Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων [2]

Table of contents :
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Περιεχόμενα
ΜΕΡΟΣ Ε : ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ Βυζαντινών συγγραφέων
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Α': Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ ΤΩΝ ΡΟΔΙΩΝ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Β': ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ, ΤΟ ΕΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΝ
Πίνακας Εικόνων
Ευρετήριο, Ονομάτων, όρων καί λέξεων
Αναλυτικός Πίνακας περιεχομένων του Τόμου

Citation preview

ΜΑΡΙΟΥ Γ.ΙΜΤΑ ΑΡΧΙΠΛΟΙΑΡΧΟΙί (Ο) Η.Ν.

ΕΚΔΟΣΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

© until 31-12-85 by Hellenic Navy, as from 1-1-86 by Commodore M. Simpsas.

ΜΑΡΚΟΥ - ΜΑΡΙΟΥ ΣΙΜ^Α ΑΡΧΙΠΛΟΙΑΡΧΟΥ (Ο) Π Ν.

ΤΟ

ΝΑΥΤΙΚΟ

ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΑΗΝΩΝ

ΑΘΗΝΑΙ-1982

ΤΟ

ΝΑΥΤΙΚΟ

ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ Περιεχόμενα ΜΕΡΟΣ Ε : ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ Βυζαντινών συγγραφέων

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Α ': Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ ΤΩΝ ΡΟΔΙΩΝ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Β ': ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ, ΤΟ ΕΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΝ Πίνακας Εικόνων

Εύρετήριο, ’Ονομάτων, όρων καί λέξεων

’Αναλυτικός Πίνακας περιεχομένων του Τόμου

Παραπομπές καί Συντομογραφίες Α. - Παραπομπές 1. ' Η αναγνώριση κειμένου τοΰ παρόντος έργου ή παραπομπή σ ’ αύτό γίνεται μέ συνδυασμό γραμμάτων καί αριθμών. Σ’ αύτόν ό πρώτος άραβικός άριθμός σημαίνει τό Μέρος, τό κεφαλαίο γράμμα τό κεφάλαιο, ό λατι­ νικός άριθμός τόν τίτλο καί τό μικρό γράμμα τοΰ άλφαβήτου τόν ύπότιτλο. π.χ τό σύμβολο 5, Β-ΙΙ δηλώνει τό Μέρος πέμπτο, κεφάλαιο δεύτερο, τίτλος δύο (’Άραβες: 634-718 μ.Χ.). 2. 'Η παραπομπή στό ’Ανθολόγιο γίνεται μέ τή συγκεκομμένη λέξη άνθ. ... καί έναν άραβικό αριθμό, ό όποιος σημαίνει τόν αΰξοντα άριθμό στά χωρία τοΰ άνθολογίου, π.χ. τό άνθ. 5 σημαίνει τό ύπ’ άριθ. 5 χωρίο τοΰ ’Ανθολογίου (Προκοπίου De Bello Vandalico). Ή σύζευξη κάθε χωρίου τοΰ ’Ανθολογίου μέ τό οικείο σημείο τοΰ κειμένου γίνεται, άντίστροφα άπό τήν πλευρά τοΰ άνθολογίου πρός τό κείμενο, μέ τήν άναγραφή έπικεφαλής τοΰ οικείου χωρίου τοΰ συμβόλου, δπως τό έξήγησα παραπάνω. π.χ. στό χωρίο 5 τοΰ ’Ανθολογίου άναγράφεται τό σύμβολο 5, Α-ΙΙ τό όποιο σημαίνει δτι τό χωρίο αύτό τοΰ Προκοπίου άφορα τό κείμενο Μέρος πέμπτο κεφάλαιο πρώτο, τίτλος δύο (... καί οί πρώτοι αγώνες). 3. Ή παραπομπή στή βιβλιογραφία γίνεται μέ τή συγκεκομμένη λέξη βιβλ. ...καί έναν άριθμό, πού είναι ό αΰξων άριθμός τοΰ βιβλίου. 'Ολόκληρη ή βιβλιογραφία ελληνική καί ξένη, πού παρατίθεται ώς αύτοτελές συμπλήρωμα στό τέλος τοΰ Δ ' τόμου, έχει άριθμολογηθεΐ άπό τήν αρχή μέχρι τέλους μέ ενιαία άριθμολόγηση. 4. 'Όπου γίνεται παραπομπή στόν "Ομηρο, ή σχετική ραψωδία σημειώνεται μέ γράμμα τοΰ άλφαβήτου, μι­ κρό άν πρόκειται γιά τήν ’Οδύσσεια καί κεφαλαίο, άν πρόκειται γιά τήν Ίλιάδα.

Β. - Συντομογραφίες άνθ................ = ’Ανθολόγιο βιβλ............... = Βιβλιογραφία σημ................ = σημείωση σημερ............ = σημερινός (ή, ό) λ.χ................. = λόγου χάρη κν................... = κοινώς, κοινοβαρβαρικό IEEE = Ιστορική ’Εθνολογική Εταιρεία τής 'Ελλάδος ΜΕΕ = Μεγάλη 'Ελληνική ’Εγκυκλοπαίδεια

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα I. Οί πρώτοι στόλοι ' Η θάλασσα εβρεχε τά τείχη τής Κωνσταντίνουπόλεως καί τίς άπέραντες άκτές τής αύτοκρατορίας της. Καί τίς πιό δύσκολες ήμέρες αύτή, ή θάλασσα, τήν προφύλαξε άπό τόν άφανισμό καί τήν κατάρ­ ρευση. - Χωρίς τόν υγρό αύτό θώρακα, δέν θά ’βρίσκε ό πολι­ τισμός άσυλο άπό τό ζίφος τών βαρβάρων. Αύτό σημειώνει ό Ζυριέν ντέ λά Γκραβιέρ στό βιβλίο του γιά τό Ναυτικό τών Πτολεμαίων καί τών Ρωμαίων (βιβλ. 759). Καί ό ’Άρνολντ Τόυνμπη ξε­ χωρίζει επτά περιπτώσεις κατά τίς όποιες τό ναυ­ τικό έσωσε κυριολεκτικά τήν αύτοκρατορία: άπό τούς Πέρσες, τό 626 μ.Χ., άπό τούς ’Άραβες τό 673678 καί 717-718, άπό τούς εικονολάτρες, μέ άρχηγό τόν Άγαλλιανό καί τό Στέφανο τό 727, άπό τό στα­ σιαστή Θωμά 821-822 καί άπό τούς Ρώσους τό 860 καί 907 (βιβλ. 871). Σ’ αύτές μπορούμε νά προσθέ­ σουμε τίς στάσεις τοϋ Βάρδα Σκληρού, τό 976 καί τοϋ Βάρδα Φωκά, τό 987. Άπό τήν άφήγηση δέ πού θά άκολουθήσει θά ίδεΐ ό άναγνώστης ότι τό Ναυτικό θωράκισε τή Βασιλεύουσα καί τά έδάφη της σέ πολλές άλλες κρίσιμες περιστάσεις. Είχε κληρονομήσει ή Κωνσταντινούπολις τίς ’ίδιες υποχρεώσεις καί τάϊδια πλεονεκτήματα, μέ τό αρχαίο Βυζάντιο. Βρισκόταν άνάμεσα στή Μαύρη Θάλασσα καί τή Μεσόγειο, στό ζωτικό θαλασσινό δρόμο τοΰ έμπορίου καί προπάντων τοΰ σιταριού, πού έρχόταν άπό τόν Εΰξεινο Πόντο καί έδενε τό Αιγαίο μέ τήν Αίγυπτο. Είχε ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, καθώς ήταν κτισμένη στό τρίγωνο ξηράς, πού ορίζεται άπό τήν Προποντίδα πρός Νότο, τό Βόσπορο στ’ άνατολικά καί τόν Κεράτιο Κόλπο στά βόρεια. ’Έπρεπε νά προστατεύει τά στενά καί

ελέγχει τό έμπόριο κι αύτό μέ στρατιωτικά φυλά­ κια, ναυτικούς σταθμούς καί τελωνεία. Άπό τό άλ­ λο μέρος ή αύτοκρατορία δέν θά μπορούσε νά κρατή­ σει καί κυβερνήσει τήν ’Ανατολή καί τή Δύση, άν δέν είχε τή δυνατότητα νά κυκλοφορεί άνεμπόδιστα καί κυριαρχικά τά πλοία της στή Μεσόγειο. 'Ο στρατός τής ζηρας αποτελούσε βέβαια τήν κεφα­ λή καί τά νεύρα, δπως γράφει ό καθηγητής Φ. Κουκουλές, άλλά τό Ναυτικό ήταν ή δόξατής Ρωμανίας. Μέ ισχυρό ναυτικό είχε τό Βυζάντιο τά παράλια άσφαλή, τήν πειρατεία κτυπημένη, τό έμπόριο μπο­ ρούσε έλεύθερο νά άκμάζει καί οί Δυτικοί, πειθαρχημένοι, δέν ζητούσαν προνόμια. Φυσικά δλα αύτά δέν ήταν δυνατό νά γίνουν χω­ ρίς θαλασσία δύναμη καί χωρίς καράβια. Θαλάσσια δύναμη καί μάλιστα ικανή είχε τό παλιό Βυζάντιο, άποικία τοΰ Βύζα άπό τά Μέγαρα, τήν όποια δύνα­ μη ό Δίων ό Κάσιος άνεβάζει σέ πεντακόσια καραβια, μονήρη, διήρη καί μερικά άμφίπρωρα (δηλαδή τό καθέν’ άπό τά άκρα τους ήταν ταυτόχρονα πλώ­ ρη καί πρύμη). Πότε; Τό έτος 197 μ.Χ., δταν κατέ­ λαβε τήν πόλη ό Σεπτίμιος Σεβήρος — καί τήν κατέ­ στρεψε. Γιά τή θέση της είχαν μιλήσει κατά τρόπον χα­ ρακτηριστικόν οί χρησμοί. Στήν άπέναντι άκτή βρισκόταν κτισμένη ή πόλη Χαλκηδών, πού ύστεροΰσε καταπληκτικά σέ θέση άπό τό Βυζάντιο. Τό­ σο, πού σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τήν οποία άναφέρει ό Τάκιτος, τό Μαντείο τών Δελφών, σάν έρωτήθηκε άπό τούς Μεγαρίτες, ποΰ νά κτίσουν τήν ά­ ποικία, τούς άπάντησε άπέναντι στή χώρα τών τυ­ φλών. Μ’ αύτό ύπονοοΰσε έκείνους πού, χωρίς διο­ ρατικότητα, έκτισαν στή θέση της τή Χαλκηδόνα. Πιό κάτω, στά νερά τοΰ Ελλησπόντου, έγινε 7

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

Μωσαϊκό τοΰ ΣΤ' μ.Χ. αιώνα, στήν εκκλησία τοΰ Αγίου Άπολλωναρίου τοΰ Νέου, στή Ραβέννα. Σχηματική παρά­ σταση τριών πλοίων, μέ ανυψωμένα τά άκρα πού θυμίζουν τή μακρινή μεσογειακή παράδοση. Ξεχωρίζουν τά κουπιά-πηδάλια καί εντυπωσιάζει τό τετράγωνο, σταυρωτό μέ τόν ιστό πανί, πού φέρνει δυναμάρια καί δίνει τήν εικόνα ζατρικίου.

Τό ναυτικό τών Πτολεμαίων καί τών Ρωμαίων, μέ τίς πεντήρεις καί τίς δεκήρεις — άκόμη δέ καί μέ τήν τεσσαρακοντήρη τοΰ Φιλοπάτορα — είχε έκλείψει μετά τή ναυμαχία τοΰ Άκτίου (31 π.Χ,). 'Ο Κωνσταντίνος άπέφυγε, σκόπιμα ή άπό τήν άνάγκη τών καιρών, νά τό άναστήσει, τό ’ίδιο δέ έπραξαν άργότερα οί αύτοκράτορες Θεοδόσιος ό Μέγας καί Λέων Α' ό Θράξ. Άπό δώ καί μπρος καί σ’ όλη τή διαδρομή τών βυζαντινών χρόνων δέν συναντοΰμε παρά τριακοντόρους, λιβυρνίδες καί δρόμωνες — πλοία ελαφρά. Τό άντίθετο, ό Λικίνιος είχε βαριά καί δυσκολοχείριστα πλοία. Τά πλοία αύτά, μέ άρχηγό τόν Άμανδο, κατέλαβαν τό στόμιο τοΰ 'Ελλησπόντου, προκειμένου νά παρεμποδίσουν τήν είσοδο στό στόλο τοΰ Κωνσταντίνου πού, μέ άρχηγό τόν γιό του Κρίσπο, θέλουν νά φθάσουν στήν Προποντίδα καί τό Βυζάντιο. 'Ο Άμανδος παρατάσσει τά πλοία του σέ σφικτό σχηματισμό, μέ μέτωπο πρός Νότο, ενώ ό Κρίσπος τοποθετεί τά δικά του άπέναντι, σέ δυό στήλες, καί επιτίθεται πρώτος. 'Η μιά στήλη κάμπτοντας τήν άμυνα τοΰ άντιπάλου δημιουργεί ρήγμα στίς γραμ­ μές του, στό όποιον εισχωρεί ή δεύτερη στήλη. Τά βαριά πλοία τοΰ Άμάνδου εμποδίζονται άπ’ τήν ’ίδια τους τή δυσκαμψία νά κινηθοΰν καί άντικρούσουν άποτελεσματικά τήν έπίθεση. 'Ύστερα άπό μερικές ώρες μάχης άποσύρονται μέσα σ’ έναν όρμο τής άσιατικής άκτής, μέ τήν πρόθεση νά έπαναλάβουν τή μάχη τήν έπαύριο. "Ομως τή νύκτα μία βίαιη καταιγίδα τά άποδεκατίζει. Εκατόν τριά­ ντα άπ’ αύτά, σπρωγμένα άπ’ τό Νοτιά συντρίβον­ ται στούς βράχους, παρά τίς προσπάθειες τών πλη­ ρωμάτων νά τά διασώσουν. Πέντε χιλιάδες άνδρες βρίσκουν τό θάνατο μέσα στά κύματα. Έξασθενημένος πολύ άπό μιά τέτοια συμφορά ό Λικίνιος καταφεύγει στή Χαλκηδόνα, άπέναντι άπό τό Βυζάντιο, πού τοΰ έμενε πιστό. ’Ακολουθεί ό άγώνας στήν ξηρά. Σ’ άπόσταση είκοσι μιλίων άπό τή Χαλκηδόνα, (τό Καντήκιοϊ τών Τούρκων) προβάλλει στήν έξοδο τοΰ Βοσπόρου, στόν Εΰξεινο ένα άκρωτήριο. Τόν καιρό τών Ρωμαίων καί τών 'Ελλήνων τό έλεγαν 'Ιερό ’Ακρω­ τήριο. Κοντά σ’ αύτό άποβιβάστηκε ό στρατός τοΰ Κωνσταντίνου καί παρατάχθηκε γιά τήν ενδεχό­ μενη μάχη. Οί παλαιοί μάς διέσωσαν λεπτομέρειες γι’ αύτοΰ τοΰ είδους τήν κίνηση.

ή ναυτική σύγκρουση, πού πρώτη αύτή θά έκρινε τήν τύχη μιας αύτοκρατορίας. Μέ τό ναυτικό βασι­ κά έπέτυχε τή νίκη του κατά τοΰ Λικινίου ό Μεγά­ λος Κωνσταντίνος, στό σκληρό, τόν άμείλικτο άγώνα έπικρατήσεως. Καί μάλιστα τοΰτο δέν άποτελεΐτο άπό βαριά σκάφη.

- Οί άνδρες τής πρώρης, λέγει τό βυζαντινό χειρό­ γραφο τής Άμβροσιανής Βιβλιοθήκης τοΰ Μιλά­ νου, επιβαίνουν τελευταίοι, όταν επιβιβάζεται τό πλή­ ρωμα. Καί βγαίνουν πρώτοι, όταν τούτο άποβιβάζεται... Σημασία δηλαδή είχε, κατά τό εγχειρίδιο αύτό τακτικής, νά άποβιβασθοΰν μέ καλή τάξη καί κατά τρόπον ώστε νά μπορούν νά σχηματίσουν γρήγορα

8

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

μιά φάλαγγα (... άναγκαίον αύτούς άποβάντας των πλοίων, καθάπερ έν φάλαγγι συντετάχθαι). Τρομερή μάχη εγινε τότε, τό 323 μ.Χ., άνάμεσα στή Χαλκηδόνα καί τό 'Ιερό ’Ακρωτήριο. Οί εμ­ πειροπόλεμοι Γαλάτες τοΰ Κωνσταντίνου κέρδισαν μιά συντριπτική νίκη, πάνω στούς στρατιώτες τοΰ

, , vic πύλες του στον Κωνσταντίνο Τό Βυζάντιον άνοιγα

Λικινίου. Άπό τούς εκατό χιλιάδες άνδρες, μόλις τριάντα χιλιάδες διέφυγαν τό σίδερο τοΰ άντιπά­ λου. Οί κάτοικοι τοΰ Βυζαντίου, πού είχαν μείνει πιστοί στό Λικίνιο, άνοιξαν τώρα τίς πύλες του στόν νικητή. 'Ο Κωνσταντίνος έμπήκε στό Βυζάν­ τιο, τό όποιο καί κατέστηκε άπό τήν ήμέρα εκείνη πρωτεύουσα τοΰ κόσμου. Τό σκήπτρο έφευγε άπό τή Ρώμη, γιά νά στεφανώσει τό Βυζάντιο καί ή λατι­ νική αύτοκρατορία μεταβίβαζε τόν παγκόσμιο ρό­ λο της σέ μιά καινούρια αύτοκρατορία, πού σύν­ τομα θά γινόταν ελληνική. Καί, άκόμα, χριστιανική καί ναυτική. 'Ορισμένοι συγγραφείς καί μάλιστα δχι τυχαίοι, πρεσβεύουν δτι ό Κωνσταντίνος, διαλέγοντας τό Βυζάντιο γιά νέα πρωτεύουσα, υπογράμμισε χάρη στή θέση της, τόν πρωτεύοντα ρόλο πού άπέδιδε στή θάλασσα. Νομίζω δτι μέ καλήν πίστη δογματί­ ζουν άπαράδεκτα υπέρ τής θαλάσσης. Τό όρθό ίσως νά βρίσκεται στή διαπίστωση τοΰ Ούσπένσκυ δτι ό Κωνσταντίνος έκαμε μιά πράζη πολιτικής καί διοικη­ τικής μεγαλοφυΐας καί έσωσε τόν αρχαίο πολιτισμό, ένώ δημιούργησε εύνοϊκές συνθήκες γιά τήν επικράτη­ ση τής χριστιανικής θρησκείας (βιβλ. 70). Πραγματικά ό Κωνσταντίνος θέλησε νά μετα­ φέρει τό κέντρο βάρους τής αύτοκρατορίας στό άνατολικό τμήμα, δπου ή Μ. ’Ασία καί ή Θράκη θά άποτελοΰσαν τόν κορμό της καί δπου βρίσκονταν τά άλλοτε ελληνιστικά κράτη τής Συρίας, τής Πα­ λαιστίνης καί τής Αίγύπτου. Έκεΐ κατοικούσαν τά πιό προοδευτικά στοιχεία, κατ’ άντίθεση πρός τά συντηρητικά, άντιδραστικά καί σέ παρακμή στοιχεία τής Ρώμης. Μέ συνδετικό κρίκο τό ελλη­ νικό πνεύμα, άγέραστο καί τήν καινούρια θρησκεία στήν εξόρμησή της, ή καινούρια αύτοκρατορία θά μπορούσε νά άνανεωθεί καί επιβιώσει. Διατυπώνεται άλλωστε μιά άλλη άποψη, συνεπέ­ στερα ίσως τοποθετημένη στά γεγονότα εκείνης τής έποχής. Τόν 4ον μ.Χ. αιώνα ή ίδια ή πόλη τής Ρώμης δέν είχε πλέον αύτή καθ’ έαυτήν πραγματική σημασία. 'Ολόκληρη ή Ισχύς τοΰ Imperium συ­ γκεντρωνόταν στό πρόσωπο τοΰ αύτοκράτορος καί ή περιοχή στήν όποια βρισκόταν καί δροΰσε, γινό­ ταν πραγματικά κατά τήν εκεί παραμονή του πρω­ τεύουσα τής αύτοκρατορίας. Τήν έποχή εκείνη κινδύνευε τό Imperium καί βρισκόταν σέ άμυνα στήν ’Ανατολή. 'Ο Κωνσταν­ τίνος κατάλαβε δτι χρειαζόταν μιά πρωτεύουσα πιό κοντά στά άσθενή σύνορα, πιό κοντά στό θέατρο τών πραγματικών έπιχειρήσεών του. Τό Βυζάντιο ικανοποιούσε δχι μόνο αύτές τίς άπαιτήσεις άλλά είχε καί άλλα πλεονεκτήματα μεγάλης σημασίας. Βρισκόταν στό σημείο επαφής ’Ανατολής καί Δύσεως. Έδέσποζε στό θαλάσσιο δρόμο άπό τόν Εΰξεινο στή Μεσόγειο καί τό ίδιο άποτελοΰσε φυσι­ κό φρούριο. 'Οποιοσδήποτε επιχειρούσε νά γίνει 9

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

κύριος σ’ αύτή τήν πόλη, έπρεπε νά είναι ισχυρός στήν ξηρά καί ισχυρός στή θάλασσα.

Άπό πότε άρχίζει καί ποιά είναι ή ναυτική ιστο­ ρία τοΰ Βυζαντίου; Νά μιά έρώτηση, στήν όποια δέν είναι εύκολο κανείς νά απαντήσει. Είναι πολλές οί δυσκολίες, άφοΰ όσοι έγραψαν τότε γιά τό ναυτικό καί τά θέματά του ήταν ανίδεοι άνθρωποι καί κά­ ποτε όμολογοΰν πώς όσα γράφουν είναι άπό δεύτερο χέρι. ’Έτσι ό μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Εύστάθιος άνομολογεΐ τό ώς φασίν οί είδότες. Καί ειδικό­ τατος στά ναυτικά ό καθηγητής Κ. Ράδος σημειώνει στίς άρχές τοΰ αίώνος μας δτι ούδέν μνημεΐον λαλεϊ ήμϊν πράγματι περί τών βυζαντινών σκαφών. Γιατί τά χαράγματα καί οί εικόνες είναι κακάσχημες, φιλοτεχνημένες από άπλοϊκούς ανθρώπους καί τό σπουδαιότερο παριστάνουν πλοία δχι παλαιότερα τών 15ου καί 16ου αιώνων, στά όποια φαίνεται κα­ θαρή ή επίδραση τής ναυπηγικής τών Ενετών καί τών Γενοβέζων. Στήν άνυδρη έν τούτοις περιοχή βρίσκουν οί έρευνητές μικρές οάσεις, άπό τίς όποιες μποροΰν νά άντλήσουν ορισμένα στοιχεία, μικρής ή μεγάλης σημασίας. Οί πηγές αύτές, δπως τίς συνοψίζει ό βυζαντινολόγος Φ. Κουκουλές, είναι οί εξής. - Ό Ναυτικός Νόμος τών Ροδίων καί ορισμένα κεφά­ λαια άπό τά Βασιλικά καί τίς Άσσίζες τής Κύπρου, πρακτικά καταμετρήσεως πλοίων τών χρόνων 1188, 1195, 1199, πού τά έζέδωκε γιά πρώτη φορά ό Σακελλίων καί σχολίασε ό Μ. Γούδας, τρία κείμενα - άποκαλυπτικά - πού δημοσιεύθηκαν άπό τό Σπ. Λάμπρο, βίοι 'Αγίων, όπως τοΰ Φωκά, τοΰ Νικολάου καί τοΰ Νίκωνος, χρονογραφίες καί ιστορήματα διαφόρων Βυ­ ζαντινών καί ζένων καί τέλος μεσαιωνικά γλωσσάρια, στήν ελληνική ή στά λατινικά. Πέρα πάντως άπό τίς άσάφειες καί τά ερωτημα­ τικά, φαίνεται δτι τά πρώτα χρόνια τοΰ Βυζαντίου στή θάλασσα ήταν θλιβερά καί άδοξα. "Οπως γίνε­ ται σέ κάθε διαδοχή, τό κράτος τοΰ Βυζαντίου δέν ήταν άπαλλαγμένο άπό κάθε κληρονομιά. Κι ή κλη­ ρονομιά αύτή άπό τήν παλιά Ρώμη είχε λίγα θετικά καί πολλά τά άρνητικά στοιχεία. ’Ήδη άπό τά μέσα τοΰ 2ου αιώνα παρουσιάσθηκε στόν Εΰξεινο ή άπειλή τών Γότθων. ΤΗταν οί Γότ­ θοι, ένας λαός γερμανικός, πού κίνησε άπό τό Βορ­ ρά, έφθασε στά βόρεια παράλια τοΰ Πόντου, κατέ­ λαβε τήν Κριμαία, έστρεψε υστέρα πρός τά δυτικά μέχρι τό Δούναβη καί βγαίνοντας άπό τίς εκβολές του, διέπλευσε μέ πολυάριθμα πλοιάρια τόν Πόντο καί έφθασε στό Βόσπορο. Δέ συνάντησε καμιά άντί­ σταση στή θάλασσα — τό ρωμαϊκό ναυτικό βρισκό­ ταν σέ λήθαργο. "Υστερα προχώρησε στήν Προπο­ ντίδα, λεηλάτησε τή Χρυσόπολη, τή Νικομήδεια καί τήν Κύζικο. Καί ξεχύθηκε στό Αιγαίο. Στό Αιγαίο προχώρησαν οί Γότθοι, χωρίς άντί­ 10

σταση, γιατί ό ρωμαϊκός στόλος, άπό έλλειψη άντιπάλου, είχε άφεθεϊ νά παρακμάσει. Ή Θεσσαλο­ νίκη, ή ’Αθήνα καί ή Κόρινθος ύπέστησαν τή φρικτή μοίρα τής καταστροφής καί τής λεηλασίας. Κατόπι έφυγαν οί έπιδρομεΐς καί ξαναγύρισαν στά βόρεια παράλια τοΰ Εύξείνου Πόντου. ’ Επανέλαβαν τήν έπιδρομή στά μέσα τοΰ 3ου μ.Χ. αιώνα, τή φορά αύτή διά ξηράς, πρός τή Μακεδονία καί τή Θράκη. 'Ο αύτοκράτορας Δέκιος, πού προ­ σπάθησε νά τούς άναχαιτίσει, έπεσε μαχόμενος καί μόλις τό 249 μ.Χ., κατόρθωσε νά τούς νικήσει ό Μάρκος Κλαύδιος. Πολλοί άπ’ αύτούς κατατάχθη­ καν στό ρωμαϊκό στρατό, δπου διέπρεψαν γιά τίς πολεμικές τους άρετές. Τήν έποχή τοΰ Μεγάλου Κωνσταντίνου υπηρετούσαν 40 χιλιάδες Γότθοι στό στρατό τών Ρωμαίων. Οί Γαλάτες τοΰ Πόντου έγραψαν μίαν άλλη τα­ ραγμένη σελίδα στή ναυτική ιστορία τών τελευ­ ταίων αιώνων τής Ρώμης. Λόγος γι’ αύτούς έγινε, δπως καί γιά τούς Γότθους, στό μέρος γιά τό Ρωμαϊ­ κό Ναυτικό τοΰ έργου τούτου. ’Ανατάραξαν οί Γαλάτες δχι μόνο τό Αιγαίο άλ­ λά καί τή Μεσόγειο ολόκληρη, άπό τήν όποια έ­ λειπε αύτοκρατορική δύναμη στή θάλασσα, ικανή νά τούς άναχαιτίσει. Γύρω στά μέσα τοΰ 4ου μ.Χ. αιώνα, σημειώνει ό Βυζαντινός χρονογράφος Ζωναράς μιά έπιχείρη­ ση, πού μάς ένδιαφέρει. Είναι ή άτυχη έκστρατεία Ίουλιανοΰ τοΰ Παραβάτη έναντίον τών Περσών, τούς χρόνους 361-363. Σ’ αυτήν χρησιμοποιεί ό Ίουλιανός, κατά τό Ζωναρά πάντοτε, 700 τριήρεις καί 400 φορτηγά. ’Αριθμός μάλλον υπερβολικός. ’Αποβιβάζεται πάντως μ’ αύτά στήν ’Αντιόχεια καί νικά τούς Πέρσες κατά τήν πρώτη μάχη, στή Κτησιφώντα, κατόπιν δμως δίνει πίστη στά λόγια δύο Περσών φυγάδων, πυρπολεί τά πλοία του, έκτος άπό δώδεκα καί άναλαμβάνει μία πολύ έπικίνδυνη έπιχείρηση πρός τά ένδότερα, μέσ’ άπ’ τά βουνά. Σ’ αύτήν φονεύεται καί διαλύεται ό στρατός του. Τό έτος 376 μ.Χ. γίνεται ή έπιδρομή τών θύν­ νων, μιας άσιατικής φυλής, γνωστής στήν ιστορία γιά τήν άγριότητά της. ’Αργότερα οί θύννοι, συμ­ πράττουν μέ τούς Άλανούς καί Γότθους καί βαδί­ ζουν έναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως, μόλις δέ κατορθώνει ό Θεοδόσιος ό Μέγας (378-395) νά τούς άναχαιτίσει. "Υστερα άπό διαπραγματεύσεις κατα­ τάσσει πολλούς Γότθους στόν αύτοκρατορικό στρατό. Δέν γίνεται πουθενά αισθητή ή παρουσία ναυτικού, στήν περίσταση. Τήν έποχή τών διαδόχων τοΰ Θεοδοσίου (τοΰ Άρκαδίου, πού διοικεί τήν ’Ανατολή καί τοΰ Όνωρίου, πού διοικεί τή Δύση) οί Όστρογότθοι, μέ άρχηγό τόν Άλάριχο, εισβάλλουν στή Μακεδονία καί τή Στερεά Ελλάδα καί λεηλατούν, μέ βαρβαρό­ τητα, τήν ’Αττική καί τή Βοιωτία. Τότε ό Στηλίχων,

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

επίτροπος τοϋ Όνωρίου καί στήν καταγωγή Βάν­ δαλος, μετέφερε διά θαλάσσης καί αποβίβασε στόν ’Ισθμό τής Κορίνθου πολυάριθμο στρατό, πού στα­ μάτησε τήν προέλαση τοϋ Άλαρίχου, ό όποιος αναγκάστηκε νά στραφεί πρός τά δυτικά. ΤΗταν ή πρώτη περίπτωση στή βυζαντινή ιστο­ ρία, κατά τήν όποια χρησιμοποίησαν θαλάσσια δύναμη γιά ν’ αντιμετωπίσουν βαρβαρική επιδρο­ μή, σέ έδαφος τής αυτοκρατορίας. 'Η νίκη αύτή έδωσε στόν Άρκάδιο τόν καιρό καί τήν εύχέρεια νά εξουδετερώσει τούς Γότθους καί νά λύσει τό γοτ­ θικό ζήτημα, πού είχε απειλήσει καί αυτήν ακόμη τήν ύπαρξη τοΰ Βυζαντίου. 'Η έλλειψη ναυτικής δυνάμεως εύνόησε γενικό­ τερα τήν επιδρομή διαφόρων εισβολέων, ιδιαίτερα στό ρωμαϊκό κράτος. ’Αρχές τοΰ 5ου αίώνα, χάθη­ κε, γιά τό ρωμαϊκό κράτος ή κυριαρχία στή Δυτική Μεσόγειο. 'Η 'Ισπανία καί ή Νότια Γαλλία κατα­ λήφθηκαν άπό τούς Βησιγότθους καί λίγο μετά τή διάλυση τής αύτοκρατορίας τής Δύσεως, τό 476 μ.Χ., ό μεγάλος Όστρογότθος άρχηγός Θεοδώριχος έγκατέστησε βασίλειο στήν ’Ιταλία. Καί τό χειρότερο άπ’ όλα κατέλαβαν οί Βάνδαλοι τήν Καρχηδόνα (439 μ.Χ.) καί συγκρότησαν ισχυρό ναυτι­ κό. Τό κράτος τους άπλώθηκε στή Β. ’Αφρική, τίς Βαλεαρίδες, τήν Κορσική καί τή Σαρδηνία. ’Από τότε άρχισαν πειρατικές επιδρομές στή Δυτική Μεσόγειο καί τά ελληνικά παράλια, χω­ ρίς νά συναντούν άντίδραση. Καί τοΰτο γιατί ναυ­ τικό δέν ύπήρχε. Τό βυζαντινό κράτος φαίνεται πώς έκαμε σοβα­ ρές προσπάθειες γιά τό ναυτικό, κατά τόν πέμπτο καί τόν έκτο αίώνα. Χωρίς δμως ρυθμό καί χωρίς συνέπεια. Άπό τά κείμενα τών Βυζαντινών συγγρα­ φέων συνάγει κανείς, πώς δέν υπήρχαν στόν Κερά­

τιο Κόλπο μόνιμες δυνάμεις καί δτι γιά κάθε άποστολή ή επιχείρηση συγκροτοΰσαν πρόχειρα καί βιαστικά ένα στόλο. Ειδικότερα άρχές τοΰ πέμπτου αίώνα, τό αύτοκρατορικό ναυτικό δέν παρουσιάζει σοβαρή δύνα­ μη. Οί αρχαίες ναυτικές βάσεις στό Μισένον, τοΰ Τυρρηνικοΰ Πελάγους καί στή Ραβέννα, τής Άδριατικής καθώς καί τήν Άκουϊλία, έπίσης στήν Άδριατική, έχουν πάντοτε ναυτικές μοίρες, οί ό­ ποιες δμως έξαρτώνται επιχειρησιακά άπό τόν magistrem militum per Italiam, δηλαδή άπό τό στρα­ τιωτικό διοικητή τής ’Ιταλίας. Κάποιος άλλος σχη­ ματισμός, άπό πλοία τής Συρίας καί τής Αίγύπτου, σταθμεύει στήν Καισάρεια. Στήν Κωνσταντινού­ πολη είναι φυσικά ή έδρα τής ναυτικής ισχύος, μέ τά ολίγα πλοία πού υπάρχουν, τούς ναυστάθμους καί τήν κεντρική διοίκηση. 'Υπάρχουν καί τά με­ γάλα εμπορικά καί ναυτιλιακά κέντρα, τά λιμάνια τής Αλεξάνδρειάς καί τής Αντιόχειας, στά οποία δμως ορμίζονται μόνο δυνάμεις λιμενικής άστυνομίας. Μακριά στή Δύση, ολιγάριθμη ναυτική μοί­ ρα, μέ βάση τό μικρό νησί Septum (Θέουτα) έπιτηροΰσε, στό όνομα τοΰ αύτοκράτορος, τό στενό τοΰ Γιβραλτάρ. Πρέπει νομίζω νά ύποθέσουμε δτι δέν έχουν καί μεγάλη ύπόληψη στό ναυτικό, άπέχουν δέ πολύ, πάρα πολύ άπό τό νά έχουν συνείδηση γιά τήν άξια του. Γιατί βασικό χαρακτηριστικό αύτής τής περιό­ δου (τών 5ου καί 6ου αιώνων), άλλά καί άργότερα, είναι δτι οί έπαγγελματίες ναυτικοί υπάγονται σέ βαθμοφόρους τοΰ στρατού ξηρας, οί οποίοι διευ­ θύνουν τίς έπιχειρήσεις, χωρίς νά έχουν τήν παρα­ μικρή ιδέα γιά τά ναυτικά ζητήματα. Στό κεφάλαιο αύτού τοΰ βιβλίου, γιά τά βυζαν­ τινά πληρώματα (5, Ζ-Ι), γίνεται λόγος γιά τά άσχε­ τα καί άναρμόδια πρόσωπα, πού άνελάμβαναν μερι­ κές φορές στό ναυτικό διοίκηση. Εύνοούμενοι τής Αύλής, διοικητικοί υπάλληλοι, άκόμη καί κληρι­ κοί άνελάμβαναν νά οδηγήσουν τούς βυζαντινούς στόλους σέ μακρινές καί δύσκολες έπιχειρήσεις. Κανένας άπ’ αύτούς δέν άνήκει στή ναυτική ιεραρ­ χία καί τίποτα δέν δείχνει καλύτερα τήν έλλειψη γοήτρου άπό τό ναυτικό δπλο. Οί περιπτώσεις αύ­ τές δέν θά λείψουν βέβαια — γιά λόγους εύνοιας ή συμφέροντος — μέχρι τέλους, άλλά δσον περνά ό καιρός θά γίνονται σπανιότερες.

Π. ...Καί οί πρώτοι αγώνες 'Όλοι σχεδόν οί ιστορικοί τοποθετούν τήν άρχή τοΰ πολεμικοΰ ναυτικού τοΰ Βυζαντίου, γύρω στά μέσα τοΰ 5ου μ.Χ. αίώνα, δταν ό αύτοκράτορας Λέων Α ' ό Θράξ (457-474) θέλησε ν’ άπαλλαγεΐ άπό τούς Βανδάλους τής Βορείου Αφρικής. Τότε έγινε έναντίον τους ή άτυχη τών Βυζαντινών έκστρατεία. 11

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα Οί Βάνδαλοι ήταν γερμανικό φύλο, τό όποιο είχε πρώτα εγκατασταθεί στήν ' Ισπανία καί, έπει­ τα, τό 439 μ.Χ., μέ βασιλέα τόν Γιζέριχο, πέρασε στήν ’Αφρική, δπου κατέλυσε τή ρωμαϊκή κυριαρ­ χία. ’Από εκεί έκτελοΰσε, δπως είπαμε, άδιάκοπες έπιδρομές στά παράλια τής ’Ιταλίας καί τής 'Ελ­ λάδος. Συγκρότησε τότε ό Λέων Α' ό Θράξ, έναν άπό τούς μεγαλύτερους στόλους πού μνημονεύει ή αρ­ χαία ιστορία — τό πώς δέν μας τό λένε οί πηγές — καί, τό έτος 468, τόν έστειλε νά τιμωρήσει τούς Βανδάλους. ’Αποτελείτο ό στόλος τοΰ Λέοντος άπό 1130 (ή 1113) πλοία, στά όποια έπιβίβασε 100 χιλιάδες πολεμιστές, εκτός άπό τούς ναύτες. Οί ε­ τοιμασίες ήταν μεγάλες καί φοβερή ή δαπάνη. 'Ε­ κατόν τριάντα κεντηνάρια (δηλαδή 13.000 λίτρα) χρυσοΰ ξοδεύθηκαν, κατά τόν χρονογράφο Προκό­ πιο. Τή γενική αρχηγία τής έπιχειρήσεως ανέθεσε ό αύτοκράτορας στό Βασιλίσκο, άνδρα καθ’ δλα ανίκανο καί μέ άμφίβολη εντιμότητα, πού είχε δμως τό μοναδικό προσόν νά είναι ό άδελφός τής αύτοκράτειρας Βηρίνης. Κοντά του τοποθέτησε τό στρα­ τηγό καί πατρίκιο Άσπαρ (ή Άσπάρους), Γότθο τήν καταγωγή, άνθρωπο πλούσιο καί μέ επιρροή μεγάλη στό στρατό τής ’Ανατολής, άποτελούμενο άπό ομοεθνείς του. ' Ο ’Άσπαρ, κακός άπό τή φύ­ ση, έπιβουλευόταν τόν αύτοκράτορα, πού δέν έστεργε νά γίνει δργανό του. ’Έφυγε ή δύναμη άπό τό Κεράτιο καί έφθασε χω­ ρίς άπευκταΐο στή Σικελία, δπου μιά ναυτική μοίρα, μέ άρχηγό τό Μαρκελλίνο, έσπευσε νά καταλάβει τή Σαρδώ (Σαρδηνία) καί άλλη, μέ τόν 'Ηράκλειο, έπλευσε στή Λιβύη. 'Ο ’ίδιος ό Βασιλίσκος μέ τόν κύριο όγκο τής δυνάμεώς του προσέγγισε καί άποβιβάστηκε στό Μερκούριο, γύρω στά 30 μίλια άπό τήν Καρχηδόνα. Οί Βάνδαλοι είχαν ξανακτίσει τήν κατεστραμμένη άπό τούς Ρωμαίους Καρχηδόνα καί τήν είχαν κάμει πρωτεύουσά τους. Τρομοκρα­ τημένοι τώρα άπό τίς πρώτες έπιτυχίες τών Βυζαν­ τινών (στή Σαρδηνία καί τήν Αφρική), ζήτησαν μιά πενθήμερη άνακωχή, γιά νά ετοιμάσουν τά δσα τούς ζητούσε ό Βασιλίσκος — τήν όποια καί έλα­ βαν. 'Ο Βασιλίσκος δμως δέν έλαβε τό παραμικρό μέτρο προνοίας καί δέν τοποθέτησε πρόσκοπα πλοία στόν άνοικτο δρμο, δπου είχε άγκυροβολήσει ό στόλος του. Έν τώ μεταξύ ό Γιζέριχος συμπλήρωνε πυρετι­ κά τίς ετοιμασίες του. ’Εξόπλισε πολλά πλοία, άπό τά όποια 70 πυρπολικά καί τό μεσονύκτιο, τήν ώρα πού ό βυζαντινός στόλος έσάλευε άμέριμνος στίς άγκυρές του, έμπρός άπ’ τό Μερκούριο, έπιτέθηκαν οί Βάνδαλοι. Ρυμούλκησαν κενά τά πυρφόρα πλοία σέ θέση προσήνεμη πρός τό στόλο τοΰ Βασιλίσκου (γνώριζαν καλά τούς τοπικούς άνέμους) καί, άφοΰ τά ετοίμασαν καί τούς έβαλαν φωτιά, τά άφησαν νά

12

πλεύσουν μέ κολπωμένα τά ιστία. Προκάλεσαν με­ γάλη ταραχή καί έκαψαν πολλά πλοία τοΰ Βυζαν­ τίου. ’Ιδού τί γράφει, γιά τήν καταστροφή αύτή τοΰ βυζαντινού στόλου, ό Προκόπιος (άνθ. 1): ... (οί Βάνδαλοι) ώς δέ άγχοΰ έγένοντο, πΰρ έν τοϊς πλοίοις ένθέμενοι, ά δή αύτοί έφέλκοντες ήγον, κεκολπωμένων αύτοϊς τών Ιστίων, άφήκαν έπί τό 'Ρωμαίων στρατόπεδον. άτε δέ πλήθους δντος ενταύθα νεών, οπη τά πλοϊα ταΰτα προσπίπτοιεν, έκαιόν τε ραδίως. Καί πάλι ό Βασιλίσκος δέν έλαβε κανένα μέτρο γιά τήν προστασία τοΰ στόλου του καί τήν άλλη μέρα τό πρωί ό Γιζέριχος έφόρμησε μέ τά έξοπλισμένα πλοία του, πολλά εχθρικά του πλοία βύθισε, άλλα κυρίευσε καί άνάγκασε τά υπόλοιπα νά φύγουν πρός τό πέλαγος. 'Ο ύπαρχηγός τοΰ στόλου ’Ιωάν­ νης, βλέποντας τήν καταστροφή καί, φιλότιμος καθώς ήταν, έπεσε μέ τή βαριά πανοπλία του στή θάλασσα καί αύτοκτόνησε, άφοΰ πριν έπολέμησε γενναία. Σχετικά μέ τή διαγωγή τοΰ Βασιλίσκου, στήν άγνοια καί άνικανότητά του προσθέτουν οί χρονο­ γράφοι καί δυό άλλες πιθανές αιτίες. Μιά, τήν εισή­ γηση τοΰ ’Άσπαρ, πού άπευχόταν τήν επιτυχία τής έπιχειρήσεως, ή οποία θά δυνάμωνε τόν αύτοκρά­ τορα Λέοντα στό θρόνο. Τήν άλλη, δτι ό Βασιλί­ σκος δωροδοκήθηκε άπό τόν Γιζέριχο, μέ άφθονο χρυσίο. Τό άναφέρει ό Μανασσής μέ τούς στίχους (2928-2934), πολλω φαρμακευθείς χρυσίω έβλεψε πρώτος είς φυγήν κατά τάς υποσχέσεις, κάντεΰθεν άνετράπησαν τά πράγματα Ρωμαίοις (άνθ. 2). ’Έτσι μέ τήν Συνθήκη ειρήνης (τοΰ 471) ή Σαρ­ δηνία καί ή Λιβύη ξανάπεσαν στά χέρια τοΰ Γιζερίχου, τόν όποιο κανείς πλέον δέν έτόλμησε νά προσ­ βάλει. Τά περισσότερα άπό τά καράβια τής μεγάλης έκστρατείας χάθηκαν καί λίγα γύρισαν στή βασι­ λεύουσα, σέ κακήν κατάσταση. "Ηταν ή πρώτη μεγάλη άρμάδα, κατά τόν καθηγητή Κ. Άμαντο, πού συγκρότησε τό Βυζάντιο στή μακρά του ιστορία, κι ή άρμάδα αύτή είχε θλιβερά τύχη. 'Ο Βασιλίσκος δμως καί οί άλλοι αίτιοι τής καταστρο­ φής ξαναγύρισαν στήν Πόλη, δπου ό Βασιλίσκος άρχικά μέν κατέφυγε στό ιερό τής Αγίας Σοφίας, γιά ν’ άποφύγει τή σύλληψη, άργότερα δέ πέτυχε, μέ τή μεσολάβηση τής άδελφής του νά μή τιμω­ ρηθεί. Καί μέ τόν καιρό — γιατί δχι; — τόλμησε νά διεκδικήσει τό θρόνο. Τό Λέοντα διαδέχθηκε ό Ζήνων (474-491) καί τούτον ό Αναστάσιος (491-518), χρηστός βασιλιάς. Τήν έποχή του τό βυζαντινό κράτος έκτεινόταν σ’ δλη τή βαλκανική χερσόνησο, νοτίως τοΰ Δουνάβεως, μέ τή Μακεδονία, τήν Ελλάδα καί τά νησιά, τή Μ. Άσία, τή Συρία, τήν Αίγυπτο καί τήν Κυρη­ ναϊκή. Στή Δύση οί Βάνδαλοι κατείχαν τίς δυτικές άκτές τής Β. Αφρικής, τίς Βαλεαρίδες, τή Σαρδη-

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΑΝΟΥ

νία καί τήν Κορσική καί οί Όστρογότθοι τήν ιταλι­ κή χερσόνησο. Έναντίον αύτών τών Όστρογότθων τής ’Ιτα­ λίας επιχείρησε ό ’Αναστάσιος μιά ύπερπόντια στρατεία, μέ στόλο άπό έκατό δρόμωνες καί άλλα τόσα μεταγωγικά καί μέ 500 πεζούς. ’Αρχηγούς τοποθέτησε τό Ρωμανό, δομέστικο τών Σχολών (άρ­ χηγό τοΰ στρατού) καί τό Ρουστίκο κόμητα τών Σχολών, ύπαρχηγό δηλαδή τής βασιλικής φρουράς. Πενιχρά πρέπει νά ήταν τά άποτελέσματα αύτής τής εκστρατείας, άφοΰ μόνο μιά επιδρομή στόν Τάραντα έγγράφεται στό ενεργητικό της. 'Η βασιλεία δμως τοΰ ’Αναστασίου σημαδεύε­ ται άπό μιά μεγάλη στάση, τή στάση τοΰ Βιταλιανοΰ. 'Ο Βιταλιανός ήταν στρατηγός άπό τή Μοισία (Βουλγαρία), ό όποιος μέ θρησκευτικά προσχή­ ματα έπανεστάτησε κατά τοΰ Βασιλέως. Σχημάτισε ισχυρό στρατό άπό θύννους καί ένεργοΰσε επι­ δρομές στά βυζαντινά εδάφη άπό τήν ξηρά καί τή θάλασσα. ’Αφοΰ νίκησε τούς στρατηγούς Κύ­ ριλλο καί Ύπάτιο, πού έστειλε έναντίον του ό

αύτοκράτορας, κυρίευσε διάφορες πόλεις στόν Εΰξεινο καί έπιχείρησε νά καταλάβει τήν Κωνσταντι­ νούπολη άπό τή θάλασσα. 'Ο ’Αναστάσιος έστειλε ναυτική δύναμη μέ άρ­ χηγό τό Μαρίνο, πού — μολονότι μή ναυτικός — τούς νίκησε χρησιμοποιώντας μιά έμπρηστική ύλη, τήν όποια έπινόησε ό ’Αθηναίος σοφός Πρόκλος. 'Ορισμένοι συγγραφείς ύποστήριξαν πώς ή ύλη αύτή ήταν ένα είδος ύγροΰ πυρός ή, τό λιγό­ τερο, πρόδρομός του. Κατά τόν Ζωναρα δμως (άνθ. 3) ό Πρόκλος, πού ήταν μαθηματικός καί είχε μελε­ τήσει τίς έπινοήσεις τοΰ ’Αρχιμήδη, έγκατέστησε πάνω στά τείχη μεγάλα πυρφόρα κάτοπτρα, μέ τά όποια συγκέντρωνε καί έστρεφε τίς ήλιακές άκτίνες έναντίον τών έχθρικών πλοίων. Καί μέ αύτό τόν τρόπο τά πυρπόλησε. Μέ τήν Ίδια μέθοδο είχε πυρπολήσει ό ’Αρχιμήδης τά έχθρικά πλοία, δταν οί Ρωμαίοι πολιορκοΰσαν τίς Συρακούσες (τό 213212 π.Χ.). ’Αξιομνημόνευτη είναι ή έποχή τοΰ Ίουστινιανοΰ γιά τίς ύπερπόντιες έκστρατεΐες του. ' Η πρώτη

13

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

Συγκέντρωσε λοιπόν ό ’Ιουστινιανός μεγάλο στόλο από 500 μεταφορικά καί 92 πολεμικούς δρό­ μωνες καταφράκτους, δηλαδή μέ κατάστρωμα καί μιά σειρά κωπηλατών (μονήρεις). Τά μεταφορικά ήταν 120-200 τόννων. Έπέβαινανσ’ αύτόν τό στόλο 11 χιλιάδες πεζοί, οί καλύτεροι, 5 χιλιάδες ιππείς καί 22 χιλιάδες ναύτες. Τά πληρώματα καί οί στρα­ τιώτες ήταν άπό τήν ’Ιωνία, τήν Κιλικία καί τήν Αίγυπτο κι οί κωπηλάτες στούς δρόμωνες, άπό τήν Κωνσταντινούπολη καί τά περίχωρά της, όνομαστοί γιά τήν άντοχή καί τήν δεξιότητά τους. 'Ο Καλώνυμος, "Ελληνας άπό τήν ’Αλεξάνδρεια, ήταν ναύαρχός τους (άνθ. 4). Τή γενική άρχηγία άνέθεσε ό ’Ιουστινιανός στό Βελισσάριο, στρατηγόν άπό τούς πιό ικανούς πού γνώρισε τό Βυζάντιο. Γραμματεύς τοϋ Βελισσαρίου ήταν ό ιστορικός Προκό­ πιος, πού άνιστόρησε τήν έκστρατεία αύτή στό βι­ βλίο του γιά τόν πόλεμο τών Βανδάλων (De Bello Vandalico).

’Ιουστινιανός, ό μεγάλος αύτοκράτορας, σέ μωσαϊκό τής Ρα­ βέννας. Στήν εποχή του αξιόλογο ναυτικό δέν είχε δημιουργηθεϊ. Έν τούτοις επέβαλε τήν ισχύ τοΰ ‘Ιμπέριουμ, υπερ­ πόντια, στούς Βανδάλους τής ‘Αφρικής καί τούς Γότθους τής ’Ιταλίας.

απ’ αύτές έγινε τό 533, όταν θέλησε νά κτυπήσει τούς Βανδάλους τής ’Αφρικής, οί όποιοι, μετά τή νίκη τού Γιζερίχου, είχαν γίνει σωστή μάστιγα στήν κεντρική καί τή δυτική Μεσόγειο. "Οπως άλλοτε οί Καρχηδόνιοι, οί Βάνδαλοι δέν προσπάθησαν νά επεκτείνουν τή θαλασσοκρατία τους στήν ’Ανα­ τολή, γι’ αύτό δμως δέν ήταν λιγότερο έπικίνδυνοι.

14

Παρενθετικά πρέπει νά σημειώσουμε τό δυνα­ μισμό τών βυζαντινών ναυπηγείων, χάρη στόν ό­ ποιο δέν πρέπει νά συνάντησε καί μεγάλη δυσκολία ό ’Ιουστινιανός νά συγκεντρώσει τά 500 φορτηγά πλοία. Χωρίς άλλο θά βρήκε καί έτοιμα πλοία σέ χέρια ιδιωτών, τά όποια καί θά έπίταξε. Οί Βυζαντινοί ήξεραν νά συνδυάζουν τήν ισχύ μέ τήν μεγαλοπρέπεια. Παρατάχθηκε ολόκληρη ή δύναμη τοϋ Βελισσαρίου στόν Κεράτιο, έτοιμη, τίς πρώτες ήμέρες τοΰ ’Ιουνίου. 'O πατριάρχης Έπιφάνιος έμπήκε στή ναυαρχίδα καί ευλόγησε τή στρα­ τιά, τής ξηράς καί τής θάλασσας. "Υστερα τά πλοία παρήλασαν κάτω άπό τά βασιλικά άνάκτορα καί βγήκαν στήν Προποντίδα, μέ τίς επευφημίες τοΰ πλήθους. Προέπλεαν, γιά οδηγοί, τρεις δρόμωνες μέ ερυθρά τά ιστία καί έρυθρά φανάρια στήν πρύμη (άνθ. 5). Βγαίνοντας στό Αιγαίο, τά καράβια τοΰ Βελισσαρίου, συνάντησαν τρικυμία, κατάφεραν δμως νά τήν περάσουν χωρίς ζημίες καί, παρακάμπτοντας τό Μαλέα, νά μποΰν στό Ίόνιο. ’Εκεί χρειάστηκε νά ποδίσουν στή Μεθώνη, γιά ν’ άνανεώσουν τήν προμήθεια τοΰ διπυρίτη (τής γαλέτας), πού είχε σκουληκιάσει καί προκάλεσε άρρώστιες στά πλη­ ρώματα. ’Επεισόδιο χαρακτηριστικό στήν προϊ­ στορία τής διοικητικής μερίμνης. Αίτιος σ’ αύτό ήταν δ αύλικός καί επιφανής άζιωματοΰχος ’Ιωάν­ νης Καππαδόκης, ύπαρχος (διευθυντής επιμελη­ τείας) τοΰ στόλου, ό όποιος γιά νά αίσχροκερδήσει έδωσε λιγότερο άλεύρι καί λιγότερα ξύλα καί διέταξε νά μή ψηθεί καλά ό διπυρίτης, γιά νά ζυ­ γίζει περισσότερο. Μετά τή Μεθώνη προσέγγισε ό Βελισσάριος στή Ζάκυνθο, δπου πήρε άφθονο νερό καί συνε­ χίζοντας τό ταξίδι του έφθασε μετά άπό δεκαπέντε

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

Διαδρομή του στόλου τοΰ Βελισσαρίου κατά τόν πόλεμο τών Βανδάλων.

ημέρες στήν Κατάνη τής Σικελίας. Έκεί έμαθε άπό άνδρα πού είχε φύγει τρεις ήμέρες πριν άπό τήν Καρχηδόνα, πώς ό Γελίμερος, βασιλιάς τών Βαν­ δάλων, βρισκόταν έκεΐνες τίς ήμέρες στά ένδότερα τής ’Αφρικής. Τοΰτο τόν βοήθησε νά άποβιβάσει τό στρατό του στήν ’Αφρική, σέ χώρο άφύλακτο, πού άποκαλεΐτο βραχώδης άκρα καί άπεΐχε πέντε ήμερών δρόμο άπό τήν Καρχηδόνα.

'0 Ιουστινιανός σέ νόμισμα τής εποχής του.

'Η πορεία πρός τήν Καρχηδόνα έγινε μέ φρό­ νηση καί τέχνη, άφοΰ ό στρατός έβάδιζε κοντά στήν άκτή, τά ελαφρά τάγματα όδευαν άκροβολισμένα στίς κοντινές λοφοσειρές καί άκολουθοΰσε ό στό­ λος, παραπλέοντας τήν ’ίδια άκτή. Ό Γελίμερος βρέθηκε τότε σέ δύσκολη θέση, έν τούτοις έδωσε δύο σκληρές μάχες, τίς όποιες έχασε καί έπεσε αιχ­ μάλωτος στά χέρια τοΰ Βελισσαρίου. Τό κράτος τών Βανδάλων στή Βόρειο ’Αφρική καταλύθηκε. Σ’ αύτό δμως ή βοήθεια τοΰ βυζαντινοΰ στόλου ήταν πολύ μικρή, μολονότι σ’ ορισμένες περιπτώ­ σεις θά μποροΰσε νά είναι μεγαλύτερη. Μόνη ’ίσως συμμετοχή του, κατά νεώτερο ιστορικό, ήταν δτι, μετά τήν κατάληψη τής Καρχηδόνος, άπεβίβασε τούς ναΰτες του στήν πανηγυρίζουσα πόλη, γιά νά

λάβουν κι αύτοί μέρος στόν εορτασμό, γιά τόν ό­ ποιο δέν είχαν συμβάλει. Νέα έκστρατεία πραγματοποίησε ό ’Ιουστινια­ νός τό 537 στήν κεντρική Μεσόγειο, μέ ισχυρή ναυ­ τική δύναμη, πού οδήγησε ό Βελισσάριος, γιά νά άπαλλάξει τήν ’Ιταλία καί τή Σικελία άπό τούς Γότθους. Στήν πόλη Πάνορμο (σημερ. Παλέρμο), τήν όποια πολιόρκησε άπό τή θάλασσα, συνάντη­ σε μεγάλη άντίσταση, άλλά τελικά τήν κατέλαβε. Χαρακτηριστικό αύτής τής περιόδου είναι δτι κα­ τά τίς πολιορκίες ναυτικών πόλεων, σπάνια ό στό­ λος συμμετέχει ένεργά στίς έπιχειρήσεις. Τό είδα­ με στήν Καρχηδόνα, δπου έλαβε μόνο μέρος στόν πανηγυρισμό. ’Εδώ στήν Πάνορμο, τό 537, δπου τό λιμάνι ήταν έξω άπό τίς οχυρώσεις, ό Βελισσάριος τοποθέτησε μικρές έξέδρες ή θωράκια στούς ιστούς τών πλοίων του, πού ήταν ψηλότεροι άπό τά τείχη τής πόλεως. ’Από τίς έξέδρες αύτές οί καταπέλτες καί οί τοξότες έριχναν μιά καταιγιστική, δπως θά λέγαμε σήμερα, βολή, πού φάνηκε άπροσμάχητη. Χρειάστηκε έπειτα νά σπεύσει ό Βελισσάριος πρός βοήθεια τής Ρώμης, τήν όποια πολιορκοΰσαν οί Γότθοι, πού έφραξαν τόν Τίβερη, γιά νά έμποδίσουν τήν είσοδο σιταγωγών πλοίων. Ό Βελισσάριος κατόρθωσε νά εΐσπλεύσει στό λιμάνι, πού είναι στίς έκβολές τοΰ ποταμοΰ καί λέγεται λιμένας τοΰ Κλαυδίου καί άποφάσισε ν’ άνέβει τόν ποταμό, σπά­ ζοντας τό φράγμα. "Ενωσε γι’ αύτό δυό γερά σκά­ φη καί έστησε πάνω τους πύργο, ψηλότερο άπό τούς πύργους μέ τούς όποιους οί Γότθοι τό υπεράσπιζαν. Επιτέθηκε τότε καί μέ τόν ύπόλοιπο στόλο έναντίον τους, κυρίεψε καί έκαψε τούς γοτθικούς πύργους καί έμπασε διακόσια πλοιάρια γεμάτα μέ έφόδια. Νικητής, έπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη (De Bello Gothico, II, 7ζ). Γρήγορα δμως.οί Γότθοι σηκώνουν κεφάλι καί κυριαρχούν στό Άδριατικό Πέλαγος. Τά πολεμικά τους καράβια διαδρομοΰν άκατάπαυστα, λεηλα-

15

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

Κρατικοί λειτουργοί καί στρατιώτες τής εποχής τοΰ ’Ιουστι­ νιανού. Οί «στρατιώτες τής θαλάσσης» δέν έχουν άκόμη προ­ χωρήσει στό προσκήνιο τής ιστορίας τοΰ Βυζαντίου.

τώντας τίς άκτές καί κυριεύοντας διάφορα πλοία. ’Αναγκάζεται καί πάλι ό ’Ιουστινιανός νά στείλει, διά θαλάσσης βέβαια, στρατιωτική καί ναυτική δύναμη. ’Αρχηγό της διορίζει τό Μαξιμίνο, ό ό­ ποιος δείχνει αναρμοδιότητα καί αδράνεια. ’Αντί­ θετα πρός τό Μαξιμίνο, ό ύπαρχηγός του Δημήτριος είναι ένεργητικός καί παράτολμος. Εισπλέει στόν κόλπο τής Νεαπόλεως, πού τόν πολιορκούν οί Γότθοι, μέ άρχηγό τόν Τολτίλα καί μάχεται μέ πολύ ανώτερες δυνάμεις. Συντρίβεται λοιπόν άπό τούς Γότθους καί τή συντριβή του τήν άποτελειώνει ή τρικυμία. Πολλά άπό τά βυζαντινά καράβια ρίχνονται στήν ξηρά καί καταστρέφονται κι οί Γότ­ θοι σφάζουν τά πληρώματά τους. "Υστερα άπ’ αύτό οί πολιορκούμενοι στή Νεάπολη παραδίνονται στούς βαρβάρους.

16

Φθάνει τότε άπό τή Βασιλεύουσα ό Βελισσάριος, άλλά τή φορά αύτή δέν φέρνει άποτέλεσμα. Οί Γότθοι, άφοϋ επικρατήσουν στήν ’Ιταλία, ει­ σβάλλουν στό νησί τής Σικελίας μέ στρατηγό τόν Τολτίλα, πού τό όνομά του σημαίνει ’Αθάνατος. ' Ο στρατηγός τών Βυζαντινών Λιβέριος ύφίσταται φο­ βερή ήττα εμπρός στίς Συρακούσες καί άναγκάζεται νά φύγει στή Μάλτα. 'Η κατάσταση γίνεται κρίσιμη (De Bello Gothico, IV, 35). Κατόπιν άπ’ αύτό έστειλε ό ’Ιουστινιανός τό στρατηγό Ναρσή, εύνοΰχο άπό τήν ’Αρμενία. Στό στόλο τοποθετεί άρχηγούς δύο ικανούς άνδρες, τό Βαλέριο καί τόν ’Ιωάννη. 'Ο Τολτίλας μέ έπιδρομές στήν Άδριατική δυσκολεύει τόν άνεφοδιασμό τών Βυζαντινών. Καί μέ 47 πολεμικά έγκαθιστά άποκλεισμό στήν Άνκόνα. Έκεΐ στά άνοικτά τής Άνκόνας γίνεται μιά άπό πιό ορμητικές ναυμαχίες τών χρόνων τοΰ Βυζαντίου. Τά καράβια τών Βυζαντινών είχαν διαταχθεί σέ μιά καί μόνη γραμμή κατά μέτωπο, όπως συνήθιζε νά παρατάσσεται τό κωπήλατο ναυτικό στούς άρχαίους χρόνους. Στά καταστρώματα επικρατεί σιγή καί οί κινήσεις τους γίνονται μέ δεξιότητα μεγάλη καί γρήγορα, όπως άπαιτοΰν οί περιστάσεις. ’Από τό άλλο μέρος οί Γότθοι επιτίθενται μέ άταξία, σάν στίφη. Τόσος είναι ό θόρυβος άπό τίς φωνές τών πληρωμάτων, ώστε νά μή γίνονται άκουστά τά παραγγέλματα. Τό άποτέλεσμα είναι τά πλοία νά συσσωρεύονται σ’ ένα σημείο καί νά γί­ νονται δύσκολοι οί χειρισμοί, άλλα δέ νά άπομακρύνονται άπό τό ζεστό σημείο τής μάχης καί νά μήν είναι σέ θέση νά βοηθήσουν. 'Η νίκη δέν άργεί νά κλίνει πρός τό μέρος, δπου επικρατούν ό συντονισμός καί ή πειθαρχία. Στή νίκη δμως θά συμβάλει κυρίως τό έμβολο, τό όποιο διέθεταν τότε οί δρόμωνες. 'Ο γοτθικός στόλος χάνει δλα του σχεδόν τά πλοία. 'Η ναυμαχία τής Άνκόνα έγινα τό 552 μ.Χ. Μέ τίς επιχειρήσεις, ναυτικές καί στρατιωτι­ κές, στή Δύση ό ’Ιουστινιανός άποκατέστησε τήν κυριαρχία τής Νέας Ρώμης σ’ ολόκληρη τή λεκάνη τής Μεσογείου, μέχρι τό στενό τοΰ Γιβραλτάρ. Άφαίρεσε άπό τούς Βανδάλους τό μεγαλύτερο μέρος τής Βορείου Αφρικής, πού έμεινε στά χέρια τών Βυζαντινών περσότερο άπό ένα καί μισόν αιώνα (533-698 μ.Χ.). Κατέλαβε τήν 'Ισπανία καί σημαν­ τικό χώρο στήν ’Ιταλία καί εξουδετέρωσε τούς Όστρογότθους, σέ σκληρούς αγώνες (535-553). Οί τελευταίες δμως αύτές επιτυχίες ήταν εφήμερες καί τίς έπλήρωσε τό Βυζάντιο μέ τήν εισβολή τών Α­ ράβων καί τών Σλάβων στά Βαλκάνια, στά χρόνια πού άκολούθησαν. Πέρα άπό αύτά έμαθε ό ’Ιουστινιανός μέ τίς εκστρατείες στή Δύση δτι τό ναυτικό ήταν περισσό­ τερο άπό χρήσιμο, άπαραίτητο. Γι’ αύτό, σάν τε-

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ, ΤΟ 550 μ.Χ.

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

2/2

17

Έκταση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί ’Ιουστινιανού (565 μ.Χ.) καί περί τό 1000 μ.Χ.



Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

18

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

λείωσε τήν καταστροφή τών Βανδάλων, έκανε με­ γάλες προσπάθειες γιά τήν ενίσχυσή του. Είχε πε­ ράσει τώρα ή έποχή κατά τήν όποια, γιά νά διαπεραιώσει δέκα μέ δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες άπό τίς ιλλυρικές ακτές στήν ’Ιταλία, χρειάστηκε νά μισθώσει ιδιωτικά πλοία. Συγκρότησε λοιπόν στό­ λους καί στόλους ισχυρούς, όχι μόνο στή Μεσόγειο άλλά καί στή Μαύρη Θάλασσα, δπου κατέστησε πολεμικό λιμάνι τή Χερσώνα. Καί κατέλαβε στήν Ερυθρά Θάλασσα τό λιμάνι τής ’Άιλα (σημερ. Ειλάθ), στό μυχό τοΰ κόλπου τής ’Άκαμπα. ΤΗταν κάτι τό έπιβαλλόμενο. Στόλος καί μάλι­ στα ισχυρός αποτελούσε μέσο καί μέτρον άπαραίτητο γιά τή συνοχή καί ενότητα τής αύτοκρατορίας. Μιας αύτοκρατορίας, πού τά σύνορά της έκτείνονταν άπό τόν Καύκασο μέχρι τίς Στήλες τοΰ Ηρακλέους καί άπό τήν Κριμαία ώς τήν Ερυθρά Θάλασσα. Καί μέσο γιά τήν έπιβίωσή της. Οί μακρές καί ζωτικές άρτηρίες στή θάλασσα έπρεπε νά

προστατευθοΰν άπό κάθε άπειλή, γιά νά μπορεί νά κυλά μέσα άπ’ αύτές άνεμπόδιστα τό έμπόριο καί νά μετακινοΰνται τά μεταγωγικά πλοία, πού μετέ­ φεραν στρατό καί έφόδια στά άπειλούμενα σημεία. "Ενα μεγάλο δμως ναυτικό είναι προϊόν πού χρειάζεται μεγάλη χρονική διεργασία καί καθολι­ κή συμμετοχή. Τά στοιχεία αύτά δέν ήταν τόσο ώριμο τό Βυζάντιο, ώστε νά τά έχει άπό τήν έποχή τοΰ Ίουστινιανοΰ. "Υστερα, δέν έλειπαν οί έπιβουλές άπό τόν περιβάλλοντα κόσμο τών βαρβά­ ρων. Στίς 'Ιστορίες Άγαθία τοΰ Σχολαστικού (άνθ. 6) σημειώνεται τό εξής χαρακτηριστικό περιστατικό στή θάλασσα. Τά έτη 558-559 οί Θύννοι, λαός τουρανικής καταγωγής, πού είχαν ξεκινήσει άπό τήν Κεντρική Άσία, είσέδυσαν άπό τό Δούναβη στή Θρακική Χερσόνησο καί άφοΰ ναυπήγησαν έκατόν πενήντα καλαμόπλεκτες σχεδίες, μέ πλήρωμα άπό τέσσαρες άνδρες ή καθεμία, τίς έριξαν στή θάλασ­

19

Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα

σα καί επιχείρησαν νά παραπλεύσουν λαθραία τό θαλασσινό τείχος τής Κωνσταντινουπόλεως καί νά περάσουν στήν Προποντίδα. Προσέκρουσαν δμως σέ μιά ομάδα άπό 20 επακτρίδες, δηλαδή άκταιωρούς τοϋ Βυζαντίου, μέ διοικητή τόν ’ίδιο τό δρουγγάριο (ναύαρχο) Γερμανό, ό όποιος κατεβύθισε αύ­ τανδρα δλα αύτά τά βαρβαρικά ναυπηγήματα. Τό μεγάλο βασιλέα ’Ιουστινιανό (527-565) δια­ δέχθηκαν βασιλείς μέ μικρό άνάστημα: ’Ιουστίνος Β' ό νεώτερος (565-578), Τιβέριος Β' (578-582), Μαυρίκιος (582-602) καί Φωκάς (602-610). ’ Απ’ αύ­ τούς ξεχώρισε ό Μαυρίκιος, ό μόνος ικανός. Τήν έποχή τοϋ ’Ιουστίνου δροϋσαν άκόμη οί ’Άβαροι, βάρβαρος λαός, μογγολικής καταγωγής. 'Ύστερα, τήν έποχή τοΰ Τιβερίου ήρθαν οί Σλάβοι, μιά φυλή νομαδική, πού ξεκίνησε άπό τή ΒΔ Ρωσία καί κατέβηκε στά νότια, μέχρι τίς βόρειες δχθες τοΰ Σάβου καί τοΰ Δούναβη. 'Ο Τιβέριος, καθώς δέν είχε στρατιωτικές δυνά­ μεις στήν περιοχή εκείνη, πού ονομαζόταν ’Ιλλυ­ ρικόν, άνέθεσε στόν άρχηγό τών Άβάρων, Baia­ vo, τήν έκδίωξή τους. Τοΰ έδωσε όλκάδας μακράς

20

(φορτηγά ποταμόπλοια), κατά τόν ιστορικό τής ε­ ποχής Μένανδρο, γιά τή μεταφορά 60 χιλιάδων θω­ ρακοφόρων καί έτσι οί Σλάβοι άπωθήθηκαν πέρα άπό τό Σάβο καί τό Δούναβη. Τά άβαρικά στρα­ τεύματα πέρασαν τά δυό ποτάμια πάνω σέ πλωτή γέφυρα, κατασκευασμένη μέ άμφίπρωρες νήες. Δη­ λαδή μέ πλοία πού είχαν ομοιόμορφη — αιχμηρή — τήν πλώρη καί τήν πρύμη. Οί ’Άβαροι δμως μετ’ ολίγο έγκατέλειψαν τούς Βυζαντινούς καί συμμάχησαν μέ τούς Σλάβους, οί όποιοι ξεχύθηκαν στίς εύφορες πεδιάδες τοΰ Ίλλυρικοΰ, στά νότια τών δύο μεγάλων ποταμιών. Οί Σλάβοι άνέλαβαν τότε έντονη πειρατική δράση στή θάλασσα: ήδη άπό τό 578 μ.Χ. ξάφριζαν τίς άκτές τής Δαλματίας καί τής 'Ελλάδος, εισχωρούσαν στό εσωτερικό τής χώρας, παρέβλαπταν τόν άνεφοδιασμό τής πρωτεύουσας καί κατελάμβαναν τίς ακτές τής Πελοποννήσου. Καί δέν υπήρχε βυζαντι­ νό ναυτικό ικανό νά τούς εμποδίσει. Οί Βυζαντι­ νοί τούς περιόρισαν καί σέ μερικές περιπτώσεις τούς συνέτριψαν, τούτο δμως έγινε στήν ξηρά καί δχι στή θάλασσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ eO δρόμος πρός τήν κορυφή

L Τήν εποχή τοϋ Ηρακλείου Τό βυζαντινό στόλο τόν βλέπομε νά εμφανίζε­ ται στή στάση, πού έξερράγη στήν πρωτεύουσα, τό 610 μ.Χ·, εναντίον τοΰ Φωκά (602-610) καί τήν ο­ ποία υποβοήθησε κατά θάλασσα ό γιός τοΰ καίσαρος (ή έξάρχου) Καρχηδόνος, 'Ηράκλειος. 'Ο 'Ηράκλειος ξεκίνησε από τήν ’Αφρική μέ στόλο πού τόν άποτελοΰσαν κυρίως εμπορικά πλοία καί μπόρεσε νά κάμει τή διαδρομή μέχρι τήν ’Άβυδο καί άπό κεΐ στήν Προποντίδα, χωρίς νά συναντή­ σει στό ταξίδι του οΰτε ένα δρόμωνα τοΰ αύτοκράτορος. Τήν τελευταία ώρα, όταν ήδη ό 'Ηράκλειος βρισκόταν στήν Προποντίδα, κοντά στήν Πόλη, ό Φωκάς έπίταξε καί εξόπλισε όλα τά διαθέσιμα πλοία, ό στόλος δμως αύτός πού είχε συγκροτηθεί τόσον πρόχειρα δέν μπόρεσε νά εμποδίσει τόν 'Η­ ράκλειο νά παραβιάσει τήν είσοδο στό λιμάνι τών Σοφιών. Καί νά γίνει αύτοκράτορας — βασιλεύον­ τας περσότερο άπό τριάντα χρόνια (610-641 μ.Χ.). Λογαριάζεται ό 'Ηράκλειος θεμελιωτής τοΰ Με­ σαιωνικού 'Ελληνισμοΰ καί ή βασιλεία του στάθη­ κε ορόσημο στήν ιστορική πορεία τοΰ Βυζαντίου. ’Άν σταθοΰμε στό ορόσημο αύτό, τί θά μάς δείξει μιά πλατιά ματιά στόν τότε βυζαντινό χώρο; ’Αρχές τοΰ 7ου αίώνος τό Βυζάντιο είναι κατα­ πονημένο άπό τούς άγώνες εναντίον τών Περσών στήν ’Ανατολή, αντιμετωπίζει καινούριες έπιθέσεις τών Όστρογότθων στήν ’Ιταλία καί παλεύει μέ τούς βαρβάρους, πού εισβάλλουν άπό τό Δού­ ναβη στίς βαλκανικές έπαρχίες του. Διαθέτει δμως μιά άπέραντη θαλασσινή αύτοκρατορία, πού άπλώνεται άπό τά βάθη τοΰ Εύξείνου Πόντου, μέχρι κάτω τό Σουέζ καί μέχρι πέρα τό Γιβραλτάρ. - 'Ο αύτοκράτωρ τής Κωνσταντινουπόλεως είναι κυρίαρχος σ ’ όλες τίς θάλασσες, μέχρι τίς Στήλες τοϋ 'Ηρακλέους, θά γράψει άργότερα στό Περί Θεμάτων έργο του, Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος (912959). Γιά τούς λαούς τής αύτοκρατορίας, πού είναι έγκατεστημένοι γύρω τους, άποτελοΰν οί θάλασσες αύτές μέσο έπικοινωνίας, άρτηρία έμπορική γόνι­

μη σέ πλούτο καί στοιχείο πού τούς ενώνει, άντί νά τούς χωρίζει. 'Όσον δμως χρόνο τό Βυζάντιο ελέγχει τή Με­ σόγειο καί τόν Εΰξεινο Πόντο, γεγονός πού χαρα­ κτηρίζει τίς περιόδους ειρήνης στή θάλασσα, τό πολεμικό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου έρχεται σέ δεύ­ τερη μοίρα καί παίρνει τό προβάδισμα ή έμπορική ναυτιλία. Οί θάλασσες διασχίζονται άπό εμπορικά καράβια, πού εξασφαλίζουν τίς διεθνείς τής εποχής έκείνης ανταλλαγές, μέ βάσεις τούς μεγάλους λι­ μένες τής αύτοκρατορίας. Ό πολεμικός στόλος υπηρετεί ούσιαστικά τό θαλάσσιο εμπόριο καί άρκεΐται στό ρόλο τοΰ νά άστυνομεύει τίς θάλασ­ σες: έξασφαλίζει δηλαδή τόν έλεγχο τής ναυσι­ πλοΐας καί προστατεύει τίς επίσημες μεταφορές. Παρατηρούμε εξάλλου τήν περίοδο αύτή στή ναυτιλία καί τό θαλάσσιο έμπόριο, μιά μεταβολή, πού σχετίζεται άμεσα μέ τόν γενικότερο χαρακτή­ ρα καί τήν υφή τοΰ άνατολικοΰ κράτους. ’Επικρα­ τεί βαθμιαία ή ελληνική γλώσσα στήν ονοματολο­ γία καί τούς ναυτικούς δρους, στά παραγγέλματα κλπ, μέ πολλές λέξεις δμως καί ρίζες παρμένες άπό τή λατινική. Τοΰτο γίνεται γιατί τό έμπόριο καί ή ναυτιλία βρίσκεται άπό τούς πρώτους κιόλας αιώ­ νες τής βυζαντινής αύτοκρατορίας στά χέρια 'Ελ­ λήνων καί έξελληνισθέντων ή έλληνομαθών τέλος έμπορων καί ναυτικών, οί όποιοι κατοικοΰν στά μεγάλα λιμάνια καί τά έμπορικά κέντρα, καθώς καί στά παράλια τής Μ. ’Ασίας, τής Συρίας καί τής Αίγύπτου. Τά πρώτα χρόνια τής βασιλείας τοΰ 'Ηρακλείου γίνεται ή σοβαρότερη πολιορκία τής Θεσσαλονί­ κης, δχι μόνο άπό τήν ξηρά άλλά καί άπό τή θά­ λασσα. Χρησιμοποίησαν γι’ αύτό οί Σλάβοι γλυ­ πτές νήες (κατά τήν έκφραση τοΰ Θεοφάνους), πού δέν πρέπει νά ήταν άλλο άπό μονόξυλα, μέ τά όποια, έκτος τοΰ δτι άπέκλεισαν τήν πόλη τής Θεσσαλονί­ κης, ένεργοΰσαν καί έπιδρομές στό Θερμαϊκό Κόλ­ πο καί τά παράλιά του. 'Η δράση αύτή, πού έγινε γύρω στό 612 μ.Χ., έδειξε τήν άνυπαρξία ή, έπιεικέστερα, τήν άνεπάρκεια τοΰ βυζαντινοΰ στόλου. Ό κίνδυνος δμως, μεγάλος καί άπειλητικός, έρ21

Μικρασιατικά Θέματα μέχρι τοΰ τέλους τοΰ 9ου αιώνα.

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

22

'0 δρόμος πρός τήν κορυφή

Pa^onrd

A ^_X.LQ[JÌOÌ

AllLClLE^H

%

AtetJltas

, Ανΐώ^Ρ1-5 ί11^5

Δ^ρρ“χι Nid-noJi. s

X Àxpis Ο ’}* Ο

Ύ

' ! 1

"Snùn

VccfftOpUi·

Ζ* —* ’CSiO-tra.



/ I % ^Ζφ \ "£

θεσσα.

\SpO0S Μ. ΙΜΒ

Φ ΛΙΜΝ01

hnu.nZpcAs'1> Ν ΛΕΙ6

lì ÙJ

Ν. KiYJC-ftì

Ν.ΕΥΒΟΙΑ.

\\ν -εκγροι.

Ο

Ν. ΧΙΟΣ

,

Η. ΧεώΠΛΛΜΝΙΒ. ΛΟ

^\JCaaau«. Ν. ZflJcYWÓDl

JkoplV

Κ?Ί^ ΑΝΙΡοΙ

"^Ί

Σ Up CL LL0UOOCL

MaórvAcov

^Ν. ktn ^h/.JéYBNOI

Ήα^οε

Ν. ΠΛΡΟΣ^

-Mcfìwvti

ΘΕΜΑ

(Ν. NR2OI

MovefieouTui. £7ν. μΗΛοϊ

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Μ .

ν-ΎΒΗΡα Ν. ΡΟΔΟΣ

ΠΌΥΉ

Ζαχυ^ηνοϋ , Δ . Βυζαντινή

‘Ιστορία

324 - 1071

Θέματα τής Δύσεως μέχρι τέλους του 9ου αιώνα.

χεται άπό τούς Πέρσες μέ τόν καινούριο βασιλέα Χοσρόη Β', ό όποιος κατέλαβε τήν ’Αντιόχεια, τή Δαμασκό, τό 614 καί τήν ’Αλεξάνδρεια, τό έτος 618 ή 619. Τόν ϊδιο καιρό έκστρατεύει έναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως ό ήγεμόνας τών ’ Αβαρών Χαγάνος. Σ’ αύτή τή δύσκολη περίσταση πήρε ό Ηράκλειος, μέ τή συγκατάθεση τοϋ πατριάρχη Σέρ­ γιου, τά χρυσά καί αργυρά σκεύη τών εκκλησιών καί συγκέντρωσε σημαντικό ποσόν μέ τήν απονομή τίτλων καί άξιωμάτων, τό καθέν άπ’ τά όποια πλη­ ρωνόταν μέ ορισμένα χρήματα. 'Ο 'Ηράκλειος ξεκίνησε τόν ’Απρίλιο τοϋ 622 μ.Χ. άπό τήν πρωτεύουσα, μετά άπό κατανυκτική τελετή καί μέσα στή γενική συγκίνηση. Μετέφερε τό στρατό του μέ στόλο μέσα άπό τό Βόσπορο καί, παραπλέοντας τά νότια παράλια τοΰ Εύξείνου Πόν­

του, τόν άποβίβασε σέ μεγάλο βάθος, πίσω άπό τά νώτα τοΰ περσικοΰ στρατοΰ, πού βρισκόταν στή Χρυσόπολη (τό Σκούταρι). Καί τόν ένίκησε. "Υστερα άπό λίγα χρόνια συνεννοοΰνται καί πάλι οί ’Άβαροι μέ τούς Πέρσες καί έπέρχονται έναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως, τή φορά αύτή άπό τή θά­ λασσα. ’Έχουν πλήθος μονόξυλα καί έλαφρά σκά­ φη. Στά τείχη μάχονται ήρωικά οί υπερασπιστές τής πόλεως, μέ τήν έμψύχωση τοΰ πατριάρχη. Στή θάλασσα έπεμβαίνουν άποφασιστικά 70 δρόμωνες καί, ματαιώνοντας τή συνένωση τών Περσών καί τών Άβάρων, διασκορπίζουν τά έχθρικά πλοιά­ ρια. Τοΰτο έγκαρδιώνει τούς μαχητές τής ξηράς, οί όποιοι έκδιώκουν τούς έπιδρομεΐς. Στρατός έτσι καί στόλος άναγκάζουν τούς βαρβάρους νά λύσουν τήν πολιορκία. 23

Ή

24 κατά Θέματα διαίρεση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

Καθώς ή δράση του βυζαντινού στόλου γίνεται στόν Κεράτιο Κόλπο, έμπρός άπό τήν εκκλησία τής Θεοτόκου τών Βλαχερνών, όλοι — λαός καί μαχητές — αποδίδουν τή διάσωση τής Πόλης στήν επέμβαση τής Παναγίας. Τότε, κατά τόν καθηγητή Κ. ’Άμαντο, συντέθηκε ό θαυμαστός ’Ακάθιστος "Υμνος, ένώ ό Ρώσος βυζαντινολόγος Ά. Βασίλιεφ πιστεύει δτι ή ποιητική αύτή δέηση έγινε πολύ άργότερα, τό 860, τόν καιρό πού πολιορκούσαν τήν Πόλη οί Ρώσοι καί πατριάρχης ήταν ό Φώτιος (βιβλ. 47). "Εξι χρόνια πάλεψε ό 'Ηράκλειος μέ τούς Πέρσες, ώσπου ανάγκασε τό βασιλέα Χοσρόη νά υπο­ γράψει μαζί του συνθήκη, μέ τήν οποία παραχωρού­ σε στό Βυζάντιο τή Συρία, τήν Παλαιστίνη καί τήν Αϊγυπτο.

