Ο Ευρωπαϊκός διαφωτισμός [Β, 4-γ ed.]
 9603100072, 9603100099

Table of contents :
Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΤΟΜΟΣ Β
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Β' ΤΟΜΟΥ
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ
1. ΓΕΝΙΚΑ
2. Ο ΘΕΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ - Ή Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ, ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
3. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΨΥΧΟΡΜΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
α) Γενικά
β) Ο πρότυπος χαρακτήρας της βρετανικής ηθικοφιλοσοφικής διαμάχης
γ) Οι δυσκολίες της αισιόδοξης ανθρωπολογίας και ο διφορούμενος χαρακτήρας της φιλαυτίας και της ευτυχίας
4 . Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
α) Η γένεση της νέας ιστοριογραφίας και η έννοια του πολιτισμικού Όλου
β) Ο Bayle, ο Vico και οι αντικαρτεσιανές προϋποθέσεις της νέας ιστοριογραφίας
γ) Οι παλινωδίες τοι Voltaire
δ) Ο Montesquieu ανάμεσα στο φυσικό δίκαιο και στην αιτιοκρατία
ε) Γένεση και δομή της συνεπούς ιδέας της προόδου στον Turgot και οι χαρακτηριστικές αποκλίσεις του Condorcet απ' αυτόν
5. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΜΟΡΦΕΣ TOΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
1. ΟΡΙΣΜΟΣ TOΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
2. Ο ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ: HUME
3. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΣ: LA METTRIE KAI SADE
4. ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ TOΥ ΗΘΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΩΙΜΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ
α) Ο Wolff και οι αντίπαλοί του
β) Η αντινοησιαρχική επήρεια θρησκευτικών ρευμάτων και η βολφιανή μεταρρυθμιστική θεολογία. Αντιθέσεις και σημεία επαφής
3. Η ΜΟΝΙΣΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
α) Η επανανακάλυψη του Leibniz στη συνύφανσή της με την επίδραση του Shaftesbury· και του Spinoza
β) Lessing
γ) Herder
δ) Ο Kant, οι μετακαντιανοί και η κληρονομιά του Διαφωτισμού
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ

Citation preview

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΜΟΣ Β

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΘΕΜΕΛΙΟ

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ Β' ΤΟΜ ΟΣ

ISB N (set) 960-310-007-2 ISB N (B') 960-310-009-9 © 2004, ΕΚΔΟ ΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ Σόλωνος 84, τηλ. 210 3608180 e-mail: [email protected]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ KON ΑΥΛΗΣ

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ Δεύτερος τόμος

δ ' έκδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Β' ΤΟΜΟΥ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΣΥΓΚΡΟ ΥΣΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑ Ν ΟΝ ΙΣΤΙΚΗΣ Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗΣ 1. ΓΕΝΙΚΑ 11 2. Ο ΘΕΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ - Ή Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ, ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΑΕΜΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗ Σ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 15 3. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΨΥΧΟΡΜΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗ Σ ΗΘΙ­ ΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 39

α) Γενικά β) Ό πρότυπος χαρακτήρας τής βρετανικής ήθικοφιλοσοφικής διαμάχης γ) Οί δυσκολίες τής αισιόδοξης άνθρωπολογίας καί ό διφορούμενος χα­ ρακτήρας τής φιλαυτίας καί τής ευτυχίας 4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗ Σ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΣΧΑΤΟΑΟΓΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

α) Ή γένεση τής νέας ιστοριογραφίας καί ή Εννοια τού πολιτισμικού Ό ­ λου β) Ό B a y le , ό V ico καί οί άντικαρτεσιανές προϋποθέσεις τής νέας ιστο­ ριογραφίας γ) Οί παλινωδίες τού V o lta ire δ) Ό M o n tesq u ieu άνάμεσα στό φυσικό δίκαιο καί στήν αιτιοκρατία ε) Γένεση καί δομή τής συνεπούς ίδέας τής προόδου στόν T u rg o t καί οί χαρακτηριστικές άποκλίσεις τού C o n d o rcet άπ’ αυτόν 5. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΗ Σ ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

39 44 69 86

86 103 113 121 131 142

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ Ν ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ 1. 2. 3. 4.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ Ο ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ: H U M E ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΣ: LA M E T T R IE KAI SA D E ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΗΘΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ

169 175 184 202

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

8

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ ΙΑ ΙΤ Ε Ρ Ε Σ Π Λ ΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 2. ΜΟΡΦΕΣ ΤΗ Σ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΩΙΜΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

α) Ό WolfT και οι αντίπαλοί του β) 'Η άντινοησιαρχική έπήρεια θρησκευτικών ρευμάτων καί ή βολφιανή μεταρρυθμιστική θεολογία. Αντιθέσεις καί σημεία επαφής 3. Η ΜΟΝΙΣΤ1ΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΤ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

α) 'Η έπανανακάλυψη τοΰ L eib n iz στη συνύφανσή της με τήν έπίδραση τού S h a fte sb u ry καί τοΰ S p in o z a β) L e ssin g γ) H erd e r δ) Ό K a n t, οί μετακαντιανοί καί ή κληρονομιά τοΰΔιαφωτισμού ΣΤΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ α) Π ηγές β) Μ ελέτες καί άρθρα ΕΤΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ

227

237 237 2 58 274

274 296 321 347 3 63 36 5 3 65 371 407 420

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ

1. ΓΕΝΙΚΑ Μέ τήν έμπρακτη άποθέωση τής Φύσης ώς συνύφανσης Όντος και Δέοντος τερματίστηκε ό άγώνας άνάμεσα σε n a tu r a καί g r a tia : ή Φύση νίκησε καθαρά καί ή υπερφυσική, δηλ. θεία αυθαιρεσία, παρα­ μερίστηκε. (Αυτό είχε έπιτευχθεί, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, ήδη άπό τη Σχολαστική, δμως οι διαφωτιστές δέν ήθελαν νά άκοϋνε τίπο­ τε γιά τίς καλές όψεις τής τελευταίας, προπαντός δταν τήν άκολουθοϋσαν).1 Ό άνθρωπος φαινόταν τώρα κύριος τής τύχης του, άφού δέν περί μεν ε πιά τή λύτρωσή του άπό μιάν άστάθμητη βουλητική ένέργεια τού Θεού, αλλά άπό τή συμμόρφωση μέ σταθερούς καί επο­ μένως εξαρχής γνωστούς νόμους, πού άπορρέουν άπό τήν πάγια ιδιο­ συστασία τής Φύσης. Ώς Ό ν κα ί Δέον ή Φύση ένσάρκωνε τή φυσική κα ί τήν κανονιστική νομοτέλεια ή άναγκαιότητα άπέναντι στήν υπερ­ βατική αυθαιρεσία, καί άφού ή έννοια τής άναγκαιότητας ούσιαστικά είχε στόχο πολεμικό, γ ι’ αυτό καί φαινόταν στούς διαφωτιστές όλότελα συμβιβάσιμη μέ τήν άντίληψή τους γιά τήν έλευθερία: στόχος τής άναγκαιότητας ήταν νά άποκαλύψει τήν αύθαιρεσία τής άντίπαλης θέσης καί νά αιτιολογήσει τή δεσμευτικότητα τής δικής τους. (Γιά τήν πολεμική τούτη χρήση τής έννοιας τής άναγκαιότητας στήν πρώιμη ήδη φάση τού νεότερου όρθολογισμοϋ μιλήσαμε παραπά­ νω).2 νΟμως, ή τέτοια θεώρηση άποτελοϋσε μονάχα μιάν ενθαρρυντι­ κή ιδεολογική κατασκευή, ή όποια, γιά νά κρατηθεί στή ζωή, ήταν υποχρεωμένη νά παραβλέψει τήν ομοιότητα άνάμεσα στή δική της δομή καί στήν άντίπαλη* άφού ή έμπρακτη άντίθεση έλευθερίας καί άναγκαιότητας δέν ήταν δυνατόν νά καταργηθεί, οί διαφωτιστές σύν­ τομα μπλέχτηκαν στίς παλιές λογικές δυσκολίες, οί όποιες δμως αυ­ τή τή φορά εκφράστηκαν σέ θύραθεν γλώσσα — πράγμα πού καθαυτό έδειχνε τήν (αν δχι λογική, πάντως πραγματική) νίκη τής καινούρ­ γιας κοσμοθεωρίας πάνω στή θεολογική. Ή εμπλοκή αυτή δέν ήταν 1. Βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 3β καί τό ύποκεφ. 5 αυτού τού κεφαλαίου. 2. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2β.

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

12

παραδρομή, πού μπορούσε ή έπρεπε νά διορθωθεί, αλλά κάτι άπόλυτα άναγκαίο γιά τήν εκπλήρωση τής ιδεολογικής λειτουργίας τής καινούργιας κοσμοθεωρίας, ή οποία ήταν τώρα άναγκασμένη νά ύποκαταστήσει τήν παλιά στον κυρίαρχο κοινωνικό της ρόλο. Οί πα­ ρακάτω παρατηρήσεις γιά τή λογική άντιφατικότητα τού ήθικιστικού-κανονιστικού Διαφωτισμού δεν πρέπει, λοιπόν, νά θεωρηθούν ώς εχθρική κριτική έναντίον του, καί άκόμη λιγότερο ώς έκφραση νο­ σταλγίας γιά τήν (τουλάχιστον έξίσου άντιφατική) θεολογική κοσμο­ θεώρηση,3 άλλά ώς επιστημονική διαπίστωση τής άναγκαίας συνά­ φειας άνάμεσα σε λογική άντιφατικότητα καί επιτυχή εκπλήρωση τής ιδεολογικής λειτουργίας. Ό τονισμός τής φυσικής κα ί κανονιστικής νομοτέλειας, ή οποία διέπει στον ίδιο βαθμό τόν άνθρωπο καί τήν εξωτερική Φύση, χρησί­ μευε πρώτα-πρώτα στόν παραμερισμό έννοιών, οί οποίες εξασφάλι­ ζαν τή συμμόρφωση τής καθημερινής ζωής των άνθρώπων μέ τήν κυ­ ριαρχική βούληση τού θεολογικού άντιπάλου. Τό προπατορικό άμάρτημα π.χ. έξ ορισμού δέν είχε θέση μέσα στή νέα άντίληψη γιά τόν κόσμο, άφού ή άποδοχή του θά σήμαινε συνάμα άποδοχή ενός ξαφνι­ κού άλματος στή νομοτελή πορεία τής Φύσης, δηλ. μιάς άνεξήγητης (μέ βάση έγγενή κριτήρια) άλλαγής τής άνθρώπινης φύσης. Ή έννοια τής άναγκαιότητας κατοχύρωνε, λοιπόν, τή νέα ελευθερία τού άνθρώπου άπό τούτη τήν πλευρά. Ό ,τι δμως χανόταν άπό τήν άλλη, ή­ ταν τουλάχιστον έξίσου σημαντικό, όπως φάνηκε μετά τόν πρώτο ένθουσιασμό καί ύπό τήν πίεση τού μηδενισμού, πού ξεπρόβαλλε δλο καί θρασύτερος. Γιά νά στενέψουν ή καί νά έξαλείψουν τό πεδίο δρά­ σης τής θείας αυθαιρεσίας, οί διαφωτιστές επιδίωξαν νά άναγάγουν σέ φυσικές αίτιες δ,τι ώς τότε φαινόταν νά κατευθύνεται άπό τόν άθέατο δάκτυλο τού Θεού. Ό χ ι οί βουλές τού Θεού, άλλά βιολογικοί, γεωγραφικοί καί κοινώνικοϊστορικοί παράγοντες (δηλ. οί διάφορες διαστάσεις τού αισθητού κόσμου) καλούνταν άπό δώ κι εμπρός νά εξηγήσουν τήν ιδιοσυγκρασία, τό φρόνημα καί τή δράση των άνθρώ­ πων. Κάθε άνακάλυψη πρός τήν κατεύθυνση αύτή γιορτάστηκε —καί ορθά— ώς νέα νίκη στόν άγώνα έναντίον τής θεολογίας καί των πα­ λιών μορφών κυριαρχίας. Ή καθαρή νόηση ύποβιβάστηκε έξίσου ώς φορέας τής έλευθερίας μέσα στόν άνθρωπο δσο καί ώς Θεός. Ή επι­ κράτηση τής αιτιοκρατίας έθεσε καί πάλι σέ κίνδυνο τήν έλευθερία έκείνη, ή οποία έπρεπε νά διαφυλαχθει άπέναντι στήν αυθαιρεσία τού Θεού. "Αν ό παλιός καλός Θεός έξευμενιζόταν μέ δάκρυα, προσευχές 3. Βλ. κεφ. V II, σημ. 9.

1. ΓΕΝΙΚΑ

13

καί μετάνοιες, κι άν ή αυθαιρεσία του καμιά φορά ευνοούσε τούς αν­ θρώπους παίρνοντας τή μορφή τής θείας Χάρης, άπό τή φυσική νομο­ τέλεια δεν υπήρχε διαφυγή· ή καινούργια κυριαρχία δεν δεχόταν έπηρεασμούς ούτε καί υποσχόταν θαύματα. Ή προσπάθεια ύπεράσπισης τής άνθρώπινης έλευθερίας άπέναντι στό ύπερφυσικό στοιχείο εγκυ­ μονούσε μιά τραγική ειρωνεία. Ή έλευθερία άπέναντι στό Υπερφυσι­ κό έγινε εξάρτηση άπό τό Φυσικό. Ή ιδιοσυστασία τού έγκεφάλου καί των νεύρων, τό κλίμα, ή φυλή, ή οικονομία καί τά ήθη, μέ δυό λόγια, ο,τι έπιστρατεύθηκε εναντίον τής νοησιαρχίας καί των αυθαι­ ρεσιών τού Θεού δείχτηκε άφέντης άκόμη πιό άνελέητος άπό τόν πα­ λιό. Ενάντια στήν παραδοσιακή θεότητα είχε προβληθεί τό επιχείρη­ μα, δτι ό ετερόνομος χαρακτήρας των εντολών της καταπατά τήν άνθρώπινη άτομικότητα, καί τώρα ή νέα έλευθερία θεμελιωνόταν πάνω σέ νομοτέλειες καί άρχές, πού μπροστά τους ό άνθρωπος έξίσου άποτελούσε άμελητέα ποσότητα. Ή άντίφαση γινόταν πρόδηλη, δποτε κάποιος επικαλούνταν ύπερπροσωπικές ή άπρόσωπες νομοτέλειες μέ σκοπό νά κατοχυρώσει μιάν έλευθερία, πού ή ίδια γινόταν αντιληπτή ώς βαθύτατα προσωπική καί υπαρξιακή χειραφέτηση. Ωστόσο, ή καινούργια άντίληψη γιά τό ύπερπροσωπικό καί ύπεράνθρωπο στοιχείο παρουσίαζε ουσιαστικές διαφορές άπό τήν άντίπαλη* ή όξύτητα τής πολεμικής άντίθεσης των δυό τους έκαμε νά λη­ σμονηθεί ή ομοιότητα τής δομής τους καί, επομένως, ή έσώτερη λο­ γική τής νέας κοσμοθεωρητικής θέσης. Ή ευφορία καί ή ύπερηφάνεια ήταν μεγάλες, γιατί στήν ολόπλευρη κοσμοεικόνα τού άντιπάλου μπορούσε έπιτέλους νά άντιπαραταχθεί μιά τουλάχιστον ισότιμη. Καί αφού ή αντίπαλη κοσμοθεωρία θεωρούνταν εξ ορισμού ταυτόσημη μέ τή δουλεία, γ ι’ αυτό καί ή άπλή άντίθεση πρός αυτή θεωρήθηκε, έπίσης εξ ορισμού καί άνεξάρτητα άπό τή βασιμότητά της, ώς συμβολή στή θεωρία καί στήν πράξη τής έλευθερίας. Γιά τή νέα κοσμοθεωρητι­ κή θέση ήταν έξίσου άπαραίτητες τόσο ή άναγκαιότητα, ή όποια στρεφόταν έναντίον τής άντίπαλης έννοιας τής έλευθερίας, δσο καί ή έλευθερία, ή όποια είχε ώς στόχο της τήν άντίπαλη έννοια τής άναγκαιότητας. Ή συνεργασία έλευθερίας καί άναγκαιότητας μέ πρόθεση πολεμική έκανε δυνατή τή συνύπαρξή τους στά πλαίσια τής έννοιας τής Φύσης, μολονότι οί δυό τους βρίσκονταν σέ άντίφαση μεταξύ τους. Ό μω ς ή άντίφαση έπικαλυπτόταν άπό τόν ενιαίο στόχο τής πολεμικής.4 Μονάχα ή έκλειψη τού στόχου αυτού, δηλ. ή οριστική 4. Σύμφωνα μέ τήν εύστοχη διατύπωση τού E h ra rd (Idee de N a tu r e , 793): «ή ιδέα τής Φύσης θά απειλούνταν μέ διάσπαση, άν οί δύο πλευρές της δεν ήταν έξίσου

14

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ήττα τού αντιπάλου, έκανε φανερή τήν εσώτερη λογική άδυναμία τής νέας κοσμοθεωρητικής θέσης, προκαλώντας, έτσι, καινούργιες κο­ σμοθεωρητικές άναμετρήσεις σέ άλλο έπίπεδο καί άνάμεσα σέ διαφο­ ρετικούς αντιπάλους, οί οποίοι, βέβαια, χρησιμοποίησαν καί πάλι ή παράλλαξαν παλιά έπιχειρήματα. Ή συνύφανση αιτιώδους καί κανο­ νιστικού στοιχείου μέσα στήν έννοια τής Φύσης διαλύθηκε στά συστα­ τικά της στοιχεία* τό αιτιώδες, ώς καθοριστικός παράγοντας τής βούλησης, στράφηκε εναντίον τού κανονιστικού, τό όποιο μπορούσε νά στηριχθεί μονάχα πάνω στό αυτεξούσιο, άφού χωρίς αύτό ό λόγος γιά ήθική χάνει τό νόημά του. Ό μηδενισμός φάνηκε νά επικρατεί, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, όπως είχαν προφητεύσει πολλοί θεολό­ γοι, άλλοι άπελπισμένα καί άλλοι χαιρέκακα. Ή υποψία τού μηδενισμού βάραινε τίς διαφωτιστικές θέσεις άπό νωρίς, καί οί εκπρόσωποί τους άναγκάστηκαν νά άμυνθούν έναντίον της ήδη προτού καταφέρουν νά εκτοπίσουν τόν θεολογικό άντίπαλο (καί άκριβώς γιά νά τό καταφέρουν ευκολότερα). Γιά τόν ήθικιστικόκανονιστικό Διαφωτισμό, δπως καί γιά κάθε κοσμοθεωρητική θέση, πού προβάλλει κυριαρχικές άξιώσεις σέ κοινωνικό έπίπεδο (μέ άλλα λόγια: πού προτείνει μιά καινούργια ήθική γιά μιά «καλύτερη» δια­ μόρφωση τής άνθρώπινης ζωής), ήταν άπόλυτα άναγκαίο νά άποδείξει δτι μπορούσε νά προσφέρει τίς καλύτερες κανονιστικές άρχές καί δτι, έπομένως, ήταν ικανότερος άπό τόν άντίπαλο νά λύσει άνθρώπινα προβλήματα, δηλ. νά άναλάβει τή διεύθυνση των άνθρώπινων πραγμάτων.5 Ή άναγκαιότητα μιας νίκης στό άξιολογικό πρόβλημα ήταν, άλλωστε, όλότελα συνειδητή στούς στρατευμένους διαφωτι­ στές. Ό D id erot τή διατύπωσε έπιγραμματικά, καί δέν είναι τυχαίο δτι οί παρακάτω γραμμές άπευθύνονται στόν V oltaire: «Δέν άρκεί νά ξέρουμε περισσότερα άπ’ αυτούς [τούς θεολόγους δηλ.], πρέπει καί απαραίτητες στή φιλοσοφική μάχη». Τό ίδιο εύστοχα διαπιστώνει ό E h ra rd τήν πα­ ράδοξη άντικατάσταση τής αυθαιρεσίας τού Θεού άπό τήν αιτιοκρατία τής Φύσης (ορ. cit. , 666/7). Θά ήθελα νά έξάρω ιδιαίτερα τήν έργασία αυτή. Ό συγγραφέας βλέπει τήν έννοια τής Φύσης στήν ίδεολογική-πολεμική της λειτουργία καί διαπι­ στώνει τήν αδιάκοπη ταλάντευση τών διαφωτιστών άνάμεσα σέ αιτιώδη καί κανονι­ στική θεώρηση, βλέποντας τήν αιτία της άκριβώς στήν πολεμική-ιδεολογική υφή τής έννοιας τής Φύσης καί ταυτόχρονα στήν υιοθέτηση (καί μεταφορά σέ θύραθεν γλώσ­ σα) δομών σκέψης τού θεολογικού αντιπάλου. 5. «Ή φιλοσοφία τού 18ου αί. είχε έντονη συναίσθηση τού δτι άντιμετώπιζε τήν πρόκληση νά ορίσει μέ καινούργιο τρόπο τίς έγγυήσεις τής κοινωνικής συνοχής καί ήθικής. Οι p h ilo so p h e s πάσχιζαν μέ κάθε τρόπο νά δείξουν δτι δχι αυτοί, παρά οί άντίπαλοί τους ήταν πρόξενοι άναρχίας άπό τήν άποψη τής φυσικής τάξης τών πραγ­ μάτων», T alm o n , T o ta l. D em o cra c y \ 22.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

15

νά τούς δείξουμε δτι είμαστε καλύτεροι καί δτι ή φιλοσοφία φτιάχνει καλύτερους ανθρώπους από τή θεία Χάρη».6 Ή μεγίστη πλειοψηφία τών διαφωτιστών μάχεται, λοιπόν, σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα — ένάντια στόν γνήσιο άντίπαλο καί ενάντια στόν νόθο αδελφό. Γ ι’ αύτό καί μέσα στίς διαφωτιστικές θέσεις φάνηκε καθαρά δχι μονάχα ή πο­ λεμική συνεργασία αιτιώδους καί κανονιστικού στοιχείου, δπως τήν περιγράψαμε παραπάνω, αλλά καί ή άντίφασή τους, ό άνταγωνισμός τους. Αύτό έγινε, επειδή πολλοί προσπάθησαν νά άμβλύνουν τήν αι­ τιοκρατία τουλάχιστον στόν βαθμό πού άπαιτούσε ή αποφυγή τού μηδενισμού. Ή άμβλυνση τής αιτιοκρατίας σήμαινε, δμως, άναγκαστικά τόν (μερικό τουλάχιστον) χωρισμό τού αιτιώδους στοιχείου από τό κανονιστικό, γιά νά διαφυλαχθεί ή αυτοτέλεια τού τελευταίου* ό (μερικός) χωρισμός τους προκάλεσε, ώστόσο, τή (μερική) ανοιχτή τους σύγκρουση, ή οποία ίσαμε τότε παρέμενε κρυφή κι ούτε καί έπιτρεπόταν νά φτάσει στά άκρα, άφού άπό τήν άλλη μεριά δέν μπορού­ σε νά άπεμποληθεί όλότελα ή συνύφανση Όντος καί Δέοντος. Ή τυ­ πική αυτή δομή παρουσιάζεται σέ δλους τούς σημαντικούς τομείς τής διαφωτιστικής σκέψης, δηλ. στόν θεολογικό-κοσμολογικό, στόν ήθικοφιλοσοφικό καί στόν φιλοσοφοϊστορικό. Γιατί αύτό ήταν άναπόδραστο, τό έχουμε κιόλας πει: σέ δλους αυτούς τούς τομείς εκφράστη­ κε, διαμέσου τής άποκατάστασης τού αίσθητού κόσμου, μιά καί μόνη κοσμοθεωρητική θεμελιώδης στάση, καί έτσι ήταν εύ'λογο νά έμφανιστούν σέ δλους ταυτόχρονα οι λογικές συνέπειες καί δυσκολίες τούτης τής τελευταίας. 2. Ο ΘΕΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ - Ή Ο ΔΙΑ­ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ, ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Μιά πειστική άνάλυση τής θεολογίας (μέ τήν εύρεία έννοια τού περί Θεού λόγου) στήν εποχή τού Διαφωτισμού πρέπει νά έξηγήσει τό φαι­ νομενικά παράδοξο γεγονός δτι, μολονότι οι άθεϊστές άποτελούν μιά μικρή μειονότητα καί καταπολεμούνται άπό τή μεγάλη πλειοψηφία τών διαφωτιστών, ώστόσο τό γενικό άποτέλεσμα τής δλης πνευματι­ κής ζύμωσης είναι μιά σημαντική έξασθένιση τής θέσης τού Θεού, ή όποια έξαγγέλλει τήν προσεχή έκθρόνιση καί θανάτωσή του. (Ή έξέλιξη στόν χώρο τής ιστορίας τών ιδεών συμβάδισε, φυσικά, μέ τήν 6. Επιστολή άπό 2 9 .9 .1 7 6 2 ( = OC, XIX, 464).

16

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

κοινωνική).7 Μονάχα άν τεθεί μέ αυτή τή μορφή είναι γόνιμο τούτο τό πρόβλημα. Ή αμηχανία, μέ τήν οποία συχνά άντιμετωπίζεται, οφείλεται βέβαια, άπό άντικειμενική άποψη, στόν παράδοξο χαρα­ κτήρα τού πράγματος, ό οποίος τις πιό πολλές φορές λιγότερο έξηγείται καί περισσότερο παρακάμπτεται, είτε υπερτιμώντας τόν ρόλο των άθείστών (εδώ οι μαρξιστές συμφωνούν μέ τούς συντηρητικούς θεο­ λόγους τού 18ου αί. καί μέ μερικούς νοσταλγούς τής «ενότητας τής χριστιανικής Ευρώπης»), είτε τονίζοντας τή μεγάλη, συχνά άποφασιστική έπίδραση χριστιανικών ιδεών πάνω στούς άνθρώπους τού 18ου αί. καί πρώτα-πρώτα στούς έκπροσώπους τού ήθικιστικού-κανονιστικού Διαφωτισμού. Ή πρώτη άποψη είναι εσφαλμένη, ή δεύτερη, πάλι, μολονότι σωστή σέ ουσιαστικά σημεία, δέν μπορεί νά εξηγήσει ορισμένα είδοποιά γνωρίσματα τού διαφωτιστικού κινήματος. Ε μ είς θά διαφορίσουμε περισσότερο τά πράγματα, θέτοντας στό έπίκεντρο τής προσοχής μας δχι τή γνώμη τών διαφωτιστών γιά τόν εαυτό τους ή τήν αύτοπαρουσίασή τους, άλλά τή δομή καί τή λειτουργία τών εν­ νοιών, τις οποίες χρησιμοποίησαν καί στις οποίες βρίσκεται ή (λογι­ κή) αιτία μακροπρόθεσμων διαδικασιών. Βασική προϋπόθεση γιά τήν εξήγηση τού παράδοξου πού άναφέραμε είναι ό άκριβής προσδιορισμός τών αιτιών, γιά τίς οποίες οι πλείστοι διαφωτιστές δέν θέλουν ή δέν μπορούν νά έκθρονίσουν τόν Θεό, μολονότι, άπό τήν άλλη μεριά, είναι άναγκασμένοι νά καταπολεμή­ σουν (μέ ήπιότερα ή άπό τακτική άποψη σκοπιμότερα λόγια: νά με­ ταρρυθμίσουν, νά άνανεώσουν ή νά ερμηνεύσουν «σωστά») τόν θετικό 7. Έ δώ πρέπει νά άναφερθοΰμε στούς κοινωνικούς καί ιστορικούς παράγοντες, πού προκάλεσαν αύτή τή δραματική τροπή τών τυχών του Θεού* άλλωστε, μονάχα στό φώς τους άποκτοϋν νόημα ορισμένα κεντρικά συνθήματα τού Διαφωτισμού (τό αίτημα τής θρησκευτικής ανοχής λ.χ. μπορεί νά διατυπωθεί καί νά πραγματωθεϊ μο­ νάχα πάνω στή βάση τής ύπαρξης τού σύγχρονου κράτους). Ή αρχή τού τέλους τού Θεού διαγράφεται ήδη μέ τή νίκη τού κράτους πάνω στήν Ε κκλησία , καί ό 18ος αί. άποτελεί άκριβώς μιάν έποχή, όπου τό κράτος κερδίζει άποφασιστικές μάχες στόν μακραίωνο πόλεμό του μέ τήν Εκκλησία (στούς τομείς τής γαιοκτησίας, τής δικαιο­ δοσίας καί τής έκπαίδευσης). Ή ισχύς τού Θεού ήταν πάντοτε τόσο μεγάλη οσο καί ή ισχύς τών τοποτηρητών του πάνω στή γή· γ ι’ αύτό καί ή μείωσή της ήταν άναπόδραστη, άπό τή στιγμή πού οί τελευταίοι αυτοί, μετά άπό έπίμονη αντίσταση, ύποτάχθηκαν (άδιάφορο, άν μέ τή βία ή μέ συμβιβασμούς) σέ μιάν αρχή, πού δέν ενεργού­ σε στό δνομα τού Θεού, παρά τού ανθρώπου καί τής ευζωίας του. Ή άρχή αύτή ήταν τό σύγχρονο κράτος. ’Ήδη ή θρησκευτική ανοχή, πού παραχώρησε τό κράτος, συνε­ παγόταν δτι άπό τή σκοπιά του ό Θεός δέν σήμαινε τόσο πολλά οσο ή κοινωνική ει­ ρήνη, δηλ. ή αύτοσυντήρησή του. Μέ βάση τούτη τή διαλεκτική τών σχέσεων άνάμεσα σέ Έκκλησία-Θεό, άπό τή μιά, καί Κράτος-’Άνθρωπο, άπό τήν άλλη, κατανοου με γιατί τό ολοκληρωτικό κράτος άναγκαστικά είναι άθεϊστικό.

2. Ο ΘΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

17

Χριστιανισμό. Ή πολεμική κραυγή τού V oltaire: «Νά συντρίψουμε τήν άτιμη!»8 άναφερόταν στήν Εκκλησία, δχι στή θεότητα. Ή αμφί­ πλευρη αυτή στάση κατανοεΐται μόνον αν άναλογιστοϋμε τήν παρα­ δοσιακή λειτουργία τού Θεού ώς ένσαρκωτή καί εγγυητή δλων των αξιών, οί όποιες κάνουν δυνατή τήν κοινωνική ζωή. Στήν εποχή τού Διαφωτισμού, ή λειτουργία τούτη είναι πάντα ζωντανή καί τελεσφό­ ρα: γιά πρώτη φορά τώρα άμφισβητεΐται σε άξιόλογο βαθμό. Ή πα­ ραδοσιακή μονοπώληση τών άξιών έκ μέρους τού Θεού έκανε κάθε άντίθεση πρός τόν τελευταίο νά φαίνεται ώς ύπόσκαψη τών άξιών καί τής αξιοπρεπούς άνθρώπινης ζωής γενικά. Οί διαφωτιστές δέν ζούν σέ έποχή, στήν οποία ό άθεϊσμός καί ό σκεπτικισμός είναι ευνόητοι, αυτονόητοι ή καί άναπόδραστοι. Ή υποψία τού άθεϊσμού καί ή υπο­ ψία τού μηδενισμού παραμένουν ταυτόσημες, καί οί διαφωτιστές δέν θέλουν νά προκαλούν τήν πρώτη, γιατί ή δεύτερη τούς είναι στό έπα­ κρο έπιζήμια.9 Ή ομολογία πίστεως στόν Θεό, δπως κι αν τόν κατα­ λαβαίνουν, δέν σημαίνει ωστόσο, στίς περισσότερες περιπτώσεις, άπλή τακτική επιβίωσης σέ ένα περιβάλλον, δπου οί άνθρωποι έχουν νά κάμουν μέ τήν Εκκλησία άπό τή βάφτιση ίσαμε τήν ταφή τους, άλλά άποτελεί άντικειμενικό ιδεολογικό αντικατοπτρισμό τής πάντα κυρίαρχης καί άπό πολλούς αιώνες κυρωμένης πρόσδεσης τών άξιών στόν Θεό* τούτη ή ομολογία πίστεως δείχνει, μέ άλλα λόγια, τόν αν­ τίκτυπο τού πανίσχυρου χριστιανικού παρελθόντος μέσα στίς ψυχές τών διαφωτιστών. Οί διαφωτιστές άναπτύσσουν τή δραστηριότητά τους σέ μιά μεσοβασιλεία, καί τό διπλό πρόσωπο τής εποχής τους διαμορφώνει καί τό δικό τους.10 Τόσο γιά τακτικούς δσο καί γιά ψυχικούς-ίδεολογικούς λόγους βλέπουν, λοιπόν, τόν Θεό ώς εγγυητή τών κοινωνικά απαραίτητων άξιών. Ακριβώς τήν καταλληλότητα τού Θεού ώς «ιερού δεσμού τής κοινωνίας» άναλογίζεται ό V o ltaire, όταν —σέ μιάν δψιμη φάση τής εξέλιξής του, στήν οποία δέν δεχόταν πιά δτι ή ύπαρξη Θεού έγγυάται πώς «τά πάντα είναι καλά»11— τονί­ ζει τήν άναγκαιότητα νά εφευρεθεί ό Θεός, άν δέν υπάρχει*12 ή έφεύρεση αυτή θά χρησίμευε, βέβαια, μόνο στόν λαό, δχι στούς μορφωμέ­ νους πού στέκουν «πάνω άπό τόν λαό».13 Ά λλά καί μηδενιστές, δ8. Επιστολή στόν d ’A lem b ert, 2 8 .1 2 .1 7 6 2 = OC, X L II, 293* στόν D am ilaville. 7.1.1764 = OC, X LTII, 78. 9. Πρβλ. τίς παρατηρήσεις του B e c k e r, G o tt e s s t a a t , 54/5. 10. Πρβλ. τό ύποκεφ. 5 αύτοΰ τού κεφαλαίου. Π . Πρβλ. τό ύποκεφ. 5 αυτού τού κεφαλαίου. 12. E p itre CTV (1769) = OC, X, 403. 13. D ict. P h il., A rt. ^A theism e’ = OC, X V II, 463.

18

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

πως ό L a M ettrie, είναι πεπεισμένοι δτι ή ανθρώπινη επιθετικότητα χαλιναγωγείται δραστικά μονάχα με τίς θρησκευτικές δεισιδαιμο­ νίες.14 Θά ήταν επιφανειακή ή έντύπωση, δτι οι διαφωτιστές έμμένουν στόν Θεό δχι γιά ήθικούς-κανονιστικούς, άλλά γιά κοσμολογι­ κούς π.χ. λόγους. Γιατί άπό καθαρά λογική άποψη δέν κερδίζεται τ ί­ ποτε, αν ώς αίτια τής κίνησης γίνει δεκτός ό Θεός καί άπορριφθεί ή αύτοκίνηση τής ύλης. Το πρόβλημα μετατοπίζεται έτσι χωρίς νά λύ­ νεται, άντί δηλ. νά προκριθεΐ τούτη ή υψιστη όντολογική άρχή προ­ κρίνεται ή άλλη. Όταν οί λύσεις είναι λογικά ισότιμες (καί συχνά κι δταν δέν είναι!), άποφασίζουν κανονιστικά κριτήρια ποιά θά προτιμηθεί. Μετά άπό τίς τεράστιες κοινωνικές καί κοσμοθεωρητικές ανατρο­ πές των δύο τελευταίων αιώνων, ό μη θεολόγος δυσκολεύεται κάποτε νά βάλει μέ τον νού του πόσο προφανής καί αυτονόητη ήταν άλλοτε ή σύνδεση των αξιών μέ τόν Θεό σέ δλες της τίς συνέπειες. Ό Διαφωτι­ σμός έγκαινίασε καί προώθησε σέ κοινωνικά σημαντική έκταση την κατάλυση τής σύνδεσης αυτής, συνάμα δμως χρειάστηκε νά σηκώσει στούς ίδιους του τούς ώμους τό βάρος του έγχειρήματός του. Οί νέες όντολογικές άρχές, πού θά μπορούσαν νά χρησιμεύσουν ώς έσχατα έρείσματα μιας θύραθεν άξιολογικής ιεραρχίας, δέν είχαν άκόμη δο­ κιμαστεί αρκετά, καί επιπλέον, έξαιτίας τής υφής τους, δέν ήταν σέ θέση νά έκπληρώσουν κανονιστικές λειτουργίες, οί οποίες άργότερα βέβαια θά θεωρούνταν λίγο-πολύ περιττές, δμως στην έποχή τής μεσοβασιλείας φαίνονταν έξαιρετικά έπίκαιρες άκόμη καί στά μάτια πολλών διαφωτιστών, παρ’ δλη τή μετατόπιση τού κέντρου βάρους τών ενδιαφερόντων τους. Έ τσ ι π.χ. ή Φύση σάν τέτοια δέν μπορούσε νά έγγυηθεί τήν αθανασία τής ψυχής καί τή δυνατότητα τής οριστικής δίκαιης αμοιβής ή τιμωρίας τής διαγωγής κάθε άτόμου.15 Σέ σχέση μέ παρόμοια ζητήματα, ή Φύση έμοιαζε βουβή άπό κανονιστική άπο14. Βλ. κεφ. V II, ύποκεφ. 3. ] 5. Χαρακτηριστική είναι ή τοποθέτηση του V o ltaire , ό όποιος δέχεται τήν άθανασία τής ψυχής έξαιτίας του κακού στόν κόσμο (P oem e s u r le D e s a s t r e = OC, ΪΧ, 478), καί έπομένως έξαιτίας τής αναγκαιότητας νά υπάρχει θεία αμοιβή ή τιμω ­ ρία τών άνθρώπινων πράξεων (D ieu et les k o m m es, II = OC, X X V III, 133· L'A , JJ, C = O C , X X V II, 399/400 )* μ 1 αυτή τήν έννοια τονίζει καί τήν κοινωνική χρησι­ μότητα τής πίστης στήν άθανασία (έπιστολή στόν cTA rgental άπό 20.4 .1 7 6 9 = 0(7, L, 454). Όταν όμως δέν έπιχειρηματολογεϊ άμεσα άπό ήθικοφιλοσοφική, παρά περισσότερο άπό όντολογίκή-άνθρωπολογική σκοπιά, τότε διακηρύσσει τήν άγνοιά του σχετικά μέ τήν υφή τής ψυχής καί άμφισβητεΐ δτι ή ψυχή άποτελεϊ υπόσταση (D ic t. P h il.„ Art. 4A m e’ = O C , X V II, 135/6, 141/2* L e ttr e s de M e m m iu s, XV = OC, X X V III, 457/8* D e V ä m e = OC, X X IX , 3 3 1 ,3 3 9 )* στό έπίπεδο αυτό δηλ.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

19

ψη.16 Ή σύγκρουση αιτιώδους καί κανονιστικής θεώρησης στον χώ ­ ρο τής θεολογίας καί τής κοσμολογίας παίρνει, λοιπόν, τήν εξής μορ­ φή: από τή μιά ό Θεός άπορροφάται βαθμιαία άπό τή Φύση καί τήν έπικράτεια τής αιτιότητας, ενώ συνάμα ή χριστιανική άντίληψη τής Δημιουργίας φθίνει έξαιτίας τής όντολογικής ανατίμησης τής ύλης, άπό τήν άλλη δμως ό ίδιος αυτός Θεός, ώς ένσαρκωτής τού κανονι­ στικού στοιχείου, κρατιέται ξέχωρος άπό τή Φύση. Άπό φόβο μπρο­ στά στήν πιθανή έκλειψη τού νοήματος τού κόσμου καί στήν υποψία τού μηδενισμού αποφεύγεται δηλ. ή πλήρης ταύτιση αιτιώδους καί κανονιστικού στοιχείου, οπότε τό δεύτερο συνδέεται άποκλειστικά μέ μιάν αυτόνομη άρχή, πού συνήθως είναι ό Θεός ώς δημιουργός ή ώς νόηση τής Φύσης ή ώς ή νόηση μέσα στή Φύση: τά δρια άνάμεσα στις δυνατότητες αυτές έμειναν έτσι κι άλλιώς ρευστά, άφού μάλιστα, άκόμη καί μετά άπό μιά τέτοια ομολογία πίστεως στον Θεό, ή έννοια τής Φύσης χρησιμοποιούνταν καί πάλι, μόλις τό άπαιτούσαν οι πολε­ μικές άνάγκες τής στιγμής. Τήν τυπική αυτή συμπλοκή ιδεών παρακολουθούμε θαυμάσια στό παράδειγμα ενός διανοητή σάν τον V oltaire, ό όποιος —ακριβώς δπως καί ό D id erot, αν καί μέ άλλη έννοια— μπορεί νά θεωρηθεί άληθινό ευρετήριο των ρευμάτων καί των δομών σκέψης τού κανονιστι­ κού Διαφωτισμού σέ δλη τους τήν άντιφατικότητα. Όταν ό V o ltaire άσκεί πολεμική έναντίον τού άθεϊσμοϋ, τονίζει συνήθως τόν νοητικό χαρακτήρα τού Θεού* μονάχα ή άντίληψη, δτι ό ίδιος ό Θεός είναι «άρρητη νόηση», μπορεί νά έξηγήσει ικανοποιητικά τή νόηση μέσα στόν άνθρωπο (δηλ. τήν ικανότητά του γιά ήθική συμπεριφορά)17 — πράγμα πού δέν μπορεί νά κάμει ό υλισμός τού H olbach π.χ.18 Ό Θεός ώς νόηση χωρίζεται αυστηρά άπό τή Φύση* είναι ό μέγας γεωμέτρης καί «κατασκευαστής», ένώ ή Φύση δέν άποτελεί κάτι τό άρχέγονο καί αυθύπαρκτο, αλλά ένα δημιούργημα,19 τού όποιου ή υφή δέν θεωρεί δυνατή τήν απόδειξη τής άθανασίας τής ψυχής: μονάχα ή θεία Α ποκά­ λυψη μπορεί νά τό κάμει αυτό, λέει (D ic t. P h il., A rt. ‘ A m e1 = O C, X V II, 145). Πρβλ. P e llissie r, V oltaire P h ilo so p h e , 52 κ.έ., 173/4- έπίσης P o m ea u . R e li­ g io n de V o ltaire, 3 9 9 /4 0 0 . 16. Σύμφωνα μέ τή διατύπωση τού V o lta ire στό P o em e s u r le D e s a s t r e de L isb o n : «Ή Φύση είναι βουβή, μάταια τή ρωτάμε* / Χρειαζόμαστε έναν Θεό, γιά νά μιλήσει στό άνθρώπινο γένος» {O C, IX, 475). 17. D ict. P h il., A rt. "A th eism e’ = OC, X V II, 4 6 9 , 464. 18. Στόν d ’A lem b ert (2 7 .7 .1 7 7 0 ) καί στή δούκισσα de C h oiseul (8 .1 0 .1 7 7 0 ) = OC, X L V 1I, 153, 216. 19. «T o u t a r t» . Ή έκφραση είναι παρμένη άπό τόν P o p e, E s s a y , I, στ. 289: «AU N a tu re is b u t A rt». Λίγους στίχους παραπάνω ό P ope είχε, ώστόσο, χαρα-

20

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

καθορίζεται από «μαθηματικούς νόμους» καί τήν «εμβριθέστερη γεω μετρία».20 (Ή συγγένεια τού προτύπου αυτού με τόν μηχανικισμό τού 17ου αί. δείχνει άκόμη μιά φορά δτι ό άθεϊστικός υλισμός, τόν όποιο καταπολεμά εδώ ό V o ltaire, στά ουσιώδη σημεία του ή­ ταν αντίθεση καί όχι συνέχιση τού κλασικού μηχανικισμού21). Πολύ διαφορετική έμφανίζεται ή θεολογία τού V o ltaire, όταν ή πολεμική του άναφέρεται οχι στόν ήθικά έπικίνδυνο αθεϊσμό, άλλα σέ έκπροσώπους τής δυαρχίας δπως ό M aleb ran ch e. Αυτή τή φορά έχουμε μιάν άληθινή συνύφανση Θεού καί Φύσης, μολονότι ή ταύτισή τους αποφεύγεται. Ό Θεός δέν είναι, βέβαια, ή «ολότητα τών πραγμά­ των», ώστόσο αυτή «άπορρέει» από τόν Θεό.22 Στή συνύφανσή του μέ τή Φύση, ό Θεός δέν είναι πιά σέ πρώτη γραμμή νόηση, αλλά δύ­ ναμη καί «δράση», καί στο φώς τού καινούργιου αυτού ορισμού τής υφής του ή χριστιανική αντίληψη τής Δημιουργίας κλονίζεται: ένας Θεός, πού πριν άπό τή Δημιουργία δέν θά είχε κάμει απολύτως τίπο­ τε, είναι αδιανόητος.23 Τήν ενδεχόμενη ύπόσκαψη τής ήθικής άπό τούτη τήν πανθεϊστικά χροιασμένη θεολογία ό V oltaire τήν αντιμε­ τωπίζει μέ τό έπιχείρημα δτι δέν μπορούμε νά γνωρίζουμε επακρι­ βώς ποιά μορφή έχει ή συνύφανση Θεού καί Φύσης καί, επομένως, σέ ποιόν βαθμό θίγει τήν προσωπικότητα τού Θεού* ώστόσο, ό V o ltaire δέν είχε καμιά δυσκολία μέ τόν ορισμό τού Θεού (νόηση, μαθηματι­ κός, αρχιτέκτονας κτλ.), δταν είχε κατά νού τήν πρώτη άπό τίς δύο του θεολογικές κατασκευές. Μιά τελευταία παρατήρηση γ ι’ αυτόν: θά ήταν λάθος νά άποδώσουμε τήν πανθεϊστική του θέση σέ μιάν δψιμη έπίδραση τού S p in o z a .24 Στήν πραγματικότητα, ό V o ltaire άνακακτηρίσει τή Φύση ώς σώμα τού Θεού (πρβλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 3). Προφανώς πρόκει­ ται γιά τήν ϊοια αμφίπλευρη τοποθέτηση. 20. D ict. Phil.« A rt. ‘ N a tu r e ’ = OC\ XX, 115 κ.έ.· H ist, de Jen n i« V III = OC« XXI, 554 κ.έ.- D ial. d 'E v h em e re, II = OC\ XXX, 4 7 1 /2 (πρβλ. παρακ. σημ. 24). 21. Πρβλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 4. 22. Tout en D ieu = Ol7, X X V III, 98. 23. loc. ci’i., 97. 24. Δέν βρίσκω ορθή τήν άποψη τού V erniere. δτι στά τελευταία χρόνια του ό V o lta ire είδε μέ ευμενέστερο μάτι τόν σπινοζισμό στό σύνολό του (S p in o z a , 524). Α κριβώ ς ή περικοπή, πού παραθέτει ό V erniere στή σ. 525 γιά νά υποστηρίξει τήν άποψή του, άκολουθεΐ μετά άπό τρεις άράδες, στίς όποιες ό V o ltaire προσπαθεί νά διευκρινίσει τή διαφορά του πρός τόν S p in o z a ! Ή γνώμη μου είναι δτι ό V o ltaire , στήν πολεμική του έναντίον τού H o lb a ch , τονίζει ορισμένες «καλές» θρησκευτικές καί ήθικές απόψεις τού σπινοζισμού μόνο καί μόνο γιά νά παρουσιάσει άκόμη πιό άποτρόπαιο τόν υλισμό τού H o lb ach . Τ ι θά ήταν χειρότερο παρά νά είναι κάποιος πιό άθεος καί μοιρολάτρης άκόμη κι άπό τόν S p in o z a ; ”Αν κάποτε ό V o lta ire φαί-

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

21

λύπτει τήν ύλικότητα τού Θεού και' τή συνύφανσή του με τόν χώρο καί τόν χρόνο ήδη ώς μαθητής καί έκλαϊκευτής τού New ton, δηλ. στα πλαίσια τής γενικής άντικαρτεσιανής τάσης τού Διαφωτισμού*25 Τόσο σέ σχέση μέ τή σκέψη τού V o ltaire, δσο καί σε σχέση μέ τή σκέψη τού κανονιστικού Διαφωτισμού γενικά, είναι λοιπόν ορθότερο νά μήν μιλάμε γιά δύο αλληλοδιάδοχες αντιλήψεις, άλλά γιά μιάν αδιάκοπη άμφιταλάντευση άνάμεσά τους. Ό πανικός μπροστά στήν ύποψία τού μηδενισμού έκφράζεται χα­ ρακτηριστικά στις σχέσεις των διαφωτιστών μέ τόν S p in o z a . ’Άν άναλογιστούμε τή βασική παραλληλότητα τού σπινοζισμού μέ τίς γε­ νικές τάσεις τών διαφωτιστών, δηλ. τήν κοινή απόρριψη τού καρτε­ σιανού αύστηρού χωρισμού άνάμεσα σέ res cogitans καί res extensa , τότε θά πρέπει νά μάς παραξενέψει ή περιορισμένη άμεση (δηλ. όμολογημένη) επίδραση τού S p in o z a στόν 18ο αί. καί προπαντός ή έπίμονη προσπάθεια τών πλείστων διαφωτιστών νά διαχωρίσουν τή θέση τους άπ’ αυτόν* τά φαινόμενα αύτά γίνονται, ωστόσο, κατανοη­ τά, αν πάρουμε υπόψη μας τόν αδιάκοπο φόβο μπροστά στις έσχατες λογικές συνέπειες τής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου, δηλ. τήν αυστηρή αιτιοκρατία καί τή μοιρολατρία, πού φαινόταν νά απορρέει από τήν πρώτη. Ή έμφάνιση τού σπινοζισμού στόν ορίζοντα τής ιστο­ ρίας τών ιδεών έπέδρασε εκφοβιστικά καί περισσότερο άνέστειλε πα­ ρά ένίσχυσε τή ριζοσπαστική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Οι συντηρητικοί θεολόγοι είχαν τώρα ένα ζωντανό παράδειγμα στά χέ­ ρια τους, μέ τό όποιο μπορούσαν νά δείξουν παραστατικά πού θά οδηγούσε δλη αυτή ή ιστορία. Στά μάτια τους ό σπινοζισμός σήμαινε μοιρολατρία καί έπομένως καθαρό άνηθικισμό — κι αυτό επειδή ήταν άθεϊστικός. Ό D id erot επιβεβαίωσε μέ τόν τρόπο του τήν άντίληψη αυτή, άνακηρύσσοντας τόν S p in o z a πνευματικό πατέρα τού μοιρο­ λάτρη ήρωά του Ζάκ.26 ’Άν ό D iderot φροντίζει νά μήν ταυτίζεται φιλοσοφικά μέ τό φιλολογικό του δημιούργημα, τούτο προφανώς νεται νά προσεγγίζει γενικές σπινοζικές ιδέες, αύτό δέν οφείλεται στήν άμεση επίδρα­ ση του S p in o z a , παρά στόν ρόλο τής άντικαρτεσιανής τάσης μέσα στή σκέψη τού Διαφωτισμού. ‘Όταν στρεφόταν ενάντια σέ καρτεσιανίζοντες άντιπάλους, ό V o ltaire άναπόφευκτα πλησίαζε τόν S p in o z a . Αύτό όμως γινόταν άσυνείδητα, ενώ συνειδη­ τή ήταν ή απόσταση πρός τόν τελευταίο. "Αλλωστε δέν πρέπει νά παραβλέπεται ότι ό V o ltaire ακριβώς σ'* ενα από τά τελευταία του κείμενα (D ia l. d 'E v h e m e re , 1 777) υποστηρίζει τήν Γδια κοσμολογική άντίληψη δπως καί στό άρθρο fcN a tu r e 1 τού D ictio n n aire (βλ. OC, III, 4 7 1 /2 , πρβλ. παρ. σημ. 20). 25. Eiern, de Ια Phil, d e N ew ton , I, 2 = OC, XXII, 404 κ.έ. 26. OC\ V I, 180.

VL ΛΙΠΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

22

οφείλεται στό δτι οί ήθικοφιλοσοφικές δυσκολίες τού S p in o z a έμοια­ ζαν εξαιρετικά μ’ έκεΐνες τού ήθικιστικού (ώς πρός τήν πρόθεση του­ λάχιστον) υλισμού, αρα καί τού ίδιου τού D id e ro t.27 Καί στ’ Αλή­ θεια, ή μεγάλη εμπράγματη, αλλά καί συμβολική σημασία τής διαμάχης γύρω από τόν σπινοζισμό έγκειται στό δτι ό τελευταίος συν­ δέει Απροκάλυπτα, καί μάλιστα προκλητικά, τό ήθικοφιλοσοφικό πρόβλημα με τήν ταύτιση re s c o g ita n s καί re s e x te n s a ,28 δηλ. μέ τήν κατάργηση τού προσωπικού Θεού. Άπό τήν όντολογική θεμε­ λιώδη απόφαση, πού παραμερίζει τόν παραδοσιακό Θεό, μπορούν νά συναχθούν δίχως κενά δλα τά παραπέρα βήματα τού S p in o z a στον χώρο τής ανθρωπολογίας καί τής ήθικής φιλοσοφίας. Στήν ταυτότη­ τα Θεού καί Φύσης29 Αντιστοιχεί δομικά ή συνύφανση ψυχής καί σώματος.30 Πάνω σ’ αυτή τήν άνθρωπολογική βάση, ή ήθική ώς υποταγή τών τυφλών παθών στήν κυρίαρχη βούληση δέν έχει καί πο­ λύ νόημα, δπως διασαφηνίζει ό S p in o z a σέ μιάν αποστροφή ένάντια στον D e sc a r te s,31 καί μάλιστα ήδη άπό τό γεγονός, δτι τό όντολο­ γικό τούτο πλαίσιο δέν συμβιβάζεται μέ τήν ελευθερία τής βούλη­ σης.32 Μονάχα ή άγνοια τού τρόπου, μέ τόν όποιο συνυφαίνονται σώ­ μα καί ψυχή, γεννά τήν ψευδαίσθηση τής Ανθρώπινης έλευθερίας.33 Κι ακόμη: οί κρίσεις γιά τό καλό καί τό κακό έξαρτώνται, κατά τόν S p in o z a , άπό τήν υφή τού σώματος καί τού έγκεφάλου,34 επιθυμού­ με ένα πράγμα δχι επειδή είναι καθαυτό καλό, άλλά Αντίστροφα, τό θεωρούμε καλό, επειδή τό έπιθυμούμε,35 άφού μάλιστα έπιθυμίες καί ψυχόρμητα Απαρτίζουν τήν ουσία τού Ανθρώπου.36 Τό δτι ό Σπινόζα άρνιέται τήν Αντικειμενική ίσχύ τών έννοιών τού καλού καί τού κα­ κού έχει, βέβαια, καί μιάν αιτία άμεσα μεταφυσική, δηλ. τήν ταύτιση πραγματικότητας καί τελειότητας,37 ή οποία έξοβελίζει τό κακό άπό τόν κόσμο (δπως, άλλωστε, τό κάνει καί κάθε ριζική θεοδικία) καί ή όποια, άπό τήν πλευρά της, θεμελιώνεται στήν ταύτιση Θεού καί Φύ­ σης, δηλ. res c o g ita n s καί res e x te n sa. Ακριβώς ή λογική συνοχή 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33.

Βλ. κεφ. V II, ύποκεφ. 4. E th ., II, P rop. V II, S ch o l. { = O p e ra , II, 90). «D eum seu n a tu r a m » , E th ., IV , P ra e f. ( = II, 206). E th ., II I, P ro p . I I , S ch o l. ( = II, 141 κ.έ.). E th ., II I , P rae f. ( = II, 137/8). E th ., II, P ro p . X L V III ( = II, 129/30). Βλ. παρ. σημ. 30. 34. E th ., I, App. (II, 82/3). 35. E th ., III, P ro p . XX XIX , Sch ol. ( = II, 170). 36. E th ., II I, P ro p . IX , Sch ol. ( = II, 147). 37. E th ., IV, P rae f. ( = II, 207/8).

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

23

τούτης τής συλλογιστικής κλίμακας έπέτεινε τήν εκφοβιστική της επήρεια, αφού εδώ δείχνονται οί Εσχατες ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες τής όντολογικής ανατίμησης, δηλ. τής θεοποίησης τής Φύσης. Στό ερώτημα, αν είναι λογικά δυνατό νά ύποτυπωθεΐ μιά εποικοδομητική ηθική πάνω στή βάση τής σπινοζικής όντολογίας, μπορούν νά δοθούν διαφορετικές άπαντήσεις.38 Αναμφισβήτητο παραμένει, ωστόσο, δτι ή τελευταία δυσκόλεψε σημαντικά τή —θεωρητική τουλάχιστον— λύ­ ση τού ήθικοφιλοσοφικού προβλήματος. Έ τσ ι ό B en ed ictu s εγινε M aled ictu s καί ή μετονομασία τούτη επηρέασε σημαντικά καί τούς διαφωτιστές, πού άγωνίζονταν άδιάκοπα ένάντια στήν ύποψία τού μηδενισμού — καί τούς επηρέασε τόσο, ακριβώς επειδή ή σκέψη τους, μέ μιά πολύ γενική, άλλά ουσιαστική έννοια, άκολουθούσε τά (άντικαρτεσιανά) ίχνη τού S p in o z a : στήν ιστορία τών ιδεών, όπως καί στήν πολιτική, παρουσιάζεται συχνά τό φαινόμενο, οτι κάποιος, γιά λόγους τακτικής, πρέπει νά διαχωρίσει έμφατικότερα τή θέση του απέναντι σ’ έκεΐνον, μέ τον όποιο συγγενεύει περισσότερο. Ό S p in o z a φάνηκε ακόμη πιο επικίνδυνος, γιατί ό πανθεϊσμός ή αθεϊσμός τής Ηθικής του θεωρήθηκε ώς ή άναγκαία κορύφωση τής κριτικής του στή θρησκεία καί στή Βίβλο, όπως αυτή εκτίθεται στήν Πραγματεία του* όπως καί νά ’χει, ή εντύπωση τούτη εμπόδισε τήν ελλογη άξιοποίηση τής κριτικής εργασίας του άπό τήν πλευρά τών διαφωτιστών θεολόγων.39 Ό κανονιστικός Διαφωτισμός, ωστόσο, δέν μπορούσε ούτε νά άγνοήσει τόν S p in o z a ώς κριτικό τής Βίβλου ούτε καί νά ομολογήσει πίστη στόν S p in o z a ώς άθεϊστή καί άνηθικιστή — καί αυτή ή διπλή του στάση άπέναντι στόν S p in o z a αποτελεί μιά παραπέρα έκδήλωση τής διχασμένης του θεολογίας ή τού διφο­ ρούμενου Χριστιανισμού του. ’Ήδη οί πρώτοι "Αγγλοι δεϊστές χρησι­ μοποίησαν σέ μεγάλη έκταση τή σπινοζική κριτική τής Βίβλου40 καί 38. Μέ έμφαση αμφισβήτησε τή δυνατότητα τούτη ό T a y lo r , ό όποιος καί επισήμανε αντιφάσεις της επιχειρηματολογίας τού S p in o z a στήν άλληλογραφία μέ τόν B ly en b ergh (So m e In c o h e re n c ie s, ίδ. 282 κ.έ.). Αντίθετα, ό Jo a c h im θεωρεί δυνατή μιά σπινοζική ήθική, άρκεΐ νά διαχωριστεί τό έπίπεδο του «καθαυτό» άπό τύ επίπεδο του «πρός ήμάς»: ακόμη κι αν δέν υπάρχει καλό καθαυτό, ωστόσο δεσμευτι­ κό παραμένει δ,τι etvat καλό γιά μάς (The E th ic s o f S p in o z a , 238 κ.έ.). Παραβλέ­ πει, όμως, δτι τούτο τό «γιά μάς» δέν περιλαμβάνει άναγκαστικά όλόκληρο τό άνθρώπινο γένος, καί έτσι ή δεσμευτικότητά του γιά ορισμένες όμάδες ή ορισμένα άτο­ μα στήν πραγματικότητα εντείνει τόν συναγωνισμό πρός άλλες ομάδες ή άλλα άτο­ μα. Ό άνθρωπος είναι, βέβαια, άπό σπινοζική σκοπιά, υπεύθυνος άπέναντι στή φύση του — δμως είναι καί ή φύση του ύπεύθυνη μέ άπόλυτη έννοια; 39. H irsc h , Gesch. d e r n eu ern e v a n g . T h eo l., I, 270 /1 . 40. C olie, S p in o z a a n d t'he e a r ly E n g lish D e is ts , ίδ. 37 κ.έ.

24

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

6 γαλλικός Διαφωτισμός τούς ακολούθησε μετά από λίγο.41 Οι όνομαστότεροι εκπρόσωποί του αναγνωρίζουν τήν οφειλή τους στήν Πραγματεία, τήν οποία επαινούν δημόσια, ενώ συνάμα άποδοκιμάζουν τήν Η θική: παραδείγματα τής στάσης αυτής είναι ό M on­ tesquieu καί ό V o lta ire .42 Καί άκόμη εναν δρόμο βρήκε ό Διαφω­ τισμός γιά νά άπαλύνει τίς δυσάρεστες —τουλάχιστον άπό τή σκοπιά των θεολόγων— πλευρές τής άναγκαστικής συμμαχίας του με τον ά­ θεο S p in o z a . Μέ αφορμή ορισμένες βιογραφίες τού S p in o z a , πού εμφανίζονται γύρω στο 17 0 0 ,43 δημιουργείται ένας θρύλος, πού στρέφεται γύρω άπό τό πρόσωπο τού ενάρετου, μετριόφρονα καί ολι­ γαρκούς φιλοσόφου, άφοπλίζοντας άκόμη καί τούς άντιπάλους του. Στή γραμμή τής επιχειρηματολογίας τού B a y le γιά τή δυνατότητα ενός ήθικού άθεϊσμού,44 τό παράδειγμα τού S p in o z a χρησίμευε ώς ανασκευή τής θεολογικής άποψης, δτι κάθε κριτική τού θετικού Χρι­ στιανισμού θά κατέληγε αναγκαστικά στήν υπονόμευση τής άτομικής καί κοινωνικής ήθικής. ’Άν στίς συγκεκριμένες συνθήκες τού 17ου καί 18ου αί. ό άθεϊσμός δέν μπορούσε, έξαιτίας τής υποψίας τού μηδενισμού, νά γίνει σημαία ενός κοινωνικά σημαντικού κινήματος, δμως άπό τήν άλλη μεριά ό άγώνας έναντίον τού Θεού καί τού Χριστιανισμού, δπως τούς κατα­ νοούσε καί έκπροσωπούσε ή Εκκλησία, ήταν άπαραίτητος στόχος τού Διαφωτισμού — μάλιστα θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ήταν ό λό­ γος τής ύπαρξής του. Τή διέξοδο άπό τό δίλημμα αυτό μπορούσε νά δώσει μονάχα μιά μεθερμηνεία καί μιά άλλαγή τής λειτουργίας τής ιδέας τού Θεού, δηλ. μιά χρησιμοποίηση τού τελευταίου κατά τό πνεύμα καί γιά τούς σκοπούς τού Διαφωτισμού. Μέ τήν έπίκληση τής (κατάλληλα διαμορφωμένης) ιδέας τού Θεού κυρώνονται, τώρα, καί γίνονται άπρόσβλητες άπέναντι στίς επιθέσεις των θεολόγων τόσο ή νέα κοσμολογία δσο καί ή νέα κλίμακα άξιων. Τούτο τό έξαιρετικά σημαντικό φαινόμενο τής ιστορίας των ιδεών, πού στό εξής θά τό άποκαλούμε πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού θεού, εξηγεί τό παράδοξο πού σημειώσαμε στήν άρχή αυτού τού υποκεφαλαίου, δτι δηλ., μολονότι οι άθεϊστές στήν έποχή τού Διαφωτισμού άποτελούν μιά μικρή μειονότητα καταπολεμούμενη έξίσου άπό «προοδευτικούς» καί «συντηρητικούς», δμως στό τέλος χαμένος βγαίνει ό Θεός. Έ 41. V ern iere, S p in o z a et Ια p e n se e fr a n c a is e , 375 κ.έ., 414 κ.έ. 42. op. e i t 459 κ.έ., 509 κ.έ. Γιά τήν άξιοποίηση τής πολιτικής φιλοσοφίας τοϋ S p in o z a έκ μέρους τού R o u s se a u βλ. 488 κ.έ. 43. Βλ. τήν έκδοση τοϋ G e b h a rd t, ίδ. 8/9. 44. Βλ. τήν έπόμενη παράγραφο.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

25

χοντας νά κάνουμε μέ τήν έξαιρετικά περίπλοκη καί αντιφατική τού­ τη εξέλιξη, δεν αρκεί νά καταγράψουμε προσεκτικά τά σημαντικά υπολείμματα θρησκευτικών καί μεταφυσικών στοιχείων στή σκέψη τού Διαφωτισμού. Αυτό είναι, φυσικά, απαραίτητο καί αξιέπαινο, προπαντός όταν σκοπός μας είναι ή αποφυγή διαφόρων στερεοτύπων καί ή ύποτύπωση μιας διαφορισμένης εικόνας τής εποχής τού Διαφω­ τισμού.45 Τόσο άπό δομική-έννοιολογική άποψη δσο καί από τήν ά­ ποψη τής ιστορίας τών ιδεών, άποφασιστικό παραμένει, ωστόσο, δτι ή λειτουργία τών παραπάνω στοιχείων άλλάζει δραστικά μέ τήν έν­ ταξή τους σέ ένα νέο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο* ή ρήξη μέ τό παρελ­ θόν έπιτελεΐται, έτσι, μέσα σ’ έκείνο (καί μέ διάμεσο εκείνο) τό στοι­ χείο, τό όποιο άπό πρώτη όψη φαίνεται νά έγγυάται τή συνέχεια. Ή λειτουργία τής έτερογονίας τών σκοπών κάνει, καί στήν περίπτωση αυτή, ιστορικά άσήμαντη τήν υποκειμενική ειλικρίνεια καί βαθύτητα τής θρησκευτικής πίστης τών διαφόρων στοχαστών. Θά μπορούσαμε, μάλιστα, νά άποτολμήσουμε τόν ισχυρισμό, δτι ή επίθεση ένάντια στήν παραδοσιακή θεολογία έπιχειρείται μέ σφοδρότητα καί μέ ήσυ­ χη συνείδηση άκριβώς δταν ό έπιτιθέμενος έμπνέεται άπό τήν πεποί­ θηση, δτι έτσι ύπηρετεί αληθινά τόν αληθινό Θεό. Ή άνικανότητα τής Φύσης νά έκπληρώσει δλες τις ήθικές λειτουργίες τού Θεού (στήν πραγματικότητα ή Φύση μπόρεσε νά άντικαταστήσει όλότελα τόν Θεό μονάχα δταν οι λειτουργίες αυτές —προπαντός ή τιμωρία καί ή αμοιβή τής γήινης διαγωγής στό Υπερπέραν— θεωρήθηκαν περιττές ή δχι πιεστικά αναγκαίες σέ κοινωνικό επίπεδο) είχε τό ίδιο άποτέλεσμα, δηλ. ένίσχυσε τήν πίστη στόν Θεό. Ό μω ς, ή πίστη τούτη άναφέρεται τώρα σ’ έναν διαφορετικό Θεό, καί γ ι’ αυτό θά ήταν τουλάχι­ στον μονόπλευρο νά τή θεωρήσουμε ώς κοσμοθεωρητική επιφύλαξη ή ώς έμμεση αναγνώριση τών δικαίων τού θεολογικού άντιπάλου. Απεναντίας. Ή καινούργια, «άποκαθαρμένη» ή «έλλογη» ιδέα τού Θεού έχει ώς σκοπό της νά αφήσει στή νομή τού άντιπάλου μονάχα δ,τι θά μπορούσε νά χαρακτηριστεί ώς δεισιδαιμονία ή άνοησία, καί συνάμα νά αποδείξει δτι ή διαφωτιστική θέση στέκει πάνω άπό τήν υποψία τού μηδενισμού. Προτού εξηγήσουμε διεξοδικότερα τίς δύο βασικές μορφές τής πο­ λεμικής χρησιμοποίησης τής Ιδέας τού Θεού, πρέπει νά πούμε μερικά πράγματα γιά τήν έξουδετέρωσή του. Συνήθως αυτή συντελείται δια­ μέσου τής θέσης, δτι ή βούληση καί ή ύφή τού Θεού είναι άνεξιχνία45. Βλ. π.χ. B e c k e r, G o tt e s s t a a t, 21, καί D ieck m an n , wR e lig iö se und m e­ ta p h y sisc h e E lem en te im D enken d e r A u fk läru n g ’ , S tu d ie n , ίδ. 260, 262 κ.έ.

26

VL ΑΙΤΙΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

στες. Πίσω από τό ευλαβικό ντύμα τής θέσης αυτής κρύβεται ή πολε­ μική της αιχμή: από έναν ανεξιχνίαστο Θεό δεν μπορούν νά αντλη­ θούν συγκεκριμένες δεσμευτικές επιταγές καί, επομένως, δέν μπο­ ρούν νά ύπάρξουν ούτε καί τοποτηρητές τού Θεού επί γής, οί όποιοι γνωρίζουν καί κοινοποιούν κατ’’ άποκλειστικότητα τίς έπιθυμίες του. Μέ άλλα λόγια: ό Θεός ώς ανώτατη βαθμίδα δικαιοδοσίας στήν ύπηρεσία τής Εκκλησίας καταργείται. Ήδη ό B a y le τόνισε μέ ιδιαίτερη έμφαση τίς δυσκολίες ενός πρόδηλου καί γενικά αποδεκτού ορισμού τής υφής τού Θεού, προσθέτοντας δτι ό ζήλος δσων επιδιώκουν κάτι τέτοιο δέν οφείλεται σέ πρακτικές-ήθικές έγνοιες, αλλά μάλλον στήν «έντονη επιθυμία τους νά θριαμβεύσει ή νά στεριώσει γερά ή παράτα­ ξή τους, γιά νά μπορεί ή νά υποτάξει τίς άλλες ή νά άμυνθεί εναντίον τους».46 Τό δτι ή έξουδετέρωση τού Θεού αποτελούσε μονάχα τό πρώτο βήμα πρός τήν πολεμική του χρησιμοποίηση καταφαίνεται στήν επιμονή, μέ τήν οποία ό ίδιος αύτός B a y le υπερασπίζει τήν κα­ λοσύνη (δηλ. ορισμένο γνώρισμα τής ύφής) τού Θεού, θέλοντας νά άντικρούσει τη διδασκαλία τού προπατορικού αμαρτήματος. Α κρι­ βώς στήν πολεμική του εναντίον τού θεολόγου Ja c q u e lo t ό B a y le μιλά γιά τήν καλοσύνη ώς «κύριο γνώρισμα τής θείας φύσης»* είναι αδιανόητο δτι ένας τέτοιος Θεός μεταχειρίζεται τό προπατορικό άμάρτημα καί τό κακό, μέ σκοπό νά πραγματώσει τά σχέδιά του γιά τόν άνθρωπο καί τον κόσμο.47 Δέν πρέπει, βέβαια, νά παραβλέπεται δτι εδώ ή θεία καλοσύνη έξαίρεται λιγότερο άπό πεποίθηση καί πε­ ρισσότερο μέ τήν πρόθεση νά καταπολεμηθεί ό αντίπαλος μέ τά ίδια του τά δπλα* ώστόσο, αδιαμφισβήτητη είναι ή διπλή στάση άπέναντι στό ίδιο ζήτημα μέ κριτήριο τίς έκάστοτε πολεμικές άνάγκες. Ή διπλή αύτή έπιχειρηματολογία έγινε βασικό γνώρισμα τής διαφωτιστικής θεολογίας. Ό V o ltaire, ό οποίος, ακολουθώντας τόν B a y le ,48 διακηρύσσει δτι ή «αδυναμία τής νόησής μας» μάς επιβάλ­ λει νά ομολογήσουμε τήν «άγνοιά μας γιά τή φύση τής θεότητας»,49 φαίνεται, άπό τήν άλλη πλευρά, νά είναι άριστα κατατοπισμένος γιά τή φύση καί τίς βουλές τού Θεού, δταν διαβεβαιώνει δτι ό Θεός δέν είναι δυνατόν νά βασανίζει άνθρώπους εις τούς αιώνας τών αίώ46. Contin. d es p e n se e s d iv e rse s, § XX = O euvres D i v III, 214/5. 47. R e p . a u x q u est. d'un P r o v ., II P a r t., C L I, C LV , C LX V = O euvr. Div.> HL 812, 824, 846· En tret. de M a x im e et T h em iste, XV = O euvr. D iv ., IV , 59 κ.έ. 48. M a so n , B a y le a n d V o ltaire, 1 2 ]. 49. D ict. P h i l , Art. fcD ie u \ fcD ie u x ’ = OC, X V III, 359.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

27

νων.50 Παρόμοιες δηλώσεις ανήκουν, βέβαια, κυρίως στήν πρώιμη περίοδο τού V o ltaire, ώστόσο καί οί κατοπινότερες διαμαρτυρίες του εναντίον τής άνοχής τού κακού έκ μέρους τού Θεού51 προϋποθέ­ τουν τήν αντίληψη, δτι μιά θεμελιώδης ιδιότητα τού Θεού, όπως ή καλοσύνη, δέν συμβιβάζεται μέ τή σημερινή κατάσταση τού κόσμου — μόνο πού τώρα άντιστρέφονται τά πρόσημα. Τήν περικοπή των αρ­ μοδιοτήτων τής Εκκλησίας έχει ώς σκοπό της καί μιά άλλη (έπίσης τυπική γιά τον Διαφωτισμό) πεποίθηση τού V o ltaire, ή οποία εξίσου στηρίζεται σέ μιάν ορισμένη άντίληψη γιά τον Θεό: ό παντοδύναμος Θεός δέν χρειάζεται τή λατρεία μας (επομένως ή σχετική δραστηριό­ τητα τής Εκκλησίας δέν είναι καί τόσο άναγκαία), άλλά τιμάται προπαντός μέ τήν άρετή καί τά καλά μας έργα.52 (Ό νέος D id erot λέει τό ϊδιο πράγμα μέ ριζοσπαστικό τρόπο: ή δεισιδαιμονία είναι χειρότερη άπό τον άθεϊσμό).53 Ή έξουδετέρωση καί ή πολεμική χρη­ σιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού, δηλ. ή άρνηση τής δυνατότητας ορι­ σμού τής φύσης του καί παράλληλα ό ορισμός τής τελευταίας μέ βά­ ση συγκεκριμένα διαφωτιστικά αιτήματα συναντιούνται άλληλένδετα καί στόν R o u sse a u . Γιά νά στηρίξει τήν καθαρά αισθηματική βε­ βαιότητα τής πίστης του στόν Θεό καί γιά νά θέσει προκαταβολικά φραγμό στίς έκκλησιαστικές άξιώσεις ιδεολογικής κυριαρχίας, ό R o u sse a u ισχυρίζεται δτι οί θεολογικομεταφυσικές συζητήσεις είναι όλότελα άγονες,54 ένώ συνάμα, στόν άγώνα του ενάντια στό προπα­ τορικό αμάρτημα καί στήν αίώνια τιμωρία των άμαρτωλών, ταυτίζει τήν καλοσύνη τού Θεού μέ τή δύναμή του,55 έπιχειρώντας έτσι έναν συγκεκριμένο ορισμό τής φύσης τού Θεού. Τούτη ή άμφιπλευρικότητα τής επιχειρηματολογίας τού R o u sse a u έπισημάνθηκε άπό τόν επίσκοπο Le B e au m o n t στήν «Καταδίκη» τού E m ile· 56 Όσα είπαμε ίσαμε τώρα άναφέρονταν στήν πρώτη βασική μορφή τής πολεμικής χρησιμοποίησης τής ιδέας τού Θεού. Ουσιαστικά δηλ. ανατίθεται στόν Θεό ή έντολή νά γίνει ιδρυτής καί εγγυητής μιας ήθικής σημαντικά διαφορετικής άπό τήν άποδιδόμενη στόν επίσημο έκ50. L e P o u r et le C on tre = OC\ IX, 359* P o em e s u r la L o i N a t ., IV = OC\ IX, 460· H e n ria d e , VTT = OC, V III, 176. 51. Σχετικά βλ. ύποκεφ. 5 αυτού τού κεφαλαίου. 52. L e P o u r et le C on tre = OC, IX, 362· O reilles du comt.e de C h e ste rfie ld , IV = OC, XXI, 585. 53. P e n se e s P h il., X II = OC, I, 130. 54. E m ile , TV = O eu v re s, IV , 565, 599. 55. lo c. ct£., 5 8 8/9, 591/2* πρβλ. τήν επιστολή στόν B e a u m o n t στόν Γδιο τόμο, 938. 56. Πρβλ. K o n d y lis, D ie E n tsteh u n g d e r D ia le k tik , 120/1.

28

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

κλησιαστικό Χριστιανισμό. Τούτη ή μορφή τής πολεμικής χρησιμο­ ποίησης τού Θεού, τήν οποία θά ονομάζουμε ήθικοφιλοσοφική (σε αν­ τίθεση με τη φυσικοεπιστημονική), οφείλεται κυρίως στον αγγλικό δεϊσμό. Βέβαια ό δεϊσμός δεν προβάλλει εξαρχής ώς κλειστό σύστη­ μα, αλλά οι βασικές του πλευρές (κριτική τής Βίβλου καί των θαυμά­ των, ορισμός των σχέσεων Εκκλησίας καί κράτους, αίτημα άνεξιθρησκείας, αύτονομία τού θεωρητικού Λόγου άπέναντι στήν αυθεν­ τία καί στή χριστιανική Αποκάλυψη, αύτονομία τού πρακτικού Λό­ γου καί υποταγή τής θρησκείας στήν ήθική) έκπροσωποϋνται καί άναλύονται από διαφορετικούς συγγραφείς.57 Έ δώ , ώστόσο, μάς εν­ διαφέρει μονάχα ό μεγάλος κοινός παρονομαστής τής δεϊστικής σκέ­ ψης, δηλ. τό αίτημα συμφωνίας τού Λόγου μέ τή θρησκεία, τό οποίο, μέ τή σειρά του, στηρίζεται στήν αντίληψη τής πλήρους όρθολογικότητας τού Θεού. Ή δεϊστική άπόκρουση κάθε θείας βουλησιοκρατίας κατοχυρώνει τήν άμεταβλησία των θείων εντολών καί προσφέρει τή δυνατότητα δχι μόνο νά διατυπωθούν καί νά έρμηνευθούν οί τελευ­ ταίες μιά γιά πάντα (έτσι ώστε νά μήν χρειάζονται στό μέλλον οί ερ­ μηνείες τής Εκκλησίας λ.χ.), αλλά καί νά θεωρηθούν εξαρχής δεδο­ μένες καί γνωστές (έτσι ώστε ή δράση των Ισαμε τώρα ερμηνευτών τους νά χαρακτηριστεί ένδεχομένως ώς προδοσία απέναντι στήν άρχέγονη άληθινή θρησκεία). Το αίτημα τής συμφωνίας θρησκείας καί Λόγου, δσο κι αν φαίνεται μετριοπαθές, στήν πραγματικότητα ση­ μαίνει κυριαρχία τού δεύτερου. Γιατί προϋποθέτει δτι ή Αποκάλυψη, πού θεμελιώνει τή θρησκεία, άποκλείεται, δταν δέν γίνεται άποδεκτή από τόν Λόγο. Ό Λόγος καί δχι ή Αποκάλυψη άποφασίζει αν ύπάρχει άνάμεσά τους συμφωνία ή δχι — καί μάλιστα ό Λόγος άποφασίζει γιά τό αν ή έκάστοτε Αποκάλυψη είναι ή δχι γνήσια.58 Α κόμη πιο συγκεκριμένα, τά παραπάνω ύποδηλώνουν μιά άξίωση τών αυτόκλη­ των εκπροσώπων τού Λόγου νά επιβληθούν πάνω σ’ έκείνους, πού αύτοπαρουσιάζονται ώς άποκλειστικοί διερμηνείς τής Αποκάλυψης. Ή έκτόπιση τών δεύτερων άπό τούς πρώτους έπιτελείται διαμέσου τής μεταβολής τής λειτουργίας τής θρησκείας σύμφωνα μέ τίς επιτα­ γές (τών έκπροσώπων) τού Λόγου. Απαιτώντας δχι τήν κατάργηση 57. L ech ler, G esch. d e s ertgi. D e ism u s, 325. Τουλάχιστον άπό περιγραφική άποψη τό βιβλίο τούτο παραμένει αναντικατάστατο. Πρβλ. ώστόσο τήν εξαίρετη πα­ ρουσίαση τού άγγλικού δεϊσμού άπό τόν H irsc h , G esch. d e r n euern ev an g. Th eol., I, 292 κ.έ., καί φυσικά τόν πρώτο τόμο τής E n g lish Th ought τού S te ­ phen. Επίσης T o rre y , V oltaire a n d the en g lish D e is t s , ίδ. 28 κ.έ., 65 κ.έ., 109 κ.έ., 157 κ.έ. 58. L o ck e, E s s a y , IV, 18, § 8 ( = II, 4 2 3 /4 ).

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

29

τής βασιζόμενης στη θεία 'Αποκάλυψη θρησκείας άλλα τή συμφωνία της μέ τόν Λόγο, οί συνήγοροι τού τελευταίου θέλουν στήν πραγματι­ κότητα νά χρησιμοποιήσουν τή μεγάλη (ακόμη) κοινωνική δύναμη τής θρησκείας γιά σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους, τούς όποιους ύπηρετούσε ίσαμε τώρα, καί ταυτόχρονα νά παραμερίσουν τήν ύποψία του μηδενισμού. Θέλουν δηλαδή νά μεταβάλουν τή λειτουργία τής θρησκείας, γιατί υπολογίζουν τήν κοινωνική της δύναμη, καί συ­ νάμα φοβούνται τήν υποψία τού αθεϊσμού καί τού μηδενισμού, Ακρι­ βώς επειδή ή κοινωνική δύναμη τής θρησκείας τούς είναι γνωστή. Μέσα στήν περίπλοκη αυτή κατάσταση γεννιέται καί μεγαλώνει ή άνάγκη τής πολεμικής χρησιμοποίησης τής ιδέας τού Θεού, διαμέσου τής. συμφωνίας θρησκείας καί Λόγου. Δεν υπάρχει Αμφιβολία δτι σκοπός τού περιορισμού τής θρησκείας στά μέτρα τού Λόγου ήταν ή κατάλυση τού θεολογικού μονοπωλίου ερμηνείας τής πρώτης. Ό T olan d λέει ρητά δτι οί αινιγματικές διδα­ σκαλίες (m ysteries) έχουν είσαχθεϊ στόν Χριστιανισμό άπό τό ιερα­ τείο, «γιά νά έξαρτιόμαστε μόνιμα Απ’ αυτό οσον άφορά στήν ερμη­ νεία τους».59 Αφού τώρα πιά ύψιστη ερμηνευτική αρχή θά ήταν ό Λόγος, οί αινιγματικές αυτές διδασκαλίες θά έπρεπε ουσιαστικά οχι νά έρμηνευθούν, άλλά νά εξοβελιστούν. Κανείς δέν φαίνεται νά σκέ­ πτεται δτι ϊσως καί ό Λόγος χρειάζεται ερμηνεία, οπότε ό αγώνας γιά τό μονοπώλιο τής ερμηνείας θά συνεχιζόταν παρ’ δλον τόν παρα­ μερισμό των πρόσκαιρων κατόχων του καί παρ’ δλες τίς συνακόλου­ θες σημαντικές Αλλαγές περιεχομένου των έρμηνευτέων εννοιών. Ή παράταξη τού Λόγου, καί επομένως καί ό ίδιος ό Λόγος, δέν έχουν χάσει τή συνοχή τους, γιατί ό Αντίπαλός τους δέν έχει άκόμη νικηθεί. Άπό τή συνοχή καί τήν προφάνεια τού Λόγου Αναμένεται ό τερματι­ σμός τού αιματηρού χάους τών θρησκευτικών πολέμων, γιά τούς οποίους, κατά τόν C ollin s, ένοχη είναι ή διχόνοια τού ιερατείου πά­ νω σέ θεολογικά προβλήματα.60 Ό C ollins κατανοεί εξίσου καθαρά δσο καί ό T olan d τό πρόβλημα τού μονοπωλίου τής ερμηνείας61 καί τό ϊδιο ισχύει γιά τόν T in d a l.62 Γιά νά Αντιμετωπίσει a lim ine τήν έκκλησιαστική απαίτηση τού μονοπωλίου τής ερμηνείας καί γιά νά άπαλείψει μόνιμα δσες διενέξεις οφείλονται στήν ύπαρξη διαμεσολα59. C h ris tia n ity not M y s te rio u s, Sec.t. IT, C h ap. I = σ. 26· πρβλ. P re fa c e , xviii κ.έ. 60. D isc o u rse o f F ree -T h in k in g , S ec t. II, σ. 46 κ.έ. 61. op* cit.. Sect. III = σ. 107 κ.έ. 62. C h ristia n ity a s o ld a s the C re a tio n , XI = σ. 170 κ.έ.

30

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

βητών ανάμεσα σέ Θεό καί ανθρώπους,63 ό T in d al υποστηρίζει ότι ή «πνευματική επικοινωνία Θεού καί ανθρώπων» πρέπει νά βασίζε­ ται σέ «αυτονόητες εννοιες».64 Ή θρησκεία τού Λόγου βρίσκεται γραμμένη «στήν καρδιά του καθενός μας άπό την ήμέρα τής Δημιουργίας».65 Έ τσ ι, ό T in d al συμπληρώνει τό αίτημά του για μελλοντικό παραμερισμό δλων τών διαμεσολαβητών καί ερμηνευ­ τών μέ μιά ριζική άναθεώρηση τής συνηθισμένης χριστιανικής έκδοχής τού παρελθόντος. Ή άποκάθαρση τής θρησκείας δέν περιορίζεται στήν επιστροφή στον άρχέγονο Χριστιανισμό, όπως συχνά ζητήθηκε στον 18ο αί., άλλά οφείλει νά πραγματοποιηθεί μέ τήν άμεση έπάνοδο στόν πρώτο νόμο τού Θεού, μέ τήν έπαναμετάθεση τού άνθρώπου στήν πρώτη μέρα τής δημιουργίας του. Έ τσι ό Χριστιανισμός, όντας μεταγενέστερο φαινόμενο, υποβιβάζεται σημαντικά καί τό Ευαγγέ­ λιο παίρνει άπλώς μιά θέση δίπλα στόν νόμο τής Φύσης.66 Ό τελευ­ ταίος, άλλωστε, προηγείται λογικά καί χρονολογικά, άφού «δέν έπιδέχεται προσθήκες» καί ό Θεός τον «εντυπώνει» στήν ψυχή «Χριστια­ νών καί άλλων».67 Όπως βλέπουμε, ή πίστη στόν Θεό καταλήγει εδώ στήν άμφισβήτηση τής παραδοσιακής γενικά πίστης, άφού άναγνωρίζεται ή όρθολογικότητα καί άλλων θρησκειών εξω άπό τή χρι­ στιανική. Ή χρησιμοποίηση τού Θεού γιά τήν υπεράσπιση τής και­ νούργιας κλίμακας άξιών, στήν όποια τό δικαίωμα τής γήινης ευτυ­ χίας κατείχε ύψηλή θέση, φτάνει σέ σημείο ώστε ό T in dal νά κατη­ γορεί τούς Χριστιανούς μάρτυρες οτι ύποβλήθηκαν στή θυσία τους ενάντια στό θέλημα τού Θεού!68 Οί "Αγγλοι δεϊστές συνεχίζουν άπό μερικές άπόψεις τήν εργασία τών πλατωνικών τού C am b rid ge. Γνωρίζουμε δτι ή ταύτιση Λόγου καί θρησκείας έκ μέρους τών τελευταίων (ή όποια, βέβαια, ώς πρός τό περιεχόμενό της ήταν λιγότερο ριζοσπαστική άπό έκείνη τών Τοland καί T in dal) γενικά προσανατολιζόταν στό πρότυπο τής μαθη­ ματικής φυσικής επιστήμης: οί εντολές τής θρησκείας τού Λόγου 6φειλαν νά είναι εξίσου πάγιες καί δεσμευτικές δσο καί νομοτέλειες μαθηματικά νοητές.69 Ό συλλογισμός αυτός μάς δείχνει τήν έσώτερη συνάφεια άνάμεσα στήν ήθικοφιλοσοφική καί στή φυσικοεπιστημονι63. ορ. c it. , XI = σ. 141 κ.έ.

64. 65. 66. 67. 68.

ορ. ορ. ορ. ορ. ορ.

cit., c it., c it., c it., cit.,

XII = σ. 184. VI = σ. 60. V II = σ. 70. IX = σ. 135. V III = σ. 89.

69. Βλ. κεφ. III, ύποκεφ. 3.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

31

κή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας του Θεού. Ό Θεός καλείται νά θέσει υπό τήν προστασία του δχι μονάχα τήν καινούργια άξιολογική κλίμακα, αλλά καί τήν καινούργια αντίληψη γιά τή Φύση, ύποστηρίζοντάς τες μάλιστα ένάντια στούς ίδιους τούς παραδοσιακούς οπα­ δούς του. Ή φυσικοεπιστημονική πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού άρχισε ήδη στον 17ο αί., δταν χριστιανικοί κοινοί τόποι έρμηνεύθηκαν κατά τις ανάγκες τής νέας κοσμολογίας·70 καί στόν D e sc a rte s ό Θεός εμφανίζεται ώς κατασκευή τής σκέψης, έκπληρώνοντας ορισμένες λειτουργίες μέσα στο γενικό σχήμα τής καρτεσιανής φιλοσοφίας.71 Μετά τήν ακατάσχετη άνοδο τής φυσικής επιστήμης δέν μπορεί, πάντως, νά σταθεί ορθός κανείς Θεός, άν δέν σέβεται (ή δέν εξαγγέλλει ό ίδιος) τούς νόμους της. Ή κυριαρχία του δέν αμ­ φισβητείται, δμως τό αντικείμενο, πάνω στο οποίο τήν άσκεί, προσδιορίζεται δομικά από τή φυσική έπιστήμη, έτσι ώστε από τήν υφή τού κυριαρχούμενου πράγματος προκύπτουν δεσμευτικά πορί­ σματα ώς προς τή φυσιογνωμία τού κυριάρχου. Στόν Θεό έπιτρέπεται νά κυριαρχεί, άλλά μονάχα πάνω σ’ αυτή τή Φύση, τού επιτρέπε­ ται νά δημιουργεί, άλλά μόνον αυτόν τόν κόσμο. "Άν ίσαμε τότε ό Θεός οφείλε νά υποταχθεί σέ θεολογικές αποφάσεις, τώρα περιέρχε­ ται σέ εξάρτηση άπ’ δσους ανακαλύπτουν ή ορίζουν τίς νομοτέλειες τής Φύσης καί τού κόσμου: εδώ φαίνεται ή βαθμιαία επικράτηση τής κοσμοθεωρητικής έκείνης θεμελιώδους στάσης, ή οποία συνυφαίνεται μέ τήν άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Μολονότι τώρα ό Θεός ουσιαστικά ορίζεται μέ κριτήριο τή Φύση, ώστόσο τό πράγμα παρου­ σιάζεται πολλές φορές άκριβώς άντίστροφα τόσο στή θρησκευτική συ­ νείδηση πολλών έρευνητών, δσο καί στις δημόσιες δηλώσεις πολλών διανοητών λιγότερο πιστών. Αυτό δέν θά επρεπε πάντως νά μάς δη­ μιουργήσει ψευδείς έντυπώσεις σχετικά μέ τίς πραγματικές προτε­ ραιότητες, αλλά μάλλον νά θεωρηθεί ώς άναπόφευκτο φαινόμενο τής μεταβατικής εποχής. Α κόμη καί τώρα, βέβαια, προβάλλονται συχνά φυσικοεπιστημονικές κατασκευές δημιουργημένες μέ κριτήριο τίς πα­ ραδοσιακές αρμοδιότητες τού Θεού, δμως κι αυτές άκόμη φιλοδοξούν νά παρουσιαστούν ώς άναγκαίες λογικές συνέπειες τών νέων έπιμέρους γνώσεων τής φυσικής επιστήμης ή ώς ή αληθινή μεταφυσική ερ­ μηνεία τών γνώσεων αυτών. Α κόμη καί στις περιπτώσεις, λοιπόν, δπου ή υποταγή τών φυσικοεπιστημονικών άπόψεων στίς θεολογικές είναι αναμφισβήτητη, σημαντικό παραμένει δτι οι πρώτες δέν μπο70. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2. 71. Βλ. κεφ. III, ύποκεφ. 2.

32

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ροϋν νά παρακαμφθούν αδιάφορα, αλλά πρέπει νά έρμηνευθούν «ορ­ θά»: αυτή ή άναγκαιότητα τής φυσικοεπιστημονικής κάλυψης θά γ ί­ νει στό τέλος προτεραιότητα τής φυσικοεπιστημονικής θεώρησης. Ε ί­ ναι αυτονόητο δτι τούτη ή δέσμευση τού θεού άπό τούς νόμους τής Φύσης δέν σήμαινε πάντα καί άναγκαστικά τό ϊδιο μέ τή συνύφανση Θεού καί Φύσης. Ό μως καί στήν περίπτωση αυτή εμφανίζεται ή σύγ­ κρουση αιτιώδους καί κανονιστικής θεώρησης. ’Άν ό Θεός, πού πάν­ τα παραμένει ενσάρκωση τού κανονιστικού στοιχείου, κατασκευάζε­ ται μέ κριτήριο τή φυσική αιτιότητα, τότε τίθεται τό ερώτημα, σέ ποιόν βαθμό τού επιτρέπεται νά παραβιάσει τήν τελευταία γιά νά πραγματώσει κανονιστικούς σκοπούς ή, άντίστροφα, σέ ποιόν βαθμό συμβιβάζονται φυσικές καταστροφές, όφειλόμενες στή φυσική αιτιό­ τητα μέ τήν κανονιστική διάσταση τής υφής τού Θεού, δηλ. τήν καλο­ σύνη του κτλ. Μονάχα άπό τή σκοπιά τής σύγκρουσης άνάμεσα σέ αι­ τιώδη καί κανονιστική θεώρηση, στή συνάφειά της μέ τήν πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού, μπορούμε νά κατανοήσουμε γιατί π.χ. ένα φυσικό συμβάν, δπως ό σεισμός τής Λισσαβόνας, έδωσε τήν άφορμή γιά μιά μεγάλη καί έντονη συζήτηση.72 Τό παράδειγμα τού Newton δείχνει παραστατικά τόσο τή γενική χρησιμότητα μιας πολεμικής χρησιμοποίησης τής ιδέας τού Θεού σέ φυσικοεπιστημονική βάση, δσο καί τις δυσχέρειές της γιά έναν πιστό — δυσχέρειες, οι όποιες τελικά έκαμαν άναπόφευκτη μιά διάτρηση τής φυσικής αιτιότητας, μέ σκοπό νά κατοχυρωθεί ή κυριαρχία τού Θεού πάνω στή Φύση. Ό Newton πρωτοχρησιμοποιεί τήν ιδέα τού Θεού σέ μιά πρώιμη φάση τής πνευματικής του έξέλιξης, γιά νά πορι­ στεί άπ’ αύτή τήν έννοια τού άπόλυτου χώρου.73 Στή συνέχεια ό άπόλυτος χώρος άποκόπτεται άπό τίς θεολογικές του προϋποθέσεις, δηλ. αύτονομεΐται ώς μαθηματικό-φυσικό μέγεθος καί κάνει δυνατούς τούς νέους νόμους τής κίνησης καί τή νέα φυσική. Στήν κοσμολογία, πού διαμορφώθηκε μ’ αυτόν τόν τρόπο, ό Θεός έμφανίζεται σέ μιάν άλλη λειτουργία, δηλ. ώς μή μηχανική αιτία τού μηχανισμού τού σύμπαντος. Έδώ ό Θεός δέν προϋποτίθεται —τουλάχιστον άν παρα­ κολουθήσουμε τό καθαρά λογικό νήμα τής επιχειρηματολογίας—, άλλά άνακαλύπτεται μέ τρόπο άναλυτικό, καί μάλιστα στό σημείο δπου ή επιστημονική άνάλυση, έχοντας ήδη τακτοποιήσει τίς έπιμέρους πλευρές σέ ένα συνεκτικό Όλο, θέτει τό ερώτημα, ποιος είναι δη-

72. Βλ. τό 5ο ύποκεφ. αύτού του κεφαλαίου. 73. Βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 2.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

33

μιουργός, φορέας καί εγγυητής τού Όλου αυτού.74 Ό Θεός γίνεται φυσικοεπιστημονική κατηγορία μέ την έννοια δτι φροντίζει γιά τή συντήρηση τής παγκόσμιας τάξης, ή οποία, ωστόσο, διαπιστώθηκε καί περιγράφηκε μέ μέθοδο μαθηματική καί φυσικοεπιστημονική.75 Ακριβώς ενάντια σέ τούτον τον υποβιβασμό τού Θεού έξεγείρεται ή θρησκευτική συνείδηση τού Newton. Τρομάζοντας μπροστά στήν'Ύβριν καί πασχίζοντας νά εξιλεώσει τον αυστηρό, ίουδαϊκό-πατριαρχικό Θεό του,76 έπιχειρεί μιά λογικά καί εμπειρικά άδικαίωτη χα­ λάρωση τής φυσικής αιτιότητας, έτσι ώστε νά θεωρείται βέβαιη ή ανικανότητα τής τελευταίας νά αύτοδιαιωνιστεί καί, επομένως, νά αύτονομηθεί. Καί αφού ό Newton συμμερίζεται τίς επιφυλάξεις τού M ore ένάντια στόν δήθεν άθεϊστικό μηχανικισμό, απορρίπτει καί τήν καρτεσιανή θέση, δτι ό κόσμος μπορεί νά διαμορφωθεί μέσα άπό τό χάος χωρίς συνεργία τού Θεού, αν καί πάνω στή βάση των θεσπισμέ­ νων άπό τον Θεό νόμω ν μάλιστα αναθεωρεί καί τήν προγενέστερη πεποίθησή του, δτι ή ποσότητα τής κίνησης στή Φύση παραμένει αμετάβλητη.77 Βέβαια, είναι τής γνώμης δτι τό σύμπαν, «μιά καί σχηματιστεί, συνεχίζει πολλούς αιώνες νά υπάρχει χάρη στούς ίδιους νόμους», δμως βιάζεται νά τονίσει τήν άναγκαιότητα τής θείας δρα­ στηριότητας γιά τή διατήρηση .τής φυσικής τάξης.78 Έ τσι περιέρχεται σέ θέση εξαιρετικά επικίνδυνη καί παράδοξη. Σώζει δηλ. τό δικαίω­ μα τού «Παντοκράτορά» του νά επεμβαίνει στή Φύση ώς m an u s em en d atrix, δμως μέ τό υψηλό άντίτιμο νά δέχεται δτι ή μηχανή τού κόσμου έχει άτέλειες, χωρίς αύτές νά έχουν καταδειχτεί άπό τήν καθαρά φυσικοεπιστημονική άνάλυση.79 Καί άκόμη χειρότερο: ή άτέ74. B u ck ley , M o tion a n d M o tio n 's G od, 197/8. Άπό τήν άποψη αυτή ό S tro n g έχει δίκιο, όταν γράφει πώς ή πρόθεση τού New ton ήταν σέ πρώτη γραμμή επιστημονική (N ew ton a n d G od, 150, 159). "Οταν δμως στή συνέχεια αμφισβητεί τίς θεολογικές προϋποθέσεις τής διδασκαλίας γιά τόν απόλυτο χώρο (Zoe. c ii., 152), δέν κάνει τίποτε άλλο παρά νά συγχέει τό λογικό έπίπεδο μέ τό γενετικό· παίρνει δηλ. υπόψη του μονάχα τήν τελειωτική μορφή τής νευτώνειας θεωρίας καί αγνοεί τήν πρώιμη πραγματεία D e g r a v ita tio n e et a e q u ip o d io ß u id o ru m (βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 2α), ή όποία άλλωστε δημοσιεύθηκε δέκα χρόνια άργότερα άπό τό άρθρο του. Τό δτι ό Newton άποσιωπά άπέναντι στόν B en tley τή θεολογική προέλευση του απόλυτου χώρου δέν σημαίνει πώς τέτοιο ζήτημα δέν ύφίσταται, όπως φρονεί ό S tro n g , παρά πώς ό N ew ton ένδιαφέρεται νά άποκλείσει κάθε υποψία σπινοζισμοΰ. 75. B u rtt, M etap h . F o u n d a tio n s, 293* W e stfa ll, S cien ce a n d R e lig io n , 199. 76. M an u e l, R e lig io n o f N ew ton , 23, 16 κ.έ. 77. K u b rin , N ew ton a n d the C y c lica l C o sm o s, ίδ. 3 2 6 /7 , 337, 333/4. 78. O p tic k s, II I , Qu. 31 = O p e ra , IV , 261 κ.έ. 79. F ie rz , Ü b er den U rsp ru n g , 105/6, πρβλ. 97.

34

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

λεία καί ή περιοδική άνάγκη επιδιόρθωσης τής μηχανής του κόσμου έδινε αναγκαστικά τήν εντύπωση, δτι ό δημιουργός Θεός δεν είναι σε θέση να παραγάγει κάτι τέλειο, άλλά πρέπει νά παιδεύεται μιάν αιω­ νιότητα ολόκληρη μέ τά ελαττώματα των έργων του. Γιά τόν Θεό τού Newton προφανώς δέν υπήρχε έβδομη ήμέρα. Έκτος άπό τό δτι ό Θεός άποτελεΐ φυσικοεπιστημονική κατηγορία μέ τήν παραπάνω έννοια, ή θεολογία τού Newton έχει καί δύο άλλες πλευρές: άπό τή μιά ό Θεός συνυφαίνεται μέ τόν χώρο καί είναι μάλ­ λον παθητικός, άπό τήν άλλη συμπεριφέρεται ενεργητικά ώς m an u s em en d atrix. Ή πρώτη πλευρά είναι ή θεολογική προϋπόθεση τής ώριμης κοσμολογίας τού Newton, ενώ ή δεύτερη άποτελεΐ τή θεολο­ γική συμπλήρωση ή μάλλον τόν θεολογικό μετριασμό της. Ό Leibniz στρέφεται έναντίον καί των δύο αυτών πλευρών: στήν πρώ­ τη υποψιάζεται (σιωπηρά) σπινοζισμό,80 στή δεύτερη βλέπει έναν υποβιβασμό τού Θεού.81 Δέν χρειάζεται νά άνασυνθέσουμε εδώ τήν περίφημη διαμάχη άνάμεσα στον L eibniz καί στόν C lark e άπό τήν άποψη τού περιεχομένου της.82 Πρέπει, δμως, νά πούμε ορισμένα πράγματα γιά τήν έπιχειρηματολογική της στρατηγική. Καί οί δυο άντίπαλοι κατηγορούνται άμοιβαΐα γιά (λανθάνοντα) άθεϊσμό, έτσι ώστε ή διαμάχη τους στέκει στή σκιά μεταφυσικών προβλημάτων. 'Ωστόσο, θά ήταν έσφαλμένη ή εντύπωση, δτι εδώ έχουμε νά κάνουμε μέ θεολογία παλιάς μορφής. Χαρακτηριστικό γιά τούτη τή νέα φάση στήν ιστορία τού Θεού καί τής θεολογίας είναι δτι καί οί δυο πλευρές έπιχειρηματολογοϋν έχοντας κατά νού ορισμένη κοσμολογία, πού τή συναρτούν μέ ορισμένη άντίληψη γιά τήν υφή τού Θεού. Καί οί δυό μιλούν μέ άκρίβεια περισσή γιά τόν χαρακτήρα, τίς συνήθειες καί τόν τρόπο σκέψης τού Θεού, ή εξηγούν μέ ποιάν έννοια είναι έλεύθερος ή τέλειος καί μέ ποιόν τρόπο επιλέγει τούτο ή εκείνο τό σχέδιο. Κάτω άπό τίς συνθήκες αυτές, είναι δύσκολο νά μήν άποκομίσει ένας τρίτος τήν έντύπωση, δτι ό Θεός μπορεί νά νοηθεί λίγο-πολύ αύθαίρετα ή τουλάχιστον νά οριστεί έντελώς διαφορετικά μέ βάσιμους κάθε φορά λόγους. Έ τσ ι, ή άναμφισβήτητα ειλικρινής ευσέβεια καί των δύο πλευρών —πού τίς άναγκάζει νά συνδέουν πάντοτε καί σέ πρώτη γραμμή τήν άντίληψή τους γιά τή Φύση μέ μιάν όρισμένη θεολογία— περισσότερο μειώνει παρά ενισχύει τό κύρος τού Θεού. Γιατί δέν άπο80. 81. 82. XI, σ.

3η καί 4η έπιστολή στόν C la rk e = Phil. S e h r., 1η καί 2η έπιστολή στόν C la rk e = Phil. S e h r., Βλ. σχετικά τή θαυμάσια εκθεση του K o y re , Von 211 κ.έ.* πρβλ. P rie stle y , The C la rk e -L eib n iz

V II, 3 6 3 /4 , 376. V II, 352, 357/8. d e r g e sc h l. W elt, κεφ. C o n tro v ersy , 34 κ.έ.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

35

τελεί τή βάση μιας συνεννόησης, αλλά, άπεναντίας, τήν πιο άξιόπιστη προϋπόθεση γιά νά διατυπωθεί ή υποψία του άθεϊσμού ενάντια στήν έκάστοτε άλλη πλευρά. Τό γεγονός, δτι καί οι δυο πλευρές έκφράσανε, έστω καί υπαινικτικά (μιλώντας δηλ. γιά τίς έσχατες λογικές συ­ νέπειες τής έκάστοτε άλλης θέσης) τήν υποψία αυτή, φανερώνει τήν άντικειμενικά δύσκολη θέση τής ευσέβειας, από τή στιγμή πού ήταν αναγκασμένη νά συμφωνεί μέ τή φυσική έπιστήμη. Στήν ιστορία των ιδεών πολύ συχνά διαγράφεται τό επικείμενο τέλος μιας ιδέας, δταν επιχειρήματα πρός δφελός της μπορούν νά μετατραπούν εύκολα σέ επιχειρήματα έναντίον της, δταν δηλ. ή ιδέα αυτή χάσει άνεπαίσθητα τό ειδοποιό της περιεχόμενο. Άπό τήν άποψη αυτή, οι υπηρεσίες των C lark e καί L eibniz πρός τή θεότητα στάθηκαν εξαιρετικά αμφίβο­ λες — καί μάλιστα δχι μόνο κατά τή γνώμη τού καθενός τους γιά τόν άλλο, αλλά μέ κριτήριο τή συγκεκριμένη επίδραση των διδασκαλιών καί των δυό τους μέσα από τό παιγνίδι τής έτερογονίας των σκοπών.83 Ή έπιχειρηματολογική στρατηγική τής διαμάχης L eibniz καί C larke βρήκε πολλούς μιμητές άκριβώς επειδή ή πολεμική χρησιμο­ ποίηση τής ιδέας τού Θεού βρισκόταν τώρα πιά στήν ήμερήσια διάτα­ ξη. Μιά καί ή αυτοτελής άσκηση τής φυσικής έπιστήμης ήταν εξίσου αναγκαία δσο καί ό παραμερισμός τής υποψίας τού άθεϊσμού, γ ι’ αύτό έγινε συνήθεια νά προβάλλονται στό δνομα τού Θεού φυσικοεπιστημονικές αντιλήψεις γιά νά καταπολεμήσουν άλλες, οί οποίες ήδη πρωτύτερα είχαν αύτοχαρακτηρισθεί ώς τό μόνο σίγουρο οχυρό έναν­ τίον τού άθεϊσμού. Έ τσι, ό M au p e rtu is άντιπαραθέτει τόσο στόν καρτεσιανό νόμο γιά τή σταθερή ποσότητα τής κίνησης, δσο καί στόν λεϊβνιτιανό γιά τή σταθερή ποσότητα τής δύναμης τή δική του «άρχή τής μικρότερης ποσότητας ένεργείας», τήν όποια ό ίδιος θεωρεί «άξια τού υπέρτατου Όντος» καί μάλιστα νέα άπόδειξη τής ύπαρξής του*84 καί άφού ή άρχή αυτή στά μάτια του είναι καί ή μόνη άληθινά γενι­ κή,85 γ ι’ αυτό καί άποκρούει τή νευτώνεια άπόδειξη τού Θεού μέ βά­ ση τή δήθεν ad hoc δημιουργημένη άρμονία τού ήλιακού συστήμα­ τος, λέγοντας δτι ή τέτοια άπόδειξη στηρίζεται άποκλειστικά στήν άδυναμία τού Newton νά κατονομάσει «μιά φυσική αίτια τούτης τής ομοιομορφίας».86 Ό ίδιος ό M au p e rtu is δέν δείχνει, ώστόσο, καμιά 83. δραση 84. 85. 86.

