Ο Ευρωπαϊκός διαφωτισμός [Α, 4-γ ed.]
 9603100072, 9603100089

Table of contents :
Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΤΟΜΟΣ A
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α' ΤΟΜΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Β' ΤΟΜΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ Ή ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ
3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΡΩΙΜΕΣ ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
1. ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. Η ΔΙΠΛΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΥΠΟΨΙΑ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
2. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
α) Η αριστοτελική-θωμιστική δυαρχία και τα μονιστικά αντίρροπα ρεύματα στην Αναγέννηση
β) Το μαθηματικό φυσικό επιστημονικό πρότυπο. Οι κοσμοθεωρητικές του προϋποθέσεις και η πολεμική του λειτουργία
3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ
α) Ο άνθρωπος ως κυρίαρχος πάνω στη Φύση και το φυσικοεπιστημονικό πρότυπο
β) Ο άνθρωπος ως Φύση και ο σκεπτικισμός
γ) Το φυσικό δίκαιο του 17ου αι. και οι τρεις λογικές δυνατότητες του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ
1. Η ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ
2. ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
3. Ο ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΤΟΥ CAMBRIDGE
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΙΣΜΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
2. Η ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOΥ NEWTON ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
α) Πηγές και συνέπειες της διάζευξης ύλης και έκτασης και της μετάβασης από τη μηχανική στη δυναμική. Η έλξη και η μαγεία της
β) Το νόημα της πάλης εναντίον των υποθέσεων
3. ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ
α) Νευτώνεια σύνθεση, μεταρρνθμιστική θεολογία και η γένεση της νέας ιδέας του Όλου
β) Η νέα ιδέα του Όλου, ο καρτεσιανισμός, η Σχολαστική και η μερική αντιστροφή των συμμαχιών
4. ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
α) Εκούσιοι και ακούσιοι πρόδρομοι του υλισμού
β) Ο κλασικός υλισμός, η νέα βιολογία και η απόρριψη του μηχανικισμού
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΚΥΡΙΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»
α) Ο υποβιβασμός των μαθηματικών
β) Ο διφορούμενος χαρακτήρας της απόρριψης των συστημάτων και το πολεμικό νόημα της επίκλησης της εμπειρίας
3. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
α) Η υπαρξιακή έννοια για τη γνώση
β) Η συνύφανση σκέψης και βούλησης ή Λόγου και αισθήματος και ο καθορισμός της έννοιας του Λόγου με βάση συγκεκριμένες κοσμοθεωρητικές θέσεις
4. Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ

Citation preview

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΜΟΣ A

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΘΕΜΕΛΙΟ

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ Α' ΤΟΜΟΣ

Τ ίτλο ς πρωτοτύπου:

Die AufJclarung im Rahmen des neuzeitlichen Rationalismus K le tt- C o tta - V e r la g 1981

ISBN (set) 960-310-007-2 ISBN (A 1) 960-310-008-9 © 2004, ΕΚΔΟ ΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ Σόλωνος 84, τηλ. 210 3608180 e-mail: [email protected]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΤΛΗΣ

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ Πρώτος τόμος

ο ' έκδοση

ΕΚΔΟ ΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ

ΣΤΟΝ ΦΩΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΤΛΟ in m e m o ria m

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α' ΤΟΜΟΥ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Θ ΕΜ ΕΛ ΙΩ ΔΕΙΣ ΕΝ Ν Ο ΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Τ Η Σ ΤΦ Η Σ ΤΟ Τ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ 1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ Ή ΟΝΤΟΑΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤ ΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ 3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

17 28 47

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΩΙΜΕΣ ΔΟΜ ΕΣ ΣΚΕΨ Η Σ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ 1. ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. Η ΔΙΠΛΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗ Σ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΥΠΟΨΙΑ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ 2. Η ΟΝΤΟΛΟΓΤΚΗ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙ­ ΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

57 77

α) Ή άριστοτελική-θωμιστική δυαρχία καί τά μονιστικά άντίρροπα ρεύ­ ματα στήν ‘Αναγέννηση β) Τό μαθηματικό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο. Οί κοσμοθεωρητικές του προϋποθέσεις καί ή πολεμική του λειτουργία

102

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΕΣ ΣΥΝΕ­ Π ΕΙΕΣ ΤΟΥ

147

α) Ό άνθρωπος ώς κυρίαρχος πάνω στη Φύση καί τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο β) Ό άνθρωπος ώς Φύση καί ό σκεπτικισμός γ) Τό φυσικό δίκαιο τού 17ου αί. και οί τρεις λογικές δυνατότητες τού όρθολογισμοϋ των Νέων Χρόνων

77

147 153 180

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑ ΡΤΕΣΙΑ Ν ΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ Α ΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝ ΙΣΜ Ο Σ 1.

Η ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙ­ ΣΜΟ ΤΗ Σ Θ ΕΣΗ Σ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

211

10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

2. ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΗ Σ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗΣ ΣΚΕΨΗΣ 3. Ο ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ TOY CA M BR ID G E

216 235

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ Τ Η Σ ΥΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΜ ΕΡΙΣΜΟΣ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΙΣΜΟΥ 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2. Η ΑΝΤΙ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOY NEWTON ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

265

α) Πηγές καί συνέπειες τής διάζευξης ύλης καί έκτασης καί της μετάβα­ σης από τη μηχανική στή δυναμική. Ή έλξη καί ή μαγεία της β) Τό νόημα τής πάλης έναντίον των ύποθέσεων

265 280

3. ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

261

290

α) Νευτώνεια σύνθεση, μεταρρυθμιστική θεολογία καί ή γένεση τής νέας ιδέας τού Όλου β) *Η νέα ιδέα τού Ό λου, ό καρτεσιανισμός, ή Σχολαστική καί ή μερική άντιστροφή των συμμαχιών

305

4. Οϊ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ α) Ε κ ο ύσ ιο ι καί ακούσιοι πρόδρομοι τού ύλισμού β) Ό κλασικός υλισμός, ή νέα βιολογία καί ή άπόρριψη τού μηχανικισμού

316 316 331

290

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΚΥΡΙΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 2. Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ» α) Ό υποβιβασμός των μαθηματικώ ν β) Ό διφορούμενος χαρακτήρας τής απόρριψης τω ν «συστημάτω ν» καί τό πολεμικό νόημα τής έπίκλησης τής έμπειρίας 3. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

α) Ή ύπαρξιακή έννοια γιά τή γνώση β) Ή συνύφανση σκέψης καί βούλησης ή Λόγου καί αίσθήματος καί ό κα­ θορισμός τής έννοιας τού Λόγου μέ βάση συγκεκριμένες κοσμοθεωρη­ τικές θέσεις 4. Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ

353 357 3 57 366 379 379

398 418

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Β' ΤΟΜΟΥ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΣΤΓΚ ΡΟ ΤΣΗ ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑ Ν ΟΝ ΙΣΤΙΚΗΣ Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ Σ 1. ΓΕΝΙΚΑ 11 2. Ο ΘΕΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ - Ή Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ, ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗ Σ ΙΔΕΑΣ ΤΟΤ ΘΕΟΥ 15 3. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΨΥΧΟΡΜΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗ Σ ΗΘΙ­ ΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 39 α) Γενικά 39

β) Ό πρότυπος χαρακτήρας της βρετανικής ήθικοφιλοσοφικής διαμάχης γ) Οι δυσκολίες τής αισιόδοξης ανθρωπολογίας καί ό διφορούμενος χα­ ρακτήρας τής φιλαυτίας καί τής ευτυχίας

44 69

4. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗ Σ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ

ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ α) Ή γένεση τής νέας ιστοριογραφίας καί ή Εννοια τού πολιτισμικού Ό ­ λου β) Ό B a y le , ό V ico καί οί άντικαρτεσιανές προϋποθέσεις τής νέας ιστο­ ριογραφίας γ) Οί παλινωδίες τού V o lta ire δ) Ό M o n tesq u ieu άνάμεσα στό φυσικό δίκαιο καί στήν αιτιοκρατία ε) Γένεση καί δομή τής συνεπούς ίδέας τής προόδου στόν T u rg o t καί οί χαρακτηριστικές άποκλίσεις τού C on d o rcet άπ’ αυτόν 5. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΗ Σ ΤΑΛΑΝΤΕΥΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

86 86 103 113 121 131 142

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Μ ΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ Ν ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ 1. 2. 3. 4.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ Ο ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ: H U M E ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΣ: LA M E T T R IE ΚΑΙ SA D E ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΗΘΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ

169 175 184 202

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

12

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΙΔ ΙΑ ΙΤ Ε Ρ Ε Σ Π Λ ΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 2. ΜΟΡΦΕΣ ΤΗ Σ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΩΙΜΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

α) Ό W olfF καί οί άντίπαλοί του β) 'Η άντινοησιαρχική επήρεια θρησκευτικών ρευμάτων και ή βολφιανή μεταρρυθμιστική θεολογία. ’Αντιθέσεις καίσημεία έπαφής 3. Η ΜΟΝΙΣΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

α) 'Η έπανανακάλυψη τοΰ L eib n iz στη συνύφανσή της με τήν έπίδραση του S h a fte sb u ry καί τοΰ S p in o z a β) L e ssin g γ) H e rd e r 5) Ό K a n t, οί μετακαντιανοί καί ή κληρονομιά τοΰΔιαφωτισμού ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

α) Πηγές β) Μελέτες καί άρθρα ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ

227

237 237 258 274

274 296 321 347 363 365 365 371 407 420

ΣΗ Μ ΕΙΩ ΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ή ελληνική έκδοση αυτόν τον έργου άποτελεί πιστή κα ί πλήρη άπόδοση τής γερμανικής, όπως κυκλοφόρησε γιά πρώτη φορά τό 1981 από τον οίκο K lett-C o tta κα ί γιά δεύτερη τό 198 6 από τόν οίκο D eu tsch er T asch e n b u c h v e rlag (dtv). Γιά νά διευκολυνθεί ό Ελληνας αναγνώστης άπέδωσα στά ελληνικά κα ί τις παρατιθέμε­ νες περικοπές άπό τή γαλλική, άγγλική, γερμανική, ιταλική κα ί λα­ τινική γλώσσα, οι οποίες στή γερμανική έκδοση έχουν δοθεί στο έκάστοτε πρωτότυπο. Π.Κ.

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΦΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ Ή ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Τό πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στό πνεύμα καί στά αισθητά μπορεί, άπό ορισμένη άποψη, νά θεωρηθεί ώς τό κεντρικό πρόβλημα κάθε φιλοσοφίας. 'Ιστορικά, ή κεντρική του σημασία πιστοποιείται, αν άναλογιστούμε τη συνάφεια των πρώτων μορφών φιλοσοφίας μέ τήν άνιμιστική κοσμοαντίληψη.1 Ή πρώτη οργανωμένη καί πλήρης κοσμοεικόνα είναι δυαρχική, δηλ. δημιουργεΐται μέ βάση τήν «άνακάλυψη» τού πνεύματος ή των πνευμάτων, τά οποία θεωρούνται χω­ ριστά άπό τόν αισθητό κόσμο καί πιστεύεται δτι κατευθύνουν τις τύ­ χες του. Επομένως, δέν είναι συμπτωματικό οτι φιλοσοφικές θεω­ ρίες, πού υπήρξαν καθοριστικές γιά τήν πνευματική παράδοση τής λε­ γάμενης Δύσης, πρεσβεύουν τή δυαρχία, δηλ. τήν προγραμματική άντίθεση πνεύματος καί αισθητών. ’Αρκεί νά θυμηθούμε τόν πλατωνι­ σμό, τού όποιου ή άρχική μορφή οφείλε πολλά στίς άνιμιστικές-θρησκευτικές ιδέες των ’Ορφικών καί των Πυθαγορείων2 καί τού όποιου 1. Ό Ρ. R a d in έδειξε δτι ή άνιμιστική κοσμοθεωρία πρέπει νά θεωρηθεί συγκρο­ τημένη φιλοσοφία, καί μάλιστα τόσο ώς πρός τήν προβληματική της (προέλευση καί υφή τού κόσμου, νόημα τής άνθρώπινης ζωής, κανόνες ήθικής συμπεριφοράς) καί τήν άφαιρετική της ικανότητα δσο καί έξαιτίας τής διαμόρφωσής της έκ μέρους ορισμέ­ νων, μόνον, άτόμων. Ό R ad in άνασκευάζει προπαντός τήν άντίληψη τών LevyB ruhl καί C a s s ir e r γιά τήν ύπαρξη μιας προλογικής-μυθικής σκέψης, ή οποία τάχα άντιτίθεται έντονα στήν «ελλογη» καί είναι κατώτερή της — άντίληψη που, όπως ορ­ θά τονίζει ό R a d in , άντικατοπτρίζει μονάχα τίς αυτάρεσκες άξιολογήσεις Ευρω­ παίων λογίων (P rim itive M a n a s P h ilo so p h e r, ίδ. x x iv κ.έ., 3 0 /1 , 99 κ.έ., 2 0 8/9, 24 6 /7 , 252 κ.έ., 292 κ.έ., 345/6). Άπορρίπτοντας τόν διαχωρισμό τού Levy-B ruhl άνάμεσα σέ «έλλογη» καί «άλογη» σκέψη, ό L e v y -S tr a u ss επιβε­ βαίωσε τά πορίσματα του R a d in μετά άπό 35 χρόνια ( L a p e n s e e s a u v a g e , βλ. ίδ. πρώτο κεφ., πρώτο μέρος τού ογδόου καί τελευταίο μέρος τοϋ ενάτου). Ώς έπίρρωση τής ’ίδιας θέσης πρέπει νά θεωρηθούν καί οι άναλύσεις τού T o p itsch γιά τή συνέχεια τών έννοιολογικών δομών στή μυθολογία καί στήν παραδοσιακή φιλοσοφική μετα­ φυσική (Vom U rsp ru n g u n d E n d e d e r M e ta p h y sik , ίδ. 3 /4 , 18/9, 9 5 /6 , 2 2 1 /2 , 285/6). 2. Σχετικά L e is e g a n g , fcP la to n ’ , στ. 242 1 , 2 4 2 4 , 2433. Πρβλ. N estle, Vom M yth os su m L o g o s, 540.

1H

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

ή ιστορική επήρεια, προπαντός με τή διαμεσολάβηση τού Χριστιανι­ σμού,3 στάθηκε εξαιρετικά έντονη* ό καρτεσιανός χωρισμός άνάμεσα σε re s c o g ita n s καί re s e x te n sa 4 καί ό καντιανός άνάμεσα σε Νοη­ τό καί Αισθητό5 άποτελοϋν έπίσης επιφανή παραδείγματα γιά τό ίδιο πράγμα. Ωστόσο, δεν θά ήταν σωστό νά θεωρείται τό πρόβλημα των σχέσεων άνάμεσα στό πνεύμα καί στά αισθητά κεντρικό μονάχα δταν έχουμε νά κάνουμε με φιλοσοφίες δυαρχικές. Τά πνευματοκρατικά ή υλιστικά πρόσημα όλων των ίσαμε σήμερα γνωστών μονιστικών φι­ λοσοφικών θεωριών δείχνουν αδιάψευστα δτι οι τελευταίες άποτελούν ακριβώς προσπάθειες υπέρβασης τού ανταγωνισμού πνεύματος καί αισθητών από τή σκοπιά τού πρώτου ή τών δεύτερων — μέ άλλα λόγια: δχι μόνο παραμένει ό ανταγωνισμός αυτός άφετηρία καί con­ ditio sine q u a non τής φιλοσοφικής σκέψης, άλλά καί ή έκάστοτε «υπέρβασή» του έπιτελείται μέ τήν άπολυτοποίηση τού ένός άπό τά δύο ανταγωνιστικά στοιχεία* έχει, λοιπόν, χαρακτήρα πολεμικό, καί γ ι’ αυτό δέν μπορεί καί νά τερματίσει οριστικά τον παραπάνω άνταγωνισμό. ’Από συστηματική, τώρα, άποψη, ή γενικότερη σημασία τού προ­ βλήματος τών σχέσεων άνάμεσα στό πνεύμα καί στά αισθητά γίνεται ευκολότερα άντιληπτή, αν άναλογιστούμε τά έννοιολογικά ζεύγη, στά οποία μπορεί νά άναλυθεΐ ή νά μεταφραστεί τό πρόβλημα αυτό: ύποκείμενο-άντικείμενο, Θεός-κόσμος, δυνατότητα-πραγματικότητα, ψυχή-σώμα, νόηση-αίσθήσεις, Λόγος-ψυχόρμητα, Δέον-Εϊναι, κανονιστικό-αίτιώδες, βασιλεία τού Θεού ή τού Λόγου-'Ιστορία. Ό ­ λα τά σημαντικά φιλοσοφικά προβλήματα εμπεριέχονται σ’ αυτά τά έννοιολογικά ζεύγη, καί αυτό σημαίνει δτι άπό μιά πλήρη λύση τού προβλήματος τών σχέσεων άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά πρέπει νά προκύψει μία κοσμολογία, μία ήθική, μία γνωσιοθεωρία καί έπί­ σης μία φιλοσοφία τής "Ιστορίας, αν ή σκέψη πορεύεται μέ λογική συ­ νέπεια καί πρόθεση συστηματική. Αύτό, βέβαια, συμβαίνει σχετικά σπάνια, γιατί στήν άφετηρία τής σκέψης δέν βρίσκεται συνήθως όλόκληρο τό σύμπλεγμα τών παραπάνω έννοιολογικών ζευγών, παρά έ3. Βλ. γενικά ν. Iv a n k a . P la to C h ristia n u s, £δ. 6 8 /9 , 469 κ.έ. 4. Ό D e s c a rte s συνέδεσε τόν χωρισμό re s c o g ita n s καί re s e x te n s a μέ τήν (πλατωνική) διδασκαλία γιά τίς έμφυτες ιδέες. Γνωστός θά έπρεπε νά του είναι καί ό πλατωνικός ορισμός τής χώρας. Βλ. T a y lo r, P la to n ism , 51 κ.έ.* G ilson , E tu d e s s u r le ro le , 28/9* Sm ith , N ew S tu d ie s, 194, σημ. 1. 5. Τήν επίδραση μεταφυσικών-θρησκευτικών παραδόσεων πάνω στήν καντιανή διδασκαλία τών δυο κόσμων διερεύνησε τελευταία ό T o p itsch , D ie V o rau ssetzu n tjen d e r T ra n sz e n d e n ta lp h ilo so p h ie , 21 κ.έ.

1. ΠΝΕΤΜΛ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

19

να μονάχα από όλα τους — εκείνο πού θέτουν στο προσκήνιο ή εποχή κι ή ιδιοσυγκρασία. Ωστόσο, υπάρχει πάντοτε μιά λανθάνουσα σύν­ δεση μέ τά υπόλοιπα μέρη του συμπλέγματος, τής οποίας ή άναγκαιότητα θά μπορούσε νά έξηγηθεϊ στά πλαίσια μιας γενικής διερεύνησης των λογικών καί ιδεολογικών συγγενειών άνάμεσα στήν ήθική καί στή μεταφυσική. Στήν εργασία αυτή ή συνάρτηση ήθικής καί με­ ταφυσικής ή οντολογίας θά συζητηθεί επανειλημμένα καί από δύο πλευρές: πρώτο, ώς πιστοποίηση τής συνύφανσης όντολογικού καί αξιολογικού προβλήματος, δηλ. τής διαμόρφωσης τής οντολογίας μέ βάση ήθικές ανάγκες καί αιτήματα, καί, δεύτερο, ώς κατάδειξη τής συνακόλουθης δομικής παραλληλότητας όντολογικού καί ήθικοφιλοσοφικού επιπέδου ατό πλαίσιο τής ίδιας φιλοσοφικής θεωρίας. Ε π ι­ πλέον θά δείξουμε ότι ή ίδια δομική παραλληλότητα έπεκτείνεται καί στά έπίπεδα τής γνωσιοθεωρίας ή τής φιλοσοφίας τής 'Ιστορίας, αφού καί αυτά άποτελούν ειδικές περιπτώσεις τής γενικής συνύφανσης τού όντολογικού μέ τό αξιολογικό πρόβλημα. Γιά τήν κατάδειξη όλων αυτών τών δομικών συναρτήσεων θά χρησιμοποιήσουμε ώς κριτήριο τό πρόβλημα τών σχέσεων άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά στίς πα­ ραπάνω μεταμορφώσεις του, καί έτσι θά δείξουμε, συνάμα, καί τήν κεντρική συστηματική του σημασία. Θά κατανοήσουμε καλύτερα γιατί τό πρόβλημα αυτό είναι τόσο άπό ιστορική όσο καί άπό συστηματική άποψη κεντρικό, αν εξετά­ σουμε προσεκτικότερα τήν έννοια τού πνεύματος. Έδώ δέν μάς εν­ διαφέρει αν τό πνεύμα «ύπάρχει» (ό,τι κι αν μπορεί νά σημαίνει αυτό) ή τί «είναι))* θέλουμε μόνο, μέ τρόπο καθαρά περιγραφικό, νά άνιχνεύσουμε τή λειτουργία τής έννοιας αυτής μέσα στή φιλοσοφική πα­ ράδοση. Βέβαια, φαίνεται σχεδόν αδύνατον νά άνακαλύψουμε μέσα στή χαοτική πολυσημία τής έννοιας τού πνεύματος έναν μίτο γιά νά διευκρινίσουμε τή λειτουργία της. ’Άλλωστε είναι γνωστό ότι στήν έλληνική αρχαιότητα ή λέξη πνεύμα ούτε καν είχε τήν κατοπινή της σημασία, παρά σήμαινε μόνο μιά εκλεπτυσμένη, αλλά πάντοτε ύλική ζωτική άρχή* ή άντίληψη αυτή διατηρήθηκε στον χριστιανικό Με­ σαίωνα καί δέν έπαψε νά επιδρά στούς Νέους Χρόνους.6 Ό ύπεραι6. Ή αρχαία άντίληψη γιά τό υλικό πνεύμα (J a e g e r , D a s πνεύμα im L v k e io n , ιό. 4 3 κ.έ., 55 κ.έ.) έπιζεΐ στή Στοά (P o h len z, D ie S t o a , I, 7 3 /4 , 83, 8 5 /6 , 3 12/3) καί διαμέσου τής μετάφρασης τού Κικέρωνα (sp iritu s v ita lis, βλ. D e N at. D eoru m , Π, 45) υιοθετείται άπό τόν χριστιανικό Μεσαίωνα (βλ. π.χ. Θωμά, Sum m . T h eo l., III, Qu. 27, A rt. 2, a d 1). Καί στούς Νέους Χρόνους ή έννοια τούτη έπαιξε σημαντικό ρόλο (βλ. B a c o n , D e a u g m . s c i e n t TV, 3 = W ork s, I, 6 0 5 /6 , καί προπαντός D e s c a r te s , P a s s io n s de V dm e, I, 10 καί 34 = A T , XI, 3 3 4 /5 , 354/5).

20

I. ΥΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

σθητός κόσμος «ανακαλύφθηκε» καί έκφράστηκε αρχικά με τή βοή­ θεια τής έννοιας Νους, ένώ τό πνεύμα, πού ακόμη οι στωικοί τό αν­ τιλαμβάνονταν υλικά, γιά πρώτη φορά έξαϋλώθηκε όλότελα κάτω άπό τήν επήρεια ίουδαιοχριστιανικών άντιλήψεων,7 έτσι ώστε τώρα πιά μπορούσε νά άντιπαρατεθεΐ όχι μόνο στό σώμα, άλλά καί στήν ψυχή.8 Ό λατινικός Μεσαίωνας χρησιμοποιεί κυρίως τόν όρο sp ir itus (ώς μετάφραση τού όρου πνεύμα) γιά νά υποδηλώσει τό "Αγιο Πνεύμα, ένώ τό πνεύμα ώς άνώτερη άνθρώπινη δύναμη έκφράζεται κυρίως μέ τόν όρο m en s, μέσα στόν οποίο παραμένει ζωντανή όχι μόνον ή στωική-κικερώνεια, άλλά καί ή πλατώνική-άριστοτελική παράδοση των όρων νούς καί διάνοια.9 Μέσα άπό τέτοιες καί άπό παρόμοιες όρολογικές μετατοπίσεις καί διαμάχες γεννιέται ή πολυ-

7. Ή διερεύνηση τής εξέλιξης τούτης άνοιξε μέ τή μελέτη τοΰ Η. S ieb ec k πάνω στίς μεταλλαγές τής έννοιας τού πνεύματος τό 1880 (βλ. βιβλιογραφία). Πάνω άπό τριάντα χρόνια άργότερα ό S ieb ec k , παίρνοντας υπόψη του τήν έρευνα στό μεταξύ διάστημα, ολοκλήρωσε τίς αναλύσεις του μέ μιά δεύτερη μελέτη, δπου τονίζει τόν ρόλο τού Φίλωνα, όμως άποδίδει τήν όλοκληρωτική εξαΰλωση τής έννοιας τοΰ πνεύ­ ματος προπαντός στόν Παύλο (N eue B e it r a g e , ίδ. 5/6, 15). Ό L e is e g a n g συγκέν­ τρωσε τήν προσοχή του στόν Φίλωνα ώς τυπική μορφή τής μεταβατικής περιόδου καί τόνισε τίς σχέσεις του μέ τίς θρησκευτικές ιδέες τοΰ έλληνισμού καί έν μέρει τής Στοάς, άμφισβητώντας τήν αποφασιστική επιρροή τής βιβλικής έννοιας γιά τό πνεύ­ μα (D er h eilige C e ist, ίδ. 13/4, 75, 114 κ.έ.). ’Αντίθετα, ό F r. R iisch e διατύπωσε τή θέση, δτι ή έξαύλωση τού πνεύματος γίνεται δχι άπό τόν Φίλωνα —ό όποιος συγ­ χωνεύει τόν πλατωνικό-άριστοτελικό νον μέ τή στωική αντίληψη τού πνεύματος καί έτσι φτάνει τό πολύ-πολύ, μαζί μέ τόν Ποσειδώνιο, ώς τήν έννοια τού φωτοπνενματος—, παρά άπό τόν ’Ωριγένη καί προπαντός άπό τόν Αυγουστίνο, υπό τήν έντονη έπίδραση πλατωνικών ιδεών* στούς νεοπλατωνικούς διαπιστώνεται μάλιστα μιά έπιστροφή στήν ένδιάμεση θέση τού Φίλωνα (D a s S e e le n p n e u m a, ίδ. 2 0 , 2 3 /4 , 30/1, 4 2 /3 , 4 6/7, 55, 68- τό βιβλίο άποτελεΐ σύνοψη καί εμβάθυνση πορισμάτων, πού ό συγγραφέας είχε παρουσιάσει σέ δύο προγενέστερες μελέτες του, βλ. βιβλιο­ γραφία). Ό V erbeke τόνισε καί πάλι τόν κεντρικό ρόλο τού Φίλωνα, ώστόσο ύπογράμμισε ένάντια στόν L e is e g a n g τή βιβλική προέλευση τής φιλώνειας άντίληψης γιά τό πνεύμα ( L ’evolution de la d o ctrin e du P n e u m a, ίδ. 172 κ.έ., 2 1 9 /2 0 , 257 κ.έ., 510 κ.έ.* ενάντια στόν L e is e g a n g προπαντός 247 κ.έ.). 8. Βλ. π.χ. Παύλο, A ' Κορ., 2, 14* A ' Θεσ., 5, 23* Έβρ., 4 , 12. 9. Στόν Μεσαίωνα κυριαρχεί τό λεξιλόγιο τού Αυγουστίνου, βλ. τίς συνόψεις των Gilson, Sain t A ugustin, 53, σημ. 1* 282, σημ. 2, καί R usche, D a s Seelenpneum a , 64 κ.έ. Πρβλ. τόν ορισμό τού B o n a v e n tu ra , Itin e ra riu m M e n tis in D eu m , I, 4 = O p era V, 297, καί Θωμά, Sen ten t. L i6 ., I, D ist. I l l , Qu. V = O p e ra , I, 123 κ.έ. Γιά τήν οικειοποίηση καί μετατροπή τής στωικής ψυχολογικής ορολογίας έκ μέρους τού Κικέρωνα πληροφορεί ό S ch in d ler, D ie sto isc h e L e h re , ίδ. 84 κ.έ. (γιά τόν δρο m e n s), 93 («άκριβώς ό τονισμός τού ήθικού στοιχείου κάνει πιό εύδιάγνωστες τίς άνώτερες βαθμίδες τού animus)»).

1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

21

σημία τής έννοιας του πνεύματος, πού δεν καταργεΐται ατούς Νέους Χρόνους, άλλα μονάχα προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Γιατί, αν ή κοινωνική καί πνευματική κατάσταση άλλαξε, ωστόσο οι άνάγκες, πού άρχικά είχαν οδηγήσει στή δημιουργία καί στή διάδοση τής έν­ νοιας τού πνεύματος, έμειναν λίγο ή πολύ ίδιες. ’Ακριβώς ή πιστο­ ποίηση αύτής τής συνέχειας θά μάς δώσει τη δυνατότητα νά άξιολογήσουμε δπως πρέπει τις ιδιόμορφες συνέπειες τής τάσης παραμερι­ σμού τής έννοιας τού πνεύματος, τάσης πού διαγράφεται δλο καί άδρότερα στούς Νέους Χρόνους.10 Μια πρώτη πρόσβαση πρός τήν κατανόηση τής λειτουργίας τής έν­ νοιας τού πνεύματος μάς παρέχει ή παρατήρηση δτι στήν κλασική φι­ λοσοφική παράδοση τό πνεύμα, στήν άνθρώπινη διάστασή του, συν­ δέεται μέ ένα πνεύμα θείο, πού έχει δηλ. διάσταση μεταφυσική.11 Ό δεσμός αυτός εξηγεί, γιατί τό «άληθινό» πνεύμα στόν άνθρωπο δέν θεωρείται (κυρίως) ώς άπλή γνωστική δύναμη, άλλα ώς βαθμίδα δι­ καιοδοσίας πού στέκει πάνω άπό τή γνωστική δύναμη (μέ τή στενή έννοια), κατευθύνοντάς την μέ βάση δικά της, ύψηλότερα αιτήματα καί σκοπούς.12 ’Έτσι τό πνεύμα παρουσιάζεται περιεκτικότερο ή καί ] 0. Στίς τελευταίες δεκαετίες τό αίτημα τούτο διατυπώθηκε τόσο άπό εκπροσώ­ πους τής αναλυτικής φιλοσοφίας (προπαντός R y le, The C oncept o f M in d, ίδ. 167 κ.έ.) δσο καί άπό ύποστηρικτές μιας λίγο-πολύ βιολογικά προσανατολισμένης άνθρωπολογίας (ό P le ssn e r είναι άκόμη έπιφυλακτικός, D ie Stu fen d e s O rgu n isch e n , 304/5* πολύ περισσότερο προχωρούν οί G ehlen, U rm en sch , 89 κ.έ., καί P o rtm a n n , B io lo g ie u n d G e ist, 10 κ.έ.). Πρέπει επίσης νά μνημονευθούν τάσεις όπως έκείνη πού εκπροσωπεί τυπικά ό A rm stro n g («οί ψυχοδιανοητικές καταστά­ σεις δέν είναι άλλο τίποτε άπό φυσικές καταστάσεις τού έγκεφάλου», A M a te r ia list Theoryr o f M in d, xi). Είναι φυσικό δτι σ’ ένα μαρξιστικό-λενινιστικό φιλοσοφικό λεξικό, δπως των G. K la u s καί Μ . B u h r, τό λήμμα ^πνεύμα’ δέν εμφανίζεται. — Τονίζω ήδη έδώ τίς τάσεις τούτες, για τί μιά βασική θέση τής έργασίας μου είναι δτι άποτελούν τή συνέχιση καί κορύφωση ρευμάτων, τά όποια είναι χαρακτηριστικά για τούς Νέους Χρόνους στό σύνολό τους καί εμφανίζονται συστηματικά στόν Διαφωτι­ σμό, γιά νά προβάλουν άκόμη εντονότερα στόν 19ο καί στόν 20ό αί. 11. Τυπικά στόν Πλάτωνα, Τ ίμ ., 4 le d , 69cd . Καί ό ’Αριστοτέλης θεωρεί τόν vor ώς βέβαιη ένδειξη τής συμμετοχής τού άνθρώπου στό θείο, Π ερ ί ζώων μο ρίω \\ 6 5 6 a 8, 6 8 6 a 28-29* Π ερ ί Ψνχής, 4 0 8 b 29* Π ερ ί ζώων γεν., 736b 28, 7 3 7 a 10. Τή στωική άντίληψη στό ζήτημα αυτό συνοψίζει ό Κικέρων, T u sc. D is p ., V, 1 3, 38 καί V, 25, 70. Γιά τόν Αυγουστίνο τό πνεύμα στόν άνθρωπο είναι im a g o καί p a r tic e p s D ei, βλ. E n a rr. in P s a lm ., X L IJ, § 6 = P L , 36, στ. 4 8 0 , πρβλ. D e Sym h . I, § 2 = P L , 40, στ. 628. Τόν Αυγουστίνο άκολουθεΐ ό B o n a v e n tu ra , In 1. L ib r. Sen ten t., D ist. IX , D ub. IV = O p e ra , I, 189, πρβλ. D ist. I l l , Q u. I l l = O p e ra , l, 75. Βλ. καί τή σχετική μέ τόν Φίλωνα άνάλυση τού L e is e g a n g , D e r h e ilig e G eist, 93, 104 κ.έ. 1 2. Αυτό είναι σέ έσχατη άνάλυση τό νόημα τής πλατωνικής διάκρισης άνάμεσα

90

I. ΤΦΗ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

διαφορετικό από τις έπιμέρους γνωστικές δυνάμεις* δεν χρησιμεύει (μόνον) ώς γνωστικό όργανό γιά τήν καθημερινή χρήση ή ώς ταξινόμος γνώσεων εμπειρικής καταγωγής, άλλα ώς ανιχνευτής ή καί φο­ ρέας ύψίστων καί εσχάτων αληθειών, τουλάχιστον στόν βαθμό πού αυτές θεωρούνται προσιτές στόν άνθρωπο. Μέ άλλα λόγια: τό πνεύμα στή φιλοσοφική παράδοση δέν νοείται κατά πρώτο λόγο γνωσιοθεωρητικά, τουλάχιστον οσο άντικείμενο τής γνώσης παραμένει απο­ κλειστικά ό αισθητός κόσμος* οι άνώτερες γνωστικές του ικανότητες επιστρατεύονται μέ σκοπό νά άναζητηθει τό ίδιο τό όντολογικό βάθος τών πραγμάτων, πού ή γνώση του, μέ τή σειρά της, οφείλει νά πα­ ρουσιαστεί άντικειμενική καί άκαταμάχητη, προπαντός δταν μέ αυτή πρόκειται νά δικαιωθεί μιά ορισμένη ήθική-κανονιστική κλίμακα άξιών. Τό πνεύμα καί μόνον άποκαλύπτει, λοιπόν, τόν έκάστοτε σέ νοι5, ό όποιος αναφέρετε στήν παντός αρχήν (Π ολ., 511b ) καί είναι ταυτόσημος μέ τήν αλήθεια (Φ/'λ., 65d), καί σέ διάνοια (γΓ αύτή βλ. Π ολ., 51 le d ). ’Αντίστοιχη είναι ή αριστοτελική αντιδιαστολή νον καί επιστήμης ( Αναλ. Ύστ., 100b). Σκοπός καί τών δυό τους ήταν ή ενίσχυση τής ήθικής-κανονιστικής πλευράς τής έννοιας τού πνεύματος, αφού από τή σκοπιά τους ένα πνεύμα, πού σκέπτεται δίχως αξιολογικές προτιμήσεις ή δρά αποκλειστικά σύμφωνα μέ τό σχήμα «σκοποί-μέσα», έμφανίζεται ατελές: ακόμη καί ένας εξαιρετικά έξυπνος «άνηθικισμός» θεωρείται εδώ ώς αδιά­ ψευστο σημείο όντολογικής κατωτερότητας. Καί τό αντίστροφο: ή «ορθή» καί «αλη­ θινή» γνώση έπιβοηθεϊ πάντα τήν ήθική (σύμφωνα μέ τήν άναφερόμενη στόν Πλάτω­ να διατύπωση τού J a e g e r : «δταν λέμε εδώ γνώση, δέν πρέπει νά εννοούμε τή σύγ­ χρονη επιστήμη ώς scien ce, παρά μάλλον τήν πνευματική αίσθηση γιά όρισμένες αξίες, τήν όποια ό ’Έλληνας όνομάζει φρόνηση», P a id e ia , 1277, σημ. 1. Καί ό Leis e g a n g παρατηρεί ορθά δτι στόν Πλάτωνα, στή Στοά καί στόν Φ ίλω ναή γνώση καί ή αρετή άποτελούν «εναλλακτικές έννοιες», D e r h eilige G eist.:, 118). Έχοντας λει­ τουργία τόσο κεντρική, ή διάκριση τούτη δεσπόζει σ’ ολόκληρη τή φιλοσοφική παρά­ δοση. Καί ό Παύλος ξεχωρίζει τήν άπλώς διανοητική από τήν ανώτερη γνώση (Α ' λ'ορ., 1, 19-21, πρβλ. τό λογοπαίγνιο Έφ., 3, 19). Ώς πρός τή μεταβολή τής έν­ νοιας καί συνάμα τήν ανατίμηση τού δρου πνεύμα είναι χαρακτηριστικό οτι ό Παύ­ λος, πού δχι σπάνια χρησιμοποιεί τόν νον τής αρχαίας φιλοσοφίας συνώνυμα μέ τό πνεύμα γιά νά δηλώσει τό «ανώτερο» καί «αληθινό» πνεύμα (π.χ. A ' Κορ., 14, 15* /Αυ//., 2, 2* Α Ά 'ορ., 2, 1), γράφει πάντοτε νους, δταν θέλει νά άναφερθεΐ σέ κατα­ στάσεις άδυναμίας ή διαφθοράς (π.χ. Α ' Κορ., 14, 14* Έ φ .,4 , 17· Β 'Τ ίτ ., 3, 8). Καί στόν Αυγουστίνο συναντάμε τή θέση, δτι ό in tellec tu s, πού άναφέρεται άμεσα στόν Θεό, είναι ανώτερος από τήν αναλυτική ra tio (S e rm o X L II 1 , II, 3 - III, 4 = P L , 38, στ. 254-256). Παρόμοια καί ό Θωμάς, πού ακολουθεί τόν ’Αριστοτέλη: ό intel­ lectu s άναφέρεται άμεσα καί ενορατικά στά p r in c ip ia , ένώ ή r a tio καί ή sc ie n tia προχωρούν αναλυτικά, εφαρμόζοντας τίς αρχές, πού συλλαμβάνει ό in tellectu s (Sum m . Theol. , I, Qu. L IX , A rt. 1, a d 1* II, II, Qu. X L IX , A rt. V. a d 3* D e Ver.. Qu. XV, Art. 1 = Q uaest. D isp. I, 418). Τό ίδιο σχήμα εμφανίζεται στή φιλο­ σοφία τών Νέων Χρόνων μέ τή μορφή τού άντιθετικού έννοιολογικού ζεύγους R a ison-entendem ent., R e a so n - u n d e rsta n d in g , V ern u n ft-V erstan d (πρβλ. παρακ. σημ. 17).

1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

23

«αληθινό» κόσμο του Είναι καί τού Δέοντος. Σέ σχέση μέ τη διπλή του αυτή αποστολή είναι δευτερεύον, αν ορίζεται νοησιαρχικά ή δχι (καί ακριβώς γ ι’ αυτό μπορούν, όπως θά δούμε, νά συναχθούν από τόν ορισμό του δύο διαφορετικές έννοιες τού ορθολογισμού)* ή από­ φαση στό ζήτημα τούτο έξαρτάται από τήν έκάστοτε κατάσταση στόν χώρο τής ιστορίας τών ιδεών κι από τόν έκάστοτε άντίπαλο, καί δέν σχετίζεται αναγκαστικά μέ τήν παραπάνω αντίληψη γιά τή διπλή άποστολή τού πνεύματος. 'Ώστε ή πολυσημία τής έννοιας τού πνεύ­ ματος προκύπτει (καί) άπό τό γεγονός, δτι ή τελευταία άλλοτε ση­ μαίνει κυρίως τή νόηση σέ αντίθεση μέ τά ψυχόρμητα καί τό σώμα, ενώ άλλοτε κυρίως τις ψυχικές λειτουργίες γενικά σέ αντίθεση μέ τις σωματικές στή στενή τους έννοια.13 ’Ανάλογα μέ τήν έκταση τού πνεύματος αύξομειώνεται καί ή έκταση τού αισθητού κόσμου*14 ωστόσο ό διαχωρισμός καί ό ανταγωνισμός άνάμεσά τους παραμέ13. Ή αμφίπλευρη στάση τού Πλάτωνα στό ζήτημα τών μορίων τής ψυχής οριο­ θετεί ήδη τίς δυο θέσεις, άνάμεσα στίς όποιες κινείται κυρίως ή φιλοσοφική παράδο­ ση. Καθώς είναι γνωστό, ό Πλάτων χωρίζει τήν ψυχή σέ τρία μέρη, δταν ένόιαφέρεται νά κατοχυρώσει άνθρωπολογικά τήν ιεραρχία τού ιδεώδους κράτους (/7ο/.., 4 3 5 e -1 4 4 a ), ενώ άπεναντίας τονίζει αναγκαστικά τόν ενιαίο της χαρακτήρα, δταν θέλει νά αποδείξει τήν άθανασία της, συνάγοντάς την άπό τήν άντίθεση πρός τό θνητό σώμα (/7ολ., 61 lb -6 1 2 a ). Σημαντική γιά τή μεταγενέστερη εξέλιξη τούτης τής προ­ βληματικής στάθηκε ή ψυχολογία τών στωικών, ή όποια, ξεκινώντας άπό τήν ελα­ στική ακόμη διδασκαλία τοΰ Ζήνωνα γιά τίς δυνάμεις τής ψυχής, έφτασε στόν νοησιαρχικό μονισμό τοΰ Χρύσιππού (P oh len z, D ie S t o a , I, 85 κ.έ., 142 κ.έ.). Καί ό Παύλος, ό όποιος άντιπαραθέτει τό πνεύμα δχι μόνο στό σώμα, αλλά καί στήν ψυχή (βλ. σημ. 8), μιλά άδιαφόριστα γιά πνεύμα, δταν ένδιαφέρεται προπαντός γιά τήν αντίθεσή του πρός τό σώμα (Ρωμ., 18, 13* A ' Κορ., 7, 34* Γα λ., 5, 17. Στήν περικο­ πή Λ ' Κορ., 12, 4 μιλά προφανώς γιά πλεΐστες δυνάμεις ή μόρια ένός ενιαίου πνεύ­ ματος). "Ολες αυτές οί (άμφιταλαντευόμενες) διακρίσεις καί ταξινομήσεις σκοπό τους έχουν νά κατοχυρώσουν θεωρητικά τήν αυτοτέλεια καί κυριαρχία τού ανώτερου ή καθαρού πνεύματος καί συνάμα νά εξηγήσουν, ώς έναν βαθμό τουλάχιστον, γιατί στήν πράξη ή κυριαρχία αυτή τόσο συχνά δέν πραγματοποιείται. Θά δούμε στή συνέ­ χεια τί σπουδαίο ρόλο έπαιξε ή προβληματική τούτη στίς ήθικοφιλοσοφικές διαμάχες τού 18ου αί. 14. "Οπως συνεπάγονται τά έννοιολογικά τούτα ζεύγη καί όπως απαιτεί καί ή πληθώρα τών επιπέδων τής φιλοσοφικής σκέψης, ή έκφραση «αισθητά» ή «αισθητός κόσμος» θά έχει στή μελέτη μας κάμποσες σημασίες. Πρώτα-πρώτα θά σημαίνει τήν καθαρά βιολογική διάσταση τού ανθρώπου* κατόπιν τόν «εσώτερο αισθητό κόσμο» (σύμφωνα μέ μιάν έπιτυχημένη έκφραση τού H e rd e r, Vom Erkennen und Em pfin den = S W , V III, 190, 23 9 ), δηλ. τά πάθη, τά ψυχόρμητα κτλ., πού συνυφαίνονται μέ τή σωματική κατασκευή τού ανθρώπου καί θεωρούνται έμπόδιο στήν κυ­ ριαρχία ή καί στή δραστηριότητα τής νόησης- τρίτο, τόν αισθητό κόσμο μέ τή γεω ­ γραφική καί κοινωνικοϊστορική έννοια, ώς τό σύνολο δηλ. τών παραγόντων, οί όποιοι έπηρεάζουν τήν ψυχή ένός ανθρώπου πού ζεί σέ γεωγραφικά συγκεκριμένη

21

I. ΥΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

νουν, αφού μάλιστα, όπως σημειώσαμε, καί οί μονιστικές θεωρίες προβάλλουν στο δνομα τού ενός ή τού άλλου. ’Αφού τό πνεύμα στη φιλοσοφική παράδοση, δποιο δνομα κι αν πάρει, άναφέρεται ταυτόχρονα στο «αληθινό» Είναι καί στό «αληθι­ νό» Δέον (καί μάλιστα αποτελεί τόν φορέα τους), ή αντίθεσή του πρός τά αισθητά δέν είναι μόνο προϋπόθεση γιά τόν πορισμό μιας τελειω­ τικής (δηλ. απελευθερωμένης άπό τήν αντιφατική ποικιλία τών αι­ σθητών) γνώσης, αλλά σημαίνει επίσης eo ip so καί υπεράσπιση μιας κλίμακας αξιών απέναντι σέ παράγοντες πού φαίνεται νά τήν απει­ λούν. Ή απειλή προέρχεται, βέβαια, άπό τόν αισθητό κόσμο, τού οποίου ή έννοια έμπεριέχει τήν ίδια σύνδεση όντολογικού καί άξιολογικού προβλήματος δπως καί ή έννοια τού πνεύματος — μόνο πού αυτή τή φορά τά πρόσημα είναι αρνητικά: ό αισθητός κόσμος καθαυ­ τός θεωρείται δηλ. τόσο ώς κατώτερο στρώμα τού δντος δσο καί ώς εμπόδιο γιά τήν πραγμάτωση τής ήθικής (ή, στήν καλύτερη περίπτω­ ση, ώς ήθικά αδιάφορος)*15 μονάχα σέ λιγότερο ή περισσότερο έκπνευματωμένη μορφή, δηλ. στά πλαίσια ενός πνευματοκρατικού μο­ νισμού ή ενός (συχνά άσυνείδητα) τελολογικού υλισμού, μπορεί νά παρουσιαστεί ακίνδυνος άπό ήθική-κανονιστική άποψη. Ή υπεράσπι­ ση τού πνεύματος σημαίνει, λοιπόν, δχι μόνο θεωρητική προσπάθεια κατοχύρωσης μιας ορισμένης όντολογικής άντίληψης, άλλά έπίσης —καί συχνά κυρίως— στράτευση κάτω άπό τή σημαία τών αξιών, μέ τίς οποίες συνδέεται ή αντίληψη αυτή. Μιά καί τό πνεύμα έχει κανο­ νιστικές λειτουργίες, δέν είναι οΰτε σύμπτωση ούτε κοινοτοπία τό δτι χώρα καί σέ ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνία* καί τέταρτο, τό σύμπαν ώς ύλη σέ αν­ τίθεση μέ τόν Θεό. Έπίσης, δέν πρέπει νά λησμονείται τό αισθητικό μόριο τής ψυχής ή ή αίσθητικύτητα ώς γνωστική δύναμη μέ τήν καντιανή σημασία. Τίς δομικές ομοιότητες τών διαφορετικών επιπέδων (άπό τό άνθρωπολογικό ίσαμε τό κοινωνικοφιλοσοφικό καί τό κοσμολογικό), οί όποιες προκύπτουν άπό τήν άποτίμηση τού αισθητού παράγοντα στήν έκάστοτε σημασία του, θά τίς διαπιστώνουμε μέ τή βοή­ θεια τούτου τού πολυδιάστατου ορισμού τού τελευταίου* σ’ αύτόν άντιστοιχεϊ ένας εξίσου πολυδιάστατος ορισμός τού πνεύματος. 15. Ό όντολογικός καί μαζί ήθικοφιλοσοφικός ύποβιβασμός τού αισθητού κόσμου αποτελεί, καθώς είναι γνωστό, βασικό γνώρισμα τής πλατώνικής-χριστιανικής πα­ ράδοσης. Καί ό ’Αριστοτέλης, παρά τήν άνατίμηση τού αισθητού κόσμου σέ σχέση μέ τόν πλατωνισμό, επιφυλάσσει τή λειτουργία τού πρώτου κινούντος στήν καθαρή νόησ«ν, καί άντίστοιχα βλέπει ώς ύ'ψιστη τελείωση τής άνθρώπινης ζωής τή θεωρία. Ώς ήθικά άδιάφορος θεωρείται ό αισθητός κόσμος, δταν νοείται ώς βασίλειο τής μηχανι­ κής αιτιότητας. "Οπως δείχνει τό παράδειγμα τού K a n t, στήν περίπτωση αύτή γίνε­ ται άναγκαΐος ένας καινούργιος χωρισμός νοητών καί αισθητών μέ σκοπό τήν κατο­ χύρωση τής ήθικής (ήδη ό Πλάτων γνώριζε τήν άντίθεση άνάμεσα σέ αιτιώδη άνάγκι} καί αυτόνομο νού, βλ. π.χ. Τ ίμ., 4 8 a ).

1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

25

ώς θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στόν άνθρωπο καί στά (υπόλοιπα) ζώα θεωρήθηκε ή άποκλειστική κατοχή πνεύματος έκ μέρους του πρώτου16 — καί τό πνεύμα, στήν περίπτωση αυτή, γινόταν άντιληπτό δχι ώς γνωστικό δργανο αξιολογικά ελεύθερο ή ώς μέσο αυτοσυντή­ ρησης στόν αγώνα γιά τήν ύπαρξη, αλλά ώς ήθική-κανονιστική, δηλ. δεσμευτική βαθμίδα δικαιοδοσίας. ’Από τήν άποψη αυτή είναι χαρα­ κτηριστικό δτι στή γλώσσα τής φιλοσοφικής παράδοσης ακριβώς οι δροι εκείνοι, πού υποδηλώνουν τό πνεύμα ώς όντολογικά δεδομένο μέγεθος ή ώς πηγή ύ'ψιστης όντολογικής γνώσης, χρησιμοποιούνται παράλληλα σέ συνάφεια μέ τίς ήθικά προσανατολισμένες λειτουργίες τού άνθρώπινου νού: τότε συγχέονται καί μέ άλλους ορούς, δπως π.χ. ορθός λόγος, ra tio κτλ., πού (έν μέρει) έχουν άμεση ήθικοφιλοσοφική άναφορά.17 Μέ αυτόν τον τρόπο ή έννοια τού πνεύματος γίνεται 16. Τυπική ή διατύπωση του ’Αριστοτέλη, Π ολ., 1 2 5 3 a 10. 17. Ή συνωνυμία των δρων νους, επιστήμη, σννεσις, φρόνησις απαντάται στόν Πλάτωνα, δταν άντικρούεται ό ήθικοφιλοσοφικός ήδονισμός (βλ. π.χ. ΦϋL, 21 b , 59d, 66b κτλ. κτλ.). Καί στόν ’Αριστοτέλη ό ήθικά ένεργός νονς είναι ταυτόσημος μέ τούς ορούς γνώ μη, σννεσις, φρόνησις (βλ. π.χ. Ήθ. Noe., 1 1 4 3 a 25-28). Ά πό τήν άλλη μεριά, νοΐ)ς καί λόγος άπό πρακτική άποψη είναι εξίσου ταυτόσημοι (αφού καί οί δυό πρέπει νά κυριαρχούν πάνω στά πάθη, πρβλ. /7οΛ, 1254b 5 μέ 1295b 6 καί 1 2 6 0 a 19) μέ τούς ορούς ορθός λόγος καί φρόνησις (Ήθ. Α ικ., 1144b 28). Ενάντια σέ μονόπλευρες έρμηνεΐες ό B a rth le in έδειξε δτι στό C o rp u s A ristoteliru m καί στά πλατωνικά κείμενα ό δρος ορθός λόγος σημαίνει τόσο τήν ορθή γνώ ­ ση όσο καί τόν άντικειμενικά υπαρκτό, όντολογικά-άνθρωπολογικά θεμελιωμένο ήθικό νόμο (D er ΟΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ in der gro fien Ethik des C orpus A rts tot elicunu ίδ. 23 9 /4 0 , 24 5/6, καί: D e r ΟΡΘΟΣ Λ ΟΓΟΣ u n d d a s eth isch e G ru n d p rin zip in den p la to n isc h e n S c h rifte n , ίδ. 129, 139, 141/2, 151/2). Καί πάλι έχουμε εδώ τή στερεότυπη ταύτιση «άληθινής» γνώσης καί «ορθής» πράξης, δηλ. τή θέση, δτι ή γνώση είναι έλλειμματική, δσο δέν συμφωνεί μέ ορισμένα ήθικά άξιώματα (πρβλ. παρ. σημ. 12). ΙΥ αυτόν τόν λόγο καί στή χριστιανική παράδοση οι δροι εκεί­ νοι, πού υποδηλώνουν τή λειτουργία τής έπιστημονικής γνώσης, χρησιμοποιούνται συνώνυμα μέ δσους δρους άναφέρονται στίς άνώτερες βαθμίδες τού πνεύματος μονά­ χα δταν γίνεται δεκτό δτι ή έπιστημονική γνώση ολοκληρώθηκε ή θεμελιώθηκε μέ τή βοήθεια τής γνώσης τού «άληθινού» ’Όντος καί Δέοντος. Χαρακτηριστική είναι ή διπλή χρήση τού δρου τα ίιο , ό όποιος μπορεί νά σημαίνει τόσο τήν άπλή έπιστημονι­ κή (βλ. παρ. σημ. 12) δσο καί τήν ανώτερη κανονιστική γνώση. Βλ. τίς εξαίρετες άναλύσεις τού G ilson (S a in t A u g u stin , 141 κ.έ.· S a in t B o n a v e n tu re , 362 κ.έ.), οί όποιες συλλαμβάνουν τόν κοσμοθεωρητικό πυρήνα τού προβλήματος. Γιά τή δι­ πλή χρήση τής r a tio στόν Θωμά βλ. Su m m . Theol. , I, Qu. L X X IX , A rt. IX , Concl. (διάκριση ανάμεσα σέ r a tio su p e r io r καί r a tio in ferior). Σέ αντίθεση μέ τίς αποφάνσεις τού Θωμά, πού άναφέραμε παραπάνω (σημ. 12), σέ άλλες περικοπές οί δροι in tellectu s καί r a tio χρησιμοποιούνται συνώνυμα, προπαντός δταν (δπως καί στόν ’Αριστοτέλη) γίνεται λόγος γιά τήν κυριαρχία πάνω στά ψυχόρμητα, δηλ. γιά τήν ήθική λειτουργία των ανώτερων βαθμιδών τού πνεύματος (βλ. π.χ. S u m m . T h e o l. 1, L X X X I. A rt. I l l , ad 2).

26

I. ΥΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

ακόμη πιο πολύσημη. Ό μως αυτό δεν τήν έμποδίζει στήν έκπλήρωση τής κανονιστικής αποστολής της —τό άντίθετο: ή πολυσημία πηγάζει από τήν ανάγκη εκπλήρωσης τής αποστολής της σέ διαφορετικές πε­ ριστάσεις καί με διαφορετικούς αντιπάλους, διευκολύνοντας συνάμα τή συγχώνευση όντολογικού καί κανονιστικού έπιπέδου. Ή συγχώνευση τούτη βρίσκει τήν ολοκλήρωσή της στήν άμεση σύνδεση τού πνεύματος τού άνθρώπου μέ τό πνεύμα στή μεταφυσική, θεϊκή του διάσταση. Όπως κι άν γίνεται άντιληπτός ό Θεός, πάντα εκφράζει μέ ένάργεια τήν ενότητα όντολογικού καί κανονιστικού στοιχείου, ένσαρκώνοντας δχι μόνο τό «αληθινό» δν, αλλά καί τήν υψιστη σοφία καί αγαθότητα. Έ τσ ι ή κανονιστική λειτουργία τού πνεύματος κατοχυρώνεται όντολογικά, δηλ. εμφανίζεται ώς αναπό­ δραστη συνέπεια τής καταγωγής του καί επομένως καί τού χαρακτή­ ρα του.18 Ή συνάφεια οντολογίας καί ήθικής μάς εμφανίζεται εδώ στήν κλασική της μορφή, πού άκόμη πρίν δύο περίπου αιώνες ήταν καί ή καθοριστική. Έξαιτίας τής πολύχρονης συνύφανσης πνεύματος καί θεού, ό παραμερισμός τού δεύτερου έθεσε σέ άμεσο κίνδυνο καί τό πρώτο. Καί έξαιτίας τής συνύφανσης όντολογικού καί κανονιστι­ κού στοιχείου σέ δλα τά έπίπεδα (στο επίπεδο τού άνθρώπινου καί τού θείου πνεύματος δσο καί στό επίπεδο των σχέσεων μεταξύ τους), ή διαμάχη γιά τον χαρακτήρα καί τήν τύχη τού πνεύματος μεταβλή­ θηκε σέ άγώνα γιά ορισμένες ήθικές-κανονιστικές αντιλήψεις. Ά κό­ μη περισσότερο: ή απειλή εναντίον τού πνεύματος καταπολεμήθηκε από ίδεαλιστική πλευρά τόσο παθιασμένα, γιατί φάνηκε νά κάνει προβληματική τή δυνατότητα αντικειμενικών άξιων γενικά.19 Ά κό­ μη καί οποίος βρέθηκε πρόθυμος νά σβήσει τήν έννοια «πνεύμα» άπό 18. Λυτό είναι τό νόημα τής θέσης, ότι ό άνθρωπος μπορεί νά ζήσει σύμφωνα μέ τις επιταγές τού Θείου ή τού Πνεύματος μόνο καί μόνον επειδή αυτό τό τελευταίο εξαρχής υπάρχει μέσα του* ό άνθρωπος δηλ. ένεργει ηθικά, επειδή ή ιδιοσυστασία του καθαυτή είναι ήθική (βλ. Πλάτωνα, Π ολιτ., 590cl· παρόμοια στόν ’Αριστοτέλη, 77θ. Λίκ., 1 177a 13-17). Μέ σαφήνεια εκφράζει τήν ϊδια συνάρτηση ό Παύλος, όταν χρησιμοποιεί τή λέξη πνεύμα δύο φορές διαδοχικά, γιά νά υποδηλώσει τή μιά φορά τήν όντολογική αρχή τής ζωής καί τήν άλλη τήν άνώτατη κανονιστική βαθμίδα δι­ καιοδοσίας (Γ αλ., 5, 25). Στό πάντα άξιανάγνωστο βιβλίο του, ό H ein ze περιέγρα­ ψε σύντομα αλλά καθαρά τίς προσπάθειες όντολογικής θεμελίωσης τής ήθικής πάνω στή βάση τής άρχαίας διδασκαλίας γιά τόν Λόγο {D ie L e h re vom L o g o s , ίδ. 6 6 /7 , 145 κ.έ., 197/8, 270 κ.έ.* πρβλ. τίς κριτικές του παρατηρήσεις, 264 /5 ). Ό πως θά δούμε, ή ανάγκη μιας όντολογικής ή τουλάχιστον (μετά τόν παραμερισμό τής παρα­ δοσιακής θεολογίας) άνθρωπολογικής θεμελίωσης τής ήθικής δέν έγινε λιγότερο αι­ σθητή στόν 18ο αί. απ’ ό,τι στούς προγενέστερους. 19. Εξαιρετικά εύ'γλωττος είναι ό τρόπος, μέ τόν όποιον ό Μ . S tirn e r π.χ. συν­ δέει τή μηδένιστική του κριτική στήν παραδοσιακή ήθική μέ μιά πολεμική έναντίον

1. ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

27

τό φιλοσοφικό λεξιλόγιο έξοατίας τής άοριστίας της, δεν επαψε νά άναζητά καινούριες υπεραισθητές βαθμίδες δικαιοδοσίας,20 ικανές νά συντηρήσουν τή δυνατότητα αξιών καί άξιοθεσιών. ’Απώτερος σκο­ πός ήταν πάντα ή υπεράσπιση τού νοήματος τής ζωής. Ή φιλοσοφία μπορεί, λοιπόν, άκόμη καί άφού παραιτηθεί άπό τό «πνεύμα» ώς τε­ χνικό ορο ή καί ώς μεταφυσικό μέγεθος, νά παραμένει πιστή στήν αρ­ χική της συνάφεια μέ τήν άνιμιστική κοσμοαντίληψη, εφόσον άνιχνεύει πίσω άπό τά πράγματα τήν πνοή εκείνη τού πνεύματος, πού ονομάζει «νόημά» τους. Γιά νά διατηρεί τούς άρχέγονους δεσμούς της μέ τόν άνιμισμό, δέν χρειάζεται δηλ. νά πιστεύει ούτε στόν Θεό ούτε ατούς επικούρους ή στούς άντιμάχους του ώς αόρατες δυνάμεις πού σαλεύουν πίσω άπό τά πράγματα καί κατευθύνουν τίς τύχες τους* άρκεί ό ισχυρισμός πώς ή ζωή καί ό κόσμος έχουν νόημα. Στήν πραγματικότητα ό ισχυρισμός αυτός, πού τή συγκεκριμένη κοινωνι­ κή του λειτουργία θά γνωρίσουμε παρακάτω, είναι περιεκτικότερος άπό κάθε θεολογία ή δαιμονολογία (γι’ αυτό καί άμφισβητείται πολύ δυσκολότερα)* οι τελευταίες, άλλωστε, σκοπό τους έχουν νά κατοχυ­ ρώσουν θεωρητικά τό νόημα τής ζωής καί αποδείχνονται άχρηστες δταν, γιά διάφορους λόγους, δέν μπορούν πιά νά τό κάνουν. Εντελώ ς δμως ανεξάρτητα άπό τό άν τό λογικό πρωτείο ανήκει στό «πνεύμα» ή στό «νόημα», μέχρι πριν λίγο καιρό θεωρούνταν αύτονόητο δτι τό πνεύμα είναι ή άξιοθετική καί νοηματοδοτική αρχή. Γ ι’ αυτό καί ή επίθεση έναντίον του, αρχικά στή θεία καί κατόπιν στήν άνθρώπινη διάστασή του, έθεσε σέ κίνηση ολόκληρο τό φιλοσοφικό μέτωπο. Ό άγώνας γύρω άπό τό όντολογικό πρόβλημα ταυτίστηκε μέ τόν άγώνα γιά τό πρόβλημα τών άξιών — καί ού'τε γινόταν άλλιώς, άφού στή φιλοσοφική παράδοση τά δύο αυτά ήταν πάντοτε άλληλένδετα. Προτής έννοιας τού πνεύματος (D e r E in z ig e und sein E ig e n tu m , 10 κ.έ.). Ίσως δέν είναι σύμπτωση δτι ό H e id e g g e r αναφέρει έμφατικά τόν παραμερισμό τού πνεύμα­ τος στήν αρχή μιας πραγματείας Αφιερωμένης στό πρόβλημα του μηδενισμού: «Ό έκθρονισμός τού Υπεραισθητού καταλήγει στήν Αδιαφορία Απέναντι στή διάκριση αισθητού καί νοητού. Ό έκθρονισμός οδηγεί στήν Απώλεια τού νοήματος. Ωστόσο, συνεχίζει νά είναι ή Αλόγιστη μόνιμη Αφετηρία τών τυφλών προσπαθειών ύπέρβασης τού Α-νόητου διαμέσου μιας νοηματο-δοσίας (« N ie tz sc h e s W ort ςΟ ο ίΐ ist to t*», H o lz w e g e , 193). Πρβλ. παρ. σημ. 10. 20. Αυτή είναι ή περίπτωση τού K a n t, ό όποιος «παραμέρισε» σχετικά νωρίς τήν έννοια τού πνεύματος ( T ra u m e ein es G e iste rse h e rs..., ΑΑ, II, 3 5 1 /2 , πρβλ. K d U , § 91 = ΑΑ, V, 4 6 7 /8 ), καί Αντί γΓ αυτή χρησιμοποιεί στό ώριμο έργο του εκ­ φράσεις δπως «Έ γ ώ », «Συνείδηση» ή «Νόηση». Ωστόσο, ό παραμερισμός αυτός τής έννοιας τού πνεύματος διόλου δέν σήμανε τήν Απόρριψη καί τού Υπεραισθητού — καί ό λόγος δέν ήταν μονάχα γνωσιοθεωρητικός, Αλλά τουλάχιστον εξίσου καί ήθικοφιλοσοφικός.

28

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

σανατολίζοντας τήν ερευνά μας στό πρόβλημα των σχέσεων πνεύμα­ τος και αισθητών (με τήν εύρεία έννοια πού εξηγήσαμε) αγγίζουμε, λοιπόν, ένα, ή μάλλον τό, νευραλγικό σημείο τής φιλοσοφικής γενικά σκέψης. Κι έπιπλέον μπαίνουμε σ’ έναν χώρο, όπου, πέρα άπό τις διαμάχες τού σπουδαστηρίου, παίρνονται αποφάσεις ύψιστης κοινωνικοπολιτικής σημασίας.

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟΝ

ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ Τ 0 Τ

Θά υποστηρίξω τώρα τή θέση ότι ό λεγόμενος Διαφωτισμός αποτελεί μιά προσπάθεια ή μάλλον ένα ετερόκλητο σύνολο προσπαθειών νά δοθεί άπάντηση στό πρόβλημα τών σχέσεων ανάμεσα στό πνεύμα καί στά αισθητά. Ή θεώρηση αύτή, μετά άπό όσα είπαμε, ούτε άμελητέα είναι ούτε παραβλέπει τά είδοποιά γνωρίσματα τού Διαφωτισμού (άφού θά μπορούσε κανείς νά άντιπαρατηρήσει ότι όλες οι έποχές ί ­ σαμε τώρα τό ίδιο έκαμαν). Εντελώ ς τό αντίθετο συμβαίνει. Γιατί, όπως θά καταδείξουμε, στήν έποχή τού Διαφωτισμού τό πρόβλημα τού αισθητού κόσμου τέθηκε μέ τρόπο ιδιαίτερα οξύ καί γ ι’ αυτό πήρε καί τό πρόβλημα τών σχέσεων τού τελευταίου μέ τό πνεύμα ένταση όλότελα πρωτόφαντη. Ό Διαφωτισμός ήταν ύποχρεωμένος νά θέσει αυτά τά προβλήματα στό προσκήνιο, γιατί ή άποκατάσταση τού αι­ σθητού κόσμου αποτελούσε ένα άπό τά σπουδαιότερα κοσμοθεωρητι­ κά όπλα του στήν πάλη έναντίον τής θεολογικής όντολογίας καί ήθικής — καί συνάμα ένα άπό τά νευραλγικά σημεία τής σκέψης τών Νέων Χρόνων. Ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου γέννησε, μέ αλλα λόγια, τεράστια λογικά προβλήματα, πού ή έπίλυσή τους φαι­ νόταν τόσο πιο έπείγουσα, όσο πιό άναπόφευκτη καί έπιθυμητή, σ’ αυτήν ή εκείνη τή μορφή, θεωρούνταν ή ίδια ή παραπάνω άποκατά­ σταση. Έξαιτίας τής έννοιολογικής ευρύτητας τού προβλήματος τών σχέσεων άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά καί έξαιτίας τής έμφυτης ικανότητάς του νά παίρνει τίς πιό διαφορετικές μορφές, ή άποκατά­ σταση τού αισθητού κόσμου στήν έποχή τού Διαφωτισμού έβαλε σέ πυρετώδη κίνηση όλα τά φιλοσοφικά έπίπεδα. Στή γνωσιοθεωρία κορυφώθηκε ό άνταγωνισμός νοησιαρχίας καί έμπειρισμού ή μαθηματι­ κής καί πειραματικής μεθόδου, στήν κοσμολογία χρειάστηκε νά όριστοϋν έξαρχής οι σχέσεις κόσμου καί Θεού, στήν άνθρωπολογία καί στήν' ήθική ό Λόγος καί τά ψυχόρμητα μάχονται γιά τά ιδιαίτερα δικαιώματά τους, όξύνοντας έτσι τίς σχέσεις άνάμεσα σέ Ό ν καί

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

29

Δέον, ενώ στη φιλοσοφία τής ιστορίας γίνεται εκρηκτική ή αντίθεση ανάμεσα στήν αιτιώδη σύλληψη τής ιστορικής πορείας καί στό επιθυ­ μητό της, από κανονιστική σκοπιά, τέρμα. Σκοπός μας είναι, τώρα, δχι μόνο νά άποσαφηνίσουμε τή δομική συνάρτηση δλων αυτών τών επιπέδων στό έργο τού κάθε στοχαστή, αιτιολογώντας κάθε φορά τίς άποκλίσεις άπό τόν ίδεότυπο τού ίδιου αυτού έργου, άλλά καί νά εκτιμήσουμε όρθά τόν λογικό χαρακτήρα τών προβλημάτων πού τέθηκαν στήν έποχή τού Διαφωτισμού, έτσι ώστε νά συλλάβουμε τήν ενότητα τών πνευματικών του έκδηλώσεων άκριβώς μέσα στήν πολλαπλότητα τους. Αυτό είναι δυνατόν, γιατί ή ενότητα έγκειται δχι στις άπαντήσεις, άλλά στά ερωτήματα, ενώ ή πολλαπλότητα τών άπαντήσεων προκύπτει άπό τήν ποικιλομορφία τών θεμελιωδών πνευματικών στάσεων καί τών πολεμικών άναγκών τών διαφόρων στοχαστών. Ή μελέτη τών πηγών δείχνει, κατά τή γνώμη μου, δτι ή ερμηνεία τών διαφόρων θέσεων καί άντι-θέσεων, μέ άφετηρία τήν άντίληψη πώς ή σκέψη γενικά είναι στήν ουσία της πολεμική, είναι καί ή γονιμότερη. ’Από τή σκοπιά τής άντίληψης αυ­ τής μπορεί δηλ. νά εξηγηθεί δχι μονάχα ή συνέπεια, άλλά καί ή άντιφατικότητα μιας ορισμένης σκέψης, καί αύτό άποτελεί ιδιαίτερο πλεονέκτημα σχετικά μέ τή διερεύνηση τού Διαφωτισμού, δπου ή δυαρχική άμφιταλάντευση (άποτέλεσμα τού φόβου μπροστά στίς έσχατες συνέπειες τής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου) βρίσκε­ ται στήν ήμερήσια διάταξη. Ό καλύτερος τρόπος γιά νά κατανοήσου­ με μία φιλοσοφία μέσα άπό τό πρίσμα τής ιστορίας τών ιδεών είναι, επομένως, νά καθορίσουμε μέ σαφήνεια τόν άντίπαλό της καί νά σταθμίσουμε τι πρέπει καί τί θέλει νά άποδείξει, γιά νά θέσει αυτόν τόν άντίπαλό εκτός μάχης. Στήν πολεμική δλων έναντίων δλων (δηλ. τών φιλοσοφικών κομμάτων συναμεταξύ τους) γεννιέται —άνάλογα μέ τόν στόχο τής πολεμικής καί τό έκάστοτε ίδεώδες της— ή πολλαπλότητα τών θεμάτων πάνω σέ ένα καί μόνο θέμα, δηλ. πάνω στό θεμελιώδες πρόβλημα, πού γύρω του στρέφεται ή πολεμική. Ή λογική δομή τού θεμελιώδους αυτού προβλήματος άποτελεί τό στα­ θερό καί άναγκαίο μέγεθος, ot θεμελιώδεις άτομικές στάσεις καί οι πολεμικές συνιστούν τούς μεταβλητούς καί έναλλάξιμους παράγον­ τες: έτσι δημιουργείται ή γενική πνευματική εικόνα τής έποχής, ένώ ή ιδιαίτερη εικόνα τού έργου κάθε στοχαστή προκύπτει άπό τή δια­ σταύρωση τής λογικής δομής τού θεμελιώδους προβλήματος μέ τήν προσωπική θεμελιώδη στάση τού έκάστοτε άτόμου. Ά ν δούμε τό θέμα τής ενότητας καί τής πολυμορφίας τής έποχής τού Διαφωτισμού μέ αυτόν τόν τρόπο, άποδείχνονται έρμηνευτικά

30

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

στείρες οι διαδεδομένες αντιλήψεις, δτι ό Διαφωτισμός αποτελεί τήν έποχή τον ορθολογισμού, τής αισιοδοξίας κτλ. Εξίσου άβάσιμη, αν πάρουμε υπόψη μας τή χρονολογική σειρά τής δημοσίευσης καί επί­ δρασης σημαντικών έργων, καί έπιπλέον παραπλανητική είναι ή (άλ­ λοτε γενική) έντύπωση, δτι τήν περίοδο τού άκρου διαφωτιστικού όρθολογισμού τή διαδέχτηκε ή έποχή τού προρομαντικού διαμαρτυρόμενου συναισθήματος. Στήν πραγματικότητα, δηλ. στό φως των πη­ γών, αισιοδοξία καί άπαισιοδοξία, έσχατολογία καί μηδενισμός, πί­ στη στον Λόγο καί έξύμνηση τού συναισθήματος, πίστη στή δύναμη τού άνθρώπινου πνεύματος καί γνωσιοθεωρητική άπόγνωση, θρη­ σκευτικότητα (διαφόρων βαθμών καί άποχρώσεων) καί άθεϊσμός, ήθικισμός καί ευδαιμονισμός, άλτρουϊσμός καί έγωισμός άποτελούν άναπόσπαστα μέρη μιας καί μόνης εποχής, πού ισότιμοι γόνοι της ύπήρξαν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι καί διανοητές δσο ό R o u sse a u καί ό L a M ettrie, ό H erd e r καί ό L ocke, ό Fichte καί ό μαρκήσιος de S a d e . Ό λες αύτές οι άντίρροπες τάσεις πρέπει νά ίδωθούν στήν ενότητά τους, δηλ. ώς δυνατές άπαντήσεις στό θεμελιώδες έρώτημα, πού άρνητικά ή θετικά έθεσε ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Ή συνύπαρξή τους είναι γεγονός, καί δχι στήν άρνηση, άλλά στήν έξήγησή του βρίσκεται τό κλειδί γιά τήν ορθή κατανόηση τού φαινο­ μένου πού συνηθίσαμε νά ονομάζουμε «έποχή τού Διαφωτισμού». Εφόσον έτσι είναι τά πράγματα, ή παλαιότερη έρευνα οδηγήθηκε άναγκαστικά σέ άδιέξοδο δσο προχωρούσε ή άνακάλυψη καί ή μελέ­ τη παραμελημένων πηγών — καί προπαντός δσο λιγότερο αυτονόη­ τες γίνονταν, ύστερα άπό δύο παγκόσμιους πολέμους καί τεράστιες κοινωνικές άλλαγές, ορισμένες ορθολογιστικές θέσεις, πού συμπύ­ κνωναν τον ιδεολογικό πυρήνα τής παλιάς μονοδιάστατης αντίληψης γιά τόν Διαφωτισμό. Μιά διπλή αναγκαιότητα έκανε, λοιπόν, στά τε­ λευταία χρόνια όλο καί έπιτακτικότερη τήν άπαίτηση νά έγκαταλειφθούν ριζικά δλες οί εύθύγραμμες ερμηνείες τού Διαφωτισμού.21 Το­ νίστηκαν, έτσι, ή πολυμορφία καί ή πολυδιαστατικότητα τής έποχής αυτής — ίσαμε τώρα λείπει δμως, κατά τή γνώμη μου, ή πειστική 21. Βλ. προπαντός τήν έμπεριστατωμένη κριτική τού D ieck m an n στις εργασίες των H a z a r d καί C a s sir e r , οί όποιοι θέλησαν νά δώσουν μιά κατά τό δυνατόν συνε­ κτική εικόνα τοϋ Διαφωτισμού, μέ αποτέλεσμα νά παραβλέψουν ή νά άποσιωπήσουν πολύ συχνά γεγονότα καί κείμενα (ςΑη Interpretation o f the 18th Century’, Studien , 218 κ.έ.· επίσης, ‘Them en und S tru k tu r der A u fk la ru n g ’ , D id ero t u n d d ie A u fk la ru n g , 4 κ.έ.). Πρβλ. τή βιβλιοκριτική τού B o a s , ίδ. 2 4 6 /7 , ό όποιος ψέ­ γει προπαντός τήν τελολογική ύφή τής αντίληψης τού C a s s ir e r (ό K a n t ώς τελείω ­ ση τού Διαφωτισμού κτλ.), καθώς και τίς καλές παρατηρήσεις τού P rice σχετικά μέ

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

31

εξήγησή τους. Φιλοδοξία τής εργασίας μας είναι νά δώσει τούτη την εξήγηση με τή βοήθεια τής έννοιολογίας πού αναπτύξαμε παραπάνω: εννοούμε, πρώτο, τή θέση γιά τή συνύφανση όντολογικοΰ καί αξιολο­ γικού προβλήματος, δπως αυτή έμφανίζεται στήν προοπτική τού προβλήματος των σχέσεων πνεύματος καί αισθητών, καί, δεύτερο, τή θέση γιά τόν πολεμικό χαρακτήρα τής σκέψης γενικά. Ή έκφραση «έποχή τού Διαφωτισμού», πού χρησιμοποιήσαμε ίσα­ με τώρα, ύποδηλώνει κατ’ άρχήν πώς ό Διαφωτισμός δέν συμπίπτει μέ τήν έποχή του, άλλά διαδραματίζεται μέσα της. Ή έποχή, άρα, εί­ ναι έννοια εύρύτερη άπό τόν Διαφωτισμό. Συνάμα, όμως, καί ό Δια­ φωτισμός ριζώνει μέσα στήν έποχή του, ή οποία χωρίς αυτόν δέν θά ήταν έκείνο πού ήταν. Όταν, λοιπόν, λέμε πώς ό Διαφωτισμός άνήκει στήν έποχή του, έννοούμε δύο πράγματα: δτι δίνει στήν έποχή του τόν χαρακτήρα της κα ί δτι καθορίζεται απ’ αυτήν. Επειδή δμως ή έποχή είναι πολυδιάστατη καί έπειδή ό Διαφωτισμός συμπεριλαμβά­ νει άντιδράσεις σέ έκάστοτε διαφορετικές πλευρές της, γ ι’ αυτό καί ό ίδιος είναι έξίσου λίγο ενιαίος όσο καί ταυτόσημος μέ τήν έποχή του. Γιά νά όριοθετηθεΐ ό χώρος τού Διαφωτισμού χρειάζεται, επομένως, μιά διπλή διάκριση: ώς «Διαφωτισμός» πρέπει άπό τή μιά νά χαρα­ κτηριστούν τά πνευματικά έκείνα ρεύματα, πού έπιθυμούν νά άντικαταστήσουν τήν παραδοσιακή θεολογική κοσμοαντίληψη μέ μιά θύρα­ θεν, δηλ. κατά τό δυνατόν έμμενή, καί άπό τήν άλλη —μέ τή στενότε­ ρη έννοια— τά ρεύματα εκείνα, πού υπερασπίζουν ένα κανονιστικόήθικό ιδεώδες δχι μόνον άπέναντι στήν παραδοσιακή θεολογία, άλλά καί άπέναντι στόν σκεπτικισμό ή στόν μηδενισμό, ό όποιος γεννιέται τόν άφηρημένο χαρακτήρα τής τάχα «ενιαίας μορφής σκέψης τού Διαφωτισμού», ό­ πως τή διαγράφει ό C a s s ir e r (C a s s ir e r a n d the E n lig h ten m en t, ίδ. 108 κ.έ.). Ό C ro ck e r έδειξε σέ ποιά σφάλματα έκτιμήσεων οδηγεί τόν H a z a r d ή γραμμική του αντίληψη: θέτει τήν κρίση τού Διαφωτισμού στο τέρμα του, μολονότι στήν πραγματι­ κότητα τόν συνοδεύει εξαρχής (R ecen t In te r p re ta tio n s..., 434). — Παράδοξο είναι δτι ό G ay άσπάζεται τήν παραπάνω κριτική στόν H a z a r d καί στόν C a s sir e r (R ise o f M o dern P a g a n is m , 42 6 , 4 2 8 ), γιά νά διαπράξει καί ό ίδιος μέ τή σειρά του τά ίδια σφάλματα μεθόδου καί περιεχομένου. Για τί θέλει προφανώς νά συλλάβει «τόν» Διαφωτισμό ώς προθάλαμο τής σύγχρονης φιλοσοφίας τού «κριτικού Ορθολογι­ σμού», δηλ. νά τόν δει άπό τή σκοπιά κανονιστικών προϋποθέσεων. ΓΓ αυτόν Δια­ φωτισμός σημαίνει προπαντός κριτική σκέψη ένάντια στήν άνορθολογικότητα τού μύθου καί αυτονομία ενάντια στή χριστιανική αύθεντία (464, 4 9 5 /6 ). Γ Γ αυτόν τόν λόγο άρνεΐται νά πάρει σοβαρά υπόψη του τή σκεπτικιστική-μηδενιστική πλευρά τού Διαφωτισμού (βλ. τήν άδικη πολεμική του ενάντια στόν C ro ck e r καί τήν εντελώς σύντομη μνεία τής εργασίας τού V y v erb erg , 4 2 7 /8 , 449)* γΓ αυτό, έπίσης. δέν είvat σέ θέση νά δεί τίποτε άλλο στίς διαφορές τών p h ilo so p h es παρά μονάχα τόν «πολύπλοκο χαρακτήρα μιας σύνθεσης» (σ. X).

32

1. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

ακριβώς μέσα στή διαδικασία τής αποκοπής από τή θεολογία. (Ποιές πλευρές τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας ανήκουν στον Διαφωτισμό μέ τή στενότερη έννοια ή δέχονται απ’ αυτόν ερεθισμούς, πρέπει νά κρίνεται σέ κάθε περίπτωση χωριστά). Θεμελιώδης είναι ή διαπίστω­ ση, πώς ή έμμενής ερμηνεία τού κόσμου —αντίθετα άπό την υπερβα­ τική, οπού ό Θεός ήταν όντολογική και συνάμα κανονιστική-ήθική αρχή— δέν συνδέεται ούτε κατά λογική ούτε κατά ιστορική άναγκαιότητα μέ τήν αποδοχή ήθικών ιδεωδών. ’Ακόμη καί ή πεποίθηση στή δύναμη τού ανθρώπινου Λόγου δέν σημαίνει eo ip so ομολογία πίστεως σέ μιά κλίμακα ήθικών άξκυν, αφού μένει κατ’ άρχήν άναπάντητο τό έρώτημα, αν ό Λόγος άπό τήν ίδια του τήν υφή οφείλει νά άναφέρεται σέ μιά τέτοια, όπως συνέβαινε στήν πλατωνική-άριστοτελική-χριστιανική παράδοση,22 ή άν ένεργεΐ αδιαφορώντας γιά άξιες καί μέ μόνο του στόχο νά πετύχει τούς οποίους σκοπούς του. Ή παρακάτω ανάλυση θά δείξει, μέ αρκετά παραδείγματα, πόσο κεντρι­ κή σημασία έχουν αυτές οι στοιχειώδεις έννοιολογικές διακρίσεις, οί όποιες καί θά προσανατολίσουν τήν έρευνά μας, δείχνοντάς μας δτι πρέπει νά σύρουμε εξαρχής τήν άναγκαία διαχωριστική γραμμή δχι μόνον άνάμεσα στήν εποχή τού Διαφωτισμού καί στόν Διαφωτισμό, αλλά καί άνάμεσα στόν Διαφωτισμό μέ τήν ευρύτερη (αρνητική, άντιθεολογική) καί στόν Διαφωτισμό μέ τή στενότερη (θετική, κανονι­ στική) έννοια.23 Ή εργασία αύτή δέν έχει ώς αντικείμενό της τήν εποχή τού Διαφωτισμού γενικά, άλλά τον Διαφωτισμό μέ τίς δύο του, συχνά αντιφατικές, έννοιες* μέ τόν παραδοσιακό θεολογικό άντίπαλο δέν μπορούμε εδώ νά ασχοληθούμε άμεσα, ώστόσο πρέπει νά τόν κρατήσουμε στο παρασκήνιο, άφού χρειάζεται νά παρακολουθού22. Βλ. παρ. σημ. 17. 23. Άνάμεσα στόν Διαφωτισμό καί στήν εποχή του διακρίνει προγραμματικά ό Dieckm ann, ‘ Religiose und m etaphysische Elemente im Denken der Aufklar u n g \ S tu d ie n , 266, καί: ‘T h em en und S tr u k t u r ...’ , D id e ro t, 15/6. Ωστόσο, δέν προχωρά στή δική μας διάκριση άνάμεσα σέ άντιθεολογικό καί κανονιστικό Δια­ φωτισμό, γ ι’ αυτό καί δέν είναι σέ θέση νά πραγματευθεί μέ λογικά ικανοποιητικό τρόπο τό πρόβλημα του μηδενισμού στόν 18ο αί.: γιά τόν σκοπό τούτον είναι ανε­ παρκής ή γενική διαπίστωση αντιθέσεων στους κόλπους τής εποχής τού Διαφωτι­ σμού (γιά τέτοιες άντιθέσεις κάνει λόγο ό D ieck m an n , ib id ., 11/2, ακολουθώντας τόν D ilthey, F ried ric h d e r G rofie..., G es. S ch r., Ill, 97 κ.έ., καί τόν S c h a lk , F orm en und D ish a rm o n ie n , ίδ. 2 5 4 /5 , 2 6 5 , 267). Τόν ρόλο τής μεταφοράς τού φωτός (ή όποια, άλλωστε, προέρχεται άπό μυθικές-θρησκευτικές άντιλήψεις) στή συγκάλυψη των διαφορών άνάμεσα στους διαφωτιστές διερεύνησε ό D elon* ό ίδιος τονίζει σωστά δτι οί άντιφάσεις στή σκέψη τού Διαφωτισμού δέν μπορούν νά χωρέσουν σ’ ένα δυαρχικό-μανιχαιϊκό σχήμα, δπως αυτό μάς ύποβάλλεται άπό τή μετα­ φορά τής πάλης φωτός καί σκότους (L e s L u m ie re s..., ιδ. 5 2 9 /3 0 , 533/4).

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

33

με τίς κινήσεις του γιά νά κατανοήσουμε πολλές ένέργειες καί αντι­ δράσεις των ήρώων τής σκηνής τού Διαφωτισμού. Τέλος, ή εποχή, μέσα στήν οποία διαδραματίζεται ό Διαφωτισμός, άποκτώντας τά είδοποιά του γνωρίσματα, μπορεί νά προσδιοριστεί μονάχα πάνω στή βάση μιας γενικής επισκόπησης τής υφής καί τής πορείας τού ορθολο­ γισμού των Νέων Χρόνων.24 Ή διάκριση άνάμεσα στά τρία αυτά επίπεδα διόλου δέν συνεπάγε­ ται δτι τά επί μέρους πνευματικά φαινόμενα ή οί διανοητές τής έποχής τού Διαφωτισμού μπορούν, δίχως παραπέρα διαφορισμούς, νά ταξινομηθούν σέ τρεις ομάδες. Ά ν πάρουμε ώς παράδειγμα τό επίπε­ δο τού Διαφωτισμού μέ τήν ήθική-κανονιστική έννοια, θά διαπιστώ­ σουμε δτι ή διπλή του άντίθεση εναντίον τής παραδοσιακής θεολογίας καί των μηδενιστικών τάσεων γέννησε μιά πληθώρα θεωριών, άφού, άνάλογα μέ τήν έκάστοτε συγκεκριμένη κατάσταση, προκρίθηκαν διαφορετικά, καί κάποτε μάλιστα μεταξύ τους άντιφατικά, θεωρητι­ κά μέσα πρός υπεράσπιση τού «ορθού» ήθικού ιδεώδους. Ά λλα καί ό συνεπής σκεπτικισμός εμφανίζεται, γιά ευνόητους λόγους, κάτω άπό διαφορετικούς μανδύες, δηλ. δχι πάντοτε ώς άπροκάλυπτος μηδενι­ σμός. Τέλος, στό επίπεδο τής θεολογίας διαφαίνεται μιά τάση οίκειοποίησης θέσεων τού ήθικού-κανονιστικού Διαφωτισμού, δταν άπό τήν τακτική αυτή άναμένεται ό άφοπλισμός των διαφωτιστών άντιπάλων ή δταν έπικρατεί ή εντύπωση πώς ή νέα κατάσταση έπιβάλλει παρα­ χωρήσεις άναγκαίες γιά τήν επιβίωση. Ά π ’ δλες αυτές τίς τάσεις προκύπτει μιά εικόνα έξαιρετικής πολυμορφίας, άφού πρόκειται γιά έναν πολλαπλό άγώνα σέ πολλά έπίπεδα ταυτόχρονα. Ή γενική αυτή εικόνα στήν πραγματικότητα δέν είναι, βέβαια, ούτε περίεργη ούτε μοναδική. Σέ σχέση μέ δλες τίς μεγάλες έποχές τής ιστορίας τών ιδεών ή έρευνα άποκάλυψε βαθμιαία, άφού πέρασε ό πρώτος άπλουστευτικός ένθουσιασμός, τήν πολυμορφία τών έκάστοτε διαμορφωτικών παραγόντων έτσι έγινε, π.χ., μέ τούς δύο έκείνους μύθους —τόν Ελληνισμό καί τήν Αναγέννηση—, πού βοήθησαν τήν άστική τάξη νά εμπεδώσει ιστορικά τήν αύτοσυνειδησία της.25 Ή άντίληψη, πώς μιά έποχή άποτελεί τεταμένη συνύπαρξη διαφορετικών, καί μάλιστα άντιφατικών, τάσεων (άσχετα άπό τή δυνατότητα υστερογενούς κα­ τασκευής ενός έννοιολογικού πλαισίου ένταξης γιά πολλές άπό αυ­ τές), είναι ουσιαστικά αυτονόητη, άρκεί μόνο νά άναλογιστούμε 24. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 1. 25. Πρβλ. Ftuegg, D ie H u m a n ism u sd isk u ssio n , 310 κ.έ.* F e rg u so n , The R e n a iss a n c e in H isto r ic a l T h o u gh t, 175/6, 181 κ.έ., 199 κ.έ.

34

1. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

—κατ’ αρχήν σέ κοινωνικοϊστορική προοπτική— τήν πληθώρα των ατόμων και των ομάδων, πού, αδιάκοπα και μέ τόν ιδιαίτερο τρόπο τους, εγείρουν ταυτόχρονα αξιώσεις κυριαρχίας καί έρχονται γ ι’ αυτό μοιραία σέ σύγκρουση, καθορίζοντας έτσι καί τή λειτουργία των θεω­ ριών μέσα σέ συγκεκριμένες ύπαρξιακές καταστάσεις. Ή τεταμένη πολυμορφία μιας εποχής γίνεται μέ άλλα λόγια αυτονόητη, αν πά­ ρουμε σοβαρά τήν άποψη, πώς ή ύφή τής σκέψης είναι πολεμική, καί αν δούμε πώς κάθε θέση συνεπάγεται καί μιάν άντί-θεση — άκριβέστερα πώς κάθε θέση γεννιέται ώς άντί-θεση. Ό αγώνας καί ή έναλλαγή τών συνομαδώσεων, σύμφωνα μέ τή σχέση «φίλος-έχθρός», εξηγούν, λοιπόν, τήν πολυμορφία δλων τών μεγάλων εποχών τής ιστορίας τών ιδεών — καί ή εποχή τού Διαφωτισμού δέν αποτελεί εξαίρεση. ’Ακόμη καί ή ενότητα, πού διαφαίνεται στίς γραμμές τού Διαφωτισμού αναφορικά μέ ορισμένα θεμελιώδη σημεία, δέν είναι έν­ δειξη εναντίον τής πολεμικής λειτουργίας τής σκέψης γενικά, αφού καί ή ίδια οφείλεται σέ πολεμικούς λόγους: ύφίσταται δηλ. δσο ό θεολογικός αντίπαλος είναι μονολιθικός,26 καί χαλαρώνει μόλις αυτός δείξει καί τήν παραμικρή προθυμία γιά μεταρρυθμίσεις. Ό πλασματι­ κός, δηλ. πολεμικός, χαρακτήρας τής ενότητας τού Διαφωτισμού κα­ ταφαίνεται αν εξετάσουμε τόν έκάστοτε κοινό παρονομαστή της. ’Έν­ νοιες δπως «Λόγος» ή «Φύση» είναι τόσο πολυσήμαντες, ώστε μόνο μιά θεώρηση καθαρά τυποκρατική μπορεί νά άναγάγει τόν Διαφωτι­ σμό σ’ αύτές· δμως είναι αδύνατον νά συναγάγουμε άπό τίς ίδιες αυ­ τές έννοιες δεσμευτικές καί συγκεκριμένες πρακτικές θέσεις — γ ι’ αυ­ τό άλλωστε καί δποιος τίς επικαλούνταν φρόντιζε νά προσθέτει δτι εννοεί τόν έκάστοτε «άληθινό» Λόγο κτλ. Ώστε δχι μόνον έξαιτίας τής ετερόκλητης πολυμορφίας τών πνευματικών ρευμάτων τής έποχής τού Διαφωτισμού, άλλά καί έξαιτίας τού καθαρά τυπικού χαρα­ κτήρα τών συνθημάτων τού ήθικού-κανονιστικού Διαφωτισμού θά έπρεπε νά χρησιμοποιούμε τήν έννοια «Διαφωτισμός» πιό πολύ ώς τεχνικό δρο.27 Αυτό θά έπρεπε νά τό κάνει a fortio ri δποιος παρα­ λείπει τή διάκριση άνάμεσα στόν Διαφωτισμό καί στήν έποχή του. Ή άνάγκη περιοδολογήσεων άποτελεί αναμφισβήτητα επιστημο­ νική άναγκαιότητα, καί δέν θά ήταν δυνατόν νά παρακαμφθεΐ, ακόμη καί άν οί περιοδολογήσεις δέν θεωρούνταν τίποτε άλλο παρά μεγάλο 26. ’Ήδη ό T ro eltsch απέδωσε τόν «σχετικά ενιαίο χαρακτήρα») τοϋ Διαφωτι­ σμού στήν κοινή «πάλη ένάντια στήν εκκλησιαστική ύπερφυσικοκρατία», D ie A u fltlaru n g, C es. S c h r ., IV, 339. 27. Σύμφωνα μέ μιάν εύστοχη πρόταση τού Bel a v a l, L ’h e rita g e L e ib n iz ie n , 255.

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

35

δεινό. Πλασματικές κατασκευές καί αφαιρέσεις είναι απαραίτητες στην επιστήμη, καί ή εξέγερση εναντίον τους σημαίνει ουσιαστικά δτι δέν μάς ικανοποιεί ή υφή τών γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου. Σ ’ αυτό δέν θά είχαμε καί πολύ άδικο, δμως μέ τή διαπίστωση τούτη καί μόνο δέν κερδίζουμε πολλά πράγματα. Οι αναπόφευκτες αφαιρέ­ σεις έκπληρώνουν, πάντως, τό ερμηνευτικό τους έργο πολύ καλύτερα, δταν δέν ξεχνάμε δτι είναι άφαιρέσεις. ’Από τή σκοπιά μιάς επιστη­ μονικής θεώρησης αυτό πρέπει νά τονιστεί μέ ιδιαίτερη έμφαση, γιατί ή άναγκαιότητα τής περιοδολόγησης μεταβάλλεται συχνά σέ ύποστασιοποίηση μιάς εποχής γιά ιδεολογικούς σκοπούς. Μέ αυτόν τον τρόπο αποδίδονται σέ μιάν ορισμένη κανονιστική αντίληψη ιστορικά (δηλαδή ριζωμένα «στήν ίδια τήν πραγματικότητα») δικαιώματα, οπότε τό έκάστοτε Δέον μετατρέπεται λαθραία σέ Ό ν. Α λλά καί τό άντίστροφο συμβαίνει: μιά ολόκληρη ιστορική έποχή παρουσιάζεται μέ ζοφερά χρώματα γιά νά βρει μιάν έποχή κατοπινή, μέσα στον αγώνα της εναντίον τής πρώτης, τή δική της αυτάρεσκη αυτοσυνεί­ δηση. 'Ωστόσο, ό πολεμικός χαρακτήρας τής σκέψης δείχνεται δχι μόνο μέσα στόν Γδιο τόν Διαφωτισμό, αλλά καί στή μεταγενέστερη έ­ ρευνα πάνω σ’ αυτόν. Στή συνέχεια θά άναφέρω σύντομα μερικές τυ­ πικές ιδεολογικές ερμηνείες. Σκοπός μου δέν είναι, φυσικά, νά αμ­ φισβητήσω τήν ιδεολογική τους σπουδαιότητα καί επήρεια, κι ακόμη λιγότερο τό δικαίωμα δσων αγωνίζονται στό α ή β μέτωπο νά επι­ νοούν άνάλογες. Τις ιδεολογικές ερμηνείες ούτε μπορούμε ούτε καί θέλουμε νά τις εξοβελίσουμε άπό τή φιλοσοφική ύψηλή πολιτική* μάς αρκεί νά τις κρατήσουμε έξω άπό τά πλαίσια τής δικής μας εργασίας. ’Από τή μυθολογία τού φιλελευθερισμού προέρχεται, πρώταπρώτα, ή ταύτιση τού Διαφωτισμού γενικά μέ τήν ήθική-κανονιστική του έκδοχή. Ή φιλελεύθερη άντίληψη παραιτείται κάποτε άπό τήν ταύτιση τού Διαφωτισμού μέ τήν έποχή του,28 άφού μάλιστα στή διη­ νεκή παρουσία ενός έπικίνδυνου «σκοταδιστή» αντιπάλου βρίσκει τήν αύτοδικαίωσή της. ’Ιδεολογικά θανάσιμος θά ήταν, δμως, γ ι’ αυτήν κάθε προγραμματικός διαχωρισμός τού Διαφωτισμού (μέ τήν έννοια τής έμμενούς έρμηνείας τού κόσμου) άπό ορισμένα ιδεώδη καί συνθή­ ματα, τά όποια, ωστόσο, δπως παρατηρήσαμε, ούτε σέ λογική ούτε σέ ιστορική άναγκαία σχέση βρίσκονται μέ τήν ερμηνεία τούτη. Στή 28. ’Ήδη ό K a n t, ό όποιος χαρακτηρίζει κάποτε τήν έποχή του «πεφωτισμένη» (.P r o le g o m e n a , ΛΑ, IV , 383), κάνει διάκριση ανάμεσα σέ μιά «πεφωτισμένη έπο­ χή» καί σέ μιάν «έποχή τού Διαφωτισμού» (W a s ist A u fk la r u n g ?, ΑΑ, V III, 40). Πρβλ. τήν ώραία άνάλυση τού S tu k e , A u fk la r u n g , 265 κ.έ.

36

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

φιλελεύθερη ορολογία ό ((Διαφωτισμός» δεν μπορεί, λοιπόν, να χρη­ σιμοποιηθεί ποτέ ώς απλός τεχνικός όρος, καί μάλιστα οχι μόνον έξαιτίας τής ταύτισής του με ορισμένες κανονιστικές άρχές, άλλα καί έξαιτίας τής φιλελεύθερης πεποίθησης δτι οί τελευταίες δέν είναι μόνο τυπικές καί επομένως πρακτικά μή δεσμευτικές, άλλά έχουν περιεχό­ μενο πρόδηλο — εκείνο δηλ. πού έκάστοτε τούς δίνουν οί φιλελεύθε­ ροι.29 ’Από τή σκοπιά τής ιστορικής αύτοσυνείδησης τού φιλελευθερι­ σμού, ή βαθμιαία επικράτηση των άρχών αυτών παρουσιάζεται, επι­ πλέον, ώς αυτονόητη καί άπαραίτητη συνέπεια τής κοσμοθεωρητικής άποθεολογοποίησης στή συνάφειά της μέ την άποθεολογοποίηση τήν κοινωνική, ώς αιώνιο κέρδος μιας τελειωτικά άπελευθερωμένης ανθρωπότητας.30 Αυτό, ώστόσο, άποτελεί λογικό άλμα άπό δύο άπόψεις. Πρώτα-πρώτα, είναι δυνατόν ή άποθεολογοποίηση τής κο­ σμοθεωρίας καί τής κοινωνίας νά ένισχύσει εντελώς διαφορετικές κα­ νονιστικές άρχές (καί μορφές κυριαρχίας) άπό τις φιλελεύθερες (ή δυ­ νατότητα αυτή έχει γίνει στό μεταξύ πραγματικότητα σέ μεγάλο μέ­ ρος τού πλανήτη μας)* καί δεύτερο, ή συνεπής άποθεολογοποίηση μπορεί νά καταλήξει σέ σχετικιστικά ή καί μηδενιστικά συμπεράσμα­ τα. Γιά τή φιλελεύθερη μυθολογία σχετικά μέ τόν Διαφωτισμό θά πρέπει νά είναι πικρή ειρωνεία τό δτι ό μηδενισμός τών Νέων Χρό­ νων ακριβώς στήν έποχή τού Διαφωτισμού γνώρισε τήν πρώτη συνε­ πή καί προγραμματική του διατύπωση, προπαντός χάρη στούς L a M ettrie καί de S a d e . Εύλογο είναι νά θεωρούνται τέτοια φαινόμε­ να, γιά προφανείς ψυχολογικές καί ιδεολογικές αίτιες, έκτρωματικά ή άσήμαντα,31 ώστόσο ή επιστημονική σύλληψη τού Διαφωτισμού παραβλάπτεται άπ’ αυτό, αφού μπορεί νά καταδειχτεί δτι τά παρα­ πάνω φαινόμενα, άνεξάρτητα άπό τήν άριθμητική τους ισχύ, άποτελούν τή λογική άπόληξη τάσεων, οί όποιες συναντιούνται καί σέ ήθι29. 'Ένα καλό παράδειγμα τής τάσης αυτής δίνει ό C ob b an μέ τό βιβλίο του In S e a rc h o f H u m a n ity , p a s sim . Βλ. τίς κριτικές παρατηρήσεις τού C ro ck e r, R ecen t In te r p re ta tio n s..., 4 5 2 /3 . Μέ τήν έννοια ενός σύγχρονου φιλελευθερισμού χρησιμοποιεί καί ό F un k e τόν δρο «Διαφωτισμός» στήν πραγματεία του: A u fk laru n g - eine F r a g e d e r m o ra lisch e n H a ltu n g ? Ή άνάλυσή του σκοπεύει απλώς νά δείξει δτι ή έρώτηση τού τίτλου είναι ρητορική. Επιπλέον ταυτίζει τόν Διαφωτι­ σμό μέ τόν 18ο αι. (βλ. σ. 24 επάνω), άποσιωπώντας δσα φαινόμενα τής ιστορίας τών ιδεών δέν ταιριάζουν στό φιλελεύθερο-κανονιστικό του σχήμα. Τούτη ή άνιστορική τοποθέτηση χαρακτηρίζει δλους, οσοι, δπως καί ό F u n k e (βλ. π.χ. σ. 33), άκολουθούν ιδεολογικά τόν λεγόμενο «κριτικό ορθολογισμό»· πρβλ. π.χ. M itte lstr a s s, N eu zeit und A u fk la r u n g , 87 κ.έ. 30. H ob h ou se, L ib e r a lis m , 32. 31. L ecky, R a tio n a lism in E u ro p e , II, 375.

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

37

κολόγους διαφωτιστές καί χρησιμοποιήθηκαν απ’ αυτούς ώς δπλα εναντίον τής παραδοσιακής θεολογίας. ’Ακριβώς αυτό οφείλει νά αμ­ φισβητήσει ή φιλελεύθερη αντίληψη γιά τόν Διαφωτισμό: δτι οί κοσμοθεωρητικές-όντολογικές προϋποθέσεις των δικών της κανονι­ στικών αρχών (π.χ. τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας απέναντι στή θεολογία, δταν πάρει τή μορφή άνοιχτοϋ άθεϊσμού) θά ήταν δυνατόν νά συνεπάγονται τήν άπόρριψη κάθε κανονιστικής άρχής. Ή μαρξιστική (καί μαρξιστική-λενινιστική) ερμηνεία τού Διαφωτι­ σμού εμπλέκεται σέ παρόμοιες δυσκολίες στόν βαθμό πού τονίζει άποκλειστικά τήν ήθική-κανονιστική άποψη τής εποχής τού Διαφωτι­ σμού, θεωρώντας τον ιδεολογία τής άστικής τάξης καί παίρνοντάς τον στήν όνομαστική του άξια, γιά νά μπορέσει έτσι νά έπιρρίψει στήν αστική τάξη προδοσία στά ίδια της τά ιδεώδη.32 Ό Διαφωτισμός άποτελεί, δπως λέγεται, τήν κοσμοθεωρητική σημαία τής άνερχόμενης άστικής τάξης, πού ύποστέλλεται από τή νικηφόρα καί συντηρη­ τική, πιά, άστική τάξη* ή κληρονομιά τού Διαφωτισμού περνά, έτσι, στόν μαρξισμό, γιά νά δώσει αυτός σάρκα καί οστά στά ίδεώδη έκείνα, πού ή άστική τάξη εξάγγειλε τυπικά μόνον, αν καί στο δνομα ολόκληρης τής άνθρωπότητας. Στήν άντίληψη αυτή γίνεται λόγος γιά δύο διαδοχικές ιστορικές έποχές. Ό μαρξισμός πρέπει δηλ. νά θεωρήσει τόν Διαφωτισμό αυτοτελή εποχή, γιατί κι ό ίδιος αντιλαμ­ βάνεται τόν εαυτό του ώς κεντρικό κίνημα μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, ή οποία, σύμφωνα μέ τό σχήμα τής άνοδικής ιστορικής πο­ ρείας, ακολουθεί μιά προγενέστερη καί άτελέστερη.33 ’Από τήν άλλη 32. E n g e ls, A n ti-D iih rin g, M E W , 20, 16/7. Ά πό μαρξιστική άποψη σχετικά βλ. B e ss e , M a r x , E n g e ls et le X V I I I e sie c le f r a n g a is , ίδ. 1 59/60, 162 κ.έ. 33. E n g e ls, D ie L a g e E n g la n d s, M E W , 1, 550/1. Κάτω άπό τήν πίεση τής ανάγκης γιά περιοδολόγηση, πού επιβάλλει τό μαρξιστικό σχήμα τής ιστορικής εξέ­ λιξης, ό K r a u s s ισχυρίζεται δτι, μολονότι μιά περιοδολόγηση μέ βάση τή γνώμη μιας έποχής γιά τόν εαυτό της είναι γενικά ανεπίτρεπτη, ώστόσο στήν περίπτωση του Διαφωτισμού πρέπει νά κάνουμε έξαίρεση καί νά πάρουμε στήν όνομαστική της αξία τή (δήθεν) αύτοεκτίμησή του ώς ενιαίας έποχής διεπόμενης άπό τή φιλοσοφία καί τήν πρόοδο (Z u r P e rio d isie ru n g d e r A u fld a ru n g , V II I* αλλού μάλιστα ό K r a u s s άναφέρεται δχι απλώς στή γνώμη τού Διαφωτισμού γιά τόν έαυτό του, αλ­ λά μιλά γιά τόν 18ο αί. γενικά, βλ. 4S ie c le 9im ach tzeh n ten Ja h r h u n d e r t, 88/9). 'Ωστόσο ό K r a u s s επικαλείται μονάχα ορισμένες αποφάνσεις διαφωτιστών ορισμέ­ νης (κανονιστικής) κατεύθυνσης, καί έτσι οί άποδείξεις του στήν ουσία αποτελούν ταυτολογίες. Επιπλέον παραβλέπει δτι ή συστηματική χρησιμοποίηση τού «Διαφω­ τισμού» ώς έννοιας άναφερόμενης σέ ολόκληρη έποχή άρχισε μόλις στό δεύτερο μισό τού 19ου αι. (S tu k e , A u fld a ru n g , 244 κ.έ.) καί δτι άκριβώς τότε καί οί μαρξιστές άνακάλυψαν ή έπλασαν τήν παραπάνω διπλή τους σχέση μέ τόν «αστικό Διαφωτι­ σμό» (F e tsc h e r, A u fk la r u n g , στ. 451).

38

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

μεριά, ό μαρξισμός, ώς χειραφετητικό κίνημα, δεν θά μπορούσε ποτέ νά παρουσιαστεί ώς κληρονόμος του αστικού Διαφωτισμού, αν ό τε­ λευταίος δεν ταυτιζόταν με ορισμένες γενικά άποδεκτές κανονιστικές αρχές, πού, καθώς λέγεται, ή άστική τάξη τίς άσπαζόταν τυπικά μό­ νο. Α π ’ αυτό προκύπτει ή διπλή στάση τού μαρξισμού απέναντι στον Διαφωτισμό: στόν βαθμό πού θεωρεί τόν εαυτό του υπέρβαση τού Διαφωτισμού καί φορέα μιας νέας, μετααστικής ίστορικής έποχής, ταυτίζει τόν Διαφωτισμό μέ την άστική τάξη* καί στόν βαθμό πού παρουσιάζεται ό ίδιος ώς τελείωση τού Διαφωτισμού, οίκειοποιείται τήν κανονιστική (χειραφετητική) έκδοχή τού τελευταίου.34 Καί οί δύο αυτές άντιλήψεις είναι άβάσιμες, τόσο κοινωνιολογικά δσο καί άπό τήν άποψη τής ιστορίας των ιδεών. Ή ταύτιση Διαφωτι­ σμού καί άστικής τάξης δέν παίρνει υπόψη της τό γεγονός δτι —μολο­ νότι άκριβώς ή άνοδος τής άστικής τάξης καί ή συνεπούμενη μείωση τής κοινωνικής ισχύος τής Εκκλησίας καί τής θεολογίας δημιούργη­ σε τίς πρϋποθέσεις γιά τήν εμφάνιση τού νεότερου υλισμού καί άθεϊσμού— ή ίδια ή άστική τάξη, στό σύνολό της, φερόταν πάντοτε δύσπι­ στα καί άρνητικά άπέναντι σέ τέτοιες τάσεις, πιστεύοντας δτι τή ζη­ μίωναν ή τήν έξέθεταν, καί προτιμώντας άμφίρροπες δυαρχικές θέ­ σεις. Ή οξεία κριτική τού V o ltaire, κι ακόμη καί τού D iderot, σέ υλιστές δπως ό L a M ettrie καί ό H elvetius εκφράζει άκριβώς αυτή τήν άνησυχία των άστών. Ή μαρξιστική, όμως, ερμηνεία θεωρεί τόν υλισμό ώς τήν πραγματική έπαναστατική δύναμη τού αστικού Διαφωτισμού,35 πράγμα πού συναρτάται μέ τήν αυτοσυνείδηση τού υλιστικού μαρξισμού ώς κληρονόμου των καλύτερων παραδόσεων 34. Στην περίπτωση αυτή ό «Διαφωτισμός» χρησιμοποιείται ώς έννοια ύπεριστορική, βλ. π.χ. τό βιβλίο τοΰ Ley, Geschickte d er A ufklarun g und des Atheism u s, τό όποιο άρχίζει μέ τόν «Διαφωτισμό» στους άρχαίους παραποτάμιους πολιτι­ σμούς καί στήν Ελλάδα (I, 45 κ.έ., 155 κ.έ.). Χαρακτηριστικό γιά τή συγγένεια φι­ λελεύθερης καί μαρξιστικής άντίληψης ώς πρός τήν ήθική-κανονιστική κατανόηση τού Διαφωτισμού είναι τό γεγονός, δτι καί οπαδοί τού «κριτικού ορθολογισμού» μ ι­ λούν γιά τόν «πρώτο», δηλ. τόν ελληνικό Διαφωτισμό. Βλ. π.χ. M itte lstr a s s, N eu zeit und A u fltla ru n g , 15 κ.έ., ό όποιος προφανώς άκολουθεΐ τόν G a y , E n ­ lightenm ent^ 72 κ.έ. ’Αφού ό G ay (207 κ.έ.) κάνει λόγο γιά τήν «υποχώρηση τού Λόγου» στόν Μεσαίωνα, τό ίδιο δπως καί ό M itte lstr a s s (76 κ.έ.) ψέγει τόν «άποπροσανατολισμό» του στήν ίδια περίοδο, προφανώς έπιχειρεΐται έδώ μιά έμμε­ ση παλινόρθωση τού τριαδικού σχήματος σύλληψης τής ίστορικής πορείας. Γιά τόν υποβιβασμό τού Μεσαίωνα ώς κοινό τόπο τής μαχητικής αύτοπροβολής των ύπερασπιστών των Νέων Χρόνων βλ. παρακ. κεφ. II, σημ. 5. 35. E n g e ls, Εισαγωγή στήν άγγλική έκδοση τού E n tw ick lu n g d e s S o z i a li s miiA’, M E W , 22, 303. Επιχειρηματολογώντας μέ τό ίδιο πνεύμα ό K r a u s s φτάνει σέ σημείο νά κάμει τόν d ’A lem b ert, π.χ., στρατευμένο υλιστή: «Ή διαδοχή τού

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

39

τού τελευταίου. Ερχόμαστε, έτσι, στη δεύτερη από τίς παραπάνω δύο αντιλήψεις, στήν οποία καί μπορούν νά άντιταχθούν τρία σημεία. Πρώτο, αν ύπήρχε αναγκαία συνάφεια ανάμεσα σέ υλισμό καί «προοδευτικότητα» —δχι μόνο μέ άντιθεολογική, αλλά προπαντός μέ ήθική-κανονιστική έννοια—, τότε θά έπρεπε νά καταδειχτεί ότι οί υλι­ στές ήταν «δημοκρατικότεροι» από άλλους διαφωτιστές. Αύτό δεν συμβαίνει. Ό H o lb ach , π.χ., δεν είναι διόλου δημοκρατικότερος άπ’ ό,τι, λ.χ., ό V o ltaire, ενώ άντίστροφα ό δημοκράτης R o u sse a u κα­ ταπολεμά μέ πάθος τόν ύλισμό καί τόν αθεϊσμό. Δεύτερο, έξαιτίας τής ιδεολογικά επιθυμητής συνάφειας υλισμού καί προοδευτικότητας (μέ ήθική-κανονιστική έννοια), ή μαρξιστική άντίληψη αναγκάζεται νά άρνηθεί ότι υλιστές κατέληξαν στον μηδενισμό (στήν περίπτωση τού L a M ettrie, π.χ., τά κείμενα βιάζονται36) καί, άντίστροφα, θεω­ ρεί τόν σκεπτικισμό ώς απλό προστάδιο τού υλισμού.37 Επιπλέον δέν διερευνάται τό πρόβλημα αν ύλιστές, πού στήν κοινωνική καί ήθική τους φιλοσοφία άποδέχονται κανονιστικές αρχές, είναι συνεπείς, αν δηλ. ή αποδοχή αυτή βρίσκεται σέ λογική συμφωνία μέ τή μεταφυσι­ κή τους αφετηρία. Τρίτο, αφού ό μαρξισμός παρουσιάζεται όχι μόνον ώς συνέχιση αλλά καί ώς ύπέρβαση τού διαφωτιστικού υλισμού, ό τε­ λευταίος οφείλει νά χαρακτηριστεί ατελής, δηλ. μή διαλεκτικός ή μη­ χανιστικός, οπότε ώς πηγή τού μηχανικισμού θεωρείται ό D escar­ te s.38 Ή άνάλυσή μας θά δείξει, άπεναντίας, ότι ό ύλισμός τού 18ου αί. θεμελιώθηκε άκριβώς πάνω στήν απόρριψη τού καρτεσιανού μηχανικισμού.39 Καί ή συζήτηση γύρω άπό τήν επιρροή διαφωτιστικών ιδεών στήν έκρηξη καί στήν πορεία τής Γαλλικής Επανάστασης έγινε ώς επί τό πλείστον μέ κριτήρια πολεμικά. Αύτό φαίνεται καθαρά, αν θυμηθού­ με τίς πρώτες ήδη αποφάνσεις γιά τό θέμα, οί οποίες άλλωστε προέρV o lta ire έκ μέρους των D id ero t καί d ’ A lem b ert [στη διεύθυνση τής Εγκυκλοπαί­ δειας] σημαίνει τήν πλήρη νίκη τού ύλισμού στό προπαρασκευαστικό τούτο έργο τού αστικού θριάμβου»» (‘ E in fu h ru n g in d a s Stu d iu m d e r fra n z . A u fk .\ S tu d ie n , 199). 36. Βλ. κεφ. VTI, σημ. 68. Ό ισχυρισμός των M arx-E n gels (Die heilige F a m i­ lies M E W , 2, 138), οτι οι υλιστές δίδαξαν τήν «έμφυτη καλοσύνη»» τού ανθρώπου, είναι εσφαλμένος, τουλάχιστον σέ σχέση μέ τούς L a M ettrie καί H elvetiu s. 37. Ό E n g e ls yta τόν H u m e, D ie L a g e E n g la n d sy M E W , 1, 553* πρβλ. E n ­ g e ls, L . F e u e rb a c h ..., M E W , 21, 276* πρβλ. E n g e ls, Εισαγ. στήν άγγλ. έκδ. τού E n tw ick lu n g d e s S o z ia lism u s , M E W , 22, 295/6. 38. M a r x -E n g e ls, D ie h eilige F a m ilie , MEW ^ 2, 132/3 (πρβλ. E n g e ls, M E W , 22, 303). 39. Κεφ. IV, ύποκεφ. 4β.

40

I. ΤΦΗ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

χονται από πρόσωπα πού άμεσα ή έμμεσα πήραν μέρος στά γεγονό­ τα. Ή Επανάσταση θεωρείται εδώ ώς αναγκαία συνέπεια ή καί ώς κορύφωση τού Διαφωτισμού, καί μάλιστα τόσο άπό έπαναστάτες, πού ήθελαν νά δούν την υπόθεσή τους όχι ώς πεζή άξίωση κυριαρ­ χίας, άλλά ώς εύγενή άγώνα γιά εύγενεΐς ιδέες,40 δσο καί άπό συντη­ ρητικούς καί άντιδραστικούς, πού ήδη πριν άπό την Επανάσταση κα­ ταπολεμούσαν τις διαφωτιστικές ιδέες, καί γ ι’ αυτό έ'βλεπαν στις «θηριωδίες» τής Επανάστασης τήν έπιβεβαίωση τών προειδοποιή­ σεων τους, ή πού στήν εκούσια καί άκούσια τυφλότητά τους άπέναντι σέ βαθύτερα ιστορικά αίτια έπιθυμούσαν νά έπιρρίψουν τήν ευθύνη τών γεγονότων σέ μιά φούχτα ίδεολόγους.41 Αυτή ή πολεμική κρά­ τησε πολύ καί βρήκε έπιφανείς έκπροσώπους καί γιά τις δύο πλευ­ ρές,42 βαθμιαία επισκιάστηκε δμως άπό (ή συγχωνεύθηκε μέ) μιάν άλλη, πού άναφερόταν σέ γενικά ιστορικά ή μάλλον φιλοσοφικοϊστορικά ζητήματα. Ιστορικοί τής φιλελεύθερης αστικής τάξης ύποστασιοποίησαν τήν Επανάσταση γιά νά τή μονοπωλήσουν καί νά τήν εντάξουν στήν ένδοξη αστική παράδοση,43 καί στό σημείο αυτό τούς μιμήθηκε καί ή μαρξιστική ιστοριογραφία, ή οποία ένδιαφερόταν καί αυτή γιά τήν ύποστασιοποίηση τής «άστικής» Επανάστασης, θέλον­ τας νά στηρίξει τό σχήμα τής ανοδικής πορείας τής ιστορίας. Σχετι­ κά, λοιπόν, μέ τήν ύποστασιοποίηση τής Επανάστασης ή μάλλον τή μετατροπή της σέ «μεταφυσικό πρόσωπο»,44 ή φιλελεύθερη καί ή μαρξιστική αντίληψη παρουσιάζουν τήν ίδια (μερική, άλλά μόνο φαι­ νομενικά παράδοξη) συμφωνία πού διαπιστώσαμε καί πάνω στό ζή40. Κατά τή διατύπωση τοΰ B r is so t: «ή έπανάστασή μας δέν είναι καρπός μιας εξέγερσης, άλλά τό έργο μισοϋ αιώνα Φώτων. Τά Φώτα θεμελίωσαν τήν έλευθερία κτλ.», L e P a trio te F r a n c a is \ 10 Ό κτ. 1791, 4 2 6 (τήν περικοπή παραθέτει ό T ren a rd , L u m iere s et R ev o lu tio n , 10). 4 1. ’Από τους πρώτους B u rk e , R e fle c tio n s, 211/2. Γιά τή θεωρία της συνωμο­ σίας γενικά βλ. E p ste in , U r sp ru n g e d c s K o n se r v a tiv ism u s, 583 κ.έ. 42. Ώς συνεχιστές τοΰ B u rk e μπορούν νά θεωρηθούν ό T a in e («Εκατομμύρια άγριων ξεσηκώθηκαν άπό μερικές χιλιάδες ρητόρων», L e s O rig in e s..., II, 3 5 1 ’ πρβλ. II, 77 κ.έ.) καί εν μέρει ό T o cqu ev ille ( L ’A ncien R e g im e , III, 1 = O eu­ vres, II, 193 κ.έ.). Άπό τήν άλλη πλευρά ό M ich elet συμμερίζεται τήν άντίληψη τού B r is so t. (H ist, de la Rev. F r a n c ., In tro d ., V = I, 55 κ.έ.). 43. G ooch. G esch ichte u n d G e sc h ic h tssc h re ib e r im 19. Jh .« 2 0 0 /1 , 213 κ.έ. 44. Σύμφωνα μέ μιάν εύστοχη έκφραση τού F u re t, L e c a te c h ism e revolution n a ire , 279. ’Ορθά ό F u re t επικρίνει τήν τελολογική άντίληψη γιά τή γένεση καί τήν έκδίπλωση τής Επανάστασης, παρατηρώντας δτι προπαντός γιά μαρξιστικές έρμηνειες είναι «κάπως παράδοξο» τό δτι προσανατολίζονται στήν υποκειμενική γνώμη τοτινών ιστορικά ένεργών προσώπων γιά τόν εαυτό τους (262/3* πρβλ. παρ. σημ. 33).

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

41

τημα τού Διαφωτισμού γενικά — πράγμα εύ'λογο, άλλωστε, αφού καί γιά τις δύο πλευρές ή τοποθέτηση άπέναντι στην Επανάσταση καθο­ ρίζει την άξιολόγηση τού Διαφωτισμού, όπως καί άντίστροφα. Ό ­ μως, όπως στόν ύποστασιοποιημένο Διαφωτισμό άντιπαραθέσαμε τήν πολυμορφία τής εποχής, έτσι καί στήν ύποστασιοποιημένη Ε π α ­ νάσταση οφείλουμε νά άντιπαραθέσουμε τήν Επανάσταση ώς συγκε­ κριμένο, πολυδιάστατο γεγονός. Δέν υπάρχει «ή» Επανάσταση, αλ­ λά μιά σειρά επαναστάσεων, πού δχι μόνο διαδέχονται ή μία τήν άλ­ λη, άλλά καί έκδιπλώνονται παράλληλα επιδιώκοντας ιδιαίτερους σκοπούς.45 Τό γεγονός δτι οι τεράστιες άνατροπές, πού συνηθίζουμε νά συνοψίζουμε μέ τήν έκφραση «Γαλλική Επανάσταση», τελικά ωφέλησαν τήν αστική τάξη (μολονότι δέν πρέπει νά ξεχνάμε δτι στη Γαλλία οι άστοί, σέ άντίθεση μέ τήν άγγλική κυρίαρχη τάξη, αναγκά­ στηκαν νά μοιράσουν τη νίκη τους μέ τούς αυτόνομα έπαναστατημένους χωρικούς), δέν μάς δίνει τό δικαίωμα νά χαρακτηρίζουμε τίς παραπάνω άνατροπές in toto ώς άστική επανάσταση. Διαφορετικά επικρατεί μιά μεταφυσική-τελολογική θεώρηση των πραγμάτων καί ό ιστορικός, σύμφωνα μέ μιά ρήση τού F r. Sch legel, μεταβάλλεται σέ άναδρομικό προφήτη. Ή ύποστασιοποίηση τής Επανάστασης αποτελεί μιά πρώτη άφαίρεση, πού, μέ τη σειρά της, εύ'κολα ύποβάλλει καί μιά δεύτερη, δηλ. τήν ύποστασιοποίηση τού Διαφωτισμού, οπότε άκολουθεί καί μιά τρί­ τη: άν ή Επανάσταση είναι εξίσου ενιαία δσο καί ό Διαφωτισμός, τό­ τε γεννιέται ή έντύπωση πώς ή πρώτη μπορεί νά συναχθεί άπό τόν δεύτερο. Είναι στ’ αλήθεια καταπληκτικό καί συνάμα διασκεδαστικό νά βλέπει κανείς πόσο δμοια —παρά τά άντίστροφα πρόσημά τους— άντιμετωπίζουν τό πρόβλημα αυτό ό σχηματικός μαρξισμός καί ό άντιμαρξιστικός-άντιυλιστικός τονισμός τού ρόλου των ίδεών στήν Επανάσταση. Ό πρώτος δέχεται δτι ή επίδραση των έργων τού Δια­ φωτισμού πάνω στήν Επανάσταση στάθηκε «αρκετά σημαντική»,46 άλλά πάντοτε ύπό τόν δρο δτι ή σκέψη τού Διαφωτισμού τυποποιεί­ ται μέ τρόπο πού οι βασικές της ροπές λίγο ή πολύ νά άντιστοιχούν σ’ εκείνες τής Επανάστασης* λέγεται, λοιπόν, δτι στήν πρώτη φάση τής Επανάστασης κυριαρχούσε ιδεολογικά ή πολιτική θεωρία τού καθα­ ρά αστικού Διαφωτισμού, ένώ στήν ίακωβινική φάση της ό ρουσσωι45. Προπαντός ό L efeb v re τόνισε τόσο τήν πολλότητα τών επαναστάσεων όσο καί τόν άνεξάρτητο-άντιαστικό χαρακτήρα τού κινήματος τών χωρικών, cL a R evol. fr a n g a is e et les p a y s a n s ’ , E tu d e s, ιδ. 248, 250, 260. Πρβλ. F u re t, L e c a te c h ism e, 2 8 2 /3 , καί C o b b a n , A sp e c ts o f the F ren ch R ev o lu tio n , 22 κ.έ. 46. Κατά τόν K r a u s s , tE in fu h ru n g ‘), S tu d ie n , 201.

42

1. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

σμός.47 Ό χ ι πολύ διαφορετικά βλέπουν τά πράγματα καί ερευνητές, οι όποιοι, καταπολεμώντας προσπάθειες νά έρμηνευθεΐ ή Επανάστα­ ση σέ πρώτη γραμμή πολιτικά-κοινωνιολογικά καί οχι ιδεολογικά, τονίζουν τη σημασία των διαφωτιστικών ιδεών,48 Καί στις δύο περι­ πτώσεις προϋποτίθεται ή ϊδια άντιστοιχία ιστορικής πορείας καί ιδεο­ λογίας, άσχετα άπό τό ποιος παράγοντας θεωρείται πρωταρχικός. Καί στις δύο περιπτώσεις γίνεται, έτσι, ή πλασματική κατασκευή τής ύποστασιοποιημένης Επανάστασης άληθινό «επιστημολογικό έμπόδιο» γιά μιά συγκεκριμένη σύλληψη τού Διαφωτισμού.49 Ή έπήρεια των ιδεών κατά τήν επαναστατική εποχή τής Γαλλίας μπορεί νά άποτιμηθεί νηφάλια μονάχα αν παραμερίσουμε μιά καί καλή οχι μόνον ιδεολογικές κατασκευές σάν τις παραπάνω, αλλά καί ορισμένες πολύ διαδεδομένες άντιλήψεις σχετικά μέ τήν ιστορική λει­ τουργία των ιδεών γενικά. Ή έπήρεια των ιδεών δέν πρέπει νά νοεί­ ται εύθύγραμμα, δηλ. ώς προσπάθεια εφαρμογής ιδεών πού κάποιος διάβασε σέ βιβλία, έμαθε άπό άλλου ή σκέφθηκε μόνος του. Διχογνω47. V olgu in e, L ·'ideologic revol. en F r a n c e , 217/8. Ό V olgu in e αναπτύσσει μιά μηχανιστική αντίληψη σύμφωνα μέ τό ορθόδοξο μαρξιστικό σχήμα: τή θεωρητι­ κή προεργασία των ίδεολόγων τήν ακολουθεί ή πρακτική-πολιτική ζύμωση, οπότε ot ιδέες των διαφωτιστών συμβάλλουν ουσιαστικά στή διαμόρφωση τής έπαναστατικής συνείδησης «των μαζών» (206, 213). Τό πώς έπιτελεΐται συγκεκριμένα ή διαδικα­ σία αύτή παραμένει, βέβαια, σκοτεινό. 48. Ή δοκιμή τού P e y re πρός τήν κατεύθυνση αύτή στηρίζεται σέ δύο έσφαλμένες άντιλήψεις: ότι ή Γαλλία πριν άπό τό 1789 ζοΰσε σέ σχετική ευημερία (γι’ αύτό καί ή αναταραχή μπορούσε, τάχα, νά εχει μονάχα ιδεολογικά αίτια) καί δτι ή Ε πανά­ σταση χωρίζεται σέ δύο φάσεις κυριαρχούμενες άντίστοιχα άπό τίς πολιτικές αρχές τών M o n tesqu ieu καί R o u s se a u (The In flu en ce o f eigh teen th ce n tu ry id e a s , 72/3, 77). Ώς πρός τό πρώτο σημείο, άκόμη κι αν παραβλέπαμε τόν λιμό τού 1789, θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε δτι οί εντονότεροι κοινωνικοί (δχι απλώς ιδεολο­ γικοί) ανταγωνισμοί δέν δημιουργούνται αναγκαστικά στήν κατάσταση τής μέγιστης ένδειας* ό διαχωρισμός τής Επανάστασης σέ δύο φάσεις δείχνει, πάλι, δχι μόνο παραμέληση τής πληθώρας τών συγκεκριμένων γεγονότων, άλλά καί μιά μηχανι­ στική αντίληψη γιά τήν έπίδραση τών ιδεών: έτσι δέν άναφέρεται, λ.χ., δτι ό R o u s se a u χρησιμοποιήθηκε καί άπό τήν άριστοκρατική παράταξη (βλ. παρακ. σημ. 50). ’Αντί νά δεΐ τίς ιδέες ώς δπλα μετά τήν έκρηξη τής Επανάστασης, ό P ey re τίς βλέπει ώς δυνάμεις, πού προσδιορίζουν τήν πορεία της. Καί δμως ό ίδιος παραθέτει (73) τή φράση τού D esm o u lin s, δτι πρίν άπό τό 1789 δέν υπήρχαν στή Γαλλία ούτε δέκα δημοκράτες. 49. 'Η έκφραση είναι τού G u sd o rf, L e s p r in c ip e s de la p e n s e e , 22. Τήν ίδια θέση άναπτύσσει μέ πνευματώδη τρόπο ό G oulem ot, τονίζοντας δτι ή θεώρηση τού Διαφωτισμού στό σύνολό του άπό τή σκοπιά τής Επανάστασης μπορεί νά είναι μο­ ναχά τελολογική — καί έπιπλέον μανιχαιική. Εξίσου όρθή είναι ή παρατήρησή του, δτι ό Διαφωτισμός καί ή άστική τάξη δέν ταυτίζονται όλότελα καί αυτονόητα (D e Ια P o le m iq u e s u r la R e v o lu tio n ..., ίδ. 238, 239 κ.έ.).

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

43

μίες σέ τέτοια βάση είναι έπιστημονικά στείρες καί άποτελοϋν τόν ασφαλέστερο δρόμο γιά να καταλήξει ή ερευνά σέ μιά θεώρηση τελο­ λογική. Ή προσπάθεια έφαρμογής ιδεών διαδραματίζεται μέσα σέ έ­ ναν άγώνα καί εχει ώς φορείς της άγωνιζόμενα πρόσωπα* δμως ό αγώνας έχει τη δική του λογική, στήν οποία πρέπει να υποταχθεί ή λογική των κειμένων και των προγενέστερων πεποιθήσεων, αν θέλει νά παίξει κάποιον ρόλο. Ό τι οι ιδέες επιδρούν, δέν σημαίνει τίποτε άλλο παρά δτι ορισμένοι άνθρωποι τίς έπικαλοϋνται* δέν υπάρχουν ιδέες στήν πρώτη τους παρθενικότητα, πού κινούν δσους άνθρώπους έμπνέονται άπ’ αυτές, αλλά τό άντίθετο: άνθρωποι, πού βρίσκονται μέσα σέ συγκεκριμένες καταστάσεις, χρησιμοποιούν ορισμένες, Ισως ήδη γνωστές τους ιδέες, οί οποίες είτε πρέπει νά προβληθούν έκλεκτικά είτε νά έρμηνευθούν εξαρχής. Μέ άλλα λόγια: οί ιδέες ασκούν έπήρεια, άκριβώς επειδή χρησιμοποιούνται σέ καταστάσεις, πού δέν άποτελούν άπλά γεννήματα ιδεών, αλλά είναι στό έπακρο σοβαρές μέ τήν υπαρξιακή καί πολιτική έννοια τού δρου* ή σοβαρότητα τής υπαρξιακής κατάστασης κάνει τήν έπήρεια τών ιδεών σοβαρή υπόθε­ ση. ’Ακριβώς γ ι’ αυτό, δμως, δέν μπορούν καί οί ιδέες νά έπιλέξουν ελεύθερα ούτε τόν χώρο ούτε τούς δρους τής έπήρειάς τους, δπως υποθέτει τό εύθύγραμμο σχήμα πού ύπαινιχθήκαμε παραπάνω* δέν μπορούν δηλ. νά καθορίσουν άπό πρίν τόν έκάστοτε ερμηνευτή τους καί επομένως ούτε καί τή μορφή ή τόν σκοπό τής έκάστοτε χρήσης τους. Αρχικά άποτελούν μόνο καί μόνο διαθέσιμα δπλα* τό ποιος, πότε καί πώς θά τίς χρησιμοποιήσει δέν έξαρτάται άπό τίς ίδιες, καί γ ι’ αυτό καί ή ιστορία τής επίδρασής τους ή μάλλον ή ίδια τους ή ιστορία δέν είναι παρά ή ιστορία τών ερμηνειών τους. Χωρίς τήν έρμηνεία μιας ιδέας σέ μιά συγκεκριμένη κατάσταση, δηλ. χωρίς τόν άγωνιζόμενο ερμηνευτή δέν ύπάρχει έπήρεια ιδεών. Άπό τή σκοπιά εύθύγραμμων ίδεαλιστικών ή ύλιστικών αντιλήψεων τής ιστορίας, θά παραμείνει λ.χ. γιά πάντα αίνιγμα τό γεγονός δτι στάθηκε δυνατόν νά προσφέρει ιδεολογικές υπηρεσίες σέ συντηρητικούς ό R o u sse a u , δηλ. ό άγαπημένος στοχαστής τών ’Ιακωβίνων.50 Μπορεί κανείς, φυ­ σικά, νά μιλήσει στήν περίπτωση αυτή γιά «κατάχρηση» κτλ., αυτό δμως θά μπορούσε νά λεχθεί αναφορικά μέ δλα τά κόμματα (ας άναλογιστούμε τήν τρομοκρατία τών ’Ιακωβίνων), καί άλλωστε οί ήθι50. Βλ. σχετικά τήν εξαιρετική έργασία τής M cD o n ald , R o u s se a u a n d the F re n ch R e v o lu tio n , δπου διατυπώνονται καί καλές γενικές παρατηρήσεις αναφορι­ κά μέ τήν έπίδραση, έπανανακάλυψη καί μεθερμηνεία ιδεών (3 κ.έ., 20/1 , 115/6, 155). Βλ. έπίσης S o z z i, In te r p re ta tio n s de R o u s s e a u , ίδ. 190, 199 /2 0 0 , 205 κ.έ., 2 1 7 /8 , 223- B a r n y , R o u s se a u d a n s la R e v o lu tio n , ίδ. 65, 7 4 /5 , 83, 96.

ΛΛ

I. ΥΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

κονοσταλγικές αυτές σκέψεις δέν λύνουν κανένα πρόβλημα. Όπως καί νά είναι, ή δυνατότητα σχετικά ελεύθερης ερμηνείας των ιδεών μέσα σέ συνθήκες πάλης άποτελεϊ κλειδί γιά τήν κατανόηση τής λει­ τουργίας τους καί τής επήρειάς τους — καί συνάμα καί τό ισχυρότερο επιχείρημα τόσο εναντίον τής θεωρίας γιά τή γνώση ώς άντανάκλαση όσο καί έναντίον των διαφόρων εκδοχών τού ίδεαλιστικοϋ πρωτείου τών ιδεών. “Αν δούμε μέ αυτόν τόν τρόπο τήν εξαιρετικά πλαστική λειτουργία τών ιδεών, πού μέσα στήν υπαρξιακή σοβαρότητα μιας κατάστασης χρησιμοποιούνται ώς δπλα, θά κατανοήσουμε ίσως γιατί ή διαπίστω­ ση τής επίδρασής τους πριν, από καί κατά τήν Επανάσταση δέν απο­ τελεί επιχείρημα έναντίον τής θέσης, δτι οί διαφωτιστικές ιδέες ποτέ δέν θά μπορούσαν, καθαυτές, νά θέσουν σέ κίνηση τήν έπαναστατική άνατροπή. Τό άντίστροφο είναι σωστό: ή έκρηξη τής Επανάστασης έκανε τήν έπαναστατική τους έπήρεια αναπόδραστη — δμως μονάχα μέσα άπό τις ερμηνείες πού ύπαγόρευε κάθε φορά ή πάλη. Τό σύμ­ πλεγμα τών γαλλικών έπαναστάσεων μετά τό 1789 πρέπει επομέ­ νως νά εξηγηθεί μέ βάση τήν κοινωνική ιστορία καί δχι τήν ιστορία τών ιδεών.51 Τό δτι μερικοί ή καί πολλοί έπαναστάτες έπικαλέστηκαν ορισμένες διαφωτιστικές ιδέες δέν σημαίνει καθόλου δτι αυτές μπορούσαν καί νά προκαλέσουν τήν Επανάσταση. Ή αναφορά σέ ιδέες ήταν, άλλωστε, όλότελα φυσική ήδη έξαιτίας τού —κοινωνιολο­ γικά έρμηνεύσιμου— ρόλου τών στοιχείων τής καινούργιας μικροα­ στικής διανόησης μετά τό 1789. Μάλλον θά έπρεπε, λοιπόν, νά ρω­ τήσουμε πώς γεννήθηκαν οί φορείς ορισμένων ιδεών, παρά, άντίστροφα, πώς αυτές οί ιδέες βρήκαν υπερασπιστές. “Αν συνέβαινε τό τελευ­ ταίο, τότε θά έπρεπε νά συμπίπτει ό (πλασματικός) μέσος δρος τών διαφωτιστικών ίδεών μέ τόν (πλασματικό) μέσο δρο τού κοινωνικού περιεχομένου τής Επανάστασης. Μέ βάση, δμως, τά ρητά πολιτικά καί κοινωνικά αιτήματα τού άστικού Διαφωτισμού, ή Επανάσταση θά είχε ολοκληρωθεί ήδη τή νύχτα τής 4ης Αύγούστου 1789, άφού σ’ αύτά κάθε άλλο παρά προβλέπονταν ό R o b e sp ie rre καί ό Ναπο­ λέων. Ή καλύτερη άπόδειξη γιά τήν άποψή μας είναι ή τύχη τών ά-

51. M o rn et, L e s o rig in e s in tellectu e lle s, 4 40 κ.έ., 469 κ.έ.· See, The eco n o ­ m ic a n d so c ia l o r ig in s, 13. Σέ μιά βιβλιοκρισία του βιβλίου του M o rn et (366 κ.έ.) ό L efebvre κάνει σημαντικές παρατηρήσεις γιά τά μειονεκτήματα μιας απο­ κλειστικής θεώρησης του ζητήματος άπό τή σκοπιά της ιστορίας τών ίδεών, μολονό­ τι άποδέχεται τά πορίσματα του συγγραφέα.

2. Ο ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗ Σ ΣΚΕΨΗΣ

ΊΓ>

μέσων συνεργατών καί μαθητών τών εγκυκλοπαιδιστών.52 Ά λλα ή επαναστατική εποχή ανέπτυξε τή δική της τρομακτική δυναμική, ή όποια οφείλεται ακριβώς στό γεγονός δτι στο επαναστατικό προσκή­ νιο πρόβαλαν μάζες, πού τώρα άκουγαν γιά πρώτη τους φορά κατιτί γύρω άπό τίς ιδέες τού Διαφωτισμού.53 Στά πλαίσια τής επαναστατι­ κής δυναμικής άνέπτυξαν καί τή δική τους δυναμική ορισμένες διαφωτιστικές ιδέες, ερμηνευόμενες κατά τίς ανάγκες τής συγκεκριμένης κατάστασης καί χρησιμοποιούμενες ώς δπλα. Αυτό γίνεται αυτονόη­ το, αν άποφύγουμε προσεκτικά κάθε ύποστασιοποίηση «τού» Διαφω­ τισμού ή «τής» Επανάστασης. Θά ήθελα νά κλείσω αυτή τή σύντομη επισκόπηση τών πολεμικών-ίδεολογικών εσφαλμένων έρμηνειών τής εποχής τού Διαφωτι­ σμού μέ τή μνεία ενός πνευματικού ρεύματος, πού εμφανίστηκε πολύ νωρίς σέ δλη τήν Ευρώπη, παίρνοντας στή Γερμανία έκφραση ιδιαί­ τερα χαρακτηριστική. Πρόκειται γιά τήν ταύτιση διαφωτιστικού ορ­ θολογισμού καί νοησιαρχίας, οπότε στόν πρώτο έπιρρίπτεται ό παραγκωνισμός τής «ζωής» καί τής «ανθρώπινης ύπαρξης» γιά χάρη άφηρημένων σχημάτων. Ή ανάλυσή μας θά δείξει πώς ό Διαφωτι­ σμός δχι μόνο δέν είχε νοησιαρχικό προσανατολισμό, άλλά καί δια­ μορφώθηκε στήν πάλη μέ τήν καρτεσιανή νοησιαρχία. Ή μομφή τής νοησιαρχίας διατυπώθηκε, ωστόσο, εναντίον τού Διαφωτισμού γενι­ κά, γιατί σκοπός ήταν ή καταπολέμηση συγκεκριμένων θέσεών του. Δέν ήταν σύμπτωση δτι άκριβώς οι αντίπαλοι τής Επανάστασης, πού Εβλεπαν τίς ρίζες τού κακού στόν Διαφωτισμό, στηλίτευσαν πρώτοι τή δήθεν νοησιαρχική του τοποθέτηση.54 Στή Γερμανία, ή τέτοια κρι­ τική βρήκε άπήχηση άκόμη καί άνάμεσα σέ (επιφυλακτικούς) φίλους τής Επανάστασης,55 έφόσον μάλιστα τό κύριο ρεύμα τού δψιμου γερ­ μανικού Διαφωτισμού, πού ακολούθησε τήν παρακμή τού βολφιανι52. K a fk e r , L e s E n c y c lo p e d iste s el la T e rre u r, 295. M o rtie r, L e s H eritie rs d e s ‘P h ilosoph ies', ίδ. 55. 53. L e feb v re, F o u le s re v o lu tio n n a ire s 3 /4 , 13 κ.έ.· R u d e , The C row d in the Fren ch R ev o lu tio n , 199 κ.έ. 54. B u rk e , R e fle ctio n s, 156* M a istr e , C o n sid e ra tio n s s u r la F r a n c e , V IV II = O eu v re s, στ. 49, 54. 55. Βλ. π.χ. τίς θέσεις τοϋ H u m b o ld t σχετικά μέ τήν αυθαιρεσία τού διαφωτιστικού-έπαναστατικού Λόγου στό έργο του Id een ein er S t a a t s v e r f a s s u n p (1791) = W erke, I, 35/6. Τούτος ό τύπος κριτικής κορυφώνεται στήν έγελιανή περιγραφή τής «απόλυτης ελευθερίας καί τού τρόμου» (P h an o m en o lo g ie d e s Geist.es, Werk e , II, 441 κ.έ.), άφοϋ προηγουμένως είχε διατυπωθεί σέ μεταφυσικό πλαίσιο στόν 'ϊ'περίω να τού H olderlin (πρβλ. K o n d y lis, D ie E n tste h u n g d e r D ia le k tik , 3 3 8 /9 , 357 κ.έ.).

46

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

σμοΰ καί τό κίνημα «Θύελλα καί Ό ρμή», συνυφάνθηκε γιά ιδιαίτε­ ρους λόγους με μιαν έντονη άντινοησιαρχική τάση καί αναζήτησε συ­ χνά τήν εθνική του ταυτότητα στήν περιφρόνηση τής γαλλικής «ρηχότητας».56 Πολλές φορές, λοιπόν, εθνική συνείδηση καί άγώνας έναντίον τού δήθεν νοησιαρχικού Διαφωτισμού συνδέθηκαν στενά. Ή το­ ποθέτηση αυτή στάθηκε, δπως ήταν φυσικό, άποφασιστική γιά τούς στοχαστές τής Παλινόρθωσης,57 διατηρήθηκε σώα στόν 19ο at. καί στον 20ό μάλιστα φάνηκε νά αναγεννιέται. Ή έπίδραση τού αισθητικισμού τής σχολής τού Stefan G eorge, πού έγινε αισθητή προπαν­ τός στόν μεσοπόλεμο, ύπήρξε, έτσι, ολέθρια γιά τήν επιστημονική σύλληψη τού Διαφωτισμού. Έθνικιστές εκπρόσωποι καί συνοδοιπό­ ροι τής τάσης αυτής, οί όποιοι οίκειοποιήθηκαν παλιότερες θέσεις τής «φιλοσοφίας τής ζωής» καί πολεμικές εναντίον τού «δυτικού πνεύμα­ τος» άπό τά τόσο άρειμάνια, άκόμη καί γιά επιφανείς λογίους, χρό­ νια τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,58 θέλησαν νά βρούν τήν «ου­ σία τού γερμανικού πνεύματος» στήν ύπέρβαση τού «ψυχρού» καί «ρηχού» δυτικοευρωπαϊκού ορθολογισμού: αυτή, προφανώς, θά ήταν ή ιδεατή εκδίκηση τής Γερμανίας μετά τίς ταπεινώσεις των Βερσαλ­ λιών καί τού Ρούρ. Ό ορθολογισμός ορίστηκε έδώ τόσο στενά, ώστε ή έννοιά του έχασε τό νόημά της, ένώ διευκολύνθηκε αντίστοιχα ή πολεμική έναντίον του. Ό τι ό K a n t καί ό Fichte δέν υπήρξαν λιγό­ τερο Γερμανοί άπό τόν G oethe καί τόν H erd er ή λησμονήθηκε ή έρμηνεύθηκε επιπόλαια καί επιπλέον παραβλέφθηκε δτι ή λεγόμενη άντίδραση έναντίον τού ορθολογισμού αφομοίωσε καί ή ίδια ούσιώδη στοιχεία τού τελευταίου.59 Τούτη ή άποτίμηση τού Διαφωτισμού βρήκε, γιά .εύνόητους λόγους, άκόμη μεγαλύτερη διάδοση στήν έθνικοσοσιαλιστική εποχή,60 γιά νά έκλείψει σχεδόν όλότελα μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί τή συνακόλουθη επικράτηση τής 56. Βλ. π.χ. τήν ανάλυση τοϋ γαλλικού εθνικού χαρακτήρα έκ μέρους τού H u m ­ b o ld t. D a s 18. Ja h r h u n d e r t, W erke I, 4 4 8 /9 , 4 5 6 /7 . Ό H e rd e r άρνεΐται στους Γάλλους τήν ικανότητα γιά μεταφυσική καί άνώτερη γενικά σκέψη (Jo u r n a l = S W , TV, 416). 57. Τεκμήρια στόν S tu k e . A u fk la r u n g , 323/4. 58. Βλ. τή συλλογή κειμένων τού Κ. B o h m e, A u fru fe a n d R e d e n , p a s sim . ΙΙρβλ. lit’ibbe, P olit. P h ilos, in D e u tsc h la n d , 171 κ.έ., ίδ. 205 κ.έ. 59. ’Αποτελεί προσφορά τού C a s s ir e r τό δτι τόνισε αυτό τό σημείο, καί μάλιστα στά πλαίσια μιας προγραμματικής άπόρριψης τού μύθου γιά τόν μονόπλευρο νοη-· σιαρχικό χαρακτήρα τοϋ Διαφωτισμού. Βλ. π.χ. τήν άνάλυσή του γιά τίς σχέσεις τού ρομαντικού ιστορισμού πρός τόν Διαφωτισμό, D ie P h ilo so p h ic d e r A u fk la r u n g , 253 κ.έ. 60. Τυπικά χωρία στους KorfT, C eist d e r G o eth cze it, I, 24 κ.έ.· B o h m , A nti-

3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΛΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓ1ΣΜΟΣ

47

φιλελεύθερης-διαφωτιστικής καί μαρξιστικής-διαφωτιστικής ιδεολο­ γίας των νικητών στά δύο τμήματα τής σημερινής Γερμανίας. Ή μνεία τού ρεύματος αυτού δεν είχε, ωστόσο, ιστορική πρόθεση καί μόνο, άλλα ήθελε να δείξει με ένα τυπικό παράδειγμα δτι ακόμη καί αντιλήψεις τόσο διαδεδομένες δσο ή άμεση ή έμμεση ταύτιση ορθολο­ γισμού καί νοησιαρχίας δέν πρέπει νά παίρνονται στήν ονομαστική τους άξια, μιά καί γεννήθηκαν γιά πολεμικούς σκοπούς. Όμως ή επι­ στημονική διαλεύκανση τού σημείου αυτού είναι άδύνατη, αν προη­ γούμενα δέν διερευνηθεί στήν ουσία της ή έννοια τού ορθολογισμού. 3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ή άσάφεια πού περιβάλλει κεντρικές έννοιες, δπως π.χ. τόν «ορθο­ λογισμό», άποτελεί ένα άκόμη εμπόδιο γιά τήν εμπεριστατωμένη σύλληψη τού Διαφωτισμού, εφόσον μάλιστα ό τελευταίος πολλές φο­ ρές χαρακτηρίστηκε ώς «εποχή τού ορθολογισμού». Ή άσάφεια αυτή προκύπτει, βέβαια, άκριβώς άπό τήν υπερβολικά συχνή χρήση τής έννοιας τού ορθολογισμού σέ διαφορετική κάθε φορά συνάφεια, έτσι ώστε ή πολυσημία γίνεται άναπόφευκτη. "Ωστόσο θά ήταν άφελής ή επιθυμία παραμερισμού τής άσάφειας καί τής πολυσημίας μέ γενικά άποδεκτές συμφωνίες πάνω στήν ορολογία. Γιατί ή έκάστοτε χρήση τής έννοιας τού όρθολογισμού συναρτάται συνήθως τόσο στενά μέ τό περιεχόμενο καί τις προθέσεις τής άντίστοιχης σκέψης, ώστε κανείς στοχαστής δέν βρίσκεται πρόθυμος νά παραιτηθεί άπό τήν προσωπι­ κή του ορολογία, έγκαταλείποντας έτσι λίγο ή πολύ ουσιαστικά ση­ μεία των θεωριών του. Ή σύνδεση τού όρθολογισμού μέ συγκεκριμέ­ νο περιεχόμενο καί συγκεκριμένες θέσεις άποτελεί, άλλωστε, ένα άπό τά σημαντικότερα δπλα στή φιλοσοφική πολεμική. Σκοπός της είναι νά έξαρτήσει τήν ικανότητα γιά λογική σκέψη άπό τήν άποδοχή θεω­ ριών μέ συγκεκριμένο περιεχόμενο καί νά καταγγείλει δσους δέν άποδέχονται τις τελευταίες ώς έχθρούς τής λογικής γενικά σκέψης ή ώς άναξιόπιστους διανοητές. Ή πολυσημία τής έννοιας τού ορθολογι­ σμού ήταν άποτέλεσμα τής πολεμικής της χρήσης, άφού έτσι συνδέ­ θηκε κατά καιρούς μέ τά πιο διαφορετικά περιεχόμενα* δέν προδίδου­ με κανένα μυστικό άν μνημονεύσουμε τό στοιχειώδες γεγονός —πού τόσο δυσάρεστα άναφέρουν οι φιλόσοφοι— δτι ή λογικά μεθοδευμένη σκέψη έχει ϊσαμε τώρα τεθεί στήν υπηρεσία εντελώς διαφορετικών C arte sia n ism u S i 42 κ.έ., 77 κ.έ., 129 κ.έ., 235 κ.έ.* Hildebrandt, H o ld e rlin , 35 κ.έ.* Scheibe, D ie K r is is d e r A u fk laru n cj , 4, 30, 33 κ.έ., 53/4.

Ί8

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

απόψεων καί προθέσεων. Οι πρόμαχοι τούτης ή έκείνης τής θεωρίας μπορούν, φυσικά, νά αμφισβητούν όχι μόνο τις θέσεις τού αντιπάλου, άλλά καί τήν ικανότητά του γιά λογική σκέψη — καί μάλιστα στο ό­ νομα τού Ενός Λόγου, ό όποιος, κατά τρόπο περίεργο, συμπίπτει πάντοτε μέ τον προσωπικό τους τρόπο σκέψης. Μιά θεώρηση πού θέ­ λει νά κατανοήσει τά πράγματα δέν μπορεί νά πάρει θέση σέ μιά τέ­ τοια διαπάλη. Πρέπει, λοιπόν, νά αναζητήσει έναν ορισμό τού ορθο­ λογισμού ανεξάρτητο άπό τό έκάστοτε περιεχόμενο τής σκέψης καί αυστηρά τυπικό, ορισμό δηλ. πού θά ήταν δυνατόν νά εφαρμοστεί σέ κάθε ορθολογισμό, όποιο κι αν είναι τό περιεχόμενό του. Δέν υπάρχει άλλος τρόπος νά άποφύγουμε τόν παραλογισμό, ότι π.χ. ό Θωμάς Άκυινάτης είναι λιγότερο όρθολογιστής άπό τόν H obbes ή ό M achiavelli άπό τόν K a n t: ή προσεκτική εξέταση αυτών των παρα­ δειγμάτων, όπως καί άλλων παρόμοιων, αρκεί γιά νά καταδειχτεί πόσο είναι ανόητη —άπό έπιστημονική, όχι άπό ιδεολογική σκοπιά— ή σύνδεση τού ορθολογισμού μέ ορισμένα μόνο περιεχόμενα σκέψης. Γιά μάς, λοιπόν, ορθολογισμός είναι ή σκόπιμη καί άψογη (άπό τήν άποψη τής τυπικής λογικής) χρήση των έπιχειρηματολογικών μέσων τής σκέψης, γιά νά κατοχυρωθεί θεωρητικά μιά δεδομένη θε­ μελιώδης στάση απέναντι στον κόσμο. Ό ορισμός μας ύποδηλώνει ό­ τι αυτή ή θεμελιώδης στάση ή απόφαση βρίσκεται ή ίδια πέρα άπό κάθε λογική αιτιολόγηση, άκόμη κι όταν οι όρθολογιστές τή θεωρούν αποδείξιμη ή καί αποδεδειγμένη (αυτό, άλλωστε, έπιδιώκουν συν­ δέοντας τόν ορθολογισμό σάν τέτοιον μέ κάποιο συγκεκριμένο περιε­ χόμενο). Μονάχα ή εκλογίκευση τής θεμελιώδους στάσης ή άπόφασης μπορεί νά πραγματοποιηθεί μέ λογική συνέπεια καί μονάχα αυτή μπορεί, επίσης, νά άποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης — όχι ή ίδια ή θεμελιώδης στάση: γιατί στά έσχατα ερωτήματα ή άπάντηση δίνεται μέ αξιωματικές αποφάνσεις. Μπορούν, λοιπόν, νά ύπάρξουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες καί θεμελιώδεις στά­ σεις* μολονότι τά τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τά ίδια, ώστόσο ύπηρετούν κάθε φορά τήν έκλογίκευση θεμελιωδών άποφάσεων μέ διαφορετικό περιεχόμενο. ’Αφού, τώρα, οι τελευταίες βρίσκονται ul­ t r a ratio n em , πρέπει άπό τή φύση τους νά θεωρηθούν μυστικές, πράγμα πού μέ τή σειρά του συνεπάγεται ότι τό μυστικό στοιχείο δέν είναι τό άντίθετο, άλλά ή απαρχή καί ή πηγή τής ορθολογικής σκέ­ ψης. Σέ σχέση μέ τήν άπάντηση πού δίνεται σέ έσχατα ερωτήματα, ή διάκριση άνάμεσα σέ ορθολογικό καί άνορθολογικό στοιχείο χάνει όλότελα τή σημασία της* επομένως πρέπει νά άναφέρεται μονάχα στό επίπεδο τής έκλογικευτικής εργασίας, όπου επιστρατεύονται έπι-

3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

49

χειρήματα γιά νά στηρίξουν τήν έκάστοτε θεμελιώδη στάση ή απόφα­ ση. Μονάχα στό έπίπεδο τούτο μπορεί νά υπάρξει άμεση άντίθεση άνάμεσα σε ορθολογικό καί άνορθολογικό στοιχείο. Τό μυστικό στοι­ χείο πού βρίσκεται στήν απαρχή τής σκέψης, άποτελώντας τή συγκι­ νησιακή της πηγή, είναι, βέβαια, καί αυτό άνορθολογικό, ωστόσο πρέπει νά διακρίνουμε αυστηρά τό άνορθολογικό στοιχείο μέ τή μυ­ στική από τό άνορθολογικό στοιχείο μέ τή λογική έννοια τού δρου. Εφόσον ώς κριτήριο όρθολογικότητας θεωρήσαμε τήν τυπική-λογική ορθότητα καί συνέπεια τής σκέψης κατά τή διαδικασία εκλογίκευσης μιας θεμελιώδους στάσης, πρέπει νά δεχτούμε δτι τό όρθολογικό στοιχείο δέν άντιτίθεται στό άνορθολογικό μέ τή μυστική, άλλά μόνο στό άνορθολογικό μέ τή λογική έννοια τού δρου. Τό άνορθολογικό στοιχείο (μέ τή μυστική έννοια τού δρου) βρίσκεται, μέ άλλα λόγια, βαθύτερα καί άπό τό όρθολογικό γενικά στοιχείο καί άπό τό άνορθο­ λογικό μέ τή λογική έννοια τού δρου: τά δύο τελευταία βρίσκονται στό ίδιο επίπεδο καί γ ι’ αυτό μπορούν καί νά συγκρουστούν. ’Ακρι­ βώς έξαιτίας αύτής τής διαφοράς των επιπέδων δέν επιτρέπεται νά συγχέουμε τή μυστική-άνορθολογική πηγή τής σκέψης μέ τή μεθοδι­ κή της άνάπτυξη, συνάγοντας άπό τήν όρθολογικότητα τής δεύτερης τήν όρθολογικότητα τής πρώτης — καί αντίστροφα: ή άνορθολογικότητα (μέ τή λογική έννοια τού δρου) δέν πρέπει νά θεωρείται συνέ­ πεια τού άνορθολογικού στοιχείου (μέ τή μυστική έννοια τού δρου). Άπό τή σκοπιά μας, λοιπόν, τό αντίθετο τού ορθολογισμού είναι δχι τούτο τό τελευταίο, άλλά μονάχα τό άνορθολογικό στοιχείο μέ τή λο­ γική έννοια τού δρου. Ακριβώς γ ι’ αυτόν τόν λόγο τά θρησκευτικά συστήματα σκέψης δέν μπορούν νά θεωρηθούν άντίπαλα τού ορθολο­ γισμού γενικά, παρά μόνον ορισμένων ειδών ορθολογισμού μέ συγκε­ κριμένο, δηλ. άντιθρησκευτικό περιεχόμενο. Μέ βάση τά ίδια κριτή­ ρια μπορούμε νά εξηγήσουμε καί τό φαινομενικά παράδοξο φαινόμε­ νο, δτι οί μή θρησκευτικοί όρθολογισμοί δέν είναι λιγότερο έχθρικοί ό ένας άπέναντι στόν άλλον άπ’ δσο είναι καί οί θρησκευτικοί ορθολο­ γισμοί άπέναντι ατούς άντιθρησκευτικούς. Μιά συνολική άποτίμηση τών ιστορικά γνωστών άναμετρήσεων ορθολογισμού καί άνορθολογισμού δέν θά έπρεπε νά παραβλέψει τήν καθαρά πολεμική τους πλευρά. ’Αφού, άνάλογα μέ τήν εποχή καί τούς άνθρώπους, άλλοτε χρησιμοποιείται ώς μομφή ό ορθολογισμός καί άλλοτε ό άνορθολογισμός, ή έπιστημονική έρευνα δέν έπιτρέπεται νά παίρνει τέτοιες άποφάνσεις στήν όνομαστική τους άξία. Ή παρα­ πάνω άνάλυσή μας δείχνει δτι ή αυστηρή άντιπαράθεση ορθολογι­ σμού καί άνορθολογισμού γίνεται άντικειμενικά άβάσιμη, άν διαστεί-

50

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

λουμε τό άνορθολογικό στοιχείο μέ τή μυστική άπό τό άνορθολογικό με τή λογική έννοια τού δρου. Όπως τό πρώτο βρίσκεται πέρα άπό κάθε λογική θεμελίωση, έτσι καί τό δεύτερο στήν πραγματικότητα εί­ ναι φαινόμενο πολύ σπανιότερο απ’ δσο ισχυρίζονται όρθολογιστές, οί όποιοι θεωρούν τον δικό τους ορθολογισμό ώς τον μόνο δυνατό. Τό άνορθολογικό στοιχείο (μέ τή λογική έννοια τού δρου) δέν ταυτίζεται μέ τήν παραβίαση των κανόνων τής τυπικής λογικής (άφού καί όρθολογιστές τή διαπράττουν), άλλα προπαντός σημαίνει τήν προγραμ­ ματική άρνηση μετατροπής τού άνορθολογικού στοιχείου (μέ τή μυ­ στική έννοια τού δρου) σέ όρθολογικό σύστημα, δηλ. τήν άρνηση έκλογίκευσης τής έκάστοτε θεμελιώδους κοσμοθεωρητικής στάσης ή άπόφασης. Ή άρνηση τούτη πηγάζει πάνω άπ’ δλα άπό πολεμικά κί­ νητρα, δηλ. άποσκοπεί στήν υπεράσπιση συγκεκριμένων θέσεων, πού καθαυτή ή διαδικασία τής έκλογίκευσης φαίνεται νά τίς άπειλεί. Ό άγώνας έναντίον τής έλλογης σκέψης στήν πραγματικότητα δέν στρέφεται έναντίον κάθε σκέψης, άλλά έναντίον τής σύνδεσης τής σκέψης μέ συγκεκριμένο περιεχόμενο — σύνδεση, πού σέ ορισμένες έποχές γίνεται τόσο στενή, ώστε δημιουργείται ή έντύπωση πώς τό περιεχόμενο αυτό προκύπτει άναγκαστικά άπό τή χρήση τής λογικής σκέψης σάν τέτοιας. Εκτός άπό τό δτι ό χαρακτήρας τού άνορθολογισμού (μέ τή λογι­ κή έννοια τού δρου) κυμαίνεται κάθε φορά άνάλογα μέ τίς περιστά­ σεις καί τόν άντίπαλο, τό άλλο μεγάλο μειονέκτημά του έγκειται στήν άδυναμία του νά πραγματοποιήσει τή βασική του άπόφαση, δηλ. τήν άρνησή του νά προχωρήσει στήν έκλογίκευση τής θεμελιώ­ δους κοσμοθεωρητικής του στάσης. Άπό τή σκοπιά καί μέ τά μέσα τού όρθολογισμού ή άπόφαση αυτή δέν μπορεί, φυσικά, νά καταπολε­ μηθεί, έμπλέκεται δμως άπό μόνη της σέ άντιφάσεις, μόλις θελήσει νά έκφραστεί μέ μορφή έπιχειρημάτων. Συνεπής άνορθολογισμός (μέ τή λογική έννοια τού δρου) δέν συναπαντιέται πουθενά, άκριβώς έπειδή οί έκπρόσωποί του δέν παύουν νά άνακοινώνουν τήν τοποθέ­ τησή τους μέ τή βοήθεια έπιχειρημάτων. Χωρίς τήν άνακοίνωση αύτή ό άνορθολογισμός θά ήταν άγνωστος καί συνεπώς πρακτικά άδιάφορος* δχι μόνο δέν θά μπορούσε νά άνοίξει πολεμική έναντίον τών όρθολογιστών, άλλά ούτε καί θά υπήρχε ό ίδιος, άφού τήν αυτοσυνεί­ δησή του τήν κερδίζει άκριβώς μέσα σ’ αυτή τήν πολεμική. Παραίτη­ ση άπό τήν έπιχειρηματολογία, σέ δποια μορφή, θά σήμαινε λοιπόν παραίτηση άπό τήν πολεμική καί έπομένως πρακτική άνυπαρξία. Άφού οί άνθρωποι άναγκαστικά διεξάγουν τούς άγώνες συναμεταξύ τους καί στόν χώρο τών ιδεών, μιά άνορθολογική στάση μέ τήν έν-

3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

51

νοια τής προγραμματικής καί ολοκληρωτικής παραίτησης άπό κάθε αιτιολογημένη αύτοδικαίωση είναι άπλούστατα αδύνατη μέσα στά πλαίσια μιας έτσι ή αλλιώς —πάντως: μέ βάση ορισμένες κανονιστι­ κές άρχές καί ιδεολογίες— οργανωμένης κοινωνίας. Θά μπορούσαμε, μάλιστα, νά πούμε δτι ή ϊδια ή κοινωνία ύποβάλλει ή καί επιτάσσει (άμεσα ή συμβολικά) τήν έκλογίκευση των θεμελιωδών στάσεων τών μελών της, γιατί μόνον έτσι είναι σέ θέση νά τά έλέγξει* αυτό Ισχύει a fo rtio ri γιά μαχόμενα συλλογικά πρόσωπα: άς θυμηθούμε τούς συ­ νεχείς αγώνες τής Εκκλησίας έναντίον τών μυστικών ή τού ορθόδο­ ξου μαρξισμού έναντίον τών ουτοπικών καί όνειροπόλων συνοδοιπό­ ρων του. Οι άνορθολογιστές κάνουν ένα σοβαρό λάθος δταν θέλουν νά χωρίσουν τήν υπαρξιακή πηγή τής σκέψης, πού ορθά τήν τοποθετούν πέρα άπό τις λογικά επεξεργασμένες έπιχειρηματολογίες, άπό τήν άπορροή της, δηλ. άπό τή σκέψη τήν ϊδια. Γιατί ή πηγή αυτή μόνο σκέψη μπορεί νά γεννήσει καί, αν δέν τό κάνει, μένει βουβή καί ξε­ χνιέται. ’Έτσι γίνεται μέσα στήν οργανωμένη κοινωνία, πού άπό τή φύση της είναι Λόγος, δηλ. έκλογίκευση καί διοχέτευση θεμελιωδών στάσεων. Οί συσχετισμοί αυτοί έξηγούν, άλλωστε, γιατί οι διαμαρτυ­ ρίες έναντίον τού Λόγου πολύ συχνά καταλήγουν στήν ανοιχτή κα­ ταγγελία τού πολιτισμού. Έ τσ ι, δμως, οί άνορθολογιστές περιπλέ­ κονται σέ νέες άντιφάσεις, γιατί είναι άναγκασμένοι νά χρησιμοποιή­ σουν μιάν έκλογικευμένη κλίμακα άξιών άποδίδουν δηλ. ιδιαίτερα προσόντα στά πράγματα, πού κατά τή γνώμη τους καταπιέζει ό Λό­ γος, θεωρώντας τα γνήσια ή «φυσικά» καί φορτίζοντάς τα, έτσι, μέ μιάν άνώτερη ή βαθύτερη όρθολογικότητα: ή λέξη «όρθολογικότητα» παίρνει έδώ ήθική χροιά, καί θά δούμε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε αυτό στόν Διαφωτισμό. Πέρα άπό τό δτι ή ύπαρξη αισθημάτων δίχως τήν παραμικρή τάση πρός έκλογίκευση καί αύτοδικαίωση μπορεί νά άμφισβητηθεί, τουλά­ χιστον μέσα σέ συνθήκες κοινωνικής όργάνωσης, οί διαμαρτυρίες τών άνορθολογιστών πέφτουν στό κενό ήδη έξαιτίας τού γεγονότος δτι τό άνορθολογικό στοιχείο (μέ τή μυστική έννοια τού δρου) στήν πραγ­ ματικότητα δέν πάει ποτέ χαμένο, άλλά περνά άδιάκοπα καί αθέατα μέσα στό ορθολογικό γιά νά τό έμψυχώσει. Αυτή ή μετάβαση καί με­ τουσίωση είναι, δπως σημειώσαμε, άναπόφευκτη μέσα στά πλαίσια τού πολιτισμού, πράγμα πού δχι σπάνια φαίνεται καί στίς έξαιρετικά περίτεχνες έπιχειρηματολογίες τών άνορθολογιστών. Ό άνορθολογισμός μπορεί, λοιπόν, νά είναι μονάχα ένας λίγο ή πολύ έκλογικευμένος άνορθολογισμός, δηλ. ένας όρθολογισμός παρά βούληση — του­ λάχιστον στόν βαθμό πού έπιθυμεί νά έχει πρακτική σημασία καί νά

52

I. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

διεξαγάγει μέ κάποιες πιθανότητες επιτυχίας τόν άγώνα του εναντίον του όρθολογιστή αντιπάλου. Ό Λόγος μένει πάντα τό πιό κοφτερό δπλο — καί πώς θά ήταν κάτι άλλο δυνατό, αφού ό άνθρωπος ανέκα­ θεν θεώρησε τόν Λόγο ώς πηγή τής μεγαλύτερης περηφάνειας ή πα­ ρηγοριάς του, δηλ. τής υπεροχής του άπέναντι στά (υπόλοιπα) ζώα; "Ωστε από τή σκοπιά μας ό ορθολογισμός παρουσιάζεται σχεδόν παν­ τοδύναμος, κι ωστόσο ή θέση μας, από τόν τρόπο πού θεμελιώνεται, δέν σημαίνει κανένα δφελος γιά τόν άνθρωπισμό ή τόν ήθικισμό, πού στηρίζει τίς ελπίδες του στη δύναμη τού Λόγου. Οί αγώνες ανάμεσα στούς όρθολογιστές τούς ίδιους, πού διόλου δέν υστερούν, ώς πρός τό μένος καί τή σφοδρότητά τους, άπό τούς άγώνες άνάμεσα σέ άνορθολογιστές, αποτελούν καθαυτοί, γιά οποίον επιθυμεί νά δει τά πράγ­ ματα απροκατάληπτα, ύπερεπαρκή απόδειξη τού δτι ό ορθολογισμός άπό μόνος του δέν μπορεί νά προσφέρει τή βάση μιας γενικής συνεν­ νόησης — ακριβώς επειδή ό ίδιος ριζώνει κάθε φορά σέ μιά μυστικήάνορθολογική θεμελιώδη στάση. Οί όρθολογιστές προσπαθούν νά υπερνικήσουν τήν άπελπισία, πού έμπνέει ή διαπίστωση αυτή, συν­ δέοντας τόν ορθολογισμό τους μέ τήν αποδοχή ορισμένων συγκεκρι­ μένων θέσεων. 'Όμως ή διατύπωση ενός δεσμευτικού, τουλάχιστον ώς πρός τίς προθέσεις του, ορθολογισμού απλώς δυναμώνει τήν αντί­ δραση όρθολογιστών μέ διαφορετική τοποθέτηση, διαιωνίζοντας έτσι τήν κατάσταση πού έπιθυμούσε νά καταργήσει. Ή κριτική μας ανάλυση δέν σκοπεύει νά προλειάνει τόν δρόμο γιά μιά νέα κάί «αληθινή» έννοια τού ορθολογισμού, άλλά νά προσφέρει κριτήρια ικανά νά έπιτρέψουν στην επιστημονική καί αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση τή δομική καί λειτουργική περιγραφή τών ιστορι­ κά γνωστών όρθολογισμών στήν άντίθεσή τους μέ τούς άντίστοιχους άνορθολογισμούς. Γιά τήν κατανόηση τών παρακάτω πρέπει νά συγ­ κρατήσουμε προπαντός δύο σημεία: α) δτι ό έκάστοτε ορθολογισμός εδράζεται σέ μιά κοσμοθεωρητική θεμελιώδη στάση ή απόφαση, πού άπό τήν πλευρά της βρίσκεται u ltr a ratio n em καί προϋποθέτει έσχατες αξιωματικές άξιολογήσεις* β) δτι ό έκάστοτε ορθολογισμός, ακριβώς έξαιτίας τής προέλευσής του άπό μιά θεμελιώδη στάση ή απόφαση, είναι δεμένος σέ ένα ορισμένο περιεχόμενο, τού οποίου έπιχειρεΐ τήν έκλογίκευση. Τό περιεχόμενο αυτό καθορίζει τόν γενικό χαρακτήρα τού έκάστοτε όρθολογισμού πολύ περισσότερο άπ’ δ,τι τό κάνει ή έπιλογή τής ψυχικής έκείνης δύναμης, πού χρησιμεύει ώς φο­ ρέας τού Λόγου. Τούτο σημαίνει δτι ό ορθολογισμός καί ή νοησιαρ­ χία διόλου δέν ταυτίζονται, δπως δέχεται, άμεσα ή έμμεσα, μιά δια­ δεδομένη άντίληψη, πού έχει σπείρει μεγάλη σύγχυση σέ πολλές προ-

3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΝΟΡΘΟ ΛΟΓΙΣΜΟΣ

53

γενέστερες προσπάθειες γιά μιάν έννοιολογική ανάλυση τής εποχής τοΰ Διαφωτισμού. ’Ακριβώς στό σημείο αυτό διαφαίνεται ή ερμηνευ­ τική σημασία τού δικού μας ορισμού τού ορθολογισμού γιά τή συγκε­ κριμένη σύλληψη τής εποχής τού Διαφωτισμού. Όπως θά δείξουμε, ό θεμελιώδης χαρακτήρας τής τελευταίας κατανοείται μόνον αν δούμε τόν ορθολογισμό της, άπό τή μιά, στή σύνδεσή του μέ ορισμένα περιε­ χόμενα σκέψης καί, άπό τήν άλλη, στή διαφορά του άπό (ή καί έχθρότητά του πρός) τή νοησιαρχία — εχθρότητα πού, μέ τή σειρά της, έχει τή συγκεκριμένη της σημασία γιά τόν καινούργιο καθορισμό των σχέσεων άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά. Φυσικά, στήν εποχή τού Διαφωτισμού υπάρχει καί νοησιαρχικά προσανατολισμένος ορθο­ λογισμός, δμως δέν κυριαρχεί αυτός. Γιά νά ύποτυπώσουμε τή γενι­ κή εικόνα τής έποχής καί γιά νά βρούμε τόν μέγιστο κοινό παρονο­ μαστή —ό όποιος καί μάς επιτρέπει νά μιλήσουμε γιά «γενική εικόνα τής εποχής», επιχειρώντας συνάμα τήν κατάταξή της στήν ιστορία των ιδεών μέ κριτήριο τήν έννοιά της γιά τόν ορθολογισμό— πρέπει νά ορίσουμε μέ άκρίβεια μέ ποιό περιεχόμενο είναι δεμένη ή τελευ­ ταία αυτή έννοια ή ποιό δέν μπορεί νά άγνοήσει καί απέναντι σέ ποιό πρέπει νά πάρει θετική ή άρνητική θέση. Ή έλαστική αυτή ενότητα τής έποχής μπορεί, μέ τή σειρά της, νά σκιαγραφηθεί ίδεοτυπικά, αν έπισημάνουμε τά σημεία τής πολεμικής της όριοθέτησης απέναντι σέ προγενέστερες, λίγο ή πολύ ενιαίες φάσεις τού ορθολογισμού τών Νέων Χρόνων. ’Από τά παραπάνω συνάγεται καί τό πρόγραμμα τής έργασίας μας. Πρώτα-πρώτα πρέπει νά ορίσουμε τό ειδοποιό γνώρισμα τού ορθολογισμού τών Νέων Χρόνων (καί μάλιστα ώς χώρο κοινής έκδίπλωσης διαφορετικών μεταξύ τους κυρίων ρευμάτων), γιά νά μπορέ­ σουμε κατόπιν, συγκρίνοντας καί άντιπαραθέτοντας, νά συλλάβουμε τό ειδοποιό γνώρισμα τού Διαφωτισμού — καί πάλι ώς κοινό παρο­ νομαστή διαφορετικών δυνατών κατευθύνσεων. Αυτό δέν σημαίνει, βέβαια, δτι ό Διαφωτισμός στό σύνολό του διακρίνεται ποιοτικά άπό τίς προγενέστερες δομές σκέψης τού όρθολογισμού τών Νέων Χρό­ νων. Τό αντίθετο: ή ανάλυση τών τελευταίων θά δείξει δτι στήν έποχή τού Διαφωτισμού έπικρατούν απλώς ορισμένες τάσεις, πού καθαυ­ τές ενυπήρχαν εξαρχής στον νεότερο όρθολογισμό παράλληλα μέ άλ­ λες καί σέ λιγότερο ή περισσότερο καθαρή μορφή· γ ι’ αύτόν τόν λόγο καί δέν είναι δυνατόν νά δοθεί γενική έρμηνεία τού Διαφωτισμού δί­ χως μιά γενική συζήτηση τού νεότερου όρθολογισμού, δπως άποδείχνουν καί οί έλλείψεις ή τά λάθη τών ίσαμε τώρα έρμηνειών. Γιά νά ορίσουμε ίδεοτυπικά τά είδοποιά γνωρίσματα τού Διαφωτισμού, πρέ-

54

ί. ΤΦΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

πει νά χρησιμοποιήσουμε τά έννοιολογικά εργαλεία, γιά τά όποια μι­ λήσαμε σ’ αυτό τό εισαγωγικό κεφάλαιο, δηλ. νά θέσουμε τά συγκε­ κριμένα ερωτήματα: ποιο είναι τό περιεχόμενο τού έκάστοτε ορθολο­ γισμού, καί μάλιστα σέ σχέση μέ τό πρόβλημα των σχέσεων άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά, δπως αυτό συνδέεται μέ τό πρόβλημα των άξιων; Ενάντια σέ ποιόν άντίπαλο στρέφεται τούτο τό περιεχόμενο καί πώς είναι δυνατόν νά κατανοηθεί καί νά άνασυγκροτηθεί έννοιολογικά μέ άφετηρία τή διαμάχη αυτή;

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΩΙΜΕΣ ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΤ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

1. ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. Η ΔΙΠΛΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΥΠΟΨΙΑ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ.

Ή παραπάνω αντίληψη γιά τον ορθολογισμό στη σχέση του μέ τό μυστικό-άνορθολογικό στοιχείο παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, σημαντικά πλεονεκτήματα όσον άφορά τήν άνάλυση τής ιστορίας των ιδεών. Απαλλάσσει πρώτα-πρώτα τήν επιστημονική θεώρηση από τή διαδεδομένη καί αυτάρεσκη προκατάληψη, ότι οι Νέοι Χρόνοι αποτελούν τήν εποχή «τού» ορθολογισμού κατ’ άποκλειστικότητα ή κατ’ εξοχήν (ή προκατάληψη αυτή στηρίζεται, βέβαια, σέ μιά κενή ταυτολογία, εφόσον ή ανωτερότητα ένός ορισμένου τρόπου σκέψης γίνεται δεκτή μέ βάση κριτήρια παρμένα άπ’ αυτόν τόν ίδιο), καί έτσι μάς άναγκάζει νά αναζητήσουμε τά είδοποιά γνωρίσματα τού ορθο­ λογισμού τών Νέων Χρόνων, παραμερίζοντας τήν ψευδαίσθηση τού ένός καί μόνου δυνατού όρθολογισμού. ’Από σαφείς άποφάνσεις τών σπουδαιότερων έκπροσώπων του προκύπτει ότι ό ορθολογισμός τών Νέων Χρόνων ορίζεται πρώτα-πρώτα σέ αντίθεση μέ ό,τι άποκαλείται «σχολαστική σκέψη», «αυθεντία», «Μεσαίωνας», «μυστικισμός» κτλ. Ό πολεμικός του χαρακτήρας καταφαίνεται, λοιπόν, στήν αδιά­ κοπη, άμεση ή έμμεση άρνητική επίκληση ένός αντιπάλου, κάθε φορά πού ό ίδιος δοκιμάζει νά προβάλει ή νά νομιμοποιήσει τόν έαυτό του. Ε π ειδή, μέ τήν έννοια αυτή, ό όρθολογισμός τών Νέων Χρόνων άποζεί από τόν άνταγωνισμό (άκόμη σήμερα ό «θετικισμός» εκστρατεύει έναντίον τής «μεταφυσικής»), προσπαθεί νά καλλιεργεί αυτό τό έδα­ φος πού τόν τρέφει, τονίζοντας σέ κάθε δεδομένη περίπτωση τήν άπειλή πού προέρχεται άπό τήν πλευρά τού πολύμορφου καί ώστόσο άμετάβλητου άντιπάλου του. Αύτή είναι ή μία, ή έμμεση πλευρά τής πολεμικής, πού, κατά τρόπο παράδοξο άλλά άναγκαίο, συνίσταται στή διόγκωση τού αντιπάλου* ή άλλη, ή άμεση πλευρά εκφράζεται μέ τήν έπίμονη άρνηση τής («άληθινής») όρθολογικότητας αυτού τού άν­ τιπάλου. Στήν πραγματικότητα, όμως, ή όρθολογικότητα τού άντι­ πάλου δέν αναγνωρίζεται (καί ούτε κάν γίνεται άντιληπτή) μόνο καί μόνον έπειδή βρίσκεται στήν υπηρεσία μιας εντελώς διαφορετικής κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης. Οι σημαντικές γνωσιοθεωρη-

58

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

τικές καί επιστημολογικές αντιθέσεις άποτελούν συνοδευτικά φαινό­ μενα του κοσμοθεωρητικού άγώνα καί τόν προϋποθέτουν τόσο λογι­ κά (άφού μονάχα στό πλαίσιο μιας ορισμένης συνολικής θεώρησης άποκτούν τό νόημά τους τά επί μέρους γνωστικά προβλήματα) δσο καί ψυχολογικά. "Αν, τώρα, άπό όρισμένη θεολογική-μεταφυσική σκοπιά ό ορθολογισμός των Νέων Χρόνων φαίνεται σάν ολέθρια *Ύβρις ή σάν έργο τού Σατανά,1 δμως καί ό ίδιος —τουλάχιστον έφόσον δέν εγκαταλείπει τήν άξίωσή του γιά κοσμοθεωρητική κυριαρχία καί δέν επιτρέπει τή μετατροπή τής επιστήμης άπό λυτρωτική δύναμη σέ γνωστικό δργανο μιας σκεπτικιστικής ή μηδενιστικής θεώρησης— δέν δείχνεται διόλου προθυμότερος νά άποδώσει δικαιοσύνη στον άντίπαλο, άναγνωρίζοντας τό ορθολογικό στοιχείο στά προϊόντα τής σκέψης του* τόν μακρό άγώνα ένάντια στη «σχολαστική σκέψη» τόν έχει σή­ μερα διαδεχτεί ό άγώνας ένάντια στούς «ψευδείς προφήτες». 'Ωστόσο δέν χρειάζεται καν νά άρέσκεται κανείς στόν ρόλο τού adv o ca tu s d iab o li (πού στην εποχή μας ισοδύναμε! συχνά μέ τόν adv o catu s dei), γιά νά μπει στόν πειρασμό νά υπερασπίσει άπέναντι στούς δαιμονομάχους των Νέων Χρόνων τήν πρόδηλη όρθολογικότητα θεολογικών-θρησκευτικών ή μεταφυσικών-φιλοσοφικών θεωριών, δηλ. τή συνεπή, άπό τήν άποψη τής τυπικής λογικής, χρήση τής σκέ­ ψης εκ μέρους τους καί συνάμα τήν πίστη τους στήν άξια τής χρήσης αυτής. Ή μεσαιωνική φιλοσοφία άρχίζει μέ τήν αύγουστίνεια υιοθέ­ τηση τού πλατωνικού ορθολογισμού, τής οποίας σκοπός ήταν ακρι­ βώς νά ξεπεράσει τόν σχετικισμό, πού έλλοχεύει στό γίγνεσθαι καί στόν αισθητό κόσμο, μέ τή βοήθεια μιας πάγιας γνώσης θεμελιωμέ­ νης στήν έδραιότητα τού νοητού Όντος* ή βασική αυτή επιλογή δέν αμφισβητήθηκε ούτε μετά τή θωμιστική άνατίμηση τής έμπειρίας.2 "Αν, πάλι, ορίζαμε τόν ορθολογισμό ώς πεποίθηση στή δύναμη τής σκέψης, δύσκολα θά μπορούσαμε νά βρούμε έντυπωσιακότερη ομο­ λογία πίστεως σ’ αυτήν άπό τήν όντολογική άπόδειξη τής ύπαρξης Θεού (ή έπιστροφή τού H egel σ’ αυτή, καί μάλιστα στό δνομα τού όρθολογισμού των Νέων Χρόνων, είναι παραπάνω άπό εύγλωττη). Ή άποφασιστική διαφορά τών δύο αντιπάλων δέν έγκειται, λοιπόν, ούτε στήν άποτίμηση τών δυνατοτήτων τής σκέψης ούτε στήν ανα­ γνώριση τής άναγκαιότητας τής χρήσης της — μάλιστα ή μεσαιωνική φιλοσοφία υπερφαλαγγίζει τούς Νέους Χρόνους στό σημείο αυτό, 1. Βλ. τυπικές αποφάνσεις θεολογικά προσανατολισμένων στοχαστών στόν W il­ ley, The Seven teen th Century'· B a c k g r o u n d , 14/5. 2. G ilson , E sp rit de la p h il. m e d 235 κ.έ.

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

59

αφού δέχεται ότι ή νόηση μπορεί νά γνωρίσει οχι μόνο φαινόμενα, αλλά καί τήν ουσία του κόσμου. Έσχατη έγγύηση τής γνώσης αυτής παραμένει, βέβαια, ή θεία νόηση, όμως καί πάλι δχι μέ τήν έννοια, ό­ τι χειραγωγεί τήν άνθρώπινη σάν αυτή νά ήταν τυφλή, άλλα περισσό­ τερο μέ τήν έννοια, δτι ό Θεός έγγυάται τήν πάγια τάξη τού Είναι κι έπομένως καί τήν έδραιότητα τής νοητικής της σύλληψης.3 Ενάντια σ’ αυτή τήν κοσμοθεωρητική άντίληψη άγωνίζεται ό ορθολογισμός των Νέων Χρόνων, θέλοντας νά άποδεσμεύσει τήν άνθρώπινη νόηση άπό τό παραπάνω όντολογικό πλαίσιο (πού, άλλωστε, φαινόταν νά στηρίζει ιδεολογικά συγκεκριμένες μορφές κυριαρχίας) καί νά τήν υψώσει ό ίδιος σέ άρχή, παράλληλα δμως καί νά ορίσει τήν υφή καί τά καθήκοντα της μέ βάση μιάν άλλη κοσμοθεωρία. Τό πολεμικό εν­ διαφέρον των δύο πλευρών δέν άναφέρεται στο δτι ή μιά τους χρησι­ μοποιεί τήν έλλογη σκέψη, ένώ ή άλλη δέν τό κάνει, άλλα στό γιά ποών σκοπό γίνεται ή χρήση της, δηλ. στό ποιά κοσμοθεωρητική θε­ μελιώδης στάση υπαγορεύει τόσο τή χρήση της δσο καί τόν ορισμό της, πού είναι άναπόσπαστος άπό τήν τελευταία. Ή άποκοπή τής σκέψης άπό τό προγενέστερο όντολογικό καί με­ ταφυσικό πλαίσιο άποτελεί, λοιπόν, άπό τή σκοπιά τού ορθολογισμού των Νέων Χρόνων τήν προϋπόθεση κάθε «άληθινά» έλλογης σκέψης.4 Ακριβώς αύτή ή προγραμματική πολεμική άναφορά σέ μιάν άλλη κοσμοθεωρία δείχνει πώς καί ό ορθολογισμός τών Νέων Χρόνων άποτελεΐ, μέ τή σειρά του, μιά κοσμοθεωρητική θεμελιώδη στάση. 3. op. cit,.y 249 κ.έ. Κατά τή διατύπωση τού B o n a v e n tu ra : «co gn itio certitu d in a lis e sse non p o te st, n isi sit ex p a r te sc ib ilis im m u ta b ilita s, et in fallib ilita s ex p a r te sc ie n tis» , Q u ae st. D is p ., D e Scient.. C h risti, Qu. IV. Concl. ( = O p e ra V, 23). Πρβλ. T h o m a s, Q u a e st. D is p ., D e P o te n tia , Qu. V II, Art. IX ( = Π, 275/6)* επίσης Sum m . T h eo L , Qu. I, A rt. V, a d 1. 4. Είναι έπιφανειακή ή άντίληψη, δτι ή αληθινή προωθητική δύναμη τής γνωστι­ κής ορμής στους Νέους Χρόνους στάθηκε «ή κίνηση τής ερευνάς καί τής άναζήτησης καθαυτή καί σάν τέτοια» (B lu m e n b e rg , L e git, d e r N eu zeit, 207). Ό B lum enb e r g , προσπαθώντας νά αποδείξει τήν πνευματική αυτοτέλεια τών Νέων Χρόνων καί μαζί καί τήν υπεροχή τού τρόπου σκέψης, πού ό ίδιος προτιμά, παραβλέπει τήν κοσμοθεωρητική απόφαση, ή οποία έκανε δυνατή τήν τοποθέτηση τών Νέων Χρόνων απέναντι στό πρόβλημα τής θεωρητικής περιέργειας: ή τελευταία μπήκε σέ κίνηση χάρη στήν πεποίθηση, δτι καί άλλα άντικείμενα τής γνώσης, εκτός άπό τά θεΐα, επι­ δέχονται ορθολογική σύλληψη καί άξίζουν νά προσεχθούν θεωρητικά. Δέν υπάρχει «ή » περιέργεια καθαυτή, παρά μονάχα μιά ορισμένη πάντοτε περιέργεια, πού γίνεται αισθητή άπό συγκεκριμένους άνθρώπους σέ συγκεκριμένες καταστάσεις. Τό δτι έκπρόσωποι τού νεότερου ορθολογισμού —τών οποίων τήν υποκειμενική αύτοεκτίμηση ό B lu m e n b e rg τήν παίρνει στήν ονομαστική της άξια δίχως ιστορικές καί ψυ­ χολογικές έπιφυλάξεις— θέλησαν νά παρουσιάσουν τή θεωρητική περιέργεια ώς άπό-

60

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Πρέπει, ωστόσο, νά διακρίνουμε αυστηρά ανάμεσα στον ορθολογισμό ώς κοσμοθεωρητική θεμελιώδη στάση καί στον ορθολογισμό ώς με­ θοδική (έπιχειρηματο)λογική παρουσίασή της. Όπως θά δείξουμε, ή εκλογίκευση τής ορθολογιστικής κοσμοθεωρίας είναι δυνατή μέ δια­ φορετικούς τρόπους, πράγμα πού δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά δτι ό κοσμοθεωρητικός ορθολογισμός των Νέων Χρόνων πήρε τή μορφή πολλών καί διαφορετικών φιλοσοφικών θεωριών. ’Από τή σκοπιά μας αυτό είναι ευεξήγητο, άφοΰ, όπως είπαμε, ή εκλογίκευση μιας κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης ύπόκειται σέ περιορισμούς μόνον ώς πρός τήν τυπική-λογική της πλευρά, δχι ώς προς τό περιε­ χόμενό της. Ή κοσμοθεωρητική θεμελιώδης στάση, πού περιέχει συγκεκριμένες άπαντήσεις σέ έσχατα ερωτήματα, βρίσκεται πέρα από κάθε εκλογίκευση, άκόμη κι αν ύψιστη αρχή της είναι ό ίδιος ό Λόγος. Γ ι’ αυτό καί ή κοσμοθεωρητική άντίθεση είναι βασική καί άγεφύρωτη συνάμα. Ή έκκληση τών όρθολογιστών γιά κοινή επίλυ­ ση τών προβλημάτων μέ τή βοήθεια τής παρατήρησης καί τού πειρά­ ματος δέν είναι ούτε άπροκατάληπτη ούτε ανιδιοτελής, άφοϋ προϋπο­ θέτει πώς ό αντίπαλος θά πρέπει νά υιοθετήσει a lim ine τήν κοσμο­ θεωρία εκείνη, γιά τήν οποία τό πείραμα καί ή παρατήρηση έχουν νόημα* ό αντίπαλος δηλ. θά πρέπει νά παραιτηθεί άπό τόν δικό του ορθολογισμό καί τή δική του κοσμοθεωρητική τοποθέτηση, προτού καν αγωνιστεί γιά λογαριασμό τους.

λυτό μέγεθος δέν αποτελεί απλή αριστοτελική μνήμη, αλλά πολεμικό επιχείρημα, που σκόπευε νά κατοχυρώσει μέ τρόπο άνθρωπολογικό, θά λέγαμε, τό δικαίωμα τού άτόμου νά άποκόψει τή σκέψη του άπό τό θεολογικό πλαίσιο προσανατολισμού (τό επιχείρημα αύτό συνεπάγεται μάλιστα τήν άκρως επιθετική θέση, δτι ό άνθρωπος επιτρέπεται ή καί οφείλει νά προτιμά τά πάντα, άκόμη καί μιά ερευνά ενδεχομένως άσκοπη ή άγονη, άπό τήν παραμονή στίς πάγιες βεβαιότητες τής πίστης). ’Από τήν άλλη μεριά, δέν πρέπει νά ξεχνάμε δτι γνώση καί ίσχύς συνδέθηκαν στενά ήδη άπό τήν πρώιμη φάση τών Νέων Χρόνων. Ή σύνδεση τούτη φανερώνει δτι ή σκέψη εκεί­ νη, πού ύποβαστάζει καί προωθεί τή θεωρητική περιέργεια μέ τήν έννοια τών Νέων Χρόνων, είναι ή ίδια δεμένη δχι μόνο σέ ορισμένους (εγκόσμιους) σκοπούς, άλλά καί σέ ορισμένο άντικείμενο: γιατί ή άνθρώπινη ίσχύς μπορεί νά άσκηθεϊ μονάχα πάνω στή Φύση, δχι πάνω στον Θεό (βλ. ύποκεφ. 3α αυτού τού κεφαλαίου). Οί κοσμοθεω­ ρητικές προϋποθέσεις τής σκέψης δέν χάνουν τή σημασία τους, δταν ή έπιστημονική έρευνα γίνεται καθημερινή ρουτίνα, μέσα στήν όποια δέν τίθενται κάθε τόσο τά έσχα­ τα ερωτήματα. Ό θεολογικός πνευματικός κόσμος είχε κι αυτός τήν καθημερινή του πρακτική, ή οποία προϋπέθετε μιά κοσμοθεωρητική θεμελιώδη τοποθέτηση, χωρίς νά τή θέτει κάθε τόσο σέ βάσανο: στήν καθημερινή λειτουργία ή σέ έναν ενταφιασμό π.χ. ή άλήθεια τής θρησκείας γινόταν άμεσα άποδεκτή, καί δέν γινόταν προσπάθεια νά άποδειχτεϊ κάθε φορά εξαρχής.

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

61

Τό κοσμοθεωρητικό περιεχόμενο του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων καταφαίνεται στή σύνδεση βασικών σημείων τής αυτοσυνεί­ δησής του μέ ορισμένες άξιες. Ή άποκοπή τής σκέψης από τό όντολογικό-μεταφυσικό πλαίσιο τής αντίπαλης κοσμοθεωρίας πα­ ρουσιάζεται ώς απελευθέρωση τής σκέψης καθαυτής ή ώς χειραφέτη­ ση τού άνθρώπου· ό ορθολογισμός των Νέων Χρόνων άξιώνει, έτσι, γιά τόν εαυτό του άνώτερη ήθική άξια, καί άκριβώς μ’ αυτό τό επι­ χείρημα μπόρεσε πολύ συχνά νά στέψει μέ επιτυχία τούς άγώνες του καί νά κερδίσει σημαντικούς στοχαστές γιά τούς σκοπούς του. Ό μω ς τό τί κατέχει κοσμοθεωρητική άξια καί τό τί σημαίνει «άπελευθέρωση» καί «έλευθερία» δέν ορίζεται επιστημονικά παρά μόνο κοσμο­ θεωρητικά, καί μάλιστα πάντα σέ άναφορά μέ τήν άξιολογική κλίμα­ κα ενός άντιπάλου, ή οποία χρησιμεύει ώς άρνητικό κριτήριο. Ό άντίπαλος πρέπει, λοιπόν, νά στηλιτευθεΐ ώς εκπρόσωπος τής πιό αυ­ θαίρετης καί στεγανής κυριαρχίας, γιά νά τού άντιπαρατεθεΐ στή συ­ νέχεια τό αίτημα τής αυτονομίας καί τής διαφάνειας τών κοινωνικών σχέσεων (έπιείκεια καί κατανόηση μπορεί νά περιμένει μονάχα δταν είναι άπό καιρό νικημένος καί άβλαβής, ενώ ό νικητής έχει έμπλακεί σέ δυσκολίες τέτοιες, πού γεννούν άμφιβολίες γιά τή βασιμότητα τών έπαγγελιών του). Οι άνθρωποι καλούνται νά άποτινάξουν έναν ζυγό καί νά άπαλλάξουν τις ψυχές τους άπό τήν άπονεκρωτική ιδεολογική επήρεια τού άντιπάλου, ένώ συνάμα τούς άνοίγεται ή προοπτική μιας πρωτόγνωρης ζωντάνιας καί μιας καινούργιας υπαρξιακής έντασης. Ή νέα σκέψη, πού αύτοθεωρεΐται αύτόνομη, παρουσιάζεται τώρα ώς ή ύψιστη έκφραση τής έντασης αύτής. Μονάχα τούτη ή μορφή ύπαρξιακής έντασης έμφανίζεται τώρα πιά ώς άληθινή έλευθερία καί ώς ήθικό άγαθό* δ,τι θεωρούνταν πρωτύτερα ώς άνοδος τού άνθρώπου άξιολογεΐται τώρα ώς δουλεία ή, στήν καλύτερη περίπτωση, ώς ευγε­ νική —άλλά δχι καί λιγότερο επικίνδυνη— ψευδαίσθηση. Στή ζοφερή περιγραφή μιας όλόκληρης ιστορικής έποχής άναζητά μιά άλλη τήν αύτοσυνείδηση καί τή νομιμοποίησή της.5 Ό λεγόμενος Μεσαίωνας έχει, άσφαλώς, τά ιδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, πού άπαρτί5. Ή έκφραση m e d ia te m p e sta s έμφανίζεται γιά πρώτη φορά τό 1469, ή m e d ia a e t a s τό 1518 καί τό m edium aev u m τό 1604* λίγο κατόπιν ακολουθούν οί εκ­ φράσεις m idd le a g e , m idd le tim e (1605) καί m oyen d g e σέ συνδυασμό μέ m oyen tem p s (1640). (B u r r , H ow the M id d le A g e s g o t th eir n am e, 813/4* E d elm a n , The E a r ly U se s o f M ediu m A evu m κτλ., 3 κ.έ.* τού Ιδιου, O ther e a r ly u s e s , 327). Ή συνείδηση τής Άνα-γέννησης καί ή αντίληψη γιά τόν «Μέσο» Αιώνα δια­ μορφώνονται ώς αντίρροπα καί συνάμα συσχετικά μεγέθη: οί ανθρωπιστές έκπρόσωποι τής «Αναγέννησης» αντλούν τήν αύτοπεποίθηση καί αυτοσυνείδησή τους άπό τή

62

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ζουν τόν ιδεώδη του τύπο, δηλ. τή δική μας εικόνα γ ι’ αυτόν, ώστόσο δεν είναι δυνατόν νά άποφανθούμε τελεσίδικα γιά ποιόν λόγο θά έπρεπε νά θεωρηθεί ήθικά καλύτερος ή χειρότερος άπό άλλες εποχές. Ούτε καί μπορεί νά διαπιστωθεί επιστημονικά, αν τότε τό «άνθρώπινο πνεύμα» καί ή «άνθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν (έδώ δεν γίνεται λόγος γιά τις τοτεινές συγκεκριμένες μορφές τής κοινωνικής κυριαρχίας), άφού τέτοιες έρευνες άναγκαστικά θά όρμηθοϋν άπό άξιολογικές κρίσεις (καί δχι απλές ψυχολογικές ή βιολογικές άποφάνσεις) πάνω στήν ουσία τού άνθρώπου. 'Ωστόσο, δεν υπάρχει Αμφι­ βολία δτι πολλοί μεσαιωνικοί άνθρωποι, καί μάλιστα δχι οι λιγότερο προικισμένοι, ένιωσαν ώς πλήρωμα τής ψυχής τους καί ώς ύπαρξιακή ένταση ακριβώς τά πράγματα έκείνα, πού άπό τήν. κοσμοθεωρητι­ κή σκοπιά τού ορθολογισμού των Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ώς ετερονομία ή έξευτελισμός τού άνθρώπου. Α κόμη καί ώς πρός τήν καθαρά νοητική δραστηριότητα, ή έξονυχιστική διερεύνηση ενός θεολογικού προβλήματος θά πρέπει τότε νά προκαλούσε τουλάχιστον ίση ευχαρίστηση ή αίσθηση έλευθερίας δσο Αργότερα καί μιά έπιστημονική ανακάλυψη. Οι μαχόμενες κοσμοθεωρίες δεν χρονοτριβούν, ώστόσο, μέ τέτοιες σκέψεις* γιατί κύριο μέλημά τους δεν είναι ή κατανόηση των πραγ­ μάτων καί τού Αντιπάλου, άλλά ή διαμόρφωση μιας αυτοσυνείδησης, ή όποια λαμβάνει ύπόψη της Αρνητικά καί υποβιβάζει τόν Αντίπαλο αύτόν καί ή οποία, έτσι, μπορεί νά χρησιμοποιηθεί καί ώς δπλο. Ή τέτοια αυτοσυνείδηση πηγάζει άπό ορισμένα συμφέροντα καί αντι­ στοιχεί σ’ αυτά, καί ή Αντικειμενική της λειτουργία έγκειται στήν ζοφερή περιγραφή τής εποχής μετά τήν παρακμή τής αρχαιότητας (V o ss, D a s M itte la lte r , 24 κ.έ.* V a r g a , D a s S c h la g w o rt vom \fin steren M i t t e l a l t e r 36 κ.έ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι οί ανθρωπιστές μιλούν εντελώς άδιαφόριστα γιά τους εχθρούς τού πολιτισμού, οί όποιοι τάχα δεσπόζουν στόν Μεσαίωνα, αναμιγνύοντας αυθαίρετα Γερμανούς, ’Άραβες, Τούρκους καί μοναχούς (W e isin ger, The R e n a is ­ sa n c e Theory, 462): ό λόγος είναι ότι θέλουν νά παραστήσουν τούς «ζοφερούς χρό­ νους» κατά τό δυνατόν ώς κλειστή ενότητα, γιά νά έχει ή πολεμική τους έναν ξεκά­ θαρο στόχο. Ό αγώνας φωτός καί σκότους, τόν όποιον ύπαινίσσεται ή έκφραση «ζο­ φεροί χρόνοι», προέρχεται άπό παραστάσεις τής χριστιανικής φιλοσοφίας τής ιστο­ ρίας, τής όποιας οί εκπρόσωποι εξίσου μιλούν γιά ζοφερές καί «πεφωτισμένες» έποχές (V a r g a , D a s S c h la g w o rt, 5 κ.έ.). Καί ή έκφραση m edium aev u m προβάλλει ήδη —μέ ευνόητη λειτουργία— στό έσχατολογικό πλαίσιο τής χριστιανικής φιλοσο­ φίας τής ιστορίας (βλ. V o ss, D a s M itte la lte r, 4 0 , καί τήν άναφερόμενη βιβλιογρα­ φία). Οί δύο αυτές ενδείξεις δείχνουν μέ σαφήνεια τόν ιδεολογικό ρόλο τής καινούρ­ γιας περιοδολόγησης τής ιστορίας, ή οποία έχει διαδοθεί ήδη γύρω στό 1600 καί στή διάρκεια τού 17ου αί. έκτοπίζει τήν παραδοσιακή περιοδολόγηση των τεσσάρων βα­ σιλείων ή των έξι αιώνων = έποχών (V o ss, D a s M itte la lte r, 49).

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

63

ικανοποιητική εκλογίκευσή τους. ΓΥ αυτό καί δεν ανέχεται τήν ιδέα, δτι μπορεί δομικά να συμμερίζεται μέ τόν αντίπαλο ορισμένα βασικά της γνωρίσματα, δτι δηλ. ή κοσμοθεωρητική γενικά σκέψη μπορεί νά έχει ενιαία δομή, άνεξάρτητα άπό τή διαφορά περιεχομένου, καί δτι οί έκλογικευτικοί της μηχανισμοί κάνουν παρόμοιες διεργασίες, έστω καί γιά νά αποδείξουν όλότελα διαφορετικά πράγματα. Γ ι’ αυτό, έπίσης, δέν μπορεί καί νά παραδεχτεί δτι οποίος διαδέχεται στήν κυ­ ριαρχία τόν αντίπαλό του αναγκαστικά θά κληρονομήσει καί μερικές λειτουργίες του. Στή θέση τής παλιάς μορφής οργάνωσης (στον χώρο τής κοινωνίας καί του πνεύματος) πρέπει νά μπει μιά καινούργια, πού εξίσου εδράζεται σέ κάποια μορφή κυριαρχίας. Μέ τήν έννοια αυ­ τή, οί μαχόμενες κοσμοθεωρίες έχουν οπωσδήποτε δύο πλευρές: τή χειραφετητική, πού στρέφεται συνειδητά έναντίον τού αντιπάλου, καί μιά δεύτερη, πού εμπεριέχει ασυνείδητα τά στοιχεία τής διαγραφόμενης νέας κυριαρχίας· γιατί καμιά ιδεολογία δέν θά μπορούσε νά δια­ δεχτεί μακροπρόθεσμα τήν άντίπαλή της, αν δειχνόταν άνίκανη νά διαμορφώσει τόν χώρο, τού όποιου τήν κυριαρχία διεκδικοϋσε, έτσι ώστε νά έξασφαλίζεται καί στο μέλλον ή ικανοποίηση θεμελιωδών κοινωνικών άναγκών. ’Ακριβώς τή λειτουργία αυτή εκπληρώνει στο πλαίσιο τού ορθολογισμού τών Νέων Χρόνων ή αυθεντία, δηλ. ό ύπερπροσωπικός καί δεσμευτικός χαρακτήρας τού Λόγου, δποια κι αν είναι ή έννοια τού τελευταίου.6 Λόγος καί άνυπακοή ταυτίζονται, 6. Α κόμη καί εκπρόσωποι τού «κριτικού όρθολογισμού» αναγνωρίζουν σήμερα τόν αυταρχικό καί βουλησιοκρατικό, συχνά καί «θρησκευτικό» χαρακτήρα τού Λό­ γου στους Νέους Χρόνους (βλ. π.χ. P o p p e r, C o n je c tu re s, 7/8, 15/6). 'Όταν π ι­ στεύουν, ωστόσο, ότι θά μπορούσαν νά ξεπεράσουν τόν φαύλο κύκλο αντικαθιστών­ τας τόν πολεμικό Λόγο μέ τόν κριτικό, ό όποιος μπορεί καί πρέπει νά θέτει σέ άμφισβήτηση τόν ίδιο του τόν εαυτό (B a rtle y , R e tr e a t to C om m itm ent, 150* M itte ls t r a s s . Neuzeit. und A u fk la r u n g , 134/5), τότε φανερώνουν εν μέρει τή θεωρη­ τική τους άπελπισία καί έν μέρει τήν άγνοιά τους γιά τό πώς λειτουργούν συγκεκρι­ μένα οί ιδέες μέσα στήν ιστορία. Είναι σχιζοφρενικό, άπό τή μιά νά είναι κανείς πρό­ θυμος νά θέσει σέ αμφισβήτηση τόν ίδιο τόν Λόγο καί άπό τήν άλλη νά μιλά περιφρο­ νητικά γιά τόν «χριστιανικό αποπροσανατολισμό τού Λόγου» (βλ. κεφ. I, σημ. 34). νΑν ό Λόγος θέτει τόν εαυτό του σέ αμφισβήτηση γιά νά απαλλαγεί ό ίδιος άπό κάθε «άλογη» πολεμική ή αυθεντία, τότε πρέπει ταυτόχρονα νά άποδεχτεΐ τουλάχιστον τήν ισοτιμία τού αντιπάλου, πράγμα πού μακροπρόθεσμα θά ίσοδυναμούσε μέ αυτο­ κτονία. Ό ορθολογισμός τών Νέων Χρόνων ποτέ δέν θά μπορούσε νά επικρατήσει ιστορικά, άν δέν ήταν σέ θέση νά βάλει στή θέση τής παλιάς αυθεντίας μιά καινούρ­ για. Ένας Λόγος πού θά είχε θέσει τόν έαυτό του εξαρχής (άκόμη τότε δηλ. πού ό αντίπαλος ήταν παντοδύναμος) σέ αμφισβήτηση (έδώ δέν άναφερόμαστε στον πολε­ μικό αγνωστικισμό, πού θά γνωρίσουμε παρακάτω άπό κοντά), θά άφηνε πίσω του τήν εντύπωση ένός συμπαθητικού —καί βραχύβιου— παλιάτσου. Ή διαδεδομένη σή-

(A

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

δσο κυριαρχεί ό αντίπαλος. Λόγος καί ύπακοή όφείλουν, δμως, νά συμπέσουν, μόλις ή κυριαρχία του αντιπάλου καταρρεύσει. Στο έξης, ή υποταγή στά κελεύσματα τού Λόγου καί ή έλευθερία θεωρούνται ταυτόσημες (ό αντίπαλος ερμήνευε, ωστόσο, καί αυτός τήν έλευθερία ώς υποταγή στή δική του κοσμοθεωρητική αρχή!), καί οι πολλοί, πού μετά τήν επικράτηση μιας κοσμοθεωρίας δέχονται άνεξέταστα τις κατηγορίες της καί σκέπτονται στή βάση τους, βρίσκουν αυτόν τον ορισμό τής ελευθερίας πειστικό. Κάπου-κάπου προβάλλουν, δμως, καί άνήσυχα πνεύματα ή δακτυλοδεικτούμενοι διανοητές, πού δέν θέ­ λουν νά τον άποδεχτοϋν: ένας άπ’ αυτούς ήταν καί ό M a x Stirn er. ’Ακριβώς επειδή ό κοσμοθεωρητικός ορθολογισμός έπαγγέλθηκε μιά νέα υπαρξιακή ένταση, προχώρησε καί στήν άπόρριψη τής χρι­ στιανικής άσκητικής ήθικής. Καί στό σημείο αυτό δέν πρόκειται νά διερευνήσουμε κατά πόσον αυτή καταδυνάστευε τήν «ουσία τού άνθρώπου» ή κατά πόσον ό τρόπος πού παρουσιάστηκε εκ μέρους τών κατηγόρων της άνταποκρινόταν στή θεωρία καί στήν πράξη τής (δυ­ τικής) Χριστιανοσύνης καθώς καί στήν πραγματικότητα τής καθημε­ ρινής ζωής τών περισσότερων άνθρώπων στόν Μεσαίωνα. Μάς άρκεί ή διπλή διαπίστωση, πρώτο, δτι ή άποκατάσταση τής αισθητής διά­ στασης τού άνθρώπου δέν προέκυψε, π.χ., άπό κάποιες άλλαγές στή βιολογική ύφή του, άλλά άπό λόγους πνευματικούς, άφού άποτελεί συστατικό μέρος μιας ορισμένης κοσμοθεωρίας, καί δεύτερο, δτι ή άπόφαση τής άποκατάστασης αυτής είχε πολεμικά κίνητρα, άφού πάρθηκε στόν άγώνα έναντίον ενός άντιπάλου, πού έδινε ιδιαίτερη σημασία στήν άντίθετη άποψη πάνω στό ϊδιο θέμα. Ό κοσμοθεωρητι­ κός ορθολογισμός καί ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου συμμα­ χούν, λοιπόν, άρχικά μέ πρόθεση πολεμική· ό ιδιαίτερος τονισμός τού αισθητού κόσμου άποτελεί τό δπλο μιας νόησης, ή όποία επιθυμεί νά μέρα θέση γιά τόν αύτοκριτικό Λόγο κατά βάθος είναι σύμπτωμα τής ιστορικής κό­ πωσης τού δυτικού όρθολογισμού καί τού φιλελευθερισμού, πού τόν στηρίζει πολιτι­ κά. Επιπλέον, ή θέση αυτή είναι κατανοητή (καί νοητή) μονάχα μέσα στά πλαίσια τής φιλελεύθερης πολεμικής ενάντια σέ δλες τίς μονοπωλιακές άξιώσεις τού ολοκλη­ ρωτισμού στήν επιστήμη καί στήν πολιτική. Ή παραίτηση άπό τήν τελειω τική άλήθεια, άκόμη καί άπό τόν Λόγο, άποτελεί στήν πραγματικότητα μονάχα μιά φάση —καί ένα δπλο— στόν άγώνα τής «ανοιχτής κοινωνίας» ενάντια στούς έχθρούς της, γιά νά θυμηθούμε τόν P o p p er. Τό δτι ό φιλελεύθερος Λόγος βρίσκεται στήν άνάγκη νά άμφισβητήσει ό ίδιος τόν έαυτό του γιά νά είναι τελεσφόρος άπό πολεμική άποψη δέν είναι στ’ άλήθεια καθόλου καλό σημάδι γιά τό ιστορικό του μέλλον. Για τί αύτό πού συνιστούν ό P o p p er καί οί μαθητές του στόν Λόγο γιά νά σωθεί ουσιαστικά εί­ ναι τό ίδιο, σάν νά συμβουλεύαμε σέ κάποιον τήν αυτοκτονία γιά νά απαλλαγεί ορι­ στικά άπό τόν φόβο τής δολοφονίας.

