι άνθρωποι την αισθάνονται αναμφίβολα ως ηδονική. Οπουδήποτε οι σεξουαλικές διεργασίες παρά­ γουν ένταση, η ηδονή_είναι παρούσα· μ^,α αίσθηση ικα­ νοποίησης είναι εμφανής ακόαη και κατά τις προπαρα­ σκευαστικές αλλαγές στα γεννητικά όργανα. Πώς συναρτώνται~λόιπον αυτή η δυσάρεστη ένταση και αυτή η ηδονική αίσθηση; Οτιδήποτε σχετίζεται με το πρόβλημα της ηδονής και της δυσαρέσκειας θίγει ένα από τα ασθενή σημεία της ση­ μερινής ψυχολογίας. Θα προσπαθήσουμε κατά το δυνα­ τόν να διδαχθούμε από τις προϋποθέσεις της προκειμένης περίπτωσης και θα αποφύγουμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα σε όλο του το εύρος2. Ας ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο οι ερωτογενείς ζώνες προσαρμό­ ζονται στη νέα τάξη πραγμάτων. Κατά τη δρομολόγηση της σεξουαλικής διέγερσης αναλαμβάνουν ένα σημαντικό ρόλο. Η πιο απόμακρη ίσως από το σεξουαλικό αντικεί­

2 Προσθήκη 1924\ Βλέπε μια απόπειρα επίλυσης αυτού του προ­ βλήματος στις εισαγωγικές παρατηρήσεις της μελέτης μου Το οικονο­ μικό πρόβλημα του μαζοχισμού (1924β).

54 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

μενο ζώνη, το μάτι, κατά τη διεκδίκηση του αντικειμένου ερεθίζεται πιο συχνά από τις άλλες ζώνες μέσα από εκεί­ νη την ιδιαίτερη ποιότητα της διέγερσης, την πηγή της οποίας αποκαλούμε ομορφιά του σεξουαλικού αντικειμέ­ νου. Γ ι’ αυτό και τα χαρίσματα του σεξουαλικού αντικει­ μένου λέγονται «θέλγητρα». Με αυτό τον ερεθισμό συν­ δέεται ήδη η ηδονή, αλλά και η ίδια έχει ως συνέπεια μια αύξηση της σεξουαλικής έξαψης ή, όπου η τελευταία δεν έχει ακόμη επέλθει, την πρόκλησή της. Αν σε αυτή προ­ στεθεί η διέγερση μιας άλλης ερωτογενούς ζώνης, λόγου χάρη του χεριού που ψηλαφεί, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, αφενός η αίσθηση της ηδονής, η οποία σύντομα ενισχύεται από την ηδονή των προπαρασκευαστικών αλλα­ γών, και αφετέρου πρόσθετη αύξηση της σεξουαλικής έντασης, η οποία σύντομα μετατρέπεται σε εντελώς ξε­ κάθαρη δυσαρέσκεια, αν δεν της είναι δυνατόν να επιφέ­ ρει πρόσθετη ηδονή. Πιο διαφανής είναι ίσως μια άλλη περίπτωση, όταν λόγου χάρη η ερωτογενής ζώνη, ίσως το δέρμα του στήθους μιας γυναίκας σε στιγμές μη διέγερ­ σης. ερεθιστεί από άγγιγμα. Αυτό το άγγιγμα προκαλεί ήδη αίσθηση ηδονής, αλλά ταυτόχρονα είναι όσο τίποτε άλλο κατάλληλο να επιφέρει σεξουαλική διέγερση, η οποία επιζητεί περισσότερη ηδονή. Το πρόβλημα είναι ακριβώς πώς συμβαίνει και η ηδονή, που αισθάνεται κα­ νείς, προκαλεί την ανάγκη για περισσότερη ηδονή. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΗΔΟΝΗΣ. Αλλά ο ρόλος τον οποίο αναλαμβάνουν εδώ οι ερωτογενείς ζώνες είναι σαφής. Ό,τι ίσχυε για τη μία, ισχύει για όλες. Με τον κα­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - ΣΙ Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 55

τάλληλο ερεθισμό, όλες έχουν να προμηθεύσουν μια ορι­ σμένη ποσότητα ηδονής, από την οποία ξεκινά η αύξηση της έντασης, που με τη σειρά της πρέπει να διαθέσει την αναγκαία κινητική ενέργεια ώστε να συντελεσθεί η σε­ ξουαλική πράξη. Το προτελευταίο μέρος της σεξουαλι­ κής πράξης είναι και πάλι ο κατάλληλος ερεθισμός μιας ερωτογενούς ζώνης, της ίδιας της γεννητικής ζώνης στη βάλανο του πέους, από το κατάλληλο προς τούτο αντι­ κείμενο, τον βλεννογόνο υμένα του κόλπου, και υπό την ηδονή που παρέχει αυτή η διέγερση, κερδίζεται αυτή τη φορά με ανακλαστικό τρόπο η κινητική ενέργεια, η οποία εξασφαλίζει την έξοδο των σεξουαλικών ουσιών. Αυτή η τελευταία ηδονή είναι η υψηλότερη ως προς την έντασή της και στο μηχανισμό της διαφορετική από την προηγούμενη. Προκαλείται εξ ολοκλήρου από την ανα­ κούφιση, είναι πέρα ως πέρα ηδονή ικανοποίησης και με αυτή σβήνει για ένα διάστημα η ένταση της λίμπιντο. Δεν είναι αδικαιολόγητο, όπως μου φαίνεται, να προσδιορίσω αυτή τη διαφορά στη φύση της ηδονής από τη διέγερση ερωτογενών ζωνών και από την κένωση των σεξουαλικών ουσιών, δίνοντας κατάλληλες ονομασίες. Η πρώτη μπορεί να χαρακτηρισθεί εύστοχα προηδονή. σε αντιδιαστολή προς την τελική ηδονή, την ηδονή ικανο­ ποίησης της σεξουαλικής δραστηριότητας. Η προηδονή είναι έτσι το ίδιο που απέφερε ήδη η παιδική σεξουαλι­ κή ορμή, μολονότι σε μικρογραφία* η τελική ηδονή είναι κάτι νέο, δηλαδή συνδέεται ίσως με προϋποθέσεις, οι οποίες πριν από την εφηβεία δεν υπήρχαν. Η νέα λει­ τουργία των ερωτογενών ζωνών μπορεί τώρα να διατυ­

56 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

πωθεί ως εξής: Χρησιμοποιούνται έτσι, ώστε μέσω της προηδονής, η οποία θα αποκτηθεί από αυτές όπως στην παιδική ηλικία, να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της ακόμη μεγαλύτερης ηδονής της ικανοποίησης. Πρόσφατα είχα τη δυνατότητα να ερμηνεύσω ένα άλλο παράδειγμα, από ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο του ψυχικού γίγνεσθαι, όπου δυνάμει μιας μικρότερης αίσθησης ηδονής, που εδώ δρα σαν δόλωμα, πραγματο­ ποιείται επίσης ένα μεγαλύτερο ηδονικό αποτέλεσμα. Εκεί μου προσφέρθηκε επίσης η ευκαιρία να ασχοληθώ εκτενέστερα με τη φύση της ηδονής3. ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΗΔΟΝΗΣ. Αλλά η σχέση της προηδο­ νής με την παιδική σεξουαλική ζωή ενισχύεται από τον παθογόνο ρόλο που μπορεί να έχει. Από το μηχανισμό στον οποίο περιλαμβάνεται η προηδονή προκύπτει ένας προφανής κίνδυνος για την επίτευξη του κανονικού σε­ ξουαλικού στόχου, που εκδηλώνεται όταν σε κάποιο ση­ μείο των προπαρασκευαστικών σεξουαλικών διεργασιών η προηδονή είναι υπέρμετρη και το μερίδιο της έντασης υπερβολικά μικρό. Τότε δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη για το ξετύλιγμα της σεξουαλικής διαδικασίας, η συνολι­ κή διαδρομή συντομεύεται, η σχετική προπαρασκευαστι­ κή δράση παίρνει τη θέση του κανονικού σεξουαλικού

3 Βλέπε τη μελέτη μου Το ευφυολόγημα και η σχέση του προς το ασυνείδητο, που εκδόθηκε το 1905. Η αποκομιζόμενη με την τεχνική του ευφυολογήματος «προ-ηδονή» χρησιμοποιείται για την απελευθέ­ ρωση μεγαλύτερης ηδονής μετά την άρση εσωτερικών αναστολών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 57

στόχου. Αυτή η επιζήμια περίπτωση έχει ως προϋπόθεση, όπως διδάσκει η εμπειρία, το γεγονός ότι η σχετική ερωτογενής ζώνη, ή η αντίστοιχη μερική ορμή, ήδη κατά την παιδική ηλικία είχε συνεισφέρει πάρα πολλά στην από­ κτηση της ηδονής. Αν τότε προστεθούν και άλλοι παρά­ γοντες, οι οποίοι ευνοούν την καθήλωση, εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί μια ψυχαναγκαστική τάση στη ζωή του ενηλίκου, η οποία αντιστρατεύεται την ένταξη αυτής της μίας προηδονής σε ένα νέο πλέγμα σχέσεων. Τέτοιου εί­ δους είναι πράγματι ο μηχανισμός πολλών διαστροφών, οι οποίες σημαίνουν μια εμμονή σε προπαρασκευαστικές πράξεις της σεξουαλικής διαδικασίας. Η αποτυχία λειτουργίας του σεξουαλικού μηχανι­ σμού εξαιτίας της προηδονής αποφεύγεται με τον καλύ­ τερο τρόπο όταν η πρωτοκαθεδρία των γεννητικών ζω­ νών είναι ήδη προδιαγεγραμμένη επίσης στην παιδική ζωή. Οι σχετικές προετοιμασίες έχουν γίνει πράγματι, όπως φαίνεται, στο δεύτερο ήμισυ της παιδικής ηλικίας (από το όγδοο έτος έως την εφηβεία). Σε αυτή τη φάση οι γεννητικές ζώνες συμπεριφέρονται ήδη με όμοιο τρό­ πο όπως στην περίοδο της ωριμότητας, είναι η έδρα των διεγέρσεων και των προπαρασκευαστικών μεταβολών, όταν γίνεται αισθητή οποιαδήποτε ηδονή μέσω ικανο­ ποίησης άλλων ερωτογενών ζωνών, μολονότι αυτό το φαινόμενο παραμένει ακόμη άσκοπο, καθόσον δεν προ­ ωθεί τη σεξουαλική διαδικασία. Δημιουργείται δηλαδή στα παιδικά κιόλας χρόνια πλάι στην ηδονή της ικανο­ ποίησης μια ορισμένη ποσότητα σεξουαλικής έντασης, αν και λιγότερο σταθερή και όχι τόσο άφθονη, και τώρα

58 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί κατά την πραγμάτευση των πηγών της σεξουαλικότητας μπορούσαμε εξίσου δικαιολογημένα να λέμε ότι η σχετική διαδικασία επιφέ­ ρει τη σεξουαλική ικανοποίηση και ότι προκαλεί σεξου­ αλική διέγερση. Αντιλαμβανόμαστε ότι κατά τη γνωστι­ κή διαδικασία είχαμε φαντασθεί προς το παρόν πολύ μεγάλες τις διαφορές μεταξύ της παιδικής και της ώ ρι­ μης σεξουαλικής ζωής, και τώρα κάνουμε τη διόρθωση. Οι παιδικές εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας δεν καθο­ ρίζουν μόνο τις αποκλίσεις από την ομαλή σεξουαλική ζωή αλλά και την ομαλή διαμόρφωση της ίδιας.

2 I Το πρόβλημα της σεξουαλικής διέγερσης Μας έχει μείνει εντελώς αδιαφώτιστο το από πού προ­ έρχεται η σεξουαλική ένταση, η οποία κατά την ικανο­ ποίηση των ερωτογενών ζωνών παράγεται ταυτόχρονα με την ηδονή, και ποια είναι η ουσία της4. Η επόμενη υπόθεση, ότι αυτή η ένταση προκύπτει κατά κάποιον τρόπο από την ίδια την ηδονή, δεν είναι μόνο απίθανη καθεαυτή, αλλά και καταρρίπτεται, αφού κατά τη μέγιστη ηδονή, που συνδέεται με την κένωση των σεξουαλι­ 4 Είναι πολύ διαφωτιστικό το ότι η γερμανική γλώσσα στη χρήση της λέξης Lust καθρεφτίζει τον αναφερόμενο στο κείμενο ρόλο των προ­ παρασκευαστικών σεξουαλικών διεγέρσεων, οι οποίες προσφέρουν ικα­ νοποίηση και ταυτόχρονα παράγουν σεξουαλική ένταση. Η Lust έχει δι­ πλή σημασία και χαρακτηρίζει τόσο την αίσθηση της σεξουαλικής έντα­ σης (Ich habe Lust= επιθυμώ, έχω όρεξη) όσο και την ικανοποίηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I

Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Υ Ν Τ | 59

κών προϊόντων, δεν παράγεται καμία ένταση αλλά όλη η ένταση αίρεται. Η ηδονή και η σεξουαλική ένταση δεν μπορούν λοιπόν παρά να συναρτώνται μόνο έμμεσα. 0 ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ. Εκτός από το γε­ γονός ότι κανονικά η απαλλαγή από τις σεξουαλικές ου­ σίες θέτει τέρμα στη σεξουαλική διέγερση, υπάρχουν και άλλα ερείσματα, προκειμένου να συσχετισθεί η σε­ ξουαλική ένταση προς τα σεξουαλικά προϊόντα. Σε πε­ ριπτώσεις εγκρατούς ζωής, ο σεξουαλικός μηχανισμός απαλλάσσεται συνήθως από τις σεξουαλικές ουσίες κα­ τά λίγο ή πολύ τακτά διαστήματα τη νύχτα υπό συνθή­ κες ηδονής καθώς και κατά τη διάρκεια της ονειρικής παραίσθησης μιας σεξουαλικής πράξης, και για το γεγο­ νός αυτό -την ονείρωξη- δεν μπορεί εύκολα να απορριφθεί η αντίληψη ότι η σεξουαλική ένταση, η οποία είναι σε θέση να βρίσκει το σύντομο παραισθησιακό δρόμο προς το υποκατάστατο της συνουσίας, είναι συνάρτηση της συσσώρευσης σπερμάτων στις δεξαμενές των σε­ ξουαλικών προϊόντων. Προς την ίδια κατεύθυνση δεί­ χνουν και οι εμπειρίες για την εξαντλησιμότητα του σε­ ξουαλικού μηχανισμού. Όταν έχει εκκενωθεί το απόθε­ μα σπερμάτων, δεν είναι μόνο αδύνατη η εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης αλλά παύει να λειτουργεί και η ερεθισιμότητα των ερωτογενών ζωνών, η κατάλληλη διέ­ γερση των οποίων δεν μπορεί πια να προκαλέσει την ηδονή. Μαθαίνουμε παρεμπιπτόντως ότι ένας ορισμένος βαθμός σεξουαλικής έντασης είναι απαραίτητος ακόμη και για τη διεγερσιμότητα των ερωτογενών ζωνών.

60

I ΜΕΡ ΟΣ

ΠΡΩΤΟ

Αυτά θα μπορούσαν να μας επιβάλουν την αντίληψη -η οποία, αν δεν απατώμαι, είναι γενικότερα διαδεδο­ μένη- ότι η συσσώρευση των σεξουαλικών ουσιών δημι­ ουργεί και συντηρεί τη σεξουαλική ένταση, καθώς ίσως η πίεση αυτών των προϊόντων επενεργεί στα τοιχώματα των δεξαμενών τους ως ερέθισμα πάνω σε ένα νωτιαίο κέντρο, η κατάσταση του οποίου γίνεται αντιληπτή από ανώτερα κέντρα και στη συνέχεια αποφέρει για τη συ­ νείδηση τη γνωστή αίσθηση της έντασης. Αν η διέγερση των ερωτογενών ζωνών αυξάνει τη σεξουαλική ένταση, αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν οι ερωτογενείς ζώνες βρίσκονται σε προδιαμορφωμένη ανατομική σύν­ δεση με αυτά τα κέντρα, υψώνουν εκεί τον τόνο της διέ­ γερσης και στην περίπτωση επαρκούς σεξουαλικής έντασης θέτουν σε κίνηση τη σεξουαλική πράξη, ενώ σε περίπτωση ανεπαρκούς έντασης κεντρίζουν την παρα­ γωγή των σεξουαλικών ουσιών. Το αδύνατο σημείο αυτής της άποψης, με την οποία π.χ. συμφωνεί ο φον Κραφτ-Έμπινγκ (R. von KraftEbing, 1886) στην παρουσίαση των σεξουαλικών διεργα­ σιών, είναι ότι, φτιαγμένη για τη σεξουαλική δραστηριό­ τητα του ώριμου άντρα, δεν παίρνει αρκετά υπόψη της τρεις συνθήκες, που θα όφειλε επίσης να διαλευκάνει. Πρόκειται για τις συνθήκες στο παιδί, στη γυναίκα και στον ευνουχισμένο άντρα. Και στις τρεις περιπτώσεις δεν μπορεί να γίνει λόγος, όπως στον άντρα, για συσσώ­ ρευση σεξουαλικών προϊόντων, και αυτό δυσχεραίνει την απρόσκοπτη εφαρμογή του σχήματος· μπορούμε όμως χωρίς άλλο να δεχθούμε ότι θα μπορούσαν να βρε­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 61

θούν διέξοδοι, ώστε να συμπεριληφθούν και αυτές οι περιπτώσεις. Οπωσδήποτε όμως ισχύει η προειδοποίη­ ση να μη φορτώνονται στον παράγοντα της συσσώρευ­ σης σεξουαλικών προϊόντων έργα τα οποία, καθώς φαί­ νεται, δεν μπορεί να επιτελέσει. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ. Ότι η σεξουαλική διέγερση μπορεί να είναι σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από την παραγωγή των σεξουαλικών ουσιών προκύπτει από τις παρατηρήσεις σε ευνούχους, στους οποίους μερικές φορές η λίμπιντο δεν παραβλά­ πτεται από την εγχείρηση, αν και η αντίθετη συμπερι­ φορά, που προσφέρει και το κίνητρο για τη χειρουργική επέμβαση, αποτελεί τον κανόνα. Είναι εξάλλου από καιρό γνωστό ότι αρρώστιες που κατέστρεψαν την πα­ ραγωγή των ανδρικών γεννητικών κυττάρων αφήνουν ανέπαφη τη λίμπιντο και τη σεξουαλική ικανότητα του στείρου πλέον ατόμου. Δεν είναι λοιπόν και τόσο εκπλη­ κτικό, όπως το εμφανίζει ο Ρίγκελ (C. Riegel, 1900). το ότι η απώλεια των ανδρικών γεννητικών αδένων στην ώριμη ηλικία μπορεί να μείνει χωρίς επιπτώσεις στην ψυχική συμπεριφορά του ατόμου. 0 ευνουχισμός στην τρυφερή πριν από την εφηβεία ηλικία πλησιάζει μεν στις συνέπειές του το στόχο μιας άρσης των χαρακτηριστι­ κών του φύλου, μόνο που εδώ εκτός από την απώλεια των γεννητικών αδένων θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και μια αναστολή ανάπτυξης άλλων παραγόντων λόγω της αφαίρεσής τους.

62 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ΧΗΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. Πειράματα σε ζώα με απομάκρυνση των γεννητικών αδένων (όρχεων και ωοθηκών) και ανά­ λογα ποικίλλουσα εμφύτευση νέων αντίστοιχων οργά­ νων σε σπονδυλωτά (βλέπε το αναφερόμενο έργο του Lipschütz, 1919)5, έριξαν επιτέλους λίγο φως στην προέ­ λευση της σεξουαλικής διέγερσης, μειώνοντας έτσι ακό­ μη πιο πολύ τη σημασία μιας τυχόν συσσώρευσης των κυτταρωδών γεννητικών προϊόντων. Με το πείραμα κα­ τορθώθηκε (Ε . Steinach) να μετατραπεί ένα αρσενικό σε θηλυκό και αντίστροφα ένα θηλυκό σε αρσενικό, και η ψυχοσεξουαλική συμπεριφορά του ζώου άλλαξε κατ’ αναλογίαν προς τα σωματικά χαρακτηριστικά του φύ­ λου και ταυτόχρονα με αυτά. Αυτή η καθοριστική για το φύλο επιρροή δεν πρέπει να αποδοθεί όμως στο μέρος του γεννητικού αδένα ο οποίος παράγει τα ειδικά γεννητικά κύτταρα (σπερματόζωα και ωάριο), αλλά στον ενδιάμεσο ιστό του αδένα, τον οποίο γ ι’ αυτόν το λόγο οι συγγραφείς εξαίρουν ως «εφηβικό αδένα»η. Δεν είναι βέβαια διόλου αδύνατο άλλες έρευνες να αποδείξουν ότι ο εφηβικός αδένας είναι κανονικά ερμαφρόδιτος, κά­ τι που θα θεμελίωνε ανατομικά τη θεωρία για την αμφισεξουαλικότητα των ανώτερων ζώων, και ήδη σήμερα φαίνεται πιθανό ότι δεν αποτελεί το μόνο όργανο που έχει να κάνει με την παραγωγή της σεξουαλικής διέγερ­ σης και των χαρακτηριστικών του φύλου. Αυτό το νέο

5 Lipschütz, Α. (1919), Die Pubertätsdruse und ihre Wirkungen [Ο αδέ­ νας της ήβης χαι η επιρροή του], Bern. ηΑντί «εφηβικός αδένας» διάβαζε «αδένας της ήβης» (Pubertätsdruse).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I

Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 63

βιολογικό εύρημα ανταποκρίνεται πάντως σε όσα γνω­ ρίζαμε ήδη για το ρόλο του θυρεοειδή αδένα. Μπορούμε πια να πιστεύουμε ότι στο ενδιάμεσο μέρος των γεννητικών αδένων παράγονται ειδικές χημικές ουσίες, οι οποίες, εισχωρώντας στην κυκλοφορία του αίματος, επιτελούν τη φόρτιση ορισμένων μελών του κεντρικού νευρικού συστήματος με σεξουαλική ένταση, παρόμοια με τη γνωστή μετατροπή ενός τοξικού ερεθίσματος σε ιδιαίτερο οργανικό ερέθισμα από άλλες δηλητηριώδεις ουσίες, που εισάγονται ως ξένες στον οργανισμό. Πώς δημιουργείται η σεξουαλική διέγερση μέσω ερεθισμού των ερωτογενών ζωνών, ενώ προηγουμένως έχουν φορτισθεί οι κεντρικοί μηχανισμοί, και ποιες εμπλοκές κα­ θαρά τοξικών και φυσιολογικών ερεθισμών ανακύπτουν από αυτές τις σεξουαλικές διεργασίες δεν είναι του πα­ ρόντος, έστω και αν θέλαμε να το πραγματευθούμε απλώς υποθετικά. Ας αρκεσθούμε στην ουσιαστική για την κατανόηση των σεξουαλικών διεργασιών αποδοχή ειδικών ουσιών, που προέρχονται από το σεξουαλικό μεταβολισμό. Διότι αυτή η φαινομενικά αυθαίρετη θέση στηρίζεται από μια εξαιρετικά σημαντική διαπίστωση, που όμως έχει προσεχθεί ελάχιστα. Οι νευρώσεις εκεί­ νες που μπορούν να αναχθούν σε διαταραχές της σεξου­ αλικής ζωής παρουσιάζουν την πιο μεγάλη κλινική ομοι­ ότητα με τα φαινόμενα της δηλητηρίασης και της εγκράτειας, τα οποία προκύπτουν από την καθ’ έξιν ει­ σαγωγή ηδονογόνων τοξικών ουσιών (αλκαλοειδών).

64 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

3 I Η θεωρία της λίμπιντο Με αυτές τις υποθέσεις για τη χημική βάση της σεξουαλι­ κής διέγερσης συμφωνούν πολύ οι βοηθητικές παραστά­ σεις που δημιουργήσαμε για να συλλάβουμε τις ψυχικές εκδηλώσεις της σεξουαλικής ζωής. Καθορίσαμε την έννοια της λίμπιντο ως μια ποσοτικά μεταβλητή δύναμη, η οποία θα μπορούσε να μετρήσει διαδικασίες και μετατροπές στο πεδίο της σεξουαλικής διέγερσης. Αυτή τη λίμπιντο τη διαχωρίζουμε από την ενέργεια που πρέπει να υποτεθεί στις ψυχικές διαδικασίες γενικά, λαμβάνοντας υπόψη μας την ιδιαίτερη προέλευσή της, και έτσι της αποδίδουμε έναν ποιοτικό χαρακτήρα. Με το διαχωρισμό της λιμπιντικής και της άλλης ψυχικής ενέργειας εκφράζουμε την προϋπό­ θεση ότι οι σεξουαλικές διεργασίες του οργανισμού διαφέ­ ρουν κατά έναν ιδιαίτερο χημισμό από τις διεργασίες της θρέψης. Η ανάλυση των διαστροφών και των ψυχονευρώ­ σεων μας δίδαξε ότι αυτή η σεξουαλική διέγερση δεν προσφέρεται μόνο από τα λεγόμενα γεννητικά μόρια, αλλά από όλα τα όργανα του σώματος. Σχηματίζουμε έτσι την παράσταση μιας ποσότητας της λίμπιντο, την ψυχική αντι­ προσώπευση της οποίας αποκαλούμε λίμπιντο του Εγώ, αναμένοντας από την παραγωγή, την αύξηση ή τη μείωση, την κατανομή και τη μετάθεσή της τις δυνατότητες εξήγη­ σης των παρατηρούμενων ψυχοσεξουαλικών φαινομένων. Αυτή η λίμπιντο του Εγώ, όμως, γίνεται προσιτή στην αναλυτική μελέτη μόνο όταν έχει βρει ψυχική χρησιμοποί­ ηση για την επένδυση σε σεξουαλικά αντικείμενα, δηλα­ δή έχει γίνει λίμπιντο του αντικειμένου. Τη βλέπουμε τό-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο ί Ν Τ | 65

τε να συγκεντρώνεται σε αντικείμενα, να καθηλώνεται σε αυτά ή και να τα εγκαταλείπει, να περνάει σε άλλα, και από αυτές τις θέσεις να κατευθύνει τη σεξουαλική δρα­ στηριότητα του ατόμου η οποία οδηγεί στην ικανοποίη­ ση, δηλαδή στη μερική και πρόσκαιρη εξάλειψη της λίμπιντο. Η ψυχανάλυση των λεγάμενων μεταβιβαστικών νευρώσεων (της υστερίας και της ψυχαναγκαστικής νεύ­ ρωσης) φωτίζει με ασφαλή τρόπο αυτό το πεδίο. Από τα πεπρωμένα της λίμπιντο του αντικειμένου μπορούμε επίσης να διακρίνουμε ότι αποσύρεται από τα αντικείμενα, ότι σε ιδιαίτερες καταστάσεις έντασης δια­ τηρείται αιωρούμενη και ότι τελικά επαναφέρεται στο Εγώ, οπότε έχει ξαναγίνει λίμπιντο του Εγώ. Τη λίμπιντο του Εγώ, σε αντιδιαστολή προς τη λίμπιντο του αντικει­ μένου, την αποκαλούμε και ναρκισσιστική λίμπιντο. Από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης κοιτάζουμε μέσα στο μηχα­ νισμό της ναρκισσιστικής λίμπιντο όπως πέρα από μια μεθόριο η διάβαση της οποίας απαγορεύεται, και σχημα­ τίζουμε μια αχνή ιδέα για τη σχέση μεταξύ των δύο6. Η ναρκισσιστική λίμπιντο, ή λίμπιντο του Εγώ, εμφανίζεται στα μάτια μας ως μεγάλη δεξαμενή, από την οποία αποστέλλονται οι επενδύσεις σε αντικείμενα και στην οποία πάλι ανακαλούνται, ενώ η ναρκισσιστική λιμπιντική επέν­ δυση του Εγώ παρουσιάζεται ως η αρχέγονη κατάσταση, όπως υλοποιείται στην παιδική ηλικία, συγκαλυμμένη μό­

6 Προσθήκη 1924: Αυτός ο περιορισμός έχει χάσει την παλαιότερη ισχύ του, αφότου έγιναν περισσότερο προσιτές στην ψυχανάλυση και άλλες νευρώσεις εκτός από τις «μεταβιβαστικές».

66 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

νο από τις μεταγενέστερες αποστολές της λίμπιντο και κατά βάθος διατηρούμενη ακόμη πίσω από αυτές. Έργο μιας λιμπιντικής θεωρίας των νευρωτικών και ψυχωτικών διαταραχών θα έπρεπε να είναι η έκφραση όλων των παρατηρούμενων φαινομένων και των ανακαλυπτόμενων διεργασιών με όρους της λιβιδικής οικονομίας. Εύκολα μαντεύει κανείς ότι στα πεπρωμένα της λίμπιντο του Εγώ αποδίδεται η μεγαλύτερη σημασία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να εξηγηθούν οι βαθύτερες ψυχωτικές διαταραχές. Η δυσκολία προκύπτει από το γεγονός ότι το μέσο της έρευνάς μας, η ψυχανάλυση, δεν μπορεί προς το παρόν να μας φωτίσει ασφαλώς παρά μόνο σχετικά με τις μεταβολές της λίμπιντο του αντικειμένου7, ούτε είναι δ ί­ χως άλλο σε θέση να χωρίσει τη λίμπιντο του Εγώ από τις άλλες δυνάμεις που ενεργούν μέσα στο Εγώ8. Γ ι’ αυτό δεν μπορεί σήμερα να προωθηθεί η θεωρία της λίμπιντο παρά μόνο στη βάση θεωρητικών εικοτολογιών. Αλλά θα εγκαταλείπαμε όλα τα οφέλη από τις ώς τώρα ψυχαναλυ­ τικές παρατηρήσεις αν ακολουθούσαμε τον Κ. Γκ. Γιουνγκ και εξαφανίζαμε την ίδια την έννοια της λίμπιντο, ταυτίζοντάς την με την κινητήρια ψυχική δύναμη γενικά. 0 διαχωρισμός των σεξουαλικών παρορμήσεων6 από τις άλλες και κατά συνέπεια ο περιορισμός της έννοιας 7 Προσθήκη 1924: Βλέπε την παραπάνω σημείωση. 8 Προσθήκη 1915: Βλέπε την Εισαγωγή στο ναρκισσισμό (1914). Προσθήκη 1920: Ο όρος «ναρκισσισμός» δεν δημιουργηθηκε από τον Nacke, όπως εσφαλμένα δηλώνω εκεί, αλλά από τον Havelock Ellis. θ Αντί «παρορμήσεων» διάβαζε «ενορμητικών ώσεων». Triebregungen στο πρωτότυπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 67

λίμπιντο στις σεξουαλικές παρορμήσεις βρίσκει ένα ισχυ­ ρό έρεισμα στην παραδοχή ενός ιδιαίτερου χημισμού της σεξουαλικής λειτουργίας, που παρουσιάσαμε παραπάνω.

4 I Διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών Είναι γνωστό ότι μόνο με την εφηβεία επέρχεται ο σα­ φής διαχωρισμός του αρσενικού και του θηλυκού χαρα­ κτήρα, μια αντίθεση που στη συνέχεια επηρεάζει τόσο αποφασιστικά όσο καμιά άλλη τη διαμόρφωση της ζωής των ανθρώπων. Η αρσενική και η θηλυκή προδιάθεση εί­ ναι βέβαια ευδιάκριτες ήδη από την παιδική ηλικία· η ανάπτυξη των σεξουαλικών αναστολών (αιδώς, αηδία, συμπόνια κ.λπ.) συντελείται στο μικρό κορίτσι νωρίτερα και ευκολότερα από ό,τι στο αγόρι. Η κλίση προς την απώθηση της σεξουαλικότητας παρουσιάζεται στο κορί­ τσι γενικά μεγαλύτερη -όπ ου στο κορίτσι παρατηρού­ νται μερικές ορμές της σεξουαλικότητας, προτιμούν την παθητική μορφή. Η αυτοερωτική χρησιμοποίηση των ερωτογενών ζωνών είναι όμως η ίδια και στα δύο φύλα, και αυτή η συμφωνία αίρει τη δυνατότητα μιας διαφο­ ράς μεταξύ των φύλων στην παιδική ηλικία, όπως εκεί­ νης μετά την εφηβεία. Παίρνοντας υπόψη μας τις αυτοερωτικές και αυνανιστικές εκδηλώσεις της σεξουαλικότη­ τας θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε τη θέση ότι η σε­ ξουαλικότητα των μικρών κοριτσιών έχει εντελώς αρσε­ νικό χαρακτήρα. Αν μάλιστα μπορούσαμε να δώσουμε πιο βέβαιο περιεχόμενο στις έννοιες «αρσενικό» και

68 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

«θηλυκό», τότε θα επιτρεπόταν ο ισχυρισμός ότι η λίμπιντο έχει κανονικά και νομοτελειακά αρσενική φύση, είτε εμφανίζεται στον άντρα είτε στη γυναίκα, και ανε­ ξάρτητα αν το αντικείμενό της είναι άντρας ή γυναίκα9. Αφότου γνώρισα την άποψη της αμφισεξουαλικότητας, θεωρώ εδώ αυτό το στοιχείο καθοριστικό και νομί­

9 Προσθήκη 1915: Είναι απαραίτητο να αποσαφηνισθεί ότι οι έν­ νοιες «αρσενικός» και «θηλυκός», το περιεχόμενο των οποίων στην κοινή αντίληψη εμφανίζεται τόσο σαφές, στην επιστήμη ανήκουν στις πιο συγκεχυμένες και πρέπει να αναλυθούν τουλάχιστον προς τρεις κατευθύνσεις. Άλλοτε χρησιμοποιούνται υπό την έννοια της ενεργητι­ κότητας και της παθητικότητας, άλλοτε υπό τη βιολογική και άλλοτε επίσης υπό την κοινωνιολογική. Η πρώτη από τις τρεις αυτές σημα­ σίες είναι η ουσιαστική και η πιο εύχρηστη στην ψυχανάλυση. Αυτή εννοείται στο κείμενο όταν η λίμπιντο χαρακτηρίζεται αρσενική, διότι η ορμή είναι πάντοτε ενεργητική, ακόμη και όπου έχει θέσει έναν πα­ θητικό στόχο. Η δεύτερη σημασία των όρων αρσενικός και θηλυκός, η βιολογική, είναι αυτή που επιτρέπει τον πιο σαφή καθορισμό. Εδώ το αρσενικό και το θηλυκό χαρακτηρίζονται από την παρουσία του σπέρ­ ματος και του ωαρίου και από τις λειτουργίες που ξεκινούν από αυτά. Η ενεργητικότητα και οι παράλληλες εκδηλώσεις της, η ισχυρότερη ανάπτυξη των μυών, η επιθετικότητα, η μεγαλύτερη ένταση της λίμπιντο είναι κατά κανόνα συνδυασμένες με τη βιολογική αρσενικότητα, αλλά δεν είναι αναγκαία συνδεδεμένες με αυτήν, διότι υπάρχουν είδη ζώων στα οποία αυτές οι ιδιότητες ανήκουν απεναντίας στο θηλυκό. Η τρίτη σημασία, η κοινωνιολογική, λαμβάνει το περιεχόμενό της από τις παρατηρήσεις των πράγματι υπαρκτών αρσενικών και θηλυκών ατό­ μων. Σύμφωνα με αυτές δεν υπάρχει στον άνθρωπο καθαρή αρσενικό­ τητα ή καθαρή θηλυκότητα, ούτε υπό την ψυχολογική ούτε υπό τη βιο­ λογική έννοια. Κάθε μεμονωμένο άτομο εμφανίζει μάλλον ένα μείγμα του βιολογικού χαρακτήρα του φύλου του με βιολογικά χαρακτηριστι­ κά του άλλου φύλου, συνενώνοντας την ενεργητικότητα και την παθη­ τικότατα, τόσο όταν αυτά τα ψυχικά χαρακτηριστικά εξαρτώνται από τα βιολογικά όσο και όταν είναι ανεξάρτητα από αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - ΣΙ Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 69

ζω ότι, αν δεν λάβουμε υπόψη μας την αμφισεξουαλικότητα, θα είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τις πράγματι παρατηρούμενες σεξουαλικές εκδηλώσεις του άντρα και της γυναίκας. ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΖΩΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Αν παραβλέψουμε αυτό το σημείο, δεν έχω παρά να προσθέσω τα ακόλουθα: Η κατευθυντήρια ερωτογενής ζώνη στο μικρό κορίτσι βρίσκεται στην κλειτορίδα, ανά­ λογα δηλαδή προς αυτή της ανδρικής γεννητικής ζώνης στη βάλανο. Οτιδήποτε μπόρεσα να πληροφορηθώ σχε­ τικά με τον αυνανισμό στα μικρά κορίτσια αφορούσε την κλειτορίδα και όχι τα σημαντικά για τις κατοπινότερες σεξουαλικές λειτουργίες μέρη του εξωτερικού γεννητικού οργάνου. Αμφιβάλλω και εγώ ότι το μικρό κορί­ τσι υπό την επιρροή της αποπλάνησης μπορεί να φθάσει σε κάτι άλλο εκτός από κλειτοριδικό αυνανισμό, αν δεν δεχτούμε σπάνιες εξαιρέσεις. Οι τόσο συχνές, ιδίως στα μικρά κορίτσια, αυθόρμητες εκφορτίσεις της σεξουαλι­ κής διέγερσης εκδηλώνονται ως σπασμοί της κλειτορί­ δας και οι συχνές στύσεις της κλειτορίδας επιτρέπουν στα κορίτσια να κρίνουν τις σεξουαλικές εκδηλώσεις του άλλου φύλου σωστά και χωρίς την ανάλογη διαφώ­ τιση, μεταφέροντας απλώς τις αισθήσεις των δικών τους σεξουαλικών διεργασιών στα αγόρια. Για να κατανοήσουμε την ενηλικίωση του μικρού κορι­ τσιού σε γυναίκα, πρέπει να παρακολουθήσουμε τα πα­ ραπέρα πεπρωμένα της ερεθισιμότητας της κλειτορίδας. Η εφηβεία, που στα αγόρια φέρνει τη μεγάλη προέλαση

70 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

της λίμπιντο, για τα κορίτσια σημαίνει ένα νέο κύμα απώθησης, που πλήττει κυρίως την κλειτοριδική σεξουα­ λικότητα. Είναι ένα κομμάτι αρσενικής σεξουαλικής ζωής αυτό που υποβάλλεται σε απώθηση. Η ενίσχυση των σε­ ξουαλικών αναστολών, αποτέλεσμα αυτής της εφηβικής απώθησης της γυναίκας, αποτελεί ερέθισμα για τη λίμπιντο του άντρα και την ωθεί σε αυξημένες επιδόσεις: μαζί με το επίπεδο της λίμπιντο αυξάνεται τότε και η σεξουα­ λική υπερτίμηση, που είναι πλήρης μόνο στη γυναίκα που αντιστέκεται και αρνείται τη σεξουαλικότητα της. Η κλειτορίδα διατηρεί τότε το ρόλο, όταν στην επιτέλους επιτρεπόμενη σεξουαλική πράξη διεγείρεται η ίδια, να μεταβιβάζει αυτή τη διέγερση στα γειτονικά σημεία του αιδοίου, όπως περίπου χρησιμοποιείται ένα δαδί για να πάρουν φωτιά τα σκληρότερα καυσόξυλα. Απαιτείται ορισμένος χρόνος ωσότου ολοκληρωθεί αυτή η μεταβίβα­ ση, κατά τη διάρκεια της οποίας η νεαρή γυναίκα είναι αναίσθητη. Αυτή η αναισθησία μπορεί να γίνει διαρκής αν η κλειτοριδική ζώνη αρνείται να μεταδώσει τη διεγερσιμότητά της, πράγμα που προετοιμάζεται ακριβώς από την έντονη ενεργοποίησή της στην παιδική ζωή. Είναι γνωστό ότι η αναισθησία των γυναικών είναι συχνά απλώς φαινομενική, τυπική. Είναι αναίσθητες στην είσο­ δο του κόλπου, αλλά κατά κανέναν τρόπο ανερέθιστες από την κλειτορίδα ή και από άλλες ζώνες. Σε αυτές τις ερωτογενείς αφορμές της αναισθησίας προστίθενται και οι ψυχικές, που οφείλονται επίσης στην απώθηση. Αν η μεταβίβαση της ερωτογενούς ερεθισιμότητας από την κλειτορίδα προς την είσοδο του κόλπου έχει

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 71

επιτευχθεί, η γυναίκα έχει αλλάξει κατευθυντήρια ζώνη για την κατοπινότερη σεξουαλική δραστηριότητα, ενώ ο άντρας έχει διατηρήσει τη δική του από την παιδική ηλι­ κία. Σε αυτή την αλλαγή των κύριων ερωτογενών ζωνών καθώς και στο κύμα απώθησης κατά την εφηβεία, το οποίο τρόπον τινά καταργεί τον παιδικό ανδρισμό, βρί­ σκονται οι σπουδαιότερες προϋποθέσεις για τη γυναι­ κεία προτίμηση της νεύρωσης, ιδιαίτερα της υστερίας. Αυτοί οι όροι συναρτώνται λοιπόν στενά με την ουσία της θηλυκότητας.

5 I Η εύρεση του αντικειμένου Ενώ υε τα χενονότσ. της εφηβείας1 εγκαθιδρύεται η πρωτοκαθεδρία των γεννητικών ζωνών και η προβολή του ανδρικού μέλους εν στύσει σημαδεύει επιτακτικά το νέο σεξουαλικό στό^ο, τη διείσδυση σε ένα κοίλωμα του σώματος η οποία ερεθίζει τη γεννητική ζώνη, από την ψυχική μεριά συντελείται η εύρεση του αντικειμένου, για την οποία έχουν γίνει οι προεργασίες ήδη από την παιδική ηλικία. Οταν

πρωταρχική σεξουαλική ικανο-

ποίηση ήταν ακόμη συνδεδεμένη με τη λήψη τροφής, η σεξουαλική ορμή είγε ένα σεξουαλικό αντικείυενο έξω από το σώμα του παιδιού, στο στήθος της μητέρας. Το εχασε αργότερα μόνο, ακριβώς ίσως όταν στο παιδί 1Αντί «τα γεγονότα της εφηβείας» διάβαζε « τις διαδικασίες της ήβης».