'Ο 'Ηράκλειος δμως δέν ήταν μόνο πολεμιστής άλλά καί οργανωτής, μέ καινοτομίες καί μέτρα, πού επηρέασαν σοβαρά τήν άμυντική προσπάθεια τοΰ Βυζαντίου. Γιά τήν πιό άποτελεσματική διοί­ κηση καί άμυνα τής άπεράντου αύτοκρατορίας του δημιούργησε τά Θέματα, τίς μεγάλες δηλαδή διοι­ κητικές περιφέρειες, πού άποτελοΰσαν ή καθεμιά τους αύτοτελή διοικητική καί στρατιωτική μονάδα. Σέ κάθε Θέμα, τοποθέτησε επικεφαλής ένα στρα­ τηγό, πού ήταν πολιτικός καί στρατιωτικός διοικη­ τής, ύπεύθυνος γιά τή στρατολογία, έκπαίδευση καί χρησιμοποίηση τής τοπικής δυνάμεως, γιά τήν άμυνα τού Θέματος. Γιά τή μετέπειτα οργάνωση τών Θεμάτων διεξο­ δικές μάς δίνει πληροφορίες ό Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος, στό σχετικό έργο του De The­ matibus. Πρώτα Θέματα ήταν τό Άρμενιακόν καί τό ’Ανατολικόν, πού έκάλυπταν τήν άνατολική μεθόριο, άργότερα δέ έπί Κώνσταντος Β ' (642-667) Ιδρύθηκε τό καθαρά ναυτικό Θέμα τών Καραβησιάνων (δηλαδή τών καραβίσιων, τών ναυτών), πού με­ τονομάσθηκε άργότερα, άρχές του 8ου αιώνα, σέ Θέμα τών Κιβυρραιωτών (άπό τήν πόλη Κίβυρρα τής Παμφυλίας, στή Μ. ’Ασία) καί έπαιξε σημαντι­ κό ρόλο στούς ναυτικούς άγώνες τού Βυζαντίου. Ή δημιουργία τών άλλων ναυτικών Θεμάτων συμ­ πληρώθηκε πριν άπό τό τέλος τοΰ 9ου αιώνα καί ό άριθμός καθώς καί τά δρια τους δέν παρέμειναν σταθερά. : Καθιερώνοντας τό θεσμό τών Θεμάτων ό 'Ηρά­ κλειος, είσήγαγε τό σύστημα τής στρατολογίας κατά περιφέρειες καί περιόρισε σημαντικά τή σύν­ θεση τοΰ στρατοΰ άπό μισθοφόρους. Στή βασιλεία του δέ άρχισαν νά μοιράζονται γεωργικές έκτάσεις σέ κατοίκους τών παραμεθορίων περιοχών, τά στρατιωτόπια. Ειδικότερα γιά τά ναυτικά Θέματα ή προι­ κοδότησή τους μέ στρατιωτικά κτήματα (ή στρατιωτόπια) πού ουσιαστικά προορίζονται γιά τή συντή­

ρηση τοΰ στόλου, πρέπει νά έγινε άρχές τοΰ 9ου αιώνα, στό τέλος τής βασιλείας Νικηφόρου Α'. Οί δικαιοΰχοι, πού έπαιρναν τίς έκτάσεις τών στρατιωτοπίων, είχαν είς αντάλλαγμα τήν ύποχρέωση νά συμμετέχουν στήν άμυνα τής περιφερείας τους, ήταν δηλαδή γεωργοί μαζί καί στρατιώτες. Μέ τόν τρόπο αύτό, προστατεύοντας τή γή τους καί τήν εστία τους, προστάτευαν τήν αύτοκρατορία. ΤΗταν τοΰτο, κατά τόν ’Αλέξανδρο Διομήδη, μιά μεγαλοφυής έπινόησις. (Βλ. καί Στρατιωτόπια, Μισθός, Πρόνοια, 5, Ζ-ΙΙ).

II. ’Άραβες: 634-718 μ.Χ. Παρ’ δλα αύτά μικρή ήταν ή ναυτική παρασκευή τοΰ Βυζαντίου καί ό λήθαργος ώς πρός τά ναυτικά θέματα άποτελοΰσε μιά ένδημική κατάσταση. ’Από τό λήθαργο αύτόν έπρόκειτο νά αφυπνίσει τήν αύτοκρατορία ένας καινούριος, μεγάλος κίνδυνος, ό κίνδυνος τών ’Αράβων. Πρέπει στό σημείο αύτό νά άναφέρουμε δτι, πριν άπό τούς ’Άραβες, οί Πέρσες δέν άμφισβήτησαν τό βυζαντινό έλεγχο στή θάλασσα, κατά τό μα­ κράν πόλεμον μέ τούς Βυζαντινούς, τά έτη 604-628. 'Ο ’Άγγλος συγγραφεύς Άρνολντ Τόυνμπη μάς ύπενθυμίζει δτι οί Πέρσες έφθασαν στή βόρεια άκτή τής Συρίας, τό 611, συμπλήρωσαν τήν κατάκτησή της καθώς καί τής Παλαιστίνης στά 613-614, ει­ σέβαλαν στήν Αίγυπτο τό 616 καί κατείχαν τίς άκτές της μέχρι τό 629. Ποτέ δμως δέν άρπαξαν τήν εύκαιρία, δπως θά έκανε κάθε άλλος, νά συγ­ κροτήσουν ισχυρό στόλο στά νερά τής Μεσογείου (βιβλ. 871). Δέν συνέβη δμως τό’ίδιο μέ τούς ’Άραβες. ’Ήδη άπό τό 634 έγινε ή πρώτη έπιδρομή κατά ξηράν τών Αράβων καί τόν έπόμενο χρόνο ό βυζαντινός στρα­ τός νικήθηκε κοντά στόν ποταμό Γιαρμούνα. Ακο­ λούθησε ή κατάληψη τής 'Ιερουσαλήμ άπό τόν καλίφη Όμάρ καί στή συνέχεια (τό 636) τής Συ­ ρίας καί τής Περσίας. Τό 641 οί ’Άραβες κατέλα­ βαν τήν Αλεξάνδρεια. Μέχρι τό 650 είχαν συμπλη­ ρώσει τήν κατάληψη τής Συρίας, Παλαιστίνης, ’Άνω Μεσοποταμίας καί Αίγύπτου. Λίγο πριν, τό 648, ό καλίφης Μωαβιγιά έπέτυχε μέ γοργό ρυθμό, τή συγκρότηση ισχυρού στόλου. Δώδεκα μόλις χρόνια είχαν περάσει άπό τήν κατο­ χή τής Συρίας καί έπτά άπό τήν κατάληψη τής Αλεξάνδρειας. Άπό τήν ώρα έκείνη τό Βυζάντιο έχασε τή άδιαφιλονίκητη κυριαρχία στή θάλασσα, μέ διάλειμμα τά χρόνια 747-827, πού τήν ξανακέρ­ δισε. Καί δταν, τόν 11ο αιώνα, έχασαν οί μουσουλ­ μάνοι μέ τή σειρά τους τή θαλασσοκρατία, αύτή δέν πέρασε στούς Βυζαντινούς άλλά στίς ναυτικές δημοκρατίες τής ’Ιταλίας.

25

'0 δρόμος πρός τήν κορυφή Πώς δμως μπόρεσε νά συγκροτηθεί ό άραβικός στόλος; Καταλαμβάνοντας τίς παράκτιες χώρες, πού άναφέραμε, οί υιοί τής Ερήμου ήρθαν σέ πλατιά έπαφή μέ τή θάλασσα καί δοκίμασαν τήν άκαταμά­ χητη γοητεία της. Βρήκαν έκεΐ δάση μεγάλα, άπό τά όποια έπαιρναν ξυλεία οί προκάτοχοί τους γιά τά πλοία, κατέλαβαν ναυτικές βάσεις καί ναυπηγεία μέ δοκιμασμένους τεχνίτες καί δέσποσαν σέ πλη­ θυσμούς, πού μπορούσαν νά προμηθεύσουν πολυά­ ριθμα καί ικανά πληρώματα. ’Άρχισαν δέ νά άντιλαμβάνονται τή δύναμη, πού δίνει ή θάλασσα σ’ όλους εκείνους, πού γνωρίζουν νά τήν κυβερνούν. Καί δέν χρησιμοποίησαν μόνο τούς τεχνίτες οί ’Άραβες, γιά τή ναυπήγηση τών καραβιών τους. Άπό ένα άραβικό χειρόγραφο τοΰ 1266, πού περι­ έχει τήν ιστορία τών πατριαρχών τής Αλεξάν­ δρειάς, μαθαίνομε τοΰτο τό χαρακτηριστικό. Άπό τήν έποχή τοΰ πατριάρχη Άγάθωνος (7ος αιώνας) χρησιμοποιούντο καί κληρικοί στήν κατασκευή τών άραβικών πλοίων. Καί ό πατριάρχης Μενας, παρά τήν υπόσχεση, πού είχε λάβει νά μήν έχει τήν ’ίδια μεταχείριση, οδηγήθηκε μέ άρκετούς έπισκόπους στό αιγυπτιακό ναυπηγείο τής Φουστάτ, δπου έπί ένα χρόνο οί άτυχοι κληρικοί έργάστηκαν σέ βαριές χειρωνακτικές έργασίες σάν κοινοί εργάτες. Καθόλου λοιπόν περίεργο, ύστερα άπ’ όλα αύ­ τά, άν ό ’Άραβας ήγεμόνας τής Συρίας καί άργό­ τερα καλίφης Μωαβιγιά άρχισε νά ναυπηγεί στό­ λους. Καί μάλιστα εξόπλισε έναν άπό τούς μεγαλύ­ τερους άποβατικούς στόλους, πού μνημονεύει ή ιστορία, άπό 1700 καράβια, εμπορικά καί πολεμι­ κά. Τά έπάνδρωσε μέ εντοπίους ναυτικούς καί ’Ά­ ραβες πολεμιστές καί τό 648 έπέδραμε στό νησί τής Κύπρου, τό όποιον καί λεηλάτησε μέ σκληρότητα. Φεύγοντας, επέβαλε στούς Κυπρίους τήν υποχρέω­ ση νά πληρώνουν έτήσιο φόρο, άπό 7200 χρυσά νομίσματα καί νά ειδοποιούν τό Μωαβιγιά, γιά κά­ θε εμφάνιση πολεμικών πλοίων τοΰ Βυζαντίου. Τό 652 άραβικός στόλος άπό 200 πλοία λεηλά­ τησε τή Σικελία καί τή Ρόδο καί μετ’ ολίγο έκαμε νέα επιδρομή στήν Κύπρο, στήν όποια έγκατέστησε καί μόνιμη φρουρά. Τό 655 κτύπησε τήν Κρήτη. Οί Βυζαντινοί δέν είχαν συναίσθηση τού κιν­ δύνου καί τόν καιρό πού ή άραβική πλημμυρίδα άνέβαινε στήν ’Ανατολή, έκεΐνοι μάχονταν στή Δύση (τήν ’Ιταλία). Τά τελευταία δμως γεγονό­ τα άφύπνισαν τόν αύτοκράτορα Κώνσταντα Β ' (642667), ό όποιος συγκρότησε ισχυρό στόλο άπό πο­ λεμικά καί έμπορικά, μιά μοναδική γιά τήν έποχή της ναυτική δύναμη, τήν οποία τό έτος 654 οδή­ γησε ό ’ίδιος εναντίον τών ’Αράβων. Τούς συνάν­ τησε, τό 655 μ.Χ., κοντά στό άκρωτήριο Φοίνικα τής Λυκίας καί ή σύγκρουση υπήρξε φοβερή. ΤΗταν μιά μεγάλη ναυτική έπιχείρηση. Στήν ιστορία έμεινε μέ τήν ονομασία Μάχη τών 'Ιστών: γιατί ή

26

περιοχή γειτνίαζε μέ δάσος, άπό τό όποιο οί Βυζαν­ τινοί ναυπηγοί έπαιρναν ξυλεία γιά τήν κατασκευή τών ιστών. Στή Μάχη τών 'Ιστών οί ’Άραβες χρησιμο­ ποίησαν μία μέθοδο, πού ευνοούσε τούς στεριανούς πολεμιστές, άλλά αίφνιδίασε τό βυζαντινό στόλο: έδεσαν τά πλοία τους τό ένα μέ τό άλλο μέ γερές άλυσίδες, σέ τρόπο πού νά είναι άδύνατο νά διασπάσει ό έχθρός τή γραμμή τους καί γρήγορα μετέ­ βαλαν τή ναυμαχία σέ πεζομαχία. "Υστερα έσχιζαν τά πανιά καί έκοβαν τά ξάρτια τών έλληνικών πλοίων μέ μακριά κοντάρια, πού κατέληγαν σέ γάντζους (πιθανόν λογχοδρέπανα). Ή καταστροφή τών Βυζαντινών ήταν ολοκληρω­ τική. Μέ 200 πλοία οί ’Άραβες κατέστρεψαν βυ­ ζαντινή δύναμη άπό 700 ώς 1000 πλοία. Μιλούν γι’ αύτή ό Ζωναρας (άνθ. 7) καί ό Συνεχιστής Θεο­ φάνους (άνθ. 8) πού γράφει χαρακτηριστικά πώς ή θάλασσα συγκεράσθηκε μέ τό αίμα τών Ρωμαίων. Ό ’ίδιος δ αύτοκράτορας κινδύνευσε, προσωπικά, μόλις κυκλώθηκε ή άρχηγίδα του άπό τά άραβικά πλοία καί σώθηκε χάρη στήν άφοσίωση ένός άξιωματικοΰ του, πού φόρεσε τά βασιλικά ένδύματα καί δρμησε μέσα στή συμπλοκή, δπου καί έπεσε πολεμώντας τούς ’Άραβες, οί όποιοι τόν έξέλαβαν γιά αύτοκράτορα. 'Ο Κώνστας, φτωχικά ντυμένος, γύρισε στήν Πόλη, δπου έργάστηκε δραστήρια καί, γρήγορα, συγκρότησε καινούριο στόλο, μέ τόν όποιο έπέβαλε ειρήνη στόν Μωαβιγιά, πού τό κρά­ τος του τώρα συντάραζαν έμφύλιες έριδες. 'Ο άγώνας δμως μέ τούς ’Άραβες δέν έτελείωσε, ίσα ’ίσα βρίσκεται στήν άρχή του καί θά φέρει τό Βυζάντιο σέ μιά περίοδο άδιάκοπης άμυνας, ή ό­ ποια, μέ έναλλασσόμενες φάσεις ύποχωρήσεων καί έπεκτάσεων, θά κρατήσει αιώνες. Γιατί οί γιοι τής έρήμου δέν άργησαν νά γίνουν λαός ναυτικός καί μάλιστα άπό τούς πιό ικανούς καί έπίφοβους. Δέν είναι χωρίς σημασία τό σχετικό άνέκδοτο, πού μας διέσωσε ό ’Άραβας συγγραφέας ’Ίμπν Σαΐντ, γιά κάποιον ήγεμόνα τής ’Αράβων Άχμέντ. - Μεγάλη εκτίμηση, έλεγε, τρέφουν στό πρόσωπό μου όλοι οί υπήκοοί μου - ή θάλασσα μόνο δέν μέ σέβεται. Γι ’ αύτό, σ ’ ενα μόνο πράγμα δείξτε υπερβολή: στήν κατασκευή πλοίων. ’Εμπρός λοιπόν στόν άμεσο, τόν άραβικό κίν­ δυνο θά άντιδράσουν ζωηρά οί αύτοκράτορες καί θά άνασυγκροτήσουν τό ναυτικό οργανισμό τοΰ Βυ­ ζαντίου. Μέ τόν τρόπο αύτό θά δώσουν στήν αυτο­ κρατορία τούς πιό ισχυρούς στόλους, πού άπέκτησε ποτέ. Καί θά διασώσουν τόν πολιτισμό, πού τή διαφύλαξή του τούς άνέθεσε έπί μακρούς αιώνες, ή ιστορική μοίρα. 'Ο διάδοχος τοΰ Κώνσταντος, Κωνσταντίνος ό Πωγωνάτος υπήρξε ένας πολύ ναυτικός ήγεμόνας. Όταν ό πατέρας του έξεστράτευσε στήν ’Ιταλία,

' Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

’Επιθέσεις τών ’Αράβων κατά τής Κωνσταντινουπόλεως (634-718).

δολοφονήθηκε στίς Συρακούσες, καί τό στράτευμα άνακήρυξε αύτοκράτορα κάποιον ’Αρμένιο, μέ τό όνομα Μιλιζιάν. 'Ο νεαρός Κωνσταντίνος έμπήκε αμέσως στό στόλο καί ένέσκηψε σάν κεραυνός στή Σικελία, κατέστειλε τή στάση, εξουδετέρωσε τό σφετεριστή καί ξαναγύρισε στήν Πόλη, δπου στέφθηκε αύτοκράτορας μέσα στή γενική αγαλλίαση. Τόν άποκάλεσε δέ ό λαός Πωγωνάτο, γιατί είχε φύγει γιά τήν ’Ιταλία άγένειος καί γύρισε μέ γε­ νειάδα. Τήν έποχή αύτή ό Μωαβιγιά έκινεΐτο πρός διάφορες κατευθύνσεις καί άμφισβητοΰσε στόν αύτοκράτορα τοϋ Βυζαντίου τήν κυριαρχία τής Με­ σογείου. ’Έστειλε πρώτα ναυτική δύναμη στή Σι­ κελία καί έγκατέστησε ναυτική βάση στό Καιρουάν τής Τυνησίας. Τό 669 εξαπέλυσε επίθεση στό Αιγαίο, μέ στόχους τή Ρόδο καί τήν Κρήτη καί έκαμε μιά επιθετική αναγνώριση στή Χαλκηδόνα. Τό Βυζάντιο έστειλε ναυτική μοίρα τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου, στήν όποια συνέπραξαν καί πλοία άπό τό ναυτικό Θέμα τών Καραβησιάνων. Γιά άντιπερισπασμό οί αύτοκρατορικές δυνάμεις έπροχώρησαν μέχρι τήν ’Αλεξάνδρεια, δέν έφεραν δμως κανέν’ άποτέλεσμα.

Τό έτος 672 μ.Χ., μεγάλος στόλος άπό άραβικά καί συριακά πλοία διέσχισε τό Αιγαίο, μπήκε στά Δαρδανέλλια καί, μέ βάση τήν Κύζικο, άρχισε νά πολιορκεί τήν Πόλη. 'Η πολιορκία κράτησε επτά χρόνια (672-678) καί γινόταν τούς μήνες ’Απρίλιο μέχρι Σεπτέμβριο, τό δέ χειμώνα οί πολιορκητές άποσύρονταν στή βάση τους. Φαίνεται πώς οί χερ­ σαίες συγκοινωνίες τής πρωτεύουσας έμεναν ελεύ­ θερες. Τοΰτο, μαζί μέ τήν περιοδικότητα τής πρωτό­ τυπης αύτής πολιορκίας, έπέτρεψε στό Βυζάντιο νά άντιμετωπίσει τήν δοκιμασία, μέ σχετική άνεση. Ποιά δμως ήταν ή έκβασή της; Τήν άπάντηση μποροΰμε νά τή βροΰμε στούς Βυζαντινούς χρονο­ γράφους. ’Ιδού τί σημειώνει ό Θεοφάνης. - Τούτω τω χρόνω (6165 άπό κτίσεως κόσμου) στό­ λον μέγαν έξαρτίσαντες οί άρνηταί τοΰ Χρίστου καί παραπλεύσαντες τήν Κιλικίαν παρεχείμασαν, εις Σμύρ­ νην... Άπέστειλε δέ (ό Μωαβιγιά) καί Χαλέ τόν Άμηράϊον μετά καί ετέρου στόλου πρός βοήθειαν ώς ίκανότατον καί τολμηρόν είς μάχην. Ό δέ προλεχθείς Κωνσταντίνος (ό Πωγωνάτος) τήν τοιαύτην τών θεο­ μάχων κατά τής Κωνσταντινουπόλεως κίνησιν έγνωκώς κατεσκεύασε καί αύτός διήρεις εύμεγέθεις κακκαβοπυρφόρους καί δρόμωνας σιφωνοφόρους καί τού­ 27

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

τους προσορμίσαι έκέλευσεν έν τω Προκλιανησίω τών Καισαρείου λιμένι. [Στό κείμενο Νεώρια καί ’Εξαρτύ­ σεις (5, ΙΑ) άναφέρονται οί λιμένες τής Πόλης]. ’Αναλυτικότερα τά γράφει ό πατριάρχης Κων­ σταντινουπόλεως Νικηφόρος, στήν σύντομη ιστορία του τών χρόνων 602 μέχρι 769. - "Ος (ό ναύαρχος τών ’Αράβων) άναχθείς προσωρμίζετο έν προαστείοις τοΰ Βυζαντίου, κατά τόν παρα­ θαλάσσιον τόπον τόν καλούμενον "Εβδομον. Τούτον αίσθόμενος Κωνσταντίνος άντιπαρατάττεται καί αυ­ τός στόλω μεγάλω. Ύφ’ ών πλεϊσται ναυμαχίαι έκαστης έγίνοντο, τοΰ πολέμου συγκροτούμενου άπό τοΰ έαρινοΰ μέχρι φθινοπωρινού καιρού. Χειμώνος δέ έπιγενομένου ό τών Σαρακηνών στόλος διαπεραιωθείς έν Κυζίκω διεχείμαζε, καί πάλιν έαρος άρχομένου έκεϊθεν άνταναχθείς ωσαύτως τοΰ διά θαλάσσης πολέμου ε’ίχετο. 'Επτά οΰν έτεσι τοΰ πολέμου διαρκέσαντος, τέλος ούδέν πλέον ό τών Σαρακηνών ήνυσε στόλος, άλλά πολλούς τε άνδρας μαχίμους άποβαλόντες καί δεινώς τραυματισθέντες καί χαλεπώς ήττημένοι ύπενόστουν πρός τά οικεία καταίροντες... Φαίνεται λοιπόν δτι έγιναν άλλεπάλληλες συγ­ κρούσεις άνάμεσα στόν αραβικό καί τό βυζαντινό στόλο, ό όποιος κατίσχυσε καί γιά άλλους βέβαια λόγους, κυρίως δμως γιατί χρησιμοποίησε ένα καινούριο δπλο, τό 'Υγρόν Πΰρ. Τό δπλο αύτό, στό όποιο θ’ άφιερώσουμε ι­ διαίτερο μέρος άπό τήν παρούσα εργασία μας, φαί­ νεται δτι χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά στήν πολιορκία αύτή τής πόλεως άπό τούς ’Άραβες, έπί Κωνσταντίνου τοϋ Πωγωνάτου. Τοΰτο πρέπει νά συμπεράνουμε άπό τά γραφόμενα τοϋ Θεοφάνους, δτι ό Κωνσταντίνος κατασκεύασε διήρεις (δηλαδή δρόμωνες μέ δύο σειράς κουπιών), μέ λέβητες πού είχαν έμπρηστική υλη καί σίφωνες γιά τήν εκτό­ ξευσή της. Μόνο θά διερωτηθοΰμε καί μεΐς, μαζί μέ άλλους ιστορικούς, πώς κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια ή πολιορκία παρ’ δλη τή χρησιμοποίηση τοΰ τρομερού όπλου, πού λεγόταν ύγρόν πΰρ; Σ’ αύτό μιά εξήγηση μπορεί νά δοθεί: ή δτι δέν ήταν τόσο τρομερό τό ύγρόν πΰρ, όσο τουλάχιστο μάς τό παρουσίασαν οί συγγραφείς καί ό θρύλος ή δτι ή χρήση του έγινε μόνο κατά τά τελευταία ή τόν τελευταίο μόνο χρόνο τής πολιορκίας, οπότε έφερε καί τό ποθούμενο γιά τή Βασιλεύουσα άποτέλεσμα. Μεγάλες πάντως ζημιές ύπέστησαν οί ’Άρα­ βες καί άναγκάσθηκαν νά έγκαταλείψουν τήν έπι­ χείρηση. Φεύγοντας άφηναν στά νερά τής Πόλης, πού όνειρεύθηκαν νά κατακτήσουν, πολλούς άν­ δρες καί πολλά καράβια.Τά βασιλικά κάτεργα τούς κυνήγησαν κατά πόδας καί τούς άποδεκάτισαν, μα­ ζί μέ τήν καταιγίδα πού τούς βρήκε κατά τόν γυρι­ σμό στίς άκτές τής Μ. Ασίας. (Κατά τό Θεοφάνη ό θεοβύθιστος στόλος τών ’Αράβων καταλήφθηκε άπό χειμέριο ζάλη καί πνεύμα καταιγίδας, καί καταστρά­

28

φηκε στίς άκτές τής Παμφυλίας). Λείψανα μόνο άπό τό μεγάλο στόλο τοΰ Μωαβιγιά γύρισαν στήν Αίγυπτο καί τή Συρία. Τή βασιλεία τοΰ Πωγωνάτου άκολούθησε άναρχία μέ δυναστικές έριδες καί μέσα στό ζόφο αύτόν τοΰ έθνικοΰ διχασμοΰ χανόταν οριστικά ή Β. ’Αφρι­ κή γιά τό Βυζάντιο (τό 695 έπεφτε στά χέρια τών Αράβων ή Καρχηδών, έδρα έξαρχάτου καί τό 709 ύπέκυπτε τό Σέπτον, σημερινή Θέουτα) καί έρχόταν ό καινούριος κεραυνός τής μεγάλης έκστρατείας τών Αράβων. Στρατηγό είχαν στή στεριά τό Μωσλεμά, άδελφό τοΰ καλίφη, ό όποιος έφθασε άπό τή Μ. Άσία στίς άκτές τής Προποντίδας, διεπεραιώθηκε στή Θρακική Χερσόνησο καί προχώρησε στήν Κωνσταντινούπολη. Άπό τό άλλο μέρος 1800 πλοία, μικρά καί μεγάλα, (παμμεγέθεις ναΰς κατά τό Θεοφάνη) μέ άρχηγό τό Σολιμάν (Σουλεϊμάν), διέ­ πλευσαν τό Αιγαίο, χωρίς νά συναντήσουν τήν παραμικρή άντίσταση, μπήκαν άπό τά Δαρδανέλλια στήν Προποντίδα καί άγκυροβόλησαν στήν Άβυδο. ΤΗταν άνοιξη τοϋ έτους 717 καί στό θρόνο τοΰ Βυζαντίου βασίλευε, πριν άπό λίγο, ό Λέων Γ' ό ’Ίσαυρος (717-740). Στήν ξηρά ό Μωσλεμάς κατασκεύασε τάφρο γύ­ ρω άπό τά τείχη καί άρχισε τήν πολιορκία τής Πό­ λης. Άπό τό άλλο μέρος οί άραβικές μοίρες έπλησίασαν τήν Πόλη καί σκέπασαν τήν γύρω θάλασσα. Τό ρεΰμα δμως καί οί νότιοι άνεμοι έμπόδισαν τά άραβικά καράβια νά άγκυροβολήσουν ή νά περιπολοΰν στά νότια τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως, πού έβλεπαν στήν Προποντίδα, ώστε νά έγκαταστήσουν στενό άποκλεισμό. ’Έτσι μιά μοίρα έμεινε στό μέ­ ρος αύτό, ένώ οί άλλες δύο μπήκαν στό Βόσπορο καί άγκυροβόλησαν ή μιά στή βόρεια πλευρά τοΰ Κερατίου Κόλπου καί ή άλλη στή Χαλκηδόνα. Τή σχετική σύγχυση πού προκάλεσαν οί άνεμοι καί τό ρεΰμα, τήν έκμεταλλεύθηκε ό αύτοκράτορας Λέων, πού έστειλε έναντίον τους πλήθος πυρπολι­ κά, ό Ίδιος δέ έπέβη σ’ ένα δρόμωνα καί πέρασε πολλές φορές (διέκπλουν έτέλεσε) μέσα άπό τήν ά­ ραβική μοίρα. Βυζαντινός χρονογράφος μας διασώ­ ζει τήν εικόνα τής συμπλοκής: οί σίφωνες τών βυ­ ζαντινών δρομώνων ξερνοΰν ύγρόν πΰρ, πυριφλεγή βέλη ρίχνουν οί καταπέλτες καί τά πυρπολικά κολ­ λούν έπάνω στά πολεμικά τών ’Αράβων, γιά νά σπείρουν τήν καταστροφή καί τόν τρόμο. Δεκάδες άραβικά σκάφη καίγονται κάτω άπό τά τείχη καί πάρα πολλά άλλα βυθίζονται στό πέλαγος αύταν­ δρα. (Σημ. πυρπολικά δέν χρησιμοποιήθηκαν, άλ­ λά πυρφόρα πλοία πού έριχναν τό ύγρόν πΰρ). ' Η πρώτη αύτή συμπλοκή δέν έξύψωσε τήν άλαζονεία τών ’Αράβων, οί όποιοι, μόλον πού ύπερτεροΰσαν σέ άριθμό, δέν άποτόλμησαν τακτική άναμέτρηση μέ τά πλοία τοΰ Βυζαντίου. Μάλιστα ό Λέων χαμήλωσε τό ζεύγμα δηλαδή τήν άλυσίδα,

Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

Δρόμων ρίχνει υγρόν πΰρ κατά άλιευτικοΰ. Από χειρόγραφο του 14ου μ.Χ. αιώνα.

πού ένωνε τήν Κωνσταντινούπολη μέ τό Γαλατά καί, άνοίγοντας έτσι τό στόμιο τοΰ Κερατίου, προ­ σπάθησε νά τούς παρασύρει μέσα στόν Κόλπο, δπου θά μποροΰσε νά τούς κατακάψει πιό εύκολα. Οί ’Ά­ ραβες δμως δέν έπεσαν στήν παγίδα. 'Η πρώτη φάση τής πολιορκίας άπό ξηρας δέν έφερε τό ποθούμενο στούς ’Άραβες αποτέλεσμα, άλλά καί στή θάλασσα οί έπιδρομεΐς δέν είχαν κα­ λύτερη τύχη. Καί συνέχισαν βέβαια τήν πολιορκία, μέ μεγάλη δμως φθορά. 'Ο χειμώνας τοΰ 717-718 μ.Χ. ήταν πολύ βαρύς, έκατό μέρες είχε νά φανεί ή γή άπό τό χιόνι καί πολλοί άνθρωποι καί ζώα πέθαναν άπό τό κρύο καί τήν έλλειψη τής τροφής. ' Ο Μωσλεμάς (ή Μουσλεμάς) έπέμενε, μέ τό χα­ ρακτηριστικό, τό άγριο πείσμα τής φυλής του. Τόν Οκτώβριο τοΰ 717 είχε πεθάνει ό Σουλεϊμάν καί ό γιός καί διάδοχός του Όμάρ συνέχισε τήν ύποστήριξη τοΰ πατέρα του, στήν έπιχείρηση τοΰ Βυζαν­ τίου. ’Έτσι τήν άνοιξη τοΰ 718, δυό καινούριοι άραβικοί στόλοι έφθασαν στή Βασιλεύουσα. 'Ο ένας άπό τήν Α’ίγυπτο, μέ 400 σιτοκάραβα καί άγνω­ στο πόσα πολεμικά καί ό άλλος, άπό τήν πέρα Α­ φρική, μέ 300 πλοία, πού κόμιζαν εφόδια καί τρόφι­ μα. Αρχηγούς είχαν ό πρώτος τόν Σόφιάν καί ό δεύτερος τόν Γιαζίδ. Στούς στόλους αύτούς υπηρετούσαν πολλοί κωπηλάτες άπό τήν Αίγυπτο, ομόδοξοι δπως φαί­ νεται μέ τούς "Ελληνες. "Οταν οί άνθρωποι αύτοί βρέθηκαν κάτω άπό τά τείχη τής μεγάλης πολι­ τείας, δοκίμασαν τήν άπροσμάχητη έλξη της καί χωρίς πολλούς δισταγμούς αύτομόλησαν πρός τούς Βυζαντινούς. "Ενα άπέραντο τότε πλήθος έφολκίων

(κατά τό Θεοφάνη άπό τής Ίερείας - στήν άσιατική παραλία - έως τής πόλεως όλόζυλον φαίνεσθαι τήν Θάλασσαν') κινήθηκε ορμητικά πρός τήν Πόλη. Εφερε χιλιάδες έρέτες, πού προσχωρούσαν χαρού­ μενοι, μέ έπευφημίες γιά τόν αύτοκράτορα. ’Επιχείρησε τότε ό Λέων γενική έπίθεση καί

’Ιχνογράφημα πλοίου, εφοδιασμένου μέ ύγρόν πΰρ. 1ος π.Χ. αιώνας.

έξοδο καί κατέκαψε πολλά άπό τά αραβικά πλοία. Οί έπιχειρήσεις στήν ξηρά δέν είχαν καλύτερη τύ­ χη καί δλα αύτά άνάγκασαν τό Μουσλεμά νά πάρει τήν πικρή απόφαση: επιβίβασε τό στρατό του σέ δσα πλοία τοΰ είχαν άπομείνει καί βγήκε στό Αι­ γαίο. Έκεΐ δμως τόν περίμενε φοβερός κλύδων (τρι­ κυμία), πού λίγα πλοία άφησε νά γυρίσουν στή χώ­ ρα τους. 'Η άποχώρηση τών Αράβων άπό τήν Πόλη έ­ γινε στίς 15 Αύγούστου τοΰ 718, χρονολογία τήν οποία ό άείμνηστος Σπυρ. Λάμπρος κατατάσσει εις τάς μεγίστας τοΰ Ελληνισμού ημέρας καί τή θεωρεί

29

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή σάν τή κατά τούς μέσους αιώνας αντίστοιχον τής έν Μαραθώνι άποκρούσεως τών Περσών. Μαζί δέ μέ τήν άλλη χρονολογία τοϋ 732 μ.Χ., κατά τήν οποία ό βασιλιάς τής Γαλλίας Κάρολος Μαρτέλος συνέτριψε τούς ’Άραβες στό Πουατιέ, αποτελούν ι­ στορικούς σταθμούς, όχι μόνο γιά τήν ’Ελλάδα άλλά καί γιά τόν εύρωπαϊκό πολιτισμό. Χωρίς τίς νίκες τοϋ Δέοντος καί τοϋ Κάρολου Μαρτέλου θά έσβηνε τό Βυζάντιον καί μαζί του ή συνέχεια τοΰ Ελληνισμού, ή Εύρώπη θά είχε γονατίσει κάτω άπό τά πόδια τών ’Αράβων καί θά είχε συντρίβει ό Σταυ­ ρός άπό τήν 'Ημισέληνο. Τή νίκη τοΰ Σταυροΰ πά­ νω στήν άλαζονεία τής 'Ημισελήνου συμβολίζει ή άπόκρουση τών ’Αράβων κατά τήν πολιορκία τής Πόλης, τά έτη 717-718. ’Ιδού τί σημειώνει σχετικά ό Ά. Ά. Βασίλιεφ στό βιβλίο του “Byzance et les Arabes” (Bruxelles 1935). - 'Η εποχή τών μεγάλων κατακτήσεων τού άραβικού Καλιφάτου είναι ό 7ος αιώνας. Τότε ή Παλαιστίνη, ή Συρία, ή Αίγυπτος, ολόκληρη ή παραλία τής Β. 'Αφρι­ κής μέχρι τού ’Ατλαντικού Ωκεανού έπεσαν στήν εξουσία τών μουσουλμάτων, οί όποιοι έστησαν θριαμ­ βευτικά τή σημαία τους στούς βράχους τού Ταύρου τής Κιλικίας, διέσχισαν τή Μ. ’Ασία μέχρι τό Βόσπορο, οπού προχώρησαν καί οί στόλοι τους άπείλησαν αύτή τή Βασιλεύουσα, υπό τόν Κωνσταντίνο Α ', τόν Πωγωνάτο. ’Από τούς ηρωικούς αύτούς χρόνους, οί συμπλο­ κές μεταξύ τής ορθοδόξου αύτοκρατορίας καί τής άραβικής, πού τόσον πολύ είχε μεγαλώσει, δέν έπαυσαν. Κατά τόν 8ον αιώνα άπειλήθηκε γενική σύγκρουση ολοκλήρου τής χριστιανικής Ευρώπης μέ τήν τεράστια δύναμη τών ’Αράβων. ' Ο κίνδυνος δμως νά ίδοΰν τούς Άραβες νά προεκτείνουν τίς κατακτήσεις τους μακρύτερα στή Δύση, άπομακρύνθηκε χάρη σέ δυό στρατιω­ τικά συμβάντα: στήν Ανατολή μέ τήν ηρωική άντίσταση τής Κωνσταντινουπόλεως έπί Λέοντος Τ', τοΰ Ίσαύρου καί στή Δύση, μέ τήν περίφημη νίκη τοΰ Γάλ­ λου βασιλέως Καρόλου Μαρτέλου, στό Πουατιέ. Οί δυό δμως αυτές νίκες δέν έξασφάλισαν πλήρη άσφάλεια γιά τόν κόσμο: στό Βυξάντιο καθώς καί στή Δύση, έπρεπε νά βρίσκονται σ ’ έπιφυλακή καί νά παρα­ κολουθούν άγρυπνά τίς κινήσεις τών μουσουλμάνων, πού ήταν έπικίνδυνοι γείτονες τους...

Τί γίνεται δμως μέ τό ύγρόν πΰρ, πού μέ τή βοήθειά του οί Βυζαντινοί νίκησαν τούς ’Άραβες καί πού προστάτευσε τόν πολιτισμό έπί μακρούς αιώ­ νες; Πότε φάνηκε γιά πρώτη φορά, πώς τό χρησι­ μοποιούσαν, ποιά ήταν ή σύνθεσή του καί πώς δια­ φύλαξαν τό μυστικό του; Αύτό θά τό ίδοΰμε, δπως είπαμε, σέ ειδικό μέρος τής έργασίας μας.

III. Λέων Γ' καί τό Ναυτικό Δέν ταιριάζει νά προχωρήσουμε στήν άφήγησή

30

μας, χωρίς νά σταθούμε μέ τή δέουσα προσοχή στό μεγάλο βασιλέα Λέοντα Τ', τόν ’Ίσαυρο. 'Ο Λέων δέν ένίκησε μόνο τούς Άραβες, άλλά έπιτέλεσε πρόσθετα σοβαρό οργανωτικό καί δημιουργικό έργο. Ένίσχυσε μέ κάθε τρόπο τό ναυτικό καί στήν έποχή του, κατά μιά πηγή, κατασκευάστηκαν 2200 χελάνδια [στό μέρος Πολεμικά Καράβια τού Βυζαν­ τίου (5, Θ-Ι) γίνεται λόγος γιά τά χελάνδια]. ’Εφό­ διασε μέ πυρφόρους δρόμωνες τό ναυτικό θέμα τών Κιβυρραιωτών, πού έφθασε άργότερα νά διαθέτει δύναμη άνώτερη καί άπό τό βασιλικόν πλώιμον. Δη­ λαδή άπό τό ναυτικό τής Κωνσταντινουπόλεως, τόν κεντρικό αύτοκρατορικό στόλο. Τοϋτο είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί άποτελοΰσε τό ναυτικό αύτοΰ τοΰ Θέματος τήν προφυλακή στούς άγώνες έναντίον τών Αράβων. ’Έτσι έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στίς επιδρομές, τίς όποιες έκαμε ό Λέων τά έτη 720, 725, 736 καί 739 κατά τής Συρίας καί τής Αΐγύπτου, πού τελούσαν ύπό άραβική κατο­ χή. Τό δέ έτος 747, έπί βασιλείας Κώνσταντος Ε' (740-775), ανάγκασε σέ ναυμαχία τόν άραβικό στόλο άπό χίλια πλοία, κοντά στίς άκτές τής Κύ­ πρου καί τόν ένίκησε. Τά περισσότερα άραβικά πλοία πυρπολήθηκαν μέ τό ύγρόν πϋρ, τό όποιο διέθεταν οί δρόμωνες τών Κιβυρραιωτών άπό τήν εποχή τοΰ Λέοντος.

Στό ένεργητικό τοΰ Λέοντος καταγράφουν οί ιστορικοί τά νομοθετήματα, τά όποια έξέδωκε καί άνάμεσα στά όποια ιδιαίτερη θέση έχει ό Στρατιω­ τικός Νόμος καί ό Ναυτικός Νόμος ή Ναυτικός Κώδιξ τών Ροδίων. 'Ο πρώτος άπέβλεπε στό νά ε­ δραιώσει τήν πειθαρχία στό στρατό καί κατ’ επέ­ κταση στό ναυτικό. ' Ο δεύτερος ήταν μιά συλλογή άπό τοπικά έθιμα καί συνήθειες τής Ανατολικής Μεσογείου, άπό διατάξεις νομικής φύσεως τοΰ Ίουστινιανοΰ, μαζί μέ μερικές άλλες πρωτότυπες διατάξεις. 'Η συλλογή αύτή, κατά τή μάλλον άποδεκτή άποψη συντάχθηκε άπό ιδιώτες ή άπό έπίσημη άρχή, κατά τό διάστημα μεταξύ τοΰ 6ου καί 8ου αιώνα. ’Εκείνοι δέ πού ύποστηρίζουν δτι ύπήρξε έργο δημοσίας άρχής δέχονται δτι τέθηκε σέ ισχύ άπό ένα τών Ίσαύρων αύτοκρατόρων, τό Λέοντα Γ' ή τό διάδοχό του, Κωνσταντίνο Ε' τόν Κοπρώνυμο (740-775). ('Ο Πρόλογος δμως τοΰ Νόμου δέν τεκ­ μηριώνει τήν άποψη αύτή, στή μιά ή τήν άλλη άπό τίς τρεις εκδοχές του). 'Ο Ναυτικός Νόμος, στόν όποιο άφιερώνεται ιδιαίτερο μέρος τής έργασίας μας, αποδείχθηκε τόσον έπιτυχής, ώστε νά ίσχύσει έπί αιώνες στό Βυζάντιο καί μετά νά άποτελέσει τή βάση γιά τά θέσμια τών ναυτικών πόλεων τής Μεσογείου, κατά τό Μεσαίωνα. Ξεχωριστή σημασία παρουσιάζουν

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

οί διατάξεις του γιά τήν άβαρία τών έμπορικών πλοίων, σύμφωνα μέ τίς όποιες ή ζημία άπό τήν άβαρία ή τό ναυάγιο, κατανεμόταν άνάμεσα στόν πλοιοκτήτη, τόν πλοίαρχο καί τούς έπιβάτες. Θέ­ σπιζε δηλαδή ούσιαστικά τό σύστημα τών άσφαλειών. Τήν έποχή του δμως ό Λέων άντιμετώπισε έ­ κτος άπό τούς έξωτερικούς καί έσωτερικούς έχθρούς στή θάλασσα. Τό κίνημα τών είκονομάχων ή εικονοκλαστών, πού συντάραξε έπί ένα καί πλέον αίώνα τήν αύτοκρατορία είχε, πέρα άπό τό θρησκευ­ τικό, πολύ εύρύτερο χαρακτήρα. 'Η στεγνή καί τυπολατρική προσήλωση στίς εικόνες, άποτελοΰσε δείγμα μιας έποχής, στήν όποια ό μοναχικός βίος έμείωνε τό δυναμισμό τής βυζαντινής έθνότητας καί ύπονόμευε τήν άμυντική ικανότητα τοϋ κράτους. Χιλιάδες χιλιάδων νέοι, στό άνθος τής ήλικίας τους, άποσύρονταν στά μοναστήρια, δπου παραδομένοι οί περισσότεροι σέ μιάν άγονη νωθρότητα άποστεροΰσαν τήν κοινωνία άπό χρήσιμους πολί­ τες καί τό στρατό άπό πολεμιστές. Φυσικό λοιπόν ήταν οί στρατιωτικοί καί δσοι γενικά ένδιαφέρονταν ή είχαν τήν ευθύνη γιά τήν άμυνα τοϋ κράτους, νά μή βλέπουν μέ καλό μάτι τήν τάση αύτή γιά τόν άναχωρητισμό. Καί δταν παρου­ σιάστηκε ζωηρό τό ζήτημα τών εικόνων ή άπόφαση τοϋ Λεόντος ήταν αύτή, πού έπρεπε νά περιμένει κανείς άπό έναν αύτοκράτορα-στρατιώτη: νά άπαγορεύσει τίς εικόνες. Τοΰτο δμως έπλήγωνε τούς πληθυσμούς κυρίως τοΰ Αιγαίου καί τής Μ. ’Ασίας, πού ήταν συντη­ ρητικοί καί διακρίνονταν γιά τήν προσήλωση στά πάτρια. ’Ιδιαίτερα δέ ευαίσθητα φάνηκαν τά πλη­ ρώματα τών θεματικών πλωίμων τής 'Ελλάδος καί τών Κιβυρραιωτών. Τό πρώτο προστάτευε τά πα­ ράλια τής Στερεας, τής Πελοποννήσου καί τών κον­ τινών σ’ αύτή νησιών. Τό δεύτερο, μέ έδρα τή Ρόδο, θωράκιζε άπό τή θάλασσα τά νότια παράλια τής Μ. Ασίας, άπό Σελεύκεια μέχρι τή Μίλητο. ' Η δυσαρέσκεια κατέληξε σέ πραγματική άνταρσία, μέ άρχηγούς τούς τουρμάρχες (διοικητές μοιρών) Άγαλλιανό καί Στέφανο. Οί στασιαστές άνακήρυξαν βασιλέα κάποιον άσήμαντο άνθρωπο, πού άκουγε στό δνομα Κοσμάς, καί μέ στρατό μαζί καί στόλο, τόν όποιο συγκέντρωσαν, έπλευσαν άπό τό Αιγαίο στήν Προποντίδα καί ετοιμάστηκαν νά πολιορκήσουν τήν Πόλη. Τοΰτο έγινε τό 727, δταν οί ’Άραβες προήλαυναν πρός τή Νίκαια, άφοΰ εί­ χαν καταλάβει τόν προηγούμενο χρόνο τήν Καισα­ ρεία, πρωτεύουσα τής Καππαδοκίας. Δέν πτοήθηκε άπό τήν κίνηση ό Λέων, άλλά δρμησε. Τό βασιλικόν πλώιμον είχε μείνει πιστό στό πλευρό του καί μ’ αύτό κτύπησε τούς στασιαστές. Η ορμητική έπίθεσή του, βοηθούμενη καί άπό τό ύγρόν πΰρ, έφερε άμεσο άποτέλεσμα. 'Ο Άγαλλια-

νός έπεσε ένοπλος στή θάλασσα καί αύτοκτόνησε, γιά νά μή παραδοθεί, οί Κοσμάς καί Στέφανος έχα­ σαν τό κεφάλι τους καί πολλοί δήλωσαν ύπακοή καί μετάνοια.

IV. Όγδοος καί ένατος αιώνες: νίκες καί αποτυχίες. Μετά τόν Λέοντα ό γιός του Κωνσταντίνος Ε' ό Κοπρώνυμος (740-775) έστειλε τό 746 ισχυρό στό­ λο στήν Κύπρο, πού είχαν άνακτήσει έν μέρει οί Βυζαντινοί, γιά νά άπειλήσει άπό εκεί τά παράλια τής Συρίας καί τής Αίγύπτου. "Οταν οί Σαρακηνοί έμαθαν τίς κινήσεις τοΰ Κωνσταντίνου, έστειλαν άπό τήν ’Αλεξάνδρεια στό νησί αύτό δύναμη, πού μερικοί ιστορικοί τήν άνεβάζουν σέ χίλια πολεμι­ κά. 'Ο άραβικός στόλος είσέπλευσε σ’ ένα λιμάνι τής Κύπρου, ονομαζόμενο Κεραμιά. Έκεΐ έπήλθε έναντίον τους ό ναύαρχος τών Βυζαντινών, μέ δεξιοτεχνία καί φρόνηση: έπιασε τό στόμιο τοΰ λιμανιοΰ καί, χρησιμοποιώντας τούς κακκαβοπυρφόρους δρόμωνες, προκάλεσε μεγάλη ζημιά μέ τό ύ­ γρόν πΰρ. ’Άν άληθεύουν τά γραφόμενα τοΰ χρονο­ γράφου Θεοφάνους άπό τά χίλια πολεμικά, μόνο τρία σώθηκαν. (Τήν καταστροφή τοΰ άραβικοΰ στόλου στήν Κεραμιά δέν άναφέρουν καθόλου οί ’Άραβες συγγραφείς. 'Ο Θεοφάνης δμως ήταν ένας αξιόπιστος χρονογράφος καί μολονότι φαίνεται νά ύπερβάλει τά γεγονότα, δέν πρέπει νά άναφέρει φανταστικά πράγματα). Γιά τόν Κωνσταντίνο τόν Κοπρώνυμο άληθινή δοκιμασία άπετέλεσαν καί οί Βούλγαροι, έναντίον τών όποιων έκαμε πολλές έκστρατεΐες, στό χρονικό διάστημα 756-775. Σέ δύο μόνο άπ’ αύτές έλαβε μέρος ό στόλος, πού άποβίβασε στρατιωτικές δυνάμεις στά νώτα τοΰ έχθροΰ. Ειδικότερα σέ μιάν έπιχείρηση τοΰ έτους 766 έπιβίβασαν οί Βυζαντινοί μέρος άπό τό πεζικό σέ 2600 (;) χελάνδια, τά όποια καί έστειλαν στή Μεσημβρία, τήν Άγχίαλο καί τόν ’Ίστρο ποταμό, δηλαδή τό Δούναβη. 'Ο αύτοκράτορας έξεστράτευσε διά ξηράς μέ τόν ύπόλοιπο στρατό. Βρέθη­ καν τότε οί Βούλγαροι σέ δύσκολη θέση: άν ύποχωροΰσαν πρός τό Δούναβη, θά έβρισκαν κλειστόν τό δρόμο άπό τό στρατό καί τόν πολυάριθμο στόλο. Γι’ αύτό, δταν ό στρατός καί ό στόλος τών Βυζαν­ τινών έφθασαν στή Μεσημβρία καί τήν Άγχίαλο, άναγκάστηκαν νά ζητήσουν ειρήνη. Τά καράβια δμως τοΰ αύτοκράτορος έπαθαν μεγάλη ζημιά στήν άλίμενη έκείνη παραλία άπό τούς βορείους άνέμους. ’Αρκετά άπ’ αύτά χάθηκαν καί πνίγηκαν πολλοί στρατιώτες. Τό σχετικό περι­ στατικό άναφέρει ό Νικηφόρος, πατριάρχης Κων­ σταντινουπόλεως, μέ τήν πληροφορία δτι ό βασιλιάς 31

'Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

Οί ’Άραβες στή Μεσόγειο τόν 8ο καί 9ον αιώνα.

έλαβε ιδιαίτερη φροντίδα γιά εκείνους πού πνίγη­ καν στό πέλαγος. Διέταξε νά κτενίσουν μέ δίκτυα τή θάλασσα καί, άφοΰ ανέλκυσε τά πτώματά τους, τά έκηδευσε μέ τήν πρέπουσα τιμή. Δέν έφυγε άπό τήν άκτή έκείνη, πριν έκτελέσει τό άνθρώπινο αύτό χρέος. Στό τέλος τοΰ 8ου καί άρχές τοΰ 9ου αιώνα τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου παραμελείται — ιδίως στήν έποχή πού βασίλευε Ειρήνη ή ’Αθηναία — καί αύ­ τό άλλάζει σημαντικά τήν κατάσταση στή Μεσό­ γειο. ’Ιδιαίτερα εύνοοΰνται άπό τήν κατάσταση αύτή οί Σαρακηνοί, οί όποιοι κυριολεκτικά άλωνίζουν στίς γύρω θάλασσες καί προχωρούν στή Μ. Άσία, γιά νά φθάσουν μέχρι τήν Κωνσταντινού­ πολη. ’Αποκαλυπτικά διδακτική είναι ή ταπείνω­ ση, πού δέχεται τό Βυζάντιο άπό τόν ’Άραβα ήγεμόνα ’ Ααρούν-άλ-Ρασίντ (= Άαρούν τόν Δίκαιο). Τήν έποχή Νικηφόρου Α' (802-811) καί συγκε­ κριμένα τό 806 ό στόλος τοΰ καλίφη Άαρούν πραγματοποίησε επιδρομή στήν Κύπρο καί άπήγαγε πολλούς αιχμαλώτους καί πάλι τόν επόμενο χρό­ νο (807) άλλος άραβικός στόλος λεηλάτησε τά πα­ ράλια τής Ρόδου, χωρίς νά συναντήσει άπό τούς Βυ­

32

ζαντινούς άντίσταση στή θάλασσα. Σέ σχετική συνθήκη, πού υπέγραψαν οί Βυζαντινοί μετά άπό δυσμενή έκβαση τών έπιχειρήσεων, άνέλαβαν τήν υποχρέωση νά πληρώσουν στόν ’Άραβα ήγεμόνα 30 χιλιάδες χρυσά νομίσματα τόν χρόνο, μέ τό φο­ βερό όρο δτι άπ’ αύτά τά τρία θά κατέβαλλε ό βα­ σιλεύς καί τ’ άλλα τρία ό γιός του, σάν κεφαλικό φόρο. 'Ο δρος αύτός ήταν φοβερός καί ταπεινωτι­ κός, γιατί κεφαλικό φόρο πλήρωναν μέσα στό κρά­ τος τών Σαρακηνών οί χριστιανοί σάν δείγμα υπο­ ταγής. 'Υποδήλωνε κατά κάποιον τρόπο ό δρος αύτός δτι ό Άαρούν είχε κατακτήσει τό βυζαντινό κράτος, άφοΰ ό ήγεμόνας του πλήρωνε κεφαλικόν φόρο στόν ήγεμόνα τών Αράβων. 'Η άπειλή δμως έρχόταν τά χρόνια αύτά καί άπ’ τή Δύση. 'Ο Καρλομάγνος, πού είχε βλέψεις στήν Αδριατική, έπιχείρησε νά καταλάβει τούς βυζαντι­ νούς λιμένες στό μυχό της καί κυρίως τή Βενετία. Πριν είχε ναυπηγήσει μεγάλο στόλο άπό 1000 πλοία καί 'ίδρυσε δυό ναυτικές βάσεις, τή μιά στά ΝΑ πα­ ράλια τής 'Ισπανίας καί τήν άλλη στή Λιγουρία. ’Εναντίον τοϋ Καρλομάγνου έστειλε ό Νικηφό­ ρος, τό 807, στόλο, τόν όποιο συγκρότησε μέ κάθε σπουδή καί έθεσε ύπό τή διοίκηση τοΰ στρατηγού

'0 δρόμος πρός τήν κορυφή

Νικήτα. 'Ο βυζαντινός στόλος βοήθησε τούς Βενετούς νά διώξουν τή δύναμη τοΰ Καρλομάγνου καί στερέωσε τή βυζαντινή κυριαρχία στίς άκτές καί τά λιμάνια απέναντι άπό τή Βενετία. Τό Νικηφόρο διαδέχονται κατά σειρά ό Σταυράκιος, ό Μιχάλης Α' Ραγκαβής καί ό Λέων Ε' (813-820), τούτον δέ ό άρχηγός τής συνωμοσίας, ή όποια τόν δολοφόνησε, Μιχαήλ Ε' ό Τραυλός (820829). Τήν έποχή τής βασιλείας τοΰ Τραυλοΰ έξερράγη στήν ’Ανατολή φοβερή στάση, πού κράτησε πάνω άπό δυό χρόνια. Άρχηγός τής στάσεως ήταν ό στρατηγός Θωμάς, συνάδελφος τών άλλοτε στρα­ τηγών Λέοντος καί Μιχαήλ, πού είχαν γίνει άπό στρατηγοί αύτοκράτορες. 'Ο Θωμάς έζήλευε καί μνησικακοΰσε γιατί αύ­ τός παρέμεινε στή θέση ενός άπλοΰ στρατηγοΰ. Παριστάνοντας λοιπόν τό γιό τής αύτοκράτειρας Ειρήνης (797-802) καί τόν εχθρό τών είκονομάχων, παρουσιάστηκε σάν προστάτης τής ορθοδοξίας. Γιά νά πετύχει δέ τούς σκοπούς του λιποτάκτησε στούς ’Άραβες καί κατέλαβε μέρος άπό τή Μ. Α­ σία. Οί ’Άραβες έκριναν πρόσφορη τήν περίσταση νά καταφέρουν πλήγμα στή δύναμη τοΰ αύτοκράτορος καί κολακεύοντας τό Θωμά, τοΰ ύποσχέθηκαν κάθε συνδρομή, έπέτρεψαν δέ στόν πατριάρχη Ιώβ νά τόν στέψει στήν Αντιόχεια βασιλέα. Ξεκίνησε λοιπόν ό Θωμάς μέ στρατό άπό ’Άρα­ βες καί στόλο, πού συγκέντρωσε στήν Κιλικία καί τή Συρία καί, τό 822, κατέλαβε πολλή χώρα στά παράλια τής Μ. Ασίας καί τά νησιά τοΰ Αιγαίου. Ο Μιχαήλ δέν κατάλαβε τόν κίνδυνο καί έστειλε έναντίον του μικρή δύναμη, μόλις 80 χιλ., τήν όποια νίκησε ό Θωμάς ή πήρε μέ τό μέρος του. Τό σημαντικό άπό ναυτικής πλευράς στή στάση τοΰ Θωμά είναι δτι τόν ακολούθησαν τά θεματικά πλώιμα τοΰ Αιγαίου καί τών Κιβυρραιωτών, άπό τά όποια συγκέντρωσε πολλά πλοία, πολεμικά καί μεταφορικά, μέ βάση τή Λέσβο. Τό στόλο, πού συγ­ κρότησε, τόν έστειλε στήν Άβυδο, δπου έφθασε καί εκείνος άργότερα, βαδίζοντας διά ξηράς διά μέσου τής Μ. Ασίας. Τίς άσέληνες νύκτες, πού άκολούθησαν, διαπεραίωσε τούς πεζούς στή Θρά­ κη, στήν όποια κατέλαβε τό μεγαλύτερο μέρος. 'Ο στόλος του μέ άρχηγό τόν Γρηγόριο, άνεψιό τοΰ δολοφονημένου Λέοντος, διέπλευσε τήν Προπον­ τίδα, έσπασε τήν άλυσίδα πού έφραζε τόν Κεράτιο Κόλπο καί μπήκε μέσα. Παίρνοντας θέση ό στόλος κάτω άπ’ τίς Βλαχέρνες συμπλήρωνε τόν άποκλεισμό τής Πόλης — καί άπό τή θάλασσα. Οί επαναστάτες διέθεταν περισσότερα καί κα­ λύτερα πλοία άπό τόν πολιορκούμενο αύτοκράτορα καί, έφ’ δσον συμμετείχε τό ναυτικό τών Κιβυρραιωτών, πρέπει νά είχαν τό ύγρόν πΰρ. Φαίνεται δμως δτι τή φορά αύτή μόνο οί άμυνόμενοι χρησι­ μοποίησαν τό δπλο τοΰτο. ’Έτσι, δταν τό Νοέμβριο 2/3

τοΰ 822 έπιχείρησαν οί έπαναστάτες γενικήν έφο­ δο, άποκρούσθηκαν μέ μεγάλη φθορά στά πλοία καί στίς πολιορκητικές μηχανές. 'O Θωμάς δμως δέν έγκαταλείπει τό σκοπό του: περνά τό χειμώνα κάτω άπό τά τείχη τής Βασιλεύ­ ουσας καί, δταν λάβει ένίσχυση άπό τό Αιγαίο, 350 πολεμικά καί σιταγωγό, κι έρθει ή άνοιξη (τοΰ 823) ένεργεϊ γενική έφοδο άπό ξηρά καί θάλασσα. ’Εκεί ό στόλος του δέχεται αιφνιδιαστική έπίθεση άπό τά βασιλικά καράβια καί παθαίνει άληθινή πανωλε­ θρία. ’Άλλα πλοία αιχμαλωτίζονται, άλλα κατακαί­ γονται καί άλλα τρέπονται σέ φυγή. Νικιέται καί ό στρατός του, ό Ίδιος αιχμαλωτίζεται καί φονεύεται. "Οσα άπό τά καράβια τοΰ Θωμά σώζονται προσχω­ ρούν στό βασιλέα. ’ 'Η στάση έχει συντρίβει καί ό Μιχαήλ άσκεΐ άδιαφιλονίκητη τήν έξουσία του στή γή καί τή θά­ λασσα τής έπικρατείας του, άλλά τό βυζαντινό ναυ­ τικό έχει ύποστεϊ μεγάλη φθορά στόν άδελφοκτόνο αύτόν πόλεμο. Κερδισμένοι άπό τήν ιστορία αύτή δέν είναι ό Μιχαήλ οΰτε — φυσικά — ό Θωμάς, άλ­ λά οί ’Άραβες, πού βρίσκουν τήν εύκαιρία νά κατα­ λάβουν τά δυό μεγάλα νησιά τής Μεσογείου, τή Σικελία καί τήν Κρήτη. Άραβες τυχοδιώκτες, πού όρμήθηκαν άπό τήν ' Ι­ σπανία καί χρησιμοποίησαν συχνά τήν Αλεξάν­ δρεια σάν βάση έξορμήσεως, έκαμαν τίς πρώτες άποβάσεις στήν Κρήτη, χωρίς νά συναντήσουν σο­ βαρή άντίσταση. 'Ό πληθυσμός ήταν άπογοητευμένος άπό τή συμπεριφορά τής Κωνσταντινουπόλεως στό ζήτημα τών εικόνων καί τά ναυτικά, πού μποροΰσαν νά άντιδράσουν, τοΰ Αιγαίου καί τών Κιβυρραιωτών, είχαν έμπλακεϊ στήν περιπέτεια τής άνταρσίας τοΰ Θωμά. ’Έτσι οί ’Άραβες έγιναν κύ­ ριοι σ’ ολόκληρο τό νησί, στό όποιο έκτισαν ισχυ­ ρό φρούριο, κοντά στή θέση πού βρίσκεται τό ση­ μερινό 'Ηράκλειο. Γύρω άπό τό φρούριο άνοιξαν τάφρο, πού λέγεται Handak στά άραβικά καί άπό αύτόν ονομάσθηκε Χάνδαξ τό 'Ηράκλειο, καί μέ παραφθορά Candia — έτσι τό γνωρίζει ή Δύση. Τό βασιλικό πλώιμο τοΰ Μιχαήλ έκανε δυό προ­ σπάθειες ν’ άνακαταλάβει τό νησί, τό 825 καί 826, πριν άκόμη ριζώσουν σ’ αύτό οί μελαψοί δυνάστες. ’Έστειλε πρώτα ναυτική δύναμη, μέ άρχηγό τό στρα­ τηγό Φωτεινό πού ένέργησε άποβατικές επιχειρή­ σεις μέ βάση έξορμήσεως τή νησίδα Δία, τήν όποια κατείχαν οί χριστιανοί: Ό στρατηγός δμως νική­ θηκε κατά κράτος καί ή έπιχείρηση άπέτυχε. Στή δεύτερη άπόπειρα άρχηγός ήταν ό στρατη­ γός τών Κιβυρραιωτών Κρατερός, ό όποιος δδηγοΰσε 70 (καί κατά ορισμένους συγγραφείς 200) πο­ λεμικά. Οί Βυζαντινοί άποβιβάσθηκαν στήν Κρή­ τη καί κατανίκησαν τούς ύπερασπιστές τοΰ Χάνδα­ κας. Παρέλειψαν δμως μετά τή νίκη τους νά περι­ χαρακώσουν κατάλληλα τό στρατόπεδό τους καί 33

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

Είκόνα άπό βυζαντινό χειρόγραφο τοΰ 11ου αιώνα. Παρουσιάζει Βυζαντινούς στρατιώτες πού πυρπολούν πλοιάρια ενός στολί­ σκου Σαρακηνών, κατά τήν εισβολή τών τελευταίων στήν Κρήτη.

αύτό τό εκμεταλλεύτηκαν οί ’Άραβες, γιά νά τούς κατακόψουν. 'Ο Ίδιος ό Κρατερός μόλις κατόρ­ θωσε νά διαφύγει τή σύλληψη καί νά γυρίσει μέ εμπορικό πλοίο στήν έδρα του. Δέν έγκατέλειψε δμως τήν προσπάθειά του ό Μιχαήλ, καθώς μάλιστα τόν πίεζε ή πειρατική δρά­ ση τών Σαρακηνών, πού είχαν τώρα ορμητήριο τήν Κρήτη. ’Αμέτρητο ήταν τό πλήθος τών σκλάβων, πού έσερναν οί ληστές αύτοί στά σκλαβοπάζαρα, μετά άπό κάθε επιδρομή στό Αιγαίο. Μόνο ό πα­ τριάρχης Μάρκος Β' εξαγόρασε στήν ’Αλεξάν­ δρεια 6000 σκλάβους, προτιμώντας μάλιστα τούς μοναχούς, ιερείς, διακόνους, τίς μητέρες παιδιών καί τίς παρθένους. Γι’ αύτό έστειλε ό Μιχαήλ στόλο μέ αρχηγό τό ναύαρχο 'Ωορύφα ή Αύγορούφα, (συγγενή πι­ θανόν τοϋ μετέπειτα Νικήτα 'Ωορύφα) Γιά νά εμψυ­ χώσει δέ τούς πολεμιστές αύτής τής εκστρατείας, διέταξε νά δοθούν σέ κάθε στρατιώτη καί ναύτη 40 χρυσά νομίσματα (γι’ αύτό μετά τήν αποτυχία τής έπιχειρήσεως, οί πολεμιστές πού έπέστρεψαν ονο­ μάζονταν χλευαστικά τεσσαρακοντάριοι). ' Ο ' Ωορύφας πέτυχε νά άπομακρύνει τούς ’Άραβες άπό τά άλλα νησιά τοϋ Αιγαίου — κι αύτό προσωρινά, μόνο γιά δυό χρόνια. "Οταν δμως επιτέθηκε εναν­ τίον τής Κρήτης, νικήθηκε δπως καί οί άλλοι στρα­ τηγοί. Ποικίλες πηγές μιλοΰν γιά τίς επιδρομές τών Αράβων, κατά τήν τρίτη δεκαετία τοΰ 9ου αιώνα, 34

στά νησιά τοΰ Αιγαίου καί τίς ανατολικές ακτές τής Πελοποννήσου. Τόν Ίδιο καιρό ένεργοΰσαν οί ’Ά­ ραβες τής Αφρικής έπιδρομές έναντίον τής Σικε­ λίας καί στά νησιά τοΰ Ίονίου. Τό κακό δμως ήταν καί παλαιότερο. 'Ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός ανα­ φέρει δυό σχετικά κείμενα, τό πρώτο Κωνσταντί­ νου τοΰ Πορφυρογεννήτου, τό όποιο όμιλεΐ γιά τήν πολιορκία τών Πατρών έπί Νικηφόρου Α', τό 805 καί 807 άπό τούς ’Άραβες, πού όρμήθηκαν άπό τήν Αφρική. Καί τό δεύτερο κείμενο τοϋ Συνεχιστή τοΰ Θεοφάνους, τό όποιο σημειώνει δτι, άργότερα, τό 879 μ.Χ. οί πειρατές έφθασαν μέ τό στόλο τους άπό 60 πλοία μέχρι τήν Κεφαλληνία καί τή Ζάκυνθο. (Γι ’ αύτό θά γίνει καί παρακάτω, στή χρονολογική του σειρά, λόγος). ’Έτσι οί ’Άραβες απέκτησαν στήν Κρήτη μιά θαυμαστή βάση, άπό τήν όποια οί πειρατικοί τους στόλοι ερήμωσαν τά παράλια καί τά νησιά στό Αι­ γαίο καί τήν Ανατολική Μεσόγειο. Συνέτριψαν κυριολεκτικά τό έμπόριο, βύθισαν στό πένθος με­ γάλες ομάδες ανθρώπων καί πλήγωσαν βαθιά τό γόητρο τής βυζαντινής αύτοκρατορίας. Καί τοΰτο καθ’ δλο τό διάστημα, περισσότερο άπό ένα καί τέταρτο αιώνα, μέχρι τήν ήμέρα πού γύρισε στό νη­ σί ό δικέφαλος άετός, μέ τήν τολμηρή καί έπιδέξια επιχείρηση τοΰ Νικηφόρου Φωκά. Οί περιπέτειες τοΰ Βυζαντίου φυσικά συνεχίζον­ ται. Γύρω στό 826 ό τουρμάρχης (καί κατ’ άλλους δρουγγάριος) στή Σικελία Εύφήμιος έπαναστάτη-

'Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

σε έναντίον τοΰ αύτοκράτορος τής Κωνσταντινου­ πόλεως καί αναγόρευσε τόν εαυτό του αύτοκράτορα. Γιά νά επιτύχει τό σκοπό του ζήτησε τή βοή­ θεια τών ’Αράβων, οί όποιοι έσπευσαν ν’ αποβιβα­ στούν στό μεγάλο νησί, όχι βέβαια γιά νά βοηθή­ σουν τόν αποστάτη, άλλά γιά νά τό κατακτήσουν. Οί Βυζαντινοί, βοηθούμενοι άπό τούς Βενετούς, έπιχείρησαν νά άποδιώξουν τούς εισβολείς καί έ­ στειλαν στόλο μέ άρχηγό τό στρατηγό Δαμιανό. ' Ο Δαμιανός απέκλεισε στίς Συρακούσες τόν άραβικό στόλο, πού άποτελεΐτο άπό έκατό πλοία. Οί ’Άρα­ βες όμως, καθώς δέν μπορούσαν νά σπάσουν τόν άποκλεισμό, έκαψαν τά πλοία τους καί έφυγαν διά ξηράς στό μέρος τοΰ νησιού, δπου είχαν άρχικά άποβιβασθεΐ. Τόν επόμενο χρόνο οί ’Άραβες έπανέλαβαν τίς έπιχειρήσεις, άλλά νικήθηκαν άπό τά βυζαντινά στρατεύματα καί κατέφυγαν στήν Πάνορμο, τήν ο­ ποία έκαμαν βάση τους. Τότε τό Βυζάντιο έστειλε στόλο άπό τό πλώιμον (τό ναυτικό) τοΰ Θέματος τών Κιβυρραιωτών, μέ άρχηγό τόν Κρατερό, στόν όποιο δμως τελικά οί ’Άραβες κατίσχυσαν. Στήν έπιχείρηση αύτή μέ τό θεματικό πλώιμο, διέσωσε ή παράδοση δτι οί ’Άραβες έκσφενδόνιζαν καιόμενη νάφθα καί μερικοί υποθέτουν δτι ήταν ύγρόν πΰρ, πού τό μυστικό του τούς είχε άποκαλύψει προ­ δοτικά ό Εύφήμιος. Δέν χρειάζεται νά τονισθεί δτι μέ τή Σικελία στά χέρια τους οί Σαρακηνοί έδέσποζαν στίς ύγρές άρτηρίες, πού ενώνουν τήν ’Ανατολή μέ τή Δύση, στή Μεσόγειο καί ολοκλήρωσαν τό αιματηρό δίχτυ τών πειρατικών τους έπιδρομών. Μέ πληγωμένο τό ναυτικό του τό Βυζάντιο άφηνε τούς πληθυσμούς του νά μαστίζονται άνελέητα σέ θάλασσες, δπου δικαιωματικά έπρεπε νά άπλώνεται ή κραταιά του προστασία. Τήν έποχή τής βασιλείας τοΰ Θεοφίλου (829842) συνεχίσθηκε ό άγώνας τοΰ Βυζαντίου στήν Ιταλία καί τή Σικελία. Οί ’Άραβες κατέλαβαν τήν Παντελαρία, τό Βρινδήσιο καί τόν Τάραντα. "Υ­ στερα εισχώρησαν άπό τά δυτικά στό Αιγαίο πει­ ρατικοί στολίσκοι τών Σαρακηνών, οί όποιοι έβλα­ ψαν πολύ τά νησιά καί τό έμπόριο. Σέ μιά περίπτωση συνάντησαν κοντά στή Θάσο τό βυζαντινό στόλο, τόν όποιο (κατά τή μαρτυρία Συνεχιστή τοΰ Θεοφάνους III, 39) καί ένίκησαν. Μικροεπιχειρήσεις έχουν έξάλλου νά σημειώ­ σουν τά χρονικά τών ήμερών έκείνων. ’Έτσι βλέ­ πομε στά τελευταία χρόνια τής βασιλείας τοΰ Θεο­ φίλου (829-842) νά στέλνεται στόλος στόν Χαγάνο τών Άβάρων στή Χερσώνα, άπό χελάνδια βασιλικοπλώιμα, δηλαδή χελάνδια τοΰ αύτοκρατορικοΰ, μέ άρχηγό τόν άξιωματοΰχο (σπανθαροκανδιδάτο) Πέτρωνα, άδελφό τής βασίλισσας καί κατε­ πάνω (διοικητή) τής Παφλαγονίας.