Πρβλ. τίς παρατηρήσεις τού G ay , S cien ce o f F re e d o m , 144. Γιά τήν επί­ τοΰ Newton καί του Leibniz μέ έννοια υλιστική βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 2 καί 4. E s s a i de c o sm o L , I I e P a rt. = O eu v re s, I, 4 0 κ.έ. op. c it., I e P a rt. = I, 23. op. cit., I e P a rt. = I, 9.

'Μ)

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΟΡΗΣΗ

προθυμία νά θεωρήσει τόν Θεό ώς αιτία τής κίνησης* άφού άναφέρει τίς δυο άντίθετες άντιλήψεις πάνω στό ζήτημα αυτό —ένύπαρξη τής κίνησης στήν ΰλη καί Θεός ώς prim um m oven s—, δέν συμφωνεί μέ τή δεύτερη, άλλα λέει δτι ή αιτία τής κίνησης είναι άγνωστη.87 Ό ­ μως είναι άνακόλουθο νά μήν γίνεται δεκτή ή άπόδειξη τής ύπαρξης Θεού μέ βάση τήν προέλευση τής κίνησης καί νά θεωρείται ώς τέτοια άπόδειξη ό τρόπος, μέ τόν οποίον έπιτελείται ή κίνηση. ’Από δώ κα­ ταλαβαίνουμε δτι ή «άρχή τής μικρότερης ποσότητας ενεργείας» στήν πραγματικότητα δέν έπιδιώκει μιά νέα απόδειξη τής ύπαρξης Θεού, άλλά πιό πολύ μιά θεμελίωση τής φυσικοεπιστημονικής θέσης γιά τήν απλότητα καί καθολικότητα τών φυσικών νόμων, μέ τή βοή­ θεια μιας ορισμένης άντίληψης γιά τήν υφή τού Θεού* ή νοημοσύνη καί ή οικονομία τού Θεού διαφέρουν μονάχα ώς πρός τήν έκταση καί τήν ένταση άπό τίς άντίστοιχες ιδιότητες ενός καλού μηχανικού. Ό Θεός γίνεται ό ίδιος δργανο πρός άπόδειξη φυσικοεπιστημονικών θέ­ σεων, τή στιγμή άκριβώς πού ό κόσμος εμφανίζεται ώς μηχανικό δρ­ γανο στά χέρια του. Στόν M au p e rtu is βρίσκουμε καί μιάν άλλη παραλλαγή τής φυσικοεπιστημονικής χρησιμοποίησης τού Θεού, πού πρέπει νά τήν προ­ σέξουμε ιδιαίτερα. Αυτή τή φορά έπιχειρεΐται διαμέσου τής ιδέας τού Θεού ή νομιμοποίηση άπόψεων, οι όποιες θεωρούνταν άπό τούς όπαδούς τής παραδοσιακής θεολογίας ώς εξαιρετικά έπικίνδυνες καί, άντίστοιχα, άπό τούς υλιστές ώς βασικές. Μιά σίγουρη ένδειξη τής έλεύθερης χρήσης τής έννοιας τού Θεού, άνάλογα μέ τόν έκάστοτε πολε­ μικό σκοπό, μάς παρέχει τό γεγονός δτι στήν περίπτωση, πού θά εξε­ τάσουμε τώρα, προτάσσονται ή βούληση καί ή ισχύς τού Θεού, ένώ ή όρθολογικότητα καί ή σοφία του τονίζονταν προπαντός δταν στόχος ήταν, δπως μόλις είδαμε, ή θεολογική στήριξη τών έννοιών τής φυσι­ κής νομοτέλειας καί αιτιότητας. Ώς έπιταγή τής θείας βούλησης, ή έγγένεια τής έλξης στήν ΰλη θά ήταν γιά τόν M au p e rtu is όλότελα δυνατή. Αφού ή πεπερασμένη μας νόηση δέν καταφέρνει νά γνωρίσει τήν ουσία τών πραγμάτων, θά πρέπει νά δεχτούμε δτι ή ΰλη μπορεί νά κατέχει καί αύτή τήν ιδιότητα, άρκεί νά τό θέλει ό Θεός.88 Σάν καλός θεολόγος υπερασπίζει ό M au p e rtu is καί τήν έπιγένεση, πού εξίσου σκανδάλιζε τούς συντηρητικούς. Στήν άντίληψη τών τελευ­ ταίων, δτι ό Θεός δημιούργησε τά πάντα σέ μιά μόνον ήμερα, ό M au p e rtu is άντιτάσσει δτι γιά τόν Θεό είναι ταυτόχρονο δ,τι σέ μάς 87. ορ. cif., I I e P a rt. = I, 26 κ.έ. 88. D isc. su r la f ig u r e d e s a s t r e s , § IX = I, 161, 169.

2. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

37

φαίνεται διαδοχικό καί επομένως άπό τή σκοπιά του δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε έπιγένεση καί προΰπαρξη.89 Όπως βλέπουμε, ή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού άπαιτούσε λαμπρές καζουϊστικές επιδόσεις, οι οποίες καί δέν έλειψαν. Είναι χαρακτηρι­ στικό δτι ήδη ένας άπό τούς προδρόμους τής θεωρίας τής έπιγένεσης, ό πιστός καθολικός N eedh am , είχε θελήσει νά τή θέσει υπό τήν προ­ στασία τού Θεού.90 Ό V o ltaire, πού φοβόταν τις άθεϊστικές συνέ­ πειες τής νέας βιολογίας, άσκεί, βέβαια, κριτική στον N eedh am γιά τον λόγο αυτόν,91 όμως καί ό ίδιος επικαλείται τον Θεό σέ σχέση μέ ένα ζήτημα έξίσου κεντρικό καί μέ σκοπό νά έξωραίσει μιάν άποψη, πού θά μπορούσε νά σκανδαλίσει τούς πιστούς. Καί ή ύλη μπορεί νά σκέπτεται, μάς διαβεβαιώνει* γιατί δχι, αν τό θέλει ό παντοδύναμος Θεός;92 Πόσο συνηθιζόταν τούτη ή έπιχειρηματολογική στρατηγική στούς εύρείς εκείνους διαφωτιστικούς κύκλους, πού φρόντιζαν μέ κά­ θε τρόπο νά άποφύγουν τήν υποψία τού άθεϊσμού, μάς τό δείχνει τό γεγονός, δτι ό V o ltaire, στό σημείο αυτό, απλώς επαναλαμβάνει τόν Locke, ό όποιος είχε πει πώς ό «Θεός μπορεί, άν τό έπιθυμεί, νά έπιπροσθέσει στήν ύλη τήν ικανότητα νά σκέπτεται».93 Ή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού άγγιξε, έτσι, τό φαινομενικά παράδοξο κατακόρυφό της, δταν ό Θεός επιφορτίστηκε νά καταργήσει τόν εαυτό του διαμέσου τής ίδιας του τής παντοδυνα­ μίας: γιατί άκριβώς τήν άρχή τού τέλους τού Θεού σήμαινε ή ικανό­ τητα τής ύλης νά κινείται, νά μεταμορφώνεται καί τελικά νά σκέπτε­ ται. Ή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού στήν πραγματι­ κότητα ήταν έξίσου παλιά δσο καί ό Θεός ό ίδιος, δηλ. ό «παντοδύνα­ μος» Θεός ήταν πάντα ένα δργανο στά χέρια «άδύνατων» άνθρώπων, πού μέ τή βοήθειά του έπιζητούσαν νά θεμελιώσουν ή νά υπερασπί­ σουν τις δικές τους κυριαρχικές άξιώσεις. Ή αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στήν παλιά καί στή νέα πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού έγκειται στό γεγονός δτι, πρίν άπό τήν όντολογική αποκα­ τάσταση τού αισθητού κόσμου, ή μιά άντίληψη γιά τόν Θεό μπορούσε νά διαδεχτεί τήν άλλη, χωρίς νά μειώνεται άπ’ αυτό ή ιδέα τού Θεού καθαυτή, αφού μάλιστα δέν υπήρχε άλλο όντολογικό-κοσμοθεω89. V enus, XII = II, 68. 90. R o g e r, S c ie n c e s de ία Vie, 513. 91. ορ. eit., 511, 731 κ.έ., 741. 92. Elem . de Ια p h il. de N ew ton , I, 6 = OC, XXI, 422/3- D ict. P h il., A rt. “M a d e r e ' = OC, XX, 50* έτηστολή στον P. T ournem in e (1735) = OC, XXXIII, 518. 93. E s s a y , IV, 3, . 6 ( = II, 193).

38

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ρητικό πλαίσιο αναφοράς. Άπό τότε πού υπάρχει ένα τέτοιο (ή Φύση) καί συναγωνίζεται τό παλιό, ή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού αποδείχνεται μοιραία γιά τον Θεό τόν ίδιο, εφόσον έπιτελείται μέ κριτήριο τό αντίμαχο νέο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο. Ή έκάστοτε άντίληψη γιά τόν Θεό στέκει δηλ. λίγο-πολύ υπό τήν αιγίδα τής έκάστοτε άντίληψης γιά τή Φύση, έτσι ώστε στό τέλος φαίνεται λογικό νά αίτεΐται άπό τόν ίδιο τόν Θεό νά προικίσει τή Φύση μέ τά δικά του όντολογικά κατηγορήματα, δηλ. νά καταργήσει τόν εαυτό του. Ό μως άκόμη καί όταν δέν φτάνουμε έως εκεί, ή χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού κατά τίς άνάγκες τής νέας κοσμοθεωρίας συντεί­ νει άποφασιστικά στό νά χάσει ό Θεός τά είδοποιά καί δεσμευτικά γνωρίσματά του (όπως τά όριζαν οι παραδοσιακοί έκπρόσωποί του). Ό Θεός υποβιβάζεται άκριβώς τή στιγμή πού φίλοι καί εχθροί του (κατά τόν παραδοσιακό ορισμό τους) τόν διεκδικούν γιά τόν έαυτό τους. Ό έπιπόλαιος παρατηρητής θά μπορούσε νά θεωρήσει τούτη τή γενική διεκδίκηση σημάδι τής ακατάβλητης δύναμής του* στήν πραγ­ ματικότητα, όμως, ή δύναμη αυτή ϊσα-ισα πού φτάνει γιά νά παρα­ μένει ζωντανός ό παλιός δεσμός άνάμεσα στήν ύποψία τού άθεϊσμού καί σ’ εκείνη τού μηδενισμού. Άπό τήν άποψη αυτή, τό γεγονός, δτι τόν Θεό τόν διεκδικούν δλες οι παρατάξεις, άποτελεί άπλώς τήν άντίστροφη δψη τής άποσύνθεσής του μέσα σέ συνθήκες, στίς όποιες ή ύποψία τού άθεϊσμού καί ή ύποψία τού μηδενισμού είναι άκόμη σέ μέγιστο βαθμό ταυτόσημες — δηλ. μέσα σέ συνθήκες μιας κοσμοθεω­ ρητικής μεσοβασιλείας. Οι μεγάλες διαμάχες άφορούν άκόμη πρώταπρώτα στόν όρισμό καί μόνο σέ δεύτερη θέση στήν ύπαρξη τού Θεού. Ό Θεός ορίζεται μέ βάση συγκεκριμένους σκοπούς (οί όποιοι, κατό­ πιν, άντλούνται καί πάλι άπό τήν υφή τού Θεού, αυτή τή φορά μέ όν­ τολογικό φωτοστέφανο), καί στήν άπειρη καλοσύνη του δέν άπογοητεύει κανέναν άπό δσους τόν επικαλούνται' στέκει ταυτόχρονα στό πλευρό δλων τών παρατάξεων, άκριβώς δπως καί σέ καιρό πολέμου δέν άρνεϊται σέ κανέναν εμπόλεμο τήν ευλογία του. Θά μπορούσαμε, έπίσης, νά παρομοιάσουμε τόν Θεό τού Διαφωτισμού μέ έναν πνευ­ ματικά έξασθενημένο γηραιό κύριο, ό όποιος χειραγωγείται επιδέξια άπό τούς υπηρέτες του — γιά τό καλό τό δικό του, δπως πιστεύουν οί πιό άφοσιωμένοι άνάμεσα στούς τελευταίους. Αφού δμως στόν Θεό άποδίδονται τώρα θέσεις ριζικά διαφορετικές, τελικά φαίνεται άδιάφορο ποιά άπ’ δλες έπιλέγει κανείς' ό Θεός δέν μπορεί, λοιπόν, νά έγγυηθεί τή Μία άλήθεια καί τή Μία ήθική. Ό V oltaire ένιωθε, βέ­ βαια, εύτυχής γ ι’ αυτό, άφού άγωνιζόταν άκριβώς ένάντια στήν άξίωση τής θεολογίας νά έκπροσωπεί τή Μία άλήθεια καί τή Μία ήθι-

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

39

κή: «Ευτυχώς, οποίο σύστημα κι αν άσπαστούμε, κανένα δεν βλάπτει τήν ήθική: γιατί, τί σημασία έχει αν ή ύλη δημιουργήθηκε ή απλώς διευθετήθηκε;».94 Μέσα στή χαοτική κατάσταση, πού προκάλεσε ή πολλαπλή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού, μπορούσε ό­ μως κανείς, μαζί μέ τόν M au p e rtu is, νά δεχτεί καί τό αντίθετο: δτι δηλ. από κάθε «φιλοσοφική ύπόθεση» θά μπορούσε κάποιος νά άντλήσει άθεϊστικά-μηδενιστικά πορίσματα («τρομακτικές συνέπειες»), αρκεί νά τό ήθελε.95 3. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΨΥΧΟΡΜΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. α) Γενικά Ή σύγκρουση αιτιώδους καί κανονιστικής θεώρησης εμφανίζεται μέ παρόμοια δομή στόν χώρο τής ήθικής φιλοσοφίας καί τής άνθρωπολογίας. Γιατί ό Λόγος καί τά ψυχόρμητα μέσα στόν άνθρωπο βρί­ σκονται στήν ίδια σχέση μεταξύ τους δπως ό Θεός καί ή ύ'λη μέσα στόν κόσμο. Στόν βαθμό πού ό Θεός παραμένει αυτοτελής απέναντι στή Φύση, κυριαρχεί καί ό άνθρώπινος Λόγος πάνω στή βιοψυχική διάσταση τού άνθρώπου. Καί στις δυο περιπτώσεις στόχος είναι ή διαφύλαξη τού κανονιστικού στοιχείου, καί στις δυό περιπτώσεις, ό­ μως, ό Διαφωτισμός θέλει συνάμα νά μήν άπεμπολήσει (εντελώς) τήν άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου* γ ι’ αυτό καί ό Λόγος άπονοητικοποιείται καί συγχωνεύεται μέ τά βαθύτερα υπαρξιακά στρώματα κατά τόν ϊδιο τρόπο πού συνυφαίνεται καί ό Θεός μέ τή Φύση (ή: ό Λόγος έγγυάται τήν κανονική λειτουργία τής έμφυτης ήθικής αιτιό­ τητας τής άνθρώπινης φύσης τό ϊδιο δπως καί ό Θεός εξασφαλίζει τήν ομαλή λειτουργία τής φυσικής αιτιότητας). Προβλήματα τέτοιων συγκερασμών τίθενται, βέβαια, μόνο μετά τήν όντολογική άνατίμηση τής Φύσης καί τήν επιβολή τής αντίληψης, δτι ό άνθρωπος είναι καί ό ίδιος Φύση. Παρ’ δλες τίς δυσκολίες, πού συναντούσαν οι τέτοιοι συγ­ κερασμοί, ή τελευταία τούτη άντίληψη δέν μπορούσε νά άπεμποληθεί, τό ϊδιο δπως δέν ήταν δυνατόν νά άποκηρυχθει καί ή έπίσης προ­ βληματική —δσο ό Θεός δέν ήταν άκόμη νεκρός— όντολογική άνατί­ μηση τής Φύσης. Οί ίδιοι έκείνοι διαφωτιστές, πού τόσο έπιθυμούσαν τήν ανύψωση τού άνθρώπου διαμέσου τής απελευθέρωσής του από τή 94. D ict. P h il., A rt. "Μ a d e r e ’ = O C, XX, 53. 95. R e p o n se a u x O b jectio n s de D id ero t — O eu vres, II, 197.

40

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

δεισιδαιμονία καί τή δεσποτεία, καί πού ονειρεύονταν τήν κυριαρχία του πάνω στή Φύση με τή βοήθεια τής επιστήμης καί τής τεχνικής, ή­ ταν, από τήν άλλη πλευρά, αναγκασμένοι νά τον ταπεινώνουν αδιά­ λειπτα, υπογραμμίζοντας ότι είναι απλό κομμάτι τής Φύσης. Τό ιδεώδες τους γιά τον άνθρωπο συχνότατα δεν συμβιβαζόταν με τήν πραγματολογική αντίληψή τους γ ι’ αυτόν.96 Ωστόσο, ή πολεμική εναντίον τής θεολογίας έκανε τούτη τήν άμφιπλευρικότητα άναπόδραστη. Πρώτα-πρώτα ό άνθρωπος έπρεπε νά συμπεριληφθει ολο­ κληρωτικά στό νέο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο. Δέν ήταν δυνατόν νά άνατιμηθεί όντολογικά ή Φύση στό σύνολό της, δσο ό άνθρωπος πα­ ρέμενε εικόνα καί όμοίωση τού Θεόν, δηλ. μιά εξαίρεση μέσα στή Φύση. Ή εξωτερικά έντυπωσιακή ανύψωση τού άνθρώπου διαμέσου τής ομοιότητάς του μέ τον Θεό, είχε, λοιπόν, επικίνδυνες όντολογικές συνέπειες, μέ τίς όποιες συνδέονταν καί δυσχέρειες στό ήθικοφιλοσοφικό επίπεδο. Γιατί ή άντίστροφη δψη τής ομοιότητας μέ τόν Θεό ή­ ταν τό προπατορικό αμάρτημα: ό άνθρωπος έπρεπε νά διανύσει ολό­ κληρο τόν δρόμο, πού τού είχε προδιαγράψει ό Θεός, άν ήθελε νά μπει εξαρχής ύπό τήν αιγίδα τού τελευταίου. Αφού τώρα ή διδασκα­ λία γιά τό προπατορικό αμάρτημα αποτελούσε τό ιδεολογικό θεμέλιο τής χριστιανικής άσκητικής ήθικής, ό Διαφωτισμός έπρεπε, άκριβώς γιά νά μπορέσει νά άντιμετωπίσει τήν τελευταία αυτή, νά άπορρίψει in toto τή χριστιανική ανθρωπολογία (τουλάχιστον δσο ό υλισμός καί ό μηδενισμός δέν φαίνονταν νά αποτελούν άμεση άπειλή),97 έπρεπε δηλ. νά θεωρήσει τόν άνθρωπο ώς Φύση καί νά έμμείνει στήν αντίληψη αυτή τόσο πιο πολύ, δσο σφοδρότερος γινόταν ό άγώνας ένάντια στήν ασκητική ήθική. Αναμφίβολα, ό άγώνας αυτός άπαρτίζει μιά βασική πλευρά τού Διαφωτισμού. Ό χ ι δίχως λόγο έγινε στις τάξεις του ή απασχόληση μέ τό πρόβλημα τής ευτυχίας σωστή «μο­ νομανία», ένώ παράλληλα ή ευεξία τού σώματος έπαιξε σημαντικό ρόλο στή νέα αντίληψη γιά τήν ευτυχία.98 Κάτω άπό τήν πίεση τού πνεύματος τής έποχής μέτριασαν καί πολλοί θεολόγοι τόν τόνο τους, δηλ. δέν μιλούσαν πιά γιά αυτοπειθαρχία καί αυταπάρνηση, άλλά πιο πολύ γιά τήν «άληθινή», πνευματική-χριστιανική ευτυχία ώς σκοπό τού άνθρώπου· παρ’ δλα αυτά μερικές προσπάθειες συμβιβασμού τής χριστιανικής μέ τή θύραθεν ήθική άτόνησαν μπροστά στήν άμοιβαία 96. C ro ck e r, A g e o f C r is is, 78* πρβλ. ύποκεφ. 5 αυτού τού κεφαλαίου. 97. Γιά τή σποραδική προσέγγιση τής εξύμνησης τού άνθρώπου άπό χριστιανική σκοπιά (εικόνα καί όμοίωση τού Θεού) πρός τόν μετριοπαθή Διαφωτισμό μιλήσαμε παραπάνω (κεφ. IV , ύποκεφ. 4). 98. M a u z i, Id ee du B o n h e u r, 80, 300 κ.έ.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

41

σκλήρυνση τών μετώπων (προπαντός στη Γαλλία μετά τό 1 7 4 0 )." Στό αίτημα τής ευτυχίας κρύβεται, βέβαια, ή έπιθυμία τής αυτοδιά­ θεσης, τής αυτόβουλης διαμόρφωσης τής προσωπικής τύχης τού καθενός άνεξάρτητα άπό κάθε αυθεντία. ’Άν κατανοήσουμε αυτή τήν ου­ σιώδη πλευρά τής άντιασκητικής ήθικής, τότε δεν θά μάς φανεί πα­ ράδοξο πού ό Διαφωτισμός διεκδικεΐ δχι μόνο τό δικαίωμα τής ευτυ­ χίας, άλλά καί τό δικαίωμα τής αυτοκτονίας.100 Καί τά δυό συνυφαίνονται, άλλωστε, αν δχι εντελώς άπό λογική, πάντως άπό πολεμική σκοπιά. Στρέφονται άπό κοινού ένάντια στή χριστιανική αντίληψη, ό­ τι ή ανθρώπινη ζωή δέν ανήκει στόν ίδιο τόν άνθρωπο, άλλά στόν Θεό, πού μόνος αυτός τή ρυθμίζει μέ τίς έντολές του καί μπορεί νά τή δώσει ή νά τήν πάρει. Ή επικράτηση τής θέσης, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, καταφαίνε­ ται παραστατικά στή σχεδόν καθολική απόρριψη τού καρτεσιανού άδρού χωρισμού άνθρώπου καί ζώου.101 Αυτό, βέβαια, ήταν φυσικό καί εύ'λογο στά πλαίσια τής διαφωτιστικής τάσης προς συνύφανση τής res c o g ita n s καί τής re s e x te n sa , δπως υποδήλωνε ήδη καί ή θέση τού S p in o z a πάνω στό ζήτημα τούτο.102 Μέ τή χαρακτηριστι­ κή του ευθύτητα, ό B a y le έκαμε τίς εναλλακτικές λύσεις σαφείς: ή κρατούμε τόν καρτεσιανό χωρισμό και σώζουμε τήν ψυχή καί τήν αθανασία της, ή τόν αμφισβητούμε καί εμπλεκόμαστε (δίχως νά εξαιρούνται οι σχολαστικοί) σέ άλυτες δυσκολίες, άν δέν θέλουμε νά απεμπολήσουμε τήν αθάνατη ψυχή.103 Ή οξεία άντίθεση των δύο εναλλακτικών λύσεων δέν έμπόδισε, ώστόσο, τούς σημαντικότερους διαφωτιστές νά άπορρίψουν τήν καρτεσιανή θέση, θέλοντας νά κατα­ δείξουν δτι ό άνθρωπος είναι Φύση. Ό λα τους τά επιχειρήματα βρί­ σκονται στό T raite d es A n im au x τού C o n d illa c,104 έτσι ώστε πε­ ριττεύει νά τά έπαναλάβουμε εδώ. Πρέπει μόνο νά τονίσουμε δτι τά έπιχειρήματα αυτά έχουν δχι μόνο μιά βιολογική-άνθρωπολογική, άλλά καί μιά γνωσιοθεωρητική πλευρά, ή οποία βέβαια είναι άδιαχώριστη άπό τήν πρώτη. Γιατί κατά τή διερεύνηση τού προβλήματος, 99. ορ. e il., 398 κ.έ., 180 κ.έ. 100. C ro ck e r, D isc u ssio n o f S u ic id e , ίδ. 53 κ.έ., 62 κ.έ. 101. Εκτός άπό τήν έργασία τής R o se n field βλ. S h u g g , The C a r te sia n B e a st-M a c h in e , 279 κ.έ. 102. E t h . II I, P ro p . L V II, Sch . = O p e ra, II, 187. 103. D ict. h ist et c r it., A rt. fcR o r a r i u s \ R em . C, E , F = III, 2 4 7 3 /4 , 247678. Ή αναδρομή τού B a y le στόν R o r a r iu s δείχνει σέ ποιόν βαθμό ό Διαφωτισμός κυριαρχείται άπό προβλήματα πού έθεσε, ήδη στήν πρώιμη φάση του, ό ορθολογι­ σμός των Νέων Χρόνων (πρβλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3β). 104. Προπαντός βλ. Sec o n d e P a rtie , ch. Ϊ-ΙΙ = O eu v re s, I, 356Α -358Β .

42

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

άν τά ζώα έχουν ψυχή παρόμοια μέ τήν ανθρώπινη, προϋποτίθεται ή άρνηση τής καρτεσιανής ταυτότητας ψυχής και νόησης, όπως τη δια­ τύπωσε ό Locke* άλλωστε μονάχα άν ή ψυχή δεν είναι ταυτόσημη μέ τή νόηση μπορεί νά αποδοθεί καί στα ζώα. Τή συνάρτηση τών παρα­ γόντων αυτών ό V o ltaire τή γνώριζε πριν άπό τόν C ondillac. Ε π ι­ καλέστηκε, λοιπόν, τόν διαχωρισμό του Locke άνάμεσα σέ ψυχή καί νόηση (καί επιπλέον δέχτηκε καί τήν ενδεχόμενη ικανότητα τής ΰλης νά σκέπτεται), άκριβώς γιά νά στηρίξει τήν πεποίθησή του, δτι τά ζώα αισθάνονται δπως καί οι άνθρωποι, καί δτι μονάχα μιά «γελοία ματαιοδοξία» γεννά τήν έντύπωση μιας ουσιαστικής διαφοράς άνά­ μεσα σέ ανθρώπινη καί ζωική ψυχή.105 Καί ό M au p ertu is άνασκευάζει τή θέση, δτι τά ζώα έχουν «ψυχή αισθητική)), δχι δμως καί «ψυχή σκεπτόμενη», μέ τή βοήθεια τού γνωσιοθεωρητικοϋ του εμπει­ ρισμού. «Κάθε αίσθηση καί αντίληψη είναι καί μιά σκέψη», γράφει, άρα ή διάκριση άνάμεσα στά δύο αυτά είδη ψυχής δέν έχει νόημα.106 Ή καταγωγή τού πνεύματος άπό τις αισθήσεις, δπως υποστηρίζεται εδώ, είναι κατά βάση ένα μέρος μονάχα τής γενικής άντίληψης, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, καί γ ι’ αυτό δέν μάς έκπλήσσει τό δτι Αμ­ φισβητήθηκε άκριβώς μέ ήθικοφιλοσοφικά κριτήρια.107 'Αντίπαλοι τής έμπειριστικής γνωσιοθεωρίας, δπως ό B o n n e t,108 είδαν στον ύποβιβασμό τής νόησης μιάν εξίσου μεγάλη Απειλή γιά τό αυτεξούσιο δσο καί στήν κοινή ύπαγωγή Ανθρώπου καί ζώου κάτω άπό τή Φύση. Καί πράγματι, ένας Ακραίος έμπειριστής, ό H um e, ισχυρίστηκε δτι τό αύτεξούσιο, ώς αιτιώδης έπηρεασμός αντικειμένων άπό τό πνεύ­ μα, είναι έξίσου ψευδαίσθηση δσο καί ή αιτιότητα άνάμεσα σέ Αντι­ κείμενα, γιά νά χαρακτηρίσει στή συνέχεια τόν «πειραματικό Λόγο, στον οποίο στηρίζεται ή ζωή», ώς κοινή ιδιότητα Ανθρώπων καί ζώων.109 Ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, μολονότι ήταν Απαραίτητη τόσο γιά τήν ολοκλήρωση καί κατοχύρωση τού νέου όντολογικούκοσμοθεωρητικού πλαισίου, δσο καί γιά τήν καταπολέμηση τής 105. T ra ite de M e ta p h ., V = OC\ XXII, 211/2. 106. L e ttre V (S u r Tarne d es b etes) = O eu v res, II, 246/7. 107. Βλ. κεφ. V, ύποκεφ. 3. 108. E s s a i a n a ly tiq u e , XI = σ. 96 κ.έ. (γιά τόν ένεργό ρόλο τής ψυχής στή δια­ δικασία τής αίσθησης)· XVI = σ. 182 (γιά τή συνάφεια ικανότητας πρός σκέψη καί ελευθερίας)· XII = σ. 114 κ.έ. (ίδ. 122/3)., XIX = σ. 277 κ.έ. (ενάντια στόν φαινομενοκρατικό ορισμό τής ελευθερίας έκ μέρους του C o n d illac καί τού Locke)· X V I = σ. 178 κ.έ., καί X X IV = σ. 462 κ.έ. (διαφορές τού άνθρώπου άπό τά ζώα). 109. E n q u irγ C on cern in g H um . U n d erst., V III καί IX = E s s a y s , II, 7 5 /6 , 88.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

43

Ασκητικής ήθικής, ώστόσο ύπονόμευσε τήν πίστη στην έλευθερία τής βούλησης καί στην ανθρώπινη ικανότητα γιά καθαρά ήθική συμπερι­ φορά, άφού ό εξοβελισμός τής αυθαιρεσίας του Θεού έπέβαλλε μιάν αιτιώδη Αντίληψη γιά τή Φύση καί τόν άνθρωπο. Ή σύγκρουση αι­ τιώδους καί κανονιστικής θεώρησης στήν ήθική φιλοσοφία τού Δια­ φωτισμού γεννιέται, λοιπόν, από τήν προσπάθεια ικανοποίησης μιας διπλής πολεμικής ανάγκης. Οι λογικές δυσκολίες ήταν, ώστόσο, προ­ τιμότερες Από μιάν Ανοιχτή ομολογία πίστεως στήν απόλυτη αιτιο­ κρατία, πού θά εκανε τήν υποψία τού μηδενισμού βεβαιότητα. Γιατί ή λογική Αλληλεξάρτηση απόλυτης αιτιοκρατίας καί ήθικού σχετικι­ σμού σέ ατομικό καί κοινωνικό επίπεδο ήταν πρόδηλη γιά όλες τίς παρατάξεις, καί έπίσης ήταν γνωστό δτι οί οπαδοί τού έλευθεριασμού συνήθως δικαίωναν τήν παραβίαση κανονιστικών άρχών, τονίζοντας τήν απόλυτη αιτιοκρατία, δηλ. τόν καθορισμό τής Ανθρώπινης συμπε­ ριφοράς άπό βαθύρριζα ψυχόρμητα, τά όποια καμιά ελεύθερη βούλη­ ση δέν καταφέρνει νά υποτάξει.110 Προπαντός οί αστοί οπαδοί καί φορείς τού διαφωτιστικού κινήματος δέν μπορούσαν νά επιτρέψουν στον εαυτό τους παραχωρήσεις πρός τόν έλευθεριασμό, καί Ακριβώς Από τούς κύκλους τους προέρχεται μεγάλο μέρος τής ψυχωφελούς εκείνης φιλολογίας, πού σκόπευε νά Αποδείξει δτι οί οπαδοί του «στήν πραγματικότητα» είναι δυστυχείς.111 Ό V oltaire συνόψιζε, λοιπόν, Ακόμη μιά φορά μιά διαδεδομένη —καί τακτικά σκόπιμη— γνώμη, δταν εγραφε στόν H elvetius: «τό καλό τής κοινωνίας Απαι­ τεί νά θεωρεί ό άνθρωπος τόν εαυτό του έλεύθερο», γιά νά προσθέσει δτι θά άπέρριπτε τή μοιρολατρία, άκόμη κι άν άνταποκρινόταν στά πράγματα.112 Ό μω ς, ή κατοχύρωση τού αυτεξουσίου Απαιτούσε μιάν άμβλυνση ή τουλάχιστον μιά νέα έρμηνεία τής θέσης, δτι ό άν­ θρωπος είναι Φύση, καί κάτι τέτοιο δέν ήταν δύσκολο, μιά καί ή έν­ νοια τής Φύσης είχε τόσες σημασίες (άκόμη καί νοησιαρχικοί ήθικοφιλόσοφοι, δπως ό W o llasto n , δέν άρνούνται τό γενικό παράγγελμα τής συμμόρφωσης με τή Φύση, έστω κι άν συνιστούν άκρα προσοχή Απέναντι στό «ζωικό» μέρος τής Ανθρώπινης φύσης).113 Τό πρόβλη110. Βλ. κεφ. V II, ύποκεφ. 3. 111. M a u z i, Id e e du B o n h e u r, 3 4 /5 , 269 κ.έ. 112. Επιστολή άπό 11.9 .1 7 3 9 = OC, X X X IV , 577. "Οπως είναι γνωστό, ό V o ltaire υιοθέτησε αργότερα μιάν άλλην άποψη, προσεγγίζοντας τόν L o ck e καί τόν C ollin s (βλ. προπαντός D ic t. P h il., A rt. "F ra n c A rb itre1 καί "L ib e rte ’ = OC, XIX, 196 κ.έ., 578 κ.έ.), ώστόσο ή απόφανση πού παραθέσαμε παραμένει χαρακτη­ ριστική γιά τό μέγιστο μέρος τού ήθικά-κανονιστικά προσανατολισμένου Διαφωτι­ σμού. 113. R e ligio n o f N a tu r e , 22/3.

ΛΛ

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μα είναι, έτσι, νά δειχτεί πώς ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, αν έρμηνευθεΐ «σωστά» δεν αποτελεί υπονόμευση, αλλά απεναντίας τό μόνο γερό θεμέλιο τής «αληθινής» (δηλ. μή άσκητικής καί εξουσια­ στικής) ήθικής· ή ικανότητα τής Φύσης νά θεμελιώσει μιάν ήθική κά­ νει, λοιπόν, μιά γιά πάντα περιττή τή θεολογική της θεμελίωση. Ό ­ πως καί στήν περίπτωση τού Θεού, έτσι κι εδώ σκοπός είναι νά τεθεί στήν ύπηρεσία τής διαφωτιστικής θέσης δ,τι φαίνεται νά τήν άπειλεί περισσότερο. Στήν πρώτη περίπτωση, ό κίνδυνος προερχόταν άπό τή θεολογία, τώρα επί θύραις βρίσκεται ό μηδενισμός. Ωστόσο, μεθερμηνεΐες επιβάλλονταν καί στίς δύο περιπτώσεις, άφού ό ήθικιστικόςκανονιστικός Διαφωτισμός έξαιτίας τής ύποψίας τού μηδενισμού δέν μπορούσε νά άπεμπολήσει τόν Θεό, μολονότι τόν διαμόρφωνε άνάλογα μέ τούς σκοπούς του, ενώ έξαιτίας τού άγώνα έναντίον τού Θεού των θεολόγων δέν μπορούσε νά άπεμπολήσει τή θέση, δτι ό άνθρω­ πος είναι Φύση, μολονότι τήν ερμήνευε διαφορετικά άπό τούς μηδενι­ στές. β) Ό πρότυπος χαρακτήρας τής βρετανικής ήθικοψιλοσοψικής διαμάχης Ή βρετανική ήθικοφιλοσοφική διαμάχη, πού άρχίζει μέ τόν H obbes καί τούς πλατωνικούς γιά νά κλείσει περισσότερο άπό έναν αιώνα άργότερα μέ τόν B en th am , είναι πρότυπη άπό δύο άπόψεις. Άπό ά­ ποψη δομική καί μορφολογική έχουμε εδώ ένα σύνολο θέσεων, οί όποιες διαμορφώθηκαν μέ τή μετάθεση ή άνακατάταξη δεδομένων θεωρητικών μεγεθών καί μέ ορισμένο σκοπό. Μέ άλλα λόγια: τά δε­ δομένα μεγέθη (ψυχόρμητα καί νόηση, έμφυτα καί έπίκτητα στοι­ χεία, φιλαυτία καί φιλαλληλία κτλ.) άποτελούν τούς έννοιολογικούς άξονες τής διαμάχης καί συνδυάζονται κατά τις άνάγκες τής έκάστοτε θεμελιώδους κοσμοθεωρητικής στάσης ή έπιλογής, οπότε προκύ­ πτουν δομές ικανές νά άντιπαραταχθούν σέ άλλες. Αφού είναι δεδο­ μένα τά βασικά θεωρητικά μεγέθη, είναι περιορισμένος καί ό άριθμός των δυνατών βασικών συνδυασμών τους, παρ’ δλη τήν πολυμορφία στίς λεπτομέρειες. Επίσης, άποκλίνουσες ή άντίθετες θεμελιώδεις στάσεις εκπροσωπούνται μέ συνδυασμούς, πού δομικά είναι παρό­ μοιοι (ή ομοιότητα αυτή όφείλεται στήν προσπάθεια έξουδετέρωσης τών επιχειρημάτων τού άντιπάλου άκριβώς διαμέσου τής αφομοίω­ σής τους) καί διαφέρουν μονάχα στά πρόσημα: δ,τι δηλ. γιά τόν έναν είναι «καλό», γιά τόν άλλον είναι «κακό»· έχουμε εδώ, λοιπόν, μιάν άρνητική συμφωνία, πού κάνει άκόμη εντονότερη τή διαφορά τής θε-

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

45

μελιώδους στάσης. (Τό γενικό αυτό σχήμα ισχύει, όπως ύπαινιχθήκαμε στήν αρχή, καί γιά τον Διαφωτισμό ώς πολυδιάστατο σύνο­ λο).114 Άπό άποψη περιεχομένου, πάλι, πρότυπη στή βρετανική ήθικοφιλοσοφική διαμάχη είναι ή άμεση σύνδεση τού στενά ήθικοφιλοσοφικού προβληματισμού με όντολογικά καί γνωσιοθεωρητικά ζητή­ ματα. Ή σύνδεση τούτη κάνει άκόμη πιό άνάγλυφο τό γεγονός, δτι δλα τά επίπεδα μιας οργανωμένης σκέψης άποτελούν δομικά ένα σύ­ νολο, πού, μέ τή σειρά του, εδράζεται σέ μιά θεμελιώδη κοσμοθεωρη­ τική στάση. Έξαιτίας τής συνειδητής καί συστηματικής αυτής πληρό­ τητας, μπορούμε νά πούμε δτι ή βρετανική ήθικοφιλοσοφική διαμάχη διεξάχθηκε σέ ενα φιλοσοφικό (μέ τήν τεχνική έννοια) επίπεδο, τό όποιο δέν έχει τό δμοιό του στή Γαλλία, ενώ στή Γερμανία πρώτος ό K an t τό έφτασε. Ό Locke αποτελεί τήν κατάλληλη αφετηρία γιά τήν περιγραφή τής βρετανικής ήθικοφιλοσοφικής διαμάχης τόσο άπό τήν άποψη τής συνέχειάς της, δσο καί σέ σχέση μέ τή στροφή της πρός τήν ιδιαίτερη διαφωτιστική προβληματική. Άπό τή μιά ό Locke συνεχίζει τή δια­ μάχη των πλατωνικών μέ τόν H o b b es, δχι δμως παίρνοντας τό μέ­ ρος τής μιας ή τής άλλης πλευράς, άλλά παραλαμβάνοντας λίγοπολύ σιωπηρά σημαντικά σημεία κι άπό τίς δυό, γιά νά τά επεξεργα­ στεί αύτοτελώς* άφού, δμως, τά σημεία αυτά είναι λογικά άσυμβίβαστα μεταξύ τους, ή παλιά άντίθεση συνεχίζεται μέσα στό ίδιο του τό έργο μέ τή μορφή μιάς θεωρητικής άμφιταλάντευσης. Άπό τήν άλλη ό Locke, χάρη στόν γνωσιοθεωρητικό του προσανατολισμό, μετατο­ πίζει τό όλο έπίπεδο τής διαμάχης, έτσι ώστε ή ήθικοφιλοσοφική του τοποθέτηση δέν μπορεί νά γίνει κατανοητή μέ τήν άπλή της ιστορική άναγωγή στίς δύο προηγούμενες, άλλά μονάχα μέσα στό πλαίσιο τής γνωσιοθεωρίας του. Μέ άλλα λόγια: ή ήθικοφιλοσοφική δυαρχία τού Locke συναρτάται μέ τόν δυαρχικό χαρακτήρα τής γνωσιοθεωρίας του τουλάχιστον τόσο, δσο καί μέ τήν άντιφατικότητα των έπιδρά114. 'Ο αποφασιστικός ρόλος τού σκόπιμου συνδυασμού των εκάστοτε διαθέσι­ μων έννοιολογικών μέσων, ύπό τό πρίσμα τής εκάστοτε θεμελιώδους κοσμοθεωρητι­ κής στάσης, γιά τή διαμόρφωση τού πνευματικού χαρακτήρα μιάς ορισμένης εποχής φαίνεται ωραία στή σύνοψη τής βρετανικής φιλοσοφίας τού 18ου αί., όπως τή δίνει ό Steph en : «Ό L o ck e, μολονότι χτυπούσε τήν καρτεσιανή φιλοσοφία, ήταν θεολόγος καί ειλικρινής Χριστιανός* ό B e rk eley πολέμησε τήν παλιότερη φιλοσοφία έπικαλούμενος ρητά, μέ άπόλυτη ειλικρίνεια καί μέ πάθος, τά συμφέροντα τής θεολογίας* ό H um e υποστήριξε δτι οί βασικές άρχές των L o ck e καί B e rk eley οδηγούσαν σέ συμπεράσματα ασυμβίβαστα μέ τή θεολογία τους* καί ό R eid —συμφωνώντας στό σημείο αυτό μέ τόν H u m e— χτύπησε τίς βασικές άρχές των τελευταίων γιά νά στη­ ρίξει τά συμπεράσματά τους» (E n g lish T h ou gh t, 21/2).

46

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

σεων πού δέχτηκε ό L o ck e — αφού, άλλωστε, στην άντιφατικότητα των επιδράσεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό καί ή γνωσιοθεωρητική του άμφιταλάντευση.115 Προτού στραφούμε στήν εξέταση τής δομι­ κής σχέσης γνωσιοθεωρίας καί ήθικής φιλοσοφίας στον L ocke, θά έπρεπε νά θυμηθούμε δτι καί ό γνωσιοθεωρητικός του έμπειρισμός έ­ χει ορισμένες προϋποθέσεις, δηλ. πηγάζει άπό τήν όντολογική άνατίμηση τού αισθητού κόσμου. Μονάχα στά πλαίσια τής τελευταίας, άλ­ λωστε, είναι δυνατές καί εύλογες ερωτήσεις δπως, άν ή ύλη σκέπτε­ ται (ερώτηση τήν οποία ό Locke φαίνεται νά καταφάσκει, μέ δλες τίς άπαραίτητες προφυλάξεις116). Τήν ίδια όντολογική τοποθέτηση έκφράζει —παρ’ δλη τήν προέλευσή της άπό τόν M ore— ή συνύφανση τού χώρου καί τού χρόνου μέ τόν Θεό117 καθώς καί ή απόρριψη τής καρτεσιανής ταύτισης ψυχής καί νόησης.118 Οι θέσεις αυτές δείχνουν δτι θά ήταν άφελές νά πάρουμε στήν ονομαστική της αξία τή διαβε­ βαίωση τού Locke, πώς θέλει νά γνωρίσει μονάχα τή δραστηριότητα τού ανθρώπινου πνεύματος, άρκούμενος σέ μιάν «ήσυχη άγνοια» δσον άφορά στήν ουσία των πραγμάτων.119 ’Άν κάποιος θά ήθελε νά τηρήσει μέ συνέπεια τήν άρχή αυτή, θά έπρεπε νά σωπάσει. Ή από­ φανση τού Locke πρέπει μάλλον νά γίνει κατανοητή μέ τήν πολεμική της έννοια, δηλ. ώς εξοβελισμός a lim ine όλόκληρης τής παραδοσιακής-θεολογικής μεταφυσικής. Ή γνωσιοθεωρητική δυαρχία τού Locke έκφράζεται καθαρά ήδη σέ ένα πρώιμο γραπτό του. Ό Λόγος (ratio) καί ή αίσθηση (sen su s) άλληλοεξαρτώνται, διαβάζουμε εδώ* «άν άφαιρέσουμε τό ένα άπ’ τά δυό, τό άλλο θά μείνει άκαρπο».120 Καί στο E s s a y ό Locke δέχεται δίπλα στά αισθητά δεδομένα κάτι, πού δέν μ π ο ρ εί νά. προέρχεται άπό τίς αισθήσεις, μολονότι γιά νά γίνει ένεργό χρειάζεται όπωσδήποτε 115. Ό H ertlin g , μέ βάσιμα επιχειρήματα, απέδωσε τή νοησιαρχική τάση του E s s a y του L o ck e στήν έπίδραση των πλατωνικών, βλ. L o c k e u n d d ie S ch u le von C a m b rid g e , ίδ. 212 κ.έ. (γνωσιοθεωρητική έπίδραση) καί 169 κ.έ. (θεολογική). Εσφαλμένη είναι, βέβαια, ή γνώμη τοΰ H ertlin g , δτι ό L o ck e συμμεριζόταν λίγοπολύ τήν τοποθέτηση τών πλατωνικών άπέναντι στον H o b b e s (266 κ.έ.). Όπως παρατηρεί όρθά ό L a m p re c h t, ή έπίδραση τού H o b b e s πάνω στον L o ck e είναι «σχεδόν όλότελα άφανής, δμως σίγουρη» (M o ra l a n d P o litic a l P h ilo so p h y o f L o c k e , 30 κ.έ., 89 κ.έ.). Γιά τήν έπίδραση αύτή θά μιλήσουμε άμέσως παρακάτω. 116. E s sa y * IV , 3, § 6 ( = II, 191 κ.έ.). 117. op. cit., II, 15, § 3 ( = I, 259). Ή ύλικότητα τού Θεού θεωρείται έπίσης δυ­ νατή· β λ .Τ ν , 10, § 13 ( = II, 316). 118. Βλ. κεφ. V, ύποκεφ. 3. 319. E s s a y * In tr., § 4 (== I, 28). 3 20. E s s a y s οη the law o f N a tu r e , IV = σ. 146.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

47

τά υλικά καί τίς παρωθήσεις των αισθήσεων.121 Μοναδική πηγή γνώσης παραμένει, βέβαια, ή έμπειρία, δμως ή εμπειρία προέρχεται, μέ τή σειρά της, από δυό πηγές, δηλ. από τή Sensation κι από τή reflection .122 Οί απλές ιδέες αρχίζουν, βέβαια, ταυτόχρονα μέ τήν αι­ σθητηριακή άντίληψη123 καί προέρχονται δλες άπό τά πράγματα — δμως τό πνεύμα, παίρνοντάς τες ώς αφετηρία, μπορεί νά δημιουργή­ σει «μέ τή δική του δύναμη» σύνθετες ιδέες, «τίς όποιες ποτέ δέν δέχτηκε άπό άλλου έτσι ενωμένες».124 Οί απλές ιδέες είναι πραγμα­ τικές, γιατί συμφωνούν άμεσα μέ τά πράγματα125 — δέν είναι δμως λιγότερο πραγματικές καί οί σύνθετες ιδέες (εξαιρούνται οί υποστά­ σεις), μολονότι ή δική τους πραγματικότητα δέν όφείλεται στήν ανα­ φορά σέ πράγματα, αλλά στή δίχως αντιφάσεις συμπαράταξη ιδεών, ή οποία, μέ τή σειρά της, είναι έλεύθερο έργο τού πνεύματος.126 Ή έμπειριστική αφετηρία τού Locke καταλήγει, έτσι, στή θέση, ότι ή γνώση μας, σέ τελευταία ανάλυση, άναφέρεται στίς ίδιες μας τίς ιδέες καί δτι τό πνεύμα μας γνωρίζει τά πράγματα μόνο χάρη στίς ιδέες, πού έχει γ ι’ αυτά.127 Ή διπλή αυτή έπιχειρηματολογική γραμμή τού Locke αντικατοπτρίζεται καί στόν διφορούμενο χαρακτήρα τής έν­ νοιας «ιδέα» (άλλοτε είναι αντικείμενο καί άλλοτε όργανο τού πνεύ­ ματος128), δπως καί στήν άμφιπλευρικότητα τής άντίληψής του γιά τό «πνεύμα» (άλλοτε τό πνεύμα περιέχει τίς ιδέες καί άλλοτε τίς προσλαμβάνει129). Ώς παράδειγμα μιας «δχι μόνο σίγουρης, άλλά καί πραγματικής γνώσης», πού προκύπτει άπό τή δίχως αντιφάσεις σύνδεση ιδεών, αναφέρει ό Locke τά μαθηματικά130 καί επιπλέον διατείνεται δτι ή ηθική επιδέχεται θεμελίωση εξίσου άδιαμφισβήτητη.131 Τό ίδιο ήθελε νά άποδείξει καί ή νοησιαρχική σχολή, ή όποια, γιά τόν σκοπό αυτόν, δεχόταν έναν Λόγο έμφυτο καί συνάμα φορτισμένο μέ ορισμένο πε­ ριεχόμενο. Ό μως άκριβώς τούτη ή προϋπόθεση λείπει άπό τόν Locke, γιά τόν όποιο βέβαια ό Λόγος άποτελεί μιάν άπό τίς «φυσι121. 122. 123. 124. 125. 126. 127. 128. 129. 130. 131.

E s s a y , II, 2, § 2 ( = I, 145/6). ορ. cit., II, 1, § 24 ( = I, 121 κ.έ.). ορ. eit., II, 1, § 9 ( = I, 127). ορ. cit., II, 12, § 2 ( = I, 215). ορ. cit., II, 30, § 2 ( = I, 4 98). ορ. cit., IV, 4, § 5 ( = II, 230 /1 ). ορ. cit., IV, 1, § 1 καί 4 , § 3 ( = II, 176 κ.έ., 228). L a m p re c h t, M o r a l a n d Polit. Phil, o f L o ck e, 54 κ.έ. A aro n , L o c k e , 106/7. E s s a y . TV, 4, § 6 ( = II, 231/2). op. cit. , IV, 12, 8 8 ( = II, 347).

48

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

κές ικανότητες» ή «δυνάμεις», όμως δεν έχει εξαρχής κανένα περιε­ χόμενο, αφού ή απόρριψη των έμφυτων ιδεών σημαίνει ακριβώς τήν κατάργηση κάθε έμφυτου περιεχομένου τής σκέψης καί κάθε «έμφυ­ της άρχής».132 Ή πλευρά έκείνη τής σκέψης τού Locke, ή οποία μπορεί νά ονομαστεί νοησιαρχική (μέ τήν έννοια δτι γίνεται δεκτή ή αυτενέργεια τού πνεύματος), καθορίζεται ώς προς τόν χαρακτήρα της από τήν άλλη, τήν έμπειριστική πλευρά. Γ ι’ αυτό καί ή βέβαιη γνώ­ ση, πού άποκτάται μέ τή δίχως αντιφάσεις σύνδεση Ιδεών, παραμένει αναγκαστικά στό πλαίσιο πού προδιαγράφει ή γενική νομιναλιστική καί φαινομενοκρατική τοποθέτηση. ’Αφού πραγματικές καί ονομα­ στικές ουσίες συμπίπτουν μονάχα στις άπλές ιδέες καί στούς (άπλούς) τρόπους (m odes), ενώ στίς υποστάσεις πάντα διαφέρουν,133 καί άφού οί μικτοί τρόποι, όπως καί οί υποστάσεις, είναι ιδέες σύνθετες, πού δημιουργούνται από τόν συνδυασμό διαφορετικών άπλών ιδεών χάρη σέ μιάν «ένέργεια τού πνεύματος», ένώ συνάμα προσδίδεται στον συνδυασμό τούτον καί ένα δνομα134 — γ ι’ αυτό καί οί ήθικές ιδέες, πού κι αυτές αποτελούν μικτούς τρόπους, δηλ. μιά «θεληματική συλ­ λογή ιδεών»,135 μονάχα από καθαρά τυπική άποψη μπορούν νά είναι «αγέννητες καί αδιάφθορες»: αυτό ισχύει, άλλωστε, γιά δλους τούς μικτούς τρόπους, γιά όλες δηλ. τις «άφηρημένες» καί μέ ορισμένο δ­ νομα χαρακτηρισμένες ιδέες.136 Μέ βάση τή νομιναλιστική τοποθέτη­ ση μπορεί, λοιπόν, νά δειχτεί μονάχα δτι είναι δυνατές λογικά συνε­ κτικές ήθικές αντιλήψεις, δχι δμως τ ί πρέπει συγκεκριμένα νά επι­ τάσσουν οί αντιλήψεις αυτές. Ή ήθική παραμένει τυπική, καί επι­ πλέον δέν εξηγείται πώς θά μπορούσε νά είσαχθεί ή ιδέα τής ήθικής 132. ορ. eit.* I, 3, § 12 ( = I, 102/3). 133. ορ. eit.* III, 3, δ 18 ( = II, 28/9). 134. ορ. eit.* II, 22, §§ 1 καί 4· II, 23, § 6 (= I, 381, 383, 396). Ή νομιναλιστική καί φαινομενοκρατική τάση του Lock e όφείλει προφανώς πολλά στον H o b b e s, καί έπομένως γεννά τά ίδια έρωτηματικά: τί έγγυάται δτι τό νοηματικό σχήμα, τό όποιο γεννιέται από έναν «αυθαίρετο» συνδυασμό σημείων, άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα; Ό L o ck e είναι υποχρεωμένος είτε νά περιορίσει αυστηρά τή γνώση στή σύνδεση των ιδεών (καί έτσι τελικά νά δώσει δίκιο στόν B e rk eley ) εί­ τε νά έγκαταλείψει τήν πολεμική του έναντίον τών υποστάσεων. Αφού ή (κατά τόν Lo ck e πλασματική) έννοια τής υπόστασης άπό άποψη τυπική δημιουργειται κατά τόν ίδιο τρόπο δπως καί οί μικτοί τρόποι (M odi), ό L o ck e αναγκάζεται νά θεωρήσει ώς μόνο κριτήριο διαχωρισμού αυτών τών δύο τήν πραγματική ύπαρξη (III, 5, § 3 = II, 44* πρβλ. IV, 4, § 2 = II, 2 2 7 /8 ) — άναγκάζεται δηλ. νά άνατρέξει καί πάλι στίς αισθήσεις, άφαιρώντας, έτσι, άπό τήν έννοια τής γνώσης ώς σύνδεσης ιδεών κάθε ου­ σιαστικό περιεχόμενο. 135. ορ. eit.* III, 5, § 5 ( = II, 45). 136. ορ. eit.* III, 3, § 19 ( = II, 29/30).

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

49

υποχρέωσης στό σύνολο ιδεών ενός μικτού τρόπου,137 άφού μάλιστα ή «ένέργεια τού πνεύματος» περιορίζεται στόν (έλεύθερο) συνδυασμό απλών ιδεών και αντιλήψεων, όμως δεν μπορεί νά γεννήσει νέες ιδέες.138 Τό ιδεώδες μιας αιώνιας ήθικής παίρνει, λοιπόν, στόν Locke, έξαιτίας τών γνωσιοθεωρητικών του προϋποθέσεων, νόημα εντελώς διαφορετικό άπ^ δ,τι στή νοησιαρχική σχολή, μολονότι ακριβώς τα νοησιαρχικά στοιχεία στή σκέψη τού ίδιου τού Locke (ή «ένέργεια τού πνεύματος») έπέτρεψαν τήν εξαγγελία ένός τέτοιου ιδεώδους. Ό ­ μως ή απόρριψη τών έμφυτων ιδεών απέκλειε άλλα βήματα πρός τήν κατεύθυνση τούτη, αφού μάλιστα σκοπός της ήταν νά δείξει δτι ή άξίωση τών υπερασπιστών τών έμφυτων ιδεών νά τίς συνδέσουν μέ ορισμένο δεσμευτικό περιεχόμενο δέν είχε έρεισμα. Καί πράγματι, ό Locke απορρίπτει τίς έμφυτες ιδέες σέ πρώτη γραμμή γιά πολεμι­ κούς λόγους, δηλ. έχοντας κατά νοϋ τήν κοινωνική τους λειτουργία. Μιά ορισμένη παράταξη, λέει, διέδωσε τή διδασκαλία αυτή γιά νά εδραιώσει τό κύρος της, παρουσιάζοντας τίς δικές της θέσεις ώς «έμ­ φυτες αρχές» καί απαγορεύοντας στούς ανθρώπους τή χρήση τού Λό­ γου τους.139 Αφού, τώρα, ό Locke, γιά νά άπορρίψει τίς «έμφυτες άρχές», είχε τονίσει ιδιαίτερα τή σχετικότητα ήθών καί έθίμων σέ τό­ πο καί χρόνο,140 ένώ συνάμα καί ή αιώνια ήθική του δέν φαινόταν νά υπόσχεται πολλά πράγματα, τό ήθικοφιλοσοφικό πρόβλημα τέθηκε γ ι’ αυτόν σέ δλη του τήν οξύτητα. Μιά καί ή νοησιαρχική διάσταση τής σκέψης του κρατιόταν σέ δρια στενά άπό τή νομιναλιστική του τοποθέτηση, έπρεπε νά βαδίσει σέ έμπειριστική βάση, δηλ. νά θεμε­ λιώσει τήν ήθική σέ απλά έμπειρικά δεδομένα (ώς ήθικοφιλοσοφικό σύστοιχο τών «απλών ιδεών»). Ή συνύφανση αίσθητοϋ-φυσικού καί ήθικοϋ στοιχείου άρχίζει στό στοιχειώδες υπαρξιακό επίπεδο, καί μά­ λιστα μέ τήν προγραμματική αναφορά τού καλού καί τού κακού στά 137. L a m p re ch t, M o r a l a n d Polit.. P h ilo s. o f L o c k e , 78/9. 138. E s s a y , II, 2, § 2 ( = I, 145/6). 139. op. cit., I, 3, § 25 ( = I, 116). Στά πλαίσια τής συνηθισμένης ύπεραπλούστευσης τής αντίπαλης θέσης μέ σκοπό τήν ευκολότερη καταπολέμησή της, ό L o ck e παραβλέπει ή μάλλον άγνοεΐ τήν πραγματική σχολαστική αντίληψη στό πρόβλημα τών έμφυτων ιδεών, πράγμα πού ύπογραμμίζει τόν πολεμικό χαρακτήρα τών δικών του θέσεων. Τό νόστιμο είναι δτι ή έννοια ta b u la r a s a , τήν όποια ύπαινίσσεται ό ί­ διος ό L o ck e («λευκό χαρτί, κενό άπό κάθε γράμμα», II, 1, § 2 = I, 121), είναι σχο­ λαστικής καταγωγής (B a e u m k e r, Z u r V orgesch ich te z w e ie r L o c k e sc h e r B e ­ g riffe , 297/8). 140. op. cit., I, 2, §§ 8-9 καί 3, §§ 8-9 = I, 71 κ.έ., 95 κ.έ.

50

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

αισθήματα τής αρέσκειας και τής απαρέσκειας.141 Για τον Locke, ωστόσο, τό ήθικά καλό δέν είναι απλή μετεξέλιξη του φυσικά καλού, δυνατή καί δίχως τή διαμεσολάβηση άλλων παραγόντων. Απεναν­ τίας: «Οι αρχές των πράξεων ένοικοϋν στίς ορέξεις των άνθρώπων* ό­ μως αυτές είναι τόσο λίγο έμφυτες ήθικές άρχές, ώστε, άν άφήνονταν όλότελα ελεύθερες, θά οδηγούσαν τούς ανθρώπους στήν άνατροπή κάθε ήθικής. Οί ήθικοί νόμοι δίνονται ώς χαλινός καί συγκράτηση των υπερβολικών αυτών επιθυμιών».142 Όπως δείχνει άρνητικά τό παράδειγμα τού S h a ftesb u ry , ό Locke δέν μπορούσε νά συγκροτή­ σει μιάν ήθική άποκλειστικά πάνω στή βάση τών φυσικών καταβο­ λών τού άνθρώπου, γιατί τού έλειπε ή ριζικά αισιόδοξη άνθρωπολογία καί ή άντίστοιχη οντολογία. Γιά νά άνασταλούν οί καταστροφι­ κές έκρήξεις τής άνθρώπινης φύσης χρειάζονται, λοιπόν, αμοιβές καί τιμωρίες:143 έτσι μπορεί ή άμεση ήδονή νά θυσιαστεί γιά χάρη μιας κατοπινότερης καί μεγαλύτερης, δίχως νά παραβιαστεί ή άρχή τής ήδονής καθαυτή. Οί νόμοι καί ή κοινή γνώμη διατυπώνουν ήθικούς κανόνες καί μιάν ολόκληρη ήθική άμείβοντας καί τιμωρώντας.144 Άπό τήν άποψη αυτή, ή ήθική εμφανίζεται ώς προϊόν μιας κυρίαρχης βούλησης, ήτοι οί ήθικές έννοιες γεννιούνται μονάχα οπού υπάρχουν κοινωνικοί θεσμοί: «δπου δέν υπάρχει ιδιοκτησία, δέν υπάρχει άδικία ».145 Ή θέση αυτή υπάρχει στον H o b b es σχεδόν αυτολεξεί146 καί δείχνει καθαρά δτι ό Locke, προσπαθώντας νά θεμελιώσει έμπειριστικά τήν ήθική, ήταν υποχρεωμένος νά προσεγγίσει τον H o b b es. Ή κοινή νομιναλιστική άφετηρία έκανε τήν προσέγγιση αύτή άναπόδραστη, καί μάλιστα σ’ ολόκληρη τή γραμμή. Γιατί ό Locke, γιά τον όποιον, δπως καί γιά τόν H o b b es, άλήθεια είναι ή όρθή ένωση ή ό ορθός χωρισμός λέξεων καί σημείων,147 πιστεύει εξίσου δσο καί ό διαβόητος συμπατριώτης του δτι έννοιες, δπως τό καλό καί τό κακό, μπορούν νά οριστούν μονάχα σέ σχέση μέ ανθρώπους καί δχι καθαυ­ τές, έτσι ώστε τό ΰψιστο άγαθό μέ τή γενική του Ισχύ δέν μπορεί νά άποτελέσει κίνητρο τής βούλησης·148 άκολουθώντας, επίσης, τόν 141. 142. 143. 144. 145. 146. 147. 148. 4 1 , 85.

ορ. cit., II, 20, § 2 ( = I, 303). ορ. cit., I, 2, § 13 ( = I, 77). ορ. cit., II, 28, § 5 ( = I, 474). ορ. cit., II, 28, §8 9-10 ( = I, 476 /7 ). ορ. cit., IV, 3, § 18 ( = II, 208). L e v ., XV = EW , III, 131. E s s a y , IV , 5, 8 2 ( = Π, 244), και L e v ., IV = E W , III, 23. E s s a y , II, 21, 88 44-45 ( = I, 341 κ.έ.), καί L e v ., VI καί XI = E W , III,

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

51

H obbes ορίζει (νομιναλιστικά-φαινομενοκρατικά) τήν ελευθερία ώς άπουσία εξωτερικών έμποδίων, έτσι ώστε ή ελευθερία έξ ορισμού δεν εχει καμιά σχέση μέ τή βούληση.149 Ή γειτνίαση με τον H o b b es φαίνεται καί αρνητικά. Γιατί ό Locke δεν είναι σε θέση νά διατυπώ­ σει μιάν ήθική μέ δεσμευτικό περιεχόμενο, ούτε μέ βάση τό κριτήριο τής αρέσκειας καί τής Απαρέσκειας, ούτε μέ βάση παράγοντες κοινω­ νικούς- ή έμπειριστική πλευρά τής σκέψης του καταφέρνει εξίσου λίγο δσο καί ή νοησιαρχική νά ξεπεράσει τή γενική διαπίστωση τής αναγ­ καιότητας μιας ήθικής γιά νά φτάσει σέ μιά δεσμευτική διατύπωση τού περιεχομένου της. Γνωρίζουμε δτι καί ό H o b b es είχε παρόμοιες δυσκολίες, τόσο ώς έμπειριστής έκπρόσωπος τής θεωρίας γιά τήν ήθι­ κή ώς προϊόν μιας κυρίαρχης βούλησης, δσο καί ώς θεωρητικός τού νόμου τής Φύσης.150 Ή επιθυμία νά διαχωρίσει δσο γίνεται σαφέστερα τή θέση του άπό τού H obbes οδήγησε τόν Locke νά κάμει ορισμένες προσθήκες στή δεύτερη έκδοση τού E ssa y , πού είναι χαρακτηριστικές γιά τή θεωρη­ τική του άμηχανία, άλλά καί γιά τήν εσώτερη λογική τών έννοιολογικών δομών. Ή αχίλλειος πτέρνα τού E s s a y έγκειται στό δτι εδώ γίνεται δεκτή μιά αρχή, πού δέν είναι δεδομένη άπό τίς αισθήσεις, άλλά αντίθετα συνδυάζει έλεύθερα τό ύλικό τών αισθήσεων (τίς απλές ιδέες), μολονότι ή Γδια μένει στό σκοτάδι- οι λειτουργίες της μπορούν νά γνωσθούν, δχι δμως καί ή υφή τής ίδιας — ούτε καν ή δυνατότητα τής ύπαρξής της δέν εξηγείται ικανοποιητικά. (Είπαμε, ήδη, δτι Ακρι­ βώς γΓ αυτόν τόν λόγο μονάχα νομιναλιστικά μπορεί νά νοηθεί καί ή γενική ίσχύς τών ήθικών Αποφάνσεων). Όπως διαβάζουμε στή δεύ­ τερη έκδοση τού E s s a y , μέ τήν αίσθηση δέν Αντιλαμβανόμαστε μο­ νάχα υλικά δντα, άλλά καί (μέ μεγαλύτερη, μάλιστα, βεβαιότητα) δτι «υπάρχει κάποιο πνευματικό δν μέσα μας, πού βλέπει καί Ακούει»151). Ή προσθήκη είναι σύντομη καί διόλου δέν χρησιμεύει ώς Αφετηρία διεξοδικών έξηγήσεων πάνω στό προβληματικό τούτο σημείο, έτσι ώστε δέν μπορούμε νά άποφύγουμε τήν έντύπωση, δτι ό Locke επιδιώκει Απλώς τή γενική ένίσχυση τής νοησιαρχικής πλευ­ ράς τής γνωσιοθεωρίας του. Ό τι αυτό τό κάνει γιά λόγους ήθικοφιλοσοφικούς, τό συμπεραίνουμε άπό μιάν άλλη, πολύ Αναλυτικότερη προσθήκη, στήν όποια προσφέρεται ένας ορισμός τής ελευθερίας εντε­ λώς Αντίθετος Απ’ αυτόν πού ήδη γνωρίσαμε. Ελευθερία είναι, λοι149. E s s a y , II, 21, §§ 14-27 ( = I, 319 κ.έ.), καί L e v ., VI = EW , III, 4 8 /9 . 150. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3γ. 151. E s s a y , ΤΤ, 23, § 15 ( = I, 406 /7 ).

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

πόν, «ή δύναμη νά ενεργούμε ή οχι ανάλογα με τις οδηγίες τού πνεύ­ ματος».152 Ό Locke ομολογεί δτι έκανε τήν προσθήκη αυτή με αφορμή κριτικές πού τού έγιναν, προφανώς όμως έλπίζει νά άποφύγει τις λογικές δυσκολίες της έμπειριστικής θεμελίωσης μιας ήθικής μέ γενική ισχύ οχι χάρη στήν ενίσχυση τής νόησης, άλλα μέ τή βοή­ θεια τού Θεού, καί μάλιστα μέ διπλή έννοια. Άπό τή μιά παρουσιάζει τόν Θεό ώς «άληθινό θεμέλιο τής ήθικής» καί άποδίδει στήν επήρειά του άκριβώς δ,τι γιά τούς συντηρητικούς θεολόγους άποτελούσε τήν πέτρα τού σκανδάλου, δηλ. τήν προγραμματική σύνδεση ήθικής καί κοινωνικής σκοπιμότητας ή ωφέλειας.153 Ό μω ς, άπό τή σύνδεση αυ­ τή είχε προκύψει δτι ή ήθική είναι άποκλειστικά έγκόσμιο προϊόν μιας κυρίαρχης βούλησης* άποδίδοντας άναιτιολόγητα τούτη τή σύν­ δεση στόν Θεό, ό Locke πιστεύει δτι άπομακρύνεται άπό τόν H o b b es, στήν πραγματικότητα δμως άσκεί τήν ϊδια καζουϊστική δπως καί στήν περίπτωση δπου άντλούσε άπό τήν παντοδυναμία τού Θεού τήν ικανότητα τής ύ'λης νά σκέπτεται: ό Θεός έπιστρατεύεται γιά νά καλύψει άκριβώς τις θέσεις, πού θά μπορούσαν νά γεννήσουν τήν υποψία τής άθείάς. Ά λλα καί μέ μιά δεύτερη έννοια χρησιμο­ ποιείται ό Θεός. Τιμωρώντας μεταθανάτια τούς κακούς καί άμείβοντας τούς καλούς, άφαιρεί τις μηδενιστικές συνέπειες άπό τή θέση, δτι καλό καί ήδονή συμβαδίζουν έξίσου δσο κακό καί πόνος: κάθε λογι­ κός άνθρωπος θά θέλει νά είναι καλός, γιά νά άπολαύσει τίς αιώνιες ήδονές.154 Μετά τήν άπόρριψη τών έμφυτων ιδεών, ή έπίκληση τού Θεού έκ μέρους τού Locke ήταν, λοιπόν, κατ’ άνάγκην τεχνητή ή βεβιασμένη155 — καί συνάμα άπόλυτα άναγκαία γιά νά άποφευχθεί ή υποψία τού μηδενισμού. Οι πλατωνικοί τού C am b rid ge ήταν άκόμη σέ θέση νά άποκαταστήσουν μιάν ευθεία σχέση άνάμεσα σέ Θεό καί άνθρώπους χάρη στήν ιδέα τού έμφυτου θείου ή ήθικού στοιχείου* ό Θεός ήταν παρών, δέν χρειαζόταν νά έπιστρατευθεί κατά τίς άνάγκες τής στιγμής. Ό Θεός τού Locke επεμβαίνει άδικαιολόγητα στά άνθρώπινα πράγματα, καί ή δυσκολία γιά τόν Locke γίνεται άκόμη 152. ορ. e it., II, 21, § 73 ( = I, 367). 153. ορ. cit., I, 2, 8 6 ( = I, 70). 154. ορ. eit.. II. 21, §§ 67 κ.έ.· 28, § 8 f - 1, 359 κ.έ., 475). 155. Ή θέση του Θεού στόν Lock e είναι καί άπό γνωσιοθεωρητική άποψη ασθε­ νής, δηλ. διόλου δέν καλύπτει τίς ηθικές του λειτουργίες. Δέν είναι παράδοξο που ό Θεός στόν Lo ck e δέν είναι έμφυτη ιδέα, ωστόσο άποτελεΐ αντικειμενικά υποβιβασμό του τό δτι ή ύπαρξή του δέν μπορεί νά συλληφθεΐ ενορατικά (δπως ή άνθρώπινη), πα­ ρά μόνον άποδεικτικά (IV, 9, § 3, καί 10, § 1 κ.έ. = II, 304 κ.έ.* ή όντολογική άπόδειξη τής ύπαρξης Θεού άπορρίπτεται έμμεσα στήν § 7).

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

53

μεγαλύτερη, γιατί, από τήν άλλη μεριά, συμφωνεί μέ τήν άντίληψη των πλατωνικών, δτι ή φύση τού Θεού δεν είναι βουλησιοκρατική, άλλα ορθολογική* ό Θεός είναι, βέβαια, παντοδύναμος καί έλεύθερος, συνάμα όμως είναι «προσδιορισμένος άπό τό άριστο».156 ’Όντας άναγκασμένος νά χρησιμοποιήσει πολεμικά τήν ιδέα τού Θεού, ό Locke, δπως καί άλλοι διαφωτιστές, ταλαντεύεται ανάμεσα σέ μιά βουλησιοκρατική καί σέ μιά λογοκρατική θεολογία.157 Ή δυαρχία τής φιλοσοφίας τού L o cke, δηλ. άκριβώς δ,τι θά μπο­ ρούσε νά θεωρηθεί ώς ή άχίλλειος πτέρνα της, στάθηκε σημαντικός λόγος τής μεγάλης έπιρροής της. Τό προσεκτικό άνοιγμα πρός τή νοησιαρχία έκανε πρώτα-πρώτα δυνατή τήν άπόκρουση τού άνηθικιστικού ύλισμού, ένώ συνάμα ή δλη κατασκευή στεκόταν κάτω άπ’ τή σύγχρονη καί άντισχολαστική αιγίδα τού έμπειρισμού. Έ τσ ι ό L ocke έγινε ό προφήτης τών μετριοπαθών, ώστόσο ή φιλοσοφία του, παρ’ δ­ λη της τή δυαρχία, δέν μπορούσε νά έκπληρώσει συντηρητικές προσδοκίες. Ακριβώς έκείνη ή πλευρά της, πού κίνησε τό περισσότε­ ρο ένδιαφέρον, φάνηκε νά επιβεβαιώνει τούς χειρότερους συντηρητι­ κούς φόβους: πρόκειται, φυσικά, γιά τό ζήτημα τών έμφυτων ιδεών. Όπως έγραφε ό Lee, άν δέν υπάρχουν έμφυτοι ήθικοί νόμοι, τότε «δέν μπορούμε νά αιτιολογήσουμε γιατί μιά πράξη θά ήταν καθαυτή στ’ άλήθεια καλή ή κακή».158 Ή χρήση τών θέσεων τού Locke εκ μέρους ενός άντιπάλου τής ελευθερίας τής βούλησης (καί επιπλέον ρι­ ζοσπαστικού δεϊστή) δπως ό C o llin s159 έκανε, βέβαια, τίς συνέπειές τους νά μοιάζουν άκόμη ζοφερότερες. Κι άν άναλογιστούμε καί τά σημεία τής άντικειμενικής συμφωνίας τού Locke μέ τόν H o b b es, τότε θά κατανοήσουμε σέ δλη του τήν έκταση τόν κίνδυνο έκείνον, ό οποίος εξανάγκασε τήν πρώτη μή συντηρητική άντίδραση ένάντια στόν ένδιάθετο σκεπτικισμό τού Locke νά προβάλει μέ τόν μανδύα μιας ριζικά αισιόδοξης άνθρωπολογίας καί οντολογίας. Φερέφωνό της ήταν ό S h a fte sb u ry , καί ή ένταση τών άναγκών, πού αυτός ικα­ νοποίησε, καταφαίνεται στήν τεράστια διάδοση τών έργων του.160 156. ορ. e i t . II, 21, § 50 ( = I, 347). 157. L a m p re ch t, M o r a l a n d P olit. P h ilos. o f L o c k e , 105. 158. Λ n ti-S ce p tic ism , 13. 159. Jn q u ir \\ 15, 41, 90 /1 . Ό C ollin s δέχεται τήν έννοια του Lock e γιά τήν ελευθερία καθώς καί τή συνάρτηση τών έννοιών του καλοΰ καί τοΰ κακοϋ μέ τήν ήδονή καί τόν πόνο. 160. "Έντεκα έκδόσεις τών C h a ra c.teristick s ανάμεσα στά 1711 καί 1790. Ή πλήρης γαλλική μετάφραση δημοσιεύθηκε τό 1769 καί ή άντίστοιχη γερμανική στά 1776/9.

Γ>1

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

’Άν, τώρα, ό Locke είχε παραλάβει από τούς πλατωνικούς τίς τάσεις προς τή νοησιαρχία καί την ορθολογική θεολογία, συνάμα όμως ξέ­ κοψε απ’ αυτούς, άπορρίπτοντας τίς έμφυτες ιδέες καί συνδέοντας τό ήθικό φαινόμενο μέ πάθη καί ψυχόρμητα στό πλαίσιο μιας γενικής ανατίμησης τού αισθητού κόσμου — ό S h a ftesb u ry έκαμε τό έξης: ακολούθησε τούς πλατωνικούς στό ζήτημα των έμφυτων ιδεών καί συνάμα οίκειοποιήθηκε τή σύνδεση ήθικής καί παθών όπως τή βρήκε στον L o c k e .161 Μπροστά στή θεωρητική πρόκληση τού Locke, αναγκάζεται νά έμβαθύνει τήν όντολογική θεμελίωση τής ήθικής, ό­ πως τήν είχαν έπιχειρήσει οί πλατωνικοί, πραγματοποιώντας την όχι άπλώς διαμέσου τού Λόγου, άλλά διαμέσου ολόκληρης τής κλίμακας των ψυχικών δυνάμεων τού άνθρώπου. Ό Locke έγινε, λοιπόν, οικο­ διδάσκαλος τού S h a fte sb u ry , όχι όμως καί Μέντοράς του.162 Τό έντονα σύγχρονο στοιχείο στή σκέψη τού Sh aftesb u ry είναι ό­ τι θεμελιώνει όντολογικά τήν ήθική όχι κατά τόν τρόπο τής παλιάς μεταφυσικής, στήν οποία ώς ένα σημείο θήτευαν καί οί πλατωνικοί τού C am b rid g e , άλλά μέ τή διατύπωση καί πρόταξη μιας άνθρωπολογίας, πού παίρνει σοβαρά υπόψη της τήν άντιασκητική άποκατάσταση τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου καί συνάμα τοποθετεί­ ται στό άνάλογο κοσμικό πλαίσιο. Τόσο στόν H obbes όσο καί στόν S h a ftesb u ry διαπιστώνουμε τήν ίδια άποφασιστική στροφή πρός τήν άνθρωπολογία ώς άποτέλεσμα τής πολεμικής ενάντια στή «Σχο­ λαστική», όμως οί θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές άποφάσεις είναι όλότελα διαφορετικές. Ό S h a ftesb u ry δέν θέλει νά ρίξει έναν άνέλπιδο καί επικίνδυνο άνθρωπο μέσα σ’ ένα μηχανικό καί δίχως κανένα νόημα σύμπαν, άλλά νά θέσει έναν άνθρωπο καλό στό έπίκεντρο ένός άρμονικού κόσμου, άπό τού οποίου τήν υφή πηγάζουν άβίαστα οί άξιες. Ή άπουσία τού κακού στόν κόσμο τού Sh a ftesb u ry δέν είναι, όπως στόν H o b b es, άπλό θεωρητικό άντίστοιχο τής απουσίας τού καλού, όταν τίποτε δέν έχει άντικειμενικό νόημα, άλλά, άντίθετα, προκύπτει άπό τήν παντοδυναμία καί τήν πανταχού παρουσία τού καλού: «Τό καλό κυριαρχεί* καθετί φθαρτό καί θνητό μέ τή φθορά καί τόν θάνατό του κάνει τόπο σέ κάτι καλύτερο, καί όλα μαζί, πάλι, 161. Ό P a ssm o re (C ud w orth , 96 κ.έ.) διαπιστώνει όρθά τή μεγάλη επίδραση τών πλατωνικών πάνω στόν S h a fte sb u ry , σφάλλει, όμως, δταν ισχυρίζεται δτι ή ανατίμηση τής αισθητής διάστασης τοΰ άνθρώπου εκ μέρους του S h a fte sb u ry μπο­ ρεί νά συμβιβαστεί μέ τή νοησιαρχία τών πλατωνικών πάνω στή βάση τής κοινής άνθρωπιστικής τοποθέτησης καί τών δυο πλευρών. 162. Γιά τήν κριτική τοΰ S h a fte sb u ry στόν L o ck e βλ. U ehlein, K o sm o s und S u b je k tiv itä t, 19 κ.έ.

3. Μ ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

55

κάνουν τόπο στήν κάλλιστη καί ύ'ψιστη έκείνη Φύση, πού είναι ά­ φθαρτη καί αθάνατη».163 Όπως αφήνει νά εννοηθεί τούτη ή πρόταση, τό κακό δεν είναι απλώς ύποταγμένο στό καλό, αλλά είναι άνύπαρκτο, αν δούμε τά πράγματα μέσα από τό πρίσμα τής τελειότητας τού Όλου: «Τούτη ή τάξη, αν είναι στ’ αλήθεια τέλεια, άποκλείει κάθε πραγματικό κακό».164 Ό S h a ftesb u ry επιστρατεύει, λοιπόν, τή συ­ νηθισμένη στρατηγική τής κανονιστικής οντολογίας: γιά νά ορίσει τό νόημα καί τήν άξια έπιμέρους φαινομένων, τά εντάσσει σέ ένα Ό λο, τό όποιο στρέφεται γύρω από τόν άξονα τής προσωπικής του κοσμο­ θεωρητικής θεμελιώδους στάσης* έτσι ή τελευταία έμμεσα γίνεται τό κριτήριο, μέ τό όποιο μετριούνται τά φαινόμενα. ’Άν τό Ό λο είναι καλό, τότε κι αυτά υπηρετούν τό καλό. Τήν ιδέα τού Όλου ό S h a fte sb u ry τήν πορίζεται, δπως καί οι συγκαιρινοί του, άπό τή φυσική έπιστήμη,165 μολονότι ίσως ό ίδιος δέν ήθελε νά τό συνειδητοποιήσει, τρέφοντας βαθιά δυσπιστία απέ­ ναντι στή μαθηματική μέθοδο καί σέ κάθε άφαίρεση. Ωστόσο, τό κο­ σμοείδωλο τής φυσικής επιστήμης κατά τά τέλη τού 17ου αί. ήταν έτσι φτιαγμένο, ώστε μπορούσε νά ύπηρετήσει τις πιό διαφορετικές άπόψεις καί προθέσεις. Έ τσ ι ό Sh aftesb u ry συμπεριλαμβάνει στήν έννοια τής άρμονίας καί τήν έννοια τής φυσικής νομοτέλειας. Ή Φύ­ ση είναι, βέβαια, γ ι’ αυτόν ζωντανό καί οργανικό Ό λο, συνάμα ύπόκειται, όμως, σέ άμετάβλητους νόμους. (Μαθηματική-μηχανική καί οργανική αρμονία ταυτίζονται λοιπόν, καί παρ’ ολα αυτά ή έννοια τής άρμονίας παραμένει κάπως τεταμένη καί διφορούμενη166). Τά θαύματα εξοβελίζονται, καί δσοι φαντάζονται τόν Θεό βουλησιοκρατικά χαρακτηρίζονται «δαιμονόφρονες».167 Ό Sh aftesb u ry άγωνίζεται, στό σημείο αυτό, έναντίον τού καλβινισμού καί τού καρτεσιανι­ σμού, ακολουθώντας τούς πλατωνικούς τού C am bridge* καί ακρι­ βώς δπως αυτοί, καταφεύγει αδίστακτα στήν τελολογία (χωρίς, βέ­ βαια, νά έπαινεϊ συνάμα τή Σχολαστική) γιά νά άποδείξει μέ τή βοή­ θεια τής σκόπιμης κοσμικής τάξης τήν ύπαρξη τού Θεού καί προπαν­ τός τήν ήθική άξία τού κόσμου* ή πίστη στή σκοπιμότητα αυτή απο­ τελεί, δπως λέει, τόν πυρήνα τού υγιούς θεϊσμού.168 Ή τελολογία καί 163. C h a r a c te r is tic k s, II, 2 1 6 /7 . 164. ορ. eit., II, 274· πρβλ. 9 /1 0 , 2 0 /1 , 364. 165. Γιά τή γνώση τής σύγχρονης φυσικής επιστήμης εκ μέρους τού S h a ftesb u ry βλ. O ssk e , G a n z h eit, U nendlichkeit u n d F o rm , 89 κ.έ. 166. op. cit., 8/9. 167. C h a r a c te r is tic k s, II, 11. 168. ibid.

56

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ή αρμονία δένονται εξίσου αδιάσπαστα δσο καί ή αρμονία μέ τήν ιδέα του Όλου. Στο πλαίσιο τής γενικής τελολογίας τό άτομο υπηρετεί τό Ό λο καί έτσι τό κακό εξαλείφεται. Ή ολόπλευρη αρμονία, έτσι δπως εδράζεται στήν τελολογία, δέν είναι επομένως πραγματικότητα μο­ νάχα, άλλά καί άξια* καί ό άρμονικός κόσμος δέν είναι μονάχα εικό­ να, άλλά καί άμεση πηγή των άξιων: «Ή άρμονία είναι δοσμένη άπό τή Φύση... Ή συμμετρία καί ή άναλογία θεμελιώνονται στή Φύση». Αυτό λέγεται γιά τήν τέχνη, δμως «τό ϊδιο Ισχύει γιά τή ζωή καί τά ήθη. Οι ίδιοι άριθμοί, ή ίδια άρμονία καί ή ίδια άναλογία θά βρούνε τή θέση τους μέσα στήν ήθική καί θά φανερωθούν στά χαρακτηριστι­ κά καί στίς ροπές τού άνθρώπινου γένους, πού κλείνει εντός του τά σωστά θεμέλια κάθε τέχνης καί έπιστήμης».169 Στό ίδιο άποτέλεσμα καταλήγει ή ταύτιση ομορφιάς καί άλήθειας:170 ή ομορφιά (άρμονία) γίνεται eo ip so φορέας ήθικών άξιων καί άφού τό Ό λο μονάχα χά­ ρη σ’ αυτή μπορεί νά υπάρξει, ή ταυτόσημή της άλήθεια, δπως καί ή συναφής άξιολογική κλίμακα, δέν είναι άνθρώπινη έπινόηση, άλλά ή ίδια ή φωνή τού Όντος. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταπολεμάται ό νομι­ ναλισμός τού H o b b es. Οι άξιες είναι λοιπόν δεσμευτικές, καί μάλιστα άναπόδραστες. Ή υφή τού κόσμου, πού τίς κλείνει εντός της, άποκαλύπτεται στόν άν­ θρωπο διαμέσου έμφυτων ιδεών. Μιά τέτοια είναι ή ιδέα τής όμορφιάς,171 ένα «φυσικό πάθος» ή «φυσική κλίση» είναι ή θρησκεία172 καί, τέλος, υπάρχει καί ή «φυσική αίσθηση τού ορθού καί τού εσφαλ­ μένου»*173 «ήθική» καί «φυσική συνείδηση» ταυτίζονται.174 Τό ήθικό πρόβλημα λύνεται, έτσι, μέ μιάν όντολογικά θεμελιωμένη αισιόδοξη άνθρωπολογία. Καί άν άπό τή μηχανιστική-μη δ εν ιστική κοσμοεικό­ να τού H o b b es προκύπτει τό homo hom ini lu p u s, εδώ, δπου κυ­ ριαρχεί ή τελολογική άρμονία, θεωρείται ώς φυσική κατάσταση τού άνθρώπου ή «κοινωνική επαφή καί ή ζωή άπό κοινού»*175 ή φιλαυτία άναγνωρίζεται, συνάμα δμως ερμηνεύεται έτσι, ώστε άν είναι «άληθινή» καί «υγιής», συμπίπτει μέ τήν κοινωνική ορμή.176 Τό σημαντι­ κό είναι δτι ό S h a fte sb u ry , γιά νά άντικρούσει τον H o b b es, διόλου 169. 170. 171. 172. 173. 174. 175. 176.

ορ. ορ. ορ. ορ. ορ. ορ. ορ. ορ.

eit., I, 353. c it., I, 142* Π, 3 99, 422. cit., II, 412. cit., III, 36. cit., II, 4 1 /2 . cit., II, 120. cit., II, 309· πρβλ. I, 16, 310. cit., I, 118 κ.έ.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

57

δεν καταφεύγει σε νοησιαρχικές θέσεις, δπως έκαναν οι συντηρητικοί (καί δχι μόνον αυτοί). Πηγή τής άνθρώπινης καλοσύνης καί ήθικής είναι γ ι’ αύτόν δχι ένας Λόγος πού διατηρεί τήν άκεραιότητά του πα­ λεύοντας ένάντια στήν αισθητή διάσταση τού άνθρώπου, άλλα τά ψυ­ χόρμητα καί τά πάθη, πού είναι καλά ήδη από τό γεγονός δτι άποτελούν συστατικά μέρη μιας αρμονικής Φύσης, κορεσμένης άπό αξίες. Ηθική καί έλευθερία προκύπτουν, λοιπόν, δχι άπό τήν καταστολή, αλλά άπό τήν έκδίπλωση τής Φύσης — αν ή Φύση ορίζεται έτσι εξαρ­ χής. Ό Λόγος δέν χρειάζεται νά δεσμεύσει τά πάθη, γιατί κι ό ίδιος δέν είναι παρά ή καθαρότερη έκφραση τής «αληθινής» τους βούλησης. Ή ελεύθερη καί πλήρης έκδίπλωση τού άνθρώπου είναι καί ή ύψιστη τελείωσή του* καί αφού τό πάθος είναι γνήσια Φύση, γ ι’ αυτό καί ή αληθινά έλλογη ζωή, πού είναι «σύμφωνη μέ τή Φύση», είναι μονάχα όλοκληρωτικό καί άπεριόριστο πάθος, «In tire AfFection».177 Α ξιο­ σημείωτη είναι ή δομική παραλληλότητα τής ήθικοφιλοσοφικής το­ ποθέτησης τού S h a fte sb u ry μέ τή γνωσιοθεωρητική. Όργανο τής ΰψιστης γνώσης δέν είναι ή άποδεικτική μέθοδος (κι ούτε λόγος νά γ ί­ νεται γιά τή σχολαστική συλλογιστική), άλλά ή «κοινή αίσθηση» (common sense) ή τό γούστο, στό πλαίσιο τού όποιου συνεργάζον­ ται διάφορες ψυχικές δυνάμεις. Ή γνώση αυτή είναι πολυδιάστατη καί συνάμα άρμονική, δπως κι ό ίδιος ό κόσμος, στόν όποιον άναφέρεται* άφού στόν κόσμο αύτόν ριζώνουν όντολογικά ή ομορφιά καί ή ηθική, γ ι’ αύτό καί μέ τή βοήθεια τής κοινής αίσθησης ή τού γούστου μπορούν νά αντιμετωπιστούν δχι μονάχα γνωστικά, άλλά προπαντός ηθικά καί αισθητικά προβλήματα.178 Στήν ίδια τήν ύφή τού κόσμου οφείλεται, λοιπόν, ό οργανικός καί άδιάσπαστος δεσμός γνώσης, ήθι­ κής φιλοσοφίας καί αισθητικής, τόσο στό επίπεδο τού άντικειμένου δσο καί στό επίπεδο τού υποκειμένου. Σέ τούτη τή συνύφανση των ψυ­ χικών δυνάμεων καί των επιπέδων αντιστοιχεί, άπό κοσμολογική ά­ ποψη, ό πανενθεϊσμός τού S h a fte sb u r y .179 Ό Θεός διαποτίζει τόν κόσμο* στήν πεποίθηση αύτή πρέπει νά στηρίζεται ή ορθή θρησκεία. Άφού τά πάντα είναι θεία καί καλά, δέν ύπάρχει πιά χώρος γιά έν­ νοιες δπως προπατορικό αμάρτημα, έξιλέωση κτλ. Ό καλός άνθρω­ πος καί ό στοργικός Θεός είναι όψεις τού ίδιου νομίσματος. Ή μετα­ θανάτια τιμωρία ή άμοιβή δέν άποτελούν κίνητρα ήθικής συμπεριφο­ ράς, άλλά άντιτίθενται στήν εγγενή ήθικότητα τής αρμονικής τάξης 177. ορ. eit., II, 113/4. 178. ορ. eit., III, 161 κ.έ. 179. G rean , S h a f le s b u r y ’s P h ilosop h y , 66· O ssk e, G an zh eit etc., 204.

58

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

τοΰ κόσμου. Ή θρησκεία είναι ή έξυψωτική θέαση τής τελευταίας, δεν έχει σχέση μέ τήν κατήφεια καί τον ασκητισμό, πού μονάχα στόν φα­ νατισμό (στόν «ένθουσιασμό» μέ τήν κακή έννοια, κατά τήν ορολογία τοΰ Sh aftesb u ry ) οδηγούν.180 Τούτη ή θρησκεία τής χαράς καί τής έλευθερίας στρέφεται, τέλος, εναντίον τής αυθεντίας, τής μισαλλοδο­ ξίας καί τού διωγμού τής αυτόνομης σκέψης.181 Τό όντολογικό σχή­ μα καί ή συναφής αισιόδοξη άνθρωπολογία κορυφώνονται, έτσι, σέ μιάν έντονη άπόρριψη τής θετικής θρησκείας: αυτή ήταν ή άμεση συμβολή τού S h a fte sb u ry στήν πολεμική κατά τής παλιάς κοσμο­ θεωρίας καί στίς συναφείς μορφές κυριαρχίας.182 Ό S h aftesb u ry συνδύασε τίς έμφυτες ιδέες των πλατωνικών μέ τήν αποκατάσταση τής αισθητής διάστασης τού ανθρώπου εκ μέρους τών H o bbes καί Locke, μέσα στό πλαίσιο μιάς ριζικά αισιόδοξης καί έντονα μονιστικής θεώρησης. Ή αντίπαλη θέση γεννήθηκε από τή σύνδεση τού έμφυτου ήθικού στοιχείου μέ τή νόηση στά πλαίσια μιάς δυαρχικής άνθρωπολογίας, έτσι ώστε ώς έγγύηση τής ήθικής παρου­ σιάζεται ό έμφυτος Λόγος καί οχι έμφυτα ψυχόρμητα. Σκοπός έδώ ήταν νά διατηρηθεί τό όντολογικό θεμέλιο τής ήθικής καί συνάμα νά παραμεριστεί ό κίνδυνος, πού φαινόταν νά έγκυμονεί ή θέση τού Shaf­ tesbury. Κατά τή γνώμη δσων δέν συμμερίζονταν τόν αισιόδοξο μονισμό του, ή θέση του θά μπορούσε νά οδηγήσει πίσω στόν H obbes, άρκεί νά άλλαζαν τά πρόσημα: άν τά ψυχόρμητα δέν είναι εξ ορισμού καλά, άλλά κακά ή επικίνδυνα, τί μπορεί νά σώσει τήν ήθική, άν οχι ή ευστάθεια τής νόησης, ή όποια παραμένει άνεπηρέαστη άπό τίς άπρόβλεπτες μεταβολές τών αισθητών παραγόντων; Ή άντίληψη τούτη διαμορφώθηκε μέσα στήν πνευματική άναμέτρηση μέ τόν ίδιο τόν S h a fte sb u r y ,183 προπαντός δμως μέ τόν H utcheson, ό όποιος προσπάθησε εν μέρει νά συστηματοποιήσει καί νά θεωρητικοποιήσει καί έν μέρει νά συμπληρώσει τήν ήθική φιλοσοφία 180. C h a r a c te r is tic k s, I, 22· II, 5 7 /8 , 1 19/20, 278/9. 181. ορ. cif., 1, 35, 96. 182. Παρά τήν άμφιπλευρικότητα τής σχέσης τοΰ S h a fte sb u ry πρός τούς δεϊστές (G rean , S h aftesb u ry ^ s P h iio so p h y , 59 κ.έ.), ή θεολογική πολεμική έναντίον του στάθηκε ιδιαίτερα σφοδρή, για τί μεγάλη ήταν ή επίδρασή του. Θεολόγοι όπως ό Brow n θεωρούσαν τήν «άπέχθειά του απέναντι στους αισχρούς άπιστους» ώς τακτι­ κό ελιγμό· ή «συγκαλυμμένη μέθοδος τοΰ αθώου σκώμματος» είναι κατά τόν B row n πώ έπικίνδυνη άπό τόν «άνοιχτό πόλεμο» (E s s a y s οη the C h a ra c te ris t ic s , 243). 183. Χαρακτηριστικό είναι δτι ό B row n φτάνει νά ταυτίζει τόν S h a fte sb u ry μέ τόν M an deville («τό ένα άκρο γεννά τό άλλο»), ορ. cif., 145/6.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

59

τού πρώτου.184 Ό H utcheson είχε συνειδητοποιήσει με τόν τρόπο του ότι ή διαφορά του μέ τόν H o b b es, σέ τελευταία ανάλυση, άναγόταν στήν (άνθρωπολογική) θεμελιώδη έπιλογή, δηλ. στά πρόσημα. Ένας «καλοπροαίρετος παρατηρητής», γράφει, θά ευχόταν νά είναι καλό τό ανθρώπινο φυσικό* τό άντίθετο ευχόταν, δμως, ένας «κακό­ βουλος παρατηρητής» όπως ό «κ. H o b b e s».185 Ό αγώνας έναντίον τής νοησιαρχίας μέ παράλληλη υπεράσπιση τής ήθικής έχει νόημα μόνον αν ώς άφετηρία χρησιμεύει μιά μονιστική καί συνάμα αισιόδο­ ξη άνθρωπολογία.186 Αυτή, πάλι, ήταν δυνατή μόνο μετά τήν αποκα­ τάσταση τής αισθητής διάστασης τού ανθρώπου, πού άποδέχεται προγραμματικά καί ό H utcheson. Ή άντινοησιαρχική τοποθέτηση γίνεται έτσι εύλογη, καί, μέ τήν ήθική πρόθεση δεδομένη, τρέφεται άπό τήν πεποίθηση ότι ή τύχη τής ήθικής δέν επιτρέπεται νά άφήνεται στήν άβέβαιη έκβαση τής μάχης ανάμεσα σέ νόηση καί σέ ψυχόρμη­ τα, αλλά ότι τό ήθικό στοιχείο πρέπει νά ενοφθαλμιστεί μέσα στήν υφή ολόκληρον τού ανθρώπου, γιά νά μήν υπάρχει κανείς ενδοιασμός γιά τή νίκη του. Ή ήθική καί ή καλοσύνη πρέπει, λοιπόν, νά γίνουν ειμαρμένη καί νά ριζώνουν βαθύτερα άπ’ όσο μπορεί νά δει ή νόηση* πρέπει, μάλιστα, νά υπάρχουν άνεξάρτητα άπό τή βούληση καί νά μήν θεωρούνται ώς κατακτήσεις τής έλλογης βούλησης, πού θά μπο­ ρούσαν καί νά μήν πραγματοποιηθούν. Τό άναγκαίο πόρισμα άπό τήν αντίληψη αυτή —ότι δηλ. ή ήθική δέν άποτελεί επίπονη αύτούπέρβαση, αλλά έλεύθερη καί «άληθινή» αύτοεκδίπλωση— σήμαινε, βέβαια, ρήξη μέ ολόκληρη τήν παράδοση τής ήθικής φιλοσοφίας, καί μάλιστα τή χριστιανική, πού λίγο-πολύ στηριζόταν στήν άρχή τής αύτοϋπέρβασης. Ό M andeville είχε ήδη άπό τότε καταγράψει προ­ σεκτικά αύτή τή ρήξη*187 184. Εκτός άπό τήν έπίδραση τού S h a fte sb u ry ό Je n se n τονίζει ορθά καί έκείνη τού Locke, βλ. H u tc h e so n 's E th ic a l T h eo ry, 39 κ.έ. 185. E s sa y , 238. 186. Γιά τόν H u tch eson υπάρχει μιά προκαθορισμένη αρμονία άνάμεσα σέ ξένο καί οικείο συμφέρον, ή όποια στηρίζεται σέ «κάποιο ένστικτο, πού είναι πρότερο άπό κάθε λογική τού συμφέροντος καί πού μάς ωθεί νά άγαπάμε τούς άλλους». ln q u ir \\ 124, 143. 187. Σέ μιά πολύ σημαντική περικοπή διαβάζουμε: «Ό λοι γενικά οί ήθικολόγοι καί οί φιλόσοφοι ήταν ίσαμε τώρα σύμφωνοι δτι δέν μπορεί νά υπάρξει άρετή δίχως αύταπάρνηση* δμως τελευταία ένας συγγραφέας [ό S h a fte sb u ry ]... έχει άντίθετη γνώμη και νομίζει δτι οί άνθρωποι μπορούν νά είναι ενάρετοι άπό φυσικού τους, δί­ χως νά άσκούν βία στον εαυτό τους. Φαίνεται νά άπαιτεί καί νά προσδοκά τήν καλο­ σύνη στό άνθρώπινο είδος δπως καί τή γλυκιά γεύση στά σταφύλια, γιά τά όποια, άν κάποιο ξινίζει, λέμε τό δίχως άλλο δτι δέν έφτασαν στήν τελειότητα έκείνη, πού επι­ δέχονται άπό τή Φύση» (F a b le o f the B e e s , I, 323).

60

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ό λα αυτά προϋποθέτει ό ορισμός τής «ήθικής αίσθησης» έκ μέρους τού H u tch eson , ή οποία έχει τά ίδια γνωρίσματα μέ τήν αίσθηση ώς πηγή γνώσης. «Αίσθηση» γενικά λέγεται «κάθε προσδιορισμός τού πνεύματός μας νά δέχεται ιδέες άνεξάρτητα από τή βούλησή μας», καί αυτό, πάλι, μεταφερμένο στήν ήθική αίσθηση, σημαίνει δτι «οι ήθικές άντιλήψεις δημιουργοϋνται μέσα μας δπως καί δλες οι άλλες* ούτε μπορούμε νά τις μεταβάλουμε ή νά τις σταματήσουμε».188 ’Άν τά πράγματα είναι έτσι, τότε δέν έχει νόημα ό Ισχυρισμός δτι ό Λό­ γος οδηγεί τούς άνθρώπους στήν ήθική, άφού ή τελευταία δέν είναι σκοπός, πού πρέπει νά πραγματωθεΐ, άλλά έξαρχής υπαρκτή πραγ­ ματικότητα. Σύμφωνα μέ τή νοησιαρχική σχολή, λέει ό H utcheson, ό Λόγος έχει δύο λειτουργίες: ή ωθεί σέ μιά πράξη ή τή δικαιώνει. Ό μω ς ό Λόγος δέν μπορεί νά ώθήσει σέ κάποια πράξη· ή έλλογη γνώση των σχέσεων άνάμεσα στά πράγματα δέν άποτελεί κίνητρο, δσο δέν υπάρχει κάποιος σκοπός, καί αύτός, πάλι, δίνεται άπό κά­ ποιο πάθος ή κάποια έπιθυμία: «άρα δέν μπορεί νά υπάρξει παρωθητικός Λόγος πρίν άπό τό πάθος».189 Μιάν «ήθική αίσθηση» προϋπο­ θέτει ό Λόγος καί στήν περίπτωση πού θέλει νά δικαιώσει ήθικά μιά πράξη.190 Όπως στόν H o b b es έτσι κι εδώ ή πρόταξη των παθών οδηγεί στήν αντίληψη, δτι ό Λόγος έχει καθαρά τεχνικό χαρακτήρα, δηλ. βρίσκει απλώς τά μέσα γιά τήν επίτευξη τών σκοπών τών ενστί­ κτων.191 Αφού, δμως, τό πάθος καί ή ήθική αίσθηση θεωρούνται έμ­ φυτα, ή δλη επιχειρηματολογία καταλήγει στή διαπλοκή τής αιτιώ­ δους ερμηνείας μιας πράξης μέ τήν κανονιστική της δικαίωση* αιτία καί κανονιστική αρχή, Ό ν καί Δέον ταυτίζονται σέ τελευταία άνάλυση. Πρέπει νά τονιστεί δτι ή έντονη άντινοησιαρχική καί συνάμα ήθικιστική τάση τού Διαφωτισμού στηρίζεται σέ τούτη τήν ταύτιση. Για­ τί τό Δέον δέν στέκει πιά πάνω άπό τήν πραγματικότητα, έχοντας τή μορφή άφηρημένα διατυπωμένου σκοπού, άλλά βρίσκεται μέσα της. Ή διαμάχη άνάμεσα σέ άφηρημένο καί συγκεκριμένο, νόηση καί αί­ σθημα κρίνεται υπέρ τών δεύτερων, άφού τά πρώτα έκλείπουν, μή έ­ χοντας λειτουργίες νά έκπληρώσουν. Ή νόηση είναι άπαραίτητη, μο­ νάχα δταν τό Δέον διατυπώνεται άφηρημένα ώς σκοπός πού πρέπει νά πραγματωθεΐ, μιά καί δέν ύπάρχει στήν άμεση υπαρξιακή πραγ­ ματικότητα* δμως οι άφαιρέσεις τής νόησης περιττεύουν, δταν Όν καί Δέον συνυφαίνονται έξαρχής υπαρξιακά. Στήν περίπτωση αυτή, 188. 189. 190. 191.

E s sa y , 4. ο ρ . eit., 216/7. ορ. eit., 222. ln quiry% 175/6- S y ste m , I, 58.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

61

οί άφηρημένες γενικότητες δεν ασκούν καμιά έπιρροή, είναι ψυχρές καί νεκρές* κατασκευές όπως τό «άπειρο Αγαθό» καί παρόμοιες «πολύ άφηρημένες γενικές ιδέες» δέν μπορούν, κατά τόν H u tch e­ son, νά έξηγήσουν τή συγκεκριμένη επιθυμία καί ευχαρίστηση* άκριβώς έπειδή χρησιμοποιούνται τέτοιες άφαιρέσεις, μέ σκοπό νά κατο­ χυρωθεί τό ηθικό λΔγαθό, φτάνουν μερικοί στο τέλος νά εξηγούν τή συγκεκριμένη ψυχική ζωή τού άνθρώπου μέ βάση παράγοντες δπως ό έγωισμός κτλ.192 Ό H u tch eson στρέφεται ενάντια στή δυαρχία εκείνη, ή όποια, χωρίζοντας τό Ό ν άπό τό Δέον, καταλήγει νά εξυ­ μνεί τό δεύτερο, μετατρέποντάς το συνάμα σέ κάτι άφηρημένο, καί νά περιφρονεί τό πρώτο, πού είναι τό συγκεκριμένο. Καί άφού διαισθά­ νεται τή λογική συνάφεια τούτης τής δυαρχίας μέ τή δυαρχική άνθρωπολογία, άποκρούει καί τίς «συγκεχυμένες ρητορείες» πάνω σ’ αυτό τό θέμα, οί οποίες τάχα διαπιστώνουν δύο άρχές πρακτικής δράσης μέσα στόν άνθρωπο, τόν Λόγο καί τό πάθος, υπογραμμίζον­ τας συνάμα δτι «τόν πρώτο ό άνθρωπος τόν συμμερίζεται μέ τούς αγγέλους καί τό δεύτερο μέ τά άλογα κτήνη».193 Τέλος, ό Hutche­ son προβάλλει τό άνθρωπολογικό του σχήμα στήν ίδια τή θεότητα, τής οποίας ή υφή, δπως λέει, περιέχει στοιχεία πού αντιστοιχούν στά εύγενέστερα άνθρώπινα πάθη καί χρησιμεύουν, δπως καί στόν άν­ θρωπο, ώς κίνητρα τής νόησης.194 Στά μάτια τών κριτικών του ό H utcheson ήταν, δπως είπαμε, έ­ νας H obbes μέ αισιόδοξα πρόσημα. Ήταν, λοιπόν, φυσικό γ ι’ αυ­ τούς νά ιδιοποιηθούν τά έπιχειρήματα τών άλλοτινών πολεμίων τού H obbes, δηλ. νά ξαναγυρίσουν σέ τούτον ή σ’ έκείνον τόν βαθμό στή νοησιαρχία τών πλατωνικών τού C am b rid ge , γιά νά άντιμετωπίσουν τόν H u tch e so n .195 Ήδη ή πρώτη πολεμική εναντίον του, πού δημοσιεύθηκε τό 1728 καί άναφερόταν στο Inquiry' τού H utcheson (1725), εκθέτει δλα τά έπιχειρήματα τής φιλοσοφικής τούτης παρά­ ταξης. Ό B a lg u y εκτιμά τήν επιθυμία τού H u tcheson νά θεμελιώ­ σει όντολογικά τήν ήθική: «Είμα ι έξίσου άπρόθυμος, δσο καί ό συγ192. E s s a y ^ 219. 193. ορ. c it., 216/7. 194. ορ. c i t 239. 195. Στό μεταξύ ό C la rk e είχε ανανεώσει (περισσότερο άπό τήν άποψη τής δη­ μοσιότητας παρά άπό τήν άποψη του περιεχομένου) τίς θέσεις τών πλατωνικών μέ τό βιβλίο του πάνω στή φυσική θρησκεία καί τή θεία ‘Αποκάλυψη (1706). *Η βασική θέση εδώ είναι δτι οί ήθικές άλήθειες, δπως καί οί μαθηματικές ή οί φυσικές, βρί­ σκονται μέσα στή φύση τών πραγμάτων καί γ ι' αυτό είναι άπόλυτα δεσμευτικές. Οί άλήθειες αύτές καθορίζουν και τή βούληση τού Θεού (D is c o u r s e s, ίδ. 45 κ.έ.).