72 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ήταν δυνατόν να^ σχηματίσει τη συνολική παράσταση του ατόμου στο οποίο ανήκε το όργανο που 7£ςΐ£είχετην ικανοποίησή. Η σεξουάΧίκή ορμή γίνεται τότε κατόΓκανονοΓαυτόερώτική και μόνο μετά την υπέρβαση"τηςΤανθάνουσας περιόδου αποκαθίσταται πάλι η αρχική" σχέ­ ση. Όχι χωρίς λόγο, ο θηλασμός του παιδιού στο στήθος της μητέρας έχει γίνει το πρότυπο κάθε ερωτικής σχέσης. Η εύρεση του αντικειμένου είναι κατά βάθος μια επανεύρεση10.

~

^

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΑΝΉΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΗΛΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ. Αλλά από αυτή την πρώτη και σπουδαιότερη όλων των σεξουαλικών σχέσεων απομένει, και μετά τον αποχωρισμό τΥ]ς σεξουαλικής δραστηριότητας από τη ληψη τροφής, ένα σημαντικό μέρος, το οποίο βοηθάει για να προ^^ΐ|ΐα σ θ εί η ^επιλογή^ του αντικειμένου, για να αποκα­ τασταθεί δηλαδή η χαμένη ^ υ ^ χ ία . Σε ολόκληρη τη~Χ&νθάνουσα περίοδο το παιδί μαθαίνει να αγαπ ά άλλα άτο­ μα, τα οποία αίρουν την αβοηθησί&^του και ικανοποι­ ούν τις ανάγκες του, και τα αγαπά οπωσδήποτε με πρό­ τυπο και κατά προέκταση της θηλαστικής σχέσης του με

10 Προσθήκη 1915: Η ψυχανάλυση διδάσκει ότι υπάρχουν δύο τρό­ ποι για την εύρεση αντικειμένου: πρώτον, η εκτιθέμενη στο κείμενο, η οποία στηρίζεται στα πρώιμα νηπιακά πρότυπα και, δεύτερον, η ναρ­ κισσιστική, η οποία αναζητά το Εγώ του ίδιου του ατόμου και το βρί­ σκει στον άλλον. Η ναρκισσιστική εύρεση αντικειμένου έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για τις παθολογικές εκβάσεις, αλλά ξεφεύγει από το εδώ συζητούμενο πλαίσιο. κΣτο πρωτότυπο Hilflosigkeit.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 73

την τροφό. Είναι πιθανό να εναντιωθεί κανείς στην ταύ­ τιση των τρυφερών συναισθημάτων του παιδιού για τους ανατροφείς του με την ερωτική αγάπη, πιστεύω όμως ότι μια ακριβέστερη ψυχολογική έρευνα είναι δυνατόν να διαπιστώσει αυτή την ταυτότητα με τρόπο αναμφι­ σβήτητο. Η επικοινωνία του παιδιού με το άτομο που το φροντίζει είναι για το παιδί αια αστείρευτη πηγή σεξου­ αλικής διέγερσης κα^_ ικανοποίησης μέσω ερωτικών ζω­ νών, αφού το άτομο αυτό -κατά κανόνα^μητέρα-^ζεταχειρίζεται το παιδί με αισθήματα προερχόμενα από τη δΤκη της σε^υαλι^τ^ζ^ή^ το χαϊδεύει, το φιλάει, το λικνίζει και το εκλαμβάνει σαφέστατα ως πλήρες σεξουαλικό αντικείμενοΠ. Η“μητέρα θα τρόμαζε ίσως, αν της εζηγούσαμε ότι με όλες τις τρυφερότητές της αφυπνίζει τη σεξουαλική ορμή του παιδιού της, συμβάλλοντας στην υστερότερη έντασή της. Θεωρεί τη συμπεριφορά της ασεξουαλική, «αγνή» αγάπη, αφού αποφεύγει επιμελώς να διεγείρει τα γεννητικά όργανα του παιδιού πε­ ρισσότερο από όσο είναι αναπόδραστο κατά την περι­ ποίηση του σώματός του. Όπως όμως γνωρίζουμε, η σε­ ξουαλική ορμή δεν προκαλείται μόνο από τον ερεθισμό της γεννητικής ζώνης* ό,τι αποκαλούμε τρυφερότητα, μια μέρα θα καταδείξει την άσφαλτη επίδρασή του και στις γεννητικές ζώνες. Αν εξάλλου η μητέρα καταλάβαι-

” Όποιος βρίσκει αυτή την αντίληψη «ανόσια», ας διαβάσει προσε­ κτικά την πραγμάτευση της σχέσης μεταξύ μητέρας και παιδιού από τον Havelock Ellis, που κινείται στο ίδιο πνεύμα (Das Geschlechtsgeful, 1903).

74 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

νε καλύτερα την υψηλή σημασία των ορμών για ολόκλη­ ρη την ψυχική ζωή, για όλες τις ηθικές και ψυχικές επι­ δόσεις, θα μπορούσε και μετά τη διαφώτισή της να γλυ­ τώσει από όλες τις αυτό επικρίσεις. Μαθαίνοντας το παιδί να αγαπάει, εκπληρώνει απλώς το καθήκον της* το παιδί πρέπει να γίνει ένας άνθρωπος άξιος, με ζωηρή σεξουαλική ανάγκη και να επιτελέσει στη ζωή του όσα απαιτούν οι ορμές από τον άνθρωπο. Μια περίσσεια γονεϊκής τρυφερότητας θα είναι ασφ α λ ώ ^ π ιρ^αβής,~καθώς επιταχύνει τη σεξουαλική ωρίμανση και κ α κ ο μ α ­ θαίνει» το παιδί, κάνοντάς το ανίκανο να παραιτείτΟα πρόσκαιρα από την αγάπη ή να αρκείται σε μικρότερες δόσεις της. Είναι από τις ασφαλέστερες ενδείξεις κατοπινότερης νευρικότητας, αν το παιδί επιζητεί ακόρεστα την τρυφερότητα των γονέων, και από την άλλη μεριά οι νευροπαθείς γονείς ακριβώς, οι οποίοι συνήθως ρέπουν προς την άμετρη τρυφερότητα, ενεργοποιούν με τα κανακέματά τους μάλλον την προδιάθεση του παιδιού προς νευρωτικές παθήσεις.

Το παράδειγμα δείχνει

εξάλλου ότι για τους νευρωτικούς γονείς υπάρχουν τρό­ ποι πιο άμεσοι από αυτόν της κληρονομικότητας να με­ ταβιβάσουν τη διαταραχή τους στα παιδιά. ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ. Τα παιδιά εξάλλου συμπεριφέρονται από τα πρώτα ήδη χρόνια ωσάν η προσκόλλησή τους στους ανατροφείς να είχε τον χαρακτήρα σεξουαλικού έρωτα. 0 φόβος των παιδιών δεν είναι αρχικά παρά η έκφραση της έλλειψης του αγαπημένου προσώπου- γι’ αυτό πλησιάζουν κάθε ξένον με φόβο. Φοβούνται στο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 75

σκοτάδι, διότι εκεί δεν βλέπουν το αγαπημένο πρόσω­ πο, και ηρεμούν μόλις πιάσουν στο σκοτάδι το χέρι του. Αποτελεί υπερτίμηση των επιδράσεων του μπαμπούλα και συναφών φόβητρων καθώς και των φρικιαστικών αφηγήσεων των νταντάδων, όταν ενοχοποιεί κανείς τις τελευταίες, ότι αυτές προκαλούν τη στάση φόβου στα παιδιά. Παιδιά με ροπή προς το φόβο δέχονται απλώς τέτοιες ιστορίες, οι οποίες σε άλλα παιδιά δεν πιάνουν, και προς το φόβο ρέπουν μόνο παιδιά με υπέρμετρη ή πρόωρα αναπτυγμένη, ή λόγω παραχαϊδέματος απαιτη­ τική πλέον σεξουαλική ορμή. Εδώ το παιδί συμπεριφέρεται όπως οι ενήλικοι, όταν μετατρέπουν τη λίμπιντό τους σε φόβο, καθώς αυτό δεν είναι σε θέση να την οδη­ γήσει σε ικανοποίηση· οι ενήλικοι, όταν έχουν γίνει νευ­ ρωτικοί λόγω ανικανοποίητης λίμπιντό, στο φόβο τους συμπεριφέρονται όπως ένα παιδί, αρχίζουν να φοβού­ νται και όντας μόνοι, δηλαδή χωρίς ένα πρόσωπο, για την αγάπη του οποίου αισθάνονται βέβαιοι, θέλουν να μετριάσουν αυτόν το φόβο λαμβάνοντας τα πιο παιδα­ ριώδη μέτρα12.

12 Την εξήγηση για την προέλευση του παιδικού φόβου την οφείλω σε ένα αγόρι τριών ετών, που το άκουσα κάποτε να κάνει μια παρά­ κληση μέσα από ένα σκοτεινό δωμάτιο: «Θεία, μίλα μαζί μου. Φοβά­ μαι επειδή είναι τόσο σκοτεινά». Η θεία του φώναξε: «Τ ι να το κά­ νεις. αφού δεν θα με βλέπεις!». «Δεν πειράζει», απάντησε το παιδί, «όταν κάποιος μιλάει, έχει φως». Δεν φοβόταν λοιπόν το σκοτάδι αλ­ λά επειδή του έλειπε ένα αγαπημένο πρόσωπο, και προσδοκούσε να ηρεμήσει μόλις θα είχε μια απόδειξη για την παρουσία του. Προσθήκη 1920: Ότι ο νευρωτικός φόβος γεννιέται από τη λίμπιντό ως προϊόν

76 I Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

Ο ΑΙΜΟΜΙΚΤΙΚΟΣ ΦΡΑΓΜΟΣ. Αν ^ τ ρ υ φερότητα των γο­ νέων προς το παιδί κατάφερε να αποφύγει την πρόωρη αφύπνιση της σεξουαλικής ορμής, προτού δηλαδή υπάρ­ ξουν οϊ σωματικές προϋποθέσεις της εφηβείας και η ψυ­ χική διέγερση αναφανεί στο γεννητικό σύστημα με απαρερμήνευτο τρόπο, τότε μπορεί να εκπληρώσει το καθή­ κον τη ς^να καθοδηχήβ^ι το π α ιδί,κ α τό ι^¿^ω ^^ια νσ ή του στην εκλογή του σεξουαλικού αντικειμένου. Για το παιδ^ θα ¿ταν βε^αια^επόμενο να επιλέξει ως σεξουαλι­ κά αντικείμενα εκείνα τα πρόσωπα τα οποία αγαπάει με μία τρόπον τινά μετριασμένη λίμπιντο από τα παιδι­ κά του χρόνια 13. ^ ω ς με την αναβολή της σεξουαλικής ωρίμανσης κερδήθηκε ο χρόνος, ώστε πλάι σε άλλα σε­ ξουαλικά εμπόδια να εγερθεί ο φραγμός της αιμομίξΐΟΕςτ να ενσωματωθούν' σε οίυτόν εκείνες οι ηθικές προδια­ γραφές οι οποίες αποκλείουν ρητά από την εκλογή του αντικειμένου τα αγαπημένα πρόσωπα τη« · —

^

κίας ως συγγενείς εξ αίματος. Ο σεβασμός αυτοιΓΐο υ φραγμού είναι προπάντων μια πολιτιστική απαίτηση ττς κοινωνίας, η οποία πρέπει να'αμυνσει κατοΓτηςΤχνάλωσης των ενδιαφερόντων από την οικογένεια, την μετατροπής της, δηλαδή η σχέση του προς αυτή είναι όπως του ξιδιού προς το κρασί, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα της ψυχαναλυτικής έρευνας. Πρόσθετες αναφορές σε αυτό το πρόβλη­ μα βλέπε στο βιβλίο μου Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse (Διαλέξεις εισαγωγής στην ψυχανάλυση, 1916-17), όπου βέβαια και πάλι δεν έχει επιτευχθεί η οριστική διαλεύκανση. 13 Προσθήκη 1915: Πρβλ. σχετικά για την παιδική εκλογή αντικει­ μένου την έκφραση «τρυφερό ρεύμα» (στο έκτο κεφάλαιο της δεύτε­ ρης μελέτης).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - ΣΙ Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 77

οποία χρειάζεται για να απαρτίσει υψηλότερες κοινωνι­ κές ενότητες, και γι’ αυτό ασκεί με όλα τα μέσα επιρροή σε κάθε άτομο, ιδιαίτερα στον έφηβο, ώστε να χαλαρω­ θεί ο δεσμός με την οικογένειά του, που στην παιδική γ|λικίθΜ2ταν η μόνι^ προσδιοριστική σχέση14. Η εκλογή του αντικειμένου όμως συντελείται αρχικά στη φαντασκΓκαΓτ^^

ωριμάζουσας νεολαίας οέν

έχει άλλα περιδωρια παρά να τρεφεΐ φαντασιώσεις, δη λαδή παραστάσεις μη προοριζόμενες για πραγματοποί­ ηση15. Σε ριυτές τις φαντάσιωσεΐς"εΡφάνΐζ’ό ντάΐ~πΰ$Χ οι

14Προσθήκη 1915: Ο φραγμός της αιμομιξίας ανήκει ίσως στις ιστο­ ρικές κατακτήσεις της ανθρωπότητας και όπως άλλα ηθικά ταμπού έχει πιθανώς εμπεδωθεί σε πολλά άτομα μέσω της οργανικής κληρονομικό­ τητας (βλ. το βιβλίο μου Τοτέμ και ταμπού, 1912-13). Όμως η ψυχανα­ λυτική έρευνα δείχνει πόσο σθεναρά αγωνίζεται ακόμη το άτομο στις περιόδους ανάπτυξής του με τον πειρασμό της αιμομιξίας και πόσο συ­ χνά, στις φαντασιώσεις και στην ίδια την πραγματικότητα, υπερβαίνει αυτό το ταμπού. 15 Προσθήκη 1920: Οι φαντασιώσεις της εφηβικής περιόδου συνδέο­ νται με τις σεξουαλικές αναζητήσεις του παιδιού, που τις έχει εγκατα­ λείψει στις αρχές της λανθάνουσας περιόδου. Μπορούν να κρατούνται εντελώς ή εν μέρει ασυνείδητες, γ ι’ αυτό συχνά δεν μπορούν να χρονο­ λογηθούν ακριβώς. Έχουν μεγάλη σημασία για τη δημιουργία ποικίλων συμπτωμάτων, καθώς αποτελούν κατευθείαν τα πρώτα στάδιά τους, δηλαδή κατασκευάζουν τις μορφές στις οποίες τα απωθημένα συστατι­ κά της λίμπιντο βρίσκουν την ικανοποίησή τους. Είναι επίσης τα πρότυ­ πα των νυχτερινών φαντασιώσεων, που γίνονται συνειδητές ως όνειρα. Συχνά τα όνειρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αναζωογονήσεις τέτοιων φαντασιώσεων υπό την επιρροή και στα ίχνη ενός ημερήσιου ερεθίσμα­ τος, κατάλοιπου του ξύπνιου («υπολείμματα της ημέρας»). Ανάμεσα στις σεξουαλικές φαντασιώσεις της εφηβικής περιόδου ξεχωρίζουν με­ ρικές που διακρίνονται για την ευρύτατη παρουσία τους και τη μεγάλη ανεξαρτησία τους από τα βιώματα του ατόμου. Είναι οι φαντασιώσεις

78

I ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ

παιδικές κλίσεις όλων των ανθρώπων, ενισχυμένες τώρα από^ττ| σωματική έμφαση, και ανάμεσα τοας4^£νομοτελειακή συχνότητα και σε πρώτη γραμμή η διαφοροποιημένη συνήθως ήδη από την ποοτίυηση κατά ωύλο^τεξουοιλική π α ρό ρμ η σ ^ του παιδιού προς τους γονείς, του γι­ ου π~ρος"τη μητέρα και της κόρης προς τον πατέρα16. Τ α υ ^ ^ ο ν α ^ιε τΥΐν_υπερ|3«ση και απδρριψη"αυτών"των

για το κρυφάκουσμα της συνουσίας των γονέων, την πρόωρη αποπλά­ νηση από αγαπημένα πρόσωπα, την απειλή ευνουχισμού, οι φαντασιώ­ σεις για τη μήτρα, περιεχόμενο των οποίων είναι η παραμονή ή ακόμη και βιώματα μέσα στη μήτρα, και το λεγόμενο «οικογενειακό μυθιστό­ ρημα», όπου ο έφηβος αντιδρά στη διαφορά της στάσης του απέναντι στους γονείς τώρα και στην παιδική ηλικία. Οι στενές σχέσεις αυτών των φαντασιώσεων προς το μύθο περιγράφηκαν ως προς το τελευταίο παράδειγμα από τον 0. Rank στο βιβλίο του 0 μύθος για τη γέννηση του ηρώα, 1909. Δικαιολογημένα λέγεται ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι το βασι­ κό σύμπλεγμα των νευρώσεων, το ουσιαστικό τμήμα στο περιεχόμενο της νεύρωσης. Σε αυτό κορυφώνεται η παιδική σεξουαλικότητα, που επιδρά αποφασιστικά στη σεξουαλικότητα του ενηλίκου. Κάθε νεότο­ κος άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα της υπερνίκησης του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Όποιος δεν το κατορθώνει, περιπίπτει στη νεύρωση. Η πρόοδος της ψυχαναλυτικής εργασίας δείχνει με ολοένα με­ γαλύτερη σαφήνεια αυτή τη σημασία του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Η αναγνώρισή του έγινε το διακριτικό σήμα, που ξεχωρίζει τους οπαδούς της ψυχανάλυσης από τους αντιπάλους της. Προσθήκη 1924: Σε άλλο κείμενό του (Το τραύμα της γέννησης. 1924) ο Rank ανήγαγε το δεσμό με τη μητέρα στην εμβρυϊκή προπερίοδο, δείχνοντας έτσι τη βιολογική βάση του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Τον αιμομικτικό φραγμό τον αποδίδει, κατ’ απόκλιση από τα προαναφερθέντα, στην τραυματική εντύπωση του φόβου της γέννησης. λ Αντί «σεξουαλική παρόρμηση» διάβαζε «σεξουαλική ώση». Sexualregungen στο πρωτότυπο. 16 Πρβλ. τις αναφορές για την αναπόφευκτη μοίρα στο μύθο του Οιδίποδα (Ερμηνεία των ονείρων, 1900a).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - ΣΙ Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 79

^ « ν ε ^ ά ^ α μ ο μ ιχ τι^ν φαντασιώσεων επιτελείται χαι έ ν ο ^ π ό τ α σ η ραντιχότερ« αλλά χαι οδυνηρότερα ψυ^ι χά έργα της εφηβικής περιόδου, η απαλλαγή από την αυθεντία των γονέων, με την οποία δημιουργείται η τό­ σο σπουδαία για την πρόοδο του πολιτισμού αντίθεση της νέας γενιάς προς την παλαιά. Σ κ ι ά θε σταθμό της αναπτυξιακής πορείας, την οποία έχουν^να διατρέξουν τα άτομα, ένας αριθμός αυτών των φαντασιώσεων διατηρείται, και έτσι υπ άγουν άτί^ια που δεν ξεπέρασαν ποτέ την αυθεντία των γονέων και δεν απέσυραν την τρυφερότητά τους από αυτούς καθόλου, ή την απέσυρ ^ ^επ α ρ κ ώ ς. Ιίρδκειται Συνήθως ~για κορίτσια, "τα οποία προς ευχαρίστηση των γονέων εμμένουν και πολύ πέρα από την εφηβεία στην παιδική αγάπη προς τους γονείς, και είναι πολύ διαφωτιστικό να δούμε, ότι αυτά τα κορίτσια δεν έχουν στη μετέπειτα συζυγική ζωή τους την ικανότητα να χαρίσουν την αγάπη που οφείλουν στους άντρες τους. Γίνονται ψυχρές σύζυγοι και μένουν σεξουαλικά αναίσθητες. Αυτό διδάσκει ότι η φαινομενι­ κά μη σεξουαλική αγάπη για τους γονείς και η σεξουα­ λική αγάπη τροφοδοτούνται από τις ίδιες πηγές, ότι δη­ λαδή αυτή η αγάπη προς τους γονείς αντιστοιχεί απλώς σε μια παιδική καθήλωση της λίμπιντο. Όσο περισσότε­ ρο προσεγγίζουμε τις βαθύτερες διαταραχές της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης τόσο πιο απαραγνώριστη προ­ βάλλει η σημασία της αιμομικτικής εκλογής αντικειμέ­ νου. Στους ψυχονευρωτικούς ένα μεγάλο μέρος, ή και το σύνολο, της ψυχοσεξουαλικής δραστηριότητας για την εύρεση του αντικειμένου παραμένει στο ασυνείδητο λό­

80 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

γω της απόρριψης της σεξουαλικότητας. Για κορίτσια με υπέρμετρη ανάγκη για τρυφερότητα και εξίσου με­ γάλη φρίκη μπροστά στις απαιτήσεις της σεξουαλικής ζωής γίνεται ακαταμάχητος ο πειρασμός αφενός να πραγματοποιήσουν στη ζωή το ιδανικό μιας ασεξουαλικής αγάπης και αφετέρου να κρύψουν τη λίμπιντό τους πίσω από μια τρυφερότητα, την οποία μπορούν να εκ­ δηλώνουν χωρίς ενδοιασμό, διατηρώντας ισόβια την παιδική και ανανεωμένη στην εφηβεία κλίση προς τους γονείς ή προς τα αδέλφια τους. Η ψυχανάλυση μπορεί να αποδείξει άνετα σε αυτά τα άτομα ότι είναι ερωτευ­ μ ένα, με την κοινή έννοια, με αυτά τα συγγενή εξ αίμα­ τος πρόσωπα, ανιχνεύοντας με τη βοήθεια των συμπτω­ μάτων και των άλλων εκδηλώσεων της ασθένειας τις ασυνείδητες σκέψεις τους, τις οποίες μεταφράζει σε συ­ νειδητές. Ακόμη και όταν ένας πριν υγιής έχει αρρωστήσει μετά την εμπειρία ενός άτυχου έρωτα, μπορούμε να αποκαλύψουμε με βεβαιότητα ως μηχανισμό μιας τέτοι­ ας πάθησης την αναστροφή της λίμπιντό του προς τα πρόσωπα της παιδικής του προτίμησης. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ. Ακόμη και όποιος έχει αποφύγει τελικά την αιμομικτική καθήλωση της λίμπιντό του, δεν έχει απαλλαγεί εντελώς από την επιρροή της. Είναι ένας ευκρινής απόηχος αυτής της φάσης ανάπτυξης, όταν η πρώτη σοβαρή ερωτοληψία του νεαρού άντρα, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, σχετίζε­ ται με μια ώριμη γυναίκα, και αυτή του κοριτσιού με έναν πιο μεγάλο άντρα περιβαλλόμενο με κύρος, που μπορούν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο ΐ Ν Τ | 81

να τους ζωντανέψουν την εικόνα της μητέρας και του πα­ τέρα17. Γενικά, η εκλογή αντικειμένου διαδραματίζεται στηριζόμενη λιγότερο ή περισσότερο σε αυτά τα πρόσω­ πα. Προπάντων ο άντρας αναζητά την αναμνηστική εικό­ να της μητέρας, που τον εξούσιαζε από τις απαρχές της παιδικής ηλικίας* σε πλήρη συμφωνία με αυτό βρίσκεται η περίπτωση που η εν ζωή ακόμη μητέρα αντιστέκεται σε αυτή την ανανέωσή της και την αντιμετωπίζει εχθρικά. Αφού οι σχέσεις των παιδιών προς τους γονείς έχουν τέ­ τοια σημασία για την κατοπινότερη εκλογή του σεξουαλι­ κού αντικειμένου, είναι ευνόητο ότι κάθε διαταραχή αυ­ τών των σχέσεων της παιδικής ηλικίας έχει τις πιο σοβα­ ρές συνέπειες για τη σεξουαλική ζωή μετά την ωρίμανση* ακόμη και η ζήλεια μεταξύ των ερωτευμένων έχει μια ρί­ ζα στην παιδική ηλικία ή τουλάχιστον δέχεται μια ενίσχυ­ ση από αυτήν. Διενέξεις μεταξύ των ίδιων των γονέων, δυστυχείς γάμοι, καθορίζουν την πιο βαριά προδιάθεση για μια διαταραγμένη σεξουαλική ανάπτυξη ή νευρωτική πάθηση των παιδιών. Η παιδική κλίση προς τους γονείς είναι ασφαλώς το σημαντικότερο, αλλά όχι το μόνο από τα ίχνη τα οποία, ανανεωνόμενα στην εφηβεία, χαράζουν το δρόμο της εκλογής αντικειμένου. Άλλες τάσεις της ίδιας προέλευ­ σης επιτρέπουν στον άντρα, πάντοτε κατά προέκταση της παιδικής του ηλικίας, να αναπτύξει περισσότερες

17Προσθήκη 1920: Βλέπε τη μελέτη μου Για έναν ιδιαίτερο τύπο της εκλογής αντικειμένου από τον άντρα, 1910).

82

I ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ

από μία και μόνο σεξουαλική σειρά, να διαμορφώσει μια ποικιλία όρων για την εκλογή του αντικειμένου18. ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ. Ένα από τα προβλή­ ματα κατά την εκλογή του αντικειμένου είναι να μη χάσει κανείς το δρόμο του προς το αντίθετο φύλο. Δεν λύνεται, όπως είναι γνωστό, χωρίς μερικές ψηλαφήσεις. Οι πρώτες κινήσεις μετά την εφηβεία σφάλλουν αρκετά συχνά, χωρίς να προξενείται μόνιμη ζημιά. Ο Ντεσουάρ (Μ. Όθ55θίτ, 1894) επισήμανε σωστά ποια νομοτέλεια προδίδουν οι εν­ θουσιώδεις φιλίες νεαρών αγοριών με αγόρια και κοριτσιών με κορίτσια. Η μεγαλύτερη δύναμη που αντιστρατεύεται μια μόνιμη ομοφυλόφιλη εκτροπήμ του σεξουαλι­ κού αντικειμένου, είναι ασφαλώς η αμοιβαία έλξη των φύ­ λων* στο πλαίσιο αυτών των αναλύσεων δεν μπορεί να δο­ θεί καμιά εξήγηση γι’ αυτήν19. Αλλά αυτός ο παράγων δεν αρκεί από μόνος του για να αποκλείσει την τροπή προς την ομοφυλοφιλία* απαιτούνται μάλλον κάθε είδους πρό­ σθετα υποβοηθητικά στοιχεία, προπάντων η ανασταλτική αυθεντία της κοινωνίας. Όπου η ομοφυλοφιλία δεν θεω­ 18 Προσθήκη 1915: Αμέτρητες ιδιορρυθμίες της ερωτικής ζωής του ανθρώπου καθώς και ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας της ίδιας της ερωτοληψίας δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο ως επανασυσχετισμός προς την παιδική ηλικία και ως υπολείμματα της επίδρασής της. μ Αντί «ομοφυλόφιλη εκτροπή» διάβαζε «ομοφυλόφιλη αντιστρο­ φή». στο πρωτότυπο Inversion. 19 Προσθήχη 1924: Εδώ πρέπει να επισημάνω ένα φανταστικό μεν. πολύ πνευματώδες δε κείμενο του Ferenczi (Versuch einer Genitaltheone. 1924). όπου η σεξουαλική ζωή των ανώτερων ζώων συνάγεται από τη βιολογική πορεία της εξέλιξής τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I - Σ Ι Γ Κ Μ Ο Υ Ν Τ Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 83

ρείται έγκλημα, η πείρα δείχνει ότι ανταποκρίνεται πλή­ ρως στις σεξουαλικές κλίσεις όχι λίγων ατόμων. Για τον άντρα πρέπει επίσης να υποθέσουμε ότι η παιδική ανά­ μνηση της τρυφερότητας από τη μεριά της μητέρας και άλλων θηλυκών προσώπων, που τον φρόντιζαν ως παιδί, συνεργεί δραστικά ώστε η προτίμησή του να στραφεί προς τη γυναίκα, ενώ η πρόωρη σεξουαλική καταπτόηση από τη μεριά του πατέρα και η ανταγωνιστική στάση προς αυτόν τον αποτρέπουν από το ανδρικό φύλο. Και οι δύο παράγοντες ισχύουν όμως και για το κορίτσι, η σεξου­ αλική δραστηριότητα του οποίου βρίσκεται υπό την ιδιαί­ τερη επίβλεψη της μητέρας. Έτσι λοιπόν προκύπτει μια εχθρική σχέση προς το ίδιο φύλο, η οποία επηρεάζει την εκλογή αντικειμένου αποφασιστικά προς την κατεύθυνση που θεωρείται ομαλή. Η ανατροφή των αγοριών από άντρες (δούλοι στην αρχαιότητα) ευνοεί, καθώς φαίνεται, την ομοφυλοφιλία* η συχνή ομοφυλοφιλία στους σημερι­ νούς ευγενείς γίνεται κάπως πιο κατανοητή αν ληφθεί υπόψη η χρησιμοποίηση ανδρικού υπηρετικού προσωπι­ κού και η μειωμένη προσωπική φροντίδα των μητέρων για τα παιδιά τους. Σε αρκετές υστερικές προκύπτει ότι η πρόωρη απώλεια του ενός γονέα (περίπτωση θανάτου, διαζυγίου, αποξένωσης), οπότε ο άλλος είχε απορροφήσει ολόκληρη την αγάπη του παιδιού, έχει σημάνει τον όρο για το φύλο του προσώπου που αργότερα επιλέγεται ως σεξουαλικό αντικείμενο, κάνοντας έτσι δυνατή και τη μό­ νιμη ομοφυλοφιλία. Μετάφραση από τα Γερμανικά: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Β α σ ι κ έ ς έρευνες σε α ν ν α φ ρ ο ϋ δ ι κ ό πλαίσιο

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Η ΤΟΥ Ε Π Ι ΜΕ Λ Η Τ Η

Τίτλος πρωτοτύπου: Adolescence. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Psychoanalytic Study of the Child, 1958, 13, 225-278, γαλλική μετάφραση από τον D. Widlocher, στο L'enfant dans la psychanalyse, 1976, Paris, Gallimard, 244266. H μετάφραση στα Ελληνικά έγινε από το γαλλικό κείμενο σε αντι­ παραβολή με το αγγλικό πρωτότυπο.

Γ ια την εφ ηβεία Α ννα Φ

ρο τν τ

Η εφηβεία στην ψυχαναλυτική θεωρία Έπειτα από είκοσι χρόνια επανέρχομαι στη θεματική της εφηβείας. Σ ’ αυτό το διάστημα έχει επιτελεστεί ουσιώ­ δες έργο στο χώρο της ψυχανάλυσης, που φώτισε τα προβλήματα με καινούργιο τρόπο κι επηρέασε την κατά­ σταση των νέων, φυσιολογικών ή μη. Ωστόσο, παρά την πρόοδο σε επιμέρους τομείς, η κατάσταση των ψυχανα­ λυτικών γνώσεων στον τομέα της εφηβείας δεν είναι ση­ μαντική· είναι αντίθετα απογοητευτική, συγκρινόμενη μ’ εκείνη της πρώτης παιδικής ηλικίας. Εκεί αισθανόμαστε σε στέρεο έδαφος, διαθέτουμε τον πλούτο του κλινικού υλικού και πληροφορίες που με εγκυρότητα μας επιτρέ­ πουν να εφαρμόσουμε τις ψυχαναλυτικές ανακαλύψεις στα πρακτικά προβλήματα της εκπαίδευσης. Όταν πρό­ κειται για την εφηβεία, είμαστε αμήχανοι και δεν μπο­ ρούμε να ικανοποιήσουμε τους εκπαιδευτικούς που απευθύνονται σ' εμάς και τις γνώσεις μας. Συχνά λέγε­ ται ότι η εφηβεία είναι μια παραμελημένη περίοδος, ο φτωχός συγγενής της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Αυτά τα παράπονα εκφράζονται από τους γονείς και τους ίδιους

88 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

τους εκπαιδευτικούς. Δικαιούνται κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη προσοχή απ’ όση είχαν ως τώρα.

Η εφηβεία στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία Η ψυχαναλυτική μελέτη της εφηβείας γεννήθηκε, όπως όλοι ξέρουν, το 1905, στο τρίτο κεφάλαιο των Τριών Μ ε­ ν τ ώ ν της σεξουαλικής θεωρίας. Η ήβη εκεί περιγράφεται ως περίοδος κατά την οποία συντελούνται οι ανασχημα­ τισμοί της παιδικής σεξουαλικής ζωής που θα καταλή­ ξουν στην οριστική τους μορφή: υποταγή των ερωτογε­ νών ζωνών στην πρωτοκαθεδρία της γεννητικής ζώνης, εγκατάσταση νέων σεξουαλικών στόχων, διαφορετικών στον άνδρα και τη γυναίκα και, τέλος, ανακάλυψη νέων σεξουαλικών αντικειμένων εκτός οικογένειας. Ενώ αυτός ο τρόπος κατανόησης εξηγούσε πολλά από τα χαρακτη­ ριστικά της ανάπτυξης και της συμπεριφοράς στον έφη­ βο, ως τότε στο σκοτάδι, η ιδέα που εκφράζεται πρόσφα­ τα, ότι υπάρχει σεξουαλική ζωή στην παιδική ηλικία, δεν μπορούσε παρά να ελαχιστοποιεί για τους ερευνητές τη σημασία της εφηβείας. Πριν από την έκδοση των Τριών Μελετών, το ενδιαφέρον για την εφηβεία αφορούσε κυ­ ρίως το γεγονός ότι σημάδευε το ξεκίνημα της σεξουαλι­ κής ζωής του ατόμου. Μετά τις ανακαλύψεις σχετικά με την παιδική σεξουαλικότητα, η θέση της εφηβείας περιο­ ρίστηκε σε μία περίοδο οριστικών μετατροπών, ενδιάμε­ ση φάση μεταξύ διάχυτης παιδικής σεξουαλικότητας και ενήλικης γενετικής σεξουαλικότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 89

Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, το 1922, οΈ ρνεστ Τζόουνς δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ορισμένα προ­ βλήματα της εφηβείας», του οποίου το μεγαλύτερο εν­ διαφέρον ήταν να εκφράσει «το συσχετισμό μεταξύ εφη­ βείας καί πρώτης παιδικής ηλικίας». Ακολουθώντας μία από τις θέσεις των Τριών Μελετών, ότι δηλαδή η φάση της ανάπτυξης μεταξύ δύο και πέντε ετών πρέπει να θε­ ωρείται ως σημαντικός προάγγελος της επόμενης τελι­ κής οργάνωσης, ο Τζόουνς έδειξε με λεπτομέρεια πως «το άτομο ανακεφαλαιώνει και αναπτύσσει κατά τη δεύτερη δεκαετία την εξέλιξη που έχει επιτύχει κατά τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του...». Καταλόγισε τη διαφορά στις «συγκυρίες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η ανάπτυξη» και έφτασε μέχρι το να προτείνει τον ακό­ λουθο «γενικό νόμο»: «Η εφηβεία ανακεφαλαιώνει την παιδική ηλικία. Ο ακριβής τρόπος με τον οποίο ένα συ­ γκεκριμένο άτομο Θα διανύσει τις υποχρεωτικές φάσεις της ανάπτυξης κατά την εφηβεία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφή της ανάπτυξης της παιδικής του ηλικίας». Συνοπτικά, «αυτές οι φάσεις εξελίσσονται σε διαφορετικό επίπεδο κατά τις δύο περιόδους της παιδι­ κής ηλικίας και της εφηβείας, αλλά με πολύ παρόμοιο τρόπο για το ίδιο ά τομο» (Jones, 1922). Η συνεισφορά του Τζόουνς, σημαντική αλλά μεμονω­ μένη, συνέπεσε με τις δημοσιεύσεις του Ζίγκφριντ Μπέρνφελντ στη Βιέννη, αληθινού εξερευνητή της νεότητας, ο οποίος συνδύαζε την κλινική εργασία ενός αναλυτή και τη διδασκαλία της ψυχανάλυσης με αδιάκοπη μελέτη της εφηβείας σε όλες της τις όψεις: ατομική και ομαδική συ­

90 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

μπεριφορά, αντίδραση στις κοινωνικές επιρροές, μετου­ σιώσεις, κ.λπ. Η πιο σημαντική συνεισφορά του στην ψυ­ χαναλυτική θεωρία υπήρξε η περιγραφή ενός εξειδικευμένου τρόπου ανάπτυξης του αγοριού εφήβου που ονό­ μασε «παρατεταμένη»1 και που εκτείνεται πολύ πέρα από τη φυσιολογική μέση διάρκεια της εφηβείας, έχοντας ως ιδιαιτερότητα «τις τάσεις για δημιουργικότητα, καλλι­ τεχνική, λογοτεχνική ή επιστημονική, και σημαντική τάση προς

τον

ιδεαλισμό

και

τις

πνευματικές

αξίες...»

(ΒθΓηίθΙό, 1923). Ο Μπέρνφελντ στήριξε τις υποθέσεις του σε ένα πολύ πλούσιο υλικό αυτοπαρατήρησης εφήβων, τα ημερολόγια τους, τα γραπτά τους, που δημοσίευσε σε συνεργασία με τον Χόφερ (ΒθΓηίθΙό, 1924). Ενώ ο Μπέρνφελντ εξηγούσε την επεξεργασία της φυ­ σιολογικής διαδικασίας της εφηβείας μέσα από την επί­ πτωση των εσωτερικών και εξωτερικών ματαιώσεων όπως και των πιέσεων του εξωτερικού κόσμου, ο Αύγου­ στος Αίσχορν, επίσης στη Βιέννη, ενδιαφέρθηκε για το θέ­ μα από αναπτυξιακή άποψη εν σχέσει με την αντικοινω­ νική και την παραβατική συμπεριφορά. Η εργασία του αφιερώθηκε στους νέους οι οποίοι, εκτεθειμένοι στις ίδιες πιέσεις, απαντούν με ελλείμματα στην προσαρμογή, με διεστραμμένη ανάπτυξη του Υπερεγώ και με εξέγερση ενάντια στην κοινότητα. Το βιβλίο του Εγκαταλελειμμένη νεότητα (ΑιεΚόοιτι, 1925) βρήκε παγκόσμια αναγνώριση. Είναι το πρώτο δοκίμιο, τέτοιου διαμετρήματος, που ει­

1 Protracted στο αγγλικό πρωτότυπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α

Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 91

σάγει την ψυχαναλυτική επιστήμη στον ακανθώδη τομέα των προβλημάτων του παραβατικού νέου. Ενήμερη των ιδεών του Μπέρνφελντ και έχοντας πα­ ρακολουθήσει από κοντά τις μελέτες του Αίσχορν συνεισέφερα κι εγώ το 1936 με δύο άρθρα, «Τ ο Εγώ και το Αυτό στην ήβη» και «Ενορμητικό άγχος κατά την ήβη»2. Τα προβλήματα της εφηβείας με αφορούσαν στο βαθμό που ενδιαφερόμουν για τους αγώνες του Εγώ να ελέγξει τις εντάσεις και τις πιέσεις που ασκούν οι ενορμητικές αποφυάδες, αγώνες που καταλήγουν στις φυσιολογικές περιπτώσεις στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και στις παθολογικές περιπτώσεις στη διαμόρφωση των νευρωτι­ κών συμπτωμάτων. Η μάχη ανάμεσα σε Εγώ και Αυτό περιλαμβάνει μία πρώτη εκεχειρία στην αρχή της λανθάνουσας περιόδου και αργότερα μία νέα σύγκρουση, με τον ερχομό της ήβης, περίοδο στην οποία η διανομή των δυνάμεων στο εσωτερικό του ατόμου διαταράσσεται από ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές των ενορμήσεων. Εκτεθειμένο στο άγχος από την ανάπτυξη των ενορμή­ σεων, το Εγώ, όπως έχει διαμορφωθεί κατά την παιδική ηλικία, πηγαίνει στη μάχη για την επιβίωσή του, χρησι­ μοποιεί όλους τους διαθέσιμους μηχανισμούς άμυνας και τους εκμεταλλεύεται στο μέγιστο βαθμό. Τα αποτελέ­ σματα, δηλαδή οι μετασχηματισμοί της προσωπικότη­ τας, ποικίλλουν. Στις φυσιολογικές περιπτώσεις η οργά­ νωση του Εγώ και του Υπερεγώ τροποποιείται αρκετά 2 Βλ. τα κεφάλαια 11 και 12 στο Εγώ χαι οι μηχανισμοί άμυνας (Α. Freud, 1936).

92

I ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ

ώστε να αφομοιώσει αυτές τις νέες μορφές σεξουαλικό­ τητας. Στις λιγότερο επιτυχείς περιπτώσεις ένα Εγώ. άκαμπτο και ανώριμο, πετυχαίνει να αναστείλει ή να πα­ ραποιήσει τη σεξουαλική ωρίμανση. Αλλού, οι ενορμήσεις του Αυτό είναι ικανές κατά τη λανθάνουσα περίοδο να δημιουργήσουν την πιο μεγάλη σύγχυση και το πιο μεγάλο χάος σε ό,τι ήταν ένα Εγώ κοινωνικά προσαρμο­ σμένο. Έχω δείξει ότι περισσότερο από οποιαδήποτε άλ­ λη περίοδο της ζωής, η εφηβεία, με τις ιδιαίτερες συ­ γκρούσεις της, παρέχει στον αναλυτή παραδείγματα αμοιβαίας επιρροής εσωτερικού κινδύνου, άγχους, αμυ­ ντικής δραστηριότητας, πρόσκαιρης ή μόνιμης οργάνω­ σης συμπτωμάτων και ψυχικής κατάρρευσης3. Το ενδιαφέρον για το θέμα μεγεθύνθηκε μετά τον πόλεμο και ενέπνευσε πληθώρα συνεισφορών, κυρίως από τις ΗΠΑ. 0 Σπήγκελ δημοσίευσε το 1951 εξονυχιστι­ κή Ανασκόπηση των συνεισφορών της ψυχαναλυτικής θε­ ωρίας της εφηβείας (πραγματική ευλογία για όποιον θε­ λήσει να μελετήσει το ζήτημα). Παρότι η προσπάθεια του Σπήγκελ να κτίσει μια ολοκληρωμένη θεωρία με αφετηρία συχνά αποκλίνοντα στοιχεία δεν πέτυχε καθό­ λου, ωστόσο το άρθρο του έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ανακεφαλαιώνει και ταξινομεί το υλικό. 0 Σπήγκελ συγκέντρωσε τις δημοσιεύσεις κάτω από ποικίλους τίτλους: Qassification o f Phenomenology (Bemfeld, Hartmann, Kris, and Loewenstein, Wittels), Object Relations

3 Mental breakdown στο αγγλικό πρωτότυπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 93

(Bemfeld, Buxbaum, H. Deutsch, Erikson, Fenichel, A. Freud, W. Hoffer, Jones, A. Katan-Angel, Landauer), Defence Mechanisms (Bemfeld, H. Deutsch, Fenichel, A. Freud, Greenacre, E. Kris), Creativity (Bemfeld, A. Freud), Sexual Activity (Balint, Bemfeld, Buxbaum, H. Deutsch, Federn, Ferenczi,

S.