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

65

καταρτίσει ένα σύστημα σκέψης στρεφόμενο, κοντά στά άλλα, καί εναντίον τής άξιολογικής κλίμακας μιας άλλης κοσμοθεωρίας. (Ό παράδοξος χαρακτήρας αυτής τής συμμαχίας ανάμεσα σε νόηση καί αισθητό κόσμο, πού p rim a v ista θά τά θεωρούσαμε ετερογενή στοι­ χεία, πρέπει νά τονιστεί ιδιαίτερα έξαιτίας τής σημασίας του γιά τη μελλοντική πορεία τού ορθολογισμού των Νέων Χρόνων). Πολεμική πρόθεση έχει καί ή σύζευξη τού ορθολογισμού μέ τήν απόρριψη τής άσκητικής ήθικής κάτω άπό τό έμβλημα τής υπαρξιακής έξαρσης καί έντασης: δπως ή αυθεντία καί ή άσκητική ήθική άποτελούν τά δύο συστατικά στοιχεία τής ετερονομίας, πού λέγεται δτι εκπροσωπεί ό αντίπαλος, έτσι καί ή αυτονομία όφείλει, άντίστροφα, νά συνίσταται άφ’ ενός στήν άποκοπή τής σκέψης άπό τό κοσμοθεωρητικό πλαίσιο τού άντιπάλου καί άφ’ ετέρου στήν ικανοποίηση τής αισθητής διάστα­ σης τού άνθρώπου. Ώς συναφείς μορφές ύπαρξιακής έντασης, ό ορθο­ λογισμός καί ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου σημαίνουν, σύμ­ φωνα τουλάχιστον μέ τή δική τους εκδοχή, μιά στροφή πρός τό άμε­ σο καί τό ζωντανό: τώρα πιά περιττεύει ή διαμεσολάβηση τής αυθεν­ τίας γιά τήν εύρεση τής αλήθειας δπως καί τής άσκητικής αύταπάρνησης γιά τήν πραγμάτωση τής ήθικής* άλήθεια καί ήθική βρίσκονται μέσα καί πάνω στόν καθένα. Τό άνθρώπινο άτομο άνατιμάται, λοι­ πόν, στά πλαίσια τής σύνδεσης όρθολογισμού καί άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου* ό ατομικισμός προβάλλει ώς άναπόσπαστο μέρος τού νέου κοσμοθεωρητικού πλέγματος ιδεών.7 Παρακάτω θά χρειαστεί νά ύπεισέλθουμε διεξοδικά στό θέμα των ήθικοφιλοσοφικών συνεπειών τής άποκατάστασης τής αίσθητής διά­ στασης τού άνθρώπου. Γιά τον ορθολογισμό των Νέων Χρόνων στό σύνολό του, σημαντικό είναι τό γεγονός δτι ή άποκατάσταση τού αι­ σθητού κόσμου δέν περιορίστηκε στόν χώρο τής ήθικής, άλλά πήρε τή μορφή τής προγραμματικής θέσης, δτι ό αισθητός γενικά κόσμος, δηλ. ή φύση, δχι μόνο μπορεί, άλλά καί τό άξίζει νά γίνει άντικείμενο 7. Στήν πραγματεία του R e n a iss a n c e u n d R e fo rm atio n (C es. S c h r.. IV, 261 κ.έ.) ό T ro eltsch θεώρησε ώς τό ειδοποιό γνώρισμα τής ’Αναγέννησης τήν αάντίθεση ενάντια στόν χριστιανικό άσκητισμό», καί άντιπαράθεσε τήν αντίληψή του αυτή στή θεωρία τού B u rc k h a r d t γιά τόν άναγεννησιακό άτομικισμό, δεχόμενος, ώστόσο, οτι ή άντιασκητική στάση Ισχυροποιείται χάρη στήν έπίδραση τού ατομικισμού (272). Πράγματι, ή θεώρηση τής εποχής άπό τή σκοπιά τής άποκατάστασης τού αι­ σθητού κόσμου είναι (τουλάχιστον ώς πρός τή φιλοσοφία ή τήν ιστορία των ιδεών, ό­ χι άναγκαστικά άπό πολιτική-ίστορική άποψη) γονιμότερη άπό τήν αμιγή θεωρία τού άτομικισμού. Πάντως, ή έντονη άντιπαράθεση τών δύο αυτών θά ήταν εσφαλμέ­ νη, δπως γίνεται φανερό αν δούμε τήν έννοια τού κοσμοθεωρητικού όρθολογισμού ώς πολεμικά έμπνευσμένο σύμπλεγμα ίδεών.

66

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μελέτης τού Λόγου. Μέ αυτόν τον τρόπο ή ελλογη σκέψη βρίσκει, με­ τά την αποκοπή της άπό τό προγενέστερο όντολογικό πλαίσιο, ενα νέο μόνιμο καί αυτοτελές αντικείμενο. Καί όπως πρωτύτερα ή ανω­ τερότητα τού unum verum bonum στηριζόταν στην άντίληψη, ότι ή όντολογική του ευστάθεια έκανε δυνατή μιά πάγια επιστήμη, έτσι καί τώρα ό εμπειρικός κόσμος άνατιμάται ήδη άπό τό γεγονός ότι, σύμ­ φωνα μέ τή νέα άντίληψη, δέν αντιστέκεται στήν έλλογη σύλληψή του — τό αντίθετο μάλιστα: ό εμπειρικός κόσμος γίνεται ό χώρος, όπου ή σκέψη (μεταβαλλόμενη σέ υπαρξιακή ένταση, δηλ. σε αίσθημα χαράς καί ισχύος, πού συνοδεύει τή λύση των αινιγμάτων του κόσμου) μπο­ ρεί νά έκδιπλωθεί τόσο πιο ελεύθερα, όσο γιατί απέναντι στό τωρινό της άντικείμενο νιώθει τόν εαυτό της πολύ πιό ανώτερο άπ’ ό,τι άπέναντι στό θείο unum verum bonum , πού μόνο μέ βαθιά εύλάβεια μπορούσε νά τό προσεγγίσει.8 Ή παράδοξη συμμαχία νόησης καί αι­ σθητών εμφανίζεται τώρα, πέρα άπό τόν χώρο τής ήθικής, καί στό πλαίσιο τής νεαρής φυσικής επιστήμης, όπου παίρνει τή μορφή τής συνεργασίας άνάμεσα σέ μαθηματική σκέψη καί σέ παρατήρηση ή πείραμα. Τούτη ή συμμαχία νόησης καί αισθητού κόσμου ήταν, καί στούς δύο παραπάνω τομείς, αναπόδραστη, άφού ό ορθολογισμός τών Νέων Χρόνων εδράζεται, όπως ήδη έξηγήσαμε, σέ δύο θεμελιώδεις 8. Λυτό είναι προφανώς τό κοσμοθεωρητικό πλαίσιο τής διαμόρφωσης μιας αυτο­ τελούς γνωσιοθεωρίας στούς Νέους Χρόνους. Ό άνθρωπος βρίσκεται τώρα στό επί­ κεντρο τού κόσμου οχι πιά μέ τήν κοσμολογική, αλλά μέ τή γνωσιοθεωρητική έν­ νοια. (Δέν πρέπει πάντως νά παραβλέπουμε δτι στήν κοσμοεικόνα τού Μεσαίωνα ό άνθρωπος είναι όχι μόνον έπίκεντρο καί σκοπός, άλλά συνάμα καί ταπεινό πλάσμα ένταγμένο σέ μιαν άμετάβλητη όντολογική άλυσίδα). Ή σχετική άτροφία τής άρχαίας καί μεσαιωνικής γνωσιοθεωρητικής προβληματικής οφείλεται στήν προτε­ ραιότητα τής οντολογίας — καί άντίστροφα: ή πεποίθηση, πώς τό παλιό όντολογικό πλαίσιο κατέρρευσε χάρη στήν ελεύθερη δραστηριότητα τής σκέψης, άποτελεϊ τό κο­ σμοθεωρητικό θεμέλιο τής κατοπινότερης άνάπτυξης τής γνωσιοθεωρίας. Άπό τή σκοπιά τούτης τής άρνητικής συνάρτησης οντολογίας καί γνωσιοθεωρίας γίνεται κα­ τανοητή ή ρήση τού K a n t γιά τήν κοπερνίκεια στροφή, ή όποια θά πρέπει νά φαίνε­ ται παράδοξη, άφού ό Κοπέρνικος θεωρείται άκριβώς ώς καταστροφέας τής άνθρωποκεντρικής άντίληψης, τήν όποια θέλει νά άναστηλώσει ό K a n t. Ό μω ς ή κατα­ στροφή άναφέρεται στήν όντολογία, ενώ ή άναστήλωση στή γνωσιοθεωρία. Ό K a n t εννοεί τήν κοπερνίκεια θέση γνωσιοθεωρητικά καί τονίζει τή συνάφειά της μέ τήν άποκοπή άπό τήν όντολογική θεώρηση (Β, XV I = /1/4, III, 11/2). Αξιοσημείωτη εί­ ναι ή έξασθένιση τής γνωσιοθεωρητικής προβληματικής στούς Νέους Χρόνους, μόλις τό όντολογικό στοιχείο έρθει καί πάλι στό προσκήνιο μέ διαφορετικές μορφές (έτσι είναι π.χ. στήν περίπτωση τής θεοποίησης τής Ιστορίας, οπότε ό άνθρωπος έρχεται ξανά στό έπίκεντρο τού Όντος).

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

67

αντιλήψεις* ή αποκοπή τής σκέψης άπό τό παλιό κοσμοθεωρητικό πλαίσιο θά έπεφτε στό κενό χωρίς τήν άποκατάσταση του αισθητού κόσμου — με άλλα λόγια: ό ορθολογισμός των Νέων Χρόνων χρειά­ ζεται μιάν έμπειριστική πλευρά, δσο εμμένει στήν πολεμική του εναν­ τίον τής «μεσαιωνικής» σκέψης. Αυτό είναι, κατά τή γνώμη μου, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση δχι μόνο τής ύφής του, αλλά καί τής Αντι­ φατικής του εξέλιξης. Ένώ ή πρόθεση καί ή έννοια τής αποκοπής τής σκέψης άπό τό παλώ όντολογικό πλαίσιο είναι σαφείς, ή άποκατά­ σταση του αισθητού κόσμου μένει Αναγκαστικά διφορούμενη — καί μάλιστα ακριβώς έπειδή ό νέος προσανατολισμός τής σκέψης ήταν σαφέστατος ώς πρός τήν πολεμική του πρόθεση. Γιά νά μπορέσει νά μείνει συνεπής άπό άποψη πολεμική (κι αύτό τό είδος συνέπειας τής χρειαζόταν οπωσδήποτε έξαιτίας τού κοσμοθεωρητικού της χαρα­ κτήρα), ή νέα σκέψη έπρεπε νά άπορρίψει τόσο τήν περιφρόνηση τής Φύσης μέ τή μορφή τής Ασκητικής ήθικής δσο καί τον υποβιβασμό της ώς γνωστικού αντικειμένου. Στήν πρώτη, όμως, περίπτωση ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου σήμαινε πώς ό άνθρωπος είναι ό ίδιος Φύση, ένώ στή δεύτερη, Αντίθετα, δτι στέκει πάνω άπό τή Φύση άφού μπορεί νά τή συλλάβει νοητικά καί νά τήν ύποτάξει στούς πρα­ κτικούς του σκοπούς. Ε π ειδή ή έλεύθερη νόηση καί ή ελεύθερη αι­ σθητή διάσταση τού Ανθρώπου θεωρούνται έξίσου ώς οι δύο βασικές μορφές τής νέας υπαρξιακής έντασης, ή συμμαχία μεταξύ τους καλύ­ πτει αρχικά τίς διαφορές τους. Μακροπρόθεσμα, ώστόσο, άπό τή θέ­ ση δτι ό άνθρωπος είναι Φύση προέκυψε δχι μόνο μιά ριζικά άντιασκητική ήθική, αλλά καί μιά έμπειριστική γνωσιοθεωρία, ένώ άπό τήν Αντίληψη δτι ό άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στή Φύση γεννήθηκε ή νοησιαρχική γνωσιοθεωρία καί ήθική. Ή διαδικασία τούτη, πού έδώ άνασυνθέτουμε ίδεοτυπικά τίς πνευ­ ματικές της ρίζες, δέν έγινε καθαρά Αντιληπτή προπαντός έπειδή ή αμηχανία, τήν οποία προκάλεσε ό Αμφίπλευρος χαρακτήρας τής απο­ κατάστασης τού αισθητού κόσμου, Αντικατοπτρίστηκε στή δημιουρ­ γία δυαρχικών φιλοσοφικών θεωριών. Μέ τή δυαρχία έκφραζόταν, συνειδητά ή ασυνείδητα, ή παραπάνω αμηχανία καί μέ τή δυαρχία άναζητιόταν έπίσης καί ή διέξοδος άπό αυτήν. Ή έπικράτηση τής συμφιλιωτικής δυαρχικής τάσης φαίνεται (καί) στήν ασάφεια τών κεντρικών έννοιών τού όρθολογισμού τών Νέων Χρόνων (έπιφανές παράδειγμα είναι, δπως θά δούμε, ή ίδια ή έννοια τού ορθολογισμού). Μολονότι, τώρα, τά δρια είναι γιά πολλούς λόγους ρευστά, ή ύπαρξη δύο βασικών ρευμάτων μέσα στόν ορθολογισμό τών Νέων Χρόνων είναι αναμφισβήτητη. Καί δέν αποτελεί όρολογική αντίφαση τό νά

68

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

λέμε 8τι ό ορθολογισμός αυτός περικλείνει ένα ορθολογιστικό (=νοησιαρχικό) και ενα έμπειριστικό ρεύμα. Γιατί ό ορθολογισμός ώς κο­ σμοθεωρητική θεμελιώδης στάση πρέπει νά διακρίνεται αυστηρά άπό τον γνωσιοθεωρητικό καί ήθικοφιλοσοφικό ορθολογισμό (ν ο η σ ια ρ ­ χία). Ό τελευταίος άποτελεί τη μία μονάχα άπό τίς δυνατές εκλογι­ κεύσεις τού κοσμοθεωρητικού ορθολογισμού* ή άλλη είναι ό έμπειρισμός ή ή αισθησιοκρατία. Ό λογικά διφορούμενος χαρακτήρας τού ορθολογισμού τών Νέων Χρόνων, πού βασικά άπέρρευσε άπό τήν πο­ λεμική του σαφήνεια καί τήν κοσμοθεωρητική του υφή, έκαμε δυνα­ τή τή δημιουργία δύο άντίθετων κατευθύνσεων μέσα στούς κόλπους του, οι όποιες έχουν εξίσου τό δικαίωμα νά τον έπικαλεστούν. Ή κοινή κοσμοθεωρητική προέλευση τών δύο αυτών κατευθύν­ σεων παραμένει, πάντως, δεσμευτική σέ μεγάλο βαθμό. Ούτε ό γνωσιοθεωρητικός ορθολογισμός (νοησια ρχία ) φτάνει ποτέ στό σημείο νά επιστρατεύσει τήν παλιά οντολογία γιά νά κατοχυρωθεί θεωρητι­ κά ό ίδιος, ούτε ό ήθικοφιλοσοφικός τολμά νά παρουσιάσει τήν αισθη­ τή διάσταση καί τά ψυχόρμητα τού άνθρώπου ώς επικράτεια τού δια­ βόλου, μολονότι απαιτεί τήν υποταγή τους στόν Λόγο. Άπό τήν άλλη μεριά, καί ό εμπειρισμός είναι υποχρεωμένος νά κατοχυρωθεί μέ έλ­ λογα έπιχειρηματολογικά μέσα (όπως παρατηρήσαμε, καί ή ίδια ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου έγινε άπό τον Λόγο καί δχι άπό τίς αισθήσεις) καί έτσι νά εισαγάγει έμμεσα τό έλλογο στοιχείο μέσα στά αισθητά, αν θέλει νά άσκήσει εποικοδομητική επιρροή πάνω στή γνωσιοθεωρία ή στήν ήθική φιλοσοφία. Όπως ή μαθηματική φυσική επιστήμη οφείλει νά «σώζει τά φαινόμενα», έτσι καί ό έμπειρισμός, άπό τή στιγμή πού προβάλλει ώς θεωρία, πρέπει νά σεβαστεί κανόνες καθαρά λογικούς. Αυτή ή έμμονή σέ έλάχιστες κοινές προϋποθέσεις δέν άποτελεί, ώστόσο, κάποια gentlem en’ s agreem en t, άλλά πη­ γάζει κατά μεγάλο μέρος άπό πρακτικές-πολεμικές άνάγκες. Προτού άκόμη ό ορθολογισμός τών Νέων Χρόνων επικρατήσει σέ δλη τή γραμμή, καί μολονότι ή παλιά κοσμοθεωρία δέν είχε άκόμη εκμηδε­ νιστεί ολοκληρωτικά, άρχίζει στούς κόλπους του μιά γρήγορη διαδι­ κασία διαφοροποίησης, κατά τήν όποια οί λανθάνουσες, διαφορετικές ή καί άντίθετες, λογικές του δυνατότητες άποκρυσταλλώνονται, προ­ βάλλουν σέ βάση προγραμματική καί γίνονται έπίκεντρα καινούρ­ γιων συνομαδώσεων. Ό ,τι πρωτύτερα αποτελούσε ένα ρεύμα μονά­ χα μέσα σέ ένα ενιαίο, αν καί χαλαρό, κοσμοθεωρητικό πλαίσιο, άποκτά τώρα τήν περιωπή μιας αυτόνομης κοσμοθεωρητικής θεμε­ λιώδους στάσης. ’Ορθολογισμός (νοησιαρχία) καί έμπειρισμός (αι­ σθησιαρχία) δέν είναι τώρα πιά απλοί φιλοσοφικοί τεχνικοί οροί, άλ-

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

69

λά αφετηρίες των δύο βασικών κατευθύνσεων τής σκέψης των Νέων Χρόνων, από τις όποιες ή πρώτη, γιά νά προστατεύσει τήν ήθική ελευθερία, φτάνει στόν άκρο ιδεαλισμό, ενώ ή δεύτερη έρωτοτροπεί μέ τόν μηδενισμό, άφού υπογραμμίζει τήν εξάρτηση τού πνεύματος άπό βιολογικούς καί κοινωνικούς παράγοντες, καί έτσι φτάνει νά δέ­ χεται τήν απόλυτη σχετικότητα ή τήν άνυπέρβλητη ετερονομία τών έγχειρημάτων του. Αυτές είναι, βέβαια, οι άκραίες θέσεις, καί δέν μπορούμε νά άρνηθούμε δτι οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες πλειο­ ψηφούν εξίσου άναμφισβήτητο είναι, δμως, δτι ή διαμεσολάβηση έπιχειρείται μέ τό βλέμμα στραμμένο προς τά άκρα καί άπό φόβο άπέναντί τους. Άσχετα άπό τόν βαθμό τής θεωρητικής τους έπεξεργασίας, τά άκρα προβάλλουν σάν φαντάσματα καί θέτουν σέ κίνηση δράσεις καί αντιδράσεις* οι πιθανές έσχατες συνέπειες ενός ορισμένου τρόπου σκέψης καταπολεμούνται σάν νά ήταν κιόλας κίνδυνος χειρο­ πιαστός. Ή άνάμνηση τής κοινής κοσμοθεωρητικής καταγωγής παίρνει μέ­ σα στις συνθήκες τής διαφοροποιητικής διαδικασίας, πού άναφέραμε, συγκεκριμένο πολεμικό νόημα: ή μία παράταξη επιρρίπτει στήν άλλη δτι προδίδει τήν κοινή υπόθεση. Κατά τήν άποψη τού έκάστοτε αντι­ πάλου, ό ιδεαλισμός σημαίνει έπιστροφή στήν άγκαλιά τής θεολο­ γίας, ενώ ό υλισμός θέτει μέ τόν τρόπο του σέ κίνδυνο δ,τι άποκτήθηκε στήν πάλη έναντίον τής θεολογικής ετερονομίας, δηλ. τό αυτεξού­ σιο καί τήν ελευθερία. (Κάθε γνώστης τής νεότερης φιλοσοφίας θά μπορούσε νά τεκμηριώσει αυτή τή σχηματική σύνοψη μέ πλήθος πε­ ρικοπών). Κανείς δέν μπορεί νά άμφισβητήσει άνοιχτά τήν κοινή βά­ ση (πού, σύμφωνα μέ τήν ανάλυσή μας, περιέχει τόσο τήν έπαγγελία τής έλεύθερης σκέψης, δσο καί τήν αποκατάσταση τού αισθητού κό­ σμου), χωρίς νά δώσει πολεμικά επιχειρήματα στόν μισητό άδελφό* δλοι, λοιπόν, παραμένουν προσκολλημένοι σ’ αυτήν, μέ τήν έξαίρεση λίγων, πού υιοθετούν άπροσχημάτιστα μία άπό τίς δύο άκραίες θέ­ σεις. Τώρα δμως ή κοινή βάση πιό πολύ άποτελεί ένα πεδίο μάχης, πού έτσι κι αλλιώς οί άντίπαλοι πρέπει νά τό μοιραστούν. Καί άφού καθένας τους άντιλαμβάνεται τόν έαυτό του ώς τόν άληθινό εκτελε­ στή τών έπαγγελιών καί τών κελευσμάτων τού ορθολογισμού τών Νέων Χρόνων, ή διαπάλη στρέφεται άρχικά γύρω άπό τήν ερμηνεία τών βασικών του έννοιών: τι είναι Λόγος; τι είναι Φύση; — ενώ κάθε πλευρά παρουσιάζει τήν έκδοχή της ώς τό καλύτερο δπλο γιά τήν κα­ τανίκηση τού παλιού κοινού έχθρού. Ό μως ό άγώνας έναντίον τού παλιού έχθρού διεξάγεται τώρα μέ τό ενα μάτι στηλωμένο στόν και­ νούργιο. Αύτό έπιβοηθεί τή διείσδυση στοιχείων, πού θεωρούνταν

70

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

πνευματικό κτήμα τής θεολογίας, στόν πνευματικό κόσμο των δύο νέων Αντιπάλων. Ή πολεμική υφή τής σκέψης καταφαίνεται, μέ αλλα λόγια, στο δτι ένα πράγμα εμφανίζεται Αποδεκτό ή μή, δχι κα­ θαυτό, άλλα Ανάλογα μέ τίς σχέσεις του πρός ορισμένες συγκεκριμέ­ νες θέσεις, δηλ. Ανάλογα μέ τή δυνατότητα ένταξής του στό έπιθυμητό πλαίσιο. Ή μερική, όμολογημένη ή δχι, οίκειοποίηση άλλοτε έχθρικών ιδεών στήν πορεία των νέων Αγώνων είναι, βέβαια, σύμ­ πτωμα μιας διεργασίας ευρύτερης καί σημαντικότερης. ’Αφού οι νέοι Αντίπαλοι βαθμιαία Αποκτούν περιωπή αυτοτελών κοσμοθεωρητι­ κών παρατάξεων, ή Αναμέτρησή τους συγχωνεύεται μέ τήν παλιά* βασικές δομές σκέψης έπιζούν μέ νέα μορφή — καί αυτό έξηγεί γιατί ή συνειδητή ή Ασυνείδητη επιστροφή σέ παλιότερες ιδέες δέν είναι κα­ θόλου σπάνια στόν χώρο τής νεότερης σκέψης. Γιά νά έρμηνευθεί ή Αντιφατική έκδίπλωση τού ορθολογισμού τών Νέων Χρόνων καθώς καί ή επιβίωση παραδοσιακών δομών τής σκέ­ ψης παρά τήν όξύτατη Αντίθεση πρός τό παραδοσιακό περιεχόμενό της, χρειάζεται νά θιγεί ένα όλότελα θεμελιώδες ζήτημα, πού καί στά παρακάτω θά παίξει κεντρικό ρόλο. Πρόκειται γιά τή γένεση καί τή λειτουργία τής υποψίας τού μηδενισμού. Τον κύριο λόγο τής εμφάνι­ σής της τόν ύπαινιχθήκαμε ήδη καί θά τόν Αναπτύξουμε καί στά επό­ μενα κεφάλαια μέ βάση Αναλύσεις κειμένων: ή Αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου (ορθότερα: ορισμένη της μορφή) προκάλεσε τόν πα­ ραμερισμό τού πνεύματος καί επομένως τής αυτεξούσιας βούλησης, τών άξιών καί τών κανονιστικών άρχών, άφού δλα αυτά, δπως ξέ­ ρουμε, στή φιλοσοφική παράδοση ήταν Αναπόσπαστα δεμένα μέ τήν έννοια τού πνεύματος. Επιπλέον, δμως, πρέπει καί νά εξηγήσουμε γιατί ή ύποψία τού μηδενισμού Απέκτησε τόση σημασία στις πνευμα­ τικές Αναμετρήσεις τών Νέων Χρόνων, τόσο μέ τόν θεολογικό Αντί­ παλο δσο καί Ανάμεσα στις πτέρυγες τού νεότερου όρθολογισμού, καί γιατί κατά κανόνα Αντιμετωπίστηκε μέ άκρα ευθιξία, μολονότι οί συ­ νεπείς μηδενιστές στήν πραγματικότητα υπήρξαν εξαιρετικά όλιγάριθμοι. Στό ερώτημα αυτό δέν μπορούμε νά Απαντήσουμε, αν δέν προτάξουμε μιά γενική παρατήρηση άναφερόμενη στήν Ανθρωπολο­ γία καί στή φιλοσοφία τού πολιτισμού. Μιά κυρίαρχη κοσμοθεωρία παρουσιάζει τή δική της κλίμακα άξιών καί τή δική της ήθική ώς τή μόνη δυνατή. Οί έκπρόσωποί της οφείλουν, έπομένως, νά χαρακτηρίσουν κάθε προγραμματική επίθεση έναντίον της —καί έναντίον τού εαυτού τους— ώς πράξη πού υπονο­ μεύει τά θεμέλια κάθε Αξιοπρεπούς Ανθρώπινης ζωής. Ή επιχειρη­ ματολογία αυτή (πού ή μεροληψία της γίνεται συνήθως Αντιληπτή δ-

]. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

71

ταν δέν άναφερόμαστε στή δική μας κοσμοθεωρία, παρά σε κάποια ξένη καί ήττημένη από καιρό) είναι θεμελιωμένη καί τελεσφόρα στόν βαθμό που εκμεταλλεύεται, μέ ένστικτική σιγουριά, τό γεγονός δτι μέσα στόν πολιτισμό (καί επειδή αυτός προκαλεΐ τόν διπλασιασμό του κόσμου διαμέσου τής σκέψης, ήτοι τή μεταφορά καί ανασύνθεση όλων των παραγόντων τής ζωής στό επίπεδο των ιδεών) ή ορμή τής αυτοσυντήρησης συνυφαίνεται μέ τήν πίστη, δτι ή άνθρώπινη ζωή έ­ χει ένα νόημα* δποιος, λοιπόν, άμφισβητεΐ τό νόημα τής ζωής, οπωσδήποτε θά αντιμετωπίσει τήν πεισματική άντίδραση τής άνθρώπινης ορμής προς αυτοσυντήρηση. Όταν μιά κοσμοθεωρία παρουσιά­ ζεται ώς ύπερασπίστρια αυτού τού νοήματος (πού κατά τήν άποψή της μπορεί, φυσικά, νά είναι ένα καί μόνο κτλ.), στήν πραγματικότη­ τα επικαλείται τήν ορμή τής αυτοσυντήρησης* κι δταν καταγγέλλει τόν αντίπαλο ώς μηδενιστή, διαισθάνεται δτι ό μηδενισμός,9 όντας άμφισβήτηση τής ορμής προς αυτοσυντήρηση, δέν μπορεί νά έπικρατήσει μακροπρόθεσμα ώς σύστημα σκέψης, αφού καμιά κοινωνία δέν μπορεί νά υπάρξει δίχως ένα σύστημα ήθικών κανόνων, πού μέ τή σειρά του προϋποθέτει τήν πίστη στό νόημα τής ζωής. Ό μως καί ό αντίπαλος διαισθάνεται αυτούς τούς συσχετισμούς, καί μάλιστα εξί­ σου καθαρά. Προσπαθεί, λοιπόν, νά φανεί καί ό ίδιος προασπιστής εποικοδομητικών άξιών, οί όποιες ενισχύουν κατά τό δυνατόν τήν πί­ στη στό νόημα τής ζωής ή τήν απαλλάσσουν από μειονεκτήματα προγενέστερων έκλογικεύσεών της. Τό δτι μιά άνερχόμενη κοσμο9. Ή έννοια του μηδενισμού χρησιμοποιείται πολύ συχνά μέ πολεμική πρόθεση, καί τότε ταυτίζεται συνήθως μέ τήν ορμή τής καταστροφής, δπως σ’ αυτή τήν υποθε­ τική μας έπιχειρηματολογία. Στήν πραγματικότητα, όσοι μέμφονται κάποιον γιά μηδενισμό μ’ αυτό τό νόημα κάνουν ένα λογικό σφάλμα, άφού άποδίδουν στόν μηδε­ νισμό μιά δεοντολογία (δηλ. τή θέση, δτι τά πάντα δέον νά καταστραφούν) — κι ας άφήσουμε τό γεγονός, δτι στήν ίσαμε τώρα ιστορία δέν στάθηκαν καθόλου σπάνιες οί καταστροφές πού έγιναν άπό ήθικιστές στό δνομα ήθικών σκοπών. Κανένα ιστορικό κίνημα δέν έχει, άλλωστε, εμφανιστεί ποτέ κάτω άπό τή σημαία τού αιτήματος τής καταστροφής, μολονότι αυτό, φυσικά, τό ισχυρίζεται ό έκάστοτε αντίπαλος. Γιά τούς λόγους αυτούς, έδώ ή έννοια τού μηδενισμού χρησιμοποιείται γιά νά υποδηλώσει τή θέση, δτι δλες οί άξιες είναι σχετικές — θέση πού δέν συνεπάγεται κανένα Δέον. ούτε καί τό Δέον τής καταστροφής. Μολονότι άπό τή σκοπιά αυτή ή ζωή δέν χρειάζεται νά καταστραφεΐ, ώστόσο παραμένει δίχως άντικειμενικό νόημα. Ό μηδενισμός τού­ τος μπορεί νά γίνει σύστημα επιστημονικής σκέψης, ώστόσο δέν είναι σέ θέση νά επι­ κρατήσει σέ κοινωνική κλίμακα. Όταν ό σκεπτικισμός καί ό μηδενισμός κερδίζουν οπαδούς, αυτό είναι σημάδι δτι ή κοινωνία χρειάζεται καινούργιες βεβαιότητες. Στήν περίπτωση αυτή ό μηδενισμός καί ό σκεπτικισμός δέν εργάζονται γιά λογαρια­ σμό δικό τους, άλλά έναντίον τών κυρίαρχων άξιών καί γιά λογαριασμό εκείνων, στίς όποιες άνήκει τό μέλλον.

72

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

θεωρία πλειοδοτεί στον πλειστηριασμό των άξιων άπέναντι στην κυρίαρχη δεν σημαίνει αναγκαστικά κι δτι υιοθετεί στάση άπολογητική ή άμυντική* πιό πολύ σημαίνει δτι άγωνίζεται νά κερδίσει τίς ψυχές των άνθρώπων, δτι δηλ. εγείρει άξιώσεις κυριαρχίας. ’Αφού κοινωνι­ κή κυριαρχία δεν μπορεί νά άσκηθεί χωρίς τήν έγκαθίδρυση ενός συ­ στήματος κανονιστικών άρχών, καί άφού αυτό τό σύστημα λογικά οφείλει νά εδράζεται πάνω στήν πίστη στό νόημα τής ζωής, άρα ή ύπεράσπιση τού νοήματος τής ζωής καί ή ήθική είναι άπαραίτητες σε δποιον εγείρει άξιώσεις κυριαρχίας ζητώντας τόν παραμερισμό τών τωρινών κυριάρχων. Ήθικισμός καί έπιδίωξη ισχύος διόλου δεν άλληλοαποκλείονται (παρ’ δλες τίς διαμαρτυρίες καί διαβεβαιώσεις τών ήθικιστών), αν έξεταστούν άντικειμενικά, δηλ. άπό τήν άποψη τής συγκεκριμένης ιστορικής τους λειτουργίας. Ή εξάλειψη τής ύποψίας τού μηδενισμού ήταν, λοιπόν, γιά τόν ορ­ θολογισμό τών Νέων Χρόνων πρωταρχική πολεμική άνάγκη — καί θέμα επιβίωσης. Γ ι’ αυτό καί οί κλασικοί του εκπρόσωποι άγωνίζονται σέ δύο μέτωπα ταυτόχρονα: εναντίον τού θεολογικού άντιπάλου καί (συχνά πολύ σφοδρότερα) εναντίον δσων δείχνονται πρόθυμοι νά άντλήσουν σκεπτικιστικά ή καί μηδενιστικά συμπεράσματα άπό τόν άμεσο ή έμμεσο υποβιβασμό τού Θεού (τής θεολογίας) καί τό συνεπούμενο πρωτείο τού άνθρώπου (τής άνθρωπολογίας). Ό M achiavelli καί ό H o b b es ή ό L a M ettrie καί ό S tirn e r καταπολε­ μήθηκαν κυρίως άπό προμάχους τού ορθολογισμού τών Νέων Χρό­ νων, πού αισθάνονταν εκτεθειμένοι, ενώ οι συντηρητικοί θεολόγοι καί οί συνοδοιπόροι τους έβλεπαν χαιρέκακα στίς άκραίες αυτές περι­ πτώσεις τή χειροπιαστή έπιβεβαίωση τών προβλέψεων τους καί τήν άποκάλυψή τής ήθικής πεμπτουσίας τών νέων ιδεών. Γιατί ή άντίδρασή τους εναντίον τών τελευταίων στηριζόταν κατά προτίμηση στό επιχείρημα, δτι αύτές άργά ή γρήγορα θά οδηγούσαν στόν σχετικισμό καί στόν άνηθικισμό, άφού ό παραμερισμός τού Θεού καί τών μετα­ φυσικά κατοχυρωμένων άξιών λογικά συνεπαγόταν δτι ώς μοναδικό μέτρο δλων τών πραγμάτων θά άπέμενε τώρα πιά ό τοπικά καί χρο­ νικά καθορισμένος, άρα άσταθής άνθρωπος. Καί οί δύο άντίπαλοι είναι, λοιπόν, σύμφωνοι ώς πρός τή γενική άναγκαιότητα τών άξιών, ένώ συνάμα διαφωνούν γιά τό περιεχόμε­ νό τους. νΑν δμως οί άξιες καθαυτές, δηλ. άνεξάρτητα άπό τό έκάστοτε περιεχόμενό τους, μπορούν νά θεμελιωθούν μέ έσχατα έπιχειρήματα μονάχα πάνω στή βάση ενός ορισμένου τρόπου σκέψης, τότε καί οί δύο άντίπαλοι, άφού καί οί δύο δέχονται εξίσου τήν ύπαρξη άξιών καί τό νόημα τής ζωής, οφείλουν νά συμμερίζονται ορισμένες θεμελιώδεις

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

73

δομές σκέψης. Άπό την άποψη αυτή καί στό φως τής ανάλυσης των τριών προηγούμενων παραγράφων γίνεται κατανοητό γιατί στους Νέους Χρόνους επιβίωσαν, καί μάλιστα σταδιοδρόμησαν λαμπρά, δχι μόνο παραδοσιακά περιεχόμενα, άλλά καί (προπαντός) παραδοσια­ κές δομές σκέψης — οι όποιες, βέβαια, συνδέθηκαν τώρα με καινούρ­ για περιεχόμενα, έν μέρει διαμετρικά άντίθετα πρός εκείνα πού παρα­ δοσιακά συνάπτονταν μέ τίς ίδιες αυτές δομές. Μέσα στή διπλή τούτη προοπτική τής διαπάλης των περιεχομένων καί τής συνέχειας ορι­ σμένων δομών σκέψης, τό πρόβλημα τών σχέσεων άνάμεσα ατούς Νέους Χρόνους καί στήν προγενέστερη παράδοση παρουσιάζεται μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια. Όσοι έκτιμοϋν ιδιαίτερα τήν «άκα­ τάλυτη δύναμη» ή τήν «άνεξάντλητη γονιμότητα» τού Χριστιανισμού τείνουν νά σμικρύνουν τό ρήγμα άνάμεσα σέ παλαιά καί νέα περιεχό­ μενα ή νά ξεχνούν τον μακρό καί έπιτυχή άγώνα εναντίον τής εκκλη­ σιαστικής κυριαρχίας, ενώ οι άγέρωχοι άντίπαλοι τής «μεταφυσικής» συνήθως παραβλέπουν τή συνέχεια ορισμένων δομών σκέψης, ή όποια γίνεται εκδηλη προπαντός στό νευραλγικό θέμα τών κανονιστι­ κών άρχών. Καί οί δύο άπόψεις είναι ιδεολογικά χρήσιμες καί ιστορι­ κά εσφαλμένες.10 10. 'Αφού καί οί δυο θέσεις υπηρετούν ίδεολογικούς-άπολογητικούς σκοπούς, θά έχουν καί στό μέλλον τούς ύποστηρικτές τους* δέν πρέπει δηλ. νά αναμένεται μιά γ ε­ νικά άποδεκτή λύση τού προβλήματος τής μετατροπής θρησκευτικών εννοιών σέ θύ­ ραθεν. Άπό καθαρά λογική άποψη μπορούμε ωστόσο νά παρατηρήσουμε δτι ή σύγ­ χυση, πού επικρατεί στό ζήτημα τούτο, σέ μεγάλο βαθμό όφείλεται στήν άνάμιξη τής δομής (μορφής) τής σκέψης μέ τό περιεχόμενό της. Οί υπερασπιστές τής αυτοτέλειας τών Νέων Χρόνων υπεραπλουστεύουν τό άπολογητικό τους έργο, δταν καταπολε­ μούν προπαντός τήν χοντροκομμένη εκείνη άντίληψη, σύμφωνα μέ τήν όποια οί Νέοι Χρόνοι είναι άπλή μεταμόρφωση χριστιανικών περιεχομένων σκέψης (Β lum enb e r g , L e gitim itaU 18). Είναι σύγχυση μορφής καί περιεχομένου τό νά έντοπίζεται ή διαφορά χριστιανικής εσχατολογίας καί νεότερης ιδέας τής προόδου στό γεγονός, δτι ή πρώτη είναι υπερβατική, ένώ ή δεύτερη έμμενής (B lu m e n b e rg , L e g itim ita t, 23): τό Υπερβατικό καί τό Έ μμενές είναι περιεχόμενα, πού, αν δέν διέφεραν μεταξύ τους, δέν θά υπήρχε καν λόγος νά μιλάμε γιά μετατροπή θρησκευτικών άντιλήψεων σέ θύραθεν (πρβλ. τή βιβλιοκριτική τού Low ith, ίδ. 199, καί έπίσης 198)· μορφή (δομικό στοιχείο) είναι έδώ ή ιδέα τής κλιμακωτής καί τελολογικής εξέλιξης. Ό B lu­ m e n b e rg αμφισβητεί έπίσης τόν γενετικό καθορισμό βασικών ίδεών τών Νέων Χρόνων εκ μέρους ίουδαιοχριστιανικών ίδεών (.L e g itim ita t, 23/4)· δμως άπαιτεΐ τήν απόδειξη ένός τέτοιου καθορισμού μόνο και μόνον επειδή ό ϊδιος άντιλαμβάνεται τή διαδικασία αυτή ώς άμεση καί συνειδητή οικειοποίηση καί έπεξεργασία ορισμέ­ νων περιεχομένων σκέψης, χωρίς νά συζητά καθόλου τή δυνατότητα τής άσυνείδητης επιβίωσης γενικών δομών σκέψης. Άπό τή σκοπιά μας, άντίθετα, τό ζήτημα τού γ ε­ νετικού καθορισμού μέ τήν εύθύγραμμη έννοια τού B lu m en b erg είναι δευτερεύον. Τό ουσιαστικό πρόβλημα είναι αν ορισμένες κεντρικές δομές σκέψης, χαρακτηριστι-

74

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΜΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Όταν εδώ, μέσα στην παραπάνω διπλή προοπτική, μιλάμε γιά τά κοινά σημεία των άντιπάλων, δεν εννοούμε μονάχα τή διαδικασία μετατροπής θρησκευτικών έννοιών σε θύραθεν, στά πλαίσια τής οποίας τό ίουδαιοχριστιανικό σχήμα τής ιστορικής εξέλιξης τέθηκε κές γιά τή θεολογική κοσμοεικόνα, επανεμφανίζονται (αδιάφορο άν συνειδητά ή όχι) στό πλαίσιο των Νέων Χρόνων μέ εντελώς διαφορετικά πρόσημα — καί μάλιστα επανεμφανίζονται αναγκαστικά καί ήδη έξαιτίας τού γεγονότος, ότι ό νεότερος όρθολογισμός περιείχε μιάν ομολογία πίστεως σε κανονιστικές άρχές καί σέ άξιες γενικά, χρησιμοποιώντας τέτοιες καί ώς κοσμοθεωρητικά όπλα. Ό μω ς ακριβώς ή κανονι­ στική διάσταση τής σκέψης στήν εξαρχής σύνδεσή της μέ ορισμένες αξιώσεις κυριαρ­ χίας είχε γεννήσει τέτοιες δομές σκέψης ήδη μέσα στους κόλπους τής θεολογικής μ ε­ ταφυσικής. 'Ωστόσο ή ταυτότητα τής λειτουργίας δέν σημαίνει αναγκαία (άμεσο) γ ε­ νετικό καθορισμό, καί από τήν άποψη αυτή ό B lu m en b erg έχει δίκιο, όταν διαστέλλει έντονα τή γένεση τής ιδέας τής προόδου από τήν «υποκατάστασή της στή θέση τής θρησκευτικής ερμηνείας τής Ιστορίας» (L e g itim ita t, 36). Ό μω ς σφάλλει, όταν στή συνέχεια γράφει ότι ή πίστη στήν πρόοδο «θεμελιωνόταν εμπειρικά» στήν πρόο­ δο τής φυσικοεπιστημονικής σύλληψης τού κόσμου καί στήν άποδοτικότητα τής επι­ στημονικής μεθόδου. Ή ιστορία τής γένεσης τών όρων «Αναγέννηση» καί «Μ ε­ σαίωνας» (βλ. παρ. σημ. 5) δείχνει ότι ή στοιχειωδέστερη μορφή τής τριαδικήςτελολογικής φιλοσοφίας τής ιστορίας στους Νέους Χρόνους προηγείται κατά πολύ από τή διαμόρφωση τής σύγχρονης φυσικής έπιστήμης. Τό οτι στό τριαδικό τούτο σχήμα θεωρείται ώς πρόοδος ακριβώς ή άποκατάσταση τής αρχικής κατάστασης αποτελεί εξίσου λίγο άντίφαση όσο καί ό παραμερισμός τών συνεπειών τού προπατο­ ρικού άμαρτήματος έκ μέρους τής Δευτέρας Παρουσίας. Ό B lu m e n b e rg , ό όποιος όρθά θεωρεί τήν αντίθεση θεολογίας καί Λόγου ώς όρο γιά τήν «αυτοσυντήρηση» τού δευτέρου (L e g itim ita t, 50), δέν βλέπει μέσα από τήν εύθύγραμμη-όρθολογιστική του προοπτική ότι ή κοινότητα ορισμένων θεμελιωδών δομών σκέψης όχι μόνο δέν έξασθενεΐ τήν άντίθεση τού περιεχομένου, άλλά αντίθετα τήν έντείνει. Για τί οί αξιώ­ σεις κυριαρχίας τών δύο παρατάξεων δέν κρύβονται μέσα στό συνειδητό περιεχόμενο (ανοιχτά καί* προγραμματικά γίνεται λόγος μόνο γιά ελευθερία, πρόοδο καί Λόγο ή γιά αγάπη, πίστη καί λύτρωση), άλλά μέσα στήν (ώς επί τό πλεϊστον ασυνείδητη) δομή τής σκέψης τους: μέσα στήν τελευταία έχουμε τόν χωρισμό σέ Εντεύθεν καί Έκεΐθεν, καί μάλιστα μέ τή μορφή μιας αντίθεσης ανάμεσα σέ πραγματικότητα καί σέ κανονιστική αρχή (ή ιδεώδες), σέ παρόν καί μέλλον — άδιάφορο άν ή ιδεώδης κα­ νονιστική αρχή εκπροσωπείται από τόν Θεό ή από τή Φύση καί τόν Λόγο, καί άδιά­ φορο επίσης άν τό μέλλον εμφανίζεται ώς Δευτέρα Παρουσία καί Παράδεισος ή ώς επανάσταση καί αταξική κοινωνία, πού κυριαρχεί πάνω στή Φύση διαμέσου τής έπι­ στήμης καί τής τεχνικής. ’Ανεξάρτητα, τώρα, άπό τό τί περιεχόμενο παίρνει κάθε φορά τούτη ή δομή σκέψης — άξιώσεις κυριαρχίας εγείρει όποιος θέλει νά διατυπώ­ σει καί νά ερμηνεύσει δεσμευτικά τίς έκάστοτε κανονιστικές άρχές γιά νά δείξει τόν «άληθινό» δρόμο πρός τό μέλλον. Κοινωνικά τελεσφόρες δομές σκέψης πρέπει λοι­ πόν νά είναι φτιαγμένες μέ τρόπο πού νά έπιτρέπουν τό παιγνίδι τής έρμηνείας τών κανονιστικών άρχών καί τής δικαίωσης τωρινών πράξεων μέ τήν επίκληση μελλον­ τικών σκοπών ή ύπερεμπειρικών βαθμιδών δικαιοδοσίας· άκριβώς σ’ αυτό χρησι­ μεύουν έννοιες καί συνθήματα, πού μπορούν νά έρμηνευθούν έλεύθερα καί κατά βού­ ληση (ένα ουσιαστικό κενό τής έργασίας τού B lu m en b erg είναι ότι δέν εξετάζει συ-

1. Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

75

στήν υπηρεσία τής νίκης «του» Λόγου καί «τού» ’Ανθρώπου ή οί βα­ σικές έννοιες τής σύγχρονης πολιτειολογίας γεννήθηκαν από έννοιες θεολογικές,10α αλλά καί (προπαντός) τήν οίκειοποίηση εκείνων των δομών σκέψης, από τίς όποιες έξαρτιόταν παραδοσιακά ή θεμελίωση άξιων γενικά καί οί οποίες ελάχιστα έπηρεάστηκαν άπό τήν άνάπτυξη τής καινούργιας επιστήμης καί τεχνικής. ’Άς πάρουμε γιά παρά­ δειγμα τή λειτουργία τού Υπερβατικού στήν παραδοσιακή μεταφυσι­ κή. Τό Υπερβατικό (ώς Θεός) άποτελοϋσε τήν προσωποποίηση καί τήν πηγή δλων των άξιων, καί ή καταγωγή των τελευταίων άπό τον Θεό θεωρούνταν ώς εγγύηση τής άντικειμενικής τους ισχύος κι επο­ μένως καί τής πραγματωσιμότητάς τους, άφοϋ δ,τι είναι ήδη πραγ­ ματικό μπορεί πολύ ευκολότερα νά πραγματωθεί καί πάλι, αν καί σχηματικά τή δομή καί τή λειτουργία εννοιών δπως Λόγος καί Φύση* δμως ακριβώς τέτοιες διερευνήσεις θά του είχαν δείξει ποΰ έγκεινται τά ασυνείδητα κοινά σημεία συνειδητών αντιπάλων). Άφοϋ οί άντίπαλοι εγείρουν εξίσου άξιώσεις κυριαρχίας, συμμερίζονται άναγκαστικά τίς αντίστοιχες δομές σκέψης — άφοϋ δμως παραμένουν συνάμα αντίπαλοι, πρέπει νά προσδώσουν στίς τελευταίες όλότελα διαφορετικό πε­ ριεχόμενο ό καθένας, ακριβώς γιά χάρη τής «αυτοσυντήρησής» τους (B lu m e n b e rg ), δηλ. γιά χάρη τής δικαίωσης τής έκατέρωθεν εχθρότητας. Ή κοινότητα τής δομής καί ή άντίθεση τού περιεχομένου τής σκέψης είναι, δσο κι αν αυτό φαίνεται παράδο­ ξο, οί δύο πλευρές τού ίδιου φαινομένου, ακριβώς επειδή έχθροί μπορεί νά είναι μο­ νάχα εκείνοι, πού συμμερίζονται τήν εχθρότητα: δμως οί έκατέρωθεν αξιώσεις κυ­ ριαρχίας, οί όποιες γεννούν καί τήν έκατέρωθεν εχθρότητα, βρίσκονται, δπως είπα­ με, μέσα στή δομή τής σκέψης. 10α. Low ith , W eltgesch . u n d H e ilsg e sc h e h e n , ίδ. 175 κ.έ.* C. S ch m itt, Ροlit. T h eo lo gie, 49. Στήν ώραία μικρή εργασία τού Liib b e έξετάζονται διαδοχικά ό­ λες οί ουσιαστικές πλευρές (πολιτική-νομική, πολιτισμική καί επιστημονική) τής έκκοσμίκευσης ώς διαδικασίας χειραφέτησης τών Νέων Χρόνων άπό τή χριστιανική τους προέλευση καί πρόσδεση (S a k u la r is ie r u n g , 23 κ.έ., 34 κ.έ., 56 κ.έ.). Μιά ό­ μως καί ή ερευνά του άναφέρεται στήν ιστορία τών έννοιών, δέν υπεισέρχεται στήν προβληματική τής επιβίωσης ορισμένων δομών σκέψης, μολονότι γίνεται κάποιος υπαινιγμός (S a k u la r isie r u n g , 133). Ό S ta llm an n διακρίνει άπό τήν πλευρά του πολύ ορθά τήν πολιτική-νομική (μεταβίβαση εκκλησιαστικών δικαιωμάτων κυριαρ­ χίας ή ιδιοκτησίας σέ κοσμικές εξουσίες) έννοια τής έκκοσμίκευσης άπό τήν έννοια εκείνη, πού άναφέρεται στήν ιστορία τών ιδεών (ιδέες άποκόπτονται άπό τό άρχικό τους θρησκευτικό πλαίσιο καί συνάγονται τώρα πιά άπό τή γενική ισχύ τού Λόγου), θέτοντας ώς σκοπό του νά έξηγήσει τή μετάβαση άπό τήν πρώτη έννοια στή δεύτερη (W as ist S a k u la r is ie r u n g 2, 5). Τά πορίσματά του έχουν ώστόσο ενδιαφέρον μο­ νάχα γιά μιάν ορισμένη θεολογική προβληματική, πού συνδέεται μέ τά ονόματα τών B o n h o effer καί G o g a rte n (βλ. σχετικά καί L iib b e, S a k u la r is ie r u n g . 86 κ.έ.). Επίσης άπό θεολογική σκοπιά ό D e le k a t τείνει νά ταυτίζει τήν επικράτηση τής θύ­ ραθεν εξουσίας καί ιδεολογίας μέ τήν άπομάκρυνση άπό τόν Χριστιανισμό, δηλ. μέ τον «άθεϊσμό, άντιανθρωπισμό καί μηδενισμό» (Liber den B e g r i f f d e r S d k u la r is a t io n , ίδ. 38/9). Υπονοείται, φυσικά, δτι μονάχα μιά χριστιανική θεμελίωση τών κανονιστικών άρχών είναι δυνατή.

76

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μόνο έν μέρει ή σέ άλλο επίπεδο. Τό Υπερβατικό μέ τήν παραδοσια­ κή έννοια είτε παραμερίστηκε είτε περιορίστηκε, ώστε νά μήν ασκεί πια τήν παλιά κοινωνική του επήρεια, όμως έτσι διόλου δεν καταργήθηκε καί τό χάσμα άνάμεσα σέ Υπερβατικό καί Έμμενές γενικά. Δημιουργήθηκε καί πάλι, τώρα λαθραία βέβαια (γιατί ή άνοιχτή επα­ ναφορά του θά μπορούσε νά έρμηνευθεΐ ώς ομολογία πίστεως στο Υπερβατικό μέ τήν παραδοσιακή του έννοια κι έτσι έπρεπε νά απο­ φευχθεί γιά λόγους πολεμικούς), άλλά μέ άρκετή ευκρίνεια, καί μάλι­ στα μέσα στους κόλπους τού Έμμενούς εκείνου, πού επίσκιασε τό παλιό Υπερβατικό- επιπλέον, εκπλήρωνε καί τήν ίδια κανονιστική λειτουργία. Πιο συγκεκριμένα: ή Φύση, πού άρχικά εκπροσωπούσε τό Έμμενές στόν άγώνα εναντίον τού Υπερβατικού (τού Θεού), γρή­ γορα κατέληξε νά γίνει κάτι παραπάνω άπό τόν εμπειρικό κόσμο, περιβλήθηκε δηλ. τόν φωτοστέφανο μιας άνώτερης βαθμίδας δικαιοδο­ σίας, ή οποία υπερβαίνει τό άπλό σύνολο των αισθητών καί ορίζει μέ τρόπο άπόλυτα άντικειμενικό τί είναι καλό καί κακό- ή ζωή σύμφω­ να μέ τή Φύση σημαίνει τώρα πιά τό Ιδιο πού σήμαινε άλλοτε ή συμ­ μόρφωση μέ τίς έξίσου γενικές καί εξίσου ριζωμένες στο άληθινό Όν εντολές τού Θεού. ’Αλλά καί ό Λόγος, στόν βαθμό πού άξιώνει νά άντικαταστήσει τίς επιταγές τού Θεού, δέν γίνεται αντιληπτός έμπειρικά, δηλ. ώς τό λογικό αυτού ή εκείνου τού άνθρώπου, άλλά άναγορεύεται επίσης σέ ύπερπροσωπική κανονιστική βαθμίδα δικαιοδο­ σίας, ή οποία ύπερβαίνει δλες τίς εμπειρικά δεδομένες καί γνωστές μορφές Λόγου — οπότε, βέβαια, παραμένει άκαθόριστο πού εδρεύει καί ποιοι είναι οι φορείς του. Καί τέλος, μολονότι τό πρωτείο τού Θεού άντικαθίσταται άπό τό πρωτείο τού ’Ανθρώπου, ό Άνθρωπος αύτός δέν είναι ό εμπειρικά δεδομένος άνθρωπος, πού συναντάμε τυ­ χαία στόν δρόμο, άλλά ή ’Ιδέα τού ’Ανθρώπου, ή οποία μέ τή σειρά της παίζει τόν ρόλο τής όντολογικής πηγής ενός ορισμένου Δέοντος, άφού άπ’ αυτή συνάγονται άμεσα τά καθήκοντα καί οι κανόνες συμ­ περιφοράς τού έμπειρικού άνθρώπου. Ή προφανής άπόσταση άνάμε­ σα στόν έμπειρικό άνθρωπο καί στήν ’Ιδέα τού ’Ανθρώπου χαρακτη­ ρίζεται συχνά ώς «αλλοτρίωση», πού θά άρθεί, δπως λέγεται, μέ τήν «ορθή» άγωγή ή στό τέρμα μιάς ιστορικής πορείας. Είναι οφθαλμοφανές καί μπορεί, άλλωστε, καί νά τεκμηριωθεί μέ πλούσιο ιστορικό ύλικό δτι τό νέο Υπερβατικό, πού στούς Νέους Χρόνους εντοπίζεται σέ μερικές βασικές έννοιες, δπως «Φύση», «Λό­ γος» καί «Άνθρωπος», έκπληρώνει, άπό κοινωνική άποψη, λειτουρ­ γία παρόμοια μέ τό παραδοσιακό. Τό Υπερβατικό έπικαλείται δποιος διατυπώνει μιάν άξιολογική κλίμακα, καί κυρίαρχος είναι δ-

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ Φ ΤΣΗΣ

77

ποιος μπορεί νά το ερμηνεύσει με τρόπο δεσμευτικό. Τό ίδιο γινόταν, ουσιαστικά, καί πρωτύτερα μέ την (άπροκάλυπτα) υπερβατική ιδέα τού Θεού. Όπως καί τότε, έτσι καί στούς Νέους Χρόνους οι κοινωνι­ κοί καί πνευματικοί αγώνες στρέφονται γύρω από την «άληθινή» ερ­ μηνεία των παραπάνω βασικών εννοιών. Αυτό δέν θά ήταν δυνατόν, αν οι τελευταίες δέν είχαν μιά πλευρά ύπερβατική, έξω καί πέρα από κάθε δυνατότητα έμπειρικής απόδειξης. 2. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΤΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

α) Ή άριστοτελική-θωμιστική δυαρχία κα ί τά μονιστικά αντίρροπα ρεύματα στην \Αναγέννηση Ό καλύτερος τρόπος γιά νά παρακολουθήσουμε τήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου στούς Νέους Χρόνους στήν κοσμοθεωρητική της διάσταση είναι νά μελετήσουμε τήν ανατίμηση τής έννοιας τής Φύ­ σης, πού στο τέρμα της στέκει ή αυτονόμηση τής τελευταίας, δηλ. ή ολοκληρωτική της χειραφέτηση από τον Θεό. Γιά νά συλλάβουμε τά είδοποιά γνωρίσματα τής διαδικασίας αύτής, είναι απαραίτητη μιά σύντομη έπισκόπηση τής Ισαμε τότε κυρίαρχης χριστιανικής αντίλη­ ψης — καί μάλιστα δχι στίς ακραίες ασκητικές καί άπερίφραστα έχθρικές πρός τή Φύση έκδοχές της, άλλά άκριβώς σ’ εκείνη, δπου δείχνεται φιλικότερα διατεθειμένη άπέναντί της, δηλ. στο θωμιστικό σύστημα. Μιά σύνοψη τού θωμισμού άπό τή σκοπιά αύτή θά αποτε­ λούσε συνάμα καί μιά πρώτη συγκεκριμένη έφαρμογή τών ερμηνευ­ τικών μίτων, πού αναπτύξαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, αφού ό θωμισμός είναι πρότυπο παράδειγμα ολόπλευρης σκέψης, ή οποία ρι­ ζώνει σέ ορισμένη πολεμική, πραγματεύεται τό πρόβλημα τών σχέ­ σεων άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά (δηλ. τό όντολογικό πρόβλη­ μα) μέ πυξίδα μιά ορισμένη θέση στό άξιολογικό πρόβλημα, καί, τέ­ λος, ύποτυπώνει ένα συνεκτικό πολυδιάστατο σύστημα, πού τά επίπε­ δά του (γνωσιοθεωρία, ήθική καί κοσμολογία) άντιστοιχούν δομικά μεταξύ τους. Δέν χρειάζεται νά ύπεισέλθουμε εδώ στά έπίμαχα ζητήματα, αν καί σέ ποιόν βαθμό ύπήρξε ένας λατινογενής άβερροϊσμός,10Ρ αν καί 10β. Τή θεωρία ενός «λατινικού άβερροϊσμοΰ», ή όποια ξεκινά άπό τόν Renan (A verroes et ί A verroism e), αναπτύσσεται άπό τόν M andonnet (S iger de B r a ­ b a n t, ίδ. I, 142 κ.έ.) καί έκπροσωπείται μέ μερικές τροποποιήσεις καί άπό τόν G il­ son (L a P h ilos, a u M oyen A g e , 550 κ.έ.), άμφισβήτησε προπαντός ό Van Steen-

78

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σέ ποιόν βαθμό άραβοαριστοτελικές ή άμεσα Αριστοτελικές διδασκα­ λίες θεωρήθηκαν αντίθετες με ορισμένα θεολογικά αξιώματα, ή, τέ­ λος, αν καί σέ ποιόν βαθμό οι διανοητές, πού έπισήμαναν τέτοιες αν­ τιθέσεις, ήταν διατεθειμένοι νά χωρίσουν ριζικά καί άμετάκλητα τή φιλοσοφία από τή θεολογία. Γεγονός είναι δτι μέ τή λεγόμενη ’Ανα­ γέννηση του 12ου αιώνα11 δημιουργήθηκε ένας πνευματικός πολυκεντρισμός, πού συχνά εκφράστηκε στήν τάση νά γίνονται Αποδεκτές (άν καί μόνον ώς p r o b a b ilita s, δχι ώς v erita s) φιλοσοφικές θέσεις, πού ίσως καί νά μήν συμφωνούσαν μέ τή χριστιανική Αποκάλυψη. Μολονότι ποτέ δέν διατυπώθηκε e x p re ssis v erb is κάποια διδασκα­ λία τής διπλής Αλήθειας,12 ή Αναζωογόνηση τού Αριστοτελισμού, σέ οποία μορφή, καί ή χρησιμοποίησή του ώς αυτοτελούς πλαισίου Ανα­ φοράς σήμαινε άμεσο κίνδυνο γιά τό θεολογικό μονοπώλιο.13 Ή φι­ λοσοφία πού εμφανιζόταν στό προσκήνιο μέ τόν μανδύα τού Αριστο­ τελισμού έπρεπε, λοιπόν, ή νά καταπολεμηθεί άπό πλατωνικήαύγουστίνεια σκοπιά ή νά ένταχθεί στό θεολογικό πλαίσιο κι έτσι νά γίνει Αβλαβής. Τό αισθητήριο τού Θωμά Άκυινάτη γιά τις Ανάγκες τής ιστορικής στιγμής τόν ώθησε πρός αυτή τήν τελευταία, δηλ. τήν πιο σύγχρονη καί μακροπρόθεσμη λύση, πράγμα πού έδωσε ατούς οπαδούς τής παλιάς ορθοδοξίας τό πρόσχημα γιά νά διατυπώσουν έναντίον του βαριές μομφές.14 Ό Θωμάς Ακολουθεί τόν εξής δρόμο: Απορρίπτει τήν παραδεδομένη ύποταγή ή παραμέληση τής φιλοσο­ φίας, στόν βαθμό δμως πού Αναγνωρίζει τό δικαίωμα τής φιλοσοφίας νά έχει τουλάχιστον τή δική της μέθοδο, τής άρνείται τό δικαίωμα νά συζητεί τίς Αλήθειες τής πίστης, δηλ. νά τις Αποδείχνει ή νά τις άνασκευάζει μέ τή βοήθεια τού Λόγου.15 Ή φιλοσοφία μπορεί, βέβαια, ώς μεταφυσική, νά άποτελέσει ένα είδος θεολογίας, δμως τό είδος b ergh en . αποδίδοντας τά σημεία επαφής χριστιανών στοχαστών καί Άβερρόη στήν κοινή αναδρομή στόν ’Αριστοτέλη (A risto tle in the W est, 201 κ.έ.* D ie P h ilo so ­ p h ic im 13. J h ., 370 κ.έ.). 1 1. Βλ. γενικά H a sk in s , The R e n a issa n c e o f the tw elfth Century^ p a ssim * G an dillac-.T eau n eau , E n tretien s s u r la R e n a iss a n c e du 1 2 e siecle, ίδ. 7 /8 , 31 κ.έ., 513 κ.έ. 12. Gilson, Etudes de philos. m ed., 51 κ.έ.* M aier, M etaphysische Hinter(jr iin d e , ίδ. 5 κ.έ., 27, 42 κ.έ.* M cC lin tock, P e rv e rsity a n d E r r o r , 79 κ.έ. 13. Βλ. τή συμπυκνωμένη παρουσίαση του G re g o ry , F ilo s o fia e te o lo g ia n ella c r is i d i X U I s e c ., ίδ. 6/7. 14. Λεπτομέρειες στόν M an d o n n et, S ig e r , 98 κ.έ.* πρβλ. V an S tee n b e rgh e n , D ie P h ilo so p h ic im 7.7. / / i ., 4 30 κ.έ. μέ τήν άναφερόμενη βιβλιογραφία. 1 5. Q uest. Q u o d l , Q u. H I, A rt. X X X I ( = σ. 1 28)* de T rin ity Qu. II, A rt. I, ad 5 ( = O pusc. Ill, 44 /5 )· de R a t. F id ., C ap . II ( = O pusc. Ill, 253).

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

79

αυτό είναι υποδεέστερο σε σχέση μέ εκείνο πού στηρίζεται στή Γραφή.16 Τά opta τής φιλοσοφίας υπογραμμίζονται, έτσι, ακριβώς τή στιγμή πού ή φιλοσοφία άνατιμάται δσο είναι δυνατόν στά πλαίσια αυτά. Προϋπόθεση τής ανατίμησης τής φιλοσοφίας είναι, φυσικά, τό νά κινείται δίπλα καί κάτω από τήν πίστη, χωρίς ποτέ νά τήν αμφισβητεί:16α άκριβώς ή πεποίθηση γιά τή (στρατηγική) άναγκαιότητα καί τή (θεωρητική) δυνατότητα μιας ομαλής συνύπαρξης, στηριζόμενης στή διάκριση των επιπέδων, εμψυχώνει τον Θωμά στό συν­ θετικό του εγχείρημα. Ή πρωτοκαθεδρία τής θεολογίας είναι αδιαφι­ λονίκητη, αλλά θεμελιώνεται καί γίνεται ορατή μέ τή χρήση τών μέ­ σων τής θύραθεν σοφίας.17 Τό γεγονός δτι ή χρήση αυτή μπορεί νά φτάσει ίσαμε τή διατύπωση αξιωμάτων τής χριστιανικής αποκάλυ­ ψης σέ φιλοσοφική ορολογία18 δέν πρέπει νά γεννήσει τήν εντύπωση, δτι άπό τό έργο τού Θωμά μπορεί νά άντληθεί μιά συστηματική (χρι­ στιανική) φιλοσοφία. Ή συζήτηση πάνω στό ζήτημα αυτό δέν έχει άλλωστε νόημα, άφού ό Θωμάς ένδιαφέρθηκε τόσο γιά τή φιλοσοφι­ κή θεμελίωση τής θεολογίας του (θετικά μέ τή χρησιμοποίηση φιλο­ σοφικών εννοιών καί άρνητικά μέ τήν κατάδειξη τών ορίων τού φιλο­ σοφικού Λόγου), δσο καί γιά τή σχετικά αυτόνομη έπεξεργασία τών φιλοσοφικών του αναλύσεων μονάχα στόν -βαθμό πού αύτό ένδιέφερε τή θεολογική του κατασκευή στό σύνολό της.19 Ή αναγνώριση τών (σχετικών) δικαιωμάτων τής φιλοσοφίας, ή οποία τή στιγμή εκείνη ήταν σχεδόν ταυτόσημη μέ τόν αριστοτελι­ σμό, κάνοντας έτσι τήν άμεση (άν καί στόν Θωμά κάθε άλλο παρά δουλική) αναδρομή σ’ αύτόν απαραίτητη, άποκτά τό πραγματικό της νόημα, άν άναλογιστούμε δτι αποτελούσε απόφαση σχετική δχι άπλώς μέ τή μορφή καί τή μέθοδο, άλλά μέ τό ίδιο τό περιεχόμενο 16. De T r i n i t Qu. V, A rt. TV (= O p u sc . Ill, 119/20). I 6a. Μιά τέτοια περίπτωση θεωρείται άπό τόν Θωμά a lim ine αδιανόητη* όπως γράφει, μιά φιλοσοφία πού θά αμφισβητούσε τή θεολογία μονάχα άπό τήν πλάνη ή άπό τήν άγνοια θά μπορούσε νά πηγάζει (βλ. π.χ. de Unit. In tell., τελευταία παρά­ γραφο = O pusc. 1, 69). 17. De T rin ity Qu - II, A rt. Ι Ϊ Ι, a d 5 ( = O p u sc. Ill, 52/53)* Sen ten t. P r o L , Qu. I, Art. I ( = I, 8). ] 8. Βλ. π.χ. τήν εξήγηση τού χωρίου Έζοδ. 3, 1 3, 14 μέ βάση τίς φιλοσοφικές έν­ νοιες e sse καί e s se n tia , C ontr. G ent., I, 22 ( = σ. 24). 1 9. Tie άντίθετες απόψεις στό ζήτημα τούτο έκπροσωπούν οί G ilson , T h o m ism c, 13 κ.έ., καί V an Stee n b e rg h e n , D ie P h ilo s, im 13. J h ., 323 κ.ε. (επίσης: A ri­ sto tle in the W est, 157 κ.έ.), ό όποιος άμφισβητεΐ τήν ύπαρξη αυτοτελούς χριστια­ νικής φιλοσοφίας. Πρβλ. τήν άνάλυση τού K lu x e n , P h ilo s. Ethik hei T h o m a s, 1

80

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

τής σκέψης. Ε πειδή κατά τήν αντίληψη τού Θωμά, δπως καί των έκπροσώπων τής άβερροϊστικής-άριστοτελικής τάσης, ή άνθρώπινη φιλοσοφία θεωρεί τά πράγματα δπως είναι καθαυτά, ενώ ή πίστη τά νοεί στη σχέση τους πρός τόν Θεό,20 ή άνατίμηση τής φιλοσοφίας συ­ νεπιφέρει αυτόματα τήν άνατίμηση δχι μόνο τής αυτόνομης ελλογης σκέψης, άλλά καί τού αισθητού κόσμου, τόσο ώς άντικειμένου δσο καί ώς προϋπόθεσης τής τελευταίας. Αυτό φανερώνεται σέ διαφορετι­ κά επίπεδα — πάντοτε παράλληλα μέ τήν προσπάθεια νά μήν καταν­ τήσει ή άνατίμηση τού αίσθητοϋ κόσμου κίνδυνος γιά τό πνεύμα, μέ τήν ϊδια έννοια πού καί ή φιλοσοφία θά μπορούσε νά άποτελέσει κίν­ δυνο γιά τη θεολογία. Ή αποδοκιμασία τής άντιφιλοσοφικής στάσης τού παραδοσιακού αύγουστινισμού βρίσκει στη θωμιστική γνωσιοθεωρία τήν έκφρασή της στήν άπόρριψη τής διδασκαλίας γιά τίς έμ­ φυτες ιδέες καί στήν υιοθέτηση τής άποψης, δτι ή άνθρώπινη γνώση προέρχεται από τίς αισθήσεις.21 "Ομως αυτό δέν είναι καί ή τελευταία λέξη. Στήν άλήθεια τών αισθήσεων άντιπαρατίθεται ή ανώτερη άλήθεια τής έλλογης γνώσης,22 καί επιπλέον ύπογραμμίζεται ή αυτενέρ­ γεια τού πνεύματος, τό όποιο δχι μόνο γνωρίζει τά πράγματα καί τόν εαυτό του, άλλά καί γνωρίζει δτι γνωρίζει.23 Ή νόηση ξεπερνά τήν εμπειρία τών αισθήσεων,24 άφοϋ οι κρίσεις της σέ τελευταία ανάλυση εδράζονται σέ αιώνιες άρχές.25 Ό Θωμάς ξέρει γιατί δέν τού επιτρέ­ πεται νά έμμείνει μέ συνέπεια στόν γνωσιοθεωρητικό του έμπειρισμό: ή γνωσιοθεωρητική τοποθέτηση έχει ορισμένες συνέπειες γιά τήν έλευθερία καί τήν ήθική. Σέ μιά πρόταση έξαιρετικά άξιοσημείωτη διαβάζουμε: «ή έλευθερία όλόκληρη έξαρτάται άπό τόν γνωστικό τρόπο», ενώ στη συνέχεια τονίζεται καί πάλι ή αυτενέργεια καί ή αύτοαναφορικότητα τού Λόγου μέ τό εξής συμπέρασμα: «ή ρίζα κάθε ελευθερίας βρίσκεται μέσα στόν Λόγο».26 ’Αφού ή γνωσιοθεωρία ύποτυπώνεται σέ συνάφεια μέ τήν ήθική φιλοσοφία, ή δομική παραλ­ ληλότητα τών δύο αυτών επιπέδων είναι φυσική* ό ίδιος ό Θωμάς 20. C on tr. G ent., II, 4 ( = σ. 92). 21. Sum . T h eo l., I, Qu. X II, A rt. XIT R e sp .· D e V erity Q u. X , A rt. V I, πρβλ. Qu. X II, Art. ΤΪΙ, ad 2 ( = Q u aest. D i s p I, 268 κ.έ., 326 /7 ). 22. D e V erit., Qu. I, A rt. IX ( = Q u aest. D isp ., I, 24/5). 23. Contr. Gent.., II, 56 ( = σ. 162). 24. Sum . Theol., I, Qu. L X X X IV , A rt. V I, a d 3. 25. De Verity Qu. X , A rt. V I, a d 6 ( = Q u aest. D isp ., I, 271). E tvat χαρακτη­ ριστικό οτι ό Θωμάς καταδείχνει ό Γδιος τήν αντίθεση αισθήσεων καί νόησης στόν ’Αριστοτέλη, χρησιμοποιώντας την καί ώς επιχείρημα εναντίον τών άβερροιστών, de Unit, ln te ll. = O pusc. I, 39/4 0 . 26. D e V erity Qu. X X IV , A rt. II, a d re sp . ( = Q u ae st. D is p ., I, 592/3).

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

81

τονίζει, άλλωστε, τήν αντιστοιχία τής ιεραρχίας των γνωστικών δυ­ νάμεων πρός τήν ιεραρχία των ψυχικών ap p e titu s: ό ap p e titu s intellectivus καί ό a p p e titu s sen sitivu s διακρίνονται κατά τήν ίδια έννοια μεταξύ τους δπως τό appreh en su m per intellectum άπό τό appreh en su m p er se n su m .27 Ή έλευθερία τής βούλησης, χωρίς τήν οποία, δπως λέει ό Θωμάς, δεν μπορεί νά γίνεται λόγος γιά ηθι­ κή ευθύνη,28 θεμελιώνεται θεωρητικά πάνω στη διπλή αυτή ταξινό­ μηση καί γίνεται αντιληπτή νοησιαρχικά, στόν βαθμό τουλάχιστον πού ή έλεύθερη εκλογή θεωρείται ώς κρίση ή γνώση·29 liberum arbitrium καί liberum iudicium είναι συνώνυμα,30 καί, παρά τόν αμοιβαίο καθορισμό βούλησης καί νόησης μέσα στήν ηθική πράξη, ή δεύτερη παραμένει «n o b ilio r».31 Άπό τήν άλλη πλευρά, πάλι, ή ήθικοφιλοσοφική θεώρηση δέν αδικεί τόν a p p e titu s sen sitiv u s, τό Γδιο δπως καί ή γνωσιοθεωρία παίρνει στά σοβαρά τόν ρόλο τών αισθή­ σεων. Τά πάθη δχι μόνο δέν είναι καθαυτά κακά, αλλά ούτε είναι καί αντίθετα μέ τήν αρετή.32 Ώς ενότητα ψυχής καί σώματος ό άνθρω­ πος οφείλει νά πραγματώνει τήν αρετή καί τήν ευδαιμονία καί μέ τό αισθητό μέρος του.33 Ωστόσο ή τελείωση τής αρετής αναμένεται άπό τόν Λόγο καί δχι άπό τή Φύση,34 εξίσου δπως ή ψυχή σχετίζεται μέ τό σώμα μονάχα ώς fo rm a τού τελευταίου, δίχως νά έξαντλείται σ’ αυτό.35 Ή θωμιστική ανθρωπολογία παρουσιάζει, επομένως, τήν ί­ δια δομή δπως καί ή γνωσιοθεωρία ή ή ήθική φιλοσοφία. Ά ς στραφούμε τώρα στό άντικείμενο τού κύριου ένδιαφέροντός μας, δηλ. στή θωμιστική κοσμολογία καί φυσική. Καί πάλι βλέπουμε εδώ μιά πρόδηλη άνατίμηση τού αισθητού κόσμου, αφού μάλιστα στά φυσικά δντα άναγνωρίζεται —μέ ορισμένες προϋποθέσεις βέ­ βαια— αυτενέργεια. Ενάντια σέ δσους επικαλούνται τήν παντοδυνα­ μία τού Θεού γιά νά μετατρέψουν τά πλάσματά του σέ απλά ένεργού27. Su m . T h eo L , I, Qu. L X X X , A rt. II, a d re sp . 28. De V erity Qu. X X IV , A rt. T, ad re sp . ( = Q u a e st. D is p ., I, 587). 29. D e V erity Qu. X X IV . A rt. I, ad 1 καί 17 ( = Q u aest. D isp ., I, 588, 590). 30. Βλ. π.χ. Su m . T h eo L , I, Qu. L IX , A rt. II, ad re sp .· ibid, καί ή πρόταση: «u b icu m q u e e st in tellectu s e st lib eru m a rb itriu m ». Πρβλ. τήν ανάλυση του W ittm an n , D ie E th ik d e s H i. T h o m a s, 106 κ.έ. 31. Su m . T h eoL, I, Qu. L X X X II, A rt. I l l C oncl. καί IV Concl. 32. Su m . T h eoL, I, II , Qu. L IX , A rt. I καί II sed c o n tra . 33. De m a lo , Qu. X I I, A rt. I, a d 5 ( = Q u aest. D is p ., II, 615). 34. Virtut. in C om m ., A rt V III, ad re sp . ( = Q u a e st. D isp ., Ill, 236). 35. D e S p irit. G reat., A rt. II, a d 4 καί 19 ( = Q u aest. D is p ., I l l , 37, 38). Ό Θωμάς αποκλείει κάθε co n tin u a tio , co m p o sitio ή c o liig a tio σώματος καί ψυχής (C on tr. Gent.., II, 56-57 = σ. 146 κ.έ.).

82

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μένα, ό Θωμάς τονίζει δτι από τά πλάσματα αυτά άφαιρεΐται, έτσι, 8,τι καλύτερο έχουν, δηλ. ή «ένεργή ικανότητα νά παραγάγουν κά­ ποιο άποτέλεσμα».36 Τά φυσικά όντα πάνε νά μοιάσουν του Θεού, ό­ ταν έμφανίζονται δχι ώς παθητικά άποτελέσματα, αλλά ώς ενεργές αίτιες.37 Στή συνεπή της επέκταση, ή θέση αυτή θά κατέληγε, βέβαια, στήν πλήρη αύτονόμηση τής Φύσης. Γ ι’ αυτό καί ό Θωμάς είναι άναγκασμένος νά πάρει μέ τό ένα του χέρι πίσω ο,τι χάρισε γενναιό­ δωρα μέ τό άλλο. Πρώτα-πρώτα, λέει, ή ιδιότητα τών φυσικών δντων νά δρουν ώς αιτία άλλων τούς δόθηκε άπό τόν Θεό μαζί μέ τήν ύπαρξή τους, καί επομένως δέν άποτελει αυτονόητο δικαίωμα, αλλά ένδειξη τής άμετρης καλοσύνης τού Δημιουργού.38 ’Άν δ,τι είναι ένεργό ενεργεί μέ τή θεία δύναμη, τότε αιτία τής ενεργής συμπεριφοράς δλων τών πραγμάτων είναι ό Θεός ό ίδιος.39 Ενέργεια τού Θεού ώς πρώτης αίτιας χωρίς τή βοήθεια τής Φύσης καί τών c a u sa e secun dae θά ήταν, βέβαια, όλότελα δυνατή, δμως είναι θέλημα τού Θεού νά ένεργεί μέ τή διαμεσολάβηση τής Φύσης.40 Μέ τήν επιφύλα­ ξη αυτή, ό Θωμάς μιλά κάποτε, δπως καί ό ’Αριστοτέλης, σάν νά ή­ ταν ή Φύση αυτόνομο καί έλλογο πρόσωπο,41 δμως άπό τήν άλλη πλευρά αντιμετωπίζει μέ μεγάλη δυσπιστία τόν δρο «n atu ra natur a n s » , τού όποιου ή διάδοση συνδεόταν μέ τήν έξάπλωση τού άβερροϊσμού,42 καί τόν θεωρεί ώς άπλό συνώνυμο τής δημιουργικής δραστηριότητας τού Θεού.43 Βρίσκει τά σκληρότερα λόγια γιά έκπροσώπους πανθεϊστικών τάσεων, δπως τόν D avid τού D inant, τού όποιου τό έργο είχε παραδοθεΐ στήν πυρά τό 1209 . 44 Γ ι’ αυτό καί δέν μπορεί κανείς νά άποφύγει τήν εντύπωση δτι στόν Θωμά ή κοσμολο­ γική ανατίμηση τής Φύσης δέν είναι αυτοσκοπός, δηλ. δέν γίνεται άπό άγάπη πρός αυτήν, άλλά παίζει συγκεκριμένο ρόλο στό πλαίσιο τής γενικής στρατηγικής του.44α Όπως ό γνωσιοθεωρητικός έμπειρι36. C on tr. G ent., Ill, 39 ( = σ. 297). 37. C ontr. Gent.., Ill, 21 ( = σ. 239). 38. C ontr. Gent.., Ill, 70 ( = σ. 299). 39. C ontr. G ent., Ill, 67 ( = σ. 293). 40. D e P o t., Qu. I l l , A rt. V III ( = Q u aest. D isp ., II, 70). 41. 'Όταν π.χ. χρησιμοποιεί τήν άριστοτελική (Π ερ ί Ονρ., 2 9 0 a 31 ή 291b 13) έκφραση «ή φυσις ούδέν μάτην ποιεί», βλ. π.χ. C ontr. G ent., II, 55 = σ. 145. 42. S ieb ec k , U ber die E n tsteh u n g d e r Term in i, ίδ. 375/6. 43. Sum . Theol., M I, Qu. L X X X V , A rt V I, a d re sp . 44. Contr. G ent., I, 17 ( = σ. 17)· πρβλ. Sum . Th eol., I, Qu. I l l , A rt. V III. Γενικά γιά τήν κριτική τοϋ Θωμά στόν πανθεϊσμό βλ. S e r tilla n g e s, T h o m as, 230 κ.έ., 270 κ.έ. (άπό θωμιστική άποψη). 44α. Κατά τήν έκφραση τοΰ G ilson (T hom ism e, 237): ή υπεράσπιση τών δι-

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

83

σμός καί ή κατάδειξη των ορίων τού ανθρώπινου Λόγου σε τελευταία ανάλυση χρησίμευαν στήν κατοχύρωση τής πίστης, έτσι καί ή άνατίμηση τής Φύσης άποσκοποϋσε στήν ένίσχυση τής θέσης τής θεολογίας διαμέσου τού θεωρητικού της εκσυγχρονισμού καί μέ βάση τίς τελευ­ ταίες εξελίξεις στό πνευματικό μέτωπο. Μέ τήν άνατίμηση τής Φύσης αντιμετωπίζεται μέ νέο τρόπο καί τό επίμαχο πρόβλημα τής θεοδικίας. Ό Θεός άπαλλάσσεται από τήν ευθύνη τού κακού, άφού γιά ό­ λες τίς ατέλειες τού κόσμου υπεύθυνη θεωρείται ή δράση τών c a u sa e se cu n d ae .45 Μάλιστα ό Θωμάς άρνείται καί τήν ϊδια τήν ύπαρξη τού κακού, άφού δ,τι φαίνεται κακό είτε προέρχεται άπό καλές προθέσεις είτε βοηθεί αθελά του τήν πραγματοποίηση καλών σκοπών.46 Ό ,τι υπάρχει είναι, καί μόνον άπό τό γεγονός τής ύπαρξής του, καλό καί αληθινό.47 Ό Θωμάς τό ισχυρίζεται αύτό, γιατί (παρά τήν αυτοτέ­ λεια τής Φύσης καί ακριβώς άπό φόβο μήπως ή αυτοτέλεια αυτή πά­ ρει άνεπίτρεπτες διαστάσεις) τονίζει μέ έμφαση τήν πανταχού παρου­ σία τού Θεού, καί μάλιστα στήν ολότητα τού είναι του.48 Ωστόσο, εί­ ναι άναγκασμένος νά θυμίσει καί πάλι τόν χωρισμό Θεού καί Φύσης, γιά νά εξασφαλίσει δχι μόνο τήν άνευθυνότητα τού πρώτου γιά τό κακό, αλλά καί τήν άμεταβλησία του: αν ή Φύση δέν ήταν σχετικά αυτοτελής καί ό Θεός είχε τήν άμεση ευθύνη γιά τά πάντα, τότε θά έπρεπε προφανώς νά διαφορίζεται ό ίδιος, γιά νά προκαλεί έκάστοτε διαφορετικά αποτελέσματα.49 Ή γενική έπιχειρηματολογία τού Θω­ μά κινείται, λοιπόν, συνεχώς άνάμεσα σέ δύο θέσεις, πού στήν άκραία τους μορφή είναι άντιφατικές. Αύτό γίνεται, επειδή ή άνατίμηση τού αισθητού κόσμου καί τής Φύσης δέν έπιτρέπεται νά θέσει σέ κίνδυνο τό πνεύμα στήν άνθρώπινη καί θεία του διάσταση: τό πνεύμα είναι, άλλωστε, ό δημιουργός τού σύμπαντος καί δ,τι είναι καλό γιά τό ίδιο άποτελεί καί τόν σκοπό τού σύμπαντος αύτού.50 Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα μεταγενέστερες διαμάχες γύρω άπό τόν άριστοτελισμό καί τή Σχολαστική, πρέπει νά ύπομνήσουμε καιωμάτων τής Φύσης αποτελεί στά μάτια τοΰ Θωμά τόν μόνο τρόπο γιά τήν υπε­ ράσπιση τών δικαιωμάτων τοΰ Θεοΰ. 45. C ontr. G ent., Ill, 71 ( = σ. 300). 46. ibid. 47. C ontr. G ent., Ill, 7 ( = σ. 228)· D e V erit., Qu. X X I, A rt. I l l (= Q u a e s t . D isp ., I, 512/3). 48. C ontr. Gent.., Ill, 68 ( = σ. 295)· Su m . Theol., I, Qu. V III, A rt. I, ίδ. ad 3. 49. C ontr. G ent., Ill, 69 ( = σ. 296). 50. C o n tr. G ent., I, 1 ( = σ. 1).

84

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

εδώ ένα θεμελιώδες σημείο τής αριστοτελικής φυσικής καί γνωσιοθεωρίας, που εξηγεί γιατί ό θεολόγος Θωμάς ακολούθησε, με ήσυχη συνείδηση, τόν ειδωλολάτρη Αριστοτέλη. Όπως είναι γνωστό, ό ’Αριστοτέλης συνέδεσε την έννοια τού φυσικού οντος μέ την έννοια τής αύτοκινησίας.51 Ό μως αυτό δέν σημαίνει δτι κάθε κίνηση τών φυσικών δντων πηγάζει από τήν αύτοκινησία τους ή δτι ή Φύση ώς αιτία είναι ταυτόσημη μέ τήν αιτία τής Φύσης. Ή κίνηση τών φυσι­ κών δντων είναι αύτοκινησία, μέ τήν έννοια δτι ή ιδιόμορφη ύφή τού καθενός τους συμβιβάζεται μέ ένα καί μόνο είδος κίνησης, πού προσι­ διάζει σ’ αυτήν: ό άνθρωπος, π.χ., πρέπει άναγκαστικά νά κινηθεί ώς άνθρωπος, δηλ. σύμφωνα μέ τήν άνθρώπινη δομή του. ’Ακόμη καί μιά κίνηση προερχόμενη από τά έξω προκαλεί σέ ένα φυσικό δν Αντι­ δράσεις σύμφωνες μέ τήν ιδιοσυστασία του, καί γ ι’ αυτό είναι δυνα­ τόν μία καί μόνη εξωτερική αίτια νά προκαλέσει διαφορετικές κινή­ σεις σέ διαφορετικά φυσικά δντα. Κίνηση προκαλούμενη άπό τά έξω καί αύτοκινησία δέν άντιτίθενται, λοιπόν, ή μία στήν άλλη, καί αύτό συνεπάγεται δτι ή αύτοκινησία τών φυσικών δντων δέν πρέπει νά θεωρηθεί απόλυτη, άλλά συμβιβάζεται θαυμάσια μέ τήν εξωτερική έπίδραση, καί μάλιστα δέν νοείται χωρίς αύτήν.52 Έ τσ ι εξηγείται καί ή αναγκαιότητα τού πρώτου κινούντος παρ’ δλη τήν αύτοκινησία τών φυσικών δντων. Στό πρώτο κινούν βρίσκεται ή πηγή κάθε κίνησης, ώστόσο τό πρώτο κινούν μπορεί νά κινήσει τά φυσικά δντα μονάχα μέ τόν τρόπο πού άνταποκρίνεται στήν έκάστοτε ιδιοσυστασία τους.53 ’Αφού, τώρα, ή Αριστοτελική διδασκαλία γιά τήν κίνηση βασίζεται στήν αντίληψη μιας άμεσης Απτής συνάφειας κινούντος καί κινουμένου, γ ι’ αύτό καί ή δραστηριότητα τού πρώτου κινούντος δέν συνίσταται στό δτι κάποτε στό παρελθόν έθεσε τόν κόσμο μία φορά γιά πάντα σέ κίνηση, άφήνοντάς τον κατόπιν νά ρυθμίσει μόνος του τήν πορεία του. Ή άρχή τής κίνησης δέν νοείται, μέ άλλα λόγια, χρονικά, άλλά αίτιακά’ τό πρώτο κινούν πρέπει, δπως λέει ό ’Αριστοτέλης, νά κινεί αιώνια,54 άφού ή έκάστοτε κίνηση χρειάζεται μιάν αιτία σύγ-

51. Φυσ., 192b 13-14. 52. Βλ. τή λεπτή ανάλυση τοΰ W ielan d, D ie a risto te l. P h y sik , 234, 236 /7 . Ό W ielan d παραθέτει (σ. 239) ενα χωρίο άπό τά σχόλια τοΰ Θωμά στά Φυσικά τοΰ ’Αριστοτέλη (II, 1, 5), τό όποιο δείχνει δτι ό Θωμάς κατανόησε τόν ’Αριστοτέλη μ’ αυτή τήν έννοια. 53. ’Έτσι καί ό Θωμάς, βλ. π.χ. Q u aest, Q uodL, I, A rt. V II, a d 2 ( = σ. 15): «D e u s m ovet o m n ia secu n d u m m odum eoru m ». 54. Φυσ., 2 6 6 a 13: κινειν άπειρον χρόνον (πρβλ. Μ εταψ., 1 0 7 3 a 7).

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΤΣΗΣ

85

χρονή της, καί σταματά δταν σταματήσει ή αίτια αυτή.55 Ώστε ό αριστοτελικός κόσμος, παρ’ δλη τήν αύτοκινησία των φυσικών δντων, έχει ανάγκη τήν αδιάκοπη παρουσία του Θεού τό ίδιο δπως καί ό θωμιστικός. Ή έννοια του πρώτου κινοΰντος μεθερμηνεύθηκε, πάν­ τως, ριζικά, δταν ή άντίληψη αυτή άντικαταστάθηκε άπό τή μηχανι­ στική. Καί ή γνωσιοθεωρητική δυαρχία του Θωμά έχει τό άριστοτελικό της προηγούμενο. Ό ’Αριστοτέλης δεν είναι σε θέση νά εξηγήσει γε­ νετικά μέ τρόπο ικανοποιητικό τόν Νον, καί μάλιστα τόν ποιητικό, πάνω στή βάση των αίσθησιοκρατικών του προϋποθέσεων. Καί ό ί ­ διος εγκαταλείπει μιά τέτοια προσπάθεια, δταν λέει ρητά δτι ό Νους έχει διεισδύσει στον άνθρωπο άπό τά έξω.56 ’Αποτελεί τό καθαυτό θείο στοιχείο καί ή παρουσία του μέσα στον άνθρωπο στήνει τή γέφυ­ ρα άνάμεσα στον τελευταίο καί στόν Θεό, δίνοντας μιά πρόγευση του θείου* δ,τι, δμως, γιά τόν άνθρωπο είναι έμπειρία χρονικά περιορι­ σμένη, γιά τόν Νοϋ ώς Θεό είναι μόνιμη κατάσταση.57 Ή άντίληψη αυτή έχει καί τις κανονιστικές της συνέπειες: ό Νους, ή πηγή του κό­ σμου, ταυτίζεται μέ τό καλό τό ίδιο.58 Όντολογικοί καί κανονιστικοί λόγοι έξαναγκάζουν, λοιπόν, τόν ’Αριστοτέλη νά κάνει ένα λογικό άλμα στή γνωσιοθεωρία του. Στόν βαθμό πού ό ’Αριστοτέλης, παρ’ δλη τήν άπόρριψη των πλατωνικών ιδεών, εμμένει στό φιλοσοφικό ιδεώδες τού Πλάτωνα, δηλ. στήν εδραία γνώση ενός αιώνια άμετάβλητου Όντος, διατηρεί άναγκαστικά καί μιά πλατώνίζουσα έννοια τού Νού.59 Περιπλέκεται σέ δυσκολίες έπειδή, σέ άντίθεση μέ τόν Πλάτωνα, θέλει νά έντοπίσει τήν ουσία στό τόδε τι, άνατιμώντας ταυτόχρονα καί τίς κατώτερες γνωστικές δυνάμεις. Ωστόσο, ή οίκειοποίηση τού πλατωνικού φιλοσοφικού ιδεώδους κάνει τή θεωρία του γιά τόν Νού άναγκαία, έστω καί μέ άντίτιμο ένα λογικό άλμα. Αυτά δλα πρέπει νά άναφερθούν σέ σχέση καί μέ τόν Άκυινάτη, γιατί τό πολυσυζητημένο, ιδιαίτερα στά τελευταία χρόνια, πρόβλημα τών σχέσεων τού τελευταίου μέ τόν πλατωνισμό δέν μπορεί νά λυθεί ικα­ νοποιητικά, δσο ό «πλατωνισμός» του θεωρείται άπλώς καί μόνο τό

55. W ielan d , D ie a risto te l. P h y sik , 3 1 4 /5 , 336/7. Πρβλ. D u rin g, A risto tele s, 330/1. 56. Π ερ ί ζώων γεν., 736b (θύραθεν είσιέναι)* πρβλ. Π ερ ί ψυχής, 4 1 3 a 6 κ.έ. 57. Μεταφ., 1072b 15. 58. Μεταφ., 1 0 7 5 a 38. 59. D u rin g , A risto te le s, 580, 583.

86

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

αντίθετο τού αριστοτελισμού του, οπότε παραβλέπεται τό πλατωνικό στοιχείο πού υπάρχει μέσα στόν ίδιο τόν άριστοτελισμό.60 Δεν υπάρχει άμφιβολία ότι ή θωμιστική άνατίμηση τής Φύσης καί τής φυσιογνωσίας έπαιρνε υπόψη της τά νέα ρεύματα, προσπαθώντας συνάμα νά τά άφομοιώσει καί νά τά κάνει άκίνδυνα. ’Ακολουθώντας τόν δάσκαλό του Αλβέρτο,61 ό Θωμάς τονίζει την άναγκαιότητα τής μελέτης τής Φύσης,62 θέλοντας όμως νά τη θέσει στήν ύπηρεσία τής θεογνωσίας, δηλ. τού θεολογικοϋ κοσμοθεωρητικού πλαισίου· έμβάθυνση στή Φύση σημαίνει, σέ έσχατη άνάλυση, βαθύτερη σύλληψη τού χριστιανικού νοήματος τής ζωής, χάρη στή βαθύτερη κατανόηση τής βούλησης καί τής υφής τού Θεού.63 Ή θωμιστική άνατίμηση τής Φύ­ σης παραμένει, ώστόσο, περιορισμένη όχι μόνον έξαιτίας αυτής τής στάσης, αλλά καί έξαιτίας συγκεκριμένων δυσχερείων μέ τό περιεχό­ μενο τού αριστοτελισμού* επιφανές παράδειγμα άποτελεΐ ή άριστοτελική διδασκαλία γιά τήν αιωνιότητα τού κόσμου, ή οποία προφανώς δέν συμβιβάζεται εύκολα μέ τη χριστιανική αντίληψη τής δημιουρ60. Τήν πλατωνική διάσταση τού αριστοτελισμού, ή όποια πέρασε καί στό θωμιστικό σύστημα, υπογράμμισε εύστοχα ό H irsch b erger (P laton ism us im M ittela lte r , ίδ. 1 26/7). ’Από τήν άλλη μεριά, ό H enle άντέκρουσε μέ τή βοήθεια διεξοδι­ κών άναλύσεων των κειμένων (T h o m as and. P la to n is m , X V III κ.έ.) νεότερες προ­ σπάθειες μετατροπής τού Θωμά σέ πλατωνικό φιλόσοφο. Ό H enle έδειξε δτι ό Θω­ μάς, άνάλογα μέ τίς άνάγκες τής έπιχειρηματολογίας του, άλλοτε τονίζει τίς ομοιό­ τητες καί άλλοτε τίς διαφορές ανάμεσα στόν Πλάτωνα καί στόν ’Αριστοτέλη (423 κ.έ.)* όχι μόνον εκτιμά εξαιρετικά τήν αξία τής πλατωνικής νοησιαρχίας ώς δπλου εναντίον τού σκεπτικισμού (314), μετριάζοντας, δταν είναι άνάγκη, τόν αριστοτελι­ κό εμπειρισμό (320/1), αλλά έπίσης γνωρίζει καί άσπάζεται τά κοινά σημεία τής πλατωνικής καί τής άριστοτελικής άντίληψης σχετικά μέ τήν όντολογική θεμελίωση τού unum bonum se p a ra tu m (411). Καί ή κριτική του στήν πλατωνική ψυχολογία είναι επιφυλακτική, μιά καί αντιλαμβάνεται τά πλεονεκτήματά της γιά τή χριστιανι­ κή ιδέα τής άθανασίας (398 κ.έ.). Ό λόγος τής έμμονής του στόν άριστοτελικό έμπειρισμό γίνεται, ώστόσο, κατανοητός, άν άναλογιστούμε τίς πολεμικές του άνάγ­ κες. Ό μερικός ύποβιβασμός τής ανθρώπινης νόησης διαμέσου τής κατάδειξης τών εξαρτήσεων της άπό τίς αισθήσεις σκοπεύει δχι μόνο νά θεμελιώσει γνωσιοθεωρητικά τήν άνάγκη τής πίστης στόν Θεό, μιά κι αυτός δέν μπορεί νά αποδειχτεί μέ τίς δυ­ νάμεις τής νόησης, αλλά καί νά αμφισβητήσει τήν άβερροϊκή ταύτιση ανθρώπινης καί θείας νόησης, ή οποία συνεπαγόταν τήν άρνηση τής ατομικότητας καί, επομέ­ νως, τής προσωπικής άθανασίας κάθε ψυχής (πρβλ. D o u g la s , Phil, a n d P sy ch , o f P o m p o n a s s i, 46 κ.έ.). 61. Γιά τίς φυσιογνωστικές ενασχολήσεις τού ’Αλβέρτου βλ. P iep er, S c h o la stik , 157/8* G ilson , E tu d es de la p h il. m ed ., 117. 62. Contr. G ent., II, 3 ( = σ. 92)· D e V erity Qu. X IV , A rt. IX , a d 8 ( = Quest.. D is p ., 1, 402). 63. D ijk ste rh u is. M e c h a n isie ru n g , 146/7.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

87

γίας: ό Θωμάς ξεφεύγει, πάντως, από τή δυσκολία μόνο χάρη στην άξιωματική άπόφανση, δτι ή θεία δημιουργία τού κόσμου είναι ζήτη­ μα πίστης.64 Κάτω άπό αυτές τις συνθήκες δεν προκαλεΐ κατάπληξη τό δτι ή θωμιστική αντίληψη γιά τή Φύση παρουσιάζει, βέβαια, άλλαγές σέ σχέση μέ προγενέστερες χριστιανικές θέσεις, δμως δέν άναδίδει ούτε ίχνος άπό τον ενθουσιασμό πού διακατέχει τή φυσική φιλο­ σοφία τής Αναγέννησης. Ή θωμιστική άνατίμηση τής Φύσης δίνει συχνά τήν εντύπωση ψυχρής εκπλήρωσης ενός καθήκοντος ή έμφανίζεται ώς μέρος μιας καλά καταστρωμένης θεωρητικής στρατηγικής. Αυτό δέν άποτελεΐ, φυσικά, ένδειξη πνευματικής κατωτερότητας, αλ­ λά είναι κοσμοθεωρητική άναγκαιότητα. Ή δυαρχία έπρεπε νά δια­ τηρηθεί άκόμη καί δταν ή αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου σέ ό­ λα τά επίπεδα έφτανε τό ΰψιστο δυνατό —γιά τή θεολογική σκέψη— σημείο της. Έδώ πρέπει νά παρεμβληθεί μιά γενική παρατήρηση, πού έχει κεντρική σημασία γιά τήν κατανόηση τής παραπέρα έξέλιξης των ιδεών. ’Αφού άκόμη καί ή «προοδευτικότερη» θεολογική άντίληψη γιά τή Φύση άναγκαστικά πρέσβευε τή δυαρχία, κάθε άνοιχτή ή συγ-καλυμμένη έπίθεση εναντίον τής δυαρχίας υπονόμευε εξίσου άναγκα­ στικά τήν ίδια τή θεολογία. Ή διαπίστωση αυτή παύει νά άποτελεΐ κοινοτοπία, αν άναλογιστούμε δτι ή κοσμολογική δυαρχία μπορούσε νά άμφισβητηθεί δχι μόνον άπό τήν πλευρά τής Φύσης, άλλά καί άπό τήν πλευρά —καί στό δνομα— τού Θεού. Ό πραγματικός άντίπαλος τής θεολογίας στάθηκε πάντα ό μονισμός μέ όποιαδήποτε πρόσημα. Σέ μιάν εποχή, δπου ή πνευματική καί εγκόσμια ισχύ τής θεολογίας καί τής Εκκλησίας έκανε παντού αισθητή τήν παρουσία της, ήταν μάλιστα φυσικό νά εμφανιστεί άρχικά ό μονισμός οχι ώς άθεϊσμός, άλλά, αντίθετα, ώς ριζοσπαστική θεολογία μέ μυστικά-πανθεϊστικά χαρακτηριστικά ποικίλης προέλευσης. Ή θεοποίηση τού κόσμου συνεπέφερε τήν κατάλυση τού προσωπικού Θεού ώς συγκεκριμένης επι­ τακτικής βαθμίδας δικαιοδοσίας, δηλ. ώς άμεσα έντοπίσιμης πηγής συγκεκριμένων κανονιστικών άρχών καί συγκεκριμένης κυριαρχίας: άκριβώς τά τελευταία αυτά ήθελε, δμως, νά προστατεύσει ή παραδο­ σιακή έκκλησιαστική άντίληψη γιά τον Θεό. (Παρόμοια άποτελέσματα είχε καί ή έκπνευμάτωση τού κόσμου: ή άπειρη διαστολή τού πνεύματος αφάνισε τήν ειδοποιό υφή καί λειτουργία του). Αυτά δλα δέν έγιναν μέ συνειδητή πρόθεση, άλλά γεννήθηκαν άπό πρωτοβου­ λίες Χριστιανών, πού έπιθυμούσαν νά υπηρετήσουν τήν πίστη τους. 64. S u m . TheoL, I, Qu. X L V I, A rt. TT.

88

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Τό παράδοξο ήταν, όμως, δτι από αυτή τήν υπεράσπιση ή ερμηνεία παραδοσιακών περιεχομένων σκέψης γεννήθηκαν ορισμένες έννοιολογικές δομές, πού βρίσκονταν σέ άντίθεση προς δσες συνδέονταν μέ τά παλιά περιεχόμενα καί πού άκριβώς γ ι’ αυτό μπορούσαν νά υπο­ βοηθήσουν καί τη γένεση ή διάδοση νέων περιεχομένων σκέψης, τά όποια, μέ τή σειρά τους, χρειάζονταν καινούργιες έννοιολογικές δο­ μές γιά νά έκφραστοϋν καί νά έκλογικευτοϋν. Μέ άλλα λόγια: όρισμένες έννοιολογικές δομές, πού γιά ορισμένους ψυχολογικούς καί κοινωνικούς λόγους γεννήθηκαν κατά τήν πνευματική άναμέτρηση μέ θεολογικά περιεχόμενα σκέψης, μέσα σέ άλλη συγκεκριμένη κατά­ σταση μπόρεσαν νά τεθούν στήν υπηρεσία προθέσεων εντελώς διαφο­ ρετικών άπό άποψη περιεχομένου, δηλ. άντιθεολογικών. Ένας πνευματοκρατικός μονισμός χρειάζεται μονάχα τά αντίστροφα πρόσημα γιά νά γίνει υλιστικός.65 Ή άνάλυσή μας θά δείξει έπανειλημμένα πόσο σημαντικό είναι τό σημείο αυτό. Πάντως ή σαφής διάκριση άνάμεσα σέ έννοιολογική δομή καί περιεχόμενο τής σκέψης άποτελεί άπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση τής εξαιρετικά περίπλο­ κης επήρειας τών ιδεών, άφού μάς φανερώνει τούς μηχανισμούς τής έτερογονίας τών σκοπών καί σ’ αυτόν τόν τομέα τής ιστορικής δρα­ στηριότητας τών άνθρώπων. Καί τώρα, ξεκινώντας άπό μερικά τυπικά παραδείγματα, άς πα­ ρακολουθήσουμε σύντομα τίς διάφορες μορφές τής γένεσης μονιστικών έννοιολογικών δομών, πού στάθηκαν καθοριστικές γιά τή φυσι­ κή φιλοσοφία στήν Αναγέννηση. Ή διδασκαλία τού N ico lau s C u san u s είναι ή σπουδαιότερη περίπτωση, δπου ό ριζοσπαστισμός τής θεολογίας, άν δέν έπιδιώκει σκόπιμα, πάντως προετοιμάζει τόν ί ­ διο της τόν παραμερισμό, δπως διαισθάνθηκαν άμέσως οι ορθόδοξοι άντίπαλοι τού επισκόπου.66 Ή άριστοτελική-θωμιστική κοσμοεικόνα συντρίβεται έδώ διαμέσου μιας άκρας έντατικοποίησης τής έννοιας τού Θεού, πού ίσαμε τότε μονάχα στούς μυστικούς τού 13ου αί. είχε τό προηγούμενό της.67 Οί ενδιάμεσες βαθμίδες τής (νεο)πλατωνικής παράδοσης (Ψυχή τού Παντός κτλ.) έκμηδενίζονται καί άποκαθίσταται άμεση σύνδεση άνάμεσα στον Θεό, ώς μόνη άρχή τών πραγμά65. Χαρακτηριστική είναι ή πραγμάτευση τών πανθεϊστικών ρευμάτων τής 'Ανα­ γέννησης στή μαρξιστική-λενινιστική βιβλιογραφία. Βλ. π.χ. W o llg a st, D e r d e u tsch e P a n th e ism u s, ίδ. 151 κ.έ., καί L e m p er, B o h m e, ίδ. 119 κ.έ., 150 κ.έ. 66. V a n steen b erg h e , L e ‘D e ig n o ta L it t e r a t u r a de J e a n W ench, ίδ. 11 κ.έ., 24/5, 29/30. 67. Γιά τήν επίδραση τού E c k h a rt στον C u sa n u s βλ. G a n d illa c , N ik o la u s von C u e s, 88/9, 9 1 /2 , 340, 342, 3 4 7 /8 , 3 5 6 , 361.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΤΣΗΣ

89

των, και στό κάθε ξεχωριστό πράγμα, δηλ. άνάμεσα στο ’Απόλυτο και στό Ε μπ ειρικό.68 ’Ακριβώς ή άμεση εξάρτηση τού κάθε πράγμα­ τος άπό τόν Θεό μεταβάλλει καί τό ίδιο, εφόσον βρίσκεται μέσα στόν Θεό, σέ ένα είδος Θεού.69 Ή άπόλυτη έντατικοποίηση τής έννοιας τού Θεού, καταργώντας τίς διαμεσολαβήσεις, οδηγεί έτσι στή θεο­ ποίηση τών έπιμέρους πραγμάτων. Τό σχήμα «δλο-μέρη» άντικαθιστά, τώρα, την άντίληψη τού ιεραρχικά διαρθρωμένου σύμπαντος. Είναι χαρακτηριστικό δτι ό C u sa n u s άκριβώς σέ μία περικοπή, δπου φαίνεται νά θεωρεί τήν αρμονία τού σύμπαντος ώς άνιούσα κλίμακα, προσθέτει άμέσως δτι ό Θεός βρίσκεται έξίσου τόσο στήν κορυφή δσο καί στή βάση της, περικλείνοντάς την ολόκληρη μέσα του.70 Ή ίεραρχική διαβάθμιση χάνει τήν όντολογική της βάση (δηλ. τή βαθ­ μιαία άπορροή τών πραγμάτων άπό τόν Θεό), άφού γίνεται δεκτό δτι δλα τά μέρη τού σύμπαντος άρχίζουν νά υπάρχουν ταυτόχρονα καί ό­ χι πρώτα τό πνεύμα, μετά ή ψυχή κτλ.71 Τό σύμπαν δέν έχει κέν­ τρο,72 καί άφού ή ιεραρχία συντρίφθηκε, μπορεί τό κάθε πράγμα (πού καθαυτό είναι τέλειο, αν καί ϊσως λιγότερο τέλειο σέ σχέση μέ άλλα73) νά γίνει τό ίδιο κέντρο τού σύμπαντος καί νά χαρεί διπλά τήν ατομική του ιδιοσυστασία καί μοναδικότητα.74 Οι θέσεις αυτές δέν καταλήγουν, ωστόσο, στήν ταύτιση Θεού καί κόσμου. Γιατί ό C u sa n u s διακρίνει άνάμεσα στήν com plicatio καί στήν e x p lic a tio τού Θεού, δηλ. άνάμεσα στό Είναι τών πραγμάτων μέσα στόν Θεό καί στό Είναι τού Θεού μέσα στά πράγματα.75 Ε π ε ι­ δή στόν Θεό Είναι καί δημιουργία συμπίπτουν, θά μπορούσε νά γεν­ νηθεί ή έντύπωση δτι ό Θεός είναι τά πάντα. Ό μω ς δέν είναι έτσι: ή δημιουργία βρίσκεται άνάμεσα στό Είναι καί στό μηδέν76 καί άποτελεί μονάχα ένα infinitum p riv ativ u m , ενώ ό Θεός είναι infinitum n egativu m *77 άνάμεσα στά δύο αυτά in fin ita δέν υπάρχει άναλογι68. D oct. I g n ., II, 9-10: «u nu m om nium p rin cipiu m d e u s in quo o m n ia et p er quern o m n ia su n t» ( = W erke, I, 60). Βλ. τήν ανάλυση τού R o tta . Ι ί cxirdin ale N icolo d i C u s a , 332. 69. D oct. Ig n ., II, 3 ( = W erke, I, 43). 70. D oct. Ig n ., Ill, 1 ( = W erke, I, 72/3)* πρβλ. II, 5 ( = W erke, I, 47). 71. D oct. Ig n ., II, 4 (— W erke, I, 46)* πρβλ. II, 3 ( = W erke I, 42), τό χωρίο: «u n a e st e r g o om nium c o m p lic a tio ...». 72. D oct. Ig n ., II, 11 ( = W erke, I, 61). 73. D oct. Ig n ., II, 2 ( = W erke, I, 41). 74. D oct. Ig n ., Ill, 1 ( = W erke, I, 72). 75. D oct. Ig n ., II, 3 ( = W erke, I, 4 2/3). 76. D oct. Ig n ., II, 2 ( = W erke, I, 40). 77. D oct. Ig n ., II, 1 ( = W erke, I, 39).

90

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

κή σχέση.78 Κι άκόμη: τά πράγματα δίχως τόν Θεό δέν είναι τίποτε, ό Θεός, όμως, είναι καί δίχως τά πράγματα.79 Τό 'Υπερβατικό σώ­ ζεται έτσι ρητά, καί μάλιστα ή θέση του C u sa n u s μπορεί μέ βάσιμα έπιχειρήματα νά χαρακτηριστεί δυαρχική.80 Δέν θά εξετάσουμε εδώ σέ ποιόν βαθμό ό C u sa n u s έμπλέκεται σέ λογικές δυσκολίες μή κα­ ταργώντας τό 'Υπερβατικό.81 Σημαντικότερο είναι γιά μάς νά εντο­ πίσουμε τούς λόγους, γιά τούς όποιους εμμένει σ’’ αυτό — μέ άντίτιμο, βέβαια, νά άναγκάζεται νά βαφτίσει την έλλειψη λογικής συνέ­ πειας d o c ta ig n o ra n tia . Αυτό πού δέν άφήνει τόν C u san u s νά προ­ χωρήσει στην κατάργηση τού 'Υπερβατικού είναι, μέ έναν λόγο, ή έ­ γνοια του γιά τό άξιολογικό πρόβλημα. Σέ Αναλογία μέ τόν Θεό, πού είναι βέβαια μέσα σέ δλα, δμως δέν άναμιγνύεται καθόλου μέ την ύ­ λη ούτε καί εισέρχεται σ’ αυτήν ώς μορφή,82 Αποτελεί καί ό άνθρω­ πος μιά μικρογραφία τού σύμπαντος,83 άπό τήν άλλη, δμως, υψώνε­ ται πάνω άπό τήν αισθητή δημιουργία μέ τή βοήθεια τού πνεύματος, πού μόνον αυτό είναι εικόνα καί ομοίωση τού Θεού.84 Μονάχα τό πνεύμα μπορεί νά δώσει άξια —ό C u san u s χρησιμοποιεί τή λέξη v a ­ lor— στόν κόσμο, μόνον αυτό θεώνει τόν άνθρωπο.85 Στήν ίδια διπλή θεώρηση εδράζεται καί ή γνωσιοθεωρία τού C u sa n u s.86 Ό C u sa n u s ούτε αύτονομεί ούτε προσωποποιεί τή Φύση.87 Ωστό­ σο, ύποτυπώνει μιά μονιστική δομή, πού αργότερα θά χρησιμεύσει στήν προσωποποίηση καί στήν αυτονόμηση τής Φύσης. Ά λλο ένα βή­ μα προς τήν ίδια κατεύθυνση ήταν ή έμψύχωση τού παντός, πού Αρχι­ κά έμφανίστηκε στά πλαίσια μιας κοσμολογικής δυαρχίας μέ τρόπο λυρικό-ποιητικό. Βλέπουμε, έτσι, πώς πνευματικά ρεύματα, πού, άπό άποψη καθαρά λογική, Απέχουν πολύ μεταξύ τους, τελικά —καί ανε­ ξάρτητα άπό τούς έκάστοτε Αρχικούς σκοπούς τους— συντήκονται στό χωνευτήρι ένός νέου καί διαφορετικού τρόπου σκέψης. Ό Ficino μπορεί νά θεωρηθεί παράδειγμα τής ροπής πρός μιά πνευμα78. D oct. lg n ., II, 2 ( = W erke, I, 40). 79. D oct. l g n ., II, 3 ( = W erke, I, 43). 80. Τήν πειστικότερη υποστήριξη βρήκε ή θέση τούτη στόν V a n ste e n b e rg h e , L e C a r d in a l N ic o la s de C u e s, 305 κ.έ. 81. Βλ. σχετικά τήν καλή ανάλυση του H om m es, D ie p h ilo s . G run dleh ren d es N ik o la u s K u s a n u s , 149 κ.έ. 82. D oct. l g n ., III, 2 ( = W erke, I, 74). 83. D oct. l g n ., Ill, 3 ( = W erke, I, 75). 84. D e M e n te, IV ( = W erke, I, 245). 85. C a s s ir e r , In dividu u m u nd K o sm o s, 46. 86. D e M e n te , IV ( = W erke, I, 246). 87. R o tta , 11 c a r d in a le , 446.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

91

τοκρατική-παμψυχιστική θεώρηση πάνω στή βάση ενός) ελεύθε­ ρου) πλατωνισμού, ό όποιος ήθελε νά βρίσκεται σε συμφωνία καί με τή θωμιστική εκκλησιαστική διδασκαλία.88 ’Ήδη ή διάρθρωση τού κύριου έργου του επιτρέπει την κρίση δτι ή σκέψη του στρέφεται απο­ κλειστικά γύρω άπό τον έντονο χωρισμό πνεύματος καί αισθητών στή συνάφειά του μέ ήθικές-κανονιστικές άρχές* ό χωρισμός αυτός αποτελεί βάση καί σκοπό τής αρετής,89 καί ό ίδιος έγγυάται έπίσης τήν, άπό ήθική άποψη, απαραίτητη αθανασία τής αυλής καί γ ι’ αυτό άμεσα συγγενικής μέ τον Θεό ψυχής.90 Οί κοσμολογικές συνέπειες τής δυαρχίας είναι πρόδηλες: ό Θεός δημιουργεί τόν κόσμο ex nihi1ο,91 τόν κινεί καί τόν συντηρεί.92 Ή έκάστοτε απόσταση άπό τόν Θεό, ώς τό «ύψιστο πνεύμα»,93 έξαρτάται άπό τόν βαθμό τής ύλικότητας των δντων, ό όποιος έτσι παίρνεται ώς μέτρο γιά τήν κατα­ σκευή τής ίεραρχικής κλίμακας τού δντος (in essen d o g r a d a tio ).94 Ακριβώς αυτή ή ιδέα τής ίεραρχικής κλίμακας, μολονότι άφορμάται άπό ένα αυστηρά δυαρχικό άξίωμα, άπαλύνει, καί φαίνεται μάλιστα σάν νά αίρει, σέ βασικά σημεία, τή δυαρχία. Ή κλίμακα δέν άποτελεί μονάχα έγγύηση τής όντολογικής ιεραρχίας, άλλά καί έκφραση όντο­ λογικής συγγένειας, κοινό καί καθολικό πλαίσιο ένταξης, πού μέσα του οί άντιθέσεις χάνουν τήν όξύτητά τους. Στήν ένίσχυση των δε­ σμών άνάμεσα στις βαθμίδες τού Είναι συμβάλλει καί ή σχέση άρχετύπου-έκτύπου, πού νοείται συμβολικά, προπαντός δμως ή άναγκαιότητα τής ύπαρξης διαμεσολαβητικών παραγόντων, των όποιων ή ένέργεια νά έξασφαλίζει τήν ομαλή μετάβαση άπό τή μιά βαθμίδα στήν άλλη.95 Στό σημαντικό αυτό σημείο διαφαίνεται ή μονιστική λειτουργία τής πνευματοκρατίας τού Ficino. Ή ψυχή είναι ή διαμεσολαβητική έκείνη δύναμη, πού συνδέει σέ ένα σύνολο δλες τίς βαθμίδες τού Είναι, τίς άνώτερες καί τίς κατώτερες.96 Τούτη ή δρα­ στηριότητα τής ψυχής οφείλεται, δμως, στή θεία καταγωγή καί υφή της, καί επομένως στήν έπιδίωξή της νά ένωθεί μέ τόν Θεό. Σέ τελευ­ ταία, λοιπόν, άνάλυση δημιουργός τής ένότητας είναι ό Θεός, δντας ό 88. Γιά τήν έκταση τοΰ άμεσου έπηρεασμοΰ του Ficin o άπό τόν Θωμά βλ. τήν αναλυτική σύγκριση κειμένων στόν C ollin s, The S e c u la r is S a c r e d , 116 κ.έ. 89. Theol. P la t ., V III, 8 ( = I, 298). 90. Theol. P la t., V, 10 ( = I, 194/5)· πρβλ. V, 13 ( = 1, 203/4). 91. Theol. P la t., X V III, 1 ( = III, 175 κ.έ.). 92. Theol. P la t., II, 7 ( = I, 91 κ.έ.). 93. Theol. P la t ., X V III, 2 ( = III, 183): sp iritu s su p rem u s. 94. Theol. P la t., II, 3 ( = I, 80)· XII, 7 ( = II, 189). 95. K riste lle r , D ie Phil, d e s M .F ., 71, 7 6 /7 , 82 κ.έ. 96. Theol. P la t., Ill, 2 ( = I, 137 κ.έ.).

92

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ίδιος ενότητα. Καί αφού ταυτόχρονα ό Θεός είναι καί ύψιστη καλοσύ­ νη, ή παραπάνω έπιδίωξη τής ψυχής άποτελεί συνάμα καί έπιδίωξη τού καλού.97 Ή ενότητα τού Είναι εδράζεται, έτσι, σε μιά ριζοσπα­ στική θεοδικία. Τά πάντα διαποτίζονται από τη «ζωοποιό καί κινη­ τήρια δύναμη» τού Θεού98 καί, μολονότι ή ίδια ή Φύση δεν διαθέτει Λόγο,99 ωστόσο «ολόκληρο τό σώμα τού κόσμου είναι ζωντανό».100 Ή έκπνευμάτωση τού κόσμου γίνεται κατάφασή του, άφού στηρίζε­ ται στην πίστη δτι τά πάντα είναι θεία καί ώραία. Ό αισθητός κόσμος άποκαθίσταται, έτσι, άκριβώς διαμέσου τής πνευματοκρατίας καί των συμβόλων της. ’Άν ό κόσμος θεωρείται έκτυπο ή σύμβολο αιώ­ νιας ομορφιάς καί καλοσύνης, τότε ή χριστιανική-άσκητική του κα­ ταφρόνηση περιττεύει. Μέσα άπό τήν πνευματοκρατία τού Ficino διαλάμπει μιά παγανιστική άγάπη τής ζωής. Ή φυσική φιλοσοφία τής όψιμης ’Αναγέννησης άφομοιώνει μέ διάφορους τρόπους τά ρεύματα, πού εκπροσωπούν ό C u sa n u s καί ό Ficino, ώστόσο δέν είναι προϊόν τους. Ή διαφορά έγκειται πρώταπρώτα στην άλλιώτικη γενική στάση τών άνθρωπιστών τού 15ου αί., σέ σύγκριση μέ τούς φυσικούς φιλόσοφους τού 16ου.101 Σ ’ αυτό πρέ­ πει νά προστεθεί καί ή αυτοδύναμη εμφάνιση ενός ριζοσπαστικού αρι­ στοτελισμού μονιστικής-ύλιστικής κατεύθυνσης, ό οποίος στρέφεται έναντίον τού ορθόδοξου άριστοτελικού χωρισμού μορφής καί ύλης καί εναντίον τού υποβιβασμού τής δεύτερης, συγκρουόμενος έτσι τόσο μέ τόν θωμιστικό-δυαρχικό άριστοτελισμό δσο καί μέ τον (νεοπλατωνι­ σμό. Γιατί καί οι δύο αυτοί, προσπαθώντας νά κρατήσουν άνέπαφο τό Υπεραισθητό καί Υπερβατικό, τόνιζαν τόν σαφή χωρισμό μορφής καί ύλης, ό όποιος συχνά συνυφαινόταν, άπό πλάγιους δρόμους, μέ τήν πλατωνική άντιπαράθεση ’Ιδέας καί εμπειρικού κόσμου κι έτσι χρησίμευε ώς βάση τού έπιθυμητού συμβιβασμού άνάμεσα σέ 97. TheoL P la t ., X IV , 1 ( = II, 247). 98. TheoL P la t ., IV , 1 ( = I, 147). 99. TheoL P la t., XI, 4 (= 1 1 , 118). 100. C om m en t., V I, 3 ( = σ. 202). Αυτό, βέβαια, δέν σημαίνει ταυτότητα Θεού καί κόσμου. Άλλου γράφει, άλλωστε, ό F icin o: «N ec p e r m u ndum D eu s, sed m u n d u s p e r deum , q u a te n u s p o te st, e x te n d itu r» (Theol. P la t., II, 6 = 1, 88). Σύμφωνα μέ τόν S a it t a , ό όποιος τόνισε περισσότερο (καί εν μέρει υπερβολικά) τήν πανθεϊστική τάση τού F icin o, τούτος θά προχωρούσε στην κατάργηση τού Υπερβα­ τικού μονάχα στήν περίπτωση πού Θεός καί Φύση θά ταυτίζονταν. Ό πως καί νά ’χει, στόν F icin o ή Φύση αρχίζει νά έμφανίζεται ώς «ένσάρκωση τού πνεύματος» ή ώς «έξαντικειμενίκευση τού Θεού» (L a f ilo s o f ia d i M .F ., 92, 104). 101. G entile, B ru n o e il p e n sie ro d e l r in a s c ., 3/4.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

93

άριστοτελισμό-θωμισμό καί πλατωνισμό.102 Ένώ, όμως, όσοι επι­ δίωκαν τόν συμβιβασμό τούτον προάσπιζαν τον «υγιή», δηλ. δυαρχικό αριστοτελισμό, μιά ακραία άντιαριστοτελική τάση προσπαθούσε νά καταδείξει ότι ό χωρισμός μορφής καί ύλης είναι άδύνατος καί ό­ τι, επομένως, ό άριστοτελισμός στό σύνολό του άναγκαστικά οδηγεί, έμμεσα τουλάχιστον, στόν υλισμό. Ή τάση αυτή συμφωνεί άρνητικά με τόν ριζοσπαστικό άριστοτελισμό καί αθελά της τόν ύποβοηθεί. Τό πόσο περίπλοκη γίνεται ή κατάσταση τό άντιλαμβανόμαστέ αν άναλογιστούμε τίς σχέσεις τού T elesio καί τού P a tr iz z i, αυτού τού κά­ πως καθυστερημένου νεοπλατωνικού ανθρωπιστή. Στήν ογκώδη πο­ λεμική του έναντίον τής περιπατητικής φιλοσοφίας, όπου έξαρχής υπογραμμίζεται πόσο ή τελευταία είναι έπικίνδυνη γιά τή χριστιανι­ κή διδασκαλία, ό P a tr iz z i άποκρούει τόν χωρισμό μορφής καί ύλης μέ εν μέρει οξυδερκή έπιχειρήματα.103 Ένώ, όμως, ή άνάλυσή του συνεπάγεται πώς ή λύση τού προβλήματος πρέπει νά άναζητηθεί σέ μονιστική κατεύθυνση, δέν προσπαθεί νά ερμηνεύσει τόν ’Αριστοτέλη απ’ αυτή τή σκοπιά, άλλά πιο πολύ θέλει νά άποδείξει τή φιλοσοφική του στειρότητα. Ή λύση, πού προτείνει ό ’ίδιος, κάθε άλλο παρά βρί­ σκεται στό ύψος των προσδοκιών πού γεννά ή κριτική του στόν ’Αρι­ στοτέλη, αφού έγκειται απλώς στήν έπιστροφή στή νεοπλατωνική κλίμακα τού Είναι. Ή τέλεια ένωση μορφής καί ύλης είναι, σύμφωνα μέ τόν P a tr iz z i, μιά οντότητα σωματική καί άσώματη συνάμα, ή όποια, όντας τέτοια, μπορεί νά διαμεσολαβήσει άνάμεσα στήν άνώτερη έπικράτεια τού Υπεραισθητού καί στήν κατώτερη τού Αισθητού* ή δυαρχία Ύπεραισθητού-Ύπερβατικού καί Αίσθητού-Έμμενούς όχι μόνο προϋποτίθεται, άλλά καί τονίζεται. Δέν μάς ένδιαφέρει εδώ αν αυτή ή σωματική-άσώματη οντότητα, κατά τήν άποψη τού P a ­ triz z i, είναι τό φώς ή ό χώρος.104 Ή ένωση μορφής καί ύλης πραγ­ ματοποιείται, πάντως, κάπου στή μέση τής κλίμακας τού Είναι* στήν κορυφή της βρίσκεται τό U n o m n ia,105 πού περιέχει τά πάντα «σπερ­ ματικά»106 καί γεννά τήν ’Ιδέα τού ’Αγαθού, δηλ. τόν κοσμοδημιουρ102. Κατά τόν C u sa n u s ή ύλη καθαυτή είναι μονάχα p o ss ib ilita s, καί μάλιστα p o ss ib ilita s c o n tr a c ta (έφόσον p o ss ib ilita s a b so lu ta είναι μονάχα ό Θεός), nec D eo c o a e te r n a (D oct. I g n II, 8 = W erke, I, 54). Καί ό F icin o άρνεΐται στήν ύ­ λη τή δραστηριότητα καί τή μορφή (T h eol. Ρ/α£., V, 4 = I, 177). 103. Τίς βασικές περικοπές (άπό: D isc u ssio n u m P e r ip a te tic a ru m , τ. IV , βιβλ. ΙΙ-ΙΙΙ) παραθέτει ό F io ren tin o , T e lesio , I, 371 κ.έ. 104. Τό πρώτο δέχεται ό K riste lle r (.E ig h t P h ilo so p h e rs, 119/20), τό δεύτερο ό F io ren tin o (T e lesio , I, 392 κ.έ.). Πρβλ. κεφ. IV, σημ. 9. 105. P a n a r c h ia , lib. V II ( = R ix n e r-S ib e r, IV, 25). 106. P a n a r c h ia , lib. IV ( = R ix n e r-S ib e r, IV , 23).

94

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

γό Τίό του Θεού,107 ένώ τή βάση της κατέχει ή παθητική ύλη. Πηγή τής κίνησης είναι μονάχα τό άσώματο·108 στο έπίπεδο των καθαρών μορφών δεν υπάρχει ύ'λη, άλλά μόνον ώς μορφή ή ’Ιδέα.109 Ή σημαντική διαφορά ανάμεσα στόν P a triz z i καί στόν T elesio έγκειται στό δτι ό πρώτος επιστρατεύει τή νεοπλατωνική κλίμακα τού Είναι γιά νά άρει κάπου στή μέση της τον χωρισμό μορφής καί ύ­ λης, συγκερνώντας τά (άπό όντολογική άποψη) όλότελα διαφορετικά της άκρα, ένώ ό δεύτερος ριζοσπαστικοποιει τήν άριστοτελική θέση σέ μονιστική-ύλιστική κατεύθυνση, κι έτσι παραμερίζει μιά καί καλή τή νεοπλατωνική κλίμακα τού Είναι.110 Ή (άρνητική) συμφωνία καί τών δύο σχετικά μέ τήν κριτική τού άριστοτελικοϋ χωρισμού μορφής καί ύλης επιβεβαιώνει τήν άποψή μας δτι καί μέσα στό νεοπλατωνι­ κό χαλαρό πλαίσιο σκέψης υπήρξαν μονιστικές τάσεις**11 ό T elesio , δμως, προβαίνει σέ ένα ρηξικέλευθο έγχείρημα, μέ τήν έννοια δτι, ξε­ κινώντας κριτικά άπό τον άριστοτελισμό, οδηγείται πέρα άπό τά παραδεδομένα φιλοσοφικά συστήματα. Ένώ σ’ αυτά τό Έμμενές άξιολογούνταν άπό τή σκοπιά τού Υπερβατικού ώς μόνης ή έσχατης πη­ γής κίνησης καί ζωής, ό T elesio έπιθυμεί, δπως δηλώνει καί ό τίτλος 107. P a n a r c h ia , lib. X I καί XII ( = R ix n e r- S ib e r, IV , 28, 34). 108. Τό παραθέτει ό Florentine*, T e lesio , I, 392, σημ. 1. 109. P a n a r c h ia , lib. X III ( = R ix n e r-S ib e r, IV, 39). 110. Είναι παραπλανητικό νά παραβλέπουμε τήν ουσιαστική αυτή διαφορά ανά­ μεσα στόν P a tr iz z i καί στόν T e le sio , προσέχοντας μονάχα τήν κοινή τους κριτική στήν άριστοτελική διδασκαλία περί μορφής. Αυτό κάνει ό F io ren tin o (T e lesio , I, 370), θέλοντας νά συγκαταλέξει καί τόν P a tr iz z i σέ δσους συνέβαλαν άποφασιστικά στόν παραμερισμό τής παλιάς κοσμολογίας. Γιά τόν λόγο αυτόν θεωρεί καί τή μετα­ φυσική του P a tr iz z i ώς ξένο σώμα πρός τή φυσική του φιλοσοφία ( T elesio, I, 4 06). Ωστόσο, μονάχα ή έντελώς διαφορετική στάση τών δύο στοχαστών άπέναντι στό πρόβλημα τής άνιούσας κλίμακας τού Είναι (καί γενικά τών μεταφυσικών προϋπο­ θέσεων τής φυσικής φιλοσοφίας) μπορεί νά έξηγήσει τή θεμελιακή εκείνη διαφορά μεταξύ τους, πού ό ίδιος ό F io ren tin o συνοψίζει ώς έξής: «Ό T elesio προϋποθέτει τήν ύλη, ό P a tr iz z i τή συνάγει μέ τρόπο άπαγωγικό» (T e lesio , I, 402). Τήν ίδια άδιαφόριστη παρουσίαση τής φυσικής φιλοσοφίας τού P a t r iz z i βρίσκουμε καί στόν C a s s ir e r (E rk e n n tn isp ro b le m , I, 214 κ.έ.), ό όποιος προφανώς άκολουθεΐ τόν F io ren tin o. Οι ενδιαφερόμενοι συγκαιρινοί είχαν, πάντως, συνειδητοποιήσει πόσο πιό σύγχρονος ήταν ό T e lesio σέ σχέση μέ τόν P a t r iz z i, βλ. π.χ. δσα λέει ό B a c o n γιά τούς δυό τους (D e p r in c ip iis a tq u e o r ig in is, W ork s, III, 85, 114) καθώς καί τήν άμεσή τους σύγκριση άπό τόν ίδιο (.A d v a n c. o f L e a rn in g , III, 4 = W ork s, IV, 3 5 9 ), όπου γιά τόν T e lesio λέγεται εύστοχα δτι «εστρεψε τά δπλα τών περιπατητι­ κών έναντίον τους». Παρόμοιες συμπάθειες έκφράζει ό B ru n o σέ ενα χωρίο, δπου κάνει λόγο διαδοχικά καί γιά τούς δύο (D e la C a u s a , III = O p ere, I, 202). 111. Γιά τόν λόγο αυτόν ό νεοπλατωνισμός σύντομα φάνηκε έπικίνδυνος στήν Εκκλησία τής ’Αντιμεταρρύθμισης. Βλ. παρακ. σημ. 175.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

95

τού βασικού έργου του, νά ερευνήσει τή Φύση j u x t a p r o p ria princip ia. Ή κριτική τού άριστοτελικού χωρισμού μορφής και ύλης κατα­ λήγει, έτσι, στή γεφύρωση τού χάσματος άνάμεσα σε Υπερβατικό καί Έμμενές — πράγμα εύλογο, άλλωστε, άφού ή άριστοτελική μορ­ φή διατηρούσε κάποια (ή μάλλον πολλά) γνωρίσματα τής πλατωνι­ κής ’Ιδέας. Ό T elesio βλέπει πώς ή υπερβατικότητα τού prim um m ovens εμποδίζει κάθε άληθινά αυτοδύναμη, έμμενή ενέργεια τής μορφής.112 Ή ούσιαστική στροφή στή σκέψη του έπιτελεΐται, δμως, δταν —ακριβώς γιά νά προασπίσει τήν έμμενή ένέργεια τής μορφής— παρακάμπτει τήν ίδια τήν όρθόδοξη άριστοτελική διάκριση μορφής καί ύλης. Ή άριστοτελική μορφή άποτελεϊ τήν αντίθεση τής p riv atio, καί γ ι’ αυτό χάνει καί ή ίδια τά χαρακτηριστικά της γνωρίσμα­ τα, αν τό αντίθετό της οριστεί διαφορετικά. Ό T elesio άμφισβητεί ακριβώς δτι p riv atio σημαίνει απλό non ens* καί στήν p riv atio πρέπει νά αποδοθεί, κατά τή γνώμη του, ύπαρξη καί ένέργεια.113 ’Άν μόνη αιτία τής κίνησης καί τής άλλαγής είναι ή μορφή, τί χρειάζεται τότε ή ύλη; Καί πώς μπορεί νά εξηγηθεί ή ϊδια ή άλλαγή των μορ­ φών, πού καθαυτές είναι πάγιες, χωρίς τή συνεργία κάποιου άλλου παράγοντα;114 Γιά νά άποφύγει καί τά δύο σκέλη τού αριστοτελικού διλήμματος (ή οί μορφές κινούνται Απ’ έξω, οπότε σέ έσχατη ανάλυ­ ση είναι παθητικές, ή είναι ένεργές, οπότε ή ύλη περιττεύει), ό T ele­ sio Αντικαθιστά τήν άριστοτελική τριάδα «ύλη-μορφή-στέρηση» μέ τήν τριάδα «ύλη-ψυχρό-θερμό»,115 όνομάζοντας τά δύο τελευταία στοιχεία n a tu ra e a g e n te s.116 Αυτά Απαρτίζουν ένα Αντιθετικό ζεύ­ γος, καί έτσι τροφοδοτούν τήν κίνηση· έπιπλέον, μπορούν καί νά με­ τατραπούν τό ένα στό άλλο, πράγμα πού Αποτελεί σημαντικό πλεονέ-

112. H er. N a t., IV , 20 ( = II, 61). Πρβλ. F io ren tin o , T elesio , 1, 218 κ.έ.· G en ­ tile. T e lesio , 66 κ.έ. 113. R er. N a t., Ill, 3 ( = I, 190). ibid, ό T e le sio ισχυρίζεται δτι στό σημείο αυ­ τό βρίσκεται σέ συμφωνία μέ τούς «επιφανέστερους περιπατητικούς». Ή ύπαρξη καί άλλων ριζοσπαστικών αριστοτελικών μαρτυρεΐται άπό πολλές πλευρές. Βλ. τίς πλη­ ροφορίες τού P o rz io , πού παραθέτει ό F io ren tin o (T e lesio , I, 220, σημ. 2, καί 221, σημ. 1). 114. R e r. Nat.., II, 1 ( = I, 108/9). Χαρακτηριστικό γιά τή διαφορετική τοποθέ­ τηση τών T e lesio καί P a t r iz z i είναι δτι ό δεύτερος έπέκρινε δχι μονάχα τήν αίσθησιοκρατική γνωσιοθεωρία τού T e lesio , άλλά καί τή θεωρία του γιά τή μεταβλητότη­ τα τών μορφών (F io re n tin o , T e lesio , II, 5 κ.έ.). 115. R e r. N a t., I, 4 ( = I, 18)· III, 2 ( = I, 181 κ.έ.). 116. Καί ό δρος/ o r m a e χρησιμοποιείται, έχει δμως τή σημασία πού τού ταιριά­ ζει στό καινούργιο πλαίσιο {R er. N a t., II, 20 = I, 154 κ.έ.).

96

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

κτήμα απέναντι στή δυσκαμψία των μορφών.117 Σέ σχέση μέ τή δρα­ στηριότητα τοϋ ψυχρού καί τού θερμού, ή ύλη «φαίνεται» παθητι­ κή.118 ’Αφού, δμως, ή κίνηση προέρχεται άπό τή θερμότητα, πού μέ τή σειρά της δέν μπορεί νά υπάρξει δίχως ύλη, ή σκέψη τού T elesio στό σημείο αυτό παραμένει διφορούμενη καί προβληματική. Εξίσου προβληματική είναι ή προσπάθειά του νά συλλάβει θεωρητικά τά επί μέρους φυσικά φαινόμενα, ξεκινώντας άπό τή στοιχειώδη του έννοιολογία, ή οποία περισσότερο μοιάζει σάν αυτοσχέδια διαφυγή άπό τό άδιέξοδο τής παραδοσιακής φυσικής φιλοσοφίας. Τό σπουδαίο στόν T elesio δέν είναι δμως αύτό, αλλά ή προγραμματική σύνδεση τής άρχής τής έμμενούς κίνησης μέ τήν άπόρριψη τής δυαρχίας μορφής καί ύλης ή ’Ιδέας καί έμπειρικού κόσμου.119 Ό T elesio ριζοσπαστικοποιεί τόν αριστοτελισμό δχι μόνον άπό κοσμολογική, άλλά καί άπό γνωσιοθεωρητική καί άνθρωπολογική άποψη. Διαπιστώνει τήν άντίφαση εμπειρισμού καί νοησιαρχίας στόν ’Αριστοτέλη120 καί διατυπώνει μιά γνωσιοθεωρία καθαρά έμπειριστική.121 Επιπλέον τονίζει τήν εξάρτηση τοϋ άνθρώπινου πνεύματος άπό τήν αισθητή διάσταση τού άνθρώπου122 καί καταπολεμά τήν άριστοτελική διδασκαλία γιά τήν ψυχή ώς μορφή τού σώματος,123 ένώ συνάμα έπιδιώκει μιά λύση τού ήθικού προβλήματος στή βάση φυσικών παραγόντων, δηλ. τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση.124 'Ύστερ’ άπ’ δλα αύτά, προκαλεί κατάπληξη ή ομολογία πίστεως τοϋ T elesio πρός τήν έκκλησιαστική διδασκαλία, ή οποία εκφράζεται στις θέσεις, δτι ό Θεός δημιούργησε τόν κόσμο125 καί δτι ύπάρχει μιά δεύτερη, άνώτερη καί θεόδμητη ψυχή στόν άνθρωπο, ή όποια είναι φορέας τής ελεύθερης ήθικής βούλησης, μορφή τού σώματος καί άθάνατη.126 Οι άπόψεις αυτές θεωρήθηκαν άπό ερευνητές ώς μεσαιωνικά κατάλοιπα,127 ώς ένδείξεις προσωπικής ευσέβειας128 ή ώς εϋλογες 117. R e r. N a t., I, 4 ( = I, 19 κ.έ.)· I, 6 ( = I, 24 κ.έ.). 118. R e r. N a t., I, 5 ( = 1, 22/3). 119. R e r. N a t ., IV , 18-22 ( = II, 54 κ.έ., ίδ. 57, 61/2). 120. R er. N a t., V III, 11-13 ( = III, 116 κ.έ.). 121. R er. N a t., V III, 1-4 ( = III, 87 κ.έ.). Οί γνωστικές λειτουργίες άνθρώπου καί ζώου είναι βασικά ίδιες, V III, 14 ( = III, 127 κ.έ.). 122. Her. N a t., V II, 2 ( = III, 2/3). 123. R er. N a t V, 4-7 ( = III, 105 κ.έ.). 124. R er. N a t., IX , 4 ( = III, 199 κ.έ.). 125. R er. N a t., I, 9-10 (=1, 36 κ.έ.). 126. R e r. N a t., V, 2-3 ( = II, 99 κ.έ.)· V III, 15 ( = III, 131 κ.έ.). 127. F io ren tin o , T elesio, I, 320. 128. Gentile, T elesio, 90.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

97

παραχωρήσεις πρός την 'Ιερή Εξέταση.129 Όπως καί νά ’χει, παρα­ μένουν ξεκρέμαστες καί θεωρητικά εντελώς άθεμελίωτες* υπάρχουν παράλληλα μέ τή φυσική φιλοσοφία του T elesio χωρίς νά τήν αγγί­ ζουν. Ανεξάρτητα άπό τό αν άποτελούν μιάν ομολογία πίστεως m algre soi ή εναν παραπλανητικό ελιγμό, πάντως δείχνουν εύγλωττα τήν ήθική-κανονιστική σημασία τής υπεράσπισης του πνεύματος στόν κόσμο καί στόν άνθρωπο. Κοινώνική-θεσμική πίεση καί προσωπικοί ενδοιασμοί συνεργούν, κάνοντας τόν άγώνα έναντίον τής έκκλησιαστικής διδασκαλίας διαδικασία εξαιρετικά περίπλοκη καί άντιφατική. Αυτό φαίνεται καί στό παράδειγμα τού C a rd a n o , ό όποιος ήδη άπό λόγους ιδιοσυγκρασίας πολύ λίγη σχέση είχε μέ τή χριστιανική πίστη, δπως μαρτυρεί καί ή αυτοβιογραφία του.130 Ή άντίληψή του γιά τή Φύση συγγενεύει μέ τού T elesio καί προκύπτει εξίσου άπό ε­ ναν ριζοσπαστικό άριστοτελισμό.131 Στά έργα του δέν γίνεται λόγος γιά έπακριβώς κλιμακωμένες απορροές ή περίτεχνες ταξινομήσεις πνευμάτων, κατά τόν τρόπο των νεοπλατωνικών, άλλά γιά λίθους, μέταλλα, φυτά καί ζώα — ούτε γιά ιεραρχίες, άλλά γιά ενότητα σέ αιώνια κίνηση καί άλλαγή. Δέν παραλείπεται, βέβαια, καί ή ομολο­ γία πίστεως στίς έκκλησιαστικές διδασκαλίες, καί έδώ, όμως, αυτή έμφανίζεται παράλληλα μέ τή φυσική φιλοσοφία, χωρίς νά συνάγεται άπό τούτη μέ λογική αναγκαιότητα. Έ τσι, ό C a rd a n o διαβεβαιώνει πώς ή άρχέγονη ύλη δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό, όμως πρωταρχικά δέν τόν ένδιαφέρει αυτό, άλλά πιο πολύ γνοιάζεται νά άποδείξει δτι ή άρχέγονη ύλη, πού ή ύπαρξή της καταφαίνεται άπό τήν άδιάκοπη με­ τατροπή τού ένός πράγματος στό άλλο, δέν μπορεί ποτέ νά κατα­ στραφεί καί δτι, μολονότι ώς πρός τή μορφή ύπάρχει μόνο p o te n tia, δμως καί ή ίδια δέν στερείται όρισμένα κατηγορήματα, άφού εχει, τουλάχιστον, ποσότητα καί επομένως πρέπει καί καθαυτή νά διαθέτει κάποια μορφή, δηλ. νά υπάρχει actu . Ή κίνηση δέν προέρχεται άπό 129. Ποιοι συγκεκριμένοι λόγοι έπέβαλλαν προσοχή άπό τήν άποψη αυτή εξηγεί ό G arin , L a C u ltu ra ft lo s o f ic a , 442 κ.έ. 130. O p e ra , I, 1-54. Είναι χαρακτηριστικό δτι ό C a r d a n o μιλά γιά τή «Χ ά ­ ρυβδη» τής άμφιβολίας ακόμη κι έκεϊ δπου μάς διαβεβαιώνει γιά τή χριστιανική του πίστη (c a p . XXII = lo c. c it.., 15a). 131. Ή έμμονή στόν αριστοτελισμό εξηγεί γιατί ό C a r d a n o , δπως καί ό T elesio , δέν αμφισβητεί ούτε τή γεωκεντρική θέση ούτε τόν μερισμό του κόσμου σέ μιάν ου­ ράνια σφαίρα καί μιά σφαίρα πού περιλαμβάνει δ,τι βρίσκεται κάτω άπό τή σελήνη. Ό C a r d a n o άκολουθεί σέ γενικές γραμμές τόν T e lesio , δταν θεωρεί ώς στοιχεία τού κόσμου τήν ύλη, τή θερμότητα καί τό ψύχος (D e S u b til., Lib . II = O p e ra , III, 373b = R ix n e r- S ib e r, II, 25, 35).

98

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

την ψυχή, άλλα άπό τήν ίδια τή Φύση.132 Κατά τόν ίδιο τρόπο, ο C a rd a n o διαβεβαιώνει πώς ό άνθρωπος, ώς δημιούργημα τού Θεού, στέκει πάνω άπό τά άλλα δντα,133 δμως κι αυτό σχετικοποιείται έν­ τονα μέ τόν τονισμό των προφανών ομοιοτήτων άνθρώπου καί ζώων* ό άνθρωπος βλέπεται κατά βάση ώς βιολογικό δν, πού σέ δια­ φορετικό κάθε φορά γεωγραφικό περιβάλλον άγωνίζεται μέ τά άδύνατα μέσα του γιά τήν ύπαρξή του* οί διαφορές φυλής, γλώσσας καί ήθών άποδίδονται σέ φυσικούς καί κοινωνικούς παράγοντες. Ή Φύση δέν δημιουργήθηκε γιά χάρη τού άνθρώπου, μολονότι αυτός μπορεί νά τήν άξιοποιήσει.134 Εξίσου άμφίπλευρη είναι καί ή γνωσιοθεωρία τού C ard an o : ώς κορύφωση τής γνωστικής διαδικασίας, πού οί κα­ τώτερες βαθμίδες της εδράζονται στίς αισθήσεις, θεωρεί τή νόηση στή θεία της διάσταση,135 πολύ πιό εύγλωττος είναι, ώστόσο, δταν περι­ γράφει διεξοδικότατα τή δραστηριότητα καί τή λειτουργία των αισθήσεων.136 Ή ερμηνευτική πρόσβαση προς τό πρωταιϊκό καί επίμαχο έργο τού B runo βρίσκεται, Ισως, άν τό δούμε ώς σημείο διασταύρωσης καί των τριών ρευμάτων (τής ριζοσπαστικής θεολογίας, τού νεοπλα­ τωνικού παμψυχισμού καί τού ριζοσπαστικού άριστοτελισμού), πού υπονόμευσαν εκούσια ή άκούσια τήν επίσημη θεολογική κοσμολογία. Στό σύνολό του, τό έργο τού B ru n o είναι διπλά άντιφατικό, άφού καί τά ρεύματα τούτα άντιφάσκουν τό ένα πρός τό άλλο καί επιπλέον παρουσιάζει καί τό καθένα τους έσωτερικές άντιφάσεις. Στόν B ru n o , ώστόσο, γίνεται καταφανής δχι μόνον ή διπλή τους άντιφατικότητα, άλλά καί ό μεγάλος κοινός τους παρονομαστής, δηλ. ή μονιστική τά­ ση: σ’ αυτό έγκειται ή σημασία τού έργου τού B ru n o γιά τήν ιστορία των ιδεών, χωρίς αυτό νά σημαίνει άναγκαστικά δτι ή άξία του είναι μεγάλη άπό τήν άποψη τής λογικής συνοχής ή τής πρωτοτυπίας τού περιεχομένου. Ή μονιστική πρόθεση γίνεται έδώ τόσο ισχυρή, ώστε ό έμφατικός τονισμός τής θέσης, δτι υπάρχει μόνο τό *Έν καί τίποτε

132. κ.έ.). 133. 134. κ.έ.). 135. S ib e r, 136. κ.έ.).

D e S u b til., Lib. I = O p e ra , III, 3 5 8 b -3 6 0 a ( = R ix n e r- S ib e r, II, 22 De S u b til., Lib. IX , X I = O p e ra , III, 5 4 5 a , 550b. D e S u b til., Lib. X I = 5 4 9 a -5 5 0 a , 551, 553 ( = R ix n e r- S ib e r, II, 186 D e V ariety L ib . V III, c a p . X L II = O p e ra , III, 156-160 ( = R ix n erII, 226). De S u b til., L ib . X III = O p e ra, III, 570 κ.έ. ( = R ix n e r- S ib e r, II, 215

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

99

άλλο,137 κάνει έξαιρετικά προβληματική τήν εξήγηση τής ποικιλομορφίας τού έμπειρικού κόσμου. Ή θεοποίηση τής Φύσης συμβαδίζει, κατά τρόπο περίεργο, με μιά άλαζονική παραμέληση των συγκεκρι­ μένων φυσικών φαινομένων, πού διόλου δέν εξετάζονται. Ό B ru n o παραμένει πιστός στήν ανθρωπιστική παράδοση, στόν βαθμό τουλά­ χιστον πού έργάζεται μέ κείμενα καί δχι μέ φαινόμενα. ’Από τήν πλωτινική διδασκαλία τής άπορροής άφορμάται ό B r u ­ no στό πρωτόλειο έργο του, γιά νά τής δώσει, δπως καί ό Ficin o, μονιστική κατεύθυνση·138 καί στά κατοπινότερα έργα του τροποποιεί τον νεοπλατωνισμό, μέ τήν έννοια δτι εγκαταλείπει σιωπηρά τήν ιδέα τής βαθμιαίας εξασθένισης τού άρχέγονου Ενός στίς κατώτερες βαθμίδες τού Είναι.139 Καί πρός τον C u san u s ή σχέση του είναι Αμ­ φίπλευρη: οίκειοποιεΐται βέβαια τό έννοιολογικό ζεύγος com plica tio -e x p lica tio , Αναζητώντας τόν συγκερασμό των δύο μελών του στήν co in cid en tia o p p o sitoru m , όμως ή χριστιανική ίδέα τής δη­ μιουργίας τού είναι ξένη.140 ’Αλλά ακριβώς επειδή, παρ’ δλες τίς αποκλίσεις του, παραμένει επηρεασμένος άπό τόν Πλωτίνο καί τόν C u san u s, ή κριτική του στόν Αριστοτελικό χωρισμό μορφής καί ύ'λης (ή όποια καί σ’ αυτόν συμβαδίζει, γιά τούς λόγους πού άναφέραμε, μέ τήν Απόρριψη τής πλατωνικής θεωρίας τών ιδεών141) δέν παίρνει τήν ύλιστική έκείνη τροπή, πού τής είχε δώσει λ.χ. ό T elesio. Ύπό τήν επίδραση τής θεωρίας τής άπορροής, προκύπτει κι εδώ —δπως καί στόν P a triz z i θά λέγαμε— μιά ένωση μορφής καί ύ'λης δχι στή βάση, άλλά στήν κορυφή. Εναντίον τής form a substan tialis, ό B ru ­ no παρατηρεί δτι, δίχως τήν ύλη, αυτή θά Απαρτιζόταν άπό συμβεβηκότα μόνον142 επομένως στήν πραγματικότητα ύπάρχει μονάχα ή 137. De la c a u s a , V = O p e re, I, 247 κ.έ. 138. V edrine, L a co n ception de la n a tu re cliez /?., 109. 139. M ich el, L a C o sm o lo gie de 2?., 88. Ενδιαφέρουσα είναι ή παρατήρηση τού M ichel (78), δτι ό B ru n o παρουσιάζει ώς πατέρα τού μονισμού του άλλοτε τόν Πλωτίνο καί άλλοτε τόν Παρμενίδη, γιατί ό ίδιος ταλαντεύεται άνάμεσα σέ δύο δια­ φορετικές αντιλήψεις περί τού Ε νός, πρβλ. O lsch k i, B r u n o , 33. Ή άμεση αναδρο­ μή τής φυσικής φιλοσοφίας τής ’Αναγέννησης στόν προσωκρατικό μονισμό μέ σκοπό τήν αποφυγή τής νεοπλατωνικής άμφιπλευρικότητας καί ώς ένδειξη μιας ριζοσπα­ στικότερης στάσης διαφαίνεται καί στή ρήση τού P e rsio , δτι ό δάσκαλός του, ό T e ­ lesio , στήν πραγματικότητα ήταν οπαδός τού Παρμενίδη (G arin , L a cu ltu ra filo ~ s οf ir a „ 433). 140. V edrine, L yIn fluen ce de N ic o la s de C ues s u r /f., ιδ. 2 1 1 /2 , 217* L a conception de la n a tu re , 70 κ.έ. 141. «fa n ta s tic h e idee di Pi a to n e », D e la C a u s a , IV = O p ere, I, 2 4 3 , πρβλ. 244 («sig illi id e a li, s e p a r a t i de la m ateria.»). 142. De la C a u s a , 111 = O pere 1, 210.

100

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

fo rm a a c c id e n ta lis, αφού δεν μπορεί νά θεωρηθεί ώς ουσία κατιτί σαν τή μορφή, πού πραγματώνεται μονάχα στή σύνθεσή του με κάτι άλλο.143 Μονάχα αυτή ή σύνθεση είναι δυνατόν νά καταστραφεί, δχι όμως καί ή ύλη καθαυτή*144 μάλλον ή ύλη άποτελεί, λοιπόν, ουσία, αφού αυτή παραμένει σταθερή μέσα στήν άδιάκοπη αλλαγή,145 είναι άπειρη146 καί δέν μπορεί ούτε νά δημιουργηθεί ούτε νά αφανιστεί.147 Σ ’ αυτό τό κρίσιμο σημείο, γίνεται έκδηλη ή θεωρητική ταλάντευση τού B ru n o καί μαζί ή νεοπλατωνική του κληρονομιά. Γιά νά άποδείξει τήν άπειρότητα καί τήν άφθαρσία τής ύλης, άνατρέχει στήν πλωτινική διάκριση ανάμεσα σέ άσώματη καί σωματική ύλη,148 αποδί­ δοντας μονάχα στήν πρώτη τά παραπάνω κατηγορήματα* μονάχα αυτή είναι a c tu s σέ άντίθεση μέ τήν παθητικότητα καί φθαρτότητα τής σωματικής-αίσθητής ύλης.149 Ή ταυτότητα ύλης καί fo rm a u n iv e rsa lis στά πλαίσια τού Ε νός150 σημαίνει δύο πράγματα: δτι ή άπειρη ύλη περιέχει ή γεννά τις επί μέρους μορφές151 καί μπορεί νά θεωρηθεί ταυτόσημη μέ τή δημιουργό Φύση*152 καί δτι στό ίδιο όντο­ λογικό ύψος στέκει καί ή fo rm a u n iv e rsa lis, ή οποία, δπως είπαμε, στά πλαίσια τού Ενός δέν διακρίνεται άπό τήν άπειρη ύλη, δμως σέ σχέση μέ τήν πεπερασμένη ύλη άποτελεί τό ένεργό στοιχείο.153 Μο­ λονότι ό Bruno λέει κάπου δτι ή δραστηριότητα τής form a univer­ sa lis καθορίζεται άπό τήν έκάστοτε ιδιοσυστασία τής ύλης, δταν δη­ μιουργεί τίς έπιμέρους μορφές,154 ώστόσο ή σκέψη του δέν προχωρεί μέ συνέπεια ίσαμε τό τέλος, άφού άπλώς άντικαθιστά τή fo rm a substa n tia lis μέ τή fo rm a u n iv e rsa lis, άποδίδοντας συνάμα στήν τε­ λευταία, πού τήν όνομάζει καί Ψυχή τού Παντός, διπλή λειτουργία: 143. A rt. X 144. 145. 146. 147. 148. 149. 150. 151. 152. 104/5. 153. 202/3. 154. fa c u lta

De ία C a u s a , II, IV = O p e re, I, 190, 245/6* πρβλ. ^4croi. C a m o e r., = O L, I, 1, 105. De la Οαα.να, IV = O p e re, I, 245. De Im m e n so , III, 7 — O L, I, 1, 372. De Im m e n so , II, 8 = O L, I, 1 = 283/4. L ib ri P h ysic. = O L , III, 311* πρβλ. D e V inculis, O L, III, 695/6. D e la C a u s a , II I, IV = O p ere, I, 2 0 7 /8 , 2 34, 239. D e la C a u s a , IV = O p ere, I, 2 36/7. D e la C a u s a , III = O p e re, I, 212 (πρβλ. 222/3). ibid. De la C a u s a , IV = O p e re, I, 241* A crot. C a m o e r ., A rt. X = O L, I, 1, D e la C a u s a , II = O p e re, I, 180/1* πρβλ. S ig illu s , II = O L, II, 2, «seco n d o la d iv e r sita delie d isp o siz io n i d e lla m a te r ia e se co n d o la de*’ prin oipii m a te r ia li attiv i e p a s s iv i» , loc. cif., 189.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

101

νά δρά έμμενώς καί ταυτόχρονα νά καθοδηγεί την ύ'λη άπό τά έξω.155 ’Αντίστοιχα διφορούμενη είναι καί ή διδασκαλία τού B ru n o γιά την κίνηση. Σέ κάθε σώμα έπενεργεί μιά διπλή κίνηση, δηλ. ή δι­ κή του, πού είναι πεπερασμένη, καί ή θεία.156 Μετά τήν έκλειψη τού πρώτου κινούντος παραμένει πηγή τής κίνησης ή ψυχή, έτσι ώστε ό διπλός χαρακτήρας τής κίνησης έμφανίζεται ώς διπλός χαρακτήρας τής έπενέργειας τής ψυχής, πού άπό τή μιά άποτελεί άπόλυτη essen­ tia, ένώ άπό τήν άλλη καθορίζεται άπό τήν ιδιοσυστασία τών σωμά­ των.157 Τά παραπάνω καθιστούν τήν πλήρη ταυτότητα Θεού καί Φύσης a lim ine αδύνατη. Όταν ό B ru n o μιλά παράλληλα γιά Θεό καί Φύση, προσθέτει τή διευκρίνιση δτι ή Φύση είναι Θεός μονάχα στόν βαθμό πού ό τελευταίος βρίσκεται μέσα στά πράγματα, οπότε καί όνομάζεται Φύση τής Φύσης.158 Ή Φύση βρίσκεται μέσα στά, καί πάνω άπό τά, πεπερασμένα πράγματα ώς «θεία δύναμη πού κινεί τήν ύλη»159 — άκριβώς δπως καί ό Θεός βρίσκεται μέσα στή, καί πάνω άπό τή, Φύ­ ση. Παρ’ δλα αυτά ό B ru n o , σύμφωνα μέ τή θεμελιώδη μονιστική του στάση, επιδιώκει τή μέγιστη δυνατή ενότητα άνάμεσά τους, καί μάλιστα μέ τρόπο πού θυμίζει τόν C u san u s: τονίζει μέ έμφαση τή δομική παραλληλότητα μικρόκοσμου καί μακρόκοσμου καί τήν πανταχού παρουσία τού Θεού.160 Σέ σχέση μέ τή δική μας ιδιαίτερη προ­ βληματική καί μέ τίς πνευματικές διαμάχες τού 18ου αί., σημαντική είναι ή πεποίθηση τού B ru n o , δτι ό μονισμός, δηλ. ή άμεση ή έμμεση ανατροπή τού παραδοσιακού Θεού, δέν άποτελεί άναπόφευκτα κίνδυ­ νο γιά τήν ήθική, άν πάρει τή μορφή μιας ριζικά αισιόδοξης οντολο­ γίας, πού συγχωνεύεται μέ τή ριζοσπαστική θεοδικία ή τήν αντικαθι­ στά. ’Άν τό Έ ν ταυτίζεται p e r definitionem μέ τήν ’Αλήθεια καί τό Καλό,161 τότε ήθική δέν είναι παρά ή προσαρμογή τής ψυχής στούς

155. loc. cti., 181. 156. D e V infinito, V — O pere, I, 405. 157. D e M a g i a , IX = O L, III, 4 61. Σχετικά μέ τή διδασκαλία του B ru n o γιά τήν κίνηση καί τήν ψυχή βλ. γενικά V ed rin e, L a con ception de la n a tu re ch ez B ., 198 κ.έ. 158. S p a c c io , III, 2 = Cjpere, II, 187, 192. «D e u s n a tu ra q u e u n iv e r sa lis» παρουσιάζονται ώς συνώνυμα στό D e Im m e n so , II, 12 ( = O L, I, 1, 307). 159. D e Im m e n so , V I, 10 = O L, I, 2, 193 (πρβλ. V III, 10 = O L, I, 2, 312). 160. S p a c c io , E p . E sp l. = O pere, II, 9 κ.έ. 161. D e Im m e n so , II, 12 = O L, I, 1, 305* πρβλ. D e la C a u s a , V = O pere, I, 252.

102

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

νόμους του σύμπαντος.162 Ώς πρός τούς λόγους, πού εμπόδισαν τόν B run o νά έξισώσει τό Έ ν με την ύλη, θά έπρεπε ίσως νά μνημονευθεϊ δτι άποκαλεί δχι μόνο τόν Θεό νόηση τής Ψυχής τού Παντός, άλλα καί τή νόηση ήλιο τής ανθρώπινης ψυχής.163 β) Τό μαθηματικό φυσικό επιστημονικό πρότυπο. Οι κοσμοθεωρη­ τικές του προϋποθέσεις κα ί ή πολεμική του λειτουργία. Με αυτά τά τυπικά, έλπίζω, παραδείγματα θελήσαμε νά δείξουμε τήν πολυμορφία καί τήν έτερογένεια των ρευμάτων, πού βαθμιαία καί μέ διάφορους τρόπους υπονόμευσαν τήν άριστοτελική-σχολαστική κο­ σμολογία. Είναι εύκολο νά υποτιμήσει κανείς τή σημασία τούτων των ρευμάτων, άφοϋ είναι γνωστό δτι ή παλιά κοσμολογία παραμε­ ρίστηκε οριστικά άπό τή μαθηματική φυσική επιστήμη καί δχι άπ’ αυτά.164 Καί στ’ άλήθεια, τά πνευματικά τους προϊόντα δεν άφήνουν καθόλου καλή εντύπωση (κάποτε, μάλιστα, θυμίζουν προκατακλυ­ σμιαία τέρατα), αν πάρουμε στά σοβαρά τό κριτήριο τής μεθόδου καί τής λογικής συνοχής — πέρα άπό τήν έντονη επιβίωση τής μυστικήςέρμητικής παράδοσης μέσα τους.165 Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες μπαίνει κανείς στον πειρασμό νά τά παρακάμψει καί νά συνδέσει μέ μιάν εύθεία γραμμή τίς πρώιμες μορφές τής μαθηματικής φυσικής του 14ου αί. μέ τή φυσική έπιστήμη τού 17ου, παίρνοντας ώς κριτή­ ριο τής προόδου τήν άνάπτυξη τής μηχανιστικής κοσμοεικόνας.166 Ή 1 62. «c o n c o rd a gli su oi p en sieri e g e sti con l a sim m e tria d e lla le g g e in sit a in tutte le c o se », E r o ic i F u r o r i, I, 3 = O p ere, II, 361. 163. ibid, («so le in te llig e n z ia le n e r a n im a » )’ γιά τή νόηση τής Ψυχής τού Παντός βλ. De la C a u s a , II = O p ere, I, 179. 164. Έ τσ ι, ό O lsch ki έπισήμανε διεξοδικά τίς άγεφύρωτες άντιθέσεις καί τά λο­ γικά κενά στή σκέψη τού B ru n o . ’Ασφαλώς ό O lschki άπό λογική άποψη έχει δί­ κιο, όπως δίκιο έχει κι όταν ισχυρίζεται, σε άντίθεση πρός τόν D ilthey, ότι ό B ru n o εκπροσωπεί τήν έποχή του όχι ώς ιδεώδης μορφή, άλλά ώς ενσάρκωση τών αντιφά­ σεων της {B ru n o , 8). 'Όμως αυτά όλα δεν είναι άποφασιστικά σέ σχέση μέ τό κρίσι­ μο ζήτημα τής σημασίας τού B ru n o γιά τήν ιστορία τών ιδεών. Ή σύγχυση τής ση­ μασίας τούτης μέ τό θέμα τής λογικής συνοχής είναι στήν πραγματικότητα ένδειξη θετικιστικής-έπιστημονιστικής άφέλειας. Τόν (έμμεσο) τρόπο, μέ τόν όποιο συνέβαλε τό έργο τού B ru n o στόν παραμερισμό τής παραδοσιακής φυσικής φιλοσοφίας έδειξε σέ ενα καλό παράδειγμα ό Μ a s s a , B r u n o ’s I d e a s in Seven teen th-C entury' E n ­ g la n d ., ιδ. 231 κ.έ. 165. Σχετικά βλ. Y a te s, B r u n o a n d the H erm etic T ra d itio n , ίδ. 144 κ.έ., 169 κ.έ. 166. Τήν ευθεία αύτή γραμμή τήν έσυρε πρώτος καί μέ μεγάλη έμφαση ό D uh em , γιά τόν όποιον οί φυσικοί επιστήμονες τού 16ου αί. «πολύ συχνά ήταν μο-

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

103

τυποκρατική αυτή άνάλυση βρίσκει τή δικαίωσή της στό καθαρά λο­ γικό έπίπεδο, όμως παίρνει υπόψη μία μόνο πλευρά τού προβλήμα­ τος, άπλουστεύοντας (σε σημείο που νά διαστρεβλώνει) τήν πραγμα­ τική ιστορική διαδικασία, τήν οποία έπιπλέον βλέπει τελολογικά, δηλ. άπό τή σκοπιά τής ολοκληρωμένης μαθηματικής φυσικής επι­ στήμης. Οί φυσικομαθηματικές τάσεις τού 14ου αί. εμειναν ήμιτελεΐς, ακριβώς επειδή τούς έλειπε τό αύτοδύναμο κοσμοθεωρητικό θε­ μέλιο, πού θά ήταν σέ θέση νά παραγκωνίσει τή θεολογική θεώρηση — καί αντίστροφα: ή φυσική επιστήμη τού 17ου αί. μπόρεσε νά δια­ μορφωθεί σχετικά γρήγορα, έπειδή στό μεταξύ τό κοσμοθεωρητικό πρόβλημα είχε σέ μεγάλο βαθμό ξεκαθαριστεί. Ή πεποίθηση, πώς ή Φύση (ό αισθητός κόσμος) είναι τό άξιο, καί μάλιστα τό ύ'ψιστο δυνα­ τό άντικείμενο άκριβούς καί οριστικής γνώσης, είχε παγιωθει* έπι­ πλέον, δπως θά δούμε άμέσως, ή Γδια αυτή πεποίθηση στάθηκε απα­ ραίτητη προϋπόθεση άκόμη καί γιά τήν εφαρμογή τής μαθηματικής μεθόδου στή φυσική. wAv παραβλέψουμε έπί μέρους επιτεύξεις τους (κριτική των fo rm ae su b sta n tia te s καί τής άριστοτελικής διδασκα­ λίας γιά τήν κίνηση, θεωρία γιά τήν άπειροσύνη τού κόσμου κτλ.), πού ώφέλησαν, γενικά, τή φυσική επιστήμη τού 17ου αί., ή προσφορά των παραπάνω ρευμάτων άπό τήν άποψη τής ιστορίας των ιδεών συ­ ν ίσταται στό δτι συνέβαλαν αργά, αλλά ουσιαστικά, στήν άποσαφήνί­ ση τού κοσμοθεωρητικού ζητήματος, συλλαμβάνοντας —σέ τούτον ή σ’ εκείνον τον βαθμό καί σέ τούτη ή σ’ έκείνη τή μορφή— τή Φύση ώς αύτοδύναμο Ό λο .167 Αυτό έγινε δχι μόνον άμεσα, δπως λ.χ. στόν T elesio , άλλά καί έμμεσα: ή εξασθένιση τής δυαρχίας οδήγησε άπό νάχα συνεχιστές ή και λογοκλόποι» (S y st. du M o n d e, V II, 4). Καί ό N ob is δείχνε­ ται μεθοδολογικά μονόπλευρος στίς κατά τά άλλα έμπεριστατωμένες καί ένδιαφέρουσες πραγματείες του, έφόσον παρακολουθεί τίς πρώιμες έκδηλώσεις τής μηχανι­ κής φυσικής Ισαμε τόν 17ο αί. χωρίς νά συζητά τή σημασία γενικών πνευματικών ρευμάτων ή τής φυσικής φιλοσοφίας τοΰ 16ου at. {D ie U m ivan d lu n g..., ίδ. 41 κ.έ., 54 κ.έ.* F riih n eu z eitlich e V erstan d n isw eisen d e r N a tu r , ίδ. 42 κ.έ., 4 8 /9 ). Πό­ σο παραπλανητική μπορεί νά είναι μιά εύθύγραμμη άντίληψη πάνω στό θέμα αυτό, τό έδειξε ή κριτική τής M a ie r στόν D uhem , στήν όποια τονίζεται ή σπουδαιότητα τού έκάστοτε «κοσμοθεωρητικού πλαισίου» {D ie V o rlau fer G a lile is, 1 κ.έ.· βλ. παρακ. σημ. 197). 'Ωστόσο καί ή ίδια ή M a ie r έπιχειρηματολογεί φορμαλιστικά, μέ τήν έννοια δτι περισσότερο συγκρίνει μεταξύ τους δύο άντιλήψεις γιά τή Φύση στήν ίδεοτυπική τους καθαρότητα παρά εξηγεί τήν άντιφατικότητα τής μετάβασης άπό τή μία στήν άλλη* ό 15ος καί ό 16ος αί. μένουν, έτσι, σχεδόν έντελώς έξω άπό τήν έρευνά της (πρβλ. σχετικά τίς παρατηρήσεις τού L u p o rin i, L a M en te d i L e o n a r d o , 158/9, σημ. 8). 167. C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , I, 206, 208. Μιά προσφορά τού D ilthey είναι δτι τόνισε τή σημασία τών πανθεϊστικών ρευμάτων γιά τόν παραμερισμό τής

104

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μόνη της στήν ιδέα του αυτοδύναμου Όλου κι έτσι δημιούργησε μιάν έννοιολογική δομή, πού σέ δεδομένο χρόνο συνδέθηκε Αποκλειστικά μέ την έννοια τής Φύσης, και μάλιστα στήν Αντίθεσή της πρός τήν έν­ νοια τού Θεού. Ή κοσμοθεωρητικά θεμελιωμένη αύτάρκεια τής Φύ­ σης τήν έκανε, επίσης, ικανή καί άξια γιά μιάν αύτάρκη, δηλ. ύ'ψιστη καί Ανεξάρτητη άπό τή θεολογία, γνώση. Μιά τυποκρατική Ανάλυση παραβλέπει Αναγκαστικά τό στοιχειώδες αύτό γεγονός· αν τούτο, ώστόσο, δέν τονιστεί, τότε ή ιστορία των φυσικών έπιστημών μπορεί νά γραφτεί μόνο μέ σημαντικά κενά.168 Έ να ούσιαστικό μειονέκτημα των παραπάνω ρευμάτων ήταν ή Αδυναμία τους νά δημιουργήσουν μιά πράγματι καινούργια, δική τους γλώσσα. ’Ακόμη καί οι ρηξικέλευθες θέσεις τους έκφράστηκαν κατά μέγιστο μέρος μέ (νεο)πλατωνικές ή Αριστοτελικές έννοιες, κι άφού αύτές είχαν μακρά θεολογική προϊστορία, συμβιβασμοί στό πε­ ριεχόμενο έγιναν Αναπόφευκτοι ήδη γιά λόγους μορφής. Ή νεότερη έρευνα διέλυσε τόν μύθο, δτι κάποιος ζείδωρος πλατωνισμός Απελευ­ θέρωσε στήν Αναγέννηση τούς Ανθρώπους άπό τόν καταπιεστικό σχολαστικό Αριστοτελισμό. Πλατωνισμός καί Αριστοτελισμός Απαρ­ τίζουν άπό κοινού —άφού άλλη γλώσσα δέν ύπήρχε— τό Αναγκαστικό έννοιολογικό πλαίσιο των συζητήσεων τής μακράς μεταβατικής πε­ ριόδου, μέσα στό οποίο βρίσκουν τήν έκφρασή τους τόσο συντηρητι­ κές δσο καί Ανανεωτικές προσπάθειες. Ό έξαρχής δίπλευρος χαρα­ κτήρα ς τους έκανε δυνατή τή διπλή τους έπίδραση κατά τήν ’Αναγέν­ νηση, καθώς επίσης καί διαφωνίες ή συμφωνίες μεταξύ τους Ανάλογα μέ τόν έκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων καί τόν έκάστοτε Αντίπα­ λο.169 Στόν πλατωνισμό ό χωρισμός καί ή μέθεξις Αποτελούν Αντα­ γωνιστικά στοιχεία, καί τό όντολογικό χάσμα Ανάμεσα στά δύο έπίπεδα φαίνεται νά γεφυρώνεται μόνο μέ τή δραστηριότητα τής Ψυχής τού Παντός, ένώ στόν Αριστοτελισμό στέκουν Αντιμέτωπες ή έμπειριστική καί ή νοησιαρχική του πλευρά, δπως έπίσης ή ύ'λη καί ή μορφή. θεολογικής κοσμοεικόνας, Ges. S c h r ., II, 2 8 3 /4 , 326 κ.έ. Ίσως θά επρεπε νά θυμη­ θούμε έδώ τήν υπεράσπιση των C a r d a n o καί T e lesio έκ μέρους του G alile i, μολο­ νότι είναι περισσότερο ήθική παρά επιστημονική (S a g g i a t ., 9 = O pere, V I, 236 /7 ). 168. «Δέν μπορούμε νά αφηγηθούμε μέ πληρότητα τήν ιστορία τής γένεσης τής σύγχρονης έπιστήμης, αν δέν έρευνήσουμε τίς αιτίες τής προϊούσας τάσης νά θεωρεί­ ται ή ζωή μέ τρόπο δυναμικό’ κι αν δέν έξηγήσουμε πώς ή πίστη στό σύμπαν ώς ακίνητη καί θεόδοτη τάξη πραγμάτων ξεπεράστηκε άπό τήν άντίληψη ενός άποκεντρωμένου καί άπειρου σύμπαντος», B aro n , Evalu ation o f the 15th Cent. R e n a is­ sa n c e , 36. 169. K riste lle r , R e n a iss a n c e T h ou gh t, II, 104/5* H o n ig sw a ld , D en k er d e r ital. R e n a is s ., 54 κ.έ.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

105

’Έτσι στάθηκε δυνατόν νά έπιστρατευθούν άπό κοινού ή πλατωνική ’Ιδέα καί ή άριστοτελική μορφή εναντίον τής ύλης, με σκοπό τήν υπε­ ράσπιση δυαρχικών-ίδεαλιστικών θέσεω ν170 ή άριστοτελική νοη­ σιαρχία, προπαντός στήν άβερροϊστική της μορφή, στήριξε μέ τή σει­ ρά της νεοπλατωνικές θέσεις,171 ένώ στόν χώρο τής ήθικής φιλοσο­ φίας ή κοινή νοησιαρχική πλευρά πλατωνισμού καί άριστοτελισμού εκφράστηκε στή συμφωνία τους ώς προς τό πρωτείο τού ιδεώδους τής θεωρητικής ζωής.172 Άπό τήν άλλη μεριά, ή διάσπαση τού Αρι­ στοτελισμού σέ μιά νοησιαρχική καί μιάν έμπειριστική πτέρυγα, πού είχε άλλωστε γίνει Αντιληπτή άπό τούς τότε παρατηρητές,173 είχε ώς Αποτέλεσμα τήν καταπολέμηση τής θεωρίας τών ’Ιδεών καί συνάμα τής συμμαχίας πλατωνισμού καί Αριστοτελισμού άπό έμπειριστική σκοπιά. Παράδειγμα τής τάσης αυτής είναι ό T elesio, άλλά καί ό P o m p o n az z i, ό όποιος, άπό τή σκοπιά ένός φυσιοκρατικού Αριστο­ τελισμού, άνασκευάζει ταυτόχρονα καί μέ ίση συνέπεια τόν πλατωνι­ σμό, τον θωμισμό καί τόν νοησιαρχικό Αριστοτελισμό τών άβερροϊστών.174 Παρόμοια στάθηκε ή έπίδραση τού εξίσου δίπλευρου πλα­ τωνισμού. Άπό πλατωνική πλευρά χρησιμοποιήθηκε εναντίον τού Αριστοτελικού χωρισμού ψυχής καί ύλης ό παμψυχισμός, ό οποίος συνάμα άμβλυνε τόν πλατωνικό χωρισμό ’Ιδέας καί κόσμου. Ή έντο­ νη καταδίκη τού πλατωνικού παμψυχισμού εκ μέρους τής μετατριδεντινής Εκκλησίας175 Αποτελεί εύγλωττο σημείο τής μακροπρόθε170. 'Ένα καλό παράδειγμα γιά τήν τάση αυτή στό περιβάλλον τής φλωρεντινής ’Ακαδημίας άποτελεΐ ή πραγματεία τού N iccolo d a F olign o γιά τίς ’Ιδέες. Βλ. τήν άνάλυση τού T h o rn d ik e, S c ie n c e a n d T h o u gh t, ίδ. 174/5. 171. H o n ig sw a ld , D e n k e r d e r ita lie n . R e n a is s ., 56, 59. 172. G a rin , D e r Ita l. H u m a n ism u s, 154. Παραδείγματα γιά τή συγχώνευση πλατωνισμού καί άριστοτελισμού στόν χώρο τής αισθητικής, δπου όντολογικά καί ψυχολογικά προβλήματα παίζουν έπίσης σημαντικό ρόλο βλ. στόν H a th a w a y , The A g e o f C riticism , 341 κ.έ. 173. Βλ. τίς παρατηρήσεις τού A n d rea C e sa lp in o , τίς όποιες παραθέτει ό Fioren tin o, T e lesio , II, 53, σημ. 1. 174. D o u g la s , The P h ilo s, a n d P sy c h o l. o f P o m p o n a z z i, 80 κ.έ. Γιά τή δυ­ νατότητα πολλαπλών συνδυασμών διαφόρων ίδεών καί θεμάτων ανάλογα μέ τόν εκάστοτε άντίπαλο είναι χαρακτηριστικό δτι ό P o m p o n a z z i συμμαχεί μέ τόν θω μι­ σμό, όταν σκοπός του είναι ή άντίκρουση τής άβερροϊκής νοησιαρχίας (ibid.* 147). Ό C a s s ir e r παρατήρησε εύστοχα δτι ό P o m p o n a z z i άποκαθιστά τόν βιολόγο ’Αρι­ στοτέλη ένάντια στόν μεταφυσικό, In d ivid u u m u n d K o sm o s, 148. Γιά τίς Ολιστι­ κές τάσεις πού προήλθαν άπό τόν ριζοσπαστικό αριστοτελισμό πρβλ. D ynn ik, V anini et Taristotelism e de P a d o u e , ίδ. 83/4, 85/6. Γιά τή διπλή σχέση τών Pom po­ n a z z i καί T e lesio πρός τόν ’Αριστοτέλη πρβλ. K riste lle r , L a tra d iz io n e a risto te lic a , 29 κ.έ. 175. Γενικά L u p o rin i, L a M en te d i L e o n a r d o , 81 κ.έ. Στό φώς τών διαπι-

106

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σμης επήρειάς του. Μολονότι, όμως, οι συντηρητικοί αριστοτελικοί υπογράμμιζαν αυτή τήν επικίνδυνη γιά τήν παραδοσιακή θεολογία πλευρά του πλατωνισμού καί μολονότι οι συντηρητικοί πλατωνικοί θεωρούσαν ώς τον πραγματικό κίνδυνο γιά τή θρησκεία τον έμπειριστικό χαρακτήρα τού άριστοτελισμού, ωστόσο ή δυαρχική θέση ύπονομεύθηκε άπό κοινού κι άπό τίς δύο τούτες τάσεις, έστω κι αν αυτές πολύ συχνά άντιμάχονταν ή μία τήν άλλη. Ή λογική άμφιπλευρικότητα τού πλατωνισμού καί τού άριστοτελισμού έπιτρέπει, δπως είπα­ με, αυτό τό εξαιρετικά περίπλοκο καί συχνά παράδοξο παιγνίδι* σέ κίνηση τό θέτει καί τό συντηρεί ή ανάγκη νά Εκφραστεί κατά κάποιον τρόπο ή κοσμοθεωρητική απόφαση ανατίμησης τής φύσης μέ τή βοή­ θεια της ύπάρχουσας, ad hoc μεθερμηνευμένης έννοιολογίας, έφόσον αυτοτελής γλώσσα γ ι’ αυτόν τόν σκοπό δέν είχε άκόμη δημιουργηθεί. Εξίσου περίπλοκα είναι τά πράγματα στίς διαμάχες τού 16ου αί. γύρω άπό τό πρόβλημα τής μεθόδου, τό όποιο δλο καί περισσότερο Ερχεται στό επίκεντρο. Έδώ διασταυρώνεται τό ζήτημα των επιδρά­ σεων τού πλατωνισμού καί τού άριστοτελισμού μέ τό ζήτημα τού ρό­ λου των άνθρωπιστών. Ή σημασία τής συμβολής των τελευταίων στόν παραμερισμό τής σχολαστικής-άριστοτελικής συλλογιστικής ώς μεθόδου υποβαθμίστηκε, καί μάλιστα άμφισβητήθηκε, άπό τότε πού ή ερευνά των πηγών άποκάλυψε σέ δλη της τήν έκταση τήν άνάπτυξη καί έπίδραση τού μή σχολαστικού άριστοτελισμού τής δψιμης ’Ανα­ γέννησης. ’Ήδη στόν 15ο αί. άναφαίνεται ενα άριστοτελικό ρεύμα χειραφετημένο άπό τή θεολογία, τό όποιο κορυφώνεται μέ τή σχολή τής Πάδουας.176 Γιά προφανείς λόγους τό ρεύμα τούτο συνδέεται ιδιαίτερα μέ τήν ιατρική καί βιολογική ερευνά, πέρα δμως άπ’ αυτήν ή ρηξικέλευθη προσφορά του συνίσταται στή συστηματική Επεξεργα­ σία μιας μεθόδου μέ βάση τά λογικά έργα τού ’Αριστοτέλη. ’Αποφα­ σιστικά βήματα πρός τήν αναλυτική-συνθετική μέθοδο γίνονται ήδη στώσεων αυτών πρέπει νά ιδωθεί ή εκκλησιαστική καταδίκη τού P a tr iz z i. Βλ. σχε­ τικά F irp o , The F lo w erin g a n d W ith ering, ίδ. 278. 176. Μιά γενική έποπτεία δίνει ό Sch m itt, C ritic a l Surveys a n d B ib lio g r a ­ p h y . Μιά πολύ θετική αποτίμηση του ρόλου τού παδουανοΰ αριστοτελισμού δίνουν οί R a n d a ll, P a d u a n A ris to te lia n ism , 199 κ.έ., καί N a rd i, S a g g i su l a risto te lism o p a d o v a n o , p a s sim . Ό ενθουσιασμός γιά τήν ανακάλυψη τούτης τής ανανεω­ τικής έπίδρασης τού άριστοτελισμού οδήγησε εναν σημαντικό μελετητή τού ’Αριστο­ τέλη στόν υπερβολικό ισχυρισμό, δτι ό Μεσαίωνας παραγνώρισε τόν «αληθινό» ’Αρι­ στοτέλη, πού γιά πρώτη φορά άνακαλύφθηκε καί άξιοποιήθηκε όρθά στούς Νέους Χρόνους (D u rin g , The Im p a c t o f A r is to tle 's S cien tific I d e a s , ίδ. 121, 124/5, 129/30). ’Έτσι παραβλέπεται ή άμφιπλευρικότητα τού άριστοτελισμού καί έπομένως ή (σχετική) νομιμότητα τής χρησιμοποίησής του άπό τή Σχολαστική.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΤΣΗΣ

107

στον 15ο αί., οπότε ή αποδεικτική μέθοδος του ’Αριστοτέλη μετατρέπεται σέ μέθοδο εΰρετική. Ό Z a b a r e lla συνοψίζει καί ολοκληρώνει αυτές τίς τάσεις· ταυτίζει λογική καί μέθοδο καί ταυτόχρονα τις χω­ ρίζει από τήν οντολογία, θεωρώντας τες ώς τάξη τής γνώσης καί δχι των πραγμάτων.177 Ή συνάφεια των αντιλήψεων αυτών μέ τή μαθη­ ματικά προσανατολισμένη μέθοδο τεκμαίρεται άπό τό γεγονός δτι στον 16ο at. ή γεωμετρική άπαγωγή συχνά συγχεόταν μέ τήν άριστοτελική.178 Ή σαφέστερη άπόδειξη γιά τή σπουδαιότητα αυτής τής εργασίας των άριστοτελικών στον τομέα τής μεθόδου είναι, ασφαλώς, ή χρησιμοποίηση των ιδεών του Z a b a r e lla έκ μέρους τού G alile i.179 ’Ακόμη έντυπωσιακότερα δείχνεται, όμως, ή σημασία του χειραφετημένου άριστοτελισμοϋ, δταν ό G alilei σ’ ένα καί μόνο μικρό του κείμενο βρίσκει τά θερμότερα λόγια δχι μόνο γιά τή λογική-μεθοδική, άλλά καί γιά τήν άνεξάρτητη άπό κάθε αυθεντία έμπειριστική πλευρά του.180 ’Άν θεωρήσει κανείς τή γένεση τής νεότερης φυσικής έπιστήμης άπό σκοπιά τυποκρατική-έπιστημονιστική, θά κλίνει πρός τήν άπο­ ψη, δτι τό ανθρωπιστικό κίνημα έλάχιστη σχέση έχει μαζί της, άν δέν τήν έβλαψε κιόλας.181 Ή άποψη αυτή φαίνεται νά επιβεβαιώνεται άπό τό γεγονός, δτι οι άνθρωπιστές, άφοσιωμένοι κυρίως σέ ρητορι­ κές καί φιλολογικές έρευνες, έγκατέλειψαν άμαχητί στή σχολαστική τον νευραλγικό τομέα τής κοσμολογίας καί τής φυσικής έπιστήμης. Ή δεδηλωμένη τους άπέχθεια άπέναντι στή φυσική επιστήμη συνο­ δεύτηκε άπό τήν έλλειψη συστηματικά διατυπωμένων γενικών θέ­ σεων στίς γραμμές τους, δηλ. άπό τόν κατακερματισμό τού κινήμα­ τος τους, έτσι ώστε οί στεντόρειες διαμαρτυρίες έναντίον τής αυθεν­ τίας κτλ. μπορούσαν, βέβαια, νά βλάψουν τόν έκκλησιαστικό άριστοτελισμό, δχι όμως καί νά τόν θέσουν σέ σοβαρό κίνδυνο.182 Καί στ’ αλήθεια, ή Σχολαστική δχι μόνο δέν συρρικνώθηκε κάτω άπό τά χτυ­ πήματα τού άνθρωπισμοϋ, άλλά καί γνώρισε στόν 15ο καί 16ο αί. 177. R a n d a ll, The D ev elop m en t o f S cien tific M e th o d ..., ίδ. 186 κ.έ., 196 κ.έ. 178. Sch illin g, A x io m a tisc h e M e th o d e, 4 2 /3 . 179. D ia lo g o , I = O p e re, V II 75/6* D is c o r si e D im o str., Ill = O p e re. V III, 212. 180. Επιστολή στόν L iceti άπό 15.9.1 6 4 0 = O p ere, X V III, 2 48/9· πρβλ. M a c ch ie so laria II = O p e re, V, 138/9. 181. Κατά τόν T h o rn d ik e, S c ie n c e a n d T h ou gh t, 12/3* R a n d a ll, The D eve­ lopm en t o f Scien t. T h ou gh t, 178/9. 182. K riste lle r , H u m a n ism u s und R e n a iss a n c e , I, 4 6 /7 , 93 κ.έ.

108

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μιά όψιμη άνθηση, έτσι ώστε ή (νέα) Σχολαστική καί ό άνθρωπισμός πρέπει νά θεωρηθούν άπό χρονική άποψη δχι διάδοχα, άλλα παράλ­ ληλα φαινόμενα.183 ‘Ωστόσο, οι διαπιστώσεις αυτές δέν εξαντλούν τό πρόβλημα τής λειτουργίας τού ανθρωπισμού στήν ιστορία των ίδεών* γιά τή λύση του δέν αρκεί, επίσης, ούτε καί ή μνεία της εκδοτικής δραστηριότητας των άνθρωπιστών, ή οποία έφερε καί πάλι σέ φως αρχαία μαθηματικά κείμενα, καί έτσι έπιβοήθησε τή μαθηματική ρο­ πή τού πλατωνισμού ή ζωογόνησε τις μεθοδολογικές συζητήσεις.184 Τό ουσιαστικό έρώτημα είναι αν ή γενική κοσμοθεωρητική τοποθέ­ τηση καί μακροπρόθεσμη έπήρεια τού άνθρωπισμού συνέβαλαν άμε­ σα ή έμμεσα στή διαμόρφωση των κοσμοθεωρητικών άποφάσεων, πού έκαναν δυνατή καί τή μαθηματική φυσική έπιστήμη. Τό έρώτη­ μα τούτο δέν τό θέτουν, φυσικά, καθόλου δσοι άπό τήν τυποκρατική τους σκοπιά παρακολουθούν τή διαμόρφωση τής μεθόδου, χωρίς νά γνοιάζονται γιά τις προϋποθέσεις της. ’Άν, δμως, θέσει κανείς τούτο τό έρώτημα, πρέπει καί νά δώσει καταφατική άπάντηση. Μολονότι τό ανθρωπιστικό κίνημα δέν στρέφεται έναντίον τής χριστιανικής θρησκείας (ώστόσο τό παράδειγμα τού V a lla δείχνει δτι οι σχέσεις μέ τήν Εκκλησία δέν ήταν έξίσου άνέφελες), δέν μπορεί νά θεωρηθεί στό σύνολό του κίνημα θρησκευτικό ούτε καί, a fortio ri, θρησκευτι­ κή αντίδραση ένάντια σέ άκραία θύραθεν ρεύματα,185 άλλά πολύ πε­ ρισσότερο άνήκει στή θύραθεν τάση.186 Ε π ειδή μέσα στό κοσμοθεω­ ρητικό σύμπλεγμα τού ορθολογισμού των Νέων Χρόνων ή άνατίμηση τής Φύσης καί ή άνατίμηση τού άτόμου συνυφαίνονταν,187 γ ι’ αυτό καί ή άνθρωπιστική έξύμνηση τού κυρίαρχου ’Ανθρώπου ένίσχυσε eo ip so τή θεώρηση έκείνη, ή οποία στή φυσικό επιστημονική ένασχόληση έβλεπε τήν άπελευθέρωση τού άνθρώπου άπό τήν παλιά κυριαρχία διαμέσου τής δικής του κυριαρχίας πάνω στή Φύση, ένώ στή μέθοδο 183. ’Ορθά έκαμε λόγο ό P ran tl γιά μιά «πλούσια όψιμη άνθηση» τής σχολαστι­ κής λογικής καί τής σχολαστικής φιλοσοφίας γενικά κατά τήν ’Αναγέννηση, G esch. d e r L o g ik , IV , 173 κ.έ. 184. Sch illin g , A x io m a tisc h e M e th o d e, 35 κ.έ.· D ijk ste rh u is, M e ch an isieru n g d e s W eltbild es, 250/1 . 185. Προπαντός ό T o ffan in προσπάθησε νά παρουσιάσει τό άνθρωπιστικό κίνη­ μα ώς χριστιανική-πνευματοκρατική άντίδραση ένάντια σέ άντιθρησκευτικές-φιλοεπιστημονικές τάσεις, όπως π.χ. τόν άβερροϊσμό. Βλ. τό βιβλίο του G esch ich te d e s H u m a n ism u s, p a s sim . 186. Πρβλ. τή ζυγιασμένη κρίση τού K riste lle r, ό όποιος άποκρούει τόσο τή θέ­ ση τού T o ffan in δσο καί τόν μονόπλευρο τονισμό του άναγεννησιακου αριστοτελι­ σμού εκ μέρους τού N a rd i, C h an gin g Views, ίδ. 37 κ.έ., 4 0 , 4 1 /2 . 187. Βλ. τά ύποκεφ. 1 καί 3α αυτού τού κεφαλαίου.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

109

έβλεπε ενσαρκωμένη την ακατανίκητη δύναμη τής Ανθρώπινης νόη­ σης. Ό Ανθρωπισμός Ανακαλύπτει —Από πλάγιους, ίσως, δρόμους καί με τρόπο Αντιφατικό— τόν ύποκειμενικό κόσμο, ενώ ή φυσική έπιστήμη θέτει στό προσκήνιο τόν κόσμο τόν Αντικειμενικό, δμως καί οι δύο τάσεις ευνοούν τελικΑ τή στροφή πρός τό Έ μμενές.188 Σέ σχέ­ ση μέ τΑ μακροπρόθεσμα Αποτελέσματα καί Ανεξάρτητα Από υποκει­ μενικές προθέσεις καί συμπάθειες είναι μάλλον Ασήμαντο τό γεγονός, δτι ό Ανθρωπισμός καί ή νεαρή φυσική έπιστήμη κατά μεγάλο μέρος Αναπτύσσονται παράλληλα δίχως σημεία επαφής ή καί καταπολε­ μούνται Αμοιβαία — άλλωστε είδαμε δτι καί στόν χώρο τής κοσμο­ λογίας ό πλατωνικός παμψυχισμός καί ό ριζοσπαστικός Αριστοτελι­ σμός άσκησαν Ανάλογη επίδραση παρ’ δλη τή μεταξύ τους διαμάχη. Ό Ανθρωπισμός πραγματοποιεί τή στροφή πρός τό Έμμενές προπαν­ τός προβάλλοντας τό αίτημα τής υπαρξιακής έντασης καί Αμεσότη­ τας. Τό αίτημα αύτό δικαιώνει ήθικά τήν επίθεση των Ανθρωπιστών εναντίον τής σχολαστικής συλλογιστικής· στΑ πλαίσιά της πρωτοφανερώθηκε ή σαρκαστική καί μονόπλευρη εκείνη ταύτιση σχολαστικής καί άφηρημένης συλλογιστικής,189 πού, δπως θά δούμε, είναι τυπική καί για τήν εποχή τού Διαφωτισμού. Μιά έκφραση τού αιτήματος τής υπαρξιακής Αμεσότητας είναι ή Ανθρωπιστική (π.χ. V alla) Αντιδια­ στολή λογικής καί ρητορικής, μιά καί Αντικείμενο τής τελευταίας, ή­ δη Από τόν ’Αριστοτέλη και τόν Κικέρωνα, ήταν ό άνθρωπος σ’ δλο τόν πλούτο των μεταβλητών καί έπηρεάσιμων παθών του. Α λλά καί ό τονισμός τής έμπειρίας ή τών «πραγμάτων» ένάντια στίς λογικές Αφαιρέσεις (π.χ. V ives) πηγάζει Από τό αίτημα τής Αμεσότητας, οδη­ γώντας τελικά σ’ εκείνον τόν άντισχολαστικό διαχωρισμό λογικής καί όντολογίας, τόν όποιο συναντήσαμε καί στόν Z a b a r e lla .190 Ή συστηματική δυσφήμιση τής σχολαστικής συλλογιστικής έκ μέρους 188. Βλ. σχετικά τίς καλές παρατηρήσεις τοϋ G ad o l, D ie E in h eit d e r R e n a is ­ san ce ., ίδ. 3 9 6 /7 , 426. Ή μελέτη τής Φύσης καί ή μελέτη τού ανθρώπου είναι συνα­ φείς άπό κοσμοθεωρητική-δομική άποψη καί επηρεάζονται Αμοιβαία. Σέ μιά σημαν­ τική έργασία ό S tu rn e r έδειξε δτι ήδη στόν 12ο-14ο αί. ή τάση αυτονόμησης τής Φύσης συμβαδίζει, μέσα στήν τοτινή πολιτική φιλοσοφία, μέ τήν τάση αύτονόμησης τής Ανθρώπινης δράσης* οί Ανθρώπινες δυνάμεις καί τά Ανθρώπινα κίνητρα Αποδί­ δονται σέ παρΑγοντες έμμενεΐς (N a tu r u n d G e se llsch a ft im D enken d e s H och und S p a t m it t e la lte r s , ίδ. 185 κ.έ., 218 κ.έ.). 189. ΓιΑ τόν χαρακτηρισμό τής σχολαστικής συλλογιστικής ώς «βαρβαρικής» έκ μέρους τών Ανθρωπιστών κτλ. βλ. G arin , L a c u ltu ra f ilo s o f ic a del r in a s c ., 466 κ.έ. 190. C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , I, 98 κ.έ. Μέσα στήν πνευματική ζωή τοϋ Μεσαίωνα ή ρητορική έπαιζε ρόλο όλότελα διαφορετικό, καί ή Ανατίμησή της έκ μέ-

no

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

των ανθρωπιστών δημιούργησε τό πνευματικό κλίμα, μέσα στό όποιο οι χειραφετημένοι από τή θεολογία Αριστοτελικοί μπόρεσαν, ή καί αναγκάστηκαν, νά προσδώσουν στην αριστοτελική λογική άλλο νόη­ μα καί νέα, «ζωντανή» λειτουργία, χαρίζοντάς της έτσι τήν ευκαιρία νά επιβιώσει καί αποδείχνοντας τή γενική ζωτικότητα τού αριστοτε­ λισμού. Ή διαδικασία τής επικράτησης τής μαθηματικής μεθόδου στή φυ­ σική επιστήμη έπιβεβαιώνει τή θέση, δτι ό πλατωνισμός καί ό Αρι­ στοτελισμός υπήρξαν τά πλαίσια Αναφοράς τών συζητήσεων τής με­ ταβατικής περιόδου καί δτι όρισμένες πλευρές τους ενεργοποιήθηκαν ώς δπλα εναντίον τής παραδοσιακής θεολογίας μόνον Αφού εμψυχώ­ θηκαν Από τή νέα κοσμοθεωρητική τοποθέτηση. Ό μω ς ή ένταξή τους σέ μιά καινούργια Αντίληψη συνεπέφερε συνάμα καί τήν Ατροφία τους* επιπλέον, ή Αποκρυστάλλωση τής γλώσσας καί τού περιεχομέ­ νου τής νέας κοσμοθεωρίας οδήγησε στήν έκλειψη τού πλατωνισμού καί τού Αριστοτελισμού ώς συστημάτων σκέψης, παρά τήν Αδιάκοπη αξιοποίηση τών έπιμέρους ιδεών τους μέσα στις νέες συνθήκες καί γιά τήν ικανοποίηση τών νέων Αναγκών. Παρ’ δλη τή συμβολή τού πλα­ τωνικού παμψυχισμού καί τού ριζοσπαστικού Αριστοτελισμού στήν υπονόμευση τής θεολογικής δυαρχίας, τό κοσμολογικό πρότυπο τής μαθηματικής φυσικής επιστήμης έθεσε καί τούς δύο μεμιάς στό περι­ θώριο. Καί τών μαθηματικών ή Ανατίμηση πραγματοποιήθηκε κατά τή μεταβατική περίοδο τις πιό πολλές φορές μέ τή βοήθεια Αναφορών στόν πλατωνισμό, πράγμα πού οδήγησε μερικούς έρευνητές νά τήν Αποδώσουν έσφαλμένα στήν Αναβίωση τής πλατωνικής παράδοσης καί σταν Αγώνα της έναντίον τού κυρίαρχου σχολαστικού Αριστοτελι­ σμού. Ό μως ό πλατωνισμός, μέ τή μαθηματική του ροπή, υπήρχε Από είκοσι σχεδόν αιώνες, καί μάλιστα τόν πιό πολύ καιρό σέ πνευ­ ματικά κυρίαρχη θέση, χωρίς νά δημιουργηθεΐ γ ι’ αυτόν τόν λόγο μαθηματική φυσική έπιστήμη. Ή Αποφασιστική σύνδεση μαθηματι­ κών καί φυσικής γίνεται γιά πρώτη φορά δυνατή πάνω στή βάση τής πεποίθησης, δτι ή Φύση είναι άξιο καί συνάμα όλότελα σταθμίσιμο, δηλ. τέλεια δομημένο Αντικείμενο γνώσης. Γιά τή θεολογική Αντίλη­ ψη (πλατωνικής καί Αριστοτελικής χροιάς) ή certitu do obiecti, ή βεβαιότητα τού γνωστικού Αντικειμένου, ήταν σπουδαιότερη Από τή certitudo m odi p roced en d i, δηλ. Από τή βεβαιότητα τής μεθόδου. ρους τών ανθρωπιστών αποτελούσε ένδειξη τής αντίθεσής τους πρός τό ίδιο τό περιε­ χόμενο τής σχολαστικής σκέψης, βλ. S e ig e l, R h e to ric a n d P h ilo so p h y , 178 κ.έ., 2 1 8 /9, 226 κ.έ.

2. H ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

111

Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτο, δτι ό Θεός, ώς τό εξ ορισμού ασφαλέστατο γνωστικό αντικείμενο, έγγυάται eo ip so τήν ασφαλέ­ στατη καί ύ'ψιστη γνώση, ακόμη κι όταν ή πεπερασμένη γνωστική δύναμη του ανθρώπου δέν κατέχει καμία απόλυτα σίγουρη κοσμικήέλλογη μέθοδο γιά να συλλάβει αύτό τό ύψιστο γνωστικό αντικείμε­ νο. Καί δεύτερο, δτι αντίστροφα ή Φύση, ήδη έξαιτίας τής όντολογικής της κατωτερότητας, δέν μπορεί νά προσφέρει τήν ύ'ψιστη γνώση, ακόμη καί δταν ό ανθρώπινος νους διαθέτει τά τελειότερα μεθοδικά μέσα. ’Από τή σκοπιά των θέσεων αύτών δέν είναι δύσκολο νά κατα­ νοήσουμε τό κοσμοθεωρητικό ύπόβαθρο των σφοδρών συζητήσεων τού 16ου αί. γύρω άπό τό ερώτημα, αν είναι σπουδαιότερη ή certitudo obiecti ή ή certitudo m odi procedendi* τό χαρακτηριστικό είναι δτι, άπό τις αρχές τού 17 ου αί. καί μετά, ή συζήτηση αυτή δλο καί συχνότερα οδηγεί στό συμπέρασμα πώς ή βεβαιότητα τής μεθοδι­ κής γνώσης άξίζει περισσότερο.191 Τό συμπέρασμα αύτό συνεπάγεται, βέβαια, έναν υποβιβασμό τής θεολογικής μεταφυσικής, τής όποιας ή περιωπή εδραζόταν στήν πε­ ριωπή τού θείου αντικειμένου της, καί μιάν άντίστοιχη άνατίμηση τής φυσικής. Ό λόγος, γιά τόν όποιον ή επιλογή υπέρ τής certitudo m odi proced en d i είχε ώς συνέπεια τήν άνατίμηση τής φυσικής καί ταυτόχρονα τήν εφαρμογή τών μαθηματικών στή φυσική, είναι προ­ φανής: αφού ήταν γενική ή πεποίθηση, πώς άσφαλέστερη μέθοδος ή­ ταν ή μαθηματική, δέν υπήρχε άλλος δρόμος γιά τήν οριστική απο­ κατάσταση τής Φύσης άπό τήν έφαρμογή τών μαθηματικών στή φυ­ σική. Δέν πρέπει νά λησμονούμε δτι ή θεολογική παράδοση —τόσο ή αύγουστίνεια δσο καί ή θωμιστική—ποτέ δέν άμφισβήτησε δτι τά μα­ θηματικά δίνουν τήν ύ'ψιστη γνωστική βεβαιότητα,192 τονίζοντας βέ­ βαια παράλληλα, ιδιαίτερα στήν περίοδο τών κρίσιμων αναμετρή­ σεων τού 16ου αί., δτι τό μέτρο τής άξιολόγησης αυτής παραμένει γνωστικό καί δχι όντολογικό (άρα δέν είναι ή certitudo o b iecti).193 Εκείνο πού άμφισβητούνταν έντονα ήταν ή δυνατότητα εφαρμογής τών μαθηματικών στή φυσική, καί μάλιστα έξαιτίας τής χριστιανικής άντίληψης γιά τήν όντολογική κατωτερότητα τού αισθητού κόσμου. 191. Τεκμήρια στον Sch illin g, A xio m . M eth od e, 76/7. 192. Τυπικά χωρία στον Αυγουστίνο, D o lib. a r b it r ., II, 8, δ 21 = PL, 32, 1251/2, καί στον Θωμά, L ibr. P o ste r. Α ηαΙγί. E x p o s ., L ib. I, C ap . T, Lent. I, 10 καί C ap . X X X I, Lect. X L II, 3 ( = O p e ra ., I, 140, 310). 193. Σύμφωνα μέ μιά διατύπωση τού ’Ιησουίτη P e re riu s, τήν όποια παραθέτει ό S ch illin g, A xiom . M e th o d e, 48.

] 12

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Όπως γράφει ό Άκυινάτης, ή φυσική επιστήμη δέν μπορεί νά φτάσει ποτέ σε οριστική καί όλότελα σίγουρη γνώση, αφού τό ίδιο της τό άντικείμενο βρίσκεται σε κίνηση, άρα είναι άσταθές καί αβέβαιο.194 Σέ άντίθεση μέ τή φυσική, τά μαθηματικά δέν έχουν νά κάμουν ούτε μέ τήν αισθητή ύλη ούτε μέ τήν κίνηση* βρίσκονται, λοιπόν, πάνω από τή φυσική — καί κάτω από τή θεολογία.195 ’Ακριβώς αυτή ή ενδιάμε­ ση θέση των μαθηματικών στερεί τή θεολογική άναγνώρισή τους ώς ΰψιστης δυνατής γνωστικής βεβαιότητας άπό κάθε ουσιαστικό περιε­ χόμενο. Τά μαθηματικά γίνονται δηλ. άχρηστα, όταν, άπό τή μιά με­ ριά, ή ανώτερη γνώση τής θεολογίας δέν τά έχει ανάγκη (αφού μάλι­ στα, δπως λέει ό Άκυινάτης, φέρουν πάντοτε τή σφραγίδα των αί-. σθητών, όντας άφαιρέσεις άπ’ αυτά), ενώ, άπό τήν άλλη, άκριβώς έξαιτίας τής άνωτερότητάς τους άπέναντι στή φυσική, αίωροϋνται δί­ χως πάγιο άντικείμενο. Ά π ’ αυτή τήν άνάλυση τής θεολογικής θέσης γίνεται εύκολα κατανοητό ποιά ήταν ή αιχμή τής άντιθεολογικής: ό­ χι βέβαια ή υπεράσπιση τής ύψιστης γνωστικής βεβαιότητας των μα­ θηματικών, πού κανείς δέν άμφισβητοϋσε, άλλά ή άνατίμηση τής Φύ­ σης, καί μάλιστα μέ τή βοήθεια τής θέσης ότι τά μαθηματικά μπο­ ρούν νά έφαρμοστούν στή φυσική, έπειδή ή ίδια ή Φύση είναι λογικά δομημένη καί σταθμίσιμη, άρα άντικείμενο ύψιστης καί οριστικής γνώσης. Πόσο σημαντική ήταν ή κοσμοθεωρητική άπόφαση άνατίμησης τής Φύσης γιά τήν πρόοδο τής μαθηματικής φυσικής επιστήμης τό βλέπουμε, άν άναλογιστούμε τά όρια πού δέν μπόρεσαν νά ξεπεράσουν οι συναφείς τάσεις τού 12ου-Μου αί. Μαθηματικές εξηγήσεις έπιχειρήθηκαν τότε προπαντός στόν τομέα τής οπτικής, ύπό τήν έπήρεια τόσο τής (νεο)πλατωνικής έκτίμησης προς τά μαθηματικά όσο καί τής βιβλικής-πλωτινικής μεταφυσικής τού φωτός. Ωστόσο, καί μέσα στή (νεο)πλατωνική αυτή τάση, όπως καί μέσα στίς άριστοτελικές ταξινομήσεις, ή οπτική (καί μαζί της ή άστρονομία καί ή μουσι­ κή) παρέμεινε στήν κατηγορία των m a th e m a tic a m ed ia, δηλ. των μαθηματικών εκείνων επιστημών, πού έξαιτίας τής εφαρμογής τους σέ φυσικά φαινόμενα δέν περιλαμβάνονταν ούτε στά καθαρά μαθημα­ τικά ούτε στήν κυρίως φυσική. Ή μαθηματική άνάλυση τών φαινομέ194. D e T rin ity Qu. V, A rt. II, a d 4 ( = O p u sc., Ill, 107/8). 195. De T rin ity Qu. V, A rt. I l l , ad 6 ( = O p u sc., Ill, 115). Γιά τήν τοποθέ­ τηση τών μαθηματικών ανάμεσα σέ θεολογία καί φυσική στόν ’Αριστοτέλη βλ. Μεταφ.. 10 2 6 a 6-32, 1 0 6 1 a 28, 1061b 32, 77ερί Ούρ., 3 0 6 a 6-18. Καί γιά τόν (όψι­ μο) Πλάτωνα τά μαθηματικά, άφου δέν άποκόπτονται όλότελα άπό τόν αισθητό κό­ σμο, βρίσκονται παρακάτω άπό τή διαλεκτική, Π ολιτεία, 510b -511d.