Τό 843 (βασιλεύει τώρα Μιχαήλ Γ' ό Μέθυσος, 842-867), ό πρωτοσπαθάριος Θεόκτιστος, έπίτροπος τοΰ άνηλίκου βασιλέως, έπιχειρεϊ μέ άξιόλογη στρατιωτική καί ναυτική δύναμη νά άπελευθερώσει τήν Κρήτη, τό μόνο δμως πού πετυχαίνει είναι νά χάσει τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ στρατοΰ του (Συ­ μεών ό Μάγιστρος άνθ. 9). Δέκα χρόνια αργότερα (τό 853) ό βυζαντινός στόλος ξεθαρρεύει, γιά τήν κατάσταση πού βρίσκε­ ται, καί έκτελεΐ μέ έπιτυχία καταδρομική έπιχείρη­ ση στήν Αίγυπτο. ’Αρχηγό έχει τό Σέργιο τό Νικητιάτη. Οί Βυζαντινοί άποβιβάζονται κοντά στή Δαμιέττα, στό Δέλτα τοΰ Νείλου, κυριεύουν καί λεηλατοΰν τήν πόλη, καίνε τό νεώριο τοΰ άραβικοΰ στόλου καί φεύγουν μέ πλούσια λάφυρα καί χιλιά­ δες αιχμαλώτους. Τοΰτο προκαλεΐ τρόμο στούς ’Άραβες τής Αίγύπτου καί τής Συρίας, άλλά καί μαρ­ τυρεί δτι τούς χρόνους έκείνους τής παρακμής τοΰ ναυτικοΰ συχνά προτιμούσαν τόν άνορθόδοξο πό­ λεμο τής καταδρομής καί τής πειρατείας άπό τή μά­ χη έκ παρατάξεως. Άπό άραβικές πηγές μαθαίνομε δτι ή έπίθεση αύτή τών Βυζαντινών κατά τής Δαμιέττας, έσήμανε άληθινό συναγερμό τόσο γιά τίς κεντρικές άρχές τής Βαγδάτης, δσον καί τίς τοπικές άρχές τής Φουστάτ. Καί προκάλεσε τή λήψη σοβαρών άμυντικών μέτρων: τό ναυτικό τών ’Αράβων αύξήθηκε σέ δύ­ ναμη, πολλές οχυρώσεις έγιναν στίς παραθαλάσ­ σιες πόλεις καί βελτιώθηκε ή έπαγρύπνηση. Στρα­ τολόγησαν τέλος καινούριους ναΰτες καί στρατιώ­ τες καί ένίσχυσαν τίς στρατηγικές φρουρές. Έν τώ μεταξύ τά πράγματα στήν Κεντρική Με­ σόγειο πηγαίνουν άσχημα γιά τό Βυζάντιο. Οί ’Ά­ ραβες προχωρούν στήν ’Ιταλία καί στερεώνονται στή Σικελία. Στήν προσπάθειά τους οί Βυζαντινοί νά άνακόψουν αύτή τήν πρόοδο, στέλνουν — γύρω στό 848-850 — σαράντα πλοία, τά όποια δμως νικώνται στίς άκτές τής Άπουλίας. Τριακόσια άλ­ λα πλοία έξοπλισμένα μέ σπουδή, πλέουν στίς Συρα­ κούσες άλλά στή ναυμαχία, πού γίνεται μέ τούς ’Άραβες κοντά στό στενό τής Μεσσήνης, παθαίνουν μεγάλη ήττα καί χάνονται έκατό άπ’ αύτά. Τό 860 μ.Χ., τόν καιρό πού ό Μιχαήλ Τ' πολε­ μούσε τούς Σαρακηνούς, έγινε — δπως θά ίδοΰμε — ή εισβολή τών Ρώσων, πού τόν άνάγκασε νά έπιστρέψει έν σπουδή στή Κωνσταντινούπολη. Ήταν μιά έποχή, πού οί ’Άραβες καί οί Παυλικανοί έκα­ ναν νικηφόρες έκστρατεΐες στή Μ. ’Ασία καί άποκόμιζαν πλούσια λάφυρα (17.000 αιχμαλώτους άρ­ παξαν άπό τήν ’Αττάλεια) καί ό στόλος τών Α­ ράβων τής Κρήτης έρήμωνε τίς Κυκλάδες καί προ­ χωρούσε μέχρι τήν Πελοπόννησο. Τό 866 μ.Χ. οργανώνεται άπό τούς Βυζαντινούς μεγάλη έκστρατεία γιά τήν άπελευθέρωση τής Κρή­ της. Βασικά ή έπιχείρηση άποβλέπει νά απαλλάξει 35

'0 δρόμος πρός τήν κορυφή

τή θάλασσα τοΰ Αιγαίου καί τούς πληθυσμούς τών νησιών καί τών παραλίων από τή μάστιγα τών Σαρακηνών, πού έχουν ορμητήριο τήν Κρήτη. Είναι μιά επιχείρηση πού τήν έπιβάλλει ή ανάγκη. Τότε δ­ μως ξεσπά κρίση στή Βασιλεύουσα άπό μιά μυσαρή πράξη: ό αύλικός Βασίλειος, τόν όποιο είχε προσλάβει ό αύτοκράτωρ Μιχαήλ, κατά σύσταση του θείου του Καίσαρος Βάρδα, σκοτώνει τόν Καίσαρα κατ’ έντολή τοΰ αύτοκράτορος Μιχαήλ. Τό γεγονός αύτό συγκλόνισε τόν πληθυσμό καί τούς στρατιώτες καί είχε σάν άποτέλεσμα νά άνακληθεΐ ό στόλος, πού τήν ώρα έκείνη βρισκόταν στίς εκβολές τοΰ Μαιάνδρου (απέναντι άπ’ τή Σά­ μο) καί περίμενε τό Μιχαήλ, γιά νά πλεύσει πρός τήν Κρήτη. Ματαιώθηκε έτσι μιά επιχείρηση πού θά μπορούσε νά άπελευθερώσει τή Μεγαλόνησο εκατό χρόνια νωρίτερα καί νά λυτρώσει τίς ελληνι­ κές θάλασσες άπό τό φονικό καί τή ληστεία τών ’Α­ ράβων. 'Ο αύλικός Βασίλειος άποτελειώνει τό «έργο» του μέ τή δολοφονία σέ ώρα συμποσίου, τοΰ ’ίδιου τοΰ αύτοκράτορα (Μιχαήλ), τόν όποιο έστειλε στόν τάφο σέ ήλικία 29 έτών. Καί άναγορεύεται εκείνος αύτοκράτορας, θεμελιώνοντας μιά ισχυρά δυνα­ στεία, ή όποια άνέβασε τό Βυζάντιο στό άπόγειο τής δυνάμεώς του. Στούς χρόνους τής δυναστείας αύτής τών Μακεδόνων (867-1056 μ.Χ.) άποκρούονται άποτελεσματικά οί ’Άραβες, άπομακρύνεται ό σλαβικός κίνδυνος καί ένισχύεται σημαντικά τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου. Τό άπόγειο τής ναυτικής του Ισχύος, τοΰ 9ου καί 10 αίώνος, οφείλεται στά οργανωτικά μέτρα τών Ίσαύρων καί τή στοργή πρός τό ναυτικό τών Μακεδόνων — τοΰ Βασιλείου πάντως λιγότερο άπό τούς διαδόχους του. 'Η έποχή τοΰ Βασιλείου Α' (867-886) έχει νά έπιδείξει νίκες δχι μόνο στήν ξηρά άλλά καί στή θά­ λασσα. Τό 880 καί ένώ ό Βασίλειος πολιορκούσε τά ’Ά­ δανα τής Κιλικίας, τά όποια δέν κατόρθωσε νά κατα­ λάβει, ό Όσμάν έμίρης τής Ταρσού, έστειλε τριάν­ τα μεγάλα πλοία, τά λεγάμενα κουμβάρια νά πο­ λιορκήσουν τό φρούριο Εΰριπος στή Χαλκίδα, έδρα τοΰ Θέματος τής 'Ελλάδος. Τά κουμβάρια, καθαρά αραβικός τύπος ήταν ένα κατώτερο άντίγραφο τών άνατολικών διήρων, μέ όνομα έλληνικό, άφοΰ κύμβη στά αρχαία ελληνικά σήμαινε βάρκα καί συνεκδοχικά πλοίο. Ό στρατηγός τοΰ Θέματος, Οίνειάτης, πριν ά­ κόμη φθάσει ό έχθρικός στόλος, είχε μπάσει στό φρούριο ένισχύσεις, τοξοβαλλίστρες καί πετροβό­ λα, ετοίμασε δέ τούς πυρφόρους δρόμωνες, πού εί­ χε στή διάθεσή του. Μόλις λοιπόν έπλησίασαν οί Άραβες καί έκλεισαν τόν κλοιό τής πολιορκίας, δέχθηκαν καταιγισμό άπό πέτρες καί βέλη, καθώς καί έπίθεση άπό τούς δρόμωνες, οί οποίοι κατέ­ 36

καψαν μέ τό ύγρόν πΰρ πολλά άραβικά πλοία (Κεδρηνός Ρ. 580, 225). Σχετικά προσθέτουν άλλοι χρονογράφοι (ό Ζωναράς καί ό Συνεχιστής Θεοφάνους) δτι άνάλογη συμφορά ύπέστησαν οί έπιδρομείς στήν ξηρά καί άναγκάστηκαν νά άποχωρήσουν, χάνοντας καί τόν άρχηγό τους. ’Άλλος στόλος άπό 27 κουμβάρια στάλθηκε στό Αιγαίο, τή φορά αύτή άπό τόν έμίρη τής Κρή­ της, μέ άρχηγό τόν άρνησίθρησκο Φώτιο καί, περ­ νώντας τόν 'Ελλήσποντο, έφθασε μέχρι τήν Προκόννησο, στήν Προποντίδα. ’Εναντίον τών Αρά­ βων βγήκε τότε ό ναύαρχος Νικήτας 'Ωορύφας, πού έκαψε ε’ίκοσι άπό τά κρητικά πλοία μέ τό ύγρόν πΰρ καί άνάγκασε τά ύπόλοιπα νά φύγουν. Ό Φώτιος δμως δέν έγκατέλειψε τήν προδοτική δράση του. Παίρνοντας καί άλλα πλοία άπό τήν Κρήτη, άρχίζει νά λεηλατεί τά παράλια τής Πελοποννήσου καί τών γύρω νησιών. Καί πάλι βγαίνει έναντίον του ό Νικήτας 'Ωορύφας, ό όποιος κατα­ πλέει στόν δρμο τών Κεγχρεών, κοντά στόν ’Ισθμό τής Κορίνθου. Έκεΐ παίρνει τήν πληροφορία δτι μοίρες τοΰ άραβικοΰ στόλου βρίσκονται στά λιμά­ νια τής δυτικής Πελοποννήσου καί, γιά νά μή χά­ σει χρόνο παραπλέοντας τά νότια παράλιά της, ύπερνεωλκεΐ τά πλοία του άπό τόν ’Ισθμό, δπου ύπήρχε πάντα ό δίολκος γιά τά μικρά πλοία. Τοΰτο έγινε σέ μιά νύκτα καί ό βυζαντινός στό­ λος, άφοΰ πέρασε τόν Κορινθιακό, αίφνιδίασε τόν έχθρό στήν Πάτρα. Στή ναυμαχία, πού έγινε, οί ’Άραβες συντρίφτηκαν. Πολλά άπό τά καράβια τους κάηκαν μέ τό ύγρόν πΰρ, σκοτώθηκε ό άρχηγός τους Φώτιος καί τά ύπόλοιπα τά σκόρπισε ό πανι­ κός καί ό άνεμος. Τήν Ίδια περίπου έποχή (γύρω στά 880 ή, κατά τόν Ζακυθηνό, τό 879) εξήντα μεγάλα άραβικά πλοία, στό καθένα άπό τά όποια έπέβαιναν διακό­ σιοι άνδρες, παρουσιάστηκαν στό Αιγαίο καί έπρόσβαλαν τήν Κεφαλληνία, τή Ζάκυνθο καθώς καί τά άπέναντι παράλια τής 'Ελλάδος. Γιά τήν άντιμετώπισή τους έστειλε τό Βυζάντιο, τόν καινούριο δρουγγάριο (ναύαρχο) μέ τό άραβοσυριακό όνομα Νάσαρ. Βοηθούμενος άπό τούς βορείους ανέμους ό Νάσαρ καταπλέει σέ πολύ σύντομο χρονικό διά­ στημα στή Μεθώνη, δπου δμως παρουσιάζονται κρούσματα άπειθαρχίας. Τό γεγονός άναφέρεται στή Βασιλεύουσα, άπό τήν οποία στέλνονται τριάν­ τα άπό τούς κρατουμένους έκεΐ Σαρακηνούς αιχμα­ λώτους, βαμμένοι μέ άσβέστη. 'Η έντολή είναι νά κρεμαστοΰν όλοι αύτοί στά κατάρτια τών πλοίων, σάν λιποτάκτες δήθεν τοΰ βασιλικού πλώιμου. 'Η διαταγή έκτελεΐται, τό προσωπικό έντυπωσιάζεται πολύ καί ξαναγυρίζουν οί άνδρες στά καθήκοντά τους. Μέ συγκροτημένη τώρα τή δύναμή του ό Νά- ’ σαρ βγαίνει πρός άναζήτηση τοΰ έχθροΰ, τόν όποιο

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

καί συναντά σέ νυκτερινή ώρα. 'Η νυκτερινή μάχη δέν είναι κάτι τό συνηθισμένο καί αύτό αίφνιδίασε τούς ’Άραβες, οί όποιοι δέν πρόλαβαν νά συνταχθοΰν καί χρησιμοποιήσουν τίς δυνάμεις τους. Γι’ αύτό νικώνται καί μάλιστα κατά τρόπον ολοκληρω­ τικό. Άκολουθοΰν καί άλλες συγκρούσεις, ή μιά στ’ ανοικτά τής Ζακύνθου κι ή άλλη κοντά στά νησιά Λίπαρι τής ’Ιταλίας, δπου καί πάλι κερδίζει ό Νάσαρ τή νίκη. Συμβαίνει μάλιστα διαδρομώντας καί πειρατεύοντας στή θάλασσα, νά συλλάβει πολλά εμπορικά πλοία, φορτωμένα μέ λάδι, τό όποιο στέλ­ νει στήν Κωνσταντινούπολη, δπου τοΰτο έφθασε, άπό τήν περίσσεια, νά πουλιέται πολύ φθηνά. Δέν έσταμάτησε δμως εκεί ό νικητής τών Αρά­ βων. ’Έπλευσε στά παράλια τής Κάτω ’Ιταλίας, δπου ενώθηκε μέ τίς εκεί στρατιωτικές καί ναυτι­ κές δυνάμεις τοΰ Βυζαντίου καί εξουδετέρωσε τόν αραβικό στόλο κοντά στή νήσο Στήλαι (σημερ. Capo Stilo) "Υστερα απελευθέρωσε τά φρούρια τής Καλαβρίας καί τής Λογγοβαρδίας, πού βρίσκον­ ταν στά χέρια τών ’ Αράβων, κατέλαβε δέ τό ’ Οτράντο καί έτσι εξασφάλισε τόν έλεγχο τής εισόδου στή Θάλασσα τοΰ Άδρία. Μετά τίς έπιτυχίες του στή θάλασσα τό Βυζάν­ τιο, θαλασσοκρατούσε στήν κεντρική Μεσόγειο, είχε περιορίσει τούς ’Άραβες στήν ανατολική καί άπέκρουσε μιά καινούρια απειλή, τούς Ρώσους. Οί Ρώς, ήταν σκανδιναβικής προελεύσεως λαός, τόν όποιο βυζαντινός χρονογράφος (ό Συνεχιστής Θεοφάνους) άποκαλεΐ ’έθνος σκυθικόν, άνήμερόν τε καί άγροικον. ΤΗταν έγκατεστημένοι στίς όχθες τών μεγάλων ποταμών, άπό τή Βαλτική ώς τή Μαύρη Θάλασσα καί ονειρεύονταν νά πάρουν κάποτε τή Zargrad, δηλαδή τήν Πόλη τοΰ Τσάρου ή, έπί τό ελληνικότερο, τήν Αύτοκρατορούπολη! Κόβοντας ξύλα άπό τά δάση κατασκεύαζαν μονόξυλα καί άλ­ λα μικρά πλοιάρια, μέ τά όποια (οί Ρώς τής ήγεμονίας τοΰ Κιέβου) παρουσιάστηκαν μιά μέρα τοΰ 860 στό Βόσπορο. Βάρβαροι δπως ήταν έκαμαν διαρπαγές, λεηλασίες καί φόνους καί πολλές έπυρπόλησαν κατοικίες. "Υστερα προχώρησαν καί έφθασαν κάτω άπό τά τείχη τής Βασιλεύουσας. Λεπτομέρειες δέν έχομε, άλλά σκληρός έγινε άγώνας γιά νά άπαλλαγοΰν οί άμυνόμενοι άπό τήν καινούρια επιδρομή — καί στόν άγώνα αύτόν πρέπει νά χρησιμοποίησαν τό ύγρόν πΰρ. "Οταν έφυγε ό κίνδυνος, όλων τών κα­ τοίκων ή δέηση στράφηκε πρός τήν Παντάνασσα, τοΰ Θεοΰ Μητέρα. Τότε, κατά τό βυζαντινολόγο Α. Βασίλιεφ (βιβλ. 47), συντάχθηκε ό ’Ακάθιστος Υμνος, μέ πατριάρχη τό Φώτιο, πού εμψύχωνε τούς μαχητές, δπως άλλοτε — τόν καιρό τοΰ 'Ηρα­ κλείου — εμψύχωνε τούς μαχητές ό Σέργιος. Δεύτερη επιδρομή τών Ρώσων σημειώνει ή ι­

στορία, γιά τό έτος 907 μ.Χ. Τή σχετική περιγραφή μάς τή δίνει ό Ρώσος χρονογράφος Νέστωρ, πού έγραψε τόν 1 Ιο αίώνα. Κατά τήν άφήγησή του, ό ή­ γεμόνας τών Ρώσων Όλέγ, μέ 2.000 μικρά πλοία καί στράτευμα δχι μικρό, πού δδοιπόρησε στήν ξηρά, παρουσιάστηκε μπρος στήν Πόλη. Τά πλοιά­ ρια αύτά, μονόξυλα ή δχι, δέν μπορούσαν νά τά βάλουν μέ τούς δρόμωνες. Τό Βυζάντιο δμως δέν είχε τήν έποχή αύτή τά άπαιτούμενα γιά τήν άμυνά του μέσα — σ’ αύτό αι­ τία ήταν ή πολιτική τοΰ Λέοντος Σοφοΰ (886-912) — καί κατέφυγε στίς δωρεές καί τή διπλωματία. "Υ­ στερα άπό μακρές διαπραγματεύσεις ύπέγραψε τό 911 συνθήκη μέ τούς Ρώσους. Μ’ αύτήν άνελάμβαναν οί δύο ήγεμόνες, τοΰ Βυζαντίου καί τοΰ Κιέ­ βου, τήν ύποχρέωση νά προστατεύουν ό ένας τά έμπορικά πλοία τοΰ άλλου. ’Άν δηλαδή ένα ρωσι­ κό πλοίο έξόκειλε στό βασίλειο τοΰ Βυζαντίου, εί­ χαν ύποχρέωση οί Βυζαντινοί νά διασώσουν τό πλοίο καί τό φορτίο καί άργότερα νά τό μεταφέρουν καί παραδώσουν στόν κάτοχό του. Τήν ’ίδια ύπο­ χρέωση είχαν καί οί Ρώσοι. Φαίνεται παράδοξο Ίσως τό δτι συμβάλλονται μέ τόσην ισότητα, ό αύτοκράτορας τοΰ Βυζαντίου μέ τό Ρώσο ήγεμόνα, τοΰ Κιέβου. ΤΗταν κι αύτό ένα σύμπτωμα τής καταπτώσεως, τήν όποια ύπέστη, παροδικά τότε ή αύτοκρατορία, τήν έποχή πού εί­ χε στό θρόνο της τό Λέοντα ΣΤ'. 'Η βασιλεία τοΰ άνθρώπου αύτοΰ, πού ήταν διανοητής καί συγγρα­ φέας, χαρακτηρίζεται άπό ήττες στή στεριά καί ταπεινώσεις στή θάλασσα. Τό ναυτικό στή βασιλεία του παραμελήθηκε. ’Επιγραμματικά χαρακτηρίζει τόν άνδρα ό Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, μέ τόση μάλιστα έπιτυχία, ώστε άξίζει νά τόν άντιγράψουμε:

... ή Βασιλεία περιήλθε τω 886 εις τόν δευτερότοκον Λέοντα. 'Ο νέος ούτος, μαθητής γενόμενος τοΰ Φωτίου, έλαβε μέν πάσαν τήν παιδείαν τήν οποίαν ήδύναντο νά λάβωσι τότε οί άνθρωποι, άλλ ’ ούδέν έκληρονόμησε τών πρακτικών τοΰ πατρός αύτοΰ (σημ. Βασιλείου Α ') προτερημάτων. ”Οθεν έπωνομάσθη μέν σοφός καί φι­ λόσοφος άλλ ’ απέδειξε δι ’ άπαντος αύτοΰ τοΰ βίου, τοΰ τε δημοσίου καί τοΰ ιδιωτικού, οτι ή ψιλή παιδεία, ή περί τάς λέξεις μόνον περιωρισμένη καί γεγυμνωμένη πάσης θετικής άρετής, εις ούδέν άλλο συντελεί ή εις τό νά καταστήση έμφανεστέραν καί μάλλον αδικαιο­ λόγητον τήν κακίαν... » Ένώ αί πόλεις τοΰ κράτους κατεστρέφοντο υπό ποικίλων πολέμων, αύτός έγραφε λόγους καί προσευχάς καί θρησκευτικά άσματα καί ποιήματα- ένώ τά πρό ποδών αύτοΰ ήσαν άθλια, αύτός συνέτασσε χρησμούς περί τοΰ μέλλοντος, καί ένω οί στρατοί αύ­ τοΰ κατετροποΰντο αύτός άντέγραφε τάς περί τακτι­ κής καί στρατηγίας συγγραφάς τών άρχαίων... "Οθεν, 37

'Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

ούδέν άπορον ότι επί τής Βασιλείας ταύτης τό κράτος ύπέστη συμφοράς δεινάς... Τό 886 οί ’Άραβες είχαν αρχίσει πάλι τίς επιθέ­ σεις των στά παράλια τής Άπουλίας καί τό 888 έπρόσβαλαν τήν Καλαβρία. Γιά τήν άντιμετώπισή τους έστειλε τό Βυζάντιο μιά δύναμη άπό καράβια, πού πέρασαν τό στενό τής Μεσσήνης καί συγκρούστηκαν μέ τόν άντίπαλο κοντά στίς Μυλές (σημερ. Mulazzo). ’Έπαθαν συντριπτική ήττα καί τά περισσότερα χάθηκαν. Καινούρια δύναμη έστειλαν οί Βυζαντινοί στά νερά τής Σικελίας, μέ άρχηγό τό ναύαρχο Άδριανό, πού δέν κατάφερε τίποτε καί τό Ταυρομένιο (σημερ. Taormina), τό τελευταίο όχυρό τοϋ Βυζαν­ τίου στή Σικελία έπεσε στά χέρια τών ’Αράβων (902 μ.Χ.). 'Ολοκληρώθηκε έτσι ή κατάληψη τής Σικελίας, τοϋ μεγάλου αύτοΰ έλληνικοΰ νησιού, τό όποιο άπό τότε — παρά τίς κατοπινές προσπάθειες — χάθηκε οριστικά γιά τό Βυζάντιο. Μέ τίς επιχειρήσεις στά σικελικά νερά, τό Αι­ γαίο έμεινε άπροστάτευτο — τόσο μικρή ήταν τό­ τε ή δύναμη τοΰ Βυζαντίου. Κι αύτό ένθάρρυνε καί έκεΐ τή δράση τών Σαρακηνών. Άρχηγός στή δρά­ ση αύτή ήταν ένας εξωμότης. 'Ο Λέων, άπό τήν Τρίπολη τής Συρίας καί γι’ αύτό άποκαλούμενος Τριπολίτης, άνδρας τολμηρός καί ναυτικός επιδέ­ ξιος, έγινε ναύαρχος στόν εμίρη τής Κρήτης, κατέ­ λαβε τό 889 τό φρούριο τής Σάμου, δπου αιχμαλώ­ τισε τό στρατηγό τοΰ Θέματος Πασπαλα, λεηλάτη­ σε ολόκληρο τό Αίγαΐο καί άπείλησε κι αύτή τήν Πόλη. 'Ο Ευστάθιος, δρουγγάριος τών πλωίμων (δηλαδή άρχηγός τοΰ ναυτικοΰ), πού είχε σταλεί νά τόν σταματήσει, δέν τόλμησε νά άναμετρηθεΐ μαζί του. Άργότερα βγήκε στό Αιγαίο ό εμίρης τής Τύρου, Δαμιανός, ό όποιος λεηλάτησε στόν Παγασητικό Κόλπο τή Δημητριάδα, πλούσια πόλη, δπου έκαμε σφαγές καί άπομακρύνθηκε μέ δυσκολία άπό τήν περιοχή — αιτία ήταν ή δράση τοΰ Νικηφόρου Φωκά, πού μόλις τότε είχε διορισθεΐ στρατηγός τής Θράκης (’)·

V.

Ο αιώνας τής ακμής

Τό 900 μ.Χ. οί Σαρακηνοί έπανέλαβαν τίς επι­ δρομές, καί κατέλαβαν τή Λήμνο. ’Έστειλαν τότε οί Βυζαντινοί τόν πρωτοσηκρήτιν 'Ιμέριον (ή 'Ημέριον), ό όποιος βγήκε στό Αίγαΐο καί συνάντησε τόν άραβικό στόλο κοντά στή Θάσο άλλά δέν τόλ­ μησε νά τόν κτυπήσει, γιατί είδε πώς είχε περισσό­ τερα πλοία. 'Η άδυναμία αύτή τών Βυζαντινών ο­ δήγησε τούς ’Άραβες στό καινούριο άθλημα τής κακουργίας τους. Τό 904 ό Λέων ό Τριπολίτης, μέ 56 μεγάλα πλοία, στό καθέν άπ’ τά όποια έπέβαιναν

38

200 πολεμιστές, ενέργησε μεγάλη καί αιματηρή επι­ δρομή κατά τής Θεσσαλονίκης. 'Η Θεσσαλονίκη ήταν ή δεύτερη πόλη τής αύτοκρατορίας, πλού­ σια, μέ μεγάλον πληθυσμό. Γιά τήν πολιορκία αύτή έχομε λεπτομερή περι­ γραφή άπό πρώτο χέρι, τόν μοναχό ’Ιωάννη Καμενιάτη, πού έζησε προσωπικά τό δράμα τής πόλεως. Χαρακτηριστικό είναι δτι ή Θεσσαλονίκη είχε ισχυρά οργάνωση άπό τήν ξηρά δχι δμως καί άπό τή θάλασσα καί τοΰτο γιατί άπό τή θάλασσα τήν προστάτευαν οί βυζαντινοί δρόμωνες. Αύτό δμως άλλοτε, γιατί τώρα τά πράγματα είχαν άλλάξει. Θά έπρεπε λοιπόν οί 'Έλληνες νά ένισχύσουν τό παραθαλάσσιο τείχος άλλά ό καιρός έβιαζε. Γι’ αύτό ό στρατηγός Πετρωνάς, πού έφθασε άπό τήν Πόλη, άρχισε νά κατασκευάζει βιαστικά, μέ με­ γάλους ογκολίθους άπό παλιά νεκροταφεία, ύποβρύχιο φράγμα, μέ τό όποιο θά εμπόδιζε τά άραβικά πλοία νά πλησιάσουν τά αδύναμα τείχη. Πριν τελειώσει τό έργο ό Πετρωνάς άντικαταστάθηκε άπό άλλο στρατηγό, τό Λέοντα. 'Ο Λέων σταμάτη­ σε τήν κατασκευή καί άρχισε νά ενισχύει τά παρα­ θαλάσσια τείχη, μιά προσπάθεια πού άπαιτοΰσε πολύν χρόνο. Κι αύτό δμως δέν έγινε, γιατί ένας καινούριος στρατηγός, τρίτος στή σειρά, προτίμη­ σε άπ’ δλα τ’ άλλα νά καλέσει τοξότες άπό τή Θρά­ κη, τό Θέμα τοΰ Στρυμόνος. ’Έτσι δταν στό τέλος ’Ιουλίου τοΰ 904 επιτέ­ θηκαν οί ’Άραβες, δέν είχε ή Θεσσαλονίκη τίποτε νά άντιτάξει: ούτε τείχη οϋτε τοξότες. Παρά τήν ήρωική άντίστασή της δέν άργησε νά πέσει στά χέρια τών επιδρομέων, πού έστησαν ψηλές εξέ­ δρες στά πλοία άνά δύο καί, καταβάλλοντας τήν παραθαλάσσια άμυνα, δρμησαν μέ δίψα καταστρο­ φής μέσα άπό τά τείχη. Κατά μιά εκδοχή χρησιμο­ ποίησαν καί ύγρόν πΰρ, πράγμα πολύ άμφίβολο. Πι­ θανό νά χρησιμοποίησαν εμπρηστικές ύλες, άλλ’ δχι ύγρόν πΰρ. 'Όταν έφυγαν οί ’Άραβες έπήραν μα­ ζί τους 22 χιλιάδες αιχμαλώτους, πολλούς άπό τούς όποιους άπελευθέρωσαν άργότερα μέ πλούσια λύ­ τρα. Δέκα μέρες κράτησε τό δργιο τής σφαγής καί τής λεηλασίας καί σ’ ολόκληρο αύτό τό διάστημα — άκόμη καί πριν άπ’ αύτό — ό βυζαντινός στόλος, μέ άρχηγό τόν 'Ιμέριο, έμενε άπρακτος στά νερά τής Λήμνου καί τής Λέσβου. Καί δμως τήν εποχή εκείνη λειτουργούσε τό σύστημα τών φρυκτωριών, μέ τό όποιο οί ειδήσεις ταξίδευαν μέ πολλήν ταχύ1) Νικηφόρος Φωκάς, πού έδρασε στό τέλος τοϋ 9ου καί αρχές 10ου αίώνος. Τό 891 άνακλήθηκε άπό μιά έπιχείρηση εναντίον τών Βουλγάρων καί τοΰτο μετά άπό ραδιουργίες τών άνακτόρων. Μεταγενέστερός του είναι ό Νικηφόρος Φωκάς, γιός τοΰ Λέοντος Φωκά, στρατηγός τής ’Ανατολής, ελευθερωτής τής Κρήτης καί κατόπιν αύτοκράτορας (963-969).

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή τητα. Είναι άπό τίς περιπτώσεις πού κινούνται άνά­ μεσα στήν άσύγνωστη άμέλεια ή άνικανότητα καί τήν προδοσία, γιά τίς όποιες φυλάει πάντα ένα μεγάλο, ενοχλητικό ερωτηματικό ή ιστορία. Πάντως έλαβε κάποτε ό 'Ιμέριος τήν είδηση γιά τήν συμφορά τής Θεσσαλονίκης καί σήκωσε άγκυρα, άλλ’ ήταν κατόπιν εορτής. 'Ο άραβικός στόλος, τόν όποιο έσπευδε νά συναντήσει είχε ήδη φύγει άπό τό βόρειο Αιγαίο καί έπλεε στήν Κρήτη, καί άπό κεϊ στίς βάσεις του τής Συρίας.

Τότε — τό 910 μ.Χ. — αποφάσισαν οί άρχοντες τής Πόλης νά έκστρατεύσουν έναντίον τής Κρή­ της γιά άντίποινα. Τίς λεπτομέρειες γιά τήν προε­ τοιμασία τής έκστρατείας αύτής μάς διέσωσε ό Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος στό βιβλίο του "Εκθεσις τής Βασιλείου Τάξεως (II, 44) καί ιδιαίτερα στό κεφάλαιο, πού φέρνει τόν κάπως πομπώδη καί πάντως χαρακτηριστικό τίτλο: Η γενομένη έξόπλισις καί ’έξοδος καί τό ποσόν τής ρόγας (= μισθοτροφοδοσίας) καί τοΰ λαοΰ, τοΰ άποσταλέντος κατά τής Θεολέστου Κρήτης μετά τοΰ Πατρικίου Ίμερίου καί Λογοθέτου τοΰ Δρόμου έπί Δέοντος τοΰ Φιλοχρίστου Δεσπότου. ’Από τό κεφάλαιο αύτό μαθαίνομε πολύ ένδιαφέροντα πράγματα γιά τή δομή, οργάνωση καί σύν­ θεση τών πλωίμων τής έποχής έκείνης καί τών πλοίων τους. "Ελαβαν μέρος στήν έκστρατεία 102 δρόμωνες καί 75 πάμφυλοι, μέ 34.300 κωπηλάτες καί 13.984 πολεμιστές. Άπό τά πλοία αύτά τό βασιλι­ κό πλώιμο (δηλαδή τό ναυτικό τής Κωνσταντινου­ πόλεως) διέθεσε 60 δρόμωνες καί 40 παμφύλους, τά δέ θεματικά 42 δρόμωνες καί 35 παμφύλους. (Ειδικό­ τερα 15 καί 16 τών Κιβυρραιωτών, 10 καί 12 τής Σά­ μου, 7 καί 7 τοϋ Αιγαίου, 10 δέ τέλος δρόμωνες τό Θέμα τής 'Ελλάδος). Κάθε δρόμων είχε 230 κωπη­ λάτες καί 70 πολεμιστές καί κάθε πάμφυλος 130-160 κωπηλάτες — γιά πολεμιστές δέν γίνεται λόγος. Χαρακτηριστικά είναι τά είδη πού πήραν μαζί τους, ποιος έπρεπε νά τά χορηγήσει καί, συναρπα­ στικόν τί βιβλία έπαιρνε μαζί του ό βασιλεύς. Τά είδη αύτά ήταν: βέλη, μέναυλα δηλαδή άκόντια, χιλιάδες στατήρες κριθάρι, σιτάρι, άλευρα, παξιμάτια δηλαδή διπυρίτης, χιλιάδες μέτρα κρασί καί σφακτά. Γιά τή συντήρηση τών καραβιών, λινάρι γιά πρόπυρα καί καλαφάτισμα, καρφιά διαφόρων διαστάσεων, σακκία, περόνες, τζαπιά (άξίνες), κρικέλλια, δακτύλιοι, ψέλλια καί κριοί — τά τελευταία γιά τήν έξαρτία τών πλοίων. "Οταν συμμετείχε στήν έκστρατεία ό βασιλεύς, τοποθετούσαν στή σκευή τής έκστρατείας καί βι­ βλία εκκλησιαστικά, στρατηγικά, μηχανικά πού μιλού­ σαν γιά τίς έλεπόλεις καί τήν κατασκευή τών βελών, βιβλία ιστορικά, τόν ’Ονειροκρίτη, βιβλίο συναντηματικόν, βιβλία γιά τήν εύδία καί χειμώνα καί

ζάλην καί ύετόν καί άστραπάς καί βροντάς καί όσα άλλα χρειάζονται οί ναυτικοί. (Γιά τά υλικά τόν οπλι­ σμό καί τά έφόδια ένός πλοίου, βλέπε στοιχεία στό Κεφάλαιο ’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινοΰ Ναυτικού καί ειδικότερα στούς τίτλους Τό τυπικόν τών πλωίμων καί τό Άπέλλο καί άρμάτωμα τοΰ κατέργου, 5, H-IV καί H-V). Δέν άμέλησαν οί Βυζαντινοί, στήν έκστρατεία αύτή τοΰ 911, τόν τομέα τών πληροφοριών, άφοΰ έπρόβλεψαν νά στείλουν, ό στρατηγός τών Κιβυρραιωτών, ό κατεπάνω τών Μαρδαϊτών καί ό αρχών τής Κύπρου χελάνδια καί κατασκόπους σέ διάφορες περιοχές γιά τή συλλογή πληροφοριών καί γιά νά έμποδίσουν τήν άναχώρηση αγνώστων πρός τήν Συ­ ρία, πού θά μποροΰσαν νά μεταδώσουν στόν έχθρό ειδήσεις γιά τή μελετωμένη έπιχείρηση. Φαίνεται δμως πώς οί άνθρωποι αύτοί είχαν πολύ καλή οργάνωση στή διοικητική μέριμνα — όρον φυσικά τότε άγνωστο — άλλά άδυναμία βασική σέ άλλα σημεία. 'Η έπιχείρηση, παρά τήν κατάλληλη προετοιμασία της, δέν άπέδωκε τό άποτέλεσμα πού θά περίμενε κανείς καί δέν έχομε πληροφορίες γιά τά αίτια τής άποτυχίας της. Έπέδρασε καί σ’ αύτή τήν περίπτωση τό πνεύμα τής ήττοπάθειας καί ή κακή διοίκηση; ’Ή μήπως είναι κάτι, λιγότερο ύποθετικό, ή κατάληψη άπό τούς ’Άραβες τής Κύπρου, πού ήταν προχωρημένη τών Βυζαντινών βάση; ’Άπρακτος γύρισε ό 'Ιμέριος στό Αιγαίο καί τό μόνο άξιόλογο πού θά μποροΰσε νά σημειώσει στήν έκθεσή του θά ήταν μιά σύγκρουση μέ κάποιο στό­ λο τών Αράβων, σέ χρόνο πού δέν γνωρίζουμε μέ άκρίβεια. Πάντως τόν ’Οκτώβριο τοΰ 911 άραβικός στόλος άπό 300 πλοία, μέ άρχηγούς πάλι τό Λέοντα τόν Τριπολίτη καί τόν έμίρη τής Τύρου Δαμιανό, αίφνιδίασαν τό στόλο τοΰ 'Ιμερίου, κοντά στή Σάμο καί τόν κατεδίωξαν μέχρι τή Λήμνο. Μαζί του ήταν ό Ρωμανός, στρατηγός τής Σάμου. 'Όταν γύρισε στήν Πόλη ό νικημένος ναύαρχος κλείστηκε σ’ ένα μοναστήρι όπου πέθανε άπό θλίψη, σέ έξι μήνες. Μέ τήν άποτυχία του είχε άκολουθήσει τή μοίρα πολλών — μά δχι καί δλων — άπό έκείνους πού κάποια σκοπιμότητα ή ιδιοτέλεια ύψωσε σέ μιά θέση, γιά τήν όποια δέν ήταν άξιοι. "Οσο γιά τόν Τριπολίτη, τόν άδίστακτο αύτό τυ­ χοδιώκτη, τόν όποιο έμεγάλυνε τών Βυζαντινών ή άπραξία, συνέχισε τίς πειρατικές του έπιδρομές μέχρι τό 923 οπότε ό ’Ιωάννης Ραδηνός, ναύαρχος τοΰ Ρωμανοΰ Α' τοΰ Λεκαπηνοΰ (919-944), τόν ένίκησε κοντά στή Λήμνο. Ό πειρατής έσώθηκε άπό τήν πανωλεθρία, άλλά ή δύναμή του είχε συν­ τρίβει.

Στό ζοφερό πίνακα, πού συνθέτουν τά πολεμικά γεγονότα τής βασιλείας τοΰ Λέοντος ΣΤ , μποροΰ39

' Ο δρόμος πρός τήν κορυφή με νά ίδοΰμε καθαρά τήν επίμονη δράση τών Βουλ­ γάρων, υπό τόν Συμεών. Σέ μιά λοιπόν επιδρομή τους κατά τοΰ Θέματος τής Μακεδονίας, τό Βυζάν­ τιο έστειλε μοίρα τοΰ στόλου του στίς εκβολές τοΰ Δούναβη, μέ τό Νικήτα Σκληρό. Αύτός διαπεραίω­ σε μέ τά πλοία του στρατό άπό Μαγυάρους, πού κτύπησε άπό τά νώτα τούς Βουλγάρους καί τούς άνάγκασε νά συνθηκολογήσουν. ’Αργότερα δμως ό Συμεών κινήθηκε πάλι έναν­ τίον τοΰ Βυζαντίου. "Εστειλε τότε τό Βυζάντιο άπό τή θάλασσα στόλο, μέ τό δρουγγάριο Εύστάθιο καί άπό τήν ξηρά στρατό μέ άρχηγό τό Νικηφόρο Φωκά (*). 'Ο ικανός δμως στρατηγός Φωκάς άνακλήθηκε υστέρα άπό ραδιουργίες τών άνακτόρων καί στή θέση του έφθασε άλλος στρατηγός, δ Λέων Κατακαλών, πού έπαθε φοβερή ήττα στό Βουλγαρόφυγο τής Θράκης. 'Ύστερα άπό διαπραγματεύ­ σεις ύπογράφηκε καί πάλι συνθήκη, τό 900 μ.Χ. Τό 913 ό Συμεών ξανάρχισε τίς έπιδρομές καί τό Βυζάντιο ζήτησε τήν ένίσχυση τών Πετσενέγων (ή Πατσινακών), έστειλε δέ δυνάμεις μέ άρχηγόν τοΰ στρατοΰ τό Λέοντα Φωκά καί άρχηγόν τοΰ στόλου Ρωμανό τό Λεκαπηνό. 'Ο Ρωμανός είχε έντολή, παραπλέοντας τά παράλια, νά μεταφέρει διά θα­ λάσσης Πατσινάκες στά νώτα τών Βουλγάρων. Τοΰτο δμως δέν έγινε, είτε άπό έλλειψη συντονι­ σμού στίς κινήσεις τών δύο άρχηγών είτε άπό άμοιβαία έχθρότητα, γιατί κι οί δύο άνδρες, ό Φωκάς καί ό Λεκαπηνός, έποφθαλμιοΰσαν τό στέμμα. Τό άποτέλεσμα ήταν πώς ό Φωκάς έπαθε μεγάλη ήτ­ τα κοντά στήν Άγχίαλο, τό 913. Καί δταν οί Βούλ­ γαροι μπήκαν στήν πόλη βρήκαν μεγάλες ποσότη­ τες άπό ύγρόν πΰρ (καί σίφωνας χαλκού τριάκοντα έξ καί τοΰ δι ’ αύτών έκπεμπομένου πυρός ούκ ολίγον). 'Η περίοδος τής άβεβαιότητος καί τών ταπει­ νώσεων τοΰ Βυζαντίου φεύγει μέ τό τέλος τής βασι­ λείας τοΰ Λέοντος ΣΤ' καί άρχίζει ή άνασυγκρότηση μέ τόν γιό τοΰ Λέοντος, Κωνσταντίνο Ζ' τόν Πορφυρογέννητο. Αύτός, καθώς ήταν άνήλικος, άνέβηκε τό 913 μ.Χ. στό θρόνο, μέ άντιβασιλεία τριών άνδρών. "Ενας άπ’ αύτούς, ό ναύαρχος Ρωμα­ νός ό Λεκαπηνός, συγκέντρωσε άπό τό 919 δλες τίς έξουσίες. 'Ο Λεκαπηνός είχε διατελέσει δρουγγάριος τών πλωίμων, δηλαδή άρχηγός τοΰ ναυτικοΰ, καταλά­ βαινε τήν άξια τής θαλασσίας δυνάμεως καί ένίσχυσε τό δπλο τοΰτο. Στήν έποχή του συντρίβεται — δπως έγραψα ήδη — ό έπικίνδυνος Λέων ό Τριπολίτης, άπό τόν πατρίκιο ’Ιωάννη Ραδηνό — έτος 923 — καί έπιχειρείται μεγάλη έπιδρομή διά θαλάσσης κατά τών ’Αράβων τής Αίγύπτου. 'O βυζαντινός στόλος, ύστερα άπό μακρά προετοιμασία, βγήκε άπό τόν 'Ελλήσποντο, τήν άνοιξη τοΰ 928 καί κατέ­ βηκε τό Αιγαίο, διαλύθηκε δμως άπό τή θύελλα, χω­ ρίς νά έπιτύχει τίποτα.

40

Νέα έπιχείρηση κατά τών Σαρακηνών έγινε τό 949 (ό Ρωμανός ό Λεκαπηνόςείχε ήδη άνατραπεί άπό τούς δύο γιούς του, τό 944 - πού κι αύτοί άνατράπηκαν τόν έπόμενο χρόνο), έποχή πού άκόμη βασίλευε Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος (913959). Τό ναυτικό βρισκόταν σέ πολύ καλήν κατά­ σταση, άλλά ύπέφερε σοβαρά στόν τομέα τής ήγεσίας. Δέν είχε άξια διοίκηση. Τό κακό μάλιστα ήταν γενικότερο. - Χαρακτηριστικό τής βυζαντινής ιστορίας, σημειώνει ό ναύαρχος Κ. Άλεξανδρής, είναι δτι ό άρχηγός μιας σοβαρός πολεμικής έπιχειρήσεως εγίνετο δχι μέ κριτήριο τήν ικανότητα άλλά μέ σκοτεινός σκευωρίας τών κύκλων τοΰ ίεροΰ Παλατιού καί μέ τάς άναποφεύκτους κάθε φορά οδυνηρός συνέπειας. Οί ραδιουργίες μαζί μέ τίς προσωπικές εύνοιες πού θριάμβευαν τήν έποχή τοΰ πατέρα του, δέν φαί­ νεται νά έλειψαν έπί Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρογεννήτου. Καί άρχηγός στήν έπιχείρηση τής Κρή­ της τοποθετήθηκε άντί ίκανοΰ άνδρός ό άνίκανος παρακοιμώμενος Κωνσταντίνος Γογγύλης, μέ άπο­ τέλεσμα κι αύτή νά άποτύχει. 'Ο Γογγύλης άποβιβάσθηκε στήν Κρήτη, άλλά άφησε — άπό άμέλεια ή άγνοια — άφύλακτο τό στρατόπεδό του. Οί "Αρα­ βες, πού άγρυπνοΰσαν, έπιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί συνέλαβαν πάρα πολλούς αιχμαλώτους. ' Ο άνάξιος άρχηγός τους μόλις μπόρεσε νά διαφύγει. Καί δμως δέν ήταν εύκαταφρόνητη ή δύναμη, πού κίνησε στή θάλασσα ό Γογγύλης. ’ Αποτελεί­ το άπό 88 πολεμικά, άπό τά όποια τά 20 ήταν δρό­ μωνες καί τά άλλα 49 χελάνδια, 7 πάμφυλοι δρόμω­ νες καί 12 πάμφυλα χελάνδια. Τά πλοία αύτά ανή­ καν στό βασιλικό πλώιμο, καθώς καί στά Θέματα τής Σάμου, τών Κιβυρραιωτών καί τής Πελοποννήσου. ’Εκτός άπό τούς επιβάτες τών πολεμικών, έ­ λαβαν μέρος στήν έπιχείρηση 3000 Μαρδάίτες (γι’ αύτούς ιδιαίτερος γίνεται λόγος στό μέρος γιά τά πληρώματα τοΰ Βυζαντίου 5, Ζ-Ι), πολλοί πολεμι­ στές καί 4145 ιππείς άπό τά Θέματα Θράκης, Όψικίου, Άρμενιακοΰ καί Χαρσικιανοΰ. Οί τελευ­ ταίοι αύτοί πρέπει νά έπιβιβάστηκαν σέ ίππαγωγά πλοία. "Ενα χρόνο άργότερα, τό 950, οί "Αραβες τής ’Αφρικής έκτύπησαν τίς βυζαντινές κτήσεις τής ’Ιταλίας καί ειδικότερα τής Καλαβρίας, χωρίς νά συ­ ναντήσουν άντίδραση άπό τά πλώιμα τοΰ Βυζαν­ τίου. "Ετσι ό διοικητής τοΰ Θέματος τής ’Ιταλίας καί ένας στρατηγός έπεσαν αιχμάλωτοι στά χέρια τους. ’Αργότερα έπαναστάτησε ή Νεάπολις καί μό­ λις τό 956 μπόρεσαν οί Βυζαντινοί νά στείλουν ι­ σχυρά ναυτική δύναμη, μέ άρχηγό τό Μαριανό τόν Άργυρό, πού κατέλαβε τήν πόλη μετά άπό πολιορ­ κία (Συνεχιστής, Θεοφάνους άνθ. 10). 1) Βλ. σημείωση σελ. 38.

'0 δρόμος ηρός τήν κορυφή Σημειώνει δμως καί επιτυχίες τήν έποχή εκείνη τό Βυζαντινό Ναυτικό. Κι αύτό γίνεται μέ τήν και­ νούρια ρωσική έπιδρομή, τοΰ 941. ’Εκστρατεύει διά θαλάσσης κατά τής Πόλης ό ήγεμόνας τοΰ Κιέβου Ίγγόρ (γιός τοΰ Όλέγ), μέ 1000 πλοία, τά όποια ορισμένοι χρονογράφοι, δπως ό Ζωναράς, ό Συνεχιστής Θεοφάνους, ό Συμεών ό Μάγιστρος καί ό Λουϊτπράνδρος τής Κρεμόνας τά άνεβάζουν, σέ 10-15 χιλιάδες. 'Ο Ίγγόρ επιχειρεί τήν παράτολμη αύτή εκστρα­ τεία, γνωρίζοντας δτι ό βυζαντινός στόλος ήταν άπασχολημένος στόν πόλεμο μέ τούς ’Άραβες καί τήν προστασία τών νησιών τοΰ άρχιπελάγους. Έπί-

στευε πώς μποροΰσε νά γίνει εύκολα κυρίαρχος στήν Πόλη. Οί ναύσταθμοι τής Κωνσταντινουπόλεως έσπευσαν νά ετοιμάσουν καί έξαρτύσουν μικρό στόλο, τόν όποιο καί έστειλε δ Πορφυρογέννητος εναντίον τών Ρώσων. ’ Από τό άλλο μέρος έφθασαν άπό τήν ’Ασία έκλεκτά τάγματα στρατοΰ καί μερι­ κοί δρόμωνες πυρφόροι, μέ άρχηγό τόν πρωτοβεστιάριο Θεοφάνη. Οί Ρώσοι, πού ναυλοχοΰσαν στό βόρειο στόμιο τοΰ Βοσπόρου, αίφνιδιάστηκαν καί έχασαν πολλά πλοία, τά όποια έκαψε τών Βυ­ ζαντινών τό ύγρόν πΰρ. ’Έχασαν άκόμη πολλούς αιχμαλώτους. Τοΰτο έγινε τό μήνα ’Ιούνιο τοΰ 941 μ.Χ. Τά πληρώματα άπό τόν ύπόλοιπο ρωσικό στόλο

'0 Χριστός στέφει τόν αύτοκράτορα Κωνσταντίνο τόν Πορ­ φυρογέννητο: απεικόνιση σέ ελεφαντόδοντο τοϋ 10ου αιώνα. Σύμβολο ότι ό αύτοκράτορας ήταν κεφαλή τής Εκκλησίας όπως καί τής Πολιτείας.

κατέφυγαν στήν άνατολική παραλία τοΰ Βοσπόρου (επί τής ’Ασίας), γιά τροφές ή ζητώντας τή σωτη­ ρία. Τούς βρήκαν δμως έκεΐ ό πατρίκιος Βάρδας Φω­ κάς καί ό δομέστικος τών Σχολών (άρχηγός στρα­ τοΰ) ’Ιωάννης Κουρκούας καί τούς άποδεκάτισαν. Επιχείρησε τότε ό Ίγγόρ, μέ τά δσα διέθετε πλοία, νά περάσει άπό τήν ασιατική στήν εύρωπαϊκή άκτή, άλλά ό Θεοφάνης, πού έπιτηροΰσε τό στόμιο τοΰ Βοσπόρου, ρίχθηκε εναντίον του καί τόν συνέτριψε. ΤΗταν στό τέλος τοΰ καλοκαιριοΰ, μήνας 41

' Ο δρόμος πρός τήν κορυφή Σεπτέμβριος τοΰ 941. ’Έτσι ό ήγεμόνας τοΰ Κιέβου αναγκάστηκε νά γυρίσει στήν πατρίδα του, μέ δέκα μόνο πλοία. Φαίνεται πώς τή νίκη τήν είχε κερδίσει ή δεξιά ήγεσία τοΰ Θεοφάνη καί κυρίως τό ύγρόν πΰρ. Τρομο­ κρατημένοι οί Ρώσοι προτιμοΰσαν νά πέφτουν μέ τήν πανοπλία στή θάλασσα, παρά νά κάοΰν ζωντα­ νοί. Καί όσοι έπέζησαν διηγοΰντο δτι οί "Ελληνες είχαν ένα πΰρ όμοιο μέ τίς αστραπές τοΰ ούρανοΰ. Ρίχνοντάς το εναντίον μας, μάς κατέκαψαν. Γι ’ αύτό δέν μπορέσαμε νά νικήσουμε. "Οσο γιά τό Θεοφάνη, έγινε δεκτός μέ ένθουσιασμό ώς νικητής άπό τόν Αύτοκράτορα τών Ρωμαίων, πού τόν ονόμασε παρακοιμώμενο. Καί μέ τήν ιδιό­ τητα αύτή τοΰ παρακοιμωμένου διεξήγαγε κατόπι τίς διαπραγματεύσεις μέ τούς Μαγυάρους, τό 943, γιά τή συνομολόγηση ειρήνης πέντε ετών. Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος, στή μακρά βασιλεία τοΰ οποίου γίνονται τά επεισόδια πού ι­ στορήσαμε, άφηκε πλούσιο συγγραφικό έργο, στό όποιο μπορεί νά βρει κανείς πολύτιμα στοιχεία γιά τή διοίκηση, τό στρατό καί τό ναυτικό (·). Ποτέ του δέν έστρατήγησε ό Πορφυρογέννητος, φρόντισε δμως νά άντιληφθοΰν οί άξιωματοΰχοι τή σημασία τοΰ ναυτικοΰ καί συχνά έπέβλεψε αύτοπροσώπως τήν κατασκευή τών πολεμικών πλοίων, γιά τά ό­ ποια γνώριζε πολλά πράγματα. Πιθανόν δλα αύ­ τά νά τά δφειλε στίς συμβουλές καί τήν παρόρμηση τοΰ πενθεροΰ του, Ρωμανού τοΰ Λεκαπηνοΰ, μαγγίστρου καί βασιλεοπάτορος. Φυσικά τό ενδια­ φέρον δέν έμεινε χωρίς καρπούς: τό ναυτικόν ανέ­ βηκε ποιοτικά καί συχνά ένίκησε τούς ’Άραβες στήν κεντρική καί ΝΑ Μεσόγειο. Θά μποροΰσε δέ νά έπιτελέσει πολύ άνώτερο έργο, άν είχε πάντοτε καλή διοίκηση. Χαρακτηριστική είναι ή νίκη τοΰ πατρικίου Βα­ σιλείου τοΰ Έξαμηλίτη, στρατηγού στό Θέμα τών Κιβυρραιωτών. Ό Βασίλειος συνάντησε, στά νότια τής Κιλικίας, τόν άραβικό στόλο, πού είχε πλεύ­ σει άπό τήν Αίγυπτο πρός βοήθεια τής Ταρσού, χω­ ρίς νά τό έπιτύχει, γιατί βρήκε μεγάλη θαλασσοτα­ ραχή. Μολονότι ύστεροΰσε σέ άριθμό πλοίων, επιτέθηκε ό Βασίλειος άκράτητος, επειδή βασιζό­ ταν στήν πείρα καί τήν ικανότητα τών πληρωμά­ των. * Η σύγκρουση ήταν βίαιη, μέ πολλούς άλαλαγμούς καί θόρυβο. 'Ο Ίδιος ό Βασίλειος έφερε τήν άρχηγίδα του στό πυκνότερο σημείο τής εχθρικής παρατάξεως καί πήδησε μέ άγημα στήν έχθρική ναυαρχίδα, τήν όποια καί κατέλαβε. Στήν όρμή του πρόσθεσε τό ύγρόν πΰρ καί κέρδισε περίλαμπρη νίκη. Πολλά πλοία τών ’Αράβων έβούλιαξαν καί άλλα έπεσαν στά χέρια τών Ελλήνων. "Υστερα άπ’ αύτό ό εμίρης τής Αίγύπτου έδήλωσε φιλία καί έζήτησε ειρήνη.

42

' Η άξια δμως τοΰ ναυτικοΰ φάνηκε στή δράση του κατά τήν επιχείρηση τής Κρήτης. Τό σημαντικό αύτό στή μεσαιωνική ιστορία τής Μεσογείου γε­ γονός έλαβε χώρα τό 960-961 μ.Χ., τόν καιρό πού βα­ σίλευε στήν Κωνσταντινούπολη ό Ρωμανός Β', γιός τοΰ Πορφυρογεννήτου. 'Ο Ρωμανός ήταν ένα μέ­ τριος ήγεμόνας, άλλά είχε πρωτομάγιστρο ή παρα­ κοιμώμενο τόν εύνοΰχο Μιχαήλ Βρίγκα, άνθρωπο μέ εξαιρετικές δυνατότητες. Πολλές εκστρατείες είχαν γίνει, δπως ξέρομε, γιά τήν άνάκτηση τής Μεγαλονήσου καί δλες τους είχαν άποτύχει. Δίκαιη λοιπόν ήταν ή άντίδραση τών συμβούλων του γιά μιά καινούρια περιπέτεια καί λογικός ό δισταγμός. Τό δισταγμό αύτό, πού δυνάστευε τόν αύτοκράτορα, νίκησε ό Βρίγκας μέ τή συνηγορία του, πού πρέπει νά τή θεωρήσουμε ιστορική. - Είναι δίκαιο, τοΰ είπε, δέσποτα, νά άποβλέψουμε στίς σφαγές καί τή φθορά τών παρθένων καί τίς κατα­ στροφές τών έκκλησιών καί τίς αιχμαλωσίες τών παρα­ μεθορίων Θεμάτων καί πρέπον είναι ν ’ άγωνισθοΰμε γιά τούς χριστιανούς καί τούς ομοφύλους μας καί νά μή φοβηθούμε ούτε τό μήκος τοΰ δρόμου (δηλαδή τή μεγάλη άπόσταση) καί τά πελάγη τής θαλάσσης καί τό άβέβαιο τής νίκης ή τήν επικρατούσα φήμη περί τοΰ αδυνάτου... 'Η προετοιμασία πού έγινε ξεπέρασε κάθε προη­ γούμενο σέ διοργάνωση καί μέγεθος. Συγκεντρώθη­ κε μεγάλο πλήθος καραβιών, 2000 δρόμωνες καί χελάνδια, πολλά άπό τά όποια θά έπρεπε νά είναι πυρφόρα, 1000 μεταγωγικά καί ίππαγωγά καί 300 1) Τά έργα τοϋ Κωνσταντίνου Ζ' είναι: α. 'Έκθεσις τής Βασιλείου Τάξεως, δηλαδή τό τυπικόν τής Αύλής, πού παρουσιάζει τό δημόσιο καί, έν μέρει, τόν ιδιωτικό βίο τοϋ Ελληνισμού τής εποχής: θρησκευτικές καί πολιτικές τελετές, άγώνες ιπποδρομίου, στολή κάθε άρχοντος, τρόπος άναδείξεώς του, σειρά του στήν ιεραρχία, άμοιβές καί αποδιδόμενες τιμές δηλαδή έπευφημίες. ('Υποδιαιρείται στό De Administrando Im­ perio καί τό De Ceremoniis). β. De Thematibus: Περί Θεμάτων πραγματεία, άπό δύο βιβλία, μέ τά Θέματα, τήν περιοχή τοΰ καθενός καί τίς κυριότερες πό­ λεις του. γ. Πρός τόν 'ίδιον υιόν Ρωμανόν. ’ Επιστολή γεμάτη από συμβουλές καί παραινέσεις, πληροφορίες γιά τούς λαούς πού περιστοιχί­ ζουν τό κράτος, τό πώς πρέπει νά φέρονται στόν καθένα, γιά τή στρατολογία τών άνδρών, τό ύγρόν πΰρ κλπ. δ. ' Η Χρονολογία, γραμμένη κατόπιν προστάγματος τοΰ Κωνστα­ ντίνου Πορφυρογεννήτου, τοΰ Δεσπότου άπό τούς γραμματείς του καί μέ βάση τίς σημειώσεις καί μαρτυρίες του. ε. Ιστορικός Πανδέκτης, μέ άποσπάσματα άπό τούς κυριότερους ιστορικούς. στ. Πραγματείες, στρατιωτικές καί ναυτικές. Σημείωση: ’Αναφέρεται έπίσης ώς έργον του τό Βιβλίον Τακτι­ κόν, γιά τό όποιο ό ’Αδ. ’Αδαμάντιου σημειώνει στή Μ.Ε.Ε. τοϋ­ το: τό είς τόν Πορφυρογέννητον άποδιδόμενον Βιβλίον Τακτικόν ήτοι περί πολεμικών καί στρατηγικής είναι έπανάληψις τοϋ γνωστοϋ Τακτικοΰ, τό όποιον συνέταξεν ίσως ό Λέων ό Τ', ό ’Ίσαυρος.

' Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

περίπου καματηρά, δηλαδή φορτηγά, γεμάτα ύλι­ κά καί εφόδια. ΤΗταν καράβια άπό τό βασιλικόν πλώιμον καί άπό τά Θέματα τής Σάμου καί τών Κιβυρραιωτών. Τό προσωπικό άποτελείτο, σέ κάθε δρόμωνα άπό 220-230 κωπηλάτες, καί 70 άκόμη καβαλλαρικούς, δηλαδή πολεμιστές, σέ κάθε χελάνδιο 120 καί στά ούσιακά ίππαγωγά 108, κωπηλάτες. ’Επί­ λεκτα τμήματα στρατού, πεζοί καί κατάφρακτοι ιπ­ πείς έλαβαν μέρος. ΤΗταν έντόπιοι καί ξένοι: Ρώ­ σοι, Βαράγκοι, Μαρδάίτες, Δαλμάτες, Παυλικανοί. Αρχηγόν τοΰ ναυτικοΰ τοποθέτησε ό Βρίγκας τό δρουγγάριο τών πλωίμων (άρχηγόν τοΰ ναυτικοΰ) Μιχαήλ τό Χιτωνίτη καί όρισε στήν όλη επιχείρη­ ση άρχηγό τό δοκιμασμένο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Γιά τόν άνδρα αύτόν υπάρχει ό παρακάτω χαρα­ κτηρισμός άπό νεώτερο ιστορικό. — ... Μοναχός — στρατιώτης, εξαιρετικά δραστήριος καί μέ επιβολή, λιτοδίαιτος μέχρι ασκητισμού, αυστη­ ρός στόν εαυτό του καί στούς άλλους, άσκοΰσε άπέραντη γοητεία στούς στρατιώτες του, πού μπορούσε νά τούς οδηγήσει όπου ήθελε. Τέλη ’Ιουνίου τοΰ 960 ξεκίνησαν τά καράβια τοΰ βασιλικού πλωίμου ύστερα άπό τήν καθιερω­ μένη τελετή, στήν όποια ό πατριάρχης έκαμε δέη­ ση στόν Κύριο νά κατισχύσει τά βυζαντινά όπλα έπί τών πολεμίων. 'Η παρουσία τοΰ αύτοκράτορος έλάμπρυνε τήν τελετή καί τό πλήθος συνόδεψε μέ συγκίνηση καί ευχές τήν άπαρσή τους. ’Ακολου­ θώντας πορεία πού περνούσε άπό τ’ άνατολικά νη­ σιά τού Αιγαίου έφθασαν στήν Σάμο, δπου ενώ­ θηκαν μέ τίς θεματικές δυνάμεις τής Σάμου καί τών Κιβυρραιωτών. ’Από εκεί έπλευσαν στό 'Ηράκλειο Κρήτης. Πρόσκοπα καί άπόστολα πλοία είχαν σκορ­ πίσει εμπρός άπό τίς άκτές τής Παμφυλίας, τής Ρό­ δου καί τής Καρπάθου καί περιπολοΰσαν στά βόρεια νερά τής Κρήτης, γιά νά εμποδίσουν τήν άποστολή ενισχύσεων άπό τίς άραβικές βάσεις τής Συρίας. 'Η απόβαση έγινε κοντά στό 'Ηράκλειο, σέ άνοικτό αίγιαλό, γιατί λιμάνι εκεί δέν υπήρχε. Πρώ­ τοι βγήκαν οί τοξότες καί μετά τό ιππικό άπό τά πλοία, τά όποια προσγιαλώθηκαν κατάλληλα καί διέθεταν ειδικές διαβάθρες, πού έμοιαζαν μέ γέφυ­ ρες. Οί διαβάθρες αυτές έπέτρεψαν στούς ιππείς νά άποβιβασθοΰν έφιπποι μέ τόν οπλισμό τους καί νά προχωρήσουν χωρίς χρονοτριβή, συντεταγμένοι. Τοΰτο εντυπώσιασε τούς ’Άραβες, οί όποιοι έχα­ σαν καί τήν πρώτη μάχη. "Υστερα ό Νικηφόρος πολιόρκησε τό 'Ηράκλειο άπό τήν ξηρά καί τή θάλασσα καί ματαίωσε τήν άποστολή βοήθειας στόν εμίρη τοΰ νησιοΰ Άβδούλ Αζίζ. ’Έφθασε κατόπι ό χειμώνας καί άρχισαν νά λείπουν τά τρόφιμα στούς πολιορκημένους. Τό Φεβρουάριο τοΰ 961 ενέργησε ό Νικηφόρος γενι­

κή επίθεση καί στίς 7 Μαρτίου κατέλαβε τήν πό­ λη. Πλήθος μεγάλο αιχμαλώτων έπεσε στά χέρια τών Βυζαντινών, οί όποιοι κατεδάφισαν τά τείχη τοΰ Χάνδακος καί προσπάθησαν νά ξαναδώσουν στό μαρτυρικό νησί τόν ελληνικό του χαρακτήρα. Τό Αιγαίο μέ τήν άνάκτηση τής Κρήτης άνέπνευσε... Σέ κανένα βέβαια δέν μποροΰσε νά διαφύγει ή γεωγραφική θέση τής Κρήτης στό σταυροδρόμι τών θαλασσινών άρτηριών, πού έσμιγαν τή Δύση μέ τήν Ανατολική Μεσόγειο καί τό Αιγαίο μέ τήν Αίγυπτο. 'Η θέση αύτή τής έδινε ξεχωριστή σημασία, τόσο στρατηγική δσον καί εμπορική καί καθιστούσε άναγκαία τήν παραμονή σ’ αύτή μιας βυζαντινής μοίρας, έπιφορτισμένης νά ελέγχει τό θαλάσσιο έμπόριο καί νά εξασφαλίζει τήν προστασία τοΰ νησιοΰ. Τή ναυτική αύτή μοίρα φαίνεται δτι τή διέ­ θετε τό βασιλικόν πλώιμον, τό όποιον είχε καί τή σχετική εύθύνη. 'Η Κρήτη, μήν τό ξεχνούμε, στή βυζαντινή της περίοδο, στάθηκε στήριγμα τού αύτοκράτορος άλ­ λά καί σέ πολλές περιστάσεις ορμητήριο τών εχ­ θρών του. Τοΰτο συνέβη δταν τήν πάτησαν οί πειρα­ τές ή δταν τήν κατέκτησαν οί ’Άραβες. ' Η διοίκηση τοΰ μεγάλου νησιοΰ είχε μιά άπό τίς πρωτεύουσες θέσεις στίς φροντίδες τών άνδρών, πού κυβερνούσαν στή Βασιλεύουσα. Κατά τήν έκ­ θεση νεωτέρου ιστορικού ή διοικητική ιστορία του παρουσίασε τήν παρακάτω έξέλιξη. "Οταν ή Κρή­ τη έγινε Θέμα, πιθανότατα έπί Λέοντος Γ', στό πρώτο ήμισυ τοϋ 8ου αίώνος, είχε έπικεφαλής της ένα στρατηγό. Πριν άπό τήν κατάκτηση τών Αρά­ βων, τά έτη 823-827, άποτελοΰσε βάση αύτοκρατορικοΰ στόλου καί ύπαγόταν ύπό έναν άρχοντα. Κατά τήν έφήμερη κατοχή της άπό τούς Βυζαντι­ νούς (τό 843/4) είχε ένα στρατηγό καί έναν άρ­ χοντα. ' Ο άρχων, τουλάχιστον κατά τήν έποχή, πριν άπό τήν κατάκτηση τών Αράβων, ήταν άνώτατος άξιωματικός τοΰ ναυτικού, πού τόν έλεγαν καί ναύαρχο. Μετά τήν άπελευθέρωσή της τό 961, σχη­ ματίζει μιά στρατηγία, δευτέρας δμως τάξεως. Κα­ τά τήν περίοδο τών Κομνηνών, διοικητή έχει ένα δούκα - κατεπάνω, πού άντλεΐ τήν έξουσία του άπό τό μεγάλο δούκα, άρχηγόν τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου καί άρχηγόν τοΰ ναυτικοΰ. Κι αύτό, τό τε­ λευταίο καθεστώς θά διατηρήσει μέχρι τήν κατά­ ληψή της άπό τούς Λατίνους, τό 1204 μ.Χ.

VI. Μετά τήν άλωση τής Κρήτης (961 μ.Χ.) Άπό τήν άλωση τής Κρήτης καί μέχρι τά μέσα τοΰ ένδεκάτου αίώνος οί "Ελληνες έπιχείρησαν πολλές έπιτυχημένες στρατεΐες έναντίον τών Άρά-

43

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

βων, τούς οποίους έδιωξαν άπό παντού. Τοΰτο φυσι­ κά δέν έγινε χωρίς δυσκολία. Τό 963 μ.Χ. άνέβηκε στό θρόνο τής Κωνστα­ ντινουπόλεως ό Νικηφόρος Φωκάς καί τόν καιρό τής βασιλείας του ξαναπήραν οί Βυζαντινοί άπό τούς ’Άραβες τήν Κύπρο. Άρχηγός τής έπιχειρήσεως ήταν ό πατρίκιος Νικήτας Χαλκούτσης. ’Εξάλλου τό 966 θέλησε ό αύτοκράτορας νά διώ­ ξει τούς ’Άραβες άπό τή Σικελία. ’Έστειλε γι’ αύ­ τό Ισχυρό στρατό, μέ άρχηγό τόν πατρίκιο Μα­ νουήλ καί μεγάλο στόλο, μέ άρχηγό τό Νικήτα Χαλκούτση. Διέπλευσε ό στόλος τίς θάλασσες τοΰ Αιγαίου καί τοΰ Ίονίου καί παρουσιάστηκε μπρος στά παράλια τής Καλαβρίας τόν ’Οκτώβριο τοΰ 966, άπό εκεί δέ έβαλε πλώρη γιά τή Μεσσήνη δπου άγκυροβόλησε καί άποβίβασε τό έκστρατευτικό σώμα. Στρατός καί στόλος κατέλαβαν σχεδόν χωρίς μάχη, τίς Συρακούσες, τήν 'Ιμέρα, τό Ταυρομένιο καί τούς Λεοντίνους, άλλά ό Μανουήλ, ενεργώντας χωρίς φρόνηση, προχώρησε βαθιά στό έσωτερικό τού νησιού, δπου έπεσε σέ ένέδρα, στημένη άπό τόν έμίρη τής Σικελίας Χασάν καί έπαθε μεγάλη καταστροφή. 'Ο ’ίδιος έχασε τή ζωή του. "Υστερα πριν προλάβει ό ναύαρχος Νικήτας νά δώσει τήν κατάλληλη διάταξη στίς δυνάμεις του, δέχτηκε έπίθεση άπό τήν άραβικό στόλο, μέ διοικητή έναν Άχμέτ καί άναγκάστηκε νά άγωνισθεΐ σκληρά. 'Η σύγκρουση, πού έγινε, έμεινε στήν ιστορία γνωστή μέ τό δνομα ναυμαχία τών Στε­ νών. Σ’ αύτήν οί ’Άραβες χρησιμοποίησαν εμπρη­ στική ύλη, πού έμοιαζε μέ τό ύγρόν πΰρ καθώς καί ειδικές άρπάγες, μέ τίς όποιες γάντζωναν καί συγκρατοΰσαν τά βυζαντινά πλοία, μεταβάλλοντας τή ναυμαχία σέ πεζομαχία. Πανωλεθρία τοΰ βυζαντινού στόλου — άπό τά πλοία του άλλα έβούλιαξαν, άλλα πυρπολήθηκαν καί άλλα αιχμαλωτίστηκαν — αύτό ήταν τό άποτέλεσμα. 'Ο άρχηγός του Νικήτας, πιάστηκε αιχμά­ λωτος. Καί δέν θά τόν άπελευθέρωναν οί ’Άρα­ βες, άν ό αύτοκράτορας δέν έστελνε στόν καλίφη τής Αφρικής, ώς λύτρο, τό ξίφος τοΰ Μωάμεθ, πού είχε κυριέψει λάφυρο, ό Νικηφόρος, σ’ ένα άπό τά φρούρια τής Παλαιστίνης (’).

'Ιστορικός κλήρος τοΰ Βυζαντίου ήταν ν’ άγωνίζεται άδιάκοπα κατά τών βαρβάρων, πού έποφθαλμιοΰσαν τά έδάφη καί τή δόξα του καί έπέρχονταν έναντίον του άπό τά τέσσερα σημεία τοΰ όρίζοντος. Μετά τούς ’Άραβες οί Σλάβοι. Τόν τελευταίο χρόνο τής βασιλείας τοΰ Νικη­ φόρου Φωκά (963-969) έγινε στήν ελληνική, δη­ λαδή τή βαλκανική, χερσόνησο ή έπίθεση τών Ρώ­ σων, μέ άρχηγό τό Σβιατοσλάβο, τόν όποιο άντιμετώπισε ό ’Ιωάννης Τσιμισκής (969-976). 'Ο Τσιμισκής συγκέντρωσε μεγάλο στρατό καί στόλο, ό 44

όποιος ξεκίνησε άπό τήν Πόλη, τό Μάρτιο τοΰ 971. Άπό τό πρωί, σημειώνουν οί χρονογράφοι, είχε συγ­ κεντρωθεί ό στρατός στίς πλατείες καί τούς δρό­ μους, άνάμεσα στά άνάκτορα καί τήν Αγία Σοφία, ό δέ στόλος στόν Κεράτιο Κόλπο. ’Αποτελείτο ό στόλος, άπό 3000 πλοία, μικρά καί μεγάλα, άπό τά όποια τά ισχυρότερα ήταν πυρφόρα δηλαδή έφερ­ ναν τό ύγρόν πΰρ. 'Ο αύτοκράτορας πήγε στά άνάκτορα τών Βλαχερνών καί έπιθεώρησε τό στόλο, πού ήταν έτοιμος νά σηκώσει άγκυρα. Ένέκρινε τή ναυτική παρα­ σκευή καί παράγγειλε νά μοιραστούν χρηματικά πο­ σά στούς ναυτικούς καί τούς κωπηλάτες. Διέταξε δέ τό στόλο ν’ άποπλεύσει άμέσως γιά τόν Εΰξεινο καί τό Δούναβη, μέ άποστολή νά παρεμποδίσει κάθε ύποχώρηση τών Ρώσων. Μόλις έφυγε ό στόλος άνεχώρησε τήν’ίδια μέρα κι αύτός, μέ ολόκληρον τό στρατό, γιά τήν Άδριανούπολη. Πέντε μέρες χρειάστηκε νά φτάσει στήν Πραισθλάβα, πρωτεύουσα τών ήγεμόνων τής Βουλγαρίας, δπου αίφνιδίασε τούς Ρώσους. 'Ο άρχηγός τους Σβιατοσλάβος (καί κατ’ άλλη προ­ φορά Σπενδοσθλάβος), βρισκόταν στό Δορύστολο (σημερ. Σιλήστρια), μέ τό μεγαλύτερο μέρος άπό τή δύναμή του. ’Αφού κατέλαβε τήν Πραισθλάβα ό Τσιμισκής (καί τή μετονόμασε σέ Ίωαννούπολη), προχώ­ ρησε στό Δορύστολο, δπου έφθασε τήν 23η ’Απρι­ λίου τοΰ 972. 'Ο άγώνας, πού έγινε, ήταν σκληρός καί επίμονος. Μετά τή νίκη του σ’ αύτή τή σύγ­ κρουση κατασκεύασε οχυρό στρατόπεδο καί ετοιμά­ στηκε γιά τήν πολιορκία τοΰ Δορυστόλου. Σέ λίγο έφθασε καί ό στόλος, πού χρειάστηκε ένα μήνα νά φθάσει άπό τήν Κεράτιο καί έκλεισε ό κλοιός τής πολιορκίας. Οί Ρώσοι πολεμοΰσαν στήν ξηρά καί τή θάλασσα. Καί ό πόλεμος γινόταν μέ σφενδόνες, βέλη, λιθοβόλα καί άλλα έκηβόλα όργανα. ’Έτσι ή πολιορκία συνεχιζόταν. Μιά νύκτα σκοτεινή καί άσέληνο, μέ ραγδαία βροχή καί χαλάζι, βγήκαν 2000 Ρώσοι σέ μονόξυ­ λα, διαφεύγοντας τήν προσοχή τοΰ βυζαντινοΰ στό­ λου. Σκοπό τους είχαν νά συγκεντρώσουν σιτάρι, κεχρί καί άλλα τρόφιμα. Γυρίζοντας δμως στό Δορύ­ στολο, είδαν στήν όχθη τοΰ ποταμοΰ πολλούς ύπηρέτες στρατιωτών νά ποτίζουν τά άλογα, νά μα­ ζεύουν χορτάρι ή νά κόβουν ξύλα καί έπέπεσαν έναντίον τους. Πολλούς σκότωσαν, άλλους έδιωξαν πανικόβλητους καί, σέρνοντας αιχμαλώτους, γύ1) Ό Νικηφόρος Φωκάς δίνει πολύτιμες συμβουλές γιά τήν εγ­ κατάσταση ένεδρών καί τόν αιφνιδιασμό τών εχθρικών στρα­ τευμάτων στό έργο του Περί παραδρομής πολέμου τοΰ Κυροΰ Νικη­ φόρου τοΰ Βασιλέως [’Εκτενή περίληψη βρίσκει κανείς στό βι­ βλίο τοΰ Γ. Σλουμπερζέ γιά τόν Βυζαντινό αύτοκράτορα Νικη­ φόρο Φωκά (βιβλ. 866)].

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

ρισαν μέσα στήν πολιορκούμενη πόλη. Τοΰτο έξόργισε τόν Τσιμισκή, πού απείλησε τούς δρουγγάριους καί τούς τουρμάρχες (ναυάρχους καί μοι­ ράρχους) μέ θάνατο. Πάντως αύτό, τό ήρωικό γιά τούς Ρώσους, περι­ στατικό, δέν έπρόκειτο νά άλλάξει τήν τύχη τοΰ πολέμου. Οί πολιορκούμενοι άντέστησαν ήρωικά, άλλά τελικά αναγκάστηκαν νά ύποκύψουν. Σημα­ ντικό φαίνεται ρόλο έπαιξε σ’ αύτό ό φόβος τοΰ ύγροΰ πυρός. Τότε ό Ρώσος ήγεμόνας ζήτησε συ­ νάντηση μέ τόν Αύτοκράτορα τών Ρωμαίων. Καί έδώ δέν λείπει ή γραφικότητα άπό τή σχετική εικόνα. Παρουσιάστηκε ό Τσιμισκής στήν όχθη τοΰ ποταμοΰ έφιππος, μέ χρυσή πανοπλία καί γύρω του πλήθος άπό χρυσοστόλιστους ιππείς. ’Αντίθετα ό Σβιατοσλάβος έφθασε μέ ένα ρωσικό πλοιάριο, κωπηλατώντας μαζί μέ τούς άλλους. Καθώς φοροΰσε τήν ’ίδια άσπρη έσθήτα, ξεχώριζε άπό τήν συνοδεία του μόνο ώς πρός τήν καθαρότητά της. ' Η συμφωνία πού τελικά έγινε μεταξύ τών αντιπά­ λων, χαρακτηρίζεται άπό άξιοπρέπεια καί μετριο­ πάθεια. Καθόριζε τήν παράδοση τής πόλεως, τήν άπελευθέρωση τών αιχμαλώτων, τήν εκχώρηση τής Βουλγαρίας στό Βυζάντιο καί τήν υποχρέωση τών Βυζαντινών νά άφήσει ό στόλος τους έλευθέρους τούς Ρώσους νά έπιστρέψουν στή χώρα τους, ταξι­ δεύοντας μέσα στό ποτάμι. Μετά τόν ’ Ιωάννη (969-976) έρχεται ό Βασίλειος Β' (976-1025) σέ ήλικία είκοσι έτών. Στήν ιστορία έμεινε μέ τό όνομα Βασίλειος Β ' ό Βουλγαροκτόνος. Μέχρι τό 987 είχε σύμβουλό του — καί ούσιαστικόν κυβερνήτη — τόν παρακοιμώμενο εύνοΰχο Βασί­ λειο. Τό 987 απαλλάχθηκε άπ’ αύτόν καί άνέλαβε ένεργά τή διοίκηση τής αύτοκρατορίας, γιά νά τήν οδηγήσει στήν υπάτη, πού γνώρισε, άκμή. Στήν ένδοξη βασιλεία του, σημαδεμένη άπό περίλαμ­ πρες νίκες, τό ναυτικό δέν είχε τή δέουσα στοργή. ’Ίσως γιατί πολλή στοργή έδωσε, ό στρατηλάτης βασιλιάς, στό στρατό τής ξηράς καί τίς χερσαίες έπιχειρήσεις. Γι’ αύτό, λίγες έδρεψε στό ναυτικό δάφνες. Γενικά οί έπιχειρήσεις τοΰ Βασιλείου, πού άρ­ χισαν τό 992 καί διεξήχθησαν κυρίως στά Βαλκάνια, δέν έχουν νά έπιδείξουν καμιά σοβαρή ναυτική δραστηριότητα ούτε σημαδεύουν τή λήψη μέτρων, πού θά εύνοοΰσαν τό ναυτικό. Τό άντίθετο. Ό Βα­ σίλειος είναι έκεΐνος, πού έκύρωσε τό 992 τό χρυσόβουλλο, μέ τό όποιο παραχώρησε στούς Ενετούς, τό δικαίωμα μεταφοράς διά θαλάσσης τών αύτοκρατορικών δυνάμεων. Τά πρώτα χρόνια τής βασιλείας του δυό Ισχυ­ ρές στάσεις συγκλόνισαν τήν αύτοκρατορία. 'Η μιά ήταν τοΰ Βάρδα Σκληροΰ (976), ή άλλη τοΰ Βάρδα Φωκά (987). Ούσιαστικά έπρόκειτο γιά τό συνασπισμό τών δυνατών, δηλαδή τών μεγάλων

γαιοκτημόνων καί φεουδαρχών τής ’Ανατολής, έναντίον τής κεντρικής διοικήσεως καί τών μέ­ τρων, πού λάβαινε ή μακεδονική δυναστεία γιά νά προστατέψει τούς μικροϊδιοκτήτες (τούς πένητες) καί τά στρατιωτάκια. 'Ο Βάρδας Σκληρός συγκέντρωσε ισχυρό στρατό καί, παρασύροντας μέ τό μέρος του μερικά καρά­ βια άπό τά θεματικά πλώιμα, κατέλαβε τήν Άβυδο, δπου βρισκόταν τό βασιλικό τελωνείο. ’Από έκεΐ άσκοΰσε άποκλεισμό καί έμπόδιζε τά έμπορικά καράβια νά ταξιδεύουν στήν Πόλη. Τό βασιλικό πλώιμο (ό κεντρικός, αύτοκρατορικός στόλος), κα­ τά παράδοση καί άπό πρόνοια πιστό στόν αύτοκρά­ τορα, έστειλε μιά μοίρα άπό πυρφόρους δρόμωνες μέ διοικητή τό μάγιστρο Βάρδα τόν Παρσακουτηνό, ό όποιος πυρπόλησε μέ τό ύγρόν πΰρ τά πλοία τών στασιαστών καί κατέλαβε τήν Άβυδο (Λέων ό Διάκονος άνθ. 11). Καί στήν άλλη στάση, τοΰ Βάρδα Φωκά, προσ­ χώρησαν τά θεματικά πλώιμα (ναυτικά) τών Κιβυρραιωτών καί τής Σάμου. Τά πλοία τους, δπως τό 727 καί στά 822-823 στίς στάσεις τοΰ Κοσμά καί τοΰ Θωμά (πού τά πλοία τών Θεμάτων τάχθηκαν μέ τούς στασιαστές), έπλευσαν στόν 'Ελλήσποντο, μέ άρχηγό τόν Κουρτίκιο καί άγκυροβόλησαν στήν ’Άβυδο. "Οπως καί τότε, τό βασιλικό πλώιμο, πι­ στό στόν αύτοκράτορα, βγήκε καί συνάντησε τά πλοία τής άποστασίας, τά όποια καί συνέτριψε. Τοΰτο βέβαια ήταν οδυνηρό γιά τή ναυτική ισχύ τοΰ Βυζαντίου, γιατί τή στεροΰσε άπό έμπειρες στή θάλασσα έφεδρεΐες καί άποξένωνε άπ’ αύτή δυνά­ μεις, πού άποτελοΰσαν τήν προφυλακή της κατά τών Αράβων. Καί, φυσικά, τά περιστατικά αύτά τά έκμεταλλεύονταν οί ’Άραβες. Οί στάσεις δμως Σκληροΰ καί Φωκά δέν ήταν οί μόνες. "Οπως παρατηρεί ό Κων. Παπαρρηγόπουλος, τήν ώρα πού οί βάρβαροι ακρωτήριαζαν καθημερι­ νώς τήν αύτοκρατορία, άκατάπαυστες στάσεις έσειαν τά θεμέλια τοΰ κράτους, ένώ στά βασίλεια (δηλαδή τά ανάκτορα) συνεχίζονταν οί άνωμαλίες, μέ άφάνταστο συχνά κυνισμό ή σκληρότητα. ’Έτσι βλέπομε, τήν έποχή πού ό Βασίλειος Β' είναι άπασχολημένος μέ τούς Βουλγάρους (γύρω στό 998) καί τό ναυτικόν έχει παραμεληθεΐ, νά έκδηλώνεται άνταρσία στό Αιγαίο καί σ’ αύτήν ακό­ μη τήν Προποντίδα. Έκεΐ στήν Προποντίδα, έπαναστατεΐ κατά τοΰ αύτοκράτορος κάποιος, μέ τό δνομα Χρυσόχειρ, πού κατορθώνει νά έπικρατήσει μέχρι τή Λήμνο. Τή φορά δμως αύτή θά βοη­ θήσουν τά Θέματα τόν αύτοκράτορα. Καράβια άπό τό θεματικό πλώιμο τών Κιβυρραιωτών, μέ άρχηγόν τό στρατηγό τής Σάμου, Δαυίδ, θά καταβά­ λουν τόν άντάρτη. Στό μελαγχολικό χρονικό τών στάσεων, θά μπο­ ρούσαμε νά άναφέρουμε κάπως πρωθύστερα έδώ

45

Ό δρόμος πρός τήν κορυφή

Ευρώπη καί Μεσόγειος τόν ΙΟον αιώνα

τήν έπανάσταση, τό 1043, τοΰ Θεοφίλου ’Ερωτικού, πού ήταν στρατηγός στό Θέμα τής Κύπρου. Στό θρόνο τοΰ Βυζαντίου καθόταν ό Κωνσταντίνος Θ ' ό Μονομάχος, (1042-1054), πού έστειλε έναντίον του τό δρουγγάριο (ναύαρχο) Κωνσταντίνο Χαγέ. Ό Χαγές είχε, δπως θά ίδοΰμε, διακριθεΐ στόν πόλε­ μο κατά τών ’Αράβων τής ’Αφρικής καί τής Σικε­ λίας, τόν καιρό τοΰ Μιχαήλ Δ' (1034-1041) καί δέν δυσκολεύθηκε πολύ νά καταβάλει καί συλλάβει τόν αποστάτη. Ξαναγυρίζομε δμως στό μακρό χρονικό τής αιω­ νόβιας πάλης Βυζαντινών καί ’Αράβων. Τό 995 μ.Χ. ό καλίφης τής Συρίας Άλ Άσσίζ, συγκέντρωσε τά απαραίτητα υλικά καί άρχισε νά κατασκευάζει 600 πλοία, άνάμεσα στά όποια μερικά ήταν πολύ μεγάλα γιά τήν έποχή του. Κατά τή ναυπήγηση δ­ μως έγινε πυρκαϊά στά νεώρια, πού κατέστρεψε πολ­ λά άπ’ αύτά. Τοΰτο ό καλίφης τό άπέδωσε σέ δρά­ ση τών πρακτόρων τοΰ Βυζαντίου καί θανάτωσε, γιά άντίποινα, έκατόν "Ελληνες έμπορους. Σέ λίγο οί έργασίες· ξανάρχισαν καί ό καινούριος στόλος, πανί­ σχυρος καί άπειλητικός, παρουσιάσθηκε στό Ν.Α. άκρο τής Μεσογείου. 'Ο στόλος αύτός ένίκησε άνοικτά τής Τύρου, τό στόλο τοΰ Βασιλείου Β', τό χρόνο 998. ’Αλλεπάλληλες έξάλλου έπιδρομές στίς ιταλι­ κές πόλεις άπό διαφόρους λαούς έκαμαν, άρχές

46

τοΰ 11ου αιώνα, τήν έκεΐ κυριαρχία τών Βυζαντινών σκιώδη. Στό Αιγαίο έγιναν συχνές καί καταστρεπτι­ κές οί πειρατικές έπιδρομές τοΰ άραβικοΰ στόλου κατά τών 'Ελλήνων. 'Ο στρατηγός στό Θέμα τής Σάμου Γεώργιος ό Θεοδωρακάνος, μαζί μέ τό στρα­ τηγό τής Χίου Βεριβόνη άναζήτησαν τόν έχθρό καί σέ μιά περίπτωση αιχμαλώτισαν δώδεκα πλοία τών έπιδρομέων, μαζί μέ τό πλήρωμά τους, ένώ τά άλλα πέτυχαν νά διαφύγουν. Τήν έποχή τοΰ Ρωμανού Γ' (1028-1034) έπέδραμαν οί ’Άραβες τής Σικελίας στά παράλια τής Πελοποννήσου, άνάμεσα δέ στίς κακουργίες τους έπυρπόλησαν καί τήν Κέρκυρα. Τό ’ίδιο έτος (1033 μ.Χ.) οί Σαρακηνοί τής ’Α­ φρικής, μέ στόλον άπό 1000 πλοία — αριθμός μάλ­ λον άπίθανος — καί 10.000 πολεμιστές έπέδραμαν στά νησιά τοΰ Αιγαίου. ’Εναντίον τους έβγήκε ό Νικηφόρος ό Καραντινός, μέ ισχυρή δύναμη άπό καράβια τοΰ βασιλικού πλωίμου καί τοΰ Θέματος τής 'Ελλάδος καί τούς ένίκησε. Άπό τούς αιχμα­ λώτους πού έπιασε, έστειλε 500 στό βασιλέα. Πρός τό τέλος τοΰ χρόνου ένίκησε πάλι τούς Σαρακηνούς καί έστειλε στό βασιλέα άλλους 600 αιχμαλώτους. Καί γιά άντίποινα κίνησε τό Βυζάν­ τιο ισχυρό στόλο, άπό τό βασιλικό πλώιμο, μέ άρχηγό τόν πρωτοσπαθάριο Τεκνέα, νά κτυπησει τά αιγυπτιακά παράλια. Ταξιδεύοντας ό Τεκνεας μέ

'0 δρόμος πρός τήν κορυφή εύνοϊκούς βορείους ανέμους, πέρασε γρήγορα τό Αιγαίο καί τό Μυρτώο πέλαγος καί παρουσιάστη­ κε απροσδόκητα στήν Αίγυπτο. Πλούσια λάφυρα καί πολλοί αιχμάλωτοι ήταν ή συγκομιδή άπ’ αύ­ τή τήν πειρατική έπιχείρηση. Λίγο αργότερα, τόν καιρό τής βασιλείας τοϋ Μι­ χαήλ Δ' (1034-1041), οί ’Άραβες τής ’Αφρικής καί τής Σικελίας ξανάρχισαν τίς επιδρομές στά νησιά τής 'Ελλάδος καί τά παράλια τής Μ. ’Ασίας. Τήν άπόκρουσή τους άνέλαβε τό θεματικό πλώιμο τών Κιβυρραιωτών, πού είχε συνέλθει άπό τή φθορά, τήν όποια έπαθε μέ τή συμμετοχή του στίς στάσεις τοΰ Βάρδα Σκληρού καί τοΰ Βάρδα Φωκά, τά έτη 976 καί 987. Έβγήκε λοιπόν ό στρατηγός τοΰ Θέματος Κωνσταντίνος Χαγές, μέ ισχυρά δύναμη, αναζήτη­ σε τούς πειρατικούς στόλους τών έπιδρομέων καί σέ μιά πεισματώδη σύγκρουση, άνοικτά τών άκτών τής Λυδίας, κυριολεκτικά τούς συνέτριψε: πολλά πλοία κυρίεψε καί αιχμαλώτισε τό πλήρωμά τους καί άλλα κατεπόντισε. Πολύ δμως σοβαρότερη άπ’ αύτή ήταν ή έπιχεί­ ρηση τών Βυζαντινών στή Σικελία. Τό νησί αύτό βρισκόταν ούσιαστικά στά χέρια τών Σαρακηνών διακόσια καί πλέον χρόνια, άπό τό 827 μ.Χ. Τώ­ ρα, δηλαδή τό 1038, πού είχε ξεσπάσει έκεί έμφύλιος πόλεμος άνάμεσα στούς δυό ’Άραβες άδελφούς Άβδούλ - Άφαρ καί Άβού - Χάπς, σκέφθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη, πώς παρουσιαζόταν μιά ευκαιρία νά τό πάρουν πίσω. ’Έστειλαν λοιπόν μεγάλη δύναμη μέ άρχηγό έναν έπιφανή στρατηγό, τόν Γεώργιο Μανιάκη. Στό στόλο δμως τοποθέτησαν άνδρα άνίκανο καί συκοφάντη, όνόματι Στέφανο, γαμβρό τοΰ βασιλέως καί γι’ αύτό εύνοούμενο τών άνακτόρων. 'Ο στόλος έφθασε στή Σικελία καί ό στρατός βγήκε στήν ξηρά. Έκεί ό Μανιάκης νίκησε σέ άλλεπάλληλες συγκρούσεις τούς ’Άραβες καί ούσιαστικά άπελευθέρωσε πή Σικελία. Άλλά ό ναύαρχος Στέ­ φανος δέν έκαμε τίποτε. ’Ενώ δφειλε νά έπαγρυπνεί καί νά έμποδίσει κατά τό δυνατό τήν άποβίβαση ένισχύσεων, πού φυσικό ήταν νά στείλουν οί ’Άραβες άπό τήν Αφρική, έκεΐνος τίς άφησε νά περάσουν. Τότε ό Μανιάκης ετοιμάστηκε γιά καινούριους άγώνες. Παράγγειλε δμως στό Στέφανο νά έπιτηρεί τίς ακτές καί νά έμποδίσει τυχόν άποχώρηση τών έχθρών τους. Καί πάλι ό Μανιάκης ένίκησε τήν νέα δύναμη καί πάλι ό Στέφανος δέν έκαμε τίποτε, άφησε δηλαδή τούς νικημένους ’Άραβες ν’ άποχωρήσουν. 'Ύστερα άπ’ αύτά φυσικό ήταν ό νικητής, άλλά προδομένος άπό τό συνεργάτη του στρατηγός, νά οργιστεί καί μάλιστα σέ σημείο πού νά βρίσει καί κτυπήσει στό κεφάλι τό ναύαρχο. 'Ο Στέφανος δμως διέθετε μιάν άλλη τρομερή δύναμη, τή δύνα­

μη τής συκοφαντίας καί γνώριζε καλά, σάν άνθρω­ πος τών άνακτόρων, τήν τακτική τής διαβολής. ’Έ­ γραψε χωρίς καθυστέρηση στόν εύνοΰχο ’Ιωάν­ νη — πού ούσιαστικά κυβερνοΰσε στήν Πόλη — καί μάλιστα μέ τρόπον πειστικό, δτι ό Μανιάκης σχεδιάζει στάση έναντίον τοΰ αύτοκράτορος. Δέν άργησε νά γίνει πιστευτός ό εύνοούμενος τοΰ Πα­ λατιού καί ό Μανιάκης οδηγήθηκε δεμένος στήν Πόλη, ένώ ό Στέφανος άναλάμβανε τήν άρχηγία τής έπιχειρήσεως, στήν ξηρά καί τή θάλασσα. Οί ’Άραβες είχαν τώρα νά κάνουν μέ άνδρες άνίκανους, τό Στέφανο καί τούς συνεργάτες του — καί φυσικά τό έκμεταλλεύθηκαν. Άνασυντάχθηκαν λοιπόν καί ξαναπήραν πίσω τή Σικελία, έκτος άπό τή Μεσσήνη, δπου κράτησε γιά όρισμένον χρόνο ό φρούραρχός της στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμενος. - ’Έτσι, έπιλέγει ό έθνικός μας ιστορικός, οί Βυ­ ζαντινοί έχασαν τήν ευκαιρία νά έπανακτήσουν τή Σι­ κελία, άλλά καί άπό τήν ’Ιταλία έζεδιώχθησαν - εκ­ τός άπό ορισμένες πόλεις - καί ό βυζαντινός στόλος, πού δέν έζεπλήρωσε τήν άποστολή του, έπέστρεψε, οσος έπέστρεψε, κομίζοντας τά σκεύη τής ντροπής καί τής προδοσίας. (Δηλαδή τό Στέφανο καί τούς όμοιους του) (■). Πέντε χρόνια δέν είχαν περάσει άπό τήν πικρή έμπειρία τής Σικελίας καί σέ καινούριους άγώνες καλοΰσε τό βυζαντινό ναυτικό μιά άλλη καταιγίδα. Πολλοί Ρώσοι έμποροι ζοΰσαν ή περνοΰσαν άπό τήν Πόλη, συνέβη δέ μιά μέρα νά φονευθεΐ σέ κά­ ποια συμπλοκή ένας άπ’ αύτούς, έπιφανής. Τό περι­ στατικό αύτό, βρήκε πρόφαση ό ήγεμόνας τών Ρώ­ σων στό Κίεβο Γιαροσλάβ, γιά νά έπιχειρήσει με­ γάλη έκστρατεία έναντίον τοΰ Βυζαντίου. ’Έστειλε λοιπόν στά μέσα τοΰ 1043 τό γιό του Βλαδίμηρο μέ 100 χιλιάδες στρατό καί πλήθος άπό πλοιάρια, πού έφθασαν στό λιμάνι τοΰ Φάρου (σημερ. Ρουμελί Καβάκ ή Μαΰρος Μύλος), κοντά στό βόρειο στόμιο τοΰ Βοσπόρου. Τά πλοιάριά του, πού ό Κεδρηνός ονομάζει μονόξυλα, ό δέ χρονο­ γράφος Νικήτας τά έπανδρώνει μέ 40-50 άνδρες, πρέπει νά ήταν μικρά μάχιμα πλοία, τρεχαντήρια ’ίσως, πάντως καλύτερα άπό τά μονόζυλα, πού χρη­ σιμοποίησαν οί Ρώσοι, στήν πρώτη έπιδρομή, τό 860. Τήν έποχή αύτή βασίλευσε στήνΠόλη, Κων­ σταντίνος Θ' ό Μονομάχος. 'Ο Κωνσταντίνος, άντί πολέμου, πρότεινε στό Βλαδίμηρο ειρήνη, έκείνος δμως άποτίμησε τήν ειρήνη σέ 3 λίτρα χρυ1) Συνοπτικά ή ιστορική πορεία τής Σικελίας: ό Βελισσάριος τήν άφαιρεΐ από τούς Βανδάλους, τό 535 μ.Χ. Κατέχεται άπό τούς Βυζαντινούς 292 χρόνια (535-827). Τό 966 καί τό 1038 έπιχειρούν, χωρίς επιτυχία, οί Βυζαντινοί νά διώξουν τούς ’Άραβες. Τό 1066 λήγει ή κυριαρχία τών ’Αράβων καί τό νησί περιέρχεται στούς Νορμανδούς.