Freud,

Lampl-de

Groot), Aspects of Ego

Functioning (Fenichel, A. Freud, Hamik, Hoffer, Landauer), Treatment (Aichhom, K. R. Eissler. A. Freud, Gitelson, A. Katan, M. Klein, Landauer, A. Reich). Λεπτομερής, η βιβλιογραφία είχε στο σύνολο 41 άρθρα και 34 συγγραφείς που κάλυπταν προφανώς όλες τις όψεις, θεωρητικές, κλινικές και τεχνικές, του θέματος. Ωστόσο, παρά την εντυπωσιακή αυτή λίστα συγγρα­ φέων και άρθρων, ήμασταν πάντα ανικανοποίητοι από τις γνώσεις μας ως προς αυτό το ζήτημα. Ίσως εμείς οι ίδιοι όπως κι οι γονείς δεν είχαμε εμπιστοσύνη στο ταλέντο μας ως ψυχαναλυτές για τη θεραπεία των εφήβων. Ενώ υπήρξαν πολυάριθμες δημοσιεύσεις που αποδείκνυαν το αντίθετο, η εφηβεία ωστόσο παρέμενε αυτό που ήταν έως τότε: ο φτωχός συγγενής της ψυχαναλυτικής θεωρίας.

Δυσκολίες όσον αφορά την κατάσταση που χαρακτηρίζει την εφηβεία Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου αιτίες που μπορούν να εξηγήσουν την αμηχανία μας όταν βρισκόμαστε αντι­ μέτωποι με όλη την περιπλοκότητα της εφηβικής δια δι­ κασίας.

94 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

Όταν, ως αναλυτές, αξιολογούμε τις ψυχικές κατα­ στάσεις, βασιζόμαστε κυρίως σε δύο μεθόδους: είτε στην ανάλυση των ατόμων των οποίων η ψυχική λειτουρ­ γία εξελίσσεται παρουσία μας είτε στην ανακατασκευή αυτής της λειτουργίας κατά τη διάρκεια μιας αναλυτι­ κής θεραπείας που έλαβε χώρα προηγουμένως. Τα απο­ τελέσματα αυτών των δύο μεθόδων, μαζί ή χωριστά, μας έχουν διδάξει όλα όσα εμείς οι αναλυτές γνωρίζουμε για τις αναπτυξιακές φάσεις του ανθρώπινου νου4. Παρότι αυτές οι δύο μέθοδοι μας ήταν χρήσιμες για όλες τις άλλες περιόδους της ζωής, αποδείχτηκαν λιγό­ τερο ικανοποιητικές και αποδοτικές όταν τις εφαρμόσα­ με στην εφηβεία. ί. Α ν α κ α τ α σ κ ε υ ή της ε φ η β ε ία ς στις α να λ ύσ εις ενηλίκω ν Στον τομέα της ανακατασκευής με εντυπωσιάζει το εξής: η σπανιότητα περιπτώσεων, κατά τη διάρκεια αναλύσεων ενηλίκων, όπου κατόρθωσα να ξαναζωντανέψουν στους ενηλίκους οι εφηβικές τους εμπειρίες. Δεν θέλω να πω ότι οι ενήλικοι ασθενείς έχουν τόσο εκτεταμένη και βαθιά αμνησία της εφηβείας τους όσο αυτή της πρώτης παιδικής

4 Είναι ίσως χρήσιμο να θυμίσουμε στον αναγνώστη ότι οι γνώσεις μας των ψυχικών διαδικασιών της παιδικής ηλικίας προκύπτουν από ανακατασκευές κατά τη διάρκεια αναλύσεων ενηλίκων και επιβεβαιώ­ θηκαν και προεκτάθηκαν αργότερα από αναλύσεις και παρατηρήσεις της παιδικής ηλικίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

Α ΝΝΑ

Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 95

τους ηλικίας. Αντίθετα, οι αναμνήσεις των γεγονότων της εφηβείας είναι για τις φυσιολογικές περιπτώσεις παρού­ σες στη συνείδηση και τις διηγούνται στον αναλυτή χωρίς προφανή δυσκολία. 0 αυνανισμός της προεφηβείας και της εφηβείας, η προσέγγιση των σεξουαλικών σχέσεων κ.λπ., μπορεί μάλιστα να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις συ­ νειδητές αναμνήσεις των ασθενών και γνωρίζουμε καλά ότι χρησιμοποιούνται για να συγκαλύψουν και να κρύ­ ψουν τις απωθημένες συγκρούσεις γύρω από τον αυνανι­ σμό όπως και τις θαμμένες σεξουαλικές δραστηριότητες της πρώτης παιδικής ηλικίας. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αναλύσεων αντρών που πάσχουν από σεξουαλική ανα­ στολή και παραπονιούνται για την ανικανότητά τους, εί­ ναι αρκετά εύκολο να ξαναβρούμε τις σωματικές πρακτι­ κές της εφηβείας, συχνά πολύ χονδροειδείς και βίαιες, που χρησιμοποιήθηκαν τότε για να εμποδίσουν ή να εξαφανί­ σουν τις στύσεις που μόλις έκαναν την εμφάνισή τους. Εξάλλου, αυτές οι αναμνήσεις δεν εμπεριέχουν τίποτε άλλο παρά μόνο ακατέργαστα δεδομένα, τα γεγονότα και οι δραστηριότητες είναι χωρισμένα από τα συναισθήματα που τα συνόδευαν εκείνη την εποχή. Εκείνο που κατά κα­ νόνα δεν επιτυγχάνουμε να ξαναβρούμε είναι η ατμόσφαι­ ρα μέσα στην οποία ζει ο έφηβος: τα άγχη του, το βαθμό της έξαρσής του ή το βάθος της απελπισίας του. τους ξαφ­ νικούς ενθουσιασμούς του και την απόλυτη σύγχυσή του, τις φλογερές (και συχνά στείρες) φιλοσοφικές ή διανοητι­ κές αναζητήσεις, τις επιδιώξεις ελευθερίας, την αίσθηση μοναξιάς, την εντύπωση καταπίεσης από τους γονείς του, τις ανίκανες λύσσες ή τα πυρετώδη μίση εναντίον του κό­

96 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

σμου των ενηλίκων, τα ερωτικά πάθη (ομο- και ετερο-φυλόφιλα), τις ιδέες αυτοκτονίας κ.λπ. Είναι οι περαστικές και απότομες αλλαγές της διάθεσης, δύσκολα ανακαλού­ μενες και που, σε αντίθεση με τα στάδια των βρεφών και των μικρών παιδιών, δεν έχουν την τάση να αναδυθούν και να αναβιωθούν μέσα στη σχέση με τον αναλυτή. Αν αυτή η εντύπωση που έχω από τις δικές μου περι­ πτώσεις έπρεπε να επιβεβαιωθεί από άλλες αναλύσεις ενηλίκων, μια τέτοια έστω και μερική αδυναμία ανακατασκευής της εφηβείας θα μπορούσε να μας διαφωτίσει όσον αφορά τα κενά των μελετών της ψυχικής διαδικα­ σίας γ ι’ αυτή την περίοδο. π. Α νά λ υ ση κ α τά την ε φ η β ε ία Συζητώντας τις συνεισφορές της ψυχαναλυτικής θερα­ πείας των εφήβων, ο Σπήγκελ (Spiegel, 1951) εξέφραζε τη λύπη του για τον αδικαιολόγητο πεσιμισμό που έβρι­ σκε σε ορισμένους συγγραφείς. Υπογράμμιζε την ανα­ γκαιότητα προσαρμογής της ψυχαναλυτικής τεχνικής στην ιδιαίτερη κατάσταση του άρρωστου έφηβου και τον εξέπληττε που καμία σαφής εξήγηση δεν είχε δοθεί κατά τη διάρκεια μιας προπαρασκευαστικής περιόδου «ανάλογη μ’ αυτή που χρησιμοποιείται στα παιδιά και στους παραβατικούς». Πράγματι, από το 1951 δημοσιεύθηκαν κάποια νέα άρθρα όσον αφορά την τεχνική. Δύο από αυτά μελετούν την αρχική φάση (Fraibeig, 1955 / Noshpitz, 1957) κι ένα τρίτο την τελική (Adatto, 1958).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α

Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 97

Ενώ αυτοί οι συγγραφείς έφερναν ένα υλικό που φώ­ τιζε τις τεχνικές δυσκολίες που συναντούσαν ειδικά στην αρχή και στο τέλος της θεραπείας, η εργασία που έγινε στη δική μας Hampstead Child-Therapy Clinic υπο­ γράμμισε τις ειδικές τεχνικές δυσκολίες που προέκυπταν στη μέση της θεραπείας, δηλαδή την κομβική στιγ­ μή που ο προέφηβος γίνεται έφηβος: η εξέγερση ενάντια στους γονείς προηγείται στη μεταβίβαση και τείνει να προκαλέσει ρήξη με τον αναλυτή, δηλαδή ένα απότομο και μη επιθυμητό τέλος της θεραπείας από τον ασθενή. Έτσι η εμπειρία δείχνει ότι συναντούμε ιδιαίτερες δυ ­ σκολίες στην αρχή, στη μέση και στο τέλος της θεραπεί­ ας. Με άλλα λόγια, η αναλυτική θεραπεία των εφήβων εί­ ναι μια περιπέτεια με ρίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος, μια περιπέτεια κατά τη διάρκεια της οποίας ο αναλυτής έρχεται αντιμέτωπος με αντιστάσεις ασυνήθιστης δύνα­ μης και ποικιλίας. Αυτό επαληθεύεται με τη σύγκριση πε­ ριπτώσεων εφήβων και περιπτώσεις ενηλίκων. Κατά τη διάρκεια αναλύσεων ενηλίκων συνηθίζουμε να χειριζόμα­ στε τις τεχνικά ιδιαίτερες καταστάσεις όπου ορισμένοι υστερικοί ασθενείς, ανίκανοι να ανεχτούν τη ματαίωση, προσπαθούν να μας υποχρεώσουν να περάσουμε σε πρά­ ξη και να ξαναζήσουμε πραγματικά μαζί τους τα δικά τους συναισθήματα αγάπης και μίσους μέσα σε μια προ­ σωπική σχέση. Γνωρίζουμε επίσης να αποκρούουμε τις ιδιαίτερες διαδικασίες των ψυχαναγκαστικών ασθενών που αφορούν το ότι απομονώνουν τη λέξη από το συναί­ σθημα, και προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το ασυνείδητο περιεχόμενο ενώ είναι αποσυνδεδεμένο από τη συναισθη­

98 | Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ματική του φόρτιση. Προσπαθούμε να προσεγγίσουμε τη ναρκισσιστική απόσυρση του σχιζοφρενούς οριακού, τις προβολές των παρανοϊκών ασθενών που μετατρέπουν τον αναλυτή τους σε διώκτη εχθρό, την καταστροφική απελ­ πισία του καταθλιπτικού που δεν πιστεύει σε καμία πιθα­ νή κατάληξη της αναλυτικής διαδικασίας, τις τάσεις πε­ ράσματος σε πράξη και της απουσίας ενσυναίσθησης5 του παραβατικού ή των ψυχοπαθητικών. Όμως στις διαταρα­ χές που μόλις αναφέραμε συναντάμε τη μία ή την άλλη τεχνική δυσκολία και μπορούμε να προσαρμόσουμε την αναλυτική τεχνική στην ιδιαίτερη αντίσταση που χαρα­ κτηρίζει την κάθε διαταραχή. Τα πράγματα δεν είναι έτσι κατά την εφηβεία, οπότε ο ασθενής μπορεί να περνά γρή­ γορα από τη μία συναισθηματική κατάσταση στην επόμε­ νη, να τις επιδεικνύει όλες συγχρόνως ή πολύ γρήγορα τη μία μετά την άλλη, αφήνοντας στον αναλυτή πολύ λίγο χρόνο και περιθώριο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και να τροποποιήσει την προσέγγισή του, ώστε να την προσαρμόσει στην αναγκαία αλλαγή. Μ. Ε μ π ό δ ια στη λ ιβ ιδ ιν ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία : σ ύγ κ ρ ισ η των κ α τ α σ τ ά σ εω ν π ένθ ους μ ε τις σ υ ν α ισ θ η μ α τικ ές α π ογ οη τ ε ύ σ ε ις . Η εμπειρία μάς έχει μάθει να λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη την επανάληψη αυτών των μαζικών αποτυχιών

5

Insight(Σ.τ.Μ

ε τ .)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α

Φ Ρ Ο Υ Ν Τ | 99

της αναλυτικής τεχνικής. Δεν μπορούμε να προβάλουμε ειδικά χαρακτηριστικά στον ασθενή που υφίσταται τη θεραπεία ή κάποιον τυχαίο και εξωτερικό παράγοντα που του εναντιώνεται. Ούτε μεγαλύτερη προσπάθεια τεχνικής και τακτ από την πλευρά του αναλυτή αρκεί για το ξεπέρασμα αυτών των αποτυχιών. Πρέπει να θε­ ωρηθούν ως ένδειξη κάποιου πράγματος στο ίδιο το εσωτερικό της δομής των διαταραχών, που διαφέρει ση­ μαντικά από το μοντέλο των ασθενειών για τις οποίες η αναλυτική

τεχνική

διαμορφώθηκε

και

εφαρμόζεται

(ΕΐββΙβΓ, 1950). Πρέπει να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση γι’ αυτές τις διαφοροποιήσεις της παθολογίας πριν να είμαστε σε θέση να επανεξετάσουμε την τεχνική μας. Αυτό έχει ήδη γίνει όσον αφορά τις αναλύσεις παιδιών, παραβατικών και ορισμένων οριακών. Εκείνα που η αναλυτική τεχνική έπρεπε να αντιμετωπίσει σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν η ανωριμότητα και η αδυναμία του εγώ των ασθενών, η μικρή ανοχή τους στη ματαίωση, η φτωχή λεκτικοποίηση, η επαυξημένη σημασία των πε­ ρασμάτων σε πράξη. Μένει να ξεκαθαρίσουμε ποιοι εί­ ναι οι αντίστοιχοι χαρακτηριστικοί παράγοντες των δια­ ταραχών του εφήβου, δηλαδή σε ποια ιδιαίτερη εσωτε­ ρική κατάσταση των ασθενών ταιριάζει να προσαρμό­ σουμε την τεχνική μας για να αποκτήσουν οι έφηβοι με­ γαλύτερη πρόσβαση στην αναλυτική θεραπεία. Όσο με αφορά, έχω εντυπωσιαστεί από την ομοιότητα των απαντήσεων αυτών των νέων ασθενών με εκείνες δύο πολύ γνωστών τύπων ασθενών: αντίδραση στη θεραπεία

10θ| Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

κατά τη διάρκεια συναισθηματικών απογοητεύσεων και κατά τη διάρκεια περιόδων πένθους. Στις δύο αυτές κα­ ταστάσεις υπάρχει μεγάλος ψυχικός πόνος και φλογερή επιθυμία για βοήθεια. Παρά ταύτα καμία από αυτές τις καταστάσεις δεν απαντά καλά στην αναλυτική θεραπεία. Η θεωρητική μας εξήγηση γι’ αυτή την αποτυχία είναι η ακόλουθη: η ερωτική κατάσταση και το πένθος είναι δύο συναισθηματικές καταστάσεις κατά τις οποίες η λίμπιντο του ατόμου είναι ολοκληρωτικά δεσμευμένη στη σχέση με ένα πραγματικό αντικείμενο αγάπης του παρόντος ή ενός πολύ πρόσφατου παρελθόντος. 0 ψυχικός πόνος προκαλείται από τη δύσκολη υποχρέωση της αποεπένδυσης και της παραίτησης από μια θέση που δεν παρέχει πια καμία ελπίδα επιστροφής της αγάπης, δηλαδή της ικανοποίησης. Ενόσω το άτομο είναι αφοσιωμένο σ ’ αυτή τη μάχη, ανεπαρκής ποσότητα λίμπιντο είναι διαθέσιμη για την επένδυση του αναλυτή ή την παλινδρόμηση και επανεπένδυση παλαιότερων αντικειμένων και θέσεων. Έτσι, ούτε το γεγονός της μεταβίβασης ούτε τα γεγονότα του παρελθόντος έχουν αρκετή σημασία ώστε να παρέ­ χουν υλικό για ερμηνεία. Χρειάζεται η παραίτηση από το άμεσο αντικείμενο (αγάπης ή πένθους) ώστε η αναλυτική τεχνική να γίνει αποτελεσματική. Η λιβιδινική θέση του εφήβου έχει, κατά τη γνώμη μου, πολλά κοινά με τις δύο καταστάσεις που μόλις όρι­ σα. 0 έφηβος είναι επίσης απασχολημένος με μία συναι­ σθηματική διαμάχη η οποία, επιπλέον, έχει χαρακτήρα εξαιρετικά πιεστικό και επιτακτικό. Η λίμπιντό του βρί­ σκεται ακριβώς στο εξής σημείο: να αποκοπεί από τους

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 101

γονείς και να συνδεθεί με νέα αντικείμενα. Ένα ορισμέ­ νο πένθος των αντικειμένων του παρελθόντος είναι ανα­ πόφευκτο. «Κεραυνοβόλοι έρωτες», δηλαδή συναισθη­ ματικές ιστορίες με ενήλικους εκτός οικογένειας ή με άλλους έφηβους του ίδιου ή του αντίθετου φύλου, κα­ θώς και ένας βαθμός ναρκισσιστικής απόσυρσης είναι επίσης αναπόφευκτα. Η ναρκισσιστική απόσυρση επι­ τρέπει τη μετάβαση μέσω περιόδων κατά τις οποίες κα­ νένα εξωτερικό αντικείμενο δεν είναι επενδεδυμένο. Όποια και αν είναι η λιβιδινική ισορροπία της στιγμής, θα υπάρχει πάντα μια ενασχόληση του παρόντος που αφήνει λίγο ή καθόλου διαθέσιμη λίμπιντο για επένδυση του παρελθόντος και του αναλυτή. Αν θεωρήσουμε έγκυρη αυτή την υπόθεση σχετικά με τη διανομή της λίμπιντο μέσα στην προσωπικότητα του εφήβου, θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε ορισμένες συμπε­ ριφορές των νέων ασθενών μας κατά τη διάρκεια της θε­ ραπείας τους, όπως ο δισταγμός τους να συνεργαστούν, η έλλειψη δέσμευσης στη θεραπεία ή στη σχέση με τον ανα­ λυτή, οι απαιτήσεις τους για ελάττωση των εβδομαδιαίων συνεδριών τους, η απουσία ακρίβειας, οι απουσίες στις συνεδρίες για εξωτερικές δραστηριότητες, η απότομη δια­ κοπή της θεραπείας. Έτσι κατ’ αντίθεση επιβεβαιώνεται ότι η συνέχεια των αναλύσεων ενηλίκων οφείλεται στο απλό γεγονός ότι ο αναλυτής είναι ένα αντικείμενο πολύ επενδεδυμένο και επιπλέον ότι ο ρόλος που παίζει η μετα­ βίβαση στην παραγωγή του υλικού είναι ουσιαστικός. Τπάρχουν ασφαλώς περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο ανα­ λυτής γίνεται το νέο αντικείμενο αγάπης του εφήβου,

1021 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

δηλαδή αντικείμενο «κεραυνοβόλου έρωτα». Αυτή η συγκυρία αυξάνει τη θέρμη του νέου ασθενή να είναι σε θεραπεία. Αλλά ακόμα και όταν η συνέπεια βελτιώνε­ ται, ο αναλυτής αντιμετωπίζει πολύ συχνά μια άλλη δυ ­ σκολία στις αναλύσεις των εφήβων, δηλαδή τον επιτα­ κτικό χαρακτήρα των αναγκών τους, τη μη ανοχή τους στη ματαίωση και την τάση τους να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε σχέση ως μέσο ικανοποίησης, πραγματο­ ποίησης επιθυμιών, και όχι ως πηγή γνώσης του εαυτού τους, ενσυναίσθησης. Σ ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μας εκπλήσσει ότι πέρα από την αναλυτική θεραπεία, καταφεύγουν στους πιο ποικίλους τρόπους θεραπείας για τους εφήβους: διαχεί­ ριση του περιβάλλοντος, θεσμική θεραπεία, δημιουργία θεραπευτικών κοινοτήτων. Όποια και να είναι από πρα­ κτική άποψη η αξία αυτών των πειραματικών προσπα­ θειών, δεν μπορούμε ασφαλώς να περιμένουμε άμεσο εμπλουτισμό του θεωρητικού μας insight για το ασυνεί­ δητο περιεχόμενο του νου του εφήβου, για τη δομή των ειδικών διαταραχών του ή για τις ιδιαιτερότητες των ψυχικών μηχανισμών που βρίσκονται στη βάση τους.

Κλινικές εφαρμογές Θα προσπαθήσω τώρα να εφαρμόσω τουλάχιστον ορι­ σμένες από τις δύσκολα κεκτημένες ανακαλύψεις στα τρία πιο αιχμηρά προβλήματα που αφορούν την εφηβεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 103

Η α ναταραχ ή του ε φ ή β ο υ είναι α ν α π ό φ ε υ κ τ η ; Υπάρχει κατ’ αρχήν το αιώνιο ερώτημα αν η κρίση της εφηβείας είναι επιθυμητή και ευεργετική, αν είναι απα­ ραίτητη και επιπλέον αν είναι αναπόφευκτη. Σ ’ αυτό το σημείο η ψυχαναλυτική τοποθέτηση είναι ομόφωνη. Τα πρόσωπα που ανήκουν στην οικογένεια ή στο σχολείο του παιδιού, που βασίζονται στη συμπεριφορά του για να κρίνουν, λυπούνται για την αναταραχή του εφήβου: για εκείνους, πρόκειται για απώλεια των βασικών χαρα­ κτηριστικών, της σταθερότητας του χαρακτήρα και της κοινωνικής προσαρμογής. Εμείς οι αναλυτές, που εξετά­ ζουμε την προσωπικότητα από δομική πλευρά, σκεπτό­ μαστε διαφορετικά. Γνωρίζουμε ότι η οργάνωση του χα­ ρακτήρα ενός παιδιού στο τέλος της λανθάνουσας περιό­ δου είναι αποτέλεσμα μακρών συγκρούσεων μεταξύ των δυνάμεων του Αυτό και του Εγώ. Η πρόσβαση σε μία εσωτερική ισορροπία, παρότι πολύτιμη και χαρακτηρι­ στική για κάθε υποκείμενο, δεν είναι παρά πρόσκαιρη και εύθραυστη. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αύξηση της δραστηριότητας ή την αλλαγή της ποιότητας των ενορμήσεων, αδιαχώριστα φαινόμενα της ήβης. Χρειάζε­ ται επομένως παραίτηση απ’ αυτή την ισορροπία για να επιτραπεί στην ενήλικη σεξουαλικότητα να αφομοιωθεί μέσα στην προσωπικότητα. Αυτό που ονομάζουμε κρίση της εφηβείας είναι πολύ απλά η εξωτερική ορατή ένδειξη της χωροθέτησης των εσωτερικών αλλαγών. Εξάλλου, καθένας από μας γνωρίζει παιδιά που στα 14,15 ή 16 χρόνια τους δεν εξωτερικεύουν κανένα σημάδι

104

1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

εσωτερικής δυσφορίας. Παραμένουν σαν να ήταν στη λανθάνουσα περίοδο, «καλά παιδιά» φασκιωμένα μέσα στις οικογενειακές σχέσεις, άξιοι γιοι της μητέρας τους, υποταγμένοι στον πατέρα τους, σε αρμονία με την ατμό­ σφαιρα, τις ιδέες, τα ιδεώδη της καταγωγής τους. Παρότι αυτή η συνθήκη είναι ιδιαίτερα εύκολη, μαρτυρά καθυ­ στέρηση της φυσιολογικής ανάπτυξης και επομένως εί­ ναι ένα σήμα κινδύνου. Αυτές οι περιπτώσεις παραπέ­ μπουν αρχικά σε ένα δομικό έλλειμμα των ενορμήσεων, υπόθεση που συχνά αποδεικνύεται ψευδής. Η αναλυτική διερεύνηση δείχνει ότι αυτός ο δισταγμός να «μεγαλώ­ σουν» προέρχεται όχι από το Αυτό αλλά από πλευρές της προσωπικότητας σχετικές με το Εγώ και το Υπερε­ γώ. Πρόκειται για παιδιά που έχουν αναπτύξει υπερβο­ λικές άμυνες έναντι στις ενορμητικές τους δραστηριότη­ τες, που τώρα έχουν παραλύσει, κάτι που παρεμποδίζει τις διαδικασίες ωρίμανσης που αντιστοιχούν στη φάση της ανάπτυξης. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον πιθανώς, έχουν ανάγκη να προσφύγουν στη θεραπεία για να ελευθερωθούν από αυτή τους την εσωτερική ανα­ πηρία και να μπορέσουν να αναπτυχθούν φυσιολογικά, ακόμη κι αν αυτή η ανάπτυξη είναι «ταραχώδης». Μ π ορ ούμ ε να π ροβλ έψ ουμ ε την κρίση της εφ η βεία ς; Συχνά μας θέτουν μια δεύτερη ερώτηση: μπορούμε να προβλέψουμε τον τρόπο με τον οποίο ένα συγκεκριμένο παιδί θα αντιδράσει κατά την εφηβεία, με αφετηρία τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του κατά την πρώτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 105

παιδική ηλικία ή τη λανθάνουσα περίοδο; Εξαιρώντας τη γενική τοποθέτηση του Τζόουνς, ένας μόνο από τους συγγραφείς που αναφέρονται έγραψε ξεκάθαρα και θε­ τικά πάνω σ ’ αυτό τον τομέα. Ο Μπέρνφελντ (ΒθΓηίθΜ, 1923), στις συζητήσεις για τα χαρακτηριστικά του εφή­ βου «παρατεταμένου» τύπου, συνέδεσε αυτή τη μορφή της ήβης με έναν ειδικό τύπο παιδικής ανάπτυξης που περιέχει τις τρεις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι η ματαίωση των παιδικών σεξουαλικών επιθυμιών έχει σκιάσει το ναρκισσισμό του παιδιού* β) ότι οι αιμομικτικές καθηλώσεις στους γονείς είναι εξαι­ ρετικής έντασης και έχουν διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου* γ) το Υπερεγώ έχει εγκατασταθεί με τρόπο πρώιμο και ξέχωρο από το Εγώ, και τα ιδεώδη που εμπεριέχει έχουν επενδυθεί τόσο από ναρκισσιστική λίμπιντο όσο και από λίμπιντο του αντικειμένου. Άλλες απαντήσεις λιγότερο ξεκάθαρες στο ερώτημα υπάρχουν διάσπαρτες στη βιβλιογραφία. Βρίσκουμε την άποψη ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι εκδη­ λώσεις της εφηβικής διαδικασίας δεν μπορούν να προβλεφθούν, αφού εξαρτώνται σχεδόν ολοκληρωτικά από ποσοτικούς παράγοντες, δηλαδή από τη δύναμη και την αιφνιδιαστική ενορμητική ανάδυση, η οποία προκαλεί παράλληλα την εμφάνιση του άγχους που ευθύνεται για την κρίση. Το 1936 έκανα την υπόθεση ότι η εφηβεία, ορισμένες φορές, προξενεί κάτι της τάξης της αυθόρμη­

106

1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

της θεραπείας. Αυτό συμβαίνει στα παιδιά στα οποία οι δραστηριότητες και τα προγεννητικά χαρακτηριστικά έχουν επιμείνει με κυρίαρχο τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου μέχρις ότου η ώση της γενε­ τήσιας λίμπιντο να προκαλέσει μια ευεργετική παλιν­ δρόμηση της προγεννητικότητας. Μπορούμε να προσεγ­ γίσουμε αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο με ένα άλλο, που παράγει το αντίθετο αποτέλεσμα: όταν τα φαλλικά χα­ ρακτηριστικά έχουν επιμείνει με τρόπο κυρίαρχο κατά τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου, η ώση της γενε­ τήσιας λίμπιντο προκαλεί μια υπερβολικά αρρενωπή απειλητική επιθετικότητα. Δεχόμαστε γενικά την ιδέα ότι σημαντική καθήλωση στη μητέρα, που ανάγεται όχι μόνο στον οιδιπόδειο δ ε ­ σμό αλλά επίσης στον προοιδιπόδειο, κάνει την εφηβεία περίοδο εξαιρετικά δύσκολη. Αυτή η τελευταία τοποθέ­ τηση πρέπει να συσχετισθεί με δύο πρόσφατες ανακα­ λύψεις διαφορετικής φύσης, που οφείλουμε στην εργα­ σία που έγινε στη δική μας Hampstead Child^Therapy Clinic. Μία από αυτές τις ανακαλύψεις είναι το αποτέλε­ σμα μελέτης ορφανών παιδιών που στερήθηκαν τη σχέ­ ση με μία σταθερή μητρική εικόνα κατά τα πρώτα χρό­ νια της ζωής τους. Αυτή η έλλειψη μητρικής καθήλωσης, αντί να διευκολύνει την εφηβεία, αποτελεί έναν πραγ­ ματικό κίνδυνο για την εσωτερική συνοχή της προσωπι­ κότητας σ ’ αυτή την περίοδο. Σ ’ αυτές τις περιπτώσεις προηγείται της εφηβείας μία φρενήρης αναζήτηση μη­ τρικής εικόνας. Η κατοχή στο εσωτερικό του εαυτού και η επένδυση μιας τέτοιας εικόνας μοιάζουν να είναι ου ­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

ΑΝΝΑ

Φ Ρ Ο ί Ν Τ | 107

σιαστικές για την εξέλιξη της κατοπινής διαδικασίας, που συνίσταται στην απόσυρση της λίμπιντο και στη με­ τάθεσή της σε νέα αντικείμενα, δηλαδή σε σεξουαλικούς συντρόφους. Η δεύτερη ανακάλυψη οφείλεται στις αναλύσεις δίδυ­ μων εφήβων. Σ ’ αυτές τις περιπτώσεις, αυτή η σχέση δ ι­ δυμίας έχει αποτελέσει αντικείμενο παρατήρησης και λε­ πτομερούς αναφοράς από την πρώτη παιδική ηλικία (ΒιΐΓΐίη^ΗΠΊ, 1952). Κατά τη διάρκεια θεραπειών αυτών των διδύμων φάνηκε ότι η «εφηβική αντίδραση», αντίθε­ τα από τα αντικείμενα αγάπης της παιδικής ηλικίας, απαιτεί τη ρήξη του δεσμού με τον δίδυμο όσο και τη ρή­ ξη του δεσμού με τη μητέρα. Εφόσον αυτή η λιβιδινική επένδυση του διδύμου, ναρκισσιστική και αντικειμένου, είναι ριζωμένη στο ίδιο βαθύ στρώμα της προσωπικότη­ τας με τον πρώιμο δεσμό με τη μητέρα, η απόσυρσή του συνοδεύεται με αντίστοιχες επανεξετάσεις των δομών, συναισθηματικές αναταραχές και δημιουργία συμπτωμά­ των. Εκεί όπου, αντίθετα, η σχέση διδυμίας επιμένει μετά τη φάση της εφηβείας, μπορούμε να αναμένουμε καθυ­ στέρηση στην εγκαθίδρυση της ωριμότητας ή έναν σκλη­ ρό και περιορισμένο χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου, όπως στα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν όπου η αγάπη για τους γονείς στην παιδική ηλικία αντιστέκεται στις επιθέσεις της εφηβείας. Για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, φαίνεται ότι είμαστε ικανοί να προβλέψουμε την αντίδραση του εφήβου σε ορισμένες τυπικές και ειδικές περιστάσεις, αλλά όχι για όλη την ποικιλία της οργάνωσης της παιδί-

1081 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

κής προσωπικότητας. Η κατανόησή μας για την τυπική ανάπτυξη θα αυξάνεται μαζί με τον αριθμό των εφήβων που θα μπουν σε ανάλυση.

Παθολογία κατά την εφηβεία Μας απομένει ένα τρίτο πρόβλημα, του οποίου οι κλινι­ κές και θεωρητικές συνέπειες είναι για μένα πιο σημα­ ντικές από τις προηγούμενες. Αναφέρομαι πάντα στη δυσκολία καθορισμού ενός ορίου για το τι είναι φυσιο­ λογικό και τι παθολογικό στις περιπτώσεις εφήβων. Όπως το έχουμε δείξει, η εφηβεία αποτελεί εξ ορισμού διακοπή της ήρεμης ανάπτυξης, που παραπέμπει προ­ φανώς σε πληθώρα άλλων συναισθηματικών αναταρα­ χών και αναδιοργάνωσης των δομών6. Οι εκδηλώσεις της εφηβείας μοιάζουν με τη δημιουργία των συμπτω­ μάτων του νευρωτικού, του ψυχωτικού ή ακόμα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, και καταλήγει ανεπαί­ σθητα στις οριακές οργανώσεις και στις λανθάνουσες ή έκδηλες μορφές σχεδόν όλων των ψυχικών ασθενειών. Κατά συνέπεια, η διαφορική διάγνωση μεταξύ των κρί­ σεων του εφήβου και της αληθινής παθολογίας γίνεται δύσκολη υπόθεση. 6 Η εφηβεία δεν είναι ασφαλώς η μοναδική στιγμή της ζωής όπου οι τροποποιήσεις της φυσιολογίας διαταράσσουν την ψυχική ισορροπία. Το ίδιο γίνεται αργότερα κατά την εμμηνόπαυση, και πρόσφατα ο Grete L. Bibrirtg (1959) έδωσε μια πειστική περιγραφή μιας παρόμοιας διατα­ ραχής κατά την εγκυμοσύνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 109

Όσον αφορά τη συζήτηση αυτού του διαγνωστικού προβλήματος, θα αφήσω τους περισσότερο ειδικούς να μιλήσουν και θα συνοψίσω τις δικές μου εντυπώσεις με αφετηρία τις παρελθοντικές και παρούσες κλινικές μου εμπειρίες. Το 1936, όταν μελέτησα το ίδιο θέμα από την οπτική των αμυνών, ενδιαφερόμουν για τις ομοιότητες μάλλον παρά για τις διαφορές μεταξύ των άλλων συναισθηματι­ κών διαταραχών και των διαταραχών του εφήβου. Έγραφα ότι οι κρίσεις των εφήβων παίρνουν τη μορφή της νεύρωσης, αν η αρχική παθογόνος απειλή βρίσκεται μέσα στο υπερεγώ και το άγχος που προκαλείται γίνε­ ται αισθητό ως ενοχή. Μοιάζουν με τις ψυχωτικές διατα­ ραχές, αν ο κίνδυνος αφορά την ίδια την αύξηση του Αυ­ τό που απειλεί το εγώ στην ύπαρξή του και την ακεραι­ ότητά του. Το ότι ένας έφηβος μας δίνει την εντύπωση επομένως ότι είναι ψυχαναγκαστικός, φοβικός, υστερι­ κός, ασκητικός, σχιζοειδής, παρανοϊκός, αυτοκτονικός κ.λπ., θα εξαρτηθεί από την ποιότητα και ποσότητα αφενός των περιεχομένων του Αυτό που ταράσσουν το Εγώ και αφετέρου των μηχανισμών άμυνας που το Εγώ επιλέγει να χρησιμοποιήσει. Αφού στην εφηβεία ενορμήσεις από όλες τις προγενετήσιες φάσεις αναδύονται και μηχανισμοί άμυνας από τους πιο ωμούς, τους πιο περίπλοκους χρησιμοποιούνται, τα αποτελέσματα της παθολογίας ποικίλλουν και είναι λιγότερο σταθερά από αυτά άλλων περιόδων της ζωής. Σήμερα έχω την εντύπωση ότι αυτή η δομική περι­ γραφή χρειάζεται να διευρυνθεί όχι στην κατεύθυνση

11θ| Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

της ομοιότητας της εφηβικής διαταραχής με άλλες δια ­ ταραχές αλλά στην κατεύθυνση της ιδιαιτερότητας της φύσης της. Τπάρχει στην αιτιολογία της τουλάχιστον ένα επιπλέον στοιχείο που μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι μοναδικό και χαρακτηριστικό αυτής της περιό­ δου: πράγματι, ο κίνδυνος δίνει την εντύπωση ότι προ­ έρχεται όχι μόνο από τις ενορμήσεις του Αυτό και τις φαντασιώσεις, αλλά επίσης από την ίδια την ύπαρξη των αντικειμένων αγάπης του οιδιπόδειου και προοιδιπόδειου παρελθόντος. Η λιβιδινική τους επένδυση διατηρήθηκε από τις παιδικές φάσεις και μόνον ελαττώθη­ κε ή ανεστάλη κατά τη λανθάνουσα. Γ ι’ αυτό, το ξύπνη­ μα των προγενετήσιων επιταγών, ή ακόμα χειρότερα οι πρόσφατα κεκτημένες γενετήσιες απαιτήσεις, ενέχουν τον κίνδυνο να συναντήσουν αυτά τα αντικείμενα και να αποδώσουν νέα και απειλητική οντότητα σε φαντασιώ­ σεις που έμοιαζαν να έχουν σβήσει, ενώ είχαν μόνο απω­ θηθεί7. Τα άγχη που αναδύονται σε τέτοια πεδία συνδέ­ ονται με την εξαφάνιση των παιδικών αντικειμένων, δη­ λαδή με τη ρήξη των δεσμών τους. Η Άννυ Κάταν (Κ^ίοη, 1937) χρησιμοποίησε στη συζήτηση γΓ αυτό τον τύπο άμυνας, που ο στόχος της είναι να αλλάξει τον

7 Μία σημαντική κλινική οντότητα αυτού: η νευρική ανορεξία της έφηβης. Σ ’ αυτές τις περιπτώσεις οι παιδικές φαντασιώσεις στοματικής γονιμοποίησης έχουν ξαναζωντανέψει από τη νέα δυνατότητα μητρότη­ τας, χάρη στη γενετική ωρίμανση. Κατά συνέπεια, οι φοβικές στρατηγι­ κές που υιοθετούνται για την κατάποση της τροφής αφενός και την ταύ­ τιση με τη μητέρα αφετέρου υπερτονίζονται σε τέτοιο σημείο, που μπο­ ρούν να επιφέρουν την ασιτία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 111

παρτενέρ και τη σκηνή της σύγκρουσης, τον όρο removal. Μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να επιτύχει ή να αποτύχει, μερικά ή ολοκληρωτικά. Πάντως, συμμερίζομαι τη γνώμη της Κάταν: το αποτέλεσμα θα είναι αποφασιστι­ κό για την επιτυχία ή την αποτυχία των άλλων μέσων άμυνας που γνωρίζουμε καλύτερα και που κατευθύνονται ενάντια στις ίδιες τις ενορμήσεις. Θα εικονογραφήσω αυτή την υπόθεση με έναν ορι­ σμένο αριθμό παραδειγμάτων. Α. Άμυνα έναντι του δεσμού με το παιδικό αντικείμενο Άμυνα μέσω μετατόπισης της λίμπιντο. Πολλοί έφηβοι αντιδρούν στο άγχος που ξυπνά ο δεσμός με τα παιδικά τους αντικείμενα πολύ απλά με τη φυγή. Αντί να επι­ τρέψουν μια προοδευτική διαδικασία αποχωρισμού από τους γονείς, αποσύρουν απ’ αυτούς τη λίμπιντό τους μαζικά και διαμιάς. Διατηρούν απ’ αυτήν έντονη νο­ σταλγία παρουσίας, που την αναζητούν στο περιβάλλον εκτός οικογένειας. Εκεί υιοθετούν διάφορες λύσεις. Η λίμπιντο μπορεί να μεταβιβαστεί, με μορφή λιγότερο ή περισσότερο όμοια, σε γονεϊκά υποκατάστατα, υπό τον όρο αυτές οι νέες εικόνες να είναι διαμετρικά αντίθετες με αυτές των γονέων σε προσωπικό, κοινωνικό ή πολιτι­ στικό επίπεδο. Μπορούν επίσης να συνδεθούν με αρχη­ γούς ομάδων που γενικά ανήκουν σε μια γενιά ενδιάμε­ ση αυτής του εφήβου και εκείνης των γονέων και που εκπροσωπούν τα ιδεώδη. Επίσης πολύ συχνές είναι οι σχέσεις πάθους με ομοίους ιδίου ή αντίθετου φύλου (φι­

1121 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

λίες ομό- ή ετερό-φυλες) ή η συμμετοχή σε ομάδες εφή­ βων (ή «συμμορίες»). Όποια και αν είναι η λύση που επιλέγεται, το αποτέλεσμα είναι ότι ο έφηβος αισθάνε­ ται «ελεύθερος» και απολαμβάνει αυτή τη νέα και πο­ λύτιμη εντύπωση ανεξαρτησίας απέναντι στους γονείς, τους οποίους αντιμετωπίζει με αδιαφορία η οποία φτά­ νει στα όρια του άκαρδου, της αναισθησίας και της σκληρότητας. Παρότι η κατεύθυνση της λίμπιντο σ ’ αυτή την περί­ πτωση μένει στα όρια του φυσιολογικού, το ξαφνικό της αλλαγής, η αντίθεση για την επιλογή αντικειμένου και ο χαρακτήρας του δεσμού δείχνουν καθαρά ότι πρόκειται, εδώ, για άμυνα. Αυτή η εξέλιξη προεξοφλεί μια φυσιο­ λογική ωρίμανση που όμως δεν αντιστοιχεί στην κανονι­ κή αναπτυξιακή διαδικασία. Το να συνοδεύεται η λιβιδινική φυγή με αληθινή φυ­ γή, δηλαδή ο έφηβος να φύγει πραγματικά από την οικογένειά του, λίγο αλλάζει τη συναισθηματική κατάστα­ ση. Αν παραμείνει σπίτι του είναι ένας «ένοικος», χωρίς εκτίμηση τις περισσότερες φορές απέναντι στα νεαρό­ τερα ή γηραιότερα μέλη της οικογένειάς του. Εξάλλου η απόσπαση των επενδύσεων από τους γο­ νείς έχει αποφασιστικές συνέπειες στην υπόλοιπη αμυ­ ντική διαδικασία. Αφού έχει αφαιρεθεί η σημασία από τα παιδικά αντικείμενα, οι γενετήσιες και προγενετήσιες ενορμήσεις παύουν να είναι τόσο απειλητικές. Η ενοχή και το άγχος ελαττώνονται και το Εγώ γίνεται πιο ανε­ κτικό. Οι σεξουαλικές και επιθετικές επιθυμίες που είχαν απωθηθεί έρχονται στην επιφάνεια και πραγματοποιού­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Υ Ν Τ | 113