2. Μ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

113

νων παρέμεινε, γιά νά Εκφραστούμε έτσι, πέρα άπό τά ίδια τά φαινό­ μενα, καί αυτό, άλλωστε, εξηγεί γιατί όσοι την έπιχειροΰσαν ελάχι­ στα ένδιαφέρονταν γιά τήν πειραματική έπαλήθευση των θέσεων τους. Ή προσοχή τους ήταν μάλλον στραμμένη σέ ζητήματα μεθό­ δου, που ή διερεύνησή τους θά χρησίμευε στήν οριστική διευκρίνιση των σχέσεων προς τή θεολογική κοσμολογία* οι τυπικές προτεραιό­ τητες του θεολογικου πλαισίου σκέψης Εμειναν, Ετσι, άθικτες. Α ντί νά άποτελέσουν τήν αφετηρία νέων εξελίξεων, οι μεθοδολογικές αυ­ τές άναζητήσεις θά κατέληγαν σέ όριστικό άδιέξοδο (σέ προσωρινό αδιέξοδο περιήλθαν έτσι κι αλλιώς στόν 15ο αί.), άν ό G alilei καί οί σύγχρονοί του δέν έδιναν στά γνωστικά ενδιαφέροντα καινούργια κατεύθυνση.196 Ή άσαφής ή όπισθοδρομική τοποθέτηση άπέναντι στό κοσμοθεωρητικό ζήτημα ήταν, άλλωστε, ή αιτία πού οί μεθοδολογι­ κές πρόοδοι του 12ου-Μου αί. ελάχιστα άξιοποιήθηκαν. Αυτό φαίνε­ ται στό παράδειγμα τής επαγωγής, πού έγινε σχετικά νωρίς αντικεί­ μενο θεωρητικής επεξεργασίας καί σοβαρής προσοχής. Τό κύριο εμ­ πόδιο στήν Επιστημονική της χρήση ήταν, όμως, ή έδραζόμενη στίς θεολογικές προτεραιότητες πεποίθηση, ότι ή φυσική δέν χρειάζεται τή μέτρηση καί ότι ή ακριβής μέτρηση είναι δυνατή μόνο γιά τόν Θεό, γιατί ή Εμπειρική Φύση δέν μπορεί νά άναχθεΐ σέ καθαρές ποσότητες, αφού Ενέχει πάντα κάτι τό άλογο καί άστάθμητο. Οί φυσιογνώστες τού 14ου αί. δέν τολμούσαν, μέ άλλα λόγια, νά παραβλέψουν τή συγ­ κεκριμένη ποικιλομορφία τής Φύσης μέ τήν ίδια άλαζονική άδιαφο196. C ro m b ie, A u g u stin e to G a lile o , II, 129, 126/7. Γιά πρώιμες τάσεις πρός τή μαθηματική φυσική ήδη άπό τόν 12ο-14ο αί. βλ. I, 46 κ.έ., II, 97 κ.έ. Είναι πα­ ράδοξο δτι ό ίδιος C rom bie, πού στις παραπάνω περικοπές μάς δίνει μιά διαφορο­ ποιημένη εικόνα τής συνολικής έξέλιξης, γράφει άλλου τή φράση: «οί φυσικοί φιλό­ σοφοι τής λατινικής Χριστιανοσύνης στόν δέκατο τρίτο καί δέκατο τέταρτο αιώνα δημιούργησαν τή σύγχρονη πειραματική έπιστήμη» (G r o sse te ste , 290). Άπό τήν άλλη μεριά, ώστόσο, διαπιστώνει δτι τό δεύτερο κύμα τής επιστημονικής έπανάστασης είχε όχι μονάχα μιά μεθοδολογική-θεωρητική, άλλά καί μιά καθαρά πειραματι­ κή διάσταση καί επομένως πολύ μεγαλύτερη εγγύτητα πρός τήν ίδια τή Φύση παρά τό πρώτο (του 12ου-14ου αί.), πού ένδιαφερόταν περισσότερο γιά γενικές σκέψεις γύρω άπό προβλήματα μεθόδου* καί επιπλέον, άνάμεσα στά δύο τούτα κύματα υπάρχει ενα χρονικό κενό (G ro sse te ste , 295/6). Ό μω ς οί διαπιστώσεις αυτές δέν μπορούν νά συμβιβαστούν μέ τήν άντίληψη μιας εύθύγραμμης έξέλιξης. Ή γενική τοποθέτηση τού C rom b ie παραμένει πάντως ενδιαφέρουσα, γιατί άντικατοπτρίζει τήν άμφιταλάντευση άνάμεσα στή φορμαλιστική καί στήν ιστορική θεώρηση. Βέ­ βαια, ό C rom b ie διαισθάνεται τή σημασία γενικών κοσμοθεωρητικών παραγόντων (π.χ. κάνει λόγο γιά τήν «κατεύθυνση τού ένδιαφέροντος», A u g u stin e to G a lile o , II, 128, 129), δμως δέν προχωρά παραπέρα.

114

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ρία πού τό έκαναν οι διάδοχοί τους στον 17ο.197 Ίσως φαίνεται πα­ ράδοξο, καί όμως είναι άληθινό, δτι ή κοσμοθεωρητική καί όντολογι­ κή άνατίμηση τής Φύσης γέννησε μιά περιφρόνηση τής ίδιας αυτής Φύσης στήν ποιοτική της ποικιλομορφία — άφου μονάχα ό παραγκωνισμός τής τελευταίας, δηλ. μονάχα ή άναγωγή τής Φύσης σε καθα­ ρές ποσότητες μπορούσε νά τήν κάνει εντελώς σταθμίσιμη, καί επο­ μένως ύψιστο γνωστικό άντικείμενο. Αυτό σήμανε τή ριζική στροφή. Οί προγενέστερες τάσεις δέν χάνουν καθόλου τή σπουδαιότητά τους, προπαντός αν δούμε τήν δλη εξέλιξη άπό τυπική-λογική σκοπιά. Ό ­ μως ή δυνατότητα τής άναβίωσης καί τής έπίδρασής τους —καί αυτό σημαίνει: τής μεθερμηνείας καί τής τροποποίησής τους— μετά τόν χειμέριο ύπνο τους κατά τόν 15ο at. δημιουργήθηκε μόνο χάρη στό ξεκαθάρισμα τού κοσμοθεωρητικού προβλήματος, πού πραγματο­ ποιήθηκε μέ πολλούς καί διαφορετικούς τρόπους. ’Αλλιώς οί τάσεις αυτές θά είχαν, ίσως, τήν ίδια τύχη μέ πολλές άξιόλογες άνακαλύψεις τής ελληνιστικής εποχής, πού θάφτηκαν γιά πολλούς αιώνες. Τήν άνικανότητα τής (νεο)πλατωνικής μαθηματικής τάσης νά έπιφέρει αύτοδύναμα τήν παραπάνω στροφή τή μαρτυρεί δχι μόνον ή μακρά καί έπιστημονικά μάλλον άγονη προϊστορία της, άλλά καί ή διαπλοκή της μέ τήν άπόκρυφη μαγική επιστήμη τών άριθμών κατά τήν ’Αναγέννηση. Τό διαδεδομένο αυτό ρεύμα είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο τής μεταβατικής έποχής, καί μάλιστα άπό διπλή άποψη. ’Από τήν άρνησή του νά θεωρήσει τή Φύση ώς τό ύ'ψιστο δυνατό γνω­ στικό άντικείμενο προκύπτει δηλ. δχι μόνον ή ταλάντευση άνάμεσα σέ μονισμό καί δυαρχία, άλλά καί ή έμμονή στήν παραδοσιακή έννοιολογία καί γλώσσα, ή όποια γίνεται δλο καί πιό συγκεχυμένη κα­ θώς ή άνάγκη γιά μιά καινούργια παρουσιάζεται συνεχώς πιεστικό­ τερη. Γιά κάθε θεώρηση τής Φύσης άπό τή σκοπιά τής έπιστήμης τών 197. Γιά τήν προβληματική τών μετρήσεων καί της χρήσης τής επαγωγής βλ. M a ie r , M e ta p h y sisc h e H in te rg riin d e , 397/8* γιά τήν πρώτη εισαγωγή τής μα­ θηματικής μεθόδου βλ. τής ίδιας, A n d e r G ren ze von S c h o la stik u n d N a tu rw iss., 257 κ.έ. Ή M a ie r χρησιμοποιεί έδώ (276, σημ. 50) ρητά τόν δρο «θεμελιώ ­ δης στάση», γιά νά εξηγήσει τό γεγονός, δτι ή έπαγωγή δέν χρησιμοποιήθηκε πρα­ κτικά στή φυσική, μολονότι ήταν θεωρητικά γνωστή. Καί ό G r o sse te ste θεωρούσε τήν άκριβή μέτρηση στή φυσική άδύνατη (C rom bie, G r o sse te ste , 100 κ.έ.* γιά τήν έπαγωγική καί τήν άπαγωγική μέθοδο στόν 12ο αί. βλ. 25 κ.έ., 3 4 /5 , 61 κ.έ.).Ή δυσπιστία απέναντι στή γενίκευση μεμονωμένων περιπτώσεων καί, έπομένως, απέ­ ναντι στήν ιδέα τής ομοιομορφίας τής Φύσης (δυσπιστία πού, κατά τόν C rom b ie, ibid. 293, εξηγεί τή μή εφαρμογή τής επαγωγής), σημαίνει επικράτηση τής ποιοτι­ κής θεώρησης τών φαινομένων, άφού μονάχα ή όλοσχερής ποσοτικοποίηση τής Φύ­ σης κάνει λογικά δυνατή τήν άντίληψη τής όμοιομορφίας της.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

115

αριθμών, ή Φύση συμμετέχει βέβαια στο 'Υπερφυσικό (καί μ’ αυτή τήν έννοια γίνεται ένα βήμα προς την άνατίμησή της καί πρός τόν μονισμό), από τήν άλλη, όμως, πλευρά στέκει στή σκιά του, είναι τό ιερογλυφικό ή τό σύμβολό του. Ή έρευνα τής Φύσης ίσοδυναμεί, έτσι, μέ τήν άποκρυπτογράφηση ενός ιερογλυφικού, πού μέ τή σειρά της θά οδηγήσει στή θέαση τού «αληθινού» Όντος. Τούτο, όμως, δέν συμπί­ πτει μέ τή μαθηματικά νοητή νομοτέλεια, ή όποια κατευθύνει άθέατα τίς κινήσεις τού εμπειρικού κόσμου, άλλά μέ τήν άρχέγονη πηγή τής ένότητας καί τής αρμονίας τού Είναι — μέ άλλα λόγια: γιά τή μαγική αντίληψη τής ένότητας τού κόσμου, ή τελευταία αυτή δέν έδράζεται στήν άφηρημένη νομοτέλεια, άλλά σέ κάποια ύπόσταση ή ουσία.198 ’Έργο τής μαγικής άριθμητικής δέν μπορεί, λοιπόν, νά είναι ή διατύ­ πωση των νομοτελείων ενός κόσμου μεταφρασμένου σέ απλές ποσό­ τητες, άλλά τό μάντεμα τού κρυφού εκείνου Λόγου ή τής μυστικής εκείνης αναλογίας, ή οποία απορρέει άπό τήν αόρατη επήρεια τής παραπάνω υπόστασης ή ουσίας καί άποτελεί τό νοητό έρεισμα τού βαθύτατα άρμονικού καί συνάμα ασύλληπτα πολύμορφου κόσμου. Ή πεποίθηση, πώς ή εμπειρική Φύση έχει ύπερφυσικό υπόβαθρο (δσο στενά κι αν συνυφαίνεται μέ τό τελευταίο) καί πώς, επομένως, δέν μπορεί νά είναι αύτοτελές καί ύψιστο γνωστικό άντικείμενο, ματαιώ­ νει καί έδώ τήν όλοκληρωτική της μετατροπή σέ ποσοτικά μεγέθη, εμποδίζοντας συνάμα καί τήν έπικράτηση τών νέων μαθηματικών. Γιατί άν ή Φύση μετατραπεί όλοκληρωτικά σέ ποσότητες, δέν απομέ­ νει γιά τήν εμπειρία κανένα άλλο υπόβαθρο παρά ή άφηρημένη καί μή ύποστασιοποιήσιμη νομοτέλεια — άκόμη καί άν δεχτούμε οτι ή τελευταία είναι έργο τού Θεού: στήν περίπτωση αυτή, ή θεία δραστη­ ριότητα θά ήταν όλότελα κατανοητή μέ έλλογα μέσα καί ή άποκρυπτογραφική έργασία μέ τήν έννοια τής μαγικής άριθμητικής δέν θά είχε πιά αντικείμενο. Ίσως είναι ερμηνευτικά σκόπιμο νά δούμε άπό τή σκοπιά αυτή τήν εξέλιξη τού K ep ler, δηλ. τή βαθμιαία άπομάκρυνσή του άπό τή μυστική επιστήμη τών άριθμών. Προπαντός στήν άρχή, οί έρευνές του έμπνέονται άπό τή (νεο)πλατωνική-θρησκευτική πίστη στήν έσώτερη αρμονία τού σύμπαντος,199 γρήγορα δμως ή έν198. Βλ. τίς σχετικές μέ τόν C a r d a n o παρατηρήσεις τοΰ H o n ig sw a ld , D e n k e r d e r itaL R e n a is s ., 9 9 /1 0 0 . Μιά παρόμοια τοποθέτηση κάνει καί τόν C u sa n u s, τοΰ όποιου, άλλωστε, οί σχέσεις μέ τή μαγεία δέν φαίνονται τόσο στενές (πρβλ. εντούτοις T h o rn d ik e, H istory ' o f M a g ic , IV, 337 κ.έ.), νά μήν τρέφει άπεριόριστη πίστη στά μαθηματικά, βλ. G a n d illa c , N ik o la u s von C u e s, 153, 165, 167/8, 170/1. 199. Γιά τή χριστιανική, γενικά, έμπνευση τοΰ K e p le r βλ. H u b n er, N a tu riviss. a l s L o b p re is d es S c h o p fe r s, ίδ. 337, 339 κ.έ., 346.

116

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

νοια τής αρμονίας μετατρέπεται, μέσα στή σκέψη του, στήν έννοια τού μαθηματικού νόμου, ενώ ενάντια στή μυστική επιστήμη τών αριθμών τονίζεται ή ανάγκη σύνδεσης τής μαθηματικής άνάλυσης μέ την εμπειρία, δηλ. ή τελευταία δέν θεωρείται πιά είδος «κατώτερης» πραγματικότητας μέ τή θεοσοφική έννοια.200 Μέ τούτη τήν εκτίμηση τής αυτοτελούς γνωστικής άξίας τής εμπειρίας συμβαδίζει καί ή κα­ τάργηση τού άπόκρυφου όντολογικού της υπόβαθρου, άπό τό όποιο άλλοτε τρεφόταν ή μαγική φυσιογνωσία* έτσι, ό K e p le r θεωρεί τις πλατωνικές ιδέες ώς απλά άρχέτυπα μαθηματικών σχέσεων.201 Αυ­ τό, πάλι, ίσοδυναμεί μέ τήν πεποίθηση δτι τό σύμπαν, άφού μετατρά­ πηκε όλότελα σέ ποσότητες, δηλ. άδειασε άπό μαγικά δντα καί έγινε προσιτό στά νέα μαθηματικά, μπορεί νά γνωσθεί άπόλυτα καί άμεσα* δπως λέει ό K e p le r, έφόσον οι μαθηματικοί νόμοι δχι μόνο μπορούν νά γνωσθούν, άλλά καί οι καταβολές τους βρίσκονται μέσα στόν ϊδιο τόν άνθρώπινο Λόγο, ή ανθρώπινη γνώση δέν άπέχει πολύ άπό τή θεία.202 Τήν ίδια σκέψη βρίσκουμε μέ κάθε δυνατή καθαρότητα καί συνέ­ πεια στόν G alilei, τόν όποιο μάλιστα, δπως μάς λέει ό ίδιος, ελάχι­ στα τόν συγκινεΐ ή άναζήτηση μυστικών αρμονιών καί γενικά τό αίσθητικό-θρησκευτικό (νεο)πλατωνικό στοιχείο.203 Στό έπίκεντρο τού ένδιαφέροντός του βρίσκεται μάλλον ό παραμερισμός τού παλιού μεταφυσικού υπόβαθρου τού κόσμου, δηλ. τής έννοιας τής ύπόστα200. Βλ. τήν ανάλυση του C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , I, 347 κ.έ. Είναι χα­ ρακτηριστικό δτι καί του K e p le r ή πεποίθηση γιά τήν έσώτερη λογική τής Φύσης παίρνει τή θρησκευτική μορφή τής πίστης στήν τελειότητα τών έργων τού Θεού: ή σύμπτωση μέσα στή Φύση θά άποτελούσε γιά τόν K e p le r «ύβρη πρός τόν ύψιστο καί παντοδύναμο Θεό» (D e S t e lla N o v a , X X V II = GW, I, 284). Βλέπουμε έδώ πόσο ρευστή ήταν ή μετάβαση άπό τήν πλατωνικά-θρησκευτικά νοούμενη άρμονία στή φυσικοεπιστημονική έννοια τού νόμου· γ ι’ αυτό καί τό άποφασιστικό βήμα πρός τήν τε­ λευταία μπορούσε νά γίνει δίχως νά κλονιστούν οί θρησκευτικές πεποιθήσεις τού ερευνητή. (Γιά τήν ψυχολογικά εύλογη καί καθησυχαστική μεθερμηνεία χριστιανι­ κών κοινών τόπων κατά τό πνεύμα τής νέας φυσικής έπιστήμης θά μιλήσουμε παρα­ κάτω σέ τούτο τό ύποκεφάλαιο. Βλ. καί σημ. 307). Καί στόν K e p le r, δπως καί στόν G alilei ή ήδη στόν L e o n ard o , ή πεποίθηση γιά τήν έσώτερη λογική τής Φύσης, δηλ. ή όντολογική άνατίμηση τής τελευταίας συνδέεται μέ τή γνωσιοθεωρητική άνατίμηση τής εμπειρίας: οί a p rio ri «sp e c u la tio n e s» όφείλουν «νά συμφιλιώνονται» μέ τήν-εμπειρία, διαβάζουμε στήν έπιστολή πρός τόν H o h en b u rg άπό 1 2 .7 .1 6 0 0 = GW , X IV , 130. 201. H a rm . M u n d i, IV , 1 = GW, V I, 216. 202. Έπιστολή στόν H o h e n b u rg άπό 14.9.1599 = GW , X IV , 73. 203. S a g g ., 38 = O p e re, V I, 319. Ενάντια στή μυστική τέχνη τών άριθμών βλ. D ia lo g o , I = O p e re, V II, 35.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

117

σης.204 Παραπάνω εξηγήσαμε γιατί ή άνατίμηση τής Φύσης πραγμα­ τοποιήθηκε αρχικά διαμέσου τής προτεραιότητας πού δόθηκε στή certitu do m odi proced en d i απέναντι στή certitudo o b iectr ίδιες είναι οι προτεραιότητες καί στόν G alilei.205 Φυσικά, έπιβαλλόταν μεγάλη προσοχή, αφού πίσω από έκείνο τό obiectum , σέ τελευταία ανάλυση, κρυβόταν ό ίδιος ό Θεός. ’Αλλά από τήν άλλη μεριά, μόλις τό obiectum αυτό, παρ’ δλες τις ειλικρινείς ή ύποχρεωτικές εκδηλώ­ σεις σεβασμού άπέναντί του, γινόταν πρακτικά άδιάφορο, ή πρώτη φροντίδα τώρα πιά ήταν νά προσδοθεΐ όλη ή περιωπή τού παλιού ΰψιστου γνωστικού άντικειμένου στό καινούργιο, στο οποίο καί άναφερόταν ό αλάθητος, δπως θεωρούνταν, m odus proceden di τής νέας φυσικής έπιστήμης. Τελικά υποστηρίζεται άπερίφραστα —καί ό G ali­ lei είναι ό πιο εύγλωττος στό σημείο αυτό— δτι ή Φύση, άκριβώς δ­ πως πρωτύτερα τό ύ'ψιστο αντικείμενο τής θεολογικής μεταφυσικής, είναι σέ θέση νά προσφέρει στόν m o du s proced en d i τήν επιθυμητή certitu do, επειδή ή ίδια είναι λογικά δομημένη, δηλ. επειδή αποτε­ λεί ενα τέλεια οργανωμένο Ό λο ,206 ενεργεί μέ αναγκαιότητα καί δέν παραβιάζει ποτέ τούς νόμους της,207 χρησιμοποιεί τά άπλούστερα μέσα208 κτλ. κτλ. "Ύστερα άπό τή (σιωπηρή) κατάργηση τού υποστα­ τικού ύπόβαθρου τής Φύσης, ή όντολογική της άνατίμηση ήταν ανα­ πόφευκτη. Γιατί άκριβώς σέ σύγκριση μέ τό υποτιθέμενο υποστατικό της υπόβαθρο φαινόταν όντολογικά κατώτερη, άλογη καί άστάθμητη. ’Αφού τώρα πιά δέν είναι κάτι τέτοιο καί αφού χαρακτηρίζεται άπό άπλότητα καί άναγκαιότητα, μπορούν καί τά μαθηματικά, τά οποία παρουσιάζουν τά ίδια γνωρίσματα, νά άποτελέσουν τον αυτο­ νόητο m o du s p ro ced en d i τής φυσικής επιστήμης* ή βεβαιότητα τής 204. D ia lo g o , ΪΙ = O p e re, V II, 260/1. Οί συνέπειες του παραμερισμού τής έν­ νοιας τής υπόστασης γιά τή διερεύνηση προβλημάτων τής φυσικής καταφαίνεται π.χ. στήν περικοπή άπό M a c c h ie so laria III = O p e re, V, 187/8. Ό G alilei δέν έχει, φυσικά, τήν παραμικρή αμφιβολία γιά τό ποιό μπορεί νά είναι τό μοναδικό δυνατό άντικείμενο τής ορθολογικής σκέψης: ή Φύση (« p ro p rio o g g e tto d e lla filo so fia » είναι «il g r a n lib ro d e lla n a t u r a » , D ia lo g o , E p ist. D ed. = O p ere, V II, 27). 205. D ia lo g o , 1 = O pere, V II, 128/9. Τό αντικείμενο τής θεολογίας είναι υψη­ λότερο, όμως ή βεβαιότητα τής έπιστήμης είναι μεγαλύτερη, διαβάζουμε στή μακρά επιστολή πρός τή Μεγάλη Δούκισσα τής Τοσκάνης άπό τό 1615 = O pere, V, 324/5. 206. D ia lo g o , 1 = O p e re, V II, 43. Έ δώ φαίνεται δτι καί ή ανάλυση των συγ­ κεκριμένων φυσικών φαινομένων, δπως π.χ. τής κίνησης, άφορμάται άπό τή γενική θέση τής έσώτερης λογικής τής Φύσης. 207. Επιστολή στόν C aste lli άπό 2 1 .1 2 .1 6 1 3 = O pere, V, 283. 208. D isc, e D im o str ., Ill = O pere, V III, 197.

118

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μεθόδου στηρίζεται, λοιπόν, στήν εδραία λογική υφή τού νέου ΰψιστου γνωστικού αντικειμένου. Σέ μιάν άμεση πολεμική του έναντίον τής αριστοτελικής αντίληψης, ό G alilei έξαρτά ό ίδιος τή χρήση των μαθηματικών στή φυσική άπό τή λογική υφή τής Φύσης,209 ένώ σέ άλλη περικοπή λέει πώς ή ύλη μπορεί νά εξεταστεί μαθηματικά, επει­ δή είναι αμετάβλητη.210 Συναφής μέ τίς θέσεις αυτές είναι καί ή πεποίθησή του, πώς ό άνθρωπος μπορεί νά γνωρίσει μέ ίση σιγουριά καί άκρίβεια, δηλ. μέ ίση ένταση, όπως καί ό Θεός, μολονότι ή άνθρώπινη γνώση είναι, ώς πρός τήν έκτασή της, πολύ πιό περιορισμέ­ νη άπό τή θεία.211 Ή υπεράσπιση τού μαθηματικού γνωστικού Ιδεώδους στή φυσική επιστήμη συνδέεται, λοιπόν, στενά καί στόν G alilei μέ τήν όντολογι­ κή ανατίμηση τής Φύσης. Γ ι’ αυτόν τον λόγο καί δέν έπαρκεί ή μνεία τού «πλατωνισμού» του γιά νά εξηγηθεί ή στάση του απέναντι στά μαθηματικά. Βέβαια, ό G alilei παραπέμπει συχνά στόν Πλάτωνα, ό­ ταν ύπερασπίζει τήν έφαρμογή τής μαθηματικής μεθόδου στή φυσική έναντίον τών σχολαστικών-άριστοτελικών αντιπάλων του.212 Μ’ αυ­ τό, ωστόσο, θέλει μονάχα νά δικαιώσει καί νά στηρίξει ιστορικά τή δική του θέση* τόν Πλάτωνα τον επικαλείται έντελώς γενικά, βρί­ σκοντας σ’ αυτόν, τό ίδιο δπως οί δάσκαλοι καί ό κύκλος του,213 πιό πολύ τό μεγάλο σύμβολο τής μαθηματικής τάσης, παρά ένα ολόπλευ­ ρο σύστημα σκέψης, άπό τό οποίο προκύπτει μέ εσώτερη λογική αναγκαιότητα ή πρωτοκαθεδρία τών μαθηματικών. Ώς όντολογία καί μεταφυσική ό πλατωνισμός δχι μόνο τού είναι άγνωστος στά κα­ θέκαστα, αλλά καί άδιάφορος. Τό παράδειγμα τού H o b b es, ό όποιος επαινεί εξίσου τήν πλατωνική άγάπη τών μαθηματικών,214 μολονότι 209. D ia lo g o , I = O p e re, V II, 38. 210. D isc, e D im o str., I = O p e re, V III, 51. 211. D ia lo g ο, I = O p e re, V II, 128/9. 212. F ra m m . = O p e re, V III, 6 13/4· D ia lo g o , I = O p e re, V II, 35. 213. K o y re , E tu d e s C a lil., III, 117 κ.έ.* M e tap h . a n d M e a s ., 35 κ.έ. Ό K o y re τονίζει, βέβαια όρθά τήν ταυτότητα μαθηματικών καί («αληθινού») πλατωνι­ σμού, όπως τή βλέπει ό G a lile i, όμως ό ίδιος κάνει τό λάθος νά υπογραμμίζει απο­ κλειστικά τή μαθηματική διάσταση τού πλατωνισμού, άνακηρύσσοντας έτσι τόν G a ­ lilei πλατωνικό δίχως επιφυλάξεις. ’Αλλά καί ή διάκριση μαγικού καί μαθηματικού πλατωνισμού, τήν όποια ό K o y re , καί πάλι όρθά, άντιπαραθέτει στήν αντίληψη τού B u rtt (βλ. παρακ. σημ. 226), δέν άρκεΐ γιά νά στηρίξει μιά γενική ερμηνεία* γιατί επιπλέον χρειάζεται νά γίνει διάκριση άνάμεσα στή λειτουργία τών μαθηματικών στό πλατωνικό-μεταφυσικό καί στό νεότερο φυσικοεπιστημονικό πλαίσιο (βλ. πα­ ρακ. σημ. 216). 214. L ev ., X L V I = E W , III, 668* S i x le s so n s, VI = EW , V II, 346.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

119

ό ίδιος ώς διανοητής βρίσκεται στους αντίποδες του πλατωνισμού καί κατά τα άλλα κάθε άλλο παρά θερμά λόγια χρησιμοποιεί γιά τον Πλάτωνα,215 δείχνει καθαρά πόσο ελεύθερη καί πολεμική (έναντίον τού κυρίαρχου αριστοτελισμού) ήταν ή έπίκληση τής μαθηματικής πλευράς τού πλατωνισμού, καθώς επίσης καί πόσο λίγο άρκεί γιά νά δώσει σέ κάποιον τήν ιδιότητα τού πλατωνικού — αν, βέβαια, θέλου­ με νά πάρουμε στά σοβαρά αυτό τό έπίθετο. Πέρα καί άπ’ αυτό ακό­ μη διαπιστώνουμε δτι ακριβώς ή (ασυνείδητη) άπόρριψη τής πλατω­ νικής όντολογίας εκαμε δυνατή —καί γόνιμη— τήν έπίκληση τού μαθηματικού'πλατωνισμού. Αυτό, δπως ξέρουμε, σημαίνει δτι άκριβώς ή ανατίμηση τής Φύσης στούς Νέους Χρόνους έπέτρεψε τήν πραγμά­ τωση τού πλατωνικά εμπνευσμένου σχεδίου μιας μαθηματικής φυσι­ κής. Γιατί γιά τόν ίδιο τόν Πλάτωνα ή Φύση, ώς κατώτερη βαθμίδα τού Είναι, εμπεριέχει κάτι άνορθολογικό καί τυχαίο, ή κυριαρχία τής αναγκαιότητας στον χώρο της δέν είναι ολοκληρωτική* γ ι’ αυτό καί τά μαθηματικά, δταν εφαρμόζονται στή φυσική, μόνο πιθανότητες μπορούν νά διακριβώσουν. Παρ’ δλη τήν άντίθεσή του πρός τόν ’Αρι­ στοτέλη σχετικά μέ τή χρησιμοποίηση τής μαθηματικής μεθόδου στή φυσική, ό Πλάτων βρίσκεται πλησιέστερα πρός αυτόν παρά πρός τούς μεγάλους φυσικούς τού 17ου αί., δταν τίθεται τό κρίσιμο έρώτημα, σέ ποιόν βαθμό είναι σίγουρα τά άποτελέσματα τής χρησιμοποίησης αυτής.216 Ή σύνδεση τής certitu d o m odi proceden di μέ τή certitudo obiecti, ή όποια συμπορεύτηκε μέ τόν ριζικά καινούργιο ορισμό τού τελευταίου, στις άρχές δέν διατυμπανίστηκε, έν μέρει από παραδο215. L ev., X X X I = E W , III, 357. 216. Αυτό τό υπογράμμισε πολύ σωστά ό S h a p e re στην κριτική του ένάντια στην άδιαφόριστη άντίληψη τού K o y re γιά τόν πλατωνισμό τού G alilei (D e sc a r te s a n d P la to , 575). Ό πως δείχνουν μερικά χωρία από τόν Τιμάω (46e, 53b, 56c), ή πλατωνική άνάγκη δέν άγκαλιάζει δλη τήν επικράτεια τής Φύσης, καί γ ι’ αυτό ή ερ­ γασία τού Δημιουργού μπορεί νά είναι τέλεια μονάχα μέσα σέ όρισμένα δρια. Ή πλατωνική Φύση «περιέχει ένα στοιχείο εξαρχής άνορθολογικό: τίποτε σ’ αυτήν δέν μπορεί νά συλληφθει επακριβώς από τόν Λόγο, καί ιδιαίτερα άπό μαθηματικές έν­ νοιες καί νόμους* παρεκκλίσεις άπό τίς έννοιες τούτες καί άπό τούς νόμους είναι άπό τή φύση τους ανεξήγητες. Είναι άλήθεια δτι τά μαθηματικά μάς δίνουν τή δυνατότη­ τα νά καταπιαστούμε κάπως ικανοποιητικά μέ τόν κόσμο, ωστόσο τό άποτέλεσμά τους παραμένει ςκατά τό είκός’ . Σέ σχέση μέ τήν άντίληψη αυτή ή σύγχρονη επιστή­ μη είναι βαθύτατα άντιπλατωνική, άφού άπορρίπτει τή χαρακτηριστική πλατωνική άποψη, οτι ή Φύση δέν μπορεί νά έξηγηθεΐ ολοκληρωτικά μέ έπιστημονικούς ή μαθη­ ματικούς νόμους» (S h a p e r e , 574). Ή έρμηνεία αυτή συμφωνεί μέ τά συμπεράσμα­ τα των μελετών ένός τόσο έξαιρετικού γνώστη τού Πλάτωνα δπως ό C orn fo rd (P la to 's C o sm o lo g y , 162 κ.έ.). ’Αλλά καί ό C a s sir e r , πού συνήθως τονίζει τό

120

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σιακή εύλάβεια προς τό παλιό θείο obiectum καί έν μέρει από χειρο­ πιαστό φόβο άπέναντι στους γήινους τοποτηρητές του. Ωστόσο ή σύνδεση αυτή ήταν κοσμοθεωρητικά καί λογικά άναπόφευκτη. Ά π ’ αυτή προέκυψε ήδη ή κοπερνίκεια στροφή, στήν οποία ή πίστη στήν απλότητα καί στή λογική δομή τής Φύσης συμβαδίζει με τήν πίστη στήν απλότητα ώς απαραίτητο στοιχείο τής έπιστημονικής εξήγησης τής Φύσης. Ό C opern icu s δχι μόνο θεωρεί τήν πάγια συμμετρία ώς τό σπουδαιότερο πράγμα στή Φύση,217 επαινώντας τήν όξύνοια τής τελευταίας, χάρη στήν οποία άπό μία καί μόνη αιτία παράγονται κάμποσα αποτελέσματα,218 αλλά καί βλέπει στήν «έλλογη τάξη καί αρμονία ολόκληρου τού κόσμου» ένα άποφασιστικό έπιχείρημα πρός στήριξη τής ήλιοκεντρικής υπόθεσης.219 Στό πτολεμαϊκό σύστημα τον ένοχλούσε τό δτι αυτό γινόταν δλο καί πιό περίπλοκο, πράγμα πού δέν συμβιβαζόταν ούτε μέ τό μαθηματικό του αίσθημα τής αρμο­ νίας (άφού μάλιστα πρίν άπό τήν ανάπτυξη τής άλγεβρας τά κατ’ εξοχήν μαθηματικά ήταν ή γεωμετρία), ού'τε καί μέ τήν αντίληψή του γιά τήν κατασκευή τής Φύσης. Πρότεινε, λοιπόν, μιάν ερμηνεία μέ στόχο του τήν απλότητα καί τή συμμετρία, μολονότι σέ πολλά ση­ μαντικά σημεία δέν επιχείρησε τίποτε παραπάνω παρά μιάν αναμόρ­ φωση τού πτολεμαικού συστήματος άπό τή σκοπιά τής ήλιοκεντρικής ύπόθεσης220 — μάλιστα ό K ep ler είπε δτι ό C opern icu s περισσότερο τον Πτολεμαίο ερμήνευσε παρά τή Φύση.221 Τά τότε γνωστά φαινό­ μενα μπορούσαν, βέβαια, νά εξηγηθούν καί πάνω στή βάση τού πτολεμαϊκού συστήματος,222 πού ό C opernicus δέν κατάφερε ούτε καν μιά ριζική άπλούστευσή του223 — γιά νά μήν άναφέρουμε καί τό γεπλατωνικό στοιχείο στήν πρώιμη φυσική έπιστήμη, παρατήρησε δτι προϋπόθεση τής γενικής καί ανεπιφύλακτης έφαρμογής τών μαθηματικών υπήρξε μιά μετατόπιση τής κοσμοθεωρητικής σκοπιάς, ή οποία έκφράστηκε στόν χωρισμό άνάμεσα σέ sc ie n tia καί sa p ie n tia αντί γιά τήν παραδοσιακή υποταγή τής πρώτης στή δεύτερη (O rig in ality o f the R e n a is s a n c e , 51). Γιά τό πρόβλημα τής διαφοράς άνάμεσα σέ Πλάτωνα καί G alilei βλ. καί τίς καλές παρατηρήσεις τού C rom b ie, A u g u stin e to G a lile o , IK 152. 217. Oe R e v o lt E p ist. ded. = σ. 5: «re m ... p ra e c ip u a m , hoc e st m undi form am a c p a rtiu m eiu s ce rta in sy m m etria m ». 218. D e R e v o lt I, 10 ( = σ. 24). 219. De R e v o lt Ϊ, 9 ( = σ. 21)· πρβλ. I, 10 ( = σ. 26). 220. B u tte rfie ld , O rigin s o f M o d ern S c ie n c e , 28* D re y e r, H ist, o f A str o ­ nomy^ 342/3* H a ll, S c ie n t. R e v o lt 63. 221. A stron . N o v a , II, 14 ( = GW, III, 141). 222. K uh n , C opern . R e v o lt 180* H a ll, Scien t. R e v o l., 65/6. 223. K uh n , C opern. R e v o l., 170· D ijk ste rh u is, M e c h a n isie ru n g , 327 /8 .

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

121

γονός ότι δέν έδωσε καμιά φυσική εξήγηση των πλανητικών κινή­ σεων, πού ό ίδιος περιέγραψε με μαθηματικό τρόπο (τήν έξήγηση αυ­ τή τήν πρόσφερε πρώτος ό N ew ton).224 ’Ακριβώς οι παραπάνω άδυναμίες κάνουν άκόμη εμφανέστερη τήν προσπάθεια γιά μιά νέα, άπλουστευμένη ερμηνεία καί συνάμα τονίζουν άδρότερα τήν κοσμο­ θεωρητική προέλευση τής προσπάθειας αυτής. Γιατί ό C opern icus δέν έκανε ό ίδιος σημαντικές παρατηρήσεις, άλλά βασίστηκε στίς παλιές.225 Ή θέση του πρέπει, επομένως, νά κατανοηθεί άποκλειστικά στο φώς τής νέας κοσμοθεωρίας καί του νέου τρόπου σκέψης,226 στόν όποιον, δπως είπαμε, ή απλότητα τής Φύσης καί ή απλότητα τής ερμηνείας της συμβάδιζαν. Ή απλότητα τής ερμηνείας υποδηλώ­ νει, δμως, ταυτόχρονα ένταση τού αισθήματος ισχύος τής άνθρώπινης νόησης, ή οποία τώρα πιά έχει ώς άντικείμενό της τή Φύση· σημαί­ νει, επομένως, τήν άνατίμηση τής πλευράς τού υποκειμένου, τό ίδιο δπως ή άπλότητα (ή λογική) τής Φύσης φανερώνει τήν άνατίμηση τής πλευράς τού αντικειμένου εκείνου, πού τώρα άναγορεύεται ύ'ψιστο μέλημα τής γνώσης. Ό παράγοντας: «υπαρξιακή ένταση» ή «α ί­ σθημα ισχύος» πήρε μέσα στή σκέψη τών Νέων Χρόνων, κοντά στά άλλα, καί τή μορφή τής άναζήτησης τού «ζωντανού» καί «άμεσου». Συναφής είναι καί ή άγάπη τού άπλού, δηλ. εκείνου πού γίνεται κα­ τανοητό άμεσα, χωρίς πολλές διασαφήσεις καί διαμεσολαβήσεις — οπότε ή έννοια τού όρθολογισμού γίνεται ειδητική. Τό απλό γίνεται άξια καί συνάμα δπλο εναντίον τής σχολαστικής συλλογιστικής. Στούς G alilei καί D e sc a rte s αυτό τό σπουδαίο γνώρισμα τού νεότε­ ρου ορθολογισμού εμφανίζεται σέ δλη του τήν καθαρότητα. 224. K uh n , C opern. R e v o lt 121, 153· H a ll, S cien t. R e v o lt 6 7 /8 , 102· B u tterfield , O rig in s, 30/1. 225. D re y e r, H ist, o f A s iro n ., 310. 226. Στό προκλητικό του καί Ακριβώς γ ι’ αυτό τόσο γόνιμο γιά τήν κατοπινότερη ερευνά βιβλίο του ό B u rtt θεώρησε τή (νεο)πλατωνική-πυθαγόρεια λατρεία τών μαθηματικών ώς πηγή τής κοπερνίκειας στροφής καί τόνισε τή σημασία θρησκευτικών-κοσμοθεωρητικών στοιχείων γιά τή διαμόρφωση τής νεότερης φυσι­ κής επιστήμης (ιδιαίτερα γιά τόν Κοπέρνικο βλ. σ. 4 3 /4 ). Ή σημασία αυτή δέν μπο­ ρεί νά Αμφισβητηθεί καί είναι μιά προσφορά του B u rtt δτι τήν τόνισε, δμως δέν δια­ πιστώνει ορθά τήν έκταση καί τήν υφή της. Έ να Αποφασιστικό σημείο τού διαφεύγει, δταν βλέπει τόν κοσμοθεωρητικό (μή έπιστημονικό δηλ.) παράγοντα εντελώς γενικά καί άδιαφόριστα, χωρίς νά εντοπίζει τήν πολεμική του αιχμή ένάντια σέ μιάν αντί­ παλη κοσμοθεωρία. Τό έπιστημονικό έπίτευγμα τού Κοπέρνικου π.χ. δέν μπορεί νά εξηγηθεί αποκλειστικά μέ βάση τόν πλατωνισμό του, μολονότι ό τελευταίος Αποτε­ λούσε υποκειμενική προϋπόθεση. Ό πλατωνισμός είχε ήδη μιά μακρά ιστορία, χωρίς στή διάρκειά της νά Αμφισβητηθεί ποτέ ή πτολεμαϊκή κοσμοεικόνα, ένώ, Αντίστρο­ φα, μερικοί έκπρόσωποι τής φυσικής φιλοσοφίας τής ’Αναγέννησης δέν ήταν λιγότε-

122

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Ή προγραμματική σύνδεση μαθηματικών καί φυσικής ήταν, δπως δείξαμε, συνέπεια καί συνάμα έρεισμα τής κοσμοθεωρητικής-όντολογικής αποκατάστασης τής Φύσης καί τού αισθητού κόσμου γενικά. Θά έξετάσουμε τώρα προσεκτικότερα ορισμένες πλευρές αυτού τού συμπλέγματος, μέ σκοπό νά δώσουμε μιάν έξήγηση στο παράδοξο γεγονός, οτι ή κοσμοθεωρητική-όντολογική άνατίμηση τής εμπειρίας στόν χώρο τής μαθηματικής φυσικής έπιστήμης —σέ άντίθεση μέ δ,τι έγινε σέ άλλους τομείς τού νεότερου ορθολογισμού— διόλου δέν σήμανε τήν έπικράτηση τού γνωσιοθεωρητικού έμπειρισμού. Τήν εξέλι­ ξη αύτή θά τήν κατανοήσουμε καλύτερα, αν δούμε τήν πολεμική λει­ τουργία τής συμμαχίας μαθηματικών καί εμπειρίας — λειτουργία πού άρχικά έπικάλυψε τίς εσώτερες άντιθέσεις τής συμμαχίας αυτής. Τό παράδειγμα τού L e o n ard o d a Vinci είναι εδώ διδακτικό. Λόγος (^μαθηματικά) καί εμπειρία είναι γ ι’ αυτόν έξίσου άπαραίτητα στόν άγώνα του εναντίον τής σχολαστικής αυθεντίας. Ή έμπειρία, δχι ή αύθεντία, είναι «αληθινή δασκάλα», γράφει,227 ένώ σέ άλλη περικοπή πολεμά τήν ϊδια αύθεντία άπό τή σκοπιά τού Λόγου: δποιος επικαλεί­ ται τήν αύθεντία σέ μιά πνευματική διαμάχη, περισσότερο τή μνήμη ρο (νεο)πλατωνικοί άπό τόν Κοπέρνικο, χωρίς, ωστόσο, νά φτάσουν στόν δικό του τρόπο σκέψης καί στά δικά του συμπεράσματα. Στην πραγματικότητα ό πλατωνι­ σμός μπορούσε νά άνοίξει νέες προοπτικές μονάχα χάρη στη συνειδητή ή άσυνείδητη συγχώνευσή του μέ τό πνεύμα τής καινούργιας κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στά­ σης. Τό ζήτημα λοιπόν είναι ποιά εκδοχή τού πλατωνισμού μπορούσε νά έκφράσει καλύτερα τό πνεύμα αυτό καί δχι ή άποδοχή τού πλατωνισμού γενικά καί άόριστα. ’Αποφασιστική παραμένει ή νέα κοσμοθεωρητική τοποθέτηση (στόν Κοπέρνικο αύτή εμφανίζεται ώς άναζήτηση τής άπλότητας καί σαφήνειας), μολονότι στήν υποκειμε­ νική προοπτική τού κάθε ερευνητή ό πλατωνισμός μπορεί νά χρησίμευε ώς άμεσο κ ί­ νητρο. ("Αλλωστε τό αίσθημα μιάς καινούργιας άρχής στήν έπιστήμη άρχίζει νά έξαπλώνεται άκριβώς στήν έποχή τού Κοπέρνικου καί έκδηλώνεται στήν δλο καί μεγα­ λύτερη συχνότητα, μέ τήν οποία τό επίθετο n ovu s εμφανίζεται σέ τίτλους βιβλίω ν, βλ. T h orn d ik e, N e w n ess a n d C ra v in g f o r N ov elty , 584 /5 ). Ό B u rtt κάνει, λοι­ πόν, τή θέση του τρωτή, επειδή δέν διακρίνει άνάμεσα στή δομή καί στό περιεχόμενο τού κοσμοθεωρητικού στοιχείου. IV αυτό καί ό S tro n g χρησιμοποίησε ώς έπιχείρημα εναντίον του τή θεμελιώδη διαφορά τής πλατωνικής άντίληψης γιά τά μαθηματι­ κά σέ σχέση μέ τήν καινούργια (P ro c e d u re s a n d M e ta p h y sic s, 4 κ.έ., 15 κ.έ., 1 85 κ.έ.). ’Όμως κι ό ίδιος ό S tro n g νομίζει έσφαλμένα δτι ή άσυμβιβασία των νέων μαθηματικών μέ τόν μεταφυσικό-κοσμοθεωρητικό παράγοντα, δπως τόν έννοεΐ ό B u rtt, σημαίνει τόν παραμερισμό τού τελευταίου γενικά, υιοθετώντας, έτσι, έμμεσα τή χοντροκομμένη άντίληψη τού B u rtt γιά τούτον εδώ. Μέ άλλα λόγια, ό S tro n g δέν θέτει τό ερώτημα, ποιές στάθηκαν οι μεταφυσικές-κοσμοθεωρητικές προϋποθέ­ σεις τής καινούργιας σύλληψης καί χρήσης τών μαθηματικών: έννοούμε, φυσικά, τήν πεποίθηση, δτι ή Φύση είναι δομημένη λογικά καί νομοτελειακά. 227. T a g e b ., 12, 14.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΤΣΗΣ

123

τ ° υ χρησιμοποιεί παρά τόν νού του.228 Λόγος καί έμπειρία συμπράτ­ τουν, λοιπόν, μέ χειραφετητική πρόθεση, όντας καί οι δύο εξίσου φο­ ρείς τού πνεύματος τής άμεσότητας καί τής ζωντάνιας. ’Ακόμη πε­ ρισσότερο: καί στίς δύο ή αμεσότητα μετατρέπεται σέ άποστομωτική «βεβαιότητα», πού θέτει τέρμα στίς άγονες διαμάχες γύρω από υπε­ ραισθητά πράγματα.229 Τό νόημα τής τελευταίας τούτης παρατήρη­ σης είναι, φυσικά, ότι ή συνεργασία έμπειρίας καί Λόγου στά πλαίσια τού νέου τρόπου σκέψης συνεπάγεται καί συνάμα προϋποθέτει τόν παραμερισμό έκείνου, πού γιά τόν άντίπαλο άποτελεί τό άξιότερο καί ΰψιστο γνωστικό άντικείμενο. Γιά νά μπορέσουν όμως νά στραφούν από κοινού έναντίον τού κοινού έχθρού, ό Λόγος καί ή έμπειρία πρέ­ πει νά έξαρτώνται άμοιβαία σέ ορισμένα, τουλάχιστον, σημαντικά σημεία. Ή μία όψη τής σύνδεσης Λόγου καί έμπειρίας (γιά τήν άλλη γίνεται λόγος στο τέλος τής επόμενης παραγράφου) έγκειται στό ότι μονάχα ή δεύτερη άναγνωρίζεται ώς έπιστημονικά νόμιμο αντικείμε­ νο τού πρώτου καί ότι ό πρώτος μονάχα τότε είναι πράγματι έλλο­ γος, όταν δέν χάνεται σέ πράγματα, τά οποία, όπως λέει ό L e o n a r­ do, «κανένα παράδειγμα παρμένο άπό τη Φύση δέν μπορεί νά τό άποδείξει».230 Ή έξύμνηση τής έμπειρίας είναι, λοιπόν, κατά βάση μιά συνεχής υπόμνηση στον Λόγο γιά τό ποιος οφείλει νά είναι ό αποκλειστικός τομέας τής δράσης του. Καί άντίστροφα: όποιος ζητά μέσα στήν έμπειρία κάτι, πού δέν υπάρχει σ’ αυτή, δέν είναι δυνατόν νά βαδίζει μέ βάση τόν Λόγο.231 Τό άξίωμα, πώς ό «άληθινός» Λόγος πρέπει νά έχει τήν έμπειρία ώς μοναδικό του άντικείμενο, υποστηρίζεται άπό τή θέση, πώς κάθε γνώση πηγάζει άπό τήν έμπειρία των αισθήσεων.232 Μολονότι ή θέση αυτή φαίνεται καθαρά γνωσιοθεωρητικής υφής, ώστόσο μέσα της υπάρχει ή πολεμική-χειραφετητική πρόθεση, πού ήδη συναντήσαμε μέ τή μορφή τού αιτήματος γιά ζωντάνια καί άμεσότητα. Ό τονι­ σμός τής «βεβαιότητας κάθε πράγματος πού περνά άπό τίς αισθή­ σεις» χρησιμεύει γιά νά θεωρηθούν, κατ’ άντιδιαστολή, ώς ψευδοπρο­ βλήματα θέματα όπως «ή ουσία τού Θεού, τής ψυχής καί τά παρό­ μοια».233 Ώστόσο, ό L e o n ard o γνωρίζει καί μιάν άλλη, περιεκτικό228. 229. m a d re 230. 231. 232. 233.

loc. cit., 14. loc. cit., 34 (so m m a c e r t e z z a delle m a tem a tich e), 26 (e sp e rie n z a , di ogn i c e rte z z a ). loc. cit., 36. loc. c it., 28. loc. cit., 26. ibid.

124

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

τερη έννοια τής εμπειρίας, ή όποια δεν περιλαμβάνει μονάχα τήν άφελή καθημερινή εμπειρία των αισθήσεων, άλλά (δυνητικά τουλάχι­ στον) τό περίπλοκο σύνολο τής οργανωμένης γνώσης, δπου κυριαρχεί δχι ή αίσθηση, άλλά ό «αληθινά έλλογος» (μέ τήν παραπάνω έννοια) Λόγος. Γράφει, λοιπόν, ό L eo n ard o δτι δσες έπιστήμες άναφέρονται αποκλειστικά στή σκέψη (προφανώς έδώ έννοείται ή συλλογιστική) δέν περιέχουν καμιάν αλήθεια, άφοϋ δέν περιέχουν καί καμιάν έμπειρία, τονίζει δμως παράλληλα δτι καμιά ερευνά δέν άποτελεί άληθινή επιστήμη, αν δέν χρησιμοποιεί μαθηματικές αποδείξεις, κι δτι βε­ βαιότητα υπάρχει μόνον δπου έφαρμόζονται τά μαθηματικά ή γίνε­ ται αναφορά σ’ αυτά.234 Ό ,τι άρχισε ώς αισθησιοκρατία τελειώνει, έτσι, ώς ομολογία πίστεως στον Λόγο. Ή συμμαχία Λόγου καί εμ­ πειρίας, πού φαινόταν άδιάσπαστη στον άγώνα ένάντια στόν αντίπα­ λο, γίνεται άσταθής καί διφορούμενη, δταν πρόκειται νά οριστούν οι άρμοδώτητες των δύο συμμάχων. Γιατί που θά βρεθούν τά δεσμευτι­ κά κριτήρια γιά νά άποφασιστεί, σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πού σταματά ή χρησιμότητα τής εμπειρίας των αισθήσεων, γιά ν’ άφεθεί τό προβάδισμα στά μαθηματικά; Κι άκόμη: είναι πάντοτε ή εμπειρία άξιόπιστη καί άξιοποιήσιμη ή άρκούν οι μαθηματικές άποδείξεις από μόνες τους; Ό L eo n ard o άπαντά καταφατικά στό τελευ­ ταίο αυτό ερώτημα: ναι, μπορούμε νά παραιτηθούμε άπό τήν έμπειρία (μέ τή στενή έννοια) καί παρ’ δλα αύτά νά πορισθούμε τήν όρθή γνώση, αρκεί νά γνωρίζουμε τίς αιτίες καί νά άναπλάθουμε μέ τή σκέψη μας τά άποτελέσματα. Οι φράσεις πού συνοδεύουν τήν Από­ φανση τούτη είναι στ’ αλήθεια αποκαλυπτικές γιά τίς κοσμοθεωρητι­ κές προϋποθέσεις τής νοησιαρχικής τοποθέτησης τού L eo n ard o : «Δέν υπάρχει στή Φύση άποτέλεσμα δίχως αιτία* κατανόησε τήν αί­ τια καί ή έμπειρία δέν σου χρειάζεται».235 Ή εμπιστοσύνη πρός τή νόηση εδράζεται, λοιπόν, στήν πίστη δτι ή Φύση είναι έλλογη — μέ άλλα λόγια: ό γνωσιοθεωρητικός ύποβιβασμός τής έμπειρίας συμβα­ δίζει μέ τήν όντολογική άνατίμηση τής Φύσης. (’Ακριβώς τόν ίδιο συσχετισμό είχαμε καί στή θεολογική κοσμοθεωρία, είτε πλατωνική είτε αριστοτελική ήταν ή άφετηρία της: ή μαρτυρία των αισθήσεων δέν λαμβανόταν καθόλου ύπόψη, δταν γινόταν αναφορά σέ δ,τι θεω­ ρούνταν ώς ένσάρκωση τής ϋψιστης λογικής τού Είναι, δηλ. τόν Θεό. Ή νέα κοσμοθεωρητική τοποθέτηση διακρίνεται άπό τήν παλιά μόνο 234. loc. cit., 30. 235. lo c. ci£., 32. Βλ. σχετικά τίς παρατηρήσεις τοΰ L u p o rin i, L a M en te d i L e o n a r d o , 25/6.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΤΣΗΣ

Ί25

καί μόνον ώς πρός τό ότι θεσπίζει μιά νέα καί διαφορετική όντολογι­ κή ιεράρχηση). Ε π ειδή, λοιπόν, ή Φύση δεν παραβιάζει ποτέ τούς νό­ μους της, επειδή προτιμά τόν άπλούστερο δρόμο καί επειδή κηδεμό­ νας της είναι ή άναγκαιότητα,236 γ ι’ αύτό καί πρέπει νά υπάρχει αυ­ τόματη συμφωνία έμπειρίας καί νόησης, αν ή τελευταία εργάζεται ορθά. Τό πρόβλημα είναι «μόνον» ή «όρθή» ερμηνεία τής έμπειρίας των αισθήσεων, ή όποια, ωστόσο, ποτέ δέν σφάλλει — μόνον οι κρί­ σεις μας σφάλλουν.237 ’Αφού έτσι έχουν τά πράγματα, τό κύριο ένδιαφέρον τού επιστήμονα δέν άναφέρεται στήν εμπειρία των αισθή­ σεων καθαυτή, αλλά στήν ερμηνεία της, ή οποία, μέ τή σειρά της, εί­ ναι δραστηριότητα τού Λόγου, καί μάλιστα υποταγή τής έμπειρίας των αισθήσεων στά άξιώματα τού Λόγου. Παραπάνω μιλήσαμε γιά τή σύνδεση έμπειρίας καί Λόγου μέ τήν έννοια δτι ή έμπειρία έγείρει τήν αξίωση νά άποτελεΐ τό άποκλειστικό άντικείμενο τού Λόγου, δηλ. νά καθορίζει τόν προσανατολισμό του. Ή δεύτερη δψη τής ίδιας σύνδεσης σημαίνει τήν κυριαρχία τού Λόγου, ό όποιος ερμηνεύει τήν έμπειρία στό φως των άξιωμάτων τής λογικής καί τής άναγκαιότητας τής Φύσης. Αύτό διόλου δέν γεννά τό αίσθημα δτι ή έμπειρία προδίδεται, έστω κι άν ό Λόγος στέκει σέ άπόσταση άπ’ αυτήν, αξιο­ λογώντας την διαφορετικά άπ’ δ,τι άξιολογεί ή ίδια τόν έαυτό της. Ώς σημαντική ένδειξη γιά τήν παραμονή τού «άληθινοϋ» Λόγου στό πλευρό τής έμπειρίας, άκόμη κι δταν τά δεδομένα των αισθήσεων χρειάζεται νά μεθερμηνευθούν, θεωρεί ό L eo n ard o τήν πρακτική έφαρμογή των κατακτήσεων τού Λόγου — δηλ. τήν τεχνική. Σ ’ αυ­ τήν παρουσιάζονται μέ ένάργεια καί οί δύο παραπάνω δψεις τής σύν­ δεσης Λόγου καί εμπειρίας.238 Ή έκπληκτική ομοιότητα των άπόψεων τού G alilei καί τού L e o ­ n ard o , σχετικά μέ τίς σχέσεις Λόγου καί έμπειρίας —μολονότι ό δεύτερος δέν είναι έπιστήμονας μέ τή σύγχρονη έννοια, ένώ ό πρώτος είναι ίσως ό έπιστήμονας κατ’ έξοχήν—, στηρίζει τήν άποψή μας, δτι άκόμη καί θέσεις, πού μοιάζουν καθαρά γνωσιοθεωρητικές, έχουν κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο, δηλ. ή άπόφαση σχετικά μ’ αυτές παίρνεται προκαταβολικά στά πλαίσια μιάς γενικής κοσμοθεωρητικής 236. loc. cit. , 32. 237. ibid. 238. lo c. ci£., 40. Ό L e o n a r d o ισχυρίζεται ταυτόχρονα τόσο τόν καθοδηγητικό ρόλο τής επιστήμης ώς πρός τήν πρακτική (la sc ie n z a e il c a p ita n o e la p r a t ic a sono i so ld a ti) δσο καί τό ρίζωμα τής μαθηματικής επιστήμης στή μηχανική (la m e c a n ic a e il p a r a d is o delle sc ie n z e m ath e m a tic h e, p erch e con q u e lla si viene al fru tto m a te m a tic o ).

126

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

(προ)άπόφασης, ενώ οί ϊδιες προκύπτουν μέ άπαγωγικό τρόπο στή συνέχεια. ’Άν δούμε έτσι τά πράγματα, ή διαμάχη γύρω άπό τή συμ­ βολή τού L e o n ard o στή νεότερη έπιστήμη καταντά σκιαμαχία. Γιά τό πρόβλημά μας είναι άδιάφορο αν ό L e o n ard o πρόσφερε κατιτί μέ τήν έπιστημονιστική-θετικιστική έννοια.239 ’Εντελώς τό άντίθετο: ή (ορθή) διαπίστωση, δτι ή συμβολή του άπ’ αυτή τήν άποψη στάθηκε μηδαμινή, κάνει τό κοσμοθεωρητικό ύπόβαθρο των άντιλήψεών του καθώς καί τής θεωρητικής συμφωνίας του μέ τόν G alilei (ή οποία άπό κανέναν ερευνητή δέν άμφισβητήθηκε καί άπό μερικούς κατα­ δείχτηκε λεπτομερειακά240) ακόμη έμφανέστερο, άφού μάλιστα ή συμφωνία αυτή δέν άναφέρεται σέ συναφείς άποφάνσεις πάνω σέ τού­ το ή εκείνο τό πρόβλημα, άλλά στήν ίδια τή δομή τής σκέψης τους, πού εδράζεται σέ ταυτόσημα αξιώματα. Καί στόν G alilei βρίσκουμε σέ πρώτη θέση τή συμμαχία Λόγου καί έμπειρίας εναντίον τής αυθεν­ τίας, τήν οποία έπικαλείται ό θεολογικός άντίπαλος. Εναντίον τής τελευταίας προβάλλεται δχι μόνον ή αυτονομία τού Λόγου, άλλά συ­ νάμα καί ή θέση, δτι άντικείμενο αυτού τού Λόγου είναι «ό αισθητός κόσμος».241 Ή έμπειρία επιστρατεύεται, ώστόσο, εναντίον τής αυ­ θεντίας δχι μόνο μ’ αυτή τή μορφή, άλλά καί μέ τή στενότερη γνωσιοθεωρητική έννοια, δηλ. ώς έμπειρία των αισθήσεων (esperien ze se n sate ) στή σύμπραξή της μέ τίς λογικά άναγκαίες άποδείξεις (dim o stra z io n i n e c e ssa r ie ).242 Εντούτοις, ή αισθησιοκρατία ξεπερνιέται χάρη στή έφαρμογή των μαθηματικών στή φυσική — έφαρμογή πού μέ τή σειρά της εδράζεται, δπως ξέρουμε, τόσο στόν G alilei δσο καί στόν L e o n ard o στήν πίστη, δτι ή Φύση είναι δομημένη μέ λογική άναγκαιότητα. Έ τσ ι δημιουργούνται οί προϋποθέσεις τής στροφής πρός τή νοησιαρχία, ή όποια, γιά λόγους πού θά έξετάσουμε, 239. Τό άρνεΐται έμφατικά ό R a n d a ll, The P la c e o f L e o n a r d o , 192/3. Πρω­ τύτερα άκόμη ό O lsch k i, L it e r a t u r d e r T ech nik, 4 1 0 κ.έ. ’Αντίθετα ό L u p o rin i, L a M en te d i L e o n a r d o , κεφ. I, ό όποιος άναπτύσσει παραπέρα τήν επιχειρηματο­ λογία τοΰ R u ggiero ένάντια στόν Olschki (‘L a C ultura Scientifica del R inascim e n to \ C r itic a , XXVT, 1928). Σ έ γενικές γραμμές θά πρέπει νά συμφωνήσουμε μέ τήν καλοζυγισμένη κρίση τοΰ J a s p e r s , L io n a rd o a ls Philosophy 20 κ.έ. 240. C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , 1, 318 κ.έ.· M on d olfo, F ig u r e e id e e, 3 κ.έ. 241. D ialogoy II = O pere, V II, 139: «ven ite p u re con le ra g io n i e con le d im o stra z io n i... non con te sti e nude a u to r ita , p erch e i d isc o rsi n o stri han no a e s se re in torn o a l m ondo se n sib ile». 242. Βλ. τήν έπιστολή στή Μεγάλη Δούκισσα τής Τοσκάνης άπό τό έτος 1615 = Operey V, 341/2* πρβλ. M a c c h ie s o la r i, II = O p ere, V, 139, καί S a g g ., 4 8 = Operey V I, 339, 341.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

127

στον G alilei παίρνει μορφή πολύ πιο άκραία παρά στόν L e o n ard o , πράγμα πού φανερώνει τις γενικότερες τάσεις της συστηματικής φυ­ σικής επιστήμης. ’Από τήν πίστη στήν έσωτερική λογική καί αλήθεια τής Φύσης (είναι χαρακτηριστικό ότι ό G alilei χρησιμοποιεί μερικές φορές τούς όρους « n a tu r a » καί «v ero » παράλληλα καί συνώνυ­ μα243) προκύπτει, καί στίς δύο περιπτώσεις, ή βεβαιότητα ότι οι πα­ ρατηρήσεις τών αισθήσεων (se n sa te o sse rv a zio n i) μπορούν νά άντικατασταθούν μέ τή λογική άνάλυση (d isco rso )244 καί ότι ή γνώση τής αίτιας άρκεί γιά τήν πρόγνωση τών άποτελεσμάτων, καί μάλιστα χωρίς τή βοήθεια τής έμπειρίας.245 Ή όρθή νόηση μπορεί μάλιστα, υπό όρισμένες συνθήκες, νά είναι άνώτερη από τό πείραμα, άφοϋ αυ­ τό συχνά έξαρτάται από συμπτώσεις καί παράγοντες πού επηρεάζουν δυσμενώς ή καί έκτρέπουν τήν πορεία του.246 Όταν ένα άποτέλεσμα είναι άναγκαίο, μπορούμε καί δίχως πειράματα νά ισχυριστούμε ότι θά έπισυμβεΐ.247 Τό νοητικό πείραμα μπαίνει, έτσι, στή θέση τού πραγματικού. Καί τά νοητικά πειράματα, άλλά καί οί επιστημονικά αναγκαίες υποθέσεις στηρίζονται στήν πίστη, ότι ή Φύση διέπεται άπό λογική άναγκαιότητα. Γιατί ή πλήρης όρθολογικότητα μιας επι­ στημονικής ύπόθεσης είναι προϋπόθεση τής διατύπωσής της καί συ­ νάμα προκαταβολική ένδειξη τής όρθότητάς της, άφού γίνεται δεκτό πώς καί ή συμπεριφορά τής Φύσης είναι ορθολογική, δηλ. σταθμίσιμη* γ ι’ αύτό άκόμη καί μιά έμπειρική διάψευση δέν μπορεί νά θέσει σέ άμφισβήτηση τή θεωρητική ορθότητα μιας άπόδειξης στηριζόμενης σέ ύποθέσεις.248 Δυσπιστία πρός τή Φύση θά κατέληγε σέ έναν κοντόθωρο εμπειρισμό, δηλ. στήν αίώνια παραμονή στήν έπαγωγική διαδικασία* άλλά ή καθαρή έπαγωγή είναι όχι μόνον άδύνατη, άλλά καί άχρηστη, ήδη έπειδή είναι πρακτικά άδύνατον νά έξαντλήσουμε διαδοχικά όλες τίς μεμονωμένες περιπτώσεις.249 Δέν είναι έντούτοις σωστό, μετά άπ’ αυτά, νά υποθέσουμε ότι ό G alilei φτάνει στήν άκρα νοησιαρχία. Σ ’ αύτό τόν έμποδίζει όχι μόνο τό πολεμικό νόημα τής επίκλησης τής έμπειρίας, όχι μόνον ή έντονη αίσθησή του γιά τίς σχέσεις άνάμεσα σέ τεχνική καί έπιστήμη,250 άλ243. 244. 245. 246. 247. 248. 249. 250.

D isc, e D i m o s t r I = O p e re, V III, 131. loc. cit., 105. D isc, e D im o str., IV = O p e re, V III, 296. Επιστολή στόν In go li (1624) = O p ere, V I, 545/6. D ia lo g o , II = O p e re, V II, 171. Επιστολή στόν C a r c a v y άπό 5.6.1637 = O pere * X V II, 90/1. C on sid . a p p a r t . a l lib ro d e l S ig . V incenzio = O pere, IV , 701. O lsch k i, G a lile i, 148 κ.έ.

128

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

λά καί ή πίστη του στήν εσωτερική, αν καί συχνά κρυφή, λογική καί επομένως αξιοπιστία τής έμπειρίας.251 Καί γ ι’ αυτόν, όπως πρωτύτε­ ρα (σε πολύ μικρότερο βαθμό) γιά τόν L e o n ard o , τό ουσιαστικό εί­ ναι ή «ορθή» ερμηνεία τής αισθητήριας έμπειρίας. Γιατί αυτή από μό­ νη της μπορεί μονάχα νά δείξει ότι κατιτί υπάρχει, όχι όμως καί πώς ή γιατί ύπάρχει*252 άφοϋ οι αισθήσεις συχνά ξεγελιούνται, πρέπει νά τις διορθώνει ό Λόγος, ό όποιος φανερώνει τήν αιτία τής πλάνης τους, εξηγώντας με μαθηματικό τρόπο αίτια καί πορεία ένός φαινο­ μένου.253 Αύτή ή έρμηνεία τής έμπειρίας τών αισθήσεων όδήγησε, ό­ πως είναι γνωστό, ίσαμε τόν χωρισμό άνάμεσα σέ πρωτεύουσες καί δευτερεύουσες ιδιότητες. νΑν οί ιδιότητες, πού αντιλαμβάνονται τά αισθητήριά μας, υπάρχουν μόνο γιά μάς, τότε ή πραγματικότητα συνίσταται μόνον άπό μορφές, αριθμούς καί κινήσεις*254 τό βιβλίο τής Φύσης είναι γραμμένο μέ γεωμετρικά σχήματα.255 Ή διαμφισβήτηση τής αισθητήριας έμπειρίας δημιούργησε, βέβαια, τεράστια γνωσιοθεωρητικά προβλήματα καί πρέπει γ ι’ αυτό νά θεωρηθεί ή μία βα­ σική πηγή τής γνωσιοθεωρίας τών Νέων Χρόνων στό σύνολό της (ή άλλη έγκειται στό πρόβλημα τών ορίων τής άνθρώπινης γνώσης, τό οποίο τέθηκε έξαιτίας τής πολεμικά άναγκαίας άπόρριψης τής παλιάς έννοιας τής υπόστασης καί τής γνωσιμότητάς της)* όμως, άπό τήν άλλη πλευρά, δέν υπήρχε άλλος δρόμος γιά νά νοηθούν ό κόσμος καί ή ύλη μέ τρόπο πού νά έφαρμόζοντοα πάνω τους τά μαθηματικά, έκτος άπό τό νά έρθει κανείς άντιμέτωπος μ’ αυτές τις γνωσιοθεωρητικές δυσκολίες. Ubi m a te ria , ibi g e o m e tria, είχε θέσει ώς άξίωμα ήδη ό K e p le r,256 έξαγγέλλοντας έτσι τή μετατροπή τής ύλης άπό 251. Τή συνάφεια τούτη φαίνεται νά παραβλέπει ό K o y re , δταν τονίζει κάπως μονόπλευρα τό νοησιαρχικό στοιχείο στόν G alilei (E tu d e s G a lil., Ill, 126, 128). Βλ. άπεναντίας τις καλές παρατηρήσεις τού C lavelin , P h ilo s. n atu r. de GaZ., 4 2 8 κ.έ., 43 4 /5 . 252. Επιστολή στόν Liceti άπό 2 3 .6 .1 6 4 0 = O pere, X V III, 208. 253. Επιστολή στόν L eo p o ld o (1640) = O p ere, V III, 511* D ia lo g o , II = O p ere, V II, 280 κ.έ.· D e p h a e n . in o rb e lu n ae = O p ere, III, 393 κ.έ. 254. S a g g ., 48 = O p e re, V I, 3 50, 347. 255. S a g g ., 7 = O p e re, V I, 232. Σέ άλλο χωρίο (έπιστολή στόν L iceti άπό ’Ια­ νουάριο 1641 = O p e re, X V III, 295) ό G alilei γράφει δτι τό βιβλίο τής φιλοσοφίας (δχι τό βιβλίο τής Φύσης, αύτή τή φορά) είναι γραμμένο μέ γεωμετρικά σχήματα, καί αυτό συνεπάγεται προφανώς δτι γ ι' αυτόν κόσμος καί γνώση παρουσιάζουν τήν ’ίδια δομή. Πώς ό χωρισμός πρωτευουσών καί δευτερευουσών ιδιοτήτων έκ μέρους τού G alilei γονιμοποίησε άντιλήψεις τής άρχαίας άτομιστικής περιγράφει ό Low enheim , D e r Ein flu fi D e m o k rits, ίδ. 253 κ.έ. 256. Τό παραθέτει ό C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , I, 351, σημ. 2. Ή μαθη­ ματική πρόθεση παρακινεί τόν K ep le r καί στήν αντικατάσταση τής ψυχής μέ τήν έν-

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΤΣΗΣ

129

ποιότητα σέ ποσότητα, δηλ. σέ κάτι ομογενές καί μετρήσιμο.257 Τά πράγματα πήραν τέτοια παράδοξη τροπή, ώστε οι ύπέρμαχοι τής πα­ ραδοσιακής κοσμοεικόνας μπορούσαν τώρα νά εμφανιστούν ώς υπε­ ρασπιστές τής συγκεκριμένης ποιότητας τού κάθε πράγματος καί νά χρησιμοποιήσουν τό έπιχείρημα τής άμεσότητας καί τής ζωντάνιας τής γνώσης πρός όφελος των άπόψεών τους. Κρυβόταν στ’ άλήθεια μιά βαθιά ειρωνεία στό γεγονός, δτι ή αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου στά πλαίσια τής φυσικής επιστήμης δέν ήταν δυνατόν νά πραγματοποιηθεί μέ τήν έπίκληση τής άμεσης έμπειρίας. Ό αισθητός κόσμος μπορούσε νά άποτελέσει τό άξιο άντικείμενο τής γνώσης (μέ τήν έννοια τού αγώνα εναντίον τής θεολογικής όντολογικής ιεραρ­ χίας), μονάχα αν έπιδεχόταν μαθηματική σύλληψη. Ό μως ή μαθη­ ματική άνάλυση έδειχνε δλη της τή ρώμη στήν περιγραφή καθαρών σχέσεων, πού καθαυτές δέν παρουσιάζονται ποτέ στήν άμεση εμπει­ ρία. Ό αισθητός κόσμος ώς αντικείμενο τής γνώσης παρουσιάζει, λοιπόν, δομές λογικά κατανοητές (αν αυτό δέν γίνει δεκτό, φυσική επιστήμη είναι άδύνατη, γ ι’ αυτό καί γιά νά άνδρωθεΐ ή τελευταία χρειάστηκε νά αγωνιστεί εναντίον τής θέσης, δτι μονάχα τό unum verum bonum είναι επιδεκτικό καθαρά λογικής σύλληψης), ενώ ό κόσμος των αισθήσεων ώς γνωστικών δυνάμεων φαίνεται παραπλα­ νητικός. Γ ι’ αύτό καί έπρεπε λίγο-πολύ νά παραμεριστεί, πράγμα πού έγινε άκριβώς στό δνομα τής κοσμοθεωρητικής πίστης στή λογική δομή τού (αισθητού) κόσμου στό σύνολό του. Γιά τήν άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου μέ τή φυσικό επιστημονική της έννοια έπαρκεί, μέ άλλα λόγια, ή θέση δτι ή εμπειρία είναι άξιο ή άποκλειστικό αντι­ κείμενο τής γνώσης. Ό γνωσιοθεωρητικός έμπειρισμός δέν είναι εδώ αναγκαίος. Γ ι’ αύτό καί ή στροφή πρός τή μαθηματική νοησιαρχία έπιτελείται στά πλαίσια τής φυσικής επιστήμης μέ ήσυχη τή συνείδη­ ση, δέν θεωρείται δηλ. προδοσία τής έμπειρίας ή έπιστροφή στή συλλογιστική-άπαγωγική μέθοδο τού άντιπάλου, δπως συχνά θεω­ ρήθηκε στόν 18ο αί., κατά τον αγώνα έναντίον τού καρτεσιανισμού. Ή θεμελιώδης διαφορά μέ τόν άντίπαλο ήταν, άλλωστε, ό ορισμός τού ΰψιστου καί άσφαλέστατου γνωστικού άντικειμένου, ένώ ή δια­ μάχη γύρω άπό τή μέθοδο άποτελούσε μόνο τό αναπόδραστο συνα­ κόλουθο τής κοσμοθεωρητικής άντίθεσης. Όσο αυτή παρέμενε ζωννοια τής δύναμης, μολονότι τό θεωρητικό κέρδος άπ’ αύτό δέν φαίνεται μεγάλο, βλ. D ijk ste rh u is, M e c h a n isie ru n g , 347. 257. Βλ. τήν ωραία άνάλυση τού C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , I, 387 /8 · πρβλ. M a ie r , M e ta p h . H in te rg riin d e , 3 40/1.

130

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

τανή, δεν μπορούσε νά γεννηθεί καί ή εντύπωση δτι προδίδεται ή εμ­ πειρία: έφόσον καταφρονητής τής εμπειρίας ήταν έξ ορισμού ό αντί­ παλος, κάθε επίθεση εναντίον του (ακόμη καί με νοησιαρχικά μέσα) θεωρούνταν, εξίσου έξ ορισμού, σε τελευταία άνάλυση υπεράσπιση τής εμπειρίας. Τό γιατί ό G alilei προχώρησε μέ τόση συνέπεια στόν δρόμο των μαθηματικών τό άντιλαμβανό μαστέ καλύτερα, αν άναλογιστούμε τη σφοδρότητα καί άσυμβιβασία τής πολεμικής του, ή οποία είχε ώς στόχο της νά γκρεμίσει τήν παλιά κοσμολογία στό σύνολό της καί νά βάλει στή θέση της ένα νέο "Ολο. Ή καθημερινή έμπειρία δέν άντέκρουε τήν αριστοτελική κοσμοεικόνα ούτε καμία παρατήρηση μπο­ ρούσε νά τήν άνασκευάσει, δσο δέν άλλαζε ό τρόπος τής θεώρησης καί ή θεμελιώδης κοσμοθεωρητική στάση.258 Δέν είναι λοιπόν παρά­ δοξο, πού ή επίθεση εναντίον τού ’Αριστοτέλη αρχικά άφορούσε στίς θεωρίες του, χωρίς δμως νά θεμελιώνεται μέ γεγονότα* ή κριτική τών γεγονότων γινόταν χωριστά, καί μόνο πολύ άργότερα τά δύο αύτά είδη κριτικής συνδέθηκαν προγραμματικά μεταξύ τους.259 Ό Tycho B ra h e , πού πρώτος άρχισε τή συστηματική συλλογή εμπειρι­ κού υλικού στόν τομέα τής άστρονομίας, έμεινε άντίπαλος τού Co­ p ern icu s καί προσπάθησε νά σώσει τή γεωκεντρική ύπόθεση μέ ένα δικό του σύστημα,260 ένώ ό K e p le r, πού άξωποίησε τό ύλικό τού B ra h e , δέν οίκειοποιήθηκε καί τά συμπεράσματά του. Τό θεωρητικό αδιέξοδο τού εμπειρισμού καταφαίνεται προπαντός εκεί, δπου αυτός (δπως π.χ. στόν T elesio) προβάλλει στην πιό ριζοσπαστική του μορ­ φή, άκριβώς έπειδή δέν άποτελεΐ απλώς μιά γνωσιοθεωρητική θέση, αλλά μάλλον μιά κοσμοθεωρητική όμολογία πίστεως ή μιά πράξη εξέγερσης έναντίον τής αυθεντίας καί τής μεταφυσικής της.261 Ό έμπειριστής T elesio θέτει τά μαθηματικά κάτω άπό τή φυσική,262 ταυ­ τόχρονα δμως δέν ξεφεύγει άπό τήν άριστοτελική κοσμολογία καί τόν γεωκεντρισμό. ’Ακόμη καί άντίπαλοι τών μαθηματικών δπως ό

258. B u tte rfie ld , O rig in s, 4 /5 . Γιά τή σχέση ανάμεσα σέ τρόπο θεώρησης των πραγμάτων καί σέ επιλογή ή αξιοποίηση τών δεδομένων βλ. K uh n, S tr u k tu r w iss. R e v o lt 161 κ.έ. 259. H a ll, Scien t. R e v o l. , XV. 260. Γιά τόν B r a h e καί τό γεωκεντρικό του σύστημα βλ. D re y e r, H ist, o f A stro n ., 359 κ.έ., K uh n , C opern . R e v o l., 200 κ.έ. 261. Γιά τήν άποψη αυτή τού εμπειρισμού τού T e lesio βλ. G entile, T e lesio , 64/5. 262. D e rer. n a t ., V III, 5 ( = III, 9 9 /1 0 0 ).

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

131

B ru n o 263 βρέθηκαν, έτσι, στην ανάγκη νά τονίσουν δτι τά δεδομένα των αισθήσεων δέν άνασκευάζουν την παλιά κοσμολογία κι οΰτε καν άποδείχνουν τήν κίνηση τής γης γΰρω άπό τόν ήλιο.264 Είναι χαρα­ κτηριστικό δτι καί ό G alilei υπογραμμίζει τήν άναξιοπιστία των αι­ σθήσεων, προπαντός δταν πρόκειται νά υπερασπίσει τήν κοπερνίκεια υπόθεση.265 Ή συνεπής στροφή του προς τά μαθηματικά πηγάζει άπό τήν πεποίθηση, δτι ή εμπειρία δέν μπορεί άπό μόνη της νά συγκροτή­ σει ένα κοσμολογικό Όλο. Ό μω ς άκριβώς ή προσπάθεια συγκρότη­ σης ενός ένιαίου Όλου διέπει δλη του τή σκέψη, έπισκιάζοντας, μάλι­ στα, τό ένδιαφέρον γιά τήν άψογη άπόδειξη των λεπτομερειών. Όταν χρειάζεται, παραγκωνίζει τά επί μέρους προβλήματα, πού άναφαίνονται στον δρόμο τής συγκρότησης τού Όλου, γιά νά μήν διαταράξει τήν κεντρική του ιδέα. Ή θεμελίωση τής κλασικής μηχανικής έπιφυλάχθηκε, έτσι, στον New ton, δμως πρώτος ό G alilei παρουσίασε τήν καινούργια κοσμοεικόνα ώς πειστική καί ολόπλευρη έναλλακτική λύση άπέναντι στήν άριστοτελική-σχολαστική.266 Τό πολεμικό στοιχείο τής σκέψης του παραμένει, μέ άλλα λόγια, πολύ έντονο* ό ί­ διος βλέπει τις θέσεις του ώς άντι-θέσεις καί δέν ορρωδεί μπροστά στήν άνοιχτή καί ξεκάθαρη άναμέτρηση. Ό χι μόνον ό τίτλος τού κύ­ ριου έργου του (D ialogo so p ra ί due M assim i Sistem i del M ondo) θέτει τόν άναγνώστη μπροστά σέ μιάν άναπόδραστη άπόφαση, άφού προφανώς tertiu m non d a tu r, άλλά καί ή διαλογική του μορ­ φή κάθε άλλο παρά είναι απλή πλατωνική-άνθρωπιστική μνήμη* φα­ νερώνει, άπεναντίας, τήν πολεμική αιχμή καί τήν ύπαρξιακή ένταση τής γαλιλαιϊκής σκέψης. Δέν τόν ενδιαφέρουν έπιμέρους βελτιώσεις καί νέες ερμηνείες τών κειμένων, άλλά ή «νέα φιλοσοφία» στό σύνολό της* δέν φιλοδοξεί τίποτε λιγότερο άπό τό νά «φτιάξει έξαρχής τά μυαλά τών άνθρώπων».267 Καί ξέρει άκριβώς ποιος στέκει εμπόδιο στον δρόμο του: ό τρόπος πού χρησιμοποιεί τή λέξη «άντίπαλος»268 είναι παραπάνω άπό εύγλωττος. 263. C en a, V = O p ere, 1, 112/3: «A ltro e g io c a re con l a g e o m e tria , a ltr o e v e rific a re con l a n a tu r a » . 264. D e V infinito, I = O p e re, I, 2 88/9* D e im m en so I, 4 καί II, 8 ( = O L , I, 1 214 καί 285). 265. D ia lo g o , II = O p e re, V II, 280 κ.έ. 266. G illisp ie, The e d g e o f o b je c tiv ity , 50. 267. D ia lo g o , I = O p e re, V II, 82. 268. ’Ιδιαίτερα τυπική γιά τήν πολεμική τούτη τοποθέτηση είναι μιά —καί άπό τήν άποψη τού περιεχομένου της σημαντική— περικοπή στήν έπιστολή πρός τή Με­ γάλη Δούκισσα άπό τό έτος 1615 = O p e re, V, 341/2.

132

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Ή μαθηματική φυσική έπιστήμη κατάργησε τήν ίσαμε τότε κυρίαρχη όντολογική καί έπιστημολογική δυαρχία. Γιατί ή ποσοτικοποίηση καί μαθηματικοποίηση τής έμπειρίας ύψωσε τή γνώση τής τε­ λευταίας στό έπίπεδο τής απόλυτης βεβαιότητας, τό όποιο πρωτύτε­ ρα έπιφυλασσόταν άποκλειστικά στό νοητό Είναι, καί έτσι μετέτρεψε τήν εμπειρία, τουλάχιστον per im p lication em , σε άληθινό, δηλ. άναγκαίο Είναι.269 Συνέπεια ήταν ή ενοποίηση τής κοσμοεικόνας διαμέσου τής ίσοπέδωσης των παλιών ιεραρχιών, πού στηρίζονταν στήν άντίθεση ανάμεσα σέ αισθητά καί νοητά, καί ή συνέπεια αυτή πρωτοφανερώθηκε στήν κατάργηση τής ανώτερης, ουράνιας περιο­ χής του άρχαίου καί χριστιανικού «κόσμου». Ή ρηξικέλευθη προσφο­ ρά τού G alilei συνίσταται άκριβώς στή σύνδεση άστρονομιας καί μα­ θηματικής φυσικής. Θεμελίωσε δηλ. τό ήλιοκεντρικό σύστημα μέ φυσικοεπιστημονικό τρόπο, ενοποιώντας, έτσι, τήν εικόνα τού κόσμου* ούτε ή ισχνή —παρ’ δλα τά γόνιμα σπέρματά της— έπιχειρηματολογία τού C o pern icu s ούτε ή έμμονή τού K e p le r στήν άρχαία έννοια τού «κόσμου» ήταν σέ θέση νά τό πετύχουν αυτό.270 Μέ τή θέση, δτι οί φυσικοί νόμοι ισχύουν εξίσου γιά τή γή δσο καί γιά τά ουράνια σώ­ ματα, ό G alilei καταργεί τόν άριστοτελικό-πτολεμαϊκό μερισμό τού σύμπαντος σέ δύο ριζικά διαφορετικές περιοχές271 καί κάνει τό άποφασιστικό βήμα γιά τή σύλληψη τού κόσμου ώς ενιαίου, δηλ. διεπό­ μενου άπό ενιαία νομοτέλεια Όλου. Μιά αδρή διατύπωση τού W. H e ise n b e rg θά μπορούσε, ίσως, νά κάνει σαφέστερη τή σημασία αυ­ τού τού εγχειρήματος: «Πολύ δύσκολα μπορούμε νά φανταστούμε σήμερα τί απίθανο βίωμα θά πρέπει νά ήταν γιά τούς τοτινούς φυσι­ κούς ή διαπίστωση, δτι οί κινήσεις τών άστρων καί οί κινήσεις τών σωμάτων πάνω στή γή μπορούν νά άναχθούν στό ίδιο άπλό σύστημα νόμων* δποιος δέν έχει νιώσει ό ίδιος κάτι άπό τό θαύμα αυτό, δέν μπορεί νά ελπίζει δτι θά καταλάβει κάτι άπό τό πνεύμα τής σύγχρο­ νης φυσικής έπιστήμης».272 Καί ή νέα θεωρία τής κίνησης πήγαζε άπό τήν κοσμοθεωρητική άνατίμηση τής Φύσης, συμβάλλοντας συνάμα μέ τρόπο ουσιαστικό στήν ενοποίηση τής κοσμοεικόνας. 'Αφού, κατά τή γνώμη τού ίδιου τού 'Αριστοτέλη, ή εξήγηση τής κίνησης άποτελεΐ τό α καί τό ω τής εξήγησης τής Φύσης,273 οί συνέπειες τής άνατίμησης τής Φύσης θά 269. 270. 271. 272. 273.

B o u tro u x , D e V ldee de la lo i n atu re lle , 135/6. K o y re , M e tap h . a n d M e a su re m e n t, 8, 11. D ia lo g o , I = O p e re, V II, 62 κ.έ. H e ise n b e rg , W andlu n gen in den G ru n d la g e n , 32. Φυσ., 200b 12-15.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

133

έπρεπε νά φανερωθούν πρώτα-πρώτα στη νέα θεωρία για τήν κίνηση, έτσι πού νά τρωθεΐ θανάσιμα ή Γδια ή καρδιά τής αντίπαλης άντίληψης. Όντολογική δυαρχία καί μεταφυσικά θεμελιωμένη υπεροχή τής στάσης απέναντι στήν κίνηση βρίσκονταν σέ στενή συνάφεια στον ’Αριστοτέλη. ’Από τήν πολεμική άντιστροφή καί τών δύο σκελών τής θέσης του προέκυψαν, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, άπό τή μιά ή κατάλυση τής δυαρχίας, αφού τό ακίνητο κινούν άρχικά τέθηκε εκτός υπηρεσίας καί αργότερα παραμερίστηκε όλότελα, κι άπό τήν άλλη τό πρωτείο τής κίνησης ώς ζωτικής άρχής τής Φύσης σέ άντίθεση μέ τή στάση, ή οποία κορυφώνεται στήν απόλυτη άκινησία τού Υπερβατι­ κού. Ή νίκη τής κίνησης πάνω στή στάση σημαίνει, λοιπόν, τή νίκη τής αποκαταστημένης Φύσης πάνω στό παλιό 'Υπερβατικό. Ό μως στόν ’Αριστοτέλη, ή στάση δέν ήταν μονάχα προϋπόθεση τής κίνησης (μέ τή διπλή έννοια τού άκίνητου κινούντος274 καί τού ακίνητου εκεί­ νου σημείου, μέ τή βοήθεια τού οποίου καί σέ σχέση μέ τό όποιο πραγματοποιείται ή κίνηση καί διαπιστώνεται σάν τέτοια275), αλλά καί τό φυσικό, αν καί προσωρινό, ίσως, τέλος της.276 Στήν άριστοτελική-σχολαστική παράδοση, ή μεταφυσική ύπεροχή τής στάσης εκφράστηκε στήν άντίληψη, δτι μέσα στή Φύση, πού ώς σύνολο πάν­ τοτε κινείται, τά έπιμέρους σώματα έπιδιώκουν νά καταλήξουν στή στάση, τό καθένα στόν δικό του lo cu s n a tu r a lis .277 ’Από τήν πολε­ μική άντιστροφή τής αντίληψης αύτής προκύπτει ή νέα θέση, δτι δχι ή στάση, αλλά ή κίνηση είναι ή φυσική κατάσταση ή, δπως λέει ό G ali­ lei, ή «φυσική ροπή» τών σωμάτων.278 Ή μεθερμηνεία τής άρχής τής άδρανείας έπικυρώνει καί σφραγίζει τή δραματική αύτή στροφή. Ένώ ή άριστοτελική-σχολαστική αρχή τής άδρανείας σημαίνει δτι έ­ να σώμα έπιδιώκει νά παραμείνει σέ στάση, άν βρίσκεται σ’ αύτή, ή νά επιστρέφει στή στάση, άν κινείται — ή άρχή τής άδρανείας μέ τή 274. Φυσ., 2 5 6 a b . 275. D u rin g , A r is to te le s, 337 /8 . 276. Μολονότι ή κίνηση μέσα στή Φύση ώς σύνολο είναι αιώνια, ώστόσο ή κάθε κίνηση χωριστά εχει άρχή καί τέλος (S o lm se n , A risto tle 's S y ste m , 224). Μονάχα ή κυκλική κίνηση διαρκεΐ αιώνια (Φυσ., 24 1 b 18-20), όντας άλλωστε καί ή πρώτη μορφή τής κίνησης γενικά (Φυσ., 260b 15 κ.έ. καί 261b 27 κ.έ.). Ώστόσο ό κανό­ νας στή Φύση είναι ή έναλλαγή κίνησης καί στάσης (Φυσ., 2 5 4 ab ). Πώς συμβιβάζε­ ται στή σκέψη του ’Αριστοτέλη ή διδασκαλία γιά τήν αιωνιότητα τής κίνησης μέ τήν ιδέα του πρώτου κινούντος έξηγει ό W ielan d , D ie E w ig k e it d e r W elt, 2 9 9 /3 0 0 . 277. M a ie r , M e tap h . H in te rg ru n d e , 3 69/70. 278. M a c ch ie so laria II = O p e re, V, 134* ibid, λέγεται ότι ή κίνηση αύτή γεν­ νιέται « p e r in trise co p rin cip io e se n z a b iso g n o di p a r tic o la r m o to re e ste rno».

134

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σύγχρονη έννοια σημαίνει δτι ένα σώμα, πού κινείται ομοιόμορφα, δεν επιδιώκει τή στάση, αλλά άντίθετα έμμένει στήν κίνηση.279 Έδώ λέγεται κάτι ριζικά καινούργιο, πού άναπόφευκτα συντρίβει άκόμη καί τά πιό εύκαμπτα πλαίσια τής παραδοσιακής κοσμοεικόνας, δπως δείχνει καί ή σύγκριση άνάμεσα στη σύγχρονη άρχή τής άδρανείας καί στή θεωρία τού im p etu s, ή οποία ήταν τό τολμηρότερα βήμα πού έπιχειρήθηκε στόν χώρο τής Σχολαστικής. Προσπάθειες νά συναχθεί ή πρώτη άπό τή δεύτερη παραβλέπουν δχι μονάχα τίς τυπικέςδομικές διαφορές άνάμεσά τους, αλλά καί τήν τεράστια άλλαγή τής κοσμοθεωρητικής τοποθέτησης άπό τή μιά στήν άλλη. Σέ αντίθεση μέ τήν αυτοσυντήρηση τής κίνησης, πού δέχεται ή σύγχρονη άρχή τής άδρανείας, ή θεωρία του im petu s δέχεται τήν άναγκαιότητα ενός m ovens τόσο γιά τή γένεση δσο καί γιά τή συντήρηση τής κίνησης· ή διαφορά τών σχολαστικών τού 14οό αί. άπό τόν ’Αριστοτέλη έγκει­ ται στήν προθυμία τους νά δεχτούν ένα εσωτερικό m ovens, εκεί δπου καμία εξωτερική δύναμη δεν μπορούσε νά εξηγήσει μιά ορισμένη κί­ νηση. Ό μως ό im petus παραμένει αιτία τής κίνησης, ή όποια πρέπει νά σταματήσει δταν κι έκεΐνος σταματά (ή θέση τού B u rid a n u s γιά τή μονιμότητα τού im p etu s δέν κατάργησε τούτη τήν αιτιώδη σχέ­ ση), ενώ ή κίνηση σύμφωνα μέ τή σύγχρονη άρχή τής άδρανείας διαιωνίζει τόν εαυτό της.280 Αυτή ή διαφορά στό θέμα τής (μόνιμης) αναγκαιότητας ένός m ovens αντικατοπτρίζει τή διαφορετική γενική άποτίμηση τής αύτονομίας καί αύτάρκειας τής Φύσης. Μέ μόνη τή βοήθεια τής θεωρίας τού im p etu s δέν ήταν, λοιπόν, δυνατόν νά καταλήξει κάποιος, ήδη άπό τόν 14ο αί., στήν άποφασιστική θέση, δτι φυσική κατάσταση ένός σώματος είναι ή κίνηση καί δχι ή στάση. Ή στάση δέν είχε χάσει άκόμη τήν όντολογική της περιωπή, άφού ό θρόνος τού άκίνητου κινούντος παρέμενε άκλόνητος. Α ξίζει νά ση­ μειωθεί δτι, άκόμη καί μέσα στά λίγο ή πολύ μονιστικά προσανατο­ λισμένα ρεύματα τής μεταβατικής περιόδου, τό πρωτείο τής στάσης έμεινε, θεωρητικά τουλάχιστον, άπρόσβλητο,281 καί μάλιστα άκρι279. Σύμφωνα μέ μιά διατύπωση της M a ie r , A n d e r G ren ze d e r S c h o l a s t ic 185. Είναι χαρακτηριστικό δτι ό K e p le r, πού είσήγαγε τόν δρο in e rtia , έμμένει στήν παλιά του σημασία (C rom b ie, A u g u stin e to G a lile o , II, 202), έτσι ώστε ό N ew ton δέν μπορεί νά κατανοήσει τά γραφόμενά του (K o y re , New t. S tu d ie s, 70, σημ. 1). 280. M a ie r, V orlau fer G a lile is, 64 κ.έ., 132 κ.έ., 142/3* Z w ei G run dp roblem e, 306. Of θέσεις τής M a ie r άνασκευάζουν τήν εύθύγραμμη άντίληψη τού D uhem , S y st. du M o n d e, V III, 200 κ.έ. 281. ’Όχι μόνο γιά τόν F icin o (K riste lle r, D ie p h ilo so p h ic d e s M .F ., 160),

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

135

βώς έξαιτίας τής παραδοσιακής του σύνδεσης μέ τήν αντίληψη τής άμεταβλησίας τού Θεού. Όπως όμως εδώ, παρ’ δλους τούς δισταγ­ μούς, ήταν απαραγνώριστη ή τάση άνατίμησης τής Φύσης, συμβάλ­ λοντας μέ διάφορους τρόπους στή διαμόρφωση τής κοσμοθεωρητικής τοποθέτησης, τήν οποία χρειαζόταν ή νέα φυσική επιστήμη — έτσι καί ή θεωρία τού im petu s περιείχε στοιχεία ικανά νά θεωρηθούν ώς αξιόλογοι ερεθισμοί καί νά άξιοποιηθοϋν, προπαντός αφού τό αρχικό σχολαστικό πλαίσιο, μέσα στό όποιο ή θεωρία αυτή γεννήθηκε καί μέ τό όποιο ήταν δεμένη, είχε πιά πάψει νά είναι αυτονόητο ή (δσο έλει­ πε μιά εναλλακτική λύση) άναπόδραστο. Ή θεμελιώδης λογιχήδομική διαφορά τής θεωρίας τού im p etu s άπό τή σύγχρονη άρχή τής άδρανείας δέν σημαίνει κάποιο εμπόδιο στην έπήρεια τής πρώτης προς δφελος τής δεύτερης — ήδη γιά τον άπλούστατο λόγο δτι ή ιστο­ ρία τής επίδρασης μιας αντίληψης δέν καθορίζεται άναγκαία (αν κα­ θορίζεται καθόλου) άπό αύστηρά «ορθολογικούς» παράγοντες. Εσφαλμένες μεθερμηνείες μιας παλιότερης ιδέας συχνά άποδείχνονται ιστορικά άναγκαίες ή τακτικά σκόπιμες — καί έπίσης έπιτυχεΐς.282 Ή συμβολή τής νέας θεωρίας γιά τήν κίνηση στην ενοποίηση τής κοσμοεικόνας κατανοείται εύκολα, αν θυμηθούμε τή συνάρτηση τής παλιάς μέ τόν άριστοτελικό δυαρχικό κόσμο. Αφού ή κίνηση τών βαάλλά καί γιά τόν C u sa n u s ή στάση είναι τελειότερη άπό τήν κίνηση καί προϋπόθεση τής τελευταίας (γιά τήν κίνηση ώς e x p lic a tio τής στάσης βλ. D oct. Ig n ., II, 10 = W erke, I, 60). Ενδιαφέρουσα άπό τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών είναι ή συγ­ χώνευση im p e tu s καί sp ir itu s στόν C u san u s* έτσι, μέ άφετηρία τήν πλατωνική συ­ νάφεια ψυχής καί κίνησης (ΦαΓόρ., 245c) ξεπερνιοΰνται τά όρια τής άριστοτελικής θεωρίας γιά τήν κίνηση σέ κατεύθυνση παμψυχιστική (πρβλ. G a n d illa c , N ik o la u s von C u e s, 77/8). Καί στόν L e o n a rd o ή αυτονομία τής κίνησης προκύπτει μέσα άπό παμψυχιστικές άντιλήψεις (L u p o rin i, L a M en te d i L ., 67/8). 282. Αυτό τό παραβλέπει έν μέρει ή M a ie r, μιά καί συγκεντρώνει τήν προσοχή της —μέ μεγάλη επιτυχία, άλλωστε— στήν έπεξεργασία τών μορφικών-δομικών δια­ φορών ανάμεσα στή θεωρία τού im p e tu s καί στήν άρχή τής άδρανείας. Καί όμως, ή ίδια άναφέρει τήν επανειλημμένη χρήση τής πρώτης στόν 16ο αί. (T elesio, B ru n o καί έπίσης G alilei) ενάντια στόν άριστοτελισμό, μολονότι οί σχολαστικοί τή διεκδικοΰσαν γιά λογαριασμό τους (Z w ei G ru n d p ro b lem e, 304/5). Τούτο άποτελει μιά σίγουρη ένδειξη γιά τή δυνατή της λειτουργία, οχι όμως, όπως σωστά τονίζει ή M aier, καί γιά τή λογική της δομή. Χαρακτηριστική είναι καί ή άνάμιξη τής παλιάς καί τής καινούργιας έννοιας τού im p e tu s στόν G alilei (Z w ei G ru n d p ro b lem e, 310* πρβλ. C lavelin , L a P h il. n at. de G a l., 2 5 9 /6 0 ) καθώς καί ή άπόκρουση τής θεωρίας τού im p etu s εκ μέρους τού Θωμά (Z w ei G ru n d p ro b lem e, 138 κ.έ.). "Ω­ στε ό D ijk ste rh u is έχει δίκιο, όταν κάνει διάκριση άνάμεσα στή λογική καί στήν ιστορική πλευρά τού ζητήματος (.M e c h a n isie ru n g , 205/6).

136

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ριών σωμάτων προς τή γή, σύμφωνα μέ τις άριστοτελικές προϋποθέ­ σεις, μπορούσε νά έξηγηθεί μόνο μέ τήν υπόθεση δτι τό κέντρο τής γης είναι καί κέντρο τού σύμπαντος,283 ή άριστοτελική θεωρία τής κίνησης ήταν λογικά δεμένη μέ τόν γεωκεντρισμό καί συνάμα μέ τήν άντίληψη τού πεπερασμένου σύμπαντος, μιά καί ενα άπειρο σύμπαν προφανώς δέν μπορούσε νά εχει κέντρο. Επιπλέον τό πεπερασμένο σύμπαν οφείλε νά είναι πλήρες, άφού ή ύπαρξη κενού θά καθιστούσε άδύνατη τή μεταβίβαση τής κίνησης, ή οποία, κατά τόν Αριστοτέλη, μόνο μέ έπαφή μπορεί νά πραγματοποιηθεί.284 Ή νέα θεωρία τής κί­ νησης, πού, καθώς είπαμε, άπολήγει στη θέση γιά τήν αύτοδιαιώνιση τής κίνησης, θεμελιώνει μιάν εντελώς διαφορετική κοσμολογία: τήν κοσμολογία τού άπειρου σύμπαντος,285 δπου δέν ύπάρχει πιά κέντρο ούτε καί χωρισμός άνάμεσα σέ μιά μεταβλητή περιοχή κάτω άπό τή σελήνη καί σέ μιάν άφθαρτη ουράνια σφαίρα286 — χωρισμός πού μέ τή σειρά του συνυφαινόταν μέ τήν ιδέα τού πεπερασμένου κόσμου, μέ τήν άντίστοιχη θεωρία γιά τήν κίνηση καί επομένως καί μέ τό άκίνητο κινούν. Ή τύχη τού τελευταίου παρουσιάζει ιδιαίτερο ένδιαφέρον γιά τό θέμα μας, άφού ή άνατροπή του σήμανε τήν άρχή τού τέλους τού καθαρού πνεύματος (νόησις νοήσεως) κάτω άπό τά πλήγματα τής άποκαταστημένης Φύσης. Είναι πρώτα-πρώτα πρόδηλο δτι οί άρμοδιότητές του περικόπηκαν αυτόματα άπό τή σύγχρονη άρχή τής άδρανείας, άφού ή κινητική του δραστηριότητα δέν χρειάζεται πιά νά είναι συνεχής —δπως επρεπε νά είναι σύμφωνα μέ τις άριστοτελικές προϋποθέσεις—, άλλά μπορεί νά περιοριστεί σέ μιά πρώτη καί μονα­ δική ώθηση. Ή σημασία καί ή λειτουργία τού πρώτου κινούντος άλλάζουν, έτσι, δραστικά. Καί ή χαλάρωση τής σχέσης τού Θεού πρός τήν κίνηση έξασθενίζει, πάλι, σημαντικά τόν τελολογικό χαρακτήρα τής τελευταίας. Όπως λέει ό ίδιος ό Αριστοτέλης, ή θεωρία του γιά 283. Π ερ ί Ούρ., 296b 8 κ.έ. 284. Φυσ., 2 1 3 a 12 κ.έ. 285. ‘Όπως είναι γνωστό, ό K o y re συνόψισε τήν ουσία της έπιστημονικής επανά­ στασης τοΰ 16ου-17ου αί. στήν έκφραση «άπό τόν κλειστό κόσμο στο άπειρο σύμ­ παν». Επίσης υπαινίσσεται τούς φιλοσοφικούς-κοσμοθεωρητικούς λόγους τής στρο­ φής αυτής ( Von d e r g e sc h lo sse n e n W elt, 8, 12), μολονότι δέν τούς έξετάζει διεξο­ δικά. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έξαιτίας τής ρητά μεταφυσικής αιτιολόγησής της είναι ή απόκρουση τής άπειρίας τού κόσμου έκ μέρους τού K e p le r (63 κ.έ.), καθώς καί ή ταλαντευόμενη θέση τού G alilei στό ζήτημα αυτό (ιδ. 94/5). Όρθά τονίζει ό K o y re τόν ρόλο τού B ru n o στή διαδικασία τούτη (46 κ.έ.), πράγμα πού έπιβεβαιώνει τις θέσεις μας σχετικά μέ τή γενική έπίδραση τής αναγεννησιακής φιλοσοφίας τής Φύσης μέσα στήν ιστορία τών ιδεών. 286. Π ερ ί Ούρ., 279b 4 κ.έ.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

137

την κίνηση είχε σκοπό της την άντίκρουση του υλισμού,287 πράγμα πού βρήκε τήν έκφρασή του καί στή σύνδεση κίνησης καί έντελέχειας.288 Ένώ ή αριστοτελική κίνηση είχε άρχή καί σκοπό, ή και­ νούργια είναι ά-σκοπη καί άκατάπαυστη· καί μάλιστα γίνεται ά­ σκοπη ακριβώς έπειδή είναι άκατάπαυστη — άκατάπαυστη καί πανταχοϋ παρούσα. Τό λογικό τέρμα τής εξέλιξης αυτής τό βλέπουμε νά προδιαγράφεται ήδη σέ έναν κάπως νεότερο σύγχρονο τού G alilei, ό όποιος δέν τρόμαζε μπροστά στις έσχατες συνέπειες: στόν H o b b e s.289 Γ ι’ αυτόν ή στάση δέν ύπάρχειπιά ούτε καν ώς αντίθεση στην κίνηση* στάση καί κίνηση είναι μόνον ώς ονόματα άντίθετες, γιατί στην πραγματικότητα ή κίνηση δέν έμποδίζεται από τή στάση, παρά μόνον από μιάν άλλη κίνηση.290 Ά π’ αυτό συμπεραίνεται δτι στάση προκαλείται μόνο μέ άντίσταση, πού μέ τή σειρά της πρέπει νά είναι κίνηση.291 Τώρα πιά ή κίνηση γεννά τή στάση — δχι άντίστροφα. A fortio ri ή κίνηση μπορεί νά γεννηθεί μονάχα άπό κίνηση*292 τό πρώτο κινούν δέν μπορεί, λοιπόν, νά είναι τό ίδιο άκίνητο κι έτσι χάνει αναγκαστικά τήν παλιά του αίγλη. Γιατί άκόμη κι αν δεχόμα­ στε δτι ό Θεός είναι πράγματι τό πρώτο κινούν (φυσικά ό H o b b es ελάχιστα ένδιαφέρεται νά τό άποδείξει), θά έπρεπε νά κινείται ό ίδιος καί νά είναι, έτσι, ένα σώμα όπως καί δλα τ ’ άλλα. Ξεκινώντας άπό τήν άντίληψη, δτι μόνο σώματα μπορούν νά άποτελέσουν τμήματα τού σύμπαντος, ό H o b b es φτάνει στό συμπέρασμα δτι ό Θεός ή είναι τμήμα τού σύμπαντος ή τό ίδιο τό σύμπαν.293 Στή δεύτερη περίπτω­ ση εξοβελίζεται πρακτικά* αλλά καί ή πρώτη έχει προφανείς καί σο­ βαρές συνέπειες, τις όποιες ό H o b b es, χάρη στή λογική του συνέ­ πεια, θά πρέπει νά τίς συνειδητοποίησε, άν καί τίς άποσιωπά γιά ευ­ νόητους λόγους. ’Άν δηλ. ό Θεός είναι άναγκαία μέρος μόνο τού σύμ­ παντος, τότε είναι άδύνατον νά υπάρχει πρίν άπό τό σύμπαν καί νά τό έχει δημιουργήσει: τό μέρος δέν μπορεί, ώς μέρος, νά υπάρχει πρίν άπό τό Ό λο, τού οποίου είναι μέρος. 287. Μ εταφ., 998b 22 κ.έ. 288. Φυσ., 200b 25 κ.έ.· 2 2 4 b -2 2 5 a. 289. « G a lila e u s p rim u s a p e r u it n o b is p h y sic a e u n iv e rsa e p o rta m p rim a m , n a tu ra m m o tu s» , D e C o rp ., E p . ded. = O L, I (χωρίς άριθμό σελίδας). 290. D e C o rp ., II, 9, § 7 = O L , I, 111. 291. Κατά τόν T o n n ie s, H o b b e s, 141. Μιά καλή έποπτεία γιά τή θεωρία τής κίνησης του H o b b e s καί τήν κεντρική της σημασία γιά τό σύνολο τής σκέψης του δ ί­ νει ό S p r a g e n s στό 2ο κεφάλαιο του βιβλίου του The P o litic s o f M o tio n , 52 κ.έ. 292. De C orp ., II, 9, § 7 = O L , I, 110. 293. A n sw er to B r a m h a ll = EW^ IV , 349.

138

ΪΙ. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Μόνο μετά την επικράτηση τής μαθηματικής μεθόδου καί τής συ­ νακόλουθης ενοποίησης τής κοσμοεικόνας παρουσιάστηκε ή νέα κο­ σμοθεωρητική θεμελιώδης στάση, πού εδραζόταν στήν άποκατάσταση τής Φύσης καί τού αισθητού κόσμου, μέ τή μορφή καλοθεμελιωμένου καί συνεκτικού θεωρητικού οικοδομήματος, τό όποιο θά μπο­ ρούσε νά άντέξει στον συναγωνισμό μέ τό κυρίαρχο. Μιά κοσμοθεω­ ρητική θεμελιώδης στάση είναι αδύνατον νά επιβληθεί μακροπρόθε­ σμα, αν ή εκλογίκευσή της είναι ελαττωματική — άκόμη περισσότε­ ρο, δταν ό άντίπαλος μπορεί νά οχυρωθεί πίσω από ενα θεωρητικό τείχος τόσο γερό δσο τό θωμιστικό σύστημα λ.χ. Πρέπει νά είναι πει­ στική άπό πολεμική άποψη, πράγμα πού δέν έξαρτάται πάντα καί αναγκαστικά άπό τήν άλήθεια της ούτε άπό τή βασιμότητα τής κριτι­ κής της στις θέσεις τού αντιπάλου* άρκεί νά εμφανίζεται ώς ολόπλευ­ ρη καί συνάμα συνεκτική εναλλακτική λύση.294 Ή ζήτηση τής άλήθειας διαδραματίζεται στά πλαίσια τού αγώνα εναντίον ενός αντιπά­ λου, καί άφού αυτός κλείνει τόν δρόμο στήν «αλήθεια», γ ι’ αυτό καί ή 294. Ή έλπιδοφόρα εναλλακτική λύση πρέπει, μέ άλλα λόγια, νά αποτελεί ενα πλήρες ιδεατό πρότυπο («παράδειγμα») ώς πλαίσιο ένταξης καί ερμηνείας έπιμέρους φαι­ νομένων ή τουλάχιστον νά συνεπάγεται καθαρά ένα τέτοιο. Οι έρευνες τοΰ K uh n πά­ νω στήν ιστορία τής νεότερης επιστήμης έχουν έπιβεβαιώσει τούτη τήν άντίληψη γιά τή λειτουργία τοΰ ιδεατού προτύπου. Βασική γιά τήν άνάλυση τοΰ K uhn είναι ή θέ­ ση, δτι «ή κρίση, ή όποια οδηγεί τούς επιστήμονες στήν άπόρριψη μιας πρίν άναγνωρισμένης θεωρίας, δέν βασίζεται ποτέ στή σύγκριση τής τελευταίας μέ τή Φύση. Ή απόφαση απόρριψης ενός γενικού ιδεατού προτύπου σημαίνει πάντοτε καί ταυτόχρο­ να τήν απόφαση αποδοχής ενός άλλου, καί ή κρίση, πού οδηγεί στήν άπόφαση τούτη, περιέχει τή σύγκριση καί των δύο ιδεατών προτύπων τόσο μέ τή Φύση δσο καί μετα­ ξύ τους»"(Die S tr u k tu r w issen sch . R e v o L , 110/1). Πολύ ένδιαφέρουσες είναι οί αναλύσεις τού K uh n γιά τή δομική ομοιότητα πολιτικών καί έπιστημονικών άναμετρήσεων (128 κ.έ.). Βέβαια, ό K uhn τείνει νά άναγάγει τήν άλλαγή τού φυσικοεπιστημονικού ιδεατού προτύπου κατά τήν πρώιμη φάση τών Νέων Χρόνων σέ παρά­ γοντες άναφερόμενους στήν ιστορία τών ιδεών (σ’ αυτούς, τουλάχιστον, συγκεντρώ­ νεται άποκλεισηκά ή προσοχή του), καί άπό τήν άποψη αυτή οί επιφυλάξεις άπέναντι στή θέση του δέν είναι έντελώς άδικαιολόγητες (τέτοιες έπιφυλάξεις διατύπωσε τε­ λευταία ό W olff, G e sch . d e r Im p e tu sth eo rie , 48 κ.έ., ανανεώνοντας, μέ τή σειρά του, παλιότερες μαρξιστικές άπόψεις πάνω στό θέμα* βλ. προπαντός Z ilse l, D ie s o z ia le n U rsp riin g e , 49 κ.έ., 88 κ.έ., καί πρβλ. τήν κάπως πιό διαφορισμένη ερμη­ νεία τού B e rn a l, S c ie n c e in history λ, 253 κ.έ.* διδακτική, άν τή δεί κανείς ώς τρί­ τος, παραμένει ή διαμάχη ανάμεσα στόν B o rk e n a u , D e r L Jb ergan g vom f e u d . zum b iirg erl W eltbild, ίδ. 1 κ.έ., καί στόν G rossm ann, D ie gesellsch . Grundlageiu ίδ. 190 κ.έ., 210 κ.έ.). Ενάντια σέ μιάν ορθόδοξη μαρξιστική έρμηνεία πρέπει, ώστόσο, νά τονιστεί δτι ή συνάφεια άνάμεσα στήν άλλαγή τού φυσικοεπιστημονικού ιδεατού προτύπου καί στή βιοτεχνική καί βιομηχανική πρακτική τού 17ου at. —συνάφεια αδιαμφισβήτητη στίς γενικές της γραμμές— δέν είναι δυνατόν νά έρ-

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

139

τελευταία άναγκαστικά γίνεται πολεμική. 'Ακριβώς γ ι’ αυτό καί πρέπει νά παρουσιαστεί μέ τή μορφή συστηματικής θεωρητικής έναλμηνευθεΐ κατά την έννοια τής θεωρίας τής αντανάκλασης. Ό πως παρατηρεί ό ίδιος ό W olff (58), οί εισηγητές τής αλλαγής τοϋ φυσικοεπιστημονικού ιδεατού προτύπου δεν ήξεραν πάντοτε τις έξελίξεις στον τομέα τής τεχνικής ούτε καί ένδιαφέρονταν γι'* αυτές. "Ωστε τά πράγματα εξελίχθηκαν πολύ πιό περίπλοκα. Μέσα στη διαδικασία τής ζύμωσης, ή όποια προκαλείται άπό κοινωνικές αλλαγές σέ πολλά επίπεδα ταυ­ τόχρονα, ή ανάγκη μιας νέας γενικής τοποθέτησης, δηλ. ενός νέου γενικού ιδεατού προτύπου γίνεται αισθητή άπό κάμποσες άνομοιογενεΐς ομάδες καί άτομα, έτσι ώστε ή διατύπωση καί ή ικανοποίησή της μπορεί νά έπιχειρηθεϊ δχι άπό εκείνους, τούς όποιους οί νέες έξελίξεις αγγίζουν άμεσα, άλλά άπό άλλους, π.χ. άπό λογίους μέ ετε­ ρογενή κίνητρα. Όσο είναι βέβαιο δτι τήν κοινωνική ζύμωση δέν τή γεννούν τά κ ί­ νητρα τούτα., άλλο τόσο μπορεί καί νά καταδειχτεΐ δτι ή έννοιολογική δομή τών νέων ιδεών (δομή, τήν οποία άλλωστε προϋποθέτουν άσυνείδητα καί οί κοινωνιολογικές-μαρξιστικές έρευνες, χρησιμοποιώντας την έμμεσα ώς όδηγητήριο νήμα) δέν είναι δυνατόν νά εντοπιστεί καί νά κατανοηθεί μέ βάση τήν άνάλυση τού ιδεολογικού κόσμου τών υποκειμένων εκείνων, τά όποια άποτελούν τούς φορείς τής άλλαγής σέ έναν τομέα θεωρούμενο κεντρικό, παρά μονάχα μέ βάση πρόσωπα εν­ διαφέροντα άπό τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών. Ό B ru n o (άναφέρω επίτηδες τό παράδειγμα ενός διανοητή όλότελα ξένου πρός τήν τεχνική καί τά μαθηματικά) μάς «λέει» πολύ περισσότερα γιά τή φυσιογνωμία τής μεταβατικής εποχής άπό τό εύσεβές καθολικό φρόνημα ένός χειροτέχνη εξοικειωμένου μέ τίς πιό σύγχρονες μηχανές τού 16ου-17ου αί. Θά έπρεπε, λοιπόν, νά άποφύγουμε έξίσου τόσο τήν έρμηνευτική στειρότητα τής θεωρίας τής άντανάκλασης δσο καί τήν πν ευ ματοκρατ ική αύταρέσκεια έρευνητών προσανατολισμένων άποκλειστικά στήν ιστορία τών ίδεών. Ή έννοιολογική άνασύνθεση μιάς κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης πέρα άπό τά στενά πλαίσια τής θεωρίας τής άντανάκλασης παρουσιάζει (δπως έλπίζω νά κατα­ φαίνεται άπό τή δική μας άνάλυση) πλεονεκτήματα καί δσον άφορά στήν κατανόηση κοινωνικών παραγόντων, άρκεί νά δούμε τήν πολεμική άξια τού γενικού καί ολό­ πλευρου ιδεατού προτύπου. Γιατί στή θεωρητική γενίκευση, πού εκφράζεται στό τε­ λευταίο, όδηγεΐ ή πολεμική πρόθεση καί δχι ή άφηρημένη διατύπωση τών πορισμά­ των τής τεχνικής πρακτικής. ’Ακριβώς επειδή τό πολεμικό στοιχείο (καί μάλιστα σέ λογικά συνεκτική μορφή) παραμένει άποφασιστικό, μπόρεσαν καί μελετητές δίχως τεχνικές έμπειρίες νά ύποτυπώσουν χρηστικά φυσικοεπιστημονικά ιδεατά πρότυπα. *Η έμμονή στή θεωρία τής άντανάκλασης εμποδίζει, έτσι, έρευνητές μέ μαρξιστικό προσανατολισμό νά έκτιμήσουν δπως πρέπει τόν ρόλο τού πολεμικού στοιχείου. — ’Εδώ πρέπει νά άναφερθεϊ καί τό σημαντικό βιβλίο τού Sp e ch t, δπου περιγράφεται θαυμάσια ή υφή κλειστών υποκειμενικών κόσμων, πού έπέχουν θέση ιδεατού προτύ­ που καί πού διαφέρουν σημαντικά ώς πρός τό περιεχόμενό τους άπό τούς άντίστοιχους κόσμους άλλων υποκειμένων, μολονότι εκπληρώνουν παρόμοιες λειτουργίες (In n o v atio n u n d F o lg e la s t , ίδ. 21 κ.έ., 50 κ.έ.). Ή επιφύλαξή μου θά ήταν μόνον δτι ό S p e ch t άρκείται στή σωστή, βέβαια, άλλά ταυτολογική διαπίστωση, δτι τό πλήθος τών φιλοσοφιών εξηγείται μέ βάση τό πλήθος τών υποκειμενικών κόσμων ώς γενικών πλαισίων έρμηνείας τών φαινομένων (25). ’Έτσι, ώστόσο, δέν κατονο­ μάζονται οί αίτιες τής διπλής τούτης πολλαπλότητας, κι αύτό είναι ένας, τουλάχι­ στον, λόγος, γιά τόν όποιον ό ρόλος τού πολεμικού στοιχείου δέν συζητεΐται άμεσα άπό τόν S p ech t.

140

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

λακτικής λύσης, πού ξεπερνά κατά πολύ τά πλαίσια των έκάστοτε άδιαμφισβήτητων έμπειρικών γνώσεων: άλλιώς δεν θά ήταν ολό­ πλευρη, θά στερούνταν δηλ. ένα ανεκτίμητο όπλο. Τήν άποψή μας αυτή μπορεί νά τήν έπιβεβαιώσει, τουλάχιστον ex co n tra rio , ή ιστορία τής υποδοχής τής κοπερνίκειας θεωρίας. Ή πρώτη διατύπω­ σή της δεν προκάλεσε καμιάν άνατροπή καί έμεινε μάλιστα άπαρατήρητη στούς μορφωμένους κύκλους ίσαμε τις άρχές τού 17ου αί. Ή ήλιοκεντρική θέση συνεπαγόταν, βέβαια, πολλά καινούργια πράγμα­ τα, τόσο από μεθοδολογική δσο καί άπό φυσικό επιστημονική άποψη, δμως ό C opernicus πολύ λίγο τά διερεύνησε. ΓΥ αυτό καί ή θέση του δέν άποτελούσε προφανή κίνδυνο γιά τήν καλοζυγισμένη καί ολόπλευρη σχολαστική κοσμοεικόνα· έτσι έξηγείται δτι ακόμη καί ορισμένοι καθολικοί κύκλοι άρχικά τήν άντιμετώπισαν μέ κα­ λοπροαίρετο ένδιαφέρον.295 Προτού ακόμη ή ήλιοκεντρική θέση μπο­ ρέσει νά γίνει πέτρα σκανδάλου, έπρεπε νά έμφανιστεί ώς συστατικό μέρος —ίσως τό θεαματικότερο— μιας νέας ολόπλευρης κοσμολογι­ κής άντίληψης, πού άπο,τελούσε ολοκληρωτική πρόκληση γιά τήν κυρίαρχη. ’Αφού ή πρώτη άποφασιστική μάχη τής καινούργιας κοσμοθεω­ ρίας δόθηκε καί κερδήθηκε στόν τομέα τής φυσικής επιστήμης, εύλο­ γο ήταν νά προσδοθεί στό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο σημασία γε­ νικού παραδείγματος, καί μάλιστα μέ διπλή σημασία. Μεθοδολογικά έπισημάνθηκε ή συνεργασία εμπειρίας καί νόησης, στήν όποια τό πρωτείο τής δεύτερης μέσα στή γνωστική διαδικασία καθόλου δέν επηρεαζόταν άπό τήν επίκληση τής πρώτης, ένώ συνάμα ή νέα κο­ σμοεικόνα, ώς δομή, άσκούσε μαγική επίδραση πάνω στούς πολυά­ ριθμους φίλους τής νέας κοσμοθεωρίας, πού δέν ήταν οι ίδιοι φυσικοί επιστήμονες. Οι δύο αυτές σημασίες (ή μεθοδολογική καί ή δομική) τού φυσικό επιστημονικού προτύπου συνδέθηκαν, φυσικά, πολύ στενά μεταξύ τους. Πιστεύθηκε δτι ή άρμονική δομή, πού καθαυτή φαινό­ ταν νά αποτελεί άξια, είναι άποκλειστικό άποτέλεσμα τής έφαρμογής τής φυσικοεπιστημονικής μεθόδου. Αυτό έξηγεί γιατί ό S p in o z a θέ­ λησε νά θεμελιώσει τήν καινούργια εξήγηση τής Βίβλου, πού άποσκοπούσε στήν έναρμόνιση των θρησκειών, μέ τή φυσικοεπιστημονική μέθοδο.296 (Ή άποψη αυτή παρέμεινε κυρίαρχη καί στόν 18ο αί., μο­ λονότι τώρα, βέβαια, πρότυπο ήταν ή νευτώνεια φυσική έπιστή295. Stim so n , The G r a d u a l A c c e p ta n c e , p a s sim . 296. T r a c ta tu s , V II ( = O p e ra , III, 98): «d ico m ethodum in te rp re ta n d i S c r ip tu ra m h au d d ifferre a m eth od o in te rp re ta n d i n a tu ra m » .

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ Φ ΤΣΗΣ

141

μη297). Χαρακτηριστικό είναι ότι τό αίτημα εφαρμογής τής αξιωμα­ τικής μεθόδου στράφηκε από νωρίς εναντίον τής σχολαστικής disp u ta tio in u tram q u e p a rte m , ή όποια κατηγορήθηκε ώς αίτια ά­ γονων διαμαχών καί συνεπώς πρόξενος σκεπτικισμού.298 Ή μέθο­ δος, μέ τήν όποια θεωρούνταν συνδεδεμένο τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο, φαινόταν λοιπόν ώς ή μόνη ικανή νά θέσει τέρμα στόν σκε­ πτικισμό έκείνον, πού γεννιόταν άπό τη διαπίστωση τής στειρότητας όσων διαμαχών διεξάγονταν στό όνομα άπόλυτων θρησκευτικών αληθειών. Ό μως καί ένας άλλος σκεπτικισμός, ό οποίος, στά μάτια πολλών, συνυφαινόταν μέ τον πρώτο καί ό οποίος πρέσβευε ανοιχτά τήν άρνηση κάθε απόλυτης άξίας, πιστευόταν ότι μπορούσε νά ύπερνικηθεί μονάχα μέ τή βοήθεια τής μαθηματικής-άξιωματικής σκέψης. Γ ι’ αυτό καί ή τελευταία, ήδη άπό τόν 16ο αί., έπιστρατεύεται όχι μονάχα ένάντια στή σχολαστική d isp u ta tio , αλλά καί ενάντια στίς διδασκαλίες τού ήθικού σχετικισμού, δηλ. τού ίδιωτικού (έλευθεριασμός) ή τού δημόσιου (μακιαβελλισμός) άνηθικισμού.299 Στό ζήτημα αυτό θά ξαναγυρίσουμε όταν συζητήσουμε τό φυσικό δίκαω τού 17ου αί. Κατ’ άρχήν πρέπει νά συγκρατήσουμε τό γεγονός ότι ή μαθηματική-άξιωματική μέθοδος θεωρείται κατάλληλη νά στηρίξει κανονιστικές άποφάνσεις άκριβώς σέ μιάν έποχή, όπου, έξαιτίας τής γένεσης καί τής διάδοσης μιας σκεπτικιστικής τάσης, ή σκιά τής υπο­ ψίας τού μηδενισμού πέφτει πάνω σέ ολόκληρο τόν νεότερο ορθολογι­ σμό σάν τέτοιον. Σύμφωνα μέ τίς πολεμικές άνάγκες τής συγκεκρι­ μένης αυτής κατάστασης, ή εικόνα τού ένιαίου Όλου, τό όποίο λογι­ κά είναι προϊόν μιας νοησιαρχικής μεθόδου άπαλλαγμένης άπό τά σκεπτικιστικά συνακόλουθα τού άκρου εμπειρισμού,300 καί τό οποίο, δομικά, διέπεται άπό λίγους άπλούς νόμους, εμφανίζεται όχι ώς άπλό γεγονός, άλλά ώς άξια, ώς άξιομίμητο πρότυπο, πού θά επρεπε νά καθοδηγήσει κάθε προσπάθεια γιά μιά διαμόρφωση τής ζωής άξια τού άνθρώπου. Στό σημείο αυτό διασταυρώνονται οι δρόμοι τής φυ297. Βλ. π.χ. τίς απόψεις τού d ’A lem b ert γιά τήν έπιστημονική πραγμάτευση ίστορικού-βιβλικού υλικού, E le m e n ts, III καί V § VI = O eu v res, II, 24 κ.έ., 103 κ.έ. 298. Τεκμήρια στόν S ch illin g , A x io m . M e th o d e, 78 κ.έ. 299. Τεκμήρια στόν S ch illin g , A x io m . M e th o d e, 94 κ.έ. 300. Οι έκπρόσωποι τού γνωσιοθεωρητικού εμπειρισμού είχαν ήδη άπό νωρίς συνειδητοποιήσει τίς σκεπτικιστικές του συνέπειες, βλ. τήν άνάλυση τής γνωσιοθεωρίας τού C a m p a n e lla άπό τόν C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro h lem , I, 245. Τό πρόβλη­ μα τού σκεπτικισμού θά παίξει κεντρικό ρόλο σέ δλες τίς κατοπινές γνωσιοθεωρητικές συζητήσεις.

M2

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σικής επιστήμης καί τής ήθικής μέσα στή διαδικασία εκλογίκευσης τής νέας κοσμοθεωρίας. Μονάχα ώ ςΌ λο, συστηματικά οργανωμένο, μπορούσε ή νέα φυσική έπιστήμη νά άποκτήσει φιλοσοφική αίγλη, δηλ. νά συνδεθεί μέ κανονιστικές θέσεις, έτσι ώστε ή άξιολογική κλί­ μακα τής νέας κοσμοθεωρίας νά έμφανιστεΐ ώς άναγκαίο συστατικό μέρος μιας ορθής ερμηνείας τού κόσμου καί επομένως ώς στέρεα θε­ μελιωμένη: ή ολόπλευρη άξιολογική κλίμακα απαιτεί μιάν ολόπλευ­ ρη ερμηνεία τού κόσμου. Ή συγκρότηση ένός μεθοδικά άρτιου, συ­ στηματικού καί ετοιμοπόλεμου Όλου ήταν, λοιπόν, ή σημαντικότερη προσφορά τής φυσικής έπιστήμης στήν καινούργια κοσμοθεωρία. (Δέν θά μιλήσουμε εδώ γιά τή σημασία τής ιδέας τού Όλου ώς γενι­ κού πλαισίου προσανατολισμού τής έπιμέρους φυσικό επιστημονικής έρευνας). Τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο πρόσθετε στά παραπάνω τακτικά-ίδεολογικά του πλεονεκτήματα ακόμη ένα, δταν αντιμετώπιζε τε­ λεσφόρα τήν υποψία τού άθεϊσμού. Σέ μιάν έποχή, δπου πίστη στόν Θεό καί πίστη στήν ήθική ήταν άκόμη σχεδόν ταυτόσημες (άφού ή ταυτότητα αυτή σήμερα δέν είναι πιά αυτονόητη γιά δλους, πρέπει νά προσπαθήσουμε νά τή συλλάβουμε αμερόληπτα άπό λογική καί ιστο­ ρική άποψη, άν θέλουμε νά κατανοήσουμε τό πνευματικό κλίμα καί τούς πνευματικούς άγώνες των πρώιμων Νέων Χρόνων), ή υποψία τού μηδενισμού δέν μπορούσε νά άντικρουστεί δίχως κάποια, δποιας μορφής, θεωρητική κάλυψη τής πίστης στόν Θεό. ’Ακριβώς ή πολύ προσεκτική συμπεριφορά των έκπροσώπων τού φυσικοεπιστημονικού προτύπου (άκόμη καί ό H o b b es όρισμένες συνέπειες μονάχα νά τίς ύπαινιχθεί τόλμησε, δπως είδαμε) καί, επομένως, ό σχετικά συντηρη­ τικός —έξωτερικά τουλάχιστον— χαρακτήρας του άπό τήν άποψη αυ­ τή τού χάρισαν τακτική ευκινησία καί δυνατότητες έπιτυχίας σέ μιάν έποχή, δπου, καθώς πρέπει νά έπαναλάβουμε, ή ύποψία τού άθεϊσμού καί ή ύποψία τού μηδενισμού άποτελούσαν μονάχα τίς δύο πλευρές τού ίδιου νομίσματος. Είναι άμφίβολο άν ένα άπροκάλυπτα άθεϊστικό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο θά μπορούσε στίς τοτεινές συνθήκες νά έπικρατήσει κοσμοθεωρητικά καί κοινωνικά. νΑν παραβλέψουμε τίς σημαντικές έσωτερικές άνεπάρκειες των μονιστικών ρευμάτων τής φυσικής φιλοσοφίας στήν Αναγέννηση, ή διάδοσή τους παρεμποδιζό­ ταν προπαντός άπό τήν έπικίνδυνη συγγένεια άθεϊσμού καί πανθεϊ­ σμού (ή τύχη τού σπινοζισμού στόν 18ο αί.,301 δταν πιά οί ίδέες διακινούνταν πολύ πιό έλεύθερα άπό πριν, δείχνει σαφέστατα πόσο δύ301. Βλ. παρακ. κεφ. V I, ύποκεφ. 2.

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

143

σκολα ήταν τά πράγματα γιά τον πανθεϊσμό στον 17ο ή στόν 16ο αί.). Μολονότι τά μονιστικά ρεύματα προλείαναν κοσμοθεωρητικά τόν δρόμο τού μαθηματικού φυσικοεπιστημονικού προτύπου σέ πολ­ λά σημεία (ανατίμηση τής Φύσης, διατύπωση τής ιδέας τού ενιαίου Όλου κτλ., κτλ.), ωστόσο ή μηχανιστική αντίληψη τής Φύσης διέφε­ ρε ουσιαστικά άπό τόν πανθεϊστικό μονισμό καί μάλιστα στάθηκε μοιραία γ ι’ αυτόν:302 ή εικόνα τής μηχανής ύποβάλλει τη σκέψη ενός κατασκευαστή ή ενός πρώτου κινούντος. Α λλά δέν ήταν μόνο τούτη ή ίδέα τού μεγάλου μηχανικού ή άρχιτέκτονα (άνάλογα μέ την έκάστοτε μεταφορά), πού βοήθησε τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο νά παραμείνει στά πλαίσια τού θεϊσμού καί, επομένως, τού κοινωνικά αποδεκτού. Καί χριστιανικοί κοινοί τόποι μεθερμηνεύθηκαν κατά τρόπο εύνοϊκό γιά τήν καινούργια σύλληψη τής Φύσης. ’Έτσι δχι μο­ νάχα άποφεύχθηκε ή άνοιχτή ρήξη μέ τήν Εκκλησία, άλλά καί κερδήθηκε ενα πολεμικό πλεονέκτημα άπέναντί της, άφού τώρα μπορού­ σε κανείς νά επικαλεστεί μερικές άπό τίς διδασκαλίες της άκριβώς γιά νά υποστηρίξει θέσεις πού ή ϊδια άπέκρουε (έτσι, βέβαια, διαμφισβητούνταν εμμεσα τό εκκλησιαστικό μονοπώλιο τής ερμηνείας των χριστιανικών διδασκαλιών,303 πράγμα πού δέν μπορούσε νά μεί­ νει ατιμώρητο). Μιά μεθερμηνεία χριστιανικών κοινών τόπων άπό τή σκοπιά τής νέας άντίληψης επιχειρεί π.χ. ό G alilei, δταν άπαιτεί ου­ σιαστικά τήν άντικατάσταση τής θεολογίας μέ τή φυσική, δηλ. τήν αναγνώριση τής Φύσης ώς ύ'ψιστου γνωστικού άντικειμένου, μέ τή μορφή τού ευλαβικού αιτήματος νά θεωρηθεί ή μελέτη τών έργων τού Θεού σπουδαιότερη άπό τή μελέτη τών λόγων του, άφού ή άμεση γνώση τών βουλών τού Κυρίου ξεπερνά τίς πνευματικές δυνάμεις τού άνθρώπου.304 Παρόμοιες θέσεις βρίσκουμε στόν B a c o n .305 Ό ενθου­ σιασμός γιά τά ορατά έργα τού Θεού (πού άργότερα θά έκφυλιστεΐ σέ φυσικοθεολογία) μετατρέπεται, έτσι, σέ θρησκευτική δικαίωση τής ε­ ρευνάς τής Φύσης. Τόν ίδιο σκοπό ύπηρετεϊ καί ή ίδέα τής τέλειας τά­ ξης τού Είναι, στήν οποία Αντικατοπτρίζονται, δπως λέγεται, ή σοφία 302. C ollin gw oo d, I d e a o f N a tu r e , 100. 303. ’Ακριβώς τό εκκλησιαστικό μονοπώλιο ερμηνείας τής Βίβλου άμφισβητεΐ ό G alilei (παρ’ όλες τίς διαβεβαιώσεις τής εύλάβειάς του), όταν λέει ότι τό «αληθινό νόημα» τής Βίβλου, όπως ό ίδιος τήν έρμηνεύει, συμβιβάζεται μέ τήν κοπερνίκεια θεωρία (βλ. τήν έπιστολή στόν C aste lli άπό 2 1 .1 2 .1 6 1 3 = O p ere, λ \ 2 8 2 /3 , 2 8 4 /5, πρβλ. τήν έπιστολή στόν D ini άπό 2 3 .3 .1 6 1 5 = O p e re, V, 302 κ.έ.). 304. Έπιστολή στόν D io d a ti άπό 15.1.1633 = O p ere, XV , 24/5. 305. In te r p r. o f N a tu r e , I == W ork s, III, 219 κ.έ.* A d van c. o f L e a r n ., II = W orks, III, 47 8 κ.έ.

144

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

καί ή παντοδυναμία τού Θεού. Προβάλλεται, λοιπόν, ό ισχυρισμός ό­ τι άκριβώς ή τάξη αυτή άποδείχνει τή μαθηματική δόμηση τού σύμπαντος. «Ό Θεός δημιούργησε τά πάντα σύμφωνα με αριθμούς, μέ­ τρα καί σταθμά», γράφει ό G alilei σέ μιά του σημείωση.306 Αυτό ση­ μαίνει: ό Θεός είναι άδιαμφισβήτητος δημιουργός του κόσμου — ό­ πως δμως βλέπει τόν κόσμο ή νέα φυσική επιστήμη. Ή δημιουργία τού κόσμου άπό τόν Θεό μεταβάλλεται, έτσι, σέ επιχείρημα γιά τήν ορθότητα των θέσεων της. Τά παραδείγματα μεθερμηνείας χριστιανι­ κών κοινών τόπων θά μπορούσαν νά πολλαπλασιαστοϋν. ’Αποτελούν καζουϊστική υψηλού έπιπέδου καί συνάμα μαρτυρίες ενός δύσκολου προσωπικού άγώνα στή διελκυστίνδα δύο διαφορετικών είδών νομι­ μοφροσύνης, πού άντικειμενικά έχουν χάσει τά σημεία έπαφής μετα­ ξύ τους.307 Γιά νά άποτιμήσουμε δπως πρέπει τήν ελκτική δύναμη τού νέου φυσικοεπιστημονικού προτύπου, χρειάζεται νά φέρουμε στόν νού μας, δσο γίνεται πιό συγκεκριμένα, τήν έποχή τών θρησκευτικών πολέ­ μων. Κράτησε πάνω άπό αιώνα (πολύ περισσότερο μάλιστα, άν συνυ­ πολογίσουμε καί σημαντικούς κατοπινούς άντικτύπους του, δπως τήν ανάκληση τού έδίκτου τής Νάντης) καί σημάδεψε οδυνηρά τή ζωή τών μεγαλύτερων ευρωπαϊκών λαών. Εκτός άπό τήν καθημερινή εκ­ καθαριστική δραστηριότητα τής όργανωμένης ’Αντιμεταρρύθμισης, ή θηριωδία καί ή έκταση τής άμοιβαίας εξόντωσης, κατά τή διάρκεια 306. O p e re, IV, 52. 307. Στό φως τών διαπιστώσεων αυτών πρέπει νά ιδωθεί τό πολυσυζητημένο πρόβλημα τής θρησκευτικής πίστης τών θεμελιωτών τής νεότερης φυσικής επιστή­ μης. Ή ειλικρίνεια τής πίστης αυτής δύσκολα μπορεί νά άμφισβητηθεΐ, συνάμα δμως πρέπει καί νά υπογραμμιστεί ή μεταβολή τού περιεχομένου της. Πρόκειται γιά πίστη προσωπική, στηριζόμενη δηλ. σέ προσωπική ερμηνεία τής θρησκείας, άκόμη κι δταν (θέλει νά) συμφωνεί μέ τίς έκκλησιαστικές διδασκαλίες. Έ τσ ι, δέν άποτελεΐ τό άντίθετο τής ερευνάς, παρά τό σύστοιχό της* πίστη καί έρευνα γίνονται όμοούσιες εκδη­ λώσεις ύπαρξιακής έντασης καί καλύπτουν έξίσου τίς βιωματικές άνάγκες τού νεότε­ ρου όρθολογισμού. Αυτή ή διάσταση τής θρησκευτικής πίστης επιδρά προωθητικά μέσα στις νέες συνθήκες. Θά ήταν έσφαλμένη ή άντίληψη, δτι ολόκληρο τό προσωπι­ κό «πιστεύω» τών άνθρώπων αυτών, στάθηκε σημαντικό γιά τήν ιστορικά ενδιαφέ­ ρουσα δραστηριότητά τους. Μέσα του ύπήρχαν στοιχεία άμελητέα άπό άποψη ιστο­ ρική, παρά τή μεγάλη, ϊσως, ύποκειμενική τους σημασία. Οί ρηξικέλευθες ιδέες γεν­ νιούνται πάνω στή διασταύρωση τού προσωπικού «πιστεύω» μέ τά είδοποιά γνωρί­ σματα τής νέας κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης, δσο μεταμφιεσμένη κι άν εί­ ναι ή τελευταία: καί έτσι, άλλωστε, παραμένει ικανή νά θέσει στήν ύπηρεσία της ιδέες έξαρχής έτερογενεΐς (ή Εκκλησία είχε λοιπόν δίκιο άπό τήν πλευρά της, δταν δέν έδινε πίστη στίς ειλικρινείς ομολογίες πίστεως μερικών έπιστημόνων* γιατί διαι­ σθανόταν δτι αυτές άπηχούσαν έναν τρόπο σκέψης ήδη σημαντικά διαφορετικό).

2. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΦΥΣΗΣ

145

τών έμφυλίων πολέμων στή Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στή Γερμανία καί στήν ’Αγγλία (στόν βαθμό πού ό εμφύλιος πόλεμος στή χώρα αυ­ τή είχε θρησκευτικό χαρακτήρα), πήραν διαστάσεις πού έκαναν άναπόφευκτο έναν ήθικό κλονισμό, σε ορισμένους, τουλάχιστον, κύ­ κλους.308 Ήταν εύ'λογη ή σκέψη δτι οί πόλεμοι αύτοί είχαν άποκαλύψει τό άληθινό πρόσωπο τής παλιάς κοσμοθεωρίας* παραδοσιακή Εκκλησία, αυθεντία, σχολαστική φιλοσοφία, θρησκευτικός φανατι­ σμός κτλ. ταυτίστηκαν (ή ήθική —καί πολεμική— πρόθεση ήταν σέ πολλούς τόσο ισχυρή, ώστε δέν άφηνε χρόνο καί διάθεση γιά λεπτό­ τερες έννοιολογικές διακρίσεις), άνάχθηκαν στόν υποτιθέμενο κοινό τους παρονομαστή καί θεωρήθηκαν αιτία τών δεινών.309 Στό χάος τής διχόνοιας καί τής καταστροφής, πού φαινόταν ή άναγκαία συνέ­ πεια τής παλιάς κοσμοθεωρίας, άντιπαρατέθηκε σχεδόν αυτόματα ή αφοπλιστική, στήν απλότητά της, αρμονία καί ενότητα τού νέου προ­ τύπου τής Φύσης, στά πλαίσια τού οποίου οί άντιθέσεις ομαλύνονταν χάρη στή δράση γενικών νόμων, προσιτών στόν Λόγο. Τό πνεύμα τής νέας έπιστήμης θεωρήθηκε, έτσι, ικανό νά επιφέρει τή γενική έναρμόνιση τών άντιθέσεων ύπό τήν αιγίδα τού Λόγου. (Πόσο έντονη καί μακρόχρονη στάθηκε ή έπίδραση αυτού τού τρόπου σκέψης, πού γεννήθηκε μέσα άπό τήν έμπειρία τών θρησκευτικών πολέμων, φαί­ νεται σέ έναν διανοητή τόσο σημαντικό οσο ό Leibniz: άπό τήν ϊδια έγνοια πηγάζουν τόσο οί προσπάθειές του γιά τήν προσέγγιση τών Εκκλησιών δσο καί ή έπιδίωξή του γιά τόν παραμερισμό δλων τών φιλοσοφικών άντιθέσεων στό πλαίσιο ένός καθολικού συστήμα­ τος310). Ή δομή τής Φύσης μεταβάλλεται, έτσι, σέ κανόνα άνθρώπι308. Βλ. γενικά, L e cler, G esch. d e r R e lig io n sfre ih e it, p a ssim . 309. Τυπικά χωρία στόν B a c o n , E s s a y s , III (On the Unity o f R e lig io n ) σέ συνδυασμό μέ τό πρώτο E s s a y (O f R e lig io n ) τής έκδοσης τού 1612 ( = W o rk s, VI, 382/3 καί 543/4)· πρβλ. H o b b e s, B eh em o th , III ( = E W , V I, 343) σέ συνδυα­ σμό μέ L e v ., X L V I ( = EW , III, 664 κ.έ.). Οί διαμαρτυρίες ενάντια στίς στείρες καί επιπλέον επικίνδυνες θεολογικές διαμάχες συνοψίστηκαν εντυπωσιακά άκριβώς στό μεσοδιάστημα άνάμεσα στους θρησκευτικούς πολέμους καί στήν εποχή τού Διαφωτι­ σμού άπό τόν B a y le , βλ. τήν ανάλυση τής L a b r o u s se , B a y le , II, 417 κ.έ., πρβλ. 317 κ.έ. Στόν 18ο αί. άποτελούν επίσης κοινό τόπο τής άντιεκκλησιαστικής προπα­ γάνδας (τυπικά χωρία στόν V o ltaire : «οί έριδες τών θεολόγων έγιναν πόλεμος κα­ νιβάλων», E s s a i s u r les M o e u r s, C X X V III = OC, XII, 284, πρβλ. C L X X X καί C X C V II = OC, XIII, 62, 177. Επίσης στόν R o u sse a u , προπαντός τήν επιστολή στόν B e a u m o n t = OC, IV , 974/5). 310. Γιά τόν οίκουμενισμό τού L eib n iz βλ. H a z a r d , K r is e , 262 κ.έ., καί N a ert, P e n se e p o litiq u e de L ., 74 κ.έ. Τελευταία έμφανίστηκε ή μονογραφία τού E ise n k o p f, L. u n d die E in ig u n g d e r C hristenheit.

146

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

νης συμπεριφοράς* από τό Όν άντλεϊται τό Δέον. Τούτο γίνεται δυ­ νατό χάρη στόν παρακάτω συλλογισμό: άφού τό νέο φυσικό πρότυπο είναι έργο τού νέου κοσμοθεωρητικού πνεύματος, άρα εκφράζει καί τήν πεμπτουσία τού πνεύματος αύτού* αν τό φυσικό πρότυπο διέπεται άπό ενότητα καί άρμονία, τότε καί ή πεμπτουσία τού νέου πνεύματος είναι άναγκαστικά ενότητα καί αρμονία* αύτό, λοιπόν, πρέπει νά άναλάβει τη διεύθυνση των τυχών τού κόσμου. Ό συλλογισμός αυτός είναι ορθός μέ τήν έννοια δτι άνάμεσα στήν ιδιοσυστασία ενός τρόπου σκέψης καί στη δομή τής γνώσης της ή στή δόμηση τού γνωστικού αντικειμένου της υπάρχει άντικειμενικά μιά στενή συνάφεια. Οι εκπρόσωποι, δμως, τής παραπάνω θέσης τή συνδέανε προγραμματι­ κά μέ ορισμένες άξιολογικές κρίσεις, δηλ. δέν τήν άντιλαμβάνονταν ώς άπλή άντικειμενική διαπίστωση, πού άλλωστε θά μπορούσε νά έρμηνευθεί καί μέ τήν έννοια δτι κάθε κοσμοεικόνα είναι σχετική, άφού έξαρτάται άπό έναν ορισμένο τρόπο σκέψης. Στά μάτια τους ή στενή συνάφεια, πού άναφέραμε, παρουσιαζόταν ώς βαθιά καί πραγ­ ματική συμφωνία Λόγου καί άντικειμενικής δομής τού κόσμου. Οι άξιες, πού δέχεται ό Λόγος, φαίνονται, έτσι, νά έχουν άντικειμενική ισχύ, άφού προκύπτουν άπό τή μεταφορά τής δομής τού κόσμου στή σφαίρα τών άνθρώπινων σχέσεων. Έ τσ ι καταλήγουμε στο αίτημα: ενότητα καί άρμονία υπό τήν αιγίδα τού νόμου ή τού Λόγου, ό όποιος συλλαμβάνει τόν νόμο, δντας έτσι όμοούσιός του. Μ’ αυτόν τόν τρόπο ό Λόγος, δπως τόν βλέπει ή νέα κοσμοθεωρητική θεμελιώδης στάση, γίνεται εξίσου δεσμευτικός δσο καί ό νόμος τής νέας φυσικής έπιστήμης. Ό Λόγος ώς ελευθερία καί ό νόμος ώς άναγκαιότητα δέν φαίνε­ ται, πάλι, νά βρίσκονται σέ άντίθεση μεταξύ τους. Γιατί τόσο ή έννοια τής άναγκαιότητας δσο καί ή έννοια τής έλευθερίας έχουν έδώ πολε­ μική αιχμή* καί οί δύο στρέφονται ένάντια σέ έναν κοινό άντίπαλο καί δχι ή μία ένάντια στήν άλλη. ’Αναγκαιότητα σημαίνει δτι ή ελευ­ θερία, μέ τήν έννοια τού άντιπάλου, είναι αύθαίρετη καί έπομένως αι­ τία άναρχίας καί χάους, ενώ ή οικεία έννοια τής έλευθερίας άποτελεί τή μόνη άληθινή καί δυνατή. Ή έπίκληση τής άναγκαιότητας δέν έ­ χει, λοιπόν, ώς σκοπό της νά περιορίσει τή δεύτερη, άλλά νά άφαιρέσει κάθε άντικειμενικά έρεισμα άπό τήν πρώτη. Αυτό τό σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, άν θέλουμε νά κατανοήσουμε τό παράδοξο παι­ γνίδι τής έξύμνησης τού νόμου καί τής άναγκαιότητας άκριβώς στό δνομα τής έλευθερίας. Ή συνύφανση τών τριών αυτών έννοιών δέν πραγματοποιείται στή βάση μιας όντολογικής καί άντικειμενικής, άλλά μιάς πολεμικής καί υποκειμενικής διαλεκτικής — άδιάφορο άν αυτή ή τελευταία αύτοχαρακτηρίζεται ώς «άντικειμενική» (πράγμα,

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

147

άλλωστε, που ένισχύει την πολεμική της ισχύ). Ό επιτιθέμενος χρειά­ ζεται τη συνύφανση τούτη· αυτό έγινε πρόδηλο δχι jxovo στόν 17ο αί., αλλά καί στόν 19ο, δταν ή φιλελεύθερη-άτομικιστική έννοια τής ελευθερίας καταπολεμήθηκε με βάση τό επιχείρημα τής ιστορικής αναγκαιότητας. 3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ

α) Ό άνθρωπος ώς κυρίαρχος πάνω στη Φύση κα ί τό φνσικοεπιστημονικό πρότυπο Στήν οργανική του σύνδεση με μιάν ορισμένη άντίληψη γιά τή θέση καί τόν προορισμό τού άνθρώπου στόν κόσμο, τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο φανέρωσε τήν ήθική-κανονιστική του πλευρά, καί μάλιστα σέ ένα νευραλγικό της σημείο. Ή άνθρωπολογική θεμελίωση ή συμ­ πλήρωση τού φυσικοεπιστημονικοΰ προτύπου ήταν στήν πραγματικό­ τητα άναπόδραστη, αφού αυτό εδραζόταν στήν κοσμοθεωρητική από­ φαση γιά τήν άνατίμηση τής Φύσης: ή άνατίμηση τούτη έπρεπε νά συμβαδίσει μέ μιάν άνύψωση τής θέσης τού άνθρώπου ήδη γιά τόν λόγο δτι στήν παραδοσιακή-θεολογική σκέψη ή άντίληψη γιά τή Φύ­ ση καί ή άντίληψη γιά τόν άνθρωπο έξαρτιόνταν άμοιβαΐα. Ή άντίθεση τής παλιάς προς τή νέα θέση μπορεί ίδεοτυπικά νά συνοψιστεί ώς εξής: Ή άνατίμηση τής Φύσης κάνει τήν τελευταία άντικείμενο συ­ στηματικής, κύριας ή καί άποκλειστικής άπασχόλησης τού άνθρώ­ που. Μονάχα μιά τέτοια άπασχόληση μαζί της επιτρέπει τήν κυριάρ­ χησή της. Ό άνθρωπος (ώς γένος) μπορεί νά κερδίσει τή θέση τού κυ­ ριάρχου, μόνον άν οι προσπάθειές του άναφέρονται στή Φύση. Όσο παραμένει πνευματικά δεμένος μέ τόν Θεό, όφείλει νά άρκεστεϊ στόν ρόλο τού ύποτακτικού, μιά καί κυριαρχία πάνω στόν Θεό είναι άδιανόητη. Αφού στή θεολογική άντίληψη ό άποκλεισμός τής Φύσης ώς κύριου τομέα δραστηριότητας καί έπομένως ή άμεση σχέση μέ τόν Θεό καταδίκαζαν τόν άνθρωπο σέ έξάρτηση (ή έλπίδα τής λύτρωσης μπορούσε, βέβαια, νά κάνει τήν έξάρτηση αυτή έλκυστική καί συμφέρουσα, γιά κυριαρχία πάντως δέν μπορούσε νά γίνει λόγος σέ καμιά περίπτωση), ή νέα άντίληψη σχετικά μέ τό κύριο άντικείμενο τού άνθρώπινου ένδιαφέροντος έπρεπε άναγκαστικά νά συνοδευτεί άπό μιάν άλλαγή τής θέσης τού άνθρώπου (ώς γένους). Ή άλλαγή αυτή έγινε κοινωνικά ορατή, άνάμεσα στά άλλα, καί στήν έξασθένιση ή κατάλυ­ ση τής ισχύος τής Εκκλησίας, δηλ. τού θεσμού έκείνου, ό όποιος θε-

148

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μελίωνε αξιώσεις κοινωνικής κυριαρχίας πάνω στο (αύτοεπιβεβλημένο) καθήκον του νά επιτηρεί καί νά καθοδηγεί τόν άμεσο δεσμό του ανθρώπου με τόν Θεό, δσο ή Φύση αποκλειόταν ώς κύριος τομέας καί στόχος τής ανθρώπινης δραστηριότητας. Ή διαδικασία τής αλλαγής αυτής πραγματοποιήθηκε μέ τρόπο κάπως παράδοξο. ’Ακριβώς ή έπιδίωξη νά τεθεί ή Φύση στό μόνιμο επίκεντρο τού ανθρώπινου ενδιαφέροντος οδήγησε άναγκαστικά — έξαιτίας τής άπαραίτητης χρησιμοποίησης τής μαθηματικής μεθόδου γιά τη συγκρότηση ενός ενιαίου κοσμολογικού Όλου— στην ποσοτικοποίηση, δηλ. έκμηχανίκευση καί νέκρωσή της. Ή Φύση έγινε τό αυχμηρό βασίλειο τής τυφλής άναγκαιότητας* στεκόταν τώρα ξένη άπέναντι στίς ευχές καί στίς ελπίδες τού ανθρώπου,311 αφού μάλιστα δέν μπορούσε πιά νά επηρεαστεί διαμέσου τού εξευμενισμού τού Θεού. Ή κατάργηση τών c a u sa e fin ales —απαραίτητη γιά τη μη­ χανική κοσμοεικόνα312 — στράφηκε άμεσα εναντίον τής παρήγορης πίστης, δτι ή Φύση δημιουργήθηκε άπό τή θεία Πρόνοια γιά χάρη τού ανθρώπου καί μέ κριτήριο τίς άνάγκες του. Ή νέα θεώρηση φαινό­ ταν, λοιπόν, νά συνεπάγεται λογικά δτι ό άνθρωπος, αβοήθητος μπροστά στήν αδυσώπητη μηχανή τής Φύσης, μάλλον νά φοβάται έπρεπε παρά νά ελπίζει. Δέν θά κατανοήσουμε γιά ποιόν λόγο δ,τι φαινόταν απ’ αυτή τή σκοπιά ώς ζημιά μπόρεσε νά θεωρηθεί κέρδος, άν δέν προσέξουμε τήν πολεμική αιχμή τού δλου συλλογισμού. ’Αφού ό θεολογικός άντίπαλος ένσάρκωνε έξ ορισμού τήν εξάρτηση καί τήν υποταγή, καί άφού οί c a u s a e fin ales αποτελούσαν ουσιαστικό μέρος τής διδασκαλίας του, ή απόρριψή τους έπρεπε νά θεωρηθεί eo ipso ώς συμβολή στήν πρόοδο τής ανθρώπινης χειραφέτησης. Ή απώλεια τής σιγουριάς τών c a u s a e fin ales μπορούσε νά γίνει άποδεκτή άφο­ βα, άφού ή νέα κοσμοθεώρηση είχε νά βάλει στή θέση τους κάτι του­ λάχιστον ισότιμο, εξίσου ελκυστικό καί, έπιπλέον, καθησυχαστικό: τήν επαγγελία δτι οί άνθρωποι μπορούν νά γίνουν «κύριοι καί κάτο311. Βλ. τίς θέσεις του G alilei ενάντια στήν ανθρωπόμορφη αντίληψη γιά τή Φύ­ ση, Div. f r a g m . = O p e re, IV, 24* D ia lo g o , I = O p e re, V II, 126/7. Σχετικά μέ τόν D e sc a rte s βλ. παρακ. κεφ. IV, ύποκεφ. 3β. 312. Ό B a c o n θεωρεί τήν ερευνά τών c a u s a e fin a le s «στείρα» (.A u gm . S c l­ en t.. 1Π, 5, = W ork s, I, 571). Γιά τόν H o b b e s οι c a u s a e fin a le s στήν ουσία είναι c a u s a e efficien tes {D e c o rp ., II, 10, 8 7 = O L, I, 117)· εδώ ακολουθεί τόν D e sc a rte s (.M ed it., Q uint. R e sp . = A T , V II, 374). Ό L a p o rte (L e ra tio n a lism e de D ., 343 κ.έ.)„ πού δέν καλοπιστεύει τήν καρτεσιανή άπόρριψη τών τελικών αιτίων, παρερμηνεύει τή θέση τού D e s c a r te s , επειδή παραβλέπει τό πολεμικό νόη­ μα τής άπόφανσής του, δτι άγνοεΐ τούς σκοπούς του θεού, καί τήν παίρνει στήν ονο­ μαστική της αξία (op. cit., 349, σημ. 1).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

149

γοι τής Φύσης», σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοϋ D e sc a r te s313 — καί μάλιστα διαμέσου της τεχνικής καί τής βιομηχανίας.314 Ή νέκρωση τής Φύσης, πού άρχικά άπειλοϋσε τόν άνθρωπο μέ όρφάνια, εμφανί­ ζεται ώς πλεονέκτημα στην προοπτική τής μελλοντικής του κυριαρ­ χίας. Ή όλότελα έκμηχανικευμένη Φύση λειτουργεί μέ βάση άπλούς νόμους, καί δ,τι είναι απλό κυριαρχείται ευκολότερα, άφοϋ ευκολότε­ ρα κατανοείται. Καί ή φυσική άναγκοα,ότητα βοηθά στήν κυριάρχηση των φυσικών διαδικασιών, άφοϋ μάς δίνει τή δυνατότητα νά τίς σταθμίσουμε άπό πρίν μέ άρκετή σιγουριά. Μ’ αυτή την έννοια, ή νέ­ κρωση τής Φύσης εδραίωσε τή βεβαιότητα τής κυριαρχίας πάνω της, καί ή βεβαιότητα τούτη έδωσε, μέ τή σειρά της, τήν αποφασιστική παρώθηση γιά τή νίκη τοϋ hom o fa b e r .315 Ή επιλογή τού δρόμου τής κυριαρχίας πάνω στη Φύση διαμέσου τής τεχνικής έχει κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις, έφόσον συνεπάγε­ ται μιάν άνατίμηση τοϋ Εντεύθεν, μέ τή μορφή τής προσπάθειας γιά τήν ανετότερη διαρρύθμισή του, και μιάν άντίστοιχη υποτίμηση τής ευδαιμονίας στό Έκείθεν, πού συχνά έπρεπε νά εξαγοραστεί μέ φτώ­ χεια καί αρρώστια πάνω στή γή .316 ’Άν καί ή επιλογή αυτή επηρεά­ στηκε σημαντικότατα άπό χρησιμοθηρικές σκέψεις, πού ή γένεσή τους μπορεί νά άνιχνευθεί κοινωνιολογικά, ώστόσο δέν πρέπει διόλου νά υποτιμηθεί ή ιδεολογική της έπένδυση. Γιατί σκοποί πολύ πρακτι­ κοί καί κοινωνικά συγκεκριμένοι συχνότατα έπιβάλλονται δχι άπευ313. D is c o u r s , VI = A T , V I, 62. 314. 'Η τοποθέτηση αυτή έμφανίζεται τυπικά στον B a c o n , βλ. σχετικά F a r ­ rin gto n , B a c o n , P h ilo so p h e r o f In d u s t r ia l S c ie n c e , p a s sim . 315. A ren dt, Vita a c t iv a , 287 κ.έ. 316. Γιά τίς κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις τής κατάφασης της τεχνικής βλ. τίς εύστοχες παρατηρήσεις τοΰ S p e ch t, In n o v a tio n u n d F o lg e la s t, 95 κ.έ. Γιά λό­ γους, πού άναφέρονται άμέσως παρακάτω στό κείμενο, δέν μπορώ νά συμμεριστώ όλότελα τόν υποβιβασμό τής σημασίας τής «προμηθεϊκής αυτοσυνείδησης» πρός ό­ φελος χρησιμοθηρικών παραγόντων, όπως έπιχειρεϊται άπό τόν S pech t. Σέ ένδεια καί χρεία είχαν βρεθεί οί άνθρώπινες κοινωνίες πολλές φορές πρίν άπό τόν 17ο αί., χωρίς απ’ αυτό νά γεννηθεί ή ροπή πρός τήν τεχνική μέ τή σύγχρονη έννοια. Ά λ λ ω ­ στε ό ίδιος ό S p e ch t σχετικοποιεΐ τή σημασία τοΰ καθαρά χρησιμοθηρικοΰ παράγον­ τα, όταν τονίζει τίς κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις τής κατάφασης τής τεχνικής: ή στροφή πρός τό Εντεύθεν καί τά έγκόσμια δέν ήταν άποτέλεσμα τής χρησιμοθηρικής τοποθέτησης, παρά τό άντίστροφο. — Γιά τό πρόβλημα τοΰ χρησιμοθηρικοΰ παρά­ γοντα στήν πρώιμη φυσική έπιστήμη τών Νέων Χρόνων βλ. B row n , The u tilita ­ rian m o tive, ίδ. 182, 185/6, 190 κ.έ., ό όποιος θεωρεί τή χρησιμοθηρική τοποθέτη­ ση ώς ούσιαστικό κοινό σημείο τής καρτεσιανής καί τής βακώνειας κατεύθυνσης, παρ’ όλες τίς γνωστές διαφορές τους. Πρβλ. C la rk e , Scien ce a n d s o c ia l w e lfa r e , p a ssim .

150

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

θείας, άλλα διαμέσου τής έπίκλησης μεγάλων έμψυχωτικών ιδεών, οί όποιες, αν τις πάρουμε στήν ονομαστική τους άξία, μερικές φορές φαίνονται πολύ χαλαρά συνδεδεμένες μέ τούς παραπάνω σκοπούς. Μιά άντίληψη, πού βοήθησε τεράστια τή σύγχρονη έπιστήμη καί τε­ χνική, ήταν άναμφισβήτητα τό λεγόμενο ιδεώδες τού προμηθεϊκοϋ άνθρώπου. Ή συντριβή τών ιεραρχιών τού παραδοσιακού «κόσμου» καί ή έκθαμβωτική άνακάλυψη τού άπειρου σύμπαντος γίνονται εδώ άντιληπτές ώς ήθική πρόκληση στον άπελευθερωμένο άνθρωπο, ό όποιος καλείται νά μετρήσει τίς δυνάμεις του μέ τό άπειρο αυτό καί, άντίστοιχα, νά φτάσει σέ προμηθεϊκά ύψη. Ή άπειρία τού κόσμου γ ί­ νεται άπειρία τών μελλοντικών καθηκόντων καί σκοπών — καί άπει­ ρία τής άνθρώπινης αυτοπεποίθησης. (Ή τελευταία αύτή εχει, βέ­ βαια, κίνητρα περισσότερο πολεμικά, παρά λογικά, άφού πηγάζει δχι άπό τή βεβαιότητα τής γρήγορης, σχεδιασμένης επίτευξης ενός σα­ φούς σκοπού, άλλά άπό τήν άπλή θεωρητική διατύπωση τού σκοπού αυτού, ή όποια καί κάνει δυνατή τήν καταπολέμηση τού άντιπάλου). Ή προμηθεϊκή αύτοσυναίσθηση εκφράζεται τυπικά στόν B ru n o ,317 πού τό παράδειγμά του είναι ιδιαίτερα διδακτικό, άκριβώς έπειδή, χωρίς νά είναι ό ίδιος εκπρόσωπος τής άμεσα συνυφασμένης μέ τήν τεχνική μαθηματικής φυσικής έπιστήμης, ωστόσο πιστεύει δτι ή τε­ χνική δραστηριότητα δίνει στόν άνθρωπο τή δυνατότητα νά γίνει «Θεός πάνω στή γ ή ».318 Γιά μιά συνολική θεώρηση τού ζητήματος, είναι σημαντική ή διαπίστωση, δτι ή προμηθεϊκή αύτοσυναίσθηση άναφέρεται δχι μονάχα στή θέση τού άνθρώπου μέσα στό σύμπαν, άλλά και στή θέση του στήν Ιστορία, νοούμενη ώς συνεκτικό Ό λο. Ό G alilei διατύπωσε αύτή τήν ιδέα σαφέστατα, δταν, άποκρούοντας τήν κυριαρχία τής αύθεντίας, εγραψε δτι οί νεότερες άντιλήψεις Ισως είναι καλύτερες ήδη άπό τό γεγονός τής έμφάνισής τους σέ μιάν ώριμότερη φάση τής έξέλιξης τής άνθρωπότητας.319 Ό άνθρωπος τών Νέων Χρόνων άξιώνει έτσι γιά τόν έαυτό του τόν ρόλο τού τελεσιουργού τής "Ιστορίας. Δέν είναι τυχαίο δτι συναντάμε τήν ίδια σκέψη, παρόμοια διατυπωμένη, στόν B ru n o καί στόν C a m p an e lla, δπως καί στόν B aco n καί στόν D e sc a r te s.320 317. C a s s ir e r , In dividu u m u n d K o s m o s , 198 κ.έ.· γενικά γ ι’ αύτό τό σημείο R ice, W isdom , 93 κ.έ. 318. S p a c c io , III = O p ere, II, 152. Πρβλ. M on d olfo, ‘ L ’ Id e a del p r o g r e s s o u m an o in G .B .’ , F ig u r e e id ee, 223 κ.έ.* Rvifner, H o m o se c u n d u s D e u s, {5. 267 κ.έ. 319. F ra m m e n ti = O p e re, V III, 640. 320. Γιά τούς συγγράφεις αυτούς πληροφορεί ό G entile, ‘ V e r ita s fllia tem po-

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

151

Μιά επιβεβαίωση τής θέσης μας γιά τήν κοσμοθεωρητική συμβολή τού ανθρωπιστικού κινήματος στή γένεση τού φυσικοεπιστημονικού προτύπου αποτελεί ή πρόδηλη συμφωνία τής ανθρωπιστικής έξύμνησης τού ανθρώπου μέ τήν αντίληψη εκείνη γιά τή θέση τού ανθρώπου στό σύμπαν, τήν οποία, όπως μόλις δείξαμε, Αναγκαστικά συνεπαγό­ ταν καί τό ίδιο τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο. Μολονότι οι Ανθρω­ πιστές συνήθως έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά παρουσιάζον­ ται ευλαβείς, ώστόσο ή Αδιάκοπη υμνωδία τους γιά τό μεγαλείο τού Ανθρώπου, δσο κι αν ήταν ρητορική ή πρακτικά μή δεσμευτική, ώστόσο άγγιζε, έμμεσα τουλάχιστον, τά δρια τής 'Ύβρεως εκείνης, ή οποία, κατά τή θεολογική άποψη, γέννησε καί τά τολμηρά όνειρα γιά τήν κυριαρχία τού hom o fab e r. Χαρακτηριστικό είναι δτι ή διατριβή τού M an etti D e d ig n ita te et excellen tia hom inis, πού γράφτηκε στά μέσα τού 15ου αί. καί στρεφόταν εναντίον τής χριστιανικής διδα­ σκαλίας γιά τήν Αδυναμία τού Ανθρώπου, δπως αυτή εκφραζόταν μέ Ακραίο τρόπο στό έργο τού Ίννοκέντιου τού Η' D e contemptu munrfi, τό 1584 βρισκόταν στον Index τής ισπανικής 'Ιερής Ε ξέτα ­ σης.321 Εξαιρετικά ενεργητικός είναι ό τόνος στήν O ratio de d ign i­ tate hom inis τού Pico d e lla M ira n d o la , γιά τον όποιον τό πιό Αξιοθαύμαστο πράγμα στον άνθρωπο είναι ή δυνατότητά του νά κά­ νει τον έαυτό του δ,τι θέλει, τόσο τό ύ'ψιστο δσο καί τό χείριστο — «χωρίς νά ύπόκειται σέ δεσμεύσεις».322 Τά επιτεύγματα τού Ανθρώ­ που όφείλονται, λοιπόν, στή δική του έπίμονη έργασία καί δχι σέ κά­ ποια θεία δωρεά. Ό Ficino εντοπίζει κι αυτός τή διαφορά Ανθρώπου r i s \ B ru n o e il p e n sie ro del R in ., 227 κ.έ. Τά στοιχεία τού G entile μπορούν νά συμπληρωθούν μέ τή μνεία δύο ακόμη συγγραφέων. Δεκαετίες πρίν από τόν B ru n o εκφράζει τήν ίδια άποψη ένας ανθρωπιστής δπως ό V ives (D e c a u s . c o rru p t. ar£ ., I, 6 = O p e ra , V I, 41/2). Δέν είναι, βέβαια, περίεργο δτι τήν ξαναβρίσκουμε καί στόν H o b b e s (L e v ., R ev. an d C oncl. = EW , III, 712). Γιά τή συνάφειά της μέ τήν ανθρωπιστική —γραμμική ή κυκλική— άντίληψη τής ιστορίας βλ. B a r o n , Q u erelle o f A n cien ts a n d M o d e rn s, ίδ. 8 κ.έ., 14 κ.έ. Τό παράδοξο τής άνθρωπιστικής αν­ τίληψης είναι δτι ή νέα έποχή θεωρείται ωριμότερη, συνάμα δμως ή (έξιδανικευμένη) αρχαιότητα προβάλλεται ώς πρότυπο (βλ. σχετικά Leyden, Antiquity a n d A utho­ rity , ίδ. 482 κ.έ., 4 9 1/2). Ή λογική αυτή δυσκολία φαίνεται άναπόδραστη, άν άναλογιστούμε τόν πολεμικό στόχο τής δλης αντίληψης: τόσο ή έξύμνηση τής αρχαιό­ τητας δσο καί ή διεκδίκηση τής ωριμότητας καί τής αυτονομίας τών Νέων Χρό­ νων στρέφονται έξίσου ενάντια στήν Εκκλησία, μολονότι αντιφάσκουν μεταξύ τους (πρβλ. κεφ. VT, ύποκεφ. 4ε). 321. Μιάν ανάλυση τού έργου τού M an etti δίνει ό G entile, B ru n o e il p e n s ie ­ ro d el R in ., 74 κ.έ. Πρβλ. N a p o li, C on tem ptu s m u n d i e D ig n ita s h o m in is, 9 κ.έ. 322. D e h om in is d ig n ita te , 106.

152

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

καί ζώου στό δτι ό πρώτος, μέ την τεχνική-έφευρετική του δραστη­ ριότητα, μπορεί νά άλλάξει ή καί νά ύποκαταστήσει τή Φύση πρός όφελος του* έτσι «δέν είμαστε δούλοι τής Φύσης άλλα ανταγωνιστές της».323 Σε τέτοιες αποφάνσεις γίνεται πρόδηλη μια ουσιαστικά και­ νούργια πλευρά τής άνθρωπιστικής-πλατωνικής πνευματοκρατίας τής ’Αναγέννησης, ή όποια ωστόσο άπό πρώτη όψη φαίνεται νά θη­ τεύει στό άσκητικό ιδεώδες: πρόκειται γιά τήν πίστη στην ικανότητα τού άνθρώπινου πνεύματος νά κυριαρχεί πάνω στόν αισθητό κόσμο — πίστη πού συμβιβάζεται θαυμάσια μέ τόν νοησιαρχικό χαρακτήρα τής μαθηματικής φυσικής επιστήμης. Άπό τή σκοπιά αυτή παίρνει άκόμη καί ή διεξοδική υπεράσπιση τής άθανασίας τής ψυχής εκ μέ­ ρους τού Ficino νόημα άλλιώτικο άπό τό ορθόδοξο χριστιανικό. ’Ορ­ θά ύποστηρίχθηκε ότι ή ύπεράσπιση τής άθανασίας άπό τόν Ficino καί ή άπόρριψή της άπό τόν P o m p o n azzi σέ τελευταία άνάλυση πη­ γάζουν άπό τόν ίδιο σεβασμό γιά τήν άξια καί τήν περιωπή τού άνθρώπου.324 Ά ν ή πρώτη θέλει νά υπογραμμίσει τήν αιώνια καί άκατάλυτη ουσία τού άνθρώπου, ή δεύτερη άποσκοπεί νά άποκαθάρει τό ήθικό του φρόνημα κι αυτόν τόν ίδιο, άπελευθερώνοντάς τον άπό τόν φόβο τής τιμωρίας καί τήν ελπίδα τής άνταμοιβής στό Υπερπέ­ ραν.325 Ή σύνδεση τού φυσικοεπιστημονικού προτύπου μέ μια δυναμική καί αισιόδοξη άνθρωπολογία μπόρεσε νά άναπληρώσει τήν άπώλεια τής άμεσης προστασίας τού άνθρώπου άπό τή θεία Πρόνοια καί έτσι νά συμβάλει άποφασιστικά στή δημιουργία μιας νέας άξιολογικής κλίμακας, ικανής νά διαλύσει τήν υποψία τού μηδενισμού, όπως τή διατύπωνε ό θεολογικός άντίπαλος. Ή ήθική-κανονιστική λειτουργία τής νοησιαρχικά προσανατολισμένης πτέρυγας τού νεότερου ορθολο­ γισμού γινόταν όλο καί σημαντικότερη, στόν βαθμό πού ή γένεση καί ή διάδοση τού (έμπειριστικού) σκεπτικισμού φαινόταν νά επιβεβαιώ­ νει τήν υποψία τού μηδενισμού. Έξαιτίας αυτής της τής σημασίας, πρέπει, προτού περάσουμε στήν εξέταση τού πρώιμου σκεπτικισμού τών Νέων Χρόνων, νά θυμηθούμε άκόμη μιά φορά όλες τίς αιτίες, οί όποιες, όπως έξηγήσαμε στά προηγούμενα, έκαναν τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο τόσο ελκυστικό άπό κοσμοθεωρητική άποψη.

323. TheoL P l a t X IV , 3 ( = II, 223). 324. G entile, B ru n o e ilp e n s ie r o d el B i n 28, σημ. Πρβλ. K riste lle r , F ic i­ no e P o m p o n a z z i, £5. 224. 325. D o u g la s, P h ilo s. a n d P sy ch o l, o f P o m p o n a z z i, 248 κ.έ.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

153

β) Ό άνθρωπος ώς Φύση κα ί ό σκεπτικισμός Ή εκπληκτικά ζωτική επανεμφάνιση ενός συνεπούς σκεπτικισμού μετά από πολλούς αιώνες άδιαμφισβήτητης κυριαρχίας τής ήθικήςκανονιστικής σκέψης (στη χριστιανική της εκδοχή) θά πρέπει ή νά υποτιμηθεί ή νά εξηγηθεί επιφανειακά μόνον, άν κανείς, γιά όποιουσδήποτε λόγους, δέν επιθυμεί νά δεί τά εσώτερα λογικά νήμα­ τα, πού συνδέουν τον σκεπτικισμό μέ ουσιαστικές, δηλ. έξ ορισμού δεδομένες πλευρές τού όρθολογισμού των Νέων Χρόνων. Ή διαπί­ στωση τούτη αποτελεί τή βασική προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση τής άντιφατικότητας τού τελευταίου, δπως αυτή γίνεται ιδιαίτερα ορατή στήν έποχή τού Διαφωτισμού, χωρίς καί σήμερα νά έχει πάψει νά ασκεί τήν καταθλιπτική της έπήρεια (άρκεί νά σκεφθούμε τό πρόβλη­ μα τής θεμελίωσης τών άξιων). Όπως είπαμε, ή πολεμική έναντίον τής θεολογικής κοσμοθεωρίας, γιά νά είναι πλήρης, έπρεπε νά διατεί­ νεται καί νά έπιδιώκει ταυτόχρονα τόσο τήν άνατίμηση τής Φύσης δσο κα ί τή χειραφέτηση τού ανθρώπου. Ή σύνδεση τών δύο αυτών ιδεωδών σκοπών ήταν, άπό πολεμική άποψη, άψογη καί επίσης τελε­ σφόρα, ώστόσο άποδείχτηκε εξαιρετικά προβληματική καί λογικά δι­ φορούμενη, δταν τό πρόβλημα δέν ήταν πιά ή πολεμική ένάντια στόν κοινό αντίπαλο, άλλά οί εσώτερες σχέσεις τών δύο σύμμαχων ιδεω­ δών σκοπών. ’Άν ό χειραφετημένος άνθρωπος, άποστρέφοντας τό πρόσωπό του άπό τον ουρανό καί γυρίζοντάς το πρός τή Φύση, κυ­ ριαρχεί πάνω στήν τελευταία χάρη στή γνώση τών νομοτελειών της, ώστόσο καί ή Φύση, πού έξαιτίας τής άνατίμησής της γίνεται παντο­ δύναμη, άσκεί πάνω στόν άνθρωπο τή δική της κυριαρχία, άφού ό τε­ λευταίος, μόλις χειραφετηθεί άπό τόν Θεό, θεωρείται σέ πρώτη γραμ­ μή μέρος —άν καί έπιφανές— τής Φύσης, υπαγόμενο στή νομοτέλειά της. Ό άνθρωπος είναι Φύση· άν κυριαρχεί πάνω στή Φύση μέ τήν τεχνική του, δμως κυριαρχείται καί ό ίδιος άπό τή Φύση (προπαντός άπό τήν αισθητή, βιολογική φύση του). Έδώ χωρίζονται οί δρόμοι τής συνυφασμένης μέ τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο νοησιαρχικής σκέψης καί τού σκεπτικισμού, ό όποιος υπογραμμίζει τήν άδυναμία τής άνθρώπινης νόησης καί τή δύναμη τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου. Ή μαθηματική φυσική έπιστήμη είχε ένοποιήσει τή Φύση, γιά νά τή θέσει, ώς άντικείμενο κυριαρχίας, άντιμέτωπη μέ τόν άν­ θρωπο. Μ’ αύτή τήν έννοια, άνθρωπος καί Φύση παραμένουν μεγέθη χωριστά — καί άκόμη καί στό εσωτερικό τού άνθρώπου ή επιστημο­ νική, ψυχρή καί άγέρωχη νόηση στέκει πάνω άπό τό ζωικόάνορθολογικό στοιχείο τής ύπαρξης. Τό άντίθετο συμβαίνει στήν

154

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

προοπτική του άντινοησιαρχικού-φυσικοκρατικού σκεπτικισμού: ό άνθρωπος δεν στέκει αντιμέτωπος μέ τή Φύση, αλλά συγχωνεύεται μαζί της, ώσπου τά είδοποιά του γνωρίσματα χάνονται καί ό ίδιος γίνεται άπλή περίπτωση εφαρμογής των φυσικών νόμων. ’Άλλωστε, καί μέ βάση τίς γενικές προϋποθέσεις τής νέας άντίληψης γιά τή Φύ­ ση, ό άνθρωπος δέν θά μπορούσε νά εξαιρεθεί άπό τή φυσική άναγκαιότητα, χωρίς νά τεθεί σέ κίνδυνο ή ίδια ή όντολογική άνατίμηση τής Φύσης, ή οποία, καθώς είδαμε, ήταν άδιάσπαστα δεμένη μέ τήν ιδέα τής νομοτελούς άναγκαιότητας ώς έσωτερικής λογικής τής Φύ­ σης. (Οι ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες τής θέσης, πώς ό άνθρωπος δέν είναι παρά μιά περίπτωση τής φυσικής άναγκαιότητας, είναι προφα­ νείς. Γενικεύοντας, θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή ιστορία τής νεότε­ ρης ήθικής φιλοσοφίας άποτελείται άπό μιά σειρά προσπαθειών γιά νά παρακαμφθεί σιωπηρά ή νά ύπερκεραστεί μέ κάποιο τέχνασμα ή ιδέα τής φυσικής άναγκαιότητας. Γ ι’ αυτό καί συχνά ήρθαν σέ σύγ­ κρουση ή φυσικοφιλοσοφική καί ή ήθικοφιλοσοφική πλευρά τού νεό­ τερου ορθολογισμού). Άπό τή λογική άμφιπλευρικότητα τού πράγ­ ματος προκύπτει, πάντως, ή δυνατότητα τονισμού έκάστοτε διαφορε­ τικών άπόψεων τής προβληματικής τής φυσικής άναγκαιότητας. Γιά μερικούς, ή φυσική άναγκαιότητα άποτελεί έγγύηση γιά τή δυνατό­ τητα έλλογης στάθμισης καί κυριάρχησης τής Φύσης· άρα έμπνέει αι­ σιοδοξία καί αυτοπεποίθηση (άκόμη καί μέ τήν εύρεία ήθική έννοια), άφού έπιτρέπει στον άνθρωπο τήν άνάπτυξη τών ικανοτήτων του, καί φαίνεται, έτσι, σάν δώρο τής μητέρας Φύσης. Γιά τούς σκεπτικιστές, άντίθετα, άπό τή λογική τής Φύσης δέν άπορρέει κανένα πλεονέκτη­ μα μέ τήν ήθική έννοια τού ορού. Καί αυτοί πιστεύουν στή φυσική άναγκαιότητα (όταν τονίζουν τον ρόλο τού τυχαίου, τότε μάλλον θέ­ λουν νά καταπολεμήσουν τή φιλοδοξία τού φυσικοεπιστημονικού πνεύματος νά έλέγξει καί νά εξουσιάσει τά πάντα μέ τή βοήθεια τής φυσικής άναγκαιότητας), ωστόσο αύτό δέν άποτελεί λόγο αισιοδο­ ξίας, άλλά τήν άπαρχή τής παραίτησης καί τού άναχωρητισμού. Για ­ τί ή τυφλή άναγκαιότητα φαίνεται όχι μόνο νά καταργεί τήν έλευθερία τής βούλησης, πού χωρίς αυτήν δέν μπορεί νά γίνει σοβαρός λό­ γος γιά ήθική, άλλά καί νά στερεί τόν κόσμο άπό κάθε άντικειμενικό νόημα. Άπό τήν άνατίμηση τής Φύσης καί τή συναφή ιδέα τής φυσικής άναγκαιότητας συνάγονται, λοιπόν, δύο έντελώς διαφορετικά πορί­ σματα γιά τή θέση τού άνθρώπου μέσα στόν κόσμο. Καί στις δύο πε­ ριπτώσεις, βέβαια, τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας παραμένει άθικτο, άφού, δπως ξέρουμε, καί αύτό συνυφαινόταν έξίσου μέ τήν άνατίμηση

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

155

τής Φύσης, τώρα όμως παίρνει, μέ τή σειρά του, δύο σημασίες όλότελα διαφορετικές. Ή πεποίθηση, δτι ό άνθρωπος είναι μέτρο δλων των πραγμάτων, μπορεί νά έρμηνευθεΐ τόσο μέ τήν έννοια, δτι ό άνθρω­ πος είναι ύψιστη άξια, μόνιμο σημείο προσανατολισμού καί αναφο­ ράς, δσο καί μέ τήν έννοια, δτι δέν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες καί άξιες αληθινά αντικειμενικές, δτι δηλ. οί άλήθειες καί οί άξιες έξαρτώνται από τήν έκάστοτε προοπτική τής —καθορισμένης άπό άπει­ ρους «διαταρακτικούς» παράγοντες— άνθρώπινης νόησης καί επομέ­ νως είναι παροδικές καί άντικαταστάσιμες. Ή άμφιπλευρικότητα αυ­ τή ρίχνει τή σκιά της πάνω σ’ ολόκληρη τήν έξέλιξη τού όρθολογισμού των Νέων Χρόνων καί γίνεται ιδιαίτερα έντονα —καί οδυνηρά— αισθητή στήν έποχή τού Διαφωτισμού. "Αν γιά πολύν καιρό καί σέ πολλούς (σημαντικούς) διανοητές δέν εκδηλώθηκε απροκάλυπτα, αυ­ τό τό υπαγόρευαν οί ανάγκες τής πολεμικής εναντίον τής παραδοσια­ κής θεολογίας. Άπό τή σκοπιά τής πολεμικής αυτής, άπαλλαγή τού ανθρώπου άπό τά δεσμά τής θεολογίας καί οριστική άπελευθέρωσή του ταυτίζονται. Ά ν ή ταυτότητα αυτή ίσχύει δίχως περιορισμούς, τότε άκόμη καί ή υποταγή τού άνθρώπου στή φυσική άναγκαιότητα πρέπει νά σημαίνει σέ τελική άνάλυση άπελευθέρωσή, άφού βγάζει τόν άνθρωπο άπό τή σφαίρα τής άρμοδιότητας τής θείας βούλησης, ό­ πως τήν ερμηνεύει καί τήν εκπροσωπεί ή Εκκλησία. Μέσα στόν εν­ θουσιασμό τής χειραφέτησης οί πιθανές της συνέπειες πολλές φορές παραβλέφθηκαν. Μονάχα έτσι εξηγείται τό παράδοξο, δτι ή περιωπή τού άνθρώπου φτάνει στήν κορύφωσή της άκριβώς σέ μιάν έποχή, ό­ που ό άνθρωπος διώχνεται άπό τό κέντρο τού σύμπαντος. Ό μως ή γεωκεντρική θέση ύποστηριζόταν άπό τόν άντίπαλο, καί άφού ελευθε­ ρία καί καταπολέμηση τού τελευταίου συνυφαίνονταν, γ ι’ αυτό καί ή νίκη πάνω στις θέσεις του —άνεξάρτητα άπό τό περιεχόμενό τους— θεωρήθηκε eo ip so ώς βήμα προς τήν ελευθερία. Ή διαλεκτική τής μετατροπής άρχικά χειραφετητικών θέσεων σέ λογικές άφετηρίες τού σκεπτικισμού άποτελεΐ βασικό φαινόμενο στήν ιστορία τού νεότερου όρθολογισμού (Ιδιαίτερα έκδηλο στήν έποχή τού Διαφωτισμού) καί μπορεί νά διαπιστωθεί μέσα άπό κεντρικά παρα­ δείγματα. Δύο άπ’ αυτά θά ήθελα νά συζητήσω έδώ σύντομα, δηλ. τήν άποκατάσταση τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου καί τή λει­ τουργία τού ίδιου τού σκεπτικισμού. Ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, πού σύντομα έγινε άφετηρία τού σκεπτικισμού, άρχικά διατυ­ πώθηκε μέ χειραφετητική πρόθεση, δηλ. μέ σκοπό τήν ύπεράσπιση των δικαιωμάτων τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου ένάντια στόν χριστιανικό άσκητισμό. Στά πλαίσια τού άνθρωπιστικού κινή-

156

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ματος, ή τάση αυτή καταφαίνεται στήν αύξηση τού ενδιαφέροντος γύ­ ρω από τόν Επίκουρο. Προπαντός ό Filelfo συνδέει ρητά τόν θαυμα­ σμό του γιά τόν ‘Έλληνα φιλόσοφο με τόν άγώνα γιά τήν πλήρη άποκατάσταση τού αισθητού άνθρώπου· τή ριζοσπαστικότητά του στό σημείο αυτό τή συμμερίζεται καί ό V a lla .326 ’Αλλά άκόμη καί πνευματοκράτες, δπως ό Ficin o, δεν άκολουθοϋν τήν ορθόδοξη χριστιανι­ κή καταδίκη του Επικούρου, μολονότι θεωρούν ώς ύ'ψιστη ήδονή τήν πνευματική.327 Ή κατοπινότερη έπίκληση τού Επικούρου άπό τόν V an in i328 φαίνεται νά έπιβεβαιώνει τήν εκκλησιαστική άντίληψη γιά τή συνάφεια άθεϊσμού καί ήδονισμού. ’Αλλά καί ή άριστοτελική ήθική, πού ύποτυπώνει τό ιδεώδες τής ισορροπημένης προσωπικότητας πάνω στή βάση τής θεωρίας γιά τή μεσότητα, έρμηνεύεται στήν ’Αναγέννηση μέ άντιασκητική έννοια.329 — Όλα αυτά άποτελοϋν τίς πιό ορατές φιλοσοφικές έκδηλώσεις τής νέας ευαισθησίας άπέναντι στις άνάγκες τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου. Ή εύαισθησία τούτη έχει, ωστόσο, ρίζες πολύ βαθύτερες άπό τήν άνακάλυψη καί έπανερμηνεία των κλασικών κειμένων, άφού ό τονισμός τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου άποτελεί τή μία μόνο πλευρά (αν καί Ισως τήν πρακτικά σπουδαιότερη) τής γενικής κοσμοθεωρητικής άνατίμησης τής Φύσης — μιας άνατίμησης, πού, καθώς στρέφει τήν πολεμική της αιχμή έναντίον τής θεολογικής αξιολογικής κλίμακας, έχει καί ή Γδια πρόδηλο κανονιστικό χαρακτήρα. Καί στ’ αλήθεια, ή τάση νά θεωρηθεί ό άνθρωπος (καί) ώς Φύση πηγάζει άπό τήν εύφρόσυνη πε­ ποίθηση, ότι ή Φύση είναι καθαυτή κάτι καλό, κάτι σάν πεμπτουσία δλων τών κανονιστικών άρχών γ ι’ αυτό, άλλωστε, καί ή στροφή πρός τή Φύση έγινε αισθητή ώς άληθινή έλευθερία, άξια τού άνθρώ­ που. Ό σκεπτικισμός, τώρα, δέν άμφισβητεί τήν άνατίμηση τής Φύ­ σης (ό ίδιος, άλλωστε, γεννιέται πάνω στή βάση τής άνατίμησης αυ­ τής μετά τόν παραμερισμό τής χριστιανικής όντολογικής ιεραρχίας), άλλά μόνο τόν παραπάνω όρισμό της (πρβλ. τίς προηγούμενες παρα­ τηρήσεις μας σχετικά μέ τίς δύο άντιλήψεις γιά τή φυσική άναγκαιότητα). ’Ανάλογα δηλ. μέ τό πώς άντιμετωπίζεται ή κανονιστική ερ­ μηνεία τής έννοιας τής Φύσης, προκύπτουν δύο όλότελα διαφορετικές 326. G a rin , ‘ R ice rch e su ll’ e p icu reism o del Q u attro c e n to ’ , L a c u ltu r a fil. d e l R in ., 82/3· S a it t a , 4L a R e v e n d ic az io n e di E p icu ro nel U m a n e sim o ’ , F ilos. ital. e U m an esim o , 65 κ.έ., 69 κ.έ. 327. G a rin , op. cit., 84 κ.έ.· A llen, The R e h a b ilita tio n o f E p ic u r u s, 9/10. 328. A llen, loc. ci£., 13/4. 329. G a rin , 4L a fo rtu n a d e ll’e tic a a risto te lic a nel Q u attro c e n to ’ , L a cu l­ tu r a f il . d e l Λ ιη ., 60 κ.έ.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

157

σημασίες τής θέσης, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση. Ή θέση καθαυτή πα­ ραμένει, ωστόσο, άθικτη ώς καθαρά τυπικός κοινός παρονομαστής, πού έπικαλύπτει τόν διφορούμενο χαρακτήρα τού περιεχομένου, κρύ­ βοντας, παράλληλα, καί τή διαλεκτική τής μετατροπής τής χειραφέ­ τησης σέ σκεπτικισμό. Ή απροκάλυπτη εμφάνιση δλων αυτών των άμφιλογιών στόν ορίζοντα τής ιστορίας των ιδεών άσκησε, πάντως, ανασταλτική επίδραση πάνω στή χειραφετητική ορμή* γ ι’ αυτό καί ή κανονιστική τάση τών Νέων Χρόνων συχνά άναγκάστηκε νά περιορι­ στεί στή θέση, δτι ό άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στή Φύση (στή γλώσ­ σα τής ήθικής φιλοσοφίας: πάνω στή δική τον φύση), έγκαταλείποντας σιωπηρά τή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση. Καί ό σκεπτικισμός τών Νέων Χρόνων διέπεται άρχικά άπό πρό­ θεση χειραφετητική-πολεμική. Σκοπεύει νά κλονίσει τίς παραδοσια­ κές βεβαιότητες τών διαφόρων αυθεντιών, γιά νά άνοίξει τόν δρόμο σέ νέες ιδέες. Ό πορισμός εδραίων άληθειών μετά τόν παραμερισμό τών κυρίαρχων «δογμάτων» θεωρείται λίγο ή πολύ βέβαιος, καί μά­ λιστα φαίνεται νά προκύπτει σχεδόν αυτόματα απ’ αυτόν τόν παρα­ μερισμό ώς απλή άναστροφή τής «δογματικής» θέσης εκ μέρους τής σκεπτικιστικής κριτικής. Ό πρώιμος αυτός σκεπτικισμός δέν είναι, επομένως, προθάλαμος τής παραίτησης καί τού άναχωρητισμού, άλλά προάγγελος τού άγώνα καί επομένως μιας καινούργιας νικηφόρας βεβαιότητας. Ή d o cta ig n o ra n tia τού C u sa n u s, πού δίκαια χαρα­ κτηρίστηκε «πολεμική έννοια»,330 άποτελεΐ παραδειγματική, άν καί άκόμη έμβρυώδη, μορφή αυτού τού τύπου σκεπτικισμού, ό οποίος εί­ ναι εντελώς ξένος προς τόν άνίατο άγνωστικισμό ή τήν ήθική αδιαφο­ ρία. ’Ακόμη πρωτύτερα είχε χρησιμοποιήσει ό P e tr a r c a τόν πολεμι­ κό σκεπτικισμό, γιά νά στηρίξει τήν άπόρριψη κάθε αυθεντίας: άν οί έσχατες αλήθειες μονάχα στόν Θεό είναι γνωστές, τότε δέν επιτρέπε­ ται νά λατρεύεται ένας άνθρωπος ώς αύθεντία, έστω κι άν αυτός λέ­ γεται ’Αριστοτέλης.331 Τό νόστιμο είναι δτι καί ό V a lla τονίζει μέ τή βοήθεια βιβλικών χωρίων τήν άδυναμία τής άνθρώπινης νόησης, γιά νά κλονίσει έμμεσα τή χριστιανική-καθολική διδασκαλία γιά τήν έλευθερία τής βούλησης.332 Ένα έπιχείρημα, πού άλλοτε είχε επι­ στρατεύσει ό άρχέγονος Χριστιανισμός ενάντια στήν άλαζονεία τής εθνικής φιλοσοφίας,333 στρέφεται τώρα ενάντια στόν ίδιο τόν Χρι330. 331. 332. 333.

C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , I, 29. D e s u i ip sis et m u ltoru m ig n o r a n tia , 76, 74. D e lib ero a r b it r io , 181. Παύλος, Λ ' Κορ., 1, 17-25.

158

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

στιανισμό, πού στό μεταξύ έχει και από την πλευρά του έκλεπτυνθεί πνευματικά καί φιλοσοφικά! Στήν τακτική του V a lla έπαναναγνωρίζουμε τή μεθερμηνεία χριστιανικών κοινών τόπων πρός δφελος τής νέας κοσμοθεωρητικής τοποθέτησης. Τό θέμα τής άδυναμίας τής αν­ θρώπινης νόησης παίζει καί άργότερα, γιά πολύν καιρό, σημαντικό ρόλο, προπαντός όταν στόχος είναι νά άντικατασταθεί ό Θεός (πού έτσι κι άλλιώς δέν μπορεί νά γνωσθεί) άπό τή Φύση (πού τώρα πιά θεωρείται γνώσιμη) ώς κύριο γνωστικό άντικείμενο, καί έτσι νά εξουδετερωθεί —σιωπηρά, άλλά δραστικά— ή κυρίαρχη όντολογική ιεραρχία, ακόμη κι αν δέν άνατρέπεται ανοιχτά. Όταν π.χ. ό L eo­ n a rd o ,334 ό B ru n o 335 ή ό B a c o n 336 —γιά νά όνομάσουμε λίγα τυ­ πικά παραδείγματα— μιλούν γιά τά δρια τής άνθρώπινης γνωστικής δύναμης ή γιά τήν άδυναμία βέβαιης γνώσης τών μεταφυσικώνθείων πραγμάτων, τότε πρόκειται γιά μιά μεθερμηνεία χριστιανικών κοινών τόπων εναντίον τής κυρίαρχης έκκλησιαστικής ιδεολογίας. Λογικά συναφής είναι καί ή θέση, δτι ή έπιστήμη πρέπει νά άρχίζει άπό τήν Αμφιβολία. Αυτή διατυπώθηκε επανειλημμένα καί ρητά ήδη πρίν άπό τόν D e sc a rte s -“π.χ. άπό τον B a c o n 337 καί τόν G ali­ lei338— καί στρεφόταν πρόδηλα έναντίον τής αύθεντίας, τήν οποία συνεχώς επικαλούνταν ό αντίπαλος: άλλωστε ή αμφιβολία διαρκούσε μονάχα δσο χρειαζόταν γιά νά τεθεί ό τελευταίος εκτός μάχης. Όταν ή θέση, πώς ό άνθρωπος είναι Φύση, πήρε Απαισιόδοξη χροιά καί πα­ ράλληλα γεννήθηκε ένας διαφορετικός σκεπτικισμός, τότε καταφάνη­ κε καί ή έπικίνδυνη άμφιπλευρικότητα τού παιγνιδιού μέ τή ριζική αμφιβολία. Ωστόσο δέν έγκαταλείφθηκε, κι ούτε καί μπορούσε νά έγκαταλειφθεί, άφού ό πολεμικός σκεπτικισμός έμεινε γιά πολύν και­ ρό —άκόμη καί στήν έποχή τού Διαφωτισμού— άπό τακτική άποψη απαραίτητος έξαιτίας τής ουσιαστικά ακλόνητης, άκόμη, κοινωνικής ισχύος τού έκκλησιαστικού-θεολογικού Αντιπάλου. Μετά τά παραπάνω, θά ήταν ασφαλώς έπιφανειακό νά Αποδώσου­ με τήν έμφάνιση τού νεότερου σκεπτικισμού στή γενική Αναβίωση τής ελληνικής φιλοσοφίας κατά τήν ’Αναγέννηση.339 Γιατί πρώτα θά 334. T a g e b 36. 335. De ία C a u s a , II = O p e re, I, 176. 336. In terp r. o f N a t., I = W ork s, III, 218. 337. A d v an c. o f L e a r n ., I = W orks, III, 293. 338. Επιστολή στον C aste lli άπό 3 .1 2 .1 6 3 9 = O pere, X V III, 125. 339. Κατά τόν R ich ter, D e r S k e p tiz ism u s in d e r P h il., II, 60. Ό R ich ter τονίζει, βέβαια, τή συνάφεια σκεπτικισμού καί έμπειρισμοΰ (II, 150), ωστόσο δέν φαίνεται νά συνειδητοποιεί τή σημασία της.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

159

έπρεπε νά έξηγήσουμε γιά ποιόν λόγο οι αρχαίοι σκεπτικοί προκάλεσαν τό ένδιαφέρον. Επίσης είναι πολύ μονομερές —καί ίσως καί πα­ ραπλανητικό— τό νά θεωρείται ώς μόνη πραγματική αιτία τής γένε­ σης καί τής έξάπλωσης τού πρώιμου σκεπτικισμού των Νέων Χρό­ νων, έκτος από τήν έπανανακάλυψη τού Σέξτου, ή πνευματική κρίση πού δημιούργησε ή Μεταρρύθμιση.340 Τό προτεσταντικό αίτημα, δτι ή συνείδηση τού ατόμου πρέπει νά άποφασίζει γιά τό άληθινό νόημα τής Γραφής, όδήγησε αναμφίβολα σέ χάος ερμηνειών καί έτσι, έμμε­ σα, καί στόν σκεπτικισμό, δίνοντας στούς Καθολικούς άφορμή νά υπογραμμίσουν τήν άνάγκη τής έκκλησιαστικής αυθεντίας. Ό μως ή διαμάχη τούτη ούτε εμπεριέχει ούτε καί μάς αποκαλύπτει τήν ουσια­ στική πλευρά τού νεότερου σκεπτικισμού. Γιατί εδώ άπαιτείται μονά­ χα ή εξάλειψη τού σκεπτικισμού διαμέσου τής ισχύος μιας αρχής (τής Εκκλησίας), ή οποία, ωστόσο, θεωρείται κάτοχος τής άλήθειας. Ή ύπαρξη καί ή πρακτική σημασία τής άλήθειας δέν άμφισβητούνται μέσα στήν αναμέτρηση τών θρησκευτικών ομολογιών από καμιά πα­ ράταξη* αμφισβητείται μόνο τό δικαίωμα τού άντιπάλου νά μιλά στό δνομά τους.341 Καί ό ’Έρασμος ακόμη, πού ένάντια στή λουθηρανή άποθέωση τής άτομικής συνείδησης έπιστρατεύει τό φάντασμα τού σκεπτικισμού, παραμένει κατά τά άλλα πεπεισμένος γιά τή γενική όρθότητα τής καθολικής θέσης. Πραγματικός σκεπτικισμός μπορεί νά εμφανιστεί εδώ μονάχα στόν νού ενός τρίτου, ό όποιος είτε είναι αμέ­ τοχος παρατηρητής είτε κάποιος πού ζητά καί (άκόμη) δέν βρίσκει. Θά πλησιάσουμε πολύ περισσότερο στή σύλληψη τών ειδοποιών γνωρισμάτων τού νεότερου σκεπτικισμού, αν θεωρήσουμε τήν εποχή τής Μεταρρύθμισης καί τών θρησκευτικών πολέμων άπό τή σκοπιά τού μόλις γεννώμενου σύγχρονου κράτους. Γιά νά τερματίσει τό χάος τών θρησκευτικών πολέμων, τό άπολυταρχικό κράτος έπρεπε νά θέ­ σει μέ άποφασιστικότητα στό περιθώριο τό πρόβλημα τής άλήθειας. Ή άνεξιθρησκεία καί ή είρηνική συνύπαρξη τών πολιτών, μέ σκοπό τή συντήρηση καί αύξηση τής κρατικά οργανωμένης ισχύος τής κοι­ νότητας άπέναντι σέ άλλες κοινότητες, γίνονται δυνατές μονάχα άπό τή στιγμή πού τό κράτος παραιτείται άπό τήν προσπάθεια επιβολής τής «μόνης άληθινής» θρησκείας πάνω στούς υπηκόους του. Τό κύρος 340. Κατά τόν P o pk in , History'- o f S c e p tic ism , x ii, 1 κ.έ. (πρβλ. 17 κ.έ. γιά τήν ιστορία τής έπανανακάλυψης τοΰ Σέξτου). 341. Τήν καλύτερη παρουσίαση τής διαπάλης τών θρησκευτικών ομολογιών άπό τή σκοπιά τής διασταύρωσης καθολικών καί προτεσταντικών άξιώσεων κυριαρχίας άποτελεί πάντα τό βιβλίο τοΰ A llen, A H istory' o f Pol. T h ought in the J6 th Cent.

160

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

του δεν έγκειται στο δτι βρίσκει «τήν» άλήθεια καί την κάνει δεσμευ­ τική, άλλα, απεναντίας, στό δτι παρακάμπτει τήν άλήθεια, κηρύσσοντάς την ιδιωτική υπόθεση. Ή θέση του H o b b es: «ή εξουσία καί δχι ή άλήθεια δημιουργεί τον νόμο»342 προετοιμάζεται, καθώς είναι γνω­ στό, άπό τίς θέσεις των Γάλλων P o litiq u e s, οι οποίοι ζητούν τόν πα­ ραμερισμό του προβλήματος τής άλήθειας γιά χάρη τής ειρήνευσης τού κράτους.343 Ό παραμερισμός αυτός άποτελεί καί τό ουσιαστικό σημείο έπαφής με τόν σκεπτικισμό* δέν ήταν τυχαίο δτι μερικοί άπό τούς θερμότερους ύποστηρικτές τού άπολυταρχικού κράτους στρατολογήθηκαν άκριβώς άπό τούς κύκλους των σκεπτικιστών,344 οί οποίοι ύπογράμμιζαν τή σχετικότητα καί παροδικότητα τής έκάστοτε ήθικής καί άλήθειας, δπως καί τόν πεπερασμένο χαρακτήρα τής άνθρώπινης νόησης στήν εξάρτησή της άπό τίς αισθήσεις. Ή υποταγή τού προβλήματος τής άλήθειας στίς άνάγκες τού κράτους (ώς φορέα ισχύος) συναρτάται, πάλι, στενά μέ τό επίμαχο —ήδη άπό τότε— θέ­ μα των σχέσεων άνάμεσα στόν μακιαβελλισμό (ώς θεωρία τού κρά­ τους ισχύος) καί τής σκεπτικιστικής τοποθέτησης. Προπαντός οί συν­ τηρητικοί συνήθιζαν, δπως ήταν φυσικό, νά ταυτίζουν μακιαβελλισμό, σκεπτικισμό, άνηθικισμό καί άθεϊσμό.345 Μολονότι μιά τέτοια, άδιαφόριστη θεώρηση δέν είναι καί πολύ γόνιμη άπό επιστημονική άποψη,346 ώστόσο περιέχει έναν άληθινό πυρήνα, μέ τήν έννοια δτι ή ψυχρή χρησιμοποίηση τής θρησκείας έκ μέρους τού κυριάρχου, καί γιά τούς δικούς του σκοπούς, προϋποθέτει άκριβώς τήν άδιαφορία τό342. L e v XXV I = O L, III, 202. 343.. L ecler, G esch. d e r R e lig io n sfre ih e iL Π, 109 κ.έ., 127 κ.έ.· Sch n u r, D ie f r a n z o s is c h e n Ju r is te n im k o n fessio n ellen B iir g e r k r ie g , p a ssim . 344. Πάνω στό θεμελιώδες αυτό ζήτημα ό Popkin δέν λέει ούτε λέξη. 'Ωστόσο ήδη ό P in ta rd είχε τονίσει οτι σκεπτικιστές καί e ru d its lib ertin s ανήκαν στήν «πρωτοπορία του απολυταρχικού κινήματος» (he lib e rtin a g e erudite 558 κ.έ.). Τή σχέση αυτή παρατήρησε τελευταία καί ό A bel (S to iz ism u s u n d friih e N e u z e it, ιδ. 163, 167, 210/1 καί p a ssim ). 345. Βλ. τή χαρακτηριστική περιγραφή των άγγλικών συνθηκών έκ μέρους τού B u ck ley , A th eism in the en gl. R e n a is s ., 31 κ.έ. Περιπτώσεις δπως τού C h rist. M arlow e, ό όποιος δέν ήταν ευσεβής καί επιπλέον είχε έπηρεαστεΐ καί άπό τόν M ach iavelli (12 9 /3 0 ), φαίνονταν νά δικαιώνουν τέτοιες γενικές κατηγορίες. 346. Σχετικό παράδειγμα είναι ό C h arb o n n el (L a p e n se e italien n e a u X V I sie c le et te co u ra n t lib e rtin ), ό όποιος ερευνά τή διάδοση ιταλικών ίδεών καί τού μακιαβελλισμού στή Γαλλία (ίδ. 11 κ.έ., 617 κ.έ.). Άβερροισμός, άθεϊσμός, μαγεία, υλισμός κτλ. εξετάζονται στό πλούσιο σέ υλικό τούτο έργο άδιαφόριστα ώς πηγές τού έλευθεριαστικού κινήματος. Καί ή νεότερη έργασία τού S p in k γιά τή γαλλική F reeT h o u gh t διόλου δέν διακρίνεται γιά έννοιολογική σαφήνεια, μολονότι είναι προσεγ­ μένη άπό φιλολογική άποψη.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

161

σο απέναντι στήν αλήθεια τής έκάστοτε θρησκείας, δσο καί απέναντι στό πρόβλημα τής αλήθειας γενικά. (Καί οι πιστοί συνδέουν συχνά, συνειδητά ή άσυνείδητα, τήν υπεράσπιση τής πίστης τους μέ τήν επι­ δίωξη συγκεκριμένων πολιτικών σκοπών, στήν περίπτωση αυτή ό­ μως γεννιέται φανατισμός καί δχι ό σκεπτικισμός εκείνος, γιά τόν όποιο μιλάμε εδώ). Σέ μερικές έξίσου περιβόητες δσο καί διαβόητες σελίδες347 ό M ach iav elli είχε έξάρει τή σημασία τής θρησκείας γιά τήν πειθάρχηση τής κοινωνίας καί γιά τήν επίτευξη πολιτικών, γενι­ κά, σκοπών άπό σκοπιά καθαρά πραγματιστική-λειτουργική. ’Άν έκεΐνοι, οι όποιοι ισχυρίζονταν τή στενή συνάφεια μακιαβελλισμού καί άθεϊσμού, καυτηρίαζαν προπαντός τήν καθαρά πολιτική χρησιμο­ ποίηση τής θρησκείας,348 δέν τό έκαναν, Ισως, τόσο γιατί σκανδαλί­ ζονταν άπό τίς άντιλήψεις του M ach iav elli ώς πρός τήν άνικανότητα τού άκοσμικού Χριστιανισμού νά ένισχύσει τό πατριωτικό φρόνη­ μα, δσο έξαιτίας τής πεποίθησής του, δτι άκόμη καί ψευδείς θρη­ σκείες ή θρησκευτικές δοξασίες, δημιουργημένες άπό τίς απάτες καί τούς ψυχρούς υπολογισμούς ενός κυριάρχου, θά μπορούσαν θαυμάσια νά εκπληρώσουν τήν έκάστοτε επιθυμητή λειτουργία. Αυτήν άκριβώς τήν άναγωγή τής θρησκείας στήν πολιτική χρησιμότητα, ή οποία απειλούσε τήν ϊδια τήν ουσία τής θρησκείας, δέν μπορούσε νά συγχω­ ρήσει ό C a m p a n e lla στον M ach iav elli καί στούς P o litiq u e s.349 Καί, πράγματι, τό χάσμα ήταν άγεφύρωτο. Γιατί εδώ άντίμαχες ή­ ταν άπό τή μιά ή κανονιστική-ήθικολογική σκέψη καί άπό τήν άλλη ή ξεκάθαρη έκείνη διάκριση Όντος καί Δέοντος, τήν οποία ό M a ­ chiavelli διατυπώνει άνοιχτά350 καί ή οποία άργότερα θά άποβεί θεμελιώδης γιά τόν νεότερο σκεπτικισμό. Οί σχέσεις άνάμεσα στόν μακιαβελλισμό, ώς θεωρία τού σύγχρο­ νου κράτους, καί στόν νεότερο σκεπτικισμό είναι άκόμη βαθύτερες απ’ δσο μάς φανερώνει τό πρόβλημα τής θρησκείας, καί ή άνάλυσή τους μπορεί, άν άκολουθήσουμε επακριβώς τόν μίτο, νά μάς οδηγή­ σει στόν λογικό πυρήνα τού ζητήματος, δηλ. στίς συνέπειες τής θέσης, 347. D is c o r s i, I, 11-14 (= O p e r e , 122-132). 348. Οι αγγλικές διαμάχες είναι τυπικές, βλ. R a a b , The E n g lish F a c e o f M a ­ ch iavelli, 62 κ.έ., 78 κ.έ., 100/1* πρβλ. B u ck ley , A th eism in the engL R en a is s ., 89. 349. M ein eck e, Id e e d e r S t a a t s r d s o n , 123 κ.έ. 350. P r in c ip e , XV ( = O p e re, 50): «Γ ια τί τόσο μακριά βρίσκεται τό πώς ζοϋμε άπό τό πώς θά έπρεπε νά ζοϋμε, ώστε οποίος δέν κοιτάει τό τί γίνεται γιά νά κυνη­ γήσει τό τί θά έπρεπε νά γίνεται, αυτός πιότερο τήν καταστροφή παρά τήν προφύλα­ ξή του βλέπει».