47

'Ο δρόμος πρός τήν κορυφή

σοΰ γιά τόν κάθε άνδρα, δηλαδή 300 χιλιάδες λί­ τρα χρυσού. 'Ο Κωνσταντίνος δέν δέχθηκε καί, συγκεντρώνοντας όσα πλοία έτυχε νά βρίσκονται στόν Κεράτιο, βγήκε καί έπλευσε πρός τό λιμάνι τοϋ Φάρου. Ταυτόχρονα έστελνε ικανή δύναμη ιπ­ πικού, άπό τήν ξηρά. "Οταν έφθασε στό λιμάνι τοΰ Φάρου καί πάλι έπιδίωξε τή συνδιαλλαγή, άλλά χωρίς έπιτυχία. Προσπάθησε τότε νά παρασύρει τό ρωσικό στόλο έξω άπ’ τό άγκυροβόλιό του — καί σ’ αύτό άστόχησε. "Υστερα άπ’ αύτό έστειλε τό μάγιστρο Βασί­ λειο Θεοδωρακάνο μέ τρεις ταχείς δρόμωνες καί μέ τήν έντολή νά μπει στό λιμάνι καί προσπαθήσει νά παρασύρει τούς Ρώσους στό πέλαγος. Νά μήν έκτεθεϊ δμως σέ μάχη. 'Ο τολμηρός μάγιστρος έμπήκε θαρραλέα στό ρωσικό άγκυροβόλιο, δπου χρησιμοποιώντας τό ύγρόν πΰρ κατέκαψε επτά άπό τά πλοία τους, τρία βύθισε αύτανδρα καί ένα αιχμαλώτισε. Βλέποντας ό βασιλεύς τή μάχη ν’ άνάβει καί τό μάγιστρό του σέ ήρωικόν κίνδυνο, έμπήκε χωρίς δισταγμό στό λι­ μάνι μέ ολόκληρον τό στόλο. Αίφνιδιασμένοι οί Ρώσοι καί πανικόβλητοι άπό τή δράση τοΰ Θεοδωρακάνου, δέν τόλμησαν νά κτυπηθοΰν μέ τό βυζαν­ τινό στόλο, άλλά έσπευσαν νά βγοΰν άπ’ τό λιμάνι, έπεσαν δμως επάνω σέ ύφάλους καί σκοπέλους καί έπαθαν μεγάλη ζημιά. Καί στό πέλαγος τούς περίμενε φοβερή τρικυμία καί τούς τσάκισε (κατά ορισμένους χρονογρά­ φους). Πολλά έχασαν πλοία καί 15 χιλιάδες άν­ δρες, άπό τή δράση τών Βυζαντινών καί τήν όργή τής θάλασσας. Ή πάλη δμως συνεχίστηκε. Γιατί ό αύτοκρά­

48

τορας γύρισε στήν πρωτεύουσα, άφήνοντας στήν περιοχή στόλο μέ τήν έντολή νά έπιτηρεΐ τούς έπιδρομεΐς. Μιά μοίρα άπό 24 δρόμωνες, μέ άρχηγόν τό στρατηγό τών Κιβυρραιωτών Κωνσταντίνο Καβαλλούριο, καταδίωξε τόν ύποχωρούντα ρωσι­ κό στόλο, τόν όποιο καί βρήκε άγκυροβολημένο σ’ έναν δρμο τής θρακικής άκτής. Έμπήκε θαρ­ ραλέα στόν δρμο, άλλά τόν κύκλωσαν τά έχθρικά σκάφη καί τοΰ έκλεισαν τήν έξοδο. ’Ακολούθησε σκληρή καί ματωμένη συμπλοκή. Ο Καβαλλούριος συγκέντρωσε, γύρω άπό τήν άρχηγίδα του, δέκα άπό τούς ισχυρότερους δρόμωνες καί έδωσε μάχη, τήν όποια έχασε, πέφτοντας καί ό ’ίδιος νεκρός. 'Η ναυαρχίδα του καί τέσσερα άλλα πλοία αιχμαλωτίστηκαν άπό τούς Ρώσους, οί όποιοι κατέσφαξαν τά πληρώματά τους, τά περισσό­ τερα άπό τά ύπόλοιπα πλοία έξόκειλαν καί τά πλη­ ρώματά τους αιχμαλωτίστηκαν, λίγοι δέ άνδρες διέ­ φυγαν στήν ξηρά. Οί Ρώσοι ήταν καταπονημένοι καί δέν μπόρε­ σαν νά έκμεταλλευθοΰν τήν άπροσδόκητη έπιτυχία τους. Άντιθέτως συνέχισαν τόν πλοΰ τους πρός τή Βάρνα, δπου καί άγκυροβόλησαν. ’Εκεί τούς κτύπησε ό διοικητής τών φρουρίων τοΰ ’Ίστρου καί — πριν άπό δύο χρόνια — ήρωας τής Μεσσήνης, στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος, τήν ώρα πού τά πληρώματα είχαν άνελκύσει τά πλοία τους στήν ξηρά. Έφόνευσε πολλούς Ρώσους καί έπιασε 800 αιχμαλώτους, τούς όποιους έστειλε στό Βασιλέα. ’Έτσι τελείωσε μέ άποτυχία ή τελευταία στόν Μεσαίωνα έκστρατεία τών Ρώσων κατά τοΰ Βυ­ ζαντίου. Είχαν ένεργήσει πέντε έπιδρομές, τά χρό­ νια 860, 906, 941, 971 καί 1043.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Μία παρένθεση: Βυζαντινοί - ’Άραβες, Τταλικές Δημοκρατίες I. Τό Ναυτικό τών Αράβων 'Η ανάκτηση τής Κρήτης άπό τούς Βυζαντινούς, άπετέλεσε σημαντικό σταθμό στή ναυτική ιστορία τοϋ Βυζαντίου. Σημάδεψε τό τέλος σέ μιά δύσκολη φάση του άγώνος, άνάμεσα στούς 'Έλληνες καί τούς ’Άραβες. Προηγούμενο ορόσημο ήταν τό 825-827 μ.Χ., όταν μέ τήν κατάληψη τής Κρήτης, απέκτη­ σαν οί Σαρακηνοί, ένα φοβερό ορμητήριο, άπό τό όποιο ξεκινούσαν οί πειρατικοί τους στόλοι. Τό Ναυτικό τοΰ Βυζαντίου, πού τήν έποχή αύ­ τή παρακμάζει, έχει κατέβει — τό 860 — στό κατώ­ τερο σημείο τής δυνάμεώς του. Τοΰτο έπιτρέπει στούς ’Άραβες νά κυριαρχήσουν στό μεγαλύτερο μέρος τής Μεσογείου καί στούς Ρώσους νά απειλή­ σουν κατ’ έπανάληψη τή Βασιλεύουσα. Σκανδιναβοί πειρατές (οί Βίκιγκς) φθάνουν μέχρι τίς προ­ σβάσεις τοΰ ' Ελλησπόντου καί στά νερά τής κεντρι­ κής Μεσογείου ή παρουσία τοΰ Βυζαντίου έκδιώκεται ή αμφισβητείται. Πρώτη πραγματική άνάκαμψη έγινε τήν έποχή Βασιλείου Α' τοΰ Μακεδόνος, οπότε τό βυζαντινό ναυτικό περνά άπό τήν άμυνα στήν επίθεση. ' Η ήττα, πού παθαίνει κοντά στίς Μυλές, τό 888 μ.Χ., σημειώ­ νει μιά αναστολή στήν πρόοδο καί έρχεται ή φά­ ση τής άποτελματώσεως, κυρίως τόν καιρό τοΰ Δέοντος ΣΤ'. Άπό τό 919 αρχίζει ή άνασυγκρότηση μέ τό Ρωμανό τό Λεκαπηνό καί τή βασιλεία Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρογεννήτου. 'Η ενίσχυ­ ση αύτή έπιτρέπει στό ναυτικό νά έπιχειρήσει αλ­ λεπάλληλες έπιδρομές κατά τών Αράβων τής Αί­ γύπτου (κυρίως τά έτη 928, 954), νά αποκρούσει μέ έπιτυχία τούς Ρώσους τό 941, νά προσβάλει τήν Κρήτη, τό 949 καί τελικά νά τήν καταλάβει, μέ τήν ήγεσία τοΰ Νικηφόρου Φωκά, τό 961. Κατόπιν τό ναυτικό έγκαταλείπεται άπό τόν αύτοκράτορα Βασίλειο Β' (τό Βουλγαροκτόνο), πού ξεχνά δτι τό Βυζάντιο δέν είναι μόνο στρατιω­ τική άλλά καί — κυρίως — ναυτική δύναμη. Τόσον πού νεώτερος συγγραφεύς, ό Άρτσιμπαλντ Λιούις (Archibald Lewis), νά σημειώσει μέ αυστηρότητα 2/4

δτι μέ τήν πολιτική του έζασθένησε τό Βυζάντιο καί τό οδήγησε στήν ήττα τοΰ Μαντζικέρτ, τό 1071 (βιβλ. 837). Τήν πολιτική τοΰ Βασιλείου συνεχίζουν οί διάδοχοί του, άπορροφημένοι άπό τούς πολέμους στήν ξηρά καί ή πολιτική άστάθεια μεγαλώνει τό κακό. Οί πρώτοι, πού ώφελοΰνται άπό τήν κατά δια­ στήματα άδυναμία τοΰ Βυζαντίου, είναι οί ’Άρα­ βες — αιώνες τώρα έπικίνδυνοι άντίπαλοι. Οί ναυ­ τικές τους δυνάμεις, μειωμένες τόν 8ο αιώνα, δέν

Μιά άπό τίς χιλιάδες άπεικονίσεις πρωτογόνων πλοίων, πού βρίσκονται χαραγμένες σέ βράχους τής Σκανδιναβικής χερ­ σονήσου. Ή πλώρη παριστάνει κάποιο θηρίο ή ζώο καί ή πρύ­ μη τήν ούρά φιδιού. Οί άνδρες κωπηλατούν όρθιοι, μέ κου­ πιά πού ή παλάμη τους θυμίζει τά κουπιά τών Αιγυπτίων.

είναι καθόλου εύκαταφρόνητες τούς επομένους δύο, 9ο καί 10ο αιώνες. Διαθέτουν βάσεις στήν Αίγυπτο, τή Β. ’Αφρική καί τήν Ίβηρική Χερσόνησο καί προχωρημένα ορμητήρια, σ’ ολόκληρη τήν άκτή άπό τήν Ταρσό, μέχρι τή Σικελία, περνώντας άπ’ τήν Κρήτη. Στίς βάσεις αύτές καί τά ορμητήρια ύπάρχουν συγκροτημένοι ναύσταθμοι καί ναυπηγεία. Τά πληρώματά τους είναι μωαμεθανοί τυχοδιώκτες καί χριστιανοί, πού άρνήθηκαν τή θρησκεία τών πατέρων τους ή — σπανιότερα — πού στρατεύονται μέ τή βία. Οί στόλοι τών ’Αράβων έχουν τήν κατάλ­ ληλη οργάνωση, ώστε νά μποροΰν νά συνάπτουν πραγματικές ναυμαχίες, μέ τούς βυζαντινούς στό­ 49

’Άραβες, Βυζαντινοί, ’Ιταλοί

λους. Σκοπό έχουν βασικά τή διαρπαγή καί τή λη­ στεία καί δχι τήν κατάκτηση. Μόνο όταν λείψει τό αραβικό ναυτικό, τής Αίγυπτου καί τής Συρίας, τόν 11ο αίώνα, θά έλευθερωθοΰν οί ελληνικές θά­ λασσες. Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν δτι οί Αραβες διέθεταν μία σκευασία, ανάλογη μέ τό ύγρόν πυρ. Καί μάλιστα πώς τή χρησιμοποίησαν στήν άλωση τής Θεσσαλονίκης (τό 904 μ.Χ·) καί άλλου. Δέν γνωρίζομε τί ήταν ή εμπρηστική αύτή ύλη, ύγρόν πΰρ δέν πρέπει νά ήταν. Δέν έχομε γι’ αύτό καμιά πειστική απόδειξη. Χάρη στήν πολύτιμη έργασία τοΰ Βλαντισλάβ Κουμπιάκ (Byzantion 1970, σελ. 45-46) διαθέτομε χρήσιμες πληροφορίες γιά τό αιγυπτιακό ναυτικό, τό όποιο αποτελούσε καί τή σπονδυλική στήλη τοΰ ναυτικοΰ τών ’Αράβων. 'Ο στόλος τής ’Αλεξάνδρειάς είχε ύποστεΐ συν­ τριπτική ήττα, τό 746, στήν Κεραμιά τής Κύπρου, γεγονός πού άναφέρεται μέ λεπτομέρειες άπό τό χρονογράφο Θεοφάνη, άποσιωπάται δμως τελείως άπό τούς ’Άραβες συγγραφείς. Μετά τήν Κεραμιά, τό αιγυπτιακό ναυτικό άργησε’ίσως ν’ άνασυγκροτηθεΐ, άλλά δέν παραμελήθηκε τελείως. Πάντως τό 853 μ.Χ., πού έγινε — δπως έγραψα ήδη — ή επι­ δρομή τών Βυζαντινών στή Δαμιέττα, βρέθηκε καί

Αραβικό πλοίο τοΰ Μεσαίωνα από χειρόγραφο τής ’Εθνικής Βιβλιοθήκης τών Παρισίων. Μολονότι σχηματοποιημένη ή εικόνα μας δείχνει ένα καράβι μονόστηλο, μέ ψηλά έξαλα, στήν κορφή τοΰ ίστοΰ θωράκιο καί κανονικό πηδάλιο στό ποδόστημα.

50

κάηκε μεγάλη άποθήκη ιστίων, σημείο πού μαρ­ τυρεί πώς ή πόλη αύτή ήταν ναυτική βάση στά μέ­ σα τοΰ 9ου αίώνος καί δτι ύπήρχε ναυτικό καί μάλι­ στα άξιόλογο. Γιά τή δραστηριότητα τοΰ αίγυπτιακοΰ ναυτικοΰ, μειωμένου έστω, στό δεύτερο μισό τοΰ 8ου καί τόν 9ο αίώνα, αντλεί ό Κουμπιάκ πληροφο­ ρίες από τήν Ιστορία τών Πατριάρχων τής Κοπτικής ’Εκκλησίας ’Αλεξάνδρειάς τοΰ Σεβέρους ’Ίμπν Άλ-Μουγκαφά (Severus Ibn Al Mugaffa) (βιβλ. 832, 870). Άπό έκεΐ μαθαίνομε δτι τό 750 μ.Χ. έριξε ό κυ­ βερνήτης τής ’Αλεξάνδρειάς καινούρια πλοία στή θάλασσα καί δτι τότε πήραν πρόνοια γιά τήν προ­ στασία τών καραβιών άπό τό ελληνικόν πΰρ: τά ά­ λειφαν μέ μείγμα άπό μπαμπάκι καί μεταλλικές ούσίες. Ναυπηγεία, μέ κυβερνητικό ύπάλληλο επι­ κεφαλής, λειτουργούσαν σέ ορισμένες πόλεις βάσεις τής Αίγύπτου. Αρνητικό στοιχείο στήν έξέλιξη τοΰ αιγυ­ πτιακού στόλου άπετέλεσε ό έμφύλιος πόλεμος άνάμεσα στίς δύο δυναστείες τών Ούμαϊαδών καί τών Άββασιδών. Μετά τήν επικράτηση τών Άββασιδών τό ναυτικό προετοιμάζεται μέ ζέση γιά μιά έπίθεση εναντίον τής Τριπόλεως. Τό 770 λειτουργεί καί άναπτύσσεται στήν Αί­ γυπτο ή ναυτική βάση τής Φουστάτ. Σ’ αύτή μάλιστα συμβαίνει νά χρησιμοποιούν άνωτέρους κληρι­ κούς — τόν πατριάρχη καί πολλούς έπισκόπους σέ καθαρά χειρωνακτικές έργασίες, έπί ένα χρόνο. Οί έμφύλιες έριδες δέν έλειψαν άπό τούς κυβερ­ νήτες τής Αίγύπτου κι αύτό παρόρμησε τούς Βυζαν­ τινούς σέ έπιδρομές στίς αιγυπτιακές άκτές. Πρώ­ τη άπ’ αύτές, πού γνωρίζομε, είναι τοΰ 815 μ.Χ. Τήν έποχή αύτή — λίγα χρόνια άργότερα — πα­ ρουσιάστηκαν κουρσάροι άπό τήν 'Ισπανία ή καί άλλα μέρη (μέ άρχηγούς δμως Καταλανούς), οί ό­ ποιοι μέ τόν καιρό κατέλαβαν τήν Κρήτη. Μολο­ νότι είχαν ορμητήριο τήν Αίγυπτο δέν ήταν δργανα τών αιγυπτιακών άρχών καί δέν ένεργοΰσαν γιά λο­ γαριασμό τοΰ καλίφη τής Βαγδάτης. Οί αιγυπτιακοί λιμένες τούς χρησίμευαν γιά τόν ανεφοδιασμό, τήν πώληση τής λείας καί τή συντήρηση καί άνανέωση τών πλοίων τους. Οί ίδιοι οί Αιγύπτιοι δέν έπαυσαν νά έχουν στόλους καί ποτέ δέν έγκατέλειψαν τήν προσφιλή τους πειρατεία. 'Η μεγάλη πάντως καί μάλλον εύκολη έπιτυχία τών Βυζαντι­ νών στή Δαμιέττα, τό 853, μαρτυρεί δτι οί Αιγύ­ πτιοι, ύποτιμώντας τό βυζαντινό κίνδυνο ή δέν διέ­ θεταν άξιόλογο στόλο ή είχαν χαλαρώσει τήν έπαγρύπνησή τους. Είναι χαρακτηριστικά τά μέτρα, τά όποια έλα­ βαν οί Αιγύπτιοι, μετά τήν έπιδρομή τής Δαμιέττας. Άπό τήν ώρα εκείνη, σημειώνει ό ’Άραβας ιστο­ ρικός, μεγάλο κινήθηκε ενδιαφέρον γιά τό στόλο, πού

"Αραβες, Βυζαντινοί, ’Ιταλοί εγινε γιά τήν Αίγυπτο πολύ σημαντικός. Ναυπηγήθηκαν καράβια κι οί μαχητές στή θάλασσα πήραν τήν ίδια α­ μοιβή μέ τούς πολεμιστές τής ζηράς. Οί κυβερνήτες επάνδρωσαν τά πλοία τους μέ τοξότες καί οί Αιγύπτιοι έδειξαν μεγάλο ζήλο στό νά μάθουν τά παιδιά τους τοξο­ βολία καί άλλα είδη πολεμικής τέχνης. Γιά τόν αγώνα κατά τού εχθρού διαλέχθηκαν άνθρωποι έμπειροι στόν πόλεμο καί δέν μπήκε στά πλοία άνδρας άπειρος καί απόλεμος. Τήν έποχή εκείνη ό καθένας ήταν πρόθυ­ μος νά πολεμήσει τόν εχθρό τής Πίστεως... Έν τούτοις οί Ιστορικοί δέν συμφωνούν καί με­ ρικοί υποστηρίζουν δτι, καί μετά τή βυζαντινή ε­ πιδρομή στή Δαμιέττα, τό ναυτικό τών Αιγυπτίων παραμελήθηκε καί έπεσε πάλι σέ παρακμή. Έτσι πραγματοποίησαν οί Βυζαντινοί καί άλλες έπιδρομές, τά έτη 854, 855 καί 859. 'Όσο γιά τά πληρώματα, δέν ήταν μόνο μου­ σουλμάνοι καί τυχοδιώκτες. ’Έβαζαν οί "Αραβες καί 'Έλληνες στά πλοία. Σχετικά ό Σεβέρους "Ιμπν Άλ-Μουγκαφά σημειώνει. - Οί χριστιανοί στέλνονταν στά πλοία καί ούτε ένα dir­ hem (νόμισμα) δέν τούς έδιναν γιά τό ταξίδι. Τούς έφοδίαζαν μόνο μέ τήν απαραίτητη τροφή καί τούς υπο­ χρέωναν νά τηρούν τόν άδικο αυτόν κανόνα. Τό έκανε δέ αύτό ό Βαλής άπό άσβηστο μίσος γιά τούς χριστιανούς. Είχε συντάξει κατάλογο γιά ολόκληρη τή χώρα καί κα­ θόριζε τόν αριθμό τών άνδρών, πού κάθε χωριό οφείλε νά δώσει στό στόλο. ’Επιπλέον, δέ τούς έδινε τά έξοδα γιά τά όπλα, άλλά τά έπιθεωρούσε καί σάν έβρισκε τόν οπλισμό άσυμπλήρωτο, έπέπληττε τόν άνδρα καί τόν τιμωρούσε μέ άδικο πρόστιμο, υποχρεώνοντας τον ταυτόχρονα νά τόν άγοράσει μέ έξοδά του, γιά τή μάχη. Στρατολογούσαν άκόμη ανθρώπους άσθενικούς, οί όποιοι δέν μπορούσαν νά ταξιδέψουν, δέν ήξεραν τό ναυτικό επάγγελμα ή τήν τέχνη τού πολέμου. Αυτοί κα­ τέβαλαν ολα τους τά υπάρχοντα σ ’ έκείνους, πού μπο­ ρούσαν νά ταξιδέψουν. "Υστερα άπό τό διωγμό πού ύπέφεραν, πολλοί (χρι­ στιανοί) επιθυμούσαν τό θάνατο. Πάντως τά πληρώματα γιά τό ναυτικό στρατολογοϋντο στά παλιότερα χρόνια, μέ τόν εξανα­ γκασμό. ’Αργότερα τό σύστημα τοΰτο σταμάτησε καί χρησιμοποιόταν μόνο σέ ώρες ανάγκης. Τέτοια στρατολογία στήν Αίγυπτο αναφέρουν οί αραβικές πηγές κατά τά έτη 812, 813, 833, 866 καί 870, άγνω­ στο άν ήταν γιά τό στρατό ή τό ναυτικό. Πιθανόν νά υπήρχε μόνιμα συγκροτημένο ναυτικό σώμα, μέ πρόσθετες ομάδες έθελοντών. Θά ήταν ’ίσως άπό τούς έθελοντές πού έπάνδρωναν τά σύνορα. Τούς πλήρωναν άπό τίς κοινοτικές προσόδους καί γιά τήν πληρωμή τους φρόντιζε ό αρχιδικαστής τής Αίγύπτου. Βάσεις τοΰ αίγυπτιακοΰ στόλου ήταν στή Βαβυ­ λώνα, τή Φουστάτ, τήν ’Αλεξάνδρεια, τή Δαμιέττα

καί τή Ροζέττα. Οί δύο πρώτες Βαβυλών καί Φου­ στάτ, καθώς βρίσκονταν άνάμεσα στή Μεσόγειο καί τήν Ερυθρά Θάλασσα, ήταν προφυλαγμένες άπό αιφνιδιαστικές έπιθέσεις τών Βυζαντινών. Στούς παλιότερους χρόνους συνδέονταν μέ διώρυ­ γες καί μέ τίς δύο θάλασσες, ώστε μποροΰσαν οί "Α­ ραβες νά στέλνουν τά καράβια τους στή μιά ή τήν άλλη, ανάλογα μέ τή περίσταση. Τό αρχαίο Πηλούσιο, στό Δέλτα τοΰ Νείλου (σημερ. El-Farama), άπε­ τέλεσε σημαντική βάση καί έμπορικό λιμάνι τής Μεσογείου. Πιθανό νά ήταν κέντρο τοΰ ναυτικοΰ, μέχρι τόν 9ο αίώνα, ή νήσος τού Νείλου (σημερ. Roda). Στά τέλη τοΰ 9ου αίώνα είχαν κορυφωθεΐ οί έπιδρομές δχι μόνο τών Βυζαντινών άλλά — κατά τήν άντίθετη φορά — τών Σύρων καί τών ’Αράβων, πού είχαν ορμητήριο τήν Κύπρο. Χωρίς άλλο θά μετεί­ χαν στίς επιθέσεις αύτές καί οί "Αραβες τής Αίγύπτου. Οί μουσουλμάνοι έσερναν τούς ,'Έλληνες στήν αιχμαλωσία, στήν Αίγυπτο καί οί 'Έλληνες αιχμαλώτιζαν πολλούς μουσουλμάνους. Τόσο πού οί βασιλείς τών Ρωμαίων έγραψαν γράμμα στόν "Α­ ραβα εμίρη Άχμέντ "Ιμπν Τουλούν, ζητώντας ει­ ρήνευση καί τήν άμοιβαία άπελευθέρωση αιχμαλώ­ των, ψυχή μέ ψυχή. 'Ο Τουλούν δμως άπάντησε στούς βασιλείς βρίζοντάς τους καί απειλώντας, δ­ πως κάνει ένας άνθρωπος πού φεύγει τρέχοντας καί άπειλεϊ - εκείνον πού τόν κυνηγά. Συμφωνία δέν έγινε κι οί "Αραβες ένίσχυσαν τό ναυτικό τους. Ό άγώνας τοΰ Βυζαντίου μέ τούς "Α­ ραβες στή θάλασσα δέν είχε άκόμη τελειώσει.

Π. Τών Βυζαντινών τό Ναυτικό Τό άντίπαλο τών ’Αράβων βυζαντινό ναυτικό, διατηροΰσε τήν έποχή πού έπισκοποΰμε (8ο καί 9ο αιώνες) τήν ’ίδια βασική οργάνωση, πού θέσπισε γι’ αύτό Λέων Γ' ό "Ισαυρος. Κύρια βάση του είχε στόν Κεράτιο Κόλπο καί προχωρημένες στόν Εύξεινο, τήν "Αβυδο τοΰ Ελλησπόντου, τήν Τένεδο καί τή Λέσβο πού άποτελοΰσαν τίς προσβάσεις του. Πέραν άπό τό βασιλικό πλώιμο, μόνιμον πυρήνα τών στόλων τοΰ Βυζαντίου, ύπήρχαν τά θεματικά τοΰ Αιγαίου, τής ' Ελλάδος, τής Σάμου καί τών Κιβυρραιωτών, μέ έδρα — άντιστοίχως — τή Χίο, τή Χαλκίδα, τή Σάμο καί τή Ρόδο. Τά ναυτικά αύτά συγκροτούσαν τήν εφεδρική ναυτική δύναμη τοΰ βασιλικού πλωίμου. Είχαν προστεθεί μέ τόν καιρό καί άλλα πλώιμα μικρότερα, δπως τών Θεμάτων τής Πελοποννήσου, τής Κεφαλληνίας καί τής Παφλαγονίας. Τά θέματα τής Άπουλίας καί Καλαβρίας, στή Ν. ’Ιταλία, διέ­ θεταν μικρές δυνάμεις γιά τήν τοπική άμυνα καί συνέπρατταν μέ τό ναυτικό τής Βενετίας, τό όποιο ήταν ένα θεματικό, αυτόνομο δμως, πλώιμο.

51

’Άραβες, Βυζαντινοί, ’Ιταλοί

'Ο άρχηγός τοΰ ναυτικοΰ, μέ τόν τίτλο — άπό τόν 9ο αιώνα — δρουγγάριος τών πλωίμων άσκοΰσε, διοίκηση στό βασιλικό πλώιμο καί έποπτεία στά πλώιμα τών Θεμάτων. Μέ τήν ίδια βασικά οργάνω­ ση τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου, παρουσίασε δμως έξέλιξη στή ναυπηγική καί τήν τακτική, ιδιαίτερα τήν εποχή τοΰ Λεκαπηνοΰ καί τοΰ Πορφυρογεννήτου. Κατασκεύαζαν δχι μόνο περισσότερα στόν Ίδιο χρόνο άλλά καί μεγαλύτερα πλοία καί οί έπιχειρήσεις στή θάλασσα έγιναν περισσότερο άνεξάρτητες άπό τίς έπιχειρήσεις στήν ξηρά. Γενικά ό ρόλος τοΰ ναυτικοΰ άνεβαίνει στήν υπόληψη τοΰ λαοΰ καί τή συνείδηση τών κυβερνώντων. - Σ’ εμένα μόνο ανήκει ή ναυτική δύναμη (επί λέξει: navigantium fortitudo mihi soli inest), λέγει μέ περηφάνεια ό Νικηφόρος Φωκάς στόν άπεσταλμένο τοΰ Γερμανοΰ αύτοκράτορος (’Όθωνος Γ') έπίσκοπο τής Κρεμόνας, Λουϊτπράνδο. Καί ό Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος θά γρά­ ψει στό έργο του Περί τών Θεμάτων (De Thematibus) δτι ò Αύτοκράτωρ τής Κωνσταντινουπόλεως είναι κύ­ ριος όλων τών θαλασσών, μέχρι τών Στηλών τοΰ Ήρακλέους. ’Αργότερα δέ, τόν 11ο αιώνα, ό στρατη­ γός Κατακαλών Κεκαυμένος θά συστήσει νά έχουν πάντοτε καί μέ κάθε θυσία, τό στόλο άκμαίον καί έπαρκή, γιατί ό στόλος είναι ή δόξα τής Ρωμανίας. Σχετικά οί Γερμανοί συγγραφείς Πάουλ Λαΐχλερ (Paul Laechler) καί Χάνς Βίρ (Hans Wirr) ση­ μειώνουν στό βιβλίο τους γιά τά Πλοία τών Λαών τής Γής (βιβλ. 833). - Ή πολιτιστική υπεροχή τοΰ Βυζαντίου στηριζόταν στά πλοία του. Βασικά ήταν μιά θαλάσσια αυτοκρατο­ ρία: ή ’Αγγλία τής περιόδου 500 ώς 1000 μ.Χ. Πάντως ή αύξηση πού, δπως είπαμε, παρουσιά­ στηκε στή ναυτική δύναμη τών ’Αράβων ανάγκασε τούς Βυζαντινούς, μέ κάποια είναι άλήθεια καθυστέ­ ρηση, νά βελτιώσουν τά πλοία τους τόσο στήν τα­ χύτητα καθώς καί στόν οπλισμό. ’Έτσι αύξησαν τήν έμβέλεια καί άποτελεσματικότητα τοΰ καταπέλτη καί τελειοποίησαν τό λογχοδρέπανον, κάτι άνάλογο μέ τίς δρεπανοφόρους κεραίες τών άρχαίων, μέ τό όποιο έπιδίωκαν νά κατακόψουν τήν εχθρική έξαρτία. Προστάτευαν επίσης τά ξύλινα πλοία τους άπό τίς έμπρηστικές ύλες τών ’Αράβων μέ δέρματα ή μάλλινα υφάσματα, βουτηγμένα στό ξίδι. ’Από τήν εποχή Κωνσταντίνου τοΰ Μονομάχου, δηλαδή άπό τό πρώτο μισό τοΰ ενδεκάτου αίώνος ή ισχύς τής βυζαντινής αύτοκρατορίας άρχίζει νά δια­ γράφει τή κατιούσα καί τήν κατιούσα αύτή άκολουθεϊ τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου. Τήν εξασθένηση τοΰ κράτους άκολουθεΐ ή εξασθένηση τοΰ ναυτικοΰ. Τό τελευταίο αύτό δηλαδή ή έξασθένηση τοΰ ναυτικοΰ άποτελεΐ τήν αίτια καί τό άποτέλεσμα, σχετικά μέ τό πρώτο. "Οπως θά ίδοΰμε στά γεγο­

52

νότα τών κατοπινών χρόνων, δταν παραμελείται τό ναυτικό, ό βυζαντινός κόσμος πάσχει καί ή χώρα ο­ δηγείται στήν ταπείνωση. Καί τό ναυτικό παραμε­ λείται σέ δυό βασικά περιπτώσεις: άπό άδιαφορία ή άγνοια τής κυβερνήσεως καί άπό άδυναμία τοΰ κράτους. Αύτή είναι ή άλήθεια, πέρα άπό κάθε δογ­ ματισμό στήν πορεία — άνάπτυξη καί συρρίκνω­ ση — τών βυζαντινών στόλων. Κι αύτή ή άλήθεια ισχύει γιά τή μακρά ζωή τους άπό τή γένεση μέχρι τόν άφανισμό τους. [’Έτσι οί εικονοκλάστες αύτοκράτορες (723-843) προσανατολισμένοι περσότερο πρός τήν ξηρά, άφησαν δλο καί περισσότερο τό θαλασσινό έμπόριο τοΰ Βυζαντίου νά περιέλθει σέ μή "Ελληνες μεσίτες : ’Αρμένιους καί ’Άραβες στή Μ. Θάλασσα καί ’Ιταλούς έμπορους στή Δύση. Μαζί του παρήκμασε κι ή ναυτική δύναμη τοΰ Βυ­ ζαντίου]. 'Ορισμένοι συγγραφείς, προχωροΰν βαθύτερα, γιατί δχι καί μέ περισσότερη έπιτυχία, στήν άνατομία τών δύο οργανισμών, κράτους καί ναυτικοΰ τοΰ Βυζαντίου. Άπ’ αύτούς, ή Ελένη ΆντωνιάδουΜπιμπίκου προβαίνει σέ διαπιστώσεις, τίς όποιες δέν μπορούμε νά άγνοήσουμε (βιβλ. 781). Τά αίτια τής παρακμής τοΰ ναυτικοΰ, λέγει, είναι πολύ βαθύτερα άπό τήν προσωρινή πολιτική ένός αύτοκράτορος. 'Η κρίση είναι σοβαρότερη, ιδιαίτερα κατά τόν ενδέκατο αιώνα καί αναλύεται ώς εξής: - Οικονομική, μέ τή μείωση τής παραγωγής καί τήν υποτίμηση τοΰ νομίσματος - κυρίως στό τελευταίο τέ­ ταρτο τοΰ αίώνος - καί μέ τήν οριστική διείσδυση τών ζένων στήν οικονομική ζωή τής αύτοκρατορίας. - στρατιωτική καί διοικητική, μέ τίς δυσμενείς συν­ θήκες στρατολογίας, καί τήν αποσύνθεση τών διοικητι­ κών μονάδων, πού ήταν τά Θέματα. - πολιτική, μέ τήν εξασθένηση τής κεντρικής κυβερνή­ σεως καί τήν αύξηση τής οικονομικής καί πολιτικής ισχύος τών δυνατών - δύο φαινόμενα άνεξάρτητα πού συγκλίνουν στό ’ίδιο άποτέλεσμα. - στίς ήττες τέλος, πού ύπέστη τό Βυζάντιο στό άνατολικό μέτωπο (πανωλεθρία τοΰ Μαντζικέρτ, 1071 μ.Χ.) καθώς καί στή Λύση, άπό τήν άρχή τοΰ δευτέ­ ρου μισού τοΰ αίώνος... Τά στρατιωτόπια άποτελοΰσαν μέχρι τόν ενδέ­ κατο αιώνα, τή βάση χρηματοδοτήσεως γιά μεγάλο μέρος τοΰ στρατοΰ, τό στρατό τών Θεμάτων. Τά κτή­ ματα αύτά πού άνήκαν σέ στρατιώτες μέτριας καταστάσεως ή άκόμη καί σέ πλούσιους γεωργούς, προκάλεσαν κατ’ επανάληψη τή βουλιμία τών ισχυ­ ρών, οί όποιοι τά οίκειοποιοΰντο μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο. 'Ο άγώνας μεταξύ τών δυνατών καί τών πενήτων είναι τό σημαντικότερο καί πλούσιο σέ συνέπειες περιστατικό τοΰ Βυζαντίου, πού κορυφώνεται στό δεύτερο μισό τοΰ δεκάτου αιώνα καί καθρεπτίζεται άποκαλυπτικά στή νομοθεσία τής Μα­

’Άραβες, Βυζαντινοί, ’Ιταλοί

κεδονικής Δυναστείας. 'Η νομοθεσία αύτή κυριαρ­ χείται άπό τήν προσπάθεια νά προστατέψει τή μι­ κρή ιδιοκτησία καί τήν άγροτική κοινότητα καθώς καί τά στρατιωτόπια, μέ άλλα λόγια τούς γεωρ­ γούς - στρατιώτες άπό τούς δυνατούς. Δυνατοί ήσαν οί μεγάλοι γαιοκτήμονες, καί πολλές φορές οί στρα­ τιωτικοί, στρατηγοί διοικητές τών Θεμάτων. Οί διαρκείς άναστατώσεις καί οί πόλεμοι στίς παραμεθόριες περιοχές μαζί μέ τήν επικράτηση τών μεγάλων γαιοκτημόνων κατά τόν ενδέκατον αιώνα έξαφάνισε ή μείωσε τά στρατιωτόπια καί στέρησε τό Βυζάντιο άπό τόν πολύτιμο στρατό τών άνθρώπων, πού ήταν γεωργοί καί στρατιώτες. - Σέ μιά έποχή, έπιλέγει συμπερασματικά ή συγγραφεύς πού μνημονεύσαμε, κατά τήν οποία ή στρα­ τιωτική ύπηρεσία είχε γίνει είδος εγγείου φόρου καί δπου οί μεγάλοι γαιοκτήμονες έπέβαλαν τήν πολιτική τους καί πέτυχαν ολοένα καί μεγαλύτερες έξαιρέσεις, δέν είναι έκπληκτικό δτι ή διάβρωση τής μικρής ι­ διοκτησίας, τής οικονομίας καί τών δημοσίων οικονο­ μικών έπέφεραν τήν άποσύνθεση τών στρατιωτικών καί ναυτικών δυνάμεων τής αύτοκρατορίας. Έμνημόνευσα παραπάνω τήν οριστική διείσδυση τών ξένων στήν οικονομική ζωή τής αύτοκρατορίας, ώς παράγοντα στή βαθύτερη κρίση τοΰ Βυζαντίου κατά τόν ενδέκατο αιώνα. Πραγματικά τόν αιώνα αύτόν γίνεται μιά ριζική αλλαγή στήν κατάσταση τής Μεσογείου, μέ τήν ανάπτυξη τοΰ ναυτικοΰ τών ιταλικών πόλεων. Καί σ’ αύτό τό σημείο έχομε μιά έπιγραμματική παρατήρηση: - Ή εξασθένηση τής θαλασσίας δυνάμεως (εμπορι­ κού καί πολεμικού ναυτικού) πριν γίνει ή ίδια - κάτι πού αληθεύει σέ μεγάλο βαθμό - αιτία τής κρίσεως, τής ύποδουλώσεως στούς ξένους, τής άποσυνθέσεως καί τέλος τής οριστικής πτώσεως, ήταν ή εκδήλωση καί συνέπεια μιας άβεβαιότητος καί άρρυθμίας σ’ δλους τούς τομείς τής αύτοκρατορίας. Ήταν τό άποτέλεσμα τής άποδιαρθρώσεως τού βυζαντινού κράτους καί τής άδυναμίας του νά προχωρήσει σέ μιά άξιόλογη προ­ σαρμογή τών κοινωνικών καί οικονομικών θεσμών, ώστε νά άνταποκρίνονται στίς καινούριες άνάγκες, πού γεννήθηκαν μεταξύ άλλων άπό τήν άνοδο τής Δύσεως.

III. Οί ναυτικές πόλεις τής ’Ιταλίας Συνοψίζοντας ό ’Ιταλός καθηγητής Ένρίκο Σκαντούρρα τό ιστορικό ύπόβαθρο τής θαλασσοκρατίας τών ιταλικών πόλεων στή Μεσόγειο, σημειώνει δτι τήν 'ίδρυση τοΰ άνατολικοΰ ρωμαϊκοΰ κράτους έπακολούθησαν συχνές καί βίαιες έπιδρομές στήν ιταλική χερσόνησο άπό βαρβαρικές φυλές τοΰ Βορ­ ρά. Μιά άπό τίς έπιδρομές αύτές ήταν τοΰ Άλαρίχου, βασιλέως τών Γότθων, πού κατεβαίνοντας άπό

τίς ’Άλπεις κατέλαβε τή Ρώμη. Καί τήν κατέστρεψε. - Σ’ ορισμένες έν τούτοις περιοχές τής ’Ιταλίας ζήτησαν ν ’ άποφύγουν τά δεινά τής εισβολής, στρε­ φόμενοι πρός τή θάλασσα. ’Έτσι πολλοί άπ ’ αύτούς ζήτησαν καταφύγιο στίς λιμνοθάλασσες τής Βενετίας, δπου δέν μπορούσαν νά τούς φθάσουν οί εισβολείς, οί οποίοι ούτε πλοία είχαν ούτε γνώση τής θάλασσας. Τό ίδιο ’έγινε μέ τούς κατοίκους τής Γένοβας καί τού Άμάλφι, δπου οί κάτοικοι κατέφυγαν στίς άκτές προστατευμένοι άπό τά γύρω βουνά. Ή θάλασσα ήταν γι ’ αύτούς ό μόνος δρόμος τόν οποίο δέν μπορού­ σαν νά φράξουν οί βάρβαροι. 'Όταν λοιπόν έφθασε τό πλήρωμα τοΰ χρόνου, οί ναυτικές πόλεις τής ’Ιταλίας, τόσο στήν Άδριατική όσον καί στό Τυρρηνικό πέλαγος, ήρθαν νά συμπληρώσουν τό κενό στή θάλασσα, πού δη­ μιούργησαν άπό τό ένα μέρος ή παρακμή τών άραβικών κρατών καί άπό τό άλλο ή εξασθένηση τοΰ ναυτικοΰ (πολεμικοΰ καί εμπορικού) τοΰ Βυζαν­ τίου. "Ενας δέ από τούς λόγους τής παρακμής αύ­ τής, τόσο στούς Βυζαντινούς δσο καί στούς ’Άραβες είναι δτι μέ τή συσσώρευση τοΰ πλούτου άρχισαν οί πολίτες νά γίνονται τρυφηλοί καί ν’ άποφεύγουν τήν έπικίνδυνη καί σκληρή ζωή τής θάλασσας. Πολλοί μάλιστα άπό τούς Βυζαντινούς προτιμού­ σαν καί επιδίωκαν νά αποκτήσουν μεγάλα κτήμα­ τα στίς επαρχίες, κάτι πιό προσοδοφόρο καί πιό σίγουρο, άπό τό ν’ άρματώσουν καράβια. ’Αντίθετα οί κάτοικοι τών Ιταλικών πόλεων, άγαπώντας τή θάλασσα καί φλέγόμενοι άπό τή δίψα τοΰ κέρδους σ’ ένα ανεπτυγμένο έμποροκρατικό κλίμα, άπλωναν ολοένα καί περισσότερο τή δραστηριότητά τους πάνω στά νερά, άπό τά όποια άντλοΰσαν πλοΰτο καί δύναμη. ’Ιταλός συγγραφέας, ό Μαρκ-’Αντώνιο Μπραγκαντίν (Marc Antonio Bragadin), θεωρώντας τά γενόμενα άπό τήν δική του εθνική σκοπιά, σημειώ­ νει χαρακτηριστικά δτι τότε καί άργότερα (στήν έποχή τών γαλερών) δημιουργήθηκε ένα καινούριο είδος ανθρώπων, μιά καινούρια σχεδόν φυλή, πού ήταν ταυτόχρονα έμποροι, θαλασσινοί καί πολεμιστές. Αύτή μεταμόρφωσε καί άνάπτυξε τό μεσογεια­ κό έμπόριο τής καινούριας έποχής. ΤΗταν έκείνοι πού όδηγοΰσαν προσωπικά τά πλοία στούς δρό­ μους τής θάλασσας καί έκμεταλλεύονταν άμέσως κάθε καινούρια δυνατότητα, έφ’ δσον δέ τό έφερνε ή άνάγκη πολεμοΰσαν γιά νά ύπερασπισθοΰν τά καινούρια κανάλια τής έμπορικής εύημερίας. Αύ­ τοί οί άνθρωποι άπετέλεσαν τούς τυπικούς πολίτες τών ιταλικών δημοκρατιών: ένα άνθρώπινο φαινό­ μενο κατά τό οποίο, δταν ό έμποροναύτης πολεμιστής διακινδύνευε στή θάλασσα, επιβίβαζε συχνά στό πλοίο του δλα τ ’ άρσενικά μέλη τής οικογένειας του. ’Έτσι άν χανόταν τό καράβι, έσβηνε ολόκληρη ή οικογέ­ νεια. ’Άν δμως έπιζούσε, μπορούσε ή οικογένεια νά

53

54 ’

Ιταλών.

Ο κατακερματισμός τής Β. Αφρικής, Σικελίας καί 'Ισπανίας ’έφερε στά μέσα τοΰ 11ου αιώνα τήν παρακμή τών ’Αράβων... καί τήν άνοδο τών

’Άραβες, Βυζαντινοί, ’Ιταλοί

’Άραβες, Βυζαντινοί, ‘Ιταλοί

Ή Βενετία τόν 15ον αιώνα. (’Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων).

υψωθεί επί δεκαετίες αν μή επί αιώνες. Κι ήταν ή ευτυχία καί τό καύχημα τών έπιγενομένων. Έξάλου ό Φρέντερικ Βάν Ντόρνινκ (Frederick van Doornink), τοΰ Πανεπιστημίου Davis τής Καλιφόρνια, συνοψίζει ώς έξής τή μεταβίβαση αύτή τής δυνάμεως στόν μεσογειακό χώρο. - Στά μέσα τοΰ 11ου αιώνα ό πολιτικός κατακερματι­ σμός τής Β. ’Αφρικής, Σικελίας καί Ισπανίας έφερε τήν παρακμή τής μουσουλμανικής δυνάμεως (τών Α­ ράβων) στή Δυτική Μεσόγειο καί τό δημιουργούμενο κενό έσπευσαν νά καλύψουν οί ναυτικές δημοκρατίες τής Πίζας καί τής Γένοβας, καθώς καί οί Νορμανδοί πειρατές. Στό δεύτερο μισό τοΰ 11ου αιώνα ή Πίζα καί ή Γένοβα έγιναν οί ήγέτιδες ναυτικές δυνάμεις στή Δυτική Μεσόγειο καί οί Νορμανδοί κατακτητές τής Σικελίας καί Νοτ. ’Ιταλίας άπείλησαν νά άποσπάσουν άπό τό Βυζάντιο καί τήν πιστή του Βενετία τόν έλεγχο τής Άδριατικής καί τοΰ Ίονίου. Τό Βυζάντιο, τρομερά έζασθενημένο άπό τήν κατο­ χή τών Σελτζούκων στή Μ. ’Ασία τό 1071, άναγκάστηκε νά στηριχθεί σοβαρά στή Βενετία, γιά ναυτική

βοήθεια, προκειμένου νά άντιμετωπίσει τήν άπειλή τών Νορμανδών καί σ ’ αντάλλαγμα νά δώσει στούς Βενετούς εμπόρους τό μονοπώλιο τού εμπορίου στά νερά του. Μέχρι τό 1100 οί ιταλικές ναυτικές πόλεις ήλεγχαν τό θαλασσινό εμπόριο στή Δυτική Μεσόγειο, στίς θάλασσες τού Βυζαντίου καί χάρη στήν A Σταυρο­ φορία δέσποζαν καί στήν άκτή τής Συρίας καί τής Πα­ λαιστίνης... ’Ανάμεσα στίς Ιταλικές αυτές πόλεις ή Βενετία έρχεται στή δύναμη πρώτη. Κτισμένη άπό Ρωμαίους πρόσφυγες, τόν 5ον αιώνα π.Χ. στό μυχό ενός κόλ­ που τής ’Αδριατικής, σπαρμένου μέ νησίδες καί πολλές διώρυγες, είχε δοκιμάσει τή συμφορά άπό τίς επιθέσεις τών θύννων καί τών Γότθων. Ναυτικό άρχισε νά δημιουργεί τόν 9ο αιώνα, μέ τήν προστα­ σία τοΰ Βυζαντίου, στό όποιο μολονότι αύτόνομη, ήταν πιστή ύπήκοος. Τά πρώτα καράβια της ήταν άντίγραφα τών βυζαντινών γαλεών καί χελανδίων, άπό τά όποια έβγήκε ό τύπος τής γαλέρας. Μέ τήν άνάπτυξη τοΰ ναυτικοΰ της άπέκτησε κτήσεις στίς παρακείμενες άκτές τής Ίστρίας. Στά τέλη τοΰ 55

"Αραβες, Βυζαντινοί, Ιταλοί

Ή ματαιοδοζία στήν αποθέωσή της. Ό Βουκένταυρος, πρότυπο τής τελευταίας κρατικής θαλαμηγού τών Ενετών δόγηδων. Το πλοίο καταστράφηκε έν μέρει άπό τούς Γάλλους, τό 1798 καί τελικά χάθηκε τό 1824. (Museo Storico Navale, Βενετία).

10ου αιώνα ή κυριαρχία της άπλωνόταν μέχρι πέ­ ρα, στίς δαλματικές άκτές. ’Αρχές τοΰ 13ου αιώνα είναι μιά μεγάλη ναυτική δύναμη. Εύγλωττη εικόνα μάς δίνει ό Ζωφρουά ντέ Βιλλαρντουέν (Geof, de Villehardouin) στό βιβλίο του γιά τήν κατάκτηση τής Κωνσταντινουπόλεως (βιβλ. 876). 'H 'Ενετία είναι σέ θέση τό 1201 νά έξοπλίσει γιά τή μεταφορά τών Σταυροφόρων 50 γαλέρες καί 288 φορτηγά πλοία, τό καθένα τους 250 περί­ που τόννων. ’Ανάμεσα σ’ αύτά, τά ίππαγωγά κατέ­ χουν ιδιαίτερη θέση. Μπορούν νά μεταφέρουν 200 ιπ­ πείς μέ τά ζώα τους, τόν οπλισμό καί τά απαραίτη­ τα εφόδια. Τό καθένα τους έχει πλήρωμα 25 άνδρες καί σέ χιλιάδες άριθμεΐται τό ναυτικό προσωπικό τής κερδοφόρας αύτής άρμάδας. "Ολα δέ αύτά, χωρίς ή βασίλισσα τής θάλασσας νά άμελήσει τίς άλλες ύποχρεώσεις της. ’Άλλη ναυτική πόλη είναι τό ’ Αμάλφι, στόν Κόλ­ πο τοΰ Σαλέρνο, πάνω στό Τυρρηνικό πέλαγος. Τό ναυτικό του έξασφάλισε στούς κατοίκους του κερδοφόρα διείσδυση στή διεθνή έμπορική κίνηση

56

άνάμεσα στούς τρεις κόσμους, τό λατινικό, τό βυ­ ζαντινό καί τόν κόσμο τών ’Αράβων. Πρώτοι οί Άμαλφιτανοί τελειοποίησαν τή χρήση τής πυξίδας. Μέχρι τότε άποτελεΐτο τό ναυ­ τικό αύτό βοήθημα άπό μιά βελόνη μαγνητική, πού έπέπλεε στό νερό — έτσι τήν έγνώριζαν οί Κι­ νέζοι. Οί κάτοικοι τοΰ Άμάλφι τοποθέτησαν τή μαγνητική βελόνη, μέ κατάλληλη άπό κάτω έγκοπή, σ’ έναν κατακόρυφο άξονα, πού κατέληγε σέ άκίδα άπό αχάτη λίθο. ’Έργο επίσης τών κατοίκων τής πόλεως αύτής οί Άμαλφηνοί Πίνακες πού βρέθηκαν τυχαία τό 1884 στή βιβλιοθήκη τής Βιέννης, σέ χειρόγραφο τοΰ 10ου αιώνα. Τό χειρόγραφο φέρει τόν τίτλο Capituia et ordinationes curiae maritimae nobilis civita­ tis Amalfae. Πρόκειται γιά έναν Κώδικα έμπορικοΰ ναυτικοΰ δικαίου, άπό 66 άρθρα, πού ’ίσχυε έπί αιώ­ νες καί είναι άνάλογος μέ τόν Ναυτικόν Κώδικα τών Ροδίων. Στό πλευρό τής ’Ιταλίας πού βλέπει στό Τυρ­ ρηνικό πέλαγος, ή Πίζα καί ή Γένοβα φάνηκαν άργό-

"Αραβες, Βυζαντινοί, 'Ιταλοί

τέρα καί έξελίχθηκαν σέ ναυτικές δυνάμεις, άρχές τοΰ 11ου αιώνα. 'Όπως είναι γνωστό ή Γένοβα βρί­ σκεται στήν ιταλική Λιγουρία, στό μυχό τοΰ κόλ­ που, πού φέρει τό δνομά της. Κτισμένη αμφιθεα­ τρικά στή βραχωμένη πλαγιά τής οροσειράς τών Απεννίνων, έβλεπε άπό τήν πρώτη ώρα στή θάλασ­ σα, δπου άντίκριζε τό μέλλον της. Κτίσθηκε άπό τούς Λίγυες, σχεδόν ταυτόχρονα μέ τή Μασσαλία, γιά νά καταστραφεί τό 205 π.Χ. άπό τήν Καρχηδόνα. Μετά τή διανομή τής ρωμαϊκής αύτοκρατο­ ρίας παρέμεινε στήν κυριαρχία τής Κωνσταντινου­ πόλεως. Στή Β.Δ. ’Ιταλία καί πάνω στόν ποταμό Αρνο, ή Πίζα, ήταν μία άπό τίς πόλεις τής Ετρουρίας καί άπό τό 180 π.Χ. τάχθηκε στή ρωμαϊκή κυριαρ­ χία. Οί στόλοι της έπαιξαν συχνά σημαντικό ρόλο στό γεγονότα τοΰ 12ου καί 13ου αιώνα, μέχρι τό 1284, πού καταστράφηκαν άπό τούς Γενοβέζους. Χάνον­ τας ή Πίζα τά πλοία της, έχασε καί τήν άκμή της. ’Έτσι στά μέσα τοΰ 11ου αιώνα παρουσίαζε ή Μεσόγειος τήν εξής εικόνα. Στ άνατολικά, μετά τήν κατάληψη άπό τούς Βυζαντινούς τής Κρήτης, τής Κύπρου, τής Κιλικίας καί τής Β. Συρίας ξαναγύρισε ή κυριαρχία τής θάλασσας στήν περιοχή αύ­ τή άπό τούς ’Άραβες στούς Βυζαντινούς. Οί Αρα­ βες έμειναν τώρα κύριοι στή Νότιο Συρία, τή Φοι­ νίκη καί τήν Αίγυπτο. Στά δυτικά, χάνοντας οί ’Ά­ ραβες τά στηρίγματα τής Σικελίας καί τής Σαρδη­ νίας καί χωρίς ικανή ναυτική δύναμη, έχασαν ούσιαστικά τόν έλεγχο στίς θάλασσες τής κεντρικής καί τής δυτικής Μεσογείου. Ό έλεγχος αύτός πέ­ ρασε στά καινούρια ναυτικά τών ιταλικών πόλεων. Έδέσποζαν δηλαδή στή Μεσόγειο, τόν ενδέκατο

αιώνα τά ναυτικά τοΰ Βυζαντίου, τής Βενετίας, τής Πίζας καί τής Γένοβας. Άπό αύτά δμως τό πρώτο, δηλαδή τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου, ύποχωροΰσε καί παραμέριζε, πρός όφελος τών άλλων. ’Ήδη άπό τήν έποχή τοΰ Βασιλείου Β ' τοΰ Βουλγαροκτόνου, ήταν φανερά τά συμπτώματα τής έγκαταλείψεως κι αύτά δχι μόνο στό πολεμικό, άλλά καί στό εμπορικό ναυτικό. 'Όσον προχωροΰσαν τά χρό­ νια τόσον καί περισσότερα ξένα εμπορικά καράβια έριχναν καί σήκωναν άγκυρα στά λιμάνια τής αύτο­ κρατορίας καί τό εμπόριο στή θάλασσα ξέφευγε κάθε μέρα καί περσότερο άπό τά έλληνικά χέρια. Στέφανος, ό έπίσκοπος τοΰ Novgorod, πού πήγε στήν Πόλη τό 1250 καί περιέγραψε τόν Κεράτιο Κόλπο καί τήν άλυσίδα, πού έκλεινε τήν είσοδο του, σημειώνει πώς 'έβλεπε κανείς εκεί 300 γαλέρες, μέ 100-300 κωπηλάτες ή καθεμιά, άλλά πολύ λίγα άπ ’ αύτά τά πλοία άνηκαν στόν αύτοκράτορα.

Δέν ήταν μόνο τά πλούτη, πού έχαναν οί Βυ­ ζαντινοί, καθώς γίνονταν ολοένα καί περισσότερο ύποχείριοι, άρχικά στούς Βενετούς καί Άμαλφίτες καί άργότερα στούς Γενοβέζους καί Πισάτες. Υ­ ποχείριοι δχι μόνο στήν οικονομία τους άλλά καί γιά τήν άσφάλειά τους. Άνελάμβαναν οί Λατίνοι τή συνδρομή μέ πολεμικά πλοία ή τή μεταφορά τών βυζαντινών στρατευμάτων καί έπαιρναν σ’ άντάλλαγμα άπαλλαγές στά λιμάνια τής αύτοκρατορίας καί προνόμια πολιτικής φύσεως. Τόν ’ίδιο αύτόν καιρό έβρισκαν τρόπο νά διατηροΰν φιλία μέ τούς ’Άραβες ήγεμόνες, γιατί κείνο πού τούς ένδιέφερε πριν άπό δλα, ήταν ό πλουτισμός καί ή ανεμπόδι­ στη κυκλοφορία τών καραβιών τους.

57

Μέ τόν "Αγιο Νικόλαο στήν πρύμνη.

58

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 'Ο δρόμος πρός τό τέλος Καθώς χαράζω τίς γραμμές αύτές, άκολουθώντας τή μοίρα τοΰ Βυζαντίου, ξαναφέρνω στό νοΰ μου τά παρακάτω λόγια τοΰ ’Άρνολντ Τόυνμπη: - Πιστεύω δτι οί πολιτισμοί οδηγούνται στήν παρακ­ μή άπό τά σφάλματα καί τίς άποτυχίες καί δχι άπό εξωτερικόν παράγοντα. Άπό τήν ώρα δμως πού μιά κοινωνία έπληξε τόν εαυτό της με τό μοιραίο πλήγμα καί βρίσκεται στή φάση τής διαλύσεως, προσβάλλεται συνήθως καί τελικά διαλύεται άπό βαρβάρους, πού έρχονται έξω άπό τά σύνορά της. Οί βάρβαροι δια­ νύουν τότε μιά ηρωική εποχή, άλλά δέν άνοίγουν νέο κεφάλαιο στήν ιστορία του πολιτισμού τόν όποιον κατα­ στρέφουν. 'Απλώς καθαρίζουν τήν ιστορική σκηνή άπό τά ερείπια ενός νεκρού πολιτισμού. Κι αύτή ή καταστροφική τους δράση είναι μιά ιστορική προσπά­ θεια, πού καταγράφεται στούς μύθους των καί στήν ποίη­ σή τους... (βιβλ. 871, σελ. 12).

I. Σελτζουκίδες καί Νορμανδοί "Οπως έσημείωσα, στήν έποχή Κωνσταντίνου Θ' τοΰ Μονομάχου (1042-1054) τοποθετοΰν οί ιστο­ ρικοί τήν άπαρχή τής παρακμής τοΰ Βυζαντίου. Τότε γίνεται οριστικό τό Σχίσμα άνάμεσα στήν ’Α­ νατολική καί τή Δυτική ’Εκκλησία καί μέ τό Σχί­ σμα έρχεται ή άπώλεια τής Κάτω ’Ιταλίας. Τήν κα­ ταλαμβάνουν οί Νορμανδοί, μέ ήγεμόνα τό Ροβέρτο Γουϊσκάρδο ή Γυσκάρδο. Τό Βυζάντιο άποκόβεται άπό τή Δύση, σέ μιά έποχή πού τό ναυτικό, άκο­ λουθώντας τή μοίρα τής αύτοκρατορίας, έχει κι αύ­ τό έξασθενήσει. Τούς Μακεδόνες βασιλείς διαδέχονται οί ’ Ισαάκιος Κομνηνός (1057-1059), Κωνσταντίνος Γ ό Δούκας (1059-1067) καί Ρωμανός Δ' ό Διογένης (1067-1071), άνθρωποι μέτριοι, καταπονημένοι άπό τίς έσωτερικές έριδες. Τή μετριότητα αύτή τών αύτοκρατόρων καί τήν εσωτερική διαμάχη έκμεταλλεύθηκαν οί εχθροί τοΰ Βυζαντίου, Νορμανδοί άπό τή Δύση, Ούζοι καί Πατσινάκες άπό Βορρά καί Σελ­ τζουκίδες Τοΰρκοι άπό τήν ’Ανατολή. Οί Σελτζουκίδες ήταν τουρκικός νομαδικός

λαός, πού ονομάσθηκε έτσι άπό τόν ήγεμόνα του Σελτζούκ, κατά τό δεύτερο μισό τοΰ 10ου αίώνα. ’ Αρ­ χικά πίστευαν μιά μαγική θρησκεία, κατόπιν δμως άσπάσθηκαν τόν ισλαμισμό, πού τούς έδωκε συνο­ χή καί θρησκευτικό μένος. 'Ο γιός καί διάδοχος τοΰ Σελτζούκ, ’Ισμαήλ ή Άρσλάν καί ό έξάδελφος του Τογρούλ 'ίδρυσαν δικό τους κράτος μέ έδρα τή Βαγδάτη. Πολέμησαν πολλές φορές τούς Βυ­ ζαντινούς, μέ ξεχωριστό πείσμα. Κωνσταντίνος I' ό Δούκας, (1059-1067) πέτυχε μέ δυό νικηφόρες εκστρατείες νά τούς σταματήσει. Ο διάδοχός του δμως Ρωμανός Δ ' ό Διογένης, έπαθε άπ’ αύτούς άληθινή πανωλεθρία στό Μαντζικέρτ τής ’Αρμενίας, τό 1071 μ.Χ., σέ μιά ιστορική μάχη, κατά τήν όποια πιάστηκε αιχμάλωτος. [Άφέθηκε κατόπιν ελεύθερος καί γύρισε στήν Πόλη, δπου τόν εκθρόνισαν καί τόν τύφλωσαν, άνέβασαν δέ στό θρόνο τό Μιχαήλ Ζ' τόν Παραπινάκην (1071-1078)]. Ή νίκη τοΰ Μαντζικέρτ άνοιξε στούς Σελτζου­ κίδες Τούρκους τίς πύλες τής Μ. ’Ασίας καί, μα­ κροπρόθεσμα, τίς πύλες τοΰ Βυζαντίου. Εύθύς μετά τή μάχη προχώρησαν πρός τά βόρεια καί κατέλαβαν τήν κεντρική Μ. ’Ασία, δπου ίδρυσαν σουλτανάτο, μέ πρωτεύουσα τό ’Ικόνιο. Δέκα χρόνια χρειάσθηκαν νά συμπληρώσουν τή μεγάλη αύτή κατάκτηση καί νά φθάσουν σέ πολλά σημεία, στή θάλασσα. Τό Βυζάντιο τούς βοήθησε σ’ αύτό μέ τήν άδυνα­ μία του καί τούς εμφύλιους σπαραγμούς του. "Ενας άπ’ αύτούς ήταν ή ανταρσία τοΰ ίκανοΰ στρατηγοΰ Νικηφόρου Βρυέννιου (ό γιός του μέ τό ίδιο δνομα, 1062-1137, είναι ό σύζυγος τής ’Άννας Κομνηνής, κόρης τοΰ αύτοκράτορος Αλεξίου). Τήν άνταρσία αύτή εκμεταλλεύτηκε γιά τόν εαυ­ τό του ό γηραιός Νικηφόρος Βοτανειάτης, πού ζή­ τησε πρός τοΰτο καί τή βοήθεια τών Σελτζουκιδών. Ο σουλτάνος Σολεϊμάν τήν έδωσε πρόθυμα καί ό Βοτανειάτης άνακηρύχθηκε αύτοκράτορας στή Νί­ καια, γιά νά βαδίσει καπόπι εναντίον τής πρωτεύούσης. Ό μέχρι τότε αύτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' παραιτήθηκε έντρομος καί κατέφυγε στήν Αγία

59

Ό δρόμος πρός τό τέλος

Εύρώπη καί Μεσόγειος τόν 11 ον αιώνα.

Σοφία, δπου ό Πατριάρχης, πρός παρηγοριάν, τόν χειροτόνησε επίσκοπον ’Εφέσου. Τό Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081), πού ο­ δηγούσε τό κράτος στό βάραθρο, διαδέχθηκε ό ’Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118), ανεψιός τοϋ 'Iσαακίου Κομνηνοΰ, πού είχε γιά λίγο βασιλέψει. "Ολες δμως αύτές τίς διαδοχές, άνώμαλες καί μή καί τίς έριδες, τίς εκμεταλλεύτηκαν οί Σελτζουκίδες, μέ σουλτάνο τό Σολεϊμάν καί κατέλαβαν τή Νίκαια, τήν όποια καί έκαμαν πρωτεύουσά τους. Τοΰτο σήμαινε εγκατάσταση τών μουσουλμάνων σέ πολύ μικρή απόσταση άπό τήν καρδιά τής αυτοκρατορίας. ’Έφθασε δμως τότε ή ώρα νά λογχίσει οδυνηρά τό πλευρό τής αύτοκρατορίας, τών Νορμανδών ή ρομφαία. Οί Νορμανδοί ήταν οί πιό επίφοβοι άπό τούς εχθρούς πού ήρθαν άπό τή θάλασσα. ’Εγκατε­ στημένοι στήν Κάτω Ιταλία από τό πρώτο μισό τοΰ ενδεκάτου αιώνα, είχαν έναν άρχηγό ικανόν καί φιλόδοξο: τό Ροβέρτο Γουϊσκάρδο. 'Ο Γουϊσκάρδος συμμάχησε μέ τόν Πάπα, ό όποιος τόν άνεγνώρισε δούκα τής Σικελίας, τής Καλαβρίας καί τής

60

Άπουλίας, μόλον πού τή Σικελία τήν κατείχαν άκό­ μη οί ’Άραβες. Τούς ’Άραβες κατόρθωσε άργότε­ ρα (τό 1066 μ.Χ.), τόν καιρό πού βρίσκονταν σέ διχό­ νοια, νά τούς διώξει άπό τή Σικελία. Τότε σκέφθηκε ό Νορμανδός ήγεμόνας νά ει­ σβάλει άπό δυτικά στήν ’Ιλλυρία καί νά βαδίσει εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως, δπου νά στεφθεί αύτοκράτορας. 'Η εξωτερική καί έσωτερική άδυναμία τοΰ Βυζαντίου ένθάρρυνε τά παράτολμα σχέδιά του. 'Ετοίμασε λοιπόν στρατό άπό 30 χιλιάδες άνδρες καί στόλο άπό 150 ψηλά, πυργοφόρα πλοία, πού τό καθένα τους μπορούσε νά χωρέσει 200 άνδρες, μαζί μέ τά δπλα καί τούς 'ίππους. Πολλά άπό τά πλοία αύτά, πού μπορεί νά ήταν καί ελαφρότερες μονά­ δες, τοΰ χορήγησαν οί Δαλμάτες, οί όποιοι έτρεφαν έχθρικά αισθήματα πρός τό Βυζάντιο. 'Ολόκληρη ή δύναμη συγκεντρώθηκε στό Βρινδήσιο καί άπό έκεΐ 15 πλοία, μέ άρχηγό τό γιό τοΰ Ροβέρτου, Βοημοΰνδο, έπλευσαν στήν Κέρκυρα, μέ σκοπό νά τήν καταλάβουν. "Οταν ό Βοημοΰν-

' Ο δρόμος πρός τό τέλος Μέ τέτοια πλοία οί Σκανδιναβοί πειρατές έκαμαν επιδρομές στή βόρειο Ευρώπη καί στή Μεσόγειο φθάνοντας μέχρι τίς προσ­ βάσεις τοΰ Ελλησπόντου (τόν ΙΟον αιώνα).

Τό 1880 άνασύρθηκε άπό τό ταφικό ανάχωμα ενός βασιλιά, κοντά στό Sandefjord της Νορβηγίας, ένα πλοίο τών Βίκιγκς, τοΰ 9ου μ. X. αιώνα, γνωστό ώς τό πλοίο τοΰ Gogstad. Αύτό τό πλοίο έχει ώς πρότυπο τό είκονιζόμενο ομοίωμα, πού βρίσκεται στό Cabrillo Beach Marine Museum τοΰ San Pedro τής Καλιφόρνιας. Τά άκρα του είναι υψωμένα καί σχεδόν κατακόρυφα. Κατά τά άλλα άποτελεΐ παραλλαγή τοΰ κλασικού ντρακάρ.

Πρότυπο τοΰ βασικού πλοίου τών Σκανδιναβών, τοΰ γνωστοΰ μέ τό άνομα «ντρακκάρ» ή «δρακκάρ». Βρίσκεται στό Museo Naval de la Nacion (Tigre, περιοχή τοΰ Μπουένος "Αύρες) καί δείχνει ένα κωπήλατο πλοίο, χωρίς πλήρες κατάστρωμα καί έναν ιστό, στόν όποιο υψώνεται ψηλό και στενό ορθογώνιο πανί. Η πλώρη του καταλήγει σέ κεφάλι δράκοντας (εξ ου καί ή ονομασία του) καί ή πρύμη σέ ούρά φιδιού, διπλωμένη. Διευθύνεται μέ ένα κουπί-πηδάλιο, τοποθετημένο στό ισχίο.

61

'0 δρόμος πρός τό τέλος δος έφθασε στήν Κέρκυρα, τή βρήκε τόσον καλά οχυρωμένη, ώστε θεώρησε άδύνατη τήν κατάληψη της καί γύρισε στόν πατέρα του. Ξεκίνησε τότε ό Ροβέρτος μέ όλο τό στόλο, πέρασε μέ οΰριον άνεμο τό Στενό τοΰ Ότράντο καί παρουσιάστηκε στήν Κέρκυρα, τήν όποια δέν άργησε νά καταλάβει. Άπό έκεΐ έστειλε δύναμη στό Βουθρωτό καί τήν Αύλώνα, οί όποιες καί παρα­ δόθηκαν. 'Ο στρατός έβάδιζε διά ξηρας καί ό στό­ λος έπλευσε, παραπλέοντας τίς άκτές. Στό άκρωτήριο Γλώσσα, καταιγίδα πού ξέσπασε κατέστρεψε πολλά πλοία, παραφορτωμένα μέ τούς ξύλινους πύργους καθώς ήταν καί μέ τίς πολιορκητικές μη­ χανές. Παρ’ δλα αύτά ό Ροβέρτος, τή 17 ’Ιουνίου 1081, έκλεισε τόν κλοιό καί άρχισε νά πολιορκεί τήν οχυρή πόλη τού Δυρραχίου, άπό τήν ξηρά καί άπό τή θάλασσα. Ήταν τοΰτο, δπως σημειώνουν ορισμένοι συγγρα­ φείς, προοίμιο στίς Σταυροφορίες. 'Ο ’Αλέξιος, πού μόλις τότε είχε ανέβει στό θρό­ νο τής Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Οί Σελτζουκίδες είναι στήν Κύζικο καί τή Νίκαια, τά ταμεία κενά, ό στρατός σέ διάλυση καί οί γειτονικοί λαοί, εχθρικοί ή μέ αμφίβολες διαθέ­ σεις. Έν τούτοις άντιδρα πρός δλες τίς κατευθύν­ σεις, μέ σύντονες ενέργειες. Πριν άκόμη άρχίσει ή πολιορκία, τοποθετεί στό Δυρράχιο ικανόν άνδρα, τό στρατηγό Γεώργιο Παλαιολόγο, έρχεται σέ συμ­ φωνία μέ τό Σελτζουκίδη σουλτάνο Σολεϊμάν, γιά νά είναι ήσυχος άπό τήν πλευρά εκείνη καί, τό σπου­ δαιότερο, ύποκινεΐ τόν αύτοκράτορα τής Γερμα­ νίας, Κάρολο Δ', έναντίον τών Νορμανδών τής ’Ιταλίας. Είναι μία περίσταση, στήν όποια τό Βυζάντιο πού άλλοτε θαλασσοκρατούσε στή Μεσόγειο, δέν έχει τήν άπαραίτητη ναυτική δύναμη, νά άντιμετωπίσει μιά τοπική κρίση τής αύτοκρατορίας. Καί δέν ύπήρχαν τώρα οΰτε τά μέσα οΰτε δ χρόνος, ν’ άναπληρώσουν τό κενό. Μέ δυσκολία ό ’Αλέξιος συγ­ κροτεί μιά ναυτική μοίρα, τήν όποια στέλνει στήν Άδριατική καί — τό ιστορικά σημαντικό γιά τήν τύχη τοΰ Βυζαντίου — ζητεί τή βοήθεια τής Βενε­ τίας, πού τυπικά είναι άκόμη ύπήκοος τοΰ Βυζαν­ τίου (βιβλ. 952).