νται, ενώ η όλη δράση εξελίσσεται εκτός οικογένειας σε έναν μεγαλύτερο ορίζοντα. Αν το πέρασμα σε πράξη εκ­ δηλωθεί στο επίπεδο της αθωότητας ή του ιδεώδους, της αντικοινωνικότητας ή ακόμα και της παραβατικότητας, θα εξαρτηθεί πάνω από όλα από τα νέα αντικείμενα με τα οποία ο έφηβος θα συνδεθεί. Γενικά, οι επιδιώξεις του αρχηγού της ομάδας των εφήβων ή της συμμορίας υιοθε­ τούνται με ενθουσιασμό και χωρίς κριτική. Τέτοιοι έφηβοι παραπέμπονται σε θεραπεία λόγω των συνεπειών της δράσης τους στο σχολείο, την εργα­ σία και απέναντι στο νόμο. Όσον αφορά την ψυχαναλυ­ τική θεραπεία φαίνεται ότι δεν είναι καθόλου έτοιμοι να αναλάβουν αυτή τη θεραπευτική συμμαχία μεταξύ του αναλυτή και του ασθενή του, χωρίς την οποία η αναλυτι­ κή τεχνική είναι αδύνατη. Κάθε σχέση με τον αναλυτή και πάνω από όλα η μεταβίβαση σ ’ αυτόν επαναδραστηριοποιεί τους παιδικούς δεσμούς που μόλις εγκαταλείφθηκαν. ΓΓ αυτό ο έφηβος μοιάζει αδιάφορος. Ε π ι­ πλέον, το γεγονός ότι έχει απελευθερωθεί από αυτούς τους δεσμούς τον κάνει να μην αισθάνεται πια εσωτερι­ κή σύγκρουση, τουλάχιστον προσωρινά, και επομένως δεν αισθάνεται την ανάγκη ψυχολογικής βοήθειας. Αυτό είχε στο νου του ο Αίσχορν (ΑιοΙιΗοΓη, 1925) όταν έλεγε ότι οι ακοινώνητοι και παραβατικοί έφηβοι είχαν ανά­ γκη μιας μακράς προπαρασκευαστικής περιόδου εσω­ τερικού ανασχηματισμού πριν από την πρόσβαση στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Υποστήριζε ότι αυτή η θερα­ πεία δεν είχε ελπίδα επιτυχίας παρά μόνο αν κατά τη διάρκεια αυτής της προπαρασκευής σε θεσμικό περί-

1141 Μ Ε Ρ Ο Σ

ΠΡΩΤΟ

βάλλον, ο έφηβος έκανε μια νέα μεταβίβαση σε αντικεί­ μενο αγάπης, ξυπνούσε τους δεσμούς της παιδικής ηλι­ κίας, εσωτερίκευε ξανά τις συγκρούσεις του, δηλαδή γι­ νόταν νευρωτικός. Η προσπάθεια ανάλυσης εφήβου στη φάση όπου επιτυγχάνει να αποκοπεί από το παρελθόν είναι μια προσπάθεια που οδηγεί σε αποτυχία. Άμυνα μέσω αντιστροφής του συναισθήματος. Υπάρχει ένας δεύτερος τρόπος αντίδρασης στην ίδια κατάσταση κινδύνου. Ενώ οι εκδηλώσεις της είναι λιγότερο θορυ­ βώδεις, εσωτερικά είναι πιο καταστροφική. Αντί να μετατοπιστεί η λίμπιντο που είχε επενδυθεί στους γονείς, ή ακριβέστερα έπειτα από την αποτυχία αυτής της προσπάθειας, το εγώ του εφήβου μπορεί να αμυνθεί μετατρέποντας τα αισθήματα που νιώθει για εκείνους στο αντίθετο: την αγάπη σε μίσος, την εξάρτη­ ση σε εξέγερση, το σεβασμό και το θαυμασμό σε περι­ φρόνηση και απελπισία. Χάρη σ' αυτή την αντιστροφή του συναισθήματος, ο έφηβος φαντάζεται τον εαυτό του «ελεύθερο» αλλά, δυστυχώς για την πνευματική του ισορροπία και αντίληψη περί σύγκρουσης, αυτή η πεποί­ θησή του αφορά μόνο τις συνειδητές και επιφανειακές στρώσεις του νου του. Για όλους τους βαθύτερους στό­ χους και σκοπούς παραμένει συνδεδεμένος στις πατρι­ κές φιγούρες πολύ πιο στενά από ό,τι ήταν στο παρελ­ θόν. Τα περάσματα σε πράξη γίνονται μέσα στην οικο­ γένεια και κάθε ανασχηματισμός, ως αποτέλεσμα της άμυνας, στρέφεται εναντίον του. Δεν αντλεί καμία θετι­ κή ευχαρίστηση στις σχέσεις του από αυτή την αντιστρο­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α

Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 115

φή, παρά μόνον υποφέρει γι’ αυτά που κάνει και υφίσταται. Δεν υπάρχει ελευθερία δράσης ή εξέλιξης, η καταναγκαστική αντίθεση στους γονείς αποδεικνύεται εξί­ σου παραλυτική όσο και η καταναγκαστική υποταγή8. Αφού το άγχος και η ενοχή παραμένουν αμετάβλητα, μία σταθερή ενδυνάιιωση της άμυνας γίνεται απαραίτητη. Δύο μέθοδοι χρησιμοποιούνται κυρίως γι’ αυτόν το σκο­ πό: η απάρνηση (των θετικών αισθημάτων) και οι αντι­ δραστικοί σχηματισμοί (χονδροειδείς και εγωκεντρικές στάσεις). Η συμπεριφορά που εκδηλώνεται σ ’ αυτό το στάδιο είναι ενός μη συνεργάσιμου και εχθρικού εφήβου. Σ ’ αυτό το σημείο αξίζει τον κόπο να προσέξουμε την κλινική εξέλιξη αυτής της παθολογίας. Η εχθρότητα και η επιθετικότητα που αρχικά παίζουν αμυντικό ρόλο ενάντια στο αντικείμενο της αγάπης, γίνονται γρήγορα ανυπόφορες για το εγώ και αισθητές ως απειλές. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την προβολή. Σ ’ αυτή την περίπτωση, η επιθετικότητα αποδίδεται στους γο­ νείς, οι οποίοι αίφνης γίνονται οι κύριοι καταπιεστές και διώκτες του εφήβου. Κλινικά αυτό εκδηλώνεται με τη μορφή καχυποψίας και στη συνέχεια, αν ο μηχανισμός προβολής τονίζεται, ο έφηβος έχει συμπεριφορά παρα­ νοϊκού τύπου. Αντιστρόφως, το σύνολο της εχθρότητας και της επι­ θετικότητας μπορεί να αποστραφεί από τα αντικείμενα και να στραφεί εναντίον του εαυτού. Σ ’ αυτή την περί8 Εδώ και πολλά χρόνια ο Φερέντσι έχει επιστήσει την προσοχή σ’ αυτό το αποτέλεσμα της «καταναγκαστικης ανυποταγης».

1161 Μ Ε Ρ Ο Σ

ΠΡΩΤΟ

πτώση οι έφηβοι παρουσιάζουν εικόνα έντονης κατάθλι­ ψης, τάση για αυτομομφή και επιθετικότητα εναντίον εαυτού και αναπτύσσουν ιδέες αυτοκτονίας, επιχειρώ­ ντας ακόμη και απόπειρες. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των φάσεων της δια­ δικασίας, η οδύνη είναι μεγάλη και η επιθυμία για βοή­ θεια έντονη. Τούτο δεν αποτελεί από μόνο του καμία εγγύηση ότι ο συγκεκριμένος έφηβος θα θελήσει να υπο­ βληθεί σε ψυχαναλυτική θεραπεία. Κι ακόμα λιγότερο, αν είναι οι γονείς που επιμένουν γ ι’ αυτή τη θεραπεία. Ακόμα κι αν, όμως, προσερχόταν για θεραπεία, ο έφη­ βος θα θεωρούσε τον αναλυτή ως εργαλείο των γονιών του και θα εξάπλωνε την εχθρότητα και την καχυποψία στο πρόσωπό του, αρνούμενος να συνεργαστεί. Οι πιθα­ νότητες είναι πολύ μεγαλύτερες αν ο έφηβος αποφασί­ σει μόνος του να ζητήσει βοήθεια και απευθυνθεί στην ανάλυση σαν έτσι να αντιπαρατίθεται στις επιθυμίες των γονέων. Ακόμα και υπ’ αυτή τη συνθήκη, η συμφω­ νία με τον αναλυτή μπορεί να είναι εφήμερη. Με την εγκατάσταση μιας αληθινής μεταβίβασης με ανάδυση στο συνειδητό παιδικών θετικών φαντασιώσεων, ο ίδιος τύπος αντιστροφής του συναισθήματος τείνει να αναπαραχθεί μέσα στην αναλυτική κατάσταση. Αντί να ξανα­ ζήσουν όλη αυτή τη συναισθηματική καταιγίδα με τον αναλυτή, πολλοί έφηβοι προτιμούν την απόδραση. Απο­ φεύγουν τα θετικά τους συναισθήματα ενώ εκδηλώνουν προς τον αναλυτή αρνητική μεταβίβαση, με τη μορφή ρήξης της θεραπείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 117

Άμυνα μέσω απόσυρσης της λίμπιντο στον εαυτό. Θα εξε­ τάσουμε τώρα περιπτώσεις αύξουσας σοβαρότητας. Η απόσυρση της λίμπιντο από τους γονείς που μόλις περιγράψαμε δεν προεξοφλεί σε τίποτα τη χρήση ή το μελλο­ ντικό της πεπρωμένο. Αν τα άγχη και οι αναστολές εμπο­ δίζουν το δρόμο προς άλλα αντικείμενα εκτός οικογένει­ ας, η λίμπιντο παραμένει στο εσωτερικό του εαυτού και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επένδυση του Εγώ και του Υπερεγώ, φουσκώνοντάς τα. Σε κλινικό επίπεδο, προκύ­ πτουν ιδέες μεγαλείου, φαντασιώσεις ανεξέλεγκτης εξου­ σίας πάνω στα άλλα ανθρώπινα όντα ή εξαιρετικής επιτυ­ χίας σε έναν ή περισσότερους τομείς. Είτε ακόμα το Εγώ του εφήβου, που υποφέρει και διώκεται, μπορεί να απο­ κτήσει διαστάσεις παρόμοιες με εκείνες του Χριστού και αντίστοιχες φαντασιώσεις σωτηρίας του κόσμου. Εξάλλου, η επένδυση μπορεί να περιοριστεί μόνο στο σώμα του εφήβου και να εγείρει υποχονδριακές αισθή­ σεις και εντυπώσεις σωματικών μεταμορφώσεων, που στο κλινικό πεδίο ανέδειξαν τα αρχικά στάδια των ψυχωτικών νόσων. Σ ’ όλες τις περιπτώσεις ενδείκνυται και επείγει η ψυχαναλυτική θεραπεία. Η θεραπεία θα διαλύ­ σει την εικόνα βαριάς ανωμαλίας, ανοίγοντας ένα νέο δρόμο στη λίμπιντο και επιτρέποντάς της να ρέει και να επενδύει τα πρότυπα παιδικά αντικείμενα ή αντίθετα να κατευθυνθεί, όπως περιγράψαμε, προς την επένδυση λι­ γότερο τρομακτικών υποκατάστατων. Εκείνο που δοκι­ μάζει επομένως την τεχνική ικανότητα του αναλυτή είναι η κατάσταση απόσυρσης μέσα στην οποία βρίσκεται ο ασθενής, δηλαδή η δυσκολία εγκατάστασης σχέσης και

1181 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

μεταβίβασης. Όταν αυτό επιτευχθεί, η εξέλιξη της ναρ­ κισσιστικής απόσυρσης προς την επένδυση του αντικει­ μένου ανακουφίζει προσωρινά τον ασθενή. Πιστεύω ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ο αναλυτής θα έπρεπε να έχει τη σοφία να αρκεσθεί σ ’ αυτή τη μερική επιτυχία χωρίς να σπρώξει περισσότερο τη θεραπεία. Μεγαλύτερη και πιο ουσιώδης εμπλοκή στη μεταβίβαση θα μπορούσε να ξυ­ πνήσει άγχη του τύπου που περιγράψαμε και να καταλήξει πάλι σε ξαφνική διακοπή της ανάλυσης εξαιτίας μιας αντίδρασης φυγής του εφήβου.

Αμυνα μέσω παλινδρόμησης. Όσο μεγαλύτερα είναι τα άγχη που οφείλονται στους δεσμούς με τα αντικείμενα, τόσο πιο στοιχειώδεις και πρωτόγονες είναι οι αμυντι­ κές δραστηριότητες που χρησιμοποιεί ο έφηβος για να τα αποφύγει. Γ ι’ αυτό σε παροξυσμό άγχους, οι σχέσεις με τον κόσμο των αντικειμένων μπορεί να περιοριστούν στο συναισθηματικό στάδιο, γνωστό με τον όρο «π ρω ­ τογενής ταύτιση» με τα αντικείμενα. Αυτός ο συμβιβα­ σμός που οι ψυχωτικές ασθένειες μας έκαναν οικείο, έχει ως συνέπεια παλινδρομικές αλλαγές σ ’ όλους τους τομείς της προσωπικότητας, τόσο στο Εγώ όσο και στη λιβιδινική οργάνωση. Τα «σύνορα του Ε γώ »

9 διαστέλ-

λονται ώστε να ενσωματώσουν μαζί με τον εαυτό ορι­ σμένες πλευρές του αντικειμένου. Αυτό προκαλεί στον έφηβο εντυπωσιακές αλλαγές στοιχείων του χαρακτή­ ρα, στάσεων, ακόμα και εξωτερικής εμφάνισης. Η υπο­ 9Βλ. Fedem (1952) κι αργότερα Freeman et al. (1958)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 119

ταγή του σε εξωτερικά πρόσωπα εκδηλώνεται περισσό­ τερο με τροποποιήσεις της δικής του προσωπικότητας (δηλαδή των ταυτίσεών του) παρά με απώλεια της λίμπιντο. Οι προβολές και οι ταυτίσεις κυριαρχούν στη σκηνή και δημιουργούν μια κίνηση ανταλλαγών μεταξύ εαυτού και αντικειμένου που έχει συνέπειες σε σημαντι­ κές λειτουργίες του Εγώ. Για παράδειγμα, η διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου (δοκιμασία της πραγματικότητας) παύει προς στιγμήν. Αυτή η αδυ­ ναμία της λειτουργίας του Εγώ εκδηλώνεται κλινικά με μια κατάσταση σύγχυσης. Μια τέτοια παλινδρόμηση μπορεί να ανακουφίσει μεταβατικά το Εγώ, αδειάζοντας τις οιδιπόδειες φαντα­ σιώσεις (και πολλές προοιδιπόδειες) από τη λιβιδινική τους επένδυση101, αλλά αυτή η ελάττωση του άγχους δεν θα διαρκέσει. Ένα άγχος πιο βαθύ θα πάρει σύντομα τη θέση του. Την περιέγραψα παλαιότερα ως φόβο «συναι­ σθηματικής παράδοσης»11, με συνοδό ανησυχία την απώλεια της ταυτότητας. Β. Άμυνα ενάντια στις ενορμήσεις Όταν οι άμυνες ενάντια στους δεσμούς με τα οιδιπόδεια και προοιδιπόδεια αντικείμενα αποτυγχάνουν, οι κλινι­ κές εικόνες προσεγγίζουν τα όρια της ψύχωσης12.

10Βλ. γι’ αυτό το θέμα Μ. Katan (1950) 11Emotional surrender στο αγγλικό πρωτότυπο 12Borderline ofpsychotic illness στο αγγλικό πρωτότυπο

120

1

ΜΕΡ ΟΣ

ΠΡΩΤΟ

Ο ασκητικός έφηβος. Ανάμεσα σ ’ αυτές τις κλινικές ει­ κόνες, περιέγραψα παλαιότερα εκείνη του ασκητικού εφήβου. Αυτός, αντιμαχόμενος όλες τις οιδιπόδειες και προοιδιπόδειες σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις, φτάνει μέχρι το σημείο να χρησιμοποιεί την άμυνα ενα­ ντίον της ικανοποίησης των φυσιολογικών αναγκών: της διατροφής, του ύπνου και της σωματικής ευζωίας. Αυτό μου φαίνεται ως χαρακτηριστική αντίδραση ενός Εγώ που κυριαρχείται από τυφλό φόβο για τις δυνάμεις του Αυτό που το πνίγουν: ένα άγχος που δεν αφήνει χώρο σε λεπτές αποχρώσεις μεταξύ ικανοποίησης ζωτικών αναγκών και απλής συγκατάθεσης μεταξύ υγιούς και άρρωστου, μεταξύ απαγορευμένων και επιτρεπόμενων από την ηθική ικανοποιήσεων. Πρόκειται για ολοκληρω­ τικό πόλεμο εναντίον κάθε αναζήτησης ευχαρίστησης. Γ ι’ αυτό οι περισσότερες από τις φυσιολογικές διαδικα­ σίες ικανοποίησης των ενστίκτων και των αναγκών πα­ ρεμποδίζονται και παραλύουν. Η κλινική εμπειρία μάς έχει δείξει ότι ο ασκητισμός του εφήβου είναι, ευτυχώς, ένα πρόσκαιρο φαινόμενο. Για τον αναλυτικό παρατη­ ρητή αποτελεί πολύτιμη εικονογράφηση της δύναμης της άμυνας, δηλαδή του βαθμού μέχρι του οποίου οι φυ­ σιολογικές και υγιείς εκβλαστήσεις των ενορμήσεων μπορούν να είναι εκτεθειμένες στον ακρωτηριασμό τους από το Εγώ. Στο σύνολό της η αναλυτική θεραπεία των ασκητικών εφήβων, ωστόσο, δεν παρουσιάζει τις τεχνικές δυσκο­ λίες που θα περιμέναμε. Ίσως σ ’ αυτούς, η άμυνα ενά­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 121

ντια στις ενορμήσεις να είναι τόσο μαζική που να τους επιτρέπει κάποια σχέση αντικειμένου με τον αναλυτή και από εκεί την αρχή μιας μεταβίβασης. Ο «απόλυτος»13 έφηβος. Το επίθετο που ταιριάζει καλύ­ τερα για να περιγράφουμε έναν άλλο τύπο εφήβου, επί­ σης μη φυσιολογικό, είναι αυτό του «ανυποχώρητου». Αυτός ο όρος σ ’ αυτή την περίπτωση περιγράφει περισ­ σότερο τη γνωστή στάση, ηθελημένα αμείλικτη, που υιο­ θετούν πολλοί έφηβοι υπερασπίζοντας τις ιδέες τους, αρνούμενοι να κάνουν παραχωρήσεις σε θέσεις πιο πρα­ κτικές και πιο προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα των ενηλίκων και υπερηφανευόμενοι για τις ηθικές και αισθητικές τους αρχές. 0 «συμβιβασμός» σ ’ αυτούς τους εφήβους περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις διαδικασίες για τη ζωή, όπως για παράδειγμα τη συνεργασία των ενορμήσεων, την ενοποίηση αντιθετικών τάσεων, το σβήσιμο των δυνάμεων του Αυτό με τη μεσολάβηση του Εγώ. Ένας έφηβος που είχα σε ανάλυση έβαζε όλες του τις δυνάμεις για να ακολουθήσει τον στόχο του, που ήταν να εμποδίσει την παραμικρή παρεμβολή ανάμεσα στο νου και το σώμα του, τη δραστηριότητα και την παθητικότητα, τις αγάπες και τα μίση, την πραγματικότη­ τα και τις φαντασιώσεις, τις εξωτερικές απαιτήσεις και τις εσωτερικές, εντέλει, μεταξύ του Εγώ και του Αυτό. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας αυτή η άμυνα εκδη­ λώθηκε με τη μορφή μιας δυνατής αντίστασης σε κάθε 13Uncompromising στο αγγλικό πρωτότυπο

122

1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

«ανάλυση». Παρά την έντονη οδύνη, περιφρονούσε ακόμη και την ιδέα για «θεραπεία». Καταλάβαινε πολύ καλά ότι η ψυχική υγεία βασίζεται τελικά πάνω σε κάτι το αρμονικό, δηλαδή ακριβώς πάνω στους συμβιβαστι­ κούς σχηματισμούς που προσπαθούσε να αποφύγει.

Η έννοια του φυσιολογικού κατά την εφηβεία Όταν πρόκειται για την εφηβεία, μοιάζει πιο εύκολη η περιγραφή των παθολογικών της εκδηλώσεων παρά των φυσιολογικών διαδικασιών.

Ωστόσο, η έκθεση

που

προηγήθηκε περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο προτάσεις που μπορούν να είναι χρήσιμες γ ι’ αυτή την έννοια: 1. Η εφηβεία αποτελεί αφ’ εαυτής μια διακοπή της ήρε­ μης ανάπτυξης. 2. Η παράταση της σταθερής ισορροπίας κατά τη διαδι­ κασία της εφηβείας είναι μη φυσιολογική. Αν δεχθούμε ότι για την εφηβεία κάποια δυσαρμονία στο εσωτερικό των ψυχικών διαδικασιών είναι θεμελια­ κό δεδομένο, τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Αρχίζουμε να θεωρούμε ότι αυτές οι φοβερές διαμάχες μεταξύ του Αυτό και του Εγώ αποτελούν δημιουργικές προσπάθειες για την επανεύρεση της ειρήνης και της αρμονίας. Οι μηχανισμοί άμυνας που χρησιμοποιούνται, ενάντια στις ενορμήσεις ή ενάντια στην επένδυση του αντικειμένου, αρχίζουν να μοιάζουν θεμιτοί και φυσιο­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Ϊ Ν Τ | 123

λογικοί. Αν τα αποτελέσματα είναι παθολογικά, αυτό δεν συμβαίνει γιατί είναι ουσιωδώς κακοί αλλά γιατί χρησιμοποιούνται καταχρηστικά, με υπερβολή ή, αντί­ θετα, με μεμονωμένο τρόπο. Στην πραγματικότητα κα­ θένας από τους μη φυσιολογικούς τύπους ανάπτυξης της εφηβείας αντιπροσωπεύει, όπως περιγράφεται πα­ ραπάνω, έναν πιθανό τρόπο επιστροφής στην ψυχική ισορροπία, αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία όταν συνδυάζεται με άλλες άμυνες και χρησιμοποιείται με μετριοπάθεια. Για να εξηγήσω καλύτερα αυτή την τοποθέτηση, δ έ­ χομαι ότι είναι φυσιολογικό για τον έφηβο να έχει για καιρό ασαφή και απρόβλεπτη συμπεριφορά, να αντιμά­ χεται τις ενορμήσεις και να τις αποδέχεται, να τις διατη­ ρεί σε απόσταση και να κατακλύζεται απ’ αυτές, να αγα­ πά τους γονείς του και να τους μισεί, να εξεγείρεται ενα­ ντίον τους και να εξαρτάται από αυτούς, να ντρέπεται βαθιά για τη μητέρα του μπροστά σε άλλους ενώ με τρό­ πο απρόσμενο να επιθυμεί να της ανοίξει την καρδιά του, να αρέσκεται να μιμείται τους άλλους και να ταυτίζεται μ’ εκείνους ενώ βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση της δικής του ταυτότητας, να είναι περισσότερο από ποτέ ιδεαλι­ στής, καλλιτέχνης, γενναιόδωρος και αφιλοκερδής, αλλά επίσης και το αντίθετο: επικεντρωμένος στον εαυτό του, εγωιστής, υπολογιστής. Αυτές οι διακυμάνσεις μεταξύ ακραίων αντιθέτων θα φαίνονταν εντελώς αφύσικες σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής. Σ ’ αυτή την περίοδο μπορεί απλώς να σημαίνουν ότι η οργάνωση της ενήλικης προσωπικότητας χρειάζεται πολύ χρόνο. Το Εγώ του

1241 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ατόμου δεν σταματά να πειραματίζεται και δεν βιάζεται καθόλου να περιορίσει τις δυνατότητες του. Αν οι πρό­ σκαιρες λύσεις φαίνονται αφύσικες στα μάτια του παρα­ τηρητή, είναι ωστόσο λιγότερο αφύσικες από τις βιαστι­ κές αποφάσεις που λαμβάνονται σε άλλες περιπτώσεις με στόχο την παραγνώριση μιας πλευράς του εαυτού, όπως και οι συμπεριφορές εξέγερσης, φυγής, απόσυρσης που εκφράζουν παλινδρόμηση ή ασκητισμό και οι οποίες είναι υπεύθυνες για τις αληθινά παθολογικές εξελίξεις που περιγράψαμε. Όσο ο έφηβος έχει μια συμπεριφορά ασαφή και απρόβλεπτη μπορεί να υποφέρει, αλλά δεν φαίνεται να έχει ανάγκη θεραπείας. Πιστεύω ότι πρέπει να του δ ο ­ θεί ο χρόνος και η ελευθερία να βρει ο ίδιος το δρόμο του. Είναι μάλλον οι γονείς που έχουν ανάγκη βοήθειας και συμβουλών για να μπορούν να τον ανεχθούν. Υπάρ­ χουν λίγες περιστάσεις στη ζωή που είναι τόσο δύσκολο να αντιμετωπιστούν όσο αυτή ενός εφήβου που προ­ σπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί, είτε για κορίτσι πρόκει­ ται είτε για αγόρι.

Περίληψη Σ' αυτό το άρθρο συγκέντρωσα και συνόψισα τη βασική βιβλιογραφία σχετικά με την εφηβεία καθώς και τις δ ι­ κές μου απόψεις για το θέμα. Προσέθεσα στην παλαιότερη περιγραφή των κατά την εφηβεία αμυντικών διαδι­ κασιών, που είχα κάνει, τις ιδιαίτερες δραστηριότητες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Α Ν Ν Α Φ Ρ Ο Τ Ν Τ | 125

που κατευθύνονται εναντίον των δεσμών με τα οιδιπό­ δεια και τα προοιδιπόδεια αντικείμενα. Μετάφραση στα Ελληνικά: ΠΕΤΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

ΣΗΜΕΙ ΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙ ΜΕΛΗΤΗ

Τίτλος πρωτοτύπου: Son andfather. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of the American Psychoanalytic Association, 1984, 32, 301-324. Μετάφραση στα Γαλλικά από τον Φρανσουά Λαντάμ, Adolescence, 1985, 3, 1, 21-42. Η μετάφραση στα Ελληνικά έγινε από το γαλλικό κείμενο σε αντιπα­ ραβολή με το αγγλικό πρωτότυπο.

Γ ιο ς του πατέρα του Π ε τ ε ρ Μ πλος

Όπως δείχνει ο τίτλος αυτού του άρθρου, θα περιοριστώ σ ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τομέα των σχέσεων αντικει­ μένου. Πρόκειται ωστόσο για ένα αντικείμενο δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφενός γιατί έχει αναρίθ­ μητα παρακλάδια, αφετέρου επειδή η θέση του στην ψυ­ χαναλυτική θεωρία προκαλεί ακόμα πολλές διαμάχες. Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσω ότι το πρόβλημα αυτό έχει τεράστια σημασία για την ανθρώπινη ζωή. Η επιλο­ γή μου αποσκοπεί στο να φωτίσει μια σύγχρονη κατεύ­ θυνση της ψυχανάλυσης, τόσο σε κλινικό όσο και σε θεω­ ρητικό επίπεδο. Θα ξεκινήσω υπενθυμίζοντας συνοπτικά τις σύγχρονες απόψεις και τις παλαιότερες ιδέες για το ζήτημα της σχέσης του γιου με τον πατέρα του. Η ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος, του αποφασιστικού του ρόλου στην ψυχική ζωή και ειδικότε­ ρα στη γένεση των νευρώσεων, έχει οδηγήσει σε ολοένα και περισσότερο ενδελεχείς έρευνες που μαρτυρούν την πολυπλοκότητά του. Στην αρχή, η αντίθεση όσον αφορά τις ταυτότητες γένους {genres)' εθεωρείτο ο πυρήνας της Σ.τ.Μετ.: Λόγω δυσκολίας απόδοσης στα ελληνικά της διάκρισης

1281 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

διαμόρφωσης της οιδιπόδειας συγκρουσιακής δυναμι­ κής. Αυτή η αρχή ακόμα αντανακλάται στη σύγχρονη ορολογία μας, όταν μιλάμε για θετικό και αρνητικό οιδι­ πόδειο σύμπλεγμα. Χάριν συντομίας, σ ’ αυτό το κείμενο θα χρησιμοποιώ απλώς τους όρους «θετικό σύμπλεγμα» ή «αρνητικό σύμπλεγμα». Στο βαθμό που προτείνω την τροποποίηση των κλασικών ορισμών, ελπίζω η παρου­ σίασή μου να επιτρέψει τη δικαίωση του στόχου μου, που είναι η εξέλιξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Η περίπτωση της Ντόρας καταδεικνύει επιτυχώς τις αντιθέσεις μεταξύ των παλαιότερων και σύγχρονων απόψεων για την οιδιπόδεια δυναμική. Η Ντόρα απει­ κονίζει με ενάργεια την παθογόνο δύναμη που ο Φρόυντ απέδιδε (το 1905) στο θετικό σύμπλεγμα και την επί­ δρασή του στη ζωή της ασθενούς του. Ωστόσο, ο Φρόυ­ ντ μας παρέχει κάθε ένδειξη των υποψιών του, αν όχι της πεποίθησής του, ότι το αρνητικό σύμπλεγμα ήταν η πηγή της ασθένειας της νεαρής γυναίκας. Αυτό το υπο­ στηρίζει ξεκάθαρα στην ίδια τη μελέτη της περίπτωσης, καθώς και σε μια επιστολή προς τον Φλις (Fliess, 14 Οκτωβρίου 1900), έστω κι αν έχει διαδραματίσει ελάσσονα ρόλο στην αναλυτική εργασία του με την ασθενή, τουλάχιστον απ’ ό,τι μπορούμε να συναγάγουμε από την κλινική καταγραφή. Ο βαθμός και η φύση της παθο­ γόνου βαρύτητας που ένας κλινικός αποδίδει στην προανάμεσα στους όρους «sexe, sex» (βιολογικό φύλο) και «genre, gender» (ταυτότητα γένους ή ψυχοκοινωνικό φύλο), στην παρούσα μετάφραση επιλέξαμε να παραθέτουμε κάθε φορά σε παρένθεση τον αντίστοιχο όρο του συγγραφέα. Ομοίως, για τα επίθετα isogenerique και allogenenque.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 129

γενετήσια περίοδο και στη μία ή στην άλλη όψη του οι­ διπόδειου συμπλέγματος στις δυναμικές τους αλληλεπι­ δράσεις αποτελεί συχνά ζήτημα προκατάληψης. Αντίθε­ τα απ’ ό,τι συνέβη με τη θεραπεία της Ντόρας, ο παθο­ γόνος ρόλος των προγενετήσιων σχέσεων αντικειμένου θεωρείται σήμερα σχεδόν πάντοτε δεδομένος και του αποδίδεται εξέχουσα θέση όχι μόνο στην εξελικτική ιστορία μιας δεδομένης νεύρωσης αλλά ολοένα και πε­ ρισσότερο στην ίδια την αναλυτική εργασία. Η αντίθεση των ταυτοτήτων γένους (genres) -γιος/μητέρα, κόρη/πατέρας- ήταν στο κέντρο της οιδιπόδειας προβλη­ ματικής από τις απαρχές της ψυχανάλυσης και της είχε αποδοθεί μεγάλη βαρύτητα στην αιτιολογική διατύπωση της νευρωτικής σύγκρουσης. Ωστόσο, η κλινική παρατή­ ρηση μας έχει οδηγήσει στο να αποδίδουμε αυξανόμενη σημασία στις πρώιμες σχέσεις αντικειμένου του ίδιου γέ­ νους (isogenenques). Στην πραγματικότητα, έστω και με κάποιους δισταγμούς, οι δύο περιπτώσεις, αυτή του ζεύ­ γους όμοιας ταυτότητας γένους (isogenerique) κι εκείνη του ζεύγους διαφορετικής ταυτότητας γένους (allogenerique) σι­ γά σιγά αναγνωρίστηκε ότι έχουν ισότιμη επιρροή στις θε­ ωρητικές διατυπώσεις της φυσιολογικής και παθολογικής ανάπτυξης. Οι αναφορές στο παρελθόν μπορεί να φαίνο­ νται αδικαιολόγητες ή παρωχημένες.

Δεν μπορούμε

ωστόσο να αρνηθούμε ότι το θετικό σύμπλεγμα και η υπο­ χώρησή του έχουν λάβει πολύ μεγαλύτερη προσοχή στην αναλυτική βιβλιογραφία απ’ ό,τι η εξελικτική ιστορία του αρνητικού συμπλέγματος και η υποχώρησή του.

1301 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

Η πολύ μεγάλη σπανιότητα των ερευνών πάνω στις όμοιας ταυτότητας γένους (isogeneriques) σχέσεις αντικει­ μένου των ανδρών από τα αρχικά στάδια της ανάπτυξης με έκαναν να ενδιαφερθώ περισσότερο γι’ αυτό το παραμελημένο ζήτημα. Η αναλυτική μου εργασία με οδήγησε στην πεποίθηση ότι οι πρώιμες όμοιας ταυτότητας γένους (isogeneriques) σχέσεις όχι μόνο κυριαρχούν και διαμορφώ­ νουν τη σχέση πατέρα-γιου στην πρώτη παιδική ηλικία, αλλά διαδραματίζουν για το αγόρι καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της αναπαράστασης εαυτού και αντικειμέ­ νων για ολόκληρη τη ζωή του. Είναι γνωστό ανέκαθεν ότι η σχέση του γιου με τον πατέρα του είναι εξαιρετικά σύν­ θετη, έστω κι αν ποτέ δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Ο Φρόυντ έχει ήδη περιγράφει τους διάφορους ρόλους που ο πατέρας ασκεί στη ζωή του γιου του. Ο οιδιπόδειος πατέρας είναι εξ ορισμού ο πατέρας που περιορίζει και τιμωρεί, υπό την απειλή του οποίου το μικρό αγόρι παραιτείται από τις επιθυμίες ανταγωνι­ σμού, όπως και από τις πατροκτόνες κι αιμομικτικές προθέσεις του. Κανείς ποτέ δεν αμφέβαλλε ότι αυτή η εικόνα του πατέρα είναι ελλιπής και παραπλανητική, καθώς γνωρίζουμε ότι ο συνήθης πατέρας αναγνωρίζει και συνάμα ενθαρρύνει την αυτο-επιβεβαίωση του γιου του. Η μίμηση του πατέρα από το γιο είναι πηγή περη­ φάνιας και χαράς, ομοίως με το θέαμα της ναρκισσιστι­ κής φαλλικής επιδειξιμανούς πληθωρικότητας ενός πο­ λύ μικρού παιδιού. Μια πολύ γνωστή παρατήρηση του Φρόυντ μάς υπεν­ θυμίζει ότι πρέπει διαρκώς να επανεξερευνούμε τους το­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 131

μείς που θεωρούμε γνώριμους: «Σε ό,τι αφορά την προϊ­ στορία του οιδιπόδειου συμπλέγματος ... ξέρουμε ότι αυτή η περίοδος περιλαμβάνει μια ταύτιση στοργικής φύ­ σης με τον πατέρα του μικρού αγοριού» (Freud, 1925). Η πρώιμη εμπειρία της προστασίας και της γεμάτης φρο­ ντίδα αγάπης από τον πατέρα εσωτερικεύεται και παρέ­ χει ένα αίσθημα ασφάλειας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μέσα σ’ έναν κόσμο τρόμων και κίνδυνων που προσιδιά­ ζουν στην εικονογραφία του Ιερώνυμου Μπος. Θεωρώ ότι έχουμε αποδώσει κατά υπερβολικά αποκλειστικό τρόπο στην αρχαϊκή μητέρα το ρόλο που διαδραματίζει στην ανάπτυξη του αισθήματος σωματικής ακεραιότητας. Έχουμε πλείστες όσες ευκαιρίες να διαπιστώσουμε στις αναλύσεις μας με ενήλικους άνδρες τη διαρκή επιρροή του πατρικού μορφοειδώλου, κυρίως όταν δεν έχει τρο­ ποποιηθεί από την εξωτερική πραγματικότητα. Η «υπερεξιδανίκευση του αναλυτή και της ανάλυσης» είναι η αντανάκλαση του ρόλου του πατέρα στη ζωή του παιδιού κατά τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής (Greenacre, 1966). Οι αντιστάσεις που αναδύονται όταν η αναλυτική εργασία απειλεί να αποστερήσει τον ασθενή από τις ψευδαισθή­ σεις του για τον πατέρα του είναι μια επιβεβαίωση της διά βίου ανεξίτηλης επίδρασης της πρωταρχικής σχέσης πατέρα-γιου. Οι ασθενείς δεν παραιτούνται εύκολα απ’ αυτήν. «...Η τρομακτική εντύπωση “ αβοηθησίας” κατά την παιδική ηλικία οδηγεί στη γέννηση της ανάγκης για προστασία, μέσω της αγάπης που προσφέρει ο πατέρας» (Freud, 1927). Το μικρό αγόρι αποζητά ενεργητικά και επίμονα την αποδοχή, την αναγνώριση και την επιβεβαί­

1321 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ωση του πατέρα του, κάτι που οδηγεί στην εγκαθίδρυση ενός βαθέως και διαρκούς λιβιδινικού δεσμού. Μια σειρά από ερωτήσεις μάς έρχονται στο νου: Πού θα πρέπει να αναζητηθεί η καταγωγή αυτού του δεσμού στοργής; Σε ποιο στάδιο των σχέσεων αντικειμένου ακμάζει; Ποιοι εί­ ναι οι όροι που οδηγούν στη φαινομενική εξαφάνιση ή στο μετασχηματισμό αυτού του θεμελιώδους συναισθη­ ματικού φορτίου του αρνητικού συμπλέγματος; Από τη μελέτη της βιβλιογραφίας προκύπτει η εντύπωση ότι το αρνητικό σύμπλεγμα υποχωρεί με το μεγάλωμα και μετά τη λύση του θετικού συμπλέγματος. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του πλήρους τριαδικού αστερισμού θα οδηγού­ σε ipso facto στην επίλυση ή στο μετασχηματισμό του αρ­ νητικού συμπλέγματος. Κάθε αναλυτής ξέρει καλά ότι δεν είναι έτσι. Όμως, παρά την κλινική αυτή βεβαιότητα, μέχρι πρόσφατα ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στη διαδι­ κασία και το χρόνο επίλυσης αυτού του ειδικού τύπου όμοιας ταυτότητας γένους (isogenenque) προσκόλλησης. Σήμερα μπορούμε δικαίως να ισχυριστούμε ότι οι ιδιαίτε­ ρες παθογόνες ιδιότητες αυτής της στενής οικειότητας απορρέουν από την αναλλοίωτη συνέχιση της σχέσης πατέρα/γιου, της οποίας η καταγωγή φτάνει έως την υποκα­ τάσταση σχεδόν του μητρικού δεσμού.