162

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

δτι ό άνθρωπος είναι Φύση. Όπως τό μακιαβελλικό κράτος θεωρεί τήν αυτοσυντήρησή του σημαντικότερη από τό πρόβλημα τής αλή­ θειας, έτσι καί γιά τον άνθρωπο, ώς Φύση, πρωτεύει ή αυτοσυντήρη­ σή του άπό όποιαδήποτε οριστική, μεταφυσικά θεμελιωμένη αλήθεια* ή αλήθεια βρίσκεται εδώ στήν ύπηρεσία τής αυτοσυντήρησης, καί ακριβώς γ ι’ αυτό είναι σχετική καί μεταβλητή, δπως άλλωστε δεί­ χνει ή ιστορική τύχη τών θρησκειών, πού καθεμιά διεκδικεί γιά τόν εαυτό της τήν άπόλυτη άλήθεια. Άπό τήν έσώτερη λογική τής συγκε­ κριμένης τοτινής κατάστασης, τόσο στόν χώρο τής κοινωνικής ιστο­ ρίας δσο καί στόν χώρο τής ιστορίας τών ιδεών, συνδέθηκε λοιπόν ή πολιτειολογία τού M ach iav elli μέ μιά φυσιοκρατική άνθρωπολογία (ή ίδια δομική αντιστοιχία υπάρχει, άλλωστε, καί στόν H obbes). Ά ν δχι τό συνειδητό, πάντως τό άσυνείδητο —καί, γ ι’ αυτό, ακόμη βαθύ­ τερο— κίνητρο τής άνθρώπινης πράξης είναι ή επιδίωξη τής ισχύος, ή οποία άποτελεί τήν άναπόφευκτη μετεξέλιξη τής ορμής προς αυτο­ συντήρηση, αφού αυτή ή τελευταία μπορεί νά διασφαλιστεί μονάχα μέσα στόν επιτυχή συναγωνισμό μέ τήν επιδίωξη άλλων άτόμων γιά αυτοσυντήρηση καί ισχύ: χωρίς διεύρυνση τής οικείας ισχύος μα­ κροπρόθεσμη αύτοσυντήρηση είναι λοιπόν άδύνατη.351 Ή επιδίωξη τής ισχύος φανερώνει μόνο τήν έσχατη καί αναγκαία άπόληξη τής προσπάθειας γιά αύτοσυντήρηση καί, συνάμα, τήν ολοσχερή ύποταγή τής νόησης (ώς φορέα κανονιστικών άρχών) στά κελεύσματα τών ψυχορμήτων, πού μέ τή σειρά τους ριζώνουν στήν καθαρά φυσική διά­ σταση τού άνθρώπου. Δέν είναι έτσι παράδοξο δτι στόν 16ο αι. ή θέ­ ση, πώς ό άνθρωπος είναι Φύση, προβλήθηκε προπαντός μέ τή μορφή τού ιδιαίτερου τονισμού τής ορμής προς αύτοσυντήρηση. Ή ιδέα τής αυτοσυντήρησης ήταν, βέβαια, ήδη άπό τόν Αριστοτέλη γνωστή, τώ­ ρα δμως παίρνει νέα ένταση, μέ τήν έννοια δτι τό ζην γίνεται καθαυτό άπόλυτη άξια καί δέν χρειάζεται πιά τό εν ζην ώς έσχατη δικαίωσή του* έτσι εξοβελίζεται τό τελολογικό-κανονιστικό στοιχείο.352 Ό παραμερισμός τής τελολογικής αντίληψης (τουλάχιστον στήν παραδοσιακή της μορφή) £κανε τόν δεσμό τής έννοιας τής αύτοσυντήρησης, μέ τήν ιδέα δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, άκόμη στενότερο, δπως φαίνεται καθαρά στόν T elesio. Γ ι’ αυτόν ή αύτοσυντήρηση 351. Αυτό ό M ac h iav elli τό λέει ρητά άναφερόμενος σε κράτη, D is c o r si, I, 6 ( = O pere, 109), παρόμοια σκέπτεται όμως καί όταν περιγράφει τήν πολιτική στα­ διοδρομία άτόμων. Ή ίδια σκέψη παίζει κεντρικό ρόλο στόν H o b b e s (L ev ., XI = EW , III, 86). 352. Βλ. τίς ωραίες παρατηρήσεις του Spaem an n, R eflexion und Spontaneita t, 54.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

163

έπέχει κεντρική θέση,353 ακριβώς επειδή ό ίδιος, δπως ορθά παρατη­ ρήθηκε, κάνει τήν ψυχολογία κεφάλαιο τής φυσικής καί πραγματεύε­ ται τόν άνθρωπο περισσότερο ώς φυσιολόγος καί γιατρός παρά ώς φιλόσοφος.354 Μερικές δεκαετίες νωρίτερα ό V ives είχε αιτιολογήσει τήν αναγκαιότητα τής σπουδής των παθών διαμέσου τής αναφοράς στήν ορμή τής αυτοσυντήρησης: άπ’ αυτήν προέρχονται τά πάθη καί μέ τή σειρά τους τήν υπηρετούν, πληροφορώντας τό σώμα γιά τό τ£ είναι χρήσιμο καί τί βλαβερό, καί προσανατολίζοντάς το άνάλογα. Σημαντική σέ σχέση μέ κατοπινές ήθικοφιλοσοφικές διαμάχες είναι ή παρατήρηση τού V ives, δτι από τή σκοπιά τής ορμής πρός αυ­ τοσυντήρηση τό καλό καί τό χρήσιμο ταυτίζονται εξίσου δπως καί τό κακό μέ τό βλαβερό.355 Τό παράδειγμα τού Vives είναι διδακτικό, ακριβώς έπειδή ό ίδιος παραμένει ένας μάλλον συντηρητικός, χρι­ στιανικά εμπνευσμένος ανθρωπιστής. Ή διαπίστωση τής δύναμης τών παθών καί τών αισθήσεων τόν γεμίζει μέ τρόμο καί άπέχθεια, γ ι’ αυτό καί άπαιτεί τόν δρακόντειο δαμασμό τους μέ τή βοήθεια τής θρησκείας.356 Χαρακτηριστικό από τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών είναι ωστόσο δτι μελετά τά πάθη, στή συνάφειά τους μέ τήν ορ­ μή τής αυτοσυντήρησης. Ή απορριπτική του κρίση γ ι’ αύτά αποτελεί μονάχα τήν άντίστροφη δψη τής διαπίστωσης τής τεράστιας επιρροής τους πάνω στήν άνθρώπινη συμπεριφορά. Ή αισθητή διάσταση τού ανθρώπου έπρεπε, λοιπόν, νά χαλιναγωγηθεί καί πάλι, προτού καλάκαλά απελευθερωθεί. Τό πρόβλημα αύτό τό άντιμετώπιζαν δχι μόνο πιστοί καί άνησυχούντες Χριστιανοί, άλλά καί (πολλές φορές ακόμη πιεστικότερα) διανοητές, οι οποίοι λίγο-πολύ είχαν χειραφετηθεί άπό τόν ορθόδοξο Χριστιανισμό, δμως δέν ήθελαν καί νά εκτεθούν στήν υποψία τού άνηθικισμού καί τού μηδενισμού. (Τό πόση προσοχή άποδιδόταν τότε στίς ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες τών άνθρωπολογικών καί ψυχολογικών ερευνών φαίνεται ξεκάθαρα άπό τό γεγονός, δτι τά δύο περισσότερο συζητημένα προβλήματα στή σχετική φιλολογία τού 16ου αί. ήταν ή άθανασία τής ψυχής καί ή ελευθερία τής βούλη353. Βλ. παρ. σημ. 124. 354. C o rsa n o , L a p s ic o lo g ia d i T elesio , 6. 355. D e a n im a , lib. H I, άρχή ( = O p e ra , III, 4 2 1 /2 ). 356. D e C o n c o rd ia , TV, 4 ( = O p e ra , V, 342 κ.έ.) σέ συνδυασμό μέ τήν είσαγ. a d S a p ie n tia m , VIT1, § 209 ( = O p e ra , I, 17) καί μέ D e T rad . D isc ip L , V, 3 ( = O p e re, V I, 402). Πρβλ. τήν άνάλυση του N o ren a, V ives, 200 κ.έ. Σέ αντίθεση μέ τόν P ico d e lla M ira n d o la ό V ives έχει πάντα στόν νοΰ του τήν άδυναμία τοΰ αν­ θρώπου, στου όποιου τή θέωση δέν πιστεύει (βλ. C olish , The M im e o f G o d , ίδ. 9 /1 0 , 11/12).

164

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σης357). Ή διάδοση των στωικών διδασκαλιών, προπαντός στόν 16ο καί στόν 17ο αί.,358 πρέπει κατά τή γνώμη μου νά αποδοθεί στο γε­ γονός, δτι φαίνονταν νά προσφέρουν μιά βατή, ανοιχτή καί πρός τις δύο πλευρές της οδό, ήτοι εναν συμβιβασμό αποδεκτό από εύρείς κύ­ κλους. Στόν άρχαίο σταπκισμό, γενικά, ή γνώση τής υφής καί τής επήρειας τών παθών συνδεόταν μέ τό αίτημα τής κυριάρχησής τους ή μάλλον τού διαποτισμοϋ τους έκ μέρους τού Λόγου, καί μάλιστα πά­ νω στή βάση μιας μονιστικά προσανατολισμένης άνθρωπολογίας, πού δέν άφηνε πολλά περιθώρια γιά τή γένεση ενός μισόκοσμου άσκητισμού.359 Οι στωικές θέσεις ήταν, μέ άλλα λόγια, άρκετά έλαστικές, ώστε νά κάνουν δυνατή τήν εξωτερική, τουλάχιστον, συμφω­ νία μέ τή χριστιανική διδασκαλία, ένώ παράλληλα ύπονόμευαν αντι­ κειμενικά τήν τελευταία. Ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, έπιρρώθηκε άπό τις προόδους τής φυσιολογίας καί τής άνατομίας, πού κι αυτές, μέ τή σειρά τους, δέχτηκαν σημαντική ώθηση άπό τό κοσμοθεωρητικά κινημένο ένδια357. Sch illin g, B ib lio g r. d e r p sy ch o l. L iteratu re βλ. τόν πίνακα στά λήμμα­ τα 'arbitriunrT καί ‘ im m o rta lita s a n im a e \ σ. 292 καί 294/5. 358. Γιά τήν ανατίμηση τών παθών στά πλαίσια τής νέας αντίληψης γιά τόν άν­ θρωπο ώς ενιαίο φυσικό όν βλ. D ilth ey, C es. S c /ir., II, 4 1 6 /7 , 4 2 2 κ.έ., ό όποιος τονίζει καί τή συναφή λειτουργία τής άναβίωσης στωικών διδασκαλιών. Ό D ilthey υπερτιμά, βέβαια, τή στωική επιρροή, θέλοντας νά συναγάγει άπ’ αυτήν ολόκληρο τό «φυσικό σύστημα)) (π.χ. 315/6, 441/2). Άπό τήν άποψη αυτή ή κριτική τού Blumenh e rg (S e lb ste rh a ltu n g u n d B e h a r r u n g , 3 /4 , 12) είναι δικαιολογημένη, μολο­ νότι κι αυτή, μέ τή σειρά της, σχετικοποιεΐται άπό τήν παρατήρηση τού A bel, οτι ό «νεοστωικισμός άνέλαβε νά έκπληρώσει λειτουργίες τής καθαρά νεότερης σκέψης» (S to iz ism u s u n d fr u h e N e u z e it, 23/4). — Ή πολύ χρήσιμη, άπό τακτική άποψη, πλαστικότητα τής στωικής άντίληψης φαίνεται στό δτι άπ’ αυτήν προήλθαν δύο βα­ σικά ρεύματα, πού τό ένα τους έπιβοηθεΐ τόν χωρισμό χριστιανικής καί θύραθεν ήθικής, προλειαίνοντας, έτσι, τόν δρόμο τού έλευθεριασμού, ένώ τό άλλο παραμένει κοντά στή χριστιανική ήθική, έμμένοντας στήν ύποταγή τών παθών στή νόηση. Βλ. τήν καλή ανάλυση τού Levi (F ren ch M o r a lis ts , 67 κ.έ., 85 κ.έ., 3 30), ό όποιος φωτίζει άπό πολλές πλευρές τή συνύφανση χριστιανικών καί στωικών ιδεών, καταδείχνοντας καί τή σύνδεση τής νεότερης ανατίμησης τών παθών μέ τή χριστιανική απαισιόδοξη άνθρωπολογία (119 κ.έ., 129 κ.έ., 209 κ.έ.). Ή σύνδεση τούτη, πού φαίνεται ήδη στόν V ives (βλ. παρ. σημ. 3 56), θά παίξει σύντομα σημαντικό ρόλο στήν ίστορία τών ιδεών, κάνοντας δυνατή μιά συμμαχία ορθόδοξης θρησκευτικής πί­ στης καί σκεπτικισμού (βλ. τέλος αύτού τού ύποκεφαλαίου). Τήν πληθώρα τών στωικών ρευμάτων άγκαλιάζει καί ή χρήσιμη έπισκόπηση τού d ’A n g e rs, P a s c a l , 143 κ.έ., ό όποιος έχει αφιερώσει κάμποσες μελέτες στήν αναβίωση τού στωικισμού στόν 16ο-17ο αί. (βλ. σ. 7, σημ. 2, στό ίδιο έργο). 359. D ittrich , G esch . d e r E th ik , II, 19/20. Ό P o h len z, D ie S t o a , I, 119, ύπογραμμίζει τίς δυσκολίες συμβιβασμού τής μονισηκής άνθρωπολογίας μέ τήν κυ­ ριαρχία τού Λόγου.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

165

φέρον γιά τήν αισθητή διάσταση του ανθρώπου. Ή άλληλεπίδραση αυτή μπορεί να έξηγήσει τό «αινιγματικό», δπως φρονούν μερικοί ερευνητές, γεγονός, δτι πριν άπό τον 16ο αί. ή πρόοδος τής ανατο­ μίας στάθηκε εξίσου αργή δσο γρήγορη έγινε κατόπιν.360 Ένα πλή­ θος ανατομικών πραγματειών έκδίδεται μετά τό 1520· γ ιά τή φυσιο­ γνωμία καί τήν εξέλιξη τού ορθολογισμού των Νέων Χρόνων είναι στ’ άλήθεια ενδεικτικό δτι τά κύρια έργα τού C opernicus καί τού V esaliu s δημοσιεύθηκαν τόν ίδιο χρόνο (1543). Ή πραγματικά συ­ ναρπαστική ιστορία τής φυσιολογίας καί τής άνατομίας στήν πρώιμη περίοδο των Νέων Χρόνων361 δέν μπορεί νά μάς απασχολήσει εδώ λεπτομερειακά. Πρέπει, δμως, νά υπογραμμιστεί δτι ήδη άπό τότε σημειώνεται ή έμφάνιση μιας τάσης, πού ισχυροποιείται ιδιαίτερα στήν εποχή τού Διαφωτισμού: πρόκειται γιά τή συστηματική διαπί­ στωση τής στενής συνύφανσης πνευματικών καί σωματικών λειτουρ­ γιών, ή οποία άμεσα ή έμμεσα ένισχύει τήν πεποίθηση γιά τήν εξάρ­ τηση καί τήν αδυναμία, αν δχι καί τόν παρασιτικό χαρακτήρα τής νόησης. Ή στροφή αυτή εκδηλώνεται αρχικά μέ τήν καταγραφή καί υπογράμμιση τών ανατομικών ομοιοτήτων άνθρώπου καί ζώου· οι σχετικές αναλύσεις τού L e o n ard o είναι γνωστές καί τυπικές.362 Ό παραλληλισμός μεταφέρθηκε, ώστόσο, καί στις ψυχικές λειτουργίες. Άπό τή μιά πλευρά, ή φυσιογνωμική προσπαθούσε νά εντοπίσει ιδιό­ τητες τού άνθρώπινου χαρακτήρα μέ βάση τήν ομοιότητα τών χαρα­ κτηριστικών τού προσώπου μέ κάποιο ζώο,363 ενώ, άπό τήν άλλη, άρχισε καί ή σύγκριση τής άνθρώπινης νόησης μέ τή ζωική* καί άφού ή τελευταία δέν θεωρούνταν θεόδοτη, ή σύγκριση καθαυτή συνεπαγό­ ταν δτι καί οί δύο μορφές νόησης ριζώνουν εξίσου στή βιοδομή. Στά πλαίσια αυτής τής καθαρά βιολογικής-λειτουργικής θεώρησης, ό Rorariu s ισχυρίστηκε δτι τά ζώα συχνά χρησιμοποιούν τόν Λόγο κα­ λύτερα άπό τούς άνθρώπους.364 Ή ήθική-κανονιστική σημασία τού προβλήματος τών σχέσεων άνθρώπου καί ζώου είναι πρόδηλη* έξαι360. Ό πως γράφει ή B o a s , R e n a is s a n c e d e r N a tu r w iss., 143. 361. Σχετικά C ole, H isto r y o f C o m p ar. A n ato m y ' γενικότερα C allo t, R e ­ n a issa n c e de sc ie n c e s de la vie. 362. T a g e b ., 78. 363. Ή φυσιογνωμική γίνεται δημοφιλής στόν 16ο αί. καί είναι καθαυτή χαρα­ κτηριστική γιά τήν τοποθέτηση πού άναλύουμε έδώ. Βλ. Sch illin g, B ib l. d e r p sy chol. L ite r ., πίνακας λημμάτων, 2 98, καί τούς διδακτικούς πίνακες στό τέλος τού έργου. 364. ’Έτσι είναι ό τίτλος τού έργου του, πού γράφτηκε τό 1544 καί δημοσιεύθηκε τό 1645: Q u od a n im a lia b r u ta s a e p e ra tio n e u ta n tu r m eliu s h om ine.

166

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

χίας της βρέθηκε, άλλωστε, τό πρόβλημα αυτό στό έπίκεντρο σφο­ δρών συζητήσεων κατά τόν 18ο αιώνα. Ή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, στηριζόταν στήν κατάδειξη τής διπλής εξάρτησης τού πνεύματος α) από τή βιοδομή καί τά συνα­ φή πάθη καί ψυχόρμητα, καί β) από τό περιβάλλον μέ τή γεωγραφι­ κή καί κοινωνικοϊστορική έννοια. Ή εποχή της ανακάλυψης τού άνθρώπινου σώματος συνέπεσε μέ τήν έποχή τής άνακάλυψης τής γης καί τών λαών πού τήν κατοικούν. Ή πολυμορφία τών τελευταίων γ ί­ νεται γιά πρώτη φορά άντιληπτή μέ τόση ένάργεια καί θέτει, έτσι, τό πρόβλημα τών κοινών σημείων —καί, γενικότερα, τής υφής— τού άνθρώπινου γένους, όπως δείχνουν μερικές διατυπώσεις τού B ru n o .365 Οί πολυάριθμες συγκαιρινές ταξιδιωτικές περιγραφές366 επιτείνουν τήν έκπληξη γιά τήν πολυμορφία τής ανθρώπινης ύπαρξης καί προ­ σφέρουν πλούσιο υλικό στις σχετικές συζητήσεις. Γιατί πολυμορφία τών λαών σημαίνει πολυμορφία τών ήθών, τών νόμων, τών τρόπων σκέψης — μέ έναν λόγο: τών άξιών. Ή προσπάθεια νά μπει κάποια τάξη στό χάος τών έντυπώσεων στηρίζεται στήν ταξινόμηση δσου άνθρωπολογικού υλικού είχε παραδοθεΐ άπό τήν αρχαιότητα καί δσου είχε προκόψει άπό τίς νέες άνακαλύψεις. Τό βιβλίο τού J . B o em u s, πού εμφανίστηκε τό 1520, άσκησε μεγάλη έπίδραση πρός τήν κατεύ­ θυνση αυτή.367 Σκεπτικιστική διάθεση γεννούσε δχι μόνον ή παρατή­ ρηση τών ιστορικών μεταβολών, τού άτέλειωτου παιγνιδιού έμφάνισης καί εξαφάνισης λαών καί πολιτισμών, ούτε μόνον ή διαπίστωση τής θεμελιακής διαφοράς άνάμεσα στήν οίκεία αξιολογική κλίμακα καί σ1 εκείνη άλλων λαών — άλλά εξίσου καί ή άνακάλυψη ενδεχόμε­ νων ομοιοτήτων πρός τήν τελευταία, άφού έτσι κλονιζόταν τό αίσθη365. D e im m ., V II, 18 ( = O L, I, 2, 282). Τήν άλλαγή τής ιστορικής σκέψης στόν 16ο καί 17ο αί. περιέγραψε σύντομα καί πυκνά ό K lem p t. Ξεκινώντας άπό τήν αποσύνθεση τής θεολογικής-έσχατολογικής ερμηνείας τής οικουμενικής ιστορίας διε­ ρευνά τήν «άνακάλυψη τής εγκόσμιας καί ύλικής ιστορίας τής άνθρωπότητας στό σύ­ νολό της», πράγμα πού, εκτός άπό τή διάνοιξη τής χρονικής προοπτικής μετά τήν κατάρριψη τής βιβλικής χρονολογίας, έχει καί μιά διάσταση χωρική-γεωγραφικήέθνογραφική συνυφασμένη καί μέ τή μελέτη τής ιστορίας τών ίδεών καί τού πολιτι­ σμού (D ie S a k u la r is ie r u n g d e r u n iv e rsa lh isto risc h e n A u ffd ssu n g , ίδ. 34 κ.έ., 63 κ.έ., 114 κ.έ.). 366. Παραδείγματα στόν S lo tk in (ed.), R e a d in g s , 4 4 /5 καί 468 (σημ. 69 καί 70). 367. Γιά τήν προβληματική τής πρώιμης έθνολογίας βλ. H o d gen , E a r ly A n­ th ro p o lo g y , 131 κ.έ., 162 κ.έ. Τό βιβλίο τού B o e m u s έχει τόν χαρακτηριστικό τίτλο: O m nium g e n tiu m m o re s, le g e s et ritu s e x m u ltis c la rissim is rerum sc rip to rib u s.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

167

μα, δτι οί οικείες κανονιστικές άρχές (καί προπαντός οι θρησκευτικές δοξασίες) είναι μοναδικές καί αναντικατάστατες.368 Ακριβώς στην προσπάθεια νά εξηγηθεί τούτη ή άσύλληπτη πολυμορφία επιστρα­ τεύεται ή θέση δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, άρα καθορίζεται άπό τον αισθητό κόσμο. Όπως καί στήν άρχαιότητα, έτσι καί τώρα έπιχειρεϊται ή έρμηνεία τού χαρακτήρα τών λαών μέ βάση τό κλίμα,369 την όποια στόν 16ο αί. δέχεται καί ό B o d in .370 Ή μονομέρεια καί ή ρηχότητα τέτοιων καί παρόμοιων ερμηνειών δέν ένδιαφέρουν έδώ. Σ η ­ μαντικό είναι δτι ή ροπή ερμηνείας τού πνευματικού στοιχείου μέ βά­ ση τό αισθητό γίνεται δλο καί εντονότερη, όπως επίσης διαδίδεται καί ή άντίληψη, δτι ό πολιτισμός δέν είναι προϊόν καθαρά πνευματι­ κών λειτουργιών —καί μάλιστα καθορισμένων άπό τήν έκάστοτε σχέ­ ση ενός λαού πρός τόν Θεό—, άλλά σχηματισμός εξαρτημένος άπό συγκεκριμένους τοπικούς καί χρονικούς παράγοντες. Ή πρώτη στοι­ χειώδης μορφή μιας άνθρωπολογικής θεωρίας τού πολιτισμού δημιουργείται όταν διασταυρώνεται ή διαπίστωση τής πολιτισμικής ση­ μασίας τού αισθητού κόσμου στή γεωγραφική καί κοινωνικοϊστορική του διάσταση μέ τήν καινούργια άποτίμηση τής ορμής πρός αυτοσυν­ τήρηση. Ό άνθρωπος ώς Φύση καί ή Φύση ώς περιβάλλον τού άνθρώπου συλλαμβάνονται τώρα στήν ενότητά τους. Θεωρητική καί ιστορική άφετηρία τής άνθρωπολογικής θεωρίας τού πολιτισμού γίνε­ ται, έτσι, ό άνθρωπος, πού άγωνίζεται γιά τήν ύπαρξή του μέσα σέ ορισμένο περίγυρο. Στίς διαδοχικές φάσεις τού άγώνα αυτού ικανο­ ποιούνται άρχικά ζωικές άνάγκες, κατόπιν ξυπνούν πνευματικές, ζη­ τώντας κι αυτές τήν ικανοποίησή τους κ.ο.κ. (Πολύ ένδιαφέρον είναι τό σχήμα τής άνθρωπολογικής θεωρίας τού πολιτισμού, τό όποιο ύποτυπώνει ό V iv es·371 κάτι παρόμοιο βρίσκουμε, δπως είδαμε, καί στόν C a rd a n o 372). Ή ιστορία τής γένεσης τού πολιτισμού γίνεται ιστορία τής γένεσης τού πνεύματος, τού οποίου έτσι καταφαίνεται ή εξάρτηση καί ή σχετικότητα, είτε είναι θεωρητικό είτε είναι πρακτικό-ήθικό πνεύμα. Μέ άλλα λόγια: οί άξιες δέν είναι άπόλυτες, άλλά προϊόντα τού πολιτισμού, προϊόντα ορισμένων σκοποθεσιών καί χρησιμοθηρικών σκοπιμοτήτων. Αύτό είναι καί τό άποφασιστικό βή368. Βλ. τίς παρατηρήσεις τής H o d g e n , 2 6 3 /4 , 295 κ.έ. 369. Γιά τίς αρχαίες θεωρίες πάνω στήν έπίδραση τοΰ κλίματος καί γιά τήν άναβίωσή τους στόν 16ο αί. βλ. τίς πληροφορίες τοΰ Jo h n so n , O f D iffe rin g A g e s a n d C lim es, ίδ. 4 6 8 /9 , 4 7 3 /4 , 4 7 6 /7 . 370. D e la R e p ., V, 1 ( = σ. 663 κ.έ.)· M e th o d u s, V (σ. 79 κ.έ.). 371. D e tra d , d isc ip l. , I, 1 ( = O p e ra , V I, 243 κ.έ.). 372. Βλ. παρ. σημ. 134.

168

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μα πρός τόν σκεπτικισμό. Θά ήθελα καί πάλι νά μνημονεύσω τό πα­ ράδειγμα τού M ach iav elli, ό όποιος, σε μιά περικοπή πού λίγο προ­ σέχθηκε ίσαμε σήμερα,373 πρεσβεύει μιά παρόμοια θεωρία γιά τήν έξέλιξη τού πολιτισμού, υποστηρίζοντας πριν από τόν H o b b es δτι οί έννοιες τού καλού καί τού κακού είναι προϊόντα ορισμένης σκοποθεσίας καί έπομένως συναρτήσεις της κοινωνικής κυριαρχίας: γεννιούν­ ται, άλλωστε, μαζί μέ τήν τελευταία σέ όρισμένη φάση της εξέλιξης τού πολιτισμού. Ή δραματική αλλαγή τής ήθικοφιλοσοφικής προοπτικής στήν πρώιμη περίοδο των Νέων Χρόνων καταφαίνεται στήν καινούργια σημασία, τήν όποια πήρε ό δρος «p h ilo so p h ia m o ra lis» καί ή όποια ήταν άκριβώς τό αντίθετο τής παραδοσιακής. 'Ένα πρώιμο παρά­ δειγμα αυτής τής ενδεικτικής όρολογικής μετατόπισης βρίσκουμε — δχι τυχαία— σέ ένα βιβλίο, τό όποιο (ρηχά καί συγκεχυμένα, είναι ή άλήθεια) προβάλλει σκεπτικιστικές απόψεις, γνωρίζοντας άρκετή διάδοση στήν εποχή του. Πρόκειται γιά τό έργο τού A g rip p a von N ettesheim D e incertitudine. Κατά τή γνώμη τού συγγραφέα, ή «p h ilo so p h ia de m o rib u s» δέν επιτρέπεται νά εδράζεται σέ «φιλο­ σοφικούς διαλογισμούς», αλλά μόνο στήν παρατήρηση τής ζωής — καί προπαντός δέν μπορεί νά είναι αιώνια δεδομένη, άλλά «μεταβλη­ τή σύμφωνα μέ τόν τόπο, τόν χρόνο καί τις άντιλήψεις των άνθρώπων», άφού κακία καί άρετή μπορούν νά μετατρέπονται στο άντίθετό τους, άνάλογα μέ τόν τόπο καί τόν χρόνο.374 ’Άν αυτά δλα τά μετα­ φράσουμε στή σύγχρονή μας ορολογία, σημαίνουν δτι ή περιγραφική θεώρηση παραγκωνίζει τήν κανονιστική — καί μάλιστα έπειδή τό ένα καί μοναδικό κριτήριο καί ή μία καί μοναδική κανονιστική άρχή έ­ χουν χαθεί μέσα στήν ιστορικά δεδομένη ποικιλομορφία των κριτη­ ρίων καί των κανονιστικών άρχών. «Ηθικολόγος» είναι τώρα πιά ό απλός παρατηρητής ή άναλυτής ήθών καί τρόπων συμπεριφοράς — ό­ χι άναγκαστικά ό φιλόσοφος, πού διατυπώνει ήθικές-κανονιστικές αρχές. Μέ τήν καινούργια του αυτή σημασία, ό δρος «m o ra liste » έ­ κανε γιά περισσότερο άπό δύο αιώνες λαμπρή σταδιοδρομία, προ373. D is c o r s i, I, 2 ( = O p e re, 96/7). 374. D e incert. et v a n it. s c le n ts LIV ( = O p e ra , II, 118). Μιά ακόμη ενδειξη γιά τήν έξάπλωση τής σκεπτικιστικής διάθεσης στον 1 6ο καί 17ο αί. είναι ή αγάπη πρός τά παράδοξα, δηλ. ό συνειδητός καταβιβασμός όντολογικών καί έπιστημολογικών ζητημάτων στό έπίπεδο λογικών παιγνιδιών — πράγμα πού φυσικά άποτελούσε συνάμα καί μέσο γιά τήν υπονόμευση τής θεολογικής μεταφυσικής. Βλ. σχετικά τό βιβλίο τής C olie, P a r a d o x ia E p id e m ic a , p a s sim , ή οποία δείχνει προπαντός τήν πολεμική-δημιουργική λειτουργία τών παραδόξων (33, 508/9).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

169

παντός στή Γαλλία, καί συνδέθηκε μέ μιά σειρά μεγάλων όνομάτων. Ό πρώτος κλασικός του είδους, ό M on taign e (ό οποίος, τουλάχι­ στον ώς προς τήν καθολικότητα των ενδιαφερόντων, είναι καί ό με­ γαλύτερος), μάς προσφέρει ένα έξαίρετο ευρετήριο δλων των ουσια­ στικών παραγόντων καί θέσεων, πού, σύμφωνα μέ τήν προηγούμενη άνάλυσή μας, γέννησαν καί διαμόρφωσαν τόν σκεπτικισμό τών Νέων Χρόνων. (νΑς υπενθυμίσουμε δτι ό M on taign e γνώριζε τίς παραπά­ νω άπόψεις τού A g rip p a σχετικά μέ τόν ορισμό τής ήθικής φιλοσο­ φίας375). Έξαιτίας τής μεγάλης, άμεσης καί έμμεσης, επίδρασης τού M on taign e στήν έποχή τού Διαφωτισμού, θά έπιθυμούσα νά συζητή­ σω εδώ, σύντομα καί στή λογική τους σειρά, τίς βασικές του θέσεις. Καί πρώτα-πρώτα ό M on taign e θεωρεί αύτονόητο τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας. Θέλει νά άσχοληθεί μέ τόν άνθρωπο καί μόνον, «οπλισμένο μέ τά δικά του δπλα καί στερημένο άπό τή θεία Χάρη καί Πρόνοια».376 ’Από τήν κανονιστική εκδοχή τού πρωτείου τής άνθρω­ πολογίας διαχωρίζει, πάλι, τή θέση του δηλώνοντας δτι δέν θέλει, δπως άλλοι, νά διαπλάσει τόν άνθρωπο, άλλά νά τόν περιγράφει.377 Τήν αποκοπή άπό τήν κανονιστική θεώρηση ενισχύει καί ή έμφατική κατάδειξη τού ολόπλευρου ριζώματος τού άνθρώπου μέσα στόν αι­ σθητό κόσμο. Τό ρίζωμα αυτό νοείται διπλά, βιολογικά καί κοινωνι­ κά. Όσον άφορά στό πρώτο, τούτο είναι καθοριστικό ήδη επειδή ή ζωή καθαυτή άποτελεί «υλική καί σωματική κίνηση».378 Ό εξοβελι­ σμός τής πνευματοκρατίας συμβαδίζει, δπως είναι εύλογο, μέ τή θέ­ ση, δτι ό άνθρωπος ύπόκειται, άκριβώς δπως καί τά άλλα ζώα, στούς φυσικούς νόμους.379 Ή όρμή τής αυτοσυντήρησης άποτελεί τόν «άληθινά φυσικό νόμο», ό όποιος καθορίζει εξίσου τή συμπεριφορά άνθρώπων καί ζώων380 (τό λεπτό αισθητήριο τού M on taign e γιά τίς μεταμορφώσεις τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση, μέσα στίς συνθήκες τής άνεπτυγμένης κοινωνίας, καταφαίνεται στίς παρατηρήσεις του σχετικά μέ τήν άνοιχτή ή συγκαλυμμένη έπιδίωξη ισχύος καί μέ τή ματαιοδοξια381). Ή προτεραιότητα τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση σχετίζεται, προφανώς, μέ τή στενή συνύφανση (estroite co u stu re) 375. 376. 377. 378. 379. 380. 381.

V illey, S o u r c e s , I, 61/2* II, 173 κ.έ. I, 12 ( = I, 493). Ill, 2 ( = II, 222). Ill, 9 ( = II, 431). II, 12 ( = I, 504/5). II, 8 ( = 1, 423)· πρβλ. II, 12 ( = I, 593) καί III, 12 ( = II, 506). Προπαντός III, 9 ( = II, 381 κ.έ.).

170

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σώματος καί ψυχής.382 Ό M on taign e διαπιστώνει τήν επίδραση τών σωματικών διαδικασιών πάνω στις ψυχικές383 καί άπέχει πολύ από τό να θεωρεί τήν ψυχή αυτοτελή ουσία: δέν είμαστε σε θέση νά γνωρίζουμε τίποτε γ ι’ αυτήν, λέει,384 καί δέν φαίνεται καθόλου πε­ πεισμένος ούτε γιά τήν αθανασία της.385 Βέβαια, ό M on taign e δέχε­ ται πώς ή ψυχή κατευθύνει τή συμπεριφορά, δμως αυτό δέν σημαίνει κάποια πάγια κυριαρχία τού νοητού πάνω στό αίσθητό, άλλά άποσκοπεί άκριβώς νά ερμηνεύσει τή μεταβλητότητα τής άνθρώπινης συμπεριφοράς: ή ψυχή ή Γδια είναι δηλ. έξαιρετικά άσταθής.386 Τά πάθη τήν εξουσιάζουν387 (είναι χαρακτηριστικό δτι ό M o n taign e τά ονομάζει «σωματικά πάθη»388), καί τούτα μπορεί κανείς, βέβαια, νά τά άποδοκιμάσει μέ τή συνείδηση καί τή μετάνοια, άλλά δχι καί νά τά υποτάξει.389 Μιά καί οί «ορέξεις μας» είναι «άναποφάσιστες καί αβέβαιες»,390 ή δύναμη τής ψυχής, δπως τήν ορίσαμε παραπάνω, στήν πραγματικότητα άποτελεί σημείο τής άνθρώπινης, γενικά, αδυναμίας.391 Ή δεύτερη άποψη τού ριζώματος τού ανθρώπου στον αίσθητό κό­ σμο αφορά στούς γεωγραφικούς καί κοινωνικούς παράγοντες. Ό αέ­ ρας, τό κλίμα καί τό έδαφος, πιστεύει ό M on taign e, επηρεάζουν δχι μόνο τή σωματική, άλλά καί τήν ψυχική υφή τού ανθρώπου.392 ’Ιδιαίτερα πρωτότυπος καί παρατηρητικός είναι, δμως, δταν κάνει λόγο γιά τήν εξάρτηση τού τρόπου σκέψης λαών καί άτόμων άπό τήν κοινωνία, στήν όποια ζούν. Ή έξάρτηση αύτή, στίς διαφορετικότερες μορφές της, παρουσιάζεται άπό τόν M on taign e προπαντός μέσα άπό τήν ανάλυση τής παντοδυναμίας τού «co u stu m e». Πρόκειται γιά μιά εύρεία έννοια, ή όποια σημαίνει δχι μόνο τά ήθη καί τά έθιμα, άλλά καί όλόκληρη τήν κοινωνική διάρθρωση στήν πολυστρωματικότητά της, καθώς καί τή συναφή νοοτροπία. Ή ευρύτητα τής σημασίας τού «coustum e» κάνει πρόδηλη καί τήν έκταση τής εξάρτησης άπ’ αύτό: «τό ρουφάμε μαζί μέ τό μητρικό γάλα», διαμορφώνοντας έτσι τήν 382. 383. 384. 385. 386. 387. 388. 389. 390. 391. 392.

I, 21 ( = I, 108). II, 12 ( = 1, 615 κ.έ.). II, 12 ( = I, 605 κ.έ.). II, 12 ( = I, 576, 617 κ.έ.). Βλ. τήν επιχειρηματολογία στό δοκ. I, 14 ( = I, 56). II, 34 ( = ϊΓ, 150). ΪΙ, 12 ( = I, 636). III, 2 ( = II, 226). I, 53 ( = I, 343). I, 53 ( = I, 342). II, 12 ( = I, 646/7).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

171

πρώτη μας κοσμοεικόνα κάτω από τήν ασυνείδητη γιά μάς επίδρασή του, από τήν οποία καί δεν υπάρχει άπαλλαγή.393 Οι κοινωνικές συμβάσεις ρυθμίζουν τελικά τον τρόπο τής θεώρησης των πραγμά­ των, ενώ ή αληθινή τους υφή παραμένει άπρόσιτη.394 Τό διπλό ρίζωμα τού άνθρώπου στόν αισθητό κόσμο έχει διπλή συνέπεια: τήν προοπτικότητα κάθε γνώσης καί τή σχετικότητα δλων των άξιων. Ή πρώτη προκύπτει ήδη άπό τό γεγονός, ότι ή γνώση, στό σύνολό της, άρχίζει καί τελειώνει μέ τίς αισθήσεις, πράγμα πού αποτελεί καί τήν πανηγυρική «απόδειξη τής άγνοιάς μας».395 ’Αφού οι αισθήσεις κυριαρχούν πάνω στή διάνοια,396 ή τελευταία γίνεται εξίσου πολύμορφη, καί επομένως καί άσταθής, δσο κι έκεΐνες.397 Τό τελικό άποτέλεσμα είναι δτι μέ τή νόηση, δπως καί μέ τό κερί, μπο­ ρεί νά φτιαχτεί οτιδήποτε θέλει κανείς.398 Φτάνουμε, έτσι, στό σημείο δπου ή προοπτικότητα τής γνώσης εξαγγέλλει τή σχετικότητα των αξιών — μέ άλλα λόγια: ή γνωσιοθεωρητική απόρριψη τής νοησιαρ­ χίας συμβαδίζει μέ τόν ήθικοφιλοσοφικό (κοινωνιολογικά θεμελιω­ μένο) σχετικισμό. Γιατί ή παντοδυναμία τού «co u stu m e», μέ τήν παραπάνω έννοια, συνεπάγεται άκριβώς τήν άδυναμία ή καί τήν έλ­ λειψη μιας ελεύθερης νόησης ώς φορέα οριστικών άληθειών καί κανο­ νιστικών άρχών. Ή κατάδειξη τής συγκεκριμένης εξάρτησης τού άν­ θρώπου άπό συγκεκριμένες καταστάσεις έχει θανάσιμες παρενέργειες γιά τή νοησιαρχία καί τήν κανονιστική θεώρηση. Ή γνωστική καί ή άξιολογική δραστηριότητα είναι, λοιπόν, στόν ίδιο βαθμό καί μέ τήν ίδια έννοια, καθορισμένες άπό τήν έκάστοτε προοπτική. Ό M ontai­ gne, πού μπορεί νά φανταστεί χίλιους άντίθετους τρόπους ζωής,399 νιώθει άναγκασμένος νά μιλά καί γιά τόν εαυτό του κάθε φορά δια­ φορετικά, ανάλογα μέ τήν προοπτική, άπό τήν όποια τόν παρατη­ ρεί.400 Φυσικά, ελάχιστοι κάνουν ενσυνείδητα αυτό πού δλοι κάνουν άσυνείδητα, σπρωγμένοι άπό τή δίψα γιά ίσχύ. Γιατί καθένας συμπεριφέρεται σάν νά ήταν ό ίδιος «τό καλύτερο καλούπι τής Φύσης»,401 χρησιμοποιώντας τίς δικές του ιδιότητες ώς μέτρο, δταν κρίνει τίς 393. 394. 395. 396. 397. 398. 399. 4 00. 401.

I, 23 ( = I, 121). II, 17 ( = II, 31). II, 12 ( = I, 661). II, 12 ( = I, 669). III, 13 (στην αρχή). II, 12 ( = I, 634). I, 37 ( = I, 259). II, 1 ( = I, 369). II, 32 ( = II, 131/2).

172

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ξένες.402 Τό ίδιο ισχύει και γιά ολόκληρους λαούς: τά ξένα ήθη τούς φαίνονται βαρβαρικά, καί μόνο τά δικά τους λογικά.403 Γ ι’ αυτό καί κάτι, πού στόν έναν τόπο επαινείται, στόν άλλο καταδικάζεται,404 ή, πάλι, οί τερατωδίες τής μιας εποχής θεωρούνται στήν άλλη πράγμα­ τα αυτονόητα.405 Ό M o n taign e άντλει παραδείγματα από τήν πλα­ τιά του γνώση των άρχαίων ιστορικών καί από τίς συγκαιρινές του ταξιδιωτικές περιγραφές406 γιά νά απαριθμήσει πλήθος άντίθετων ηθών διαφορετικών λαών, δείχνοντας, έτσι, τή σχετικότητά τους.407 ’Από τίς παρατηρήσεις του αυτές συμπεραίνει δτι τό μόνο οικουμενι­ κό γνώρισμα, πού παρουσιάζουν οί άντιλήψεις τών άνθρώπων, είναι ακριβώς ή διαφοροτροπία τους,408 καί δτι κι αυτές γεννιούνται καί πεθαίνουν δπως κι δλα τά άλλα πράγματα.409 Όλες αύτές οί θέσεις συμπυκνώνονται καί κορυφώνονται στήν πεποίθηση, δτι δέν υπάρ­ χουν αιώνιες καί έμφυτες ιδέες τού φυσικού δικαίου·410 ήδη ή έννοια τού πάγιου νόμου βρίσκεται σέ άντιθεση μέ τή μεταβλητότητα καί τήν πολυμορφία τών πράξεών μας.411 «Δέν υπάρχει τίποτε δίκαιο καθαυτό», δίκαιο καί κοινωνικά χρήσιμο ταυτίζονται.412 Οί νόμοι δέν γεννιούνται άπό τον Λόγο, άλλά άπό τήν ισχύ ή τό «cou stu m e »,413 γ ι’ αυτό καί δέν ύπακούονται έπειδή είναι δίκαιοι, άλλά επειδή είναι νόμοι.414 Οί λεγόμενοι νόμοι τής συνείδησης, πού συνη­ θίζουμε νά τούς θεωρούμε δοσμένους άπό τή φύση, είναι κι αυτοί προϊόν τού «c o u stu m e ».415 ’Ακόμη καί τά πιο παράλογα πράγματα μάς γίνονται οικεία διαμέσου τού «cou stu m e», γιά νά τά νομιμο­ ποιήσει κατόπιν καί ό Λόγος.416 Οί άντιλήψεις αύτές ελάχιστα ταιριάζουν, βέβαια, μέ τίς ιδέες πού 402. Π, 12 ( = I, 593). 4 0 3 . I, 31 ( = 1, 234)· III, 13 ( = II, 535).

404. 11, 12 ( = 1, 652). 4 05. II, 12 ( = I, 644/5). 4 0 6 . V illey, S o u r c e s , I, 76 (B a lb i), 94 (C a sta n e d a ), 137 (L o p ez de G om ar a ), 138 (de M e n d o z a ), 202 (P o ste l) κτλ. 407. Βλ. προπαντός I, 23. 4 0 8 . II, 37 ( = II, 203). 4 0 9 . II, 12 ( = I, 646). 4 1 0 . II, 12 ( = I, 652, 650 /1 ). 4 1 1 . Ill, 3 ( = II, 238). 412. Ill, 13 ( = II, 523). 413. II, 12 ( = I, 656). 4 1 4 . Ill, 13 ( = II, 524). 415. I, 23 ( = I, 121). 4 1 6 . I, 23 ( = I, 116)· πρβλ. I, 36 ( = I, 255 κ.έ.)· II, 12 ( = I, 533 κ.ε., 652 κ.έ.).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

173

διέπουν τό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο, πράγμα πού άπό μόνο του δείχνει πόσο έντονη υπήρξε ή διάσταση των ετερογενών τάσεων μέσα στους κόλπους τού νεότερου ορθολογισμού ήδη άπό τήν πρώτη του ώρα. Ό M on taign e δεν παίρνει καί πολύ στά σοβαρά τήν ένθουσιώδη ελπίδα, ότι ό άνθρωπος θά μπορούσε νά κυριαρχήσει πάνω στή Φύση417 — προφανώς επειδή ό ίδιος ξέρει πολλά γιά τήν κυριαρχία τής Φύσης (ώς σώματος καί παθών) πάνω στόν άνθρώπινο Λόγο. Εξίσου ειρωνεύεται τήν άνθρώπινη αυταρέσκεια, πού πλάθει τούς θεούς δμοιους μέ τόν άνθρωπο.418 «Είμαστε ένας άνεμος μονάχα», γράφει,419 κατακεραυνώνοντας, έτσι, τόσο τήν 'Ύβριν τών Νέων Χρόνων boo καί τόν άνθρωπομορφισμό τής παραδοσιακής θρησκείας. Ενδιαφέρον είναι δτι οι άμφιβολίες του σχετικά μέ τή βεβαιότητα τής γνώσης στρέφονται τόσο έναντίον τής σχολαστικής, δσο καί τής μαθηματικής μεθόδου. Τήν άποψή του, πώς ή εντύπωση τής βεβαιό­ τητας αποτελεί σίγουρο σημάδι ήλιθιότητας,420 τήν κατοχυρώνει μέ πολεμικές έναντίον τής στειρότητας τής συλλογιστικής421 καί συνάμα έναντίον τών γνωστικών άξιώσεων τής γεωμετρίας.422 Ή γενική του δυσπιστία προς τήν έπιστήμη έμπνέει καί τις ειρωνείες του έναντίον τών γιατρών423 δπως καί τή ρητή του άδιαφορία απέναντι στήν κο­ περνίκεια θεωρία καί τήν ένδεχόμενη όρθότητά της.424 Ή ώριμη μορφή τής φυσικοεπιστημονικής σκέψης τού είναι, βέβαια, άγνωστη, ώστόσο διαισθάνεται δτι κι έδώ πρόκειται γιά νέες συνολικές ερμη­ νείες τού κόσμου, δηλ. γιά νέες άφαιρέσεις καί γιά μιά καινούργια νοησιαρχία. Ενάντια στήν τελευταία υπογραμμίζει άπό τή μιά τά άνεξερεύνητα βάθη τής άνθρώπινης ψυχής, «τά βαθιά έρέβη τών έσώτερων πτυχών της»,425 καί άπό τήν άλλη τήν προτίμησή του γιά τό συγκεκριμένο καί τήν ιστορία.426 Ή φιλόδοξη όντολογία τόν άπωθεί σέ δλες της τις μορφές. «Δέν ζωγραφίζω τό δν, ζωγραφίζω τό παρο­ δικό».427 Ή έπιλογή αυτή προσδιορίζει, άλλωστε, καί τήν άποσπασματική μορφή τού έργου του. 417. 418. 419. 420. 421. 422. 423. 4 24. 4 25. 426. 427.

Βλ. π.χ. II, 12 ( = I, 594). II, 12 ( = I, 574). ΙΙΪ, 13 ( = II, 566). II, 12 ( = I, 604). II, 10 ( = I, 455). II, 12 ( = I, 6 41/2)· II, 14 ( = II, 8). II, 37 ( = II, 175/6). II, 12 ( = I, 640). II, 6 ( = I, 414). II, 10 ( = I, 457 κ.έ.). III, 2 ( = II, 222).

174

Π. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Άπό μιά τέτοια συνολική θεώρηση τών ανθρώπινων πραγμάτων δεν μπορεί, προφανώς, νά συναχθεί μιά δεσμευτική δεοντολογία. Ωστόσο, ή άρνηση τών μεταφυσικά-όντολογικά θεμελιωμένων άξιων καί κανονιστικών άρχών δεν άποτελεί γιά τον M on taign e λόγο πα­ ραίτησης στήν καθημερινή ζωή — καί μάλιστα φαίνεται νά άντλεί τήν άφοβία του άπέναντι στή ζωή ακριβώς άπό τήν πεποίθηση, δτι μονά­ χα ή παραπάνω άρνηση δείχνει τί είναι στ’ άλήθεια κατορθωτό καί τί δχι. θεμέλιο μιας ρεαλιστικής συμπεριφοράς άπέναντι στον εαυτό μας καί στους άλλους είναι, λοιπόν, ή συμφιλίωση μέ τήν ειμαρμένη, ή νηφάλια διαπίστωση τής άνθρώπινης άδυναμίας. ’Από τον σκεπτι­ κισμό άπορρέει επιείκεια, άπό τήν κατανόηση συγγνώμη. Στή θέση τής άκαμπτης κανονιστικής θεώρησης μπαίνει μιά ήθική τού συμβι­ βασμού, μιά ήθική έμπειρική, προσανατολισμένη στή συγκεκριμένη κατάσταση, θεωρητικά έπιφυλακτική καί πρακτικά έλάχιστα άπαιτητική, άλλοτε επιτυχής καί άλλοτε άνέλπιδη, δμως άδιάκοπα πειραματιζόμενη. ’Αφού ό άνθρωπος είναι άσταθής καί συχνά κακός, καί άφού τά μικρά έλαττώματα διορθώνονται, τά μεγάλα δμως δέν ξεπερνιούνται,428 γ ι’ αυτό καί ή προσωρινή (άφού οριστική έτσι κι άλλιώς δέν υπάρχει) λύση είναι νά χρησιμοποιηθούν μέ θετικό τρόπο τά ίδια τά πάθη, δηλ. νά καταπολεμηθούν τό ένα μέ τή βοήθεια τού άλλου, κι έτσι νά δημιουργηθούν μόνιμα ψυχικά ισοζύγια.429 Ή πα­ ρότρυνση τού M on taign e νά άκολουθείται ή Φύση430 σκοπεύει προ­ παντός νά υπογραμμίσει τήν άνάγκη νά παίρνονται υπόψη, μέ τήν παραπάνω έννοια, οί άνάγκες τού σώματος καί τών παθών. Βέβαια, ό M on taign e δέν εμπιστεύεται διόλου τήν άκατέργαστη Φύση· ξέρει, δτι καί ή άπανθρωπία μπορεί νά είναι φυσική431 καί γ ι’ αυτό ζητά τήν πηδαλιούχηση έκ μέρους τού Λόγου.432 Μέ τή συμπερίληψη τού τελευταίου στή διευρυμένη, τώρα, φύση τού άνθρώπου ή έννοια τής Φύσης γενικά άποκτά μιά κανονιστική διάσταση. Γ ι’ αύτό καί οι άναλύσεις τού M on taign e δχι σπάνια είναι κάπως διφορούμενες, ιδιαίτερα άναφορικά μέ τήν έννοια τού «φυσικού νόμου». Αύτό, βέ­ βαια, δέν μπορεί νά τό άποφύγει κανείς σκεπτικιστής, άν ύποκύψει 4 28. III, 12 ( = II, 511). 429. Τήν πλευρά αυτή τονίζει ιδιαίτερα ό F ra m e (M o n ta ig n e 's D iscovery^ o f M a n , 105), ό όποιος, ωστόσο, υπερτιμά γενικά τήν παιδαγωγική αισιοδοξία τού M o n taign e* πολύ πειστικότερη είναι ή άνάλυση του F ried ric h , M o n ta ig n e , 189 κ.έ., 204 κ.έ. 4 3 0 . Ill, 13 ( = II, 526). 4 31. ΪΙ, Π ( = 1, 476). 432. Π, 8 ( = I, 424).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

175

στόν πειρασμό νά δώσει παιδαγωγικές συνταγές σέ όποιαδήποτε μορφή. Ό σκεπτικισμός του M on taign e απολήγει σέ μιαν αποδοχή των κατεστημένων κοινωνικών εξουσιών γενικά καί τής θρησκείας ειδι­ κά, πράγμα πού δίνει στή σκέψη του συντηρητική χροιά.433 Τό στοι­ χείο πρέπει νά υπογραμμιστεί, γιατί δέν είναι απλώς ζήτημα ιδιοσυγ­ κρασίας, αλλά συναρτάται μέ τις προϋποθέσεις τής σκέψης τού M on­ taig n e καί συνάμα φωτίζει τήν άντιφατική υφή τού νεότερου όρθολογισμού, εφόσον δείχνει δτι οί χειραφετητικές φιλοδοξίες του τελευ­ ταίου μπορούσαν νά ύπονομευθούν μέ έπιχειρήματα παρμένα δχι πιά από τή χριστιανική άποκάλυψη, άλλά από τις ίδιες του τίς θύραθεν θέσεις: οί ρίζες τού μηδενισμού τού 18ου αί. φτάνουν, λοιπόν, ίσαμε τήν πρώιμη φάση τών Νέων Χρόνων. Ό σκεπτικισμός άποκρούει αναγκαστικά τήν ιδέα τής προόδου στήν ιστορία (ό M on taign e τό κάνει αυτό ρητά434) ήδη επειδή δέν βλέπει μέσα της προωθητικές δυ­ νάμεις, αφού ή ανθρώπινη φύση μένει γιά πάντα δέσμια τών ίδιων παθών. Κι έπειτα, ό παραμερισμός τής κανονιστικής θεώρησης ση­ μαίνει δτι δέν μπορεί νά ύπάρξει μιά απόλυτη κανονιστική άρχή ώς σκοπός καί τέρμα τής ιστορικής κίνησης. Ή προοπτικότητα τής γνώ­ σης καί ή σχετικότητα τών αξιών απαιτούν, από τήν άλλη πλευρά, γιά νά γίνει δυνατή ή κοινωνική ζωή, τή δημιουργία θεσμών, οί οποίοι νά περιορίζουν ή νά διοχετεύουν σέ σκοπούς γενικά χρήσιμους τίς άλογες δυνάμεις τής άνθρώπινης φύσης. Γιά τόν M on taign e ή θρησκεία άποτελεΐ τόν κατ’ εξοχήν θεσμό μέ αυτή τήν έννοια* θεμέλιό της δέν είναι ή άλήθεια, άλλά τό «co u stu m e», γ ι’ αυτό καί θρησκείες διαφορετικές ώς πρός τό περιεχόμενό τους μπορούν νά εκπληρώσουν τήν ίδια κοινωνική λειτουργία.435 Ή θρησκεία πρέπει νά υπάρχει γιά χάρη τής κοινωνικής της λειτουργίας* ή παγιότητα τών θεσμών άποτελεί τό αντίρροπο τής άνθρώπινης άστάθειας.436 Ή επιχειρηματολο­ γία αυτή θυμίζει, βέβαια, τόν M ach iav elli, πού ό M on taign e τόν γνώριζε καλά.437 Στόν M on taign e βρίσκουμε, όμως, καί μιά πρό­ σθετη, ήδη πριν άπ’ αυτόν συχνά διατυπωμένη,438 δικαίωση τής θρη4 33. B ro w n , R e lig io u s a n d P o lit. C onserv. in the E s s a i s , t5. 69 κ.έ. 4 34. 11, 6 ( = 11, 339 κ.έ.). 4 35. II, 12 ( = I, 487). 4 36. II, 12 ( = I, 647 κ.έ.)* I, 2 ( = I, 127). 4 37. V illey, S o u rc e s I, 172* εύστοχες συγκρίσεις άνάμεσα σέ M o n taign e καί M a c h iav elli στόν F rie d ric h , M o n ta ig n e , 186 κ.έ., 228 κ.έ. 4 38. Π.χ. οί E r a sm u s, G ian F r a n c e sc o P ico d e lla M ira n d o la καί A grip p a von N ettesh eim , βλ. P o p k in , H istory*· o f S c e p tic ism , 5, 19/20, 22/3.

176

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

σκείας, πού δεν είναι πιά κοινωνική, άλλα γνωσιοθεωρητική: αν ή ανθρώπινη γνώση είναι περιορισμένη, δεν μπορεί οΰτε νά άντικρούσει ούτε νά αντικαταστήσει τή θρησκευτική πίστη.439 ’Αφού δέν μπορού­ σε νά υπάρξει άμφιβολία δτι ό M o n taign e πίστευε, σοβαρά τουλάχι­ στον, στήν υπόθεση τού παραπάνω υποθετικού λόγου, γΓ αυτό καί φαινόταν γενικά άξιόπιστος, δταν χρησιμοποιούσε καί τήν άπόδοσή του. Ή διαπλοκή κοινωνικής καί γνωσιοθεωρητικής δικαίωσης τής θρησκείας είχε ώς άποτέλεσμα δτι ή —υποτιθέμενη τουλάχιστον— ει­ λικρίνεια τής δεύτερης άφαιρούσε —τουλάχιστον στά μάτια τού κα­ λοπροαίρετου άναγνώστη— άπό τον καθαρά χρησιμοθηρικό χαρα­ κτήρα τής πρώτης τόν κυνικό του τόνο. Είναι, πάντως, άμφίβολο, αν ό M on taign e μπορεί νά θεωρηθεί πιστός Χριστιανός γιά τόν λόγο αυτόν. ’Ορθά παρατηρήθηκε δτι τό βιβλίο του δέν είναι έργο ευσεβές, άκόμη κι αν τυχόν είναι γραμμένο άπό έναν ευσεβή συγγραφέα*440 άπ’ αύτό συνάγεται δτι ό M on taign e δέν μπορούσε νά είναι μακά­ ριος πιστός, μέ τήν εκκλησιαστική έννοια. Ό ίδιος μάς βοηθά νά κα­ τανοήσουμε τή στάση του, δταν γράφει δτι ό σοφός όφείλει νά άκολουθεί τό coustum e καί νά κρατά τίς άπόψεις του γιά τόν εαυτό του.441 Αύτό μπορεί νά καταλήξει στήν υποκρισία — άλλά καί σέ μιά τόσο βαθιά πεποίθηση γιά τήν άναγκαιότητα τού coustum e (ώς θρη­ σκείας), ώστε τό τελευταίο νά άκολουθείται αυτόματα καί δίχως συ­ νειδησιακό διχασμό. Στήν περίπτωση τούτη, δέν θά είχε άντικείμενο ή διάκριση άνάμεσα στό.πρακτικά πιστό καί στό θεωρητικά σκεπτικιστικό μέρος τού έγώ. Εικάζω πώς ό M on taign e ήθελε νά γεννήσει —στόν έαυτό του καί στούς άλλους— αυτήν άκριβώς τήν έντύπωση άναφορικά μέ τή θέση του. Ό C h arro n οίκειοποιείται τή συνταγή τού M on taign e γιά τήν καλοζυγισμένη κοινωνική προσαρμογή τού σοφού,442 καί, έπίσης, χρησιμοποιεί τόσο τήν κοινώνική-λειτουργική δσο καί τή γνωσιο­ θεωρητική δικαίωση τής θρησκείας,443 πασχίζοντας συνάμα νά δώσει καί ό ίδιος τήν έντύπωση άνθρώπου ευλαβικού. Ά ν δέν τό κατορθώ439. II, 12 ( = I, 482/3). 4 40. L a n so n , L e s E s s a i s de M o n ta ig n e , 264. 441. 1, 23 ( = I, 125). 4 42. D e la S a g e s s e , II, 8 ( = II, 206). 4 43. D e la S a g e s s e , III, 2 ( = II, 300) καί II, 5 ( = II, 148). Κατά τά άλλα τονί­ ζει τήν «ποικιλομορφία» καί τή δύναμη τού co u tu m e (II, 8 = II, 194 κ.έ.). Ά λλά καί ή ποικιλομορφία των θρησκειών είναι «τρομερό πράγμα»· ή μία θρησκεία πολε­ μά τήν άλλη, ενώ δλες επικαλούνται ταυτόχρονα τόν Θεό· ώστόσο επικρατούν με μέσα καθαρά ανθρώπινα καί έξαρτώνται άπό τίς περιστάσεις (II, 5 = II, 119, 125

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

177

νει πάντα, αυτό οφείλεται στον θύραθεν-άνθρωπολογικό προσανατο­ λισμό τής σκέψης του, ή οποία, μολονότι στό σύνολό της είναι πολύ φτωχότερη από τη σκέψη τού M on taign e, ωστόσο παρουσιάζει με­ ρικές ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες άποχρώσεις.444 Τό ερώτημα, αν σκε­ πτικιστές δπως ό C h arro n ή ό L a M othe le V ay er υποστήριζαν είλικρινά τη θρησκεία ή ήθελαν νά τήν ύπονομεύσουν, έμεινε πάντοτε ανοιχτό.445 Καί ό M on taign e, πού αρχικά θεωρήθηκε φίλος τής θρη­ σκείας καί έκτιμήθηκε από ευσεβή πνεύματα, κατόπιν κατατάχθηκε στούς έλευθερόφρονες καί έγινε αντικείμενο άνάλογης μεταχείρι­ σης:446 οι καιροί γίνονταν δλο καί δυσκολότεροι γιά τή θεολογία, ή όποια δέν μπορούσε πιά νά έπιτρέψει στόν εαυτό της τήν πολυτέλεια διφορούμενων συμμαχιών. Καί πράγματι, ή νομιμοποίηση τής πί­ στης μέ βάση τον πεπερασμένο χαρακτήρα τής ανθρώπινης γνώσης ήταν καθαυτή άσθενής καί επιπλέον διφορούμενη, εφόσον τό σκεπτικιστικό έπιχείρημα μπορούσε νά έρμηνευθεΐ καί μέ τήν έννοια δτι, άφού έξαιτίας τής άδυναμίας τής ανθρώπινης νόησης δέν είναι δυνα­ τόν νά βρεθεί καμία τελειωτική αλήθεια ώς θεμέλιο τής κοινωνικής ζωής, αρα συμβάσεις καί ψευδαισθήσεις, δπως π.χ. ή θρησκεία, είναι απαραίτητες. Ό μω ς οι πιστοί ήθελαν νά συναγάγουν άπό τήν άδυνακ.έ., 130/1). 'Η θρησκεία είναι κοινωνικά χρήσιμη, γ ι’ αυτό καί ό ήγεμόνας θά έπρεπε νά γνοιάζεται γΓ αυτή (III, 2 = II, 300). 444. Καί γιά τόν C h arro n τό σημαντικότερο άντικείμενο τής γνώσης είναι ό άν­ θρωπος (I, 1 = I, 1 κ.έ.). Γιά νά στηρίξει τήν άποψη αυτή άνατρέχει σε στωικούςχριστιανικούς κοινούς τόπους δπως τό «γνώθι σαυτόν» κτλ., στήν πράξη δμως ακο­ λουθεί τόν καινούργιο, μή μεταφυσικό τρόπο σκέψης, θέλοντας νά εξετάσει τόν άν­ θρωπο «δπως είναι στήν ιδιωτική καί καθημερινή του ζωή» (I, 1 = 1, 10). Χαρακτη­ ριστικό είναι δτι αρχίζει έξετάζοντας τό σώμα τού ανθρώπου, τό όποιο δημιουργήθηκε πρώτο άπό τόν Θεό: «τό σώμα προηγείται άπό τήν ψυχή, δπως ή υλη άπό τή μορ­ φή» (I, 2 = 1, 17). Ή πίστη στήν αθανασία γεννιέται άπό τήν άνθρώπινη ματαωδοξία, δμως είναι κοινωνικά χρήσιμη (I, 8 = 1, 73/4)* γΓ αυτό καί ό C h a rro n δέν τήν άνασκευάζει, συνάμα δμως δέν τή δέχεται καί άπεριφραστα. ΤΙ προτεραιότητα τής μελέτης τού σώματος στηρίζεται προφανώς σέ μιάν έντονα άντιασκητική τοποθέτηση (βλ. π.χ. I, 23 = I, 1 67 κ.έ.: γιά τόν σαρκικό έρωτα· πρβλ. III, 41 = III, 241 κ.έ.). Ό άνθρωπος είναι ένα ζώο άνάμεσα στ’ άλλα* τό 35ο κεφ. τού πρώτου βιβλίου ( = I, 203 κ.έ.) έχει τίτλο: Σύγκριση τού άνθρώπου μέ τά άλλα ζώα. Ό C h arro n γράφει, βέβαια, κάπου δτι ό άνθρωπος είναι άπό τή φύση του καλός (II, 3 = II, 82), δμως ή σκέψη του στό σύνολό της διόλου δέν καθορίζεται άπό τή θέση αυτή, ή όποια μάλλον πρέπει νά θεωρηθεί ώς άρνηση τών άσκητικών συνεπειών τής άπαισιόδοξης χριστια­ νικής άνθρωπολογίας. Πολύ διεξοδικότερα έξετάζει ό C h arro n τις «φυσικές καί οι­ κουμενικές ιδιότητες» τού άνθρώπου (I, 37 = I, 2 36), θεωρώντας σάν τέτοιες τή ματαιοδοξία, τήν άδυναμία, τήν άστάθεια, τήν οίηση κτλ. (I, 38-42 = I, 237-317). 445. P o p k in , H istory*· o f S c e p tic ism , 5 5 /6 , 60 κ.έ., 96 κ.έ. 4 46. D re a n o , L a re lig io n d e M o n ta ig n e , 277 κ.έ.

178

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μία τής ανθρώπινης νόησης κατευθείαν τήν αλήθεια τής χριστιανικής αποκάλυψης. Γιά τον σκοπό αυτόν ήταν αναγκασμένοι νά κάμουν έ­ να διπλό λογικό άλμα, πράγμα πού έν μέρει εξηγεί καί τίς δυσκολίες τής συμμαχίας τους με τόν σκεπτικισμό. Πρώτο, ή λογική μετάβαση άπό τή διαπίστωση τής άνθρώπινης άγνοιας στήν εξ άποκαλύψεως άλήθεια είναι άναγκαστική μονάχα αν προϋποτεθεί οτι υπάρχουν έσχατες άλήθειες καί δτι είναι άπαραίτητες (καί μάλιστα άπαραίτητες με ήθική-κανονιστική, δχι άπλώς κοινών ική-λειτουργική έννοια, πού θά τή δέχονταν καί οί σκεπτικιστές)· δεύτερο, ή μετάβαση αυτή, άκόμη κι αν θεωρηθεί άναγκαστική, δέν υποδηλώνει τίποτε γιά τό περιεχόμενο τής άποκάλυψης έκείνης, πού σκοπεύει νά ικανοποιήσει τήν άνθρώπινη άνάγκη γιά έσχατες άλήθειες* γιατί θά έπρεπε νά προ­ τιμήσουμε τή χριστιανική άποκάλυψη άπό τή μωαμεθανική ή άντίστροφα; Καί ό P a s c a l, πού τό έργο του σημαδεύει τήν κορύφωση μιας ήδη μακράς άπολογητικής παράδοσης, διαμορφωμένης στήν άναμέτρηση μέ τόν σκεπτικισμό,447 κάνει, τό ίδιο δπως καί ot πρόδρομοί του, τό διπλό αυτό λογικό άλμα.448 Γιά μάς, ώστόσο, σημαντική είναι μιά άλλη πλευρά τής σκέψης του. Ή πρόθεση τού P a s c a l νά μετατρέψει τά δπλα γιά τήν καταπολέμηση τού Χριστιανισμού σε δπλα γιά τήν υπεράσπισή του449 στηρίζεται στήν όρθή παρατήρηση, δτι στούς κόλ­ πους τού νεότερου όρθολογισμού εμφανίστηκαν δυνάμεις άντίθετες πρός τίς χειραφετητικές-άντιθεολογικές επιδιώξεις αυτού τού ίδιου. Ό P a s c a l θέλει, μέ άλλα λόγια·, νά άντιτάξει τόν άνθρωπο ώς Φύση στόν άνθρωπο ώς κυρίαρχο πάνω στή Φύση ή ώς μελλοντικό Θεό, κάνοντας τό πρώτο βήμα τής επιστροφής πρός τόν παλιό Θεό μέ τή βοήθεια τής θέσης γιά τήν άδυναμία τού άνθρώπου καί τής νόησής του. Μ*5 αυτόν τόν τρόπο θέλει νά παίξει ό ΐδως τό καλά γνωστό του παιγνίδι τής «άδιάκοπης μεταστροφής τού ύπέρ σέ κατά».450 Άπό τή μιά, λοιπόν, άπαιτεί άπό τόν άνθρωπο νά λησμονήσει τή «φιλαυτία του κι αύτό τό ένστικτο πού τόν σπρώχνει νά γίνει Θεός»,451 ενώ άπό 447. D ’A n g e rs, P a s c a l et s e s P r e c u r s e u r s, p a s sim . 448. Ό L a c o m b e , L ’A p o lo g e tiq u e de P a s c a l, 3 1 1 /2 , συνοψίζει τή δεύτερη πλευρά αυτού τού λογικού άλματος στή διατύπωση, δτι ό P a s c a l δεν είναι σέ θέση νά συναγάγει άπό τήν αποδοχή τού μεταφυσικού γενικά στοιχείου τήν είδική αλή­ θεια τού Χριστιανισμού- άπλώς αγνοεί τό πρόβλημα καί γ ι1 αύτό ή άπολογητική του αποτυγχάνει. 449. E n tretien a v e c S a c i — O eu v re s, IV , 55. 450. P e n s e e s, V, F r. 328 ( = O eu v res, XIII, 247). 451. P e n se e s, V II, F r. 4 9 2 ( = O eu v res, XIII, 394).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

179

την άλλη τού θυμίζει δτι είναι Φύση: «Ή φύση τού Ανθρώπου είναι ολοκληρωτικά Φύση, om ne a n im a l».452 Ή 'Ύβρις, ή Αντίμαχη τού Θεού καί τού Χριστιανισμού, μπορεί νΑ κατανικηθεί καί μέ σκεπτικιστικΑ έπιχειρήματα. ‘Ωστόσο ό P a sc a l δεν αίσθΑνεται ανετα σ’ αυτή τη συμμαχία. Ό M o n taign e έχει, βέβαια, δίκιο, δμως θα ήταν επι­ κίνδυνο αν είχε εντελώς δίκιο.453 ’Αφού ό P a sc a l θέλει νΑ χρησιμο­ ποιήσει τον σκεπτικισμό, ΑλλΑ δχι καί νΑ παραμείνει σ’ αυτόν, τονί­ ζει γιΑ κΑθε ενδεχόμενο τήν ύπαρξη ένός ΑκατΑλυτου έξυψωτικοϋ εν­ στίκτου μέσα στόν άνθρωπο, παρ’ δλη τήν Αθλιότητα τής θέσης του.454 Στόν M on taign e τόν ενοχλεί ή «άσεμνη» γλώσσα καί ή έλευθεροφροσύνη* δέν δέχεται δτι Απ’ αυτόν έχει οίκειοποιηθεί κΑτι παραπΑνω Απ’ δ,τι ήδη κατείχε μέ τή σκέψη του.455 ΠΑντως χρησι­ μοποιεί τα E s s a is αμεσα καί έμμεσα in e x te n so ,456 τονίζοντας, δπως καί ό M o n taign e, σέ πρώτη γραμμή τήν Αβεβαιότητα τής γνώσης,457 ή οποία ΑνΑγεται τόσο στή δύναμη των αισθήσεων καί των παθών458 δσο καί στήν έπήρεια τού co u stu m e.459 Τό δεύτερο θεμε­ λιώδες σημείο τής συμφωνίας μέ τόν σκεπτικισμό είναι, λοιπόν, μετΑ τήν καταδίκη τής ‘Ύβρεως, ή Απόρριψη τής νοησιαρχίας. Ό P a sc a l θέλει, βέβαια, νΑ θεμελιώσει τό πρωτείο τής πίστης πΑνω στο πρω­ τείο τής καρδιάς Απέναντι στόν νοϋ,460 ώστόσο ΘΑ δούμε δτι στόν 18ο αί. ή (Αντικαρτεσιανή) Απόρριψη τής νοησιαρχίας —παρΑ τίς ευ­ σεβείς προθέσεις πολλών εισηγητών καί ύποστηρικτών της— σέ τε­ λευταία ΑνΑλυση ένίσχυσε σκεπτικιστικές-ύλιστικές τΑσεις. Ό P a s c a l, ένας Από τούς εύπαθέστερους σεισμογρΑφους τών πρώιμων Νέων Χρόνων, διαισθάνεται δτι, Αφού οί Αντιθέσεις έχουν όξυνθεί σέ Απόλυτο βαθμό, μονάχα οί ξεκάθαρες Αποφάσεις μπορούν νά δώσουν μια διέξοδο. ’Από τή μιά έχουμε τίς «φυσικές Αρχές» κι Από τήν άλλη τούς σκεπτικιστές Αρνητές τους: «νά ό Ανοιχτός πόλε452. P e n s e e s, II, F r. 94 ( = O eu v re s, XIII, 21). 4 53. Σύμφωνα μέ μιαν ωραία παρατήρηση τοΰ B ru n sc h v ic g , Genie de P a s c a l, 140. 4 54. P e n s e e s, V I, F r. 411 ( = O eu v re s, XIII, 311). 4 55. P e n se e s, II, F r. 64-65 ( = O eu v res, XII, 66-67). 456. Βλ. τήν άναλυτική σύγκριση κειμένων τού C roquette, P a s c a l ei M o n tai­ g n e , Εδ. 107-109. 457. P e n s e e s , V II, F r. 437 ( = O eu v re s, XIII, 355). 458. P e n s e e s, II, F r. 83 ( = O eu v re s, XIII, 14). 459. P e n s e e s, II, F r. 92* III, F r. 234 (αναφορά στόν M o n taign e* πρβλ. V, F r. 325) ( = O eu v re s, XIII, 19/2 0 , 155 κ.έ., πρβλ. 243/4). 460. P e n s e e s , IV , F r. 248 ( = O eu v re s, XIII, 181/2)* πρβλ. τό άπόσπ. «D e T a rt de p e r s u a d e r » , O eu v re s, IX, 272.

180

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μος ανάμεσα στους ανθρώπους, δπου καθένας πρέπει νά πάρει θέση».461 Ή δραματική αυτή φράση δείχνει πόσο έντονα γινόταν αι­ σθητός ό κίνδυνος του σκεπτικισμού καί τού μηδενισμού. Αναμφίβο­ λα, οί τάσεις αυτές ήταν άδύναμες άπό ποσοτική άποψη, άφού μάλι­ στα ή Εκκλησία άκόμη είχε ύπό τόν έλεγχό της τή δημόσια καί ιδιωτική καθημερινή ζωή.462 Επιπλέον, ή μομφή τού άθεϊσμού άποδιδόταν έντελώς άδιαφόριστα.463 Σίγουρα οί άθεοι δέν ήταν τόσο πολλοί δσοι οί κατηγορούμενοι γ ι’ άθεϊσμό* κι άκόμη, πρέπει νά πά­ ρουμε υπόψη μας δτι δσοι συνέβαλαν στή διαμόρφωση μιας άνθρωπολογίας καί μιας θεωρίας τού πολιτισμού έπιβοηθητικής γιά τόν σκεπτικισμό, δέν ήταν δλοι σκεπτικιστές οί ίδιοι (άναφέραμε παρα­ πάνω τό παράδειγμα τού Vives). Ωστόσο πρέπει, άπό τήν άλλη πλευρά, νά πάρουμε στά σοβαρά καί τό γεγονός δτι στόν 17ο αί. δλο καί πυκνώνουν τά έργα έναντίον τού άθεϊσμού,464 πράγμα πού δεί­ χνει έμμεσα πόσο άβέβαιη είχε γίνει ή κατάσταση. ’Αλλά καί ή έντο­ νη άνάγκη ενός P a sc a l, π.χ., γιά μιά καινούργια, πιό ελεύθερη καί πιό βαθιά θρησκευτικότητα, πού άκριβώς χάρη στήν ευρύτητα καί στήν πλαστικότητά της θά πρόσφερε στούς άντιμάχους της λιγότερα τρωτά σημεία άπ’ δ,τι τό άκαμπτο δόγμα, πηγάζει άπό τό αίσθημα τού φόβου μπροστά στόν σκεπτικισμό. Ή μεταρρύθμιση γίνεται, έτσι, προληπτική άμυνα. Αυτό, δμως, άποτελεί ήδη ομολογία δτι ό άντίπαλος έχει κατακτήσει σημαντικές θέσεις. γ) Τό φυσικό δίκαιο τον 17ον αί. κα ί οί τρεις λογικές δυνατότητες τον όρθολογισμον των Νέων Χρόνων Οί άμφίπλευρες συνέπειες τού πρωτείου τής άνθρωπολογίας φαίνον­ ται κατά τρόπο τυπικό στό φυσικό δίκαιο τού 17ου αί., πού οί βασι­ κές εκδοχές του συνδέονται στενότατα μέ άνθρωπολογικές έπιλογές. Άκριβώς επειδή ή άνθρωπολογική προβληματική έπαιξε τόσο ση­ μαντικό ρόλο κατά τήν άποκοπή άπό τό πλαίσιο σκέψης τής παλιάς κοσμοθεωρίας, βρέθηκε στό έπίκεντρο καί κατόπιν, δταν ή διαδικα­ σία έκλογίκευσης τής καινούργιας κοσμοθεωρίας μετατράπηκε ή ίδια σέ καινούργιο κοσμοθεωρητικό άγώνα. Όταν στό ιδεολογικό πεδίο κυριαρχεί ή ιδέα τού Ανθρώπου, τότε οί κοσμοθεωρητικοί άγώνες 461. 462. 463. 4 9 /50. 464.

P e n s e e s, V I, F r. 345 ( = O eu v res, XIII, 261). Βλ. τήν περιγραφή τού F e b v re , L e P roh lem e de V ln c ro y a n c e, 362 κ.έ. F ebvre, op. ci£., 138 κ.έ.· B u ck ley , A th eism in the engl. R e n a is s ., Στήν ’Αγγλία προπαντός μετά τό 1530, B u ck ley , op. c it., 61 κ.έ.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

181

στρέφονται γύρω από την ερμηνεία της, όπως πρωτύτερα στρέφονταν γύρω άπό τήν ερμηνεία τής ιδέας τού Θεού. Τό άγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον G rotiu s καί στον H o b b es λ.χ., τό όποιο θά διχάσει καί όλόκληρο τον νεότερο ορθολογισμό, γίνεται πρόδηλο ήδη στις αν­ τιλήψεις τους γιά τήν ούσία τού ανθρώπου, άφού τώρα πιά τό άνθρωπολογικό πρόβλημα έχει άποκτήσει κεντρική σημασία. Τό χάσμα αυ­ τό δημιουργεΐται, μολονότι ό παραδοσιακός άντίπαλος είναι άκόμη ισχυρός καί κοινός, όπως κοινή είναι καί ή επιθυμία οριστικού τερμα­ τισμού των θρησκευτικών καί εμφυλίων πολέμων. Τό συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού τού γενικού πλαισίου παραλλάζει, ωστόσο, άπό στοχαστή σέ στοχαστή, γιατί ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου γίνεται μέ διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, καί άπό δώ, πάλι, προκύ­ πτει μιά έκάστοτε ιδιαίτερη άνθρωπολογική έπιλογή, πάντοτε στήν αυτόματη συνύφανσή της μέ μιάν ορισμένη άξιολογία. Αυτό σημαίνει ότι καί στον τομέα τού φυσικού δικαίου ή καθαρότερη μορφή τής κα­ νονιστικής θεώρησης εμφανίζεται δεμένη μέ ίδεαλιστικές-νοησιαρχικές θέσεις καί επικαλείται τή μαθηματική θεμελίωση τής αλή­ θειας, ένώ ή αντίληψη, πώς οί άξιες είναι προϊόντα μιας κυρίαρχης άπόφασης μέ έκάστοτε διαφορετικό περιεχόμενο, συμβαδίζει μέ τή θέση, ότι ό άνθρωπος είναι ζωική Φύση. Ένώ στήν τελευταία αυτή θέση τό Είναι εμφανίζεται άξιολογικά άδιάφορο, ή άκρα πτέρυγα τής κανονιστικής θεώρησης προσπαθεί, απεναντίας, νά καταδείξει ότι οί αξίες είναι εξαρχής κατατεθειμένες μέσα στή δομή τού Είναι, δηλ. στήν υφή τής Φύσης καί τού ’Ανθρώπου, καί ότι επομένως είναι όντο­ λογικά θεμελιωμένες καί όχι μεταβλητά προϊόντα κοσμοθεωρητικών αποφάσεων. Στή δομή τού μαθηματικού φυσικοεπιστημονικού προ­ τύπου είχε ήδη άπό νωρίς αποδοθεί, όπως ξέρουμε, κανονιστική ση­ μασία. Δέν έχει τόση σημασία τό ότι άργότερα επικράτησε μιά διαφο­ ρετική άντίληψη γιά τή Φύση: ή έπιδίωξη τής άκρας κανονιστικής θεώρησης, νά θεμελιώσει τις άξιες όντολογικά καί νά εξοβελίσει έτσι τόν σκεπτικισμό μιά γιά πάντα, έμεινε πάντα ή ϊδια. Μία τρίτη τάση, πού μπορεί νά χαρακτηριστεί μετριοπαθής κανονιστική θεώρηση, σύ­ ρει μιά ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή άνάμεσα στο πνεύμα καί ατά αισθητά, προσπαθώντας νά άποφύγει τόσο τόν σκεπτικισμό όσο καί τις λογικές δυσκολίες τής όντολογικά προσανατολισμένης άκρας κα­ νονιστικής θεώρησης. Ό αισθητός κόσμος έμφανίζεται καί έδώ κατά βάση άξιολογικά ουδέτερος, όμως τούτη ή παραχώρηση πρός τόν σκεπτικισμό άποσκοπεί άκριβώς στήν πρόσθετη έξασφάλιση τών αξιών, κάνοντάς τες άνεξάρτητες άπό αισθητούς παράγοντες. Τό νοη­ τό δέν άποτελεί ένα ξέχωρο όν μέ τήν παραδοσιακή όντολογική έν-

182

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

vota, καί ακριβώς γ ι’ αυτό θεωρείται καί Απρόσβλητο, Είναι ευνόητο γιατί ή θέση αυτή συχνά προκάλεσε τή μήνη των θιασωτών τής άκρας κανονιστικής θεώρησης, ’Από τότε πού ό P u fe n d o rf τήν πρωτοδιατύπωσε προγραμματικά, δεν βρήκε πολλούς οπαδούς* άκόμη καί ή καντιανή της εμβάθυνση βρήκε ευμενή υποδοχή μονάχα πολύ Αργότερα καί σέ διάφορες παραλλαγές — καί ό λόγος τής σχετικής τούτης επιτυχίας ήταν, πάλι, δτι σέ μιά εποχή παγκοσμίων πολέμων, συλλογικών Απογοητεύσεων καί παραίτησης, ή θέση τούτη κράτησε ζωντανή τήν πίστη σέ άξιες, χωρίς δμως, άπό τήν άλλη πλευρά, καί νά Απαιτεί έντονη διάθεση γιά μεταφυσική πίστη άπό Ανθρώπους ήδη κουρασμένους άπό κοσμοθεωρητικές διαμάχες. Γιά τήν Ανάλυσή μας τό ουσιαστικό, πάντως, είναι δτι άπό τις πνευματικές Αναμετρήσεις στόν χώρο τού φυσικού δικαίου προκύπτουν γρήγορα καί ξεκάθαρα τρεις τρόποι σκέψης (ό G ro tiu s, ό H o b b es καί ό P u fe n d o rf είναι εξαιρετικά τυπικές μορφές), στούς όποιους Αντικατοπτρίζονται οί εσώτερες λογικές δυνατότητες τού νεότερου ορθολογισμού. Δέν ήταν τυχαίο δτι ή διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε τόσο νωρίς. Τά βασικά έννοιολογικά μεγέθη τού νεότερου όρθολογισμού ήταν ήδη δεδομένα καί μπορούσαν νά συνδυαστούν μονάχα κατά ορισμένους τρόπους. Οί θεμελιώδεις λογικοί συνδυασμοί είναι, δμως, Αριθμητικά περιορισμέ­ νοι, μολονότι οί συνδυασμοί στά έπιμέρους ζητήματα μπορούν νά παραλλάσσουν έπ’ άπειρον. Ή μαθηματική φυσική έπιστήμη έδωσε στό φυσικό δίκαιο ένα γε­ νικό πρότυπο συστηματικής θεωρητικής έκφρασης. Προπαντός, δ­ μως, έθεσε στή διάθεσή του μιά παραδειγματική έννοια τής Φύσης, μέ Αφετηρία τήν όποια ήταν δυνατόν νά Αναπτυχθεί μιά συνεκτική σειρά Αξιολογικών κρίσεων. Νομίστηκε δτι άξιες καί Αξιολογίες λο­ γικά δομημένες, σύμφωνα μέ τό μαθηματικό φυσικό πρότυπο, ή Αν­ τλημένες m ore geo m etrico άπό όρισμένη έννοια τής Φύσης κατεί­ χαν ίση δεσμευτικότητα μέ έναν φυσικό νόμο. Σέ μιά εποχή θρησκευ­ τικών καί έμφυλίων πολέμων, δπου τά σταθερά σημεία κοινωνικού προσανατολισμού φαίνονταν χαμένα, αυτή ή —σκληρή άλλά καθησυχαστική— δεσμευτικότητα τού φυσικού νόμου Ασκούσε έντονη γοη­ τεία πάνω στούς κοινωνικούς θεωρητικούς. Ή έννοια le x μεταφέρεται τώρα στά κοινωνικά φαινόμενα μέ τή σημασία πού είχε στό μετα­ ξύ πάρει στις φυσικές επιστήμες — μολονότι οί ίδιες οί φυσικές έπιστήμες άρχικά είχαν οίκειοποιηθεί καί τροποποιήσει τήν άρχαία πο­ λιτική σημασία τής έννοιας αυτής.465 Ή περίεργη τύχη της Αποτελεί, 4 65. C asin i, L o i n a tu re lle , 417 κ.έ.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

183

λοιπόν, εύγλωττη μαρτυρία γιά την ιδεολογική λειτουργία τού φυσικοεπιστημονικού προτύπου. Ό μω ς καί ή σχολαστική σκέψη, προπαν­ τός ή όψιμη, είχε εξίσου τονίσει τή δεσμευτικότητα ορισμένων άξιων ακόμη καί γιά τόν Θεό, γ ι’ αυτό καί μερικοί κατέληξαν στο συμπέρα­ σμα δτι τό νεότερο φυσικό δίκαιο γεννήθηκε από ιδέες όχι μόνο στωικές («φυσικό σύστημα»466), άλλα καί σχολαστικές. 'Ωστόσο, ή καθα­ ρά σχολαστική επίδραση δέν πρέπει νά ύπερτιμάται. Γιατί ή εξέλιξη στούς κόλπους τής σχολαστικής σκέψης έγινε άκριβώς κάτω άπό τήν πίεση των άδιαμόρφωτων, άκόμη, νέων ρευμάτων, πού όρισμένοι σχολαστικοί τά έκφράσανε καθαρότερα μόνο καί μόνον επειδή είχαν στή διάθεσή τους τά κατάλληλα έννοιολογικά όργανα καί τό άπαραίτητο θεολογικό άλλοθι. Ή σχολαστική θέση γιά τήν άπόλυτη δεσμευ­ τικότητα ορισμένων άληθειών καί κανονιστικών άρχών άκόμη καί γιά τόν Θεό προέκυψε, συγκεκριμένα, στήν πάλη εναντίον των σχετικιστικών συνεπειών τού νομιναλισμού καί τής βουλησιοκρατίας (οι δύο αυτές άλληλοσυμπληρώνονταν λογικά μέ τήν έννοια δτι συγκε­ κριμένο περιεχόμενο στά κενά n o m in a μπορεί νά δώσει κάθε φορά μονάχα μιά κυρίαρχη βούληση ή άπόφαση). Ή άπόκρουση τού νομι­ ναλισμού καί τό φυσικό δίκαιο βρίσκονται σέ συστηματική σχέση στο έργο τού S u a r e z π.χ.,467 χωρίς τό δεύτερο νά άποτελεί καμιά κρυφή υπονόμευση τής έκκλησιαστικής διδασκαλίας. Ό ίδιος ζήλος οδηγεί τόν G ab riel V a sq u e z στήν άκραία έκείνη θέση, πού τίς λογικές της συνέπειες προσπάθησε ό S u a re z νά μετριάσει.468 Οί σχολαστικοί κι­ νούνται, λοιπόν, άπό εντελώς διαφορετικά κίνητρα σέ σύγκριση μέ τούς πατέρες τού νεότερου φυσικού δικαίου. Πέρα άπ’ αυτό, ή διαφο­ ρά γίνεται πρόδηλη στόν προσανατολισμό τών τελευταίων πρός τό μαθηματικό φυσικοεπιστημονικό πρότυπο καθώς καί στό πρωτείο τής άνθρωπολογίας, ή οποία, βέβαια, καί στή σχολαστική σκέψη έ­ παιξε σημαντικό ρόλο, δμως έξαρτιόταν έντονα άπό τή συζήτηση γιά τήν ουσία καί τίς ιδιότητες τού Θεού, ενώ τώρα προβάλλει ώς αυτο­ τελής παράγοντας. Άπό τήν άλλη μεριά, δέν πρέπει νά παραβλέπου­ με δτι ή άκρα κανονιστική πτέρυγα τού νεότερου φυσικού δικαίου κα­ τά κανόνα δείχνεται πρόθυμη νά οίκειοποιηθεϊ τή σχολαστική πολε466. Γιά τό νόημα τής έκφρασης βλ. D ilthey, Ges. S c h r ., 11, 91. 467. Γιά τήν κριτική τοΰ S u a r e z στόν νομιναλισμό βλ. N eidl, D er R e alitd ts b e g riff d e s F .S ., 66 κ.έ. Ό R om m en (S t a a ts le h r e von S ., 6 κ.έ.) υπενθυμί­ ζει τά όρια τής κριτικής τοΰ S u a r e z στόν νομιναλισμό, τά όποια ήταν άναπόφευκτα άπό λογική άποψη, μιά και ό S u a r e z ασκούσε ταυτόχρονα πολεμική καί ενάντια στήν άκραία θέση τοΰ V a sq u e z (βλ. τήν επόμενη σημ.). 468. Γιά τόν V a sq u e z βλ. W elzel, N a tu r re c h t u n d m a te r. G erech t., 96 κ.έ.

184

11. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

μική εναντίον τού νομιναλισμού καί τής βουλησιοκρατίας, δποτε κύ­ ριο μέλημά της είναι ή αντιμετώπιση τού σχετικισμού των αξιών καί τής υποψίας τού μηδενισμού. 'Ωστόσο, ή οίκειοποίηση αυτή άναφέρετοα, κυρίως, στό επίπεδο τής λογικής δομής των εννοιών, αφού άπό άποψη περιεχομένου ή θεωρητική διαμάχη άνάμεσα σέ νεότερο φυσι­ κό δίκαιο καί σκεπτικισμό διαδραματίζεται σέ έπίπεδο νέο καί δια­ φορετικό, δηλ. θύραθεν. Μέσα στή διαφορισμένη αυτή προοπτική μπορεί νά ιδωθεί καί τό επίμαχο πρόβλημα τών σχέσεων τού G rotius πρός τή σχολαστική σκέψη χωρίς περιττές μονομέρειες.469 Ασφαλώς δέν είναι σύμπτωση τό δτι ό G ro tiu s άνάμεσα στούς θεολόγους, πού άναφέρει ώς πηγές του, κατονομάζει σέ πρώτη θέση τόν F ra n c isc o V ic to ria,470 τόν πρόδρομο τής όψιμης ισπανικής Σχολαστικής, ό όποιος τόνισε δτι ό Θεός δέν μπορεί νά μεταβάλλει αυθαίρετα τή Φύση, δηλ. τό καλό καί τό κακό* άπό τήν άλλη πλευρά, δμως, ή Σχολαστική είχε ήδη δυσφη­ μιστεί καί ό G ro tiu s δέν έπιθυμούσε νά εμφανιστεί προγραμματικά σύμφωνος μαζί της (μιά φράση του στά Προλεγόμενα471 μπορεί νά έρμηνευθεί ώς μομφή έναντίον τής συγκαιρινής του Σχολαστικής, σέ άντίθεση μέ τόν άόριστο έπαινό του γιά τήν παλαιότερη). Οί σχολα­ στικοί είχαν χρησιμοποιήσει, άλλωστε, τή διδασκαλία τους γιά τό φυσικό δίκαιο ώς δπλο στόν άγώνα τών ομολογιών, έτσι ώστε δύ­ σκολα μπορούσε νά τής αναγνωριστεί άπ’ δλες τίς πλευρές άμεροληψία καί ισχύς οικουμενική. Ό G rotius θέλει άπεναντίας νά δημιουρ­ γήσει ένα φυσικό δίκαιο άνώτερο άπό κάθε θρησκευτική έριδα: «Τό δίκαιο τούτο είναι τόσο κοινό σέ δλους τούς άνθρώπους, ώστε δέν έξαρτάται άπό τή διαφορά τής θρησκείας».472 Μ’ αυτή τήν πρόθεση άποδίδει στό φυσικό δίκαιο υφή μαθηματικού νόμου, ό όποιος δέν μπορεί νά άλλαχθεί άπό τόν Θεό, ενώ μπορεί νά ύπάρξει καί χωρίς αυτόν.473 Φύση καί άμετάβλητη νομοτέλεια είναι γιά τόν G rotius, 469. Καθολικοί μελετητές, όπως ό R om m en, φυσικό είναι νά κλίνουν πρός τήν αντίληψη, δτι ό G ro tiu s συνεχίζει τή σχολαστική παράδοση (E w ig e W iederkehr d e s N at.u rrech ts, 71). ’Αντίθετα, ό W elzel θεωρεί τήν επίδραση τής Στοάς εντονό­ τερη άπό τή Σχολαστική, μολονότι δέν παραβλέπει καί τή δεύτερη (N atu rr. und m at. G ar., 128), ενώ ό W o lf υπογραμμίζει ένάντια στή μονόπλευρη εικόνα ένός άνανεωτή G ro tiu s τήν παραδοσιακή οψη τής σκέψης του καί γενικά τήν «ουσιαστι­ κή διαλεκτική» τοΰ παλιού μέ τό καινούργιο μέσα στήν τελευταία ( R e ch tsd e n k er, 254 κ.έ.). 470. De iu re , P r o le g ., § 37 ( = σ. XX). 471. Ή τελευταία τής § 52 ( = σ. XXXI). 472. D e iu re , II, 15, 8 ( = σ. 418). 473. D e iu re , I, 1, 10, § 5 ( = σ. 11) καί P ro le g ., 8 11 ( = σ. V I I I /I X ). Ό Rod

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

185

όπως και γιά τή νέα φυσική επιστήμη, άδιάσπαστα δεμένες, γ ι’ αυτό καί ονομάζει τή διδασκαλία του τόσο «n a tu r a lis» δσο καί «p erp etu a » .474 Ή αντίληψη γιά τήν άμεταβλησία των μεγεθών πού απαρτί­ ζουν τή Φύση έχει, τώρα, μιά σπουδαία άνθρωπολογική συνέπεια. "Αν πάρουμε ώς άφετηρία τή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι από τή φύση του καλός, δηλ. εικόνα καί ομοίωση τού Θεού, τότε μπορούμε νά πα­ ραμερίσουμε (σιωπηρά) τό προπατορικό αμάρτημα ώς ανεπίτρεπτη διαταραχή ενός φυσικού μεγέθους, άφού ούτε ό Θεός ούτε ό διάβολος δέν είναι σέ θέση νά ανατρέψουν τή φυσική τάξη. Μονάχα σταθερά μεγέθη, καί δχι παραμορφώσεις τους, πού γεννούν άστάθμητους πα­ ράγοντες, κάνουν δυνατή τήν έπιστήμη τής Φύσης καί τής φυσικοεπιστημονικά θεωρούμενης κοινωνίας. Ή ανθρωπολογία αποτελεί ακρι­ βώς τή σπουδαιότερη σταθερά τής νέας διδασκαλίας γιά τήν κοινω­ νία. Στόν G ro tiu s παραμένει αισιόδοξη, δηλ. άπορρίπτει τό προπα­ τορικό αμάρτημα καί δέχεται τή φυσική λογικότητα καί κοινωνικό­ τητα (a p p e titu s so c ie ta tis) τού ανθρώπου.475 Ή άνθρωπολογική αισιοδοξία συμβαδίζει, πάλι, μέ τήν αποκατάσταση τού αισθητού κό­ σμου, δπως τήν επιχειρεί καί ή φυσική έπιστήμη: ή αισθητή διάσταση τού άνθρώπου δέν αποτελεί, βέβαια, έπικράτεια τού διαβόλου, ώστόσο ή κυριαρχία τού Λόγου παραμένει άδιαμφισβήτητη.476 Όπως στο έπίπεδο τής φυσικοεπιστημονικής μεθόδου προεξάρχει ή νόηση τού κυρίαρχου πάνω στή Φύση άνθρώπου, έτσι καί στό άνθρωπολογικό έπίπεδο: ό άνθρωπος είναι άπό τή Φύση καλός, έπειδή μπορεί νά ένεργήσει έ'λλογα, δηλ. νά δαμάσει τήν αισθητή του διάσταση καί τά ψυχόρμητά του, άρκεί νά τό θέλει* δμως πρέπει άναγκαστιχά νά τό θέλει, άφού ή σχετική ικανότητα τού είναι έμφυτη. Κι άλλο ένα θεμελιώδες γνώρισμα τού φυσικού δικαίου τού G ro­ tiu s άντιστοιχεί δομικά προς τή νοησιαρχική γνωσιοθεωρία τής μα­ θηματικής φυσικής έπιστήμης: ό κανονιστικός του χαρακτήρας. Τήν κανονιστική καί λογοκρατική βάση τού φυσικού του δικαίου ό G ro ­ tius τήν πορίζεται, πάντως, χωρίς νά έπιχειρήσει καμιά συστηματι­ κή διερεύνηση τών σχέσεων ανάμεσα σέ φυσικό καί θετικό δίκαιο. Μέ άλλα λόγια: οι μαρτυρίες τού αισθητού κόσμου στήν κοινωνικοεχει, βέβαια, δίκιο, δταν λέει δτι ό G ro tiu s, παρ’ δλο τόν θαυμασμό του πρός τά μα­ θηματικά, δέν μπόρεσε νά οικοδομήσει γεωμετρικά τή θεωρία του (Geom . G eist und N a t u r r ., 71). Έ δώ μάς ένδιαφέρει ή γενική δομική σχέση άνάμεσα σέ κανονι­ στική θεώρηση καί μαθηματική τάση, άνεξάρτητα άπό τή συνέπεια τής τελευταίας. 4 74. D e iu re , P r o le g ., 8 31 ( = σ. X V III). 475. De iu re , P r o le g ., 8 6 (— σ. V). 4 76. D e iu re, 1, 2, 1-2* P r o le g ., §8 9, 13 ( = σ. 2 5 /6 , V II, X).

186

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ιστορική του διάσταση μπορούν νά κλονίσουν τή λογικότητα = ισχύ τού φυσικού δικαίου εξίσου λίγο δσο καί τα ψυχόρμητα τόν Λόγο — ή δσο ή αγοραία εμπειρία, σύμφωνα μέ τήν οποία ό ήλιος κινείται γύ­ ρω από τή γη καί δχι αντίστροφα, τά πορίσματα τής μαθηματικής φυσικής επιστήμης. Βέβαια, ό G rotius επικαλείται συχνά τήν ιστορία καί ψάχνει νά βρεί σ’ αυτήν δχι μονάχα παραδείγματα, άλλά καί κα­ νονιστικές θέσεις (ju d icia ).477 Ό μως ή στροφή του προς τήν ιστορία παίρνει ύπόψη της τήν εμπειρία μέ τόν ίδιο τρόπο πού αυτό γίνεται καί στά νοητικά πειράματα τού G alilei. Αποφασιστική δηλ. δέν εί­ ναι ή έμπειρία άλλά ή νόηση — δμως πεδίο δραστηριότητας τής και­ νούργιας νόησης, σέ άντίθεση μέ τήν παλιά, είναι ό κόσμος τής εμπει­ ρίας. Ή επίκληση τής ιστορικής έμπειρίας έχει, λοιπόν, κοσμοθεωρητικό-πολεμικό χαρακτήρα καί άντικατοπτρίζει τήν άποκοπή τού νέου πνεύματος άπό τό παλιό πλαίσιο, άποκοπή πού συντελείται μέ τήν άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Ή ερμηνεία μας αύτή άποδείχνεται άπό τό γεγονός, δτι ή πρώτη μομφή τού G rotius έναντίον τού θεολογικού φυσικού δικαίου είναι ή παραμέληση τής ιστορίας, ενώ συνάμα ό ίδιος άντιλαμβάνεται τή μαθηματική μέθοδο ώς άφαίρεση άπό τό εμπειρικό ύλικό, επιθυμώντας νά διαρθρώσει άνάλογα τό δικό του φυσικό δίκαιο.478 Γιατί δέν είναι διόλου πρόθυμος νά δεχτεί έναν έπηρεασμό τον δικού του φυσικού δικαίου άπό τίς παλι­ νωδίες τής ιστορίας. ’Απεναντίας: οι κανονιστικές άρχές όφείλουν νά καθοδηγούν τήν ερμηνεία τής ιστορικής πραγματικότητας. Ψυχολο­ γικά άποκαλυπτική είναι μιά διατύπωση,479 δπου ό G rotiu s θέτει σέ άμφισβήτηση τήν έμπειρική πραγματικότητα άπό τή σκοπιά κανονι­ στικών άρχών, άλλάζοντας άνεπαίσθητα τά έπίπεδα: δέν άληθεύει, λέει, δτι ό πόλεμος αίρει τό δίκαιο, άφού ό πόλεμος έπιτρέπεται καί όφείλει νά έπιχειρείται μόνο γιά χάρη τής πραγμάτωσης τού δικαίου. «V erum » καί «d eb ere» θεωρούνται εδώ ώς συνώνυμα. Μέ τόν H o b b es ή διδασκαλία τού νεότερου φυσικού δικαίου έχασε ήδη άπό νωρίς τήν κανονιστική της παρθενία. Ή σκέψη τού H o b b es στηρίζεται σέ μιάν έντελώς διαφορετική έκδοχή τής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου, καί επομένως καί σέ μιάν έντελώς διαφορετική άνθρωπολογία, στήν οποία άντιστοιχεί καί μιά έξίσου διαφορετική θεώρηση τού προβλήματος των κανονιστικών άρχών. Ένώ στόν G rotius ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου, δηλ. τού Εντεύθεν, 477. D e iu re , P r o le g ., § 46 ( = σ. XXIX). 478. D e iu re , P r o le g ., §8 38, 58 (=σ. XX, XXXIII). Βλ. παρ. σημ. 473. 479. D e iu re , P ro le g ., § 25, στήν άρχή ( = σ. XV).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

187

ώς κύριου άντικειμένου τής θεωρητικής καί πρακτικής δραστηριότη­ τας τού ανθρώπου, δέν θέτει σέ κίνδυνο τόν Λόγο ώς κατ’ εξοχήν φο­ ρέα τού κανονιστικού στοιχείου, στον H o b b es τό στοιχείο αυτό (του­ λάχιστον μέ την έννοια τού G rotiu s) παραμερίζεται, άφού στα μάτια του ή ανθρώπινη συμπεριφορά γενικά καί ή κοινωνική ζωή ειδικά θε­ μελιώνονται δχι στόν Λόγο, άλλά σέ ψυχόρμητα καί σέ φυσικές άνάγκες. Ένώ ό G rotiu s είχε χωρίσει αυστηρά τήν κοινωνικότητα άπό τήν ώφέλεια,480 ό H o b b es συνδέει έμφατικά τήν κρατική ίσχύ καί τήν ύπακοή μέ τήν προστασία των υπηκόων.481 Ή ωφέλεια καί ή ικανοποίηση άναγκών, οχι κάποιος άνεξάρτητος άπ’ αυτές κοινωνι­ κός Λόγος, ιδρύουν μεγάλες κοινωνίες, καί γ ι’ αυτό άκριβώς οί τε­ λευταίες δέν νοούνται δίχως κρατική ισχύ. Ό H o b b es στρέφεται ταυτόχρονα εναντίον τής άριστοτελικής-σχολαστικής παράδοσης καί τής νεότερης κανονιστικής θεώρησης, δταν αμφισβητεί τή φυσική κοι­ νωνικότητα τού ανθρώπου,482 χαρακτηρίζοντας τή φυσική κατάστα­ ση (κι αυτό σημαίνει δχι μονάχα τήν κατάσταση πρίν άπό τήν ίδρυση οργανωμένων κοινωνιών, άλλά καί τή μόνιμη κατάσταση τής αν­ θρώπινης φύσης) ώς πόλεμο των πάντων έναντίον των πάντων.483 Ή ορμή τής αυτοσυντήρησης, πού άποτελεί «φυσική άναγκαιότητα»,484 γιά τόν H o b b es (σέ αντίθεση μέ τούς έκπροσώπους τής κανονιστικής θεώρησης καί τά στωικά πρότυπά τους) συνδέεται μονάχα σέ δεύτερο επίπεδο, καί έμμεσα, μέ τήν κοινωνικότητα — δπως θά δούμε- σέ πρώτο έπίπεδο, καί ουσιαστικά, άναφέρεται στήν έπιδίωξη γιά διεύ­ ρυνση τής οικείας ισχύος, άφού μονάχα ή διεύρυνση τούτη μπορεί νά έγγυηθεί μακροπρόθεσμα τήν αυτοσυντήρηση μέσα σ’ έναν κόσμο αδιάκοπου άγώνα.485 Τό άνθρώπινο πνεύμα είναι διαποτισμένο απ’ αυτή τήν κάποτε άμφίπλευρη, άλλά πάγια έπιδίωξη γιά ίσχύ, άπό τή μιά, καί άσφάλεια, άπό τήν άλλη, σέ δλες του τις έκδηλώσεις, άκόμη καί τίς ΰψιστες:486 επομένως, τό κανονιστικό στοιχείο δέν έχει κανέ­ να αυτοδύναμο, καθαρά νοητικό, έρεισμα μέσα στόν άνθρωπο.

480. D e iu re , P ro le g ., §§ 16, 22 ( = σ. XI, XIII). 481. L e v ,., XXII ( = E W , III, 208)· X V II ( = EW , III, 153). 482. De Give, I, § 2 ( = O L, II, 158 κ.έ.). 483. De Cive, I, § 10 ( = O L , II, 164/5)* L e v ., XIII ( = EW , III, 113). 484. Elem . o f L a w , I, 14, 6 ( = σ. 54). 4 85. L e v ., XI ( = EW , III, 85/6)* XIII ( = E W , III, 111/2). 486. Έκτος άπό τόν πλούτο καί τή δόξα, μιά μορφή ισχύος είναι και ή γνώση βλ. L e v ,, V III ( = E W , III, 61).

188

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Μιά σύντομη ανάλυση τής έννοιας τού H o b b es γιά τον Λόγο θά μπορούσε να μάς οδηγήσει στήν κατανόηση ορισμένων βασικών ση­ μείων τής σκέψης του, τά όποια ενδιαφέρουν ιδιαίτερα καί τήν έρευνα μας. Πώς θά πρέπει, πρώτα-πρώτα, νά εξηγηθεί τό γεγονός, δτι ό H obbes ονομάζει τούς «νόμους τής φύσης» (δηλ. τις υποχρεώσεις εκείνες, πού ή εκπλήρωσή τους κάνει δυνατή τήν κοινωνική ζωή487) «κελεύσματα» ή «κανόνες τού Λόγου» (κάποτε μάλιστα καί «ορθό» ή «φυσικό Λόγο»),488 ενώ, άπό τήν άλλη πλευρά, άμφισβητεΐ ρητά τήν ύπαρξη μιας re c ta r a tio μέσα στήν ϊδια τή φύση τών πραγμάτων;489 Αυτό είναι δυνατόν, γιατί ό H o b b es έχει ύπόψη του δύο εντελώς δια­ φορετικές άντιλήψεις γιά τόν Λόγο — άκριβέστερα: γιατί άντιπαρατάσσει στήν παραδοσιακή άντίληψη γιά τόν Λόγο μιά ριζικά καινούρ­ για, πού άπαιτεΐται άπό τή φυσιοκρατική άνθρωπολογία του. Όταν δέν δέχεται τόν Λόγο μέ τήν έννοια τής «άλάθητης ψυχικής δύνα­ μης», άμφισβητεΐ eo ip so τό στοιχείο έκεΐνο, πού στήν κλασική φιλο­ σοφική παράδοση άποτελούσε τήν έγγύηση τής ορθής λειτουργίας τού Λόγου, δηλ. τή σύνδεσή του μέ (καί τή μόνιμη άναφορά του σέ) αιώ­ νιες, όντολογικά θεμελιωμένες κανονιστικές άρχές. Σύμφωνα μέ τήν άντίληψη τού H o b b es, ό Λόγος ριζώνει, άπεναντιας, στήν ορμή τής αυτοσυντήρησης, καί μάλιστα στον φόβο γιά τόν βίαιο θάνατο, ό όποιος κρατά καί τή δίψα γιά ισχύ σέ ορισμένα όρια, άφού σέ τελευ­ ταία άνάλυση καθένας μπορεί νά σκοτώσει καθέναν.490 Άπό τή σκο­ πιά τής κανονιστικής θεώρησης ή τέτοια βάση τού Λόγου φαίνεται, βέβαια, ισχνότατη — κατά τή γνώμη τού H o b b es, δμως, είναι ή στε­ ρεότερη δυνατή, άφού άκουμπά πάνω στήν ϊδια τή βιολογική υφή τού άνθρώπου. Ό χ ι ώς άφηρημένος ήθικισμός, άλλά ώς συγκεκριμένος ύπαρξιακός φόβος ώθεΐ ό Λόγος τούς άνθρώπους νά τερματίσουν τόν πόλεμο τών πάντων εναντίον τών πάντων καί νά ύπακούσουν στούς φυσικούς νόμους ώς «κανόνες τού Λόγου». Διαμέσου τού φόβουΛόγου μεταβάλλεται ή ορμή τής αυτοσυντήρησης σέ κοινωνικότητα, καί άκριβώς ό παράγωγος χαρακτήρας τής τελευταίας τήν κάνει τό­ σο εύ'θραυστη: δχι μόνο διαταράσσεται συχνά μέ τόν άνοιχτό εμφύλιο πόλεμο (άνάμεσα στά κράτη ή φυσική κατάσταση έτσι κι άλλιώς δέν

487. L e v X IV ( = E W , III, 117). 4 88. L e v ., XIV ( = E W , III, 116), XV ( = EW , III, 147), X L II ( = EW , III, 513)· D e Cive, I, 8 15 ( = EW , II, 13), II, § 1 ( = EW , II, 16) κτλ. κτλ. 4 89. Elem . o f L a w , II, 10, 8 ( = σ. 150)· D e Cive, I, 8 1 ( = EW , II, 16). 4 90. Βλ. τή λεπτή άνάλυση τού S t r a u s s , The P o lit. P h ilo s. o f H o b b e s, 17

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

189

τερματίζεται ποτέ491), αλλά καί ό πόλεμος ό ίδιος διαρκεΐ πολύ πε­ ρισσότερο άπό τις εχθροπραξίες με τή στενή έννοια — διαρκεΐ δηλ. τό­ σο, δσο καί ή πρόθεση για πόλεμο.492 ’Αφού ό Λόγος είναι σέ πρώτη γραμμή συνάρτηση τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση, τόν συναντάμε καί στή φυσική κατάσταση (γ ι’ αυτό καί ό πρώτος του «γενικός κα­ νόνας» περιέχει τόσο «τόν θεμελιώδη νόμο τής Φύσης» δσο καί τό «σύνολο τού δικαίου τής Φύσης»493). Επομένως, δέν συνδέεται πάν­ τοτε καί άναγκαΐα μέ τις έννοιες του καλού καί τού κακού, οί όποιες, άλλωστε, δέν ύφίστανται στή φυσική κατάσταση.494 Καί δταν συνδέε­ ται μέ τούτες μετά τήν ίδρυση τής κοινωνίας, τό κάνει σπρωγμένος άπό τό ίδιο άκριβώς κίνητρο πού έμπόδιζε τόν σύνδεσμό του μαζί τους στή φυσική κατάσταση, δηλ. κριτήριο παραμένει καί στίς δύο περιπτώσεις ή καλύτερη στρατηγική γιά τήν εξασφάλιση τής αυτο­ συντήρησης. Γ ι 9 αυτό είναι παράλογο νά ενεργεί κανείς μέσα στήν κοινωνία σάν νά βρισκόταν άκόμη στή φυσική κατάσταση.495 Ή ικα­ νότητα εύ'ρεσης των έκάστοτε κατάλληλων μέσων γιά τήν έπίτευξη των έκάστοτε έπιθυμητών σκοπών γίνεται, έτσι, τό ύ'ψιστο προτέρη­ μα τού υγιούς Λόγου,496 καί αυτό δέν άλλάζει πολύ έξαιτίας τής υστερογενούς του σύνδεσης μέ τίς έννοιες τού καλού καί τού κακού, αφού κι αυτές βλέπονται άπό τή σκοπιά τής ώφελιμότητάς τους. Είναι εύκολο νά διαπιστώσουμε δτι ή επαναστατική τούτη άντιστροφή τής κανονιστικής έννοιας τού Λόγου, δπως τήν νοούσε ή ελ­ ληνοχριστιανική παράδοση, συναρτάται μέ τή θέση, δτι ό άνθρωπος είναι Φύση, γ ι’ αυτό, άλλωστε, καί τή συναντάμε σπερματικά πολύ πρίν άπό τόν H o b b es (ό M ach iav elli, μάλιστα, τήν προϋποθέτει). Οί συνέπειες τής άποκοπής τού Λόγου άπό τό όντολογικά θεμελιωμέ­ νο κανονιστικό στοιχείο στάθηκαν τεράστιες γιά τόν νεότερο όρθολογισμό· θά μπορούσαμε μάλιστα νά πούμε δτι ό τελευταίος ζεΐ στή σκιά τής άποκοπής αυτής. Ή άμεση εξάρτηση τού Λόγου άπό τά υπαρξιακά δεδομένα τού αισθητού, ζωικού καί πεπερασμένου άνθρώπου τού άπαγορεύει νά θέτει αιώνιες κανονιστικές άρχές καί τού έπιβάλλει νά διοχετεύει τή δραστηριότητά του στό ζύγισμα τών έκάστο­ τε δυνατοτήτων διαφυγής τού βίαιου θανάτου καί ικανοποίησης τών άναγκών γιά ισχύ. Εφόσον οι δυνατότητες αυτές έξαρτώνται άπό 491. 492. 493. 494. 495. 496.

L e v ., L X X ( = E W , III, 342)· XIII ( = E W , III, 115). L e v ., XIII ( = E W , III, 113). L e v ., X IV ( = E W , III, 117). L e v ., XIII ( = E W , III, 115). L e v ., XV (EW , III, 133/4). E lem . o f L a w , I, 15, 1 ( = σ. 15/6).

190

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

εξαιρετικά μεταβλητούς παράγοντες στόν χώρο καί στόν χρόνο, δεν μπορούμε, με βάση τό γεγονός, ότι 6 Λόγος λειτουργεί πρός τόν σκο­ πό αυτόν, νά προσδιορίσουμε δεσμευτικά τ ί θά επιτάξει ό Λόγος σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ό Λόγος έργάζεται άδιάκοπα, έπειδή καί ή ορμή τής αυτοσυντήρησης δεν γαληνεύει ποτέ, αυτό όμως διό­ λου δέν συνεπάγεται δτι τό περιεχόμενο των κανονιστικών αρχών τού Λόγου είναι σταθερό καί αναλλοίωτο. Μέ άλλα λόγια: τό ότι πρέ­ πει νά υπάρχουν κανονιστικές άρχές είναι αίτημα τού Λόγου, δηλ. τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση, πού ώθεί στήν 'ίδρυση όργανωμένων κοινωνιών τό τ ί θά έπιβάλουν συγκεκριμένα οί κανονιστικές αυτές άρχές μένει αρχικά άνοιχτό καί ορίζεται μέ βάση τήν απόφαση μιας κυρίαρχης βούλησης. Ή θεμελιώδης αυτή διάκριση ανάμεσα σέ Ό τι καί Τ ί, πού καθαυτή αποτελεί συνακόλουθο τής άποκοπής τού Λόγου άπό τό κανονιστικό στοιχείο μέ τήν παλιά του έννοια, μάς φανερώνει τό σημείο, δπου νομιναλισμός καί βουλησωκρατία διασταυρώνονται καί πάλι — αύτή τή φορά δχι σέ θεολογική προοπτική, δπως στόν O ccam , άλλά σέ καθαρά θύραθεν πλαίσιο σκέψης. Ή συνάρτηση φυσιοκρατικής ανθρωπολογίας, σκεπτικισμού (δηλ. νομιναλισμού καί βουλησιοκρατίας) καί σύγχρονου κράτους (δηλ. διδασκαλίας γιά τήν κυριαρχία), τήν οποία συναντάμε de facto ήδη στόν M ach iav elli, προβάλλει στόν H o b b es σέ θεωρητικά επεξεργασμένη μορφή. Ή άκριβής σύλληψη τής παραπάνω συνάρτησης εκ μέρους τού H o b b es δείχνεται στις αναλύσεις του γιά τόν φυσικό νόμο, πού μέ τή σειρά τους στηρίζονται στή διάκριση άνάμεσα στόν νόμο γενικά, δηλ. στόν νόμο ώς έπιταγή τού Λόγου ή τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση, καί στόν νόμο ώς προϊόν μιάς κυρίαρχης άπόφασης — μέ άλλα λόγια στή διάκριση άνάμεσα σέ Ό τι καί Τ ί. Ό H o b b es τονίζει δτι ή θεω­ ρία του γιά τόν φυσικό νόμο δέν άναφέρεται στούς υπαρκτούς νόμους, άλλά στόν γενικό χαρακτήρα τού νόμου.497 Οι φυσικοί νόμοι είναι άρχικά άπροσδιόριστοι ώς πρός τό περιεχόμενό τους, άπλά «θεωρή­ ματα» πού δέν άξίζουν νά λέγονται «νόμοι» μέ τήν άκριβή έννοια τής «επιτακτικής φωνής».498 Έξαιτίας τής άοριστίας τού περιεχομένου τους τίθεται μέ ιδιαίτερη οξύτητα τό πρόβλημα τής ερμηνείας τους, έτσι ώστε κυρίαρχος είναι δποιος τούς ερμηνεύει μέ τρόπο δεσμευτι­ κό.499 Καί δταν ό H o b b es γράφει πώς οί φυσικοί νόμοι είναι αιώνιοι 497. O L, II, 49 8 . 49 9 .

«ne q u a e sin t, se d q u id sin t le g e s» , D e Give. P ra e f. a d L e c to re s = 152. L e v ia th a n , XV ( = O L , III, 122). L ev ., X X V I ( = O L , III, 202).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

191

και αμετάβλητοι, προσθέτει αμέσως δτι πρόκειται γιά «διαθέσεις τής ψυχής» (δηλ., σέ τελευταία ανάλυση, γιά τήν ορμή τής αυτοσυντήρη­ σης, πού επιβάλλει τήν ίδρυση κοινωνιών καί τή θέσπιση νόμων), οι όποιες διακρίνονται θεμελιακά άπό τις άνθρώπινες «πράξεις», δσες ρυθμίζονται άπό τό θετικό δίκαιο, άφού οί τελευταίες αυτές διαμορ­ φώνονται άνάλογα μέ τις συνθήκες, μέ άποτέλεσμα νά θεωρείται σέ μιάν εποχή ώς δίκαιο καί έλλογο δ,τι σέ κάποιαν άλλη είναι άδικο καί άλογο.500 Τό άδικο άπαγορεύεται, βέβαια, άπό τόν φυσικό νόμο, τ ί (quid) θά θεωρηθεί ώς άδικο τό ορίζει δμως δχι τό φυσικό, άλλα τό θετικό δίκαιο.501 Υπήρξαν μάλιστα εποχές, δπου ληστεία καί φυ­ σικό δίκαιο συμβιβάζονταν.502 Στις παρατηρήσεις αυτές διαφαίνεται ό ιστορικά θεμελιωμένος άξιολογικός σχετικισμός, ό οποίος, σέ συν­ δυασμό μέ τή φυσιοκρατική άνθρωπολογία, άποτελεί τόν άκρογωνιαίο λίθο τού σκεπτικισμού. Όπως στόν M on taign e, έτσι καί στόν H o bbes διαβάζουμε δτι δέν υπάρχει τίποτε άπόλυτα καλό,503 δτι οί έννοιες τού καλού καί τού κακού ισχύουν πάντοτε σέ σχέση μέ ορι­ σμένα πρόσωπα καί δχι καθαυτές.504 Δεσμευτικά ορίζονται άπό τή βούληση τού κυριάρχου:505 αυτός άποφασίζει, τ ί θά άποτελέσει τό περιεχόμενό τους, είναι δμως καθήκον του νά φροντίσει δτι θά υπάρ­ χουν οι έννοιες αυτές καί συνεπώς δτι θά υπάρξουν νόμοι καί κοινω­ νική ειρήνη. Ή διάκριση άνάμεσα σέ Ό τι καί Τ ί χαρακτηρίζει έπίσης καί τή διαδικασία γένεσης τού Λεβιάθαν καί επομένως καί τήν ύφη τής κυριαρχίας πού θά προκύψει άπό τή διαδικασία αυτή. Οί άνθρω­ ποι συμφωνούν μεταξύ τους, δτι θά ιδρυθεί ένα κράτος καί έπιφορτίζουν σχετικά τόν μελλοντικό κυρίαρχο, δίχως κατόπιν νά άσκούν επιρροή πάνω στό τ ί νόμους θά ορίσει αυτός, γιά νά εκπληρώσει τόν σκοπό τής ίδρυσης τού κράτους.506 Όπως είναι γνωστό, ό H o b b es θεωρεί τις αρμοδιότητες αυτές τού κυρίαρχου δχι ώς άπαρχή τής τυραννίας, άλλά μάλλον ώς τή μοναδι­ κή δυνατότητα κοινωνικής ειρήνης. Τό σημείο αυτό δέν μάς ένδιαφέρει εδώ στή σχέση του μέ τή διδασκαλία τής κυριαρχίας, άλλά στή σχέση του μέ τό πρόβλημα τών κανονιστικών άρχών καί τή συναφή άντιστροφή τής παραδοσιακής έννοιας τού Λόγου. Ή άρμοδιότητα 500. 501. 502. 503. 504. 505. 506.

D e C ive, D e C ive, E lem . o f E lem . o f L e v ., VI D e C ive, D e Cive,

III, § 29 ( = O L, II, 195/6). V I, § 16 ( = O L , II, 229). L a w , I, 19, 2 ( = σ. 78). L a w , I, 7, 3 (— σ. 22). ( = E W , III, 41). V I, § 9 ( = O L, II, 221/2). II, § 4· V I, § 14· V II, § 12 ( = O L, II, 170/1, 227, 242).

192

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

τού κυριάρχου ώς πρός τον ορισμό τού καλού καί τού κακού καί ή νέα έννοια τού Λόγου συναρτώνται στενά. Γιά νά μπορεί ό Λόγος νά προστάξει τό έκάστοτε καλύτερο γιά την άποφυγή τής επανόδου στη φυσική κατάσταση, πρέπει νά ένδιαφέρεται αποκλειστικά γιά τό σχή­ μα «μέσα-σκοποί», δηλ. νά βαδίζει σύμφωνα μέ τις άνάγκες τής συγ­ κεκριμένης κατάστασης χωρίς νά παίρνει υπόψη του αιώνιες κανονι­ στικές αρχές. Ό Λόγος παραμένει άξιολογικά ελεύθερος μέ την έν­ νοια, δτι είναι πρόθυμος νά θυσιάσει δλες τίς άξιες στόν βωμό τής διατήρησης τής ειρήνης. Ό κανονιστικός Λόγος χαρακτηρίζεται, άπεναντίας, άπό τήν έπιθυμία διόρθωσης ή παραμερισμού πεποιθή­ σεων, πού ό ίδιος κρίνει ώς «έσφαλμένες», πράγμα πού τελικά μόνο σέ πόλεμο μπορεί νά οδηγήσει. Ό H o b b es ήταν ό πρώτος στούς Νέους Χρόνους, πού διείδε τήν τεράστια δυνητική επιθετικότητα τού ήθικισμού καί θεώρησε τήν έξουδετέρωσή του σημαντικό μέσο πρός εξασφάλιση τής ειρήνης. Τό δτι ένας άποκλειστικά, τάχα, ορθός Λό­ γος επιθυμεί νά επιβάλει τούς άποκλειστικά, τάχα, ορθούς νόμους του είναι κατά τή γνώμη τού H o b b es «ένα σφάλμα, πού έχει στοιχίσει σέ χιλιάδες ανθρώπους τή ζωή τους».507 Ή αξίωση κατοχής τού μόνου ορθού Λόγου άποτελεί μόνο συγκαλυμμένη αξίωση κυριαρχίας.508 ’Έτσι, ό H o b b es στρέφεται δχι μόνον εναντίον τής θεολογικής, αλλά καί εναντίον τής νέας, άντιαπολυταρχικής καί άρχαιόπρεπα έμπνευσμένης κανονιστικής θεώρησης,509 ή όποια μπορεί νά γεννήσει εξίσου μεγάλες ταραχές δσο καί ή πρώτη.510 Τό γεγονός, δτι τά επιχειρή­ ματα τού H o b b es μπορούσαν νά χρησιμοποιηθούν τόσο ένάντια στήν άριστοτελική-σχολαστική παράδοση δσο καί ένάντια σέ μιά βασική πτέρυγα τού νεότερου όρθολογισμού, είναι έξαιρετικά χαρακτηριστι­ κό γιά τή διαγραφόμενη άντιστροφή των συμμαχιών έξαιτίας τής υποψίας τού μηδενισμού. ”Αν ερμηνεύσουμε μ* αυτόν τόν τρόπο τή θεωρία τού H o b b es γιά τον «φυσικό νόμο», τότε, βέβαια, θά πρέπει νά μάς φανεί έντελώς έσφαλμένη ή άποψη, πώς ή θεωρία αυτή μπορεί νά κατανοηθεί μέ 507. The Q u estio n s C on cern in g L ib erty etc. = E W , V, 176. 508. L e v ., V ( = EW , III, 31). 509. L e v ., X X IX ( = EW , III, 314/5). 510. Σ ’ ένα σημαντικό βιβλίο, που καί τό ίδιο είναι έπηρεασμένο άπό τή σκέψη τοΰ H o b b e s, ό K o se lle ck έδειξε δτι ή κανονιστική θεώρηση τοΰ Διαφωτισμού στόν άγώνα της έναντίον τού απολυταρχικού κράτους γέννησε μιάν άδιάκοπη κρίση, ή όποια μπορεί νά θεωρηθεί άνάλογη μέ τήν κρίση τής έποχής των θρησκευτικών πο­ λέμων (K ritik und K r ise , ίδ. 151 κ.έ.). Ή σύντομη, άλλά άκριβής έρμηνεία τού H o b b e s (18 κ.έ.) έπιχειρείται άπό τή σκοπιά της προβληματικής τού έμφύλιου πο­ λέμου.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

193

βάση τις αρχές τού κανονιστικού φυσικού δικαίου.511 Τό σημείο αυτό πρέπει νά διευκρινιστεί, αν θέλουμε νά βρούμε τό κανονιστικό στοι­ χείο τής σκέψης τού H o b b es εκεί δπου στήν πραγματικότητα υπάρ­ χει καί δχι κάπου αλλού. Γιατί στ’ αλήθεια υπάρχει, δσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, καί δημιουργεί —έξαιτίας τής γενικής τοποθέτη­ σης τού H o b b es άπέναντι στό πρόβλημα των κανονιστικών άρχών, όπως τή σκιαγραφήσαμε στά προηγούμενα— δχι ασήμαντες λογικές δυσκολίες* έπιπλέον, εχει σπουδαίες συνέπειες καί γιά τήν έξωτερική μορφή τής πολιτικής θεωρίας τού H o b b es. Τό κανονιστικό στοιχείο συνίσταται, λοιπόν, στή (διόλου αυτονόητη) θέση, ή οποία θά μπο­ ρούσε εξίσου νά εννοηθεί ώς έλπίδα ή έπιθυμία, δτι είναι καλό καί πρέπει νά υπάρχει κοινωνική ειρήνη. Ό H o b b es δέν θέλει νά παραμείνει ένας σκεπτικός παρατηρητής των ανθρώπινων πραγμάτων (μολονότι, από ορισμένη άποψη, είναι), αλλά φιλοδοξεί νά δημιουρ­ γήσει μιάν επιστήμη ικανή νά παραμερίσει εσφαλμένες γνώμες καί νά αποδείξει τήν πρακτική της χρησιμότητα, συμβάλλοντας στήν

511. Πιό διεξοδικά εχει υποστηρίξει τήν άποψη αυτή ό W a rre n d e r (The P o lit. P h ilo s. o f / / . , ίδ. κεφ. V -V II, σ. 80 κ.έ.). Τήν καλύτερη κριτική έναντίον της έχει ασκήσει ίσαμε τώρα ό P olin , L ’O b lig atio n M o r a le et P o litiq u e , 139 κ.έ., 142 καί σημ. 18 καί 61* πρβλ. τίς παρατηρήσεις του W a tk in s, H o b b e s ’ S y ste m o f I d e a s , 85 κ.έ., 154 κ.έ. ’Ακολουθώντας τόν W a rre n d e r ό H o o d κατέληξε στό πό­ ρισμα, οτι ή ήθική τού H o b b e s είναι «παραδοσιακή καί χριστιανική» (The divin e P o litic s o f Η ., 13· βλ. τήν κριτική τού P o lin , L ’O b lig atio n , σημ. 4 καί 28). Είναι χαρακτηριστικό οτι ό H ood διόλου δέν ένδιαφέρεται νά εξηγήσει πώς συμβιβάζεται ή υλιστική όντολογία καί άνθρωπολογία τού H o b b e s με τή δήθεν χριστιανική του πίστη. Ισχυρίζεται απλώς δτι ό H o b b e s θεωρούσε τόν μηχανικισμό του ώς έκφραση μιας θρησκευτικής κοσμοθεώρησης (14), άγνοώντας όλότελα δτι ό H o b b e s, διαμέ­ σου τής διδασκαλίας του γιά τήν κίνηση, είχε αμφισβητήσει άμεσα τή χριστιανική αντίληψη γιά τόν Θεό (βλ. παρ. σημ. 293). Καταπληκτική είναι ή άφέλεια τού H o o d προπαντός δταν παίρνει στήν ονομαστική τους αξία τίς πλούσιες αναφορές τού H o b b e s στή Βίβλο, χωρίς νά προσέχει τή συχνά καζουϊστική μετατροπή τής έννοιας τών παρατιθέμενων χωρίων. Οί θεολόγοι ξεγελιούνται πολύ δυσκολότερα πάνω στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τού H o b b e s, δπως δείχνει τό βιβλίο τού B r a u n . ’Άν άφήσουμε στήν άκρη τόν σφοδρό πολεμικό τόνο του, ό B r a u n θεμελιώνει τή θέση του γιά τόν άθεϊσμό τού H o b b e s (D e r ste rb lic h e G ott, 37 κ.έ.) πολύ εμβριθέστερα καί πειστικότερα άπό ψυχολογική άποψη άπ’ δ,τι ό H ood τή δική του. Έπιπλέον ό B ra u n , σέ αντίθεση μέ τόν H o o d , παίρνει υπόψη του τή σημασία τής υλιστικής όντολογίας τού H o b b e s γιά τήν πολιτική καί ήθικοφιλοσοφική του σκέψη (70 κ.έ.). ’Αμφίβολο είναι μονάχα άν ό H o b b e s ήταν θιασώτης τού όλοκληρωτισμού, δπως τού έπιρρίπτει ό B r a u n (160 κ.έ.). Βλ. σχετικά τήν άνάλυση τού K o se lle c k , πού άναφέραμε στήν προηγούμενη σημείωση.

194

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

έδραίωση τής κοινωνικής ειρήνης.512 Ώς πρόμαχος μιας κανονιστι­ κής αρχής, ό H o b b es είναι αναγκασμένος, όπως καί όλοι οι ήθικιστές, νά κάνει έκκληση στο ανθρώπινο λογικό καί νά επιδιώξει νά τό κερδίσει. Στό σημείο αυτό αρχίζουν καί οί λογικές του δυσκολίες, άφοΰ ακριβώς ή έκ μέρους του αντιστροφή τής παραδοσιακής έννοιας του Λόγου είχε κάνει εξαιρετικά άμφίβολη τήν ύπαρξη ενός πάγιου φορέα κανονιστικών αρχών μέσα στον άνθρωπο. νΑν ό ανθρώπινος Λόγος μπορεί στ1 άλήθεια νά συλλάβει τήν άλήθεια ύγιών πολιτικών άρχών, τότε πρέπει νά ρωτήσουμε γιατί δέν θά ήταν δυνατόν οί κοι­ νωνικές υποχρεώσεις τού ανθρώπου νά γίνουν εξαρχής σαφείς καί δε­ σμευτικές πάνω σέ βάση καθαρά έλλογη. Ό H o b b es, όμως, γνωρί­ ζει ότι τό κράτος, άκόμη κι αν θεωρηθεί ώς έπίγειος Θεός, είναι θνητό,513 άφού εδράζεται πάνω στην ορμή τής αυτοσυντήρησης, πού μέ τή σειρά της ταλαντεύεται ανάμεσα στον φόβο μπροστά στον θά­ νατο καί στή δίψα τής ισχύος. Ώς έρμηνεία, ή θέση αυτή θά έπαρκούσε γιά νά κάνει κατανοητή στόν άμέτοχο παρατηρητή τή γένεση καί τήν παρακμή των κρατών. 'Όποιος, όμως, θεωρεί τήν κοινωνική ει­ ρήνη αξία καί Δέον, όπως τή θεωρεί ό H o b b es (σέ αντίθεση μέ τόν M ach iavelli λ.χ.514), αυτός θά πρέπει καί νά καταδείξει ότι από τήν ορμή τής αυτοσυντήρησης μπορούν λογικά νά συναχθούν μόνιμα κα­ θήκοντα, πού ή άδιάλειπτη έκπλήρωσή τους θά έγγυόταν τήν πραγματωσιμότητα τού Δέοντος τής κοινωνικής ειρήνης. Στήν προσπάθειά του νά τό κάνει αυτό, ό H o b b es έξετάζει, ώστόσο, έπιφανειακά μόνο τήν κρίσιμη έκείνη περίπτωση, κατά τήν οποία τό άμεσο συμφέ­ ρον τής ορμής τής αυτοσυντήρησης έπιτάσσει τήν παραβίαση κοινω­ νικών καθηκόντων, άρκεί νά αποφευχθούν οι κυρώσεις (ή δυνατότη­ τα αυτή υποβάλλεται, άλλωστε, καί από τόν διφορούμενο όρισμό τού πρώτου θεμελιώδους «κανόνα τού Λόγου»,515 ό όποιος, σύμφωνα μέ τή φρασεολογία τού H o b b es, άναφέρεται τόσο στόν νόμο όσο καί στό δίκαιο τής Φύσης, μολονότι ό πρώτος άναφέρεται στίς ελευθερίες, ένώ τό δεύτερο στίς υποχρεώσεις τού ανθρώπου). Ό H o b b es θέλει νά συναγάγει, από τή γενική ώφελιμότητα τής κοινωνίας γιά τό άτο­ μο, τήν αναγκαιότητα τής υποταγής του στήν κοινωνία σέ όλες τις 512. Βλ. μιά τυπική διακήρυξη των προθέσεων του στά Elem . o f L a w , Ε ρ. D ed ., x ii/ x iii. 513. L e v ., X V II ( = EW , III, 158). 514. Όπως είναι γνωστό, ό M ach iav elli θεωρούσε τή συνεχή διαμάχη λαού καί αριστοκρατίας βασική αιτία τής ρωμαϊκής έλευθερίας καί ισχύος, D is c o r si, I, 4 καί 6 ( = O pere, 101/2, 105 κ.έ.). 515. L e v ., XIX ( = E W , III, 117).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

195

έπιμέρονς περιπτώσεις: αυτό είναι, φυσικά, θεμιτό, ουσιαστικά δμως δεν αποτελεί παρά έκκληση σε εν αν Λόγο, ό όποιος στέκει ψηλότερα από τις άμεσες ανάγκες τής αυτοσυντήρησης. Μέ βάση τις δικές του άνθρωπολογικές προϋποθέσεις καί τη δική του έννοια τού Λόγου, ό H obbes δέν είναι, λοιπόν, σέ θέση νά συναγάγει πάγιες υποχρεώσεις καί αρχές συμπεριφοράς.516 Ή διαρκής διαφύλαξη τής ειρήνης θά ή­ ταν δυνατή, αν εϊτε οί άνθρωποι ήταν έλλογοι, μέ την έννοια τής κα­ νονιστικής θεώρησης, είτε ή ορμή τής αυτοσυντήρησης ταυτιζόταν αποκλειστικά μέ τόν φόβο μπροστά στόν βίαιο θάνατο, δίχως νά έχει καμιά σχέση μέ τήν έπιδίωξη γιά διεύρυνση τής οικείας ισχύος. Πώς δμως θά υπήρχε φόβος βίαιου θανάτου, άν δέν υπήρχαν έχθροί διψασμένοι γιά περισσότερη ισχύ; ’Αντίθετα μέ τις γενικές του προϋποθέσεις, ό H ob bes προσπάθησε νά κατοχυρώσει θεωρητικά τό Δέον του, δηλ. τήν άξια τής ειρήνης, έπιχειρηματολογώντας σάν νά ταυτιζόταν ή ορμή τής αυτοσυντήρη­ σης μέ τόν φόβο τού θανάτου καί μόνο — σάν νά μήν συμπεριλάμβανε δηλ. ή ορμή τούτη καί τήν έπιδίωξη περισσότερης ισχύος, ή οποία, ώστόσο, συχνά δείχνεται δυνατότερη καί από τόν ίδιο τόν φόβο τού θανάτου. ’Ακριβώς γιά νά άποδείξει τή δεσμευτικότητα τού Δέοντος, δπως τό αντιλαμβάνεται, ό H o b b es χρησιμοποιεί τή γεωμετρική μέ­ θοδο, ή όποια, επομένως, τουλάχιστον στά πλαίσια τής κοινωνικής του θεωρίας, συνυφαίνεται αποκλειστικά μέ τό κανονιστικό στοιχείο τής σκέψης του. Κάτω από τήν εντύπωση τής θριαμβεύουσας μαθη­ ματικής φυσικής, ό H o b b es πιστεύει δτι τό Δέον του θά ήταν θεωρη­ τικά πειστικότερο καί πρακτικά χρηστικότερο, άν μπορούσε νά συναχθεί άπαγωγικά στά πλαίσια μιας θεωρίας γεωμετρικά διαρθρωμέ­ νης. Όποιος, δμως, δέχεται δτι οί γεωμετρικές άποδείξεις έχουν με­ γαλύτερη πειστικότητα, δείχνει δτι πιστεύει σέ κίνητρα καθαρά λογι­ κά' καί αφού ή γεωμετρική μέθοδος οφείλει, συνάμα, νά συναγάγει έ­ να Δέον, ή χρησιμοποίησή της άπό τόν H o b b es παίρνει τήν ίδια νοησιαρχική-κανονιστική χροιά δπως καί στόν G rotius. Αυτό επιβε­ βαιώνει τή γενική μας άποψη, δτι τή μαθηματική προφάνεια τού φυ­ σικού δικαίου τήν επικαλούνται νοησιαρχικά προσανατολισμένοι έκπρόσωποι τής κανονιστικής θεώρησης — μολονότι αυτή είναι μόνον ή μία, καί ίσως δχι ή σπουδαιότερη, πλευρά τής σκέψης τού H o b b es, 516. Βλ. σχετικά τις παρατηρήσεις τού R o d , Geom . G eist und N a tu r r ., 2 8 /9 , 3 6 /7, 51/2* πρβλ. Iltin g , E in le itu n g στό βιβλίο τού T o n n ies 6 7 * κ.έ., ίδ. 7 4 *. Όρθά συμπεραίνει ό Iltin g άπό τούτα τά δεδομένα τήν άβασιμότητα τών κανονιστι­ κών ερμηνειών τού H o b b e s (7 7 *).

196

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

πού βρίσκεται σε αντίθεση προς τόν προγραμματικό αξιολογικό σχε­ τικισμό του. Μέ άλλα λόγια: διαφορετικά απ’ ο,τι συμβαίνει στον G rotius, ή χρησιμοποίηση τής γεωμετρικής μεθόδου έκ μέρους τού H obbes γιά κανονιστικούς σκοπούς δεν ταιριάζει μέ τά άνθρωπολογικά καί φιλοσοφικά (όνοματοκρατία-βουλησιοκρατία) θεμέλια τής σκέψης του. 'Ως γεωμέτρης, δηλ. μέ τή βοήθεια τής μαθηματικά συγ­ κροτημένης πολιτικής θεωρίας, ό H o b b es επιθυμεί νά καθοδηγήσει τή Φύση, δηλ. τόν άνθρωπο, πού άποτελεί μέρος της — ώς άνθρωπολόγος, δμως, έπιμένει δτι ό άνθρωπος είναι Φύση καί δτι μονάχα προσωρινά μπορεί νά δαμάσει την αισθητή του διάσταση, τά ψυχόρ­ μητα καί τά πάθη του. Υλισμός καί πολιτικές βλέψεις έρχονται, έτσι, σέ σύγκρουση.517 Ό ’ίδιος ό H o b b es παραδέχεται, άλλωστε, τήν άμφιπλευρικότητα τής θέσης του, δταν λέει πώς οί άνθρωποι εύθύνονται γιά τήν κατάλυση τού κράτους τους δχι ώς «υλη», άλλά ώς «δη­ μιουργοί» τού κράτους αυτού.518 Ή «ΰλη» είναι καί μένει Φύση, οί «δημιουργοί» τήν ξεπερνούν — μέ τή βοήθεια τής γεωμετρικά συγ­ κροτημένης πολιτικής θεωρίας, δπως άφήνει νά εννοηθεί ό H obbes. Ή άποκλειστικά κανονιστική λειτουργία τής γεωμετρικής μεθόδου στον σύνδεσμό της μέ τήν άντίληψη γιά τόν άνθρωπο ώς «δημιουρ­ γό» τού κράτους γίνεται σαφέστερη, άν άναλογιστούμε δτι ή σημαν­ τικότερη πλευρά τής άνθρωπολογίας τού H o b b es, ή οποία παρου­ σιάζει τόν άνθρωπο ώς Φύση ή ώς «ΰλη» τού κράτους, είχε διαμορ­ φωθεί στή σκέψη του πριν από τήν ένασχόλησή του μέ τή μαθηματι­ κή φυσική επιστήμη, καί μάλιστα σέ συνάφεια μέ μελέτες ανθρωπι­ στικές καί ιστορικές.519 Αυτό τό σημείο προσφέρεται γιά τή διατύπω­ ση συγκρίσεων καί συσχετισμών αρκεί νά σκεφθούμε τή μόνιμη ση­ μασία τής ιστορίας γιά τή σκέψη τού M ach iav elli ή τού M ontai517. S t r a u s s , The P o lit. Phil, o f H o b b e s, 168/9. Πρβλ. ωστόσο σημ. 519. 518. L e v ., XXIX ( = EW , III, 308). Σέ άλλη περικοπή λέγεται δτι οί άνθρωποι μπορούν νά συγκροτήσουν θεωρητικά a p rio ri τήν πολιτική, γιατί οί ίδιοι τή δη­ μιουργούν (De ho m in e, X, 5 = O L, II, 94). 519. Αυτό τό έδειξε πειστικά ό S t r a u s s (The p o lit. Ph il, o f H o b b e s, XV , 6 κ.έ., 170). Πολύ προβληματική είναι, ωστόσο, ή προσπάθειά του (8 κ.έ.) νά άποκαταστήσει μιάν άναγκαία σχέση άνάμεσα στόν μηχανιστικό υλισμό καί στή «φυσικοκρατική» ( = άπαισιόδοξη) ανθρωπολογία τού H o b b e s, ενώ, άπό τήν άλλη, ισχυρί­ ζεται δτι ό H o b b e s πρεσβεύει παράλληλα καί μιά βιταλιστική άντίληψη γιά τόν άν­ θρωπο, ή όποια προέρχεται άπό τήν άνθρωπιστική μόρφωση καί παράδοση, δντας, έτσι, πιό έλαστική καί αισιόδοξη. Στά προηγούμενα δείξαμε δτι ή χρήση τής γεω με­ τρικής μεθόδου, στήν όποία άντιστοιχεί δομικά και ή μηχανιστική φυσική, υπηρετεί, άπεναντίας, έναν κανονιστικό σκοπό — άνεξάρτητα άπό τό γεγονός, δτι ή μηχανιστι­ κή αιτιοκρατία στηρίζει όντολογικά τήν άπαισιόδοξη άνθρωπολογια, ύποσκάπτον-

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

197

gne, σέ αντίθεση μέ την Αδιαφορία τους για τα μαθηματικά καί τή φυσική. Ό H o b b es θά μπορούσε νά παραμείνει εξίσου πιστός στην ιστορική θεώρηση, καί μάλιστα δίχως νά Αλλάξει στό παραμικρό τίς ιδέες του γιά τον άνθρωπο καί γιά τό κράτος, άν δεν ένδιαφερόταν ούτε γιά τή διατύπωση ούτε γιά τή θεωρητική υπεράσπιση καμιάς κανονιστικής άρχής. Επιθυμώντας τό Αντίθετο, είσήγαγε (Αργότερα)

τας, έτσι, σέ τελευταία άνάλυση καί τους ’ίδιους τούς κανονιστικούς σκοπούς του H obbes (στό σημείο αύτό έχει δίκιο ό S t r a u s s , βλ. παρ. σημ. 5 17), άφού εξοβελίζει τόν Λόγο. (Καί ό R o d αμφισβητεί δτι ή οίκειοποίηση τής φυσικοεπιστημονικής με­ θόδου εκ μέρους του H o b b e s θά μπορούσε νά επηρεάσει δυσμενώς την πολιτική φι­ λοσοφία τού H o b b e s μέ τήν έννοια πού τό δέχεται αύτό ό S t r a u s s , Geom . G eist und N a tu r r ., 20). Ό S t r a u s s κάνει αύτό τό λάθος, έπειδή ταυτίζει μονόπλευρα τίς ανθρωπιστικές κλίσεις τού H o b b e s μέ κάποιον δήθεν προσανατολισμό τού περιεχο­ μένου τής σκέψης του σέ άριστοτελικές-κανονιστικές άρχές (108), μολονότι ό H obbes απλώς χρησιμοποίησε άριστοτελικό ύλικό (βλ. τή σύγκριση κειμένων άπό τόν S t r a u s s , 35 κ.έ.), έντάσσοντάς το σέ πλαίσιο όλότελα διαφορετικό. (Ό S t r a u s s κάνει, μέ άλλα λόγια, τό ϊδιο λάθος, πού ό ίδιος όρθά επισημαίνει στόν D ilthey σέ σχέση μέ τό ζήτημα τής χρησιμοποίησης στωικών ίδεών εκ μέρους τού H o b b e s, 3/4). Ό τ ι ή ίδια ή άνθρωπιστική παιδεία τού H o b b e s ένίσχυσε τή «φυσικοκρατική»άπαισιόδοξη άνθρωπολογία του —καί δχι τό άντίθετο— θά μπορούσε νά τό δείξει μιά διεξοδική σύγκριση των θέσεων του μέ τίς θέσεις τού Θουκυδίδη, ή όποια, δυστυχώς, δέν έπιχειρεΐται άπό τόν S t r a u s s (πρβλ. 109/10). (Τό ουσιαστικό τούτο κενό τής έ­ ρευνας άκόμη δέν έχει πληρωθεί* ή πραγματεία τού S c h la tte r , H o b b e s a n d T h u cj'd id es, παραμένει σέ φιλολογικά πλαίσια, παρά τίς άξιόλογες γενικότερες νύ­ ξεις της, ίδ. σ. 357). Ή άκριβής διερεύνηση τών σχέσεων πρός τόν Θουκυδίδη καί προς τήν καινούργια ήθολογία (βλ. παρ. σημ. 374) θά συνέβαλε άποφασιστικά στή διευκρίνιση τών ιστορικών πηγών τής ανθρωπολογίας τού H o b b e s καί ταυτόχρονα καί στήν άνασκευή τής χυδαίο μαρξιστικής (μολονότι έμφανίζεται μέ φιλελεύθερα πρόσημα) ερμηνείας τού M a c p h e rso n π.χ. Ή προσπάθεια τού M a c p h e rso n (Ροlit. Theory' o f P o s s e s s . I n d i v i d ίδ. 61 κ.έ.) νά άποδώσει τήν άνθρωπολογία τού H obbes στις άνταγωνιστικές σχέσεις τής πρώιμης καπιταλιστικής κοινωνίας έχει ιδεολογικά κίνητρα μέ τήν έννοια, δτι σκοπεύει νά παραμερίσει μέ κάθε τρόπο τήν άντίληψη μιας άμετάβλητης κακής άνθρώπινης φύσης, ή οποία θά ματαίωνε οριστι­ κά κάθε προοπτική κοινωνικής προόδου μέ τή φιλελεύθερη-κανονιστική έννοια. Ή έξιστορίκευση καί ή σχετικοποίηση τού H o b b e s —δπως, συχνά, καί τού M ach iavelli— έξυπηρετεΐ ούσιαστικά κοσμοθεωρητικές έπιδιώξεις. Ό μω ς έτσι δέν δί­ δεται καμιά άπάντηση στά πολιτικά-θεωρητικά έρωτήματα τού H o b b e s, ό όποιος συνδέει τίς έννοιες τής άνθρώπινης φύσης καί τής κυριαρχίας κατά τόν ίδιο τρόπο πού θεωρεί τήν ύπακοή καί τήν προστασία όψεις τού ίδιου νομίσματος. ’Αφήνοντας άμνημόνευτο άκόμη καί τό δνομα τού Θουκυδίδη, ό M a c p h e rso n άποφεύγει τό όδυνηρό έρώτημα, πώς στάθηκε δυνατόν νά διατυπωθεί ρητά πολλούς αίώνες πρίν άπό τήν πρώιμη καπιταλιστική έποχή ή άνθρωπολογία έκείνη, τήν οποία ό ίδιος πα­ ρουσιάζει ώς προϊόν ή άντανάκλαση τής έποχής τού H o b b e s.

198

11. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

τή γεωμετρική μέθοδο στήν πολιτική θεωρία, υποβιβάζοντας, αντί­ στροφα, τήν ιστορία.520 Ή έπίδραση τής χρήσης τής γεωμετρικής μεθόδου πάνω στό πε­ ριεχόμενο τής κοινωνικής φιλοσοφίας του H o b b es καταφαίνεται στόν ρόλο πού παίζουν εδώ τόσο ή υπόθεση521 γιά τή φυσική κατά­ σταση των άνθρώπων δσο καί ή συναφής μ’ αυτήν θεωρία τού κοινω­ νικού συμβολαίου. Με βάση τήν άνθρωπολογία του καί ώς γνώστης τής ιστορίας, ό H o b b es θά μπορούσε, βέβαια, νά ισχυριστεί δτι δί­ χως κυριαρχία ούτε ή άνθρώπινη φύση χαλιναγωγείται ούτε καί δημιουργείται οργανωμένη κοινωνία. Στήν περίπτωση τούτη, ή θεωρία τού κοινωνικού συμβολαίου θά περίττευε* ό H o b b es, όμως, τή χρη­ σιμοποιεί, επειδή θέλει νά παρουσιάσει τή γένεση τής κυριαρχίας μέ τρόπο, ώστε ή δεσμευτικότητά της (μέ κανονιστική έννοια) νά γίνεται εξίσου πρόδηλη δσο καί ή άναγκαιότητα ενός γεωμετρικά άποδεδειγμένου φυσικού νόμου. ’Ακριβώς έπειδή ένδιαφέρεται πρωταρχικά γιά τήν κανονιστική πλευρά τής θεωρίας τού κοινωνικού συμβολαίου, θέ­ τει στό έπίκεντρο τής άνάλυσής του τήν C om m onw ealth by in sti­ tution, μολονότι ό ίδιος τονίζει δτι ό ήγεμόνας σέ μιά Common­ w ealth by acq u isitio n έχει ακριβώς τά ίδια δικαιώματα μ’ εκείνον, πού οφείλει τήν κυριαρχία του σέ συμβόλαιο.522 Διδακτική είναι καί πάλι ή σύγκριση μέ τον M ach iav elli, ό όποιος στρέφει τήν κύρια προσοχή του στήν εξουσία έκείνη, πού άποκτήθηκε δχι μέ κάποια συμφωνία, αλλά μέ τά όπλα καί τήν ικανότητα.523 Σέ αντίθεση μέ τόν ιστορικά σκεπτόμενο M ach iav elli, ό H o b b es θέλει μέ τήν πολι­ τική του θεωρία νά ένισχύσει έναν ορισμένο κανονιστικό σκοπό. Σ ’ αυτό οφείλεται ή προτίμησή του γιά τή θεωρία τού συμβολαίου, πού άποτελεί μιά μερική περίπτωση τής γενικής εφαρμογής τής γεωμε­ τρικής μεθόδου καί πού κάνει τόν πολιτικό στοχασμό του διφορούμε­ νο. ’Από τή σκοπιά τής θέσης μας, δτι ύπάρχει μιά δομική παραλλη­ λότητα ανάμεσα στά διάφορα έπίπεδα μιας πολυδιάστατης σκέψης, ενδιαφέρουσα είναι ή διαπίστωση, δτι εξίσου διφορούμενη παρουσιά­ ζεται καί ή γνωσιοθεωρία τού H obbes: από τή μιά έχουμε άφετηρία αίσθησιοκρατική, άπό τήν άλλη, δμως, έπιχειρεΐται ή υποτύπωση 520. Τεκμήρια στόν S t r a u s s , The P o lit. P h il. o f H o b b e s, 96 κ.έ. 521. Ό ίδιος ό H o b b e s παρατηρεί οτι ή φυσική κατάσταση δεν ήταν πάντα ό πό­ λεμος δλων εναντίον όλων, ωστόσο καλεΐ τόν αναγνώστη νά φανταστεί μιά κατά­ σταση, στήν όποια δεν υπάρχει καμιά υπέρτερη έξουσία γιά νά συγκρατεΐ μέ τό δέος της τούς άνθρώπους (L ev., XIII = EW , III, 144/5). 522. L ev ., XX ( = EW , III, 185/6). 523. P r in c ip e , VI ( = O p ere, 21 κ.έ.).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

199

μιας ολόπλευρης κοσμοεικόνας μέ μέθοδο καθαρά λογική-μαθημα­ τική.524 ’Άν ό κανονιστικός ζήλος του H obbes ήταν αρκετά ισχυρός γιά νά κάνει αμφίβολη τή λογική συνοχή τής πολιτικής του θεωρίας, δμως δεν άρκούσε γιά νά επισκιάσει τήν κυρίαρχη σχετικιστική, δηλ. νομιναλιστική καί βουλησιοκρατική πλευρά τής σκέψης του. Ή συνάρ­ τηση τής θέσης, δτι οι λέξεις προσδιορίζονται διαμέσου μιας κυρίαρ­ χης απόφασης, μέ τή θέση, δτι οί αξίες καί οι αλήθειες έξίσου από μιά κυρίαρχη απόφαση προσδιορίζονται, ήταν πρόδηλη καί έπικρίθηκε ιδιαίτερα από τόν L e ib n iz .525 Παρατηρήθηκε εύστοχα δτι στις διδα­ σκαλίες του φυσικού δικαίου τού G rotius καί τού H o b b es προβάλ­ λουν αντιμέτωποι δύο διαφορετικοί τύποι κοινωνικής επιστήμης.526 Ή ασυμφιλίωτη αντίθεση άναφέρεται τόσο στό περιεχόμενο δσο καί στή λογική μορφή, δηλ. είναι όντολογική-άνθρωπολογική καί συνά­ μα γνωσιοθεωρητική. ’Ενώ ή τάση, πού εκπροσωπούσε ό H o b b e s, θά κατέληγε, άν προεκτεινόταν μέ λογική συνέπεια, σέ μιά περιγρα­ φική-σχετικιστική κοινωνική θεωρία, τό κανονιστικό στοιχείο ήταν, αντίθετα, τόσο έντονο στόν G ro tiu s, ώστε, άν διατηρούνταν στήν κα­ θαρή του μορφή, θά έφτανε στήν πλήρη άδιαφορία απέναντι στήν ιστορική πραγματικότητα. Τό τελευταίο θά συνεπαγόταν, δμως, μα­ κροπρόθεσμα τήν επιστροφή στήν άνιστορική κανονιστική θεώρηση τής Σχολαστικής καί θά έθετε, έτσι, σέ κίνδυνο τό πρωτείο τής αν­ θρωπολογίας, πού αποτελούσε θεμελιώδη κατάκτηση τού νεότερου ορθολογισμού. Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες, έπρεπε νά έπιδιωχθούν δύο πράγματα ταυτόχρονα: νά διαφυλαχθεΐ στό ακέραιο καί στή στε­ νή της σύνδεση μέ τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας ή αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου στήν κοινωνικοϊστορική του διάσταση, καί πα­ ράλληλα νά συνδυαστεί ή αποκατάσταση αυτή μέ μιάν άναμφίλογη θεμελίωση κανονιστικών άρχών, γιά νά καταπολεμηθεί, έτσι, ή υπο­ ψία τού μηδενισμού. ’Έχουμε λόγους νά πιστεύουμε δτι ό Pufendorf, σέ γενικές γραμ­ μές, άντιλήφθηκε μ’ αυτόν τόν τρόπο τό θεωρητικό δίλημμα, τό οποίο αντιμετώπιζε ή θεωρία τού φυσικού δικαίου ειδικά καί ό νεότε­ ρος ορθολογισμός γενικότερα, μετά τίς διαμετρικά αντίθετες έπιλογές τών H o b b es καί G ro tiu s, καί δτι θεώρησε τό δικό του έργο ακριβώς 524. Βλ. τήν εξαιρετική άνάλυση τοΰ P olin , P olit. et Phil, ch ez H o b b e s, κεφ. II, id. 47 κ.έ. 525. Βλ. τό κείμενο « M a r ii N izolii de ve ris P rin cip iis etc.» άπό τό έτος 1670, Phil. S c h r ., IV , 158. 526. W elzel, N a tu rre c h t u n d m at. G er., 146.

200

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

ώς διέξοδο από τό δίλημμα αυτό. ’Ήδη στο πρώτο του δημοσίευμα είναι ευκρινής ό προγραμματικός τόνος μέ αυτή τήν έννοια: ώς σπου­ δαιότερες πηγές του χαρακτηρίζει τόν G rotius καί τον H o b b es, συ­ νάμα όμως τονίζει καί τήν απόστασή του απ’ αυτούς, εφόσον τήν απαιτεί ή αλήθεια.527 Ό P u fe n d o rf συνειδητοποιεί, λοιπόν, δτι εδώ δέν αρκεί μιά συμφιλιωτική-συνδυαστική προσπάθεια, αλλά δτι χρειάζεται μιά καινούργια αρχή μέ βάση σαφείς φιλοσοφικές καί άνθρωπολογικές αποφάσεις. Ή ικανότητά του νά συλλαμβάνει τό ούσιώδες εκφράζεται στό γεγονός, δτι τά κύρια έργα του αρχίζουν δλα μέ τήν έξαγγελία τών αποφάσεων αύτών, πού ή σημαντικότερή τους άφορά στήν ελευθερία τής βούλησης. Στό ζήτημα αύτό άναφέρει επαινετικά τόν G ro tiu s528 καί αποκρούει τόν H o b b e s.529 Ωστόσο, διόλου δέν προσπαθεί νά σμικρύνει ή νά αποσιωπήσει τήν έπιρροή τών αισθητών παραγόντων πάνω στή βούληση καί στή δραστηριότη­ τα ατόμων καί λαών, αλλά, αντίθετα, τήν περιγράφει διεξοδικά σε ό­ λη της τήν ποικιλομορφία (κλίμα, έδαφος, βιολογική υφή καί συναφή πάθη τής ψυχής). Συνάμα, δμως, πιστεύει δτι ό άνθρωπος, μολονότι έχει μέσα του τή ροπή πρός τό κακό, μπορεί νά δαμάσει δλους αύτούς τούς παράγοντες χάρη στίς έλλογες καταβολές του.530 Τό πνεύμα πρέπει νά κυριαρχεί πάνω στό σώμα, αύτό δέν πρέπει, πάντως, νά οδηγεί καί στόν άσκητισμό, γιατί τό σώμα είναι ό απαραίτητος φο­ ρέας τού πνεύματος καί σάν τέτοιος χρειάζεται προσεκτική συντήρη­ ση.531 Ό P u fen d o rf δέν είναι άφελής ιδεαλιστής. ’Ακριβώς επειδή Ε­ χει διίδει τις σκεπτικιστικές-σχετικιστικές συνέπειες τής αποκατά­ στασης τού αισθητού κόσμου, είναι τής γνώμης δτι ή ελευθερία καί ή ήθική, γιά νά έχουν καί στό μέλλον δυνατότητες επιβίωσης, πρέπει νά διαθέτουν μιά αύτοτελή, καθαρά πνευματική έδρα μέσα στόν άν­ θρωπο. Ή (ελεύθερη) βούληση δέν είναι, λοιπόν, απλό ψυχόρμητο, αλλά συνυφαίνεται μέ τόν Λόγο, τόν οποίο μάλιστα καί άκολουθεϊ,532 άφού βούληση σημαίνει επιλογή καί έπιλογή γίνεται μέ οδηγό

527. E lem en toru m , P r a e fa tio , προτελευταία και τελευταία σελίδα (οί σελίδες τού προλόγου δέν είναι άριθμημένες). 528. J u s n o t., I, 14, § 111 ( = I, 55). 529. J u s n a t., I, 4, § II ( = I, 54). 530. D e off., I, I, § 12 ( = a. 5/6)· § 14 ( = σ. 6)· J u s nat., I, 4 , I V -VII ( = I,

57 κ.έ.). 531. D e off., I, V, §§ 2-3 ( = σ. 31). 532. J u s n a t., I, 3, § I ( = I, 39).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

201

τόν Λόγο.533 Για νά μή θίξει τήν αποκλειστική κυριαρχία τής νόησης, ό P u fe n d o rf συγκαταλέγει τή σφαίρα τής ψυχής, δηλ. των ψυχόρμη­ των, στήν κατηγορία των φυσικών φαινομένων καί όχι των ήθικών.534 Μέ κλασική απλότητα κατονομάζει τόν λόγο τής επιμο­ νής του στή διασφάλιση του 'αυτεξουσίου: χωρίς αυτό δέν έχει νόημα νά γίνεται λόγος γιά ήθική.535 Πρέπει νά δεχτούμε μιάν «ορθή νόη­ ση» (intellectum rectum ), γράφει, «αν δέν θέλουμε νά εξαλείψουμε τό ήθικό στοιχείο από τις ανθρώπινες πράξεις».536 ’Αλλά καί ή νομι­ κή επιστήμη μέ τή στενότερη έννοια χρειάζεται οπωσδήποτε τό αυτε­ ξούσιο, αφού χωρίς αυτό δέν υπάρχει καταλογισμός537 ού'τε υπο­ χρέωση: μόνον ή ελεύθερη βούληση είναι σέ θέση νά δεσμευτεί μέ ύποχρεώσεις νομικής υφής.538 Ό διαχωρισμός τού ανθρώπου από τήν τυφλή Φύση, ό οποίος συ­ χνά υποδηλώνεται μέ τόν έμφατικό τονισμό τών διαφορών του άπό τά ζώα,539 κατοχυρώνεται θεωρητικά μέ τήν περίφημη διάκριση τού P u fe n d o rf ανάμεσα σέ όντα ήθικά καί όντα φυσικά (en tia m o ra lia καί e n tia p h y sica). ’Ήδη στό πρώτο του έργο ό P u fe n d o rf τήν ύπαινίσσεται ξεκάθαρα,540 γιά νά τή θέσει αργότερα στό έπίκεντρο τού πρώτου βιβλίου τού βασικού του έργου. Καθαυτή, ή διάκριση τούτη πιστοποιεί ότι μιά άμεση συμφιλίωση τού G rotius μέ τόν H o b b es είναι αδύνατη* ή προσφερόμενη λύση δέν έγκειται, μέ άλλα λόγια, στή συγχώνευση αιτιώδους καί κανονιστικού στοιχείου ή Όντος καί Δέοντος, αλλά στόν προγραμματικό διαχωρισμό τους. Τό σπουδαίο είναι ότι ό P u fe n d o rf άρνείται νά ύποστασιοποιήσει τό κα­ νονιστικό στοιχείο ή νά τό άνακαλύψει μέσα στή «φύση τών πραγμά­ των». Τά en tia m o ra lia δέν είναι ύποστάσεις, άλλά m odi, οι οποίοι

533. J u s n a t., I, 4, § III ( = I, 54). Στήν περικοπή αυτή ό P u fe n d o r f άσκεί πο­ λεμική εναντίον τής άντίληψης τού H o b b e s γιά τή βούληση ώς δέσμια τών ψυχόρ­ μητων. 534. W elzel, D ie N a tu rre c h tsle h re P u fe n d o rfs, 21, 25. 535. J u s n a t., I, 4 & III ( = I, 54): qu od is t a s u b la ta actio n u m h u m an oru m m o r a lit a s fu n d itu s sim u l to lla tu r. 536. J u s n a t., I, 3, § III ( = I, 40). 537. D e off., I, I, § 10 ( = σ. 4). 538. E lem en t., II, A xiom . II, O bs. 2, § 9 ( = σ. 271)· J u s n a t., I, 6, § V III ( = h 94). 539. J u s n a t., I, 3, § 1· II, 1, §§ IV -V II ( = I, 38/9, 143 κ.έ.)· D e Off., I, I, §§ 3-9 ( = σ. 1 κ.έ.). 540. E lem en t., I, D ef. I, §§ 1-3 ( = σ. 1 κ.έ.): διάκριση άνάμεσα στό υλικό καί δομικό-μορφικό («θεμελιακό») στοιχείο μιας a c tio m o ra lis.

202

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

αποδίδονται στα φυσικά δντα έκ μέρους έλλογων προσώπων.541 Γ ι’ αυτόν τόν λόγο παραμένει ενιαία καί ή (ήθική-ελεύθερη) πράξη, μο­ λονότι σ’ αυτή μπορούν νά διακριθούν δύο πλευρές, δηλ. ή απαραίτη­ τη φυσική πλευρά καί ή πνευματική, πού καθοδηγεί τήν πρώτη.542 Ή διάκριση τούτη είναι, λοιπόν, αυστηρά λογική543 — καί πρέπει νά εί­ ναι, αν θέλει νά εκπληρώσει τίς πολεμικές της λειτουργίες. Γιατί ό P u fen d o rf πιστεύει πώς ή καθαρά νοητή υφή τού ήθικού στοιχείου μπορεί νά άνατρέψει μεμιάς δχι μόνο τόν υλισμό, αλλά καί τή σχολα­ στική διδασκαλία γιά τήν p e r se ita s των ήθικών πραγμάτων. Στή μακρά του διαμάχη μέ τούς προτεστάντες οπαδούς τής δψιμης ισπα­ νικής Σχολαστικής ό P u fe n d o rf οίκειοποιήθηκε, ακριβώς γιά τόν παραπάνω σκοπό, τή βουλησιοκρατική αντίληψη γιά τόν Θεό, δια­ χωρίζοντας έτσι, στό σημείο αυτό, τή θέση του από τόν G ro tiu s,544 πού τώρα τόν χρησιμοποιούσαν γιά τούς σκοπούς τους οί σχολαστι­ κοί. Συνάμα, δμως, δέν θέλει καί νά αποδεχτεί όλότελα τή βουλησιοκρατία καί τήν όνοματοκρατία στό επίπεδο των άνθρωπίνων πραγ­ μάτων έναντίον τού H o b b es παρατηρεί δτι τό bonum n a tu ra le δέν έξαρτάται μονάχα από τίς γνώμες των άνθρώπων.545 ’Αφού όμως ούτε καί νά ύποστασιοποιηθεί επιτρέπεται, θεωρείται δεσμευτικό ώς εντολή ή απόφαση τού Θεού.546 Ή θεία βουλησιοκρατία περιορίζει, έτσι, τήν ανθρώπινη. Ό ,τι άρχισε ώς απόρριψη τής σχολαστικής p e r­ se ita s, τελειώνει ώς συμφιλίωση μέ τή λουθηρανή διδασκαλία περί Θεού, άν καί ό P u fe n d o rf δέν μπορεί, βέβαια, νά δεχτεί καί τή λου­ θηρανή διδασκαλία γιά τή βούληση. Ή στάση του γίνεται, έτσι, άμή-

541. J u s n a t., I, 1, § III ( = I, 5): re b u s a u t m o tib u s p h y sic is su p e ra d d iti a b en tib u s in tellig en tib u s (πρβλ. I, 1, § VI = I, 7). 542. J u s n a t., I, 5, § II ( = I, 67/8). 543. Δέν κατανοώ πώς είναι δυνατόν νά ισχυρίζεται ό W olf (Grofie Hechtsdenk e r, 339) δτι ό P u fe n d o rf δέν φτάνει στήν καντιανή έννοια τής ήθικής έλευθερίας, επειδή γ ι’ αυτόν τό πνευματικό στοιχείο δέν μπορεί νά απαλλαγεί από τή σύνδεσή του μέ τό υλικό καί σωματικό. Ό μω ς ούτε ό K a n t ύποστατοποιεί τό νοητό-ήθικό στοιχείο, δπως καί δέν άμφισβητεί δτι ή ήθική ένέργεια πρέπει νά έχει καί μιά καθα­ ρά φυσική πλευρά. Μιά άλλη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στόν P u fe n d o rf καί στόν Kant, είναι, κατά τόν W olf, δτι ό πρώτος θεωρεί άναγκαία προϋπόθεση γιά τήν έκπλήρωση του Δέοντος μιάν αντίστοιχη ευνοϊκή υφή του Όντος. Μέ αυτήν, δμως, τήν έννοια είναι καί γιά τόν K a n t αυτονόητη ή σύνδεση Όντος καί Δέοντος: μονάχα ent ia in tellig en tia μπορούν νά ενεργήσουν ήθικά, καί δχι ζώα ή πράγματα. 'Η ικανό­ τητα αυτή πρέπει νά έχει τίς καταβολές της μέσα στήν ίδια τή δομή τού Λόγου. 544. J u s n a t., II, 3, § IV ( = I, 179/80). Βλ. καί τήν επόμενη παράγραφο. 545. J u s n a t., I, 4, § IV ( = I, 56). 546. J u s n a t., II, 3, § XXI ( = I, 216).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

203

χανη, καί αυτό φανερώνει τις εσώτερες λογικές του δυσκολίες,547 οι όποιες, μέ τή σειρά τους, εξηγούνται, αν άναλογιστούμε τούς συγκε­ κριμένους, διαφορετικούς μεταξύ τους, πολεμικούς του στόχους. Οι λογικές αυτές δυσκολίες οφείλονται, σέ τελευταία ανάλυση, στο δτι ή διάκριση άνάμεσα σέ en tia m o ra lia καί en tia p h y sica, δσο κι αν είναι απρόσβλητη από καθαρά λογική άποψη, ώστόσο αναγκαστι­ κά συναντά σοβαρά προσκόμματα στην πρακτική της εφαρμογή. Καί πρώτα-πρώτα, πώς είναι δυνατόν νά θεμελιωθεί ένα φυσικό δίκαιο μέ βάση μιάν αξιολογικά έλεύθερη έννοια τής Φύσης; ’Άν ό διαχωρι­ σμός Φύσης καί ήθικής ίσχυε δίχως καμιά εξαίρεση, τότε θά ήταν δυ­ νατόν όχι μονάχα νά έξοβελιστεΐ ή έννοια τού φυσικόν δικαίου, αλλά καί νά θεμελιωθεί ένα δίκαιο ενάντιο στή Φύση. Οι θείες προσταγές καί έπεμβάσεις μπορούν, βέβαια, νά έπιστρατευθοϋν γιά νά καλύψουν τό κενό, όταν οι ήθικές κανονιστικές αρχές δέν είναι όντολογικά δε­ δομένες, δηλ. ένύπαρκτες στή Φύση. Ή βουλησιοκρατική θεώρηση τού Θεού ήταν αναπόφευκτη στόν αγώνα εναντίον τής Σχολαστικής, όμως δέν έθιγε τή θέση τού H o b b es — εκτός άν τήν καταπολεμούσε κανείς άπό τήν κοντόθωρη σκοπιά τής παραδοσιακής θρησκευτικότη­ τας. Αύτό, φυσικά, ό P u fe n d o rf δέν τό θέλει, γι'5 αυτό καί είναι υπο­ χρεωμένος νά ορίσει, μέ τρόπο καινούργιο, τήν έννοια τού φυσικόν δικαίου. Σέ συμφωνία μέ τήν προγραμματική του διάκριση άνάμεσα σέ en tia m o ra lia καί en tia p h y sic a δέχεται, εκτός άπό τήν έμπειρική Φύση, καί μία νοητή, ή οποία άποτελεΐ τήν πεμπτουσία καί τήν πηγή των εξίσου νοητών κανονιστικών άρχών τού φυσικού δικαίου. Παράλληλα προσπαθεί νά επεξεργαστεί τήν έννοια τής εμπειρικής Φύσης μέ τρόπο πού αυτή νά μήν εμποδίζει εξαρχής τή διατύπωση κανονιστικών άρχών, μολονότι, άπό τήν άλλη πλευρά, όφείλει νά παραμείνει ξέχωρη άπό τή νοητή Φύση. Αυτή ή προσπάθεια επεξεργα­ σίας καί έξευγενισμού τής εμπειρικής Φύσης άποτελεΐ, ώστόσο., μιάν άθέλητη καί έμμεση, άλλά σαφή ομολογία, ότι τό Νοητό δέν μπορεί νά κατοχυρωθεί έντελώς άνεξάρτητα άπό τίς γενικές άντιλήψεις μας γιά τόν έμπειρικό κόσμο, δηλ. γιά τή Φύση καί τόν "Ανθρωπο, άλλά πρέπει νά βρεί τό ίδιο ερείσματα μέσα στή λίγο-πολύ εμπειρικά διαπιστώσιμη «φύση τών πραγμάτων». ’Ακριβώς σ’ αύτό έγκειται ή κύ­ ρια δυσκολία τής διάκρισης άνάμεσα σέ en tia m o ra lia καί en tia p h y sic a , όσον άφορά στή συγκεκριμένη της έφαρμογή: προϋποθέτει, μέ τή σειρά της, ορισμένες προαποφάσεις — κι αύτό, πάλι, όφείλεται στο δτι καί ή ίδια στηρίζεται πάνω σέ μιά κοσμοθεωρητική άπόφαση. 547. Πρβλ. W elzel, N a tu r re c h tsle h re P u fe n d o rfs, 4 3 , σημ. 40* 52, σημ. 6.

204

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Ή κάπως ακροβατική στρατηγική του Pufendorf, μέ σκοπό τή διασφάλιση τού Νοητού, άπό τή μιά, καί τήν κατάλληλη επεξεργασία τού Εμπειρικού, άπό τήν άλλη, φαίνεται πολύ καλά στίς άνθρωπολογικές του αναλύσεις. Τό πόσο γερά πατά τό έδαφος τού νεότερου ορ­ θολογισμού — παρά τήν έπιστράτευση των θείων βουλών καί έπιταγών στήν πολεμική εναντίον τής Σχολαστικής — τό δείχνει ή επανει­ λημμένη του διαβεβαίωση, πώς μονάχα ή γνώση τής ανθρώπινης φύ­ σης μπορεί νά άνοίξει τόν δρόμο τού φυσικού δικαίου.548 ’Αφού λοι­ πόν προϋποτίθεται τό πρωτείο τής ανθρωπολογίας, τό πρόβλημα εί­ ναι νά διασφαλιστεί τό Νοητό μέσα στήν ανθρώπινη φύση καί νά γ ί­ νει, έτσι, θεμέλιο τού φυσικού δικαίου. "Ως πρός τίς ψυχικές δυνάμεις, πού άπαιτούνται γιά τή στήριξη τού κανονιστικού, νοητού στοιχείου, ό P u fen d o rf τονίζει, δπως ξέρουμε, τό αυτεξούσιο καί τή δύναμη τής νόησης πάνω στήν αισθητή διάσταση τού άνθρώπου· άπό άποψη πε­ ριεχομένου, πάλι, ταυτίζει τή νοητή φύση τού άνθρώπου μέ τήν πεμ­ πτουσία τών ήθικών-κοινωνικών τρόπων συμπεριφοράς, χωρίς όμως καί νά άναγορεύει τό περιεχόμενο ένός ψυχόρμητου σέ κανονιστική άρχή, όπως έκανε ό G rotiu s μέ τήν ορμή τής κοινωνικότητας καί, στούς άντίποδές του, ό H o b b es μέ τήν ορμή τής αυτοσυντήρησης.549 Ωστόσο, ό P u fe n d o rf διόλου δέν δείχνεται αδιάφορος απέναντι στήν ύφή καί στή δραστηριότητα τών ψυχόρμητων, μολονότι, δταν τήν πε­ ριγράφει, φροντίζει νά κάνει (προπαντός στήν άντίληψη τού H obbes) τίς θεωρητικές εκείνες διορθώσεις, οι οποίες έπιτρέπουν στή νοητή άνθρώπινη φύση τήν άνεμπόδιστη ένεργοποίησή της. Στήν προσπάθειά του αυτή ό P u fe n d o rf δέν μπόρεσε νά άποφύγει μερικές παλι­ νωδίες. Πιστεύει δσο καί ό H o bbes στή στοιχειακή δύναμη τής όρμής πρός αυτοσυντήρηση, ή όποια εξουσιάζει εξίσου άνθρωπο καί ζώα,550 καί μερικές φορές μάλιστα περιγράφει τήν ύφή καί τήν επή­ ρεια τής φιλαυτίας μέ τρόπο πού θυμίζει L a R och efou cau ld ή N ietzsch e, μαντεύοντάς την δηλ. πίσω κι άπό τίς φαινομενικά άνιδιοτελέστερες πράξεις.551 Χαρακτηριστικό είναι, ωστόσο, δτι ό Pufendorf, άκριβώς μετά άπό τέτοια χωρία, τονίζει ένάντια στόν H o b b es δτι ή άνθρώπινη κοινωνία δέν δημιουργείται άπό τόν φόβο τού θανάτου, ώς συνακόλουθο τής ορμής πρός αυτοσυντήρηση, άλλά 548. J u s n a t., II, 3, § X IV ( = I, 200)· D e off,, I, III, 8 1 ( = σ. 18). 549. Κατά τή διατύπωση του W elzel, N a tu rre c h tsle h re P u f., 42. Γιά τή σχέ­ ση νόμου (κανονιστικής άρχής) καί (νοητής) άνθρώπινης φύσης στόν P u fe n d o r f βλ. τήν άνάλυση τού D en z er, M o ra lp h il, u n d N a tu rr. b ei P u f., 83 κ.έ. 550. J u s n a t., II, 3, § X IV ( = I, 200). 551. E lem en t., II, A x. II, O bs. 3, § 1 ( = σ. 273/4).

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

205

έξαιτίας ενός ιδιαίτερου γνωρίσματος του ανθρώπινου χαρακτήρα.552 Ό πόλεμος των πάντων εναντίον των πάντων είναι γιά ανθρώπους άδιανόητος,553 άφού αποτελεί την κατ’ εξοχήν ζωική κατάσταση.554 Μ’ αυτόν τόν τρόπο απορρίπτεται ή ερμηνεία τού H o b b es γιά τή γ έ­ νεση καί τή λειτουργία τής κοινωνίας καί τού κράτους. Ό μω ς, ό P u fe n d o rf δεν είναι διατεθειμένος νά θεωρήσει ώς άποφασιστικό λό­ γο τής δημιουργίας κοινωνιών ού'τε τήν im b ecillitas, δηλ. τή βιολο­ γική άδυναμία τού άνθρώπου, πού ό ίδιος τήν περιγράφει εντυπωσια­ κά.555 Σκοπός του είναι νά κρατήσει τήν ιδέα τής κοινωνικότητας ελεύθερη από κάθε έπήρεια φυσικών-αισθητών παραγόντων, νά τή συνδέσει άπευθείας μέ τή νοητή-ήθική φύση τού άνθρώπου κι έτσι νά τή χρησιμοποιήσει ώς κανονιστικό μέγεθος. Ή ιδέα τής άνθρώπινης άξιοπρέπειας στηρίζει, σέ τελευταία άνάλυση, καί τήν ιδέα τής κοινω­ νικότητας καί τής δίνει τό άληθινό της περιεχόμενο.556 ’Αφού δμως ή κλίση τού άνθρώπου πρός τήν κοινωνία θεωρείται δχι μόνον ήθικό μέγεθος, αλλά καί διαπιστώσιμο γεγονός, καί τονίζεται σάν τέτοιο έναντίον τού H o b b es λ.χ., γ ι’ αυτό καί στή θεωρία τού P u fe n d o rf γιά τήν κοινωνικότητα συνυφαίνονται ό αιτιώδης φυσικός νόμος μέ τό ήθικό αίτημα, τό κοινωνιολογικό γεγονός καί ή λογική αρχή.557 Έδώ φαίνεται δτι ή επεξεργασία τού Εμπειρικού, τήν οποία έπιχειρεί ό P u fe n d o rf μέ σκοπό νά διασφαλίσει τό Νοητό, τελικά καταλή­ γει στήν ίδια έκείνη συγχώνευση τού Είναι καί τού Δέοντος, τήν οποία σκόπευε νά καταργήσει ό χωρισμός άνάμεσα σέ entia physic a καί en tia m o ra lia . Ή ανοιχτή καί προγραμματική δυαρχία μετατρέπεται έτσι στή δυαρχία μιας άμήχανης άμφιταλάντευσης. Αυτό φαίνεται στή διαπραγμάτευση συγκεκριμένων θεμάτων. Έ τσ ι, ό P u fe n d o rf γράφει π.χ. δτι ή φυσική ορμή τής κοινωνικότητας ικα­ νοποιείται καί σέ μικρές ομάδες, καί γ ι’ αυτό δεν μπορεί καθαυτή νά εξηγήσει τή γένεση τού κράτους, τό οποίο υπάρχει γιά νά χαλιναγω­ γεί τίς έπικίνδυνες ροπές των άνθρώπων.558 Ωστόσο, ό P u fe n d o rf 552. E le m en t., II, A x. II, O b s. 3, § 5 ( = σ. 277/8)· J u s n a t ,, II, 3, § X V I ( = I, 205 κ.έ.). 553. J u s n a t., I, L, § V III ( = I, 10)· II, 2, § V III (= I, 166/7), έναντίον τού H o b b e s. 554. E le m en t., II, A x. II, O b s. 3, § 6 ( = σ. 279): ip s is s im a b e stia ru m v ita. 555. J u s n a t., II, 1, 8 V III ( = I, 148/9)· E le m ., II, A x. II, O bs. 3, § 2 ( = σ. 2 7 4 /5 )· D e off., I, III, 88 3-7 ( = σ. 19/20). 556. W elzel, N a tu re, u n d m at. G er., 156. 557. W olf, G ro jie R e c h tsd e n k e r, 344. 558. D e o f f , II, V , 88 2 ,5 - 7 ( = σ. 115 κ.έ.)· πρβλ. J u s N a t., V II, 1, 88 III-IV ( = II, 112 κ.έ.).

206

II. ΔΟΜΕΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

παρακάμπτει προσεκτικά τις συνέπειες τής παραπάνω θέσης, χαρα­ κτηρίζοντας τό κράτος ώς ήθικό πρόσωπο (p e rso n a m o ra lis)559 καί επικαλούμενος γιά τον σκοπό αυτόν τή διάκριση ανάμεσα σέ en tia m o ra lia καί en tia p h ysica* ή πολιτική κυριαρχία δημιουργεΐται άπό, καί συνίσταται σέ, συναίνεση (c o n se n su s),560 ωστόσο δέν πρέ­ πει νά είναι καί άδύναμη γ ι’ αυτόν τόν λόγο. Ή δυαρχική τοποθέτη­ ση τού P u fen d o rf φανερώνεται καί στά δσα γράφει σχετικά μέ τόν πολίτη: τούτος πρέπει νά υποτάσσεται τόσο μέ τήν ελεύθερη βούλησή του δσο καί έξαιτίας τής ισχύος τού κυρίαρχου, ό όποιος, μέ τή σειρά του, πρέπει νά συνδυάζει ισχύ καί δικαιοσύνη.561 Καί οί σημειώσεις μας γιά τόν P u fe n d o rf πρέπει νά κλείσουν μέ τή μνεία τής δομικής αντιστοιχίας, πού υπάρχει άνάμεσα στό περιε­ χόμενο καί στη μεθοδολογική-γνωσιοθεωρητική πλευρά τής σκέψης του. Ή προσπάθεια εύ'ρεσης ενός τρίτου δρόμου στό φυσικό δίκαιο συμβαδίζει μέ τήν ταυτόχρονη απόρριψη τόσο των έμφυτων ιδεών δ­ σο καί τής αισθησιοκρατίας,562 ενώ, άπό τήν άλλη πλευρά, ή πολεμι­ κή εναντίον τής σχολαστικής συλλογιστικής συνδυάζεται μέ έναν μετριασμό τής νοησιαρχίας τής μαθηματικής φυσικής επιστήμης. Ό P u fen d o rf θέλει, βέβαια, νά οικοδομήσει τή σκέψη του m ore geom etrico, δμως τά έπιμέρους πρέπει, σύμφωνα μέ τό μεθοδικό του ιδεώδες, νά συναχθούν άπό ΰψιστες άρχές, οί όποιες, μέ τή σειρά τους, νά επιβεβαιώνονται εμπειρικά.563 Αυτονόητο είναι δτι ή εμπει­ ρία δέν συμπίπτει άπλώς μέ τήν «έπίφαση» — καί άκριβώς αυτό, άλ­ λωστε, κάνει δυνατή τή χρησιμοποίησή της μέ κανονιστική έννοια, δηλ. τήν υποταγή της κάτω άπό τή νόηση ενός entis m o ra lis. Γ ι’ αυτό καί ό συνδυασμός των «δύο άρχών», δηλ. «τής λογικής καί τής πειραματικής» (duplicia principia, ratio n alia et experim entalia )564 σημαίνει μιά διαπλοκή ιστορικών εμπειρικών προτάσεων μέ αξιώματα ήθικά.565 Καί οι καθαρά ιστορικές άπασχολήσεις τού P u fen d o rf άποτελούν παράδειγμα γιά τήν τέτοια συνύπαρξη Λόγου καί έμπειρίας στό μεθοδικό του ιδεώδες, μολονότι ούτε ό P u fe n d o rf

559. 560. 561. 562. 563. 564. 565.

J u s n a t., V II, 2, § XIII ( = II, 142). J u s n a t., Ill, 2, § V III ( = I, 323). D e off., I, II, §§ 4-5 ( = σ. 13/4). Τεκμήρια στον W elz el, N a tu rre c h tsle h re P u f., 17. Τεκμήρια στον D en z er, M o ra lp h . u n d N a tu rr. b ei P u f., 288 κ.έ. E lem en t., II, Ax. I, § 1 ( = σ. 244). W olf, G rofie R e c h tsd e n k e r, 321, πρβλ. 324.

3. ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗ Σ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

207

μπόρεσε νά αποδείξει οριστικά τή λογική συμβιβασιμότητα ιστορίας καί φυσικού δικαίου.566

566. K r ie g e r , H istory ' a n d la w in the seven teen th century', t5. 2 0 3 /4 , 2 0 5 /6, 210.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

1. Η Ε Ν Δ Ε ΙΚ Τ ΙΚ Η Σ Η Μ Α Σ ΙΑ Τ Ο Τ Κ Α Ρ Τ Ε Σ ΙΑ Ν ΙΣ Μ Ο Υ Γ ΙΑ Τ Ο Ν Κ Α Θ Ο Ρ ΙΣ Μ Ο Τ Η Σ Θ Ε Σ Η Σ Τ Ο Υ Δ ΙΑ Φ Ω Τ ΙΣ Μ Ο Υ Μ Ε Σ Α Σ Τ Η Ν ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Τ Ω Ν ΙΔ Ε Ω Ν

Ήταν απαραίτητο νά προχωρήσουμε ώς τό δεύτερο μισό τοΰ 17 ου αί., γιά νά μπορέσουμε νά περιγράφουμε με βάση συγκεκριμένα πα­ ραδείγματα δλες τίς λογικές δυνατότητες, που εξαρχής ενυπήρχαν στον νεότερο ορθολογισμό. Μετά τήν προετοιμασία αυτή θά στραφού­ με τώρα στο πρόβλημα τού καθορισμού τής θέσης τού Διαφωτισμού μέσα στήν ιστορία των ιδεών. Ποιά από τίς προηγούμενες τάσεις, σέ ποιά μορφή καί σέ ποιάν έκταση επικράτησε στον Διαφωτισμό; Μο­ νάχα άφού ξεκαθαρίσουμε τό σημείο αυτό, θά έχουμε τό δικαίωμα νά μιλάμε γιά τά είδοποιά του γνωρίσματα — στόν βαθμό, τουλάχιστον, πού ή σχεδόν χαοτική πολυμορφία τής εποχής τού Διαφωτισμού επι­ τρέπει κάτι τέτοιο. Προκαταβολικά καί άδιαφόριστα ακόμη, θά μπο­ ρούσαμε νά δώσουμε τήν εξής άπάντηση στο παραπάνω ερώτημα. ’Από τό τελευταίο τρίτο τού 17ου αί. περίπου αρχίζει ένα πνευματικό κίνημα, τό οποίο πρεσβεύει τήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου δχι πιά κυρίως μέ τήν έννοια τής μαθηματικής φυσικής έπιστήμης, αλλά μέ έννοια (γνωσιοθεωρητικά) άντινοησιαρχική καί (ήθικοφιλοσοφικά) άντιασκητική. ’Έτσι αντιστρέφεται ή προηγούμενη συνολική εικόνα, δπου ώς βεβαιότερη ένδειξη συμπόρευσης μέ τά νέα ρεύματα θεωρούνταν ή θεραπεία τής μαθηματικής σκέψης (ή τουλάχιστον εκείνης, πού επιδίωκε μαθηματική ευκρίνεια),1 ενώ ή σκεπτικιστική θέση, δτι ό άνθρωπος ουσιαστικά άποτελεί καθαρά ζωική Φύση, δέν κυριαρχούσε, μολονότι είχε διατυπωθεί μέ συνέπεια. Ή αντιστροφή αυτή δέν σημαίνει, βέβαια, πώς ό Διαφωτισμός απεμπόλησε τήν πε­ ποίθηση, δτι ό άνθρωπος (πρέπει νά) είναι κύριος πάνω στή Φύση. Αυτό δέν μπορούσε νά γίνει δίχως βασικές παραχωρήσεις προς τή θεολογία, πού μέ τή σειρά τους ήταν άδύνατες σέ μιάν εποχή, δπου ό άγώνας έναντίον τής θεολογίας γινόταν δλο καί έντονότερος. Χάρη 1. Ό R o d , Geom . G e ist u n d N a t u r r ., 8, τονίζει εύστοχα τόν ρόλο πού έπαιξε ή υιοθέτηση της φυσικοεπιστημονικής μεθόδου, δσο έπιδερμική κι άν υπήρξε, στή χ ει­ ραφέτηση τού περιεχομένου διαφόρων τομέων του πνεύματος (καί τής πολιτικής φι­ λοσοφίας) άπό τή Σχολαστική.

212

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

στόν Newton, τά ουσιαστικά γνωρίσματα τού μαθηματικού φυσικοεπιστημονικού προτύπου πέρασαν στή σκέψη τού Διαφωτισμού, συνά­ μα δμως μεθερμηνεύθηκαν, δπως δείχνει ή υποδοχή τού Newton. Ή μεθερμηνεία αυτή έτεινε νά πραγματοποιήσει μιά συγχώνευση τής ιδέας τού ανθρώπου ώς Φύσης μέ τήν ιδέα τού ανθρώπου ώς κυρίαρ­ χου πάνω στή Φύση, έτσι ώστε ή ανεμπόδιστη έκδίπλωση δλων (δχι μόνο των νοητικών) καταβολών τού ανθρώπου θά αποτελούσε τήν πλεονεκτικότερη γ ι’ αυτόν σχέση (καί) προς τήν εξωτερική Φύση. Ό ­ πως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ή έννοια μιας αυστηρής κυριαρχίας πάνω στή Φύση μεταβάλλεται εδώ, κατά μεγάλο μέρος, στό δνειρο μιας συμφιλίωσης ή καί συνένωσης μαζί της. (Ή αντίληψη αυτή είχε εμφανιστεί ήδη στόν 16ο καί 17ο αί., χάρη στήν αναζωπύρωση τής στωικής παράδοσης, στήν έποχή τού Διαφωτισμού παίρνει δμως αυ­ τοτελή καί προγραμματική μορφή). ’Ιδιαίτερα σημαντική είναι ή άλλαγή στήν έννοια τής Φύσης: μέ τόν άνθρωπο, ό όποιος, όντας ό ίδιος Φύση, αισθάνεται ελεύθερος καί κυρίαρχος, συμφιλιώνεται μιά Φύση, ή οποία δέν είναι πιά άψυχη μηχανή, άλλά έν μέρει προστατευτική θεότητα καί έν μέρει προνοητική θεραπαινίδα. Τούτη ή άλλαγή στήν έννοια τής Φύσης θά μάς άπασχολήσει καί πάλι, οπότε καί θά διαπι­ στώσουμε δτι ακριβώς ή προσπάθεια έναρμονισμού δύο ιδεών τόσο διαφορετικών, δσο «ό άνθρωπος είναι Φύση» καί «ό άνθρωπος είναι κυρίαρχος πάνω στή Φύση», γέννησε σοβαρές παλινωδίες, αντιφάσεις καί άμφιλογίες στή σκέψη τού Διαφωτισμού, οι όποιες έκφράστηκαν στή σύγκρουση τού αιτιώδους καί τού κανονιστικού στοιχείου.2 Αυτή ή «σκέψη τού Διαφωτισμού» είναι, βέβαια, ίδεοτυπική αφαί­ ρεση, πού τή χρησιμοποιούμε γιά τις ανάγκες τής στιγμής. Στόν ίδεότυπο τούτο θά μπορούσε νά υπαχθεί μονάχα τό (πολύμορφο καί ευρύ, μέ τή σειρά του) κύριο ρεύμα τού διαφωτιστικού κινήματος. Δ ί­ πλα του, καί συχνά ανάμικτα μ’ αυτό, ύπάρχουν τάσεις, πού θά έπρε­ πε νά θεωρηθούν άμεση συνέχεια ή μετεξέλιξη τών δύο θεμελιωδών θέσεων («ό άνθρωπος είναι Φύση» καί «ό άνθρωπος είναι κυρίαρχος πάνω στή Φύση»), δπως είχαν διατυπωθεί καθαρά ήδη τόν 16ο καί τόν 17ο αί. Ενδεικτικό γιά τή γενική άντινοησιαρχική φυσιογνωμία τής εποχής τού Διαφωτισμού είναι, πάντως, δτι ή πρώτη άπό τίς πα­ ραπάνω θέσεις, παρόλο τόν σκεπτικισμό της καί έξαιτίας τής άντινοησιαρχικής χροιάς της, έκπροσωπείται εντονότερα άπό τή δεύτερη, πού ζητούσε νά κατοχυρώσει μέ νοησιαρχικά μέσα τήν κυριαρχία τού 2. Γιά τήν άλλαγή τής έννοιας τής Φύσης καί τή σύγκρουση αιτιώδους καί κανο­ νιστικής θεώρησης βλ. παρακ. κεφ. IV, ύποκεφ. 3, καί κεφ. VI.

I. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

213

ανθρώπου πάνω στήν εξωτερική καί πάνω στή δική του Φύση. Ή αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου γίνεται τώρα τόσο ακατάσχετη καί έπιτελείται μέσα σέ τέτοια κοσμοθεωρητική μέθη, ώστε άντιμετωπίζει δύσπιστα κάθε νοησιαρχία, άκόμη κι άν αύτή πατά στέρεα στό έδαφος τών Νέων Χρόνων, δηλ. συμμερίζεται τήν πεποίθηση, δτι ό αισθητός κόσμος άποτελεϊ τό μόνο δυνατό καί άξιο άντικείμενο αληθινά έλλογης σκέψης. Αύτό δέν φαίνεται πιά άρκετό. Ό άντιασκητικός τόνος γίνεται όλο καί δυνατότερος, καί μαζί του δυναμώνει καί ή επίθεση εναντίον τών θεσμών εκείνων, πού φαίνονταν νά ασκούν ex officio τήν καταπίεση τής αισθητής διάστασης τού ανθρώ­ που* καί άφού ό ρόλος τής τελευταίας ύπογραμμίζεται δλο καί περισ­ σότερο άπό τήν άνθρωπολογία τής έποχής, γ ι’ αύτό καί ή καταπίεση τού αισθητού άνθρώπου εκ μέρους τής Εκκλησίας γίνεται άντιληπτή ώς κακοποίηση τής άνθρώπινης φύσης γενικά. Τό παγανιστικό αί­ σθημα ζωής διαδίδεται δλο καί πιό πολύ άν δούμε τή γενική εξέλιξη, καί ορθά διαπιστώθηκε, στό σημείο αύτό, ένα σημαντικό κοινό γνώ­ ρισμα άνάμεσα στόν Διαφωτισμό καί στήν ’Αναγέννηση.3 Μέσα στή γενική αύτή προοπτική, ή λειτουργία τού καρτεσιανι­ σμού είναι ενδεικτική, εφόσον ή τροπή τής τύχης του συμπίπτει μέ τήν παραπάνω τροπή τής ιστορικής εξέλιξης τού νεότερου ορθολογι­ σμού. Είναι άδιαμφισβήτητο —καί θά τό δούμε σέ πλείστα παραδείγ­ ματα— δτι ό Διαφωτισμός, στό σύνολό του, χαρακτηρίζεται άπό τήν άπορριπτική στάση άπέναντι σέ θεμελιώδεις καρτεσιανές θέσεις.3α Θά ήταν, βέβαια, κοντόθωρο νά δούμε τή διαδικασία αύτή μέ στενά φι­ λολογικά κριτήρια καί νά συναγάγουμε τον Διαφωτισμό σάν τέτοιοάπό τή δυσμένεια πρός τον D e sc a rte s. Σ τή δυσμένεια αύτή, δμως, εκφράζεται τό ειδοποιό γνώρισμα τού Διαφωτισμού, καί αύτό μάς δί­ νει τό δικαίωμα νά χρησιμοποιήσουμε τή σχέση τού Διαφωτισμού πρός τόν D e sc a rte s ώς όδηγητήριο νήμα, νά τή δούμε δηλ. στήν εν­ δεικτική της σημασία. Πράγματι, θά πρέπει νά είναι εξαιρετικά διδα3. Ή αξιόλογη πλευρά τής γενικά άδύνατης —ποιοτικά τουλάχιστον— εργασίας τού G a y συνίσταται στόν τονισμό αυτού τού σημείου, R ise o f M o d ern P a g a n is m ., ίδ. 257 κ.έ., 269 κ.έ. 3α. Σ έ ενα σημαντικό άρθρο του ό B e y e r άνασκεύασε πειστικά τή θεωρία ορι­ σμένων έπιφανών ιστορικών τής λογοτεχνίας, δπως τού B ru n etiere καί τού L a n son (βλ. προπαντός L 'in flu e n ce de la p h ilo s. c a r t ., 517 κ.έ.), δτι τάχα ό Διαφω­ τισμός βγαίνει άπό τό εχθρικό πρός κάθε αύθεντία καί όρθολογιστικό καρτεσιανό πνεύμα· ό B e y e r θεωρεί ορθά ώς τό ουσιαστικό στοιχείο τού καρτεσιανισμού τή νοη­ σιαρχία, ή οποία παραγκωνίστηκε έξόφθαλμα στόν 18ο αί. {D u C a r te sia n . ά Ια p h ilo s. d e s lu m ie re s, ίδ. 32 κ.έ.).

214

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

κτική ή ερμηνεία του παράδοξου φαινομένου, δτι ό D e sc a rte s, ό συ­ στηματικός φιλοσοφικός αντίπαλος τής Σχολαστικής, έγινε τό άπόπαιδο καί δχι ό προφήτης του ίδιου έκείνου Διαφωτισμού, ό όποιος κατανοούσε καί παρουσίαζε τόν έαυτό του ώς όριστική ύπέρβαση κά­ θε Σχολαστικής. Ή μοναξιά, πού σημάδεψε τή ζωή τού D e sc a rte s, συνεχίστηκε καί μετά τόν θάνατό του. Ό D e sc a rte s δεν άσκησε δηλ. τήν έπίδρασή του ώς ιδρυτής μιας συμπαγούς σχολής (άκόμη καί γνωστοί διανοητές, πού δέχτηκαν απ'’ αύτόν θετικούς έρεθισμούς, απεμπόλησαν σημαντικά μέρη τής διδασκαλίας του), αλλά μάλλον ώς πέτρα σκανδάλου. Όπως συχνά συμβαίνει, κλασικός (δηλ. θετικό καί άρνητικό σημείο αναφοράς) εγινε κάποιος, πού τό έργο του μπο­ ρούσε νά έρμηνευθεΐ μέ άντίθετους τρόπους καί έτσι νά προκαλέσει σφοδρές διαμάχες ή νά συμβάλει στήν αποκρυστάλλωση ή διαμόρ­ φωση φιλοσοφικών κομμάτων, επειδή μέσα του έβρισκε τή ριζοσπα­ στική του έκφραση ένα φλέγον γιά τούς συγχρόνους πρόβλημα. Ό D e sc a rte s άγγιξε τό νευραλγικό σημείο τού νεότερου ορθολογισμού, πού άπειλούσε νά μετατραπεΐ σέ άνοιχτή πληγή τού τελευταίου: εν­ νοώ τό πρόβλημα τής έκτασης καί τού νοήματος τής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου στή σχέση του μέ τό πνεύμα. Ό ίδιος δέν θά γ ι­ νόταν ποτέ πέτρα σκανδάλου, αν τό πρόβλημα αυτό δέν άγγιζε τόν πυρήνα τού νεότερου ορθολογισμού. Κανείς δέν μπορούσε πιά νά προσπεράσει τό απροκάλυπτα τεθειμένο πρόβλημα των σχέσεων άνάμεσα σέ res e x te n sa καί re s c o g ita n s, μετά από τόν αδρό καρτεσιανό τους χωρισμό, χωρίς νά προτείνει κοσμοθεωρητικά θεμελιωμένες λύ­ σεις. Μέ άλλα λόγια: ό D e sc a r te s οδήγησε τήν πρώτη μεγάλη φάση τού μακρού άγώνα έναντίον τής παλιάς κοσμοθεωρίας στήν κορύφω­ ση καί συνάμα στό τέρμα της — τή φάση δηλ. εκείνη, στήν όποια κυ­ ριαρχούσε ή μαθηματική φυσική επιστήμη. Ό μω ς τόν 18ο αί. μπαί­ νει στό προσκήνιο δχι ή μαθηματική-φυσικοεπιστημονική, άλλά ή άντιασκητική αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Αυτό διασπά τόν νεότερο ορθολογισμό σέ δύο στρατόπεδα, καί ή διάσπαση είναι άνεπανόρθωτη, μέ τήν έννοια δτι οι συνέπειές της γίνονται έκδηλες σέ δλα τά επίπεδα τής φιλοσοφικής σκέψης. Ή μαθηματική-φυσικοεπιστημονική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου συνεπαγόταν ένα καινούργιο πρωτείο τής νόησης (δπως τήν άντιλαμβανόταν ό νεότε­ ρος ορθολογισμός), καί τό πρωτείο αυτό μπορούσε νά έρμηνευθεΐ τό­ σο γνωσιοθεωρητικά, δσο καί ήθικοφιλοσοφικά. Γιά τόν ίδιο λόγο, άλλά κατ'* αντίστροφη έννοια, τόν 18ο αί. ή προγραμματική άρνηση

I. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

215

τού ασκητισμού (καί μάλιστα δχι μόνο στίς ακραίες χριστιανικές του μορφές) συμβαδίζει μέ την απόρριψη τής μαθηματικής μεθόδου καί επιπλέον —αφού αποκρούεται ή μαθηματική νοησιαρχία— μέ τόν το­ νισμό τής εξάρτησης τού πνεύματος άπό τόν αισθητό κόσμο στη βιο­ λογική ή κοινωνικοϊστορική του διάσταση. Αυτά ολα συμβαίνουν στη δεύτερη μεγάλη φάση τού αγώνα ενάντια σ’ εκείνο πού θεωρούνταν ((σχολαστικισμός» κτλ. Δέν είναι δυνατόν νά έκθέσουμε εδώ τούς κοινωνικοϊστορικούς λόγους αυτής τής ριζοσπαστικής τροπής. Ωστόσο, είναι πρόδηλο δτι ή καρτεσιανή θεώρηση τού αισθητού κόσμου ήταν ακατάλληλη γιά τούς σκοπούς τού νέου ρεύματος. Ό αδρός χωρι­ σμός άνάμεσα σέ res e x te n sa καί re s co g ita n s έκανε τήν πρώτη ιδεολογικά άχρηστη: δμως ακριβώς ή ιδεολογική της χρηστικότητα ήταν τόν 18ο αί. περιζήτητη. Γιατί τώρα είχε μπει ή ήθική φιλοσοφία (μέ τήν εύρεία έννοια) στό προσκήνιο, καί αφού οι εκπρόσωποι τής άντιασκητικής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου ήθελαν συνάμα νά προβάλουν καί ώς έκπρόσωποι μιας νέας ήθικής (καί μάλιστα ή­ ταν άναγκασμένοι νά τό κάνουν, γιά μήν δώσει ή θέση τους τροφή στήν υποψία τού μηδενισμού), γΓ αυτό χρειάζονταν μιάν εύ'καμπτη αντίληψη γιά τόν αισθητό κόσμο, πού νά έπιτρέπει τή συνύφανσή του μέ τό πνεύμα* τούτη ή συνύφανση πνευματικού καί αισθητού στοι­ χείου θά αποτελούσε, πάλι, τό όντολογικό-άνθρωπολογικό θεμέλιο μιας άντιασκητικής ήθικής. Ό D e sc a rte s έκμηχανίκευσε καί άποπνευμάτωσε τόν αισθητό κόσμο σέ βαθμό πού ή ήθικοφιλοσοφική του αξιοποίηση μονάχα τόν υλισμό ή τόν άνηθικισμό μπορούσε νά έπιβοηθήσει. Ό μως οι εκπρόσωποι τής άντιασκητικής ήθικής δέν ήθε­ λαν νά προχωρήσουν τόσο πολύ, ενώ συνάμα άρνιούνταν νά εντοπί­ σουν τις ήθικές λειτουργίες αποκλειστικά στή νόηση. Ή αντίδραση εναντίον τού D e sc a r te s δέν άργησε. Αυτό δέν κατα­ πλήσσει, αν άναλογιστούμε δτι ό D e sc a rte s έν μέρει οδήγησε στό έσχατό της τέρμα (μέ τήν ιδέα τής συνεπούς μαθηματικής φυσικής) καί έν μέρει δημιούργησε (μέ τή φιλοσοφική θεμελίωση καί διεύρυνση τής παραπάνω ιδέας) τή μία μόνο βασική τάση τού νεότερου ορθολο­ γισμού. ’Αλλά καί ή άλλη, πού έμφανίστηκε μέ ιδιαίτερη ένταση στήν εποχή τού Διαφωτισμού, υπήρχε ήδη πριν άπό τόν D e sc a rte s καί έτσι μπόρεσε νά στραφεί αμέσως εναντίον του — καί μάλιστα, δπως δείχνουν μερικές αντιρρήσεις στίς καρτεσιανές M ed itatio n e s, σέ μορφή ώριμη καί ικανή νά παίξει υποδειγματικό ρόλο σέ μελλοντικές συζητήσεις. Δίνοντας στήν τάση, πού εκπροσωπούσε ό ίδιος, έκφραση αδρή καί φιλοσοφικά γενικευμένη, ό D e sc a rte s εξανάγκασε καί τήν αντίθετη πλευρά νά σκεφθεΐ συστηματικά καί έντονα. Ή τελευταία ή-

216

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

ταν δηλ. πολύ συχνά αναγκασμένη να έμφανίζεται ώς κριτική τού D e sc a rte s, έτσι ώστε ή γένεση τού Διαφωτισμού (μέ την παραπάνω έννοια) και ή γένεση τού άντικαρτεσιανισμού συγχωνεύονται, έν μέρει τουλάχιστον. Δέν είναι, λοιπόν, τυχαίο δτι ό καρτεσιανισμός τή λιγότερη επίδραση τήν άσκησε στήν κοιτίδα τού Διαφωτισμού, δηλ. στήν ’Αγγλία4 — ούτε δτι τό έργο τών πρωτοπόρων τού αγγλικού Διαφωτισμού, άπό τούς πλατωνικούς τού C am b rid ge Ισαμε τόν Locke καί τόν Newton, περιέχει ρητές ανασκευές τής καρτεσιανής φιλοσοφίας. 2. ΟΙ Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Τ Η Ρ ΙΕ Σ Γ Ρ Α Μ Μ Ε Σ Τ Η Σ Κ Α Ρ Τ Ε Σ ΙΑ Ν Η Σ ΣΚΕΨ ΗΣ

Ό D e sc a rte s θεωρείται ιδρυτής τής νεότερης φιλοσοφίας, στόν βαθ­ μό, τουλάχιστον, πού στό έπίκεντρό της βρίσκονται τά προβλήματα τής αύτοσυνειδησίας καί τής μεθόδου. Ή αξιολόγηση αυτή είναι ου­ σιαστικά ορθή, ωστόσο πρέπει νά σχετικοποιηθεί μέ τήν παρατήρηση, δτι ή αρχή τών Νέων Χρόνων δέν σημαδεύεται άπό τή νέα φιλοσο­ φία, άλλά άπό τή μαθηματική φυσική επιστήμη. Ή εκτίμηση τού ρό­ λου τού D e sc a rte s διαφέρει άνάλογα μέ τό αν γράφουμε μιά ιστορία τής φιλοσοφίας ή μιά γενική ιστορία τών ιδεών, πού μέρος της θά ή­ ταν ή πρώτη. ’Άν ό D e sc a rte s δίνει στή φιλοσοφία μιά νέα κατεύ­ θυνση (ή μάλλον δημιουργεί μιά νέα φιλοσοφική κατεύθυνση), δμως άπό τήν άλλη πλευρά δέν κάνει τίποτε άλλο παρά νά οδηγεί, μέ φιλο­ σοφικά μέσα, στό λογικό της τέρμα τή μαθηματική φυσική επιστήμη. Τ ή θέση μας αυτή χρειάζεται, φυσικά, νά τή θεμελιώσουμε, άφού μά­ λιστα επίμαχο είναι άκριβώς τό ζήτημα τών σχέσεων μαθηματικής φυσικής, μεθόδου καί μεταφυσικής στόν D e sc a rte s. Τό ζήτημα αυτό δέν λύνεται, ώστόσο, χωρίς σαφείς έννοιολογικές διακρίσεις. Πρώτα-πρώτα, πρέπει νά διακρίνουμε καθαρά άνάμεσα σέ λογική καί γενετική προτεραιότητα, οριοθετώντας συνάμα τόν χώρο τής κα­ θεμιάς* καί δεύτερο, πρέπει νά διαστείλουμε τά τρία έπίπεδα τών μα­ θηματικών (τής μαθηματικής φυσικής), τής μεθόδου καί τής μεταφυ­ σικής στόν D e sc a r te s, γιατί μόνον έτσι μπορούμε νά βρούμε πού έγ­ κειται ή συνάφειά τους καί ποιά είναι ή σχέση γενετικής καί λογικής προτεραιότητας στό καθένα άπό τά παραπάνω τρία έπίπεδα. Τή διά­ κριση λογικής καί γενετικής προτεραιότητας, στή γενική της μορφή, τήν υπαινίσσεται ό ίδιος ό D e sc a rte s, δταν εξαγγέλλει τήν πρόθεσή 4. S te p h e n , H ist . o f English Thought I, 32.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

217

του νά έκθέσει τή σκέψη του σύμφωνα μέ τήν «τάξη των λόγων» (ordre d es ra iso n s) σέ αντίθεση μέ τήν «τάξη των πραγμάτων» (ordre des m a tie re s).5 ’Από τή λογική σκοπιά τής ολοκληρωμένης του σκέψης ό D e sc a rte s απαιτεί τό πρωτείο τής μεταφυσικής τόσο απέ­ ναντι στά μαθηματικά6 όσο καί άπέναντι στή φυσική,7 ενώ συνάμα συνδέει τή βεβαιότητα τής μεθόδου μέ ορισμένες θεμελιώδεις μετα­ φυσικές θέσεις.8 Όπως δείχνει ή διάρθρωση τών P rin c ip ia , ό όψιμος D e sc a rte s επιδιώκει τή συναγωγή φυσικών καί μαθηματικών άρχών άπό άρχές μεταφυσικές, καί πρέπει νά δεχτούμε ότι ή διαπραγ­ μάτευση τής μαθηματικής φυσικής σέ ένα πλαίσιο μεταφυσικό είχε αναγκαστικά ορισμένες συνέπειες καί γιά τό περιεχόμενό της* Γσως, επομένως, ή όψιμη, μεταφυσικά θεμελιωμένη καρτεσιανή φυσική νά ήταν ώς έναν βαθμό διαφορετική άπό τήν καρτεσιανή φυσική πριν άπό τό 1629. Στήν περίπτωση αυτή, ή λογική προτεραιότητα έπισκιάζει πράγματι τή γενετική — όμως μέ μερικούς σημαντικούς πε­ ριορισμούς. Γιατί δέν ύπάρχει κανένας λόγος γιά νά υποθέσουμε ότι ό D e sc a rte s άλλαξε ριζικά τήν πρώιμη φυσική του κάτω άπό τή λογι­ κή πίεση τής μεταφυσικής του. Είναι, λοιπόν, λάθος νά βγάλουμε άπό τήν προτεραιότητα τής μεταφυσικής στό ολοκληρωμένο καρτε­ σιανό σύστημα τό συμπέρασμα, ότι στόν D e sc a rte s ή μεταφυσική προηγείται άπό τήν (άρτιωμένη) φυσική όχι μόνο λογικά, άλλά καί χρονολογικά, άφού τά γνωστά μας μαθηματικά καί φυσικό επιστημο­ νικά έργα τού D e sc a rte s γράφτηκαν ή εμφανίστηκαν μετά τήν άποκρυστάλλωση τής μεταφυσικής του.9 Ή παραγνώριση τής εποχής, στήν οποία ό D e sc a rte s ήταν «φυσικός δίχως μεταφυσική»,10 αύτοαποκαλούνταν p h y sicu s-m ath em aticu s καί, όπως γράφει ό ί ­ διος, δέν είχε ιδιαίτερα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα,11 δέν είναι μόνο

5. Επιστολή στόν M e rsen n e άπό 2 4 .1 2 .1 6 4 0 ( = A T III, 266/7). 6. P rin cip . P h il., I, 5 καί 13 = A T , V III, 6, 9/10* πρβλ. Sec. R e sp . — A T , V II, 141* Q uint. R e sp . = A T , V II 384. 7. P r in c ., P r e fa c e = A T , IX 2, 14. 8. Βλ. τά χωρία στή σημ. 6. 9. Κατά τόν H am e lin , L e S y ste m e de D ., 29. Όρθά είδε ό L ia rd (D e s c a r t e s , 95) τή σημασία τής χρονολογικής προτεραιότητας τής ενασχόλησης μέ τή μαθηματι­ κή φυσική. 'Ωστόσο είναι τουλάχιστον μονόπλευρη ή θέση του, δτι οί θεμελιώδεις άρ­ χές τής μαθηματικής φυσικής προκύπτουν κατευθείαν άπό τή μέθοδο (1 0 1 /2 ), σάν ή δεύτερη νά είχε γεννηθεί άνεξάρτητα άπό κάθε ένασχόληση μέ τό περιεχόμενο τής πρώτης (βλ. παρ.). 10. Σύμφωνα μέ μιάν έκφραση τού G o uh ier, L e s p r e m ie r e s P e n se e s..., 90. 11. D is c ., Ill = A T , V I, 30.