Ή Βενετία θά σπεύσει νά βοηθήσει τόν αύτο­ κράτορα, γιατί αύτό ταιριάζει καί μέ τά συμφέροντά της. ’Άν έπικρατοΰσε ό Γουϊσκάρδος καί μάλι­ στα κατελάμβανε τά άλλα Επτάνησα, θά τήν άπέκλειε μέσα στήν Άδριατική καί θά στραγγάλιζε τό έμπόριό της. Τοΰτο έσήμαινε κατάρρευση τής πολιτικής της, πού μέ τόσους άγώνες, σχεδόν δύο αιώνων, άπέβλεπε στήν επέκταση καί εγκατάστασή της στήν Ανατολική Μεσόγειο. Αύτά δμως ό Αλέξιος δέν θά τά έκτιμήσει κα­

62

τά τήν άξια τους καί, μέ τήν πίεση τοΰ άμέσου κιν­ δύνου, θά υπερβάλει τή συνδρομή της. Καί θά τήν εξαργυρώσει άνάλογα. Καθώς δέ δέν έχει χρήματα νά πληρώσει τούς Ενετούς, θά τούς παραχωρήσει προνόμια οικονομικά τόσο σπουδαία, τά όποια μέ τήν πάροδο τοΰ χρόνου θά συντελέσουν στήν κατά­ λυση τοΰ βυζαντινοΰ κράτους. - Τούτο, σημειώνει ό Παπαρρηγόπουλος, συνιστα μιά άπό τίς χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατά τίς ό­ ποιες ή απουσία τής ναυτικής δυνάμεως επηρεάζει τήν τύχη ενός κράτους, μιας αύτοκρατορίας. Πραγματικά άπετέλεσε ένα άπό τά μεγάλα σφάλ­ ματα τοΰ Αλεξίου, γιατί τά προνόμια πού έδωκε στούς Ενετούς μέ τό Χρυσόβουλλο τοΰ 1082, ήταν δυσανάλογα πρός τήν πιθανή βοήθειά τους. 'Ο άγώνας άλλωστε έπρόκειτο νά κριθεΐ στήν ξηρά μάλ­ λον παρά στή θάλασσα κι ή δυσάρεστη έκβασή του θά ζημίωνε εξίσου σοβαρά τούς Ενετούς συμ­ μάχους του. Συγκεκριμένα μέ τό Χρυσόβουλλο τοΰ 1082 παρεχώρησε ό Αλέξιος στούς εμπόρους τής Βενε­ τίας, πλήρη άπαλλαγή άπό φόρους καί τελωνεια­ κούς δασμούς στά λιμάνια τής Πόλης. Καθώς καί μιά μεγάλη συνοικία, πλάι, στόν Κεράτιο, μέ τρεις δικές τους άποβάθρες (σκάλες), άποθήκες καί εργα­ στήρια γιά τή μόνιμη έγκατάστασή τους. Μέ τόϊδιο Χρυσόβουλλο χορηγούσε άπαλλαγή άπό δασμούς καί φόρους στά ένετικά πλοία καί στ’ άλλα λιμάνια τής αύτοκρατορίας, εκτός άπό τά λιμάνια τής Κρή­ της, τής Κύπρου καί τοΰ Εύξείνου Πόντου. Πλήρωνε έτσι τό Βυζάντιο βαρύ τό τίμημα γιά τήν εγκατάλειψη τής ναυτικής δυνάμεως, μέ τήν ταπείνωση καί τήν άπώλεια μεγάλου πλούτου άπό τίς σχετικές προσόδους. Μέ βάση πάντως αύτή τή συμφωνία έξόπλισαν οί Ενετοί γύρω στά 70 πλοία (κατ’ άλλους 63) καί μέ στρατό έφθασαν στίς ιλλυρικές άκτές, δπου έ­ στησαν τό στρατόπεδό τους σέ μικρή άπόσταση, δέκαοκτώ μόλις στάδια, άπό τό στρατόπεδο τών Νορ­ μανδών. Κι δταν έπεσε τό βράδυ, σχημάτισαν μέ τά καράβια τους τό λεγόμενο πελαγολιμένα. ’Έδε­ σαν δηλαδή τά πιό γερά πλοία μεταξύ τους μέ χον­ δρά σχοινιά, σέ τρόπο πού νά άποτελέσουν άδιάσπαστο φράγμα καί πίσω άπό αύτά έδεσαν τά μικρά άκάτια, πού τά συνόδευαν. Φρόντισαν επίσης νά κατασκευάσουν ξύλινα θωράκια στά κατάρτια τών μεγάλων πλοίων — κάτι άνάλογο μέ τά ξυλόκαστρα τών βυζαντινών δρομώνων, γιά τά όποια θά γί­ νει λόγος (βλ. 5, Θ-ΙΙ) — καί έτσι ετοιμασμένοι περίμεναν τήν έπίθεση τών Νορμανδών. Κι ή έπίθεση έγινε τήν αυγή. Ακολούθησε πεισματική ναυμαχία καί πεζομαχία έκ τοΰ συστάδην, στήν όποια νίκησαν οί Ενετοί καί μάλιστα έ-

'0 δρόμος πρός τό τέλος

βύθισαν τό πλοίο τού Γουϊσκάρδου, πού διέφυγε έπιβαίνοντας σέ άλλο πλοίο. "Υστερα άπό τή νίκη αύτή οί 'Ενετοί μπήκαν στό λιμάνι τοΰ Δυρραχίου, τροφοδότησαν τούς πολιορκημένους καί πέτυχαν νά άποκόψουν τήν επικοινωνία τών Νορμανδών μέ τή βάση τους. Παρ’ δλα αύτά ή πολιορκία συνεχίστηκε μέ α­ μείωτο πείσμα καί άλύγιστη τόλμη καί άπό τίς δυό πλευρές. ’Αλλεπάλληλες έξοδοι τών πολιορκουμένων προκάλεσαν μεγάλη φθορά στό στρατό τοΰ Ροβέρτου. Οί αντίπαλοι χρησιμοποίησαν διάφορα τεχνάσματα — κι είναι νά θαυμάσει κανείς τήν έφευρετικότητά τους. Τήν επομένη άνοιξη ξανάρχισαν επιχειρήσεις στή θάλασσα καί τή φορά αύτή συμπολεμοΰσε μέ τούς 'Ενετούς μιά ναυτική μοίρα τοΰ Βυζαντίου, μέ άρχηγόν τό Μαύρηκα. ’Έγινε μεγάλη ναυμαχία, κατά τήν όποια ό ενωμένος στόλος Βενετίας καί Βυζαντίου έτρεψε σέ φυγή τό νορμανδικό στόλο. ’Αργότερα έφθασε ό ’Αλέξιος, μέ μεγάλο στρα­ τό 70 χιλιάδων άπό διάφορα φύλα καί, παρά τή συμ­ βουλή τών έπιτελών του, πού τοΰ έλεγαν νά περιο­ ριστεί στόν αποκλεισμό τών Νορμανδών, έδωσε μάχη έκ παρατάξεως. Νικήθηκε κατά κράτος καί μά­ λιστα τραυματίστηκε. "Υστερα άπ’ αύτό καί μιά μέρα, πού απούσιαζε άπό τό φρούριο ό Παλαιολόγος, οί πολιορκούμενοι παρέδωκαν τήν πόλη. Τότε ό ’Αλέξιος γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί ό Ροβέρτος στήν ’Ιταλία, άφήνοντας στό στρατό αρ­ χηγούς τούς γιούς του Βοημοΰνδο καί Ρογήρο. Οί Νορμανδοί προχώρησαν στή Δυτική Μακεδονία καί Θεσσαλία, εξουδετερώνοντας κάθε άντίσταση, αλλά νικήθηκαν στή Λάρισα. Τήν άνοιξη τοΰ 1084 συγκέντρωσε ό Γουϊσκάρδος στήν Άπουλία καινούριο στόλο καί τόν έστειλε νά καταστείλει επανάσταση στήν Κέρκυρα καί νά βοηθήσει τό Βοημοΰνδο. ’Αποτελείτο ό στόλος αύ­ τός άπό 20 υψηλά σκάφη καί 100 έλαφρά, σέ τέσσερες μοίρες. Γιά τήν άντιμετώπισή του βγήκαν Ενετοί καί "Ελληνες, άλλά στή ναυμαχία πού έγινε νικήθηκαν. Καί οί Νορμανδοί ξαναπήραν τήν Κέρ­ κυρα. Τήν άνοιξη τοΰ επομένου χρόνου (1085 μ.Χ.) προχωρεί ό Ροβέρτος καί κυριεύει τήν Κεφαλληνία, χωρίς νά μπορέσει ό ελληνικός στόλος νά τόν εμπο­ δίσει. Πεθαίνει δμως σέ λίγο καί οί γιοί του έγκαταλείπουν τήν επιχείρηση τής Ελλάδος. Τό Δυρράχιο γυρίζει στά χέρια τών Ελλήνων.

II. Οι αγώνες τής παρακμής Δέν είχε καλά τελειώσει ό θαλασσινός αύτός πόλεμος στήν Άδριατική καί τό Ίόνιο, καινούριος

πόλεμος άναψε στό Αιγαίο καί μάλιστα σέ μιά έπο­ χή (1090-1091), κατά τήν οποία ό ’Αλέξιος άγωνιζόταν στήν ξηρά εναντίον τών Σκυθών καί τών Πετσενέγων. 'Ένας Σελτζουκίδης τυχοδιώκτης, μέ τό δνομα Τζαχας, πού είχε — δπως ό Συμεών τής Βουλ­ γαρίας — μεγαλώσει μέ πολλές περιποιήσεις στήν Αύλή τοΰ Βυζαντίου κι έφερε τό βαθμό τοΰ άξιωματικοΰ στό βυζαντινό στρατό, παράγγειλε σέ Σμυρναΐο τεχνίτη νά τοΰ ναυπηγήσει ληστρικές τριήρεις, πλοία δηλαδή κατάλληλα γιά πειρατεία. Μ’ αύτά κατέλαβε αιφνιδιαστικά τίς Κλαζομενές, τή Φώκαια, τή Λέσβο, τή Χίο κι αύτήν άκόμη τή Σμύρνη, τήν όποια έκαμε καί έδρα στό βασίλειό του. 'Ο Ίδιος έπήρε τόν τίτλο τοΰ βασιλέως καί δρισε νά τόν προ­ σαγορεύουν αύτοκράτορα τών Ρωμαίων. Σχετικά σημειώνει στήν Άλεζιάδα (βιβλίον VII, 8) ή "Αν­ να Κομνηνή: - Ευκαιρίαν ευρών, δέον έλογίσατο στόλον κτήσασθαι. Σμυρναίω δέ τινι έντυχών, τήν κτίσιν αύτω τών ληστρικών άνέθετο πλοίων, ώς περί τά τοιαΰτα εμπει­ ρίαν πολλήν έχοντι. 'Η Βασιλεύουσα έστειλε έναντίον του στρατό καί στόλο μέ άρχηγό τόν Νικήτα Κασταμονίτη, τόν όποιο δμως ένίκησε ό Τζαχας στή θάλασσα. Καινούρια δύναμη, μέ δούκα δηλαδή ναύαρχο τόν Κωνσταντίνο Δαλασσηνό, πολιορκεί τή Χίο, ό τουρμάρχης δμως (διοικητής μοίρας) ΤΩπος, πού στέλνεται γιά νά εμποδίσει τήν άφιξη ένισχύσεων στήν πολιορκημένη πόλη, δέν τολμά νά κτυπηθεί μέ τόν πειρατή. ’Εξάλλου σέ μάχη, πού γίνεται στήν ξηρά, οί Βυζαντινοί νικιούνται. ’Αργότερα, σέ μιά περίσταση πού ό Τζαχας λεί­ πει στή Σμύρνη, καταλαμβάνουν οί Βυζαντινοί τή Χίο καί τή Μυτιλήνη, ό πόλεμος δμως μέ τούς Πατσινάκες τούς άναγκάζει νά άποχωρήσουν άφή­ νοντας φρουρά στίς δύο πόλεις. Τήν άπουσία τους αύτή έκμεταλεύεται ό άντίπαλος, πού δχι παίρνει μόνο παίρνει πάλι τή Χίο καί τή Μυτιλήνη, άλλά καί συνεννοείται μέ τούς Πατσινάκες νά καταλά­ βουν τή χερσόνησο τής Καλλιπόλεως. 'Η άγωνιστική αύτή διελκυστίνδα θά τραβούσε μακριά, άν ό βυζαντινός στόλος μέ άρχηγό τό Δαλασσηνό δέν νικούσε σέ ναυμαχία τόν Τζαχά, πού μόλις γλύτω­ σε τήν αιχμαλωσία, καί δέν κατέστρεφε τό στόλο του. Τήν έποχή αύτή τά Θέματα τοΰ Αιγαίου καί τής Σάμου βρίσκονται σέ παρακμή κι ό Τζαχας δέν δυ­ σκολεύεται νά συγκροτήσει καινούρια ναυτική δύ­ ναμη, άπό πλοία μικρά καί μεγάλα καί είσπλέοντας στόν Ελλήσποντο νά καταλάβει τήν "Αβυδο. Τόν κυνηγά δμως ό Δαλασσηνός, ενώ οί σύμμαχοί του Πατσινάκες καί Κουμάνοι εξολοθρεύονται σέ μάχη, έξω άπό τά τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως. Κατόπι συνεννοείται ό ’Αλέξιος μέ τό γαμβρό τού

63

Ό δρόμος πρός τό τέλος

Τζαχά Κελιδζέ Άρσλάν (ή Κλιτζιαρσθλάν), σουλ­ τάνο τής Νίκαιας, ό όποιος καλεΐ τόν Τζαχά σέ πλούσιο γεύμα, όπου καί τόν φονεύει. ’Έτσι βοηθά τόν ’Αλέξιο καί εξυπηρετεί τά προσωπικά του συμ­ φέροντα, εξοντώνοντας έναν πιθανό άντίπαλο, πο­ λύ επικίνδυνο. 'Ύστερα άπό τόν άφανισμό του Τζαχά ό μέγας δούξ (άρχιναύαρχος, άρχηγός τοΰ ναυτικοΰ) ’ Ιωάν­ νης έπλευσε πρός τά νότια καί στερέωσε τήν κυ­ ριαρχία τοΰ αύτοκράτορος στά νησιά Κρήτη, Κάρ­ παθο καί Κύπρο. Τόν διαδέχθηκε ό Νικόλαος Μαυροκαταλών, πού συνέχισε τίς εκκαθαριστικές επι­ χειρήσεις. Έν τώ μεταξύ καί ό ’ Ασλάν, ένισχυμένος άπό τήν έκλειψη τοΰ Τζαχά καί εκμεταλλευόμενος τούς περισπασμούς τοΰ Βυζαντίου άπό τούς ποικίλους έχθρούς, άρχισε έντονον άγώνα έναντίον του. Καί τοΰτο, πότε; Σέ μιά έποχή κατά τήν όποια οί Σταυρο­ φόροι πραγματοποιούσαν τήν πρώτη Σταυφορορία καί έδειχναν τίς ληστρικές τους διαθέσεις. 'Ο ’Αλέξιος τούς διαπεραίωσε μέ έλληνικά καράβια άπό τήν Εύρώπη στήν ’Ασία, μέ σκοπό νά άπαλλαγεΐ άπό τήν έφιαλτική παρουσία τους καί μέ τή συμφωνία νά παραδίνουν στόν αύτοκράτορα τίς πε­ ριοχές, πού θά έλευθέρωναν άπό τούς άπιστους. Με­ τά δμως τήν κατάληψη τής 'Ιερουσαλήμ, οί Λατίνοι κράτησαν γιά τόν έαυτό τους τίς καταληφθεΐσες έπαρχίες, οί δέ μωαμεθανοί φεύγοντας τούς Σταυ­ ροφόρους κατέλαβαν τήν Καππαδοκία. ’Έτσι ό ’Αλέξιος είδε νά διαμελίζεται τό κράτος του άπό χριστιανούς καί μουσουλμάνους. ’Ανάμεσα στούς χριστιανούς ήταν καί ό Βοημοΰνδος, γιός τοΰ Ροβέρτου Γουϊσκάρδου, πού μνησικακοΰσε γιά τήν ήττα τοΰ πατέρα του, τό 1084 καί τόλμησε νά άμφισβητήσει στόν ’Αλέξιο καί αύτό τό στέμμα. Καθώς δμως ό Βοημούνδος δέν είχε στό­ λο, κατέφυγε στίς ναυτικές πολιτείες Πίζα καί Γέ­ νοβα. ’Εμπρός στόν όγκούμενο κίνδυνο, πού έρχόταν άπειλητικός, κυρίως άπό τή θάλασσα, έδωσε ό ’Α­ λέξιος έντολή νά ναυπηγηθούν πολλά καί ισχυρά πολεμικά πλοία. Καί μάλιστα παρακολουθεί ό ’ίδιος τήν κατασκευή τους. Γιά τήν δλη παρασκευή μάς μιλεΐ ή κόρη του "Αννα Κομνηνή, στήν Άλεξιάδα, δπου καί δίνει ένδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τή μορφή τών πλοίων, τούς σίφωνες τοΰ ύγροΰ πυρός καί τόν τρόπο πού τό έκτοξεύουν. 'Η πολεμική δμως παρασκευή ήθελε χρήματα καί τά ταμεία τοΰ κράτους δέν διέθεταν. Τά προνό­ μια τών Ιταλικών πόλεων είχαν μειώσει σημαντικά τά δημόσια έσοδα. Γι’ αύτό ό ’Αλέξιος έκανε δ,τι σέ παρόμοια περίπτωση ό 'Ηράκλειος, γύρω στό 620 μ.Χ. ’Επήρε σάν δάνειο τά χρυσά καί άργυρά σκεύη άπό τίς εκκλησίες, τά όποια έχυσε σέ νομί­ σματα, υποτίμησε μέ τήν μέθοδο κιβδηλείας τό νό­ 64

μισμα, άπαλλοτρίωσε μοναστηριακά κτήματα καί κατέσχε κτήματα μεγάλων γαιοκτημόνων. ’Εκτός δέ άπ’ αύτά πρόσθεσε καινούριους τίτλους σ’ αύ­ τούς πού ύπήρχαν (δπως σεβαστοκράτωρ, σεβαστός, πρωτοσέβαστος κλπ), τίτλους πού οί περισσότεροι δέν είχαν κανένα περιεχόμενο καί πωλοΰντο σέ φι­ λόδοξους πλουσίους, μέ καταβολή σημαντικού ποσού στό δημόσιο ταμείο. Μόνο μέ τόν τρόπο αύτόν μπόρεσε νά συγκρο­ τήσει τό στόλο πού χρειαζόταν, γιά ν’ άντιμετωπίσει τούς Πισάτες καί τούς Γενοβέζους. Πραγματι­ κά, πρώτος ό επίσκοπος τής Πίζας έπλευσε τό 1103 μ.Χ. στά έλληνικά παράλια μέ στόλο ισχυρό καί, άφοΰ λεηλάτησε τήν Κέρκυρα, Κεφαλληνία καί Λευκάδα, άκόμη καί τή Ζάκυνθο, παρουσιάστηκε στό Αιγαίο. 'Ο ’Αλέξιος έστειλε έναντίον του στό­ λο μέ τούς ναυάρχους Τατίκιον καί Λανδοΰλφο, Λομβαρδό τήν καταγωγή, πού έφθασε στό βαθμό τοΰ δρουγγαρίου (ναυάρχου), ύπηρετώντας τούς 'Έλληνες. 'Ο Τατίκιος δέν ήταν ναυτικός. 'Ο Τατίκιος καί ό Λανδοΰλφος συνάντησαν τό στόλο τής Πίζας, στό στενό Ρόδου-Πατάρων (τής Λυκίας). ’Αμέσως ένας Πελοποννήσιος κυβερνή­ της, ό Περιχιτάνης, δρμησε άνάμεσα στά λατινικά πλοία, εξακοντίζοντας δεξιά κι άριστερά τό ύγρόν πΰρ. Τόν άκολούθησε ό πλοίαρχος Έλεήμων, ό όποιος έπυρπόλησε τέσσερα εχθρικά πολεμικά, κατόπι δέ ολόκληρος ό έλληνικός στόλος, πού δρ­ μησε μ’ δλη τή δύναμη τών κωπηλατών του. "Ηταν φανερό πώς ή νίκη θά έκλινε μέ τούς 'Έλληνες κι οί Πισάτες θά πάθαιναν μεγάλη καταστροφή, άλλά σηκώθηκε άπροσδόκητα άγρια τρικυμία καί σταμά­ τησε τή σύγκρουση. Οί "Ελληνες έζήτησαν καταφύγιο κοντά σ’ ένα νησάκι τής Ρόδου καί σώθηκαν χωρίς ζημιές. Οί Λα­ τίνοι έχασαν πολλά πλοία, παλεύοντας μέ τή φωτιά καί τά κύματα. Καθώς δμως διέθεταν άκόμη άρκετή δύναμη, έπλευσαν στήν Κύπρο κι επιχείρησαν άπόβαση, τήν όποια άπέκρουσε μέ έπιτυχία ό στρατη­ γός Φιλόκαλος Εύμάθιος. "Υστερα άπ’ αύτό κα­ τέφυγαν στή Λαοδίκεια, τήν οποία είχαν καταλάβει άπό τό 1099 οί Σταυροφόροι. Τήν άνοιξη τοΰ 1104 έρχονται στήν ’Ανατολή οί Γενοβέζοι, τούς όποιους δέν άπογοήτεψε φαί­ νεται ή άποτυχία, πού δοκίμασαν οί Πισάτες. ’Ε­ ναντίον τους βγαίνει στό Αιγαίο ό Λανδοΰλφος, μέ στόλο άπό 18 μόνο πλοία καί πλέει στό Μαλέα, μέ άποστολή νά τούς εμποδίσει. "Οταν ό Λανδοΰλφος είδε τόν πολυάριθμο στόλο τών Γενοβέζων, έκρινε φρόνιμο νά μήν επιτεθεί καί κατέφυγε στό λιμάνι τής Κορώνης. Κατ’ άλλους σ’ αύτό άναγκάστηκε ό Λανδοΰλφος άπό φοβερή τρικυμία, πού τόν έπιασε στά νερά έκεΐνα. ’Έτσι οί Γενοβέζοι πέρασαν άνενόχλητοι τό Αιγαίο καί έφθασαν στά παράλια τής Συρίας. Δέν πέτυχαν δμως τίποτε, γιατί έν τώ μετα-

' Ο δρόμος πρός τό τέλος ξύ οί Βυζαντινοί είχαν νικήσει τίς δυνάμεις τοΰ Βοημούνδου καί πήραν τή Λαοδίκεια πίσω.

’Αξιομνημόνευτο είναι δτι γενοατικός στόλος άπό 30 πλοία, πού γύριζε άπό τά συριακά παράλια στήν ’Ιταλία, δέχθηκε επίθεση άπό 60 βυζαντινούς δρόμωνες. Κανονικά έπρεπε νά πάθει μεγάλη ζημιά, ό άρχηγός δμως τών Γενοατών, Γουλιέλμος Έμπριάκο, κατόρθωσε μέ επιδέξιους χειρισμούς νά διαφύγει. Γινόταν — κι άπ’ αύτό τό μεμονωμένο επεισόδιο — φανερό δτι ή κυρίαρχη τρίαινα έφευγε στίς θάλασσες αύτές άπό τούς Βυζαντινούς καί περ­ νούσε σέ άλλα χέρια. Στή διάρκεια αύτών τών συγκρούσεων τοϋ Βυ­ ζαντίου μέ τίς ναυτικές δυνάμεις τών Σταυροφόρων, τί ρόλον έπαιξε τό ναυτικό τής Βενετίας; Φυσικά τό ρόλο τοϋ καιροσκόπου, πού υπηρετεί μόνο τά δικά του συμφέροντα. Μιά περίπτωση σημειώνομε, τό φθινόπωρο τοΰ 1099, δταν ό ένετικός στόλο* μέ 200 πλοία καί άρχηγό τό δόγη ’Ιωάννη Μικιέ/. έπλευσε στά νερά τής ’Ανατολής. Διαχείμασε στή Ρόδο καί επιτέθηκε σέ μιά μοίρα άπό 50 πλοία τής Πίζας, τά όποια καί κατέστρεψε. ’Έτσι, ένώ εξυπη­ ρετούσε τά συμφέροντά της πλήττοντας ένα της άντίπαλο, φαινόταν καί άρεστή στό Βυζάντιο, γιατί τιμωροΰσε τούς Πισάτες, πού τόν ’ίδιο εκείνο χρό­ νο είχαν βοηθήσει τό Βοημοΰνδο νά καταλάβει τή Λαοδίκεια. Έν τούτοις λίγους μήνες άργότερα, τήν άνοι­ ξη τοΰ 1100 βοήθησαν οί Ενετοί τό βασιλέα τών ' Ιεροσολύμων Godefroy de Bouillon (τόν Κοντοφρέ, δπως τόν ονομάζει ή "Αννα Κομνηνή) νά καταλά­ βει τήν Ίόππη, επιτυγχάνοντας καί άλλα άκόμη πλεονεκτήματα γιά τό έμπόριό τους. Καί πάλι δμως παρουσιάζεται στή σκηνή τής βυζαντινής ιστορίας ό Βοημοΰνδος, γιά τόν όποιο ό άγώνας έναντίον τοΰ Βυζαντίου είχε γίνει όνειρο καί σκοπός ζωής. Προσποιούμενος τό νεκρό γύρι­ σε μέσα σέ ξύλινη λάρνακα στήν ’Ιταλία καί άπό ε­ κεί πήγε κανονικά στήν Άπουλία. Νέες συγκέν­ τρωσε δυνάμεις στό Μπάρι, μέ σκοπό νά περάσει δχι στήν Παλαιστίνη, άλλά στήν ’Ιλλυρία. Καί, τό πρώτο, νά καταλάβει τό Δυρράχιο. 'Ο αύτοκράτωρ ’Αλέξιος (1081-1118) συγκέν­ τρωσε τά καλύτερα τάγματα άπό τή Συρία καί Κι­ λικία καί τά έστειλε στή Θεσσαλονίκη, δπου πή­ γε καί ό ίδιος. Στό Δυρράχιο τοποθέτησε ικανούς στρατηγούς καί μεταξύ τους τόν ’Αλέξιο, γιό τοΰ μεγαλυτέρου άδελφοΰ του Ίσαακίου, άνδρα γεν­ ναίο καί σώφρονα. ’Από τά νησιά τοϋ Αιγαίου καί τά παράλια τής Μ. ’Ασίας συγκέντρωσε άρκετά πλοία, τά όποια έστειλε στό Ίόνιο μέ άρχηγό τό μεγάλο δούκα Ίσαάκιο Κοντοστέφανο. Παρήγγειλε δέ στό Κοντοστέφανο νά επιτηρήσει ά­ γρυπνα τά νερά έκεΐνα, ώστε νά μή μπορέσει ό Βοη2/5

μοΰνδος νά διαπεραιώσει τίς δυνάμεις του. Ήταν τό έτος 1107 καί ό Νορμανδός ήγεμόνας ετοιμαζό­ ταν νά άποπλεύσει άπό τό Μπάρι. 'Ο Κοντοστέφανος, άντί νά διαδρομεϊ στά παρά­ λια τής ’Ιλλυρίας, έκαμε έπιδρομή στήν ’Ιταλία καί καθώς βρήκε άντίσταση γύρισε στήν Αύλώνα, τή βάση του. Έν τώ μεταξύ ό Βοημοΰνδος συμ­ πλήρωσε τίς ετοιμασίες του καί άνενόχλητος πέρα­ σε τή θάλασσα, γιατί ό Λανδοΰλφος, ύπαρχηγός στό στόλο τοΰ Κοντοστέφανου, δείλιασε: δέν τόλ­ μησε μέ τά λίγα πλοία, πού βγήκε στό πέλαγος, νά τά βάλει μέ τίς δίκροτες γαλέρες οί όποιες προστά­ τευαν τίς μεταγωγικές τών Νορμανδών όλκάδες. ’Έτσι ό Βοημοΰνδος άποβιβάστηκε στήν άκτή τής ’Ιλλυρίας κοντά στήν Αύλώνα καί τέσσαρες μέρες άργότερα άρχιζε τήν πολιορκία τοΰ Δυρρα­ χίου. Ταυτοχρόνως έκαψε τό στόλο του, γιά ν’ άφαιρέσει άπό τούς στρατιώτες του κάθε ελπίδα γιά ύποχώρηση καί επιστροφή στήν πατρίδα. Άποστεροΰσε δμως έτσι τή δύναμη του από τή δυνατότητα έπικοινωνίας μέ τή θάλασσα καί άπό τά μέσα γιά τή συγκέντρωση έφοδίων. Μόλις έμαθε ό ’Αλέξιος στή Θεσσαλονίκη τά γενόμενα, έδωκε αύστηρές διαταγές νά άποκλείσουν τό Βοημοΰνδο, ώστε νά μή λάβει ενισχύσεις άπό τήν ’Ιταλία. Καί πάλι δμως ό άμελής Κοντο­ στέφανος δέν φάνηκε καλύτερος τοΰ έαυτοΰ του καί άφησε νά περάσουν συνοδείες πλοίων, μέ έφόδια καί τρόφιμα — μεγάλη ένίσχυση γιά τούς πο­ λιορκητές. Έν τούτοις κατείχε ό βυζαντινός στόλος τόν κόλπο τοΰ Δυρραχίου καί τά βυζαντινά τάγματα είχαν άποκλείσει στούς πολιορκητές δλες τίς διό­ δους πρός τό έσωτερικό τής χώρας. Συνεχίστηκε έτσι ή πολιορκία τοΰ Δυρραχίου καί μάλιστα πιό ενεργητική, άπό τήν άνοιξη τοΰ 1108 μ.Χ. Καί άπό τά δυό μέρη τό πολεμικό μένος ήταν άσβηστο καί άκατάβλητη ή ρώμη. Οί πολιορ­ κητές στίς έπίμονες εφόδους έπρόσθεταν διάφορες έπινοήσεις, στίς όποιες άπαντοΰσαν οί πολιορκούμενοι μέ άνάλογη έφευρετικότητα. ’Αρχικά επιχείρησαν οί Νορμανδοί νά άνοίξουν ρήγμα στά τείχη μέ κριοφόρα χελώνη, ένα συνδυα­ σμό χελώνης καί κριοΰ, ό κριός δμως τή χελώνης προκαλοΰσε μεγαλύτερη ζημιά σ’ αύτή παρά στό τείχος, πού κτυποΰσε. ’Εξάλλου δέν άργησαν οί άμυνόμενοι νά κάψουν τή χελώνη μέ ύγρόν πΰρ. "Υστερα άρχισαν νά σκάβουν ύπόνομο, κάτω άπό τά τείχη, γιά νά καταλάβουν τήν πόλη άπό μέσα, οί Ελληνες δμως ξεκινώντας άπό τό έσωτερικό τοΰ τεί­ χους έσκαψαν παρόμοιον ύπόνομο κατ’ άντίθετη φορά καί συνάντησαν τούς ύπονομευτές. Καί μάλι­ στα τούς έκαψάλισαν τή γενειάδα, χρησιμοποιών­ τας πυρφόρους αυλούς. Οί αύλοί αύτοί ήταν κάτι σάν φλογοβόλο, φτιαγμένο άπό κομμάτια καλαμιών, γε­ μισμένα μέ ρετσίνι καί θειάφι. Φυσούσαν μέ δύναμη 65

Ό δρόμος πρός τό τέλος

τό εύφλεκτο αύτό μείγμα, άφοϋ πριν τό άναβαν στό έξω στόμιο τοϋ καλαμιού καί τό έξακόντιζαν στίς μάχες έκ τοϋ συστάδην. Κατασκεύασαν τότε οί Δυτικοί πύργον ξύλινο, ψηλότερον άπό τό τείχισμα τοΰ φρουρίου, όπλισμένον μέ γέφυρα, άπό τήν όποια θά είσπηδοΰσαν οί μαχητές στό έσωτερικό του. Κι αύτόν δμως τόν έκα­ ψαν οί άμυνόμενοι μέ πυρφόρα βέλη, πριν προλά­ βει νά δράσει.

τινής ιστορίας. Καί ό ’Αλέξιος Κομνηνός έφευγε άπό τό προσκήνιο τής ιστορίας καί τής ζωής, άφήνοντάς μας τό δίδαγμα δτι, σέ έποχήν άκόμη γενι­ κής καταπτώσεως, μπορεί μιά ρωμαλέα προσπάθεια νά ξαναστήσει τό ναυτικό στό ρόλο, γιά τόν όποιο τοΰτο προορίζεται. ’Από τά γεγονότα έξάλλου πού θά σημειώσουμε παρακάτω — καί δλα συμβαίνουν στή δυναστεία τών Κομνηνών — δέν θά δυσκολευθεί ό άναγνώστης νά παρατηρήσει δτι τά συμπτώ­ ματα τής άρρώστιας, σάν λείψει ή ρωμαλέα προσπά­ θεια, παρουσιάζονται τό ’ίδιο άν μή καί περισσότερο έντονα. Καί δτι ή άδυναμία οδηγεί τά κράτη σέ ένέργειες, πού κάθε άλλο παρά προάγουν τήν άξιοπρέπειά τους καί λίγο συμβιβάζονται μέ τήν τιμή.

III. Οι ολέθριοι «σύμμαχοι»

Κριοφόρα χελώνη.

Έν τώ μεταξύ δυσαρεστημένος ό αύτοκράτορας άπό τό ναύαρχό του, γιά τό τόσο μέτριο έργο του, τόν άντικατέστησε μέ τό ναύαρχο Μαριανό Μαυροκαταλών, άνδρα τολμηρόν καί έπιδέξιο. 'Ο και­ νούριος ναύαρχος στάθηκε πολύ πιό άξιος άπό τόν προκάτοχό του. Συνέλαβε ολόκληρη συνοδεία φορ­ τηγών μέ έφόδια γιά τό Βοημοΰνδο, έσφιξε στό λι­ μάνι καί τήν ξηρά τόν κλοιό τοΰ αποκλεισμού τών Νορμανδών καί κυριάρχησε στό πέλαγος, πού χώ­ ριζε τούς έπιδρομεΐς άπό τήν ’Ιταλία. Ούτε ένα πλοίο δέν πέρασε άπό τήν ώρα έκείνη καί σταμά­ τησε τελείως τό ρεύμα τών έφοδίων. Τοΰτο άπετέλεσε καί τό χαριστικό πλήγμα γιά τίς φιλοδοξίες καί τό στρατό τοΰ Βοημούνδου, ό όποιος άναγκάστηκε νά λύσει τήν πολιορκία καί νά ζητήσει ειρήνη άπό τόν αύτοκράτορα. 'Η σχετική συνθήκη, μέ τήν όποια άναγνώριζαν οί Νορμανδοί τήν ύποτέλειά τους στό Βυζάντιο, ύπογράφηκε τό 1111 καί ό Βοημοΰνδος γύρισε στήν ’Ιταλία, γιά νά πεθάνει υστέρα άπό έξι μήνες. 'Η ναυτική δύναμη είχε καταδείξει τό ρόλο της σ’ ένα άπό τά άποφασιστικά έπεισόδια τής βυζαν­

66

’Ήδη άπό τό 1112 ό ’Αλέξιος είχε παραχωρήσει στούς Πισάτες ορισμένα έμπορικά προνόμια, λιγό­ τερο εύνοϊκά άπό τά παραχωρημένα στούς Ενετούς, άλλ’ δχι — γι’ αύτό — λιγότερο οδυνηρά. ’Οδυνη­ ρά, γιατί είχαν ώς άποτέλεσμα περαιτέρω έλάττωση στίς εισπράξεις τοΰ Δημοσίου άπό τελωνειακούς δασμούς καί λιμενικά τέλη. Γιά νά πάρει κανείς μιά ίδέα τής ζημίας, πού ύφίστατο τό κράτος άπό τήν παραχώρηση προνομίων στούς ξένους, άρκεί νά λά­ βει υπόψη δτι τήν έποχή τοΰ Ίωάννου Παλαιολόγου (1341-1376) τό αύτοκρατορικό τελωνείο τής Κωνσταντινουπόλεως είσέπραττε κάθε χρόνο 30 χιλιάδες χρυσά νομίσματα, ένώ μόνο οί Γενοβέζοι είσέπρατταν άπό τό τελωνείο τοΰ Γαλατά 200 χι­ λιάδες χρυσά (1 χρ. νόμισμα =11,2 φράγκα, 1 χρυ­ σό Κωνσταντίνου ή ύπέρπυρο = 15 δρχ.). Παρενθετικά πρέπει νά σημειώσουμε δτι τό Βυ­ ζάντιο, άνοίγοντας τά λιμάνια του στό διεθνές έμπόριο παρείχε λιμενικές διευκολύνσεις στά ξένα πλοία. 'Υπάρχει σχετική γι’ αύτό οδηγία - παραί­ νεση πού βρίσκομε στό Στρατηγικόν τοΰ Κεκαυμένου (άνθ. 12). Αύτό δμως τό όποιο άπετέλεσε μιά όρθή πολιτική, έλαβε τούς χρόνους τής παρακμής τή μορφή έκχωρήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων καί άπετέλεσε άναμφισβήτητα μιά άπό τίς κυριότερες αιτίες τοΰ άφανισμοΰ τοΰ Βυζαντίου. ’Έτσι τήν έποχή τοΰ Ίωάννου Β' Κομνηνοΰ (1118-1143), γιοΰ τοΰ ’Αλεξίου (πρός τόν όποιο ήταν άντάξιος), οί Ενετοί, Γενοάτες καί Πισάτες έπεξέτειναν καί μεγάλωσαν τήν κυριαρχία τους στ’ άνατολικά νερά τής Μεσογείου. Τούς εύνοοΰσε σ’ αύτό ή άδυναμία στή θάλασσα τών ’Αράβων καί τοΰ Βυζαντίου. ’Ιδιαίτερα ή Πίζα, έκμεταλλευόμενη τή δυσπιστία τοΰ ’Ιωάννη πρός τούς Ενε­ τούς, πέτυχε νά έπεκτείνει τά προνόμιά της στούς λιμένες τής αύτοκρατορίας. Πραγματικά ό ’Ιωάννης ζήτησε νά περιορίσει τά προνόμια τών Ενετών,

' Ο δρόμος πρός τό τέλος

αλλά δέν τόλμησε νά έλθει σέ ανοικτή ρήξη μαζί τους, γιατί δέν διέθετε τόν απαραίτητο στόλο. ’Έκανε δμως ό βασιλιάς αύτός κάτι τό καινού­ ριο είς βάρος τοΰ ναυτικοΰ. Μέχρι τότε, άπό τά πα­ λιά χρόνια, οί λείες άπό τίς ναυτικές εκστρατείες κατατίθεντο σέ ειδικό ταμείο, άπό τό όποιο κατα­ βάλλονταν οί μισθοί τών πληρωμάτων. ’Εκτός τού­ του δλες οί παράλιες περιοχές καί τά νησιά ήταν υποχρεωμένα νά συντηρούν μέ έξοδά τους ορισμένα πλοία, σέ άμεση ετοιμότητα. Μέ εισήγηση δμως τοΰ λογοθέτη τοΰ γενικού (δηλαδή τοΰ ύπουργοΰ τών οικονομικών), Ίωάννου Πούτζη, κατάργησε ό Ιωάννης Κομνηνός αύτό τό έθιμο. Καί γιά νά ένισχύσει τό δημόσιο ταμείο δρισε τά έσοδα άπό τίς λείες νά κατατίθενται σ’ αύτό. ’Απάλλαξε τά νησιά καί τίς παράλιες περιοχές άπό τήν ύποχρέωση χο­ ρηγίας πολεμικών πλοίων καί άντί γι’ αύτήν, δρισε τό άντίτιμο νά πηγαίνει καί εκείνο στό δημόσιο ταμείο. 'Υποτίθεται δτι άπό τό δημόσιο ταμείο, τόν κοι­ νόν αύτόν κορβανά, θά χρηματοδοτείτο τό ναυτικό. Ποιος δμως θά δριζε τήν προτεραιότητα; Γιατί διέ­ θεταν συνήθως τά χρήματα σέ άλλες άνάγκες καί λησμονούσαν τά πλοία. Στήν προχωρημένη ήδη κατάπτωση, τό μέτρο τοΰτο πρόσθεσε έναν άκόμη διαλυτικό παράγοντα. 'Η συνέπεια ήταν άπλή καί άμεση: έγκαταλείφθηκαν τά πλοία, τά όποια σάπισαν καί βουλίαξαν καί έμειναν τά νησιά καί τά παράλια στή διάθεση τών ’Ιταλών τής Βενετίας, τής Πίζας καί τής Γένοβας, καθώς καί τή διάθεση τών πειρατών. Μιά τέτοια περίπτωση ήταν τό 1122, δταν βε­ νετικός στόλος από 200 πλοία, μέ άρχηγό τό δόγη Δομήνικο Μικιέλ, πλέοντας γιά νά βοηθήσει τό βασιλέα τής 'Ιερουσαλήμ Βαλδουΐνο, θεώρησε καλό νά καταλάβει τήν Κέρκυρα, άρχίζοντας άπό τό φρούριό της. Καί θά τό έπιτύγχανε, άν δέν τόν καλοΰσαν απεγνωσμένα άπό τήν Παλαιστίνη. 'Ο’ίδιος στόλος μέ τόν ίδιο άρχηγό, άφοΰ βοήθησε τούς Σταυροφόρους νά καταλάβουν τήν Γύρο, έπλευσε καί λεηλάτησε ληστρικά τά νησιά Ρόδο, Σάμο, Χίο, Πάρο, ’Άνδρο, Λέσβο καί άλλα, συγκεντρώνοντας αμέτρητη λεία. Δέν πέρασαν δυό χρόνια καί κατα­ λάμβανε τήν Κεφαλληνία. 'Ο ’Ιωάννης Κομνηνός, ακολουθώντας τό παρά­ δειγμα του πατέρα του, έκαμε κάποια προσπάθεια νά βγάλει τό ναυτικό άπό τήν κατάπτωσή του, χω­ ρίς δμως σπουδαίο αποτέλεσμα. Οί άνάγκες τής αύτοκρατορίας ήταν μεγάλες, γιατί είχε πολλούς ε­ χθρούς. ’Έτσι προκειμένου νά άντιμετωπίσει τήν άπειλή τών Νορμανδών έδωκε στούς Ενετούς, συμ­ πληρώνοντας τό Χρυσόβουλλο τοΰ 1082 καί τέταρ­ τη άποβάθρα (σκάλα) στήν Πόλη. Στήν εποχή τοΰ διαδόχου του Μανουήλ (11431180) έγινε ή Β' Σταυροφορία (1147 μ.Χ.), πού προ-

κάλεσε κι αύτή τόση ζημιά στό Βυζάντιο. 'Ο Μα­ νουήλ, τόν όποιο οί ιστορικοί θεωρούν ώς τόν ήρωικότερο βασιλέα, πού άνέβηκε στό θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως, είχε δλο τό δυναμισμό καί τή ζωτικότητα τής οίκογένειάς του. ’Ελάχιστα δμως ρεαλιστής καί φιλόδοξος χωρίς μέτρο, έπιδίωξε νά άποκαταστήσει στά άρχικά σύνορα τήν αύτοκρατορία καί γι’ αύτό στράφηκε πρός τή Δύση. Τοΰτο δέ, χωρίς νά διαθέτει τήν άπαιτουμένη γιά τό μεγάλο αύτό σκοπό ναυτική δύναμη καί τή στιγ­ μή πού έχανε άπό τά χέρια του τή Μ. ’Ασία, πηγή άκένωτη άνδρών καί πόρων. Πραγματικά στή Μ. Ασία άνενόχλητοι οί Τούρκοι κατελάμβαναν τίς περιοχές άπό τίς όποιες τούς είχε διώξει ό πατέρας του, σέ μιά δέ περίπτωση, τό 1176, κέρδισαν είς βά­ ρος του νίκη συντριπτική, πού μπορεί νά συγκριθεΐ μέ εκείνη τοΰ Μαντζικέρτ (τό 1071). ’Εκείνο πού τελικά πέτυχε ό Μανουήλ μέ τίς μεγάλες καί πολυ­ δάπανες στρατεΐες ήταν νά καταβαραθρώσει τά οι­ κονομικά τοΰ κλονιζόμενου κράτους. Στή θάλασσα πάντως άναγκάστηκε νά πολεμή­ σει μέ τούς Νορμανδούς τοΰ Ρογήρου Β', πού κατέ­ λαβαν τό 1147 μέ 60 πλοία τήν Κέρκυρα καί κατό­ πιν, μέ άρχηγόν τού στόλου των τόν 'Έλληνα Γεώρ­ γιο ’ Αντιοχέα, έλήστεψαν τά παράλια τής Πελοποννήσου καί κυρίως τήν Κόρινθο, άπ’ δπου συγκέν­ τρωσαν αμύθητα πλούτη. Τό 1149 άποφάσισε ό Μανουήλ νά διώξει τούς Νορμανδούς άπό τήν Κέρκυρα καί ετοίμασε γι’ αύ­ τό μεγάλο στρατό καί στόλο. 'Ο χρονογράφος Νι­ κήτας Χωνιάτης, άνεβάζει τή δύναμή του σέ 500 πολεμικά καί άλα τόσα φορτηγά καί ίππαγωγά. Τό δτι οί άριθμοί αύτοί είναι άπίθανοι φαίνεται άπό τό γεγονός δτι ζήτησε τή βοήθεια τών ’Ενετών, στούς όποιους έδωσε πρόσθετο άντάλλαγμα (άτέλεια στήν Κρήτη καί τήν Κύπρο). ’Αρχηγόν τού στό­ λου τοποθέτησε τό μεγάλο δούκα (άρχηγόν ναυτι­ κού) Στέφανο Κοντοστέφανο, γαμβρό άπό τήν άδελφή του. ’Έλαβε δέ καί ό ίδιος μέρος, έπιβαίνοντας στό βασιλικό δρόμωνα. 'Ο άγώνας ήταν σκληρός καί ό ήρωισμός άπαράμιλλος καί από τά δύο μέρη. Δέν υστέρησε σ’ αύ­ τά ό αύτοκράτορας. Ένώ συνεχιζόταν ή πολιορκία χωρίς άποτέλεσμα, καινούριος στόλος έφερε τροφές στούς άμυνομένους στήν Κέρκυρα Νορμανδούς. Τό στόλο αύτό τόν συνάντησαν οί 'Έλληνες καί τόν ένίκησαν, μιά δμως μοίρα του άπό 40 πλοία έπλευσε μετά τή ναυ­ μαχία στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά πυρπολή­ σει τά παράλιά της. Άλλά δέν τό πέτυχε. Έν τώ μεταξύ στήν Κέρκυρα άναψε φοβερή διχόνοια άνά­ μεσα στούς Ενετούς καί τούς 'Έλληνες καί χρειά­ στηκε νά επιτεθεί ό άρχηγός τοΰ στρατοΰ μέ ικανή δύναμη, γιά νά άναγκάσει τούς Ενετούς νά ξαναμποΰν στά πλοία τους. Τότε εκείνοι έπιδόθηκαν 67

' Ο δρόμος πρός τό τέλος σέ διάφορες άσχημίες, διαπομπεύοντας τόν αύτο­ κράτορα καί καταπατώντας τή συμμαχία τους. 'Η Κέρκυρα σέ λίγο παραδόθηκε καί οί Νορμανδοί έφυγαν, ή πολιορκία της δμως έδειξε πόσον οί ακριβοπληρωμένοι τών Βυζαντινών σύμμαχοι ήταν δχι μόνο ανώφελοι άλλά καί επιζήμιοι. 'Ο Μανουήλ, μολονότι τόσοι εχθροί απειλούσαν τό κράτος, έτοιμοι νά τό διαλύσουν, έστειλε στρα­ τό καί στόλο στήν Άνκόνα τής ’Ιταλίας, μέ σκοπό νά ξεπλύνει τήν προσβολή τού Ρογήρου. Οί ναυτι­ κοί του δμως έδειξαν άπειρία στή θάλασσα καί ό στόλος καταστράφηκε στίς εκβολές τού ’Αώου. Οί 'Ενετοί μέ δυσφορία έβλεπαν τόν αύτοκράτορα τής ’Ανατολής νά διεκδικεΐ πάλι τήν ’Ιταλία, γι’ αύτό δχι μόνο δέν βοήθησαν άλλά μάλλον παρεμπό­ διζαν τίς βασιλικές δυνάμεις νά φθάσουν στόν προορισμό τους. Καινούριος στόλος στάλθηκε τά έτη 1150 καί 1153, πού δέν πέτυχε τίποτε τό άποφασιστικό στίς επιχειρήσεις του. Καί άλλο στόλο έστειλαν οί Βυ­ ζαντινοί, άλλά τόν πρόλαβαν οί Σικελοί στήν Εύ­ βοια καί τόν ένίκησαν. Έν τώ μεταξύ οί Ενετοί είχαν ήδη έγκαταλείψει τόν αύτοκράτορα καί συ­ νομολόγησαν χωριστή ειρήνη μέ τόν ήγεμόνα τών Νορμανδών, Γουλιέλμο. Δυσαρεστημένος άπό τούς ' Ενετούς ό Μανουήλ, ένόμισε πώς θά τούς τιμωρούσε παραχωρώντας άνά­ λογα προνόμια στήν άντίπαλό τους, τή Γένοβα. Τής έχορήγησε, τό 1157, εμπορική σκάλα (άποβάθρα) στόν Κεράτιο, άνάλογη πρός τίς σκάλες τών Ε­ νετών καί ελάττωσε τά λιμενικά καί τελωνειακό δικαιώματα τοΰ κράτους γιά τά γενοατικά πλοία. Τό 1171, γιά νά βελτιώσει τά δημόσια οικονο­ μικά, πού βρίσκονταν σέ άθλια κατάσταση, έλαβε ένα μέτρο άκαιρο καί αύθαίρετο: άκαιρο, γιατί δέν είχε τήν άπαιτουμένη ίσχύ ν’ άντιμετωπίσει τίς συνέπειές του καί αύθαίρετο, γιατί παραβίαζε τό Χρυσόβουλλο καί τίς κυβερνητικές υποχρεώσεις. Τό μέτρο ήταν νά κατάσχει τίς περιουσίες δλων τών Ενετών εμπόρων, πού παροικούσαν στό Βυζάντιο. Συγκεκριμένα τή 12η Μαρτίου 1171, ύστερα άπό διαταγή τοΰ αύτοκράτορος, συνελήφθησαν αιφνι­ διαστικά δλοι οί Ενετοί πού έμεναν σέ βυζαντι­ νά εδάφη (πάνω άπό δέκα χιλιάδες) καί κατασχέ­ θηκαν οί περιουσίες τους. Λεηλατήθηκε επίσης καί ή συνοικία, πού τούς είχε παραχωρηθεΐ στό λιμάνι. Έν τούτοις πολλοί διέφυγαν. Άναφέρεται δέ δτι φεύγοντας οί ' Ενετοί άπό τήν Πόλη, χώρεσαν — άν­ θρωποι καί πράγματα — σ’ ένα μοναδικό φορτηγό τεραστίων διαστάσεων, κατασκευασμένο στή Βε­ νετία. ’Έφερε τό πομπώδες δνομα Totus Mundi — δλος ό κόσμος — καί, σύμφωνα μέ τούς χρονογρά­ φους τής έποχής, ίσοδυναμοΰσε μέ 20 περίπου κανο­ νικά πλοία, ήταν δηλαδή γύρω στούς 3000 τόννους. ’Αποτελεί τοΰτο χαρακτηριστικό επεισόδιο

68

γιά τήν τάση τών άνθρώπων νά κατασκευάζουν ο­ λοένα μεγαλύτερα πλοία. Πάντως, ύστερα άπ’ αύτό ή Βενετία άρχισε νά ναυπηγεί μεγάλο στόλο καί συμμάχησε μέ τούς Νορμανδούς τής Σικελίας, προκειμένου νά πλεύσει έναντίον τοΰ Βυζαντίου καί λάβει έκδίκηση. Έν τώ μεταξύ ισχυρή ένετική μοίρα έφθασε στό Αι­ γαίο, γιά τήν προστασία τών υπηκόων τής Γαληνοτάτης. Μόνη ή είδηση γιά τόν έπερχόμενο κίν­ δυνο άπό τόν ένωμένο στόλο Νορμανδών καί Ε­ νετών καί ύστερα άπό μιά άτυχη συμπλοκή κοντά στό Μαλέα, άνάγκασε τό Μανουήλ νά άποζημιώσει τούς Ενετούς πού είχαν πάθει στό 1171 καί, μέ τή Συνθήκη τοΰ 1176, ν’ άποκαταστήσει τά προνό­ μιά τους. Άλλά καί μέ τούς άλλους «συμμάχους» ή κατά­ σταση δέν ήταν καθόλου εύχάριστη. ’Ήδη άπό τό 1162 οί Πισάτες είχαν έλθει σέ ρήξη μέ τό κράτος καί τούς έγκατεστημένους στό Βυζάντιο Γενοάτες, πού τή συνοικία τους έκαψαν τό 1170 οί Ενετοί. "Υστερα άπ’ αύτά οί Γενοάτες έφυγαν μόνοι τους μέ τή δικαιολογία, δτι δέν είχαν άσφάλεια καί τούς Πι­ σάτες τούς έδιωξε ό βασιλεύς. "Οταν δμως τό 1175 είρήνευσαν οί Βυζαντινοί μέ τούς Ενετούς, δέχθη­ καν πάλι στό έδαφος τους Πισάτες καί Γενοβέζους, μέ τά παλιά τους προνόμια, στά όποια μάλιστα πρόσθεσαν καί νέα. Εξήντα χιλιάδες ’Ιταλοί, κατά τό πλεΐστον Ε­ νετοί, κατοικούσαν γύρω στά 1180 μόνο στή Βασι­ λεύουσα, θερμαινόμενα φίδια του ολέθρου, στούς κόλ­ πους τού κλονιζομένου Βυζαντίου. Αύτόν τό χαρακτηρισμό δίνει ό Παπαρρηγόπουλος καί προσθέτει δτι είχε βεβαίως δικαιολογία ό Μανουήλ τούς τρομερούς κινδύνους πού απειλούσαν τό κράτος, άλλά μιά σώφρων πολιτική δέν θά μπορού­ σε νά άντικαταστήσει μακροπροθέσμως τίς άμφίβολες αυτές συμμαχίες μ ’ έναν καλά συγκροτημένο στόλο; "Ενα στόλο, πού θά λύτρωνε τό Βυζάντιο, άπό τόν θανά­ σιμο, όπως έδειξαν τά μετέπειτα γεγονότα, εναγκαλι­ σμό των ιταλικών δημοκρατιών; Τί θά μποροΰσε νά προσθέσει σ’ αύτά ένας ναυ­ τικός ιστορικός; Τό κακό δμως είχε καί μιάν άλλη, δχι τόσο άπρόβλεπτη, συνέχεια. Ή Βενετία, παράτή Συνθήκη τοΰ 1176, έφάρμοσε τόν έλάχιστα θεμιτό πόλεμο τής καταδρομής, γιά ν’ άποκαταστήσει τίς ζημιές τών ύπηκόων της, κατά τά γεγονότα τοΰ 1171. Στόν πό­ λεμο αύτόν ή κυβέρνηση τής Βενετίας χορηγοΰσε σέ ιδιώτες πλοιάρχους διπλώματα καταδρομής. Οί έφοδιασμένοι μέ τά διπλώματα ναυτικοί μποροΰσαν νά συλλαμβάνουν στό πέλαγος πλοία τών άντιπάλων τής Βενετίας καί νά ζητοΰν λύτρα γιά τήν άπελευθέρωσή τους ή νά παίρνουν μέρος άπό τό φορ­ τίο τους, άκόμη δέ καί νά άρπάζουν επιβάτες καί πληρώματα καί νά τά πωλοΰν ώς δούλους. Μέ τόν

Ό δρόμος πρός τό τέλος τρόπο αύτό, πού δέν ήταν άλλο άπό μιά ήμιεπίσημη πειρατεία, άποκόμιζαν μεγάλα κέρδη. Τό παράδειγμα τής Βενετίας άκολούθησαν ή Γέ­ νοβα καί ή Πίζα, σέ μιά έξαρση ληστρικής πειρα­ τείας, στήν όποια πρωτοστατούσαν ήδη τά καρά­ βια τής Άραγωνίας, τής Δαλματίας καί τής Σικε­ λίας. Μπορεί νά φανταστεί κανείς τήν τραγική μοίρα τών ειρηνικών πληθυσμών, πού ζοϋσαν άπό τή θά­ λασσα. Άπό τήν ομάδα τών ληστρικών δημοκρατιών λείπει άπό καιρό τό Άμάλφι. Ή πολιτεία αύτή, πού έγνώρισε τήν άκμή, παρήκμασε στρατιωτικά καί τό 1073 ύπέκυψε στό Ροβέρτο Γουϊσκάρδο, ό όποιος τήν ύποβίβασε άπό άνεξάρτητη δημοκρατία σέ τάξη υποτελούς δουκάτου. ’Αποτίναξε γιά λίγον καιρό τό ζυγό· άλλά έπεσε πάλι οριστικά σ’ αύ­ τόν, τό 1131, μέ τήν ύποταγή της στό Ρογήρο. Τό 1135 κυριεύτηκε αιφνιδιαστικά άπό τούς Πισάτες οί όποιοι τή λεηλάτησαν καί τελικά τήν κατέστρε­ ψαν. Κατά τή λεηλασία άνακάλυψαν τυχαία οί Πι­ σάτες ένα χειρόγραφο τών Πανδεκτών τοΰ ’Ιουστι­ νιανού κι αύτό συνετέλεσε στήν άναγέννηση καί διάδοση τού ’Ιουστινιάνειου δικαίου στή Δύση. (Τό χειρόγραφο βρίσκεται σήμερα στή βιβλιοθήκη τής Φλωρεντίας). Φυσικό ήταν τά προνόμια τών Λατίνων, πού μεγάλωναν τά πλούτη τους καί έξέτρεφαν τή φράγκικη άλαζονεία, νά προκαλέσουν αντιδράσεις στόν εντόπιο πληθυσμό, ό όποιος έβλεπε νά τοΰ άφαιροΰν άπό τό στόμα τόν έπιούσιο. Ξεσηκώθηκε λοι­ πόν μιά μέρα τοΰ 1182 στήν πρωτεύουσα καί άρχισε νά σφάζει τούς Λατίνους καί νά διαρπάζει τίς περι­ ουσίες τους. ’Εκείνοι πάλι, φεύγοντας τή μανία τοΰ λαοΰ, κατέλαβαν όσα πλοία, βυζαντινά καί μή, βρή­ καν στόν Κεράτιο Κόλπο καί βγήκαν στό Αιγαίο, δπου μέ τή σειρά τους έπιδόθηκαν σέ πειρατεία πολύ κερδοφόρα. Βασιλικό καί θεματικά πλώιμα δέν ύπήρχαν, γιά νά προστατεύουν τούς πληθυσμούς καί έπιβάλουν τήν τάξη. "Οσοι άπ’ αύτούς γύρισαν πρόσφυγες στή Δύση διεκτραγωδούσαν τήν κατάσταση καί έξήγειραν τούς άρχοντες καί τήν κοινή γνώμη κατά τοΰ θλιβεροΰ Βυζαντίου, τό όποιο τόν καιρό αύτό έσπάρασσαν θανάσιμοι δυναστικοί άνταγωνισμοί καί πολι­ τική άστάθεια. [Χαρακτηριστικό είναι δτι μετά τό θάνατο τοΰ Μανουήλ, τό 1180 καί κατά τόν άγώνα τής διαδοχής προσχώρησε στόν ’Ανδρόνικο Κομνηνό, τότε στή Μ. Άσία στρατηγό, ό μέγας δούζ (άρχιναύαρχος) ’Ανδρόνικος Κοντοστέφανος, μέ ολόκληρο τό βασιλικό πλώιμο]. 'Η απάντηση τοΰ Ανδρονίκου στόν έπερχόμενο κίνδυνο δέν ήταν παρά σπασμωδικές κινήσεις καί ταπεινωτικές επι­ κλήσεις βοήθειας σέ διάφορες κατευθύνσεις: τούς Ενετούς, τόν Πάπα, άκόμη καί τό Σαλαδίνο, σουλ­ τάνο τής Αίγύπτου.

Κι δπως συμβαίνει ή άδυναμία στά κράτη νά επισύρει συμφορές, τή φορά αύτή εκδηλώθηκε μιά οδυνηρή άποστασία καί μιά φοβερή επιδρομή στά εδάφη τής αύτοκρατορίας. 'Η άποστασία έγινε τήν εποχή τοΰ ’Ανδρονίκου Κομνηνοΰ (1183-1185) άπό τόν συγγενή του Ίσαάκιο Κομνηνό, άρχοντα στήν Κύπρο, ό όποιος έκήρυξε τό νησί άνεξάρτητο. Τοΰ­ το πρέπει νά ήταν μεγάλο πλήγμα, γιά τό Βυζάντιο, τό όποιο έχασε μιά βάση μέ ξεχωριστή στρατηγική σημασία, καθώς καί τίς προσόδους της καί τό προ­ σωπικό, πού χορηγούσε στή μάχιμο δύναμη. Τό άλλο κακό ήταν μιά καινούρια έπιδρομή τών Νορμανδών. 'Ο Νορμανδός βασιλιάς τής Σι­ κελίας Γουλιέλμος Β' διέπλευσε τό στενό μέ 200 πλοία, χωρίς νά συναντήσει στό πέλαγος ναυτική δύναμη του Βυζαντίου καί αποβίβασε 80 χιλιάδες άνδρες στίς ήπειρωτικές άκτές, δπου κατέλαβε τό Δυρράχιο. Τόν Αύγουστο τοΰ 1185 προχώρησε στή Θεσσαλονίκη, τήν όποια σέ λίγο κατέλαβε χωρίς δυσκολία καί μεταχειρίστηκε μέ πολλή άγριότητα. ' Ο στόλος του κατέλαβε τό ένα μετά τό άλλο τά νησιά τού Ίονίου, περιέπλευσε τήν Πελοπόννησο καί σέ λίγο παρουσιάστηκε κι αύτός εμπρός στή Θεσσα­ λονίκη. ’Ακολούθησε ή άλωση τής πόλεως, περι­ γραφή τής όποιας μάς άφησε δ μητροπολίτης της Εύστάθιος. Μετά τήν άλωση τής Θεσσαλονίκης ό στρατός τών Νορμανδών προχώρησε διά ξηράς στήν Κων­ σταντινούπολη, καθώς δμως ήταν άσύντακτος καί στόχο είχε βάλει τή λεηλασία καί δχι τόν πόλεμο, διαλύθηκε εύκολα άπό τά αύτοκρατορικά τάγματα. 'Ο νορμανδικός στόλος έπλευσε στήν Προποντίδα, στόν Κόλπο τών Άστακηνών, άλλά κι αύτόν τόν καταδίωξαν τά ολίγα βυζαντινά πλοία κι ήρθαν οί άρρώστιες καί ή τρικυμία νά τόν άποδεκατίσουν. "Υστερα άπ’ αύτά οί Νορμανδοί έγκατέλειψαν τό Δυρράχιο, τή Θεσσαλονίκη τήν Κέρκυρα καί τ’ άλ­ λα νησιά εκτός άπό τήν Κεφαλληνία καί τή Ζά­ κυνθο. ’Έτσι τελείωσε ή τυχοδιωκτική αύτή επιχείρηση τών Νορμανδών, πού πρόσθεσε ένα άκόμη τραύμα στόν πολύπαθο κορμό τής βυζαντινής αύτοκρατο­ ρίας. Στήν ιστορία έμεινε μέ τό δνομα Σικελικός πόλεμος.

IV. Τό χρονικό τής ντροπής Τό χρονικό τής ντροπής συνεχίζεται, πιό με­ λανό ’ίσως, κατά τή δυναστεία τών ’Αγγέλων (11851204). Στή βασιλεία τοΰ Ίσαακίου ’ Αγγέλου (11851195) έστειλε ή Βασιλεύουσα βυζαντινό στόλο ε­ ναντίον τής Κύπρου. 'Ηγεμόνευε εκεί, άνεξάρτητος μετά τό πραξικόπημα, ό Ίσαάκιος Κομνηνός. Τί δύναμη είχε ό στόλος αύτός δέν γνωρίζομε. ’Ε­ κείνο πού γνωρίζομε είναι δτι καταστράφηκε τελείως 69

Ό δρόμος πρός τό τέλος

άπό τό στασιαστή καί τό Σικελό πειρατή Margaritone da Brindisi, πού είχε συμμαχήσει μαζί του. Τήν έποχή του άλλωστε έγιναν δύο στάσεις, τοΰ στρατηγού ’Αλεξίου Βρανά. Κατά τή δεύτερη στά­ ση ό Βρανάς άναγορεύθηκε αύτοκράτορας στήν ’ Αδριανούπολη καί μετά βάδισε εναντίον τής Κων­ σταντινουπόλεως. Κατόρθωσε μάλιστα νά συγκρο­ τήσει ναυτική δύναμη στήν Προποντίδα, μέ τήν ό­ ποια κατατρόπωσε τό βασιλικό στόλο καί πολιόρ­ κησε άπό παντού τήν Πόλη. ’Έφθασε νά καταλά­ βει τίς δυτικές καί άνατολικές περιοχές, ώστε ό Ίσαάκιος νά μή μπορεί νά βγει άπό τά τείχη. Τή σωτηρία του τελικά τή βρήκε μέ τή βοήθεια τών Λα­ τίνων, πού διέθεσαν γι’ αύτόν τό σκοπό μικρή ναυτική δύναμη. 'Ο προκάτοχός του ’Ανδρόνικος Λ' Κομνηνός (1 183-1185), φύση έγκληματική, μέ τρομερά έλαττώματα, τύφλωνε καί έξόντωνε τούς πιό έπιφανεΐς καί ικανούς άνδρες τοΰ βασιλείου, άπό φόβο. 'Ο Ί­ σαάκιος έκανε κάτι άλλο: άντί νά συγκεντρώσει στρατό στά τείχη, άνέβαζε τήν εικόνα τής Πανα­ γίας καί άντί γιά πολεμικές προετοιμασίες έκανε προσευχές καί έπικαλεΐτο τίς δεήσεις τών καλογήρων. Πώς ήταν δυνατόν μέ τίς συνθήκες αύτές νά συγκροτηθεί ναυτική δύναμη, κι άν τύχαινε νά ύπάρχουν λίγα καλά πλοία, ποιος θά τά όδηγοΰσε στή μάχη; Καί ποιος ήταν άξιος νά κερδίσει τή νίκη; 'Όταν άργότερα, τό 1190, ήρθε ή Γ' Σταυροφορία, ή ορμητική αύτή χιονοστιβάδα, τίποτε δέν μπόρε­ σε νά κάμει, στή θάλασσα, ό άδύναμος έκεΐνος ήγεμόνας. ’Αλλά μήπως καλυτέρεψε ή κατάσταση μέ τό διάδοχό του ’Αλέξιο Γ' ’Άγγελο (1195-1203); Μό­ λις ό άνθρωπος αύτός άνέβηκε στό θρόνο, έσπευσε νά μοιράσει στούς συνωμότες, πού τόν βοήθη­ σαν νά έκθρονίσει καί τυφλώσει τόν άδελφό του Ίσαάκιο καί σ’ ορισμένους στρατιωτικούς, δλα τά χρήματα τοΰ στρατιωτικού ταμείου καθώς καί πλού­ σιες έκτάσεις γης. Μέ τήν αναρχία, πού βασίλευε, ό στρατός καί ό στόλος περιήλθαν σέ άθλια κατά­ σταση. Καί τότε συνέβη τό πρωτάκουστο. ' Ο Μιχαήλ Στρυφνός, σύγγαμβρος τοΰ βασιλέως, πού είχε διορισθεΐ μέγας δούξ, έπούλησε άπό τά νεώρια δλα τά ύλικά πού ύπήρχαν γιά τή συντήρηση τών πλοίων: ξυλεία, σχοινιά, άγκυρες, κατάρτια καί άρμενα. Καί σφετερίσθηκε τά χρήματα, πού εΐσέπραξε άπό τή μυσαρή αύτή συναλλαγή. Τά ολίγα πλοία, πού άπόμειναν, έφρόντισε ό αναίσχυντος αύτός άξιωματοΰ­ χος νά τά στείλει στό Αιγαίο, δπου ένεργοΰσαν φανερά πειρατεία, άπό τήν όποια τό άνίερο κέρδος έμπαινε κι αύτό στά θυλάκιά του. 'Η πειρατεία αύτή τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου είχε καί άλλο άποτέλεσμα: προκαλοΰσε άντίποινα έκείνων, πού πλήττονταν —-κι αύτοί ήταν οί Πισά70

τες, Γενοβέζοι καί Σελτζουκίδες Τοΰρκοι, οί όποιοι μέ τή σειρά τους έλήστευαν τά ελληνικά παράλια. Σέ μιά μάλιστα περίσταση τό 1196, παίρνοντας άφορμή οί Πισάτες άπό τήν πειρατεία τών βασιλικών πλοίων, εισέβαλαν στόν 'Ελλήσποντο καί μέ δυ­ σκολία καί μόνο μέ τή βοήθεια τών ' Ενετών, μπό­ ρεσαν οί Βυζαντινοί νά τούς άπομακρύνουν. 'Η συνδρομή τών 'Ενετών προκάλεσε άλυσιδωτά έχθροπραξίες στήν Κωνσταντινούπολη, άνάμεσα σ’ αύτούς καί τούς Πισάτες, γεγονός πού δέν έχάρισε βέβαια τήν κοσμιότητα καί εύταξία στή Βασιλεύ­ ουσα. Τό 1198 άνανέωσε ό Αλέξιος Γ' τή συνθήκη μέ τή Βενετία, γιά νά καταπολεμήσει κυρίως τήν πειρατεία, πού άσκοΰσαν οί Γενοβέζοι. Ανίκανος δμως καί πάλι νά τήν καταστείλει, έπήρε τούς πειρατές στήν ύπηρεσία του. Δοκίμασε μ’ αύτούς νά κτυπήσει τούς συμπατριώτες τους, κατόπι δέ — τό 1201 — έφθασε μέχρι τοΰ νά μετέχει στά κέρ­ δη τους. Τοΰτο, κατά τό Γάλλο βυζαντινολόγο Λουδ. Μπρεγιέ, τόν έφερε σέ σύγκρουση μέ τή Βενετία καί έπέσυρε στήν αύτοκρατορία τήν καταστροφή, πού φάνηκε μέ τή μορφή τής Σταυροφορίας τοΰ 1202. ’Επειδή τό κακό άκολουθεΐ τό νόμο τών συγκοινωνούντων δοχείων ή παραλυσία είχε έξαπλωθεΐ καί στίς έπαρχίες, δπου ή κατάσταση στά θεματικά πλώιμα δέν ήταν καλύτερη. 'Ένας ήγεμονίσκος στό Ναύπλιο, μέ τό δνομα Λέων Σγουρός, συγκρό­ τησε δχι μόνο στρατό άλλά καί στόλο, σέ μιά έπο­ χή πού τό βασιλικό πλώιμο (ό κεντρικός αύτοκρατορικός στόλος) ήταν άνύπαρκτο.

V/Η Πόλη στούς Λατίνους Είχαν επομένως συσσωρευθεΐ άπό καιρό τά στοι­ χεία γιά τήν άποκορύφωση τοΰ βυζαντινοΰ δρά­ ματος. Κι αύτό έγινε μέ τήν Δ ' Σταυροφορία καί τήν κατάληψη τής Κωνσταντινουπόλεως άπό τούς Λα­ τίνους. Τήν έκκλησία τής Ρώμης έποίμαινε ό πάπας Ίννοκέντιος Γ' καί στή Βενετία κυβερνοΰσε τά κύμα­ τα ό δόγης Δάνδολος. Ό Δάνδολος, πολύ γέρος, πάνω άπό 80 χρονών, σχεδόν τυφλός, είχε μακρότατη πείρα καί πονηριά, αύτό πού θά μπορούσαμε ν’ άποκαλέσουμε διπλωματική ικανότητα. Γιά τή συντριβή τών άπιστων στήν Παλαιστίνη καί άλλους άκόμη σκοπούς, πού ποτέ δέν φανέρωναν, συγκέν­ τρωσαν οί Φράγκοι στή Βενετία στρατό άπό 35 χι­ λιάδες άνδρες καί μεγάλο στόλο άπό 380 σκάφη. Άπ’ αύτά τά 120 ήταν ίππαγωγά καί τά 50 γαλέρες. ’Έλαβαν μέρος ’Άγγλοι, Γάλλοι, Φλαμανδοί, Γερ­ μανοί καί Νορμανδοί τής Σικελίας. Αρχηγό στήν έπιχείρηση τοποθέτησε ό Πάπας τό Δάνδολο, πού τόν συντρόφευαν μερικά άπό τά γνωστά ονόματα τής τότε ιπποσύνης στήν άμαρτωλή Εύρώπη: ό κό-

'0 δρόμος πρός τό τέλος

’Έτος 1204. « Ή άτιμη έκπόρθηση τής Πόλης από τούς Σταυροφόρους, τό 1204, θεωρήθηκε άπό τή Βενετία άπλώς ώς ένα δοξασμένο επει­ σόδιο στή μακρά εμπορική σταδιοδρομία της» (Arnold Toynbee; A study of history, London 1972, σελ. 176).

μης τής Κομπανίας Πιμπώ, ό Βαλδουΐνος τής Φλάν­ δρας ό Λουδοβίκος τοϋ Μπλουά, καθώς καί ό ’Ιτα­ λός Βονιφάτιος, ό Μομφερρατικός. Τή μεταφορά τοΰ στρατού άνέλαβε ή Βενετία μέ πλοία της, σ^ό συμφωνημένο τίμημα τών 85 χιλιά­ δων δουκάτων, άπό τά όποια τής κατέβαλαν 20 χι­ λιάδες μόνο. 'Ολόκληρη ή δύναμη ξεκίνησε τό καλοκαίρι τοΰ 1202 άπό τή Βενετία καί περνώντας τήν Άδριατική, κατέλαβε σέ σύντομο χρονικό διάστημα τή Ζάρα στίς δαλματικές άκτές, μόλον πού αύτή άνήκε στό βασίλειο τής Ουγγαρίας. Τήν κράτησε γιά λογαριασμό της ή Βενετία. ’Εκεί στή Ζάρα παρουσιάστηκε στούς Σταυρο­ φόρους ό ’Αλέξιος, γιός τοΰ Ίσαακίου Β' ’Αγγέ­ λου (1185-1195), τόν όποιο εϊχε εκθρονίσει καί τυφλώσει ό ’Αλέξιος Γ' (1195-1203). 'Ο γιός τοΰ Ισαακίου, προκειμένου νά έπιτύχει τήν υποστήριξη τών Σταυροφόρων γιά τήν άποκατάσταση τοΰ πα­

τέρα του στό θρόνο, δέν δίστασε νά πουλήσει τήν τιμή τοΰ Βυζαντίου καί νά προδώσει τή θρησκεία τών πατέρων του. ' Υποσχέθηκε λοιπόν στούς Σταυ­ ροφόρους, σ’ άντάλλαγμα γιά τή «βοήθειά» τους, 10 χιλιάδες μαχητές, 200 χιλιάδες άσημένια δουκά­ τα γιά τήν πληρωμή τοΰ δόγη πού μετέφερε τή δύ­ ναμη καί στόν άντιπρόσωπο τοΰ πάπα, τήν υποταγή τής ’Ανατολικής στή Δυτική ’Εκκλησία. ’Έτσι στούς άνομολόγητους σκοπούς τών Σταυ­ ροφόρων προστίθετο τώρα καί μιά σοβαρή πρόφα­ ση γιά τήν άνάμιξη στά εσωτερικά τοΰ βυζαντινοΰ κράτους — καί στήν άνάγκη — γιά τήν κατάλυσή του. Προχώρησαν λοιπόν οί Φράγκοι καί, μετά τή Ζάρα, κατέλαβαν τό Δυρράχιο καί τήν Κέρκυρα καί, άφοΰ περιέπλευαν τήν Πελοπόννησο, άποβιβάστηκαν στήν Εύβοια. ’Εκεί άποφάσισαν ή πάντως άποκάλυψαν τή δολία προαίρεσή τους: τό μεγαλύ­ τερο μέρος τοΰ στόλου νά πλεύσει στήν Προπο-

71

'0 δρ°μ°ς

πρός τό τέλος

Η άλωση τής Πόλης άπό τούς Σταυ­ ροφόρους, τό 1204. Οί άντένες τών γαλερών, χρησίμευαν καί ώς διαβάθρες, πάνω άπό τίς όποιες περνού­ σαν οί εισβολείς γιά νά πατήσουν τά τείχη.

ντίδα, τό υπόλοιπο δέ, μέ ανάλογη δύναμη στρα­ τού, νά καταλάβει τά νησιά τοϋ Αιγαίου. ’Έτσι τόν ’Ιούνιο τοϋ 1203 οί ναυτικές δυνάμεις τών Λατίνων πλημμύρισαν τήν Προποντίδα, κυρίεψαν τή Χαλκηδόνα καί, άφοΰ πέρασαν κάτω άπό τά τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως, έπλευσαν στή Χρυσόπολη (Σκούταρι), όπου καί αγκυροβόλησαν. Οί Βυζαντινοί θέλησαν τότε νά συγκροτήσουν στήν Κωνσταντινούπολη στόλο εκ τών ένόντων, άλλά δέν υπήρχε καιρός καί έλειπαν τά μέσα. Τά καράβια ήταν χωρίς άρμενα καί σκευή, μέ τό σκαρί τους άποσαθρωμένο καί δέν μπόρεσαν νά συγκεν­ τρώσουν τούς άπαραίτητους ναΰτες. Χωρίς λοιπόν τήν παραμικρή άντίσταση ό ένετικός στόλος έπρόσβαλε τόν Κεράτιο Κόλπο, έσπασε τή γερή άλυσίδα πού έφραζε τό στόμιό του καί κατέστρεψε τά λί­ γα σαθρά πλοία, πού βρίσκονταν έκεί. Καί γιά νά μή λείψει ή — σκόπιμη — γραφικότητα άπό τό δρα­ ματικό στοιχείο έκαμαν τόν ’Ιούλιο τοΰ 1203, λαμ­ πρή παρέλαση κάτω άπό τά τείχη μέ πολλές γαλέρες, οί όποιες έφερναν τούς βαρώνους καί ιππότες καθώς καί τόν ’Αλέξιο, πού τόν πατέρα του ήθε­ λαν νά άποκαταστήσουν στό θρόνο. 'Η Πόλη γιά μίαν άκόμη φορά ήταν πολιορκημένη.

72

Οί "Ελληνες, κατά τήν πολιορκία αύτή, καθώς δέν διέθεταν ναυτική δύναμη κι έχασαν κάθε ελπί­ δα ν’ άντικρούσουν τόν έπιδρομέα σέ μάχη, σκέφτηκαν νά καταφύγουν στά πυρπολικά. Γέμισαν λοιπόν 17 μεγάλα φορτηγά μέ έμπρηστικές ϋλες, τούς έβαλαν φωτιά καί τά ρυμούλκησαν πρός τά λατινικά πλοία, τά άγκυροβολημένα στό Γαλατά. "Ορμησαν δμως τότε οί 'Ενετοί μέ τίς βάρκες καί, κωπηλατώντας ζωηρά, συνάντησαν τά πυρπολικά, πριν έκείνα πλησιάσουν τό στόλο τους. Άφοΰ τά έπιασαν μέ τίς άρπάγες, τά ρυμούλκησαν στό άνοικτό πέλαγος, όπου τά άφηκαν νά καίγονται άσκοπα. ’Ακολούθησε άπό τούς 'Ενετούς έπίθεση στά παραθαλάσσια τείχη τοΰ Κόλπου, πού ήταν άσθενέστερα, κατά τήν όποια οί έπιτιθέμενοι χρησιμο­ ποίησαν μιά δοκιμασμένη μέθοδο: έδεσαν δύο με­ γάλα σκάφη, τά Παράδεισος καί Άποδημητής καί στήριξαν πάνω τους ισχυρόν πύργο, πού έριξε τίς σκάλες στίς έπάλξεις τοΰ φρουρίου, άπό τίς όποιες κατέλαβαν ένα προμαχώνα. Άπό έκεί προχώρησαν καί κατέλαβαν δλα τά τείχη. 'Η άντίσταση πού συ­ ναντούν — κι αύτή κυρίως άπό τούς Πισάτες καί Βαράγκους — είναι άσήμαντη. 'Ο λαός δέν έχει πολλή διάθεση νά πολεμήσει κι οί μισθοφόροι ζη-

' Ο δρόμος πρός τό τέλος τοΰν περσότερα, γιά νά συνεχίσουν τόν αγώνα. Τίς ώρες αύτές τί κάνει ό ’Αλέξιος Γ'; ' Απλού­ στατα, κρύβεται! Καί σάν πέσει ή νύκτα φεύγει ό άνανδρος μέ λίγους πιστούς του καί τό βασιλικό θη­ σαυρό, αφήνοντας ό αϊσχιστος γυναίκα, βασίλειο, κράτος καί λαό στήν έσχάτη αμηχανία. Στό θρόνο ανεβαίνει γιά δεύτερη φορά ό τυ­ φλός τώρα Ίσαάκιος Β' μαζί μέ τό γιό του ’Αλέξιο Δ'. Τά στρατεύματα τών Σταυροφόρων μένουν ά­ κόμη έξω άπό τά τείχη καί φαινομενικά είναι μιά διαδοχή στό θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως, γιά τήν οποία οί Λατίνοι έδωκαν τή συνδρομή τους. 'Ο ’Αλέξιος δμως έταξε άνδρες καί χρήματα — τά όποια δέν μπορεί νά συγκεντρώσει. Τί ν’ άποδώσει μιά βαριά έστω φορολογία, σ’ ένα λαό εξαντλη­ μένο καί δυσπραγούντα; ' Απλώς ή φορολογία αύτή επαυξάνει τή γενική δυσφορία. Καί τή δυσφορία αύτή εκμεταλλεύεται ό γαμβρός του φυγάδος (’Α­ λεξίου Τ') ’Αλέξιος Μούρτζουφλος καί άρπάζει τήν άρχή. Τόν τυφλό Ίσαάκιο τόν στέλνει νά πεθάνει στίς φυλακές καί στραγγαλίζει τό γιό του (’Α­ λέξιο Δ '). Ήταν ή πρόφαση πού χρειάζονταν οί Σταυρο­ φόροι, γιά νά πραγματοποιήσουν τούς σκοπούς

των. Μέ γενική έπίθεση καταλαμβάνουν τήν Πόλη πού έμεινε άπόρθητη 900 χρόνια, γιά νά τήν παρα­ δώσουν στήν πιό βάρβαρη λεηλασία. Ή λεία μυθώ­ δης, ή άγριότης απερίγραπτη, πολλές οί σφαγές. ' Η με­ γάλη πανέμορφη ήγεμονίδα τών πόλεων, μέ τό σχε­ δόν ένα εκατομμύριο κατοίκους, τούς μεγαλοπρε­ πείς ναούς καί τό άφραστον κάλλος, δουλώνεται στήν άπληστη καί βάρβαρη Δύση. 'Ο φαιδρός Μούρτζουφλος εκδιώκεται άπό τούς Λατίνους καί αύτοκράτορας τοποθετείται ό κόμης τής Φλάνδρας Βαλδουΐνος, πατριάρχης δέ ό 'Ε­ νετός Μοροζίνης. Τά ίμάτια τοϋ Βυζαντίου διαμερίζονται καί στή διανομή παίρνει ή Βενετιά τή με­ ρίδα τοΰ λέοντος: τό Δυρράχιο, τά νησιά τοΰ Ίονίου, τά αίγαιοπελαγίτικα νησιά — έκτος άπό τή Χίο, Λέσβο καί Σάμο — τήν Κρήτη καί μεγάλο μέ­ ρος άπό τήν Πελοπόννησο. Σ’ αύτήν ξεχωριστή θέση έχουν τά λιμάνια τής Κορώνης καί τής Μεθώ­ νης. Τό ναυτικό είχε σώσει μέχρι τότε τόσες φορές τό Βυζάντιο, άπό έξωτερικούς καί εσωτερικούς ε­ χθρούς. Ναυτικό δμως τώρα, 1202-1204, δέν ύπήρχε καί μιά καινούρια πράξη τής ελληνικής τραγω­ δίας, άρχιζε μέ τούς Λατίνους.