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

62

γραφέας μας, νά θεωρήσω τήν αρετή όλότελα τεχνητή».196 Τό ίδιο θέλει νά κάνει κι αυτός, δχι δμως πάνω στή βάση τού ένστικτου, πού ή υφή καί ή έννοιά του δεν μπορούν ποτέ νά μείνουν άμετάβλητες.197 Έχοντας κατά νού τόν H o b b es, άποφεύγει τήν έξάρτηση τής ήθικής άπό μιά (μονιστική) άνθρωπολογία καί άντί γ ι’ αυτό τή συνδέει άπλώς μέ μιάν άνθρωπολογική σταθερά, πού θά μπορούσε νά υπάρ­ χει καί σέ μιάν άνθρωπολογία δυαρχική. Ή σταθερά αυτή είναι ό Λό­ γος, πού ένυπάρχει, δπως λέει ό B a lg u y , άκόμη καί στον κακούργο. Θά είμαστε άραγε άνίκανοι νά συμπεριφερθούμε ήθικά, αν δέν είχαμε τά πάθη πού μάς άποδίδει ό H u tch eson ; Αυτό ό B a lg u y δέν μπορεί νά τό άποδεχτεί.198 Ή θέση τού H utcheson θά συνεπαγόταν δτι καί τά ζώα συμπεριφέρονται ήθικά, άφού δρούν καί άντιδρούν παρορμη­ τικά, καί επίσης δτι άνάμεσα σέ άγιους καί έγκληματίες δέν υπάρχει ουσιαστική διαφορά, άφού δλοι άκολουθούν εξίσου τά πάθη τους.199 Στόν μονισμό τού H utcheson ό B a lg u y άντιπαραθέτει, λοιπόν, τή διάκριση άνάμεσα σέ «ήθική» καί «φυσική άναγκαιότητα», οπότε ή πρώτη συμπίπτει μέ τήν ελευθερία·200 άντίστοιχη είναι ή διάκριση άνάμεσα σέ «ήθικό» καί «φυσικό καλό».201 Ή θέση τού B a lg u y οδη­ γεί, έτσι, σέ έναν χωρισμό Όντος καί Δέοντος, δχι βέβαια μέ σκοπό τήν επιστημονική άξιολογική ελευθερία, αλλά τήν άπομάκρυνση τού Δέοντος άπό τις πλευρές εκείνες τού Όντος, πού θά μπορούσαν νά τό κηλιδώσουν, καί τή μεταφορά του σ’ έναν χώρο άλλον, στόν όποιον ή όντολογική του διάσταση θά ξεπρόβαλλε άκόμη εντονότερα. Τό Δέον, λοιπόν, άποκόπτεται μονάχα άπό τό αίσθητό Ό ν, καί, άφού τό πνεύμα θεωρείται ώς Ό ν ανώτερο, πραγματοποιείται μιά νέα συνύ­ φανση Όντος καί Δέοντος στό έπίπεδο τού πνεύματος, δηλ. τής νόη­ σης* τό ήθικό, πάλι, στοιχείο τής άνθρώπινης νόησης ριζώνει όντολο­ γικά στόν Θεό. Σ ’ αυτή τή συνύφανση Όντος καί Δέοντος στό έπίπε­ δο τού πνεύματος (ώς Όντος κατ’ έξοχήν) άντιστοιχεί ό χωρισμός τών έπιπέδων πνεύματος καί αισθητών, δηλ. ή παραπάνω διάκριση άνάμεσα σέ Ό ν καί Δέον, ή οποία στρεφόταν άποκλειστικά έναντίον τής άνάμιξης τού τελευταίου μέ τόν αίσθητό κόσμο. Γιά νά άντικαταστήσει τόν μονισμό τού H utcheson μέ έναν μονισμό νοησιαρχικά προσανατολισμένο, ό B a lg u y έπρεπε (άφού μάλιστα ή άνθρωπολο196. 197. 198. 199. 200. 201.

F o u n d atio n o f M o ra l G o od n ess, I = S e lb v - B ig e e , II, 60. loc. cit.., 61. loc. cit., 62/3. loc. cit., 64, 73. loc. cit., 62. loc. cit., 65.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

63

γία του είναι απαισιόδοξη202) νά ισχυριστεί τή δυαρχία πνεύματος καί αισθητών. «Το αισθητικό μόριο τής ψυχής είναι εξίσου ξέχωρο άπό τή νόηση δσο καί ή νόηση άπό τή βούληση».203 Ή νόηση, λοι­ πόν, έχει θέση κυρίαρχη καί ανεξάρτητη, γ ι’ αυτό καί ή ήθική ορίζε­ ται ώς αύτοϋπέρ βάση.204 Ή δυαρχική δομή άντικατοπτρίζεται καί στην υφή του Θεού: ή νόηση τού Θεού δεσπόζει πάνω στή βούλησή του, γ ι’ αυτό καί δεν μπορεί νά θέλει κάτι άλογο.205 Την ίδια δυαρχική δομή άσπάζεται καί ό P rice μετά άπό μερικά χρόνια. Ενδιαφέρον είναι δτι σ’ αυτόν ή κριτική τής ήθικής φιλοσο­ φίας τού H u tcheson συμβαδίζει μέ τήν κριτική τής γνωσιοθεωρίας τού Locke (καί τού H um e). Μολονότι ό H u tcheson, σέ άντίθεση μέ τόν Locke, δέχεται τίς έμφυτες ιδέες, ωστόσο καί των δυο οι θέσεις, άπό τή σκοπιά τού P rice, καταλήγουν στό Γδιο, άφού καί οί δυο άρνιούνται τήν κυριαρχία τής νόησης, δηλ. τού μόνου έμφυτου στοι­ χείου, πού γιά τόν P rice βαραίνει στήν ήθικοφιλοσοφική πλάστιγγα. Ενάντια στόν Locke, ό P rice ύπογραμμίζει δτι μιά ψυχική δύναμη, πού επισκοπεί καί συγκρίνει τά άντικείμενα δλων των αισθήσεων, δέν μπορεί νά είναι καί ή ϊδια αίσθηση* «ή αίσθηση καί ή νόηση είναι δυ­ νάμεις τής ψυχής όλότελα διαφορετικές».206 'Από μιάν έμπειριστική γνωσιοθεωρία μπορεί νά προέλθει μονάχα μιά σχετικιστική καί υπο­ κειμενική ήθική.207 Ό P rice βλέπει τούς έμπειριστές ώς άξια τέκνα τών σοφιστών208 καί άντίστοιχα αισθάνεται τήν άνανέωση τού πλα­ τωνισμού ώς τό κατάλληλο άντίδοτο.209 Επιστρατεύει, λοιπόν, τόν Cudworth ένάντια στόν L o ck e ,210 καί στόν σχετικισμό τής έμπειρίας άντιπαραθέτει τήν ευστάθεια τής 'Ιδέας. Μονάχα στή νόηση είναι προσιτές οι έννοιες τού καλού καί τού κακού, οι οποίες δέν άποτελούν προϊόντα μιας κυρίαρχης βούλησης μέ τή νομιναλιστική σημασία, άλλα «πραγματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα άνθρώπινων πρά­ ξεων».211 Όπως στόν B a lg u y έτσι καί στόν P rice ή δυαρχία πνεύ­ ματος καί αισθητών είναι ή άντίστροφη μονάχα δψη τής συνύφανσης 202. 203. 204. 205. 206. 207. 208. 209. w orth, 210. 211.

loc. cit., 66/7. lo c. c ü ., 71. lo c . c i/., 100. lo c. c i/., 72. R eview , 18, 21. op. c/i., 61/2. o p . c i t 43, σημ. Γιά τίς σχέσεις τοΰ P ric e πρός τούς πλατωνικούς βλ. P a s sm o r e , Cud103 κ.έ. R eview , 20, σημ. op. ei/., 66/7.



VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

’Όντος καί Δέοντος στό επίπεδο τής καθαρής νόησης. Καί οι δύο κα­ τευθύνσεις, τόσο έκείνη των Sh aftesb u ry -H u tch eso n δσο καί έκείνη των B a lg u y -P rice , δέχονται, λοιπόν, τή συνύφανση Όντος καί Δέοντος, δηλ. τήν όντολογική θεμελίωση τής ήθικής, μόνο πού την πραγματοποιούν σέ διαφορετικά επίπεδα καί μέ τή βοήθεια διαφορε­ τικών συνδυασμών τών βασικών έννοιολογικών μεγεθών. Πιό σύγ­ χρονη ήταν, βέβαια, ή κατεύθυνση, πού έπαιρνε υπόψη της τήν απο­ κατάσταση τού αισθητού κόσμου καί τής αισθητής διάστασης τού αν­ θρώπου, ωστόσο ή όντολογική θεμελίωση τής ήθικής έδινε μιά κοινή βάση, δημιουργημένη στήν κοινή άμυνα έναντίον τού μηδενισμού. Ή βάση αυτή στηρίζει καί διάφορες συμφιλιωτικές προσπάθειες, οί όποιες σκόπευαν νά απαλύνουν τήν άντίθεση Λόγου καί ψυχορμήτων, δηλ. νά άποφύγουν τόσο τόν ύποβιβασμό τού Λόγου σέ απλό δργανο τών ψυχορμήτων δσο καί τήν —ήδη άπαρχαιωμένη— καταδίκη τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου. Ό «υγιής» εκσυγχρονισμός καί ή «υγιής» παράδοση ή ό «αληθινός» Χριστιανισμός καί ή «καλώς εν­ νοούμενη» θύραθεν τάση ζητούσαν εδώ νά μονοιάσουν. Είναι περιττό νά εξηγήσουμε γιατί τέτοιες μεσολαβητικές προσπάθειες είναι, ιδιαί­ τερα σέ μεταβατικές περιόδους, εΰλογες καί δημοφιλείς. Ή μεσολαβητική προσπάθεια τού B u tler έχει τυπικό χαρακτήρα, γιατί έκπροσωπεί τή λογικά ασαφή έκείνη δυαρχία, ή όποια άποτελεί τό κυρίαρχο, ποσοτικά τουλάχιστον, ρεύμα τού Διαφωτισμού, προκύπτοντας συχνά από τή σύζευξη τού εμπειρισμού τής σχολής τού Locke μέ τήν αποδοχή έμφυτων ήθικών αρχών. Γ ι’ αυτό καί δέν έχει νόημα ή προσπάθεια κατάταξης τού B u tle r στή νοησιαρχική ή στήν έμπειριστική σχολή. Ή πρόθεση καί ή στρατηγική του είναι ό συν­ δυασμός, καί μάλιστα ή σύμμιξη τού έλλογου καί τού ψυχόρμητου στοιχείου σέ διαφορετικά έπίπεδα καί μέ διαφορετικούς τρόπους, έτσι ώστε νά έμποδίζεται κάθε στιγμή ή ύπερανάπτυξη τού ενός μέ τόν το­ νισμό τού άλλου. Αφού ή στρατηγική αυτή έχει ώς άποτέλεσμα μιά πλαστικότητα τών εννοιών, ή όποια συχνά μεταβάλλεται σέ άοριστία, δέν θά πρέπει νά εκλαμβάνεται ή ρητορική διαύγεια καί κομψό­ τητα τής γλώσσας τού B u tler ώς λογική συνέπεια. Καί πράγματι, σκοπός του δέν είναι ή λογική συνοχή πάνω στή βάση ξεκάθαρων ορισμών, άλλά μάλλον ή εύρεση μιας διεξόδου άπό τή δυσάρεστη κα­ τάσταση, πού είχαν δημιουργήσει οί σκεπτικιστικές προεκτάσεις τού εμπειρισμού. Σπρωγμένοι άπό τήν ίδια έπιθυμία, πάρα πολλοί σύγ­ χρονοι θεώρησαν τό αρμονικό ισοζύγιο τών ετερογενών παραγόντων πού συνεργούν μέσα στό ήθικό φαινόμενο, δπως τό ζωγράφισε μέ λαμπρά χρώματα ό B u tle r, ώς λογικά ικανοποιητική λύση τού ήθι-

3. Η ΙΙ Θ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ Ι Α

65

κοφιλοσοφικού προβλήματος, πέφτοντας έτσι θύματα οφθαλμαπάτης. Έξαιτίας τής ιδιαίτερης σημασίας τής μεσολαβητικής προσπάθειας τού B u tler γιά τήν ιστορία των ιδεών άξίζει, ωστόσο, νά παρακολου­ θήσουμε από κοντότερα τίς περιπλοκές των νημάτων τής έπιχειρηματολογίας του. Χαρακτηριστικό είναι πρώτα-πρώτα δτι ό B u tle r, μολονότι κη­ ρύσσεται ύπέρ τής εμπειρικής μεθόδου, δέν καταδικάζει τή νοησιαρ­ χία καθαυτή, άλλά λέει δτι καί οι δυό τάσεις «μάς όδηγούν στό ίδιο πράγμα, δηλ. στήν ύποχρέωση νά άσκούμε τήν άρετή* κι έτσι ένισχύουν καί ένδυναμώνουν μέ τό παραπάνω ή μία τήν άλλη».212 Αυτό δέν είναι μονάχα μιά εύγενής χειρονομία άπέναντι στόν φίλο του τόν C larke. Γιατί ό B u tler, γιά τόν όποιον έμπειρισμός σημαίνει ανάλυση τής ίδιας τής ανθρώπινης φύσης σέ αντίθεση μέ τίς «άφηρημένες σχέσεις τών πραγμάτων», προσθέτει δτι άπό ήθικοφιλοσοφική, δηλ. κανονιστική άποψη, μετρά μονάχα ή «πραγματική φύση» τού άνθρώπου.213 Χάρη στή διάκριση άνάμεσα σ έ’Όν καί Επίφαση —πού έπιχειρεΐται τόσο άπό νοησιαρχικούς δσο καί άπό έμπειριστές, ένάντιους στόν σκεπτικισμό— εξοβελίζονται εξαρχής παράγοντες, οι όποιοι θά μπορούσαν νά άποδειχτοϋν επικίνδυνοι γιά τή διατύπωση καί τήν πραγμάτωση τού Δέοντος. Μονάχα μέ άφετηρία τήν καθαρμένη, «πραγματική» άνθρώπινη φύση, ή οποία, δπως λέγεται ένάντια στόν H o bbes, είναι καλή καί κοινωνική,214 είναι δυνατός ό ισχυρι­ σμός δτι ό άνθρωπος «άπό τήν ίδια του τή φύση άποτελεΐ νόμο γιά τόν εαυτό του».215 Ή κανονιστική λειτουργία τής παραπάνω διάκρι­ σης φαίνεται καί στήν άπόφανση τού B u tler, δτι άκριβώς ή πραγμα­ τική μας φύση επιτρέπει τόν έπηρεασμό τής συμπεριφοράς μας άπό τόν «λογισμό καί τή συνείδηση».216 Αφού τώρα ό B u tle r δέν θέλει νά περιορίσει τήν «πραγματική» φύση στή νόηση καί μόνο, συνδέει τήν προτίμησή του γιά τήν εμπειρική μέθοδο μέ τήν ανατίμηση τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου γενικά. «Οί επιθυμίες, τά πάθη καί τά αισθήματα» καθαυτά είναι άθώα καί χρήσιμα,217 αρκεί νά υπηρετούν τόν «φυσικό» τους σκοπό218 καί νά μήν ξεπερνούν τήν «ορθή άναλογία» τους μέσα στήν ιεραρχία τών ψυχικών δυνά212. 213. 214. 215. 216. 217. 218.

Serm ons , Pref., δ 12 = σ. 4. op. eit., II, δ 10 = σ. 31. op. eit., III, 8 1 = σ. 34/5. op. eit., III, 8 6 = σ. 37. op. eit., II, 8 15 = σ. 33. op. eit., V, 8 3 = σ. 52. op. eit., IV, § 7 = σ. 43.

66

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μεων.219 Παρουσιάζοντας την ανθρώπινη φύση ώς πολυδιάστατη καί συνάμα ίεραρχικά δομημένη ενότητα, ό B u tle r δεν άφήνει τη διάκρι­ ση ανάμεσα σε «πραγματική» καί έπιφατική ανθρώπινη φύση νά γίνει τόσο έντονη, ώστε «πραγματική» φύση νά είναι μόνον ή νόηση* συνά­ μα, μέ τήν έπίκληση τής «ορθής αναλογίας», κρατά ανοιχτή τή δυνα­ τότητα θεωρητικών ελιγμών. Σ ’ αυτό τόν βοηθά καί τό δτι δεν ορίζει μέ σαφήνεια τίς έννοιες «επιθυμία», «πάθος» καί «αίσθημα», μολονό­ τι προσεγγίζει τίς δύο τελευταίες ώς πρός τό περιεχόμενό τους, γιά νά τίς άντιπαραθέσει στήν πρώτη, δηλ. στο «ζωικό» μέρος τού άνθρώπου.220 Ή αισθητή διάσταση τής άνθρώπινης φύσης έξευγενίζεται, λοιπόν, εξαρχής — μέ άλλα λόγια: άποκαθαίρεται σύμφωνα μέ τίς επιταγές τής ιδεώδους άντίληψης γιά τήν «πραγματική» ανθρώπινη φύση. Ό μω ς, ού'τε κι αυτό τό μέτρο πρόνοιας δέν καθησυχάζει όλότελα τόν B u tle r, όπως δείχνει ή κριτική του στόν Sh aftesb u ry . Τού­ τος άπέδειξε, λέει ό B u tle r, «πέρα άπό κάθε άμφιβολία» τήν ταυτό­ τητα αρετής καί φιλαυτίας ή ευτυχίας — πώς, δμως, θά έσωζε τήν ήθική αν ένας σκεπτικιστής άρνιόταν τούτη τήν ταυτότητα; Έδώ βοηθά μονάχα ή «φυσική ήγεμονία τής άρχής τού λογισμού».221 Αφού, δμως, ταυτόχρονα δέν πρέπει καί νά διασπαστεί ό άνθρωπος, τίθεται τό πρόβλημα, ποιές είναι οί έσώτερες σχέσεις ανάμεσα στόν λογισμό, στόν Λόγο καί στή συνείδηση (οί δροι χρησιμοποιούνται συ­ νώνυμα), άπό τή μιά μεριά, καί στά ανώτερα, «γενικά» αισθήματα (δηλ. φιλαυτία καί καλή προαίρεση222), άπό τήν άλλη. Στο κρίσιμο αυτό έρώτημα ό B u tler δίνει, σέ διαφορετικές κάθε φορά περικοπές, δλες τίς δυνατές άπαντήσεις.223 Έξαιτίας τής βασι­ κής του συμφωνίας μέ τόν S h a ftesb u ry , ένδιαφέρεται πρώτα-πρώτα νά άποφύγει τίς συχνές καί δραστικές επεμβάσεις τού λογισμού, θέλει δηλ. νά παρουσιάσει δσο γίνεται τήν ήθική ώς προϊόν αυτενέργειας των αισθημάτων και των παθών* γ ι' αυτό καί ή φιλαυτία παίζει με­ γάλο ρόλο στήν καταστολή των παθών — ρόλο ϊσο μέ εκείνον, πού 219. ορ. eit., VI, δ 9 - σ. 61. 220. D u n c a n -Jo n e s, B u tle r *s M o r a l P h ilosop h }', 45. 221. S e r m o n s, P ref., S§ 20-21 = σ. 8 κ.έ.· πρβλ. III, § 11 = σ. 35. 222. ορ. eit., 12, § 11 = σ. Π 5. 223. Αυτός είναι ό αντικειμενικός λόγος, γιά τόν όποιο κάθε προσπάθεια πλήρους διασάφησης τής ιεραρχίας των ψυχικών δυνάμεων στόν B u tle r άναγκαστικά παρα­ μένει τουλάχιστον δίσημη* τό ίδιο ισχύει a fo rtio ri σχετικά μέ τόν καθορισμό τού περιεχομένου τής καθεμιάς άπό τίς ψυχικές δυνάμεις. Βλ. τή σύνοψη παρόμοιων προσπαθειών στούς C a r ls so n , B u tle r*s E th ic s, 151 κ.έ., καί R o b e rts, C oncept o f B en evolen ee, 48, 54.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

67

μπορούν νά παίξουν καί «ηθικοί διαλογισμοί».224 Όταν ό B u tle r λέει δτι τά πάθη μπορούν καί νά νικήσουν τη φιλαυτία,225 συγκατα­ λέγει προφανώς τήν τελευταία στην «αληθινή» φύση του ανθρώπου, δηλ. περιμένει απ’ αυτή νά εκπληρώσει κανονιστικές λειτουργίες. Εφόσον στόχος της είναι ή άληθινή, δηλ. μακροπρόθεσμη ευτυχία, συνυφαίνεται στ*’ άλήθεια μέ τόν Λόγο.226 Ό μω ς, «αρχή έμφυτη σέ έλλογα πλάσματα» είναι εξίσου καί ή καλή προαίρεση,227 έτσι ώστε μένει ανεξήγητο γιατί νά μήν προέρχεται πάντα ή ήθική πράξη άπό τήν τελευταία καί μόνον, άφοϋ μάλιστα ό B u tle r τονίζει τήν άπόλυτη αρμονία της μέ τή φιλαυτία228 καί επιπλέον διαβεβαιώνει δτι ή μέγιστη «ικανοποίηση απέναντι τού εαυτού μας» (δηλ. ή βαθύτερη ικανο­ ποίηση τής φιλαυτίας) πηγάζει ακριβώς άπό τήν καλή προαίρεση.229 Σέ άλλα χωρία, ώστόσο, έξαρτά τή δύναμη τής καλής προαίρεσης άπό τήν ένταση τής φιλαυτίας230 ή θεωρεί τήν καλή προαίρεση «όρ­ γανό προσωπικής άπόλαυσης», πού ύπόκειται στον μακρόπνοο σχε­ δίασμά τής φιλαυτίας.231 Μπορούμε νά εικάσουμε γιατί ό B u tler επιμένει ιδιαίτερα στή χρήση τής φιλαυτίας γιά ήθικούς σκοπούς, θέτοντάς την, μερικές φορές τουλάχιστον, πάνω κι άπό τήν καλή προαί­ ρεση: άκριβώς ή φιλαυτία, δπως τήν εννοούσε ό H o b b es, έπισύροντας τήν κριτική τού B u tle r,232 άποτελούσε τόν μεγαλύτερο κίνδυνο γιά τήν «άληθινή» φύση τού άνθρώπου καί τήν ήθική της ένεργοποίηση. Επειδή όμως ό B u tle r, άπό τήν άλλη μεριά, θέλει νά φανεί προ­ σεκτικότερος άπό τόν S h a fte sb u ry καί νά μήν έπαναλάβει τό σφάλ­ μα τής αυθαίρετης καί άξιωματικής μεταβολής τής λειτουργίας τής φιλαυτίας, δέν ταυτίζει απλώς τήν τελευταία μέ τήν καλή προαίρεση, παρά προσπαθεί νά καταδείξει δτι μπορεί νά ένεργήσει ήθικά άπό μό­ νη της, δηλ. όντας διαφορετική άπό τήν καλή προαίρεση (γιά λόγους προνοίας, πάντως, ό B u tle r τονίζει δτι ή φιλαυτία είναι εξ ορισμού διαφορετική καί άπό τά κατώτερα πάθη, δπως π.χ. ή πλεονεξία καί ή επιδίωξη τής Ισχύος). Αυτή ή κάπως τολμηρή άνατίμηση τής φιλαυ­ τίας ώς μεγέθους χωριστού άπό τήν καλή προαίρεση επιβάλλει, μέ τή σειρά της, τήν παρουσία τού Λόγου ώς ενδεχόμενου άντίβαρου, καί 224. 225. 226. 227. 228. 229. 230. 231. 232.

S e r m o n s, P ref., 8 41 = σ. 15. ορ. e i t I, 8 14 = σ. 25. ορ. eit,., XI, § 5 = σ. 100. ορ. eit., XII, § 27 = σ. 119. ορ. eit., P ref., § 38 = σ. 14. ορ. eit., I, § 6 = σ. 20. ορ. eit., XII, § 12 = σ. 115. ορ. eit., XI, 8 19 = σ. 109. ορ. eit., V, § 1 = σ. 50, σημ.

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

68

έτσι, έκτος από τήν ασάφεια στις σχέσεις ανάμεσα στή φιλαυτία καί στήν καλή προαίρεση, άνακύπτει τώρα καί ή άσάφεια στίς σχέσεις άνάμεσα στή φιλαυτία καί στόν Λόγο. Άπό τή μιά ό B u tler γράφει ότι «ή συνείδηση καί ή φιλαυτία, αν ξέρουμε τήν άληθινή μας ευτυ­ χία, μάς οδηγούν στόν ϊδιο δρόμο»,233 άπό τήν άλλη, όμως, δίνει στή συνείδηση καί στόν Λόγο τό δικαίωμα νά έπιτηροϋν όλα τά αισθήμα­ τα καί πάθη.234 Αυτό οφείλεται, βέβαια, στήν κρυφή του δυσπιστία πρός τή φιλαυτία, συνάμα όμως δείχνει καί τήν ασάφεια των σχέ­ σεων άνάμεσα στόν Λόγο καί στά πάθη. Ό Λόγος καθαυτός δέν άποτελεΐ γιά τόν B u tler «έπαρκές κίνητρο άρετής», ενώ τά πάθη είναι, βέβαια, «επαρκή κίνητρα δράσης», όμως ή άποκλειστική τους κυ­ ριαρχία θά ξανάφερνε τόν άνθρωπο στήν κατάσταση του ζώου* ώς λύ­ ση προσφέρεται, λοιπόν, ή «αυστηρή κυβέρνηση καί καθοδήγηση του Λόγου».235 Α λλά γιατί νά έχει ολέθριες συνέπειες ή κυριαρχία τών παθών, αν τά άνώτερα άπ’ αυτά είναι ή καλή προαίρεση καί ή φιλαυ­ τία, πού συνεργάζονται άρμονικά; Καί άντίστροφα: γιατί νά μήν μπο­ ρεί νά άποτελέσει έπαρκές κίνητρο άρετής ό Λόγος, αν στήν άνάγκη είναι ικανός νά κυβερνήσει καί μέ αυστηρότητα; Ή μεσολαβητική στρατηγική τού B u tler δέν έπιτρέπει ούτε νά διατυπωθούν ούτε καί νά άπαντηθούν παρόμοια έρωτήματα. Ιδεώδης στόχος του παραμέ­ νει ή συνύφανση παθών καί Λόγου, όχι μονάχα στό πλαίσιο τής έλαστικής ιεραρχίας τών ψυχικών δυνάμεων, άλλά καί στό ϊδιο τό έπίπεδο τού Λόγου. Κάπου γράφει ότι ή ό'ψιστη ήθική άρχή μέσα στόν άν­ θρωπο θά μπορούσε νά λέγεται «συνείδηση, ηθικός Λόγος, ήθική αί­ σθηση ή θείος Λόγος», άσχετα άπό τό άν θεωρείται ώς «αίσθημα τής νόησης ή ώς άντίληψη τής καρδιάς ή —όπως φαίνεται νά είναι ή άλήθεια— καί τά δύο μαζί».236 Έδώ προϋποτίθεται ή άντινοησιαρχική έκείνη έννοια τού Λόγου, στήν οποία, καθώς ξέρουμε, θεμελιώνεται ό διαφωτιστικός ορθολογισμός. Δέν είναι καθόλου παράδοξο πού τή συ­ ναντάμε σέ περίοπτη θέση στά πλαίσια μεσολαβητικών προσπαθειών όπως τού B u tler. Άπό τήν άνάλυσή μας έχει ήδη προκύψει ό έννοιολογικός τύπος τής βρετανικής ήθικοφιλοσοφικής διαμάχης, καί έτσι περιττεύει ή διερεύνηση άλλων περιπτώσεων, όπου αυτός έμφανίζεται σέ διάφορες παραλλαγές (παράδειγμα οί πολεμικές τού R eid έναντίον τών Hu233. 234. 235. 236.

ορ. eil., III, § 9 = σ. 39. ορ. cit., II, §§ 9-10 = σ. 31/2. ορ. e il., V, §§ 3-4 = σ. 51/2. D isse rta tio n , II = S e lb y -B ig g e , I, 246.

3. H ΜΘΪΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

69

me καί Α. Sm ith 237). Ό τύπος τούτος περιλαμβάνει τις παρακάτω βασικές θέσεις: μιά έμπειριστική ροπή, ή όποια, μετά τήν κατάργηση των έμφυτων ιδεών, ταλαντεύεται ανάμεσα στην ήθική ώς συνάρτηση βιολογικών-άνθρωπολογικών σταθερών, δπως άρέσκεια καί άπαρέσκεια, καί στην ήθική ώς προϊόν μιας κυρίαρχης κοινωνικής βούλη­ σης, επιστρατεύοντας στήν αμηχανία της τον Θεό καί έν μέρει τόν Λόγο (Locke)* μιά ριζικά αισιόδοξη ανθρωπολογία καί οντολογία, γιά τήν οποία ή ήθική είναι έμφυτη, άρα οχι αύτούπέρβαση, παρά ελεύθερη έκδίπλωση τής βαθύτερης, «γνήσιας» ύπαρξης, οπότε ό Λό­ γος έκπληρώνει μονάχα έκτελεστικές λειτουργίες (S h afte sb u ry , H utcheson)* μιά πρόταξη τής νόησης ώς έσχατης εγγύησης τής ήθικής, δταν λείπει ή άνθρωπολογική αισιοδοξία καί ή ήθική πρέπει νά οριστεί ώς αύτούπέρβαση (B a lg u y , Price)* καί, τέλος, μιά μεσολα­ βητική προσπάθεια, πού θέλει νά άποφύγει τήν οξύτητα τών άκραίων εναλλακτικών λύσεων καί έπεξεργάζεται τις κεντρικές ήθικοφιλοσοφικές έννοιες μέ τρόπο πού νά έντάσσονται σέ μιά χαλαρή ιεραρχία καί νά συμφιλιώνονται μέσα της (B utler). Αυτές είναι, βέβαια, οί θέ­ σεις τού ήθικιστικού-κανονιστικοϋ Διαφωτισμού. Δίπλα τους κινείται τό φάντασμα τού μηδενισμού, γιά τόν όποιον ή ήθική δέν είναι τίποτε άλλο παρά προϊόν τής βούλησης τών ισχυρών μέ σκοπό τήν έδραίωση καί τήν διευκόλυνση τής κυριαρχίας τους, ή όποια, άλλωστε, δέν εί­ ναι δυνατή χωρίς ειρήνευση τής κοινωνίας, δηλ. χωρίς περιστολή τού έμφυτου άχαλίνωτου εγωισμού τών άνθρώπων· πολιτισμός καί κυ­ ριαρχία συνυφαίνονται λοιπόν.238 Όπως δείχνει αυτή ή ανάλυση τού ηθικού φαινομένου άπό τόν M andeville, ή σκέψη τού H o b b es, παρ’ δλες τίς άοκνες άνασκευές της εκ μέρους τών παραπάνω ήθικιστικών-κανονιστικών τάσεων, διόλου δέν είχε πεθάνει. γ) Οί δυσκολίες τής αισιόδοξης ανθρωπολογίας κα ί ό διφορούμενος χαρακτήρας τής φιλαυτίας κα ί τής ευτυχίας Ή Φύση δέν μπορούσε νά άντικαταστήσει τόν Θεό δσο δέν είχε άποδείξει τήν ικανότητά της νά άναλάβει ολοκληρωτικά τίς κανονιστικές 237. Βλ. προπαντός τά E s s a y s an the A ctive P o w ers o f M an , E s s a y V, Chap. V-VIT = W ork s, 651 κ.έ. Γιά τήν κριτική τού Reid στήν αιτιοκρατία καί στήν ήθική φιλοσοφία τού H um e πρβλ. τίς καλές αναλύσεις τού G rav e , S c o ttish P h ilosophy o f C om m on S e n se , 203 κ.έ., 224 κ.έ. Τό βασικό επιχείρημα τού R eid ενάντια στόν Α. Sm ith είναι ότι ό Sm ith μπορεί, βέβαια, νά εξηγήσει τή γένεση τής ήθικής, όμως δέν είναι σέ θέση νά όρίσει τί είναι ήθικό (D u n c a n -B a ird , R e id 's C riticism s, 520). Γιά τήν ήθική φιλοσοφία τού H um e βλ. κεφ. V II, ύποκεφ. 2. 238. M an d eville, F a b le q f the R e e s, 41 κ.έ., ίδ. 47.

70

VT. ΑΙΤΙΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

του λειτουργίες. Ή Φύση έπρεπε, με άλλα λόγια, δχι μόνο νά παραγ­ κωνίσει τον Θεό στο κοσμολογικό επίπεδο (μέ τή μορφή τής φυσικής νομοτέλειας και αιτιότητας), αλλά καί νά πάρει τή θέση του ώς ύ'ψιστου έγγυητή μιας άξιολογικής κλίμακας. Ό χ ι χωρίς λόγο θεωρούσε ό B ay le τήν άντληση ήθικών έπιταγών άπό τήν αρμονική δομή τής Φύσης ώς τό ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ ενός ήθικού άθεϊσμού.239 Ή πολεμική χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού (καί) μέ ήθικοφιλοσοφική έννοια δείχνει, βέβαια, καθαυτή σαφέστατα, πόσο δύσκολη φάνη­ κε άρχικά ή θεμελίωση άξιων πάνω σέ βάση όλότελα καινούργια, ώστόσο ό δρόμος τής επιστροφής ήταν γιά τόν Διαφωτισμό κλειστός. Τρεις λύσεις προσφέρονταν: νά προκριθεϊ ό μηδενισμός, νά όμολογηθεΐ ό τεχνητός καί θετός χαρακτήρας των άξιων καί συνάμα νά τονι­ στεί ή άπόλυτη άναγκαιότητά τους γιά τήν κοινωνική ζωή ή, τέλος, νά θεμελιωθεί μιά φυσική ήθική.240 Ή πρώτη λύση μπορούσε νά γίνει δεκτή μονάχα άπό μεμονωμένα άτομα, ή δεύτερη ήταν υπερβολικά εκτεθειμένη στήν υποψία τού μηδενισμού έξαιτίας τού φανερού σχε­ τικισμού καί ώφελιμισμού της, καί έτσι ή τρίτη προτιμήθηκε άκόμη περισσότερο, επειδή ή όντολογική-άνθρωπολογική θεμελίωση των νέων άξιων μεγάλωνε τήν πολεμική τους ισχύ, άφού φαινόταν νά άποδείχνει τήν άπόλυτη δεσμευτικότητά τους. Τό άπλούστερο ήταν, βέβαια, νά συμπληρωθεί ή κοσμολογική άποθέωση τής Φύσης μέ τήν άνθρωπολογική θέση, οτι ή άνθρώπινη φύση είναι στο σύνολό της κα­ λή. Ό μως ή λύση αυτή δέν έγινε άποδεκτή άπό τούς πλείστους εκπροσώπους τού Διαφωτισμού στήν άκραία της μορφή, μολονότι οι περισσότεροι έρωτοτροπούσαν μαζί της. Όπως ή άποθέωση τής Φύ­ σης δέν μπορούσε νά εξηγήσει ικανοποιητικά γιά ολους τίς καταστρο­ φικές της εκρήξεις καί τή μισάνθρωπη συμπεριφορά της, έτσι καί ή θεωρία γιά τόν όλότελα καλό άνθρωπο άντιμετώπιζε σημαντικές λο­ γικές δυσκολίες. Ό αισιόδοξος άνθρωπολογικός μονισμός, πού επιθυ­ μούσε νά παραστήσει τήν ήθική ώς άναγκαία άπόρροια τής άνθρώπινης φύσης, φαινόταν νά έπιβοηθεΐ τή μοιρολατρία εξίσου δσο καί ό άντίστοιχός του αισιόδοξος κοσμολογικός μονισμός. Ενάντια στήν άνοιχτή ή κρυφή ταύτιση αιτιώδους καί κανονιστικού στοιχείου στήν ήθική φιλοσοφία προβλήθηκαν άντιρρήσεις ήδη άπό τό γεγονός, δτι ή ήθική συμπεριφορά των άνθρώπων hic et nunc κάθε άλλο παρά τέ­ λεια ήταν, δπως εύκολα μπορούσε νά διαπιστώσει ό καθένας: ή παλέτα των ζοφερών χρωμάτων άρχιζε άπό τούς πολέμους καί τελείωνε 239. Contin. d e s P e n se e s D iv e r s e s, C LI = O euvres D iv ., III, 4 0 5 /6 . 240. C ro ck e r. A ge o f C r is is , 40.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

71

στις μεγάλες καί μικρές χοντροκοπιές τής καθημερινής ζωής. ’Άν, ό­ μως, μέσα στήν ανθρώπινη φύση ήταν εξαρχής κατατεθειμένη καί ένεργή μια ήθική αιτιότητα, τότε θά έπρεπε νά θεωρείται ήθικά ικα­ νοποιητικό ο,τι γίνεται από άνθρώπους. Ό μως τό πρόβλημα είχε καί μιάν άλλη πλευρά. ’Άν ή ήθική είναι, άκριβώς έξαιτίας αυτής τής αι­ τιότητας τής άνθρώπινης φύσης, περίπου άναπόφευκτη, πού βρίσκε­ ται τότε ή ανθρώπινη ελευθερία; Ήθική καί έλευθερία δέν ταυτίζον­ ται; Δέν είναι ή ήθική επίπονη ύπέρβαση τού κακού; Καί αν πράγματι δέν είναι, τι νόημα έχουν ό έπαινος καί ό ψόγος; Όπως φαίνεται, χω ­ ρίς κακό ή έλευθερία καί ή ήθική ήταν άδιανόητες. Όπως καί νά ’χει, ό μονισμός δέν μπόρεσε —ούτε ώς πανθεϊσμός ούτε ώς καλοπροαίρε­ τη αιτιοκρατία, επινοημένη γιά τήν άκαταμάχητη θεμελίωση τού κα­ λού— νά λύσει τό πρόβλημα τού κακού μέ τρόπο γενικά άποδεκτό.241 Ή αιτιώδης καί ή κανονιστική θεώρηση δέν εναρμονίστηκαν. ’Άν γιά τούς αισιόδοξους μονιστές δύσκολο ήταν προπαντός νά ερμηνεύσουν αιτιώδη συμβάντα από τή σκοπιά των κανονιστικών τους αρχών, οί υλιστές πρόσκοπταν στήν αντίστροφη δυσχέρεια: άπό τήν αυστηρή τους αιτιοκρατία δέν μπορούσαν νά άντλήσουν καμιά κανονιστική αρχή καί έπρεπε, έτσι, νά τήν ποριστούν μέ τή βοήθεια λογικών αλ­ μάτων, δποτε τή χρειάζονταν γιά λόγους ήθικοκοινωνικούς άλλά καί τακτικούς.242 Παρ’ δλες αυτές τις δυσκολίες ή αισιόδοξη —σέ διάφορους βαθ­ μούς— άντίληψη γιά τήν ανθρώπινη φύση δέν μπορούσε ν’ άπεμποληθεί όλότελα* οί βασικές μορφές τής διαφωτιστικής ήθικής, αν δέν εί­ ναι άπόλυτα αισιόδοξες, ώστόσο βρίσκονται πλησιέστερα στήν αισιο­ δοξία παρά στήν άπαισιοδοξία.243 Ό τονισμός τής καλής ή τουλάχι­ στον αγώγιμης άνθρώπινης φύσης πρόσφερε τά άπαραίτητα δπλα στον άγώνα έναντίον τού προπατορικού άμαρτήματος, τού άσκητισμού καί όλόκληρου τού ιδεολογικού οπλοστασίου τών «παπάδων». Καί τί θά μπορούσε ν’ άποτελέσει τή βαρύτερη μομφή έναντίον τών «τυράννων», αν δχι ή περιφρόνησή τους γιά τήν άξιοπρέπεια τής άν­ θρώπινης φύσης; Ή νέα κοσμοθεωρία δέν μπορούσε νά έπιτρέψει στόν εαυτό της μιάν ήττα στό άνθρωπολογικό έπιπεδο, άφού ή άνθρωπολογία είχε γίνει τό κατ’ έξοχήν πεδίο της· μετά τόν ύποβιβασμό τού Θεού καί τόν άντίστοιχο προβιβασμό τού άνθρώπου, οί κο­ σμοθεωρητικές άποφάσεις έπρεπε νά παρθούν πρώτα-πρώτα στή 6ta241. B illic sisc h , D a s P ro b le m d e s Ü b els, II, 357. 242. Βλ. κεφ. V II, ύποκεφ. 4. 243. L a n so n . ‘ Le ro le de T e x p e rie n ce ’ , Ü tu d es, 167.

72

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μάχη γύρω από τόν ορισμό τού ανθρώπου, καί ακριβώς οι Νέοι Χρό­ νοι είχαν επιζητήσει καί πετύχει τή μετατόπιση τού πεδίου μάχης. Ή κατηγορία «άνθρώπινη φύση» χρησίμευε τώρα πιά ώς λογική αφετη­ ρία γιά τή θεμελίωση ή τήν άπαγωγική άντληση τής ήθικής, ή οποία στηριζόταν στήν καινούργια άξιολογική κλίμακα. 'Άνθρωπος, Φύση καί ήθική έπρεπε, λοιπόν, νά κρατηθούν κατά κάποιον τρόπο σέ σύν­ δεσμο μεταξύ τους. Επιπλέον, μετά τήν όντολογική ανατίμηση τής ύλης, τήν άντιασκητική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου καί τήν κατάρρευση τής νόησης, ή ήθικοφιλοσοφική σύνδεση άνθρώπου καί Φύσης σήμαινε οτι ή νέα ήθική έπρεπε νά θεμελιωθεί παίρνοντας στά σοβαρά τή βιοψυχική διάσταση τού άνθρώπου. Τό πρόβλημα έπαιρνε τώρα τήν εξής μορφή: ποιές είναι οι σταθερές εκείνες τής ριζωμένης στον αισθητό κόσμο ύπαρξης, μέ βάση τίς όποιες μπορούν νά υπολο­ γιστούν άπό πρίν οί άνθρώπινες δράσεις καί άντιδράσεις, έτσι ώστε, ξέροντάς τες, νά διατυπώσουμε τόν επιθυμητό ήθικό κώδικα; Ή προ­ σπάθεια πορισμού μιας ήθικής καί ενός κανονιστικού Λόγου άπό τή φυσική ιδιοσυστασία τού άνθρώπου άνταποκρίνεται, βέβαια, στήν έσωτερική λογική τής υπαρξιακής έννοιας τής γνώσης καί μπορεί νά κατανοηθεί όλότελα μονάχα στο φώς τού όρισμού τού διαφωτιστικού ορθολογισμού, δπως τόν επιχειρήσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο. Οί αισιόδοξοι μονιστές δέν δυσκολεύτηκαν νά ορίσουν τίς ήθικοφαλοσοφικά σημαντικές υπαρξιακές σταθερές. Κατά τή γνώμη τους, οί τελευταίες δχι μόνον υπήρχαν, άλλά ήταν καί έξαρχής φορτισμένες μέ ορισμένο ήθικό περιεχόμενο (καλοσύνη, κοινωνικότητα κτλ.), τό οποίο έπείχε θέση έμφυτων ιδεών. Όσοι δέν δέχονταν τίς έμφυτες ιδέες, άντιμετώπιζαν τή δυσκολία, δτι έπρεπε νά άντλήσουν συγκε­ κριμένες ήθικές επιταγές άπό ύπαρξιακές σταθερές (π.χ. ήδονή καί πόνος), οί οποίες καθαυτές δέν συνδέονταν άναγκαστικά μέ ορισμένες άξιες καί μέ ορισμένα περιεχόμενα. Αυτό, βέβαια, έκανε ιδιαίτερα έν­ τονη τήν ύποψία τού μηδενισμού σέ σχέση μέ τούς άντιπάλους των έμφυτων ιδεών. Χωρίς νά τό θέλει, ό Locke προκάλεσε αναστάτωση στον ήθικοφιλοσοφικό τομέα,244 καί μπροστά στίς σφοδρές αντιδρά­ σεις πολλοί διαφωτιστές προσπάθησαν νά μετριάσουν ή νά ανακαλέ­ σουν τίς θέσεις του. Καί στήν περίπτωση αυτή ό V oltaire εκπροσω­ πεί τήν τυπική στάση ή μάλλον τήν τυπική άμφιταλάντευση. Τό 1734, σέ πλήρη συμφωνία μέ τόν φιλοσοφικό του Μέντορα, διακη244. Ό L. Step h en χρησιμοποίησε μιαν ωραία διατύπωση αναφορικά μέ τήν κατάργηση τών έμφυτων ιδεών έκ μέρους τού L ock e: «έξοβελίζοντάς τες, ό L o ck e στήν πραγματικότητα έξοβέλιζε περισσότερα άπ’ οσα κι ό ίδιος ήθελε» (E n g lish T h ou gh t, 35).

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

73

ρύσσει otl φιλόσοφοι, οι όποιοι σκάρωσαν «τό μυθιστόρημα τών έμ­ φυτων ιδεών», έκαμαν «κατάχρηση τού Λόγου τους» καί δτι καλό καί κακό ταυτίζονται μέ τό χρήσιμο καί τό βλαβερό* σε μεγάλη έκταση χρησιμοποιεί καί τό επιχείρημα τής σχετικότητας των άξιων μέσα στήν ιστορία.245 Τέσσερα χρόνια άργότερα ό V oltaire παρουσιάζεται πολύ έπιφυλακτικότερος* φροντίζει νά διαλύσει τήν εντύπωση, δτι ή απόρριψη των έμφυτων ιδεών σημαίνει άμφισβήτηση τών ήθικών κα­ ταβολών τού άνθρώπου, καί δέν διστάζει νά διαχωρίσει άνοιχτά τή θέση του άπό τού Locke. Στή συνέχεια απαλύνει σημαντικά τό έπιχείρημα τής ιστορικής σχετικότητας τών αξιών καί δέχεται τήν ύ­ παρξη ενός έμφυτου «αισθήματος ανθρωπιάς».246 Ωστόσο, οί δυνα­ τότητες μιας πλήρους επαναφοράς τών έμφυτων ιδεών έμειναν περιο­ ρισμένες έξαιτίας τής νοησιαρχικής-καρτεσιανής προϊστορίας τών τε­ λευταίων. Ό H elvetius έρμήνευε σωστά τήν κατάσταση στόν χώρο τής ιστορίας τών ιδεών, όταν έγραφε δτι ή επιστροφή στις έμφυτες ιδέες θά ματαίωνε τήν άντληση τής ήθικής άπό φυσικούς-ύπαρξιακούς παράγοντες, καί έτσι θά έθετε τελικά σέ κίνδυνο τήν ’iÖta τήν προτεραιότητα τής Φύσης.247 Ή προσπάθεια δημιουργίας μιας δεσμευτικής ήθικής χωρίς άναδρομή σέ έμφυτες ιδέες ένίσχυσε τήν αιτιοκρατική θεώρηση, αφού ή τέτοια ήθική έπρεπε νά θεμελιωθεί πάνω σέ έγνωσμένες νομοτέλειες τής ανθρώπινης φύσης. Διαφωτιστές, πού δέν δέχονταν τό αυτεξού­ σιο, είχαν ώστόσο τή δυνατότητα νά αποκρούσουν τις μομφές τών αντιπάλων τους μέ τήν παρατήρηση, δτι άκριβώς ή άναγκαιότητα, πού διέπει τίς ανθρώπινες δράσεις καί αντιδράσεις, επιτρέπει τήν επι­ θυμητή, άπό κανονιστική άποψη, ρύθμιση τής ήθικής συμπεριφοράς σέ βάση ρεαλιστική. Έ τσ ι, ένας ανοιχτός άντίπαλος τού αυτεξουσίου, ό Collins, γράφει δτι άκριβώς ό καθορισμός τού άνθρώπου άπό τήν αρχή τής ήδονής επιτρέπει έναν ήθικό κώδικα στηριζόμενο σέ αμοι­ βές καί τιμωρίες.248 Κατά τόν ϊδιο τρόπο σκέπτεται ό V o ltaire, αφού έχει πιά άναθεωρήσει τήν πρώτη του πεποίθηση γιά τήν έλευθερία τής βούλησης.249 Ή συνειρμική ψυχολογία τού H artley πρόβαλε κι αύτή τήν άξίωση νά κατευθύνει τά αισθήματα καί τά φρονήματα τών άνθρώπων, έναρμονίζοντάς τα χάρη στή γνώση τής συνειρμικής 245. T ra ite de M e ta p h ., III, IX = OC, XXII, 202 κ.έ., 224 κ.έ. 246. E le m e n ts, I, 5 = OC, XX II, 420/1 · πρβλ. τήν επιστολή στόν Φριδερίκο άπό Όκτώβριο 1737 ( = OC, X X X IV , 321) καί έπίσης P h ilo so p h I g n o r a n t , ch. X X X IV -X X X V = OC, X X V I, 82 κ.έ. 247. D e Γ E s p r it, III, 4 = O C, III, 2 1 8 , σημ. 248. In q u irj', 87 κ.έ. 249. D ict. P h il., A rt. 'F r a n c A rb itre ’ = OC, XIX, 199.

74

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

διαμόρφωσής τους, καί επιτυγχάνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τή διατύ­ πωση γενικά άποδεκτών θέσεων γιά τήν ήθική καί τήν ευτυχία*250 οι νομοτέλειες τής διαμόρφωσης συνειρμών θά μπορούσαν έτσι νά στη­ ρίξουν μιάν «άρχή τεχνητής ταύτισης των συμφερόντων».251 Τό ιδεώδες τού μηχανικού άνθρώπου, δπως τό έκπροσωπεΐ εντυπωσια­ κά ό H e lv e tiu s,252 γεννιέται ακριβώς άπό τήν επιθυμία παραγωγής μιας ήθικής μέσα άπό τό κανονιστικό μηδέν, χάρη στή γνώση καί σκόπιμη διοχέτευση άνθρώπινων σταθερών καί νομοτελειών* φυσικά, εδώ προϋποτίθενται οί τρεις θέσεις, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, δτι ή Φύση συμπεριφέρεται αίτιωδώς καί δτι ή ήθική όφείλει νά θεμελιωθεί στή Φύση. Πρέπει άκόμη νά τονίσουμε δτι οί διαφωτιστές μέ τήν ήθικοφιλοσοφική αξιοποίηση τής φυσικής άναγκαιότητας ελπίζανε νά άντικρούσουν τό ισχυρότερο έπιχείρημα τών αντιπάλων τους, δτι δηλ. ή αιτιοκρατία καί ή άρνηση τής ελευθερίας τής βούλησης θά σήμαιναν τό τέλος κάθε ήθικής. Βλέπουμε εδώ μιά πολύ σπουδαία πλευρά τής γενικής προσπάθειας νά τεθεί στήν υπηρεσία τής διαφωτιστικής θέσης δ,τι φαινόταν νά τήν απειλεί περισσότερο.1253 Στο πλαίσιο τής φυσικής ήθικής, ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στό στρώμα έκείνο τής ψυχής, πού ήδη σύμφωνα μέ τήν πλατωνικήχριστιανική άντίληψη συναρτιόταν στενότατα μέ τήν καθαρά βιολογι­ κή διάσταση τού άνθρώπου: τά συναισθήματα καί τά πάθη στήν αντί­ θεσή τους πρός τήν καθαρή νόηση. Ή συνύφανση τού θυμικού μέ τή βιολογική πλευρά τής ύπαρξης γίνεται αποδεκτή εύκολα, άφού ό πα­ ραμερισμός τής (δυαρχικής) νοησιαρχίας έχει ώς άποτέλεσμα τήν ένοποίηση τής εικόνας τού άνθρώπου πάνω στή βάση τής αισθητής του υπόστασης μέ τήν πολύ εύρεία της έννοια. Ό μως, αυτή τή φορά τά πρόσημα είναι αντίστροφα απ’’ δ,τι στήν παραδοσιακή άντίληψη* τά συναισθήματα καί τά πάθη δέν καταδικάζονται πιά έξαιτίας τού ριζώματος τους στά στοιχειώδη στρώματα τής άνθρώπινης ύπαρξης, αλλά άντίθετα έκτιμούνται ιδιαίτερα. Τούτη ή άποκατάσταση τών παθών δχι μόνο δείχνει μιά νέα έμπιστοσύνη πρός τήν ανθρώπινη φύ­ ση (έμπιστοσύνη πού προλειαίνει άμεσα τον δρόμο τής διδασκαλίας γιά τή φυσική καλοσύνη τού ανθρώπου254), άλλά καί δυναμοποιεί σημαντικά τήν έννοια τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου, δεί250. O b se rv a tio n s οη M a n , C h ap. I, S ect. II = I, 82 κ.έ. 251. Σύμφωνα μέ μιά διατύπωση του H a lev y , Grow th o f Phil. R a d ic a lism , 15. Σ ’ αυτό ό H alev y άντιπαραθέτει τήν «άρχή τής φυσικής ταυτότητας τών συμφε­ ρόντων», όπως τήν έκπροσωπεΐ ό B e n th am λ.χ. 252. Βλ. κεφ. V II, ύποκεφ. 4. 253. Βλ. ύποκεφ. 5 αύτοΰ τού κεφαλαίου. 254. L a n so n , fcLe rö le de l’ e x p e rie n c e ’ , Jitu d e s, 183.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

75

χνοντας, έτσι, έμμεσα τήν όντολογική της άνατίμηση. Ό δρος «πά­ θος» (p assio ) αλλάζει ριζικά σημασία: δεν εκφράζει πιά κάτι παθητι­ κό, αλλά κάτι αυτοκίνητο, τή μυχιότατη παρορμητική δύναμη τής ύπαρξης.255 Μετά τή γλωσσικά παράδοξη σύνδεση πάθους καί ενερ­ γητικότητας, ή εσώτερη ανησυχία τής ψυχής δεν παρουσιάζεται πιά ώς ατέλεια με τή χριστιανική-στωική έννοια. Απεναντίας. Όπως γράφει ό νέος D id erot, ακολουθώντας τόν S h a fte sb u ry ,256 ακρι­ βώς «τά μεγάλα πάθη μπορούν νά εξυψώσουν τήν ψυχή ίσαμε τά με­ γάλα πράγματα»* ευτυχής είναι, λοιπόν, οποίος τά έχει, «αρκεί νά εί­ ναι έναρμονισμένα».257 Τά ισχυρά πάθη μπορούσαν, βέβαια, νά θεω­ ρηθούν ώς κίνητρο γιά μεγάλα έπιτεύγματα μόνο καί μόνον επειδή άπό τά πάθη γενικά φαινόταν νά πηγάζει ολόκληρη ή ανθρώπινη δραστηριότητα. «Τά πάθη μας είναι τά κύρια όργανα τής συντήρησής μας», γράφει ό R o u sse a u , γιά νά στραφεί στή συνέχεια έναντίον τού ασκητισμού μέ τό επιχείρημα, δτι τά πάθη τά έδωσε στόν άνθρωπο ό ίδιος ό Θεός.258 «Τά πάθη μας είναι ή μόνη αιτία τού μόχθου μας», φρονεί καί ό H u m e,259 καί παρόμοια σκέπτονται δχι μονάχα δσοι βρίσκονταν, άπό διάφορες απόψεις, κοντά στόν S h aftesb u ry καί στόν H u tcheson, δπως ό ίδιος ό H um e, άλλά καί οι επίγονοι τού Locke, δπως π.χ. ό M au p e rtu is, ό οποίος χαρακτηρίζει τήν αρέ­ σκεια καί τήν απαρέσκεια ώς τις δύο «κυρίαρχες τού κόσμου».260 Ό Bayle είχε ισχυριστεί ήδη πριν άπό τόν M andeville δτι άκόμη καί επικίνδυνα ή επιπόλαια πάθη είναι κοινωνικά απαραίτητα καί δτι όν­ τα, πού θά δρούσαν καθαρά έλλογα, θά κατέστρεφαν τήν κοινω­ νία.261 Μέ τήν πρόθεση νά καταδείξει τή δυνατότητα ενός ήθικοϋ αθεϊσμού καί τήν ήθική άδυναμία τής θρησκείας, ό B ay le τονίζει δτι ή ανθρώπινη συμπεριφορά δέν καθορίζεται άπό ήθικές ή θεολογικές ιδέες, άλλά άπό τά πάθη καί τή βιοψυχική δομή.262 Ό μως, άκριβώς άπό τήν άποδοχή τής παντοδυναμίας τών παθών έβγαινε τό πόρισμα, δτι καί τά κακά στόν κόσμο όφείλονται στήν επήρειά τους. Παρ' δλη τήν άναγνώριση τής άναγκαιότητας καί τής γονιμότητάς τους, άντιμετωπίζονται, λοιπόν, γενικά μέ προσοχή καί επιφύλαξη, ή οποία συ255. M a u z i, Id ee du B o n h e u r, 4 3 2 κ.έ. 256. V en turi, J e u n e s s e de D id e ro t, 51 κ.έ. 257. P e n se e s P h ilo s., I-IV = OC, I, 127/8. 258. E m ile, IV = O e u v re s, IV, 4 90/1. 259. O f C om m erce = E s s a y s , I, 293. 260. V enus, XV = O eu v re s, II, 77. 261. L e ttr e s s u r P H isto ire du C alv in ism e, XV I = O eu vres D iv ., II, 278. 262. P e n see s D iv e r s e s, C X X X V , C X L IV , C L X X I = O eu vres D iv ., III, 87, 93, 109.

76

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

χνά γινόταν απόγνωση, δποτε διαπιστωνόταν δτι ό άνθρωπος είναι έρμαιό τους. Ό λη αυτή ή κλίμακα σκέψεων καί διαθέσεων παρουσιά­ ζεται ωραία στον V oltaire. Παρά τη συχνή τους κατάχρηση, τά πά­ θη είναι γι'* αυτόν ή «κυρία αιτία τής τάξης» πάνω στή γή, δηλ. ή αι­ τία τής δημιουργίας κοινωνίας καθώς καί δλων των τεχνών καί των άνέσεων τού πολιτισμού.263 Ωστόσο, είναι εξίσου επικίνδυνα δσο καί άπαραίτητα,264 ενώ οί προσπάθειες γιά τον μετριασμό τους συχνά άποδείχνονται επίπονες, άν δχι μάταιες.265 Παρ’ δλα αυτά ό V o ltai­ re —δχι μόνον έξαιτίας τής άκατάλυτης δύναμης των παθών, άλλά καί έξαιτίας τής δικής του προσήλωσης στό άντιασκητικό ηθικό ιδεώ­ δες— δέν θέλει νά τά έκμηδενίσει, άλλά νά τά ρυθμίσει.266 Ό μω ς, αυ­ τό ήταν τό πρόβλημα καί δχι ή λύση. Στήν άντίληψη δτι τά πάθη προκαλούν (καί) δεινά, οί διαφωτιστές συμφωνούσαν θέλοντας καί μή μέ τούς θεολόγους. Ή μεγάλη διαφο­ ρά άνάμεσα στίς δύο παρατάξεις προερχόταν, βέβαια, άπό τήν άποφασιστικότητα τής πρώτης νά συγκροτήσει, παρ’ δλα τά εμπόδια, μιάν ήθική πάνω στή βάση τής άποκαταστημένης αισθητής διάστα­ σης τού ανθρώπου. Άπό σκοπιά άντινοησιαρχική, οί άνήθικες πρά­ ξεις περισσότερο άποδίδονταν στίς εσφαλμένες κρίσεις τού Λόγου, παρά στήν επήρεια των παθών267 πώς, δμως, νά εξηγηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο έκείνη ή εξίσου συνηθισμένη δσο καί χαρακτηριστική κα­ τάσταση, τήν όποια ό ποιητής συνόψισε μέ τά λόγια: «video m e lio ra p roboque, d e te rio ra se q u o r»; Ικανοποιητικότερη δέν ήταν ούτε ή λύση τού S h a ftesb u ry , ό οποίος είχε απλώς χωρίσει τά «φυσικά» άπό τά «άφύσικα πάθη» καί είχε άποδώσει στά τελευταία δλα τά ήθικά κακά, χωρίς δμως νά εξηγήσει ούτε τήν προέλευση ούτε τό άνθρωπολογικό ειδικό τους βάρος.268 Ρεαλιστικότερος φαινόταν ένας τρίτος δρόμος, δηλ. ή ταυτόχρονη αποδοχή τόσο τής δυνητικής* φυσι­ κής βλαβερότητας των παθών, δσο καί τής έμφυτης ικανότητάς τους γιά αύτορρύθμιση, έτσι ώστε τελικά νά προκύπτει ένα ήθικά ύποφερ263. T ratte de M e t a p h V III = OC, XXII, 223/4. 264. Z a d ig , XX = OC, XXI, 88. 265. S t a n c e s , II = OC, V III, 506. 266. R e m a rq u e s su r les P e n se e s de P a s c a l = OC, XXII, 53. 267. Βλ. D id erot, In trod . a u x g r a n d s p r in c ip e s = OC, II, 88, σημ. Και ό R o u sse a u κλίνει πρός τήν ίδια άντίληψη, πράγμα που κατανοούμε, άν άναλογιστούμε τήν εσώτερη σχέση άνάμεσα στήν αισθησιαρχία καί στή διδασκαλία γιά τή φυσική καλοσύνη τού άνθρώπου: άν τά σφάλματα οφείλονται στή δραστηριότητα τής νόησης, τότε δέν είναι προϊόντα τής Φύσης. Αύτή ή πλευρά τής αισθησιαρχίας όδηγεΐ τόν R o u sse au κοντά στόν C o n d illac (Jim a c k , G enese et R e d a c tio n de P E m ile, 9 1 >268. C h a ra c te r istic k s, II, 163 κ.έ.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

77

τό ισοζύγιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ή αιτία τής ανησυχίας μπορούσε, γιά μία φορά ακόμη, νά γίνει πηγή έλπίδας. Καταλαβαίνουμε, έτσι, γιατί ή προβληματική τής φιλαυτίας έπέχει τόσο σημαντική θέση στήν ήθική φιλοσοφία τού Διαφωτισμού. Τούτο, βέβαια, δείχνει τή συνέχεια ανάμεσα σέ πρώιμες θέσεις τού νεότερου ορθολογισμού, οί όποιες άπέρρευσαν από τον ίδιο τον λογικό του πυρήνα, καί σέ βασι­ κά θέματα τής σκέψης τού Διαφωτισμού. Ή αυτοσυντήρηση —πού εί­ χε άνακηρυχθεΐ θεμέλιο τής ύπαρξης από τούς M ach iav elli, M on­ taigne, H o b b es, S p in o z a καί τούς νεοστωικούς— βρίσκεται στο έπίκεντρο τής ηθικής φιλοσοφίας καί τής ήθικολογίας τού 17ου αί.269 Ή γνωστή μας παράδοξη συμμαχία σκεπτικισμού καί θρησκευτικής όρθοδοξίας270 παίρνει τή μορφή μιας υιοθέτησης κοινών τόπων τής χριστιανικής-αύγουστίνειας άνθρωπολογικής απαισιοδοξίας, σύμφω­ να μέ τήν όποια ό Λόγος κατά βάση αποτελεί ένεργούμενο των πα­ θών, καί μάλιστα τής φιλαυτίας. Ή συμμαχία έπιβιώνει, μέ τή μορ­ φή αυτή, καί στήν έποχή τού Διαφωτισμού.271 Ωστόσο, ή επιθυμία συγκρότησης μιας θύραθεν ήθικής πάνω στή βάση τής φιλαυτίας, ή οποία ήδη στον 17ο αί. είχε εκπροσωπηθεί λαμπρά από τόν H o b b e s, γίνεται στόν 18ο αί. εντονότερη, καί μάλιστα στόν βαθμό πού ή άντιασκητική αποκατάσταση τής αισθητής διάστασης τού ανθρώπου έ­ χει στό μεταξύ κερδίσει έδαφος. Οί σκεπτικιστές καί οι μηδενιστές ιδιοποιούνται, πάντως, τή χριστιανική άνθρωπολογική απαισιοδοξία πολύ ευκολότερα από τούς ήθικιστικά-κανονιστικά τοποθετημένους διαφωτιστές (αν εξαιρέσουμε τή νοησιαρχική μειοψηφία).272 Εφόσον ή ακραία αισιόδοξη άνθρωπολογική τοποθέτηση, αντιμε­ τωπίζοντας τίς θεωρητικές δυσκολίες πού άναφέραμε παραπάνω, δέν έπικρατεί γενικά, ή φιλαυτία καλείται τώρα νά άποτελέσει τό θεμέλιο μιας θύραθεν ήθικής, ή οποία δέν θά άρνείται αξιωματικά καί ολο­ κληρωτικά τήν έπικίνδυνη πλευρά τού ανθρώπου ώς Φύσης, αλλά θά αντλεί απ’ αύτήν ακριβώς κανονιστικές άρχές καί έτσι θά τήν εξουδε­ τερώνει μέ τρόπο έμμεσο, αλλά ουσιαστικό. Τό αιτιώδες στοιχείο θά έκδιπλώνεται δηλ. μέ τέτοιον τρόπο, ώστε άπ’ αυτό, σέ δεδομένη στιγμή, θά προκύπτει τό κανονιστικό* μολονότι, λοιπόν, έδώ αιτιώ­ δες καί κανονιστικό στοιχείο δέν ταυτίζονται a lim ine, όπως γίνεται άπό τήν άκραία αισιόδοξη θεώρηση, ώστόσο αναμένεται ή τελική 269. K ra ilsh e im e r, S tu d ie s in S elf-In tere st, p a ssim . 270. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3β. 271. C ro ck e r, A g e o f C r is is, 2 5 7 /8 , 262 κ.έ. 272. Βλ. π.χ. πώς συνδέει ό B a y le τήν άντίληψη τής υπεροχής των παθών μέ τή διδασκαλία γιά τό προπατορικό άμάρτημα, D ict, hist, et c r it., A rt. ‘ H elen e’ . Rem. Y ( = II, 1412/3) καί Eve, R em . F ( = II, 1130A).

78

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

σύμπτωσή τους. Ή φιλαυτία δίδεται από τή Φύση καί επομένως απο­ τελεί έσώτερη αιτία καί αναπόδραστο κίνητρο τής ανθρώπινης δρά­ σης: ή άφετηριακή τούτη θέση μπορεί δχι μόνο νά εξηγήσει ήθικά πα­ ραστρατήματα, αλλά καί νά έγγυηθεί τή θεμελίωση τής νέας ήθικής πάνω στή Φύση. Ή φιλαυτία μπορεί, βέβαια, νά παραβιάζει ξένα δι­ καιώματα, αλλά ώς μορφή έκδήλωσης τής ορμής του άνθρώπινου γένους πρός αυτοσυντήρηση273 ένδιαφέρεται νά διέπεται ή κοινω­ νία στό σύνολό της από μιά τάξη ήθικής καί δικαίου, γιατί μονάχα ή τελευταία εξασφαλίζει στόν άνθρωπο μακροπρόθεσμη ασφάλεια. Α κόμη καί οί μικροπρεπέστερες ή ίδιοτελέστερες μορφές της μπο­ ρούν νά ασκήσουν κοινωνικά σταθεροποιητική έπήρεια* ή οίηση, ή ματαιοδοξία καί ή φιλοδοξία μπορούν νά ώθήσουν σέ συμπεριφορά σύμφωνη με κανονιστικές άρχές, αν ή τέτοια συμπεριφορά αμείβεται με τήν αναγνώριση τής κοινωνίας.274 Τήν αχίλλεια πτέρνα τού συλ­ λογισμού αυτού τήν είδαμε ήδη στόν H o b b es: τί έγγυάται οτι ή φι­ λαυτία καί οί συναφείς επιθυμίες ή τά συναφή πάθη θά παραμείνουν στό πλαίσιο τών καθιερωμένων κανόνων στήν κρίσιμη έκείνη περί­ πτωση, όπου θά μπορούν νά παραβιάσουν τούς κανόνες αυτούς ατι­ μώρητα, καί έτσι νά καρπωθούν τόσο τήν ώφέλεια άπό τή γενική κοινωνική τους ισχύ, δσο καί τά πλεονεκτήματα άπό τήν ιδιαίτερη παραβίασή τους; Στό πρακτικά αποφασιστικό τούτο ερώτημα ό Δια­ φωτισμός δέν άπαντά κατευθείαν, άλλά είσάγοντας καί πάλι λαθραία τό έλλογο-κανονιστικό στοιχείο, οπότε ή σύγκρουση αιτιώδους καί κανονιστικής θεώρησης εξομαλύνεται μέ τή σιωπηρή υποταγή τής πρώτης στίς άνάγκες τής δεύτερης. Τά δεδομένα τής άνθρώπινης φύ­ σης γίνονται δηλ. παράγοντες κανονιστικοί διαμέσου τής έκπνευμάτωσης καί τής έλλογοποίησής τους. Ή έννοια τής φιλαυτίας δουλεύε­ ται, λοιπόν, μέ τρόπο πού νά μπορεί νά άντεπεξέλθει σέ κανονιστικές άπαιτήσεις. Ή διάκριση άνάμεσα σέ Ό ν καί Επίφαση προσφέρει άκόμη μία φορά τίς καλές της υπηρεσίες, καί στήν «ψευδή», άλογη φιλαυτία άντιπαρατίθεται ή «άληθινή», έλλογη καί πεφωτισμένη* έτσι κρατιέται δ,τι δίδεται άπό τή Φύση, παραμερίζεται δμως ή ήθικά

273. Ό V o ltaire παραλληλίζει τή φιλαυτία ώς «όργανό τής συντήρησής μας» μέ τό «όργανο τής διαιώνισης τοϋ είδους», D ict. P h il., A rt. tA m o u r-P ro p re1 = OC, XVIT, 179. 274. Τεκμήρια στόν C ro c k e r, A ge o f Crisis^ 282 κ.έ. Πρβλ. L o v ejo y , E s s a y s , 62 κ.έ. Ό A. Sm ith άσκεΐ πολεμική ενάντια στόν M an d ev ille μέ τή βοήθεια τής διάκρισης άνάμεσα σέ υπερηφάνεια καί ματαιοδοξία, διάκριση άντίστοιχη μ’ έκείνη άνάμεσα σέ έλλογη καί άλογη φιλαυτία, βλ. παρακάτω (T h eo ry o f M o r a l S e n d m e n ts. V I, 3 καί V II, 2 = σ. 255 κ.έ., 308 κ.έ.).

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

79

απαράδεκτη πλευρά του,275 ή οποία κατατάσσεται στόν κανονιστικά αδιάφορο χώρο τής «ψευδούς» φιλαυτίας. Ή προσεκτική διάκριση ανάμεσα στά δύο είδη φιλαυτίας σημαίνει μερική, τουλάχιστον, αν καί έμμεση παραίτηση από την αρχική φιλο­ δοξία άντλησης μιας ήθικής από τή Φύση (καί μάλιστα δχι μέ την έν­ νοια τής ακραίας αισιόδοξης τοποθέτησης). Γιατί ή ελλογη φιλαυτία έχει ώς γνώρισμα καί πλεονέκτημά της τό δτι προτιμά τή μακροπρό­ θεσμη ικανοποίηση αναγκών τής αυτοσυντήρησης από τή βραχυπρό­ θεσμη, επομένως μπορεί καί νά άντισταθεί συνειδητά στήν τελευταία. Έρωτάται, δμως, ποιος δείχνει στή φιλαυτία τό «αληθινό» της συμ­ φέρον, έτσι ώστε νά δικαιώνεται ή παραίτηση άπό τήν άμεση ήδονή. "Αν ή φιλαυτία ήταν καθαυτή καί σάν τέτοια σέ θέση νά διίδει τό «αληθινό» της συμφέρον, τότε θά περίττευε ή διάκριση ανάμεσα σέ «έλλογη» καί «άλογη» φιλαυτία. Άπό τήν άλλη μεριά, ή παραίτηση άπό τήν άμεση ικανοποίηση γιά χάρη μιας κατοπινότερης καί μεγα­ λύτερης προϋποθέτει μιά σταθμιστική, επομένως διανοητική δραστη­ ριότητα καθώς έπίσης καί μιά δύναμη ικανή νά βάλει χαλινό στήν ά­ λογη φιλαυτία. Ά ν ή δύναμη αυτή είναι ή έλλογη φιλαυτία, τότε δέν μπορεί νά άσκεΐ τούτη τή λειτουργία μέ τήν ιδιότητά της ώς φιλαυτία παρά χάρη στόν έλλογο χαρακτήρα της. Ή γνώση τού «αληθινού» συμφέροντος απαιτεί, λοιπόν, εξίσου δσο καί ή επιδίωξή του έναν (αύτ)ένεργό Λόγο. Ή έμπρακτη άπεμπόληση τού ιδεώδους μιας ήθι­ κής στηριγμένης αποκλειστικά στή Φύση φαίνεται πανηγυρικά άπό τό γεγονός, δτι στήν έλλογη φιλαυτία ανατίθενται τά καθήκοντα εκείνα, πού στή νοησιαρχική ήθική οφείλε νά εκπληρώσει μόνος του ό Λόγος: εννοούμε τήν αύτούπέρβαση καί τήν παραίτηση άπό τό «έπιφατικό» γιά χάρη τού «άληθινού» άγαθού. Ό cTAlembert χρησιμο­ ποιεί μέ τρόπο χαρακτηριστικό, άν καί μάλλον άσυνείδητα, μιά λέξη μέ πλούσια χριστιανική προϊστορία, γιά νά ορίσει τήν πεφωτισμένη φιλαυτία: «ή πεφωτισμένη άγάπη τού εαυτού μας είναι άρχή κάθε ήθικής θνσίας».2Ίβ Οι θεωρητικοί τής φιλαυτίας προσπαθούν συχνά νά βρούν καί πρόσθετες εγγυήσεις γιά τήν κατοχύρωση τού κανονι­ στικού στοιχείου, πέρα άπό τή διάκριση άνάμεσα σέ έλλογη καί άλο­ γη φιλαυτία. Ό δψιμος R o u sse a u άντιπαραθέτει, βέβαια, στή φι­ λαυτία (am o u r de soi), ή οποία είναι «πάντοτε καλή καί σύμμορφη μέ τήν τάξη», τήν έγωπάθεια (am o u r-p ro p re), άπό τήν όποια προέρχονται «δλα τά μισερά καί οργίλα πάθη»,277 ώστόσο ή πρώιμη 275. C ro ck e r, N a tu r e a n d C u ltu re, 275/6. 276. E le m e n ts, V III = O eu v re s, II, 192. 277. E m ile , IV = O e u v re s, IV , 4 9 1 , 493.

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

80

δυσπιστία του πρός τις κοινωνικές συνέπειες τής φιλαυτίας278 τόν ώθεΐ νά αναζητήσει τις έσχατες ήθικές εγγυήσεις δχι στήν «αληθινή» φιλαυτία, άλλα στον ένστικτικό Λόγο ή στή συνείδηση279 καί συνάμα στή «γενική βούληση»280 — παρά τή βαθιά άντίθεση άνάμεσα στόν άτομικισμό τής πρώτης καί στόν συλλογικό χαρακτήρα τής δεύτε» ρης.281 Καί ό H a rtle y δέν άρκεΐται στόν έννοιολογικό διαχωρισμό τής «χοντροκομμένης» άπό τήν «έκλεπτυσμένη φιλαυτία»· άφού ή δεύτερη κάνει τό καλό μονάχα γιά προσωπικούς λόγους, υπάγεται στήν «έλλογη φιλαυτία», ή όποια κάνει δυνατή τήν «έντελώς άμερόληπτη επιδίωξη τής μεγαλύτερης δυνατής ευτυχίας ένός άνθρώπου».282 Εξίσου διδακτική δσο καί άντιπροσωπευτική είναι τέλος μιά σύνοψη των διαφορετικών, αν καί έπάλληλων άντιλήψεων τού Pope γιά τή φιλαυτία στή σχέση της μέ τόν Λόγο. Άπό τή μιά ή φι­ λαυτία έμφανίζεται ώς ή άποκλειστική πηγή τού καλού καί τού κα­ κού, δπου τό πρώτο θεωρείται προϊόν τής αύτορρύθμισης τής φιλαυ­ τίας: «Έ τσ ι ή φιλαυτία ώθεΐ... / Στήν αυταρχία, στή φιλοδοξία, στή φιλοχρηματία καί στήν άκολασία: / Ή ϊδια αυτή φιλαυτία... γίνεται αίτια / Τού συγκρατημού τού άνθρώπου».283 Ό ταν, δμως, ό Pope σέ άλλη περικοπή εξαιρεί τήν ταυτότητα τής «άληθινής φιλαυτίας μέ τή φιλαλληλία»,284 τότε εισάγει έναν ουσιαστικό περιορισμό, πού άπολήγει στή θέση, δτι άπό κανονιστική άποψη ή φιλαυτία είναι κατώτε­ ρη άπό τόν Λόγο. Άφού ή Φύση συνυφαίνει καλό καί κακό στο πλαί­ σιο τής φιλαυτίας, ό Λόγος πρέπει νά βγάλει τό πρώτο μέσα άπό τό δεύτερο.285 Δέν είναι, βέβαια, στο χέρι του νά έξαλείψει τή φιλαυτία, δμως οφείλει νά τήν καθοδηγήσει:286 γιατί τά διάφορα πάθη, πού ό­ λα τους άπό τή φιλαυτία γεννιούνται, δέν είναι σέ θέση νά ξεχωρίσουν τό «φαινομενικό» άπό τό «πραγματικό καλό».287 Ή φιλαυτία πρέπει, λοιπόν, νά παίξει ρόλο προωθητήριας δύναμης καί ό Λόγος νά τή χαλιναγωγεί,288 δμως καί οι δυό έχουν ώς κοινό τους στόχο τήν κτή-

278. 279. 280. 281. 282. 283. 284. 285. 286. 287. 288.

O rigin e s de V ln e g a lite , N ote IX — O e u v re s, III, 203. E m ile , IV = O e u v re s, IV, 600. C o n tra t s o c ia l, I, 8 = O e u v re s, III, 365. C ro ck e r, N a tu r e a n d C u ltu re , 278. O b se rv a tio n s on M a n , C h ap . IV , S e c t. III = I, 4 5 8 κ.έ. E s s a y on M a n , III, στ. 2 6 9 -2 7 2 = σ. 48. op. cit., IV , στ. 396 = σ. 69. op. cit., II, στ. 196-199 = σ. 29. op. c i t II, στ. 162 = σ. 28. op. cit., II, στ. 93/4 = σ. 25. op. cit., II, στ. 54 = σ. 23.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

81

ση ήδονής καί την αποφυγή πόνου.289 Ή παρατήρηση τούτη μάς δεί­ χνει ποια έννοια τού Λόγου προϋποθέτει ή νέα φυσική ήθική. Στο ση­ μείο αυτό θά χρειαστεί νά ξαναγυρίσουμε στο τέλος αυτού τού κομ­ ματιού. Τήν Γδια έννοιολογική δομή συναντάμε στό πολυσυζητημένο πρό­ βλημα τής ευτυχίας καί των σχέσεων της μέ τήν αρετή. Ήδη από τήν άποψη τού περιεχομένου του τό πρόβλημα τής ευτυχίας αποτελεί, άλ­ λωστε, μετεξέλιξη τού προβλήματος τής φιλαυτίας: ευτυχία είναι ή βαθιά καί μόνιμη ικανοποίηση τού Έγώ καί ή επιδίωξή της μπορεί, έπομένως, νά πηγάζει μόνον άπό μιάν έξίσου βαθιά καί μόνιμη επή­ ρεια τής φιλαυτίας* ώστε ευτυχία είναι ή κορεσμένη φιλαυτία. Έ τσ ι, ή άντιασκητική διαφωτιστική εξύμνηση τής ευτυχίας αναγκαστικά συνοδεύτηκε άπό τήν προσπάθεια συγκρότησης μιας ηθικής πάνω στή βάση τής φιλαυτίας — αφού μάλιστα μέσα στήν απαίτηση τής εύτυχίας κρυβόταν τό αίτημα τής αυτοδιάθεσης τού Έ γώ .290 Ή φιλαυτία ώς βάση καί ή ευτυχία ώς σκοπός τής φυσικής ήθικής έπρεπε, λοιπόν, έξαιτίας τής συνάφειάς τους, νά λύσουν άπό κοινού τό ήθικοφιλοσοφικό πρόβλημα, δηλ. νά διαμορφώσουν άπό κοινού τήν κοινή τους σχέ­ ση προς τήν άρετή. Γιατί ή ευτυχία μέ τή νέα άντιασκητική έννοια συμβιβαζόταν μονάχα μέ μιάν άρετή, πού δέν εξαντλούνταν στό άκατάπαυστο μαρτύριο τής αύτοϋπέρβασης, άλλά θά άποτελούσε τό στε­ φάνωμα τής (θεμελιωμένης στή φιλαυτία) φυσικής ήθικής. Όντας κορεσμένη φιλαυτία, ή ευτυχία ήταν, λοιπόν, εκτεθειμένη στούς ί ­ διους κινδύνους δπως καί ή άχαλίνωτη φιλαυτία. Γιατί ή ικανοποίη­ ση υπαρξιακών άναγκών, μολονότι ή ίδια δίνει εύτυχία, άπειλεί νά καταστρέψει τή συμφωνία εύτυχίας καί άρετής, αν πραγματοποιείται εις βάρος των άλλων. Ή συμμόρφωση μέ τή Φύση ώς εύτυχία στρέ­ φεται, έτσι, ενάντια στή συμμόρφωση μέ τή Φύση ώς άρετή. Ή Φύση, πού οφείλει νά άποτελέσει τον κοινό παρονομαστή εύτυχίας καί άρε­ τής, δέν μπορεί, μέ άλλα λόγια, νά έκπληρώσει τήν άποστολή της, γιατί καί ή ίδια είναι διχασμένη: άλλοτε θεωρείται ώς πηγή τής εύτυ­ χίας καί άλλοτε ώς θεμέλιο ήθικών άξιων.291 Τό αιτιώδες καί τό κα­ νονιστικό της στοιχείο συγκρούονται λογικά, ενώ ή άντίληψη, δτι εύ­ τυχία καί άρετή μπορούν νά συμβιβαστούν, στηριζόταν στήν πίστη στήν ενότητά τους. Ό μω ς, ή πίστη αύτή μπορεί νά σωθεί μονάχα μέ σημαντικές, άν καί σιωπηρές, θεωρητικές παραχωρήσεις, οι οποίες διαφαίνονται άκριβώς στίς προσπάθειες έναρμονισμού εύτυχίας καί 289. ορ. cif., II, στ. 88 = σ. 24. 290. Βλ. τοΰτο τό υποκεφάλαιο, τμήμα α. 291. M a u z i. Id ee du B o n h e u r, 4 3 0 /1 .

82

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

αρετής. Ή αμηχανία προέρχεται από τό γεγονός, δτι σύμφωνα μέ τή νέα αντίληψη ή ευτυχία οφείλει να είναι αυτοπραγμάτωση, ένώ συνά­ μα δέν μπορεί νά παραγκωνιστεί (όλότελα) ή παραδοσιακή άντίληψη γιά τήν αρετή ώς αύτούπέρβαση, ή όποια εμποδίζει νά συγκρουστεί ή αυτοπραγμάτωση τού ενός ατόμου μέ τήν αυτοπραγμάτωση τού άλ­ λου. Ή θεωρητική παραχώρηση συνίσταται, λοιπόν, στή σιωπηρή άπεμπόληση τής προγραμματικά έπιδιωκόμενης άπόλυτης ταυτότη­ τας ευτυχίας (μέ τή νέα έννοια) καί άρετής* δπως ή άπομάκρυνση από τήν ακραία άνθρωπολογική αισιοδοξία οφειλόταν στή συνειδητοποίηση τής ένδεχόμενης βλαβερότητας τής φιλαυτίας, έτσι καί ή άπεμπόληση τούτη οφείλεται στή διαπίστωση, δτι στόν κόσμο ύπάρχει τό κακό. Άπό τήν άλλη πλευρά, δμως, οι διαφωτιστές δέν μπο­ ρούν ούτε καί νά άπαρνηθούν τήν άντιασκητική ήθική, καί έτσι, έχον­ τας στόχο διπλό, προσπαθούν μέσα στο πλαίσιο τής συνύφανσης Όντος καί Δέοντος, δπως αυτή ένσαρκώνεται στήν έννοια τής Φύσης, νά πετύχουν μιάν εναρμόνιση ευτυχίας καί άρετής μέ τή βοήθεια τής πα­ ραπάνω θεωρητικής παραχώρησης. Τό ερώτημα είναι στήν ούσία του κοινότοπο καί έχει ώς εξής: πώς μπορεί νά συμβιβαστεί ό άτομικιστικός καί ένδεχόμενα επιθετικός ήδονισμός τής ευτυχίας μέ τήν παραί­ τηση άπό τήν άτομική ικανοποίηση γιά χάρη των συνανθρώπων, δ­ πως τήν άπαιτεί ή άρετή;292 Τό ερώτημα τούτο γίνεται στ’ άλήθεια πιεστικό, όταν ή ευτυχία γίνεται άντιληπτή μέ τό νόημα τής ριζοσπα­ στικής άντιασκητικής αποκατάστασης τής αισθητής διάστασης τού ανθρώπου, δταν δηλ. ή άρετή δέν θεωρείται πιά επαρκής ή μοναδική προϋπόθεση τής ευτυχίας,293 ένώ συνάμα πρέπει καί νά αποφευχθεί ό ήθικός μηδενισμός. Όσο κοινότοπο, λοιπόν, κι αν ήταν τό παραπάνω ερώτημα, γιά τον Διαφωτισμό είχε σημασία όλότελα ιδιαίτερη. Ή μάλλον βεβιασμένη όμολογία, δτι ευτυχία καί άρετή δέν ταυτί­ ζονται πάντοτε, έθεσε μέ όξύτητα τό πρόβλημα τής έννοιολογικής σύ­ ζευξης τών δύο αυτών μεγεθών καί ή προσπάθεια τής επίλυσής του γέννησε άσάφειες, οί οποίες ήταν εξίσου αναπόδραστες δσο άναπόφευκτη ήταν καί ή παραπάνω όμολογία. Οί άσάφειες αυτές καταφαί­ νονται σέ δύο σημεία. Κατ'5 αρχήν, στό ζεύγος «ευτυχία-άρετή» επι­ κρατούσε άλλοτε τό πρώτο καί άλλοτε τό δεύτερο μέλος, μετατρέποντας τό έκάστοτε άλλο σέ απλό παρελκόμενο — χωρίς δμως νά διαλύεται ποτέ τό ζεύγος τό ίδιο.294 Στό πλαίσιο τού τελευταίου μπο­ ρούσαν νά ύποστηριχθούν άπόψεις μέ περιεχόμενο πολύ διαφορετικό, 292. ορ. cit., 581 κ.έ., 85 κ.έ. 293. Βλ. π.χ. A rg e n s, P h il. du bon se n s , R efl. V II, § 2 ( = II, 343/4). 294. C ro ck er, N a tu r e a n d C u ltu re, 225.

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

83

από τή (χριστιανική) υποταγή τής ευτυχίας στήν αρετή (ή «άληθινή» ευτυχία είναι πνευματική καί επιφυλάσσεται στον ενάρετο) ϊσαμε τή χρησιμοθηρική άντίληψη, δτι ή άρετή είναι μέσο γιά τήν απόκτηση τής ευτυχίας μέσα σέ μιά κοινωνία που αμείβει τόν ενάρετο* σύμφω­ να μέ τή διατύπωση τού V a u v e n arg u e s: «Ή χρησιμότητα τής άρετής είναι τόσο πρόδηλη, ώστε οί κακοί τήν άσκοϋν άπό συμφέ­ ρον».295 Δεύτερο, ασάφεια χαρακτηρίζει τις σχέσεις ευτυχίας καί ήδονής — σχέσεις, πού έξαιτίας τής άντιασκητικής αντίληψης γιά τήν ευτυχία είχαν γίνει στενές δσο ποτέ πριν, καί ακριβώς γ ι’ αυτό έπρεπε νά ξεκαθαριστούν. Οί μηδενιστικές συνέπειες τής άπόλυτης ταύτι­ σης εύτυχίας καί ήδονής (μέ τή στοιχειακή βιολογική σημασία) απο­ φεύγονται έδώ διαμέσου τής έπεξεργασίας τής έννοιας τής ήδονής, σύμφωνα μέ τις άνάγκες τής κανονιστικής θεώρησης. Όπως ή στενή προσέγγιση εύτυχίας καί άρετής άπαιτούσε τή διάκριση άνάμεσα σέ «αληθινή» καί «έπιφατική» ευτυχία, έτσι καί ή προγραμματική σύν­ δεση («αληθινής») εύτυχίας καί ήδονής δέν ήταν δυνατή δίχως τή διάκριση άνάμεσα στήν αληθινή καί μόνιμη καί στήν έπιφατική καί παροδική ήδονή. Ή αρχή τής ήδονής παραμένει καθαυτή άπαραβίαστη, παράλληλα δμως ύποτυπώνεται μιά ιεραρχία ήδονών, πού κορυφώνεται στίς πνευματικές.296 Έ να παράδειγμα θά κάνει πιό κατα­ νοητή αύτή τή διφορούμενη τοποθέτηση. Ή ήδονή καί ό πόνος απο­ τελούν κατά τόν M au p e rtu is τό θεμελιώδες έννοιολογικό ζεύγος τής ήθικής φιλοσοφίας.297 Τό καλό είναι ένα «σύνολο εύτυχισμένων στιγ­ μών», τό κακό ένα «σύνολο στιγμών δυστυχίας».298 Ό άντιασκητικός τόνος γίνεται αισθητός καί στήν άντίληψη, δτι ή αισθησιακή ήδο­ νή δέν είναι λιγότερο εύγενής άπό τήν πνευματική, καί δτι ή εύγένεια τής ήδονής μετριέται περισσότερο μέ τήν ένταση παρά μέ τήν κατα­ γωγή της.299 Ακριβώς, δμως, μέ βάση αύτό τό κριτήριο θεωρεί ό M aup ertuis τήν ψυχοπνευματική ήδονή, ή όποια επιτυγχάνεται μέ τήν «άσκηση τής άρετής» καί τή «θέαση τής αλήθειας», ώς τή διαρκέ­ στερη καί έντατικότερη, άρα εύγενέστερη.300 Συνάμα, ό M au p e rtu is στρέφεται ένάντια σέ κάθε νοησιαρχική ή αισθησιοκρατική μονομέ­ ρεια τόσο στή θεωρία δσο καί στήν πράξη τής ήθικής,301 γιά νά έξε295. 296. 297. 298. 299. 300. 301.

M aoeim es, N r 759 = O eu v re s, 477. M a u z i, Id e e du B o n h e u r, 4 0 4 κ.έ. E s s a i de Ph il. M o r a le , I = O eu v res, I, 193. loc. c it., 197. op. cit., III = I, 2 06/7. lo c. ci£., 212/3. loc. cit., 206, 209.

Μ

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

τάσει τελικά τή δυνατότητα ενός Χριστιανισμού, ό όποιος καταφά­ σκει τόν κόσμο καί στά πλαίσια του οποίου θά μπορούσε νά πραγμα­ τοποιηθεί ή επιθυμητή ισορροπία.302 Βλέπουμε εύ'κολα πόσο εύκαμ­ πτο είναι τό ήθικοφιλοσοφικό σχήμα τού M au p ertu is. Ή αρχική ταύτιση ήδονής καί ευτυχίας καταλήγει τελικά, με τή βοήθεια τής διάκρισης ανάμεσα σέ Ό ν καί Επίφαση, στό αίτημα ενός εκσυγχρο­ νισμένου Χριστιανισμού, ικανού νά καλύψει ή νά υπηρετήσει (καί) διαφωτιστικά ιδεώδη. Ανάλογα μέ τόν έκάστοτε διανοητή καί τόν έκάστοτε αντίπαλο ορίζεται, λοιπόν, κάθε φορά ποιά μορφή ικανοποίησης τής βιοψυχικής δομής τού ανθρώπου είναι «αληθινά φυσική» καί «αληθινά έλλο­ γη», καί ποιά δέν σχετίζεται μέ τήν «καλώς εννοούμενη» φωνή τής Φύσης. Οι άλληλοδιασταυρούμενοι καί άλληλοαναιρούμενοι ορισμοί αυτού τού είδους αφήνουν εντύπωση χαοτική, αν δούμε τήν έποχή τού Διαφωτισμού στό σύνολό της, καί ώστόσο άπαραγνώριστη είναι ή γενική επιδίωξη νά εξομαλυνθεί ή σύγκρουση αιτιώδους καί κανο­ νιστικής θεώρησης μέ τό νά δοθεί στό κανονιστικό στοιχείο δική του σταθερή βάση διαμέσου τής (μερικής) ανεξαρτητοποίησης τού Λόγου. 1VT αυτόν τόν τρόπο οί διαφωτιστές θέλουν νά αποδείξουν στούς θεο­ λόγους αντιπάλους τους οτι μπορούν, χάρη στά δικά τους κοσμοθεω­ ρητικά δπλα, νά άντεπεξέλθουν στίς άπαιτήσεις τής ήθικής φιλοσο­ φίας καί νά μήν πέσουν στόν μηδενισμό. Ό μω ς, έτσι γίνεται καί πάλι έμμεσα δεκτή ή δυαρχία, καί οί διαφωτιστές αναγκάζονται νά αντι­ μετωπίσουν τή θεολογία μέ τό έπιχείρημα, δτι οί ίδιοι μπορούν νά κατευθύνουν ήθικά τούς ανθρώπους ακόμη καλύτερα κι από τούς θεο­ λόγους, οπότε αναγνωρίζεται στούς τελευταίους μιά υγιής ήθική ροπή.303 Ή (μερική) έπανεισαγωγή τής δυαρχίας προκάλεσε, δμως, μιά καινούργια σύγκρουση ανάμεσα σέ Ό ν καί Δέον, μολονότι σκό­ πευε ακριβώς νά παραμερίσει τή διαμάχη αιτιώδους καί κανονιστι­ κής θεώρησης. "Αν τό αιτιώδες στοιχείο μετά τήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου απειλούσε νά καταπνίξει τό κανονιστικό, τό τελευ­ ταίο έπρεπε, από τήν πλευρά του, στόν βαθμό τουλάχιστον πού τού άναγνωριζόταν αυτοτέλεια, νά επιδιώξει τόν έλεγχο τού πρώτου καί επομένως καί τής αισθητής διάστασης τού ανθρώπου, πράγμα πού έ­ θετε σέ κίνδυνο τήν άντιασκητική ήθική.304 Στό λογικό αυτό άδιέξο302. ορ. ci£., TV = I, 232 κ.έ. 303. "Οπως διατυπώνει εύστοχα ό E h ra rd (Idee de N a tu r e , 384): «Γιά νά επι­ τευχθεί ό θρίαμβος πάνω στη χριστιανική ήθική, χρειάζεται νά παραμείνει ή τελευ­ ταία σώα καί άβλαβής, μέ άντίτιμο μιάν αντίφαση». 304. Μ’ αυτή τήν έννοια πρέπει νά κατανοηθοΰν ορισμένες άποφάνσεις διαφωτι-

3. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

85

δο οφείλει τήν τεράστια επιτυχία της ή φιλοσοφία τού αισθήματος, ή οποία διατείνεται δτι ανακάλυψε μέσα στόν άνθρωπο έναν χώρο, στόν όποιο συνενώνονταν άρμονικά ό Λόγος ώς φωνή τής Φύσης καί ή (εξευγενισμένη) βιοψυχική διάσταση τού άνθρώπου. Ή φιλοσοφία τού αισθήματος διευρύνει ή κάνει εύ'καμπτες έννοιες όπως πάθος καί ήδονή, έτσι πού οι τελευταίες τελικά δέν διακρίνονται από τό λεπτό συναίσθημα (ένώ οι θεολόγοι τίς χρησιμοποιούν κυρίως μέ τήν έννοια τού τυφλού ένστικτου).305 Καί τό μυθιστόρημα τού 18ου αί., πού έξαιτίας τού ρεαλιστικού προσανατολισμού του γεννούσε τήν ύποψία τού άνηθικισμού καί αντίστοιχα καταδιωκόταν,306 άσχολείται προ­ παντός μέ τήν περιγραφή εύγενών ή εξευγενισμένων συναισθημάτων, παρέχοντας ύποδείγματα συμπεριφοράς ατούς αναγνώστες του. Ή αποκαταστημένη αισθητή διάσταση τού άνθρώπου εξημερώνεται, έτσι, καί μονάχα σ’ αυτή τή μορφή επιδοκιμάζεται από τό ευρύ κοινό. Τό συναίσθημα (όπως καί ή ήδονή) δέν χρειαζόταν νά καταδικαστεί, αν ή υφή του ήταν τέτοια, πού δέν ξεχώριζε πιά άπό τόν («αληθινό») Λόγο καί τίς έπιταγές του. Ή άντινοησιαρχική έννοια τού ορθολογι­ σμού εξασφαλίζει καί εδώ τή συμφιλίωση τών άντιθέτων, συνυφαίνοντας ευτυχία καί αρετή, ήδονή καί ενάρετη ευτυχία. Όντας ύπαρξιακά ριζωμένος, ό Λόγος παραμένει κοντά στήν αισθητή διάσταση τού άνθρώπου καί συνάμα είναι άρκετά δυνατός, ώστε νά τής άντισταθεί αν χρειαστεί. Φαίνεται ικανός νά δείξει τόν δρόμο τής πραγ­ ματοποίησης κανονιστικών άρχών πέρα άπό κάθε αντίθεση πνεύμα­ τος καί αισθητών, γιατί ενσαρκώνει ό ίδιος τίς κανονιστικές άρχές καί τήν ενότητα πνευματικού καί αισθητού άνθρώπου. Ό κανονιστι­ κός τούτος Λόγος πρέπει, λοιπόν, νά διακριθεί ξεκάθαρα άπό τόν απλώς τεχνικό, ό οποίος μπορεί νά προσφέρει έξίσου τίς ύπηρεσίες του στο καλό καί στο κακό, καί γ ι’5 αυτό ταυτίζεται άπό τούς φιλοσό­ φους τού αισθήματος μέ τήν ψυχρή νόηση.307 Ή ιδεώδης μεγάλη ενότητα φιλαυτίας καί κανονιστικής άρχής, ευτυχίας (δίχως ασκητι­ σμό) καί άρετής (ώς υπαρξιακά αισθητής ελευθερίας) θεωρείται τώρα δυνατή, γιατί ό κανονιστικός Λόγος δέν είναι πιά έξαρτημένος άπό τή νόηση καί τήν άνθρωπολογική δυαρχία. Αυτά δλα, βέβαια, άπάρτιστών, οι όποιες μοιάζουν παραδοσιακές-άσκητικές. Ό V o ltaire γράφει π.χ.: «Ή αρετή δέν είναι άγαθό- είναι καθήκον: άνήκει σέ γένος διαφορετικό, σέ κατηγορία υπέρτερη. Δέν έχει καμιά σχέση μέ αισθήματα όδύνης ή ευχαρίστησης» (D ic t. P h il., Art. fcB ie n \ ‘ so u v e ra in ’ = O C , X V II, 576). 305. C ro ck e r, A g e o f C ris is , 2 2 6 /7 . 306. M a y , L e D ilem m e du R o m a n , προπαντός 2o καί 3o κεφ. 307. M a u z i, Id e e du B o n h e u r, 521, 526, 544.

86

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ζαν τις προγραμματικές αρχές τών διαφωτιστών: γιατί στήν πράξη απλώς άντικαταστάθηκε ή νικημένη πιά ανοιχτή καί συνεπής νοησιαρχική δυαρχία από τή δυαρχία τής αμφιταλάντευσης. 4 . Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ Α Ν Α Μ Ε Σ Α Σ Ε Ε Σ Χ Α Τ Ο Λ Ο Γ ΙΚ Η Ε Υ Φ Ο Ρ ΙΑ ΚΑΙ Σ Χ Ε Τ Ι Κ Ι Σ Τ Ι Κ Η Π Α Ρ Α ΙΤ Η Σ Η

α) Ή γένεση τής νέας ιστοριογραφίας κα ί ή έννοια τον πολιτισμι­ κού ΌΛου Ό ρομαντικός μύθος, δτι ό Διαφωτισμός στάθηκε ξένος ή καί εχθρι­ κός άπέναντι στήν ιστορία, έχει άπό καιρό άνασκευαστεΐ308 καί δέν χρειάζεται νά μάς άπασχολήσει ξανά. Τό πρόβλημα σήμερα είναι νά εξηγηθεί ικανοποιητικά γιατί ό Διαφωτισμός έπρεπε νά παραγάγει μιάν ιστοριογραφία νέου τύπου, ή οποία μάλιστα στις διάφορες μορ­ φές της —άπό τή θετικιστική Ισαμε τήν έσχατολογική— άποδείχτηκε άρκετά γόνιμη, ώστε νά επηρεάσει ή καί νά γεννήσει βασικές ιστορι­ κές καί φιλοσοφικοϊστορικές τάσεις τών τελευταίων δύο αιώνων: ή συνέχεια αυτή είναι μία άπό τίς αιτίες πού ή ιστορική προσφορά τού Διαφωτισμού μπόρεσε νά συνειδητοποιηθεί μόλις μετά τήν εμφάνιση τής σύγχρονης κοινωνιολογίας καί κοινωνικής ανθρωπολογίας, στήν δλο καί μεγαλύτερη συνύφανσή τους μέ τήν πολιτική ιστοριογραφία. Ό ρομαντικός μύθος έπέρριπτε στόν Διαφωτισμό άγνοια τής ιστορίας καί νοησιαρχικό προσανατολισμό, αποδίδοντας μάλιστα τήν πρώτη στόν δεύτερο. Ή διπλή μομφή ήταν in toto εσφαλμένη, δμως ή λογι­ κή συνάφεια ανάμεσα στις δυό της πλευρές υπήρχε πραγματικά. Αυτό σημαίνει: αν ό Διαφωτισμός είχε νοησιαρχικό προσανατολισμό, θά ή­ ταν ξένος απέναντι στήν ιστορία, δπως ήταν καί ό D e sc a rte s — καί αντίστροφα: ή ρηξικέλευθη ιστορική του προσφορά οφειλόταν στήν άντινοησιαρχική του υφή. Γιατί ή ήγεμονία τής νόησης γκρεμίστηκε μέ τή θέση δτι ό άνθρωπος είναι Φύση — θέση, πού μέ τή σειρά της συνυφαινόταν μέ τήν όντολογική ανατίμηση τής ύλης καί τήν άντιασκητική αποκατάσταση τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου. Ή αντίληψη, δτι ή άνθρώπινη ύπαρξη ριζώνει στόν αισθητό κόσμο, ξε­ χώριζε ουσιαστικά άπό παρόμοιες θεολογικές καί προπαντός σχολα­ στικές απόψεις, γιατί συνεπαγόταν, δποτε δέν ισχυριζόταν ανοιχτά, 308. Γνωστή είναι ή σημαντική συμβολή τοΰ D ilthey στό σημείο αυτό. Βλ. τήν πραγματεία του D a s 18. J h . u n d die g e sch ic h tlic h e W elt, στά G es. S e h r., III, 209 κ.έ. Οί άπόψεις τού D ilthey yta τίς έπιμέρους πλευρές τοΰ προβλήματος πρέπει, ωστόσο, νά διαβάζονται σήμερα μέ έπιφύλαξη.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

87

την προτεραιότητα τού Εντεύθεν απέναντι στο Έ κείθεν δεν άναφερόταν δηλ. πιά σε μια κατάσταση παροδική ή υποδεέστερη, αλλά χρησίμευε ώς προγραμματική βάση μιας νέας διερεύνησης καί θεώ­ ρησης τού άνθρώπινου στοιχείου στήν αυτονομία του. Ωστόσο, ή εκτέλεση τού προγράμματος αυτού απαιτούσε μιά διεξοδικότερη εξέ­ ταση τών ανθρώπινων δεσμών μέ τόν φυσικό καί κοινωνικό περίγυ­ ρο. ’Άν ό άνθρωπος δέν νοείται δίχως τήν αισθητή του διάσταση, τότε δέν μπορούμε νά τόν φανταστούμε στο κενό, αλλά πρέπει νά τόν συλλάβουμε καθώς είναι ριζωμένος στο περιβάλλον, άφού άκριβώς ή αι­ σθητή του διάσταση δέν μπορεί νά ξεφύγει άπό τήν επήρεια τού περι­ βάλλοντος, καί άφού χωρίς τή διάσταση αυτή δέν μπορεί νά υπάρξει κοινωνική ζωή καί ζωή τού άνθρώπινου γένους. Ώς αισθητό δν καθο­ ρίζεται ό άνθρωπος άπό γεωγραφικούς παράγοντες, ώς αισθητό ον κληρονομεί τά γνωρίσματα μιας φυλής καί σημαδεύεται έτσι πρίν ακόμη γεννηθεί, ώς αισθητό δν μάχεται γιά τήν έπιβίωση ή τήν ευη­ μερία του, καί μάλιστα δχι ατομικά, αλλά μέσα σέ οργανωμένη κοι­ νωνία. Ή ανατίμηση τής αισθητής διάστασης τού ατόμου ανοίγει τόν δρόμο γιά τή διαπίστωση τής σημασίας τού ύπερατομικού —γεωγρα­ φικού καί κοινωνικού— αισθητού κόσμου, δπως καί άντίστροφα. Ή ιδέα τού άνθρώπου ώς ενότητας (ιδέα πού διαμορφώθηκε στήν πάλη ένάντια στή νοησιαρχική δυαρχία) συμπληρώνεται τώρα μέ τήν ιδέα τής ενότητας τού άνθρώπου μέ τό περιβάλλον του. Ή αύτοσυντήρηση, τό βασικό τούτο θέμα τής σκέψης τών Νέων Χρόνων, γνωρίζει κάτω άπό τίς συνθήκες αύτές τή μεγαλεπήβολη ιστορική καί κοινωνιολογική του συγκεκριμενοποίηση. Ήδη άπό τήν Αναγέννηση ή αύτοσυντήρηση είχε συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα μέ τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας, τό οποίο, μέ τή σειρά του, είχε συμμα­ χήσει μέ τό πρωτείο τής Φύσης σέ κοινή άντίθεση πρός τό πρωτείο τού Θεού. Ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, κάνει πρόδηλη τούτη τή συμμαχία άνθρώπου καί Φύσης. "Ανθρωπος ώς Φύση καί φύση τού άνθρώπου σημαίνουν τώρα συχνότατα τό ϊδιο πράγμα. Καί δπως στήν άντίληψη, δτι ή Φύση αποτελεί αυτόνομο Ό λο, ή απέραντη πο­ λυμορφία τών φυσικών φαινομένων παρουσιαζόταν ώς ατέλειωτη κλίμακα παραλλαγών πάνω στά ίδια θέματα, δηλ. στίς ίδιες νομοτέ­ λειες, έτσι καί ό πολύπτυχος καί πολύχρωμος πλούτος τής ιστορίας σέ πράξεις, καταστάσεις καί άλλαγές θεωρείται ώς άπόρροια τής Μιας ανθρώπινης φύσης. Οι προϋποθέσεις τής ιστορίας βρίσκονται στή Φύση (ή ιδέα αυτή άποτελεί μιάν άκόμη σημαντική πλευρά τής έπιδιωκόμενης συνύφανσης Φύσης καί πολιτισμού309) — καί μάλιστα 309. Βλ. κεφ. V, ύποκεφ. 4.