218

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

βιογραφικά ανεπίτρεπτη,12 άλλα καί παραπλανητική ήδη από τό γε­ γονός, δτι ό D e sc a rte s ακριβώς σ’ αυτή τήν περίοδο καί με βάση τις φυσικομαθηματικές του ασχολίες ανέπτυξε μιά γενικευτική μέθοδο, ή όποια, στήν κατάλληλη στιγμή, έκανε δυνατή τή μετάβαση άπό τήν ώριμη διατύπωση τής μεθόδου στή σύλληψη τής μεταφυσικής. Σύμ­ φωνα, λοιπόν, μέ τήν ερμηνεία μας, ό D e sc a rte s άρχικά, καί μέ βά­ ση τις σκέψεις του πάνω στήν υφή τών μαθηματικών, ύποτύπωσε μιά μέθοδο μέ άξιώσεις γενικής ισχύος — άκριβώς δπως μερικά χρόνια άργότερα οι σκέψεις του πάνω στήν υφή τής μεθόδου έπηρέασαν άποφασιστικά τή δομή τής μεταφυσικής του, μολονότι δέν γέννησαν άμε­ σα τή μεταφυσική καθαυτή. Ή εντατική ενασχόληση μέ τά μαθημα­ τικά ύποβοήθησε άποφασιστικά τή γένεση τής μεθόδου, τό ίδιο δπως καί ή εμβάθυνση στήν προβληματική τής τελευταίας, άπό καθαρά λο­ γική άποψη, διευκόλυνε σημαντικά τή γένεση τής καρτεσιανής μετα­ φυσικής στή μορφή πού τή γνωρίζουμε. Σχετικά μέ τό πρώτο σκέλος, δέν θά έπρεπε νά φανταστούμε τό περίφημο δνειρο τού D e sc a rte s, δηλ. τή γένεση τής μεθόδου, ώς αιφνίδια έμπνευση, άλλά μάλλον ώς σημείο κρυστάλλωσης μιας μακράς διαδικασίας. Μαθηματικές άσχολίες γέμιζαν τή ζωή τού D e sc a rte s στά 1612-1616,13 καί αυτό μακροπρόθεσμα είναι ση­ μαντικότερο άπό τήν (πιθανή) διακοπή τών άσχολιών τούτων στά έπόμενα χρόνια. Στήν άφήγηση τού D isc o u rs, ό D e sc a rte s ομολο­ γεί άπερίφραστα δτι ό στοχασμός πάνω στή λογική, στήν άλγεβρα καί στή γεωμετρία καθώς καί ή επιθυμία νά καλλιεργήσει τά πλεονεκτήματά τους καί νά εξαλείψει τά μειονεκτήματά τους, τόν παρακί­ νησαν στή διατύπωση τής μεθόδου του. Ώς μειονέκτημα θεωρείται ή σύνδεση μέ πεπερασμένα άντικείμενα (σχήματα λ.χ.),14 ένώ τά πλεο­ νεκτήματα έχουν ήδη πρωτύτερα εκτεθεί άναλυτικά στίς R e g u la e . Ό D e sc a rte s εντυπωσιάζεται άπό τήν έγγενή ικανότητα τών μαθη­ ματικών νά βαδίζουν μέ καθαρά άπαγωγικό τρόπο,15 νά μήν έπηρεάζονται άπό τις αισθήσεις καί νά μήν έξαρτώνται άπό «φαντάσμα-

12. Μάλιστα ό G ilson έδειξε δτι ή άφήγηση του D isc o u rs πρέπει νά διορθωθεί σε ουσιαστικά σημεία, γιατί παρουσιάζει τίς σχέσεις τού D e s c a r te s πρός τή συστη­ ματική μελέτη μετά τό 1616 πολύ χαλαρότερες απ’ δ,τι θά πρέπει νά ήταν στήν πραγματικότητα, όπως μπορούμε νά συμπεράνουμε άπό άλλες ενδείξεις (.D is c o u r s, T e x te et C o m m en taire, 150 κ.έ.). 13. B a ille t, Vie, I, 2 9 /30 , 38. 14. D isc ., II = A T , V I, 17, 19/20. 15. R e g ., II = A T, X, 365.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

219

τα» ή σχήματα.16 Μονάχα ή m a th e m atic a v u lg a ris έχει νά κά­ νει μέ τέτοια πράγματα, όμως αυτή άποτελεί τό περίβλημα, μόνο, των αληθινών μαθηματικών, μέ τά οποία συμπίπτει ή m a th e sis u n iv e rsa lis17 καί τά όποια θά έπρεπε νά συμπεριλάβουν όλους τούς κλάδους τής ανθρώπινης γνώσης, κάνοντας αφαίρεση από τήν υλική τους πλευρά, δηλ. τό έκάστοτε συγκεκριμένο τους περιεχόμενο.18 Ή άμεση προέλευση τής m a th e sis u n iv e rsa lis άπό τό μαθηματικό ιδεώδες καταφαίνεται στόν ορισμό τού σκοπού της: οφείλει νά φέρει σέ φώς δ,τι αφορά σέ ordo καί m e n su r a .19 Ή m a th e sis u n iv e rsa lis δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή μέθοδος στή συγκεκριμένη της εφαρμογή. Τό ιδεώδες τής μεθόδου τρέφεται άπό τό δνειρο μιας ολόπλευρης γνώσης καί διατυπώνεται μέ βάση τίς άπαιτήσεις καί τήν πιθανή δομή τής τελευταίας. Σημαντικό γιά τήν ανάλυσή μας είναι δτι ό D e sc a rte s, αμέσως μόλις έφτασε στήν έν­ νοια τής m a th e sis u n iv e rsa lis (τής μεθόδου) διαμέσου τής άποκάθάρσης τών μαθηματικών άπό κάθε αισθητό καί τυχαίο στοιχείο, χρησιμοποίησε τήν ϊδια αυτή μέθοδο, πού είχε γεννηθεί άπό τά (γενι­ κά) μαθηματικά, γιά νά θεμελιώσει τά (έφαρμοσμένα) μαθηματι­ κά.20 Μετά τήν άποκρυστάλλωση τού μεθοδολογικού ιδεώδους, οι διανοητικοί έρεθισμοί, πού οδήγησαν σ’ αυτό, γίνονται πεδία έφαρμογής του* έτσι, ή λογική καί ή γενετική προτεραιότητα άλλάζουν αμοιβαία τίς θέσεις τους, ένώ συνάμα τό γενετικά πρότερο θεωρείται τώρα λογικά ελαττωματικό καί χάνει τήν άρχική του σημασία. Ή διαλεκτική αυτή χαρακτηρίζει καί τή μετάβαση τού D e sc a rte s πρός τή μεταφυσική του. ’Άν θέλουμε νά κατανοήσουμε αυτή τή μετάβαση άπό τή σκοπιά τής μεθόδου καί νά τή συνοψίσουμε σέ μιά φράση, θά λέγαμε δτι ό D e sc a rte s, μέ τήν άδρή του διάκριση ανάμεσα σέ res co g ita n s καί re s e x te n sa , ουσιαστικά προέκτεινε στό όντολογικό πεδίο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τής μαθηματικής γνώσης στήν άνεξαρτησία της άπό τήν έμπειρία τών αισθήσεων καί τόν αισθητό, γενι­ κά, κόσμο. Σκοπός τών μαθηματικών, δταν πορεύονται σύμφωνα μέ τήν καρτεσιανή μέθοδο, είναι ή άποκοπή δλων τών δεσμών πρός μορφές τού αισθητού κόσμου (δεσμών χαρακτηριστικών γιά τά μαθη16. M ed. 17. 18. 361). 19. 20.

Στόν M ersen n e, ’Ιούλιος 1640 = A T, III, 395* D is c ., IV = A T , V I, 29* I, V = A T, V II, 20, 64. R e g ., IV = A T , X , 374. R e g ., X IV = A T, X, 4 52· D isc ., II = A T, V I, 19 (πρβλ. R e g ., I = A T , X, R e g ., IV = A T, X, 378. R e g ., X IV = A T, X, 4 4 2 · D isc ., II = A T , V I, 21.

220

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

ματικά τής αρχαιότητας λ.χ.). Ακριβώς μ’ αυτόν τόν τρόπο κερδί­ ζουν τά μαθηματικά την καθολικότητα καί τήν καθαρά νοητική εκεί­ νη υφή,, πού τούς επιτρέπει νά εφαρμοστούν στις ιδέες τής καθαρής νόησης καί πού προετοιμάζει τό cogito ώς αφετηρία κάθε μεθοδικής φιλοσοφίας.21 Ή συνύφανση τών καθαρών μαθηματικών (δηλ. τής μαθηματικά έμπνευσμένης μεθόδου) καί τής μεταφυσικής φαίνεται σαφέστατα στον πρότυπο χαρακτήρα τής μαθηματικής θεωρίας τών άναλογιών γιά τη δομή τής καρτεσιανής μεταφυσικής·22 γιά μάς, ώστόσο, τό πιό ενδιαφέρον σημείο είναι δτι ή μεταφυσική δυαρχία τού D e sc a rte s γεννιέται στή βάση τού αύστηρά νοησιαρχικού προ­ σανατολισμού τής μαθηματικά έμπνευσμένης καί δομημένης μεθό­ δου. ’Από τούς τρεις γνωστικούς τρόπους (m odi cogn oscen di), λέει ό D e sc a rte s, μονάχα ή νόηση προσφέρει εδραίες άλήθειες,23 μονάχα αυτή μπορεί νά κατευθύνει μέ επιτυχία τά δύο κύρια όργανα τής με­ θόδου, δηλ. τήν ενόραση καί τήν άπαγωγή·24 οφείλει, λοιπόν, νά κρατιέται κατά τό δυνατόν σέ άπόσταση από τή φαντασία, πού άναφέρεται σέ υλικά πράγματα,25 καί από τις αισθήσεις, δσο δέν έχει νά κάνει μέ σώματα.26 Ή βοήθεια τών δύο κατώτερων γνωστικών δυ­ νάμεων είναι, βέβαια, πάντα εύπρόσδεκτη,27 ώστόσο «οι ιδέες, πού άπασχολούν τή φαντασία», διακρίνονται ξεκάθαρα από εκείνες, πού άπασχολούν τή νόηση.28 Ά π ’ αύτό προκύπτει δτι ή αληθινή γνώση τού εξωτερικού κόσμου μπορεί νά πραγματοποιηθεί μονάχα μέ τή διαμεσολάβηση ιδεών,29 καί επίσης δτι, άφού οι ιδέες αυτές είναι καί οι ίδιες co g ita tio n e s, δηλ. συστατικά μέρη ή προϊόντα τής ενεργής νόησης,30 ή παραπάνω γνώση δέν συνεπάγεται απλώς τήν αύτοαναφορικότητα τής νόησης, αλλά στηρίζεται στήν τελευταία.31 ’Ακριβώς έπειδή ή αύτοαναφορικότητα τής νόησης, δηλ. ή όμοουσιότητα γνω21. V uillem in, M ath e m . et M e ta p h . ch ez D ., 1 3 9 /4 0 , πρβλ. 166. 22. V uillem in, op. cit., 119 κ.έ. 23. H ep., V III = A T, X, 3 9 5 /6 , 398. 24. R e g ., Ill = A T, X, 368. 25. D isc ., IV = A T , V I, 37· M e d it., II = A T , V II, 28· Q uint. R e sp . = A T , V II, 387· στόν M ersen n e, ’Ιούλιος 1641 = A T , III, 395. 26. R e g ., XII = A T, X, 4 1 6 /7 . 27. R e g ., XII = A T , X, 4 1 1 . 28. Στήν E lisa b e th , 2 8 .6 .1 6 4 3 = A T , III, 6 92/3. 29. Στόν [G ib ie u f|, 1 9 .1.1 6 4 2 = A T , III, 4 7 4 , 476. 30. M e d it., Ill = A T , V II, 35· S ec. R e sp . = A T , V II, 160· στόν M e rsen n e , Ιούλιος 1641 = A T, III, 39 2 /3 . 31. M e d it., VI = A T , V II, 73· στόν M ersen n e, ’Ιούλιος 1641 = A T, III, 394.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

221

ρίζοντος καί γνωριζόμενου, καθορίζει τόν βαθμό τελειότητας τής γνώσης, ό D e sc a rte s ισχυρίζεται ότι τίποτε δεν μπορεί νά γνωσθεΐ καλύτερα από τή νόηση, αφού μάλιστα όλη ή υπόλοιπη γνώση απ’ αυτήν έξαρτάται.32 Στό τέρμα αυτού τού συλλογιστικού δρόμου, πού άρχισε με την προσπάθεια μιας πλήρους νοητικοποίησης των μαθη­ ματικών με σκοπό τόν πορισμό μιας μεθόδου μέ γενική εφαρμογή, βρίσκουμε την κοφτή θέση: «σκέπτομαι, άρα εχω πνεύμα ξέχωρο άπό τό σώμα».33 Τό άξίωμα αυτό τής δυαρχικής μεταφυσικής διατυπώ­ νεται —κι αύτό είναι χαρακτηριστικό— ήδη στίς R e g u la e , πού ώς γνωστόν είναι άφιερωμένες στό πρόβλημα τής μεθόδου, καί αύτό, φυ­ σικά, κάτι σημαίνει γιά τήν προέλευση τής καρτεσιανής μεταφυσι­ κής.34 Ό ίδιος ό D e sc a rte s συνδέει, άλλωστε, ρητά τήν άρχή τού cogito μέ τή θέση, ότι μόνον ή νόηση εχει τή δυνατότητα αληθινής γνώσης.35 Θά δείξουμε τώρα ότι, παράλληλα μέ τούς μαθηματικούςμεθοδολογικούς στοχασμούς τών R e g u la e καί κατά τήν ίδια περί­ που εποχή, τή διαμόρφωση τής καρτεσιανής μεταφυσικής δυαρχίας τήν έπιβοήθησαν καί προβληματισμοί σχετικοί μέ τή μαθηματική φυ­ σική. Έδώ πρέπει, όμως, νά τονίσουμε καί πάλι τήν άναγκαιότητα σαφών έννοιολογικών διακρίσεων. Ύποστηρίχθηκε ότι, μολονότι ή προέλευση τής καρτεσιανής μεταφυσικής άπό τή μαθηματική φυσική είναι πολύ πιθανή άπό γενετική-ψυχολογική άποψη, ώστόσο ό D e sc a rte s ή θά μπορούσε νά μείνει φυσικός καί νά γίνει ένας δεύτε­ ρος G alilei, ή θά μπορούσε νά ύποτυπώσει μιάν άλλη μεταφυσική.36 Σχετικά μέ τό τελευταίο αύτό σημείο πρέπει νά διατυπωθούν επιφυ­ λάξεις. Ή αντίληψη τού D e sc a rte s γιά τά μαθηματικά καί τό συνα­ φές μεθοδολογικό του ιδεώδες εξανάγκαζαν τή μεταφυσική του νά πάρει a lim ine μιάν ορισμένη κατεύθυνση: ένας μονιστικός ύλισμός, π.χ., θά ήταν στήν περίπτωση τού D e sc a r te s άδιανόητος ή πρόξενος 32. R e g ., V III = A T , X, 395. 33. R e g ., XII = A T , X, 4 22. 34. Άπό γενετική, τουλάχιστον, άποψη είναι, λοιπόν, παρακινδυνευμένο νά θεω­ ρείται ή άρχή του co g ito ώς συνέπεια τής μεταφυσικής δυαρχίας (δπως διατείνεται ό S m ith , S tu d ie s in C art. P h ilo s., 14 κ.έ.) καί όχι ώς συνέπεια τής γνωσιοθεωρητικής καί μεθοδολογικής δυαρχίας, ή οποία, μέ τή σειρά της, προλείανε, κατά ένα μέρος τουλάχιστον (δηλ. παράλληλα μέ φυσικομαθηματικούς προβληματισμούς), τόν δρόμο τής μεταφυσικής). 35. M e d it., II —A T , V II, 29-34· S ec . R e sp . — A T , V II, 132* Q uint. R e sp . = A T, V II, 360* P r in c . P h il., I, 7-8 = A T , V III, 7· στόν M e rsen n e , Ιούλιος 1641 = A T , III, 394. 36. G ilso n , E tu d e s, 175.

222

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

λογικών αντιφάσεων (σάν αυτές πού έν μέρει βρίσκουμε στον H obbes) — καί ας μή μιλήσουμε γιά τή δομική παραλληλότητα ανάμεσα στή θεωρία των μαθηματικών άναλογιών καί στή μεταφυ­ σική του.37 "Αν όμως ή μετάβαση τού D e sc a rte s πρός τή μεταφυσι­ κή έξαρτιόταν άπό ορισμένες προαποφάσεις, πρέπει, άπό τήν άλλη πλευρά, νά άναγνωριστεΐ δτι ή άναγκαιότητα τής μετάβασης αυτής δεν μπορεί νά άποδειχτεί. ’Αλλά καί στο σημείο αυτό χρειάζονται διαφορισμοί καί σχετικοποιήσεις. Γιατί άπό τόν (σέ μεγάλο μέρος ορ­ θό) ισχυρισμό, δτι ή κατ’ εξοχήν συμβολή του D e sc a rte s στήν ιστο­ ρία τών ιδεών συνίσταται δχι στή μηχανιστική φυσική του (πού άλ­ λωστε σέ μεγάλο μέρος διαμορφώθηκε άπό άλλους38), άλλά στή δια­ τύπωση μιας συστηματικής μεταφυσικής, δέν μπορούμε νά βγάλουμε άπευθείας τό συμπέρασμα, δτι ή μετάβαση στήν τελευταία δέν έχει καμιά σχέση μέ τή φυσική, τά μαθηματικά ή μέ εξωτερικές αιτίες.39 Μέ άλλα λόγια: τό γεγονός, δτι ή προσφορά τού D e sc a rte s είναι μο­ ναδική, δέν σημαίνει eo ip so δτι δέν μπορεί καί νά έρμηνευθεί ή γένεσή της. Άπό λογική άποψη, έναν μίτο γιά τήν κατανόηση τής προ­ σφοράς αυτής μάς παρέχουν οί μεταφυσικές προαποφάσεις, οι οποίες ξεπήδησαν αυτόματα άπό τή μαθηματική φυσική καί τή μαθηματική ύφή τής μεθόδου' άλλά καί ή συγκεκριμένη κατάσταση, δπου βρισκό­ ταν ό D e sc a r te s, δταν άξιοποίησε τίς προαποφάσεις αυτές συστημα­ τικά, δηλ. μέ πρόδηλη μεταφυσική πρόθεση, μπορεί νά άνασυγκροτηθεί έν μέρει τουλάχιστον. Γιά τόν σκοπό αυτόν πρέπει νά έξεταστεί ή σχέση τού D e sc a r te s πρός τή Σχολαστική, καί μάλιστα άπό μερικές πλευρές. Καί πρώτα-πρώτα, άπό τήν πλευρά τής κοσμοθεωρητικής άντίθεσης. Ή διαμόρφωση τής καρτεσιανής μεταφυσικής, πού άρχισε άμέσως μετά τή διακοπή τής συγγραφής τών R e g u la e , διακόπηκε μέ τή σειρά της, γιά νά εφαρμοστούν τά πρώτα θεμελιώδη πορίσματά της σέ προβλήματα τής φυσικής.40 Ό D e sc a rte s αισθάνεται τώρα γιά πρώτη φορά ικανός νά πολεμήσει ολόπλευρα τόν ολόπλευρο άντίπαλο. Πιθανότατα ό D e sc a rte s δέν θά χρειαζόταν μεταφυσική, άν ό σχολαστικός άντίπαλος, τού όποιου τή φυσική ό D e sc a rte s γνώριζε καλά καί άπέκρουε άπό πολύ νωρίς, δέν είχε τή δική του μεταφυσική, χρησιμοποιώντας την μάλιστα ώς λογικό θεμέλιο τής φυσικής του. 37. 38. 39. 40.

Βλ. παρ. σημ. 22. L en o b le, M e rse n n e , προπαντός κεφ. X καί XI, 336 κ.έ., 383 κ.έ. Τό ισχυρίζεται ό A lq u ie, D e s c a r t e s , 71. Στόν M e rsen n e , 8 .1 0 .1 6 2 9 = A T , I, 25· πρβλ. G ilson , E tu d e s, 150 κ.έ.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

223

Ή άριστοτελική-σχολαστική ενότητα φυσικής καί μεταφυσικής έπρεπε, ήδη γ ι’ αυτόν τόν λόγο, νά άντικατασταθεί από μιά καινούργια* ή Σχολαστική έγινε, έτσι, αρνητικός οδηγός τής καρτεσιανής σκέψης. ’Από τήν άλλη πλευρά, τό αίτημα τής καθολικής γνώσης πήγαζε από τήν ύφη τής μαθηματικής γνώσης (δπως τήν κατανοούσε ό D e sc a r ­ tes). ’Άν ή βεβαιότητα τών μαθηματικών στηρίζεται στήν άπαγωγική τους μέθοδο,41 τότε βεβαιότερη αφετηρία τής γνώσης πρέπει eo ipso νά θεωρείται ή γενικότερη καί συνάμα άπλούστερη. Τίθεται, λοιπόν, αυτόματα τό έρώτημα, αν διαθέτουμε πράγματι μιά τέτοια αφετηρία παραμένοντας στά πλαίσια τών μαθηματικών (δηλ. τής μαθηματικής φυσικής καί τής μαθηματικά δομημένης μεθόδου) καί άποκλείοντας κάθε θεωρία πέρα απ'5 αυτά, δηλ. κάθε μεταφυσική. Ό D e sc a rte s φτάνει, πάντως, στό συμπέρασμα οτι μονάχα οι μεταφυ­ σικές αρχές είναι άπόλυτα γενικές, μονάχα αυτές έπιτρέπουν τήν εδραία θεμελίωση τής ενόρασης καί τής απαγωγής.42 Ή ίδια ή εσώ­ τερη λογική τής μαθηματικά έμπνευσμένης μεθόδου επιβάλλει, έτσι, τόν υποβιβασμό τών μαθηματικών καί τής συναφούς μεθόδου: από τήν υψηλότερη καί γενικότερη σκοπιά τής μεταφυσικής, τά μαθημα­ τικά φαίνονται νά μειονεκτούν άπό λογική άποψη καί, μ’ αυτόν τόν τρόπο, ή λογική προτεραιότητα επισκιάζει, γιά άλλη μία φορά, τή γε­ νετική. Αύτός είναι, κατά τή γνώμη μου, ό λόγος πού ό D e sc a rte s διέκοψε τή συγγραφή τών R e g u la e άμέσως πριν άπό τήν πρώτη δια­ τύπωση τής μεταφυσικής του, γιά νά μην τή συνεχίσει ποτέ πιά. Ή αλλαγή τών άντιλήψεών του, πού ομολογεί ό ίδιος,43 πιθανότατα άναφέρεται στό πρόβλημα τής γνωσιμότητας έσχάτων μεταφυσικών άρχών ή τής ενιαίας διαπραγμάτευσης φυσικής καί μεταφυσικής.44 Όπως είπαμε, δέν υπάρχουν ενδείξεις γιά νά συμπεράνουμε δτι ό D e sc a rte s άλλαξε ουσιαστικά τό περιεχόμενο τής προγενέστερης φυ­ σικής του. Ίσως νά πίστευε πριν δτι μπορεί νά παραμείνει μαθηματικός-μηχανικιστής φυσικός, γ ι’ αυτό καί τώρα αισθάνεται ανακούφι­ ση, γιατί ή μεταφυσική του τού έπιτρέπει νά άποκρούσει ρητά τόν μ ι­ σητό του αθεϊσμό, ό οποίος ελλόχευε μέσα στόν καθαρό μηχανικισμό. ’Αφού θεωρεί τις έσχατες μεταφυσικές αρχές γνώσιμες (αρκετά, του­ λάχιστον, γιά νά μπορεί νά τίς έπικαλεστεί), έπιθυμεί νά συναγάγει καθετί μερικό άπό τή νέα καί οριστική γενικότητα τών άρχών 41. 42. 43. 44.

R e g ., II = A T , X, 365. Βλ. παρ. σημ. 6. S e x t. R e sp . = A T , V II, 4 4 0 /1 . Αυτό συνάγεται άπό τήν επιστολή στόν V atie r άπό 2 2 .2 .1 6 3 8 , ^47*, I, 561.

224

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

αυτών.45 ’Από τή σκοπιά τής απόλυτης γενικότητας μέμφεται, μάλι­ στα., τον G alilei ότι τού λείπουν «οι άληθινές άρχές τής φυσικής».46 Ό λα αυτά συνδέονται μέ ένα βασικό γνώρισμα τού προσωπικού τρό­ που σκέψης τού D e sc a r te s, ότι δηλ. ένδιαφέρεται περισσότερο γιά κριτήρια παρά γιά γεγονότα47 καί ότι παραμελεί τίς πειραματικές λεπτομέρειες μπροστά στή γενική σύλληψη ή ερμηνεία ενός πράγμα­ τος.48 "Ας εξετάσουμε τώρα τήν ψυχολογική πλευρά τής σχέσης τού D e sc arte s προς τή Σχολαστική. Ό D e sc a rte s θά μπορούσε, φυσι­ κά, νά παραγκωνίσει άγέρωχα τή μεταφυσική, νά καυτηριάσει ώς θεολογικό ψεύδος τή γενικότητα των άρχών της καί νά μήν δώσει τόν αγώνα στήν περιοχή της, αλλά νά άλλάξει μεμιάς ολόκληρο τό έπίπεδο τής συζήτησης. Στήν περίπτωση αυτή ό D e sc a rte s θά μπο­ ρούσε νά γίνει ένας δεύτερος G alilei — Ισως τίποτα λιγότερο, σίγου­ ρα όμως καί τίποτα περισσότερο (από καθαρά φιλοσοφική άποψη). Ωστόσο, ή σχέση τού D e sc a rte s προς τή Σχολαστική είναι πολύ πιό περίπλοκη καί πολύ πιό προσωπική άπό τού G alilei. Όπως παρατη­ ρεί ορθά ό βιογράφος του, ό D e sc a rte s διατήρησε σέ όλη του τή ζωή τήν «εύπείθεια» τού μαθητή μπροστά στούς δασκάλους του.49 Ύψιστη προσωπική του φιλοδοξία έμεινε πάντα νά αντικαταστήσει τή Σχολαστική μέ ένα καινούργιο, εξίσου ολόπλευρο σύστημα, πού ή διαύγεια καί ή συνοχή του θά μπορούσε νά αφοπλίσει ακόμη καί τούς Ιησουίτες δασκάλους του. Ή μεταφυσική του γεννιέται σέ ορισμένη φάση τής έξέλιξής του, όταν είχε αρχίσει νά καταγράφει τά αποτελέ­ σματα των προγενέστερων έρευνών του (εν μέρει καί μέ τήν παρό­ τρυνση γνωστών του, άνάμεσα στούς οποίους βρισκόταν —χαρακτη­ ριστικά— καί ό παπικός διπλωματικός άντιπρόσωπος καρδινάλιος de B e ru lle 50), καί έχει σκοπό της όχι μόνο νά κάνει τή σκέψη του ολό­ πλευρη, κατοχυρώνοντας τά αποτελέσματα αυτά, άλλά καί νά εξο­ βελίσει a limine κάθε υποψία άθεϊσμού καί υλισμού, όφειλόμενη στόν μηχανικισμό τής μαθηματικής φυσικής έπιστήμης. Έτσι, ό D escar45. D isc ., VI = A T , V I, 64/5* P rin c., P ref. = A T , I X 2, 5, 10. 46. Στόν M ersen n e, 2 2 .6 .1 6 3 7 = AT, I, 392* πρβλ. στόν M ersen n e, 14.8.1634 καί 11.10.1638 = A T , I, 305 καί II, 380. 47. Σύμφωνα μέ μιαν ωραία διατύπωση τού G ilson , E tu d e s s u r le R o le , 137, τήν οποία χρησιμοποιεί καί ό S p e ch t, In n o v atio n u n d F o lg e la s t , 98. 48. M ilh au d , D e s c a r te s s a v a n t, 194/5. 49. B a ille t, Vie, I, 302 κ.έ.* II, 2 2 5 /6 , 4 8 9 /9 0 καί p assim - πρβλ. τήν εύ'γλωττη E p isto la στούς Ιησουίτες, ή όποια προτάσσεται στίς M e d ita tio n e s, A T , V II, 1- 6 .

50. Επιστολή στόν V ille b re ssie u , θέρος 1631 = ^47", I, 213.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

225

tes ήταν σέ θέση νά επικαλεστεί όχι μόνο τήν αφοπλιστική καθολικότητα τής θεωρίας του, αλλά καί τήν άψογη θρησκευτικότητα της. ’Αμέσως μετά τήν άποκρυστάλλωση τής μεταφυσικής του, έξαρτά τήν καταγραφή της άπό τήν υποδοχή τής φυσικής του, καί στή συνέ­ χεια τονίζει τήν άναγκαιότητα τού άγώνα εναντίον τού άθεϊσμού.51 Ό άξονας τής καρτεσιανής μεταφυσικής, δηλ. ό πλούσιος σέ συνέ­ πειες χωρισμός άνάμεσα σέ re s co g ita n s καί re s e x te n sa , προσφερόταν θαυμάσια γιά τήν ταυτόχρονη κατάδειξη τής ύπαρξης τού Θεού καί τής άθανασίας τής ψυχής. Μάλιστα ό D e sc a r te s νόμιζε δτι μπο­ ρούσε καί νά υπερφαλαγγίσει τή Σχολαστική στό σημείο αύτό, γιατί κατά τή γνώμη του ό εμπειρισμός της —σέ άντίθεση μέ τίς δικές του έμφυτες ιδέες52— δέν ήταν σέ θέση νά άποδείξει τελειωτικά Θεό καί ψυχή.53 Βέβαια, ό D e sc a rte s είχε τή δυνατότητα τού ελιγμού αυτού άπέναντι στή Σχολαστική, γιατί άκριβώς στήν έποχή τής διαμόρφω­ σης τής μεταφυσικής του είχε προσεγγίσει (παροδικά) τούς χριστια­ νούς άντιπάλους της, δηλ. τούς πλατωνίζοντες Όρατοριανούς,54 πράγμα πού θά πρέπει νά θεωρηθεί σημαντικός εξωτερικός έρεθισμός, δσον άφορά στή σύνδεση φυσικομαθηματικών θέσεων μέ άντιλήψεις μεταφυσικές. Ή αύγουστίνεια προέλευση τού co g ito 55 ήταν γνωστή ατούς συγχρόνους, καί σ^ αυτή διαφαίνεται ώραία τό θρησκευτικόάντιυλιστικό ύπόβαθρο τής καρτεσιανής μεταφυσικής* δέν είναι τυ­ χαίο δτι ό D e sc a rte s μερικές φορές ταυτίζει σημασιολογικά τίς έν­ νοιες «άυλα πράγματα» καί «μεταφυσική».56 Οι Όρατοριανοί δεί­ χνουν στόν D e sc a rte s δτι ό Χριστιανισμός, δηλ. ό Θεός καί ή ήθική, άπό τή μιά, καί ή Σχολαστική, άπό τήν άλλη, δέν ταυτίζονται άναγκαστικά. Συνάμα ό D e sc a rte s θεωρεί τήν άξιοποίηση χριστιανικών, 51. Στόν M ersen n e, 15.4 .1 6 3 0 = A T, I, 144/5. 52. ’Ήδη στις C o g ita tio n e s p r iv a t a e του ’Ιανουάριου 1619 γράφει: «su n t in n obis se m in a sc ie n tia e » A T, X, 217· R e g ., IV καί V III = A T , X, 373, 376 (sem in a), 397* D isc ., \ l = A T , V I, 64 (sem en ces)· M e d it., Ill καί \ = A T. V II, 38 καί 64* P rim . R e sp . = A T , V II 105, 117* P rin c. P h il , I, 49 = A T, V III, 2 3 ‘ στόν M e rsen n e , 16.6.1641 = A T , III, 383* στην E lisa b e th , 21.5 .1 6 4 3 = A T , III, 666/7. 53. D is c ., IV —A T , V I, 37. Σέ αποφάνσεις εναντίον τοΰ άθεϊσμοΰ ό Θεός καί ή ψυχή άναφέρονται παράλληλα, βλ. π.χ. M edit.., E p ist. καί P ra e f. = A T , V II, 1 ,9 . 54. G ilson , L ib e rte ch ez Desc.., 5o κεφ. τοΰ 1ου μέρους καί 4ο-6ο κεφ. τοΰ 2ου. Πρβλ. E s p in a s , D e s c a r te s et la M o ra le , I, 66 κ.έ., 212 κ.έ. 55. B la n c h e t, L e s a n te c e d e n ts h isto riq u e s..., ίδ. 47 κ.έ., 139 κ.έ., 270 κ.έ. Τό co g ito είχε γίνει έν μέρει κοινός τόπος της χριστιανικής άπολογητικής στίς αρχές τοΰ 17ου at., 120 κ.έ. 56. Βλ. π.χ. P rin c ., P ref. — A T , Ι Χ 2, 10.

226

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

μολονότι μή θωμιστικών, ιδεών ώς έπιβοηθητική για την προσπάθεια του νά επηρεάσει τούς Ιησουίτες. Κατά βάση, ωστόσο, ζητά τη μετάστροφή των Ιησουιτών στις θέσεις τών χριστιανών άντιπάλων τους. ’Άν τό αίτημά του ήταν ουτοπικό, πάντως χρησιμέυσε στό νά θέσει πάνω από κάθε υποψία την προσωπική ευσέβεια τού ίδιου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό δτι ή άποφασιστική αυτή άπόκρουση τής υποψίας τού αθεϊσμού άποδείχτηκε ώς ή καλύτερη δικαίωση τής μαθηματικής φυσικής, δχι απλώς μέ ήθική, άλλά μέ καθαρά φυσικοεπιστημονική έννοια. Γιατί ή μεταφυσική δυαρχία τής res co gitan s καί τής res e x te n sa άντιστρατευόταν άπευθείας τή σχολαστική δι­ δασκαλία γιά τις fo rm ae su b sta n tia te s, ή όποια, κατά τον D escar­ tes, στηριζόταν ακριβώς στήν άνάμιξη σώματος καί ψυχής.57 Γιά τή συναφή μ’ αύτό απόρριψη τής τελολογίας καί γιά τήν καρτεσιανή θεωρία τής κίνησης γίνεται άλλού λόγος.58 Γενικά, πάντως, ή ολοσχερής καί μεταφυσικά θεμελιωμένη άποπνευμάτωση τής ύ'λης ένίσχυσε τήν πρώιμη κλίση τού D e sc a rte s προς τή μαθηματική φυ­ σική επιστήμη, καί γΓ αύτό τού ήταν καί έξαιρετικά εύπρόσδεκτη. Ή ταύτιση ύλης καί έκτασης μπορούσε νά προκύψει καί άπό καθαρά φυσικοεπιστημονικούς συλλογισμούς, δπως δείχνει ή διάκριση τού G alilei ανάμεσα σέ πρωτεύουσες καί δευτερεύουσες ιδιότητες. Ό D e sc a rte s τήν οίκειοποιεΐται59 καί, χάρη στήν αφαίρεση άπό χρώ­ μα, οσμή κτλ., κάνει τό άποφασιστικό βήμα πρός τή μετατροπή τής ύ'λης σέ ομοιόμορφο καί ομοιογενές μέγεθος, ολοκληρωτικά βατό γιά τά μαθηματικά καί τή γεωμετρία.60 Έξαιτίας τούτης τής συνάφειας ανάμεσα στό πρωτείο τής μαθηματικής μεθόδου στή φυσική καί στήν ταυτότητα ύ'λης καί έκτασης, δέν είναι παράξενο δτι ή έννοια τής κα­ θαρής έκτασης εμφανίζεται στόν D e sc a rte s μέ τρόπο παραδειγματι­ κό ήδη κατά τήν εποχή δπου προσπαθούσε νά διατυπώσει τή γενικά έφαρμόσιμη (χάρη στήν άφαίρεση άπό τίς δευτερεύουσες ιδιότητες) μαθηματική του μέθοδο.61 Μαθηματικές-φυσικές καί μαθηματικέςμεθοδολογικές άντιλήψεις είχαν, λοιπόν, σέ σημαντικό βαθμό προκα­ θορίσει τήν κατεύθυνση τής καρτεσιανής μεταφυσικής. Γιατί άν τό ύλικό στοιχείο χωρίζεται προγραμματικά άπό τό αυλό μέ κριτήρια 57. Στόν fAbbe de L a u n a y ], 2 2 .7 .1 6 4 1 ; = A T, III, 420. 58. Κεφ. TV, ύποκεφ. 2 καί 3. 59. M ed it., ΤΙ = A T , VTI, 29 κ.έ.· Sec. R e sp . = A T , V II, 132. 60. Στά P rin c. P h il., IV, 188 = A T , V III, 315, ή διάκριση πρωτευουσών καί δευτερευουσών ιδιοτήτων θεωρείται προϋπόθεση τής μαθηματικής φυσικής σάν τέ­ τοιας. 61. R e g ., XTV = A T, X, 4 4 2 κ.έ.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

227

καθαρά μεταφυσικά, πάντως δεν μπορεί νά εξηγηθεί, μέ βάση μετα­ φυσικά, παρά μόνο μέ βάση μαθηματικά-φυσικά καί μαθηματικάμεθοδολογικά κριτήρια τό δτι τό υλικό στοιχείο ταυτίζεται μέ τήν έκταση.62 Ή βασική αυτή θέση έχει πάλι, μέ τή σειρά της, μερικές συνέπειες, πού πρέπει νά τονιστούν ήδη από τώρα, μιά καί σέ κατοπι­ νές συζητήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο. Ή άντίστροφη δψη τής ταύ­ τισης ύλης καί έκτασης είναι ή άντίληψη, δτι κάθε έκταση είναι ύλη, οπότε τό κενό δέν μπορεί νά υπάρχει.63 ’Άλλη συνέπεια είναι ή άπει­ ρη μερισιμότητα των σωμάτων64 καί συνεπώς ή απόρριψη τής ατομι­ κής θεωρίας.65 Ή συσσώρευση καί παράλληλη επίδραση των παραπάνω λογικών καί ψυχολογικών κινήτρων ώθησε, κατά τή γνώμη μου, τον D e sc a r ­ tes στή διατύπωση τής δυαρχικής του μεταφυσικής. Δίχως άμφιβολία, ή τελευταία σήμανε γιά τόν ίδιον μιά μεγάλη άνακούφιση. Τώρα πιά μπορούσε νά πρεσβεύει τή μηχανιστική του φυσική μέ ήσυχη συ­ νείδηση καί νά τήν παρουσιάζει μάλιστα ώς τό καλύτερο δυνατό φυσικοεπιστημονικό έρεισμα αρχών, οι όποιες, τόσο στά δικά του μάτια δσο καί στά μάτια των πλείστων συγχρόνων του —καί προπαντός εκείνων πού είχε κατά νού δταν έγραφε— ήταν άπαραίτητες γιά τή θρησκεία καί τήν ήθική. Αυτή ή ήσυχη συνείδηση έξηγεί πώς ό ίδιος ό D e sc a rte s, πού, άκούγοντας τήν εϊδηση γιά τήν καταδίκη τού G ali­ lei, δέν άποτόλμησε τή συμπλήρωση καί δημοσίευση τού έργου του Le M on d e, 66 από τήν άλλη πλευρά δέν διστάζει δχι μόνο νά κατα­ πολεμά κάθε ανθρωπομορφισμό καί άνθρωποκεντρισμό,67 άλλά καί νά άποκλείει ουσιαστικά τόν Θεό από τίς κοσμικές διαδικασίες. ’Άν ό Θεός είχε έγκαταλείψει τόν κόσμο σέ χαοτική κατάσταση, έχοντας ό­ μως συνάμα ορίσει τούς φυσικούς νόμους, τότε τά υλικά πράγματα θά έφταναν, μέ τόν καιρό καί δίχως εξωτερικές έπιρροές, στή γνωστή σέ μάς κατάστασή τους.68 Ό Θεός, αφού αποδειχτεί καί σωθεί μετα­ φυσικά, γίνεται μέ τή σειρά του άπλό δργανο, δηλ. αναλαμβάνει όρι62. P rin c. P h il., II, 4 = A T , V III, 42. 63. P rin c. P h il., II, 11 = A T , V III, 46. 64. P rin c. P h i l , II, 23 = A T , V III, 52. 65. P rin c. P h il., II, 20 = A T , V III, 51/2 . Μέ ποιόν τρόπο ό D e s c a r te s άποφεύγει τά φυσικοεπιστημονικά μειονεκτήματα τούτης της κατάργησης τού ατομι­ σμού έξηγεί ό L a s s w it z , G esch . d e r A to m ., II, 116. 66. Στόν M e rsen n e , τέλος Νοεμβρίου 1633 — A T, I, 270 κ.έ.* πρβλ. B a ille t, Vie, I, 241 κ.έ. 67. P rin c. P h il., Ill, 3 = A T , V III, 81* στήν E lisa b e th 15.9.1645 —A T , IV, 292. 68. D is c ., V = A T , V I, 45* P rin c. P h il., Ill, 47 = A T , V III, 102/3.

228

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

σμένες λειτουργίες μέσα στη μηχανιστική κοσμοεικόνα — καί έπίσης μέσα στήν καρτεσιανή γνωσιοθεωρία: έγγυάται τή βεβαιότητα τής πρώτης καί διαυγέστερης ενόρασης.69 Καί ή λεγάμενη όντολογική απόδειξη του Θεού σημαίνει στό συγκεκριμένο καρτεσιανό πλαίσιο (ανεξάρτητα δηλ. από τα ιστορικά της προηγούμενα) τήν όντολογική προέκταση τής μαθηματικής νοησιαρχίας* είναι χαρακτηριστικό δτι ό D e sc a rte s άναλύει τή γενική υφή τής μαθηματικής γνώσης άμέσως πριν άπό τήν έκθεση τής όντολογικής απόδειξης τού Θεού καί ώς ει­ σαγωγή στήν τελευταία.70 (Μιλήσαμε ήδη γιά τή συνύφανση εκείνη νόησης καί co g ita tio ή γνωρίζοντος καί γνωριζομένου, μέ βάση τήν όποια άποδίδεται στό πρώτο ή λειτουργία τής συγκρότησης τής πραγματικότητας: έτσι προετοιμάζεται, ήδη στό μαθηματικό-μεθοδολογικό έπίπεδο, ή δομή σκέψης, πάνω στήν οποία στηρίζεται καί ή όντολογική άπόδειξη). Ή υποταγή τού Θεού στό γενικό σχήμα τής ώριμης καρτεσιανής σκέψης καί ό συναφής καθορισμός των καθηκόν­ των του διόλου δέν άπαλύνεται άπό τήν άντίληψη δτι οι άλήθειες δέν υπάρχουν p er se, άλλά θεσπίζονται άπό τόν Θεό.71 Ή αποδοχή ενός βουλησιοκρατικού Θεού ήταν ύποχρέωση κάθε άντιπάλου τής θωμιστικής Σχολαστικής καί πραγματοποιούνταν, πάντα μέ πρόθεση πο­ λεμική, άκόμη καί δταν προέκυπταν λογικές δυσκολίες (αυτό μάς έ­ δειξε, άλλωστε, καί τό παράδειγμα τού Pufendorf). Ή υπεράσπιση τής θείας βουλησιοκρατίας ήταν χρήσιμη καί άπό τήν πλευρά τής πά­ λης εναντίον τής σχολαστικής διδασκαλίας γιά τήν τελολογία, πού, μέ τή σειρά της, ήταν δεμένη μέ τή θεωρία γιά τίς form ae substantia le s. Στή σχολαστική άντίληψη, ή διάκριση άνάμεσα σέ νόηση καί βούληση τού Θεού χρησίμευε ώς έρεισμα τής τελολογικής θεώρησης: ό Θεός πρέπει νά θέλει δ,τι προβλέπουν οι ένύπαρκτες στή νόησή του άλήθειες, άρα οι τελευταίες πρέπει νά περιέχονται στά προϊόντα τής βούλησής του ώς c a u sa e fin ales. Συγχωνεύοντας νόηση καί βούλη­ ση τού Θεού, ό D e sc a rte s άφαιρεί άπό τήν τελολογία τό θείο της έ69. Μ ed it., Ill = A T , VTI, 36/7. Γιά τή χρησιμοποίηση τής ιδέας τού Θεού δια­ μέσου τής υποταγής της στις άνάγκες τής καρτεσιανής φιλοσοφίας βλ. H eim soeth , D e s c a r t e s ' M eth od e, 59, 78, 114, 116 κ.έ., καί C a s sir e r , D e s c a r te s , 38. Πολύ ορθά διαπιστώνει ό R o d , D e s c a r te s , 67 (πρβλ. 119, 123) δτι ή καρτεσιανή άναδρομή στον Θεό αντικατοπτρίζει τό γνωσιοθεωρητικό δεδομένο, δτι έξαιτίας τοΰ αύτοπεριορισμού τής φιλοσοφίας στό ύποκείμενο τής γνώσης δέν μπορεί πιά νά βρεθεί ενα έσχατο κριτήριο άλήθειας. ‘Ώστε ό Θεός γεμίζει τό κενό έκεΐνο, άπό τό όποιο θά μπορούσε νά παρεισφρύσει ό σκεπτικισμός. 70. M e d it., V = A T, V II, 64 κ.έ. 71. Στόν M ersenne, 15.4. καί 6.5.1630 = AT, I, 145, 149/50* στόν [Am auld] 2 7 .9.1648 = A T , V, 223/4* S e x t. R e sp . = A T , V II, 4 3 5 /6 .

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

229

ρεισμα* ό Θεός δημιουργεί τον κόσμο μόνον ώς c a u s a efficien s, εί­ ναι έπίσης δημιουργός των αληθειών κτλ.72 'Ωστόσο, ό D e sc a rte s δεν επιτρέπει στή θεία βουλησιοκρατία νά επηρεάσει τή δομή τού συστήματος του, αφού μάλιστα διαβεβαιώνει δτι ό Θεός συνηθίζει νά μήν αλλάζει τις αλήθειες που δημιούργησε, δηλ. δτι οι άλήθειες είναι, ώς άλήθειες, αναγκαίες, μολονότι ό Θεός δέν τις δημιούργησε κάτω από τήν πίεση κάποιας αναγκαιότητας.73 Ή παραπάνω ανάλυση έπιτρέπει τό συμπέρασμα οτι θά ήταν αφε­ λές νά αποχωρίσουμε τήν καρτεσιανή μέθοδο από τά περιεχόμενα, στά οποία αυτή άναφέρεται, καί νά τή θεωρήσουμε αυτόνομη «ανα­ κάλυψη» μέ αυτονόητες αξιώσεις καθολικής ισχύος. Όπως κάθε μέ­ θοδος, έτσι κι αύτή είναι καί παραμένει προσκολλημένη σέ ορισμένο περιεχόμενο, δηλ. σέ ορισμένες (προ)άποφάσεις άναφερόμενες στό περιεχόμενο τής γνώσης — μολονότι ή ϊδια, στήν προσπάθειά της νά παρουσιαστεί γενικά δεσμευτική, οφείλει νά βεβαιώνει τήν ανεξαρτη­ σία της από τό έκάστοτε αντικείμενό της ή καί άπό χώρο καί χρόνο. Μέ τό πνεύμα αυτό, ό D e sc a rte s θέλησε νά δεί τά έπιμέρους πορί­ σματα τών επιστημών ώς αυτόματη συνέπεια τής ορθής εφαρμογής τής μεθόδου.74 Καί πάλι έχουμε εδώ τήν αντιστροφή έκείνη λογικής καί γενετικής προτεραιότητας, πού τή συναντήσαμε καί σέ άλλα νευ­ ραλγικά σημεία τής καρτεσιανής σκέψης. ’Ήδη τό γεγονός, δτι κά­ ποιος αποφασίζει νά πορευθεί μέ βάση μιά μέθοδο, δέν είναι αυτονόη­ το, αλλά προϋποθέτει, μέ τή σειρά του, ορισμένα πράγματα. Ό D e sc a rte s, ακολουθώντας μιά βασική πεποίθηση τού νεότερου ορθο­ λογισμού, θέτει σέ άνώτερη μοίρα τή certitudo m odi proced en d i άπό τή certitu d o obiecti* λέει σαφέστατα δτι δποιος ζητά τήν αλή­ θεια, δέν πρέπει νά άσχολείται μέ άντικείμενα, τά όποια δέν επιτρέ­ πουν τήν επίτευξη μαθηματικής βεβαιότητας.75 Ό βαθμός τής βε­ βαιότητας καθορίζει, λοιπόν, τήν περιωπή τού άντικειμένου τής γνώ­ σης. Μέ μιά δεύτερη (προ)άπόφαση καθορίζεται ποιό είναι τό αντικεί­ μενο, πού κατέχει τήν υψηλότερη περιωπή. Όπως ξέρουμε, ή πίστη στήν ένύπαρκτη λογική τής Φύσης ήταν ήδη γιά τόν G alilei προϋπό­ θεση τής μαθηματικής φυσικής έπιστήμης. Κατά τόν ίδιο τρόπο σκέ­ πτεται ό D e sc a r te s, δταν θεωρεί ώς τό πρώτο πλεονέκτημα τής μα­ θηματικής φυσικής τήν ικανότητά της νά δείχνει τά πράγματα στήν 72. 73. land] 74. 75.

G ilson , L ib erte chess D e s c a r t e s , 2o καί 3o κεφ. τού Ιου Μέρους. Στον M e rsen n e , 15.4. καί 2 7 .5 .1 6 3 0 = A T, I, 145, 152/3* στόν [M es2.5 .1 6 4 4 = A T , IV , 118/9. R e g ., IV = A T, X, 3 72/3. R e g ., II = A T , X, 366.

230

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

αναγκαιότητα τής συμπεριφοράς τους* μονάχα ή κατανόηση τής αναγκαιότητας —πέρα από τήν απλή περιγραφή— δίνει τελειότητα στή γνώση.76 Ή δυνατότητα μιας έπιστημονικά γόνιμης άπαγωγικής μεθόδευσης στηρίζεται καί αυτή στήν πίστη δτι θά υπάρξουν «άναγκαΐες συνέπειες».77 Ή πρόσκληση σέ μεθοδική σκέψη είναι, λοιπόν, ουσιαστικά μιά παρότρυνση προς άποδοχή ορισμένων κοσμοθεωρητικών θέσεων. Μέ τή βοήθεια τής έπιφατικής άμεροληψίας τής μεθόδου, ή παρότρυνση αυτή έπιθυμεί νά εμφανιστεί αντικειμενική καί άτρωτη. Ή «αίσθηση ισχύος τής ορθολογιστικής σκέψης»,78 τήν οποία τόσο εντυπωσιακά ενσαρκώνει ό D e sc a rte s, έντείνεται σέ βαθμό πού παίρνει τή μορφή απρόσωπης μεθόδου. Ή πολεμική αιχμή αποτελεί εξίσου σημαντικό στοιχείο τής καρτεσιανής αμφιβολίας. Πρώτα-πρώτα πρέπει νά θυμί­ σουμε δτι, στήν έποχή τού D e sc a rte s, είχε καταντήσει κοινός τόπος νά προτάσσεται ή ριζική αμφιβολία σέ κάθε πολεμική έναντίον τής Σχολαστικής.79 ’Ακόμη καί ευσεβείς μεταφυσικοί άπέτιαν τόν φόρο τιμής στό πνεύμα τής εποχής καί ξεκινούσαν από τήν άμφιβολία, μο­ λονότι αυτή δέν τούς άρεσε καθόλου, γιά νά διαχωρίσουν ρητά, αμέ­ σως μετά τήν έξαγγελία της, τή θέση τους άπό κάθε είδους σκεπτικι­ σμό.80 Κάτι παρόμοιο γίνεται καί στόν D e sc a rte s, ό οποίος άπό τή μιά λέει δτι ό ’Αριστοτέλης (είναι σαφές ποιος έννοείται) πρόβαλλε τήν άξίωση τής παντογνωσίας, πού πρέπει νά τής άντιπαρατεθεί ή σωκρατική άμφιβολία,81 ενώ συνάμα τονίζει δτι άμφιβολία διόλου δέν σημαίνει παραμονή στόν σκεπτικισμό.82 ’Άν, δμως, ή αμφιβολία εξαρχής δέν έπιτρέπεται νά ξεπεράσει ορισμένα δρια, τότε είναι πλα­ σματική — μιά δραματική, άλλά συμβατική χειρονομία πάνω στή φι­ λοσοφική σκηνή. Γιατί οί κοσμοθεωρητικές άποφάσεις έχουν ήδη 76. Στόν M ersen n e, 11.3 .1 6 4 0 = A T , III, 39. 77. Rech. de la Ver. = A T , X, 4 9 6 /7 , 503. 78. Σύμφωνα μέ μιαν έκφραση τοϋ D ilth ey, W eltan sch . u n d A n a ly se d e r M en sch en , Ges. Sch r. II, 349. 79. Βλ. παρ. κεφ. II, σημ. 337 καί 338. 80. Τό πόσο διαδεδομένη ήταν αυτή ή μορφή σκεπτικισμού στόν 17ο αί. τό έδειξε ή W iley στό βιβλίο της The S u b tle K n o t, ίδ. 21, 65 κ.έ., 74 κ.έ., 9 6 , 1 25/6, 213 κ.έ. Ωστόσο ή συγγραφέας θέλει νά γενικεύσει αυτή τή μορφή τού σκεπτικισμού, τήν οποία όνομάζει «δημιουργική», άνάγοντάς την σέ ένα «πρότυπο» τάχα δεδομένο καί πάγιο ήδη άπό τήν αρχαιότητα (59). Έ τσ ι συγχέει ετερογενή φαινόμενα καί συνάμα παραβλέπει τούς βαθύτερους λόγους καί τις έσχατες συνέπειες τού νεότερου σκεπτι­ κισμού. Χαρακτηριστικός γιά τήν αφέλεια αυτή είναι ό ισχυρισμός της, δτι στόν 18ο αί. ό σκεπτικισμός ύποχωρεΐ ή και έξαφανίζεται (230/1). 81. P r in c ., P ref. = A T , Ι Χ 2, 5/6. 82. D isc ., Ill = A T , V I, 28/9.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

231

παρθεί καί δεν ύπόκεινται σε αμφιβολία* ή ορθότητα τής μαθηματι­ κής μεθόδου, π.χ., δεν τίθεται ποτέ σε αμφιβολία, τό αντίθετο μάλλον συμβαίνει: ή αμφιβολία παραμερίζεται με τήν εφαρμογή της. Ή πλασματικότητα τής αμφιβολίας δείχνεται ακριβώς εκεί, δπου ή έντασή της φαίνεται νά κορυφώνεται. Ή αμφιβολία δεν είναι μόνιμος συνο­ δός τής σκέψης, δέν έμποδίζει τή συστηματική της συγκρότηση, αλλά αποτελεί μιά πρώιμη φάση της, πού μπορεί καί πρέπει νά ξεπεραστεί οριστικά:83 έτσι έμφανίζονται, πάλι, τά πράγματα άπό τήν άποψη τής λογικής σειράς του ολοκληρωμένου συστήματος, γιατί γενετικάψυχολογικά ή άμφιβολία είναι μάλλον πολυτέλεια, πού ή σκέψη μπο­ ρεί νά τήν έπιτρέψει στον εαυτό της, δταν οί νέες βεβαιότητες, πού θά άκολουθήσουν τήν άμφιβολία, είναι άπό πρίν γνωστές. Ή ριζική άμφιβολία δέν άποσκοπεί, λοιπόν, νά κλονίσει κάθε βε­ βαιότητα, άλλα τίς βεβαιότητες τού άντιπάλου* ή ίδια περιέχει εξαρ­ χής μιά έμμεση ομολογία πίστεως στις νέες βεβαιότητες καί άποτελεί προάγγελό τους. Γ ι’ αυτό καί δέν γεννά τήν εντύπωση άπογοήτευσης καί παραίτησης, άλλά είναι μαχητική καί υπαρξιακά φορτισμένη — ή υπαρξιακή ένταση τής νέας κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης φτάνει μ’ αυτή στόν ΰψιστο βαθμό της. Ή νόηση ένός υποκειμένου, πού άμφιβάλλει μέ τήν παραπάνω έννοια, άγκαλιάζει ολόκληρη τήν εσώτερη ζωή του, καθώς αυτή έχει ταραχθεί σφοδρά έξαιτίας τής κα­ τάρρευσης παλιών εδραίων πεποιθήσεων: «Ε ίμα ι σκεπτόμενο δν, δη­ λαδή άμφιβάλλω, βεβαιώνω, άρνιέμαι, κατανοώ λίγα, άγνοώ πολ­ λά, θέλω, δέν θέλω, φαντάζομαι, αισθάνομαι».84 Όπως ή άμφιβολία, έτσι καί ή νέα βεβαιότητα έχει υπαρξιακή χροιά καί είναι άμεσα δε­ δομένη, έτσι ώστε τό άντικείμενο τής γνώσης φαίνεται νά χάνεται όλότελα μέσα στό υποκείμενό της, χρησιμεύοντας ώς άντικειμενική έπίρρωση τής θεμελιώδους στάσης τού τελευταίου. Ή ενόραση παρέ­ χει μιά άπόλυτα σίγουρη «έννοια» (conceptum ), πού «γεννιέται άπό μόνο τό φώς τού Λόγου».85 Ό ενορατικός Λόγος άνακαλύπτει τά άπλούστερα στοιχεία ή τίς άρχές, άπ’ δπου άφορμάται ή άπαγωγή.86 83. Ό R o d , D e s c a r t e s , 54, παρατηρεί εύστοχα δτι ή αμφιβολία στόν D e s c a r te s δέν είναι αυτοσκοπός, παρά μέσο γιά νά έντοπιστεί ή βεβαιότητα* αμφιβολία σημαί­ νει αναζήτηση της βεβαιότητας καί της άσφάλειας. Αυτή τήν αναζήτηση τής σιγου­ ριάς ό R o d τή συνδέει μέ ορισμένα γνωρίσματα τού χαρακτήρα τού D e sc a rte s. 84. M e d it., Ill = A T , V II, 34 (πρβλ. A T, I X ,, 27). 85. R e g ·, HI = A T, X, 368* πρβλ. μιάν έπιστολή στόν [M arquis o f N ew cas­ tle?] άπό Μάρτιο ή ’Απρίλιο 1648 = ^47", V, 137/8. Μολονότι ό δψιμος D e s c a r te s άντικαθιστά τόν δρο intu ition μέ τόν δρο in sp e ctio n , ωστόσο ή θέση του δέν μετα­ βάλλεται, βλ. K em p Sm ith , N ew S tu d ie s in the P h il. o f D e s c ., 228. 86. R e g ,, III, V I, XII = A T , X, 3 6 9 /7 0 , 3 8 2 /3 , 4 2 7 /8 .

232

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

Ό D e sc a rte s άντιπαραθέτει, τώρα, τήν ενόραση καί τό απλό ή σα­ φές στοιχείο, πού αυτή συλλαμβάνει, στή σχολαστική συλλογιστι­ κή,87 καί ή ζέση τής πολεμικής τόν ωθεί στόν κάπως βιαστικό ισχυρι­ σμό ότι ή δική του άπαγωγή δέν εχει καμιά σχέση μέ τή συλλογιστι­ κή:88 καί όμως, άφού δέν θέλει νά έμπιστευθεί τίς αισθήσεις, δέν μπο­ ρεί καί ό ίδιος παρά μόνον αξιώματα καί ορισμούς νά αντλήσει από τά άπλά εκείνα στοιχεία, πού αποτελούν τά άντικείμενα τής ένόρασης.89 Ή υπαρξιακή έξαρση ή ή κοσμοθεωρητική-ένορατική βεβαιό­ τητα συνεπάγεται, έτσι, τήν παραμέληση καθαρά λογικών ζητημά­ των γιά χάρη τής πολεμικής συνέπειας* αύτό θεωρητικά αντικατοπ­ τρίζεται στήν καρτεσιανή συγχώνευση βούλησης καί νόησης μέσα στή γνωστική διαδικασία.90 Θά ήταν σφάλμα νά συμπεράνουμε άπη όλα αυτά ότι ό D e sc a rte s δέν είναι όρθολογιστής. Σύμφωνα μέ τή δική μας, τουλάχιστον, αντίληψη γιά τόν ορθολογισμό, ή λειτουργία τής ενόρασης στή μεθοδολογία τού D e sc a rte s δέν αποτελεί έπιχείρημα εναντίον τού ορθολογισμού του, άφού χρησιμεύει ακριβώς γιά νά έπιρρώσει τήν ορθολογιστική του θεμελιώδη στάση στήν υπαρξιακή της αμεσότητα. Όποιος άμφισβητεί τόν όρθολογισμό τού D e sc arte s απλώς παραβλέπει τό συγκεκριμένο κοσμοθεωρητικό περιεχόμενο τού έκάστοτε ορθολογισμού, θέλοντας νά χρησιμοποιήσει ώς (τυπι­ κό) κριτήριο τήν έννοια τού δήθεν ενός κα ί μόνον ορθολογισμού.91 Όπως είδαμε, ό D e sc a r te s μπόρεσε νά ώθήσει σέ άκραίο σημείο τόν κοσμολογικό μηχανικισμό του, έπειδή είχε τή δυνατότητα νά τόν συνδυάσει έπιχειρηματολογικά μέ τήν άπόκρουση τής υποψίας τού 87. Π.χ. P rin c . P h il , I, 10 = A T , V III, 8. 88. R e g ., V II, X = A T , X, 3 8 9 , 4 0 5 /6 . 89. K em p Sm ith , S tu d ie s, 39. 90. M e d it., IV = A T , V II, 56, 57. Σχετικά M ah n k e, D e r A u fb a u d e sp h ilo s. W issen s, 82 κ.έ. 91. Γιά τόν έμπειριστή (καί μέ τήν άντίστοιχη έννοια όρθολογιστή) K em p Sm ith ή πίστη τοΰ D e s c a r te s στήν ενόραση άποτελεϊ «πλατωνικό μυστικισμό καί όχι υγιή ορθολογισμό» (S tu d ie s, 43). Κάτι παρόμοιο κάνει ό L a p o rte : ορίζει a lim ine τόν «αληθινό» όρθολογισμό (L e R a tio n a lism e de D ., XIX), γιά νά βγάλει κατόπιν τό πόρισμα, ότι ό D e s c a r te s δέν υπήρξε όρθολογιστής. Ό L a p o rte κάνει ένα διπλό λάθος: παραβλέπει τήν υπαρξιακή διάσταση του νεότερου όρθολογισμοϋ καί γΓ αύτό θεωρεί τή χρήση τής ενόρασης ώς άποκοπή άπό τόν όρθολογισμό γενικά (21 κ.έ.) αντί νά τή δει ώς έπίρρωση τού περιεχομένου τοΰ καρτεσιανού ορθολογισμού* καί δεύτερο, παίρνει στήν όνομαστική του άξια τόν πολεμικό άγνωστικισμό τού D e s c a r ­ tes, τόν όποιον, άλλωστε, έπιστράτευσαν πολλοί έκπρόσωποι τού νεότερου όρθολογισμού. Ό G u ero u lt (D e s c a r t e s , 294 κ.έ.) υπερασπίζει, βέβαια, τόν όρθολογισμό τού D e s c a r te s , χρησιμοποιεί όμως τόν όχι ιδιαίτερα γόνιμο διαχωρισμό άνάμεσα σέ Λόγο καί «αίσθημα», Ιδιοποιούμενος, έτσι, έμμεσα τά κριτήρια τού L a p o rte .

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

233

αθεϊσμού. Παρόμοια κίνητρα επηρέασαν ιδιαίτερα έντονα τή διαμόρ­ φωση τής ανθρωπολογίας καί τής ηθικής φιλοσοφίας του. Όπως ό κόσμος θά μπορούσε νά είχε φτάσει στήν τωρινή του κατάσταση χω ­ ρίς άμεση συνεργία τού Θεού, έτσι μπορεί καί τό σώμα νά λειτουργή­ σει έντελώς μηχανικά, χωρίς δηλ. τή βοήθεια τής ψυχής.92 Συνέπεια είναι άκριβώς ή πλήρης αυτονομία τού πνεύματος: ή νόηση μπορεί νά λειτουργήσει καί δίχως εγκέφαλο,93 ενώ τό αίσθημα τής προσωπικής ταυτότητας είναι ανεξάρτητο άπό τό σώμα.94 Ώς ήθική απόφανση, ό αδρός χωρισμός τής re s c o g ita n s άπό τή re s e x te n sa στρεφόταν εναντίον τού τοτινού ρεύματος τού έλευθεριασμού (libertinism e)* άπ’ αυτό ό D e sc a rte s προσδοκούσε μιάν αύ'ξηση τής ελκτικής δύνα­ μης τής φιλοσοφίας του στά μάτια τών σχολαστικών καί τής χριστια­ νικής, γενικά, παράταξης. Παρόμοιον ήθικοφιλοσοφικό στόχο είχε καί ή —συναφής μέ τή μεταφυσική δυαρχία— προγραμματική διάκρι­ ση ανάμεσα σέ άνθρωπο καί ζώα, αφού οι οπαδοί τού έλευθεριασμού, ακολουθώντας τόν M o n taign e, τόνιζαν τίς όμοιότητές τους* εναν­ τίον τους μπορούσαν, λοιπόν, νά συμμαχήσουν ό καρτεσιανός μηχανικισμός καί ή χριστιανική πνευματοκρατία,95 γ ι’* αυτό καί ό D e sc a rte s συνδέει άμεσα τήν αυστηρή του διάκριση ανάμεσα σέ άν­ θρωπο καί ζώα μέ τή διδασκαλία γιά τήν αθανασία τής ψυχής.96 Ό ­ πως είναι εύλογο, ή σαφής θεωρητική διάκριση σώματος καί ψυχής μεταβάλλεται, τώρα, στό ήθικό αίτημα τής απόλυτης υποταγής τού πρώτου στή δεύτερη, ενώ γίνεται αξιωματικά δεκτή καί ή έλευθερία τής βούλησης.97 ’Ακόμη καί οι άσθενέστερες ψυχές θά μπορούσαν, μέ τήν κατάλληλη προσπάθεια, νά κυριαρχήσουν στά πάθη τους.98 Ό νοησιαρχικός χαρακτήρας τής καρτεσιανής ήθικής φαίνεται σέ άποφάνσεις δπως δτι ή ήθική «εδράζεται σέ πάγιες καί προσδιορισμένες κρίσεις, πού άφορούν στή γνώση τού καλού καί τού κακού», ή δτι ή δύναμη τής ψυχής δέν άρκεΐ γιά τήν ύποταγή τών παθών, δταν λείπει ή γνώση τής ήθικής άλήθειας." Ή άντίληψη αυτή στηρίζεται στίς άρχές τής καρτεσιανής ψυχολογίας. Σέ ένα κεφάλαιο στρεφόμενο έναντίον τού ’Αριστοτέλη, ό D e sc a rte s άπορρίπτει τόν χωρισμό τής 92. Μ e d it., VI = A T , V II, 87/8- C o rp s h u m ., I, P ref. = A T , XI, 225. 93. Q uint. R e sp . = A T , V II, 358. 94. M e d i t VI = A T , V II, 78· S ec . R e sp . = A T, V II, 133. 95. Πρβλ. E s p in a s , D esc. et. la M o r a le , I, 110 κ.έ. 96. D is c ., V = A T , V I, 59. 97. M e d it., IV = A T , V II, 5 7 /8 · P a s s ., X U = A T , XI, 359. 98. P a s s ., L , X L V III, X L V = A T , XI, 3 6 2 /3 , 3 6 6 /7 , 368 κ.έ.· στήν E lisa b e th 4.8. και 1.9.1645 = A T , IV , 2 6 5 , 284. 99. P a s s ., X L V III, X L IX = A T , XI, 367.

234

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

ψυχής σέ ανώτερα καί κατώτερα στρώματα καί ισχυρίζεται την ενό­ τητά της, ανάγοντας σέ άποκλειστικά σωματικούς παράγοντες 6,τι άντιστέκεται στόν Λόγο.100 Έτσι, τό αισθητικό μόριο τής ψυχής πα­ ραμερίζεται, τά πάθη άποδίδονται στην επήρεια των αισθητών, καί ώς κύρια χρησιμότητά τους θεωρείται τό δτι ξυπνούν τήν έπιθυμία τής ψυχής γιά πράγματα πού γενικά ώφελοΰν τόν άνθρωπο.101 'Ώστε ό D e sc a rte s πρεσβεύει την ενότητα τής ψυχής, μόνο καί μόνο γιατί βαθαίνει τό χάσμα της πρός τό σώμα. Γ ι’ αυτό καί οι νύξεις του σχε­ τικά με τήν πολλαπλή συνεργασία σώματος καί ψυχής102 ώς επί τό πλείστον άγνοήθηκαν στόν 18ο αί., μιά καί στό προσκήνιο βρισκόταν ό θεμελιώδης χωρισμός τους. Θά ήταν πρόωρο τό συμπέρασμα δτι ή ήθική φιλοσοφία τού D e sc a rte s δεν διαφέρει από τή χριστιανική. Στόν αγώνα του έναντίον τής υποψίας τού μηδενισμού καί, έπίσης, έξαιτίας τών προσωπι­ κών του πεποιθήσεων ό D e sc a rte s προσεγγίζει, βέβαια, τίς χριστια­ νικές θέσεις, δμως αυτό δέν σημαίνει, δτι έγκαταλείπει τό έδαφος τών Νέων Χρόνων. Όπως ή στροφή του πρός τή μεταφυσική δέν είχε θέσει σέ αμφισβήτηση τήν προτεραιότητα τής certitudo m odi procedendi, έτσι καί ή υπεράσπιση τού Χριστιανισμού έκ μέρους του διόλου δέν πήρε μορφή εύλαβικής απολογίας έπιμέρους δογμάτων (άλλωστε καί ή σχέση του με τούς Όρατοριανούς βαθμιαία ψυχράθη­ κε), αλλά εμφανίστηκε ώς φιλοσοφική θεμελίωση γενικών αρχών (Θεός, άθάνατη ψυχή), οί όποιες ίσως θά μπορούσαν νά στηρίξουν, μέ τή σειρά τους, μιά γενικά αποδεκτή —καί στήν εποχή τών θρησκευτι­ κών πολέμων τόσο επιθυμητή— φυσική θρησκεία.103 Κατά τόν Γδιο τρόπο καί στόν χώρο τής ήθικής ό άγώνας εναντίον τού έλευθεριασμού δέν σημαίνει επιστροφή στή χριστιανική ήθική. Ή αισθητή διά­ σταση τού ανθρώπου κάθε άλλο παρά ώς επικράτεια τού διαβόλου άντιμετωπίζεται άπό τόν D e scarte s* γιά τά πάθη λέει, μάλιστα, δτι «δλα είναι άπό τή φύση τους καλά».104 Ενάντια στούς κοσμοαρνητές στωικούς, πού τούς βρίσκει «άνοικτίρμονες»,105 τονίζει τήν αναγ­ καιότητα συμβιβασμού τής στωικής αυτοκυριαρχίας μέ τήν έπικούρεια έπιθυμία τής εύτυχίας.106 «Ν'* αγαπάς τή ζωή δίχως νά φοβάσαι 100. 101. 102. 103. 104. 105. 106.

P a s s XLVTI = A T ', XI, 364/5. P a s s ., L I, L II = A T, 371/2. M e d it., VI = A T, V II, 81* P a s s ., X X X -X X X II = ,47; X I, 3 51/2. E s p in a s , D esc. et la M o ra le , I, 238, 2 4 3 /4 , 247. P a s s ., C C X I = A T, XI, 485. Στήν E lisa b e th , 18.5.1645 = A T , IV , 201 /2 . Στήν E lisa b e th , 18.8.1645 = A T , IV, 275 κ.έ.

2. Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΣΚΕΨΗ

235

τόν θάνατο», λέει ένα αξίωμα τής ήθικής του,107 πού γεννά καί την εντύπωση δτι ή πίστη στήν αθανασία χρησιμεύει έδώ μοναχά γιά νά απελευθερώνει τήν άνθρώπινη ζωή από τόν φόβο τού θανάτου καί νά την κάνει, έτσι, απολαυστικότερη,108 Με τήν τελειοποίηση τής ιατρι­ κής ό D e sc a rte s θέλει νά καταπολεμήσει τήν αρρώστια καί τά γερα­ τειά.109 Ή κυριαρχία τού άνθρώπου πάνω στή Φύση, δπως τήν ονει­ ρεύεται, σκοπεύει νά υπηρετήσει πρώτα-πρώτα τόν αισθητό άνθρωπο. Αυτή ή πλευρά τής σκέψης του ανήκει αποκλειστικά ατούς Νέους Χρόνους, καί οι λεπτεπίλεπτες ερμηνείες μερικών σύγχρονων ερευνη­ τών δέν μπορούν νά συγκαλύψουν τό γεγονός αυτό. Ωστόσο, καί αυ­ τές οί θέσεις τού D e sc a rte s, δπως καί οι νύξεις του γιά τά σημεία επαφής σώματος καί ψυχής, δέν στάθηκε δυνατόν νά εξευμενίσουν τούς πολλούς κριτικούς στον 18ο αί. Ή προγραμματική του δυαρχία ήταν απαράδεκτη, καί αυτό μετρούσε. 3. Ο ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ. ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΤΟΥ CA M BRID G E.

Στήν πρώιμη διαμάχη γύρω από τόν καρτεσιανισμό θίγονται σημαν­ τικά θέματα, πού, δπως θά δούμε,110 καί αργότερα βρίσκονται στό έπίκεντρο. Γενικά, ή διαμάχη αυτή στρεφόταν αναγκαστικά κυρίως γύρω από τό πρόβλημα τής υφής καί τής όντολογικής άξίας τής res c o g ita n s καί τής re s e x te n sa σέ διαφορετικά επίπεδα (ανθρωπολο­ γία, κοσμολογία κτλ.)· δλες οι παρατάξεις συνδέανε συνειδητά καί στενά τήν τύχη τού πνεύματος μέ τήν τύχη τών ήθικών-κανονιστικών άρχών. Ό σημερινός άναγνώστης, όντας συνηθισμένος στήν κοσμο­ θεωρητική άχρωμία καί άτονία, πού συχνά κρύβεται πίσω άπό τίς ζυ­ γισμένες καί «προσεκτικές» διατυπώσεις στά κείμενα τών έπαγγελματιών φιλοσόφων, εντυπωσιάζεται άπό τήν παρρησία καί τήν άμεσότητα, μέ τήν οποία οί άντίμαχοι τόν 17ο αί. παίρνουν θέση άπέναντι στά θεμελιώδη προβλήματα, συνδέοντας ρητά τίς γνωσιοθεωρητικές ή μεταφυσικές τους άντιλήψεις μέ τό ήθικοφιλοσοφικό ζήτημα, καί διαμορφώνοντας, μάλιστα, συχνά τίς πρώτες μέ όμολογημένο κριτήριο τό τελευταίο αυτό. "Ωστόσο, ή έλλειψη οργανωμένης 107. 108. 109. 110.

Στον M ersen n e, 9 .1 .1 6 3 9 = A T , II, 480. Πρβλ. τίς παρατηρήσεις τής G. R o d is-L e w is, M o ra le de D e s c a r t e s , 45. D isc,, VI = A T , V I, 62/3. Βλ. παρακ. κεφ. IV , ύποκεφ. 2 καί 3β.

236

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

επαγγελματικής φιλοσοφικής ζωής με τις περίπλοκες καί έσωτερικευμένες συμβάσεις της καί, συνακόλουθα, ή μή ακαδημαϊκή φυσιο­ γνωμία τής διαμάχης δεν ήταν οι μόνες αιτίες, γιά τίς όποιες τό πρό­ βλημα των κανονιστικών άρχών επαιξε ρόλο τόσο σημαντικό στην υποδοχή καί στη γενική αποτίμηση τού καρτεσιανισμού. Ό άθεϊσμός καί ή υποψία τού μηδενισμού άρχισαν νά εξαπλώνονται ακριβώς δσο ζούσε ό D e sc a r te s, τόσο έξαιτίας τού συστηματικού παραγκωνισμού τής παλιάς κοσμοεικόνας από τή νέα φυσική επιστήμη111 δσο καί έξαιτίας τής συστηματικής διαμόρφωσης τού σύγχρονου σκεπτικι­ σμού στή συνέχεια τών M ach iav elli καί M on taign e. Στο άμεσο περιβάλλον τού D e sc a rte s ή υποψία τού μηδενισμού ύποθαλπόταν ιδιαίτερα έντονα από τό κίνημα τού λεγομένου έλευθεριασμού. Πνευ­ ματικές πηγές τού τελευταίου ήταν, πέρα από τον σκεπτικισμό τού M on taign e, διάφορες παραλλαγές τής ιταλικής φυσικής φιλοσοφίας, πού τροφοδοτούσαν τίς πανθεϊστικές τάσεις τού Theophile de V iau καί τού C y ran o de B e r g e r a c .112 Ή εντύπωση, πώς τό κακό τού έλευθεριασμού έρχόταν άπό την ’Ιταλία, ήταν διαδεδομένη καί ένισχύθηκε άπό τή μακρά παραμονή γνωστών εκπροσώπων του στή χώρα αυτή.113 Καί ή άποκατάσταση τού Επικούρου, πού είχε αρχί­ σει ήδη στήν ’Αναγέννηση, εκανε προόδους, πού κι αυτές βοηθούσαν έπίσης τόν έλευθεριασμό.114 Ή έτερογένεια τών πηγών τού τελευ­ ταίου καί τό γεγονός, δτι περισσότερο άποτελούσε κατεύθυνση σκέ­ ψης παρά οργανωμένο κίνημα, δέν έμπόδισαν την επίδραση καί τή διάδοσή του. ’Ασφαλώς ή διαβεβαίωση τού M ersen n e, δτι τότε ύπήρχαν στό Παρίσι δχι λιγότεροι άπό 50.000 φανεροί καί κρυφοί οπαδοί τού έλευθεριασμού,115 ήταν σκόπιμη δραματοποίηση, δμως ή κάπως μεταγενέστερη διαπίστωση τού N icole, δτι ή μεγάλη αίρεση δέν είναι πιά ό λουθηρανισμός αλλά ό άθεϊσμός,116 δείχνει τό μέγεθος 111. Βλ. παρακ. κεφ. IV , ύποκεφ. 1 καί 3α. 112. S p in k , F re n ch F re e -T h o u g h t, 44 κ.έ., 48 κ.έ., 54 κ.έ. 113. P in ta rd , L ib e r tin a g e erud.it, 209 κ.έ., 363 κ.έ. Τίς ίταλικές έπιδράσεις πάνω στή διαμόρφωση τού γαλλικού έλευθεριαστικού κινήματος περιγράφει παρα­ στατικά ό B u sso n , ό όποιος θεωρεί τή νέα χριστιανική άπολογητική ώς άντίδραση εναντίον όλων αυτών τών ρευμάτων (S o u r c e s et D ev elo p p em en t du R a tio n a lism e, ίδ. 94 κ.έ., 242 κ.έ., 566 κ.έ.). 114. Sp in k , F ren ch F re e -T h o u g h t, 133 κ.έ. 115. E s p in a s , D e s c a r t e s et la M o r a le , I, 11 κ.έ. Δικαιολογείται άπό τά πράγματα δτι ό E s p in a s άρχίζει τήν άνάλυση τής καρτεσιανής ήθικής φιλοσοφίας μέ τήν περιγραφή τού έλευθεριαστικού κινήματος. Γιά τήν άντίδραση τού M ersen n e ενάντια στόν άθεϊσμό καί στον έλευθεριασμό βλ. L en o b le, M e rse n n e , 168 κ.έ. 116. Τό παραθέτει ό B o u illie r, H ist, de la Phil. C a r t., II, 203, σημ. 3.

3. ΤΓΙΟΔΟΧΗ TOT ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

237

χοΰ προβλήματος καί τής έγνοιας. Τό ί'διο φανερώνει καί ή σφοδρότητα τών αντιδράσεων: δημόσια πυρπόληση τού V anini στην Του­ λούζη τό 1619, λίγο κατόπιν καταδίωξη τού V iau, τό 1625 απαγό­ ρευση τών νέων διδασκαλιών από τό Κοινοβούλιο τού Παρισιού — γιά νά απαριθμήσουμε μονάχα τις θεαματικότερες περιπτώσεις.117 Συνάμα έντείνεται ή ιδεολογική καταπολέμηση τού έλευθεριασμού καί τού σκεπτικισμού, δπως μαρτυρεί τό ογκώδες σύγγραμμα τού M ersen n e.118 Ωστόσο, ή γενική κατάσταση είχε στό μεταξύ άλλάξει, καί ή ίδια ή θεολογία βρισκόταν σέ κρίση.119 Σημειώσαμε ήδη δτι ή κανονιστική διάσταση τής καρτεσιανής δυαρχίας στρεφόταν εναντίον τού έλευθεριασμού. ’Αλλά καί γιά τήν προσωπική άντιπάθεια τού D e sc a r te s άπέναντι σ’ αυτό τό ρεύμα δέν υπάρχει καμιά άμφιβολία.120 Όμως, δέν ήταν δλοι πρόθυμοι νά θεω­ ρήσουν τήν αυστηρή δυαρχία ώς τό δραστικότερο δπλο έναντίον τού έλευθεριασμού, δπως περίμενε ό D e sc a rte s. Ό καρτεσιανισμός ήταν καί ό ίδιος διφορούμενος, γιατί άκριβώς εκείνο του τό στοιχείο, πού άποσκοπούσε νά σώσει τό πνεύμα, μπορούσε νά έχει ώς συνέπεια τήν αυτονόμηση τής ύλης καί συνεπώς καί τήν υπονόμευση τού πνεύμα­ τος: ή μεταφυσική δυαρχία άνεξαρτητοποιούσε, βέβαια, τό πνεύμα άπό τήν ύ'λη, τό άντίτιμο 6μως ήταν ή άναγνώριση τής ικανότητας τής τελευταίας νά λύνει καθαρά μηχανικά προβλήματα χωρίς τή συ­ νεργία τού πνεύματος. Αφού τό καθαρά μηχανικό στοιχείο οριζόταν άκριβώς ώς άπουσία τού πνεύματος, ό χώρος του μπορούσε νά διευ­ ρύνεται όσοδήποτε, άνάλογα μέ τό αν κάποιος ήθελε νά άποδώσει τούτη ή έκείνη τή λειτουργία στή συνεργία τού πνεύματος ή στήν αυ­ τοματική τού μηχανισμού. Οι φόβοι τούτοι έκαναν νά φαίνεται ή πα­ λιά, εύ'καμπτη καί προσαρμοστική μίξη πνεύματος καί ύ'λης, στήν όποια στηριζόταν σιωπηρά ή σχολαστική τελολογική διδασκαλία γιά τίς fo rm ae su b sta n tia le s, ώς εύχρηστότερο μέσο γιά τόν έλεγχο τής ύ'λης παρά ό ριζικός χωρισμός τής τελευταίας άπό τό πνεύμα μέ τίς άπρόοπτες —καί άμετάκλητες— συνέπειές του. Αυτά τά κριτήρια 117. Λεπτομέρειες στόν P in ta rd , L ib e r tin a g e erudite 22 κ.έ. 118. Πρόκειται γιά τους δύο τόμους τού L 'im p ie te d e s d e iste s, a th e e s et lib ertin s de ce te m p s, πού εμφανίστηκαν στό Παρίσι τό 1624. Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τόν καρτεσιανισμό καί γιά νά έπιβεβαιώσουμε τή θέση μας σχετικά μέ τήν έννοιολογική καί ιστορική άντίθεση σκεπτικισμού καί μαθηματικής φυσικής θυμίζου­ με τό γεγονός, δτι στό δεύτερο μεγάλο έργο τού M ersen n e έναντίον τών σκεπτικι­ στών τονίζεται προπαντός ή ύπαρξη καί ή ύφή τών μαθηματικών άληθειών (L a Verite d e s sc ie n c e s, προπαντός τά πρώτα πέντε κεφ. τού 2ου βιβλίου, σ. 225 κ.έ.). 119. G o uh ier, L a C'rise de la T h eo lo gie..., 19 κ.έ. 120. P in ta rd , L ib e r tin a g e e r u d it, 203 κ.έ.

238

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

δεσπόζουν στην πρώιμη διαμάχη γύρω άπό την καρτεσιανή αντίληψη γιά τή μηχανική υφή των ζώων: ακριβώς έπειδή ή διαμάχη αυτή εθιγε θεμελιώδη προβλήματα, κράτησε τόσο πολύ καί υπήρξε τόσο σκληρή.121 Λίγο μετά τή δημοσίευση τού D isc o u rs, ό Froid m on t έ­ γραψε στόν D e sc a rte s δτι ή κατάργηση τής ψυχής των ζώων θά βοηθήσει τον αθεϊσμό.122 Οί θεολόγοι ύποψιάζονταν οτι ή μηχανική ερμηνεία τού βίου των ζώων θά έκανε δυνατή καί μιά παρόμοια ερ­ μηνεία τής ανθρώπινης ζωής, καί έτσι έκλιναν προς τήν άποψη δτι τά ζώα έχουν, βέβαια, ψυχή, δχι δμως καί τό ανώτερο τμήμα της, δηλ. τή νόηση. Άπό τήν πλευρά τους, οί καρτεσιανοί έπισήμαιναν πόσο εύπρόσδεκτη ήταν στούς οπαδούς τού έλευθεριασμού κάθε ομοιότητα ανθρώπου καί ζώου., καί έπέμεναν δτι μονάχα αν θεωρηθεί τό ζώο μηχανή μπορεί καί νά καταρριφθεϊ ή παράδοξη θέση, δτι ή ψυχή του είναι άθάνατη.123 Ή καρτεσιανή θέση φάνηκε σέ κάμποσους θεολόγους πειστική, τό­ σο σέ έπιμέρους σημεία δσο καί στό σύνολό της, δμως τό μεγάλο σχέ­ διο τού D e sc a r te s, νά κερδίσει δηλ. τούς ’Ιησουίτες, άπέτυχε.124 Με­ ρικοί ’Ιησουίτες χρησιμοποίησαν, βέβαια, στά έργα τους ορισμένες θέσεις τής καρτεσιανής φυσικής, καί επίσης επαινέθηκε γενικά τό καρτεσιανό μεθοδικό πνεύμα, δμως ή μεταφυσική αντίθεση καί ήταν ασυμφιλίωτη καί έγινε αισθητή σάν τέτοια,125 μολονότι άργότερα ό καρτεσιανισμός, δπως τόν τροποποίησε ό M aleb ran ch e, τράβηξε στήν επιρροή του μερικούς ’Ιησουίτες.126 Ή επίσημη αναλυτική κα­ ταδίκη τού καρτεσιανισμού τό 1706 άριθμεί τριάντα σημεία απαρά­ δεκτα γιά τή S o c ie ta s J e s u , καί άνάμεσα σ’ αυτά τήν αρχή τής αμ­ φιβολίας, τή θεία βουλησιοκρατία, τήν ταυτότητα ύλης καί έκτασης, τή μηχανική αντίληψη γιά τά ζώα, τή διάκριση άνάμεσα σέ πρω­ τεύουσες καί δευτερεύουσες ιδιότητες καί επίσης (πράγμα πού πρέπει 121. Βλ. γενικά τήν άνάλυση τού B o u illie r, H ist, de la p h il. c a r t., I, 144 κ.έ. (στή σελ. 151, σημ., βρίσκουμε εναν κατάλογο των σημαντικότερων δημοσιευμάτων πάνω στό θέμα αυτό Ισαμε τά μέσα τού 18ου at.). 122. Επιστολή άπό 13.9.1637 = A T, I, 402 κ.έ. 123. Πρβλ. τήν άνάλυση τού B u sso n , R e lig io n d e s c la ss iq u e s, 165 κ.έ. 124. Πρβλ. σχετικά τις ωραίες παρατηρήσεις τού A dam στή βιογραφία τού D e s c a r te s , A T, XII, 238. 125. S o r t a is , L e C a r te sia n ism e ch ez les J e s u it e s , 1 κ.έ., 5 κ.έ., 11, 51. 126. *H έπιφανέστερη περίπτωση είναι τού A ndre, ό όποιος, ωστόσο, στό τέλος άποκόπηκε όλότελα άπό τή Σχολαστική καί γ ι’ αυτό 6έν μπορεί νά θεωρηθεί ώς γ έ­ φυρα άνάμεσα στούς Ιησουίτες καί στόν D e s c a r te s . Γ ι’ αύτόν βλ. B o u illie r, H ist, de la ph il. c a r t., II, 372 κ.έ., και S o r t a is , C a r te sia n ism e ch ez les J e s u it e s , 21

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

239

νά σημειώσουμε ιδιαίτερα έξαιτίας τής σημασίας του γιά τήν εξέλιξη τών ιδεών στον 18ο αί.) τη θέση, δτι μόνον ό Θεός μπορεί νά κινήσει τά σώματα ή δτι πλάσματα του Θεού δέν μπορούν νά λειτουργούν ώς c a u sa e efficientes σχετικά μέ άλλα πλάσματα.127 Γιά τόν τοτινό συσχετισμό τών δυνάμεων (καί μάλιστα σέ σύγκριση μ’ εκείνον έναν αιώνα αργότερα) είναι χαρακτηριστικό δτι οι Ιησουίτες συμπαθού­ σαν περισσότερο τόν G a sse n d i.128 Ή έμπειριστική γνωσιοθεωρία, ό­ πως τήν παρουσίασε ό G asse n d i στήν ανασκευή τών M ed itatiom e s,129 καί ή συναφής απόρριψη τής γνωσιμότητας τών εσχάτων όντολογικών άρχών μπορούσαν νά γίνουν εδώ, όπως ήδη στον Άκυινάτη,130 έρεισμα τής ορθόδοξης πίστης. ’Ακριβώς επειδή ό G assen d i φρονεί δτι ή ιδέα τού Θεού, δπως καί κάθε άλλη ιδέα, προκύπτει από τόν συνδυασμό καί τήν επεξεργασία εμπειρικών δεδομένων,131 χρειάζεται τήν υπόθεση τής τελολογικής σκοπιμότητας στη Φύση γιά νά αποδείξει τήν ύπαρξη Θεού. Υπερασπίζει, λοιπόν, τήν τελολογία ακόμη καί ένάντια στόν Μέντορά του, τόν Επίκουρο,132 προσπαθών­ τας συνάμα νά τή συνδυάσει μέ τήν ιδέα τής αυτόνομης φυσικής νο­ μοτέλειας: ό Θεός, γράφει, θέτει άπό τήν πρώτη στιγμή τήν έσώτερη τελολογία μέσα στη Δημιουργία, κατόπιν δμως τήν παραδίδει στήν κυριαρχία τών φυσικών νόμων, διαμέσου τών οποίων πραγματώνον­ ται οί σκοποί του.133 Ό D e sc a rte s δέν μπόρεσε νά ισοφαρίσει τήν αποτυχία του πρός τήν κατεύθυνση τών ’Ιησουιτών μέ ουσιαστικά κέρδη άπό τήν πλευρά τών άντιπάλων τους. Είναι ασφαλώς υπερβολή δτι οί Όρατοριανοί τόν ύποστήριξαν γενναία,134 άν άναλογιστούμε πόσες φορές απαγό­ ρευσαν τή διδασκαλία του.135 ’Ακόμη καί οι Γιανσενιστές τρόμαζαν άπό τίς πιθανές συνέπειες τού καρτεσιανού μηχανικισμού, μολονότι μερικές φορές, τό ’ίδιο δπως καί οί Όρατοριανοί, αναγκαστικά αίσθά127. Βλ. τό κείμενο τής καταδίκης στόν S o r ta is , C a r te sia n ism e ..., 37-40. 128. B o u illie r, H ist, de la p h il. cart.., I, 5 5 8 /9 , 562/3. 129. D isq u is. M e ta p h ., O p e ra , III, 3 0 1 a ( = A T, V II, 267). 130. Βλ. παρ. κεφ. II, ύποκεφ. 2α. Δέν είναι τυχαίο πού ό H u et στήν πολεμική του έναντίον τού D e s c a r te s συνδυάζει Ιδέες τού G a ssen d i καί τού Θωμά, βλ. B o u illier, H ist. de la p h il. c a r t ., I, 5 8 4 /5 . 131. D isq u is. M e ta p h ., O p e ra , III, 33 5 b ( = A T, V II, 294). 132. Βλ. π.χ. S y n ta g m . P h i l o s II = P h y sic a , S ect. III. M em br. P o st.. Lib. II, C ap . 3 = O p e ra , II, 2 3 5 a . 133. S y n ta q m . P h ilo s., II = P h y sic a , S ect. I, L ib . V II, C ap . 7 = O p era, I, 4 9 4 a. 134. Αυτό ισχυρίζεται ό B o u illie r, H ist, de la p h il. c a r t., I, 4 1 2 /3 . 135. Άπαριθμοϋνται άπό τόν S p in k , F ren ch F ree-T h ou gh t, 194/5.

240

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

νονταν συμπάθεια πρός τόν D e sc a rte s, έξαιτίας τής αποστροφής τους πρός τούς Ιησουίτες καθώς καί έξαιτίας ορισμένων κοινών αντι­ λήψεων αύγουστίνειας προέλευσης.136 ’Ακριβώς στήν 'Ολλανδία, ο­ πού ό καρτεσιανισμός διαδόθηκε πιο γρήγορα καί έλεύθερα,137 συντελέσθηκε ένας τόσο γρήγορος διαφορισμός του, ώστε πιά ό D e sc a rte s δέν μπορούσε νά θεωρηθεί σίγουρος, δηλ. μονοσήμαντα έρμηνεύσιμος, σύμμαχος. Είναι χαρακτηριστικό δτι τό στρατόπεδο του ολλαν­ δικού καρτεσιανισμού χωρίστηκε κυρίως ανάμεσα σ’ εκείνους, πού ένδιαφέρονταν σέ πρώτη γραμμή γιά τή μεταφυσική καί έτσι προά­ σπιζαν τή δυαρχία, καί σ’ έκείνους, πού συγκέντρωναν τήν προσοχή τους στή φυσική καί έκλιναν πρός τόν εμπειρισμό καί τόν μηχανικισμό* άνάμεσα στούς τελευταίους γνωστότερους είναι ό R e g iu s, από τόν όποιον μάλιστα ό D e sc a rte s αναγκάστηκε νά διαχωρίσει τή θέ­ ση του.138 Ή εύπλασία τού καρτεσιανισμού φαίνεται, τέλος, στήν έπιδίωξη μεταρρυθμιστών θεολόγων, οι όποιοι στρέφονταν τόσο εναν­ τίον τής λουθηρανικής δσο καί έναντίον τής καθολικής Σχολαστικής, νά συνταιριάξουν τόν «καλώς έννοούμενο» D e sc a rte s μέ τόν «κα­ λώς έννοούμενο» ’Αριστοτέλη καί νά χρησιμοποιήσουν τόν καρτεσια­ νό ορθολογισμό ώς μέσο θρησκευτικής χειραφέτησης.139 Γιά νά κα­ τανοήσουμε καλύτερα τήν κατοπινή τύχη τού καρτεσιανισμού ·στόν 18ο αί., σκόπιμο είναι νά κλείσουμε τούτη τή σύντομη επισκόπηση υπενθυμίζοντας δτι μερικά επιφανή πνεύματα είδαν εξαρχής σ’ αυτόν, παρ’ δλο τόν διφορούμενο χαρακτήρα του, τήν καλύτερη δυνατή προάσπιση τών βασικών θέσεων τού Χριστιανισμού. Αυτό ισχύει γιά τόν A rn a u lt,140 ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, ώστόσο, ή περίπτωση τού B o s s u e t:141 αν είναι «ήμικαρτεσιανός»,142 αυτό οφείλεται στο δτι ώς αληθινό κίνδυνο θεωρεί τόν όντολογικό υποβιβασμό τής έννοιας

136. Γιά τήν τοποθέτηση τών Γιανσενιστών γενικά βλ. G. Lew is, A ugustinism e et c a rte sia n ism e ..., 131 κ.έ. 137. Γενικά πάνω στό θέμα T h ijsse n -S c h o u te , L e c a rte sia n ism e a u x p a y s h a s , 183 κ.έ. 138. B o u illie r, H ist, de la ph il. c a r t., I, 260, 2 40 κ.έ. 139. B o h a te c , D ie c a r te sia n isc h e S c h o la stik , ίδ. 19 κ.έ., 72, 102 /3 , 127 κ.έ. 140. B o u illie r, H ist, de la p h il. c a r t., II, 156 κ.έ. 141. B o u illie r, H ist. de la p h il. c a r t., II, 222 κ.έ. 142. Σύμφωνα μέ μιάν έκφραση τού B u sso n , R e ligio n d e s c la ss iq u e s, 373, πρβλ. 386 κ.έ.

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

241

του πνεύματος, πράγμα πού φαίνεται στίς παραινέσεις του πρός άντικαρτεσιανούς σαν τόν H u e t.143 Ή καρτεσιανή δυαρχία, δσο καί άν ήταν συνεκτική καί συνεπής στήν πολεμική-άντισχολαστική της πρόθεση (καί ακριβώς γ ι’ αυτό), γέννησε ταυτόχρονα δύο έντελώς διαφορετικά συστήματα, ένα μηχα­ νιστικό καί ενα νοησιαρχικό. Έ τσι, όμως, σφυρηλάτησε ή ίδια τά δπλα έναντίον τού εαυτού της. Γιατί ή δυαρχία μπορούσε νά άντιμετωπιστεί μονάχα άπό μονιστική σκοπιά, στον μονισμό δμως έφτανε κανείς εύκολα, έπιστρατεύοντας τή μία πλευρά τού καρτεσιανισμού έναντίον τής άλλης ή άφανίζοντας τή μία στό δνομα της άλλης (οπό­ τε, βέβαια, ξεχνιόταν τόσο ή πραγματική υφή τής Σχολαστικής δσο καί ή αρχική πρόθεση τού D e sc arte s). Ό καρτεσιανός μηχανικισμός-ύλισμός, άπό τή μιά, καί ή καρτεσιανή νοησιαρχία, άπό τήν άλλη, μπήκαν άναγκαστικά στήν υπηρεσία των άντίστοιχων —καί άντίμαχων— βασικών παρατάξεων τού νεότερου ορθολογισμού, ενώ συνάμα στρέφονταν καί οι δύο έναντίον τού καρτεσιανισμού ώς συ­ στηματικού συνόλου* τό γεγονός πάντως δτι, έστω καί προσωρινά, συνυπήρξαν μέσα στό πλαίσιο τού καρτεσιανισμού, δείχνει πόσο αντι­ φατικά πράγματα απάρτιζαν έξαρχής τόν νεότερο όρθολογισμό. Σ ’ αυτό οφείλεται ή τυπική σημασία τού καρτεσιανισμού καί ή ατέλειω­ τη έριδα γύρω απ’’ αυτόν. Ή μονιστική έπιλογή, ή οποία γινόταν αναπόδραστη στήν πάλη έναντίον τής καρτεσιανής δυαρχίας, μπο­ ρούσε τώρα νά έκφραστεί έξίσου καλά τόσο σέ μιά καθαρά υλιστική δσο καί σέ μιά καθαρά πνευματοκρατική θέση. wAv προσέξουμε τήν άρνητική, αλλά δομικά πρόδηλη συγγένεια ύλισμού καί πνευματο­ κρατίας άναφορικά μέ τήν κοινή μονιστική τους τάση, δέν θά μάς φα­ νεί παράξενο δτι πνευματοκρατικές θέσεις, άθελα καί έμμεσα, έπιβοήθησαν τόν υλιστικό μονισμό, δπως καί τό αντίστροφο: άρκεί νά άλλαζαν τά πρόσημα. Επιπλέον, κατά τήν προσπάθεια οριστικής υπέρβασης τής άντίθεσης ύλης καί πνεύματος, παρουσιάστηκε καί τό εξής φαινόμενο: ορισμένες πνευματοκρατικές θεωρίες άποδέχτηκαν υλιστικά στοιχεία ή έντάξανε στό πλαίσιό τους τά μεγέθη τού αισθη­ τού κόσμου σέ έκπνευματωμένη μορφή, άκριβώς γιά νά εξουδετερώ­ σουν τόν τελευταίο καί νά γίνουν, έτσι, άτρωτες ενάντια στίς επιθέ­ σεις ενός άντιπάλου, ό οποίος επικαλούνταν τήν απτή πραγματικότη­ τα καί τήν εμπειρική έπιστήμη, χωρίς δμως, άπό τήν άλλη μεριά, νά υιοθετούν άνοιχτή «άντιεπιστημονική» στάση (ακραίο παράδειγμα 143. Βλ. τήν έπιστολή στον H u et άπό 1 8 .5 .1 6 8 9 , που παραθέτει ό C h arb o n n e l, P erisee ita lie n n e , 635/6.

242

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

τής τάσης αυτής: ό δψιμος H e g e l)’ οι υλιστές, αντίθετα, τονίζοντας τήν έμμένεια τής κίνησης στήν ΰλη, τήν έκπν ευ μάτωναν ώς έναν βαθ­ μό, γιά νά μπορέσουν τελικά νά εξηγήσουν τά πνευματικά φαινόμε­ να. Έκπνευμάτωση τής ΰλης καί έξυλίκευση του πνεύματος άναμίχθηκαν συχνά στήν κυρίαρχη συμφιλιωτική τάση τού 18ου αί., ή οποία άντλησε καί μεθερμήνευσε ιδέες καί θέματα καί άπό τις δύο πλευρές. Γιά τόν χαρακτήρα τού διαφωτιστικοΰ ύλισμοϋ θά μιλήσου­ με αργότερα. ’Αρχίζουμε μέ τή μονιστική τάση των πλατωνικών του C am b rid ge , ή οποία, διαμέσου του New ton, έπιβοήθησε τήν έμπειριστική κατεύθυνση, άφού άρχικά είχε καταπολεμήσει τήν καρτεσια­ νή δυαρχία μέ πνευματοκρατικά μέσα. Οι πλατωνικοί άναπτύσσουν τήν έπιχειρηματολογική στρατηγική τους στο γνωσιοθεωρητικό-άνθρωπολογικό και στό κοσμολογικό επίπεδο ταυτόχρονα, τά όποια, έτσι, παρουσιάζουν μιά δομική παραλληλότητα. Καί στά δύο αυτά επίπεδα γίνεται προσπάθεια νά διαφυλαχθεί τό πνεύμα ενάντια στίς δυνατές συνέπειες τού μηχανικισμού* ή έννοια τού πνεύματος διευρύ­ νεται τόσο, ώστε τελικά έπικαλύπτει ολόκληρο τό πεδίο τής οντολο­ γίας καί επικρατεί ολοκληρωτικά. Άπό γνωσιοθεωρητική-άνθρωπολογική άποψη, τό πρωτείο τού πνεύματος (ώς νόησης) παίρνει μιά τέτοια υπαρξιακή ένταση, ώστε τό πνεύμα συγχωνεύεται μέ τή βού­ ληση καί άγκαλιάζει τήν όλότητα τού ανθρώπου, ένώ στήν κοσμολο­ γία ή άδιαμφισβήτητη κυριαρχία τού Θεού έξαγοράζεται μέ τή συνύ­ φανσή του προς τόν κόσμο (ώς χώρο). Ή πλατωνική σχολή τού C am b rid ge ωριμάζει υπό τήν επίδραση τής μαθηματικής φυσικής έπιστήμης, μολονότι οι ρίζες της φτάνουν ώς τό κίνημα τού αναγεννησιακού άγγλικού άνθρωπισμού, ό οποίος άπό νωρίς είχε στραφεί έναντίον τής Σχολαστικής στό δνομα τής «άληθινής» θρησκείας, ένώ μέ τό αίτημά του γιά προσωπική ερμη­ νεία τής Βίβλου, στηριζόμενη σέ προσωπικά βιώματα, είχε έπιβοηθήσει τήν αυτοτελή έκφραση τάσεων, δπως τής έράσμειας devotio mod e r n a .144 Επίσης πρέπει νά σημειωθεί ή έπίδραση τού H e rb e rt o f C h erbury, ό οποίος στή θέση τού χάους τής έποχής τών θρησκευτι­ κών πολέμων ήθελε νά βάλει μιά p a x u n iv e rsa lis,145 πού μέ τή σει­ ρά της θά έδραζόταν σέ μιάν αιώνια καί οικουμενική άλήθεια — παρά τά δσα έλεγαν οι «άφρονες καί σκεπτικιστές», άμφισβητώντας τήν ύπαρξή της.146 Ό H e rb e rt ζητά τό δεσμευτικό έλλογο περιεχόμενο 144. C a s s ir e r , D ie p la t . R e n a iss a n c e in E n g la n d , 8 κ.έ. 145. D e V erity 1-7, 43. 146. D e V erity 8.

3. ΥΠΟΔΟΧΗ TOT ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

243

ή τόν κοινό παρονομαστή όλων των θρησκειών, πού όμως δεν τον αν­ τιλαμβάνεται ώς τόν μέσο όρο τής έμπειρικά δεδομένης ποικιλομορφίας τους, αλλά θέλει νά τόν άντλήσει άπό τήν πάγια υφή τού πνεύ­ ματός μας (ex mente n o s tr a ):147 ή πραγματική οικουμενική σύμ­ πνοια (con sen su s u n iv e rsalis) στηρίζεται σέ κοινές έννοιες (com ­ munes n o titias) καί άδιαμφισβήτητες άλήθειες (v eritates ind u b ias).148 Είναι ενδεικτικό ότι ό G ro tiu s είχε διαβάσει καί σχο­ λιάσει τό έργο τού H e rb e rt ήδη στο χειρόγραφο.149 Παρ’ όλα αύτά τά προηγούμενα, ωστόσο, ή ιδέα μιας δεσμευτικής καί άμετάβλητης άρχής προβάλλει γιά πρώτη φορά σέ όλη της τήν ένάργεια μέ τή βοή­ θεια τής έννοιας τού μαθηματικά διατυπωμένου φυσικού νόμου. Οι πλατωνικοί τού C am b rid ge άνατρέχουν σ’ αυτή μέ τόσο περισσότε­ ρη ζέση, όσο γιατί καί οί ίδιοι, κάτω άπό τήν εντύπωση τών ευρω­ παϊκών θρησκευτικών πολέμων καί τού άγγλικού έμφύλιου σπαραγ­ μού, άναζητούν εδραία λογικά έρείσματα. Ή θρησκεία πρέπει, σύμ­ φωνα μέ τήν ετυμολογία της (re-ligio), νά άποτελεί ενωτικό δεσμό,150 καί γ ι’ αυτό άπαιτείται μιά οριστική καί γενική διευκρίνιση τού περιεχομένου της στις σχέσεις του μέ τόν Λόγο, έτσι ώστε πίστη καί Λόγος νά συμπίπτουν.151 Ό χ ι, όμως, ή θρησκεία μόνον, άλλά καί ή ήθική μπορεί νά καταδειχτεί μέ μαθηματική βεβαιότητα.152 Αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό, άφού κυρίως ό έντονος πρακτικός-ήθικός προσανατολισμός τής θρησκείας όφείλει νά τήν κά­ νει πρόδηλα έλλογη καί επομένως άνεξάρτητη άπό δογματικές δια­ μάχες: μ’ αύτή τους τήν πεποίθηση, καί μολονότι άρχική τους πρόθε­ ση ήταν ή χρησιμοποίηση της σύγχρονής τους επιστημολογίας γιά τήν άναμόρφωση τής θρησκευτικής πίστης,153 οί πλατωνικοί συμ­ βάλλουν, ίσως χωρίς νά τό θέλουν καί νά τό ξέρουν, στήν έπιτάχυνση τής έπικράτησης τών θύραθεν ρευμάτων.154 Ακριβώς έξαιτίας τής έντονης ήθικής πρόθεσής τους, εμφανίζεται στούς πλατωνικούς μέ εξαιρετική καθαρότητα ή θεώρηση τής Φύσης όχι απλώς ώς όντος, άλλά καί ώς άξίας — θεώρηση, πού, όπως είπαμε, έμπνεόταν άπό τήν 147. D e Verity 40. 148. D e V erity 38/9. 149. H e rb e rt, A u to b io g r a p h y , 175. 150. W hichcote, A p h o rism s, N r 721 ( = C r a g g , 4 3 0 /1 )' N r 756 ( = C r a g g , 431). 151. W h ich cote, A p h o rism s, N r 878 καί 880 ( = C r a g g , 432). 152. M o re, Erich, E th ., I, 4 , § 2 ( = O p e ra P h il,, I, 18)· D ia l. D iv ., I ( = O pe­ ra P h il., I, 6 4 4 )' πρβλ. W h ich cote, A p h o rism , N r 298. 153. W illey, Sev en teen th C en tu ry B a c k g r o u n d , 125. 154. L ich te n stein , M o re , 201 κ.έ.

244

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

αρμονία τού μαθηματικού φυσικοεπιστημονικού προτύπου.155 Ό Λόγος δεν είναι, λοιπόν, μόνον ή λογική-μαθηματική σύλληψη τής δο­ μής τών πραγμάτων, αλλά ή άληθινή τους ουσία. Καί αφού Λόγος καί ήθική συμπίπτουν εξ ορισμού, ό κόσμος είναι ήθικά δομημένος* μιά ήθική κρίση είναι συνάμα κρίση όντολογική, καί ή ήθική συμπερι­ φορά είναι σύμφωνη μέ τή Φύση: «ή κυριαρχία τού δικαίου είναι ό Λόγος τών πραγμάτων* ή κρίση τού δικαίου είναι ό Λόγος τού νού μας, καθώς συλλαμβάνει τόν Λόγο τών πραγμάτων».156 Ή σύναψη τής ήθικής σε μιάν όντολογία, πού εδώ διατυπώνεται προγραμματι­ κά, θά σταθεί αποφασιστική γιά βασικά ρεύματα τού Διαφωτισμού* καθαυτή δείχνει τήν έπιστροφή τού νεότερου ορθολογισμού, αν καί από τή δική του κοσμοθεωρητική σκοπιά, σε δομές σκέψης βασικές καί γιά τήν άντίπαλή του θεολογία. Ή συνύφανση ήθικής καί οντολογίας έχει μιά σπουδαία συνέπεια γιά τόν όρισμό τού Λόγου — συνέπεια μέ επίσης μεγάλη σημασία γιά τήν εποχή τού Διαφωτισμού. ’Άν ό Λόγος ταυτίζεται μέ τήν ουσία τού ανθρώπου καί τού κόσμου, τότε δέν μπορεί νά είναι άπλό δργανο γιά τήν εύρεση τής αλήθειας, αλλά συμπίπτει μέ τήν αλήθεια. Ό Λό­ γος είναι άδιαχώριστος από ορισμένες αντιλήψεις, άρα ό ορθολογι­ σμός συνδέεται μέ όρισμένο περιεχόμενο. Καί επιπλέον, αφού ανάμε­ σα στόν Λόγο καί στό άντικείμενό του (τήν αλήθεια) δέν ύπάρχει άπόσταση, Λόγος είναι ή ύψιστη άμεσότητα, ό βαθύτερος χαρακτή­ ρας του είναι ειδητικός καί υπαρξιακός, δηλ. συμπίπτει μ'’ εκείνο πού ό H e rb e rt o f C h erbury όνόμαζε «φυσικό ένστικτο» (in stin ctus n a tu ra lis) ή «έσώτερη αίσθηση» (se n su s in te rim s).157 (Τήν ίδια ειδητική βεβαιότητα έχει ό Λόγος καί στόν G rotius: οί έλλογες αρ­ χές τού φυσικού δικαίου, γράφει, γίνονται άντιληπτές έξίσου άμεσα δσο καί τά πράγματα τού έξωτερικού κόσμου158). Ό ειδητικός χαρα­ κτήρας τού Λόγου τονίζεται έμφατικά άπό δλους τούς πλατωνικούς, καί μάλιστα σέ συνδυασμό μέ τήν απόκρουση τού νεκρού γράμματος, τής άχρωμης συλλογιστικής, τής στεγνής συστηματικής σκέψης κτλ.: ή φιλοσοφία τού αισθήματος στόν 18ο αί. θά οίκειοποιηθεί αυτούσια τά συνθήματα αύτά.159 Τόν Λόγο δέν τόν άντιστρατεύεται ή καθαρή 155. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2β. 1 56. W hichcote, A p h o rism , N r 33 ( = C r a g g , 423)* πρβλ. N r 26 ( = C r a g g , 422). 157. De v erity 38, 75. 158. De iu re . P ro l., § 39 ( = XX I/XXII). 159. Στό περίφημο κήρυγμά του στή Βουλή τών Κοινοτήτων ό C udw orth ψέγει τούς «Χριστιανούς τού βιβλίου», τίς «ξερές θεωρίες» καί τίς «άποστεωμένες γνώσεις»

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

245

καρδιά, αλλά ή σοφιστική διάνοια. Γιατί τό ελλογο δέν γνωρίζεται άπό τά έξω, παρά βιώνεται έσωτερικά, καί είναι, έτσι, αδύνατον νά γνωρίσει κανείς τό ελλογο, χωρίς νά είναι 6 ίδιος έλλογος. Ακριβώς έξαιτίας τής άμεσότητας αυτής δέν υπάρχει καί διαφορά ανάμεσα σέ γνώση καί ήθική. Μονάχα ό καλός γνωρίζει τό καλό. Κατά τή διατύ­ πωση τού M ore: «Ό ,τι άριστο ύπάρχει σέ κάποιο πράγμα, οι άνθρω­ ποι τό κατανοούν οχι στόν βαθμό πού είναι νοήμονες, άλλά στον βαθ­ μό πού είναι καλοί»* ή ψυχική εκείνη δύναμη (fa c u lta s), πού μπορεί νά κατανοήσει μέ τέτοιον τρόπο, θά έπρεπε νά ονομάζεται «οφθαλμός τής ψυχής».160 Ό J . Sm ith τονίζει τό ίδιο, άκολουθώντας τον Πλωτίνο: μονάχα τό ήλιοειδές μάτι μπορεί νά άτενίσει τον ήλιο — καί μό­ νον ή θεοειδής ψυχή μπορεί νά γνωρίσει τόν Θεό.161 Όλα αυτά είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα: ήθική καί γνώση είναι ταυτόσημες καί ρι­ ζώνουν στο Ό ν. Ό ύπαρξιακός-είδητικός χαρακτήρας τού Λόγου φαίνεται νά σπά­ ζει τά όρια τής νοησιαρχίας μέ τό στενό νόημα τού δρου. Ή νόηση διευρύνεται καί γίνεται Λόγος μέ τήν παραπάνω έννοια, καθώς συγ­ χωνεύεται μέ τήν υπαρξιακά παλλόμενη βούληση, πού φέρει εντός της (καί συνάμα έπιδιώκει) τό ήθικό άξιολογικό στοιχείο. Ή ψυχή γίνεται, λοιπόν, άντιληπτή ώς ενότητα, καί έτσι ξεπερνιέται ή συνηθι­ σμένη άντιπαράταξη των δύο βασικών της δυνάμεων στήν παραδο­ σιακή επιστήμη τής ψυχολογίας.162 Προφανώς έδώ προετοιμάζεται ή κατοπινή φιλοσοφία τού m o ra l sen se. Άπό τήν άλλη, δμως, πλευρά δέν πρέπει νά παραβλέπεται δτι οι πλατωνικοί ούτε μπορούν ούτε θέ(C ra g g , 3 7 4 , 380). Ό Cud w orth ταυτίζει τίς επιταγές τού Λόγου μέ τά «γνήσια ένστικτα τής Φύσης, δταν έρμηνεύονται σωστά» (A T r e a tise o f F ree w ill = C r a g g , 297). Καί κατά τόν J . Sm ith ό Λόγος συλλαμβάνει θεμελιώδεις άλήθειες «μέ τήν ενόραση καί μόνο» (The Excellency*· a n d N o b le n e ss o f True R e lig io n . 1 = C ra g g , 95). Παρόμοια έκφράζεται ό N. C ulverw el, ό όποιος άνταυαραθέτει τήν ένστικτώδη διαύγεια τού Λόγου προς «τά θολά καί ταραγμένα νερά, δπου ψαρεύουν πάντοτε οί σχολαστικοί» (An E le g a n t a n d L e a r n e d D isc o u rse o f the L ig h t o f N a tu re , I = C r a g g , 59). 160. Ench. E th ., I, 3, § 4 ( = O p e ra P h il., I, 15). 161. A D isc o u rse C on cern in g the T rue W ay o f A tta in in g D ivine K n o w ­ ledge, Sec t. T ( = C r a g g , 77/8). 162. Αυτό παρατήρησε πολύ καλά ό P a s sm o r e , C u d w orth , 55/6 , 65 κ.έ. Τό λάθος του έγκειται στό δτι θεωρεί τήν υπέρβαση τούτη ώς προσωπικό επίτευγμα τού C udw orth, μολονότι στήν πραγματικότητα αποτελεί κοινό τόπο άνάμεσα στούς πλατωνικούς, συνυφασμένο, άλλωστε, μέ τόν ίδιο τόν τρόπο τής σκέψης τους (βλ. τήν άνάλυση τής σχετικής επιχειρηματολογίας τού M o re στήν παράγραφο τούτη τού κειμένου μας). ’Από τό χωρίο τού W h ich cote, πού παραθέτει ό P a ssm o re (53), διόλου δέν προκύπτει κάποια θεμελιώδης διαφορά πρός τόν C u d w o rth ’ γίνεται απλώς λόγος γιά μιάν άλλη πλευρά τού ίδιου πράγματος.

246

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

λουν νά παραμερίσουν τή νοησιαρχία, άφού αυτή αποτελεί τό κύριο δπλο ένάντια στόν μεγαλύτερο τους άντίπαλο, δηλ. τόν H o b b es καί τήν αίσθησιοκρατική του ψυχολογία.163 Είναι, λοιπόν, υποχρεωμένοι τόσο στό γνωσιοθεωρητικό δσο καί στό κοσμολογικό (βλ. παρακά­ τω) επίπεδο νά επιδιώξουν, έστω καί αντιμετωπίζοντας λογικές δυ­ σκολίες, δύο σκοπούς ταυτόχρονα: νά φέρουν κατά τό δυνατόν μεγα­ λύτερα μέρη τής ψυχής κοντά στή νόηση, δείχνοντας τήν καταλληλότητά τους γιά τούς ήθικούς σκοπούς τής τελευταίας, καί νά προστα­ τεύσουν τήν καθαρότητα των σκοπών αυτών άπό κάθε άστάθμητο καί θολό πάθος. Ή έπιχειρηματολογία του M ore είναι χαρακτηρι­ στική. Στή διεξοδική του πολεμική έναντίον τού H o b b es προσπαθεί νά διευρύνει καί νά εδραιώσει τό άνθρωπολογικό θεμέλιο τής ήθικής, αποδίδοντας ελευθερία δχι μονάχα στή βούληση, άλλά καί σ’ ολό­ κληρη τήν ψυχή ώς ενιαία υπόσταση, ικανή νά ρυθμίζει αυτόνομα τήν αύτοκινησία της χάρη στίς έμφυτες ιδέες της. Ή τύχη τής ελευθερίας δέν έξαρτάται έτσι άπό μία καί μόνη δύναμη τής ψυχής· ή άμοιβαία συμπλήρωση νόησης καί βούλησης κάνει, επιπλέον, τήν ψυχή άνεξάρτητη άπό έξωτερικές έπιδράσεις, τίς όποιες αλλιώς θά χρειαζόταν ώς κίνητρα γιά δράση (δπως δέχεται ό H o b b e s).164 Ό λα αυτά δέν εμ­ ποδίζουν, βέβαια, τόν M ore νά ύποστηρίζει κατά τίς ανάγκες τής στιγμής καί τήν παραδοσιακή έλευθερία τής βούλησης,165 έδώ, ώστόσο, μάς ενδιαφέρει μονάχα εκείνος ό μηχανισμός σκέψης, ό οποίος επιτρέπει τή διεύρυνση τής νόησης καί τή μετατροπή της σέ Λόγο χωρίς, άπό τήν άλλη μεριά, νά κινδυνεύει ή πνευματική καθα­ ρότητα τών ήθικών αιτημάτων. Καί πράγματι, ή παραπάνω διεύρυν­ ση δέν έπηρεάζει καθόλου τήν καθαρότητα τού πνεύματος, άφού τό συμπλήρωμα τής νόησης συμμετέχει στό θείο στοιχείο έξίσου μ’ έκείνη. Ή ψυχή βιώνει ολοκληρωτικά τήν ενότητά της, δταν εξαντλήσει δλες τίς δυνατότητες πού τής δίνει ή όμοουσιότητά της μέ τό θείο 163. Ό W illey, που σέ μιάν εξαιρετική άνάλυση (E n g lish M o r a lis ts , 172 κ.έ.) τόνισε τόσο τήν εχθρότητα πρός τόν H o b b e s ώς καταλύτη τής ήθικοφιλοσοφικής σκέψης τών πλατωνικών δσο και τή σημασία του έργου τους γιά τή φιλοσοφία του m o ra l se n se (186), δέν παρατήρησε, ώστόσο, τήν άρνητική σχέση ανάμεσα στά δύο αυτά σημεία. Οί πλατωνικοί δέν μπορούν νά προχωρήσουν υπερβολικά στόν δρόμο τού m o ra l se n se , αν δέν θέλουν νά φτάσουν έπικίνδυνα κοντά σέ μιάν αισθησιοκρα­ τία μέ αισιόδοξα πρόσημα. Δέν είναι τυχαίο πού οί εκπρόσωποι τής νοησιαρχίας στόν 18ο αί. έβλεπαν τόν H u tch eso n π.χ. ώς μεταμφιεσμένο H o b b e s (βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3β). 164. Im m ort. A nim ., II, 3, §§ 7, 10 ( = O p e ra P h il., II, 337, 338). 165. Ench. E th ., Ill, 1-2 ( = O p e ra P h il., I, 67 κ.έ.).

3. ΥΠΟΔΟΧΗ TOT ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

247

στοιχείο.166 Κάτω άπ’ αύτές τις συνθήκες, ή υπέρβαση των ορίων τής καθαρής νόησης δεν αποτελεί παραχώρηση στους «χυδαίους Επικού­ ρειους»,167 αλλά άκριβώς διασώζει (ή εδραιώνει, χάρη στήν παραπά­ νω διεύρυνση) δ,τι άρχικά προστατευόταν με τά δπλα τής αυστηρής νοησιαρχίας: τό πνεύμα ή τήν ψυχή ώς λίκνο ηθικών άξιων. Ή θεοει­ δής, καθαρή ψυχή ενώνεται μέ τόν Θεό καί είναι κι ή ίδια ενιαία, δηλ. πραγματώνει ολοκληρωτικά τή συγχώνευση νόησης καί βούλησης. Τότε άκμάζει καί έκείνη ή «εύ'μορφη δύναμη τής ψυχής» (boniform a fa c u lta s), ή οποία εμπεριέχει τήν ήθικά καθαρή βούληση,168 εί­ ναι νοητική καί θεία συνάμα, συμπίπτει μέ τόν «ορθό Λόγο» (re c ta r a tio )169 καί γνωρίζει τήν ϊδια της τήν «εσώτερη ζωή καί ευαισθη­ σία», βιώνοντας τόν «νοητικό έρωτα» (am o r in te lle ctu alis).170 Ό τελευταίος αυτός όρος δείχνει καθαρά ότι έδώ δέν εχουμε ούτε μιά μονόπλευρη υπέρβαση, ούτε μιάν άπεμπόληση τής νοησιαρχίας. Μάλλον πρόκειται γιά τήν πλήρη έκδίπλωση δλων των δυνατοτήτων τής υπαρξιακά (καί κανονιστικά) φορτισμένης νόησης. Τά νεοπλατω­ νικά καί θεοσοφικά δάνεια των πλατωνικών κάνουν τό σημείο αυτό ιδιαίτερα ξεκάθαρο, ώστόσο θά ήταν λάθος νά άναγάγουμε τίς παρα­ πάνω θέσεις άποκλειστικά στήν έπίδρασή τους: γιατί ή ύπαρξιακήείδητική (καί κανονιστική) διάσταση χαρακτηρίζει εξίσου καί τή νόη­ ση μέ τήν έννοια τού νεότερου όρθολογισμού. Ή έμμονή στίς βασικές θέσεις τής νοησιαρχίας καταφαίνεται στή γνωσιοθεωρία των πλατωνικών, πού μέ τή σειρά της στηρίζει ήθικοφιλοσοφικές άντιλήψεις. Εφόσον γινόταν δεκτή ή έλλογη δομή τού Όντος, ή γνωσιοθεωρία καί ή όντολογία των πλατωνικών έπρεπε νά βαίνουν παράλληλα. ’Από τόν όντικό χαρακτήρα τού Λόγου προκύ­ πτει ή θέση, δτι οι λογικές-μαθηματικές ιδέες, στίς όποιες Αντικατοπ­ τρίζεται ή έλλογη δομή τού Όντος, είναι έμφυτες καί άνεξάρτητες από τήν εξωτερική έμπειρία.171 Ό τέτοιος χαρακτήρας τού Λόγου έγγυάται καί τήν άπόλυτη άναγκαιότητα των ιδεών του, πού πρώτη άνάμεσά τους είναι ή ιδέα τού Θεού, «αρχέτυπη καί παραδειγματική 166. M a g n . M y st. P iet. E x p l., II, 12, § 2 ( = O p era T h eo l., 89)· Ant id. A th., I, 11, 8 12 ( = O p e ra P h il., II, 51). 1 67. 'Έτσι έκφράζεται ό J . S m ith άκριβώς σ’ ενα χωρίο, δπου περιγράφει τήν κο­ ρύφωση του itinerarium m entis (A D iscou rse Concerning the True W ay etc., Sect. II = C r a g g , 90). 168. En ch . E th ., I, 2, § 5 ( = O p e ra P h il., I, 12). 169. Ench. E th ., I, 5, §8 1 καί 7 ( = O p e ra P h il., I, 24, 25). 170. En ch . E th ., II, 9, § 15 ( = O p e ra P h il., I, 61). Πάνω στο σημείο αυτό βλ. τήν ωραία ανάλυση τού L ich te n stein , M o re, ίδ. 41 κ.έ., 64 κ.έ. 171. M o re, A ntid. A th ., I, 6, §§ 3-5 ( = O p e ra P h il., II, 35).

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

248

συνάμα», δπως λέει ό C u dw o rth .172 Ό ίδιος θεωρεί την όντολογική απόδειξη του Θεού ώς άπαγωγικό συμπερασμό τής ύπαρξής του «από τήν υφή τής γνώσης καί τής νόησης»· ή μέθεξη των άτελών πνευμάτων στό τέλειο, γιά τήν οποία γίνεται λόγος στήν ίδια περικο­ πή, έκφράζει μόνο μέ διαφορετικό τρόπο τήν ίδια όντολογική κατα­ νόηση τού χαρακτήρα τού Λόγου.173 Ό M ore, πού διαπραγματεύε­ ται διεξοδικότερα άπ’ δλους τήν όντολογική άπόδειξη,174 άποτολμά μάλιστα τον ισχυρισμό δτι ή απόρριψή της θά σήμαινε ουσιαστικά πώς τό Ό ν είναι έρμαιο τής τύχης, καί έπομένως κι οι γνωστικές δυ­ νάμεις τού ανθρώπου αναξιόπιστες.175 Ή έμφατική τούτη θέση γίνε­ ται κατανοητή, αν άναλογιστούμε τό γενικό πλαίσιο σκέψης, μέσα στό οποίο προβάλλει ή όντολογική άπόδειξη τού Θεού. Ά ν ό Λόγος ριζώνει στό Ό ν καί άν, έπομένως, ή ιδέα τού Θεού ώς Όντος κατ’ εξοχήν πηγάζει από τήν ίδια τή δομή τού Λόγου, τότε Λόγος καί Θεός πρέπει νά ταυτίζονται. ’Αναγκαίο παρακολούθημα τής νοησιαρχικής γνωσιοθεωρίας γίνεται, έτσι, ή δέσμευση τού Θεού άπό τά πα­ ραγγέλματα τού Λόγου — μέ άλλα λόγια: ή όντολογική άπόδειξη τού Θεού, άν τή δούμε άπό τήν άποψη τής εσώτερης λογικής της καί τής λειτουργίας της, έμφανίζεται στήν πρώιμη φάση των Νέων Χρόνων ώς συνέπεια ή ώς συμπλήρωση τής άντίληψης, δτι οί λογικοί-μαθηματικοί καθώς καί οί ήθικοί νόμοι είναι αιώνιοι καί άμετάβλητοι, άνεξάρτητοι άκόμη καί άπό τόν Θεό, ό οποίος, άλλωστε, μονάχα τό έλλογο μπορεί νά θέλει.176 Ή θεία βουλησιοκρατία, δπως τήν εκπρο­ σωπούσαν ό C alvin καί ό D e sc a r te s, είναι άπαράδεκτη γιά τούς πλατωνικούς. Ό διαχωρισμός τής βούλησης τού Θεού άπό τή νόησή του, λέει ό Cudw orth, σημαίνει καταστροφή τής θεότητας* ήδη άπ’ αυτό βλέπει κανείς «δτι ό D e sc a rte s στήν πραγματικότητα ήταν υποκριτής θεϊστής, ή μασκοφορεμένος καί μεταμφιεσμένος άθεϊστής».177 Ή κατάργηση τής αυθαιρεσίας στό έπίπεδο τού Θεού σήμαινε γιά τούς πλατωνικούς παραμερισμό τής μοιρολατρίας στό επίπεδο τού άνθρώπου. Δηλαδή: ή δέσμευση τού Θεού στά παραγγέλματα τού 172. 173. 174. 175. νω). 176.

T rue In tell. T rue In te ll. A ntid. A th ., A ntid. A th .,

S y ste m , 733. S y ste m , 731. I, 8 ( = O p e ra P h il., II, 37/8). Schol. in Cap. VIII, Sect. 3 ( = O p e ra P h il., II, 41 έπά-

Βλ. τό μεταθανάτιο (1731) έργο του Cudworth, A T r e a tise C on cern in g E te r n a l a n d Im m u tab le M o ra lity , I, 2 (= Cragg, 272). 177. T rue In tel1. S y ste m , 646.

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

249

Λόγου τούς φαινόταν απόδειξη τής αναγκαιότητας τής ανθρώπινης ελευθερίας.178 Ά λλα καί αναφορικά με τόν μεγάλο στόχο τής πολε­ μικής τους, δηλ. τη φιλοσοφία καί την πολιτειολογία τού H o b b e s, ή ανανέωση τής όντολογικής απόδειξης τού Θεού είχε την ιδιαίτερη ση­ μασία της. Γιατί ή απόδειξη αυτή συναρτάται αναγκαστικά με μιά νοησιαρχική γνωσιοθεωρία, δπως ξέρει πολύ καλά ό Cudw orth, καί γΓ αύτό επιστρατεύεται ακριβώς στόν αγώνα εναντίον τής αισθη­ σιαρχίας τού H o bbes. Ό κίνδυνος τού άθεϊσμού καί τού άνηθικισμού έχει τόσο μεγαλώσει, ώστε μιά περιορισμένη έπιστροφή στην περιγέ­ λαστη «Σχολαστική» φαίνεται αναπόδραστη. Ό Cudw orth καταπο­ λεμά τή γνωσιοθεωρία τού H o b b es, άναλογιζό μένος πρώτα-πρώτα τις συνέπειές της γιά τήν ήθική: «Ά ν οί αισθήσεις άποτελούσαν τίς μόνες μαρτυρίες των πραγμάτων, δέν θά υπήρχε απόλυτη αλήθεια καί πλάνη».179 Ά ν δμως δέν ύπάρχει πάγια άλήθεια, τότε ή αυθαι­ ρεσία δέν έχει χαλινό* άνάμεσα στήν αίσθησιοκρατία-νομιναλισμό τού H o bbes καί στή θέση του, δτι άλήθεια καί πλάνη καθορίζονται από κυρίαρχες άποφάσεις, ό Cudw orth διαπιστώνει —καί ορθά— μιά συνάρτηση. Ασκεί, έτσι, πολεμική εναντίον τού Λεβιάθαν, ό όποιος καθορίζει άνεξέλεγκτα τήν ήθική καί τίς άξιες, τό ίδιο δπως καταπο­ λεμά τόν καλβινικό ή καρτεσιανό Θεό. Ή νοησιαρχική γνωσιοθεωρία συμβαδίζει, λοιπόν, μέ τή νοησιαρχική ήθική. Στό a p rio ri τής γνώ­ σης άντιστοιχεΐ ή έ'μφυτη ήθική καταβολή* καί τά δύο, πάλι, έχουν όντολογικές ρίζες. Ακριβώς τό άντίθετο συμβαίνει στόν νομιναλιστή H o b b es, σέ δλα μάλιστα τά επίπεδα. Ή πολυδιάστατη τούτη διαμάχη κορυφώνεται άκόμη μία φορά στό άνθρωπολογικό πρόβλη­ μα. «Αυτοί οί άθε'ιστές πολιτειολόγοι... πρώτ’ άπ’ δλα κακολογούν τήν άνθρώπινη φύση, παρουσιάζοντάς την έλεεινή», διαπιστώνει ό Cudworth.,180 ό όποιος, δπως καί δλοι οί πλατωνικοί,181 δέχεται τή φυσική καλοσύνη καί κοινωνικότητα τού άνθρώπου. Ή δήθεν κακοήθεια τού άντιπάλου του τού επιβεβαιώνει τήν πεποίθησή του, δτι μό­ νον ή δική του θέση έπιτρέπεται καί μπορεί να είναι ή όρθή. Δέν συ­ νειδητοποιεί, ώστόσο, τή λογική άντίφαση, πού προκύπτει άπό τόν 178. Γιά τόν συνδυασμό των εννοιών τής ελευθερίας καί τής άναγκαιότητας μέ πολεμική πρόθεση βλ. τίς παρατηρήσεις μας στό κεφ. II, ύποκεφ. 2β. 179. T rue In tell. S y ste m , 637. Καί ό M o re τονίζει δτι οί αισθήσεις δέν μπο­ ρούν νά συλλάβουν αιώνιες άλήθειες, βλ. π.χ. μιά περικοπή πού στρέφεται άμεσα εναντίον τών «A th ei», στό A ntid. A th ., I, 8, § 12 ( = O p e ra P h il., II, 39). 180. T rue In tell. S y ste m , 891. 181. Βλ. τίς προγραμματικές θέσεις τού W hichcote, A p h o rism s, N r 42, 678 (= C r a g g , 4 2 3 , 430).

250

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

διπλό του ισχυρισμό, δτι ή βούληση είναι ελεύθερη κα ί δτι είναι αναγ­ κασμένη, έξαιτίας τής ίδιας της της ύφής, να έπιλέξει τό καλό.182 Ή σύνδεση έλευθερίας καί αναγκαιότητας είναι ισχυρή μόνον από πολε­ μική, δχι από λογική άποψη. ’Από τήν ανάλυση τής υπαρξιακής έννοιας για τόν Λόγο καί τής νοησιαρχικής τοποθέτησης των πλατωνικών μέ δλες της τίς συνέπειες (έμφυτες ιδέες κτλ.), μαντεύουμε εύκολα τι τούς γοήτευε στόν D e sc a rte s. Ό χ ι λίγοι έκπρόσωποι τής σχολής είδαν τόν D e sc arte s ώς τόν σπουδαιότερο σύμμαχο στόν αγώνα τους έναντίον τού υλι­ σμού τού H o b b e s,183 πολύ περισσότερο γιατί ή δυαρχία ύλης καί πνεύματος άποτελούσε ουσιώδες σημείο τού (νεο)πλατωνισμού τους. 'Ωστόσο, ή υποδοχή τού D e sc a r te s 184 συνάντησε σύντομα δυσκολίες καί ή στάση τών πλατωνικών άλλαξε, αν καί σέ διαφορετικό βαθμό,185 δταν έγιναν άντιληπτές οι δυσκολίες πού έκρυβε ή άδρή καρτεσιανή δυαρχία. Ή άνησυχία τών πλατωνικών ήταν άκριβώς άντίθετη άπό έκείνη πολλών διαφωτιστών τού 18ου αί.: οί δεύτεροι φοβούνταν τόν όντολογικό υποβιβασμό τής ύλης, πού θά έκμηδένιζε τήν άντιασκητική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου κάτω άπό τήν πίεση τής υποψίας τού μηδενισμού, ενώ οι πρώτοι δέν μπορούσαν νά χαιρετήσουν τήν αυτονόμηση τής ύλης, δπως τή συνεπαγόταν ό καρ­ τεσιανός μηχανικισμός, γιατί έτσι θά έμποδιζόταν ό έπηρεασμός της άπό τό πνεύμα. Οί άντίθετες αυτές θέσεις ένίσχυσαν, ωστόσο, έξίσου τή μονιστική ροπή, αν καί άπό διαφορετικό δρόμο. Άκριβώς γιά νά υπερασπίσει τή δυαρχία μέ τήν έννοια τής κατοχύρωσης τής άνεξαρτησίας τού πνεύματος, ό Cudw orth π.χ. παραμερίζει de facto τό 182. Βλ. τίς καλές παρατηρήσεις τού M in tz , The H u n tin g o f the L e v ia th a n , 132/3. 183. Βλ. τή θετική αποτίμηση του καρτεσιανισμού έκ μέρους τού C udw orth, True Jn tell. S y st., 174/5. ’Ό χι τυχαία ό M o re έπαινεΐ μέ Ιδιαίτερη έγκαρδιότητα τήν ήθικοφιλοσοφική πραγματεία τού D e s c a r te s , Im m ort. A n i m . E p ist. D ed. (= O pera P h i l , II, 276). 184. Γενικά γιά τό θέμα L a m p re c h t, The R o le o f D e s c a r t e s ..., 181 κ.έ., καί N icolson , E a r ly S t a g e o f C a r te sia n ism ..., 356 κ.έ. Επίσης L a ir d , L'in flu en ce de D e s c a r te s , ιδ. 234 κ.έ. 185. Φαίνεται δτι ό J . S m ith , πού τά ιδιαίτερα ένδιαφέροντά του τόν έκαναν νά εκτιμά τά ήθικοφιλοσοφικά πλεονεκτήματα της καρτεσιανής δυαρχίας, ακολουθούσε πιστότερα τόν D e s c a r te s απ’ δ,τι οί C udw orth καί M o re, οί όποιοι ασχολούνταν καί μέ κοσμολογικά προβλήματα. Στά μάτια τού Sm ith ό καρτεσιανός μηχανικισμός ύποβοηθεϊ τήν άνοδο τής ψυχής πρός τήν πηγή τής θεϊκότητάς της, ενώ ή άπόκρουση τού μηχανικισμού έκ μέρους τού M ore φαίνεται νά συμβαδίζει μέ κάποιαν επιφύλαξη πρός τή μυστική έμπειρία. Βλ. τήν ένδιαφέρουσα μελέτη τού S a v e so n , D ifferin g R e a c tio n s to D e s c a r t e s ..., ίδ. 561, 5 6 4 /5 , 566.

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

251

σώμα. To αντίτιμο είναι, δμως, δτι ή έννοια τού πνεύματος, μή έχον­ τας αντίρροπο, διευρύνεται ατέλειωτα, καί έτσι χάνει τά είδοποιά της γνωρίσματα, μήν μπορώντας πιά νά εκπληρώσει τή μεταφυσική καί κανονιστική της λειτουργία. Ή δυαρχία πνεύματος καί σώματος αν­ τικαθίσταται από τή δυαρχία ενεργητικού καί παθητικού στοιχείου, πράγμα πού μέ τή σειρά του σημαίνει δτι τό πνεύμα δεν μπορεί πιά νά οριστεί μέ σαφήνεια, δηλ. άπό μόνη τήν άντίθεσή του πρός τό σώμα.186 Ή προσπάθεια αποφυγής τών πιθανών συνεπειών τού καρτεσιανού μηχανικισμού συνοδεύτηκε, δπως είδαμε, άπό τήν άπόρριψη τής θείας βουλησιοκρατίας. Σημειώσαμε παραπάνω δτι τό πρωτείο τής θείας βούλησης χρησίμευε στόν D e sc a rte s γιά νά εξοβελίσει τήν τε­ λολογία άπό τή Φύση. Ό Cudw orth δέν τό ξέρει αύτό, μέ βάση τήν εσώτερη λογική τού πράγματος έπιχειρηματολογεΐ, δμως, σάν νά τό ήξερε. Άπό φόβο μπροστά στήν υποψία τού μηδενισμού καί μέ τήν πεποίθηση, δτι «οι μηχανιστές ή άτομιστές θεϊστές» παίζουν σέ έσχα­ τη ανάλυση τό παιγνίδι τών αθεϊστών,187 καταπολεμά τον καρτεσια­ νό μηχανικισμό έπιστρατεύοντας, μέ σωρεία αριστοτελικών περικο­ πών, τήν τελολογική αντίληψη καί ξεχνώντας, έτσι, τόν άγώνα έναντίον τής Σχολαστικής. Ή «δημιουργική Φύση» (P la stic N ature) «ενεργεί ένεκα τον, γιά χάρη κάποιου πράγματος καί μέ κάποιον σκοπό»·188 είναι «άμεσος φορέας καί εκτελεστής» τού θείου νόμου καί ή δραστηριότητά της κάνει περιττή τήν επέμβαση τού Θεού στις υποθέσεις αυτού τού κόσμου. Ή δημιουργική Φύση είναι ικανή νά ενεργεί τελολογικά στή θέση τού Θεού, άκριβώς έπειδή ενεργεί μέ βάση αμετάβλητους νόμους* γ ι’ αύτό καί δέν χρειάζεται νά απευθύνε­ ται σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση στόν Θεό, γιά νά μάθει ποιά εί­ ναι ή θέλησή του. Ό Θεός άπαλλάσσεται άπό τή διεκπεραίωση τρε­ χόντων ζητημάτων γιά νά τονιστεί ό έλλογος, δηλ. μή βουλησιοκρατικός χαρακτήρας του. Μέ τή θέση τους αύτή, οί πλατωνικοί προ­ λειαίνουν τόν δρόμο τού διαφωτιστικού δεϊσμού. Ή θρησκευτικότητα τού C udw orth τόν κάνει, δμως, πιο ευαίσθητο καί απέναντι στή 186. Κατά τόν P a s sm o r e , C ud w orth , 23 (πρβλ. 28, 65). Μολονότι ό P a s s m ore συνοψίζει ορθά στήν περικοπή τούτη τή θεμελιώδη διαφορά άνάμεσα στόν D e s c a r te s καί τόν C u d w orth , ωστόσο γενικά τείνει νά μειώνει τή σημασία τής άντικαρτεσιανής πολεμικής τοΰ δεύτερου (βλ. π.χ. σ. 8). Πρβλ. τίς κριτικές παρατηρή­ σεις τού S a ilo r , C ud w orth a n d D e s c a r t e s , 135 κ.έ. 187. T rue In tell. S y ste m , 683/4. 188. T rue In tell. S y ste m , 147. Στό πλαίσιο τής πολεμικής εναντίον τού μηχα­ ν ισ μ ο ύ άπορρίπτεται καί ή θεωρία, δτι τά ζώα είναι μηχανές (863, 167).

252

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

συγγένεια δε’ισμού καί μηχανικισμού. Ή δραστηριότητα τού Θεού, λέει, δέν έξαντλείται από τή δημιουργική Φύση, ή οποία διεκπεραιώνει μόνον «δ,τι αφορά στην κανονική καί ομαλή κίνηση τής ύλης»· άπό κει καί πέρα υπάρχει «μιά ανώτερη πρόνοια», πού διορθώνει καί κάποτε παρακάμπτει τά σφάλματα τής μηχανής.189 Ό Cudw orth θέλει δύο πράγματα ταυτόχρονα: ό Θεός πρέπει νά κρατιέται σέ από­ σταση, γιά νά μήν παραβιάζεται ό Λόγος καί ή έλλογη νομοτέλεια, καί πρέπει στήν άνάγκη καί νά άναμιγνύεται, γιά νά κατοχυρώνεται ή ανώτερη σκοπιμότητα, πού διέπει τόν κόσμο, απέναντι στόν μηχανικισμό. Καί κάτι ακόμη θέλει ό Cudw orth: νά βρίσκεται ό Θεός, μολονότι δέν άναμιγνύεται στά πράγματα τού κόσμου, παντού καί μέσα σ’ δλα. Μάλιστα αυτή του ή παρουσία κάνει δυνατές καί τίς φυ­ σικές διαδικασίες, οι όποιες, επομένως, πρέπει νά είναι κάτι διαφορε­ τικό καί κάτι παραπάνω άπό άπλά μηχανικά φαινόμενα: « ’Αφού ό Θεός ενυπάρχει σέ κάθε πράγμα, ή Φύση επενεργεί καί αυτή άμεσα πάνω στήν ύλη, ώς ένύπαρκτη καί ζωντανή ψυχή ή ώς εσώτερος νόμος της».190 Στο σημείο αυτό άναφέρεται, γιά ευνόητους λόγους, ό Πλωτίνος.191 Έδώ δέν μάς ενδιαφέρουν τά λογικά άλματα, μέ τά όποια ό Cudw orth φτάνει σ1 αυτή τή θέση, άλλά μάλλον τό γεγονός, δτι τού­ τη ή άπόρριψη τού μηχανικισμού καί τού άθεϊσμού έχει ώς τελικό της αποτέλεσμα τήν προσέγγιση Θεού καί κόσμου ή πνεύματος καί ύ'λης. Σημαντικότατο ρόλο παίζει στή διαδικασία αύτή ή έπανεισαγωγή τής τελολογίας, δηλ. ή υπεράσπιση τού νοήματος των πραγμάτων καί τού κόσμου. Καί ό H enry M ore, πού οι επιθέσεις του έναντίον τού μηχανικισμού άναφέρονται επαινετικά άπό τόν C u dw orth ,192 έμμένει γιά τούς Ιδιους λόγους στήν τελολογία καί τή συνδέει μέ τή θεωρία του γιά τό Πνεύμα τής Φύσης (S p iritu s N a tu rae ), τό όποιο άντιστοιχεί στήν P la stic N atu re τού C udw orth193 καί έκπληρώνει 189. True fn tell. S y ste m , 150. 190. True Intell. S y ste m , 156. 191. Γιά τά πλωτινικά προηγούμενα τής «P lastic. N a tu re » βλ. C a s s ir e r , D ie P la t. R e n a is s a n c e , 95 κ.έ. 192. T rue Intell. S y ste m , 148. 193. Βλ. τόν ορισμό τού S p ir itu s N a tu ra e στό E n ch ir. M e ta p h ., C ap . 28, Sch ol. ( = O p e ra P h il., 1, 329)· πρβλ. Im m ort. A nim . I l l , 12, § 1 ( = O p e ra P h il., II, 430). Ή ίδέα του S p iritu s N a tu r a e άνιχνεύεται ήδη στό πρώιμο έ'ργο τού M ore ώς άπήχηση διαφορετικών, συνηθισμένων τότε βιταλιστικών άντιλήψεων ( « sp e r m a tic a l p ow er»), ώστόσο διαμορφώνεται βαθμηδόν — καί μάλιστα μετά τήν αλληλογραφία καί τή (μερική) ρήξη μέ τόν D e s c a rte s (1648). Βλ. σχετικά G reen e, M o re a n d B o y le on the S p irit o f N a tu r e , ίδ. 4 5 3 /4 , 4 5 9 /6 0 . Πολύ σω-

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

253

ουσιαστικά τις λειτουργίες των σχολαστικών form ae substantiale s .194 Πάνω στή βάση αυτή ό M ore άναπτύσσει μιά φυσικοθεολογία, πού ήδη περιέχει όλα τά θέματα τής άπέραντης σχετικής φιλολο­ γίας τού 18ου αί.195 Ή φυσική φιλοσοφία τής ’Αναγέννησης άσκεί καί στόν M ore, όπως καί σέ δλους τούς πλατωνικούς, έντονη επί­ δραση, πού φανερώνεται στήν ύπεράσπιση τού έμβιου στοιχείου απέ­ ναντι στό άψυχο καί μηχανικό (τούς ορούς αύτούς χρησιμοποιεί ό M ore, δταν κάνει λόγο γιά τόν Sp iritu s N atu rae). Μέ τή βοήθεια τής πλωτινικής θεωρίας τής άπορροής196 ό M ore ζωγραφίζει συχνά μιάν ένιαία δυναμική κοσμοεικόνα, στήν όποια, βέβαια, κυριαρχεί τό πνεύμα. Μολονότι ή ύλη δέν μπορεί νά είναι ούτε σκοπός ούτε άρχή τού εαυτού της197 καί μολονότι δέχεται τήν κίνηση από τό πνεύ­ μα,198 ωστόσο καί αυτή ξεπηδά άπό τή θεία πηγή κάθε ζωής.199 Γιά νά αντιμετωπίσει τή δυαρχία, πού κρυβόταν στήν ίδια τήν πλωτινική του κληρονομιά, ό M ore απορρίπτει ώς σόφισμα τήν καρτεσιανή άντίληψη γιά τήν υποστατική αυτοτέλεια τής ύλης.200 Τή δυνατότητα τού πνεύματος νά έπιδρά πάνω στήν ύ'λη, πού καταδείχνει τήν ανε­ πάρκεια τού μηχανικισμού, ό M ore θέλει νά τήν κατοχυρώσει σέ μονιστική προοπτική. Καί άφού στά πλαίσια τής καρτεσιανής δυαρχίας τό πνεύμα φαίνεται νά μήν βρίσκει πρόσβαση προς τήν ύλη, ό M ore νομίζει δτι μπορεί νά λύσει τό πρόβλημα, αν θέσει κάτω άπό έναν κοινό παρονομαστή κάθε (αυτοδύναμη ή έξαρτημένη) ύπαρξη. Τόν κοινό αυτόν παρονομαστή τόν βρίσκει σχετικά εύκολα, αντιστρέφον­ τας δηλ. τή θέση τού άντιπάλου. Στήν καρτεσιανή εξίσωση: «ύλη = έ­ κταση» άντιπαραθέτει τήν εξίσωση: «πνεύμα = έκταση»,201 καί έφόσον δέχεται τόσο τήν έκτατότητα τής ύλης δσο καί τήν ύπαρξη τού πνεύματος, καταλήγει στήν έξίσωση: «ύπαρξη = έκταση», ή οποία θά μπορούσε νά θεωρηθεί έν μέρει ώς απλή άντιστροφή καί εν μέρει ώς στά παρατηρεί ό G reen (461) δτι αυτό τό S p iritu s N a tu ra e στήν πραγματικότητα είναι « a ca tc h -a ll for the in e x p lic a b le ». 194. Philosophy de P r in c ip iis, § 17 ( = O p e ra Ph il., 1, 348). 195. Βλ. ολόκληρο τό δεύτερο βιβλίο τού A n tid o tu s adv. A th eism um ( = O pe­ r a P h il., II, 43 κ.έ.). Τά νόστιμα δέν λείπουν άπό τίς σελίδες αυτές· στό 4ο κεφ. π.χ. ό M o re ισχυρίζεται δτι ό Θεός έφτιαξε τό νερό τής θάλασσας μέ τρόπο πού νά ικανο­ ποιούνται οί ανάγκες τής ναυτιλίας! 196. ’Ορθά παρατηρεί ό H u tin , M o re, 80, δτι ή χριστιανική άντίληψη τής δη­ μιουργίας stric to se n su λείπει άπό τόν M ore. 197. Ench. M e ta p h ., 9, § 11 ( = O p e ra P h il., I, 176). 198. Ench. M e ta p h ., 10, 8 16 ( = O p e ra P h il., 1, 182). 199. Im m ort. A nim ., II, 11, § 10 ( = O p e ra P h il., II, 363). 200. Ench. M e ta p h ., 9, 8 10 ( = O p e ra P h il., I, 175/6). 201. Ench. M e t a p h C ap . 6 καί 7 ( = O p e ra P h il., I, 158 κ.έ.).

254

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

διεύρυνση μιας επιγραμματικής απόφανσης τού H o b b e s, πού λέει ό­ τι μόνον (εκτατά) σώματα μπορούν νά άποτελέσουν πραγματικά μέ­ ρη τού σύμπαντος.202 Άλλωστε ό M ore διακηρύσσει ό ίδιος τή συμ­ φωνία του μέ τή θέση: «δ,τι ύπάρχει είναι καί έκτατό», θεωρώντας την ώς τήν καλύτερη άφετηρία γιά τήν άνασκευή τής αντίπαλης αντί­ ληψης.203 Ή διαφορά πνεύματος καί ύλης δέν έγκειται πιά, λοιπόν, στό κα­ τηγόρημα τής έκτασης, άλλά προκύπτει άπό ορισμένες ιδιότητες τής ύλης, δπως ή μερισιμότητα καί ή άδιαπερατότητα.204 Ή άντίληψη αύτή, πιστεύει ό M ore, έχει διπλό πλεονέκτημα. Άπό τή μιά τού φαίνεται δτι έτσι αίρεται ή αύτοτέλεια τής ύλης, άφού τής άφαιρέθηκε (μιά καί άναγνωρίστηκε κα ί στό πνεύμα) τό μόνο κατηγόρημα πού είχε ώς υπόσταση, δηλ. ή έκταση. Άπό τήν άλλη, ό M ore βλέπει στήν έκτατότητα τού πνεύματος τήν καλύτερη εξήγηση τής συνύφαν­ σής του μέ τήν ύλη — καί αύτή τή συνύφανση δέν τή φοβάται πιά, άφού ή ύλη, παύοντας νά είναι αυτοτελής υπόσταση, μπήκε αυτόμα­ τα ύπό τήν αιγίδα τού πνεύματος. Ενδιαφέρουσα γιά τήν προβλημα­ τική μας είναι ή δομική παραλληλότητα άνθρωπολογικού καί κοσμο­ λογικού έπιπέδου στή σκέψη τού M ore. Άφού ό Θεός «έκτείνεται μέ τόν τρόπο του» καί είναι απανταχού παρών», μπορεί καί νά μεταδώ­ σει τήν κίνηση στήν ύλη- καί άφού ή ψυχή «διαποτίζει ολόκληρο τό σώμα», εξηγείται ή κίνηση τού τελευταίου.205 Μ’ αυτόν τόν τρόπο πνεύμα καί ύλη προσεγγίζουν σέ τέτοιον βαθμό, ώστε ό M ore άποτολμά νά χαρακτηρίσει τόν καρτεσιανό τους χωρισμό ώς παραβίαση των κανόνων τής λογικής σκέψης: ή απλή διαφορά ορισμένων κατη­ γορημάτων δέν μπορεί νά σημαίνει ούτε «χωρισιμότητα» (separabilitatem ) ούτε «πραγματική διάκριση» (realem distinctionem )* δέν πρέπει «νά συγχέουμε τά διάφορα μέ τά άντίθετα» (d iv e rsa cum o p p o sitis confu ndere).206 Ή όντολογική ομοιογένεια θεωρείται σιωπηρά ώς προϋπόθεση τού έπηρεασμού τής ύλης άπό τό πνεύμα.207 Πάντως, ό M ore έχει ήσυχη τή συνείδησή του: άφού τό πνεύμα είναι

202. L e v ., X X X IV ( = E W , III, 380). 203. E a c h . M e ta p h ., C ap . 27, τελευταία πρόταση τής δεύτερης καί πρώτη πρόταση τής τρίτης παραγράφου. 204. E a c h , M e ta p h ., 27, § 5 ( = O p e ra P h il., I, 318 /9 ). 205. Βλ. τήν 1η καί τή 2η επιστολή στόν D e s c a r te s , O p e ra P h il., II, 234 καί 248 (πρβλ. καί τήν προηγούμενη σημ.). 206. Erich. M e ta p h ., 27, § 4 ( = O p e ra P h il., I, 318). 207. Ή ίδια άντίληψη τονίστηκε λίγο άργότερα στό γνωσιοθεωρητικό επίπεδο: ή

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

255

εξ ορισμού περιεκτικότερο άπό την ύλη καί άφού ή έκταση είναι τώρα πιά καί δικό του κατηγόρημα, ή ύλη, όντας καί αυτή εκτεταμένη, άπορροφάται αυτούσια άπό τό πνεύμα. Ωστόσο, ό M ore δεν άναλογίζεται δτι τό αντίτιμο για τούτη τη νίκη τής πνευματικής αρχής στά­ θηκε πολύ ύψηλό* δέν άναρωτιέται σέ ποιόν βαθμό ό χαρακτήρας τού πνεύματος παραμένει άθικτος, αν τού άποδίδεται άκριβώς εκείνο τό κατηγόρημα, τό όποιο ή αντίπαλη θέση έπεφύλασσε άποκλειστικά στήν ύλη. Άφού τό πνεύμα δέν έχει αχίλλεια πτέρνα, άρα δέν μπορεί νά ζημιωθεί ούτε καί μ’ αύτόν τόν τρόπο, σκέπτεται προφανώς ό M o­ re, χωρίς νά κατανοεί δτι, υπό ορισμένες συνθήκες, ή έκπνευμάτωση τού υλικού στοιχείου μπορεί νά άπολήξει στήν έξυλΐκευση τού πνευ­ ματικού. Καί στ’ άλήθεια, δέν μπορούσε νά γνωρίζει ποιό θά ήταν τό κυρίαρχο ρεύμα στήν πνευματική ζωή τού επόμενου αιώνα. Όπως ό καρτεσιανός άδρός χωρισμός άνάμεσα σέ re s c o g ita n s καί re s e x te n sa κατέληξε στήν ταύτιση ύλης καί έκτασης, έτσι καί άπό τήν προσέγγιση ύλης καί πνεύματος, δσο πνευματοκρατικά κι αν τή φανταζόταν ό M ore, προέκυψε άναγκαστικά ή άποσύνδεση τής έννοιας τής ύλης άπό τήν έννοια τής έκτασης· ή ύλη παραμένει, βέ­ βαια, έκτεταμένη, δμως δέν έχει μόνον τούτη τήν ιδιότητα, γ ι’ αύτό εκλείπει καί ή άποκλειστική της σύνδεση προς τήν έννοια τής έκτα­ σης. Αύτό τό φαινομενικά παράδοξο, καί δμως όλότελα λογικό, άποτέλεσμα είχε ή κριτική τού M ore. Άφού, τώρα, ύλη καί έκταση γ ί­ νονται ξεχωριστά μεγέθη, άφού εκτεταμένο είναι καί τό πνεύμα, καί άφού τό τελευταίο αύτό είναι έξ ορισμού περιεκτικότερο, γ ι’ αύτό καί ή ύλη μπορεί νά υπάρξει μονάχα μέσα σ’ έναν αιώνιο, άπειρο καί άνεξάρτητο άπ’ αύτή χώρο, ό όποιος, μιά καί έχει τά παραπάνω κα­ τηγορήματα, προφανώς συμπίπτει μέ τόν Θεό.208 Στόν D e sc a r te s ή ταύτιση ύλης καί έκτασης είχε ώς άποτέλεσμα τήν άπόρριψη τής ίδέας τού κενού, γ ι’ αύτό καί ό χωρισμός τους άπό τόν M ore σήμανε μιαν επιστροφή στήν άτομιστική θεωρία (ό M ore έπικαλείται τόν Δημόκριτο, τόν Επίκουρο καθώς καί τήν άντίληψη τού Πρόκλου για τόν χώρο209) — μολονότι αύτή τή φορά τό πρώην κενό δέν είναι τίπογνώση θά ήταν αδύνατη, αν άνάμεσα σέ υποκείμενο καί αντικείμενο (re s c o g ita n s καί re s e x te n sa ) δέν υπάρχει υποστατική κοινότητα. Τόν κεντρικό ρόλο τοΰ ζητή­ ματος αυτού στή διαμάχη του S. F o u c h e r μέ τόν M a le b ra n c h e καί τούς ορθόδο­ ξους καρτεσιανούς καθώς καί τήν άναδρομή των άντιπάλων της καρτεσιανής γνωσιοθεωρίας σέ σχολαστικές ιδέες περιγράφει ώραΐα ό W a tso n , The D o w n fa ll o f C a r te sia n ism , ίδ. 3 5 /6 , 60. 208. E ach . M e ta p h ., 8, §§ 8-9 ( = O p e ra P h il., I, 167/8). 209. E a c h . M e ta p h ., 8, § 3 καί Sch oliu m ( = O p e ra P h il., I, 166, 169/70).

256

III. ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

τε άλλο παρά ό Θεός ώς χώρος. Τόν κίνδυνο τής ταύτισης Θεού καί κόσμου, δηλ. τόν σπινοζισμό,210 ό M ore προσπάθησε, σέ μιά όψιμη φάση του, νά τόν άποφύγει, θεωρώντας τόν χώρο άπειρο καί τόν κό­ σμο πεπερασμένο. Ό κόσμος αποτελεί, λοιπόν, ένα νησί στη θάλασσα τού χώρου211 — ή μήπως είναι σάρκα άπό τή σάρκα τού Θεού; Ή στεγανή καρτεσιανή δυαρχία είχε δημιουργήσει μιά πολύ λεπτή κα­ τάσταση, άφού ακόμη καί ή παραμικρότερη προσπάθεια υπέρβασής της έθετε έξαρχής δλα τά θεμελιώδη προβλήματα. Μέ ιδιαίτερη ένάργεια φαίνεται αυτό στήν περίπτωση τού τόσο προσεκτικού καί συντη­ ρητικού M ale b ran ch e , ό όποιος άπό την εικασία, δτι ό χωρισμός ανάμεσα σέ r e s c o g ita n s καί re s e x te n sa ισχύει Ισως μόνο γιά τή Φύση, συμπεραίνει δτι ό Θεός περικλείνει μέσα του δλες τίς τελειότη­ τες, τόσο τών πνευμάτων δσο καί τής ύ'λης.212 Είναι, έπίσης, γνωστό δτι μαθητές τού M ale b ran c h e , δπως π.χ. ό F e ge , έκλιναν προς τόν σπινοζισμό.213 Οί πλατωνικοί τού C am b rid g e τόνισαν τήν υπαρξιακή διάσταση τής έννοιας τού Λόγου καί έτσι έπιβοήθησαν τή διαμόρφωση τής φι­ λοσοφίας τού m o ra l sen se καί τήν ένίσχυση τού άντινοησιαρχικού ρεύματος. Όπως στήν κοσμολογία, έτσι καί στή γνωσιοθεωρία ή στήν ήθική φιλοσοφία, ή θεωρητική τους δραστηριότητα είχε αποτε­ λέσματα πολύ διαφορετικά άπό τίς προθέσεις τους. Αυτό ήταν πρώτα-πρώτα συνέπεια τού άντικαρτεσιανού ζήλου τους, τόν όποιον, ώστόσο, συμμερίζονταν μέ πνεύματα πολύ λιγότερο ευλαβικά. Όμως καί άλλες άντικαρτεσιανές τάσεις έπεσαν θύματα τής έτερογονίας τών σκοπών. Τούτες οί τελευταίες δέν προκάλεσαν μονάχα μιάν ακούσια καί μακροπρόθεσμη υπονόμευση τής νοησιαρχίας, δπως έγι­ νε στήν περίπτωση τών πλατωνικών, αλλά διακήρυξαν τήν προγραμ­ ματική της άπόρριψη, ή όποια άρχικά υπηρετούσε θρησκευτικές σκο­ πιμότητες, τελικά δμως ώφέλησε, άπό διάφορους δρόμους, τήν αι­ σθησιοκρατία καί, γενικότερα, άντιθρησκευτικές τάσεις. Ή σημαντι210. Α κριβώ ς ή αντικειμενική έγγύτητα τής θέσης του πρός τόν σπινοζισμό αναγκάζει τόν M o re νά άσκήσει ιδιαίτερα έντονη πολεμική εναντίον του τελευταίου. Βλ. C olie, L igh t a n d E n lig h ten m en t, 73 κ.έ., ίδ. 83-85. 211. Τέτοια έπιχειρήματα χρησιμοποίησε άργότερα ό R a p h so n , γιά νά άποκρουσει τήν υποψία, δτι ή θεοποίηση τού χώρου εκ μέρους του ήταν σπινοζισμός. Επιπλέον ό R a p h so n κατηγόρησε τόν S p in o z a δτι άποδέχεται μονάχα τήν καρτε­ σιανή ταυτότητα χώρου καί ύ'λης, δχι δμως καί τήν ταυτότητα χώρου καί Θεού (σχετικά K o y re , Von d e r g e sc h lo sse n e n W elt..., κεφ. V III). 212. R e ch erch e de la v e rite , Liv. TII, P a rt. II, C h ap . IX , § IV ( = OC„ I, 472/3). 213. B o u llie r, H is t . de la ph il. c a r t ., II, 348 κ.έ.

3. ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

257

κότερη από τίς τάσεις αυτές ήταν ή στροφή πρός την άμεσότητα του αισθήματος, ή όποια παρουσιαζόταν ώς διέξοδος από τό δίλημμα: (εγκεφαλική) μηχανιστική-άθεϊστική επιστήμη ή (εξίσου έγκεφαλική) Σχολαστική. Ό P a sc a l τόνισε τήν καρδιά καί τό αίσθημα απέναντι στή νόηση, γιά νά καταπολεμήσει τόν λανθάνοντα (κατά τή γνώμη του) καρτεσιανό άθείσμό καί τήν 'Ύβριν τής νόησης.214 Τό αίσθημα είναι τό υπαρξιακά άποφασιστικό στοιχείο* «όλη μας ή νόηση τελικά υποχωρεί μπροστά στό αίσθημα».215 Τό αίσθημα έκπληρώνει όχι μο­ νάχα ήθικές-μεταφυσικές, άλλά καί γνωσιοθεωρητικές λειτουργίες, άφοϋ αυτό, καί όχι ή νόηση, συλλαμβάνει αύτόματα τίς πρώτες άρχές, από τίς οποίες κατόπιν ή νόηση άντλεί τίς προτάσεις της.216 Ό P a sc a l δέν κάνει, έτσι, τίποτε άλλο, παρά νά αποδίδει τίς λειτουρ­ γίες τής καρτεσιανής ενόρασης όχι πιά στή νόηση, άλλά στό αίσθημα. Μ’ αυτόν τόν τρόπο άνατιμάται ή έσώτερη έμπειρία καί τό αισθητικό μόριο τής ψυχής μέ όλη τήν υπαρξιακή του δυναμική. Στήν ίδια κα­ τεύθυνση κινούνται καί τά μεταγενέστερα θρησκευτικά ρεύματα, ό­ πως ό εύσεβισμός κτλ. Καί αυτά δηλ. ενισχύουν τή φιλοσοφία τού αι­ σθήματος, τό ίδιο όπως καί ό εμπειρισμός. Ό τελευταίος, λοιπόν, παρ’ όλο τόν σκεπτικιστικό του προσανατολισμό, συνεργάζεται μέ τά θρησκευτικά αυτά ρεύματα εναντίον τής νοησιαρχίας. Οί διαφορές ανάμεσα στις δύο άντινοησιαρχικές παρατάξεις είναι πρόδηλες, όμως αύτό δέν τίς έμπόδισε νά άσκήσουν αντικειμενικά κοινή επιρροή καί νά γεννήσουν πολλές φορές παρεμφερή άποτελέσματα.

214. P e n s e e s, S ect. II, N r 77-79 ( = O eu v re s, X I I, 98/9). 215. P e n s e e s, S ect. IV, N r 274 ( = O eu v re s, X I II , 199). 216. P e n s e e s, S ect. IV , N r 282 ( = O eu v re s, XIII, 203/4).

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΙΣΜΟΥ

1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ή προηγούμενη περιγραφή τής φιλοσοφικής-νοησιαρχικής θεμελιω­ τής τής μηχανιστικής φυσικής επιστήμης έκ μέρους του D e sc a rte s καθώς καί τής πρώιμης Αμφισβήτησης τής καρτεσιανής δυαρχίας έκ μέρους μονιστικών τάσεων μάς οδήγησε λογικά καί χρονολογικά στό κατώφλι τού Διαφωτισμού καί, έτσι, στό κεντρικό σημείο τής Ανάλυ­ σής μας. Στά παρακάτω θά έκθέσουμε τή διαδικασία τής ριζοσπαστι­ κής Αποκατάστασης του αισθητού κόσμου, ή οποία —άπό φιλοσοφική άποψη— εδράζεται στήν όντολογική Ανατίμηση τής ύλης καί πιστο­ ποιείται ταυτόχρονα σέ δλα τά επίπεδα τής σκέψης σέ έκάστοτε δια­ φορετικές, ώστόσο δομικά συναφείς μορφές. Στή γλώσσα τού συστη­ ματικού κεντρικού μας προβλήματος, τό οποίο δέν πρέπει νά χάνου­ με άπό τά μάτια μας, ή γενική κατάσταση μπορεί νά συνοψιστεί ώς εξής: Στήν εποχή τού Διαφωτισμού τό πνεύμα ύφίσταται, σέ γενικές γραμμές, μιά βαριά ήττα στόν άγώνα του μέ τόν αισθητό κόσμο καί τήν ύλη. Τό πνεύμα βλέπεται δηλ. δλο καί περισσότερο στή σύνδεσή του μέ τήν ύλη, καί μάλιστα στό ρίζωμά του μέσα της, ένώ, άπό τήν άλλη μεριά, ή αυτονόμηση τής ύλης προχωρά άκατάσχετα: ή ύλη θεωρείται, μέ άλλα λόγια, δλο καί περισσότερο ώς αύτόνομος φορέας κίνησης, έτσι ώστε τό πρώτο κινούν (δχι Απλώς μέ τήν Αριστοτελική έννοια, άλλα καί μέ τήν έννοια τής μηχανιστικής φυσικής έπιστήμης) βαθμιαία περιττεύει. ’Ήδη έξαιτίας τής σχέσης Ανάμεσα στό Ανθρώπι­ νο καί θείο πνεύμα, δπως αυτή γινόταν δεκτή στήν παραδοσιακή με­ ταφυσική, ήταν Αναπόφευκτος ό υποβιβασμός τού πνεύματος, δχι μό­ νον άπό κοσμολογική-θεολογική, άλλα συνάμα καί άπό άνθρωπολογική άποψη* έτσι, τό πρόβλημα τών κανονιστικών άρχών έγινε δλο καί περιπλοκότερο, άφού φίλοι καί έχθροί αισθάνονταν άκόμη ώς αυ­ τονόητη τήν κοινότητα τών τυχών τού πνεύματος καί τών ήθικών άξιών. Οί συνάφειες αυτές μάς έπιτρέπουν νά θεωρήσουμε τήν πολύ­ κλαδη καί Αντιφατική διαδικασία τής όντολογικής Ανατίμησης ή αυ­ τονόμησης τής ύλης ώς τό όδηγητήριο νήμα στήν προσπάθεια μας νά άνασυνθέσουμε έννοιολογικά τήν έποχή τού Διαφωτισμού. Γιά νά

26 2

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

διευκρινίσουμε τό σημείο αυτό, ας άρκεστούμε προσωρινά στήν ιδιαί­ τερα αδρή απόφανση ενός υλιστή. Ό λες οι άποδείξεις τής ύπαρξης Θεού, γράφει ό H o lb ach , στηρίζονται στήν εσφαλμένη αρχή, «δτι ή ύ'λη δεν υπάρχει άπό μόνη της καί είναι άπό τή φύση της άνίκανη νά κινηθεί»·1 ή θεολογία φτάνει στήν ιδέα τού Θεού διαμέσου τής προ­ σωποποίησης «τής αρχής τής κινητικότητας, πού είναι έμφυτη στήν ύλη».2 Άπό αυτά προκύπτει τό ουσιαστικό: ή όντολογική άνατίμηση ή αυτονόμηση τής ύλης σημαίνει άναγκαστικά τόν θάνατο τού Θεού καί τού πνεύματος γενικά. Οι συνεπείς άντίπαλοι τού υλισμού δέχον­ ταν εντελώς, καθώς είναι γνωστό, αυτή τήν εκτίμηση τής κατάστα­ σης, μόνο πού έβγαζαν συμπεράσματα εντελώς άντίθετα. Ακραίες θέσεις συνοψίζουν συχνά τήν πεμπτουσία πολύπλοκων εξελίξεων* αν στ’ άλήθεια τό κάνουν, τότε είναι εξαιρετικά κατάλλη­ λες ώς όδηγητήριο νήμα τής έρευνας. Ακριβώς μιά ερμηνεία, πού δέν θέλει νά ξεφεύγει άπό τήν πραγματικότητα, δέν πρέπει ωστόσο νά ξεχνά δτι τό επίπεδο τής ερμηνείας δέν ταυτίζεται μέ τό επίπεδο τής πραγματικότητας. Γιά τήν έποχή τού Διαφωτισμού αυτό σημαίνει συγκεκριμένα δτι ό προσανατολισμός τής ανάλυσής μας πρός τά φαι­ νόμενα έκεινα τής ιστορίας τών ιδεών, στά όποια καταφαίνεται μέ ιδιαίτερη ένάργεια ή όντολογική άνατίμηση τής ύλης, διόλου δέν συ­ νεπάγεται καί τήν άριθμητική τους ύπεροχή. Άπό τήν άλλη, δμως, πλευρά, είναι μοιραίο μεθοδικό καί πραγματικό σφάλμα νά ερμη­ νεύεται ή στατιστική τους ίσχνότητα ώς έλλειψη επιρροής.3 Οί ιδέες δέν έπιδρούν λιγότερο μέ άρνητικό άπ’ δ,τι μέ θετικό τρόπο — ούτε λιγότερο δταν άπορρίπτονται διεξοδικά άπ’ δ,τι δταν γίνονται άποδεκτές άνενδοίαστα. Ά ν ό υλισμός τού Διαφωτισμού, άπό στατιστική άποψη, έμεινε περιθωριακό φαινόμενο, ωστόσο ένσάρκωνε τίς έσχα­ τες συνέπειες τής προϊούσας όντολογικής άνατίμησης τής ύλης. Αυτό δχι μόνο τό βλέπουμε καθαρότατα στις πολεμικές τών τοτινών προ­ μάχων τής θεολογικής κοσμοεικόνας, άλλά καί τό διαγνώθουμε στή 1. S y st. de ία N a t., Η, 174. 2. S y st. de ία N a t., II, 142. 3. Στό σημείο αυτό υστερεί σοβαρά ή εργασία του C a s sir e r , ό όποιος βλέπει τόν L a M ettrie καί τόν H o lb a ch π.χ. ώς «μεμονωμένα φαινόμενα» «δίχως τυπική ση­ μασία» (Phil, d e r A u fk l. , 73). Αυτό τό κάνει μέ σκοπό μιάν ενιαία σύλληψη τού Διαφωτισμού, έτσι, ωστόσο, δέν είναι σε θέση νά εξηγήσει φαινόμενα όπως ή γένεση ένός προγραμματικού μηδενισμού άκριβώς στόν 18ο at. Μή θέλοντας νά άντιληφθεΐ τή λειτουργία τών υλιστικών τάσεων ό C a s s ir e r έξαναγκάζεται, έπισης, νά άποσιωπήσει τή σύγκρουση αιτιώδους καί κανονιστικής θεώρησης καθώς καί τήν ταλάντευση άνάμεσα σέ αισιοδοξία καί άπαισιοδοξία (βλ. παρακ. κεφ. V I), δηλ. τίς πιό τυπι­ κές έκφάνσεις τού Διαφωτισμού (βλ. παρακ. σημ. 5).

1. ΓΕΝΙΚΈΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

263

στάση των μή υλιστών διαφωτιστών, οι όποιοι —ακριβώς επειδή οι έσχατες συνέπειες τής άποκατάστασης του αισθητού κόσμου έχουν φανεί στον ορίζοντα καί από φόβο μπροστά στήν υποψία τού μηδενι­ σμού καθώς καί γιά πολεμικούς-τακτικούς λόγους— καταφεύγουν σε επαμφοτερίζουσες δυαρχικές κατασκευές. Τώρα δμως δέν έχουμε πιά νά κάνουμε μέ τήν προγραμματική καρτεσιανή δυαρχία, αλλά μέ μιά δυαρχία τής αμφιταλάντευσης: οί έκπρόσωποί της ούτε θέλουν νά άπεμπολήσουν, στον αγώνα τους έναντίον τής θεολογίας, τήν ανατί­ μηση τής ύλης, αλλά ούτε καί μπορούν νά τήν ώθήσουν στά άκρα άπό έγνοια γιά τήν τύχη τού πνεύματος καί τών ήθικών-κανονιστικών αρχών. Τή θεμελιακή διαφορά αυτής τής δυαρχίας άπό τήν καρτε­ σιανή θά πρέπει νά τή θυμόμαστε άδιάκοπα, δταν στά επόμενα κεφά­ λαια μιλάμε γιά «δυαρχία τού Διαφωτισμού». Ή διαφωτιστική δυαρχία τής άμφιταλάντευσης, πού συχνά κατά βάθος άποτελεί έναν δειλό μονισμό, είναι ή θέση εκείνη, στήν οποία ώθούνται πολλοί τυπι­ κοί διαφωτιστές άπό τήν παρουσία τού νεαρού ύλισμού — καί αυτό εί­ ναι επαρκής άπόδειξη γιά τήν επήρεια τού τελευταίου, άκόμη κι άν ή επήρεια τούτη εκδηλώνεται πολλές φορές έμμεσα μόνο, δηλ. ώς έπηρεασμός τών μή ύλιστών διαφωτιστών άπό τις μομφές καί τά παρά­ πονα τών συντηρητικών. Χαρακτηριστικό γΓ αυτόν τόν συσχετισμό δυνάμεων είναι, πάντως, δτι στή Γαλλία, δπου, γιά ιδιαίτερους λό­ γους, ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου πήρε τίς ριζοσπαστικό­ τερες μορφές, ή άκμή τού Διαφωτισμού πέφτει άνάμεσα στή δημο­ σίευση τών έργων τού L a M ettrie καί στήν εμφάνιση τού Συστήμα­ τος τής Φύσης τού H o lb ach , ένώ άκριβώς στήν ίδια χρονική περίο­ δο δχι μόνον έκδιπλώνεται ή μετριοπαθής-δυαρχική, στο σύνολό της, κίνηση τών εγκυκλοπαιδιστών, άλλά καί φτάνει στό ποσοτικό καί δυναμικό της κατακόρυφο ή χριστιανική άπολογητική τού αιώνα.4 Μέσα στή διαφορισμένη τούτη προοπτική δέν χρειαζόμαστε νά άντικαταστήσουμε τόν «αιώνα τού N ew ton», δπως όνομάστηκε άπό συγκαιρινούς καί ιστορικούς, μέ κάποιον «αίώνα τού υλισμού», γιά νά τονίσουμε δσο πρέπει τό γεγονός τής όντολογικής άνατίμησης τής ύλης* πρέπει, δμως, νά ορίσουμε άκριβέστερα, καί μάλιστα στό φώς αύτού τού γεγονότος, πού έγκειται ή έπίδραση τού Newton καί τί θεωρήθηκε έκάστοτε ώς νευτώνεια θεωρία. Όταν δηλ. μιλάμε γιά τόν «αίώνα τού N ew ton», τό πρόβλημα δέν είναι ή ερμηνεία, άλλά οί μεΘερμηνεΐες τού New ton, πού ή πολυμορφία τους επιβάλλει eo ipso τήν άναγκαιότητα ουσιαστικών διαφορισμών. *Άν κανείς, άπό 4. M onod, D e P a s c a l a C h a te a u b r ia n d , κεφ. V III καί X.

264

TV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

τή σκοπιά μιας θετικιστικής αντίληψης για τις φυσικές επιστήμες, θέ­ λει νά παρουσιάσει ένα ορισμένο μεθοδολογικό ιδεώδες ώς γενική μορφή σκέψης του Διαφωτισμού, τότε πρέπει ή νά αποσιωπήσει πολ­ λά φαινόμενα τής εποχής ή νά τά πραγματευθεϊ πάνω στην προκρούστεια κλίνη.5 Ή νεότερη έρευνα παραμέρισε, γιά βάσιμους λόγους, τή μονόχρωμη εικόνα τού «επιστήμονα» Newton καί στή θέση της άναζητά τις γενικές κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις καί αιτίες έπίδρασης τού έργου του.6 Ό μω ς, ό σωστός δρόμος δέν είναι πάντα καί ό άπλούστερος, καί έτσι, οποίος προτιμά τόν άπλούστερο, βρίσκει μπροστά του δλο καί περισσότερες δυσκολίες. Αφού δέν μπορούμε πιά νά μιλάμε γιά την εύθύγραμμη έπίδραση ενός Newton συμπτυγμένου σέ απλούς κανόνες, ή άνάλυσή μας πρέπει νά κινηθεί σέ κάμποσα επίπεδα ταυτόχρονα: στό επίπεδο των δσων ό Newton είπε ή ύπαινίχθηκε, στό επίπεδο των δσων θά μπορούσαν νά υποβάλουν οί λόγοι του, έστω καί σέ αντίθεση μέ τις προθέσεις του, καί στό επίπεδο των δσων τού άποδόθηκαν λίγο ή πολύ ελεύθερα ώς λογικά θεμιτή μετεξέλιξη των μεθοδολογικών καί λοιπών θέσεων του. Μέ τόν τρόπο αυτόν θά μπορέσουμε, Ισως, νά κατανοήσουμε γιατί ό Newton πα­ ρουσιάστηκε στά μάτια τών περισσότερων τοτινών μορφωμένων (καί ήμιμαθών) ώς γνήσιος εκπρόσωπος τής άντικαρτεσιανής τάσης τής έποχής, έπιβοηθώντας άθελά του καί τήν όντολογική ανατίμηση τής ύλης.

5. *Η μεγαλύτερη καί άθεράπευτη άδυναμία τής άνάλυσης του C a s s ir e r έγκειται ακριβώς στήν τέτοια θεώρηση. Πρέπει νά σημειωθεί, έπιπλέον, OTt ό C a s s ir e r ορίζει τό δήθεν νευτώνειο μεθοδολογικό {δεώδες μέ τρόπο (Phil, d e r A u fk L , 8/9), πού ώς εισηγητής του θά μπορούσε νά θεωρηθεί καί ό G alilei. Έ τσ ι παραμένουν ανεξήγητα τά είδοποιά γνωρίσματα τής έπίδρασης τού N ew ton καί μαζί καί τού Διαφωτισμού. Κι άκόμη, ό C a s sir e r δέν κατορθώνει ούτε καν νά χρησιμοποιήσει τό νευτώνειο με­ θοδολογικό ιδεώδες, τό όποιο τάχα διέπει όλόκληρη τή σκέψη τού Διαφωτισμού, ώς ερμηνευτικό νήμα σέ δλους τούς τομείς τής σκέψης, δσους έξετάζει ό ίδιος (βλ. σχετι­ κά τις καλές παρατηρήσεις τού W a g n e r, N ew ton , 4 0/1). 6. Τή στροφή αύτή τονίζει όρθά ό C asin i, L e ‘N e w t o n i a n i s m e ίδ. 141/2, 151.

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

265

2 . Η ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON ΚΑΙ Η

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

α) Πηγές κα ί συνέπειες τής διάζευξης ύλης και έκτασης κα ί τής μ ε ­ τάβασης άπό τή μηχανική στη δυναμική. Ή έλξη κα ί ή μαγεία της. Όπως ξέρουμε, ή κριτική τού M ore στον D e sc a rte s κατέληξε στή συνύφανση Θεού καί χώρου, ξεκινώντας ακριβώς άπό τήν προσπά­ θεια νά άποσυνδεθούν οι έννοιες τής ύλης καί τής έκτασης. Αυτό έγινε στά πλαίσια τού αγώνα έναντίον των δήθεν άθε'ιστικών συνεπειών τού μηχανικισμού, καί μπορούμε νά είμαστε βέβαιοι δτι ό Newton συμμεριζόταν όλότελα τούς σχετικούς φόβους τού M ore* ήδη στις σημειώσεις άπό τά φοιτητικά του χρόνια ή επίδραση τού M ore γίνε­ ται εμφανέστερη προπαντός στίς περικοπές εκείνες, δπου άμφισβητείται ή ικανότητα λειτουργίας τής μηχανής τού κόσμου δίχως συνεργία τού πνεύματος.7 Ά ν συνοψίσουμε τά κύρια σημεία τής κριτικής τού M ore στόν D e sc a rte s, έχουμε στίς γενικές της γραμμές τήν πνευ­ ματική άφετηρία τού N ew ton.8 Ά ν , πέρα άπ’ αυτό, θέλουμε νά συλλάβουμε τή γενική κατάσταση στόν χώρο τής ιστορίας τών ιδεών, καί μάλιστα με σκοπό νά καταλάβουμε καλύτερα τήν κριτική τών καρτεσιανών σ’ έκείνο πού οί ίδιοι χαρακτήριζαν ώς επάνοδο τού Newton στούς ύποπτους μυστικισμούς τής προμηχανιστικής φιλοσο­ φίας τής Φύσης, τότε πρέπει νά θυμηθούμε τά δάνεια τού M ore άπ’ αυτή τήν τελευταία. Πράγματι, είναι εξαιρετικά πιθανό δτι ή άντίληψη τού M ore διαμορφώθηκε κάτω άπό τήν επίδραση τής έρμητικήςκαββαλιστικής παράδοσης, στήν όποια ή συνύφανση Θεού καί χώρου υπήρχε άπό παλιά, γιά νά άνανεωθεί καί πάλι άπό στοχαστές δπως ό P a tr iz z i.9 ’Από τή σκοπιά μας είναι άδιάφορο άν καί σέ ποιόν βαθ­ μό ό ίδιος ό Newton ήταν εξοικειωμένος μέ τά ρεύματα αυτά, άφού διαμέσου τού M ore μπήκαν έτσι κι άλλιώς στόν πνευματικό του κό­ σμο. Βέβαια, ό Newton, δπως θά δούμε άμέσως, έκανε καθαρά φυσι­ κομαθηματική χρήση τής έννοιας τού άπόλυτου χώρου, δμως αυτό δέν σημαίνει τίποτε γιά τήν προέλευση τούτης τής έννοιας, ή οποία έξαρχής εμφανίζεται στό έργο τού Newton σέ στενότατη σύνδεση μέ θεολογικούς καί κοσμοθεωρητικούς στοχασμούς. 7. W e stfa ll, F o r c e , 337. 8. Βλ. τήν ακριβή ανάλυση τού K o y re , N ew t. S tu d ie s, 89/90. 9. F ie rz , Fiber den U rs p ru n g ..., ίδ. 77 κ.έ., 82, 85 κ.έ.

266

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΑΗΣ

’Άν έπισημάνουμε προσεκτικά τό (φαινομενικά) παράδοξο γεγο­ νός, δτι ή προσέγγιση πνεύματος καί ύλης ήταν ή προϋπόθεση τής άποσύνδεσης ύλης καί χώρου (στήν πραγματικότητα αυτό προκύπτει από την άμεση πολεμική αντιστροφή των δύο πλευρών τής καρτεσια­ νής δυαρχίας), τότε καταλαβαίνουμε καλύτερα τον δρόμο, ό οποίος οδήγησε τον Newton στόν M ore. Ό Newton χρειάζεται τόν άπόλυτο χώρο, δσο δμως χώρος καί ύλη ταυτίζονται, δεν μπορεί νά τόν εχει χωρίς νά εξισώσει τόν Θεό μέ τήν ύλη, φτάνοντας £τσι στόν σπινοζισμό. Αυτό δέν τό θέλει, καί έτσι προσπαθεί νά άποσυνδέσει χώρο καί υλη διαμέσου ακριβώς τής προσέγγισης πνεύματος καί ύλης. Ή συλλογιστική αυτή διαφαίνεται καθαρά σέ ενα πρώιμο σχεδίασμα τού N ew ton.10 Όπως γράφει ό Newton ήδη στίς πρώτες παραγράφους, ό ορισμός τής κίνησης ενός σώματος σέ σχέση πρός τόν χώρο, καί δχι μόνο σέ σχέση πρός τή θέση άλλων σωμάτων, είναι δυνατός μόνον άν δεχτούμε δτι χώρος καί σώμα είναι χωριστά μεταξύ τους (sp atiu m a co rp ore d istin ctum d a r i).11 Ό καρτεσιανός ορισμός τής κίνησης ενός σώματος σέ σχέση πρός τήν κίνηση άλλων σωμάτων δημιουργεί τήν εντύπωση δτι ή κίνηση καθαυτή είναι προϊόν τής φαντασίας μας12 (ή συνάφεια ανάμεσα στή νέα άντίληψη γιά τόν χώρο καί σέ τούτον τόν ορισμό τής κίνησης έξηγείται έκτενέστερα μερικές σελίδες παρα­ κάτω13). Στή συνέχεια περιγράφονται οί δυσκολίες πού συναντά ό καρτεσιανισμός έξαιτίας τής θεωρίας του γιά τήν κίνηση κατά τήν ερ­ μηνεία συγκεκριμένων φυσικών καί αστρονομικών φαινομένων, καί κατόπιν έπιχειρείται ένας θεμελιώδης όρισμός τού χώρου. ’Αρχικά ό Newton δέν θέλει νά τόν χαρακτηρίσει ώς υπόσταση, γιατί δέν θά ή­ θελε νά θέσει σέ άμεσο κίνδυνο τήν ύποστατική αυτοτέλεια τού Θεού. Μάλλον, λέει, ό χώρος απορρέει άπό τόν Θεό, τή μόνη άληθινή υπό­ σταση* στήν έννοια τής υπόστασης, άλλωστε, ανήκουν, κατά τή γνώ­ μη τού Newton, καί ορισμένες «δραστηριότητες», «δπως είναι ό δια­ λογισμός γιά τόν νού καί ή κίνηση γιά τό σώμα». Ωστόσο συνάμα δέν μπορεί καί νά δεχτεί δτι ό χώρος είναι απλό συμβεβηκός — «κι ακόμη λιγότερο μπορούμε νά τόν θεωρήσουμε μηδέν». Δέν μένει, λοιπόν, άλλη λύση, παρά δτι ό χώρος «μάλλον πλησιάζει πρός τήν ύφή μιάς ύπόστασης» (ad n a tu ram su b sta n tia e m a g is a c ce d it).14 10. kDe G rav ita tio n e et A equ ipon dio F lu id o ru n v , N e w to n 's U n p u b lish ed S cien tific P a p e r s , 89 κ.έ. 11. loc. cit., 91/2. 12. loc. cit., 93. 13. loc. cit., 104. 14. loc. cit., 99.

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

267

Ούτε τό πνεύμα ούτε ή ύ'λη μπορούν νά υπάρξουν έξω από τόν χώρο* ή διαφορά είναι πώς τό πνεύμα, ώς Θεός, βρίσκεται παντού, ενώ τά σώματα γεμίζουν μόνον ορισμένα μέρη τού χώρου.15 Μ’ αυτόν τόν τρόπο, καί παρά τίς θεολογικές του επιφυλάξεις, ό Newton φτάνει στην ίδια εξίσωση (πνεύμα = έκταση) όπως καί ό M ore, θέλοντας, έτσι, νά χωρίσει προγραμματικά την ύ'λη άπό τήν έκταση. Γιατί ό Newton λέει ότι ό Θεός έχει τή δυνατότητα νά κρατεί ορισμένα μέρη τού χώρου έλεύθερα άπό ύλη άκριβώς χάρη στήν παρουσία του μέσα σ’ αυτόν.16 ’Αποφασιστικής σημασίας είναι έδώ ό παραλληλισμός Θεού καί ανθρώπου (τόν συναντάμε άργότερα καί στά βασικά έργα τού N ew ton17), πού έπιχειρείται μέ βάση άκριβώς τό κριτήριο τής σύνδεσης πνευματικού καί υλικού στοιχείου. Όπως ό άνθρωπος μπο­ ρεί νά κινήσει τό σώμα του κατά βούληση, έτσι μπορεί καί ό Θεός νά κινεί τά σώματα στόν χώρο καί νά κρατεί έλεύθερο ένα μέρος τού τελευταίου.18 Ή αναλογία θείων καί ανθρώπινων δυνάμεων, λέει ό Newton, είναι άκόμη μεγαλύτερη απ’ όσο φαντάστηκαν Ισαμε τώρα οι φιλόσοφοι, άφού δά ό άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα καί ομοίω­ ση τού Θεού. 'Ωστόσο ό Newton, όπως καί ό M ore, άρχικά υπο­ γραμμίζει τή σύνδεση πνεύματος καί σώματος κατά τρόπο πνευματοκρατικό: όπως ό Θεός, όντας πνεύμα, περιέχει όλα τά σώματα, έτσι είναι δυνατόν καί ό άνθρωπος, ώς πνεύμα κατ’ εικόνα καί ομοίωση τού Θεού, νά φέρει έντός του τό ίδιο του τό σώμα: ατό θεόδμητο πνεύμα (όντας εικόνα τού Θεού) έχει φύση πολύ εύγενέστερη άπό τό σώμα καί μπορεί θαυμάσια καί νά τό έμπεριέχει».19 Ό υποστατικός δεσμός πνεύματος καί σώματος τονίζεται πάντως μέ έμφαση: « ’Απ’ όσο ξέρουμε, δέν μπορούμε νά βεβαιώσουμε ότι τό πνεύμα καί τό σώ­ μα διαφέρουν ώς υποστάσεις. Γιατί, άν διαφέρουν, παραμένει γιά μάς ακατανόητο τί θά ήταν δυνατόν νά άποτελέσει τόν συνδετικό κρί­ κο».20 νΑν δέν υπήρχε αυτός ό αναγκαίος δεσμός σώματος καί πνεύ­ ματος, τότε ό άθεϊσμός είναι άναπόδραστος, φρονεί ό Newton, άφού ό Θεός δέν μπορεί νά δημιουργήσει τήν έκταση, άν δέν τήν έχει έξαρχής έντός του. Ά ν δεχτούμε ότι ή έκταση περιέχεται έξαρχής στό σώ15. loc. cit., 103. 16. loc. cit., 106. 17. P r in c ip ia , Sch oliu m G e n e rale ( = II, 762)· O p tics, III, Q uery 31 ( = O p e ra , IV, 262/3). Στή δεύτερη τούτη περικοπή ό παραλληλισμός σκοπεύει νά στη­ ρίξει τή θέση, δτι ό κόσμος δέν είναι τό σώμα του Θεού. 18. fcDe G r a v ita tio n e ’ , loc. cit., 105. 19. loc. c it., 108. 20. loc. cit., 110.

268

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

μα, τότε προκύπτει ότι πνεύμα καί έκταση προσιδιάζουν εξίσου στήν υπόσταση εκείνη, πού δημιούργησε ό Θεός, οπότε μπορούν καί ατά σώματα νά διανοούνται» καί «τά διανοούμενα όντα νά έκτείνοντα ι».21 Ή άμεση τούτη προβολή τού θείου στοιχείου μέσα στό άνθρώπινο, καί άντίστροφα, κλείνει, όχι τυχαία, μέ ορισμένες έντονα πανθειστικές φράσεις: «Ό Θεός είναι εξίσου υπόσταση των πλασμά­ των του όσο κι αυτά είναι υπόσταση των συμβεβηκότων τους κτλ.».22 Στό Γενικό Σχόλιο των P rin c ip ia διαβάζουμε: ό Θεός «εί­ ναι πανταχού παρών όχι μόνον ώς δύναμη, άλλά καί ώς υπόστα­ ση».23 Όπως είδαμε, ό M ore είχε χρησιμοποιήσει ή έπεξεργαστεΐ θέσεις τού H o b b es, όταν άπέδιδε στό πνεύμα τήν ιδιότητα τής έκτασης. Καί ό Newton οίκειοποιείται τή θέση, πώς ό,τι δέν ύπάρχει στόν χώ­ ρο δεν μπορεί νά υπάρχει καθόλου, συμπεραίνοντας έτσι τή συνάφεια χώρου καί άρχέγονου όντος.24 Τόν H o b b es θυμίζουν επίσης οί νευ­ τώνειοι ορισμοί τού τόπου, τού σώματος, τής στάσης καί τής κίνησης, οί όποιοι, μέ τή σειρά τους, συνεπάγονται καθαρά τόν χωρισμό ύλης καί έκτασης.25 Ή έννοια τής δύναμης έμφανίζεται —καί μάλιστα ώς «αιτιώδης αρχή τής κίνησης καί τής στάσης»26— ακριβώς στά πλαί­ σια τής άποσύνδεσης ύλης καί έκτασης, καί ή επίδρασή της μέσα στήν ιστορία των ιδεών έγκειται στήν ένίσχυση τής ήδη προϊούσας σύνδε­ σης πνεύματος καί ύλης. Αύτό τό καταλαβαίνουμε ευκολότερα, άν άναλογιστούμε τή δομή τής αντίθετης, δηλ. τής καρτεσιανής αντίλη­ ψης, στήν όποια ή ταύτιση τής ύλης μέ τή re s e x te n sa συμβάδιζε μέ τήν ταύτιση δύναμης καί ποσότητας τής κίνησης καί επομένως μέ τή θέση, ότι ή ύλη είναι αδιάφορη ώς προς τήν κίνηση ή ότι ή κίνηση έχει καθαρά μηχανικές αιτίες.27 Ή ίδια, τώρα, άποσύνδεση τής ύλης άπό τή res e x te n sa , ή οποία πλήττει θανάσιμα τήν καρτεσιανή μηχανι21. loc. cit., 109. 22. loc. cit., 110. 23. P rin c ip ia , IK 762. 24. ςΓ)ρ G r a v ita tio n e \ loc. cit.., 103. ’Ακολουθώντας τόν M o re καί τή νεοπλατωνική-έρμητική παράδοση ό Newton θεωρεί λοιπόν τήν ύλη κατώτερο είδος του ’Όντος. Μολονότι ό χώρος καί ή ΰλη άπό καθαρά σημασιολογική άποψη είναι μεγέθη άλληλένδετα, ώστόσο στήν πράξη ό πρώτος είναι προϋπόθεση τής δεύτερης, βλ. M cG u ire, B o d y a n d V oid..., 2 2 7 /8 , 233. 25. loc. cit., 91. Πρβλ. H o b b e s, D e C o rp o re, V III, §§ 1 καί 11* V I, § 6 (= OL, I, 91, 98, 62/3). 26. loc. cit., 114* πρβλ. P rin c., D efin. V III, Sch oliu m ( = I, 53 επάνω). 27. Τή συνάφεια αυτή άναλύει ό D e s c a r te s διεξοδικά, L e M o n d e, V I-V II (= AT, XI, 35 κ.έ.).

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

269

κή, κάνει υποχρεωτική τήν αποδοχή τής θεωρίας του κενού, δηλ. τού ατομισμού.28 Γιά τή γενική τοποθέτηση τού Newton καί γιά τον χα­ ρακτήρα τής πνευματικής σύνθεσης πού έπιχείρησε, τούτη ή αποδοχή τού συγκαιρινού του ατομισμού στάθηκε βέβαια αποφασιστική. 'Ό­ μως άπό τον τελευταίο τόν χωρίζει πάλι ή αναδρομή του σε προμηχανιστικές άντιλήψεις. 'Ωστόσο, ή άναδρομή τούτη έπιτελείται, μέ τή σειρά της, διαμέσου τής εμβάθυνσης σέ προβλήματα τής φυσικής, καί μάλιστα διαμέσου τής μετάβασης άπό τήν άποσύνδεση ύλης καί έ­ κτασης σέ μιά θεώρηση δυναμική. Άπό τήν πεποίθηση, πώς ή ύλη εί­ ναι κάτι άλλο —καί αύτό σημαίνει: κάτι περισσότερο— άπό έκταση, απορρέει πρώτα-πρώτα ό βασικός νευτώνειος ορισμός τής μάζας των σωμάτων μέ βάση τόν ογκο κα ί τήν πυκνότητά τους.29 Ό ορισμός αύτός άποσκοπεί νά επιλύσει ένα πρόβλημα δυσχερέστατο άπό τή σκοπιά τής καρτεσιανής ταύτισης ύλης καί έκτασης (πώς είναι δυνα­ τόν σώματα γεωμετρικά ισοδύναμα νά κινούνται διαφορετικά μέσα στίς ίδιες συνθήκες;) καί, συνάμα, νά εξηγήσει καί τίς διαφορετικές αντιδράσεις των σωμάτων στόν νόμο τής άδρανείας* αύτό τό τελευ­ ταίο οδήγησε καί στή διατύπωση τής αρχής, δτι ή ύλη κατέχει μιά εγγενή δύναμη άντίστασης.30 Ό D e sc a r te s ήταν αναγκασμένος νά αμφισβητήσει τήν ύπαρξη μιας τέτοιας δύναμης, άφού μιά ύλη καθα­ ρά γεωμετρικής ύφής μόνο παθητικά μπορούσε νά δέχεται τήν κίνη­ ση* ενα σώμα περιέρχεται σέ στάση οχι έξαιτίας τής άντίστασης πού συναντά, άλλά επειδή μεταδίδει τή δική του κίνηση σέ ενα άλλο.31 Ό νευτώνειος ορισμός τής μάζας δίνει άπεναντίας στό σώμα, εκτός άπό τίς γεωμετρικές του ιδιότητες, καί vis in ertiae μέ νέα έννοια* δύνα­ μη καί μάζα γίνονται δροι συσχετικοί.32 Ή θεμελίωση τής δυναμικής άπαιτούσε νά γίνει άποδεκτή μιά δραστηριότητα τής ύλης, άκόμη καί στήν παράδοξη μορφή μιας δραστηριότητας μέσα στήν παθητικότητα: ή r e siste n tia είναι, άπό άλλη άποψη, im p etu s, γράφει ό New ton.33 Πάντως, έπρεπε νά παραμεριστεί όπωσδήποτε ή καρτε­ σιανή άδιαφορία τής ύλης άπέναντι στήν κίνηση.34 Μιά μικρή προκα28. P r in c ., Lib. I l l , R e g . I l l ( = II, 554)· O p tic s, II I, Qu. 28, 3 ( = O p e r a , IV, 237, 251, 260). 29. P r in c ., D efin. I ( = I, 39). 30. P rin c ., D efin. I l l ( = I, 4 0 /1 ). 31. L e M o n d e, V II ( = A T , X I, 42). 32. B u rtt, M e ta p h . F o u n d a tio n s, 239. 33. P rin c ., D efin. I l l ( = I, 41). 34. Γενικά πάνω σ’ αύτό H eriv el, The B a c k g r o u n d o f N e w to n 's P r in c ip ia , 315 κ.έ.

270

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

ταβολική αναφορά σέ υλιστές διανοητές θά κάνει πρόδηλες τις μα­ κροπρόθεσμες συνέπειες αυτού τού εγχειρήματος. Γιά νά άποδείξει τήν όντολογική έγγένεια τής κίνησης στήν ύ'λη, ό T olan d χρησιμο­ ποιεί τό επιχείρημα, δτι ή ικανότητα άντίστασης της ύλης δείχνει πώς αυτή ποτέ δέν βρίσκεται σέ στάση.35 Ό D id erot υιοθετεί τήν ί­ δια σκέψη, αν δέν φτάνει μόνος του σ’ αυτήν ή ικανότητα άντίστα­ σης, γράφει, άποτελεΐ «ήδη μιά δύναμη, μιάν αύτενέργεια».36 Ό Newton θεωρούσε τή διδασκαλία του γιά τήν ικανότητα άντί­ στασης καί τήν πυκνότητα τής ύ'λης ώς έναν άπό τούς άκρογωνιαίους λίθους τής φυσικής του φιλοσοφίας.37 Πράγματι, ό ορισμός του γιά τή μάζα μαζί μέ τήν παρατήρηση, δτι τό βάρος ενός σώματος μετα­ βάλλεται άνάλογα μέ τήν άπόστασή του άπό τό κέντρο τής γης, κάνει θεωρητικά δυνατή τή διατύπωση τού νόμου τής βαρύτητας. Μέ τον τρόπο αυτόν, ό Newton κατορθώνει τήν έδραίωση τής δυναμικής άντίληψης σέ πλατιά βάση* κοντά στις παθητικές δυνάμεις τής vis inertiae έμφανίζονται τώρα καί οι «ένεργές άρχές» (active prin ciples), μέ πρώτη άνάμεσά τους τή δύναμη τής βαρύτητας.38 Οί τηλενεργές δυνάμεις είναι ή νέα άρχή, πού ό Newton εισάγει στόν κόσμο τού κε­ νού καί τών άτόμων, γιά νά μετατρέψει τήν κινητική άτομική θεωρία σέ δυναμική.39 Τό κενό ό Newton τό υπερασπίζει άπέναντι στόν D e sc a rte s μόνο καί μόνο γιά νά τό γεμίσει καί πάλι — αύτή τή φορά μέ δυνάμεις. Τούτο, δμως, κλόνιζε ογι μόνο τήν καρτεσιανή άντίληψη, άλλά καί τον μηχανικισμό γενικά. Γιατί στήν άτομιστική θεωρία έσχατη ερμηνευτική άρχή ήταν τό κινούμενο σωμάτιο, ένώ στόν Newton, παρ’ δλο πού καί ή δική του φυσική πραγματικότητα άπαρτίζεται άπό κινούμενα σωμάτια, τή λειτουργία αύτή τήν παίρνει ή δύναμη τής έλξης, ή οποία καί καθορίζει τήν κίνηση τών σωμα­ τίων.40 Ό Newton παραμένει μηχανικιστής, καί έντούτοις ύποσκάπτει ουσιαστικά τον μηχανικισμό, άφού άρνεϊται νά δεχτεί δτι ή ύ'ψιστη φυσική του άρχή, δηλ. ή δύναμη τής έλξης, μπορεί νά εξηγηθεί μηχανιστικά. Επιπλέον, ό Newton έθετε σέ άμεσο κίνδυνο τον μηχανικισμό, άνανεώνοντας σιωπηρά τήν έρμητική —καί προσφιλή στή 35. L e tte r s , V, § 19 ( = σ. 198). 36. Princ. P h ilos, s u r la M a t. et le M ouv. = OC, II, 69. 37. P r i n c Lib. ITT άρχή ( = II, 549). 38. Γιά τή συμπλήρωση τής αδράνειας μέ τις ένεργές δυνάμεις βλ. τή διατύπωση τών O p tics, III, Qu. 31 ( = O p e ra , I V, 2 6 0 /1 ). Γιά τόν ορισμό τής βαρύτητας βλ. P rin c., L ib. I l l , P rop . V, Sch oliu m ( = II, 571). 39. L a s sw itz , Gesch. d e r A to m ., II, 5 55, 571. 40. W e stfa ll, F o r c e , 377 /8 .