73

Χριστιανοί φεύγοντας τό διωγμό τών αιρετικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ή Αυτοκρατορία τής Νίκαιας 'Η λατινική κατοχή τής Κωνσταντινουπόλεως κράτησε άπό τό 1204 μέχρι τό 1261. Στήν έποχή αύτή συναντούμε πέντε φραγκικά κράτη, όλα τους οργανωμένα κατά τό φεουδαρχικό σύστημα: τήν αύτοκρατορία τής Κωνσταντινουπόλεως, τό βασίλειο τής Θεσσαλονίκης, τό δουκάτον Άθηνών-Θηβών, τό βασίλειο τής Άχαΐας καί τίς βενετικές κτήσεις στήν Πελοπόννησο καί τά νησιά τοϋ Αιγαίου. Τόν Ίδιο καιρό είναι τρία τά ελληνικά βασίλεια, πού άπόμειναν μετά τήν κατάρρευση τοΰ Βυζαντίου: ή αύτοκρατορία τής Νίκαιας, τό μακρινό δεσποτάτο τής ’Ηπείρου καί τό βασίλειο τής Τραπεζοΰντος. ’Απ’ όλα αύτά κάποια ύποτυπώδη ναυτική δύνα­ μη είχε μόνο ή αύτοκρατορία τής Νίκαιας. 'Ο πρώ­ τος ήγεμόνας της, Θεόδωρος Λάσκαρης, έβρήκε φαίνεται μερικά πλοία πού είχαν φύγει άπό τήν Κωνσταντινούπολη καί πρόσθεσε σ’ αύτά, μέ κα­ τασκευή, ολίγες γαλέες (μέ μιά σειρά κουπιών). 'Ο διάδοχός του ’Ιωάννης Δούκας Βατάτζης (12221254), ικανός καί δραστήριος στρατηγός, ένίσχυσε τό στόλο του μέ καινούριες κατασκευές καί μ’ αύτόν παρενοχλοΰσε τά παράλια τής Προποντίδος, τής Καλλιπόλεως καί τοΰ 'Ελλησπόντου, πού βρί­ σκονταν στήν εξουσία τών Λατίνων. Κατόπιν έβγήκε ό στόλος του στό Αιγαίο, δπου κατέλαβε τά νησιά Χίο, Λέσβο, Σάμο, Κώ καί ’Ικαρία καί έφθασε μέχρι τή Ρόδο. ('Υπάρχει μιά αξιοπρόσεκτη άποψη δτι οί καθαρά βυζαντινοί τύποι τοΰ δρόμω­ νος καί τοΰ χελανδίου έξέλιπαν τόν 11ο αίώνα, μέ τήν παρακμή τοΰ βυζαντινοΰ στόλου, δταν δέ ό Ιωάννης Βατάτζης τόν ανασυγκρότησε, πρός τά μέ­ σα τοΰ 13ου αίώνα στήν αύτοκρατορία τής Νίκαιας, τά πλοία του ήταν άντίγραφατώνγαλερών, πού κατα­ σκεύαζαν τότε οί 'Ενετοί καί οί Γενοάτες). Σέ μιάν έποχή, μετά τό 1230, συμμάχησε ό Βα­ τάτζης μέ τόν ’Ιωάννη Άσσάν Β', βασιλέα τών Βουλγάρων, μέ σκοπό νά πάρουν άπό τούς δυτικούς τήν Πόλη. 'Ο στόλος τοΰ Βατάτζη θά τήν πολιορ­ κούσε άπό τή θάλασσα καί ό στρατός τών Βουλ­ γάρων καί τών Ελλήνων άπό τήν ξηρά. 'Ο Βατάτζης δμως, έπηρεασμένος άπό τίς ίδέες τής έποχής του, έκτιζε ωραίους ναούς καί πολυ­ τελή μοναστήρια, δαπανώντας χρήματα τά όποια θά μπορούσαν καί θά έπρεπε νά χρησιμεύσουν γιά

τή δημιουργία Ισχυρού στρατού καί μεγάλου στό­ λου. Ένίσχυε άκόμη ό Βατάτζης τό μοναχικό βίο,ό όποιος βεβαίως δέν ένίσχυε τήν άμυνα τοΰ κράτους, κατά τόν άφορισμό τού Παπαρρηγόπουλου καί δέν βοηθούσε στή συγκρότηση καταλλήλων καί επαρ­ κών δυνάμεων. ’Έτσι ό στόλος πού έστειλε στήν πολιορκία τής Κωνσταντινουπόλεως δέν είχε τήν έκπαίδευση καί συγκρότηση, πού απαιτούσαν οί περιστάσεις. Πε­ ρισσότερο δέ άκατάλληλος φάνηκε ό ’Αρμένιος Ίσφρέ, τόν όποιο τοποθέτησε άρχηγό. ’Αναφέρουν οί χρονογράφοι δτι ό προκάτοχος τού Ίσφρέ, Κοντοφρέ Μανουήλ, πού ήταν έμπειρος ναυτικός, προ­ ειδοποίησε τό βασιλέα, δτι μέ τέτοιο ναυτικό δέν μποροΰσε νά άντιμετωπίσει μέ πιθανότητες έπιτυχίας τά ολίγα έστω ένετικά πλοία, πού ύπεράσπιζαν τήν Πόλη. Τά λόγια του δμως δέν άκούστηκαν. Καί τό άποτέλεσμα ήταν χειρότερο άπό δ,τι τό περίμεναν: δε­ κατρία ήταν τά ένετικά πλοία καί δεκατρία έλληνικά πλοία αιχμαλώτισαν — ένα τό καθένα! — άπό τά τριάντα, πού έλαβαν μέρος στήν πολιορκία. 'Ύ­ στερα άπ’ αύτό λύθηκε άδοξα ή πολιορκία, μιά καί τά πράγματα δέν πήγαιναν γιά τούς πολιορκητές καλύτερα στήν ξηρά. Τόν τελευταίο χρόνο τής βασιλείας τοΰ Βατά­ τζη οί Γενοάτες κατέλαβαν μέ αιφνιδιαστική επί­ θεση τή Ρόδο κι ό στόλος, πού στάλθηκε άπό τόν αύτοκράτορα τής Νίκαιας, δέν μπόρεσε νά κάμει τίποτε. Ετοιμάστηκε λοιπόν τότε στήν Σμύρνη ι­ σχυρή δύναμη άπό δρόμωνες καί ίππαγωγά μέ άρ­ χηγό τό Θεόδωρο Κοντοστέφανο, ή όποια κατόρ­ θωσε νά διώξει άπ’ τή Ρόδο τούς Γενοάτες. 'Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, άνδρας ικανός, φιλό­ δοξος καί άδίστακτος, ήγεμόνας στή Νίκαια στό διάστημα 1259-1261, άντί νά δημιουργήσει δικό του στόλο ξαναγύρισε στό ολέθριο σύστημα τών Βυ­ ζαντινών αύτοκρατόρων, νά άναθέτουν σέ άμφιβόλους συμμάχους τήν άμυνα τοΰ βασιλείου του.’Έτσι τό Μάρτιο τοΰ 1261 συνήψε μέ τούς Γενοάτες τήν περίφημη Συνθήκη τοΰ Νυμφαίου, μέ τήν όποια τούς παραχώρησε άρκετά προνόμια στά λιμάνια τής έπικρατείας του. Σ’ άντάλλαγμα οί Γενοάτες άνελάμβαναν τήν ύποχρέωση νά βοηθήσουν τόν 75

Αυτοκρατορία τής Νίκαιας

αύτοκράτορα τής Νίκαιας, δχι δμως κατά τοΰ Πά­ πα ή τών φίλων τής Γένοβας. Καί είναι μέν αλήθεια δτι ό Μιχαήλ αισθανόταν έπείγουσα τήν ανάγκη νά αντιμετωπίσει τούς Ενε­ τούς, πού κατείχαν τήν Πόλη καί ήταν ισχυροί στή θάλασσα. Μπορούσε δμως, μακροπρόθεσμα βέ­ βαια, νά συγκροτήσει αξιόλογο στόλο, αφού τά χρή­ ματα δέν τοΰ έλειπαν καί πληρώματα έβρισκε άφθο­ να στά νησιά καί τά παράλια τοΰ Αιγαίου. Αύτά,

πού τήν ’ίδια εκείνη έποχή τροφοδοτούσαν τίς δυ­ νάμεις τών Φράγκων. Τήν Πόλη άλλωστε έπρόκειτο νά τήν απελευθερώσουν οί "Ελληνες καί δχι οί Γενοάτες. Πραγματικά τήν 25η ’Ιουλίου τοΰ 1261 ό Καί­ σαρ Στρατηγόπουλος, χωρίς νά έχει καμιά γι’ αύτό διαταγή, άλλά άπό δική του άξιέπαινη πρωτοβου­ λία, αρπαξε, μέ έλάχιστες δυνάμεις, τήν Πόλη άπό τούς Λατίνους.

Στό ταξίδι ό Βυζαντινός ναυτίλος δένει τήν προσδοκία μέ τήν ^ΰλάβεια

76

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Μετά τήν απελευθέρωση I. Κλύδων καί ζάλη 'Ο ’ίδιος ό Μιχαήλ Παλαιολόγος, αύτοκράτορας κατόπιν τής Κωνσταντινουπόλεως (1261-1282), αίσθάνθηκε άπό παντού νά τόν ζώνουν οί εχθροί. 'Έ­ νας άπ’ αύτούς, άν δχι ό μεγαλύτερος, ήταν ό Κάρο­ λος ό Άνδεγαβικός (Charles d’ Anjou), βασιλεύς τών Δύο Σικελιών καί άδελφός τού βασιλέως τής Γαλλίας. 'O Κάρολος άνέλαβε, ύστερα άπό συμ­ φωνία, νά άποκαταστήσει τόν Βαλδουΐνο στό θρό­ νο τής Κωνσταντινουπόλεως. 'Ο Παλαιολόγος, πού είχε διώξει τούς Γενοάτες άπό τήν Πόλη, τούς ξανάφερε στό Γαλατά, στήν άπέναντι άπό τήν Πόλη παραλία τοΰ Κερατίου Κόλπου. (Οί Ενετοί καί οί Πισάτες ήταν έγκατεστημένοι μέσα στά τείχη, στήν παραλία τής Πόλης, πού βλέπει πρός τόν Κόλπο). Πικρία καί ταπείνωσή δοκίμασε ό αύτοκράτωρ τών Ελλήνων άπό τούς συμμάχους αύτούς, πού ήταν περισσότερο άπό τούς εχθρούς έπιζήμιοι. Σύμ­ φωνα μέ τά κρατούντα τήν έποχή έκείνη, τά πληρώ­ ματα χαιρετούσαν μέ ζητωκραυγές, όταν έμπαιναν σ’ ένα λιμάνι τοΰ βασιλέως. Τόν χαιρετισμό αύ­ τόν δέν τόν άπένεμαν, άπό έπαρση, οί Γενοάτες — ούτε οί Ενετοί. Έφθασαν μάλιστα στό σημείο νά έξοπλίσουν πειρατικά δύο γαλέρες καί νά τίς στείλουν γιά καταδρομή στόν Εΰξεινο. Χρειάστηκε μιά μικρή έπιχείρηση τών βασιλικών πλοίων στό στόμιο τοΰ Βοσπόρου, τά όποια κατέλαβαν μέ έμβολή τίς δυό πειρατικές γαλέρες καί έπιασαν μιά όλκάδα μέ τά λάφυρα τής πειρατείας των. 'Όλα αύτά καί άλλα περιστατικά οδήγησαν τόν Παλαιολόγο στή σκέψη, δτι δέν μποροΰσε καί πολύ νά βασίζεται στούς συμμάχους του καί μόνο μιά λύ­ ση ήταν θετική καί άσφαλής: νά αποκτήσει δική του ναυτική δύναμη. Ναυπήγησε λοιπόν εξήντα δρόμωνες, τούς όποιους έπάνδρωσε κυρίως μέ γα­ σμούλους δηλαδή άνδρες γεννημένους άπό επιμιξία Λατίνων μέ Έλληνίδες γυναίκες (ή καί τ’ άντίθετο). Οί γασμούλοι ήταν κατά κανόνα άνδρες άτίθασοι, άλλά καλοί ναυτικοί. Γιά πολεμιστές στά πλοία το­ ποθέτησε Λάκωνες (ή Τζάκωνες, δπως τούς έλεγαν τότε) πού έφερε άπό τό Μόριά (*). Τό στόλο αύτό τόν έστειλε στό Αιγαίο, μέ άρχηγό τόν ’Αλέξιο Φιλανθρωπηνό, ό όποιος κυρίευ­

σε τά νησιά Λήμνο, Χίο, Ρόδο, καί Κώ, κατόπιν δέ έπλευσε στό στενό πού σχηματίζεται άπό τή βόρειο Εύβοια καί τή Χερσόνησο τής Μαγνησίας, παρά τό Τρίκκερι. Έκεΐ συνάντησε τό στόλο τής Βενε­ τίας άπό 30 πλοία, οπλισμένα μέ ψηλούς πύργους. Καί έγινε μεγάλη μάχη, τήν όποια περιγράφει ό Γρηγοράς. Οί Λατίνοι έριχναν άπό τούς πύργους λιθάρια καί άλλα βλήματα, τήν ώρα πού τά ελληνικά πλοία έφορμοΰσαν κατά ομάδες. Τό άριστερό πλευρό τών Λατίνων, σέ μειονεκτική θέση ώς πρός τόν ήλιο, άρχισε νά λυγίζει, ένώ τό δεξιό τους νικούσε. Τά απέναντι σ’ αύτό βυζαντινά πλοία, μέ πολλές άπώλειες σέ προσωπικό έστρεψαν πρός τό γιαλό, δπου τρομαγμένα τά πληρώματα άρχισαν νά βγαί­ νουν στήν ξηρά. Ό άρχηγός τους Φιλανθρωπηνός, πού έσπευσε δπου τό καλοΰσε ή άνάγκη, προσπά­ θησε νά άνακόψει τήν ήττα καί πολέμησε ό ’ίδιος σκληρά, γιά νά πέσει στό τέλος πληγωμένος μαζί μέ τό πλοίο του στά χέρια τοΰ έχθροΰ. 'Η κατάσταση σώζεται άπό τόν άδελφό τοΰ αύτοκράτορα Δεσπότη ’Ιωάννη, πού βρίσκεται μέ στρατιωτική δύναμη στήν παραλία. Στέλνει επι­ κουρίες μέ άλιάδες δηλαδή άλιευτικά πλοιάρια, προκαλεί, προτρέπει, διατάζει. Στό τέλος μπαίνει ό Ίδιος σ ’ ένα πλοίο, ενεργεί άντεπίθεση καί ύστερα άπό δύσκολο άγώνα, δχι μόνο άποφεύγει μιά έπαίσχυντη ήττα άλλά κερδί­ ζει τή νίκη. ’Αργότερα, τό 1288, τό Βυζάντιο θά ύπογράψει Συνθήκη μέ τούς Ενετούς, μέ τήν όποια θά τούς παραχωρήσει καί νέα προνόμια, γιά μιά έπικουρία πού δέν είναι βέβαιο δτι θά’ρθει. Καί ό βασιλικός στόλος δέν είναι έκεΐνος, πού χρειάζονται οί περι­ στάσεις. Στό Αιγαίο καί τό Κρητικό Πέλαγος έχουν ε­ ξαπολύσει οί 'Ενετοί άγριον πόλεμο καταδρομής έναντίον τών άντιπάλων τής έπεκτεινομένης θαλασσοκρατίας των. Τά νησιά τοΰ Αιγαίου έχουν γίνει ορμητήρια καί οί πολυάριθμοι κόρφοι τους κρησφύγετα πειρατών, άπό τά όποια δροΰν δχι μό1) Σχετικοί είναι οί στίχοι 4545-4594 άπό τό Χρονικό τοΰ Μωρέως, (άνθ. 13).

77

Μετά τήν άπελευθέρωση

Ή Μεσόγειος τό 13ο και 14ον αιώνα.

νο 'Ενετοί, αλλά Γενοάτες, Πισάτες, Λομβαρδοί, διάφοροι Φράγκοι — ακόμη καί 'Έλληνες. Σέ τε­ λευταία άνάλυση έκεΐνοι πού υποφέρουν περισσό­ τερο είναι τό ειρηνικό εμπόριο καί οί πληθυσμοί τών παραλίων. ’Αργότερα θά παρουσιαστούν στίς ελληνικές θάλασσες πειρατές καί κουρσάροι άπό τό βασίλειο τής Άραγώνος. Άνάμεσά τους, πιό ακουστός ό Ρογήρος Λουριά, μέ πειρατικό στόλο 32 πλοίων, κυ­ ριεύει καί λεηλατεί τή Χίο, Λέσβο, Λήμνο καί Θή­ ρα στίς Κυκλάδες, τή Μονεμβασία καί τά παράλια τής’Αχάίας. Γυρίζοντας στή βάση του στή Μεσ­ σήνη (τής Σικελίας) θ’ αποκομίσει πλούσια λεία. 'Η πρωτεύουσα στέλνει δύναμη, μέ ναύαρχο τό Λομβαρδό Λικάριο, πού πρόσφερε τίς υπηρεσίες του στόν αύτοκράτορα μέ αντάλλαγμα τό βαθμό τοϋ μεγάλου δουκός καί τήν Εύβοια, ώς τιμάριο. 'Ο Λικάριος ξεκαθαρίζει ορισμένες πειρατικές φωλιές, άλλά δέν μπορεί νά συντρίψει τό θηρίο. Τό κακό δμως είναι γενικότερο. 'Υπάρχει μιά αποσύνθεση στό στρατό καί τό στόλο τών Θεμάτων κι αύτό φέρνει τήν αποδιοργάνωσή τους. 'Η άνο­

78

δος τής Δύσεως επισπεύδει τήν πορεία πρός τή δύ­ ση τής αύτοκρατορίας. "Οπως παρατηρεί νεώτερος συγγραφέας οί άδυναμίες τοϋ Βυζαντίου είναι περισ­ σότερο φανερές στό ναυτικό, γιατί ήταν ένα όπλο ευαίσθητο καί πολυδάπανο — δπως πάντα — καί για­ τί ό μεγάλος ανταγωνισμός, οικονομικός καί δημογραφικός, μεταξύ ’Ανατολής καί Δύσεως, μεταφρά­ στηκε στό 12ον αιώνα κι έπειτα σέ ανταγωνισμό στό ναυτικό βασικά πεδίο. Καί τό κακό θά μεγαλώσει από τή σφαλερή σύλ­ ληψη γιά τό ναυτικό καί τό ρόλο του, στήν ήγεσία τής αύτοκρατορίας. ’Έτσι ό ’Ανδρόνικος Β' (1282-1328), διάδοχος τοΰ Μιχαήλ Παλαιολόγου, θά μείνει ιδιαίτερα στήν ιστορία, γιατί έλαβε τήν πρωτοφανή άπόφαση νά διαλύσει τελείως τό ναυτι­ κό τοΰ Βυζαντίου. Αύτό τόν συμβούλεψαν μέ... φρό­ νηση οί άνδρες, οί όποιοι τόν περιέβαλλαν. Τώρα πού πέθανε ό βασιλεύς τών Δύο Σικελιών Κάρολος, έφυγε — τοΰ είπαν — ένα μεγάλος κίνδυνος καί τό ναυτικό περιττές μόνο δαπάνες προκαλεΐ στό κρά­ τος. 'Η δαπάνη γιά τή συντήρηση τών πλοίων, πού τόσο βαρύνει τό θησαυροφυλάκιο περισσότερο άπό

Μετά τήν άπελευθέρωση όλες σχεδόν τίς άλλες δαπάνες, δέν έχει πλέον δι­ καιολογία (άνθ. 14). Ή έγκατάλειψη τών πλοίων έγινε αιτία μεγάλων δεινών καί σ’ αύτό συμφωνούν όλοι οί χρονογρά­ φοι, άνάμεσα στούς όποιους ό Γρηγοράς γράφει δτι ύπήρξε καταστρεπτική γιά τούς Ρωμαίους, Ρωμαίοις δυστυχημάτων άρχή. Γιατί, άν έλειψε ό Κάρο­ λος, κίνδυνοι άλλοι περιέβαλλαν άπό παντού τό κλονιζόμενο Βυζάντιο. Οί Νορμανδοί, πού είχαν κά­ ποτε λείψει καί τώρα ξαναζωντάνευαν, οί Βούλγα­ ροι καί οί Σέρβοι, οί Λομβαρδοί τής Εύβοιας καί οί Φράγκοι τής Στερεός καί τοΰ Μόριά καί περισ­ σότερο άπό όλους — μόλον πού τότε δέν καταλά­ βαιναν τή σημασία τους — οί Όσμανλήδες Τούρ­ κοι. Σ’ αύτούς, τούς Όσμανλήδες, άνήκει ή κατάλ­ ληλη παρένθεση.

II. Οι Τούρκοι στό προσκήνιο Γύρω στό 1221 μ.Χ. συναντά ό ιστορικός μιά τουρκική φυλή, κυνηγημένη άπό τούς Μογγόλους, νά φεύγει — πολεμώντας — πρός τά δυτικά. Μιά φάρα άπό τήν περιπλανώμενη αύτή φυλή, πού ο­ δηγούσε κάποιος Έρτογρούλ, μίσθωσε τίς ύπηρεσίες της στό Σελτζουκίδη σουλτάνο τοΰ Ίκονίου. Σ’ άντάλλαγμα, οί πρόγονοι αύτοί τών Τούρκων έλαβαν ώς τιμάριο ένα βοσκότοπο, στά δυτικά τής Φρυγίας, πού είχε μάκρος εξήντα χιλιόμετρα καί πλάτος κάτι περισσότερο, διέθετε όμως τό προσόν νά άπέχει 150 χιλιόμετρα άπό τήν Πόλη. Ό μεγαλύτερος γιός τοΰ Έρτογρούλ, πού γεν­ νήθηκε τό 1260, πήρε, άσπαζόμενος τή θρησκεία τού Μωάμεθ, τό όνομα Όσμάν ή Όθμάν, πού έγινε άργότερα τό δνομα τοΰ λαοΰ του (’Οθωμα­ νοί ή Όσμανλήδες). Καί άρχισε νά έπεκτείνει τό πατρικό φέουδο μέ έπιθέσεις στίς συνοριακές φρου­ ρές τοΰ βυζαντινοΰ κράτους. Κατά τούς χρόνους αύτούς, δηλαδή στά μέσα τοΰ 13ου αίώνος, κατα­ λύθηκε — άπό τήν έπίθεση τών Μογγόλων τοΰ Τζέγκις Χάν — οριστικά τό κράτος τών Σελτζουκιδών καί ό Όσμάν έγινε κυρίαρχος στή χώρα, στήν όποια βασίλευε ώς τότε σάν ύποτελής τοΰ σουλτά­ νου τοΰ Ίκονίου. Άφοΰ έγινε άνεξάρτητος προχώρησε στά ένδότερα τής Βιθυνίας, κυρίεψε πολλά μέρη γύρω άπό τή Νίκαια καί τήν Προύσα καί έκτισε διάφορα φρού­ ρια. Ό γιός του Όρχάν κατέλαβε, τό 1326, τήν Προύσα, τήν όποια κατέστησε πρωτεύουσά του. Μέ τόν Άλλαεντίν, οργανωτή καί σύμβουλο, θεωρεί­ ται ό ιδρυτής τοΰ τουρκικοΰ κράτους. Ό Όρχάν έπιδίωξε συστηματικά τόν έξισλαμισμό τών καταλαμβανομένων μερών, μέ σκοπό νά άποτελέσει ή θρησκεία τό συνεκτικό δεσμό στό καινούριο κρά­ τος.

"Ολοι δμως οί δρόμοι πού όδηγοΰν στή Μ. ’Α­ σία, περνούν άναγκαστικά ή τελειώνουν στή θά­ λασσα: τόν Εΰξεινο Πόντο, τό Αιγαίο καί τή Μεσό­ γειο. "Οπως καί άλλοι λαοί πριν άπ’ αύτούς, πού κατέβηκαν άπό τά μικρασιατικά ύψίπεδα — Χιττίτες, Πέρσες, Σελτζουκίδες — φθάνοντας οί Τούρκοι στίς άκτές άνακάλυψαν γιά πρώτη φορά τή θάλασ­ σα, τήν όποια αύλάκωναν άπό αιώνες τά πλοία τής χριστιανοσύνης. Μαθημένοι στή σκληρή ζωή τοΰ πεζοπόρου καί πολεμιστή, στάθηκαν διστακτικοί κι άναποφάσιστοι μπροστά στό πέλαγος, πού άπλωνόταν στά πόδια τους, σάν μιά άπέραντη κι άβυσσαλέα τάφρος. Δέν τούς έμενε παρά νά περιμέ­ νουν ή νά δημιουργήσουν τά μέσα γιά νά προχωρή­ σουν. Πριν άπό τούς Τούρκους είχαν άντιμετωπίσει τό Ίδιο δίλημμα οί ’Άραβες. Καί οί δυό αύτοί μου­ σουλμανικοί λαοί, πού ήταν τόσο διαφορετικοί σέ δλα, φανέρωναν ένα άπό τά σπάνια κοινά σημεία, τή φοβία τής θάλασσας, μιά έμφυτη άλλεργία, πού πρέπει νά άποδώσουμε σέ κάποια άρχαία παράδο­ ση ή στά δόγματα τής θρησκείας τοΰ Προφήτη. Γράφουν τά παλιά χρονικά δτι άνέκαθεν ό ταξι­ διώτης ’Άραβας, πού μετέβαινε άπό τό Άντεν στή Μεσόγειο, προτιμούσε ν’ άκολουθεΐ τό σκονισμέ­ νο δρόμο πλάι στήν ’Ερυθρά Θάλασσα, πρόθυμος νά μακρύνει άπ’ αύτή κι εύτυχής νά φθάσει στόν προορισμό του χωρίς νά βρέζει τά πόδια του. Οί ’Άραβες δμως νίκησαν γρήγορα τό φόβο τής θάλασσας καί έγιναν ένας άπό τούς ναυτικούς λαούς τής γής. Τοΰτο έγινε — άρχισε νά γίνεται — δταν κατέλαβαν τίς άκτές τής Συρίας καί τής Αίγύπτου, οπότε δημιούργησαν στόλο καί άπείλησαν — δ­ πως είδαμε — κατ’ επανάληψη τό Βυζάντιο. Οί πρόδρομοι τών Τούρκων Σελτζουκίδες καί μάλιστα ή πρώτη δυναστεία τους άρπαξαν άπό τούς ’Άραβες τοΰ 11ου μ.Χ. αιώνα τή λόγχη τοΰ κατακτητοΰ καί άνέλαβαν τήν άρχηγία τοΰ άγώνος τών πιστών κατά τών άπιστων, δηλαδή τών χριστιανών.

Άπό τό έτος 1071 έδιωξαν άπό τά 'Ιεροσόλυμα τούς έν Μωάμεθ άδελφούς των, ενώ τόν ’ίδιο χρόνο πετύχαιναν εις βάρος τοΰ Βυζαντινοΰ βασιλέως, στό λεκανοπέδιο τής ’Αρμενίας, τή συντριπτική νίκη τοΰ Μαντζικέρτ. 'Όπως συνέβη μέ τούς ’Άρα­ βες ό ύπ’ άριθμόν ένα άντικειμενικός σκοπός τών Σελτζουκιδών ήταν ή μακρινή άλλά καί κραταιά σέ δύναμη Κωνσταντινούπολη, καρδιά καί πρωτεύ­ ουσα τής αύτοκρατορίας. Μέ λιγότερες αύταπάτες άπό τούς ’Άραβες, περισσότερο μεθοδικοί καί έγγύτερα στήν πραγματικότητα, οί πρόδρομοι αύτοί τών Τούρκων, έπιχείρησαν δχι τήν προσβολή τής Πόλης άπό τά Στενά — δπως είχαν κάμει οί ’Άρα­ βες — άλλά τό συστηματικό ροκάνισμα τής Μ. ’Α­ σίας, άνεξάντλητης πηγής άνδρών καί πόρων. 79

Μετά τήν Απελευθέρωση ’Άν παρακολουθήσουμε τίς διαδοχικά καταλαμ­ βανόμενες άπό τούς Σελτζουκίδες περιοχές, γύρω στά μέσα τοϋ 12ου μ.Χ. αίώνα, βλέπομε πώς ό κατακτητής τών ήμερων έκείνων δέν ένδιαφέρεται γιά τίς παράκτιες επαρχίες, όσο γι’ αύτές πού είναι στά ένδότερα καί τοΰτο καθ’ όλη τήν έκταση τής Μ. ’Ασίας, άπό τή Συρία ώς τή Μαύρη Θάλασσα. Δέν προσδοκούσαν τίποτε οί δεσπότες τοΰ ’ Ικονίου άπό τή θάλασσα, εκτός άπό μιά φθορά καί καταπόνηση, γιά τήν όποια δέν ήταν προετοιμασμένοι. Στήν καθαρά ήπειρωτική έπικράτειά τους τί θά χρη­ σίμευε ένας στόλος, όταν ή έπικοινωνία στό χώρο τής έπικρατείας τους έξασφαλιζόταν μέ τά μέσα τής ξηράς; Έν τούτοις δέν έλειψε τελείως ή ναυτική δρα­ στηριότητα στό μεσοδιάστημα αύτό άπό τούς στρα­ τιώτες τοΰ Ίσλάμ. Σελτζουκίδης ήταν ό Τζαχάς, ό όποιος έδρασε στή θάλασσα, κατά τόν τρόπο πού είπαμε στά προηγούμενα.

'Όταν λοιπόν τό δεύτερο μισό τοΰ 13ου μ.Χ. αίώνα καταλύθηκε τό κράτος τών Σελτζουκιδών καί οί Τοΰρκοι, έπεκτείνοντας τίς κτήσεις τους έφθασαν στό Αιγαίο, δοκίμασαν — δπως είπαμε — τήν άμηχανία τοΰ φόβου καί τό δέος τοΰ άδυνάτου. Αυτός είναι ό λόγος, γιά τόν όποιο ό σουλτά­ νος Όσμάν σκέφθηκε νά άποφύγει μιά κατά μέτω­ πο επίθεση κατά τοΰ Βυζαντίου, άπό τό Μαρμαρά καί τό Βόσπορο καί νά πλήξει τήν πρωτεύουσα άπό τά δυτικά, μέ απόβαση στή Θράκη καί τήν κυρίως Ελλάδα. Μέ τόν τρόπο αύτόν θά άπόκοβε άπό τά δυτικά δ,τι άπόμεινε στήν αύτοκρατορία. ’Έτος 1307. Σχέδιο τολμηρό βέβαια, πού πλησίαζε τήν ούτοπία, μά δχι άδύνατο. Μέ τί δμως ναυτική δύναμη θά τό πραγματοποιοΰσε; Είχε ναυτικό ό Τοΰρκος; Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ Γ. Φραντζή (άνθ. 15) ό πατέρας τοΰ Όσμάν Έρτογρούλ, ήταν ό πρώτος πού συγκρότησε πειρατικό στολίσκο από πλοία, μέ μιά καί δυό σειρές κουπιών. Μέ τόν πρώτο αύτόν πυρήνα τοΰ τουρκικοΰ ναυτικοΰ ένέργησε έπιδρομές στά νησιά τοΰ Αιγαίου, τά όποια βρίσκονται κοντά στά μικρασιατικά παράλια, έπρόσβαλε τίς άκτές τής Θράκης καί έφθασε στήν Εύβοια καί τήν Πελοπόννησο. Άπό τίς επιδρομές αύτές ό στόλος τοΰ Έρτο­ γρούλ συγκέντρωσε πλούσια λεία καί πλήθος αιχ­ μαλώτους. Μας τό βεβαιώνει ό Λ. Χαλκοκονδύλης (βιβλ. 88, Α' Βιβλίον, σελ. 12). Καί τό κακό προχωρεί, μέ τό πέρασμα τοΰ χρό­ νου. 'Όταν οί Τοΰρκοι εγκαταστάθηκαν σταθερά στά παράλια τής Μ. ’Ασίας, άρχισαν ν’ άσχολοΰνται σοβαρά μέ τήν συγκρότηση τακτικού ναυτικοΰ, νά σταματοΰν τά έμπορικά πλοία, πού διέσχιζαν τόν Ελλήσποντο καί νά κάνουν έπιδρομές στά ελληνι­ κά νησιά. ’Έτος δέ 1356 επιχείρησαν τό άλμα καί 80

κατέλαβαν τήν Καλλίπολη. ΤΗταν ή πρώτη εγκα­ τάστασή τους στήν Εύρώπη. ■ Γι’ αύτήν σημειώνει ό Γάλλος ιστορικός Σαλέ (J. Μ. Chalet) δτι, σύμφωνα μέ τά ναυτικά ιστορή­ ματα αύτοΰ τοΰ λαοΰ, οδηγούμενοι οί Τοΰρκοι άπό τόν Σουλεϊμάν πασά, γιό τοΰ ήγεμόνος των Όρχάν, πέρασαν τόν Ελλήσποντο πάνω σέ σχεδίες, πού σχηματίσθηκαν άπό κορμούς δένδρων δεμένους μέ δερμάτινα λουριά. Τότε άρχισαν νά χρησιμοποιούν τά πλοία τών προκατόχων τους Ελλήνων καί άλ­ λων ναυτικών τής Μεσογείου, χωρίς βέβαια νά άποκτήσουν τή γνώση καί τή δεξιότητά τους. Πολύ βοήθησε στήν περίσταση αύτή τούς Τούρ­ κους ή θλιβερή κατάσταση τοΰ Βυζαντίου καί ή ανυ­ παρξία σ’ αύτό ναυτικοΰ. Σχετικά σημειώνει ό Νι­ κηφόρος Γρηγοράς (άνθ. 16). - ... Έν τούτοις τοϊς χρόνοις οί Τούρκοι κατεγνωκότες οϋτω νοσούντα καί λίαν αίσχρώς τά 'Ρωμαίων διακείμενα πράγματα ναυπηγεϊν ήρζαντο καί έπιβαίνειν τής θαλάσσης άδεώς τε καί κατά πλήθος καί ναυλοχεϊν μέν ανιούσας καί κατιούσας όλκάδας- κατατρέχειν δέ καί Μακεδονίαν καί Θράκην κατατρέχειν δέ νήσους μικράς τε καί μείζους. Ό δέ ’Ιωάννης Καντακουζηνός σημειώνει στίς 'Ιστορίες του (άνθ. 17) δτι τόν καιρό πού ήταν μέγας δομέστικος, δηλαδή άρχηγός τοΰ στρατοΰ, τά ολίγα καράβια, πού υπήρχαν, έστάθμευαν στήν Πόλη καί έμεναν άκίνητα. Τά πληρώματά τους, καθώς δέν έ­ παιρναν μισθό, επιδίδονταν στίς διαρπαγές ξένων αγαθών, γιατί κανένα δέν έφοβοΰντο καί ήταν έτοι­ μα νά στασιάσουν.

III. Καταλανοί καί ’Ιταλοί Εμπρός λοιπόν σ’ δλους αύτούς τούς κινδύνους ό ’Ανδρόνικος χωρίς ναυτικό καί μέ στρατό άπό τρεις μόνο χιλιάδες ιππείς, σκέφθηκε νά καταφύγει σέ μιά άλλη βοήθεια, γιατί δέν ήθελε νά ζητή­ σει τή συνδρομή τών Ενετών ή τών Γενοβέζων. 'Η καινούρια πηγή βοήθειας δέν ήταν άλλη άπό τούς Καταλανούς, μισθοφόρους πολεμιστές πού είχαν συγκροτήσει ένα είδος εταιρείας καί ήταν έτοιμοι νά πολεμήσουν σ’ όποιοδήποτε στρατόπεδο, φθά­ νει ό ήγεμόνας του νά πλήρωνε καλά. Σχετικά μ’ αύτούς σημειώνει τά παρακάτω ό Ούΐλλιαμ Μίλλερ σέ μιά μονογραφία του μέ τόν τίτλο Οί Καταλώνιοι έν Άθήναις. - Μετά τή σφαγή τών Γάλλων στόν Σικελικό 'Εσπε­ ρινό τού 1282, ή Σικελία στάθηκε θέατρο Απεγνωσμέ­ νης πάλης Ανάμεσα στούς δυό Αντιζήλους οίκους, τού Άραγωνικού καί τών Άνδηγαυών καί ό Αγώνας εκεί­ νος τελείωσε μέ τήν ειρήνη τής Καλταμπελλότας. Κα­ τά τή διάρκειά του ό βασιλιάς τής Σικελίας Φρειδε­ ρίκος Β ', άρχηγός τής άραγωνικής φατρίας έξυπηρε-

Μετά τήν άπελευθέρωση τήθηκε πολύ άπό τόν ηρωισμό καί τά δπλα τών άνδρών πού κατάγονταν άπό τήν Καταλωνία, οί όποιοι ήταν πολυθρύλητοι στή νότια Εύρώπη ώς ό φοβερότερος πεζικός στρατός τών χρόνων εκείνων. » "Οταν εγινε δμως ειρήνη, ό βασιλιάς τής Σικελίας αντιμετώπισε τό πρόβλημα, πού αντιμετώπισαν σέ ανάλογες περιπτώσεις καί οί κυβερνήσεις άλλων χω­ ρών, τί νά κάνει δηλαδή τούς ήρωες καί πατριώτες, πού ήταν χρησιμότατοι μέν κατά τή διάρκεια τού άγώνος, άλλά άνοικονόμητοι, δταν ή κοινωνία επανέρχεται στήν κανονική της κατάσταση. »Τή λύση στό πρόβλημα του έδωκε ό ’Ανδρό­ νικος Β ' Παλαιολόγος, πού είχε παραμελήσει τό στρα­ τό καί τό ναυτικό καί δέχθηκε μέ ευγνωμοσύνη τή βοήθεια σώματος πεπειραμένων μισθοφόρων, οί ό­ ποιοι θά μπορούσαν νά υπερασπίσουν άποτελεσματικά τήν κινδυνεύουσα βυζαντινή αυτοκρατορία άπό τήν αύζανομένη δύναμη τών Τούρκων... ’Αρχηγός τών Καταλανών ήταν ό Ρογήρος ντέ Φλόρ (Roger de Flor), ένας άρχιπειρατής, γνωστό κάθαρμα τής Μεσογείου, πού ζήτησε πλούσια ανταλλάγματα τά όποια καί παραχώρησε ό ’Ανδρό­ νικος, πιεζόμενος άπό τήν άνάγκη. ’Ανάμεσα στά ανταλλάγματα αύτά ήταν ό γάμος του μέ τήν ανεψιά τοϋ αύτοκράτορος, καθώς καί ή ονομασία του ώς μεγάλου δουκός δηλαδή άρχιναύαρχου τοΰ βασιλι­ κού πλωίμου! Θά διέθετε, γιά νά βοηθήσει τό Βυ­ ζάντιο, 32 πλοία καί 10 χιλιάδες πολεμιστές, άπό τούς όποιους δμως μόνον οί 5 χιλιάδες ήταν άλμογάβαροι δηλαδή έπαγγελματίες πολεμιστές καί οί υ­ πόλοιποι μέλη τών οικογενειών τους. Δέν έδωσαν καί μεγάλη βοήθεια οί Καταλανοί στόν ’Ανδρόνικο, έκτος άπό μιά έπιχείρηση στή Μ. ’Ασία, στήν όποια άνάγκασαν τούς Τούρκους νά λύσουν τήν πολιορκία μιας πόλεως (τής Φιλα­ δέλφειας). Κατά τά άλλα άπό τήν πρώτη στιγμή, πού διαπεραιώθηκαν στή Θράκη καί τή Μ. ’Ασία, ήρθαν σέ προστριβή μέ τούς έντοπίους πληθυσμούς καί σ’ αύτό αιτία στάθηκε ή άρπακτική τους διά­ θεση. Είχαν άκόμη προστριβές μέ τούς Γενοάτες, πού τούς είδαν άπό τήν άρχή σάν άνταγωνιστές καί έχθρούς. Προχώρησαν δμως καί πιό πέρα, οί Κατα­ λανοί, προβαίνοντας σέ κάθε είδους βανδαλισμούς, ένώ ό άδίστακτος άρχηγός τους σκέφθηκε πώς εύκαιρία ήταν μοναδική γι’ αύτόν, νά ιδρύσει δικό του πριγκιπάτο στή Μ. ’Ασία. ’Ανήσυχος καί δυσαρεστημένος ό αύτοκράτο­ ρας τόν κάλεσε στήν Πόλη. Καί έκεΐνος πέρασε τά Στενά δχι δμως γιά νά ύπακούσει στήν έντολή του, άλλά γιά νά καταλάβει ένα φρούριο στήν Καλλίπολη καί από έκεΐ νά έπεκτείνει τήν κυριαρχία του σ’ ολόκληρη τή Χερσόνησο. Καί ό αύτοκράτορας τί έκανε; Καθώς δέν είχε δύναμη νά τόν πολεμήσει στή στεριά ή τή θάλασ­ σα, κατέβηκε ένα άκόμη σκαλοπάτι, στήν ταπεί­

2/6

νωση καί συμβιβάστηκε μαζί του, άπονέμοντας στόν φρικτό αύτόν εταίρο τόν τίτλο τοΰ καίσαρος. Μέ ένα δρο, νά «συνεχίσει» τόν πόλεμο μέ τούς Τούρκους. Δέν γνωρίζομε άν είχε ό Ροζέ ντέ Φλόρ σκοπό νά πολεμήσει τούς Τούρκους. ’Αλλά κι άν είχε, δέν τό πρόλαβε, γιατί δολοφονήθηκε στήν Άδριανούπολη άπό τό γιό τοΰ ’Ανδρονίκου καί συμβασιλέα του, Μιχαήλ Θ'. Μόλις ή είδηση έφθασε στήν Πό­ λη, ό λαός έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό άνακουφίσεως, άλλά δέν περιορίστηκε μόνο σ’ αύτόν: παρα­ συρμένος άπό τή δίκαιη οργή του έσφαξε κατά δε­ κάδες τούς έκεΐ έγκαταστημένους Καταλανούς. Τή μεταχείριση δμως αύτή τήν άνταπέδωσαν στούς 'Έλληνες οί Καταλανοί τής Χερσονήσου, δηλαδή τής Καλλιπόλεως, σφάζοντας τόν έντόπιο πληθυσμό καί συγκροτώντας μιά πειρατική μοίρα άπό οκτώ πλοία, μέ άρχηγό κάποιον Τέτζη, πού έ­ πιανε όλα τά διαπλέοντα τόν Ελλήσποντο πλοία. Χρειάστηκε μιά γενοατική μοίρα άπό 18 πλοία, ή όποια τά κατέστρεψε καί συνέλαβε τόν άρχηγό τους. Διωγμένοι δμως οί Καταλανοί άπό τόν Ελλή­ σποντο, έπλευσαν στά δυτικά, στόν "Αγιον "Ορος καί προχώρησαν στή Θεσσαλία καί τή Στερεά, άφοΰ δέ νίκησαν τούς Φράγκους ιππότες τών ’Α­ θηνών καί τής Θήβας, κυρίευσαν τήν ’Αθήνα, τήν όποια κράτησαν έπί ογδόντα χρόνια. Στή βασιλεία τοΰ ’Ανδρονίκου Β' καί συγκε­ κριμένα τό 1310 κατέλαβαν οί Φράγκοι τή Ρόδο, πού έμεινε στά χέρια τους μέχρι τό 1522, οπότε έπεσε στά χέρια τών Όσμανλήδων. Στά χρόνια αύτά τής ντροπής καί τής άδυναμίας προχώρησαν έλεύθεροι οί Τοΰρκοι στή Μ. ’Ασία. 'Ο σουλτάνος Όσμάν καί ό γιός του Όρχάν κατέλαβαν, δπως είδαμε, τή Νίκαια καί τήν Προύσα κι έφθασαν έτσι στίς άκτές τής Προποντίδας. ’Εκ­ μεταλλευόμενοι έξάλλου οί ’Οθωμανοί τή χρόνια, τήν άθεράπευτη άντιζηλία άνάμεσα στή Βενετία καί τή Γένοβα, μπόρεσαν ν’ άνακαταλάβουν, τό 1291, τίς τελευταίες κτήσεις, πού είχαν οί Χριστια­ νοί στή Συρία καί τήν Παλαιστίνη άπό τήν εποχή τών Σταυροφόρων. Ή διχόνοια αύτή άνάμεσα στούς 'Ενετούς καί τούς Γενοβέζους προκάλεσε ένα άλλο έπεισόδιο, πού άξίζει νά τό μνημονεύσουμε. ' Ο ένετικός στό­ λος μέ άρχηγό τόν Ρ. Μοροζίνη, μπαίνοντας στήν Προποντίδα άπό τό Αιγαίο, έστειλε δύναμη άπό 40 γαλέρες στό Γαλατά καί ζήτησε άπό τούς έκεΐ έγκατεστημένους Γενοάτες άποζημίωση γιά ένα ένετικό πλοίο, πού είχαν αιχμαλωτίσει Γενοάτες κουρ­ σάροι. Τριάντα δύο άπ’ αύτά τά πλοία άγκυροβόλησαν μέσα στόν Κεράτιο Κόλπο, ένώ τά 8 άλλα παραφύλαγαν στό στενότερο σημείο τοΰ Βοσπόρου, δπου καί κατακρατούσαν δλα τά γενοατικά πλοία πού κατέβαιναν άπό τόν Εΰξεινο. Σέ λίγες μέρες

81

Μετά τήν απελευθέρωση

ή θαλάσσια αύτή λωρίδα γέμισε άπό πλοία, δχι μόνο γενοατικά άλλά καί ελληνικά, πού μετέφεραν σιτάρι καί τό ψωμί άρχισε νά λείπει στήν Πόλη. Άπό τό άλλο μέρος οί ναύτες τών ένετικών πλοίων έκαψαν τό ναύσταθμο τών Γενοατών στό Γα­ λατά, οπότε έκεΐνοι άναγκάσθηκαν νά καταφύ­ γουν μέσα στά τείχη. Καί όταν έφυγαν οί Ενετοί πήραν άδεια άπό τόν αύτοκράτορα νά τειχίσουν τήν περιοχή τους. ’Έτσι άπέναντι άπό τήν άλλοτε Βασιλεύουσα στόν άπέραντο κόσμο τής αύτοκρα­ τορίας, ιδρύθηκε μιά ούσιαστικά άνεξάρτητη πολι­ τεία, πραγματικά κράτος έν κράτει, πού διοικεΐτο άπό έναν έζουσιαστή (Podestà) τόν όποιο διόριζε ή μητρόπολη, δηλαδή ή Γένοβα. Καί καθώς ή πολι­ τεία αύτή είχε λόγους νά έπαίρεται γιά μερικές νί­ κες της κατά τών ' Ενετών καί τών ναυτικών τής Πί­ ζας, άρχισε νά βλέπει μέ καταφρόνια τό Βυζάντιο, πού μέρα μέ τήν ήμέρα κατέρρεε. Μιά τέτοια έκδήλωση βρίσκομε τήν έποχή τοϋ ’Ανδρονίκου Γ' ( 1328-1341), όταν οί Γενοάτες, πού κατείχαν μέ συνθήκη τή Χίο, άρνήθηκαν νά τήν παραδώσουν, δταν έληξε ή συνθήκη (μάλιστα οί δυό άδελφοί Μπενέτοι, φιλονεικουσαν γιά τό ποιος θά τήν κρατήσει). Τότε ό ’Ανδρόνικος ναυ­ πήγησε στόλον άπό πλοία μέ δύο καί τρεις σειρές κουπιών (διήρεις καί τριήρεις, κατά τόν Καντακουζηνό, άνθ. 18). καθώς καί μονήρη. Μερικά άπ’ αύτά ήταν ίππαγωγά, πού μπορούσαν νά περιλάβουν συνολικά 300 ιππείς, μέ τήν πανοπλία καί τ’ άλογά τους. ('Ο άριθμός αύτός πρέπει νά είναι ύπερβολι­ κός). Μόλις τελείωσαν τίς ετοιμασίες οδήγησε ό ’ίδιος ό αύτοκράτορας τό στόλο στή Χίο, όπου έκαμε άπόβαση καί ετοιμάστηκε νά πολιορκήσει τήν πόλη. Δέν χρειάσθηκε δμως νά προχωρήσει στήν πολιορκία, γιατί οί Γενοβέζοι μνηστήρες τοΰ νησιού τό παρέ­ δωσαν χωρίς πόλεμο. Τό περιστατικό αύτό μαζί μέ άλλα μικρότερης σημασίας, έδειξαν τότε δτι μέ μιά μικρή άλλά πάν­ τως σοβαρή προσπάθεια μπορούσε τό Βυζάντιο νά ύψωθεί πάνω άπό τό τέλμα τής παρακμής καί νά έπιβάλει τό σεβασμό. Μετά τή Χίο ό ’Ανδρόνικος έπήγε στήν Παλαιά Φώκαια, δπου τόν δέχθηκε μέ τιμές ό Τούρκος διοικητής καί στή Νέα Φώκαια, δπου ό Γενοάτης φρούραρχος τοΰ δήλωσε ύποταγή. Συνέβη δέ ό Ενετός δούξ τής Νάξου Νικόλαος Σανοΰδος νά πέσει στά πόδια τοΰ αύτοκράτορα, γιά νά ζητήσει προστασία άπό τίς πειρατικές έπιδρομές τών Τούρκων, πού είχαν άπαγάγει ή σφάξει 15.000 κατοίκους τοΰ νησιοΰ, καθώς καί άπό τούς Καταλανούς. (Τό 1331 περσότεροι άπό 25 χιλιάδες χριστιανοί, 'Έλληνες καί Λατίνοι, σύρθηκαν στή σκλαβιά άπό τούς αίμοβόρους). 'Η άναλαμπή δμως αύτή δέν έπρόκειτο νάφωτίσει έπί πολύ τό ζόφο τής παρακμής. Γιά οικονομικούς

82

κυρίως λόγους, άρκέστηκε ό ’Ανδρόνικος στίς λί­ γες έπιτυχίες, πού μνημονεύσαμε καί, σάν γύρισε στήν Πόλη, παρόπλισε τά πλοία του. Τό άποτέλεσμα ήταν άμεσο. 'Ο Μπενέτος, άλλοτε ήγεμόνας στή Χίο, έφθασε στή γενοατική παροικία τοΰ Γα­ λατά, δπου παρέλαβε 8 άλλα πλοία καί έπλευσε νά καταλάβει τό νησί. Τόν άπέκρουσαν δμως οί κά­ τοικοι. ’Αργότερα ό Ντομένικο Άντρέα Κατανέο, μέ 17 πλοία, έπιτίθεται αιφνιδιαστικά στή Λέσβο καί κυριεύει δλα τά φρούρια. 'Ο ’Ανδρόνικος ετοί­ μασε στά βιαστικά τά παροπλισμένα πλοία καί βγή­ κε αύτοπροσώπως (ναύαρχος εθελοντής τοΰ στόλου γενόμενος, Γρήγορός ΧΙ-1). 'Ο στόλος του άποτελείτο άπό 84 μονάδες άπό τίς όποιες οί 44 ήταν δίκροτες καί τρίκροτες (2 καί 3 σειρές κωπηλατών). Καί ξαναπήρε τά φρούρια. Καινούρια έπίθεση τών Γενοβέζων μέ 22 πλοία, άποκρούσθηκε, μέ τή συνερ­ γασία ’Ανδρονίκου καί τοΰ Τούρκου Όμούρ, πού ήταν τότε φίλος τοΰ μεγάλου δομεστίκου Ίωάννου Καντακουζηνοΰ. Τά τελευταία χρόνια τής βασιλείας τοΰ ’Αν­ δρονίκου σημαδεύονται από τήν έντεινόμενη δρα­ στηριότητα τών Τούρκων. Μιά δραστηριότητα, πού μπορεί νά άντιμετωπισθεΐ μόνο ή κυρίως μέ ναυτική δύναμη. Οί Τοΰρκοι πολιορκούν δυό φο­ ρές τή Νικομήδεια, άλλά καί τίς δύο έκδιώκονται άπό δύναμη στρατοΰ καί στόλου. "Υστερα προσβάλλουν μέ 60 πλοία τή Χαλκιδική. 'Ο Τούρ­ κος σατράπης τής Σμύρνης Όμούρ στέλνει στόλον άπό 70 πλοία έναντίον τής Σαμοθράκης καί στά άπέναντι θρακικά παράλια. Ό ’Ανδρόνικος τούς διασκορπίζει. Καί πάλι τουρκικά πλοία, 36 τόν άριθμό, έπρόσβαλαν τά θρακικά παράλια, χωρίς δ­ μως έπιτυχία. ’Εννέα άλλα, πού έφθαναν πρός ένίσχυσή τους, συνήψαν νυκτερινή ναυμαχία μέ δύο μόνο βυζαντινούς δρόμωνες καί έπαθαν μεγάλη ζημιά. Οί χρόνιες έπιδρομές στά νησιά καί τά παράλια τοΰ Αιγαίου βυθίζουν τούς πληθυσμούς σέ άπόγνωση. Καί βαραθρώνουν τό γόητρο τοΰ έλληνικοΰ κράτους τής Κωνσταντινουπόλεως. Βλάπτουν δ­ μως καί τούς ύπηκόους άλλων κρατών. Γι’ αύτό μέ πρωτοβουλία τής Βενετίας συνάπτεται τό 1333 συμμαχία άνάμεσα στή Βενετία, τό Βυ­ ζάντιο, τόν Πάπα, τό βασιλέα τής Γαλλίας, τό βασι­ λέα τής Κύπρου, τήν Πίζα καί τή Γένοβα καί τό Μεγάλο Μάγιστρο τών 'Ιπποτών τής Ρόδου, μέ διάρκεια πέντε χρόνια καί σκοπό νά προστατέψει τούς χριστιανούς τής Ρωμανίας καί τά κτήματά τους άπό τούς Τούρκους. 'Η συμμαχία είχε τό δνομα Unione ("Ενωση) καί άρχηγός της, πού ήταν Ενε­ τός, Capitaneo Unionis. Αύτός ό άρχηγός πήρε τήν έντολή νά ένεργεί μέ πολλή διάκριση καί κατά τρό­ πον ώστε νά μή δυσαρεστήσει τόν αύτοκράτορα τής

Μετά τήν απελευθέρωση Κωνσταντινουπόλεως καί τό Μεγάλο Μάγιστρο τών ' Ιπποτών τής Ρόδου. Σ’ εκτέλεση τής συμμαχίας καί υστέρα άπό μακρές συζητήσεις αποφάσισαν νά συγκροτήσουν ναυτική δύναμη άπό 46 πλοία, στήν όποια τό Βυ­ ζάντιο μετέχει μόνο μέ 6, λιγότερα άπό τή Βενε­ τία καί τή Ρόδο. Συγκεκριμένα ή κατανομή έπρόβλεπε νά συνεισφέρουν ή Ρόδος καί ή Βενετία άπό 10 πλοία, ό βασιλεύς τής Κύπρου 6 καί άλλα τόσα ό αύτοκράτωρ τής Κωνσταντινουπόλεως, άνά 5 ή Πίζα καί ή Γένοβα καί 4 ό Πάπας. Μεγάλη διχογνωμία επικράτησε γιά τό ορμη­ τήριο τοΰ στόλου αύτοΰ, γιατί ό καθένας άπό τούς συμβαλλομένους ήθελε νά είναι στίς κτήσεις του γιά νά τίς προστατέψει, σέ περίπτωση έπιθέσεως, άπό τούς Τούρκους. Καμιά έπιχείρηση έναντίον τών Τούρκων δέν μάς διέσωσαν τά βενετικά άρχεΐα καί τοΰτο θά έγινε είτε άπό άδράνεια τών συμμάχων είτε γιατί οί Τοΰρκοι άπέφυγαν κάθε συνάντηση μα­ ζί τους, μέ τήν ελπίδα δτι γρήγορα θά διαλυόταν ή πρωτότυπη αύτή συμμαχία τών διαφόρων ήγεμόνων. Τό δλο δέ περιστατικό κατέδειξε τήν κατά­ σταση τής ελληνικής αύτοκρατορίας, πού κυκλω­ μένη άπό τούς Τούρκους δέν είναι σέ θέση νά διαθέ­ σει παρά 6 μόνο πλοία. 'Ο ’Ανδρόνικος Γ', πού συνειδητοποιεί τήν κατάπτωση, άναθέτει στόν ’Αλέξιο Άπόκαυκο, νά άνασυγκροτήσει τό στόλο. Καί θέτει γι’ αύτό στή διάθεσή του 10 χιλιάδες χρυσά νομίσματα. 'Ο άνανεωμένος στόλος, πού βγαίνει άπ’ αύτή τήν προσπάθεια, έχει μιά σοβαρή έπιτυχία: συναντά έξω άπό τή Χίο, 9 τουρκικά πλοία καταδρομής καί τά βυθίζει αύτανδρα. Τό μαρτυρολογίο τών πληθυσμών δέν σταματά μέ τό θάνατο τοΰ ’Ανδρονίκου, τό 1341 καίτήνάνοδο στό θρόνο τοΰ διαδόχου του, Ίωάννου Ε' Παλαιολόγου (1341-1376). ’Από τόν κατάλογο πού έχουν συντάξει διάφοροι συγγραφείς μαθαίνομε δτι μόνο κατά τόν 14ον αιώνα καί μέχρι τό 1354 είχαν κάμει οί Τοΰρκοι δεκαπέντε μεγάλες επιδρομές έναντίον τών έλληνικών νησιών καί παραλίων. Σέ μιά άπ’ αύτές, τό 1343 μέ 40 πλοία, άπήγαγαν άπό τή Νάξο 6000 κατοίκους. Γιατί δέν ήταν τά λάφυρα μόνο πού άποκόμιζαν οί δήμιοι, άλλά καί οί αιχμάλωτοι, μέ τούς όποιους έπάνδρωναν τά καράβια τους ή τούς οποίους πωλοΰσαν σκλάβους στά σκλαβοπάζαρα. Γιά τήν προστασία τών νησιών συγκρότησαν τότε οί 'Ενετοί στόλο καί πολλές πραγματοποίη­ σαν έπιχειρήσεις, κατά τίς όποιες κατέλαβαν τή Σμύρνη, τόν καιρό πού οί Γενοβέζοι συνέχιζαν μέ σύστημα τή διάλυση τής έπικρατείας τοΰ Βυζαν­ τίου. Μιά γενοατική συμμορία κατέλαβε, τό 1346 τή Χίο, τό 1358 τήν Παλαιά Φώκαια καί τό 1355 ό Γενοάτης Κατελούζιο έπωφελήθηκε άπό τή διαμάχη τοΰ αύτοκράτορος (’Ιωάννη Ε') μέ τόν Ί. Καντα-

κουζηνό καί κατέλαβε τή Λήμνο. Ούσιαστικά οί Γενοβέζοι είχαν τήν έποχή αύτή μονοπωλήσει τό έμπόριο στόν Εΰξεινο καί τό βόρειο Αιγαίο. Οί Φράγκοι καί κυρίως οί 'Ενετοί, σέ πολλές πε­ ριοχές, έπέβαλλαν ύποχρεωτική εισφορά στούς κατοίκους, γιά τήν έξάρτυση τών πλοίων τους. Πολ­ λοί 'Έλληνες στρατιώτες ύπηρετοΰσαν ύπό τούς Ενετούς , σύμφωνα μέ τό πολύτιμο ύλικό πού δημο­ σίευσε ό Σάθας άπό τά βενετικά άρχεΐα. ’Ανάμεσα στούς 'Έλληνες αύτούς έκλεκτή θέση κατείχαν οί Κρητικοί, πού άποτελοΰσαν ιδιαίτερο σώμα, ανά­ λογο μέ τό σημερινό σώμα τών πεζοναυτών. Πέρα άπ’ αύτά σημαντικές άποφάσεις τής ένετικής Γε­ ρουσίας καθόριζαν τούς δασμούς καί τέλη άγκυροβολίας, τούς ναύλους στίς διάφορες κτήσεις τής Γαληνοτάτης στό Αιγαίο καί διέγραφαν τίς σχετι­ κές άρμοδιότητες — σέ περίπτωση άμφισβητήσεως — τής δουκικής Αύθεντίας καί τών κατά τό­ πους προξένων καί ρεκτόρων. ’Επιβλητική στό Αιγαίο άπλωνόταν ή σκιά τής ένετικής κυριαρχίας. ’Εξάλλου τό 1360 δέκα τουρκικές (ή τουρκομανικές) δυναστείες κατείχαν τή Μ. ’Ασία, δυναστείες πού είχαν προέλθει άπό τή διάλυση τοΰ κράτους τοΰ Ίκονίου δηλαδή τών Σελτζουκιδών. 'Όπως σημειώθηκε ήδη άπό τά παράλια τής Μ. ’Ασίας έπήδησαν οί Τοΰρκοι στήν Εύρώπη. Γιά πρώτη φορά έγκαταστάθηκαν μόνιμα στή Χερσό­ νησο τής Καλλιπόλεως, τόν καιρό τοΰ έμφυλίου πολέμου άνάμεσα στούς στρατηγούς Ί. Καντακουζηνό καί Άπόκαυκο. Κατά τόν πόλεμον αύτόν ό Καντακουζηνός έκαμε τήν έπονείδιστη πράξη νά ζητήσει τή συνδρομή τους. Κυρίεψαν τότε οί Τοΰρκοι ένα φρούριο (τής Τζύμπης) στή Χερσόνησο, τό ένίσχυσαν καί, χρησιμοποιώντας το γιά ορμη­ τήριο, κατέλαβαν τό 1356 τή Χερσόνησο, τήν ό­ ποια καί άποίκισαν μέ ομοφύλους των. ’Έγιναν έν τούτοις μερικές προσπάθειες γιά τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου. 'Όταν, τό 1347, τελείωσε ό έμφύλιος πόλεμος Καντακουζηνοΰ-Άποκαύκου, ό Ί. Καντακουζηνός, πού έπικράτησε καί συμβα­ σίλεψε μέ τόν ’Ιωάννη Ε' τόν Παλαιολόγο μέχρι τό 1355, έφρόντισε νά συγκροτήσει τό συντομότερο στόλο. Τήν έργασία αύτή τήν άνέθεσε στόν πρωτοστάτορα Φωκεωλάτο καί άπό τήν άνοιξη τοΰ 1348 δλα τά ναυπηγεία τοΰ Κόλπου (Κερατίου) άρχι­ σαν νά δουλεύουν έντατικά. Οί Γενοβέζοι άνησύχησαν πολύ γιά τήν τύχη τοΰ έμπορίου τους καί άναζητοΰσαν τήν πρόφαση γιά νά έμποδίσουν τήν κατασκευή τοΰ στόλου. ’Επιτέθηκαν λοιπόν μιά νύκτα στό γειτονικό συνοικισμό τής Περαίας καί έκαψαν τά σπίτια του. Τήν επομένη, 15 Αύγούστου 1348, έξόπλισαν όκτώ γαλέρες κι άλλα μικρότερα πλοία, μέ τά όποια έπέδραμαν στήν παραλία τής Κωνσταντινουπόλεως πού βλέπει στόν Κεράτιο, δπου ύπήρχαν ξύλα γιά 83

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Μετά τήν άπελενθέρωση

84

Μετά τήν απελευθέρωση

ναυπήγηση πλοίων καί οικίες — καί τούς έβαλαν φωτιά. ’Έκαψαν άκόμη ή άρπαξαν όσα έμπορικά πλοία τοϋ Βυζαντίου βρήκαν έκεί αγκυροβολημένα καί δρμησαν στά ναυπηγεία τοΰ Κερατίου, όπου ναυπηγούντο τά καινούρια σκάφη καί τά κατέκα­ ψαν δλα, έκτος άπό τρία. 'Η κακουργία τους δέν έσταμάτησε σ’ αύτό. Έγκατέστησαν άποκλεισμό καί άρχισαν νά πιά­ νουν τά πλοία πού έφθαναν άπό τό Βόσπορο, μέ άποτέλεσμα νά παρουσιαστεί έλλειψη τροφίμων στήν Πόλη. Τοποθέτησαν άκόμη σέ μιά μεγάλη όλκάδα, τών 500 καί πλέον τόννων, μυριοφόρο, δηλα­ δή μυρίων στατήρων) λιθοβόλο μηχανή, μέ τήν όποια άρχισαν νά ρίχνουν βαριά λιθάρια στίς συνοι­ κίες πού έβλεπαν στόν Κεράτιο Κόλπο. Τρομαγμένοι, οί κάτοικοι τών συνοικιών αυ­ τών, έζήτησαν τήν προστασία τοΰ αύτοκράτορος. ’Εκείνος τοποθέτησε σέ κατάλληλο μέρος τοΰ τεί­ χους λιθοβόλους μηχανές, μέ τίς όποιες μεγάλες προκάλεσαν οί 'Έλληνες ζημίες στίς οικίες τών Γενοβέζων καί τά άγκυροβόλιά τους. Διέταξε δέ νά αρχίσει άμέσως ή ναυπήγηση καινούριων πλοίων καί μάλιστα στό λιμένα τοΰ Κοντοσκαλίου, πού βρισκόταν στό νότιο τείχος, στήν Προποντίδα καί δέν τό έφθανε εύκολα ή κακία τών Γενοβέζων. Τά άπαραίτητα γιά τήν κατασκευή υλικά δρισε νά με­ ταφέρονται έκεί διά ξηράς πάνω σέ ζώα καί άμαξες, έπειδή άπό τή θάλασσα τοΰ Κόλπου έλειπε ή άσφάλεια. Είναι ν’ άπορεί κανείς μέ τήν κατάπτωση τής έποχής έκείνης. ’Έλειπε βέβαια ή διάθεση άπό τό λαό νά ύπηρετήσει στό ναυτικό καί νά πολεμήσει στή θάλασσα. Άλλά τί έγιναν οί καραβομαραγκοί, πού άλλοτε άφθονοΰσαν στήν Πόλη καί τά περίχω­ ρά της; Οί πατέρες τους είχαν ναυπηγήσει σειρές άπό δρόμωνες καί χελάνδια, πού συγκρότησαν στό παρελθόν κραταιούς στόλους καί τώρα αύτοί δέν στάθηκαν ικανοί νά ναυπηγήσουν λίγα καράβια μέ τήν άπαραίτητη ευστάθεια. Καί ιδού πώς! Τήν άνοιξη τοΰ 1349 τελείωσαν τά τρία πλοία, πού είχαν γλυτώσει άπό τή φωτιά τών Γενοβέζων καί αργότερα τά άλλα τοΰ Κοντοσκαλίου, έννέα τόν άριθμό. Στά πρώτα τή διοίκηση άνέλαβε ό Φωκεωλάτος καί στά άλλα ό Τζαμπλάκων ή Ζαμπλάκων, πού πήρε μάλιστα τό βαθμό τοΰ μεγάλου δουκός. Άλλά τί καράβια ήταν αύτά; Μέ δυό σειρές κου­ πιών, τή μιά πάνω στήν άλλη καί δυό βαριούς πύρ­ γους στό κατάστρωμα, έπανδρωμένα μέ τοξότες καί άλλους πολεμιστές περσότερους τοΰ κανονικοΰ, εί­ χαν μειωμένη εύστάθεια καί σέ μιά καταιγίδα, άνοιξιάτικη, τά περισσότερα άνατράπηκαν. Έχάθηκαν τά πληρώματα καί μαζί τους ό κυβερνήτης τής ναυαρχίδος τοΰ Τζαμπλάκωνος, Μιχ. Φιλανθρωπηνός. Τά άλλα αιχμαλωτίστηκαν άπό τούς Γενο­ βέζους, πού κέρδισαν μιά νίκη χωρίς μάχη. 'Ο άρ-

χηγός τους Τζαμπλάκων έδειξε ανικανότητα καί άπειρία. Τό 1350 οί Ενετοί έκαμαν πόλεμο μέ τούς Γενο­ βέζους, κατά τόν όποιο ό Καντακουζηνός διέθετε στούς πρώτους 14 πολεμικά, πού μπόρεσε νά συγ­ κεντρώσει. 'Ο πόλεμος αύτός κράτησε πέντε χρό­ νια καί έγινε τόσο στήν Προποντίδα δσον καί σέ μακρινά ΰδατα. Στή συνέχεια τών ναυτικών γεγονότων βλέπομε τό ναυτικό νά γίνεται όργανο στή θλιβερή διαμά­ χη γιά τό θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως, μέ πρω­ ταγωνιστές τόν ’Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο καί τό Ματθαίο Καντακουζηνό, γιό τοΰ συμβασιλέως του ’Ιωάννη Καντακουζηνοΰ. 'Ο ’Ιωάννης Παλαιολόγος, μέ μικρή δύναμη άπό 2 δρόμωνες καί 16 γαλέρες, κατέφυγε στήν Τένεδο άπ’ όπου συνεννοείτο μέ τούς φίλους του στήν Κωνσταντινούπολη. "Οταν ή κατάσταση έκλινε πρός τό μέρος του, κίνησε νύ­ κτα μέ τό στόλο του άπό τήν Τένεδο, πέρασε τόν Ελλήσποντο καί, μέ δυό ήμερών ταξίδι στήν Προ­ ποντίδα, έφθασε άπροσδόκητα στήν Πόλη καί βγή­ κε στό λιμάνι τοΰ Νεωρίου. 'Ο Ματθαίος άπομακρύνθηκε άπό τήν Πόλη καί ό πατέρας του ’Ιωάν­ νης εξακολούθησε νά συμβασιλεύει μέ τόν Παλαιολόγο. Γιά λίγο δμως. Γιατί άργότερα, τό 1355, κάλεσε τή Σύγκλητο καί σάν βεβαιώθηκε δτι είχε χά­ σει τό άπαραίτητο κύρος, έγκατέλειψε τό θρόνο καί φόρεσε τό σχήμα τοΰ μοναχοΰ, μέ τό δνομα Ίωάσαφ. 'Ο ’Ιωάν. Παλαιολόγος, πού έμεινε, έβασίλευσε μέχρι τό 1376. 'Ο ’Ιωάννης Ε' διατήρησε τή φιλία τοΰ Καντα­ κουζηνοΰ μέ τό σουλτάνο Όρχάν, όταν δμως έκεΐνος πέθανε, ό γιός του Μουράτ Α' άρχισε πόλεμο κατά τοΰ Βυζαντίου. Έπρόσβαλε τήν άνατολική Θράκη καί κατέλαβε τίς πόλεις Φιλιππούπολη καί Άδριανούπολη, κυκλώνοντας έτσι τό Βυζάντιο. 'Ο Μουράτ μετέφερε τήν έδρα του άπό τή Μ. Άσία στήν Άδριανούπολη καί άρχισε νά άπειλεΐ τή Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλη τής αύτοκρατορίας. Απώτερο στόχο είχε τήν Πόλη. ’ Απέθανε δμως καί ό γιός του Βαγιαζήτ ετοιμάσθηκε νά πραγματο­ ποιήσει τούς στόχους τοΰ πατέρα του. Βλέπον­ τας τόν κίνδυνο ό ’Ιωάννης Ε' άρχισε νά έπισκευάζει τά τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως, άλλά τόν υποχρέωσε ό Βαγιαζήτ νά σταματήσει, διαφορετι­ κά θά τύφλωνε τό γιό του Μανουήλ, πού βρισκόταν στήν Αύλή του. "Οταν ό Μανουήλ έφυγε κρυφά άπό έκεί καί ά­ νέλαβε αύτοκράτορας, ώς Μανουήλ Β' (1391-1425), ό Βαγιαζήτ τοΰ παρήγγειλε νά κλείσει τίς πύλες τής Πόλης καί νά βασιλεύει μέσα σ ’ αύτήν γιατί τό καθε­ τί πού βρίσκεται έζω είναι δικό του. Δηλαδή ούσιαστικά ή πρωτεύουσα διατελοΰσε σέ κατάσταση πο­ λιορκίας. Τό μόνο πού τήν έσωζε ήταν δτι οί Τοΰρ-

85

Μετά τήν απελευθέρωση

κοι δέν διέθεταν τόν άπαιτούμενο στόλο καί δέν μπορούσαν νά τήν άποκλείσουν άπό τήν θάλασσα ή ν’ άποκόψουν τίς θαλάσσιες συγκοινωνίες της. Καί τοΰτο, μόλον πού κατείχαν καί τίς δύο άκτές τοΰ Ελλησπόντου. Τοΰτο δέν σημαίνει πώς οί Τούρκοι δέν είχαν ναυτικό. ’Ήδη άπό τό 1390 ό πρώτος πολεμικός τους στόλος παρουσιάσθηκε στό Αιγαίο, κατέλαβε τά λιμάνια τών ναυτικών εμιράτων καί έρήμωσε τά νησιά καί τίς άκτές τής ’Αττικής. Τό 1391, ή ’Αττάλεια, τελευταίο λιμάνι τοΰ εμίρη τοΰ Τεκέ, έγινε τό πρώτο πολεμικό λιμάνι τών ’Οθωμανών στή Μεσόγειο. Μέ κατάλληλη ορ­ γάνωση θά μποροΰσε νά συνδράμει άπό τή θάλασ­ σα στόν άποκλεισμό τής Κωνσταντινουπόλεως, τά έτη 1392-1402. ’Από τά μέσα ήδη τοΰ Μου αίώνος έπεσαν στή δυτική ’Ασία σάν θύελλα οί Τάταροι, μέ άρχηγό τόν Ταμερλάνο, τόν όποιο άντιμετώπισε ό Βαγιαζήτ στή μάχη τής Άγκύρας, τό 1402. Σ’ αύτήν ό Τοΰρκος σουλτάνος νικήθηκε κατά κράτος καί έπε­ σε στά χέρια τοΰ Ταμερλάνου, γιά νά πεθάνει στήν αιχμαλωσία. 'Ο θάνατός του καί οί πόλεμοι πού ξέσπασαν γιά τή διαδοχή άνάμεσα στούς γιούς του έδωκαν κάποια άνεση ζωής στό λιπόθυμο Βυζάντιο. ' Ο Ταμερλάνος έξάλλου, καθώς δέν είχε πλοία νά διαπεραιωθεί στήν Ευρώπη, γύρισε στά βάθη τής ’Α­ σίας, άφοΰ λεηλάτησε άγρια τίς δυτικομεσημβρινές χώρες της. 'Ο Μανουήλ Β', πού είχε αφήσει τήν Πόλη καί γύριζε στήν Εύρώπη εκλιπαρώντας βοήθεια, σάν έμαθε τήν καταστροφή τοΰ Βαγιαζήτ, γύρισε τό 1403 στήν έδρα του. Τότε συμμάχησε μέ τόν Τούρ­ κο ήγεμόνα Σουλεϊμάν (τό διάδοχο τοΰ Βαγιαζήτ), παίρνοντας έκτύς άπό τούς ομήρους γιά άσφάλεια ορισμένα φρούρια γύρω άπό τήν Κωνστα­ ντινούπολη, τή Θεσσαλονίκη καί μερικές πόλεις τής Μακεδονίας. Κατόπιν ό Σουλεϊμάν πήρε γυναί­ κα του μιά άπό τίς άνεψιές τοΰ Μανουήλ καί μέ τό ευτυχές αύτό γεγονός έπέστρεψε στόν αύτοκράτορα όλες τίς παράλιες πόλεις τής Μ. ’Ασίας. Στό περιστατικό αύτό εντοπίζουν — καί όρθά — ορισμένοι ιστορικοί μιά σπουδαία ευκαιρία (γιά τόν Μανουήλ Β' Παλαιολόγο) νά συγκροτήσει άξιόλογη ναυτική δύναμη, πού ή έλλειψή της ήταν αιτία τόσων δεινών καί όδηγοΰσε τό κράτος στόν άφανισμό. 'Υπήρχαν ύλικά άφθονα καί ναυπηγεία πολ­ λά στίς διάφορες πόλεις καί προπάντων άξιοι ναυτι­ κοί, νά επανδρώσουν τή ναυτική δύναμη. - ‘Αλλά, σημειώνει σχετικά ό Παπαρρηγόπουλος, ό Μανουήλ δχι μόνο δέν συγκρότησε τόν άπαιτούμενο στόλο αλλά καί διέλυσε τά υπάρχοντα λείψανά του. Οί Παλαιολόγοι είχαν άποβάλει κάθε ήθικόν θάρρος καί κάθε πολιτική σύνεση.

86

IV. Ό έχΘρός προχωρεί Μετά τή δολοφονία τοΰ Σουλεϊμάν, ό διάδοχός του Μούσα (Μωυσής) ήλθε σέ ρήξη μέ τό Μανουήλ καί μάλιστα νικήθηκε στή θάλασσα άπό τό βυζαντι­ νό στόλο, συγκροτημένο γιά τήν περίσταση. Τόν διοικούσε ένας άπό τούς νόθους γιούς τοΰ Μα­ νουήλ Β', μέ τό όνομα ’Εμμανουήλ. 'Ο Μούσα γιά νά έκδικηθεί τήν ήττα του πολιόρκησε τήν Κων­ σταντινούπολη. Κι ό Μανουήλ ζήτησε τή συνδρο­ μή τοΰ Μωάμεθ, άδελφοΰ καί άντιπάλου τοΰ Μού­ σα. Μέ τή βοήθεια τοΰ Μωάμεθ έδιωξε καί σκότωσε τό Μούσα, τό 1414 καί ό Μωάμεθ έμεινε μόνος κύ­ ριος στούς Όσμανλήδες. 'Ο Μωάμεθ Α', μέχρι τέλους τής βασιλείας του, τό 1421, έμεινε πιστός φίλος τοΰ Βυζαντίου καί προ­ σωπικά τοΰ Μανουήλ. Ήταν μιά ειρηνική άνάπαυλα, πού αύτήν έστω έπρεπε νά έκμεταλλευθεί ό Μα­ νουήλ προκειμένου νά ετοιμαστεί γιά τή μεγάλη άναμέτρηση. Ή τουρκική πλημμυρίδα δέν έπαυσε νά προχωρεί στήν ’Ασία καί κυρίως στήν Εύρώπη κι ό άγώνας θά άρχιζε άναπόφευκτα μέ τό θάνατο τοΰ φιλικοΰ σουλτάνου. ’Έτσι καί έγινε. 'Ο διάδοχός του, Μουράτ Β', πολιόρκησε τήν Κωνσταντινούπολη, τό 1422, επί τρεις μήνες καί μάλιστα χρησιμοποίησε γιά πρώτη φορά πυροβολικό. ’ Επανέλαβε αργότερα τήν πο­ λιορκία, άλλ’ άποχώρησε ύστερα άπό συμφωνία μέ τόν καινούριο βασιλέα, ’Ιωάννη Η' (1425-1448), γιό τοΰ Μανουήλ. Δέν είχε ό Μουράτ ναυτική δύ­ ναμη, γιά νά ύποστηρίξει τήν πολιορκία άπό τή θά­ λασσα. Τό 1430 πολιόρκησε καί κατέλαβε τή Θεσσαλο­ νίκη, πού τώρα κατείχαν οί Ενετοί (τούς τήν είχε πωλήσει ό δεσπότης της ’Ανδρόνικος, τόν ’Ιούλιο τοΰ 1423). Οί Ενετοί, χωρίς καμιά προετοιμασία σέ στρατό ή στόλο, άφησαν μόνους τούς "Ελληνες νά μάχονται καί έφυγαν άπό τή θάλασσα. Καί οί 'Έλληνες ύπέστησαν τίς σφαγές καί πλήρωσαν τό βδελυρό τίμημα τής λεηλασίας. 'Ύστερα ό Μουράτ πήρε τά Γιάννενα. Στήν έποχή τοΰ ’Ιωάννη Η', τοποθετεί ό Λουΐ Μπρεγιέ, μέ κάποια είναι άλήθεια έπιφύλαξη, τό τελευταίο κατόρθωμα τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου. 'Ο στόλος αύτός, άγνωστο μέ πόσα πλοία, κατόρ­ θωσε νά άπωθήσει μιά γενοατική επίθεση κατά τής Κωνσταντινουπόλεως καί νά πολιορκήσει τό Γα­ λατά. Πολύ περιορισμένη ήταν ή έπικράτεια, στήν όποια βασίλευε ό αύτοκράτωρ τών Ρωμαίων ’Ιωάν­ νης Η': ή πρωτεύουσα, ελάχιστο μέρος τής ’Ανα­ τολικής Θράκης, οί πόλεις Μεσημβρία καί Δέρκα στόν Εΰξεινο καί τό Δεσποτάτο τοΰ Μόριά, μακρι­ νό βέβαια, πού τυπικά είχε εξάρτηση άπό τήν Πό­

Ή άλωση λη, άλλά ούσιαστικά ήταν αύτόνομο. Στή θάλασσα κυριαρχούσε ό στόλος τών ’Οθωμανών. "Οταν ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δεσπότης τότε τοΰ Μόρια, έπήγε τό 1441 στή Λέσβο γιά νά νυμφευθεί τήν Κατερίνα Γκαττιλούζιο, συνοδευόμενος άπό μιά αύτοκρατορική μοίρα, μέ διοικητή τό δρουγγάριο Λουκά Νοταρά (πού έγινε κατόπιν μέ­ γας δούξ), συνάντησε μπροστά στή Λήμνο 60 πλοία, τά όποια τόν άνάγκασαν νά βγει στή στεριά, δπου καί τόν πολιόρκησαν έπί 27 ήμέρες. Καθώς λοιπόν πλησίαζε ό κίνδυνος επισκεύασε ό βασιλιάς ’Ιωάννης τά τείχη καί ζήτησε βοήθεια άπό τή Δύση. Τό 1437, μέ πολυμελή συνοδεία άπό τόν πατριάρχη καί ξακουσμένους λογίους, πήγε διά θαλάσσης στή Βενετία, μέ στολίσκο άπό 4 παπικές γαλέρες καί άλλα τόσα βυζαντινά χελάνδια. 'Εβδο­ μήντα περίπου ήμέρες (27 Νοεμβρίου 1437 μέχρι 3 Φεβρουάριου 1438), χρειάστηκε ό στολίσκος γιά νά κάμει τό ταξίδι αύτό, παραπλέοντας τήν Πελοπόν­ νησο. Στήν ’Ιταλία τόν υποδέχθηκαν μέ μεγαλοπρέ­ πεια, ύπέγραψαν τήν ένωση τών δύο ’Εκκλησιών, άλλά βοήθεια δέν τοΰ έδωκαν σπουδαία: δέκα μό­ νο γαλέρες άπό τό δούκα τής Βουργουνδίας καί άλ­ λες δέκα τοΰ Πάπα, πού έπλευσαν στόν 'Ελλήσπο­ ντο γιά νά εμποδίσουν τόν Μουράτ, ό όποιος πολεμοΰσε στή Μ. Άσία, νά γυρίσει στήν Άδριανούπολη. Κι αύτή δμως ή δουλειά δέν έγινε σωστή. Τήν ώρα πού τά δυτικά πλοία βρίσκονταν στό νότιο στόμιο τοΰ ' Ελλησπόντου, ό Μουράτ μπόρεσε νά πε­ ράσει τό στρατό του άπό τό στενότερο μέρος του, στή Χερσόνησο τής Καλλιπόλεως. Χρησιμοποίη­ σε μάλιστα γι’ αύτό γενοβέζικα καί κατ’ άλλους ένετικά πλοία, τά όποια έπρόσφεραν πρόθυμα τίς ύπηρεσίες των στόν Τοΰρκο, μέ άντάλλαγμα ένα δου­ κάτο (ή 100 άσπρα) γιά κάθε στρατιώτη. ’Έτσι βρέθηκε ό Μουράτ άπρόοπτα στά πλευρά τών χριστιανών καί έδωσε μάχη μαζί τους στή Βάρ­ να, τό Νοέμβριο τοΰ 1444 καί τούς ένίκησε. Πήρε άκόμη ό Παλαιολόγος ύπόσχεση γιά μιά ναυτική έπέμβαση, ή όποια δμως δέν έγινε, παρά τό 1444. Θά συνδυαζόταν μέ μιά έπίθεση διά μέσου τών Βαλκανίων τοΰ Βλαντισλάβ Ζαγκελλόν, βασιλέως τής Πολωνίας καί τής Ούγγαρίας. 'Η εκστρατεία δμως αύτή άπέτυχε τελείως. Μετά τήν καταστροφή τής Βάρνας ό Βαντέν (Wantin), άρχηγός τοΰ στόλου τής Βουργουνδίας δέν τόλμησε νά γυρίσει στή Βενε­ τία, χωρίς νά έχει επιτύχει τήν παραμικρή νίκη. Γι’ αύτό άνέπλευσε τό Δούναβη δπου συνάντησε τόν ούγγρικό στρατό, διοικούμενο άπό τόν ’Ιωάννη Χουνιάδη. ’Αρχές δμως τοΰ 1446 τά πλοία τών Βουργουνδών γύρισαν στή δυτική Μεσόγειο, εκτός άπό δύο

πού έμειναν στά νερά τής Κωνσταντινουπόλεως γιά τήν άμυνά της. Τό ένα άπ’ αύτά τό άρπαξαν σύν­ τομα Καταλανοί πειρατές, τό άλλο δμως, ένα μεγά­ λο πλοίο, παρέμεινε μονίμως στήν Πόλη μέχρι τό 1450 (τί άπέγινε μετά, δέν γνωρίζομε).