Είναι γνωστό ιστορικά, ότι με την εξέλιξη της ψυχανά­ λυσης παιδιών τα όρια της ψυχαναλυτικής πρακτικής, και κατά συνέπεια της θεωρητικοποίησης, έχουν εξωθη­ θεί σε ολοένα και μεγαλύτερη έκταση και βάθος στις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 133

εποχές της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, δηλαδή στις δύο περιόδους της ζωής όπου η διαμόρφωση των ψυχικών δομών, λόγω της βιολογικής ωρίμανσης, εξελίσ­ σεται με ιδιαίτερη ένταση και ταχύτητα. Η άμεση παρα­ τήρηση παιδιών μάς προσέφερε πληθώρα νέων πληρο­ φοριών εξαιρετικής ακρίβειας για την ψυχική διαφορο­ ποίηση και την αναπτυξιακή εξέλιξη, γεγονός που μας έκανε να τροποποιήσουμε, εκλεπτύνοντάς την, την πα­ λιά μας θεωρία για τη διαμόρφωση των ψυχικών δομών, ως παράγωγο ανασύνθεσης. Η δυνατότητα εξερεύνησης του κόσμου της πρώτης παιδικής ηλικίας και της εφη­ βείας εμπλούτισε το σύνολο της ψυχαναλυτικής θεωρίας και ως εκ τούτου διεύρυνε τους ορίζοντες της επιστήμης μας. Αντί να βασιζόμαστε κυρίως στην ανασύνθεση των παιδικών τραυματισμών και σχέσεων αντικειμένου, των διαδικασιών εσωτερίκευσης, της ιστορίας της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης του Εγώ με αφετηρία την ανάλυση των ενηλίκων, έγινε εφικτό να παρατηρήσουμε τις διάφορες αυτές παραμέτρους εν τη γενέσει τους και να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή τους. Η άμεση παρατήρηση αυτού που άλλοτε γινόταν αποδεκτό κυρίως κατ’ επαγωγή, μας επέτρεψε πλέον να έχουμε πολύ ακριβέστερη γνώση των διάφορων στα­ δίων της ανάπτυξης του παιδιού και του εφήβου. Η κατ’ αρχήν συνέπεια των ψυχαναλυτικών ερευνών της πρώτης παιδικής ηλικίας ήταν να προωθηθεί στο κέ­ ντρο της σκηνής η προγενετήσια μητέρα και να ανατεθεί στην οιδιπόδεια συγκρουσιακή δυναμική ελάσσων ρόλος στον αιτιολογικό καθορισμό των ψυχικών διαταραχών

1341 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

που παρατηρούμε αργότερα στη ζωή. Προσδιορίζοντας με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια τους προγενετήσιους όρους της παθογένειας εν γένει, φτάσαμε να επανακαθο­ ρίσουμε ακόμα ακριβέστερα τα όρια και τα κριτήρια της αναλυσιμότητας. Αυτό που θα ήθελα να υπογραμμίσω, στο σημείο αυτό του άρθρου μου, είναι η σημασία του προοιδιπόδειου πατέρα στη ζωή του αγοριού. Εδώ βρι­ σκόμαστε σ ’ ένα πεδίο που δεν έχει ακόμα χαρτογραφη­ θεί πλήρως, έχει ωστόσο επαρκώς μελετηθεί ώστε να ξέ­ ρουμε προς ποια κατεύθυνση να συνεχίσουμε τις έρευνές μας. Οι ανακαλύψεις στις οποίες αναφέρθηκα, όχι μόνο έχουν αλλάξει τη γνώση μας για τη στιγμή που ο πατέρας αναγνωρίζεται από το βρέφος, αλλά και μας έχουν επι­ τρέψει να προσεγγίσουμε με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια τα πρώτα στάδια μίμησης, εσωτερίκευσης των γονέων και ταύτισης με αυτούς. Η χρονολόγηση του πυρήνα της ταυτότητας του γένους (genre) σε μια περίοδο ακόμα πιο πρώιμη, μας υποχρεώνει να εγκαταλείψουμε πολλές κλα­ σικές αρχές της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελμα­ τικής μου δραστηριότητας σε έρευνες για τη διαδικασία της εφηβείας. Η εφηβεία βρέθηκε στο επίκεντρο των κλι­ νικών μου παρατηρήσεων, με αφετηρία τις οποίες οι θε­ ωρητικές μου συλλήψεις κατευθύνθηκαν προς τις πρωτεφηβικές και μετ-εφηβικές φάσεις του κύκλου της ζωής. Αναφέρομαι εδώ στις εργασίες μου για την εφηβεία, επειδή το θέμα αυτού του άρθρου απορρέει ευθέως από αυτές τις παρατηρήσεις και από τα θεωρητικά συμπερά­ σματα στα οποία με οδήγησαν. Για να προχωρήσουμε

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

ΠΕΤΕΡ

ΜΠΛΟΣ | 135

τώρα στην ουσία αυτού που μας απασχολεί, θα υπενθυ­ μίσω μια πρόταση που διατύπωσα εδώ και κάποια χρό­ νια, ότι δηλαδή: στο αγόρι η επίλυση του θετικού συ­ μπλέγματος επέρχεται πριν από την είσοδο στη λανθάνουσα περίοδο, ενώ το αρνητικό σύμπλεγμα, που η κα­ ταγωγή του τοποθετείται στη δυαδική περίοδο των σχέ­ σεων αντικειμένου, υφίσταται μέχρι την εφηβεία λίγοπολύ αναλλοίωτο (Bios, 1974). Από αναπτυξιακή άποψη, επομένως, είναι αναγκαίο να διακρίνουμε ένα δυαδικό και ένα τριαδικό σύμπλεγμα, θετικό και αρνητικό. Όποιοι κι αν είναι οι ατομικοί όροι της επίλυσης του θετικού συμπλέγματος, έχει ως αποτέλεσμα πάντοτε τη διαμόρφωση μιας νέας δομής, του Υπερεγώ. Προγενετήσια στοιχεία και των δύο γονέων είναι πάντοτε αναγνωρί­ σιμα στην οριστική δομή του Υπερεγώ. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να προεξάρχει στο ανδρικό Υπερεγώ είναι η φω­ νή του πατέρα που, στην απαρχή της κατά τη δυαδική περίοδο

-περίοδο

εξιδανίκευσης

προγενέστερη

του

ανταγωνισμού- δεν ήταν ακόμα τόπος σύγκρουσης μετα­ ξύ τρυφερών και επιθετικών ενορμήσεων, και έτσι ανήκει σ ’ έναν «καλό πατέρα». Σ ’ αυτό το στάδιο τα δυαδικά συμπλέγματα, το πατρικό και το μητρικό, λειτουργούν κατά τρόπο πολύ περισσότερο αντισταθμιστικό απ’ ό,τι ανταγωνιστικό ως προς τη λιβιδινική επένδυση. Η πρω­ τοτυπική διχοτόμηση μεταξύ γονικών μορφοειδώλων που αποτελούν πηγή ευχαρίστησης και πηγή δυσαρέσκειας αντιτίθεται, από την ίδια της τη φύση, στο σχηματισμό μιας εσωτερικής σύγκρουσης. Αυτή η προ-συγκρουσιακή κατάσταση πρόσθετα ενισχύεται από την απόδοση κάθε

1361 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

οδύνης στον εξωτερικό κόσμο, σε μια περιοχή που γίνε­ ται αντιληπτή ως «μη-Εγώ», και την απόδοση της ευχα­ ρίστησης στις εμπειρίες στην περιοχή του «Εγώ », συμπε­ ριλαμβανομένου του αντικειμένου-ευχαρίστηση. Σ ’ αυτή την αυγή της συναισθηματικής συνείδησης θα επέλθει η ανάδυση του εαυτού. Οι πρόδρομες εκδηλώσεις αυτής της διαδικασίας είναι εμφανείς από την πρώτη παιδική ηλικία· οργανώνονται και σταθεροποιούνται ως ψυχικές δομές με την υποχώρηση της οιδιπόδειας περιόδου. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της καθιερωμένης ψυχαναλυτικής θεωρίας. Είναι γνωστό επίσης το γεγονός ότι οι θετικές και αρνητικές όψεις του συμπλέγματος είναι αδιαχώρι­ στες, αν και διακριτές ανάλογα με το αν επικρατεί η μία ή η άλλη σε διαρκή αλληλοδιαδοχή. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διαφοροποίησης, το αρνητικό σύ­ μπλεγμα στο αγόρι δεν υπόκειται κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τη λανθάνουσα φάση σ ’ έναν τόσο ρι­ ζικό μετασχηματισμό όσο το θετικό σύμπλεγμα. Με άλλα λόγια, ο οριστικός του μετασχηματισμός σε ψυχική δομή αναβάλλεται μέχρι την εφηβεία. Η άφιξη της βιολογικής σεξουαλικής ωρίμανσης συμ­ βαδίζει με την απαίτηση μιας σεξουαλικής ταυτότητας σταθερής και αμετάκλητης. Παράλληλα μ’ αυτή την επι­ ταγή, μπορούμε να απομονώσουμε και να παρατηρήσου­ με κι άλλους μετασχηματισμούς της ταυτότητας που αφορούν την κοινωνική και τη γνωστική σφαίρα και τις αναπαραστάσεις εαυτού. Η εν συνεργεία εξέλιξή τους θα οδηγήσει στη γέννηση της μετα-λανθάνουσας προσωπι­ κότητας. Αυτή η διαδικασία ψυχικής αναδόμησης θα επη­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

ΠΕΤΕΡ

ΜΠΛΟΣ | 137

ρεάσει όλες τις πτυχές της ζωής του εφήβου και θα κορυφωθεί με την επίλυση του αρνητικού συμπλέγματος. Αυ­ τό που στην αρχή θεωρούσα ως την επανεμφάνιση του θετικού συμπλέγματος που γινόταν, μέσω μετάθεσης και μετασχηματισμού, μια ετεροφυλοφιλική αναζήτηση αντι­ κειμένου εκτός οικογένειας φαινομενικά προκαθορισμέ­ νη, μου φάνηκε στην πορεία ότι αντιστοιχούσε σε μια κα­ τά βάση αμυντική κίνηση. Λέγοντας αυτό, έχω κατά νου ότι η δυαδική σχέση πατέρα-γιου, που κυμαίνεται μεταξύ υποταγής, αυτό-επιβεβαίωσης και συμμετοχής στο πα­ τρικό μεγαλείο, προοδευτικά εμποτίζεται από τη σεξουα­ λικότητα με την έλευση της ήβης. Η παλινδρομική κίνηση αντισταθμίζεται από την ανάγκη να πιστοποιηθεί η σε­ ξουαλική ταυτότητα. Έχω διαπιστώσει με ολοένα μεγα­ λύτερη σαφήνεια ότι αυτή η αμυντική κίνηση εμφανίζεται στην ευθεία της επανεμφάνισης του αρνητικού συμπλέγ­ ματος του αγοριού, συμπλέγματος που φτάνει στην ακμή της συγκρουσιακής του δυναμικής στην περίοδο της ήβης. Η φύση του αμυντικού χαρακτήρα στον οποίο αναφέρομαι είναι παροδική. Υποχωρεί με την οριστική επίλυση του αρνητικού συμπλέγματος στο τέλος της εφηβείας. Έχω πλήρη επίγνωση του ότι, εκθέτοντας έτσι τα πράγ­ ματα, δεν λέω ολόκληρη την ιστορία* πρόκειται όμως για έναν εσκεμμένο στόχο, καθώς πρόθεσή μου είναι να φω­ τίσω ένα κατ’ εμέ παραμελημένο στάδιο της οντογένε­ σης των σχέσεων αντικειμένου και του ενήλικου εαυτού. Αυτή η ιδιαίτερη καμπή της ανδρικής σεξουαλικότητας στην εφηβεία μού έγινε κατανοητή από τις ψυχαναλυτι­ κές παρατηρήσεις μου, διαπιστώνοντας τον τρόπο με τον

1381 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

οποίο μια ανοργάνωτη και καταναγκαστική σεξουαλική δραστηριότητα ή, αντίθετα, ένα πολύ έντονο άγχος συν­ δεόμενο με την απουσία ετεροφυλοφιλικής δραστηριό­ τητας ή με παθητικότητα υποχωρούσαν αισθητά με την επίλυση του αρνητικού συμπλέγματος. Επισήμανα ότι η υποχώρηση αυτής της σύγκρουσης οδηγεί στη γέννηση ενός τύπου ετεροφυλοφιλικής προσκόλλησης διαφορετι­ κής φύσης. Θέλω εδώ ν’ αναφερθώ σε ερωτικές σχέσεις ενήλικες (ή περισσότερο ενήλικες), υπό την έννοια ότι ο αμυντικός χαρακτήρας τους έχει υποχωρήσει σε δεύτερο πλάνο, επιτρέποντας συγχρόνως να αναγνωριστεί και να εκτιμηθεί ο σύντροφος ως πρόσωπο ολόκληρο και μονα­ δικό. Όταν τα αμυντικά χαρακτηριστικά μιας ανώριμης προσκόλλησης μεταξύ ενήλικων σεξουαλικά συντρόφων προοδευτικά φθίνουν, μπορούμε να δεχθούμε ότι η εγκαθίδρυση της ενήλικης προσωπικότητας είναι λίγο πολύ σταθερά εδραιωμένη. Το τέλος της εφηβείας αποτελεί κρίσιμο στάδιο για το σχηματισμό των νευρώσεων του ενηλίκου. Πιο συγκεκρι­ μένα, η σταθερή ανικανότητα του νέου να υπερβεί το αρ­ νητικό του σύμπλεγμα οδηγεί στην εδραίωση μιας οριστι­ κής νεύρωσης που εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Υπο­ στηρίζοντας τη θέση ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ως δυ ­ ναμική οντότητα, δεν οδηγεί κατά τρόπο φυσιολογικό σε ένα μετα-οιδιπόδειο επίπεδο σχέσεων αντικειμένου πριν από το τέλος της εφηβείας, υποβάλλω συγχρόνως την πρόταση ότι δεν μπορούμε έως τότε να μιλάμε για δομη­ μένη νεύρωση. Δεν θα αναπτύξω εδώ όλες τις συνέπειες που έχει για τη συναισθηματική ωριμότητα και την ψυχο­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 139

παθολογία μια ολοκληρωμένη, ή αντιθέτως αποτυχημένη, διαδικασία της εφηβείας, αλλά θα συνεχίσω στη γραμμή που οδηγεί στο κέντρο της παρουσίασής μου. Σύμφωνα με το οιδιπόδειο σχήμα που μόλις περιέγρα­ ψα, μπορώ τώρα να πω ότι η επίλυση του οιδιπόδειου συμπλέγματος στο σύνολό του ακολουθεί μια εξέλιξη σε δύο φάσεις: η επίλυση της θετικής όψης προηγείται της εισόδου στη λανθάνουσα περίοδο -στην πραγματικότη­ τα διευκολύνει το σχηματισμό της- ενώ η επίλυση της αρνητικής όψης φυσιολογικά επισυμβαίνει κατά τη διάρ­ κεια της εφηβείας ή, για να είμαι πιο συγκεκριμένος, στο τέλος της εφηβείας, διευκολύνοντας το πέρασμα στην ενηλικίωση. Αυτό το σχήμα έγινε πιο σύνθετο για μένα όταν παρατήρησα, κατά τη διάρκεια της αναλυτικής ερ­ γασίας μου, ότι η φυγή έφηβων αγοριών προς τον πατέ­ ρα τους, που μπορεί να εκδηλωθεί υπό μορφή άμυνας με αύξηση της αντιδραστικότητας και της επιθετικότητας, είναι συνήθως ευθέως ανάλογη της έντασης και του επεί­ γοντος χαρακτήρα της ανάγκης του γιου για μια προ­ στατευτική οικειότητα μαζί του, προκειμένου να διασω­ θεί από μια ακαταμάχητη, μαγνητική έλξη για τη μυστη­ ριώδη γυναίκα. Ένας τέτοιος ενορμητικός αστερισμός πολύ συχνά και πολύ γρήγορα εξομοιώνεται με ομοφυ­ λοφιλία. Η άποψη αυτή είναι απλουστευτική και καταδι­ καστέα. Αυτό που παρατηρεί κανείς είναι η αμυντική πάλη του έφηβου αγοριού ενάντια στην παθητικότητα εν γένει, κι όχι ενάντια στην ομοφυλοφιλία ειδικότερα. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσω πως έχω πλήρη

1401 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

επίγνωση ότι άφησα στην άκρη κάποια πολύ γνωστά στοιχεία για τη διάσταση της αντιπαλότητας και του ανταγωνισμού με τον οιδιπόδειο πατέρα. Εν τελεί, η εφηβεία είναι η περίοδος της ζωής που το καθολικό ζεύ­ γος αντιθέτων ενεργητικό-παθητικό αποκτά διαστάσεις προμηθεϊκής σύγκρουσης. Στην ανάλυση ενός έφηβου αγοριού είναι απόλυτη ανάγκη να ξεκαθαριστεί αυτή η αμυντική πάλη που έχει δύο όψεις -ενάντια στην υποτα­ γή και την παθητικότητα και συγχρόνως ενάντια στην αυτο-επιβεβαίωση και την πατροκτονία. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω με ένα κλινικό πα­ ράδειγμα την εμφάνιση αυτού του διλήμματος στη διάρκεια της θεραπείας και την εκδραμάτισή του μέ­ σα στη μεταβίβαση. Πρόκειται για έναν σχετικά με­ γάλο έφηβο που για κάποιον καιρό έπαιρνε κάθε δι­ κή μου ερμηνεία της βίαιης συμπεριφοράς του προς τους γονείς του, και ιδιαίτερα προς τον πατέρα του, ως απόδειξη της συμμαχίας μου μαζί τους και της πεποίθησής μου ότι τα εκδικητικά και περιφρονητικά λόγια του γι’ αυτούς είχαν τρελό και ανήθικο χαρα­ κτήρα. Αυτή η αντίδραση είχε αποκτήσει παρανοει­ δείς διαστάσεις. Απέφυγα να ερμηνεύσω τις εκδραματίσεις του στη μεταβίβαση, καθώς πιστεύω ότι οι ερμηνείες που επαναλαμβάνονται χάνουν την πειστικότητά τους. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας στην οποία θα αναφερθώ τώρα, ο ασθενής, σε μεγάλη διέ­ γερση, μου προσήψε ότι τον θεωρούσα ένα αδύναμο, ανήμπορο παιδί, τρομαγμένο στην ιδέα να εναντιω-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 141

θεί στον πατέρα του. Επιδίωκε εμφανώς να καβγα­ δίσει μαζί μου κι επέμενε στις απόψεις του. Καθώς ο τόνος των επιθέσεών του ανέβαινε και κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο του εαυτού του, του ζήτησα με στα­ θερό τόνο να πάψει να μου λέει τι σκεφτόμουν, δια­ φορετικά θα έπρεπε να σταματήσουμε τη συνεδρία. Η έξαψή του αμέσως υποχώρησε. Έμεινε ήσυχος και σκεπτικός. Έπειτα από μακρά σιωπή, μου είπε ήρε­ μα: «Μόλις θυμήθηκα ένα όνειρο που είδα χθες τη νύχτα. Παλεύω με τον πατέρα μου* δεν πρόκειται για μάχη, μόνο για μια πάλη. Ξαφνικά αισθάνομαι ότι θα τελειώσω -αδύνατον να το ελέγξω- πανικοβάλλομαι και ουρλιάζω “ όχι, όχι, όχι μαζί σου’’. Επαναλαμβάνω αυτές τις λέξεις ξανά και ξανά, με ολοένα και μεγαλύτερη απόγνωση, δεν μπορώ να εμποδίσω τον οργασμό, αυτό είναι». Ύστερα απ’ αυτό το όνειρο, ο αναλυόμενος όπως και ο αναλυτής δεν δυσκολεύτηκαν να θυμηθούν τα αθλητικά παιχνί­ δια μεταξύ πατέρα και γιου, που ήταν ένα γεγονός σπάνιο στη ζωή του ασθενούς στην πρώτη και μέση παιδική του ηλικία. «Σχεδόν ποτέ δεν έπαιζα με τον πατέρα μου. Δεν ήταν εκεί, κυρίως όταν φοβόμουν τη μητέρα μου. Τον έβλεπα τόσο όσο χρειαζόταν για να καταλαβαίνω πόσο μου έλειπε. » Τ ο όνειρο είναι η αντανάκλαση της τωρινής πάλης του ασθενούς μετα­ ξύ μιας αμυντικής πατροκτόνου κίνησης ενάντια στην υποταγή και μιας παθιασμένης νοσταλγίας για αναγνώριση του ανδρισμού του από τον πατέρα του. Τα παρανοειδή κατάλοιπα του παρελθόντος του εξε-

1421 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

τάστηκαν στο φως της τωρινής εφηβικής ζωής και των αναμετρήσεών του, γεγονός που τον απελευθέ­ ρωσε από την καθήλωση στον προοιδιπόδειο πατέρα και τον διευκόλυνε να προχωρήσει στο οιδιπόδειο επίπεδο. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της αναπτυ­ ξιακής εξέλιξης, η καταναγκαστική αμυντική επιθυ­ μία να «κάνει σεξ» έδωσε τη θέση της στην επιθυμία όπως και στη γέννηση της ικανότητας να αναπτύξει μια προσωπική σχέση, σεξουαλική όσο και συναισθη­ ματική, με λίγο ρομαντική απόχρωση. Για να επιστρέφουμε στη συζήτηση της αναπτυξιακής θεωρίας, οφείλω να αναγνωρίσω ότι πολλά από τα στοι­ χεία που είχα αποδώσει στην τριαδική σχέση στις πρώτες μου θεωρητικοποιήσεις της λιβιδινικής προσκόλλησης του έφηβου αγοριού στον πατέρα του πρέπει να ιδωθούν ξα­ νά στο φως της δυαδικής σχέσης. Με άλλα λόγια, ο πατέ­ ρας του αρνητικού συμπλέγματος συγχέεται εγγενώς με τον πατέρα της προοιδιπόδειας περιόδου. Η παλινδρομι­ κή έλξη για τον πατέρα της δυαδικής φάσης καθίσταται εμφανής όταν έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε το έφηβο αγόρι σε μια αναπτυξιακή συνέχεια, όπως στην περίπτωση που προαναφέρθηκε. Συνεχίζοντας το συλλο­ γισμό μου στην ίδια κατεύθυνση και έχοντας πάντοτε ως αφετηρία το αναλυτικό υλικό μου με έφηβους ή ενήλικους άνδρες, μου έγινε σαφές ότι ο πατέρας που αγαπιέται και αγαπά, προοιδιπόδειος και οιδιπόδειος (δηλαδή ο πατέρας του αρνητικού συμπλέγματος) ανέρχεται σε μείζονα συγκρουσιακή θέση στην τελική φάση της εφηβείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 143

Έχοντας ευαισθητοποιηθεί στην παρατήρηση αυτού του φαινομένου, συνήθισα να ανιχνεύω παντού την παρουσία του και το γεγονός ότι είναι μια φυσιολογική συνιστώσα της διαδικασίας της εφηβείας στο αγόρι. Έτσι κατέληξα στο να πάψω να κατηγοριοποιώ τις εκδηλώσεις αυτών των υπερβολικών παθών στις διαταραχές της ανάπτυξης ή της οιδιπόδειας ψυχοπαθολογίας. Είναι αρκετά συνή­ θης η παρατήρηση, με την ακρίβεια σχεδόν μικροσκοπίου που μας παρέχει το αναλυτικό πλαίσιο, ότι οι λιβιδινικές ενορμήσεις για το γονέα του ίδιου γένους αναδύονται λί­ γο πολύ αιφνίδια ύστερα από μια σχετική νηνεμία στα χρόνια της λανθάνουσας περιόδου. Δεν πρόκειται όμως για μια a priori τάση ή προδιάθεση στην ομοφυλοφιλία, αλλά μάλλον για απόδειξη ότι η διαμόρφωση της ανδρι­ κής σεξουαλικής ταυτότητας, ένα φυσιολογικό επίτευγμα της εφηβείας, βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό που βλέπουμε, επομένως, είναι μια παροδική συναισθηματική έκφραση του φυσιολογικού αρνητικού συμπλέγματος. Ήδη ο Λέβαλντ (Loewald, 1951) έγραφε: «Μπροστά στην απειλή να καταβυθιστεί στη μητρική τροχιά, η πατρι­ κή θέση δεν συνιστά μια άλλη πηγή κινδύνου αλλά ένα πολύ αποτελεσματικό καταφύγιο». Η Μάλερ (Mahler, 1955) επιβεβαίωσε αυτή την άποψη λέγοντας ότι «μια σταθερή εικόνα του πατέρα ή ενός άλλου υποκατάστατου της μητέρας μετά το διάστημα των δεκαοκτώ μηνών, ή ακόμα και πριν, είναι ευεργετική και συνιστά ενδεχομέ­ νου; ένα απαραίτητο προαπαιτούμενο (η υπογράμμιση δι­ κή μου) για να εξουδετερωθεί και να αντισταθμιστεί η υπερευαισθησία του παιδιού αυτής της ηλικίας στην απει­

144

1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

λή να καταβροχθιστεί εκ νέου από τη μητέρα». Ασφαλώς, και οι δύο παρατηρήσεις, του Λέβαλντ και της Μάλερ, αφορούν τόσο το αγοράκι όσο και το κοριτσάκι. Ένας ερευνητής και κλινικός ψυχαναλυτής που έχει κατ’ εξοχήν επιστήσει την προσοχή του στην ανάπτυξη της πρώιμης σχέσης ανάμεσα στο παιδί και τον πατέρα του κατά τη διάρκεια της δυαδικής περιόδου είναι ο Άμπελιν (Abelin, 1971. 1975/ Panel, 1978). 0 Ρος (Ross, 1977, 1979), από την πλευρά του, προέβη σε μια εξαντλητική έρευνα της βι­ βλιογραφίας σχετικά με το ρόλο του πατέρα στην ανά­ πτυξη του μικρού παιδιού από τη γέννηση και καθ’ όλη τη διάρκεια της ωρίμανσης. 0 Χέρζογκ, τέλος, δημοσίευσε μια πρωτότυπη έρευνα σ ’ αυτό τον τομέα (Herzog, 1980). Για να επιστρέφω στους δικούς μου συλλογισμούς, μέχρις εδώ έχω προτείνει δύο θεωρητικές διατυπώσεις που αποτελούν το πόρισμα της ψυχαναλυτικής μου ερ­ γασίας με αγόρια στην εφηβεία. Το επόμενο βήμα είναι να τις εντάξω στο θεωρητικό corpus της ψυχανάλυσης, στο επίπεδο τόσο των γνώσεών μας για την ανάπτυξη όσο και της ψυχοδυναμικής της γένεσης των νευρώσεων. Η μία από τις δύο προτάσεις μου, όπως προαναφέρθηκε, συνίσταται στο να εντοπιστεί στην εφηβεία η τελική υποχώρηση του αρνητικού συμπλέγματος, κάτι που συ­ νεπάγεται ότι η επίλυση του οιδιπόδειου συμπλέγματος εξελίσσεται σε δύο φάσεις. Η άλλη πρόταση υποστηρί­ ζει ότι πολλά από αυτά που έχουν εν γένει αποδοθεί στην αναζωογόνηση του οιδιπόδειου πατέρα κατά τη διάρκεια της εφηβείας οφείλουν να γίνουν κατανοητά στο πλαίσιο της σχέσης με το προοιδιπόδειο πατρικό

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 145

μορφοείδωλο της δυαδικής περιόδου. Είμαι πεπεισμέ­ νος ότι για να αποκτήσει εγκυρότητα ένας τέτοιος ισχυ­ ρισμός, θα απαιτούσε υποστήριξη. Στο σημείο αυτό θα προσπαθήσω να δώσω κάποια στοι­ χεία διαφοροποίησης -έστω κι αν είναι υποθετικά και όχι πλήρη- μεταξύ της σχέσης πατέρα/γιου της δυαδι­ κής περιόδου και αυτής της τριαδικής περιόδου. 0 προοιδιπόδειος πατέρας ελκύει προς αυτόν ένα σημαντικό μέρος των συναισθημάτων που συνδέονται με την αρχι­ κή προσκόλληση στην αρχαϊκή μητέρα, συμπεριλαμβα­ νομένων των συναισθημάτων που συνοδεύουν τη διχοτό­ μηση σε καλό και κακό αντικείμενο. Αν, σ ’ αυτό το στά­ διο, ο πατέρας είναι ένας απλός αντικαταστάτης της μη­ τέρας, θα μπορούσε η σχέση να γίνει παθογενής. Ωστό­ σο, αν το μικρό αγόρι μπορεί να αντιληφθεί και να χρη­ σιμοποιήσει τον πατέρα διαφορετικά, η νέα αυτή σχέση θα του επιτρέψει ένα άνοιγμα κι έναν εμπλουτισμό. 0 πατέρας αποκτά χαρισματικές ιδιότητες για το μικρό αγόρι ήδη νωρίς στη ζωή του, λόγω της φυσικής του πα­ ρουσίας, που είναι διαφορετική από της μητέρας τόσο από την άποψη της διάπλασης όσο ακόμα και από την άποψη της σωματικής δεκτικότητας. 0 τρόπος που ένας πατέρας ή μια μητέρα κρατούν το βρέφος τους ή παί­ ζουν μαζί του είναι μια καλή απεικόνιση των αποχρώσε­ ων για τις οποίες μιλώ. 0 πατέρας της δυαδικής περιό­ δου αποτελεί εκ των πραγμάτων καταλύτη της διαδικα­ σίας εξατομίκευσης, σε συνάρτηση με τη μητέρα, και τελικά σώζει το γιο του από το κάλεσμα στην παλινδρό­

1461 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

μηση και από όλες τις απειλές καταβρόχθισης που είναι εγγενείς

στην

υποπερίοδο

της

επαναπροσέγγισης

(Mahler. 1955). Έχει ειπωθεί για τον πατέρα της δυαδι­ κής περιόδου ότι ήταν «μη μολυσματικός», καθώς ποτέ δεν υπήρξε εξ ολοκλήρου συμβιωτικός παρτενέρ. Εισέρ­ χεται στη σκηνή στο αρχικό στάδιο των εξιδανικευτικών προ της αμφιθυμίας σχέσεων αντικειμένου, που διαδέ­ χεται τη φάση της μη διαφοροποίησης. Η ζήλεια ασφα­ λώς είναι ευδιάκριτη, όπως και η αναζήτηση ολικής κα­ τοχής του αντικειμένου, ωστόσο η καταφυγή αυτή του γιου στον πατέρα δεν επηρεάζεται ακόμα ούτε επιβα­ ρύνεται από τη σεξουαλική ζήλεια, τις ιδέες πατροκτο­ νίας και τα άγχη αντεκδίκησης. Όλα αυτά ανήκουν στη σχέση με τον πατέρα της οιδιπόδειας περιόδου. Η ιδέα μιας επίλυσης του αρνητικού οιδιπόδειου συμπλέγμα­ τος, που παρατείνεται μέχρι την εφηβεία, επικράτησε μέσα μου όταν αναλογίστηκα τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει αυτή η συναισθηματική σύγκρουση στην ανάλυση κάθε εφήβου αρσενικού γένους. Κάποια φορά έκανα ένα σχόλιο σ' έναν έφηβο μεγά­ λης ηλικίας για τον τρόπο με τον οποίο είχε κουρνιάσει στην ανάλυση με μια αίσθηση επάρκειας, πέραν των συ­ γκρούσεων και εκτός χρόνου. Μου απάντησε επικαλού­ μενος την ανάμνηση ενός συναισθήματος απόλυτης ευ­ τυχίας, παρεμφερούς μ’ αυτό που είχε αισθανθεί ξαφνι­ κά από τη στιγμή που είχα μιλήσει. Η ανάμνηση ήταν αυτή των τόσο πολύτιμων ευκαιριών, όπου μικρό παιδί τού επιτρεπόταν να κάθεται στο γραφείο του πατέρα του προσέχοντας να είναι φρόνιμος, ενώ εκείνος δού­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II

Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 147

λευε. Βίωνε εκ νέου μέσα στο αναλυτικό πλαίσιο τη δυαδική ευτυχία της παιδικής του ηλικίας. Στην πορεία της αναμνημόνευσης, οδηγήθηκε στη συνειδητοποίηση ότι η δίψα που είχε ανέκαθεν για μεγαλειώδη κατορθώ­ ματα και δόξα δεν προερχόταν μόνο από τον ανταγωνι­ σμό προς τον πατέρα του, που κάποτε με ταπεινότητα ριψοκινδυνέυσε και αμέσως υπαναχώρησε, αλλά προερ­ χόταν, βαθύτερα, από την παθιασμένη αναζήτηση της αγάπης του πατέρα του που κρυβόταν μέσα του. από τη διακαή ανάγκη να γίνει ένα μαζί του. Η συνειδητοποίηση που κατέστη εφικτή μέσω των ερμηνειών της μεταβί­ βασης συντάραξε σε βάθος τον ασθενή: «Είναι σαν να έγινα για πρώτη φορά αποδεκτός από τον πατέρα μου που με σφίγγει στην αγκαλιά του ή σαν να είχα (για πρώτη φορά) μια δική μου ζωή, όχι μόνο σαν να την προσποιούμουν». Κατάλαβα τότε ότι αυτό που βρισκό­ ταν στη ρίζα του νευρωτικού αδιεξόδου του ήταν η ανά­ γκη του για δυαδική προσκόλληση, που με τη σειρά της δεν του άφηνε περιθώριο παρά μόνο για μη αυθεντικές και προσποιητές δραστηριότητες, που εκδήλωναν την ατέρμονη προσπάθεια να υπερβεί την καθήλωσή του. Σ ’ αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση η δυαδική προ­ σκόλληση στον πατέρα και η συμμετοχή στο μεγαλείο του τελευταίου σταμάτησαν στο επίπεδο της αντανάκλασης και της μίμησης. Ποτέ δεν προχώρησαν στο επίπεδο της ταύτισης. Ο ασθενής αυτός θαύμαζε τον πατέρα του που ήταν ικανός να δουλεύει, ενώ ο ίδιος, ο γιος του, ενεργού­ σε φρενιτιωδώς, ωθούμενος από υπερβολικές προσδο­ κίες. Απογοητευμένος που ποτέ δεν κατάφερνε να εκπλη­

1481 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ρώσει τις προσδοκίες τού πατέρα και να του δώσει την ευχαρίστηση της ικανοποίησης, ο νεαρός κατέληξε να κα­ τηγορεί τον τελευταίο ότι δεν αξιοποιούσε το εξαιρετικό μυαλό του στο έπακρο των δυνατοτήτων του και δεν έκα­ νε μεγαλειώδη πράγματα που, στη συνέχεια, θα έδιναν στον ίδιο ελπίδα και αυτοπεποίθηση εξ αντανακλάσεως. Η συνειδητοποίηση της συναισθηματικής επένδυσης στον πατέρα του συνοψίζεται στα παρακάτω λόγια: «Αν θέλω μια μέρα να είμαι σε θέση να παραιτηθώ από κάτι ή από κάποιον για πάντα -αυτό εξάλλου δεν σημαίνει ενηλικίωσ η ;- θα πρέπει ν’ αρχίσω από το να πω αντίο στον πατέ­ ρα μου». Αυτά τα λόγια μπορούμε να τα παραφράσουμε ως εξής: «Να πω αντίο στον οιδιπόδειο πατέρα μου». 0 αναλυόμενος αυτός εμφάνιζε μια χαρακτηρολογική παθο­ λογία ιδιαιτέρως ανασχετική, με μια ψευδή προθετικότητα και μια αδυναμία ολοκλήρωσης οποιασδήποτε δρα­ στηριότητας. Η συνειδητοποίηση των προβλημάτων του επέτρεψε στον ασθενή να κάνει ένα βήμα μπρος στην κα­ τεύθυνση μιας ταύτισης κατά μήκος της πατρικής γραμ­ μής, κι ο αναλυτής αποτέλεσε το πρώτο σημείο της ταυτιστικής αυτής τροχιάς. Το γεγονός ότι αυτός ο νέος δεν μπόρεσε να αντέξει την απεξιδανίκευση του πατέρα στην εφηβεία επέφερε καθήλωση της συναισθηματικής του ανάπτυξης στο τελικό στάδιο της παιδικής ηλικίας, ενισχύοντας έτσι τη νεύρωσή του τη στιγμή που έπρεπε να περάσει στην ενηλικίωση. Μιλώ εδώ για την απεξιδανίκευση του πατέρα ως συμβολική πατροκτονία, που απε­ λευθερώνει το γιο ως προς την απεξιδανίκευση εαυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 149

*Ρ·

Χρειάζεται να διορθώσω λίγο σ’ αυτό το σημείο το πορτραίτο της δυαδικής σχέσης πατέρα/γιου που έχω σκια­ γραφήσει, στο οποίο θα μπορούσα να έχω δώσει, παρά τη θέλησή μου, μια κάπως υπερβολικά ειδυλλιακή εικό­ να. Αυτό που λείπει από την εικόνα είναι τα αμφιθυμικά συναισθήματα του πατέρα προς το αρσενικού φύλου βρέ­ φος του, τα οποία ρίχνουν μια μάλλον μελανή σκιά στη ζωντάνια και τη χαρά του παιδιού για τη ζωή. Ακόμα κι αν τα έκδηλα συναισθήματα του πατέρα χρωματίζονται από αγάπη, περηφάνια και αφοσίωση, τα αρνητικά συ­ ναισθήματα σημαδεύουν επίσης τη σχέση. Επιπλέον, σε γενικές γραμμές δεν αναγνωρίζονται από τον πατέρα και παραμένουν ασυνείδητα. Ωστόσο, αν δεν εξουδετερω­ θούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα επηρεάσουν αρ­ νητικά την πρώιμη προσκόλληση του γιου στον πατέρα του. 0 πατέρας που βασανίζεται από αισθήματα φθόνου, μνησικακίας και επιθυμίας θανάτου προς το γιο του εικο­ νογραφείται δραματικά στον ελληνικό μύθο από τον βα­ σιλιά Λάιο που αποφασίζει να σκοτώσει τον μικρό του γιο Οιδίποδα, εγκαταλείποντάς τον στην ερημιά. 0 ισχυ­ ρισμός ότι η αφύσικη πράξη που επιτελέστηκε από τον Λάιο τού υπαγορεύτηκε από το χρησμό, επιβεβαιώνει την καθολικότητα του κινδύνου που ενέχει η γέννηση ενός αρσενικού παιδιού να επιφέρει συναισθήματα εχθρικά σε οποιονδήποτε πατέρα. Τπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτά τα συναισθήματα εκμηδενίζονται στο βαθμό που η χαρά και η ευφορία της πατρότητας επικρατούν. 0 Ρος (Ross.

1501 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

1982) έχει γράψει ένα διαφωτιστικό άρθρο πάνω σ ’ αυτό το θέμα και προτείνει να ονομαστεί «σύμπλεγμα του Λαΐου» αυτή η συγκεκριμένη διάσταση των σχέσεων πατέρα/γιου, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος κάθε γιος από τη στιγμή που γίνεται πατέρας ενός γιου. Δύο σχόλια επιβάλλονται σ ’ αυτό το σημείο. Το πρώ­ το αφορά όλες τις τόσο συνήθεις εκδηλώσεις αντίθεσης και αυτό-επιβεβαίωσης στις οποίες προβαίνει ένας γιος απέναντι στον πατέρα του, προκειμένου να αμυνθεί απέναντι στην παθητικότητα. Αυτή η εξήγηση δικαιολο­ γείται από την παρατήρηση ότι η ανάλυση της καταπιε­ σμένης παθητικότητας επιτρέπει τη μετάλλαξη μιας αποδιοργανωμένης και αποδιοργανωτικής αντιδραστικότητας σε οργανωμένη συμπεριφορά προσαρμογής, που στην πορεία εδραιώνει μια σταθερή και αρμονική αίσθηση εαυτού. Το δεύτερό μου σχόλιο σχετίζεται μ’ αυτό που ονομάζω αναζήτηση του πατέρα που αγαπά και αγαπιέται. Αυτή η όψη του πατρικού συμπλέγματος αποκτά κατά τη διάρκεια της εφηβείας μια λιβιδινική διάσταση που επιδρά σε όλες τις διαστάσεις της συναι­ σθηματικής ζωής του έφηβου γιου. Αυτή η ιδιαίτερη νο­ σταλγία, όπως μπορούμε να την παρατηρήσουμε σε νε­ ογέννητα αρσενικού γένους, ονομάστηκε «πείνα για τον πατέρα» από τον Χέρζογκ (Herzog, 1980) ή «δίψα για τον πατέρα» από τον Άμπελιν (Panel, 1978). Οι όροι που χρησιμοποιούνται απ’ αυτούς τους δύο συγγραφείς κα­ ταδεικνύουν ότι το συναίσθημα που συνοδεύει τη λα­ χτάρα για τον πατέρα κατά την πρώτη παιδική ηλικία βιώνεται κατά τρόπο στοματικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 151

Η επίλυση του οιδιπόδειου συμπλέγματος ολοκληρώ­ νεται μόνο με την υποχώρηση της σχέσης με τον προοιδιπόδειο πατέρα κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Ένας τέ­ τοιος ισχυρισμός δεν αλλοιώνει ούτε αποδυναμώνει τη σημασία της οιδιπόδειας συγκρουσιακής δυναμικής, αλλά αφορά μια διάσταση εγγενή στο πατρικό σύμπλεγμα του άνδρα θεωρούμενο ως ένα όλον. Από κλινική άποψη, αυ­ τή η θεωρητική πρόταση δεν περιορίζεται στην εφηβεία καθώς, πολύ συχνά, διαδραματίζει μείζονα ρόλο στην ανάλυση ενήλικων ανδρών. Αν το πατρικό σύμπλεγμα δεν έχει ξεπεραστεί ή επιλυθεί, και αυτή είναι η μοίρα κάθε αποτυχημένης εφηβείας, θα ασκήσει καθοριστικά παθογενή ρόλο στη νευρωτική προβληματική κάθε ενήλι­ κου άνδρα ασθενούς. Η ανάλυση ενός μεσήλικου άνδρα θα μου επιτρέψει να καταδείξω τον ισχυρισμό μου. Η συ­ ναισθηματική προσκόλληση του άνδρα αυτού στον πατέ­ ρα του ήταν το ίδιο ισχυρή με την απουσία κάθε σχέσης του τελευταίου με το γιο του και με την αμετάκλητη ανά­ γκη του να υποταχθεί το παιδί στη βούλησή του. Στη δια­ δρομή του προς την αρρενωπότητα, ο ασθενής τρομοκρα­ τήθηκε στην ιδέα ότι η παραμικρή εκδήλωση αυτο-επιβεβαίωσης απέναντι στον πατέρα του θα μπορούσε να τον καταστήσει (τον πατέρα) απόκληρο, εγκαταλελειμμένο, αποστερημένο, παντελώς χαμένο. Η αγάπη για τον πατέ­ ρα του -π ου ήταν πολύ ξεκάθαρα «πείνα για τον πατέρα το υ »- αναδύθηκε στην ανάλυση και μπόρεσε να αναγνω­ ριστεί. Καθώς τρανταζόταν από τ ’ αναφιλητά του, ο ασθενής μουρμούρισε: «Τον αγαπώ αυτό τον άνδρα». Σε συνειδητό επίπεδο, ο γιος ήταν ανέκαθεν γεμάτος μνησι-

1521 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

κακία και μίσος για τον πατέρα του. Στην αρχή της ανά­ λυσής του μου είχε ανακοινώσει: «Δεν μπορώ να μισώ τον πατέρα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αυτό με σκοτώνει». Μια πρόσφατη διαδοχή κρίσεων άγχους και μαζικής καταφυγής στο αλκοόλ είχαν οδηγήσει αυτόν το βασανισμένο άνδρα να ζητήσει ψυχαναλυτική θεραπεία. Αν μισούσε ανέκαθεν τον πατέρα του, λάτρευε τη μητέρα του, προς την οποία δεν επιτρεπόταν η παραμικρή κριτι­ κή. Μόνο μετά την ανάλυση του αρνητικού συμπλέγμα­ τος μπόρεσε να τη δει υπό ένα νέο πρίσμα. Άρχισε να εκ­ φράζει αμφιβολίες για την ικανότητά της για αγάπη. Αναλύοντας τις ψευδαισθήσεις στις οποίες έπλεε το θετι­ κό του σύμπλεγμα, ανακάλυψε μια γυναίκα που παρείχε φροντίδες με τρόπο παγερό και διαχειριστικό, που ποτέ «δεν τον έσφιξε στην αγκαλιά της ούτε τον φίλησε». 0 ασθενής άρχισε να καταλαβαίνει ότι την είχε εγκλωβίσει σε μια εικόνα μαντόνας, από τη στιγμή που η επιθυμία του για συναισθηματική οικειότητα με τον πατέρα του εί­ χε γίνει μια χίμαιρα που δεν κυνηγούσε πια. 0 ενήλικος γιος ήταν πλέον σε θέση να πει: «Αγάπησα υπερβολικά τον πατέρα μου». Στο εξής παραιτήθηκε από το να λα­ τρεύει κάθε πατρική μορφή, όπως έπαψε να αγιοποιεί τις γυναίκες. Με τις αλλαγές αυτές ο εθισμός του εξαφανί­ στηκε, όπως και η καταναγκαστική κι επιφανειακή ανά­ γκη του για συγχρωτισμό με τις γυναίκες.