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

271

φυσική φιλοσοφία τής ’Αναγέννησης— διδασκαλία γιά τή συμπάθεια καί αντιπάθεια των σωμάτων* δεν ήταν καθόλου εύκολο νά δειχτεί πειστικά δτι ή δύναμη τής έλξης δεν είχε καμιά σχέση μέ τή διδασκα­ λία αυτή. Διακυβευόταν, λοιπόν, ό,τι ή μηχανιστική φυσική θεωρούσε ώς καύχημά της, δηλ. ή ενιαία ερμηνεία τής κίνησης των σωμάτων καί γενικά των φυσικών φαινομένων μέ βάση τήν αντίληψη μιας ομοιόμορφης ύλης, διαφορισμένης μονάχα ώς πρός τό μέγεθος καί τή μορφή. Ό μω ς, ή άντίληψη αυτή δέν μπορούσε νά έξηγήσει ικανο­ ποιητικά τήν ιδιαίτερη τάση ενός όρισμένου σώματος νά έλκει ή νά απωθεί ένα ορισμένο άλλο. Γ ι’ αυτό καί, αν εφαρμοζόταν μέ συνέπεια ή αρχή τής έλξης, ήταν πολύ πιθανό οτι θά κατέρρεε ή ενιαία μηχανι­ στική ερμηνεία τής ύ'λης καί τής Φύσης, γιά νά μπει στή θέση της μιά σειρά διαφορετικών ειδών ύ'λης μέ δική του νομοτέλεια τό καθένα. Όμως ό Newton σώζει —καί αυτό είναι ένα βασικό γνώρισμα τής σύνθεσής του, τό οποίο θά αποδειχτεί σημαντικό γιά τόν 18ο αί.— τή θεμελιώδη θέση τού μηχανικισμού ακριβώς τή στιγμή τής φαινομενι­ κά μεγαλύτερης απόκλισής του απ’ αυτήν. Πραγματεύεται δηλ. τήν έννοια τής έλξης, ή όποια προέρχεται άπό τόν προ μηχανιστικό κύκλο ιδεών, μέ τή μαθηματική-ποσοτική μέθοδο τού μηχανικισμού — μέ άλλα λόγια: εφαρμόζει τή μαθηματική μέθοδο τού μηχανικισμού πά­ νω σέ μιά δυναμική, πού καθαυτή αποτελούσε υπέρβαση τής παραδο­ σιακής μηχανικής. Χάρη στήν καθολικότητα τού νόμου τής βαρύτη­ τας, ή δύναμη τής έλξης παύει νά είναι c a u s a o ccu lta, δηλ. ιδιαίτε­ ρη ερμηνευτική άρχή γιά ιδιαίτερες περιπτώσεις.41 Στις «occult qu a­ lities» ό Newton άντιπαραθέτει ρητά τούς «γενικούς νόμους τής Φύσης» (gen eral la w s o f n a tu re ).42 Τούτη ή καθολικότητα τής ενέργειας τής βαρύτητας ώς προϋπόθεση γιά τή μαθηματική της πραγμάτευση, δηλ. τήν ποσοτικοποίησή της, προϋπέθετε δμως, μέ τή σειρά της, τήν ύπαρξη ενός ενιαίου καί οικουμενικού μέσου, ενός κα­ θολικού χώρου έκδίπλωσης δλων τών τηλενεργών δυνάμεων. ’Ακρι­ βώς στό σημείο αύτό ανατρέχει ό όψιμος Newton στίς άναλύσεις τού πρώιμου σχεδιάσματος του D e G rav itatio n e, τό οποίο, όπως εί­ δαμε, άκολουθούσε τή θεωρία τού M ore γιά τόν χώρο.43 Ή άρνηση τής καρτεσιανής ταύτισης ύλης καί έκτασης είχε ώς άποτέλεσμα στον M ore, δπως καί στόν New ton, τήν επαναφορά τού κενού, πού 41. L a s sw itz , C e sc h . d e r A to m ., II, 578/9· W estfa ll, F o r c e , 466. 42. O p tics, III, Qu. 31 ( = O p e r a , IV, 260/1). 43. Ό M cG u ire, B o d y a n d V oid..., 227, σημ. 74, εικάζει δικαιολογημένα μιαν ιδιαίτερη έπίδραση τών D ivin i D ia lo g i τού M ore πάνω σέ τούτο τό σχεδίασμα τού Newton.

272

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

ό M ore χαρακτήρισε «αυλή υπόσταση» (sub s ta n d am im m ateriale m ).44 Μιαν αυλή υπόσταση, τόν αιθέρα, επιλέγει τώρα καί ό Newton ώς τό ενιαίο καί οικουμενικό εκείνο μέσο, τό όποιο επιτρέ­ πει τή μαθηματική-ποσοτική διαπραγμάτευση τής δύναμης τής έλξης καί, επομένως, τή συνέχιση τής μηχανιστικής έπιστήμης παρ'5 δλες τίς αναδρομές στήν ερμητική παράδοση.45 Επιπλέον, ό άπόλυτος χώρος ήταν χώρος μαθηματικός, δηλ. χώρος, δπου πραγματοποιούν­ ται κινήσεις νοητές μέ καθαρά μαθηματικό τρόπο, οί όποιες μπορούν νά χρησιμοποιηθούν ώς πρότυπα γιά τήν άνάλυση των εμπειρικά διαπιστώσιμων κινήσεων τού σχετικού χώρου.46 Μονάχα στον άπόλυτο χώρο καί μονάχα σέ σχέση μέ τήν άπόλυτη κίνηση γίνεται όλότελα πρόδηλη καί ή έννοια τής δύναμης, λέει ό N ew ton.47 Ό άπόλυτος χώρος στηρίζει, έτσι, τόσο τή μαθηματική δσο καί τή δυναμική θεώ­ ρηση. Στήν προοπτική τού Newton, οί έννοιες τής δύναμης, τής από­ λυτης κίνησης καί τού απόλυτου χώρου μπορούν νά συναχθούν ή μία άπό τήν άλλη.48 Όπως είναι γνωστό, ό Newton ταλαντεύθηκε ανάμεσα στήν αντί­ ληψη ενός υλικού καί ενός άυλου αιθέρα. Ή έμμονή του στήν έννοια τού αιθέρα, καί μάλιστα τού υλικού (προπαντός μετά τή διατύπωση των θέσεων τού D e G rav itatio n e ), γίνεται ευνόητη, αν άναλογιστούμε δτι γιά τούς συγχρόνους του, τόσο τούς καρτεσιανούς δσο καί τούς άριστοτελικούς, μιά actio in d ista n s άποτελούσε άληθινό σκάνδαλο. Ή άντίληψη γιά τόν υλικό αιθέρα έπεξηγείται στό γράμμα πρός τόν O lden burg άπό 2 1 .12.167549 καί προπαντός στό γράμμα πρός τόν Boyle άπό 2 8 .2 .1 6 7 8 .50 Στό τρίτο γράμμα πρός τόν B en t­ ley τό θέμα μένει ανοιχτό,51 μολονότι έδώ διαγράφεται καθαρά μιά μετατόπιση τής θέσης τού συγγραφέα. Είναι φανερό γιατί ή μετατό­ πιση αυτή έκδηλώνεται σέ μιάν άλληλογραφική συνομιλία, ή οποία είχε ξεκινήσει άπό τό πρόβλημα των θρησκευτικών συνεπειών τής νευτώνειας φυσικής. Τυχαίο δέν είναι, επίσης, δτι ή άπόρριψη τού υλικού αιθέρα τονίζεται ιδιαίτερα στήν πολεμική έναντίον τής καρτε44. 45. 46. 47. 48. tions·, 49. 50. 51.

Ench ir. M e ta p h ., I, 8 ( = O p. P h il., I, 166 κ.έ.). Γιά τό δλο πλέγμα βλ. τήν άνάλυση τού W e stfa ll, F o rc e , 386 κ.έ. R a b in o w itz, A b so lu te S p a c e ..., 280/1. P rin cip ., D efin. V III, Sch oliu m ( = I, 50/1). Γιά τις λογικές δυσκολίες τού έγχειρήματος βλ. B u rrt, M e ta p h . F o u n d a ­ 251, 254 κ.έ. O p e ra , IV, 379/80. O p e ra , IV, 385 κ.έ. O p e ra , IV, 438.

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

273

σιανής φυσικής — πολεμική, πού γίνεται τόσο προγραμματικότερη, δσο ό Newton συγκεντρώνει την προσοχή του στά θεολογικά της παρεπόμενα.52 Στήν Όπτική του ό Newton διακηρύσσει ότι ατούς «ουρανούς» δεν υπάρχει «αισθητή ΰλη».53 Προσπαθώντας νά εναρμο­ νίσει την αντίληψή του γιά τό κενό με τήν αντίληψή του γιά τον αιθέ­ ρα περιπλέκεται, βέβαια, σέ σοβαρές δυσκολίες,54 καί τελικά αποδί­ δει στόν τελευταίο, δπως ορθά παρατηρήθηκε, «υφή στό έπακρο Απί­ θανη».55 Τό κίνητρο καί ή κατεύθυνση τής σκέψης του παραμένουν, ώστόσο, φανερά. Είναι χαρακτηριστικό δτι προπαντός οι ευλαβέστε­ ροι φίλοι τού Newton, δπως π.χ. ό C la rk e 56 καί ό B en tley ,57 προ­ σπαθούν νά βγάλουν άπό τή μέση τόν (υλικό) αιθέρα* αλλά καί ό R . Cotes, στόν πρόλογό του γιά τή δεύτερη έκδοση των P r in c ip ia ,5S έπισήμανε τόν κίνδυνο τού αθεϊσμού γιά δσους ήταν τόσο πολύ «άφοσιωμένοι στήν ύ'λη» (dediti m a te ria e ), ώστε δέν ήθελαν νά δεχτούν τό κενό. Εξίσου μεγάλο ρόλο, δπως καί στήν περίπτωση τού ορισμού των αιτίων τής βαρύτητας,59 έπαιξε ή υποψία τού αθεϊσμού καί στό συναφές πρόβλημα τής έγγένειας τής βαρύτητας στήν ύ'λη. Καί εδώ ή πιό ρητή απόφανση τού Newton εμφανίζεται στήν αλληλογραφία του μέ τόν Bentley. Ό Newton διαβεβαιώνει τόν αποδέκτη τής επιστο­ λής του δτι κατά τή συγγραφή τού έργου του ακολούθησε πάντοτε αρχές χρήσιμες γιά τήν πίστη,60 καί χαρακτηρίζει απερίφραστα τή θέση τής έγγένειας τής βαρύτητας στήν ύ'λη ώς «ήλιθιότητα».61 Καί πράγματι, στά P rin cip ia διαβάζουμε δτι ή έννοια τής δύναμης είναι μαθηματική καί δτι δέν ένδιαφέρει ούτε ή αίτια της ού'τε ή φυσική της έδρα.62 νΑν οί διαβεβαιώσεις αύτές δέν πάρθηκαν στήν ονομαστική τους άξια κατά τή διάρκεια τού 18ου αί., γ ι’ αυτό φταίει, βέβαια, καί ή 52. Κατά τόν R o se n b e rg e r, N ew ton , 344/5. 53. Ill, Qu. 28 ( = O p e ra , IV, 234). 54. M cG u ire, B o d y a n d Void..., 2 1 3 , 231. 55. K o y re , Newt. S tu d ie s, 161. 56. Στή λατινική μετάφραση τού χωρίου: « Τ ί υπάρχει σέ τόπους σχεδόν άδειους άπό ύλη καί για τί ό ήλιος καί οί πλανήτες ελκονται άμοιβαΐα δίχως νά υπάρχει πυ­ κνή ύλη άνάμεσά τους;» (O p tics, III, Qu. 28 = O p e ra , IV, 237) ό C la rk e παρέλειψε τίς λέξεις «σχεδόν» καί «πυκνή». 57. Τήν ύπαρξη πλήρους κενού υποστηρίζει ό B en tley στό έργο του C o n fu ta ­ tion o f A th eism , βλ. N ew to n 's P a p e r s a n d L e tte r s, 325. 5 8 / I, 32/3. 59. Πρβλ. Sn ow , M a tte r a n d G ra v ity , 137 κ.έ. 60. 1η Επιστολή ( = O p e ra , IV, 429). 61. 3η Επιστολή άπό 25.2 .1 6 9 2 ( = O p e ra , IV , 4 38). 62. D efin. V III ( = I, 45).

274

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

αδυναμία τού Newton νά διασαφηνίσει ικανοποιητικά τή διάκριση άνάμεσα στή μαθηματική καί στή φυσική έννοια τής δύναμης.63 Προ­ καταλαμβάνοντας κάπως τίς άναλύσεις τού επόμενου υποκεφαλαίου, πρέπει πάντως νά παρατηρήσουμε εδώ δτι ό κύριος λόγος τής τέτοιας έρμηνείας των νευτώνειων θεωριών ήταν ή έπιθυμία νά χτυπηθεί ό καρτεσιανισμός τόσο στόν επιστημολογικό δσο καί στόν όντολογικό του πυρήνα. Ή όντολογική ανατίμηση τής ύλης, προκύπτοντας σχε­ δόν αυτόματα άπό τήν άμφισβήτηση τής καρτεσιανής δυαρχίας, συν­ δέθηκε προθυμότατα μέ τόν υποβιβασμό τού καρτεσιανού μαθηματικισμού, καί τά δύο αύτά στοιχεία συγχωνεύθηκαν, πάλι, στήν ανοιχτή απόρριψη ή τουλάχιστον στήν άποσιώπηση τής νευτώνειας θέσης, δτι ή βαρύτητα νοείται μαθηματικά καί μόνο. Γ ι’ αυτό καί ή διάδοση τής αντίληψης γιά τήν έγγένεια τής βαρύτητας στήν ύλη συμβάδισε γενικά μέ τή βαθμιαία έπικράτηση τής φυσικοπειραματικής μεθόδου ενάντια σέ δ,τι θεωρούνταν ώς άφηρημένος μαθηματικισμός τού D e sc a rte s: ό Newton συνέβαλε άθελά του στήν πρώτη ή­ δη άπό τό γεγονός δτι άνακηρύχθηκε ό πρωταγωνιστής τής δεύτερης. Μέ άλλα λόγια: άφού ή ταυτότητα ύλης καί έκτασης (μέ σκοπό τήν υποταγή τής πρώτης στή γεωμετρία) καί ή πρωτοκαθεδρία τής «έσφαλμένης» καρτεσιανής αντίληψης γιά τά μαθηματικά άποτελούσαν, άπό τή σκοπιά τών πλείστων νευτωνιανών, δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος, γ ι’ αύτό καί μιά καθαρά μαθηματική διαπραγμάτευση τής ύλης δίχως άπτές φυσικές συνέπειες τούς φάνηκε (αδιάφορο αν δίκαια ή δχι) δχι μόνον ακατανόητη, άλλά καί άσυμβίβαστη μέ τήν άποσύνδεση ύλης καί έκτασης, ή οποία σήμαινε ακριβώς δτι ή ύλη εί­ ναι κάτι παραπάνω άπό έκταση καί επομένως δεν μπορεί νά άναλυθεΐ μέ μόνα τά μαθηματικά. Όπως καί νά '’χει, ή άντίληψη, πώς ή δύναμη τής έλξης δέν είναι μαθηματική πλασματική κατασκευή, άλ­ λά φυσική πραγματικότητα, κέρδισε έδαφος άκριβώς κατά τήν εφαρ­ μογή τών νευτώνειων άρχών τής (μαθηματικής) αστρονομίας πάνω στή φυσική.64 Μιάν άφορμή γιά τήν πραγματοποίηση τής, συχνά αυ­ θόρμητης, σύνδεσης άνάμεσα σέ πειραματική φυσική καί εμπλουτι­ σμό τής ύλης μέ εγγενείς ιδιότητες έδωσε ό ίδιος ό Newton μέ τόν κανόνα του, δτι ώς γενικές ιδιότητες τών σωμάτων θά έπρεπε νά θεωρηθούν δσες προσιδιάζουν σέ δλα εκείνα τά σώματα, μέ τά οποία μπορούν νά διεξαχθούν πειράματα (χαρακτηριστικό είναι δτι στήριξε τόν μεθοδολογικό τούτον κανόνα μέ τό όντολογικό άξίωμα τής έσώ63. K o y re , New t. S tu d ie s, 153. 64. Τό γεγονός διαπιστώνει ό R o se n b e rg e r, N ew ton , 2 59/60.

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

275

τερης λογικής, δηλ. τής ομοιόμορφης συμπεριφοράς τής Φύσης). Βέ­ βαια, ό Newton εξαίρεσε όσες ιδιότητες αύξομειώνονται, καί ανάμε­ σα τους καί τη δύναμη τής έλξης* μονάχα τή vis in ertiae άνακήρυξε έμφυτη.65 Ωστόσο αυτό άρκοϋσε γιά νά γίνει τό πρώτο βήμα πρός τή θέση τής έγγένειας, άφού μάλιστα, όπως είπαμε, οί ύλιστές άκόμη καί τή δύναμη άντίστασης τής ύλης την είχαν ερμηνεύσει ώς ένδειξη τής πλησμονής της σέ δυνάμεις. Ήδη ένας άμεσος μαθητής τού Newton, ό Pem berton, μιλά γιά «νόμους τής κίνησης», εννοώντας «οικουμενικές ιδιότητες τής ύλης άντλημένες άπό τήν έμπειρία».66 Βέβαια, ό Pem berton άποφεύγει νά θεωρήσει δ,τι άνήκει στήν ύλη ώς ιδιότητά της, καί άναφέρεται μάλιστα καί στή σχετική θέση τού Newton — πάντως (κι αυτό χαρακτηρίζει τήν τάση τής εποχής) ή ει­ κασία του, δτι ή μελλοντική έμπειρική έρευνα Ισως άποκαλύψει νέες ιδιότητες τής ύλης, μπορούσε νά έρμηνευθεί μέ τήν έννοια, δτι ή επι­ φύλαξη τού Newton στο σημείο αυτό οφειλόταν στά έλλιπή πειραμα­ τικά του δεδομένα. Τελικά, τό πρόβλημα εντοπίζεται στήν κοσμο­ θεωρητική άπόφαση, αν τό προκείμενο πειραματικό ύλικό άρκεί ή δχι γιά νά θεωρηθεί ή δύναμη τής έλξης έμφυτη, έφόσον μάλιστα κανείς δέν ισχυριζόταν δτι κάτι τέτοιο πειραματικά άποκλειόταν. Γεγονός παραμένει δτι άκόμη καί οι άμεσοι μαθητές τού Newton —μέ έξαίρεση τον Colin M a c la u rin — θεωρούσαν τή δύναμη τής έλ­ ξης πραγματική φυσική ιδιότητα τής ύλης.67 Ή ϊδια άντίληψη έπικράτησε ατούς κύκλους των Όλλανδών φυσικών, πού μέ τή σειρά τους επηρέασαν σημαντικά τήν πρώιμη μεθερμηνεία καί διάδοση τού νευτωνιανισμού στήν ήπειρωτική Εύρώπη.68 Ή δυνατότητα τέτοιων μεθερμηνειών τού Newton μπορεί νά μελετηθεί πολύ καλά στό έργο ενός έξίσου σημαντικού δσο καί όρθόδοξου-συντηρητικού (τουλάχι­ στον ώς πρός τό ζήτημα πού έξετάζουμε) νευτωνιανού καθώς ό M au p ertu is. Ό M au p e rtu is γνωρίζει, φυσικά, δτι ό Newton είχε άρνηθεί νά θεωρήση τήν έλξη ώς «άρχέγονο νόμο» καί νά κατονομά­ σει τήν αίτια της, καί σ’ αυτό συμφωνεί άπόλυτα μαζί του.69 Άπό τήν έμπειριστική-πειραματική του σκοπιά ισχυρίζεται, δμως, ταυτό­ χρονα, δτι είναι θεμιτό νά έκληφθεί ή έλξη δχι ώς q u a lita s o ccu lta, άλλά ώς πραγματική ιδιότητα τής ύλης, άν δέν άντιφάσκει πρός τίς 65. Princ.., L ib. I l l , R e g. I l l ( = II, 552, 554/5). 66. A View o f S ir I s a a c N e w to n 's P h ilo so p h y , London 1728, In tro d u ctio n καί C h ap. I. Τό παραθέτει ό S tro n g , N ew ton ian E x p lic a tio n s..., 6 5 /6 , 67. 67. K o y re , Newt. S tu d ie s, 16. 68. B ru n e t, L e s p h y sic ie n s h o lla n d a is ..., p a s sim . 69. E s s a i d e c o sm o lo g ie , I I e P a r t. ( = O eu v res, I, 94 κ.έ.).

276

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

υπόλοιπες ιδιότητες και αν ή επήρειά της διαπιστώνεται με βεβαιότη­ τα. Καί στήν περίπτωση αυτή, βέβαια, ή υφή της θά παρέμενε αινιγ­ ματική — τό ίδιο όμως ισχύει καί γιά τήν καρτεσιανή ώθηση π.χ., καθώς καί γενικά γιά τον τρόπο, μέ τον όποιον «οι ιδιότητες ένοικούν σέ ένα υποκείμενο».70 IV αυτό καί θά έπρεπε νά δώσουμε τήν προτε­ ραιότητα στήν έλξη, αν άποδειχνόταν ικανή νά ερμηνεύσει τά φαινό­ μενα,71 όπως άλλωστε είναι πεπεισμένος ό M a u p e rtu is.72 Ή φαινο­ μενοκρατία του εκπληρώνει εδώ διπλή λειτουργία: άποτρέπει, βέ­ βαια, τήν ύποστασιοποίηση τής έλξης, από τήν άλλη δμως πλευρά εξοβελίζει άκόμη έμφατικότερα τις άνταγωνίστριές της, καί έτσι ύποβοηθεί μιά επικράτησή της τόσο ριζική, ώστε ή ύποστασιοποίησή της, πού αρχικά είχε άπορριφθεί, τώρα πιά γίνεται αναπόδραστη. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν ή εξέλιξη των πραγμάτων στόν 18ο αί. Ό M au p e rtu is βρίσκεται άκόμη στήν αρχή της. Σχετικοποιεί, λοιπόν, τήν εικασία του δτι ή έλξη θά μπορούσε πραγματικά νά αποτελεί «γε­ νική ιδιότητα» ενός σώματος, δχι μονάχα μέ τή φαινομενοκρατία του, αλλά καί, άκόμη δραστικότερα, μέ τή θέση, δτι ή κίνηση γενικά δέν είναι «ουσιώδης ιδιότητα τής ύλης», αφού ή τελευταία μπορεί νά βρίσκεται καί σέ στάση*73 άν, λοιπόν, ή έλξη ήταν στ** αλήθεια γενική ιδιότητα των σωμάτων, τότε θά ήταν μόνο κατά τό ήμισυ, δηλ. μέσα στή σχετική κατάσταση τής κίνησης.74 Παρά τον περιορισμό τούτον, ή νέα τάση άνιχνεύεται καθαρά στόν M au p e rtu is, εφόσον μάλιστα καί σ^ αυτόν συνάπτεται μέ τήν πεποίθηση δτι ό καρτεσιανισμός είναι επιστημονικά στείρος. 'Ύλη καί κίνηση δέν μπορούν από μόνες τους νά εξηγήσουν τά πάντα* από τήν «άνεπάρκεια τούτης τής άπλής ερμηνείας»75 μάς απάλλαξε ή θεωρία τής έλξης, πού έκανε δυνατή τήν εξήγηση μιας πληθώρας φαινομένων. Σημαντικότατη είναι ή εξής διατύπωση: «Όσο περισσότερα φαινόμενα είχαμε νά εξηγήσου­ με, τόσο περισσότερες ιδιότητες χρειάστηκε νά αποδώσουμε στήν ύλη».76 ΜΗ αυτά τά λόγια ό M au p e rtu is συνοψίζει μιάν εξέλιξη, τής οποίας τή ριζοσπαστικότητα ό ίδιος δέν ήθελε νά άντιληφθεί ή νά επι­ τείνει. Ή όντολογική ανατίμηση τής ύλης, δηλ. ό βαθμιαίος εμπλου­ τισμός της μέ ιδιότητες καί επομένως ό προικισμός της μέ δική της 70. 71. 72. 73. 74. 75. 76.

D isc o u rs s u r la f ig u r e d e s a s t r e s , § II ( = O eu v res, I, 94 κ.έ.). loc. c it., 103. L e ttr e s, XII: su r Γ A ttractio n ( = O eu vres, II, 286). E s s a i de c o sm ., I I e P a rt. ( = O eu vres, I, 32). D isc o u rs su r la f i g u r e ..., § II ( = O eu vres, I, 96). S y ste m e d e la N a tu r e , I ( = O eu vres, II, 139/40). S y ste m e de la N a tu r e , XX V ( = O eu v res, II, 154).

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

277

αυτόνομη ζωή πραγματοποιείται παράλληλα μέ τή γενίκευση τής άντιθεολογικής κοσμοθεώρησης: αν όλα τά φαινόμενα έρμηνευθούν χω ­ ρίς αναδρομή στήν έννοια τού πνεύματος, τότε απομένει μονάχα ή ύ­ λη ώς μοναδική υπόσταση, δηλ. ώς πλούσιος σέ περιεχόμενο φορέας δλων των δυνατών ιδιοτήτων ή m odi. Ή έλξη, δπως ορθά διαπίστω­ σε ό M au p e rtu is, έχει ώς συνέπεια τόσο τόν εμπλουτισμό τής ύλης δσο καί τή διεύρυνση τού τομέα τής ερμηνευτικής της αρμοδιότητας. Ό M au p e rtu is καυχήθηκε, καί δχι άδικα, δτι στάθηκε ό πρώτος, πού «τόλμησε» νά κάνει λόγο στή Γαλλία γιά έλξη,77 θέλοντας προ­ φανώς νά διεκδικήσει γιά τόν εαυτό του ένα μέρος τουλάχιστον τής τιμής πού αποδιδόταν στόν V oltaire. Όπως καί νά έχει, τά γραπτά τού τελευταίου επηρέασαν ούσιαστικά τή μορφωμένη κοινή γνώμη. Γι’ αυτό καί είναι σημαντικό δτι στά πολυδιαβασμένα του L e ttre s P h ilosoph iques ό V o ltaire θεωρεί τήν έλξη «κάτι πραγματικό» καί «έγγενή ιδιότητα τής ύλης».78 Χαρακτηριστικό είναι, πάλι, δτι τήν πραγματικότητα τής έλξης τήν τεκμαίρει από τή μαθηματική της σύλληψη, δηλ. δέν διαχωρίζει τή μαθηματική άπό τή φυσική θεώρη­ ση, γιά νά σχετικοποιήσει τή δεύτερη διαμέσου τής πρώτης, αλλά αν­ τίθετα συνυφαίνει καί τις δύο, γιά νά έπιρρώσει τή δεύτερη μέ τή βοή­ θεια τής πρώτης.79 Επιπλέον, χωρίζει τό θέμα τής γνωσιμότητας τής αιτίας τής έλξης άπό τό ζήτημα τής έγγένειάς της στήν ύλη: ή δεύτε­ ρη είναι βέβαιη καί δίχως νά ξέρουμε τήν πρώτη.80 Λίγα χρόνια άργότερα ό V o ltaire τονίζει καί πάλι τήν ομοιόμορφη ύπαρξη τής έλξης σέ δλα τά μόρια τής ύλης, καί μάλιστα ώς δρο λειτουργίας των φυσι­ κών νόμων,81 δμως αυτή τή φορά παρουσιάζεται επιφυλακτικός ώς πρός τήν έγγένειά της στήν ύλη καί έπικαλείται άμεσα τόν New­ ton.82 Τήν αιτία τούτης τής μετατόπισης μάς τήν αποκαλύπτει ή Αλ­ ληλογραφία του άπό τό ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. ’Ακριβώς στίς 77. L e ttr e s, XII (— O eu v re s, II, 284/5). Έννοεΐ τήν πρώτη έκδοση τοΰ έργου του D isc o u rs s u r ία fig u r e d e s a s t r e s (1732). 78. L e ttr e s , XV XXII, 140, 139). 79. 'Η ακριβής διατύπωση: «Ή έλξη είναι κάτι πραγματικό, αφού καταδείχνουμε τά άποτελέσματά της καί υπολογίζουμε τίς άναλογίες της» (OC, XXI, 140). 80. ΤΙ άκριβής διατύπωση: ή έλξη είναι «βέβαιο καί άδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας άγνωστης άρχής, εγγενής ιδιότητα τής ύ'λης, πού άλλοι ικανότεροι άπό μένα |ύποτίθεται δτι μιλά ό Newton] θά βρουν τήν αίτια της» (OC, XXII, 139). Καί εδώ, δπως ήδη στόν P em b erton , ή αιτία τής έλξης παρουσιάζεται ώς άγνωστη άκόμη, δ­ μως κατά βάση γνώσιμη. 81. E le m en ts d e la P h ilo s. de N ew ton , T ro is. P a r t., C h ap . V II ( = OC\ XXII, 535/6). 82. E le m e n ts..., T ro is. P a r t ., C h ap . X IV ( = OC, XXII, 581/2).

(=Oc,

278

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

ιδιαίτερες συζητήσεις του μέ τόν ’Ιησουίτη T ournem ine φροντίζει νά έξάρει τόν καθαρά μαθηματικό χαρακτήρα τής έλξης83 καί υποστηρί­ ζει, μέ τή βοήθεια μιας ασαφούς διάκρισης, δτι ή έγγένεια τής έλξης στήν ύλη δέν θά σήμαινε eo ipso πώς ή Ελξη είναι καί ουσιαστική ιδιότητα τής τελευταίας.84 Μέ τήν ίδια περίσκεψη έκφράζεται καί τρία χρόνια άργότερα σέ ένα γράμμα στόν άββά P re v o st.85 Στο πο­ λύ κατοπινότερο άρθρο ‘‘M atie re ’ τού D ictio n n aire Philosop h iq u e ορίζει πάντως τήν ύλη χωρίς παραπέρα διαφορισμούς, ώς «εκτατή, στερεή» καί έπιπλέον ώς «φορέα αντίστασης, βαρύτητας καί κίνησης».86 Στή γενική τούτη διατύπωση λανθάνουν ασφαλώς περισ­ σότερα πράγματα άπ’ δσα ό Newton θά παραδεχόταν ανενδοίαστα. Ή σημασία τής έπίδρασης τού V o ltaire μέσα στήν ιστορία των ιδεών έγκειται άκριβώς στό δτι οί άνθρωποι γενικής μόρφωσης, γιά τούς όποιους έγραφε καί άπό τούς οποίους χρησιμοποιούνταν ώς πη­ γή, τόν κατάλαβαν μέ αυτή τήν έννοια.87 Ή νευτώνεια διάκριση άνάμεσα σέ μαθηματική καί φυσική σημα­ σία τής έλξης έπεφτε σέ άχρησία στόν βαθμό πού ή έννοια τής τελευ­ ταίας γενικευόταν. Είναι καί πάλι χαρακτηριστικό δτι ό ίδιος ό Newton φάνηκε νά κάνει τό πρώτο βήμα πρός τήν κατεύθυνση αυτή, καί μάλιστα μέ άφετηρία γενικούς στοχασμούς πάνω στή δομή τής Φύσης. Ή έλξη ίσως νά μήν ύφίσταται μονάχα ώς βαρύτητα, μαγνη­ τισμός καί ήλεκτρισμός, διαβάζουμε στήν Ό πτική’ «μπορεί καί νά υπάρχουν περισσότερες ελκτικές δυνάμεις άπ’ αυτές, άφού ή Φύση εί­ ναι σύμφωνη καί σύμμορφη πρός τόν έαυτό της».88 ’Άμεσα ερείσματα στόν Newton, ώς πρός τή γενίκευση τής αρχής τής έλξης, έβρισκε ή νέα έπιστήμη τής χημείας. Ό νευτώνειος ορισμός τής μάζας μέ βάση τήν πυκνότητα συνεπαγόταν τήν ύπαρξη κενού καί στό εσωτερικό των σωμάτων, άφού ή διαφορά βάρους, δταν ό δγκος ήταν ίσος, άποδιδόταν ατούς κενούς χώρους άνάμεσα στά μόρια.89 Ή έλξη άναλαμβάνει τό έργο τής σύνδεσης καί συγκράτησης των μορίων καί των σωμάτων τόσο στόν μακρόκοσμο τής άστρονομίας δσο καί στόν μικρόκοσμο τής χημείας.90 Γιά μάς σημαντικό είναι δτι ή χημική θεω83. OC, XXXIII, 518 (ή επιστολή γράφτηκε τό 1735). 84. OC, XXXIII, 522 (καί αύτή ή έπιστολή γράφτηκε τό 1735). 85. Έπιστολή άπό Ιούλιο 1738 = OC, X X X IV , 525/6. 86. OC, XX, 50. 87. Βλ. π ./. A rg e n s, P h ilos, du bon s e n s , R e d . I l l , § XXII ( = II, 68). 88. Ill, Qu. 31 ( = O p e ra , IV, 242). 89. loc. cit. ( = O p e ra , IV , 252). 90. loc. cit., 243* πρβλ. τή μικρή πραγματεία fcDe N a tu r a A cidorum ’ ( = O p e ra , IV, 397 κ.έ.).

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

279

ρία νευτώνειας έμπνευσης εξαρχής έγινε αισθητή ώς αντίθεση πρός τον μηχανικισμό. Βέβαια, πολλοί χημικοί, πού άπέφευγαν διαμάχες πάνω σε ζητήματα θεωρητικών αρχών, θεωρούσαν καί τή νέα χημεία συμβιβάσιμη μέ τόν μηχανικισμό, όμως κανείς (μέ εξαίρεση τόν Lesag e) δέν προσπάθησε καί νά άποδείξει τή θέση τούτη. Κατά κανόνα κυριαρχεί ή άποψη δτι, έκτος από δσες αιτίες των φαινομένων έξηγούνται μηχανιστικά, ύπάρχουν καί ανεξήγητες, θεόδοτες ιδιότητες τής ύλης, δπως π.χ. ή έλξη.91 Γιά τή συγκεκριμένη σημασία αυτού τού «θεόδοτες» θά μιλήσουμε αργότερα.92 Πρακτικά άποφασιστικό στάθηκε τό γεγονός δτι ή γενική άδυναμία ερμηνείας τού φαινομένου τής έλξης δέν μπόρεσε νά έμποδίσει τή μετατροπή τής τελευταίας σέ p a sse -p a rto u t κάθε επιστημονικής έξήγησης φυσικών φαινομένων σκοπός ήταν νά παραμεριστούν, έτσι, οριστικά οί μηχανιστικές εξη­ γήσεις, πού άλλωστε γίνονταν δλο καί πιό περίπλοκες. Λίγο φαίνον­ ταν νά ένοχλούν τά (παρατηρημένα ήδη από τόν M a u p e rtu is93) μειονεκτήματα τής θεωρίας τής έλξης, ή οποία δέν ήταν σέ θέση νά εξηγήσει πειστικά τήν πολυμορφία των φαινομένων, δηλ. τόν λόγο, γιά τόν όποιον μια ουσία α έλκει τή β καί δχι τή γ .94 Μέ τήν ίδια γνωσιοθεωρητική καί μεθοδολογική ανεμελιά μεταφέρθηκε ή θεωρία τής έλξης καί στον γειτονικό χώρο τής βιολογίας. Γιά τόν BufFon ή έλξη αποτελεί τό κλειδί γιά τήν κατανόηση δχι μόνο των φυσικών, άλλα (σέ συνδυασμό μέ τή θερμότητα) καί των βιολογικών φαινομέ­ νων.95 Δέν είναι λοιπόν παράξενο πού ό H artley θέλει νά εξηγήσει τά συναφή μέ τόν νωτιαίο μυελό φαινόμενα μέ τή βοήθεια τής έλξης καί έπικαλούμενος τήν Όπτική τού N ew ton.96 Ή κατάχρηση τής μεθόδου τού (έλεύθερου) άναλογικοϋ συμπερασμού στον τομέα αυτόν προκάλεσε μάλιστα καί τήν άντίδραση ενός νευτωνιανού σάν τόν V oltaire* μερικοί, γράφει, «έχουν καταχραστεΐ τήν άνακάλυψη τού Newton ώς τό σημείο νά λένε δτι τά παιδιά σχηματίζονται στήν κοι­ λιά τής μάνας τους από τήν έλξη».97 Τυπική γιά τή θεώρηση των ψυ­ χικών φαινομένων στό φως τής νευτώνειας άρχής είναι ή διατύπωση τού H um e σχετικά μέ τόν συνειρμό των ιδεών: «Πρόκειται εδώ γιά ένα είδος έλξης, πού στόν ψυχοδιανοητικό κόσμο άσκεΐ εξίσου σημαν91. 92. 93. 94. 95. 96. 97.

M e tz g e r, N e w to n -S ta h l-B o e rh a a v e , 38/9. Βλ. παρακ. κεφ. V I, ύποκεφ. 2. S y st. de la N a tu r e , III ( = O eu v res, II, 141). M e tz g e r, N e w to n -S ta h l-B o e rh a a v e , 4 0 , 4 6 , 4 8 /9 , 65. L a N a tu r e , Secon d e Vue ( = O eu vres P h il., 41 A). O b se rv a tio n s on M a n ..., 20, πρβλ. 27, 364. P r e c is du siec le du L o u is X V , C h ap. X L II I (— OC, XV , 433).

280

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

τική έπήρεια οσο καί στόν φυσικό».98 ’Ακόμη καί ένας νομικός καί κοινωνιολόγος σάν τόν B e c c a r ia μιλά γιά τίς «άτέρμονες καί άντιρροπότατες ελκτικές δυνάμεις τής ήδονής καί του πόνου», θεωρώντας τες μάλιστα ώς «κίνητρα δράσης των αισθητών δντων».99 Ή σύντομή μας επισκόπηση, μέ βάση τά τυπικά τούτα παραδείγματα, έπιβεβαιώνει τόν λόγο τού M au p e rtu is, δτι «ή έννοια τής έλξης έχει έξάψει τά πνεύματα»100 καί δτι τελικά κατάντησε ένα «μεταφυσικό τέ­ ρας», πού άλλοι αγαπούν καί άλλοι μισούν.101 Ή ικανότητά της νά εμπνέει στάθηκε πάντως, δπως εύστοχα παρατηρήθηκε,102 έξίσου με­ γάλη δσο καί ή ικανότητά της νά εκλαϊκεύει τά πράγματα. Όμως, ακριβώς τό τελευταίο αύτό δείχνει δτι ή μαγεία τής έλξης ικανο­ ποιούσε βαθύτερες κοσμοθεωρητικές ανάγκες. ’Ακόμη καί αν δεχτού­ με δτι ό Newton οδηγήθηκε στή θεωρία τής έλξης από αυστηρά επι­ στημονικούς λόγους, τέτοιοι δεν υπήρχαν γιά τή συνακόλουθη εύρεία μεταφορά της σέ βιολογικά, ψυχικά καί κοινωνικά φαινόμενα. Καθο­ ριστικός παράγοντας γ ι’ αύτό ήταν ό άγώνας ενάντια στήν καρτεσια­ νή δυαρχία καί γιά τήν ενοποίηση τής κοσμοεικόνας στή βάση τής προσέγγισης πνεύματος καί αισθητού κόσμου. Γιά τή νέα τούτη ιδέα τού Όλου, τής οποίας τήν έδραίωση έπιβοήθησε καί ή θεωρία τής έλ­ ξης, θά μιλήσουμε παρακάτω (ύποκεφάλαιο 3α). β) Τό νόημα τής πάλης έναντίον τών υποθέσεων Ή άποσύνδεση έκτασης καί ύλης είχε μιά σημαντική μεθοδολογική συνέπεια, ή όποια, έξίσου μέ τήν προσέγγιση πνεύματος καί ύ'λης, μα­ κροπρόθεσμα ένίσχυσε τή ριζοσπαστική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Στόν D e sc a rte s ή ταύτιση έκτασης καί ύ'λης συναπτόταν μέ τή μετατροπή τής φυσικής σέ γεωμετρία: αν ή ύ'λη είναι πρώταπρώτα χώρος, τότε πρέπει καί νά τήν πραγματευθεϊ ή επιστήμη τού χώρου. Ή άντικαρτεσιανή θέση έπρεπε, λοιπόν, νά πάρει τή μορφή μιας ανατίμησης ή αυτονόμησης τής φυσικής άπέναντι στά μαθημα­ τικά. Ή φυσική (καί ή ύ'λη) απαλλάσσεται από τήν ανάγκη μετατρο­ πής της σέ γεωμετρία μέ κάθε θυσία. Κι άφού στά πλαίσια τής καρτε­ σιανής μαθηματικής μεθόδου τόν πρώτο λόγο είχε ή άπαγωγή, τώρα κερδίζει σημαντικό έδαφος ή έπαγωγή. Ή έξέλιξη αυτή άρχισε, βέ98. 99. 100. 101. 102.

T r e a tis e , I, i, iv ( = σ. 12/3). D ei d e litti e delle p e n e , § § 4 1 καί 23 ( = σ. 91, 61). D isc o u rs su r la f ig u r e ..., § II ( = O eu v re s, I, 91). E s s a i de c o s m I I e P a rt. ( = O eu v re s, I, 46). M e tz g e r, N e w to n -S ta h l-B o e rh a a v e , 66.

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

281

βαια, μέ τόν Newton (αν περιοριστούμε στήν εποχή τού Διαφωτι­ σμού) καί πραγματοποιήθηκε διαμέσου τής επίκλησής του, δμως διό­ λου δεν ταυτίζεται μ’ αυτόν. Γιατί ήδη ό τίτλος τού κύριου έργου του φανερώνει πώς ό Newton διόλου δεν έγινε απλός έμπειρικός από φό­ βο μπροστά στόν καρτεσιανό μαθηματικισμό. ’Απεναντίας, μπορούμε νά πούμε δτι ή προσφορά του έγκειται στήν εναρμόνιση τής μαθημα­ τικής καί τής έμπειριστικής κατεύθυνσης τής φυσικής τού 17ου αί. μέσα στούς κόλπους τής μεγαλεπήβολης σύνθεσής του.103 Άπό τή σκοπιά ενός ειδικότερου προβλήματος: ό Newton κάνει τήν πρώτη προσπάθεια μαθηματικής πραγμάτευσης συγκαιρινών θεωριών γιά τή μοριακή κίνηση, οι όποιες είχαν διατυπωθεί άπό μή μαθηματι­ κούς, δπως ό G asse n d i καί ό B oyle (καί μάλιστα στά πλαίσια μιας έμπειριστικής φυσικής αντίθετης πρός τόν καρτεσιανό μαθηματικισμό), καί άκόμη δέν είχαν πάρει μορφή μαθηματική, παρ’ δλη τήν προγενέστερη μαθηματική σύλληψη τής κίνησης εκ μέρους τού G ali­ lei.104 'Απλουστεύοντας κάπως τήν ιστορική πραγματικότητα, μπο­ ρούμε λοιπόν νά πούμε δτι, άπό μεθοδολογική άποψη, ό Newton ξανάφερε τή φυσική επιστήμη στόν δρόμο τού G alilei μετά άπό τήν καρτεσιανή παρένθεση105 — ή δτι ή μέθοδός του είναι μονάχα μετεξέ­ λιξη τής μεθόδου τού G alilei, αν καί πάνω σέ ευρύτερη βάση.106 ’Ή­ δη γ ι’ αυτόν τόν λόγο δέν μπορούμε νά μιλάμε γιά άπεμπόληση τής μαθηματικής κληρονομιάς* άπό τήν άλλη πλευρά, δμως, πρέπει νά πάρουμε ύπόψη μας καί τή συνειδητή απομάκρυνση τού Newton άπό τό καρτεσιανό πρωτείο τής άπαγωγικής μεθόδου ή δ,τι θεωρούσε σάν τέτοιο. Μιά προγραμματική διατύπωση βρίσκουμε ήδη στό γράμμα πρός τόν O lden burg άπό τό 1672, δπου έμφανίζεται καί ό δρος «υπόθεση» ώς αντίθετο τής πειραματικής μεθόδου, δηλ. μέ τήν έννοια μιάς πειραματικά άβάσιμης εικοτολογίας.107 Ό μως συνάμα τονίζε­ ται δτι επιστήμες, δπως ή όπτική, εδράζονται έξίσου στή φυσική δσο καί στίς μαθηματικές άποδείξεις.108 Στά P rin cip ia ξαναβρίσκουμε τή θέση αύτή μέ τή μορφή τού παραγγέλματος, δτι οφείλουμε νά συγ­ κρίνουμε τά αποτελέσματα τής μαθηματικής άνάλυσης, τά όποια 103. K o y re , N ew t. S tu d ie s, 12· B u tte rfie ld , O rig in s, 158. 104. B o a s - H a ll, N e w to n 's ‘M e c h a n ic a l P r in c ip le s', 167/8. 105. C ro m b ie, A u g u stin e to G a lile o , II, 325. Κατά τήν άδρή διατύπωση τού B ru n srh v ic g : «Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ό Newton βγαίνει ολόκληρος άπό τόν G alilei» (E x p e r . h u m ain e et c a u s a lit e p h y siq u e , 220). 106. R o se n b e rg e r , N ew ton , 392. 107. O p e ra , IV, 320, 32 1 , 335. 108. loc. cit.., 342.

282

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

προκύπτουν από ορισμένες αξιωματικές προϋποθέσεις χάρη στήν έργασία τού Λόγου, μέ τά Γδια τά φυσικά φαινόμενα.109 Προφανώς ό Newton δέν πιστεύει στή δυνατότητα υποτύπωσης ενός κοσμοσυστή­ ματος μέ τρόπο μαθηματικό καί a prio ri. Ε π ιμένει στήν ενότητα μαθηματικής καί πειραματικής μεθόδου καί, ώς γνήσιο τέκνο τού 17ου αί., φαίνεται μόνο νά έπιθυμεί μιάν οριστική επιστημολογική κατοχύρωση τής φυσικής, διαμέσου τής βαθμιαίας μετάφρασής της στή γλώσσα τών μαθηματικών.110 Ή γενική ανατίμηση τής έμπειριστικής θεώρησης φανερώνεται συμβολικά στή χρήση τού δρου «υπόθεση», ό όποιος στή δεύτερη έκδοση τών P rin c ip ia έμφανίζεται μέ έννοια μάλλον υποτιμητική* στίς περικοπές τής πρώτης έκδοσης, δπου χρησιμοποιούνταν γιά νά δηλώσει μιά θεμιτή επιστημονική μέθοδο, αντικαθίσταται τώρα μέ τήν έκφραση «κανόνες τής φιλοσοφικής σκέψης» (regu lae philosop h an d i).111 Αύτό δέν σήμαινε πρακτική αλλαγή τής έπιστημονικής μεθόδου τού New ton, ό όποιος ούτε ποτέ του παραιτήθηκε ούτε καί μπορούσε νά παραιτηθεί από τή διατύπωση ύποθέσεων.112 Ό μως ό New ton, έκτος άπό τίς επιστημονικά θεμιτές, δηλ. πειραματικά έξελέγξιμες ύποθέσεις, τών όποιων τήν αναγκαιότητα τόνιζαν ακόμη καί αύστηροί έμπειριστές, δπως π.χ. ό C o n d illac,113 χρησιμοποίησε καί ύποθέσεις αναπόδεικτες τόσο άπό μαθηματική δσο καί άπό πει­ ραματική άποψη.114 Τέτοιες ήταν ό απόλυτος χώρος, ό απόλυτος χρόνος καί ή απόλυτη κίνηση, πού ωστόσο άποδείχτηκαν άπαραίτητες γιά τή διατήρηση καί παραπέρα ανάπτυξη τής μαθηματικής φυσι­ κής, παρά τήν αναδρομή τού Newton στήν ερμητική παράδοση. ’Ασφαλώς, δέν είναι τυχαίο δτι ό Newton, άκριβώς έκείπού άναλύει τίς υποθέσεις του αυτές, εκφράζει καί τήν —άπό αυστηρά έμπειριστική σκοπιά σίγουρα αδικαίωτη— άποψη, δτι στή φυσική φιλοσοφία πρέπει νά κάνουμε άφαίρεση άπό τίς αισθήσεις.115 Γιά τόν γενικό χα­ ρακτήρα τής ύποδοχής τού Newton στήν έποχή τού Διαφωτισμού παραμένει, ωστόσο, ενδεικτικό δτι παρόμοιες αποφάνσεις του μόνο σπάνια καί έπιφανειακά πάρθηκαν ύπόψη άπό τούς συγχρόνους, ένώ 109. Lib. L See l. X I, P ro p . L X IX , Sch oliu m ( = I, 298). 110. B o a s - H a ll, N ew to n 's *M e c h a n ic a l P r in c ip le s', 178. 111. L ib. I l l , άρχή ( = II, 550 κ.έ.). 112. Τους διάφορους τύπους ύποθέσεων, πού χρησιμοποιεί ό Newton γιά επι­ στημονικούς σκοπούς, συνοψίζει ό H a n so n , H y p o th e se s f i n g ο, 30/1. 113. T ra ite d e s S y s t e m e s , C h ap. X II ( = O eu v res, I, 196a). 114. C ohen, F ra n k lin a n d N ew ton , 128 κ.έ. 115. P r i n c D efm . V III, Sch ol. ( = I, 49).

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

283

δεν εγινε καμιά συνεπής μεθοδολογική τους χρήση. ’Απεναντίας, ό πειραματικός φυσικός Newton κατά κανόνα διαχωρίζεται (έμμεσα τουλάχιστον) άπό τόν μαθηματικό, γιά νά παραμεριστεί σιωπηρά ό δεύτερος. Σέ γενικές γραμμές, άπό τά P rin cip ia καί άπό τήν ’Οπτι­ κή πηγάζουν δύο διαφορετικά φυσικοεπιστημονικά ρεύματα. ΓΓ αυτό υπάρχουν, βέβαια, συγκεκριμένοι λόγοι, άφού στά P rin c ip ia προσφέρεται μιά μαθηματική φυσική καθαρών μαζών, κάνοντας αφαίρε­ ση άπό τά άπτά σώματα, ένώ ή Οπτική άσχολείται μέ τίς πραγματι­ κές μεταβολές τών πραγματικών σωμάτων ό ίδιος ό Newton ομο­ λόγησε έμμεσα τή διαφορά αυτή, δταν τόνισε ιδιαίτερα τή χρήση τής άναλυτικής μεθόδου στήν Ο πτική.116 Στήν έποχή τού Διαφωτισμού, οι περισσότεροι φυσικοί νιώθουν, πάντως, δτι στήν Οπτική οφείλουν περισσότερα άπ’ δ,τι στά P rin c ip ia . 1,7 Μερικοί, δπως οι J . P rie st­ ley καί Colin M a c la u rin , έχουν συνείδηση τής άμφιπλευρικότητας τού νευτώνειου έργου,118 καί ή ίδια αντίληψη εκφράζεται έμμεσα καί στήν όμολογημένη δυσφορία τού D iderot απέναντι στόν —καθώς έ­ λεγε— άφηρημένο καί σκοτεινό χαρακτήρα τών P rin c ip ia . 119 Γενι­ κά, ωστόσο, οι διαφωτιστές αποφεύγουν νά διασπάσουν τόν Newton, γιά νά κρατήσουν καθαρό τό καλύτερο, δηλ. τό έμπειριστικό του ήμισυ. Δέν θέλουν νά καταστρέψουν ένα σύμβολο, πού θά μπο­ ρούσε νά χρησιμοποιηθεί καί ώς δπλο. Παράλληλα άσκησε τήν έπίδρασή της καί ή καινούργια άνακάλυψη τού B a co n στήν ήπειρωτική Ευρώπη, καθώς καί ή αυθόρμητη συγχώνευση βακώνειων καί νευ­ τώνειων ιδεών μέσα στή διαδικασία τής διαμόρφωσης καί τής επι­ κράτησης τού εμπειρισμού. Καί στό σημείο αύτό ή μεταγενέστερη πο­ ρεία τών πραγμάτων είχε τόν ιδιαίτερό της λόγο, άφού στό ίδιο τό έργο τού Newton ή κληρονομιά τού B a co n δέν έμεινε δίχως απήχη­ ση, καί μάλιστα διαμέσου τής έπίδρασης τού B oyle, ό όποιος θεω­ ρούσε τόν B a co n «έναν άπό τούς πρώτους καί μέγιστους πειραματι­ κούς φιλοσόφους τής εποχής μας»,120 καί, επίσης, διαμέσου τής γενι­ κής πνευματικής άτμόσφαιρας τής Βασιλικής Εταιρείας, πού εξαρ­ χής είχε έντονο βακώνειο προσανατολισμό.121 Ή έμμεση αυτή σχέση τού New ton προς τόν B a co n δέν αρκεί, ώστόσο, καθαυτή γιά νά 116. Ill, Qu. 31 ( = O p e ra , IV , 263/4). 117. C ohen, F ra n k lin a n d N ew ton , 118, 120 κ.έ., 143, 179. 118. op. c iL , 189 κ.έ. 119. De r in t e r p r . de la N a t u r e , X L ( = OC, II, 38/9). 120. The C h ristian V irtu o so , F ir st P a rt, I ( = W o rk s, V, 514). 121. P u rv e r, R o y a l S o c ie ty , ιδ. 63 κ.έ. Γιά τήν άμφιπλευρη σχέση του Newton πρός τόν B a c o n (μετριασμός τοΰ έμπειρισμοϋ διαμέσου τού έντονου μαθη-

284

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

εξηγήσει τό γεγονός ότι οί θερμοί έπαινοι γιά τό έργο τού δευτέρου έ­ γιναν κοινός τόπος ακριβώς στή λεγόμενη «εποχή τού N ew ton ».122 Καί οί Γάλλοι νευτωνιανοί έβλεπαν τον Newton προπαντός ώς συνε­ χιστή καί τελεσιουργό τής φυσικοεπιστημονικής κατεύθυνσης πού εγ­ καινίασε ό B aco n . Ό V o ltaire χαρακτηρίζει τόν τελευταίο «πατέρα τής πειραματικής φιλοσοφίας»,123 ενώ ό d ’A lem bert αισθάνεται, ό­ πως λέει, τόν πειρασμό νά θεωρήσει τόν B a c o n ώς «τόν πιό μεγάλο, τόν πιό οικουμενικό καί τόν πιό εύγλωττο φιλόσοφο».124 Οί έπιστημολογικές αντιλήψεις τού πρώιμου D id erot άποδόθηκαν καί αύτές από μερικούς συγχρόνους στήν επίδραση τού B a c o n .125 Ενδιαφέρον σχετικά μέ εξελίξεις, πού θά περιγράφουμε στή συνέχεια, είναι τό γε­ γονός ότι ό D iderot, παρ’ όλη τή βασική του συμφωνία μέ τόν B a ­ con στό ζήτημα τής μεθόδου, διαφέρει απ’ αύτόν σέ ένα ούσιαστικό σημείο: επιθυμεί νά συνδέσει τήν άνατίμηση τής εμπειρίας ώς γνω­ στικού οργάνου μέ τή ριζοσπαστική όντολογική άνατίμηση τού αι­ σθητού κόσμου, δηλ. τής ύλης.126 Στό φώς τών διαπιστώσεων αύτών γύρω από τή γενική πορεία τών πραγμάτων στόν 18ο αί. μπορούμε τώρα νά έξηγήσουμε γιατί ό Newton δέν αισθάνεται νά άντιφάσκει πρός τόν εαυτό του όταν, από τή μιά πλευρά, επιδίδεται ό ίδιος σέ μεταφυσικές κατασκευές, ενώ, άπό τήν άλλη, καταδικάζει τις αναπόδεικτες ύποθέσεις — καί έπίσης γιατί οι νευτωνιανοί όχι μόνο δέν ενοχλούνται άπ’ αύτό, άλλά απε­ ναντίας, όπως θά δούμε αναλυτικότερα,127 χρησιμοποιούν καί οί ί­ διοι, καί μάλιστα σέ νευραλγικά σημεία, έμπειρικά άθεμελίωτες υπο­ θέσεις. Τό παράδοξο έξαφανίζεται, αν δούμε τό πολεμικό νόημα τής πάλης έναντίον τών ύποθέσεων. Ή θεωρητική κακοποίηση τών φυσι­ κών φαινομένων ταυτίζεται, στά μάτια τού Newton καί προπαντός τών έμπειριστών έπιγόνων του, μέ τήν ομολογία πίστεως σέ συγκε­ κριμένες θέσεις, πού άφορούν όχι πιά τή μέθοδο, άλλά τό περιεχόμενο τής σκέψης. ’Αληθινά εύγλωττος είναι ό τρόπος, μέ τόν οποίον ό Newton, σέ μιά περίφημη περικοπή, μνημονεύει παράλληλα τόσο τό ζήτημα τής μεθόδου όσο καί τό ζήτημα τού περιεχομένου: «Ό ,τι δέν ματικοΰ κ.έ. 122. 123. 124. 125. 126. 127.

προσανατολισμού) βλ. B la k e , N ew to n 's Theory* o f Scien t. M e th o d , 481 M o rn et, S cie n ce s de la N a tu r e , 86. L e ttre s P h ilo s., X II ( = OC, XXII, 118). D isc o u rs P r e l i m O e u v r e s , I, 264. V en turi, J e u n e s s e de D id e ro t, 313 κ.έ. Πρβλ. D ieck m an n , fcTh e In fluence o f F r. B a c o n ...’ , S tu d ie n , 56/7. Βλ. παρακ. κεφ. V, ύποκεφ. 1 καί 2.

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

285

συνάγεται από τά φαινόμενα πρέπει νά χαρακτηριστεί ώς υπόθεση* καί υποθέσεις, εϊτε μεταφυσικές, είτε φυσικές, είτε σχετικές μέ από­ κρυφες ιδιότητες, είτε μηχανικές, δέν έχουν θέση στήν πειραματική φιλοσοφία».128 Έδώ κατονομάζονται ρητά εκείνοι, που κατά τον Newton κακοποιούν τά φαινόμενα μέ τις υποθέσεις τους: είναι οί μηχανικιστές καί οί θεωρητικοί των άπόκρυφων ιδιοτήτων, οί καρτε­ σιανοί καί οί σχολαστικοί. Όταν ό Newton γράφει τίς γραμμές αυ­ τές έχει, λοιπόν, υπόψη του έναν συγκεκριμένο στόχο*129 ό ’ίδιος τού­ τος στόχος κέντριζε καί τούς διαφωτιστές στον άγώνα τους εναντίον των υποθέσεων. ’Αφού, όπως λέγεται, ή σκέψη των καρτεσιανών καί των σχολαστικών εδράζεται σέ πλασματικές υποθέσεις, καί μάλιστα έχει καί τό θλιβερό μονοπώλιο τής χρήσης τους, γ ι’ αυτό καί κάθε αντίπαλη θέση εμφανίζεται αυτόματα —τουλάχιστον από τή σκοπιά τών οπαδών της— ώς υπεράσπιση τής εμπειρίας.130 Όπως καί νά ’χει, ή άπέχθεια τής πρώτης γενεάς τών νευτωνιανών έναντίον τών («κακών») υποθέσεων γεννήθηκε από τήν αντίθεσή τους πρός τόν καρτεσιανισμό, πράγμα πού περισσότερο ψυχολογικά παρά λογικά θά πρέπει νά εξηγηθεί, αν μάλιστα άναλογιστούμε δτι οί νευτωνιανοί στήν πραγματικότητα δέν προσθέσανε τίποτε ουσιαστικά καινούργιο στά δσα είχαν ήδη πει οί θεμελιωτές της νεότερης φυσικής επιστήμης σχετικά μέ τή χρήση επιστημονικά θεμιτών υποθέσεων ή τήν άπόρριψη ύποθέσεων ανίκανων νά «σώσουν τά φαινόμενα».131 Καί οί πρώ­ τοι Όλλανδοί νευτωνιανοί άντιλαμβάνονται τό νευτώνειο «H y p o th e­ ses non fin go » μέ τήν έννοια ενός άντικαρτεσιανού έμπειρισμού.132 Ή σύνδεση τής πάλης έναντίον τών ύποθέσεων μέ τήν πάλη έναν­ τίον τού περιεχομένου τού καρτεσιανισμού γίνεται δλο καί σαφέστερη δσο προχωρά ό Διαφωτισμός καί, μαζί του, ή όντολογική ανατίμηση τής ύλης. Πάλη έναντίον τών ύποθέσεων σημαίνει τώρα δχι απλώς προάσπιση τής έμπειρικής έπαγωγικής μεθόδου στή φυσική έπιστήμη, άλλά προγραμματική άρνηση τής καρτεσιανής δυαρχίας καί νοη­ σιαρχίας, οπότε ό Newton έμμεσα γίνεται πρόδρομος ή σύμμαχος υλιστικών θέσεων. Άπό τήν άποψη αυτή, ή σύγκριση ανάμεσα σέ D e sc a rte s καί New ton, ή οποία κατάντησε κοινός τόπος στόν 18ο 128. P r i n c Lib. Til, Sch ol. G ener. ( = II, 764). 129. Γιά τόν ρόλο τού πολεμικού στοιχείου στή νευτώνεια άπόρριψη τών ύποθέ­ σεων πρβλ. B lo c h , L a P h ilo s, de N ew ton , 4 6 9 , 476. 130. Τήν επήρεια τού ίδιου μηχανισμού σκέψης διαπιστώσαμε καί στόν G a lile i, βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2β. 131. R o se n b e rg e r , N ew ton , 3 9 5 /6 , 406. 132. R u esto w , P h y sic s a t 17th a n d 1 8 th -C en tu ry L eid en , 121 κ.έ.

286

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

αί., αποτελεί μιαν ίεροτελεστική πράξη με σημασία συμβολική· ή απόρριψη των υποθέσεων μεταβάλλεται σε προθάλαμο τής ριζοσπα­ στικής αποκατάστασης του αισθητού κόσμου, μολονότι οί λιγότεροι μονάχα τολμουν νά κάνουν τό άποφασιστικό βήμα πέρα από τόν προθάλαμο αυτόν. Ένας νεοκαρτεσιανός δπως ό Fontenelle μπο­ ρούσε άκόμη, κατά την Υποχρεωτική αντιπαράθεση τοϋ Newton μέ τόν D e sc a rte s, νά περιορίζει τή διαφορά τους στήν προτίμηση τού πρώτου γιά τήν επαγωγή καί τού δευτέρου γιά τήν άπαγωγή, τονί­ ζοντας συνάμα τό ουσιαστικό κοινό τους σημείο: «καί οί δύο θεμε­ λίωσαν τή φυσική τους πάνω στή γεω μετρία».133 ’Ήδη γιά τόν Vol­ taire, όμως, ή συμπάθεια γιά τόν D escartes ή γιά τόν Newton έχει ώς άποτέλεσμα «νά αλλάζει ολοκληρωτικά ή ίδια ή ουσία των πραγ­ μάτων».134 Ή άποψη του V o ltaire, δτι ή καρτεσιανή φυσική είναι έσφαλμένη, επειδή γεννήθηκε άπό τό «πνεύμα τοϋ συστήματος»,135 συνεπάγεται δτι ορθότητα καί έμπειρισμός συμβαδίζουν. Στις πλάνες, πού γέννησε ή καρτεσιανή άπαγωγική μέθοδος, ό V o ltaire συγκατα­ λέγει θέσεις εμπειρικά άνεξακρίβωτες καί συνάμα άμεσα δεμένες μέ τή μεταφυσική δυαρχία (ύφή τής ψυχής, έμφυτες ιδέες).136 ’Αν δμως ή προτίμηση τής έμπειριστικής μεθόδου συνεπάγεται eo ip so καί τήν απόρριψη θέσεων, πού έμπειρικά ούτε βεβαιώνονται ούτε άνασκευάζονται, τότε συνειδητά ή άσυνείδητα συνδέεται μέ ορισμένες προκα­ ταρκτικές επιλογές, σχετικές μέ τό ίδιο τό περιεχόμενο τής σκέψης. Δέν είναι, λοιπόν, παράξενο πού οί εντονότερες άντιρρήσεις εναντίον των καρτεσιανών «Υποθέσεων» καί τής άπαγωγικής μεθόδου —συνοδευόμενες πάντα άπό έπαίνους γιά τόν N ew ton— προέρχονται άκριβώς άπό τήν παράταξη, ή όποια άπορρίπτει τόν D e sc a rte s γιά γενι­ κούς κοσμοθεωρητικούς λόγους. Είναι ενδεικτικό δτι τή στερεότυπη άντιπαράθεση άνάμεσα σέ D e sc a rte s καί Newton τή βρίσκουμε δχι μόνο στόν C o n d illac,137 άλλά καί στον D id e ro t.138 Τούτο τό σύμπλεγμα θεμάτων καί σκέψεων θά γινόταν πιό κατα­ νοητό, άν ξεχάσουμε γιά μιά στιγμή τήν άντίληψη των διαφόρων πα­ ρατάξεων γιά τόν εαυτό τους καθώς καί τήν όνομαστική άξια των διακηρύξεών τους, γιά νά δούμε τόν πολεμικό, δηλ. μή εμπειρικό χα­ ρακτήρα τής έπίκλησης τής έμπειρίας. ’Ανεξάρτητα άπό τό άν ή έμ133. 134. 135. 136. 137. 138.

Elocje de N ew ton, T e x te , 244. L e itre s p h ilo s., XIV ( = OC, XXII, 128). loc. c it., σ. 131. ib id . T ra ite d es S y s t ., XII ( = O eu v res, I, 1 9 8 a , 199b, 200). B ijo u x In d is c r e ts, IX ( = OC\ IV , 162/3),

2. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ TOT NEWTON

287

πειρία (δ,τι κι αν σημαίνει αυτός ό δρος) άποτελεί ή δχι τήν αρχή καί την πηγή τής γνώσης, ό εμπειρισμός δεν είναι ή «φυσική» γνωσιοθεωρητική στάση, άλλα ορισμένη κοσμοθεωρητική θέση, πού μέσα σέ ορισμένες συνθήκες στρέφεται ενάντια σέ μιάν ορισμένη μεταφυσική, μολονότι αυτό συχνά παρουσιάζεται ώς άγώνας ενάντια σέ «κάθε» μεταφυσική. Γνωσιοθεωρητικές καί μεθοδολογικές θέσεις προϋποθέ­ τουν κοσμοθεωρητικές έπιλογές, γ ι’ αυτό καί ό έξοβελισμός των «υποθέσεων» στό έπιστημολογικό έπίπεδο άναγκαστικά συνοδεύτη­ κε, λογικά καί δομικά, από τόν αγώνα εναντίον τής «κακής» μετα­ φυσικής. 'Ως πολεμικός στόχος, ό D e sc a rte s διευκόλυνε σημαντικά τό έργο των νέων έχθρών τής μεταφυσικής, άφοϋ, προσπαθώντας νά δημιουργήσει ένα ισότιμο αντίβαρο τής Σχολαστικής, διατήρησε τήν ενότητα φυσικής καί μεταφυσικής. Στήν πολεμική έναντίον του D e sc a rte s φαίνεται, λοιπόν, συνεπής καί λογική ή μετατροπή τού αγώνα έναντίον τών υποθέσεων σέ αγώνα έναντίον τής υποθετικής μεταφυσικής* τό T raite d es S y stem es τού C on d illac, στό οποίο βρίσκουμε σχεδόν δλα τά έπιχειρήματα τών σημερινών «θετικιστών» έναντίον τής «μεταφυσικής», δείχνει μέ πόση έμβρίθεια έγινε ή παρα­ πάνω μετατροπή. Καί άφού ό Newton είχε γίνει συμβολική μορφή στόν άγώνα έναντίον τών «υποθέσεων», έγινε αυτόματα καί προφήτης τής απόρριψης τής «μεταφυσικής». ’Από τή σκοπιά τών διαφωτι­ στών, ό έμπειριστής Newton έμφανίζεται ώς άντιμεταφυσικός, δηλ. ώς πολέμιος άφηρημένων άναζητήσεο^ν καί πρόμαχος τής ζωντανής έρευνας. Ώς άντιμεταφυσικός μέ τήν ίδια καλή σημασία θεωρείται καί ό άγνωστικιστής N ew ton, ό όποιος περιορίζεται στήν περιγραφή τών φαινομένων, άδιαφορώντας γιά τις μεταφυσικές ερμηνείες τής υφής τους. Ή ρητή άπόρριψη τών Εξηγητικών υποθέσεων (δσων δηλ. άφορούν στήν ουσία τών πραγμάτων) πρός δφελος τής καθαρά λειτουργικής-έρευνητικής χρήσης τών υποθέσεων139 ερμηνεύεται ώς τε­ λειωτική αποκοπή τού Newton από τήν παραδοσιακή μεταφυσική. Συνάμα, ό άγνωστικισμός τού Newton φαίνεται νά δίνει τή χαριστι­ κή βολή στόν καρτεσιανισμό, στόν βαθμό πού αυτός έπαγγελλόταν τήν έπίλυση έσχάτων προβλημάτων, δηλ. σχετικών μέ τήν ουσία τών πραγμάτων. Ή καρτεσιανή αυτή φιλοδοξία θεωρείται βέβαια 'Ύβρις, δμως ή παραίτηση άπό τήν καθολική γνώση δέν γεννά κάποιαν άγιάτρευτη έπιστημολογική απαισιοδοξία, άφού, άπό τήν άλλη πλευρά, ή

139. Τούτη τή διάκριση άνάμεσα στους δύο τύπους υποθέσεων βρίσκουμε στόν Pala^ L a C o n tro v e rsia Newt, su lle ip o te si, 40/1 .

288

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

πίστη στή σταθερή πρόοδο των επιστημών αγκαλιάζει κύκλους δλο καί ευρύτερους.140 ’Ακριβώς έπειδή ό αγνωστικισμός εχει πολεμικό νόημα, δεν μετα­ βάλλεται καί σε σκεπτικισμό ή μηδενισμό: ό σκεπτικισμός άναφέρεται μονάχα στις κοσμοθεωρητικές θέσεις του άντιπάλου, δχι στις οι­ κείες, καί σκοπός του είναι νά προετοιμάσει τό έδαφος γιά τη δη­ μιουργία μιας καινούργιας κοσμοεικόνας. Όρθά παρατηρήθηκε γιά τον M a u p e rtu is141 δτι ή άρνησή του νά κατονομάσει μεταφυσικές πρώτες αιτίες142 διόλου δέν σημαίνει άπεμπόληση τής πίστης στήν αιτιότητα.143 Τόν χώρο τού άντιπάλου οί διαφωτιστές δέν τον ξέρουν καλά ή δέν τόν πατούν καθόλου* καί τίς βεβαιότητες εκείνες (δπως τήν αιτιότητα), πού οί ίδιοι χρειάζονται γιά νά προχωρήσουν στόν δι­ κό τους χώρο, τίς προϋποθέτουν a lim ine. Θεμελιώδης παραμένει ή πεποίθηση, δτι στά φαινόμενα μπορεί κανείς νά μείνει πιστός μονάχα αν τά ερμηνεύει άπό τή δική του κοσμοθεωρητική σκοπιά. ’Ακόμη καί ιδέες καθαυτές ορθές θά έχαναν τήν ισχύ τους, άν δέν άξιοποιούνταν μέσα στό «ορθό» κοσμοθεωρητικό πλαίσιο. Γιά νά παραμείνουμε στο παράδειγμα τής αιτιότητας: ό d ’A lem bert γράφει γιά τήν άρχή τού άποχρώντος λόγου τού L eibniz δτι είναι, βέβαια, «πολύ άληθινή καθαυτή», δμως ελάχιστα μάς χρησιμεύει, άφού οί πρώτες αιτίες τών πραγμάτων μάς είναι άπρόσιτες.144 ’Άρα ή μεταφυσική της χρήση εί­ ναι άσκοπη* μάλλον πρέπει νά συγκεντρώσουμε τήν προσοχή μας στά φαινόμενα, άφήνοντας στήν άκρη εικοτολογίες γιά δντα πέρα άπό τά φαινόμενα. Οί διαφωτιστές, πού έπικαλούνται τό μεθοδολογικό ιδεώ­ δες τού Newton, δέν θεωρούν ώστόσο τήν παραίτηση άπό τή γνώση τών πρώτων αίτιων ώς ήττα τού Λόγου, άλλά μόνον ώς νίκη τής έμπειρίας. Ό δικός τους Λόγος —νομίζουν*- δέν μπορεί νά νικηθεί, άφού είναι άξεχώριστα δεμένος μέ τίς άκαταμάχητες μαρτυρίες τής εμπειρίας καί μέ τόν εμπειρικό κόσμο γενικά* ό μόνος χαμένος είναι, λοιπόν, ή θεολογία μέ τίς φανταστικές της κατασκευές. Τό πολεμικό νόημα αυτού τού άγνωστικισμού είναι πρόδηλο: σκοπό του εχει τόν παραμερισμό ολόκληρου τού κύκλου ιδεών τής άντίπαλης μεταφυσι­ κής καί, επομένως, τήν επιβολή τής νέας κοσμοθεωρίας ώς άποκλει140. Τό μίγμα αγνωστικισμού καί πίστης στήν πρόοδο τής έπιστήμης τό βρί­ σκουμε καί σέ μορφωμένους μέ τή γενική έννοια (δχι δηλ. ειδικούς έπιστήμονες), δ­ πως ό B o lin b ro k e, βλ. F le tch e r, B o lin b ro k e ..., 44/5 . 141. B ru n et, M a u p e r tu is, II, 346/7. 142. D isc, s u r ία fig u r e d e s a s t r e s , § II = O eu v re s, I, 93. 143. E s s a i de co sm ., A v a n t-P ro p o s = O eu v res, I, xv. 144. D isc o u rs p re lim ., O eu v re s, I, 279.

2. Η ΤΟ Π Ο Θ ΕΤΗ ΣΗ TO T N EW T O N

289

στικού πλαισίου κάθε σοβαρής σκέψης. Οι παλιοί, άλλα ακόμη ζων­ τανοί προβληματισμοί δεν χαρακτηρίζονται ανοιχτά έσφαλμένοι (έτσι αποφεύγεται καί ή μομφή τού αθεϊσμού), άλλά μόνον ώς άγονοι καί αδιέξοδοι, πράγμα πού ώστόσο κάνει τήν έξουδετέρωσή τους ακόμη πιό δραστική. Τυπική είναι καί πάλι μιά απόφανση τού d ’A­ lem bert. Ή φιλοσοφία (γιά τήν έννοια τής λέξης αυτής θά μιλήσου­ με αμέσως), γράφει, «απέχει ακόμη καί άπό τη διαπραγμάτευση προβλημάτων, πού ίσως τό αντικείμενό τους είναι πραγματικό, άλλά πού ή λύση τους δέν είναι χρήσιμη γιά τήν πρόοδο των γνώσεων μας».145 Ό d ’A lem bert λέει επίσης e x p re ssis v erbis ποιά «αντι­ κείμενα» εννοεί: οσα έχουν δώσει έναυσμα γιά διαμάχες σχολαστι­ κές. Είναι έτσι πρόδηλο δτι, αν ό d ’A lem bert στήν παραπάνω περι­ κοπή αναγνωρίζει τήν ενδεχόμενη πραγματικότητα τέτοιων αντικει­ μένων, ώστόσο δέν δεσμεύεται πρακτικά άπ^ αυτό. Μάλλον ή ανα­ γνώρισή του είναι συμβατική καί έχει σκοπό της δχι μόνο τήν αποφυ­ γή περιττών δυσκολιών, άλλά ίσως καί τήν καθησύχαση τής ίδιας του τής συνείδησης σέ μιάν εποχή δπου ό Θεός δέν είναι (όλότελα) νε­ κρός, ούτε στόν ούρανό ούτε στίς ψυχές των ανθρώπων.146 Μιά λογι­ κή καί συνάμα μιά ψυχολογική άνάγκη ικανοποιεί ό d’A lem bert, δταν απαιτεί τόν αυστηρό διαχωρισμό των άληθειών τής πίστης άπό τις αλήθειες τού Λόγου,147 θέλοντας βέβαια νά άφιερωθεϊ στίς δεύτε­ ρες ανενόχλητος άπό τίς πρώτες. Ό άγνωστικισμός καί ή φαινομενο­ κρατία (τού C on d illac εξίσου δσο καί τού d ’A lem bert148) έκπληρώνουν μεμιάς δλες αυτές τίς λειτουργίες καί άπαλλάσσουν τή διαφωτιστική σκέψη άπό τούς θεολογικούς περισπασμούς. Τό οικοδόμημα ιδεών, πού χτίζεται μέ βάση τίς γενικές αυτές άρχές καί άπό τή σκο­ πιά τής άντίστοιχης κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης, όνομάζεται τώρα, δπως είδαμε στόν d ’A lem bert, «φιλοσοφία» ή «πειραμα­ τική φιλοσοφία» (βλ. τό χωρίο τού V o ltaire πού παραθέσαμε παρα­ πάνω). Ή επιλογή τής ορολογίας τούτης συνεπάγεται καί συνάμα προϋποθέτει τόν εξοβελισμό τής παλιάς μεταφυσικής καί τόν προσα­ νατολισμό κάθε σοβαρής σκέψης προς τόν κόσμο τής εμπειρίας — δηλ. τή βασική θέση τού νεότερου ορθολογισμού. Επειδή ό Newton, ακολουθώντας τούς Βρετανούς V irtuosi καί τόν B o y le ,149 χρήσιμο­ ί 45. 146. 147. 148. 149.

E le m e n ts..., IV (— O eu v re s, II, 31). Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 2. E le m e n ts. I l l ( = O eu v re s, II, 26). A rt d e p e n s e r , P rem . P a r t ., C h ap . X I ( = O eu v res, I, 750/1). Π.χ. The C h ristian V irtu o so , P a r t I ( = Works^ V, 513/4).

290

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

ποιεί τόν δρο «p h ilo so p h ia »150 ή «p h ilo so p h ia n a tu r a lis» (ήδη στόν τίτλο τού κύριου έργου του) με τήν έννοια της φυσικής επιστή­ μης καί επειδή, έπιπλέον, προτιμά τόν δρο «πειραματική φιλοσοφία» ακόμη καί σέ περικοπές στρεφόμενες έναντίον των «υποθέσεων»,151 γ ι’ αυτό καί οι νευτωνιανοί φαντάζονται δτι ό Newton θά επιδοκίμα­ ζε in toto καί τίς κοσμοθεωρητικές τους θέσεις, δπως τίς συνεπάγε­ ται ή ιδιαίτερη χρήση τής έννοιας «φιλοσοφία» εκ μέρους τους. Καί άφοΰ ή χρήση τούτη ήταν διαδεδομένη στόν 18ο αί., έπιβοήθησε καί αυτή έμμεσα τή μεθερμηνεία τού Newton. 3. ΑΠΟ ΤΗ ΦΤΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΣΤΗ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

α) Νευτώνεια σύνθεση, μεταρρνθμιστνκή θεολογία κα ί ή γένεση τής νέας ιδέας τον "Ολου Ή προηγούμενη περιγραφή τής μακροπρόθεσμης έπίδρασης τού Newton μέσα στήν ιστορία των ιδεών θά μπορούσε νά υποβάλει τήν εντύπωση, δτι ό Newton έγινε τό σεβάσμιο σύμβολο τής εποχής του, έπειδή έξαρχής τό έργο του —άδιάφορο αν έθελούσια ή δχι— ένίσχυσε έμπειριστικές καί άγνωστικιστικές, δηλ. σέ τελευταία ανάλυση άντιθεολογικές τάσεις. Στήν πραγματικότητα έγινε τό άντίστροφο: κατο­ πινές άντιθεολογικές τάσεις έπικαλέσθηκαν τόν Newton (εν μέρει) μεθερμηνεύοντάς τον, επειδή είχε ήδη γίνει συμβολική μορφή, έτσι πού δλες οι παρατάξεις θεωρούσαν σκόπιμο νά τόν χρησιμοποιήσουν γιά τούς σκοπούς τους. ’Άν ή επίκληση τού Newton δέν άρκούσε άπό μόνη της γιά νά πεισθούν οί έτερόφρονες, πάντως καθιστούσε σίγουρα μιάν άντίληψη έν μέρει πιό ευπρόσωπη καί έν μέρει πιό άνθεκτική άπέναντι σέ κάθε πολεμική — καί προπαντός άπέναντι στήν υποψία τού αθεϊσμού. Γιατί ή πρώτη άποθέωση τού New ton, πού έκανε καί τήν επίκλησή του σχεδόν υποχρεωτική, πραγματοποιήθηκε στο πλαί­ σιο μιας πεφωτισμένης θεολογίας — ή ένός Διαφωτισμού, ό όποιος ή­ θελε νά βρει στηρίγματα σέ μιάν εύκαμπτη καί εκσυγχρονισμένη θεο­ λογία. Μιά τέτοια μπορούσε, βέβαια, νά γεννηθεί καί νά άκμάσει στήν ’Αγγλία τής g lo rio u s revolution, ωστόσο απέκτησε γρήγορα πανευρωπαϊκή σημασία (ολλανδικά καί άλλα προηγούμενα είχαν, άλλωστε, προλειάνει τόν δρόμο), έφόσον φαινόταν νά υπόσχεται τήν 150. Π.χ. στόν πρόλογο τών Principia καί στήν αρχή τού τρίτου βιβλίου ( = I, 15- II, 549). 151. Π.χ. O p tics, III, Qu. 31 ( = W o rk s, IV, 263).

3. ΦΤΣΗ-Μ ΗΧΑΝΗ ΚΑΙ Φ ΤΣΗ -Θ ΕΟ ΤΗ ΤΑ

291

επιθυμητή συμφιλίωση των οδυνηρών —τουλάχιστον γιά δσους θεο­ λόγους έπιδίωκαν νά ξεκόψουν από τόν «σκοταδισμό» καί γιά δσους λαϊκούς άπεχθάνονταν τόν αθεϊσμό— άντιθέσεων άνάμεσα σε θρη­ σκεία καί επιστήμη. Ή ένταση τής ψυχολογικής άνάγκης γιά μιά τέ­ τοια συμφιλίωση αντιστοιχούσε στήν άκρα, καί γιά πολλούς άφόρητη ήδη, άντίθεση των κοσμοθεωρητικών εναλλακτικών λύσεων. 'Όμως ό συμβιβασμός άπαιτούσε παραχωρήσεις — καί παραχωρήσεις, πού άρχικά φαίνονται επωφελείς καί γιά τίς δύο πλευρές, μακροπρόθεσμα αποβαίνουν μοιραίες γιά τήν πλευρά έκείνη, εναντίον τής όποιας ερ­ γάζεται ό χρόνος. Τό ότι ή πλευρά αυτή ήταν ή θεολογική φάνηκε από τό γεγονός, δτι ή πεφωτισμένη της πτέρυγα υιοθέτησε τή μή θεολογική γλώσσα καί προσπάθησε, αναδιατυπώνοντας σ’ αυτήν δ,τι ή ϊδια θεωρούσε ώς «ουσιαστικό» στόν Χριστιανισμό, δχι μόνο νά τό σώσει, άλλά καί νά τό ένισχύσει προπαγανδιστικά. Στίς πνευματικές δπως καί στίς πολιτικές άναμετρήσεις συμβαίνει συχνά νά χρησιμο­ ποιεί κάποιος τή γλώσσα τού άντιπάλου του γιά νά προκαταλάβει τά έπιχειρήματά του, χωρίς νά παρατηρεί πόσο πολύ άλλάζουν, έτσι, συ­ νήθειες σκέψης δεμένες σέ ορισμένη γλωσσική μορφή* καί αυτό, μέ τή σειρά του, δυσχεραίνει τήν υπεράσπιση παραδοσιακών περιεχομένων σκέψης, πού εξαρχής είχαν ορισμένη λεκτική έπένδυση. Σ έ τέτοιες περιπτώσεις ή έτερογονία τών σκοπών δείχνεται σέ δλη της τήν άνοικτιρμοσύνη, άποκοιμίζοντας μέ άρχικές επιτυχίες δσους θέλουν νά παρουσιαστούν πιό «άνοιχτοί» καί πιό «σύγχρονοι». Καί άντίστροφα: δποιος έπιβάλλει τή γλώσσα του, βρίσκεται eo ip so πολύ κοντά στό σημείο νά κάνει καί τό περιεχόμενο τής σκέψης του τουλάχιστον άναπόδραστο σημείο άναφοράς κάθε σκέψης ένδιαφερόμενης γιά τήν κοι­ νωνική της επήρεια — καί άποκτά, έτσι, τή δυνατότητα νά υπαγο­ ρεύει τούς δρους τού διαλόγου. Στά παρακάτω θά παρακολουθήσου­ με μέ κάθε δυνατή συντομία τή διαδικασία, κατά τήν οποία ή πεφω­ τισμένη θεολογία στήν πάλη της εναντίον τού καρτεσιανού μηχανικισμού δημιούργησε δομές σκέψης ευνοϊκές γιά τήν όντολογική άνατίμηση τής ύλης (διαμέσου τής θεοποίησης τής Φύσης). Ή έπεξεργασία καί μεταμόρφωση θεμάτων τής πεφωτισμένης θεολογίας άποτελεί, βέβαια, μία μόνο πλευρά τής παραπάνω διαδικασίας — έκείνη, δμως, πού παρέχει τό κλειδί γιά τήν ερμηνεία τής έκπληκτικής σταδιοδρο­ μίας τού Newton. Ή πνευματική κρίση, πού προξένησε ή κατάρρευση τής άριστοτελικής κοσμοεικόνας, πήρε καί στήν ’Αγγλία, παρ'* δλες τίς τοπικές ιδιομορφίες, τίς τυπικές μορφές πού συναντάμε καί στήν ήπειρωτική Ευρώπη. Ή λογική δομή τού προβλήματος ήταν παντού ή ϊδια, ή ϊ-

292

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

δια παραδοσιακή κλίμακα αξιών βρισκόταν σέ κίνδυνο, καί επομέ­ νως ή ομοιομορφία τών αντιδράσεων ήταν φυσική. Σέ σύγκριση μέ τήν όντολογική έδραιότητα καί αξιοπιστία τού Θεού ή άποκαταστημένη Φύση φαινόταν νά αποτελεί τό βασίλειο τής αδιάκοπης άλλαγής καί τής παροδικότητας — μιας παροδικότητας, πού, τουλάχιστον γιά τον άνθρωπο, είναι τελεσίδικη χωρίς κάποια θεία επέμβαση, έστω καί αν ή Φύση ώς σύνολο συνεχίζει άλώβητη τήν πορεία της, άντικαθιστώντας τά φθειρόμενα συστατικά της μέρη μέ άλλα. Ή ένταξη τού άνθρώπου σέ τούτη τή Φύση έγινε αισθητή ώς ύποταγή του στον άνελέητο νόμο τής παροδικότητας, δπως μαρτυρεί ή φιλολογία τής Αναγέννησης.152 Τό αίσθημα τούτο έγινε καταθλιπτικότερο, άφού ή κίνηση καί ή άλλαγή δέν σταμάτησαν ούτε μπροστά στις πύλες τού ουρανού. Όπως ξέρουμε,153 ή ενοποίηση τής κοσμοεικόνας έκ μέρους τής νέας φυσικής πραγματοποιήθηκε μέ τήν κατάργηση τού άριστοτελικού χωρισμού άνάμεσα στήν ούράνια καί στήν ύποσελήνια σφαί­ ρα τού κόσμου, χωρισμού σημαντικότατου τόσο άπό κοσμολογική 6σο καί άπό μεταφυσική άποψη. Ό ,τι κάποτε στεκόταν πάνω άπό κά­ θε άλλαγή καί φθαρτότητα έπρεπε τώρα νά ύποστεί τό κοινό πεπρω­ μένο — καί αυτό άνησυχούσε δσους, έχοντας συνείδηση τής άνθρώπινης άδυναμίας, έπιθυμούσαν νά άντλήσουν άπό τό Έκείθεν παρηγο­ ριά καί ελπίδα (άν όχι τή νομιμοποίηση τής κυριαρχίας τους). Τό m otto, πού ό S p en se r πρόταξε στό ποίημά του Two C an to s o f M u tabilitie, συνοψίζει τό πρόβλημα καί τήν έγνοια μιας ολόκληρης εποχής: «Ή άλαζονική άλλαγή (μή όντας ευχαριστημένη νά βασι­ λεύει / πάνω στά θνητά πράγματα, κάτω άπό τή σελήνη) / θέλει τώ­ ρα νά γίνει άφέντρα / τό ίδιο πάνω καί στούς θεούς, δπως καί στούς άνθρώπους».154 Στόν 17ο αί. ή διαμάχη γύρω άπό τά προβλήματα, πού έθετε ή —άνδρωμένη στό μεταξύ— μαθηματική φυσική έπιστήμη, άναγκαστικά διευρύνθηκε καί βάθυνε.155 Ή κίνηση είχε, γιά νά πού­ με έτσι, καταπιεί 6,τι κάποτε ήταν άκίνητο, καί στή θέση τού κλει­ στού «κόσμου» είχε μπεί τό άπειρο σύμπαν. ’Άν ή άπειρία αυτή γιά μερικούς άποτελούσε πρόκληση, πού ξυπνούσε ένα προμηθεϊκό αϊσθη152. C am ero n A llen, The d e g e n e ra tio n o f m a n ..,, ίδ. 2 0 6 /7 , 215 κ.έ. Ό Al­ len χρησιμοποιεί κυρίως υλικό άπό τήν αγγλική ’Αναγέννηση, πού ώστόσο έχει τυπι­ κή αξία. 153. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2. 154. P o e tic a l W orks, 394. Γιά τό μοτίβο τής «μεταβλητότητας» (M u tab ility ) ώς «λίκνο του σκεπτικισμού» ΐδ. στόν S p e n se r βλ. W iley, C reativ e S c e p tic s, 21 κ.έ. 155. Βλ. γενικά H a r r is , A ll co h eren ce g o n e , p a s sim · πρβλ. επίσης B redvold. The In te lle c tu a l M ilieu o f J . D r}rden t 47 κ.έ.

3. ΦΤΣΗ-Μ ΗΧΑΝΗ ΚΑΙ Φ ΤΣΗ -Θ ΕΟ ΤΗ ΤΑ

293

μα, σέ πολλούς άλλους ένέπνεε μονάχα ρίγος μπροστά σε κάτι άγνω­ στο καί ά-νόητο — το ρίγος εκείνο, πού εκφράστηκε τόσο καθαρά στήν περίφημη ρήση τού P a sc a l γιά τήν τρομακτική «αιώνια σιωπή τών άπειρων διαστημάτων».156 Γιά τούς συντηρητικούς ήταν πρόδη­ λο δτι ή απειρία τού νέου σύμπαντος θά συνεπαγόταν καί τήν κατά­ λυση τών ιεραρχιών τού «Κόσμου», συνεπιφέροντας, έτσι, τόν κλονι­ σμό τής ίεραρχικής ιδέας στό σύνολό της, άρα καί στήν κοινωνική της διάσταση. Ό D onne είδε καί διατύπωσε τή συνάφεια αυτή: «Ό λα κομματιάστηκαν, κάθε συνοχή χάθηκε* / Τ ά πάντα έγιναν όρθή άναλογία καί μαθηματική σχέση: / Ηγεμόνας, υπήκοος, πατέρας, γιός ξεχάστηκαν τί είνα ι...».157 'Ωστόσο ό κύκλος, πού συμβόλιζε τήν αρ­ μονία τού «κόσμου», θραύεται τώρα οριστικά,158 καί άρχίζει ή άναζήτηση νέων διεξόδων. Μιά εύ'κολη λύση ήταν, βέβαια, ή επιδεικτική περιφρόνηση τής νέας φυσικής επιστήμης, δηλ. ή αντιπαράθεση τού ανοίκειου καί άξενου άπειρου σύμπαντος πρός τή θαλπωρή καί τήν αύτάρκεια τής πίστης πρός τόν Θεό.159 Πολλοί στήν άμηχανία τους άσπάζονται τήν κοσμολογική ενδιάμεση λύση τού Τ. B ra h e , ένώ άλ­ λοι ομολογούν δτι άπεμπόλησαν τήν πεποίθησή τους γιά τήν ορθότη­ τα τής ήλιοκεντρικής θέσης από θρησκευτικούς ένδοιασμούς* ακόμη καί στίς τάξεις τών ’Ιησουιτών παρατηρείται μερικές φορές ανασφά­ λεια καί δυσφορία.160 Ή νέα φυσική επιστήμη είχε δημιουργήσει νέες πραγματικότητες τόσο άπό πνευματική δσο καί άπό κοινωνική άπο­ ψη, καί κανείς δέν μπορούσε νά τήν προσπεράσει αδιάφορα — καί λι­ γότερο άπ’ δλους εκείνοι, πού, στήν προσπάθειά τους νά τήν αγνοή­ σουν, καθόριζαν τή στάση τους μέ άρνητικό κριτήριο τά δεδομένα της. ’Αφού δμως μιά τέτοια τοποθέτηση ήταν στείρα μπροστά στά τε­ τελεσμένα γεγονότα, γεννήθηκε ή έπιθυμία νά τεθούν υπό έλεγχο οι κοσμοθεωρητικές συνέπειες τής νέας κοσμοεικόνας διαμέσου τής έν­ ταξής της σ’ ένα —άναγκαστικά άναθεωρημένο— θρησκευτικό πλαί­ σιο ιδεών. Αύτή ήταν ή κοσμολογική πλευρά τής κρίσης εκείνης, πού τήν άνθρωπολογική της πλευρά ήδη περιγράψαμε.161 Ή ένταση καί ή φυ156. 157. 1 58. o f the 159. ποιητή 160. 161.

P e n s e e s, N r 206 ( = OC, XIII, 127). wThe A n atom y o f the W o rld ’ , στ. 212 κ.έ., The P o e m s, 214. Γιά τό σύμβολο τού κύκλου καί τήν τύχη του βλ. N icolson , The B r e a k in g C irc le, 47 κ.έ. Γιά τόν D on ne 87 κ.έ. Τήν τοποθέτηση αύτή περιγράφει ή N icolson παίρνοντας παράδειγμα τόν G. H e rb e rt (The B r e a k in g o f the C ircle, 177 κ.έ.). B u sso n , R e ligio n d e s c la s s iq u e s , 104 κ.έ. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 3.

294

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

σιογνωμία τής κρίσης αποτελούν τό σκηνικό τής αποθέωσης τού Newton. Τό πρόβλημα δεν είναι, βέβαια, αν ό Newton τερμάτισε την κρίση μέ λογικά μέσα, «καταδείχνοντας» τή δυνατότητα συμβι­ βασμού άνάμεσα στή θεολογία (ή σέ μιά τουλάχιστον έκδοχή της) καί στή φυσική έπιστήμη (ή σέ μιά τουλάχιστον έκδοχή της). Ή ανάγκη τερματισμού τής κρίσης ήταν τόσο έντονη, ώστε πολλοί ήταν πρόθυμοι νά θεωρήσουν κάποιον ώς λυτρωτή, αρκεί νά έκπλήρωνε ορισμένους ορούς. Ή προσωπική εύλάβεια καί ή ύψηλή έπιστημονική στάθμη τού Newton ήταν εξαίρετες συστάσεις, σ’ αυτές προστέθηκαν όμως καί μερικές συγκεκριμένες πλευρές τής φυσικής του, γιά τις όποιες θά μιλήσουμε αμέσως. Τό ποίημα, πού πρόταξε ό Ε. H alley ήδη στην πρώτη έκδοση των P rin cip ia , εκφράζει μέ ένάργεια καί ζέ­ ση τήν προσδοκία ότι θά έμφανιστεΓ κάποιος γιά νά τερματίσει την κρίση.162 Ό Newton δέν ήταν ασφαλώς ό πρώτος πού οραματίστηκε μιά συμφωνία άνάμεσα στή νέα φυσική έπιστήμη καί στή (μεταρρυθμιστική) θεολογία. Οί προγενέστερες παρόμοιες προσπάθειες είχαν μάλιστα άποκρυσταλλωθεϊ σέ μιά στερεότυπη ρητορική, στήν οποία μπορούσαν νά καταφύγουν οί ένδιαφερόμενοι καί ή οποία επηρέασε καί τόν N ew ton.163 Τό άξίωμα τής συμφωνίας άνάμεσα σέ έπιστήμη καί θεολογία ήταν αυτονόητο γιά τούς Βρετανούς V irtuosi, των οποίων τήν τάση συνεχίζει καί ολοκληρώνει ό Newton.164 Οί Virtu­ osi είχαν έπίσης κατανοήσει ότι ή συμφιλίωση έπιστήμης καί θεολο­ γίας έκανε αναπόφευκτη τή μεταρρύθμιση τής δεύτερης* δέν ήταν σκεπτικιστές, αφού όμως έπιθυμούσαν τή συμφιλίωση, καί κάτω άπό τήν έντύπωση των θρησκευτικών πολέμων, έκλιναν στόν α ή στόν β βαθμό προς αυτή ή έκείνη τή μορφή φυσικής θρησκείας.165 Ό σπου­ δαιότερος λόγος, πού ot V irtuosi παρ’ όλα αυτά δέν πέτυχαν τήν έπιθυμητή συμφιλίωση καί μαζί καί τήν ύπερνίκηση τής κρίσης, θά πρέπει νά στάθηκε ό μηχανικισμός τους, τόν όποιο βέβαια οί ίδιοι δέν αντιλαμβάνονταν ώς αντίθεση πρός τή θεία Πρόνοια, χωρίς όμως καί νά μπορούν νά άποφύγουν τίς συναφείς λογικές δυσκολίες.166 Ό B o y ­ le, μολονότι προσπάθησε νά καταδείξει τή δραστηριότητα τής Πρό162. I, 12 κ.έ., ίδ. στ. 25 κ.έ. 163. M an u el, The R e lig io n o f N ew ton, 9. 164. W estfa ll, S cien ce a n d R e lig io n , 26 κ.έ., 192 κ.έ. Γιά τόν κατοπινό ρόλο εκπροσώπων τής τάσης τού B o y le στή διάδοση νευτώνειων ιδεών ώς συμφιλιωτικής ιδεολογίας βλ. M e tz g e r, A ttra c tio n u n iverselle et re ligio n n a tu re lle ..., p a s ­ sim . 165. W e stfa ll, Scien ce a n d R e lig io n ..., 107. 166. op. cti., 77 κ.έ.

3. ΦΤΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

295

νοιας μέ βάση τίς «καρτεσιανές αρχές», άπέφυγε σιωπηρά νά μειώσει την αυτοτέλεια τού μηχανισμού τής Φύσης άναφερόμενος σέ συγκε­ κριμένες θείες έπεμβάσεις καί έκρυψε τό ουσιαστικό πρόβλημα πίσω από τον έμφατικό τονισμό τής καρτεσιανής δυαρχίας: αφού ή ύλη εί­ ναι νεκρή, λέει, πρέπει νά δέχεται τήν κίνηση από τόν Θεό, καί αφού πνεύμα καί σώμα διακρίνονται ριζικά, γ ι’ αυτό ό Θεός έχει τη δυνα­ τότητα νά άσχολεΐται άποκλειστικά μέ τό πρώτο.167 'Ωστόσο, ό Boy­ le δέν λέει λέξη γιά τη λειτουργία τής άψυχης μηχανής· ορισμένες εκ­ φράσεις του επιτρέπουν τό συμπέρασμα, δτι κλίνει πρός τήν άντίληψη μιας γενικής πρόνοιας, σύμφωνα μέ τήν όποια ό Θεός, φροντίζοντας γιά τό καλό όχι τού μέρους, άλλά τού όλου, όρισε εξαρχής γενικούς καί απαραβίαστους νόμους.168 Ή άντίληψη αυτή ταίριαζε βέβαια μέ τόν μηχανικισμό, όμως δέν μπορούσε νά συμβιβαστεί μέ τήν παραδο­ σιακή χριστιανική ιδέα τής θείας Πρόνοιας. 'Ακριβώς ή παραπάνω άντίληψη έκανε τούς πλατωνικούς τού C am b rid ge νά νιώθουν εξίσου δύσπιστοι άπέναντι στόν D e sc a rte s οσο καί οι ορθόδοξοι θεολόγοι. 'Απεναντίας, ό Newton αμφισβήτησε τή γενική, τουλάχιστον, ισχύ τού μηχανικισμού, δεχόμενος τήν ύπαρ­ ξη δυνάμεων, δπως ή έλξη, καί τονίζοντας τή μή μηχανική, δηλ. θεία προέλευσή τους.169 Ή διάτρηση τού μηχανισμού τής Φύσης μέ τίς διάφορες δυνάμεις έπέτρεπε καί τή διάτρησή του μέ τίς αίτιες των δυ­ νάμεων αυτών — μέ τόν Θεό. Δέν είναι τυχαίο δτι οι πρώτοι εισηγη­ τές τού θρύλου γύρω άπό τόν Newton επιστράτευσαν τή φυσική τού τελευταίου έναντίον τού μηχανικισμού τού D e sc a rte s, άλλά καί τού H o b b e s.170 Συνάμα δμως —καί αυτό είναι τό σπουδαιότερο—, έντάξανε έξαρχής τή φυσική φιλοσοφία τού Newton σέ μιάν ολόπλευρη ιδεολογία, ερμηνεύοντας τήν πρώτη σύμφωνα μέ τίς άνάγκες τής δεύτερης. Μέ τή δημιουργία ένός ευρύτατου προτεσταντικού μετώ­ που, οί λεγόμενοι L a titu d in a ria n s θέλουν νά έπιβεβαιώσουν καί πάλι, έμμεσα καί διακριτικά, τόν πνευματικό ηγετικό ρόλο τής Ε κ ­ κλησίας, πού είχε κλονιστεί άπό τήν glo rio u s revolution* ακριβώς στά πλαίσια τών ήγετικών τους φιλοδοξιών έντείνουν καί τόν άγώνα έναντίον τών έλευθεροφρόνων (freethin kers), πού μετά τό 1690 γ ί­ νονται δλο καί τολμηρότεροι.171 Ή σύμπνοια τών προτεσταντών 167. The C h ristian V irtu o so , F ir st P a r t = W ork s, V, 520/1. 168. A F re e Inquiry' into the re ceiv e d N otion o f N a tu r e = W o rk s, V, 199. 169. Βλ. π.χ. τήν πρώτη καί τήν τέταρτη έπιστολή στόν B en tley (= O p e ra , IV, 4 3 0 , 441). 170. J a c o b , The N e w to n ia n s a n d the E n g lish R e v o lu tio n , 17, 19, 24 κ.έ. 171. op. c ii., 143 κ.έ., 201 κ.έ.

296

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

έπρεπε προφανώς νά βασίζεται στη συμφιλίωση φυσικής έπιστήμης, φυσικής θρησκείας καί θρησκείας εξ άποκαλύψεως.172 Παρά τήν αρ­ χική αντίδραση συντηρητικών θεολόγων, οί εκπρόσωποι τής νέας τά­ σης, πού διατηρούσαν προσωπικές σχέσεις καί μέ τόν Newton, επέ­ βαλαν τή γραμμή τους. Στήριξαν τήν προπαγανδιστική τους τακτική δχι μονάχα στήν προσπάθεια νά μεταβάλουν τή φυσική έπιστήμη, μέ τήν πιο γενική της έννοια, σέ ευλαβική μελέτη τών έργων τού Θεού, κάνοντάς την έτσι άβλαβή, αλλά καί σέ έναν παραλληλισμό Φύσης καί κοινωνίας, στόν όποιον τό αρμονικό ισοζύγιο τής πρώτης θά χρη­ σίμευε ώς πρότυπο στή δεύτερη. Στήν τάση αυτή βρήκαν τή θέση τους άκόμη καί χιλιαστικά όνειρα οριστικής αρμονίας, πού δμως γρήγορα ξεθώριασαν.173 Επίσης είναι γνωστό πώς χρησιμοποίησε τό νευτώ­ νειο φυσικό πρότυπο ό D e sa g u lie rs, ένας έκλαϊκευτής τού Newton, γιά νά έξυμνήσει τό άγγλικό πολίτευμα.174 Δύο άπόψεις τής εξέλιξης αυτής πρέπει νά τονιστούν εδώ. Πρώταπρώτα, ή φιλελευθεροποίηση τής θεολογίας, πού ήταν αναγκαία γιά τήν προσέγγισή της πρός τή φυσική έπιστήμη καί, επομένως, γιά τήν άποφυγή τών επίφοβων άντιθεολογικών συνεπειών τής τελευταίας, έ­ καμε πράγματι δυνατή μιάν υπέρβαση τής κρίσης τού 17ου αί., καί μάλιστα άρχικά σέ έντονα θεολογικό πλαίσιο. Ή προστασία τής φυ­ σικής έπιστήμης έκ μέρους τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας τή βοή­ θησε νά ξεπεράσει έξωτερικές καί έσωτερικές αντιδράσεις τών πιστών καί νά κερδίσει μιά τέτοια περιωπή στήν αντίληψη τού κοινού, ώστε πολύ γρήγορα δέν χρειαζόταν πιά καμιά προστασία, μολονότι πολλοί της έκπρόσωποι έπωφελούνταν καί άπ’ αυτήν δσο μπορούσαν. ’Αφού, τώρα, ή μεταρρυθμιστική θεολογία είχε, σέ πρώτη φάση, τερματίσει τήν κρίση δχι ένάντια στή φυσική έπιστήμη, αλλά μαζί της, γ ι’ αυτό καί ό προγενέστερος, σχεδόν αυτόματος συνειρμός τών λέξεων «κρί­ ση» καί «φυσική έπιστήμη» βαθμιαία ξεχάστηκε, πράγμα, βέβαια, θετικό γιά τήν τελευταία καί γιά δσους έπιθυμούσαν τήν αυτονόμησή της. Μ’ αυτόν τόν τρόπο, ή υπέρβαση τής κρίσης έκ μέρους τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας ανοίγει τόν δρόμο σέ μιά μή θεολογική υπέρβαση τής ’ίδιας αύτής κρίσης καί, τέλος, σέ μιάν υπέρβαση τής ί­ διας τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας. Δεύτερο: μιά πολυδιάστατη κρίση μπορούσε νά ύπερνικηθεί ιδεολογικά μονάχα μέ μιά πολυδιά­ στατη σύνθεση. Ή γρήγορη μεταφορά τού «νευτώνειου προτύπου» σέ 172. M e tz g e r. A ttra c tio n u n iv erse lle..., 7. 173. J a c o b , The N e w to n ian s..., 39 κ.έ., 3 3 /4 , 37, 60, 129 κ.έ. 174. Λεπτομέρειες στόν W a g n e r, N ew ton , 22 κ.έ.

3. ΦΤΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

297

κοινωνικά καί θρησκευτικά προβλήματα ήταν έκφραση τής πολεμι­ κής ανάγκης γιά ιδεολογική ευρύτητα. ’Ήδη από τή σκοπιά τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας ήταν, λοιπόν, αναγκαία μιά νέα ιδέα τού Όλου, ή όποια θά άγκάλιαζε δλα τά επίπεδα τού Είναι, από τήν κο­ σμολογία ίσαμε τήν πολιτική καί τή θρησκεία. Τό σημαντικό είναι ό­ τι τούτη ή ένοποίηση τού Είναι έπρεπε νά πραγματοποιηθεί όχι μόνον επιστημολογικά, άλλά καί όντολογικά. Μιά κάποια μονιστική προ­ διάθεση ήταν άλλωστε φυσική, άφού κύριος αντίπαλος ήταν ό μηχανικισμός καί μαζί καί ή δυαρχία τού D e sc a rte s, όπως είχαν δείξει κιόλας οί θέσεις των πλατωνικών τού C am b rid ge. Βέβαια, ή προ­ διάθεση αυτή δέν επιτρεπόταν μέ κανέναν τρόπο νά καταλήξει σέ έ­ ναν συνεπή μονισμό. Πάντως, διατυπώθηκε μέ σαφήνεια τό αίτημα τής αρμονικής συνύπαρξης πνεύματος καί αισθητού κόσμου, Θεού καί κόσμου, Λόγου καί ψυχορμήτων κτλ. — μιας συνύπαρξης, πού θεω­ ρήθηκε ώς τό φιλοσοφικό σύστοιχο τής έπιχειρούμενης μεγαλεπήβολης σύνθεσης ανάμεσα στή (μεταρρυθμιστική) θεολογία καί στήν (αν­ τί μηχανιστική) φυσική επιστήμη. Είναι πρόδηλο ότι τούτη ή περιε­ κτική ιδέα τού Όλου —άκριβώς όπως καί ή νεόκοπη αυθεντία τής φυσικής έπιστήμης— μπορούσε θαυμάσια νά ξεφύγει από τήν αρχική της σύνδεση μέ (ή τήν υποταγή της κάτω άπό) τή μεταρρυθμιστική θεολογία καί μάλιστα νά στραφεί καί έναντίον της. Ή ιδεολογική τάση, πού θεωρούσε αρχηγέτη της τόν New ton, έ­ γινε πλατιά αισθητή ώς «θρησκεία», κατά τήν έκφραση τού V o ltai­ r e ,175 όχι μόνον επειδή συνέβαλε γενικά στήν ύπερνίκηση τής κρίσης, άλλά, ιδιαίτερα, έπειδή συνέβαλε ουσιαστικά στή διατύπωση μιας νέας ιδέας τού Όλου, στά πλαίσια τής όποιας είχε τή θέση της καί ή αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Είναι γνωστό ποιά έκταση καί ποιές μορφές πήρε ή αποθέωση τού N ew ton.176 Ή διάδοση τής νευ­ τώνειας «θρησκείας» οφειλόταν κυρίως σέ άνθρώπους όπως ό Bolinbroke, οί όποιοι δέν ήταν οί ίδιοι φυσικοί έπιστήμονες, υποστήριζαν τή μεταρρυθμιστική θεολογία (άκόμη καί στις ριζοσπαστικότερες μορφές τού δεϊσμού ή τής φυσικής θρησκείας), ταύτιζαν τόν καρτεσια­ νισμό μέ τις αθεμελίωτες «υποθέσεις» καί γνωσιοθεωρητικά έκλιναν πρός τόν L o c k e .177 Σέ ποιό σημείο έφτασε ή έκλαΓκευση τού 175. Επιστολή στον M a u p e rtu is άπό 8 .1 1 .1 7 3 2 ( = OC\ XXXIII, 302). 176. Βλ. τή χρήσιμη σύνοψη τού W a g n e r, N ew ton , 106 κ.έ., ό όποιος παίρνει ύπόψη του καί τήν άναπαράσταση τού N ew ton στίς εικαστικές τέχνες. Ειδικότερα γιά τό σημείο αυτό βλ. V o gt, B o u lle e s N ew to n -D en k m al, p a s sim . 177. F le tch e r, B o lin b ro k e a n d the diffu sio n o f N ew to n ian ism , 3 1 /2 , 4 2 , 37.

298

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΛΗΣ

Newton, τό δείχνουν έργα όπως τοϋ A lg a r o tti.178 Μ’ αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε, ωστόσο, ή εύρεία ένταξη τής φυσικής επιστήμης στα μορφωτικά ένδιαφέροντα τής εποχής, σε βαθμό πού να γεννηθεί ενθουσιασμός γΓ αύτήν σέ όλους τούς μορφωμένους κύκλους.179 Ή έκλαικευση καί ή διάδοση υποδηλώνουν, φυσικά, δτι έκείνη ή «έντο­ νη ζύμωση», την οποία κατά τον cTAlembert προκάλεσε ή φυσική επιστήμη,180 δεν είχε λόγους επιστημονικούς με τή στενότερη έννοια, αλλά κοσμοθεωρητικούς. Τή μεγαλύτερη, βέβαια, ιδεολογική έλξη τήν ασκούσε τό ιδεώδες τής νέας αρμονίας, δπως έκφραζόταν στή νέα ιδέα τού Όλου. Ό μως μέσα ατούς κόλπους τής αρμονίας αυτής, συντελέστηκε πολύ γρήγορα μιά έξέλιξη, δηλ. ή αδιάκοπη ανατίμηση καί αυτονόμηση τής Φύσης, ή οποία κλόνισε τήν αρχική σύμπνοια νευτώ­ νειας φυσικής καί μεταρρυθμιστικής θεολογίας. Μιά ένδειξη' τούτης τής έξέλιξης είναι, π.χ., τό γεγονός δτι ή νεοφανής σύνδεση λογοτε­ χνίας καί φυσικής επιστήμης παραγκωνίζει όλότελα σχεδόν τήν παλιότερη συχνότατη λογοτεχνική πραγμάτευση θεολογικών θεμά­ των.181 Πολλοί θέλουν νά πετύχουν δ,τι προσπάθησε καί ό V oltaire, δηλ. νά «κακοποιήσουν ταυτόχρονα καί τήν ποίηση καί τή φυσι­ κή »,182 χρησιμοποιώντας θέματα άπό τήν Όπτική του Newton ή παρόμοια.183 Χαρακτηριστικό είναι, ώστόσο, δτι τό πράγμα δέν στα­ ματά εδώ, άλλά ή εξύμνηση διαφόρων πλευρών τής Φύσης μεταβάλ­ λεται σιγά-σιγά σέ ύμνο πρός τήν ϊδια τή Φύση ώς προσωποποιημένη υπόσταση.184 Τούτο στάθηκε τό τέρμα μιας διαδικασίας, πού είχε άρχίσει στά τέλη τού 17ου αί. μαζί μέ τή διάδοση τής νευτώνειας 178. II N e w to n ian ism o p e r le D a m e y ovvero D ia lo g h i s o p r a la luce e i co­ lori, Νεάπολη 1737. Τό βιβλίο μεταφράστηκε μάλιστα δύο φορές στήν άγγλική γλώσσα, μολονότι ή έντόπια έκλαϊκευτική φιλολογία δέν ήταν καθόλου φτωχή. 179. R ich ter, L ite r a tu r u n d N a tu r w isse n sc h a ft, 26 κ.έ., 176 κ.έ. Γιά τή με­ τάφραση εκλαϊκευτικών έπιστημονικών βιβλίων καί τήν εκλαϊκευτική έργασία των περιοδικών στή Γερμανία βλ. S c h a tz b e r g , S cien tific Th em es in the p o p u la r L i­ te ra tu re , 21 κ.έ., 87 κ.έ. Γιά τό γενικό ενδιαφέρον γιά τήν πειραματική φυσική καί τή φυσιογνωσία γενικά στόν 18ο αί. πληροφορεί συνοπτικά ό M o rn et, S cien ce s de la vie, 87 κ.έ., 173 κ.έ.· πρβλ. H o fb a u e r, C h e m istrie s en ligh ten ed aud ien ce, ίδ. 1073, 1081, 1085/6. 180. E le m e n ts..., I ( = O eu v re s, II, 10/1). 181. R ich ter, L it e r . u n d N a tv r w is s ., 47. 182. E p itr e L IV , Au P rin ce R o v a l de P r u s se (1738) = OC, X, 307. 183. N icolson , N ew ton D e m a n d s the M u se , 20 κ.έ., 55 κ.έ.· S c h a tz b e rg , S cien tific T h em es..., 3 1 1 /2 , 9 2 /3 , 188/9* O m a sre ite r, N a tu r w isse n sc h a ft und L ite ra tu rk ritik , 4 0 κ.έ. Ή O m a sre ite r έξετάζει καί τήν υιοθέτηση εννοιών καί με­ θοδολογικών αντιλήψεων τής φυσικής έπιστήμης έκ μέρους τής νέας φιλολογικής κριτικής, 102 κ.έ., 22 κ.έ. 184. M u rd och , N ew ton a n d the F ren ch M u se , 327 /8 .

3. ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

299

«θρησκείας». Γεννιέται τώρα τό νέο αίσθημα για τή Φύση. ’Από τή σκοπιά του κυρίαρχου στόν 17ο αί. κλασικιστικού-γεωμετρικού ιδεώ­ δους, ή Φύση φαινόταν έξοχη ή υπέροχη, δχι δμως δμορφη. Ή ταύτι­ ση τής Φύσης μέ τήν ολόπλευρη αρμονία, χάρη στο νευτώνειο πρότυ­ πο, τής προσδίδει τώρα καί ομορφιά· έτσι, τελικά (στόν S h a f­ tesbury καί προπαντός στόν A ddison ), άκόμη καί τά ακανόνιστα σχήματα τής Φύσης, πού τήν έκαναν δυσάρεστη στά μάτια τών κλα­ σικιστών, θεωρούνται δμορφα καθαυτά, καί μάλιστα αποκλειστική πηγή ομορφιάς.185 Επιπλέον, τώρα πιά άποδίδονται άμεσα στήν ορατή Φύση κατηγορήματα, πού πρώτα έπιφυλάσσονταν στόν Θεό, αλλά στό μεταξύ ό M ore τά είχε μεταφέρει καί στόν κοσμικό χώρο (π.χ. ή άπειρία ώς μεγαλείο τόσο μέ ποσοτική δσο καί μέ ποιοτική έννοια).186 Ή φυσικοθεολογία διευκόλυνε σημαντικά, αν καί άθέλητα, τή γέ­ νεση τής Φύσης-Θεότητας. ’Αποτελούσε ήδη παλιό φαινόμενο στήν ιστορία τών ιδεών, ή άκμή της δμως συνέπεσε —κι αυτό είναι ενδει­ κτικό— μέ τήν άνοδο τής νέας φυσικής επιστήμης,187 καί μάλιστα μέ τή θεολογική προσπάθεια νά τεθεί υπό έλεγχο ή άνοδος αυτή. Τή φυσικοθεολογία τήν ασκούσαν προπαντός μετριοπαθείς θεολόγοι, πού έπιδίωκαν νά εκσυγχρονίσουν, από άποψη ιδεών καί γλώσσας, τόν κλάδο τους, κάνοντάς τον έτσι ικανό νά προσαρμοστεί καί νά έπιβιώσει* προπαντός ήθελαν νά καταδείξουν δτι ή ιδέα τού Θεού παραμένει ακμαία, άκόμη κι δταν γενικό πλαίσιο προσανατολισμού τής σκέψης είναι ή Φύση. Έ ργα δπως τού J . R a y , W isdom o f G od m an ifested in the W orks o f the C reation (1691) ή τού W. D erh am , P h ysico-T h eology o r a D em o n stratio n o f the B ein g a n d A t­ tributes o f G od fr o m h is W orks in C reation (1713) έκαναν τή φυσικοθεολογία ώς έναν βαθμό μόδα καί άποτέλεσαν τήν απαρχή μιας τεράστιας σχετικής φιλολογίας,188 ή οποία άρχιζε άπό εγχειρί­ δια τής φυσικής, στά οποία ή παρατήρηση τής Φύσης χρησίμευε γιά νά άποδείξει τήν ύπαρξη τού Θεού, ίσαμε τά ψυχωφελή εκείνα ανα­ γνώσματα, στά όποια ή εύλάβεια κορυφωνόταν στόν θαυμασμό τών έργων τού Θεού μέσα στή Φύση. Τό 1774 ό H erd er μίλησε γιά «μι185. N ico lso n , M o u n tain G loom a n d M o u n tain Glory', 2 22, 224, 2 7 9 /8 0 , 317. 186. o p . c it., 293, 224. 187. P h ilip p , P h y sic o th e o lo g y in the a g e o f E n gligh ten m e n t, 1249 κ.έ., 1259. 188. P h ilip p , D a s W erden d e r A u fk la ru n g ..., 21 κ.έ.* S c h a tz b e r g , S c ie n ­ tific T h em es..., 64 κ.έ., 26 κ.έ.

300

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

σή εκατοντάδα φυσικοθεολογίες»,189 καί δεν υπερέβαλε καθόλου. Γιά μάς είναι δύο σημεία σημαντικά. Πρώτο: ή φυσικοθεολογία έχει αι­ σιόδοξη τοποθέτηση, δηλ. άντιτίθεται συνειδητά στήν απαισιοδοξία τής εποχής του μπαρόκ,190 καί έτσι αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο τού ρεύματος εκείνου, πού άποσκοπούσε στήν υπέρβαση τής κρίσης τού 17ου αί. διαμέσου τής συμφιλίωσης θεολογίας καί φυσι­ κής. Ή μεταφορά των φυσικοθεολογικών θεμάτων στη θύραθεν έννοιολογία καί γλώσσα, πού συντελέστηκε λίγο κατόπιν,191 δείχνει ωστόσο δτι οι εισηγητές τής τάσης αύτής δέν κατάφεραν νά έλέγξουν την πορεία της. Αυτό τό βλέπουμε καί στό δεύτερο σημείο, πού θέ­ λουμε νά τονίσουμε εδώ, δηλ. τήν άντικαρτεσιανή καί άντιδυαρχική άντικειμενική έπήρεια τής φυσικοθεολογίας. Ακόμη καί οί πεφωτι­ σμένοι θεολογικοί κύκλοι —δπως ήδη προηγούμενα οί πλατωνικοί τοΰ C a m b rid g e — άντέδρασαν πανικόβλητοι στήν κατάργηση τών c a u sa e fin ales, επειδή είχαν άνδρωθεί πνευματικά μέ σχολαστικές έννοιες καί θεωρούσαν τόν εξοβελισμό τής τελολογίας ώς τή χαριστι­ κή βολή εναντίον τοΰ Θεού. IV αυτό καί βάλθηκαν νά άνακαλύψουν τόν θείο δάκτυλο σέ δλες τίς γωνιές τής Φύσης. Στόν μηχανικισμό άντιτάχθηκε ή αναζήτηση τού θείου στοιχείου μέσα στόν ορατό καί απτό φυσικό περίγυρο. Μιά όργανιστική καί βιολογική κατεύθυνση, στρεφόμενη εναντίον τού μαθηματικού προσανατολισμού, χαρακτή­ ριζε τή φυσικοθεολογία* γ ι’ αυτό καί συμμάχησε, θελητά ή αθέλητα, μέ τόν εμπειρισμό καί τήν αισθησιοκρατία εναντίον τής νοησιαρχίας, ώσπου ή έμψύχωση τής Φύσης κατέληξε στήν αυτονόμησή της. Αυτό έγινε, δταν πιά ξεχάστηκε (σκόπιμα έν μέρει) δτι ή εσώτερη τελολο­ γία καί ή ψυχή τών πραγμάτων ήταν μονάχα ή πνοή τού Θεού. Ή θεία προέλευση τής δύναμης καί τής κίνησης τής ύλης δέν τονιζόταν πιά μέ ιδιαίτερη έμφαση, αφού τώρα είχε γίνει συνήθεια νά θεωρούν­ ται έτσι κι αλλιώς τά πάντα έμψυχα ή τουλάχιστον τέλεια φτιαγμένα. Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή φυσικοθεολογία από μιάν άποψη έ­ παιξε τόν ρόλο τού «χρήσιμου ήλίθιου» γιά λογαριασμό τού υλισμού. (Δέν θά μπορούσε ώστόσο νά τόν παίξει, δπως θά δούμε, αν ό τελευ­ ταίος αποτελούσε απλή συνέχιση τού παλιού μηχανικισμού, τόν όποιον ακριβώς ή φυσικοθεολογία καταπολεμούσε). Ό K a n t είχε, λοιπόν, βάσιμους λόγους νά υπογραμμίζει πόσο κοντά βρίσκονταν

189. A lte ste U rk u n d e..., 1. T eil, I = S W , V I, 202, σημ. a. 190. P h ilipp , D a s W erden d e r A u fk la ru n g .., 74 κ.έ., 95 κ.έ., 100. 191. op. c it., 142.

3. ΦΤΣΗ-ΜΗΧΛΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΛ

301

στον σπινοζισμό καί στόν πανθεϊσμό ορισμένοι, οι όποιοι «ήθελαν νά είναι φυσικοί καί συνάμα θεολόγοι».192 Ή προσωπική έπίδραση τού Newton πάνω στην έξάπλωση τής φυσικοθεολογίας, καί προπαντός πάνω στη γένεση τής νέας ιδέας τού Όλου, στάθηκε τό ίδιο έμμεση όπως καί στήν περίπτωση τής ώθησης πού έδωσε στήν έμπειριστική-άντιμεταφυσική στάση. Ό Newton έ­ κανε δηλ. μερικούς σκόρπιους υπαινιγμούς, χωρίς δμως νά προκαταλάβει ή νά προσδιορίσει ό ίδιος τήν τύχη τους μέσα στήν ιστορία των ιδεών. Ή αντίληψη, πώς ή φυσική επιστήμη είναι μελέτη των έργων τού Θεού, είχε γίνει ήδη πρίν απ'* αυτόν ή πάγια ιδεολογική μορφή διάδοσης καί άποδοχής τής φυσικής επιστήμης σέ κοινωνικούς κύ­ κλους, οί όποιοι γιά κανέναν λόγο δεν ήταν διατεθειμένοι νά άπεμπολήσουν τή θρησκευτική τους πίστη.193 Καί οί αποφάνσεις τού B o y ­ le194 επιβεβαιώνουν τήν κλίση των V irtuosi πρός τή φυσικοθεολογία,195 έντονη, άλλωστε, στούς πλατωνικούς τού C a m b rid g e .196 Ό Newton, πού διαμορφώθηκε πνευματικά στήν παράδοση αυτή καί επιπλέον διατηρούσε προσωπικό δεσμό μέ τόν D erh am , ίσως άποδοκίμασε μερικές υπερβολές τής φυσικοθεολογίας, γενικά, πάντως, τήν έπιβοήθησε.197 Ενάντια στή μηχανιστική άντίληψη γιά τή Φύση καί σέ συμφωνία μέ τούς φυσικοθεολόγους τόνιζε κι αυτός τήν άμεση καί σκόπιμη δραστηριότητα τού Θεού δχι μόνο στήν κατασκευή τού ήλιακού συστήματος, αλλά καί στή δόμηση των ζωντανών οργανι­ σμών.198 Στά μάτια τού Newton αυτό άποτελούσε αναγκαία εκδή­ λωση καί συνέπεια τής κυριαρχίας τού Θεού, ή οποία, δμως, συνυφαινόταν μέ τήν πανταχού παρουσία του καί, επομένως, εξαγοραζό­ ταν μέ τήν άκόμη στενότερη προσέγγιση Θεού καί κόσμου. Ό έσώτερος δεσμός τού αγώνα εναντίον των υποθέσεων (δηλ. τής ανατίμησης τής έμπειριστικής τάσης) μέ τούτη τήν έμβάθυνση τής θείας παρου­ σίας μέσα στόν κόσμο καταφαίνεται σέ ένα επιχείρημα τού Newton έναντίον τού μηχανικισμού, τό όποιο εμφανίζεται άμέσως πρίν άπό μιά περικοπή έντονα φυσικοθεολογική. Οί μηχανικιστές, λέει, είναι αναγκασμένοι νά έμμένουν στίς φαντασιοκοπίες τους, άκριβώς έπει192. 193. 194. 195. 196. 197. 198. 28 καί

K ritik d e r U rte ilsk ra ft, § 85 ( = ΑΑ, V, 4 3 9 /4 0 ). M an u e l, The R e lig io n o f /. N ew ton , 33 κ.έ. The C h ristia n V irtu o so , F ir s t P a r t ( = Works^ V, 518/9). W e stfa ll, S c ien ce a n d R e lig io n ..., 49 κ.έ. Γιά τή φυσικοθεολογία τού M o re βλ. κεφ. III, ύποκεφ. 3 (σημ. 195). M a n u e l, The R e lig io n o f /. N ew ton , 39 κ.έ. Πρώτη επιστολή στόν B en tley ( = O p e ra . TV, 4 3 0 κ.έ.)· O p tics, III, Qu. 31 ( = O p e r a , TV, 2 3 7 /8 , 261/2).

302

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

δή εξοβελίζουν τις μεταφυσικές αιτίες· αν όμως απαλλαγούμε από τις φαντασιοκοπίες αυτές χάρη στήν έμπειρική μέθοδο, τότε θά φτάσου­ με σέ μιά πρώτη αιτία, πού ή Γδια δέν είναι μηχανική.199 ’Απόρριψη τών υποθέσεων σημαίνει, λοιπόν, ταυτόχρονα απόρριψη τού άδρου χωρισμού άνάμεσα στό μηχανικό καί μεταφυσικό στοιχείο, ενοποίη­ ση τού κόσμου διαμέσου τής συμπερίληψης (τής δραστηριότητας) τού Θεού σ’ αυτόν. Έδώ βλέπουμε μέ ποιόν τρόπο έμφανίζεται ή νέα ιδέα τού Όλου στόν Newton. Ή ιδέα τούτη ένισχύθηκε καί από άποφάνσεις, πού μαρτυρούν τό ενδιαφέρον τού Newton γιά μιά συνολική σύλληψη τής Φύσης. Μ’ αυτές δέν έννοούμε μονάχα τήν επανειλημ­ μένα διατυπωμένη καί πολυσυζητημένη θέση του, οτι ή Φύση είναι άπλή καί ομοιόμορφη πρός τόν εαυτό της,200 άλλά καί τή φιλοδοξία του νά αποδείξει τήν άξια τών άξιωμάτων τής φυσικής του μέ μιά συ­ νολική ερμηνεία τού σύμπαντος.201 Ή νέα ιδέα τού Όλου δέν εδραζόταν σέ εναν συνεπή μονισμό, άλ­ λά μάλλον στήν εξίσου άόριστη δσο καί εύ'καμπτη άντίληψη μιας παλλόμενης ενότητας, μιάς μεστής άρμονίας ή ενός δυναμικού ισοζυ­ γίου. Οί σχετικές αναλύσεις τού Pope αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή, αφού ή έκλαίκευση τής νέας ιδέας τού Όλου στό πολυδιάβαστο202 ποίημά του E s s a y on M an διαμόρφωσε, κατά κάποιον τρόπο, τή συνείδηση τού κοινού πάνω στό ζήτημα τούτο. Στούς στίχους: «Τά πάντα είναι μέρος ενός εκπληκτικού Όλου / Πού σώμα του είναι ή Φύση καί ψυχή του ό Θεός»203 διαφαίνεται ή προσέγγιση Θεού καί κόσμου, δπως είχε προκύψει άπό τήν πολεμική τού Newton έναντίον τού μηχανικισμού (δέν έχει ουσιαστική σημασία αν ό P ope θεωρούσε στήν κυριολεξία τόν Θεό ψυχή τού παντός ή αν έτσι τόν καταλάβαι­ ναν οί αναγνώστες του). Μολονότι ό P ope θεωρεί αυτονόητη τήν απόρριψη τού υλισμού, είναι χαρακτηριστικές ορισμένες διατυπώσεις του, δπου εκφράζεται ή άνατίμηση ή ζωοποίηση τής ύ'λης στά πλαί­ σια τού νέου Όλου. Έ τσι μιλά γιά τό «πέλαγος τής ύ'λης», μέσα στό όποιο οί μορφές, σάν «φυσαλλίδες», δημιουργοϋνται καί εξαφανίζον­ ται άδιάκοπα,204 ή βλέπει τήν «ύ'λη, προικισμένη μέ ποικιλόμορφη 199. O p tics, H I, Qu. 28 ( = O p e ra , IV, 237). 200. O p tics, III, Qu. 31 ( = O p e ra , IV, 242). 201. P rin c ., Ill ( = II, 549). 202. Γιά τίς πολλές γαλλικές μεταφράσεις τοΰ E s s a y πού ή καθεμιά τους γνώ­ ρισε κάμποσες εκδόσεις, βλ. συνοπτικά A u d ra , L e s tra d u c tio n s f r a n g , de Pope, xii. 203. E p istle /, στ. 267/8* πρβλ. Ill, στ. 22/3 . 204. E p istle 111, στ. 17-21.

3. ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

303

ζωή»,205 νά «κινείται πέρα-δώθε καί νά ξεσπά γεννώντας».206 Ό λα αυτά, φυσικά, λέγονται άφοβα μόνο καί μόνον επειδή ή νέα ιδέα του Όλου —ήδη έξαιτίας τής βασικής της σημασίας γιά τήν προσπάθεια τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας νά υπερνικήσει τήν κρίση τοΰ 17ου αί.— χρησιμεύει ώς θεμέλιο μιας θεοδικίας, πού μέ τή σειρά της έξουδετερώνει τήν ανατίμηση τής ύλης, δηλ. τήν εμποδίζει νά καταλήξει στόν υλισμό. Ύπό τήν επίδραση τής κυρίαρχης κοσμοθεωρητικής ερ­ μηνείας τού Newton, ή παραδοσιακή θεολογική αντίληψη, πώς τό προπατορικό αμάρτημα έβγαλε τή Φύση γενικά καί τον άνθρωπο ει­ δικά από τήν αρχική τους πορεία, αντικαθίσταται από τήν πεποίθηση, δτι στή Φύση δέν αντικατοπτρίζεται ή αταξία ώς συνέπεια τού προ­ πατορικού άμαρτήματος, αλλά, αντίθετα, ή τάξη τού θείου νόμου.207 Μέ τήν έννοια αύτή ό Newton «δικαίωσε τόν Θεό», όπως έγραψε ό K ant στις προσωπικές του σημειώσεις.208 Ή έννοια τής τάξης, στήν οποία στηριζόταν ή θεοδικία τής μεταρρυθμισμένης θεολογίας, πρόσφερε πάλι τό κατάλληλο πλαίσιο ένταξης όλων των συστατικών με­ ρών τής νευτώνειας σύνθεσης, κι έτσι ή τελευταία παρέμεινε αρκετά εύκαμπτη, ώστε νά επιτρέπει τακτικά σκόπιμες ερμηνείες ή καί παλι­ νωδίες. Σέ τούτα τά πλεονεκτήματα τού συγκρητισμού οφείλεται κατά ένα μέρος ή διάδοση τού E s s a y τού Pope. Δέν θά έξετάσουμε εδώ μέ ποιόν τρόπο ό Pope οχι μόνο φέρνει κοντότερα τόν Θεό καί τόν κό­ σμο, αλλά καί ταυτόχρονα ύποτάσσει απόλυτα τόν δεύτερο στά κελεύσματα τού πρώτου,209 γιά νά μεταφέρει κατόπιν τήν άμφίπλευρη αύτή αντίληψή του γύρω από τίς σχέσεις πνεύματος καί αισθητών καί σέ άλλα επίπεδα (στό ήθικοφιλοσοφικό π.χ.210). ’Ιδιαίτερα ένδιαφέρουσες γιά τή δομή καί τή λειτουργία τής νέας ιδέας τού Όλου στή σημασία της γιά τή διαφωτιστική έννοια τής Φύσης, πού διαμορφώ­ νεται παράλληλα, είναι οι θέσεις τού Pope σχετικά μέ τή θέση τού ανθρώπου στήν αλυσίδα τών δντων. Καθώς είναι γνωστό, ή ιδέα τής αλυσίδας τών δντων έρμηνεύθηκε διαφοροτρόπως στόν 18ο αί., έφόσον είχε μιάν αισιόδοξη καί μιάν απαισιόδοξη άποψη (άπό τή μιά δηλ. συνεπαγόταν τήν καθησυχαστική τελειότητα τού κόσμου καί 205. 206. 207. 208. 209. 210. //, στ.

E p istle / / / , στ. 13. E p istle /, στ. 234. M a c k le m , The A n a to m y o f the W orld, 45 κ.έ., 9 κ.έ., 37. A A , XX, 58/9. E p istle / , στ. 156 κ.έ. Βλ. τή συζήτηση τών σχέσεων Λόγου καί παθών ή φιλαυτίας στήν E p istle 53 κ.έ. Πρβλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3γ.

304

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

από την άλλη την άμεταβλησία των νόμων του καί τή συνακόλουθη μοιρολατρία), όντας έτσι κατάλληλη νά υπηρετήσει όλότελα διαφορε­ τικές προθέσεις.211 Ό Pope προτείνει καί εδώ έναν στέρεο, όπως ό ί­ διος νομίζει, συμβιβασμό. Πρώτα-πρώτα τονίζει τή συμμετοχή τού ανθρώπου στή «γενική τάξη»212 καί άμφισβητεί ότι ό άνθρωπος είναι ό σκοπός τής δημιουργίας.213 Γιατί ή άντίληψη τής αλυσίδας τών όντων σημαίνει ότι κάθε όν συμβάλλει εξίσου στήν πληρότητα τής άλυσίδας καί επομένως συμμετέχει εξίσου στήν τελειότητά της. Ά π ’ αυ­ τό, ωστόσο, ό Pope δεν άντλεΐ άθεϊστικά συμπεράσματα, άλλά μόνο τό ευλαβικό δίδαγμα, ότι ό άνθρωπος δέν πρέπει νά έπιθυμεί τή γνώ­ ση τών πάντων καί ότι ή επιστήμη πρέπει νά δείχνεται μετριόφρων καί νά μήν ξεχνά ποτέ τήν ατέλεια τού άνθρώπου.214 Ό διφορούμε­ νος χαρακτήρας τής πνευματικής σύνθεσης, πού πραγματοποιήθηκε ύπό τήν αιγίδα τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας, γίνεται πρόδηλος, άν άναλογιστούμε πόσο σημαντική ήταν γιά τούς μεταγενέστερους υλιστές ή απόρριψη τού άνθρωποκεντρισμού ή μέ ποιά πολεμική έν­ νοια χρησιμοποιήθηκε ό αγνωστικισμός: τό ζεύγος M ontaigneP a sc a l μάς έδειξε ότι τά πράγματα είχαν ήδη από τόν 16ο-17ο αί. διαμορφωθεί μέ αυτόν τόν τρόπο. Ωστόσο, ό Pope δέν σταματά, ό­ πως ό P a sc a l, στήν απαισιόδοξη μετριοφροσύνη — καί έδώ καταφαί­ νεται ή τεράστια διαφορά ανάμεσα στήν παλιότερη άπολογητική καί στή μεταρρυθμιστική θεολογία. Γιατί μέσα στήν άλυσίδα τών όντων ό άνθρωπος κατέχει θέση, πού μόνο άπό τή θέση τών καθαρά πνευμα­ τικών όντων είναι κατώτερη. Όντας ανάμεσα στον Θεό καί στά ζώα,215 έχει δικαίωμα κυριαρχίας πάνω στή νεκρή καί ζωντανή Φύση.216 Ώς σύνολο ή κατασκευή αυτή διέπεται άπό τή διπλή πρόθεση νά παραμεριστεί ή 'Ύβρις καί νά διαφυλαχθεΐ ή άξίωση κυριαρχίας τού άνθρώπου πάνω στή Φύση, πράγμα πού αντιστοιχεί χονδρικά στή συμφιλιωτική πρόθεση τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας καί τής νευ­ τώνειας «θρησκείας». Ό συνδυασμός αυτός είχε σημαντικές συνέ­ πειες γιά τόν γενικό χαρακτήρα τής διαφωτιστικής έννοιας γιά τή Φύση, άν τήν άντιδιαστείλουμε ίδεοτυπικά πρός τή μηχανιστική ή 211. L o v ejo y , The G re a t C hain o f B e in g , 186 κ.έ. 212. E p istle 7, στ. 171/2. 213. E p istle 7, στ. 131 κ.έ. 214. E p istle 77, στ. 19 κ.έ. Γιά τά ίδια μοτίβα στό ποίημα του P o p e ‘ D u n c ia d ’ βλ. N icolson , N ew ton D e m a n d s the M u se , 133 κ.έ. 215. E p istle 77, στ. 8. 216. E p istle 7, στ. 231/2.

3. ΦΤΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

305

την αναγεννησιακή. Παρατηρήσαμε κιόλας217 ότι ό Διαφωτισμός (ό­ σον αφορά τουλάχιστον στό δυαρχικό-άμφιταλαντευόμενο κύριο ρεύ­ μα του) επιχειρεί μιά συγχώνευση των θέσεων ότι ό άνθρωπος είναι Φύση καί ότι ό άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στή Φύση. Ή ΦύσηΜητέρα τής ’Αναγέννησης καί ή Φύση-Μηχανή τού 17ου αί. συναποτελοΰν τήν «καλή Φύση» τού Διαφωτισμού. ’Από δώ προκύπτει ότι ό άνθρωπος δέν επιτρέπεται ούτε νά νιώθει σάν παιδί στούς κόλπους τής Φύσης ούτε καί νά τή θεωρεί ώς νεκρή μηχανή. Ό 18ος αί. άνασταίνει, έν μέρει τουλάχιστον, τή Φύση τού 16ου, χωρίς όμως καί νά παραιτείται από τήν αξίωση κυριαρχίας πάνω στή Φύση, ή οποία έγι­ νε όλότελα συνειδητή ακριβώς χάρη στόν μηχανικισμό.218 Σέ γενικές γραμμές, ό συνδυασμός τούτος άνταποκρίνεται στήν ιστορική φυσιο­ γνωμία τής σύνθεσης τού New ton, ή όποια ένωσε σέ έναν κοινό πα­ ρονομαστή τήν ερμητική καί τή μηχανιστική παράδοση. β) Ή νέα ιδέα τον *Όλον, ό καρτεσιανισμός, ή Σχολαστική κα ί ή μερική άντιστροφή τών σνμμαχιών Ή προσέγγιση —άν όχι συνύφανση— πνεύματος καί αισθητού κόσμου μέσα στή νέα ιδέα τού Όλου καί ή ουσιαστική πρόταξη τού όντολογικού προβληματισμού, παρ’ όλη τήν απόρριψη τής «μεταφυσικής» καί παρ’ όλο τόν πολεμικό αγνωστικισμό, απαιτούσαν τήν ύπαρξη ενός πάγιου πλαισίου, μέσα στό οποίο όλα τά παραπάνω στοιχεία, στήν αμοιβαία τους σχέση, θά έκφράζονταν διαμέσου μιας έννοιας ικανής νά χρησιμεύσει καί ώς όπλο. Αύτή στάθηκε ή λειτουργία τής έννοιας τής Φύσης. Ή αρμονία τού φυσικοεπιστημονικού προτύπου είχε, ό­ πως ξέρουμε, ήδη στόν 17ο αί. άντιπαρατεθεί στό χάος τών θρησκευ­ τικών πολέμων. Τώρα, όμως, ή έννοια τής Φύσης μεταβάλλεται σύμφωνα μέ τις απαιτήσεις τής (ριζοσπαστικής) αποκατάστασης τού αισθητού κόσμου καί τής νέας ιδέας τού Όλου. Ή Φύση δέν άποτελεί πιά τήν ενσάρκωση τής μαθηματικά νοούμενης τάξης, άλλά τή σύνο­ ψη τών διαφόρων διαστάσεων τού (ενιαίου) Είναι. Ή Φύση ώς απλή τάξη στεκόταν μιά βαθμίδα χαμηλότερα* δέν έκλεινε δηλ. μέσα της τόν λόγο τής ίδιας της τής ύπαρξης, άλλά έξαρτιόταν από τή νόηση διπλά: όντολογικά (ώς δημιουργία τού Θεού, ό οποίος ήταν τό primum movens) καί γνωσιοθεωρητικά (άφού νοούνταν μέ βάση τή μα217. Βλ. κεφ. III, ύποκεφ. 1. 218. Βλ. τήν ωραία μελέτη τοΰ Len o b le, d e v o lu tio n de I'idee de ‘n a tu re \ ίδ. 124/5, 126. Ό συγγραφέας τονίζει εύστοχα τήν αμοιβαία εξάρτηση έπιστημονικής, καλλιτεχνικής καί ήθικοφιλοσοφικής αντίληψης γιά τή Φύση (111).

306

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

θηματική μέθοδο). Τούτη ή διπλή εξάρτηση τής Φύσης από τη νόηση καταργεΐται τώρα χάρη στη ριζοσπαστική άποκατάσταση τού αισθη­ τού κόσμου καί στήν άπόρριψη τής μονόπλευρης μαθηματικής μεθό­ δου. Στή μαθηματική-άπαγωγική συγκρότηση τού Όλου αντιστοι­ χούσε ή γνωσιοθεωρητική νοησιαρχία καί συνάμα ή Εκμηχανίκευση, δηλ. ή ιδεολογική στειρότητα τής ΰλης. Τώρα γίνεται τό άντίθετο: ή γνωσιοθεωρητική συνύφανση νόησης καί εμπειρίας μεταφέρεται στό όντολογικό επίπεδο καί ερμηνεύεται ώς συνύφανση πνεύματος καί αισθητού κόσμου. Τό Όλο δεν είναι πιά άπλή μορφή τής γνώσης, αλ­ λά προπαντός περιεχόμενο, πραγματική συνεύρεση δλων των δια­ στάσεων τού Είναι. Σε σύγκριση με τούτο τό Ό λο, τό μαθηματικόμηχανικό Εμοιαζε λειψό καί επομένως πλασματικό, άφού Εμενε κλει­ σμένο στά δριά του καί μόνον άπ’ εξω μπορούσε νά θεωρηθεί άπό τό πνεύμα (τόσο τό θείο δσο καί τό Επιστημονικό). Τώρα, όμως, τό πνεύμα βρίσκεται (καί) μέσα στον κόσμο, τόσο κοσμολογικά (άπό τήν άποψη αυτή είναι δευτερεύον, αν γίνεται λόγος γιά τήν πανταχού παρουσία τού Θεού ή γιά τήν ένύπαρξη τής κίνησης στήν ύλη) δσο καί γνωσιοθεωρητικά: τό επιστημονικό πνεύμα Εχει τήν Εμπειρία ώς αποκλειστικό πεδίο τής δραστηριότητάς του καί συνδέεται μ’ αυτήν τό ’ίδιο δπως καί ό Θεός μέ τήν ύ'λη. Αύτό δέν σημαίνει άναγκαστικά δτι τό πνεύμα άπορροφάται ολοκληρωτικά άπό τήν ύ'λη. Στό κυρίαρ­ χο ρεύμα τού Διαφωτισμού διατηρεί τήν αύτοτέλειά του (πάντα άπό τόν φόβο των ήθικοφιλοσοφικών συνεπειών), δμως υπό τόν δρο δτι ώς θείο πνεύμα δέν άναστατώνει αυθαίρετα τή Φύση καί ώς πνεύμα Επιστημονικό παραμένει προσκολλημένο στήν Εμπειρία. Ό Θεός φροντίζει, είτε Εξαρχής είτε άδιάκοπα, γιά τήν τάξη τού κόσμου, Ενώ οι άναπόδραστες Επιστημονικές άφαιρέσεις έχουν σκοπό τους νά βά­ λουν τάξη στή γνώση. Ή όντολογική τάση τού 17 ου αί. (πού Εκδηλώθηκε δειλά στή θέ­ ση, δτι ή Φύση μπορεί νά νοηθεί έλλογα μόνο καί μόνον Επειδή ό Λό­ γος βρίσκεται Εξαρχής Εντός της) ριζοσπαστικοποιείται τώρα χάρη στήν προσέγγιση Θεού καί κόσμου καί συνάμα αποβάλλει τόν νοησιαρχικό της χαρακτήρα. Ή Εξέλιξη τούτη κορυφώνεται στήν εξής θέ­ ση: αν ή κίνηση ή ή δύναμη άποτελεί άρχέγονη ιδιότητα τής ύλης, τό­ τε ή Φύση κλείνει Εντός της τήν αίτια της. Ή θέση αύτή δέν μπορούσε νά προκύψει άπό τή μηχανιστική άντίληψη, γιατί ό ώρολογιακός μη­ χανισμός τής Φύσης χρειαζόταν πάντα τήν κίνηση άπ’ τά εξω, δηλ. τόν ώρολογοποιό, έστω κι αν βρισκόταν στό κατώφλι τής αυτονόμη­ σής του. Μόνο μέ τή ριζοσπαστική άποκατάσταση τού αισθητού κό­ σμου παύει οριστικά ή Φύση νά άποτελεί σέ πρώτη γραμμή (δημιουρ-

3. ΦΤΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

307

γημένη) τάξη καί γίνεται ουσιαστικά (παρ'5 δλες τίς άντίθετες προθέ­ σεις καί διαβεβαιώσεις) θεότητα, τής οποίας κύριο κατηγόρημα πα­ ραμένει, βέβαια, καί ή αρμονία. Ή σημαντική αυτή μετατόπιση συ­ νήθως παραβλέπεται, γιατί ή έκμηχανίκευση τής κοσμοεικόνας θεω­ ρείται ώς επαρκής προϋπόθεση τού παραγκωνισμοϋ του Θεοϋ καί τοϋ υλισμού. ’Από λογική, ωστόσο, άποψη, ή έκμηχανίκευση τούτη συνε­ παγόταν τό πολύ-πολύ τόν δεϊσμό, δχι δμως καί τήν άρνηση τού προ­ σωπικού Θεού ή τή θεοποίηση τής Φύσης. Αύτό τό είχε δεί ορθά ό D e sc a rte s, καί γ ι’ αύτό είχε καί ήσυχη τή συνείδησή του σχετικά μέ τίς θρησκευτικές συνέπειες τού μηχανικισμού του. ’Άλλωστε, ό ίδιος είχε στραφεί έμφατικά ένάντια σέ κάθε προσωποποίηση τής Φύσης, ή οποία θά μπορούσε νά οδηγήσει στήν αυτονόμηση ή στή θεοποίησή της* μιλά ειρωνικά γιά τή «σοφότατη έκείνη Φύση, πού γεννήθηκε μόνο καί μόνο άπό τήν άσοφία τού άνθρώπινου νού»,219 ενώ στό έργο του L e M on d e τονίζει δτι λέγοντας Φύση δέν εννοεί «κάποια θεά ή κάποιαν άλλη φανταστική δύναμη».220 (Καί ό G alilei θεωρούσε τή Φύση ώς «ευπειθέστατη έκτελέστρια των διαταγών τού Θεού»221). Ή όντολογική αυτή άποτίμηση τής Φύσης πήγαζε άμεσα άπό τή δυαρχική καρτεσιανή μεταφυσική. Ή ταύτιση ύλης καί έκτασης συνεπα­ γόταν δτι ή πρώτη δέν έκλεινε μέσα της κάποια δύναμη καί δτι συμπεριφερόταν αδιάφορα άπέναντι στήν κίνηση* μόνον ό Θεός μπορεί, λοιπόν, νά δώσει καί νά συντηρήσει τήν κίνηση.222 Ή γενική εξέλιξη στόν 18ο αί. μάς παρουσιάζεται άδρά, άν τή δούμε άπό τή σκοπιά τής μεταβολής των σχέσεων ανάμεσα στόν καρτεσιανισμό καί στή Σχολαστική. Όπως ξέρουμε, ό D e sc a rte s έ­ φτασε στόν άδρό χωρισμό ανάμεσα σέ res co g ita n s καί res extensa πολεμώντας τή Σχολαστική. Σέ άντίθεση μέ τούς πλείστους δια­ φωτιστές, γνώριζε μέ ακρίβεια τό περιεχόμενο καί τήν πνευματική δομή τής τελευταίας, καί άκριβώς γ ι’ αύτό θεωρούσε ώς έπίκεντρό της δχι τήν άφηρημένη συλλογιστική, άλλά άπεναντίας τήν έντονη έμπειριστική της τάση, πού γνωσιοθεωρητικά έκδηλωνόταν στήν απόρριψη των έμφυτων ιδεών καί όντολογικά στήν τελολογική σύν­ δεση ύλης καί μορφής. Στόν βαθμό πού ή σχολαστική διδασκαλία στηριζόταν στήν αποδοχή μιάς έσώτερης κινητικής άρχής των φυσι219. A T , XI, 524. 220. A T ; XI, 37. 221. Επιστολή στόν C aste lli άπό 21.1 2 .1 6 1 3 = O pere, V, 282. 222. Δέν είναι τυχαίο ότι τό σημείο αποσαφηνίζεται άκόμη μία φορά στήν απάν­ τηση τοΰ D e s c a r te s πρός τίς επικρίσεις τού M o re, βλ. έπιστολή Αύγουστου 1649 = AT* V, 404.

308

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

κών σωμάτων ή μιας τελολογίας, ό D e sc a rte s μπορούσε νά την αν­ τιμετωπίσει μονάχα με μιά καθαρά μηχανιστική αντίληψη γιά τή Φύση. Αφού ή τελολογικά κατευθυνόμενη έμμενής κίνηση αποτελού­ σε ένα είδος ψυχής των σωμάτων, ή ύλη έπρεπε νά αποπνευματωθεί όλότελα. Ή τελολογία καί ό εμπειρισμός μπορούσαν νά καταπολε­ μηθούν μονάχα μέ τον μηχανικισμό καί τή νοησιαρχία. Εκείνο πού στον 18ο αί. θεωρήθηκε ασυνάρτητη καρτεσιανή δυαρχία, στήν πραγ­ ματικότητα ήταν ή κορύφωση τής καρτεσιανής πολεμικής συνέπειας. ’Ήδη γ ι’ αυτόν τόν λόγο ή άπόρριψη τού καρτεσιανισμού άναγκαστικά συνεπαγόταν μιάν (ασυνείδητη καί άνομολόγητη) επιστροφή σέ βασικές σχολαστικές θέσεις: τό έμπειριστικό κύριο ρεύμα τού Διαφω­ τισμού ξεκόβει δηλ. άπό τόν πλατωνικό-μαθηματικό χωρισμό πνεύ­ ματος καί ύλης καί ιδιοποιείται άνεπαίσθητα τό άριστοτελικόσχολαστικό έννοιολογικό ζεύγος «μορφή-ύλη». ’Έτσι, ύλη καί κίνηση συμπλησιάζουν, γιά νά ενωθούν αδιαχώριστα στις μονιστικές αντιλή­ ψεις. Τυχαίο, λοιπόν, δέν είναι πού ό L a M ettrie στηρίζει τή θέση του γιά τήν έμμένεια τής «κινητήριας δύναμης» στήν ύ'λη, παραπέμποντας ρητά στή διδασκαλία των form ae su b sta n tia le s, ένώ πα­ ράλληλα στρέφει τά πυρά του έναντίον τού D e sc a rte s καί επαινεί τήν όξύνοια των «χριστιανών σχολαστικών των τελευταίων αιώ­ νων».223 Τούτη ή χρησιμοποίηση τής άριστοτελικής-σχολαστικής έννοιολογίας μέ ανοιχτή ή συγκαλυμμένη άντιθεολογική πρόθεση είχε ανησυχήσει τήν Εκκλησία ήδη στήν Αναγέννηση.224 Ό C h arron δέν ήταν διόλου ό πρώτος, πού άπό τήν αριστοτελική ενότητα μορφής καί ύλης συμπέρανε τήν ταυτότητα ψυχής καί σώματος.225 Τό δτι ή ύλη είναι κάτι περισσότερο άπό έκταση μπορούσε ώστόσο νά καταδειχτεί όχι μόνο μέ τήν ενότητα μορφής καί ύλης ώς προωστήριας δύναμης τής εσώτερης κίνησης των σωμάτων, αλλά καί μέ τίς qualita te s o ccu ltae, τίς όποιες επικαλείται, π.χ., ό Le C lerc στή διαμά­ χη του μέ τόν B a y le γιά νά χτυπήσει τόν καρτεσιανό μηχανικισμό.226 ’Αλλά καί ό V o ltaire παραπέμπει στίς διδασκαλίες των Πα223. T raite de TAme , C h ap . V ( = O eu v re s, I, 63, 65, 66). Στό L'H om m e M ach in e (O eu v res, I, 344) ό L a M ettrie άποδοκιμάζει, βέβαια, τις fo rm a e su b ­ sta n tia te s, χωρίς δμως νά αλλάζει ουσιαστικά τή λογική δομή τής θέσης του. Απλώς παραμερίζει τή μεταφυσική όρολογία του T ra ite , γιατί τώρα τού φαίνεται σπουδαιότερη ή πολεμική έναντίον τών «υποθέσεων», καί μάλιστα τών «μεταφυσι­ κών». 224. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2β. 225. « L ’ am e done e st tou te en to u t le c o rp s» , D e la s a g e s s e , I, 8 ( = I, 70/1). 226. R o g e r, L e s sc ie n c e s de la vie..., 4 2 5 /6 .

3. ΦΤΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

309

τερών τής Εκκλησίας γιά νά αποστομώσει θεολόγους, πού θεωρούν τόν εμπλουτισμό τής ύλης με ιδιότητες ώς βήμα πρός τόν αθεϊσμό.227 Δεν πρέπει νά παραβλέπουμε, φυσικά, οτι σέ δλες αυτές τίς περιπτώ­ σεις ή ερμηνεία των σχολαστικών διδασκαλιών είναι πολύ έλεύθερη, αφού μάλιστα δέν παίρνει υπόψη της ούτε τίς διαφορές ανάμεσα στούς ίδιους τούς εκπροσώπους τής Σχολαστικής, ούτε τίς λεπτομέ­ ρειες καί τίς δυσκολίες τής άριστοτελικής αντίληψης. Μάλλον συμ­ βαίνει τό εξής: ot σχολαστικές διδασκαλίες, δσες ενδιαφέρουν σέ κάθε περίπτωση, παίρνονται χονδρικά υπόψη καί περιορίζονται σέ έναν αποδεκτό καί άδιαφόριστο ελάχιστο κοινό παρονομαστή, γιά νά μπο­ ρεί κανείς νά τίς επικαλείται καί νά βρίσκει έτσι ένα άλλοθι* ορισμέ­ νες θεωρητικές δυνατότητες, δπως ή προσέγγιση άνάμεσα σέ fo rm ae su b stan tiate s καί form ae s e p a r a ta e , αποκλείονται φυσικά εξαρ­ χής. Επίσης άποσιωπούνται εντελώς οι c a u sa e fin ales, τουλάχι­ στον έξω από τούς φυσικοθεολογικούς κύκλους. Καί δμως, παρ’ δλο τόν εξοβελισμό τής θείας τελολογίας, δηλ. των εξωτερικών c a u sa e fin ales, έπρεπε νά γίνει σιωπηρά δεκτή μιά έσώτερη τελολογία μέσα στην ύλη, γιά νά εξηγηθεί ή διαμόρφωση καί ή άλλαγή της σύμφωνα μέ ορισμένους κανόνες καί νά τής αποδοθεί, έτσι, αυτοτέλεια. Θά έπρεπε μάλιστα νά θέσουμε καί τό ερώτημα, σέ ποιόν βαθμό ή νέα αρχή τής κίνησης, σύμφωνα μέ τήν όποια αίτια τής κίνησης είναι ή δύναμη, γεννιέται ώς (ασυνείδητη) συνέχιση τής σχολαστικής δι­ δασκαλίας γιά τόν im p etu s, έφόσον μάλιστα ή μηχανιστικήκαρτεσιανή φυσική άγνοούσε όλότελα τίς έγγενεΐς v ires m otrices.228 Ή άναζωπύρωση σχολαστικών κοινών τόπων εκ μέρους των Αντι­ πάλων τού καρτεσιανισμού έδωσε στούς νεοκαρτεσιανούς τήν ευκαι­ ρία νά χαρούν έναν δψιμο, αν καί άγονο, θρίαμβο. Προπαντός ή έλξη θεωρήθηκε ώς μεταμφιεσμένη q u a lita s o ccu lta, ενώ ό άντικαρτεσιανισμός γενικά χαρακτηρίστηκε ώς έπιστροφή στή Σχολαστική καί συνάμα ώς προθάλαμος τού αθεϊσμού (ακριβώς τίς ίδιες μομφές εί­ χαν ακούσει πρωτύτερα οί καρτεσιανοί* τό δτι αυτές Αντιφάσκουν με­ ταξύ τους ενοχλεί μόνον δταν κάποιος ένδιαφέρεται γιά τή λογική καί όχι γιά τήν πολεμική συνέπεια). 'Ως ύπερασπιστής τού καρτεσια­ νισμού καί πολέμιος τής έλξης, ό Fontenelle άρνεϊται νά τή θεωρή­ σει «κάτι πραγματικό»* άπό τήν άλλη, δμως, πλευρά άντικρούει τόν 227. D ictio n n . P h ilo s., A rt. ‘‘M a tie re ’ = OC, XX, 50. 228. M a ie r, V o rlau fer G a lile is..., 65/6- Z w isch en P h ilo so p h ic u n d M ech an ik , 3 8 0 κ.έ.

310

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

ισχυρισμό τού Newton, ότι ή έλξη δεν είναι q u a lita s o ccu lta καί ό­ τι δεν ενδιαφέρουν οι αιτίες, αλλά μόνο τά αποτελέσματα της, με τό διπλό ερώτημα: «Μήπως καί αυτό πού οί σχολαστικοί άποκαλούσαν q u a lita te s o ccu ltae δεν ήταν κάποια αιτία; Καί αυτοί μόνο τά άποτελέσματα έβλεπαν. Καί έπειτα, πιστεύει άραγε ό Newton ότι άλλοι θά βρουν τις κρυφές εκείνες αιτίες, πού ό ίδιος δέν μπόρεσε νά βρει;».229 ’Αλλά καί μή καρτεσιανοί άντίπαλοι τού υλισμού δέν μπο­ ρούσαν πιά, μετά άπ’ αυτή τήν τροπή των πραγμάτων, νά κηρυχθούν άλληλέγγυοι μέ τή Σχολαστική. Αντίθετα, τήν πραγματική ή μή συγγένεια μέ τήν τελευταία τή χρησιμοποιούσαν ώς κύριο επιχείρημα εναντίον θεωριών ύποπτων γιά υλιστικές τάσεις. Γιά τον Bonnet, π.χ., ή θεωρία τής έπιγένεσης των M au p e rtu is καί BufFon είναι άπλώς μιά έπικίνδυνη άνανέωση των q u a lita te s o ccu ltae .230 Ωστόσο, οί μομφές αυτές ελάχιστα έντυπωσίαζαν τούς άντικαρτεσιανούς διαφωτιστές, όπως καί ελάχιστη εύγνωμοσύνη ένιωθαν άπέναντι στή Σχολαστική, έπειδή οίκειοποιούνταν μερικούς κοινούς της τό­ πους. Στήν περίπτωση αυτή λειτουργούσε μάλλον ένας ύποσυνείδητος μηχανισμός, ό όποιος εμπόδιζε τις καθαρά λογικές σκέψεις νά άμβλύνουν τήν κοσμοθεωρητική έχθρα. Οί διαφωτιστές ύποτυπώνουν δηλ. μιά τέτοια εικόνα τής Σχολαστικής, ώστε ή σχέση τους πρός αυ­ τή νά μήν τούς γεννά πολλές θεωρητικές δυσκολίες. «Σχολαστική» σημαίνει άπ’ αυτή τή σκοπιά προπαντός τή συλλογιστική έκείνη, ή όποια περιφρονει τήν έμπειρία, άναμιγνύοντας αυθαίρετα τή φυσική καί τή μεταφυσική ή μάλλον συνάγοντας τήν πρώτη άπό τή δεύτερη. ’Απ'’ αυτή τή σκοπιά θεωρήθηκε καί ό D e sc a r te s ένα* είδος σχολα­ στικού, άφού ή άφηρημένη μαθηματική μέθοδος ταυτιζόταν ώς επί τό πλείστον μέ τήν κακή συλλογιστική καί άφού άπορριπτόταν άκριβώς ή ενότητα φυσικής καί μεταφυσικής, τήν οποία ό D e sc a rte s είχε παραλάβει άπό τή Σχολαστική. ’Από τήν άλλη όμως πλευρά, άγνοεϊται ή πλευρά έκείνη τής Σχολαστικής, έναντίον τής οποίας είχε στραφεί άμεσα ό D e sc a rte s. Γιά τόν d ’A lem bert, π.χ., ή έμπειριστική γνωσιοθεωρία τής Σχολαστικής είναι άπλή άπόρροια τής τυφλής της πί229. E lo g e de N ew ton , F o n ten elle u n d die A u fk la r u n g , 2 42, 246. 230. Ενάντια στόν BufFon 6 B o n n et παρατηρεί πώς ή έπιγένεση φαίνεται νά εί­ ναι ανεξήγητο προϊόν μιας «μυστικής δύναμης» (C o n sid . s u r les c o rp s o r g a n ., C h ap. V II, 8 121 = 1 , 96/7). Χαρακτηριστικό είναι δτι ό B o n n et παραλληλίζει τή θεωρία τής έπιγένεσης μέ διδασκαλίες όπως περί τής Ψυχής τού Κόσμου καί τής n atu re p la stiq u e (op. ci£., Ch. V III, § 123 = I, 9 9 /1 0 0 ). Φυσικά, γ ι’ αυτόν ή έλ­ ξη δέν μπορεί νά είναι έγγενής στήν ύ'λη (o p . cti., Ch. V I, § 82 = I, 63). Τούτο τό πλέγμα ιδεών γίνεται κατανοητό ώς ενότητα σέ συνδυασμό μέ τίς αναλύσεις τού ύποκεφ. 4β τούτου τού κεφαλαίου.

3. ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

311

στης στους αρχαίους καί στον Αριστοτέλη, χωρίς ουσιαστική φιλοσο­ φική σημασία.231 Μέ αυτόν τόν εξαιρετικά αμφίβολο, από λογική ά­ ποψη, τρόπο, γίνεται δυνατή ή παράλληλη καταπολέμηση τού D escartes καί τής Σχολαστικής, χωρίς νά παίρνεται υπόψη ή θεμε­ λιώδης σημασία τής πάλης έναντίον τής τελευταίας γιά τό ϊδιο τό έρ­ γο τού D e sc a rte s. ’Ακόμη μία φορά ή πολεμική συνέπεια άποδείχτηκε δυνατότερη από τή λογική. ’Ιδιαίτερα εκδηλη έγινε ή θυσία τού λογικού στοιχείου στόν βωμό τού πολεμικού, όταν επιφανείς δια­ φωτιστές, στόν μαχητικό τους ζήλο έναντίον των ’Ιησουιτών, δέν δί­ στασαν νά συμπαραταχθούν μέ τούς Γιανσενιστές, μολονότι ό δεϊσμός τους παρουσίαζε σοβαρά κοινά σημεία μέ τή σχολαστική δέ­ σμευση τού Θεού άπό τις επιταγές τού Λόγου.232 Άπό τήν άποψη τής ιστορίας των ιδεών είναι πολύ ενδιαφέρον δτι ήδη άπό πολύ νωρίς ορισμένοι ευλαβείς εκπρόσωποι τής μηχανιστι­ κής φιλοσοφίας τής Φύσης είχαν έπισημάνει τή δυνατότητα χρησιμο­ ποίησης σχολαστικών κοινών τόπων γιά άντιθεολογικούς σκοπούς. Τούς άνησυχούσε προπαντός ή πλαστικότητα τής αριστοτελικής έν­ νοιας γιά τή Φύση, άπό τήν οποία μπορούσε νά προκύψει ή προσωπο­ ποίηση ή καί ή θεοποίηση τής τελευταίας. Ό B oy le, πάντως, πού σέ μιά χαρακτηριστική περικοπή καταπολεμά ταυτόχρονα τόσο τήν αυ­ τοτέλεια τών fo rm ae su b sta n tia te s όσο καί τή θεωρία τής γένεσής τους άπό τή «δύναμη τής ύ'λης», άποδίδοντας καί τίς δύο αυτές αντι­ λήψεις στή Σχολαστική,233 συνδέει ρητά τή θεοποίηση τής Φύσης μέ τήν πολυσημία τής έννοιας τής Φύσης. Σέ μιά πραγματεία του, πού γράφτηκε (όπως αναφέρει ό ίδιος) τό 1666 καί δημοσιεύθηκε μόλις είκοσι χρόνια αργότερα, ό B o y le άσκεί πολεμική έναντίον τών αθεϊ­ στών, οί οποίοι «άποδίδουν τόσο πολλά στή Φύση, ώστε τό θεωρούν περιττό νά άνατρέξουν στή θεότητα γιά νά αιτιολογήσουν τά φαινό­ μενα τού σύμπαντος».234 Συνάμα ό Boyle θέλει νά έπιστήσει τήν προσοχή τών χριστιανών φυσιολόγων πάνω στούς κινδύνους μιας τέ­ τοιας στάσης.235 ’Αφού οί αθεϊστές καί οί άριστοτελικοί αποδίδουν τά πάντα στή Φύση, δέν είναι δύσκολο νά καταλάβουμε «δτι, δποια κι άν είναι κάποτε τά λόγια τους, ό νούς τους λίγο γνοιάζεται γιά τή δραστηριότητα τού Θεού».236 Φτάσαμε σέ σημείο νά μήν ξέρουμε πιά 231. 232. 233. 234. 235. 236.

D isc o u rs p relim . = O eu v re s, I, 185/6. Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 5. O rigin o f F o rm s a n d Q u alitie s — W ork s, III, 38. A F re e Enquiry' into the re ce iv e d N otion o f N a tu re = W ork s, V, 158. loc, c ii., 191. loc. c it., 162.

312

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΑΗΣ

άν ή Φύση, γιά τήν όποια γίνεται λόγος μέ τρόπο τόσο γενικό, είναι υλικό ή αυλό ον, δηλ. θεότητα.237 Ό B oyle καταπολεμά σέ πρώτη γραμμή τόν ’Αριστοτέλη καί τή σχολή του. Ό Αριστοτέλης είναι ό εισηγητής τής εσφαλμένης «αντίληψης γιά τήν αιωνιότητα τού κόσμου»,238 πού τή στήριξε σέ έναν έπίσης εσφαλμένο ορισμό τής Φύ­ σης ώς αρχής τής κίνησης.239 Ό B oyle αριθμεί συνολικά όκτώ κύ­ ριες σημασίες τού δρου «Φύση» καί παρατηρεί δτι, έξαιτίας τής πολυ­ σημίας του τελευταίου, δσες προτάσεις τόν περιέχουν είναι «ή ακατα­ νόητες ή άνακριβείς ή αναληθείς».240 Προτείνει, λοιπόν, εναλλακτι­ κές έκφράσεις καί έπιμένει προπαντός νά άντικατασταθεί μιά γιά πάντα ή n a tu r a n a tu ra n s μέ τόν Θεό.241 Άνακεφαλαιώνει κατόπιν τίς διάφορες αποφάνσεις τού ’Αριστοτέλη γιά τή Φύση καί συμπεραί­ νει δτι ό ’Αριστοτέλης θεωρεί τή Φύση «σοφότατο δν, πού τίποτε δέν κάνει μάταια κτλ.».242 Ό ’ίδιος τονίζει, αντίθετα, δτι ή Φύση δέν μπορεί νά είναι αρχή κίνησης243 καί συγκρίνει τό «σκαρί τού κόσμου» μέ ένα «μεγάλο... άκριβές αυτόματο, δηλ. μιά μηχανή, πού περιλαμ­ βάνει κάμποσες μικρότερες».244 Ή Φύση δέν έχει αύτοτέλεια, τήν κί­ νηση καί τούς νόμους της τούς παίρνει από τόν Θεό. ’Ακόμη λιγότερο μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά τή σοφία τής Φύσης, δπως δείχνουν οι έλλείψεις τής λειτουργίας της. Ό Boyle αναφέρει διάφορα παρα­ δείγματα τέτοιων έλλείψεων, καί θά πρέπει νά έχουμε κατανόηση γιά τό γεγονός, δτι τά θεωρεί άσυμβίβαστα μέ τήν έννοια τής σοφής Φύ­ σης, χωρίς δμως νά βγάζει παρόμοια συμπεράσματα γιά τή δύναμη καί τή σοφία τού Θεού. Κάτω άπ’ αυτούς τούς δρους δέν είναι περίεργο πού ·οί συνεπέστε­ ρες άνασκευές τού σπινοζισμού γύρω στά τέλη τού 17ου καί στίς άρχές τού 18ου αιώνα γράφτηκαν άπό καρτεσιανούς.245 Ή καρτεσιανή αντίληψη γιά τήν άδυναμία τής Φύσης φαίνεται δλο καί πειστικότερη 237. loc. cit., 190. 238. lo c. cit., 163. 239. loc. cit., 171. 240. loc. cit., 167/8. 241. loc. cit., 169. 242. loc. cit.., 174. 243. loc. cit., 244, 170. 244. loc. cit., 179, πρβλ. τόν προσωρινό ορισμό τής Φύσης στή σ. 177. 245. Βλ. σχετικά B a lz , C a r te sia n R e fu ta tio n s o f S p in o z a , ίδ. 4 6 2 /3 , 4 7 3 /4 , 481. Ό B a lz υπογραμμίζει τήν άλλαγή τής λειτουργίας τού καρτεσιανισμού καθώς καί τήν ήθικοφιλοσοφική σημασία τού χωρισμού άνάμεσα σέ r e s c o g ita n s καί res e x te n sa . Ά λλες λεπτομέρειες γιά τίς καρτεσιανές άνασκευές τού S p in o z a βλ. στόν S p in k , F ren ch F ree -T h o u gh t, 257 κ.έ. (πρβλ. 148). Τήν ένδιαφέρουσα διαμάχη

3. ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΤΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

313

σέ χριστιανικούς φιλοσοφικούς κύκλους, πού αντιμετωπίζουν μέ δυ­ σπιστία, αν δχι μέ αντιπάθεια, τό συνθετικό τόλμημα τής μεταρρυθμιστικής θεολογίας. Ό M ale b ran c h e 246 καί ό B erk eley 247 άρνούνται από κοινού τή σχολαστική-άριστοτελική έννοια τής Φύσης, άπορρίπτοντας κάθε άνατίμηση των c a u sa e secu n d ae. Ενδεικτικό γιά τή δυνατότητα διαφορετικού κάθε φορά συνδυασμού των έπιμέρους φιλοσοφικών εννοιών μέ σκοπό τήν καταπολέμηση δχι μόνο τού γε­ νικού, άλλά καί κάποιου ιδιαίτερου άντιπάλου είναι τό γεγονός δτι ό M aleb ran ch e άποδίδει τά σφάλματα τής Σχολαστικής στήν έμπειριστική της γνωσιοθεωρία, ενώ ό B erkeley, άντίθετα, στήν άπεμπόλησή της.248 Ή άντίληψη τού B oyle γιά τή Φύση βρίσκει θερμή υπο­ δοχή καί άπό Γάλλους συντηρητικούς. Μέ τήν πρόθεση νά άξιοποιήσουν κατά τό δυνατόν καλύτερα τή μηχανιστική φυσική εναντίον τής νέας ιδέας τού Όλου, οι χριστιανοί άπολογητές φτάνουν μάλιστα σέ σημείο νά παραιτηθούν σιωπηρά άπό τήν άναφορά σέ θαύματα, ή οποία ελάχιστα συμβιβαζόταν μέ τον μηχανικισμό.249 Δίπλα στόν καρτεσιανισμό τών μελών τής ’Ακαδημίας γεννιέται τώρα καί ό άπολογητικός καρτεσιανισμός τών καρδιναλίων,250 πού εκπροσωπείται έπάξια καί στήν Ιταλία άπό τόν καρδινάλιο G erdil π,χ.251 Τό έντυπωσιακότερο είναι, βέβαια, ή άλλαγή τών πεποιθήσεων πολλών Ιησουιτών, οι όποιοι, άφού άρχικά ύποστήριξαν άκόμη καί τόν εμ­ πειρισμό τών Locke καί C on dillac ενάντια στόν καρτεσιανισμό, βλέποντας τίς ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες τής κατάργησης τών έμφυ­ των ιδεών καταλήφθηκαν άπό δψιμο αίσθημα μετάνοιας καί έπιβοήθησαν τήν επικράτηση τών καρτεσιανών στή Σορβόννη.252 Ή έμφάνιση τών πρώτων τόμων τής Εγκυκλοπαίδειας καί ό άνοιχτός άντικαρτεσιανισμός τών εγκυκλοπαιδιστών άποτέλεσαν μάλλον τίς άρνηάνάμεσα στόν μηχανικιστή S tu rm καί στόν αριστοτελικό S ch elh am m er μέ αφορμή τήν πραγματεία τού B o y le περιγράφει ό B a k u , D e r S tre it iib er den N a tu rb eg r iff 171 κ.έ. 246. R e ch erc h e de la V erite, E c la ir c is s. XV ( = OC, III, 203 κ.έ., 207, 223/4). 247. N oteb ook A (— W ork s, 1, 65, 91). 248. lo c. cit., 94. 249. E h r a r d , L ’Id e e d e N a tu r e , 56 κ.έ., 83 κ.έ. 250. Σύμφωνα μέ μιαν εύστοχη έκφραση του V ern iere, S p in o z a et la p e n se e f r a n g a i s e ..., 257. 251. B o u illie r, H ist. d e la p h il. c a r t e s ., II, 534 κ.έ. Γιά τόν G erdil καί τήν καρτεσιανή του άνασκευή του σπινοζισμού βλ. B a lz , C a r te sia n R e fu ta tio n s, 465 κ.έ. 252. op. cit., I, 576 κ.έ.· II, 546 κ.έ., 623 κ.έ.

314

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

τικές αίτιες τής νέας στάσης επιφανών ’Ιησουιτών. Τό τί τούς έθελγε τώρα στον D e sc a rte s μάς τό λέει ανοιχτά ό πατήρ P a r a , ό οποίος βέβαια συνεχίζει νά άμφισβητεί την ταυτότητα ύλης καί έκτασης ή την καθαρά μηχανική κατασκευή τών ζώων μέ τά παραδοσιακά σχο­ λαστικά επιχειρήματα, από την άλλη δμως αναθεωρεί τις σχολαστι­ κές θέσεις, τονίζοντας δτι οί αισθήσεις είναι μονάχα «συντυχιακή αι­ τία» τών γνώσεων μας καί δτι μόνη c a u s a efficiens κάθε κίνησης είναι ό Θεός.253 Ή συμμαχία μέ συντηρητικούς θεολόγους παρέτεινε τή ζωή τού καρτεσιανισμού, έτσι ώστε ό d ’A lem bert διαπίστωνε μέ λύπη του πώς ό καρτεσιανισμός στή Γαλλία έγινε δεκτός πολύ αργά καί διατη­ ρήθηκε πολύν καιρό.254 'Ωστόσο, οί όψιμες προσπάθειες συμφιλίωσής του μέ τή Σχολαστική ή μάλλον μέ τούς σχολαστικούς δέν μπορού­ σαν νά ξεπεράσουν ορισμένα δρια. Αυτά δέν άναφέρονταν μονάχα στίς τεράστιες διαφορές περιεχομένου, αλλά καί στην ίδια τήν κοσμο­ θεωρητική τοποθέτηση. Τόσο στή Γαλλία δσο καί στήν ’Αγγλία ή ύπαρξιακή ένταση τού καρτεσιανού ορθολογισμού, δηλ. τό προσκλη­ τήριο τής αμφιβολίας καί τής αυτόνομης σκέψης, είχε ακουστεί μέ προσοχή καί εύγνωμοσύνη, γιά νά τεθεί στήν ύπηρεσία τού άντισχολαστικού άγώνα. Ό ,τι τρόμαζε τόν B o ssu e t ήταν φυσικά εύπρόσδεκτο στούς διαφωτιστές. Ό V oltaire εξέφραζε τή γενική άποψη, δταν άπό τή μιά πλευρά χαρακτήριζε τήν καρτεσιανή φυσική καί μεταφυ­ σική ώς «ιδιοφυές μυθιστόρημα», ένώ άπό τήν άλλη άναγνώριζε στον D e sc a rte s δτι διέλυσε παλιές χίμαιρες καί έμαθε στούς συγχρόνους νά σκέπτονται αύτόνομα.255 Τά ίδια περίπου διαβάζουμε στόν σχε­ δόν λυρικό έπαινο τού D e sc a rte s άπό τόν d ’A lem b ert,256 ένώ είναι γνωστό πώς καί ό νεαρός Locke ένιωσε τόν D e sc a rte s ώς άπελευθερωτή.257 Καί οί διαφωτιστές, όπως καί οί άντίπαλοί τους, απομο­ νώνουν τή μιά πλευρά τού καρτεσιανισμού άπεμπολώντας τήν άλλη. Ή άδοξη έκλειψη τού καρτεσιανισμού (τήν όποια επιτάχυνε ή γρήγο­ ρη αποτυχία τής προσπάθειας συμφιλίωσής του μέ τή νευτώνεια φυσική258) δέν οφειλόταν, ωστόσο, άμεσα στο γεγονός δτι έκάστοτε διαφορετικές παρατάξεις τόν κατακερμάτιζαν, γιά νά άξιοποιήσουν 253. 254. II, 8). 255. 256. 257. 258.

S o r t a is , L e C a r te sia n ism e chez les J e s u i t e s ..., 92, 90/1. D isc o u rs P relim . = O eu v re s, I, 281* πρβλ. E le m e n ts..., I ( = O eu v re s, L e ttre s P h ilo s., X IV ( = OC, XXII, 131). D isc o u rs P re lim . ( = O eu v res, I, 271/2). A aro n , L o c k e , 13. B ru n et, L 'In tro d u c tio n d e s th e o ries de N ew ton ..., 272 κ.έ.

3. ΦΥΣΗ-ΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΦΥΣΗ-ΘΕΟΤΗΤΑ

315

οποίο κομμάτι του τούς ένδιέφερε. Μάλλον τό φαινόμενο αυτό ήταν συνέπεια τής εξαρχής αδυναμίας τού καρτεσιανισμού νά επιβληθεί σε μορφή κατά τό δυνατόν συνεκτική. Πρώτα-πρώτα πρέπει νά πάρουμε υπόψη μας δτι ό καρτεσιανισμός δέν μπόρεσε νά μονοπωλήσει ού'τε καν ολόκληρο τόν χώρο τής μηχανιστικής φυσικής φιλοσοφίας, μολο­ νότι τόν έπηρέασε στο σύνολό του. Αυτό φαίνεται στούς χημικούς τού 17ου αί., πού υιοθετούν τόν καρτεσιανισμό, γιά νά βαθύνουν μέ τή βοήθειά του τήν κριτική στίς fo rm ae su b sta n tia te s, στίς q u a lita tes o ccu ltae καί στήν άλχημεία.259 Συνήθως, δμως, ό καρτεσιανι­ σμός χρησιμοποιείται έντελώς έλεύθερα, άναμιγνύεται π.χ. μέ κοι­ νούς τόπους τού G a sse n d i.260 Ή άπόρριψη τού άτομισμού, πού άπέρρεε άπό τήν ταύτιση ύ'λης καί έκτασης,261 δέν εγινε δεκτή κατά γράμμα, άφού μάλιστα φαινόταν καί νά δικαιώνει τούς άλχημιστές: αν ουσία ενός σώματος είναι ή έκταση καί μόνο, τότε τό καθένα μπο­ ρεί νά μεταβληθεί σέ όποιοδήποτε άλλο.262 Ού'τε οί γιατροί καί οι φυ­ σιολόγοι προσχώρησαν μαζικά στόν καρτεσιανισμό. Πολλοί ίατροχημικοί επηρεάστηκαν σέ έπιμέρους ζητήματα, δχι δμως στή γενική τους τοποθέτηση* άκόμη καί ό ίατρομηχανικισμός δέν συνέδεσε τήν τύχη του άποκλειστικά μέ τόν D e sc a rte s, έφόσον μάλιστα άποτελούσε συνέχεια άκόμη παλιότερων ρευμάτων.263 Βλέποντας αυτή τή γενική κατάσταση, ό Leibniz εγραφε τό 1692 δτι οί ορθόδοξοι καρ­ τεσιανοί άποτελούσαν άπλώς μιά κοντόθωρη «αίρεση» καί δτι δλες σχεδόν οί άνακαλύψεις έγιναν άπό μή καρτεσιανούς.264 Κάποια πο­ λεμική ύπερβολή κρύβεται στά λόγια αύτά, ωστόσο μιάν άρνητική επιβεβαίωση τών παρατηρήσεων τού Leibniz παρέχει τό γεγονός, ό­ τι τά γόνιμα έπιστημονικά έγχειρήματα τών καρτεσιανών στάθηκαν δυνατά μονάχα χάρη σέ ενα πνεύμα πειραματικό, τό όποιο κατά μέ­ γιστο μέρος προήλθε άπό μή καρτεσιανές πηγές. Τό πνεύμα αυτό επι­ δρά άκόμη καί πάνω στούς νοησιαρχικότερους εκπροσώπους τού όλ259. Πόσο στενά συνδεόταν ή κριτική στή Σχολαστική μέ τήν άπόρριψη τής αλ­ χημείας κτλ. στά μάτια του D e s c a r te s (ό όποιος, ωστόσο, ήδη άπό μαθητής είχε άκούσει τους Ιησουίτες νά καταπολεμούν τους άλχημιστές) άναλύει ό G o u h ier. L e s p r e m ie r e s p e n se e s de D e s c a r t e s , 110 κ.έ. 260. M e tz g e r, L e s d o ctrin e s ch im iq u e s en F r a n c e ..., 423 κ.έ. Τήν επίδραση τού G a sse n d i τονίζει καί ό B e y e r, D u C a r te s . ά la p h ilo s . d e s L u m ., ίδ. 28 κ.έ. 261. Βλ. κεφ. Ill, ύποκεφ. 2. 262. M e tz g e r, L e s d o c trin e s ch im iq u e s..., 244 κ.έ. 263. Βλ. τό δεύτερο μέρος τής πραγματείας τού B e rth ie r, L e m e ca n ism e ca rtesien et la p h y sio lo g ie ..., ίδ. 22, 3 0 /1 , 33 κ.έ. 264. Επιστολή στόν N ic a ise άπό 5 .6 .1 6 9 2 ( = Phil. S c h r ., II, 534).

316

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

λανδικού καρτεσιανισμού,265 καί έπιβάλλεται δλο καί περισσότερο στις νεαρές, ακόμη, επιστημονικές εταιρείες.266 Καρτεσιανοί μέ τή στενότερη έννοια, όπως οί R e g is καί R o h a u lt, αναγκάζονται κάτω άπό την πίεση τού γενικού πνεύματος νά διαχωρίσουν τή θέση τους άπό τή μονόπλευρη μαθηματική-άπαγωγική μέθοδο.267 Καί, τέλος, τό παράδειγμα τού F o n te n e lle δείχνει καθαρά δτι ή εξέλιξη άπό τά τέλη τού 17ου αί. είχε πιά κάνει άδύνατη τήν έμμονή στήν καρτεσια­ νή ορθοδοξία, έστω καί μετριασμένη. Ό F o n te n e lle δχι μόνον επαι­ νεί τήν πειραματική μέθοδο καί καταδικάζει τις υπερβολές τού καρ­ τεσιανού μαθηματικισμού, άλλά καί δέν μπορεί νά άποδεχτεί τόν καρτεσιανισμό ώς φιλοσοφικό δλο, καθώς μαρτυρούν καί οί πολεμι­ κές του εναντίον οπαδών τού M a le b r a n c h e .268 Τούτη ή συντριβή τής καρτεσιανής ιδέας τού Όλου ήταν ή σπουδαιότερη συνέπεια τής νίκης τού έμπειρισμού καί τής πειραματικής μεθόδου: ό γενικός μη­ χανισμός τής Φύσης παραμελείται, τώρα, γιά χάρη τής μελέτης τού ιδιαίτερου μηχανισμού συγκεκριμένων φαινομένων.269 Αυτό άνατρέπει τήν άρχική καρτεσιανή άντίληψη, πού ή πειστική της δύναμη, κα­ τά τήν πρόθεση τού ίδιου τού D e s c a r t e s , θά έπρεπε νά στηρίζεται στήν εξήγηση τού γενικού. Ή συντριβή τού καρτεσιανού Όλου προλείανε τόν δρόμο τής νέας ιδέας τού Όλου, δπως τήν περιγράψαμε παραπάνω. 4. ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗ­ ΡΑΣ ΤΟΤ ΥΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

α) Εκούσιοι κα ί άκονσιοι πρόδρομοι τον ύλισμον Ό διαφωτιστικός ύλισμός άναδύεται μέσα άπό διάφορες τάσεις, πού συχνά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, δλες τους δμως άπορρίπτουν τήν καρτεσιανή μεταφυσική δυαρχία. Στή μεγάλη τους πλειοψηφία οί τά­ σεις αυτές κάθε άλλο παρά επιθυμούν νά ένισχύσουν τόν υλισμό, άπό τήν άντικαρτεσιανή τους τοποθέτηση προκύπτουν, ώστόσο, μονιστικές δομές σκέψης, οί οποίες μπορούν νά τεθούν στήν ύπηρεσία τού συ-

265. R u e s to w , P h y sic s a t 1 7th a n d 1 8 th -C e n tu r\' L e id e n , 99 κ.έ. 266. B r o w n , S cien tific O r g a n iz a t io n s ..., p a s sim . 267. M o uy , L e d e v elo p p em en t de la p h y siq u e c a rte sie n n e , 126, 165, πρβλ. 89, 76. 268. M a r s a k , C a r te sia n ism in F o n te n e lle a n d F ren ch S c ie n c e, 55 κ.έ., 52. 269. R o g e r , S c ie n c e s d e la vie..., 223.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

317

νεπέστερου απ’ δλους τούς μονισμούς τού 18ου αί., δηλ. τού υλιστι­ κού. 'Ως συνεπέστερος μονισμός, ό υλισμός αποτελεί λοιπόν τον φυσι­ κό κληρονόμο δλων των μονισμών τής εποχής. Τό συμπέρασμα, πάντως, δτι ό υλισμός είναι ή κορύφωση τού Διαφωτισμού, θά ήταν εξίσου εσφαλμένο δσο καί ή άρνηση τής νομιμότητας τής παρουσίας του μέσα στόν 18ο αί., δηλ. ή άρνηση τής λογικά συνεπούς καταγω­ γής του άπό την τάση τής ριζοσπαστικής αποκατάστασης τού αισθη­ τού κόσμου. Γιά κορύφωση δέν μάς έπιτρέπεται νά μιλάμε ήδη άπό τό γεγονός, δτι ιστορικά δέν υπήρξε καμιά τέτοια, παρά μόνο μιά πληθώρα άνταγωνιστικών θέσεων, άπό τίς οποίες μία —ή άριθμητικά έπικρατέστερη— επιδιώκει νά εξουδετερώσει την άντικαρτεσιανήμονιστική τάση, έντάσσοντάς την στή γνωστή μας δυαρχία τής αμφι­ ταλάντευσης. Όσον αφορά, πάλι, στή νομιμότητα τού υλισμού άπό την άποψη τής ιστορίας των ιδεών, αληθινά συμβολικό είναι τό γεγο­ νός, δτι οι δροι «υλιστής» καί «υλισμός» πλάστηκαν ακριβώς στό κα­ τώφλι τής εποχής τού Διαφωτισμού.270 Λογικά-δομικά ό υλισμός σημαίνει τόν παραμερισμό τού Θεού καί τής θεολογικής κοσμοεικό­ νας διαμέσου τής θέσης γιά την αύτοκίνηση καί τήν αυτονομία τής ύ­ λης. Α λλά ώς συγκεκριμένο φαινόμενο τής ιστορίας τών ιδεών, ό κλασικός υλισμός τού Διαφωτισμού (μέ αύτόν εννοούμε, παρ’ δλες τίς μεταξύ τους διαφορές, τίς ιδέες τού L a M ettrie, τού D iderot καί τού H olbach ) δέν εμφανίζεται ώς απλή κατηγορηματική διατύπωση τής θέσης αυτής μέσα στή ζέση τού άντιθεολογικού αγώνα, αλλά μάλλον ώς ζυγισμένη απάντηση σέ έρωτήματα, τά οποία είχε θέσει (καί) ή εξέλιξη τών φυσικών επιστημών, καί συνάμα ώς οίκειοποίηση προγενέστερων, συχνά μη ύλιστικών ιδεών. Δέν υπάρχει καμιά αμφι­ βολία, δτι ή ριζοσπαστική άντιθεολογική τοποθέτηση δχι μόνο κατεύθυνε έμμεσα τη διαπραγμάτευση φυσικοεπιστημονικών θεμάτων, αλ­ λά συνάμα καθόριζε καί τά κριτήρια τής άξιοποίησης ξένων ή καί έχθρικών ιδεών. Τούτη ή εξάρτηση τού περιεχομένου τής σκέψης άπό τη θεμελιώδη κοσμοθεωρητική στάση (πού, άλλωστε, διόλου δέν άπαντάται στούς υλιστές μονάχα) άφορά, ώστόσο, στή γενική λογική δομή τής θεωρίας* άπό τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών πρωτεύου­ σα σημασία έχει ή διαπίστωση, δτι τά υλικά, πού χρησιμοποίησε ή 270. Άπό τήν εποχή τοΰ B o y le (βλ. π.χ. Excellency' a n d G ro u n d s o f the M ech. H y p o th e sis — W o rk s, IV , 75) έμφανίζεται άρχικά τό έπιθετο και χρησιμο­ ποιείται όλο και συχνότερα. Ό L e ib n iz, μάλιστα, θεωρεί τούς «υλιστές» κα{ τούς «ιδεαλιστές» ώς τίς δύο μεγάλες φιλοσοφικές παρατάξεις, πού προέρχονται άντίστοιχα άπό τόν Επίκουρο καί τόν Πλάτωνα [R e p o n se a u x R e fle x io n s de B a y le (1702) = Phil. S c h r ., IV , 560].

318

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

θεμελιώδης στάση γιά νά έκλογικευθεΐ θεωρητικά, προέρχονται άπό τόν κόσμο των διαφωτιστικών ιδεών. Ό μω ς ή δυνατότητα τής (μερι­ κής) συνύφανσης ύλιστικής-άθεϊστικής θεμελιώδους στάσης καί διαφωτιστικών ιδεών δόθηκε, με τή σειρά της, άπό τό γεγονός οτι ή θε­ μελιώδης τούτη στάση είχε τις ρίζες της στά άντιθεολογικά-χειραφετητικά κηρύγματα μεγάλου μέρους τού Διαφωτισμού, μολονότι ή ριζοσπαστικότητά της δέν ήταν τυπική γιά τά τελευταία. Καί άπό τίς δύο παραπάνω άπόψεις ό υλισμός αποτελεί, λοιπόν, όλότελα νόμιμο —οργανικό, θά μπορούσαμε νά πούμε— συστατικό μέρος τού Διαφω­ τισμού. Ή ύπόμνηση μερικών ιδιομορφιών τού έργου τού M eslier θά μπορούσε νά διευκρινίσει τήν ούσιαστική διαφορά ανάμεσα στήν άπλή κατηγορηματική διατύπωση τής ύλιστικής θέσης γιά τήν αύτοκίνηση τής ύ'λης μέ άντιθεολογική πρόθεση καί στόν κλασικό υλισμό τού 18ου αί. ώς συγκεκριμένο φαινόμενο τής ιστορίας των ιδεών. Ή επιχειρηματολογία τού M eslier κινείται συνειδητά καί άποκλειστικά στό λογικό-θεωρητικό επίπεδο, καί τουλάχιστον άπό τήν άποψη τού ύφους άνήκει στόν 17ο αί., τού όποιου τούς πνευματικούς εκπροσώ­ πους (D e sc a rte s καί M alebran ch e) άντιμάχεται ό προφανώς α­ πληροφόρητος πάνω στις νεότερες εξελίξεις επαρχιακός έφημέριος.271 Δέν θά εξετάσουμε εδώ γιατί ό M eslier, πού κατά τά άλλα δείχνεται τόσο άνυποχώρητος σέ θεμελιώδη ζητήματα, σχετικά μέ τήν κίνηση λέει κάπως διατακτικά καί αινιγματικά οτι αυτή δέν άνήκει «στήν ουσία των σωμάτων, άλλά άποτελεί μονάχα μιάν ιδιότητα τής φύσης τους».272 Όπως καί νά ’χει, ή αύτοκίνηση θεωρείται αυταπόδεικτη αν ή αποδοχή της δέν προκαλεί θεωρητικές δυσκολίες, πράγμα πού οφείλει, μέ τή σειρά του, νά καταδειχτεί μέ τήν άνάλυση τών λογι­ κών αδυναμιών τής άντίθετης άποψης.273 Επειδή («κατά συνέπεια», είναι ή έκφραση τού M eslier) ό ύλισμός είναι λογικά άψογος, δηλ. άπαλλαγμένος άπό αντιφάσεις, πρέπει νά γίνει άποδεκτός.274 Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες, τό υλιστικό θεωρητικό πρότυπο συγκροτείται a prio ri μέ βάση καί τήν έπεξεργασία κατηγοριών τής παραδοσια­ κής οντολογίας:275 ύπάρχει εξ ορισμού ύπόσταση καί μορφή, ύπόστα271. Ή μόρφωση τοΰ M e slier όχι μόνο δέν είναι συστηματική, άλλά καί κυρίως αντλείται άπό σχολαστικές-θεολογικές πηγές, βλ. E h r a r d , V rai M e slie r, 296/7. 272. M e m o ire, § 71 ( = II, 242). 273. M e m o ire, 8 7] ( = II, 241 κ.έ.). 274. M e m o ire, 88 65, 66 ( = II, 179, 181). 275. *Ή5η ό H a a r , M e slie r, 30 κ.έ., έχει τονίσει αυτό τό σημείο· πρβλ. D eprun, M e slie r et Γ h e rita g e sc h o la stiq u e , 35 κ.έ.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

319

ση είναι ή ύλη, πού μορφές ύπαρξής της είναι τά διάφορα δντα, καί άπό τον ορισμό τής υπόστασης συνέπεται δτι ή ύ'λη είναι αδημιούργη­ τη καί αιτία τού εαυτού της.276 Ό M eslier θεμελιώνει γνωσιολογικά αυτή τήν a p rio ri διδασκαλία γιά τή μοναδική καί αιώνια υπόσταση, παρουσιάζοντας την ώς διαπίστωση τού «φυσικού Λόγου»277 καί ώς μία άπό εκείνες τίς «αναγκαίες ιδέες», πού «δέν θά μπορούσαμε νά σβήσουμε άπό τό πνεύμα μας καί πού στ*5άλήθεια άποτελούν άπό μό­ νες τους πειστική άπόδειξη γιά τήν ύπαρξη δσων πραγμάτων συλ­ λαμβάνουμε μέ τή βοήθειά τους».278 Ή άλήθεια των πραγμάτων νοείται μέ «ιδέες διαυγείς καί ξεκάθαρες».279 Ό καρτεσιανισμός τού M eslier280 δείχνεται καί στήν εκ μέρους του χρησιμοποίηση τού όντολογικού επιχειρήματος, οπότε ή ταυτότητα Όντος καί 'Ύλης συνά­ γεται ώς έξης: τό κατηγόρημα τής τελειότητας (πού στήν όντολογική απόδειξη τού Θεού αποδιδόταν στόν τελευταίο) άφαιρείται τώρα άπό τό Ό ν, τό οποίο έτσι δέν μπορεί πιά νά εξισωθεί μέ τόν Θεό.281 Ακριβώς ή γνωσιοθεωρητική προσέγγιση τού M eslier στόν D e sc arte s οξύνει τή διαφορά τού περιεχομένου τής σκέψης τους. ’Άν δηλ. ό ύλιστικός μονισμός είναι σίγουρος a p rio ri, τότε είναι a p rio ­ ri ασυμβίβαστος μέ τήν καρτεσιανή δυαρχία, άφού καί αυτή διεκδικεΐ γιά τόν εαυτό της βεβαιότητα a prio ri. Ή άντίθεση προς τόν καρτεσιανισμό δέν είναι, λοιπόν, μεθοδολογική (ένώ ατούς κλασικούς υλιστές θά είναι κα ί τέτοια), άλλά μόνο δομική, καί άναφέρεται στό πρόβλημα τού χωρισμού ανάμεσα σέ re s co g ita n s καί re s extensa. Ή ενότητα καί μοναδικότητα τής υπόστασης δέν έπιτρέπει ήδη άπό άποψη καθαρά λογική (δηλ. άνεξάρτητα άπό εμπειρικά δεδομέ­ να, πού άλλωστε μόνο περιθωριακά έξετάζει ό M eslier) ούτε τήν άντιπαράθεση, άλλά ούτε κάν καί τή διάκριση ψυχής καί ύλης.282 Ή σκέψη δέν άποτελεί τήν ουσία, άλλά μόνον ένα συμβεβηκός τής ψυχής,283 πού κι αυτή έξαρτάται άπό τήν κατάσταση τού σώμα­ τος·284 σκέψη, γνώση, κρίση είναι συμβεβηκότα «τού δντος, πού ζεί καί σκέπτεται».285 ’Άν οι καρτεσιανοί είναι συνεπείς, λέει ό M eslier, 276. 277. 278. 279. 280. 281. 282. 283. 284. 285.

M e m o ire , § 71 ( = 11, 2 4 5 , σημ.). M e m o ire , 8 79 ( = II, 4 0 2 /3 ). M e m o ire , § 79 ( = 11, 4 1 0 ). M e m o ire , § 8 0 ( = II, 419). D ep ru n , M e slie r et Γ h e rita g e c a rte sie n , ίδ. 4 5 0 κ.έ. M e m o ire , 8 81 ( = II, 4 2 9 /3 0 ). M e m o ire , 8 91 ( = III, 65). M e m o ire , 8 91 ( = III, 55/6). M e m o ire , 8 91 ( = III, 75). M e m o ire , 8 91 ( = III, 88).

320

TV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

θά έπρεπε νά είχαν αναγνωρίσει τήν ικανότητα αύτοκίνησης στον μη­ χανισμό τής res e x te n sa , γιά νά παραμερίσουν τήν —κατά τόν M eslier a prio ri απαράδεκτη— δυαρχία:286 ή διεύθυνση του μηχανι­ σμού απ’ τά έ'ξω θά είχε, άλλωστε, ώς αποτέλεσμα νά καταντήσουν οί άνθρωποι άβουλες μαριονέτες.287 Τό επιχείρημα αυτό, δσο καί άν είναι λογικά προβληματικό, δείχνει τήν ισχυρή ήθική παρώθηση, πού εμπνέει τόν a priori υλισμό τού M eslier. Στόν υλισμό δηλ. ό Meslier βρίσκει προπαντός τό όντολογικό έ'ρεισμα τού άγώνα του έναντίον τής θεολογίας καί τής θρησκείας, ό όποιος άποτελεΐ (καί ποσοτι­ κά) τό κύριο θέμα τού έργου του. ‘Υλισμός σημαίνει γ ι’ αυτόν πρώταπρώτα άθεϊσμός, δηλ. άπαίτηση τερματισμού δλων των δεινών, πού έπισώρευσε στην ανθρώπινη κοινωνία ή θρησκεία — τούτη ή απάτη τού κλήρου σέ συμμαχία μέ τούς ισχυρούς.288 Οί εκπρόσωποι τού κλασικού υλισμού άκολουθούν, βέβαια, τήν i0ta συλλογιστική* καί από δομική, έπίσης, άποψη, ήταν υποχρεωμένοι νά άσπαστούν τόν άντικαρτεσιανό μονισμό τού M eslier, δμως αυτό ήταν πρωταρχική λογική άναγκαιότητα καί δχι άποτέλεσμα άμεσου έπηρεασμού. Για­ τί, δπως είπαμε, ό ώριμος υλισμός είναι κάτι περισσότερο άπό τήν άπλή έξαγγελία τών όντολογικών του άξιωμάτων μέ πρόθεση άντιθεολογική, καί γ ι’ αυτό έλάχιστα πράγματα οφείλει στόν M eslier — μπορούμε μάλιστα νά ισχυριστούμε δτι ό υλισμός θά είχε παραμείνει περιθωριακό φαινόμενο στήν έποχή τού Διαφωτισμού άκριβώς άν δέν άξιοποιούσε σύγχρονες, καί προπαντός φυσικοεπιστημονικές ιδέες, άν δηλ. παρέμενε στ’ άχνάρια τού M eslier. Επιπλέον, τό έργο τού M es­ lier, παρά τή φήμη πού προηγήθηκε, δχι μόνον έγινε πολύ αργά γνωστό σέ ευρύτερους κύκλους, αλλά καί χρησιμοποιήθηκε προπαν­ τός στά πλαίσια τής κριτικής τής θρησκείας. Ό V o ltaire, πού άποδοκιμάζει τόν αθεϊσμό τού M eslie r,289 περιορίστηκε στη δημοσίευση άποσπασμάτων άπό τό έργο του,290 τά όποια μάλιστα δίνουν τήν έντύπωση δτι ό M eslier υπήρξε οπαδός τής φυσικής θρησκείας,291 ένώ στό έργο τού H o lb ach Le bons se n s du Cure J . M e slie r, τό όποιο

286. M e m o ire , §§ 84, 85 ( = II, 471 κ.έ.). 287. M e m o ire, § 71 ( = II, 254/5). 288. M e m o ire , §§ 2, 5, 41 ( = I, 10/1, 49 κ.έ.· II, 15/6). 289. L e ttr e s... s u r R a b e la is et s u r d ’a u tr e s a u t e u r s ..., V II ( = O eu v res, X X V I, 512). 290. O eu v re s, X X IV , 293 κ.έ. Τά E x t r a it s δημοσιεύθηκαν τό 1762. 291. H a a r, M eslier, 38 κ.έ., καί προπαντός M orehouse, Voltaire a n d M es­ lie r , p a ssim .

4. Ο ΤΑΙΣΜΟΣ

321

είναι αφιερωμένο στήν κριτική τής θρησκείας, τό υλιστικό αξίωμα γιά τήν αύτοκίνηση τής ΰλης εμφανίζεται απλώς ώς πρόσθετο, αν καί σημαντικό, επιχείρημα γιά τήν καταπολέμηση τής κοινωνικά ολέ­ θριας θρησκείας.292 Μέ βάση τή διαπίστωση τής διαφοράς άνάμεσα στήν έπιχειρηματολογική στρατηγική τού M eslier καί στή φυσιογνωμία τού κλασι­ κού υλισμού, κατανοούμε καλύτερα καί τή σχέση τού τελευταίου μέ τό έργο τού S p in o z a . Ή αποδοχή τού σπινοζικού μονισμού, δηλ. τής θεωρίας γιά τή μία καί μοναδική υπόσταση, ήταν γιά τούς υλιστές, τό Γδιο δπως καί ή άποδοχή κεντρικών θέσεων τού M eslier, λογική αναγκαιότητα καί δχι άποτέλεσμα φιλολογικής επίδρασης μέ αποφα­ σιστική σημασία. Δέν είναι, επομένως, σωστό νά θεωρείται ό κλασι­ κός ύλισμός ώς οίκειοποίηση ή διεύρυνση σπινοζικών αντιλήψεων.293 Οί ύπάρχουσες παραλληλότητες ανάγονται σέ δομικούς λόγους — ανεξάρτητα άπό τό γεγονός δτι οί ύλιστές άξιοποίησαν πρόθυμα τή σπινοζική διαυγή διατύπωση τής μονιστικής θέσης καί τών έπιμέρους συνεπειών της. Επίδραση άμεση καί βαθύτερη δέν είναι, ωστόσο, δυ­ νατόν νά διαπιστωθεί. Ή άπόρριψη τών c a u sa e fin ales έκ μέρους τών υλιστών,294 π.χ., δέν μπορεί νά αποδοθεί στίς σχετικές άναλύσεις τού S p in o z a ,295 αφού αποτελούσε ήδη άπό τήν έποχή τού B a co n κοινό τόπο.296 Καί τό εγκώμιο τού L a M ettrie γιά τή σπινοζική αν­ τίληψη τής αύστηρής αναγκαιότητας στή Φύση297 πρέπει νά θεωρηθεί περισσότερο συμφωνία παρά έπηρεασμός. Ά λλωστε, ό ίδιος ό L a M ettrie λέει άπερίφραστα στό ίδιο κείμενο τί τον χωρίζει άπό τον S p in o z a : ό τελευταίος τού φαίνεται άφηρημένος συστηματικός φιλό­ σοφος, πού «ό άθείσμός του μοιάζει μέ τόν λαβύρινθο τού Δαιδάλου». Καθώς είναι γνωστό, ό C on d illac λίγο πρωτύτερα είχε επικρίνει έν­ τονα τόν σπινοζισμό ώς μέθοδο,298 καί ό L a M ettrie συμφωνεί έμ292. C h ap. X X X IX -X L I = 58 κ.έ. 293. ’Ορθά υπογράμμισε τό σημείο αυτό ό V ern iere (S p in o z a et la p e n se e f r a n c a i s e , 555, σημ. 1) ένάντια στόν N aville. Καί ό W a rto fsk y , περιγράφοντας τά κοινά σημεία τών D id ero t καί S p in o z a (D id ero t a n d the D ev elop m en t o f M ate r. M o n ism , 282 κ.έ.), κάνει τό σφάλμα νά μήν διακρίνει δπως καί δσο πρέπει τή δομική άπό τήν ίστορική-γενετική πλευρά. 294. L a M e ttrie , S y st. d ’E p ic u r e , X V III ( = O eu vres, I, 236)· D id ero t, £lem . d. P h y s. = OC, IX, 271/2* H o lb a ch , S y st. de la N a t., II, 213 κ.έ. 295. E th ic a , I, A ppend. = O p e ra , II, 77 κ.έ. 296. ’Ακριβώς στόν B a c o n παραπέμπει ό D id ero t σχετικά μέ τούτο τό ζήτημα, M e la n g e s = OC, IX, 438. 297. A b re g e d e s S y s t ., V II = O eu v re s, I, 216. 298. T ra ite d e s S y s t ., X = O eu vres, I, 169 κ.έ.

322

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

φατικότατα μαζί του.299 Τό άρθρο ‘Σπινοζισμός’ τής Εγκυκλοπαί­ δειας, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα από τον D iderot, δείχνει ξεκάθαρα πόσο έντονα γινόταν αισθητή ή άπόσταση από τον Spino­ z a . Ό συγγραφέας μιλά, βέβαια, γιά τόν σπινοζισμό ώς ενιαία τάση, εννοώντας προφανώς τή συνεπή μονιστική κατεύθυνση στίς διάφορες εκφάνσεις της, ώστόσο διακρίνει τόν παλιό σπινοζισμό από τόν νεότε­ ρο, ό όποιος, καθώς λέγεται, στηρίζεται στην αντίληψη τής «αισθανό­ μενης ΰλης». Ή έκφραση αυτή προδίδει τίς ιδιαίτερες σχέσεις τού κλασικού υλισμού πρός τά πορίσματα τής νέας βιολογίας — σέ ανοιχτή αντίθεση πρός τίς θεωρητικές ακροβασίες μιας p h iloso p h ia m ore geo m etrico d e m o n strata . Οι υλιστικά προσανατολισμένοι νεοσπινοζιστές δέν επιθυμούν νά είναι καθαρά θεωρητικοί διανοητές, άλλά ερευνητές σέ στενότατη έπαφή μέ τίς τελευταίες εξελίξεις των φυσικών επιστημών.300 Ή διφορούμενη σχέση τού ώριμου υλισμού πρός τόν S p in o z a καί συνάμα ή προσπάθεια προσέγγισης των φυσικών επιστημών διαγρά­ φεται καθαρά ήδη στόν T olan d , τού όποιου τά L e tte rs φαίνονται — ακριβώς γιά τόν λόγο αύτόν— πολύ πιό σύγχρονα από τό έργο τού M eslier, μολονότι γράφτηκαν περίπου δύο δεκαετίες πρωτύτερα. ’Άς σημειώσουμε πρώτα-πρώτα δτι καί στόν T olan d τό υλιστικό αξίωμα γιά τήν ύ'λη ώς μοναδική καί αυτοκίνητη υπόσταση αποτελεί την όν­ τολογικά διατυπωμένη κορύφωση τού άντιθεολογικού άγώνα, δηλ. τήν ίδια τήν αντιστροφή τής θεολογικής πνευματοκρατίας, δπως τή βλέπει ό T olan d . Ή γένεση τής δεισιδαιμονίας καί τής πίστης στήν αθανασία τής ψυχής (στο πλαίσιο, πάντα, τής δόλιας συμπαιγνίας κλήρου καί κυριάρχων301) περιγράφεται εδώ ώς ή διαδικασία έκείνη, κατά τήν οποία αποδόθηκε βαθμιαία στήν ψυχή αύτοκίνηση καί, έπομένως, πλήρης ανεξαρτησία από τόν υλικό κόσμο*302 τό ίδιο σχήμα μεταφέρθηκε κατόπιν καί στίς σχέσεις ανάμεσα σέ κόσμο καί Θεό.303 Ό T olan d αντιστρέφει, τώρα, τούτη τήν ιεραρχία, αποδίδοντας τήν αύτοκίνηση δχι πιά στήν ψυχή άλλά στήν ύλη, γιά νά έκμηδενίσει έτσι μιά καί καλή τήν ψυχή, τήν πίστη στήν αθανασία της, τή δεισι­ δαιμονία καί τή συναφή μέ δλα αυτά κοινωνική κυριαρχία. Τό σύμ-

299. A b req e d es S y st.., VII = O euvre s, I, 215. 300. V ern iere, S p in o z a et la p e n se e f r a n g a is e , 529. ibid, παρατίθεται τό παραπάνω χωρίο από τό άρθρο ‘ S p in osism e*’ τής Εγκυκλοπαίδειας. 301. L e tte r II I = σ. 104. 302. L e tte r I I = σ. 54. 303. L e tte r IV = σ. 142.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

323

παν βρίσκεται αδιάκοπα σέ κίνηση,304 ή ενέργεια δεν ανήκει απλώς στον ορισμό, αλλά στην ϊδια την ουσία τής ΰλης,305 καί αυτή εξηγεί τον διαφορισμό ή τον μερισμό τής τελευταίας,306 Ακριβώς στό ση­ μείο αυτό διατυπώνεται καί ή κριτική στόν S p in o z a , ό όποιος, θέ­ λοντας νά ξεπεράσει τήν καρτεσιανή δυαρχία με καρτεσιανές έννοιες, άποδίδει στή μοναδική υπόσταση έκταση καί σκέψη, δχι όμως καί αύτοκίνηση.307 Τό πρόβλημα δέν είναι, βέβαια, ή εξήγηση τής τοπι­ κά περιορισμένης κίνησης, άλλά ή ίδια ή κινητήρια δύναμη ή ένέργεια·308 δμως ό S p in o z a άναφέρεται μόνο στήν τοπική κίνηση χωρίς νά κατονομάζει τήν αίτια της, καί αν ουσιαστικά παραμερίζει τήν πα­ ραδοσιακή άντίληψη γιά τόν Θεό ώς πηγή τής κίνησης, δμως δέν λέει λέξη γιά τήν έγγένεια τής κίνησης μέσα στήν ύλη.309 Ή κριτική τού T olan d βασίζεται σέ μιάν άντίληψη, πού δέν έκφράζεται ρητά, ωστόσο έξυπονοεϊται μέ σαφήνεια: δτι ή άνωριμότητα τής σπινοζικής διδασκαλίας γιά τήν κίνηση οφείλεται στήν άγνοια τής έμπειρικής μεθόδου. Μόνον έτσι καταλαβαίνουμε γιατί ό T olan d επαινεί στόν Newton δύο πράγματα συνάμα: τόν εμπειρικό προσα­ νατολισμό,310 πού ή άντίστροφη δψη του συνίσταται στήν άπόρριψη τής άφηρημένης μαθηματικής μεθόδου καί τών «υποθέσεων»,311 καί τίς νύξεις γιά τήν έγγένεια τής κίνησης στήν ύλη. Ή θεωρία τού Newton γιά τήν άπόλυτη κίνηση, ή οποία υποπίπτει στις αισθήσεις μας έξίσου λίγο δσο καί ό άπόλυτος χώρος ή ό άπόλυτος χρόνος, ση­ μαίνει γιά τόν T olan d δτι ή (άντιληπτή) στάση τών σωμάτων είναι μόνο φαινομενική, ένώ πραγματική είναι μονάχα ή αιώνια κίνη­ ση.312 Ή βαρύτητα άποτελεί καί αύτή ένδειξη γιά τήν έγγένεια τής κίνησης στήν ύλη.313 Δέν θά έξετάσουμε έδώ κατά πόσον ό T olan d ερμηνεύει ορθά τόν New ton, προπαντός ώς πρός τό πρόβλημα τής άπόλυτης κίνησης. ’Από τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών, ένδιαφέρον παρουσιάζει ή προσπάθειά του νά άποσυνδέσει τό μονιστικόύλιστικό άξίωμα γιά τήν αύτοκίνηση τής ΰλης άπό τό θεωρητικό πλαίσιο τής μεταφυσικής καί νά τό φέρει κοντά στή φυσική έπιστήμη. 304. 305. 306. 307. 308. 309. 310. 311. 312. 313.