V. Ή "Αλωση Τό 1448 πέθανε ό ’Ιωάννης καί τόν διαδέχθηκε στό θρόνο — πού θά γινόταν σέ λίγο σταυρός μαρ­ τυρίου — ό δεσπότης τοΰ Μορέως Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάτσης, ώς Κωνσταντίνος ΙΑ'. 'Ο καινούριος αύτοκράτορας πήγε στήν Πόλη μέ γενοατικό πλοίο. Άπό τήν πλευρά τών Τούρκων, τό 1451, τό σουλτάνο Μουράτ διαδέχθηκε ό Μωάμεθ Β ', πού θά έμενε στήν ιστορία μέ τόν τίτλο τοΰΠορθητοϋ. 'Η κορυφαία ώρα γιά τήν τελική άναμέτρηση είχε φθάσει. Ούσιαστικά δέν έπρόκειτο περί άναμετρήσεως, άλλά γιά μιά έντιμη πάλη μέ τό πε­ πρωμένο. ' Ετοιμασμένος γιά τή μεγάλη θυσία ό Κωνσταντί­ νος έπισκεύασε τά τείχη καί προσπάθησε νά συγκεν­ τρώσει δυνάμεις. Άπό ποΰ δμως νά άντλήσει δυ­ νάμεις; 'Η μεγάλη Πόλη, πού άλλοτε είχε ένα εκα­ τομμύριο καί άργότερα 500 χιλιάδες κατοίκους, μό­ λις άριθμοΰσε τούς 70 μέχρι 80 χιλιάδες. 'Ο λαός άπληστος, άδιάφορος καί άκόλαστος δέν είχε διάθε­ ση νά πολεμήσει, ό δέ κλήρος, άντιδρώντας φανατι­ κά στήν ένωση τών ’Εκκλησιών είχε δημιουργήσει τήν κίνηση τών ζηλωτών, άπό τούς όποιους στά μέσα τοΰ Μου αίώνος βγήκαν οί ήσυχασταί. Οί ήσυχασταί θεωροΰσαν δτι κάθε άπασχόληση μέ τά εγκόσμια προέρχεται έκ τοΰ πονηροΰ καί πίστευαν, δτι έπικοινωνεΐ ό άνθρωπος πρός τό θειον μέ τήν έκσταση καί τή μόνωση. Τή στάση μιας μερίδας αύτοΰ τοΰ λαοΰ καί τοΰ κλήρου έμπρός στόν επικείμενο ύπέρτατο άγώνα, είχε διατυπώσει, έπιγραμματικά θά έλεγε κανείς, ένας ανθενωτικός άξιωματοΰχος, ό μέγας δούξ Λουκάς Νοταράς, μέ τά παροιμιώδη λόγια: Κρειττότερόν έστιν ίδέναι έν μέση τή πόλει φακιόλιον βασί­ λευαν Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν. Άπό τό λαό λοιπόν αύτόν έστρατολόγησε ό Παλαιολόγος 4973 άνδρες. Μήπως δμως μποροΰσε νά ναυπηγήσει πλοία; Τά νεώρια πού είχαν άλλοτε τόση ξυλεία καί σχοι­ νιά καί ποικίλα ύλικά, ώστε νά κατασκευάζουν εκατοντάδες σκάφη σέ ολίγο σχετικά χρόνο, έγνώρισαν τήν έγκατάλειψη καί παρουσίαζαν τήν εικόνα τής έρημίας. Καθόλου λοιπόν περίεργο δτι στόν Κε­ ράτιο Κόλπο, πού άλλοτε έλάμπρυνε ή επιβλητική θεωρία κραταιών στόλων, ύπήρχαν τίς παραμονές τής Άλώσεως 26 πλοία, άπό τά όποια 10 μόνο άνήκαν στόν αύτοκράτορα. Τά άλλα ήταν γενοατικά καί ένετικά. 87

Ή άλωση 'Υπήρχε άκόμη καί ή ξένη βοήθεια, άλλά πό­ ση; Γύρω στούς 2000 άνδρες. Άπ’ αύτούς ή πλέον άξιόλογη ήταν 700 Γενοάτες, μέ διοικητή τόν ’Ιωάν­ νη Ζουστινιάνι.

Άντιθέτως οί Τούρκοι μπόρεσαν νά παρατάξουν 200.000 άνδρες καί πολλά πλοία. Οί συγγραφείς δέν συμφωνούν στόν άριθμό τους, αλλά πρέπει νά ήταν γύρω στά 150. ’Ανάμεσα σ’ αύτά ύπήρχαν 12 χον­ δρές γαλέρες, 70-80 μεγάλες φούστες, δηλαδή δίκροτα πειρατικά πλοία καταδρομής, 20-25 παρανδάριες (εξοπλισμένα φορτηγά) καί τά ύπόλοιπα μπριγκαντίνια (πλοία ιστιοφόρα, πού είχαν καί κουπιά, άντίστοιχα πρός τά βρίκια τών νεωτέρων χρόνων). Μετά τό πυροβολικό, ό στόλος ήταν τό μεγάλο άτού τού σουλτάνου. Σ’ όλες τίς μέχρι τότε πολιορ­ κίες οί προκάτοχοί του καί προπάντων ό Μουράτ Β ' δέν είχαν τόν άπαιτούμενο στόλο γιά ν’ άποκλείσουν τήν Πόλη άπό τή θάλασσα, πού έμενε άνοικτή γιά τόν έφοδιασμό τών πολιορκουμένων. Κι δταν ά­ κόμη τόν έφοδιασμό δέν τόν εξασφάλιζε τό βασιλι­ κό πλώιμο, ύπήρχαν πάντοτε ένετικά ή γενοατικά πλοία, πού έκτελοΰσαν αύτό τό έργο. Γι’ αύτό ό Μωάμεθ έφρόντισε νά συγκροτήσει ισχυρό στόλο, κατασκευάζοντας κάθε τύπου πλοία καί φροντίζον­ τας γιά τήν έπάνδρωσή τους. Σ’ αύτή, τήν επάνδρωση έδωσε ιδιαίτερη σημα­ σία. Στρατολόγησε γι’ αύτό άπό τά εύρωπαϊκά καί μικρασιατικά παράλια ερέτες καί πολεμιστές, κα­ θώς καί βαθμοφόρους. Ήταν ή πρώτη άξιόλογη ναυτική δύναμη τών Όσμανλήδων, στήν όποια έθεσε αρχηγό τό Βούλγαρο έξωμότη Μπαλτά Όγλού Σουλεϊμάμπεη. 'Ο στόλαρχος τών Τούρκων κατέπλευσε στό Διπλοκιόνιον (ή Διπλοΰν Κίονα, σημερ. Μπεσηκτασί) καί, γιά νά εμποδίσει κάθε βοήθεια, επιτηρού­ σε άπό έκεΐ τήν Προποντίδα, τό Βόσπορο άλλά καί τόν Κεράτιο Κόλπο, μέσα στόν όποιο είχε παρα­ ταχθεί ό ελληνικός στόλος. Τά 9 ή 10 Ισχυρότερα πλοία τοΰ στόλου, μέ διοικητή τόν πλοίαρχο ’Αν­ τώνιο, ήταν άγκυροβολημένα κοντά στήν άλυσίδα, ένώ τά μικρότερα έμεναν στό βάθος τοΰ Κόλπου. Ή άλυσίδα, ή όποια έφραζε τόν Κεράτιο Κόλ­ πο, ήταν ένα είδος φράγματος πού άποτελεΐτο άπό στρογγυλά κομμάτια ξύλο, δεμένα μεταξύ τους μέ δυνατούς σιδερένιους συνδέσμους. Έστήριζε τό ένα της άκρο κοντά στήν Πύλη τοΰ Νεωρίου (Μπαχτσέ-Καπουσί), μέσα στά τείχη τής Κωνσταντινου­ πόλεως καί τό άλλο στήν άντίκρυ παραλία τοΰ Γα­ λατά, δπου ή συνοικία τών Γενοβέζων. Κατά τό πα­ ρελθόν είχε δύο φορές έμποδίσει τούς ’Άραβες νά μποΰν στόν Κεράτιο, κατά τίς μεγάλες πολιορ­ κίες τών χρόνων 672-78 καί 717-18 μ.Χ. Οί Λατίνοι δμως τής Δ' Σταυροφορίας, πριν άπό 250 χρόνια, χρειάστηκε νά τή σπάσουν.

88

Ή πολιορκία άρχισε κατά τόν Γ. Φραντζή τήν 7η Απριλίου τοΰ 1453, ήμέρα Παρασκευή τής Διακαινησίμου, ό κλοιός δμως έκλεισε στίς 12 τοΰ μηνός, δταν έφθασε άπό τήν Καλλίπολη καί ό τουρκικός στόλος. Οί άντίπαλες δυνάμεις ήταν δπως είδαμε — γύρω στούς 7000 στρατιώτες καί 26 πλοία, άπό τήν ελληνική πλευρά, 200 χιλιάδες στρατιώτες καί 150 πλοία, άπό τήν πλευρά τών πολιορκητών. Οί πρώτοι χρησιμοποιούσαν παλιά δπλα, τόξα, βέλη καί έμπρηστικά ύλικά, δχι δμως ύγρόν πΰρ, μόλον πού τοΰτο άναφέρεται άπό μερικούς χρονο­ γράφους τής άλώσεως. ’Επίσης πυρίτιδα, πετροβό­ λα, δηλαδή πυροβόλα, πού έριχναν πέτρινες σφαί­ ρες μέ μικρή έμβέλεια, καθώς Καί βαριά ογκώδη τουφέκια, τά όποια άκόντιζαν 5 καί 10 σφαιρίδια μαζί — γι’ αύτό τά έλεγαν μολυβδοβόλα. Παρόμοια δπλα είχε καί ό σουλτάνος, μόνο πώς τά πυροβόλα του ήταν ισχυρά — πολύ ισχυρά γιά τήν εποχή έκείνη καί μέ μεγάλη έμβέλεια. Μερικοί άπό τούς ύπερασπιστές τής Πόλης ήσαν κατάφρακτοι, δηλαδή είχαν περικεφαλαίες, θώρακες καί περιβολή άπό σιδερένιο πλέγμα. Στό μακρό άγώνα τών 52 ήμερών, πού κράτησε ή πολιορκία, έλαβαν χώρα πράξεις γενναίες κι άπό τά δύο μέρη, πού προκαλοΰν τό θάμπος. Τό πρωί τής 20ης Απριλίου φάνηκαν ν’ άνεβαίνουν τήν Προποντίδα 4 σκάφη μέ ελληνική ση­ μαία — τό ένα ήταν βαρύς βασιλικός δρόμων καί τά άλλα τρία γενοβέζικα κάτεργα. Μετέφεραν στρα­ τιώτες δπλα καί έφόδια (σιτάρι, όσπρια κλπ) καί είχαν καθυστερήσει στή Χίο άπό τόν ένάντιο άνε­ μο. ’ Αμέσως ό Τοΰρκος στόλαρχος δρμησε μέ τά κα­ ράβια του έναντίον τους, μέ σκοπό νά τά συλλάβει ή νά τά καταστρέψει. Ακολούθησε μιά πεισματι­ κή καί άτακτη μάχη. Αρχικά τά ελληνικά σκάφη χρησιμοποίησαν τό πυροβολικό τους, μέ καλό άποτέλεσμα. Σέ λίγο δμως ό Σουλεϊμάμπεης έμπηξε τό έμβολο τής ναυαρχίδος του στό βασιλικό καράβι, ένώ τά άλλα τουρκι­ κά πλοία τό κύκλωσαν. ’Άλλα πάλι οθωμανικά πλοία κύκλωσαν τά τρία γενοβέζικα πλοία, τόσο πού νά μή μποροΰν τά κουπιά τους νά κινήσουν — κι ή ναυ­ μαχία έγινε πεζομαχία. Άπό τούς έχθρούς άλλοι προσπαθούσαν νά βάλουν φωτιά, άλλοι νά τρυπήσουν τά πλευρά τών πλοίων ή νά σκαρφαλώσουν μέ σχοινιά στό κατάστρωμά τους. Οί πολεμιστές κτυποΰσαν άνελέητα μέ δόρατα μακρά, άκόντια, λιθάρια καί βέλη. Καί έκεΐνοι άμύνονταν μέ δόρατα καί άκόντια ή έριχναν χύτρες μέ έμπρηστικά ύλικά, ένώ ό Φλαντανελάς, κυβερνήτης στό βασιλικό δρόμωνα, διηύθυνε τόν άγώνα μέ θαυμαστή ψυχραιμία. Κι ό άγώνας έπαιρνε ξεχωριστό χαρακτήρα, καθώς τόν παρακολουθούσαν οί άντίπαλοι κι άπό τά δυό στρα­ τόπεδα. Μυριάδες λαού είχαν άνεβεΐ στό τείχος, πού

Ή άλωση έβλεπε στήν Προποντίδα καί μαζί τους οί άρχοντες κι αύτός ό βασιλιάς. Τόϊδιο έγινε κι άπό τούς πολιορ­ κητές, μέ τό σουλτάνο καί τό έπιτελεΐο του. Κι άκούγονταν φωνές άνάμικτες, Ιαχές καί δεήσεις άπό τούς "Ελληνες, κατάρες άπό τούς άλλους.

Τρεις ώρες είχε κρατήσει ή άνιση αύτή πάλη, άπέναντι άπό τό 'Επταπύργιο κι οί Τούρκοι άρχι­ σαν νά δείχνουν σημάδια κοπώσεως καί νά χάνουν τήν όρμή τους. Μέ κραυγές ό σουλτάνος δρμησε τότε στήν άβαθή θάλασσα, καβάλα στ’ άλογό του, παροτρύνοντας καί άπειλώντας. Πολλοί άξιωματούχοι τόν ακολούθησαν μέσα στό νερό. "Υστερα άπ’ αύτό τά καράβια τοϋ έξωμότη ξαναμπήκαν στόν αγώνα, άλλά σέ λίγο άναγκάστηκαν νά φύγουν στό Διπλοκιόνιο, άπρακτα. Είχε νικήσει ή μεθοδική καί άφοβη αντίσταση τής μικρής, μικρότατης ναυτι­ κής μοίρας. Τά τέσσερα καράβια τών 'Ελλήνων πλησίασαν τότε στά τείχη, γιά νά ’χουν τήν προστασία τους καί κατόπι γλίστρησαν κοντά στήν άλυσίδα, πού σηκώ­ θηκε γιά νά περάσουν μέσα στόν Κόλπο — καί ξανάκλεισε πίσω τους. Σώθηκε μάλιστα ή πληροφορία πώς βγήκαν άπό τόν Κόλπο δυό δρόμωνες καί τά βοήθησαν. 'Η έπιτυχία αύτή έγκαρδίωσε τούς πολιορκημένους καί άσφαλώς τή νύκτα, πού άκολούθησε, θά κυοφόρησαν τήν έλπίδα πώς, γιά μιάν άκόμη φο­ ρά, θά γλύτωνε ή Βασιλεύουσα. Ποιά δμως ήταν ή απόγνωσή τους καί πόσο μεγάλος ό τρόμος, δταν τό επόμενο πρωινό είδαν μέσα στόν Κεράτιο καί πί­ σω άπό τήν προστατευτική άλυσο νά σαλεύουν στίς άγκυρές τους δεκάδες οθωμανικά πλοία. ΤΗταν 72 κομμάτια, φούστες καί μπριγκαντίνια. Τά είχε φέρει εκεί τήν περασμένη νύκτα ή οργή καί τό δαιμόνιο τοϋ σουλτάνου, πού τά πέρασε άπό τά ύψώματα τοΰ Γαλατά, πάνω σέ δίολκο κατά τόν αρχαίο τρόπο. Γνωρίζομε πόσο εύκολα έκτελοΰσαν τήν κίνηση αύτή οί άρχαΐοι καί δτι στόν Κορινθιακό Κόλ­ πο ύπήρχε μόνιμα κατασκευασμένος δίολκος, πάνω στόν όποιο πολύ άργότερα, τόν 9ο αιώνα, ό Βυζαν­ τινός ναύαρχος Νικήτας Ώορύφας, πέρασε τά κα­ ράβια του άπό τό Σαρωνικό στά νερά τοΰ Κοριν­ θιακού. Βιαζόταν νά συντρίψει τό στόλο τών ’Αρά­ βων πειρατών τής Κρήτης, πού έρήμωναν τά δυτικά παράλια τής Πελοποννήσου. ’Εκτός άπ’ αύτό ό σουλτάνος είχε τότε πρόσφατο παράδειγμα τόν Κρητικό Σόρβολο, πού, δεκαπέντε χρόνια πριν άπό τήν άλωση τής Πόλης, διαπεραίω­ σε ολόκληρο στολίσκο τών Ενετών, άπό 6 μεγά­ λες γαλέρες καί 120 πλοία, άπό τόν Άδίγη ποταμό στή λίμνη τής Γάρδας. Τοΰτο έγινε τό 1439, τόν καιρό πού ή Βενετία ήταν σέ πόλεμο μέ τούς Λομ­ βαρδούς γείτονες της — καί έσωσε τό βενετικό στό-

Πολιορκία τής Κωνσταντινουπόλεως άπό τούς Τούρκους.

λο άπό τήν καταστροφή. 'Η άπόσταση ήταν κάπου 200 μίλια ξηρας. ’Έφερε στήν άρχή τά πλοία μέσω τού Άδίγη ποταμού στή Βερόνα καί άπό κεΐ μέ βό­ δια καί άμαξες τά μετέφερε στή λίμνη. ’Έζευξε τά βόδια άνά δυό καί τέσσερα, κάτω άπό τά πλοία το­ ποθέτησε ξύλα πού ολίσθαιναν καί, μέ βόδια καί άνθρώπους, μπόρεσε νά κυλήσει τά πλοία. Χρησιμοποίησε γι’ αύτόν τό σκοπό 2000 ζώα, άφοΰ χρειάστηκε 120 ζευγάρια γιά κάθε γαλέρα. 'Η μεταφορά κράτησε 15 ήμέρες καί στοίχισε 15 χιλιά­ δες δουκάτα. Τά τουρκικά λοιπόν πλοία πέρασαν κατά παρό­ μοιον τρόπο, συρόμενα πάνω σέ δίολκο, αλειμμένο μέ βοϊδινό λίπος, άπό τό Διπλοκιόνιο στή θέση δπου είναι σήμερα ό τουρκικός ναύσταθμος. Τά έ­ σερναν χιλιάδες άνθρωποι καί ζώα, ένώ — κατά μία παράδοση, λίγο πιστευτή — τά τύμπανα, οί αύλοί καί τό άσμα ρύθμιζαν τήν κίνηση. Μετά τήν άποτυχία τοΰ Μπαλτά-Όγλού νά έμποδίσει τήν είσοδο στόν Κεράτιο τών τεσσάρων ελληνικών πλοίων, ό σουλτάνος τόν μαστίγωσε, μοίρασε τήν περιουσία του στή φρουρά του καί τόν έδιωξε, βάζοντας στή θέση του κάποιον άλλο. Καί κείνος δμως δέν φάνηκε, σ’ δλη τή διάρκεια τοΰ αγώνα γιά τήν άλωση, καλύτερος άπό τόν προκάτοχό του. Θά μποροΰσε τώρα, πού τά τουρκικά καράβια ήταν μέσα στόν Κεράτιο νά κτυπήσει τήν πενιχρή μοίρα τοΰ Παλαιολόγου καί μάλιστα μέ τή βοήθεια 89

Ή άλωση τών καραβιών, πού ήταν άκόμη στό Διπλοκιόνιο. "Ορισμένοι συγγραφείς λένε πώς τό έπιχείρησε δύο ή τρεις φορές, κατ’ έντολήν τοΰ ’Αφέντη του, άλ­ λά χωρίς έπιτυχία. ’"Αλλοι πάλι, ότι δέν έτόλμησε. Τό πιθανότερο είναι ότι δέν έτόλμησε τίποτε άπό δι­ κή του πρωτοβουλία, έκτος άπό τήν περίσταση, πού βρέθηκε σέ άμυνα. Κι αύτό έγινε στό παρακάτω περιστατικό. ’Απελπισμένοι τώρα γιά τήν άντίσταση στή θά­ λασσα οί πολιορκούμενοι — μιά πού ή άλυσίδα δέν τούς προστάτευε πλέον — άποφάσισαν νά κάψουν τό στόλο τοΰ σουλτάνου, μέσα στόν Κεράτιο. Καί άνέθεσαν τό έγχείρημα στόν 'Ενετό κυβερνήτη ’Ιάκωβο Κόκκο. Στίς 24 λοιπόν τοΰ ’Απρίλη έζωσαν μέ μαλλί καί μπαμπάκι δυό μεγάλα σκάφη τών 500 τόννων — μυριοφόρους όλκάδες τά έλεγαν οί άρχαΐοι — καί τοΰτο γιά νά τά θωρακίσουν άπό τίς τουρκικές σφαίρες. 'Ετοίμασαν γιά πυρπολικά δυό βρίκια, πού τά γέμισαν μέ πίσσα, θειάφι, μπαρούτι καί έμπρηστικά διάφορα. ’Ολίγα μικρά μονήρη πλοία καί μερικά άκάτια θά χρησίμευαν γιά νά ρυμουλκήσουν τά πυρπολικά καί νά διασώσουν τά πληρώματά τους, μετά τήν έπίθεση. Καλό είναι νά σημειώσουμε ότι τό πυρπολικό ήταν ένα δπλο, γνω­ στό στίς ελληνικές θάλασσες τήν έποχή έκείνη. Αύτό τουλάχιστον βγαίνει άπό τήν περιγραφή τοΰ Φραντζή καί τοΰ Δούκα. 'Η έπιχείρηση έπρόκειτο νά γίνει τή νύκτα τής 24ης πρός τήν 25η ’Απριλίου. Τό έμαθαν οί Γενο­ βέζοι τοΰ Γαλατά, πού κρατούσαν μιά έπαμφοτερίζουσα στάση καί, ένώ είπαν στούς "Ελληνες νά άναβάλουν γιά λίγες μέρες τό έγχείρημα — προκειμένου νά λάβουν καί έκεΐνοι μέρος — έπρόδωσαν τό μυστικό στούς Τούρκους. ('Ο Γ. Φραντζής λέ­ γει δτι τό σχέδιο προδόθηκε άπό κάποιο δοΰλο). Καί οί Τοΰρκοι βρήκαν τόν καιρό νά ετοιμάσουν τήν ά­ μυνά τους. "Οταν λοιπόν, στίς 28 ’Απριλίου, έγινε μέσα στή νύκτα ή έπίθεση, δέχθηκαν τόν Κόκκο μέ καταιγι­ σμό άπό βλήματα. Τό δεύτερο κιόλας βλήμα τους κτύπησε τό πλοίο του καί τό βύθισε. Πνίγηκαν ό Κόκκος, ό κυβερνήτης κυρ’ ’Αντώνιος, άπό τήν Κέρκυρα καί άλλοι "Ελληνες, οί δέ ύπόλοιποι έπε­ σαν αιχμάλωτοι στούς Τούρκους. Τό δεύτερο πλοίο τών Ελλήνων κι αύτό κτυπήθηκε κι έσώθη μέ τή φυγή. ’Έφυγαν καί τ’ άλλα, άπό τά όποια τά δυό βαριά — μέ τή μπαμπακένια καί μάλλινη θωράκιση — μέ πολλή δυσκολία. "Υστερα άπό τήν άποτυχία αύτή έστησαν οί χρι­ στιανοί πυροβόλα στά τείχη πρός τόν Κεράτιο καί κτυποΰσαν μ’ αύτά τά τουρκικά πλοία, πού βρί­ σκονταν έκεί. Τό ’ίδιο έκαναν οί Τούρκοι γιά τά χρι­ στιανικά πλοία, πού ήταν πλάι στήν άλυσίδα, στή­ νοντας τά πυροβόλα στή βόρεια άκτή τοΰ Κόλπου. Δέν έφεραν δμως ούτε ή μιά οΰτε ή άλλη πλευρά

90

άποτέλεσμα. Τό μόνο πού πέτυχαν οί Τούρκοι ήταν νά βυθίσουν μιά γενοβέζικη γαλέρα, πού ήταν στήν ύπηρεσία τους, φορτωμένη 12 χιλιάδες δουκάτα. ' Ο σουλτάνος πού έβλεπε καθαρά τήν κατάσταση, δέν περίμενε τίποτε άπό τό στόλο του κι είχε στρέ­ ψει δλη τήν προσοχή του στίς έπιχειρήσεις ξηρας. Μέ τό νά κρατεί ό στόλος αύτός κλειστή τή θάλασ­ σα γιά τούς Βυζαντινούς έξυπηρετοΰσε τά σχέδια του. Δέν μποροΰσε νά ζητήσει τίποτε περισσότερο. Έν τώ μεταξύ είχε στείλει ό αύτοκράτορας, τήν 3η Μαΐου, ένα ταχύ πλοίο ν’ άναζητήσει τό δυτικό στόλο, στόν έρχομό τοΰ όποιου τόσες έβάσιζαν οί "Ελληνες έλπίδες. Τό πλοίο αύτό έρεύνησε ώς κάτω τό Αιγαίο, χωρίς νά συναντήσει οΰτε σημάδι άπ’ αύτόν τό στόλο. Μονολότι ήταν βέβαιη ή πτώση τής Πόλης οί άνθρωποί του γύρισαν πίσω νά μοιρασθοΰν μαζί της τά δεινά καί τίς θυσίες. Καθώς πλησίαζαν στόν Κεράτιο, δέχθηκαν έπίθεση άπό τά καράβια τοΰ Διπλοκιονίου, άλλά τό πλοίο τους κατόρθωσε νά ξεφύγει. Οί μέρες περνοΰσαν κι ή πόλη δέν έπεφτε κι αύτό βέβαια έτάραζε τόν ύπνο τοΰ σουλτάνου, ό όποιος λογάριαζε καί τό ένδεχόμενο νά παρουσιαστεί μιά μέρα ισχυρός στόλος, σταλμένος άπό τή Δύση. Δια­ δόθηκε μάλιστα στό στρατόπεδό του πώς σέ λίγο έ­ φθανε μεγάλη μοίρα άπό ένετικά καράβια. (Τοΰτο δέν ήταν τελείως άνυπόστατο. Γιατί πραγματικά ό πάπας Νικόλαος Ε' έστειλε 30 πλοία, πού καθυστέ­ ρησαν δμως άπό τόν ένάντιο άνεμο κι δταν έφθασαν στήν Εύβοια, έμαθαν πώς ή Πόλη είχε πέσει). Γι ’ αύ­ τό πριν ένεργήσει τήν τελική έφοδο, ζήτησε τήν παράδοση τής Βασιλεύουσας. Τήν άπάντηση τοΰ Παλαιολόγου κατέγραψε ή ιστορία, σάν υποθήκη πρός τό ’Έθνος, αιώνια. - Τό νά σου παραδώσουμε τήν Πόλη δέν είναι δικό μου δικαίωμα, οΰτε κανενός άλλου άπ ’ αυτούς πού κατοι­ κούν εδώ. Γιατί δλοι μας μέ μιά γνώμη αποφασίσαμε ε­ λεύθερα νά πεθάνομε, χωρίς νά λογαριάσομε τή ζωή μας. (... Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ούτ ’ έμόν έστιν οϋτ ’ άλ­ λου τών κατοικούντων ενταύθα· κοινή γάρ γνώμη πάντες αύτοπροαιρέτως άποθανοΰμεν, μή φειδόμενοι τής ζωής ημών) (Μιχ. Δούκας). Στούς δικούς του, ό μάρτυρας έκεΐνος βασιλιάς άνάμεσα στά άλλα έλεγε. - Πολεμούμε γιά τέσσερα άπό τά πιό σημαντικά άγαθά τοΰ κόσμου: τήν πίστη, τήν πατρίδα, τό βασιλέα ώς Χρηστόν καί Κύριον, τούς συγγενείς καί τούς φίλους. ’Άν γιά τό καθέν άπ ’ αύτά, οφείλουμε νά άγων ιστούμε καί νά πεθάνουμε, πόσο πρέπει τούτο νά τό πράζουμε γιά δλα μαζί; Τελική έπίθεση έγινε τή νύκτα τής 28ης πρός τήν 29η Μαΐου 1453. ’Έλαβαν χώρα σκηνές άπογνώσεως άλλά καί ψυχικοΰ μεγαλείου. 'Ο Κων-

Ή άλωση

91

Ή άλωση σταντίνος Παλαιολόγος έφρόντισε γιά τήν ψυχική προετοιμασία τών υπηκόων του, καθώς καί γιά τήν άμυνα στά τείχη. 'Ο Γ. Φραντζής, πού ήταν αύτόπτης μάρτυρας, μάς άφησε μιά εξαιρετικά συγκινη­ τική περιγραφή. Καί άλλοι συγγραφείς, δπως ό Μ. Δούκας, ό Λ. Χαλκοκονδύλης, ό Κριτόβουλος, Γε­ νοβέζοι, Ρώσοι καί λοιποί άφησαν κι αύτοί τήν ι­ στορική συμβολή τους στό μεγάλο αύτό γεγονός τής ιστορίας. 'Ο τουρκικός στόλος τήν κρίσιμη ήμέρα τής τε­ λικής έπιθέσεως καί τήν προτεραία φωταγωγήθηκε μέ λαμπρότητα καί — κατά μερικούς συγγραφείς — κτύπησε μέ τά πυροβόλα τά θαλάσσια τείχη, πού υπεράσπιζαν 500 μόλις πολεμιστές. Τά άλλα, έκεϊνα πού ήταν στό Διπλοκιόνιο, έπιασαν ολόκληρη τήν παραλία άπό τό στόμιο τοΰ Κόλπου — δπου ξεκινούσε ή αλυσίδα — μέχρι τό Βλάγκα Μποστάνι. Τά πληρώματά τους έκαναν κι αύτά μιά δουλειά: αμέσως μετά τήν άλωση, γιά τήν όποια καθόλου ή

92

έλάχιστα είχαν βοηθήσει, άφησαν τά πλοία τους καί δρμησαν άπό τίς πύλες τής πλευράς εκείνης τοΰ τείχους, γιά νά πάρουν μέρος στή λεηλασία καί νά εύωχηθοΰν οί μάκαρες στό όργιο τοΰ αίματος. "Οσο γιά τά ελληνικά πλοία, έκείνα πού ήταν στό βάθος τοΰ Κόλπου, τά περσότερα είχαν μείνει χωρίς πλήρωμα, γιατί τά πληρώματά τους έπήγαν νά βοη­ θήσουν στήν άμυνα τούς μαχομένους. Άπό τά άλλα πάλι, πλάι στήν άλυσίδα, μερικά μόνον κατόρ­ θωσαν νά φύγουν. "Ενα κρητικό πλοίο δέν έφυγε. "Εμεινε μέχρι αρ­ γά τό μεσημέρι τής 29ης Μάίου, νά παλεύει γιά τή δόξα καί δχι γιά τή νίκη. "Εδωκε έτσι μέ τή δρά­ ση του τή συμπύκνωση, τήν πεμπτουσία γιά μεγάλη μερίδα άπό τούς άγώνες αύτοΰ τοΰ έθνους. Γιά τή δόξα λοιπόν καί δχι γιά τή νίκη: τέτοιος ήταν κι ό άγώνας τών ύπερασπιστών τής Πόλης, τό θλιβερό εκείνο Μάη τοΰ 1453.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Τά πληρώματα τών πλωίμων I. Στρατολογία Συμβαίνει στά κάτεργα (στά πλοία) τοΰ Βυζαν­ τίου νά άναλάβουν τή διοίκηση άνδρες, πού πριν ή μετά διοικούν μιά μονάδα τοΰ στρατοΰ ξηράς, μέ τό βαθμό τοΰ εκατόνταρχου ή καί μεγαλύτερο. Καί πολλές φορές εύδοκιμοΰν ώς κένταρχοι δηλαδή κυβερνήτες, μολονότι πριν άναλάβουν τό δρόμωνα, τό χελάνδιο ή τόν πάμφυλο δέν είχαν δοκιμάσει τό ηελάγωμα, δέν είχαν μ ’ άλλα λόγια άναχθεϊ στό πέ­ λαγος. Καί τοΰτο γιατί ό κένταρχος διοικεί τό πλοίο, άλλά δέν είναι απαραίτητο νά είναι ναυτικός. ’Έχει τούς έπιτελείς του, πού είναι ναυτικοί, γιά τίς ανάγ­ κες τής ναυσιπλοΐας καί τήν έπιτυχία τής αποστο­ λής του. Φυσικά ένας ναυτικός κένταρχος είναι τό ιδανι­ κό καί έπιδιωκόμενο. Γιατί τά καθήκοντά του είναι πολλά καί δύσκολα. Πρέπει μέ βάση τούς σταδιασμούς δηλαδή τούς γεωγραφικούς χάρτες καί τάς επίτομους οδηγίας (τίς ίσχύουσες οδηγίες) καί προ­ πάντων τήν προσωπική πείρα νά πλέει, αναγνωρίζον­ τας τίς άκτές καί τά νερά, όπου πρόκειται νά κινηθεί. Νά διευθύνει τήν πηδαλιούχηση τοΰ σκάφους κατά τόν πλοΰν καί, μέ αστρονομικές παρατηρήσεις, νά έπαληθεύει τό στίγμα. Καθώς έχει τήν ευθύνη γιά τή γρήγορη καί συντονισμένη κωπηλασία, χρειάζε­ ται τήν ικανότητα νά έκτελεΐ τήν ώρα τής μάχης, χωρίς λάθος, τούς απαραίτητους ελιγμούς. Πρέπει νά θεωρήσουμε βέβαιο δτι κατά τούς πρώ­ τους αιώνες τοΰ Βυζαντίου δέν ύπήρχαν καθαρώς ναυτικοί βαθμοφόροι, πού νά έπανδρώνουν τά καρά­ βια ή νά στελεχώνουν τίς ναυτικές βάσεις τής αύ­ τοκρατορίας. ΤΗσαν πρόσωπα ξένα πρός τή θάλασ­ σα καί μερικές φορές ξένα πρός τό στρατιωτικό έπάγγελμα. ' Ο στόλος τοΰ Δέοντος Α ' τοΰ Θρακός (474 μ.Χ.), στήν έπιχείρησή του κατά τών Βανδάλων τής ’Α­ φρικής, διοικεΐτο άπό τό Βασιλίσκο αδελφό τής αύτοκράτειρας, άνθρωπο άσχετο μέ τό ναυτικό — άλλά καί μέ τήν έννοια τής τιμής καί τοΰ καθήκον­ τος. 'O στόλος τοΰ Ζήνωνος (474-491) άρχηγόν είχε έναν άπελεύθερο σκλάβο, όνόματι Παΰλο. Κα­ τά τή στάση τοΰ Βιταλιανοΰ, τό 515 μ.Χ., ό αύτοκρά­

τορας ’Αναστάσιος (491-518) διατάσσει τόν έπαρ­ χο Μαρίνο, νά άναλάβει τή διοίκηση μιας ναυτικής μοίρας. 'Ο Μαρίνος, σάν διοικητικός άξιωματοΰχος πού είναι, ζητεί νά συνοδεύεται άπό έπαγγελματίες ναυτικούς. 'Ο ’Αναστάσιος διορίζει δυό ma­ gistros militum δηλαδή διοικητές στρατιωτών, μέ άποστολή νά επιβιβάσουν τά στρατεύματα καί προσβάλουν τό στόλο τοΰ Βιταλιανοΰ, εκείνοι δ­ μως — καθώς είναι στεριανοί — δειλιάζουν. Ρί­ χνονται στά πόδια καί παρακαλοΰν τόν αύτοκρά­ τορα νά τούς άπαλλάξει άπ’ αύτή τήν άποστολή, πού δέν τούς ταιριάζει, 'θ’Αναστάσιος τούς διώ­ χνει οργισμένος καί ό Μαρίνος άποπλέει, αύτοσχεδιάζοντας τό ναύαρχο. Καί νικά. Τό 532 μ.Χ. ό στόλος, τόν όποιο οδηγεί ό Βελισσάριος έναντίον τής Καρχηδόνος έχει ύπαρχηγό τόν Καλώνυμο, ’Αλεξανδρινό τήν καταγωγή, ό ό­ ποιος δμως τελεί ύπό τίς διαταγές τοΰ ’Αρχελάου, τέως έπάρχου καί επιμελητή τοΰ στρατοΰ. 'Ο ’Αρ­ χέλαος δίνει συχνά διαταγές πού έξοργίζουν έναν­ τίον του τούς πραγματικούς ναυτικούς τοΰ στόλου του. 'Ο Κωνσταντίνος, σταυλάρχης στούς αύτοκρατορικούς ίππους, άνέλαβε έπί Ίουστινιανοΰ τήν άρχηγία τοΰ στόλου τών ’Ιλλυριών έναντίον τών Γότθων κι ένας έπαρχος τής ’Ιταλίας, ό Μαξιμίνος, έπιφορτίσθηκε τό 542 νά σπεύσει πρός βοήθεια τής Νεαπόλεως, τήν όποια πολιορκούσε ό Τολτίλας. Μέ τήν άγνοια καί τήν άμέλειά του προκάλεσε ναυ­ τική καταστροφή. Τό 549 μ.Χ. ό πατρίκιος Λιβέριος, πρώην διοικητικός ύπάλληλος, άνέλαβε νά οδηγή­ σει τό στόλο στή Σικελία, ήταν δμως τόσο άναρμόδιος, ώστε χρειάστηκε νά τοποθετήσουν κοντά του κάποιον ναυτικό, τόν Άρταβάν. Καί δέν θά παραξενευθείτε άν σάς είπώ, δτι τό 714 μ.Χ. ό ’Ανα­ στάσιος Β' άνέθεσε τή διοίκηση τοΰ στόλου σ’ έναν άπό τούς διακόνους τής ' Αγίας Σοφίας. ' Ο στό­ λος δέ αύτός ταξίδευε νά πολεμήσει στούς ’Άραβες τής ’Αφρικής! Οί περιπτώσεις αύτές δέν σημαίνουν πώς έλειψαν άπό τή ναυτική δύναμη τοΰ Βυζαντίου άνδρες ικανοί καί έμπειροι, πού οδήγησαν τούς βυζαντινούς στόλους στή νίκη. Θά μπορούσαμε νά άναφέρουμε πολλούς, δπως 93

Τά πληρώματα τών πλωίμων .

οί Νικήτας Ώορύφας, Νάσαρ, Βασίλειος ό 'Εξαμηλίτης, Κωνσταντίνος Χαγές, Κρατερός, Βαλέριος, Γερμανός κ.ά., ή παρουσίασή τους δμως γίνεται στήν αφήγηση τών σχετικών γεγονότων. Δέν ση­ μαίνουν επίσης δτι οί αναρμόδιοι υστερούσαν σέ τόλμη. 'Ο Τατίκιος, πού διοίκησε στόλο, δέν ήταν ναυτικός. "Ηξερε δμως νά πολεμά μέ γενναιότητα, δπως τό έδειξε στή σύγκρουση μέ τούς Πισάτες, ανοικτά τής Ρόδου, τό 1103. Τό άντίθετο, τό 1108, ό ναύαρχος Ίσαάκιος Κοντοστέφανος έδειξε τήν άνικανότητά του έμπρός στό Βοημοΰνδο, τόν όποιο δέν έτόλμησε νά προσβάλει καί ό ναύαρχος Λανδοΰλφος, έπιφορτισμένος τό 1104 νά σταματή­ σει τό γενοβέζικο στόλο, δείλιασε νά επιτεθεί εναν­ τίον του. Τό ’ίδιο έγινε καί μέ τό Βοημοΰνδο, τό 1108: πά­ λι ό Λανδοΰλφος έδίστασε. Καί δμως ό ξένος αύτός είχε ανέβει ψηλά στή ναυτική πυραμίδα. Έπαγγελματίας ναυτικός ό Ζαμπλάκων, δέν κατάφερε νά απο­ κρούσει τούς Γενοβέζους, τό 1348, έπί ΊωάννουΣΤ' Καντακουζηνοΰ, δταν έκύκλωσαν τό Κεράτιο Κόλ­ πο καί παρεμπόδιζαν τόν έφοδιασμό τής πρωτεύ­ ουσας. Καί σ ’ αύτό δέν έφταιγαν μόνο τά κακοφτιαγ­ μένα καί πρόχειρα έξοπλισμένα πλοία, αλλά καί ή άδεξιότητά του. (Καλόν είναι πάντως στήν κρίση μας γιά τή διαγωγή τών ναυμάχων τοΰ Βυζαντίου, νά λογαριάζουμε καί τό ακολουθούμενο τότε δόγμα τακτικής, σύμφωνα μέ τό όποιο δέν έπρεπε νά τά βάζουν μέ ανώτερες δυνάμεις, παρά μόνο στήν απόλυτη ανάγκη). Άπό τή στιγμή έν τούτοις, πού τό Βυζάντιο συγ­ κρότησε μιά αξιόλογη καί μόνιμη δύναμη — καί τοΰ­ το άρχισε νά γίνεται μέ τήν όγκούμενη απειλή τοΰ στόλου τών ’Αράβων — αντιμετώπισε τό πρόβλημα τής στρατολογίας καί συγκροτήσεως τών πληρωμά­ των. Γιατί ύποχρεωμένο δπως ήταν νά συντηρεί εφεξής, δηλαδή άπό τόν 7ο μ.Χ. αιώνα καί έπειτα, μόνιμο πολεμικό στόλο, επιφορτισμένο μέ καθαρά στρατιωτικές αποστολές, είχε άνάγκη άπό ναυτικά στελέχη έμπειρα στήν τέχνη τής ναυσιπλοΐας καί στίς μεθόδους διεξαγωγής τοΰ πολέμου. Στούς μακρούς αιώνες, πού έζησε τό Βυζάντιο καί κατά τούς όποιους δοκίμασε συχνά μεταπτώ­ σεις, άπό τή μεγίστη στρατιωτική ισχύ ώς τήν έσχάτη άδυναμία, τό σύστημα τής στρατολογίας τών πληρωμάτων — καί τώρα μέ τή λέξη πληρώματα έννοοΰμε τούς μή βαθμοφόρους — πέρασε άπό διά­ φορες φάσεις. Πρώτος πάντως κανόνας υπήρχε πώς δλοι δσοι ύπηρετοΰσαν πάνω στά πλοία, κωπη­ λάτες, πολεμιστές καί ναυτικοί, ήταν άνδρες έλεύθεροι, δπως συνέβαινε στήν άρχαία 'Ελλάδα καί άντίθετα πρός τό ναυτικό τών γαλερών τής Δύσεως. Γενικός έπίσης κανόνας μπορεί νά θεωρηθεί δτι κατά μέγα μέρος τά πληρώματα τών στόλων ή 94

ναυτικών μοιρών, πού στάθμευαν σ’ αύτήν ή εκείνη τήν περιοχή, στρατολογοΰντο έπί τόπου, άπό τίς εντόπιες άρχές. 'Ορισμένες έν τούτοις περιοχές, ιδιαίτερα γνωστές καί φημισμένες γιά τήν ποιότητα τών ναυτικών τους, προμήθευαν στό βυζαντινό στό­ λο έμπειρα πληρώματα, άνεξάρτητα άπό τόν τόπο, στόν όποιο έκεΐνος έστάθμευε. Τέτοιες περιοχές ήταν ή Σικελία, ή Αίγυπτος, ή Κιλικία καί ή Μ. Άσία, τά νησιά καί οί άκτές τοΰ Αιγαίου, ή Προπον­ τίδα. 'Όπως ορθά τονίζει ή 'Ελένη Γλύκατζη-’Αρβελέρ, ιδιαίτερα ή Μ. Άσία μέ τά παρακείμενα νησιά άποτελοΰσαν τήν άκένωτη δεξαμενή άνδρών καί πό­ ρων. Άπό έκεί στρατολογούσαν τούς καλύτερους στρατιώτες καί τούς καλύτερους ναΰτες. Δέν ήταν δλοι "Ελληνες: ήταν Αρμένιοι, Καππαδόκες, Γαλάτες, Κίλικες, "Ισαυροι καί Αιγύπτιοι, πού είχαν λίγο ή πολύ έξελληνισθεΐ, έταύτισαν τήν τύχη τους μέ τήν τύχη τοΰ Βυζαντίου καί, μαζί μέ τούς γνήσιους "Ελληνες τών παραλίων, έχυσαν συχνά τό αίμα τους γιά τή δόξα τοΰ 'Ελληνισμού καί γιά τή Χριστια­ νοσύνη. Αιγύπτιοι, μάς λέγει ό Προκόπιος, ύπηρε­ τοΰσαν σέ μεγάλον άριθμό στούς στόλους, πού έ­ στειλε ό ’Ιουστινιανός στήν Αφρική έναντίον τών Βανδάλων (βιβλ. 780). (Τό πόσο σημαντικό ήταν τό δυναμικό τής Μ. Ασίας, πού άποτελοΰσε άκένωτη πηγή άνδρών καί πό­ ρων φαίνεται άπό τήν άπλή έπισκόπηση τών κατοί­ κων ορισμένων χωρών κατά τό Μεσαίωνα — σέ ε­ κατομμύρια: ’Ιταλία 4, Γαλλία 5, 'Ελλάς καί Βαλκάνια 5, 'Ισπα­ νία 3-4, Βρεταννία 0,5, Αίγυπτος 3, Β. Αφρική 2,5, Συρία 23,9 καί Μ. Άσία 11,6). Οί πληροφορίες μας, γιά τή στρατολογία τών πληρωμάτων, δέν είναι άναμφισβήτητες. Διάφορα χωρία στούς Βυζαντινούς συγγραφείς δέν κατορθώ­ νουν νά μάς βγάλουν άπό τήν άσάφεια. Φαίνεται πάντως δτι τά πληρώματα καί οί στρατιώτες τής ξηρας στρατολογοΰντο βασικά άπό τρεις διαφορε­ τικές πηγές. Πρώτη πηγή: οί πολίτες τής αύτοκρατορίας, οί ό­ ποιοι διακρίνονταν σέ τρεις κατηγορίες. α. σ’ έκείνους, πού ύπηρετοΰσαν προσωπικά στό στρατό β. σ’ έκείνους, πού έξαγόραζαν τή στρατιωτική ύπηρεσία, πληρώνοντας ένα χρηματικό ποσόν γ. σ’ έκείνους, πού κατέβαλλαν μέρος άπό τή δαπάνη, προσφέροντας λόγου χάρη ένα άλογο ή άλ­ λον οπλισμό, ένώ παράλληλα ύπηρετοΰσαν καί οί ίδιοι. Άνάμεσα στούς πρώτους ξεχωριστή καί έπικρατούσα θέση είχαν οί κάτοχοι στρατιωτοπίων, ύποχρεωμένοι νά ύπηρετοΰν άλλοτε μόνιμα στό στρατό καί μλλοτε περιστασιακά, άνάλογα μέ τίς

Τά πληρώματα τών πλωίμων

ανάγκες. Τά στρατιωτόπια, γιά τά όποια ιδιαίτερος θά γίνει λόγος παρακάτω (στή μισθοδοσία, Ζ-ΙΙ), τά καθιέρωσε ό 'Ηράκλειος (610-641 μ.Χ.), πού άπέβλεψε, δημιουργώντας τά Θέματα, νά συγκροτήσει στρατό στήν ξηρά καί τή θάλασσα, άπό πολίτες τής αύτοκρατορίας καί όχι άπό μισθοφόρους. 'Ο αύ­ τοκράτορας Νικηφόρος Α' (802-811) φαίνεται ότι τά έπέκτεινε στά ναυτικά Θέματα. Χαρακτηριστική καί σχετική είναι ή ακόλουθη Διάταξη τοΰ Δέοντος Σοφοΰ.

- "Οταν άπορης έζοπλίσεως τών στρατιωτών τοϊς εύπόροις μέν, μή στρατευομένοις δέ κέλευε, έάν μή βούλωνται στρατεύεσθαι, παρέχειν έκαστον Ίππον άντί εαυτού καί άνδρα καί οϋτω ο'ί τε πένητες άνδρείοι όπλισθήσονται, ο'ί τε πλούσιοι καί άνανδροι δουλεύσουσι κατ ’ Ισότητα τών στρατευομένων. ("Οταν άντιμετωπίζεις προβλήματα μέ τόν έξοπλισμό τών στρατιωτών σου, στούς εύπορους μέν οί όποιοι έχουν ύποχρέωση στρατεύσεως έπίτρεψε, άν θέλουν, νά μή στρα­ τεύονται, νά προσφέρουν δμως ένα άλογο μέ τόν αναβάτη του άντί τής προσωπικής των στρατεύσεως. ’Έτσι θά έξοπλισθοΰν οί άνδρείοι άλλά πτωχοί καί οί πλούσιοι μά άνανδροι θά προσφέρουν έξίσου ύπηρεσία μ’ έκείνους πού στρατεύονται). Μετά πάντως τό θάνατο τοΰ Βασιλείου Β' (1025 μ.Χ.) ό θεσμός τών στρατιωτοπίων έγινε ό βασικός τρόπος γιά τήν εξασφάλιση τής στρατιωτικής ύπηρεσίας τών πολιτών. Δεύτερη πηγή ήταν οί άποικίες τών βαρβάρων, οί έγκατεστημένες, στά έδάφη τής αύτοκρατορίας, ό­ πως οί Μαρδαΐτες τοΰ Λιβάνου. Οί Μαρδαΐτες, έγκατεστημένοι άρχικά στή Μ. ’Ασία, στά σύνορα τής βυζαντινής αύτοκρατορίας καί τών ’Αράβων, ήταν χριστιανοί, μά όχι άπολύτως πιστοί στό Βυζάντιο, άπό τό όποιο άπολάμβαναν ένα είδος αύτονομίας. Λαός πολεμικός καί άτίθασος, έδινε στό κράτος καλούς στρατιώτες καθώς καί άτακτες συμμορίες, πού ένοχλοΰσαν τούς ’Άραβες. Άπό τόν 8ον αιώνα κι έπειτα πρόσφεραν σχεδόν μόνιμα 5 χιλιάδες άνδρες στό στόλο καί, ένώ ήταν άρχικά ορεσίβιοι άτακτοι, κατέληξαν, μέ τήν ά­ σκηση καί τή συμμετοχή τους στίς ναυτικές έπιχειρήσεις νά γίνουν ναυτικοί πολεμιστές, είδος επι­ βάτες ή καβαλλαρικοί. Οί Μαρδαΐτες σχημάτιζαν δυό μεγάλες ομάδες: ή μιά κατοικοΰσε στό Θέμα τών Κιβυρραιωτών καί, έγκατεστημένη στόνΤαΰρο, δέν έξαρτιόταν άπό τό στρατηγό τοΰ Θέματος άλ­ λά είχε δικό της άρχηγό, έναν κατεπάνω, διοριζό­ μενο άπευθείας άπό τόν αύτοκράτορα. 'Η άλλη ο­ μάδα, κατανεμημένη σέ τρεις περιοχές — στήν ’Ήπειρο, τήν Πελοπόννησο καί τά νησιά τοΰ Ίονίου — έξασφάλιζε τήν έπάνδρωση στίς ναυτικές μοίρες τοΰ Ίονίου Πελάγους.

Τρίτη πηγή ήταν οί ξένοι: θύννοι, Γότθοι, Ρώσοι, Δαλματοί καί άργότερα Βαράγκοι (Σκανδιναβοί), Λατίνοι καί Φράγκοι. Ρώσους καί Βαράγκους βρί­ σκομε στό βυζαντινό ναυτικό τό 10ο καί llov alco­ va καί άργότερα Λατίνους καί κυρίως Γενοβέζους. Επτακόσιοι Ρώσοι πήραν μέρος στήν έκστρατεία τής Κρήτης τό 911 καί εξακόσιοι είκοσι έννιά, τό 949. Ρώσους καί Βαράγκους περιλάμβανε τό έκστρατευτικό σώμα τοΰ Νικηφόρου Φωκά πού ελευ­ θέρωσε τήν Κρήτη (τό 961). Γινόταν έτσι τό βυ­ ζαντινό πλώιμο, ένα ναυτικό μέ παμβυζαντινή τήν προέλευση καί διεθνικό τόν χαρακτήρα. ’ Ενώ λοιπόν δέν είχε έλλειψη άπό ναυτικό προσω­ πικό τό Βυζάντιο, δμως συχνά κατέφευγε στή στρα­ τολογία τών ξένων. 'Υπήρχαν σ’ αύτό βασικοί λό­ γοι: ή διαρκής αιμορραγία τών άσταμάτητων πολέ­ μων τής αύτοκρατορίας δημιουργούσε περιοχές έρημωμένες, δπου έλειπε τό προσωπικό· οί μακροχρό­ νιοι καί συχνά σέ διάφορα μέτωπα ταυτόχρονοι πό­ λεμοι δημιουργοΰσαν πρόσθετες άνάγκες σέ προ­ σωπικό, τίς όποιες δέν έπαρκοΰσαν νά καλύψουν οί άλλες πηγές· ή έλλειψη, σ’ ορισμένες περιστά­ σεις, νομιμοφροσύνης τών εντοπίων, δπως έγινε στίς διάφορες έπαναστάσεις τών στρατηγών ή — όλιγότερο — τών ναυάρχων, άνάγκαζε τόν αύτοκράτορα νά καταφύγει στή στρατολογία τών ξένων, οί όποιοι ούτε τά μέσα μά ούτε καί τή διάθεση είχαν νά διαταράξουν τό καθεστώς τής Κωνσταντινουπόλεως ή άνατρέψουν τόν αύτοκράτορα. Ή κατάταξη δμως τών ξένων παρουσίαζε άλλα προβλήματα: τά αίσθήματά τους γιά τό Βυζάντιο ήταν αβέβαια καί δχι σταθερή ή νομιμοφροσύνη τους. Καί ή στρατολογία τους ύπόκειτο στόν προ­ σανατολισμό κάθε φορά τής εξωτερικής πολιτικής τοΰ Βυζαντίου, άνάλογα δηλαδή μέ τή φιλία ή τήν έχθρα του πρός τή χώρα, πού τούς ύπηκόους της ή­ θελε νά στρατολογήσει. Οί ξένοι πάντως, στρατολογούμενοι καθ’ ομά­ δες ή ώς μεμονωμένα άτομα καί συχνά μέ τή συγκατά­ θεση τών άρχών τής χώρας των, έσχημάτιζαν τίς ο­ μάδες τών συμμάχων ή ξενικές δυνάμεις (αύτούς πού άποκαλοΰσαν στό στρατό φεντεράτους), τίς ό­ ποιες διοικοΰσαν, τουλάχιστο μέχρι τό 12ον αιώνα, έντόπιοι Βυζαντινοί, ναυτικοί τό έπάγγελμα. Γιά διά­ κριση άπό τούς ξένους, οί έντόπιοι άποτελοΰσαν τό στρατό τών πολιτών. ’Εθελοντική ήταν ή βάση τής στρατολογίας καί μόνο, σάν τό καλοΰσε ή άνάγκη κατέφευγαν στόν έξαναγκασμό. 'Ορισμένες πάντως κατηγορίες πολι­ τών δπως οί άξιωματοΰχοι, μεγάλοι γαιοκτήμονες κ. ά. δέν ύπόκειντο βεβαίως σέ στράτευση, είχαν δμως τήν ύποχρέωση νά συντηρούν δηλαδή νά προσφέρουν τά έξοδα, γιά έναν ή — άκόμη καί — περισσότερους στρατιώτες. 'Οπωσδήποτε ή στρά­ τευση αποτελούσε ύπατο καθήκον καί μεγάλη τιμή,

95

Τά πληρώματα τών πλωίμων στίς περιστάσεις πού κινδύνευε ή πατρίδα καί κη­ ρυσσόταν γενική έπιστράτευση. Γιά τούς παραβάτες τής στρατεύσεως πρέπει νά υπήρχαν αύστηρές ποινές. Στά Τακτικά τοΰ Δέον­ τος Σοφοΰ καί στό κεφάλαιο Στρατιωτικά 'Επιτίμια διαβάζομε τά έξης: - Όστις άποφύγη τοΰ στρατευθήναι, στρατιωτικούς κολάζεται, βαρύ γάρ αμάρτημα έστιν τό έκφυγεϊν τά λειτουργήματα τής στρατείας, είπερ τό στρατευθηναι. Οί γάρ προσκαλούμενοι επί τό στρατευθηναι καί άποφεύγοντες ώς προδόται τής ιδίας ελευθερίας καταδουλοΰνται (§ 22). ("Όποιος άποφύγη τή στράτευση, θά τιμωρείται σύμφωνα μέ τό στρατιωτικό νόμο. Γιατί είναι σοβαρό παράπτωμα ν ’ αποφεύγει κανείς τίς υποχρεώσεις τής εκστρατείας, άν στρατευθεϊ. 'Επειδή θεωρούνται προ­ δότες τής 'ίδιας των τής ελευθερίας όσοι καλούνται υπό τά όπλα καί δέν προσέρχονται). - ’Εάν τις τόν ίδιον υιόν έν καιρω πολέμου ύφέληται τής στρατείας αυτού καί έζορίζεται καί είς μέρος τής ουσίας αυτού δημεύεται, εί δέ τις τόν ίδιον υιόν έν καιρω πολέμου άχρειώση iva άνεπιτήδειος εύρεθή είς τήν στρατείαν, έζορίζεται (§ 23). [’Άν κάποιος άπαλλάζει έν καιρω πολέμου τό γιό του άπό τή στράτευση (πρέπει νά) έζορίζεται καί δη­ μεύεται μέρος άπό τήν περιουσία του. 'Άν δέ κάποιος καταστήσει τό γιό του άνίκανο, ώστε νά μήν μπορεί νά στρατευθεϊ, (πρέπει νά) έζορίζεται]. Χαρακτηριστικό σημάδι τών καιρών εκείνων είναι ότι ό πολεμικός στόλος αναπτυσσόταν καλύ­ τερα στίς περιόδους τών ταραχών, κατά τίς όποιες ή έμπορική ναυτιλία παρουσίαζε κάμψη. Τά πληρώ­ ματα τότε τής εμπορικής ναυτιλίας ήταν διαθέσιμα νά ύπηρετήσουν στούς πολεμικούς στόλους. Στρατεύσιμη ήλικία ήταν άπό τό 18ο μέχρι τό 40ο έτος. 'Η στρατολογία στό ναυτικό λεγόταν έζέλασις πλωίμων καί οί έπιφορτισμένοι μ’ αύτήν πλωϊμολόγοι ή στρατευταί. Λέγονταν ακόμη καί τουρμοσυνάκται εκείνοι πού διέτρεχαν τά καλορρύμια (τό λιθόστρωμα), γιά νά συγκεντρώσουν τό άπαιτούμενο πλήθος άπό τούς έργάτες τής θάλασσας. Βασικά οί στρατιώται τού Βυζαντίου έπρεπε νά είναι Ρωμαίοι πολίται δηλαδή ύπήκοοι τοΰ βασιλέως καί χριστιανοί ορθόδοξοι. Τούς αιρετικούς τούς άπέκλειαν. ’Απέκλειαν επίσης εκείνους, πού είχαν τιμωρηθεί μέ βαριές ποινές ή ήταν υπόδικοι γιά σοβαρά παραπτώματα. Τό τελευταίο αύτό πρέπει νά δημιουργούσε δυσ­ χέρειες στούς πλωιμολόγους, γιατί τό συνάφι τών θαλασσινών δέν διακρινόταν γιά τό άμεμπτο ήθος του. Άπό τόν ’Ιωάννη Καντακουζηνό μαθαίνομε (άνθ. 19), δτι οί έπαγγελματίες θαλασσινοί πού κα­ τοικούσαν τίς παράλιες συνοικίες τής Πόλης, έρεπαν οί περσότεροι στούς φόνους, έφεραν δπλα καί πρωτοστατούσαν σ’ όλες τίς άνταρσίες (οί πλεϊστοι

96

τε δντες καί πρός φόνους ευχερείς, άλλως τε καί ώπλισμένοι πάντες, ώσπερ τό κράτιστόν είσι τοΰ δήμου, καί σχεδόν έν ταϊς στάσεσι πάσαις αύτοί τοΰ παντός πλήθους έζηγοΰνται). ' Η μαρτυρία αύτή μας φέρνει σ ’ ένα άλλο σημείο, δτι δηλαδή τά πληρώματα άλλά καί τά έπιτελεΐα τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου συμμετείχαν στήν κοινω­ νική καί δημόσια ζωή τής πρωτεύουσας καί μπο­ ρούσαν νά επεμβαίνουν στά διάφορα γεγονότα. Συνέβαινε δέ πολεμικές μονάδες ή ναυτικές μοίρες, πού στάθμευαν σέ περιοχές δχι μακρινές, νά πλέουν πρός τήν Κωνσταντινούπολη καί ολόκληρος τότε ό κεντρικός στόλος νά παίρνει μέρος στούς δυναστι­ κούς άνταγωνισμούς καί νά έπιβάλλει τόν αύτοκράτορα τής άρεσκείας του. 'Υπήρχαν άκόμη καί περι­ πτώσεις — κι αύτό έγινε στίς στάσεις Κοσμά (τό 727 μ.Χ.), Θωμά (822-23), Βάρδα Σκληρού (976) καί Βάρδα Φωκά (987) — κατά τίς όποιες ή αφοσίωση τοΰ κεντρικοΰ στόλου στόν αύτοκράτορα έσωσε τό θρόνο καί τή χώρα άπό τήν επίθεση ορισμένων θε­ ματικών πλωίμων, πού ύποστή ρίζαν κάποια έπανάσταση κατά τής Βασιλεύουσας. Γιά τή λαϊκή συμμετοχή στήν ανάρρηση αύτοκρατόρων καί τή διακυβέρνηση τοΰ κράτους γρά­ φει ό Spyros Vryonis jr, στή συλλογή μελετών μέ τόν τίτλο Byzantium καί ειδικότερα στή μελέτη “By­ zantine Δημοκρατία and the guide in the eleventh cen­ tury” (Λονδίνο, 1971). - Τά κίνητρα τοΰ Κωνσταντίνου 10ου Δούκα γιά τήν εισδοχή στή Σύγκλητο αύτής τής όμάδος, οφείλονται πι­ θανότατα στό γεγονός δτι άποζητοΰσε νά βρει μεγαλύ­ τερη ύποστήριζη γιά τήν οίκογένειά του ώς μιά καινού­ ρια δυναστεία... Ή άνταρσία, πού ζέσπασε τήν εορτή τοΰ Αγίου Γεωργίου τό 1059 έζυφάνθηκε κυρίως άπό τούς ήγέτες τοΰ στρατού καί τοϋ ναυτικού, άναμίχθηκαν δμως σ ’ αύτήν καί οί κάτοικοι τής πρωτευούσης. Τό γεγονός τοΰτο ήταν φυσικό νά κάμει προσε­ κτικούς τούς αύτοκράτορες στήν επιλογή τών πλη­ ρωμάτων τοΰ στόλου καί τών άξιωματικών τών πλοίων, τά όποια είχαν βάση στήν πρωτεύουσα ή κοντά σ’ αύτή. ’Έπρεπε οί άνδρες έκεΐνοι νά είναι άνώτεροι από κάθε ύποψία, γιά άνυπακοή ή καί έλ­ λειψη πίστεως στή καθεστώσα τάξη. Τό άποτέλεσμα ήταν δτι στή στρατολογία τών πληρωμάτων καί τό διορισμό τών άξιωματικών επικρατούσαν συχνά έξωστρατιωτικά κριτήρια. 'Υπήρχαν περιπτώσεις αναστολής προσελεύσεως στό βυζαντινό ναυτικό δπως καί περιπτώσεις άπαλλαγής άπό τή στράτευση; Βεβαίως υπήρχαν. Μέ Χρυσόβουλλον τοΰ αύτοκράτορας ’Αλεξίου Α' Κομνηνοΰ, τοΰ 1102, δίνεται άναστολή στά πληρώ­ ματα 4 πλοίων τής Πάτμου, πού χρησιμοποιοΰνται γιά τόν άνεφοδιασμό καί τή συγκοινωνία τοΰ νη­ σιού. Ρητώς στό Χρυσόβουλλο κατονομάζεται, δτι

Τά πληρώματα τών πλωίμων

οί άνδρες τών πλοίων δέν θά γίνουν πλώιμοι οΰτε θά τούς ανατεθεί κάποια άλλη άγγαρεία. Συναντούμε καί τόν όρο εκβολή πλωίμων, πού μπορεί νά σημαίνει τήν εξαγορά τής υπηρεσίας στό στόλο. Τοΰτο σέ μιά έποχή (τά μέσα τοΰ 11ου αίώνος), πού ή αποτίμηση καί συνακόλουθα ή έξαγορά τής στρατιωτικής υπηρεσίας είναι κάτι τό καθιερω­ μένο. Στόν τομέα αύτόν γίνονταν μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου πολλές παραβάσεις καί μεγάλη έδειχναν οί στρατευόμενοι νωθρότητα. 'Ολόκληρα Θέματα έξαγόραζαν τή θητεία τών άνδρών των, δίνοντας χρήματα ή στρατιωτικά εφόδια. Συνέβαινε πολλοί νά αγοράζουν στρατιωτικούς βαθμούς καί νά φέρουν στολή, άπολαμβάνοντας τίς τιμές τοΰ βαθμού των, χωρίς νά ύπηρετήσουν στό στρατό καί χωρίς νά ίδοΰν ποτέ εχθρό στό πεδίο τής μάχης. Καί τό πρω­ τάκουστο — πού αναφέρει ό Κωνσταντίνος ό Πορ­ φυρογέννητος — ύπήρξαν κληρικοί, πού αγόρασαν βαθμούς στή στρατιωτική ιεραρχία. Φυσικά δλα αύτά γίνονταν μέ τή συνενοχή καί τή δωροληψία τών άρμοδίων. Γι’ αύτό ό ’Ανώνυμος στόν Λόγον νουθετητικόν πρός βασιλέα (256-257) συμ­ βουλεύει μέ αύστηρά λόγια νά έπιτηροΰνται οί άξιωματικοί τοΰ στόλου. 256 ...Ei γάρ είσιν λείξουροι καί δωρολήπται οί τοΰ στόλου άρχοντες, άκουσον τί ποιουσιν. έν πρώτοις μέν στρατείας έώσιν έξκουσεύεσθαι λαμβάνοντες έξ αύτών νομίσματα ούχ όσα ήθελον δοΰναι είς τήν έπήρειαν του στόλου, άλλ ’ έν διπλή ποσότητι, καί γίνεται χελάνδιον έλλιπές. ("Οταν πάλι οί άρχοντες τοΰ στόλου είναι φιλάρ­ γυροι καί χρηματίζονται, άκουσε τί κάνουν. Πρώτα πρώτα έπιχειροΰν διάφορες εκστρατείες καί εισ­ πράττουν άπό τούς ύποχρέους πρός στράτευση γιά τή συντήρηση τοΰ στόλου όχι τά νόμιμα άλλά δι­ πλάσια. ’Έτσι, δηλαδή μέ τήν άπαλλαγή τους, τά πλοία δέν έχουν τό άπαιτούμενο πλήρωμα). Μέ τή δωροληψία λοιπόν τών άρχόντων τοΰ στόλου απαλλάσσονται οί στρατευόμενοι καί τό πλήρωμα δέν είναι τό άπαιτούμενο στά πολεμικά πλοία. Κάνουν δμως καί κάτι άλλο. 257 ...άλλο δ’ έτι ποιουσιν οί πλευστικοί άρχοντες λαμβάνοντες άπό τών στρατιωτών δώρα- παραχωροΰσιν αύτοϊς του είναι αόπλους, κάντεΰθεν συγκρούσαντες μετά τών πολεμίων τρέπονται... Παίρνοντας δηλαδή δώρα οί πλευστικοί άρχοντες (άξιωματικοί τοΰ ναυτικοΰ) επιτρέπουν στούς στρατιώτες (τής θάλασ­ σας) νά μή έχουν τόν άπαραίτητο οπλισμό, μέ άπο­ τέλεσμα νά τραποΰν σέ φυγή, δταν συναντήσουν τούς πολεμίους (βλ. καί άνθ. 20). ’ Από τό τελευταίο χωρίο συνάγομε δτι οί στρατιώ­ τες πήγαιναν στήν κινητοποίηση μέ τόν εξοπλισμό τους καί — τής ξηρας βέβαια — τό πολεμικό τους άλογο, ιδιόκτητο. ’Έτσι ό "Αγιος Εύστάθιος δίνει

2/7

κάποτε τό άλογό του σ’ ένα στρατιώτη, πού είχε χά­ σει τό δικό του. ’Αργότερα δμως δλα αύτά — οπλι­ σμός καί άλογο — βαρύνουν τό δημόσιο, σύστημα πού έπιτρέπει νά στρατολογοΰνται καί οί άποροι. Τίς βυζαντινές δμως ένοπλες δυνάμεις πλήττει καίρια, έξοντωτικά, μιά άλλη άπαλλαγή. Μυριάδες άπό τούς πολίτες τοΰ βυζαντινού κράτους δέ στρα­ τεύονταν, γιατί κατέφευγαν στά μοναστήρια. Τό’ίδιο έξαιροΰντο άπό τή στράτευση οί έν ένεργεία κληρι­ κοί — κι ήσαν αύτοί μυριάδες. ’ Εξάλλου σέ πολλούς άπό τούς ξενόγλωσσους, πού ήταν έγκατεστημένοι στό Βυζάντιο, δέν είχε εμπιστοσύνη ή Κυβέρνηση τής Κωνσταντινουπόλεως καί δέν τούς κατέτασσε στίς ένοπλες δυνάμεις. ’Έγκυροι ιστορικοί ύπολογίζουν δτι τήν έποχή τής Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057), πού δμως είχε τόσο περιστείλει τίς παραβάσεις καί υπερβολές στό θέμα τής στρατολογίας, τό τρίτον περίπου τοΰ πληθυσμοΰ δέν έλάμβανε μέρος στή στρατιωτική ύπηρεσία. Δέν ύπηρετοΰσε στό στρατό. ’Αλλά καί τά ύπόλοιπα δύο τρίτα δέν συμμετείχαν ολοκληρω­ τικά. Τόν κορμό τοΰ στρατού τής ξηρας καί τής θάλασσας τόν σχημάτιζαν οί γεωργοί - στρατιώτες τών στρατιωτοπίων, αύτοί δμως άποτελοΰσαν ποσο­ στό μόνο τοΰ ένεργοΰ πληθυσμοΰ. 'Υπήρχαν άκόμη καί άλλοι λόγοι, πού ύπονόμευαν τό στρατό τών πολιτών. Άπό τή στιγμή πού ή Μ. Άσία έφυγε, μερικά ή ολικά, άπό τήν έξουσία τοΰ Βυζαντίου ή, μέ τήν εισβολή καί έπέκταση τών Σελτζούκων, τών Τούρκων καί τών Φράγκων έγινε πολεμικό θεάτρο καί έζησε σέ κατάσταση άναταραχής, έπαψε νά άποτελεί τήν πλούσια καί ρωμα­ λέα πηγή, ή όποια έπάνδρωνε τούς στόλους τών Θε­ μάτων καί τής μητροπόλεως. "Υστερα ή μέ τόν και­ ρό συσσώρευση πλούτου καί έκμετάλλευση διαφό­ ρων έπιχειρήσεων έκαμε τρυφηλούς τούς πολίτες καί άπρόθυμους νά κατατάσσονται στό στρατό καί νά μετέχουν στίς στρατεϊες. Στήν έποχή αύτή τής τρυφής ό κίνδυνος άπομάκρυνε τούς άνθρώπους τοΰ Βυζαντίου άπό τή θάλασσα. - Πολλές αρμάδες είχαν καταστραφεϊ άπό τό χέρι τοΰ Θεού καί γι ’ αύτό προτιμούσαν τόν πόλεμο στήν ξηρά, που τούς έξασφάλιξε πιό σίγουρα οφέλη. Αύτό ση­ μειώνει ό Βρεταννός Στήβεν Ράνσιμαν στό βιβλίο του Βυζαντινός Πολιτισμός (βιβλ. 860). "Υστερα άπ’ δλα αύτά δέν πρέπει ν’ άπορήσουμε γιά τό δτι καταφεύγει τό Βυζάντιο στούς ξένους, προκειμένου νά συγκροτήσει τίς άπαραίτητες γιά τήν άμυνά του καί τήν έφαρμογή τής πολιτικής του στρα­ τιωτικές δυνάμεις. "Οσον περνά ό καιρός τόσο ή συμμετοχή τών ξένων αύξάνει: άρχικά στόν αύτοκρατορικό καί άργότερα (τέλος τοΰ 11ου αίώνος, μετά τήν ένοποίηση τοΰ αύτοκρατορικοΰ καί τών θεματικών στόλων) στούς ομοιόμορφους πλέον στό­

97

Τά πληρώματα τών πλωίμων λους τοϋ βυζαντινού ναυτικοΰ. Δυτικοί εγκατεστημέ­ νοι στήν Πόλη, σχηματίζουν τόν όγκο τών πληρω­ μάτων, στούς στόλους τών Κομνηνών καί τών ’Αγ­ γέλων (1081-1204). Τήν έποχή τής έπαναστάσεως τοΰ ’Ανδρονίκου Α' (έτος 1183) — σημειώνουν οί χρονογράφοι — ό στόλος τής Κωνσταντινουπό­ λεως άποτελεϊται άπό δυό ναυτικές μοίρες, τελείως χωριστές: σπουδαιότερη είναι ή μοίρα τών Λατί­ νων, άρτια έπανδρωμένη καί καλύτερα έξοπλισμένη άπό τήν ελληνική. Πολλοί άπό τούς Δυτικούς παραμένουν στό ναυ­ τικό καί μετά τήν επιχείρηση ή τίς επιχειρήσεις, γιά τίς όποιες κατατάχθηκαν. Καί σταδιοδρομοΰν. Κάποτε φθάνουν μέχρι τούς άνωτάτους βαθμούς, δπως έγινε μέ τό Λανδοΰλφο (τέλος τοΰ 11ου αίώνος), τόν Pancio Sterriones (12ος αιώνας) καί τόν Κοντοφρέ Μανουήλ (13ος αί), πού δλοι τους έγιναν άρχηγοί, σ’ έναν άπό τούς βυζαντινούς στόλους. Μέ τή συνεχώς αύξανομένη διείσδυση τών ξέ­ νων, έφθασαν οί Βυζαντινοί στό σημείο νά άναθέτουν, γιά μακριά σειρά γενεών, σέ άλλους τήν άμυνά τους καί τήν προστασία τής μεγάλης κληρονομιάς, πού τούς είχαν άφήσει οί πατέρες των. Καί φυσικά νά προετοιμάσουν τόν άφανισμό τους. Τόσο έλειπαν τά εντόπια πληρώματα στό Βυζάν­ τιο, ώστε ό Μιχαήλ Η ' Παλαιολόγος, προκειμένου νά επανδρώσει τό στόλο πού μέ πολλήν προσπάθεια συγκρότησε, μετέφερε στήν Πόλη πληθυσμούς άπό τήν Πελοπόννησο, Λάκωνες, (πού τούς ονόμα­ ζαν Τζάκονες) καί χρησιμοποίησε γασμούλους. Οί Τζάκονες, ήταν ορεσίβιοι άπό τό ανατολικό μέρος τής Λακωνίας (πού λεγόταν καί Τζακονιά) καί διαπνέονταν άπό τόν πόθο τής ελευθερίας. "Οπως καί οί Μαρδάίτες συμμετείχαν στήν έπάνδρωση τών πολεμικών πλοίων. Τούς συναντούμε τόν ενδέ­ κατο αίώνα, πρέπει δμως νά άρχισαν ένωρίτερα τή σταδιοδρομία τους στό βυζαντινό πλώιμο.Κωνστα­ ντίνος ό Πορφυρογέννητος χρησιμοποιεί γι’ αύ­ τούς τόν δρο τζέκονες, πού σημαίνει φρουροί ο­ χυρού. "Οσο γιά τούς γασμούλους πολύτιμα στοιχεία μας προσφέρει ό καθηγητής Δ. Ζακυθηνός στήν εργασία του γιά τό 'Ελληνικό Δεσποτάτο (βιβλ. 881). Λέγονταν καί βασμούλοι καί προέρχονταν άπό μητέρα Έλληνίδα καί πατέρα Λατίνο ή τό άντίθετο. Τούς συναντούμε άπό τά μέσα τοΰ Που αίώνος κι έπειτα, κυρίως στίς πόλεις, δπου εργά­ ζονταν ώς έμποροι καί είχαν καταφανή κλίση πρός τή θάλασσα. Συνδύαζαν, κατά τόν Παχυμέρη, τή σύνεση καί τήν προβλεπτικότητα τών 'Ελλήνων πο­ λεμιστών, μέ τήν τόλμη (ορμητικόν τε καί αϋθαδες) τών Λατίνων. ΤΗταν δηλαδή οί γασμούλοι καλοί ναυτικοί, άλλά στοιχείο ταραχοποιό καί πρόσφορο γιά άνώμαλες δράσεις. ’Έλαβαν συχνά μέρος στίς διαμάχες πού έσειαν τήν αύτοκρατορία καί, σέ μιά

98

περίπτωση, στήν σφαγή τών φίλων τοΰ Ί. Καντακουζηνοΰ, στήν Κωνσταντινούπολη, τό 1345 μ.Χ. ' Η νομιμοφροσύνη τους ήταν άμφίβολή, τόσο πού ό Καντακουζηνός, αύτοκράτορας, άρνήθηκε τίς υπηρεσίες τους, γιατί φοβήθηκε γιά τήν άσφάλεια του. "Οταν ό ’Ανδρόνικος Β διέλυσε τό βυζαντινό ναυτικό καί βρέθηκαν χωρίς έργασία, δέ δίστασαν — προπάντων οί γασμοΰλοι τής Καλλιπόλεως — νά προσφέρουν τίς ύπηρεσίες των στούς Τούρκους. Καί μάλιστα σχημάτισαν τόν πυρήνα τών πληρωμά­ των στούς πρώτους οθωμανικούς στόλους. Καθώς δ­ μως οί άνθρωποι αύτοί είχαν άναμφισβήτητη ναυ­ τική άξια, έξακολούθησαν νά χρησιμοποιούνται στούς αύτοκρατορικούς στόλους μέχρι τό τέλος τοΰ Βυζαντίου. Φθάνομε έτσι, ήδη άπό τόν 12ο αίώνα, σέ μιά έπο­ χή δπου ό βυζαντινός στρατός τής θάλασσας άποτελεΐται σχεδόν άποκλειστικά άπό έπαγγελματίες στρατιώτες, οί όποιοι πωλοΰν τίς ύπηρεσίες τους σ’ εκείνον πού προσφέρει τά περισσότερα. Λίγο λογαριάζεται ή καταγωγή, άμφίβολή είναι ή πί­ στη καί περισσότερο βαραίνει ή πολεμική ικανό­ τητα καί ή γνώση τής θάλασσας. 'Η κατάσταση αύτή άποτελεΐ μιά φάση, ένδιάμεση, πού δέν άργεϊ νά προχωρήσει στή μίσθωση στρατιωτικών σχηματισμών καί ολοκλήρων στό­ λων, οί οποίοι άνήκαν στίς διάφορες ναυτικές δυνά­ μεις τής Μεσογείου ή άκόμη σέ οργανωμένους πειρατές. Τέτοιες δυνάμεις ήταν κυρίως οί ιταλι­ κές δημοκρατίες. Κι ένας τέτοιος πειρατής — άρχιπειρατής μάλιστα, ήταν ό Ροζέ ντέ Φλόρ, Καταλανός. - Τόν τρόπον αύτόν, σημειώνει ή Ελένη Γλύκατζη - Άρβελέρ, χρησιμοποίησε ό Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος καί οί διάδοχοί του τό 13ον αιώνα. Μέ τόν τρόπον δμως αύτόν έγινε άποβυζαντινοποίηση στίς αύτοκρατομικές δυνάμεις τού στρατού καί τού ναυτι­ κού, μιά αποχή τού εντοπίου ελληνικού στοιχείου, πού άρχισε δειλά στίς άρχές τού 12ου αίώνος, γενικεύθηκε στό 14ο καί έπέφερε τήν εξαφάνιση τού μονίμου στρατού τού Βυζαντίου. Καί τό μοιραΐον του τέλος... 'Ο ρόλος τών πληρωμάτων τοΰ βυζαντινοΰ ναυτικοΰ έπαιξε στήν τραγική μοίρα τής αυτοκρατο­ ρίας πολύ άποφασιστικότερο ρόλο άπό δ,τι ύπέθεσαν οί διάφοροι ιστορικοί. Τό πώς έγινε τοΰτο τό έξηγοΰν, έλπίζω — καλύτερα άπό μάς — τά γεγονό­ τα, πού ίστοροΰνται σ’ αύτή τήν έργασία.

II. Στρατιωτόπια, μισθός κα( πρόνοια 'Ο βασιλεύς 'Ηράκλειος (610-641), πού θεωρεί­ ται δημιουργός τοΰ μεσαιωνικού ' Ελληνισμού, είναι ό πρώτος κυβερνήτης τής αύτοκρατορίας ό όποιος

Τά πληρώματα τών πλώϊμων

έθέσπισε τό σύστημα τής στρατολογίας κατά περι­ φέρειες. Καί, δπως σημειώνω καί παραπάνω, στήν έποχή του γιά πρώτη φορά άρχισαν νά μοιράζονται γεωργικές έκτάσεις (κλήροι), τά στρατιωτάκια, σέ παραμεθορίους κυρίως κατοίκους, πού γίνονταν έτσι γεωργοί καί στρατιώτες. Μέ τή γεωργική αύτή αποκατάσταση, δπως θά λέγαμε σήμερα, άποκτοΰσαν οί άκριτες δική τους γή, τήν όποια καλλιεργούσαν καί ταυτόχρονα έπροστάτευαν άπό κάθε έχθρό. Καί προστατεύον­ τας τήν εστία τους έπροστάτευαν τά σύνορα τής αύτοκρατορίας. Σχετικά ό Λέων ό Σοφός, γράφει στά Τακτικά του (Διάταξις Δ', α'). - Έκλέζη δέ στρατιώτας άπό παντός του υπό σέ θέ­ ματος... εύπορους, ώστε αυτούς, έν τω έζπεδίτω, ήγουν έν τή συναγωγή τού φοσσάτου εις τήν Ιδίαν στρατίαν άσχολουμένους, έχειν έν τοίς ίδίοις οίκοις ετέρους τούς γεωργοΰντας, καί τά πρός άπαρτισμόν (καί) έξόπλισιν τοΰ στρατιώτου χορηγεϊν δυναμένους... (άνθ. 21). Συνιστά δηλαδή ό Λέων νά διαλέγουν εύπορους στρατιώτες, οί όποιοι, καί δταν στρατεύονται, νά έχουν άλλα πρόσωπα στά μετόπισθεν, τά όποια καί θά γεωργοΰν τά κτήματα. Καθώς δμως τοΰτο δέν είναι πάντοτε δυνατό καταφεύγουν στά στρατιωτόπια, γιά τά όποια ή φροντίδα αποτελεί κατά τόν ίδιο συγγραφέα, τό Λέοντα, άπό τά κύρια καθή­ κοντα τοΰ καλοΰ στρατηγού. - Στρατηγω άγαθω μηδέν ετερον έπιτήδευμα δέον έπαινεϊν, άλλ ’ ή δύο ταύτας· τήν μέν γεωργικήν, ώς τρέφουσαν τούς στρατιώτας, τήν δέ πολεμικήν ώς έκδικοΰσαν καί φυλάττουσαν τούς τρέφοντας γεωργούς (άνθ. 22). Στή Νεαρά 7 τοΰ Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρο­ γέννητου ρυθμίζονται τά θέματα, τά σχετικά μέ τά στρατιωτόπια. Τά κτήματα αύτά χορηγοΰντο σέ άνδρες ήλικίας 18-40 έτών καί έπρεπε νά έχουν τό κα­ θένα άξια 4 λίτρων χρυσοΰ, γιά νά ναυτικά Θέματα τοΰ Αιγαίου, τής Σάμου καί τών Κιβυρραιωτών καί 2 (ή άργότερα 3) λίτρων χρυσοΰ γιά τά άλλα ναυτικά Θέματα. Τό χρηματικό αύτό δριοϊσχυε γιά τούς ναΰτες καθώς καί τούς ιππείς, μέ τούς όποιους έξομοιώνονταν οί ναύτες. Βασιζόταν στό κριτήριο δτι κά­ θε κτήμα έπρεπε νά είναι τόσο, ώστε νά έξασφαλίζει τά έξοδα συντηρήσεως καί στρατείας τοΰ κατόχου του, πού ήταν λιγότερα ή περισσότερα άνάλογα μέ τό όπλο στό όποιο ύπηρετοΰσε (λ.χ. ό ίππεύς είχε μεγαλύτερα έξοδα άπό τόν πεζό). ΤΗταν μεγαλύτερο, τό δριο γιά τά τρία Θέματα πού άναφέραμε (στό δέκατον αιώνα άπό 4 είχε φθάσει 12 λίτρες χρυσοΰ), γιατί οί άνδρες τών Θεμάτων αύ­ τών ήταν καλύτεροι ναυτικοί ή τό πιθανότερο γιατί ήταν αύτόστολοι καί αύτερέται, δηλαδή πολεμιστές καί ναΰτες, κάτι πού δέν συνέβαινε μέ τούς άνδρες τών άλλων Θεμάτων.