88

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μέ διπλή έννοια: στήν εξωτερική Φύση, ώς γεωγραφικό καί κοσμολο­ γικό πλαίσιο τής ανθρώπινης δραστηριότητας, καί στή Φύση εκείνη, ή όποια συμπυκνώνεται καί γίνεται άνθρωπος, απαρτίζοντας τήν αν­ θρώπινη βιοδομή. Ένύπαρκτη στήν τελευταία είναι, όμως, ή βασική ορμή τής αύτοσυντήρησης, πού ό άνθρωπος τήν έχει κοινή μέ δλα τά οργανικά δντα καί πού έκδιπλώνεται μέ τίς διαφορετικότερες μορφές καί στά διαφορετικότερα έπίπεδα. ’Άν θυμηθούμε τί θέση έπέχει ή ορ­ μή τής αύτοσυντήρησης (ώς φιλαυτία) στήν ήθική φιλοσοφία τού Δια­ φωτισμού, κατανοούμε αμέσως καί τήν ιστορική της λειτουργία. Τήν αυτοσυντήρηση ύπηρετεΐ ή κοινωνική ζωή, πού αποτελεί τό θεμέλιο κάθε πολιτισμικής εξέλιξης καί έκλέπτυνσης — τήν αυτοσυντήρηση ύπηρετεΐ όμως (τουλάχιστον από τή σκοπιά τών ενδιαφερομένων) καί ή ανοιχτή ή κρυφή παραβίαση τών κανόνων τής κοινωνικής ζωής, δηλ. τό έγκλημα ή ό πόλεμος. Πεφωτισμένη φιλαυτία καί τυ­ φλή έγωπάθεια αποτελούν, έτσι, τούς δύο πόλους τής —ιστορικής καί ήθικής— δραστηριότητας τού ανθρώπου. Αποφασιστικό παραμένει ό­ τι ή δραστηριότητα αύτή εξηγείται μέ βάση τή Φύση, έτσι δπως εκδη­ λώνεται, μέ στοιχειακή δύναμη, στήν ορμή τής αύτοσυντήρησης. Τόν άνθρωπο ώς Φύση, μέ αυτή τήν έννοια, έχουν κατά νού οι διαφωτι­ στές φιλόσοφοι τής ιστορίας —ό V o ltaire 310 καί ό H um e311 π.χ. —, δταν μιλούν γιά τή Μία ανθρώπινη φύση ώς θεμέλιο τής ιστορίας. Γ ι’ αυτό καί δέν πρέπει νά στηλιτεύουμε αυτόματα τόν τάχα άφηρημένο χαρακτήρα τής σκέψης τού Διαφωτισμού, δταν άκούμε τούς έκπροσώπους του νά μιλούν γιά τή Μία ανθρώπινη φύση. Γιατί ή θέση τους αύτή σημαίνει δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, δηλ. ριζώνει στον αισθητό κόσμο καί αγωνίζεται γιά τήν αυτοσυντήρησή του, δημιουργώντας πράγματα θαυμαστά ή άποκρουστικά — έχει δηλ. σκοπό της νά τονί­ σει τίς άνθρωπολογικές βάσεις τής ιστορίας καί προϋποθέτει τό (άντι310. E s s a i su r le s M o e u rs, In tr., V II = OC\ XI, 21: «Ό άνθρωπος, γενικά, υπήρξε πάντα δ,τι είναι καί τώρα, χωρίς αυτό νά σημαίνει δτι πάντοτε είχε ωραίες πόλεις... Ό μω ς πάντοτε είχε τό ίδιο ένστικτο, που τόν κάνει νά άγαπά τόν εαυτό του οχι μόνο μέσα άπό τό άτομό του, άλλά καί από τή συντροφιά τής προτίμησής του, από τά παιδιά του, άπό τά έγγόνια του καί άπό τά έργα τών χεριών του». Ή φιλαυ­ τία παρουσιάζεται εδώ πολυδιάστατη* απ’ αύτή πηγάζουν τά κοινωνικά αισθήματα καί τά έπιτεύγματα τού πολιτισμού. 311. H u m an U n d erStan d in g s* V III = E s s a y s , II, 68: «ή άνθρώπινη φύση μέ­ νει ακόμη ίδια, στίς βασικές αρχές καί στίς λειτουργίες της. Τά Γδια κίνητρα παρά­ γουν πάντοτε τίς ίδιες ενέργειες... Φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιλαυτία, ματαιοδοξία, φι­ λία, γενναιοδωρία, δημόσιο φρόνημα: τά πάθη αύτά, άνάμικτα σέ διάφορους βαθ­ μούς καί διάχυτα μέσα στήν κοινωνία, στάθηκαν άπό τήν αρχή τού κόσμου, κι άκόμη είναι, πηγή κάθε ένέργειας καί κάθε εγχειρήματος...».

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

89

θεολογικό) πρωτείο τής ανθρωπολογίας. Άπό τήν άποψη αυτή, ή ιδέα τής Μιας ανθρώπινης φύσης δεν αποτελεί άφηρημένη κατα­ σκευή, άλλα, αντίθετα, τόν προκαταρκτικό όρο μιας διαπραγμάτευ­ σης τής ιστορίας in concreto. Ή αφαίρεση αρχίζει, δταν αυτή ή Μία ανθρώπινη φύση παρουσιάζεται ώς πεμπτουσία ύπεριστορικών κανο­ νιστικών αρχών, δταν δηλ. ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, άναφέρεται δχι πιά στήν αιτιώδη, αλλά κυρίως ή αποκλειστικά στήν κα­ νονιστική πλευρά τής έννοιας τής Φύσης. Μιά άναφορά στόν F e rg u so n θά ήταν έδώ διδακτική, άφού μάλι­ στα τό E s s a y του αποτελεί μιάν άπό τις έλάχιστες τοτινές προσπά­ θειες συστηματικής παρουσίασης μιας θεωρίας τής ιστορίας. Ό F e r ­ guson ξεκινά άπό τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας —πού στο μεταξύ έχει γίνει κοινός τόπος312— καί άντίστοιχα άφιερώνει τό πρώτο τέ­ ταρτο τού βιβλίου του στήν άνθρώπινη φύση* «κύριο άντικείμενο τής μελέτης» του είναι «οί νόμοι» τής «ζωικής» καί τής πνευματικής της άποψης.313 Ή διάκριση άνάμεσα στίς δύο τούτες απόψεις δεν σημαί­ νει ωστόσο γιά τόν F e rg u so n άποδοχή κάποιας νοησιαρχικής δυαρ­ χίας. Θεωρεί τόν άνθρωπο ώς ζώο άνάμεσα σέ «άλλα ζώα»*314 ό κοι­ νός παρονομαστής είναι ή ορμή τής αυτοσυντήρησης, ή οποία δμως στόν άνθρωπο συνοδεύεται άπό «λογισμό καί πρόνοια».315 Οί πνευ­ ματικές ικανότητες καί λειτουργίες τού άνθρώπου δέν είναι λοιπόν ή άντίθεση, άλλά μάλλον ή συνέχεια καί ή μετεξέλιξη τής ζωικής, ιδιό­ μορφης υφής του. Ή ορμή τής αυτοσυντήρησης είναι δμως δίπλευρη καί μέ μιάν άλλη έννοια: μπορεί νά γεννήσει ομόνοια καί διχόνοια, άλληλεγγύη καί πόλεμο. Μετά τό κεφάλαιο, πού έχει ώς θέμα του τήν ορμή τής αυτοσυντήρησης, στό βιβλίο τού F e rg u so n άκολουθουν δύο άλλα, πού τιτλοφορούνται άντίστοιχα «ένωση των άνθρώπων» καί «πόλεμος καί διχόνοια».316 Ή «μικτή προδιάθεση τού άνθρώπου 312. Ό Pope θεμελιώνει στόν καιρό του τό περίφημο απόφθεγμά του: «τό αντι­ κείμενο μελέτης, πού ταιριάζει στόν άνθρωπο, είναι ό ίδιος ό άνθρωπος» (E s s a y . II, στ. 2 = σ. 21) μέ τήν ευλαβική αιτιολογία, δτι ένας πεπερασμένος νους, δπως ό αν­ θρώπινος, μπορεί νά γνωρίσει μονάχα άνθρώπινα, δηλ. πεπερασμένα πράγματα. 'Ωστόσο ό H um e («ή έπιστήμη τού άνθρώπου είναι ή μόνη στέρεη βάση γιά τίς άλ­ λες έπιστήμες», T r e a tis e , In tro d ., X X ) ή ό D id ero t (ό άνθρωπος θά έπρεπε νά γ ί­ νει «κοινό κέντρο» κάθε έπιστημονικής προσπάθειας, Art. ‘ E n cy c lo p e d ie,i = OC„ XIV, 453) δέν ένδιαφέρονται πιά διόλου γιά παρόμοιες προφυλάξεις: τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας είναι τώρα αυτονόητο. 313. E s s a y , I, 1 = σ. 3. 314. ορ. cit., I, 1 = σ. 4. 315. ορ. cit., I, 2 = σ. 11/2. 316. ορ. cit., I, 3 καί 4 = σ. 16 κ.έ., 20 κ.έ.

90

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

γιά φιλία καί έχθρα»317 βλέπεται τώρα παράλληλα με τόν διπλό πνευματικό-ζωικό του χαρακτήρα, καί από τόν συνδυασμό όλων αυ­ τών των παραγόντων δημιουργεΐται μιά πολυδιάστατη συνολική άντίληψη γιά τήν ανθρώπινη φύση, τήν οποία ό F e rg u so n βρίσκει άρκετά ελαστική, ώστε μέ τή βοήθειά της νά συλλάβει τήν ιστορία ώς παρελθόν, παρόν καί μέλλον. «Τά σπέρματα κάθε ιστορικής μορφής βρίσκονται μέσα στήν ανθρώπινη φύση* ανοίγουν καί ώριμάζουν μό­ λις έρθει ή εποχή τους».318 Ή πρόοδος είναι φαινόμενο άποκλειστικά ανθρώπινο, δηλ. δέν παρουσιάζεται στά υπόλοιπα ζώα,319 καί έπιτελείται μέσα στό πλαίσιο πού προδιαγράφει ή άνθρώπινη φύση. Τόσο οί προϋποθέσεις αύτές τής προόδου δσο καί οι έκάστοτε νέες έπιτεύξεις της απαρτίζουν τήν άνθρώπινη φύση: «ή τέχνη είναι κι αυτή φυ­ σική στόν άνθρωπο».320 Επομένως, ή άνθρώπινη φύση είναι ή sum­ m a sum m aru m δλων των ιστορικών πραγματικοτήτων καί δυνα­ τοτήτων. Δέν έχει, έτσι, νόημα νά αναζητούμε κάποια «γνήσια» φυ­ σική κατάσταση, αν ό άνθρωπος παντού καί πάντα βρίσκεται στή φυ­ σική του κατάσταση.321 Τούτη ή συγχώνευση δυνατότητας καί πραγ­ ματικότητας, ανθρώπινης φύσης καί άνθρώπινης ιστορίας κάνει πρό­ δηλη τή στενή συνάφεια άνάμεσα στό πρωτείο τής άνθρωπολογίας καί στή στροφή πρός τή μελέτη τής κοινωνίας καί τής ιστορίας. Δέν είναι, λοιπόν, ούτε σύμπτωση ούτε άντίφαση τό ότι μπαίνουν ταυτό­ χρονα στό επίκεντρο τής θεωρητικής προσοχής τόσο ή σταθερότητα τής άνθρώπινης φύσης δσο καί ή πολυμορφία τής προόδου. Γιατί ακριβώς από τήν πρόταξη τού άνθρώπου ώς φυσικού δντος προκύπτει καί ή ίστορικοθεωρητική προτεραιότητα τών παραγόντων έκείνων, οι όποιοι άναφέρονται στίς άνάγκες τού τέτοιου άνθρώπου. Αυτό έξηγεί τόν έντονο άνθρωπολογικό-κοινωνιολογικό προσανατολισμό τής νέας ιστοριογραφίας, ό όποιος συνιστά καί τό ρηξικέλευθο στοιχείο της' Ή νέα ίστορικοθεωρητική άντίληψη μάς παρουσιάζεται μέ τρόπο άληθινά έντυπωσιακό στήν πρωτόφαντη ίσαμε τότε προσοχή, πού δί­ νεται ατούς οικονομικούς παράγοντες μέσα στήν ιστορία. Ή οίκονομιστική τάση τής πρώιμης φιλελεύθερης σκέψης φανερώνεται προ­ παντός στούς έκπροσώπους τής σκωτικής σχολής, οί όποιοι θέτουν τό πρόβλημα τού «τρόπου ύπαρξης καί συντήρησης» τών άνθρώπων μέ 317. ορ. eit.., 1, 1 = 318. ορ. e it., III, 2 319. ορ. eit., 1, 1 = 320. ορ. eit., I, 1 = 321. ορ. eit., I, 1 =

σ. 3. = σ. 123. σ. 4/5. σ. 6. σ. 8. Πρβλ. J o g la n d , S o z io lo g ie bei F e rg u so n , 72.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

91

διατυπώσεις πού θυμίζουν τόν M a r x .322 Ή ανάλυση τού υλικού τρό­ που ύπαρξης τών ανθρώπων στηρίζει μάλιστα καί προσπάθειες περιοδολόγησης τής ιστορίας, πού τώρα γίνονται άπαραίτητες, μιά καί γ ί­ νεται δεκτή ή πρόοδος. Ό Α. Sm ith ύποτυπώνει μιά θεωρία τεσσά­ ρων σταδίων μέ βάση οικονομικά κριτήρια,323 ή οποία μπορεί νά άνιχνευθεί καί στά οικονομικά άρθρα τής E n cj/’clopedie.324 Ή διερεύνηση φαινομένων δπως ή κατανομή τής έργασίας, ή ιδιοκτησία κτλ. οδηγεί, μέ τή σειρά της, σέ κοινωνιολογικούς στοχασμούς πάνω στήν προέλευση καί στή λειτουργία τών θεσμών. Ή νέα ίστορικοθεωρητική προτεραιότητα τού κοινωνικού στοιχείου άνθρωπολογικά στηρίζεται στή θέση γιά τή φυσική κοινωνικότητα τού άνθρώπου* γε­ νικά, οι ψυχικές καταβολές τού άτόμου θεωρούνται άλλοτε ώς αιτίες καί άλλοτε ώς συστατικά στοιχεία μιας ορισμένης κοινωνικής δομής.325 'Ωστόσο, είτε είναι άποκρυσταλλώσεις είτε είναι κίνητρα τής ψυχής, οί θεσμοί άποτελούν εντελώς άπαραίτητες προϋποθέσεις τής δραστηριότητας ενός άνθρώπου κοινωνικού άπό τή φύση του.326 Όμως ή δραστηριότητα αυτή βασικό σκοπό της έχει τήν εξασφάλιση τής υλικής ύπαρξης καί γ ι’ αυτό ή οικονομική θεώρηση συνυφαίνεται μέ τήν ψυχολογική στό πλαίσιο τής θεωρίας τών θεσμών οί Σκώτοι δηλ. δέν πέφτουν στον καθαρό ψυχολογισμό. Έ τσι ή άλλιώς, έκφράζουν, πάντως, σαφέστατα τή ρήξη τής νέας ίστορικοθεωρητικής άντίληψης μέ τήν παραδοσιακή. Τό κοινωνικό Όλο στήν πολυδιαστατικότητά του δέν μπορεί νά είναι άπλό προϊόν τής κυρίαρχης βούλησης ένός νομοθέτη, δπως υπέθετε συνήθως ή άρχαία, ή άνθρωπιστική καί 322. M eek, The S c o ttish C o n trib u tio n , 37/8. Ή έκφραση «m od e o f su b sistence», πού παραθέτει ό M eek , προέρχεται άπό τόν R o b ertso n . Ό F e rg u so n γράφει «w ay o f su b siste n c e » (E s s a y , I, 9 = σ. 62). Πρβλ. τόν τρόπο, μέ τόν όποιον ό F e rg u so n περιγράφει τή ζωή πρωτόγονων και βαρβαρικών λαών, δπου ό τρόπος παραγωγής καί οί σχέσεις ιδιοκτησίας παίζουν κύριο ρόλο (II, 2 καί 3 = σ. 81 κ.έ.). 323. Κυνήγι, βοσκή, γεωργία, έμπόριο. Γιά τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φάσης βλ. Sk in n er, S m ith , 156 κ.έ. Ό S k in n er έχει δίκιο νά μιλά γιά τή «μαρξική σχεδόν εμπιστοσύνη, μέ τήν οποία ό Sm ith περιβάλλει τούς οικονομικούς παράγον­ τες» (155, πρβλ. 175). 324. H u b ert, Sciences so c ia le s , 289 κ.έ.· γιά τόν νεοφανή τονισμό οικονομι­ κών καί κοινωνικοϊστορικών παραγόντων στήν Εγκυκλοπαίδεια βλ. γενικά S c h a rgo H oyt, M ethode et Interpretation , ίδ. 367 κ.έ. 325. B ry so n , M a n a n d S o c ie ty , κεφ. V I, 148 κ.έ., ίδ. 151/2, 170 κ.έ. Και οί έγκυκλοπαιδιστές ψάχνουν νά βρουν μέσα ατούς θεσμούς «τήν έπιρροή τών πιό άρχέγονων ένστικτων καί τών πιό υλικών αναγκών» τού άνθρώπου, H u b ert, S cien ce s so c ia le s, 359. 326. B ry so n , M a n a n d S o c ie ty , 173 κ.έ.

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

92

ή απολυταρχική ιστοριογραφία. Τέτοιοι ιδρυτές κρατών καί νομοθέτες ήταν, κατά τή γνώμη τού F e rg u so n , μάλλον θρυλικά πρόσωπα* γιατί «οί μορφές τής κοινωνίας έχουν προέλευση σκοτεινή καί μακρι­ νή* γεννιούνται πολύ προτού εμφανιστεί ή φιλοσοφία, δηλ. γεννιούν­ ται άπό τά ένστικτα καί οχι άπό τις άφηρημένες σκέψεις τών άνθρώπων».327 Ή αλλαγή καί ή ποικιλία τών μορφών διακυβέρνησης δέν όφείλονται ούτε αυτές σέ αυθαιρεσίες μεγάλων άτόμων, άλλά καθορί­ ζονται άπό «τήν έκταση, τόν τρόπο υλικής ύπαρξης, τον χαρακτήρα καί τά ήθη τών διαφόρων έθνών».328 Ό υποβιβασμός τής παραδο­ σιακής πολιτικής ιστοριογραφίας παίρνει στον F e rg u so n καί τή μορ­ φή τής ρηξικέλευθης θέσης, δτι σέ κάθε τύπο κυβέρνησης υπάρχει δί­ πλα στήν «τυπικά κατεστημένη έξουσία» μιά «ανεπίσημη ίεραρχική σχέση», ή οποία συνυφαίνεται μέ τήν «κατανομή τής ιδιοκτησίας» καί, μολονότι άφανής, «δίνει στό κράτος τόν τόνο του καί διαμορφώ­ νει τόν χαρακτήρα του».329 Καί ό M iliar άμφισβητεί τή «σύμφωνη μαρτυρία τών ιστορικών» σέ σχέση μέ τούς μεγάλους νομοθέτες, το­ νίζοντας τήν προτεραιότητα τών αντικειμενικών παραγόντων.330 Τις διαφορές «νόμων καί διακυβέρνησης» τίς αποδίδει καί αυτός στίς «διαφορές τών καταστάσεων», οί όποιες ορίζονται μέ βάση τά παρα­ κάτω κριτήρια: «γονιμότητα ή μή τού εδάφους, υφή τών προϊόντων του, είδος τής έργασίας, ή οποία είναι άναγκαία γιά τήν υλική ύπαρ­ ξη, αριθμός άτόμων τής κοινότητας, τεχνικές τους δεξιότητες, πλεονεκτήματά τους άπό τήν ανάπτυξη συναλλαγών καί τή διατήρηση πυκνής επικοινωνίας».331 Αμέσως μετά ό M iliar παρατηρεί δτι οί «ιδέες καί τά αισθήματα» τών μελών μιας κοινωνίας βρίσκονται σέ «συμφωνία μέ τήν κατάστασή τους», όπως αυτή ορίστηκε παραπά­ νω.332 ’Ήδη ό F e rg u so n είχε υπογραμμίσει δτι ή πνευματική εξέλιξη καθορίζεται άπό τήν κοινωνία καί άπευθύνεται σ’ αυτήν* ό καθένας οξύνει τό μυαλό του προσπαθώντας «νά παρουσιάσει τίς ιδέες του στό κοινό» καί νά παίξει μέ επιτυχία τόν ρόλο του «ώς μέλος μιας κοινω­ νίας, ώς φίλος ή έχθρός»: «στίς υποθέσεις αυτές ή νόηση φαίνεται νά δανείζεται πολλά άπό τά πάθη».333 Οί αποφάνσεις τούτες πρέπει νά καταγραφούν μέ προσοχή, γιατί έπιβεβαιώνουν δτι ή αποκοπή άπό 327. 328. 329. 330. 331. 332. 333.

E s s a y , III, 2 = σ. 122- πρβλ. II, 2 = σ. 86. ορ. cit., I, 9 = σ. 62. ορ. cit., III, 3 = σ. 133. D istin ction o f R a n k s , In tro d ., 177/8. ib id ., 175. ib id ,., 176. E s s a y , I, 5 = σ. 29.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

93

τή νοησιαρχία καί ή στροφή πρός την ιστορία ώς πεδίο δράσης του φυσικού-αίσθητού ανθρώπου συνδέονται στενότατα. Ή γενετική τάση στή γνωσιοθεωρία, πού έγινε άναπόδραστη μετά τήν παραπάνω αποκοπή.,334 συνδυάζεται τώρα μέ τή γενετική εξέταση των κοινωνι­ κών μορφών τού πνεύματος. Όπως τό πνεύμα, σύμφωνα μέ τήν έμπειριστική θεώρηση, ριζώνει στις αισθήσεις, έτσι καί ή άτομική ή συλ­ λογική ιδεολογία αποτελεί, σύμφωνα μέ τήν καινούργια ιστορική άντίληψη, έκφραση καί άπόρροια ορισμένων υλικών ορών. Ό τονισμός των οικονομικών παραγόντων έκ μέρους των Σκώτων δέν μπορεί νά θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός γιά ολόκληρη τήν καινούργια ιστοριογραφία, μολονότι κάνει πρόδηλες ορισμένες ση­ μαντικές ίστορικοθεωρητικές συνέπειες τής βασικής θέσης, δτι ό άν­ θρωπος είναι Φύση. 'Άλλωστε καί οί ίδιοι οι Σκώτοι απέχουν πολύ από μιάν οικονομική αιτιοκρατία, δπως δείχνουν οί προηγούμενες περικοπές* παρ'* δλα αυτά, στήν ήπειρωτική Ευρώπη ή ιδέα τού πολι­ τισμικού Όλου εμφανίζεται άκόμη πιό χαλαρή καί άφηρημένη απ’ δ,τι σ’ αυτούς. Τούτη ή ιδέα περιλαμβάνει γενικά, αν καί σέ διάφορες κάθε φορά αναλογίες καί σχέσεις, τή βιολογική (φυλή), γεωγραφική (κλίμα, έδαφος, θέση) καί κοινώνικοϊστορική (οικονομία, ήθη, μορ­ φή διακυβέρνησης) διάσταση τού αισθητού κόσμου καθώς καί τόν συ­ ναφή τομέα τών τεχνών καί των έπιστημών. Στό πλαίσιο τούτου τού πολιτισμικού Όλου έπρεπε, τώρα, νά συνταιριαστούν καί νά έρμηνευθούν τά έπιμέρους ιστορικά συμβάντα. Αυτό, βέβαια, συνεπαγόταν μιά προκαταβολική αξιολόγηση τών τελευταίων άπό τή σκοπιά τής νέας θεώρησης. Ό V o ltaire τό λέει ρητά. Ό «σωρός τών άχρηστων γεγονότων»335 πρέπει νά ξεκαθαριστεί, σημαντικά είναι μονάχα δσα άναφέρονται στά ήθη καί στό πνεύμα τής έκάστοτε έποχής ή χώ ­ ρας*336 μέ βάση αυτά καί μόνο πρέπει νά γίνει μιά επιλογή,337 έτσι ώστε, «κρατώντας δσα ζωγραφίζουν τά ήθη, νά μετατρέψουμε τό χάος σέ πίνακα γενικό καί καλοδιαρθρωμένο»*338 «άληθινή» ιστορία είναι ή ιστορία τών ήθών, τών νόμων, τών τεχνών καί τών προόδων τού ανθρώπινου πνεύματος.339 Όταν, λοιπόν, ό V o ltaire άπαιτεί νά γράφεται ή ιστορία «φιλοσοφικά»,340 έννοεΐ τόσο μιάν ορισμένη άντί334. Βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 4, καί κεφ. V, ύποκεφ. 1. 335. Su p p le m e n t ά Γ E s s a i, I = OC, X X IV , 543. 336. E s s a i , C L X X X V III = OC, XIII, 123. 337. Su p p le m e n t ά E E s s a i , III = OC, X X IV , 548. 338. P re fa c e de 1754 = OC, X X IV , 42. 339. Επιστολή στον B a ro n de T o tt άπό 2 3 .4 .1 7 6 7 = OC, X L V , 230. 340. Επιστολή στον T h ierio t άπό 3 1 .1 0 .1 7 3 8 = OC, X X X V , 32* πρβλ. τίς πα­ ρατηρήσεις του γιά τήν άγγλική ιστορία του H u m e, OC, X X V , 169/70.

94

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ληψη για τήν ανθρώπινη δραστηριότητα και τον άνθρωπο γενικά, δσο και τήν αντίστοιχη διαπραγμάτευση τού υλικού απ’ αυτή τή σκοπιά: δπως τόσες φορές, έτσι κι εδώ φαινομενικά ουδέτερες μεθοδολογικές άρχές σκοπεύουν νά στηρίξουν μιά συγκεκριμένη θέση. Μ’ αυτόν τον τρόπο., πάντως, πραγματοποιείται ή ρήξη μέ τήν αύλική ιστοριογρα­ φία καί μέ τή μέθοδο των πολυϊστόρων (βλ. παρακάτω). Ανάμεσα σέ πρόθεση καί πραγμάτωση υπάρχει, ωστόσο, σημαντική άπόσταση, καί μάλιστα δχι μόνο στόν V o ltaire, αλλά καί σέ συναφείς ιστοριο­ γραφικές προσπάθειες έξω άπό τή Γαλλία.341 Στή βιάση τους νά αποδείξουν τήν όρθότητα τής νέας ιστορικής αντίληψης καί έπιπλέον νά ασκήσουν έπίδραση στους συγχρόνους τους, οι διαφωτιστές πολύ συχνά έμειναν προσκολλημένοι στόν επιπόλαιο τρόπο έργασίας των ανθρωπιστών, έτσι ώστε οί έρεθισμοί, πού έδωσαν στόν χώρο τής ιστορίας τού πολιτισμού, φαίνονται σημαντικότεροι άπό τά συγκεκρι­ μένα αποτελέσματα τής ίδιας τους τής έργασίας.342 Εκτός άπό τίς άδυναμίες αυτές, υπήρχε καί ένας αντικειμενικός λόγος, γιά τόν όποιον ή ιστορία τού πολιτισμού δέν μπορούσε νά παραγκωνίσει όλότελα τήν πολιτική ιστορία, μολονότι τώρα πιά ή τελευταία τούτη βρι­ σκόταν πιο κοντά στόν M ach iav elli καί στόν G u icciard in i παρά στήν αύλική ιστοριογραφία. Ή λειτουργία τού συστήματος τής ευρω­ παϊκής ισορροπίας έκανε αναπόδραστη τήν ενασχόληση μέ τό κράτος ώς πολιτικό μέγεθος ήδη άπό τήν πρώιμη φάση τών Νέων Χρόνων ή ιστορική εργασία τού R o b ertso n καί τού H um e έχει αναμφισβήτη­ τα μιάν έντονη καί συνειδητή πολιτική διάσταση.343 341. Βλ. τίς παρατηρήσεις τού Sch au m k e il (G esch . d e r deu tsch en K u ltu r ­ g e sc h ic h tssc h r e ib u n g , 61, 67) γιά τούς G a tte re r καί S ch lö z e r. Ή επίδραση τών πανεπιστημίων καί τών άκαδημιών στή Γερμανία είχε δύο πλευρές: άπό τή μιά προώθησαν, βέβαια, τήν ιστορική έπιστήμη γενικά, άπό τήν άλλη, όμως, έπιβοήθησαν σέ μεγάλο βαθμό τήν προσκόλληση στή χρονογραφική-άρχαιοδιφική μέθοδο, αφού στούς κόλπους τους —δχι σπάνια κατά παραγγελία τών ήγεμόνων— γίνονταν γενεαλογικές έρευνες ή γραφόταν πολιτική ιστορία άπό τή σκοπιά ορισμένης δυνα­ στείας (K r a u s , V ernunft u n d G esch ich te, ίδ. 350 κ.έ., 394 κ.έ.). Ό K r a u s φρο­ νεί δτι άκριβώς αυτή ή φαινομενική καθυστέρηση έδωσε άργότερα στή γερμανική ιστοριογραφία τή δυνατότητα ώριμότερων επιτευγμάτων, άφοϋ έτσι ποτέ δέν παρα­ μελήθηκε ή μελέτη τών πηγών, άλλά τό παραδοσιακό καί τό σύγχρονο στοιχείο συν­ δέθηκαν όργανικά μεταξύ τους (550 κ.έ.). Εντούτοις έξακολουθεΐ νά άληθεύει ή δια­ πίστωση τού Sch len k e, δτι στήν Α γγλία π.χ., παρ’ δλες τίς άδυναμίες στήν όργάνωση τών πανεπιστημίων καί τών άκαδημιών, προσφέρονταν ούσιαστικά ευμενέστε­ ροι κοινωνικοί οροί γιά τήν άνάπτυξη τής νέας ιστοριογραφίας (A n fän ge w iss. G e s c h i c h t s s c h r 322). 342. F u e te r, G esch. d e r n eueren H is to r ., 3 4 6 /7 . 343. Sch len k e, K u ltu rg e sc h ic h te o d e r p o litisc h e G esch ich te, ίδ. 66 κ.έ., 7 4 /5, 89/90.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

95

Ό ριζικός άναπροσανατολισμός τής ιστοριογραφίας, πού έπιτελέστηκε χάρη στήν πρόταξη τού πολιτισμικού 'Όλου, είχε κι αυτός τίς κοινωνικές του προϋποθέσεις, όπως τίς είχε καί ό υποβιβασμός τού Θεού.344 Στόν σκόπιμο χωρισμό της από την πολιτική ιστορία, ή οποία στρεφόταν γύρω από πράξεις ήγετικών προσωπικοτήτων, ή έν­ νοια τού πολιτισμικού Όλου εκφράζει στό έπίπεδο τής ιστορικής με­ θοδολογίας τό αίτημα τής (αστικής) κοινωνίας νά χειραφετηθεί από τό απολυταρχικό κράτος. Ή νέα ιστοριογραφία γεννιέται, μέ άλλα λόγια, σέ ορισμένη φάση τού χωρισμού κράτους καί κοινωνίας, δταν ή δεύτερη αισθάνεται τόν εαυτό της αρκετά ώριμο καί ισχυρό, γιά νά αρχίσει τόν ανοιχτό πόλεμο εναντίον τού πρώτου.345 Μ’ αυτή τήν εύρεία έννοια είναι αστική ιστοριογραφία, σ’ αυτή δηλ. παρουσιάζεται ώς σπουδαιότερο γεγονός δ,τι από αστική σκοπιά είναι ύψιστη αξία: ή παραγωγική εργασία σέ δλες τίς μορφές, από τίς στοιχειώδεις, πού υπηρετούν τήν υλική ύπαρξη, ίσαμε τίς πιό εκλεπτυσμένες, πού δη­ μιουργούν τήν έπιστήμη καί τήν τέχνη. (Ή αστική αξιολογική κλίμα­ κα εμφανίζεται τήν ίδια εποχή καί στή νεαρή πολιτική οικονομία μέ τή μορφή έπιστημονικής απόφανσης, δπως καταφαίνεται στήν ανατί­ μηση τού παράγοντα « εργασία»346). Απεναντίας, ό πόλεμος, δηλ. ή παραδοσιακή κύρια άπασχόληση τής φεουδαλικής αριστοκρατίας, θεωρείται ώς μή παραγωγικός καί βλαβερός, ώς συστατικό μέρος τού παρασιτικού τρόπου ζωής τού κοινωνικού εκείνου στρώματος. Σ ’ δ,τι είναι άντιπαραγωγικό καί ολέθριο άντιπαρατίθεται τώρα δ,τι φαίνεται παραγωγικό καί εποικοδομητικό* τό εμπόριο θά αντικατα­ στήσει, σύμφωνα μέ τήν αστική προοπτική, τόν πόλεμο ώς μορφή επικοινωνίας ανάμεσα στά έθνη.347 Α κόμη καί ή κοινωνιολογική θέ­ ση γιά τή συνάφεια οικονομίας καί ήθικής μεθερμηνεύεται κατά τίς ανάγκες τής αστικής μυθολογίας καί εσχατολογίας, παίρνοντας τή 344. Βλ. τή σημ. 7 σέ τούτο τό κεφάλαιο. 345. Ή έννοιολογική διάκριση ανάμεσα σέ κράτος καί κοινωνία γίνεται στόν 18ο αί. ευκαιριακά μόνο καί δίχως συνέπεια, ωστόσο ή σχετική τάση διαφαίνεται καθαρά στις άποφάνσεις καί άντιλήψεις της έποχής. Βλ. A ngerm ann, D a s A usein­ andertreten von S t a a t u n d G e se llsc h a ft, 100* πρβλ. C on ze, S t a a t und G e­ se llsch aft, 3/4. 346. A. Sm ith , W ealth o f N a tio n s, Ιδ. εισαγωγή καί κεφ. I καί V του πρώτου βιβλίου ( = 1, 1/2, 7 κ.έ., 34 κ.έ.). Γιά τήν πρωταρχική σημασία του παράγοντα «έργασία» στίς ιστορικές καί οικονομικές άναλυσεις τού H um e πληροφορεί διεξοδικά ό S tew art, M o r a l a n d P o lit. Ph il, o f H u m e, ίδ. 161/2, 177 κ.έ. Γιά τίς ιστορικές καί πνευματικές προϋποθέσεις τούτης τής άνατίμησης τής έννοιας τής έργασίας βλ. Conze, A rb e it, 174 κ.έ., καί A d e l, 24. 347. V o lta ire , L e ttr e s P h ilo s., X = OC, XXII, 110.

96

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μορφή τοΰ ισχυρισμού, οτι ή εξέλιξη τού εμπορίου καί τής βιομηχα­ νίας βελτιώνει αυτόματα τά ήθη, μια καί απαιτεί τήν τήρηση συμβα­ τικών υποχρεώσεων.348 Στό κοινωνικοϊστορικό τούτο πλαίσιο καταλαβαίνουμε καλύτερα τήν ταυτόχρονη επίθεση ενάντια στή «φιλόφρονη ιστοριογραφία» καί στήν αρχειακή πολυϊστορία. Οι δύο αυτές είχαν ελάχιστα κοινά ση­ μεία άπό άποψη ύφους καί περιεχομένου, ώστόσο καί οί δυο τους συ­ χνά ύπηρετούσαν τούς ίδιους απολυταρχικούς κυρίους. Ή «φιλόφρο­ νη ιστοριογραφία» ήταν έν μέρει πιστή καί εν μέρει εκφυλισμένη συνέχιση τής ανθρωπιστικής ιστοριογραφίας τής Αναγέννησης,349 στήν οποία, ήδη έξαιτίας τής καταγωγής της, επικρατούσε ή πληθωρική περιγραφή μεγάλων πράξεων μεγάλων προσωπικοτήτων, ένώ τά γε­ γονότα συχνά χρησίμευαν μόνον ώς άφορμή ρητορικών εξάρσεων γ ι’ αυτό καί άποτελούσε μιά δοκιμασμένη μορφή αύλικής ιστοριογρα­ φίας. Ό μως καί ή φιλολογική-έκδοτική δραστηριότητα, ή όποια στή διάρκεια τού 17ου αί. έκαμε σημαντικές προόδους καί άναμφισβήτητα έπιβοήθησε τήν ανάπτυξη μιας πιο αύστηρής ιστορικής αντίληψης, δέν μπόρεσε νά μείνει έξω άπό τή σφαίρα τών δυναστικών επιρροών, αφού τά παλιά έγγραφα συχνά χρησιμοποιούνταν γιά νά νομιμοποιή­ σουν συγκαιρινές δυναστικές άξιώσεις.350 Ή νέα ιστοριογραφία στρέ­ φεται, τώρα, ενάντια καί στις δυό παραπάνω μορφές τής αύλικής ιστοριογραφίας, καί μάλιστα μέ διπλή έννοια. Όσον άφορά στό πε­ ριεχόμενο, οί πράξεις τών ήγεμόνων καί τών στρατηλατών, στόν βαθμό πού θεωρούνται αξιομνημόνευτες, σμικρύνονται ή καί εκμηδε­ νίζονται διαμέσου τής ένταξής τους σέ ένα ιστοριογραφικό πλαίσιο, συγκροτημένο μέ βάση άξιολογικά κριτήρια έντελώς διαφορετικά άπό εκείνα, μέ τά οποία συνδέονταν παραδοσιακά οί παραπάνω πρά­ ξεις. Άπό άποψη ύφους, ή νέα ιστοριογραφία άπομακρύνεται τόσο άπό τήν ξηρότητα τών πολυϊστόρων οσο καί άπό τή ρητορική ύπερβολή τής «φιλόφρονης ιστοριογραφίας», γιά νά προσεγγίσει τή φιλο­ λογική μορφή τού μυθιστορήματος (ενός γνήσιου προϊόντος τού 18ου αί.), καί μάλιστα νά τή συναγωνιστεί*351 πράγματι, καί ώς πρός τό ύφος καί ώς πρός τήν επίδραση διαπιστώνουμε μιά συγγένεια άνάμεσα στή νέα λογοτεχνία καί στή νέα ιστοριογραφία.352 Αυτό άντικατο348. M ilia r, S e le c tio n s, 3 83/4. Και ό H um e σκέπτεται παρόμοια, βλ. Stew ­ a rt, M o r a l a n d Polit. P h il. o f H u m e , 187/8. 349. F u e te r, G e sch . d e r n eu eren H isto r ., 332 κ.έ. 350. H a y , A n n a lists a n d H is t o r ia n s , 148 κ.έ., 151/2. Πρβλ. παρ. σημ. 341. 351. V ie rh au s, G e sch ic h tssch re ib u n g a ls L it e r a t u r , ίδ. 4 2 1 /2 . 352. B la c k , A rt o f H i s t o r y, 14 κ.έ.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

97

πτρίζει, πάλι, τό κοινωνιολογικό γεγονός, δτι οί εκπρόσωποι τής τε­ λευταίας είναι λογογράφοι μέ φρόνημα διαφωτιστικό. Α λλά καί ή ιδιαίτερη υπογράμμιση των πολιτισμικών παραγόντων, καί μάλιστα τής τέχνης, έκ μέρους τής νέας ιστοριογραφίας συμβαδίζει μέ τήν ά­ νοδο τής αύτοεκτίμησης των έλεύθερων διανοουμένων. Ό αύλικός λόγιος, πού συχνά φοβόταν γιά τό ψωμί του καί οχι σπάνια γιά τό κεφάλι του,353 μπορούσε πολύ δυσκολότερα νά βάλει μέ τόν νού του δτι άνθρωποι τού είδους του δημιουργούν δ,τι ωραιότερο καί σπου­ δαιότερο Εχει νά παρουσιάσει ή ιστορία, παρά ό διανοούμενος λογο­ γράφος τού 18ου αί., ό όποιος μερικές φορές ήταν οικονομικά ανε­ ξάρτητος ή είχε ενα κοινό γιά νά πουλήσει ελεύθερα τήν πνευματική του έργασία — καί έπιπλέον Εβλεπε τόν εαυτό του ώς εκπρόσωπο νέων άξιων καί ώς ήθικό νομοθέτη. Ή νεαρή «δημοκρατία τών γραμμάτων» Εδειχνε τώρα τη δύναμή της, ορίζοντας νέα ιστοριογρα­ φικά κριτήρια. Ό V o ltaire ήταν φερέφωνό της, δταν τόνιζε έμφατικά τήν ιστορική προσφορά τών ανθρώπων τού πνεύματος, ενώ συνά­ μα χαρακτήριζε τούς πολιτικούς κτλ. ώς «επιφανείς παλιανθρώ­ πους».354 Ή πρόταξη τού πολιτισμικού Όλου σήμαινε διπλή ενίσχυση τής σχετικιστικής καί σκεπτικιστικής θεώρησης. Ό κάθε πολιτισμός έξαρτιόταν άπό ορισμένους αισθητά δεδομένους καί εμπειρικά διαπιστώσιμους παράγοντες, οί όποιοι επηρέαζαν ουσιαστικά καί τήν πνευματική του φυσιογνωμία. Άπό τήν άλλη μεριά, είχαμε τήν άπει­ ρη πολυμορφία τών παλιών καί τωρινών πολιτισμών, οί όποιοι σέ τε­ λευταία άνάλυση Επρεπε νά θεωρηθούν ισότιμοι σχηματισμοί, άφοϋ καθένας τους εδραζόταν σέ συνθήκες συγκεκριμένες καί ανεπανάλη­ πτες.355 Όπως στό κοσμολογικό καί στο ήθικοφιλοσοφικό επίπεδο, έτσι καί στό ιστορικό οί διαφωτιστές άρχικά δέν άπογοητεύθηκαν 353. H a y , A n n a lists a n d H is t o r ia n s , 140 κ.έ. 354. t e u r e s P h ilo s., XII, πρβλ. XXIII = OC, XXII, 116, 179 κ.έ. 355. Καί τά δύο τούτα σημεία είναι άπαραίτητα γιά μιά συνεπή ίστοριστική θεώ­ ρηση, ωστόσο τό πρώτο πρέπει νά θεωρηθεί σημαντικότερο, τουλάχιστον σέ μιάν άνάλυση τού Διαφωτισμού άπό τη σκοπιά τής ιστορίας τών ίδεών. Τό μεγάλο μειο­ νέκτημα της έργασιας τού M ein eck e πάνω στή γένεση τού ιστορισμού έγκειται ακριβώς στό δτι δέν υπεισέρχεται σ’ αυτούς τούς συσχετισμούς. Τό στοιχείο τής υλι­ κής έξάρτησης τών πολιτισμών δέν έκτιμάται εδώ άρκετά, γιατί ό M ein eck e δέν συλλαμβάνει τή σημασία καί τις κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις τής θέσης, δτι ό άν­ θρωπος είναι Φύση, μέσα στή σκέψη τού Διαφωτισμού. Έ τσ ι, ή ιδέα τής άνεπανάληπτης ατομικότητας τών (ιστορικών) φαινομένων παρουσιάζεται άπό τή σκοπιά του ώς μεταφυσική (έπαν)ανακάλυψη* δέν είναι τυχαίο δτι τό βιβλίο του άρχίζει μέ τόν S h a ftesb u ry καί τελειώ νει μέ τόν G oethe.

98

V I. Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ K A I Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗΣΗ

για τούτον τόν σχετικισμό, αλλά προσπάθησαν νά τον άξιοποιήσουν άπό τή σκοπιά τους. Όπως ό τονισμός τής ιστορικής αιτιότητας καί τού πολιτισμικού Όλου ήταν πολεμική πράξη έναντίον τής ιστοριο­ γραφίας «παπάδων» σάν τόν B o ssu e t καί, επίσης, έναντίον των εύνοουμένων «τυράννων» τής αύλικής ιστοριογραφίας, έτσι καί ό σχετι­ κισμός χρησιμέυσε ώς δπλο έναντίον των ορθόδοξων θεολογικών δι­ δασκαλιών καί τής άξίωσής τους νά μονοπωλούν τήν άλήθεια. Τά άξιώματα τής «Σχολαστικής» δεν μπορούσαν νά κηρυχθούν έμφυτα καί θεόδοτα, άν μεγάλα τμήματα τού κόσμου, πού στό μεταξύ άνακαλυπτόταν, δεν είχαν άκούσει ποτέ γ ι’ αυτά. Όπως ξέρουμε,356 ό Locke είχε μεταχειριστεί αυτό τό έπιχείρημα γιά νά άπορρίψει τις έμφυτες ιδέες καί είχε έπικαλεστεί γιά τόν σκοπό του έργα τής τοτινής ταξιδιωτικής φιλολογίας, τής οποίας ή αύ'ξηση καί ή διάδοση εί­ ναι στ’ άλήθεια χαρακτηριστικές τόσο γιά τή στροφή πρός τά κοινω­ νικά φαινόμενα στήν άπτή τους υπόσταση οσο καί γιά τή συγκριτική-σκεπτικιστική διάθεση.357 Ή δλο κατανόηση358 περιγραφή ξέ­ νων ήθών καί θρησκειών, πού λειτουργούσαν τελεσφόρα άπό κοινω­ νική άποψη, μολονότι άνήκαν σέ άλλο περιβάλλον καί έξέφραζαν άλ­ λες νοοτροπίες, άποτελούσε καθαυτή υποβιβασμό τής ήθικής καί τού δόγματος τού θετικού Χριστιανισμού. Ό μω ς οί διαφωτιστές, άφού σχετικοποιούσαν ιστορικά καί κοινωνιολογικά τή θέση τού άντιπάλου, περνούσαν άμεσα στήν άντεπίθεση, άντιστρέφοντας τήν έπιχειρηματολογία τους καί βάζοντας τήν πολεμική συνέπεια πάνω άπό τή 356. Βλ. ύποκεφ. 3α αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου. 357. "Ηδη ό L a B ru y e re είχε περιγράφει τήν επίδραση της γνωριμίας μέ ξένες χώρες καί πολιτισμούς πάνω στη θρησκευτικότητα τής έποχής του τόσο ωραία, ώστε αξίζει νά παραθέσουμε τή σχετική περικοπή: «Μερικοί τά καταφέρνουν νά διαφθαρουν μέ μεγάλα ταξίδια, χάνοντας τό λίγο της θρησκείας πού τούς είχε άπομείνει. Κάθε μέρα βλέπουν καί μιά καινούργια λατρεία, καινούργια ήθη, διαφορετικές τελε­ τουργίες* μοιάζουν μέ δσους μπαίνουν μέσα στά καταστήματα αναποφάσιστοι γιά τό ποιό ύφασμα θέλουν νά άγοράσουν: οσο περισσότερα βλέπουν, τόσο πιο αδιάφοροι γίνονται* τό καθένα έχει τά προτερήματα καί τά έλαττώματά του* έτσι, δέν καταλή­ γουν πουθενά καί φεύγουν δίχως ν’ άγοράσουν» (L e s C a r a c t e r e s , X V I, § 4 = σ. 372). Γιά τήν έντονα διαδεδομένη ταξιδιωτική φιλολογία τού 18ου αί. πληροφορεί διεξοδικά ό D uch et, A n th ro p o lo g ie et h isto ire , ίδ. 65 κ.έ. (έκτεταμένη βιβλιο­ γραφία 485 κ.έ.). Τή μετάβαση άπό τήν ταξιδιωτική φιλολογία στήν έπιστημονική γεωγραφία περιγράφει ό B r o c , G e o g ra p h ie d e s P h ilo so p h e s, ίδ. 187 κ.έ. 358. Πόσο βαθιά καί πόσο σκεπτικιστική μπορούσε κάποτε νά είναι ή κατανόηση αυτή, τό δείχνει μιά άπόφανση τού F e rg u so n : «Συνήθως μάς είναι άδύνατον νά φανταστούμε πώς μπορεί νά υπάρχει τό ανθρώπινο γένος έχοντας ήθη καί έθιμα όλότελα διαφορετικά άπό τά δικά μας»* θεωρούμε άλλες εποχές ώς αφόρητες — «δμως κάθε έποχή έχει καί τίς παρηγοριές καί τά βάσανά της» (E s s a y , II, 3 = σ. 105).

4 . Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

99

λογική συνέπεια. Γιατί ό θετικός Χριστιανισμός δεν άπορρίφθηκε απλώς καί μόνον ώς σχετικό ιστορικό φαινόμενο μέσα στήν πληθώρα των θρησκειών (ή τέτοια απόρριψη μπορούσε νά αμφισβητήσει μονά­ χα τίς μονοπωλιακές του αξιώσεις, δμως κατέληγε στήν έμπρακτη ιστορική καί κοινωνιολογική νομιμοποίησή του ώς άντικειμενικοϋ προϊόντος ορισμένων συνθηκών: γιατί νά καταδικαστεί αποκλειστικά ό θετικός Χριστιανισμός μέ βάση έναν γενικό σχετικισμό καί σκεπτι­ κισμό;), αλλά τού προσάφθηκε ή καταπάτηση οικουμενικών άξιών καί ιδεών καθώς καί τής ανθρώπινης φύσης. Ή πολυμορφία τού ιστο­ ρικού κόσμου, μέ τήν έπίκληση τής όποιας είχαν σχετικοποιηθει καί υποβιβαστεί οι άξιες τού θετικού Χριστιανισμού, ενοποιείται καί πάλι, αφού εκπλήρωσε τήν πολεμική της λειτουργία, δμως αυτή τή φορά δέν στέκει υπό τήν αιγίδα τού Θεού, αλλά τών κανονιστικών αρχών τού Διαφωτισμού. Μέσα σ^ αυτές υπήρχε θέση γιά τόν «άληθινό» Χρι­ στιανισμό, καί αυτό άπό τή μιά διασκέδαζε τήν υποψία τού άθεϊσμού καί τού μηδενισμού, ένώ άπό τήν άλλη έκανε νά φαίνονται άκόμη ζο­ φερότερες οί άγριότητες τού θετικού Χριστιανισμού καί οι φυσιογνω­ μίες τών εκπροσώπων του. Ό μως ό «άληθινός» Χριστιανισμός άντιπαρατέθηκε στόν θετικό ώς ενσάρκωση μιας έλλογης πίστης ή μιας φυσικής θρησκείας. Αυτό σήμαινε δτι ή θεολογία μπορούσε νά κατα­ πολεμηθεί δχι μόνον άπό τή σκοπιά τού «άληθινού» Χριστιανισμού, αλλά καί άπό τή σκοπιά άλλων, πραγματικών ή πλασματικών «έλ­ λογων» θρησκειών. 'Ώστε ή πολυμορφία τών πολιτισμών καί ή εξάρτησή τους άπό αι­ σθητούς παράγοντες, δηλ. ή σχετικιστική καί σκεπτικιστική θεώρηση, χρησιμοποιείται άπό τούς διαφωτιστές ώς έπιχείρημα εναντίον τής νοησιαρχίας καί τής θεολογίας* δμως δέν επιτρέπεται νά θίξει τίς δι­ κές τους κανονιστικές άρχές, άφού μάλιστα οί ίδιοι πιστεύουν δτι οί τελευταίες έχουν τίς καταβολές τους μέσα στήν άνθρώπινη φύση, τής οποίας έργο είναι ή ιστορία, δηλ. ή πολυμορφία τών πολιτισμών. Ό ­ μως τό πρόβλημα είναι, άκριβώς, άν ό άνθρωπος πού δημιουργεί τήν ιστορία, τό κάνει ελεύθερα ή είναι έξαρτημένος άπό παράγοντες ετε­ ρογενείς, δηλ. αισθητούς — δπως, άλλωστε, ισχυρίζονταν οί ίδιοι οί διαφωτιστές, γιά νά άποκλείσουν τόν Θεό άπό τήν ιστορία. Στή φιλο­ σοφία τής ιστορίας τού 18ου αί. παρατηρούνται, λοιπόν, δύο εξίσου έντονες τάσεις, ή τάση τού οίκουμενικού-κανονιστικού στοιχείου καί ή τάση τού αίτιώδους-αίσθητού-σχετικού. Καί έδώ, δπως καί στά άλ­ λα έπίπεδα τής διαφωτιστικής σκέψης, οί σχέσεις άνάμεσα σε τούτες τίς τάσεις διαμορφώνονται ώς εξής: οί δυο τους συνεργάζονται στήν πολεμική εναντίον τού άντιπάλου, ένώ συνάμα άπό λογική άποψη

100

VT. Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ K A I Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗΣΗ

αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ή αμοιβαία συμπλήρωση τού αιτιώδους καί τού κανονιστικού στοιχείου στήν πάλη έναντίον τής άντίπαλης κοσμοθεωρίας μεταβάλλεται σε άνοιχτή σύγκρουση μεταξύ τους, μόλις οί διαφωτιστές άντιμετωπίσουν τό πρόβλημα νά δούν καί νά δι­ καιώσουν τις δικές τους κανονιστικές άρχές στό φως τής αιτιώδους θεώρησης. Ή ριζική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου άνοιξε μιά πληγή, πού μετά τή νίκη πάνω στόν άντίπαλο έγινε άκόμη όδυνηρόΤερη· Γενικά μπορούμε νά πούμε οτι ή έμπειριστική κατεύθυνση τής διαφωτιστικής ιστοριογραφίας καί ίστοριοθεωρίας ευνόησε μιά στάση άπαισιόδοξη καί σχετικιστική, ενώ άντίθετα ή αισιόδοξη τοποθέτηση στηριζόταν σέ μιάν άφαίρεση άπό τήν κανονιστικά άστάθμητη πολυ­ μορφία τού ιστορικού κόσμου, δηλ. σέ μιά θεώρηση ουσιαστικά νοησιαρχική.359 Άπό άποψη λογική καί δομική, τό δίλημμα τής φι­ λοσοφίας τής ιστορίας ταυτιζόταν μέ τό ήθικοφιλοσοφικό δίλημμα. ΓΓ αύτό καί δέν είναι παράξενο οτι τά επιχειρήματα, πού χρησιμο­ ποιήθηκαν γιά τήν υπέρβαση τών διλημμάτων αυτών, ύπάκουαν καί στις δύο περιπτώσεις στήν ίδια λογική. Όπως στήν ήθική φιλοσοφία ή ίδια ή φιλαυτία —δηλ. τό ίδιο τό αίσθητό-αίτιώδες καί δυνητικά έπικίνδυνο στοιχείο— καλούνταν νά άποτελέσει τό θεμέλιο μιας θύρα­ θεν κανονιστικής ιεραρχίας, έτσι καί στή φιλοσοφία τής ιστορίας όρισμένοι διαφωτιστές έπιχείρησαν νά βγάλουν τό καλό (τό κανονιστικό στοιχείο) άπό τό ϊδιο τό κακό (τό αιτιώδες στοιχείο), θέλοντας έτσι νά βρούν έναν λόγο αισιοδοξίας άκριβώς έκεί δπου φαινόταν νά βρί­ σκεται μονάχα μιά άστείρευτη πηγή σκεπτικισμού. Τό ρίζωμα τών πολιτισμών στόν αισθητό κόσμο καί επομένως ή μοναδικότητά τους δέν άμφισβητούνται, δμως συνάμα γίνεται δεκτή μιά εσώτερη σχέση μεταξύ τους, ή όποια παραμένει άσυνείδητη στά ένεργά πρόσωπα τής ιστορίας (προπαντός στό μακρινό παρελθόν), δμως φανερώνεται δλο καί περισσότερο καθώς ή ιστορική πρόοδος πλησιάζει στήν τελείωσή της. Αφού στήν κορυφή τής άνιούσας κλίμακας τών πολιτισμών βρί­ σκεται ή πραγματοποίηση τών ιδεωδών τής Φύσης, τό αιτιώδες στοι­ χείο μεταβάλλεται —άνεπαίσθητα, άλλά σίγουρα— σέ φορέα καί διά­ μεσο τού κανονιστικού. Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες, διαδίδεται ή άντίληψη τής έτερογονίας τών σκοπών, σύμφωνα μέ τήν οποία ή δράση τών άτόμων ύπηρετεί υπερατομικούς σκοπούς, ενώ συνάμα ή διαδικασία τούτη παραμένει άσυνείδητη στά ίδια τά άτομα καί δέν έξαρτάται άπό τήν προσωπική ήθική τους. Μέ τόν τρόπο αυτόν τό άν359. Πρβλ. V y v erb erg , H is t o r ic a l P e ss im is m , 107/8.

4 . Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

101

θρώπινο γένος γίνεται σημαντικότερο από τό άτομο, άφού μονάχα τό γένος μπορεί νά είναι φορέας καί τελεσιουργός τής προόδου, ενώ τό άτομο είναι τοπικά καί χρονικά περιορισμένο.360 Ή έτερογονία τών σκοπών καί ή συναφής μαζί της προτεραιότητα του γένους δείχνουν καθαρά πόσο ακριβά έξαγοράστηκε ή γεφύρωση του χάσματος άνάμεσα σέ αιτιώδη καί κανονιστική θεώρηση στήν ιστορία: γιατί ποιά σημασία καί ποιάν άξια έχει ή προσωπική ήθική ευθύνη, την οποία οι ίδιοι οι διαφωτιστές έξυμνούσαν, αν ή ιστορική πρόοδος πραγματο­ ποιείται άνεξάρτητα απ’ αυτά τά πράγματα; Όπως, τόσο συχνά, έτσι κι έδώ ή προσπάθεια νά κλειστεί ένα κενό στή διαφωτιστική επιχει­ ρηματολογία άνοίγει ενα άλλο, καί οι πολεμικές άνάγκες τής στιγ­ μής άποφασίζουν ποιό άπό τά δυό θά παραβλεφθεί προσωρινά. Όπως καί νά ’χει: μετά τήν παρακμή τής παραδοσιακής άντίληψης γιά τή lex n a tu r a e , πού βρισκόταν ύπό τήν αιγίδα τού Θεού, καί μπροστά στήν υποψία τού μηδενισμού, ορισμένοι διαφωτιστές δη­ μιουργούν μιά φιλοσοφία τής ιστορίας, ή οποία σκοπό της εχει νά διασώσει τίς άξιες μεταφέροντάς τες μέσα στό καινούργιο ιστορικό πλαίσιο, δπως αύτό καθορίζεται άπό τήν καινούργια κοσμοθεωρητι­ κή στάση* στήν προσπάθειά τους αύτή καταφεύγουν άλλοτε στήν ανοιχτή τελολογία καί άλλοτε στή λαθραία εισαγωγή κανονιστικών αρχών ώς άξόνων δόμησης τού ιστορικού ύλικού.361 Ή ιστορία ενο­ ποιείται ύπό τήν αιγίδα τού κανονιστικού της σκοπού, άπό τίς ιστο­ ρίες τών έπιμέρους λαών αναδύεται ή Μία ολόπλευρη 'Ιστορία ώς αύτοτελής οντότητα μέ δική της νομοτέλεια. Ή ενιαία 'Ιστορία άποτελεΐ τήν άντίστροφη δψη τής φιλοσοφίας τής ιστορίας, οι δύο αύτές έννοιες δημιουργούνται ταυτόχρονα καί είναι λογικά συναφείς. Ό Αρ­ χαίος κοινός τόπος τής h isto ria m a g is tr a v itae έκλείπει, γιατί στήν προοπτική τής προόδου τό παρελθόν δεν έμφανίζεται ώς πρότυ­ πο, αλλά μάλλον ώς ξεπερασμένη φάση.362 Δέν πρέπει, φυσικά, νά παραβλέπουμε δτι ή πεποίθηση, πώς άπό τήν ιστορία μπορούν ν1 Αν­ τληθούν χρήσιμα διδάγματα, συνεχίζει νά υπάρχει στόν Διαφωτισμό, συμβαδίζοντας μέ τή γνήσια διαφωτιστική ιδέα, δτι ή πολιτική μπο-

360. F e rg u so n , E s s a y , I, 1 = σ. 4 /5 . 361. S a m p so n , P r o g r e s s in the A g e o f R e a s o n , 157, 158. 362. K o se lle ck , H is t o r ia m a g is t r a v ita e , ΐδ. 205 /6 . Τή γένεση τής ίδέας αυ­ τής στήν αρχαιότητα καί τή διάδοσή της προπαντός στόν 17ο αί. έρευνα ό N a d e l, Ph ilosophy o f H isto r y , 292 κ.έ., 304 κ.έ.* κατά τή γνώμη του, ή ένοποίηση τής ιστορίας, που σήμανε καί τό τέλος τής παραπάνω ιδέας, στάθηκε συνέπεια τής επή­ ρειας τού φυσικοεπιστημονικοΰ προτύπου (312/3).

102

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

ρει κι αυτή νά γίνει έπιστήμη.363 Ό μως ήδη αυτή ή νεοφανής σύνδε­ ση τής παραδειγματικής ιστορίας με τήν έννοια μιας γενικής επιστή­ μης δείχνει δτι ή ιστορία δεν νοείται πια ώς σύνολο μεμονωμένων γε­ γονότων, από τα όποια μπορούν σέ εντελώς καθορισμένες καταστά­ σεις νά άντληθούν πρότυπα συμπεριφοράς, αλλά μάλλον αποτελεί ένα Ό λο, σύμφωνα μέ τή μόνιμη νομοτέλεια τού οποίου πρέπει νά προ­ σανατολίζεται ή άνθρώπινη συμπεριφορά.363“ Ή κανονιστική πλευρά τής τελευταίας προκύπτει, βέβαια, άπό τή συμφωνία της μέ τίς απαι­ τήσεις τής ιστορικής προόδου, ή οποία, μέ τή σειρά της, νοείται μέ βάση κανονιστικές κατηγορίες, δχι δηλ. ώς άπλή διαδοχή τού ενός ιστορικού σχηματισμού άπό κάποιον άλλον. 'Ώστε καί ή διαφωτιστική έκδοχή τού «h isto ria m a g is tr a v itae » άπολήγει μέ τόν τρόπο της στίς έννοιες τής Μιάς 'Ιστορίας καί τής Μιάς φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Οι έννοιες αυτές ήταν τώρα όλότελα άπαραίτητες. Αφού οι έπιμέρους ιστορίες μετά τή σχετικοποίησή τους, ή οποία έγινε μέ τόν τονισμό τής εξάρτησής τους άπό αισθητούς παράγοντες καί μέ σκοπό τόν εξοβελισμό τής θείας Πρόνοιας, δέν μπορούσαν πιά νά έγγυηθούν τή μόνιμη πραγμάτωση κανονιστικών άρχών, ή επιθυμητή έγγύηση έπρεπε νά δοθεί άπό τή Μία 'Ιστορία. Μετά τήν άποκοπή τής ιστορίας άπό τόν Θεό έπρεπε, έπιπλέον, νά γίνει δεκτό δτι ή τελευταία ήταν σέ θέση νά πραγματώσει τίς κανονιστικές άρχές μέ τίς δικές της δυνά­ μεις, δτι δηλ. τά σπέρματα τής προόδου βρίσκονταν εξαρχής μέσα της καί δτι ή πρόοδος αποτελούσε τήν πραγμάτωση τών εγγενών δυ­ νατοτήτων της. Ή δομική ομοιότητα μέ τή νέα βιολογία είναι πρό­ δηλη: δπως σέ τούτη ή ιδέα τής εξέλιξης στηριζόταν στήν άντίληψη γιά τήν όντολογική αύτάρκεια καί τήν ικανότητα αύτοκίνησης τής ύ'λης,364 έτσι καί ή εφαρμογή τής ίδιας ιδέας στήν ιστορία εδραζόταν στήν άντίληψη γιά τήν αύτοτέλεια καί τήν ικανότητα μεταμόρφωσης τού άνθρώπινου στοιχείου, έτσι δπως είναι ριζωμένο στή Φύση. Ή ιδέα τού Όλου καί ή ιδέα τής εξέλιξης συγχωνεύονται τελικά, καί έτσι ή 'Ιστορία οδηγείται στήν τελείωσή της. Μιά καί ό παράδεισος δέν γινόταν πιά δεκτός ώς δωρεά τής θείας Χάρης, έπρεπε νά έκμαιευθεΐ μέσα άπό τήν Ιστορία τήν ϊδια — άφού τό δνειρο τού παρα­ δείσου καθαυτό δέν ήταν δυνατόν νά άπεμποληθεί.

363. Τεκμήρια στον S t r o m b e r g , H isto ry in the eighteenth Century , 302/3. 363α. Τεκμήρια στον S t r i c k l e n , The p h ilo so p h e’s p o litic al m ission , 176 κ.έ. 364. Βλ. κεφ. IV , ύποκεφ. 4.

4.

Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ Ι Α Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

103

β) Ό B a y le , ο Vico κα ί ο ί άντικαρτεσιανές προϋποθέσεις τής νέας ιστοριογραφίας Διαμέσου τής θέσης, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, τό άντινοησιαρχικό κύριο ρεύμα τού Διαφωτισμού διασταυρώνεται μέ την ιδιαίτερη προ­ βληματική τής καινούργιας ιστοριογραφίας. Καί αφού τό ρεύμα τού­ το είχε εκφραστεί ώς κριτική τού καρτεσιανισμού καί των μαθηματι­ κών, γ ι’ αυτό καί οι πρωτοπόροι τής καινούργιας ιστοριογραφίας ξε­ κινούν επιστημολογικά από τήν τέτοια κριτική. Συμφωνώντας αρνη­ τικά μέ τόν D e sc a r te s, φρονούν δτι ή πολυμορφία των πολιτισμών, ή άνοδος καί ή παρακμή τους, δέν συλλαμβάνεται μέ μαθηματικά μέσα* ταυτόχρονα ή διαπίστωση, δτι ή νοοτροπία καί ή ήθική των ανθρώπων έξαρτώνται άπό τόπο καί χρόνο, δημιούργησε καί ένίσχυσε τήν έντύπωση, δτι τό πνεύμα διόλου δέν είναι παντοδύναμος κύ­ ριος. Δέν μάς έκπλήσσει, λοιπόν, πού ένας άπό τούς επιφανείς μετακαρτεσιανούς πολέμιους τών μαθηματικών ήταν κάποιος μέ έντονη αίσθηση τής πολυμορφίας τού ιστορικού κόσμου καί τής συναφούς πλαστικότητας καί σχετικότητας τού πνεύματος: ό σκεπτικιστής Bayle. Θεωρώντας τά ιστορικά δεδομένα ώς τά πιό συγκεκριμένα καί απτά, ό B a y le ισχυρίζεται δτι αυτά επιδέχονται ανώτερο βαθμό βεβαιότητας άπό τά μαθηματικά, πού τό αντικείμενό τους δέν είναι παρά «μόνον ιδέες τού πνεύματός μας».365 Έχουμε εδώ μιάν υπερά­ σπιση τού αισθητού κόσμου σέ δλη του τήν πολυμορφία άπέναντι στήν ίσοπεδωτική νοησιαρχική θεώρηση, ή όποια μεταφράζει καθετί συγκεκριμένο σέ άφηρημένα σημεία ή μεγέθη. Αυτό πού τής άντιπαραθέτει ό B a y le δέν είναι πολιτισμικά σύνολα, πού θά μπορούσαν νά χρησιμεύσουν ώς μεγάλιθοι στο πλαίσιο ενός εύτακτου ιστορικού οι­ κοδομήματος, αλλά μεμονωμένα γεγονότα, πού ή τυχαία συνεύρεσή τους γεννά τό χάος έκείνο, μπροστά στό οποίο ό σκεπτικιστής νιώθει δικαιωμένος.366 IV αυτό καί ό B a y le δέν κάνει τό αποφασιστικό βή365. D isse rta tio n co n ce rn a n t le P r o je t, D i c t IV, 2983/4. 366. Τούτη ή πρόταξη του Ιδιόμορφου καί άτομικού στοιχείου έχει μιά πολύ αξιόλογη συνέπεια στόν χώρο τής ιστορίας τής φιλοσοφίας, όπως τήν Αντιλαμβάνε­ ται ό B a y le. Α κριβώ ς επειδή ό B a y le εξετάζει τά φιλοσοφικά συστήματα χωρίς νά ένδιαφέρεται γιά τό έκάστοτε πολιτισμικό περιβάλλον καί άνάγοντάς τα στίς υποκει­ μενικές προθέσεις τών δημιουργών τους, αισθάνεται δτι έχει καί τό δικαίωμα νά τά υποβάλει σέ κριτική καθαρά λογική (P flu g , E n tw ick lu n g d e r h istor. M e th o d e , 452). Έδώ ό σκεπτικισμός γεννιέται, έπ ειδή τό έρώτημα τής αλήθειας τίθεται σέ ό­ λα τά φιλοσοφικά συστήματα, χωρίς άπό κανένα νά παίρνει ικανοποιητική απάντη­ ση. Ό μω ς, μετά τήν έπικράτηση τής έννοιας τού πολιτισμικού Όλου στόν χώρο τής ιστοριογραφίας, ό σκεπτικισμός πηγάζει άπό τόν Αντίθετο άκριβώς λόγο, δτι δηλ. τό

104

V I. Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η

ΘΕΩ ΡΗΣΗ

μα πρός τήν καινούργια ιστοριογραφία, αλλά περισσότερο προσανα­ τολίζεται προς τήν παραδοσιακή αντίληψη τής πολιτικής ιστορίας καί επιπλέον συμμερίζεται με τούς ανθρωπιστές τήν ιδιαίτερη έκτίμηση τής ύφολογικής κομψότητας367 καθώς καί τήν (ενάντια στήν ήθική στειρότητα των μαθηματικών στρεφόμενη) πεποίθηση δτι άπό τήν ιστορία μπορούν νά άντληθούν ήθικά διδάγματα.368 Ό εύσεβής Vico άπεχθανόταν τήν ελευθεροφροσύνη του B a y le ,369 δμως ή έσώτερη λογική τής ίστορικοθεωρητικής του θέσης τόν άνάγκαζε νά άκολουθήσει —άδιάφορο, αν συνειδητά ή δχι— τόν άντικαρτεσιανισμό τού τελευταίου, μολονότι αυτή τή φορά στήν ιστορικά ά­ γευστη μαθηματική νόηση δέν άντιπαρατίθεται τό συγκεκριμένο με­ μονωμένο γεγονός, άλλα μιά μεστή έννοια τού πολιτισμού θεμελιω­ μένη γνωσιοθεωρητικά καί άνθρωπολογικά. Ό Vico διαμαρτύρεται ένάντια στήν ταύτιση τής μεθόδου γενικά μέ τή γεωμετρική μέθοδο καί άμφισβητεί στόν D e sc a rte s τό δικαίωμα νά επιβάλει μιά μέθοδο ορισμένη, πού ισχύει δηλ. γιά όρισμένα άντικείμενα, σέ γνωστικούς τομείς μέ υφή όλότελα διαφορετική: «έξω άπό τούς άριθμούς καί τά μετρήσιμα μεγέθη, ή γεωμετρική μέθοδος δέν ταιριάζει πουθενά άλλού» — καί άλλωστε δέν έχει δεσμευτικό περιεχόμενο, άφού Ισαμε τώρα έχει «άποδείξει» θέσεις διαμετρικά άντίθετες. Ενδιαφέρον είναι δτι ό Vico στηρίζει τήν άπόρριψη αυτή τής γεωμετρικής μεθόδου προπαντός σέ μιάν ορισμένη άντίληψη γιά τις γνωστικές δυνάμεις. Τό πνεύμα μας, λέει, λειτουργεί δχι μόνον έπιστημονικά, άλλά καί μή επιστημονικά* αν λοιπόν οι καρτεσιανοί πάρουν στά σοβαρά τή θέση τους, δτι ή μέθοδος είναι ή λειτουργία τού πνεύματος, τότε πρέ­ πει νά άναγνωρίσουν μεθόδους, πού δέν είναι επιστημονικές μέ τά διπρόβλημα τής αλήθειας χάνει τή σημασία του, όταν τά πνευματικά δημιουργήματα θεωρούνται στήν προοπτική των κοινωνικών τους καθορισμών. Ή έννοια τής «ιδεο­ λογίας», πού παραμερίζει τό πρόβλημα τής αλήθειας, διαμορφώνεται βαθμιαία στή βάση τών προϋποθέσεων τής νέας ιστοριογραφίας. 367. L a b r o u s se , B a y le , II, 31/2. 368. D isse rta tio n co n ce rn a n t le P r o je t, £>ic £., IV, 2983. Καί τό αίτημα τής άντικειμενικότητας, πού διατυπώνει ό B a y le στήν έπόμενη σελίδα, άποτελεί κοινό τόπο τών άνθρωπιστών, μολονότι πρέπει νά δεχτούμε δτι ό B a y le , ώς βαθύς γνώ­ στης τών τεχνασμάτων τής θεολογικής ιστοριογραφίας (βλ. D i c t A rt. ‘'E lisa b e th ’ , Hem. L = II, 1061/2), ένδιαφέρεται γιά τήν ίστορική άντικειμενικότητα δχι ρητορι­ κά, παρά προσωπικά, δηλ. άπό πρόθεση άντιθεολογική (πρβλ. τίς παρατηρήσεις μας γιά τή σχέση τού V o ltaire μέ τήν ιστορική άντικειμενικότητα στό έπόμενο υποκεφά­ λαιο). 369. S c ie n z a N u o v a (1744), I, 3 καί C onchiusion e = O pere F i l 4 6 2 , 701: ή θέση τού B a y le , δτι ενα κράτος άθεϊστών θά ήταν δυνατό, άποκρούεται έμφατικά.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

105

κά τους κριτήρια.370 Μολονότι ό Vico συγκαταλέγει τον Locke στους ομοϊδεάτες του αποτρόπαιου Επικούρου371 (ή αντίφαση ανά­ μεσα στήν άπόφαση τού Vico νά παραμείνει Χριστιανός καί έχθρός του υλισμού καί στόν όλότελα σύγχρονο χαρακτήρα των άπόψεών του είναι χτυπητή σέ πολλά σημεία τού έργου του), ωστόσο ιδιοποιεί­ ται τή θέση, δτι ή νόηση δέν άπαρτίζει τό πνεύμα στο σύνολό του — πράγμα πού έχει κεντρική σημασία έξαιτίας τής πεποίθησής του, δτι ή ιστορία είναι έργο των τροποποιήσεων τού πνεύματός μας (βλ. πα­ ρακάτω). Αυτά δλα οδηγούν, βέβαια, σέ μιά γνωσιοθεωρία έμπειριστική. Ό Vico συνοψίζει ολόκληρη τήν άρχαία γνωσιοθεωρία στή διατύπωση, δτι οι είδωλολάτρες «θεωρούσαν τίς αισθήσεις πηγή δλων των πνευματικών δραστηριοτήτων», καί στή συνέχεια άναφέρει, χωρίς νά τήν αποδέχεται ρητά, τήν άντίθετη διδασκαλία «τής θρη­ σκείας μας».372 Οι άκόλουθες αναλύσεις του δέν αφήνουν καμιάν αμ­ φιβολία γιά τίς προσωπικές του προτιμήσεις. Α κόμη καί ή φαντασία δέν αποτελεί γ ι' αυτόν αποκοπή από τά δεδομένα των αισθήσεων, αλλά συνδυασμό δσων ύλικών παρέχει ή μνήμη, αφού τά πήρε άρχικά από τίς αισθήσεις. Ή ιδιοφυία δέν είναι άλλο τίποτε παρά «ή δύ­ ναμη ενιαίας σύνδεσης πραγμάτων σκόρπιων καί διαφορετικών». Μετά απ' αυτά, ό άναγνώστης δέν έκπλήσσεται από τήν καταδίκη τής συλλογιστικής («έντελώς ανώφελη») καί τής χρησιμοποίησης τής γεωμετρίας στή φυσική (ενώ απεναντίας επαινείται ή αγγλική έμπειριστική σχολή). Ή μόνη άξιόπιστη αρχή τής μεθοδικής γνώσης είναι ή «επαγωγή», δηλ. ή «συλλογή όμοιων».373 Παρ' δλες τίς ομολογίες πίστεως στή θεολογική νοησιαρχία ό Vi­ co —άκριβώς δπως καί άλλοι, λιγότερο ευλαβικοί διανοητές τής επο­ χής του— συνδέει, τώρα, τόν γνωσιοθεωρητικό του έμπειρισμό μέ μιά κριτική τής καρτεσιανής οντολογίας, ή οποία άπολήγει στήν άνατίμηση τής re s e x te n sa . Μιλώντας γιά τόν Πλάτωνα, ό Χριστιανός Vico δέν έχει νά αντιτείνει τίποτε στή δυαρχία σώματος καί ψυχής ή ύλης καί πνεύματος* άπεναντίας, ή θέση, δτι «οι άφηρημένες ύποστάσεις είναι πραγματικότερες από τίς σωματικές», τού φαίνεται καλό θεμέλιο «μιας ήθικής κατάλληλης γιά τήν πολιτισμένη κοινωνία».374

370. Βλ. τήν άπάντηση του V ico στις επικρίσεις έναντίον τής πραγματείας του De A n tiq u issim a lta lo r u m S a p ie n tia = O pere F iL , 164/5, 167. 371. Vita — O pere F iL , 13. 372. D e A n tiq u issim a , V II, 2 = O pere F iL , 115. 373. D e A n tiq u issim a , V II, 3-5 = O pere F iL , 117, 121, 123, 125. 374. V ita = O pere F iL , 14.

106

V I. Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

Σέ σχέση μέ τον καρτεσιανισμό δεν θέλει, όμως, να δεχτεί τό Γδιο, μολονότι αναγνωρίζει δτι ό D e sc a rte s ιδιοποιήθηκε τήν κεντρική αρχή τής πλατωνικής μεταφυσικής: αυτό τό έκανε, φρονεί ό Vico, για νά ξεγελάσει τούς Χριστιανούς καί νά τούς κάνει αρεστή τή φιλο­ σοφία του! Ή φυσική του συνεπάγεται μιάν υλιστική μεταφυσική καί έτσι ή φιλοσοφία του στό σύνολό της είναι μοιρολατρική.375 Ό καρ­ τεσιανός χωρισμός res c o g ita n s καί re s e x te n sa άποκρούεται απ’ αυτή τή σκοπιά, καί ακριβώς γ ι’ αυτό τού άντιπαρατίθεται ένα είδος πνευματοκρατικού μονισμού, ό όποιος, δμως, όδηγεί σέ παρόμοια συμπεράσματα μέ τον υλιστικό (τή σχέση αυτή τήν αναλύσαμε παρα­ πάνω μέ άφορμή τίς θέσεις των πλατωνικών τού C am bridge). Ό Vico θέλει καί αυτός νά ένοποιήσει τον Θεό καί τον κόσμο, γιά νά μήν μείνει ό τελευταίος έρμαιο τής τυφλής μοίρας. Ανάμεσα στον άκίνητο Θεό καί στήν κινούμενη re s e x te n sa υπάρχει ένα «πράγμα ένδιάμεσο, άνέκτατο, δμως ικανό νά εκταθεί», πού συνάμα περιέχει έντός του τήν τάση πρός κίνηση, δηλ. τον «c o n a tu s». Τούτος βρίσκε­ ται ήδη μέσα στήν ύλη (ή οποία, επομένως, αποτελεί μιά προκαταρ­ κτική μορφή τής re s e x te n sa , ακριβώς δπως καί ό co n atu s σημαί­ νει απλώς τήν τάση πρός κίνηση), γιατί θά ήταν σφάλμα νά υποθέ­ σουμε δτι ό Θεός δέν έφτιαξε τον κόσμο μέ απλό τρόπο, δηλ. χρειά­ στηκε δύο χωριστές πράξεις γιά νά δημιουργήσει τήν ύλη καί τόν co­ n atu s αντί μία καί μόνη* άκριβώς αυτό παρέβλεψε, κατά τόν Vico, ό D e sc arte s. Δέν επιτρέπεται, βέβαια, συνεχίζει, νά θέσουμε exten sio μέσα στον Θεό τόν ίδιο — δμως μιά σχετική τάση πρέπει νά ύπάρχει μέσα του. Γιά νά κατοχυρώσει τήν παρουσία τού Θεού στόν κόσμο καί νά διασώσει τό νόημα τού τελευταίου, ό Vico συνδέει, λοιπόν, έ­ κταση καί κίνηση (άνατιμώντας έμπρακτα τήν πρώτη) καί συνάμα άναζητά τίς ρίζες τής Φύσης δχι άπλώς στή δημιουργική δύναμη, άλλά στήν ίδια τήν υφή τού Θεού. Ή όντολογική ιεραρχία αντικατοπ­ τρίζεται στήν επιστημολογική: «ή γεωμετρία παίρνει τήν αλήθεια της από τή μεταφυσική καί ξαναθεμελιώνει δ,τι πήρε μέσα στή μεταφυσι­ κή τήν ίδια »376 (ή φράση αυτή θυμίζει δχι τυχαία τόν Leibniz). Θυμίσαμε αυτές τίς πλευρές τής σκέψης τού Vico μέ τόν σκοπό νά υποστηρίξουμε δτι άνάμεσα σέ βικιανή γνωσιοθεωρία, άντικαρτεσιανή οντολογία καί φιλοσοφία τής ιστορίας υπάρχει μιά δομική συνάρ­ τηση, καί μάλιστα σύμμορφη μέ τή γενική άντινοησιαρχική τάση τού Διαφωτισμού. Τό τελευταίο αυτό συχνά παραβλέπεται, έν μέρει έξαι375. /oc. c ii., 15/6. 376. D e A n tiq u issim a , IV , 2 = O pere F iL , 89, 91, 93.

4 . Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

107

τίας τής προσωπικής ευσέβειας του V ico, στήν οποία οφείλονται αρ­ κετές συγχεχυμένες νοησιαρχικές αποφάνσεις του, καί έν μέρει έξαιτίας τής άφάνειάς του στόν 18ο αί., ή όποια έρμηνεύεται ώς διάστασή του με τό πνεύμα τής έποχής (έστω καί με τήν έννοια τής προπόρευσης τού Vico). Στήν πραγματικότητα ό Vico βρισκόταν σέ διάσταση μονάχα με τό νεαπολιτάνικο περιβάλλον του καί έμεινε άπαρατήρητος, επειδή τό τελευταίο διόλου δεν ήταν άντιπροσωπευτικό γιά τόν Διαφωτισμό, ενώ, άντίστροφα, μπόρεσε νά επηρεάσει θετικά καί άρνητικά τις άντιλήψεις τού Vico σέ βαθμό πού ή γλώσσα του, τουλάχι­ στον, δέν ήταν ή συνηθισμένη γλώσσα τού Διαφωτισμού (όταν ό Goe­ the άνοιξε τή S c ie n z a N u o v a , νόμισε ότι εδώ έκφράζονταν «σιβυλλικές προφητείες»377) καί έτσι δέν μπορούσε νά άκουστεΐ έξω άπό τήν πατρίδα του. Ή γενική διαφωτιστική άποκατάσταση τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου στόν Vico εμφανίζεται ώς άνατίμηση τών μή νοητικών δυνάμεων τής ψυχής. Ό μω ς ή άπόφαση εντοπισμού τής ουσίας τού άνθρώπου έξω άπό τή νόηση άποκτά όλο της τό βάρος στό πλαίσιο τής πεποίθησης τού Vico, ότι ό ιστορικός κόσμος δημιουργείται άπό τόν άνθρωπο: αυτή είναι «ή πρώτη άδιαμφισβήτητη άρχή» τής επιστήμης του.378 'Ωστόσο ό άνθρωπος δέν δημιουργεί τήν ιστορία του σάν άρχιτέκτονας, πού επεξεργάζεται μέ τή νόησή του ί ­ σαμε τήν τελευταία λεπτομέρεια τό σχέδιο τού έργου του, προτού κα­ ταπιαστεί πρακτικά μέ τήν κατασκευή του. Ή ιστορία είναι προϊόν ό­ λων τών ψυχικών δυνάμεων καί όλων τών δυνατών μορφών τού άνθρώπινου πνεύματος, καί τό μυστικό τής υφής της μπορεί νά βρεθεί μονάχα μέσα σέ όλες τους.379 Αφού, τώρα, ή ιστορία δέν είναι προϊόν κάποιας προσχεδιάζουσας νόησης, γ ι’ αύτό καί ή βικιανή ταύ­ τιση τού factu m καί τού verum , δηλ. δημιουργού καί γνώστη τής ιστορίας380 (ταύτιση πού δίνει στήν ιστορική έπιστήμη άπόλυτο βαθ­ μό βεβαιότητας), διόλου δέν σημαίνει ότι ή ιστορική γνώση έχει τή δυνατότητα νά δώσει συγκεκριμένες υποδείξεις γιά τό τί θά έπρεπε νά γίνει hic et nunc. Σημαίνει μόνον ότι ό γνώστης τής ιστορίας (ό 377. Ita lie n isc h e R e ise , καταχώρηση τής 5 .3.1787 = S W , 26, 224. 378. S c ie n z a N u o v a (1744), I, 4 = O pere Fi*/., 4 67. 379. i b i d «νά ξαναβροΰμε τήν κατεύθυνση μέσα στις μεταμορφώσεις του άνθρώπινου πνεύματος». 380. Τή θεολογική προέλευση τού άξιώματος αυτού καθώς καί τή μεταφορά του στη θύραθεν γλώσσα διερεύνησε ό Löw ith , Vicos G r u n d s a tz , ιδ. 160 /1 , 171 κ.έ. Τά ίχνη του ίσαμε τήν αρχαία φιλοσοφία παρακολούθησε ό M o n d olfo, II verum fa c tu m p r im a d i Vico, 9 κ.έ., ό όποιος δείχνει καί τή σημασία του γιά τή σκέψη τής Αναγέννησης στά παραδείγματα τών F icin o , L e o n a rd o καί C a r d a n o .

108

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗΣΗ

όποιος, άλλωστε, μονάχα άνασκοπικά κερδίζει τή γνώση του) καί ό δημιουργός της επιστρατεύουν τόν ϊδιο πλούτο ψυχικών δυνάμεων. Ακριβώς επειδή ό τελευταίος δεν ενεργεί νοησιαρχικά, δεν χρησιμο­ ποιεί ούτε καί ή ίστορική έπιστήμη τή γεωμετρική μέθοδο. Όπως λέει ό Vico, οι άνθρωποι είχαν θεμελιώσει τήν ίστορική τους ζωή πά­ νω στή θρησκεία, στήν ήθική καί στους νόμους τουλάχιστον δυό χι­ λιάδες χρόνια πριν άπό τήν εμφάνιση τής φιλοσοφίας καί τού καθα­ ρού Λόγου* σέ δλο αυτό τό διάστημα κυβερνιόνταν μέ «τίς βεβαιότη­ τες τής αυθεντίας». Στήν ϊδια άρχή στηρίζεται καί ή βικιανή καινούρ­ για έπιστήμη, θέλοντας νά είναι «φιλοσοφία τής αυθεντίας»* δπως ή ίστορική δραστηριότητα των ανθρώπων, έτσι καί αυτή βασίζεται στήν «κοινή αίσθηση τού ανθρώπινου γένους», ή οποία Αναπτύχθηκε πολύ πριν άπό κάθε καθαρά φιλοσοφική σκέψη.381 Ανάμεσα στίς αν­ τιλήψεις τού Vico γιά τήν ενότητα των ψυχοπνευματικών δυνάμεων, γιά τό περιεχόμενο τής ιστορίας καί γιά τή μέθοδο τής ιστορικής έπιστήμης ύπάρχει, λοιπόν, μιά εσώτερη συνάφεια, πού έκφράζεται ώς εξής: «ή έπιστήμη τούτη είναι μιά ιστορία τών άνθρώπινων ιδεών, άπό τήν όποια πρέπει νά προηγηθεϊ ή μεταφυσική τού άνθρώπινου πνεύματος».382 Στήν πραγματικότητα, ή νόηση δέν δημιουργεί μέσα στήν ιστορία τίποτε όλότελα απαραίτητο γιά τή ζωή* μεταφράζει μονάχα στήν άφηρημένη της γλώσσα δ,τι έχει ήδη δημιουργηθεί. Τό απαραίτητο ιδεολογικό θεμέλιο τής κοινωνίας, ή θρησκεία, οφείλει άρνητικά καί θετικά τή γένεσή του στή δραστηριότητα τών παθών: άρνητικά, επει­ δή πρέπει νά χαλιναγωγηθούν τά καταστροφικά πάθη, δηλ. «ή ανάλ­ γητη θηριωδία καί ή άποχαλινωμένη ζωώδης έλευθερία», καί θετικά, έπειδή ή άνάγκη τών άδύναμων άνθρώπων γιά προστασία παίρνει τή μορφή τού φόβου μπροστά στόν Θεό.383 Βέβαια, ή νόηση κερδίζει βαθμιαία έδαφος καί μάλιστα κυριαρχεί στήν τελευταία φάση κάθε ιστορικού κύκλου (δηλ. στήν έποχή τών άνθρώπων, πού έρχεται μετά τήν έποχή τών θεών καί τών ήρώων), δμως τούτη ή κυριαρχία της δέν γεννά κάποια μόνιμη ισορροπία, αλλά μάλλον σημαίνει τήν άρχή τού τέλους. Ή «βαρβαρότητα τού λογισμού» αποδείχνεται ακόμη ώμότερη άπό τήν «άρχική βαρβαρότητα τών αισθήσεων», καί έτσι τήν τελευταία φάση τού κύκλου (corso) τήν άκολουθεί ή πρώτη φάση τής άνακύκλησης (ricorso)* ή θρησκεία έπικρατεί καί πάλι, οι άν381. S c ie n z a N u o v a , I, 4 = O pere F i l 4 6 7 /8 . 382. i b i d 466. 383. ib id ., 464. Πρβλ. I, 2, § 31 = σ. 440.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

109

θρωποι ξαναγυρίζουν στήν «πρώτη απλότητα», καί «έτσι ξανάρχεται ανάμεσα τους ή εύλάβεια, ή πίστη, ή αλήθεια, πού είναι τά φυσικά θε­ μέλια τής δικαιοσύνης κτλ.».384 Ή καθοδήγηση τών παθών εκ μέ­ ρους τής νόησης περιττεύει, γιατί τά πάθη έχουν μέσα τους τή δική τους λογική καί όρθολογικότητα, πού διαφέρει όλότελα από τή νοησιαρχική. Ή κοινωνικά σκόπιμη διοχέτευση τών παθών δέν προϋπο­ θέτει νά κατανοούν οι άνθρωποι τό άντικειμενικό νόημα τών πρά­ ξεων καί τών ιδεολογιών τους (αν είχαν αυτή τήν ικανότητα, θά ήταν υπέρτεροι άπό τά Γδια τους τά πάθη καί θά μπορούσαν, επομένως, νά πλάσουν τήν ιστορία μέ μέσα όλότελα διαφορετικά)* οί άνθρωποι κα­ θοδηγούνται άπό ορισμένα πνευματικά κατασκευάσματα, πού άπό τήν άποψη τού περιεχομένου τους δέν έχουν καμιά σχέση μέ αντικει­ μενικές άλήθειες, άλλά συνάμα ένσαρκώνουν καί τήν άλήθεια, μέ τήν έννοια, τουλάχιστον, δτι καταφέρνουν τήν κοινωνικά σκόπιμη διοχέ­ τευση τών παθών. Ή «ποιητική ήθική» είναι ένα άπό τά έπιφανέστερα τέτοια κατασκευάσματα. Ό μυθικός ποιητής δημιουργεί τον Δία καί ό λαός πιστεύει σ'* αυτόν τόν θεό, πού ένώ στήν πραγματικότητα είναι πλασματικός, δμως έχει ένα νόημα, είναι δηλ. αληθινός.385 Οί αισθήσεις καί τά πάθη τού άνθρώπου, πού στηρίζουν τούτη τήν πίστη σέ πλασματικές κατασκευές, «σφάλλουν βέβαια στό περιεχόμενο, άλ­ λά αληθεύουν ώς πρός τή μορφή» — δμως ακριβώς ή τέτοια άλήθεια άνταποκρίνεται στήν άνθρώπινη φύση.386 (Μιά καί τό περιεχόμενο τού μύθου είναι σχετικά αδιάφορο, παρ’ δλη τή θεμελιώδη σπουδαιότητα τού μυθικού στοιχείου καθαυτού, ό Vico δέν αποδίδει στον Χρι­ στιανισμό ιστορικά προνομιακή θέση, δέν τόν θεωρεί δηλ. σημείο καμπής στήν ιστορία). Ή άνθρώπινη πίστη στήν πλασματική κατα­ σκευή τού μύθου αποτελεί βεβαιότητα* ή λειτουργία τού μύθου αυτού συνιστά τήν άλήθεια. Ανάμεσα σέ αλήθεια καί σέ βεβαιότητα ύπάρχει, λοιπόν, μιά βαθιά σχέση, έφόσον ή άλήθεια δέν μπορεί νά επι­ βληθεί δίχως τή βεβαιότητα, δηλ. τήν πλασματική κατασκευή. Ή αλήθεια, ώστόσο, δηλ. ή αντικειμενική ιστορική πορεία καί οί μηχα­ νισμοί της, γίνεται γνωστή μονάχα στό έπίπεδο τής (κοινωνικά πε­ ριττής καί ανώφελης) φιλοσοφίας, ένώ οί μορφές, πού παίρνει ή άν­ θρώπινη βεβαιότητα, άποτελούν άντικείμενο τής φιλολογίας (μέ τήν εύρεία έννοια τού δρου στόν Vico). Όπως άλήθεια καί βεβαιότητα 384. ο ρ . ci£., C on ch iu sion e = O pere F il., 6 9 9 /7 0 0 . 385. Τά σπέρματα πρός μιά κοινών ιολογία της γνώσης, πού κρύβονται μέσα σ'* αυτή τήν άντίληψη, συζητά ό S t a r k , V ico's S o c io lo g y o f K n o w led ge, ίδ. 301 κ.έ. 386. «ή λογική πού ταιριάζει στήν τέτοια φύση τους», S c ie n z a N u o v a , II, 3 = O pere F il. , 519.

110

V I. Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

στό επίπεδο τής ιστορίας, έτσι συνυφαίνονται φιλολογία καί φιλοσο­ φία στό έπίπεδο τής γνώσης: αυτή είναι ή διπλή, όντολογική καί γνωσιοθεωρητική διαλεκτική, ανάμεσα σε vero καί ce rto ,387 ή όποια, άλλωστε, στρέφεται άμεσα ενάντια στήν καρτεσιανή ταυτότη­ τα άλήθειας καί βεβαιότητας, δηλ. σαφήνειας.388 νΑν λοιπόν ό Vico δεν είχε άπορρίψει τήν καρτεσιανή νοησιαρχία καί δυαρχία, δέν θά μπορούσε νά φτάσει ποτέ στις θεμελιώδεις άντιλήψεις του πάνω στή φιλοσοφία τής ιστορίας. Ή άπόρριψη τής νοησιαρχίας είναι κι εδώ, ό­ πως πάντοτε στόν Διαφωτισμό, ή άντίστροφη μονάχα δψη τής άπόρριψης τής δυαρχίας: τό έλλογο καί σκόπιμο στοιχείο βρίσκεται μέσα στό αισθητό καί μυθικό, τό ϊδιο δπως βρίσκεται ή re s c o g ita n s μέσα στή res e x te n sa . Ή Γδια δομή παρατηρείται στή διάπλεξη θείας Πρόνοιας καί ιστο­ ρικής πορείας. Ή Πρόνοια είναι άναγκαία ώς εγγύηση γιά τή σκόπι­ μη διοχέτευση τών παθών,389 δηλ. είναι άναγκαία άκριβώς επειδή τό υλικό τής ιστορίας τό άποτελοϋν τά πάθη — κι αυτό σημαίνει: κάτι καθαυτό τυφλό, πού χρειάζεται καθοδήγηση. ’Από τήν άλλη μεριά, ό­ μως, ή Πρόνοια δέν στέκει πάνω άπό τό ύλικό τής ιστορίας, δέν τό κατευθύνει άπ1 τά εξω, άλλά άπ’ τά μέσα, έτσι ώστε σέ τελευταία άνάλυση φαίνεται νά είναι όχι μιά αυτοτελής καί αυθαίρετη δύναμη, άλλά μονάχα ή εσωτερική λογική τού έκάστοτε ιστορικού ισοζυγίου. Ό Vico βλέπει τήν Πρόνοια ώς ιστορικό γεγονός (ή επιστήμη του εί­ ναι «μιά κατάδειξη, γιά νά πούμε έτσι, τού ιστορικού γεγονότος τής Πρόνοιας») καί τήν έννοεί δχι ώς ξαφνική καί άδικαιολόγητη επέμ­ βαση στις άνθρώπινες ύποθέσεις, άλλά ώς ταυτόσημη μέ τήν πορεία τών τελευταίων, άφού ένεργεί «άπό δρόμους βατούς, δηλ. μέσα άπό τις φυσικές συνήθειες τών άνθρώπων».390 Σ ’ αυτά στηρίζεται καί ή πεποίθηση τού Vico, δτι ή δική του ερμηνεία τής Πρόνοιας παραμερί­ ζει τόσο τήν ειμαρμένη δσο καί τή σύμπτωση.391 Αυτό δέν είναι κρυ­ φός άθεϊσμός (τουλάχιστον άπό τή σκοπιά τού Vico), άλλά ή άναγ­ καία συνέπεια τής άπόρριψης τού χωρισμού re s e x te n sa καί re s co­ g ita n s γιά έναν θεϊστή, ό όποιος στοχάζεται πάνω στήν ιστορία. Ή δραστηριότητα τής θείας Πρόνοιας, δπως τήν καταλάβαινε ό Bossuet λ.χ., δέν μπορούσε νά γίνει άποδεκτή στήν άτμόσφαιρα τού διαφωτιστικού άντικαρτεσιανισμού — ούτε κάν άπό τούς εύσεβεστέρους. 387. 388. 389. 390. 391.

ορ. c i t I, 2, 9 9 = O pere F iL , 434. Σχετικά B e ia v a l, Vico a n d A n ti-C a rte sia n ism , ίδ. 82 κ.έ. S c ie n z a N u o v a , Id e a dell’ O p e ra = O pere F iL , 379. op. cit., I, 4 = O pere F iL , 465. op. cit.* Id e a d e ll’ O p e ra = O pere Fi7., 381.

4.

Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

111

Χάρη στήν έσώτερη λογική τής εξέλιξης στόν χώρο τής ιστορίας τών ιδεών, τό θεϊστικό εγχείρημα τού Vico —στή συμπλοκή του, βέβαια, με θεμελιώδεις διαφωτιστικές θέσεις— γέννησε έννοιολογικές δομές, οί όποιες αντιστοιχούσαν έπακριβώς μέ τά πορίσματα άθεϊστικών καί άντιθρησκευτικών τάσεων. Ή έτερογονία τών σκοπών,392 καθώς τή διατύπωσε ό Vico, ήταν στήν ίδια περίπου έποχή ουσιαστικό στοι­ χείο τής σκέψης τού M andeville (p riv ate vices - pu blic benefits) καί αργότερα, διαμέσου τού έγελιανισμού, έγινε κεντρικό θέμα τής υλιστικής αντίληψης τής ιστορίας. 'Άλλωστε ό θεϊστής Vico είχε ήδη κάνει τό αποφασιστικό βήμα προς τήν κατεύθυνση τού Διαφωτισμού: συνέδεσε μέ συνέπεια τήν άντινοησιαρχική του τοποθέτηση μέ τήν ίστορικοθεωρητική πρόταξη τού πολιτισμικού Όλου, τό όποιο αποτε­ λούσε άκριβώς τόν χώρο, δπου θά διαδραματιζόταν ή έτερογονία τών σκοπών. Ό μως τό πάνθεο τού πολιτισμού μακροπρόθεσμα ήταν ό ισχυρότερος αντίμαχος τού Θεού. Ή συνύφανση τού Θεού μέ τήν ιστορία ήταν δηλ. τό πρώτο βήμα πρός τήν αντικατάστασή του από τήν ιστορία ώς ύψιστο δικαστήριο τών άνθρώπινων πράξεων — άκρι­ βώς όπως καί ή συνύφανσή του μέ τόν χώρο καί τήν ύ'λη ήταν τό πρώτο βήμα πρός τήν όντολογική αυτοτέλεια τής τελευταίας. Ώς σπουδαιότερη διαφορά τού Vico από τή φιλοσοφία τής ιστο­ ρίας τού όψιμου Διαφωτισμού μπορεί νά θεωρηθεί ή άπόρριψη τού happy end τής ιστορικής πορείας. Έδώ έχουμε μονάχα co rsi καί ricorsi, όχι όμως καί κάποια μόνιμη τελική κατάσταση, δηλ. κά­ ποια βασιλεία τού Θεού έπί γης, μολονότι ό Vico δέν θά άρνιόταν τήν ουράνια βασιλεία τού Θεού ώς τέρμα τής ιστορίας γενικά. Θά έλεγα ότι αιτία τής τέτοιας τοποθέτησης τού Vico είναι ή άπαισιόδοξη αν­ θρωπολογία του. Ή «διεφθαρμένη φύση» τού ανθρώπου393 δέν έπιτρέπει εύθύγραμμη ιστορική πρόοδο — καί αυτή ή ίδια κάνει αναγ­ καία τήν καθοδήγηση τής ιστορίας από τήν Πρόνοια. Χωρίς Πρόνοια θά ήταν αναπόφευκτος ό μηδενισμός στή φιλοσοφία τής ιστορίας, αφού τέτοια είναι ή ανθρώπινη φύση. Ό Vico συμμερίζεται τήν αν­ θρωπολογία τού H o b b es, όμως δέν θέλει νά συμμεριστεί καί τόν μη392. Χάρη στήν έγελιανή του προπαιδεία ό C roce μπόρεσε νά συλλάβει καί νά περιγράφει πολύ καλά τή σημασία τής έτερογονίας τών σκοπών καί τών άνθρώπι­ νων ψευδαισθήσεων γιά τή λειτουργία τής θείας Πρόνοιας διαμέσου καθαρά φυσικών τρόπων (.F ilo so fia d i Vico, 116 κ.έ.). 'Ωστόσο είναι άμφίβολο δτι ή έννοια τής Πρό­ νοιας, όπως τήν άντιλαμβάνεται ό V ico, όδηγει σέ μιά «κριτική τής υπερβατικότη­ τας του θείου» (120). Βλ. σχετικά τίς παρατηρήσεις του Löw ith , W eltgesch ich te und H e ilsg e sc h e h e n , 118/9. 393. S c ie n z a N u o v a , I, 4 = O pere F il., 464.