L e tte r V = σ. 188. loc. cit., 165. loc. cit., 169. L e tte r IV = σ. 138/9. loc. c it., 140/1. loc. cit., 143. L e tte r V = σ. 177. loc. cit., 179. loc. cit., 201/2. loc. cit., 205 κ.έ.

324

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

Ό σπινοζικός μονισμός άσκησε, βέβαια, ώς δομή σκέψης, καί στόν T olan d έπίδραση, όπως δείχνει τό έργο του P an th eistico n (1720)* έδώ έχουμε, ωστόσο, νά κάνουμε μέ έναν S p in o z a , πού ό Newton καί ό Leibn iz μοιάζουν νά του είναι οικείοι.314 Ή διπλή αυτή τοπο­ θέτηση τού T olan d άπέναντι στόν S p in o z a επηρέασε άμεσα καί τούς εκπροσώπους τού κλασικού υλισμού. ’Από τά L e tte rs, πού τά είχε μεταφράσει ό H o lb a ch ,315 ό D iderot άντλησε έπιχειρήματα γιά τήν αύτοκίνηση τής ύ'λης καί γιά τή μετάβαση άπό τό άνόργανο στο οργανικό,316 καθώς έπίσης καί τήν κριτική εκείνη άξωλόγηση τού S p in o z a ,317 ή όποια στο ομώνυμο άρθρο τής Εγκυκλοπαίδειας έμφανίζεται ώς απόρριψη τής a p rio ri μεθόδου καί τής άφηρημένης έννοιολογίας του.318 ’"Αν συνειδητοποιήσουμε τή διαφορά τού κλασικού υλισμού άπό τον σπινοζισμό ή άπό προδρόμους καθώς ό M eslier, τότε θά πρέπει νά τον ορίσουμε ώς προϊόν μιας διασταύρωσης τού άντιθεολογικού άξιώματος, οτι ή ύ'λη είναι ή μοναδική καί αυτοκίνητη υπόσταση, μέ τις τελευταίες εξελίξεις στόν τομέα των φυσικών καί προπαντός των βιολογικών επιστημών. Ή νομιμότητα καί τό ενδιαφέρον τού υλιστι­ κού ρεύματος μέσα στήν ιστορία των ιδεών προκύπτουν άπό τή δια­ σταύρωση αυτή. Προτού τή διερευνήσουμε διεξοδικότερα, θά θέλαμε νά δείξουμε τή συνύφανση τού ύλισμού μέ τήν έποχή τού Διαφωτι­ σμού, παίρνοντας ώς άφετηρία τόν τρόπο, μέ τον όποιον ό υλισμός έ­ θεσε στήν υπηρεσία του ιδέες κάθε άλλο παρά υλιστικές. Όπως προ­ κύπτει άπό τόν παραπάνω ορισμό τού κλασικού υλισμού, οί τελευ­ ταίες αυτές ιδέες δέν υπήρξαν άποφασιστικές γιά τή διαμόρφωσή του. Πάντως, ό γενικός διαφωτιστικός άντικαρτεσιανισμός πρόσφερε ένα γενικό πλαίσιο, μέσα στό οποίο ήταν δυνατοί παρόμοιοι συνδυασμοί. Ώς συνεπέστερος μονισμός, ό υλισμός άποτελούσε άναγκαστικά τόν άντίποδα τής συνεπούς καρτεσιανής δυαρχίας. Γιά νά άποφύγουν λοι­ πόν τόν υλισμό, οί άντικαρτεσιανοί είχαν νά έπιλέξουν άνάμεσα στή δυαρχία τής άμφιταλάντευσης καί σέ διάφορες μορφές τής πνευματο314. Σύμφωνα μέ μιάν ωραία παρατήρηση τού V ern iere, S p in o z a et la p en se e fr a n g a is e , 358. Γιά τήν έπίδραση τού B ru n o βλ. J a c o b , The N e w to n ia n s, ίδ. 23 ί κ.έ., 247/8. 315. Ή μετάφραση δημοσιεύθηκε τό 1768 στό Λονδίνο, βλ. N av ille, H o lb a c h , 4 2 8 , καί πρβλ. S y st. de Ια N a t., I, 83, σημ. 316. C ro ck e r, Toland. et le m ater, de D id e ro t, ίδ. 2 9 1 , 293. Πρβλ. παρ. σημ. 35 καί 36 σ’ αύτό τό κεφάλαιο. 317. V ern iere, S p in o z a et la p e n se e f r a n g a is e , 600. 318. OC, X V II, 193/4.

4. Ο ΤΛΙΣΜΟΣ

325

κρατίας ή τού παμψυχισμού. Οί τελευταίες αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στή φυσική φιλοσοφία τής ’Αναγέννησης, όμως ήδη από τότε εί­ χαν, όπως ξέρουμε,319 φανεί οί επικίνδυνες συνέπειές τους. Κάτι ανά­ λογο εγινε στόν 18ο αί., όταν ό παμψυχισμός βρέθηκε σέ άμεση άντίθεση πρός τήν επιδίωξη τού καρτεσιανού μηχανικισμού νά αποπνευ­ ματώσει όλότελα τήν ύλη. ’Αλλά καί ό υλισμός καταπολεμά τήν καρ­ τεσιανή άντίληψη γιά τήν ύλη, ή οποία συναρτάται στενότατα μέ τή δυαρχία τής re s c o g ita n s καί τής re s e x te n sa . Υλισμός καί παμψυχισμός αμφισβητούν έτσι, εξίσου, χάρη στόν κοινό μονιστικό τους προσανατολισμό, τόν διαχωρισμό τού πνεύματος από τή res exten­ sa. Ή αύτοκίνηση τής ύλης, όπως τήν εννοούν οί υλιστές, έμφανίζεται από τή σκοπιά τής παραπάνω δομικής παραλληλότητας ώς έπανεμψύχωση τής ύλης — μέ άλλα λόγια: στά μάτια τού υλισμού (δηλ. άν προϋποτεθεί πώς ή ύλη είναι ή μοναδική υπόσταση) ό παμψυχισμός άποτελεΐ απλώς τήν έπίρρωση τού αξιώματος γιά τήν αύτοκίνη­ ση τής (οργανικής καί άνόργανης) ύλης. Δέν είναι, λοιπόν, παράδοξο, πού ό H olbach π.χ. δέν ενοχλείται καθόλου από τόν παμψυχισμό τού S ta h l, όταν χρησιμοποιεί ιδέες τού τελευταίου. Γιατί τόν βλέπει προπαντός ώς άντίπαλο τού καρτε­ σιανού μηχανικισμού,320 ό οποίος Αποπνευματώνει καί κάνει παθητι­ κή τήν ύλη. Μέσα στο παμψυχιστικό πλαίσιο τής σκέψης τού S ta h l (τούτο προέρχεται άπό τή φυσική φιλοσοφία τής ’Αναγέννησης, ή όποια γνώρισε μιά τελευταία αναζωπύρωση στόν καιρό τής γενικής εξέγερσης εναντίον τού καρτεσιανισμού, τού αποφασιστικότερου δηλ. εχθρού της) γεννήθηκαν, πράγματι, ορισμένες αντιλήψεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες γιά τόν υλισμό. Μ’ αυτές εννοούμε όχι μόνο τή θεωρία γιά τήν άνωτερότητα τού οργανικού στοιχείου πάνω στό μηχανικό, ή όποια συνέπεται τή δυναμοποίηση τού τελευταίου,321 αλλά καί τή θεωρία γιά τή συγγένεια των στοιχείων, ή οποία δέν μπορούσε, βέ­ βαια, νά εξηγήσει όλα τά γνωστά φαινόμενα, ώστόσο συνήθως γινό­ ταν αποδεκτή (παράλληλα ή ανάμικτα μέ τή νευτώνεια θεωρία τής έλξης) όντας χρήσιμη στήν καταπολέμηση τού καρτεσιανισμού.322 Ό H olbach ιδιοποιείται τή θεωρία τής συγγένειας των στοιχείων,323 (βλέποντας, προφανώς, ότι σ4’ αυτήν ή συνύφανση ύλης καί δύναμης 319. Βλ. κεφ. II, ύποκεφ. 2β. 320. N av ille , H o lb a c h , 193. Γιά τις μεταφράσεις έργων του S ta h l άπό τόν H olb ach βλ. σ. 426. 321. M e tz g e r, N e tv to n -S ta h l-B o e rh a a v e , 116. 322. op. c i t 139 κ.έ., ίδ. 145, 148. 323. S y st. de la TVai., I, 112.

326

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

οδηγεί, σχεδόν, Ισαμε τή θέση της αύτοκίνησης τής ΰλης), όμως δεν ένδιαφέρεται γιά τις παμψυχιστικές της προϋποθέσεις. ’Απεναντίας, στόν D iderot εμφανίζονται οι ιδέες τής νέας χημείας, καί ανάμεσα τους καί ή θεωρία τής συγγένειας των στοιχείων,324 στη σύνδεσή τους μέ θέσεις παμψυχιστικές. Αφού γιά τον υλιστικό μονισμό τό δυ­ σκολότερο καί συνάμα τό σπουδαιότερο σημείο ήταν ή εξήγηση τής μετάβασης άπό τό άνόργανο στό οργανικό, δηλ. άπό τήν ΰλη στό πνεύμα, ή άντίληψη, πώς ή αισθητικότητα είναι άρχέγονη ιδιότητα τής ΰλης, φάνηκε νά προσφέρει μιά διέξοδο. Μ’ αυτόν τόν τρόπο απο­ διδόταν στήν άνόργανη ΰλη μιά στοιχειώδης ψυχή, καί αυτό, πάλι, συνεπαγόταν μιά τεράστια μετατροπή τής έννοιας τής ψυχής άπέναντι σ’ εκείνη τής θεολογικής παράδοσης, άφοϋ τώρα θεωρούνταν δυνα­ τή μιά κατάσταση, στήν οποία ψυχή καί ΰλη ήταν αδιαχώριστες με­ ταξύ τους. Ό D iderot διατυπώνει τήν παμψυχιστική του υπόθεση (ακόμη καί οί πέτρες μπορούν νά αισθάνονται, γράφει325) ακριβώς εκεί πού πάει νά εξηγήσει τή μετάβαση άπό τό άνόργανο στό οργανι­ κό στοιχείο, παίρνοντας γιά παράδειγμα τή μεταβολή ενός κομμα­ τιού μάρμαρο σέ βρώσιμη ουσία.326 Ή στενή συνύφανση πνεύματος καί ΰλης, πού θέλει νά καταδείξει ό D iderot, υποστηρίζεται έπιπλέον μέ τήν παμψυχιστικής καταγωγής θέση, δτι στό σύμπαν τά πάντα συμμετέχουν στά πάντα.327 Ίσως δέν είναι περιττό νά υπενθυμίσου­ με, στό σημείο αυτό, δτι καί ό T olan d χρησιμοποίησε παμψυχιστικές αντιλήψεις, καί μάλιστα στή συνεπέστερη διατύπωση τού μονισμού του.328 Ωστόσο, δπως είπαμε, τά παμψυχιστικά στοιχεία δέν υπήρξαν αποφασιστικά γιά τή συγκρότηση τού κλασικού υλισμού* περισσότερο αποτελούσαν εύπρόσδεκτα βοηθητικά μέσα, πού δμως ή χρήση τους δείχνει πόσο πλούσιο πνευματικό οπλοστάσιο είχε στή διάθεσή του ό ύλιστικός μονισμός. Ή απόρριψη τού παμψυχισμού τού Stah l εκ μέ­ ρους τού L a M ettrie μαρτυρεί, πάντως, δτι ή αναδρομή σέ παρό­ μοιες θέσεις δέν ήταν λογικά άναγκαία γιά τούς υλιστές. Ό παμψυχισμός μπορούσε νά χρησιμοποιείται ελεύθερα δσο δέν συνεπαγόταν κάποια έμμεση νεκρανάσταση τής θεολογικής μεταφυσικής τού πνεύ324. In terp r. de la N a t., X X X V I = OC, II, 31/2. 325. E n tretien ent.re d 'A lem b ert et D id ero t — O C, II, 139. 326. loc. c i t 107/8. 327. Heve de d 'A lem b ert = OC, II, 139. 328. Στό P an th eistico n βρίσκουμε διατυπώσεις δπως: «nihil in t e r r a non org an icu m e st» (21), ή: «In crem en tu m la p id e s re cip iu n t decrem en tu m ut reliq u ia v e g e ta n tia » (20).

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

327

ματος — καί γ ι’ αυτήν ακριβώς μέμφεται ό L a M ettrie τόν S ta h l.329 Όπως στη φυσική φιλοσοφία τής ’Αναγέννησης, έτσι καί στον 18ο αί. ό παμψυχισμός είχε πρόσωπο Ίανού. Σ ’ αυτόν ζητούσαν κάποτε καταφύγιο διανοητές σύγχρονοι, δηλ. στενά δεμένοι μέ τις φυσικές επιστήμες, πού δμως δέν ήθελαν, γιά ήθικούς λόγους, νά δώ­ σουν χροιά υλιστική στίς μονιστικές τους τάσεις* αντί γ ι’ αυτό επι­ νοούσαν τόσες διαβαθμίσεις τής ψυχής, όσες χρειάζονταν γιά τήν κα­ τοχύρωση τής ανθρώπινης νόησης ώς έγγυήτριας τής ανθρώπινης ελευθερίας, ενώ συνάμα εμψύχωναν καί τήν ανόργανη ύλη. Τέτοιο παράδειγμα είναι ό M au p e rtu is, τού όποιου τίς παμψυχιστικές δι­ δασκαλίες στή σχέση τους μέ τή βιολογία του θά τίς εξετάσουμε στό επόμενο τμήμα αυτού τού υποκεφαλαίου. Έδώ αρκεί νά ύπομνήσουμε δη ό D iderot θεωρούσε ώς έσχατη συνέπεια τού παμψυχισμού τού M au p ertu is τήν ταύτιση Θεού καί κόσμου ή ψυχής καί σώμα­ τος330 — άποψη πού ό M au p ertu is άντέκρουσε,331 έφόσον σκοπός τού παμψυχισμού του ήταν ακριβώς νά παραμερίσει αυτό τό ακανθώ­ δες πρόβλημα καί δχι νά συγκαλύψει κάποιον κρυφό προσωπικό του υλισμό. Αυτό, ώστόσο, δέν μπόρεσε νά εμποδίσει τή γενική επίδραση τής παμψυχιστικής του διδασκαλίας προς δφελος τού υλισμού.332 Ό Leibniz είχε διίδει πόσο επικίνδυνος ήταν ό παμψυχισμός γενι­ κά333 καί ιδιαίτερα ή διδασκαλία τού S ta h l334 γιά τόν προσωπικό Θεό. Τό ότι, παρ’ δλα αυτά, σημαντικά σημεία τής δικής του φυσικής καί οντολογίας χρησιμοποιήθηκαν μέ ύλιστική έννοια335 άποτελεί άλλο ένα εναργές παράδειγμα γιά τή δράση τής έτερογονίας τών σκοπών στήν ιστορία τών ιδεών, έξαιτίας τής οποίας σέ ορισμένη εποχή έπικρατεί δποιο ρεύμα αποδείχνεται ικανό νά μεθερμηνεύσει ξένες ιδέες σύμφωνα μέ τούς σκοπούς του, έτσι ώστε οι τελευταίες τε­ λικά υπηρετούν προθέσεις Γσως καί αντίθετες από εκείνες τών δη329. T ra ite de VAme, XII, § II = O eu v res, I, 129* L 'H o m m e M a c h in e — O eu vres, I, 341. 330. ln te rp r. de la N a t., L = OC, II, 48. 331. H ep on se a u x o b je c tio n s de M . D id ero t = O eu v re s, II, 185 κ.έ. 332. Βλ. γενικά E h ra rd , Id e e de N a tu r e , 224 κ.έ. 333. C o n sid e ra tio n s s u r les P rin c ip e s de Vie, Phil. S c h r . , V I, 5 3 9 /4 0 , 549. 334. ‘ A n im a d v ersio n e s c ir c a a ss e r tio n e s a liq u a s th e o ria e m e d ica e S ta h Υύ\ O p e ra , II, 2, 131 κ.έ. 335. Γιά τήν κατανόηση τής προβληματικής, που συζητάμε έδώ, είναι ίσως χρή­ σιμο νά άναφερθούμε σέ σύγχρονες προσπάθειες έρμηνείας του L e ib n iz από τή σκο­ πιά τού διαλεκτικού υλισμού μέ τή μαρξιστική-λενινιστική έννοια, βλ. π.χ. H o lz , L e ib n iz, ίδ. 23 κ.έ., 59 κ.έ.

328

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΗΣ

μιουργών τους. Χαρακτηριστικό για τή διαδικασία αυτή είναι δτι διανοητές, πού αρχικά φαίνονται ξεχασμένοι έξαιτίας τής απαρχαιω­ μένης, δπως νομίζεται, γενικής τους θεώρησης, γίνονται καί πάλι επίκαιροι — τή φορά δμως αυτή δχι έξαιτίας τής συνειδητής τους γε­ νικής τοποθέτησης, άλλά επειδή ορισμένες πλευρές τής σκέψης τους μπορούν νά χρησιμοποιηθούν ώς υλικά σέ οικοδομήματα σκέψης άρχιτεκτονημένα (εντελώς) διαφορετικά. Προϋπόθεση τής νέας τους έπικαιρότητας είναι, μέ άλλα λόγια, ό κατακερματισμός τής άρχικής ολότητας τής σκέψης τους καί ή σχετική, τουλάχιστον, άπομόνωση όσων στοιχείων φαίνονται τώρα χρήσιμα* αυτό, πάλι, συμβαδίζει μέ τή μικρότερη ή μεγαλύτερη άδιαφορία άπέναντι στή συνειδητή συνο­ λική τοποθέτηση τού έκάστοτε διανοητή — άδιαφορία, πού συχνά πα­ ρουσιάζεται ώς άνακάλυψη τής «άληθινής» άντικειμενικής σημασίας τού έργου του. Καί στήν περίπτωση τού Leibniz, ή γενική άδιαφορία άπέναντι στό σύνολο τής σκέψης του —ας άναλογιστούμε π.χ. τήν τύ­ χη τής θεωρίας του γιά τήν προδιατεταγμένη άρμονία— βρίσκεται σέ άντίθεση πρός τή συχνή χρησιμοποίηση ή μεθερμηνεία μεμονωμένων ιδεών του. Στή Γαλλία, μετά τό 1720, έλάχιστη προσοχή τού δίνε­ ται, μιά καί θεωρείται άφηρημένος μεταφυσικός, δπως βλέπουμε καί άπό τή σχετική πολεμική τού C o n d illac.336 Τόν θυμούνται, ώστόσο, ώς έκπρόσωπο τής αισιόδοξης θεοδικίας μέ άφορμή τίς συζητήσεις πού προκάλεσε τό E s s a y τού Pope, καί είναι χαρακτηριστικό δτι με­ ρικοί καθολικοί βλέπουν τήν αισιοδοξία του συνυφασμένη μέ τήν πλευρά έκείνη τής σκέψης του, πού στούς ίδιους γεννούσε τήν υποψία τού υλισμού.337 ’Ανεξάρτητα άπό τό αν αισιοδοξία καί υλισμός συγγένευαν, δπως διατείνονταν οι άπαισιόδοξοι θεωρητικοί τού προ­ πατορικού άμαρτήματος, είναι γεγονός δτι, στή Γαλλία τουλάχιστον, μιά πλευρά τής σκέψης τού Leibniz άσκησε τήν έπίδρασή της παράλ­ ληλα μέ τή διαδικασία τής διαμόρφωσης τού υλισμού* δέν είναι δύ­ σκολο νά έξηγήσουμε γιατί ή πλευρά αυτή ήταν άκριβώς ή άντικαρτεσιανή, πού φαινόταν σάν συγκαλυμμένη όντολογική άνατίμηση τής ΰλης. Γιατί ό Leibn iz άμφισβήτησε τήν ταυτότητα ύλης καί έκτασης, χρησιμοποιώντας τήν έννοια τής δύναμης. Θεωρώντας ώς θεμελιώ­ δες σφάλμα τού μηχανικισμού τήν έξίσωση δύναμης καί ποσότητας τής κίνησης, προχώρησε στή διατύπωση μιας δυναμικής, δηλ. δρισε 336. T ra ite d e s S y s t . , V III = O eu v re s, I, 151 κ.έ. 337 Σχετικά βλ. B a r b e r , L e ib n iz in F r a n c e , 97 κ.έ., I l l κ.έ., 147 κ.έ. Τό βι­ βλίο τοΰ B a r b e r δέν έπισημαίνει τήν πλευρά έκείνη τής έπίδρασης του L e ib n iz, που μάς απασχολεί έδώ, πρβλ. τίς κριτικές παρατηρήσεις του R o g e r , S cie n ce s de la Vie, 4 6 1 , σημ. 10, καί 4 7 9 , σημ. 110.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

329

τή δύναμη (vis) ώς m v2 καί περιόρισε τήν ισχύ τού mv στη στατική. Ή έννοια τής δύναμης σκόπευε, λοιπόν, νά άνασκευάσει τήν καρτε­ σιανή θεωρία γιά τήν αδιαφορία τής ύ'λης απέναντι στήν κίνηση338 — καί κάτι παραπάνω, όπως θά δούμε άμέσως. Οί διαφορές άνάμεσα στή δυναμική τού Leibniz καί τού New­ ton339 δέν εμπόδισαν τήν κοινή τους επίδραση. Γιατί ή προσοχή των ενδιαφερομένων δέν στρεφόταν τόσο πρός τις διαφορές αυτές καί τό —ξεθωριασμένο πιά— θεολογικό-μεταφυσικό τους πλαίσιο, αλλά πρός τήν κοινή άπόρριψη τής καρτεσιανής δυαρχίας δπως καί τής καρτεσιανής άδιαφορίας τής ύ'λης απέναντι στήν κίνηση. (Ίσως ή κοι­ νή αυτή τοποθέτηση των Leibn iz καί Newton νά έξηγείται, στήν προοπτική τής ιστορίας των ιδεών, άπό τό γεγονός δτι καί οί δυό τους προσπάθησαν, αν καί γιά διαφορετικούς λόγους καί μέ διαφορε­ τικό τρόπο, νά συνδυάσουν μηχανιστικές θέσεις μέ στοιχεία παρμένα άπό τή φυσική φιλοσοφία τής Αναγέννησης340). Ή άντικειμενική θεωρητική γειτνίαση τού L eibniz πρός τον Newton, δσον άφορά στό νευραλγικό σημείο τού άντικαρτεσιανισμού τους, φαίνεται καθαρά αν συγκρίνουμε τίς άπόψεις τού πρώτου πάνω στό ποιές πλευρές τής νευτώνειας θεωρίας πρέπει νά θεωρηθούν θετικές μέ τίς άντίστοιχες απόψεις ενός καρτεσιανά προσανατολισμένου ερευνητή καθώς ό Huy­ ge n s.341 'Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδοξο ήταν δτι ό Leibniz, ακρι­ βώς στήν προσπάθειά του νά άνασκευάσει τίς κατά τή γνώμη του θεολογικά επικίνδυνες συνέπειες τής νευτώνειας φυσικής, κατέληξε σέ θέσεις, πού τουλάχιστον εκ πρώτης δψεως έ'μοιαζαν «υλιστικές». Ό ­ πως ξέρουμε, ή γενική αντίληψη τού Newton συνεπαγόταν τήν όντο­ λογική άνωτερότητα τού χώρου άπέναντι στήν ύλη* γΓ αύτό καί οί δυνάμεις δέν άποδίδονταν στήν ίδια τήν ύ'λη, άλλά έκδιπλώνονταν διαμέσου τού χώρου: ή τηλενέργεια τών δυνάμεων συμβάδιζε μέ τήν αποδοχή ενός κενού άκριβώς έξαιτίας τής όντολογικής κατωτερότη­ τας τής ύ'λης.342 Στήν όντολογική άνωτερότητα τού χώρου οφειλό­ ταν, δμως, καί ή θεολογικά ύποπτη συνύφανση χώρου καί Θεού. Γιά νά καταπολεμήσει τή συνύφανση αύτή, ό Leibniz επρεπε νά άντικα338. W e stfa ll, F o rc e , 284 κ.έ., 315 κ.έ. 339. Βλ. σχετικά B ru n sc h v ic g , E x p e r . hum . et c a u sa l, p h y siq u e , 242 κ.έ., 252. 340. W e stfa ll, F o r c e , 32 3 , 4 5 0 , 398. Γιά τήν έπιδραση τής φυσικής φιλοσο­ φίας τής Αναγέννησης στόν L e ib n iz βλ. F rie d m a n n , L e ib n iz et S p in o z a , 263 κ.έ. 341. R o se n b e rg e r , N ew ton , 247. 342. M cG u ire, B o d y a n d Void, 232.

330

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

ταστήσει το κενό με το plenum καί νά προσδώσει δύναμη στην ύλη. Ή ύλη αποτελεί τό αναγκαίο πεδίο δραστηριότητας τής σοφίας καί τής ισχύος τού Θεού, παρατηρεί ό Leibniz ένάντια στή θεωρία τού κενού, άντικρούοντας συνάμα καί τή νευτώνεια θέση για την όντολο­ γική κατωτερότητα τής ύ'λης.343 Καί δταν ό C lark e τού άντέτεινε δτι ό Θεός μπορεί νά ασκήσει τήν επήρειά του καί πάνω σε άυλα δντα,344 ό Leibniz άνταπάντησε δτι «κάθε δημιουργημένη υπόσταση συνδέε­ ται μέ τήν ύλη»,345 άφού μονάχα ό Θεός «βρίσκεται πάνω άπό κάθε ύλη».346 Ή ταυτόχρονη απόκρουση τής θεωρίας τού κενού καί τής καρτεσιανής δυαρχίας σήμαινε, δμως, δτι ή ύλη ήταν κάτι παραπάνω άπό άπλή έκταση. Ή έννοια τής δύναμης φιλοδοξεί νά ρίξει μιά γέφυ­ ρα άνάμεσα σέ πνεύμα καί αισθητά, μεταφυσική καί φυσική.347 Τί συνέπειες είχε αύτό, μάς τό δείχνει ή παρατήρηση τού M au p ertu is, δτι ό νόμος τού L eibniz γιά τή διατήρηση τής δύναμης εκδιώκει τόν Θεό άπό τόν κόσμο εξίσου δσο καί ό καρτεσιανός νόμος γιά τή διατή­ ρηση τής κίνησης.348 Γιά νά συμπληρώσουμε τήν εικόνα τής επίδρασης τού Leibniz πρός δφελος υλιστικών άπόψεων θυμίζουμε τήν άριστοτελικήςσχολαστικής καταγωγής θέση του εναντίον τού B oyle στή διαμάχη γύρω άπό τήν έννοια τής Φύσης349 — μιά θέση πού, μέσα στίς συνθή­ κες έκείνες, έπιβοηθούσε θέλοντας καί μή τήν άνατίμηση τής Φύσης άπέναντι στόν Θεό, τήν οποία τόσο φοβόταν ό B oyle. Ό μως οί υλι­ στές άναφέρονται καί άμεσα στόν L eibn iz, καί μάλιστα δχι σέ σχέση μέ περιθωριακά προβλήματα. Ό L a M ettrie π.χ. τόν επικαλείται, γιά νά υποστηρίξει τή θέση του γιά τήν εγγενή δύναμη τής Φύσης δχι μόνο νά κινείται, άλλά καί νά αισθάνεται*350 αν ή έννοια τής ψυχής 343. Δεύτερη επιστολή στόν C la rk e , Phil. S c h r ., V II, 356. 344. Δεύτερη απάντηση, loc. c it., 360. 345. Τρίτη επιστολή στόν C la rk e , loc. cit., 365. 346. C o n sid e ra tio n s s u r les P rin c ip e s de Vie, Phil. S c h r ., V I, 546. 347. A nim adv. in p a r te m g e n e r. P rin c ip . C a r te s., § 64 = Phil. S c h r ., IV, 391: «N a m p r a e te r e x te n sio n e m ... in e st m a te r ia e vis i p s a seu a g e n d i potentia qu ae transitum fecit a M etaph y sica ad n atu ram , a m aterialib u s ad imm a te r ia lia » . 348. E s s a i de K o sm o l., He P a rt. = O eu v re s, I, 43/4. 349. Βλ. τή μικρή πραγματεία D e ip s a n a tu r a siv e de vi in sita etc. {Phil. S c /ir., IV, 505), πού στρέφεται ένάντια στόν Γερμανό καρτεσιανό Chr. Sturm . Πρβλ. κεφ. V III, σημ. 203. 350. T ra ite de VAme. VI = O eu v res, 1, 66, 68. Πρβλ. A b re g e d e s S y s t., Ill = I, 201, όπου ή άρχή τής κίνησης ονομάζεται άπλώς «Φύση», πράγμα πού δείχνει άκόμη μία φορά τή χρησιμοποίηση άριστοτελικών-σχολαστικών θέσεων μέ ύλιστική έννοια.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

331

έχει κάποιο νόημα, τότε μπορεί μόνο νά σημαίνει δ,τι καί ή «κινη­ τήρια δύναμη» τού L e ib n iz .351 Βέβαια, ό L a M ettrie θεωρεί τίς μονάδες φανταστική επινόηση,352 συμφωνώντας μέ τόν M au p ertuis*353 ό D id erot, δμως, έχοντας προφανώς στόν νοΰ του τίς από­ ψεις τής φυσικής τού L eib n iz, πού συζητήσαμε παραπάνω, ισχυρί­ στηκε δτι οί μονάδες είναι τό ίδιο μέ τή σκεπτόμενη ύ'λη τού H o b b es.354 Αύτό τό καταλαβαίνουμε καλύτερα, αν θυμηθούμε δτι καί ό ίδιος ό L eibniz είχε έμμεσα παραδεχτεί τή συνάφεια τής μοναδολογίας του μέ τίς εξελίξεις στόν τομέα τής βιολογίας,355 πού συνέ­ βαλαν αποφασιστικά στήν άντικατάσταση τού άκαμπτου ατόμου μέ τό δυναμικό-όργανικό κύτταρο.356 Ή ’ίδια συνάφεια καταφαίνεται στό γεγονός δτι ένας πρόδρομος τής νεότερης βιολογίας, δπως ό Need­ ham, άνατρέχει στήν επιχειρηματολογία τού Leibniz γιά νά κατα­ πολεμήσει τήν καρτεσιανή άντίληψη γιά τήν ύ'λη.357 β)

Ό χλασικός υλισμός, κισμον

ή

νέα βιολογία κα ί ή άπόρριψη τον μηχανι-

’Ασφαλώς δέν ήταν σύμπτωση τό δτι οί πρόοδοι τής βιολογίας σημά­ δεψαν έντονα τή φυσιογνωμία τού κλασικού ύλισμού. Γιατί τό κύριο πρόβλημα καί ή βασική δυσκολία τού ύλισμού στόν 18ο αί. —δπως καί προγενέστερα ή μεταγενέστερα— ήταν ή εξήγηση τής μετάβασης από τό άνόργανο στό οργανικό, έτσι ώστε νά ερμηνεύονται καί τά λε­ γάμενα πνευματικά φαινόμενα. Άπό ύλιστική σκοπιά έπρεπε δηλ. νά καταδειχτεί δτι ή μετάβαση αυτή πραγματοποιείται άποκλειστικά χάρη στή δραστηριότητα τής αυτόνομα κινούμενης ύ'λης καί δτι, συ­ νεπώς, τό πνευματικό στοιχείο άποτελεί μόνο μιά πλευρά ή μιά βαθ­ μίδα τού υλικού — πράγμα πού σημαίνει τήν κατάργηση τής παραδο­ σιακής τουλάχιστον έννοιας τού πνεύματος. Στόν τομέα τής βιολο­ γίας (άκριβώς έπειδή αύτός βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο άνάμεσα 351. L 'H o m m e M a c h in e = O eu v re s, I, 343. 352. A b re g e d e s S y s t ., Ill = O eu v re s, I, 200. 353. L e ttre V III = O eu v re s, II, 262 κ.έ. 354. Βλ. τό άρθρο ‘ L e ib n itz ia n ism e ’ τής Εγκυκλοπαίδειας — O C, XV , 4 5 7 · ό τονισμός τής έννοιας τής έντελέχειας (προφανώς σέ συμφωνία μέ τόν L e ib n iz, βλ. π.χ. τό μικρό κείμενό του άπό Μάιο τού 1702 στά Phil. S c h r., IV, 393 κ.έ.) φανε­ ρώνει γι'* άκόμη μία φορά τήν άναδρομή τών υλιστών στήν άντικαρτεσιανή πλευρά τής Σχολαστικής. 355. S y st. n o u v eau de la n at. etc. = PhiL S c h r., IV, 480. 356. C asin i, C on cetto d i ‘M o le c o la o r g a n i c a \ ίδ. 363. 357. R o g e r, S c ie n c e s d e la vie, 5 02/3.

332

TV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

στους δύο τομείς τού πνεύματος καί της ύλης, μπορώντας έτσι νά τούς απορροφήσει ή να τούς ενοποιήσει μέσα του), ή όντολογική άνατίμηση τής ύλης παρουσιάζεται πολύ αδρότερα απ’ δ,τι στή φυσική καί στή χημεία, καί αυτό κάνει ευνόητες τις συμπάθειες τών ύλιστών γιά τήν καινούργια έπιστήμη. Ά ν ιδωθούν άπό πιό κοντά, οί δύο άκρογωνιαίοι λίθοι τής νέας βιολογίας —ή θεωρία τής έπιγένεσης καί ό έξελικτισμός— δέν είναι άλλο τίποτε παρά άμεσα πορίσματα άπό τή βασική θέση, δτι ή ύλη κλείνει εξαρχής μέσα της μιά πληθώρα δυνα­ τοτήτων ή τουλάχιστον δτι τίς δημιουργεί στήν άδιάκοπη αύτοκίνησή της. Μιά τέτοια ύλη δέν μπορεί, βέβαια, νά ταυτιστεί μέ τήν έκταση. Μολονότι οί ιδρυτές τής νέας βιολογίας δέν ήταν υλιστές, ώστόσο έπρεπε νά στραφούν a lim ine έναντίον τής καρτεσιανής δυαρχίας καί τού καρτεσιανού μηχανικισμού, άφού καί τά δύο αυτά συναρτιόνταν στενότατα μέ τήν έξίσωση ύλης καί έκτασης. Άφού τώρα ή αυστηρή δυαρχία καί επομένως ή όντολογική καθα­ ρότητα τού πνεύματος στό καρτεσιανό σύστημα αποτελούσε τήν άντίστροφή δψη τής τελειότητας τού μηχανισμού τής re s e x te n sa —τε­ λειότητας πού μπορούσε νά χρησιμοποιηθεί ώς επιχείρημα γιά τήν ύ­ παρξη καί τή δραστηριότητα τού Θεού— γ ι’ αυτό καί ή άνακάλυψη άτελειών στόν μηχανισμό τής Φύσης χρησιμέυσε συχνά γιά νά κλονί­ σει τή δυαρχία καί τή συναφή αντίληψη γιά τον Θεό. Συμβαίνει, λοι­ πόν, τό παράδοξο δτι ή Φύση θεωρείται (έν μέρει) άλογη, γιά νά μπο­ ρέσει νά κερδίσει τήν πλήρη αύτάρκεια καί αυτονομία της άπέναντι στόν Θεό· άπό πολεμική άποψη αυτό ήταν άναπόδραστο, εφόσον ή τελειότητα τού μηχανισμού τής Φύσης θεωρούνταν απόδειξη τής πρό­ νοιας καί τής σοφίας τού Θεού. (Στό σημείο αυτό πολλοί διαφωτιστές έξισώνουν άδιαφόριστα τήν καρτεσιανή θεολογία, παρ’ δλη τήν άρνη­ ση τών c a u sa e fin ales έκ μέρους τού D e sc a rte s, μέ τήν έκκλησιαστική αντίληψη γιά τον Θεό, παίρνοντας ώς κριτήριο τον δυαρχικό προσανατολισμό* δμως καί πολλοί θεολόγοι, δσο περνά ό καιρός, εκτιμούν δλο καί περισσότερο τον αδρό καρτεσιανό χωρισμό τού Θεού άπό τόν κόσμο). Ό άγώνας έναντίον τού καρτεσιανισμού καί τών θεολογικών του συνεπειών εξηγεί λοιπόν τήν έπιμονή, μέ τήν όποια σημαντικοί έκπρόσωποι τής νέας βιολογίας τονίζουν τό τυχαίο καί τό άστάθμητο στοιχείο στή Φύση. Γιά τόν M au p e rtu is, ή σύμ­ πτωση είναι ή δύναμη εκείνη, πού προκαλεί τήν έκδίπλωση τών έμ­ φυτων δυνατοτήτων τής Φύσης.358 Χαρακτηριστική είναι ή προθυ358. D iss. su r V origin d e s n o ir s, Ch. III. Τό παραθέτει ό E h ra rd , Id e e de N a tu r e , 230.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

333

μία, μέ τήν οποία οι υλιστές αποδέχονται τέτοιες γνώμες. «Κάτι ανε­ παίσθητο μπορεί νά διαταράξει τήν οπτική τής Φύσης», γράφει ό L a M ettrie,359 καί στή συνέχεια άντιτάσσει στήν τελολογική αντίληψη, πού βλέπει παντού τόν προνοητικό δάκτυλο τού Θεού, δτι ή σύμπτω­ ση είναι γονιμότερη από τή σοφία.360 Τό τελικό του συμπέρασμα εί­ ναι δτι άκόμη καί λογικά δντα μπορούν νά προέλθουν από τυφλές αιτίες.361 Καί γιά τόν D iderot, ή κατάλυση τής φυσικής τάξης μέ τήν εμφάνιση τεράτων π.χ. αποτελεί σίγουρη ένδειξη εναντίον τού ισχυρι­ σμού δτι ή Φύση κατευθύνεται άπό τή σοφία τού Θεού.362 Τό πολεμι­ κό νόημα τέτοιων άποφάνσεων γίνεται πρόδηλο αν άναλογιστούμε πόσο έμφατικά ό D iderot θεωρεί, άπό τήν άλλη πλευρά, άδύνατο τό απόλυτο χάος στή Φύση — αλλά ύπό τόν δρο, πάλι, δτι ή τάξη θά άπορρέει άπό τίς «άρχέγονες ιδιότητες τής ύλης».363 Καί ό H o lb ach , πού έξίσου χρησιμοποιεί τήν άταξία στή Φύση ώς επιχείρημα εναν­ τίον τού Θεού,364 φρονεί παράλληλα δτι στήν πραγματικότητα δέν υπάρχουν τέρατα, αν ώς κριτήριο πάρουμε τή φυσική αναγκαιότητα καί δχι τίς συνήθειες τών ανθρώπινων αισθήσεων.365 Ή παράδοξη άγάπη τών άντιθεολογικά (ή, έστω, μή θεολογικά) τοποθετημένων φυσιοδιφών γιά τά τέρατα καί τά εκτρώματα είχε κι έναν άλλο λόγο. Στρεφόταν δηλ. εναντίον τής θεωρίας τής προΰπαρ­ ξης, πού μέ τή σειρά της συνεπαγόταν τήν παθητικότητα τής ύλης, άφού σύμφωνα μ’ αύτήν ή ύλη, μέ προκαθορισμένη κανονικότητα, όφείλει νά παράγει δ,τι έθεσε μέσα της ό Θεός τήν ήμέρα τής δη­ μιουργίας — πράγμα πού ισχύει δχι μόνο γιά τά βιολογικά είδη, αλ­ λά καί γιά τά άτομα.366 Στά πλαίσια τής θεωρίας αυτής συνδεόταν ή παντοδυναμία τού Θεού μέ τή μηχανική τάξη τής Φύσης, καί αυτό αποτελούσε μιά μορφή τής συμμαχίας θεολογίας καί καρτεσιανισμού, 359. S y st. d yE p ic u r e , XXII = O eu v res, I, 237. 360. op. cit., X V III = I, 236. 361. op. c it., X X V III = I, 239. 362. L e ttr e s s u r les A v eu g les — O C, I, 310. 363. In te r p r . de la N a t., X X X V I = OC, II, 32. 364. S y st. de la N a t., I, 135. 365. op. cit., I, 126/7. 366. Γιά τή διαμάχη γύρω άπό τή θεωρία τής προΰπαρξης γενικά βλ. E h r a r d , Idee d e N a tu r e , 211 κ.έ.· γιά τίς διαφορές άνάμεσα στή θεωρία της προΰπαρξης καί στή θεωρία τής προδιαμόρφωσης (p re fo rm a tio n ) καθώς καί γιά τή θεολογική σημασία καί προϊστορία τού προβλήματος βλ. R o g e r , S c ie n c e s de la vie, 325 κ.έ.* γιά τή γένεση καί τίς παραλλαγές τής θεωρίας τής προδιαμόρφωσης βλ. G u y en ot, S cien ces de la vie, 256 κ.έ., 296 κ.έ., δπου καί οί αναγκαίες πληροφορίες γιά τή σημασία τής άνακάλυψης τού μικροσκοπίου καί γιά τίς έργασίες τών M a lp ig h i, H ooker κτλ. (105 κ.έ., 189 κ.έ.).

334

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

ή οποία, όπως είπαμε, είχε ώς συνέπεια τή συχνή ταύτιση των δυό τους από την πλευρά των υλιστών. ’Αποκλίσεις από τόν φυσιολογικό τύπο κάθε είδους δεν μπορούσαν, ωστόσο, νά εξηγηθούν με αυτόν τόν τρόπο, γ ι’ αυτό καί τά τέρατα παραμένουν, κατά τή γνώμη του M au p ertu is, αποφασιστικό επιχείρημα εναντίον τής θεωρίας τής προΰπαρξης367 καί υπέρ τής θεωρίας δτι ή ζωή αναπτύχθηκε αυτόνο­ μα μέ βάση δικούς της νόμους.368 Μέσα από τό πρίσμα τής θεωρίας τής έπιγένεσης (σύμφωνα μέ τήν οποία κάθε άτομο δημιουργείται ex novo μέ τή βαθμιαία διαμόρφωση τών μελών του), ό M au p ertu is άντιπαραθέτει στά «συστήματα τών έκδιπλώσεων» (έδώ έννοείται ή έκδίπλωση προϋπαρχόντων πυρήνων, είτε ώών είτε τών λεγομένων «σπερματικών ζώων») τις «νεόκοπες δημιουργίες».369 Κάτι τό νέο μπορεί, δμως, νά δημιουργηθεί μονάχα από μιάν ευκίνητη καί μεστή ύλη. Ό M au p e rtu is, θέλοντας, είτε από πεποίθηση είτε γιά λόγους τακτικής, νά άποφύγει τή μετωπική έπίθεση εναντίον του Θεού, δια­ τυπώνει τή συμβιβαστική υπόθεση δτι ό Θεός χάρισε στήν ΰλη, τήν ώρα τής δημιουργίας της, μιά πληθώρα ιδιοτήτων καί κατόπιν τήν ά­ φησε ελεύθερη νά άναπτύξει τίς ένθετες ίδιότητές της.370 Ή στενή σχέση τής έξέλιξης τών ιδεών στή βιολογία μέ τήν αλλαγή τής άντίληψης γιά τήν ύ'λη στή φυσική καταφαίνεται στήν επιδίωξη τού M au p ertu is νά άναγάγει τήν έπιγένεση στήν έλξη.371 ’Αργότερα εγ­ καταλείπει τήν ιδέα αυτή,372 ώστόσο παραμένει χαρακτηριστικό γιά τήν πληθώρα τών δυνατών δρόμων πρός τήν όντολογική ανατίμηση τής ύ'λης τό δτι καί μέ τήν ώριμη παμψυχιστική του θέση δεν κάνει καμιά παραχώρηση στή δυαρχία. Κάθε άλλο. Ή άρνησή του νά δεχτεί τή δυνατότητα γένεσης τής ζωής από μηχανικά αίτια373 τόν οδηγεί στή συνύφανση ζωής καί ύ'λης ήδη στο κατώτατο επίπεδο. Ί ­ χνη τής αρχικής θεωρίας γιά τή δράση τής έλξης καί τής άπωσης ξα­ ναβρίσκουμε εκεί δπου ό M au p e rtu is χαρακτηρίζει τήν ένθετη στήν ύ'λη «αρχή τής νόησης» ώς «έπιθυμία», από τή μιά, καί «αποστρο­ φή», από τήν άλλη, γιά νά προσθέσει κατόπιν καί τή «μνήμη»·374 σέ 367. 71 κ.έ., 368. 369. 370. 371. 372. 373. 374.

V e n u sp h y s., XIV* S y st. de N a t., XI, X X X V -X X X V II ( = O eu vres, II, 144/5, 159 κ.έ.). S y st. de N a t., X X V II, X L IX ( = O eu v re s, II, 154/5, 169). Venus p h y s., XII, X V I ( = O eu vres, II, 6 4 /5 , 80 κ.έ.). S y st. de N a t., X X V II ( = O eu vres, II, 154/5). Venus p h y s., X V II ( = O eu vres, II, 88/9). S y st. de N a t., IV , X IV ( = O eu vres, II, 141, 146 κ.έ.). op. cit., X X V III, L X IV ( = II, 155/6, 182). op. cit., X IV , πρβλ. LV ( = II, 147, πρβλ. 174).

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

335

άλλα χωρία γίνεται λόγος για «ένστικτο»375 ή γιά κάποια «σκοτεινή καί άναρθρη αίσθηση».376 ’Ανόργανο καί οργανικό στοιχείο προ­ σεγγίζουν αμοιβαία, έτσι ώστε τό πρώτο δεν αποτελεί παρά τό άποσκληρωμένο καί άγονο πιά τμήμα τής ενιαίας ύλης.377 Ή πίστη στήν ενότητα αυτή υποσκάπτει τή φρόνιμη, αλλά άθεμελίωτη θέση τού M au p ertu is, δτι τά πρώτα οργανικά άτομα διαμορφώθηκαν μέ τρό­ πο θαυματουργό.378 (Ό M au p e rtu is φροντίζει, πάντως, νά αφήσει ρευστά τά δρια άνάμεσα σε θαύμα καί σε σύμπτωση379). Ά ς παρατη­ ρήσουμε, τέλος, δτι ό M au p e rtu is προσδοκά άπό τον παμψυχισμό δχι μόνο τό γεφύρωμα τού χάσματος άνάμεσα σέ πνεύμα καί ύλη, αλλά καί μιάν εξήγηση τών ανώτερων ψυχικών λειτουργιών (καί οί υλιστές διαπραγματεύονται ενιαία τά δύο αύτά προβλήματα, άφού θεωρούν δτι ή νόηση γεννιέται στή διαδικασία τής έκλέπτυνσης τής ύ­ λης). Ή ελάχιστη άντιληπτική ικανότητα τών στοιχείων, πού απαρ­ τίζουν τήν οργανική ύλη, αποτελεί κατά τόν M au p e rtu is τήν πρώτη βάση μιας «άντίληψης ενιαίας, πολύ πιό έντονης καί τέλειας», οπότε εξαφανίζεται καί ή αύτοτέλεια τών έπιμέρους στοιχείων μέσα στό νέο οργανικό Ό λο.380 Ό D id erot άξιοποιεΐ τή θεωρία αυτή σέ ένα κεν­ τρικό σημείο τών αναλύσεων του, δπως θά δούμε άμέσως. Σέ κατοπινότερες έργασίες του, ό M au p e rtu is άναφέρεται στήν ανασκευή τής θεωρίας τής προΰπαρξης εκ μέρους τού BufFon, τονί­ ζοντας καί τίς δικές του προεργασίες προς αύτή τήν κατεύθυνση.381 Έδώ, ωστόσο, δέν ενδιαφέρει τό ζήτημα τής προτεραιότητας, αλλά ή λογικά άναγκαστική συμφωνία τών θέσεων τών δύο φυσιοδιφών. Ακριβώς στό σημείο, δπου ό BufFon εξαγγέλλει τήν έξουθενωτική του ετυμηγορία εναντίον τής θεωρίας τής προΰπαρξης, μπαίνει στό προσκήνιο καί ή έννοια τής «παραγωγικής ύλης».382 Καί άφού λίγο πρωτύτερα ό BufFon γράφει δτι οί c a u s a e fin ales δέν έχουν θέση στή φυσική επιστήμη,383 πρέπει νά συμπεράνουμε δτι ή γένεση καί ή εξέλιξη τών ειδών οφείλονται στή δημιουργική δραστηριότητα τής ύ375. op. c it., L X ( = II, 179). 376. R e p o n se ά D id ero t = O eu v re s, II, 213. 377. S y st. de N a t., X L IX ( = O eu v re s, II, 169). 378. op. cit., XXXI ( = II, 158). 379. op. cit., X LV ( = II, 164/5). 380. op. c it., L I-L IV ( = II, 170 κ.έ.). 381. L e ttr e X I V ( = O eu vres, II, 302 κ.έ.). Γιά τίς σχέσεις άνάμεσα στους δυο τους βλ. B ru n e t, M a u p e rtu is, 326 κ.έ. 382. H ist, d e s a n im ., R e c a p itu l. = O eu vres, 287A -289B. 383. op. cit., V = O eu v re s, 2 8 4 B.

336

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

λης. Μονάχα μιά τέτοια, έστω καί άδιατύπωτη αντίληψη, πού μέ τή σειρά της προϋποθέτει τή γενική ανατίμηση τής ύλης, κάνει κατανοη­ τή καί λογικά δυνατή τήν προσέγγιση του οργανικού μέ τό ανόργανο, όπως τήν επιδιώκει ό BufFon. Ακριβώς μέ βάση τούτη τήν προ­ σέγγιση, ό BufFon απορρίπτει ρητά τήν πίστη στή μεταφυσική προέ­ λευση τής ψυχής: «τό ζωντανό καί τό έμψυχο δέν είναι μεταφυσική βαθμίδα των δντων, αλλά φυσική ιδιότητα τής ύλης».384 Κάθε ύλη μπορεί λοιπόν νά γίνει όργανική, άφού απόλυτα νεκρή ύλη δέν υπάρ­ χει385 καί άφού τό οργανικό είναι τό συνηθέστερο καί λιγότερο δαπα­ νηρό προϊόν τής φυσικής οικονομίας:386 δσο φυσικότερο γίνεται τό οργανικό στοιχείο, τόσο λιγότερο χρειάζεται νά θεωρηθεί ή ζωή ώς θείο δώρο. Ό BufFon άποτολμά τέτοιους ισχυρισμούς, μολονότι διό­ λου δέν συμμερίζεται τόν παμψυχισμό τού M au p e rtu is387 — καί αυ­ τό δείχνει ακόμη μιά φορά πόσο ασήμαντες ήταν καθαυτές οίπαμψυχιστικές πεποιθήσεις καί πόσο σημαντικές, αντίστροφα, οι δομές σκέ­ ψης, οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσα σέ παμψυχιστικό περίβλημα (προστατευμένες, έτσι, άπό τήν υποψία τού υλισμού), γιά νά αύτονομηθούν άμέσως κατόπιν. ’Ασήμαντες, τόσο λογικά δσο καί άπό τήν άποψη τής ιστορίας των ιδεών, είναι καί οι λεπτομέρειες των έκάστοτε ερμηνειών τής μετάβασης άπό τό ανόργανο στό οργανικό στοιχείο* ακριβώς ή ταλάντευση των ερευνητών στό σημείο αυτό καί ή έλλειψη πειραματικής βάσης, δηλ. ό καθαρά θεωρητικός χαρακτήρας τών προσπαθειών τους, επιτρέπουν τό συμπέρασμα, δτι οι τελευταίες αυ­ τές σέ πρώτη γραμμή πήγαζαν άπό τή θέληση νά συγκροτηθεί μιά συνεκτική καινούργια κοσμοεικόνα. Ή άμφιταλάντευση τούτη, πού στόν M au p e rtu is δείχτηκε μέ τήν άπεμπόληση τής αρχικής του υπόθεσης, δτι ή έπιγένεση οφείλεται στήν έλξη, καί μέ τήν υιοθέτηση τού παμψυχισμού, στόν BufFon παίρνει τή μορφή μιας αναθεώρησης τής αρχικής του θεωρίας, δτι τά οργανικά κύτταρα (ώς συνδετικός κρίκος οργανικού καί ανόργανου στοιχείου) προκύπτουν άπό τή συ-

384. op. cit., I = O eu v re s, 238ΑΒ. 385. op. cit., II = O eu v re s, 245B: «le b ru t n ’ e st que le m o rt», δηλ. τό πρώην ή τέως ζωντανό. 386. ibid. 387. R o g e r , S c ie n c e s de la vie, 556/7.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

337

νεργία θερμότητας καί έλξης*388 αργότερα θεωρεί τή δημιουργία των κυττάρων αυτών ώς χημική διαδικασία.389 Ή ύπαρξη ταυτόσημων ή παρόμοιων μέ τίς παραπάνω δομών σκέψης στους κλασικούς υλιστές —πού οφείλεται, βέβαια, δχι σέ φι­ λολογικές επιδράσεις, αλλά πρώτα-πρώτα στήν έσώτερη λογική του τρόπου σκέψης τους— γίνεται ακόμη πιό αξιοπρόσεκτη άπό τό γεγο­ νός, ότι ό M aupertuis καί ό Buffon άρνιοϋνται νά βγάλουν υλιστικά συμπεράσματα άπό τίς παραπάνω θέσεις τους, έστω κι αν αναγκά­ ζονται έτσι νά κάνουν λογικά άλματα.390 Εξηγήσαμε ήδη γιατί τό πρόβλημα τής μετάβασης άπό τό ανόργανο στό όργανικό βρισκόταν στο έπίκεντρο τής προσοχής τών υλιστών. Ή έπικαιρότητα τού προ­ βληματισμού τους, όφειλόμενη στήν εξέλιξη τής βιολογίας, αναγνω­ ρίστηκε έμπρακτα καί άπό τούς αντιπάλους τους, οι οποίοι θέλοντας καί μή ασχολούνταν καί οι ίδιοι όλο καί περισσότερο μέ όσα φυσικά φαινόμενα παρουσιάζονταν κατά καιρούς ώς συνδετικός κρίκος ανά­ μεσα σέ πνεύμα καί ύ'λη. ’Έτσι εξηγείται ή σφοδρότητα τής διαμάχης, τήν όποια προκάλεσε ό πολύποδας τού T rem bley, καί μάλιστα σέ σχέση μέ τό πρόβλημα τής ψυχής.391 Ένώ οι Ιησουίτες καί ό —σύμ­ μαχός τους στον άγώνα εναντίον τού υλισμού— V oltaire άρνιούνταν νά θεωρήσουν τόν πολύποδα ώς ζώο,392 ό L a M ettrie είδε στήν ικα­ νότητα τού πολύποδα νά άναπαράγεται αύτοδιαιρούμενος τό αποφα­ σιστικό βήμα πρός τήν ιδιότητα τού έμψυχου όντος* συνάμα ό L a M ettrie, επικαλούμενος τό φαινόμενο τού πολύποδα, στράφηκε εναντίον τής θεωρίας τής προΰπαρξης.393 Όλα αυτά, πάλι, θεμελιώ­ θηκαν καί συμπληρώθηκαν μέ μιά καινούργια δική του θεωρία γιά τή μετάβαση άπό τό ανόργανο στό όργανικό, σύμφωνα μέ τήν οποία τό 388. Ό συνδυασμός τής επήρειας τής θερμότητας μέ τή δύναμη έκείνη (δηλ. τήν έλξη), ή όποια, όπως λέει ό B u ffo n , άποτελεί τήν αίτια δλων τών φαινομένων του άνόργανον κόσμου, υπογραμμίζει άκριβώς τή συνύφανση ανόργανου καί οργανικού κόσμου, βλ. L a N a t u r e , S eco n d e Vue = O eu v res, 4 IB. 389. E p o q u e s de la N a t., 5 e E p . = O eu v re s, 175A (« p a r l a ch a le u r su r les m atiere s d u ctiles»). 390. Χαρακτηριστικό είναι δτι ό M a u p e rtu is, άμέσως μετά τίς καθαρά βιολογι­ κές αναλύσεις του πάνω στούς νόμους τής κληρονομικότητας, σπεύδει νά υπερασπί­ σει τήν ελευθερία τής βούλησης κτλ., S y st. de N a t., L V I-L V II ( = O eu v re s, II, 174 κ.έ.). Σχετικά μέ παρόμοιες παλινωδίες τού B u ffon βλ. R o g e r , S c ie n c e s de la We, 530 κ.έ. 391. V a rta n ia n , T rem b le j^ s P o ly p , 264. 392. D iet. P h ilo s., A rt. ‘ P o ly p e s’ = OC, XX, 2 4 0 /1 . Πρβλ. V a rta n ia n , Trem ble}'*s P o ly p , 284/5. 393. L *H o m m e M a c h in e = O eu v re s, I, 3 0 3 , 333.

338

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΛΗΣ

τελευταίο προήλθε από τή σύμμιξη του εδάφους μέ σπέρματα ώριμασμένα στόν αέρα, χάρη στην ένέργεια της θερμότητας,394 Και πάλι δέν μάς ένδιαφέρει έδώ τό περιεχόμενο τής θεωρίας, άλλά ή κατεύ­ θυνση καί ή πρόθεσή της. ’Άλλωστε, οι υπόλοιποι έκπρόσωποι του κλασικού υλισμού φαντάστηκαν διαφορετικά την κρίσιμη μετάβαση άπό τό άνόργανο στό οργανικό. Καί στόν D iderot (ό όποιος σημείω­ σε μέ εξίσου μεγάλη προσοχή καί χαρά δσο καί ό L a M ettrie την άνακάλυψη τού T rem bley 395) ή μεταμόρφωση τής «αδρανούς ύλης σέ αισθανόμενη» εμφανίζεται στό πλαίσιο τής απόρριψης τής θεωρίας τής προΰπαρξης,396 δμως αύτή τή φορά θεωρείται ώς προϊόν μιας «ζύμωσης», χάρη στήν όποια π.χ. ένα κονιορτοποιημένο κομμάτι μάρμαρο μεταβάλλεται πρώτα σέ χώμα καί κατόπιν, διαμέσου τής άφομοίωσής του άπό φυτά, σέ κάτι βρώσιμο καί οργανικό.397 Ό H olbach παράγει καί αυτός τήν οργανική ζωή άπό μιά «ζύμωση», πού πραγματοποιείται υπό τήν έπίδραση τής θερμότητας.398 Οί τάσεις πρός τή σύγχρονη θεωρία τής εξέλιξης, οί όποιες εκδη­ λώνονται στή βιολογία τού 18ου αί. χωρίς, ώστόσο, νά ολοκληρώ­ νονται, άποτελούν, τό ίδιο δπως καί ή θεωρία τής έπιγένεσης, λογική συνέπεια τής φυσικοεπιστημονικής καί όντολογικής ανατίμησης τής ύ'λης. Θά μπορούσαμε, μάλιστα, νά χαρακτηρίσουμε τήν έπιγένεση ώς μερική άποψη μιας άδιατύπωτης άκόμη εξελικτικής άντίληψης — ή, πάλι, νά χαρακτηρίσουμε τήν εξελικτική άντίληψη ώς μεταφορά τής έπιγένεσης άπό τό επίπεδο τού μεμονωμένου είδους στήν δλη κλίμακα τών ειδών. Δέν είναι, λοιπόν, τυχαίο πού ή θεωρία τής έπι­ γένεσης καί οί τάσεις πρός τον έξελικτισμό έμφανίζονται άλληλένδετα στούς ίδιους στοχαστές. Όπως ή έπιγένεση, έτσι καί ή έξέλιξη εί­ ναι αδιανόητη δίχως τήν παραγωγικότητα τής ύ'λης. Ή έξέλιξη γίνε­ ται, άλλωστε, έννοια ουσιαστική μόνον αν νοηθεί ώς έκδίπλωση καί διαμόρφωση κάποιου πράγματος πού υπάρχει σπερματικά. Πηγή τών έξελίξιμων δυνατοτήτων είναι ή ύλη, ένώ οί βαθμίδες τής έξέλιξης άποτελούν τίς αλληλοδιάδοχες, βαθμιαίες πραγματώσεις τών δυ­ νατοτήτων αυτών — καί άντίστροφα: ή ιδέα τής έξέλιξης μπορεί νά οριστεί ώς ή θεωρητική συναγωγή τής τωρινής πολυμορφίας τής Φύ­ σης άπό τίς αρχικές δυνατότητες τής αυτοκίνητης ύλης. Ή έξέλιξη γ ί­ νεται δυνατή, έπειδή στήν απαρχή της βρίσκεται μιά δυνητικά όλό394. 395. 396. 397. 398.

S y st. d ’E p icu re , V II-X = O eu vres, I, 231 κ.έ. In te r p r. de la N a t., XV I = OC, II, 18- E lem . d e P h y s. = OC, IX, 255. E n tretien en tre d 'A lem b ert et D id ero t = OC, II, 110. loc. cit., 105 κ.έ. S y st. de la N a t., I, 95.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

339

πλευρη καί ώστόσο ένιαία υπόσταση. Τό μονιστικό υπόβαθρο τής εξε­ λικτικής ιδέας εξηγεί γιατί ή τελευταία πρωτοδιατυπώθηκε κυρίως από υλιστές. ’Αλλά καί ό BufFon χρωστά τις κάποιες εικασίες του γιά τη θεωρία τής εξέλιξης στήν προσέγγιση τού ανόργανου μέ τό ορ­ γανικό, δπως ό ίδιος τήν επιχείρησε. Ύπό τήν επίδραση των εικα­ σιών αυτών φαντάστηκε, βέβαια, τή δημιουργία κάπως άντιχριστιανικά καί ισχυρίστηκε, παρόμοια μέ τόν M au p e rtu is, δτι ό Θεός στήν πραγματικότητα δέν δημιούργησε τετελεσμένες πραγματικότητες, αλλά άνοιχτές δυνατότητες — δέν δημιούργησε δηλ. «έναν όρισμένο αριθμό ειδών», αλλά «μιάν άπειρία συνδυασμών αρμονικών ή άντίθετων καί μιά διηνεκή σειρά καταστροφών καί ανανεώσεων».399 Ή Φύση βρίσκεται σέ συνεχή κίνηση400 καί ή γένεση βιώσιμων ειδών συντελεΐται μέ διάφορους συνδυασμούς, έπιτυχίες, αποτυχίες καί εξάντληση δλων τών δυνατοτήτων.401 Τό δτι, παρ’ δλα αυτά, ό BufFon στά όψιμα χρόνια του υπεράσπισε τήν άμεταβλησία τών ειδών,402 δείχνει μονάχα πόσο βαθύ είχε γίνει —αντικειμενικά τουλά­ χιστον— τό χάσμα ανάμεσα σέ βιολογικές καί χριστιανικές πεποιθή­ σεις. Είναι ένδεικτικό δτι καί ό L a M ettrie χρησιμοποιεί τήν έκφραση «άπειρία συνδυασμών»403 γιά νά χαρακτηρίσει τήν εγγενή δυναμική τής ύλης, από τήν οποία προκύπτουν προοδευμένοι οργανισμοί, άφοΰ ξεπεραστεΐ ή άτέλεια τών πρώτων ζωντανών δντων.404 Σέ ορισμένη βαθμίδα τής έξέλιξης αύτής, πού φυσικά δέν έχει καμιά σχέση μέ τή θεολογική-σχολαστική τελολογία,405 έμφανίζεται ό άνθρωπος* «ή μετάβαση από τά ζώα στόν άνθρωπο δέν είναι βίαιη».406 Καί τό Αν­ θρώπινο πνεύμα διαμορφώνεται καί τελειοποιείται μέσα στήν ίδια διαδικασία,407 καί μάλιστα κάτω από τήν πίεση όρισμένων αναγ­ κών408 (δπως βλέπουμε, ό έξελικτισμός στή βιολογία καί ή γενετική θεώρηση στή γνωσιοθεωρία συμβαδίζουν). Ό D iderot επιβεβαιώνει έμμεσα τήν παραπάνω παρατήρησή μας γιά τή λογική συνάρτηση ανάμεσα σέ έπιγένεση καί εξέλιξη, δταν γράφει δτι είδη ολόκληρα θά 399. 400. 401. 402. 403. 4 04. 405. 4 06. 4 07. 4 08.

H ist, n a tu r ., 1 . D isc ., D e l a m an ie re etc. = O eu v res, 9A. A nim . co m m u n s a u x d e u x contin. = O eu vres, 382B. H ist, n a tu r., 1. D isc ., D e la m an ie re etc. = O eu v res, 9B. E p o q u e s de la N at. = O eu v re s, 125B. S y st. d 'E p ic ., XV I ( = O eu v re s, I, 235). op. c i t XIII ( = I, 233). op. c it., X V III ( = I, 236). V H o m m e M a c h in e ( = I, 304). S y st. d ’E p ic ., X X V II ( = I, 238 /9 ). L 'H o m m e P la n te , III ( = II, 19).

340

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

μπορούσαν νά γεννηθούν καί νά έκλείψουν όπως καί τά άτομα τού κάθε είδους* μόνον ή πίστη, δχι ή παρατήρηση τής Φύσης στηρίζει τήν αντίληψη τής άμεταβλησίας των ειδών από τόν καιρό τής δη­ μιουργίας τους.409 Στήν πραγματικότητα, ή μακριά σειρά των ζώων μπορεί νά προήλθε «από διαφορετικές έξελίξεις ενός καί μόνο ζώου».410 Τό nil sub sole novum είναι προκατάληψη ή ψευδαίσθη­ ση τής πεπερασμένης μας γνώσης*411 στήν όρθή έννοια τής Φύσης θά έπρεπε οπωσδήποτε νά συμπεριληφθεί καί ή «ιδέα τής διαδοχής».412 ’Αλλά καί ή δεύτερη παρατήρησή μας, σχετικά μέ τή λογική σχέση έξελικτισμού καί μονισμού, έπιβεβαιώνεται έμμεσα άπό τόν Dide­ rot, δταν τονίζει πόσο ρευστά είναι τά δρια όργανικού καί ανόργα­ νου ή πνεύματος καί ύλης ακριβώς στίς περικοπές εκείνες, δπου ισχυ­ ρίζεται τή μεταβλητότητα τών είδών.413 Ό H o lb ach , τέλος, συνδέει μέ ιδιαίτερη έμφαση τή θέση γιά τή γένεση νέων ειδών414 μέ τήν αν­ τίληψη, δτι «ό άνθρωπος έχει παραχθεί μέσα στόν χρόνο».415 Ή θεματοποίηση τής διάστασης τού χρόνου, πού ό H o lb ach ανα­ φέρει εδώ ρητά, αποτελεί αποφασιστική πρωτοτυπία τής νέας έξελικτικής αντίληψης. Επιτρέπει δηλ. μιά μεθερμηνεία τής αρχαίας καί χριστιανικής416 ιδέας γιά τήν αλυσίδα τών δντων, έτσι ώστε τό ίδιο τό θεμέλιο τής θεωρίας γιά τήν άμεταβλησία τών είδών μεταβάλλε­ ται σέ αφετηρία τού έξελικτισμού: πρόκειται εδώ γιά μία άκόμη ση­ μαντική περίπτωση χρησιμοποίησης άντιυλιστικών απόψεων μέ υλι­ στική έννοια. Ό BufFon,417 ό L a M ettrie418 καί ό D id ero t419 μι­ λούν καί αυτοί βέβαια γιά τήν άλυσίδα τών δντων, δμως ή θεματο­ ποίηση τής διάστασης τού χρόνου κάνει τήν αλυσίδα αύτή> νά φαίνε­ ται πιό πολύ σάν πρόγραμμα, πού οφείλει νά πραγματοποιήσει ή Φύ­ ση μέσα στήν κίνησή της, ένώ στήν παραδοσιακή άντίληψη ή άλυσίδα τών δντων αποτελούσε απλώς τό ευρετήριο μιας Φύσης στατικής.420 409. 410. 411. 412. 413. 414. 415. 416. 417. 418. trie μέ 419. 420.

In terp r. de la N a t ., L V III = OC, II, 57. illem . de P h y sio l. = OC, IX, 264. In te r p r. d e la N a t ., L V II = OC, II, 55. op. c it., L V III = OC, IL 57. op. c it., L V III = OC, II, 58/9* R eve de d 9A le m b e rt = OC, II, 138/9. S y st. de la N a t., I, 154. op. cit., I, 150. L o vejo y , G re a t C h ain o f B e in g , κεφ. I καί II. H ist. N a t., 1ος D isc ., D e la m a n ie re etc. = O eu vres, 10A. L 9H om m e P lan te, III ( = O euvres, II, 17). Γιά τίς σχέσεις τού L a M et­ τόν B o n n et βλ. V a r ta n ia n , T rem b le j^ s P o ly p , 2 6 5 /6 , 2 7 2 /3 , 279/80. Elem . de Ph ys. = OC, IX, 253. Σύμφωνα μέ μιαν έκφραση του L o v ejo y , G r e a t C h ain o f B e in g , 244. vO-

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

341

Στό πλαίσιο τής παραδοσιακής αντίληψης κεντρική κατηγορία ήταν, λοιπόν, δχι ό χρόνος, άλλα ό χώρος* ό έξοβελισμός του χρόνου ήταν φυσικός, αφού, σύμφωνα με τήν πλατώνική-χριστιανική όντολογική ιεραρχία, τελειότητα καί άμεταβλησία συνυφαίνονταν στενά.421 Οι μεταφυσικές συνέπειες τούτης τής θέσης είναι προφανείς. Γιά τον Bonnet το αξίωμα, δτι ή Φύση δέν κάνει άλματα, σημαίνει πρώταπρώτα τόν άποκλεισμό τών συμπτώσεων, τών άπρόβλεπτων καί άσχετων προς τη θεία πρόνοια άλλαγών ή τάξη συνδέεται άμεσα μέ τόν Θεό καί άποτελεί ουσιαστική άπόδειξη τής τελειότητάς του.422 Στη νέα εξελικτική προοπτική συνδέεται, άπεναντίας, ή έλλειψη κε­ νών στή Φύση μέ τήν ιδέα τής άβίαστης μετάβασης άπό τήν ύλη στό πνεύμα ή άπό τό ένα είδος στό άλλο,423 ένώ παράλληλα ή άποδοχή τής χρονολογικής προτεραιότητας τής ύλης (χάρη στή θεματοποίηση τής διάστασης τού χρόνου) τείνει νά στηρίξει καί τήν άξίωσή της γιά όντολογική άνωτερότητα. Ό ,τι είναι άπό ίδεαλιστική σκοπιά τελειό­ τερο (τό πνεύμα) παρουσιάζεται τώρα ώς προϊόν τού άτελέστερου (τής ύλης), ένώ ή άλυσιδωτή συνέχεια άνάμεσά τους χρησιμεύει απλώς γιά νά εξηγήσει πώς τό δεύτερο παράγει τό πρώτο. Στον Bon­ net, άπεναντίας, λειτουργία τής αλυσίδας ήταν ή παγίωση τής θέσης κάθε δντος, έτσι ώστε νά μήν διακινδυνεύσει ούτε στιγμή ή όντολογι­ κή ιεραρχία: τά καθαρά πνεύματα βρίσκονται στό ΰψιστο σημείο τής αλυσίδας καί ό ίδιος ό Θεός άπ’ έξω της,424 ένώ παράλληλα σύρεται μιά σαφής διαχωριστική γραμμή άνάμεσα σέ οργανικό καί άνόργανο.425 Τό πόσο δυσμενείς είχαν γίνει οι καιροί γιά μιά τέτοια θεώρη­ ση, τό δείχνουν οι έπιφυλάξεις τού R obinet (πού κατά τά άλλα πρεσβεύει τήν παλιά άντίληψη τής αλυσίδας τών δντων, δπως έπίσης καί τή θεωρία τής προΰπαρξης) άκριβώς άπέναντι στούς χωρισμούς εκείνους, άπό τούς οποίους ό B on n et προσδοκούσε τήν κατοχύρωση τού πνεύματος καί τού Θεού.426 Ή γενική διαφορά υλισμού καί καρτεσιανισμού συμπίπτει μέ τή διαφορά μονισμού καί δυαρχίας, δηλ. άπόλυτης συνύφανσης καί άπόψεις τής σύγκρουσης άνάμεσα στή θεωρία γιά τήν άλυσίδα τών δντων καί στή νεοφα­ νή άκόμη θεωρία τής έξέλιξης στήν ’Αγγλία συζητά ό W hitney, P rim itiv ism a n d the Id e a o f P r o g r e s s , 142 κ.έ., 158 κ.έ. 421. A n d erson , B o n n e t's T a x o n o m y , 49, 51. 422. M a r x , B o n n et co n tre le s L u m ie re s, 143. 423. Ρητά στον D id ero t, R e v e de d 'A lem b ert = OC, II, 139. 4 24. C on tem p latio n de la N a t u r e , S ec. P a r t., Ch. IX = I, 28/9. 425. op. cit., Q u atr. P a r t ., Ch. II = I, 74/5. 426. L o v ejo y , G re a t C h ain o f B e in g , 269 κ.έ., 275/6* M a r x , B o n n et co n ­ tre les L u m ie re s, 354 κ.έ.* R o g e r , S c ie n c e s d e la Vie, 652.

342

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

λυτου διαχωρισμού τής re s c o g ita n s καί τής re s e x te n sa . Τό προ* βλημά μας είναι, τώρα, νά ορίσουμε έπακριβέστερα την ειδικότερη διαφορά ανάμεσα στον υλισμό καί στον καρτεσιανό μηχανικισμό. Ε ί­ ναι πρόδηλο δτι ή γενική διαφορά εμπεριέχει τήν ειδικότερη, αφού ή καρτεσιανή δυαρχία συνεπάγεται αναγκαστικά τη μηχανική συμπερι­ φορά τής όλότελα χωριστής άπό τό πνεύμα καί επομένως νεκρής ύ­ λης, τό ϊδιο δπως καί ό υλιστικός μονισμός —γιά νά μπορέσει νά μεί­ νει μονισμός, δηλ. νά συναγάγει τά πάντα άπό μιά καί μόνη αρχή— πρέπει νά διευρύνει ή νά κάνει πιο εύκαμπτη τήν έννοια τής ύλης, θέ­ τοντας έτσι eo ipso σέ αμφισβήτηση τήν καρτεσιανή άκαμψία τής ύ­ λης ώς προϋπόθεση τής μηχανικής συμπεριφοράς της καί τού μηχανικισμού γενικά. Ήταν, λοιπόν, λογικά άναγκαίο νά συνοδευτεί ή άνατίμηση τής ύλης έκ μέρους τής νέας βιολογίας μέ τήν άπόρριψη των μηχανιστικών ερμηνειών. Καί επιπλέον, έξαιτίας τής στενής συνά­ φειας ανάμεσα στήν άνατίμηση τής ύλης καί στις θεωρίες τής έπιγένεσης καί τής εξέλιξης, ήταν φυσικό νά καταντήσει ό μηχανικισμός, ό οποίος πρέσβευε ταυτόχρονα τήν παθητικότητα τής ύλης καί τή θεία προέλευση των νόμων τής κίνησης, έσχατο καταφύγιο τής θεωρίας γιά τήν άμεταβλησία των ειδών, συγκεντρώνοντας, έτσι, πάνω του τά πυρά των εκπροσώπων τής νέας βιολογίας.427 Ή ανοιχτή πολεμι­ κή τού Buffon ένάντια στόν καρτεσιανό μηχανικισμό428 γίνεται άληθινά κατανοητή άπ’ αύτή τή σκοπιά, έστω καί αν ό μεγάλος φυσιοδί­ φης δέν είχε πλήρη συνείδηση των παραπάνω λογικών συναφειών. Ό D iderot, πάντως, ήταν πολύ πιό ευαίσθητος σέ προβλήματα θεωρη­ τικών συσχετισμών μεγάλης κλίμακας καί έτσι μπορούμε νά υποθέ­ σουμε δτι ή έκ μέρους του άπόκρουση τού μηχανικισμού429 στή βιο­ λογία συνδεόταν συνειδητά μέ τήν όντολογική άνατίμηση τής ύλης. Όσον άφορά στόν L a M ettrie, θά ήταν έπιφανειακό νά ερμηνεύ­ σουμε τήν προκλητική του χρήση τής λέξης «μηχανή» ώς ομολογία πίστεως στόν καρτεσιανό μηχανικισμό.430 Στο φώς δσων έκθέσαμε 427. Πάνω σέ τούτη τή συμμαχία άνάμεσα στή θεωρία τής άμεταβλησίας των ει­ δών καί στόν μηχανικισμό (συμμαχία πού άποτελεΐ μία άπό τίς μορφές τής ιδιοποίη­ σης τού καρτεσιανισμού έκ μέρους θεολόγων τού 18ου αί.) βλ. R o g e r, S cien ce s de ία Vie, 211 /2, 216/7. 428. H ist, g e n e r . d e s a n i m ITT-IV = O eu v res, 249A -250A , 252A . Ε νδ ια ­ φέρον είναι δτι ό BufFon διευρύνει τήν έννοια τού μηχανισμού, είσάγοντας τήν έν­ νοια των «fo rc e s p e n e tra n te s», των όποιων πρότυπα παραδείγματα είναι ή «παγ­ κόσμια έλξη» καί οί «χημικές συγγένειες». 429. Elem . de P h y s. = OC, IX, 262 /3 . 430. Έ τσ ι, ό V a rta n ia n προσπάθησε (προπαντός στήν εργασία του D id e ro t a n d D e sc a rte s) νά παρουσιάσει τόν υλισμό τού Διαφωτισμού ώς μετεξέλιξη τού καρτε-

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

343

μόλις, κάτι τέτοιο θά ήταν αδύνατον ήδη έξαιτίας τού γεγονότος δτι ή καρτεσιανή δυαρχία άπορριπτεται πανηγυρικά, καί μάλιστα στήν άρχή άκριβώς τού L ’H om m e M ach in e.431 Στήν T raite του ό L a M ettrie στρέφεται εναντίον τής ταύτισης ύλης καί έκτασης432 καί μι­ λά γιά τίς «παθητικές μηχανικές μορφές πού έχουν νά κάνουν μέ τήν έκταση»:433 ώστε ό καρτεσιανός μηχανικισμός εδράζεται στήν άντίληψη δτι ή ύ'λη ώς έκταση είναι παθητική — ενώ γιά τόν L a M ettrie ή ύ'λη είναι «ένεργή υπόσταση»,434 πού διαθέτει δύναμη κινητική καί αισθητική,435 καί επομένως δέν χρειάζεται νά κινηθεί άπό τόν Θεό.436 Στο L ’H om m e M ach in e ή αύτοκίνηση τής ύ'λης τονίζεται εξίσου έμφατικά εναντίον των καρτεσιανών.437 Τήν έννοια «μηχανή» πρέπει νά τήν κατανοήσουμε μέσα σ’ αυτό τό πλαίσιο. ’Αφού ό L a M ettrie προσάψει στον D e sc a rte s τή μομφή δτι στερεί άπό τίς μη­ χανές του τήν ικανότητα νά αισθάνονται,438 διατυπώνει τή δική του, πολύ εύρεία άντίληψη τής έννοιας μιας μηχανής: «τό νά είσαι μηχα­ νή, νά αισθάνεσαι, νά σκέπτεσαι καί νά ξεχωρίζεις τό καλό άπό τό σιανού μηχανικισμού. Σ έ μιά σημαντική βιβλιοκρισία (ιδ. 6 5/6), ό D ieck m an n δια­ τύπωσε ήδη τά σπουδαιότερα έπιχειρήματα ενάντια στήν άποψη αυτή, δείχνοντας ό­ τι ό V a rta n ia n άπλουστεύει ανεπίτρεπτα τόν καρτεσιανισμό, δτι καί άλλοι στοχα­ στές (άπό τόν L o ck e ίσαμε τόν S p in o z a καί τόν L eib n iz) άσκησαν τήν επίδρασή τους πάνω ατούς υλιστές, καί δτι ό καρτεσιανισμός δέν συμβιβάζεται μέ τήν άποψη τού μετασχηματισμού των ειδών. Στήν κατοπινότερη έργασία του γιά τό L 'H o m m e M achine τού L a M e ttrie ό V a rta n ia n πήρε υπόψη του τήν κριτική αυτή (στόν βαθμό, τουλάχιστον, πού ύπογράμμισε τή διεύρυνση τής καρτεσιανής έννοιας τής μη­ χανής εκ μέρους τού L a M e ttrie , βλ. σ. 19), ωστόσο ουσιαστικά παρέμεινε στήν αρ­ χική του θέση, άποδίδοντας στήν έπίδραση τού D e s c a rte s τή δήθεν εξέλιξη τού L a M ettrie άπό τόν μεταφυσικό των fo rm a e su b sta n tia le s (στήν T raite) στόν μηχανικιστή βιολόγο τού L 'H o m m e M a c h in e (45 κ.έ.). 'Ωστόσο ή άντίληψη αυτή γιά τή δήθεν μετατόπιση τής σκοπιάς τού L a M ettrie μπορεί νά άμφισβητηθεϊ βάσιμα (ό­ πως έγινε ήδη άπό τή R o se n fie ld , F ro m B e a st-M a c h in e to M a n -M a ch in e , 142 κ.έ.* πρβλ. τά άντεπιχειρήματα τού V a rta n ia n , T rem b le y 's P o ly p , 277, σημ. 60, καί τήν άνάλυσή μας στή συνέχεια), καί έπίσης, άκόμη κι άν τή δεχτούμε, αυτό δέν αποδείχνει eo ip so τήν έπίδραση τού D e sc a rte s. — Ό N aville (H o lb a c h . 237) συ­ νόψισε όρολογικά τή διαφορά άνάμεσα σέ παλιό καί σέ καινούργιο (υλιστικό) μηχανικισμό, χαρακτηρίζοντάς την ώς διαφορά άνάμεσα σέ «m ecan ic ie n s g e o m e tre s» καί «m e ca n ic ie n s n a tu r a lis te s» . 431. O eu v re s, I, 286. 432. T r a ite , II-III ( = O e u v re s, I, 5 5 /6 , 58). 433. op. cit., IV ( = I, 60). 434. op. cit., V ( = I, 63). 435. op. cit., Ill, VI ( = I, 60, 67/8). 436. op. cit., V ( = I, 65). 437. O eu vres, I, 343. 438. T ra ite , V II ( = I, 72).

344

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΥΛΗΣ

κακό» είναι στά μάτια του πράγματα ταυτόσημα.439 Όταν μιλά γιά «μηχανή», ό L a M ettrie θέλει πρώτα-πρώτα νά υποβάλει στόν άναγνώστη του τήν ιδέα ενός κλειστού καί αυτόνομου Όλου* στόν D e sc arte s επαινεί άποκλειστικά τήν προσπάθειά του νά καταδείξει εξαντλητικά τις άκρες δυνατότητες αυτόνομης λειτουργίας ενός κα­ θαρά υλικού συνόλου, συνάμα δμως (ίσως ειρωνευόμενος τήν ιδιο­ ποίηση τού καρτεσιανισμού έκ μέρους τών θεολόγων) προσθέτει δτι άκριβώς ή κατάδειξη τών άκρων αυτών δυνατοτήτων κάνει τήν αυ­ τοτελή res co g ita n s καί μαζί τή δυαρχία περιττή, άρα ή τελευταία μπορεί καί νά αποτελεί παραπλανητικό ελιγμό τού D e sc a rte s Απέ­ ναντι στήν Εκκλησία.440 Κατά τά άλλα, ό D e sc a rte s κρίνεται δπως συνηθιζόταν στόν 18ο αί.: ώς ιδιοφυία πού περιφρονούσε τήν έμπειρία καί γΓ αυτό έκανε καί μεγάλα λάθη.441 Μιά καί ό L a M ettrie λέ­ γοντας «μηχανή» έννοεϊ γενικά δ,τι λειτουργεί αυτόνομα, ή μηχανή του φτάνει στήν τελείωσή της δχι όταν αποκλείσει, αλλά δταν συμπεριλάβει μέσα της τό ψυχικό στοιχείο μέ τρόπο, βέβαια, γενετικό. Ή κεντρική θέση τού L 'H om m e M ach in e δέν λέει τίποτε άλλο, παρά δτι οι ψυχικές καταστάσεις πάντοτε «συσχετίζονται» μέ σωματι­ κές,442 πράγμα πού στήν T raite είχε ήδη διατυπωθεί πολύ πλαστικότερα.443 Μονάχα αυτή ή ερμηνεία τής έννοιας τής μηχανής επιτρέπει νά κατανοήσουμε πώς είναι δυνατόν ό L a M ettrie νά έπαινεί κά­ ποιον σάν τόν B o e rh a a v e δτι εξήγησε «μέ τον μηχανισμό καί μό­ νον» δλες τίς λειτουργίες τής έλλογης ψυχής,444 ή νά επιδοκιμάζει τόν D e sc arte s, επειδή θεώρησε τά ζώα ώς μηχανές, καί συνάμα νά τόν ψέγει, επειδή τούς άρνήθηκε τίς ψυχικές λειτουργίες.445 Ό δρος «μηχανή» παραμένει σκόπιμα έννοιολογικά χαλαρός, δμως ούτε κάν κι αυτό δέν ήταν καινούργιο: ακόμη καί ένας πεπεισμένος εχθρός τού ύλισμού, δπως ό L eib n iz, είχε χαρακτηρίσει τά οργανικά οντα ώς μηχανές ή «φυσικά αύτόματα».446 Ή έντονα ειρωνική πραγματεία L e s a n im a u x p lu s que m achines δείχνει καθαρά τι ένδιαφέρει τόν L a M ettrie, δταν χρησιμοποιεί προκλητικά τόν δρο «μηχανή»: νά 439. L 'H o m m e M a c h in e = I, 348. 440. op. c i t 347. 441. T r a ite , XII, § IV* A b re g e d es S y s t ., I* V H o m m e M ac h in e ( = I, 132 κ.έ., 191, 290). 442. I, 298. 443. T ra ite , I = l, 54: « L ’ am e et le c o rp s on t ete fa its en sem b le d a n s le m em e in sta n t, et com m e d ’un seul coup de p in c e a u ». 444. A b re g e d e s S y s t ., VI = I, 213. 445. L·1H om m e M a c h in e = I, 347. 446. M o n a d o lo g ie , § 64 = Phil. S c h r V I, 618.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

345

εξοβελίσει την ψυχή ώς μεταφυσικά κατοχυρωμένη καί αθάνατη ον­ τότητα. Ή σκέψη του εμφανίζεται από τή βιταλιστική της πλευρά, ό­ ταν άσχολείται μέ την εγγενή καί παλλόμενη ζωντάνια τής ύλης ώς θεμέλιο τής βιολογίας (καί τής οντολογίας) του, ενώ ό «μηχανικισμός» του έρχεται στο προσκήνιο προπαντός όταν επιθυμεί νά διαλύ­ σει κάθε υποψία, ότι ή ζωντάνια τούτη σέ τελευταία ανάλυση είναι ή ανάσα τού Θεού: στήν περίπτωση αυτή είναι αναγκασμένος νά εξη­ γήσει τή ζωή, άποδίδοντάς την σέ επιστημονικά απτούς παράγοντες, οπότε φυσικά έντείνεται καί ή κλίση του πρός τήν (εξωτερικά τουλά­ χιστον) αφοπλιστική διαύγεια των μηχανιστικών ερμηνειών. Ή πο­ λεμική τούτη έγνοια κάνει κατανοητή τήν άμφιταλάντευση τού L a M ettrie, όπως καί τού D iderot, ανάμεσα στόν βιταλισμό καί στόν μηχανικισμό.447 Όπως είπαμε, ό καρτεσιανός μηχανικισμός στηριζόταν στήν άντίληψη μιας άνελαστικής ύλης, πού ή ταυτότητά της μέ τήν έκταση τήν έκανε νά φαίνεται όλότελα ομοιογενής. Ή άνατίμηση τής ύλης καί ή συνακόλουθη άντληση τής άπειρης ποικιλομορφίας τού κόσμου άπ’ αυτήν έκανε, άπεναντίας, εύλογη τή θέση ότι ή ύλη είναι βέβαια ενιαία μέ τήν όντολογική έννοια τής μιας υπόστασης, όμως είναι ετε­ ρογενής στή συγκεκριμένη της ύπαρξη. Ή έτερογένεια αυτή έπρεπε, μέ τή σειρά της, νά άποδοθεΐ στήν επίδραση τής εγγενούς κίνησης τής ύλης. ’Αντίθετα άπό τήν καρτεσιανή κίνηση, ή οποία ούτε μεταβάλλει ούτε παράγει κάτι νέο, παρά μόνο διατηρεί τό ήδη όμογενές, ή κίνη­ ση σύμφωνα μέ τή νέα αντίληψη έπρεπε νά έχει μιά ποιοτική διάστα­ ση. Αυτή έχει στόν νού του ό L a M ettrie, όταν αποδίδει στήν ύλη όχι μόνον αύτοκίνηση, αλλά καί τήν ικανότητα νά κατευθύνει τήν κίνησή της τήν ίδια — γιά νά συνδέσει τήν ιδέα αυτή μέ τήν (ποιοτική) μετά­ βαση άπό τήν ύλη στή νόηση.448 Τούτη ή ιδιόμορφη, ποιοτικά νοού­ μενη αύτοκίνηση449 γεφυρώνει καί στόν D iderot τό χάσμα άνάμεσα στήν ενιαία ύλη ώς υπόσταση καί στήν ετερογενή πολυμορφία τής ύ­ λης ώς φαινομένου* γ ι’ αυτό καί ό D iderot χρησιμοποιεί τή δισδιά-

447. Γιά τήν ταλάντευση αυτή στόν L a M ettrie βλ. τήν άνάλυση τού C allo t, P h ilos, de la Vie, 217 κ.έ., 233. Ό C a llo t είναι τής γνώμης ότι πρώτος ό Η οΐb ach παραμερίζει όλότελα τή βιταλιστική άντίληψη γιά χάρη μιας καθαρά φυσικο­ χημικής, 332, 337. Γιά τήν πολλαπλή συνύφανση βιταλισμού καί μηχανικισμοϋ στόν 18ο αί. βλ. τίς καλές παρατηρήσεις τού D ieck m an n , Th. B o rd e n , 71/2. 448. T r a ite , V III = O eu v re s, I, 74. 449. Τήν ποιοτική άποψη τής κίνησης στόν D id ero t τονίζει όρθά ό W a rto fsk y , D id ero t a n d the D evel. o f m a te r. M o n ism , 302.

346

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

στατη έκφραση «ετερογενής ivtaia ύ'λη»,450 συνάγοντας τή «διαφορότητα των φαινομένων» από τή διάσταση τής έτερογένειας.451 Πα­ ρόμοια είναι καί ή συλλογιστική του H o lb ach . Ή ιδιαίτερη υφή κάθε σώματος προκύπτει από τίς εσώτερες κινήσεις του,452 πού προσιδιά­ ζουν ατομικά σ’ αυτό.453 Ή ύλη δεν άποτελεΐ, λοιπόν, κάτι ομοιογε­ νές,454 άλλα μάλλον άποτελεΐται από ετερογενή μόρια, πού ή «συνε­ χής κυκλοφορία» τους διαμορφώνει τή Φύση.455 Τά μόρια τούτα θυ­ μίζουν, βέβαια, τίς μονάδες τού L eib n iz456 — καί επομένως καί τήν υπέρβαση τής ατομικής θεωρίας τού 17ου αί. χάρη, κυρίως, στή δι­ δασκαλία τού B o e rh a a v e γιά τίς ιδιαίτερες ιδιότητες κάθε σωματι­ δίου ύλης.457 Καί πράγματι, ή άρνηση τής ομοιογένειας τής ύλης, στά πλαίσια ακριβώς τής όντολογικής της ανατίμησης, σημαίνει ρήξη οχι μόνο μέ τόν καρτεσιανό, αλλά καί μέ τον παλιότερο άτομιστικό μηχανικισμό, πού ήδη είχε κλονιστεί σοβαρά από τή θεωρία τής έλξης.458 Τό αδιέξοδο τής παλιάς άτομικής θεωρίας, έξαιτίας τής νέας αντίληψης γιά τήν ύλη, καί ή αντίθεσή της πρός τόν νέο υλισμό φαίνεται καθαρά στο έργο τού D iderot R eve de d 'A lem bert. Στό έπίκεντρό του βρίσκεται τό πρόβλημα πώς είναι δυνατόν νά είναι συνεχής ή ύλη, αν τά άτομά της είναι ξεχωριστά* ώς λύση προτείνεται ή αντικατάσταση των ατόμων μέ μόρια, πού άπό τή συμπαράταξή τους προκύπτει κατιτί σάν «βότρυς μελισσών», μέσα στόν όποιο τά ζώα συγχωνεύονται καί δημιουργούν μιά ποιοτικά νέα μονάδα.459 (Αυτή ήταν αρχικά μιά ιδέα τού M a u p e rtu is,460 τήν οποία ό D iderot γιά πρώτη φορά συζητά άναφέροντάς τον461). Ή δυνατότητα τής συγχώ­ νευσης ύποστηρίζεται μέ τήν άποψη, δτι κάθε άτομο ή μόριο άποτελεΐ 450. E le m . de P h y s., OC, IX, 265. 451. In terp r. de la N a t., L V III = OC, II, 56. 452. S y st. de la N a t., 1, 78. 453. op. cit., I, 82. 454. op. cit., I, 94. 455. op. cit., I,9 9 /100. 456. Πρβλ. op. c it., I, 94, σημ. 457. M e tz g e r, N ew to n -S ta h l-B o e rh a a v e , 198. Ή M e tz g e r τονίζει τή συμ­ φωνία του B o e rh a a v e μέ τόν S ta h l στό σημαντικό τούτο σημείο καί τήν κοινή τους αναδρομή στή φυσική φιλοσοφία (αλλά καί στόν θεολογικό μυστικισμό) της ’Αναγέν­ νησης, καθώς καί τή συνύφανση των μοτίβων αυτών μέ τίς νευτώνειες ίδέες τού B o e rh aa v e . 458. "Οπως εχει διαπιστώσει ήδη ό L a n g e , G esch . d e s M a te r ia lis m u s , II, 182/3. 459. OC, II, 124, 127. 460. S y st. de la N a t., LIV ( = O eu v res, II, 172). 461. Jn te rp r. de la N a t ., L = OC, II, 47.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

347

μικρόκοσμο, πού δεν μπορεί νά είναι ταυτόσημος με κανέναν άλλον, ούτε καν καί με τον εαυτό του, από τή μιά στιγμή στήν άλλη.462 Τού­ τη ή εικόνα μιας διαφορισμένης ενότητας συναρτάται, λοιπόν, στενά με τή θέση γιά τήν έγγένεια καί τή μονιμότητα τής κίνησης. ’Απεναν­ τίας, ή παλιά άτομική θεωρία φαινόταν νά κατακερματίζει τόν κόσμο καί συνάμα νά τόν άδρανοποιεΐ. Γ ι’ αυτό ή απόρριψή της δείχνει από μιά νέα σκοπιά τή διαφορά του παλιού δυαρχικοϋ μηχανικισμού άπό τόν νέο μονιστικό υλισμό. Γύρω στά μέσα τού 18ου αί. ένισχύθηκε, προπαντός στή Γαλλία, τό αίσθημα οτι οί δρόμοι τής νέας επιστήμης καί τής θρησκείας χώρι­ ζαν δλο καί περισσότερο, παρ’ όλες τίς συμβιβαστικές προσπάθειες τών νευτωνιανών καί των φυσικοθεολόγων.463 Ή νέα βιολογία έπιβοήθησε τούτη τήν εξέλιξη, τόσο έξαιτίας τού περιεχομένου της δσο καί ψυχολογικά, προκαλώντας μιά σκεπτικιστική διάθεση464 καί συ­ νάμα μιάν άπομάκρυνση άπό τίς θεολογικές βεβαιότητες, αφού μάλι­ στα τά πορίσματά της έθιγαν άμεσα τό κεντρικό πρόβλημα τής θέσης τού ανθρώπου στο σύμπαν. ’Ακόμη καί ό BufFon, πού τουλάχιστον εξωτερικά επιδίωκε τήν έναρμόνιση τής επιστήμης του μέ τά βιβλικά δεδομένα,465 ομολογούσε ανοιχτά δτι ή «πρώτη αλήθεια», πού προ­ κύπτει άπό τή μελέτη τής Φύσης, είναι «Ισως ταπεινωτική γιά τόν άνθρωπο», άφού τώρα πιά αυτός μπαίνει στήν ίδια σειρά μέ τά άλλα ζώα.466 Βέβαια, ό BufFon διαβεβαίωνε συνάμα δτι μέσα στόν άν­ θρωπο ύπάρχει «μιά θεία σπίθα», πού τόν κάνει «υποτελή τού ουρα­ νού, άλλά βασιλιά τής γής»,467 καί έτσι γενικά έκπροσωπούσε τή χα­ ρακτηριστική γιά ενα κύριο ρεύμα τού Διαφωτισμού διπλή άντίληψη γιά τόν άνθρωπο ώς Φύση κα ί ώς κύριο πάνω στή Φύση. Ό L a Mettrie, ωστόσο, διασκέδαζε εξευτελίζοντας «τήν άπαρση καί τήν οίηση» τού άνθρώπου,468 εμπαίζοντας τήν αύτοανακήρυξή του σέ επί γής Θεό469 καί βάζοντάς τον στήν ’ίδια κατηγορία μέ τά υπόλοιπα ζώα.470 Ό H o lb ach μονάχα οίκτο αισθάνεται γιά τίς ψευδαισθήσεις 462. R e v e de d ’A le m b e rt = OC, II, 132/3, 139. 463. M o rn et, S c ie n c e s d e la N a tu r e , 29 κ.έ., 56 κ.έ. 464. R o g e r , S c ie n c e s d e la Vie, 768 κ.έ. 465. Βλ. π.χ. τήν έπιστολή στή Θεολογική Σχολή άπό 12.3.1751 = O eu v re s, 108Α-109Α* πρβλ. E p o q u e s d e la N at. = O eu v res, 126A -129B. 466. H ist. N a t u r ., 1ος D isc ., De l a m a n ie re etc. = O eu v re s, 10A. 467. H ist. TVai., P rem iere V ue = O eu v re s, 3 3 A. 468. A n im a u x p lu s q u e m a c h in es = O eu v res, II, 26. 469. L ’H om m e P la n te = O eu v re s, II, 18. 470. S y st. d 'E p ic ., X X X II = O eu v re s, I, 241.

348

IV. Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΗ Σ ΤΛΗΣ

σχετικά μέ τή θέση του ανθρώπου στόν κόσμο.471 Οί θέσεις αυτές στρέφονται, φυσικά, ενάντια στή θεολογική άντίληψη γιά τόν άνθρω­ πο ώς εικόνα καί ομοίωση τού Θεού, οπότε δημιουργείται τό παρά­ δοξο, δτι ώς πρόμαχος τής αξιοπρέπειας καί τής προνομιούχας θέσης τού άνθρώπου παρουσιάζεται ή ίδια έκείνη θεολογία, πού από τή σκο­ πιά τού νεότερου ορθολογισμού αρχικά θεωρήθηκε ώς κατ’ εξοχήν εχθρική καί ταπεινωτική γιά τόν άνθρωπο. Μιά συμμαχία διαφαίνεται, έτσι, ανάμεσα στην πτέρυγα έκείνη τού νεότερου όρθολογισμού, ή οποία έβλεπε τόν άνθρωπο δχι ώς αίτιοκρατούμενο φυσικό 0ν, αλ­ λά προπαντός ώς κύριο πάνω στή Φύση, καί σε μιά μεταρρυθμιστική θεολογία, ή οποία, βέβαια, δέν μπορεί νά χαιρετήσει τήν έπιστημονική 'Ύβρη/, ώστόσο επιδιώκει κάποιον συμβιβασμό ανάμεσα στην άξίωση τού άνθρώπου γιά κυριαρχία πάνω στή Φύση καί στήν άντί­ ληψη τής θείας καταγωγής του. Ή εργασία προς τήν κατεύθυνση αυ­ τή έγινε, πάντως, δλο καί δυσκολότερη, δσο προχωρούσε ή διαπί­ στωση των έξαρτήσεων τού άνθρώπινου πνεύματος από τόν αισθητό κόσμο. Τούτη τή διαπίστωση τήν έπιβοήθησε μακροπρόθεσμα καί ή (συνδεδεμένη μέ τή δημιουργία τού συστήματος δημόσιας υγείας472) θεα­ ματική ανάπτυξη τής ιατρικής στόν 18ο αί.473 — δηλ. μιας έπιστήμης, πού αντικείμενό της είναι ή έρευνα τής αισθητής διάστασης τού άνθρώπου. ’Ασφαλώς δέν ήταν σύμπτωση δτι ήδη στόν 17ο αί. έκφράσεις δπως «καλός γιατρός-κακός Χριστιανός» ή «τρεις γιατροί έ­ νας άθεος» έγιναν παροιμιώδεις474 ή δτι υλιστικά προσανατολισμένοι γιατροί δπως ό M au b e c καί ό G au ltier προετοίμασαν δσο μπορού­ σαν τήν κατάλυση τού καρτεσιανισμού.475 Δέν μάς έκπλήσσει, λοι­ πόν, πού ό L a M ettrie φρονεί δτι φιλόσοφοι δίχως ιατρική παιδεία 471. S y st. d e ία TVai., I, 155 κ.έ. 472. Μιά χρήσιμη επισκόπηση των προόδων της ιατρικής σέ συνδυασμό μέ τήν κλινική πράξη δίνει ό W olf, H istory' o f S c ie n c e , II, 4 7 8 κ.έ. Πρβλ. S h ryo k , D evelopm en t o f M o d e rn M e d ic in e , p a ssim * F isc h e r, G esch. d e s deutschen G e su n d h eitsw esen s, II, p a ssim * G reen b au m , H e a lth -c a re a n d h o sp ita l­ b u ild in g , ίδ. 901 κ.έ., 907 κ.έ. 473. Βλ. τις γενικές έπισκοπήσεις των G a y , S c ien ce o f F re e d o m , 12 κ.έ., καί G u sd o rf, D ie u -N a tu re-H o m m e, 424 κ.έ. Διάφορες πλευρές τής ιατρικής του 18ου αί. πραγματεύεται ό K in g στή συλλογή μελετών M e d ic a l W orld o f the 18th Cent. Γιά τήν κοινωνική άνοδο των γιατρών καί τή συμβολή τους στή διάδοση τοΰ πρακτικού καί χρησιμοθηρικοϋ ‘πνεύματος βλ. D e la u n a y , Vie m e d ic a le , 421 κ.έ., 472 κ.έ. 4 74. B u sso n , R e ligion d e s C la s siq u e s, 144 κ.έ.* πρβλ. P in ta rd , L ib ertin ag e , 80/1. 475. Sp in k , F ren ch F re e -T h o u g h t, 219 κ.έ.

4. Ο ΥΛΙΣΜΟΣ

349

δεν αξίζουν καί πολύ,476 ή πού ό D iderot ισχυρίζεται δτι δίχως ανα­ τομία καί φυσιολογία δέν γίνεται καλή ήθική καί μεταφυσική.477 Ε ί­ ναι γνωστό τί επίδραση άσκησαν αυτές οί σπουδές πάνω στή σκέψη τού γιατρού L a M ettrie 478 καί τού εκδότη τής Εγκυκλοπαίδειας μέ τίς στενές του έπαφές μέ ιατρικούς κύκλους.479 Όμως, ιατρικά ενδια­ φέροντα δέν είχαν μόνον ot υλιστές. Ό γιατρός Locke είναι κι άπό τήν άποψη αυτή πρόδρομος καί συνάμα εκπρόσωπος τού Διαφωτι­ σμού,480 ό M andeville ήταν επίσης γιατρός, πού συνδύαζε φιλοσο­ φία καί ιατρική,481 ό V o ltaire ακούσε τόν B o e rh a a v e στο Λέυντεν καί καυχιόταν δτι είχε διαβάσει περισσότερα ιατρικά βιβλία άπ’ δσα ίπποτικά μυθιστορήματα ό Δόν Κιχώτης,482 ό A. Sm ith παρακολού­ θησε τίς παραδόσεις άνατομίας τού H unter, ό όποιος ήταν καί φίλος τού H um e, ό H artle y ήταν επίσης έπαγγελματίας γιατρός κτλ. κτλ. Στή σχέση του μέ τό πρόβλημα τής συνύφανσης πνεύματος καί ύλης, τό ενδιαφέρον γιά τήν ιατρική άποτελούσε ένδειξη τόσο τής έπιτελούμενης ή έπιτελεσμένης (όντολογικής) ανατίμησης τής ύ'λης, δσο καί τής (γνωσιοθεωρητικής) άπομάκρυνσης άπό τή νοησιαρχία, δηλ. τής στροφής πρός τήν εμπειρία, πού κι αυτή ήταν χαρακτηριστική γιά τό κύριο ρεύμα τού Διαφωτισμού. Μερικές σημαντικές συνέπειές της θά εξετάσουμε στό επόμενο κεφάλαιο.

476. L ’H om m e M a c h in e = O eu v re s, I, 289. 477. R e fu ta tio n d 'H e lv e tiu s, XII = OC, II, 322. 478. Πάνω στή σημασία τής ιατρικής έμπειρίας γιά τόν L a M ettrie βλ. C allo t, Philos, de la Vie, 199 κ.έ. 479. Γενικά R o g e r , S c ie n c e s d e la Vie, 599 κ.έ. Γιά τήν πνευματική συμβολή του (έπηρεασμένου άπό τούς S ta h l, B o e rh a a v e κτλ.) γιατρού B o rd e u στό R eve de d 'A lem b ert βλ. D ie ck m an n , Th. B o r d e u , ίδ. 103 κ.έ. Λεπτομέρειες γιά τή συ­ νεργασία γιατρών στήν Εγκυκλοπαίδεια καί γιά τόν ρόλο τους στή διαμόρφωση τής κατεύθυνσής της στούς L a ig n e l-L a v a stin e , M e d icin s c o lla t o r a t e u r s , 352 κ.έ., καί A stru c, S c ie n c e s m e d ic a le s, 359 κ.έ. 480. D ew h u rst, L o c k e , P h y sic ia n a n d P h ilo so p h e r, p a s sim . 481. R o u s se a u , M a n d e v ille a n d E u ro p e , ίδ. 15/6, 17. 482. W a ld in g e r, V oltaire a n d M e d icin e, ίδ. 1790/1.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΚΥΡΙΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Ό Locke είναι αναμφίβολα ό γνωσιοθεωρητικός με τή μεγαλύτερη άμεση καί έμμεση επίδραση στήν έποχή του Διαφωτισμού. Για μιαν «εποχή τού L ocke» —όπως καί γιά μιαν «εποχή τού N ew ton»— έπιτρέπεται ωστόσο νά μιλάμε μονάχα κάνοντας τούς άναγκαίους διαφορισμούς. Ή έκφραση είναι όρθή, αν μ ’ αυτήν εννοούμε έντελώς γε­ νικά δτι ό Locke συμβολίζει τήν αποκοπή από τήν καρτεσιανή νοη­ σιαρχία στόν 18ο αί. καί δτι άποτελεί —από τόν Leibniz καί τόν Berkeley ίσαμε τόν C o n d illac— τό θετικό ή άρνητικό σημείο ανα­ φοράς νέων γνωσιοθεωρητικών τάσεων. Είναι δμως παραπλανητική, άν υποβάλλει τήν εντύπωση, δτι ή θέση τού Locke δίνει τόν ιδεώδη τύπο «τής» διαφωτιστικής γνωσιοθεωρίας. Στήν πραγματικότητα έκπροσωπεΐ μόνον ένα (χαλαρό) κύριο ρεύμα, τό όποιο καταπολεμή­ θηκε τόσο από τή ριζοσπαστικά έμπειριστική, δηλ. αίσθησιοκρατική, δσο καί από τή νοησιαρχική παράταξη. Ή πρώτη προβάλλει συχνά ώς ριζοσπαστικοποίηση ή απλοποίηση τού Locke καί άποσκοπεί νά εξαλείψει τό έντονο έκεΐνο ίχνος αύτόνομης καί αύτοαναφορικής δρα­ στηριότητας τής νόησης, τό οποίο έμπεριέχεται στή θεωρία τού Locke γιά τή refle ctio n ,1 έκμηδενίζοντας έτσι τήν άπόσταση άνάμεσα σέ se n satio n καί reflectio n .2 Γιά νά γίνει αύτό, χρησιμοποιεί­ ται κυρίως ή θεωρία τού συνειρμού, πού στόν ’ίδιο τόν Locke παίζει ρόλο μηδαμινό, αφού μάλιστα τό σχετικό κεφάλαιο τού κύριου έργου του εμφανίστηκε γιά πρώτη φορά στήν τέταρτη έκδοση.3 Στόν H u ­ me, δμως, reflection καί id e a s έπέχουν όλότελα διαφορετική θέση,4 καί αντίστοιχα μεγαλώνει τό ένδιαφέρον γιά τίς συνειρμικές διαδικα1. E s s a y , II, 1, § 4 ( = I, 123/4)* στό IV , 21, § 4 ό L o ck e λέει δτι τό πνεύμα εί­ ναι αύτοαναφορικό (« c o n te m p la te s... itself»). 2. C a s s ir e r , Phil, d e r A u fk la r u n g , 132. 3. E s s a y , II, 33* βλ. τήν παρατήρηση τού επιμελητή πάνω στό χωρίο αύτό καί πρβλ. A aro n , L o c k e , 141. 4. T r e a tis e , I, 1, 2 = σ. 7 κ.έ.

354

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

σίες στή συνείδηση*5 χαρακτηριστικό είναι δτι ό H um e προσφέρει μιαν ερμηνεία τους αποκλειστικά στή βάση τής φυσιολογίας.6 Ό H artley κάνει τόν συνειρμό επίκεντρο τής ψυχολογίας καί τής γνωσιοθεωρίας του, φτάνοντας στό πόρισμα δτι δχι μόνον ή παραγωγή συνειρμών προϋποθέτει τή δύναμη τής ψυχής νά σχηματίζει ιδέες, άλ­ λα καί άντίστροφα.7 Είναι, τέλος, γνωστό, μέ ποιόν τρόπο ό Condil­ lac προσπάθησε νά «απλοποιήσει» τόν Locke. Θέλοντας νά άναγάγει δ,τι άναφέρεται στή «νόηση» σέ μιά καί μόνη άρχή,8 θεωρεί μο­ ναδική πηγή γνώσης τήν αίσθηση καί άρνείται τή λειτουργία αυτή στή reflection, άπορρίπτοντας ρητά τή θέση τοϋ L o ck e.9 «Ή αίσθη­ ση γεννά δλες τίς δυνάμεις τής ψυχής».10 Αυτό, όμως, μπορεί νά τό κάνει μονάχα χάρη στή διαμεσολάβηση τών συνειρμών καί τών ση­ μείων, πού ό C on d illac εξετάζει άλλωστε διεξοδικά.11 Ό λες μας οι γνώσεις άποτελούν ενιαία άλυσίδα, πού όμως έχει ορισμένη διάρθρω­ ση*12 ή reflection εμφανίζεται σέ ορισμένο σημείο τής εξέλιξης καί προϋποθέτει τή χρήση σημείων.13 Ενδιαφέρον είναι δτι ή δλη γνω­ στική διαδικασία έχει τίς ρίζες της στήν άνθρώπινη βιοδομή, άφοϋ ό C ondillac βεβαιώνει δτι ή δύναμη έκείνη (ή προσοχή), πού θέτει καί κρατά σέ κίνηση τή συνειρμική δραστηριότητα τής ψυχής, συνυφαίνεται μέ «ήδονή καί πόνο» ή μέ «άνάγκες».14 Έ τσ ι διαμορφώνεται μιά γνωσιοθεωρία, πού θά μπορούσε νά έγκρίνει καί ένας υλιστής. Ό L a 5. op. cit. , I, 1, 4* II, 1, 4 και 9 = σ. 10 κ.έ., 283 κ.έ., 305/6. Γιά τίς μεγάλες ελπίδες τοϋ H u m e σχετικά μέ τή συνειρμική θεωρία καί γιά τίς δυσκολίες του δσον αφορά στή λύση τών προβλημάτων της βλ. K em p Sm ith , Philosophy o f H um e, 72, 183 κ.έ., 245 κ.έ. 6. T reatise , I, 2, 5 = σ. 60. 7. O bservations on M an, I, 70. 8. Βλ. τόν υπότιτλο τής α' έκδ. (1746) τού E ssa i su r les connaissanc.es hu-

m aines. 9. Extrait. raisonn e du Traite des Sen sation s = Oeuvres , 1, 325A . Έ τσ ι ό C on d illac άναιρεΐ τή θέση τοϋ E s s a i , σύμφωνα μέ τήν όποια τό υλικό τής γνώσης μας είναι τόσο οί se n sa tio n s δσο καί οί o p e ra tio n s de T am e (I, 1, Ch. I = Oeu­ vres, 1, 6B). Πρβλ. τήν έμμεση κριτική του D id ero t στήν πρώτη («ίδεαλιστική») θέση τού C o n d illa c στό Lettre su r les Aveugles, OC , I, 304/5. 10. Traite des S en s., I, Ch. V II = Oeuvres , I, 239B. 1 1. E ssa i , I, 2, Ch. III-IV = Oeuvres , I, 17B, 19A. Γιά τά δάνεια, άλλά καί τήν πρωτοτυπία τής συνειρμικής θεωρίας τοϋ C on d illac βλ. K n igh t, Geom etric Spi­ rit , 32/3. 12. ibid. (17Β). 13. op. cit.r I, 2, Ch. V = Oeuvres , 1, 22A -23B. 14. op. cit., I, 2. Ch. Ill* Traite des Sens., I, Ch. I καί V II = Oeuvres, 1, 17B, 225A , 239B.

1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

355

M ettrie π.χ. επαινεί ζωηρά τόν Locke (καί αυτό είναι ενδεικτικό για τήν πολυμορφία τής επίδρασής του), προπαντός για την κριτική του στίς έμφυτες ιδέες,15 στα έπιμέρους ακολουθεί δμως τόν C ondillac, θεωρώντας τίς ανώτερες ψυχικές λειτουργίες ώς έκλεπτύνσεις τής αίσθησης.16 Τήν έσώτερη σχέση υλιστικής γνωσιοθεωρίας καί συνειρ­ μικής θεωρίας αποκαλύπτει τό γεγονός δτι ή βασική προεργασία για τή δεύτερη είχε ήδη γίνει άπό τόν H o b b es, ό όποιος επιπλέον, δπως ό C o n d illac, είχε υπογραμμίσει τή σχέση άνάμεσα στή συνειρμική διαδικασία καί στήν «επιθυμία», δηλ. στή βιοδομή.17 Ή υιοθέτηση τής συνειρμικής θεωρίας άπό υλιστές δπως ό L a M ettrie, πού κυρίως σκέπτονταν όντολογικά καί δχι γνωσιοθεωρητικά (δπως ό ίδιος ό C ondillac λ.χ.), καί προπαντός ή εξαρχής σύ­ ζευξη τής άπόρριψης των καρτεσιανών έμφυτων ιδεών μέ τήν από­ κρουση τής καρτεσιανής δυαρχίας δείχνουν δτι ή (ριζικά) εμπειρική τάση στή γνωσιοθεωρία είχε ορισμένες προϋποθέσεις άναφερόμενες στο ίδιο τό περιεχόμενο τής σκέψης. Παρά τήν υποκειμενική έντύπωση πολλών παλιότερων καί νεότερων εκπροσώπων της, ή γνωσιο­ θεωρία δέν ύπήρξε ποτέ καθαρά τυπική-μεθοδολογική έπιστήμη, πού διαμορφώνεται πρίν άπό κάθε επαφή μέ γνωστικά περιεχόμενα, γιά νά ύποδείξει κατόπιν μέ a p rio ri σιγουριά τήν καλύτερη πρόσβαση προς τά τελευταία, αλλά πάντοτε έμφανίστηκε —τουλάχιστον άντικειμενικά-δομικά— ώς όργανικό συστατικό μέρος μιας ορισμένης κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης, δηλ. προϋποθέτει έπιλογές άναφερόμενες στό ίδιο τό περιεχόμενο τής σκέψης. Καί ό (ριζοσπα­ στικός) γνωσιοθεωρητικός εμπειρισμός στήν εποχή τοϋ Διαφωτισμού αποτελεί κατά βάση συνακόλουθο φαινόμενο τής γενικής όντολογι­ κής άνατίμησης τής ύλης στόν άγώνα εναντίον τής καρτεσιανής καί τής θεολογικής δυαρχίας. Ή νέα άντίληψη γιά τήν ύλη δέν είχε δμως μονάχα γνωσιοθεωρητικές, άλλά καί ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες — καί άκριβώς έξαιτίας αυτής τής πολυδιαστατικότητάς της έγινε ανα­ πόφευκτη ή νοησιαρχική αντίδραση εναντίον της, πού κι αυτή πήρε αναγκαστικά, μέ τή σειρά της, πολλές μορφές, καί άνάμεσά τους καί μιά γνωσιοθεωρητική. Νοησιαρχικές διδασκαλίες γιά τήν προέλευση καί τήν ύφή τής γνώσης προβάλλουν συνήθως στενότατα συνυφασμένες μέ τήν ύπεράσπιση μιας κλίμακας αξιών, πού φαίνεται νά άπει15. A b re g e d e s S y s t ., § V* L ’H om m e M ach in e = O eu v res, I, 210, 313. 1 6. T ra ite de V am e, XIII, § V = O eu v res, I, 151. Καί γιά τόν L a M ettrie ό διαλογισμός γεννιέται άπό τόν συνδυασμό αίσθησης καί προσοχής (ib id., 149/50). 17. L e v ., Ill = E W III, 11 κ.έ. (γιά τήν έπήρεια του d e sire , 13).

356

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

λείται από τον υλισμό ή από υπερβολικές παραχωρήσεις προς αυτόν* γ ι’ αυτό καί θά άναφερθοϋμε σ’ αυτές στά πλαίσια τής ανάλυσης τής ήθικοφιλοσοφικής διαμάχης τού 18ου αί.18 Όσα είπαμε παραπάνω σκοπεύουν, ωστόσο, νά εξηγήσουν προκαταβολικά τόν λόγο, γιά τόν όποιον ή (γνωσιοθεωρητική) νοησιαρχία στήν εποχή τού Διαφωτι­ σμού δέν πρέπει νά θεωρηθεί ώς περιθωριακό φαινόμενο σέ σύγκριση μέ τό κύρος τού Locke, αλλά —εξίσου δπως καί ό υλισμός— ώς κάτι αναγκαίο τόσο λογικά δσο καί από τήν άποψη τής ιστορίας τών ιδεών. Μέ τίς επιφυλάξεις αυτές, μπορούμε τώρα νά πούμε δτι τό κύριο γνωσιοθεωρητικό ρεύμα τού 18ου αί. έχει έμπειριστικό προσανατολι­ σμό, αν καί δχι ακραίο, άλλά περισσότερο μέ τήν έννοια τής γνωστής μας δυαρχίας τής αμφιταλάντευσης, δπως τήν προδιαγράφει ή κά­ πως διφορούμενη εξήγηση τού Locke γιά τήν προέλευση τής γνώσης άπό τή sen satio n καί τή reflection συνάμα. ’Έχοντας διαπιστώσει τήν εσώτερη σχέση τού γνωσιοθεωρητικού εμπειρισμού μέ τή γενική αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου, πρέπει τώρα νά αναζητήσουμε τίς άνθρωπολογικές καί ήθικοφιλοσοφικές του συστοιχίες. Ή συνά­ φεια ανάμεσα στήν (επιστημολογική) απόρριψη τών «υποθέσεων» καί στή δημιουργία μιας νέας (όντολογικής) ιδέας τού Όλου εξηγή­ θηκε στό προηγούμενο κεφάλαιο. Σ ’ αυτό θά συνεχίσουμε τήν ίδια θε­ ματική σέ άλλο επίπεδο. 'Ύστερα άπό μιά σύντομη υπόμνηση ορισμέ­ νων συμπληρωματικών δψεων τού άγώνα εναντίον τής επιστημολο­ γικής νοησιαρχίας (ύποβιβασμός τών μαθηματικών κτλ.), θά περιγράψουμε πώς άπό τόν καινούργιο ορισμό τών ψυχικών δυνάμεων, πού θεωρούνται τώρα θεμελιώδεις γιά τή γνωστική διαδικασία, δια­ μορφώνεται βαθμιαία μιά έννοια γιά τή γνώση, ή οποία τείνει νά συμπεριλάβει μέσα της ολόκληρη τήν άνθρώπινη ύπαρξη, τόσο στήν πολυδιαστατικότητά της δσο καί στό ρίζωμά της μέσα στον αισθητό κόσμο* ή έννοια τούτη μπορεί, λοιπόν, νά όνομαστεί «υπαρξιακή έν­ νοια τής γνώσης». Αισθήσεις καί νόηση, ψυχόρμητα (βούληση) καί λογισμός συνυφαίνονται μέσα σ’ αυτήν δπως καί μέσα στήν άνθρώπι­ νη ύπαρξη* εξίσου είναι δμως συνυφασμένη καί ή γνώση μέ τήν ύπαρ­ ξη, έτσι ώστε οι άποφάνσεις τής πρώτης δέν άποτελούν κάποια entia ratio n is, άλλά άμεση καί ζωντανή άπορροή τής δεύτερης. Κάτω άπ’ αυτούς τούς δρους ή όρθολογικότητα τόσο τών θεωρητικών δσο καί, προπαντός, τών πρακτικών-ήθικών άποφάνσεων πηγάζει άπό τή βα­ θύτερη όρθολογικότητα τής ύφής τού άνθρώπου, πού μέ τή σειρά της 18. Κεφ. V I, ύποκεφ. 3.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

357

—καί έξαιτίας τής διαπίστωσης δτι ή γνώση καθορίζεται από αίσθητούς-ύπαρξιακούς παράγοντες— κάθε άλλο παρά περιορίζεται στη νόηση. Στήν έμπειριστική προοπτική Λόγος καί νόηση διόλου δεν ταυτίζονται, ενώ συνάμα ή προγραμματική σύνδεση όρθολογικότητας καί υφής τοΰ άνθρώπου έξαρτά την πρώτη από θέσεις με ορισμένο περιεχόμενο. Μετά τήν άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου, ό άν­ θρωπος θεωρείται, δμως, (καί) ώς Φύση, γ ι’ αύτό καί ό προσδιορι­ σμός τού περιεχομένου τής ύπαρξής του πρέπει νά προσανατολιστεί στήν έννοια τής Φύσης ώς ύψιστη καί έσχατη (όντολογική) βαθμίδα δικαιοδοσίας. Γνώση καί άνθρωπος ριζώνουν στή Φύση, καί κατέ­ χουν όρθολογικότητα ακριβώς στον βαθμό πού ριζώνουν σ’ αύτήν. Ή συνύφανση αισθητού καί πνευματικού στοιχείου, τόσο στή γνώση δσο καί στον άνθρωπο, ριζώνει καί ή ίδια στή Φύση, αφού προέρχεται άπό τή νέα, μονιστικά προσανατολισμένη ιδέα τού Όλου. Σ ’ αύτό τό σύμπλεγμα σκέψεων αναμιγνύονται γνωσιοθεωρητικά, άνθρωπολογικά, ήθικά-κανονιστικά καί όντολογικά θέματα καί κριτήρια. Άπό άποψη καθαρά τυπική-δομική ή ανάμιξη αύτή διόλου δέν ήταν και­ νούργια. Αύτή τή φορά, δμως, βρισκόταν ύπό τήν αιγίδα τής αποκα­ τάστασης τού αισθητού κόσμου καί τής όντολογικής ανατίμησης τής όλης: αύτό άκριβώς άποτελούσε τήν αποφασιστική άντίθεση περιεχο­ μένου πρός τίς κοσμοθεωρητικές θέσεις τής παλιάς θεολογικής μετα­ φυσικής. 2. Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

α) Ό υποβιβασμός τών μαθηματικών Ή λογικά αναγκαία συνάφεια τού (επιστημολογικού) ύποβιβασμού τών μαθηματικών καί τής (όντολογικής) άνατίμησης τής ύ'λης προ­ βάλλει, γιά ευνόητους λόγους, εναργέστερα σέ διανοητές άσχολούμενους μέ βιολογικά προβλήματα. Γιατί ή «παραγωγική ύλη» (B uffon), στήν όποια θεμελιωνόταν τό οικοδόμημα τής νέας βιολογίας, δέν επιδεχόταν τήν ταύτισή της μέ τήν έκταση, ταύτιση στήν οποία ή­ θελε νά στηριχθεϊ ή (καρτεσιανή) πλήρης μαθηματικοποίηση δλων τών φυσικών έπιστημών. Ά ν ή ύλη, καί μάλιστα ή όργανική, είναι κάτι άλλο καί κάτι περισσότερο άπό έκταση, τότε δέν συλλαμβάνεται μέ μαθηματικά μέσα. Μπροστά στήν πολύχρωμη πληθώρα τών εμ­ πειρικά διαπιστώσιμων ιδιοτήτων τού αισθητού κόσμου, τά μαθημα­ τικά μεγέθη φαίνονται ξένα πρός τήν πραγματικότητα, άφηρημένα καί πλασματικά. Άκριβώς αύτό επιρρίπτει ό BufFon στά μαθηματι-

358

V. TO ANTIΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

κά — μια επιστήμη «όλότελα άφηρημένη καί θεωρητική, πού ικανο­ ποιεί μονάχα περιέργειες καί είναι όλότελα άχρηστη».19 Οί αλήθειες της είναι ταυτολογικές, δηλ. διαμορφώνονται ώς πορίσματα από προϋποτιθέμενους ορισμούς ή ώς απλές έπαναλήψεις των τελευ­ ταίων* ή αλήθεια κάθε μαθηματικής πρότασης στηρίζεται στήν αλή­ θεια τής προηγούμενης, έτσι ώστε τελικά προκύπτουν μονάχα «ταυ­ τότητες ιδεών» δίχως πραγματικό περιεχόμενο.20 Τά μαθηματικά εφαρμόζονται, λοιπόν, μονάχα πάνω σέ απλά αντικείμενα «στερημέ­ να άπό φυσικές ιδιότητες», δχι δμως καί πάνω στά περίπλοκα βιολο­ γικά φαινόμενα,21 δπου ή καρτεσιανή αντίληψη γιά τήν ϋλη έλάχιστα χρησιμεύει. Τήν ίδια συνάφεια ανάμεσα στή γνωσιοθεωρητική απόρ­ ριψη τής μαθηματικής νοησιαρχίας καί στήν όντολογική αντίληψη μιας μεστής ϋλης συναντάμε καί στον D iderot. Καί ή δική του σκέψη ξεκινά άπό τά «μόρια» εκείνα, πού διαθέτουν εξαρχής δική τους «ενεργή δύναμη» καί δέν χρειάζονται εξωτερική ώθηση γιά νά κινη­ θούν. Ή φιλοσοφική θέση, δτι ή ύλη καθαυτή είναι νεκρή, «μοιάζει ί­ σως μέ τή θέση τών γεωμετρών, πού δέχονται σημεία δίχως διαστά­ σεις, γραμμές δίχως πλάτος καί βάθος κτλ.». Τά μαθηματικά σκο­ τώνουν, λοιπόν, κάθε ζωντάνια στο αντικείμενο τής γνώσης* θεω­ ρώντας τήν ϋλη αδρανή ή «αδιάφορη», παραμερίζουν αφαιρετικά «ό­ λες τις ουσιαστικές της ιδιότητες». Μέ τή γεωμετρία καί τή μεταφυ­ σική ας άσχολοϋνται άλλοι: ό D id erot θέλει νά βλέπει τά πράγματα συγκεκριμένα, δπως ένας φυσικός καί ένας χημικός.22 ’Ήδη σέ πρώι­ μα κείμενά του παραλληλίζει ειρωνικά τόν «υπερβατικό χαρακτήρα» τών μαθηματικών, πού στήν πραγματικότητα άποτελοϋν παιγνίδι τής σκέψης, μέ τήν άφηρημένη μεταφυσική, τής όποιας τήν κενότητα οί ίδιοι οί μαθηματικοί είχαν αρχικά θελήσει νά ξεπεράσουν.23 ’Ακό­ μη κι αν ό μαθηματικός λογισμός βοηθά νά άνασκευαστούν έσφαλμένες υποθέσεις, επιτρέποντας τή μέτρηση τής άπόκλισής τους άπό τήν εμπειρία, αύτό δέν σημαίνει δτι είναι καί πρακτικά χρήσιμος: γιατί

19. H ist. N atu r., 1. D isc ., D e l a m a n ie re etc. = Oeuvres , 24B. 20. op. cit. , 23B-24A . 21. op. cit ., 25B-26A * πρβλ. τήν καταδίκη τών Αφαιρέσεων γενικά, H ist, des A nim aux , Ch. II = O euvres , 257B -258A , καί τήν έκθεση τής έμπειριστικής γνωσιοθεωρίας τοΰ B u ffon στήν H ist. N at. de Vhomme , D es se n s = O euvres , 309B κ.έ. 22. Princ . Phil, su r la M at. et le Mouv. = OC, II, 65/6. 23. Lettre su r les aveugles = OC, I, 304- πρβλ. Interp. de la N at., II-III = OC, II, 10.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

359

ατό έκάστοτε αποτέλεσμά του μπορούμε νά φτάσουμε με διάφορους συνδυασμούς, εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους.24 Κάνοντας την υπόθεση δτι τά μαθηματικά θά άποτελοϋσαν ίσως την κατάλληλη γνωστική μέθοδο ενός καθαρού πνεύματος σάν τόν Θεό,25 ό D iderot θέλησε νά αποδείξει την άνεπάρκειά τους δχι πιά ώς προς τό άντικείμενο, άλλά καί ώς πρός τό υποκείμενο τής γνώ­ σης: καί αυτό ήταν λογικό, άφού ή όντολογική άνατίμηση τής ύλης είχε μέσα στή σκέψη του καί τό γνωσιοθεωρητικό της σύστοιχο. Ά ν ή γνώση ριζώνει στις αισθήσεις, τότε τά μαθηματικά μεγέθη —στόν βαθμό τουλάχιστον πού άξιώνουν γιά τόν εαυτό τους καταγωγή καί καθαρότητα νοητική— είναι πλασματικά καί ώς πρός τό υποκείμενο τής γνώσης. Στόν H um e συνδέεται ή άντίληψη, ότι ή συνείδηση απο­ τελεί θέατρο ιδιόμορφων καί εναλλασσόμενων έντυπώσεων τών αι­ σθήσεων, μέ μιά θεώρηση τών μαθηματικών ώς αυθαίρετης έπινόησης, ή οποία θυμίζει τίς μορφές καί τίς υποστάσεις τής σχολαστικής οντολογίας.26 Ό H um e στρέφεται ρητά ένάντια στή γνώμη, δτι τά μαθηματικά είναι «υφής πνευματικής»* δπως δλες μας οι ιδέες, έτσι κι αυτά είναι «άντίγραφα τών έντυπώσεων μας»27 καί γ ι’ αυτό δέν πρέπει νά άξιώνουν άπόλυτη άκρίβεια28 — μάλιστα, μονάχα αν πα­ ραιτηθούν άπό τήν άξίωση αυτή μπορούν νά φανούν χρήσιμα.29 ’Άν δμως οι μαθηματικές ιδέες προέρχονται κι αυτές άπό τίς αισθήσεις, τότε διαμορφώνονται, δέν είναι μιά γιά πάντα. Αυτό είναι άναπόφευκτο μέσα σέ μιά συνείδηση, πού καί ή ϊδια διαμορφώνεται καί δέν είναι εξαρχής δεδομένη. Παρατηρήσαμε ήδη δτι ό έξελικτισμός στή βιολογία καί ή γενετική θεώρηση στή γνωσιοθεωρία συνυφαίνονται άπό δομική-λογική άποψη, άφού καί οί δυό προέρχονται άπό τήν ϊδια άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου. Όπως ό έξελικτισμός γίνεται άπαραίτητος γιά νά συναχθεΐ τό πνεύμα άπό τήν ύλη, τής οποίας ή προτεραιότητα προϋποτίθεται, έτσι χρειάζεται καί ή γενετική γνω­ σιοθεωρία, αν κανείς παίρνει ώς αφετηρία τήν καταγωγή τής γνώσης άπό τίς αισθήσεις. Γιατί οί άνώτερες λειτουργίες τής νόησης, άπό τήν τέχνη ίσαμε τά μαθηματικά, υπάρχουν ήδη (πριν δηλ. άπό τή δη­ μιουργία τής γενετικής γνωσιοθεωρίας) καί πρέπει νά έξηγηθούν, τό 24. L e ttr e s u r les a v e u g le s = OC, I, 303. 25. loc. cit., 293/4. 26. Σύμφωνα μέ δύο εύστοχες εκφράσεις τού C a s s ir e r , E rk e n n tn isp ro b le m , II, 252, 253/4. 27. T r e a tis e , I, 3, 2 = σ. 72. 28. ib id ., σ. 71. 29. op. c it., I, 2, 4 = σ. 45.

360

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

ίδιο δπως πρέπει νά εξηγηθεί καί ή οργανική ή ψυχική ζωή, πού κι αυτή υπάρχει ήδη πριν από τήν υλιστική θεωρία. Μονάχα με έμπειριστικές προϋποθέσεις ήταν, λοιπόν, δυνατή μιά συνεπής γενετική θεώ­ ρηση στή γνωσιοθεωρία. Δέν είναι τυχαίο πού πρώτος ό Locke χαρα­ κτήρισε τή μέθοδό του «ιστορική».30 Καί ό M au p e rtu is μιλά γιά τήν «ιστορία τού πνεύματός μας»,31 άκολουθώντας κατά τήν περιγραφή της περισσότερο τόν C on d illac παρά τον L o ck e:32 μολονότι αναφέ­ ρει δύο γνωστικές δυνάμεις, δηλ. τό ap ercev o ir καί τό raiso n n er, ωστόσο βλέπει τις άφηρημένες ιδέες ώς τέρμα μιας εξέλιξης, πού στάδιά της είναι ή perceptio n , ή m em oire καί τό sig n e .33 Οί μαθη­ ματικές ιδέες δέν άποτελοϋν έξαίρεση, καί ό M au p ertu is θεωρεί μά­ λιστα, δπως καί ό H um e, δτι μπορούν νά βρούν γόνιμη έφαρμογή άκριβώς επειδή ή καταγωγή τους άπό τις αισθήσεις έγγυάται τή δυ­ νατότητα επανάληψης (replicabilite) αισθητών δεδομένων: κοντά στήν πράξη μπορούν νά μείνουν τά μαθηματικά μόνο καί μόνον επει­ δή δέν κατάγονται άπό τήν καθαρή νόηση.34 Μέ τήν έννοια αυτή ό M au p e rtu is χαιρετίζει τή χρήση τής γεωμετρίας στή φυσική, απαι­ τώντας συνάμα καί τόν έλεγχό της άπό τήν εμπειρία.35 Τό πρωτείο τής εμπειρίας τό θεωρεί τόσο σημαντικό, ώστε μερικές φορές μιλά σάν ή χρησιμοποίηση συλλογισμών στή φυσική νά είχε μονάχα σκο­ πό τεχνικό, δηλ. τήν οικονομία χρόνου καί κόπου.36 Όπως είναι φυ­ σικό, ό M au p e rtu is επιστρατεύει ένάντια στή μαθηματική νοησιαρ­ χία δχι μονάχα τήν εμπειρική γνώση τού υποκειμένου, άλλά καί τήν όντολογική υφή τού άντικειμένου. Άρνείται έτσι τήν έφαρμοσιμότητα τών μαθηματικών πάνω σέ κάποια «φυσική πιο Ιδιόμορφη», δπως λ.χ. ή ιατρική,37 πού άσχολείται μέ ζωντανή ύλη. Ή «πειραματική φιλοσοφία» εξετάζει τά σώματα δπως είναι, ένώ τά μαθηματικά πα­ ραβλέπουν τό μέγιστο μέρος τών συγκεκριμένων ιδιοτήτων τους.38 Στόν βαθμό πού ή μαθηματική-νοησιαρχική τάση έθετε ώς σκοπό της μιά γνώση καθολική, ή απόρριψή της κατέληξε άναγκαστικά σέ μιά θεώρηση σκεπτικιστική ή φαινομενοκρατική. Κατά τή γνώμη τού 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38.

E s s a y , Introd. = I, 27. R eft. ph il. s u r V origine d e s la n g u e s, § III = O eu v res, I, 261. Brunet, M a u p e r tu is , 406/7. R eft, p h il., §§ VII κ.έ. = O eu v res, I, 264 κ.έ. Cassirer, E rk e n n tn isp ro b le m , II, 335. D is c o u r s s u r les d e v o irs de V Acad. = O eu v res, III, 291 κ.έ. lo c . cit., 289. L e ttre , XV = O eu v re s, II, 318/9. D isc o u rs s u r les d e v o irs = O eu v res, III, 293.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

361

M au p ertu is, ή αιτία τών αισθητηριακών μας αντιλήψεων, τό πράγ­ μα καθαυτό δηλ., δεν μπορεί νά γνωσθεί καί τά δρια των γνωστικών μας δυνάμεων είναι άξεπέραστα, μολονότι πρέπει νά δεχτούμε δτι οι αντιλήψεις μας έχουν μιάν αντικειμενική εξωτερική αίτια.39 Ή φαι­ νομενοκρατία αύτή χρησιμοποιούνταν με πρόθεση άντιμεταφυσική (άντικαρτεσιανή καί άντιθεολογική), γ ι’ αυτό καί τήν υιοθετούσαν ευ­ χάριστα άκόμη καί υλιστές δπως ό L a M ettrie.40 Είδαμε πώς τή μεταχειρίστηκε ό d ’A lem bert εναντίον τών «υποθέσεων».41 Καί γ ι’ αυτόν, δπως καί γιά τον M au p e rtu is, είναι σίγουρη τόσο ή μή γνωσιμότητα δσο καί ή ύπαρξη τού πράγματος καθαυτού.42 Βέβαια, ό d ’A lem bert δέν άπομακρύνεται σέ όλα τά σημεία από τόν Locke γιά νά ακολουθήσει τόν C on d illac (άφού μάλιστα ή νοησιαρχική πλευρά, προπαντός τής πρώιμης σκέψης του, ήταν άδρότερη άπό τού M a u p e rtu is43), ωστόσο σχετικοποιεί σημαντικά τήν αυτοτέλεια τής reflection καί τού inner se n se .44 Αυτό προδιαγράφει καί τή στάση του άπέναντι στά μαθηματικά. Τά μαθηματικά γεννιούνται στή δια­ δικασία τών «διαδοχικών πράξεων καί άφαιρέσεων τού πνεύματός μας»,45 μολονότι μπορεί καί νά μεθοδεύσουν άπαγωγικά τήν εργα­ σία τους μετά τήν οριστική τους διαμόρφωση* άκόμη καί τότε, δμως, οι ορισμοί, πού άποτελούν τήν αφετηρία τους, διόλου δέν περιέχουν τήν ουσία τού όριζομένου.46 Ή μαθηματική γνώση είναι, μέ αλλα λό­ για, ταυτολογική, στον βαθμό τουλάχιστον πού οι άρχές της περιέ­ χουν μονάχα δ,τι εμείς έχουμε θέσει μέσα τους47 — καί αυτό, πάλι, στήν καλύτερη μόνο περίπτωση: γιατί πολύ συχνά τά άξιώματα τών μαθηματικών είναι ή κενά ή διφορούμενα,48 πράγμα πού κάνει δυνα39. R e jϊ. phil. su r Vorigine des lan gu es , § X X V III = Oeuvres , I, 283* πρβλ. L ettre , IV = O euvres , II, 233 /4 . 40. T raite de Vame , X, § IV = Oeuvres , I, 87/8. 41. Βλ. κεφ. IV, ύποκεφ. 2β. 42. M em . de Phil., VI = Oeuvres, II, 135/6. 43. E s s a r , L an g u ag e Theory^ Epistem ology an d A esthetics o f d'A lem ­ bert , 65 κ.έ. 44. K u n z , Erkenntnistheorie d'A lem berts , 102/3* G rim sley , D 'A lem bert, 228. Στή συνέχεια ό G rim sley περιγράφει παραστατικά τις δυσκολίες του d ’A lem ­ b ert στήν προσπάθειά του νά κλείσει τό χάσμα άνάμεσα σέ αίσθηση καί ίδέα. 45. D isc. Prel. = O euvres , I, 198. 46. Mem. d. Phil., IV = Oeuvres, II, 33, 36. Μιά πλευρά τής νομιναλιστικής τοποθέτησης τοϋ d ’ A lem b ert είναι καί ή κριτική της γλώσσας, ibid. 57 κ.έ., 249 κ.έ. 47. op. cit ., X IV = Oeuvres, II, 291. 48. op. cit., IV , X IV = Oeuvres, II, 2 9 /3 0 , 3 3 1 /2 , 358/9.

362

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

τή την κατάχρηση τής μαθηματικής μεθόδου για μεταφυσικούς σκοπούς.49 'Ώστε τα μαθηματικά θεωρήματα είναι πλασματικές κα­ τασκευές, «δέν υπάρχουν πραγματικά μέσα στη Φύση», καί ωστόσο μπορούν νά δώσουν λύσεις συγκεκριμένων προβλημάτων, πού ή όρθότητά τους δοκιμάζεται στην πράξη. Αυτή είναι ή μετριόφρων απάντηση τού d'A lem bert άπό τή μιά πρός τούς σκεπτικιστές, πού άρνιούνται δτι τά μαθηματικά έχουν πραγματικό άντικείμενο, καί άπό τήν άλλη πρός τούς «φυσικούς, πού δέν έχουν ιδέα άπό μαθημα­ τικά».50 Συνάμα καταδικάζονται μέ δριμύτητα οί υπερβολές τής μα­ θηματικής μεθόδου στή φυσική καί τονίζεται, προφανώς σέ συνάρτη­ ση μέ νεότερες επιστήμες (βιολογία), δτι δέν είναι δυνατόν νά έφαρμοστούν τά μαθηματικά εξίσου πάνω σέ δλα τά επίπεδα τής πραγμα­ τικότητας.51 Στήν ίδια περικοπή ό d'A lem bert διακρίνει άνάμεσα στή γενική πειραματική φυσική καί στίς φυσικομαθηματικές επιστή­ μες: ό μαθηματικός λογισμός έπιτρέπεται νά εφαρμόζεται μονάχα πάνω στίς δεύτερες. ’Έτσι είσάγεται καί πάλι τό (όντολογικό) κριτή­ ριο τής υφής τού άντικειμένου τής γνώσης. Στόν d ’A lem bert τό ση­ μείο αυτό δέν βαραίνει βέβαια δσο στούς βιολόγους, ωστόσο σέ σχέση μέ τήν εσώτερη λογική των δομών σκέψης, πού μελετάμε εδώ, δέν είναι εντελώς δίχως ενδιαφέρον ή υπόμνηση τών όψιμων έρωτοτροπιών τού d ’A lem bert μέ μονιστικές-ύλιστικές θέσεις.52 Τήν έκταση τού υποβιβασμού τών μαθηματικών έξαιτίας τής προ­ γραμματικής έπιστημολογικής άπόρριψης τής νοησιαρχίας φωτίζει χαρακτηριστικά τό γεγονός, δτι άκόμη καί ό Newton έπεσε θύμα τής τάσης τούτης,53 μολονότι αρχικά είχε ύμνηθεϊ άπό δλες τις πλευρές ώς ό άπόστολος τής έπαγωγικής-έμπειρικής επιστήμης. Ήδη ή συνη­ θισμένη διάκριση άνάμεσα στά P rin cip ia καί στήν Όπτική, ώς έκπροσώπους δύο διαφορετικών μεθοδολογικών άντιλήψεων,54 υπο­ δήλωνε κάποια δυσπιστία άπέναντι στόν μαθηματικό Newton. Όσο περισσότερο δυνάμωνε τό άντινοησιαρχικό ρεύμα, τόσο λιγότερο θεωρούνταν επαρκής ή άντίθεση τού Newton πρός τήν καρτεσιανή 49. op. cit ., V = O euvres , II, 75. 50. op. cit., XV = O euvres , II, 305 κ.έ. 51. op. cit., XX = O euvres , II, 4 6 6 κ.έ.* D isc. Prel. — O euvres , I, 207/8, 203/4. 52. Βλ. προπαντός τήν έπιστολή στόν Φριδερίκο II τής Πρωσίας άπό 30.1 1 .1 7 7 0 = Oeuvres , X V II, 2 1 0 /1 1 , 213: συνύφανση ύλης καί νόησης τόσο στόν άνθρωπο ό­ σο καί στό σόμπαν, δηλ. ύλικότητα του Θεού. 53. G u e rla c , ‘‘N ew ton ’ s C h a n g in g R e p u ta tio n ’ , E s s a y s , 76/7. 54. Κεφ. IV , ύποκεφ. 2β.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

363

αντίληψη για τά μαθηματικά —αντίθεση αναπόφευκτη, άφού τώρα τά μαθηματικά εφαρμόζονταν πάνω σέ μιά φυσική ουσιαστικά διαφορε­ τική55— ή οί απόψεις του σχετικά με τήν άνάγκη νά χρησιμοποιείται ή μαθηματική μέθοδος κατά τήν ιδιαίτερη υφή τού έκάστοτε γνωστι­ κού άντικειμένου καθώς καί σχετικά με τήν αδυναμία μετάφρασης ό­ λων των προβλημάτων σέ μαθηματική γλώσσα.56 Στό χαλαρό πλαί­ σιο τής νευτώνειας σχολής ήταν δυνατές πολύ διαφορετικές αντιλή­ ψεις γιά τά μαθηματικά, καί αυτός ήταν ό λόγος τόσο τής μόνιμης υποψίας δτι ό Newton δέν είχε κόψει δλα τά νήματα πρός τή νοη­ σιαρχία, δσο καί τής επιδίωξης των έμπειριστών νευτωνιανών νά εκ­ καθαρίσουν τίς εκκρεμότητες τού δασκάλου κατά τό πνεύμα τής έποχής. Τήν παραπάνω υποψία τήν ένίσχυαν δχι μόνον έπαινοι νεοκαρτεσιανών δπως ό Fontenelle γιά τή θεμελίωση τής νευτώνειας φυσι­ κής πάνω στήν «πιο βαθυστόχαστη γεω μετρία»,57 αλλά καί νευτωνιανοί δπως ό K eill, πού πρέσβευε μιά μαθηματική πραγματοκρατία.58 Οί (ακραίοι) άντίπαλοι τούτης τής άκραίας θέσης δέν περιορί­ ζονταν στόν τονισμό τού εμπειρικού χαρακτήρα τής γνώσης στή φυ­ σική επιστήμη (π.χ. ό M aclau rin ), χρησιμοποιώντας συνάμα καί σκεπτικιστικά επιχειρήματα ενάντια στήν άξίωση καθολικής ίσχύος των μαθηματικών, αλλά έφταναν καί σέ σημείο νά θεωρούν τή χρήση των μαθηματικών εκ μέρους τού ίδιου τού Newton ώς σύμπτωση ή τακτικό ελιγμό (π.χ. ό G ordon ).59 Όμως καί οί συμφιλιωτικές θέ­ σεις ατούς κόλπους τής νευτώνειας σχολής είναι χαρακτηριστικές γιά τόν ύποβιβασμό τών μαθηματικών. ’Έτσι ό s ’ G ra v e san d e , προλα­ βαίνοντας χονδρικά άντίστοιχες θέσεις τών M aupertuis καί d’Alem­ bert, διακρίνει τά καθαρά άπό τά μικτά μαθηματικά καί θεωρεί μό­ νο τά δεύτερα χρήσιμα γιά τή φυσική.60 Γιά νά ολοκληρώσουμε τήν εικόνα τής τύχης τών μαθηματικών χρειάζεται, ώστόσο, νά ύπομνήσουμε καί τίς περιπτώσεις έκεϊνες, στις οποίες διαφωτιστές ύπερασπίζουν τά μαθηματικά γιά πολεμικούς λόγους, θεωρώντας τα προϊόν μιας αυτόνομης νόησης. ‘Ένα παράδειγμα: ό V o ltaire έπαινεί τόν εμπειρισμό τού Newton, άντιδιαστέλλοντάς τον πρός τήν άφηρημένη σχολαστική συλλογιστική, καί χαρακτηρίζει τήν έμπειρία «αληθινή 55. 56. 57. 58. 59. 60.

K o y re , N ew t. S tu d ie s, 10. B u rtt, M e ta p h . F o u n d a tio n s, 2 0 6 , 210. fcloge de N ew ton = T e x te , 240. S tro n g , N ew ton ian E x p lic a tio n s, 55 κ.έ. loc. cit. , 70, 7 4 /5, 81/2. loc. ci£., 6 7 /8, 72.

364

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

δασκάλα τής φιλοσοφίας».61 Στό ίδιο κεφάλαιο, όμως, θυμάται δτι Σχολαστική δεν σημαίνει μονάχα συλλογιστική, άλλά καί αυθεντία, καί ψέγει δσους «καταπολεμούν τον Λόγο με τήν αυθεντία», κάνον­ τας κατάχρηση τής Α γίας Γραφής. Ενάντια στήν αυθεντία πρέπει, δμως, νά ορθωθεί δχι μονάχα ή εμπειρία (αυτό δέν θά είχε νόημα), άλ­ λά ό Λόγος. ΓΓ αυτό καί ό V o ltaire, δταν παρουσιάζει τόν Newton ώς διανοητή εχθρικό σέ κάθε αυθεντία, δέν άναφέρεται μονάχα στον έμπειριστή, άλλά καί στον μαθηματικό: ό New ton, γράφει, «θά σάς πει: μήν πιστεύετε εμένα* πιστεύετε μονάχα τά μάτια σας καί τά μαθηματικά».62 Τέτοιες άποφάνσεις σχετικά μέ τά μαθηματικά είναι μάλλον σπάνιες, πρέπει δμως νά τις σημειώσουμε, γιατί σ’ αυτές διαφαίνεται ή ίδια εκείνη μετατόπιση των άπόψεων άνάλογα μέ τόν έκάστοτε πολεμικό σκοπό, πού θά τη συναντήσουμε άμέσως παρακά­ τω καί στό ζήτημα τής άπόρριψης ή άποδοχής των «συστημάτων». Ή διάκριση τού s ’ G ra v e san d e άνάμεσα στά καθαρά καί στά μι­ κτά μαθηματικά προέρχεται άπό τόν B a c o n ,63 κι αυτό δείχνει έμμε­ σα τήν άνοδο τού κύρους του έξαιτίας τής έξάπλωσης τής άντινοησιαρχικής τάσης στήν επιστημολογία. Είναι ευνόητο γιατί ό B aco n , πού άποστρεφόταν τήν «κομψότητα καί τήν οίηση των μαθηματι­ κών» καί άναγνώριζε στήν επιστήμη τους, δπως καί στη λογική, μο­ νάχα τή λειτουργία «υπηρετριών τής φυσικής», εξισώνοντας επιπλέον τά μαθηματικά μέ τήν άφηρημένη μεταφυσική,64 έπηρέασε τις άντιλήψεις τού D id erot π.χ. γιά τά μαθηματικά.65 Οι φιλολογικές επι­ δράσεις ήταν, πάντως, δυνατές μόνο καί μόνον επειδή οι βασικές έπιλογές είχαν ήδη γίνει. Ή καταγωγή των έπιλογών αυτών άπό τήν όντολογική άνατίμηση τής ύλης φαίνεται ήδη στη διαπλοκή τής δια­ μάχης γύρω άπό τήν ύφη τής δύναμης μέ τή διαμάχη γύρω άπό τήν άξια των μαθηματικών.66 Ή διαπλοκή τούτη παρουσιάζεται Ιδιαίτε­ ρα ξεκάθαρη στόν L eib n iz, ό όποιος είναι καί μαθηματικός καί είσηElem . de la Phil . de Newton , II, 2 = OC, XX II, 4 49. op. cit ., II, 10 = OC, XXII, 485. Transl. o f ‘De A u gm en tis\ III, 6 = W orks , IV , 370. ibid., 369/70. D ieck m an n , ‘“In flu en ce o f B a c o n ’ , Studien , 37/8. Τή συνύφανση αυτή έχει περιγράφει ώραΐα ό B el a v a l, L a Crise de la Geometrisation , {δ. 345 κ.έ. ’Ακριβώς, δμως, ή συνύφανση τούτη άποτελεΐ ένα ισχυ­ 61. 62. 63. 64. 65. 66.

ρό επιχείρημα ένάντια στή θέση τού B e la v a l (3 4 9 /5 0 ), δτι ή αυτονομία τής καρτε­ σιανής μηχανής προετοιμάζει τόν υλιστικό μονισμό. ’Ίσως αυτό νά είναι όρθό, άν σταθούμε στήν ψυχολογική άποψη τού προβλήματος, άπό τή λογική-δομική σκοπιά ωστόσο ό ισχυρισμός τού B e la v a l είναι έσφαλμένος. Βλ. παραπάνω κεφ. IV, ύποκεφ. 4β καί σημ. 430.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

365

γητής τής δυναμικής στη φυσική: ακριβώς, όμως, ή εισαγωγή τής δυναμικής στή φυσική έκανε αναγκαία τή νέα καθολική μέθοδο τής μαθηματικής συνδυαστικής τέχνης (K om b in ato rik ), πού, μέ τή σει­ ρά της, στηρίζεται σέ μιά συνεργασία φαντασίας-ένόρασης καί αναλυ­ τικής σκέψης, ανύπαρκτη καί αδύνατη στον D e sc a r te s.67 Στήν πο­ λεμική του εναντίον τού B a y le 68 ό L eibniz υπεράσπισε τά μαθημα­ τικά* δέχτηκε, βέβαια, δτι στή Φύση δέν ύπάρχουν «άλλαγές όλότελα ομοιόμορφες», δπως τις φαντάζονται οί μαθηματικοί, συνάμα δμως τόνισε τήν αναγκαιότητα των μαθηματικών κανόνων γιά τή σύλληψη τής πραγματικότητας: άκόμη κι αν οί κανόνες αυτοί είναι πλασματι­ κοί, ωστόσο άνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα, πού έξαιτίας τής έλλογης δομής της συμπεριφέρεται μέ βάση τούς κανόνες αυτούς.69 Ή όρθολογικότητα αυτή έχει, ώστόσο, βάση μεταφυσική, καί μάλιστα μέ τήν έννοια μιας δυναμικής μεταφυσικής, πού έχει υπό τήν αιγίδα της τή δυναμική φυσική. Ό νέος —σέ σχέση μέ τον D e sc a r te s— ορισμός τών σχέσεων μαθηματικών καί (μετα)φυσικής, στό πλαίσιο τής γενικής δυναμικής τάσης, επιτρέπει στόν Leibniz μιάν άνατίμηση καί δυναμοποίηση, συνάμα δμως καί έναν ύποβιβασμό τών μαθηματικών, αφού ή δυναμοποίησή τους έπιτελεΐται κατά τίς ανάγκες τής μεταφυσικής του αντίληψης. Τήν αξίωση τών μαθη­ ματικών νά απαλλαγούν από τήν κηδεμονία τής μεταφυσικής ό Leibniz τή θεωρούσε σημείο επικίνδυνης φιλοσοφικής τυφλότητας. Μερικοί σάν τον H o b b es, γράφει, χρησιμοποιούν καί αύτοί τά μαθη­ ματικά* άρα ό άθεϊσμός καί ό ύλισμός δέν άνασκευάζονται μέ τή βοήθειά τους, παρά μόνο μέ μεταφυσικές αλήθειες, στις όποιες πρέπει νά υποτάσσονται οί μαθηματικές.70 Τούτη ή σμίκρυνση τών μαθηματι­ κών από τή σκοπιά τής μεταφυσικής ήταν, βέβαια, λογικά αντίθετη από τή συνηθισμένη διαφωτιστική έπίκριση τών μαθηματικών μέ βά­ ση τή φυσική καί τήν εμπειρία. Ό μω ς, παρ’ δλα αυτά, δημιουργήθηκε ή εντύπωση δτι καί ό Leibn iz παίρνει θέση άντιμαθηματική, καί ή εντύπωση αυτή ένισχύθηκε μετά τή νέα ανακάλυψη τών δυναμικώνάντικαρτεσιανών πλευρών τής σκέψης του.

67. V uillem in , D ifferen ce et id e n tite, 2 7 1 /2 , 2 98, 301. 68. ΓΓ αυτή τήν άντίληψη τών μαθηματικών στή σχέση της μέ τήν άνατίμηση τής κοινωνικοϊστορικής διάστασης τού αισθητού κόσμου βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 4. 69. R e p o n se a u x re fle x io n s etc. = Phil. S c h r ., IV , 568/9. 70. Δεύτερη έπιστολή στόν C la rk e = Ph il. S c h r ., V II, 355.

366

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

β) Ό διφορούμενος χαρακτήρας τής άπόρριψης των συστημάτων και το πολεμικό νόημα τής επίκλησης τής έμπειρίας Ό υποβιβασμός τών μαθηματικών έξαιτίας τής ριζοσπαστικής απο­ κατάστασης του αισθητού κόσμου συνοδεύτηκε από τη γενική απόρ­ ριψη τού ((συστηματικού πνεύματος». Ώς «σύστημα» με τήν κακή έν­ νοια θεωρούνταν εκείνο, πού στριμώχνει τήν εμπειρική πραγματικό­ τητα σέ ένα αύθαίρετο πλαίσιο ή καί τήν παραβλέπει, γιά να μήν θέ­ σει σέ κίνδυνο προκαταβολικά παγιωμένες άπόψεις. Τά συστήματα χτίζονται πάνω σέ άνεξακρίβωτα γεγονότα, γράφει ό BufFon, καί υπηρετούν τή ροπή έξομοίωσης διαφορετικών πραγμάτων ή ίσοπέδωσης τής συγκεκριμένης πολυμορφίας*71 άντίδοτο είναι ή συλλογή εξακριβωμένων γεγονότων καί ή άποφυγή κάθε «συστηματικής μα­ νίας».72 Ό μως ό BufFon θίγει καί τήν άνθρωπολογική καί κοσμο­ θεωρητική πλευρά τού ζητήματος. Τά συστήματα είναι «πνευματικάήθικά γεννήματα θεωρήσεων καθαρά άνθρώπινων», στηρίζονται σέ «ήθικές συμβάσεις» καί μέσα τους ή διαμέσου τους πραγματοποιείται μια συγχώνευση ή μάλλον σύγχυση έμπειριών καί γνώσεων μέ αι­ σθήματα, πάθη καί επιθυμίες.73 Αύτά γράφονται σέ συνάφεια μέ τήν άρνηση τών c a u s a e fin ales, καί γ ι’ αύτό ένέχουν αιχμή άντιθεολογική. Καί ό C on dillac είχε, πρίν άπό μερικά χρόνια, τονίσει τούς ί ­ διους παράγοντες γιά νά έξηγήσει τή γένεση (μεταφυσικών) συστη­ μάτων. Αύτά δέν θεμελιώνονται στή λογική σκέψη, άλλά στά «πάθη» καί στίς ιδιοσυγκρασίες* άκριβώς επειδή είναι «παιγνίδια τής ιδιο­ τροπίας» δημιουργούνται καί εξαφανίζονται τόσο γρήγορα.74 Άπό κοινωνιολογική άποψη, ό C ondillac υπογραμμίζει τή συμμαχία (με­ ταφυσικών) συστημάτων καί θρησκευτικών προκαταλήψεων, ή οποία ένισχύεται άπό τούς δεσπότες,75 καθώς έπίσης καί τή διαμόρφωση σχολών γύρω άπό έ'ναν σπουδαιοφανή φιλόσοφο, πού ή αύθεντία του βουβαίνει τήν κριτική καί εξασφαλίζει τήν επιβίωση τού συστήματος του.76 Ό C ondillac παρατηρεί δτι οι φιλόσοφοι κατοχυρώνουν τήν αύθεντία τους μιλώντας γιά πράγματα άναπόδεικτα μέ έμπειρικό 71. H ist. N atu r ., 1ος D isc ., De l a m an iere etc. = Oeuvres , 9A. 72. "Ηδη σ’ ενα άπό τά πρώτα του δημοσιεύματα· βλ. τόν πρόλογο στή μετάφρα­ ση (1735) τοΰ έργου του H a le s Vegetable static s στά Oeuvres , 5Β. 73. H ist, des Anim . , V = Oeuvres , 258AB. 74. Traite des S y st ., ch. II Oeuvres , 1, 126B-127A . 75. op. ch. V = O euvres , I, 140B. 76. op. cit.., ch. 1 = Oeuvres , I, 122A.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

367

τρόπο,77 καί αυτό χρησιμεύει ώς αφετηρία τής καθαρά λογικής κριτι­ κής του. Ή στρατηγική των κατασκευαστών συστημάτων είναι κατά τόν C on d illac απλή: διατυπώνουν γενικές αρχές, γιά νά συναγάγουν κατόπιν απ’ αυτές «αλήθειες λιγότερο γενικές». Ωστόσο, οι άρχές αυτές ή είναι τόσο γενικές, ώστε ή ενδεχόμενη άλήθεια τους είναι ά­ χρηστη, ή έφαρμόζονται σέ περιπτώσεις, στις όποιες ή μερική τους άλήθεια δέν ταιριάζει, ή επικαλύπτουν καί εξισώνουν μέ τήν άοριστία τους πράγματα όλότελα διαφορετικά. Στήν πραγματικότητα, ή γενικότητά τους είναι πλασματική, γιατί προκύπτει πάντα από τή γενί­ κευση ενός μεμονωμένου στοιχείου* γ ι’ αύτόν τόν λόγο καίπαράγονται πολλά συστήματα ταυτόχρονα, δταν στό επίκεντρο τής προσοχής βρίσκεται κάποιο πολυδιάστατο πρόβλημα.78 Γιά τόν ’ίδιο λόγο ερ­ μηνεύονται αύθαίρετα καί οι θεμελιώδεις έννοιες τών μεταφυσικών συστημάτων (δν, ύπόσταση κτλ.), οπότε ή διαμάχη γύρω από τό περιεχόμενό τους γίνεται παιγνίδι μέ τις λέξεις: «ή αλήθεια έξαρτάται άπό τις ιδιοτροπίες τής γλώσσας μας».79 Οι θέσεις αυτές τού C ondil­ la c περιέχουν δλα τά ουσιαστικά σημεία τής κριτικής τών συστημά­ των, γ ι’ αυτό καί άσκησαν άποφασιστική έπήρεια, ήδη ώς έμβαθυμένη σύνοψη διαδεδομένων άπόψεων. Ό M au p e rtu is τόν άναφέρει επαινετικά στά πλαίσια τής δικής του κριτικής τών συστημάτων, πού τό ιδιαίτερο ενδιαφέρον της προκύπτει άπό τή στενότατη επαφή τού συγγραφέα μέ τήν επιστημονική πράξη. Συστήματα δπως τού Leibniz άποτελούν «άληθινές συμφορές γιά τήν πρόοδο τών επιστη­ μών», αφού θεμελιώνονται σέ «αθέατα δντα», πού ούτε έπιβεβαιώνονται ούτε άντικρούονται εμπειρικά. Όποιος κατασκευάζει ένα σύ­ στημα δέν έχει τόν νοΰ του στό πράγμα, αλλά στό έργο του, δηλ. συγ­ χέει τά πλάσματα τού νού του μέ τήν πραγματικότητα.80 Τό πράγμα ξεμακραίνει δλο καί πιό πολύ, δσο οι φιλόσοφοι μπλέκονται σέ δια­ μάχες, δηλ. στό δίχτυ τών ίδιων τους τών φανταστικών κατα­ σκευών.81 Τέλος, άπό τή σκοπιά τής φαινομενοκρατίας του, ό M au p e rtu is προσπαθεί νά ερμηνεύσει τήν υποκειμενική ροπή πρός τά συστήματα μέ βάση τήν άντικειμενική άδυναμία γνώσης τού πράγματος καθαυτού. Οί άνθρωποι δέν θέλουν νά χωνέψουν τό γεγο­ νός δτι τό πνεύμα μας δέν μπορεί νά έχει άλλα άντικείμενα άπό αυτά πού τού παρέχουν οί αισθήσεις* οί αυτάρεσκες ύψιπέτειες τών συστη77. 78. 79. 80. 81.

op. cit.* ch. op. cit ., ch. op. cit..* ch. Lettre VII = L ettre VIII

IV = O euvres , I, 131 Λ. II = O euvres , I, 125A -126B. I l l = O euvres , I, I29B -130A . O euvres , II, 257 κ.έ. Ή αναφορά στον C o n d illac στή σ. 260. = O euvres , II, 263/4.

368

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

μάτων πραγματοποιούνται πέρα από τά δρια τής ανθρώπινης γνώσης.82 Οί τυπικές αυτές αποφάνσεις εμπεριέχουν δλα τά βασικά θέματα τής κριτικής στά «συστήματα», καί επομένως περιττεύει να διερευνήσουμε τις άπειρες παραλλαγές τους σέ πολλούς συγγραφείς τού 18ου αί. Ή κριτική αυτή πρόσφερε άναμφισβήτητα περιγραφές ώς επί τό πλείστον ορθές, καί προπαντός ό C ondillac διατύπωσε προκαταβο­ λικά κεντρικά επιχειρήματα τής σύγχρονής μας θετικιστικής κριτικής στή μεταφυσική. Ωστόσο, οί διαφωτιστές δέν άρκέστηκαν στήν περι­ γραφή καί στήν κριτική. Στό κακό σύστημα άντιπαρατάχθηκε τό κα­ λό, πού θά άντικατόπτριζε τήν τάξη των πραγμάτων δίχως αυθαιρε­ σία καί προκατάληψη. Τό γιατί μιά οριστική παραίτηση άπό τό σύ­ στημα καί άπό τήν ίδέα τού Όλου δέν είναι δυνατή, προσπαθήσαμε νά τό εξηγήσουμε πρωτύτερα μέ άφορμή τήν πρώτη μεγάλη άναμέτρηση τού νεότερου ορθολογισμού μέ τή θεολογική οντολογία: μονά­ χα μιά ολόπλευρη άνασκευή μιας (ολόπλευρης) άντίπαλης θέσης χα­ ρίζει τήν προοπτική μακροπρόθεσμης επιτυχίας στόν κοσμοθεωρητι­ κό άγώνα. Ή πολεμική δέν πείθει, αν δέν δίνει άπάντηση σέ θεμελιώ­ δη ερωτήματα* φυσικά, τό μονοπώλιο τής άπόφασης πάνω στό ποιά ερωτήματα είναι θεμελιώδη πρέπει νά τό επιφυλάσσει κάθε παράταξη στόν έαυτό της. Αύτό σημαίνει δτι ή διαφωτιστική θέση, γιά νά έκπληρώσει τήν πολεμική της λειτουργία, διόλου δέν ήταν υποχρεωμέ­ νη νά άπαντήσει στά ερωτήματα εκείνα, πού άπό τή σκοπιά τού άντιπάλου ήταν τά πρώτα καί τά έσχατα. ’Από τήν άλλη πλευρά, ώστόσο, οί έριδες γύρω άπό τον Θεό, τήν ψυχή κτλ. μπορούσαν νά παρα­ μεριστούν μεμιάς καί άτιμώρητα μόνον αν συγκροτούνταν ένα όλότελα διαφορετικό γνωστικό Ό λο, πού άπό τήν ύπαρξη καί τή δομή του τήν ίδια θά έκανε άδιάφορα καί άνόητα τά έσχατα ερωτήματα τού άντιπάλου. ’Ακόμη καί ό Αγνωστικισμός ήταν δυνατός — άλλά μονά­ χα σέ σχέση πρός τά τελευταία. Οί λόγοι, όμως, γιά τούς οποίους κά­ ποιος θέλει νά είναι άγνωστικιστής μ’ αυτή τήν ορισμένη έννοια, άντλούνται μέ τή σειρά τους άπό μιά συλλογιστική σειρά, πού καθαυτή περιέχει τήν άπάντηση σέ δσα ερωτήματα θεωρούνται τώρα ώς ση­ μαντικά. Τό νέο γνωστικό Όλο άποτελεί —καί τό παράδοξο είναι φαινομενικό μονάχα— τήν άντίστροφη δψη καί μάλιστα τήν προϋπό­ θεση τού (ειλικρινούς ή ύποκριτικού) άγνωστικισμού εκείνου, ό οποίος άναφέρεται στά έσχατα ερωτήματα τού άντιπάλου. νΑν, άλ­ λωστε, δέν μπορούσαν νά γνωσθούν ούτε δσα πράγματα θεωρούνται 82. Venus p h y s V III = O eu v res, II, 45/6.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

369

σημαντικά από τή σκοπιά τής νέας κοσμοθεωρητικής θέσης, τότε θά έχανε τό νόημά της ή υπεράσπιση ορισμένου επιστημονικού ιδεώδους σέ αντίθεση μέ τά «άφηρημένα συστήματα». Μέ δυό λόγια: γιά νά δοθεί απάντηση πειστική, τουλάχιστον από πολεμική άποψη, σέ έσχατα ερωτήματα, δέν χρειάζεται νά βρεθεί απάντηση στά έσχατα ερωτήματα τού αντιπάλου. Στόν αγώνα γιά τή μετατόπιση τού έπιπέδου τής σκέψης φαίνεται τό πολεμικό νόημα τής διαμάχης γύρω από τά συστήματα. Πίσω από τή γνωσιοθεωρητική ένσταση κρύβεται ή όντολογική, έκείνη δηλ. πού άναφέρεται στό περιεχόμενο τής σκέ­ ψης. Ό ρόλος τής εμπειρίας στή διαμόρφωση τού «καλού» συστήμα­ τος τονίζεται μόνο καί μόνον επειδή έχει άνατιμηθεί προκαταβολικά ό αισθητός κόσμος καί δέν βλέπεται πιά στήν αντίθεσή του πρός τό πνεύμα, αλλά στή συνύφανσή του μ4’ αυτό. Όπως εϊπαμε, ό έμπειρισμός δέν άποτελεί τή «φυσική» γνωσιοθεωρητική στάση, δπως άλ­ λωστε δέν τήν άποτελεί καί ή νοησιαρχία. Ή ριζοσπαστική αποκατά­ σταση τού αισθητού κόσμου γέννησε μιά διαφορετική αντίληψη γιά τήν υφή τού Όντος άπό έκείνη πού αντιστοιχούσε στήν αποκατάστα­ ση τού αισθητού κόσμου, όπως τήν αντιλαμβάνονταν τά μαθηματικά μοντέλα τού σύμπαντος στόν 17ο αί. — καί ή κοσμοθεωρητική αυτή μετατόπιση εκφράστηκε καί στή γνωσιοθεωρία. Ή έμπειριστική μέ­ θοδος γνώσης ήταν ή μόνη ικανή νά αποδείξει τήν όρθότητα τής νέας κοσμοθεωρητικής θέσης, γιατί καί ή Γδια προερχόταν άπό τήν τελευ­ ταία. Ή (άσυνείδητη) συνάφεια γνώσιοθεωρίας καί οντολογίας στη­ ρίζει τή (συνειδητή) προσπάθεια συγκρότησης τής δεύτερης μέ βάση τήν πρώτη. ’Αφού, δμως, ή γνωστική μέθοδος προέκυψε άπό ορισμέ­ νες προκαταρκτικές άποφάσεις ώς πρός τό ίδιο τό περιεχόμενο τής σκέψης, γ ι’ αύτό καί είναι άναγκασμένη νά καταλήξει πάλι στις τε­ λευταίες ώς πορίσματά της. Ό ταυτολογικός αυτός κύκλος δέν ήταν καί πολύ διαφορετικός στίς παλιές μορφές σκέψης. Τότε, δμως, άφετηρία ήταν τό Ό ν, ένώ τώρα είναι ή γνώση ή ή μέθοδος. Αύτό, βέ­ βαια, δέν σημαίνει κάποια πρόοδο στό ζήτημα τής άμεροληψίας, άλλά δείχνει μόνο τή μετατόπιση τού έπιπέδου, πού θεωρείται έκάστοτε ούσιαστικό άπό κοσμοθεωρητική άποψη. 0£ κατήγοροι των συστημάτων δέν άπορρίπτουν, λοιπόν, κάθε σύ­ στημα, δηλ. κάθε συνεκτική συνολική θέση, άλλά μόνο μία ορισμένη. Διατυπώνουν οί ίδιοι συστήματα καί χρησιμοποιούν ευχάριστα τή λέ­ ξη αύτή, δταν χρησιμεύει στήν έκλογίκευση τής δικής τους κοσμο­ θεωρητικής θεμελιώδους στάσης. Αύτό εξηγεί γιατί, δποτε άναφέρεται τό σύστημα μέ τήν καλή έννοια, άμεσα ή έμμεσα γίνεται λόγος καί γιά τό περιεχόμενο τής στάσης αύτής. Ό συσχετισμός τούτος

3 70

V. TO AΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

παίρνει διάφορες μορφές, πού μπορούμε νά τίς δούμε σε μερικά πα­ ραδείγματα. Ό S h a fte sb u ry , πού έγραψε τήν περίφημη φράση του «ό ιδιοφυέστερος τρόπος γιά νά γίνεις ανόητος είναι τό σύστημα»83 άμέσως μετά άπό μιά κριτική των μαθηματικών, δείχνοντας έτσι κα­ θαρά πώς έννοοϋσε τό κακό σύστημα, καυχιέται σέ άλλη περικοπή ό­ τι ή ήθική του φιλοσοφία είναι εξίσου προφανής δσο καί μιά «ήθική άριθμητική».84 Κάτι τέτοιο μπορούσε νά τό ισχυριστεί, έπειδή ή ήθι­ κή του προέκυπτε άναγκαστικά άπό μιάν όντολογική άντίληψη, πού βέβαια δέν διατυπώθηκε σέ εξωτερικά συστηματική μορφή, δμως εί­ χε έσώτερη συνέπεια.85 Ή συστηματική τάση πήγαζε εδώ άπό τήν επιθυμία νά δοθεί άπάντηση σέ έσχατα έρωτήματα. ’Άν τώρα κά­ ποιος τόσο ξένος προς τήν επαγγελματική φιλοσοφία δσο ό Sh af­ te sb u ry δέν αντιστεκόταν στόν πειρασμό νά θέσει στήν υπηρεσία τής θέσης του τά πολεμικά πλεονεκτήματα τής συστηματικής σκέψης, τό ίδιο θά έπρεπε νά συμβαίνει μέ άλλους σέ άκόμη μεγαλύτερο βαθμό. Ό V oltaire, πού έβλεπε κάθε σύστημα ώς προσβολή τού λογικού του,86 πού επαινούσε τήν έλλειψη συστήματος στόν New ton87 καί πού μεμφόταν στόν D e sc a rte s τό «συστηματικό πνεύμα, τό όποιο τυφλώνει καί τούς μεγαλύτερους άνθρώπους», έγραφε ταυτόχρονα γιά τόν Locke δτι δέν υπάρχει «πνεύμα πιό φρόνιμο, πιό μεθοδικό ούτε καί άκριβέστερος τηρητής τής λογικής» άπ’ αυτόν, έτσι ώστε άποδείχτηκε μέ τό παράδειγμά του «δτι μπορεί κάποιος νά έχει γεω­ μετρικό πνεύμα δίχως τή βοήθεια τής γεωμετρίας». Στή συνέχεια ό V oltaire υπερασπίζει in ex ten so τή θέση τού Locke γιά τή δυνατό­ τητα μιας σκεπτόμενης ύ'λης, εννοώντας δτι τό καλό συστηματικό πνεύμα πρέπει καί άπό τήν άποψη τού περιεχομένου του νά έχει άλ­ λους στόχους άπό τό κακό. Ό έπαινός του προς τόν Locke, δτι μεθο­ δεύει τήν έργασία του σάν «έξαίρετος άνατόμος», έχει λοιπόν δχι μό­ νο γνωσιοθεωρητικές, αλλά καί όντολογικές προεκτάσεις.88 ’Ακόμη διδακτικότερα είναι τά παραδείγματα τών θεμελιωτών καί κύριων έκπροσώπων τού διαφωτιστικού θετικισμού. Ή κριτική 83. C h aract ., I, 290. 84. op. cit ., II, 173. Μιάν άδέξια προσπάθεια έκπλήρωσης τής επαγγελίας τού S h a fte sb u ry , ήτοι εφαρμογής μιας «M a th e m a tic a l C alcu la tio n in S u b je c ts o f M o ra lity », έκαμε ό H u tc h eso n , Inquiry'· into the O riginal etc ., T r e a t. II, Sect. 3, XI = a. 168 κ.έ. 85. Σχετικά βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3. 86. D ialogue de P e g a se et du Vieillard = OC , X, 205. Πρβλ. τό σατιρικό ποίημα « L e s S y ste m e s» στόν ίδιο τόμο, 167 κ.έ. 87. Επιστολή στόν L .C . άπό 2 3 .1 2 .1 7 6 8 = OC, X L V I, 202/3. 88. L ettres p h il. , X I II = O C, XX II, 122 κ.έ.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

371

τού M au p e rtu is στά συστήματα δεν εμπόδισε, καθώς είναι γνωστό, τον ίδιο νά γράψει ενα Sy stem e de la N a tu re , στο όποιο μάλιστα βλέπουμε καί πού στηριζόταν ενα τέτοιο εγχείρημα, δηλ. στήν πεποί­ θηση γιά τήν τάξη καί τή νομοτέλεια τής Φύσης.89 Ό τι τό (καλό) σύ­ στημα καί ή (νομοτελειακά δομημένη) Φύση —δηλ. τό επιστημολογι­ κό καί τό όντολογικό στοιχείο— είναι δυό πλευρές του ίδιου νομίσμα­ τος, τό λέει ρητά ό C o n d illac, μολονότι καί αυτός θέλει νά παραμείνει εξίσου αυστηρός φαινομενοκράτης δσο ό M au p e rtu is ή ό d ’A­ lem bert. Κατά τήν άποψή του, τό (καλό) σύστημα άποτελεί ενα κλειστό Ό λο, πού στηρίζεται σέ μιά καί μόνη αρχή: δμως καί τό σύμπαν άποτελεί, από τήν πλευρά του, ενα σύστημα, άφού τά φαινό­ μενα, πού διαδραματίζονται μέσα του, συμπεριφέρονται τό ενα πρός τό άλλο ώς αίτια καί άποτέλεσμα, καί ταυτόχρονα ύπόκεινται σέ έ­ ναν καί μόνον ύ'ψιστο νόμο.90 Είναι πολύ πιθανόν δτι ποτέ δέν θά μπο­ ρέσουμε νά άνασυνθέσουμε δίχως κενά τό παγκόσμιο σύστημα — ό λόγος δμως είναι άκριβώς δτι ή άλληλεξάρτηση δλων των φαινομέ­ νων δέν επιτρέπει ολικές εξηγήσεις, δσο παραμένουν άγνωστα ή άνεξήγητα έστω καί λίγα απ’ αυτά.91 Ή άλληλεξάρτηση των φαινομέ­ νων καί μαζί της ή νομοτελής φυσική τάξη προϋποτίθεται, λοιπόν, καί θεωρείται τόσο αιτία -τής άγνοιάς μας δσο καί πλαίσιο προσανα­ τολισμού τής γνώσης μας. Παρόμοια συλλογίζεται ό d ’A lem bert, γιά τόν οποίον, άλλωστε, ό C o n d illac ήταν ένας «άπό τούς καλύτε­ ρους φιλοσόφους μας» καί οριστικός, επιπλέον, κατατροπωτής των άφηρημένων συστημάτων.92 Ό d ’A lem bert διακρίνει ανάμεσα στο υγιές «συστηματικό πνεύμα» καί στό σχολαστικό «πνεύμα τού συστή­ ματος».93 Μέ προϋπόθεση τόν υγιή προσανατολισμό τής συστηματι­ κής προσπάθειας, ό d ’A lem bert είναι πρόθυμος νά προχωρήσει τόσο πολύ στόν δρόμο της, ώστε άναγορεύει τή δυνατότητα συγκρότησης ένός έπιστημονικού-συστηματικού Όλου σέ κριτήριο αλήθειας. Ή γνώση μας είναι ελλιπής, άπό τή μιά έπειδή γνωρίζουμε πολύ λίγες αλήθειες, καί άπό τήν άλλη επειδή «ανάμεσα στίς γνωστές μας λείπει ή άλληλουχία».94 Ή συστηματική άλληλουχία άποτελεί, λοιπόν, eo ipso άναγκαίο συστατικό μέρος τής πλήρους γνώσης. Γιά τήν όντο89. S y st. de N a t., XXVII = O eu v re s, Π, 154/5. 90. D iet, d e s syn on . = O eu v re s, III, 511B-512A. Πρβλ. τήν άνάλυση τής Knight, Geom . S p ir it , 56 κ.έ., πρβλ. 128. 91. T ra ite d e s S y s t ., ch. XII = O eu vres, I, 197B. 92. D is c . P rel. = O eu v re s, I, 288. 93. loc. c it., 202. 94. E lem . de P h il., IV, § I = O eu vres, II, 41.

372

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

λογική τάση τής έποχής, ή οποία κρύβεται πίσω από τούς γνωσωθεωρητικούς στοχασμούς, είναι εξαιρετικά ενδεικτικό δτι άκριβώς ό νομιναλιστής d ’A lem bert, πού θεωρεί τή γνώση τής πρώτης αίτιας τού κόσμου άδύνατη, εκφράζει την άποψη, δτι ή δυνατότητα του συ­ στηματικού Όλου σε τούτη ή σ’ εκείνη την έκταση σε τελευταία ανά­ λυση στηρίζεται στήν πραγματικά υπαρκτή ενότητα τού Είναι: «Όλα τά δντα καί συνεπώς καί δλα τά άντικείμενα της γνώσης μας έχουν μεταξύ τους έναν σύνδεσμο πού μάς διαφεύγει».95 Θά ήταν λάθος νά άποδώσουμε τή συστηματική τάση τού d’ A lem bert σε μιά κρυφή καρτεσιανή έπίδραση, μολονότι ή ιδέα τού συστηματικού Όλου επιβλήθηκε πρώτα-πρώτα χάρη στόν D e sc a r­ tes, πράγμα πού δεν μπορούσε νά ξεχαστεί παρ’ δλη τήν έντονη άντίθεση προς τό περιεχόμενο καί τόν τρόπο συγκρότησης τού καρτεσια­ νού συστήματος. Πάντως, οί πραγματικοί λόγοι τής εμμονής στήν ιδέα τού συστηματικού Όλου, παρ’ δλη τήν άπόρριψη τών συστη­ μάτων, πρέπει νά άναζητηθούν άλλού. Ό D iderot είναι άκόμη πιό ξένος προς τό γνωστικό ιδεώδες τού D e sc a rte s άπ’ δ,τι ό d ’Alem­ bert, καί δμως έξαρτά εξίσου έμφατικά τή δυνατότητα μιας επιστη­ μολογικά πειστικής μεθόδου από τήν όντολογική αντίληψη τής νομοτελούς λειτουργίας τού Όλου τής Φύσης: «Ά ν τά φαινόμενα δέν άλυσιδώνονται μεταξύ τους, φιλοσοφία δέν υπάρχει... καί δλη ή φυσική μας επιστήμη γίνεται παροδική δπως τά λόγια».96 ’Ακριβώς επειδή, στήν προοπτική αυτή, επιστημολογία καί οντολογία συμπίπτουν, ή θεωρητική στερεότητα τού συστήματος δέν όφείλεται στή δύναμη τής νόησης, άλλά στή δομή τού Είναι. Ή σύλληψη τής τελευταίας δέν χρειάζεται, λοιπόν, νά πραγματοποιηθεί μέ άφαιρέσεις, οί όποιες βέ­ βαια, δπως λέει ό C o n d illac, είναι «άπόλυτα άναγκαίες», δμως μό­ νο καί μόνο «γιά νά βάλουν τάξη στή γνώση μας»· τά βήματα τής εμπειρικής γνώσης τά καθοδηγεί άλλωστε ή ίδια ή Φύση.97 Συστη­ ματική σκέψη καί νοησιαρχία δέν έχουν επομένως καμιάν αναγκα­ στική σχέση — καί μάλιστα γιατί τώρα επικρατεί μιά άντινοησιαρχική άντίληψη γιά τήν ιδιοσυστασία τού Είναι, ή οποία σέ τελευταία άνάλυση οφείλει νά ταυτίζεται μέ τήν ιδιοσυστασία τής ίδιας τής γνώσης. Άκόμη καί οί σκληρότεροι άντίπαλοι τής νοησιαρχίας μπο­ ρούσαν, μιά καί σκέπτονταν έτσι, νά χρησιμοποιήσουν στήν κατάλλη­ λη στιγμή τήν ίδέα τού συστήματος. ’Έτσι, ό R o u sse a u γράφει στόν 95. ο/?. ci£., IV = O eu v re s , II, 28. 96. In terp r. de la TVai., LVIII = OC, II, 57. 97. T ra ite d e s S y s t ., ch. I = O eu vres, I, 122A.

2. Ο ΑΓΏΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

373

πρόλογο του E m ile ότι «τό συστηματικό μέρος» τού μυθιστορήματος του δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή «πορεία τής Φύσης».98 Τό σύστημα είναι, λοιπόν, τό ίδιο τό πράγμα* γ ι’ αυτό καί δέν μπορεί νά συγκρο­ τηθεί μέ νοησιαρχικά μέσα, όταν ή νόηση άπό τά ίδια τά πράγματα είναι παρακατιανή. Μέ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μιά ταυτότη­ τα συστήματος καί πράγματος, πού άποσκοπεί στή στήριξη τής άντινοησιαρχικής θέσης μέ έσχατα έπιχειρήματα. Ό χ ι μόνο στή στενά φι­ λοσοφική, άλλά καί στήν κοινώνικοπολιτική πολεμική οί διαφωτι­ στές δέν μπορούσαν νά παραιτηθούν άπό τό σύστημα καί τήν ιδέα τού Όλου, χωρίς νά άφήσουν τό πεδίο έλεύθερο στούς αντιπάλους τους. Τυπικές, άπό τήν άποψη αυτή, είναι οί θέσεις τού T u rg o t, πού μαρ­ τυρούν οξύ αισθητήριο τής πολεμικής σημασίας τής διαμάχης γιά τά καλά καί τά κακά συστήματα. Βέβαια, ό T u rg o t άπορρίπτει συστή­ ματα στηριζόμενα σέ αύθαίρετες υποθέσεις, συνάμα όμως υπογραμ­ μίζει τίς επικίνδυνες συνέπειες τής δυσφήμισης των συστημάτων γιά τούς «μή ειδικούς». Πολλοί καταδικάζουν ώς σύστημα, πού καταπνί­ γει τήν πολυμορφία τής Φύσης, κάθε αιτιολογημένη πρόταση γιά τήν έξάλειψη δυσπραγιών καί δεινών* ή φράση «άνθρωπος τών συστημά­ των» έγινε «ένα είδος όπλου» στήν υπηρεσία τών προνομιούχων καί συντηρητικών. Ό T u rg o t υπερασπίζει τό καλό σύστημα, άναγκαίο σέ κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, άποδοκιμάζει όμως τήν άνάμιξη τών δύο σημασιών τού όρου, ή οποία υπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς ανάλογα μέ τίς έκάστοτε ανάγκες.99 Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες, άντιλαμβανόμαστε εύκολα γιατί ή κατηγορηματική ρήση τού D iderot: «χωρίς τήν ίδέα τού Όλου δέν υπάρχει φιλοσοφία»100 μπορούσε νά είναι σίγουρη ότι θά βρει γενική έπιδοκιμασία. Οί διαφωτιστές έπρεπε νά έμμείνουν στήν ίδέα τού Ό ­ λου, γιά νά παρουσιάσουν τή γνώση τους ώς θεμελιωμένη καί άκα­ ταμάχητη. Τό Ό λο, όμως, μπορούσε νά συλληφθεί καί νά έρμηνευθεί μονάχα θεωρητικά-ένατενιστικά (άφού μάλιστα ή ερμηνεία του συ­ χνά σκόπευε νά στηρίξει ορισμένες άξιες), καί αυτό βρισκόταν αντι­ κειμενικά σέ άντίθεση μέ τή δεδηλωμένη επιθυμία τών διαφωτιστών νά μεθοδεύσουν τήν εργασία τους αύστηρώς έμπειρικά, αποκρούον­ τας κάθε «αυθαίρετη» υπόθεση. Ό τρόπος, μέ τόν όποιον οί διαφωτι­ στές παραμερίζουν συνήθως τήν άντίφαση αυτή (μάλλον θά έπρεπε νά

98. O e u v re s, IV , 242. 99. E lo g e de G o u rn a y = O e u v re s, I, 618 κ.έ. 100. In te rp r. de la N a t. = OC, II, 15.

374

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

πούμε δτι φέρονται σάν νά μήν υπήρχε), εξηγείται μόνον αν δούμε τό πολεμικό νόημα τής έπίκλησης τής έμπειρίας. Ή επίκληση τούτη εί­ ναι δπλο από τή μια εναντίον τής «σχολαστικής συλλογιστικής» καί από τήν άλλη εναντίον τής μαθηματικής νοησιαρχίας, ή οποία αποτε­ λούσε εμπόδιο γιά τή ριζοσπαστική αποκατάσταση τού αισθητού κό­ σμου, δσο κι αν ή ίδια βρισκόταν σε αντίθεση πρός τήν παραδοσιακή θεολογική μεταφυσική. ’Από δώ, τώρα, άντλείται καί τό αντίστροφο πόρισμα: απόψεις, πού τό περιεχόμενό τους στρέφεται ένάντια στις δύο παραπάνω θέσεις, θεωρούνται eo ipso καί a p rio ri συμβιβάσιμες μέ τήν έμπειρία ή ομολογία πίστεως στήν εμπειρία καί χαιρετί­ ζονται σάν τέτοιες, άσχετα άπό τό αν προέκυψαν ή δχι άπό διαδικα­ σία έμπειρική. Ή ομολογία πίστεως στήν έμπειρία είναι στήν πραγ­ ματικότητα πράξη συμβολική, σημείο δτι κάποιος άνήκει σέ μιά κο­ σμοθεωρητική παράταξη. Μ’ αυτό δέν θέλω καθόλου νά άμφισβητήσω τή σημασία τής ομολογίας αυτής γιά τήν άνάπτυξη των έπιστημών ή τήν ειλικρίνεια τής προσπάθειας πολλών έρευνητών νά μελετή­ σουν εμπειρικά τόν εμπειρικό κόσμο — κάθε άλλο. Ό μω ς, ή ειλικρί­ νεια αυτή άντλούσε τή δύναμή της άπό μιά κοσμοθεωρητική θεμε­ λιώδη στάση, ή όποια δέν μπορούσε νά είναι έμπειρικά δεδομένη. ’Άλλωστε ή έμπειρική-επαγωγική μέθοδος, άν τήν πάρουμε σοβαρά, διόλου δέν μπορεί νά έξηγήσει τή μορφή καί τό περιεχόμενο των φυσικοεπιστημονικών έργων τού 18ου αί. Στή σχετική βιβλιογραφία κυριαρχούν δχι μονογραφίες γιά ένα έμπειρικά περιορισμένο καί όλότελα έρμηνεύσιμο πρόβλημα, άλλά φιλόδοξα καί ογκώδη «S y stem es de la N atu re», γραμμένα δχι μόνον άπό μέτριους συμπιλητές, άλλά καί άπό τούς σπουδαιότερους έκπροσώπους τής νέας φυσικής έπιστήμης.101 Ή διαπραγμάτευση των μερικότερων θεμάτων γίνεται πάντοτε σχεδόν στά πλαίσια γενικών σκέψεων γιά τήν κατασκευή τής Φύσης, οι όποιες προβάλλονται μέ τόν πιό αυτονόητο τρόπο πα­ ράλληλα μέ τήν έξύμνηση τής έμπειρικής μεθόδου καί τήν άποδοκιμασία τού άχαλίνωτου θεωρητικού αύτοσχεδιασμού. Ό L a M ettrie συνοψίζει τή γενική τοποθέτηση, δταν ειρωνεύεται δσους χάνονται σέ λεπτομέρειες, γιά νά προσθέσει τίς πολύ άξιοπρόσεκτες φράσεις: 101. Βλ. τίς παρατηρήσεις τού M o rn et, D id e ro t, 34/5 . Ό M o rn et διαπιστώνει τήν ίδια αντίφαση καί στον D id ero t, ό όποιος άπό τή μιά πλευρά προβάλλει ώς «ά­ τεγκτος κήρυκας τής παρατήρησης καί του πειράματος», ένώ άπό τήν άλλη «δελεά­ ζεται, παρασύρεται καί μεθά μονάχα άπό τήν ςπλατιά θέαση των πραγμάτων’ καί άπό ‘’οράματα’ λυρικά καί προφητικά» (49). Τήν άντίφαση εξαγγελιών καί πρακτι­ κής στή φυσική έπιστήμη τοΰ 18ου αί. διαπιστώνει καί ό M a y e r, άναφέροντας μιά σειρά διδακτικών παραδειγμάτων (Illu sio n s de la p h il. e x p e r ., ίδ. 356 κ.ε.).

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

375

«έμενα μόνον ή φιλοσοφία μοΰ κινεί την περιέργεια... ή ενεργή Φύση θά παραμείνει πάντα ή σκοπιά μου. Μ’ άρέσει νά τη βλέπω άπό μα­ κριά, σέ μεγάλες γραμμές, γενικά καί όχι ειδικά ή σέ μικρές λεπτο­ μέρειες, οι όποιες, όσο κι αν είναι άναγκαΐες ώς ένα σημείο σέ όλες τίς έπιστήμες, συνήθως δείχνουν πόσο λίγη ιδιοφυία κατέχουν όσοι ασχολούνται μέ αυτές».102 Δέν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι ό μετα­ μορφισμός καί ό έξελικτισμός τού L a M ettrie δέν υπήρξαν άποτέλεσμα εμπειρικών παρατηρήσεων, αλλά μάλλον λογικό πόρισμα άπό τόν θεωρητικό συνδυασμό των δύο αντιλήψεων γιά τήν παραγωγική ύ'λη καί γιά τήν άλυσίδα των όντων.103 Καί πράγματι, πολλοί απ’ ό­ σους έ'δωσαν σημαντικές παρωθήσεις στή νέα βιολογία ήταν φυσικοί φιλόσοφοι δίχως ιδιαίτερη έκπαίδευση, πού συχνά προκάλεσαν τήν οργή των «εμπειρικών» τού εργαστηρίου.104 ’Ακόμη καί ή επιστημο­ λογική άντίληψη, πού πάνω της στηριζόταν τό εγχείρημα τής Εγκυ­ κλοπαίδειας, ξεπερνοϋσε τά όρια τών εμπειρικά επιβεβαιωμένων γνώσεων, δηλ. πήγαζε άπό τό μεταφυσικά χροιασμένο αίτημα τής καθολικής γνώσης, σέ βαθμό μάλιστα πού καί ό πρότυπος γιά όλους βακώνειος έμπειρισμός μεθερμηνεύθηκε στο φώς τού ένατενιστικού αύτού ιδεώδους.105 ’Αφού έτσι είχαν τά πράγματα, μερικές φορές ή αντίφαση ανάμεσα στήν καταδίκη τών συστημάτων καί στήν έμπρακτη χρήση τους γιά οικείους σκοπούς έγινε τόσο έντονη, ώστε οί διαμαρτυρίες δέν έλειψαν, όπως δείχνει ή διαμάχη γύρω άπό τήν H isto ire N atu relle τού BufFon.106 Γιά τούς κατηγορούμενους ώς «μεταφυσικούς» καί «συ­ στηματικούς» άποτελούσε, στό κάτω κάτω τής γραφής, πρόκληση νά καυτηριάζονται γιά κατάχρηση τής a p rio ri ή άπαγωγικής μεθόδου άπό άνθρώπους πού έκαναν τό ίδιο. Καί πράγματι, ή στάση τών δια­ φωτιστών, όταν π.χ. επικαλούνται γενικές άρχές καθώς ή Φύση γιά νά ερμηνεύσουν έπιμέρους φαινόμενα, είναι λογικά παράδοξη ακρι­ βώς στήν πολεμική της συνέπεια. Ή εργασία μεθοδεύεται στήν ουσία άπαγωγικά, μόνο πού οί άρχές τής άπαγωγής θεωρούνται έ ξ όρι102. L'H om m e P lan te , III = Oeuvres , II, 19. 103. V a rta n ia n , Trem bley's Polyp , 274. 104. R o g e r , Sciences de la Vie, 458. 105. D ieck m an n , ‘ C on cep t o f K n o w led ge in the E n c .\ Studien 2 4 7 /8 , 249, 253/4. Δέν μπορώ νά συμμεριστώ την άποψη τοΰ D ieck m an n , OTt τό ιδεώδες τής καθολικής γνώσης στους κόλπους τών Εγκυκλοπαιδιστών εχει τήν πηγή του, κατά μεγάλο μέρος, τουλάχιστον, στόν καρτεσιανισμό καί στήν έπίδρασή του (254). Πρωταρχική παραμένει ή πολεμική άναγκαιότητα τής ιδέας τοΰ 'Όλου. 106. Λεπτομέρειες στόν M o rn et, Sciences de Ια Α α ί., 108 κ.έ., ίδ. 121 κ.έ.

376

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

σμον εμπειρικά δεδομένες, γιά νά χαρακτηριστεί στή συνέχεια ή δλη διαδικασία μέ ήσυχη τη συνείδηση ώς επαγωγική.107 Πιο πολύ έχου­ με εδώ νά κάνουμε μέ την άπόφαση έπίκλησης της εμπειρίας, δποτε θεωρείται άναγκαία ή προσφυγή σέ μιάν υψιστη βαθμίδα δικαιοδο­ σίας, παρά μέ τήν υπομονετική έντρύφηση σ’ αυτή, ακόμη καί μέ θυ­ σία τής ιδέας τού Όλου. Πρόκειται γιά μιά θεωρητική-ένατενιστική εμπειρία108 ή γιά μιά θεωρητική-ένατενιστική χρήση της εμπειρίας, πού τελικά στηρίζεται στήν κοσμοθεωρητική άπόφαση άνατίμησης τού αισθητού κόσμου. Τό θεωρητικό-ένατενιστικό στοιχείο ενοφθαλ­ μίζεται μέσα στήν ίδια τήν εμπειρία έμμεσα καί διακριτικά. Μέ τή διεύρυνση δηλ. τής έννοιας τής έμπειρίας τά δριά της γίνονται ρευστά καί ή χωρητικότητά της μεγαλώνει κατά βούληση, μολονότι ή μαγική-συμβολική επιγραφή «εμπειρία» εξωτερικά μένει ίδια. Έμ107. *Η M e tz g e r έδειξε (N e w to n -S ta h l-B o e rh a a v e , 89) οτι οί καρτεσιανές «άφηρημένες κατασκευές» καταπολεμήθηκαν έκ μέρους των εκπροσώπων τής νευ­ τώνειας χημείας στό δνομα τής έμπειρίας, βέβαια, αλλά ώστόσο μέ βάση «αντιλή­ ψεις a p rio ri», οί όποιες, μέ τή σειρά τους, μπορούσαν νά άμφισβητηθοΰν διαμέσου μιας νέας, ριζοσπαστικότερης προσφυγής στήν έμπειρία. — Θά ήθελα έδώ νά υπενθυ­ μίσω τίς λησμονημένες σήμερα άναλύσεις τού B u ck le σχετικά μέ τήν άπαγωγική καί τήν έπαγωγική μέθοδο, πού ή έκάστοτε χρήση τους καθορίζει, κατά τήν άποψή του, ολόκληρο τόν πνευματικό χαρακτήρα μιας εποχής (H isto r y o f C iv ilizatio n , 793). Ό B u ck le είχε, βέβαια, τήν έντύπωση, οτι ή άπαγωγή επικράτησε κυρίως στή Σκωτία καί στή Γερμανία, ένώ τό αντίθετο έγινε στήν ’Αγγλία καί στή Γαλλία, ώστόσο αυτό δέν τόν έμπόδισε νά κάμει όρισμένες πολύ λεπτές παρατηρήσεις γιά τό πρόβλημα στή γενικότητά του. Πρώτα-πρώτα διαπιστώνει οτι ή άπαγωγική μέθο­ δος αποτελεί συνέχεια τής θεολογικής σκέψης, πού τώρα έμφανίζεται μέ μανδύα με­ ταφυσικό μονάχα (op. cit., 797, 799). Μιά μεταφυσική δίχως άνοιχτή θεολογία εί­ ναι γ Γ αυτόν νοητικές κατασκευές καθώς ή άνθρώπινη φύση κτλ., καί άπό τούτη τή σκοπιά υποβάλλει τό έργο τού H u tch eso n π.χ. σέ μιά έμπεριστατωμένη κριτική. Πολύ ένδιαφέρουσα είναι καί ή άνάλυση τής πολεμικής τού Reid ένάντια στόν Hu­ m e. 'Όπως γράφει, ό R eid στήν πραγματικότητα έπιχειρηματολογεΐ ένάντια στίς δυνατές ήθικές συνέπειες τού σκεπτικισμού τού H um e, συγχέοντας, έτσι, τό ήθικό πρόβλημα μέ τό πρόβλημα τής άλήθειας (o p . cit., 832). Γιά νά θέσει σέ αμφιβολία τήν έπιστημονικότητα τού H um e, ό R eid τόν κατηγορεί δτι χρησιμοποιεί τήν άπα­ γω γική μέθοδο, άναλύοντας παράλληλα μέ τρόπο θαυμαστό τά μειονεκτήματα τής τελευταίας. Ό ίδιος, δμως, δέν κάνει τίποτε άλλο παρά νά στηρίζει τή δική του θέση καί άξιολογία μέ τρόπο άπαγωγικό. «Όταν άντικρούει τή φιλοσοφία τού H um e, θεωρεί τήν άπαγωγή έσφαλμένη. Όταν ύποτυπώνει τή δική του φιλοσοφία, τή θεω­ ρεί όρθή» (op. cit., 834). Τά σχόλια περιττεύουν. Πρέπει μονάχα νά υπογραμμίσου­ με δτι τό ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται στήν πολεμική τών διαφωτιστών ένάντια στήν παλιά θεολογία. Ώς άφετηρία τής άπαγωγικής διαδικασίας χρησιμεύει έδώ ή έννοια τής Φύσης (βλ. ύποκεφ. 4 αυτού τού κεφαλαίου). 108. Όρθά ό Cohen μιλά γιά μιά «sp e c u la tiv e experim en ted scien ce», New ton a n d F r a n k lin , 15.

2. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ «ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ»

377

πειρία σημαίνει, επομένως, όχι απλώς την παρατήρηση καί περιγρα­ φή των φαινομένων, αλλά καί τόν «λογικό» συνδυασμό τους ή τήν ερμηνεία τους* είναι ένα Ό λο, που περιλαμβάνει τά φαινόμενα καί τήν υποκειμενική δραστηριότητα (τή θεμελιώδη στάση) τού έρευνητή. Ό d ’A lem bert διακρίνει άνάμεσα σε «παρατήρηση» καί «εμπειρία»: στήν πρώτη άντιστοιχεί ή «άγοραία φυσική», ενώ στή δεύτερη ή «πειραματική φυσική», ή οποία θέτει τά ουσιαστικά έρωτήματα στή Φύση.109 Ή εύκαμπτη τούτη θέση έμφανίζεται άκόμη σαφέστερα στόν D iderot. Γ ι’ αύτόν ή «έμπειρία» στέκει πάνω άπό τήν «παρα­ τήρηση» καί συνάμα πάνω κι άπό τόν «στοχασμό»· ένώ ή παρατήρη­ ση συλλέγει τά γεγονότα καί ό στοχασμός τά συνδυάζει, ή έμπειρία έπαληθεύει τά πορίσματα τής εργασίας τού στοχασμού.110 ’Άν «ό άληθινός τρόπος νά φιλοσοφούμε» άγκαλιάζει ολόκληρη τήν κλίμακα άπό τίς αισθήσεις καί τή σκέψη Ισαμε τήν πρακτική έφαρμογή τής γνώσης τής Φύσης,111 τότε μπορούμε νά άφήσουμε στήν άκρη τήν (άπαγωγική) «ορθολογική φιλοσοφία» δίχως νά φοβόμαστε δτι θά ξεμείνουμε γιά πάντα στό χάος τών λεπτομερειών — έστω κι άν οι πρόοδοι τής (επαγωγικής) «πειραματικής φιλοσοφίας» είναι άργές.112 Στή συνέχεια ό D id erot άποσαφηνίζει δτι μ’ αυτή τή διεύ­ ρυνση τής έννοιας τής εμπειρίας —καί παρ’ δλη τήν άπόρριψη τής «ορθολογικής φιλοσοφίας»— άκόμη καί μεγαλεπήβολες γενικεύσεις (πού ό ίδιος όνομάζει «εικασίες») δέν άντιφάσκουν στό πνεύμα τής έπαγωγής. Τέτοιες γενικεύσεις χρησιμοποιεί καί ό ίδιος μέ σκοπό του τήν υποτύπωση τού Όλου εκείνου, πού κατά τή γνώμη του κάνει δυ­ νατή τήν επιστημονική φιλοσοφία τής Φύσης, θεωρώντας παραπλα­ νητικά άλλα μέσα γιά τόν ίδιο σκοπό, δπως π.χ. τήν άναλογική μέθοδο.113 Καί δμως ή μέθοδος p e r a n a lo g ia m , πού ήδη νωρίς τήν προπαγάνδισε ό s ’ G ra v e sa n d e 114 καί πού πολλοί, άνάμεσά τους καί ό L a M ettrie ,115 τήν έπικαλέστηκαν, έγινε δημοφιλής. Γιατί, δπως είπε ό L o c k e 116 καί κατόπιν ό H u m e ,117 ή άναλογία, δντας ένα εί109. E le m . de P h il., XX = O eu v re s, II, 4 5 0 κ.έ. 110. In te rp r. de la N a t., XV = OC, II, 18. 111. op. c it., X V III = OC, II, 19. 112. op. cit., X X -X X V III = OC, II, 19 κ.έ. 113. op. cit., L III = OC, II, 50. Πρβλ. E n tretien = OC, II, 119. 114. B ru n e t, L e s p h y sic ie n s h o lla n d a is, 58. 115. jL 'H o m m e P la n te , I = O eu v res, II, 2. 116. E s s a y , IV , 16, § 12 = II, 379 κ.έ. Ό L o ck e Αναγνωρίζει ρητά τή χρησι­ μότητα τής Αναλογικής μεθόδου στή φυσική έπιστήμη. 117. T r e a tise I, 3, 12* I, 4 , 2 = σ. 142, 209. Καί ό ίδιος ό H um e χρησιμοποιεί τήν άναλογική μέθοδο, βλ. A p p en d ix του T re a tise , σ. 624.

37»

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

δος «πιθανότητας», χρησιμεύει στην υπέρβαση των ορίων τής έμπειρίας — αρα οδηγεί στην ιδέα τού Όλου. Ε πειδή αφετηρία αυτού τού δρόμου πρός τό Ό λο ήταν ή εμπειρία (ή μάλλον μιά ορισμένη εμπει­ ρία), νομίστηκε δτι ή εμπειρία δέν παραβιαζόταν. Αυτή ή έντύπωση μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο καί μόνο γιατί ή έμπειρία είχε πια εξαρχής ορισμένο περιεχόμενο, δηλ. συμβόλιζε ορισμένη αντίληψη γιά τόν κόσμο καί τή Φύση. Καί αν τήν έμπειρία τήν έπικαλοϋνταν καί αντίπαλοι τής ριζοσπαστικής Αποκατάστασης τού αισθητού κό­ σμου, δέν τό έκαναν μόνον επειδή ήθελαν νά καταστήσουν πρόδηλη τήν απόσταση ανάμεσα σέ φιλοδοξία καί πραγματικότητα στην αντί­ ληψη πού πολεμούσαν, άλλά καί επειδή στό μεταξύ ή Αντίληψη αυτή είχε γίνει άρκετά ισχυρή, ώστε νά ύπαγορεύει τή γλώσσα τής διαμά­ χη?·

Τήν αναγκαιότητα τής διεύρυνσης τής έννοιας τής έμπειρίας (μέ σκοπό τή συγκρότηση μιας ιδέας τού Όλου επιστημονικά καί κοσμο­ θεωρητικά επαρκούς) έχει ύπόψη του ό BufFon, δταν απαιτεί από τόν φυσιοδίφη, έκτος από τή «λεπτολόγα προσοχή τής ένστικτικής φιλοπονίας», καί «τήν πλατιά ματιά τής φλογερής ιδιοφυίας, πού Αγκα­ λιάζει τά πάντα μεμιάς».118 Έδώ θίγεται αμεσα ή ένατενιστικήένορατική διάσταση τής έμπειρίας καί συνδέεται —δχι τυχαία— μέ τήν έννοια τής ιδιοφυίας. Γιατί ήδη στό κατώφλι τού Διαφωτισμού, καί μάλιστα υπό τήν έπίδραση τής τεράστιας ανόδου των φυσικών έπιστημών καί τής παράλληλης διαμόρφωσης ενός αυτοτελούς στρώ­ ματος φυσικών έπιστημόνων ένδιαφερόμενου γιά τήν αύτοδιαφήμισή του, ό φυσικός έπιστήμονας παρουσιάζεται (άρχικά στούς κύκλους τής Αγγλικής Βασιλικής Εταιρείας) ώς ή χαρακτηριστική μορφή τής νέας έποχής, ώς ό ηρωικός ευεργέτης τής Ανθρωπότητας. Ή έννοια τής ιδιοφυίας, πού είχε γεννηθεί στήν ’Αναγέννηση σέ συνάρτηση μέ τό πρόσωπο τού λογοτέχνη καί τού καλλιτέχνη γενικά, δχι τού εφευ­ ρέτη ή τού έρευνητή,119 άναφέρεται τώρα πιά πρώτα-πρώτα στον φυ­ σικό έπιστήμονα, πού τόν τρόπο σκέψης του άκόμη καί λογοτέχνες ή λογοτεχνικοί κριτικοί τόν θεωρούν πρότυπο γιά τόν καλλιτέχνη.120 Κατά τή νέα Αντίληψη, ό φυσικός έπιστήμονας πρέπει νά διαθέτει πολλή φαντασία121 — πού οί μαθηματικοί καί οί καλλιτέχνες τή χρη118. 119. 120. 55. 121.