Αυτά που ανέφερα από την αναλυτική εμπειρία μου με κάνουν να επαναφέρω στη μνήμη μου μια παρατήρηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 153

του Φρόυντ για τη λύση του γυναικείου οιδιπόδειου συ­ μπλέγματος. Στην εργασία του με γυναίκες ασθενείς, ο Φρόυντ είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι το θετικό σύμπλεγμα έχανε τη σημασία του με την εμβάθυνση της αναλυτικής εργασίας, ενώ το αρνητικό σύμπλεγμα ερχό­ ταν ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο. Η ανάλυση που είχε ως άξονα το οιδιπόδειο σύμπλεγμα -ο Φρόυντ αναφέρεται εδώ στη θετική του όψη, εφόσον ήταν αυτή που υποβαλλόταν σε ανάλυση- οδηγέίτο σε αδιέξοδο. Το 1924, ο Φρόυντ γράφει: «Στο στάδιο αυτό, το υλικό μας -για έναν ακατανόητο λόγο- γίνεται πολύ πιο σκοτεινό και διάτρητο». Αμήχανος μπροστά στο πρόβλημα, ο Φρόυντ συνεχίζει τους συλλογισμούς του και καταλήγει στη συνειδητοποίηση ότι η προοιδιπόδεια φάση ασκεί στη συναισθηματική ανάπτυξη των γυναικών επίδραση του­ λάχιστον ανάλογη, αν όχι μεγαλύτερη, από αυτή της θετι­ κής οιδιπόδειας θέσης. Το 1931 προσθέτει: «...όλα μοιά­ ζουν να δείχνουν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη θέ­ ση της καθολικότητας του οιδιπόδειου συμπλέγματος ως πυρήνα των νευρώσεων». Καταλήγει ότι «αυτή η διόρθω­ ση» δεν είναι απαραίτητη αν συμπεριλάβουμε στο οιδι­ πόδειο σύμπλεγμα την αρνητική διάσταση της αποκλει­ στικής προσκόλλησης της κόρης στη μητέρα της και αν δεχθούμε ότι η κόρη δεν φτάνει στη θετική θέση παρά μό­ νο «αφού ξεπεράσει την προηγούμενη περίοδο, όπου βρί­ σκεται υπό την κυριαρχία του αρνητικού συμπλέγματος». Αυτό που έλκει την προσοχή μου μέσα σ ’ αυτό το πλαίσιο είναι το πεπρωμένο του πατέρα της δυαδικής περιόδου στο σχηματισμό του θετικού συμπλέγματος

1541 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

στο αγόρι ή, ειδικότερα, το πεπρωμένο του αρνητικού συμπλέγματος, η επίλυση και η βαρύτητά του στη γένε­ ση των νευρώσεων. Πρέπει να είναι σαφές στον ανα­ γνώστη ότι έχω στο νου μου κάτι πολύ ευρύτερο από την ομοφυλοφιλία. Πράγματι, θα έμοιαζε δικαιολογημέ­ νο -κ α ι η κλινική εμπειρία συμφωνεί μ’ αυτό- να διαφο­ ροποιήσουμε το ανδρικό αρνητικό σύμπλεγμα στον κλα­ σικό τριαδικό αστερισμό και το σύμπλεγμα της δυαδι­ κής περιόδου, που ανήκει σ ’ ένα στάδιο πιο πρώιμο των σχέσεων αντικειμένου, αναλύοντας ξεχωριστά την ανα­ λογική τους επίδραση στην ερωτική ζωή και στο αίσθη­ μα εαυτού του άνδρα. Θα βιαστώ να προσθέσω ότι τα κατάλοιπα ή οι καθη­ λώσεις που σχετίζονται με το θετικό σύμπλεγμα παρα­ μένουν εμφανή καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας του αγοριού, όπως έχουμε από πάντα δεχτεί. Ωστόσο, αυτό που προσελκύει πιο πολύ το ενδιαφέρον μας είναι οι συ­ γκρούσεις του αγοριού σε σχέση με την επένδυση και την αποεπένδυση στον πατέρα, με την ενεργητική και την παθητική θέση, που και στις δύο περιπτώσεις απο­ τελούν αντανάκλαση μιας εντελώς ιδιαίτερης ποιότητας συναισθηματικών αναγκών και ενορμητικής δύναμης. Αν λάβουμε υπόψη μας την περίοδο της προσκόλλη­ σης πατέρα/γιου που προηγείται της φάσης του αντα­ γωνισμού, καθώς και τα συναισθήματα εμπιστοσύνης και ασφάλειας που το μικρό αγόρι προσλαμβάνει από τον πατρικό έλεγχο και την (πατρική) κυριαρχία, μας δημιουργείται δικαιολογημένα η υποψία ότι ορισμένα άφθαρτα κατάλοιπα αυτής της αρχικής εμπιστοσύνης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 155

στον πατέρα συνεχίζονται μέσα στο θέατρο των ταρα­ χωδών μαχών της τριαδικής περιόδου. Για να το διατυ­ πώσω διαφορετικά, ο περιοριστικός και τιμωρητικός πατέρας είναι επίσης αυτός που έσωσε το γιο του από τις παιδικές παραισθήσεις. Αυτός ο «σωτήρας» είναι η πρώιμη προσωποποίηση της αρχής της πραγματικότη­ τας, που δίνει μια ορισμένη υπόσταση στην ελπίδα ότι ο ανδρισμός μπορεί να επιτευχθεί. Μπόρεσα να διαπιστώσω ότι η ιδιαίτερα έντονη ανά­ γκη ενός πατέρα να εγκαταστήσει μια σχέση πολύ κο­ ντινή με το ομόφυλο παιδί του μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο και να φράξει το δρόμο που θα οδηγούσε το γιο του σ ’ αυτόν το σκοπό. Χάρη σ ’ αυτή την εγγύτητα, ο πατέρας μπορεί να βρει μια αντισταθμιστική ικανοποίη­ ση στην «πείνα» για το δικό του πατέρα. Μια συναισθη­ ματική σύνδεση τέτοιου τύπου βρίσκεται συνεπώς πά­ ντοτε εμπλεγμένη σ ’ ένα δίκτυο τριών γενεών. Όμως, σ ’ αυτό το πλαίσιο, μια παιδική προσκόλληση δυνητικά απελευθερωτική μπορεί να μετατραπεί σε δεσμό κατα­ πιεστικό. Με άλλα λόγια, η θεωρία της σαγήνευσης, που έχει εγκαταλειφθεί εδώ και καιρό, επιστρέφει εδώ από απρόβλεπτο δρόμο και με απρόσμενη όψη. Είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω αυτή τη μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ πατέρα και γιου σε πολλές αναλύσεις ανδρών που αντλούσαν υπερβολική ευχαρί­ στηση από τις φροντίδες που έδιναν στο αρσενικού φύ­ λου βρέφος τους. Σε μία από τις περιπτώσεις, το παιδί αντέδρασε στην ανάγκη του πατέρα του πηγαίνοντας κάθε νύχτα στο συζυγικό κρεβάτι, όπου πάντα κρατιό­

1561 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ταν σε απόσταση από τη μητέρα του. Κανένα πειθαρχι­ κό μέτρο δεν μπορούσε να κρατήσει αυτό το αγόρι, που ήταν τώρα τεσσάρων ετών, στο δικό του δωμάτιο, κα­ θώς δεν έκανε άλλο από το να απαντά στην ανυποχώρη­ τη ασυνείδητη επιθυμία του πατέρα του για σωματική και συναισθηματική εγγύτητα μαζί του. Από τη στιγμή που η στέρηση κάθε σωματικής και συναισθηματικής επαφής με τον πατέρα του ασθενούς κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του αναδύθηκε στην ανάλυσή του, το μικρό αγόρι άρχισε να υπακούει στην επιταγή να μείνει στο δωμάτιό του. Οι νυχτερινές επισκέψεις στο πατρικό κρεβάτι σταμάτησαν άπαξ και ο ασθενής μου συνειδη­ τοποίησε ότι ικανοποιούσε κατά τρόπο αντισταθμιστικό τη δική του προοιδιπόδεια «πείνα» για τον πατέρα του μέσω της σωματικής εγγύτητας με το μικρό γιο του. Σε έναν αξιοσημείωτο αριθμό ενήλικων ανδρών ασθε­ νών μου, από είκοσι έως εξήντα ετών, το αρνητικό σύ­ μπλεγμα εμφανίζεται σαν τον βράχο της νευρωτικής τους ασθένειας. Σας θυμίζω στο σημείο αυτό το άρθρο του Φρόυντ του 1931 για τη γυναικεία σεξουαλικότητα, στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω. Σ ’ αυτό το κείμενο, ο Φρόυντ εφιστά την προσοχή στην καθήλωση στην προοιδιπόδεια μητέρα ορισμένων από τις γυναίκες ασθενείς του, καθήλωση που κυριαρχούσε στη συνολική τους εικό­ να και αποτελούσε το υπόβαθρο της νεύρωσής τους. Μπορούμε ασφαλώς να αναρωτηθούμε γιατί το αρνητικό σύμπλεγμα του αγοριού, στο βαθμό που η βαρύτητά του είναι τουλάχιστον ίση στη γένεση των νευρώσεων, δεν προκάλεσε ποτέ ανάλογο ενδιαφέρον. Αυτή η παραμέλη­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 157

ση διήρκεσε πολύ, παρά το σχόλιο του Φρόυντ -π ου αναφέρεται από τη Ρουθ Μακ Μπρούνσ-βικ (Ruth Mack Brunswick, 1940) στο κλασικό άρθρο της για την προοιδιπόδεια φάση (που γράφηκε σε συνεργασία μαζί του): «Στη βάση αυτής της νέας σύλληψης της πρώιμης γυναι­ κείας σεξουαλικότητας, η προοιδιπόδεια φάση του μι­ κρού αγοριού θα άξιζε να διερευνηθεί με μεγάλη προσο­ χή». Αυτή η συμβουλή ποτέ δεν εισακούστηκε αληθινά. Μόλις περάσει η εφηβεία, τα κατάλοιπα της εμπει­ ρίας της προοιδιπόδειας προσκόλλησης του γιου στον πατέρα του θάβονται σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδρα­ ση μιας ισχυρής απώθησης. Αυτή η παιδική συναισθημα­ τική εμπειρία, όταν ξαναζωντανεύει μέσα στην ψυχανα­ λυτική διαδικασία, παραμένει συνήθως απροσπέλαστη στη λεκτικοποίηση. Τείνει να εκφράζεται μέσα από αισθησιο-κινητικές οδούς, όπως ανεξέλεγκτα αναφιλητά και αναστεναγμούς όταν ένας ασθενής βασανίζεται από συναισθήματα που ξεχειλίζουν από την αγάπη και την απώλεια σε σχέση με τον πατέρα της δυαδικής περιό­ δου. Ένας πενηντάχρονος άνδρας, για παράδειγμα, φώ­ ναξε μια τέτοια στιγμή μέσα σε αναφιλητά: «Γιατί άρα­ γε αγάπησα τόσο τον πατέρα μου* ωστόσο είχα και μια μητέρα». Σε αντίθεση μ’ αυτά τα παθιασμένα συναι­ σθήματα, αυτό που έρχεται στη μνήμη από την έκδηλη σχέση του γιου με τον πατέρα του είναι συνήθως μια ορισμένη απόσταση, συχνά σημαδεμένη με τη σφραγίδα του μίσους, με τη μίξη θαυμασμού ή υποταγής, με φόβο απόρριψης και με μνησικακία που συνοδεύεται από αί­ σθημα απογοήτευσης.

1581 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

«£>» Οι βασικές δομικές κατακτήσεις τη στιγμή της επίλυσης της οιδιπόδειας σύγκρουσης με την είσοδο στη λανθάνουσα περίοδο αλλά και μετά, στην ενηλικίωση, είναι αντίστοιχα το Υπερεγώ και το ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ. Το ανδρικό Υπερεγώ οφείλει στην καλύτερη περίπτωση να διατηρήσει αυτό που διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στη γέννησή του: την απαγόρευση της αιμομιξίας υπό την απειλή της τιμωρίας. Παραμένει, έτσι, μια αρχή απα­ γόρευσης. Το παιδικό Ιδεώδες του Εγώ, που γειτνιάζει με την εξιδανίκευση του αντικειμένου, βρίσκεται στην αφετηρία μιας κίνησης λιβιδινικής αποδέσμευσης που ονομάζουμε στην ψυχαναλυτική θεωρία «υποχώρηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος». Το ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ, αντιθέτως, είναι μια αρχή με βλέψεις αυτονομίας. Ως τέτοιο, φυλάσσεται σαν αγαπημένο προσωπικό χαρα­ κτηριστικό, του οποίου οι αρχαϊκές ρίζες οφείλουν να αναζητηθούν στην προσκόλληση στον πατέρα, στην εξιδανίκευση του πατέρα ή, πιο απλά, στο αρνητικό σύ­ μπλεγμα. Με άλλα λόγια, το ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ εί­ ναι ο κληρονόμος του αρνητικού οιδιπόδειου συμπλέγμα­ τος. Όπως παρατηρεί ο Μπίμπριγκ (Β ίό η ι^ , 1964): «Από γενετική άποψη, αυτό (το Ιδεώδες του Εγώ) έλκει τη δύ ­ ναμή του κυρίως από τις θετικές λιβιδινικές ενορμήσεις, σε αντίθεση με το Υπερεγώ, όπου επικρατούν οι επιθετι­ κές δυνάμεις». Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται από την κλινική παρατήρηση ότι το ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ, από τη στιγμή που εγκαθιδρύεται, παραμένει μια αρχή μη αμ-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 159

φιθυμική, που χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα της αφοσίωσής της. Μου έρχεται στο νου ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Νούμπεργκ (Νιιηόθΐ^, 1932): «Αν το Εγώ υποτάσσεται στο Υπερεγώ από το φόβο της τιμω­ ρίας, στο Ιδεώδες του Εγώ υποτάσσεται από αγάπη». Όλα δείχνουν λοιπόν, ότι αν απουσιάζει μια δυαδική συν­ θήκη μεταξύ οιδιπόδειου άγχους και ενοχής, αφενός, και προσκόλλησης στον προοιδιπόδειο πατέρα και «δίψ α» αγάπης γι’ αυτόν, αφετέρου, η ανάπτυξη της προσωπικό­ τητας του αγοριού εκτίθεται σε σοβαρούς κινδύνους. Με­ ταξύ αυτών, ο πιο κοινός θα ήταν η προδιάθεση για κοι­ νωνικές και συναισθηματικές δυσλειτουργίες. Για να δ ι­ ευκρινίσω περισσότερο τις υποθέσεις που έχω διατυπώ­ σει, θα σταθώ τώρα στη φαινομενολογία του Ιδεώδους του Εγώ, στη μεταβατική φάση που διανύει κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Είμαστε εξοικειωμένοι με την παροιμιώδη λατρεία των ηρώων από τον έφηβο με την αναζήτηση προτύπων για άμιλλα και την ανέγερση ενός προσωπικού «μουσεί­ ου» διασημοτήτων. Παρατηρούμε ότι οι προσωπικότητες που αναπαρίστανται στα πόστερ και στα φωτογραφικά άλμπουμ είναι η αντανάκλαση ενός εσωτερικού τεμένους του εφήβου κι επιτρέπουν ν’ απεικονιστούν οι παροδικές αλλά έντονες εξιδανικεύσεις και οι ταυτιστικές προσπάθειές του. Οι φαντασιακές σχέσεις που έτσι μας παρου­ σιάζει, παρότι είναι συγκινησιακά φορτισμένες, δεν χαρα­ κτηρίζονται από σεξουαλικές, δηλαδή γεννητικές, ενορμήσεις και, χάρη στους μετουσιωτικούς μετασχηματισμούς που έχουν υποστεί, τους λείπουν τα αισθήματα που χαρα­

1601 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

κτηρίζουν τις παιδικές προσκολλήσεις. Πρόκειται για συ­ ναισθήματα «εγω-συντονικά», συναισθήματα που αφο­ ρούν αποκλειστικά αφοσίωση, εξιδανίκευση και θαυμα­ σμού για τα χαρίσματα υπεροχής και τελειότητας των ηρώων, στο χώρο του αθλητισμού, της μουσικής ή του θε­ άτρου. Αυτά τα χαρίσματα αποδίδονται κατά προτίμηση σε αναγνωρισμένους σταρ, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότη­ τα αρσενικού γένους. Αυτό που μπορούμε να παρατηρή­ σουμε εδώ εν τη γενέσει του είναι η κοινωνικοποίηση του παιδικού Ιδεώδους του Εγώ ενώ συγχρόνως υφίσταται το μετασχηματισμό και τη δόμησή του σε ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της εφηβείας. Η εφηβεία δεν μπορεί να κατανοηθεί με βάση την κλασική ψυχαναλυτική θεωρία της ανακεφαλαίωσης, για­ τί ορισμένες συναισθηματικές εμπειρίες και επιτεύγματα δεν γίνεται να επισυμβούν φυσιολογικά πριν από την εφηβεία, δηλαδή πριν απ’ τη στιγμή που η αναπτυξιακή πρόοδος θα φέρει το παιδί αντιμέτωπο με νέους συγκρουσιακούς αστερισμούς που προκύπτουν από την ίδια την ωρίμανση. Η κυριότερη από αυτές τις συγκρού­ σεις συνδέεται με τη σεξουαλική ωρίμανση. Η ήβη αντι­ προσωπεύει το βιολογικό σήμα ότι έφτασε το τέλος της παιδικής ηλικίας. Η παράτασή της γίνεται ένδειξη εκτροχιασμού της διαδικασίας της ανάπτυξης. Η απο-επένδυση του πρωταρχικού αντικειμένου αγάπης είναι ένα φαι­ νόμενο κατανοητό στο πλαίσιο της σχέσης γιου/ μητέρας. Αυτό που σε γενικές γραμμές έχει μελετηθεί λιγότερο εί­ ναι το πεπρωμένο της λιβιδινικής προσκόλλησης του γιου στον πατέρα του. Όταν χρόνιες καθηλώσεις εμποδίζουν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 161

μια ευέλικτη κυκλοφορία της λίμπιντο κατά τη διάρκεια της ήβης ώστε να προσεγγιστεί η ετεροφυλοφιλική ταυ­ τότητα, παρατηρούμε μια απλή μετάθεση κατά μήκος μιας

γραμμής

που

αφορά

την

ταυτότητα

γένους

(isogenerique). Όμως μια τέτοια μετάθεση σε μια σειρά που παραμένει σημαδεμένη από τη σφραγίδα της σχέσης αντικειμένου με τον πατέρα θα θέσει σε κίνδυνο την από­ κτηση μιας ετεροφυλοφιλικής ταυτότητας από το γιο, θα την εξασθενήσει ή πολύ απλά θα εμποδίσει το σχηματι­ σμό και τη σταθερότητά της. Μόλις παραμεριστεί το προστατευτικό περίβλημα της παιδικής ηλικίας, η δυνατότητα να διαφυλαχθούν σταθερά ένας σκοπός κι ένα νόημα στη ζωή περνά μέσα από την προστασία εαυτού. Αντιλαμβάνομαι τη δυναμι­ κή αυτής της αλλαγής της προσωπικότητας ως εγγενώς συνδεδεμένη με την επίλυση της σχέσης με τον πατέρα της δυαδικής περιόδου, που θα πρέπει να αποεπενδυθεί ολοένα και περισσότερο από τις παιδικές ανάγκες εξάρ­ τησης. Με άλλα λόγια, η επίλυσή του στον άνδρα δεν μπορεί να επιτευχθεί με απλή μετάθεση σ ’ ένα άλλο αντικείμενο, αλλά αποκλειστικά και μόνο με το σχημα­ τισμό μιας νέας ψυχικής αρχής, δηλαδή μέσω ενός δομι­ κού νεωτερισμού. Διατύπωσα την υπόθεση ότι η λίμπιντο του αντικειμένου που τροφοδότησε το αρνητικό σύ­ μπλεγμα αναγκάζεται, υπό την επίδραση της σεξουαλι­ κής ωρίμανσης, να υποστεί ένα μετασχηματισμό σε ψυ­ χική δομή που υποστηρίζεται από τη ναρκισσιστική λίμπιντο. Με αυτή τη νέα αρχή κατονόμαζα το ενήλικο Ιδεώδες του Εγώ (Bios, 1974).

162

1

ΜΕΡ ΟΣ ΠΡΩΤΟ

«£·

Η ιδέα μιας διφασικής επίλυσης του οιδιπόδειου συ­ μπλέγματος οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι η οριστι­ κή οργάνωση των νευρώσεων του ενηλίκου δεν μπορεί να επέλθει πριν από το τελικό στάδιο της εφηβείας. Εξάλλου, υπενθυμίζουμε κάτι προφανές όταν υπογραμ­ μίζουμε την καθοριστική συμβολή όλων των φάσεων της πρότερης της εφηβείας ανάπτυξης στη συγκρότηση της νευρωτικής ασθένειας. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό την εξής μεταφορά: ένα γεφύρι, του οποίου η κατασκευή παραμένει ανολοκλήρωτη, και δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του με σταθερότητα αν δεν έχει τοποθετηθεί ο ακρογωνιαίος λίθος. Αναλόγως, η οργανωμένη νεύρωση, δηλαδή η νεύρωση του ενηλίκου, παραμένει ανολοκλή­ ρωτη μέχρις ότου το τέλος της εφηβείας σημάνει τον τερ­ ματισμό της ψυχοβιολογικής αυτής περιόδου που ονομά­ ζουμε παιδική ηλικία. Όποιες κι αν είναι οι αποκλίσεις που μπορεί να έχουν επισυμβεί στις σχέσεις αντικειμέ­ νου κατά τη διάρκεια των διαφοροποιήσεων που εκείνες οφείλουν να υποστούν, σε κάθε συγκεκριμένη φάση της ανάπτυξης, όποιες κι αν είναι οι παθολογικές αποκρυ­ σταλλώσεις των ψυχικών δομών που μπόρεσαν να δημιουργηθούν κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αυτές οι αναπτυξιακές διαταραχές έχουν μια τελευταία ευκαι­ ρία αυτόματης ίασης κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Από εκεί και πέρα, οι δυνατότητες προσαρμογής είναι αναρίθμητες ανάλογα με την ατομική ιδιοσυγκρασία και τα αποθέματα του Εγώ. Μία από αυτές ονομάζεται νευ­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 1 63

ρωτικός συμβιβασμός, νεύρωση. Ο ισχυρισμός ότι η υπο­ χώρηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος εξελίσσεται σε δύο διαφορετικούς χρόνους πριν από την είσοδο στην ενηλικίωση προϋποθέτει ότι η παιδική ηλικία ολοκληρώ­ νεται από ψυχολογική άποψη με το τέλος της εφηβείας. Σ ’ αυτό τον ισχυρισμό πρέπει να προσθέσουμε ότι η εμπειρία της ομόφυλης δυαδικής προσκόλλησης του αγοριού, δηλαδή με το γονέα ίδιας ταυτότητας γένους αεοζεηβήηΐίβ), συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στο σχη­ ματισμό των νευρώσεων όπως μπορούμε να τις παρατη­ ρήσουμε αργότερα στη ζωή. Δεν θα με εξέπληττε αν τα πορίσματα των ερευνών μου και η πρότασή μου για συ­ μπλήρωση της κλασικής θεωρίας προκαλούσαν τη συμ­ φωνία και συνάμα τη δυσπιστία του αναγνώστη. Έχω πλήρη επίγνωση ότι η θέση μου δεν βασίζεται σε εξα­ ντλητική έρευνα. Αυτό που μπορώ μόνο να περιμένω εί­ ναι μια αντίδραση που να χαρακτηρίζεται από κριτική προσοχή και από τη μέριμνα να αντιπαραβληθούν οι υποθέσεις μου με την κλινική παρατήρηση. Υπενθύμισα παραπάνω ότι στο στάδιο των δυαδικών σχέσεων κυριαρχεί η διχοτόμηση μεταξύ «καλού» και «κακού» αντικειμένου. Όταν η σκέψη υποτάσσεται επί­ σης κατ’ αποκλειστικό τρόπο σ ’ αυτή την πόλωση, η λει­ τουργία της παραμένει πρωτογενής και η αποτελεσματικότητά της περιορισμένη, στο βαθμό που όλες οι σύνθε­ τες καταστάσεις γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με όρους απλής διχοτόμησης. Η πρόοδος στο επίπεδο των τριαδικών σχέσεων οδηγεί τη διαδικασία της σκέψης σε ανώτερο επίπεδο ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, εγκα­

164

1Μ Ε Ρ Ο Σ

ΠΡΩΤΟ

θιδρύει τους απαραίτητους όρους γ ι’ αυτή την πρόοδο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολυπλοκότητα των τριαδικών σχέσεων αντικειμένου, με ό,τι αυτό συνεπάγε­ ται ως εμπειρία συγκρούσεων ανώτερης τάξης, διευρύνει με απίστευτο τρόπο το πεδίο του πιθανού. Από το πλή­ θος των υπαρχουσών πιθανοτήτων, ένας μικρός μόνο αριθμός παραμένει και σταθεροποιείται ξεπερνώντας το τριαδικό στάδιο. 0 σύνθετος χαρακτήρας των διαπροσω­ πικών εμπειριών που προσιδιάζουν στο οιδιπόδειο επίπε­ δο αντανακλάται στο γνωστικό πεδίο με την ανάδυση των διαλεκτικών ικανοτήτων. Μπορούμε να παρατηρή­ σουμε εκεί επί τω έργω μια διαδικασία τριαδικής φύσης, όπου θέση, αντίθεση και σύνθεση διαδέχονται η μία την άλλη. Η πολυπλοκότητα αυτού του τρόπου σκέψης επι­ τρέπει, ανάλογα με την επιλογή του καθοριστικού παρά­ γοντα, μια ατέλειωτη σειρά πιθανών συνδυασμών ή πα­ ραλλαγών, που η καθεμία μπορεί να οδηγήσει σε μια λύ­ ση σε ένα επίπεδο σκέψης ακόμα πιο εξελιγμένο. Αν ακολουθήσουμε την υπόθεση μιας διφασικής επί­ λυσης του οιδιπόδειου συμπλέγματος, τα πιο εξελιγμέ­ να επίπεδα σκέψης δεν μπορούν να εμφανιστούν παρά τη στιγμή της οριστικής του επίλυσης, δηλαδή κατά την περίοδο της εφηβείας. Αυτή η θεωρητική υπόθεση επα­ ληθεύεται από τις έρευνες των Ινχέλντερ και Πιαζέ (Inhelder & Piaget, 1958): «Ο έφηβος είναι ένα άτομο που αρχίζει να κατασκευάζει “ συστήματα” ή “ θεωρίες” με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο έφηβος γίνεται ικα­ νός να αναλύει την ίδια του τη σκέψη και να κατασκευά­ ζει θεωρίες». Η ικανότητα να εκτελεί τέτοιες νοητικές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Π Ε Τ Ε Ρ Μ Π Λ Ο Σ | 165

πράξεις ανοίγει το πνεύμα του έφηβου στη δυνατότητα να χειρίζεται τις αφηρημένες σκέψεις που χαρακτηρί­ ζουν τις ιδεολογίες, τη φιλοσοφία, την επιστημολογία και την επιστήμη. Το παιδί δεν διαθέτει μια λειτουργία αυτής της φύσης. Για τους Ινχέλντερ και Πιαζέ, η ανά­ πτυξη ενός ανώτερου τρόπου σκέψης αποσκοπεί στο να παράσχει τις «γνωστικές και αναλυτικές βάσεις για την ανάληψη των ρόλων του ενηλίκου. Είναι ζωτικής σημα­ σίας για την αφομοίωση των αξιών που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες ή τις κοινωνικές τάξεις ως οντότητες, σε αντίθεση με τις απλές διατομικές σχέσεις». Έχω εξηγήσει ότι ο αρχαϊκός χαρακτήρας της σκέψης που εδράζεται στις συναισθηματικές σχέσεις της δυαδι­ κής περιόδου αντιτίθεται με ριζικό τρόπο στην πολυπλοκότητα των διαδικασιών της διαλεκτικής σκέψης. Η τριαδική περίοδος σχετίζεται με τον εαυτό, τα αντικεί­ μενα και την ταυτότητα, καθώς και με τα συναισθηματι­ κά και σεξουαλικά ζητήματα που συνδέονται με τον κό­ σμο των αντικειμένων. Υπερβαίνει, ούτως ειπείν, την παιδική και ενορμητική καταγωγή της, διαιωνίζοντας τον υπαρξιακό της χαρακτήρα στη γνωστική σφαίρα, όπου ασκείται η αδιάκοπη προσπάθεια να γίνουν κατα­ νοητοί ο κόσμος και ο εαυτός με όρους και τρόπους ολο­ ένα και πιο πολύπλοκους. Μετάφραση στα Ελληνικά: ΑΜΑΛΙΑ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

ΣΗΜΕΙ ΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙ ΜΕΛΗΤΗ

Τίτλος πρωτοτύπου: The breakdown. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Adolescence, 1983, 1,1, 63- 70. Πρόκειται για διάλεξη του Μ. Λόφερ στο Παρίσι, της οποίας η απόδοση στα Γαλλικά έγινε από τη Véronique Jolly. Στη μετάφραση στα ελληνικά, αρχικά διατηρήσαμε τον πρωτότυ­ πο τίτλο. The breakdown, αλλά στη συνέχεια επιλέξαμε σε συνεργασία με τη μεταφράστρια ως τίτλο: Ρήξη (αναπτυξιακή ρήξη στην εφη­ βεία).

Ρήξη Μ οζες Λ ο φ ερ

Η ψυχική νόσος είναι το μεγαλύτερο δράμα που μπορεί κανείς να διανοηθεί και αν δεν τη λάβουμε σοβαρά υπόψη τη στιγμή που θα ’πρεπε, όσα κι αν κάνουμε στη συνέχεια θα είναι απλώς μπαλώματα. Η ψυχοπαθολο­ γία κατά την εφηβεία μάς δίνει τη δυνατότητα να παρέμβουμε ως ψυχαναλυτές ή ψυχοθεραπευτές με έναν τρόπο που δεν θα μας δοθεί σε καμία άλλη στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου. Επιθυμώ να δώσω έμφαση, στο πλαίσιο της θεραπεί­ ας, στην κατανόηση του εφήβου και στην αναστρεψιμότητα της διαδικασίας η οποία, αν δεν ανατραπεί, θα έχει ως αποτέλεσμα ψυχικές διαταραχές στην ενήλικη ζωή. Εύχομαι στο τέλος της παρουσίασής μου να έχετε διαπι­ στώσει ότι δεν υπάρχει κανένα «τέχνασμα», κανένα κόλπο. Τα μοναδικά όπλα, το μοναδικό ξίφος που διαθέ­ τουμε για να καταπολεμήσουμε τις ψυχικές διαταραχές είναι η κατανόηση και όχι κάποιο «τέχνασμα». Πράγμα­ τι, πολλοί από εμάς επαναπαύονται στο γεγονός ότι δια­ θέτουμε συγκεκριμένες μεθόδους εργασίας, και αυτό μοιάζει ασυνειδήτους να προϋποθέτει ότι διαθέτουμε κά-

1681 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ποιο απόλυτα δικό μας «τέχνασμα» για να θεραπεύου­ με τους εφήβους. Ωστόσο, η αναστρεψιμότητα των ψυχι­ κών διαταραχών δεν βασίζεται σε κάποιο τέχνασμα. 0 ίδιος ο Φρόυντ δεν είχε προφανώς κανένα «τέχνασμα». Σε όλη του τη ζωή στηρίχτηκε στην αναγκαιότητα κατα­ νόησης της διαδικασίας της ανάπτυξης και της διαδικα­ σίας που οδηγεί στις διάφορες διαταραχές που διαπι­ στώνουμε στους ενηλίκους. Ένα από τα στοιχεία που μου έκανε ιδιαίτερη εντύ­ πωση στην πρακτική μου με τους εφήβους -κ α ι είμαι σί­ γουρος πως πολλοί από εσάς θα έχετε κάνει αυτή την πολύ απλή παρατήρηση- είναι η τάση για αυτοκτονία, η οποία εμφανίζεται πολύ συχνότερα στους εφήβους πα­ ρά στα παιδιά. Αυτή η συγκεκριμένη διαπίστωση με έκανε να διερωτηθώ: Τι είναι αυτό που προκαλεί σε με­ ρικούς εφήβους αυτή την τάση να προβούν σε φόνο ενα­ ντίον εαυτού - που είναι κυριολεκτικά η έννοια της αυ­ τοκτονίας; Προσπαθώ να καταλάβω αυτή την πολύ απλή παρα­ τήρηση. Αυτό που μου φαίνεται ολοφάνερο είναι ότι η σεξουαλική σωματική ωριμότητα, έτσι όπως την αντι­ λαμβάνεται ο έφηβος, μοιάζει ν’ αλλάζει ολοκληρωτικά το τι σημαίνει για τον ίδιο το σώμα του. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, τοποθετείται η διαδικασία της εφηβείας. Έτσι λοιπόν μπορούμε να αντιληφθούμε και τη σημασία της ανάπτυξης, υπό την έννοια ότι στην εφηβεία εξελίσ­ σεται αυτό που θα μετατραπεί σε ψυχοπαθολογία στον ενήλικο. Μεγεθύνω τη σημασία της περιόδου της εφηβεί­ ας, χωρίς να ξεχνώ το ρόλο της μετεφηβικής ανάπτυξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Μ Ο Ζ Ε Σ Λ Ο Φ Ε Ρ | 169

αλλά στόχος μου σ ’ αυτή την ημερίδα είναι να δώσω έμ­ φαση στην ιδιάζουσα φύση της εφηβείας και σ’ αυτό που αποκάλεσα «breakdow n», τη ρήξη δηλαδή που προκύπτει κατά την εφηβεία και είναι διαφορετική απ’ αυτήν της ψυχοπαθολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξα να περι­ γράφω κάποιες συγκεκριμένες διαταραχές του εφήβου υπό την έννοια της «ρήξης» και όχι της «ψυχοπαθολο­ γίας», και θα σας εξηγήσω τους λόγους. Είναι πολύ πρόσφατες οι μελέτες που εστιάζονται στην ιδιαιτερότητα της περιόδου της εφηβείας. Ως τώρα, οι ψυχίατροι που δούλευαν με εφήβους είχαν εκπαιδευτεί να δουλεύουν μόνο με παιδιά ή με ενηλίκους. Όσον με αφορά, προσπάθησα να καταλάβω τον ιδιαίτερο χαρα­ κτήρα και την προέλευση των διαταραχών της εφηβείας. Πρόκειται για ένα πολύ κρίσιμο σημείο, γιατί μόλις πρό­ σφατα έγινε αποδεκτό ότι και ένας έφηβος μπορεί να εί­ ναι ασθενής, δεν αποτελεί αποκλειστικότητα του ενηλί­ κου. Προκειμένου να προσεγγίσω κάποιες συγκεκριμένες διαταραχές του εφήβου, θα έλεγα πως η κατανόησή μου για την ιδιαίτερη σημασία του τι είμαστε κατά την εφη­ βεία μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: κατά την ήβη, τη στιγμή που προκύπτει μια ασυνείδητη παραγνώριση ενός σώματος που σημαδεύεται από τα χαρακτηριστικά είτε της αρρενωπότητας είτε της θηλυκότητας (που σημαίνει ότι μπορεί να φέρει ένα παιδί στην κοιλιά) ορισμένοι έφη­ βοι αρνούνται ασυνείδητα να το κατανοήσουν και απορ­ ρίπτουν την αφομοίωση μιας νέας εικόνας του εαυτού τους ως έμφυλου ατόμου, άντρα ή γυναίκας. Έχω την αί­ σθηση ότι μεταξύ όλων των διαταραχών που παρατηρού­

1701 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

με κατά την εφηβεία, η «ρήξη» τοποθετείται τη στιγμή της ήβηζ και αυτά που παρατηρούμε αργότερα δεν είναι παρά ίχνη αυτής της «ρήξης», τα οποία εντοπίζουμε σε ένα μεγάλο φάσμα συμπτωμάτων μάλλον παρά ψυχοπα­ θολογίας. Θα ήθελα ωστόσο να αποφύγω να μιλήσω σή­ μερα για ορισμένες εκδηλώσεις των συγκρούσεων όπως η ανορεξία, η παχυσαρκία ή η διαστροφή. Δεν επιθυμώ να απομονώσω μια συγκεκριμένη διαταραχή, γιατί αυτό θα με εμποδίσει να καταλάβω τη «ρήξη» της εφηβείας. Το σημαντικό είναι να καταλάβουμε τη «ρήξη» στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάπτυξης, η οπ οία τοποθετείται στην περίοδο της ήβης. Ο Φρόυντ στις Μελέτες για τη σεξουαλική θεωρία και στο κεφάλαιο «Μετασχηματισμοί της ήβης» επισημαίνει κάτι που με βοήθησε πολύ στην προσπάθειά μου να κα­ ταλάβω τις διαταραχές των εφήβων. Επισημαίνει: «Με το ξεκίνημα της ήβης εμφανίζονται οι μετασχηματισμοί που θα αναγάγουν την παιδική σεξουαλική ζωή στην ορι­ στική και φυσιολογική της μορφή». Πιστεύω πως παρότι το έγραψε αυτό το 1905, δεν άλλαξε γνώμη έως το θάνα­ τό του, το 1939. Σ ’ όλη του τη ζωή πίστευε σ ’ αυτή τη διαπίστωση σχετικά με την ανάπτυξη και την ψυχοπαθο­ λογία του ενηλίκου - θεώρηση με ιδιαίτερο νόημα γι’ αυ­ τόν. Πρόκειται για μια φράση την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε γ ι’ αυτό που πραγματικά σήμαινε. Προ­ σωπικά καταλαβαίνω το εξής: μόνο στο τέλος της εφη­ βείας, η οποία κατά τη γνώμη μου ολοκληρώνεται, όπως διαπιστώσατε στα γραπτά μου. γύρω στα είκοσι ένα χρόνια, εγκαθίσταται η οριστική σεξουαλική οργάνωση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II -

Μ Ο Ζ Ε Σ Λ Ο Φ Ε Ρ | 171

που θα περιγράφω ως μια μη αναστρέψιμη σεξουαλική ταυτότητα. Στο τέλος της εφηβείας ολοκληρώνεται ο τρόπος με τον οποίο ο έφηβος έχει επιλύσει το οιδιπ ό­ δειο σύμπλεγμα μέσα από την οριστική διαφοροποίησή του ως άντρας ή γυναίκα - και τούτο αποτελεί για μένα το καίριο ζήτημα. Επιμένω στο ζήτημα αυτό και το θεωρώ καίριο στη διαγνωστική αξιολόγηση και στη θεραπεία. Για παρά­ δειγμα, στη συμπεριφορά του εφήβου πολλά σημεία μάς κάνουν να σκεφτούμε ότι το άτομο λειτουργεί με τρόπο ψυχωτικό. Πιστεύω πως το να περιγράφει κανείς ορι­ σμένες συμπεριφορές του εφήβου ως ψυχωτικές είναι ένα πολύ σημαντικό λάθος. Οφείλουμε πρωτίστως να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του εφήβου με όρους που αναφέρονται στη φύση της σύγκρουσης που τον έχει οδηγήσει ως εδώ και στα στοιχεία που προσπαθεί να αποβάλει. Θα είμαστε, έτσι, πολύ πιο διορατικοί και προσεκτικοί στην αξιολόγησή μας όταν χρησιμοποιούμε για τον έφηβο όρους όπως σχιζοφρένεια και μανιο-καταθλιπτική ψύχωση, όλες αυτές τις διαγνωστικές ετικέτες που πολύ συχνά περιλαμβάνουν επικίνδυνα λάθη εκ μέ­ ρους μας. 0 Φρόυντ ήταν πεπεισμένος πως δεν δικαιού­ μαστε να χρησιμοποιούμε την ετικέτα της «διαστροφής» πριν από το πέρας της εφηβείας. Παρά το γεγονός ότι δεν συμφωνώ απολύτως όσον αφορά αυτή την παθολογι­ κή κατάσταση, εκτός αν έχει διευκρινιστεί σαφώς, πι­ στεύω πως είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι ο Φρόυντ επιβεβαίωσε ότι η οργάνωση της σεξουαλικής ζωής, είτε είναι διαστροφική είτε όχι, δεν μπορεί να εδραιωθεί πριν

1721 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

από το τέλος της εφηβείας. Αυτό ισχύει εξίσου όταν πρόκειται για μια ψυχωτικού τύπου λειτουργία . Σας δίνω ένα παράδειγμα για να εξηγήσω αυτό που εννοώ. Είχα μια συνάντηση με μια νέα κοπέλα στο Κ έ­ ντρο για εφήβους πριν από λίγο καιρό. Ήταν υπέρβαρη και σκέφτηκα ότι είχα μπροστά μου ένα αγόρι. Φορούσε μόνο αντρικά ρούχα. Είχε κρατήσει μια θέση στο κέντρο μας, αλλά φοβόταν να έρθει να μας ζητήσει βοήθεια. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να την κατατάξω ως «τραβεστί», κάτι που είναι κατανοητό. Αν είχα επιμείνει σ ’ αυ­ τόν το χαρακτηρισμό, θα είχα κάνει ένα τεράστιο λάθος, γιατί θα είχα συμβάλει στο να καταστρέψει τη ζωή της. Είχε έρθει από άλλη περιοχή της Αγγλίας με σκοπό να πάει στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Είχε εξαιρετικά αποτελέσματα στο σχολείο πριν έρθει στο πανεπιστήμιο, αλλά από τότε ζούσε με τον εξής τρόπο: έμενε μόνη της στο δωμάτιό της όλη την ημέρα και τη νύχτα περπατού­ σε μόνη της στο δρόμο. Τρομοκρατήθηκε όταν μια πόρ­ νη την πήρε για άντρα και της έκανε προτάσεις. Έφτασε στο κέντρο μας και άρχισα να της μιλώ, αλλά εκείνη αρνήθηκε να μου μιλήσει. Δεν θα αναφερθώ εδώ -ίσως το κάνω στη συνέχεια- στην τεχνική της συνέντευξης σε μια τέτοια περίπτωση εφήβου, δεν είναι αυτό που θέλω να σας πω. Αυτό που φάνηκε ξεκάθαρα ήταν ότι τα ρούχα που φορούσε δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με το εν­ δεχόμενο να ήταν τραβεστί* προσπαθούσε μ’ αυτό τον τρόπο να ξεγελάσει τον εξωτερικό κόσμο. Ήξερε πάρα πολύ καλά ότι ήταν γυναίκα, ήθελε όμως να ξεγελάσει το περιβάλλον της με την ασχήμια του σώματός της, αυτό