112

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗΣΗ

δενισμό του, καί γ ι’ αυτό τάσσεται με τό μέρος τής Πρόνοιας. Απαι­ σιόδοξη ανθρωπολογία, πίστη στήν Πρόνοια καί έλλειψη σκοπού καί τέρματος στήν ιστορία συνυφαίνονται. Ό Vico παραμένει Χριστια­ νός, γιατί πιστεύει τόσο στο προπατορικό αμάρτημα, τό όποιο έμποδίζει τό λυτρωτικό τέλος τής ιστορίας επί γής, δσο καί στή θεία Πρό­ νοια, ή οποία παρ’ δλα αυτά δίνει στήν ιστορία ένα νόημα. Μέ τίς θε­ μελιώδεις αυτές χριστιανικές πλευρές τής σκέψης του συνδυάζονται οί βασικές διαφωτιστικές αντιλήψεις, πού προαναφέραμε, καί τό πνευ­ ματικό μόρφωμα, πού προκύπτει άπό τούτον τόν συνδυασμό, δσο κι αν είναι καθαυτό συνεκτικό, ωστόσο φαίνεται διφορούμενο, αν πά­ ρουμε γιά κριτήριο τή βασική κατεύθυνση τής διαφωτιστικής σκέψης* ή έντονότερη απόκλιση παρατηρεΐται, φυσικά, στήν άνθρωπολογία. Άπό τήν άλλη μεριά, όμως, τά έννοιολογικά μέσα, πού επιστρατεύει ό Vico γιά νά άποφύγει τίς μηδενιστικές συνέπειες τούτης τής ανθρω­ πολογίας, είναι τέτοια., ώστε ή χριστιανική τους προέλευση επικαλύ­ πτεται άπό τή διαφωτιστική τους δομή. Ή θεία Πρόνοια συνυφαίνεται έτσι μέ τήν ανθρώπινη δραστηριότητα, ώστε στό τέλος θυμίζει τή Φύση* ή Πρόνοια καί τό ανθρώπινο στοιχείο αναμιγνύονται δπως ή κανονιστική μέ τήν αιτιώδη διάσταση τής έννοιας τής Φύσης. Καί δ­ πως στή διαφωτιστική σκέψη ακριβώς ή συνύφανση κανονιστικού καί αιτιώδους στοιχείου γεννά τή σύγκρουσή τους, έτσι καί ό Vico, στόν βαθμό πού συμμερίζεται βασικές διαφωτιστικές θέσεις, εμπλέκεται σε παρόμοιες δυσκολίες. Γιατί τίθεται τό ερώτημα: ποιά έννοια καί αξία έχει ή ήθική, υποκειμενικά έντιμη συμπεριφορά των ανθρώπων, αν ή Πρόνοια έτσι κι άλλιώς καταφέρνει νά διοχετεύσει σκόπιμα ακόμη καί τά «πιό απάνθρωπα» πάθη, γιά νά πετύχει μ’ αυτόν τόν τρόπο τό γενικό καλό; Ό Vico μπορεί νά αιτιολογήσει τήν άναγκαιότητα τής ήθικής συμπεριφοράς ώς Χριστιανός, δχι όμως ώς φιλόσοφος τής ιστορίας. Επειδή γιά τόν Γδιο ή χριστιανική επιταγή είναι αυτονόητη, δέν θέτει καθόλου τό παραπάνω ερώτημα άπό τή σκοπιά τής φιλοσο­ φίας τής ιστορίας. Ε π ειδή στή σκέψη του τίς λειτουργίες τής Φύσης τίς άναλαμβάνει ή θεία Πρόνοια, παραμένει σώα ή ύ'ψιστη εκείνη αρ­ χή, πού μπροστά της τό άτομο νιώθει ηθικά υπεύθυνο. Ή σύγκρουση πού εδώ, έξωτερικά τουλάχιστον, επικαλύπτεται, ξεσπά ανοιχτά έκεί δπου τό κανονιστικό στοιχείο άντλείται άπό τήν (άνθρώπινη) Φύση, έτσι ώστε κάθε μόνιμος καί προφανής παραλογισμός μέσα στήν αίτιωδώς καθορισμένη πορεία τής ιστορίας νά γεννά αυτόματα δυσπι­ στία, δσον αφορά στήν ισχύ καί στήν πιθανότητα έπικράτησης των θύραθεν κανονιστικών αρχών. Πώς πρέπει νά θεμελιωθούν οί τελευ­ ταίες, δταν ή ιστορική αιτιότητα φαίνεται νά στερεί κάθε νόημα άπό

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

113

την ανθρώπινη δράση, ενώ θά έπρεπε —σύμφωνα με τήν επιθυμία των διαφωτιστών τουλάχιστον— νά διευκολύνει τήν πρόοδο τού κανονι­ στικού στοιχείου; Ή χριστιανική πίστη τού Vico τον προφύλαξε άπό τέτοια έρωτήματα,394 όμως οι λιγότερο εύσεβείς βασανίστηκαν πολύ απ’ αυτά. γ) Οί παλινωδίες τον V oltaire Ό V oltaire δεν είναι ό πατέρας τής νέας ιστοριογραφίας, μολονότι ή φήμη, πού άπέκτησε ό ίδιος σέ άλλους τομείς ώς πνευματική αυθεν­ τία τού Διαφωτισμού, έπιβοήθησε σημαντικά τήν επικράτησή της* άν μάλιστα χρησιμοποιήσουμε αυστηρά κριτήρια, τότε μπορούμε νά τον χαρακτηρίσουμε περισσότερο ώς έκλαϊκευτή, παρά ώς πρωτοπό­ ρο.395 Ή σημασία προδρόμων δπως ό L en glet-D ufresn oy ή ό Espiard396 (γιά νά μήν άναφέρουμε τίς Considerations τού M on­ tesquieu, πού έμφανίστηκαν ήδη τό 1734) πρέπει νά υπογραμμι­ στεί ακόμη περισσότερο, άν λάβουμε ύπόψη μας δτι ό ιστορικός Vol­ taire δέν εκπροσωπούσε εξαρχής τή νέα τάση, δπως μαρτυρεί ή άποφασιστική παρουσία ανθρωπιστικών κοινών τόπων στο έργο του Histoire de C h arles X I I 391 Παρ’ δλα αύτά, τόσο ή στροφή τού Vol­ taire ώς ιστοριογράφου δσο καί ή έργασία του στό πνεύμα τής νέας ιστοριογραφίας καθώς καί ή αμφιταλάντευσή του άνάμεσα σέ αιτιώ­ δη καί κανονιστική θεώρηση έχουν έξαιρετικά άντιπροσωπευτική άξια. Γνωρίζουμε398 δτι ό V o ltaire διατύπωσε τίς μεθοδολογικές άρχές τής νέας ιστοριογραφίας καί συνάμα έκαμε πρόδηλες τίς συνέπειές τους γιά τό περιεχόμενο τής ιστορικής σκέψης. Οι τέτοιες μεθο­ δολογικές άρχές δίνουν τώρα στόν ιστορικό τό κόκκινο νήμα, πού μέ τή βοήθειά του μπορεί νά προσανατολιστεί μέσα στή χαοτική πολυ­ μορφία τής ιστορίας. Μιά φιλοσοφικο'ίστορική αντίληψη καθοδηγεί, έτσι, τήν έργασία τού ιστορικού μέ τή στενότερη έννοια, καί ή άντίληψη αύτή στηρίζεται σέ δύο προϋποθέσεις: πρώτο, δτι τά θαύματα αποκλείονται a lim ine καί επομένως οι ιστορικές πηγές πρέπει νά 394. Γιά τή σύγκρουση σχετικισμού καί χριστιανικής πίστης (σύγκρουση πού ό Vico δέν φαίνεται νά συνειδητοποιεί) βλ. τήν καλή άνάλυση τού B e rlin , Vico u n d H erder, 73 κ.έ. 395. Πρβλ. τή ζυγισμένη κρίση τού B ru m fitt, V oltaire H isto r ia n , 166, 168/9. 396. Τή σημασία τούτη τονίζει ορθά ό W ad e , ό όποιος καί πληροφορεί γιά τήν έργασία τών δύο συγγραφέων, βλ. V o ltaire, 461 κ.έ., 497 κ.έ. 397. Σχετικά B ru m fitt, V oltaire H isto r ia n , 15 κ.έ. 398. Βλ. τό μέρος α) σέ τούτο τό ύποκεφάλαιο.

114

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

συμφωνούν μέ τούς νόμους τής Φύσης399 γενικά καί μέ την ανθρώπι­ νη φύση400 ιδιαίτερα, καί, δεύτερο, δτι ή ιστοριογραφία πρέπει νά υπηρετεί έναν ηθικό σκοπό,401 αφού μάλιστα ήδη ή έμπνευσή της εί­ ναι ήθική.402 Καί οι δυό αυτές προϋποθέσεις έχουν άμεσες συνέπειες ώς πρός τήν κριτική των πηγών. Γιατί ό V o ltaire προσπαθεί νά άπομυθοποιήσει άπό τή σκοπιά του τήν παραδεδομένη ιστορία, δηλ. νά ξεσκεπάσει ψέματα καί θρύλους, πού πλάστηκαν γιά σκοπούς θρη­ σκευτικούς ή δυναστικούς:403 αφού ή παράδοση πιστεύεται δτι υπηρέ­ τησε τέτοιους σκοπούς, ή άνασκευή της άποτελεί eo ip so πολεμική πράξη έναντίον δσων τήν καρπώθηκαν. Σέ σχέση μέ παρόμοια ζητή­ ματα, ό V o ltaire δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καί είναι πρόθυμος νά ύπεισέλθει σέ δλες τίς λεπτομέρειες, άφού εδώ βρίσκει άφθονα καί απτά τεκμήρια γιά τήν πονηριά καί τήν κακία των παπάδων καί των τυράννων δλων των εποχών. Εφόσον μέ τόν τρόπο αυτόν ή κριτική των πηγών καί ή ήθική-προπαγανδιστική άποψη συχνά συμπίπτουν, ό V o ltaire διόλου δέν έχει τό αίσθημα, δτι τό αίτημα τής άντικειμενικότητας, πού διατυπώνει ό ίδιος,404 βρίσκεται σέ άντίφαση μέ τούς ήθικούς-προπαγανδιστικούς σκοπούς του. (Τής αυτοπεποίθησης τού­ της υπάρχει καί ένας λόγος ακόμη βαθύτερος,- πού άπορρέει άπό τόν Γδιο τόν ήθικιστικό-κανονιστικό τρόπο σκέψης: άφού θεωρείται πρό­ δηλη ή άντικειμενική ίσχύς μιας ήθικής τοποθέτησης, θεωρείται εξί­ σου άντικειμενικά δεδομένη καί ή ίσχύς τής ιστοριογραφίας έκείνης, πού υπηρετεί τήν τέτοια τοποθέτηση). Δίχως αμφιβολία, τό E s s a i su r les M o e u r π.χ. άποτελεί «έργο θερμού ανθρωπιστικού προσηλυ­ τισμού»405 —πράγμα πού ένθουσίασε καί τόν D id erot406—, δμως άπό τήν άλλη πλευρά θά έπρεπε, έκτος άπό τήν κάποτε ευτυχή σύμ­ πτωση πολεμικής καί κριτικής τών πηγών, νά πάρουμε υπόψη μας καί τό γεγονός δτι ό V o ltaire, τόσο άπό τόν φόβο τής λογοκρισίας δ399. D ict. P h il., A rt. ‘ H isto ire ’ = OC, XIX, 359. 400. D e M e n so n g es Im p rim e s = O C , X X III, 439. 401. P y rrh o n ism e de V H isto ire , X V I = O C, X X V II, 266* πρβλ. P e n se e s etc., OC, XXI, 119. 402. C oncl. et ex a m e n de V E s sa i = OC, X X IV , 475: «ό άνθρωπισμός τό υπαγόρευσε κτλ.». 403. Λεπτομέρειες γιά τήν κριτική διαπραγμάτευση διαφόρων πηγών έκ μέρους του V o lta ire δίνει ό S a k m a n n , P ro b le m e d e r h isto r. M e th o d ik , 334 κ.έ., 366 κ.έ. 404. S u p p le m e n t au S ie c le de L o u is X IV , II και III = OC, XV , 124, 136, 141. 405. L a n so n , V o lta ire, 128. 406. Επιστολή στον V o lta ire άπό 2 8 .1 1 .1 7 6 0 ( = C o rre sp ., III, 275).

4 . Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

115

σο καί από έγνοια γιά την ιστοριογραφική του αξιοπιστία, κράτησε τόν προπαγανδιστικό του ζήλο σέ κάποια —όχι βέβαια πολύ στενά— όρια.407 Στήν πίστη τού B o ssu e t, δτι ή ιστορία κατευθύνεται από τή θεία Πρόνοια, σύμφωνα με τά πάγια σχέδιά της, ό V oltaire αντιτάσσει δύο τύπους έπιχειρημάτων. Άπό τή μιά υπογραμμίζει τόν αστάθμητο χαρακτήρα τής ιστορικής πορείας, τόν όποιο, πάλι, άποδίδει σέ δύο παράγοντες: στήν ξαφνική καί άνεξήγητη εμφάνιση μεγάλων άνδρών, οι όποιοι δίνουν στά γεγονότα νέα τροπή, κατανικώντας π.χ. τις δυνάμεις τού κακού,408 καί στήν έπήρεια τής σύμπτωσης, δηλ. των μικρών καί κάποτε γελοίων αίτιων αποφασιστικών συμβάν­ των.409 (Ή λειτουργία καί ή συμβολική αξία410 τού άνεκδοτικού στοιχείου στήν ιστοριογραφία τού V oltaire συναρτώνται στενά μέ τούτες τίς φιλοσοφικοιστορικές θέσεις411). 'Από τήν άλλη μεριά, ώστόσο, ό V o ltaire επιστρατεύει ενάντια στήν απροσδόκητη, δηλ. θαυματουργή επίδραση τού Θεού στήν ιστορία, τίς «φυσικές έννοι­ ες»412 καί απαιτεί νά στηρίζεται ή ιστορική γνώση πάνω στή «φυσική φιλοσοφία», δπως τήν εκπροσωπούν παραδειγματικά οί φυσικές επιστήμες.413 Μέ άλλα λόγια: ενάντια στήν ένοποίηση τής ιστορίας υπό τή δεσμευτική αιγίδα τού θείου σχεδίου ό V o ltaire τονίζει τή δύ­ ναμη τής σύμπτωσης (δηλ. τού θύραθεν θαύματος), ενώ ενάντια στά θαύματα έκεΐνα, πού κατά τούς θεολόγους καταδείχνουν τή δράση τής θείας Πρόνοιας καί υπηρετούν τά σχέδιά της, προβάλλει τήν έν­ νοια τής φυσικής νομοτέλειας, ή όποια εμπεριέχει καί τή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση. Οί δυο παραπάνω τύποι επιχειρημάτων συμ­ πληρώνονται άμοιβαία άπό πολεμική άποψη, λογικά δμως παραμέ­ νουν ασυμβίβαστοι. Καί ακόμη παραπέρα: καθένας περιέχει ένδιάθετα μιά πλευρά στρεφόμενη ένάντια στή θεμελιώδη κανονιστική τοπο­ θέτηση τού V o ltaire, ή οποία ακριβώς είχε έμπνεύσει τήν άντιθεολογική πολεμική καί τά παραπάνω επιχειρήματα* αυτή ή έξαιρετικά περίπλοκη καί αντιφατική σχέση λογικού καί πολεμικού στοιχείου εξηγεί τίς παλινωδίες τού V oltaire. ’Äv οί έμμενείς στόν κόσμο συμ­ πτώσεις αποδυναμώνουν τή θεία Πρόνοια, δμως ή κυριαρχία τους 407. 408. 409. 410. 411. 412. 413.

B ru m fitt, H is t o r γ a n d p r o p a g a n d a , 275, 2 8 0 /1 , 283. E s s a i , CIT = OC, XII, 161. S ie cle d e L o u is X I V , XXIII = O C, X IV , 408. Κατά τόν L a n so n , V o ltaire, 121. S i e d e de L o u is X I V , X X V = OC, X IV , 421. E s s a i , In tro d . = OC, XI, 28. N ouv. C onsid. s u r V H isto ire, O C, X V I, 138.

116

V I. Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η

κάνει την ιστορία νά φαίνεται ανέλπιδο χάος, δπου οι άνθρωποι, ό­ πως λέει ό ίδιος ό V o ltaire, είναι τυφλά όργανα στό τρομακτικό παι­ γνίδι τής Τύχης.414 Μολονότι ή Τύχη τούτη, δπως εξηγεί στη συνέ­ χεια ό V o ltaire, συμπίπτει μέ τη σιδερένια αναγκαιότητα τοϋ πεπρωμένου, ωστόσο παραμένει άνεξήγητη σκοτεινή δύναμη, δηλ. ξεχωρίζει ουσιαστικά άπό τόν έλλογα κατανοητό φυσικό νόμο. Ε ξ ί­ σου άνεξήγητη, δηλ. «τυχαία» σέ σχέση μέ την «άληθινή», κανονιστι­ κά εννοούμενη άνθρώπινη φύση είναι, δμως, καί ή άνθρώπινη εκείνη «μωρία», ή οποία ευδοκιμεί άκριβώς στό χάος τής ιστορίας διαιωνίζοντάς το, έτσι ώστε ή ιστορία μπορεί νά χαρακτηριστεί «πίνακας τών ανθρώπινων μωριών»415 ή «συνονθύλευμα εγκλημάτων, άνοησιών καί συμφορών».416 Ό V oltaire θά έπρεπε νά άναρωτηθεί τι κερδίζουμε, άπό καθαρά κανονιστική άποψη, μέ τόν εξοβελισμό τής θείας Πρόνοιας άπό τήν ιστορία, αν δέν είχε ό ίδιος διακινδυνεύσει θεωρητικά τή χαοτική κυριαρχία τού τυχαίου, άκριβώς γιά νά πετύχει τούτον τόν εξοβελισμό. Καί οι «φυσικές έννοιες» τού V oltaire, παρ’ δλη τήν άντίθεσή τους πρός τήν έννοια τού τυχαίου, έχουν εξίσου δσο καί ή τελευταία διφο­ ρούμενες λογικές συνέπειες. Στόν βαθμό πού σκοπεύουν νά άποκλείσουν αυθαίρετες έπεμβάσεις τού Θεού στήν ιστορία, είναι καθαρά αι­ τιώδεις, δμως ό αυστηρά αιτιώδης τους χαρακτήρας απειλεί νά συν­ θλίψει τήν κανονιστική πλευρά τής Φύσης, ή οποία αποτελεί άκριβώς τό κριτήριο πού επιτρέπει τήν αγέρωχη καταδίκη τής άνθρώπινης «μωρίας». Καί μέσα στή στοιχειώδη μονάδα τής νέας ιστοριογρα­ φίας, δηλ. στό πολιτισμικό Ό λο, δεσπόζει μιά πολύμορφη αιτιότητα, πού περιλαμβάνει τούς γεωγραφικούς παράγοντες, τήν κοινωνικοπολιτική οργάνωση καί τήν κυρίαρχη ιδεολογία. Ό λα αυτά καθορίζουν τό πνεύμα τών άνθρώπων, τού οποίου ό χαρακτήρας, επομένως, δέν μπορεί νά κατανοηθεί μέ νοησιαρχικό τρόπο, παρά μονάχα μέ τήν εμβάθυνση στήν αιτιότητα τού πολιτισμικού Όλου: «Τρία πράγματα επηρεάζουν ασταμάτητα τό πνεύμα τών άνθρώπων: τό κλίμα, ή δια­ κυβέρνηση καί ή θρησκεία* μόνον έτσι εξηγείται τό αίνιγμα τού κόσμου».417 Ό μως καί οί τρεις αυτοί θεμελιώδεις παράγοντες τού πολιτισμού προφανώς είναι μεταβλητά μεγέθη. Κλίματα, κυβερνή414. D ict. P h iL , A rt. iT h e o d o se ‘> = OC, XX, 513. 415. Επιστολές στόν F o rm o n t άπό 13.6.1755 και στόν T h ie rio t άπό 2 9 .2 .1 7 5 6 = OC, X X X V III, 395, 557. Πρβλ. τήν επιστολή στόν d ’A rg e n ta l άπό 8 .1 1 .1 7 5 5 , σ. 502 τού ίδιου τόμου. 416. E s s a i, C X C V II = OC, XIII, 177. 417. loc. eit.., 178.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

117

σεις καί θρησκείες υπάρχουν πολλών ειδών,418 καί αν τό κλίμα αλλά­ ζει άπό τόπο σε τόπο, ή μεταβλητότητα τής κυβέρνησης καί τής θρη­ σκείας σχετίζεται όχι μόνο με τόν τόπο, αλλά καί με τόν χρόνο. Αφού τό άνθρώπινο πνεύμα έξαρτάται άπό τέτοιους παράγοντες, δέν μπορεί ού'τε νά γνωρίσει ούτε νά πραγματώσει άπόλυτες αξίες. Στον επικίνδυνο τούτον σχετικισμό ό V oltaire άντιπαραθέτει την κανονι­ στικά χροιασμένη έννοια τής (ανθρώπινης) Φύσης* οι άνθρωποι, λέει, είναι παντού οί ίδιοι «χάρη στά πάθη τους καί στόν οικουμενικό Λό­ γο, πού είναι τό άντίρροπο τών παθών».419 Τούτη ή ανθρώπινη φύση δέν ανακαλύπτεται μέσα στην ιστορία σέ τούτη ή έκείνη τήν τροπο­ ποίησή της* είναι έτοιμη ώς καθαρός τύπος ήδη πρίν άπό τήν άρχή τού ταξιδιού μέσα στήν ιστορία, καί ή κανονιστική της διάσταση επι­ τρέπει νά χρησιμοποιηθεί ώς πυξίδα στο ταξίδι — ή ώς μέτρο, στο όποιο μετριέται ή άλήθεια τών γεγονότων: «Ό ,τι δέν είναι στή Φύση ποτέ δέν άληθεύει».420 Άπό τή σκοπιά τούτη άξιολογεί συχνά ό Vol­ taire άφηγήσεις ταξιδιωτών καί ιστορικών — οπότε, βέβαια, γίνεται πρόδηλη ή άδήριτη ιστορικότητα καί σχετικότητα τών κριτηρίων, πού ό ίδιος θεωρούσε ώς φυσικά καί οικουμενικά* έτσι, θεωρεί άναληθή τήν είδηση, οτι στις Ινδίες δέν ύπάρχει άτομική ιδιοκτησία, καί μάλιστα μέ τήν αιτιολογία, δτι αυτό «θά ήταν ενάντια στή Φύση»:421 Φύση είναι εδώ τό ευρωπαϊκό δίκαιο τής εποχής του. Βέβαια, ό V ol­ taire θεωρεί άνεπίτρεπτη τήν άξιολόγηση ξένων ήθών μέ βάση τά δι­ κά μας,422 δμως αυτό τό κάνει προπαντός δταν άσκεί πολεμική εναν­ τίον τής καθολικότητας τών άξιολογικών κριτηρίων τού θετικού Χρι­ στιανισμού* δμως δείχνει λιγότερη κατανόηση γιά τήν αυτοτέλεια, δηλ. τή σχετικότητα πολιτισμικών φαινομένων, δταν μέτρο κρίσης του είναι τά αιτήματα τού Λόγου. Διφορούμενη είναι καί ή τοποθέτη­ σή του άπέναντι στή «δεισιδαιμονία»: τή βλέπει περιφρονητικά, δμως μέσα στήν αιτιώδη-σχετικιστική προοπτική, πού άνοιξε ή ιστοριο­ γραφική πρόταξη τού πολιτισμικού Όλου, τήν άναγνωρίζει μερικές φορές καί ώς κοινωνικά καθορισμένη ιδεολογική μορφή δίπλα στις άλλες.423 418. Είναι προφανές οτι ή ιδέα μιας πραγματικά οικουμενικής ιστορίας, τήν όποια ό V o lta ire ( E s s a i, A v a n t-P ro p o s = OC, XI, 158) υποστηρίζει ενάντια στόν B o ssu et (πού είχε περιοριστεί σέ Ιουδαίους, Έ λληνες καί Ρωμαίους), έπέτεινε τόν κίνδυνο τού σχετικισμού. 419. E s s a i , C X L III = OC, XII, 370. 420. E s s a i , In tro d ., XI = OC, XI, 36. 421. E s s a i , C X L III = OC, XII, 371. 422. E s s a i , VI = OC, XI, 208. 423. R o se n th a l, V o lta ire ’s P h ilo so p h y o f H istory λ, 161 κ.έ.

118

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

Ή άναποφασιστικότητα του ιστορικού V o ltaire συναρτάται μέ την ανασφάλεια τού ήθικοφιλόσοφου. Ακολουθώντας τον Locke, καί έτσι, έμμεσα, καί τόν H o b b es, ό V o ltaire είχε από νωρίς άσπαστεΐ τήν άποψη, πώς ήθική είναι ό,τι χρησιμεύει κοινωνικά σε ορισμένες συνθήκες καί πώς, επομένως, ή ήθική μπορεί νά έχει πολύ διαφορετι­ κό περιεχόμενο, άνάλογα μέ τόν τόπο καί τόν χρόνο.424 Στίς σχετικιστικές συνέπειες τής θέσης αυτής άντέταξε ό ίδιος τη Μία ήθική425 καί τόν οικουμενικό Λόγο,426 συνδυάζοντας τήν οίκουμενικότητα τού Λόγου μέ τήν άντίληψη τής παγιότητας τής άνθρώπινης φύσης ώς έ­ δρας τούτου τού Λόγου. Όταν τό κέντρο βάρους τής προσοχής τού V oltaire δέν πέφτει στίς ιστορικά καθορισμένες τροποποιήσεις τής άνθρώπινης φύσης, άλλά στή μόνιμη ουσία της, πού επιπλέον περιέ­ χει, όπως λέγεται, συγκεκριμένες ήθικές καταβολές, τότε ή φιλοσο­ φία τής ιστορίας άποκτά θεμέλιο αισιόδοξο καί προοπτική χαρούμε­ νη: «βλέπουμε ένα αίσθημα τής τάξης νά έμψυχώνει κρυφά τό άνθρώπινο γένος... πρόκειται γιά ένα άπό τά έλατήρια, πού τά παρέχει ή Φύση καί πού δέν έξαντλούν ποτέ τή δύναμή τους: αυτό γέννησε τόν ήθικό κώδικα των εθνών».427 Ό μως αν ή άνθρώπινη φύση ήταν πάν­ τοτε ή ίδια, τότε τίθεται τό έρώτημα, γιατί ή ήθική έλλογη τάξη δέν έγκαθιδρύθηκε ήδη άπό πρωτύτερα, καί μάλιστα άπό τήν άπαρχή τού άνθρώπινου γένους, άλλά πρέπει νά πραγματωθεΐ άκριβώς τώρα. Ώς άπάντηση χρησιμεύει ή μετατόπιση τού κέντρου βάρους τής ιστορικής θεώρησης άπό τήν ούσία στίς τροποποιήσεις τής άνθρώπινης φύσης. Ό μως οι τελευταίες άναφέρονται στά στρώματα έκεΐνα τής ψυχής, πού είναι άμεσα εκτεθειμένα στόν έπηρεασμό τού φυσικού καί ιστορι­ κού αισθητού κόσμου. Τόσο τά στρώματα έκεΐνα δσο καί ό αισθητός τούτος κόσμος είχαν άνατιμηθεΐ στήν πάλη εναντίον τής νοησιαρχίας καί τής θείας άνάμιξης στήν ιστορία, τώρα δμως έπρεπε νά άποδοθεϊ άκριβώς στήν επίδρασή τους ή μη πραγμάτωση των έπιταγών τού Λόγου. Ή άποκοπή τού ιστορικού άνθρώπου άπό τή Φύση ερμηνεύε­ ται, λοιπόν, ώς κατάπνιξη τής ούσίας τής άνθρώπινης φύσης άπό τίς τροποποιήσεις της. «Τό ένστικτο οδηγεί τό άνθρώπινο γένος περισσό-

424. T ra ite de M e ta p h ., IX = OC, XXII, 2 24/5. 425. D ict. P h i l , A rt. ‘ M o ra le ’ καί ‘ A risto te ’ = OC, XX, 111 καί X V III, 371. 426. E s s a i , In tro d . V II καί C X L III = OC, XI, 23 καί XII, 370* D ic t. P h i l , A rt. ‘ N e c e s sa ir e ’ = OC, XX, 118/9* P o em e s u r la L o i N a tu r e lle , II = OC, IX, 446 κ.ε. 427. E s s a i, C X C V II = OC, XIII, 180.

4 . Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

119

τερο από τον Λόγο», γράφει ό V o lta ire ,428 ατενίζοντας τό πανόραμα τής ιστορίας. Ή ανθρώπινη εκείνη «μωρία», πού από τή σκοπιά τής καθαρά κανονιστικής άντίληψης γιά την ανθρώπινη φύση έμοιαζε ανεξήγητο καί τυχαίο έκτρωμα, φαίνεται τώρα, μετά τήν έντρύφηση τού ιστορικού στήν άμετρη πολυμορφία των γεωγραφικά καί κοινωνικοιστορικά καθορισμένων παραγόντων, νά βρίσκει τήν αιτιώδη της εξήγηση. Τό αιτιώδες στοιχείο (δηλ. ή ιστορική πραγματικότητα) επιδρά παραλυτικά πάνω στό κανονιστικό, μολονότι τό τελευταίο, σύμφωνα με τον ίδιο τόν ορισμό τής Φύσης, θά έπρεπε νά καθοδηγεί καί νά έμψυχώνει τήν ιστορική αιτιότητα. Απογοητευμένος κοιτάζει τώρα ό V oltaire τή «μοιραία άλυσίδα των αιτίων πού σέρνουν τούς ανθρώπους, δπως οι άνεμοι σπρώχνουν τήν άμμο καί τό κύμα».429 Έτσι ό V o ltaire, μήν μπορώντας νά θέσει κάτω από θεωρητικό έ­ λεγχο τις λογικές συνέπειες τής πολεμικά έμπνευσμένης βασικής του θέσης, αίωρείται άνάμεσα στόν Λόγο καί στήν ιστορική σχετικότητα, στήν ουσία καί στις τροποποιήσεις τής ανθρώπινης φύσης — δηλ. άνά­ μεσα στήν αιτιώδη καί στήν κανονιστική θεώρηση.430 Αντίστοιχα παραμένει άναποφάσιστος άνάμεσα στήν ιδέα τής προόδου καί στή θεωρία των κλειστών πολιτισμικών κύκλων, ύπαινισσόμενος ή διατυ­ πώνοντας άξιωματικά καί τίς δύο αυτές άντιλήψεις, άπό διαφορετι­ κές αφορμές, χωρίς νά τίς .αναλύει διεξοδικά. Μολονότι, τώρα, ό V oltaire άντιλαμβάνεται πράγματι τήν ιστορική πρόοδο —άκριβώς έπειδή τούτη στηρίζεται στόν έμφυτο έλλογο χαρακτήρα τού άνθρώπου— ώς κίνηση τού ανθρώπινου πνεύματος προς τήν πλήρη έκδίπλωση τών δυνατοτήτων του, ώστόσο θά έπρεπε, άν δχι νά άπορρίψουμε, πάντως νά ερμηνεύσουμε μέ πολύ εύρεία έννοια τόν ισχυρι­ σμό, δτι ή ιστορική κίνηση τόν ένδιαφέρει μονάχα ώς πρόοδος τού πνεύματος.431 Γιατί ό V o ltaire μιλά σέ σημαντικές περικοπές γιά τήν πρόοδο τής βιομηχανίας καί τού εμπορίου π.χ., καί μάλιστα δχι απλώς ώς παρελκόμενο τής πνευματικής αφύπνισης στήν άρχή τών Νέων Χρόνων, αλλά καί ώς φαινόμενο μέ δική του δυναμική καί μέ

428. E s s a i , In tro d . X I = OC, XI, 35. 429. E s s a i , C X C V I = OC\ XIII, 169. 430. ’Ήδη ό v. M a rtin παρατήρησε δτι ή βολταιριανή φιλοσοφία τής ιστορίας εί­ ναι δυαρχική. «Ή μιά της ρίζα είναι ή φυσιοκρατική θεώρηση, ή άλλη ή ίδέα τού Λό­ γου. Ή αιτιότητα καί ή τελολογία» (M otive und T en d en zen , 5). Δυστυχώς, όμως, αφιέρωσε τή μελέτη του στήν πολεμική έναντίον τού V o lta ire καί δχι στή γενετική έξήγηση τής δυαρχίας τούτης. 431. Κατά τόν D a g e n , H isto ire de V esprit h u m ain , 305.

120

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗΣΗ

απεριόριστες δυνατότητες.432 Ή πρόοδος είναι γ ι’ αυτόν πολυπρόσω­ πη καί έκδιπλώνεται ταυτόχρονα σε κάμποσα επίπεδα, συνυφασμένα στα πλαίσια του πολιτισμικού Όλου, μολονότι ή πρόοδος τού πνεύ­ ματος στίς τέχνες, στά γράμματα καί στις επιστήμες προσελκύει για ευνόητους λόγους την ιδιαίτερη προσοχή του. Ά λλα καί από πολεμι­ κή άποψη έπιβαλλόταν ή ιδιαίτερη ενασχόληση μέ τήν πνευματική πρόοδο, άφού έσχατο νόημα τής προόδου είναι ή νίκη τού Λόγου πά­ νω στή «δεισιδαιμονία».433 Ό μω ς άκριβώς άπ’ αυτή τή σκοπιά ή πρόοδος φαίνεται πολύ αργή434 — αργή καί ασύμμετρη >συνάμα, ό­ πως μαρτυρούν οι σημαντικές πολιτισμικές διαφορές δχι μονάχα από έθνος σέ έθνος άλλά καί άνάμεσα στά μέλη τού ίδιου έθνους.435 Γενι­ κά, πάντως, τό γεγονός τής προόδου παραμένει άδιαμφισβήτητο — προπαντός, δμως (καί αυτό είναι χαρακτηριστικό), τονίζεται, δταν ό V oltaire έχει στόν νού του τήν εξέλιξη των Νέων Χρόνων,436 ή οποία μάλιστα, όπως λέγεται, στόν 18ο αί. φτάνει σέ κορύφωση τέ­ τοια, ώστε νά άναμένεται μέ σιγουριά ή οριστική οικουμενική νίκη τού Λόγου.437 Πάντως τέτοιες αποφάνσεις δέν καλύπτονται φιλοσοφικοϊστορικά, άφού ό V o ltaire δέν τολμά νά ύποτυπώσει, μέ βάση τό ιστορικό υλικό, μιάν εύθύγραμμη έξέλιξη τού άνθρώπινου γένους προς τή βασιλεία τού Λόγου. Απεναντίας: ένώ ή συνεχής πρόοδος γ ί­ νεται δεκτή γιά τήν εποχή μετά τόν «Μεσαίωνα», πολλές αποφάνσεις τού V o ltaire, σχετικές μέ τήν πορεία τής ιστορίας στο σύνολό της, κινούνται στό πλαίσιο τής θεωρίας των κλειστών πολιτισμικών κύ­ κλων. Ή ουσία τής τελευταίας είναι δτι τις εποχές τού άνεπτυγμένου πολιτισμού τίς άκολουθούν εποχές βαρβαρότητας,438 πράγμα πού φαίνεται νά ισχύει γιά δλους τούς λαούς.439 Ή ιστορία τής Δύσης γνώρισε τέσσερις μεγάλες πολιτισμικές εποχές,440 δμως, σέ αντίθεση 432. C o n d , et E x a m . du T a b le a u H ist. = OC, XXTV, 475. Μιά πλήρης σχε­ δόν απαρίθμηση των άποφάνσεων τοΰ V o lta ire σχετικά μέ τήν πρόοδο σέ διάφορους τομείς βρίσκεται στόν D e lv a ille , Id e e du p r o g r e s , 307 κ.έ., 329 κ.έ. 433. R e m a rq u e s d e T E s s a i, III = OC, X X IV , 548. 434. E s s a i , In tro d . X = O C, X I, 29. 435. D ict. P h il., A rt. ‘ H om m e’ = OC, XIX, 3 83/4. 436. "Οπως λέει ό ίδιος ό V o lta ire , σκοπός του E s s a i ήταν νά δείξει τή μετάβα­ ση άπό τή βαρβαρότητα τοΰ Μεσαίωνα στόν «πολιτισμό τής έποχής μας», R e m a r ­ q u e s de T E s s a i, II = OC, X X IV , 547. 437. Επιστολή στόν H elv e tiu s άπό 2 7 .1 0 .1 7 6 0 = OC, XLT, 40/1* επιστολή στόν d ’A lem b ert άπό 2 6 .6 .1 7 6 6 = OC, X L IV , 319. 438. D ict. P h il., A rt. ‘ M ir a c le s’ = OC, XX, 85. 439. R e m a r q u e s de T E s s a i, I = OC, X X IV , 545. 440. S ie cle de L o u is X IV , I = O C, X IV , 155/6.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

121

μέ τίς δύο πρώτες (κλασική Ελλάδα καί αύγούστεια Ρώμη), οι δύο τελευταίες δεν χωρίζονται από κάποια μακρόχρονη βαρβαρική επο­ χή· ή 'Αναγέννηση καί ό αιώνας τού Λουδοβίκου ΙΔ' ανήκουν καί οι δυο στούς Νέους Χρόνους, πού ή απαρχή τους φαίνεται νά σημαίνει γιά τόν V o ltaire σταθεροποίηση ή καί επιτάχυνση τού ρυθμού τής προόδου. 'Όμως γ ι’ αυτό μονάχα ύπαινιγμοί γίνονται, τά δρια ανά­ μεσα σέ διαπίστωση καί σέ επιθυμία παραμένουν ρευστά καί πουθενά δέν λέγεται ρητά ότι ή θεωρία τών κλειστών πολιτισμικών κύκλων ισχύει μόνο γιά τό μακρινό παρελθόν καί άνασκευάστηκε έμπρακτα από τούς Νέους Χρόνους. Έ τσ ι ή θεωρία αυτή θεωρητικά τουλάχι­ στον δέν απορρίπτεται, άφού μάλιστα συναρτάται μέ τόν μόνιμο σκε­ πτικισμό, πού πηγάζει από τή διαπίστωση τού αυστηρά αιτιώδους χαρακτήρα τής ιστορικής πορείας — δηλ. άπό τή διαπίστωση τής έ­ κτασης καί τών αίτιων τής ανθρώπινης «μωρίας». Καί πράγματι, ό Voltaire χαρακτηρίζει τίς εποχές τού πολιτισμού ώς «κάποιους ευ­ τυχείς χρόνους» μέσα στό «συνονθύλευμα τών εγκλημάτων καί τών ανοησιών», πού άποτελοϋν τήν ιστορία.441 ’Άν όμως ή θέαση τής πλούσιας συγκομιδής τής άνθρώπινης «μωρίας» έκανε πιθανή τή θεωρία τών κλειστών πολιτισμικών κύκλων, τότε, αντίστροφα, γιά νά διατυπωθεί μιά συνεπής θεωρία τής προόδου χρειαζόταν ή φιλοσοφικοϊστορική νομιμοποίηση τής «μωρίας», μέ τή βοήθεια τής έτερογονίας τών σκοπών. Ό μω ς ό V oltaire δέν έφτασε Γσαμ’ εκεί, μιά καί ή άντίληψή του γιά τήν ιστορία δέν ξεπέρασε τή «χοντρή άντίθεση ανάμεσα σέ φώς καί σκοτάδι»·442 γ ι’ αυτό καί πατέρας τής ώριμης θεωρίας γιά τήν πρόοδο δέν στάθηκε αυτός, αλλά ό T u rgot. δ) Ό M on tesqu ieu άνάμεσα στό φυσικό δίκαιο κα ί στην αιτιο­ κρατία Ή σύγκρουση αιτιώδους καί κανονιστικής θεώρησης παίρνει στον M ontesquieu μορφή σχεδόν κλασική, καί μάλιστα ακριβώς επειδή ή σκέψη του θέλει νά είναι συστηματική καί ολόπλευρη,443 δηλ. έγείρει τήν αξίωση νά συλλάβει τόσο τήν αιτιώδη δσο καί τήν κανονιστι­ κή πλευρά τής προβληματικής τών νόμων. Θά ήταν εσφαλμένο νά νομίσουμε, δπως νόμισαν πολλοί σύγχρονοι τού M ontesquieu, δτι 441. E s s a i, C X C V II = OC, XIII, 177. 442. D a g e n , L a m a rc h e de V h istoire, 261. 443. Βλ. E d L , P re fa c e , τήν παράγραφο: «'Έθεσα τίς αρχές μου...». Μονάχα μέ βάση θεωρητικές αρχές, που επιτρέπουν μιά συστηματική διαπραγμάτευση, αποκτά νόημα ή πολυμορφία τοΰ κοινωνικοϊστορικοΰ γίγνεσθαι: «άπό τή στιγμή πού άνακάλυψα τίς αρχές μου, βρέθηκαν άπό μόνα τους δσα ζητούσα» (OC\ I (I), lix καί lx ij).

122

V I. Α ΙΤ ΙΩ Δ Η Σ ΚΑ Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ ΙΚ Η Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η

οι κανονιστικές αποφάνσεις του είναι φύλλο συκής, πού πίσω του προσπαθεί νά κρυφτεί μιά αμιγής αιτιοκρατία. Απεναντίας: είναι όλότελα ειλικρινείς444 καί πηγάζουν άπό μιά νηφάλια μεταρρυθμιστική διάθεση, ή οποία προσπαθεί νά κινηθεί ρεαλιστικά μέ βάση τήν εμ­ πειρική γνώση των δεδομένων. Στή δυνατότητα συμβιβασμού τής επιστημονικής πρόθεσης μέ τή μεταρρυθμιστική ό M ontesquieu πι­ στεύει έξαρχής. Βέβαια, ή προσωπική του αυτή πεποίθηση δέν στάθη­ κε άρκετή γιά νά πραγματοποιήσει άντικειμενικά τή λογική συμφω­ νία τού επιστήμονα μέ τόν μεταρρυθμιστή, κατά τρόπο παράδοξο μπόρεσε, δμως, πολύ συχνά νά εξασφαλίσει τήν έμπρακτη άνεξαρτησία τού ενός άπό τόν άλλο στή διάρκεια τής μακράς έργασίας τού M ontesquieu. Πιστεύοντας, δηλαδή, δ τιή επιστημονική γνώση έτσι κι άλλιώς δέν μπορούσε νά φανεί βλαβερή σέ καλοπροαίρετα μεταρρυθμιστικά σχέδια, ό M ontesquieu έπιδόθηκε στήν ερευνά των αι­ τιωδών σχέσεων χωρίς ήθικές έγνοιες καί θεωρώντας την αυτοσκο­ πό* έτσι ικανοποιούσε καί δικές του καθαρά θεωρητικές άνάγκες, πού στήν περίπτωσή του ήταν πολύ βαθύτερες παρά στόν V o ltaire λ.χ.445 Τό γεγονός, δτι ό M ontesquieu δέν μπόρεσε νά πραγματοποιήσει τόν (θεωρητικό τουλάχιστον) έναρμονισμό αιτιώδους θεώρησης καί κανονιστικά προσανατολισμένης μεταρρυθμιστικής πρόθεσης, είναι λοιπόν, τόσο άπό λογική άποψη δσο καί στήν προοπτική τής ιστορίας των ιδεών, διδακτικό, άκριβώς επειδή ό ίδιος πίστευε στό ιδεώδες ενός τέτοιου έναρμονισμού, παρά τις κάποιες σκεπτικιστικές άποφάνσεις του, πού προδίδουν έναν εσωτερικό άγώνα. Καί στόν M on tesqu ieu ή προσπάθεια τού παραπάνω έναρμονισμού στηρίζεται άσυνείδητα στήν άμφιλογία των βασικών έννοιών, δπως λ.χ. τής έννοιας τού νόμου. Έμβαθύνοντας παλαιότερες θέσεις του,446 ό M on tesquieu άρχίζει τό βασικό του έργο μέ μιάν άνάλυση 444. Λεπτομέρειες γιά τις μεταρρυθμιστικές ιδέες τού M o n tesqu ieu δίνει ό W a d d ic o r, M o n te sq u ie u , 134 κ.έ. 445. Αυτό φαίνεται στήν ικανότητα τού M o n tesqu ieu νά ξεχωρίζει γεγονότα καί κρίσεις πολύ σαφέστερα άπό τούς πλείστους διαφωτιστές, βλ. π.χ. E d L , X V I, 4 ( = I (I) 353): «δέν δικαιώνω αύτά τά ήθη, παρά τά εξηγώ». 44 6 . Προπαντός L e ttr e s P e r s a n e s , L X X X III = OC, I (III), 170: «ή δικαιοσύ­ νη είναι αίώνια καί δέν έξαρτάται άπό άνθρώπινες συμβάσεις». Είναι χαρακτηριστι­ κό δτι ό M o n tesq u ieu ήδη άπό τώρα έξετάζει τό ενδεχόμενο νά είναι εσφαλμένη ή άντίληψη τούτη: δμως κάτι τέτοιο «θά ήταν μιά τρομερή άλήθεια», άφού ή πίστη στήν αιώνια δικαιοσύνη δίνει στήριγμα στή ζωή. 'Ωστόσο οί μακρές παρεκβάσεις των L e ttr e s πάνω σέ δημογραφικά προβλήματα π.χ. (C X II-C X X II) στηρίζονται σέ μιά θεώρηση καθαρά αιτιώδη καί βρίσκονται έτσι άντικειμενικά σέ άντίθεση μέ τίς γενικές κανονιστικές άποφάνσεις.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

123

τής έννοιας του νόμου από τήν κανονιστική σκοπιά του φυσικού δι­ καίου. Νόμοι είναι οι «αναγκαίες σχέσεις, πού απορρέουν από τή φύ­ ση των πραγμάτων» — τέτοιες σχέσεις αποτελούν όμως συνάμα καί τό θεμέλιο τής ήθικής ή τής δικαιοσύνης καί υπάρχουν, άν καί σέ κα­ τάσταση δυνατότητας μονάχα, πριν από κάθε θετική νομοθεσία.447 Τή σημαντική απόκλιση τής ανθρώπινης συμπεριφοράς άπό τίς κανο­ νιστικές «άναγκαίες σχέσεις» ό M ontesquieu τήν εξηγεί μέ τούς πε­ ριορισμούς τής ανθρώπινης νόησης καί τήν κυριαρχία των παθών, ώστόσο δέν θεωρεί τήν ελλιπή κοινώνικοϊστορική πραγμάτωση των a priori κανονιστικών δυνατοτήτων ώς λόγο εγκατάλειψης τής προ­ σπάθειας νά τίς προσεγγίσουμε διαμέσου τής θρησκείας, τής ήθικής καί τής θετικής νομοθεσίας.448 Έ τσ ι τίθεται τό αποφασιστικό πρό­ βλημα τού συγκερασμού ύπεριστορικού καί θετικού νόμου, καί ό M ontesquieu προσπαθεί νά τό λύσει μιλώντας γιά τόν ενιαίο «αν­ θρώπινο Λόγο», ό όποιος κυβερνά δλους τούς λαούς καί τού οποίου εφαρμογές είναι οι θετικές νομοθεσίες των διαφόρων έθνών.449 Ώστόσο ό υπαινιγμός αυτός δέν άναλύεται διεξοδικότερα, καί επι­ πλέον διατυπώνεται άκριβώς σέ μιά περικοπή, οπού ό M on tesquieu συζητά τήν πολλαπλή εξάρτηση τής θετικής νομοθεσίας άπό τή γενι­ κή κατάσταση ενός έθνους, ρίχνοντας έτσι τό βάρος οχι στή γενικότη­ τα τού κανονιστικού στοιχείου αλλά στίς ιδιαιτερότητες τού αιτιώ­ δους. Ό τι οί δεύτερες θά μπορούσαν νά παρακωλύσουν τήν πρώτη τό υπαινίσσεται ό ίδιος ό M on tesquieu, άφού άμέσως μετά τή μνεία τού ενιαίου Λόγου παρατηρεί δτι, έξαιτίας των ιδιομορφιών τού κάθε λαού, είναι «τύχη μεγάλη άν οί νόμοι τού ενός έθνους ταιριάζουν σέ κάποιο άλλο». Ό ,τι πάλι ονομάζεται πνεύμα των νόμων δέν έχει κα­ μιά σχέση μέ τόν ενιαίο (κανονιστικό) Λόγο, άλλά προκύπτει άπό τή συνεργία πολιτειακής μορφής, γεωγραφίας, οικονομίας, δημογρα­ φίας καί ήθών.450 Ή έννοια τού πνεύματος στον M on tesquieu πη­ γάζει, λοιπόν, άπό τό άντινοησιαρχικό-άντικαρτεσιανό κύριο ρεύμα τού Διαφωτισμού,451 δηλ. τονίζει τόν καθορισμό τού πνεύματος άπό αισθητούς παράγοντες, καί έτσι άποτελεί τό αντίθετο άκριβώς άπό 447. E d L , I, 1 = OC, I (I), 2/3. 448. /oc. c it., 4 (τελευταία παράγραφος). 449. E d L , I, 3 = OC, I (I), 8. 450. /oc. eit., 9- πρβλ. XIX, 4 = OC, I (I), 412. 451. Όπως στόν V ico ή στόν V o lta ire , 2τσι καί στον M o n tesq u ieu ή άπομάκρυνση άπό τόν καρτεσιανισμό είναι λογική προϋπόθεση τής Ιστοριογραφικής καί κοινωνιολογικής του τοποθέτησης. Καί στόν M o n tesqu ieu ή απομάκρυνση αυτή διαφαίνεται τόσο στό μεθοδολογικό (τίς θέσεις του ένάντια στή μαθηματική μέθοδο

124

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

τόν ενιαίο κανονιστικό Λόγο, πού μένει πάντα ό ’ίδιος καί υπάρχει πρίν άπό κάθε θετικό νόμο καί επομένως καί πρίν άπό τό πνεύμα τών νόμων, άφοΰ αυτό, σύμφωνα μέ την ορολογία τού M ontesquieu, άναφέρεται ατούς θετικούς νόμους. Ό χι μόνο στό επίπεδο τής μεθό­ δου πραγματεύεται ό M on tesquieu τήν p rim a c a u s a νοησιαρχικά καί τίς c a u s a e secu n d ae έμπειριστικά,452 αλλά καί στό όντολογικό επίπεδο ή p rim a c a u s a διακρίνεται άπό τίς c a u sa e secundae άκριβώς όπως ή ύπερχρονική νόηση άπό τό ίστορικά-αίτιοκρατικά γεννημένο καί διαμορφωμένο πνεύμα. Αντίστοιχα, ή έννοια τού νό­ μου σημαίνει δύο πράγματα: άπό τή μιά τήν ιδεώδη φυσική τάξη, ή οποία στηρίζει όντολογικά τό κανονιστικό στοιχείο, δηλ. τό φυσικό δίκαιο, καί τής οποίας ή ομαλή λειτουργία άποτελεί επαρκή εγγύηση τής πραγμάτωσης τού τελευταίου, καί άπό τήν άλλη τήν κανονιστικά ουδέτερη καί σταθερή ενέργεια έμπειρικών αιτίων, άπό τήν οποία προκύπτουν πάντα τά ίδια άποτελέσματα. Φυσικό καί θετικό (δηλ. εξαρτημένο άπό έμπειρικές αιτίες) δίκαιο είναι εξίσου άσυμβίβαστα όσο καί οί δυο παραπάνω έννοιες τού νόμου. Τό «νόμιμον» καί τό «δίκαιον» διίστανται.453 'Ωστόσο ό M on tesquieu δέν έχει διόλου τό συναίσθημα δτι έχει περιέλθει σέ αδιέξοδο. Γιατί συνάγει τό πνεύμα τών νόμων άπό πολ­ λούς παράγοντες, μερικοί (σημαντικοί) άπό τούς όποιους μπορούν προφανώς νά επηρεαστούν άπό τόν άνθρωπο* άκριβώς ή δυνατότητα τού έπηρεασμού αυτού φαίνεται νά δίνει καί στό φυσικό δίκαιο τίς —μικρότερες ή μεγαλύτερες— έλπίδες του, καί αυτό παρακινεί τόν M ontesquieu νά υπογραμμίζει δσο μπορεί τά περιθώρια τής σκόπι­ μης ανθρώπινης δραστηριότητας. Οί αναλύσεις τού περίφημου κεφα­ λαίου γιά τήν επίδραση τού κλίματος στον πνευματικό καί ηθικό χα­ ρακτήρα τών λαών454 θά μπορούσαν νά δημιουργήσουν —καί δη­ μιούργησαν— τήν εντύπωση μιας μονομερούς αιτιοκρατικής άντίληψης, ώστόσο ό M on tesquieu τονίζει παράλληλα δτι δέν είναι σέ δλους τούς πολιτισμούς εξίσου σημαντικοί οι ίδιοι παράγοντες. ’Άν ή του D e s c a r te s αναφέρει ό S t a r k , M o n te sq u ie u , 1 κ.έ.) δσο καί στό όντολογικό επίπεδο (γιά τήν πρώιμη κριτική του στόν καρτεσιανό χωρισμό ανάμεσα σέ re s cog ita n s καί re s e x te n s a βλ. V ern iere, S p in o z a et. la p e n se e f r a n g a i s e , 453). 452. S h a ck le to n , M o n te sq u ie u , 42. 453. B ru n so h v icg, P r o p r e s de la co n scien c e, 4 9 3 /4 . 454. E d L , XTV, 2 = OC, I (I), 305 κ.έ. Τόν ρόλο τής θεωρίας του κλίματος στήν αισθητική, πολιτική καί ιατρική φιλολογία τοΰ γαλλικού 18ου αί. έχει περιγράφει ό M e rcie r, ό όποιος τονίζει καί τίς συνάφειές της μέ τή σκεπτικιστική αντίληψη {La Theorie d e s C lim a ts, ιδ. 20 κ.έ., 159 κ.έ.).

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

125

φύση καί τό κλίμα καθορίζουν σχεδόν ολοκληρωτικά τη ζωή των αγρίων, άλλου βαραίνουν περισσότερο τα ήθη καί ή πολιτειακή μορφή.455 Καθήκον τού νομοθέτη είναι νά δώσει στις «ήθικές αιτίες» τήν προτεραιότητα απέναντι σε τυχόν δυσμενείς «φυσικές αιτίες».456 Επιστρατεύοντας τίς πρώτες ενάντια στις δεύτερες, ό M ontesquieu πιστεύει οτι βρήκε κάποιον συγκερασμό γιά νά ξεφύγει τόσο από τήν τυφλή αιτιοκρατία δσο καί από τήν αν επιστημονική άρνηση τής αιτιότητας.457 Ό μω ς τό πρόβλημα είναι αν ό M on tesquieu κατορ­ θώνει νά διασπάσει τον αιτιοκρατικό φαύλο κύκλο χωρίς μιά «μετάβασιν εις άλλο γένος». Τούτη εδώ στήν πραγματικότητα περιέχεται ήδη στήν έκφραση «ήθικές αιτίες», πού ή άμφιλογία της προκύπτει από τό γεγονός, οτι τό βάρος μπορεί νά πέσει άλλοτε στήν πρώτη καί άλλοτε στή δεύτερη λέξη. Όταν άντιπαρατίθενται στίς «φυσικές αι­ τίες» οι αίτιες οί ήθικές, τότε αυτές είναι σέ πρώτη γραμμή ήθικές, δηλ. αποτέλεσμα τής έσκεμμένης δράσης ενός υποκειμένου* δμως υπάρχουν καί σημαντικά χωρία, οπού οί «ήθικές αιτίες» καί οί «φυσι­ κές αιτίες» ύπάγονται από κοινού κάτω από τήν έννοια «γενικές αι­ τίες», έπειδή στρέφονται καί οί δυό μαζί ένάντια στή σύμπτωση, πού ό M ontesquieu επιθυμεί νά τήν αποκλείσει εντελώς από τήν κοινωνικοίστορική του θεώρηση.458 Έ τσι, τό βάρος πέφτει συχνά στή δεύ­ τερη λέξη τής έκφρασης «ήθικές αίτιες», οπότε ή αιτιοκρατική αντί­ ληψη έπικρατεί ξανά ακριβώς έκεί δπου θά έπρεπε νά είναι τουλάχι­ στον παρακατιανή. Καί πράγματι, είναι δύσκολο νά καταλάβουμε γιατί ή έπίδραση ήθικών αιτίων δπως π.χ. παραδοσιακών καί ανεξέ­ ταστα άποδεκτών ήθών, προκαταλήψεων ή θρησκευτικών δοξασιών θά κάνει τό πνεύμα τών μελών μιας κοινωνίας πιο αυτόνομο καί ελεύθερο από τήν έπίδραση τού κλίματος π.χ. Ή έπίδραση τών ήθι­ κών αίτιων διόλου δέν σημαίνει, μέ άλλα λόγια, αυτόματη ένίσχυση τού αυτεξούσιου καί διάσπαση τού αιτιοκρατικού κύκλου, αλλά ση­ μαίνει μόνον δτι οί καθοριστικοί παράγοντες είναι ιδεολογικοί* γι' 455. E d L , XIX, 4 = OC, I (I), 412. 456. E d L , X IV , 5 καί XIX, 27 = OC, I (I), 3 1 1 /2 , 4 3 2 /3 . Ίσως ό M on ­ tesquieu νά ακολουθεί εδώ τήν ανάλυση τού M ac h iav elli στά D is c o r s i, I, .1. 457. Ήδη από νωρίς ό M o n tesq u ieu ήθελε μέ κάθε τρόπο νά άποφύγει ταυτό­ χρονα καί τά δύο αυτά κακά. Τίς έπιπτώσεις τής διπλής τούτης μέριμνας στή δια­ μόρφωση τών ιδεών του δείχνει ή πολύ ώραία γενετική άνάλυση τού D ed ieu, M on­ tesquieu, 60 κ.έ. 458. Ή έννοιολογική τούτη ιεραρχία έμφανίζεται e x p r e s s is v e rb is στίς C onsid e ratio n s, C h ap. X V III = OC, I (III), 4 8 2 , βλ. τήν παράγραφο: «Δέν είναι ή τύ­ χη...».

126

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ

αυτό καί οι ηθικές αιτίες δεν παρεμποδίζουν (πάντα) την έπήρεια τών φυσικών, αλλά άπεναντίας μπορούν καί νά τίς έπιβοηθήσουν: «συχνά ή φυσική αιτία χρειάζεται την ήθική γιά νά ενεργήσει».459 Γνωρίζον­ τας τή συνεργία τούτη, ό M on tesqu ieu άντιπαραθέτει στίς φυσικές αίτιες δχι τίς ήθικές δίχως εξαίρεση, άλλά μονάχα δσες οφείλονται στή δραστηριότητα του έλλογου νομοθέτη· γΓ αυτό καί διακρίνει προσεκτικά τά ήθη άπό τούς νόμους, άποδίδοντας τά πρώτα στή γε­ νική ζωή τού έθνους, ενώ τούς δεύτερους στή βούληση τού νομοθέ­ τη.460 Όμως αυτό είναι ένας διαχωρισμός καί δχι ό επιθυμητός συγ­ κερασμός. Ή ίστορική-κοινωνιολογική θεώρηση σταματά δηλ. μπρο­ στά στή βούληση τού νομοθέτη, ό όποιος φαίνεται σάν νά στέκει έξω άπό συμφέροντα καί ιδεολογίες.461 Πώς θά άπαλλαγεϊ ό νομοθέτης άπό τέτοιες έπιρροές, γιά νά ακολουθήσει τόν ενιαίο άνθρώπινο Λό­ γο, ό M on tesquieu δέν τό ξεκαθαρίζει* άλλωστε, ώς πρωτοπόρος τής κοινωνιολογίας τής γνώσης περιγράφει τόσο παραστατικά τήν εξάρτηση νοοτροπιών καί κοσμοθεωριών άπό φυσικούς καί κοινωνι­ κούς παράγοντες,462 ώστε θά φαινόταν δικαιολογημένος άκόμη καί ό μεγαλύτερος σκεπτικισμός δσον άφορά στήν ικανότητα τού νομοθέτη νά κρατά άπόσταση καί νά παραμένει άνεπηρέαστος. (Ένα παρά­ δειγμα άθέλητης, δηλ. ιδεολογικής μεροληψίας έδωσε άλλωστε ό ί­ διος ό M on tesqu ieu , δταν ζωγράφισε τήν ιδεώδη του μοναρχία άπό τή σκοπιά τών προσωπικών του πολιτικοκοινωνικών προτιμή­ σεων).463 Έ δώ , βέβαια, δέν εννοούμε τήν άπόσταση έκείνη, ή όποια, ώς προϋπόθεση μιας ψυχρής στάθμισης τών παραγόντων τού πολιτι­ κού παιγνιδιού, είναι δχι μόνο δυνατή, άλλά καί άπαραίτητη σέ κάθε τεχνικό τής έξουσίας. Ή άπόσταση ενός νομοθέτη, πού έμπνέεται άπό τό φυσικό δίκαιο, πρέπει νά είναι ποιοτικά διαφορετική, γιατί υπαγο­ ρεύεται δχι άπλώς άπό τεχνική όρθολογικότητα μέ περιεχόμενο με­ ταβλητό, άλλά άπό τή συνεχή άναφορά σέ κανονιστικές άρχές. Έτσι, τό δίλημμα τού M on tesqu ieu παίρνει (καί) τή μορφή τής άσαφούς έννοιολογικής διάκρισης άνάμεσα σέ πολιτική τεχνική καί σέ πολιτι459. P e n s e e s, N r 811 = OC, II, 238. 460. E d L , XIX, 12 καί 14 = OC, I (I), 4 1 8 , 4 20. 461. Βλ. τίς καλές παρατηρήσεις του G u rvitch , S o c io lo g ie ju r id iq u e , 624 κ.έ. 462. Βλ. τήν εξαίρετη άνάλυση τού S ta r k , M o n te sq u ie u , ιδ. κεφ. V II-IX , 86 κ.έ. Ό S ta r k συνοψίζει εύστοχα τήν προσωπική θέση του M o n tesq u ieu , δταν γρά­ φει πώς ό τελευταίος «δέν νιώθει ευτυχής μέ τόν σχετικισμό, στόν όπρϊον, έντούτοις, πιστεύει» (186). 463. A lth u sse r, M o n te sq u ie u , 92 κ.έ., 104 κ.έ.* E h ra rd , Id e e de N a tu re , 4 9 4/5.

4. Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ

127

κή πράξη σύμφωνη μέ τό φυσικό δίκαιο. Χάρη στήν περιγραφική του έπιστήμη ό M on tesquieu μπορεί νά εξυπηρετήσει τήν πολιτική τε­ χνική. Δεν καταφέρνει, όμως, νά κάνει τήν πολιτική (στή συμφωνία της μέ τό φυσικό δίκαιο) κανονιστική έπιστήμη. Ή αδυναμία του αυ­ τή κρύβεται κάποτε πίσω άπό τό γεγονός, ότι παρουσιάζει ώς πορί­ σματα τού φυσικού δικαίου συμβουλές, πού στήν πραγματικότητα άναφέρονται στήν πολιτική τεχνική, οπότε δημιουργείται ή εντύπω­ ση, ότι πραγματοποιήθηκε τό σχέδιο μιας κανονιστικής επιστήμης. Οί λογικές δυσκολίες τής θέσης τού M ontesquieu διαφαίνονται έμμεσα καί στά προβλήματα πού αποσιωπά. Ό M ontesquieu συνιστά, βέβαια, στον έλλογο νομοθέτη νά αντιμετωπίσει τή δυσμενή έπήρεια τού κλίματος, προφανώς, όμως, δέν έχει νά τού προτείνει τ ί­ ποτε γιά νά τον βοηθήσει νά παρακάμψει τή δεύτερη βασική αιτιώδη σχέση, πού ό ίδιος πίστευε ότι βρήκε άνάμεσα στήν έκταση καί στήν κυβερνητική μορφή ενός κράτους. Ά ν ή μεγάλη έκταση γεννά άναγκαΐα τή δεσποτεία, ή μέση τή μοναρχία καί ή μικρή τή δημοκρα­ τία,464 τότε ή οικουμενική πραγματοποίηση τού πολιτικού Λόγου, ό όποιος βρίσκεται μέσα στόν πανανθρώπινο, αποκλείεται εξαρχής, έκτος αν διαμελιστούν τά μεγάλα κράτη. Παρά τήν ειλικρινή του πί­ στη στή δυνατότητα χειρισμού ελαστικών νομοτελειών σύμφωνα μέ τον Λόγο, ό M on tesqu ieu δέν μπορεί νά έγγυηθεί τόν οικουμενικό θρίαμβο τού τελευταίου. Είναι δυνατή στήν Άσία, πού κι αυτής οί κάτοικοι θά πρέπει νά κατέχουν τόν πανανθρώπινο Λόγο, μιά μορφή διακυβέρνησης όπως ή αγγλική; Ό χ ι, άπαντά ό M ontesquieu κι αυτό τό όχι ισχύει αιώνια: «Ή έξουσία οφείλει, λοιπόν, νά είναι πάν­ τα δεσποτική στήν Άσία. Γιατί, αν ή δουλεία έδώ δέν ήταν ακραία, θά γινόταν ένας διαμελισμός πού δέν τόν επιτρέπει ή φύση τής χώρας».465 Τά ανυπέρβλητα τούτα όρια, πού τόνιζε ό M on tesquieu, φαίνονταν στούς κριτικούς του ούσιαστικότερα άπό τούς χώρους πού άφηνε ελεύθερους γιά τήν έλλογη δραστηριότητα τού νομοθέτη — καί δέν είχαν καί τόσο άδικο. Έμοιαζε σχεδόν κυνικό τό ότι ό M on­ tesquieu έβρισκε τή δουλεία λιγότερο άπεχθή σέ χώρες, πού οί κά­ τοικοί τους δέν εργάζονταν πρόθυμα έξαιτίας τού κλίματος.466 Στή συνέχεια έγραφε, βέβαια: «Ό μω ς, άφού όλοι οί άνθρωποι γεννιούν­ ται ίσοι, πρέπει νά πούμε κι ότι ή δουλεία άντιτίθεται στή Φύση, μο­ λονότι σέ ορισμένες χώρες στηρίζεται σέ κάποιον φυσικό λόγο» — ώστόσο καί ή διόρθωση αυτή περιείχε τή μοιραία άμφιλογία: σ’ αυτή 464. E d L , V III, 16-19 = OC, I (I), 164 κ.έ. 465. E d L , X V II, 6 = OC, 1 (I), 375. 466. E d L , XV , 7 = OC, I (I), 332.

128

V I . Α Ι Τ Ι Ω Δ Η Σ Κ Α Ι Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ Ι Κ Η

ΘΕΩ ΡΗ ΣΗ

χρησιμοποιείται δηλ. ό δρος «Φύση» αρχικά μέ έννοια κανονιστική καί κατόπιν μέ τήν έννοια τής απλής αιτιώδους συνάρτησης («φυσικός λόγος»). Καί πράγματι, ό δρος «Φύση» εμφανίζεται στον Mon­ tesquieu δχι τυχαία, άλλά σχεδόν προγραμματικά μέ διπλή σημα­ σία. Έ τσ ι, ή δυαρχία εκείνη τής θεώρησής του, ή οποία προκύπτει άπό τήν άπάλυνση τού αιτιώδους στοιχείου γιά χάρη τού κανονιστι­ κού, καταλήγει σέ μια δυαρχία, πού δέν είναι άλλη άπό τήν άμεση σύγκρουση των δύο παραπάνω στοιχείων.467 Ή άξιολογικά ελεύθερη, δηλ. άποκλειστικά αιτιώδης έννοια τής Φύσης άναφέρεται, τώρα, στήν «ιδιαίτερη δομή» ενός πράγματος.468 Ά πό τήν άποψη αυτή, «φύση» έχει καί μιά δεσποτική κυβέρνηση,469 μολονότι άντιφάσκει διαμετρικά πρός τήν κανονιστική Φύση.470 Εί­ ναι προφανές δτι κάτι συμπεριφέρεται σύμφωνα μέ τή φύση του — ό­ μως μέ ποιάν άπό τίς δυό; Τ ί πρέπει νά κάνει ένας δεσπότης π.χ., γιά νά δράσει «φυσικά»; «Ά ν δέν μπορέσει νά εξοντώσει άμέσως τούς προύχοντες, δλα χάθηκαν γ ι’ αυτόν», λέει π.χ. ό M on tesqu ieu ,471 καί προσθέτει δτι ό δεσποτισμός θά ήταν «άτελής», άν παραιτούνταν άπό τήν τρομοκρατία.472 Θά έπρεπε ένας Κινέζος δεσπότης νά είναι φιλάνθρωπος, άφού μάλιστα ή δεσποτεία στή χώρα του είναι άναπόφευκτη; ’Ή θά έπρεπε νά κάμει τή δεσποτεία του κατά τό δυνατόν τε­ λειότερη — οπότε ή τελειότητα τούτη δέν θά ήταν πιά ήθικός, άλλά τεχνικός κανόνας; Ή τελειότητα μέ τήν τεχνική σημασία έμφανίζεται στόν M ontesquieu δταν μιλά δχι μόνο γιά τή φύση μιας μορφής διακυβέρνησης, άλλά καί γιά τήν άρχή, δπου αυτή στηρίζεται.473 Ή άρχή τούτη ορίζεται άξιολογικά ελεύθερα καί κρίνεται καθαρά λει­ τουργικά* είναι, λοιπόν, δυνατόν τό ίδιο πράγμα νά ώφελεΐ τή μιά μορφή διακυβέρνησης καί νά βλάπτει τήν άλλη, π.χ. «ή φιλοδοξία εί­ ναι ολέθρια σέ μιά δημοκρατία, ενώ έχει καλά άποτελέσματα σέ μιά μοναρχία»:474 έδώ κρίνεται ένα ορισμένο πάθος δχι ώς άρετή ή έλάτ467. Θά αποτελούσε οπτική άπατη ή έντύπωση, δτι ό M o n tesqu ieu απαλλάσ­ σεται άπό τή δεύτερη τούτη δυαρχία μέ τή βοήθεια τής πρώτης. Αυτή τήν εντύπωση έχει ό A ron π.χ. (L e s e ta p e s de Ια p e n se e so c io L , 53 κ.έ.), καί παρόμοια είναι καί ή θέση τού L a n so n , E tu d e s, 149/50, 153. 468. E d L , III, 1 = OC, I (I), 25. 469. E d L , II, 1 = OC, I (I), 10. 470. «'Η δεσποτεία προκαλεΐ τρομακτικά κακά στήν ανθρώπινη φύση», E d L , II, 4 = OC, I (I), 22. 471. E d L , III, 9 = OC, I (I), 35/6. 472. E d L , III, 11 = OC, I (I), 38. 473. Γιά τή σχέση ανάμεσα στά δύο αυτά βλ. III, 1 = OC, I (I), 25. 474. E d L , III, 7 = OC, I (1), 34.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

129

τωμα, δηλ. δχι κανονιστικά, άλλα αποκλειστικά ώς προς τή λειτουρ­ γία του. 'Όμως ή τέτοια άρχή μιας μορφής διακυβέρνησης συναρτάται άμεσα μέ τούς νόμους της,475 καί γ ι’ αυτό ό M ontesquieu δέν έ­ πειθε, δταν διαβεβαίωνε δτι οι τελευταίοι αυτοί άποτελούν μονάχα «τις ιδιαίτερες περιπτώσεις εφαρμογής του ανθρώπινου Λόγου».476 Καί πώς νά γίνει πιστευτή ή διαβεβαίωση αυτή, δταν ό ίδιος ό M on­ tesquieu, στήν άρχή τού ίδιου κεφαλαίου καί σέ συμφωνία μέ τόν αποτρόπαιο H o b b es, διακήρυσσε δτι οί θετικοί νόμοι θεσπίζονται έξαιτίας ένός διπλού πολέμου («από έθνος σέ έθνος» καί «μέσα σέ κά­ θε κοινωνία»); ’Άν οί νόμοι δέν είναι πραγμάτωση τού καλού καί τού Λόγου, άλλά περιορισμός τού κακού, τότε κάθε νόμος μπορεί καθαυ­ τός νά θεωρηθεί καλός, άφού έτσι κι αλλιώς θέτει κάποιο τέρμα στόν πόλεμο δλων εναντίον όλων. Έ τσι, δμως, σκεπτόταν ό H o b b es, καί ό M ontesquieu δέν ήταν πρόθυμος νά τόν ακολουθήσει παντού.477 Στήν αμφιταλάντευση τού M ontesquieu άνάμεσα σέ φυσικό δί­ καιο καί αιτιοκρατία αντιστοιχεί ή άναποφασιστικότητά του στο ζή­ τημα τής προόδου.478 Ό M ontesquieu γνωρίζει πολύ καλά τήν κοι­ νωνική άλλαγή καί τό ιστορικό γίγνεσθαι ώς γεγονότα καί επίσης ξέ­ ρει ποιοι παράγοντες συμμετέχουν σέ τούτες τίς διαδικασίες. Ό μω ς τό γίγνεσθαι δέν σημαίνει γ ι’ αυτόν πρόοδο, άλλά μάλλον παρακμή, άπόκλιση άπό τή θεμελιώδη πολιτειακή άρχή.479 Ούτε ή έλλογη με­ ταρρύθμιση, πού έχει στόν νού του ό M on tesquieu, εντάσσεται σέ έ­ να εύρύ σχήμα προόδου, δέν θεωρείται δηλ. υποκειμενική συμβολή σέ μιάν αντικειμενική συνολική κίνηση τής ιστορίας πρός τά έμπρός. Ή τοποθέτηση αυτή φαινόταν νά δικαιώνει τίς μομφές εναντίον τού M ontesquieu, μολονότι στήν πραγματικότητα απλώς αντικατόπ­ τριζε τίς λογικές εκείνες δυσκολίες, πού ούτε ό V o ltaire είχε κατα­ φέρει νά υπερνικήσει. 'Ωστόσο ό V oltaire ήταν γνωστός άγωνιστής, καί έτσι δύσκολα μπορούσε νά κατηγορηθεί γιά μοιρολατρία ή γιά παραλυτικό σκεπτικισμό — παρ’ δλες τίς άπαισιόδοξες εκρήξεις του καί παρ’ δλο τόν C andide. Τά οδυνηρά παράδοξα τής επιχειρηματο­ λογίας τους, τών όποιων τίς αιτίες δέν μπορούσαν νά βρούν μέ τρόπο καθαρά λογικό, άνησυχούσαν πάντως τούς διαφωτιστές σέ τέτοιον 475. Στό πλέγμα αυτό είναι αφιερωμένα τά βιβλία IV -V II του E d L . 476. E d L , I, 3 = OC, I (I), 8. 477. Γιά τήν άμφίπλευρη σχέση του M o n tesqu ieu μέ τόν H o b b e s βλ. D ed ieu , M o n tesqu ieu , 64/5, 118/9. 478. Τή λέξη «in d ec isio n » χρησιμοποιεί ό D elv aille , Id ee du p r o g r e s , 295. 479. H u b ert, D ev en ir h isto riq u e ch ez M ., 608/9.

130

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

βαθμό, ώστε αδιάκοπα αναζητούσαν κάποιον άποδιοπομπαΐο τράγο, γιά νά σηκώσει έπάνω του τήν υποψία τού μηδενισμού καί νά άπαλλάξει τόν Διαφωτισμό στό σύνολό του. Ό ρόλος αυτός δόθηκε, φυσι­ κά, προπαντός στους υλιστές, δμως ούτε καί ό M on tesquieu γλύτω­ σε έντελώς, άφού μάλιστα τά στοιχεία εκείνα τού έργου του, πού θεωρήθηκαν μοιρολατρικά, φαίνονταν νά δικαιώνουν άνοιχτά τό κα­ τεστημένο. Στόν πρόλογο τού E sp r it d es L o is υπήρχε δα ή δυσοίω­ νη φράση: «δέν γράφω γιά νά κρίνω τά κατεστημένα», ή οποία θά μπορούσε καί νά έρμηνευθεί ώς εύλογη προφύλαξη, αν οι θέσεις τού βιβλίου δέν είχαν ένισχύσει τούς φόβους γιά τήν τύχη τού κανονιστι­ κού στοιχείου. Χωρίς άμφιβολία, ή αιτιοκρατική διάσταση τής σκέ­ ψης τού M ontesquieu ήταν σημαντική λογική αιτία τού σκεπτικι­ σμού του άπέναντι σέ μεγάλες ή επαναστατικές μεταρρυθμίσεις480 (εδώ δέν εξετάζουμε τις πολιτικές καί ιδεολογικές αίτιες). Πέρα άπό διαφωνίες σέ συγκεκριμένα προβλήματα, ή γενικότερη δυσπιστία άπέναντι στόν M on tesquieu οφειλόταν στή χτυπητή διαφορά τού Ötκού του τρόπου σκέψης άπό τίς κανονιστικές αίθεροβασίες πολλών συγχρόνων του. Αυτό φαίνεται ώραία στις παρατηρήσεις τού Mon­ tesquieu γιά τόν ιστορικό V o ltaire: «Ό V o ltaire ποτέ δέν θά γρά­ φει καλή ιστορία* είναι όπως οί καλόγεροι, πού δέν γράφουν γιά χάρη τού άντικειμένου τους, άλλα προς δόξαν τού τάγματός τους».481 Καί ό V o ltaire, πάλι, δέν παρέλειψε νά κατηγορήσει τόν M ontesquieu γιά τό άντίθετο. Ή άντιπάθειά του ενάντια στή γενική κατεύθυνση τού E sp rit d es L o is φαίνεται στή ψιλολογία, μέ τήν οποία προσπα­ θεί νά βρει δλα τά λάθη τού βιβλίου ώς πρός τά r e a lia .482 Σέ άμφισβήτηση έθεσε, φυσικά, καί τήν άποφασιστική έπίδραση τού κλίμα­ τος καί τής έκτασης ενός κράτους πάνω στή μορφή τής διακυβέρνη­ σής του.483 Κατά τή γνώμη του, τό βιβλίο τού M ontesquieu ούτε βοήθησε ούτε καί μπορεί νά βοηθήσει, γιατί στήν πραγματικότητα μία είναι ή σωτηρία: ή ριζική άλλαγή δλων των νόμων484 — προφα­ νώς μέ τήν έννοια τής ριζικής προσαρμογής τους στίς επιταγές τού Λόγου. Παρόμοια σκέπτεται καί ό R o u sse a u γιά τόν M on­ tesqu ieu : τούτος, λέει, δέν στοχάστηκε πάνω στίς «άρχές τού πολι-

480. 481. 482. 483. 484.

V y v erb erg , H isto r. P e ssim ism , 167. Nr 1446 = OC, II, 419. Προπαντός στό λεγόμενο C om m en taire = OC, XXX, 404 κ.έ. L ’A, Η% C = OC, X X V II, 315/6. Επιστολή στόν P e rre t άπό 28.12.1771 = OC, X L V II, 579.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

131

τικού δίκαιου», αλλά καταπιάστηκε μονάχα μέ τό «θετικό δίκαιο των κατεστημένων κυβερνήσεων».485 ε) Γένεση κα ί δομή τής συνεπούς ιδέας τής προόδου στον T u rg o t καί οί χαρακτηριστικές άποκλίσεις τού C ondorcet άπ9 αυτόν Οί κρίσεις γιά τόν M on tesquieu δείχνουν τί δυσφορία γεννούσε στους κύκλους τών διαφωτιστών ή σύγκρουση αιτιώδους καί κανονι­ στικής θεώρησης — σύγκρουση πού πάντα ύπέφωσκε καί συχνά ξέσπαγε.486 Ό T u rg o t δοκίμασε πρώτος νά ξεφύγει άπό τό δίλημμα, διατυπώνοντας ένα εξελικτικό σχήμα, στά πλαίσια τού οποίου λει­ τουργούσαν ώς κινητήριες δυνάμεις καί ώς εγγυήσεις τής ιστορικής προόδου άκριβώς τά στοιχεία εκείνα, πού φαίνονταν νά άπειλούν τήν τελευταία, δίνοντας τροφή στή θεωρία τών κλειστών πολιτισμικών κύκλων. Στόν V o ltaire είδαμε ποιά ήταν αύτά τά στοιχεία: άπό τή μιά ή άνθρώπινη «μωρία», δηλ. ή κυριαρχία τού (ριζωμένου στήν αι­ σθητή διάσταση τού άνθρώπου) τυφλού ένστικτου, καί άπό τήν άλλη τό ιστορικό γεγονός τού «Μεσαίωνα», δηλ. μιας τόσο ολοκληρωτικής καί μακράς νίκης τής «δεισιδαιμονίας», ώστε δέν έπιτρεπόταν πιά νά γίνεται λόγος γιά εύθύγραμμη πρόοδο. Ό T u rg o t άντιπαραθέτει στά δύο αύτά άφ’ ενός τήν έννοια τής έτερογονίας τών σκοπών, σύμφωνα μέ τήν όποια άκόμη καί ή «μωρία» ύπηρετεί άθέλητα τήν πρόοδο, καί άφ’ ετέρου μιάν άξιοσημείωτη άποκατάσταση τού συνυφασμένου μέ τόν «Μεσαίωνα» θετικού Χριστιανισμού. Τό άνοιγμα τού δρόμου τής ιδέας τής προόδου προϋπέθετε, δμως, καί κάτι άκόμη: τήν έννοιολογική άποκοπή τής ιστορίας άπό τή Φύση ώς αυστηρά αιτιώδες καί άμετάβλητο Όλο. Ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, καί ό ιδιαίτερος τονισμός γεωγραφικών παραγόντων πήγαιναν νά μετα­ τρέψουν τήν ιστορία σέ παράρτημα τής Φύσης, νά τήν εντάξουν δηλ. ολοκληρωτικά στήν ομοιομορφία καί στήν παγιότητα τής φυσικής νομοτέλειας. Ό μω ς ώς μέρος τής Φύσης ή ιστορία δέν μπορούσε νά σημαίνει παρά τήν αιώνια επιστροφή τών ίδιων πραγμάτων.487 Ή 485. E m ile , V = O eu v re s, IV, 836. 486. Ό G ibbon υποστήριξε τόν M o n tesq u ieu , βλ. T re v o r-R o p e r, H isto r ic a l P h ilo so p h y , 1678 κ.έ. Όρθά ό T re v o r-R o p e r διαβλέπει στήν άντίθεση τών δύο διαφορετικών τάσεων, οί όποιες εκφράζονται κατά τήν άξιολόγηση τού M o n ­ tesqu ieu, τόν γενικότερο έσώτερο διχασμό τής ιστοριογραφίας τού Διαφωτισμού. 487. Θά έπρεπε ωστόσο νά υπενθυμίσουμε δτι οί όπαδοί τών Συγχρόνων χρησι­ μοποιούσαν τήν ομοιομορφία της Φύσης ώς επιχείρημα ένάντια στή μοναδικότητα της άρχαιότητας (βλ. τήν D ig re ssio n τού F on ten elle στήν έκλογή κειμένων τού

132

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

διαδεδομένη έπιθυμία μίμησης τού φυσικοεπιστημονικού προτύπου σε δλα τά επίπεδα μπορούσε να γεννήσει τόν πειρασμό μιας τέτοιας στατικής θεώρησης τής ιστορίας (θεώρησης αντίστοιχης, m u tatis m u tan d is, μέ τή σημερινή άντιιστορική τάση στήν κοινωνιολογία). Προπαντός τό εγχείρημα τού M ontesquieu έδινε τήν εντύπωση υπο­ ταγής τού κοινωνικοϊστορικού κόσμου στή φυσική αιτιοκρατία, καί μάλιστα μέ τή διπλή έννοια τού τονισμού γεωγραφικών παραγόντων καί τής άποδοχής μιας άμετάβλητης αιτιότητας μέ ίδια πάντοτε άποτελέσματα. Γιά νά ανοίξει τόν δρόμο στήν ιδέα τής προόδου, ό Tur­ go t διακρίνει αυστηρά ανάμεσα σέ Φύση καί κοινωνία. «Τά φαινόμε­ να τής Φύσης ύπόκεινται σέ σταθερούς νόμους καί είναι κλεισμένα στό δαχτυλίδι δμοιων πάντα άνακυκλήσεων», ενώ αντίθετα ή «δια­ δοχή των ανθρώπων» μέσα στήν ιστορία δίνει στον φιλόσοφο τήν εν­ τύπωση σταθερής προόδου καί ανάπτυξης.488 Ό μω ς ό αδρός αυτός χωρισμός απειλούσε νά έκτοπίσει όλότελα τή Φύση ώς φορέα άμετάβλητων κανονιστικών αρχών, καί έτσι νά αχρηστέψει μιά βασική άντίληψη τού Διαφωτισμού.489 Γ ι’ αυτό ό T u rg o t ανατρέχει καί πάλι στή σταθερή, αλλά αύτή τή φορά κανονιστική έννοια τής Φύσης, μέ τόν σκοπό νά θεμελιώσει τή θέση του, δτι δλοι οι λαοί θά έπρεπε νά περάσουν από τίς ίδιες εξελικτικές φάσεις, καί έτσι νά υπογραμμίσει τό υποχρεωτικό ήθικό-κανονιστικό τέρμα τής ιστορικής έξέλιξης: «Δέν είναι παντού ϊδια ή Φύση, καί άν οδηγεί παντού τούς άνθρώπους στις ίδιες αλήθειες, άν άκόμη καί τά ίδια τους τά λάθη μοιάζουν, για­ τί νά μήν βαδίζουν δλοι σύστοιχα στον δρόμο πού τούς χαράχτη­ κ ε;».490 Γιά νά κατοχυρώσει οριστικά, δηλ. όντολογικά, τό κανονιK r a u s s , σ. 147/8). Τέτοια έπιχειρήματα ήταν, βέβαια, δυνατά μοναχά μέσα στήν τοτινή συζήτηση, καί μάλιστα στάθηκαν ευνοϊκά γιά τήν ιδέα της προόδου (άν οχι από άποψη λογική, πάντως έπειδή συνέβαλαν στή δημιουργία κλίματος ευνοϊκού γιά τήν ίδέα τούτη). Ωστόσο τά ίδια αυτά έπιχειρήματα έγιναν άργότερα επικίνδυνα, ό­ ταν δηλ. έγινε εντονότερος ό κίνδυνος τής φυσιοκρατίας καί τής άκαμπτης αιτιοκρα­ τίας. 488. T a b le a u P h i l o s O e u v r e s , I, 214/5. 489. Όπως είναι γνωστό, ή άντίληψη αύτή παίρνει τήν πιό άκραία μορφή της στόν R o u s se a u , ό όποιος κάνει τήν ϊδια διάκριση άνάμεσα σέ Φύση καί 'Ιστορία ό­ πως καί ό T u rg o t — άλλά μέ τήν αντίθετη πρόθεση: ό T u rg o t θέλει νά κάμει δυνατή τήν πρόοδο, ενώ ό R o u s se a u προσπαθεί νά έξηγήσει τόν έκφυλισμό. Γ ι’ αυτόν, Ιστορία είναι ή απομάκρυνση από τή Φύση — όμως αυτό δέν σημαίνει καί τό τέρμα. Γιατί ό R o u sse a u στοχάζεται σοβαρά πάνω στή δυνατότητα καί αναγκαιότητα μιας ιστορικής πολιτισμικής δραστηριότητας μέ σκοπό τήν επιστροφή στή Φύση (γιά τόν όρο «τέχνη» μ ’ αύτό τό νόημα στόν R o u s se a u βλ. D a g e n , L 'h isto ir e de Γ e s p r it, 291/2). Πρόοδος έδώ είναι άκριβώς ή επιστροφή. 490. T a b le a u P h i l o s O e u v r e s , I, 217.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

133

στικό στοιχείο, ό T u rg o t έπανεισάγει λαθραία τή σύνδεση εκείνη Φύ­ σης καί ιστορίας, τήν όποια είχε αμφισβητήσει γιά νά θεμελιώσει τήν ιδέα τής προόδου. Ή άμφιλογία, όντας ριζωμένη στήν Γδια τήν έννοια τής Φύσης, παραμένει, γιατί ό T u rg o t σύρει τή διαχωριστική γραμ­ μή ανάμεσα σέ Φύση καί ιστορία, άναφερόμενος μονάχα στήν έμπειρική-αίτιώδη καί δχι στήν κανονιστική πλευρά τής Φύσης. Ενάντια στόν M ontesquieu ό T u rg o t επιστρατεύει, βέβαια, τήν κανονιστική έννοια τής Φύσης,491 προσπαθώντας συνάμα νά έξασθενίσει θεωρητικά τήν αιτιοκρατία του. Μειώνει, έτσι, τή σημασία φυσι­ κών παραγόντων (κλίμα, φυλή κτλ.) καί άνατιμά τις «ήθικές αιτίες». Τις θέσεις αύτές τίς συνοδεύει καί άπό μεθοδολογικούς στοχασμούς: μέ τίς φυσικές αιτίες θά έπρεπε νά εξηγείται κάτι, μονάχα αν οί ήθι­ κές αιτίες δέν έπαρκούν, ένώ συνάμα ή ένέργεια των πρώτων πρέπει νά θεωρηθεί μάλλον έμμεση, δέν επηρεάζουν δηλ. άμεσα ένα ορατό ιστορικό άποτέλεσμα, άλλά μάλλον έπηρεάζουν τούς παράγοντες, οί οποίοι γεννούν τό τελευταίο.492 Ακόμη καί οί βιολογικές διαφορές φαίνονται στόν T u rg o t επιστημονικά άδιάφορες, άφού οί αιτίες τους είναι άγνωστες· δλα έξαρτώνται, λοιπόν, άπό τήν άγωγή, πού μόνον αυτή μπορεί νά άποτελέσει άντικείμενο σχεδιασμένης προσπά­ θειας.493 Επίσης ό T u rg o t συνιστά νά μήν ύπερτιμούνται οί διαφο­ ρές τού εθνικού χαρακτήρα καί νά άποφεύγονται οί συναφείς γενικεύ­ σεις.494 Οί φυσικοί παράγοντες είναι μεταβλητοί (άπό τόπο σέ τόπο) καί συνάμα σταθεροί (μέσα στόν χρόνο). Καί άπό τίς δύο αύτές έπόψεις εμποδίζουν, λοιπόν, τήν ενιαία πρόοδο τής ιστορίας. Στή θέση τους ό T u rg o t βάζει μεγέθη, στά οποία ή πρόοδος γίνεται φανερή καί σχεδόν μετρήσιμη. Έ να σημαντικό τέτοιο μέγεθος είναι ή τεχνική. "Οσες άνασχέσεις καί αν δεχτούν μέσα στήν ιστορία οί θεωρητικές επιστήμες καί ή καλαισθησία, οί επιτεύξεις τής τεχνικής παραμένουν άθικτες, γιατί περνάνε στήν καθημερινή ζωή διαμέσου τού «εμπο­ ρίου». Άπό τήν άλλη μεριά, ή τεχνική υπηρετεί τήν άνάπτυξη τών φυσικών (κατασκευή πειραματικών οργάνων κτλ.), άλλά καί τών θεωρητικών (τυπογραφία κτλ.) επιστημών.495 491. Α κόμη καί μετά άπό είκοσι χρόνια θεωρεί τήν άντίληψη, δτι δέν υπάρχει «ενιαία καί μοναδική φυσική τάξη», ώς «ήλιθιότητα», στήν οποία, τάχα, στηρίζεται όλόκληρο τό έργο του M o n te sq u ieu , βλ. τήν επιστολή στόν Du P on t άπό 13.3.1771, O eu v res, III, 447. 492. R e ch e rc h e s s u r le s c a u s e s etc., O eu v res, I, 140. 493. loc.. c it., 139. 494. Σέ ένα άπόσπασμα άπό τό έτος 1751, O eu v re s, I, 338. 495. R e ch e rc h e s s u r le s c a u s e s etc., O eu v re s, I, 118, 121.

134

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Διαπιστώνοντας τέτοια πρόοδο ακόμη καί στον Μεσαίωνα,496 ό T u rg o t βρίσκει εν αν τρόπο γιά νά συμπεριλάβει στό γενικό σχήμα τής προόδου ακριβώς έκείνη τήν εποχή, πού απειλούσε νά τό διαλύ­ σει. Στόν αγώνα έναντίον τού θετικού Χριστιανισμού καί τής «Σχο­ λαστικής» ό Μεσαίωνας επρεπε νά ζωγραφιστεί με τά ζοφερότερα χρώματα.497 νΑν δμως ό Μεσαίωνας σήμαινε, σε σύγκριση με τό ελ­ ληνικό «θαύμα» καί τη ρωμαϊκή ζωτικότητα, σοβαρή οπισθοδρόμη­ ση, τότε δεν μπορούσε νά ύποστηριχθεΐ ή ιδέα μιας άδιάκοπης, δηλ. άναγκαίας προόδου στην ιστορία. Τό Ιδεώδες τού Λόγου δεν μπορού­ σε νά θεμελιωθεί στήν δλη ιστορική εξέλιξη, γιατί άλλιώς θά επρεπε νά γίνουν σοβαρές παραχωρήσεις στόν θεολογικό άντίπαλο. Ή προ­ σέγγιση τού T u rg o t είναι διαφορετική. Ό χι μόνο θέτει κριτήρια ούδέτερα, όπως ή τεχνική λ.χ., πού δέν άπαιτούν κοσμοθεωρητικούς συμβιβασμούς, αλλά καί φτάνει νά ύπογραμμίσει τήν πολιτισμική προσφορά τού Χριστιανισμού. Βέβαια μιλά γιά τή «βαρβαρότητα» τού Μεσαίωνα, δμως δέν τή συναρτά αίτιωδώς μέ τήν επικράτηση τού Χριστιανισμού, άλλά αντίθετα μνημονεύει τήν εργασία τής Ε κ ­ κλησίας γιά τή συντήρηση τού πολιτισμού καί τήν ήθική πρόοδο πού σήμανε ή χριστιανική διδασκαλία σέ σύγκριση μέ τήν άνηθικότητα ή τήν άγριότητα των άρχαίων.498 ’Αναλογιζόμένος προφανώς τον «σκοταδιστή» άντίπαλο, ό T u rg o t δέν προχωρά πολύ στήν κατεύ­ θυνση αύτή, ώστόσο —δπως δείχνουν κατοπινότερα παραδείγματα, καί προπαντός οί H e rd e r καί H egel— μιά συνεπής εξελικτική αντί­ ληψη ήταν αδύνατη δίχως τήν άποκατάσταση τού Χριστιανισμού. Αύτό τό είχε διαισθανθεί ήδη ό F o n ten elle.499 Όμως ό T u rg o t έπιτελεί μιά προγραμματική στροφή σ’ αύτό τό ζήτημα. Τήν προθυμία του γιά παραχωρήσεις άπέναντι στόν θετικό Χριστιανισμό καί στόν «Μεσαίωνα» τήν καταλαβαίνουμε, άν σκεφθούμε πόσο πολύ χρειαζό­ ταν ό κανονιστικός Διαφωτισμός μιά πειστική ιδέα τής προόδου. Για­ τί μονάχα αύτή μπορούσε νά εκπληρώσει μιά σημαντική, διπλή ιδεο­ λογική λειτουργία: νά εξηγήσει τή μή πραγμάτωση τής βασιλείας τού Λόγου ίσαμε σήμερα (: ό χρόνος είναι ώριμος γ ι’ αύτό μονάχα στό τέρμα μιάς έξέλιξης) καί συνάμα νά παρουσιάσει ώς αναπόφευκτη τήν έπικείμενη πραγμάτωσή της (: ή βασιλεία τού Λόγου άποτελεί 496. loc. c it., 119, 133, 137* πρβλ. T a b le a u P h ilo s., O eu v res, I, 230. 497. Γιά τυπικές αποφάνσεις βλ. V a r g a , D a s S c h la g w o rt vom ‘f in ste re n M itte la lte r', 116 κ.έ. Πρβλ. V o ss, D a s M itte la lte r, 75 κ.έ., 180 κ.έ. 498. D isc o u rs s u r les a v a n t a g e s qu e V etab lissem en t du ch ristia n ism e etc., O eu v re s, I, 199, 2 0 1 /2 , 208 /9 . 499. K r a u s s , M itte la lte r in d e r A u fk lä r u n g , 224 κ.έ.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

135

σίγουρο προϊόν τής εσώτερης δυναμικής μιας ολόκληρης μακράς έξέλιξης). Όπως είπαμε«, ή έννοια τής έτερογονίας των σκοπών αποτελεί, κοντά σέ τούτη την αποκατάσταση του Χριστιανισμού, τόν δεύτερο ακρογωνιαίο λίθο τής ρηξικέλευθης ιδέας τού T u rg o t γιά τήν πρόο­ δο. Ή έννοια αύτή Ισαμε τότε συνδεόταν μέ τήν άνάλυση τού M andeville γιά τό κοινωνικό ισοζύγιο ώς αυτόματη αρμονία αμέτρητων φαινομενικών δυσαρμονιών οι συναφείς θέσεις τού Vico παρέμεναν άγνωστες. Ό T u rg o t, τώρα, τή μεταφέρει άπό τήν κοινωνική συγ­ χρονία στήν ιστορική διαχρονία, καί έτσι τήν άξιοποιεί άπό τή σκοπιά τής ιδέας τής προόδου* έτσι απέκτησε, άλλωστε, κεντρική σημασία γιά τή φιλοσοφικοϊστορική σκέψη τού δψιμου 18ου καί —διαμέσου τού H egel— καί τού 19ου αί. Ή ελκτική δύναμη τούτης τής έννοιας έγκειται στήν ικανότητά της νά μετατρέπει άλχημιστικά σέ στοιχείο έπιβοηθητικό γιά τήν πρόοδο ακριβώς δ,τι φαίνεται νά τή ματαιώνει, καί έτσι νά αποδείχνει a p rio ri δτι ή πρόοδος είναι αναπόδραστη. Τ ί θά μπορούσε νά άντισταθεΐ στόν Λόγο, αν τό ϊδιο τό άλογο συμβάλλει άθελα στήν πραγμάτωση τών σκοπών του; Καί τί θά μπορούσε νά εμ­ ποδίσει τήν τελική νίκη τού κανονιστικού στοιχείου, άν τήν επιφέρει αυτόματα τό ϊδιο τό αιτιώδες στοιχείο; Τό άλογο διαποτίζεται —αν­ τικειμενικά— άπό τόν Λόγο, τό αιτιώδες στοιχείο δέν είναι (μονάχα) τυφλό. Ή άνθρώπινη «μωρία», δηλ. τά πάθη, οί ψευδαισθήσεις, ακό­ μη καί οί άνηθικότητες δέν είναι πιά κωλύματα, αλλά προωθητήριες δυνάμεις τής ιστορικής κίνησης — πράγμα, βέβαια, πού μπορεί νά γ ί­ νει δεκτό μονάχα πάνω στή βάση μιας a prio ri βεβαιότητας γιά τήν κατεύθυνση καί τό τέρμα τής τελευταίας. Κατέχοντας τή βεβαιότητα τούτη, ό T u rg o t δέν διστάζει νά νομιμοποιήσει ιστορικά δ,τι θά προκαλούσε άπέχθεια σύμφωνα μέ τά ϊδια του τά ήθικά κριτήρια: γιατί άπό τήν άποψη τής έτερογονίας τών σκοπών μετράνε δχι οί υποκει­ μενικές προθέσεις, μέ βάση τίς οποίες άξιολογείται ή ήθικότητα τού ατόμου, αλλά μόνον οί αντικειμενικές, άπρόβλεπτες ή άθέλητες συνέ­ πειες τών πράξεών του. Ό φιλόσοφος τής ιστορίας, πού εργάζεται μέ βάση τήν έννοια τής έτερογονίας τών σκοπών, μπορεί νά επιτρέψει στόν έαυτό του (θεωρητικό) άνηθικισμό στά έπιμέρους, επειδή ήθικοποιεΐ τήν 'Ιστορία στό σύνολό της, βάζοντάς την νά καταλήξει στή βασιλεία τού Λόγου. Ακόμη καί οί πόλεμοι δέν είναι τώρα πιά γιά τόν T u rg o t (μονάχα) απαίσιοι καί ολέθριοι, άφού «ό αγώνας αυξάνει τά φώτα καί τά ταλέντα δλων».500 Καί άφού τά πάντα προωθούν 500. O eu v re s, I, 284.

136

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

αναγκαστικά την πρόοδο, μοναδική προϋπόθεση τής τελευταίας είναι να συμβαίνουν καινούργια πράγματα* μονάχα ή άπραξία μπορεί νά παραλύσει τήν πρόοδο, δχι ή «κακή» πράξη: «Δεν άντιτίθεται ή πλά­ νη στήν πρόοδο τής άλήθειας, οϋτε οι πόλεμοι καί οι επαναστάσεις καθυστερούν τις προόδους τής διακυβέρνησης, άλλα μόνον ή μαλθακότητα, ή άκαμψία, ή συνήθεια καί δ,τι όδηγεί στήν άπραξία».501 Ή άντίστροφη δψη τούτης τής σκέψης είναι ή ταύτιση δραστηριότητας καί προόδου: «Τα θυελλώδη καί έπικίνδυνα πάθη γίνονται άρχή δρά­ σης καί συνεπώς προόδου».502 Κάθε άλλαγή φέρνει οφέλη.503 Σχετικά μέ τόν C on dorcet κυριαρχεί ή άντίληψη δτι γενικά οίκειοποιήθηκε τήν ιδέα τής προόδου τού T u rg o t γιά νά τή διευρύνει, μέ προφητικό πάθος, σέ έναν μεγαλεπήβολο ιστορικό πίνακα.504 Ή σφαλερή τούτη κρίση γίνεται άναπόφευκτη, αν δέν πάρουμε υπόψη μας τόν άποφασιστικό ρόλο τής έννοιας τής έτερογονίας τών σκοπών γιά τή συνεπή ιδέα τής προόδου. Ό μως άκριβώς αυτή ή έννοια λείπει στόν Condorcet. Τρέφοντας τήν εδραία καί ορθόδοξη διαφωτιστική πίστη, δτι ή ήθική, ή διανοητική καί ή ιστορική πρόοδος συμπίπτουν, ό C ondorcet δέν μπορούσε νά συμφιλιωθεί μέ μιαν έννοια, στήν οποία διαστέλλονται τόσο οδυνηρά τό ύποκειμενικό-ήθικό καί τό άντικειμενικό-ίστορικό στοιχείο — τουλάχιστον γιά τήν περίοδο πριν άπό τήν πραγμάτωση τής βασιλείας τού Λόγου. Γ ι’ αυτό καί ό Con­ d orcet δέν κάνει λόγο γιά κάποιαν άντικειμενική επίδραση τού άλο­ γου στοιχείου πρός δφελος τών σκοπών τού Λόγου, άλλά τό καταπο­ λεμά άμεσα.505 Ή συνεχής πάλη έναντίον του σ’ ολόκληρη τή διάρ­ κεια τής ιστορίας γίνεται άναγκαία, γιατί οι βασικές μορφές τής δει­ σιδαιμονίας εμφανίζονται ήδη στά πρώτα βήματα τού άνθρώπινου γένους, γιά νά παραδοθούν κατόπιν άπό γενιά σέ γενιά.506 Καί άντίστοιχα, ή κάθε ιστορική έποχή (μέ εξαίρεση τόν όλότελα ζοφερό Με­ σαίωνα) παρουσιάζεται ώς τεταμένη ενότητα, στό πλαίσιο τής όποιας συνυπάρχουν έχθρικά μιά φωτεινή προοδευτική πλευρά ώς επήρεια τού άγωνιζόμενου Λόγου καί μιά πλευρά σκοτεινή ώς ή έκάστοτε πα501. R e ch erc h es s u r le s c a u s e s etc., O eu vres, I, 133. 502. O eu vres, I, 283/4. 503. loc. cit., 285. 504. Π.χ. ό B u ry , I d e a o f P r o g r e s s , 206 /7 . Ό B u ry πιστοποιεί, βέβαια, τή διαφορά τών C on d o rcet καί T u rg o t στό πρόβλημα τής άξιολόγησης τοΰ Χριστιανι­ σμού, δμως δέν μπορεί νά τήν έξηγήσει. Καί ή προβληματική τής έτερογονίας τών σκοπών τοΰ διαφεύγει όλότελα. 505. E sq u isse , Εισαγωγή = O eu v res, V I, 22. 506. E s q u is se , 1 re fip o q u e = O eu v re s, V I, 29.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

137

ραλλαγή παλιών ανθρώπινων σφαλμάτων. Ή «διαφθορά τού Λόγου» είναι., βέβαια, «σχεδόν άναγκαία συνέπεια τής προόδου» —άφού μά­ λιστα ή δυνατότητα τού σφάλματος προκύπτει ακριβώς μέσα στις πε­ ριπέτειες τού ξύπνιου καί ερευνητικού άνθρώπινου πνεύματος507—, ό­ μως παραμένει ένα θλιβερό φαινόμενο καί δέν γίνεται φορέας προό­ δου. Τούτη εδώ δέν έπιτελείται αναγκαία έπειδή θέτει στήν υπηρεσία της τό σφάλμα, αλλά επειδή ό Λόγος άποδείχνεται —στήν κάθε ιστο­ ρική φάση σχετικά καί στήν τελική φάση άπόλυτα— ισχυρότερος. Έτσι ή πρόοδος μένει πάντα συνυφασμένη μέ τόν Λόγο, τήν ήθική καί τήν έπιστήμη. Ό Λόγος είναι κίνητρο τής προόδου καί δχι μονά­ χα αποτέλεσμά της* έτσι π.χ. οι Νέοι Χρόνοι άρχίζουν μέ τήν έξέγερση εναντίον τής κυριαρχίας τού ιερατείου.508 Μέ βάση τίς παραπάνω αντιλήψεις, υποστηρίζει ό C ondorcet τή συνέχεια καί τήν εύθυγραμμικότητα τής προόδου, ή οποία, βέβαια, μπορεί νά έπιβραδυνθεί ή νά έπιταχυνθεί έξαιτίας τυχαίων γεγονότων, δχι όμως καί νά πισωδρο­ μήσει.509 Μ’ αυτόν τόν τρόπο ή ιδέα τής προόδου προσανατολίζεται στό πρότυπο τής εξέλιξης τών μαθηματικών καί τών φυσικών επιστημών — δπως, βέβαια, φαινόταν ή εξέλιξη τούτη σέ έναν διαφωτιστή επι­ στήμονα σάν τόν Condorcet. Όπως λέει ό ίδιος, ή πρόοδος τού άν­ θρώπινου πνεύματος, πού «τόσο συχνά κρύβεται ή παρουσιάζεται άκατάστατη στά άλλα του έργα», στά μαθηματικά δείχνεται «πιο απλή, πιό πρόδηλη καί υποταγμένη σέ τάξη μεθοδικότερη».510 Ή μαθηματικοποίηση τής προόδου γίνεται, λοιπόν, ιδεώδης σκοπός, στού όποιου τήν πραγματωσιμότητα ό C ondorcet πιστεύει, έπειδή, δπως λέει, ή ‘Ιστορία ύπακούει σέ νόμους έξίσου δσο καί ή Φύση:511 άν ή όρθολογικότητα τών μαθηματικών καί τής φυσικής επιστήμης σέ τελευταία άνάλυση βασίζεται στήν έγγενή όρθολογικότητα τής Φύσης, τότε πρέπει καί ή έσώτερη νομοτέλεια τής Ιστορίας νά κάμει δυνατή, στό μέλλον τουλάχιστον, τή μαθηματικοποίηση τής προόδου. Τονίζοντας, μετά τόν d ’A Iem bert,512 τόν πρότυπο χαρακτήρα τής 507. F ra g m e n t de l’ h ist. de l a 1 re fip o q u e = O eu v re s, V I, 378. 508. E s q u is s e , V I I e fepoque = O eu v re s, V I, 125. 509. E s q u is s e , Εισαγωγή καί I I e ß p oqu e = O eu v res, V I, 13, 39. 510. D is c o u r s s u r G a stro n o m ie, O eu v res, I, 4 84. 511. E s q u is s e , X e fip o q u e = O eu v re s, V I, 236. 512. Σχετικά μέ τήν άντίληψη τοΰ d ’A Iem bert γιά τήν πρόοδο βλ. D a g e n , L ' h istoire de V esp rit, 363 κ.έ. Πρβλ. τά λόγια τοΰ C on d o rcet γιά τόν d ’A Iem bert στό D isc o u rs de R e ce p tio n ά VA c a d e m ie : «ό βαθύς φιλόσοφος, στόν όποιον οφεί­ λουμε τόν πιό εύγλωττο πίνακα τών προόδων τού άνθρώπινου πνεύματος» (O eu­ vre, 1, 404 κ.έ.).

138

VL ΑΙΤΙΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μαθηματικής καί φυσικό επιστημονικής έξέλιξης γιά τήν ιστορική πρόοδο, ό C on d orcet επιβεβαιώνει έμμεσα τήν απόστασή του από τήν έννοια τής έτερογονίας τών σκοπών καί συνάμα τή μονόπλευρηαγωνιστική του τοποθέτηση απέναντι στό πρόβλημα τής πλάνης: γιατί ή επιστήμη μπορεί (σύμφωνα, τουλάχιστον, μέ τήν άντίληψη τού C ondorcet) νά άνοίξει τόν δρόμο της δχι διαμέσου τής πλάνης, αλλά έναντίον της. Ανάμεσα στίς φιλοσοφικο'ιστορικές δυσκολίες τού C on dorcet καί στόν προσανατολισμό του προς τό μαθηματικό ιδεώ­ δες τής προόδου υπάρχει, λοιπόν, μιά λογική συνάφεια. Ή άμεση ταύτιση προόδου καί Λόγου, ή όποια ισχύει, σέ διαφορετική έκταση κάθε φορά, γιά δλες τις ιστορικές φάσεις, απαγορεύει τή νομιμοποίη­ ση τού «Μεσαίωνα», άνοίγοντας, έτσι, ένα σημαντικό κενό στήν εύθύγραμμη άντίληψη τής προόδου. Άπό τή σκοπιά τού Λόγου ό Con­ d orcet δέν μπορεί ούτε καν νά εξηγήσει πώς στάθηκε δυνατή αυτή ή τόσο μακρά «ολέθρια εποχή».513 Χαρακτηριστικό γιά τή θεωρητική του αδυναμία, στό σημείο αυτό, είναι δτι ερωτοτροπεί μέ τή θεωρία τών κλειστών πολιτισμικών κύκλων.514 Ή διαφορά άνάμεσα στήν άντίληψη τού T u rg o t καί στή δική του γίνεται, έτσι, κατάδηλη. Καί ενώ ό T u rg o t διατυπώνει προκαταβολικά τόν νόμο τών τριών στα­ δίων τού C o m te,515 ό C ondorcet έπικρίνεται άπό τόν ϊδιο τούτον Com te, γιατί οι διαφωτιστικές του προκαταλήψεις άπέναντι στήν προσφορά τού (χριστιανικού) παρελθόντος τόν εμπόδισαν νά έπεξεργαστεί ένα σχήμα ιστορικής προόδου άπαλλαγμένο άπό άντιφάσεις.516 Ή σύγκριση τών αντιλήψεων τού T u rg o t καί τού C ondorcet δεί­ χνει δτι ή συνεπής έννοια τής προόδου διόλου δέν προήλθε άπό τήν απλή μεταφορά μαθηματικών καί φυσικοεπιστημονικών εξελικτικών προτύπων στήν δλη ιστορική κίνηση, μολονότι άναμφίβολα δέχτηκε τήν έπίδραση τής ευφορίας εκείνης, πού άναφερόταν ειδικά στήν έξέ513. E s q u is s e , V I e £ p o q u e = O eu v re s, V I, 109. 514. Βλ. τό A vertissem ent, πού άρχικά προοριζόταν γιά πρόλογος τού Esquiss e , O eu v re s, V I, 281: σκοπός του είναι νά παρουσιάσει τά «γενικά γνωρίσματα» τών διαφόρων έποχών τού άνθρώπινου πνεύματος, όπου φανερώνεται «άλλοτε ή πρόοδος καί άλλοτε ή κατάπτωση» τού τελευταίου. 515. D elv aille , Id e e de p r o g r e s , 398 κ.έ. 516. C o u rs de P h ilo s. P o sitiv e , IV, 2 0 5 /6 , πρβλ. VI, 2 59/60. Καί ό Sorel υπογράμμισε τή θεωρητική υπεροχή τού T u rg o t άπέναντι στόν C on d orcet, άναφερόμενος δχι μονάχα στήν ιστορική νομιμοποίηση τού Χριστιανισμού έκ μέρους τού πρώτου, άλλά καί στίς θέσεις του σχετικά μέ τόν ρόλο τής τεχνικής καί τίς προόδους της άκόμη καί στή διάρκεια τού Μεσαίωνα (Illu sio n s de P r o g r e s , 225 κ.έ.).