H ist. N a tu r ., 1ος D isc ., De la m an ie re etc. = O eu v res, 7A-B. Z ilsel, D ie E n tste h u n g d e s G eriie beg riffes, ίδ. 143, 155/6. F a b ia n , D e r N a tu r w isse n sc h a ftle r a ls O riq in alq e n ie, ίδ. 4 8 /9 , 53, O m a sre ite r, N a tu rw iss. u n d L ite ra tu rk ritik , 59 κ.έ.

3. ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

379

σιμοποιούν εξίσου, όπως φρονεί ό d ’A lem bert.122 Αυτά δλα δεί­ χνουν δτι καί ή χαρακτηριστικά διαφωτιστική ανάμιξη ενατένισης καί εμπειρίας, στήν όποια θεμελιωνόταν καί ή νέα ιδέα του Όλου, εί­ χε τίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις της μέσα στήν ιστορία των ιδεών. Ε ξ ί­ σου δείχνουν, όμως, καί δτι ή συμπλήρωση, ή μάλλον άντικατάσταση, τής νόησης από δυνάμεις του αισθητού μορίου τής ψυχής μέσα στή γνωστική διαδικασία τώρα πιά δέν θεωρούνταν επιζήμια γιά τήν όρθολογικότητα τής γνώσης. Πίσω άπό τήν άντίληψη αυτή κρύβεται, δμως, ή υπαρξιακή έννοια γιά τή γνώση καί ή συναφής άντινοησιαρχική έκδοχή τού ορθολογισμού, πού θά έξετάσουμε άμέσως. 3. Ο Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ Σ Ε Α Ν Τ ΙΝ Ο Η Σ ΙΑ Ρ Χ ΙΚ Η Π Ρ Ο Ο Π Τ ΙΚ Η

α) Ή υπαρξιακή έννοια γιά τή γνώση Ή διαμόρφωση τής ύπαρξιακής έννοιας γιά τή γνώση βαίνει παράλ­ ληλα μέ τή βαθμιαία επικράτηση τής άποψης, δτι ή καθαρή νόηση δέν άποτελεΐ τήν ουσία τού πνεύματος — καί πολύ λιγότερο τού αν­ θρώπου στο σύνολό του. Ό μω ς, ή νόηση θεωρούνταν φορέας αιώνιων (δηλ. άνεξάρτητων άπό τίς διακυμάνσεις τής έμπειρίας καί τού θυ­ μοειδούς μορίου τής ψυχής) αληθειών. Ή πρωτοκαθεδρία τού μαθη­ ματικού καί λογικού στοιχείου θεμελιωνόταν πάνω στό άπαραβίαστο τής νόησης. 'Ωστόσο, τά μαθηματικά υποβιβάστηκαν στόν αγώνα εναντίον τής καρτεσιανής επιστημολογίας, ενώ ή Λογική καταφρονήθηκε ώς ταυτόσημη μέ τή σχολαστική συλλογιστική. ’Αναγκαίο απο­ τέλεσμα τούτης τής διπλής απόρριψης τής νοησιαρχίας στάθηκε, έτσι, ό παραγκωνισμός τής Λογικής εκ μέρους τής ψυχολογίας. Ή άχρω­ μη άνιστορικότητα τού λογικού στοιχείου υποχωρεί μπροστά στήν αέναη έκδίπλωση τής πολυμορφίας τού ψυχικού. Ή γενετική περι­ γραφή τής διαμόρφωσης τών ψυχικών δυνάμεων καί τών ίδιων τών λογικών κατηγοριών άντικαθιστά τή σύνταξη λογικών πινάκων, πού εγείρουν τήν άξίωση νά συλλάβουν τήν πραγματικότητα ταξινομών­ τας την δίχως αντιφάσεις. ’Απέναντι στή στατικότητα τής νόησης το­ νίζεται, τώρα, ή δυναμική πλαστικότητα τών άλλων ψυχικών δυνά­ μεων, καί έτσι έπικρατεΐ ή ιστορική θεώρηση. Εξηγήσαμε ήδη για­ τί ή εμπειρική τάση στή γνωσιοθεωρία γέννησε μιά γενετικήίστορική θεώρηση έξίσου άναγκαία δσο καί ή όντολογική άνατίμηση τής ύλης έφερε σέ φώς έξελικτικές άντιλήψεις* παρατηρήσαμε, έπί122. D isc. Prel. = O eu v re s, I, 237.

380

V. TO AΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

σης, δχι μέσα στήν πολεμική ενάντια στην προτεραιότητα τού όντολογικού προβλήματος, όπως τό έθετε ή παραδοσιακή μεταφυσική, καθιερώθηκε τό πρωτείο τής γνώσης, δηλ. του γνωρίζοντος υποκει­ μένου, μέσα στα πλαίσια του πρωτείου τής άνθρωπολογίας. Ή τομή τούτη έκφράζεται στή βαθιά αλλαγή τής έννοιας τής μεταφυσικής, ή οποία διαγράφεται ήδη στόν B a c o n ,123 δμως έπιτελεΐται ολοκληρω­ τικά μόνο μετά τή διαφωτιστική στροφή πρός τίς ώς τότε κατώτερες δυνάμεις τής ψυχής. Ό δρος «μεταφυσική» χρησιμοποιείται τώρα συ­ χνότατα γιά νά χαρακτηρίσει τήν επιστήμη των ψυχικών δυνάμεων, στις όποιες έχουν τήν καταβολή τους οί πρώτες άρχές κάθε γνώσης. Ό C ondillac διακρίνει άνάμεσα στή «φιλόδοξη» παλιά μεταφυσική, πού πάει νά λύσει δλα τά αινίγματα τού κόσμου, καί στή «μετριοφρονέστερη» νέα: αυτή «ρυθμίζει τίς έρευνές της άνάλογα μέ τήν αδυνα­ μία τού πνεύματός μας», καί αφήνει τίς μαγείες στήν άκρη, γιά νά περιοριστεί «στά πράγματα δπως είναι στ’ άλήθεια».124 Μονάχα ή ακριβής γνώση τών ψυχικών δυνάμεων τού ανθρώπου επιτρέπει σί­ γουρες διαπιστώσεις γιά τήν ύφή τής γνώσης μας — υφή πού γίνεται δλο καί σημαντικότερη από θεωρητική άποψη, γιατί, από τή νέα σκοπιά, ή κοσμοεικόνα μας άποτελεί απλή συνάρτησή της. Μέ αυτή τήν έννοια ή μεταφυσική ώς γνωσιοθεωρία είναι έσχατη γνώση. Τά έσχατα πράγματα βρίσκονται μέσα στήν ιδιοσυστασία τού άνθρώπου, καί αυτό σημαίνει δτι ή νέα μεταφυσική θά μπορούσε νά έξηγήσει τή δυνατότητα καί τή γένεση τής παλιάς. Θά ήταν διδακτικό νά παρακολουθήσουμε τον υποβιβασμό τής Λογικής, μέσα στο πλαίσιο τού νέου ορισμού τής μεταφυσικής, άκριβώς σέ διανοητές, οί όποιοι, έχοντας κατανοήσει μέ σαφήνεια τον χα­ ρακτήρα τής επιστημονικής μεθόδου καί άσχολούμενοι προσωπικά καί συστηματικά μ’ αυτήν, ήταν πολύ λιγότερο διατεθειμένοι άπό άλ­ λους νά ξεγράψουν τή Λογική. Ό d ’A lem bert π.χ. βλέπει κι αυτός ώς καθήκον τής (νέας) μεταφυσικής τή συγγραφή τής «ιστορίας τών σκέψεών μας» καί προσθέτει δτι δλα τά άλλα δυνατά άντικείμενα τής μεταφυσικής θεώρησης περιβάλλονται άπό «άδιαπέραστο σκό­ τος».125 Ό Locke δημιούργησε τή νέα μεταφυσική, δπως ό Newton τή νέα φυσική, κάνοντάς την αυτό πού θά έπρεπε νά είναι, δηλ. «φυσι­ κή πειραματική τής ψυχής».126 "Αν, τώρα, σκοπός τής νέας μεταφυ123. 124. 125. 126.

A dvan c. o f L e a r n ., II = W ork s, III, 353. E s s a i s u r les o rig . d e s conn ., In trod . = O eu v re s, I, 3 A. E le m e n ts, TV, § 1, πρβλ. VI = O eu v res, II, 4 1 /2 , 126 κ.έ. D isc. Erel. — O eu v re s, I, 275/6.

3. AΝΤΙΝΟΗ ΣΙ ΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

381

σικής είναι ή γενετική διερεύνηση των ιδεών μας, έργο τής Λογικής είναι ή σύγκριση των ιδεών μεταξύ τους. Ό d ’A lem bert γνωρίζει τό δίλημμα: ούτε οί ιδέες μπορούν νά συγκριθούν μεταξύ τους, αν είναι άγνωστη ή καταγωγή τους, ούτε καί μπορεί νά διερευνηθεί ή κατα­ γωγή τους χωρίς χρήση λογικών κατηγοριών. 'Ωστόσο, δεν επιχειρεί νά διασπάσει τόν φαύλο κύκλο υιοθετώντας τό πρωτείο τού λογικού στοιχείου, άλλά κλίνει μάλλον προς τό άντίθετο. Κατά τή γνώμη του συγκροτούμε τή μεταφυσική μας όχι με τή βοήθεια τής επιστημονι­ κής, άλλά μιας φυσικής Λογικής, μιά καί «υπάρχει μέσα μας μιά Λο­ γική φυσική καί ένστικτική». Καί αφού ή ένστικτική τούτη Λογική ελάχιστη σχέση έχει μέ τίς πράξεις τής νόησης, ή προτεραιότητα τής έπιστήμης τών ψυχικών δυνάμεων άπέναντι στή Λογική παραμένει άθικτη* μονάχα άφού γίνει γνωστή ή γένεση τών ιδεών μας, επιτρέ­ πεται νά περάσει ή φιλοσοφική έρευνα στήν κυρίως Λογική.127 Ή Λογική δέν μπορεί, λοιπόν, νά θεμελιώσει τά πράγματα, δηλ. νά πεί τήν πρώτη καί τήν τελευταία λέξη. Αυτό δείχνεται καί στήν ταξινό­ μηση τών έπιστημών, τήν οποία ό d ’A lem bert δέν στηρίζει σέ λογι­ κές κατηγορίες, άλλά στήν ιεραρχία τών ψυχικών δυνάμεων. Ό ,τι ονομάζει ό ίδιος «μεταφυσική έκθεση» τού δλου χώρου τών έπιστη­ μών, είναι «ή γενική διαίρεση τών γνώσεών μας σύμφωνα μέ τίς τρεις ψυχικές μας δυνάμεις» (δηλ. μνήμη, Λόγο, φαντασία)* ή «ιστο­ ρική έκθεση», πάλι, πού θά συμπληρώσει τήν προηγούμενη, άποτελείται άπό τήν περιγραφή τών διαδοχικών φάσεων τής ιστορίας τής έπιστήμης, πού καθεμιά τους χαρακτηρίζεται άπό τήν κυριαρχία μιας ψυχικής δύναμης.128 Συστηματική καί ιστορική θεώρηση συνδέονται έτσι μεταξύ τους πάνω στή βάση τής δομής καί τής ιεραρχίας τών ψυχικών δυνάμεων — καί ή σύνδεσή τους γίνεται δυνατή χάρη στόν παραγκωνισμό τού λογικού άπό τό ψυχολογικό στοιχείο. Ή υπαρξιακή έννοια τής γνώσης προκύπτει στά πλαίσια αυτής τής έξέλιξης ή μάλλον τή συνοψίζει. Ή ίδια σημαίνει δτι ή γνώση ριζώνει σέ μιάν εύ'πλαστη άνθρώπινη ύπαρξη, πού καθορίζεται άπό αισθητούς παράγοντες, δηλ. βρίσκεται σέ άδιάκοπη άλληλεπίδραση μέ τό αι­ σθητό περιβάλλον καί διαπλάθεται μέσα σ’ αυτήν. Δύο έναργείς δια­ τυπώσεις, πού ή μία συμπληρώνει τήν άλλη, μάς δίνουν νά καταλά­ βουμε τούτη τή σημασία τής ύπαρξιακής έννοιας τής γνώσης. Ό R o u sse a u έξηγεί τήν πρωτοκαθεδρία τού υπαρξιακού στοιχείου μετά τόν παραγκωνισμό τής νόησης ώς έξής: «Ή ύπαρξη είναι αίσθηση* ή 127. if/era., X III = O eu v res, II, 240 κ.έ. 128. D is c . P rel. = O eu v re s, I, 235, 242, 247/8.

382

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

αισθητικότητά μας είναι άναμφισβήτητα πρότερη σε σχέση μέ τή νόησή μας... ’Από ορισμένες άπόψεις, οι ιδέες είναι αισθήματα καί τά αισθήματα ιδέες».129 Ό V a u v e n arg u e s συνδέει, από τήν πλευρά του, τήν ένταση τής ύπαρξης μέ τήν τελειότητα τής γνώσης: «Όποιος έχει αίσθηση δυνατή, γνωρίζει πολλά».130 (Καί οι δύο παραπάνω άπόψεις τού πράγματος βρίσκονται συνενωμένες σέ μιά πρόταση του H um boldt: «Ό ,τι είναι έσχατο άποτέλεσμα τής συνένωσης των ψυ­ χικών δυνάμεων, μπορεί νά κατανοηθεί μονάχα μέ συνενωμένες τις δυνάμεις αυτές»131). Ό παραγκωνισμός τού νοητικού-λογικού άπό τό ίστορικό-ψυχολογικό στοιχείο αναγκαστικά άνοιξε τόν δρόμο σέ μιά προοπτική άντίληψη τής αλήθειας, ή όποια γεννούσε σέ πολλούς άνησυχίες προπαντός έξαιτίας των ήθικοφιλοσοφικών συνεπειών της. Γιατί οποίος έθετε σέ άμφισβήτηση τήν άνιστορική άμεταβλησία τής νόησης, δέν χρειαζόταν καί πολύ γιά νά κάμει τό ίδιο καί σέ σχέση μέ τήν αιώνια ισχύ των ήθικών έπιταγών τού Λόγου. Ά ν ή κοσμοεικόνα μας είναι συνάρτηση των ψυχικών μας δυνάμεων καί τής ύπαρξιακής μας κατάστασης, τότε τό ίδιο μπορεί νά συμβαίνει καί μέ τήν ήθική. Ή σκέψη αυτή παίζει σπουδαίο ρόλο στήν κριτική τού L eibniz εναν­ τίον τού Locke,132 ένώ καί τό Lettre su r les Aveugles τού Dide­ ro t τελειώνει εκφράζοντας τήν άμηχανία, πού προκύπτει άπό τήν ά­ κρα ψυχολογιστική σχετικοποίηση δλων των άποφάνσεων γιά τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο.133 Λογική καί Ήθική συμμερίζονταν λοι­ πόν, μέ τήν έννοια αύτή, τήν ίδια τύχη, καί δέν ήταν τυχαίο πού ό K a n t —τού όποιου ή «κοπερνίκεια στροφή» δέν είναι τίποτε άλλο άπό τήν υιοθέτηση τού νέου ορισμού τής μεταφυσικής134— συμπλή­ ρωσε τή διάκρισή του άνάμεσα σέ καθαρή καί έφαρμοσμένη Λογική (ή δεύτερη άναφέρεται «στούς κανόνες τής χρήσης τής διάνοιας κάτω άπό τούς ύποκειμενικούς εμπειρικούς ορούς, πού μάς διδάσκει ή ψυ­ χολογία») μέ τήν παρατήρηση, δτι ή καθαρή Λογική έχει τήν ίδια σχέση προς τήν έφαρμοσμένη δπως καί ή καθαρή ήθική προς τήν έμπειρικά προσανατολισμένη διδασκαλία περί άρετών.135 Ή μικρή αύ129. E m ile , IV = O eu v re s, IV, 6 0 0 καί σημ. a. 130. R efl. et M a x . N r 898 = O eu v re s, 488. 131. LJber den G e sch le ch tsu n te rsch ie d = W erke, I, 270. 132. N o u v e a u x E s s a i s , I, ch. 2 = Phil. S c h r ., V, 89/90. 133. OC\ I, 329/30. 134. IVT αυτή τήν έννοια χαρακτηρίζει ό K a n t τό δικό του «είδος ερευνάς» ώς «μεταφυσική τής μεταφυσικής», βλ. τήν έπιστολή στον Μ . H e rz (θά πρέπει νά γρά­ φτηκε μετά τίς 11 ΜαΓου 1781), ΑΑ, X, 252. 135. Κ . d. r. V., Β 77 κ.έ. = Α 4 , III, 76 κ.έ.

3. ΑΝΤΙΝΟΗΣ]ΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

383

τή προκαταβολική μνεία τής ήθικοφιλοσοφικής διάστασης τού προ­ βλήματος κάνει ασφαλώς κατανοητή τή σοβαρότητα τής διαμάχης γύρω από τή νέα έννοια τής γνώσης. Μιά ανάλυση τής υπαρξιακής έννοιας γιά τή γνώση με βάση μερι­ κές κεντρικές έννοιες τής αισθητικής του Διαφωτισμού άξίζει τόν κό­ πο από μερικές απόψεις. Γιατί ή αισθητική άποτελεί —κοντά στήν ψυχολογία, πού δέχτηκε ουσιαστική ώθηση άπό τή γενετική τάση τής γνωσιοθεωρίας— έναν άπό τούς τομείς, στούς οποίους ό Διαφωτισμός πρόσφερε σημαντικά πράγματα. Ώς οργανικό μέρος τού Διαφωτι­ σμού, μπορεί καί αυτή, στά γενικά της τουλάχιστον γνωρίσματα, νά κατανοηθεί στά πλαίσια τής άποκοπής άπό τόν καρτεσιανισμό*136 καί αυτή ακολουθεί μέ τόν τρόπο της τή γενική στροφή τού Διαφωτι­ σμού άπό τό Ό ν στή γνώση ώς κύριο αντικείμενο τού ένδιαφέροντος, αφού πιά δέν εξετάζει τούς κανόνες δημιουργίας τού καλλιτεχνήμα­ τος, αλλά τίς καταστάσεις τού αισθητικά ένεργού υποκειμένου.137 Ό ­ μως, τό ιδιαίτερο βάρος της φαίνεται στό δτι έπλασε έννοιες, πού, μέ τή σειρά τους, έπλασαν τήν εποχή καί άποτέθηκαν επάνω της σάν σφραγίδες. Μιά τέτοια έννοια, κατά τήν αντίληψη τών ίδιων τών συγχρόνων,138 είναι ή έννοια τού γούστου. Συστηματικές διερευνήσεις της εμφανίζονται μόλις γύρω στό 1700, ενώ μετά τό 1800 γ ί­ νονται δλο καί σπανιότερες. Στό κύριο έργο τού B o ile a u , πού δημοσιεύθηκε τό 1674, δέν μνημονεύεται καθόλου, είναι δμως χαρακτηρι­ στικό δτι χρησιμοποιείται στόν πρόλογο τής έκδοσης τού 1701.139 Άπό καθαρά ιστορική άποψη πρέπει, βέβαια, νά σημειωθεί δτι θεμε­ λιώδεις έννοιες τής νέας αίσθητικής, καί άνάμεσά τους καί ή έννοια τού γούστου, προετοιμάστηκαν ή συζητήθηκαν ήδη στά πλαίσια κλασικιστικών θεωριών, άν καί συχνά μέ διαφορετικά όνόματα (δπως «λεπτότητα», «αίσθημα» κτλ.).140 Όμως ή λειτουργία τους ήταν έντελώς διαφορετική, άρα διαφορετικό ήταν καί τό περιεχόμενό τους. Τό «γούστο» τού (γαλλικού) 17ου αί. είναι προπαντός «νοητικό γού­ στο», έχοντας έτσι χροιά νοησιαρχική καί καρτεσιανή.141 Ό B o ile au 136. Πολύ γενικές παρατηρήσεις σχετικά στόν K n a b e , S c h liisse lb e g r iffe , 14 κ.έ. 137. C a s sir e r . Phil, d e r A u fk l., 422. 138. Τό 1786 ό L a H a r p e γράφει δτι έννοιες δπως genie καί g o u t ήταν άγνω­ στες στόν 17ο αL" «οί έκφράσεις αυτές... προέρχονται άπό τόν αιώνα μας», L y c e c , I, In tr., σ. V II, στ. Β. 139. K n a b e , S c h liisse lb e g r iffe , 244. 140. B a u m le r , Ir r a tio n a lita tsp r o b le m , 29 κ.έ. Ό B a u m le r άκολουθεΐ τόν Stein, D ie E n tsteh u n g d e r n eu eren A sth ., 86 κ.έ. 141. Sch iim m er, D ie E n tw ick lu n g d e s G e sc h m a c k sb e g riffe s, 130 κ.έ. Ό

384

V. TO ANTI ΝΟΗΣIΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

παρότρυνε τούς καλλιτέχνες: «αγαπάτε τον Λόγο»,142 γιατί έτρεφε τήν πεποίθηση ότι «μονάχα ή αλήθεια είναι όμορφη».143 Καί από τις δύο αύτές αποφάνσεις μαζί προκύπτει ότι ή (αισθητική) άλήθεια είναι ό,τι συλλαμβάνεται άπό τή νόηση μέ σαφήνεια καί διαύγεια. Στήν αι­ σθητική ορολογία αυτό ονομάζεται decorum (πρέπον) καί μπορεί νά άναχθεί σε ορισμένες άναλογίες καί (γεωμετρικούς) λόγους (λατ. r a ­ tio), δηλ. σέ μαθηματικές δομές. Μολονότι έννοιες όπως αρμονία, άναλογία κτλ. έπιζουν καί στή νεότερη αισθητική, ωστόσο στή θέση τού d ecoru m , τό οποίο συλλαμβάνεται καί συγκροτείται νοητικά, μπαίνει τώρα ή αίσθαντική, έσώτερη, κρυφή σχεδόν δραστηριότητα τού γούστου- ή κρίση τής νόησης ύποχωρεί μπροστά στό αίσθημα τής αρέσκειας καί τής άπαρέσκειας.144 ’Ιδεώδες γίνεται τώρα ή άνακρίβεια, δηλ. ή ελεύθερη, πλαστική κίνηση τής γραμμής καί τής γλώσ­ σας (πράγμα πού συμβαδίζει, βέβαια, μέ τήν αλλαγή τού αισθήματος γιά τήν ομορφιά τής Φύσης145), γιατί αυτή αντιστέκεται στή μαθημα­ τική σύλληψη καί έτσι δέν ύπόκειται στήν αρμοδιότητα τής νόησης* τό je ne s a is quoi έκλείπει βαθμιαία, ακριβώς επειδή μέ τή διεύρυν­ ση τού αισθήματος καί τού γούστου γίνεται τό ίδιο κανόνας, δηλ. ακριβώς έπειδή δέν υπάρχει πιά ή κλασικιστική αισθητική, άπό τής όποιας τή διακριτική υπονόμευση τρεφόταν τό ’ί διο.146 Ή άνακήρυξη τής άρέσκειας καί τής άπαρέσκειας σέ θεμελιώδεις κατηγορίες τής αι­ σθητικής συνυφαίνεται, τώρα, μέ τήν ίστορική-γενετική θεώρηση των ψυχικών φαινομένων, ή όποια προσπαθεί νά συναγάγει κλιμακωτά τίς ανώτερες ψυχικές δυνάμεις άπό τίς κατώτερες: άλλιώς δέν θά μπορούσε καθόλου νά είναι ιστορική, ούτε καί νά παραμερίσει τό πρωτείο τής νόησης. Ή έννοια τού γούστου ικανοποιεί όλότελα τίς νέες πνευματικές άνάγκες, άφού μάλιστα ή έλαστικότητά της επιτρέπει τίς έκάστοτε S ch u m m er τονίζει ορθά δτι καί στον G ra c ia n ή έννοια του γούστου (πού έδώ άναφέρεται στήν τέχνη τού ευ ζην) είναι αδιαχώριστη άπό τή νόηση, μολονότι δέν ταυτί­ ζεται μέ τήν τελευταία (124/5). Παρά τή θεμελιώδη διαφορά άνάμεσα στόν D escar­ tes καί στους κλασικιστές στό ζήτημα τής αυθεντίας τών άρχαίων (M ich ea, V aria­ tio n s de ία r a is o n , 188 κ.έ.) καθώς καί τή χαλαρή προσωπική σχέση τών τελευ­ ταίων μέ τή φιλοσοφία γενικά (S tein , E n tste h u n g , 33 κ.έ.), δέν πρέπει νά παρα­ γνωρίζεται ή πνευματική τους συγγένεια —δσο μακρινή κι άν ήταν— μέ τό νοησιαρχικό ιδεώδες του καρτεσιανισμού (πρβλ. S tein , E n tste h u n g , 48/9). 142. A rt p o e t., I, στ. 37 = O eu v re s, 161. 143. O eu v re s, 140. 144. Βλ. τίς καλές παρατηρήσεις τής K lein , There is no d isp u te , 144. 145. Βλ. παρ. κεφ. TV, ύποκεφ. 3α. 146. K o h le r, J e ne s a i s q u o i, 50/1.

3. ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

385

απαραίτητες μεθερμηνείες. Ή δυνατότητα αναφοράς της τόσο σε αι­ σθητά δσο καί σε πνευματικά πράγματα δχι μόνον υποβάλλει τήν ιδέα τής συνεργασίας των δύο αυτών τομέων, άλλά μπορεί εύκολα νά θεωρηθεί ώς ένδειξη συνύφανσης των δύο τους ή καί μετάβασης άπό τόν έναν στόν άλλον. ’Αφού τό γούστο προβαίνει σέ κρίσεις, άρα προ­ σφέρει καί γνώσεις, φαίνεται κατά κάποιον τρόπο νά ενσαρκώνει τό ρίζωμα τής γνώσης στήν αισθητή ύπαρξη, καί μάλιστα νά αποτελεί καί τήν άπόδειξη γιά τη δυνατότητα γνώσης δίχως διαμεσολάβηση τής νόησης, μέ μόνη τήν ένταση τής ύπαρξης. Ή σύζευξη τού καθαρά αισθητηριακού γούστου μέ τη γνώση είναι, βέβαια, παλιά —sa p e re καί sa p ie n tia συγγενεύουν ετυμολογικά, καί αυτό ήταν συνειδητό σέ μερικούς, τουλάχιστον, Ρωμαίους147— ώστόσο μέσα στίς τωρινές συνθήκες παίρνει καινούργια ζωντάνια. Ήδη σέ μιάν άπό τις πρώτες μεγάλες παρουσιάσεις τών αρχών τής νέας αισθητικής (1719), τό γούστο μέ τήν αισθητηριακή σημασία τής γεύσης καί τό καλλιτεχνικό γούστο συνδέονται στενότατα. "Οπως τό φαγητό άρέσει άμεσα καί ό­ χι έξαιτίας τής μαθηματικής διαπίστωσης τής κατασκευής του, γρά­ φει ό Du B o s, έτσι καί ή κρίση ενός καλλιτεχνήματος γίνεται δίχως συνεργία τής νόησης* μιά «έκτη αίσθηση» λειτουργεί έδώ, πού τά όρ­ γανά της βρίσκονται μέσα μας, μολονότι έμείς δέν μπορούμε νά τά δούμε, καί πού ή ίδια προηγείται άπό κάθε «έσκεμμένη κρίση» καί κάθε «συλλογισμό».148 Ή αίσθηση αυτή έξαρτάται, δπως καί οι άλ­ λες, άπό τη βιολογική μας «οργάνωση» καί γ ι’ αυτό άλλάζει καί ή ί ­ δια μέ μιά «φυσική αλλαγή»*149 «ή φυσική υπαγορεύει στήν ηθική τούς νόμους της».150 Έργο τής νόησης (raiso n ) είναι νά έκλογικεύσει ή νά αιτιολογήσει τήν άπόφαση τού γούστου-αίσθήματος.151 Καί ό M on tesqu ieu , δμως, πού γενικά είναι πολύ μετριοπαθέστερος, το­ νίζει τήν άπόλυτη προτεραιότητα τού «αισθήματος» στίς κρίσεις γού­ στου. Γούστο δέν είναι μιά «θεωρητική γνώση», άλλά «αυθόρμητη καί άκριβής εφαρμογή κανόνων πού δέν γνωρίζουμε» — ή εκείνο, πού «μάς δένει σέ κατιτί διαμέσου τού αισθήματος». Βέβαια, ή ψυχή γνω­ ρίζει δχι μόνο μέ αισθήματα, άλλά καί μέ ιδέες, ώστόσο δέν υπάρχει πράγμα τόσο καθαρής νοητικής υφής, ώστε νά μήν πρέπει πρώτα νά περάσει άπό τίς αισθήσεις.152 Ή σύνδεση τού γούστου μέ τό καθαρά 147. 148. 149. 150. 151. 152.

L u ck , Z u r G esch ich te d e s B e g r ijfe s sa p ie n t ia , ιδ. 203/4. R e fl. c r iL , II, sect. 22, σ. 341 κ.έ. o p . ci£., I, sect. 49, σ. 514. op. ctL , II, se ct. 19, σ. 326. op. c it., II, sect. 22, σ. 3 40/1. E s s a i s u r le g o u t , OC, I (III), 615.

386

V. TO AΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

αισθητό στοιχείο, τήν όποια ό D u B o s πραγματοποίησε άναφερόμενος άμεσα στη βιολογική ιδιοσυστασία, γίνεται στον M ontesquieu έμμεσα, δηλ. με τό αίσθημα τής αρέσκειας. Ή μυστική πηγή τής ομορφιάς φανερώνεται στά μάτια μας, δταν άνακαλύψουμε «τίς αί­ τιες τών ήδονών τής ψυχής μας»* μονάχα με μιά τέτοια γνώση μπο­ ρούμε νά εκλεπτύνουμε τό γούστο μας.153 Ό M on tesquieu δέν άρνεΐται τή βοήθεια τού Λόγου καί τής άσκησης, δπως δείχνει καί ή διάκρισή του άνάμεσα σέ φυσικό καί έπίκτητο γούστο.154 Ό μως, οί προτεραιότητες δέν άναστρέφονται. Ακόμη καί ό V o ltaire, πού κά­ νει πολύ άδρότερη διάκριση άνάμεσα σέ «αισθητηριακό» καί «δια­ νοητικό γούστο», καί επιπλέον τονίζει ιδιαίτερα τον ρόλο τής άσκη­ σης καί τής αγωγής, ορίζει τό γούστο ώς «αυθόρμητη διάγνωση, σάν καί τή διάγνωση τής γλώσσας καί τού ουρανίσκου, πού προηγείται εξίσου άπό τον λογισμό δσο καί ή δεύτερη».155 Ό V o ltaire πιστεύει, πάντως, δτι καί τό αισθητηριακό γούστο μπορεί νά πλανηθεί, καί γ ι’ αύτό προβάλλει ακόμη έμφατικότερα —καί άκριβώς άναλογιζόμενος τήν ομοιότητά του μέ τό διανοητικό— τό αίτημα τής συνειδητής του διαμόρφωσης καί έκλέπτυνσης. ’Έτσι ή θέση τού D u B o s γίνεται αρ­ χικά άποδεκτή, γιά νά άμβλυνθεΐ ή νά μεθερμηνευθεί σημαντικά στή συνέχεια. Τούς λόγους γ ι’ αύτό θά τούς δούμε αμέσως. Ό παραγκωνισμός τής νόησης, τού παραδοσιακού φορέα πάγιων καί άνεξάρτητων άπό τήν πλαστική ιστορικότητα τής ύπαρξης αλη­ θειών, έπιβοήθησε τήν επικράτηση μιας προοπτικής άντίληψης γιά τήν άλήθεια. Καί στόν χώρο τής αισθητικής, ό ύποβιβασμός τού λογι­ κού στοιχείου γιά χάρη τού ψυχολογικού εμφανίστηκε μέ τή μορφή τής κήρυξης πολέμου στά μαθηματικά. ’Ήδη κατά τήν πρώτη της χρησιμοποίηση στήν ’Αγγλία, ή έννοια τού γούστου ορίστηκε σέ άντίθεση πρός τά μαθηματικά: τό γούστο, έγραψε ό H o w ard , άναφέρεται σέ κάτι συγκεκριμένο, ένώ άπεναντίας τά μαθηματικά εφαρμό­ ζονται σέ δλα τά δυνατά άντικείμενα, άσχετα άπό τήν ιδιομορφία τους. Προφανώς, δχι ή έγνοια γιά τό κύρος τών μαθηματικών, αλλά μάλλον ό κίνδυνος τού σχετικισμού, πού τελικά θά έκανε αδύνατη κάθε κριτική τέχνης, προκάλεσε τήν άμεση άντίδραση τού Dryden ενάντια στή νέα έννοια τού γούστου.156 Οί βασικές θέσεις τής μελλον­ τικής άντιμαχίας· διαμορφώθηκαν τόσο γρήγορα, επειδή οί λογικές 1 53. loc. cit., 612. 15Ί. loc. cit.., 613. 135. Diet, p h i l A rt. ‘ G o u t’ = OC, XIX, 270. 156. Γιά τήν έννοια του γούστου στόν H o w ard καί τήν άντίδραση του Dryden βλ. K lein , There is no d isp u te , 9 κ.έ.

3. ΛΝΤΙΝΟΗΣ1 ΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

387

δυνατές λύσεις τού προβλήματος ήταν εξαρχής μετρημένες — καί προφανείς. Ή απόρριψη των μαθηματικών καί ό τονισμός τής σχετι­ κότητας τού γούστου συνυφαίνονται τόσο λογικά δσο καί από τήν ά­ ποψη τής ιστορίας των ίδεών. Ό Du B o s έξέφρασε τήν καταφρόνησή του γιά τα μαθηματικά ήδη στό πλαίσιο τής περίφημης σύγκρισής του άνάμεσα στό αισθητηριακό καί στό καλλιτεχνικό γούστο, τήν οποία άναφέραμε παραπάνω* δέν έκτιμά πολύ, επίσης, ούτε τό συ­ στηματικό πνεύμα τού καρτεσιανισμού.157 Γ ι’ αύτόν δέν έχει νόημα ή δημιουργία αισθητικών συστημάτων, δταν έδώ οί θεωρητικές άρχές είναι τόσο «αόριστες», ώστε δχι μόνο μπορούν νά έρμηνευθούν αύθαίρετα, άλλά καί ή έπιτυχία τής εφαρμογής τους κρίνεται διαφορετικά άπό τόν καθένα. Αυτό είναι άναπόφευκτο, αφού οί άρχές οί ίδιες έξαρτώνται άπό τόπο καί χρόνο.158 Ή θέση, δτι τό γούστο ριζώνει στή βιοδομή, συμπληρώνεται μέ τή διεξοδική περιγραφή τής έπίδρασης τού κλίματος πάνω στό άνθρώπινο πνεύμα* ό άνθρωπος καθορί­ ζεται άπό τό κλίμα εξίσου δσο καί οί καρποί π.χ.159 Ή προέλευση τού αισθητικού στοιχείου άπό παθολογικούς παράγοντες, δπως τή δέ­ χεται ό Du B o s ,160 καταλήγει έτσι στόν σχετικισμό καί στόν προοπτικισμό. Λιγότερο τό κλίμα καί περισσότερο οί ιστορικές καί κοινωνικοπολιτικές άλλαγές ωθούν στήν ϊδια τοποθέτηση τόν C a rta u d de la V illate, ό όποιος, πέρα άπό τήν υποχρεωτική καταδίκη τού D e sc a rte s καί εξύμνηση τού L ocke, προχωρεί καί σέ μιά οξεία άντιδικία μέ τά μαθηματικά, θεωρώντας τα άχρηστα άκόμη καί γιά τήν πρόοδο τής τεχνικής.161 Οί ιστορικές γενικά άλλαγές είχαν καί πρω­ τύτερα —στή λεγάμενη έριδα τών ’Αρχαίων καί τών Συγχρόνων— χαρακτηριστεί ώς αιτίες τής σχετικότητας τού γούστου (ό C a rta u d είναι, φυσικά, φανατικός ύποστηρικτής τών Συγχρόνων). Ό Perr a u lt διακρίνει άνάμεσα στίς «οικουμενικές καί άπόλυτες ομορφιές» καί στίς «ιδιαίτερες καί σχετικές», στίς οποίες άντιστοιχεί «τό γούστο καί ή μόδα τής εποχής» ή τό «ιδιαίτερο γούστο».162 Ή εξάρτηση τού γούστου άπό τόν χρόνο υπογραμμίζεται εδώ ενάντια στήν άξίωση τών άρχαίων προτύπων νά κατέχουν αιώνια ισχύ — δηλ. υπηρετεί έ157. R efl. crit-i IT, sect. 23, σ. 3 6 0 /1 , 3 66 (πρβλ. γενικά L o m b a rd , Du H as* 194 κ.έ.). ' 158. loc. c ii., 366/7. 159. o p . c it., II, sect. 14 και 18, σ. 2 5 0 , 3 10 κ.έ. 1 60. Σύμφωνα μέ μιά διατύπωση τού S tein , D ie E n tsteh u n q d e r n eueren A sth ., 235/6. 161. E s s a is hist, el p h il. s u r le gout., 258 κ.έ., 274, 277 κ.έ.· P ‘m se c s c r i­ tiq u e s s u r le s m a th e m a tiq u e s. 186 κ.έ. 162. P a r a l l e l s Π, 48 κ.έ.

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ PETMA

388

ναν περιορισμένο πολεμικό σκοπό καί δέν άποτελεϊ συνεπή σχετικι­ σμό. Γιατί ό ίδιος ό P e rr a u lt μιλά σε άλλη περικοπή γιά τή βαθ­ μιαία τελειοποίηση τού γούστου στήν πορεία των αιώνων, ή οποία κάνει αδύνατη τήν επανάληψη σφαλμάτων άρχαίων συγγραφέων στή σύγχρονη εποχή.163 Έ δώ , βέβαια, γίνεται έμμεσα δεκτή ή ύπαρξη ενός αντικειμενικού αισθητικού κανόνα. Αύτό, καθώς καί ή άποδοχή μιας «οικουμενικής ομορφιάς», δείχνουν δτι τό ξύπνημα τής ιστορι­ κής αίσθησης έξαιτίας τής έριδας των Άρχαίων καί των Συγχρόνων δέν ήταν άρκετά δυνατό, γιά νά άποτελέσει, δπως ύποστηρίχθηκε, τήν άπαρχή τού σύγχρονου ιστορισμού — μολονότι προλείανε τον δρόμο του.164 Ό συνεπής σχετικισμός προϋποθέτει τή διαπίστωση τής εξάρτησης τού πνευματικού στοιχείου άπό τό αισθητό, έτσι ώστε τελικά ό αισθητός κόσμος (προπαντός στήν κοινωνικοϊστορική του διάσταση) γίνεται παράγοντας καθορισμού καί σχετικοποίησης τού πνεύματος.165 Συναφής είναι καί ή (δχι απλώς κοινωνικοϊστορική, άλλά άνθρωπολογική) θέση, δτι τό πνεύμα ριζώνει στή βιοδομή. Τό δλο σύμπλεγμα άντικατοπτρίζεται πολύ ώραΐα στό γεγονός, δτι άκριβώς ό ιστορικός καί κοινωνιολόγος M ontesquieu διατυπώνει άνθρωπολογικές-γνωσιοθεωρητικές αντιλήψεις, οί όποιες, σύμφωνα μέ τήν έσώτερη λογική τής υπαρξιακής έννοιας γιά τή γνώση, οδη­ γούν ίσαμε τό λογικό τέρμα της τήν προοπτική άντίληψη τής αλή­ θειας, άφήνοντας πίσω τους τήν απλή φαινομενοκρατία μέ τήν έννοια τού M au p e rtu is ή τού d ’A lem bert. Δέν είναι τυχαίο δτι τίς βρί­ σκουμε στό γνωστό μας E s s a i s u r le g o u t, δπου διαβάζουμε: «Ό τρόπος τής ύπαρξής μας είναι όλότελα αυθαίρετος* θά μπορούσαμε νά είμαστε φτιαγμένοι δπως είμαστε ή καί άλλιώς. Ό μως, αν είμαστε φτιαγμένοι άλλιώς, θά αισθανόμαστε καί άλλιώς... δλοι οί νόμοι, ό­ σοι θεμελιώθηκαν πάνω στήν ορισμένη κατασκευή τής μηχανής μας, θά ήταν διαφορετικοί, αν ή μηχανή μας ήταν διαφορετική».166 Μέ τή μεταφορά του σέ ολόκληρο τό άνθρώπινο γένος, ό προοπτικισμός γ ί­ νεται τόσο έντονος, ώστε άκόμη καί ή δυνατότητα μιάς γενικής συμ­ φωνίας γιά ζητήματα γούστου, πάνω στή βάση τής τωρινής μας βιοδομής, δέν φαίνεται πολύ θελκτική: γιατί ή ύποψία, δτι τά πάντα εί­ ναι ψευδαίσθηση, έχει γίνει στό μεταξύ πολύ δυνατή καί γενική. 163. 164. 165. 3β. 166.

op. cit, , III, 146. Γιά τήν έπίδραση αυτή βλ. N a v e s, G out de V oltaire, 108 κ.έ. Διεξοδικά γιά τό ζήτημα αύτό κεφ. V I, ύποκεφ. 4. Πρβλ. κεφ. II, ύποκεφ. OC, I (III), 613/4.

3. ΑΝΤΙΝΟΗΣίΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

389

Επισκοπώντας την εξέλιξη ολόκληρου τού αιώνα, ό L a H a rp e έ­ γραφε ορθά ότι έννοιες όπως τό γούστο είναι «καθαυτές άφηρημένες, αόριστες καί ακαθόριστες ώς προς τή σημασία τους, επιδεκτικές δι­ φορούμενων καί αυθαίρετων ερμηνειών».167 Παρόμοιες διαπιστώσεις έκανε ό D id e ro t.168 Ή άσάφεια του περιεχομένου τέτοιων έννοιών δέν όφειλόταν, βέβαια, στο ότι οί ίδιες ή οι συνώνυμοί τους όροι είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικά ήδη άπό την κλασικιστική αισθητική.169 Μάλλον έγιναν πολυσήμαντες στον αγώνα των διαφόρων σχολών, ό οποίος στρεφόταν κυρίως γύρω άπό τό πρόβλημα τής αντικειμενικό­ τητας καί τής σχετικότητας τού γούστου. ’Αφού ή σχετικιστική θέση βασιζόταν άμεσα (Du B os) ή έμμεσα (θεωρία τής άρέσκειας καί τής άπαρέσκειας) στήν αντίληψη τής έξάρτησης τού γούστου άπό τή βιοδομή, ή άντίθετή της τόνιζε τον νοητικό παράγοντα στή διαμόρφωση άντικειμενικοϋ γούστου, ξαναγυρίζοντας έτσι σέ ιδέες τής κλασικιστικής αισθητικής, πού στήν πραγματικότητα ποτέ δέν είχαν πεθάνει. Ό Fo rm ey αποδίδει ρητά τά «διφορούμενα» γύρω άπό τήν έννοια τού γούστου στήν ύπαρξη δύο βασικών τάσεων, πού ή μιά τους ήθελε νά ταυτίσει τό γούστο μέ τή γνώση καί ή άλλη μέ τό αίσθημα.170 Ό τρό­ πος, τον όποιο προτείνει ό ίδιος γιά νά γεφυρώσει τήν άντίθεση καί νά τερματίσει τή διαμάχη, χαρακτηρίζει πολύ καλά τή νέα κατάσταση, πού δημιούργησε ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου γιά τή γνωσιοθεωρία καί τήν αισθητική: άκόμη κι έκείνοι, πού πασχίζουν νά κα­ ταδείξουν τήν άντικειμενικότητα τού γούστου, υπογραμμίζοντας τήν καθαρά νοητική του διάσταση, δέν μπορούν πιά νά προσπεράσουν άδιάφορα τίς αισθητά δεδομένες προϋποθέσεις τής διαμόρφωσης τού γούστου. « ’Ανώτατο γούστο» είναι, έτσι, γιά τόν Form ey «ό ϋψιστος βαθμός τής γνώσης δεμένος μέ τό πιο λεπτό αίσθημα».171 Στή στοι­ χειώδη του μορφή τό γούστο βασίζεται, βέβαια, στό αίσθημα, όμως τούτο είναι «συγκεχυμένη άντίληψη»172 καί πρέπει νά έξευγενισθεΐ μέ τή βοήθεια «νόμων προκαθορισμένων καί άμετάβλητων, των νόμων τού Λόγου καί τού Bon S e n s » .173 Διαμέσου τής διάκρισης άνάμεσα 167. L y c e e , 1, In tr. V, στ. Β. 168. E n c y c l., A rt. 'B o n S e n s' = OC, XIII, 489 («il n ’y a rien de p lu s re la tif...» ). 169. Στόν B o ile a u π.χ. ό Bon S e n s παρουσιάζεται κάποτε ώς ϋψιστη βαθμίδα δικαιοδοσίας, παρά τήν εξαιρετική έκτίμηση πρός τόν Λόγο, βλ. π.χ. A rt Poet.., I, στ. 28, 45 = O eu v re s, 161/2. 170. A n a ly se , 176. 171. op. c it., 190. 172. op. cit., 180. 173. op. cit., 190.

390

V. TO AΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

σέ ακατέργαστο καί άνώτερο γούστο γίνεται, τελικά, αποφασιστική ή «έσώτερη έπιταγή τού Λόγου».174 Καί γιά τόν B a tte u x τό αίσθημα είχε μονάχα προπαρασκευαστική λειτουργία καί επρεπε νά παραμε­ ρίσει άπό τή στιγμή πού κάποιος ήταν άρκετά ώριμος γιά νά συλλάβει «ξεκάθαρες ιδέες».175 Ό B a tte u x θέλει, βέβαια, νά θεμελιώσει τήν άντικειμενικότητα τού γούστου πάνω στή συμφωνία μέ τή Φύση,176 δμως καί αύτή μπορούσε νά έρμηνευθεί μέ διαφορετικούς τρόπους, καί έτσι ό B a tte u x διόλου δεν τή βρίσκει άσυμβίβαστη μέ τή θέση, ότι στο άντικειμενικό γούστο φτάνουμε, σέ τελευταία ανάλυ­ ση, μονάχα μέ τή βαθμιαία ύποταγή τού αισθήματος στόν Λόγο ή τουλάχιστον μέ τήν επεξεργασία τού πρώτου άπό τόν δεύτερο.177 Ή άντικειμενικότητα τού γούστου συνεπαγόταν κάποια περικοπή των έλευθεριών τής ιδιοφυίας* όπως γράφει ό B a tte u x , ή ιδιοφυία δέν είναι «τυφλή δύναμη», αλλά «ένεργός Λόγος, πού άσκείται μέ τέ­ χνη πάνω σέ ενα αντικείμενο».178 Τήν κοφτή αύτή διατύπωση τήν κατανοούμε καλύτερα, αν θυμηθούμε δτι ή έννοια τής ίδιοφυΓας, πού αρχικά είχε έπιστρατευθεΐ άπό τούς ύπερασπιστές των Συγχρόνων ώς απτό παράδειγμα τής άδιάκοπης πρακτικής παραβίασης νεκρών άρχαίων κανόνων,179 άπειλούσε τώρα νά τσακίσει τή δεσμευτικότητα δλων των κανόνων. ’Από τήν άποψη αύτή, ή έννοια τής ίδιοφυΓας ά­ σκησε παρόμοια επίδραση μέ τήν έννοια τού γούστου, άφού καί ή ίδια άποτελούσε κατά βάθος μιά εκδοχή τής υπαρξιακής έννοιας γιά τή γνώση, συντείνοντας, έτσι, στή συντριβή των συμμετριών καί ιεραρ­ χιών τής νόησης. Ή ιδιοφυία είναι διπλά άστάθμητη, τουλάχιστον άπό τή σκοπιά τών νοησιαρχικών ταξινομήσεων καί άξιολογήσεων: αντλεί τή δύναμή της άπό ψυχικές δυνάμεις καθώς ή φαντασία,180 ή οποία, σύμφωνα μέ τήν καινούργια συνειρμική ψυχολογία, έπεξεργάζεται καί συνδυάζει τό ύλικό τών αισθήσεων, καί, δεύτερο, πηγάζει προφανώς άπό τή βιοδομή τού ιδιοφυούς άνθρώπου, εφόσον ή παλλόμενη άτομικότητα καί δημιουργικότητά της λίγη σχέση εχει μέ τή γενική δεσμευτικότητα τής νόησης γιά δλους άνεξαίρετα τούς άνθρώπους. Καί τά δύο αυτά σημεία άναφέρονται άπό τόν Du B o s, ό 174. op. cit., 186. 175. L o u rs, I, 53/4. 176. op. cit., I, 80. 177. op. cit., I, 47, 48. 178. op. cit., I, 10/11. 179. P e rra u lt, P a r a lle le , II, 65· III, 157. 1 80. Γιά τήν ανατίμηση τής φαντασίας σέ συνάφεια μέ τή διαμόρφωση τής νέας αντίληψης γιά τήν ιδιοφυία βλ. S tein , D ie E n tsteh u n g d e r n eueren A sth ., 136

3. ΛΝΤ1ΝΟΗΣ1 ΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡ ΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

391

όποιος από τή μιά μεριά θεωρεί τή φαντασία ώς κατ’ εξοχήν ψυχική δύναμη τής ιδιοφυίας, ένώ, από τήν άλλη, αποδίδει τήν τελευταία σε «μιά ευτυχή διευθέτηση τών όργάνων τού εγκεφάλου» καί στήν «ποιότητα τού αίματος».181 Ό G erard δεν προχωρεί τόσο, ωστόσο βασική πρόθεση τού έργου του παραμένει ή γενετική έξήγηση ύψίστων πνευματικών δραστηριοτήτων από στοιχειώδεις παράγοντες μέ βάση τή συνειρμική ψυχολογία (τού Hum e). Θέλοντας, λοιπόν, νά άναγάγει τήν ιδιοφυία σέ «άπλές ιδιότητες τού ανθρώπινου πνεύμα­ τος»,182 ό G erard εντοπίζει τό «πρώτο βήμα κάθε εφεύρεσης» στήν «αίσθηση καί στή μνήμη».183 Ή κύρια δραστηριότητα τού ιδιοφυούς άνθρώπου ξετυλίγεται, βέβαια, στό άνώτερο επίπεδο τής φαντασίας. ’Ιδιοφυία σημαίνει «έφεύρεση»,184 καί αυτή πραγματοποιείται άπό τή φαντασία,185 πού ή δύναμή της, πάλι, πηγάζει άπό τον πλούτο τών συνειρμών.186 Ή φαντασία καί δχι ό Λόγος βρίσκει νέες ιδέες,187 κι άκόμη καί στίς αποδείξεις τού τελευταίου «συχνά ή πειθώ είναι ένορατική».188 Ό G era rd καθόλου δέν έπιθυμεΐ νά ξεγράψει τόν Λό­ γο, δμως κάθε φορά πού μιλά γιά τή χρησιμότητά του θυμίζει συνά­ μα τά δρια καί τίς εξαρτήσεις του.189 Ή αντίληψή του γιά τίς σχέσεις άνάμεσα σέ (ιδιοφυή) φαντασία καί Λόγο γίνεται, ίσως, πιό κατανοη­ τή στό φώς τών άναλύσεών του γιά τό γούστο: ή «κρίση» είναι, βέ­ βαια, απαραίτητη στό τέλειο γούστο, δμως δέν τό πραγματώνει πο­ τέ, άν δέν υπάρχει ή άντίστοιχη «λεπτότητα τών έσώτερων αισθή­ σεων».190 Πάντως είναι έμφανής ή προσπάθεια τού G erard νά μήν παρουσιάσει τή δραστηριότητα τής φαντασίας ώς άστάθμητο μέγε­ θος. Αύτό, δμως, δέν τό κάνει μέ τόν νοησιαρχικό τρόπο τού B a tte u x —μολονότι τονίζει τή δυνατότητα συνεργασίας φαντασίας καί Λόγου, τουλάχιστον σέ ορισμένες περιπτώσεις καί φάσεις τής δη­ μιουργικής διαδικασίας—, άλλά μέ τήν αποδοχή μιας ανώτερης άρχής, ή οποία δίνει γενικές γραμμές προσανατολισμού καί έπεμβαίνει γιά νά διορθώσει σφάλματα, μολονότι ή ίδια δέν έχει σχέση μέ τή νόηση. Ή αρχή αυτή, τόσο στόν G erard δσο καί σέ πολλούς άλλους 181. 182. 183. 184. 185. 186. 187. 188. 189. 190.

Hefl. G rit., II, sect. 2 = σ. 14. E s s a y on G e n iu s, 4. op. cit., 96. op. cit., 8. op. c it., 29 κ.έ. op. cit., 41 κ.έ. op. cit., 34. op. cit., 281. op. c it., π.χ. 72, 283. op. cit., 400.

392

V. TO AΝΤ1ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

αισθητικούς τού αιώνα,191 είναι τό ίδιο τό γούστο, πού οφείλει νά συ­ νοδεύει κριτικά τή δραστηριότητα τής ίδιοφυίας.192 Παρόμοια είναι καί ή θέση τού V oltaire. Μιά καί πιστεύει στή δεσμευτικότητα τού αληθινά καλού γούστου,193 θέλει νά τό θέσει στήν ύπηρεσία τής ιδιο­ φυίας, ή όποια, αν άφεθεΐ μόνη της, πολύ συχνά μπορεί νά πλανη­ θεί.194 Αύτό αποτελεί γιά τόν V o ltaire τή λύση τού προβλήματος, στήν πραγματικότητα δμως είναι ή διατύπωση ενός διλήμματος. Ό ­ πως είχαν εξελιχθεί τά πράγματα, δεν ήταν επιθυμητή ούτε ή επι­ στροφή στή νοησιαρχία, ούτε ό έκφυλισμός τής πλαστικότητας τής ύπαρξιακής έννοιας γιά τή γνώση σέ αυθαιρεσία. Οί άντιφατικές αντι­ λήψεις τού D iderot γιά τήν ιδιοφυία Αντικατοπτρίζουν αυτήν Ακρι­ βώς τήν κατάσταση. ’Ιδιοφυία είναι γ ι’ αυτόν άλλοτε ένας υπέροχος δημιουργικός ένθουσιασμός, άλλοτε μιά παθολογική κατάσταση καί άλλοτε νηφάλια καί ψυχρή παρατήρηση, όλότελα ξένη σέ κάθε συναι­ σθηματισμό.195 Καί στο σημείο αύτό, δπως καί σέ πολλά άλλα, τό έργο τού D iderot μοιάζει μέ Αληθινό εύρετήριο των διαφόρων διαφωτιστικών ρευμάτων στήν άντιφατικότητά τους. ’Ασφαλώς ήταν ευκολότερη ή διόρθωση τής ιδιοφυίας διαμέσου τού καλού γούστου παρά ή θεμελίωση τής Αντικειμενικότητας τού τε­ λευταίου. νΑν ό Form ey καί ό B a tte u x μπορούσαν νά ανατρέξουν ά­ μεσα στή νόηση, οί έμπειριστές, πού αποτελούσαν καί τή μεγάλη πλειοψηφία, δέν είχαν τέτοια διέξοδο. Ό ,τι ίσαμε τότε παρείχε συνή­ θως ή νόηση, δηλ. τή γενικότητα καί τή δεσμευτικότητα, οί έμπειριστές έπρεπε νά τό αντλήσουν —λίγο ή πολύ, καλά ή κακά— Αποκλει­ στικά από έξωνοητικές ψυχικές δυνάμεις* άλλιώς δέν άπέμενε παρά ό συνεπής σχετικισμός. Ή έννοια τού γούστου έγινε τόσο δημοφιλής, ακριβώς επειδή φαινόταν κατάλληλη δχι μόνο νά ρίξει μιά γέφυρα Ανάμεσα στό αισθητό καί στό πνευματικό στοιχείο, Αλλά καί νά Αντι­ σταθμίσει τόν έμπειριστικό σχετικισμό, Αφού μάλιστα καί ή ίδια στη­ ριζόταν σέ έμπειρικές Αρχές, καί έτσι μπορούσε νά θεωρηθεί ώς Απτή Απόδειξη τής ικανότητας των τελευταίων νά ξεπεράσουν μέ τίς δικές τους δυνάμεις τόν σχετικισμό.196 Κάτω Απ’ αύτό τό πρίσμα είναι δι191. Γιά τή γενική έπιδίωξη συμπλήρωσης ή διόρθωσης τής ιδιοφυίας μέ τή βοή­ θεια τού γούστου πρβλ. N a v e s, G out d e V o ltaire, 399 κ.έ. 192. E s s a y on G e n iu s, 392 κ.έ. 193. D iet. P h il., A rt. ‘ G o u t’ = OC, XIX, 273. 194. op. c i t A rt. ‘ G enie’ = OC, XIX, 246. 195. Βλ. τή λεπτή ανάλυση τού D ieck m an n , ‘ D id e ro t’ s C on cep t o f G en ius’ , S tu d ie n , 18 κ.έ., 22/3. 196. Πρβλ. K lein , There is no d isp u te , 146.

3. ΛΝΤΙΝ0ΗΣ1 ΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

393

δακτική ή επιχειρηματολογία τού H um e. Γ ι’ αυτόν ή αναζήτηση τής μοναδικής αληθινής ομορφιάς κτλ. είναι μάταιη, αφού οι σχετικές κρίσεις έξαρτώνται από τήν «ιδιοσυστασία των οργάνων» μας.197 ’Άν λοιπόν ή αντικειμενικότητα τού γούστου δεν προκύπτει άπό τή φύση των πραγμάτων, τότε πρέπει νά βρίσκεται μέσα στό ύποκείμενο. ’Αφού δμως γίνεται αποδεκτή ή «μεγάλη ομοιότητα πνευματικού καί σωματικού γούστου»,198 πού θυμίζει τόν D u B o s, δέν μπορεί ούτε ή νόηση τού ύποκειμένου νά έγγυηθεί τήν αντικειμενικότητα τού γού­ στου. Ώς μόνη δυνατή έδρα των «οικουμενικών» άρχών τού τελευ­ ταίου άπομένουν, έτσι, «τά κοινά αισθήματα τής ανθρώπινης φύσης».199 ’Ακριβώς τό στοιχείο, πού έπιστρατεύεται γιά νά αιτιολο­ γήσει τήν οίκου μεν ικότητα τού γούστου, πρέπει, τώρα, νά εξηγήσει καί τίς χτυπητές —δπως λέει ό ίδιος ό H u m e— διαφορές του άπό εποχή σέ εποχή καί άπό άνθρωπο σέ άνθρωπο. Ή οίκου μεν ικότητα τού γούστου είναι δηλ. ορατή καί ενεργή, δταν λειτουργούν τέλεια.τά «όργανα τής έσώτερης αίσθησης». Όταν αυτό δέν συμβαίνει, γεν­ νιούνται οι διαφορές,200 οπότε τό αίσθημα άρέσκειας, πού συνοδεύει τό αισθητικό γούστο, είτε δέν εκδηλώνεται είτε παίρνει λαθεμένη κα­ τεύθυνση. Πάντως, ή άνθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε μπορεί νά νιώσει αρέσκεια κάτω άπό ορισμένες συνθήκες, καί στό γε­ γονός αύτό οφείλει νά θεμελιωθεί ή οίκουμενικότητα τού γούστου. Παρόμοια σκέπτεται ό d ’A lem bert, ό όποιος θεμελιώνει τή θέση του, δτι «τό γούστο δέν είναι αυθαίρετο», δχι πάνω στήν κυριαρχία τού Λόγου (αντίθετα, τονίζει δτι κατά τήν άνάλυση τού γούστου δέν άρκεΐ ή όξύνοια, αλλά χρειαζόμαστε καί δλες «τίς αισθήσεις, πού συναποτελοϋν καί τό ίδιο τό γούστο»), αλλά πάνω στήν άντίληψη, δτι ή πηγή τής άρέσκειας καί τής απαρέσκειας βρίσκεται άποκλειστικά μέ­ σα μας, άρα μέσα μας καί μέ κριτήριο τά αισθήματα τής άρέσκειας καί τής απαρέσκειας βρίσκονται καί «οί γενικοί καί άμετάβλητοι κα­ νόνες τού γούστου».201 Ή λογική αχίλλεια πτέρνα τών ισχυρισμών αυτών δέν είναι δύσκολο νά άνακαλυφθεΐ. Μέ βάση τήν ιδιοσυστασία τής άνθρώπινης φύσης μπορώ πράγματι νά προσδοκώ δτι θά αισθαν­ θώ αρέσκεια καί άπαρέσκεια, δμως μ’ αύτό δέν μπορώ νά ξέρω τ ί θά προκαλέσει τέτοια αισθήματα, δηλ. πότε νά προσδοκώ άρέσκεια καί 197. O n the S ta n d a r d o f T a s t e ’ , E s s a y s , 1, 269. 198. lo c. ci£., 273. Ί99. loc. cfi., 280. 200. loc. c it., 278, 272. 201. R e fle x io n s s u r Γ u s a g e et s u r V ab u s de la P h ilo so p h ie d a n s les m atie re s de gout,, O eu v re s, III, 4 1 6 /7 .

391

V. ΤΟ ΑΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

πότε απαρέσκεια. Ή διάκριση τού H um e ανάμεσα σε τέλεια καί ελαττωματική λειτουργία των αντίστοιχων οργάνων δέν λύνει τό πρόβλημα, αφού παραμένει άκαθόριστο ποιά όργανα, σέ ποιους αν­ θρώπους καί σέ ποιά εποχή λειτούργησαν τέλεια. Στο έρώτημα τού­ το, πάλι, δέν μπορεί νά δοθεί άπάντηση δίχως νά έκφραστεΐ μιά έμ­ μεση, τουλάχιστον, κρίση γιά τήν ιδιοσυστασία δχι μόνο τής ανθρώ­ πινης φύσης, αλλά καί τών αντικειμένων τής αισθητικής απόλαυσης, άρα καί τής ομορφιάς γενικά. Καταδείχνοντας τήν άναγκαιότητα τού Ό τί δέν ορίζουμε τον αναγκαίο χαρακτήρα τού Τι — δμως αυτό ακριβώς είναι τό πρόβλημα, αφού γούστο δίχως αναφορά σέ ορισμέ­ νο αντικείμενο είναι αδιανόητο. Τούτη τήν αδυναμία τής έμπειριστικής θεμελίωσης τής αντικειμε­ νικότητας τού γούστου τήν αναγνώρισε ό B u rk e ανοιχτά, αν καί φευγαλέα. Μολονότι δέν βλέπει τό γούστο μονόπλευρα, αλλά ώς πραγμάτωση τής συνεργασίας αισθητηριακής αντίληψης, φαντασίας καί Λόγου, ωστόσο δέν αντλεί τή δεσμευτικότητά του από τούτον τον τελευταίο, αλλά από τήν κοινή ρίζα καί τών τριών παραπάνω δυνά­ μεων τής ψυχής: «γιατί αφού οί αισθήσεις είναι τά μεγάλα αρχέτυπα τών ιδεών μας καί δλων τών ήδονών μας, τότε τό γούστο είναι κοινό σέ δλες, αν δέν είναι αβέβαιες καί αύθαίρετες».202 Ό μως: «δποτε λέ­ γεται δτι σχετικά μέ τά γούστα δέν μπορεί νά γίνει λόγος, αυτό μπο­ ρεί νά σημαίνει μονάχα δτι κανείς δέν μπορεί νά βρει μέ άκρίβεια ποιά ήδονή ή οδύνη θά δοκιμάσει ένας όρισμένος άνθρωπος από τήν επαφή του μέ κάποιο πράγμα' ώστόσο, μπορούμε νά κάμουμε λόγο γιά τά πράγματα πού άπό φυσικού τους ευχαριστούν ή δυσαρεστούν τίς αισθήσεις».203 Δέν ήταν δλοι πρόθυμοι νά κάμουν τέτοιες ομολο­ γίες, ώστόσο ή δαπάνη τόσου κόπου γιά τήν κατάδειξη τής αντικει­ μενικότητας τού γούστου αποτελούσε καθαυτή ένδειξη ύπόκωφης δυ­ σφορίας. Όλο καί περισσότερα κριτήρια δοκιμάζονταν, δμως ή λογι­ κή δομή τού προβλήματος δέν έπέτρεπε οριστική λύση. Ούτε ό Home πέτυχε νά ξεκαθαρίσει τά θεμελιώδη σημεία, παρ’ δλη τή σημασία τών συμβολών του σέ έπιμέρους προβλήματα. Θεωρώντας κάθε γνώ­ ση ώς προϊόν τών αισθήσεων,204 ό H om e χαρακτηρίζει (άπό τή γενε­ τική σκοπιά τής έμπειριστικής γνωσιοθεωρίας) καί τή μετάβαση άπό τή σωματική ήδονή στήν «πιό εκλεπτυσμένη» ώς κατιτί «άπαλό καί εύ'κολο».205 Ό σχετικισμός τού ώραίου, ό όποιος δημωυργείται άπό 2 0 2 . I n q u i r y 15.

2 0 3 . op. c it. , 6. 2 04. E le m e n ts, I, 1. 2 05. op. cit ., I, 5.

3. ΛΝΤΙΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

395

τις αστάθμητες εκρήξεις τής ιδιοφυίας και την αχαλίνωτη δραστηριό­ τητα τής φαντασίας, οφείλει νά καταπολεμηθεί με τό καλό γούστο206 (πού γιά νά άποκτηθεΐ χρειάζεται μελέτη καί άσκηση, άγωγή καί στοχασμός,207 όπως προπαντός τονίζεται κάθε φορά πού στο γούστο άποδίδεται ρόλος άντικειμενικής άρχής)* ή άντικειμενικότητα τού γούστου οφείλει, πάλι, νά άποδειχτεΐ με βάση την υφή τής άνθρώπινης φύσης καί τήν άρχή τής ήδονής.208 Τό δεύτερο κριτήριο, πού ει­ σάγει ό H om e γιά νά κατοχυρώσει τή γενική ισχύ καί δεσμευτικότητα κρίσεων γούστου, δηλ. τό co n sen su s gentium καί ή κοινωνική άποδοχή,209 είναι, ωστόσο, εξίσου λίγο ικανό νά γεφυρώσει τό χά­ σμα άνάμεσα σέ Ό τι καί Τ ί, δσο καί ή άναδρομή του στήν άνθρώπινη φύση. Καί στις δυό περιπτώσεις ουσιαστικά έπιχειρεΐται νά έπιστρατευθεί εναντίον τού σκεπτικισμού εκείνο πού τον γέννησε. Μέ τή σύνδεση γούστου καί ήθικής αίσθησης (m oral se n se)210 — σύνδεση πού νοείται τόσο δομικά δσο καί λειτουργικά, έφόσον τό πρώτο οφείλει, άκριβώς δπως καί ή δεύτερη, νά χαλιναγωγεί τυφλά πάθη211— ό H om e θέλει νά στηρίξει τήν άντικειμενικότητα τού γού­ στου μέ έσχατα κοσμοθεωρητικά έπιχειρήματα. Γιατί τό ζήτημα τού γούστου θεωρείται ώς μία άπό τις πλευρές τού γενικού άξιολογικού προβλήματος* ή άντικειμενικότητα τού γούστου καί ή άντικειμενικότητα των άξιων είναι ομόλογες. Ή αυθαιρεσία σέ ζητήματα τού γού­ στου θά σήμαινε καί αυθαιρεσία σχετικά μέ τόν ορισμό τού καλού καί τού κακού — δμως κάτι τέτοιο άποκλείεται, διατείνεται ό H o m e.212 Ή σύνδεση γούστου καί ήθικής αίσθησης είναι εύ'λογη, άφού καί τό γούστο, έμμεσα τουλάχιστον, άναφέρεται σέ άξιες, δηλ. σέ πράγμα­ τα, στά οποία άποδίδεται μιά ιδιαίτερη άξια (π.χ. όμορφιά). Ή μελέ­ τη τής υπαρξιακής έννοιας τής γνώσης στή μορφή, πού αυτή παίρνει στά πλαίσια τής νέας αισθητικής, είναι λοιπόν διδακτική, γιατί έδώ έπιτελείται αυτόματα ή μετάβαση άπό τή γνωστική στήν άξιολογική δραστηριότητα ή μάλλον ή συνύφανση των δυό τους. Ή άναζήτηση μιάς έσχατης θεμελίωσης τού αισθητικά καί ήθικά άντικειμενικού γούστου φέρνει σέ φως καί μιά τρίτη διάσταση, τήν όντολογική, έτσι ώστε γνώση, άξιολόγηση καί Είναι (αρχικά πρόκειται γιά τό Είναι 206. 207. 208. 209. 210. 211. 212.

op. op. op. op. op. op. op.

cit ., cit., c it. . cit., cit., cit., cit.,

I, 13 σημ.· 1, 2 7 . ϊ, 6 σημ.* III, 2 7 4 . I, 14 /5 . l i t , 2 7 1 /2 , 2 6 9 . I, 6. I, 10. HI, 2 6 1 /2 .

390

V. T O

A Ν Τ ΙΝ Ο Η Σ ΙΑ Ρ Χ ΙΚ Ο ΡΕΥΜΑ

τού υποκειμένου, πού γνωρίζει καί αξιολογεί, δμως αυτό συμπλέκε­ ται αναπόδραστα μέ τό αντικειμενικό Είναι) τελικά συμπίπτουν. Καί πράγματι, μονάχα μιά ρητή ή άρρητη νέα οντολογία —παρ’ δλη τήν πολεμική έναντίον τής προτεραιότητας του όντολογικού προβλήμα­ τος μέ τήν έννοια τής παλιάς μεταφυσικής213— μπορούσε νά δώσει τή στέρεη έκείνη βάση, τής όποιας ή απουσία γινόταν αισθητή μετά τόν παραγκωνισμό τής νόησης. Ή υπαρξιακή έννοια τής γνώσης μπορού­ σε νά προβάλει μέ άξιώσεις αντικειμενικότητας μονάχα άν ή δομή της, δηλ. ή υφή τού υποκειμένου της, ήταν άνάλογη μέ τή δομή τού Είναι (μέ τή νέα έννοια)· καί μπορούσε (ώς m o ral sense) νά διατυ­ πώσει ήθικά δεσμευτικές έπιταγές μονάχα άν τό όντολογικό της τού­ το θεμέλιο έκλεινε εξαρχής μέσα του ένα κανονιστικό στοιχείο. Στήν παραδοσιακή μεταφυσική ή θεμελίωση τής αντικειμενικότητας τής γνώσης μέ έσχατα επιχειρήματα συχνά έπαιρνε τή μορφή τής θέσης γιά τήν άμεση καταγωγή τού άνθρώπινου πνεύματος από τό θείο, πράγμα πού κατά κάποιον τρόπο καταδίκαζε τό ανθρώπινο πνεύμα (έφόσον, βέβαια, λειτουργούσε «ορθά», σύμφωνα μέ τή «φύση» του κτλ.) νά συλλαμβάνει σωστά τό Είναι. Ή λογική δομή τούτης τής σκέψης παραμένει ϊδια καί σέ σημαντικούς εκπροσώπους τού Διαφω­ τισμού, μόνο πού τώρα τό περιεχόμενό της είναι ριζικά διαφορετικό. Γιατί τώρα δέν συνδέεται ένα πνεύμα μέ ένα άλλο, καθαρότερο καί άνώτερο, άλλά συνυφαίνεται μιά ολόπλευρη ύπαρξη, ριζωμένη στον αισθητό κόσμο, μέ τή νέα ιδέα τού Όλου, δηλ. μέ τή Φύση. Έ να πρώιμο καί βασικό παράδειγμα σκέψης αυτού τού τύπου συ­ ναντάμε στόν S h a fte sb u ry . Ή άπόρριψη τής δυαρχίας σέ άνθρωπολογικό καί κοσμολογικό επίπεδο καί ό εξοβελισμός τού κακού άπό τόν κόσμο τού δίνει τή δυνατότητα νά βρεί τόν όρθό (δηλ. σύμφωνο μέ τή Φύση) προσανατολισμό στή γνώση καί στήν ήθική διαμέσου μιάς δραστηριότητας, στήν οποία δέν συμμετέχει μονάχα ή νόηση, άλλά ολόκληρη ή άνθρώπινη ύπαρξη, κλείνοντας μέσα της έξ ορισμού τά αναγκαία ψυχόρμητα. (Τό ίδιο σχήμα μπορούσε φυσικά νά προ­ βάλει καί μέ απαισιόδοξα πρόσημα, δπως άλλωστε καί έγινε214). Τό αισθητικό καί ήθικό «γούστο» δέν γεννιέται, λοιπόν, άπό μιάν ένέργεια τής νόησης, ή όποία βασικά σκοπεύει νά αποδείξει λογικά τήν έκάστοτε κρίση της, άλλά άπό μιά καλοσυγκερασμένη υπαρξιακή έ­ ξαρση καί ένταση (άπό «ένθουσιασμό» μέ τήν καλή σημασία, γιά νά 213. Πρβλ. τις παρατηρήσεις μας στήν άρχή τού ύποκεφ. 4 σ’ αυτό τό κεφάλαιο. 214. Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3β, όπου εξετάζεται αναλυτικότερα καί ή συνάφεια τής οντολογίας τού S h a fte sb u ry μέ τήν ήθική του φιλοσοφία.

3. A Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

397

μεταχειριστούμε τό λεξιλόγιο τού Sh aftesb u ry ), δπου αισθήσεις καί νόηση, ενεργή επιθυμία (τού ωραίου καί τού καλού) καί αύτοεγκατάλειψή (στή Φύση), συνειδητό καί Ασυνείδητο συνυφαίνονται καί γεν­ νούν τήν άποκορύφωση τής «αληθινής» ευτυχίας καί συνάμα τής πνευματικής διαύγειας. Όποιος είναι ενεργός, μέ τήν έννοια αυτή, δρά ώς άνθρωπος ολόπλευρος* χωρίς ασκημένα αισθητήρια όργανα γούστο δεν Αποκτάται, δπως δέν Αποκτάται καί δίχως πνεύμα* επί­ σης, ή αυθόρμητη επιθυμία τού ώραίου καί τού καλού είναι γιά τήν Απόκτηση γούστου εξίσου βασική προϋπόθεση δσο καί ή λελογισμένη κατεργασία της. Ό S h a fte sb u ry γνωρίζει καί τονίζει πόσο έπίπονη είναι ή καλλιέργεια των έμφυτων στοιχείων καί ή έπίτευξη τού τέ­ λειου γούστου,215 συνάμα δμως δέν ξεχνά ποτέ δτι τό γούστο δέν μπορεί νά είναι άλλο τίποτε παρά τελειοποίηση φυσικών καταβολών καί ή πιό πιστή συμμόρφωση μέ τή Φύση: «Καλό γούστο Απαιτείται Απ’ δποιον θέλει νά Ακολουθεί τή Φύση».216 Ή Απόφανση τού Sh af­ te sb u ry : «οί άνθρωποι δέν κυριαρχούνται Από Αρχές, Αλλά Από τό γούστο»217 δέν πρέπει, λοιπόν, νά κατανοηθεί ώς Απαισιόδοξη διαπί­ στωση τής Ανθρώπινης αυθαιρεσίας, Αλλά ώς έμφατική προτίμηση μιάς γνωστικής καί ήθικής Αρχής, τής οποίας ή Ανώτερη Αντικειμενι­ κότητα συνίσταται στο δτι κινητοποιεί καί Αγκαλιάζει δλα τά στρώ­ ματα τής Ανθρώπινης ύπαρξης, δντας έτσι πολύ έγγύτερα στή Φύση Απ’ δ,τι οί καθαρά νοητικές Αρχές, πού ένοικούν σέ μιά μόνο ψυχική δύναμη, καταπιέζοντας ένδεχόμενα τίς άλλες. Ή Αντικειμενικότητα τής πρώτης έγκειται, λοιπόν, στήν ιδιότητά της δχι μόνο νά κατανοεί καί νά Ακολουθεί τή Φύση, Αλλά νά είναι ή ίδια Φύση. Άξιοποιώντας δλες τίς ψυχικές δυνάμεις μέ πρόθεση ήθική ή αισθητική, ό άνθρωπος θέτει σέ κίνηση δ,τι μέσα του είναι ωραία καί Ακμαία Φύση. Ό ,τι σέ Ανώτερο επίπεδο φαίνεται ώς ήθική ή αισθητική γνώση ή πράξη, στήν πραγματικότητα Αποτελεί πεμπτουσία βαθύτερων ύπαρξιακών δεδομένων. Μιά τέτοια γνώση είναι Απόρροια τής («Αληθινής») ύ­ παρξης καί δχι άφηρημένη θεωρία, πού Αντιπαρέρχεται τίς Ανάγκες τής τελευταίας ή καί τίς άντιστρατεύεται. Είναι ό ίδιος ό άνθρωπος στό ολόπλευρο ρίζωμά του μέσα στή Φύση. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ό Απόστολος τής Φύσης, ό R o u sse a u , χαρακτήρισε τον bon

215. 216. 217.

C h aracteristics , I I , op. c i t I , 3 5 5 . op. cit., I l l , 1 7 7 .

4 0 1 · III, 1 6 4 /5 , 1 8 6 .

398

V. T O

A Ν Τ ΙΝ Ο Η Σ ΙΑ Ρ Χ ΙΚ Ο ΡΕΥΜΑ

sen s ώς το «καθολικότερο δργανο του ανθρώπου».218 Α ρκεί νά είναι ό άνθρωπος υγιής, δηλ. νά κρατά τή φυσικότητα του ανέπαφη, γιά νά διαθέτει καλό ηθικό καί αισθητικό γούστο. β) Ή συνύφανση σκέψης κ α ί βούλησης ή Λόγον κα ί αισθήματος καί ό καθορισμός τής έννοιας τον Λόγον μ έ βάση συγκεκριμένες κο­ σμοθεωρητικές θέσεις Ή συνειδητοποίηση τού όντολογικοϋ υπόβαθρου της υπαρξιακής έν­ νοιας τής γνώσης θά μάς δώσει τή δυνατότητα νά συλλάβουμε τήν άντινοησιαρχική άντίληψη γιά τόν Λόγο σέ δλο της τό πλάτος, δηλ. στή σύνδεσή της μέ ορισμένα περιεχόμενα σκέψης ή ορισμένες κοσμο­ θεωρητικές θέσεις. Βέβαια, μετά τήν άπόρριψη του πρωτείου τού όντολογικού προβλήματος (μέ τήν έννοια τής παλιάς μεταφυσικής), ή σύνδεση αυτή πραγματοποιείται πολλές φορές έμμεσα. Ό μω ς, άκόμη καί αν προτάξουμε τήν ανάλυση δχι τής έννοιας τής Φύσης, άλλά τής έννοιας τού Λόγου, θά διαπιστώσουμε δτι τόσο ή λογική της δο­ μή δσο καί ή κανονιστική της διάσταση είναι ακατανόητες δίχως τό όντολογικό υπόβαθρο πού άναφέραμε. Ή άνάλυσή μας δέν θά πρέπει νά άρκεστεΐ σέ πορίσματα πού ισχύουν γιά τήν έννοια τού Λόγου σέ δλες τίς έποχές, δτι δηλ. τό περιεχόμενό της είναι άόριστο, δτι άλλοτε χρησιμοποιείται μέ έννοια υποκειμενική (δύναμη ή δραστηριότητα τής ψυχής) καί άλλοτε μέ έννοια αντικειμενική (εσώτερος νόμος τής κοσμικής τάξης), δτι άναφέρεται τόσο στήν όρθή γνώση δσο καί στήν ήθική συμπεριφορά, δτι χαρακτηρίζει κάτι άντικειμενικό καί δεσμευ­ τικό άπέναντι στήν υποκειμενική αυθαιρεσία κτλ. κτλ.219 Αυτά δλα είναι, αν δούμε τήν ιστορία των ιδεών στό σύνολό της, τόσο αυτονόη­ τα, ώστε δέν κερδίζουμε τίποτε διαπιστώνοντάς τα ακόμη μιά φορά. ’Άν, πάλι, θά θέλαμε νά περιοριστούμε αποκλειστικά σέ κριτήρια γλωσσικά-τυπικά, θά ήταν δύσκολη ακόμη καί ή στοιχειώδης διά­ κριση άνάμεσα σέ νοησιαρχική καί άντινοησιαρχική θέση. Γιατί, ακριβώς δπως οί άντίπαλοι τού D e sc a rte s στον 18ο αί. χρησιμο­ ποιούν συχνά δρους δπως bon sen s, sen s com m un, discernem ent, sagacite κτλ. συνώνυμα μέ τή raiso n ,220 έτσι καί ό ίδιος ό Descar218. Em ile. Ill = O eu v re s%IV , 445. 219. Φοβούμαι δτι άπό δσες σημασίες της έννοιας τού Λόγου αναφέρει ό Dieckm ann (tR eflexionen iiher den B e grifF R a i s o n \ S tu d ie n , 314) οί πλεΐστες είναι υπερβολικά γενικές, μέ τήν έννοια δτι έπανευρίσκονται σέ δλες σχεδόν τίς έποχές τής ιστορίας τών ιδεών. 220. K n a b e . Sch lu.sselbegri.ffe, 414.

3. Λ Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

399

tes ονομάζει τή raiso n μερικές φορές bon se n s,221 ακολουθώντας, άλλωστε, την εποχή του, ή οποία συνήθιζε (δπως καί οί προγενέστε­ ρες) να συγχέει τόν κανονιστικό Λόγο (ra iso n norm ative) μέ τόν συλλογιστικό (raiso n ra iso n n a n te ).222 Στόν D e sc a rte s, δπως καί στους πλατωνικούς τού C am b rid ge π.χ., ή σύζευξη της έννοιας τού Λόγου μέ έννοιες δπως «αίσθηση» καί «συναίσθημα» Αποτελούσε έν­ δειξη μιας υπαρξιακής έξαρσης, ή οποία ωστόσο ακόμη τότε άναφερόταν πρωταρχικά, αν δχι αποκλειστικά, στήν ένταση καί στό αίσθη­ μα ισχύος τής απελευθερωμένης άπό αυθεντίες καί συχνά ένορατικής νόησης.223 ’Απεναντίας, ή ένταση τής υπαρξιακής γνώσης αγκαλιάζει ολόκληρη τήν ύπαρξη, τής οποίας ή ουσία δέν συνίσταται στή νόηση, αλλά ριζώνει στή βιοδομή τού ανθρώπου. Γιά τόν λόγο αυτόν πρέπει νά αντιμετωπίζουμε μέ μεγάλη προσοχή τήν τυχόν λεκτική συμφω­ νία αποφάνσεων πάνω στήν έλλογη γνώση ή στήν έλλογη ήθική συμ­ περιφορά. Ή έρευνά μας θά έπρεπε μάλλον νά όρμηθεΐ άπό τό έρώτημα, ποιά ήταν ή τύχη τού Λόγου μετά τήν όντολογική ανατίμηση τής ύ'λης, δηλ. μετά άπό τήν αποκατάσταση έκείνη τού αισθητού κόσμου, ή όποια στή γνωσιοθεωρία πήρε τή μορφή τού έμπειριστικοϋ ή αίσθησιοκρατικού ρεύματος. Μέ άλλα λόγια: στόχος μας είναι νά παρακο­ λουθήσουμε τή διαδικασία τής αποκοπής τού Λόγου άπό τήν καθαρή νόηση. Στό κατώφλι τού Διαφωτισμού πραγματοποιείται μιά βαθιά Αλ­ λαγή τής έννοιας τού Λόγου, ή οποία αντιστοιχεί στήν Αντικατάστα­ ση τής έννοιας τής ύπόστασης, δπως παρουσιαζόταν στήν παραδοσια­ κή μεταφυσική, άπό τήν έννοια τής λειτουργίας σέ βάση φαινομενοκρατική. Μέ δύο λόγια: ό Λόγος παύει βαθμιαία νά αποτελεί συστα­ τικό μέρος («μόριον», μέ τήν πλατωνική-άριστοτελική σημασία) τής ψυχής καί γίνεται εξελικτική βαθμίδα ενός πνεύματος, πού, σύμφωνα μέ τή γενετική θεώρηση τής έμπειριστικής γνωσιοθεωρίας, διαμορ­ φώνεται σιγά-σιγά* τό πνεύμα μεταβάλλεται έτσι άπό οντότητα εξαρχής υπαρκτή σέ δραστηριότητα πού μέ τή σειρά της χρειάζεται ορισμένους προκαταρκτικούς δρους γιά νά έκδιπλωθεί όλότελα καί έπιτυχημένα, έχει δηλ. άνάγκη άπό τή συνεργασία τών άλλων ψυχι­ κών δυνάμεων. Ή δραματική αυτή τροπή στόν ορισμό τής ύφής τού Λόγου224 συναρτάται, λοιπόν, μέ τήν περικοπή τής γνωστικής ίκανό2 2 ]. D isc ., 1 = AT* VI, 2. 222. M ich ea. V a ria tio n s de la r a is o n , 183, 193. 223. Keep. Ill, ύποκεφ. 2 καί 3. 224. Ό επαναστατικός χαρακτήρας τούτης τής στροφής γίνεται φανερός, άν επι­ χειρήσουμε μιά σύγκριση με τόν ’Αριστοτέλη, ό όποιος, παρά τόν γνωσιοθεωρητικό

400

V. Τ Ο

Α Ν ΤΙΝ Ο Η ΣΙΑ ΡΧΙΚ Ο ΡΕΥΜ Α

τητας καί λειτουργίας του έκ μέρους τού εμπειρισμού, μολονότι ό Λό­ γος, μέ τή σημασία τής αύτάρκους καί προικισμένης μέ έμφυτες ιδέες νόησης, συνεχίζει νά έχει άρκετούς οπαδούς καί στόν 18ο αί.225 Ή άποσύνθεση τής νόησης συνεπιφέρει, τώρα, καί τήν αποσύνθεση δλης τής παλιάς ιεραρχίας των ψυχικών δυνάμεων. Καί άκόμη περισσότε­ ρο: μιά καί τα δρια άνάμεσα στις ψυχικές δυνάμεις γίνονται ρευστά, σβήνει καί ή διαχωριστική γραμμή άνάμεσα σέ ψυχή καί σώμα* ή νόηση ήταν γιά τήν παραδοσιακή άντίληψη κατά κάποιον τρόπο τό προπύργιο τής ψυχής, καί ή δεύτερη καταποντίζεται αναγκαστικά μετά τήν κατάρρευση τής πρώτης. Ή έκταση τής άλλαγής φαίνεται δχι μόνο στη γενική ύποτίμηση τής έννοιας τής ψυχής, άλλά καί στην ορολογία καί γλώσσα τής μή υλιστικής ψυχολογικής φιλολογίας. Ή συνύφανση ψυχής καί σώματος καί ή θεώρηση τής πρώτης άπό τή σκοπιά τού δεύτερου δείχνεται στή μεταφορά δρων δπως sen satio n καί sensibilite σέ ψυχικά φαινόμενα ή στην παράλληλη χρήση τους γιά στοιχειώδη σωματικά καί πολύπλοκα ψυχικά φαινόμενα.226 Τήν Γδια ένοποιητική τάση εκφράζει ή ταυτόχρονη χρήση τής έννοιας τής ήδονής σέ άναφορά μέ πολλούς τομείς καί διάφορες ψυχικές δυνάμεις (p la isirs des sen s, de T esp rit, du co eu r),227 χρήση, ή οποία βέ­ βαια δέν ήταν νέα, δμως τώρα παίρνει χρώμα όλότελα ιδιαίτερο. Κά­ τω άπ’ αύτούς τούς δρους, ή παλιά άντίθεση άνάμεσα σέ Λόγο (r a i­ son) καί πάθος (p assio n ) έγινε άβέβαιη.228 Ή δομή τής νέας έννοιας τού όρθολογισμού καθορίζεται άπό τή γενική τούτη εξέλιξη. Ή συνάφεια καταφαίνεται εναργέστερα, αν άναλύσουμε τήν παραπάνω έννοια παίρνοντας γιά παράδειγμα τή συ­ νεκτική θέση ενός καί μόνου διανοητή, άντί νά χαθούμε στή χαοτική πληθώρα τών στερεότυπων διαφωτιστικών άποφάνσεων εναντίον τής νόησης καί υπέρ τού Λόγου. Γιά τον σκοπό αυτόν δέν θά μπορούσα­ με, φυσικά, νά βρούμε διανοητή περισσότερο άντιπροσωπευτικό άπό τόν Locke, ό όποιος στό κρίσιμο τούτο σημείο άποδείχνεται στ’ άλήθεια εισηγητής καί ένσαρκωτής ενός κύριου ρεύματος τού Διαφωτιτου εμπειρισμό, πιστεύει ότι ό Λόγος διεισδύει στόν άνθρωπο άπό τά έξω, όντας απορροή της θείας νόησης (βλ. κεφ. I, σημ. 11, καί κεφ. II, σημ. 56). Ό πλατωνικός νους έχει ώς διακριτικό του γνώρισμα τόν χωρισμό άπό όλα τά αισθητά — σέ άντίθε­ ση (καί) πρός τή διάνοια (βλ. κεφ. I, σημ. 12). 225. Γιά τούτη τή μετατροπή τής έννοιας τού Λόγου βλ. τήν έξαίρετη μελέτη τού V oitle, R eason o f the english Enlightenm ent , ίδ. 1749, 1751, 1763. 226. S ck o m m o d a u , D er fr a n z . psychoL W ortschatz , 31 κ.έ., 116 κ.έ. 227. op. cti., 63 κ.έ. 228. op. cit., 99.

3. Λ Ν Τ 1 Ν Ο Η Σ ! Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

401

σμού. Ό Locke χτυπά στό καίριο σημείο της την (καρτεσιανή) νοη­ σιαρχία^ διατυπώνοντας τη θέση, ότι ή σκέψη δέν αποτελεί την ουσία τής ψυχής, αλλά μόνο μιαν από τίς λειτουργίες της.229 Έ τσι ανοίγει ό δρόμος γιά τήν ανακάλυψη τής συναφούς μέ τή βιοδομή διάστασης τής ψυχής καί τού υποσυνειδήτου (πρβλ. τίς σκέψεις πού κάνει ό Locke στήν ίδια περικοπή, σχετικά μέ τή δραστηριότητα τής ψυχής στόν ύπνο). Ή νόηση υποβιβάζεται, μπαίνοντας στήν Ιδια μοίρα μέ άλλα συστατικά μέρη καί άλλες μορφές δραστηριότητας τής ψυχής* ριζώνει δηλ. καί αυτή στό άδιάγνωστο έκεΐνο στρώμα, άπ’ δπου πη­ γάζουν καί οι ίδιοι οι άντίμαχοί της μέσα στήν ψυχή, δηλ. τά πάθη. Υπάρχει, επομένως, μιά βαθύτερη διάσταση, μέσα στήν όποια έπιτελείται μιά συνύφανση τής νόησης μέ τά πάθη καί μέ τήν ίδια τή βιοδομή. Ή άντίληψη τούτη κάνει κατανοητό τόν άποφασιστικό ρόλο, πού άποδίδει ό Locke στήν έννοια τού d esire (^ u n e a sin e ss), στά πλαίσια τής θεωρίας του γιά τά κίνητρα τής άνθρώπινης δράσης. Σέ άντίθεση μέ κατοπινότερες διαφωτιστικές άπόψεις, ή έννοια τής βού­ λησης ορίζεται άπό τόν Locke στενά καί διακρίνεται άπό τό d esire , δμως τό γενικό άποτέλεσμα δέν άλλάζει. Ή βούληση άποτελεΐ έκτελεστικό όργανό τού πνεύματος, δμως ό καθορισμός τής βούλησης άπό τό πνεύμα θεωρείται ώς «μή ικανοποιητική», άν καί σέ γενικές γραμμές όρθή λύση* τό ουσιαστικό πρόβλημα γιά τόν Locke είναι τί παρωθεί τό πνεύμα καί τή βούληση νά συμπεριφέρονται έτσι καί δχι άλλιώς. Ή άπάντηση είναι δτι πνεύμα καί βούληση τίθενται σέ κίνη­ ση άπό τήν έπιθυμία ή τήν εσώτερη άνησυχία. Μιά πράξη καθορίζεται δχι άπό τίς ιδέες τού καλού καί τού κακού, ούτε καί άπό τήν ύποσχεμένη άμοιβή τής άρετής στόν ουρανό, άλλά άπό μιάν άνάγκη («τούτη είναι ή πηγή τής πράξης»), πού ή ικανοποίησή της άποτελεΐ τό πρώτο βήμα πρός τήν ευτυχία.230 Βαθύτερα άπό τό πνεύμα καί άπό τή βού­ ληση (μέ τή στενή έννοια τού δρου στόν Locke) λανθάνει, λοιπόν, μιά παρορμητική δύναμη, τής όποιας έκτελεστικές δυνάμεις είναι οί δύο παραπάνω. Ή διάκριση τού Locke άνάμεσα σέ d esire καί volition στήν πραγματικότητα ήταν μιά διάκριση άνάμεσα σέ άσυνείδητη-παρορμητική καί σέ συνειδητά κατευθυνόμενη βούληση μέ ισχυρότερη τήν πρώτη. ’Αφού πνεύμα καί βούληση (μέ τή στενή έννοια τού δρου στόν Locke) είχαν παρακατιανή λειτουργία άπέναντι στήν έπιθυμία (desi­ re), ολόκληρη ή ψυχή θά μπορούσε νά ενοποιηθεί κάτω άπό μιά δι229. 230.

E ssay , I I , 1 , 8 op. cit . , 11, 2 1 ,

1 0 ( = I , 1 2 8 κ .έ .) . 8§ 2 9 - 4 0 ( = I, 3 3 0 κ .έ .) .

402

V. T O

A Ν Τ ΪΝ Ο Η Σ ΙΑ Ρ Χ ΙΚ Ο ΡΕΥΜΑ

ευρυμένη έννοια τής βούλησης, γιατί δλα της τά μέρη ή πάθη μπαί­ νουν καί κρατιούνται σέ κίνηση άπό μιαν επιθυμία ή έναν σκοπό. Μέ άλλα λόγια: μετά την άπόρριψη της νοησιαρχίας, ή συνύφανση σκέ­ ψης καί βούλησης βρισκόταν στήν ήμερήσια διάταξη. Ό χι δίχως αί­ τια είχε λοιπόν ό D e sc a rte s αποκλείσει τήν άνάμιξή τους στό επίπε­ δο τού ανθρώπου, μολονότι τήν είχε άποδεχτεΐ στό έπίπεδο τού Θεού, καταπολεμώντας τη σχολαστική πρόσδεση τού τελευταίου στόν Λόγο.231 'Ωστόσο, ήδη ό S p in o z a είχε κάμει ξεκάθαρο ότι ή μεταφυ­ σική συνύφανση τής re s c o g ita n s καί τής re s e x te n sa έπρεπε νά συ­ νοδευτεί άπό τήν αντίστοιχη συνύφανση τής ανθρώπινης rex cogitans μέ τήν ψυχική re x e x te n sa . Ή διατύπωσή του: «Βούληση καί νόη­ ση είναι ένα καί τό αυτό»232 ήταν υπερβολικά χτυπητή καί προκλητι­ κή γιά νά υιοθετηθεί άπό νωρίς καί άνοιχτά, ώστόσο δέν έμεινε δίχως (κρυφή) επίδραση, ιδιαίτερα άπό τότε πού τό περιεχόμενό της μπο­ ρούσε νά θεωρηθεί ώς πόρισμα άπό τις θέσεις τού Locke, οπότε άποφευγόταν καί ή οδυνηρή άμεση άναφορά στόν Sp in o z a . Ή τέτοια έπίδραση τού Locke φαίνεται στόν V o ltaire. Όσοι δέχονται δτι ή νόηση κατευθύνει άμεσα τή βούληση, διαβάζουμε σ’ αύτόν, «υποθέ­ τουν δτι τό πνεύμα έπενεργεί μέ τή φυσική έννοια τού δρου πάνω στήν βούληση», σάν νά ήταν τό καθένα άπό τά δύο αυτά μεγέθη «μ ι­ κρή πραγματική οντότητα». Στήν πραγματικότητα, δμως, ονομασίες δπως βούληση, σκέψη κτλ. είναι «άφηρημένες ίδέες», πού χρησιμο­ ποιούνται συμβατικά γιά χάρη τής συνεννόησης. «'Ώστε ή νόηση καί ή βούληση δέν υπάρχουν πραγματικά ώς διαφορετικές όντότητες». Στήν άποψη αυτή ό V o ltaire βλέπει μάλιστα καί μιάν έγγύηση τής έλευθερίας, άφού αυτή, δπως λέει, εδρεύει δχι στή νόηση, άλλά στήν ίδια τήν ικανότητα τού άνθρώπου νά βούλεται καί νά πράττει.233 Μιά τέτοια άντίληψη ήταν, βέβαια, δυνατή μονάχα πάνω στή βάση τής προγραμματικής άπόρριψης τής καρτεσιανής δυαρχίας, καί γ ι’ αυτό δέν είναι παράδοξο πού τήν ξαναβρίσκουμε σέ ένα έργο άφιερωμένο στήν άμεση πολεμική έναντίον τού D e sc a r te s, δηλ. στό T raite d es A n im au x τού C ondillac. Ή «σκέψη» είναι γιά τόν C ondillac μιά πολυδιάστατη ένότητα, πού κλείνει μέσα της «δλες τις τροποποιήσεις τής ψυχής». Νόηση καί βούληση είναι ot δύο σημαντικότερες άπό τις τροποποιήσεις αυτές, έχουν «κοινή προέλευση» καί, δταν χωρίζονται,

231. Βλ. κεφ. III, ύποκεφ. 2. 232. E th ic a , II, P ro p . X L IX , C oroll. = O p e ra, II, 130. 233. T ra ite de M e ta p h ., ch. VII = OC, 220, 217.

3. Α Ν Τ 1 Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

403

δεν είναι τίποτε άλλο παρά «δύο άφηρημένοι όροι».234 Δέν μπορούμε νά άρνηθούμε δτι καί τό ζώο έχει βούληση, έστω καί μέ τή μορφή τής ένστικτώδους έπιθυμίας* αν, λοιπόν, βούληση καί νόηση ή γνωστική δύναμη, μέ τή στενότερη έννοια, συγγενεύουν άπό τή φύση τους, τότε πρέπει νά αναγνωριστεί καί στο ζώο (δυνητική) γνωστική ικανότητα, καί μάλιστα ήδη άπό τό γεγονός δτι βούλεται ένστικτικά. Ένστικτο καί νόηση δέν ταυτίζονται βέβαια ολοκληρωτικά* δμως συναρτώνται στενά, άφού μάλιστα δίχως γνώση (σύγκριση καί κρίση) ή ικανο­ ποίηση έπιθυμιών είναι προβληματική ή τυχαία. Ή γνώση ριζώνει, λοιπόν, στο ένστικτο, δπως λέει ό C on d illac άπερίφραστα: «Τό έν­ στικτο δέν είναι τίποτε, αν δέν αποτελεί τήν απαρχή τής γνώσης».235 Τίποτε δέν θά μπορούσε νά συμβολίσει παραστατικότερα τήν ακα­ τάσχετη τάση συνύφανσης νόησης καί βούλησης, ή οποία ακολουθεί τήν έκθρόνιση τής νόησης καί τήν άποκατάσταση τού αισθητού κό­ σμου, δσο τούτη ή έμφάνισή της σέ μιά πραγματεία γιά τή φύση τών ζώων, δηλ. γιά τό αίσθητό-βιολογικό στοιχείο σέ δλη τή γύμνια καί τή ζωτικότητά του. Γιατί ό πυρήνας τούτης τής αντίληψης δέν είναι άλλος άπό τό ρίζωμα τής γνώσης καί τών γνωστικών δυνάμεων στά βαθύτερα στρώματα τής ζωντανής ύπαρξης. Ή συνύφανση νόησης καί βούλησης συνεπάγεται, μέ άλλα λόγια, έστω κι άν αυτό δέν συ­ νειδητοποιείται, μιά δραστική συμμετοχή τού υπαρξιακού στοιχείου στή γνώση. Τά αιτήματα ενός Λόγου, ό οποίος ήταν συνάμα σκέψη καί βούληση, μπορούσαν, ώστόσο, νά θεμελιωθούν μονάχα μέ τή συνύφανση Όντος καί Δέοντος236 — τουλάχιστον εφόσον προϋποτίθε­ ται δτι ή ανθρώπινη ύπαρξη, ή οποία τώρα συμμετέχει άποφασιστικά στή δραστηριότητα τής νόησης, δέν αξίζει αυτό τό δνομα, άν δέν πε­ ριέχει έξαρχής έντός της όρισμένες κανονιστικές άρχές ή τουλάχιστον δέν τις θέτει ώς σκοπό της. Αυτή είναι ή ουσία τού διαφωτιστικού όρ234. II, 10 = O eu v re s, I, 377Β-378Α . Ή θέση αυτή υποδηλώνεται ήδη στό T ra ite d e s S e n sa tio n s I, 7, § 2 = O eu v re s, I, 239B. 235. T ra ite d e s A n im ., II, 5 = O eu v re s, I, 362B. 236. Συχνά υπογραμμίσαμε τήν απόσταση ανάμεσα στήν άντικειμενική λειτουργια καί στήν υποκειμενική αύτοκατανόηση ένός τύπου σκέψης. Άπό δώ προκύπτει δτι ή ύπαρξιακή έννοια του Λόγου, ήτοι ή συγχώνευση νόησης καί βούλησης (ώς άναπόφευκτο συνακόλουθο τής συγχώνευσης "Οντος καί Δέοντος) δέν έμφανίζεται μονάχα σέ άντιπάλους της νοησιαρχίας. Είναι άντικειμενικά δυνατή, άκόμη κι δταν κάποιος δέχεται (θεωρητικά) τήν άπόλυτη προτεραιότητα τής νόησης. Στήν περί­ πτωση αυτή, κάποιος έξαναγκάζεται, γιά πολεμικούς λόγους, νά ονομάσει τή βούλη­ σή του «νόηση» καί νά τήν άντιπαρατάξει στή γυμνή καί άπροκάλυπτη βούληση τοΰ αντιπάλου του. Όφείλω νά έπαναλάβω δτι παρόμοιες άποφάνσεις δέν πρέπει νά παίρνονται στήν ονομαστική τους άξια.

401

V. T O A Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο

ΡΕΥΜΑ

θολογισμού, ό όποιος, επομένως, δεν έχει ώς στόχο του τή γνώση με τη βοήθεια τής καθαρής νόησης, χωρίς νά ένδιαφέρεται για τις συ­ νέπειες τούτης τής γνώσης ώς προς τις άξιες καί τήν ήθική, αλλά αποτελεί μιαν ομολογία πίστεως σέ ορισμένη κλίμακα αξιών. ’Από τούτη τή σκοπιά κανείς δεν μπορεί νά είναι «άληθινά» όρθολογιστής καί «άληθινά» έλλογος, αν δεν ομολογεί πίστη στις ίδιες άξιες, άσχε­ τα άπό τό πώς μεθοδεύει τή σκέψη του. 'Ύψιστος Λόγος στά μάτια τών διαφωτιστών ήταν ή συμμόρφωση με τή Φύση — καί άκριβώς ή συμμόρφωση αύτή θεωρούνταν, μετά άπό τόν καινούργιο όρισμό τής ιδέας τού Όλου πάνω στή βάση τής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου, άσυμβίβαστη με τήν κυριαρχία τής καθαρής νόησης. Ή γνώ­ ση καί ό Λόγος στέκουν, έτσι, στήν ύπηρεσία μιας ορισμένης (προϋποτιθέμενης) κλίμακας άξιων καί ένός πάγιου ιδεώδους ή ένός σκοπού, πού πρέπει νά επιτευχθεί μέ κάθε θυσία — μέ άλλα λόγια: στέκουν στήν ύπηρεσία μιας κοσμοθεωρητικής θεμελιώδους στάσης καί μιας άπόφασης u ltr a ration em . Ή γνώση καί ό Λόγος περιέ­ χουν όχι μονάχα τό άντικείμενο, άλλά καί προπαντός τό υποκείμενο τής γνώσης, όχι όμως μέ τήν έννοια τής καντιανής γνωσιοθεωρίας, δηλ. ώς φορέα μορφών έποπτείας καί κατηγοριών, άλλά μέ έννοια πολύ ριζοσπαστικότερη: τό υποκείμενο συμμετέχει στή γνώση μέ όλη του τήν υπαρξιακή άλκή καί ώς πηγή μιας άκατάβλητης βούλησης. Γνώση είναι, λοιπόν, μιά συνύφανση άντικειμένου καί ύποκειμένου, έπιτελούμενη χάρη στήν υποταγή τού πρώτου στο δεύτερο, καί μάλι­ στα μέ τή μορφή τής έρμηνείας τού πρώτου στο φώς τής θεμελιώδους στάσης τού δεύτερου. Μετά τόν υποβιβασμό τής νόησης, γνώση καί άλήθεια κατακτώνται μονάχα μέ τήν άποφασιστική συνεργία τών άλλων ψυχικών δυνάμεων, στίς οποίες όμως έδρεύουν, όπως προκύ­ πτει άπό τή δομή τής υπαρξιακής έννοιας τής γνώσης, ή ήθική αίσθη­ ση καί ή πρακτική βούληση. Ή γνώση τής άλήθειας θεωρείται, έπομένως, έργο τής βούλησης καί τών συναφών ψυχικών δυνάμεων, οι οποίες διαποτίζουν καί τή νόηση, ύποτάσσοντάς την στον Λόγο: ό Λόγος είναι συγγενέστερος μέ τήν «καρδιά» —μέ τήν ιδιαίτερη διαφωτιστική σημασία τής λέξης— παρά μέ τήν καθαρή νόηση. Γνώση τής άλήθειας καί γνώση τής υφής τής ήθικής συμβαδίζουν, οι διακρί­ σεις άνάμεσα στο Ό ν καί στο Δέον παραμερίζονται. Γ ι’ αυτό καί ή γνώση άποτελεί ταυτόχρονα μιάν ήθική άπόφαση, έχει μιάν ισχυρή υπαρξιακή διάσταση καί ολόκληρος ό άνθρωπος συμμετέχει σ’ αυτήν. Βούληση τού σκεπτόμενού καί περιεχόμενο τής σκέψης συγχωνεύον-

3. Λ Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

405

ται, τό ίδιο όπως Όν καί Δέον.237 Ή evvota τού Λόγου καί του ορθο­ λογισμού δεν άναφέρεται πιά στην υπέρτερη από τά αισθητά νόηση κα ί σέ ορισμένες αξίες, άλλα στήν ύπαρξη καί σέ ορισμένες αξίες, οι όποιες διαφέρουν από τίς πρώτες ακριβώς επειδή δέν αποτελούν πιά άξιες τής νόησης, καί έτσι στρέφονται τόσο ένάντια στήν άνεξέλεγκτη κυριαρχία τού Θεού πάνω στή Φύση, δσο καί ένάντια στήν προγραμ­ ματική υποταγή τής αισθητής διάστασης τού ανθρώπου κάτω από τό πνεύμα (μέ τήν έννοια τού χριστιανικού άσκητισμού). Τό περιεχόμε­ νο τής διαφωτιστικής έννοιας τού ορθολογισμού γίνεται, λοιπόν, ορατό ήδη στή συχνή άντιπαράθεση (θρησκευτικής) πίστης καί Λόγου,238 μολονότι αυτή, άπό πρώτη δψη, φαίνεται νά άναφέρεται μονάχα στήν άντίθεση αυτονομίας καί αυθεντίας. Αφού έτσι έχουν τά πράγματα, κάθε άνάλυση τής έννοιας τού Λό­ γου καί τού ορθολογισμού σέ κείμενα τού Διαφωτισμού θά ήταν πιθα­ νότατα παραπλανητική, αν κάθε φορά δέν θέτουμε τό ερώτημα, ποιά έννοια θεωρείται άντίθετη καί άντίπαλη. Άπό τήν πληθώρα τών άντίθετων αυτών έννοιών, δηλ. άπό τήν πληθώρα τών κοσμοθεωρητι­ κών θεμελιωδών στάσεων, πού στεγάζει άπό άποψη τυπική ή μία έν­ νοια τού Λόγου, προκύπτει καί ή άοριστία τού περιεχομένου αυτής τής τελευταίας — άοριστία πού οφείλεται άκριβώς στή γενική έπιδίωξη νά συνδεθεί ή έννοια τού ορθολογισμού μέ ορισμένο περιεχόμενο. Δέν υπάρχει, λοιπόν, καμιά αντίφαση άνάμεσα στή θέση, δτι ή έννοια τού Λόγου έχει αόριστο περιεχόμενο, καί στή θέση δτι κάθε όπαδός της προσπαθεί νά τή συνδέσει μέ ορισμένο περιεχόμενο — αρκεί νά ξε­ χωρίζουμε καθαρά τό έπίπεδο τής ιστορίας τών ιδεών σέ μιάν ορι­ σμένη έποχή άπό τό έπίπεδο τής δικής μας σύλληψης τής τελευταίας υπό μορφή γενικών κρίσεων πάνω στίς θεμελιώδεις της έννοιες. Ε π ι­ πλέον, ή δεύτερη άπό τίς παραπάνω δύο θέσεις άναφέρεται στίς υπο­ κειμενικές εντυπώσεις καί φιλοδοξίες τών πρωταγωνιστών τής ίστο2 3 7 . Μ ιά δ ια σ α φ ή ν ισ η α υ το ύ το ύ π λ έ γ μ α τ ο ς ιδ ε ώ ν σ τό π λ α ίσ ιο τ ή ς ά π ο κ α τά σ τ α σης το ύ α ίσ θ η τ ο ύ κ ό σ μ ο υ κ α ι ά λ λ ω ν τ υ π ικ ώ ν δ ια φ ω τ ισ τ ικ ώ ν θ ε μ ά τ ω ν έ χ ω ε π ιχ ε ιρ ή ­ σει στό σ υ γ κ εκ ρ ιμ έν ο π α ρ ά δ ε ιγ μ α τού νέου H e g e l , β λ . Die Entstehung der Dia/ektik , 1 0 9 κ .έ . Ά π ό τ ή ν ά ν ά λ υ σ η α υ τή χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ α έ δ ώ ο ρ ισ μ έ ν ε ς δ ια τ υ π ώ σ ε ις . — Τ ή σ υ γ χ ώ ν ε υ σ η σ κ έ ψ η ς κ α ί β ο ύ λ η σ η ς ή Ό ν τ ο ς κ α ί Δ έ ο ν τ ο ς σ τό ν χ ώ ρ ο το ύ ή θ ικ ά κ α ν ο ν ισ τ ικ ά π ρ ο σ α ν α τ ο λ ισ μ έ ν ο υ Δ ια φ ω τ ισ μ ο ύ π α ρ α δ έ χ τ η κ ε κ α ί ό D i d e r o t , δ τα ν έ ­ γ ρ α φ ε σ τό ν V i a l e t : « Τ ό π ά θ ο ς , φ ίλ ε μ ο υ , σ έ α ν θ ρ ώ π ο υ ς σάν εσάς κ ι ε μ έ ν α , μ ιλ ά σ υ­ χ ν ά τ ή γ λ ώ σ σ α το ύ Λ ό γ ο υ » ( τ έ λ η Α π ρ ιλ ίο υ - ά ρ χ ές Μ α ΐο υ 1 7 6 6 , C o r r e s p V I ,

ΪΊ9). 2 3 8 . Ή α ν τ ιπ α ρ ά θ ε σ η τ ο ύ τ η σέ τ υ π ικ ά δ ια φ ω τ ισ τ ικ ή μ ο ρ φ ή δ ιέ π ε ι τό ά ρθρο ‘’R a i s o n ’ , π ο ύ έ γ ρ α ψ ε ό D i d e r o t γ ιά τ ή ν Εγκυκλοπαίδεια (— 0 ( λ X V I I , 4 / 5 ) . Γ ιά τ ή ν ίδ ια ά ν τ ιπ α ρ ά θ ε σ η σ τό ν L o c k e β λ . τ ή ν έ π ό μ ε ν η π α ρ ά γ ρ α φ ο .

406

V. Τ Ο

Λ Ν Τ ΙΝ Ο Η ΣΙΑ Ρ Χ ΙΚ Ο ΡΕΤΜΑ

ρίας των ιδεών, οί όποιοι άμεσα ή έμμεσα ταυτίζουν τήν ομολογία πίστεως στόν Λόγο μέ τήν αποδοχή συγκεκριμένου περιεχομένου σκέψης (π.χ. συμμόρφωση μέ τή Φύση καί δχι άρνησή της), ένώ ή δεύτερη εδράζεται στή διαπίστωση, δτι ή αρχή έκείνη (ή Φύση π.χ.), μέ βάση τήν όποια ύποτίθεται δτι θά γίνει ή διευκρίνιση τού περιεχο­ μένου τού Λόγου, χρειάζεται ή ίδια νά έρμηνευθεΐ πρώτα. Έ τσι γεν­ νιούνται οί αξιώσεις διαφόρων προσώπων καί παρατάξεων πάνω στήν «άληθινή» ερμηνεία της καί μαζί καί πάνω στό μονοπώλιο τής ερμηνείας γενικά. νΑς ξαναγυρίσουμε στόν Locke γιά νά εξηγήσουμε πιο συγκεκρι­ μένα τά παραπάνω. ’Από τήν ανατίμηση τών κατώτερων στρωμά­ των τής ψυχής, δπως φαίνεται στήν άνάλυση τών λειτουργιών τού ψυχόρμητου d esire, προκύπτει ή (μειωτική) ταύτιση τής νόησης μέ τήν άπλώς αναλυτική σκέψη,239 ή οποία, δπως λέει ό Locke, δέν εί­ ναι ικανή νά συλλάβει πρώτες άρχές.240 Οί άνεπάρκειες καί τά δρια τής rea so n μέ τήν τέτοια έννοια περιγράφονται διεξοδικά.241 Ό μως, στή rea so n αυτή, ή όποια αποτελεί μία από κάμποσες δραστηριότη­ τες τού πνεύματος, άντιτάσσεται μιά άλλη, πολύ περιεκτικότερη, πού περιέχει τό σύνολο τών δυνάμεων τής ψυχής (« re a so n , I m ean , our n a tu ra l fa c u ltie s»242). Έχοντας τέτοιες ύπαρξιακές ρίζες, ό Λόγος αναλαμβάνει τώρα καί τό καθήκον τής καθοδήγησης τής άνθρώπινης συμπεριφοράς, σύμφωνα μέ ορισμένες κανονιστικές άρχές· σέ αντίθε­ ση μέ τόν άπλώς άναλυτικό Λόγο, κατέχει έσχατες άλήθειες (τουλά­ χιστον ήθικές) καί γ ι’ αυτό ένδείκνυται ώς «έσχατος κριτής καί οδη­ γός μας στό καθετί».243 Ό Locke χαρακτηρίζει αύτό τό είδος Λόγου «φυσική ’Αποκάλυψη»,244 τής όποιας ή ρητή άντίθεση πρός τή θεία ’Αποκάλυψη δέν σημαίνει μονάχα μιά πανηγυρική διακήρυξη αυτο­ νομίας απέναντι στήν τελευταία, αλλά καί επιπλέον συνεπάγεται τή διπλή θέση, δτι ό Λόγος ώς φυσική ’Αποκάλυψη ριζώνει (αντίθετα άπό τή θεία ’Αποκάλυψη) στά δεδομένα τής Φύσης (δηλ. στις « n a ­ tu ra l facu ltie s» τού ανθρώπου) καί, επομένως, πρέπει νά είναι ίΑποκάλυψη τής (κανονιστικής διάστασης τής) Φύσης ήδη άπό τό γε­ γονός, δτι στά δεδομένα τής Φύσης (καί μέ τή βοήθειά τους) ή Φύση φανερώνει τόν εαυτό της καί τις επιθυμίες της. Ή ερμηνεία αυτή έπι239. 240. 241. 24 2. 243. 244.

E s sa y , I, 1, 88 6-12 ( = K 42 κ.έ.). op. cit., 1, 1, δ 11 ( = l, 4 4/5). op. cit.. IV, 17, §8 9-13 ( = Π, 405 /6 ). op. cit.. IV, 18, 8 3 ( = II, 417). op. cit.. TV, 19, § 14 ( = II, 438). op. cit.. IV, 19, 8 4 ( = II, 431).

3. Λ Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Λ Ρ Χ 1 Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

407

βεβαιώνεται από τις πρώιμες θέσεις τοΰ Locke πάνω στη lex n a ­ turae, οί όποιες επαναλαμβάνονται στο E s sa y αναλυτικότερα καί με ορισμένες τροποποιήσεις. Τό lum en n a tu ra le παρουσιάζεται εδώ ταυτόσημο μέ τη r e c ta ra tio , ή όποια γίνεται άντιληπτή μέ κανονι­ στική σημασία, έφόσον δέν άναφέρεται στή θεωρητική γνώση, αλλά σέ « p r a c tic a a liq u a p rin cip ia», καί επιπλέον ριζώνει στήν ϊδια τήν Φύση* όπως λέει ό Locke, ό ορθός αυτός Λόγος δέν είναι τίποτε άλλο παρά ό ήδη έγνωσμένος νόμος της Φύσης (lex n aturae ja m cognita). Όντας τέτοιος, διακρίνεται αυστηρά άπό τή ra tio μέ τήν έννοια τής fa c u lta s an im ae d isc u rsiv a .245 Γιά τόν Locke, τώρα, οι δυνα­ τές πηγές τής ανθρώπινης γνώσης είναι τρεις: οί έμφυτες ιδέες, ή πα­ ράδοση καί οί αισθήσεις. ’Αφού θεωρεί τίς δύο πρώτες άνεπαρκεΐς ή πλασματικές, ή lex n a tu ra e πρέπει νά δοθεί μέσα άπό τίς αισθήσεις, οί οποίες άπό τήν άποψη αυτή είναι συνώνυμες μέ τό lumen n atu ra­ le .246 Τούτη ή ταύτιση αίσθησης καί lum en n a tu ra le παραμένει έννοιολογικά ασαφής καί άθεμελίωτη, ένδιαφέρον γιά μάς είναι, ώστόσο, δτι κάνει πρόδηλη μιά προσπάθεια συνύφανσης τής Φύσης (μέ τήν κανονιστική έννοια τού δρου) καί τής ανθρώπινης ύπαρξης (έτσι δπως είναι ριζωμένη στον αισθητό κόσμο). Στο E s s a y ή τέτοια λειτουργία τών αισθήσεων αντικαθίσταται άπό τήν ενόραση (intuition), ή οποία τώρα θεωρείται, δπως καί πρωτύτερα οί αισθήσεις, ώς κάτι φυσικό καί άμεσο σέ αντίθεση μέ τόν άφηρημένο χαρακτήρα τής νόησης. Ή έντονη εξάρτηση τής διδασκαλίας τού έμπειριστή Locke γιά τήν ενό­ ραση άπό τόν D e sc a rte s δέν είναι παράδοξη: ή έμπειρία καί ή ενο­ ρατική σκέψη μπορούν νά υπαχθούν κάτω άπό τόν κοινό παρονομα­ στή τής ζωντάνιας καί τής άμεσότητας, άφού ό όρθολογισμός μέ τήν έννοια τής υπαρξιακά έντονης ειδητικής σκέψης παραμένει μιά θέση κοινά άποδεκτή άπό έμπειριστές καί μή έμπειριστές στόν άγώνα έναντίον τής Σχολαστικής. Όπως στόν D e sc a rte s, έτσι καί στόν Locke ή εξύμνηση τής ένόρασης στρέφεται ένάντια στή συλλογιστι­ κή, τήν όποια ό Locke, καί μαζί του καί ολόκληρος ό Διαφωτισμός, θεωρεί ώς τήν (επιστημολογική) ουσία τής Σχολαστικής.247 (Ή ου­ σιαστική διαφορά άνάμεσα στόν D e sc a rte s καί στόν Locke., μετά τήν απόκρουση τού κοινού αντιπάλου, φανερώνεται στό γεγονός δτι γιά τόν πρώτο, σέ άντίθεση μέ τόν δεύτερο, ή ενορατική σκέψη μπο24 5. E s s a y s on the L a w of N a tu re , III = σ. 148. 246. op. cit., 11 = σ. 1 3 0 ,'l 32. 247. E ssa y * TV, 17, §§ 4-7. Είναι χαρακτηριστικό ότι τό ίδιο κεφάλαιο περιέχει τίς ουσιαστικές θέσεις του Lock e γιά τήν ενόραση.

408

V. Τ Ο

Λ Ν Τ ίΝ Ο Η Σ ΙΑ Ρ Χ ΙΚ Ο

ΡΕΤΜΑ

ρεΐ νά έχει ώς αντικείμενό της καθαρά νοητικά μεγέθη248). Ή ενορα­ τική γνώση είναι, κατά τή γνώμη του Locke, «ή σαφέστερη καί βε­ βαιότερη που μπορεί νά πετύχει ό αδύνατος νους του άνθρώπου»,249 οί αποδεικτικοί συλλογισμοί δέν έχουν καμιά σχέση μαζί της,250 καί μάλιστα θά έπρεπε, αντίστροφα, κάθε βήμα μιας αποδεικτικής διαδι­ κασίας νά συνοδεύεται άπό ενορατική βεβαιότητα.251 Ή ενόραση δρά, δμως, καί μέ κανονιστική έννοια, δηλ. ώς lum en n a tu rale , αφού άκριβώς τά άξιώματα έκεΐνα, πού δλοι οί άνθρωποι τά άναγνωρίζουν ώς άληθινά (καί τέτοια είναι δσα έχουν νά κάνουν μέ τό φυσικό δίκαιο ή τήν ήθική φιλοσοφία), δέν χρειάζονται τις υπηρεσίες τής «άναλυτικής σκέψης», άλλά «γίνονται γνωστά μέ προφάνεια ανώτερη καί υπέρτερη».252 ’Ήδη στόν Locke βρίσκουμε, λοιπόν, τήν άποφασιστική σύνδεση κανονιστικού Λόγου καί έμπειρίας ή ύπαρξης ριζωμένης στόν αισθητό κόσμο. Ό πρώτος έχει χαρακτήρα ενορατικής άμεσότητας, καί αυτό τον ξεχωρίζει άπό τή νόηση. Μετά τον έκθρονισμό της ή νόηση (άντίθετα άπ’ δ,τι συμβαίνει στόν D e sc arte s) θεωρείται υποχρεωτικά άναλυτική καί τής άντιπαρατίθεται ό άντινοησιαρχικός, δηλ. ενορατι­ κός ή ένστικτικός Λόγος. Ό τελευταίος κερδίζει έδαφος στόν 18ο αί., καί μάλιστα στόν βαθμό πού ή υπαρξιακή έννοια τής γνώσης γίνεται δλο καί πιό συγκεκριμένη (χάρη καί στή συμβολή τής νέας Αισθητι­ κής), ενώ συνάμα γίνεται δλο καί στενότερη ή συνύφανση νόησης καί βούλησης στά πλαίσια μιας δλο καί ριζοσπαστικότερης άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου (ή εξέλιξη αυτή καταφαίνεται παραστατικά στή διαπλοκή κανονιστικού Λόγου καί m o ra l sen se, πού τόσο δημο­ φιλής στάθηκε στόν Διαφωτισμό). Δέν είναι, λοιπόν, παράξενο δτι ό V o ltaire, πού τή γνώμη του γιά τήν ενότητα νόησης καί βούλησης άναφέραμε παραπάνω, ονομάζει τον κανονιστικό Λόγο «ένα άλλο εί­ δος ένστικτου».253 Άκριβώς αυτός ό Λόγος ταυτίζεται στόν V o ltai­ re, δπως καί στόν Locke, μέ τον φυσικό νόμο (loi n aturelle), ό όποιος, επομένως, έχει τήν ίδια άμεσότητα: «άποτυπώνει στο βάθος τής καρδιάς μας τον κανόνα καί τήν ήθική» καί είναι «άγνή πηγή».254 Ή υπαρξιακή άμεσότητα τού Λόγου έρχεται καί πάλι στο 248. 249. 250. 251. 252. 253. 254.

A aro n , Locke , 336, 338. E ssa y , JV, 2, 8 1 ( = II, 177). op. hit., IV, 7, 8 19 ( = II, 290/1). op. c il.. IV, 2, 8 7 ( = II, 180/1). op. α ί., IV, 17, 8 14 ( = II, 407). D ialogues d'Evhem ere , V' = OC. XX X, 488. Poeme su r la loi naturelle , II = OC, IX, 4 4 8 /9 .

3. Λ Ν Τ 1 Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

409

προσκήνιο, δταν π.χ. ό V o ltaire γράφει δτι οί ιδέες πού στηρίζουν τήν κοινωνική ήθική «προηγούνται άπ’ δλους τούς στοχασμούς μας».255 Τον ζωντανό τούτο Λόγο καί δχι κάποιες νοητικές κατα­ σκευές θεωρεί ό V o ltaire ώς τό καλύτερο δπλο εναντίον τού «φανα­ τισμού», δηλ. εναντίον τής θεολογίας καί τής Εκκλησίας.256 ’Αντίθε­ τα, γιά τόν Λόγο μέ τήν έννοια τής καθαρής νόησης λέει δτι έβλαψε τόσο τή θρησκεία δσο καί τή λογοτεχνία.257 Όπως στόν V oltaire, έτσι καί στό άντινοησιαρχικό καί συνάμα ήθικιστικό-κανονιστικό κύ­ ριο ρεύμα τού Διαφωτισμού, οί σχετικές μέ τόν Λόγο άποφάνσεις μπορούν νά ταξινομηθούν καί νά κατανοηθούν μέ βάση τό ’ίδιο διπλό κριτήριο. ’Από τή μιά ό Λόγος είναι ή ίδια ή υπαρξιακή έννοια τής γνώσης μέ χροιά κανονιστική, από τήν άλλη σημαίνει δ,τι καί ή άναλυτική νόηση, ή οποία, ακριβώς έπειδή μετά τόν γνωσιοθεωρητικό της υποβιβασμό μονάχα αναλυτική μπορεί νά είναι, δέν είναι σέ θέση νά θεμελιώσει κανονιστικές άρχές καί κοσμοθεωρητικές άποφάσεις, οπότε τό σημαντικότατο αυτό έργο πρέπει νά έπιτελεστεί από τόν μή νοητικό Λόγο, πού παραμένει άξεχώριστα δεμένος μέ τήν ύπαρξη, καθώς αυτή είναι ριζωμένη στή Φύση. ’Άν, τώρα, ό V o ltaire θεώρησε τόν Λόγο αυτόν συγγενικό μέ τό ένστικτο, κάποιος άλλος θά μπορούσε νά κάνει άκόμη ένα βήμα πα­ ραπέρα καί (προϋποθέτοντας μιά ριζικά αισιόδοξη ανθρωπολογία) νά θεωρήσει τό ίδιο τό ένστικτο ώς Λόγο μέ κανονιστική έννοια. Ή έν­ νοια τού ένστικτου πρέπει βέβαια, στήν περίπτωση αυτή, νά δουλευ­ τεί καί νά εξευγενιστεί, ώστόσο ή έπιμονή, μέ τήν οποία χρησιμο­ ποιείται στόν 18ο αί., είναι έξίσου έντονη μέ τήν προσπάθεια νά τονι­ στεί τό ρίζωμα τού κανονιστικού Λόγου στήν ίδια τή ζωντανή ύπαρ­ ξη. Ό γνωστότερος άπ'’ δσους εκλεπτύνανε τό ένστικτο γιά νά τό κά­ μουν κι αυτό κανονιστική αρχή, είναι, βέβαια, ό R o u sse a u , ό όποιος ονομάζει τήν ήθική συνείδηση (δηλ. τόν Λόγο μέ ήθική-κανονιστική σημασία) «θείο ένστικτο», άντιπαραθέτοντας τή σιγουριά τού τελευ­ ταίου, ή οποία δέν άπορρέει από κρίσεις, αλλά από αισθήματα, πρός τή «δίχως κανόνες νόηση» καί τόν «δίχως άρχές Λόγο».258 Ή θέση αυτή, άν ίδωθεί άντικειμενικά, δηλ. στά πλαίσια τής ιστορίας τών ιδεών, δέν άποτελούσε κάποια έξέγερση εναντίον «τού» Διαφωτι­ σμού, άλλά συνέπεια μιας άνθρωπολογικής τοποθέτησης, ή όποια, μέ 255. 256. 257. 258.

E s s a i s u r les m o e u rs, In tr., VII = OC\ XI, 22. R em arqu.es de V E ssa i s u r le s M o e u rs, XV = OC, X X IV , 569. P e n se e s, R e m a rq u e s etc. = OC, XXXI, 119. £ m ile . IV = O eu v re s. IV , 599 κ.έ.

410

V. T O A N T I Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο P E T M A

τή σειρά της, ήταν δυνατή μονάχα πάνω στην πνευματική βάση του (άντινοησιαρχικοϋ καί ήθικιστικοϋ-κανονιστικοΰ) Διαφωτισμού, ό­ πως θά εξηγήσουμε αμέσως. ’Άλλωστε, ή αντίληψη τού R o u sse a u γιά τόν όρθολογισμό μπορεί νά ένταχθεΐ άβίαστα στήν τυπική δισδιάστατη αντίληψη τού κύριου ρεύματος τού Διαφωτισμού, αρκεί νά μήν θεωρήσουμε τις (έν μέρει σημαντικές) διαφορές τόνου ώς άντιθέσεις δομικές. Ά ν ό R o u sse a u από τή μιά λέει δτι ό γυμνός αναλυτικός Λόγος είναι παθητικός καί δέν δημιουργεί τίποτε μεγάλο,259 δηλ. δέν είναι σέ θέση, δίχως τή βοήθεια τής συνείδησης, νά βρεί καί νά εξηγή­ σει τόν νόμο τής Φύσης, ό οποίος ριζώνει «σέ μιά φυσική άνάγκη τής άνθρώπινης καρδιάς»,260 από τήν άλλη διαβεβαιώνει δτι ό Λόγος μάς δίνει τή σωστή άντίληψη γιά τή θεότητα,261 καί μάς προσανατο­ λίζει σωστά, ένώ ή καρδιά μπορεί καί νά μάς ξεγελάσει.262 Έδώ έ­ χουμε τή συνηθισμένη στόν Διαφωτισμό διπλή χρήση τής έννοιας τού Λόγου. Με βάση τή διαπίστωση αύτή, καί άν θυμόμαστε δτι ό Λόγος ώς νόηση δέν μπορεί νά παίξει ρόλο ήθικού-κανονιστικοϋ οδηγού, θά πρέπει ακόμη καί περικοπές δπως ή τελευταία, δπου ό Λόγος έμφανίζεται ώς αντίμαχος των κατώτερων στρωμάτων τής ψυχής, νά μήν τίς ερμηνεύουμε ώς αίτημα υποταγής τούτων έδώ κάτω από μιάν ανώτατη ψυχική δύναμη. Μάλλον πρόκειται έδώ γιά μιάν αντιδια­ στολή ανάμεσα σέ τυχαίες ή άμεσες καί σέ βαθύτερες υπαρξιακές άνάγκες, ανάγκες δηλ. σύμφωνες μέ τήν κανονιστική διάσταση τής ύ­ παρξης: οι άνάγκες αυτές είναι ή φωνή τού Λόγου, πού επομένως σκοπό του έχει τή συμμόρφωση μέ τίς κανονιστικές άρχές τής Φύσης καί τήν «καλώς έννοούμενη» (δηλ. σύμφωνη μέ τίς άρχές τούτες) ικανοποίηση τών άναγκών τής ύπαρξης, καί δχι τήν κατάπνιξή τους.263 'Η άντιδιαστολή Λόγου καί πάθους («καρδιάς») άντιστοιχεί, 259. loc. cit., 645. 260. loc. cit. , 523. Στό φώς τής περικοπής αυτής πρέπει νά κατανοηθεί καί ή απόφανση τού R o u sse a u στό πρώτο βιβλίο του Em ile (O euvres. IV, 288), σύμ­ φωνα μέ τήν οποία μονάχα ό Λόγος διδάσκει στους ανθρώπους τό καλό καί τό κακό, ένώ ή συνείδηση μπορεί μονάχα νά αγαπήσει ή νά μισήσει τά τελευταία αυτά καί έπομένως δέν είναι σέ θέση νά αναπτυχθεί σωστά δίχως τή ra iso n . Τό έργο τής r a i ­ son είναι νά δώσει σαφή μορφή σέ κάτι δοσμένο από τή Φύση καί δχι νά δημιουργή­ σει άπό τό μηδέν τίς άρχές τής ήθικής. Βλ. παρακάτω σημ. 263. 261. lo c. π*έ., 607. 262. Nouv. H eloise , III, 20 = Oeuvres , II, 370. 263. Χαρακτηριστική είναι ή διευκρίνιση τής έννοιας τού Λόγου στις δύο περικο­ πές, πού μόλις παραθέσαμε. Στήν πρώτη (βλ. παραπάνω σημ. 261) ό Λόγος είναι συνώνυμος μέ τή «Φύση» ή τήν «εσώτερη φωνή», ένώ στή δεύτερη (βλ. παραπάνω σημ. 262) εκφράζει αποκλειστικά τήν έδραιότητα τού κανονιστικού στοιχείου καί δχι

3. Α Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

411

λοιπόν., στη διάκριση ανάμεσα σέ «άληθινή» καί «έπιφατική» Φύση (βλ. τό επόμενο υποκεφάλαιο), έτσι ώστε ή κυριάρχηση των παθών μπορεί νά θεωρηθεί έξίσου Φύση δσο καί τά πάθη τά ίδια.264 Γιά νά άξιολογήσουμε τον ρουσσωικό ορθολογισμό δεν άρκεΐ ή διαπίστωση δτι στον R o u sse a u τά δρια άνάμεσα σέ Λόγο καί συναίσθημα είναι ρευστά, αφού μάλιστα ό πρώτος κατά βάση είναι εργαλείο, πού μπο­ ρεί νά χρησιμοποιηθεί καί καλά καί κακά.265 Πρέπει νά προσθέσουμε δτι ή ίδια ή ούσία τού Λόγου άλλάζει άνάλογα μέ τη χρήση του καί δτι ή «καλή» του χρήση είναι δυνατή μονάχα μετά τήν άποκοπή του άπό τή νόηση. Θά ήταν έσφαλμένη ή εντύπωση, δτι ή άνάλυσή μας θέλει νά ταυτί­ σει τή φιλοσοφία τού αισθήματος, δπως τήν έκφράζει ό R o u sse a u , μέ τις υπόλοιπες μορφές τού άντινοησιαρχικοϋ Διαφωτισμού. Τό πρόβλημά μας είναι, άπεναντίας, νά βρούμε τίς (άναμφισβήτητες) διαφορές έκεΐ δπου υπάρχουν πραγματικά. Ή παραπάνω εντύπωση θά γεννιόταν άπό τή συνειδητή ή ασυνείδητη, άμεση ή έμμεση —πάν­ τως πολύ διαδεδομένη— σύγχυση άνάμεσα σέ ορθολογισμό καί νοη­ σιαρχία. Ά π ’ αυτήν θά έπρεπε νά μάς προφυλάξει ήδη τό άπλό γεγο­ νός, δτι στόν 18ο αί. κανένας δεν διατύπωσε εναντίον τού R o u sse a u τή μομφή τού άνορθολογισμού μέ τήν κατοπινή μειωτική σημασία, μολονότι πολλοί στράφηκαν εναντίον της «έχθρας του πρός τόν πολι­ τισμό» καί υπεράσπισαν τά (σχετικά) δικαιώματα τού άναλυτικού Λόγου μέσα στις συνθήκες τού πολιτισμού. Όταν, άντίστροφα, ή φι­ λοσοφία τού αισθήματος έκστρατεύει ένάντια σέ δ,τι έκάστοτε χαρα­ κτηρίζει ώς «νοησιαρχία», αυτό δέν πρέπει νά θεωρείται ένδειξη πραγματικής κυριαρχίας τής τελευταίας (στήν περίπτωση αυτή θά ή­ ταν άκατανόητος ό γενικός άντικαρτεσιανισμός), άλλά μάλλον από­ δειξη τού γεγονότος, δτι ή χειρότερη μομφή, πού μπορούσε κανείς νά διατυπώσει μέσα στίς τοτινές συνθήκες, ήταν ή μομφή τής νοησιαρ­ χίας. Σύμφωνα μέ τή γενική αντίληψη τού Διαφωτισμού, ό κανονι­ στικός Λόγος βρίσκεται έγγύτερα στήν καρδιά καί στή βούληση παρά στήν «ψυχρή» νόηση, καί αύτό ήταν φυσικό, άφού Λόγος καί Φύση κάποια νοητική λειτουργία («ό Λόγος έχει αποκλειστικό σκοπό του τό καλό»). Πρβλ. παραπάνω σημ. 260. 264. Βλ. τήν καλή άνάλυση τού S ch in z , P e n see de R o u s s e a u , 231 κ.έ. 'Ένα άδύνατο σημείο στήν έκθεση τού S ch in z είναι δτι διαχωρίζει υπέρμετρα τή θέση τού R o u s se a u άπό έκείνη των p h ilo so p h es, δτι δηλ. συμμερίζεται τήν υποκειμενική εντύπωση τού R o u sse a u σέ τούτο τό ζήτημα. 265. ’Έτσι π.χ. ό B u rg e lin , P h ilo so p h ic de VE x iste n c e de R o u s s e a u , 2 62, πρβλ. 73.

112

V. T O

A Ν Τ ΙΝ Ο Η Σ1 Α ΡΧΙΚ Ο ΡΕΥΜ Α

ταυτίζονταν. Ή επιτυχία τής φιλοσοφίας τού αισθήματος δεν πρέπει, λοιπόν, νά θεωρηθεί αντίδραση ενάντια σε κάποια κυρίαρχη, τάχα, νοησιαρχία, αλλά αποδείχνει μονάχα τη σύνδεση τού ορθολογισμού με ορισμένες αξίες, πού φαίνονταν νά προστατεύονται καλύτερα από τό αίσθημα, αφού αύτό βρισκόταν κοντότερα στήν αποκαταστημένη πιά αισθητή διάσταση τού ανθρώπου. Ή έκάστοτε επίκληση τής νόη­ σης ή τού αισθήματος έχει κατά βάση πολεμικό νόημα, δηλ. πάντοτε σχετίζεται μέ τήν προάσπιση συγκεκριμένων θέσεων. Ή νόηση βλέ­ πεται ευμενέστερα απ’ δσους θεωρούν ώς σπουδαιότερο καθήκον τους τήν καταπολέμηση τού μηδενισμού καί δέν διαπνέονται άπό αχαλί­ νωτη αισιοδοξία, ενώ ή φιλοσοφία τού αισθήματος στηρίζεται σέ μιά ριζική άνθρωπολογική αισιοδοξία καί γ ι’ αύτό δέν παίρνει στά σοβα­ ρά τόν κίνδυνο τού μηδενισμού, μολονότι αποκρούει τον τελευταίο εξίσου έντονα. (Ή αισιόδοξη στροφή τής διαφωτιστικής φιλοσοφίας τού αισθήματος αποτελεί τήν ειδοποιό διαφορά της απέναντι στή φι­ λοσοφία τού αισθήματος τού 17ου αί., δπως τήν έκπροσωπεϊ ό P a sc a l π.χ.: τούτη έμμένει στή χριστιανική-άπαισιόδοξη αντίληψη γιά τόν άνθρωπο, γιατί κύριος αντίπαλός της είναι ή 'Ύβρις τής φυσικοεπιστημονικής καί καρτεσιανής νόησης, ενώ ή ρουσσωική φιλοσο­ φία τού αισθήματος στρέφεται σέ πρώτη γραμμή εναντίον τού προπα­ τορικού αμαρτήματος.266 Τό χριστιανικό ρεύμα τής φιλοσοφίας τού αισθήματος παραμένει, βέβαια, ισχυρό καί στόν 18ο at.· προς τόν ρουσσωισμό ή σχέση του είναι διφορούμενη, άνάλογα μέ τό αν κύριος άντίπαλός του είναι ή 'Ύβρις τής νόησης ή ή διαφωτιστική αισιοδο­ ξία267). Οί διάφορες επιφυλάξεις ένάντια στή φιλοσοφία τού αισθήματος οφείλονταν προπαντός στόν φόβο, δτι κάποιος μπορούσε νά άντικαταστήσει τά καλά έμφυτα αισθήματα μέ κακά, δηλ. επικίνδυνα: ποιο άλλο στήριγμα θά μπορούσε νά βρει στήν περίπτωση αυτή ή ήθική, άν δχι τήν υπέρτερη άπό κάθε πάθος νόηση; Ό άνθρωπος τού L a M ettrie κυριαρχούνταν άπό τό αίσθημα εξίσου μέ τόν άνθρωπο τού R o u sse a u , καί ώστόσο τό πρακτικό άποτέλεσμα ήταν όλότελα δια­ φορετικό. Μονάχα ή σκιά τού μηδενισμού χάριζε στή (μετριοπαθή) νοησιαρχία κάποια επιρροή, δμως αύτό δέν γινόταν σέ συμφωνία, άλλά σέ άντίθεση μέ τήν κυρίαρχη τάση, γιά τήν όποια όρθολογισμός καί νοησιαρχία κάθε άλλο παρά ταυτίζονταν. Άπό τήν άποψη αύτή, ή διαμάχη σκέψης καί αισθήματος στήν πραγματικότητα δέν στρέφε266. Βλ. π.χ. L e ttre ά C. de B e a u m o n t, O eu v re s, IV, 937 /8 . 267. Βλ. κεφ. VTII, ύποκεφ. 3.

3. Λ Ν Τ Ι Ι Μ Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

4 13

ται τόσο γύρω από τήν προτεραιότητα τού δεύτερου ή τής πρώτης, δσο γύρω από τήν έκταση καί τή μορφή τής όντολογικής θεμελίωσης των αξιών: στά πλαίσια μιας ριζικά αισιόδοξης οντολογίας καί αν­ θρωπολογίας, φορέας τής ήθικής γίνεται ολόκληρος ό άνθρωπος μέ δλες του τις ψυχικές δυνάμεις, ενώ ή άναζήτηση ενός στερεού θεμε­ λίου τής ήθικής μέσα στή νόηση φαίνεται πιεστικό καθήκον στήν πε­ ρίπτωση δπου κάποιος δέν συμμερίζεται τήν αισιόδοξη οντολογία καί ανθρωπολογία, έχοντας άντλήσει από. τήν αποκατάσταση τού αισθη­ τού κόσμου πορίσματα σκεπτικιστικά. Ή παρακατιανή σημασία τής διαμάχης ανάμεσα σέ νόηση καί αίσθημα γίνεται έξίσου πρόδηλη στό φως τού γεγονότος δτι διεξάγεται πάντοτε στό δνομα των ίδιων άξιων (γι’ αυτό καί θά ήταν όλότελα εσφαλμένη ή εντύπωση πώς άπό τό πρωτείο τού αισθήματος προκύπτουν άναγκαστικά τούτες, ενώ άπό τό πρωτείο τής νόησης άναγκαστικά εκείνες οι άξιες: οι αξίες εί­ ναι σύμφυτες μέ τή θεμελιώδη κοσμοθεωρητική στάση, ή οποία δέν γνωρίζει τή διάκριση νόησης καί αισθήματος, ενώ ή έκάστοτε έπίκληση τής νόησης καί τού αισθήματος γίνεται πάντοτε μέ πρόθεση πολεμική, δταν τίθεται τό πρόβλημα τού τρόπου τής θεμελίωσης τών αξιών). ’Έτσι εξηγείται τό δτι κάποιος, ό οποίος δέχεται τό πρωτείο τού αισθήματος πάνω στή βάση μιας αισιόδοξης ανθρωπολογίας, βρίσκεται εγγύτερα σέ δποιον πιστεύει στις ίδιες άξιες, δίχως νά συμ­ μερίζεται τήν άνθρωπολογική αισιοδοξία, παρά σέ δποιον δέχεται τό πρωτείο τού αισθήματος πάνω στή βάση μιας άπαισώδοξης ανθρω­ πολογίας, ερωτοτροπώντας, έτσι, μέ τόν μηδενισμό. ’Άν θέσουμε ώς κριτήριο τήν ήθικιστική-διαφωτιστική θεμελιώδη στάση, ό R o u sse a u βρίσκεται, καθώς είναι γνωστό, κοντότερα στόν K a n t παρά στόν de Sad e . Όλο αυτό τό πλέγμα γίνεται κατανοητό, μονά­ χα άν θεωρήσουμε τήν έκάστοτε φιλοσοφική θέση, έφόσον θέλει νά δώσει άπάντηση σέ έσχατα έρωτήματα, ώς έκλογίκευση μιας κοσμο­ θεωρητικής θεμελιώδους στάσης, πού έπιτελείται μέ σκοπό τήν κατα­ πολέμηση ένός αντιπάλου. Ή παραδοσιακή άντιπαράθεση ορθολογι­ σμού καί άνορθολογισμού γίνεται τότε άσήμαντη, δπως έξηγήσαμε καί στό πρώτο κεφάλαιο. Στά προηγούμενα χρειάστηκε άκόμη μία φορά νά μιλήσουμε προ­ καταβολικά γιά τήν ήθική φιλοσοφία τού Διαφωτισμού, θέλοντας νά διευκρινίσουμε τήν έννοια τού όρθολογισμού. Ό μως αυτό ήταν άναγκαΐο έξαιτίας τής σύνδεσης τού έκάστοτε όρθολογισμού μέ συγκεκρι­ μένες κοσμοθεωρητικές θέσεις. Σέ μιά τέτοια θέση, δηλ. στήν αποκα­ τάσταση τού αισθητού κόσμου, στηρίζεται ή ίδια ή δυνατότητα μιας άντινοησιαρχικής έννοιαξ τού ορθολογισμού. Μετά άπ’ αυτά καταλα-

414

V. T O

A Ν Τ ΙΝ Ο Η ΣΙΑ Ρ ΧΙΚ Ο

ΡΕΥΜΑ

βαίνουμε γιατί ό R o u sse a u δεν επιτρέπεται νά θεωρηθεί ώς προφή­ της ή πρωτοπόρος κάποιας δήθεν εξέγερσης ένάντια σέ κάποια δήθεν νοησιαρχία του Διαφωτισμού. Ά ν ή γνώμη αυτή είχε κάποτε πολ­ λούς οπαδούς, ό λόγος είναι δτι παραβλέφθηκε όλότελα ή θεμελιώδης άντινοησιαρχική ροπή τού Διαφωτισμού, οπότε καί οι έκρήξεις τού R o u sse a u ενάντια στήν κυριαρχία τής νόησης θεωρήθηκαν ώς άντίθεση έναντίον τού ίδιου τού Διαφωτισμού. Ή νοησιαρχία, δμως, υπήρχε ήδη πριν από τόν Διαφωτισμό καί έναντίον της στράφηκε τό κύριο ρεύμα τού τελευταίου καί δχι μονάχα ό R o u sse a u , μολονότι αυτός, γιά ευνόητους λόγους, κατηγόρησε τούς αντιπάλους του ώς συνεχιστές τής παλιάς κακής νοησιαρχίας, απλώς παραλλάζοντας τά έπιχειρήματα πού οι ίδιοι αυτοί άντίπαλοί του είχαν προβάλει έναν­ τίον τής σχολαστικής συλλογιστικής ή των καρτεσιανών μαθηματι­ κών. Καί πράγματι, είναι πολύ δύσκολο νά δούμε ένάντια σέ ποιά νοησιαρχία τον Διαφωτισμόν είχε έξεγερθεί ήδη πριν από τό 1700 έ­ νας διανοητής με τόση έπιρροή στόν 18ο αί. δπως ό Sh aftesb u ry . Αύτό πού ονομάστηκε «έπανάσταση τού αισθήματος»268 άρχίζει ταυ­ τόχρονα με τά φαινόμενα έκείνα τής ιστορίας των ιδεών, τά όποια εί­ ναι χαρακτηριστικά γιά τόν ίδιο τόν Διαφωτισμό (έννοούμε προπαν­ τός τήν αποκοπή άπό τόν καρτεσιανισμό, δπως τή συμβολίζουν οι Locke καί New ton), καί έπιπλέον συναρτάται, άπό τήν άποψη τού περιεχομένου του, μέ τήν έμπειριστική-γενετική γνωσιοθεωρία. Ό «Λόγος» καί τό «αίσθημα» δεν μπορούν, λοιπόν, νά άποτελέσουν κρι­ τήρια περιοδολόγησης* καί ακόμη, τό «αίσθημα» δεν έπιτρέπεται νά θεωρηθεί σέ κάθε περίπτωση ώς πρόδρομος τού «ρομαντισμού»,269 πράγμα πού θά γεννούσε καί τόν πειρασμό νά φέρουμε χρονολογικά τήν άρχή ή τήν ακμή τής φιλοσοφίας τού αισθήματος δσο γίνεται πλησιέστερα πρός τήν άρχή τού ρομαντικού κινήματος. Αύτό σημαί­ νει, άντίστροφα, δτι δεν έπιτρέπεται νά βλέπουμε τόν Διαφωτισμό στήν προοπτική των ρομαντικών, δπως έγινε συχνά. Οί τελευταίοι πιάστηκαν άπό τήν έννοια τού Λόγου, πού πράγματι είναι χαρακτη­ ριστική γιά τόν Διαφωτισμό (καί μάλιστα ώς άντίθεση πρός τή θρη­ σκευτική πίστη), καί εκμεταλλεύτηκαν τήν άμφιλογία της, ταυτίζοντάς την γιά λόγους πολεμικούς μέ τή νόηση καί άντιπαρατάσσοντας στήν τελευταία τό «αίσθημα» ή τήν «καρδιά» (μέ ουσιαστικά διαφο268. Κατά τό ομώνυμο βιβλίο τού A tk in son , πού περιέχει πλήθος εύγλωττων τεκμηρίων άπό Γάλλους συγγραφείς γύρω στό 1700. Πρβλ. τό μεταθανάτιο έργο τού A tk in son , P relu d e to E n lig h ten m en t, ίδ. 25 κ.έ., 44 κ.έ. 269. Βλ. τήν καλή μελέτη τού M o rtie r, Unite ou s c is sio n , ίδ. 1210/1, 1219/20.

3. Α Ν Τ Ι Ν Ο Η Σ Ι Α Ρ Χ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ

415

ρετικό περιεχόμενο). ’Από την άποψη τής ιστορίας των ιδεών, όμως, τούτο τους τό εγχείρημα στάθηκε εύκολο μόνο καί μόνον επειδή προηγούμενα τό άντινοησιαρχικό κύριο ρεύμα τού Διαφωτισμού είχε ήδη ανακαλύψει την «καρδιά» στη συνύφανσή της μέ τόν («αληθινό») Λόγο. Πέρα άπ’ αυτό, όσοι είδαν τόν R o u sse a u ώς ήγέτη τής αισθημα­ τικής εξέγερσης ενάντια στο κυρίαρχο διαφωτιστικό ρεύμα δέν πρό­ σεξαν ότι ό Διαφωτισμός βρισκόταν ακόμη στό στάδιο τής γένεσής του καί δέν είχε παραγάγει πολλά άπό τά χαρακτηριστικά του έργα, όταν ό R o u sse a u έμφανίστηκε ξαφνικά στόν πνευματικό ορίζοντα. ’Ήδη γιά μεθοδικούς λόγους είναι, λοιπόν, ανεπίτρεπτο νά άντιπαρατίθεται στό άφηρημένο ούσιαστικό «Διαφωτισμός» ό R o u sse au : τού­ τος είναι οργανικό μέρος τού Διαφωτισμού, καί μάλιστα ώς Διαφωτι­ σμού. Ή ήθική καί θρησκευτική του φιλοσοφία στηρίζεται, καί άπό τήν άποψη τού περιεχομένου της, σέ κοινούς τόπους τού Διαφωτι­ σμού.270 Ή ιδιομορφία του ώς διανοητή όφείλεται στό γεγονός, ότι ριζοσπαστικοποίησε καί δραματοποίησε τήν εξίσωση: Φύση = Λόγος, ή όποια, άλλωστε, δέν άνακαλύφθηκε άπό τόν ϊδιο, αλλά άποτελούσε 270. Πέρα απ’ αυτό, ή ρουσσαπκή φιλοσοφία τής θρησκείας καί τής ήθικής διέπεται άπό τή δυαρχία εκείνη τής αμφιταλάντευσης, πού είναι τυπική γιά τό κύριο ρεύ­ μα τού Διαφωτισμού (βλ. σχετικά τήν άνάλυσή μου στήν Entstehung der D ialekί ί /c, 118 κ.έ., σέ συνδυασμό μέ τό κεφ. V I, ύποκεφ. 2 καί 3 τούτης τής έργασίας). Όρθά άποκρούει ό Sch in z (P en se e de R o u s s e a u , 485 κ.έ.) τήν άντίληψη, ότι ή θρησκευτική φιλοσοφία τού R o u sse au έχει μυστικιστικό χαρακτήρα. Καί ό Verniere (S p in o z a et la p e n se e f r a n c a i s e , 489) παρατηρεί ότι ή ρουσσωική φυσική θρησκεία «δέν ξεχωρίζει άπό τόν σύγχρονό της δεισμό ώς πρός τό πνευματικό της περιεχόμενο». Οί προσωπικές σχέσεις τού R o u s se a u άποτελούν ξεχωριστό θέμα καί δέν πρέπει νά έπηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τήν έννοιολογική άνάλυση στά πλαίσια τής ίστορίας των ιδεών. Οι μονομανίες καί οί άμφιθυμίες τού R o u sse a u άναμίχθηκαν μέ τήν άντιπάθειά του πρός τόν κύκλο των p h ilo so p h es (άντιπάθεια έκλογικευμένη μέ τή βοήθεια τής ρουσσωικής φιλοσοφίας τού πολιτισμού), καί τό μίγμα τού­ το, όπου ή ιδεολογική πλευρά έπαιζε ρόλο μάλλον παρακατιανό, έκανε τή ρήξη άναπόδραστη. Χαρακτηριστικό παραμένει, ωστόσο, ότι γιά τό άμύητο κοινό ό R o u s se a u άνήκε πάντα στούς p h ilo so p h es. Ό V o lta ire φανερώνει άθελά του τήν άντικειμενική κατάσταση, όταν άπό τή μιά επαινεί τή φιλοσοφία τού R o u sse a u , ενώ άπό τήν άλλη ψέγει τό πρόσωπό του (βλ. τήν έπιστολή στόν d ’ A rg en ta l άπό 2 .1 0 .1 7 6 5 = O C, X L IV , 77). Οί έπιθέσεις τού R o u sse a u εναντίον τών p h ilo so ­ p h es ήταν άδύνατον νά τού συγχωρηθούν, για τί τραυμάτιζαν καίρια τή συναίσθηση τών τελευταίων, ότι άποτελούν τό άλας τής κοινωνίας (βλ. π.χ. τήν έπιστολή τού V o lta ire στόν D a m ila v ille άπό 1 4 .6 .1 7 6 2 = 0(7, X L II, 136)· επιπλέον, συχνά καταντούσαν άνοιχτή δολιοφθορά τής δράσης τους (πρβλ. τή νόστιμη ιστορία γιά τό θέατρο τού V o lta ire στή Γενεύη καί γιά τόν τορπιλλισμό του έκ μέρους τού R o u sse a u σέ συμμαχία μέ φανατικούς θρησκευόμενους, έπιστολή τού V o lta ire στόν cTAlem bert άπό 20.4.1761 = OC, X L I, 271/2).

IK.

V. T O Α Ν Ί Ί Ν Ο Η Σ Ι Λ Ρ Χ Ι Κ Ο PEVMA

θεμελιώδη δοξασία τού 18ου αί. ’Αποδεχόμενος την εξίσωση αυτή, ό Rousseau έριξε τό κέντρο βάρους στην έννοια τής Φύσης καί συμπέρανε δτι καθετί («αληθινά») φυσικό είναι καί ελλογο ή ορθολογικό. f() Rousseau δεν καταπολεμά τόν Λόγο, παρά βαθαίνει τό υπαρξια­ κό του περιεχόμενο. Στόν βαθμό πού ό Λόγος παραμένει καθοδηγητική άρχή, άποτελεΐ άπλώς τήν καθαρή Φύση, ή όποια θά ξαναφέρει τήν έκπεσμένη καί κηλιδωμένη Φύση στήν πρότερή της κατάσταση. "Λν τώρα Φύση καί Λόγος συνδέονται τόσο στενά, είναι εύλογο νά θεωρηθούν ό Λόγος καί τό ένστικτο ώς όμοούσια καί ισότιμα είδη τού γένους «Φύση». Ό Λόγος δέν υποβιβάζεται μ’ αυτό, αφού εξαρ­ χής είναι διαποτισμένος από ένστικτο καί βούληση: είναι Λόγος στρατευμένος καί πολεμικός, καί αφού πρεσβεύει έπιχειρηματολογικά μιάν άντιασκητική ήθική, πρέπει καί νά χαιρετήσει τήν ανατίμηση τού αισθητού κόσμου καί μαζί τών όρμων καί παθών. Με τόν τρόπο αυτόν τό έργο τού Rousseau έπιβοήθησε σημαντικά τήν άντιασκητική ήθική* ή έπίδρασή του στάθηκε μεγάλη, γιατί τά ψυχόρμητα πα­ ρουσιάστηκαν εδώ όχι έτσι δπως τά έδειχναν οί απαισιόδοξοι, αλλά στήν πιό ευγενική καί άξιαγάπητη μορφή τους καί στά πλαίσια μιας ριζικά αισιόδοξης άνθρωπολογίας.271 Έτσι δόθηκε ή βεβαιότητα δτι τό φυσικό τού ανθρώπου μπορούσε νά ικανοποιηθεί χωρίς νά άπεμποληθεϊ ή αξιοπρέπεια καί ή ήθική. Ό Rousseau άνταποκρίθηκε, θεωρητικά τουλάχιστον, στή διπλή τούτη ανάγκη τού άστικού συναι­ σθηματισμού τού 18ου αι.,272 καί αυτό ήταν ό ένας σπουδαίος λόγος τής δημοτικότητάς του. Ένας άλλος ήταν δτι εκλαΐκευσε τήν ουσία τού διαφωτιστικού ορθολογισμού. Ό,τι τό μεγάλο κοινό ένιωθε ώς άγώνα τού Rousseau εναντίον τής «ψυχρής» νόησης ήταν πρώτα27 1. "Ο τι ή ή θ ικ ή κα ί τά πάθη δέν β ρίσ κ ο ντα ι ά να γκα στικά σέ διάσταση αποτε­ λούσε, γ ιά μ εγ ά λο μέρος τοΰ κοινού, ιδ ια ίτερ ο π λ εο ν έκ τη μ α τής ή θ ικ ή ς φιλοσοφίας τού R o u s s e a u , β λ. A lt r ic lg e , The Reception o f La Nouv. U eloise , 2 5 5 / 6 . Ί1 Λ Uriel g o π ερ ιγρ ά φ ει τήν επ ιτυχ ία τού R o u s s e a u στό πλατύ κοινό σέ αντίθεση μέ τήν επιφύλαξη ή κ α ί αντίθεση τώ ν p h i l o s o p h e s (23.1 κ .έ ., 2 5 0 κ .έ.) καθώ ς κα ί τήν εκ λ α ϊκ ευ τ ικ ή επ ίδραση τώ ν ρουσσω ικώ ν έργω ν. Π ρ β λ . τίς σ ύντομες, ά λλά κα ίριες π α ρατηρήσ εις τού B a r r i e r c , Vie intellectuelle en France , 3 5 1 . "Ο πω ς είνα ι αυτο­ νό ητο , εδώ κά νουμε λόγο ά π ο κ λεισ τικ ά γ ιά τήν επ ίδραση τή ς θρησ κευτικής κα ί ή θ ι­ κής φιλοσοφ ίας τού R o u s s e a u . Ή π ο λ ιτ ικ ή του φ ιλοσοφ ία, πού ά λ λω σ τε είνα ι πολύ πιό π ρ ω τό τυπ η, ά ρ χ ίζει νά επ ιδρά μ ό λις μ ετά τό 1 7 8 9 κ α ί ελά χ ισ τα επ ηρεά ζει τή σχέση τού R o u s s e a u μ έ τήν κ α τ1 εξοχήν επ οχή τού Δ ια φ ω τισ μ ο ύ. Β λ. σ χ ετικ ά M a c N e il, The Cult o f R ousseau, ίδ. 1 9 7 , 201 (γ ιά τόν θρη σ κ ευ τικ ό , σ χεδόν, χ α ρ α κ τή ­ ρα τής λα τρεία ς τού R o u s s e a u , 1 9 9 ). 2 7 2 . Βλ. κεφ. V I, ύποκεφ. 3 , κ α ί τίς π α ρατηρήσ εις μου σ χ ετικ ά μ έ τόν κο ινω νικό χ α ρα κτήρα τώ ν μυθισ το ρημ ά τω ν τού J a c o b i στήν Entstehuiuj der Dialektik, Γ :ΐ8 , σ ημ. 5 2 .

3. Λ Ν Τ ΙΝ Ο ΙΙΣ Ι Α Ρ Χ ΙΚ Ό Σ Ο Ρ Θ Ο Λ Ο ΓΙΣ Μ Ο Σ

■117

πρώτα ό έκλαϊκευμένος καί μυθιστορηματικός χαρακτήρας τών πε­ ρισσότερων πολυδιαβασμένων γραπτών του. Τό ιδεώδες τής Φύσης μιλούσε τώρα με τρόπο φυσικό, χωρίς νά χρησιμοποιεί επιστημονικές καί φιλοσοφικές περίτεχνες κατασκευές, οι οποίες φαίνονταν προϊόν­ τα τού πονηρού έχθρού τής Φύσης καί τής καρδιάς, δηλ. τού έγκεφαλικού στοχασμού, καί γ ι’ αυτό ήταν ύποπτες. Ό R o u sseau έκαμε τήν ήθική καί τήν ελευθερία ζωντανότερη, δηλ. συναισθηματικά πει­ στικότερη καί συνάμα προσιτότερη, παρουσιάζοντάς την ώς άνθρωπολογικό κατηγόρημα καί δχι ώς άβέβαιο προϊόν τής έπίπονης αύτούπέρβασης ενός άνθρώπου φυσικά κακού. Είναι ενδεικτικό γιά τήν υφή τού διαφωτιστικού ορθολογισμού δτι χρειάστηκε νά φορέσει πέπλο άντιορθολογιστικό γιά νά φανερώσει τίς έσχατες συνέπειές του. Τό μόνο «άνορθολογικό» στοιχείο στόν R ousseau ήταν ή άμεσότητα καί ή απλότητα τής γλώσσας του. Θεωρώντας ό ϊδιος, δπως καί τό κοινό του, κάθε περίπλοκη λογική θεμελίωση ώς νέα εκδήλω­ ση τής παλιάς νοησιαρχικής αμαρτίας, έκανε πρώτος αυτός τό λάθος πολλών κατοπινών μελετητών τού Διαφωτισμού: μπέρδεψε τή μορ­ φή, πού έπαιρνε μερικές φορές ό διαφωτιστικός ορθολογισμός, μέ τό περιεχόμενο καί τίς προθέσεις του. ’Από τούτη τή σκοπιά μπορούσε, βέβαια, νά κατηγορήσει τήν εποχή του ώς νοησιαρχική — όμως ή κα­ τηγορία βρήκε άπήχηση μόνο καί μόνον επειδή ή εποχή θεωρούσε τή νοησιαρχία μομφή, επειδή δηλ. ό R o u sseau έπεφτε έξω όσον αφορά στό γενικό πνεύμα τής εποχής του. Πόσο μεγάλο είναι τό σφάλμα, πού συνίσταται στήν τέτοια σύγχυση μορφής καί περιεχομένου (δηλ. στή θέση, δτι ή επιλογή τής νόησης ή τού αισθήματος έχει καθαυτή δεσμευτικές συνέπειες γιά τήν πορεία ή τά ήθικά πορίσματα τής σκέ­ ψης), μάς τό δείχνει άρνητικά άλλά εύγλωττα τό παράδειγμα τού R o u sseau τού ίδιου: ή παθιασμένη πολεμική του έναντίον τής νοη­ σιαρχίας διόλου δέν τόν εμποδίζει νά θέτει, δπως καί οί πλείστοι δια­ φωτιστές, στήν υπηρεσία τών θέσεών του μιά μέθοδο, πού από τή γε­ νική σκοπιά τού Διαφωτισμού φαινόταν ώς τό ασυγχώρητο φιλοσο­ φικό έγκλημα τής «Σχολαστικής»: τήν άπαγωγή. Ή φράση: «"Ας αρχίσουμε παραμερίζοντας τά γεγονότα, γιατί δέν άφορούν διόλου στό πρόβλημά μας»,273 ή οποία εμφανίζεται προγραμματικά στήν άρχή τού D iscou rs su r Vinegalite, δέν είναι la p su s calam i, άλλά δείχνει τόν βαθύτερο μηχανισμό τής σκέψης τού R o u sseau , ή οποία έργάζεται άπαγωγικά παρ’ δλα τά σκώμματα προς τήν άφηρημένη συλλογιστική τού άντιπάλου. Ή ύψιστη (όντο)λογική άρχή είναι 2 7 3 . O e u v re s , 111, 1 3 2 .

ι in

V. ΤΟ ΛΝΊΊΝΟΙΙΣΙΑΡΧΙΚΟ ΡΕΎΜΑ

εξαρχής βέβαιη καί ορίζεται, επίσης εξαρχής, μέ βάση ορισμένη άξιολογία. Στα παρακάτω θά γνωρίσουμε την έννοιολογική δομή τής αρ­ χής τούτης. 1. Η ΔΟΜΗ Τ Η Σ Κ Α Ν Ο Ν ΙΣΤΙΚ Η Σ ΕΝΝΟΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ

ΤΙ συνύφανση νόησης καί βούλησης στά πλαίσια τής υπαρξιακής έν­ νοιας τής γνώσης άποτελούσε μία μόνο πλευρά τής γενικής τάσης πρός άμβλυνση ή άρση παραδοσιακών δυαρχιών. Ή νόηση καί τό αι­ σθητικό μόριο τής ψυχής συνυφάνθηκαν στόν χώρο τής νέας ψυχολογιστικής γνωσιοθεωρίας μέ τήν ίδια έννοια καί στήν ίδια έκταση ό­ πως ή ψυχή καί τό σώμα στόν χώρο τής ανθρωπολογίας ή ό Θεός καί ό κόσμος (ή κίνηση καί ή ύλη) στόν χώρο τής κοσμολογίας. Ή ίδια διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα, επειδή στήν άρχή της στεκόταν μιά καί μόνη κοσμοθεωρητική θεμελιώδης στάση. Ή ιδιαίτερη έννοιολογική διαμόρφωση κάθε επιπέδου αποτε­ λεί κατά βάση μία μόνο πλευρά ενός συνεκτικού (τουλάχιστον στήν ίδεοτυπική του άνασύνθεση) συνόλου ίδεών, έτσι ώστε τό κάθε επίπε­ δο, άπό τήν άποψη τής δομής του, εμφανίζεται ώς σμίκρυνση ή μεγέ­ θυνση τών υπολοίπων. Δέν είναι σύμπτωση πού ή έμπειριστική γνωσιοθεωρία π.χ. ύποτυπώθηκε ταυτόχρονα μέ τή νέα ιδέα τού Όλου καί τής Φύσης. ΓΓ αυτό καί θά ήταν ερμηνευτικά άφελές νά πάρουμε στήν ονομαστική του άξια τον εξοβελισμό τού όντολογικοϋ προβλή­ ματος, όπως αυτό εμφανιζόταν στήν παλιά μεταφυσική, καί τήν και­ νούργια πρωτοκαθεδρία τής γνωσιοθεωρίας, συμπεραίνοντας απ’ αυ­ τό ότι οί νέες γνωσιοθεωρητικές θέσεις θά ήταν δυνατές χωρίς ορι­ σμένες όντολογικές αντιλήψεις καί σέ όποιαδήποτε φάση τής ιστορίας τών ιδεών. Όπως είδαμε, άκόμη καί πεπεισμένοι φαινομενοκράτες, όπως ό d’ Alembert καί ό Condillac, δέν μπόρεσαν νά άποφύγουν μιά όλότελα γενική καί εμπειρικά άναπόδεικτη αντίληψη γιά τό Εί­ ναι καί τή Φύση. Καί πράγματι, ό κεντρικός ρόλος τής έννοιας τής Φύσης —ή οποία μάλιστα στήν ορολογία τού Διαφωτισμού σημαίνει κάτι παραπάνω άπό τό αντικείμενο τής φυσικής έπιστήμης— δέν εί­ ναι δυνατόν νά κατανοηθεϊ, άν χαρακτηρίσουμε τή θετικιστικήφαινομενοκρατική άντίληψη μερικών (επιφανών) διαφωτιστών γιά τό έργο τους ώς «τή» μορφή σκέψης τού Διαφωτισμού στό σύνολό του.274 Κι άκόμη λιγότερο είμαστε σέ θέση νά έξηγήσουμε ίκανοποιη271. Λυτός είνα ι ό λό γ ο ς, γ ιά τόν όποιον ό C a s s i r e r π .χ . δέν π ρ α γμ α τεύ ετα ι ά­ μεσα τήν έννοια τής Φύσης σέ όλη της τήν π ο λ υδ ια σ τα τικ ό τη τα , άρα κ α ί άπό άποψη

I. Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ ΙΚ Η Κ Ν Ν Ο ΙΛ Τ Η Σ Φ Υ Σ Η Σ

'119

τικά τήν έντονη κανονιστική χροιά τής σκέψης τοΰ μεγίστου μέρους τοϋ Διαφωτισμού, αν παραβλέψουμε τό όντολογικό της πλαίσιο. Μέ ιδιότητες τής Φύσης όπως ή «αρμονία» καί ή «νομοτέλεια», πού στα μάτια των πλείστων καί σημαντικότερων φυσικών επιστημόνων συ­ νόψιζαν όχι απλώς τήν εξωτερική της πλευρά, αλλά τήν ίδια της τήν ουσία, συμβάδιζε ή αντίληψη ότι ύπάρχει ένα Δέον, τοϋ οποίου ή δεσμευτικότητα πήγαζε από τήν ίδια τή Φύση. ’Αφού ή Φύση αποτε­ λούσε τό ευρύτερο άπ’ όλα εκείνα τά έπίπεδα, τών όποιων τή δομική συνάφεια μόλις τονίσαμε, καί άφοϋ, έπομένως, τά περιείχε όλα ώς σμικρύνσεις της, γ ι’ αυτό καί όλα τους διαποτίστηκαν από τήν κανο­ νιστική ούσία τής Φύσης. Αυτό τό είδαμε κιόλας στό παράδειγμα τής ύπαρξιακής έννοιας γιά τή γνώση, πού στήν πραγματικότητα απλώς έφερε σέ φώς τίς γνωσιοθεωρητικές συνέπειες τής συνύφανσης Όντος καί Δέοντος. Όπως νόηση καί βούληση συνυφάνθηκαν μέσα στήν υπαρξιακή έννοια τής γνώσης, έτσι διαπλέχτηκαν Όν καί Δέον μέσα στήν έννοια τής Φύσης. Καί οι δυό έννοιες γεννήθηκαν χάρη στήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου σέ διαφορετικά έπίπεδα. ”Αν ή έννοια τής Φύσης υποδήλωνε τήν αποφασιστική παρουσία τού Δέον­ τος μέσα στό Όν, ή ύπαρξιακή έννοια τής γνώσης φανέρωνε τήν άποφασιστική παρουσία τής βούλησης μέσα στή νόηση, χάρη στήν όποια ή σκέψη ήταν εξαναγκασμένη όχι μόνο νά δεχτεί, άλλά καί νά θεμε­ λιώσει όντολογικά τό Δέον εκείνο πού είχε προκρίνει ή βούληση. 'Ως πολεμική έννοια, ή Φύση στρεφόταν εναντίον τού υπερφυσικού στοιχείου. Αυτό είχε συμβεί ήδη στον 17ο αί., μολονότι τότε ή άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου περιοριζόταν στή φυσικοεπιστημονική της μορφή, σήμαινε δηλ. απλώς ότι ή Φύση αποτελούσε επάξιο αντικείμενο τής γνώσης, καί έτσι κατέληγε σέ μιά νοησιαρχική θεώ­ ρηση, ή όποια συμβιβαζόταν θαυμάσια μέ τήν ιδέα τής θείας δημιουρ­ γίας τοϋ κόσμου. 'Ωστόσο, ή δραστηριότητα τοϋ δημιουργού έγινε δέ­ σμια ορισμένων κανόνων αντλημένων από τή μελέτη τής Φύσης: τό φυσικό στοιχείο έγινε έτσι έμμεσα κριτήριο τοϋ υπερφυσικού. Τό υπερφυσικό κράτησε τήν αυτοτέλειά του δίπλα στή Φύση, όμως τού αναγνωριζόταν όλο καί λιγότερο τό δικαίωμα νά αλλάζει άπό καιρό σέ καιρό κατά τή βούλησή του τούς φυσικούς νόμους (αυτό τό άποδέχτηκαν ακόμη καί όσοι ισχυρίζονταν ότι ό Θεός θά μπορούσε νά ό ντο λ ο γικ ή . Α κ ό μ η κ α ί στό πρώ το κεφ άλαιο τού β ιβ λ ίο υ του γ ιά τόν Δ ια φ ω τισ μ ό ( ‘‘Φύση κ α ί φ υσιογνω σία στή φ ιλοσοφ ία τού Δ ια φ ω τισ μ ο ύ ’ ) μ ιλ ά περισσότερο γ ιά τή φυσική επ ισ τή μ η ώς μέθοδο παρά γ ιά τό π ερ ιεχ όμ ενο τής το τινή ς α ν τίλη ψ ης σ χ ετικ ά μ έ τή Φύση.

V. TO ΛΝΊΊΝΟΜΣΙΛΡΧΊΚΟ ΡΕΥΜΑ

120

δημιουργήσει εντελώς διαφορετικούς φυσικούς νόμους). Μετά τή βαθμιαία επικράτηση τής θέσης γιά την έγγένεια τής κίνησης στήν ύ­ λη, ή ιδέα τής δημιουργίας παραμερίζεται. Ή πολεμική άντιπαράθεση Φύσης καί υπερφυσικού στοιχείου κορυφώνεται, ώσπου τελικά ή Φύση δέν ανέχεται δίπλα της τίποτε υπερφυσικό: «Ή έννοια τής Φύ­ σης διευρύνεται τόσο στήν αντίθεσή της μέ τό Υπερφυσικό, ώστε, Ο­ ταν τό τελευταίο λυγίζει κάτω άπό τήν κριτική έτυμηγορία τού Δια­ φωτισμού, ή πρώτη ταυτίζεται μέ τήν ολότητα τού Είναι, μή έχοντας πιά κάτι άλλο απέναντι της».275 Τό υπερφυσικό στοιχείο μέ τήν πα­ λιά σημασία κατατροπώνεται, συνάμα δμως τό φυσικό γίνεται και­ νούργια θεότητα. Εξήγησα ήδη δτι μιά νικηφόρα κοσμοθεωρία πρέ­ πει νά διαδεχτεί τή νικημένη στήν εκπλήρωση ορισμένων κοινωνικά ζωτικών λειτουργιών, άν θέλει νά τήν αντικαταστήσει μέ μακροπρό­ θεσμη επιτυχία.276 Ή δομή τής νικηφόρας θέσης πρέπει, λοιπόν, νά παρουσιάζει καί ή ίδια τά γνωρίσματα εκείνα τής αντίπαλης καί νι­ κημένης, τά όποια τής έπέτρεπαν τήν έκπλήρωση τών λειτουργιών αυτών. Προπαντός πρέπει νά είναι σέ θέση νά θεμελιώσει μιάν ήθική πάνω σέ όντολογικές αποφάνσεις, αφού μάλιστα κάθε καινούργια κο­ σμοθεωρητική τοποθέτηση προβάλλει μέ έντονες ήθικές φιλοδοξίες καί προθέσεις. ’Άλλωστε, ή έννοια τής Φύσης δέν στρεφόταν μονάχα ενάντια στον υπερφυσικό Θεό, αλλά καί ενάντια σέ δσες μορφές κυ­ ριαρχίας τόν επικαλούνταν, άρα καί ενάντια στήν ήθική τους* άπό τήν άποψη αυτή, ή Φύση σήμαινε τό αντίθετο τού ασκητισμού. Ποιά έπρεπε, λοιπόν, νά είναι ή δομή τής έννοιας τής Φύσης γιά νά μπορέ­ σει νά αντικαταστήσει ικανοποιητικά τόν Θεό δχι μόνον ώς δημιουρ­ γό τού κόσμου, αλλά καί ώς ήθικό νομοθέτη; Καί επιπλέον —άν άφήσουμε στήν άκρη τό περιεχόμενο τής έκάστοτε ήθικής καί άξιολογικής κλίμακας—, τί είδους ήταν ή έννοιολογική εκείνη δομή, ή οποία μέσα στά πλαίσια τής παλιάς κοσμοθεωρίας έπέτρεπε τή διατύπωση μιας ήθικής καί μιας αξιολογικής κλίμακας γενικά (δηλ. άνεξάρτητα άπό τό περιεχόμενό της), καί ή όποια έπρεπε νά κληρονομηθεί άπό τή νέα κοσμοθεωρία, γιά νά επιτρέψει καί μέσα σ’ αύτήν τή διατύπωση μιας ήθικής καί μιας αξιολογικής κλίμακας; Τό θεμελιώδες γνώρισμα τής παραδοσιακής έννοιας τού Θεού εί­ ναι ή συγχώνευση όντολογικών καί κανονιστικών αρχών μέσα της.

275.

'Μ δια τύπ ω σ η είνα ι του S p a e m a n n στη λ α μ π ρ ή μ ελ έτ η του Oerietisdies

z u m Νu t u r bey riff des 1 8 . y / i . , 6 6 . 2 7 6 . β λ . κεφ. II, ύπυκεφ. 1.

4. Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ ΙΚ Η Κ Ν Ν Ο ΙΑ Τ Η Σ Φ ΥΣΗ Σ

121

Ό Θεός είναι τό Όν κατ’ εξοχήν, τό καθαρό Ό ν,277 καί συνάμα, ώς ηθικός νομοθέτης, όχι μόνο καταρτίζει μιάν αξιολογική κλίμακα, άλ­ λα καί τήν ενσαρκώνει ό ίδιος. Έτσι οί κανονιστικές αρχές, όντας ορ­ γανικά δεμένες μέ τον Θεό, δέν μπορούν νά είναι τυχαίες ή αυθαίρε­ τες (άς θυμηθούμε τον άγώνα τής Εκκλησίας εναντίον τής βουλησιοκρατίας τού O ccam , ή όποια διόλου δέν έγινε αντιληπτή ώς ευλαβι­ κή εξύμνηση τής θείας παντοδυναμίας) καί ή συμμόρφωση μαζί τους γίνεται άκόμη δεσμευτικότερη — πράγμα πού φυσικά εδραιώνει τήν κοινωνική θέση όσων διεκδικούν μέ επιτυχία τό μονοπώλιο ερμη­ νείας των θείων κανονιστικών άρχών. νΑν τό Δέον δέν άποτελεϊ άπλή εντολή, δηλ. άπλό προϊόν μιας βούλησης, πού θά μπορούσε καί νά εί­ ναι άσταθής ή υποκειμενική, άλλά είναι ταυτόσημο μέ τό ’Όν, τότε γίνεται εξίσου άπόλυτο μέ τό τελευταίο, δηλ. παύει νά είναι σκοπός ανέφικτος καί πλασματικός, ϊσως, καί γίνεται προϋπόθεση τής («άληθινής», «αξίας» κτλ.) άνθρώπινης ύπαρξης. Τούτο τό σχήμα σκέψης εξηγεί, βέβαια, γιατί πρέπει νά άκολουθούνται οί κανονιστικές άρχές, όμως δέν έξηγεΐ γιατί ό κόσμος μας, πού ώστόσο θεμελιώνεται στόν Θεό ώς ταυτότητα ’Όντος καί Δέοντος, καθημερινά βλέπει τόσες πα­ ραβιάσεις τού Δέοντος. Ή «αιτιότητα τών δεινών» (Nietzsche) πρέ­ πει, λοιπόν, νά γίνει κατανοητή μέ τή βοήθεια μιας πρόσθετης κατα­ σκευής. Αφού ή πάγια σύνδεση ’Όντος καί Δέοντος, πού είχε σκοπό της τήν έσχατη θεμελίωση τών αξιών στο επίπεδο τού «αληθινού» Όντος, δέν έπιτρέπεται νά καταλυθεϊ, τό επίπεδο εκείνο, όπου έπιτελούνται οί παραβιάσεις τού Δέοντος, δέν μπορεί νά ταυτίζεται μέ τό επίπεδο τού «αληθινού» Όντος* άναγκαστικά άποτελεϊ, λοιπόν, τήν επικράτεια τής Επίφασης. Μέ άλλα λόγια: τό Όν καί ή Επίφαση πρέπει νά άντιδιασταλούν μόνο καί μόνον επειδή τό Όν έξ ορισμού δέν μπορεί νά έχει ψεγάδια. Τά δεινά τού κόσμου άποδίδονται στήν Επίφαση, ενώ τό «γνήσιο» Όν παραμένει αλώβητο ώς πηγή άλήθειας, ήθικής καί ελπίδας. Οί κανονιστικές άρχές άντλούνται άπό τούτο τό «γνήσιο» Όν καί ταυτίζονται μαζί του, γιά νά γίνουν έτσι άντικειμενικές καί δεσμευτικές* γιά τήν παραβίασή τους εύθύνονται άποκλειστικά οί σκοτεινές δυνάμεις τής Επίφασης. Όμως, ό Θεός δέν θά ήταν ό,τι προκύπτει άπό τον ορισμό του ώς ταυτότητας Όντος καί Δέοντος, αν δέν είχε ύπό τόν έλεγχό του τις δυνάμεις αυτές. Ή ύπαρξή τους πρέπει, λοιπόν, νά οφείλεται σέ κάποια πρόθεση ή σέ κά­ ποιο σχέδιό του, γϊ* αυτό καί ή ίδια ή παραβίαση τού Δέοντος αυτό τό 277. Γ ιά τήν α ν τίλη ψ η τοΰ Αυγουστίνου κ α ί τού Θ ω μ ά αναφορικά μ έ τόν Θ εό βλ. G ils o n , Thomisme, 1 0 0 κ .έ ., 1 0 8 κ .έ.

121!

V. ΤΟ ΛΝΤΙΝΟΙΙΣ!ΑΡΧΙΚΟ ΡΚΤΜΑ

σχέδιο 0ά πρέπει νά υπηρετεί. Όλοι αυτοί οι παράγοντες απαρτίζουν ένα περίπλοκο σύνολο, πού βρίσκεται ολόκληρο υπό την αιγίδα της ταυτότητας Όντος καί Δέοντος, άντλώντας απ’ αυτή τό νόημά του, καί πού μέσα του όσα στοιχεία φαίνονται ακριβώς νά άντιστρατεύονται τό νόημα τούτο (άμαρτίες, δεινά, κακά), σε τελευταία ανάλυση τό βοηθούν νά έπιρρωθεϊ καί νά πραγματωθεΐ. Τό πόρισμα τούτο στηρί­ ζεται, βέβαια, σέ δύο προϋποθέσεις: τήν ταυτότητα Όντος καί Δέον­ τος στό επίπεδο τού «άληθινού» Όντος καί τή διάκριση Όντος καί Επίφασης, μόλις έγκαταλείπεται τό επίπεδο τούτο. Ή διάκριση Όν­ τος καί Επίφασης αποτελεί ουσιαστικά τήν αντίστροφη όψη τής ταυ­ τότητας Όντος καί Δέοντος, καί σκοπεύει νά εξηγήσει τήν έλλειψη τής τελευταίας τούτης ταυτότητας hie et nunc, κάνοντας, έτσι, κα­ τανοητή τήν «αιτιότητα των δεινών». Ή ενότητα Όντος καί Δέοντος καί ό χωρισμός Όντος καί Επίφασης άποτελούν τά δύο επίπεδα, πού συναποτελούν τήν ιδέα τού Όλου, ή οποία μέ τή σειρά της χρησιμεύει γιά νά προσφέρει απαντήσεις σέ έσχατα ερωτήματα καί νά κάνει τήν όλη νοητική κατασκευή άτρωτη σέ κάθε πολεμική. Κατά τήν άποψή μου, ή κανονιστική έννοια τής Φύσης παρουσιάζει ουσιαστικές δομικές ομοιότητες μέ τό παραπάνω σχήμα — καί άκριβώς επειδή τις παρουσιάζει μπόρεσε καί νά άποτελέσει τόν άξονα μιας καινούργιας κοσμοθεωρητικής θέσης. Ή Φύση είναι ταυτόχρονα Όν καί Δέον, έτσι ώστε ή δεσμευτικότητα τών κανονιστικών της άρχών κατοχυρώνεται όντολογικά καί τελειωτικά. Ή κατάδειξη τής δεσμευτικότητας αυτής άποτελούσε πιεστικό καθήκον, γιατί μετά τήν εξασθένιση ή τόν έμπρακτο παραμερισμό τής ίδέας τού Θεού καί τήν αντίστοιχη ανατίμηση τής ανθρωπολογίας ό κίνδυνος τού σχετικι­ σμού είχε μεγαλώσει. Ή άντιμετώπιση τής υποψίας τού μηδενισμού απαιτούσε μιά κανονιστική οντολογία ικανή νά άντικρούσει τήν ίδέα μιας ήθικής, πού, όπως έλεγε ό H obbes, είναι απλό προϊόν μιας κυρίαρχης βούλησης ή άπόφασης, καί επιπλέον νά δώσει στήν καινούρ­ για κοσμοθεωρητική θεμελιώδη στάση τήν επιθυμητή, πολεμικά τε­ λεσφόρα όντολογική βάση, κάνοντας τό Δέον της, πού μέ τή μορφή μιας υποκειμενικής πίστης δέν μπορούσε νά διεκδικήσει γενική δε­ σμευτικότητα, εδραίο καί ακαταμάχητο Όν. Ό νόμος τής Φύσης —άμεσα πρόδηλος χάρη στήν υπαρξιακή γνώση ή στή «φυσική ’Απο­ κάλυψη» (Locke)— οφείλει νά είναι εξίσου δεσμευτικός τόσο μέ τή φυσικοεπιστημονική όσο καί μέ τήν κανονιστική του έννοια· ή συνύ­ φανση Όντος καί Δέοντος στό πλαίσιο τής έννοιας τής Φύσης συμβα­ δίζει, έτσι, μέ τή συνύφανση τών δύο παραπάνω έννοιών τού φυσικού

I. Κ Λ Ν 0 Ν ΙΣ Τ ΙΚ 1 1 K N N O IA Τ Μ Σ Φ ΪΣ ΙΙΣ

123

νόμου.278 Χάρη σέ τούτη την ενοποίηση τών επιπέδων, ή Φύση γίνε­ ται τό 'Όλο εκείνο, τό όποιο είναι όλότελα απαραίτητο για να γίνει μιά κοσμοθεωρητική θέση πειστική από πολεμική άποψη, απαντών­ τας σέ έσχατα έρωτήματα μέ τρόπο πού να εξηγεί ικανοποιητικά τήν «αιτιότητα τών δεινών». Μέ τήν ένταξη τών στοιχείων, πού φαίνον­ ταν νά άντικρούουν τή νέα κοσμοθεωρία, σέ ένα περιεκτικό πλαίσιο καθώς καί τή συνακόλουθη ερμηνεία τους στό φως τού «νοήματος» τού 'Όλου, μπορούσαν αυτά νά θεωρηθούν όχι ώς άρνηση, άλλά ώς έπίρρωση τής παραπάνω κοσμοθεωρίας, αφού ακριβώς τούτη εδώ υπαγόρευε τό νόημα τού Όλου. Μονάχα χάρη στήν έπίκληση τής ιδέας τού Όλου μπορούσε ό Sh aftesbury νά ισχυριστεί δτι δέν υπάρ­ χουν ((πραγματικά δεινά»,279 μολονότι φαινομενικά συμβαίνει τό αντίθετο (ή δομική ταυτότητα θεολογικής καί διαφωτιστικής θέσης στό κρίσιμο τούτο σημείο δείχνεται από τό γεγονός, δτι καί οί δύο παρατάξεις, ανάλογα μέ τον έκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων, καί δέχτηκαν καί άπέρριψαν κατά καιρούς τήν αντίληψη «τά πάντα είναι καλά»).280 Ή ιδέα ενός Όλου, τό όποιο είναι φτιαγμένο σύμφωνα μέ ένα σχέδιο ή βρίσκεται υπό τήν αιγίδα μιας κανονιστικής αρχής, έπέτρεψε λοιπόν τή διάκριση ανάμεσα σέ Όν καί Επίφαση, πού μέ τή σειρά της παραλήφθηκε από τήν παλιά μεταφυσική καί μεταφέρθηκε στις νέες κεντρικές έννοιες. Όμως Όν καί Επίφαση μπόρεσαν νά διακριθούν (μέ κριτήριο, πάντα, τήν κανονιστική διάσταση τής έν­ νοιας τής Φύσης) μόνο καί μόνον έπειδή (μέσα στήν έννοια τής Φύ­ σης) Όν καί Δέον ταυτίζονταν. Ή Φύση ώς Όν βρίσκεται, λοιπόν, βαθύτερα άπό τήν πολυμορφία τής έπιφάνειας (απ’ δ,τι δηλ. άντιφάσκει προς τή Φύση ώς Δέον), καί γι’ αυτό δέν μπορεί καί νά τής άντιταχθεΐ καμιά εμπειρία. ’Άλλωστε, μονάχα ή αντίληψη δτι ή Φύση διαθέτει μιά διάσταση βαθύτερη άπό τή φαινόμενη κάνει κατανοητά τά πικρά παράπονα, δτι ό άνθρωπος καί ή κοινωνία απομακρύνθηκαν άπό τή Φύση ή τήν περιφρόνησαν —παράπονα, πού δέν θά είχαν άπολύτως κανένα νόημα, αν Φύση καί φαινόμενος κόσμος, Όν καί Ε π ί­ φαση ταυτίζονταν. Μιά τέτοια ταύτιση δχι μόνο θά συσκότιζε τήν καινούργια «αιτιότητα τών δεινών» (=τά δεινά οφείλονται στήν άπομάκρυνση άπό τή Φύση ώς Όν καί Δέον συνάμα, άρα είναι άποτέλεσμα τής παραμονής στό βασίλειο τής «άφύσικης» Επίφασης), άλλά καί δέν θά έπέτρεπε τή διατύπωση άξιώσεων κυριαρχίας μέ τή μορφή 2 7 8 . Σ χ ετ ικ ά μ έ το ύ τη τήν α ντισ το ιχία B r e d v o l d , 2 7 9 . Charact ., II, 2 7 4 . 2 8 0 . Βλ. κεφ. V I, υποκεφ. 5.

Brave New World,

3 κ.έ.

m

V. TO ΛΝΊΊΝΟΙΙΣΙΛΡΧΙΚΟ ΡΕΪΜΛ

τής «μόνης αληθινής» ερμηνείας τής έννοιας τής Φύσης — μιας ερμη­ νείας, πού αναγκαστικά θά συμπεριλάμβανε έναν συγκεκριμένο κα­ θορισμό τής κατά Φύση ζωής καί επομένως καί εναν ήθικό κώδικα συνεπαγόμενο συγκεκριμένες σχέσεις κυριαρχίας. Στη διπλή αυτή προοπτική πρέπει νά δούμε τό αίτημα τού R o u sseau , δτι άπό τήν έννοια τής Φύσης, καί μάλιστα τής άνθρώπινης, θά έπρεπε νά άποκλειστεΐ καθετί σχετικό καί άσταθές, καθετί άναφερόμενο σέ τόπο καί χρόνο. Πρέπει νά διακρίνουμε άνάμεσα «σέ δ,τι γεννά τις παραλλα­ γές καί σέ δ,τι είναι ουσιώδες στό είδος». Μονάχα πάνω σέ τούτη τήν έννοιολογική βάση μπορεί νά στηριχθεί «δποιος τολμά νά χαράζει άκριβή δρια στή Φύση καί νά λέει: ώς εδώ μπορεί νά προχωρήσει ό άνθρωπος καί μή παρέκει».281 Αύτή είναι, στις γενικές της γραμμές, ή κοινή καί στούς δύο άντίπαλους έννοιολογική δομή, τής οποίας τό περιεχόμενο παραλλάζει άνάλογα μέ τον έκάστοτε ορισμό τού Όντος καί τής Επίφασης. Ένώ στον κόσμο τών άντίπαλων ιδεών, δπως αυτός φαίνεται άπό τή σκο­ πιά τών διαφωτιστών, Επίφαση καί Φύση (ή αισθητός κόσμος) ταυ­ τίζονται τό ίδιο δπως Όν καί Θεός (ή πνεύμα), ή ριζοσπαστική άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου σημαίνει τήν πανηγυρική του συμπερίληψη στό ’Όν καί επομένως —άφού οί άξιες εδρεύουν στό Όν—ό­ χι μόνο τή θεώρησή του ώς άξίας, άλλά καί επιπλέον τή συνύφανση όλων τών άξιών μέ τόν αισθητό κόσμο, ό όποιος στά μάτια τού άντιπάλου ήταν μόνον Επίφαση. Αύτή, άλλωστε, είναι καί ή ύ'ψιστη ικα­ νοποίηση σέ μιά κοσμοθεωρητική πολεμική: νά άναγορεύεται σέ Όν δ,τι γιά τόν άντίπαλο είναι Επίφαση καί έτσι νά εξευτελίζεται τό δι­ κό του Όν. Ή έννοια τής Φύσης εκπλήρωνε τούτη τή λειτουργία, καί επιπλέον κάλυπτε εντελώς τή σημαντική, άπό πολεμική άποψη, άποκατάσταση τού αισθητού κόσμου, άφού δέν άναφερόταν στήν άκοσμική νόηση, άλλά στήν παλλόμενη ζωή, στον πολύπτυχο καί πολύχρω­ μο εξωτερικό κόσμο, άπό τή μιά, καί στή συγκεκριμένη ύπαρξη τού άνθρώπου, άπό τήν άλλη. ’Άν τώρα ή έννοια τής Φύσης (ώς φορέας τών τυπικών-δομικών γνωρισμάτων κάθε κοσμοθεωρητικής θέσης) διατηρεί τόν χωρισμό Όντος καί Επίφασης, γιά νά μπορεί έτσι νά 2Η1. Noun. //(»/., S e c o n d c P r e f a c e = Oeuvres, Π, 12. Ή διά κρισ η άνάμεσα σε Κ ιναι κ α ί ’ Κπίφαση μέσ α στή Φύση έπ ιχ ε ιρ ε ϊτα ι, ά λ λω σ τε, δχ ι μονάχα σέ το μ είς μέ ά μεση ήΟ ικοφιλοσοφική σ ημασ ία . Έ τ σ ι π .χ . τή συναντάμε κ α ί στήν αισ θητική. "Οπως γρά φ ει 6 L a Μ o t i c , Φύση δέν είνα ι κάθε τυχαίο α ν τικ είμ εν ο , παρά μονάχα κάποιο μ έ «ά ξιοπ ρ όσ εκ τα χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά ». Ό τ α ν , λοιπ ό ν, λ έ μ ε δ τ ι ή Φύση είνα ι ά­ ξια νά τή μ ιμ η θ ε ϊ ό κ α λ λ ιτέχ ν η ς , εννοούμε μιά ν «ε π ιλ ε γ μ έ ν η Φ ύσ η» ( n a t u r e oh o is ic ) (HS/h’.vions, 2 2 6 /7 ) .

1. ΚΛ Ν ΟΝ ΙΣΊΊΚΜ ΚΝΝΟΙΛ Τ Μ Σ Φ ϊ ’Σ Ι Ι Σ

125

δέσει Όν καί Δέον άκόμη πιό σφιχτά καί νά μήν αφήσει τή λάμψη τού Όντος καί των συναφών κανονιστικών αρχών νά σκιασθούν από τον μουντό κόσμο τής Επίφασης — άπό τήν άλλη μεριά, ώς συγκε­ κριμένη πολεμική έννοια, στρεφόμενη εναντίον τής αντίπαλης αντί­ ληψης γιά τό ’Όν καί τήν Επίφαση, κάνει ακριβώς τό αντίθετο: συνυ­ φαίνει εντός της τό Όν καί τήν Επίφαση, αν, δπως λέει ό άντίπαλος, Όν είναι τό πνεύμα καί Επίφαση ό αισθητός κόσμος. Οί δυο αυτές πλευρές δεν πρέπει νά συγχέονται στό επίπεδο τής άνάλυσής μας, δηλ. δέν μάς επιτρέπεται νά Ισχυριζόμαστε ότι ή συνύφανση αισθητού κόσμου καί πνεύματος καί ή συνακόλουθη άπάλυνση ή κατάργηση τού (παλιού) 'Υπερβατικού καταργεί καί τό 'Υπερβατικό εκείνο, πού προκύπτει άπό τον γενικό χωρισμό ανάμεσα σέ Όν καί Επίφαση. Γιατί τό τελευταίο τούτο 'Υπερβατικό εδράζεται στήν κοσμοθεωρητι­ κά άπαραίτητη συνύφανση Όντος καί Δέοντος, χωρίς έδώ νά ενδια­ φέρει τό περιεχόμενο τού Όντος, ενώ ή κατάργηση τού 'Υπερβατικού ώς πνεύματος (τού Όντος τής αντίπαλης θέσης) άναφέρεται στό πε­ ριεχόμενο τού Όντος καί τού συναφούς μέ αυτό Δέοντος. Χάρη σ’ αύτό τό πλέγμα τών εννοιών καί τών επιπέδων γίνεται δυνατή ή έπιβίωση τού 'Υπερβατικού (μέ τήν I'vvota τού χωρισμού Όντος καί Επίφασης ώς αντίστροφης όψης τής συνύφανσης Όντος καί Δέοντος) ακριβώς μέσα στήν κοσμοθεωρία εκείνη, πού διαμορφώθηκε στή βά­ ση τού παραμερισμού τού παλιού 'Υπερβατικού. Αύτό είναι, κατά τή γνώμη μου, τό κεντρικό σημείο τής μετατροπής θεολογικών δομών σκέψης σέ θύραθεν. ’Από τή σκοπιά τής ριζοσπαστικής άποκατάστασης τού αισθητού κόσμου δλη αυτή ή διαδικασία μπορεί νά συνοψι­ στεί ώς έξής: οί κανονιστικές αρχές καί ό αισθητός κόσμος δέν άντιφάσκουν πιά, μετά τήν κατάργηση τού 'Υπερβατικού ώς πνεύματος. Ή Φύση είναι κανονιστική αρχή οχι έπειδή δέν είναι κάτι αισθητό, αλλά, απεναντίας, άκριβώς επειδή είναι (καί) αισθητή. Γιατί μετά τήν αποκατάσταση τού αισθητού κόσμου, τό Όν καί ή Επίφαση ορί­ ζονται διαφορετικά απ’ δ,τι τά δριζε ό άντίπαλος —παρά τήν επιβίω­ ση τού γενικού κοσμοθεωρητικού σχήματος, πού κάνει δυνατή, καί μάλιστα άπαιτεΐ, τή συνύφανση Όντος καί Δέοντος ώς γενικών κα­ τηγοριών. Πεμπτουσία τής Φύσης θεωρείται τώρα πιά τούτη ή συνύφανση. Ή έννοια τής Φύσης είναι άπλή καί εύ'ληπτη, άρκεί νά άποδέχεται κα­ νείς άναντίρρητα δσες άξιες συνδέονται μαζί της. Ή άπλότητα τής Φύσης άποτελεί μόνιμο θέμα τής φιλολογίας τού Διαφωτισμού καί έ­ χει συγκεκριμένη ιδεολογική λειτουργία: αν ή Φύση είναι άπλή, αν δηλ. ή ουσία της έπαναναγνωρίζεται εύκολα σέ δλες της τίς μορφές,

V. Τ Ο ANTING)! ίΣ Ι ΑΡΧΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

12(»

τότε τά συναφή μ’ αυτήν κανονιστικά στοιχεία πρέπει νά είναι πρόδη­ λα κάθε στιγμή και σε κάθε κατάσταση· κανείς δεν έχει, επομένως, τό δικαίωμα νά περιφρονεί τίς οδηγίες τής Φύσης, άφοΰ δέν υπάρχει καί κανείς πού νά μήν ακούσε ποτέ τή φωνή της. Ή απλότητα τής Φύσης έχει διπλό νόημα. ’Από όντολογική άποψη άναφέρεται στήν ευκρίνεια καί σταθερότητα των φυσικών νόμων καί έπιπλέον συναρτάται μέ τή γενική μονιστική τάση, δηλ. στηρίζει λογικά τή θέση, δτι σέ δλα τά προϊόντα τής Φύσης ύπόκειται ένα άρχέτυπο, άπό τίς μετα­ μορφώσεις τού οποίου προκύπτει ή πολυμορφία τών φαινομένων. ’Από τήν άλλη μεριά, ή απλότητα τής Φύσης δείχνει μιά στροφή προς τήν ύπαρξιακή αμεσότητα: ό άνθρωπος δέν χρειάζεται νά διασπά τόν εαυτό του, γιά νά άνακαλύπτει συλλογιστικά καί νά καλλιεργεί τό καλύτερο ήμισύ του, αλλά οφείλει νά συλλαμβάνει άμεσα τήν ενιαία του ουσία στή συγκεκριμένη ψυχική καί φυσική της συγκρότηση, οπότε ή νοητική σύλληψη καί ή υπαρξιακή έκδίπλωση φαίνονται νά συμπίπτουν. Ά ν, τώρα, οί κανονιστικές άρχές ριζώνουν στό’Όν, δηλ. στή Φύση, τότε άπό τή διπλή απλότητα τής τελευταίας προκύπτουν κανονιστικά παραγγέλματα μεταφυσικής καί ήθικής υφής. Μιά θρη­ σκεία π.χ., πού θά ήθελε νά βοηθήσει τήν ανάταση τής ψυχής προς τό γνήσιο 'Όν, δέν θά έπρεπε νά χάνεται σέ σχολαστικά καί σκοτεινά δόγματα, τά οποία προφανώς δέν υπηρετούν τόν κατά Φύση Θεό, άλλά μιάν άφύσικη αυθεντία ή κυριαρχία* καί μιά ήθική, πού δέν έπιθυμεί νά άντιστρατευθεί τήν υπαρξιακή άμεσότητα, οφείλει νά παραμε­ ρίσει τόν ασκητισμό καί επομένως καί τόν διχασμό εκείνο τού άνθρώπου, ό οποίος τόν εμποδίζει νά άνακαλύψει τήν ϊδια του τήν ου­ σία, έπιβοηθώντας έτσι τήν ετερονομία του. Στίς προεκτάσεις αυτές καταφαίνεται ή άμεση πολεμική-χειραφετητική λειτουργία τής έν­ νοιας τής Φύσης. Ή Φύση είναι, λοιπόν, νΟν καί Δέον, πραγματικότητα καί κανονι­ στική αρχή, καί συνάμα ενσαρκώνει τή συνύφανση πνεύματος καί αι­ σθητού κόσμου. Είναι Έμμένεια καί άμεσότητα, συνάμα δμως παρα­ μένει υπερβατική, αφού Όν καί Δέον ταυτίζονται μέσα της, δμως τό Δέον δέν έχει άκόμη πραγματωθεΐ. ΙΥ αυτό καί ή Φύση δέν συμπί­ πτει μέ τόν φαινόμενο κόσμο, πού βρίσκεται σέ αντίθεση μέ τίς κανο­ νιστικές της άρχές, αλλά έχει νόημα ανώτερο καί ιδανικότερο. Αυτό τό νόημα προάσπιζε ό Sh aftesbu ry, δταν κατηγορούσε τόν Hobbes δτι «μιλά πολύ γιά τή Φύση, αλλά μέ πολύ λίγο νόημα».282 Ό Goe­ the έγραψε κάποτε: «'Όταν οί καλλιτέχνες κάνουν λόγο γιά τή Φύ282.

C h a r a c t e r ., I, I 10.

1. Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Τ ΙΚ Η Ε Ν Ν Ο ΙΑ

Γ ΙΙΣ Φ ΪΣ ΙΙΣ

427

ση, υπονοούν πάντοτε τήν Ιδέα, χωρίς νά τό συνειδητοποιούν καθα­ ρά)).283 ’Ακριβώς τό ίδιο έκαναν οί περισσότεροι διαφωτιστές — καί μάλιστα εντελώς συνειδητά, δταν χρησιμοποιούσαν τήν έννοια τής Φύσης μέ πρόθεση πολεμική. Μόνο πού 0έν αντιλαμβάνονταν δτι έτσι όντοποιούσαν τις κανονιστικές τους αρχές, υιοθετώντας άσυναίσθητα τή δομή σκέψης τών άντιπάλων τους. Αυτό ήταν αναπόφευκτο, γιατί μιά κοσμοθεωρία μπορεί νά καταπολεμηθεί μονάχα μέ κοσμοθεωρη­ τικά μέσα. Ή έννοια τής Φύσης προσανατολίστηκε, λοιπόν, αρνητικά καί ασυνείδητα στο μεγάλο καί δοκιμασμένο πρότυπο τού θεολογικού αντιπάλου. ΙΥ αυτό καί μέσα στόν πνευματικό κόσμο τού 18ου αί. έπαιξε περισσότερο τόν ρόλο «μυθολογίας παρά απλής ιδεολο­ γίας».284 Ή μυθολογική-ίδεολογική της δύναμη πήγαζε από τή λογι­ κή της άμφιπλευρικότητα καί πλαστικότητα, πού τής επίτρεπε νά συ­ νενώνει έντός της δύο κόσμους: από τή μιά Όν καί Δέον καί από τήν άλλη πνεύμα καί αισθητό κόσμο. Στο μεταξύ, όμως, ό κοσμοθεωρη­ τικός αγώνας, μέσα στόν όποιο γεννήθηκε τούτη ή έννοια τής Φύσης, είχε μεταβληθεί από καιρό —τουλάχιστον από τόν H obbes καί με­ τά—, σέ μεγάλο μέρος, από πόλεμο εναντίον τής «Σχολαστικής» σέ εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στούς άντιπάλους της. Ή έννοια τής Φύσης έδινε όπλα σέ δλα τά μέτωπα. Οί καθολικοί θεολόγοι άνέμιξαν τήν έμπειρική καί τήν κανονιστική έννοια τής Φύσης εξίσου ελεύθερα — καί σκόπιμα— δσο καί οί διαφωτιστές.285 Καί άφού στήν ιστορία τών ιδεών μιαν έννοια, άφού πιά επικρατήσει, τήν επιστρατεύουν άκόμη καί οί αρχικοί της αντίπαλοι, προσπαθώντας συνάμα νά τή μεθερμηνεύσουν καί νά υποστηρίξουν έτσι τήν παλιά τους θέση μέ σύγχρονα όπλα, παρατηρήθηκε τό φαινόμενο, δτι άκόμη καί συντηρητικοί (μέ τήν πολιτική έννοια) χρησιμοποίησαν τήν έννοια τής Φύσης ώς νομι­ μοποιητική άρχή.286 Τούτη ή πολλαπλή χρήση μέ πολλαπλή πρόθε­ ση έκαμε τήν έννοια τής Φύσης δχι άπλώς δημοφιλή, άλλά εντελώς απαραίτητη, συνάμα δμως καί πολυσήμαντη. Τά ετερογενή συστατι­ κά της συνδυάστηκαν σέ διαφορετικές άναλογίες δπως τό άπαιτούσαν οί έκάστοτε πολεμικές καί κοσμοθεωρητικές άνάγκες, ενώ παράλλη2 8 2 . Maximen und Reflexionen , N r 7 5 0 = σ. 1 2 5 . 2 8 4 . E h r a r d , Idee de N ature , 2 4 8 . 2 8 5 . P a l m e r , Catholics and Unbelievers , 2 0 8 . Τ ή διαφορά θ εολόγω ν κα ί p h ilo s o p h e s , όσον αφορά στη χρήσ η τή ς έννοιας τή ς Φ ύσης, ό P a l m e r τή β λ έ π ει μονάχα στό δ τι οί π ρ ώ το ι προτάσσουν μά λλον τή ν κ α νο νισ τικ ή , ενώ ο ί δεύτεροι μ ά λ ­ λον τήν εμ π ειρ ικ ή τη ς διάσταση (ή τουλά χισ τον έτσ ι ισ χυρίζοντα ι). "Ο μ ω ς ή ανάμιξη τών δύο τούτω ν διαστάσεω ν είνα ι κ ο ινή κ α ί στίς δύο πα ρατά ξεις. 2 8 6 . W ille y , Eighteenth Century Background , 1 9 6 κ .έ ., 2 2 8 κ.έ.

Ι2Η

V. ΤΟ Λ Ν Τ ΙΝ Ο Η Σ ΪΑ Ρ Χ ΙΚ Ο ΡΚΤΜΛ

λα ή κάθε «άντισχολαστική» παράταξη έπέσειε ονομαστικά τις ίδιες γενικές αρχές μέ τις άλλες, γιά νά μπορεί νά τούς επιρρίπτει ευκολό­ τερα προδοσία στήν κοινή υπόθεση. ’Από την άποψη αυτή, ή έννοια τής Φύσης αντικατόπτριζε τή διαδικασία τής αποσύνθεσης τού νεότε­ ρου ορθολογισμού σέ άσυμφιλίωτες θέσεις,287 καί ή δομή της ήταν εξίσου κατάλληλη γιά τόν σκοπό αυτόν δσο καί γιά τήν καταπολέμη­ ση τής «Σχολαστικής»: «οι πολλαπλές της σημασίες έκαναν εύκολη καί συνηθισμένη τή λίγο-πολύ ανεπαίσθητη διολίσθηση άπό τή μιά έννοιολογική απόχρωση στήν άλλη, καί τελικά καί τή μετάβαση άπό τή μιά ήθική ή αισθητική αρχή στήν άντίθετή της, χωρίς ή όνομαστική άξία των αρχών αύτών νά μεταβάλλεται στό παραμικρό».288 Γιά τούς οξυδερκέστερους συγχρόνους δλα αυτά δέν άποτελοϋσαν, βέ­ βαια, μυστικό. Ή. γνωστή μας πραγματεία τού Boyle De ipsa natura (δημοσιεύθηκε τό 1688) είχε ήδη άπό νωρίς ευαισθητοποιήσει τά πνεύματα άπέναντι στήν πολυσημία τής έννοιας τής Φύσης, μολο­ νότι άναφερόταν μονάχα στήν άριστοτελική-σχολαστική εκδοχή της. Ό Bayle υποδέχτηκε τότε τήν ανάλυση τού Boyle πολύ θετικά,289 γιά νά γράψει μετά άπό είκοσι χρόνια (αυτή τή φορά στό φως δικών του εμπειριών) τά εξής: «Δέν υπάρχουν λέξεις πού νά χρησιμοποιούν­ ται μέ τρόπο πιό άόριστο άπό τή λέξη ‘ Φύση1. ’Αναφαίνεται σέ κάθε λογής συζήτηση άλλοτε μέ τή μιά έννοια καί άλλοτε μέ τήν άλλη καί δέν άναφέρεται σχεδόν ποτέ σέ μιάν ακριβή ιδέα».290 Άνασκοπώντας τόν Διαφωτισμό στό σύνολό του, ό Condorcet έκρινε μέ ίση δριμύτητα: «Ή λέξη , S IN) λ έ ε ι : « l e x o s t r a t i o s u m m a i n s i u i i n n a t u r a . . . E a d e m r a t i o

i j i i o m 1

Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ TOT ΙΙΑΝΑΓΙΩΤΙΙ ΚΟΝΔΪΆΙΙ ΞΛΝΑΤΠΙΩΘΙΙΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟ)' Ρ.ΚΚί ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΙ­ Τ Ε Σ ΝΈΣ «Μ Κ Ο ΤΤ Π » Γ. ΜΑΤΡΟΓΚΩΡΠΙΣ - Λ. ΓΚΟΤ- Ν. ΣΦΕΝΔΤΛΙΙΣ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΣΤΕΡΓΙΟΤ (I, ΓΙΑ ΛΟΓΛΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΘΕΜΕΛΙΟ. II ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Ε Γ Ι­ ΝΕ ΑΙ ΙΟ ΤΟΓΣ Ο. 11ΑΙΟΙ ΙΟ ΤΑΟ ΚΑΙ II. ΡΟΔΟΙΙΟΓΛΟ >\

Γ ' ΑΝΛΤΓΠΩΣΙΙ: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 20(Μ