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Μ Ο Ζ Ε Σ Λ Ο Φ Ε Ρ | 173

το σώμα που το απεχθανόταν από την εφηβεία της. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι είχε κάνει αυτή την ιδιάζουσα επιλογή να ντύνεται άντρας. Το σημαντικό στοιχείο ως προς τη διάγνωση συνίσταται στο ότι, με τον τρόπο που ντυνόταν, εκδήλωνε ότι δεν έβρισκε καμία ικανοποίηση στην αποδοχή της σεξουαλικής της ταυτότητας, και αυτό είναι το καίριο σημείο. Με άλλους όρους, δεν είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Ήξερε πολύ καλά τι ήταν και το αμυ­ ντικό της σύστημα δεν την οδήγησε ποτέ στο να σπάσει τους δεσμούς με τον εξωτερικό κόσμο. Η άρνηση δεν εί­ χε να κάνει με το έμφυλο σώμα της ως γυναίκας, αλλά έτεινε στο να παραπλανήσει τους εξωτερικούς διώκτες. Πίστευε πως θα τη χλεύαζαν και θα της επιτίθεντο. Το γεγονός ότι επέλεξε να περιπλανιέται μόνη της τη νύχτα στο δρόμο έδωσε το κλειδί εκείνου που προσπαθώ να εξηγήσω με το « breakdown», με τη «ρήξη στην ανάπτυ­ ξη». Μου πήρε πολύ χρόνο να μάθω οτιδήποτε σχετικά μ’ αυτό το κορίτσι. Το μόνο που έκανα στην αρχή ήταν να της επιβεβαιώνω ότι θα έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να τη βοηθήσω, αλλά δεν μπορούσα να της εξα­ σφαλίσω ότι θα τα κατάφερνα, αν δεν έβαζε κι εκείνη ένα χεράκι. Θα εκπλαγείτε αν σας πω ότι την έβλεπα δεκα­ πέντε μήνες ώσπου να μπορέσω απλώς να καθορίσω μια διάγνωση, μήνες κατά τους οποίους έφευγε τρέχοντας από το δωμάτιο κι εξαφανιζόταν. Της έγραφα μια επι­ στολή για να της πω να ξανάρθει, κι εκείνη ξαναρχόταν. Μόλις άγγιζα ένα καίριο σημείο των διαταραχών της, το έσκαγε ξανά. Της έγραφα άλλο ένα γράμμα λέγοντάς

1741 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

της: «Ελάτε ξανά, πρέπει να μιλήσουμε αύριο. Ξέρετε πως έχετε ανάγκη από βοήθεια». Κι εκείνη ξαναρχόταν. Αν από την πλευρά μου είχα θεωρήσει αυτή την αλλόφρονα συμπεριφορά ως σημάδι μιας ψυχωτικής λει­ τουργίας, μιας ψύχωσης ή μιας διαστροφικής οργάνω­ σης, θα είχα κάνει σοβαρό λάθος γιατί αυτό που παρα­ τηρούσα δεν ήταν μια καθηλωμένη παθολογία, αλλά αυ­ τό που θα αποκαλούσα παλινδρομικές εκδηλώσεις, οι οποίες είχαν προκληθεί από τη σχέση της με το ίδιο της το σώμα. Μπορούσε κανείς να παρέμβει γιατί οι κύριοι τρόποι σεξουαλικής ικανοποίησης και ο προσανατολι­ σμός της σεξουαλικής της ζωής δεν είχαν εδραιωθεί ακό­ μα, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Αυτό που θα ήθελα να υπογραμμίσω σε σχέση με αυ­ τή τη νεαρή γυναίκα δεν έχει να κάνει μόνο με το ζήτη­ μα της διάγνωσης, αλλά με την εξής διαπίστωση: κάθε ψυχοπαθολογία ενηλίκου, πέραν της νεύρωσης, περιλαμ­ βάνει στην ιστορία της μ ια «ρ ήξη» κατά την εφηβεία. Αυτή η πεποίθησή μου βασίζεται στην αναλυτική δου­ λειά που έχω κάνει με ενηλίκους. Είμαι επίσης πεπει­ σμένος πως η οξεία ψυχοπαθολογία του ενηλίκου -κα ι περιλαμβάνω εδώ αυτό που ονομάζεται ψευδο-ψύχωσ η- είναι αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης αυτής της «ρ ή ­

ξης» ως τρόπου άμυνας, κατά την εφηβεία, απέναντι στην πραγματικότητα. Αν αυτή η αμυντική ρήξη απέναντι στην πραγματικό­ τητα δεν γίνει αντικείμενο διεργασίας μέσω της βοήθειας που μπορεί να προσφερθεί σ' αυτό το άτομο για να αντι­ μετωπίσει την αμυντική ρήξη, ενδέχεται να διαπιστώ­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Μ Ο Ζ Ε Σ Λ Ο Φ Ε Ρ | 1 75

σουμε στο τέλος της εφηβείας αυτό που αποκαλώ ενσω­ μάτωση αυτής της «ρήξης», η οποία στην ενηλικίωση αποκαλύπτεται ως ψυχωτικό ισοδύναμο της ψύχωσης. Το φαινόμενο αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να έχουμε σοβαρά κατά νου. Το θέμα δεν είναι αν κάνουμε δύο ή τρεις ή τέσσερις συνεδρίες1, το ζήτημα είναι οι αρχές της εργασίας που θέτουμε όταν έχουμε ως στόχο να αποσυνθέσουμε την ψυχοπαθολογία. Σας διαβεβαιώνω πως αυτή η νέα γυ­ ναίκα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ασθενής ψυχιατρι­ κού νοσοκομείου, χωρίς καμία αμφιβολία για μένα, με τη διάγνωση μιας μανιο-καταθλιπτικής ψύχωσης. Θα είχε εγκαταλείψει κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, θα εί­ χε δεχτεί την ιδέα ότι δεν άξιζε τίποτα, ότι τη μισούσαν, ότι τη χλεύαζαν, και αυτό θα είχε ενσωματωθεί στο τέλος της εφηβείας της σε κάτι το μη αναστρέψιμο. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά αν είναι δυνατόν να αναστρέψουμε αυτή την εξελικτική διαδικασία, κατ’ εμέ οφείλουμε να το κάνουμε. Θα πάω παραπέρα λέγοντας ότι μπορούμε να το κάνουμε μέσα από μέρα με τη μέρα εργασία. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, απαιτεί πολλή κα­ τανόηση αλλά απαιτεί επίσης και σεβασμό για τη δύναμη της ψυχοπαθολογίας, την οποία δεν μπορεί κανείς να εξοντώσει μέσα σε δεκαπέντε μέρες με γρήγορες και λα­

10 Λόφερ απαντά στις αντιδράσεις του ακροατηρίου των Γάλλων συναδέλφων του σε προηγούμενη αναφορά του -στη διάρκεια αυτής της ημερίδας- στην ψυχαναλυτική τεχνική του με εφήβους, που περι­ λαμβάνει ορισμένες φορές και πέντε συνεδρίες την εβδομάδα.

1761 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

μπρές ερμηνείες. Ένα από τα αποτελέσματα της ψυχα­ ν α λ υ τ ή ς κατανόησης του εφήβου θα μπορούσε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αν μπορούμε να κάνουμε ταχεί­ ες και λαμπρές ερμηνείες, τότε το πρόβλημα θα λυνόταν. Αυτή η οπτική δεν παίρνει στα σοβαρά υπόψη της τη δύ ­ ναμη της ψυχοπαθολογίας, και τότε κινδυνεύουμε να χά­ σουμε τη μοναδική ευκαιρία να προσεγγίσουμε τη βαριά ψυχοπαθολογία του εφήβου. Σήμερα, αυτά που λέμε είναι ως εάν το να είναι κα­ νείς «έφηβος», σημαίνει «περίεργος». Δεν είναι έτσι. 0 κάθε έφηβος θα γίνει ένας ενήλικος, αυτό είναι προφα­ νές, εκτός από αυτούς που θα αυτοκτονήσουν. Δεν είναι τυχαίο που τα ψυχιατρικά μας νοσοκομεία είναι γεμάτα ασθενείς. Διαπίστωσα πως πολλοί από αυτούς δεν θα ’πρεπε να είναι εκεί. Παίρνω ένα ακραίο και δραματικό παράδειγμα, αλλά δεν είναι απαραίτητο να πας σε ψυ­ χιατρική κλινική για να το διαπιστώσεις. Το βλέπεις στην καθημερινή μας πρακτική: πολλοί ενήλικοι με κατε­ στραμμένη ζωή δεν θα είχε χρειαστεί να ξαπλώσουν στο ντιβάνι μας ή να κάνουν θεραπεία μαζί μας, αν είχαν βοηθηθεί κατά την εφηβεία τους. Ολοκληρώνω εστιάζοντας την προσοχή μου σε αυτό που εννοώ χρησιμοποιώντας τον όρο «θεραπεία κατά την εφ ηβεία». Όταν μιλώ για «ρήξη» που παρουσιάζεται κατά την εφηβεία, αναφέρομαι με σφαιρικό τρόπο στην απόρριψη από τον έφηβο του νέου έμφυλου σώματός του και στους τρόπους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, που χρησιμοποιεί τη στιγμή που φτάνει στην ήβη για να αντιμετωπίσει το έμ-

Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ

II -

Μ Ο Ζ Ε Σ Λ Ο Φ Ε Ρ | 177

φυλό σώμα του, που το σιχαίνεται και που προσπαθεί να το αποποιηθεί. Κατά τη γνώμη μου, η θεραπεία, αυτό που αποκαλώ κεντρική διαδικασία και που δεν μπορού­ με να την προσεγγίσουμε παρά μόνο μέσα από μια ιδιαίτερη χρήση της μεταβίβασης, συνίσταται στο εξής: Η ρή­ ξη που έχει προκόψει κατά την εφηβεία οφείλει να βιωθεί εκ νέου με τον θεραπευτή, μέσα από το μίσος του σώματος, την επιθυμία να καταστραφεί η σεξουαλικότητά του, την επιθυμία του εφήβου να αποποιηθεί τελικά το σώμα του, μέσα από αυτά δηλαδή που τον εμποδί­ ζουν να καταλάβει γιατί χρειάστηκε να καταφύγει σ ’ αυ­ τή τη «ρήξη» κατά την ήβη. Αυτός είναι για μένα ο πυ­ ρήνας της θεραπείας. Αν δεν το κάνετε αυτό, δεν θα αναστρέψετε την ψυχοπαθολογική διαδικασία. Δεν αρκεί να αλλάξει η διάθεσή του, να νιώθει καλά· αυτά θα γίνουν με την κοινή δουλειά μαζί μας. Πρέπει μέσα από τη μεταβίβαση να αποκτήσει μαζί μας την εμπειρία της αποδιοργάνωσης της δοκιμα­ σίας της πραγματικότητας, της εικόνας που έχει για σας ως διώκτη, καθώς είναι πεπεισμένος ότι τον μισείτε, θέ­ λοντας από την πλευρά του να σας σκοτώσει εξαιτίας του προσώπου που αντιπροσωπεύετε στο μυαλό του, ζητώ­ ντας από σας να του αφαιρέσετε τη σεξουαλικότητα και τις τρελές φαντασιώσεις του. Όσο αυτές οι εκδηλώσεις δεν έχουν γίνει βίωμα και αντικείμενο διεργασίας μέσα από τη μεταβίβαση, δεν θα έχετε αγγίξει την ψυχοπαθο­ λογία ούτε μπορείτε να θεραπεύσετε τον έφηβο. Επιμένω στο ότι αυτού του είδους η διεργασία απαι­ τεί πολύ χρόνο. Όσο δουλεύω με εφήβους, και αυτό εν­

1781 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

δέχεται να σας ξαφνιάσει, τόσο περισσότερο πείθομαι για την ανάγκη να δίδεται πολύς χρόνος για τη θεραπεία του εφήβου, παρά για το αντίθετο. Πολλοί μεταξύ μας πιστεύουν πως οι έφηβοι δεν πρέπει να είναι εξαρτημένοι από εμάς. Αυτό, κατά την άποψή μου, δεν έχει νόημα γιατί μόνο χάρη στο γεγονός ότι ο έφηβος επιτρέπει στον εαυτό του να είναι εξαρτη­ μένος από εμάς μπορούμε να αγγίξουμε τη διαστρέ­ βλωση της εσωτερικής του ζωής. Μόνο με αυτό τον τρό­ πο αυτός ή αυτή κι εγώ, ως θεραπευτής, θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το νόημα της σχέσης ιδιαιτέρως με τους οιδιπόδειους γονείς και του φόβου της παθητικότητας που συναντάμε στο πλαίσιο της εξάρτησης. Δεν μπορούμε να φτάσουμε στον πυρήνα των διατα­ ραχών του εφήβου και να τον επεξεργαστούμε με γρή­ γορο τρόπο. Θα πρέπει να το βγάλουμε αυτό από το μυαλό μας. Δεν εννοώ ότι οι εν λόγω θεραπείες θα πρέπει να γί­ νονται με πέντε συνεδρίες την εβδομάδα. Έχω απόλυτη συνείδηση ότι είναι αδύνατον για τους περισσότερους θεραπευτές να προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα στους εφήβους. Στο Λονδίνο είμαστε ιδιαίτερα τυχεροί που μπορούμε να κάνουμε τέτοιου είδους ψυχαναλυτικές θεραπείες με ορισμένο αριθμό εφήβων. Όταν έχουν τε­ θεί οι αρχές του πλαισίου της θεραπείας, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αυτό που θα πρέπει να αναστρέ­ ψουμε μέσω της επαφής μας με τους εφήβους απαιτεί εντατική δουλειά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II - Μ Ο Ζ Ε Σ Λ Ο Φ Ε Ρ | 179

Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι μπορεί κανείς να αγγίξει αυτή τη «ρήξη» με άλλους τρόπους παρά μόνο με ατομική δουλειά, με την αναβίωση της εμπειρίας των διαταραχών μέσα από τη μεταβίβαση. Για το λόγο αυτόν διατηρώ μεγάλες επιφυλάξεις ως προς τους άλλους τρό­ πους θεραπείας, όπως οι οικογενειακές θεραπείες, οι θε­ ραπείες ομάδας, κ.τ.λ., οι οποίες είναι πολύ της μόδας, το ξέρω, και πολύ συχνά επιβοηθητικές. Διερωτώμαι όμως αν προσεγγίζουν την καρδιά της ψυχοπαθολογίας του εφήβου ή τις διαταραχές που διαπιστώνουμε στη μελλοντική ζωή του ενηλίκου. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει άλλο υποκατάστατο από την αναβίωση αυτής της «ρήξης» μέσα από τη μεταβίβαση. Δεν έχω άλλο τρόπο να αναστρέψω αυτή τη διαδικα­ σία, παρά μόνο τη μεταβιβαστική εμπειρία, η οποία εί­ ναι, κατά την άποψή μου, θεμελιώδης. Μετάφραση στα Ελληνικά: ΕΥΑ ΛΕΩΝΙΔΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Α ν ν α και Μέλανι Α π ό τις «Αντιδικίες» στους επιγόνους

ΣΗΜΕΙ ΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙ ΜΕΛΗΤΗ

Τίτλος πρωτοτύπου: Mélanie Klein analyste d’ adolescents: V. Quelques conclusions. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Adolescence, 2005, 23, 4, 1041-

1053

Η Μ έ λ α ν ι Κλάιν ω ς αναλύτρια ε φ ή β ω ν Κάποια συμπεράσματα Ν τ ο μ ιν ικ Α γ κ ο ς τ ι ν ι

Η σειρά των άρθρων «Η Μελανί Κλάιν ως αναλύτρια εφή­ βων» φτάνει στο τέλος της με το παρόν κείμενο. Τέσσε­ ρις από τους εφήβους που έχουν σημαδέψει σε βάθος το έργο της παρουσιάστηκαν διαδοχικά (Agostini, 2004a, 2004b, 2005a, 2005b). Τρεις υπήρξαν ασθενείς της Κλάιν: ο Φελίξ (Klein, 1923a, 1923b, 1925), ηΊλζε (1932a, 1932b) και ο Ουίλι (1932a, 1932c). Όσον αφορά τον τέταρτο, τον Φαμπιέν Εσπεσέλ (1955), ήταν ο ήρωας ενός μυθιστορήμα­ τος του Ζυλιέν Γκρην (1947). Αυτές οι τέσσερις αναλυτι­ κές συναντήσεις αντιστοιχούν σε διαφορετικές εννοιολογικές εποχές της Κλάιν, εποχές που έχω αναδείξει χρονο­ λογικά μέσα από τις έννοιες: ασυνείδητες φαντασιώσεις, μερικά, ολικά και συνδυασμένα εσωτερικά αντικειμένα, ψυχική αμφισεξουαλικότητα, επιστημοφιλική ενόρμηση, διαμόρφωση του συμβόλου, επανορθώσεις, διχοτομήσεις, θηλυκή φάση, ενδοβλητικές και προβολικές ταυτίσεις, καταθλιπτική και σχιζοπαρανοειδής θέση. Στο πλαίσιο αυτού του επιλόγου, θα προβώ σε ανασκό­ πηση των κλάίνικών θέσεων για τις παιδικές ρίζες της «ψυ-

184

1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

χικής ή β η ς » . Κάνοντας το θα περιγράφω, μαζί με τις μετα­ κλασικές τροποποιήσεις της θεωρίας της αναλυτικής τε­ χνικής με εφήβους, μερικές νέες ιδέες που, έχοντας γονιμοποιηθεί από τη σκέψη της Κλάιν, διαμορφώθηκαν μετά το θάνατό της το 1960. Οι νέες αντιλήψεις για το ζεύγος μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση, που γεννήθηκαν από τις έρευνες γύρω από την επιστημοφιλική ενόρμηση και την προβλητική ταύτιση, αποτελούν διακεκριμένα παραδείγματα. Έχω στο παρελθόν αναπτύξει (2004α, 2004θ, 2005α) ότι ήδη από το 1923 η Κλάιν είχε επεξεργαστεί τη ζωτικής σημασίας ιδέα της «συγκεκριμένης και σωματικής φύ­ σης των αυνανιστικών φαντασιώσεων σε μια μορφή που βασίζεται στις σχέσεις αντικειμένου» (Ηίτ^ΗθΚνοοό, 1989). Είχε επίσης θέσει την αφομοίωση της ψυχικής αμφισεξουαλικότητας ως μείζονα αποστολή της διαδικα­ σίας της εφηβείας1: ο Φελίξ, η Ίλζε και ο Ουίλι παρου­ σίαζαν, πριν από την ανάλυση, κλινική εικόνα σχιζοει­ δούς και επιστημοφιλικής αναστολής, που η Κλάιν συ­ ναρτά με την ιλιγγιώδη σεξουαλική διχοτόμηση μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών στοιχείων που είναι παρό­ ντα και στα δύο φύλα. Οι τρεις αυτοί έφηβοι αφομοίω­ σαν μέσα στην ανάλυση τα οιδιπόδεια άγχη και τις οιδι­ πόδειες φαντασιώσεις τους, θετικά και αρνητικά: μετά 1 Η έκφραση «διαδικασία εφηβείας», ανύπαρκτη στην Κλάιν, μοιά­ ζει με τη διεργασία του πένθους-περάσματος, όρο με τον οποίο η ίδια εννοιοδοτεί τα σχετικά με την «ψυχική ήβη». Διεργασία μέσα στην οποία το εγώ μελετά κάθε πτυχή του χαμένου εσωτερικού/εξωτερικού αντικειμένου, συνθήκη sine qua non για τον ψυχικό αποχωρισμό από τους τρόπους των σχέσεων της παιδικής ηλικίας (relations infantiles).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ ΟΜ Ι Ν Ι Κ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 1 85

την ανάλυση των ετεροφυλοφιλικών αυνανιστικών φα­ ντασιώσεων, η Κλάιν ακολουθεί μέσω της αμφισεξουαλικής αφομοίωσης τη βασιλική οδό πρόσβασης στις δια­ φορές των γενεών και των φύλων, αυτήν των ομοφυλοφιλικών ενορμήσεων και φαντασιώσεων. Έτσι, αναδεικνύει το ότι η ψυχική και διανοητική ανάπτυξη και η διαμόρφωση του συμβόλου εξαρτώνται από την ποιότη­ τα των δεσμών που ενώνουν το εσωτερικό γονικό ζεύ­ γος: η αμφισεξουαλική αφομοίωση-διαμεσολάβηση γονιμοποιεί, μαζί με την ψυχική ανάπτυξη, τη σεξουαλική ταυτότητα. Οι έννοιες της αμφισεξουαλικότητας και της επιστημοφιλικής ενόρμησης θα αποτελέσουν το μίτο της Αριάδνης στο παρόν κείμενο. Στο τέλος της ανάλυσης, ο Φελίξ, η Ίλζε και ο Ουίλι έχουν ανακτήσει την επιστημοφιλία τους. Η Κλάιν, με ένα εγώ που είναι εξαρχής σε θέση να αναπτύξει σχέσεις αντικειμένου και αρχαϊκές άμυνες, έχει διαμορφώσει την έννοια μιας «επιστημοφιλικής ενόρμησης» εγγενούς, που η πρώιμη «οιδιπόδεια κατάσταση» εντοπίζει μέσα στη μητρική κοιλιά, «σκηνή όλων των διαδικασιών και όλων των σεξουαλικών συμβάντων» (1928). Το να γνωρίζει κά­ ποιος αυτό που η μητέρα έχει μέσα στην κοιλιά της είναι σαν να αποδίδει, κατά την Κλάιν - «εσωθική»2 την ονό­ μαζε ο Λακάν- στην ίδια τη γνώση μια λειτουργία κυ­ ριαρχίας επί των αγχών που απορρέουν από τη σύγκρου­ ση αγάπης/ μίσους. Η αφομοίωση αυτών των φαντασιώ­ 2 Σ.τ.Μετ.: Ως «εσωθική», ή αλλιώς «ειδήμων των εντοσθίων». απο­ δίδεται η έκφραση του Λακάν «geniale tripiere» για τη Μ. Κλάιν.

1 8 6 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

σεων επίθεσης στο εσωτερικό του μητρικού σώματος θε­ μελιώνει την εσωτερικότητα, το «περιέχον» (Βίοη, 1962), αυτή τη βασική έγνοια κάθε ατόμου. Ως προς τον δεσμό μεταξύ επιστημοφιλικής ενόρμησης και σεξουαλικής ταυτότητας, η Κλάιν θεωρεί ότι οι θηλυκές γενετικές ενορμήσεις που έχουν πολύ νωρίς συν­ δυαστεί με τις στοματικές ενορμήσεις έχουν ένα χαρα­ κτήρα δεκτικό-επιστημοφιλικό και όχι παθητικό: η επέν­ δυση του στόματος τρέφει και υποστηρίζει τη γνώση3 του αιδοίου. Η περίπτωση «Ίλζε» καταδεικνύει ότι ο εσωτερικός πατέρας και τα εσωτερικά βρέφη4 συνιστούν τα βασικά περιεχόμενα του περιέχοντος-μητέρα.

Η

Κλάιν έχει από την άλλη πλευρά αναπτύξει το ότι οι κό­ ρες φοβούνται μια επιστροφή -εκδικητικό υπερεγώ- των επιθέσεών τους στον μητρικό «εσωτερικό κόσμο»5 ενα­ ντίον της δικής τους σεξουαλικής ταυτότητας. Η πρώτη έμμηνος ρήση μπορεί να επιβεβαιώσει αυτή την παντο­ δύναμη φαντασίωση «καταστροφής του εσωτερικού του 3 Η ετυμολογία της λέξης «γνώση», savoir, sapere, να έχεις γεύση, να γεύεσαι, δείχνει ότι η επιστημοφιλική ενόρμηση πηγάζει στην πρωταρ­ χική κοιλότητα και αναπτύσσεται στο πεδίο των ενδοσυσχετίσεων. Αυ­ τή η γενεαλογική γραμμή στόμα/αιδοίο τοποθετεί το πεδίο αυτό σε μια σχέση γνώσης: γνωρίζω, αφήνομαι να μάθω. 4 Στα τέσσερα πρόσωπα της κλασικής πρωταρχικής σκηνής, η Κλάιν προσέθεσε, σχετικά με το μητρικό εσωτερικό, το (τα) εσωτερικό (εσω­ τερικά) μωρό (μωρά). 3 Η έννοια του εσωτερικού αντικειμένου έδωσε μια αξιοσημείωτη αύξηση εμβέλειας στην έννοια του «εσωτερικού κόσμου» (Freud. 191 la). Αυτός ο κόσμος είναι, σύμφωνα με την Κλάιν (1940), διάσπαρ­ τος με εσωτερικοποιημένα αντικείμενα, με μορφές που προέρχονται από παλαιότερες εμπειρίες που επηρεάζουν τις πιο πρόσφατες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - ΝΤ Ο ΜΙ Ν ΙΚ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 187

σώματος»6 (1932b) αναζωπυρώνοντας, σε περίπτωση μη ψυχικοποίησης των σφιγκτήρων, «άγχη εκροής» (Tustin, 1986). Η Κλάιν (Klein, 1928) θεωρητικοποίησε πράγματι ένα υπερεγώ του οποίου η αγριότητα, απορρέοντας από την ενόρμηση θανάτου και τις πρώιμες σχέσεις αντικειμένου, ενσκήπτει πολύ πριν από την εποχή της επίλυσης του κλασικού οιδιπόδειου συμπλέγματος του οποίου το υπερ­ εγώ είναι ο κληρονόμος, κατά τον Φρόυντ (Freud, 1923a). Αυτές οι θεωρητικοποιήσεις μιας επιστημοφιλικής ενόρμησης ενός εγώ και ενός υπερεγώ εγγενών στην προϊστο­ ρία του οιδιπόδειου συμπλέγματος βρίσκονται στη ρίζα των «Αντιδικιών»7. Οι πρώιμοι φόβοι εκμηδένισης από το υπερεγώ συνιστούν για την Κλάιν ένα πρωταρχικό άγχος που αναζωπυρώνεται με την ήβη: μια ανεπαρκής αποτο­ 6 Για τον Ε. Τζόουνς (Jones, 1927), το πιο βαθύ άγχος για το κορί­ τσι είναι η «αφάνισις», δηλ. ο φόβος καταστροφής του εσωτερικού της από το μορφοείδωλο (imago) της «κακής» μητέρας. Η φαντασίωση που κυριαρχεί τότε είναι αυτή ενός φόβου αντεκδίκησης, ως αντίποινα για τις φαντασιώσεις υφαρπαγής του πατρικού πέους και των βρεφών που εμπεριέχονται στην κοιλιά της μητέρας. Η φαλλική θέση -φθόνος του πέους- συνιστά κατά τη Μ. Κλάιν και τον Ε. Τζόουνς μια άμυνα έναντι αυτού του άγχους: «Η ζηλόφθονη επιθυμία να έχεις πέος είναι δευτερογενής ως προς την επιθυμία να λάβεις το πέος» (1932b). 7 Οι «Αντιδικίες», που ανατάραξαν τη Βρετανική Εταιρεία από το 1942 μέχρι το 1944, επικεντρώθηκαν στην προβληματική της ψυχικής ζωής των έξι πρώτων μηνών της ζωής. Ομοίως με τον πατέρα της, και αντιθέτως με την Κλάιν, η Α. Φρόυντ θεωρούσε ότι τους συγκεκριμέ­ νους μήνες κυριαρχούσε ένα ναρκισσιστικό-αυτοερωτικό στάδιο. Η Α. Φρόυντ και η Μ. Κλάιν δεν αναφέρονταν στον ίδιο Φρόυντ: ο Φρόυντ της Αννας ήταν αυτός της πρώτης Τοπικής* η Μέλανι θα μείνει πιστή στον μετά τη στροφή του 1920 Φρόυντ.

1881 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ξίνωση-αφομοίωση των παιδικών τρόμων εντείνει τις ανα­ ταράξεις της ήβης, κάτι που τείνει να προκαλεί σοβαρές διαταραχές υπό την προσταγή του αρχαϊκού υπερεγώ, που αληθινά στοιχειώνει το «ένηβο». Η είσοδος και κατό­ πιν το ξεπέρασμα της ψυχικής ήβης εξαρτώνται, υπ’ αυτό το πρίσμα, από το βαθμό αφομοίωσης από το εγώ των πρώιμων τρόμων και επομένως από την αναζωπύρωσή τους κατά τη διάρκεια της εφηβικής εκδοχής του οιδιπό­ δειου συμπλέγματος: «Τ ο βασικό πρόβλημα και το κριτή­ ριο της συνολικής μεταγενέστερης ικανότητας προσαρμο­ γής, στην πραγματικότητα είναι η δυνατότητα να αντέχει κανείς τα άγχη που γεννιούνται από την οιδιπόδεια κατά­ σταση» (1928). Η κλάίνική ανακάλυψη μιας πρωιμότατης εκδοχής του οιδιπόδειου έχει ανοίξει το δρόμο για την εξερεύνηση διαφορετικών επιπέδων της αμφισεξουαλικότητας. Η Φρ. Τάστιν (Τι^Ηη, 1981) υπαινίχθηκε με αυτή την έννοια την ύπαρξη μιας αμφισεξουαλικότητας στα πλέον αρχαϊ­ κά επίπεδα γένεσης του ψυχισμού. 0 Ντ. Ουζέλ (Η οιιζθ Ι, 2002) διακρίνει τρία επίπεδα στα οποία η αφομοίωση των μητρικών/θηλυκών και πατρικών/αρσενικών στοιχείων τί­ θεται με συμπληρωματικό τρόπο, καθώς προοδευτικά οφείλουν «να συνυπάρξουν και να εξισορροπηθούν αμοι­ βαία σε διάφορες αναλογίες». Το πρώτο επίπεδο είναι, κατά τον Ντ. Ουζέλ, αυτό των ψυχικών περιβλημάτων: το θηλυκό εδράζεται στο επίπεδο αυτό στο στήθος, το αρσε­ νικό στη διεγερμένη ρώγα. Αυτές είναι οι ιδιότητες του πρώτου αμφισεξουαλικού περιέχοντος, αυτής της πρώ­ της δομής που θεμελιώνει την εξατομίκευση, τη διάκριση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Ν Ι Κ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 189

εντός/εκτός, υποκειμένου/αντικειμένου. Το δεύτερο επί­ πεδο είναι αυτό των μερικών αντικειμένων που, όπως δ ι­ ευκρινίζει ο Ρον Μπρίττον (Britton, 1999), διαθέτουν φυσι­ κές ιδιότητες, όχι όμως και την εσωτερική οργάνωση που διαθέτουν τα ολικά αντικείμενα του τρίτου επιπέδου, το οποίο εμπεριέχει από την πλευρά του φυσικούς χώρους, χρονικές δομές. Η προϊστορία της ψυχικής αμφισεξουαλικότητας συ­ ναρθρώνει έτσι την πατρική λειτουργία σταθερότητας και καθετότητας με την οριζόντια και περιέχουσα διά­ σταση της μητρικής λειτουργίας. Η Φρ. Τάστιν (Tustin, 1986) αντιλαμβάνεται μ’ αυτή την έννοια την πρώιμη αφομοίωση χάρη στη σύζευξη των πρώιμων αισθήσεων του σκληρού και του μαλακού, του ξηρού και του υγρού, που κατ’ επανάληψη συνδέονται με τις ιδιότητες δεκτι­ κότητας και διείσδυσης του πρωταρχικού συνδυαστικού αντικειμένου, του στήθους-ρώγα. Αυτή η αφομοίωση, όταν επέρχεται, μετασχηματίζει το σκληρό σε στέρεοσταθερό και το μαλακό σε απαλό ^τρυφερό για να συ­ γκροτήσει

ένα εσωτερικό

αντικείμενο-υπόβαθρο το

οποίο, παντρεύοντας μητρικές και πατρικές λειτουργίες, αποδίδει προοδευτικά περίβλημα-δέρμα και σπονδυλική στήλη στο αίσθημα σεξουαλικής ταυτότητας. Όταν μια καλή σχέση με το στήθος και τη μητέρα έχει εγκαθιδρυθεί επαρκώς ως «ισχυρό σημείο μέσα στο εγώ» (1946) λειτουργεί ως σημείο στήριξης και περά­ σματος προς το νέο πατέρα, επιτρέποντας τη δίοδο σε έναν τριγωνικό ψυχικό χώρο: η Κλάιν (1932b, 1932c) έχει θεωρητικοποιήσει μία «θηλυκή φάση» αλλαγής αντικει-

1 9 0 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

μενού κοινή στα δυο φύλα. Αυτή η φυσιολογική αναπτυ­ ξιακή φάση θεμελιώνεται σε μία «προσύλληψη»8 του πατέρα (νέου αντικειμένου προς γνώση), της «συμπληρωματικότητας των φύλων» (ϋιιΚοη, 1991) και, τέλος, της σεξουαλικής ταυτότητας. Η Κλάιν είχε όντως τη δ ι­ αίσθηση να συλλάβει το αίσθημα της σεξουαλικής ταυ­ τότητας -τ ο να ανήκει κανείς στο ένα ή στο άλλο φύλοως ασυνείδητη και εγγενή προ-γνώση, «προ-σύλληψη» θα έλεγε ο Γ.Ρ. Μπίον, της οποίας η «πραγματοποίηση» εγκαθιδρύει μια «σύλληψη» της οριστικής σεξουαλικής ταυτότητας μέσω της αφομοίωσης επαρκούς ψυχικής αμφισεξουαλικότητας. Αν η εσωτερική μητέρα τρέφει το αίσθημα συνέχειας της ύπαρξης, ο εσωτερικός πατέ­ ρας9 διασφαλίζει από την πλευρά του την πορεία προς 8 Μέσα από κλαϊνικές θεωρητικοποιήσεις της επιστημοφιλικής ενόρμησης και της ασυνείδητης φαντασίωσης, ο Γ.Ρ. Μπίον (Βΐοη, 1962) ανέπτυξε την έννοια της προσύλληψης. Πρόκειται για ένα επίπεδο κλη­ ρονομικής ασυνείδητης προσδοκίας που μοιάζει με αυτό που ο Καντ αποδίδει στην «κενή σκέψη» που περιμένει να γεμίσει. Όπως μια ασυ­ νείδητη προσδοκία ένωσης των δύο αντικειμένων -στόματος και θηλής— με σκοπό να φτιάξουν ένα τρίτο. Αυτή η προσύλληψη του δεσμού στόμα/θηλή στηρίζει αυτήν μιας συμπληρωματικότητας των φύλων - πέος/αιδοίο: το παιδικό (ΐηίω^) έχει, σύμφωνα με την Κλάιν, την ασυνεί­ δητη φαντασίωση, την προσύλληψη της συνάντησης ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο όργανα. Ο Γ.Ρ. Μπίον (Βΐοη, 1962) συνέδεσε, υπ’ αυτή την έν­ νοια, τα θηλυκά και αρσενικά διακριτικά, διαδοχικά, στο πρωταρχικό περιέχον και στα πρωτόγονα συναισθηματικά περιεχόμενα: η πρωτό­ γονη σχέση περιέχον/περιεχόμενο στηρίζει τη μετέπειτα σχέση πέος/αιδοίο. 9 Η Κλάιν συχνά έχει επικριθεί ότι παραμέλησε το ρόλο και τη λει­ τουργία του πατέρα. Όντως, στη συγγραφέα αυτήν, ο πατέρας είναι εξαρχής παρών στο εσωτερικό της μητέρας -συνδυασμένο αντικείμενο-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Ν Ι Κ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 191

«την εμπειρία-γνώση»10 (Goyena, 1991) του αγνώστου: το πατρικό περιέχον εμφανίζεται ως περιέχον του γίγνε­ σθαι. Το πέρασμα από το στήθος στο πέος συνιστά, στην εφηβική εκδοχή του, ένα μοντέλο επιτέλεσης της διαδικασίας της εφηβείας. Η επιτυχία της εφηβικής εκδοχής -επίπεδο των ολι­ κών αντικειμένων- της «θηλυκής φάσης» προϋποθέτει ότι οι εσωτερικοί γονείς είναι, κατά το μοντέλο της ρώ ­ γας και του στήθους -πρώιμη ψυχική αμφισεξουαλικότητα- ενωμένοι ώστε να συνιστούν μια βασική ασφά­ λεια, ρίζα της οριστικής σεξουαλικής ταυτότητας στο τέλος της διαδικασίας της εφηβείας: το υποκείμενο κα­ θιστά εντός του γόνιμη την ανάπτυξη της σεξουαλικής του ταυτότητας μέσω προβολικής ταύτισης με τη συνου­ σία των εσωτερικών γονέων. Αφού εγκαθίδρυσε ένα κοινό στα δύο φύλα μοντέλο, η Κλάιν διαφοροποιεί την ψυχική ήβη για το αγόρι και για το κορίτσι (1932a). Η ανάπτυξη μιας θηλυκής στάσης απαιτεί, λόγω της πα­ ντοδυναμίας των επιθετικών φαντασιώσεων απέναντι στο εσωτερικό του σώματος της μητέρας, περισσότερο χρόνο για το νεαρό κορίτσι από ό,τι η εγκαθίδρυση της

και κατόπιν κατέχει κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του συμβόλου, πά­ ντα σε σχέση με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Οι μετακλάινικοί έχουν με σαφήνεια θεωρητικοποιήσει αυτό το ζήτημα του πατέρα. 10 Ο Τζ.-Λ. Γκογιενά έχει επινοήσει αυτή τη συγγενή με τη «μάθηση διά της εμπειρίας» έννοια (Bion, 1962) σε σχέση με την «καταστροφική αλλαγή» (Bion, 1965), αυτήν τη «βαθιά συναισθηματική κατάσταση που επισυμβαίνει σε μια στιγμή ψυχικής ανάπτυξης» (Goyena, 1991). Έτσι η εμπειρία-γνώση των συναισθηματικών αναστατώσεων που απορρέουν από τις αλλαγές της ήβης είναι η ίδια sine qua non στην είσο­ δο και μετά στην έξοδο-πέρασμα της ψυχικής ήβης.

1 9 2 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

αρσενικής θέσης για το αγόρι. Ασφαλώς, μπορεί και αυ­ τό επίσης να κυριαρχείται από μια φαντασίωση ιδιοποί­ ησης των παιδιών της εσωτερικής μητέρας και να φοβά­ ται ένα σωματικό διαμελισμό. Παρά ταύτα, ο αποχωρι­ σμός μητέρας-κόρης παραμένει πιο προβληματικός από αυτόν μεταξύ μητέρας και γιου: η απουσία σεξουαλικών διαφορών ωθεί τη μητέρα και την κόρη να εγείρουν την πρωταρχική ταύτιση ως εμπόδιο στη διαμόρφωση διακριτών ταυτοτήτων ενώ η ταύτιση με τον πατέρα είναι πιο προσβάσιμη στο αγόρι. Ο μη μετασχηματισμός της πρώιμης εκδοχής των «συνδυασμένων γονέων» εγείρει αυτή τη φαντασίωση ως βράχο αυτό-γέννησης ψυχικών ορφανών. Αυτά τα πλά­ σματα του «εσωτερικού διαζυγίου» (Agostini, 2000) επι­ τίθενται στις ετεροφυλοφιλικές ιδιότητες ψυχικής γονιμο­ ποίησης του εσωτερικού γονικού ζεύγους". Ο έφηβος βρίσκεται μπροστά σε απαγορευμένο πέρασμα. Ας επιστρέψουμε όμως στα πρώιμα επίπεδα: μια βαθιά διχοτο­ μημένη πρωταρχική αμφισεξουαλικότητα ισοδυναμεί με απαγόρευση γέννησης, με φυλάκιση ενός ολόκληρου τμή­ ματος ψυχικής ζωής από την οποία η σεξουαλική ταυτό-1

11 Η «αμφισεξουαλικότητα» (Meitzer, 1972), για παράδειγμα, απο­ τελεί το υπόβαθρο αμφισεξουαλικών συμπεριφορών που εμπλέκουν αντιπαράθεση και διχοτόμηση και που καθιστούν έκδηλη την έλλειψη αμφισεξουαλικής αφομοίωσης όταν οργανώνονται κατά την περίοδο της ήβης. Τέτοιες σεξουαλικές διχοτομήσεις βρίσκονται στη ρίζα των αρνητικών μεταβιβάσεων: μία σεξουαλική πλευρά του ασθενούς επιτί­ θεται με φθόνο στις σχέσεις οικειότητας του οιδιπόδειου ζεύγους που η άλλη πλευρά επιθυμεί να θεμελιώσει με τον αναλυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Ν Ι Κ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 193

τητα θα έχει αφαιρεθεί. Αυτή είναι η προβληματική των «αυτιστικών θυλάκων» (Tustin, 1986). Η Φρ. Τάστιν θεω­ ρητικοποιεί λέγοντας ότι η επεξεργασία των αυτιστικών θυλάκων μειώνει τις πολύ πρωτόγονες διχοτομήσεις με­ ταξύ των αντικρουόμενων αισθήσεων: μαλακό/σκληρό, δυνατό/αδύναμο. Αυτό, παρατηρεί ο Ντ. Ουζέλ (Houzel, 1988), είναι σημαντικό όταν η αναλυτική πρόοδος υπονο­ μεύεται από ένα μέρος του εαυτού (self). Επιβάλλεται ένα μικρό ιστορικό αυτών των αγέννη­ των, εκτός υποκειμένου, πλευρών. Το 1946 η Κλάιν αντι­ λαμβάνεται τη νεύρωση ως έναν τρόπο επεξεργασίας των καταθλιπτικών και διωκτικών αγχών. «Το μοντέλο της θέτει επομένως την πιθανότητα να υπάρχουν ψυχωτικοί θύλακες στη μη ψυχωτική προσωπικότητα», σημειώνει ο Ντ. Ουζέλ (Houzel, 1988). 0 Γ.Ρ. Μπίον (Bion, 1957) ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τη συνύπαρξη, στους κόλπους της ίδιας προσωπικότητας, μερών ψυχωτικών και μη ψυχωτικών. Η Φρ. Τάστιν (Tustin, 1986) έχει συνδέσει αυ­ τούς του ψυχωτικούς θύλακες με τους «αυτιστικούς θύ­ λακες ή φραγμούς» που, ως μαζικά εμπόδια στη διαμόρ­ φωση του συμβόλου, φράσσουν τη νοητική ανάπτυξη12 και προκαλούν αρνητικές θεραπευτικές αντιδράσεις, ακό­ μα και αναλύσεις χωρίς τέλος όταν ο αναλυτής αγνοεί αυ­ τό το επίπεδο αυτιστικής οδύνης. Αυτοί οι θύλακες απο­

12 Η Φρ. Τάστιν δέχεται, ανάμεσα σε άλλες παθολογίες που περι­ κλείουν αυτιστικούς θύλακες, την υστερία, τις φοβίες, τις κυκλοθυμικές καταστάσεις, τις δυσκολίες μάθησης, την ανορεξία, τις ψυχοπάθειες κ.λπ.