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

139

λιξη τής έπιστήμης.517 Αέν μπορούμε, επίσης, νά ισχυριστούμε δτι δέχτηκε την αποφασιστική παρώθηση από τις θέσεις τών Συγχρόνων (στήν Έριδα τους μέ τούς Αρχαίους), ακόμη καί αν παραβλέψουμε δτι έδώ εμφανίζεται μάλλον περιθωριακά, δηλ. ώς βοηθητική κατα­ σκευή.518 Σημαντικές θεωρητικές πλευρές τής Έριδας αποτελούν στήν πραγματικότητα απλή συνέχιση τής φιλοσοφικοιστορικής προ­ βληματικής, ή οποία συνυφαίνεται, ήδη άπό τήν πρώιμη φάση τών Νέων Χρόνων, μέ τή θέση v e rita s filia tem p o ris. Γνωρίζουμε ότι αυτή διατυπώθηκε άπό εκπροσώπους τής νέας φυσικής έπιστήμης καί άκόμη πρωτύτερα άπό άνθρωπιστές.519 Καί οί όπαδοί τών Συγχρό­ νων, μέ έπικεφαλής τον Fontenelle, έμπνέονται άπό την καρτεσιανή φυσικοεπιστημονική αντίληψη γιά τήν πρόοδο,520 συνάμα, όμως, κι­ νούνται στό πλαίσιο ανθρωπιστικών αντιλήψεων,521 πράγμα άναπόφευκτο έξαιτίας τής άνθρωπιστικής (δηλ. μή φυσικοεπιστημονικής) προέλευσης τής θέσης v e rita s filia tem p o ris. Ή άνθρωπιστική θέ­ ση, τώρα, ταλαντευόταν ανάμεσα σέ δύο αντιλήψεις, οτι δηλ. οί Νέοι Χρόνοι έχουν αυτοτέλεια καί δική τους ώριμότητα καί δτι ή Αρχαιό­ τητα έχει τήν άξια προτύπου. Οί δύο αυτές αντιλήψεις δέν συμβιβά­ ζονταν λογικά μεταξύ τους, ώστόσο στρέφονταν άπό κοινού ένάντια στόν «Μεσαίωνα»: στον βαθμό πού ή Αρχαιότητα άποτελούσε τό αν­ τίθετο τού τελευταίου, παρέμενε αξεπέραστο πρότυπο, στόν βαθμό, ό­ μως, πού ή επίκληση τής Αρχαιότητας άποτελούσε εγερτήριο σάλπι517. "Οπως διατυπώνει ό D a g e n : ή ιδέα τής προόδου του άνθρώπινου πνεύματος «δανείστηκε άπό τήν ιστορία τών έπιστημών τή βεβαιότητα τής προόδου τού πνεύ­ ματος καί τής άποτελεσματικότητας τής φυσικομαθηματικής σκέψης» (L 'h isto ire de l'e sp rit, 251). Ό B ru n e tie re Εδειξε ώραια τή σχέση άνάμεσα στήν καινούργια αύτοσυνειδησία καί αυτοπεποίθηση, όπως αυτή εκφράζεται στήν άντιασκητική στάση απέναντι στή ζωή καί στόν κόσμο, καί στήν κοσμοθεωρητική εκείνη τοποθέτηση, ή όποια στηρίζει καί τήν ιδέα τής προόδου (F o rm a tio n de V ldee de P r o p r e s , ίδ. 210/11). Τή διαμόρφωση τής ιδέας τής προόδου τού άνθρώπινου πνεύματος έπιβοήθησε καί ή γενετική γνωσιοθεωρία (D a g e n , L 'h isto ir e de l'e s p r it, 69 κ.έ.) — κι αυτό είναι ένας άκόμη λόγος γιά νά σχετικοποιήσουμε τή σημασία φυσικοεπιστημονικών προτύπων σκέψης. Καί ό C o n d o rcet άναφέρεται στή γενετική γνωσωθεωρία καί στόν L o ck e κάτω άπ1 αυτό τό πρίσμα (E s q u is s e , πρόλογος καί IX e E p oq u e, O euvres, V I, 22, 182 κ.έ.). 518. Αυτό τό δέχονται καί σχολιαστές, πού στή διαμάχη Αρχαίων καί Συγχρό­ νων άποδίδουν μεγάλη σημασία γιά τή διαμόρφωση τής ιδέας τής προόδου, βλ. π.χ. Bury, I d e a o f P r o g r e s s , 125. 519. Βλ. κεφ. II, σημ. 320. 520. D elv aille, Id e e d e P r o g r e s , 210 κ.έ., 224/5- B ru n etiere , F o rm a tio n de V ldee de P r o g r e s , 237 κ.έ. 521. Βλ. τή μελέτη τού B a r o n , πού άναφέραμε στό κεφ. II, σημ. 320.

MO

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

σμα καί κάλεσμα σέ νέα, αυτόνομη ζωή, στη θέση της μίμησης (imitatio) τής Αρχαιότητας μπαίνει ό ανταγωνισμός (aem ulatio) μ’ αυτήν. Ή ιδέα τής γραμμικής προόδου, πού υπάρχει ένδιάθετα στήν ιδέα τής a e m u la tio καί τελικά κρυσταλλώνεται στή θέση v e rita s filia te m p o ris, έπισκιάζεται ωστόσο, έξαιτίας των άναγκών τής πά­ λης ενάντια στόν «Μεσαίωνα», άπό τή θεωρία των κλειστών πολιτι­ σμικών κύκλων, δηλ. τήν κυκλική αντίληψη τής ιστορίας, αφού μάλι­ στα ή θέση v e rita s filia tem p o ris μπορούσε νά έρμηνευθεϊ μέ τήν έννοια τής υπεροχής τού «Μεσαίωνα» άπέναντι στήν Αρχαιότητα. Ακριβώς έπειδή οι οπαδοί τών Συγχρόνων άκολουθούν τούς άνθρωπιστές, άμφιταλαντεύονται καί αυτοί άνάμεσα στήν πίστη πρός τήν προοδευτική αύτοχειραφέτηση τού ανθρώπινου Λόγου καί σέ μιά κυ­ κλική άντίληψη τής ιστορίας.522 Οίκειοποιούνται καί ώθούν στά ά­ κρα τήν ιδέα τής aem u la tio , άπό τήν άλλη μεριά, όμως, δέν θέλουν νά θεωρήσουν τον Μεσαίωνα άνώτερο άπό τήν Αρχαιότητα, γιατί δέν θέτουν σέ ριζική άμφισβήτηση τήν ισχύ οικουμενικών κριτηρίων, πού, δπως λέγεται, άκριβώς στόν Μεσαίωνα παραβιάστηκαν* ό σχε­ τικισμός καί ή ιστορική τους αίσθηση άρκούν γιά τή νομιμοποίηση τών Συγχρόνων καί γιά τήν άντίστοιχη σχετικοποίηση τής προσφο­ ράς τών Αρχαίων, δχι δμως καί γιά τήν άποκατάσταση τού «Με­ σαίωνα». Τό πόρισμά μας μπορεί νά διατυπωθεί ώς εξής: ή συνεπής έννοια τής προόδου αρχίζει εκεί, δπου σταματά ή άμφιταλάντευση άνάμεσα σέ γραμμική καί κυκλική άντίληψη τής ιστορίας. Ή άμφιταλάντευση τούτη χρονολογείται άπό τήν πρώιμη ήδη φάση τών Νέων Χρόνων, δμως δέν έπαψε ούτε χάρη στίς θέσεις τών Συγχρόνων, ούτε χάρη στήν ιδέα τής προόδου, δπως αυτή εκφράστηκε κάτω άπό τήν εντύ­ πωση τής άνθησης τών φυσικών έπιστημών: γιατί καί ή τελευταία αυτή ήταν άναγκασμένη νά καταφύγει στή θεωρία τών κλειστών πο­ λιτισμικών κύκλων γιά νά παραμερίσει τήν άμφιλογία τής θέσης ve­ r ita s filia te m p o ris, δηλ. γιά νά μπορέσει νά εξηγήσει τήν οπισθο­ δρόμηση τών φυσικών έπιστημών στόν «Μεσαίωνα». Ή φιλοσοφικοίστορική θέση τού C on dorcet είναι διδακτική άπό τήν άποψη αυ­ τή. Μολονότι τό προφητικό της πάθος επηρέασε σημαντικά τήν παρα­ πέρα εξέλιξη τής ιστορίας τών ιδεών, ώστόσο λογικά-δομικά άνήκει 522. Κατά τόν J a u ß , U rsp ru n g u n d B e d e u tu n g d e r F o rtsc h rittsid e e , 62. Πολύ όρθά θεωρεί ό J a u ß ώς αποτέλεσμα τής διαμάχης Αρχαίων καί Συγχρόνων τήν δξυνση του ανταγωνισμού άνάμεσα στήν ιδέα τής προοδευτικής τελειοποίησης καί στή σχετικιστική-ίστοριστική τοποθέτηση, βλ. 71/2.

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

141

σέ μιαν οικογένεια ιδεών, πού είχε πιά ξεπεραστεί από τόν T u rg o t. Αφού ή θεώρηση τού τελευταίου —καί πάλι: λογικά-δομικά, δχι δια­ μέσου άμεσων δανείων— βρήκε τή μετεξέλιξη καί την κορύφωσή της στον H erd er, στον H egel καί στή φιλοσοφία τής ιστορίας τού 19ου αί., οί έννοιολογικοί της άξονες αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Πρώταπρώτα πρέπει να υπογραμμιστεί ό αγώνας τού T u rg o t ενάντια στίς άκρες σχετικιστικές συνέπειες τής ιστορικής αιτιοκρατίας, όπως έγι­ ναν πρόδηλες στό έργο τού M ontesquieu. 'Ώστε ή συνεπής ιδέα τής προόδου γεννιέται ώς συστηματική άπόκρουση τού άξιολογικού μη­ δενισμού. 'Η αποκατάσταση τού γεωγραφικού καί κοινωνικοϊστορικού αισθητού κόσμου, μέ τήν όποια συμβάδιζαν ή αιτιοκρατία καί ό σχετικισμός, άποτελεΐ, έτσι, τήν πρώτη, άν καί αρνητική της προϋπό­ θεση. Ή δεύτερη έγκειται στήν απόφαση νά μήν πεταχτούν απλώς στα απορρίμματα τής ιστορίας δσοι παράγοντες φαίνονται νά παρα­ κωλύουν τήν πρόοδο, αλλά νά μετατραπούν σέ στοιχεία έπιβοηθητικά της — δηλ. νά παρθεί στά σοβαρά ό σχετικισμός καί νά εξουδετε­ ρωθεί μέ τρόπο ουσιαστικά καινούργιο. Τούτο γίνεται μέ τήν έννοια τής έτερογονίας τών σκοπών, ή κεντρική σημασία τής όποιας γιά τή συνεπή ιδέα τής προόδου άποδείχνεται από τά λεγόμενα τού H egel καί τών μαρξιστών.523 Καθαυτή ή έννοια τούτη σημαίνει δτι ή δρα­ στηριότητα τών ανθρώπων γεννά ιστορικά άποτελέσματα απρόβλε­ πτα, αθέλητα καί επομένως εντελώς άνεξάρτητα άπό υποκειμενικούς σκοπούς καί προσωπικά κίνητρα, καί γ ι’ αυτό μπορεί καί νά έρμηνευθεί μέ έννοια σκεπτικιστική καί σχετικιστική.524 Ό μως ή λειτουρ­ γία της άλλάζει δραστικά, άν συνδεθεί μέ τήν πίστη σέ έναν εξαρχής πάγιο σκοπό τής ιστορικής κίνησης* στήν περίπτωση αυτή σημαίνει δτι ή αντικειμενική κατεύθυνση τής 'Ιστορίας (έκείνη δηλ. πού οδηγεί στόν παραπάνω σκοπό) δέν επηρεάζεται άπό υποκειμενικές πλάνες, άρα ή πραγμάτωση τού σκοπού τής 'Ιστορίας είναι απόλυτα σίγουρη καί αναγκαία. Στό άποφασιστικό αυτό σημείο ή συνεπής ιδέα τής προόδου διασταυρώνεται μέ τή θεολογική άντίληψη τής θείας Πρό­ νοιας: γιατί καί αυτή στηριζόταν στήν πεποίθηση, δτι ό Θεός, γιά νά πραγματώσει τά σχέδιά του, χρησιμοποιεί πολλές καί διάφορες αν­ θρώπινες προθέσεις ή καί αδυναμίες, χωρίς νά τό συνειδητοποιούν 523. H eg el, P h ilo s. d e r G esch ., E in leitu n g = W erke, IX, 25 κ.έ.* E n g e ls, Επιστολή στόν J . B loch άπό 2 1 /2 2 .9 .1 8 9 0 = M E W , 37, 4 6 4 · P lech an ow , M o ­ nistische G e sc h ic h tsa u ffa s su n g , 123/4 (πρβλ. B e it r ä g e , 33, 62). 524. Ό αναγνώστης θά έχει προσέξει οτι στά προηγούμενα άναφερθήκαμε επα­ νειλημμένα στήν επήρεια τής έτερογονίας τών σκοπών άκριβώς μέ τό νόημα τοΰτο.

112

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

αυτό οί ενδιαφερόμενοι.525 Ή ικανότητα τής Πρόνοιας νά θέτει στήν υπηρεσία των σχεδίων της ακόμη καί τα έργα του διαβόλου απέδει­ χνε τήν παντοδυναμία της — ακριβώς δπως τώρα ή άναγκαιότητα τής νίκης τού κανονιστικού Λόγου αιτιολογείται μέ τήν ασυνείδητη δράση τών άλογων στοιχείων καί τής τυφλής αιτιότητας, σύμφωνα μέ τις επιθυμίες του. Ή δομή τής σκέψης είναι καί στίς δύο περιπτώ­ σεις ή ίδια, παρ’ δλη τή διαφορά τού περιεχομένου της. Γ ι’ αυτό καί δέν ήταν τυχαίο —δπως πρέπει νά υπογραμμίσουμε τελειώνοντας— δτι ή συνεπής ιδέα τής προόδου οδηγήθηκε ίσαμε τό τέρμα της δχι άπό τον πατέρα της, τον μεταφυσικά μάλλον άδιάφορο οικονομολόγο T u rg o t, άλλά άπό διανοητές πού πίστευαν σέ μιά ριζική θεοδικία: τόν L e ssin g , τόν H erd er καί τόν H e g e l.526 5. Η Π Ο Λ Ε Μ ΙΚ Η ΚΑΙ Υ Π Α Ρ Ξ ΙΑ Κ Η Α Π Ο Ψ Η Τ Η Σ Τ Α Λ Α Ν Τ Ε Υ Σ Η Σ Α Ν Α Μ Ε Σ Α Σ Ε Α ΙΣ ΙΟ Δ Ο Ξ ΙΑ ΚΑΙ Α Π Α ΙΣ ΙΟ Δ Ο Ξ ΙΑ

Ή προηγούμενη άνάλυση έδειξε δτι ό σκεπτικισμός καί ή άπαισιοδοξία, άπό λογική άποψη, ρίζωναν μέσα στήν ίδια τή θεμελιώδη ροπή τού Διαφωτισμού, δηλ. στήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. ΓΥ αυτό καί ό σκεπτικισμός δέν περιορίζεται σέ στοχαστές δπως ό H u m e,527 δέν είναι μιά καθαρά όριοθετημένη καί ομοιογενής φιλο­ σοφική τάση δίπλα στίς άλλες, άλλά μάλλον μιά άναγκαία, άν καί συχνά αθέατη, πλευρά δλων τών κατευθύνσεων τού Διαφωτισμού — άν εξαιρέσουμε τίς σχετικά ολιγάριθμες, οί όποιες, παραβλέποντας 525. B o ssu e t, D is c o u r s, III, 8 ( = II, 315/6). Ό Löw ith εχει ήδη τονίσει τήν ομοιότητα τής αντίληψης αυτής μέ τή θεωρία τού H eg el για τήν πονηριά τού Λόγου ( W eltgesch ich te u n d H e ilsg e sc h e h e n , 133/4, πρβλ. 97/8: «Ή διαφορά άνάμεσα στίς αντιληπτές πράξεις καί στά άπόκρυφα κίνητρα τών ιστορικών διαδικασιών ανά­ γεται στή θεολογική διάκριση άνάμεσα στή βούληση τού Θεού καί στή βούληση τού ανθρώπου. Σ 1 αυτή στηρίζεται ή διαστολή ιερής καί κοσμικής ιστορίας, γύρω άπό τήν όποια στρέφεται ή θεολογική σύλληψη τής ιστορίας»). Εύγλωττο είναι τό εγκώ­ μιο τού C om te γιά τή φιλοσοφία τής ιστορίας τού B o ssu e t — «παρ1 δλη τήν αναπό­ φευκτη επικράτηση τών θεολογικών άρχών» (C o u r s, V I, 253/4). 526. Βλ. κεφ. V III, ύποκεφ. 3βγ. 527. Στή μελέτη του S c e p tic ism in the E n ligh ten m en t ό Popkin ταύτισε — επιπόλαια— τόν σκεπτικισμό τής εποχής τού Διαφωτισμού μέ τόν H um e, τόν όποιο τάχα οί υπόλοιποι διαφωτιστές μέ τήν άχαλίνωτη αισιοδοξία τους δέν πήραν καί πο­ λύ στά σοβαρά, ώσπου τό έργο του άξιοποιήθηκε (μέ κριτική πρόθεση) άπό τόν Kant. Ό Popkin δέν φωτίζει καθόλου τίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις καί αιτίες τού σκεπτικι­ σμού, μολονότι ό ίδιος διαπιστώνει τήν έκταση καί έπικαιρότητα τού προβλήματος στόν 18ο αί.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΛΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

143

τις λογικές δυσκολίες τής άκρας αισιοδοξίας,528 διατύπωσαν τήν αν­ τίστοιχη οντολογία καί ανθρωπολογία. Μονάχα ή τέτοια διάχυτη παρουσία τού σκεπτικισμού εξηγεί τό έντονο ενδιαφέρον γ ι’ αυτόν, πού εκδηλώνεται στη σχεδόν υποχρεωτική θετική ή άρνητική τοποθέ­ τηση άπέναντί του. Ή συνηθισμένη, αν καί σέ κάθε περίπτωση διαφο­ ρετικά δοσολογημένη, μίξη άπαισιόδοξου σκεπτικισμού καί αισιόδο­ ξης κανονιστικής θεώρησης μάς παραξενεύει μονάχα άν παραβλέψουμε τό εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, δτι όλες σχεδόν οί διαπιστώσεις καί πεποιθήσεις, δσες γεννούσαν τόν σκεπτικισμό ώς πρός τή δυνατό­ τητα λογικής θεμελίωσης των διαφωτιστικών ιδεωδών, ταυτόχρονα παρείχαν τά δπλα, τά όποια χρησιμοποιούνταν στόν αγώνα έναντίον τής παραδοσιακής θεολογίας, καί έτσι έτρεφαν τή βεβαιότητα τής μελλοντικής νίκης. Ήταν εύ'λογο νά επισκιαστεί ή πρώτη πλευρά τού πράγματος άπό τή δεύτερη. Ά ν ή αποκατάσταση τής αισθητής διά­ στασης τού ανθρώπου έδειχνε τις πολλαπλές εξαρτήσεις τού πνεύμα­ τος, γεννώντας έτσι τόν ήθικοφιλοσοφικό σκεπτικισμό, άπό τήν άλλη πλευρά τονιζόταν ή χειραφετητική δψη τής άντιασκητικής ήθικής καί ή συνεργασία σώματος καί ψυχής. Ά ν ή πολυμορφία των πολιτισμών θόλωνε τή λάμψη τού Ενός Λόγου, άπό τήν άλλη μεριά υπογραμμι­ ζόταν ή ικανότητα τού ανθρώπου νά πλάθει τήν ιστορία του χωρίς τή θεία άνάμιξη. Ά ν τό άτομο φαινόταν μικρό καί αδύναμο μέσα στήν άτεγκτη φυσική νομοτέλεια, άπό τήν άλλη μεριά έκφραζόταν μεγα­ λόφωνα ή πίστη στή δυνατότητα νά γνωσθούν οί φυσικοί νόμοι καί νά τεθούν στήν ύπηρεσία τού ανθρώπου, δίχως νά έπιθυμείται καί νά επιδιώκεται τό απραγματοποίητο, δηλ. ή παραβίασή τους μέ προσευ­ χές καί θαύματα. Α κόμη καί ό γνωσιοθεωρητικός σκεπτικισμός — πού προέκυψε άπό τόν ύποβιβασμό τής νόησης καί άπό τήν προφανή άνικανότητα τής εμπειρίας καί τής επαγωγής νά φτάσουν μέσα σέ τακτό χρόνο σέ έσχατες άλήθειες διαμέσου τής συλλογής καί αξιο­ ποίησης δλων των γεγονότων— ίσοφαρίστηκε κατά τό δυνατόν μέ τήν άντίληψη, δτι γνωρίζουμε τουλάχιστον κάτι σίγουρο καί δέν κυ­ νηγάμε φαντάσματα. Αύτές είναι οί έπιχειρηματολογικές άντιστροφές, μέ τις όποιες οι διαφωτιστές δοκίμασαν νά περισώσουν τις κανο­ νιστικές τους αρχές. Ή ίάνεια κεφαλή τού (κανονιστικού) Διαφωτι­ σμού διαμορφώθηκε μέσα στήν ταυτόχρονη άπολογητική καί πολεμι­ κή, δηλ. μέσα στόν ταυτόχρονο άγώνα ενάντια στή «Σχολαστική» καί στήν ύποψία τού μηδενισμού. Ό Διαφωτισμός ήταν αναγκασμέ­ νος νά κινείται ανάμεσα σέ δύο άκρα καί νά μετατρέπει τό μηδενιστι528. Βλ. ύποκεφ. 1 καί 3γ αυτού τού κεφαλαίου.

144

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

κό δηλητήριο σέ φάρμακο εναντίον τής θεολογικής αρρώστιας με τήν Γδια ευκολία, μέ τήν οποία προηγουμένως ή δήθεν πανάκεια ένάντια στή μάστιγα «των παπάδων καί των τυράννων» είχε μετατραπεΐ ανε­ παίσθητα μέσα στά Γδια του τά χέρια σέ αύτοκτόνο μηδενιστικό δη­ λητήριο. Μέσα στή διπλή τούτη προοπτική καταλαβαίνουμε γιατί ό σκεπτι­ κισμός στους κύκλους τού κανονιστικού Διαφωτισμού ήταν δχι μόνο σκεπασμένος καί δυσάρεστος, αλλά καί ανοιχτός καί θαρρετός, κάπο­ τε μάλιστα καί επιθετικός. Είχε, άλλωστε, δοκιμαστεί μέ επιτυχία στήν πολεμική, καί έτσι ή ολοσχερής άπεμπόλησή του δέν ήταν επι­ θυμητή. Γνωρίζουμε τί ρόλο έπαιξε ή φαινομενοκρατική καί άγνωστικιστική τοποθέτηση ενός cTAlembert καί ενός M au p e rtu is στήν πάλη εναντίον τής θεολογικής μεταφυσικής.529 Ή έπιφατικά μετριόφρονη, αν οχι απελπισμένη παραίτηση από τή γνώση εσχάτων όντο­ λογικών άληθειών είχε σκοπό της νά κηρύξει ουσιαστικά ανόητη τήν άπασχόληση μέ τίς ιδέες πού γιά τόν αντίπαλο ήταν οί πολυτιμότε­ ρες. Ακριβώς γιά νά άμφισβητήσει τήν αξίωση τής θεολογίας πάνω στήν άπόλυτη γνώση, ό V o ltaire άμφισβητεΐ τήν ικανότητα τού αν­ θρώπινου πνεύματος νά γνωρίζει τά πάντα: «Είστε λοιπόν θεοί, πού γνωρίζετε τά πάντα;», ρωτά τούς θεολόγους.530 Τούτη ή λειτουργία τού σκεπτικισμού συνειδητοποιήθηκε νωρίς καί ξεκάθαρα, δπως δεί­ χνει μιά ρήση τού S h a fte sb u ry γιά τούς σκεπτικιστές: «Νομίζουν ό­ τι μέ τόν γενικό αυτόν σκεπτικισμό, πού θέλουν νά εισαγάγουν, θά άντιμετωπίσουν καλύτερα τό δογματικό πνεύμα».531 Χαρακτηριστι­ κό είναι δτι ό S h a fte sb u ry είναι πρόθυμος νά παίξει καί ό ίδιος κά­ τω άπό ορισμένες συνθήκες τό παιγνίδι τούτο, πού τούς μηχανισμούς του είχε διαγνώσει* αν άπό τή μιά τονίζει μέ έμφαση τούς κινδύνους τού «ατελείωτου σκεπτικισμού», μιλώντας, άλλωστε, άπό τή σκοπιά τής αισιόδοξης οντολογίας του,532 άπό τήν άλλη δέν προβάλλει κα­ μιάν άντίρρηση ένάντια στον σκεπτικισμό, ό όποιος άναφέρεται στά σχολαστικά δόγματα καί στίς συναφείς έριδες.533 Επιπλέον ό σκε­ πτικισμός, μέ τήν έννοια τής καρτεσιανής ριζικής άμφιβολίας, είχε γίνει αισθητός ώς άπελευθέρωση άπό τόν βραχνά τών αυθεντιών καί ώς προσκλητήριο γιά αύτόνομη έρευνα. (Αυτό δέν μπόρεσαν νά συγ­ χωρήσουν ποτέ οί συντηρητικοί στον D e sc a rte s, άκόμη καί δταν 529. 530. 531. 532. 533.

Βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 2β, καί κεφ. V, ύποκεφ. 2β. D ict. P h il., A rt. ‘ A m e’ = O C , X V II, 169. C h a r a c te r is tic k s, I, 95. op. c it., I, 82· πρβλ. II, 208, 230/1. op. cit., III, 76.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

145

κάποτε άνέτρεχαν στή νοησιαρχία του). Έ τσ ι, ό D iderot ( ό όποιος, άλλωστε, χρησιμοποιεί έπιδέξια τον αγνωστικισμό γιά νά εξουδετε­ ρώσει τήν ιδέα του Θεού534) γράφει: «Ό σκεπτικισμός είναι τό πρώ­ το βήμα πρός τήν αλήθεια»535 — όμως δεν θά έπρεπε νά μείνει καί τό τελευταίο, άν κανείς δέν ήθελε νά περάσει από τόν ενεργό σκεπτικι­ σμό στόν παθητικό μηδενισμό. Άπό τόν σκεπτικισμό μπορούσε, ό­ μως, νά προκόψει καί ό αντίθετος κίνδυνος, δηλ. ή ορθόδοξη θρησκευ­ τική πίστη, τής οποίας ή δυσγαμία με τόν σκεπτικισμό δέν ήταν κα­ θόλου σπάνια ήδη άπό τήν εποχή τού M o n ta ig n e .536 Στή χριστιανι­ κή άπολογητική τού 18ου αί. ή μνεία των ορίων τής ανθρώπινης γνώσης συνέχιζε νά χρησιμοποιείται ώς σημαντικό έπιχείρημα.537 Καί άπό τήν άπολογητική σκοπιά ό σκεπτικισμός ήταν τό πρώτο βή­ μα πρός τήν αλήθεια — αλλά πρός τήν αλήθεια τής πίστης. Γιά νά άποφύγει αυτά τά συμπεράσματα, ό κανονιστικός Διαφωτισμός έπρε­ πε νά επιχειρήσει καί ό ίδιος μερικά βήματα πέρα άπό τόν σκεπτικι­ σμό, άλλά σέ κατεύθυνση διαφορετική άπό τήν κατεύθυνση τής πί­ στης* ήταν δηλ. άπό τά πράγματα εξαναγκασμένος νά άπεμπολήσει τόν προγραμματικό του σκεπτικισμό καί νά προβάλει βεβαιότητες, οι όποιες δέν επιτρεπόταν νά ταυτίζονται μέ τις βεβαιότητες τής πίστης. "Αν ό κανονιστικός Διαφωτισμός δέν άφήνεται νά συμπαρασυρθεί άπό τόν σκεπτικισμό, αυτό τό κάνει λοιπόν δχι μονάχα έξαιτίας τής υπο­ ψίας τού μηδενισμού, άλλά καί άπό φόβο δτι θά μπορούσε νά ξαναπέσει στήν άγκαλιά τής θεολογικής ορθοδοξίας. Έ τσ ι υιοθετείται μιά διπλή θέση, ικανή νά άντιμετωπίσει τήν επίσης διπλή θέση τού άντιπάλου. 'Όπως στόν τελευταίο ό σκεπτικισμός, πού έμπνέεται άπό τόν πεπερασμένο χαρακτήρα τού άνθρώπινου πνεύματος, άποτελεί μονά­ χα τήν άντίστροφη δψη τής βεβαιότητας τού ίδιου αυτού (πεπερασμέ­ νου!) πνεύματος άναφορικά μέ τόν Θεό (ό σκεπτικισμός δηλ. σταμα­ τά έκεί δπου γίνεται επικίνδυνος γιά τόν Θεό), έτσι καί ό Διαφωτι­ σμός επιστρατεύει τόν σκεπτικισμό του ενάντια στίς έσχατες άλήθειες τής θεολογίας, γιά νά επικαλεστεί μέ τή σειρά του εμπειρικές άλήθειες ή τήν έμπειρία ώς άλήθεια, δταν θέλει νά άποδείξει δτι είναι αδύνατον νά βρίσκεται πέρα άπό τόν σκεπτικισμό μονάχα ή πίστη, 534. L e ttr e s u r le s A v eu g les = OC, I, 308. Γιά τή χρήση τού αγνωστικισμού μέ σκοπό τήν έξουδετέρωση τού Θεού βλ. τις παρατηρήσεις μας στό 2ο ύποκεφ. αυ­ τού τού κεφαλαίου. 535. P e n se e s P h ilo s. , X X X I = OC, I, 140. 536. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3β. 537. P a lm e r, C ath o lic s a n d U n b eliev ers, 132/3, 103/4.

146

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

καί δτι ό σκεπτικισμός, επομένως, δεν θεραπεύεται «αληθινά» με την πίστη. Τό ϊδιο πλέγμα ιδεών συναντάμε στίς διαμάχες γύρω άπό τη Φύση καί τόν άνθρωπο. Τόσο ή χριστιανική απολογητική δσο καί ό κανονι­ στικός Διαφωτισμός εκπροσωπούν δίπλευρες καί δίσημες θέσεις, οί όποιες προκύπτουν άπό τή λογικά προβληματική, άλλά πολεμικά άναγκαία καί εύκαμπτη σύνδεση μιάς άπαισιόδοξης καί μιας αισιό­ δοξης πλευράς. (Τούτο τό φαινόμενο εξηγείται, ίσως, αν δεχτούμε δτι κάθε κοσμοθεωρητική άντίληψη, πού προβάλλει μέ άξιώσεις κυριαρ­ χίας, πρέπει να προσφέρει μιαν «αιτιολογία των δεινών», όπως τήν εννοεί ό N ietzsch e, καί συνάμα νά άνοίξει μιά προοπτική λύτρωσης· σέ σχέση μέ τήν πρώτη, ό κόσμος καί ό άνθρωπος πρέπει νά εξηγη­ θούν κατά βάση άπαισιόδοξα, σέ σχέση μέ τή δεύτερη κατά βάση αι­ σιόδοξα). Κάθε παράταξη τονίζει τήν άπαισιόδοξη πλευρά τής δικής της θέσης, δταν ή άντίπαλη προβάλλει τήν αισιόδοξη, καί άντίστροφα. Στό παιγνίδι αυτό, πού έχει άποπροσανατολίσει πολλούς σχολια­ στές, είναι δυνατοί κάμποσοι συνδυασμοί, οί όποιοι, ωστόσο, μπο­ ρούν νά άναλυθούν μονάχα μέσα σέ μιά διεξοδική άνάλυση τών κει­ μένων. Έδώ μπορούμε νά διαγράψουμε, μέ ερμηνευτική πρόθεση, μονάχα τίς πολύ γενικές γραμμές. Ή δισημία τής θεολογικής άντίληψης γιά τή Φύση καί τόν κόσμο παίρνει τήν παρακάτω μορφή. *Από τή μιά μεριά λέγεται, σέ άπαισιόδοξο τόνο, δτι τούτος έδώ ό κόσμος δέν είναι ή άληθινή πατρίδα τού άνθρώπου, άλλά μόνο τό προσωρινό καί ευτελές του ένδιαίτημα, δπου, ωστόσο, τού επιτρέπεται νά άποκτήσει τό δικαίωμα μετάβασης στήν άληθινή του πατρίδα μέ πίστη, μετάνοια καί καλά έργα — καί πράγματι: άν ό κόσμος δέν ήταν «κοιλάς δακρύων», δπου οί άνθρωποι έχουν νά ύποστούν παντοίες δοκι­ μασίες, ό ουρανός θά έχανε πολλήν άπό τήν έλξη του (καί οί γήινοι τοποτηρητές του άντίστοιχο μέρος τής δύναμής τους). ’Από τήν άλλη μεριά, όμως, ή σκόπιμη αρμονία καί ομορφιά τού κόσμου υμνούνταν —προπαντός στα πλαίσια τής θρησκευτικά προσανατολισμένης νευ­ τώνειας τάσης καί τής φυσικοθεολογίας538— ώς έργο ενός σοφού, άγαθού καί παντοδύναμου Θεού· τό κακό θεωρούνταν έπιφατικό ή άποδιδόταν σέ άνθρώπινη ένοχή, ενώ ή λύτρωση καί ή ευδαιμονία μετά τή συντέλεια τού αίώνος βλέπονταν ώς άναγκαΐο μέρος ή κορύ­ φωμα τής άψογης άρμονίας τού κόσμου, όπως τόν σχεδίασε έξαρχής ό Θεός. Ό μω ς καί οί έκπρόσωποι τού κανονιστικού Διαφωτισμού έπρεπε νά δεχτούν τή θέση «τά πάντα είναι καλά», έφόσον ήθελαν νά 538. Κεφ. TV, ύποκεφ. 3α.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

147

δούν τήν (άνατιμημένη απέναντι στόν Θεό) Φύση ώς πηγή κανονιστι­ κών αρχών, οπότε δεν χρειαζόταν νά αναθέσουν τη λύτρωση, τήν όποια καί οί ίδιοι επιθυμούσαν καί υπόσχονταν, στόν Θεό τών αντι­ πάλων τους. Άπό τήν άλλη ωστόσο πλευρά υπήρχαν σοβαροί πολε­ μικοί λόγοι, πού έμπόδιζαν τήν πλήρη ανάπτυξη αυτής τής στρατηγι­ κής. Στόν βαθμό πού ή θέση «τά πάντα είναι καλά» συνδεόταν μέ μιά θεοδικία, πού στηριζόταν στήν άντίληψη γιά τήν άλυσίδα τών δντων, έπρεπε νά γίνει δεκτό, δτι τό κακό είναι άναπόφευκτο, άφοΰ τό κάθε κακό άποτελοϋσε έναν κρίκο τής άλυσίδας, καί ή εξάλειψή του θά προκαλούσε τή διάλυσή της.539 Ή στωική καί σπινοζική συμφιλίωση μέ τό F atu m ήταν διέξοδος λογικά δυνατή, όμως δέν έπαρκοϋσε στήν πολεμική, ή οποία γινόταν δλο καί όξύτερη, άφού ή θέση «τά πάντα είναι καλά», εξίσου δπως καί ή ιδέα τής προόδου,540 μπορούσε νά έρμηνευθεϊ ώς συντηρητική έξύμνηση τού κατεστημένου. Λίγη άπαισιοδοξία (άλλα μαχητική) σ’ αύτό τό ζήτημα ύπηρετούσε καλύ­ τερα τον Διαφωτισμό, μολονότι δέν μπορούσε ποτέ νά γίνει δεκτή ή θεολογική άντίληψη γιά τόν κόσμο ώς «κοιλάδα δακρύων». Ή μετάπτωση τής χριστιανικής άπολογητικής άπό τήν άπαισιοδοξία στήν αισιοδοξία καί άντίστροφα παρατηρείται σέ σημαντικές καμ­ πές τής έποχής τού Διαφωτισμού. Γαλλικοί έκκλησιαστικοί κύκλοι χρησιμοποίησαν τή θεοδικία τού Leibniz ένάντια στόν B a y le , γιά νά στραφούν άργότερα εναντίον της, δταν διαγράφηκε ή δυνατότητα ερ­ μηνείας της κατά τό δήθεν δεϊστικό πνεύμα τού E s s a y τού P o p e .541 Ή δεϊστική χροιά τής αισιόδοξης τάσης είχε έξαρχής άνησυχήσει με­ ρικούς θεολόγους, έτσι ώστε ή άποκοπή άπ’ αυτή μετά τήν κρίση τού 1755, πού σημάδεψε καί τό τέρμα τού μεσουρανήματος τού P ope, δέν ήρθε καί τόσο ξαφνικά.542 Τώρα τό πρόβλημα τής άπολογητικής ήταν νά έξηγήσει τήν άναγκαιότητα καί τή λειτουργία τού κακού, δχι νά άρνηθεΐ απλώς τήν ύπαρξη τού τελευταίου. Κι άφού ή έξήγηση 539. L o v ejo y , C h ain o f B e in g , κεφ. V II. 540. Ό S ch Jo b ac h έδειξε δτι ή πολεμική αιχμή τής θεωρίας τών κλειστών πολι­ τισμικών κύκλων, πού καθένας τους τελειώ νει μέ μιά καταστροφή, στρέφεται ενάν­ τια στο «δλα είναι καλά» μέσα στήν ιστορία, δηλ. ενάντια στή δικαίωση τού έκάστοτε κατεστημένου. Ωστόσο οί φιλόσοφοι δίνουν κάποτε καί αισιόδοξη ερμηνεία στήν ‘ίδια αυτή θεωρία, τοποθετώντας τόν εαυτό τους στήν άνιούσα φάση τού ιστορικού κύκλου. «Ή ιδεολογική λειτουργία τών διαφόρων αυτών χρήσεων τής κυκλικής θεωρίας έξαρτάται άπό τό συγκεκριμένο στάδιο, οπού οί στοχαστές τοποθετούν τόν εαυτό τους μέσα στόν κύκλο» (P e ssim ism e d e s p h ilo so p h e s?, 1982, 1987). 541. M on od, D e P a s c a l ά C h a te a u b r ia n d , 301/2* B e r b e r , L e ib n iz in F ra n c e , 164. 542. C rock er, C r is is, 48 κ.έ.

148

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

τούτη ήταν καθαρά θρησκευτική, αποφεύγονταν οί κίνδυνοι τής συμ­ φωνίας με πολλούς σκεπτικιστές ώς πρός την πραγματικότητα τού κακού.543 Δεν είχε, άλλωστε, ξεχαστεί δτι ή πρώτη ανοιχτή καί ορ­ γανωμένη έπίθεση εναντίον τής θεολογίας είχε έπιχειρηθεΐ μέ τά σκεπτικιστικά-άπαισιόδοξα όπλα τού B a y le , πράγμα πού προκάλεσε αρνητικά την παροδική επικράτηση τής αισιόδοξης τάσης σέ θεολογικούς κύκλους.544 Μέ τήν επίμονη ύπόμνηση των καθημερινών θριάμ­ βων τού κακού στον κόσμο, ό B a y le σκόπευε νά ανανεώσει τήν επι­ κούρεια θέση, δτι ό Θεός ή δέν είναι παντοδύναμος ή είναι κακός,545 καί ή διαρκής έπίδραση των επιχειρημάτων του δείχνεται στην προ­ θυμία επιφανών διαφωτιστών νά έπιρρίψουν τήν ευθύνη τού κακού στόν Θεό546 — δχι, βέβαια, από τή σκοπιά τού απογοητευμένου πι­ στού, αλλά μάλλον μέ τήν πρόθεση νά θέσουν τόν θεολογικό αντίπαλο μπροστά στό δίλημμα ή νά κηρύξει τόν Θεό ελαττωματικό ή νά τόν αποκλείσει από τά συμβαίνοντα στόν κόσμο. Τό άντίτιμο ήταν ή προ­ σωρινή, τουλάχιστον, υιοθέτηση τής θεολογικής άντίληψης γιά τόν κόσμο ώς «κοιλάδα δακρύων», οπότε παραμεριζόταν ή Φύση ώς αυ­ τοτελής πηγή κανονιστικών αρχών καί ώς έγγύηση τής λύτρωσης (άρκεΐ νά ακολουθεί κανείς τά παραγγέλματά της). "Ωστόσο αυτό δέν ήταν καί τόσο οδυνηρό, αφού μάλιστα ή κανονιστική έννοια τής Φύ­ σης μπορούσε νά εξηγήσει τήν ύπαρξη τού κακού εξίσου λίγο δσο καί ή άπειρη καλοσύνη τού Θεού, ένώ, από τήν άλλη μεριά, ή άρνηση τής ύπαρξής του έκανε ανόητη κάθε έξέγερση ενάντια στό κατεστημένο, άφαιρώντας, έτσι, τό έδαφος κάτω άπό τά πόδια τού Διαφωτισμού. Στό πλαίσιο αυτό πρέπει, κατά τή γνώμη μου, νά τοποθετήσουμε καί τήν πολυσυζητημένη «απαισιόδοξη στροφή» τού V oltaire. "Ο V o ltaire κατονομάζει ό ίδιος τόν λόγο, γιά τόν όποιο δέν μπορεί πιά 543. Πόσο επικίνδυνη μπορούσε νά είναι, μάς τό δείχνει μέ πλαστικό τρόπο ό H u m e, D ia lo g u e s οη N a t u r a l R e lig io n , Χ-ΧΙ = P h il, W ork s, II, 494 κ.έ., ίδ. 519/20. 544. Ό H a z a r d σχολίασε ώς έξης τή βραχύχρονη συμπόρευση θεολογίας καί δεϊσμού κάτω άπό τή σημαία τής αισιοδοξίας: «έχουμε έδώ μιά άπό τίς σπάνιες στιγμές στήν ιστορία των ίδεών, δπου φαίνεται νά διαμορφώνεται μιά όμοφωνία προτού τά συστατικά της στοιχεία άποσυνδεθούν καί ξαναγίνουν αύτόνομα, καταπο­ λεμώντας συνάμα τό ενα τό άλλο» (Le p ro b le m e du m a l, 157). 545. R e p o n se a u x Q u e stio n s, L X X IV κ.έ. καί C X L IV κ.έ. = O eu vres D iv ., III, 650 κ.έ., 795 κ.έ. 546. D id ero t, P e n se e s P h ilo s ,, XV = OC, I, 131/2* d ’A lem b ert, άρθρα ^Fortuit* καί O p tim ism e ’ στήν Εγκυκλοπαίδεια, Πρβλ. τήν άπάντηση τού αισιό­ δοξου, άκόμη τότε, V o lta ire στόν M a u p e rtu is, ό όποιος έπίσης άμφέβαλλε γιά τήν καλοσύνη τού Θεού (E x tr a it de Ια bibl, ra iso n n e e = O C, XX III, 537).

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

149

νά διατηρήσει (χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς) την πίστη του στή θέση «τά πάντα είναι καλά» — πίστη πού έτρεφε ανεπιφύλακτα δσο διαρκούσε ή σύμπνοια δεϊσμού καί αισιοδοξίας: φοβάται «τήν κατά­ χρηση, πού μπορεί νά γίνει σ’ αύτό τό αρχαίο γνωμικό», δηλ. τήν ερ­ μηνεία του μέ σκοπό τή δικαίωση τού κατεστημένου.547 Ή αργή, αλ­ λά σταθερή απομάκρυνσή του άπό τήν πίστη αύτή548 παίρνει, όπως είναι γνωστό, δραματική μορφή στό P oem e s u r le d e s a str e de Lisbon n e. Ακριβώς έξαιτίας τής προσωπικής πνευματικής εξέλιξης τού V oltaire στά προηγούμενα χρόνια —ή όποια, άλλωστε, βαίνει παράλληλα μέ τή γενικότερη άποκοπή των διαφωτιστών άπό τόν αι­ σιόδοξο δεισμό στήν προβληματική σύμπραξή του μέ τή (μεταρρυθμι­ σμένη) θεολογία549—, θά ήταν λάθος νά ύπερτιμήσουμε τό κείμενο αύτό, δηλ. νά τό δούμε ώς προϊόν μιας συναισθηματικής έκρηξης, πού, μέ τή σειρά της, προκαλεί τόν άναπροσανατολισμό τής σκέψης. Τό πάθος είναι βέβαια πρόδηλο, δμως ό V oltaire παραμένει αρκετά νηφάλιος γιά νά τό κατευθύνει στήν επιθυμητή πολεμική κοίτη, όν­ τας, άλλωστε, άπό καιρό πνευματικά προετοιμασμένος γιά κάτι τέ­ τοιο. Ή απαισιόδοξη διάθεσή του πηγάζει στήν πραγματικότητα άπό τή σιωπηρή πεποίθηση, δτι τεράστιες φυσικές καταστροφές άναγκαστικά κλονίζουν τήν ιδέα τής φιλάνθρωπης όρθολογικότητας (καί συ­ νάμα καί τήν ίδια τήν κανονιστική έννοια) τής Φύσης, ενώ, αντίθετα, φαίνεται νά επιβεβαιώνουν τή θεολογική αντίληψη, δτι ή Φύση είναι όντολογικά υποδεέστερη καί οτι τή σίγουρη καταφυγή του ό άνθρω­ πος δέν τή βρίσκει σ’ αύτήν αλλά στόν Θεό. Ώς γνήσια πολεμικός διανοητής, ό V oltaire ξεχύνει τήν πικρία του γιά τή δική του υπόθε­ ση μέ τή μορφή μιας έπίθεσης ενάντια στήν υπόθεση τού αντιπάλου. Αλλάζοντας επιδέξια τό επίπεδο τής συζήτησης, δέν θέτει τό ερώτη­ μα, τί συνέπειες θά μπορούσε νά έχει ή μισανθρωπία ή ή άξιολογική ούδετερότητα τής Φύσης γιά τή βασική έννοια τού κανονιστικού Δια­ φωτισμού, άλλά ζητά εύθύνες άπό τόν Θεό,550 όντας, έτσι, υποχρεω­ μένος νά αποδεχτεί σιωπηρά —καί πάλι δίχως νά άναλογιστεί τίς λο­ γικές συνέπειες— τή θεολογική αντίληψη γιά τήν άπόλυτη κυριαρχία τού Θεού πάνω στή Φύση καί νά παραμερίσει τή βασική ιδέα τής αύτόνομης φυσικής νομοτέλειας. Γιά νά ζητήσει εύθύνες άπό τόν Θεό, 547. P oem e s u r le D e s a s t r e , P r e fa c e = OC, IX, 4 67/8. 548. Βλ. τήν καλή ανάλυση τού M o rize στήν εισαγωγή του στόν C an d id e , ίδ. XXTV κ.έ. 549. Βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 3α. 550. «*Η Φύση είναι βουβή, μάταια τή ρωτάμε- / χρειαζόμαστε έναν Θεό γιά νά μιλήσει στό άνθρώπινο γένος», P o em e, OC, IX, 475.

150

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ KAI ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

πρέπει νά δεχτεί την παντοδυναμία καί τήν ελευθερία του — δμως τί νόημα έχει νά ζητάμε από τόν παντοδύναμο νά άπολογηθεΐ; Λεν αρ­ μόζει περισσότερο ή υποταγή στή βούλησή του; Ό V oltaire δίνει, ωστόσο, άλλη τροπή στό πράγμα: ακολουθώντας τόν B a y le ζητά νά δημιουργήσει τήν εντύπωση δτι ή παντοδυναμία τού Θεού είναι μο­ νάχα ή άλλη δψη τής κακίας του.551 Τ ί κερδίζει ό άνθρωπος μέ τή διαπίστωση, δτι είναι παιγνιδάκι στά χέρια ενός κακού Θεού, ό Vol­ taire δέν μάς τό λέει, ούτε καί τόν ένδιαφέρει πραγματικά τό ζήτημα* γιατί πρόθεσή του είναι μονάχα νά οδηγήσει a d ab su rd u m τόν θεολογικό ισχυρισμό (πού διατυπώθηκε καί πάλι μέ άφορμή τόν σεισμό τού 1755), δτι ή φυσική καταστροφή άποτελεΐ τιμωρία γιά άμαρτίες καί δέν θίγει τή θέση, δτι «τά πάντα είναι καλά».552 Τό δτι όλα αυτά σήμαιναν έναν επιδέξιο άντελιγμό σέ μιά στιγμή κρίσιμη γιά τήν κα­ νονιστική έννοια τής Φύσης, φαίνεται άλλωστε από τό γεγονός, δτι ό V oltaire μετά τό 1755 διόλου δέν φέρθηκε σάν νά είχε άσπαστεΐ ή πάρει έντελώς στά σοβαρά τήν ιδέα ενός κόσμου υποταγμένου στις ιδιοτροπίες κάποιου κακού Θεού. Ή άπαισιοδοξία του είναι αγωνι­ στική, καί γ ι’ αυτό ή κοσμοεικόνα του συνεχίζει νά περιέχει αισιόδο­ ξα στοιχεία (μαζί καί τήν ιδέα ενός δίκαιου Θεού), τά όποια ακριβώς κάνουν τόν άγώνα έλπιδοφόρο.553 Αυτό τό άπαιτούσε ό διαχωρισμός τής θέσης του από τόν άθεϊστικό υλισμό, δμως, από τήν άλλη μεριά, ή απομάκρυνση από τό άξίωμα «τά πάντα είναι καλά» απαιτούσε μιάν εξήγηση τού κακού, πού ό V o ltaire —καί πάλι αντιστρέφοντας τή θεολογική θέση, σύμφωνα μέ τήν όποια τό κακό είναι (ύπο)προϊόν τής ανθρώπινης ελευθερίας— τό άποδίδει στήν τυφλή αιτιότητα.554 Ή 551. Αυτό ό V o lta ire τό λέει έμμεσα, αλλά μέ σαφήνεια: ή καταστροφή οφείλε­ ται, γράφει, είτε στήν άνθρώπινη άμαρτία εϊτε στό οτι ό Θεός είναι «άνελέητος, ήρε­ μος, άδιάφορος» (lo c. eit.). Ό μω ς τό πρώτο τό είχε άποκλείσει κατηγορηματικά ή­ δη άπό τήν άρχή τού ποιήματος (loc. c it., 4 7 0 /1 ), έτσι ώστε ό άναγνώστης μπορεί νά βγάλει τά συμπεράσματα του — παρ'* δλες τις δήθεν ομολογίες πίστεως του συγ­ γραφέα πρός τή θεία Πρόνοια, οί οποίες κλείνουν τό ποίημα (loc. cit., 478). Γιά τήν εξάρτηση τού V o lta ire άπό τόν B a y le άναφορικά μέ τήν άντίληψη του «κακού Θεού» («ό Θεός ώς δημιουργός τής άμαρτίας», L fIn g e n u , X = OC, XXI, 274) βλ. M a so n , B a y le a n d V o ltaire, 64/5. 552. B o h re r, D a s E rd b e b en von L is s a b o n , 2 7 /8 , 4 9 , 34 κ.έ. 553. Επομένω ς δέν έπιτρέπεται νά γίνεται άδιαφόριστα λόγος γιά τήν άπαισιοδοξία του όψιμου V o lta ire σέ άντίθεση πρός τήν αισιοδοξία τού πρώιμου. Πρβλ. τίς παρατηρήσεις τού P o m eau , R e lig io n de V o ltaire, 241 κ.έ., 283 κ.έ., 3 0 7 , καί W ade, V o ltaire, 688 κ.έ. 554. Τήν έξέλιξη τού V o lta ire πρός τήν αυστηρή αιτιοκρατία περιγράφει ό B a rb er, L e ib n iz in F r a n c e , 119 κ.έ. Καί ό D id ero t —καταπολεμώντας τόν P o p e— εί­ χε καταφύγει στον ντετερμινισμό γιά νά εξηγήσει τό κακό: «Τό κακό υπάρχει καί εί-

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

151

φράση «τά πάντα είναι καλά» σημαίνει τώρα γ ι’ αυτόν δτι «τά πάντα διέπονται από αμετάβλητους νόμους».555 Ή αγωνιστική του απαι­ σιοδοξία εξαγοράζεται, έτσι, μέ μιά λογική αντίφαση, τό ίδιο δπως καί ή προηγούμενη πίστη του στή θέση «τά πάντα είναι καλά» βρι­ σκόταν, καθώς διαπίστωσε καί ό ίδιος, σέ αντίφαση με τήν άγωνιστικότητά του. Γιά νά εξηγήσει, λοιπόν, τό κακό, δέχεται τήν αιτιοκρα­ τία* καί γιά νά μήν απεμπολήσει τήν ελπίδα τής λύτρωσης, συνεχίζει νά πιστεύει στή δικαιοσύνη τού Θεού556 — χωρίς νά άναλογίζεται δτι χωρίς τήν ελευθερία εκείνη τής άνθρώπινης βούλησης, τήν όποια είχε παραμερίσει ή αιτιοκρατία του, οι δικαστικές αποφάσεις τού Θεού γιά τις ανθρώπινες πράξεις δέν είχαν πιά κανένα αντικείμενο καί νόη­ μα. Είπαμε δτι ό V o ltaire στήν εξέγερσή του ενάντια στόν κακό Θεό χρειάστηκε νά θυσιάσει τήν κανονιστική έννοια τής Φύσης, δτι δηλ. ή αμηχανία του ώς προς τήν τελευταία, έξαιτίας τής καταστροφής τής Λισσαβόνας, πήρε τή μορφή τής παραπάνω εξέγερσης. Τ ί κίνδυνοι μπορούσαν νά προκύψουν από τούτη τήν άπεμπόληση τής βασικής έννοιας τού Διαφωτισμού, τό είδε καθαρά ό R o u sse a u π.χ. Στήν απάντησή του στό ποίημα τού V o ltaire υπερασπίζει τή Φύση, έξαίροντας τήν έσώτερη νομοτελή της αρμονία καί αποδίδοντας τήν ευθύ­ νη τής καταστροφής δχι σ’ αυτήν αλλά στό αντίθετό της, δηλ. στόν πολιτισμό, πού συγκέντρωσε τόσους άνθρώπους σέ μιά πόλη.557 Ό R ou sseau συνδέει, τώρα, τή χριστιανική άντίληψη τής Πρόνοιας, ή­ τοι τής τελειότητας καί τής καλοσύνης τού Θεού, μέ τήν έννοια τής Φύσης ώς αρμονικού Όλου. Τούτη ή συμμαχία μέ τον Χριστιανισμό, δηλ. ή συνύφανση τής θέσης «τά πάντα είναι καλά» τόσο μέ τον Θεό δσο καί μέ τή Φύση, γίνεται άναπόφευκτη έξαιτίας τής αντίθεσης προς τόν V o ltaire, ό όποιος, άποκρούοντας τή σύνδεση τής θέσης «τά πάντα είναι καλά» μέ τόν Θεό, συνάμα είχε παραμερίσει καί τή σύν­ δεσή της μέ τή Φύση, θεωρώντας τά τυφλά ξεσπάσματα τής τελευ­ ταίας ώς ελαττωματική λειτουργία τής Πρόνοιας. Ή απάντηση τού R o u sse au στή βολταιρική αρνητική σύνδεση Θεού καί Φύσης έπρεπε νά είναι άκριβώς ή θετική τους σύνδεση, ώστόσο δέν έπιτρέπεται καί νά παραβλέπουμε δτι ό R o u sse a u δέν θεωρεί τή θεοδικία ώς τόν ναι αναγκαία συνέπεια των γενικών νόμων τής Φύσης» (In tro d . a u x g r a n d s p rin cipes, OC, II, 85). 555. D ict. P h il., A rt. ‘ BierT (T out e st bien) = OC, X V II, 584. 556. Τή σαφέστερη διατύπωση αυτού τού πλέγματος ιδεών τή βρίσκουμε στήν H om elie s u r V A th eism e, OC, X X V I, 319 κ.έ. 557. L e ttre ά V oltaire = O e u v re s, IV , 1064 κ.έ., 1061.

152

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

σπουδαιότερο ή τόν μόνο του σκοπό, δτι δηλ. ή θεοδικία του είναι κα­ τά μεγάλο μέρος —sit v en ia v erb o — φυσικοδικία, πού στή συγκε­ κριμένη εκείνη περίπτωση χρειάστηκε νά συγχωνευθεί μέ μιά θεοδι­ κία. 'Άλλωστε ό R o u sse a u προσπαθεί νά κρατήσει σέ σαφή δρια τήν άναγκαστική του συμμαχία μέ τή θεολογία, διαχωρίζοντας ρητά τή θέση του από τή θετική θρησκεία*558 ή θεοδικία του άναφέρεται δηλ. στον Θεό τής φυσικής θρησκείας. Σέ άλλη περίπτωση ό R o u sseau βρέθηκε στήν ανάγκη νά άντικρούσει ένεργητικά τήν ερμηνεία τής θέ­ σης «τά πάντα είναι καλά» μέ τήν έννοια μιας θεώρησης των ανθρώ­ πινων πραγμάτων παραλυτικής γιά τήν πράξη559 — πράγμα πού, βέ­ βαια, άποσιωπάται στήν έπιστολή προς τόν V oltaire. Ή αδιάκοπη άνάγκη διευκρινίσεων, σχετικοποιήσεων, αλλαγών του τόνου κτλ. δείχνει δτι ούτε ή διαφωτιστική αισιοδοξία δεν μπόρεσε νά ξεφύγει άπό τίς λογικές δυσκολίες. ’Άν ή απαισιόδοξη τοποθέτηση έθετε σέ κίνδυνο τήν κανονιστική έννοια τής Φύσης, ή αισιόδοξη δέν επιτρεπό­ ταν νά καταλήξει στή δικαίωση του κατεστημένου. Εξίσου άσχημο ήταν δτι καί οι δυό τους οδηγούσαν σέ μιά μερική, τουλάχιστον, συμ­ φωνία μέ θεολογικές θέσεις (δσο αποκλειόταν ό αθεϊσμός): άν ή Απαι­ σιοδοξία προσέγγιζε τήν αντίληψη γιά τόν κόσμο ώς «κοιλάδα δα­ κρύων», ή αισιοδοξία έπρεπε κάπου-κάπου νά υμνεί τή θεία Πρόνοια. Ανάλογα μέ τή θέση του καί τήν ιδιοσυγκρασία του, κάθε διαφωτι­ στής κινούνταν σέ αισιόδοξη ή απαισιόδοξη κατεύθυνση, έκλινε πρός τή μιά ή τήν άλλη, ή προτιμούσε άλλοτε τούτη κι άλλοτε έκείνη* για­ τί καί οί δυό είχαν τά πολεμικά τους πλεονεκτήματα ή μειονεκτήμα­ τα. Καί στόν χώρο τής Ανθρωπολογίας ή δισημία τής διαφωτιστικής θέσης οφείλεται στήν Αντίστοιχη υφή τής θεολογικής, στήν όποια ό άνθρωπος εμφανίζεται ταυτόχρονα ώς εικόνα τού Θεού καί ώς Αξιο­ λύπητος Αμαρτωλός. Ενάντια στή διφυή τούτη Αντίληψη, ό Διαφωτι­ σμός έπρεπε νά επιστρατεύσει εναλλάξ αισιόδοξα καί απαισιόδοξα έπιχειρήματα, χωρίς, βέβαια, νά ώθεί τά δεύτερα ίσαμε τό πικρό τους τέρμα, άλλά χρησιμοποιώντας τα αποκλειστικά κατά τίς Ανάγκες τής πολεμικής. Εξηγήσαμε ήδη γιατί ή εκδίωξη τού Ανθρώπου άπό τό κέντρο τού κόσμου στήν πρώιμη φάση των Νέων Χρόνων δέν έγινε αισθητή ώς απώλεια: ή συντριβή τού παλιού κοσμοειδώλου θεωρούν­ ταν eo ip so ώς βήμα πρός τήν απελευθέρωση άπό τίς αυθεντίες, πού τό υποστήριζαν.560 Ό Διαφωτισμός ολοκλήρωσε δ,τι άπό παραδο558. loc. cit., 1072 κ.έ. 559. L e ttre ά P h ilo p o lis = O eu v re s, III, 2 3 3 /4 . 560. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2β, 3α.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

153

σιακή σκοπιά θεωρούνταν μεταφυσικός υποβιβασμός τού ανθρώπου, εντάσσοντας όλότελα τόν άνθρωπο στή φυσική νομοτέλεια καί κάνον­ τας ρευστά ή καταργώντας τά όρια ανάμεσα στά ζώα καί στον άνθρωπο.561 Ή θέση, ότι ό άνθρωπος είναι Φύση, αποτελούσε, λοι­ πόν, την απάντηση στή θεολογική άντίληψη γιά τόν άνθρωπο ώς ει­ κόνα καί ομοίωση τού Θεού. Τό ότι ό άνθρωπος παύει νά είναι κάτι τέτοιο δέν προκαλεΐ δυσφορία, άφού έτσι παύει συνάμα νά άποτελεί μεταφυσικό αίνιγμα καί, μέ βάση τή γνώση των φυσικών παραγόν­ των, πού τόν άπαρτίζουν καί τόν κινούν, γίνεται άντικείμενο μιας έπιστημονικής παιδαγωγικής.562 Ή πολεμική δραστικότητα τής θέ­ σης, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, τήν έκαμε αύτόματα πηγή ευφορίας, γι’ αυτό καί οί άπαισιόδοξες-αίτιοκρατικές της συνέπειες δέν γέννη­ σαν κάποια μόνιμη άπελπισία* χάρη στή μετατροπή της σέ δπλο ή άπαισιοδοξία ξεπερνιέται, ψυχολογικά τουλάχιστον. Ά λλωστε ή άνθρωπολογική απαισιοδοξία έπρεπε νά χαλιναγωγηθεί, γιά νά κατα­ πολεμηθεί μέ έπιτυχία ή διδασκαλία τού προπατορικού αμαρτήμα­ τος, τής οποίας ό παραμερισμός ήταν πρωταρχικό μέλημα τού Δια­ φωτισμού, άφού πάνω της στηριζόταν ή αξίωση τής Εκκλησίας νά κηδεμονεύει τόν άνθρωπο από τή στιγμή τής γέννησής του. Στή θέση τής μετάνοιας καί τής ταπεινοφροσύνης μπαίνει τώρα ή ήθική συνεί­ δηση, καί ό καινούργιος Θεός δέν γνωρίζει πιά εκ γενετής αμαρτω­ λούς, άλλά μόνον ανθρώπους, οί οποίοι έπραξαν τό καλό ή τό κακό.563 Κύριο επιχείρημα εναντίον τού προπατορικού αμαρτήματος δέν είναι βέβαια ή ύπόμνηση, δτι ό άνθρωπος υπάγεται στή φυσική αιτιότητα, άλλά μάλλον ή άποδοχή τής άρχέγονης καλοσύνης του ή τουλάχιστον (ουδέτερα) τής μή διαφθοράς του.564 Ή αιτιώδης καί ή κανονιστική άντίληψη γιά τόν άνθρωπο συμβαδίζουν στή σκέψη των πλείστων διαφωτιστών,565 κι άν ή αντίφαση δέν ενοχλεί, αυτό έγκει­ ται στήν πολεμική συνεργία των δύο σκελών της, πού στρέφονται ταυτόχρονα ένάντια στίς δύο διαφορετικές πλευρές τής θεολογικής ανθρωπολογίας. Ή αντικειμενική τους άσυμφωνία έχει, ώστόσο, ώς αποτέλεσμα νά άνακαλείται, μερικά τουλάχιστον, ή θέση, δτι ό άν­ θρωπος είναι Φύση, δποτε τό βάρος πέφτει στήν αισιόδοξη άντίληψη 561. Βλ. ύποκεφ. 3α καί 3γ σ’ αυτό τό κεφάλαιο. 562. Σέ προγραμματική σχεδόν διατύπωση βρίσκουμε τις ιδέες αυτές στήν άντίκρουση τού P a s c a l εκ μέρους του V o lta ire , R e m a rq u e s s u r le s P e n se e s, 0(7, XXII, ιδ. 34, 4 0 /1 , 4 2 , 53/4. 563. G ro eth u y sen , D ie E n tste h u n g d e r b ü rgert. W eltan sch ., I, 2 2 5 /6 . 564. M e rcie r, R e h a b il. de la n a tu re h u m a in e, p a s sim . 565. Πρβλ. τίς παρατηρήσεις του B re d v o ld , B r a v e N ew W orld, 77 κ.έ.

154

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

γιά τόν άνθρωπο. Διαφωτιστές, πού οί ίδιοι έπιθυμούν νά θεμελιώ­ σουν μιά θύραθεν ήθική πάνω στή φιλαυτία καί στήν αρχή τής ήδονής, θεωρούν τούς παράγοντες αυτούς ώς ταπεινούς καί άξιοπεριφρόνητους, όταν τούς έπικαλεΐται ή θεολογική ήθική, γιά νά κάνει ψυχο­ λογικά πειστική καί τελεσφόρα τή διδασκαλία γιά τις άμοιβές καί τίς τιμωρίες στον άλλο κόσμο.566 'Ώστε ή θεολογία φαινόταν νά ταπει­ νώνει τόν άνθρωπο δχι μονάχα με τό προπατορικό αμάρτημα, άλλα καί με τή λύτρωση πού τού πρόσφερε. Ή ιδεώδης εικόνα τού Ανθρώ­ που άντιπαρατίθεται τώρα αγέρωχα στή διπλή τούτη ταπείνωση καί ή λάμψη της σκεπάζει τίς σκιερές πλευρές τής θέσης, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, κάνοντάς τες νά ξεχνιούνται. Ωστόσο ή άνθρωπολογική αισιοδοξία, πού έπιστρατευόταν ενάν­ τια στο προπατορικό αμάρτημα, μπορούσε νά ύποστηριχθεί στήν κα­ θαρή της μορφή εξίσου λίγο δσο καί ή θέση «τά πάντα είναι καλά». 'Ακριβώς δπως τούτη εδώ φαινόταν νά κάνει περιττό τόν Διαφωτι­ σμό ώς εξέγερση, έτσι καί ή πρώτη φαινόταν νά κάνει άχρηστο τόν Διαφωτισμό ώς αγωγή. Γιά νά υπογραμμίσει τήν άναγκαιότητα τής αγωγής, καί επομένως καί τής δικής του αποστολής ώς εκλεκτού, ό διαφωτιστής οφείλει νά έπισημάνει τήν ίσαμε τώρα κυριαρχία τού «παράλογου» καί τήν τάση τών ανθρώπων προς αυτό — έστω καί άν έτσι θολώνει τήν ιδεώδη του εικόνα γιά τόν 'Άνθρωπο. Ή ίδια διπλή στάση παρατηρείται, δμως, καί άπό τήν πλευρά τού άντιπάλου, γιατί καί εκεί αποφασιστικές είναι οί άξιώσεις κυριαρχίας. Καί στίς δύο παρατάξεις ή άμφιπλευρικότητα χρησιμεύει, άπό τή μιά, στο νά καταδειχτούν οί παράγοντες πού παρεμποδίζουν τή λύτρωση —οπότε τό έργο τού παιδαγωγού (διαφωτιστή ή θεολόγου) άνατιμάται καί νομι­ μοποιούνται οί άμεσες καί έμμεσες ήγετικές του έπιδιώξεις— καί, άπό τήν άλλη, στό νά θεμελιώσει τή βεβαιότητα τής λύτρωσης καί έτσι νά περισώσει τό νόημα τής ζωής: ή έλλειψη νοήματος τής ζωής στερεί καί τήν ήγετική έπιδίωξη άπό τό νόημά της. Ή έχθρότητα πα­ λιάς καί νέας κοσμοθεωρίας ήταν άσυμφιλίωτη άκριβώς έπειδή καί οί δυό άγωνίζονταν γιά τό ίδιο γέρας, καί έτσι χρησιμοποιούσαν τίς ί ­ διες έννοιολογικές δομές, παρ’ δλη τή διαφορά τού περιεχομένου τους. Ό N o valis τό είχε κατανοήσει ήδη άπό τότε: «Ό διανοούμενος είναι άπό ένστικτο έχθρός τού παραδοσιακού κλήρου* ό διανοούμενος καί ό κλήρος πρέπει νά πολεμήσουν ίσαμε τήν τελική εξόντωση άπό

566. C ro ck e r, C risis, 400.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

155

τή στιγμή πού θά προβάλουν ώς χωριστές ομάδες: γιατί αγωνίζονται γιά τήν Γδια θέση».567 Στήν επιδίωξη ενός ήγετικού κοινωνικού ρόλου οφείλεται, λοιπόν, σέ τελευταία ανάλυση ή πολεμική άποψη τής αιώρησης άνάμεσα σέ αισιοδοξία καί άπαισιοδοξία, πού είναι άρρηκτα δεμένη μέ τήν άποψη τή λογική (αιτιοκρατικές συνέπειες τής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου, από τήν οποία, ωστόσο, άναμενόταν μιά καινούργια ελευθε­ ρία). Θά δείξουμε τώρα καί μιά τρίτη άποψη τού ίδιου φαινομένου, δηλ. τή συγκεκριμένη υπαρξιακή καί κοινωνική θέση τών διαφωτι­ στών, πού γεννούσε διάθεση εξίσου αντιφατική. Σέ έποχή προχωρη­ μένη ήδη, ό C ondorcet έκρινε τή γενική κατάσταση μέ λόγια πού θά προσυπέγραφαν καί οί προηγούμενες δύο γενιές τών διαφωτιστών: «Σέ μερικά σημεία, στά μάτια μας άντιχτυπά ένα λαμπερό φώς* ό­ μως μέγιστο μέρος τού ορίζοντα τό σκεπάζουν ακόμη αδιαπέραστα σκοτάδια. Ή ψυχή τού φιλοσόφου αναπαύεται μέ ανακούφιση πάνω σέ μερικά πράγματα* δμως ακόμη πιό πολύ τήν πικραίνει τό θέαμα τής ήλιθιότητας, τής δουλείας, τής παραφροσύνης, τής βαρβαρότη­ τας».568 Καί πράγματι, τά καλά σημάδια δέν έλειπαν, οχι μόνο στή ζωή τών κρατών (άγγλική «έλευθερία», προσπάθειες τών πεφωτισμέ­ νων μοναρχών στήν ήπειρωτική Ευρώπη), άλλά καί σέ δ,τι αφορούσε στήν κοινωνική θέση τής νεοφανούς διανόησης, τόσο τής έλεύθερης (διάδοση τού έντυπου λόγου γενικά) δσο καί τής εξαρτημένης άπό τό 567. C h risten h eit o d e r E u r o p a = S ch rifte n , III, 515. Καί τό πρόβλημα τών σχέσεων Διαφωτισμού καί θεολογίας, τό ίδιο όπως καί τό πρόβλημα τής έκκοσμίκευσης θεολογικών εννοιών (βλ. κεφ. II, σημ. 10), δέν μπορεί νά κατανοηθεί κατά βάθος, αν δέν διακρίνουμε άνάμεσα στό περιεχόμενο καί στή δομή τής σκέψης. Ό Becker, ό όποιος τόνισε τόν άπαγωγικό χαρακτήρα τής σκέψης τού Διαφωτισμού καί τήν εξάρτησή της άπό ορισμένα άρθρα πίστεως (βλέποντας στά σημεία αυτά, καί ορθά, μιά σημαντική ομοιότητα μέ τή θεολογική-σχολαστική σκέψη), προσπάθησε, πέρα απ’ αυτό, νά ανακαλύψει δσο τό δυνατόν περισσότερες παραλληλότητες στό πε­ ριεχόμενο τής σκέψης τού Διαφωτισμού και τής θεολογίας, γιά νά καταδείξει έτσι τή συμφωνία τους σέ δλη τή γραμμή. Απαντώντας στον B e ck er, ό G ay εκαμε τό άντίστροφο σφάλμα: απαρίθμησε δλες τίς σημαντικές διαφορές περιεχομένου στή σκέψη τού Διαφωτισμού καί τής θεολογίας, γιά νά συμπεράνει δτι δέν υπάρχουν τά κοινά σημεία πού τόνισε ό B e c k e r (B e c k e r's H e a v e n ly City, ίδ. 185 κ.έ.). Μιά καλή υπεράσπιση τών θέσεων τού B e c k e r άπέναντι στόν G ay έπιχείρησε ό E m erso n , ό όποιος, ώστόσο, απλώς άναπαράγει τήν έννοιολογική άσάφεια τού B e ck er, προ­ σπαθώντας νά βρει άκόμη περισσότερα κοινά σημεία ώς πρός τό περιεχόμενο τής σκέψης (G a y a n d the H e a v e n ly C ity, 390 κ.έ.), χωρίς νά παίρνει ύπόψη του τήν ουσιαστικά καινούργια άντιμετώπιση καί έρμηνεία τών παλιών έννοιών έκ μέρους τού Διαφωτισμού, δηλ. τήν πολεμική τους χρησιμοποίηση μέ σκοπό τήν αποφυγή τής υποψίας τού μηδενισμού (βλ. τό ύποκεφ. 2 αυτού τού κεφαλαίου). 568. E s q u is s e , I X e fip o q u e = O eu v re s, V I, 232.

156

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

κράτος (νέες δυνατότητες ανόδου στά νεοϊδρυμένα ή αναδιοργανωμέ­ να πανεπιστήμια καί ιδρύματα ερευνάς569). Ό λα αυτά γεννούσαν αι­ σιοδοξία, δμως άπό την άλλη μεριά οί ομάδες των διαφωτιστών φάν­ ταζαν, στά ίδια τους τά μάτια, σάν μικρά σκόρπια νησιά μέσα στή μαύρη θάλασσα τής άγνοιας καί τής δεισιδαιμονίας. Μολονότι ή Ε κ ­ κλησία είχε χάσει τό μονοπώλιο τής εκπαίδευσης καθώς καί ενα ση­ μαντικό (τουλάχιστον σέ κύκλους μορφωμένων λαϊκών) μέρος τής άκτινοβολίας της,570 ώστόσο ή δύναμή της ήταν ακλόνητη σέ σημαν­ τικούς τομείς* ό άνώτερος κλήρος επηρέαζε σπουδαίες κοινωνικοπολιτικές άποφάσεις, ένώ ό κατώτερος κρατούσε σφιχτά στό χέρι του τήν καθημερινή ζωή τής μεγάλης πλειοψηφίας τών άνθρώπων άπό τή βάφτιση ίσαμε τήν ταφή. Μονάχα ενα μικρό τμήμα τού πληθυσμού ή­ ξερε ανάγνωση — καί άκόμη λιγότεροι άνθρωποι ήθελαν ή μπορού­ σαν νά σκεφθοϋν σέ διαφωτιστικές κατηγορίες.571 Ό λαϊκός πολιτι­ σμός δέν είχε μπει άκόμη στούς Νέους Χρόνους, δηλ. στηριζόταν σέ μιά κοσμοεικόνα, στήν όποια άναμιγνύονταν έλεύθερα νεράιδες, γί­ γαντες, άγιοι καί άνθρωποι.572 Ή Εκκλησία καί ό Διαφωτισμός έργάζονται άπό κοινού —άν καί μέ διαφορετικούς σκοπούς— ένάντια στή μαγεία καί στή λαϊκή δεισιδαιμονία, μολονότι όμως ή αστρολο­ γία π.χ. αντιμετωπίζεται ολο καί επιφυλακτικότερα στούς μορφωμέ­ νους κύκλους καί γίνονται προσπάθειες φυσικής ερμηνείας «μαγικών φαινομένων», όμως, άπό τήν άλλη μεριά, τά άποκρυφιστικά καί θεοσοφικά ρεύματα δυναμώνουν άδιάκοπα, γιά νά γνωρίσουν τή μεγα­ λύτερη άκμή τους ακριβώς λίγο πρίν άπό τό 1789.573 Ανώτερες καί κατώτερες τάξεις θήτευαν, σύμφωνα μέ όλες τίς μαρτυρίες, εξίσου στή δεισιδαιμονία, άν καί μέ διαφορετικό τρόπο. Κι άν μερικοί έλευ569. M c C le llan d , G erm an U n iv e sitie s, καί E m e rso n , S c o ttish Universitie s, p a ssim . 570. Στίς παραμονές τής Επανάστασης ό γαλλικός κλήρος άριθμοϋσε λιγότερα μέλη απ’ ό,τι στήν εποχή τού Λουδοβίκου X IV , παρά τήν αύξηση του πληθυσμού, βλ. P a lm e r, C ath o lic s a n d U n b eliev ers, 13. 571. Λίγο πρίν άπό τό 1789 τό κοινό τής γαλλικής έπαρχίας διαβάζει προπαντός θρησκευτικά καί θεολογικά βιβλία , πού μάλιστα πολλά απ’ αύτά είχαν έμφανιστεΐ πρίν άπό δεκαετίες καί θεωρούνταν «κλασικά». Καί τά σχολικά βιβλία είχαν άκόμη, στήν πλειοψηφία τους, περιεχόμενο θρησκευτικό (B ra n c o lin i-B o u y ssy , L a vie p ro v in c ia le du liv re, 11 κ.έ., 18). *löta ήταν ή κατάσταση καί στίς άλλες ευρω­ παϊκές χώρες. 572. M a n d ro u , D e Ια cu ltu re p o p u la ir e , 162/3* πρβλ. B o lle m e, L itteratu re p o p u la ir e , 76 κ.έ. 573. W ilk in s, S o m e a s p e c ts o f the ir r a tio n a l, 109, 121/2, 125/6, 158 κ.έ., 198/9* B ila , L a cro y a n c e ά la m a g ie , 12 κ.έ.* F a iv r e , L 'e so te r ism e , 31 κ.έ.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

157

θεροτέκτονες π.χ. προσπαθούσαν να ρίξουν κάποια γέφυρα ανάμεσα στις δοξασίες τους καί στή διαφωτιστική προοδευτικότητα,574 από τήν άλλη μεριά ορισμένες θεοσοφικές κατευθύνσεις, πού εμφανίστη­ καν στή συνέχεια τού γιανσενισμού καί τού ήσυχαστικού κινήματος, ανέπτυξαν έντονη άντιδιαφωτιστική δραστηριότητα.575 Οί σύντομες αυτές άναφορές σέ φαινόμενα μεγάλης έκτασης δείχνουν καί πάλι πό­ σο είναι άναγκαία ή διάκριση άνάμεσα στον Διαφωτισμό καί στήν έποχή του.576 ’Άν παρ’ δλα αύτά ό Διαφωτισμός κέρδισε έδαφος, τούτο δέν οφεί­ λεται άπλώς στήν ποσοτική του έξάπλωση, αλλά επίσης καί προπαν­ τός στό γεγονός, οτι ή σημασία τής κοινωνικής ομάδας, πού τόν στή­ ριζε, βαθμιαία μεγάλωσε μέσα στόν γενικό συσχετισμό των δυνά­ μεων ή δτι οι ιδέες του μπόρεσαν νά διεισδύσουν μέσα στίς κυρίαρχες ακόμη, αλλά άποσυντιθέμενες ελίτ. Ό μω ς ή διαδικασία αύτή ήταν αργή, καί μονάχα άνασκοπικά έμφανίζεται άναπότρεπτη* στήν τοτινή προοπτική τό τέρμα ήταν αβέβαιο καί ή δύναμη τού κατεστημένου αρκετά μεγάλη γιά νά κάνει τή διάθεση των διαφωτιστών νά ταλαν­ τεύεται άνάμεσα σέ (προγραμματική) αισιοδοξία καί (άναπόδραστη) απαισιοδοξία. Οί έλεύθεροι χώροι, πού κερδίζονταν βαθμιαία, βρί­ σκονταν κάτω από τή δαμόκλεια σπάθη τής λογοκρισίας καί τών διωγμών577 — κι άκόμη καί μέσα σ’ αυτούς δέν μπορούσε κανείς νά κινηθεί ανεμπόδιστα. ’Άν ή κοινωνική υπόληψη τού λογογράφου γε­ νικά άνεβαίνει, ωστόσο ή καταγωγή καί ό πλούτος παραμένουν άποφασιστικοί παράγοντες* κι αν οί σχέσεις άνάμεσα σέ συγγραφείς καί έκδοτες σέ σύγκριση μέ τόν 17ο αί. άλλάζουν άναμφισβήτητα πρός Ο­ φελος τών πρώτων, δμως παραμένουν κάθε άλλο παρά ικανοποιητι­ κές.578 Ό (άπορος) λογογράφος πρέπει νά έξαγοράσει τήν άνεξαρτη574. F a iv r e L 'e so te r ism e , 59 κ.έ. 575. W a is, D a s a n tip h ilo s. W eltbild 2, 19, 37 κ.έ. Ό W a is τονίζει ορθά οτι ή πάλη εναντίον τής νοησιαρχίας μπορούσε νά διεξαχθεΐ τόσο άπό τή σκοπιά τού «ύποορθολογικού στοιχείου» (H elv etiu s καί υλιστές) δσο καί άπό τή σκοπιά τού «ύπερορθολογικού», έτσι ώστε μπορούν νά διαπιστωθούν δμοια άποτελέσματα κα­ τευθύνσεων όλότελα διαφορετικών. Τό λάθος τού W a is έγκειται στήν έντύπωση, δτι ή άντινοησιαρχική τάση στήν παραπάνω διπλή της έκφανση ήταν ή άντίδραση ενάν­ τια σε μιά προγενέστερη νοησιαρχική φάση τού Διαφωτισμού. 576. Βλ. κεφ. 1, ύποκεφ. 2. 577. P e lisso n , H o m m es de L e t tr e s , Ιο κεφ. Τόν μυστικό πόλεμο τού πρώιμου γαλλικού Διαφωτισμού ένάντια στους καταπιεστικούς νόμους έχει περιγράφει ό W a ­ de, The cla n d e stin e O rg a n iz a tio n , p a s sim . 578. P e llisso n , H o m m es d e L e t tr e s , 244 κ.έ., 83 κ.έ.* D a rn to n , L ite ra ry * Low -Life, 93 κ.έ.

158

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

σία του μέ στερήσεις καί ανασφάλεια γιά τό μέλλον, αν δεν έχει κά­ ποιαν εξαιρετική τύχη. Σύμφωνα μέ μια πλαστική διατύπωση του V oltaire: «Ό άνθρωπος των γραμμάτων δέν έχει καταφυγή* μοιάζει μέ τά ιπτάμενα ψάρια: αν σηκωθεί λιγάκι, τον τρώνε τά πουλιά* αν βουτήξει, τόν τρώνε τά ψάρια».579 Γράφοντας τά λόγια αυτά, ό Vol­ ta ire δέν είχε υπόψη του μονάχα τήν υλική ένδεια, άλλά καί τις πιό διαφορετικές μορφές άνοιχτής καί συγκαλυμμένης δίωξης σέ μιά κοι­ νωνία, δπου ή παράταξη τού Λόγου δέν ήταν άρκετά ισχυρή γιά νά έγγυηθει τήν ολόπλευρη κοινωνική προστασία τών μελών της. Στις συνθήκες αυτές αυξάνεται ή προθυμία εξωτερικού, τουλάχιστον, συμ­ βιβασμού μέ τό κατεστημένο — άκόμη καί σ’ εκείνους πού δέν έχουν υλικές έγνοιες, άλλά φοβούνται τήν κοινωνική άπομόνωση καί προ­ γραφή* οι κωμικοτραγικές διαπραγματεύσεις στή νεκρική κλίνη τού M on tesqu ieu 580 ή τού V o ltaire 581 μάς άποκαλύπτουν δσα καί τό­ μοι ολόκληροι άναλύσεων γιά τήν ψυχολογική καί κοινωνική πλευρά τής κατάστασης πού περιγράφουμε. 'Ωστόσο, ό συμβιβασμός δέν άποτελεί eo ip so συνθηκολόγηση, άλλά υπηρετεί μέ διάφορες μορφές τή συνέχιση τής δουλειάς. Αφού δμως τώρα πιά κινείται κανείς σέ δύο έπίπεδα ταυτόχρονα, γίνονται άπαραίτητοι οι τακτικοί ελιγμοί καί οί καζουϊστικοί άκροβατισμοί πρός τά έξω καθώς καί οί έκλογικευτικοί μηχανισμοί πρός τά μέσα. Στή διελκυστίνδα εξέγερσης καί προσαρμογής διαμορφώνεται ή άμφιθυμική έκείνη στάση άνάμεσα σέ φόβο καί επιθετικότητα, περηφάνια καί (πλαστή) ταπεινοφροσύνη, θάρρος καί παραίτηση, τήν οποία μπορούμε νά άνασυνθέσουμε μέ βά­ ση τίς άποφάνσεις τού D id erot π.χ. Διακηρύσσει τήν προθυμία του νά πεθάνει γιά τήν άλήθεια, καί ταυτόχρονα άποκρούει ένα επικίνδυ­ νο χειρόγραφο μέ τήν αιτιολογία, δτι έχει γυναίκα καί παιδί*582 άναγγέλλει τήν άπόφασή του νά συνεχίσει ίσαμε τό τέλος τήν έργασία του στήν Εγκυκλοπαίδεια παρ’ δλες τίς δυσκολίες καί παράλληλα εκφράζει τήν έπιθυμία νά άποσυρθεΐ καί νά ζήσει κάπου ώς ιδιώτης, άφού οί άνθρωποι δέν είναι σέ θέση νά διαφωτιστούν*583 ή ψυχή του, δπως γράφει, είναι γεμάτη φόβο μπροστά σέ μιά πιθανή δίωξη, καί δμως δέν φεύγει, δπως τού συνιστά μιά εσώτερη φωνή, άλλά παρα579. 577. 580. 581. 582. 583.

D ict. P h il., A rt. ‘ L e ttr e s’ , ‘ G en s de L e ttr e s ou L e ttr e s’ = OC, XIX, S h a c k le to n , M o n te sq u ie u , 394 κ.έ. P o m ea u , R e lig io n d e V o ltaire, 4 44 κ.έ. Επιστολή στον L a n d o is άπό 2 9 .6 .1 7 5 2 = OC, XIX, 4 33. Επιστολή στον V o lta ire άπό 19.2.1758 = OC, XIX, 4 5 1 /2 .

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

159

μένει καί συνεχίζει, εν μέρει από συνήθεια καί εν μέρει από ελπίδα, ό­ τι αύριο κιόλας δλα μπορεί νά φαίνονται διαφορετικά.584 Οί γενικεύσεις θά ήταν, βέβαια, παραπλανητικές. Δέν ένιωθαν δλοι δπως ό D iderot, γιατί δέν στέκονταν δλοι στήν πρώτη γραμμή μέ τό δικό του πείσμα — καί ακόμη λιγότεροι μπορούσαν νά άναλύσουν τήν ίδια τους τήν ψυχή μέ τόση οξυδέρκεια καί παρρησία. Οί μικρότεροι αστέρες του διαφωτιστικού κινήματος —καί άς άφήσουμε τούς απλούς συνοδοιπόρους— είχαν καί μικρότερα προβλήματα, καί άντίστοιχα λιγότερη ήταν ή ένταση καί ή δραματικότητα τής ψυχικής τους ζωής. Ωστόσο, ή άμφιπλευρικότητα τής κατάστασής τους ήταν δεδομένη άντικειμενικά καί ό καθένας έπρεπε νά τήν αντιμετωπίσει κατά κάποιον τρόπο, άνάλογα μέ τήν ιδιοσυγκρασία καί τό άμεσο περιβάλλον του. Όπως δμως πρέπει νά έπαναλάβουμε, παίρνοντας υπόψη μας τόσο τις παραπάνω ρήσεις τού D iderot δσο καί τήν πνευ­ ματική παραγωγή τού Διαφωτισμού στο σύνολό της, ή κοινωνική προσαρμογή καί προφύλαξη —δσο ρευστά καί αν ήταν τά δριά της πρός τή μεριά τής δειλίας ή τής καιροσκοπίας— σέ γενικές γραμμές δέν υπήρξε προδοσία, κι αυτό μετρά. Γιατί ό διαφωτιστής νιώθει προ­ παντός ώς έκφραστής μιας μεγάλης αρχής — κι άκόμη παραπάνω: ταυτίζεται (ή τουλάχιστον ταυτίζει τό ιδεώδες Έ γώ του) μ’ αυτή (καί αντίστροφα), έτσι ώστε τά λόγια καί οι πράξεις του μπορούν νά συσχετιστούν άμεσα μαζί της ή καί νά συναχθούν θεωρητικά άπ’ αυ­ τήν. Ό διαφωτιστής έχει, λοιπόν, στή διάθεσή του άπειρες έκλογικευτικές δυνατότητες, πράγμα πλεονεκτικό τόσο υποκειμενικά δσο καί αντικειμενικά: υποκειμενικά, επειδή ή προσαρμογή μπορεί νά έρμηνευθεΐ ώς υπηρεσία στίς αρχές του, οπότε ή πραγματοποίησή της δέν βαραίνει τή συνείδησή του μέ τύψεις παραλυτικές γιά τή δράση του, καί άντικειμενικά, έπειδή ό διαφωτιστής συχνά άκριβώς διαμέσου τής προσαρμογής αποκτά τήν πραγματική δυνατότητα νά έπιδράσει στό περιβάλλον του (ένα σημαντικό παράδειγμα επίδρασης διαμέσου προσαρμογής είναι άκριβώς ή πολεμική χρησιμοποίηση θεολογικών έννοιών μέ διαφωτιστική πρόθεση). Τουλάχιστον σέ μερικές περι­ πτώσεις είναι, βέβαια, αμφίβολο, άν ή υποκειμενική διάθεση προσαρμογής γεννήθηκε αποκλειστικά έξαιτίας τής άντικειμενικής άναγκαιότητας τής προσαρμογής γιά χάρη τού γενικού σκοπού* δμως τό ζήτημα αυτό δέν παρουσιάζει ενδιαφέρον γιά τήν άνάλυσή μας, ή 584. Επιστολή στον V o lta ire άπό 8 ή 1 0.10.1766 = C o rre sp ., V I, 334 κ.έ. Τις παρόμοιες ψυχικές ταλαντεύσεις του cTAlem bert περιγράφει μέ έξαιρετική λε­ πτότητα ό G rim sley , D ’A le m b e rt, 118 κ.έ.

160

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

οποία επιθυμεί νά περιγράφει μια κατάσταση καί δχι νά διατυπώσει ήθικές κρίσεις.585 Γιά μάς σημασία έχει ή λειτουργία τής πίστης σέ μιά μεγάλη αρχή* ή πίστη τούτη χρησιμεύει δηλ. ώς νομιμοποίηση τής προσωπικής συμπεριφοράς καί μπορεί νά υπαγορεύσει καί νά έκλογικεύσει τόσο τήν εξέγερση οσο καί την προσαρμογή. Καμιά προσαρμογή δεν μπορούσε, ωστόσο, νά κάμει άκίνδυνη γιά πάντα μιάν αρχή ακριβώς αντίθετη άπό τήν αρχή τού αντιπάλου καί στρε­ φόμενη κατευθείαν εναντίον του στο θεωρητικό επίπεδο, αν δχι καί στήν καθημερινή ζωή των έκπροσώπων της. Ό Λόγος άποτελούσε, μέ άλλα λόγια, τό άντίθετο τής θείας Χάρης, καί ό διαφωτιστής δφειλε νά εκπροσωπεί τόν πρώτο ακριβώς στήν αντιδιαστολή του προς τή δεύτερη, όπως τονίζει ό D id e ro t.586 Τό αίτημα τής αύτονομίας τού Λόγου παραμένει βασικό,587 δσο κι αν θεμελιωνόταν τό ϊδιο σέ μιάν ομολογία πίστεως: ή (άσυνείδητη) ομοιότητα τής έννοιολογικής δο­ μής δέν μειώνει στό παραμικρό τή (συνειδητή) αντίθεση περιεχομέ­ νου τών δύο εχθρικών αρχών. ’Άν ή (μαχητική) προάσπιση τής άρχής τού Λόγου δξυνε τίς σχέ­ σεις τού διαφωτιστή μέ τίς «δυνάμεις τού σκότους», φέρνοντάς του, έτσι, κάποιες δυσκολίες, ωστόσο άπό τήν άλλη μεριά τού πρόσφερε δελεαστικά άντισταθμίσματα. Ό χ ι μονάχα έπειδή ή παραπάνω αρχή μπορούσε νά έκπληρώσει μιά περίπλοκη έκλογικευτική λειτουργία, άλλά καί έπειδή ή προάσπισή της στηρίζει θεωρητικά τή συνείδηση, δτι κάποιος άνήκει ατούς εκλεκτούς — συνείδηση ικανή νά παρηγορή­ σει γιά κάθε άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη δίωξη, μεταβάλ­ λοντας τόν φόβο μπροστά της σέ περηφάνια γ ι’ αυτή. Κι άκόμη πα­ ραπάνω: ή συνείδηση τού εκλεκτού μπορεί —αφού στά μάτια τών ένδιαφερομένων δέν εμφανίζεται ώς πεζή καί ήθικά ύποπτη ήγετική 585. "Αν κάνουμε τους διαφορισμούς αυτούς, ή διαμάχη γιά τό κατά πόσον οί διαφωτιστές άφομοιώθηκαν κοινωνικά χάνει τό άντικείμενό της (βλ. τίς παρατηρή­ σεις του W a lte r, S u r Γ In te llig e n tsia d e s L u m ie re s, 190, ενάντια στις θέσεις τού D arn to n · ωστόσο ό τελευταίος, μολονότι υποστηρίζει τήν κοινωνική άφομοίωση τών διαφωτιστών, τονίζει παράλληλα δτι ή άφομοίωση αυτή συμβάδισε μέ κάποια αποδοχή διαφωτιστικών ιδεών έκ μέρους του κατεστημένου, L ite r a r y L ow -Life, 91/2). Πάντως θά έπρεπε νά άπελευθερωθουμε άπό τήν κοινωνιολογικά άφελή άντίληψη, δτι οι ίδέες επιδρούν μονάχα άν οί εκπρόσωποί τους είναι όλότελα ηθικοί καί άδιάλλακτοι. Πολλές φορές συμβαίνει τό άντίθετο. 586. "Αρθρο ‘ P h ilo so p h e ’ τής Εγκυκλοπαίδειας = OC, X V I, 274. 587. Ά κόμη κι δταν δέν άποκλείεται έξαρχής ή συμφωνία μέ τή θεία Αποκάλυ­ ψη, θεωρείται δτι μονάχα ό Λόγος είναι αρμόδιος γιά νά άποφασίσει άν ή τέτοια Αποκάλυψη είναι «γνήσια» ή δχι. Τίς σχετικές άπόψεις τού L o ck e τίς άναφέραμε παραπάνω (κεφ. V, ύποκεφ. 3β).

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

161

αξίωση, αλλά συμπίπτει μέ την πεποίθηση γιά την πραγματική καί ηθική ορθότητα των αρχών τους, ανεβάζοντας έτσι τήν αύτοεκτίμησή τους— νά κινητοποιήσει δυνάμεις καί νά άναπτερώσει τήν πρακτική δραστηριότητα. Άφοΰ ό διαφωτιστής άποδοκιμάζει τον χριστιανικό άκοσμισμό καί ζητά προσανατολισμό εγκόσμιο καί κοινωνικό,588 δέν τού επιτρέπεται νά ταυτίζει τή συνείδηση, δτι άνήκει στους έκλεκτούς, μέ τήν περιφρονητική στάση άπέναντι σέ τούτον τόν ήλίθιο καί βρώμικο κόσμο, άλλα πρέπει νά τή συνδυάσει μέ τήν έντονη συμμε­ τοχή στις τύχες τού τελευταίου. Ή παραπάνω συνείδηση άπορρέει δηλ. στήν περίπτωση αυτή άπό τήν πεποίθηση, δτι κάποιος άποτελεϊ αυτοδίκαια μέλος μιάς μειονότητας, ή οποία, κατέχοντας άποκλειστικά τήν άρχή τού Λόγου, καλείται νά άναλάβει τήν άγωγή των actu άλογων, άλλα p o te n tia έλλογων άνθρώπων (συνάφεια ήγετικής άξίωσης καί δίπλευρης άνθρωπολογίας!). Ή συνείδηση, δτι άνήκεις στους εκλεκτούς, καί ή δημοσιογραφική-έκδοτική, άκόμη καί εκλαϊκευτική, δραστηριότητα άποτελοϋν, έτσι, δυο άδιαχώριστες πλευρές τής ϊδιας τοποθέτησης — τής τοποθέτησης τού μαχητικού (σέ διάφορους βαθμούς) διαφωτιστή. Ή όφειλόμενη σέ λογικές καί κοι­ νωνικές αιτίες άπαισιοδοξία ύπεραναπληρώνεται ή ξεπερνιέται επιθε­ τικά, καθώς ό διαφωτιστής θέτει τήν πνευματική του εργασία στήν υπηρεσία ενός σκοπού, ταυτίζοντάς την μάλιστα μαζί του. Στόχος έδώ δέν είναι πιά ή άνακάλυψη «νεκρών γνώσεων», άλλα ή χρησιμο­ ποίηση τού δπλου τής κριτικής, δπου αυτό φαίνεται άναγκαίο.589 Ό ­ πως είπε ό C ondorcet: οι p h iloso p h es είναι «μιά τάξη άνθρώπων, ή όποια άσχολείται λιγότερο μέ τήν άνακάλυψη ή εμβάθυνση τής άλήθειας καί περισσότερο μέ τή διάδοσή της».590 Μιά συνέπεια τής τοποθέτησης τούτης είναι ή έντονη έκλαικευση τής φιλοσοφίας, πού άνεβάζει τήν προπαγανδιστική της άξια· έτσι πρέπει νά κατανοήσου­ με τήν έκκληση τού D iderot: «’Άς σπεύσουμε νά εκλαϊκεύσουμε τή φιλοσοφία».591 Ή έκλαϊκευμένη φιλοσοφία άποτελεϊ καί ώς πρός τή μορφή καί ώς πρός τό περιεχόμενο τήν άντίθεση τής σχολικής φιλο­ σοφίας, άντίθεση πού καταφαίνεται στήν άποκοπή άπό τή συλλογι­ στική μέθοδο καί τή λατινική γλώσσα.592 Σέ γενικές γραμμές χρησι­ μοποιείται γλώσσα σχετικά άπλή καί άμεση. Ή φιλοσοφία δέν ση588. 589. κ.έ. 590. 591. 592.

D id ero t, A rt. ‘’P h ilo so p h e ’ = OC, X V I, 276/7. Πρβλ. τίς καλές παρατηρήσεις του G u sd o rf, P rin c ip e s de p e n s e e , 4 9 0 E s q u is s e , I X e fip o q u e = O eu v re s, V I, 187. In terp r. de la N a t u r e , X L = OC, II, 38. S c h a lk , F o rm en u n d D ish a rm o n ie n , 255/6.

162

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

μαίνει πιά κάποια ειδικευμένη απασχόληση, αλλά τή θεώρηση και κριτική τών πραγμάτων άπό τή σκοπιά τού Λόγου:593 άκριβώς τού­ τη ή διεύρυνση τού φιλοσοφικού χώρου κάνει πρόδηλη τήν έκταση τής ιδεολογικής άξίωσης τών ph iloso ph es. Φιλοσοφική μπορεί τώ­ ρα νά ονομαστεί ή δημοσιογραφία, ή λογοτεχνία ή καί ή δίαιτα, καί φιλόσοφος είναι ό καθένας, άρκεί νά κάνει γενικές έλλογες σκέψεις πάνω στον άνθρωπο καί στή Φύση. Τά νόστιμα έπεισόδια δεν ελειψαν, βέβαια, μέσα στήν άτμόσφαιρα αυτή, καί τούτο έξηγεί τήν κά­ πως ειρωνική περιγραφή της φιλοσοφικής μόδας εκ μέρους τού Goe­ th e.594 'Όπως καί νά ’χει: μέ τήν έκλαϊκευση τής φιλοσοφίας ώς γε­ νικής γνώσης φαίνεται νά πραγματοποιείται ή επιθυμητή σύνδεση θεωρίας καί πράξης, άφού μάλιστα γιά τούς διαφωτιστές ή γνώση καί ή επιστήμη άποτελοϋν κινητήριες δυνάμεις τής κοινωνικής εξέλι­ ξης. Α λλά καί μιά δεύτερη πλευρά τούτης τής νέας σύνδεσης θεωρίας καί πράξης είναι σημαντική, τόσο άπό άποψη κοινωνιολογική δσο κι άπό τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών. Όπως δείχνει τό περιεχόμε­ νο τής Εγκυκλοπαίδειας, ατούς διαφωτιστές δέν άρκεί πιά ή σύζευξη τών έπιστημών (scien ces) μέ τά γράμματα (heiles lettres)· τό τέ­ λειο φιλοσοφικό πνεύμα (e sp rit ph ilosophique) στηρίζεται στή σύν­ θεση τών δύο αυτών μέ τά τεχνικά καί πρακτικά επαγγέλματα (a rts et m e tie rs).595 Παρ’ δλη τήν έκλαϊκευση ή τόν έκχυδαίσμό της, ή φιλοσοφία παρέμεινε, ώστόσο, άναγκαστικά μακριά άπό τίς μεγάλες μάζες, δπου δέσποζε πάντα ή «δεισιδαιμονία». Ή συνείδηση τού «εκλεκτού» αύτοπροστατεύεται άπό δλες τίς τωρινές άπογοητεύσεις χάρη στή σκέ­ ψη τού μελλοντικού κόσμου, άπό τόν οποίον άναμένεται ό έπαινος καί ή αναγνώριση, πού δέν θά χαρίσει τούτη ή ζωή.596 Ποιά είναι ή μοναδική παρηγοριά γιά τόν καταδιωγμένο καί παραγνωρισμένο φι­ λόσοφο; ρωτά ό D iderot: είναι «δτι ή προκατάληψη θά περάσει καί οι έπερχόμενες γενιές θά ρίξουν τό δνειδος πάνω στούς έχθρούς του. ’Ώ κόσμε μελλοντικέ, ιερέ καί άγιε... Ό μελλοντικός κόσμος είναι γιά 593. Σύμφωνα μέ μιαν άκριβή διατύπωση τού K o rtu m (Z u r G run db edeu tun g d e s P h ilo so p h ie b e g riffe s, 170): «δέν πρόκειται έδώ γιά έναν κλάδο ή γιά μιά θεωρία της γνώσης, παρά γιά μιά θεμελιώδη στάση, πού άπλώνεται σέ δλους τούς τομείς τής ζωής καί έπιζητά τήν πρακτική καί κοινωνική της ευδοκίμηση». 594. D ic h tu n g u n d W ah rh eit, II, 7 = S t F , 23, 71. 595. S c h a lk , E in le itu n g in d ie E n ^ c l o p ä d i e , 105, 108. Διεξοδικά γιά τό θέ­ μα P ro u st. D id . et V Encyc/., 163 κ.έ, ίδ. 196 κ.έ., καί G ille, L 'E ncy'cl. diction. techri., p a s sim . 596. B e ck e r, G o tt e s s t a a t , 94 κ.έ.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

163

τόν φιλόσοφο δ,τι ό άλλος κόσμος γιά τούς θρήσκους».597 Τό όραμα τού ευτυχισμένου καί εύγνώμονα μελλοντικού κόσμου δεν αποσπά, ώστόσο, την προσοχή από τόν τωρινό* γιατί ακριβώς ώς αντιστροφή τού τωρινού παρουσιάζεται ό μελλοντικός, καί γ ι’ αυτό υπάρχει μιά εσώτερη συνάφεια άνάμεσα στήν ένταση τού σημερινού αγώνα καί στή δύναμη τού οράματος. Τό πρόβλημα παραμένει ή εύρεση τού κα­ λύτερου τρόπου άξιοποίησης τού διαφωτιστικού δυναμικού hic et nunc. Αφού οί φιλόσοφοι, δπως παρατήρησε κάποτε ειρωνικά ό cTAlembert, είχαν κοινό μέ τούς ήγεμόνες τουλάχιστον τό οτι δέν μπορούν νά άνεχθοϋν τήν παραμικρή προσβολή,598 γ ι’ αυτό οί προ­ σωπικές καί ιδεολογικές έριδες, στις γραμμές τους έθεταν άδιάκοπα σέ κίνδυνο τόν (γενικά θεωρούμενο ώς αναγκαίο) συνασπισμό ένάντια στόν κοινό αντίπαλο.599 Ή ενιαία γραμμή έλειπε, βέβαια, άπό τό διαφωτιστικό κίνημα, δμως ή αίσθηση τής ύπαρξης ενός τέτοιου κι­ νήματος μέ άπτούς φορείς εκδηλώνεται στή (μάταιη) προσπάθεια χά­ ραξης τούτης τής γραμμής μέ τρόπο πειστικό καί δεσμευτικό γιά Ο­ λους. Ή γενική ομολογία πίστεως στήν αρχή τού Λόγου έπρεπε, μιά καί ή τελευταία αυτή ήταν πολυσήμαντη, νά συμπληρωθεί μέ συγκε­ κριμένους κανόνες πρακτικής συμπεριφοράς. Τέτοιους προσπάθησε νά διατυπώσει ό cTAlembert, ψέγοντας πρώτα-πρώτα τήν τάση φι­ λόδοξων πνευματικών άνθρώπων νά ζητούν τήν προστασία τών ισχυ­ ρών. Αφού τούτοι εδώ, λέει, δέν είναι άρκετά μορφωμένοι γιά νά διαγνώσουν τήν άληθινή πνευματική αξία καί τό άληθινό ταλέντο, ή προστασία τους ώφελεί συχνά τούς άνάξιους, καί αυτό φέρνει σύγχυ­ ση στήν πνευματική ζωή* μονάχα ταπεινώσεις καί αποπροσανατολι­ σμούς μπορεί νά γεννήσει ή τέτοια προστασία.600 Ό cTAlembert προτιμά τή φτώχεια, όντας άλλωστε βέβαιος δτι ή άληθινή άξια τού ανθρώπου καί ή μόνη ουσιαστική διαφορά άνάμεσα στούς άνθρώπους έγκειται δχι στήν καταγωγή ή στόν πλούτο, αλλά στό ταλέντο.601 Τό πρακτικό-τακτικό του ιδεώδες είναι ή ενίσχυση τής ανεξαρτησίας τών πνευματικών άνθρώπων, γιά νά έχουν τή δυνατότητα νά δρούν ελεύθερα. Όταν ό cTAlembert θέλει νά περιορίσει τή δράση τούτη στόν τομέα τού πνεύματος, ομολογεί έμμεσα τήν πολιτική άδυναμία τού πνευματικού άνθρώπου. Οί προτάσεις του άντικατοπτρίζουν μιά πρώιμη φάση τού διαφωτιστικού κινήματος, στήν οποία ό πνευματι597. 598. 599. 600. 601.