1941 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

βλέπουν στην απαγόρευση της άρσης των διχοτομήσεων, της πρόσβασης στο ολικό αντικείμενο κατά την εφηβική εκδοχή της «καταθλιπτικής θέσης» (Klein, 1934). Η επεξεργασία της καταθλιπτικής θέσης δεν είναι πο­ τέ οριστική: οι κρίσεις και οι αναταράξεις της ήβης ανα­ ζωπυρώνουν, με τους φόβους αφανισμού του αντικειμέ­ νου «πηγής της ζωής», τις ταλαντεύσεις13 μεταξύ διωκτι­ κών και καταθλιπτικών αγχών. Η επιτυχία αυτής της θέ­ σης περνά από τη συγκρότηση ενός «τριγωνικού χώρου» (Britton, 1999) εντός του οποίου μπορεί να δημιουργηθεί η σκέψη. Ο Τζ. Γκαμμίλ (Gammill, 1995) υπενθυμίζει σε σχέση με το έργο της Κλάιν Weaning (1936) ότι στα παλαιά αγγλικά weaning -απογαλακτισμός- σημαίνει «όχι μόνο απογαλακτίζομαι από, αλλά επίσης απογαλακτίζο­ μαι προς νέες εμπειρίες, νέες διαστάσεις της ζωής». «Στην αρχή της εφηβείας», παρατηρεί επίσης ο Τζ. Γκαμμίλ, «ο έφηβος έχει ανάγκη να πενθήσει την περίοδο της παιδικής του ηλικίας που τελειώνει, γεγονός που προ­ ϋποθέτει μια νέα επεξεργασία της καταθλιπτικής θέσης στη σχέση του με τους γονείς του». Αυτό το έργο αποχωρισμού-μετασχηματισμού των σχέσεων με τα αντικείμενα της παιδικής ηλικίας είναι, μας λέει ο Τζ.-Λ. Γκογιενά (Goyena, 2005), «η συνέπεια της απώλειας αντικειμένων

13 «Η ικανότητα εκμάθησης εξαρτάται, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, από την ικανότητα κάποιου να καταφέρει να στηρίξει (να αντέξει) τη σχιζοπαρανοειδή θέση, την καταθλιπτική θέση και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση... Οι θέσεις πρέπει να εκληφθούν ως μία διαδικα­ σία σταθερά ενεργή» (Βϊοη, 1992).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Ν Ι Κ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 195

και τμημάτων του εαυτού (self) και επομένως γίνεται με μία διεργασία πένθους, με την επανεμφάνιση και την επεξεργασία ενός νέου απογαλακτισμού». Η προβλητική ταύτιση βρίσκεται στο επίκεντρο των ερευνών των συνεχιστών της Κλάιν. Εκείνη έχει ξεκάθαρα διευκρινίσει (1946. 1955, 1963) ότι αυτός ο μηχανισμός-φα­ ντασίωση δεν είναι, όπως αποδεικνύει και η περίπτωση «Φαμπιέν Εσπεσέλ», αποκλειστικά παθολογικός'4: δεν εξωθούνται μόνο τα «κακά» τμήματα, αλλά και τα «κα ­ λά». Αν η προβολή αυτών των τελευταίων είναι «ουσιώ­ δης για την ανάπτυξη καλών σχέσεων αντικειμένου και αφομοίωσης του εγώ» (1946), η υπερβολική ύπαρξη τέτοι­ ων προβολών φτωχαίνει το εγώ, το εγκλωβίζει «στην υπο­ ταγή στους εξωτερικούς εκπροσώπους των καλών “τμη­ μάτων”» (1946)* το υποκείμενο παραμένει τότε δέσμιο των προβλητικών ταυτίσεών του. Το υπερεξιδανικευμένο αντικείμενο έχει στην πραγματικότητα πάντοτε διπλή όψη, καθώς καλύπτει τη διωκτική του άλλη πλευρά. Η X. Σίγκαλ (Segal, 1964) ανέπτυξε τη θέση ότι η ικανότητα διαμόρφωσης συμβόλων εξαρτάται από τον τρόπο της προβλητικής ταύτισης. Και ότι οι πιο βίαιες μορφές αυτής14

14 0 Γ.Ρ. Μπίον (Βΐοη, 1962) θεωρητικοποίησε αυτή τη διαφοροποί­ ηση ανάμεσα στους δύο τρόπους προβλητικών ταυτίσεων με όρους προβλητικών ταυτίσεων «ρεαλιστικών» και «παθολογικών». Τις δια­ φοροποιεί ο βαθμός σύγχυσης, παντοδυναμίας και βίας. Βασισμένη στη σχέση περιέχον/περιεχόμενο, η «ρεαλιστική» προβλητική ταύτιση ευνοεί την εμπάθεια και στηρίζει την ενδοβλητικη ταύτιση που επιτρέ­ πει, στο τέλος της εφηβείας, την είσοδο στην οριστική σεξουαλική ταυ­ τότητα μέσω της ψυχικής αφομοίωσης των αλλαγών της ήβης.

1961 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

της ταύτισης πλήττουν την εγκαθίδρυση ενός φραγμού μεταξύ του εαυτού και των αντικειμένων. Έτσι η συγγρα­ φέας αντιπαραθέτει αυτές τις «συμβολικές εξισώσεις»15 στην ίδια τη διαμόρφωση του συμβόλου. Για τον Γ.Ρ. Μπίον (Βίοη, 1962) η ρεαλιστική προβλητική ταύτιση προ­ ωθεί την επιστημοφιλική ενόρμηση -«ενόρμηση Κ>^~ που, μέσα στο πλαίσιο ενός ενορμητικού τρίποδα (Αγάπη, Μί­ σος, Γνώση), κατέχει μία θέση από μόνη της, όπως το μί­ σος και η αγάπη. Ο δεσμός « Κ » είναι η εμπειρία τού να γνωρίζεις και να σε γνωρίζουν μέσα στην ετερότητα. Αυ­ τή είναι η εγγενής στη μεταβιβαστική-αντιμεταβιβαστική σχέση αμοιβαία εξερεύνηση. Ωστόσο, η κλαϊνική ψυχανά­ λυση απομακρύνθηκε από τις θέσεις της θεωρητικού της κυρίως ως προς τη σχέση μεταξύ προβλητικής ταύτισης και αντιμεταβίβασης. Όπως και ο Φρόυντ, η Κλάιν πί­ στευε ότι ένας ψυχαναλυτής άξιος του ονόματός του όφειλε να μην επηρεάζεται από τις προβλητικές ταυτίσεις των ασθενών. Με αυτή την έννοια, η Κλάιν υποτίμησε το ρόλο

13Η X. Σίγκαλ (Segal. 1964) απεικονίζει αυτήν τη, συνυφασμένη με τη συγκεκριμενικότητα της φαντασίωσης, έννοια με ένα περιστατικό ψυχωτικού, για τον οποίο το να παίζει δημοσίως βιολί και το να αυνα­ νίζεται συμφωνούσαν ως προς τη συχνότητα. Το βιολί δεν συμβόλιζε το κορμί του: βρισκόταν σε υπέρμετρη προβλητική ταύτιση με το πέος του. Η αυθεντική συμβολοποίηση αποτελούνταν από τρεις «παρτιτού­ ρες»: το συμβολοποιημένο πράγμα, το πράγμα που λειτουργεί σαν σύμβολο, το άτομο για το οποίο αυτό (το βιολί-πράγμα) αναπαριστά εκείνο (το πέος-πράγμα). Η Κλάιν θεωρητικοποίησε δεσμούς ανάμεσα στη δημιουργία του συμβόλου, την ψυχική αμφιφυλοφιλία. την καταθλιπτική θέση (1934). την επανόρθωση των εσωτερικών αντικειμένων (1934, 1940).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Ν Ι Κ Α Γ Κ Ο Σ Τ Ι Ν Ι

| 197

των γονεϊκών προβολών και επιθυμιών, παρόλο που πολλάκις είχε θεωρητικοποιήσει τη σημασία του ρόλου του εξωτερικού αντικειμένου. Η σημασία που απέδωσε στην ενόρμηση θανάτου την οδήγησε, από ό,τι φαίνεται, να θέ­ σει το φθόνο ως απόδειξη πρωτογενούς καταστροφικότητας και «αίτιο αρνητικών θεραπευτικών αντιδράσεων» ανυπέρβλητων. Έτσι, ορισμένες από τις ερμηνείες της που μαζικά επέμεναν στη λεγόμενη καταστροφικότητα, έτει­ ναν να αναγάγουν τον ασθενή σε αντίπαλο, στους αντίπο­ δες του ασθενούς-«καλύτερου συναδέλφου» (Βΐοη, 1992). 0 Τζ. Γκαμμίλ (0&Γηιηΐ11, 1995), που ήταν μαθητής της Κλάιν, «συχνά αναρωτιέται τι θα σκεφτόταν (η Κλάιν) για τη μάλλον ελεύθερη από μέρους μας χρήση του όρου που συνδέεται με την προβλητική ταύτιση». Προβλητικές ταυ­ τίσεις που ωστόσο «λειτουργούν και προς τις δύο κατευ­ θύνσεις» (Οβίιη, 2002). Οι μετακλαϊνικοί πιστεύουν ότι οι ασυνείδητες φαντασιώσεις του ασθενούς όχι μόνο επικα­ λούνται συναισθηματικά τον αναλυτή αλλά ότι, ακολου­ θώντας τον Π. Χάιμαν16 (ΗθΐιτίΗηη, 1950), οι συνέπειές τους προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά τόσο με τον εσωτερικό κόσμο του ασθενούς όσο και με τις σχέσεις τού αναλυτικού ζεύγους. Η ανάλυση ιδωμένη έτσι, ως «πεδίο δύο προσώπων» (Μ. θΐ \Υ. Ι ^ γηγ^

θγ,

1961) και όχι πλέον ενός προσώπου.

16 Ο Π. Χάιμαν (Ηθΐτηθηη. 1950) υποστηρίζει ότι η συναισθηματική απάντηση του αναλυτή στον ασθενή του «αποτελεί το πιο σημαντικό εργαλείο της δουλειάς του... είναι ένα εργαλείο έρευνας στο εσωτερικό του ασυνειδήτου του ασθενή».

1981 Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

εγκαινιάζει νέες συλλήψεις της ψυχικής ζωής που συμπε­ ριλαμβάνουν, μαζί με τη μελέτη της διασχεσιακής δυνα­ μικής, τη διερεύνηση των ψυχικών ιδιοτήτων του αντικειμένου-περιέχοντος. Αν αυτό δεν είναι επαρκώς αμφίφυλο, η «ψυχική ήβη» δεν θα μπορέσει να επέλθει και να ξεπεραστεί. Σύμφωνα μ’ αυτό το μοντέλο, μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση συνιστούν «δύο πλευρές της ίδιας διαδι­ κασίας που δεν μπορούν να απομονωθούν παρά κατά τρόπο αφηρημένο και προσωρινό» (Ferro, 2005). Η ανά­ λυση των εφηβικών πλευρών του αναλυτή εφήβων αποδεικνύεται στην πραγματικότητα απαραίτητη για την αφομοίωση της αμφισεξουαλικότητας. Ο Τζ. Γκαμμίλ (Gammill, 1995) αποδίδει, μ’ αυτή την έννοια, θεμελιώδη ρόλο στην αντιμεταβίβαση του αναλυτή σε σχέση με τις εφηβικές πλευρές των ενήλικων ασθενών17: «Ακόμα και με πληρέστατη εργασία επί της εφηβικής νεύρωσης, ορι­ σμένες αναλύσεις ενηλίκων αποτυγχάνουν εξαιτίας της απουσίας αυτής της εφηβικής συναισθηματικής διάστα­ σης στο αναλυτικό έργο. Εξαιτίας του συχνά επώδυνου χαρακτήρα αυτής της αναβίωσης, τόσο για τον ασθενή 17 Οι αντιλήψεις του Τζ. Γκαμμίλ, σε ό,τι αφορά τη σημαντικότητα της ανάλυσης του εσωτερικού εφήβου στον έφηβο ασθενή προσεγγί­ ζουν αυτές του Ρ. Καν (ΟβΗη, 1998): «Πληθώρα αποτυχιών στις αναλύ­ σεις εφήβων συνδέεται με τη μη επεξεργασία των εφηβικών εμπει­ ριών... Οι παθολογικές λύσεις εγκαθίστανται στο τέλος της εφηβείας... Η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι η ευκαιρία μιας δεύτερης εφηβείας. Ειδικά όταν η διαδικασία υποκειμενοποίησης δεν έχει λάβει χώρα στη διάρκεια της εφηβείας». Ο Καν σημειώνει επίσης ότι μέσα στις αναλύ­ σεις των μελλοντικών αναλυτών, τα εφηβικά κομμάτια είναι αρκετά συχνά παραμελημένα σε σχέση με τα κομμάτια της παιδικής ηλικίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Μ Κ

ΑΓΚΟΣΤΙΝΙ

| 199

όσο και για τον αναλυτή, μια ασυνείδητη συνήχηση μετα­ ξύ των δύο πρωταγωνιστών συχνά εμποδίζει αυτή την απαραίτητη ωστόσο επεξεργασία». Όπως το «ένηβο», έτσι και η «ψυχική ήβη» δεν είναι το «παιδικό», αλλά η επιστροφή στους αιμομικτικούς και πατροκτόνους δρό­ μους του παιδικού με τη βία που γνωρίζουμε» (Gutton, 1991). Η έρευνα του Τζ.-Λ. Γκογιενά (Goyena, 2002) για το αδιέξοδο, αυτή την «ύπουλη και συγκεκαλυμμένη παύση της αναλυτικής διαδικασίας», έχει επίσης συγγέ­ νειες μ’ αυτές τις νέες ιδέες: το αδιέξοδο είναι, μας λέει ο συγγραφέας, «ριζωμένο τόσο στην παθολογία του ασθε­ νούς όσο και στην αντιμεταβίβαση του αναλυτή... Από αυτό μπορεί να προκόψει μία αντι-θεραπευτική συνήχη­ ση στο αναλυτικό ζεύγος». Αξίζει να σημειωθεί ότι μετα­ γενέστερα ο Τζ.-Λ. Γκογιενά μελέτησε την «παγωμένη εφηβεία» (Goyena, 2005) ως πυρήνα -αυτιστικό- πιθανού αδιεξόδου όταν ο αναλυτής δεν κατορθώνει να εμπεριέξει και να επεξεργαστεί χωρίς να κατακλυστεί, ακόμα και να διαλυθεί, απ’ αυτό το ξεπάγωμα στη δική του αντιμεταβίβαση. Μερικές σημειώσεις όσον αφορά το ύφος, τη γλώσσα της ερμηνείας και την τεχνική κατατίθενται εδώ ως συ­ μπέρασμα. Η Κλάιν εφάρμοζε στους εφήβους ένα μοντέ­ λο που είχε διαμορφώσει με τους νεαρούς ασθενείς της: πολύ άμεσες ερμηνείες που αφορούσαν μερικά αντικεί­ μενα και σωματικές λειτουργίες. Υποστήριξε (Klein, 1932a) ότι η αναζωπύρωση κατά την περίοδο της ήβης των παιδικών αγχών κάνει τον έφηβο να επιστρέφει στην πρώιμη οιδιπόδεια φάση. Αυτό απαιτεί από την πλευρά

2001 ΜΕΡ ΟΣ ΠΡΩΤΟ

του αναλυτή, να ευνοήσει την ακρόαση και την επεξερ­ γασία του πλέον αρχαϊκού. Ο έφηβος, ωστόσο, εμπεριέ­ χει καλύτερα το άγχος, αυτή τη λειτουργία του εγώ, από ό,τι το μικρό παιδί: «Έχει αναπτύξει ενδιαφέροντα και δραστηριότητες με σκοπό να ελέγξει αυτό το άγχος, να αντλήσει απ' αυτό αντισταθμίσεις, να το κρύψει από τους άλλους και από τον ίδιο του τον εαυτό» (Klein, 1932a). Πιο επιρρεπής από ό,τι ο ενήλικος στα actings in και out, είναι ικανός για ελεύθερους συνειρμούς. Χ ρειά­ ζεται λοιπόν ένα πλαίσιο που να επικαλείται τους λεκτι­ κούς συνειρμούς: θέτουν τον έφηβο «σε σχέση με την πραγματικότητα και με ένα φυσιολογικό πεδίο ενδιαφέ­ ροντος» (Klein, 1932a). Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστό­ σο, η Κλάιν μπορεί, όπως με τα μικρά παιδιά, να επικαλεσθεί τη φαντασιωτική έκφραση μέσω του παιχνιδιού και/ή του σχεδίου. Είναι πάντως προτιμότερο, όταν αυτό αποδεικνύεται εφικτό, να εγκατασταθεί ένα πλαίσιο που να ευνοεί τους λεκτικούς συνειρμούς. Η Κλάιν εκτιμά έτσι ότι ο αναλυτής «παιδιών στην ηλικία της ήβης»18 θα πρέπει να έχει την εμπειρία «των πρώτων φάσεων της ανάπτυξης και των τεχνικών που ταιριάζουν στους ενηλί­ κους» (Klein, 1932a). Οι μαθητές της Κλάιν αποδίδουν, από την πλευρά τους, ολοένα και περισσότερη σημασία στους ψυχικούς χώρους, στα όρια - «εμπεριέχον», «ψ υ ­ χικό δέρμα» (Bick, 1968). Τονίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην ικανότητα αποχωρισμού -καταθλιπτική θέση- και 18 Η Κλάιν κατά προτίμηση χρησιμοποιούσε την έκφραση «παιδί στην ηλικία της ήβης» παρά τους όρους έφηβοι και εφηβεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Ν Τ Ο Μ Ι Μ Κ

ΑΓΚΟΣΤΙΝΙ

| 201

τα πρώτα στάδια του οιδιπόδειου που συναρθρώνονται με τις εφηβικές εκδοχές της καταθλιπτικής θέσης και του οιδιπόδειου. Ερμηνεύουν λιγότερο με όρους ανατομικών δομών και περισσότερο με όρους ψυχικών λειτουργιών και μέσα στο πλαίσιο μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση. Η X. Σίγκαλ (Segal, 1981) διευκρινίζει ότι με τους εφήβους «πρέπει να είναι κανείς ιδιαιτέρως προσεκτικός ώστε να κατορθώσει να έρθει σε επαφή με τα παιδικά τους άγχη χωρίς να προσβάλει την ευαισθησία τους ως προς την ει­ κόνα που έχουν για τον εαυτό τους ως νεαρό αγόρι ή κο­ ρίτσι». Η «βρεφική πλευρά» του εφήβου μπορεί όντως να βιωθεί ως απειλή από τις πλευρές του που θέλουν να μεγαλοδείχνουν. «Αποστολή του αναλυτή είναι», λέει η X. Σίγκαλ, «να αποδέχεται αυτούς τους διάφορους τρό­ πους επικοινωνίας και, κάθε φορά που αυτό είναι εφι­ κτό, να επικοινωνεί με τη σειρά του μέσω ερμηνειών». Μετάφραση στα Ελληνικά: ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Η Τ ΟΥ ΕΠ Ι ΜΕ Λ ΗΤ Η

Τίτλος πρωτοτύπου: Positions freudienne et kleinienne sur l'adolescence, hier et aujourd'hui. Άρθρο γραμμένο για το ειδικό αφιέρωμα του Adolescence. 2000, 18, 1, 67-81. Δημοσιεύτηκε στα Γαλλικά σε μετάφραση από τα Αγγλικά της Madeleine Michelin και του François Ladame, απ’ όπου και η ελληνική μετάφραση.

Φ ροϋδικές και κλ α ϊνικές Θέσεις για την εφ ηβεία , χθες και σ ήμερα Κ

α τ α λ ιν α

Μ π ρ ο ν ς τ α ϊν

Η αναγκαιότητα μιας δυναμικής κατανόησης της ψυχο­ παθολογίας του εφήβου και της κατάλληλης θεραπείας, που στηρίζεται στην ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία των εφήβων οι οποίοι νοσούν, είναι σήμερα ευρέως παρα­ δεδεγμένη. Είμαστε πλέον μακριά από τις αμφιβολίες που εξέφραζε η Άννα Φρόυντ (A. Freud, 1958), η οποία θεωρούσε τους εφήβους τόσο απορροφημένους από το παρόν και απασχολημένους από την επένδυση σε και­ νούργια αντικείμενα ώστε να μην τους απομένει παρά «λίγη ή καθόλου λίμπιντο για να επενδύσουν στο παρελ­ θόν ή στον αναλυτή». Είναι μερικές φορές δύσκολο να καταφέρουμε τους εφήβους να δεσμευτούν στην ψυχοθε­ ραπευτική διαδικασία αλλά, στο μέτρο που γνωρίζουμε καλύτερα τα άγχη και τις ανάγκες τους, έχουμε μεγαλύ­ τερη δυνατότητα να τους βοηθήσουμε να αποδεχθούν θε­ ραπευτική βοήθεια. Για να κατανοήσουμε τις φροϋδικές και κλαϊνικές προσεγγίσεις της ψυχοπαθολογίας του εφήβου είναι απαραίτητο να αναδείξουμε τις διαφορές και τις ομοιό­ τητες των θεωριών του Φρόυντ και της Κλάιν όσον αφο-

204

1Μ Ε Ρ Ο Σ

ΠΡΩΤΟ

ρά τη σεξουαλικότητα, εφόσον έχουν κατ’ ανάγκη επη­ ρεάσει τη θεώρησή τους για την εφηβεία. Οι φροϋδικές και κλαϊνικές συνεισφορές στην ψυχοπαθολογία του εφήβου εκπροσωπούν τεράστιο όγκο δουλειάς σημαντι­ κού αριθμού συγγραφέων, τους οποίους δεν μπορώ δυ ­ στυχώς να αναφέρω όλους.

Φροϋδικές και κλαϊνικές θέσεις για την παιδική σεξουαλικότητα Πολύ νωρίς ο Φρόυντ είχε κατανοήσει ότι η ερώτηση «από πού γεννιούνται τα μωρά» θέτει ένα πρόβλημα στα παιδιά (Freud, 1905c). Η Κλάιν επανεξετάζει αυτή την ιδέα επινοώντας τη θεωρία της σχετικά με την ενα­ σχόληση του βρέφους με το σώμα της μητέρας και τα πε­ ριεχόμενά του. Οι ασυνείδητες φαντασιώσεις που αφο­ ρούν το μητρικό σώμα και οι συνέπειές τους στις εμπει­ ρίες του παιδιού με το ίδιο του το σώμα αποκτούν ιδιαί­ τερη σημασία στην εφηβεία. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η σεξουαλική ζωή του παιδιού είναι κυρίως αυτοερωτική· αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο ικανοποίησης εκπρο­ σωπείται από το ίδιο του το σώμα και οι μερικές ενορμήσεις είναι ανεξάρτητες και ασύνδετες μεταξύ τους στην αναζήτηση της ευχαρίστησης (Freud, 19Ô5c). Κίια αυτοερωτική δραστηριότητα όπως το πιπίλισμα του μεγάλου δάχτυλου είναι εκδήλωση της παιδικής σεξουαλικότητας με τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της: καθορίζεται από μια σωματική λειτουργία (πιπίλισμα), δεν έχει σεξουαλι­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

II I

ΚΑΤΑΛΙΝΑ

Μ Π Ρ Ο Ν Σ Τ Α Ϊ Ν | 205

κό αντικείμενο (ακόμη κι αν είναι καθαρά αποτέλεσμα της σχέσης με το αντικείμενο τροφός) και ο σκοπός της είναι υπό την κυριαρχία μιας ερωτογενούς ζώνης. Εντού­ τοις, ο Φρόυντ υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας πρώιμης σχέσης με το αντικείμενο, όταν λέει ότι «παρά τη κυ­ ριαρχία των ερωτογενών ζωνών, ορισμένες συνιστώσες της σεξουαλικής ζωής προκαλούν από την αρχή την πα­ ρέμβαση άλλων προσώπων ως σεξουαλικών αντικειμέ­ νων» (ό.π.). Ο Φρόυντ χρησιμοποιεί τον όρο «αντικείμενο» με δια­ φορετικές έννοιες, είτε για να προσδιορίσει το αντικείυενο μιας ενορμητικής ώσης, όπως στις Τρεις Μελέτες, είτε σε σχέση με τη διαδικασία της ταύτισης χάρη στην οποία το αντικείμενο συνεχίζει να υπάρχει στο εσωτερικό του ατόμου. Η Κλάιν επανεξετάζει την τελευταία αυτή εκδο­ χή και επεκτείνει την έννοια του «αντικειμένου» για να τη μετατρέψει σε συνιστώσα της ψυχικής παράστασης της ενόρμησης. Με άλλα λόγια, υπάρχει ασυνείδητη φαντασιωτική σχέση μεταξύ του εαυτού (self) και του αντι­ κειμένου: το αντικείμενο βιώνεται σαν να έχει εμψυχωθεί από ώσεις που συνδέονται με τις ενορμήσεις του υποκει­ μένου και σαν να είναι αυτό από όπου προέρχονται οι σωματικές αισθήσεις του βρέφους (Hinshelwood, 1991). Συνεπώς, για την Κλάιν ο αυτοερωτισμός και ο ναρκισσι­ σμός εμπεριέχονται στη σχέση με το μητρικό αντικείμενο και ως εκ τούτου είναι δευτερεύοντες. Για εκείνην, το αντικείμενο δεν διαχωρίζεται από τους μηχανισμούς άμυ­ νας και από τις ενέργειες που συνδέονται μ’ αυτές τις άμυνες (Baranger, 1980).

206

1Μ Ε Ρ Ο Σ

ΠΡΩΤΟ

Στην αρχή η Κλάιν ακολουθεί τον Φρόυντ στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την προγενετήσια σεξουα­ λική ζωή, διακρίνοντας ένα στάδιο στοματικό, ένα στάδιο πρωκτικό (με τα ενεργητικά και τα παθητικά χαρακτηρι­ στικά του) και ένα στάδιο φαλλικό, κυρίως όσον αφορά τα στοιχεία που είναι συνδεδεμένα με τη στοματικότητα και την πρωκτικότητα. Ωστόσο, η πεποίθησή της ότι το βρέφος έχει ασυνείδητη γνώση της διαφοράς των φύλων δεν αρμόζει με την ιδέα ενός φαλλικού σταδίου. Τα τρία στάδια της ανάπτυξης (στοματικό, πρωκτικό, γεννητικό) δεν είναι επίσης καθαρά διαφοροποιημένα και ταξινομη­ μένα χρονολογικά στη θεωρία της Κλάιν όπως είναι στον Φρόυντ. Η Κλάιν τα ενσωμάτωσε στη θεωρία της περί «θέσεων». Μία «θέση» υποδεικνύει μία χαρακτηριστική στάση του εγώ στη σχέση του με τα αντικείμενα. Αυτή είναι μια μορφή οργάνωσης του τυπικού άγχους (παρα­ νοϊκό και καταθλιπτικό), των μηχανισμών άμυνας και των σχέσεων αντικειμένου (ΒρΠΙιιΐδ, 1994). Οι όροι «στοματι­ κό», «πρωκτικό» και «φαλλικό» χρησιμοποιήθηκαν αρ­ γότερα από την Κλάιν για να υποδείξει περισσότερο ιδι­ αίτερες ασυνείδητες φαντασιώσεις παρά στάδια ανάπτυ­ ξης (ΗίηδΗθΙλνοοό. 1991). Είναι επομένως δύσκολο να εντάξουμε την έννοια του «σταδίου ανάπτυξης» στη θε­ ωρία της Κλάιν. Εάν οι κλαϊνικοί αναλυτές αντιμετώπι­ ζαν κάποιες δυσκολίες να θίξουν τη διαδικασία της εφη­ βείας ως έχει, αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η κλαϊνική θεωρία δίνει λιγότερη σημασία στη ανάπτυξη. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται η Κλάιν την πρωταρχική σχέση του βρέφους με το μητρικό αντικείμε­

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

III - Κ Α Τ Α Λ Ι Ν Α

Μ Π Ρ Ο Ν Σ Τ Α Ϊ Ν | 207

νο (η ψυχική ζωή καθορίζεται από τη δυαδικότητα αγά-

7Π]ς-μίσους προς το στήθος) διαφοροποιεί τη θεωρία της για τη σεξουαλικότητα από αυτήν του Φρόυντ. Ιδιαίτερα, η ιδέα του φθόνου του βρέφους προς το στήθος και το σώ­ μα της μητέρας, τα οποία θεωρεί ότι εμπεριέχουν το πα­ τρικό πέος, έρχεται σε αντίθεση με τις ιδέες του Φρόυντ όχι μόνο από ιστορική άποψη αλλά και σε σχέση με την ανάπτυξη του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Η σχέση του βρέφους με το προ-οιδιπόδειο σώμα της μητέρας επηρεά­ ζεται συγχρόνως από το φθόνο του και τα συναισθήματα έντονης αγάπης. Το πρώιμο άγχος του παιδιού είναι απο­ τέλεσμα των σαδιστικών του επιθέσεων προς το σώμα της μητέρας (το οποίο μέσα στις φαντασιώσεις του εμπεριέχει το πέος του πατέρα και βρέφη). Αυτό το πρώιμο στάδιο του οιδιπόδειου συμπλέγματος χαρακτηρίζεται από τη στοματική επιθυμία του παιδιού να διεισδύσει στο σώμα της μητέρας με σκοπό να κλέψει αυτό που αισθάνεται κα­ λό, να το ιδιοποιηθεί και να το ενσωματώσει. Αυτή η δια­ δικασία πραγματοποιείται μέσα στις φαντασιώσεις μέσω μηχανισμών άμυνας όπως ο διχασμός και η προβλητική ταύτιση, η οποία καταλήγει αργότερα στην ενδοβολή ενός μητρικού αντικειμένου εκδικητικού και καταδιωκτικού (Klein, 1946). Η μελέτη αυτών των διαδικασιών (που συνε­ χίστηκε από πολλούς μετακλάίνικούς όπως οι Μπίον. Σήγκαλ και Ρόζενφελντ) και των εκδηλώσεών τους στους ψυχωτικούς ασθενείς βοήθησε να κατανοήσουμε πολύ καλύ­ τερα τις ψυχωτικές ρήξεις στην εφηβεία. Η θεωρία του σεξουαλικού μονισμού και η κεντρική θέση που προσδίδει ο Φρόυντ στο φθόνο του πέους

2081 ΜΕΡ ΟΣ ΠΡΩΤΟ

έχουν αναθεωρηθεί από τις θεωρίες της Κλάιν για τη σε­ ξουαλικότητα. Παραδείγματος χάριν, η Κλάιν έφερε στο προσκήνιο την ιδέα της «θηλυκής φάσης», η οποία εμ­ φανίζεται τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια: ωθού­ μενοι από τη ματαίωση και από το φόβο των αντεκδική­ σεων, αποστρέφονται τη μητέρα για να πάνε προς τον πατέρα. Ο Φρόυντ το είχε προαισθανθεί όταν έλεγε ότι η γυναικεία παράνοια φαίνεται να προέρχεται από το φόβο ότι θα δολοφονηθεί και θα καταβροχθιστεί από τη μητέρα, και ότι αυτό συνδέεται με τον πρωταρχικό δ ε­ σμό του μικρού κοριτσιού με τη μητέρα (Freud, 1931). Ωστόσο, η άποψη της Κλάιν για τη γυναικεία σεξουαλι­ κότητα διαφέρει ριζικά από αυτήν του Φρόυντ: γ ι’ αυ­ τόν υπάρχει πρωτογενής φαλλική σεξουαλικότητα στο μικρό κορίτσι, για την οποία διατηρεί ένα συναίσθημα κατωτερότητας από τη στιγμή που ανακαλύπτει την ανατομική διαφορά των φύλων (Φρόυντ, 1925b). Η επι­ θυμία παιδιού στη γυναίκα είναι δευτερογενής σε σχέση με την επιθυμία να έχει πέος και τη ματαίωση ότι δεν έχει. Για την Κλάιν, αντίθετα, το πέος δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η σπουδαιότερη πηγή φθόνου: αυτό που τό­ σο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια φθονούν εξ αρχής εί­ ναι το στήθος της μητέρας και την ικανότητα του μητρι­ κού σώματος να περιέχει τα βρέφη-πέη. Η επιθυμία να έχει κανείς ένα πέος προέρχεται από τη ματαίωση όταν δεν του δίδεται το μητρικό στήθος και η αρχική επιθυμία να ενδοβάλει το πέος αποτελεί μέρος της στοματικής ικανοποίησης. Εάν το κορίτσι επιθυμήσει αργότερα το πέος του πατέρα, αυτό γίνεται με σκοπό να έχει τα δικά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I I I - K A T A A I N A Μ Π Ρ Ο Ν Σ Τ Α Ϊ Ν | 209

του βρέφη: «Η κύρια ασυνείδητη ενασχόλησή του αφο­ ρά τα φαντασιακά βρέφη» (Klein, 1945). Η Κλάιν, η οποία πίστευε ότι τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν ασυ­ νείδητη γνώση των σεξουαλικών οργάνων, αναθεώρησε το αξίωμα του Φρόυντ σύμφωνα με το οποίο πρέπει να περιμένουμε την ήβη για να ανακαλύψουμε την ύπαρξη του κόλπου. Τέλος, ο Φρόυντ ξεχώρισε την προκαταρκτική ευχα­ ρίστηση, ήδη βιωμένη από το παιδί υπό την ενέργεια της παιδικής σεξουαλικής ενόρμησης και σε σχέση με την αυξανόμενη ένταση των ερωτογενών ζωνών, από την τε­ λική ηδονή που οφείλεται στην εκφόρτιση-οργασμό (Freud, 1905c). Η άποψή του που αφορά τη ναρκισσιστι­ κή λιβιδινική επένδυση του πρωταρχικού εγώ έχει αμφι­ σβητηθεί από την Κλάιν, η οποία δήλωνε ότι δεν υπάρ­ χει πρωτογενής ναρκισσισμός.

Η σχέση με το (σεξουαλικό) αντικείμενο Το φροϋδικό αξίωμα της διφασικής εξέλιξης της σεξουα­ λικότητας, με πρώτη φάση στην ηλικία των δυόμισι και δεύτερη την περίοδο της εφηβείας, δεν αντιστοιχεί στις ιδέες της Κλάιν. Για τον Φρόυντ η επιλογή ενός νέου σε­ ξουαλικού αντικειμένου κατά την περίοδο της ήβης συ­ νεπάγεται την «παραίτηση από τα παιδικά αντικείμε­ να» για να πυροδοτηθεί ένα νέο ξεκίνημα του «αισθη­ σιακού ρεύματος». Υπογραμμίζεται η σημασία της αιμο­ μικτικής απαγόρευσης. Η σεξουαλική ανάπτυξη του

2101 ΜΕΡ ΟΣ ΠΡΩΤΟ

ατόμου θα σημαδευτεί από τον τρόπο κατά τον οποίο συγκλίνουν ή όχι το αισθησιακό ρεύμα και το ρεύμα της τρυφερότητας. Παρ’ όλα αυτά, στις Τρεις Μελέτες, ο Φρόυντ (Ι905ο) λέει ότι το «να βρεις το αντικείμενο, σημαίνει τελικά ότι το ξαναβρίσκεις». Αναγνωρίζει ότι στην αρχή η σεξουα­ λική ικανοποίηση και το να τρέφεσαι συμβαδίζουν και ότι το στήθος είναι το σεξουαλικό αντικείμενο. Έπειτα η ενόρμηση χάνει το αντικείμενό της τη στιγμή που το στή­ θος γίνεται αισθητό ως μέρος της μητέρας, η οποία μετατρέπεται πλέον σε συνολικό πρόσωπο. Η σεξουαλική ενόρμηση γίνεται, επομένως, αυτοερωτικήΓκάι μόνό~στο τέλοε της λανθάνουσας περιόδου η λίμπιντο του εγώ τίθεται στην υπηρεσία της επένδυσης σεξουαλικών αντι­ κειμένων (και των ψυχικών τους παραστασεωνΤ τρεπόμενη κατ’ αυτό τον τρόπο σε λίμπιντο του άνΚκειμένου. Το παιχνίδι μεταξύ σ χιζο-π α ρα νοειδου^κα ^α ταθλιπτικής θέσης, το οποίο ευνόησε η Κλάιν, εμπλέκει την ύπαρξη του αντικειμένου από τη στιγμή της γέννη­ σης. Η ενόρμηση δεν χάνει ποτέ το αντικείμενό της. Στην εφηβεία η αναζήτηση του αντικειμένου έχει επομένως διαφορετική σημασία. Η εφηβεία ουσιαστικά θεωρείται ως περίοδος κατά την οποία οι ενορμητικές ώσεις (προ­ ερχόμενες από τις ενορμήσεις της ζωής και του θανάτου) εντείνονται και, τότε, το άτομο έχει ανάγκη να αναζητή­ σει καινούργια αντικείμενα αγάπης και να επαναδια­ πραγματευτεί την καταθλιπτική θέση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

I I I - K A T A Λ I N A ΜΠΡΟΝ’ Σ Τ Α Ϊ Ν | 211

Εφηβεία , αποχωρισμός και καταθλιπτική θέση Η ισχύς της παθογένειας που ο Φρόυντ προσδίδει στον ποσοτικό παράγοντα συνδέεται ρητά με την ήβη. Ορι­ σμένες ενορμήσεις ενισχύονται δύο φορές κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του ατόμου: στην ήβη και στην εμμηνόπαυση για τη γυναίκα (Freud. 1937b). Το έργο, όμως, της εδραίωσης της ιδιαιτερότητας της διαδικα­ σίας της εφηβείας -τη ς οποίας οι συνέπειες δεν είναι αποτέλεσμα μόνο καταλοίπων της παιδικής ηλικίαςήταν εγχείρημα των σύγχρονων ψυχαναλυτών που αφιε­ ρώθηκαν στη μελέτη της εφηβείας. 0 Φρόυντ πίστευε ότι από την ήβη προέρχονται τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της σεξουαλικής ζωής του ατόμου: η κυριαρχία των γεννητικών ζωνών σε όλες τις άλλες πηγές σεξουαλικής διέγερσης και η αναζήτηση ενός αντικειμένου (Freud, 1905c). Κ ατ’ αυτόν, οι διαδι­ κασίες της ψυχικής και σωματικής ανάπτυξης πραγμα­ τοποιούνται ξεχωριστά έως ότου «η εισβολή μιας έντονης ψυχικής ερωτικής ενόρμησης, που προκαλεί διέγερ­ ση των γεννητικών οργάνων, συμβάλει στην ενοποίηση της ερωτικής λειτουργίας, απαραίτητη για την κανονι­ κότητα» (ό.π .). Στο έργο της, η Κλάιν δεν έδωσε μεγά­ λη θέση στην ιδιαιτερότητα της εφηβικής ψυχοπαθολο­ γίας ούτε στις συνέπειες της ήβης, έγραψε όμως ένα άρ­ θρο για την τεχνική της ψυχανάλυσης στην ήβη (Klein, 1932). Ήταν εκείνη που ανέδειξε ορισμένες ομοιότητες της ανάλυσης μεταξύ του νεαρού εφήβου και του μι­ κρού παιδιού: η ένταση της ενορμητικής ζωής και ο

2121 ΜΕΡ ΟΣ ΠΡΩΤΟ

πλούτος της ασυνείδητης ζωής, τουλάχιστον μέσα από τη σύγκριση με την ανάλυση των παιδιών κατά τη λανθάνουσα περίοδο. Η Κλάιν υπογράμμισε τις εκδηλώσεις έντονου άγ­ χους σε παιδιά με πρώιμη ήβη, την αναγκαιότητα να τις λαμβάνουμε υπόψη και να αναζητούμε τρόπους για τον κατευνασμό τους από την αρχή της θεραπευτικής σχέ­ σης. Συσχετίζει αυτό το άγχος με την αρνητική μεταβί­ βαση και το αποδίδει στα συναισθήματα επιθετικότητας και ενοχής. Παίρνει δε ως παράδειγμα το έντονο άγχος ενός νεα­ ρού κοριτσιού του οποίου η πρώτη έμμηνος ρήση βιώθηκε ως εξωτερικό και ορατό σημάδι της «ολικής κατα­ στροφής του εσωτερικού μέρους του σώματός της και των παιδιών που περιείχε» (Klein, 1932). Η αντίδραση αυτή συνδέθηκε με τις εχθρικές επιθέσεις και τα συναι­ σθήματα ζήλειας και ανταγωνισμού απέναντι στη μητέ­ ρα της, που είχε ήδη αισθανθεί. Η Κλάιν προσθέτει ότι αυτό το νεαρό κορίτσι φοβόταν ότι η μητέρα της θα κα­ ταστρέφει το σώμα της. Είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί η σχέση ανάμεσα στο λανθάνον άγχος και τις υποβόσκουσες σαδιστικές φαντασιώσεις, καθώς και τους μηχανι­ σμούς άμυνας που χρησιμοποιεί το εγώ για να διαχειρι­ στεί αυτό το άγχος. Η Κλάιν αναγνώρισε τη σημασία του βιώματος των σωματικών αλλαγών της ή[3η: αρχικά εδραιώνεται σε μια πατρική μεταφορά, αποδίδοντας μια γνώση η οποία συρρικνώνει το πεδίο του Άλλου. Στην εφηβεία πρόκειται να α π ο τ α θ ε ί η ικανότητα εvóc υποκειμένου να επινοεί για τον εαυτό του νέα ονόματα του πατέρα (π .νΤτο επάγγελμα που τον κατονομάζει) ή, αντιθέτως, να κ α τ ^ ρ ρ ^ ^ ι, ρ ^ π ιο ν το ^