Επιστολή στόν F alc o n e t άπό Φεβρουάριο 1766 = OC, X V III, 100/1. E s s a i s u r Ια so cie te de g e n s de le ttre s = O eu v res, III, 45. P e llisso n , H o m m es de le ttre s, 195 κ.έ. E s s a i s u r la so c ie te de g e n s de le ttre s = O eu v res, III, 39, 64 κ.έ. loc. cit., 93, 63 κ.έ.

164

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

κός άνθρωπος νιώθει, βέβαια, αρκετά ισχυρός γιά νά ισχυριστεί τήν (πνευματική) υπεροχή του και νά δει τήν άνεξαρτησια του ώς ρεαλι­ στική προοπτική, όμως άκόμη δεν άποτολμά τον άνοιχτό πολιτικό άγώνα. Αυτό θά άλλαζε σύντομα, καί μάλιστα μέ τις δημόσιες συνηγορίες τού V o ltaire γιά τά θύματα τής άδικίας καί τής μισαλλοδο­ ξίας. Σε μιαν άκόμη κατοπινότερη τρίτη φάση, πού συνδέεται μέ τά ονόματα των T u rg o t καί M ale sh e rb e s, οι διαφωτιστές άναλαμβάνουν καί ευθύνες κυβερνητικές. Χαρακτηριστικό παραμένει, πάντως, δτι άκόμη καί τότε δέν θέλουν νά χάσουν τήν άνεξαρτησια τους* νιώ­ θουν τόν εαυτό τους δχι ώς έκπρόσωπο μιας κυβέρνησης άπέναντι ατούς υπηκόους της, άλλα μάλλον ώς φερέφωνο τού έθνους καί τού Λόγου μέσα στήν ίδια τήν κυβέρνηση.602 Ανεξάρτητα άπό τό αν άναπτύσσουν πολιτική δραστηριότητα μέ τή στενότερη έννοια ή έπιφυλάσσουν στόν εαυτό τους τή θέση άνώτατης πνευματικής βαθμίδας δικαιοδοσίας, οι διαφωτιστές σκέπτονται κατά βάση πάντοτε πολεμικά, πάντοτε έχοντας κατά νού τή συγκε­ κριμένη κατάσταση, μέσα στήν οποία ζοϋν καί ενεργούν. Οί σκέψεις τους ξετυλίγονται σέ σχέση μέ κάτι, τό όποιο πρέπει νά άποδειχτεί ή νά άπορριφθεί, καί ή νίκη στόν άγώνα των έπιχειρημάτων γίνεται αι­ σθητή ώς ένίσχυση τής δικής τους θέσεως ισχύος. Αυτό φαίνεται ώραια, δπως ξέρουμε, στόν ορισμό τού Λόγου καί τής όρθολογικότητας μέ βάση συγκεκριμένες κοσμοθεωρητικές θέσεις — καί επίσης στήν εσώτερη λογική άλλων διαφωτιστικών αιτημάτων, τά όποια, άν παρθούν στήν ονομαστική τους άξια, φαίνεται νά έχουν νόημα μο­ νάχα γενικό-άνθρώπινο καί δχι πολεμικό. Αυτό συμβαίνει π.χ. μέ τό περίφημο αίτημα τής άνοχής. Καί αυτό, δπως καί τό πλέγμα σκέ­ ψεων, μέσα στό όποιο εμφανίστηκε, είχε συγκεκριμένο πολεμικό νόη­ μα: στρεφόταν πρώτα-πρώτα ένάντια στήν κυριαρχία τής Ε κ κ λ η ­ σίας, καί ή πραγμάτωσή του σ’ εκείνη τήν ιστορική στιγμή θά σήμαινε αυτόματα τήν ένίσχυση τής θέσης τών εκπροσώπων του μέσα στό πνευματικό-κοινωνικό φάσμα. Τό γεγονός, δτι αιτήματα προβάλλον­ ται στό δνομα τής άνθρωπότητας, δέν θά έπρεπε νά κρύβει τήν κομ­ ματική τους μεροληψία, παρά άντίθετα νά θεωρείται ώς άπόλυτη έπίταση τούτης τής τελευταίας. Τό αίτημα τής άνοχής δέν άποτελεΐ εξαίρεση, μολονότι εδώ φαίνεται δτι μπορούν άπ’ αυτό νά ώφεληθούν δλες οί παρατάξεις καί έτσι δτι μπορεί νά γίνει άποδεκτό άπ“5 δλες. Καθώς, δμως, είναι γνωστό, δέν γίνεται άπ’ δλους άποδεκτό (έμπρα602. Βλ. τήν έξαιρετική παρουσίαση του S triek len , T h e p h ilo so p h e 'sp o litic a l m issio n , ιδ. 150 κ.έ., 158 κ.έ., 205.

5. ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

165

κτα τουλάχιστον), καί τούτο δεν μπορεί νά είναι τυχαίο, μπορεί δηλ. νά εξηγηθεί μονάχα με βάση τό έκάστοτε πολεμικό του νόημα. Οι διαφωτιστές έξαρτούσαν πάντοτε τη διατύπωση του αιτήματος τής ανοχής άπό συγκεκριμένους, πολεμικά σκόπιμους ορούς. Άπό τή μιά μεριά, οί περισσότεροί τους δέν ήθελαν νά παραχωρήσουν καμιάν ανοχή στους άθεϊστές καί στους μηδενιστές, αφού τούτοι εδώ εξέθε­ ταν καί έξασθένιζαν τή διαφωτιστική παράταξη. Τό 1769 ό V o ltaire γράφει δτι ανοχή δέν σημαίνει «τήν άδεια έκφρασης γνωμών άντίθετων στά ήθη».603 Καί ό D id erot έξέφρασε κάποτε μέ έντονο τρόπο τήν άποψη, δτι δποιος δέν είναι διατεθειμένος νά σχεφθεΐ σύμφωνα μέ τό έλλογο φυσικό δίκαιο παραιτείται άπό τήν ιδιότητά του ώς αν­ θρώπου καί έπιτρέπεται νά αντιμετωπιστεί σάν «δν εκφυλισμένο», δηλ. νά εξοντωθεί.604 Άπό τήν άλλη μεριά, δέν μπορούσε φυσικά νά ύπάρξει ανοχή γιά τούς εχθρούς τής άνοχής (in concreto: γιά τούς εχθρούς τών εκπροσώπων τού αιτήματος τής άνοχής). «Όποιος τολ­ μά νά πει δτι έξω άπό τήν Εκκλησία δέν υπάρχει σωτηρία, πρέπει νά διώχνεται άπό τό κράτος», γράφει ό R o u s s e a u .605 Ή θέση τών δια­ φωτιστών σ’ αυτό τό ζήτημα έκφράζεται καθαρότατα στό έργο τού d’A lem bert, S u r Ια d estru ctio n d es Je s u ite s en F ran c e . Ή έκδίωξη τών Ιησουιτών άπό τή Γαλλία δέν συζητιέται εδώ διόλου μέ βάση τό κριτήριο, άν δλοι δίχως εξαίρεση έχουν δικαίωμα νά έκφράζουν δημόσια τή γνώμη τους καί νά ενεργούν σύμφωνα μ’ αυτή στό πλαίσιο τού νόμου (δμως αυτό τό κριτήριο χρησιμοποιούσαν οί δια­ φωτιστές, δταν υπεράσπιζαν τήν ελευθερία τής δικής τους γνώμης), αλλά τίθεται τό ζήτημα τού περιεχομένου τής γνώμης, έρωτάται δηλ. άν οί απόψεις τών Ιησουιτών είναι καλές καί χρήσιμες ή δχι — καί βέβαια θεωρείται αυτονόητο, ποιος θά αποφασίσει πάνω σ’ αύτό. Ελάχιστη ευαισθησία δείχνει ό d’A lem bert απέναντι στις νομικές παρατυπίες τής δίκης έναντίον τών Ιησουιτών: άν ή δίωξη είναι κα­ θαυτή ορθή καί άν οί λόγοι της (δπως ό ίδιος λέει) είναι βαθύτεροι άπό τίς νομικές πλευρές τού πράγματος, τότε τά τυπικά δέν έχουν τό­ ση σημασία.606 Χαρακτηριστικό είναι δτι τό έργο κλείνει μέ τρόπο ίεροεξεταστικό: προτείνονται συγκεκριμένες «δηλώσεις», γιά νά ύπογραφούν άπό τούς πρώην Ιησουίτες.607 Ή καθαρά πολεμική διαπραγμάτευση τού θέματος έκ μέρους τού d ’A lem bert φαίνεται δ603. 604. 605. 606. 607.

G u ebres, D isc. H isto r. etc. = O C, V I, 502* υπογράμμιση δική μου. Άρθρο fcD ro it N a tu r e l’ στήν Εγκυκλοπαίδεια = OC, X IV , 301. C o n trat s o c ia l, IV , 8 = O eu v re s, III, 469. O eu v re s, V, 93 κ.έ. loc. cit., 145 κ.έ.

166

VI. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ταν επιρρίπτει στους Ιησουίτες τίς τυραννομαχικές τους διδασκαλίες, οπότε οι διαφωτιστές παρουσιάζονται ώς προασπιστές τού νόμου καί τής τάξης (τέχνασμα αληθινά ίησουϊτικό!), προπαντός, δμως, δταν φτάνει νά υπερασπίσει τη γιανσενιστική διδασκαλία του προορισμού απέναντι στήν ίησουϊτική θέση τού αυτεξούσιου, αφού ή τελευταία τά­ χα άποτελεΐ άπλώς προπαγανδιστικό ελιγμό.608 Πράγματι, ό (ΓΑlem bert υποστηρίζει τούς Γιανσενιστές δχι γιά λόγους άρχής, άλλα γιά καθαρά τακτικούς σκοπούς.609 Αφού δμως φοβάται, από τήν άλ­ λη μεριά, τήν υπερβολική αύ'ξηση τής δύναμης των Γιανσενιστών, όπότε ή εκδίωξη των Ιησουιτών δέν θά ωφελούσε τόν «Λόγο», αλλά πάλι τόν «σκοταδισμό», προτείνει τήν απαγόρευση δλων των θεολογικών συζητήσεων.610 Οι λεπτομέρειες τούτες δείχνουν δτι οί διαφω­ τιστές, άκόμη κι δταν επικαλούνται γενικές ήθικές αρχές, ένεργούν πάντα ώς έκπρόσωποι ορισμένης παράταξης καί ρυθμίζουν τίς έκάστοτε σχέσεις τους πρός φίλους καί έχθρούς άποκλειστικά κατά τό συμφέρον τής τελευταίας. Σκέπτονται συγκεκριμένα-πολιτικά, άκό­ μη κι δταν πρόκειται γιά αιτήματα όπως ή άνοχή. Γιά τούτο ισχύει καί γΓ αύτούς ή άρχή: ό εχθρός τού εχθρού μου είναι φίλος μου.611

608. loc. c *i., 44 κ.έ. 609. ‘Άλλωστε μια καθαρά θεωρητική καί λογική Αντιμετώπιση του προβλήμα­ τος θά έπρεπε νά κάμει τόν cPA lem bert νά κλίνει περισσότερο πρός τίς απόψεις τών Ιησουιτών, οί όποιοι οχι μόνον είχαν ιδιοποιηθεί ιδέες του Ανθρωπιστικού κινήμα­ τος, διευρύνοντας επιπλέον σημαντικά τά δικαιώματα τής Φύσης σέ σχέση μέ τίς Αρ­ μοδιότητες τής θείας Χάρης (P a lm e r, C ath o lic s a n d U n b eliev ers, 33 κ.έ., 51/2), άλλά καί έκπροσωπούσαν μιάν Αντίληψη γιά τόν Θεό, ή όποια, σέ σύγκριση μέ τή γιανσενιστική, βρισκόταν πολύ κοντύτερα πρός τή δεϊστική καί διαφωτιστική (βλ. G roeth u y sen , D ie E n tste h u n g d e r b ü rgerlich en W e lta n sch a u u n g , I, 140 κ.έ.). 610. S u r la D e stru c tio n , O e u v re s, V, 133 κ.έ. 611. Ά κόμη καί ή συνεργασία μέ τή λογοκρισία δέν Αποκλειόταν, δταν σκοπός ήταν ή έξουδετέρωση ένός αντιπάλου (βλ. P a lm e r, C ath o lic s a n d U n b elievers, 6/7). — Τή χρησιμοποίηση τών Γιανσενιστών γιά τούς δικούς του σκοπούς παρα­ δέχεται Ανοιχτά ό d ’ A le m b e rt στήν έπιστολή του στόν V o lta ire Από 4 .5 .1 7 6 2 ( = O eu v res, XV , 202): «Πιστεύουν δτι υπηρετούν τή θρησκεία, Αλλά υπηρετούν τόν Λόγο δίχως νά τό υποψιάζονται* είναι τά έκτελεστικά όργανα τής Ανώτερης δικαιο­ σύνης γιά λογαριασμό τής φιλοσοφίας, Από τήν όποία παίρνουν τίς έντολές τους δί­ χως νά τό ξέρουν».

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

1. Ο Ρ ΙΣ Μ Ο Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

Μέσα στο πνευματικό φάσμα τοΰ Διαφωτισμού, ό μηδενισμός θά μπορούσε νά οριστεί ώς ή προσπάθεια μιας ολοκληρωτικής κα ί αξιο­ λογικά ελεύθερης άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου· ή Φύση δηλ. είναι άποκλειστικά χοντροκομμένη ή εκλεπτυσμένη ύ'λη (άπό τήν τε­ λευταία προκύπτει τό «πνεύμα») κα ί συνάμα αδιάφορη άπέναντι σέ όλες τις ήθικές άξιες (καί άπαξίες). Ό μηδενισμός συμμερίζεται, λοι­ πόν, καί συνάμα οδηγεί ad extrem um τή διαφωτιστική αποκατά­ σταση τού αισθητού κόσμου (άπό τήν άποψη αυτή αποτελεί οργανικό τμήμα τού Διαφωτισμού ατό σύνολό του), ένώ άπό τήν άλλη μεριά απορρίπτει τή συνύφανση Φύσης καί κανονιστικών άρχών (άπό τήν άποψη αύτή άντιτίθεται στο κύριο ρεύμα τού Διαφωτισμού) — δχι, ό­ μως, γιά νά βρεί κανονιστικές άρχές έξω άπό τή Φύση, άλλά γιά νά τίς εξοβελίσει οριστικά, θεωρώντας τες ώς άνθρώπινες μεταβλητές συμβάσεις, δηλ. ώς ύποκέιμενικές πλασματικές κατασκευές χωρίς άντικειμενική ισχύ. Καί πράγματι, μετά τον παραμερισμό τού πνεύ­ ματος καί τόν χωρισμό Φύσης καί κανονιστικών άρχών, δέν υπήρχε πιά χώρος γιά κανονιστικές άρχές μέ άντικειμενική ισχύ: γιατί Ισαμε τότε αύτές είχαν θεμελιωθεί εϊτε πάνω στό πνεύμα (στή θεία καί άνθρώπινη έκφανσή του), εϊτε στήν κανονιστική διάσταση τής Φύσης. Τό μηδενιστικό σύμπαν είναι (έξαιτίας τού παραμερισμού τού πνεύ­ ματος) ύλιστικό-μονιστικό καί συνάμα (έξαιτίας τού παραμερισμού τής κανονιστικής διάστασης τής Φύσης) αιτιοκρατικό. Ό μονισμός καί ή αιτιοκρατία, συνδυασμένα στήν καθαρή τους μορφή, δίνουν μιά συνεκτική κατασκευή, πού ξεπερνά μεμιάς δλες τίς λογικές δυσκολίες τού κανονιστικού καί άναγκαστικά δυαρχικού Διαφωτισμού. Μέ άλ­ λα λόγια: ή άδιάκοπη σύγκρουση αιτιώδους καί κανονιστικού στοι­ χείου, πνεύματος καί αισθητού κόσμου τερματίζεται (λογικά) μέ τήν κατάργηση τού κανονιστικού στοιχείου καί τού πνεύματος. Έ τσ ι ό μηδενισμός φτάνει στή λογική εκείνη συνοχή, πού δέν μπορούσε νά πετύχει ό κανονιστικός Διαφωτισμός. Τούτος εδώ είχε μιά μονάχα δυνατότητα γιά νά ξεφύγει άπό τή δυαρχία τής άμφιταλάντευσης: τήν

170

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

ενοποίηση των όντολογικών επιπέδων με αισιόδοξα πρόσημα, όπως τήν επιχείρησαν ό S h a ftesb u ry καί (περιστασιακά καί λιγότερο συ­ στηματικά) ό R o u s s e a u .1 Γ ι’ αυτό καί ή μηδενιστική κοσμοεικόνα, από καθαρά δομική άποψη, βρίσκεται πλησιέστερα πρός τήν τελευ­ ταία τούτη κατεύθυνση, μολονότι ώς πρός τό περιεχόμενό της είναι διαμετρικά άντίθετή της: γιατί ή αντίθεση έγκειται στά κοσμοθεωρη­ τικά πρόσημα, ενώ ό μονισμός τής δομής σκοπό του έχει, καί από τις δυο πλευρές, νά κάμει απόλυτη καί δεσμευτική τήν κοσμοθεωρητική επιλογή πού έξαγγέλλουν τούτα τά πρόσημα. Ακριβώς άπό τήν από­ λυτη άντίθεση τού περιεχομένου γεννιέται, λοιπόν, ή συγγένεια τής δομής, πού φαίνεται ιδιαίτερα ξεκάθαρα στήν άνθρωπολογική προ­ βληματική. Σύμφωνα καί μέ τίς δύο αντιλήψεις, ή Φύση διαποτίζει όλότελα τον άνθρωπο, έτσι ώστε οι πράξεις του, άν δέν έπηρεάζονται άπό ετερογενείς παράγοντες, ύπακούουν στις επιταγές τής Φύσης καί μάλιστα εκφράζουν τήν ουσία της. Αφού ό άνθρωπος είναι όλότελα Φύση, έκτελεΐ τίς έπιταγές της μέ δλη τή δύναμη τής ενιαίας του ύ­ παρξης* ή δυαρχική ανθρωπολογία καταργείται, καί αυτό συνεπιφέ­ ρει είτε τήν έξάλειψη είτε τόν ούσιαστικό ύποβιβασμό τής νόησης.2 Είδαμε3 δτι στόν H utcheson π.χ. ή νόηση έχει νά έπιτελέσει μάλλον τεχνικές εργασίες, δηλ. νά βρει τόν έκάστοτε σκοπιμότερο δρόμο γιά τήν πραγμάτωση τών προσταγών τής Φύσης — καί ή θέση της είναι ί ­ δια στόν S a d e .4 Ό μως ή φωνή τής Φύσης δίνει προσταγές όλότελα διαφορετικές, άνάλογα μέ τό πώς ορίζεται ή ουσία της. Άπό τή σκο­ πιά τής κανονιστικής άντίληψης γιά τή Φύση, ή ανεμπόδιστη έκδίπλωση τών δυνάμεων τού φυσικού ανθρώπου συνεπιφέρει eo ipso τήν πραγμάτωση τών κανονιστικών εκείνων αρχών, πού έξ ορισμού πηγάζουν άπό τήν ουσία τής Φύσης. Ά ν , αντίθετα, άπό τή Φύση άφαιρεθεΐ κάθε διάσταση κανονιστική, τότε ή ανεμπόδιστη δραστη­ ριότητα τού κατά Φύση άνθρώπου θά γεννήσει δ,τι γιά τόν ήθικιστή είναι έγκλημα, ενώ γιά οποίον ένεργει πέρα άπό καλό καί κακό μπο­ ρεί νά σημαίνει βαθύτατη υπαρξιακή ικανοποίηση. Καί οι δυο πλευρές

1. Γιά τήν όντολογική θεοδικία του R o u sse a u βλ. K o n d y lis, D ie E n tsteh u n g d e r D ia le k tik , 119 κ.έ. 2. «Ά ν ή Φύση μάς προόρισε νά είμαστε υγιείς, τότε τολμώ νά διαβεβαιώσω οτι ή κατάσταση τού στοχασμού είναι άντίθετή στή Φύση καί δτι ό άνθρωπος πού στοχά­ ζεται είναι εκφυλισμένο ζώο», R o u s se a u , D is c o u rs s u r V origin e, I = O eu vres, III, 138. 3. Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3β. 4. Βλ. ύποκεφ. 3 αυτού τού κεφαλαίου.

1. ΟΡΙΣΜΟΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

171

θέλουν, λοιπόν, νά άφήσουν τή Φύση έλεύθερη, όμως με τήν επιθυμία τους αυτή συνδέουν προσδοκίες όλότελα διαφορετικές. Ή θεωρητική υπεροχή τής μηδενιστικής άποψης φαίνεται στό δτι ή αμιγής κανονιστική θεώρηση δέν μπορεί νά πραγματοποιήσει hic et nunc τό ιδεώδες τής μή επέμβασης στή Φύση. Τονίσαμε ήδη τήν αχίλλεια πτέρνα τούτης τής θεώρησης, πού άλλωστε τήν έμπόδισε καί νά γίνει τό κύριο ρεύμα του κανονιστικού Διαφωτισμού στό σύνο­ λό του:5 δέν μπορεί νά εξηγήσει τό κακό, καί όταν πάει νά τό παρακάμψει χάνει τήν πειστική της δύναμη καί τήν πρακτική της σημα­ σία. Γ ι’ αυτό καί δέν καταφέρνει νά παραμείνει λογικά συνεκτική. Καταφεύγει δηλ. στή ρευστή διάκριση ανάμεσα σέ «άληθινή» καί «έπιφατική» Φύση, γιά νά έντάξει τό κακό στή δεύτερη καί έτσι νά άρνηθεί ουσιαστικά τήν ύπαρξή του, ενώ ταυτόχρονα άνακαλεί άμεσα ή έμμεσα τήν άρχή τής μή ανάμιξης στήν πορεία τής Φύσης, στον βαθμό, τουλάχιστον, πού ή άνάκληση τούτη παρουσιάζεται άναγκαία γιά τήν καταπολέμηση τής «έπιφατικής» καί τήν άποκατάσταση τής «αληθινής» Φύσης* ακόμη καί ή νόηση έπανεισάγεται λαθραία γιά νά ασκήσει έλεγκτικές λειτουργίες. 'Απεναντίας, ή μηδενιστική θεώρηση δέν χρειάζεται τέτοιες βοηθητικές κατασκευές. Γιατί ή παρουσία καί ή δράση εκείνου, πού ό ήθικιστής όνομάζει «κακό», εδώ διαπιστώνε­ ται έμπειρικά, καί άφού, από τήν άλλη μεριά, δέν ένδιαφέρει ή νίκη τού «καλού», γ ι’ αυτό καί περιττεύει ή διάκριση ανάμεσα σέ Ό ν καί Επίφαση. Ό μηδενισμός είναι καί παραμένει φαινομενοκρατικός, ή Επίφαση (δηλ. δ,τι θεωρεί τέτοιο ή κανονιστική μεταφυσική) άποτελεΐ γ ι’ αυτόν τό μοναδικό Όν. Γ ι’ αυτό καί δέν χρειάζεται ούτε τού καλού τήν ύπαρξη νά έξηγήσει, άφού ^αλό καί κακό δέν ύπάρχουν από τή δική του σκοπιά, παρά μονάχα από τή σκοπιά τής κανονιστι­ κής θεώρησης. Οί μηδενιστές περιορίζονται, λοιπόν, σέ μιά ψυχολογι­ κή καί κοινωνιολογική γενεαλογία τής ήθικής, καί έδώ δείχνεται καί πάλι ή θεωρητική τους υπεροχή άπέναντι στήν άμιγή κανονιστική θεώρηση. Γιατί είναι πολύ δυσκολότερο νά εξηγηθεί πώς άπό τό όν­ τολογικά δεδομένο, άρχέγονο καλό άναβλύζει ξαφνικά τό κακό, πα­ ρά νά περιγράφει γενετικά πώς στό πλαίσιο τής κοινωνικής ζωής ή φιλαυτία διαμέσου των θεσμών μεταβάλλεται σέ ήθική ή πώς ή έσωτερίκευση κανονιστικών αρχών γεννά τήν ήθική συνείδηση καί έτσι καί τήν εντύπωση τής αυτονομίας τού ήθικού φαινομένου. Ό μω ς, δχι μόνο λογικά, αλλά καί ψυχολογικά αισθάνονται πλεονεκτικά οί μη­ δενιστές. Ή κοσμοθεωρητική άπαισιοδοξία καί αισιοδοξία τούς είναι 5. Βλ. κεφ. VI, ύποκεφ. 1.

172

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

ξένη, άφού ξεκόβουν από τίς έννοιες τού καλού καί τού κακού: γιατί ή αισιοδοξία καί ή απαισιοδοξία προϋποθέτουν τίς έννοιες τούτες, αφού ή αισιοδοξία τρέφεται άπό τήν ελπίδα τής νίκης τού καλού, ένώ ή απαισιοδοξία άπό τόν φόβο μπροστά στήν έπικράτηση τού κακού. Είπαμε δτι μιά σημαντική λογική προϋπόθεση τού μηδενισμού εί­ ναι ή άφαίρεση τής κανονιστικής διάστασης άπό τήν έννοια τής Φύ­ σης. ’Ήδη ή μηχανιστική φυσική επιστήμη είχε κάνει αυτό τό βήμα, σ’ αυτήν, δμως, δίπλα στή Φύση-Μηχανή στεκόταν τό πνεύμα ώς Θεός, έτσι ώστε οι κανονιστικές άρχές δέν διέτρεχαν (άμεσο) κίνδυ­ νο.6 Ό άντικαρτεσιανισμός τού Διαφωτισμού είχε, πάλι, συνοδεύσει τη συνύφανση Φύσης καί Θεού στό πλαίσιο τής νέας ίδέας τού Όλου μέ μιάν ουσιαστική ένίσχυση τής κανονιστικής διάστασης τής Φύ­ σης,7 έτσι ώστε ό υποβιβασμός τού Θεού ώς παραδοσιακού φορέα ό­ λων τών άξιων μπορούσε νά άντισταθμιστεί. Ή κοινή, αν καί πολύ διαφορετική ώς προς τό περιεχόμενό της, κανονιστική λειτουργία Θεού καί Φύσης μάς δίνει νά καταλάβουμε γιατί ό μηδενισμός δχι μόνον άπέρριπτε τήν κανονιστική έννοια τής Φύσης, άλλά ήταν καί άθεϊστικός. Οι διαμάχες Θεού καί Φύσης, δσον άφορά στό περιεχόμε­ νο τών κανονιστικών άρχών, έλάχιστα τόν ενδιαφέρουν* στά μάτια του ή δεύτερη παραμένει άπλή μεταμόρφωση τού πρώτου, έφόσον διατηρεί τήν κανονιστική της διάσταση. Ή ολοσχερής άποπνευμάτωση καί άποηθικοποίηση τής Φύσης εμφανίζεται, έτσι, ώς ή συνεπής συνέχιση τής διαδικασίας έκείνης, πού είχε άρχίσει μέ τόν ύποβιβασμό τού Θεού. Πράγματι, ήδη στον 17ο αί. ή ήθική άχρωμία τής Φύ­ σης καί τού σύμπαντος υπογραμμίζεται προπαντός άπό συγγραφείς, οι όποιοι δέν παίρνουν στά σοβαρά τόν (προσωπικό) Θεό, δηλ. άπό τόν S p in o z a καί τόν H o b b es — καί οί όποιοι, έπιπλέον, προτάσσουν καί τήν κεντρική γιά τούς μηδενιστές ιδέα τής αυτοσυντήρησης. Στό κατώφλι τού Διαφωτισμού ό B a y le δυσφήμισε τή μόλις δημιουργούμενη διαφωτιστική έννοια τής Φύσης, άμφισβητώντας τήν καλοσύνη τών δώρων τής Φύσης καί μαζί τή φυσικότητα τού καλού: «ή Φύση είναι κατάσταση νοσηρή», ή χαλιναγώγησή της χρειάζεται θείους καί άνθρώπινους νόμους.8 Ά λλά καί τάσεις δπως τού Locke, οί οποίες — συνειδητά ή άσυνείδητα, εκούσια ή άκούσια, λίγο ή πολύ— άκολουθούσαν τόν H o b b es καί παρουσίαζαν τήν ήθική ώς προϊόν μιας κυ6. Παραπάνω έξηγήσαμε για τί ή μηχανιστική φυσική έπιστήμη ήταν λογικά άσυμβίβαστη μέ τόν άθεϊστικό ύλισμό του Διαφωτισμού (βλ. κεφ. IV , ύποκεφ. 4 καί 3β). 7. Βλ. κεφ. IV , ύποκεφ. 3α, καί κεφ. V, ύποκεφ. 4. 8. R e p o n se a u x q u e stio n s d ’un P r o v in c ia l, CV = O eu vres D iv., III, 714.

1. ΟΡΙΣΜΟΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

173

ρίαρχης βούλησης, μιας σύμβασης ή χρησιμοθηρικών ύπολογισμών, αντικειμενικά συνέβαλαν στην εξασθένιση τής αμιγούς κανονιστικής έννοιας τής Φύσης. Άπό τήν άποψη αυτή, ό M andeville μπορεί νά συγκαταλέγει στούς μηδενιστές, σ’ αυτόν, δμως, λείπουν οί όντολογι­ κές προϋποθέσεις τού μηδενισμού (άθεϊστικός υλισμός) καί επίσης εί­ ναι πολύ ισχυρή ή πρώιμη φιλελεύθερη, αισιόδοξη ιδέα τής αυτόμα­ της κοινωνικής αρμονίας, έτσι ώστε δέν μπορούμε νά πούμε δτι έκπροσωπεί τυπικά τον μηδενισμό τού Διαφωτισμού. Α κόμη, λοι­ πόν, κι αν παραβλέψουμε τίς φυσικό επιστημονικά θεμελιωμένες υλι­ στικές τάσεις, ύπήρχαν αρκετές άντιλήψεις ικανές νά μετεξελιχθούν σέ μηδενιστική κατεύθυνση — άρκεί νά τούς δίνονταν τά αντίστοιχα πρόσημα. Τούτα εδώ έκαναν πρόδηλο, δτι καί ό μηδενισμός εδραζό­ ταν σέ μιά κοσμοθεωρητική απόφαση, καί γ ι’ αυτό δέν πρέπει νά υποθέσουμε δτι ό Διαφωτισμός θά οδηγούσε σίγουρα σ’ αυτόν, σάν νά ήταν μιά εύθύγραμμη πρόβαση πρός έναν πάγιο σκοπό. Άπό τήν άλ­ λη μεριά, δμως, μιά έκλογικευμένη άπόφαση υπέρ τού μηδενισμού ή­ ταν λογικά δυνατή μονάχα μετά τήν έξάπλωση των παραπάνω αντι­ λήψεων. Δέν είναι ούτε σύμπτωση οΰτε άμελητέο παρόραμα, δτι ό μηδενισμός των Νέων Χρόνων άκριβώς στήν έποχή τού Διαφωτι­ σμού διατυπώθηκε μέ συνέπεια καί συστηματικότητα.9 Οί μηδενιστές φέρνουν σέ φως τίς έσχατες λογικές συνέπειες τής ολοσχερούς άπο9. Είναι μιά σημαντική προσφορά τού C ro ck e r, δτι είδε τόν μηδενισμό ώς οργα­ νικό μέρος καί ώς λογική δυνατότητα τοΰ Διαφωτισμού. Ό C ro ck e r συλλαμβάνει τήν ουσία τού προβλήματος, δταν μιλά γιά τήν ταλάντευση τού (ήθικούκανονιστικοϋ) Διαφωτισμού «ανάμεσα στή Σκύλλα τής υπερφυσικής θεολογικής θεώρησης καί στή Χάρυβδη τού μηδενισμού» {N a tu re a n d C u ltu re, 512). Ωστόσο ή φιλολογικά εξαίρετη διαπραγμάτευση τού προβλήματος τού μηδενισμού άπό τήν πλευρά του παραμένει, άπό λογική καί ιστορική άποψη, τουλάχιστον μονομερής. Ό C rock er ταυτίζει τόν μηδενισμό μέ μιάν άναρχική όρμή καταστροφής καί τόν θεω­ ρεί —κοινότοπα— ώς προάγγελο τού έθνικοσοσιαλισμού κτλ. {N a tu re a n d C u ltu re, 335, 58, 396). Ό πως παρατηρήσαμε ήδη (κεφ. II, σημ. 9), ό μηδενισμός μπορεί κα­ λύτερα νά οριστεί ώς ή άποψη, δτι δλες οί άξιες είναι σχετικές καί πλασματικές. Ό ­ ταν δέν αναγνωρίζεται ή άντικειμενική ισχύς τού (ήθικού) Δέοντος, τότε συνέπεια μπορεί νά είναι καί ή καταστροφή — μπορεί δμως καί δχι, άν κάποιος, θέλοντας νά παραμείνει συνεπής μηδενιστής, δέν άναγορεύει τήν καταστροφή σέ καινούργιο Δέον. Ή έλλειψη άναγκαίας λογικής συνάφειας άνάμεσα στόν μηδενισμό καί στήν κατα­ στροφή φανερώνεται άπό τό άπλό καί ιστορικά άδιαμφισβήτητο γεγονός, δτι οί με­ γαλύτερες συμφορές στήν ίσαμε τώρα ιστορία δέν προήλθαν άπό τήν καταστροφική μανία των μηδενιστών, παρά άπό τούς άγώνες γιά τήν επικράτηση τής έκάστοτε «μόνης άληθινής» θρησκείας ή ήθικής. Στρατόπεδα συγκεντρώσεως ιδρύθηκαν στό ονομα τής άνωτερότητας κάποιας φυλής ή κάποιας κοινωνικής τάξης — δηλ. στό Ο­ νομα ορισμένων άξιων, καί δχι στό δνομα τής πικρής σχετικότητας των άνθρώπινων πραγμάτων. Φυσικά ό C ro c k e r, ώς φιλελεύθερος άνθρωπιστής, μπορεί νά ισχυριστεί

174

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

κατάστασης τού αισθητού κόσμου. Ό μως δέν θαυμάζονται γ ι’ αυτό, άλλά προγράφονται. Γιατί τό σπουδαίο δέν είναι ή λογική, αλλά ή πολεμική συνέπεια, καί οποίος έκθέτει ήθικά μιάν άνερχόμενη κοÖTt αύτά όλα δέν ήταν οί «αληθινές» άξιες, όμως μ ’ αυτό δέν θά έκανε τίποτε άλλο παρά νά υποστηρίξει τις δικές του αξιολογικές κρίσεις. Τό δτι στους άγώνες γιά χάρη ορισμένων άξιων ή κάθε παράταξη έπιρρίπτει στην άντίπαλή της μηδενισμό καί διά­ λυση των θεμελίων κάθε «άνθρώπινης» ζωής, άποδείχνει μονάχα τίς πολεμικές της προθέσεις καί διόλου δέν άποτελεϊ κάποια επιστημονική άπόφανση (πρβλ. κεφ. II, ύποκεφ. I ). Τήν ίδια μέθοδο άκολουθεΐ καί ό C ro ck e r εξετάζοντας τόν μηδενισμό τοΰ 18ου αί. Κι άκόμη παραπέρα: έξαιτίας τής καταγωγής τού μηδενισμού άπό κεντρι­ κές ιδέες τού Διαφωτισμού —τήν οποία ό ίδιος, καί ορθά, διαπιστώνει—, μιλά γιά «άποτυχία» τού Διαφωτισμού καθώς καί γιά «άποτυχία» τής επανάστασης τού 1789 όφειλόμενη τάχα στήν πρώτη (A ge o f C r is is, 376, 448). Δέν μπορούμε νά εξετά­ σουμε εδώ μέ ποιά έννοια οί επαναστάσεις είναι δυνατόν νά θεωρηθούν έπιτυχεΐς καί άν πρέπει σώνει καί καλά νά προωθούν τήν ήθική μόνο καί μόνον επειδή διεξάγονται στό όνομα ιδεωδών. Όταν όμως ό C ro ck e r μιλά γιά τήν άποτυχία τού Διαφωτι­ σμού, προφανώς δέχεται ότι τά κοσμοθεωρητικά καί τά ήθικά προβλήματα επιδέ­ χονται κάποια τελειω τική λύση — πράγμα πού δέν είναι διόλου αυτονόητο. Τά γνω­ ρίσματα τής κρίσης τού Διαφωτισμού, όπως —τόσο ώραια— τά περιγράφει ό C ro ck e r, είναι τόσο γενικά, ώστε θά μπορούσε κανείς νά ύποθέσει ότι εδώ μάς πα­ ρουσιάζεται ό σκοτεινός λαβύρινθος τής condition h u m ain e γενικά (πρβλ. A ge o f C risis, 473). Ό μω ς στήν περίπτωση αυτή δέν είναι λογικό νά κατηγορούμε μιάν ορισμένη εποχή ότι δέν έλυσε προβλήματα, τά όποια καί καμιά άλλη, πρωτύτερη ή κατοπινότερη, δέν μπόρεσε νά λύσει. Ό C ro ck e r φαίνεται νά πιστεύει (άφού μάλι­ στα μιλά γιά ιδιαίτερες «ήθικές δυσκολίες τής θύραθεν άντίληψης») ότι ή θεολογική κοσμοθεώρηση ήταν λογικά συνεκτικότερη καί επομένως μπορούσε νά έγγυηθεΐ μιά κάπως όμοιογενή (άν καί όχι έλεύθερη, άπό τή σκοπιά τού φιλελευθερισμού) κοινω­ νική ζωή. Ούτε τό ένα ούτε τό άλλο άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα. Όπως δείξαμε επανειλημμένα, ή λογική άμφιπλευρικότητα τής θεολογίας (γιά νά μήν μι­ λήσουμε γιά τόν εσωτερικό της κατακερματισμό σέ διάφορες παρατάξεις) δέν ήταν διόλου μικρότερη άπό έκείνη τού Διαφωτισμού — καί ή λογική τούτη άμφιπλευρικότητα, καί στίς δύο περιπτώσεις, δέν ήταν τυχαία ή προϊόν έλλιπούς διανοητικής επε­ ξεργασίας, παρά χρησίμευε στήν έκπλήρωση πολεμικών-ίδεολογικών σκοπών καί στή νομιμοποίηση άξιώσεων κυριαρχίας. Ό Διαφωτισμός μετέφερε στή θύραθεν γλώσσα όχι μονάχα δομές σκέψης, άλλά καί όσες άμφιλογίες εμπεριείχαν τούτες εδώ (ταλάντευση άνάμεσα σέ Ό ν καί Επίφαση, άνάμεσα σέ αισιόδοξη καί άπαισιόδοξη άνθρωπολογία κτλ., βλ. κεφ. V, ύποκεφ. 4, καί κεφ. V I, ύποκεφ. 5). Όσο γιά τίς κοινωνικές επιπτώσεις τής θεολογικής κοσμοθεωρίας, ή ιδιαίτερη άπέχθεια τού C ro ck e r γιά τά σύγχρονα στρατόπεδα συγκεντρώσεως δέν θά πρέπει νά μάς κάμει νά ξεχνούμε τούς θρησκευτικούς πολέμους, τίς δίκες τών μαγισσών ή γεγονότα όπως π.χ. τόν έκχριστιανισμό τών Σαξόνων. Γιά νά είναι συνεπής, ό C ro ck e r θά έπρεπε —άκριβώς ύπό τό πρίσμα τής δικής του συσχέτκτης άνάμεσα σέ μηδενισμό καί ολο­ κληρωτισμό— νά έξετάσει τίς σχέσεις άνάμεσα στά εγκλήματα τού προδιαφωτιστικού παρελθόντος καί στήν τότε κυρίαρχη ιδεολογία: όμως άκριβώς αύτό θά έδειχνε πόσο προβληματική είναι ή παραπάνω συσχέτιση. Τό έγκλημα, άκόμη καί τό όργανωμένο, δέν τό έφερε πρώτος ό S a d e στόν κόσμο — καί άντίστροφα: ό όλοκληρωτι-

2. H U M E

175

σμοθεωρία πρέπει νά απομονωθεί και' να καταπολεμηθεί. Κάθε μηδε­ νισμός παραλύει τήν πολεμική αλκή μιας κοσμοθεωρίας, αφού, μέσα στις συνθήκες τού οργανωμένου πολιτισμού, ή ορμή τής αυτοσυντή­ ρησης συνυφαι'νεται μέ τή θέση, δτι ή ζωή έχει νόημα.10 2. Ο Κ Α Λ Ο Π Ρ Ο Α ΙΡ Ε Τ Ο Σ : H U M E

Τουλάχιστον μέ κριτήριο τον παραμερισμό τής κανονιστικής διάστα­ σης τής Φύσης ό H um e θά έπρεπε νά συγκαταλέγει στούς μηδενι­ στές, αφού έσυρε μιάν άδρή διαχωριστική γραμμή άνάμεσα στήν έν­ νοια τής Φύσης καί στις ήθικές αξίες καί απαξίες* λέει απερίφραστα δτι ή Φύση δέν έχει τήν παραμικρή σχέση μέ τό ήθικά καλό καί κακό, τόσο άν τήν ορίσουμε ώς νομοτέλεια σέ αντίθεση μέ τό θαύμα οσο καί άν τήν εννοήσουμε ώς κάτι αύτοφυές σέ άντίθεση μέ κάτι τεχνητό ή ώς κάτι συνηθισμένο σέ άντίθεση μέ κάτι σπάνιο καί άλλόκοτο.11 ’Άν δούμε τό νευραλγικό σημείο τής διαφωτιστικής έννοιας γιά τή Φύση στή συνύφανση Όντος καί Δέοντος, τότε βέβαια δέν μάς φαίνεται τυ­ χαίο ή παράδοξο πού ό H um e κάνει άμέσως πριν άπό τήν παραπάνω διακήρυξη τήν περίφημη διάκρισή του άνάμεσα σέ is καί ought, θεω­ ρώντας μάλιστα ώς ούσιαστικό έρεισμα τών κυρίαρχων «άγοραίων» ήθικών συστημάτων τήν άνεπαίσθητη μετάβαση άπό τό πρώτο στο δεύτερο.12 Τελευταία, καί στο πλαίσιο συγχρόνων μας προσπαθειών άντλησης τού Δέοντος άπό τό Ό ν, έπιχειρήθηκε ή άρνηση τής παρα­ πάνω διάκρισης τού H um e, καί μάλιστα μέ τό επιχείρημα, δτι ό ί­ διος ό H um e συνάγει άπαγωγικά ένα Δέον καί μιάν ήθική άπό ένα Όν, δηλ. άπό κοινωνικούς καί άνθρωπολογικούς παράγοντες.13 Ή αντίληψη τούτη στηρίζεται, κατά τή γνώμη μου, σέ μιά βαρύτατη παρανόηση. Ό H um e δέν άμφισβητεΐ τήν αύτονόητη άλήθεια, δτι τό φαινόμενο «ήθική» καί γενικά ή άντίληψη κάποιου Δέοντος προέρχε­ ται άπό ένα Ό ν, άν μ’ αύτό εννοούμε ορισμένες συνθήκες, μέσα στις όποιες ή γένεση τής ήθικής γίνεται άναγκαία γιά τήν ικανοποίηση πρακτικών άναγκών κοινωνικά όργανωμένων άνθρώπων. Αύτό σμός, τουλάχιστον στις ίσαμε τώρα νικηφόρες μορφές του, έπικαλειται ιδεολογικά τήν άνθρωπιστική κληρονομιά καί τήν ιδέα του Ανθρώπου ώς Θεού μέσα στό ιστορι­ κό σύμπαν. 10. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 1. 11. T r e a tis e , III, 1, 2 = σ. 473 κ.έ. 12. ορ. e it., III, 1, 1 = σ. 4 6 9 /7 0 . 13. M a c ln ty re , H u m e οη *i s 9a n d *o u g h t\ ίδ. 39 κ.έ. Γιά τήν αντίθετη άποψη βλέπε προπαντός H u d so n , H u m e οη is a n d o u g h t, ίδ. 79/80.

176

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

μπορεί καθένας νά τό παραδεχτεί — καί προπαντός τό σημείο αυτό υπογραμμίζει ό κοινωνιολογικά καί άνθρωπολογικά προσανατολι­ σμένος σκεπτικιστής, χρησιμοποιώντας μάλιστα τή θέση τούτη ακρι­ βώς γιά νά καταπολεμήσει τή συνύφανση Όντος καί Δέοντος, άφού μέ αύτήν έννοεί (δπως άλλωστε καί ό H um e) κάτι διαφορετικό. Ό ­ πως δείχνει ό παραμερισμός τής κανονιστικής διάστασης τής έννοιας τής Φύσης, ό H um e δέν άρνείται τήν προέλευση τής ιδέας τού Δέον­ τος άπό ένα Ό ν εμπειρικά δεδομένο, άλλά αμφισβητεί τήν άπαγωγική άντληση του Δέοντος άπό ενα Ό ν, πού θεωρείται ώς εξαρχής φο­ ρέας αξιών. Τό Δέον καί ή ήθική δέν έχουν, λοιπόν, γιά τόν Hume όντολογικό θεμέλιο (ήδη γνωσιοθεωρητικοί λόγοι δέν θά τού έπέτρεπαν νά δεχτεί κάτι τέτοιο), δηλ. δέν ριζώνουν ύποχρεωτικά στήν ύφη ενός Όντος, τό οποίο στήν πραγματικότητα θά αποτελούσε μονάχα τήν προβολή τού Δέοντος στό όντολογικό επίπεδο. Αυτό δέν έχει κα­ μιά σχέση μέ τήν άντίληψη, δτι ή ήθική καί τό Δέον χρειάζονται ορι­ σμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις γιά νά γεννηθούν. "Αλλωστε γιά τήν άποψη, πού ό H um e καταπολεμά, ή ήθική καί τό Δέον δέν γεννιοϋνται, άλλά υπάρχουν μέσα στά ϊδια τά πράγματα.14 Ή παρά­ γραφος, στήν οποία ό H um e διατυπώνει τόν χωρισμό Όντος καί Δέοντος, κλείνει μέ τήν παρατήρηση: «ή διάκριση κακίας καί άρετής δέν στηρίζεται απλώς στίς σχέσεις των πραγμάτων ούτε καί γίνεται άντιληπτή άπό τόν Λόγο».15 Γνωρίζουμε δτι ή ήθικοφιλοσοφική κα­ τεύθυνση των B a lg u y καί P rice υποστήριζε τήν άντικειμενική ύπαρ­ ξη ήθικών άξιων καί συνάμα θεωρούσε τόν Λόγο μόνον αρμόδιο γιά νά τις άνακαλύψει. Είναι, λοιπόν, προφανές ποιος ήταν ό πολεμικός στόχος τού H um e, δταν έγραφε τά παραπάνω.16 Όπως είπαμε, ή σχολή των B a lg u y -P ric e συμμεριζόταν τήν έγνοια τής σχολής τού 14. Ό M a c ln ty re τονίζει ορθά τή διαφορά ανάμεσα στήν υλική ήθική τού Hu­ m e και στήν τυποκρατική τού K a n t, δμως είναι τουλάχιστον μονόπλευρη ή γνώμη του, δτι ό λόγος τής διαφοράς αυτής είναι πώς ό H u m e άντλεΐ τήν ήθική άπό κάποιο δν, ένώ ό K a n t δέν κάνει τό ίδιο. Αναμφισβήτητα, στόν βαθμό πού ό H um e άντλεϊ τήν ήθική του άπό κοινωνικούς και άνθρωπολογικούς παράγοντες, τονίζει τήν υλική της πλευρά, άπό τήν άλλη δμως μεριά καί ό K a n t δέχεται δχι λιγότερο άπό τόν Hu­ m e τήν άντίληψη, δτι τό Δέον δέν μπορεί νά άντληθεΐ άπό ενα ’Όν έξαρχής άξωλογικά προσδιορισμένο. Ή κοινή στάση των δύο φιλοσόφων στό σημείο αυτό οφείλεται στόν κοινό τους γνωσιοθεωρητικό άγνωστικισμό, ένώ ή έξίσου σημαντική διαφορά τους, ή όποια στόν K a n t έκφράζεται μέ τήν προτεραιότητα τού τυποκρατικού στοι­ χείου, έχει κι αυτή λόγους γνωσιοθεωρητικούς, οφείλεται δηλ. στήν όλότελα διαφο­ ρετική αξία καί λειτουργία τής νόησης στόν H u m e καί στόν K a n t. 15. T r e a tise , III, 1, 1 = σ. 4 70. 16. Πρβλ. τή σημείωση έναντίον τού W o llasto n , loc. cit., 461.

2. H O M E

177

Sh aftesb u ry γιά μιάν όντολογική θεμελίωση τής ηθικής, μόνο πού άπέθετε τίς ελπίδες της στη νόηση. Αφού ό H um e άπέρριπτε καί τά δύο βασικά σημεία τής πρώτης, έπρεπε νά απορρίπτει καί στή δεύτε­ ρη δ,τι εκείνη είχε κοινό μέ τήν πρώτη. νΑν δηλ. ό H um e ακολουθεί γενικά τήν άντινοησιαρχική τάση τής σχολής του S h a fte sb u ry , κα­ θόλου δεν κάνει τό ίδιο ώς πρός τό ζήτημα τής όντολογικής θεμελίωσης τής ήθικής. ’Άν ήθελε νά άντλήσει τό Δέον από τό Ό ν ώς οπαδός των S h a ftesb u ry καί H u tch eson, τότε θά έπρεπε νά συμμεριστεί τήν οντολογία τού S h a ftesb u ry καί νά ξεχάσει τόν σκεπτικισμό του δπως καί κάθε διάκριση άνάμεσα στή Φύση καί στις κανονιστικές άρχές. Αφού, όμως, δέν θέλει νά στοχαστεί όντολογικά, δέν νιώθει καί υποχρεωμένος νά θεωρήσει τά ανθρώπινα αισθήματα καί πάθη ώς καλά εξ ορισμού καί άρκείται νά δεχτεί τήν άνθρωπολογική τους προτεραιότητα. (Μόνον έτσι εξηγείται, άλλωστε, γιατί στήν εισαγω­ γή τού T re a tise άναφέρει άνάμεσα στούς Βρετανούς προδρόμους του, εκτός από τούς S h a fte sb u ry καί H u tch eson , τόν M andeville. Τό φαινόμενο τής οίκειοποίησης έννοιολογικών δομών μέ σκοπό τή λογική θεμελίωση μιας ριζικά διαφορετικής κοσμοθεωρητικής τοπο­ θέτησης παρατηρήθηκε δχι μονάχα στή χρησιμοποίηση τού S h a f­ tesbury έκ μέρους τού H um e, άλλά καί —μέ άντίστροφη έννοια— στή χρησιμοποίηση τού H um e έκ μέρους τού H a m a n n 17). νΑν στόν H um e ή άντληση τής ήθικής άπό ένα έμπειρικά δεδομένο Όν σημαίνει τή θεμελίωσή της πάνω σέ αισθήματα μέ ιδιαίτερη σπουδαιότητα γιά τήν κοινωνική ζωή, ό διαχωρισμός ήθικού Δέοντος καί (έξ ορισμού φορτισμένου μέ άξιες) Όντος εκφράζεται στό γεγονός δτι τά παραπάνω αισθήματα δέν θεωρούνται καθαυτά καλά. Α λλά ούτε καί κακά είναι γιά τόν H um e, ό όποιος μάλλον άποφεύγει κάθε δεσμευτική άπόφανση πάνω στό σημείο αυτό καί άναφέρεται σέ πλη­ θώρα παραγόντων καί δυνατοτήτων. Συνάρτηση τούτης τής άνθρωπολογικής τοποθέτησης είναι ή άπόρριψη τής «φιλοσοφικής» έκείνης καί «άνώφελης πλασματικής κατασκευής», πού ονομάζεται φυσική κατάσταση τού άνθρώπου:18 άρχικά δέν ύπήρξε δηλ. ούτε ό παράδει­ σος ούτε ό πόλεμος δλων εναντίον δλων. Θά περιμέναμε τώρα δτι, αφού ό H um e θεωρεί τή δικαιοσύνη καί τήν ήθική άδιανόητη καί στίς δύο τούτες περιπτώσεις (στόν παράδεισο τέτοιες έννοιες είναι πε­ ριττές, στόν πόλεμο δλων έναντίον δλων άδύνατες), θά δεχόταν τήν ύπαρξη μιάς κοινωνικής όργάνωσης ήδη στίς άπαρχές τής άνθρώπι17. Βλ. κεφ. V III, ύποκεφ. 2. 18. T r e a tise , III, 2, 2 = σ. 4 93 κ.έ.

178

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

νης ιστορίας. Και πράγματι, σέ αντίθεση μέ τόν H o b b es, δέν ταυτίζει την απαρχή τής ηθικής μέ τήν άπαρχή τής κυβέρνησης καί τού κρά­ τους, άλλά τη συνδέει μέ τήν ύπαρξη προκρατικών μορφών κοινωνι­ κής συνομάδωσης, δπως τής οικογένειας καί του γένους. Άπό τήν άλλη μεριά, δμως, τονίζει δτι ή δικαιοσύνη είναι κάτι τεχνητό καί θε­ σπισμένο, καί έτσι κηρύσσεται σύμφωνος σέ ένα αποφασιστικό σημείο μέ τόν H o b b es, άφοϋ μάλιστα θεωρεί ώς λόγο θέσπισης τής ήθικής τή χαλιναγώγηση τής «ιδιοτέλειας» τών άνθρώπων. Συνάμα θέτει φραγμούς καί στήν άνθρωπολογική άπαισιοδοξία, πού θά μπορούσε νά προκύψει άπό τή θέση τούτη, λέγοντας δτι οί παραπάνω (έμφυτες) «ιδιότητες τού πνεύματος» δέν είναι πάντα ενεργές, άλλά ένεργοποιούνται όταν γίνεται αισθητή ή έλλειψη άγαθών.19 Τόσο ή ένδεια δσο καί ή φιλαυτία είναι, λοιπόν, άρνητικά απαραίτητες γιά τή γένε­ ση τής δικαιοσύνης. *Άν ό H um e μέ τόν χωρισμό Όντος καί Δέοντος (ή Φύσης καί κα­ νονιστικών αρχών) κάνει τό πρώτο βήμα πρός τόν απόλυτο σκεπτικι­ σμό, ωστόσο προσπαθεί δσο μπορεί νά άποφύγει τό δεύτερο καί τε­ λευταίο. Δέν θέλει νά γίνει ένας δεύτερος H o b b e s,20 καί τό πρώτο 19. loc. ct£., 495. 20. Αυτό φαίνεται πολύ καλά στήν αλλαγή τόνου, τήν οποία διαπιστώνουμε συγκρίνοντας τήν T r e a tise μέ τήν E n q u iry καί ή οποία όδήγησε όρισμένους σχολια­ στές, δπως ό S e lb y - B ig g e π.χ., στήν έντύπωση, δτι ό κατοπινότερος H um e διατύ­ πωσε μιά ουσιαστικά καινούργια καί πιό αισιόδοξη ήθική φιλοσοφία, δπου ή συμπά­ θεια ώς άπλή «έπικοινωνία αισθημάτων» άντικαταστάθηκε άπό τή συμπάθεια ώς «καλή προαίρεση». Συμμερίζομαι τή γνώμη του S te w a r t, δτι στήν έξέλιξη του H um e δέν ύπάρχει καμιά τέτοια στροφή {M o r a l a n d P o litic a l P h ilo so p h y o f H u m e, 329 κ.έ.), ώς αιτία τής συνέχειας αυτής θεωρώ ώστόσο τό γεγονός, δτι ή θέ­ ση τής T r e a tise ήταν άρκετά δίσημη γιά νά έπιτρέψει μιά σημαντική άλλαγή τόνου δίχως κάποια σημαντική άλλαγή περιεχομένου. Καί ή άλλαγή τόνου, πάλι, είχε κί­ νητρα περισσότερο προσωπικά καί ψυχολογικά. Είναι γνωστή ή προσπάθεια τού Hu­ m e νά ζήσει σέ άγαστή σύμπνοια μέ τό περιβάλλον του καί νά άποτελέσει κατιτί ση­ μαντικό καί καλό στά μάτια τού κόσμου (βλ. ‘ My Own L ife ’ , E s s a y s , 1, 7/8), δ­ μως στό περιβάλλον τού H u m e δέν ήταν άποδεκτός ένας καινούργιος H ob b es. Έ τσ ι ό H um e προσαρμόζεται στόν κυρίαρχο ήθικολογικό τόνο τόσο πιό άβίαστα καί πρόθυμα, δσο για τί κι ό ίδιος ούτε αισθάνεται ώς άνηθικιστής ούτε καί θέλει νά είναι τέτοιος. Γ ι’ αυτό καί άσπάζεται τόν έπιστημονικά παραπλανητικό ισχυρισμό τών ήθικολόγων, δτι δποιος έχει τήν καλύτερη ιδέα γιά τόν άνθρωπο τόν ύπηρετεΐ καί καλύτερα (‘ O f the D ig n ity o r M e a n n e ss o f H u m an N a tu r e ’ , E s s a y s , I, 151). Έ τσ ι ό H u m e προσπαθεί νά δει τό πράγμα δσο γίνεται πιό καλοπροαίρετα καί νά βρει δσο μπορεί πιό πολλές θετικές πλευρές στή φιλαυτία τού άνθρώπου (τό κατοπινότερο ένδιαφέρον του γιά τόν B u tle r είναι χαρακτηριστικό). Ακολουθεί λοιπόν τήν έξής στρατηγική: τονίζει τίς κοινωνικά ευεργετικές συνέπειες ίδιοτελών πράξεων τό­ σο έμφατικά, ώστε οί συνέπειες τών πράξεων μοιάζουν νά συνυφαίνονται μέ τά κίνη-

2. H U M E

179

πού κάνει γιά νά τό άποφύγει είναι νά κρατήσει τήν ανθρωπολογία του δσο γίνεται πιό ανοιχτή καί εύκαμπτη, γιά νά μήν θέσει σέ κίνδυ­ νο τήν ήθική μιά καί άποδέχτηκε τήν προτεραιότητα τού αισθήματος απέναντι στή νόηση. Ε π ειδή όμως ό H um e, μολονότι επιχειρεί νά συνδέσει θετικά τήν ήθική καί τό αίσθημα, διόλου δέν άσπάζεται άνεπιφύλακτα τήν αισιόδοξη άνθρωπολογία (δέν είναι καθόλου σπάνιες προτάσεις δπως: «δέν υπάρχει στήν άνθρώπινη ψυχή πάθος όπως ή άγάπη τού άνθρώπινου γένους σάν τέτοιου, άνεξάρτητα άπό προσω­ πικές ιδιότητες, έξυπηρετήσεις καί ιδιαίτερες σχέσεις»21), είναι υπο­ χρεωμένος νά έπιχειρηματολογεί σέ δύο επίπεδα ταυτόχρονα καί έτσι περιπλέκεται, δπως νομίζω, σέ δύο τουλάχιστον βασικές λογικές άντιφάσεις. Ή πρώτη έμφανίζεται δταν ό H um e θέλει νά θεμελιώσει τίς λεγόμενες «τεχνητές άρετές» μέ βάση τίς «φυσικές άρετές». Ή έν­ νοια τής δικαιοσύνης άναφέρεται άναγκαστικά, βέβαια, στήν έννοια τής ήθικής άρετής, ώστόσο ή ήθική βρίσκεται ψηλότερα άπό τή δι­ καιοσύνη καί εδράζεται σέ «φυσικές άρετές».22 Ή δικαιοσύνη είναι τεχνητή, δμως τό αίσθημα τής ήθικότητάς της είναι φυσικό23 (δτι οί ήθικές γενικά κρίσεις συνδέονται μέ ιδιαίτερα αισθήματα ήδονής καί πόνου τό εξηγεί ό H um e σέ άλλη περικοπή24). Τό σχήμα αυτό, προ­ φανώς, έπιστρατεύεται γιά νά διασκεδαστεί ή υποψία πώς ή ήθική εί­ ναι κάτι όλότελα τεχνητό. Ώστόσο έτσι δέν εξηγείται γιατί τά ήθικά αισθήματα, πού είναι φυσικά (καί αυτό μπορεί μόνο νά σημαίνει: εξαρχής κατατεθειμένα μέσα στόν άνθρωπο), δέν μπορούν νά γεννή­ σουν άμεσα τή δικαιοσύνη, άλλά μονάχα άφοϋ περάσει κάμποσος καιρός άπό τήν τεχνητή θέσπιση τής δικαιοσύνης γίνονται άρκετά ισχυρά, ώστε νά δώσουν στήν τελευταία καί στήν κοινωνική γενικά ζωή τό επιθυμητό ήθικό έρεισμα. Όπως διαβεβαιώνει ρητά ό H um e, οί άνθρωποι «άρχικά κινούνται μονάχα μέ βάση τό συμφέρον καί τό κίνητρο αυτό είναι άρκετά ισχυρό στόν πρώτο σχηματισμό τής κοι­ νωνίας... Τό προσωπικό συμφέρον είναι τό άρχικό κίνητρο γιά τή θέ­ σπιση τής δικαιοσύνης». Μονάχα άφού μιά κοινωνία γίνει πολυάριθ­ μη καί άπαρτίσει έθνος ολόκληρο, γεννιέται ή «συμπάθεια» έκείνη, τρά τους, ή τουλάχιστον κάνουν τά κίνητρα αυτά άδιάφορα (Βλ. π.χ. fcO f the D ignit y ...\ E s s a y s , 1, 155, καί E n q u iry , V, 2 = E s s a y s , II, 207). Me τόν τρόπο αυτόν ό H um e δοκιμάζει νά άπαμβλυνει τή νεανική όξυτητα τής 7 reati.se, τής όποιας τήν εκδοτική άποτυχία ποτέ δέν λησμόνησε. 21. T r e a tis e , III, 2, 1 = σ. 481. 22. ορ. c i t III, 2, 2 = σ. 498. 23. ορ. cit., III, 3, 6 = σ. 619. 24. ορ. cit., III, 1, 1 = σ. 4 5 5 κ.έ.

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

180

πού επιτρέπει τή συνειδητοποίηση τής έννοιας τού γενικού καλού καί τήν καθαρά ηθική θεώρηση τής δικαιοσύνης.25 ’Άν ή «συμπάθεια» σ’ αυτή τή μορφή έχει προϋποθέσεις καθαρά ιστορικές, τότε δέν μπορεί νά είναι κατηγόρημα τής άνθρώπινης φύσης, δηλ. «φυσική αρετή». Ό H um e επιχειρεί σιωπηρά μιάν αντιστροφή τής ιστορικής σειράς, ανα­ γορεύοντας σέ άνθρωπολογική σταθερά μιά επίκτητη βέβαια, άλλά, δπως φαίνεται, στό μεταξύ γερά ριζωμένη καί απαραίτητη ιδιότητα* αυτό τού δίνει τή δυνατότητα νά μιλά στή συνέχεια γιά τήν άνθρώπινη φύση ώς καλοπροαίρετος ήθικιστής καί νά εξουδετερώνει, έτσι, τις λογικές έπιπτώσεις τής αρχικής συμφωνίας του μέ τήν απαισιόδοξη αντίληψη. Τούτη ή αντιστροφή τής ιστορικής σειράς αντικατοπτρίζεται σέ μιά κεντρική καί κατά κάποιον τρόπο προγραμματική όρολογική αντι­ στροφή. Όπως είπαμε, ή «συμπάθεια», πού πάνω της έδράζεται τό ήθικό αίσθημα, είναι, σέ άντίθεση μέ τήν τεχνητή δικαιοσύνη, «φυσι­ κή αρετή», δηλ. όλότελα άνεξάρτητη άπό τις «κατασκευές καί τις επινοήσεις των άνθρώπων».26 Ό μως σέ άλλα χωρία ή δικαιοσύνη ονομάζεται «φυσική ύποχρέωση» σέ άντίθεση μέ τήν «ήθική υπο­ χρέωση»,27 καί τονίζεται δτι ή «περιορισμένη γενναιοδωρία» ( = « ιδιοτέλεια»), πού συμβάλλει αποφασιστικά στή γένεση τής δι­ καιοσύνης, είναι «φυσική» κι αυτή, καί μάλιστα ακόμη κι δταν άντιδιαστέλλεται άμεσα πρός τήν «εύρεία συμπάθεια, άπό τήν οποία έξαρτώνται τά αίσθήματά μας σχετικά μέ τήν αρετή».28 Ό Hume ταλαντεύεται δηλ., δταν χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό «φυσικός», γιατί καί ό ίδιος κυμαίνεται ανάμεσα στήν άνθρωπολογική αισιοδο­ ξία καί απαισιοδοξία. ’Άν ό H um e ήθελε νά παραμερίσει όλότελα τά σημεία έπαφής του μέ τον σκεπτικισμό, καί πρώτα-πρώτα τήν ιδέα τής ιδιοτέλειας (ή φιλαυτίας), θά μπορούσε θαυμάσια νά προτάξει ιστορικά τή «συμπάθεια» ώς ήθικό φαινόμενο, αφού τό ιστορικό του σχήμα αρχίζει μέ τήν οικογένεια, στό πλαίσιο τής οποίας θά φαντα­ ζόμαστε τή «συμπάθεια» ισχυρότερη, καί δχι μέ τό κράτος, πού πε­ ρισσότερο θά ταίριαζε ώς πηγή τής δικαιοσύνης. Ή ιστορική προτε­ ραιότητα τής δικαιοσύνης σημαίνει, δμως, άνθρωπολογική προτε­ ραιότητα τής φιλαυτίας. Επιπλέον παραμένει άνεξήγητο γιά δποιον δέν είναι εξαρχής (ή δέν θέλει νά είναι, δπως ό H um e) πεπεισμένος 25. 26. 27. 28.

ορ. ορ. ορ. ορ.

c it c it., c it., cit.,

III, III, III, III,

2, 3, 2, 3,

2 = 1= 2 = 1=

σ. 4 9 9 /5 0 0 . σ. 574. σ. 4 98. σ. 586.

2. H U M E

181

ήθικιστής, τί χρειάζεται τό ήθικό αίσθημα, αν ή φιλαυτία μπορεί νά γεννήσει από μόνη της τή δικαιοσύνη. Ό τεχνητός χαρακτήρας τής δικαιοσύνης δεν σημαίνει, άλλωστε, δτι τούτη είναι θεσμός ανασφα­ λής ή παροδικός. Ό H um e γράφει: «Τό συμφέρον, πού πάνω του θε­ μελιώνεται ή δικαιοσύνη, είναι τό μέγιστο δυνατό καί αγκαλιάζει ό­ λες τις χώρες καί τίς έποχές... Ό λες αυτές οί αιτίες κάνουν τούς κα­ νόνες τής δικαιοσύνης πάγιους καί αμετάβλητους — τουλάχιστον τό­ σο αμετάβλητους οσο καί ή ανθρώπινη φύση. Καί τί θά μπορούσε νά τούς δώσει μεγαλύτερη σταθερότητα άπό τή θεμελίωσή τους πάνω σέ άρχέγονα ένστικτα;».29 Τό iÖto νόημα έχει ή θέση, δτι ή δικαιοσύνη είναι, βέβαια, «τεχνητή», δχι δμως «αυθαίρετη».30 Ό φυσικός, δηλ. μή αυθαίρετος χαρακτήρας τής δικαιοσύνης έχει δμως νά κάμει άποκλειστικά μέ τό γεγονός, δτι υπάρχει καί πρέπει νά ύπάρχει δικαιο­ σύνη γιά νά ρυθμίζονται οί άνθρώπινες σχέσεις. ’Άν υπάρχουν ρυθμί­ σεις, οί οποίες γίνονται αισθητές ώς δίκαιες καί άποδείχνονται ικανές νά λειτουργήσουν κοινωνικά, τότε τό πρόβλημα τής δικαιοσύνης θά έπρεπε, μέ βάση τίς παραπάνω προϋποθέσεις, νά θεωρείται λυμένο, εντελώς άνεξάρτητα άπό τό ποιό είναι τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τών ρυθμίσεων αυτών καί άπό τό αν άνταποκρίνεται ή δχι σέ μιάν αιώνια ιδέα τού δικαίου κτλ. Μέ άλλα λόγια: ακόμη κι αν ή ύπαρξη δικαιοσύνης γενικά είναι φυσική μέ τήν έννοια τού H um e (δηλ. ανα­ πόφευκτη έξαιτίας τής άδιάλειπτης λειτουργίας τών άνθρωπολογικών σταθερών πού τή γεννούν), δμως τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τών επιταγών της παραμένει άκαθόριστο, δηλ. μπορεί νά καθοριστεί άπό μιά κυρίαρχη βούληση μέ βάση τίς έκάστοτε κοινωνικές άνάγκες καί συνθήκες. Τό ίδιο ισχύει αναφορικά μέ τό ήθικό αίσθημα: τό δτι αισθάνομαι κάτι ώς ήθικό δέν σημαίνει τίποτα ώς πρός τό τ ί θεωρώ τέτοιο. Ό H um e παρακάμπτει έντελώς τούτο τό κεντρικό πρόβλη­ μα, καί δχι τυχαία: ή ισχύς τών κοινωνικά θεσπισμένων ήθικών κρι­ τηρίων, τήν οποία συχνά τονίζει, δέν συμβιβάζεται λογικά μέ τή φυ­ σικότητα καί άμεταβλησία μιας δικαιοσύνης ή ήθικής μέ συγκεκριμέ­ νο δεσμευτικό περιεχόμενο. Γ ι’ αυτό καί τού φαίνεται βολικότερο νά αντισταθμίσει τήν άσάφεια ώς πρός τό Τ ί μέ τή βεβαιότητα ώς πρός τό "Οτι.31 Ή δεύτερη βασική άντίφαση στήν ήθικοφιλοσοφική σκέψη τού H u­ me φαίνεται στόν ορισμό τής «συμπάθειας», στήν όποια, δπως εϊπα29. 30. 31. Locke

ορ. cit., III, 3, 4 = σ. 620. ορ. c it., III, 2, 1 = σ. 4 84. Πρβλ. τίς παρατηρήσεις μας γιά τόν H o b b e s (κεφ. II, ύποκεφ. 3γ) και τόν (κεφ. V I, ύποκεφ. 3β).

182

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

με, θεμελιώνεται τό ήθικό αίσθημα. Ώς «ανακοίνωση αισθημάτων καί παθών» ή συμπάθεια είναι προσιτή στόν καθένα, γιατί «δλοι οί άνθρωποι μοιάζουν στά αισθήματα καί στή λειτουργία του πνεύματός τους».32 Ή συμπάθεια δημιουργεί, λοιπόν, τις γέφυρες ανάμεσα στό άτομο καί στήν κοινωνία, κάνει δυνατή τήν κοινωνική ζωή.33 Προ­ παντός στήν όψιμη περίοδό του ό H um e κλίνει νά ταυτίζει τή φιλαυ­ τία μέ τον ήθικό σολιψισμό, γιά νά υπογραμμίσει μέ τούτο τό στένε­ μα τής έννοιας της τήν κοινωνική της άχρηστία, δηλ. τήν άντίθεσή της πρός τή συμπάθεια γενικά καί τήν «καλή προαίρεση» ιδιαίτερα.34 Όπως καί νά ’χει, στήν T re a tise λέγεται έπανειλημμένα δτι ή συμ­ παθητική διαδικασία μπορεί νά οδηγήσει στό μίσος ή στή χαιρεκακία, δταν σ’ αυτή δεσπόζει ή σύγκριση τής δικής μας κατάστασης μέ των άλλων.35 Ό λα τά πάθη έχουν συμπαθητικό έρεισμα: «Όποια πάθη κι άν μάς κινούν: οίηση, φιλοδοξία, φιλαργυρία, εκδίκηση ή λα­ γνεία — ψυχή καί κινητήρια δύναμή τους είναι ή συμπάθεια. Δέν θά είχαν τήν παραμικρή δύναμη, άν ξεχνούσαμε όλότελα τις σκέψεις καί τά αισθήματα τών άλλων».36 Ό H um e θά μπορούσε νά παραμερίσει τούτη τήν πλευρά τής συμπάθειας, πού θά τού προκαλέσει θεωρητικές δυσκολίες, μονάχα άν είχε άντιπαραθέσει τή συμπάθεια στή φιλαυτία, καί μάλιστα πάνω στή βάση μιας ριζικά αισιόδοξης άνθρωπολογίας. Ό μως δέν κάνει τίποτα τέτοιο. Απεναντίας, τονίζει δτι οί άνθρωποι διαμορφώνουν τις κρίσεις τους «πάντοτε» ξεκινώντας άπό τή σύγκρι­ ση τής δικής τους κατάστασης μέ εκείνη τών άλλων, καί μάλιστα ακριβώς επειδή κυριαρχούνται άπό τό αίσθημα37 (ή κυριαρχία τού αισθήματος δέν φαίνεται, λοιπόν, νά προλειαίνει άναγκαστικά τόν δρόμο τής ήθικής)· καί έπιπλέον, ή συμπάθεια μέ κάποιον διόλου δέν σημαίνει προθυμία άπεμπόλησης προσωπικών συμφερόντων.38 Γιά νά μπορέσει νά κάμει τή συμπάθεια γέφυρα πρός τήν ήθική, ό Hume αναγκάζεται, έτσι, νά τή χωρίσει σέ δύο κατηγορίες καί νά πεί δτι ή «άδύνατη» γεννά μίσος ή περιφρόνηση, ένώ ή δυνατή αγάπη.39 Ή διάκριση τούτη συναντιέται ήδη στό τρίτο βιβλίο τής T reatise 32. T r e a tis e , III, 1, 1 = σ. 575, πρβλ. II, 2, 5 = σ. 365: «τό πνεύμα τού κάθε ανθρώπου καθρεφτίζει τό πνεύμα τού άλλου». 33. ορ. cit., II, 2, 2 = σ. 340. 34. Βλ. π.χ. E n qu iry \ V I, 1 = E s s a y s , II, 218. 35. T r e a tis e , II, 2, 8 = σ. 375 κ.έ. 36. ορ. cit., II, 2, 5 = σ. 363. 37. ορ. c it., II, 2, 8 = σ. 372. 38. ορ. cit., III, 3, 1 = σ. 586. 39. ορ. cit., II, 2, 9 = σ. 385.

2. H U M E

183

μέ τό όνομα «περιορισμένη» καί «εύρεία» συμπάθεια. Οί ηθικές κρί­ σεις εδράζονται στήν τελευταία, συνάμα δμως προϋποθέτουν μιάν άποκοπή τού ανθρώπου από τό άμεσο περιβάλλον του καί προπαντός από τή σύγκριση τής δικής του κατάστασης μέ των άλλων. Συγκρού­ σεις καί αντιφάσεις, πού προκύπτουν από την τέτοια σύγκρουση, θά πρέπει νά άποφευχθούν ώς εξής: «προσηλωνόμαστε σέ ορισμένες πά­ γιες καί γενικές απόψεις* καί γυρίζουμε πάντοτε σ’ αυτές μέ τή σκέψη μας, οποία κι αν είναι ή τωρινή μας κατάσταση... στίς γενικές αύτές κρίσεις παραβλέπουμε τό δικό μας συμφέρον».40 Όμως οί έννοιες τής «εύρείας συμπάθειας» καί του «άμερόληπτου παρατηρητή» διόλου δέν καλύπτονται θεωρητικά από τήν άνθρωπολογία καί τή γνωσιοθεωρία τού H um e. Πρώτα-πρώτα έλάχιστη πρακτική σημασία Ε­ χουν, αν πράγματι, δπως ισχυρίστηκε ό H um e, οί άνθρωποι κρίνουν «πάντοτε» μέ αφετηρία συγκρίσεις καί επιπλέον έλάχιστοι είναι πρό­ θυμοι νά δείξουν γενναιοδωρία έξω άπό τόν στενό τους κύκλο.41 Άπό τήν άλλη μεριά, ό H um e, γιά νά ποριστεί θεωρητικά τήν «εύρεία συμπάθεια» καί τις ήθικές κρίσεις, είναι αναγκασμένος νά ύποσκάψει, ανεπαίσθητα αλλά σίγουρα, τή βασική γνωσιοθεωρητική του άποψη γιά τήν παρακατιανή θέση τής νόησης. Ή άποκοπή άπό τή στενή προσωπική σκοπιά σημαίνει παράλληλη άποκοπή άπό αισθήματα καί συνάμα εντονότερη δραστηριότητα τής νόησης, πού μόνη αύτή εί­ ναι ικανή νά διατυπώσει θεωρητικές κρίσεις γιά τό συμφέρον τής κοι­ νωνίας στό σύνολό της — εφόσον μάλιστα οί κρίσεις αύτές πρέπει νά είναι άφηρημένες ήδη άπό τό γεγονός, δτι δποιος τίς έπιχειρεί έχει κατά νού, ώς προσωπικές παραστάσεις του, ένα μονάχα κλάσμα τής κοινωνίας έκείνης, γιά τής οποίας τά γενικά συμφέροντα πρέπει νά άποφανθεϊ μέ τήν κρίση του* έτσι, όμως, δέν μπορεί νά άποκλειστεί εξαρχής μιά σύγκρουση συμφερόντων άνάμεσα σέ τούτο τό κλάσμα καί στό κοινωνικό σύνολο. Ή δυνατότητα μιας συμπάθειας ικανής νά στηρίξει ήθικές κρίσεις, καί επομένως νά εξαλείψει τόν τεχνητό χαρα­ κτήρα τής ήθικής, προϋποθέτει, έτσι, τήν πανηγυρική έπαναφορά τής ψυχικής έκείνης δύναμης, τής όποιας τήν κυριαρχία ό H um e ήθελε νά καταργήσει.42 Δέν είναι τυχαίο δτι ό ίδιος έπαινεί, μέ τρόπο πού κατά τά άλλα δέν τόν συνηθίζει, τή δραστηριότητα τού Λόγου ακρι­ βώς στά πλαίσια τής άνάλυσης τής «εύρείας συμπάθειας».43 Συνεπής 40. ο ρ . eit., III, 3, 1 = σ. 581 /2 . 41. ορ. cit., III, 3, 3 = σ. 602. 42. Βλ. τήν καλή Ανάλυση του M e rc e r, S y m p a th y a n d E th ic s, 66 κ.έ. 43. T r e a tise , III, 3, 1 = σ. 583: «ό Λόγος Απαιτεί Απροκατάληπτη συμπεριφο­ ρά», «ό Λόγος μπορεί νά άντισταθεΐ στά πάθη μας» κτλ.

184

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

θά ήταν άν είχε παραμερίσει τις σκεπτικιστικές πλευρές τής ανθρωπο­ λογίας του, ή άν είχε, έν μέρει τουλάχιστον, άποκαταστήσει γνωσιοθεωρητικά τή νόηση, ή άν είχε απεμπολήσει την «εύρεία συμπάθεια» καί τίς ήθικές κρίσεις. Ό μω ς δεν έκαμε τίποτε απ’ δλα αυτά. 3. ΟΙ Σ Υ Ν Ε Π Ε Ι Σ : L A M E T T R I E K A I S A D E

Ό L a M ettrie δέχεται, δπως καί ό H um e, τόν χωρισμό Φύσης καί κανονιστικών άρχών, καί μάλιστα τού δίνει μορφή ασυμφιλίωτης σύγκρουσης. Γιατί, σέ αντίθεση μέ τόν H um e, δέν άποδέχεται την ποιοτική διαφορά ανάμεσα σέ φιλαυτία καί (εύρεία) συμπάθεια, γ ι’ αυτό καί δέν βρίσκεται στήν ανάγκη νά έπανεισαγάγει λαθραία τή νόηση καί τόν Λόγο. Ό κοινωνικά σημαντικός (καί δχι άπλά θεωρη­ τικός) Λόγος αποτελεί γ ι’ αυτόν τήν υψιστη έκλέπτυνση τού θεμελιώ­ δους ανθρώπινου ένστικτου, δηλ. τής ορμής τής αυτοσυντήρησης ή τής έπικράτησης. Στήν ευρύτατη αυτή έννοιά της, ή φιλαυτία δέν μπορεί νά είναι ήθικός σολιψισμός, δπως έτεινε νά τή θεωρήσει ό Hu­ m e, γιατί αυτή ακριβώς ώθεΐ τό άτομο νά δεθεί μέ τήν κοινωνία (μέ τήν πρόθεση, βέβαια, νά πάρει μέσα της θέση κατά τό δυνατόν πλεο­ νεκτική) καί έτσι συμβάλλει άποφασιστικά στή γένεση τών κοινωνι­ κών θεσμών. Ό χ ι μόνον ή δικαιοσύνη, δπως στόν H um e, άλλά καί ή ήθική είναι έδώ προϊόν τής φιλαυτίας. Ή ήθική, δπως καί ή δικαιο­ σύνη, έξυπηρετεί τή διατήρηση τής κοινωνίας, δηλ. τήν προστασία τού ατόμου, καί από τήν άποψη αύτή αποτελεί, βέβαια, τεχνητό προϊόν μιας κυρίαρχης βούλησης* «φυσική» είναι μόνο μέ τήν έννοια δτι πηγάζει από τήν άνθρώπινη άνάγκη γιά προστασία καί ασφάλεια, δηλ. από μία πλευρά τής φιλαυτίας. Ή άλλη σημαντική πλευρά τής φιλαυτίας —δηλ. ή ορμή τής έπικράτησης καί ή άνάγκη προσωπικής ικανοποίησης ανεξάρτητα άπό τίς συνέπειές της γιά τό κοινωνικό σύ­ νολο— παραμένει άμείωτη καί μετά τήν ίδρυση μιας οργανωμένης κοινωνίας, δηλ. καί μετά τή γένεση τής δικαιοσύνης καί τής ήθικής, καί προσπαθεί νά τίς υπονομεύσει, άν μπορεί νά τό κάμει μέ ώφέλεια καί ατιμώρητα. Αφού ή ήθική θετικά (άνάγκη προσωπικής ασφά­ λειας καί κανόνων συμπεριφοράς) καί αρνητικά (άνάγκη χαλίνωσης έπικίνδυνων ένστικτων) γεννιέται άπό τή φιλαυτία, αφού είναι συνέ­ χεια τής φιλαυτίας μέ άλλα μέσα, δέν μπορεί νά έπικρατήσει ουσια­ στικά καί ολοκληρωτικά, έκτος άν διακυβεύεται ή ίδια ή ύπαρξη τής κοινωνίας* δσο ή τελευταία φαίνεται νά μήν κινδυνεύει, ή φιλαυτία ένεργεί δπως βρίσκει σκόπιμο. Μέ άλλα λόγια: ή φιλαυτία ή μεταμ-

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

185

φιέζεται σέ ήθική συμπεριφορά, άν αυτό τό επαινεί καί τό αμείβει ή κοινωνία, ή εμφανίζεται, ανάλογα με τις συνθήκες καί τίς ιδιοσυγ­ κρασίες, ώς απροκάλυπτη παραβίαση των ηθικών κανόνων, δποτε τά πλεονεκτήματα φαίνονται μεγαλύτερα. Οι ρίζες τής ήθικής καί τής άνηθικότητας βρίσκονται, πάντως, στην ίδια υπαρξιακή διάσταση, στην ίδια Φύση — πράγμα πού δείχνει καθαρά δτι ή Φύση καθαυτή δεν είναι ούτε ήθική ούτε ανήθικη. Τό ήθικό καί τό άνήθικο αποτε­ λούν επιγραφές, λέξεις πού εξυπηρετούν κοινωνικές σκοπιμότητες. Ή Φύση είναι ή επιδίωξη τής ήδονής, ένώ ή ήθική, άπεναντίας, σημαίνει μιά τεχνητή έπικάλυψη καί παρακώλυση τής Φύσης, λέει ό L a M ettrie: «Είναι φυσικό στόν άνθρωπο νά αισθάνεται, μιά καί είναι έμψυ­ χο σώμα* όμως δέν τού είναι φυσικότερο νά είναι σοφός ή ένάρετος άπ^ δτι νά φορά πλούσια ρούχα».44 Έ τσ ι, ό L a M ettrie προχωρεί στη θεμελιώδη διάκριση άνάμεσα στή «Φύση δπως είναι από μόνη της»45 καί στίς κατασκευές εκείνες, πού μέ τή βοήθειά τους έπιχειρείται νά δοθεί στήν ήθική έρεισμα φυσικό-όντολογικό* μερικοί φιλόσο­ φοι «έπλασαν μέ τή φαντασία τους έμφυτες ιδέες, γιά νά δώσουν στίς λέξεις “ αρετή” καί “ κακία” κύρος, πού θά τίς έκανε σεβαστές καί θά τίς παρουσίαζε γιά χειροπιαστά πράγματα».46 Τά λόγια αυτά δέν στρέφονται ένάντια στή «Σχολαστική» μονάχα* ή κριτική τού L a M ettrie, ξεκινώντας άπό μιάν άξιολογικά έλεύθερη έννοια τής Φύσης, χτυπά εξίσου καί τον κανονιστικό Διαφωτισμό, δηλ. ριζοσπαστικοποιεί τήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου γιά νά έξοβελίσει άπό τήν έννοια τής Φύσης κάθε κανονιστική άρχή καί κάθε πνεύμα. Ή άντινοησιαρχική τάση μπαίνει τώρα στήν υπηρεσία μιάς άνηθικιστικής θεμελιώδους στάσης, καί αυτό φαίνεται δταν ό L a M ettrie θεωρεί τό πνεύμα καί τίς συνειδησιακές τύψεις, τήν ήθική δηλ., όψεις τού ίδιου νομίσματος, δχι δμως γιά νά τονίσει τήν άναγκαιότητα τού πνεύματος, άλλά γιά νά δείξει τήν άσυμφιλίωτη άντίθεση πνεύματος καί ευτυχίας: «τό πνεύμα βασανίζει τό αίσθημα»,47 «ό λογισμός συχνά είναι άπό μόνος του σχεδόν μιά τύψη».48 Ό μω ς οί συνειδησιακές τύψεις δέν είναι φυσικές, άλλά τεχνητές-ήθικές* χωρίς αυτές ένας έγκληματίας μπορεί νά είναι ευτυχισμένος, άν έχει ώφελήματα άπό τίς πράξεις του.49 Ή ευτυχία, ό πρώτος υπαρξιακός σκο44. 45. 46. 47. 48. 49.

A n ti-Sen equ e ou D is c o u rs s u r le B o n h e u r = O eu v re s, II, 89. loc. cti., 116. loc. cit., 117. lo c. CiL, 91. loc. cit., 92. loc. .cit., 151.

186

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

πός, δεν έχει καμιά σχέση μέ πνεύμα, ήθική ή σοφία* δλα αυτά είναι «ξένα στολίδια... ή ευτυχία φαίνεται νά ζεΐ καί νά ολοκληρώνεται άποκλειστικά μέσα στό αίσθημα».50 Εννοώντας δτι οι άνθρωποι, πέ­ ρα άπό ήθικές ανασχέσεις, δέν διστάζουν νά βλάψουν κάποιον, αν τό απαιτεί ή δική τους ευτυχία, ό L a M ettrie λέει: «Γενικά οι άνθρωποι γεννιούνται κακοί».51 Ή : «Γενικά ό άνθρωπος μοιάζει ζώο δόλιο, πανούργο, επικίνδυνο, άπιστο κτλ. ... Σέ τούτο συνοψίζονται δσα θέ­ λω νά πώ ».52 Γιά νά τερματιστεί ό πόλεμος δλων εναντίον δλων, πού στό τέλος γίνεται έπιζήμιος γιά δλους, θεσπίζεται ή ήθική, της οποίας πηγή είναι, έτσι, τό «δημόσιο καλό».53 Οι έννοιες τής άρετής καί τής κακίας γεννιούνται άπό «κοινωνικές θεσμοθεσίες»54 καί ή λεγάμενη άρετή είναι «κούφια λέξη», πού τό περιεχόμενό της άλλάζει στόν χώ­ ρο καί στόν χρόνο.55 Ακριβώς επειδή ή ήθική δέν είναι φυσική ή μάλλον, όπως είπαμε, επειδή είναι συνέχιση τής φιλαυτίας μέ άλλα μέσα., αποδείχνονται εξαιρετικά δραστικά γιά τήν τήρησή της κίνη­ τρα δπως ή ματαιοδοξία, δηλ. ή κοινωνική άναγνώριση ή αμοιβή.56 Ή ματαιοδοξία είναι εντελώς άπαραίτητη καί σέ τομείς τής κοινωνι­ κής ζωής, δπως ή λογοτεχνία καί ή φιλοσοφία* πάντως χωρίς τήν έπιθυμία τής φήμης ή επίδοση μειώνεται.57 Αξιοσημείωτες είναι οι άπόψεις τού L a M ettrie γιά τόν χαρακτή­ ρα καί τόν ρόλο τής φιλοσοφίας μέσα σέ μιά μηδενιστική θεώρηση. Αφού ή τελευταία στηρίζεται στόν σαφή διαχωρισμό Όντος καί Δέοντος, πού σέ μιά δεύτερη φάση μετατρέπεται σέ άντίθεσή τους (αυτή είναι ή έννοια τής άντιπαράταξης Φύσης καί ήθικής στόν L a M ettrie), ή φιλοσοφία δέν έχει εδώ νά εκπληρώσει ήθικά-παι50. loc. c it., 97. 51. loc. cit., 103. 52. loc. cit., 154/5. 53. loc. cit., 104. 54. loc. cit., 105. 55. loc. cit., 112/3. 56. loc. cit., 107, πρβλ. 118. 57. loc. cit., ]3 0 . ’Ήδη 6 H o b b e s είχε θεωρήσει τήν έπιθυμία γιά γνώση ώς ιδιαίτερη μορφή τής γενικής έπιθυμίας γιά ισχύ (L ev., V III = EW , III, 61). Ποιά ουσιαστικά σημεία τής σκέψης του H o b b e s ιδιοποιείται ό L a M ettrie, καταλαβαί­ νει εύκολα ό άναγνώστης τής άνάλυσής μας. Τό ζήτημα τής επίδρασης στά έπιμέρους είναι μάλλον δευτερεΰον σημαντική, άπεναντίας, είναι ή διαπίστωση τής συνέ­ χειας άνάμεσα στίς κάπως παλαιότερες μορφές τής φυσιοκρατικής άνθρωπολογίας, ή όποια στρέφεται γύρω άπό τήν ορμή τής αυτοσυντήρησης, καί στόν διαφωτιστικό μηδενισμό. Καί ό M a c h iav e lli άνήκει στίς πηγές του L a M ettrie, ένώ ό H elvetiu s, εκτός άπό τόν H o b b e s, έκτιμά Ιδιαίτερα τόν L a R o ch e fo u cau ld (βλ. παρακ. σημ. 138).

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

187

δαγωγικά καθήκοντα, δηλ. νά κηρύξει κάποια δεοντολογία: «Δεν ήθικολογώ, δεν κηρύσσω, ούτε καί ρητορεύω* εξηγώ »:58 αυτός είναι, γιά τόν L a M ettrie, ό σκοπός τής πνευματικής του προσπάθειας. Ή φιλοσοφία ξέρει ποιά είναι ή φύση τού άνθρώπου καί τά κίνητρα των πράξεων του. Στον βαθμό πού δίνει πρακτικές οδηγίες, μπορεί νά συ­ στήσει μονάχα τή συμμόρφωση μέ τή Φύση, δηλ. τήν έπιδίωξη τής ηδονής καί τής εύτυχίας, δμως ή σύσταση τούτη δέν θά έπρεπε νά εν­ νοηθεί ώς διατύπωση μιας νέας δεοντολογίας, αλλά μονάχα ώς άρ­ νηση τής φιλοσοφίας νά απομακρυνθεί από τήν άνθρωπολογικά δεδο­ μένη πραγματικότητα ή νά τήν καταπνίξει. Ή «δεοντολογία» τής μηδενιστικής φιλοσοφίας συνίσταται, μέ άλλα λόγια, στο νά αφήνει, δίχως διαμαρτυρίες καί προσπάθειες επέμβασης, τό ϊδιο πάντα ρεύμα τού Όντος νά τραβά τόν δρόμο του — πράγμα, βέβαια, πού καταλή­ γει στον έξοβελισμό κάθε δεοντολογίας ώς ήθικής στάσης μέ πρακτι­ κή σημασία. Άπό δώ προκύπτει ή θεμελιώδης άντίθεση τής μηδενιστικής φιλοσοφίας πρός τήν ήθική, αφού ή τελευταία διατυπώνει μιάν ενεργή δεοντολογία καί επιχειρεί μιάν εξίσου ένεργή επέμβαση στήν πορεία τών πραγμάτων καί στή συμπεριφορά τού άνθρώπου. Ή μηδενιστική φιλοσοφία είναι μιά κατανοητική θεώρηση τής Φύσης, ένώ ή ήθική είναι κατάπνιξη τής («κακής») Φύσης μέ σκοπό τήν κατοχύ­ ρωση τής κοινωνικής ζωής. Ή πρώτη είναι λοιπόν «φυσική», δηλ. αντικατοπτρίζει τή Φύση, ένώ ή δεύτερη είναι τεχνητή καί θεσπισμέ­ νη, αφού συνυφαίνεται μέ τούς πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς. Όποιος έπομένως θέλει νά ζήσει σύμφωνα μέ τή Φύση, δπως τήν αντιλαμβά­ νεται ή μηδενιστική φιλοσοφία, γίνεται αύτόματα εχθρός τής ήθικής καί τών κοινωνικών θεσμών καί πρέπει νά περιμένει τή σκληρή τους αντίδραση: «Ά ν δμως θέλεις νά ζήσεις, πρόσεξε* ή πολιτική δέν είναι 58. loc. cit., 156. ‘Όπως λέει ό V a rta n ia n , ό L a M ettrie άπαιτεΐ εναν «διαχω ­ ρισμό τής φιλοσοφίας άπό τήν ήθική πρός δφελος τής ελευθερίας τής σκέψης καί μιας εξίσου αδιάλλακτης αντικειμενικότητας» {Le p h ilo so p h e selon L a M e ttrie , 176). IV αυτόν φιλοσοφία είναι ή γεμάτη χιούμορ κατανόηση τού γεγονότος, δτι ό κόσμος δέν εχει νόημα* ή νηφάλια αύτοειρωνεία μεταβάλλεται, ωστόσο, σέ σαρκασμό ένάντια στους (ορθόδοξους) φιλοσόφους, οί όποιοι φαντάζονται πώς οί άφηρημένες άλήθειες τους ένδιαφέρουν τούς άνθρώπους (169, 172). Επίσης ορθή είναι ή παρατήρη­ ση τού V a rta n ia n , δτι ή άπολιτική στάση τού L a M ettrie άποτελεϊ τό συμπλήρω­ μα τού άνηθικισμού του (175). Ό μω ς δέν συμμερίζομαι τή γνώμη του, δτι ή τέτοια τοποθέτηση τού L a M e ttrie όφείλεται στήν τοτινή άνωριμότητα τού διαφωτιστικού κινήματος (178). Είναι περισσότερο άπό άμφίβολο τό αν ό L a M ettrie θά σκεπτό­ ταν διαφορετικά μέσα στους κύκλους τών Εγκυκλοπαιδιστών. Ό V a rta n ia n , μέ άλλα λόγια, διστάζει νά άναγνωρίσει τήν πνευματική αυτοτέλεια τού μηδενισμού τού L a M ettrie.

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

188

τόσο βολική όσο ή φιλοσοφία μου. Κόρη της είναι ή δικαιοσύνη καί στήν υπηρεσία της στέκουν οι δήμιοι καί οι αγχόνες* περισσότερο αυ­ τά να φοβάσαι, παρά τή συνείδησή σου καί τούς θεούς».59 Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνάμε ότι τό παιγνίδι τής θηριωδίας έχει δύο πλευρές: «Οι αρκούδες, τά λιοντάρια καί οι τίγρεις ξεσκίζουν μέ εύχαρίστηση τά άλλα ζώα. Μιά καί είσαι τό ίδιο άγριος, σωστό είναι νά άγεσαι από τις ίδιες κλίσεις. Κι ωστόσο σέ λυπάμαι, πού τόσα θά έχεις νά πάθεις».60 Επιείκεια καί κατανόηση μπορεί, λοιπόν, νά περιμένει ό άνθρωπος μονάχα από τή μηδενιστική φιλοσοφία καί όχι από τήν ήθική, όσο κι άν ή τελευταία θεοποιεί τόν άνθρωπο μέ τά λόγια. Γιατί σκοπός τής πρώτης είναι άκριβώς ή κατανόηση, καί μάλιστα δίχως νά τήν ενδιαφέρουν οι ήθικές συνέπειες των διαπιστώσεων της, ενώ έργο τής ήθικής είναι ή έμπέδωση καί ή διατήρηση τής κοινωνικής τάξης.61 Αυτό θά μπορούσε νά χαρακτηριστεί ώς ανθρωπιά τού μηδε­ νισμού. Στήριγμά της είναι ή αντίληψη, ότι δέν υπάρχει κανένα Δέον, τού όποιου ή παραβίαση θά μπορούσε νά κάνει τόν άνθρωπο άξιοπεριφρόνητο ή θά επέβαλε σκληρά άντίμετρα στό όνομα τής καταπατη­ μένης ήθικής. Ένας άνθρωπος πρέπει νά καταφρονείται έξαιτίας τής άνηθικότητάς του εξίσου λίγο όσο καί ένας σκύλος* αυτή είναι ή καλή συνέπεια τής ταύτισης σκύλου καί ανθρώπου. Ό L a M ettrie τό λέει ρητά: «Ξέρετε γιατί δέν έχω ακόμη εντελώς ξεγράψει τούς ανθρώ­ πους; Ε πειδή στά σοβαρά τούς θεωρώ μηχανές. Ά ν τά πράγματα δέν ήταν έτσι, έλάχιστους γνωρίζω πού θά άξιζε ή συντροφιά τους. Ό υλισμός είναι τό αντίδοτο τής μισανθρωπίας».62 Ή κατανοητική μηδενιστική θεώρηση δέν μπορεί, βέβαια, νά στηρίξει έναν προγραμμα­ τικό ανθρωπισμό, αφού ού'τε μπορεί ού'τε καί θέλει νά προβάλει επι­ χειρήματα ενάντια στήν έκμηδένιση τού ανθρώπινου προσώπου* μο­ λονότι κατανοεί τόν θύτη, ώστόσο δέν μπορεί, ούτε κάν έπιχειρηματολογικά, νά προστατεύσει τό θύμα. ’Από τήν άλλη μεριά, όμως, οί έκπρόσωποί της έχουν τή δυνατότητα νά μάς ύπενθυμίσουν ότι οί με­ γαλύτερες εξοντώσεις άνθρώπων στήν ιστορία ίσαμε σήμερα πραγμα­ τοποιήθηκαν όχι από μηδενιστές, αλλά στό όνομα ορισμένων κανονι­ στικών αρχών. Αφού, τώρα, ή φιλοσοφία έχει σκοπό της τήν αλήθεια, ενώ ή ήθι­ κή έχει στόχους πρακτικούς, άπ1 αυτό προκύπτει ότι ή μιά δέν έχει 59. 60. 61. 62.

loc. c it., loc. cit., D isc o u rs S y ste m e

152. 153. p re lim in a ir e , O eu v re s, I, 6. d ' E p ic u r e , XLV1 = O eu v re s, I, 248.

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

189

καμιά σχέση με τήν άλλη καί έπίσης (αφού μονάχα ή φιλοσοφία γνω­ ρίζει τήν αλήθεια καί άφού ή ήθική στρέφεται άναγκαστικά ενάντια σέ τούτη τη φιλοσοφία) δτι ή ήθική στηρίζεται εξίσου δσο καί ή θρη­ σκεία σέ ψευδαισθήσεις καί προκαταλήψεις, πού, ωστόσο, είναι ζωτι­ κά αναγκαίες γιά τήν κοινωνία* ή ήθική γεννά «προκαταλήψεις καί πλάνες, πού αποτελούν τό ίδιο τό θεμέλιο τής κοινωνίας».63 Αφού ή αλήθεια τής μηδενιστικής φιλοσοφίας ποτέ δέν μπορεί νά χρησιμεύσει ώς βάση κοινωνικής συμβίωσης, ή αλήθεια καί ή μηδενιστική φιλο­ σοφία παραμένουν παρασιτικά φαινόμενα τού περιθωρίου. Όπως ό H um e,64 έτσι τονίζει καί ό L a M ettrie τήν πλήρη αχρηστία των θεωριών τού γραφείου γιά τή ζωή, πράγμα, άλλωστε, πού αποδείχνε­ ται έμπρακτα από τή συμπεριφορά φιλοσόφων πού συχνά ακολου­ θούν δίχως δισταγμό τίς πιο παράλογες συνήθειες καί τά πιό ανόητα ήθη.65 Ό απόλυτος σκεπτικισμός παραλύει κάθε δραστηριότητα, αφού δμως είναι άναπόδραστη μοίρα εκείνου πού γνωρίζει τήν αλή­ θεια66 (ό σκεπτικισμός, λοιπόν, δέν συνίσταται στόν άπλό αγνωστικι­ σμό, άλλά στόν σχετικισμό πού απορρέει από τή γνώση των αιτίων τών κοινωνικών φαινομένων), πρέπει νά ξεχνιέται τουλάχιστον μέσα στήν καθημερινή ζωή, δπου ό καθένας χρειάζεται νά έπιβιώσει στό πλαίσιο ορισμένων κοινωνικών συμβάσεων. Καί άν κάποιος εξαγγέλ­ λει ανοιχτά τή μηδενιστική αλήθεια, βρίσκει τά αυτιά τών άλλων κλειστά, γιατί ή αλήθεια αυτή άντιτίθεται στά συμφέροντα τής κοι­ νωνίας, τά οποία είναι συνυφασμένα μέ τίς ψευδαισθήσεις της: «Οί υλιστές απέδειξαν δτι ό άνθρωπος είναι μηχανή, μά ό λαός ποτέ δέν θά τούς πιστέψει. Τό ίδιο ένστικτο πού τόν κρατά στή ζωή, τού δίνει καί αρκετή ματαιοδοξία γιά νά πιστεύει τήν ψυχή αθάνατη».67 "Άν ό γνώστης τής μηδενιστικής αλήθειας θέλει νά άσκήσει πρακτική επιρ­ ροή, πρέπει νά πατήσει τόν χώρο τών ψευδαισθήσεων καί, αφού έχει διίδει καλύτερα άπό κάθε άλλον τήν άναγκαιότητά τους γιά τή ζωή καί τούς μηχανισμούς τους, νά τίς θέσει συνειδητά καί σχεδιασμένα στήν υπηρεσία τής κοινωνίας. Ό άγώνας γιά τόν Διαφωτισμό καί τόν Λόγο είναι έπιζήμιος, άν ή ίδια ή άλήθεια είναι έπιζήμια. ~Αν κανείς πιστεύει στήν άναγκαιότητα τής θρησκείας καί τής δεισιδαιμονίας γιά τήν ήθική πειθάρχηση τού άνθρώπου, πρέπει νά τίς χρησιμοποιή63. 64. 65. 66. 67.

D isc o u rs p r e L , O eu v re s, I, 7. T r e a tis e , I, 4, 7 = σ. 268 κ.έ. D is c o u r s p r e l., O eu v re s, I, 31, 9/10. loc. cit., 30/1. loc. cit., 15.

190

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

σει αδίστακτα.68 Άπό τή σημαντική αυτή άποψη, ό L a M ettrie βρί­ σκεται σύμφωνος με τόν M ach iav elli καί τόν H obbes* επειδή δμως καί αυτός, δπως καί τούτοι, είναι διανοητής, πού μιλά γιά τήν πρα­ κτική δραστηριότητα, παραβλέπει δτι, γιά να μπορέσει κανείς να κά­ μει τήν ψευδαίσθηση κοινωνικά τελεσφόρα, πρέπει νά είναι συνυφασμένος μαζί της καί νά πιστεύει σ’ αυτήν σάν σέ έσχατη άλήθεια. Ό μηδενιστής στοχαστής ίσως είναι ακόμη πιό άχρηστος άπ’ δ,τι τόν παρουσίασε ό ίδιος ό L a M ettrie. Αφού ή ήθική είναι κατάπνιξη τής Φύσης, πρέπει νά συμπληρωθεί μέ προσεκτική καί υπομονετική άγωγή. Όπως δείξαμε αλλού, ή παι­ δαγωγική έγνοια είναι προϊόν τόσο τής αισιόδοξης δσο καί τής Απαι­ σιόδοξης άνθρωπολογικής Αντίληψης. Ό L a M ettrie βλέπει τήν άγωγή στήν υπηρεσία τής προστασίας τής κοινωνίας άπό τό επικίν­ δυνο φυσικό τού Ανθρώπου. Αφού, δμως, ή άγωγή είναι έξίσου τε­ χνητή δσο καί ή ήθική, μπορεί τό πολύ-πολύ νά δημιουργήσει πάνω άπό τά ψυχόρμητα μιά κρούστα έτοιμη νά σπάσει σέ κάθε έκρηξη τού εσωτερικού τής ψυχής, πού Αδιάκοπα κοχλάζει: «Σάν Αληθινοί άνε­ μοδείκτες, γυρίζουμε Ασταμάτητα στον άνεμο τής άγωγής, καί μετά ξαναρχόμαστε στήν Αφετηρία μας, δταν τά όργανά μας ξαναβρίσκουν 68. loc. ci£., 43. Παρόμοιες αποφάνσεις τοΰ L a M ettrie ό S ta r k e τίς ερμηνεύει ώς «πονηρό ελιγμό» μέ σκοπό τήν άποφυγή κατακραυγής καί διώξεων (D ie p o li­ tisch e P o sitio n L a M e ttr ie s, 130, πρβλ. 144, δπου ώς τέτοιος πονηρός ελιγμός θεωρείται καί ή άνθρωπολογία τοΰ L a M e ttrie , χωρίς ό S t a r k e νά ένδιαφέρεται νά έξηγήσει τι χρειαζόταν στό σημείο αυτό ό ελιγμός, άφοΰ ό L a M ettrie άκριβώς έξαιτίας τής άνθρωπολογίας του έπικρίθηκε τόσο άπό συντηρητικούς δσο κι άπό δια­ φωτιστές). Ό S ta r k e ένδιαφέρεται νά «σώσει» τόν L a M ettrie άπό πολιτική άπο­ ψη, γιατί ώς μαρξιστής έπιθυμεΐ νά άμφισβητήσει δτι άπό τόν υλισμό καί τή φυσιοκρατική άνθρωπολογία θά μπορούσαν νά προκόψουν μηδενιστικές συνέπειες, καί μά­ λιστα μέ τρόπο λογικά άψογο. Συγχέει, λοιπόν, περιγραφικό καί κανονιστικό έπίπεδο καί κατόπιν προβάλλει τό προϊόν τούτης τής σύγχυσης σάν έρμηνευτικό νήμα μέ­ σα στά κείμενα τού L a M e ttrie . Τό δτι γιά τόν L a M ettrie τό κράτος καί ή θρη­ σκεία στηρίζονται σέ βία καί άπάτη, γιά τόν S ta r k e σημαίνει eo ip so προσκλητήριο γιά τήν κατάργησή τους* άπό τή δυσπιστία τού L a M ettrie άπέναντι σέ κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια ό S ta r k e συμπεραίνει πώς ό L a M ettrie προτιμά τή βίαιη επανάσταση άπό τήν ειρηνική άλλαγή* άπό τή θέση τού L a M ettrie, δτι ή ήθική εί­ ναι κοινωνικό φαινόμενο, ό S ta r k e συνάγει δτι ό L a M ettrie θέλει δχι άτομικιστική, παρά κοινωνική ήθική καί ευδαιμονία, συνδέοντάς τον μάλιστα καί μέ τόν R o u sse a u (130, 131, 134/5, 142). Α ρχικά λοιπόν τού έπιρρίπτει μονάχα λάθη τα­ κτικής, δηλ. «άσυγκρατησία καί άπερισκεψία» (141), γιά νά άπελευθερωθεΐ τελικά άπό τό όδυνηρό δίλημμα μέ τή μομφή, δτι ό L a M ettrie δέν βλέπει τόν άνθρωπο ιστορικά, παρά μεταφυσικά- γ ι’ αυτόν τόν λόγο τάχα δέν μπορεί καί νά πιστέψει στήν τελική κατάργηση τής κυριαρχίας, παραμένοντας, έτσι, «άναρχικό καί άτομικιστικό» στοιχείο.

3. LA M ETTBIE KAI SADE

191

τόν φυσικό τους τόνο, ανακαλώντας μας καί κάνοντας μας νά ακο­ λουθήσουμε τις άρχέγονες διαθέσεις τους. Τότε οι παλιοί καθορισμοί ξαναγεννιοϋνται καί οσοι είχαν δημιουργηθεϊ τεχνητά εξαλείφον­ ται».69 Έδώ γίνεται λόγος γιά την άγωγή ώς καταστολή των ψυχορμήτων. Παρ’ δλη τήν πίστη του στήν κοινωνική της αναγκαιότη­ τα, ό L a M ettrie έρωτοτροπεϊ κάποτε μέ τήν ιδέα μιας άγωγής, πού θά μπορούσε, εν μέρει τουλάχιστον, νά μεταφέρει στήν πρακτική τίς θεωρητικές διαπιστώσεις τής μηδενιστικής φιλοσοφίας καί έτσι νά κάμει τον άνθρωπο ευτυχέστερο, σκορπίζοντας τά φαντάσματα πού τόν τυραννούν καί ικανοποιώντας τίς αισθήσεις του. Αυτή θά ήταν ή προϋπόθεση μιας μόνιμης ψυχικής υγείας. Όταν ό L a M ettrie σκέ­ πτεται έτσι, συμμερίζεται καί συνάμα ριζοσπαστικοποιεΐ τήν άντιασκητική-χειραφετητική τάση τού Διαφωτισμού, μετριάζοντας τόν μηδενισμό *του γιά χάρη ενός εύδαιμονιστικού ιδεώδους, τό όποιο, ώστόσο, δέν θά διέλυε τήν κοινωνία. 'Ωστόσο, ή βασική του θέση δέν μεταβάλλεται. Γιατί ή παραπάνω δυνατότητα μπορεί νά πραγματοποιηθεί είτε σέ κοινωνικό επίπεδο καί σέ ορισμένα όρια, εί­ τε αχαλίνωτα καί σέ κύκλους ιδιωτικούς. Ή άνεμπόδιστη ικανοποίη­ ση των όρμων δλων των μελών τής κοινωνίας θά σήμαινε, δμως, τήν αποσύνθεση τής τελευταίας καί γ ι’ αυτό καί δέν αντιμετωπίζεται ώς ρεαλιστική προοπτική. 'Άλλωστε, ό L a M ettrie θεωρητικά δέν άσχολείται καί πολύ μ ’ αυτήν. Ή συναφής μέ τή γενική τούτη αντίληψη εν μέρει ειρωνική καί εν μέρει βαριεστημένη, πάντως έπιφυλακτική άνοχή των υπαρκτών κοι­ νωνικών θεσμών Ισως νά παρακίνησε τόν Sade στήν παρατήρηση, δτι ό L a M ettrie δέν άποκάλυψε τίς βαθύτερες σκέψεις του.70 Στον «ξα­ κουστό L a M ettrie »71 βλέπει, πάντως, καί μέ τό δίκιο του, έναν πνευματικό πατέρα. Αυτό δέν τό έννοούσε μονάχα άνθρωπολογικά καί ήθικοφιλοσοφικά, αλλά καί όντολογικά: γιατί καί τά τρία αυτά επίπεδα συναρτώνται στόν S a d e μέ τήν ίδια λογική συνοχή δπως καί στόν L a M ettrie. Ό S a d e άνατρέχει π.χ. στήν υλιστική βιολογία τού L a M ettrie γιά νά εξηγήσει τήν υφή τής ζωής, εξίσου δμως παίρνει υπόψη του καί τόν H o lb a c h .72 Βέβαια, ή επίδραση τού ήθικιστή H o lb ach πάνω στόν S a d e περιοριζόταν άναγκαστικά στό όν­ τολογικό πεδίο, δμως εδώ φαίνεται νά στάθηκε σημαντική,73 έφόσον 69. 70. 71. 72. 73.

A n ti-Se n e q u e = O eu v re s, II, 122/3. J u lie t t e , I = OC, V III, 171, σημ. ορ. c it., IV = OC, IX, 115. D ep ru n , S a d e et la p h iL b io lo g iq u e , 190 κ.έ. L e d u c, S o u r c e s de V ath eism e de S a d e , 11 κ.έ.

192

VII. ΜΟΡΦΕΣ TOT ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

μάλιστα ό H olbach προσφέρει μιαν αντίληψη συστηματικά διαρθρω­ μένη. Όταν ό S a d e ονόμασε τό κύριο έργο τού H o lbach «βάση τής φιλοσοφίας μου»,74 έκανε ξεκάθαρη δχι μόνο τη νομιμοποίησή του άπό τήν άποψη τής ιστορίας των ιδεών, αλλά καί τή συστηματική φι­ λοδοξία τής σκέψης του. Λογικά αρχίζει εκεί, οπού κορυφώνεται ή όντολογική ανατίμηση τής Φύσης καί τής ύλης, δηλ. μέ τή θέση, οτι ή Φύση αποτελεί ένα αυτόνομο Ό λο καί τήν αιτία του εαυτού της, έφόσον είναι «ύλη σέ δράση», στήν όποια ή κίνηση ενυπάρχει έξαρχής.75 ’Άν δμως ή Φύση άγκαλιάζει τά πάντα, τότε πρέπει καί ό άνθρωπος νά είναι καθαρή Φύση, οπότε ό προσδιορισμός τής υφής του θά προ­ κόψει άπό τόν προσδιορισμό τής Φύσης. Ή θέση, πως ό άνθρωπος εί­ ναι Φύση, πού ήδη άπό τήν πρώιμη φάση τών Νέων Χρόνων συνδέ­ θηκε μέ μιά σκεπτικιστική τοποθέτηση,76 γίνεται τώρα αφετηρία ενός προγραμματικού μηδενισμού* γιατί ό θεμελιώδης γιά τόν μηδενισμό χωρισμός ανάμεσα σέ Φύση καί σέ κανονιστικές αρχές μπορούσε νά πραγματοποιηθεί μέ συνέπεια μονάχα μέ τή συνειδητή άρνηση τής διαμορφωμένης στο μεταξύ (διαφωτιστικής) κανονιστικής αντίληψης γιά τή Φύση. Πράγματι, ή ιδέα τού S a d e γιά τή Φύση άποτελεί σέ πολλά μιάν άντιστροφή ή μεθερμηνεία βασικών πλευρών τής κανονι­ στικής άντίληψης γιά τή Φύση. Στήν τελευταία τό κακό παρουσιαζό­ ταν ώς επίφαση, πού βρισκόταν στήν υπηρεσία τής κανονιστικά εν­ νοούμενης «αληθινής» ουσίας τής Φύσης, αποτελούσε δηλ. απλώς ένα παρελκόμενο τής γενικής της δραστηριότητας, ή όποια στόχο της εί­ χε πάντα τό καλό* τό κακό ήταν δηλ. εκείνη ή πλευρά τής γενικής καλής δραστηριότητας τής Φύσης, ή όποια έθιγε μέ τρόπο δυσάρεστο τύχες ατόμων καί έτσι φαινόταν, άπό τήν περιορισμένη τους σκοπιά, ώς κάτι άφιλο καί άποτρόπαιο, δηλ. ώς κακό. Ό S a d e , πού θά πρέ­ πει νά γνώριζε τό έργο τού R o b in et,77 ιδιοποιείται τήν ιδέα τού ισο­ ζυγίου μέσα στή Φύση, τό οποίο στηρίζεται έξίσου στό καλό καί στό κακό,78 συνάμα δμως —στό πλαίσιο τής μηδενιστικής κατάργησης τού χωρισμού άνάμεσα σέ Ό ν καί Επίφαση, χάρη στήν όποια ή τε­ λευταία γίνεται μοναδικό Ό ν— δίνει τήν προτεραιότητα στό κακό. Καί γ ι’ αυτόν, βέβαια, τό κακό είναι έπιφατικό μονάχα, δμως μ ’ αυ­ τό δέν έννοεί δτι τό καλό στέκει παντοδύναμο στό βάθος τών πραγ74. Επιστολή στή μαρκησία de S a d e , τέλος Νοεμβρίου 1783 = OC, XII, 418. 75. Phil, d a n s le B o u d o ir , III = OC, III, 195· N ouv. J u s t in e , IV = OC, VI, 192- J u lie t t e , 1 = OC, V III, 51. 76. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3ß. 77. D ep ru n , S a d e et la p h i i b io lo g iq u e , 198/9. 78. J u s t in e , I = OC, III, 209.

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

193

μάτων, αλλά δτι καλό καί κακό είναι έξίσου πλασματικά. Ή κατάρτηση τού όντολογικά θεμελιωμένου καλού άπαγορεύει νά χαρακτηρί­ ζεται τό κακό ώς «κακό» με τήν κανονιστική έννοια: γιατί κάτι τέ­ τοιο θά συνεπαγόταν δτι γίνεται άποδεκτή ή πραγματικότητα τού καλού, οπότε γίνονται δυνατές καί οί κανονιστικές κρίσεις. Μέ τούτη τή σημασιολογική επιφύλαξη, πού θά πρέπει νά έχουμε κατά νού καί στην παρακάτω άνάλυση, τό «κακό» ταυτίζεται μέ δ,τι είναι φυσικό, αφού οί άνατροπές καί οί καταστροφές, πού συνεπιφέρουν άναγκαστικά τήν κατάρρευση ή τήν ύποταγή των άδυνάτων, άποτελούν ουσια­ στικές πλευρές τής δραστηριότητας τής Φύσης.79 Άπό τή σκοπιά αυτού τού ορισμού τής Φύσης κατανοούμε εύκολα τί έννοεί ό S a d e , δταν προσυπογράφει θερμά τή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση.80 Ή ολοσχερής ύλικότητα τής Φύσης σημαίνει πρώταπρώτα δτι καί ό άνθρωπος είναι άμιγής ύλη, πού τό πιό έκλεπτυσμένο μέρος της αποτελεί τήν ψυχή.81 Ή ένύπαρξη τής κίνησης στήν ύλη παίρνει πάλι στόν άνθρωπο τή μορφή μιας άσταμάτητης άνησυχίας ή μιας ζωτικής δύναμης, ή όποια γεννά άνάγκες καί συνάμα πασχίζει νά τις ικανοποιήσει. Ακολουθώντας τόν H elvetius —καί έπίσης τον M ontaigne καί τόν L a R och efou cau ld , καθώς καί τήν άντινοησιαρχική κύρια τάση τού Διαφωτισμού στό σύνολό της82—, ό S a d e θεωρεί τά πάθη, πού ή φωνή τους δίνει έκφραση στά πιό βαθιά σαλέ­ ματα τής άνθρώπινης ύλης, ώς κινητήρια δύναμη τής δραστηριότη­ τας τών άνθρώπων καί συγκρίνει τή λειτουργία τους αυτή μέ τή λει­ τουργία τής κίνησης στή φυσική.83 Ό μως ή θέση, δτι ό άνθρωπος εί­ ναι Φύση, έχει, εκτός άπό τήν άπόλυτη ύλικότητά του, καί μιά δεύτε­ ρη συνέπεια. Ή δραστηριότητα, πού έξαπολύεται άπό τήν έμφυτη στήν ύλη ζωτική δύναμη, πρέπει νά συμμορφωθεί μέ τόν φυσικό νό­ μο, καί μάλιστα μέ διπλή έννοια: πρέπει νά άπορρέει άπ’ αυτόν (άφού τούτος ένοικεί μέσα στόν ίδιο τόν άνθρωπο) καί πρέπει καί νά τόν υπηρετεί (άφού τούτος διέπει δχι μόνο τόν άνθρωπο, άλλά καί τήν υπόλοιπη Φύση). Ή άνθρώπινη δραστηριότητα άπορρέει άπό τόν φυ­ σικό νόμο, γιατί μπαίνει σέ κίνηση χάρη στήν ορμή τής αυτοσυντήρη­ σης καί στήν άρχή τής ήδονής.-Σ’ αυτό, άκριβώς, έγκειται ή πρώτη έντολή τής Φύσης (πού κι ή ϊδια τήν αυτοσυντήρησή της έχει ώς σκο­ πό) πρός τόν άνθρωπο: νά αύτοσυντηρείται, δηλ. νά έπιδιώκει άδιά79. 80. 81. 82. 83.

N ou v. J u s t in e , X V I = OC, V II, 212. ο/?, ci£., V = OC, V I, 206. Ju lie t t e , I = OC, V III, 5 2 /3 , 58. Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3γ. J u lie t t e , IV = OC, IX, 135* πρβλ. L e d u c, S o u r c e s de V ath eism e, 2 9 /3 0 .

194

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

κόπα τήν ευτυχία καί τήν ηδονή, αφήνοντας τόν εγωισμό του αχαλί­ νωτο καί αδιαφορώντας για τή ζημιά των άλλων.84 Άφού διέπεται από τήν εξ ορισμού αχόρταγη επιδίωξη τής ήδονής, ή αυτοσυντήρηση δεν μπορεί νά ταυτίζεται μέ τήν απλή φυτοζωία. Όπως γιά τόν H o b b es,85 έτσι καί γιά τόν S a d e αυτοσυντήρηση σημαίνει eo ipso αύτοδιεύρυνση, έπέκταση τής οικείας ισχύος, άφού μάλιστα ή παρα­ τήρηση δείχνει δτι τίποτε ζωντανό στή Φύση δεν μπορεί νά αύτοσυντηρηθεΐ μακροπρόθεσμα χωρίς συνεχή άνάπτυξη* τό τέλος τής ανά­ πτυξης σημαίνει αρχή του γήρατος καί είναι ό προθάλαμος τού θανά­ του. Άπό τήν άποψη αυτή, ό S a d e διόλου δέν άμφισβητεί τήν πρω­ ταρχική σημασία τής αρχής τής ήδονής, δταν κάποτε θεωρεί τή φιλαρχία καί τήν άγάπη τής ισχύος ώς τά βαθύτερα κίνητρα τής αν­ θρώπινης δράσης.86 'Άλλωστε ή ισχύς καί ή ήδονή βρίσκονται σέ πολλαπλές σχέσεις. Πρώτα-πρώτα, ή ισχύς μπορεί νά εξασφαλίσει τήν παροχή ήδονής, είτε παραμερίζοντας εξωτερικά έμπόδια εϊτε προκαλώντας ατούς άλλους πόνο* γιατί, κατά τόν S a d e , ή ήδονή γί­ νεται όλότελα αισθητή μονάχα δταν άντιδιαστέλλεται πρός τόν πόνο των άλλων, δταν δηλ. είναι καθαρά προσωπική ιδιοκτησία, ή οποία αποτελεί ολοφάνερη γραμμή διαχωρισμού άνάμεσα σέ κατέχοντες καί μή, έπιβεβαιώνοντας τή θέση ισχύος των πρώτων.87 Ή ισχύς μπορεί, λοιπόν, κατά δεύτερο λόγο, νά είναι καί ή ίδια ήδονή. Ή ά­ ποψη, πού ό S a d e διατυπώνει πριν άκόμη κι άπό τόν F reu d , δτι δηλ. ή σεξουαλικότητα διαποτίζει τά υπόλοιπα ένστικτα,88 έδράζεται πρωταρχικά στή διαπίστωση τής συνύφανσης σεξουαλικότητας καί ισχύος. Ή σεξουαλικότητα ικανοποιείται μέ τήν πλήρη κυριάρχηση τού αντικειμένου τής ήδονής, καί άφού ή κυριάρχηση τούτη γίνεται αισθητή σ’ ολόκληρη τήν υπαρξιακή της ένταση τόσο άπό τόν κυριαρ­ χούμενο δσο κι άπό τόν κυρίαρχο, στόν τελευταίο αυτόν συμπίπτει ή ύψιστη έξαρση τής σεξουαλικής ήδονής μέ τήν άκρα έκδίπλωση τού αισθήματος τής ισχύος. Μ’ αύτόν τόν τρόπο, λοιπόν, άπορρέει ή δραστηριότητα τής αν­ θρώπινης ύλης άπό τόν φυσικό νόμο. Συνάμα δμως τόν ύπηρετεί, έπιβεβαιώνοντας κάθε στιγμή δτι τό λεγόμενο κακό άποτελεί τόν τρόπο λειτουργίας τής Φύσης. Ά ν ή ίδια ή Φύση πρέπει νά άφανίσει τά πιο 84. Phil, d a n s le B o u d o ir , III = OC, III, 437· N ouv. J u s t in e , IV = O C , VI, 194· J u lie t t e , I = OC, V III, 104, 187/8. 85. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3γ. 86. J u lie t t e , II = O C, V III, 3 05/6. 87. Phil, d a n s le B o u d o ir , V = O C, III, 529. 88. J u lie t t e , II = O C, V III, 299.

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

195

αδύνατα μέρη της γιά νά αύτοσυντηρηθεί κι αν, έτσι, τό δίκαιο τού ισχυρότερου γίνεται τό μυχιαίτατο δίκαιό της,89 τότε μπορούν νά τής είναι ώφέλιμα μονάχα άτομα, πού αισθάνονται καί άσκούν τήν αυτο­ συντήρηση ώς έπίταση τής ισχύος τους. Τό έγκλημα, όμως, διαπράττεται ακριβώς στόν αγώνα γιά τή διεύρυνση τής οικείας ισχύος καί γιά τήν απόκτηση ήδονής με τούτη ή έκείνη τή μορφή, καί γ ι’ αυτό είναι ριζοβολημένο στή Φύση όχι μονάχα γενετικά, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά καί λειτουργικά, δηλ. έγγυάται τήν όμαλή έκδίπλωση τής φυσικής νομοτέλειας — ή καί ταυτίζεται μέ τήν τελευ­ ταία.90 Ή καταστροφή πού προξενεί είναι μονάχα οπτική απάτη, αφού μάλιστα στή Φύση τίποτε δέν εκμηδενίζεται, άλλά όλα μεταλ­ λάζουν παίρνοντας διαφορετικές μορφές.91 Καί γ ι’ αυτόν τόν λόγο, άλλά καί επειδή τό έγκλημα προέρχεται από τή φωνή τής Φύσης μέ­ σα στόν άνθρωπο, είναι δηλ. ριζωμένο στή βιοδομή τού τελευταίου,92 ή καταδίκη του άπό ήθικιστική-κανονιστική σκοπιά δέν έχει κανένα (όντο)λογικό έρεισμα* γιατί «τά έγκλήματα είναι άδύνατα γιά τόν άνθρωπο».93 Ή άλλη όψη τής ίδιας σκέψης συνίσταται στήν έντονη αντιδιαστολή κανονιστικών αρχών, δηλ. ήθικών νόμων, καί Φύσης* εδώ ό S a d e ακολουθεί άμεσα τόν L a M ettrie καί έμμεσα τήν παρά­ δοση τού H o bbes. Ώς άμιγής Φύση ό άνθρωπος δέν γνωρίζει κανο­ νιστικές αρχές.94 Ή αρετή δέν πηγάζει άπό τούς κόλπους τής Φύσης, άλλά γεννιέται στόν αγώνα ένάντιά της, ό όποιος έτσι κι αλλιώς δέν έχει νόημα*95 οι συνειδησιακές τύψεις είναι γεννήματα τής αγωγής καί τού φόβου96 καί μπορούν νά παραμεριστούν: στήν περίπτωση αυ­ τή τό έγκλημα μπορεί καθαυτό νά παράσχει τέρψη — ακριβώς επειδή είναι φυσικό, ενώ ό ήθικός νόμος είναι τεχνητός.97 Άπό τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών, διδακτική είναι ή υπογράμμιση τής σχετικό­ τητας νόμων καί ήθών άνάλογα μέ τόπο καί χρόνο μέ σκοπό νά θε­ μελιωθεί ή θέση, πώς ή ήθική δέν είναι φυσική*98 στο πλαίσιο αυτό

89. 90. 91. 92. 93. 94. 95. 96. 97. 98.

ορ. cit., I = OC, V III, 2 01/2. ορ. c it., II, IV = O C, V III, 297 καί IX, 138. ορ. cit., II I, IV = OC, V III, 399 καί IX, 173/4. ορ. cit., I = OC, V III, 104. Phil, d a n s le B o u d o ir , V II = OC, III, 543/4. J u lie t t e , V = OC, IX, 2 9 0 /1 . op. cit., I = OC, V III, 59/60. loc. cit., 24/5. loc. cit., 171, 195/6· πρβλ. op. c it., IV = OC, IX, 107/8. op. cit., IV = OC, IX, 187 κ.έ.

196

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

άναφέρεται καί τό δνομα τού M o n te sq u ie u ." Άπό τή φαινόμενόκρατική σκοπιά τού S a d e , ή αντιφατική πληθώρα των έκάστοτε μορ­ φών τής ήθικής χρησιμεύει ώς απόδειξη τής ανυπαρξίας μιας μόνιμης ουσίας τής ήθικής, πράγμα πού, με τή σειρά του, εξηγείται καί επιβε­ βαιώνεται άπό τήν άνάλυση τής Φύσης καί τού φυσικού άνθρώπου. Ή ήθική είναι, λοιπόν, συμβατική καί πλασματική κατασκευή, διαμορφώνεται κατά τήν επιδίωξη ορισμένων συμφερόντων μέσα στίς συνθήκες τής κοινωνικής συμβίωσης — άκριβέστερα: άποτελεί τόν τρόπο έπιδίωξης συμφερόντων άπό τότε πού ή κοινωνική συμ­ βίωση καλά ή κακά έγινε πραγματικότητα, τήν οποία ό καθένας πρέ­ πει νά τήν πάρει ύπόψη του θέλοντας καί μή. Τό δτι καί οι κακοί φέ­ ρονται ενάρετα, δταν τό άπαιτεί τό συμφέρον τους,100 άποτελεί γιά τόν S a d e άπόδειξη τής καταγωγής τής ήθικής δχι άπό τή Φύση, αλ­ λά άπό τή σταθμιστική νόηση (των αδυνάτων). Ό μω ς, ή σύνδεση συμφέροντος καί νόησης μπορεί (προπαντός άναφορικά μέ τούς ισχυ­ ρούς) νά έρμηνευθεί καί έντελώς διαφορετικά, δηλ. δπως φοβούνταν οί θεολογικοί αντίπαλοι τής χρησιμοθηρικής τάσης τού Διαφωτισμού. Ά ν ή νόηση διαπιστώσει δτι ή ήθική στερεί σέ κάποιον πολύ περισσό­ τερη ύπαρξιακή ικανοποίηση άπ’ όση τού δίνει ή κοινωνική συμβίω­ ση, τότε τόν παρακινεί νά αποφασίσει τό έγκλημα.101 Ή νόηση δέν είναι, ώστόσο, ό πρόξενος τού εγκλήματος, αλλά μονάχα ό αποδέ­ κτης, ό άπροκατάληπτος ερμηνευτής καί ό ευσυνείδητος έκτελεστής των επιταγών τής φωνής τής Φύσης· ό S a d e τήν άντιλαμβάνεται μέ καθαρά τεχνική έννοια καί τήν ονομάζει «ζυγαριά, μέ τήν οποία σταθμίζουμε τά πράγματα».102 Ακριβώς δπως ή «πεφωτισμένη φι­ λαυτία» τών ήθικιστών διαφωτιστών, άλλά μέ πρόθεση άντίθετη, εί­ ναι σέ θέση καί ή νόηση τού κατά S a d e εγκληματία νά θυσιάσει τή βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση γιά χάρη μιάς κατοπινότερης καί μεγα­ λύτερης* ό έγκληματίας δέν είναι κάποιος τυφλός καί άκαταλόγιστος φαυλόβιος, άλλά δρά ψυχρά καί ορθολογικά, δταν αυτό φαίνεται άναγκαίο. Μάλιστα ό S a d e άπαιτεί —στήν ιδεώδη, τουλάχιστον, πε­ ρίπτωση— νά δείχνεται άπόλυτη αυτοκυριαρχία («άπάθεια») δχι μό99. ορ. c it., I = OC, V III, 171, σημ. Ό S a d e φρονεί δτι ό M o n tesq u ieu , τό ί ­ διο δπως καί ό L a M e ttrie , άπέκρυψε τίς έσχατες συνέπειες τής σκέψης του. Έντονη πολεμική ασκεί στίς άπόψεις του M o n te sq u ieu , δσες πλησιάζουν στό φυσικό δίκαιο, καί έξαιτίας τής άμφιπλευρικότητάς του τόν ονομάζει «ήμιφιλόσοφο» (ορ. cif., IV = OC, IX, 16/17, 178). 100. A lin e et V alco u r (H ist, de S a in v ille ) ~ O C, IV, 203. 101. J u s t in e , I = OC, III, 144. 102. J u lie t t e , I = OC, V III, 4 2 /3 .

3. L A

M E T T R IE

KAI SA D E

197

vo κατά την προετοιμασία, αλλά καί κατά τήν έκτέλεση (άπόλαυση) τού εγκλήματος.103 Γιατί ακριβώς ή άπώλειά της θά μαρτυρούσε δτι γιά τόν εγκληματία ή πράξη του δεν είναι κάτι φυσιολογικό* μονάχα οί ευαίσθητες ψυχές ή οί αρχάριοι τού εγκλήματος ταυτίζουν, άλλω­ στε, τήν επίταση τής ήδονής με τήν πνευματική σύγχυση. Δεν πρέπει κανείς νά χάνει τήν ψυχραιμία του —φρονεί ό S a d e — ακριβώς δταν, χάρη στο έγκλημα, συμφωνεί έπιτέλους μέ τή Φύση. Μ’ αυτόν τόν τρόπο άντιστρέφει τόν κοινό τόπο τής παραδοσιακής ηθικής, σύμφω­ να μέ τόν όποιον ή αυτοκυριαρχία άποτελεΐ τό πρώτο καί αποφασι­ στικό βήμα πρός τή νίκη τού κανονιστικού Λόγου, καί τού άφαιρεΐ τό ουσιαστικό του νόημα. Είπαμε δτι ή άντίληψη τού S a d e γιά τή λειτουργία τής Φύσης αποτελεί μιάν άντιστροφή ή μεθερμηνεία τής θέσης «τά πάντα είναι καλά». Στό όψιμο έργο του ένισχύεται γενικά ή τάση νά αντιστρέφει έννοιες τής ήθικιστικής-κανονιστικής θεώρησης, γιά νά επιστρατεύσει κατόπιν τήν έσώτερη λογική τους ένάντια στούς υπερασπιστές τους. Έτσι άντιστρέφει καί τή χριστιανική άντίληψη γιά τόν Θεό, χαρακτηρίζοντάς τον «βρυκόλακα» ή «κακούργο»,104 οπότε φαίνεται νά δέχεται τήν ύπαρξή του. Παρόμοια μεταχειρίζεται τήν κανονιστική έννοια γιά τή Φύση, βάζοντας στή θέση τής καλής μητέρας Φύσης τή Φύση ώς έχθρά τού ανθρώπινου γένους.105 "Απ’ αυτά θέλησαν μερι­ κοί νά συμπεράνουν δτι ό S a d e , στήν πραγματικότητα, δεν μπόρεσε νά άποκοπεί λογικά καί ψυχικά άπό τις μισητές του ήθικές-όντολογικές κατηγορίες καί δτι τό προσκλητήριο γιά διάπραξη έγκλημάτων είναι ουσιαστικά πρόκληση ή έκδίκηση μιας «τυραγνισμένης συνείδη­ σης» ένάντια στόν κακό Θεό ή στήν κακή Φύση, μιά έν μέρει άπελπισμένη καί έν μέρει ήρωική έξέγερση.106 Ωστόσο δέν χρειάζεται νά επιστρατεύσουμε στερεότυπα τής υπαρξιστικής φιλοσοφίας γιά νά ερ­ μηνεύσουμε ικανοποιητικά τόν Sad e* τά μέσα πού μάς παρέχει ή ιστορία τών ιδεών είναι υπεραρκετά, τουλάχιστον στήν περίπτωση

103. loc. cit., 104* Ph il, d a n s le B o u d o ir , VI = OC, III, 527. 104. J u lie t t e , I = OC, V III, 4 6 , 47. 105. Nouv. J u s t in e , XI = O C, V II, 46. 106. K lo sso w sk i, S a d e , 59 κ.έ., 71 κ.έ. (πρβλ. C a m u s , L 'H o m m e rev>olte, 55/6). Ωστόσο καί ό ίδιος ό K lo sso w sk i πιστοποιεί δτι στόν S a d e , εκτός άπό τό έγκλημα ώς έκδίκηση, υπάρχει καί τό έγκλημα ώς συμφωνία μέ τή Φύση (71 κ.έ.), καί θεωρεί όρθά τίς δύο αυτές άπόψεις άντίθετες μεταξύ τους. Ό μω ς ό S a d e θά άντέφασκε μέ τόν εαυτό του μονάχα αν πίστευε στά σοβαρά τήν πρώτη, πράγμα πού δέν συμβαίνει.

198

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

αυτή. Όταν ό S a d e στηλιτεύει τον κακό Θεό, δεν κάνει άλλο τίποτε παρά πιάνει, μέ τόν ελεύθερο καί συνάμα έμφατικό τρόπο του, τό έπιχειρηματολογικό έκεΐνο νήμα, πού άρχισε νά ξεδιπλώνει στο κατώ­ φλι κιόλας τού Διαφωτισμού ό B a y le καί πού οδήγησε καί τόν Vol­ taire σε δύσκολες ώρες.107 Ό Sade πιστεύει, βέβαια, στον κακό Θεό άκόμη λιγότερο άπό τόν V o ltaire, κι δταν ονομάζει τόν Θεό δχι μό­ νον «άποτρόπαιο»,108 άλλά καί «γελοίο φάντασμα»,109 τότε μάς δί­ νει νά καταλάβουμε πώς μιλώντας γιά τόν κακό Θεό δεν θέλει νά δείξει τήν εκ μέρους του άποδοχή ενός όντολογικού δεδομένου, άλλά νά φανερώσει τίς έσχατες λογικές συνέπειες των διαπιστώσεών του πάνω στή λειτουργία τού κακού στόν κόσμο γιά τή χριστιανική θεο­ λογία. Ό S a d e φαίνεται δηλ. νά άποδέχεται τήν ύπαρξη Θεού, γιά νά τήν οδηγήσει ad ab su rd u m — άφού ακριβώς ή επίκληση ενός τέ­ τοιον Θεού θά έμφάνιζε τό έγκλημα ώς θεοθέλητη πράξη: άλλιώς θά ήταν άνεξήγητος ό τόσο σημαντικός ρόλος τού τελευταίου σέ τούτον τόν «κόσμο τού Θεού». Ό εγκληματίας τού S a d e δέν έξεγείρεται ενάντια σέ έναν άνύπαρκτο Θεό, άλλά ένάντια στήν πλασματική, βέ­ βαια, άλλά εξαιρετικά δραστική ιδέα τού Θεού, στόν βαθμό πού τού­ τη έδώ συναρτάται μέ τήν ήθική συνείδηση, καταφέρνοντας νά παρα­ λύει τή βούληση προς έγκλημα καί νά κατασιγάζει, έτσι, τή φωνή τής Φύσης.110 Μέ τήν έννοια αύτή, τό έγκλημα σημαίνει τήν αποκλειστι­ κή κυριαρχία τού άνθρώπου στόν κόσμο μετά άπό τόν θάνατο τού Θεού μέσα στήν ανθρώπινη συνείδηση. Τό πρωτείο τού εγκλήματος ίσοδυναμεί μέ τό πρωτείο τού άνθρώπινου στοιχείου άπέναντι στο θεϊκό — δταν ό άνθρωπος είναι Φύση κι δταν ή Φύση δέν γνωρίζει κα­ λό καί κακό. Στήν πραγματικότητα, λοιπόν, ό άνθρωπος έξαρτάται πάντα καί άναγκαία άπό τήν ήθικά άχρωμη Φύση καί δχι άπό τό φάντασμα τού Θεού* άν, επομένως, οί δυνατότητες τής άνθρώπινης ελευθερίας μπο­ ρούν νά άποτελέσουν άληθινό πρόβλημα στήν προοπτική τού S a d e , αυτό μπορεί νά συμβεί μονάχα σέ σχέση μέ τή Φύση καί άν ή έννοια τής έλευθερίας άποβάλει κάθε ήθική χροιά. Όταν ό άνθρωπος παρα­ τηρεί καί άποδέχεται τή λειτουργία τής Φύσης δχι μονάχα στήν άναγκαιότητά της, άλλά καί στήν πληθώρα των δυνατοτήτων, οί 107. Phil, d a n s le B o u d o ir , III = OC, III, 395* J u lie t t e , I = O C, V III, 46/7. Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 5. 108. Phil, d a n s le B o u d o ir , III = OC, III, 394. 109. N ouv. J u s t in e , XV = OC, V II, 195. 110. J u lie t t e , III = OC, V III, 329.

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

199

όποιες περιέχονται μέσα σε τούτη τήν αναγκαιότητα καί των όποιων ή πραγμάτωση εξασφαλίζει τήν έκδίπλωση τής τελευταίας — τότε μπορεί καί ό ίδιος νά συμπληρώσει τή Φύση με τα δικά του τά έργα. Ή ελευθερία του συνίσταται, με άλλα λόγια, στη συνειδητή καί ανε­ πιφύλακτη συμμόρφωση με τή Φύση, δχι δμως δπως είναι, άλλά έτσι, δπως θά μπορούσε νά είναι. Δυνατότητες, ωστόσο, άνοίγονται μονάχα μέ τήν καταστροφή άπολιθωμένων πραγματικοτήτων — δηλ. μονάχα μέ τό έγκλημα.111 Τό έγκλημα άνανεώνει τή Φύση, κι αν γ ί­ νεται γ ι’ αυτόν τόν σκοπό (αν δηλ. ό εγκληματίας είναι φιλόσοφος μέ τήν έννοια τού S ad e ), τότε μπορούμε καί νά πούμε δτι ό Λόγος δη­ μιουργεί ή εμπλουτίζει τή Φύση. Αναζητώντας περισσότερη ήδονή καί ισχύ, ό έγκληματικός Λόγος πραγματοποιεί συνδυασμούς ακα­ τόρθωτους γιά τήν τυφλή φυσική νομοτέλεια, μολονότι ή τελευταία αυτή ορίζει τό πλαίσιο, μέσα στό όποιο μπορούν νά γίνουν δλα αυτά. Τό μεγαλύτερο απ’ δλα τά εγκλήματα, δηλ. ή ολοκληρωτική κατα­ στροφή τού άνθρώπινου γένους, θά χάριζε στή Φύση καί τή μεγαλύτε­ ρη δυνατότητά της: νά σχεδιάσει καί νά πραγματώσει μιά καινούργια δημιουργία.112 Βέβαια, καί γιά τόν S a d e είναι αμφίβολο αν ή ζωή μπορεί νά έκμηδενιστεί τελειωτικά δίχως νά εκμηδενιστεί καί ή ίδια ή Φύση, πού άδιάκοπα τήν παράγει.113 Όπως καί νά είναι, ή παρα­ πάνω υπόθεση δείχνει μέ ποιά διφορούμενη έννοια ό άνθρωπος μπο­ ρεί νά είναι ελεύθερος — ή καί, κατά τόν τρόπο του, Θεός, άφού πιά σκότωσε τόν Θεό μέσα στή συνείδησή του. Μονάχα ή πρόθεση νά εξαντληθούν οι διαγνωσμένες δυνατότητες τής λειτουργίας τής Φύσης κάνει, άλλωστε, κατανοητή τή δίψα τού κατά S a d e εγκληματία γιά δράση. Ό χι σέ σχέση μέ τό πρόβλημα τού Θεού, άλλά άκριβώς σέ αναφο­ ρά μέ τούτη τή δίψα μπορούμε νά μιλήσουμε γιά κάποια λογική αδυ­ ναμία στή σκέψη τού S a d e . Σκοπός τής εγκληματικής δράσης είναι ή επιστροφή στή Φύση — ίσαμε τήν ταύτιση έκείνη μέ τήν άψυχη Φύση, πού θά προκύψει άπό τήν ολοκληρωτική εξόντωση τού άνθρώπινου γένους. Ή έπιστροφή στή Φύση καί τό έγκλημα γίνονται, έτσι, έμμε­ σα δεοντολογία καί άξια, καί επιπλέον έξυπονοείται δτι δέν είναι άδύνατη ή άπομάκρυνση άπό τή Φύση — σάν νά μήν ήταν ή Φύση ολόπλευρη άναγκαιότητα καί σάν νά μήν ήταν ό άνθρωπος όλοκλη111. ορ. e it., IV = OC, IX, 325. 112. loc. c ii., 172* πρβλ. τήν καλή άνάλυση του B a r u z z i, M e n sch u n d M a sch in e, 130/1. 113. loc. cii., 180* Phil, d a n s le B o u d o ir , V = OC, III, 515.

200

V II . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

ρωτικά Φύση. Ή ό πολιτισμός παρέλυσε τή λειτουργία τής Φύσης, οπότε ή επιστροφή σ’ αυτή πρέπει νά πάρει μορφή επιταγής, ή ή λει­ τουργία τής Φύσης διέπει καί τον πολιτισμό, οπότε ή έπιταγή τούτη δέν έχει νόημα. Ό S a d e παίρνει στο σημείο τούτο μιά διφορούμενη θέση, πού τή βλέπουμε παραστατικά στήν άμφίπλευρη άντίληψή του γιά τό δίκαιο καί τούς νόμους. Άπό τή μιά πλευρά, σκοπός του δι­ καίου είναι τό γενικό καλό σέ άντίθεση μέ τό άτομικό, γ ι’ αυτό καί τό δίκαιο οφείλει νά έπιβάλει τήν παραίτηση άπό τήν ολοκληρωτική ικανοποίηση των όρμων, οπότε καί άρχίζει ό λίγο ή πολύ κρυφός πό­ λεμος άνάμεσα στό άτομο καί στήν κοινωνία (ή οποία, ωστόσο, ιδρύ­ θηκε άκριβώς γιά τήν προστασία του).114 Μ’ αυτή τήν έννοια, ό νό­ μος είναι έργο τού δόλου, τόν οποίο χρησιμοποιεί ό αδύνατος γιά νά κατοχυρώσει τήν επιβίωσή του ενάντια στόν νόμο τής Φύσης*115 ή «άνθρωπιά» γεννιέται άπό τόν «φόβο» καί τόν «εγωισμό» τού άδυνάτου, λέει ό S a d e ,116 καί ό ισχυρότερος άποδέχεται τούτο τό παιγνίδι μόνο καί μόνο γιατί ξέρει δτι μπορεί νά παραβιάσει τόν συμφωνημένο νόμο.117 Άπό τήν άλλη πλευρά, δμως, ό νόμος δέν γνοιάζεται κα­ θόλου γιά τόν άδύνατο, άλλά προστατεύει άμεσα τά συμφέροντα τού ίσχυροτέρου*118 ό S a d e , πού έπικαλείται στό σημείο αυτό τή νομιναλιστική άντίληψη τού H o b b es γιά τό δίκαιο,119 δείχνει νά καταλα­ βαίνει σαφέστατα τήν ταξική λειτουργία τού δικαίου, τή διαπλοκή του μέ τίς σχέσεις ιδιοκτησίας κτλ.120 Στήν περίπτωση αυτή, τό δί­ καιο δέν γνοιάζεται γιά κάποιο φανταστικό γενικό καλό, άλλά εμφα­ νίζεται ώς συνέχεια τής Φύσης μέσα στόν πολιτισμό ή ώς έπίρρωση τού γεγονότος, δτι ή Φύση υπαγορεύει τούς κανόνες τού παιγνιδιού άκόμη κι δταν κάποιος έχει τήν ψευδαίσθηση δτι τήν παρέκαμψε. Ά ν είναι έτσι στ’ αλήθεια, τότε τό αίτημα τής επιστροφής στή Φύση μπο­ ρεί νά δικαιωθεί μονάχα μέ τό ήθικό έπιχείρημα, δτι θά έπρεπε νά παραμερίσουμε τήν υποκρισία καί τά ψέματα, πού συνδέονται μέ τήν ύπαρξη κοινωνίας καί δικαίου. Ωστόσο, μαζί μέ τόν N ietzsch e, θά μπορούσαμε νά ρωτήσουμε: γιατί νά προτιμήσουμε τήν άλήθεια καί δχι τό ψέμα, άφού έτσι κι αλλιώς ξεπεράσαμε τό καλό καί τό κακό; 114. 115. 116. 117. 118. 119. 120. G o rer,

J u lie t t e , IV = OC, IX, 134/5. ορ. cit. , ί = OC, V III, 173/4. Phil, d a n s le B o u d o ir , V II = OC, III, 543. J u lie t t e , I = OC, V III, 118. Zoe. ct£., 117 κ.έ. Nouv. J u s t in e , XIII = OC, V II, 110. Μιά καλή σύνοψη τής «πολιτικής διάγνωσης» του S a d e βρίσκουμε στόν SacZe, 137 κ.έ.

3. L A

M E T T R IE

KAI S A D E

201

Όπως καί νά είναι, ό S a d e ξέρει καλά δτι ή αχαλίνωτη ικανοποίηση των ορμών όλων των μελών τής κοινωνίας θά σήμαινε διάλυση τής τελευταίας καί έπιστροφή στά δάση*121 μιάν ακρως έλευθέρια καί διαρκή κοινωνία δεν μπορεί οίίτε κι ό ίδιος νά φανταστεί —παρ’ δλη την έντονα ειρωνική καί προκλητική έκκλησή του γιά τήν ίδρυση μιας τέτοιας122—, καί γ ι’ αυτό παρουσιάζει τούς άσωτους του νά ασκούν τήν έπινοητικότητά τους μονάχα σέ ιδιωτικούς κύκλους. Τό υψηλό συνήθως πνευματικό επίπεδο τών εγκληματιών του άποτελεί ακριβώς ύπόμνηση τού γεγονότος, δτι τό τέλειο —δηλ. διανοητικό καί ελεύθερο άπό κάθε χρεία— έγκλημα είναι δυνατό μονάχα μέσα στίς συνθήκες τού πολιτισμού. Ή έπιστροφή στήν άκατέργαστη Φύση θά επηρέαζε άσχημα τήν ποιότητα καί τη συνειδητότητα —δηλ. τήν ίδια τή χαρά— τού εγκλήματος. Ά ν δούμε τά πράγματα άπ’ αυτή τή σκοπιά, μπορούμε νά σχετικοποιήσουμε τή σημασία τού αιτήματος γιά έπιστροφή στη Φύση καί, επομένως, νά μετριάσουμε καί τή λογι­ κή αντίφαση τού S a d e . Είναι δυνατόν νά άποτολμήσουμε τήν ερμη­ νεία, δτι ή δεοντολογία του, στήν πραγματικότητα, είναι μιά δραματοποιημένη στό έπακρο μορφή τής οντολογίας του: ή εντολή τού εγ­ κλήματος σκοπεύει δηλ. νά ύπογραμμίσει τό γεγονός, δτι ή (ολοκλη­ ρωτική) έξόντωση τού ανθρώπινου γένους θά ήταν άδιάφορη γιά τή Φύση123 — γεγονός σύμφωνο μέ τήν όντολογική άντίληψη τού S a d e γιά τή λειτουργία καί τήν υφή της, οί όποιες δέν έχουν κανένα (ήθικό) νόημα. Ό S a d e περιέρχεται στή λογική του δυσκολία —ή οποία είναι αναπόφευκτη γιά κάθε μηδενιστή πού διατυπώνει μιά δεοντολογία, ακόμη καί τή δεοντολογία τής καταστροφής— ακριβώς στήν προσπάθειά του νά αντιστρέφει κανονιστικές έννοιες. Τό αίτημά του γιά έπι­ στροφή στή Φύση άποτελεί ουσιαστικά ιδιοποίηση καί αντιστροφή τού ρουσσωισμού. Άπό τή στιγμή, δμως, πού ιδιοποιείται σχήματα σκέψης τής κανονιστικής θεώρησης, άντιστρέφοντας τά πρόσημά τους, διατρέχει τόν ίδιο κίνδυνο δπως καί οί έκπρόσωποι τής τελευ­ ταίας: καί σ’ αύτόν δηλ. ή πολεμική συνέπεια ύπερακοντίζει τή συνέ­ πεια τή λογική. Ωστόσο, ό S a d e γνωρίζει δτι ή διέξοδος άπό τό δί­ λημμα έγκειται στή νηφάλια συμφιλίωση μέ τήν έλλειψη νοήματος τού κόσμου καί μέ τόν θάνατο,124 οπότε ούτε ή αρετή άπορρίπτεται 121. J u lie t t e , VI = OC, IX, 513. 122. PhiL d a n s le B o u d o ir , V = OC, III, 4 7 8 κ.έ. 123. J u lie t t e , IV = OC, IX, 171. 124. D ia lo g u e en tre u n p r e t r e et un m o rib o n d = OC, X IV , 62/3. Πρβλ. τις παρατηρήσεις τοΰ Iv k er, S a d e a n d Restiß, 210 κ.έ.

202

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

ούτε τό έγκλημα καταδικάζεται, άλλα απλώς λέγεται: «ας είσαι άν­ θρωπος, ας είσαι ανθρώπινος, δίχως φόβο καί δίχως ελπίδα».125 Άν τό σημείο αυτό δεν αναπτύσσεται διεξοδικά άπό τόν S a d e , αιτία ή­ ταν ή παθιασμένη έξαρση τού άγώνα του ένάντια στόν θεϊσμό καί στήν κανονιστική γενικά θεώρηση, πού προκάλεσε καί τήν εμπλοκή του σέ λογικές δυσκολίες. Άπό τήν άποψη αυτή, ό L a M ettrie είναι υπέρτερος, δηλ. συνεπέστερος ώς μηδενιστής στοχαστής. Ό μως ή έμ­ φαση καί ή τόλμη τού S a d e παραμένουν μοναδικές.

4 . Τ Ο Λ Ο Γ ΙΚ Ο Α Δ ΙΕ Ξ Ο Δ Ο T O T Η Θ ΙΚ ΙΣ Τ ΙΚ Ο Τ Τ Λ ΙΣ Μ Ο Υ

Άπό τή λογική αρμονία υλιστικής οντολογίας καί άξιολογικοΰ μηδε­ νισμού προκύπτει άρνητικά, άλλά καθαρά, ή δυσκολία συμβιβασμού τής υλιστικής οντολογίας μέ κανονιστικές θέσεις. Προφανώς δέν ήταν ούτε σύμπτωση ούτε παρανόηση τό δτι οι μηδενιστές προσυπέγραφαν τόν υλισμό τόσο έμφατικά* υλιστές, πού δέν ήθελαν νά είναι μηδενι­ στές, έπρεπε λοιπόν ή νά μετριάσουν τόν υλισμό τους ή νά διακινδυ­ νεύσουν μιά λογική άντίφαση — ή καί τά δύο. Αυτό τό βλέπουμε, σέ διαφορετικές μορφές, στόν Helvetius, στόν H olbach καί στόν Dide­ rot. Στόν πρώτο, ή άμφιταλάντευση καταφαίνεται άμέσως, αν επι­ χειρήσουμε μιά σύγκριση μέ τόν L a M ettrie. Μολονότι ό H elvetius αξιολογεί τήν άνθρώπινη φύση καί τόν χαρακτήρα τής ήθικής παρό­ μοια μέ τόν L a M ettrie, ωστόσο, άντίθετα άπό τούτον, έπιθυμεΐ δχι μόνο νά άπολυτοποιήσει τή δύναμη τής αγωγής, άλλά καί νά τής άναθέσει ήθικά-χειραφετητικά καθήκοντα. Ά ν ό L a M ettrie θεωρεί τή θρησκεία και τή δεισιδαιμονία σίγουρα μέσα πειθάρχησης καί επο­ μένως χρήσιμα στοιχεία τής κοινωνικής συμβίωσης, ό H elvetius επιμένει στόν εξοβελισμό τών θρησκευτικών αξιών άπό τήν ήθική αγωγή, καί μάλιστα δχι μόνον έπειδή τίς πιστεύει άνίκανες (μέ τήν τεχνική έννοια) νά διατηρήσουν τήν κοινωνική συμβίωση, άλλά προ­ παντός έξαιτίας τής άντιθεολογικής κανονιστικής τοποθέτησής του. Ό έξοβελισμός τής θεολογίας είναι ό ουσιαστικός σκοπός τής αυστη­ ρής του διάκρισης άνάμεσα στό καλό μέ τή «θεολογική» καί στό καλό μέ τήν «πολιτική» έννοια126 —, καί δχι λ.χ. ή υποταγή τής θεολογίας στήν πολιτική καί ή χρησιμοποίησή της γιά κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς, δπως τή φαντάζονταν οι M ach iav elli καί H obbes. Άκρι125. loc. cit., 64. 126. E s p r it, II, 15 = O C , II, 242.

4. Ο Η Θ Ι Κ Ι Σ Τ Ι Κ Ο Σ Υ Λ Ι Σ Μ Ο Σ

203

βώς ή μεταρρυθμιστική-κανονιστική πρόθεση ώθεΐ τον H elvetius στην αντίληψη γιά τήν παντοδυναμία τής αγωγής,127 ακόμη καί μέ αντίτιμο τη (θεωρητικά ριψοκίνδυνη) ολοσχερή άρνηση τής σημασίας τών φυσικών καταβολών γιά τή διαδικασία τής άγωγής.128 Γιά νά στηρίξει γνωσιοθεωρητικά τήν παραπάνω αντίληψή του, ό H elvetius ανατρέχει, καθώς είναι γνωστό, στόν C o ndillac, καί, ανάγοντας τήν ικανότητα κρίσης στήν αίσθηση ή μάλλον ταυτίζοντας τίς δυο αυ­ τές,129 πιστεύει δτι ό σκόπιμος έπηρεασμός τής νόησης μέ τίς κατάλ­ ληλες αισθήσεις στο πλαίσιο τής άγωγής θά άρκούσε γιά τή δημιουρ­ γία τής επιθυμητής ήθικής στάσης. Άλλωστε, οι πνευματικές κατα­ βολές, λέει ό H elvetius, είναι ίδιες σέ δλους τους άνθρώπους, μονά­ χα ή άγωγή τίς διαφοροποιεί καί τίς διαμορφώνει.130 Ή πίστη στήν παντοδυναμία τής άγωγής συμβαδίζει μέ τή νομιναλιστική πεποίθηση, δτι ή ήθική είναι συμβατική — δηλ. κατασκευάσιμη. Ό μω ς, ακριβώς αυτή ή πεποίθηση χρειάζεται νά στηριχθεί στήν αντίληψη μιας πάγιας ανθρώπινης φύσης: δχι δίχως λόγο είχαν συνδέσει ό H o bbes καί ό L a M ettrie τή νομιναλιστική τους ήθική φιλοσοφία μέ ορισμένη ανθρωπολογία. Τό ϊδιο κάνει (σιωπηρά) καί ό H elvetius, δημιουργώντας έτσι άθελά του έ'να ρήγμα άνάμεσα στήν κανονιστικά έμπνευσμένη άντίληψή του γιά τήν παντοδυναμία τής άγωγής, ή οποία στηρίζεται στή θεωρία τής ta b u la r a s a , καί στή σκεπτικιστική-σχετικιστική ήθική του φιλοσοφία, ή όποια συμβαδίζει μέ τήν άντίληψη μιας πάγιας ανθρώπινης φύσης. Τίς συνέπειες θά τίς δούμε αμέσως. Πάντως, ό H elvetius είναι υποχρεωμένος νά υπο­ στηρίξει καί τίς δύο παραπάνω άντιλήψεις, γιατί καί στίς δύο περιέχεται ή έπιθυμητή θέση, δτι ή ήθική είναι κατασκευάσιμη — μολονότι στόν H elvetius διαφεύγει δτι στήν πρώτη απ’ αυτές γίνεται λόγος γιά τήν κατασκευασιμότητα τού κανονιστικού στοιχείου, ένώ στή δεύτερη γιά τήν κατασκευασιμότητα τού άπλώς εμπειρικού (δπως επίσης τού διαφεύγει δτι ή πρώτη κατασκευασιμότητα διέπεται, ί­ σως, άπό νόμους όλότελα διαφορετικούς άπ’ δ,τι ή δεύτερη). Ή άντί­ ληψη, τώρα, δτι ή ήθική είναι συμβατική καί κατασκευάσιμη, συναρτάται μέ μιάν άνθρωπολογία πάγια, γιατί σ’ αυτήν ή ήθική εμφανίζε­ ται ώς άπόρροια τής φιλαυτίας. Καί γιά τόν H elvetius ή ήθική είναι προϊόν μιάς «πεφωτισμένης οίησης», αφού ύπάρχει χάρη στήν έσκεμ127. 128. 129. 130.

H o m m e, X, 1 = O C, XII, 71, 75. B a u m g a r te n , H e lv e tiu s, 14/5. E s p r it, I, 1 = OC, I, 210 κ.έ. H o m m e, II, 1 = OC, V II, 156 κ.έ.

204

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

μένη χρήσιμη διοχέτευση τής φιλαυτίας διαμέσου τής κοινωνικής αναγνώρισης καί ανταμοιβής.131 Ά ν , ωστόσο, από τήν ύπαρξη καί τήν έπήρεια τής φιλαυτίας προκύπτει δτι χρειάζεται νά υπάρξει ήθική καί άγωγή, δμως, άπό τήν άλλη μεριά, παραμένει άνοιχτό τ ί πρέπει νά θεωρηθεί ώς ήθικό* ανάλογα μέ τον χρόνο καί τον τόπο, άνάλογα δηλ. μέ τή συγκεκριμένη κατάσταση, μέσα στήν οποία ή βασική ορμή τής φιλαυτίας έν μέρει ικανοποιείται καί έν μέρει χαλιναγωγείται, ή ήθική παίρνει άλλο συγκεκριμένο περιεχόμενο, δπως τονίζει ό ϊδως ό H elv etiu s.132 Ή σχετικότητα τού περιεχομένου τής ήθικής (καί επο­ μένως καί τής άγωγής, ή οποία είναι σχετική ήδη άπό τό γεγονός, ό­ τι έξαρτάται άπό τήν έκάστοτε μορφή διακυβέρνησης133) άνάγεται, οσο κι άν αυτό φαίνεται παράδοξο, στήν ύπαρξη ουσιαστικά πάγιων βασικών όρμων, οι όποιες γεννούν τήν ήθική καθαυτή, δμως ικανο­ ποιούνται ή χαλιναγωγούνται μέ τρόπο διαφορετικό κάθε φορά. Ή άγωγή μπορεί, λοιπόν, τό πολύ-πολύ νά άναλάβει τήν καθοδήγηση τών βασικών όρμων, δμως δέν αλλάζει ούτε τήν υφή ούτε τήν επή­ ρειά τους* δέν μπορεί δηλ. νά γίνει παντοδύναμη, άν ή ήθική γεννιέ­ ται έτσι δπως περιγράφει ό H elvetius. Γ ι’ αυτό καί ό L a M ettrie ήταν συνεπής, δταν τόνιζε τήν άδυναμία τής άγωγής άκριβώς έξαιτίας τής τέτοιας καταγωγής τής ήθικής. Ό H elvetius ζητά νά αντιμετωπίσει τή δυσκολία, διαβεβαιώνοντας δτι ό άνθρωπος δέν είναι ούτε καλός ούτε κακός, αλλά άπειρα πλαστικός.134 Άπό φυσικού του αισθάνεται μονάχα ήδονή καί πόνο, οι φίλαυτες ορμές γεννιούνται μονάχα στά πλαίσια τής κοινωνίας.135 Ακόμη κι άν παραβλέψουμε τήν αναπόφευκτη άοριστία τού διαχωρι­ σμού άνάμεσα σέ φυσικό καί κοινωνικό άνθρωπο καθώς καί τον άκαδημαϊκό του χαρακτήρα (άφού τώρα πιά ζοΰμε κοινωνικά), καί πάλι πρέπει νά τονίσουμε ένάντια στήν ταξινόμηση τών όρμων, δπως τήν επιχειρεί ό H elvetius, δτι ή ήδονή καί ό πόνος άναφέρονται εξαρχής σέ άνάγκες τής αυτοσυντήρησης, γ ι’ αυτό άκριβώς καί ή κοινωνική τους μεταλλαγή γεννά φίλαυτα πάθη καί δχι κατιτί άλλο. Ό H elve­ tiu s δέχεται καί ό ίδιος δτι ή φιλαυτία είναι έμφυτη, προσθέτοντας συνάμα δτι άπ’ αυτήν μπορεί νά προκύψει καί καλό καί κακό.136 131. E s p r it , Π, 5 = OC, II, 64/5. 132. E s p r it , II, 13, 18-20 = OC, II, 185 κ.έ., 280/1 καί III, 1 κ.έ.· H om m e, II, 18 = OC, V III, 78 κ.έ. (ό H u m e άναφέρεται εδώ ώς σχετικιστής). 133. E sp r it, IV, 17 = OC, V I, 181· H om m e, X, 9 = OC, XII, 125 κ.έ. 134. H o m m e, V, 3 = OC, IX, 137/8. 135. E s p r it , III, 9 = OC, IV, 37/8. 136. op. c i t I, 4 = OC, I, 269.

4. Ο Η Θ Ι Κ Ι Σ Τ Ι Κ Ο Σ Υ Λ Ι Σ Μ Ο Σ

205

Υπάρχουν καί διατυπώσεις, στις όποιες ή ματαιόδοξη οίηση χαρα­ κτηρίζεται «καταδικαστέα», βέβαια, όμως κοινωνικά «άπαραίτητη καί έγγενής στήν ανθρώπινη φύση».137 Ό H elvetius, έχοντας πάντα κατά νού τόν κανονιστικό-παιδαγωγικό του σκοπό, δέν θέλει νά προ­ χωρήσει εως έκεί πού έφτασαν οί παλαιότεροι ήθολόγοι —καί προ­ παντός ό θαυμαστός του L a R o ch efo u cau ld 138— στη ζοφερή περι­ γραφή τής ανθρώπινης ψυχής,139 δμως συνάμα δίνει ό ίδιος μιά (έκ των υστέρων διαβόητη) άνάλυση τής φιλίας,140 ή οποία κάθε άλλο παρά ώς ύμνος στήν ανιδιοτελή ικανότητα αφοσίωσης τού άνθρώπου θά μπορούσε νά θεωρηθεί. Ή συχνή αναφορά στον H o b b es είναι χα­ ρακτηριστική γ ι’ αύτή τήν άνθρωπολογική τάση. Ή κοινωνικότητα τού άνθρώπου δέν είναι έμφυτη, λέει ό H elvetius* τούτη ή γνώμη τού H obbes ψέγεται από δσους διηγούνται τό μυθιστόρημα τής αν­ θρώπινης ψυχής καί θαυμάζεται από δσους θέλουν νά γράψουν τήν ιστορία της.141 'Ώστε τελικά παραμένει αδιαμφισβήτητο τό γεγονός, δτι ό άνθρω­ πος είναι εξαρχής έγωιστής καί, επομένως, δυνητικά τουλάχιστον, επικίνδυνος γιά τόν συνάνθρωπο. Φυσικά, ό H elvetius θά μπορούσε νά κατοχυρωθεί πίσω από έναν κοινό τόπο τού Διαφωτισμού καί νά ισχυριστεί δτι ή ήθική διαμορφώνεται άπό τό ελεύθερο παιγνίδι τής φιλαυτίας μέ τήν καλόδεχτη συνδρομή καί τής αγωγής.142 Δέν τό κάνει, άκριβώς επειδή είναι κατά βάση πολύ πιό απαισιόδοξος απ’ δ,τι πολλοί άλλοι διαφωτιστές γιά τόν (σημερινό τουλάχιστον) άν­ θρωπο. Γ ι’ αύτό καί ή λύση πού προτείνει, δηλ. ή δημιουργία τού άν­ θρώπου e x nihilo μέ τή βοήθεια τής αγωγής, είναι πολύ πιό δραστι­ κή. Βέβαια, ή απαισιοδοξία του άναφέρεται στή σημερινή κατάσταση τού άνθρώπου, ένώ ή αισιοδοξία στή δυνατή μελλοντική, γ ι’ αύτό καί ό H elvetius δέν αισθάνεται νά Αντιφάσκει, μολονότι βρέθηκε αναγ­ κασμένος νά Αμφισβητήσει (άν καί αδέξια) τά μόνιμα υπαρξιακά θε­ μέλια τής σημερινής κατάστασης τού άνθρώπου, άκριβώς γιά νά προ137. ορ. cit., II, 7 = OC, II, 100* πρβλ. II, 4 = OC, II, 4 1 /2 . 138. Γιά τήν έπίδραση τοΰ L a M ettrie, τού M andeville καί τού L a Roche­ fo u cau ld στον H elv etiu s βλ. C um m in g, H e lv e tiu s, 65 κ.έ. 139. E s p r it , II, 5 = OC, II, 65, σημ. 140. ορ. cit., III, 14 = O C , IV, 97 κ.έ. 141. H o m m e, II, 8 = O C , V II, 225, σημ. Πρβλ. τίς άναλύσεις του σχετικά μέ τή φυσική κατάσταση και μέ τή γένεση τής δικαιοσύνης, οί όποιες έπιβεβαιώνουν έξίσου τήν έπίδραση τού H o b b e s (IV , 8-9, καί V, 4 = OC, V III, 253 κ.έ. καί IX, 151 κ.έ.). 142. Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3γ.

206

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

λειάνει τόν δρόμο πρός τή δυνατή καί ευκταία του κατάσταση. Όπως κι αν έχουν τά πράγματα: αν ό H elvetius δεν είχε διαβλέψει τήν πο­ λύκλαδη λειτουργία τής φιλαυτίας μέ ολους της τούς κινδύνους, δεν θά ήταν καί ή έκπαιδευτική του πρόθεση καί μέθοδος τόσο ριζοσπα­ στική. Όταν κατηγορεί τόν R o u sse a u δτι, μολονότι αποθεώνει τήν αγωγή, ουσιαστικά τήν καταργεί, ταυτίζοντάς την μέ τήν ελεύθερη πορεία τής Φύσης,143 υποδηλώνει δτι ή δική του εμπιστοσύνη πρός τή Φύση είναι πολύ μικρότερη. Ή διείσδυσή του στούς μηχανισμούς τής φιλαυτίας δείχνεται σέ δλο της τό βάθος εκεί δπου προσπαθεί νά συλλάβει τις συνέπειές της πάνω στόν χαρακτήρα των άτομικών καί κοι­ νωνικών μορφών σκέψης. Ή φιλαυτία κάνει τή σκέψη δέσμια μιας προοπτικής, τήν εξαναγκάζει δηλ. νά βλέπει τά πάντα μέσα σέ μιά προοπτική πού καθορίζεται από τή θεμελιώδη στάση καί τίς συγκε­ κριμένες αξιώσεις ισχύος: «Τό συμφέρον διέπει δλες μας τίς κρί­ σεις»,144 διαπιστώνει ό H elvetius καί παραθέτει —χωρίς νά άναφέρει τήν πηγή του— τή φράση τού H o b b es, δτι ακόμη καί οί μαθημα­ τικές άλήθειες θά άμφισβητοϋνταν, αν έθεταν σέ κίνδυνο συγκεκριμέ­ να συμφέροντα.145 Ή ανθρώπινη σκέψη δέν είναι εξαρχής καταδικα­ σμένη νά κάνει λάθη, δμως αυτά γίνονται άναπόφευκτα έξαιτίας τού προοπτικού της χαρακτήρα.146 Ό προοπτικός τρόπος σκέψης δέν μπορεί, ώστόσο, νά ξεπεραστεί, γιατί μέσα στήν κοινωνία τό άτομο πρέπει νά έκλογικεύει άδιάκοπα τά πάθη του, έτσι ώστε τελικά «τό προσωπικό συμφέρον είναι, σέ κάθε κοινωνία, ό μόνος άποτιμητής τής άξίας των πραγμάτων καί τών προσώπων»*147 τά πάθη, πάλι, δέν μπορούμε νά τά παραμερίσουμε, έπειδή είναι ή κινητήρια δύναμη ολόκληρης τής ζωής* θά μπορούσαν δλα τους νά άναχθοϋν στή φιλαυ­ τία, πού είναι εξίσου δυνατή σέ δλους τούς άνθρώπους.148 Τά πάθη είναι στήν ήθική δ,τι ή κίνηση στή φυσική*149 «ή δραστηριότητα τού πνεύματος έξαρτάται από τή δραστηριότητα τών παθών»*150 «αν αυ­ τά μάς παραπλανούν, δμως αυτά μάς δίνουν καί τήν άναγκαία δύνα­ μη γιά νά βαδίζουμε».151 Ή έξάρτηση τής νόησης από τά πάθη, στήν 143. 144. 145. 146. 147. 148. 149. 150. 151.

H om m e , V, 5 = OC\ IX, 159 κ.έ. E s p r it, II, 1 = OC, II, 7.

H om m e , IX, 15 = OC, XI, 208 (πρβλ. II, 16 = O C, V III, 53/4). E s p r it , I, 2 = OC, I, 218 κ.έ. ορ. cit., II, 7 = OC, II, 104. H om m e , IV, 4 καί 23 = OC, V III, 2 3 1 , καί IX, 67/8. E s p r it , III, 6 = OC, III, 263. ορ. cit., III, 8 = O C, IV, 30. ορ. cit., I, 2 = O C, I, 223.

4. Ο Η Θ Ι Κ Ι Σ Τ Ϊ Κ Ο Σ Υ Λ Ι Σ Μ Ο Σ

207

όποια οφείλεται καί ό προοπτικός χαρακτήρας της, αποτελεί, κατά τόν H elvetius, μέρος τής γενικότερης εξάρτησής της άπό τή βιολογι­ κή δομή τού άνθρώπου γενικά. ’Άν άντί χέρια είχαμε οπλές, γράφει, θά ήμαστε άγρια ζώα:152 είναι αδύνατον νά φανταστούμε μιά ριζο­ σπαστικότερη κορύφωση τής διαφωτιστικής άντινοησιαρχικής τάσης στήν υπηρεσία τού σχετικισμού. Ή άδιάσπαστη συνάφεια ίδιοτελούς προοπτικότητας τής σκέψης καί βιοψυχικής ύφής τού άνθρώπου, όπως περιγράφεται άπό τόν H elvetius, δέν συμβιβάζεται μέ τή θέση του γιά τήν παντοδυναμία τής άγωγής, ή όποια προϋποθέτει αναγκαστικά δχι μόνο τήν άπειρη πλαστικότητα τής ψυχής, αλλά καί τήν ικανότητα (μερικής τουλάχι­ στον) ύπέρβασης τής προοπτικότητας. Βέβαια, ό H elvetius φρονεί ό­ τι ή πλάνη γεννιέται καί άπό άγνοια,153 δμως ό ίδιος διόλου δέν πι­ στεύει δτι οί άνθρωποι είναι πρόθυμοι νά συμπληρώσουν κενά των γνώσεών τους σέ βάρος των συμφερόντων τους, νά γνωρίσουν δηλ. πράγματα άσύμφορα. ’Άν ή άγνοια μπορεί νά άποτελεί πηγή πλάνης, πηγή τής άγνοιας μπορεί νά είναι καί ή συνειδητή ή ασυνείδητη απώ­ θηση των γεγονότων. Κι άν ή ίδιοτελής προοπτικότητα αποτελεί —αδιάφορο, άν συνειδητά ή δχι— μιά τόσο σημαντική αιτία άγνοιας, τότε δέν μπορεί νά άναμένεται εύ'λογα ή έξουδετέρωση τής πρώτης μέ νέες γνώσεις καί διαπιστώσεις. Στήν πραγματικότητα, ό H elve­ tius δέν έχει άλλη διέξοδο άπό τή δικτατορία των παιδαγωγών, τήν όποια καί προετοιμάζει θεωρητικά μέ τή διάκριση άνάμεσα στό «αληθινό» καί στό «ψευδές» συμφέρον των άνθρώπων154 — θεωρών­ τας αυτονόητο, ποώς θά άποφασίσει σχετικά μέ τό περιεχόμενο τών έννοιών αυτών: ό «έλλογος» νομοθέτης. Ή κανονιστική έννοια τής άγωγής είναι, επομένως, ένεργητική καί άναφέρεται προπαντός στόν παιδαγωγό, δμως ό H elvetius χρησιμοποιεί καί μιάν άλλη έννοια γιά τήν άγωγή, ή οποία μπορεί νά άναφέρεται σέ δλες τις ίσαμε τώρα κοινωνίες, άφού σημαίνει —χωρίς άξιολογική κρίση— τή διαμόρφωση τής άνθρώπινης συμπεριφοράς καί κρίσης άπό τό σύνολο τών συνθη­ κών ζωής, οι όποιες επηρεάζουν τήν αίσθηση, τή μόνη πηγή γνώσης. Ό τι ή άγωγή μ’ αυτή τήν έννοια ήταν άνέκαθεν παντοδύναμη, τό ξέ­ ρει ό H e lv e tiu s155 — γιά νά συμπεράνει άπ’ αυτό δτι καί ή μελλοντι152. ορ. cit., I, 1 = 0(7, I, 191. 153. ορ. eit.., I, 3 = OC, I, 224/5. 154. Γιά τήν άντίφαση άνάμεσα στις δυο αυτές έννοιες τού συμφέροντος βλ. τις παρατηρήσεις τού P lech an ow , B e it r ä g e , 133 κ.έ. 155. E s p r it, IV , 17 = O C , V I, 181 κ.έ.

208

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

κή κανονιστική αγωγή θά πρέπει, θά οφείλει καί θά επιτρέπεται νά είναι παντοδύναμη. *Από τήν εμπειρική διαπίστωση του ολόπλευρου κοινωνικού καθορισμού τού άτόμου προκύπτει άναγκαστικά ό ολό­ πλευρος χαρακτήρας τής μελλοντικής δικτατορίας των παιδαγωγών. Αυτό δέν σημαίνει δτι ό H elvetius σκεπτόταν ολοκληρωτικά μέ τή σύγχρονη σημασία τού δρου, κάθε άλλο.156 Πρέπει, δμως, νά άναλογιστούμε τούτη τήν άκραία δυνατότητα τού παιδαγωγικού του ιδεώ­ δους, καί μάλιστα γιά νά δείξουμε δτι άκόμη καί ή πραγμάτωσή της διόλου δέν θά έγγυόταν τήν εκπλήρωση των κανονιστικών στόχων τής αγωγής. Γιατί, δπως ρωτούσε ήδη ό M a r x , ποιος θά διαπαιδαγωγήσει τόν παιδαγωγό; Γιατί νά έχει μόνος ό μηχανικός άνθρώπων τή δυνατότητα διαφυγής άπό τόν φαύλο κύκλο τής προοπτικής σκέ­ ψης καί, επομένως, ώς νομοθέτης, τήν ικανότητα τέτοιας διαρρύθμι­ σης τής κοινωνίας, ώστε νά μήν εξυπηρετείται κανένα ιδιαίτερο συμ­ φέρον σέ βάρος κάποιου άλλου; Ακόμη καί ή ύποκειμενικά έντιμη προσπάθειά του δέν θά εμπόδιζε αυτόματα τήν επικράτηση ιδιαίτε­ ρων συμφερόντων, καί μάλιστα άκριβώς έπειδή ή εκλογίκευση άσυνείδητων κινήτρων, πού τόσο λεπταίσθητα περιγράφει ό ίδιος ό H elvetius («συχνά άγνοούμε καί οι ίδιοι τά κίνητρα πού μάς καθορί­ ζουν»157), δέν θά λειτουργούσε σ’ αυτόν διαφορετικά απ’ δ,τι στούς ύπηκόους του. ’Άν τόν δούμε άπ’ τά έξω, ό παιδαγωγός βρίσκεται μπροστά στίς ’ίδιες δυσκολίες δπως καί οι μαθητές του — καί οι δυ­ σκολίες καί των δυο προέρχονται άπό τις άμφιλογίες τού H elvetius, ό οποίος χρησιμοποιεί δχι μονάχα δύο διαφορετικές έννοιες τής άγωγής, άλλά καί δύο διαφορετικές έννοιες τής δικαιοσύνης. Μέ τήν έμπειρική-γενετική έννοια ή δικαιοσύνη, ώς m odus vivendi τής κοι­ νωνίας, είναι αποκλειστικό άποτέλεσμα «φυσικών αισθημάτων» (ήδονή-πόνος) καί «προσωπικού συμφέροντος».158 Μέ τήν κανονιστι­ κή έννοια, δικαιοσύνη είναι ή προθυμία (μερικής) παραίτησης άπό προσωπικά συμφέροντα μέ κριτήριο τό «δημόσιο καλό».159 Ό H elvetius πού, δπως είπαμε, άγνοεί τή διαφορά ανάμεσα στήν κατασκευασιμότητα τού εμπειρικού καί στήν κατασκευασιμότητα τού κανονιστικού στοιχείου, άγνοεί καί δτι ή μετάβαση άπό τή μιά έννοια 156. Τή δυσπιστία του πρός τό απολυταρχικό κράτος περιγράφει ό C um m ing, H elv e tiu s, 228 κ.έ. Ωστόσο πρβλ. τις παρατηρήσεις του γιά τόν πρωταρχικό ρόλο τής άγωγής στή σκέψη καί στήν πολιτική του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, 172 κ.έ. 157. E s p r it, II, 2 = OC, II, 14. 158. ορ. cit. , ΙΙΪ, 4 = O C, III, 218. 159. ορ. cit., II, 6 = OC, II, 73/4.

4. Ο Η Θ Ι Κ Ι Σ Τ Ι Κ Ο Σ

Τ Α ΙΣ Μ Ο Σ

209

τής δικαιοσύνης στήν άλλη (καί επομένως καί από την έμπειρική στήν κανονιστική έννοια τής αγωγής) δεν είναι δυνατόν να έπιτελεστεί δίχως μιαν αναθεώρηση τής γνωσιοθεωρητικής του αφετηρίας. Άν ή αίσθηση καί ή κρίση ταυτίζονται, τότε ή νόηση μπορεί να γνω­ ρίζει μόνο τό πραγματικό, δχι τό δυνατό. Τό άτομο, ώς νομοθέτης ή ώς υπήκοος, δεν είναι, λοιπόν, σέ θέση να ξέρει τι είναι τό γενικό κα­ λό, άν αυτό δέν έχει ήδη πραγματωθεί* κι άν δέν έχει, τότε τό άτομο αναγκαστικά θά συγχέει τήν αντίληψή του γιά τό γενικό καλό, δπως αυτή δημιουργεΐται άπό τις συγκριτικές λειτουργίες τής κρίσης, μέ τήν αίσθησή του, δηλ. μέ τό συμφέρον του, θά πρέπει δηλ. νά δώσει στό γενικό καλό τό περιεχόμενο πού τού υπαγορεύει τό συμφέρον του. Χωρίς τήν προνοητική δραστηριότητα μιας αυτόνομης νόησης, ή αγωγή μπορεί νά μεταδώσει δ,τι είναι εμπειρικά δεδομένο, δχι δμως καί νά τό αλλάξει* συνεχίζει δηλ. νά παραμένει παντοδύναμη μονάχα μέ τήν εμπειρική της έννοια. Δέν ήταν, λοιπόν, τυχαίο, πού οί διαφω­ τιστές κριτικοί τού Helvetius —ό Diderot εξίσου μέ τόν R ous­ se au — θεώρησαν τήν αδυναμία τής νόησης ώς τό μεγαλύτερο εμπό­ διο γιά τήν επίτευξη των κανονιστικών σκοπών, πού ό ίδιος ό H elve­ tius είχε τάξει. Ή θεωρητική αμηχανία τού H elvetius δείχνεται, τέλος, τόσο στή διάγνωση του κοινωνικού κακού δσο καί στις προτάσεις γιά τή θερα­ πεία του. Γιατί στόν τομέα αυτόν άντιστρέφει τή φυσιολογική —κατά τόν ίδιο— σειρά τού Είναι καί τού Συνειδέναι ή αίσθησης καί κρίσης, γιά νά προτάξει τόν υποκειμενικό παράγοντα καί τήν ύποκειμενική βούληση, τής οποίας τήν ελευθερία άλλωστε μονάχα μέ τή νομιναλιστική έννοια τού H o b b es αναγνωρίζει.160 Όπως ή αίτια τού κακού ζητείται στις κακές προθέσεις καί στήν ίδιοτελή συμπεριφορά των κυ­ ριάρχων, έτσι καί ή θεραπεία βρίσκεται στόν διαφωτισμό τού ανθρώ­ πινου νού.161 Αφού, λοιπόν, είναι αδύνατη ή πρόοδος σέ κανονιστική κατεύθυνση μέ υλιστικά μέσα, γίνεται άναγκαία ή άποδοχή μιας ενεργής καί ικανής γιά αυτόνομες άποφάσεις βούλησης καί νόησης. Άπό τή μιά μεριά οί ύλιστές άμφισβητούν τίς έμφυτες ιδέες καί ανά­ γουν τή σκέψη στό φυσικό καί κοινωνικό Είναι, άπό τήν άλλη, δμως, τονίζουν τόν πρωταρχικό ρόλο των ιδεών —μέ τή μορφή τού Λόγου ή τής δεισιδαιμονίας— στήν ιστορία.162 Γιά νά παραμείνουν ενεργοί μέ έννοια πολιτική καί κανονιστική, είναι υποχρεωμένοι νά διακινδυνεύ160. ορ. eit., 1, 4 = OC\ I, 276/7. 161. ορ. eit., II, 23, 24 = OC, III, 100/1, 113. 162. P lech an o w , M o n istisc h e G e sch ic h tsa u f., 18 κ.έ., B e it r ä g e , 67 κ.έ.

210

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

σουν μιάν αντίφαση — κι αν αυτό δεν τό συνειδητοποιούν, ό λόγος εί­ ναι δτι ή πολεμική συνέπεια υπερφαλαγγίζει τη συνέπεια τη λογική: τόσο ό υλισμός τους δσο καί ή αξιολογική τους κλίμακα στρέφονται εξίσου ένάντια στή θεολογία, μολονότι αντιφάσκουν μεταξύ τους. Στον H o lb ach ή αντίφαση τούτη δείχνεται εντονότερα απ’ δ,τι στόν H elvetius καί παίρνει τήν κλασική σχεδόν μορφή της. Ή αποσύνθε­ ση τής νόησης καί τής ελευθερίας τής βούλησης, ή οποία στόν H elve­ tius συντελέστηκε μέσα σέ πλαίσιο κυρίως γνωσιοθεωρητικό καί έτσι μπόρεσε νά παρουσιαστεί ώς απλή συνέχιση του Locke (αφού μάλι­ στα ό H elvetius ισχυριζόταν, όπως καί ό L ocke, δτι τό πράγμα κα­ θαυτό, δηλ. ή ύλη, δέν μπορεί νά γνωσθεί), στόν H o lb ach πραγμα­ τοποιείται μέσα σέ ένα εντυπωσιακό όντολογικό σκηνικό καί έτσι παίρνει όλότελα ιδιαίτερο βάρος. Εκθέτοντας συστηματικά τήν ύλιστική-αίτιοκρατική του άντίληψη γιά τό Ό ν, ό H olbach προσφέ­ ρει ό ίδιος ένα απτό κριτήριο γιά τήν άξιολόγηση τής ήθικής του φι­ λοσοφίας — άκριβέστερα: τής μετάβασης άπό τή φυσική στήν ήθική φιλοσοφία: γιατί ό ίδιος ό H olbach θέλει νά πραγματοποιήσει τή με­ τάβαση αυτή, θέλει δηλ. νά θεμελιώσει τήν ήθική του φιλοσοφία μέ μιάν οντολογία γιά νά τήν κάνει, έτσι, άκαταμάχητη.163 Σέ άντίθεση μέ τον L a M ettrie, ό H o lb ach θεωρεί τήν («άληθινή») ήθική ώς συνέχιση καί δχι ώς άρνηση τής Φύσης. Ακριβώς γ ι’ αυτό είναι άκόμη πιό άξιοπρόσεκτη ή έμφατική συμφωνία του μέ τόν L a M ettrie, δσον άφορά στήν ήθική άχρωμία τής Φύσης. Ό Holbach στρέφεται ένάντια σέ κάθε προσωποποίησή της,164 τή συλλαμβάνει εντελώς αιτιοκρατικά καί άμφισβητεί τήν ύπαρξη καλού καί κακού μέσα της.165 Έξαιτίας τού όντολογικού μονοπωλίου τής Φύσης πρέ­ πει δμως καί ό άνθρωπος νά είναι όλάκερος Φύση, «δν καθαρά φυσι­ κό», καί μάλιστα μέ έννοια άξιολογικά ελεύθερη, οπότε παύει νά υπάρχει διάκριση άνάμεσα σέ «φυσικό άνθρωπο» καί σέ «ήθικό άνθρωπο».166 Επίσης μέ βάση τόν άξιολογικά έλεύθερο ορισμό του γιά τή Φύση, ό H o lb ach συμπεραίνει δτι ό άνθρωπος δέν είναι εξαρ­ χής ούτε καλός ούτε κακός,167 μή έχοντας καν ενός είδους (ούτε καί ήθικές) έμφυτες ιδέες.168 Ό H o lb ach πιστεύει δτι μ’ αυτόν τόν τρό­ πο απελευθερώνει τόν άνθρωπο άπό τό προπατορικό άμάρτημα* 163. 164. 165 . 166 . 167. 168.

S y st, de S y s t . de loc. cit., lo c. c it., loc. c it., loc. c it.,

Ια N a t., I, 211- πρβλ. M o r. U niv., I, 1. la N a t., I, 76/7. 71. 67. 219. 237/8.

4. Ο Η Θ Ϊ Κ Ι Σ Τ Ι Κ Ο Σ Υ Λ Ι Σ Μ Ο Σ

211

άφοΰ, όμως, εξαλείφει τήν κανονιστική διάσταση τής Φύσης (δηλ. τό­ σο τό καλό δσο καί τό κακό) με τη βοήθεια μιας παντοδύναμης αιτιο­ κρατίας, ή παραπάνω άπελευθέρωση του άνθρώπου σημαίνει τήν πλήρη ύποταγή του στήν ίδια τούτη αιτιοκρατία. Έ τσ ι συμβαίνει τό παράδοξο, δτι ό H o lb ach , άκριβώς γιά νά ανοίξει τόν δρόμο σε μιά καινούργια ήθική Δημιουργία ex nihilo, καί μαζί σέ μιά νέα ήθική φιλοσοφία, εξοβελίζει a lim ine τό κανονιστικό στοιχείο καί τήν ελευ­ θερία τής βούλησης. Ό άνθρωπος δεν είναι σέ καμιά στιγμή τής ζωής του έλεύθερος, λέει*169 άκόμη καί ή ελευθερία τής έκλογής δέν σημαί­ νει ελευθερία τής βούλησης, άφού ό άνθρωπος μπορεί νά καθορίσει τούς σκοπούς του, δχι όμως καί τά κίνητρά του.170 Σύμφωνα μέ τή φυσικοκρατική του τοποθέτηση, ό H olbach αποδίδει τήν άνελευθερία τού άνθρώπου στή φυσική του ύφή. Οί «ήθικές ιδιότητες... οφεί­ λονται σέ υλικές αίτιες»4171 «ό οργανισμός μας διόλου δέν έξαρτάται από εμάς, οί ιδέες μας μάς έρχονται άθελα... είμαστε καλοί ή κακοί, ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι, φρόνιμοι ή άνόητοι, λογικοί ή παρά­ λογοι, χωρίς ή βούλησή μας νά επεμβαίνει στο παραμικρό σέ δλες αυτές τις καταστάσεις».172 Αφού ή Φύση είναι ένιαία ώς πρός τή νομοτέλειά της, δχι δμως καί ώς πρός τά προϊόντα της (όπως άλλω­ στε μαρτυρεί ή πολυμορφία τού κόσμου), γ ι’ αυτό καί αποκλείεται νά υπάρξουν δυο όλότελα ίδιοι άνθρωποι, επομένως καί δυο όλότελα σύμφωνοι τρόποι σκέψης.173 Ή κατάσταση στόν χώρο των ιδεών καί των γνωμών παρουσιάζεται άκόμη πιο χαοτική, άν άναλογιστούμε δτι ή ίδια αίτια επηρεάζει τό ίδιο άτομο μέ τρόπο κάθε φορά διαφορε­ τικό, καί έτσι δλα τά άτομα άλλάζουν ταυτόχρονα πρός διαφορετικές κατευθύνσεις.174 Ή απειρία τών ατομικών προοπτικών στήν άκρα σχετικότητά τους προκύπτει, λοιπόν, άμεσα από τήν αυστηρότητα καί τή συνέπεια τής έννοιας τής αιτιότητας. Ό H olbach δέν άρνείται τή συνάρτηση τούτη, δμως πιστεύει δτι είναι σέ θέση νά ύποτυπώσει μιάν οικουμε­ νική ήθική πάνω στή βάση προοπτικών καί αιτιοτήτων κοινών σέ 8λους τούς άνθρώπους. Ή ορμή τής αυτοσυντήρησης καί ή επιδίωξη τής ευτυχίας αποτελούν τούς δύο στύλους τής νέας ήθικής,175 άφού 169. 170. 171. 172. 173. 174. 175.

loc. loc. loc. loc. loc. loc. loc.

cit., cit., cit., cit., cit., cit., cit.,

276. 269. 196, πρβλ. 191. 259. 188/9, 252 κ.έ. 387. 282.

9ΐ ο

V T I. Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν Ι Σ Μ Ο Τ

αυτές ορίζουν τήν κοινή προοπτική όλων των ανθρώπων. Όμως, ακόμη καί αν τό δεχτούμε αυτό, τά άτομα μπορούν τό πολύ-πολύ νά συμφωνήσουν πάνω στό δτι πρέπει νά υπάρξει μιά ήθική, δχι δμως καί πάνω στό τ ί πρέπει νά θεωρηθεί ήθικό. Ή γενική άνθρώπινη προοπτική δίνει μέ άλλα λόγια μονάχα τό Ό τί, ενώ τό 7Υ συνεχίζεται νά έπαφίεται στήν προσωπική προοπτική τού κάθε ατόμου — τή στιγ­ μή πού ό ίδιος ό H o lb ach είχε δείξει πόσο διαφέρει ή μιά άπό τήν άλλη καί πόσο άσταθής είναι καθαυτή. Βέβαια, ό H o lbach επιθυμεί μιά διεύρυνση καί σταθεροποίηση τής προσωπικής προοπτικής μέ βά­ ση τόν σεβασμό τής προοπτικής τών συνανθρώπων καί μέ κριτήριο τό γενικό καλό, δμως δέν μπορεί νά δεχτεί δτι κάτι τέτοιο είναι δυνα­ τό δίχως νά απεμπολήσει, εν μέρει τουλάχιστον, τήν άνελευθερία τής βούλησης καί τήν εξάρτηση τής σκέψης άπό τή βιοδομή* καί πράγμα­ τι, ό ρόλος τού λογισμού τονίζεται ιδιαίτερα άκριβώς στήν άνάλυση τής έννοιας τής άρετής.176 Καθαυτή ή φιλαυτία δέν άποτελεί τίποτε άλλο παρά τό άντίστοιχο τυφλών φυσικών δυνάμεων (δπως έλξη ή άδράνεια) μέσα στόν φυσικό άνθρωπο,177 γ ι’ αυτό καί δέν είναι ούτε κάν ικανή νά θυσιάσει μιά βραχυπρόθεσμη απόλαυση γιά χάρη μιας μακροπρόθεσμης. Ό H o lbach είναι πρόσθετα ύποχρεωμένος νά ει­ σαγάγει λαθραία τόν Λόγο, γιατί —θεωρώντας τόν εαυτό του κάτοχο τής μόνης δραστικής ήθικοφιλοσοφικής συνταγής— επιθυμεί νά δια­ τυπώσει μιάν ήθική, πού δέν θά άποτελεί άπλή συμβατική κατα­ σκευή, άλλά θά ισχύει παντού καί πάντα.178 Είναι χαρακτηριστικό ό­ τι τονίζει τή διαφορετική φυσική δομή τών ανθρώπων μονάχα δταν θέλει νά εξηγήσει τήν πληθώρα τών μορφών τής δεισιδαιμονίας,179 δ­ μως παρακάμπτει σιωπηρά τήν πληθώρα τών μορφών τής ήθικής, ή οποία ασφαλώς θά σκίαζε τό δνειρο τής μιας καί αιώνιας ήθικής, καί γ ι’ αυτό παραμένει καί ό διαφωτιστής μέ τή λιγότερο ιστορική σκέ­ ψη. Αύτό οφείλεται δχι μονάχα στήν προτίμησή του γιά τήν υλιστική οντολογία, άλλά καί —κατά παράδοξο τρόπο— στήν περίεργη ύπεριστορική-κανονιστική του τοποθέτηση, ή όποια σκοπεύει άκρι­ βώς νά μετριάσει ή νά παραμερίσει τις μοιρολατρικές συνέπειες τής όντολογίας του. Τούτη ή κανονιστική τοποθέτηση εμπνέει, άλλωστε, καί τήν αμείλικτη κριτική του στή θρησκεία καθώς καί τή θέση του, δτι ot συμφορές τών ανθρώπων οφείλονται στήν παραγνώριση καί 176. 177. 178. 179.

M or. U n i v 1, 73/4. Syst., de la N a t ., 1, 115. dp. eit., I, 204* II, 278. op. c i t I, 255.

4. Ο Η Θ ΙΚ ΙΣ Τ ΙΚ Ο Σ Υ Λ ΙΣ Μ Ο Σ

213

στήν άρνηση τής Φύσης.180 Σύμφωνα, δμως, μέ την αυστηρά αιτιώδη έννοια του γιά τή Φύση, ή απόκλιση απ’ αυτήν θά έπρεπε νά απο­ κλείεται — καί έξίσου άδικαιολόγητη θά έπρεπε νά είναι ή οργή ενάν­ τια στούς υποτιθέμενους αίτιους της. Γιά νά βρει ένοχους, ό H olbach σπάζει τό σιδερένιο δαχτυλίδι τής φυσικής άναγκαιότητας, καί τό Ι­ διο κάνει γιά νά άντλήσει καί ελπίδες. Ακολουθώντας τό ίδιο νήμα σκέψης περιέρχεται στήν ίδια λογική δυσκολία δπως καί ό H elvetius, εξαιρώντας τον έλλογο νομοθέτη άπό τον φαύλο κύκλο τής αι­ τιοκρατίας καί άναμένοντας μεγάλα πράγματα απ’ αυτόν.181 Ό μω ς, δσο περισσότερο ή τέτοια έπιχειρηματολογία του αυξάνει τήν ευφορία του, τόσο πιο πολύ διευρύνεται τό χάσμα ανάμεσα στήν «οικουμενική ήθική» καί στόν αιτιώδη καθορισμό του ανθρώπου.182

180. loc. cit., 9. 181. M o r. Univ., II, 31 κ.έ. Τήν ίδια λογική αντίφαση στόν H elv etiu s καί στόν H olb ach πιστοποιεί ό L o u gh (H e lv etiu s a n d H o lb a c h , 372, 383), ό όποιος καί αναλύει τήν κοινή τοποθέτηση των δύο στοχαστών απέναντι σέ όντολογικά, άνθρωπολογικά, γνωσιοθεωρητικά καί πολιτικά ζητήματα. Ό L a d d τονίζει τήν ομοιότητα τών πολιτικών τους αντιλήψεων, ύποδείχνοντας συνάμα τίς γνωσιοθεωρητικές καί άνθρωπολογικές της προϋποθέσεις (H elv e tiu s a n d d *H o lb a c h , 222/3). Πρβλ. W olgin, G e se llsc h a ftsth e o rie n , 106 κ.έ., 138 κ.έ. 182. P lech an ow , B e it r ä g e , 42. Παρόμοια ό N a u m a n n , H o lb a c h , 122 κ.έ., 113/4. Ό N au m an n συνοψίζει τή μαρξιστική κριτική στόν «μηχανικιστή» H o l­ b ach μέ τήν παρατήρηση, ότι ό τελευταίος παίρνει ύπόψη του μονάχα τή φυσική, όχι τήν ιστορική καί πρακτική πλευρά τής διαμόρφωσης τής άνθρώπινης συνείδησης. Α λλά άπό τήν άλλη μεριά ό N au m an n κηρύσσεται άνεπιφύλακτα σύμφωνος μέ τή «θεωρία γιά τόν ολόπλευρο καθορισμό τοΰ άνθρώπου άπό τήν άντικειμενική άναγκαιότητα». Στήν περίπτωση αύτή, τί άλλο μπορεί νά σημαίνει ή έξέταση του ρόλου τής πράξης στή διαμόρφωση τής συνείδησης έκτος άπό τή συμπλήρωση τών «φυσι­ κών αιτίων» μέ τά «ήθικά αίτια»; 'Ωστόσο τό παράδειγμα τού M o n tesq u ieu μάς έ­ δειξε ότι αυτό καί μόνο διόλου δέν άρκεϊ γιά τήν υπέρβαση τής άκαμπτης αιτιοκρα­ τίας (βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 4δ). Ή μαρξιστική κριτική στόν τάχα μηχανικιστή H o l­ b ach κατά βάθος περισσότερο χρησιμεύει στήν κατάδειξη τής υπεροχής τοΰ «διαλε­ κτικού» υλισμού παρά στή λογική λύση τού προβλήματος. — Καί ό M en sch in g υπο­ γραμμίζει τή βασική άντίφαση στή σκέψη τού H o lb a c h (T o ta litä t u n d A u ton o­ m ie, 81 κ.έ.), όμως συνάμα πιστεύει ότι ή άντίφαση αύτή μπορεί νά λυθεί σέ υλιστι­ κή βάση. Ό ίδιος, πάντως, δεν προσφέρει καμιά τέτοια λύση, παρά μονάχα παραθέ­ τει τίς φιλελεύθερες καί χειραφετητικές άποφάνσεις τών ύλιστών (μόνον ό L a M ettrie θεωρείται άδιόρθωτος, 199). Ό μω ς τό πρόβλημα δέν είναι άν υπάρχουν τέτοιες άποφάνσεις, παρά άν συμβιβάζονται λογικά μέ τήν υλιστική οντολογία. Ή σύγχυση άνάμεσα σέ προθέσεις καί έπιτεύγματα είναι έδώ άνεπίτρεπτη. Ή άνάλυση τής σκέ­ ψης τού D id ero t, όπως τήν έπιχειρεί ό M e n sch in g (94 κ.έ.), είναι πολύ έκλεκτική καί έπιφανειακή γιά νά θεωρηθεί ώς άπόδειξη μιας έπιτυχημένης σύνθεσης υλισμού και ήθικής.

214

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ Τ Ο Υ Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

Καταλαβαίνουμε εύκολα πόσο δυνατή θά έπρεπε νά είναι ή έπιθυμία αποφυγής τού μηδενισμού, γιά νά παραβλέπονται τέτοιες αντι­ φάσεις. Φυσικά, ή επιθυμία αυτή έπιτεινόταν, δποτε ένας διαφωτι­ στής έδινε στους θεολόγους εύπρόσδεκτα επιχειρήματα. Οί τελευταίοι είχαν ήδη βρει στόν L a M ettrie διατυπωμένο απροκάλυπτα δ,τι πα­ ρουσίαζαν πάντοτε ώς άναπόδραστη τελική συνέπεια των νέων ιδεών.183 Ή πρώιμη αυτή προειδοποίηση έγινε —καί όρθά— αντιλη­ πτή από τούς πλείστους διαφωτιστές μέ τήν έννοια δτι ή θεολογία πο­ τέ δέν θά μπορούσε νά νικηθεί, δσο ό Διαφωτισμός ήταν σημαδεμένος από έναν άναρχικό άνηθικισμό. Ή εξαιρετική σφοδρότητα, μέ τήν οποία καταπολεμήθηκε ό L a M ettrie, δείχνει πόσο νευραλγικό ήταν στ** αλήθεια τό σημείο αυτό. Οί ίδιοι οί υλιστές χρησιμοποίησαν έναντίον του εκφράσεις, πού συναγωνίζονταν σέ οξύτητα τίς κριτικές τών θεολόγων — γιατί ακριβώς αύτοί χρειάζονταν περισσότερο από κάθε άλλον ένα άλλοθι. Κατά τον H o lb ach , ό L a M ettrie ώς ήθικοφιλόσοφος είναι «άληθινός φρενοβλαβής»,184 ενώ ό D iderot στηλιτεύει βίαια τίς «χοντροκομμένες, άλλά επικίνδυνες σοφιστείες» του, τό «χάος τό λογικό καί τό χάος τής υπερβολής» του κτλ. κτλ.185 Ή έμφατική αύτή καταδίκη, δμως, προφανώς δέν άρκούσε, αφού μάλιστα ύπήρχαν θεολόγοι δχι μόνο πρόθυμοι, άλλά καί ικανοί νά διαγνώσουν τήν έσώτερη άντιφατικότητα τού συστήματος τού H olbach λ.χ .186 Αυτά δλα φαίνονταν, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, νά δι­ καιώνουν τή στρατηγική τού V o ltaire, ό οποίος εξαρχής είχε χτυπή­ σει τίς υλιστικές τάσεις, συνδέοντας μάλιστα τήν κριτική του στήν ον­ τολογία τού L a M e ttrie 187 μέ μιά ξεκάθαρη απόρριψη τού αξιολογι­ κού μηδενισμού του. «'Υπάρχει μεγάλη διαφορά άνάμεσα στήν κατα­ πολέμηση τών ανθρώπινων δεισιδαιμονιών καί στή συντριβή τών συ­ νεκτικών δεσμών τής κοινωνίας καί τών αλυσίδων τής άρετής», γρά­ φει στίς 27 Ίανουαρίου 1 7 52,188 καί τήν ϊδια περίπου εποχή, στό Poem e su r Ια Ιοί n a tu re lle , στρέφεται έμμεσα ενάντια στόν AntiSen eque τού L a M e ttrie .189 Στήν αντιμετώπιση τών υλιστών ό 183. κ.έ. 184. 185. 186. C ris is, 187. 188. 189.

F alv e y , In tro d u c tio n , 87 κ.έ.* V a rta n ia n , L 'H o m m e M a c h in e , 252 S y st, de ία N a t ., II, 3 6 6 , σημ. E s s a i s u r ies re g n e s de C lau d e et de N e ro n , OC, III, 217. P a lm e r, C ath o lic s a n d U n b eliev ers, 189 κ.έ., 215/6* C ro ck e r, A ge o f 28. P e rk in s, V oltaire a n d L a M e ttrie , 105/6, 109. Επιστολή στόν R ich elieu , OC, X X X V II, 363. C row ley, V o ltaire s P o e m e , 186.

4. Ο Η Θ Ϊ Κ ίΣ Τ ! Κ Ο Σ Υ Λ Ι Σ Μ Ο Σ

215

V oltaire οδηγούνταν δχι μόνον από λόγους άρχής, αλλά καί από λό­ γους τακτικής. Ήθελε νά άποφύγει οπωσδήποτε εν αν «εμφύλιο πόλε­ μο ανάμεσα στους άπιστους»,190 καί γ ι’ αυτό ήταν καί διατεθειμένος νά κάνει παραχωρήσεις. Ό μω ς, οι σχέσεις του μέ τόν κύκλο των D i­ derot και H o lb ach χειροτέρεψαν, προπαντός μετά τήν άποχώρηση τού d ’A lem bert άπό τήν Εγκυκλοπαίδεια — καί οι μεταφυσικές διαφορές ήταν στενά δεμένες μέ πολιτικές: άκόμη καί ό πιστός του d’A lem bert μέμφθηκε τόν V o ltaire δτι έχει ύπερβολικά θερμές σχέ­ σεις μέ τήν άριστοκρατία.191 Ό V oltaire άντέδρασε, διαχωρίζοντας πάντα τή θέση του άπό τόν ύλισμό τού D id e ro t192 καί θεωρώντας τήν επίθεση τού H o lb ach εναντίον τού Χριστιανισμού ώς ένδειξη άναρχικού πολιτικού φρονήματος.193 Λίγο μετά τήν έμφάνιση τού κύριου έργου τού H o lb ach έγραφε: «τούτο τό καταραμένο Σύστημα τής Φύσης έκαμε κακό άνεπανόρθωτο».194 Μέ τό ίδιο πνεύμα σχο­ λίαζε καί τό μεταθανάτιο έργο τού H elvetius D e rh o m m e .195 Ά λ ­ λωστε τό δνομα τού H elvetius ξυπνούσε δχι μονάχα φόβους γιά τό μέλλον, άλλά καί οδυνηρές άναμνήσεις άπό τό παρελθόν. Ή θύελλα, πού είχε προκαλέσει τό D e Γ E sp r it στά 1758-59, είχε ώς έμμεσο άποτέλεσμά της καί τήν άπαγόρευση τής Εγκυκλοπαίδειας, άφού οι θεολογικοί άντίπαλοι των διαφωτιστών δέν παρέλειψαν νά συσχετί­ σουν τα πάντα μέ τά πάντα.196 'Οδυνηρότερη άκόμη άπό τήν άμεση βία ήταν Ισως ή άπήχηση πού βρήκαν τότε τά άντιδιαφωτιστικά επι­ χειρήματα, καί μάλιστα χάρη στην επιτυχία τής κωμωδίας τού P a ­ lis sot L e s P h ilo so p h e s, ή οποία γράφτηκε στήν εποχή τής διαμά­ χης γύρω άπό τόν H elvetius καί τόν είχε γιά άμεσο στόχο της.197 Μέ δλη της τή χοντροκοπιά, ή βασική θέση τού P a lisso t άγγιξε τό ευαίσθητο σημείο τών διαφωτιστών — καί τού πράγματος: ό ήθικός 190. Επιστολή στον d ’ A lem b ert άπό 2 7 .7 .1 7 7 0 = OC, X L V II, 153. 391. Τούτη τή συνύφανση τών μεταφυσικών καί πολιτικών άπόψεων τής διαμάχης έχει περιγράφει πολύ καλά ό P a p p a s , V oltaire et Ια g u e r r e p h ilo so p h iq u e , ίδ. 527 κ.έ. Διεξοδικότερα στό V oltaire a n d d ’A le m b e rt, ίδ. 20 κ.έ., 81 κ.έ. 192. T o rre y , V o lta ire ’s R e a c tio n to D id e ro t, 1127 κ.έ. 193. Επιστολή στή M m e de S a in t-Ju lie n άπό 1 5 .12.1766 = OC, X L IV , 534/5. 194. Επιστολή στόν G rim m άπό 10.1 0 .1 7 7 0 = OC, X L V II, 219, πρβλ. 210 (επιστολή στόν C h a b a n o n άπό 28.9.1 7 7 0 ). 195. Επιστολή στόν d ’ A lem b ert άπό 16.6.1773 = OC, X L V III, 399. 196. Sm ith , H e lv e tiu s, 150 κ.έ. Γιά τά γεγονότα τής διαμάχης γύρω άπό τό βιβλίο τού H elv etiu s καί τά σχετικά πολεμικά φυλλάδια ibid. 11-91. Πρβλ. K eim , H e lv e tiu s, 319-423. 197. F re u d , P a lis s o t et le s P h ilo so p h e s, ίδ. 111 κ.έ., 140/1.

216

V I I . Μ Ο Ρ Φ Ε Σ T O T Μ Η Δ Ε Ν ΙΣ Μ Ο Υ

σχετικισμός, που έχει βάση αίσθησιοκρατική, μπορεί λογικά, άλλα καί από τον πολύ κόσμο, νά έρμηνευθεί με τήν έννοια δτι δλα επιτρέ­ πονται, αν αυτό συμφέρει τόν ενδιαφερόμενο.198 Ή τροφή, πού έδωσε ό H elv etiu s στήν υποψία τού μηδενισμού, καί μάλιστα με τόσο άπτές συνέπειες, εξηγεί γιατί ό ίδιος έγινε «μάρ­ τυρας κάθε άλλο παρά δημοφιλής».199 Παρ’’ δλες τίς θεωρητικές καί πολιτικές τους διαφορές πρός τόν V o ltaire (οι όποιες άλλωστε, έξαιτίας τού γενικού σεβασμού πρός τόν πατριάρχη τού Διαφωτισμού, δεν έκφράζονταν δημόσια), οί υλιστές ήταν άναγκασμένοι νά τού δώσουν δίκιο τουλάχιστον στό ζήτημα τής τακτικής, δπως μαρτυρεί ή οξύτη­ τα τής πολεμικής τους εναντίον τού L a M ettrie. Άπό έννοιολογική άποψη σημαντικό παραμένει δτι, δπως ό μηδενισμός ρίζωνε στήν ύλιστική ριζοσπαστικοποίηση τής άποκατάστασης τού αισθητού κό­ σμου, έτσι καί κάθε άνασκευή του συνεπαγόταν άναγκαστικά μιά με­ ρική, τουλάχιστον, επιστροφή στή σίγουρη ήθική καθοδήγηση τού Λόγου. Χωρίς νά τό έχουν συνειδητοποιήσει, τό ίδιο έκαναν οί H elvetius καί H o lb ach , δταν άπέθεταν τίς ελπίδες τους στόν έλλο­ γο νομοθέτη καί παιδαγωγό, αντιστρέφοντας τήν όντολογική σειρά ύλικού Είναι καί συνείδησης, δπως τήν είχαν ορίσει οί ίδιοι. Ή επι­ στροφή στόν Λόγο είναι δμως πράξη αληθινά συμβολική, δταν πραγ­ ματοποιείται ανοιχτά άπό έναν στοχαστή τόσο ευαίσθητο άπέναντι σέ θεμελιώδεις θεωρητικές συνάφειες δσο ό D id erot, ό οποίος μάλιστα, στό σημείο αύτό, άκολουθεί τόν R o u sse a u , τόν πεισματικό εχθρό τού υλισμού. Βλέποντας τίς αιτιοκρατικές συνέπειες τής έμπειριστικής γνωσιοθεωρίας, ό R o u sse a u υπερασπίζει ενάντια στόν H elve­ tius τήν ελευθερία τής βούλησης καί, επομένως, τή δυνατότητα ηθι­ κής, υπογραμμίζοντας τή διαφορά άνάμεσα σέ «αίσθηση» καί «κρί­ ση» καί τήν αυτενέργεια τής τελευταίας.200 Όταν τώρα ό D iderot γράφει δτι οί θεωρητικές άρχές τού R o u sse a u είναι εσφαλμένες καί τά πορίσματά του ορθά, ενώ μέ τόν H elvetiu s συμβαίνει ακριβώς τό άντίθετο,201 τότε στήν πραγματικότητα διατυπώνει πλαστικά τό δί­ λημμα τό δικό του, ένώ ό ίδιος σκόπευε απλώς νά συνοψίσει τή θεω­ ρητική του σύνθεση σέ άντιδιαστολή μέ τή μονομέρεια τών άλλων. 198. L e s P h ilo so p h e s, II, 1, ίδ. στ. 441 κ.έ. = σ. 22 κ.έ. 199. Sm ith , H e lv e tiu s, 157 κ.έ. 200. Βλ. τή διεξοδική σύγκριση κειμένων τού S c h in z , L a P r o fe ssio n de fo L .. et le livre D e Γ Esprit^ 242 κ.έ.· πρβλ. τίς συμπληρώσεις καί άντιρρήσεις τού M asso n , R o u sse a u co n tre H e lv ., 104 κ.έ., 117 κ.έ. 201. R e fu ta tio n , OC\ II, 316.

4.

Ο Η Θ ΙΚ ΪΣ Τ ΙΚ Ο Σ Υ Λ ΙΣ Μ Ο Σ

217

Γιατί τίθεται τό έρώτημα, άν τ