Τά στρατιωτόπια, καταχωρημένα στούς στρα­ τιωτικούς κώδικες, δέν μποροΰσαν νά πωληθοΰν ή άπαλλοτριωθούν. Μεταβιβάζονταν άπό άρρενα σέ άρρενα, τά δέ κορίτσια τά κληρονομούσαν μόνο άν υπανδρεύονταν άξιόλογο μαχητή. Πολλοί κάτοχοι στρατιωτοπίων τά έπαύξησαν καί βελτίωσαν τά πρό­ σθετα δμως ήταν άκαταδούλωτα, δέν καταχωροΰντο δηλαδή στούς στρατιωτικούς κώδικες, άλλά δέν μπο­ ροΰσαν νά πωληθοΰν, έφ’ δσον ή έκταση πού άπόμενε δέν έπαρκοΰσε γιά τή συντήρηση τοΰ κατό­ χου. Δέν είχε δηλαδή άξια 2, 3, 4 ή 12 λίτρων χρυ­ σοΰ. Τό μέτρο αύτό ήταν δικαιολογημένο, γιατί μέ τή διαδοχή τών γενεών, τά στρατιωτόπια μοιράζον­ ταν σέ περισσότερους άπογόνους καί έτσι μίκραιναν σέ έκταση. Στούς αιώνες, πού άκολούθησαν, τά στρατιωτόπια ύφίστανται τήν έπίθεση τών μεγάλων γαιοκτη­ μόνων, τών δυνατών δπως χαρακτηρίζονταν, πού μέ διάφορα προσχήματα άρπάζουν τή γή τών άκριτών καί ούσιαστικό ύπονομεύουν τήν άμυνα τών συνό­ ρων. Καί ύπάρχουν στρατηγοί άκόμη Θεμάτων, πού θέλοντας νά έπεκτείνουν τά κτήματά τους, οίκειοποιοΰνται τά στρατιωτόπια τών κατοίκων τής περι­ φέρειας τους, τά όποια χρέος είχαν αύτοί νά προ­ στατεύσουν. 'Η δίκαιη καί σκόπιμη προστασία τους θά λάβει τή μορφή κοινωνικού άγώνα άνάμεσα στούς μεγάλους γαιοκτήμονες καί δυνατούς άπό τό ένα μέ­ ρος καί τούς στρατιωτικούς ή τήν κυβέρνηση άπό τό άλλο. Νεαρές πού έξέδωκαν ό Πορφυρο­ γέννητος, ό Λεκαπηνός καί άλλοι αύτοκράτορες τής Μακεδονικής Δυναστείας, θά προσπαθήσουν νά πε­ ριορίσουν τό κακό, χωρίς δμως πολλή έπιτυχία. Καί ό σχετικός άγώνας θά φθάσει μέχρι τά κράσπεδα τοΰ θρόνου καί, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, θά ρίξει ή θά άνεβάσει αύτοκράτορες. Τά στρατιωτόπια έξάλλου τά έξαφάνιζαν ή τά έξαντλοΰσαν οί άδιάκοπες βαρβαρικές έπιδρομές ή οί κάτοχοί τους λάβαιναν μέρος σέ διάφορες άνταρσίες καί γίνονταν άναξιόπιστοι. Έν τούτοις ό θεσμός διατηρήθηκε μέχρι τό 13ο καί τό 14ο αιώνα. Στρατιωτόπια δόθηκαν τότε στούς Κρητικούς, στή Θεσσαλία, Μακεδονία καί γύρω στόν ποταμό Μαί­ ανδρο, στή Μ. Άσία. Στούς’ίδιους χρόνους έδωκαν οί Βυζαντινοί στρατιωτόπια σέ μαχίμους Λάκωνες, πού τούς έγκατέστησαν στά περίχωρα τής Κωνστα­ ντινουπόλεως. ’ Αποτελοΰσαν τά στρατιωτόπια τή βάση τής συντηρήσεως καί τής χρηματοδοτήσεως μεγάλου μέρους τοΰ στρατού τοΰ Βυζαντίου (ξηρός ή θαλάσσης), τοΰ στρατοΰ τών Θεμάτων. Μέ τή μείωση τών στρατιωτοπίων ή τόν άφανισμό τους έλειπε ή βάση αύ­ τή, ό στρατός έξασθενοΰσε ή διαλυόταν καί μαζί του διαλυόταν ολόκληρο τό Θέμα. Γι’ αύτό δέν είχαν οί κάτοχοί τους τό δικαίω­ 99

Τά πληρώματα τών πλώίμων

μα νά τά πουλήσουν. Τό λέει ρητά ή Νεαρά τοϋ Πορ­ φυρογέννητου μέ τή φράση μή έξειναι τοϊς στρατιώταις τά έξ ών αί στρατεϊαι υπηρετούνται διαπωλείν. Αύτά τά έξ ών λέγονται περιουσία ακίνητος ή τοπία. Γι’ αύτό οί αύτοκράτορες, ορισμένοι αύτοκράτορες, άγωνίστηκαν νά τά περισώσουν. Γιατί δμως αύτό; Δέν έπαιρναν μισθό — τόν κα­ λούμενο ρόγα — οί ναΰτες; Οί ναΰτες τοΰ βασιλικοΰ πλωίμου δηλαδή τών κεντρικών στόλων, ναι. Καί τό μισθό αύτόν τόν κατέβαλε τό αύτοκρατορικό θη­ σαυροφυλάκιο. Τό ϊδιο συνέβαινε μέ τό στρατό. Οί ναΰτες δμως στά θεματικά πλώιμα δέν έπαιρναν τή ρόγα, τουτέστι πληρωμή σέ χρήμα. Συντηρούντο άπό τό εισόδημα πού τούς έδινε τό στρατιωτόπι. Συνέβαινε δμως σέ ορισμένες στρατεϊες καί γε­ νικά δταν τά θεματικά στρατεύματα βρίσκονταν σ’ ενέργεια νά λαμβάνουν μισθό, ρόγα από τό αύτο­ κρατορικό θησαυροφυλάκιο. Αύτό τό γνωρίζομε από τίς εκστρατείες τοΰ 911 καί 949 μ.Χ., έναντίον τών ’Αράβων στήν Κρήτη. Καί μάλιστα έπαιρναν ίότε ειδική ρόγα, εκτός άπό τίς μερίδες τροφής. Είχαν δηλαδή στίς έκτακτες άλλ’ δχι καί σπάνιες αύτές περιστάσεις οί θεματικοί στρατιώτες (τής ξηράς καί τής θάλασσας) τριών ειδών παροχές: τά σιτηρέσια ή όψώνια, τό μισθό ή ρόγα καί τά δώρα τοΰ αύτοκράτορος, πού τά έλεγαν δωρεάς, ευεργε­ σίας ή σολέμνια.

Ποιο ήταν τό ποσό τής ρόγας; Στήν "Εκθεση τής Βασιλείου Τάξεως τοΰ Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρο­ γέννητου (Βιβλ. II, 44) ύπάρχει ή φράση ίστέον δτι τά θεματικά πλώϊμα έν τή κατά Κρήτης άφίξει έρογεύθησαν ούτως. Καί άναφέρονται τά παρακάτω ποσά — τουρμάρχες ό καθένας 30 νομίσματα, οί δομέστικοι τών Θεμάτων άνά 20, οί δρουγγάριοι άνά 20, οί κο­ μήτες άνά 6, κάθε στρατιώτης 3, οί ναύκληροι 4, ό λαός τών γαλεών ήτοι οί Μαρδαΐτες άνά 3 νομίσμα­ τα. (Πρόκειται γιά τήν έκστρατεία τής Κρήτης τοΰ 911). Γενικότερα οί έτήσιες άποδοχές στά μέσα τοΰ 9ου αιώνα ήταν: — στρατηγός 36-40 λίτρα χρυσοΰ, τουρμάρχης 24, μερίαρχος 12, κόμης 6, κένταρχος 1, δέκαρχος ή δεκυρίων 1, άπλοΰς στρατιώτης 8-10 δηνάρια. Τήν έποχή τοΰ Δέοντος Σοφοΰ (886-912) οί στρατηγοί τών διαφόρων Θεμάτων έλάμβαναν άπο­ δοχές, άνάλογες μέ τή σημασία καί τήν ίεραρχική τάξη τών Θεμάτων τους. Ανατολικόν, Άρμενιακόν, Θρακησιάνων, 40 λίτρα τό χρόνο. Οψικίου, τών Βουκελλαρίων, Μακεδονίας, 30 λίτρα τό χρόνο. Καππαδοκίας, τό Χαρσικιανόν, τών Όπτιμάτων, Παφλαγονίας, 20 λίτρα τό χρόνο. Κυβυρραιωτών, Σάμου, Αιγαίου, 10 λίτρα τό χρόνο.

100

(Μιά άξιολόγηση τών Θεμάτων, πού δέν είναι άσχετη μέ τά χορηγούμενα στρατιωτόπια καί τήν πρόνοια μας δίνει ό άκόλουθος πίνακας τής κατα­ νομής τών δυνάμεων κατά τό 12ο καί 13ον αιώνα. ’Ανατολικόν 15.000 άνδρες, Άρμενιακόν 9000, Χαρσικιανόν 4000, Καππαδοκίας 4000, Θρακησιάνων 6000, τοΰ ’Οψικίου 6000, τών Όπτιμάτων 4000, τών Βουκελλαρίων 8000, τής Πα­ φλαγονίας 5000, Χαλδαίας 4000, Σελεύκειας 5000. Σύνολον 70.000. Γιά τή διαφορά άνάμεσα στούς δύο πίνακες, άποδοχών καί δυνάμεων νά λάβομε ύπόψη δτι ό άριθμός καί ή ονομασία τών Θεμάτων άλλαζε μέ τήν πάροδο τοΰ χρόνου). ’Εκτός δμως άπό τά στρατιωτόπια καί τή ρόγα, έφαρμόστηκε στό Βυζάντιο καί ένας άλλος θεσμός. Οί μακρές καί πολυάριθμες έκστρατεΐες τοΰ ’Αλε­ ξίου Α ' Κομνηνοΰ (1081-1118) καί τών διαδόχων του, οί μακρινές ιδίως έπιχειρήσεις τοΰ Μανουήλ Α' (1143-1180) είχαν προκαλέσει μεγάλες δαπάνες καί άπομύζησαν τό κρατικό θησαυροφυλάκιο. Τοΰτο άνάγκασε τόν ’Αλέξιο καί τούς διαδόχους του ν’ άναζητήσουν νέες πηγές γιά τή χρηματοδότησή τους. Μιά τέτοια πηγή ήταν ή φορολογική πρόσο­ δος τοΰ έδάφους.

Ειδικότερα, στήν έπιθυμία του ό ’Αλέξιος νά άνταμείψει ορισμένους άξιωματούχους τοΰ στρατοΰ ή τής διοικήσεως καθώς καί μέλη άπό τό περιβάλ­ λον του, τούς άπένειμε τή φορολογική πρόσοδο μιας ορισμένης περιοχής, μικρής ή μεγάλης έκτάσεως, άνάλογης μέ τήν εύνοια. Τήν πρόσοδο αύτή τήν είσέπρατταν οί εύνοούμενοι άπευθείας άπό τούς ιδιο­ κτήτες, πού ήταν πολίτες τής αύτοκρατορίας καί δέν είχαν άπαλλαγεΐ άπό τούς φόρους. Αύτό δμως, τό όποιο τήν έποχή τοΰ ’Αλεξίου ήταν έξαιρετικό μέτρο εύνοιας, μιά ιδιαίτερη πρό­ νοια, έγινε τήν έποχή τών διαδόχων του καί κυρίως τοΰ Μανουήλ Α' κανονικός τρόπος πληρωμής, δχι μόνο τών άξιωματούχων αλλά καί τών μονίμων τοΰ στρατοΰ καί τοΰ ναυτικοΰ, άκόμη δέ καί τών άπλών στρατιωτών, τής ξηράς ή τής θάλασσας. Καί ονο­ μάσθηκε στρατιωτική πρόνοια, ό δέ δικαιοΰχος προνοητής. ' Η έκταση τής περιοχής είναι άνάλογη μέ τό βαθ­ μό άλλά καί τά βάρη τοΰ προνοητοϋ, λόγου χάρη ό έφιππος πολεμιστής πού έχει νά συντηρήσει καί τό ζώο του, λαμβάνει έκταση μεγαλύτερη άπό τόν πε­ ζό. Μπορεί νά βρίσκεται σέ διάφορα σημεία τής αύτοκρατορίας καί έχει ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, τό καθεστώς τής στρατιωτικής γής. Τό κτήμα, πού ύπόκειται σέ στρατιωτική πρό­ νοια δέν μπορεί νά πωληθεί έλεύθερα καί κληρονο­ μείται άπό τούς άρρ&νες μέ τό έπ ’ αύτοΰ βάρος, ό δέ

Τά πληρώματα τών πλωίμων

προνοητής δέν έχει δικαίωμα νά τό μεταβιβάσει σέ άλλον. Μπορεί ή πρόνοια νά άνακληθεΐ άπό τόν αύτοκράτορα. Καί ύπήρχαν περιπτώσεις κατά τίς ό­ ποιες ό προνοητής ήταν καί κύριος τοΰ κτήματος, ό όποιος οφείλει νά προσφέρει στρατιωτική ύπηρε­ σία, είναι δηλαδή ό προνοητής γεωργός καί στρα­ τιώτης. 'Ο θεσμός τής στρατιωτικής προνοίας, πού μέ τόν καιρό έγινε ό μόνος τρόπος πληρωμής τών μο­

νίμων στίς ένοπλους δυνάμεις, διατηρήθηκε μέχρι τό τέλος τής αύτοκρατορίας. Καί μάλιστα έπεκτάθηκε καί στά προϊόντα άλιείας, τά μεταλλεία, τήν έκμετάλλευση τών λιμανιών, τά διόδια. Μέ τίς κατα­ χρήσεις πού έγιναν στήν έφαρμογή του, κατάντησε έπιζήμιος στήν αμυντική προσπάθεια τοΰ Βυζαν­ τίου, τόσο μάλιστα περισσότερο έπιζήμιος δσον ωφέλιμος ήταν ό θεσμός τών στρατιωτ οπίων, τόν ό­ ποιο καθιέρωσε ό 'Ηράκλειος.

'Άγιος Κωνσταντίνος καί 'Αγία 'Ελένη.

101

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινοϋ Ναυτικοΰ L Γενικά Τό Ναυτικό τοϋ Βυζαντίου λεγόταν βασιλικόν πλώϊμον ή καί βασιλικοπλώϊμον (άπό τόν 9ο αιώνα), ό δέ γενικός άρχηγός του, ό άρχιναύαρχος ή ’Αρ­ χηγός τοΰ Γ.Ε.Ν., όπως θά λέγαμε σήμερα, έφερε τόν τίτλο στρατηγός τών καραβησιάνων. Καραβησιάνοι, κατά τόν καθηγητή Άμαντο, ήταν οί άνδρες τών καραβιών ή καραβίτες ή ναύτες καί επομένως στρατηγός τών καραβησιάνων έσήμαινε στρατηγός τών στρατιωτών θαλάσσης, τών ναυτών. Είχε υπό τίς διαταγές του ένα δρουγγάριον, όπως λεγόταν τότε ό ναύαρχος. (Τό δρουγγάριος παράγεται άπό τό λατι­ νικό drungus, συνώνυμο μέ τό globus καί σημαίνει τόν επικεφαλής. Λέων ό Σοφός στό βιβλίο του “De Apparatus Bellicus” τό δρουγγάριος τό έξηγεΐ χι­ λίαρχος δηλαδή διοικητής στρατιωτικού τμήματος χιλίων άνδρών, αντίστοιχος περίπου μέ τό σημερι­ νό συνταγματάρχη). ’Από τόν 9ο αιώνα ό τίτλος του στρατηγού τών καραβησιάνων μετατρέπεται σέ δρονγγάριον τών πλωίμων. Κατά τόν 11ον αιώνα, τήν έποχή τοΰ ’Α­ λεξίου τοΰ Κομνηνοΰ (1081-1118) ή, κατά τόν Μπρεγιέ, τοΰ Μανουήλ Κομνηνοΰ, ονομάσθηκε μέγας δούξ, παράλληλα μέ τόν τίτλο δρουγγάριος τών πλωίμων. 'Ο δρουγγάριος τών πλωίμων ήταν άπό τούς άνωτάτους βαθμούχους τής αυτοκρατορίας καί στήν κρατική ιεραρχία έρχόταν μετά τούς δομεστίκονς δηλαδή τούς αρχηγούς τοΰ στρατοΰ καί τούς χαρτουλαρίους (τούς μεγάλους άξιωματούχους). Τοΰτο άπεικόνιζε τή δευτερεύουσα θέση πού έδιναν στό ναυτικό, τούς πρώτους αιώνες τοΰ Βυζαντίου. ’Αρ­ γότερα δμως δταν θεσπίσθηκε ό μεγας δομέστικος δηλαδή ό αρχηγός ολοκλήρου τοΰ φασάτου (τοΰ στρατοΰ), ό μεγας δούξ, κεφαλή τοΰ στρατού θαλάσ­ σης (τοΰ ναυτικοΰ), έρχόταν άμέσως μετά άπ’ αύτόν. 'Ο δρουγγάριος τών πλωίμων (άρχηγός ναυτι­ κού) είχε ύπό τίς διαταγές του έναν ή περισσοτέ­

ρους δρουγγαρίους ή πλωίμους στρατηγούς (άρχηγούς στόλου), πού άργότερα, άρχές τοΰ Μου αιώνα, ονομάσθηκαν μέ τό άραβικής προελεύσεως δνομα άμιράληδες (άμιράλης = ναύαρχος). "Υστερα δμως ή ιεραρχία άποκτά πολλές βαθμίδες. 'Ο μέγας δούξ έχει κάτω άπ’ αύτόν τόν μέγαν δρουγγάριον τών πλωίμων ή θαλασσοκράτορα, 34ο στήν ιεραρχία τών άξιωματούχων, πού τόν άναπληρώνει σέ κάθε περίπτωση, τόν άμιράλη 48ο, ό όποιος ύπάγεται στό μεγάλο δούκα καί διοικεί τό στόλο, τό δρουγγάριο τού στόλου ή πρωτοκόμητα θαλασ­ σινό κι αύτό άξίωμα, τέλος δέ τούς τουρμάρχες καί τούς κομήτες (διοικητές μοιρών). Αύτά κατά τούς εν­ δέκατο καί μετά αιώνες, δταν ή παρακμή τοΰ ναυτικοΰ έξέτρεφε τή ματαιοδοξία τών διοικούντων καί δημιουργοΰσε πλήθος άπό άξιώματα. Τό 1092 μ.Χ. ό ’Ιωάννης Δούκας διηύθυνε τίς έπιχειρήσεις κατά τοΰ Τζαχα μέ τήν ιδιότητα τοΰ μεγάλου δουκός καί είχε υφιστάμενο τόν Κωνσταντί­ νο Δαλασσηνό, μεγάλο δρουγγάριο τού στόλου. Τό ’ίδιο συνέβη μέ τόν Καντακουζηνό καί τό Λανδοΰλφο, γύρω στό 1100. Παρουσιάζεται έδώ γιά πρώτη φορά ό τίτλος τοΰ μεγάλου δουκός, χωρίς νά είναι καθορισμένη ή σειρά του στήν ιεραρχία, γιατί τό 1103 ό Τατίκιος είναι άρχηγός στήν έπιχείρηση κατά τών Πισάνων καί ό Λανδοΰλφος πού διοικεί τό στόλο, έχει τόν τίτλο τοΰ μεγάλου δουκός. (Καθιε­ ρώθηκε φαίνεται οριστικά, έπί Μανουήλ Κομνη­ νοΰ). ' Η τοποθέτηση τών άνωτάτων καί άνωτέρων αύτών βαθμοφόρων στίς διάφορες θέσεις γινόταν στήν τύχη καί περιστασιακά καί δχι άνάλογα μέ τά τυπι­ κά προσόντα, τά όποια κατείχαν. "Οσοι άπ’ αύτούς άντιστοιχοΰσαν σέ στρατηγούς της θάλασσας διορί­ ζονταν άπό τόν αύτοκράτορα. ’Έχομε γι’ αύτό συγ­ κεκριμένη μαρτυρία τοΰ Δέοντος Σοφού (Διάταξη I, 10, στήλη D). - Στρατηγός έστιν εκ βασιλέως μέν προχειριξόμενος, τούς δέ ύπ ’ αύτόν άρχοντας, τούς μέν ψήφω της αυτού

103

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ έκ βασιλέως δέ καταπεμπόμενος, τούς δέ έζουσία Ιδία προβαλλόμενος. ('Ο στρατηγός εκλέγεται άπ ’ τόν Ίδιο τόν αύτοκράτορα όσον γιά τούς υφισταμένους του άλ­ λοι μέν προτείνονται άπ ' αυτόν στόν αύτοκράτορα, άλλους δέ τούς διορίζει ό Ίδιος ό στρατηγός). Οί σχέσεις πάλι τών διαφόρων ηγεμόνων (άξιωματούχων) τοΰ ναυτικοΰ μεταξύ τους έξαρτιόνταν άπό τήν ίεραρχική τάξη τών άρματωλίων δηλαδή τών ναυτικών σχηματισμών, τούς όποιους διοικοΰσαν. [Βασικά ένα άρματώλιο άπετελεΐτο άπό τή μεσοπορεία δηλαδή τά κύρια πλοία καί τούς διατάκτες δηλαδή τά έλαφρά συλλήβδην πλοία, τά άπόστολα πού είχαν αποστολή τήν ανίχνευση καί τή μεταφορά ή μετάδοση αγγελμάτων. Δείκτη γιά τήν τάξη αύτή τών σχηματισμών μάς δίνει ή σειρά στόλος, δροΰγγον, τούρμα ή μοιραρχία (μοίρα)]. ’Επιτελείο άνάλογο πρός τό έπιτελείο τοΰ δομεστίκου (καί άργότερα τοΰ μεγάλου δομεστίκου) είχε καί ò δρουγγάριος τών πλωίμων. Ύπηρετοΰσανσ’ αύ­ τό ό πρωτοσπαθάριος (είδος επιτελάρχου ή άρχιεπιστολέως), ό σακελλάριος, γενικός ταμίας τοΰ στρα­ τού θαλάσσης, ό χαρτουλάριος (άρχιγραμματεύς), ό πραίτωρ (δικαστής), ό ιατρός, ό ίερεύς κ.ά. (Πάν­ τως τό έπιτελείο τοΰ μεγάλου δομεστίκου καθώς καί τών στρατηγών τών Θεμάτων ήταν πολυάριθμο καί πολυσύνθετο. Τοΰ μεγάλου δομεστίκου λίγο διέφερε άπό τό έπιτελείο τοΰ βασιλέως, ώς άρχηγοΰ τών ένοπλων δυνάμεων). 'Υπήρχε στήν Κωνσταντινούπολη ναυτικό δικα­ στήριο, τοΰ όποιου ό πρόεδρος έφερε τόν τίτλο πρω­ τοσπαθάριος της φιάλης. ' Η ονομασία του προερχό­ ταν άπό τό μέρος δπου βρισκόταν τό δικαστήριο. "Ήταν, σημειώνει ό καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, ένα λι­ μάνι, μέ σχήμα φιάλης (έλλειπτικό), δπου ό πρωτο­ σπαθάριος της φιάλης άσκοΰσε τά καθήκοντά του, άπένεμε δηλαδή τή δικαιοσύνη. Σήμερα λέγεταιKòrfes, λέξη τουρκική, πού παράγεται άπό τό ελληνι­ κό κόρφος. Έδίκαζε άρχικά τά πληρώματα τών προσωπικών πλοίων τοΰ βασιλέως καθώς καί τών άδρανούντων δηλαδή τών έν έφεδρεία πλοίων. Μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου κατέληξε νά είναι ό πρόε­ δρος τοΰ ναυτοδικείου τών χρόνων έκείνων καί ή δι­ καιοδοσία του νά έκτείνεται στά πληρώματα τών βασιλικών δρομώνων δηλαδή τών πολεμικών πλοίων τοΰ αύτοκρατορικοΰ (=κεντρικοΰ) στόλου. 'Υπήρχαν έπίσης στό έπιτελείο τοΰ δρουγγαρίου τών πλωίμων (άρχηγοΰ τοΰ ναυτικοΰ) καί οί ύπηρεσίες, τά σεκρέτα. Τό σεκρέτον τοΰ βεστιαρίου, τό σεκρέτον τοΰ είδικοΰ καί τό σεκρέτον τοΰ κοιτώνος. Τό τελευταίο ήταν άρμόδιο γιά τά είδη στρατωνισμοΰ καί ίματισμοΰ. Στό σεκρέτον τοΰ είδικοΰ πρέπει νά ύπάγονταν ό οπλισμός καί τά ύλικά. ’Ανάμεσα σ’ αύτά ξεχωρι­ στή θέση είχαν τά κατά περίσσειαν είδη δηλαδή τά άμοιβά ή τά διπλά (=άνταλλακτικά), πού χρειάζον­ 104

ταν γιά ν’ άντιμετωπίζουν τίς βλάβες καί συντηροΰν τό πλοίο. Κατά περίσσειαν είδη ήταν οί αύχένες, δηλαδή τά κουπιά - πηδάλια, τά κουπιά, οί σκαλμοί, σχοινιά καί άρμενα, κάρυα (καρούλια = μακαράδες) καί άρμενά τους, κατάρτια, έγκοίλια ξύλα (στραβό­ ξυλα), σανίδες, στουπί, πίσσα κ.ά. Τά εϊδη αύτά τά γνωρίζομε άπό διάταξη τοΰ Λέοντος Σοφοΰ στά Τα­ κτικά του, σχετική μέ τά άμοιβά, πού έπρεπε νά έχει ένας δρόμων. 'Όσο γιά τό σεκρέτον τοΰ βεστιαρίου φαίνεται πώς άσχολεΐτο μέ τό χρηματικό καί δχι μέ τόν ιματισμό, δπως δίκαια θά μποροΰσε κανείς νά ύποθέσει. Ό προϊστάμενος τοΰ σεκρέτου τούτου ήταν, κατά τό Βυζαντινό συγγραφέα Γ. Παχυμέρη (1243-1310), ό έπί της δαπάνης χορηγός τών νεών. Δηλαδή έκεΐνος πού έξεύρισκε καί χορηγούσε τίς πιστώσεις γιά τήν έξάρτυση (έξοπλισμό) τών πλοίων. Άπό τόν ΙΟον αιώνα, ό χαρτουλάριος της έξαρτύσεως, πού λέγεται καί έξαρτυστής, ύπάγεται στό σεκρέτον τοΰ βεστια­ ρίου. (Ό έξαρτυστής διευθύνει τά ναυπηγεία καί, προκειμένου γιά τήν Κωνσταντινούπολη, έποπτεύει — μετά τήν ενοποίηση τής ναυτικής δυνάμεως — τίς ναυτικές κατασκευές σ’ ολόκληρη τήν αυτοκρατο­ ρία). Γιά τόν έφοδιασμό τών ένοπλων δυνάμεων τοΰ Βυζαντίου, έχομε μιά άποψη, τήν όποια καί παρα­ θέτομε. Ό στρατός καί τό ναυτικό χρειάζονταν εφόδια, οπλι­ σμό καί ύλικό γιά τίς συχνές αποστολές τους. Μολονότι ή κυβέρνηση άποκτοΰσε χωρίς άμφιβολία πολλά άπό τά άναγκαιοΰντα είδη φορολογώντας εις είδος τόν πληθυ­ σμό, οί κρατικές άρχές έπλήρωναν τοϊς μετρητοϊς τούς τεχνίτες καί εμπόρους, προκειμένου νά εξασφαλίσουν μεγάλο μέρος άπό τά ύλικά καί τίς ύπηρεσίες (βιβλ. 879). Ό οπλισμός καί τά έφόδια μέ τά ύλικά αποθη­ κεύονταν σέ άποθήκες, πού τίς έλεγαν τοΰλδα. Ή λέξη τοΰλδο (άπό τό λατινιό taltum) στήν ορολογία τοΰ στρατοΰ έσήμαινε αποσκευή τοΰ στρατιώτου ή εφοδιοπομπή καί περιλάμβανε δχι μόνο τά εϊδη πού δέν μετέφερε ό στρατιώτης καί τοποθετούντο στίς άποθήκες, άλλά καί τούς βοηθητικούς στρατιώτες, τούς πάλλικες (νέους, υπηρέτες) καί τά ύποζύγια ή κτήνη. Καλό δέ είναι νά σημειώσουμε δτι τέτοιες άποθήκες ύπήρχαν βεβαίως στήν Κωνσταντινού­ πολη άλλά καί στίς βάσεις τοΰ βυζαντινοΰ ναυτικοΰ, έγκαθίσταντο δέ κατά μήκος τής πορείας τοΰ στό­ λου, τόν καιρό τών έπιχειρήσεων. Βασικά πάντως είχαν ιδρυθεί ναυτικοί σταθμοί σέ στρατηγικά ση­ μεία, δπως στήν είσοδο τών Δαρδανελλίων καί τοΰ Βοσπόρου, στά νερά τοΰ Δυρραχίου, στίς ακτές τής Δαλματίας καί, άπέναντι, στή Σικελία. ’Άν ξέσπαγε ναυτικός πόλεμος έφρόντιζαν νά ένισχύσουν τούς σταθμούς αύτούς ή νά δημιουργήσουν καινού­ ριους. Κάποιαν εικόνα τής ιεραρχίας καί κατ’ έπέκτα-

'Οργάνωση τοϋ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

ση τής όργανώσεως στό βυζαντινό ναυτικό ήμπορούμε νά λάβουμε άπό τίς στολές τών ναυτικών άξιωματούχων. Γι’ αύτές λόγο κάνουν Κωνσταντί­ νος ό Πορφυρογέννητος καί ό Ψευδοκωδινός στό έργο Περί άζιωματούχων τοϋ Παλατιού τής Κωνσταν­ τινουπόλεως. Σχετική δέ είναι ή έργασία τοϋ R. Guillard (Γκυγιάρ) (βιβλ. 817α). ’Ενδεικτικά σημειώνομε δυό-τρεϊς περιπτώσεις. 'Η στολή τοΰ μεγάλου δουκός (’Αρχηγού τοΰ Ναυτικοΰ) ομοίαζε πολύ μέ τή στολή τοΰ μεγάλου δομεστίκου (’Αρχηγού τοΰ Στρατού) καί άποτελεϊτο άπό ένα κάλυμμα στό κεφάλι πορφυρό καί χρυσο­ ποίκιλτο, ένα σκαραμάγκιον (χιτώνιο) έπίσης πορ­ φυρό, χρυσοποίκιλτο, πού έφερε στό στήθος εικόνα άπό σμάλτο τοΰ αύτοκράτορα, σέ όρθια στάση, καί στήν πλάτη εικόνα τοΰ αύτοκράτορα καθημένου έπάνω σέ θρόνο, καί ένα καββάδιον (μπέρτα, έπινώτιο) μεταξωτό. ’Επιπλέον ό μεγάλος δούξ κρα­ τούσε σάν σύμβολο τοΰ μεγάλου άξιώματος, ράβδο μέ σκαλισμένους χρυσούς κόμβους καί χρυσούς κορύμβους (κότσους), πού έναλλάσσονταν μεταξύ τους, γύρω δέ τυλιγμένο ένα ασημένιο κορδόνι, σάν τοΰ μεγάλου δομεστίκου. — 'Η στολή τοΰ μεγάλου δρουγγαρίου τοϋ στόλου, ομοίαζε μέ τή στολή τοΰ δομεστίκου τών σχολών (Διοικητοΰ Στρατιάς) καί άποτελεϊτο άπό ένα κά­ λυμμα κεφαλής χρυσοΰφαντο, ένα σκαραμάγκιο άπό μετάξι χρυσοκίτρινο πού έφερε χρυσοποίκιλ­ τες διακοσμήσεις καί στό μέν στήθος (τοΰ χιτωνίου) εικόνα τοΰ αύτοκράτορα καθημένου σέ θρόνο, στή δέ πλάτη εικόνα τοΰ αύτοκράτορα εφίππου. Δέν κρατοΰσε ράβδο δπως ό μέγας δούξ. — 'Η στολή τοΰ άμηράλη ήταν δμοια μέ τήν στολή τοΰ μεγάλου δρουγγαρίου τοϋ στόλου, δηλαδή τήν προηγούμενη.

II. Οί βυζαντινοί στόλοι ’Αρχικά ύπήρχε κάτω άπό τό στρατηγό τών καραβησιάνων καί κατόπιν δρουγγάριο τών πλωίμων μιά ναυτική δύναμη, ό στόλος τής πρωτευούσης. ΤΗταν ένας στόλος πού άποτελεϊτο άπό ναυτικούς σχηματι­ σμούς, μέ τήν ’ίδια μορφή καί συγκρότηση. Μετά δμως τήν άπειλητική εμφάνιση τών ’Αράβων, ό Λέων Γ' ό ’Ίσαυρος άναδιοργάνωσε τό ναυτικό κα­ τά τρόπον έπαναστατικό γιά τήν έποχή του. Βασι­ κή καινοτομία του ήταν δτι άποκέντρωσε τή ναυτική ισχύ τοΰ Βυζαντίου καί κατένειμε τήν άμυνά του στά Θέματα, τίς μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, πού πρώτος έδημιούργησε ό 'Ηράκλειος. Στό μέτρο αύ­ τό, πιστεύουν ορισμένοι συγγραφείς, άνάμεσα στ’ άλλα, οφείλει ή βυζαντινή αύτοκρατορία τήν έπιβίωσή της. ’Από τήν ώρα έκείνη, πρώτο ήμισυ τοΰ 8ου αίώ­

να μέχρι τό τέλος τοΰ 11ου, δταν έπί ’Αλεξίου Α' Κομνηνοΰ έγινε ενοποίηση τών στόλων τοΰ Βυ­ ζαντίου, συναντούμε κάτω άπό τό δρουγγάριο τών πλωίμων, τρεις διακεκριμένους στόλους ή, ορθότε­ ρα, κατηγορίες στόλων. Αύτούς θά σκιαγραφήσου­ με τώρα, σέ γενικές γραμμές. I. ' Ο κεντρικός ή αύτοκρατορικός στόλος, τό βασιλι­ κόν πλώιμον (ή πλόϊμον), τό μητροπολιτικό ναυτικό, δπως θά λέγαμε σήμερα, χρησιμοποιώντας τήν ο­ ρολογία τών τελευταίων αιώνων. Άποτελεϊται κυρίως άπό βαριά πλοία, τούς δρό­ μωνες, οπλίζεται, έπανδρώνεται καί συντηρείται άπό τήν Κωνσταντινούπολη καί έπιφορτίζεται κατ’ άρχήν μέ μακρινές άποστολές. Στόν καιρό τής ει­ ρήνης σταθμεύει στήν πρωτεύουσα ή στά στρατηγι­ κά σημεία τού θαλασσίου μετώπου, τά όποια έλέγχουν τούς διεθνείς θαλάσσιους δρόμους. Τά πληρώματά του στρατολογοΰνται στήν πρωτεύουσα καί τά περίχωρά της άνάμεσα στούς έπαγγελματίες, άλ­ λά καί σ’ ολόκληρη τήν αύτοκρατορία, άκόμη δέ καί άνάμεσα στούς ξένους, πού προσφέρουν — μέ πληρωμή βέβαια — τίς υπηρεσίες τους στόν αύτο­ κράτορα. - Μέ λίγα λόγια, σημειώνει ή βυζαντινολόγος 'Ελέ­ νη Γλύκατζη - Άρβελέρ, είναι στόλος άνοικτής θα­ λάσσης, μιά δύναμη κρούσεως. Βοηθά τόν αύτοκράτορα νά διατηρεί τή θαλασσοκρατία, δέν έπαρκεϊ δμως νά υπερασπίσει τά εκτεταμένα παράλια τής επικράτειας του, πού είναι εκτεθειμένα στίς επιθέσεις τών πειρατών καί τών βαρβάρων... (βιβλ. 780). Γι’ αύτό έκτος άπό τόν κεντρικό ή αύτοκρατορικό στόλο ύπάρχουν οί περιφερειακοί στόλοι (τό θεματικόν πλώιμον), οί όποιοι διακρίνονται στούς επαρχιακούς καί τούς θεματικούς στόλους. II. Ό επαρχιακός στόλος, άποτελεϊται βασικά άπό έλαφρές πολεμικές μονάδες, τίς γαλέες ή μονήρια καί τούς μικρούς δρόμωνες ή χελάνδια. 'Υπάγεται διοικητικά στίς διοικητικές αρχές τής έπαρχίας, στήν όποια άνήκει καί οί μοίρες του σταθμεύουν έκεϊ, στήν περιοχή του. 'Οπλίζεται καί συντηρείται μέ μέσα, πού διαθέτει κυρίως ή κεντρική έξουσία δηλαδή τό θησαυροφυλάκιο τής Κωνσταντινουπό­ λεως καί έπανδρώνεται μέ ναυτικούς, πού στρατο­ λογοΰνται έπί τόπου άλλά καί σέ διάφορα σημεία τής αύτοκρατορίας, άσχετα συχνά πρός τήν περιο­ χή στήν όποια ανήκουν καί τήν όποια προστα­ τεύουν. ’Επιφορτισμένος ό έπαρχιακός στόλος μέ τή φρούρηση τών παραλίων τής έπαρχίας του, είναι βασικά ένας άμυντικός σχηματισμός. 'Όταν δμως τό απαιτήσουν οί άνάγκες, μετακινείται καί σ’ άλ­ λες περιοχές καί μπορεί νά γίνει έπιθετικός. ’ Επικεφαλής του έχει τόν τουρμάρχη τοϋ πλωίμου (διοικητή μοίρας ή μοίραρχο) καί, έφ’ δσον δρά

105

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ στήν έπαρχία του, υπάγεται στό στρατηγό τής επαρ­ χίας, όταν δμως μετέχει σέ γενικότερες επιχειρή­ σεις, ύπάγεται στόν αρχηγό τοΰ ναυτικοΰ (δρουγγάριο τών πλωίμων). ' Ο τουρμάρχης ή διαφορετικά κα­ τεπάνω καί μοίραρχος διορίζεται άπό τόν αύτοκρά­ τορα καί έχει συνήθως στή δύναμή του 3-4 έλαφρά πλοία, κάποτε περισσότερα. III. Ό θεματικός στόλος. Συγκροτείται μόνο στά ναυτικά Θέματα, δηλαδή τά Θέματα (ή διοικητικές περιφέρειες) έκεΐνα, στά όποια δικαιολογείται άπό τήν έκταση τών παραλίων καί τή γεωγραφική τους θέση, ή ύπαρξη ίσχυροΰ, αύτοτελοΰς στόλου. Τέτοια Θέματα είναι: τών Κιβυρραιωτών, σημαντικότερο άπ’ δλα, πού έκτείνεται στά νότια τής Μ. ’Ασίας άπό τή Σελεύκεια τής Κιλικίας μέχρι τή Μίλητο, μέ τό νησί Ρόδο ή τήν ’Αττάλεια, ώς έδρα τοΰ στρα­ τηγού- τοΰ Αιγαίου Πελάγους μέ τίς Κυκλάδες, τά μεγάλα νησιά, τόν 'Ελλήσποντο καί τήν άσιατική άκτή τής Προποντίδος, μέχρι τήν Προκόννησο. Τό Θέμα τής Σάμου, μέ έδρα τή Σμύρνη καί περιο­ χή, έκτος άπό τό νησί, ολόκληρη τήν άπέναντι μι­ κρασιατική παραλία άπό τήν ’Έφεσο στά νότια, μέχρι τό Άδραμύττιο πρός Βορράν. ’Αποτελείται ό θεματικός στόλος άπό πλοία δλων τών ειδών (δρόμωνες καί έλαφρά πλοία), άπό τά όποια οί δρόμωνες είναι έφοδιασμένοι μέ τό ύγρόν πΰρ, δπως τά καράβια τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου. ’Εξοπλίζεται καί συντηρείται στίς ’Επαρ­ χίες - Θέματα (ή άνεξάρτητα δρουγγαριάτα) άπό τά όποια καί έξαρταται. Διαθέτει βάσεις, ναυπηγεία, ναυστάθμους. ’Επανδρώνεται άπό ναυτικούς, πού στρατολογοΰνται στήν έπαρχία, δπου σταθμεύει. Διοικητικά καί έπιχειρησιακά ύπάγεται στό διοι­ κητή τής περιοχής ή τοΰ Θέματος, ό όποιος — έπειδή είναι ναυτικό Θέμα — δέν είναι στρατιωτικός άλλά ναυτικός καί έχει τό βαθμό καί τίτλο δρουγγάριος, δηλαδή ναύαρχος. 'Ο θεματικός στόλος έχει τήν άποστολή νά άστυνομεύει τίς θάλασσες τής περιοχής πού τόν συγκρο­ τεί καί τόν συντηρεί καί νά αποκρούει, στήν άκτίνα τής δικαιοδοσίας του (πού δπως είδαμε είναι σημαν­ τική) τίς ξαφνικές έπιθέσεις τών πολεμίων. Μέ άλ­ λους λόγους είναι ένας ολοκληρωμένος τοπικός στόλος, άνεξάρτητος άπό κάθε άποψη άπό τό στό­ λο τής Κωνσταντινουπόλεως. - Ή σταθερότητά του, σημειώνει ό Λουΐ Μπρεγιέ στόν Βυζαντινό Κόσμο (βιβλ. 794), ήταν σημαντικό στοιχείο στην ισχύ τής αυτοκρατορίας. Καί βασιζόταν σέ δυό προϋποθέσεις: τήν καθιέρωση μιας μονίμου άμύνης, πού έγγυόταν τήν άσφάλεια τής περιοχής καί τήν ΰπαρξη ναυτικοΰ κλιμακίου, τό όποιον εξασφάλιζε τή στρατολογία τών πληρωμάτων. Ένώ δμως ό θεματικός στόλος ύπερασπίζει τήν περιοχή του μπορεί νά μετακινείται, δπως καί ό

106

έπαρχιακός στόλος, στά σημεία δπου τό ζητούν οί άνάγκες τής αύτοκρατορίας. ’Έτσι οί περιφερεια­ κοί στόλοι (επαρχιακοί καί θεματικοί), παράλληλα πρός τήν κυρία άποστολή τους στήν περιοχή τήν όποια ύπηρετοΰν, χρησιμεύουν καί σάν έφεδρεία τού αύτοκρατορικοΰ στόλου ή βασιλικού πλωίμου. Καί γι’ αύτό μετακινούνται άνάλογα μέ τίς άνάγκες τών πολεμικών έπιχειρήσεων. Σύμφωνα λοιπόν πρός τά δσα έκθέσαμε, οί έπαρχιακοί στόλοι διαφέρουν άπό τούς θεματικούς κατά τό δτι ύπάγονται στό στρατιωτικό διοικητή, τό στρα­ τηγό τοΰ Θέματος, πού είναι άρχηγός τών στρατιω­ τικών τμημάτων καί κυβερνήτης τής περιφερείας. Διαφέρουν έπίσης κατά τό δτι — καί σπουδαιότερο — ό έξοπλισμός καί ή συντήρησή τους έξασφαλίζονται άπό τίς άρχές τής περιφερείας τους, μετέχει δμως ή κεντρική έξουσία στά εξής σημεία: έποπτεύει τήν κατασκευή τους, φροντίζει γιά τόν έξοπλισμό καί τά πληρώματά τους δέν στρατολογοΰν­ ται άναγκαστικά έπί τόπου. Χορηγεί τέλος (ή κεν­ τρική έξουσία) μεγάλο μέρος άπό τίς δαπάνες γιά τή συντήρησή τους. Μ’ αύτές τίς συνθήκες οί έπαρχιακοί στόλοι (τών μή ναυτικών περιοχών), λιγότερο ανεξάρτητοι άπό τούς θεματικούς, έχουν περιορι­ σμένη — τοπική — άποστολή. Οί στόλοι τοΰ Βυζαντίου (αύτοκρατορικός, επαρ­ χιακοί καί θεματικοί) διαφορετικοί στή διοικητική τους εξάρτηση, τήν άποστολή καί τό μέγεθος, μοιράζονται τήν ευθύνη γιά τήν άμυνα τοΰ Βυζαντίου καί ύπηρετοΰν τή ναυτική του πολιτική. Συνυπάρχουν άπό τόν 8ο μέ­ χρι τόν 11ο αιώνα καί μάλιστα κατά τήν περίοδο τής άκμής τοΰ βυζαντινού ναυτικού. Τό άξιοσημείωτο είναι οτι ή σημασία κάθενός άπ ’ αύτούς πικιλλει άνάλογα μέ τίς στρατιωτικές καί οικονομικές άνάγκες τής αύτο­ κρατορίας. Αυξάνει συχνά ό ένας άπ ’ αύτούς είς βάρος τών άλλων καί ή φροντίδα, πού παίρνει ή κυβέρνηση τοΰ Βυζαντίου, πότε γιά τόν ένα καί πότε γιά τόν άλλο, έξαρτάται άπό τόν προσανατολισμό τής εξωτερικής πολιτικής καί τίς άνάγκες τής περιστάσεως. "Οταν άκολουθεϊ πολιτική έπεκτάσεως τό Βυ­ ζάντιο, εύνοεΐ τό πολεμικό δργανο, δηλαδή τό στρα­ τό ξηράς ή θαλάσσης, τό όποιον έλέγχεται άπό τό κέντρο, δηλαδή τήν Κωνσταντινούπολη. Προκειμένου γιά τό στρατό θαλάσσης, εύνοεΐ τόν αύτοκρατορικό στόλο. "Οταν τό έναντίον, αμύνεται στίς προσβολές τών ποικίλων έχθρών του, ένισχύει τίς περιφερειακές ή έπαρχιακές δυνάμεις δηλαδή τούς τοπικούς στόλους, θεματικούς ή έπαρχιακούς. Οί στόλοι τοΰ Βυζαντίου ύποδιαιροΰντο σέ μοί­ ρες, καί κάθε μοίρα άποτελεΐτο άπό 3-5 δρόμωνες καί είχε διοικητή τόν κόμη. Στούς περιφερειακούς στόλους, έπαρχιακούς ή θεματικούς, οί διοικητές τών μοιρών ονομάζονταν μοίραρχοι ή τουρμάρχες, μιά διάκριση πού άργότερα τόν καιρό τοΰ Δέον­ τος ΣΤ', τέλη ένάτου αιώνα — καταργήθηκε.

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

Πέρα άπό τίς μαρτυρίες τών Βυζαντινών συγγραφέων (δπως Λέων ΣΤ' ό Σοφός, Κωνσταντίνος Ζ ' ό Πορφυρογέννητος ή ή "Αννα Κομνηνή) δέν 'έχομε αυτούσιο πρότυπο βυζαντινού δρόμωνος - δπως λ.χ. έχομε γιά τήν ελληνική τριήρη. Κατά συνέπεια δέν μπο­ ρούμε νά είμαστε κατηγορηματικοί, ώς πρός τά βασικά χαρακτηριστικά του. Γι ’ αύτό φιλότιμη καταβλήθηκε κατά καιρούς προ­ σπάθεια γιά τήν αναπαράσταση τού δρόμωνος. Δείγμα τής προσπάθειας αυτής άποτελεϊ ή εικόνα πού βλέπετε.

Τίς ναυτικές μοίρες δέν πρέπει νά τίς συγχέουμε μέ τά άρματώλια. Τό άρματώλιο ήταν ένας ναυτικός σχηματισμός, μέ σύνθεση άνάλογο μέ τίς έπιχειρήσιακές ανάγκες. Μποροΰσε νά άποτελεΐται άπό μία ή καί περισσότερες ναυτικές μοίρες. Στό πολεμικό δμως ναυτικό τοΰ Βυζαντίου άνήκαν καί τά πλοία αναψυχής τοΰ βασιλέως καί τής βασιλικής οικογένειας. Γιά πρώτη φορά έγκαινιάσθηκε ή αύτοκρατορική θαλαμηγός, καί μάλιστα αντάξια στήν δλη τοΰ κράτους περιωπή. Τοΰτο έ­ γινε στούς χρόνους Λέοντος τοΰ Σοφοΰ. Κωνσταν­ τίνος ό Πορφυρογέννητος μας δίνει γραφική γιά τό θέμα αύτό μαρτυρία. - ...Μέχρι τής βασιλείας Λέοντος τοΰ αοιδίμου καί σοφωτάτου βασιλέως, ουκ ήν βασιλικόν δρομώνων... Ό δ ’ αοίδιμος καί σοφώτατος Λέων ό βασιλεύς, φιλοτιμώτερόν πως πρός τούς μαγγίστρους καί πατρικίους καί οικείους συγκλητικούς διακείμενος... έποίησε δρο­ μώνων καί δή άπαύστως είσήρχετο έν αύτω, όπουδάν έβούλετο άπελθείν συνήρχοντο δέ μετ ’ αύτοΰ οώυς άν έβούλετο άρχόντων. Έλέγετο δρομώνων, γιατί ήταν στήν άρχή ένας μικρός δρόμων. Μέ τό πλοίο αύτό καθιερώθηκε συ­ στηματικά ή έπίσημη ναυσιπλοΐα γιά ψυχαγωγία καί μέ τή σχετική έξέλιξη, μεγάλωσε σέ όγκο καί έ-

φθασε στόν ύπέρτατο βαθμό διακοσμήσεως. Τό δρομώνιο τοΰ Μανουήλ Α' είχε έκτόπισμα 64 τόννους, μήκος 30,6 μ., πλάτος 5,12 καί κουπιά 6,70 μ., τό καθένα. Διακοσμήσεις άπό χρυσωμένο ορείχαλκο πρύμα, πολυτέλεια στό έσωτερικό μεγάλη καί σκεύη άπό καθαρό άσήμι — αύτά ήταν τά χαρακτηριστικά του. Στά πλευρά είχε μιά σειρά άπό εικονικές παραφωτίδες, πού έδιναν τήν έντύπωση δτι βρίσκον­ ταν έκεΐ, κάτω άπό τό κατάστρωμα, ένδιαιτήματα. "Οταν μέ τόν καιρό συνήθισε ή αύτοκρατορική Αυλή στίς τέρψεις τής θαλασσοδρομίας, έκτος άπό τό δρομώνιο τοΰ ’Άνακτος, ύπήρχε πλοιάριο, προ­ ορισμένο γιά τήν ιδιαίτερη χρήση τής βασίλισσας καί τών κυριών τής άκολουθίας της, τό λεγόμενο άγράρων. Προήλθε άρχικά άπό τήν έξέλιξη τών αλιάδων (άλιευτικών) τοΰ παλατιού, μέ καλή γραμ­ μή καί μέγεθος δσο μιά μεγάλη βάρκα. Μέ χρυσά ποικίλματα καί χρώμα λευκό ή συνήθως κόκκινο, δέν ύστεροΰσε σέ χλιδή άπό τό δρομώνιο. Κατέρυθρο, τό δρομώνιο τοΰ βασιλέως ή τό άγράριο τής βασίλισσας, λεγόταν καί βασιλικόν ρούσων. Μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου ό άριθμός τών προ­ σωπικών πλοίων τής βασιλικής οικογένειας μεγά­ λωσε. Καθιερώθηκε τελικά νά διατίθεται ολόκληρη ναυτική μοίρα, άπό δέκα συνήθως μονάδες — ένα

107

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

δρόμωνα καί τά άλλα χελάνδια, μέ ξεχωριστά σέ αξία πληρώματα καί άξιους κυβερνήτες. Καί ή ναυ­ τική αύτή μοίρα ονομαζόταν δρομώνιο. Χρησιμοποιούσε συχνά τό Βυζάντιο ναυτικές μοίρες ή στόλους, γιά νά υποστηρίξει διπλωματι­ κές αποστολές. ’Έτσι τό 934 μ.Χ., Ρωμανός ό Λεκαπηνός έστειλε τόν πατρίκιο Θωμά νά διαπραγματευθεί μέ τούς Λομβαρδούς ήγέτες τής μεσημβρι­ νής ’Ιταλίας, μέ τή συνοδεία 11 χελανδίων, στά όποια έπέβαιναν 1450 ιππείς καί 7 καράβια μεταγω­ γικά, μέ 700 Ρώσους. Τό 935 ό πρωτοσπαθάριος Έπιφάνιος έπήγε, μέ τόν ’ίδιο αριθμό πλοίων, νά συ­ νάψει συμμαχία μέ τό βασιλέα Ούγο τής Προβηγ­ κίας. ΤΗταν, οί στόλοι αύτοί στόλοι γοήτρου.

III. Τό βυζαντινό καράβι Μετά τούς στόλους καί τίς μοίρες ερχόμαστε στίς ναυτικές μονάδες, τά πλοία. Φυσικά κάθε πλοίο είχε τήν έσωτερική του οργάνωση, στήν όποια ή θέση τοΰ καθενός ήταν καθορισμένη. Στό πλοίο υπη­ ρετούσαν οί στρατιώτες πολεμιστές ή καβαλλαρικοί, οί ναυτικοί καί οί κωπηλάτες. Οί τελευταίοι αύ­ τοί λέγονται έλάτες, έρέτες ή κωπηλατοΰντες καί το­ ποθετούντο σέ δύο σειρές ή έλασίες: τήν έπάνω έλασία (πού είναι σχεδόν στό ύψος τού καταστρώ­ ματος) καί στήν κάτω έλασία (πού είναι κάτω άπό τό κατάστρωμα). Στήν έπάνω έλασία τοποθετούνται οί πιό τολμηροί καί έμπειροι πού είναι κατάφρακτοι, δηλαδή οπλισμένοι (μέ τόξα, σαγίττες = βέλη καί σκουτάρια - άσπίδες) καί όταν πλησιάζουν τό έχθρικό πλοίο, αφήνουν τά κουπιά καί παίρνουν μέρος στή μάχη, μαζί μέ τούς καβαλλαρικούς. Οί λιγότερο τολμηροί ή άπειροι τοποθετούνται στήν κάτω έ­ λασία. "Ολοι αύτοί — ναυτικοί, πολεμιστές καί έρέτες — λέγονται στρατιώτες κάτεργων ή πλώϊμον στρά­ τευμα ή πλώϊμοι στρατιώτες ή απλώς πλώϊμοι καί πλευστικοί. Έν τούτοις οί διανοούμενοι προτιμούν τούς δρους ναυτικός, ναυτικός στρατός ή πλήθος καί ορισμένα μεσαιωνικά κείμενα ονομάζουν θαλασσίμους τούς ναΰτες καί θαλασσομάχους όλους τούς άλλους ναυτικούς. 'Ο αριθμός τών κωπηλατών καί πολεμιστών έποίκιλλε άνάλογα μέ τό μέγεθος τοΰ πλοίου. Άπό τά γραπτά δμως τών Βυζαντινών καί ιδιαίτερα τοί Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρογέννητου, στό βιβλίο του "Εκθεσις τής Βασιλείου Τάξεως (άνθ. 23), γνωρι ζομε δτι· στούς μείζονες δρόμωνες ύπηρετοΰσαν 230 ναυτικοί καί κωπηλάτες καί 70 ειδικοί πολεμιστές, οί καβαλλαρικοί. Στά έλαφρότερα πολεμικά, τούς παμφύλους 130 μέ 160 κωπηλάτες (γιά ειδικούς πο­ λεμιστές δέν γίνεται λόγος). ' Υπήρχαν βεβαίως καί ειδικότητες στό πλοίο (άνθ. 24). — 'O επί τών αυχένων δηλαδή ό πηδαλιούχος, πού 108

λεγόταν καί κυβερνήτης. Αύχένες ήταν τά δυό κου­ πιά, από ένα σέ κάθε ισχίο τοΰ πλοίου — δεξιά καί αριστερά άπό τό ποδόστημα, στήν πρύμη, τά όποια μέχρι τό δωδέκατο αιώνα, πού έφαρμόσθηκε τό πη­ δάλιο μέ τή σημερινή του μορφή, χρησίμευαν γιά τήν κυβέρνηση τοΰ σκάφους. — 'Ο άρμενιστής, αύτός πού χειριζόταν τά άρμενα, δηλαδή τά ιστία. Συνήθως ήταν έπιφορτισμένος μέ τό ξυλορράψιμο τών ιστίων καί είχε τήν εύθύνη γιά τό συνάρμενον, δηλαδή τήν άποθήκη σχοινιών καί ιστίων, πού βρισκόταν πλάι στόν κορμό τοΰ μεγάλου καταρτιού, μέσα στό έμβάριο, δηλαδή τό κύτος (άμπάρι). — 'Ο βιγλεοφόρος ή βιγλάτορας (παρατηρητής, οπτήρας), πού βίγλιζε άπό τήν κεραία ή τό ξυλόκαστρο (θωράκιο, κόφα), άν φαινόταν κάπου πλοίο καί έξακρίβωνε τόν καιρό καί τούς άνέμους, κατο­ πτεύοντας τόν ορίζοντα. Τόν έλεγαν καί κασσιέρο. — 'Ο σιφωνάτορας, πρόδρομος τοΰ πυροβολητοΰ τών μετέπειτα χρόνων, μέ έργο νά χειρίζεται τούς σίφωνες, πού άντλοΰσαν τό ύγρόν πΰρ, τό τοποθε­ τημένο σέ μεγάλα κακκάβια (λέβητες), μέσα στό κύ­ τος. 'Ο χειρισμός ήταν άπλός καί ένας άνδρας άρ-

κοΰσε γιά τούς τρεις σίφωνες τοΰ δρόμωνος: ένα στό πάνω μέρος τοΰ κορακιοΰ τής πλώρης καί άπό ένα σέ κάθε πλευρά, δεξιά κι άριστερά τοΰ πρώ­ του — οί δυό τελευταίοι στρέφονταν άνάλογα μέ τήν διεύθυνση, άπό τήν όποια πλησίαζε τό εχθρι­ κό πλοίο. Μποροΰσε ό σιφωνάτορας νά είναι ένας άπό τούς κωπηλάτες. - ... τών δέ πρωραίων ελατών οί τελευταίοι δύο, ό μέν έστω σιφωνάτωρ, ό δέ έτερος τάς άγκυρας βάλλων ήγουν τά σίδηρα. (Δέοντος, Τακτικά 8, ζ). — 'Ο λαμπαδάριος τοΰ καράβου, άντίστοιχος πρός τόν ήλεκτρολόγο τών ήμερών μας. Έφρόντιζε γιά τίς γυάλινες λουσέρνες (φανούς) τών δωματίων τοΰ επιτελείου καί τά πήλινα λυχνάρια, μέ τά όποια

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

Πλάι στίς λουσέρνες (τά γυάλινα φανάρια) συναντούσε κανείς στά πολεμικά άλλά καί στά εμπορικά καράβιατοϋ Βυζαντίου πήλινα λυχνάρια, δπως αύτά πού είκονίζονται έδω. Βρέθηκαν στό ναυάγιο πλοίου τοϋ 7ου μ.Χ. αιώνα, τό όποιο άνελκύσθηκε άπό τό Πανεπι­ στήμιο τής Πενσυλβάνια τό 1961-1964 στά νερά τοΰ μικροΰ νησιοΰ Yassi-Ada, άνάμεσα στή μικρασιατική άκτή καί τό νησί Κάπ­ παρη τής Δωδεκανήσου.

έφώτιζαν τά άλλα μέρη τοϋ πλοίου, τά φανάρια επιφά­ νειας (πλοϊκά φανάρια) καί τά πυροφάνεια τοΰ συναράγματος. Τά τελευταία αύτά ήταν ραβδιά μεταλλι­ κά, πού έφερναν στήν άκρη ένα σβώλο άπό στουπί, βουτηγμένο στό θειάφι καί τήν πίσσα καί ανάβονταν γιά άσφάλεια στίς επικίνδυνες διαβάσεις ή συναν­ τήσεις μέ άλλα πλοία. Φωτιστικό λάδι καί φυτίλια, άκμάκια (τσακμάκια) καί άκμακόπετρες, πού χρειά­ ζονται γιά τό άναμμα τής φωτιάς, έμπρηστικά ύγρά — όλα αύτά ανήκαν στήν εύθύνη του. — 'Ο ποδότας αντίστοιχος κάπως πρός ένα σημερι­ νό πλοηγό, άλλά πολύ κατώτερός του σέ άξια. Συ­ ναντιέται στό βυζαντινό ναυτικό άπό τότε πού άρ­ χισαν τά πλοία του νά χρησιμοποιούν τήν πυξίδα. — ' Ο βουκινάτωρ καί ό τουβάτωρ, δηλαδή οί σαλπιγ­ κτές. 'Η τούβα έβγαζε οξείς καί διαπεραστικούς ήχους, τό βούκινο βαρείς καί βροντώδεις τόνους. Σ’ αύτούς πρέπει νά προσθέσουμε τάκοιτωνάρια,

δηλαδή τούς θαλαμηπόλους παϊδες καί τά παιδάρια, πού άποτελοϋσαν τό ύπηρετικό προσωπικό καί πού δέν ήταν λίγα. Δέν γνωρίζομε ποιοι άπό τούς παραπάνω ήταν ύπαξιωματικοί καί ποιοι δχι. Αύτοί δμως, πού άναφέρονται άμέσως τώρα, πρέπει νά ήταν βαθμο­ φόροι. — 'Ο πρωρέας ή πρωράτης, υπεύθυνος γιά τήν έκγύμναση τών οπλιτών καί ομαδάρχης πάνω στό καμπόνιο (καμπούνι, πρόστεγο) κατά τή μάχη επι­ κεφαλής τοϋ έφεδρικοΰ τών οπλιτών, γιά ν’ απο­ κρούει τίς έπιθέσεις τοΰ έχθροΰ. 'Ο ναύαρχος Στυλ. Λυκούδης τόν κατατάσσει άμέσως μετά τόν κένταρχο, δηλαδή τόν κυβερνήτη καί τόν εξομοιώνει μέ τόν ύπαρχο τοΰ νεωτέρου ναυτικοΰ ή τό σημερινό ναύκληρο. 'Η έργασία του πρέπει νά είναι περισσό­ τερο επιτελική, γιατί οί έπί μέρους φροντίδες βα­ ρύνουν τούς ύποταγμένους βαθμοφόρους, οί όποιοι

109

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

βοηθοΰνται από τά παιδόπουλα, τούς νεαρούς δηλα­ δή ναυτόπαιδες, πού φροντίζουν, τίς τρέχουσες ύποθέσεις τοϋ πλοίου. — 'Ο ναύκληρος (καί ναύκλερος). Παρενθετικά πρέ­ πει νά σημειώσουμε δτι ό όρος ναύκληρος είχε βα­ σικά στό Βυζάντιο, τελείως διαφορετική σημασία άπ’ δ,τι έχει σήμερα. Πρώτα πρώτα — στήν αρχή τουλάχιστο — δέν είχε καμιά σχέση μέ τό πολεμικό ναυτικό καί τό προσωπικό του. Ναύκληρος ήταν στό έμπορικό ναυτικό ό καραβοκύρης, δηλαδή ό ιδιο­ κτήτης τοΰ πλοίου καί μπορούσε κάλλιστα νά μήν είναι ναυτικός. ’Άν συνέβαινε δμως νά είναι ναυ­ τικός, μπορούσε νά είναι ναύκληρος (δηλαδή ιδιο­ κτήτης) καί κυβερνήτης. Στά Βασιλικά (53, 1β) βρί­ σκομε αύτή τή διάταξη: ό ναύκληρος έστι πρός ον ανήκει ό πόρος τοΰ πλοίου καί τά συμβαίνοντα είτε δεσπότης έστίν είτε παρά δεσπότου έν όμάδι πλοϊον έμισθώσατο ή έπικαίρως ή διηνεκώς. Έν τούτοις τόν ναύκληρο τόν συναντούμε στό πολεμικό ναυτικό καί μάλιστα μέ ευρύτατη δικαιο­ δοσία. Είναι ό έμπειρος καί δοκιμασμένος ναυτί­ λος, πού προΐσταται στούς κωπηλάτες καί άρμενιστές, τούς πηδαλιούχους ή οίακιστές, τούς άγκυροβόλους ή άγκυροβολητές, ναύτες καί βαθμοφόρους. Φυσικά φροντίζει γιά τήν έκπαίδευσή τους. ’Έτσι λόγου χάρη κάθε ομάδα συντέχνων (ομοτέχνων) νά ξέρει καλά τή δουλειά της. Οί βιγλάτορες (ήμεροσκόποι ή νυκτοσκόποι) νά έποπτεύουν μέ οξυδέρ­ κεια καί άδιατάρακτη προσοχή τόν ορίζοντα καί τή γύρω θάλασσα καί νά σημαίνουν άπό μεγάλη άπόσταση τά βαρύηχα καί τηλέφθογγα γογγύλια (είδος τρομπομαρίνας) καί τή νύκτα νά πυροφανίζουν, κα­ τά τόν γνωστό στούς Βυζαντινούς τρόπο. ’Έχει έπίσης ό ναύκληρος τή φροντίδα, σέ περίπτωση εχθρο­ πραξίας, νά παραδώσει στόν άρσανά (*) (ναύσταθμο) ή τό λιμάνι, τό πλησιέστερο, δσα άρμενα καί ξυλάρ­ μενα καί άλλα σκεύη περισσεύουν στό πλοίο, μέ βα­ σική αρχή τή μεγαλύτερη άπλοχωριά κατάτή μάχη. — ' Ο κάραβος, είναι βαθμοφόρος άνώτερος κι αύτός, κάπως άντίστοιχος μέ τό σημερινό οπλονόμο. Στε­ κόταν στό δικτυωτό δάπεδο (κουφάσιον = καφάσι), πού είναι κάπως άνυψωμένο στό πρυμναΐο άκρο τοΰ διαβατικού δηλαδή τοΰ διαδρόμου, άνάμεσα στά ζεύ­ γη τών πρωτελατών. 'Από εκεί έπιβλέπει τούς κω­ πηλάτες, χειρονομεί, φωνάζει καί τούς παροτρύνει ζωηρά. Πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς τόν ταυτίζουν μέ τόν κυβερνήτη, άλλοι δέ μέ τόν άρχιπηδαλιοΰχο. Κατά τό Γάλλο Μπρεγιέ οί κυβερνήτες τών δρο­ μώνων, πού διατίθεντο στόν αύτοκράτορα (καί γενικά τών πλοίων τοΰ δρομωνίου) έφεραν τόν τίτλο πρωτοκάραβοι καί επιλέγονταν άνάμεσα στούς καλύ­ τερους πλοιάρχους τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου. 'Η κυβέρνηση σ’ αύτά τά πλοία λογιζόταν άνώτερη άπό κάθε άλλο. Στό τέλος τής σταδιοδρομίας τους 110

μερικοί άπ’ αύτούς γίνονταν πρωτοσπαθάριοι τής φιάλης, δηλαδή πρόεδροι τοΰ ναυτικοΰ δικαστη­ ρίου, στό όποιο δωσιδικοΰσαν — άρχικά — οί ναΰτες τών πλοίων τής έφεδρείας. Σέ περίπτωση πολέ­ μου τά πληρώματα τών πλοίων αύτών καθώς καί οί δυό πρωτοκάραβοι τοΰ αύτοκρατορικοΰ δρόμωνος ο­ πλίζονταν όπως οί ναΰτες, επιβιβάζονταν στά χελάνδια καί τοποθετούντο υπό τίς διαταγές τοΰ δρουγγαρίου τοΰ στόλου. — 'Ο κελευστής άντίστοιχος καί μέ τά ’ίδια καθή­ κοντα πρός τόν άρχαίο ομώνυμόν του: κανόνιζε τήν άρχή, τό τέλος καί τό ρυθμό τής κωπηλασίας. Στή θέση τοΰ αρχαίου αύλητή ή τριηραύλη (βοηθοΰ τοΰ κελευστοΰ) είχε τόν τραγωδάρη, ναύτη καλλί­ φωνο, πού μποροΰσε νά είναι καί κωπηλάτης. — 'Ο βεστήτορας τοΰ καράβου δηλαδή ό οικονόμος, υπεύθυνος γιά τήν ένδιαίτηση καί τήν τροφοδοσία. Διέθετε τό βεστιάριον (άποθήκη ιματισμού καί στρατωνισμού), τό πανέριον (δηλαδή τήν άρτοθήκη) καί τά δισπέντια, δύο τόν άριθμό, όπου άποθηκεύονταν όλα τά τρόφιμα, στό ένα καί τά κρασοβαρέλια, γιά τό πιόμα τών έπιβαινόντων, στό άλλο. 'Ο βαθμοφόρος αύτός οφείλει νά χορηγεί μέ μέ­ τρο τόν άπαραίτητο ιματισμό καί στρατωνισμό κα­ θώς καί τά είδη άτομικής καθαριότητας, τά τρόφι­ μα καί είναι ό άρμόδιος πού ορίζει τίς ήμέρες καί ώρες τού δειλινού γιά τό άπογάδιον, δηλαδή τήν πλύση τών ίματίων καί τό πρόγραμμα τοΰ συσσιτίου. 'Υπάρχουν δμως καί άλλες ονομασίες, οί παρακά­ τω, πού συναντοΰμε μέσα σ’ ένα βυζαντινό πλοίο. Δέν γνωρίζομε άν ήταν ειδικότητες ή λειτουργίες καί καθήκοντα (officia), τά όποια μποροΰσαν νά άναλάβουν οί διάφοροι βαθμοφόροι καί άνδρες, άνεξάρτητα πρός τήν ειδικότητα πού είχαν. — 'Ο άνέγων τήν φυλακήν ή βαθμοφόρος τής ναυφυλακής, δηλαδή ό άξιωματικός ή ύπαξιωματικός φυλακής, πού τά καθήκοντά του πρέπει νά ήταν άνάλογα μέ εκείνα τοΰ σημερινού συναδέλφου του. — 'Ο πρωταρμάτορας, κάτι σάν πυράρχης τών νεωτέρων χρόνων, δηλαδή ό υπόλογος τών όπλων, τά όποια ήταν έκηβόλα καί άγχέμαχα, άμυντικά καί έπιθετικά. Διέθετε τήν άποθήκη τοΰ άρμαμέντου, πού ήταν κάτω άπό τό κατάστρωμα, στό έμβάριον (κύ­ τος) καί είχε βοηθούς μέ τόν τίτλο τοΰ άρμάτορα. — ' Ο τό φλάμουλον κρατών, δηλαδή ό σημαιοφόρος ό όποιος στή μάχη ήταν στό πλευρό τοΰ κεντάρχου δηλαδή τοΰ κυβερνήτη, στήν πρύμη, πίσω άπό τούς άλλους επιτελείς. Κατά τίς άποβάσεις έπήγαινε έμπρός άπό τούς άνδρες τοΰ πλοίου καί περιστοιχι­ ζόταν άπό ειδική φρουρά γιά τήν προστασία τοΰ φλάμουλου, τούς κονταράτους, 4, 8 ή 12 οπλίτες, 1) Κατά μιά εκδοχή ή λέξη άρσανάς προέρχεται άπό τό άρσις τής νεώς, δηλαδή τό τράβηγμα τοΰ πλοίου στήν ξηρά, γιά έπισκευή ή συντήρηση καί φύλαξη. 'H άποψη αύτή πρέπει, νομίζω, νά θεωρηθεί ώς λόγιον κατασκεύασμα.

‘Οργάνωση τοϋ Βυζαντινοϋ Ναυτικοΰ

πού τούς έλεγαν καί διασώστες. Φλάμουλο ήταν ή ναυτική σημαία, τό ταξιδιωτικόν τών καραβιτών — έτσι τό έλεγαν. — 'Ο νεροκράτης, ύπεύθυνος γιά τήν κινστέρνα (δε­ ξαμενή νερού ή ύδροδόκη), πού άποτελεΐτο άπό 1020 κανώπια ή κυνώπια, αγγεία κοντά καί πλατιά, καί περιείχε τό απαραίτητο γιά μιά ώς τρεις βδομάδες νερό, μέ βάση 4,25 λίτρες τήν ήμέρα, τό άτομο. 'Η εύθύνη τοϋ νεροκράτη ήταν μεγάλη. — 'Ο κελλαριάρχης ή κελλάρχης, ύπεύθυνος γιά τά ύλικά συντηρήσεως καί τά κατά περίσσειαν (άμοιβά), τά όποια άποθηκεύει στό γενικόν κελλάριον. Άπ’ αύτά τά μέν στερεά είναι τοποθετημένα μέσα σέ θολόπια (ντουλάπια), πού κλείνουν μέ θυρόφυλλα, σέ ξύλινα συνδόκια (σεντούκια) άπό πυξό καί σέ συμβάλια (τσουβάλια) άπό όθόνη ή σέ ράφια. Τά ύγρά βρίσκονται σέ πλατιά πιθάρια, σέ κυμνία κλπ. — Οί ναυηγοί. Κατά τήν προσέγγιση στήν ξηρά τών πλοίων, οί ναυηγοί βυθομετροϋσαν τά νερά καί μέ τή φωνή καθοδηγούσαν τόν κυβερνήτη, πού όριζε τήν άκολουθητέα πορεία. Γιά τήν εργασία αύτή έριχναν οί ναυηγοί τό σκαντάγιο, δηλαδή τή βολίδα καί τότε έλεγαν ότι εσκανδάλιζαν τό βυθό. Θά συναντήσουμε δμως καί άλλες λειτουργίες ή καθήκοντα τών άνδρών μέσα στό πλοίο, άμα προ­ χωρήσουμε στή διαίρεση τοϋ πληρώματος. Τό πλή­ ρωμα διαιρείτο σέ δυό τοιχαρχίες, ’ίσες στόν άριθμό, πού λέγονταν βάνδα·. βάνδον τοΰ δεξιοΰ ήταν ή δεξιά τοιχαρχία καί βάνδον τοΰ άριστεροΰ, ή αρι­ στερή. Στό κάθε βάνδον κατανέμονταν οί μισοί άπό κάθε ειδικότητα (έρέτες, άρμενιστές, οπλίτες κλπ.), μέ βαθμοφόρους έπικεφαλής. Άκολουθοΰσε κατόπι ή διαίρεση κατά λειτουρ­ γίες ή έπιστασίες, όπως θά λέγαμε σήμερα καί κά­ θε ομάδα άποτελοΰσε ένα βήλον. Σύμφωνα μέ τήν τακτική, πού άκολουθοΰσαν τότε, ή σειρά τοΰ πεζοναυτικοΰ (τών έπιβατών) άποτελοΰσε ιδιαίτερο, τό βηλον τών καραβιτών. Ξεχώριζε τό βηλον τών έρετών, στό όποιον οί άνδρες τής έπάνω σειράς (καί επανωζυγίτες) περιλάμβαναν έναν τακτικό καί έναν άναπληρωματικό άνδρα τών σιφώνων (τούς σιφωνάτορες), οί όποιοι έριχναν τό ύγρόν πΰρ καί τήν άλλη ώρα συνέδραμαν τό όπλιτικόν (παράβολον τών καραβιτών) ή κωπηλατοΰσαν οί κατωζυγίτες, δηλα­ δή οί κωπηλάτες πού άνήκαν στήν κάτω σειρά, έ­ διναν τήν ομοχειρία τών άγκυροβόλων. οί άγκυροβόλοι ή άγκυροβοληταί πόντιζαν ή άνέσυραν τίς ά­ γκυρες καί εύθέτιζαν τούς ηγουμένους τόνους, δηλα­ δή τά παλαμάρια, στά φρεάτια. 'Υπήρχε έπειτα τό βηλον τών συμπρακτόρων, πού άποτελεΐτο άπό τούς άρμενιστές, τό συνεργείο τών άγκυρών (στό όποιον οί δεσμίτες, είχαν έργο νά δέ­ νουν μαζί μ’ ένα βοηθό τίς άγκυρες), τούς βοηθούς πηδαλιούχους καί τούς βιγλάτορες. Τό πιό ενδιαφέ­ ρον πρέπει νά ήταν, χωρίς άμφιβολία, τό βηλον τών

χρησίμων, στό όποιο άνήκαν δ ράπτης καί ό σανδαλοποιός, οί πυροτεχνουργοί — άπεσπασμένοι συνήθως άπό τό ναύσταθμο — οί όπλοδιορθωτές, ό χαλκουργός, ό ξυλουργός (πού λεγόταν καί ναυ­ πηγός) μέ ένα ώς τρεις βοηθούς (*), ό σχοινοπλόκος καί οί άρμενορράφοι, ό σκευοφύλακας (τοΰ έμβαρίου = κύτους) καί οί ύφιστάμενοί του φορτωτές, οί ύπηρέτες τών άποθηκών, οί μάγειροι, οί διάφοροι καμαρώτοι καί ύπηρέτες κοιτωνάρια καί παίδες καί τέλος ό ίατρόσοφος, μέ τούς νοσοκόμους. "Οπλα τοΰ γιατροΰ ήταν φάρμακα άπό βότανα καί άλλα θεραπευτικά παρασκευάσματα καί τά άπαιτούμενα έργαλεΐα. Μέσα στά άλλα, γιατρός καί νοσοκόμοι, είχαν τό έργο νά έπουλώνουν τίς πληγές μ’ ένα έκχύλισμα άπό ρετσίνι. Πρέπει νά σημειώσουμε δτι ή ιδιαίτερη έπίδοση καθώς καί ή έπιθυμία ή προτίμηση ύπαγόρευαν τήν κατανομή τών άνδρών καί δέν άποκλειόταν ορισμέ­ νοι άνδρες νά άσκοΰν έργα σέ διάφορες είδικό-

Φλάμουλον ταξιδιωτικόν τών καραβιτών.

τητες, λόγου χάρη στά καθήκοντα τοΰ καραβίτη (ο­ πλίτη), τοΰ συμπράκτορος (μέ τίς ποικίλες έργασίες) καί τοΰ κωπηλάτη. Πάντως σύμφωνα μέ τά τότε ϊσχύοντα, τό πεζοναυτικό χορηγοϋσε τόν ύπαξιωματικό τής φρουράς (πρώτον τής ησυχίας), τό σκοπό τοΰ κοβέρτου πού έπιτηροΰσε στόν δρμο τά άναβάσια δηλαδή τίς κλί1) Έχέτω (τόν δρόμωνα) καί ενα ναυπηγόν μετά πάντων τών εργα­ λείων αύτοΰ ενα τών ελατών, οιον σκερπάνου, τρυπάνου, πρίονος και τών όμοιων. [Τακτικά, Δέοντος Σοφοϋ ΙΘ', ε' (5)].

111

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

μακες καί λεγόταν θυρωρός, τόν έπιφορτισμένο μέ τήν ευταξία στά ύποφράγματα καρτεράκιον καί τόν παπίαν τοΰ κραββάτου, δηλαδή τό θυροφύλακα τών δωματίων τοΰ κυβερνήτη, πού δέν έπρεπε νά λείπει άπό τή θέση του. 'Ο άρμενιστής τής φυλακής (πρώτος επί της σω­ τηρίας) καί οί υποτακτικοί του, πού λέγονταν φύλα­ κες, δφειλαν νά είναι συναγμένοι στό καμπόνιον (πρόστεγο), πρόχειροι καί έτοιμοι γιά τούς απαραί­ τητους χειρισμούς, τήν ώρα τής ανάγκης. Οί άνδρες αύτοί (ό πρώτος έπί της σωτηρίας καί οί φύλακες) άνοι­ γαν καί μάζευαν τά ιστία, έκτελοΰσαν δηλονότι κα­ τά τή διάλεκτο τής έποχής τό χαλάρωμα καί σάκκισμα τών ιστίων, έσήκωναν καί κατέβαζαν τά παρίστια — πού ήταν τρία (τό σκοπιόμερον έπάνιον, τό κερκετολασικόν έπάνιον καί τό μαγιστρολασικόν έπάνιον) καί χειρίζονταν δ,τι είχε σχέση μέ τήν αρματωσιά, δηλαδή τήν έξαρτία. Αύτά στόν δρμο. Γιατί στήν ιστιοδρομία αγρυ­ πνούσαν γιά νά συντρέξουν στούς χειρισμούς, τό τέ­ ταρτο καί στίς δύσκολες περιστάσεις τό μισό τών κωπηλατών, πού λέγονταν στήν περίπτωση αύτή σΰρται. Στά ταξίδια, επικεφαλής τοΰ έρετικοΰ ήταν ό άνέχων την ώραν καράβου δηλαδή ό βαθμοφόρος (ύπαξιωματικός) φυλακής καί έδιναν μέ τήν κίνησή τους τό ρυθμό τής κωπηλασίας οί πρόκωποι — πού ονομάζονταν πρωτελάτες τής κάτω σειράς καί δευτεροελάτες τής επάνω σειράς, ή όποια άρχιζε πιό πρώρα. ’Εργαζόταν δέ τό έρετικό δχι πάντοτε στήν ολότητά του, άλλά άνάλογα μέ τήν περιοχή καί τίς συνθήκες τής θαλασσοπλοΐας. Γιατί είχαν διάφορα είδη είρεσίας (κωπηλασίας), δηλαδή: α. Τόν ήμιολισμόν, εις διαμπερές τό κάτεργον Μέ τήν λέξη ήμιολισμόν, εννοούσαν τό μισό τοΰ δλου. Στήν είρεσία αύτή ήταν πλήρως επανδρωμέ­ νη ή κάτω σειρά τής έλασίας (τών κωπηλατών), ένώ ή έπάνω ήταν έπανδρωμένη κατά τό ήμισυ ή άργοΰσε. Δυνατόν έπίσης ή κάτω σειρά, μέ τό μισό προ­ σωπικό κι ή έπάνω, μέ τό μισό καί καμιά φορά κα­ θόλου. β. Τόν ήμιολισμόν, μέ διαίρεση τοΰ κατέργου (πλοίου) σέ δυό ίσα μέρη, κατά τό μήκος δμως. "Ηταν ένα σύ­ στημα, πού έφαρμόστηκε καί καθιερώθηκε στό Με­ σαίωνα, έγκειτο δέ στό δτι ή πρυμνιά συγχειρία (ο­ μοχειρία) είχε πλήρες προσωπικό, τό μισό δέ ή (πλωριά ή καθόλου σχολάζουσα). Συνέβαινε καί τό άντίθετο, ή πρωριά συγχειρία πλήρης, μισή δέ ή σχολάζουσα ή πρυμνιά. Είχαν δηλαδή τέσσαρες βασικά παραλλαγές καί τό ποία άπ’ αύτές θά έφαρμοζόταν, τό δριζε ό κυ­ βερνήτης τών αυχένων (άρχιπηδαλιοΰχος), πού έ­ δινε καί τή σχετική διαταγή. Καθώς τό καράβι μέ τό δικέφαλο αετό ταξίδευε, στήν άκοίμητη πάλη τής αύτοκρατορίας, τοποθετη­ 112

μένοι πάνω στά καρχήσια ή ζυλόκαστρα (κόφες) άγρυπνοΰσαν καί έπόπτευαν τό πέλαγος μέχρι τόν μακρινό ορίζοντα οί κασσιέροι, δηλαδή οί βιγλά­ τορες (σημερινοί οπτήρες) πού είχαν σάν έργο τή ναυτοσκοπιά (τή ναυτική σκοπιά). Καί φυσικά πάνω άπ’ δλους άγρυπνεί ό κένταρχος ή κυβερνήτης, πού μέσα στό βυζαντινό πλοίο βρίσκεται στήν κορυφή τής πυραμίδας. ’Ονομα­ ζόταν κένταρχος, δηλαδή εκατόνταρχος, γιατί οί δρόμωνες είχαν άρχικά εκατό κουπιά καί εκατό πε­ ρίπου κωπηλάτες. ’Αργότερα καί μάλιστα στούς τε­ λευταίους αιώνες τοΰ βυζαντινοΰ βίου ονομάστηκε καί κατεπάνω (μέ άναγραμματισμό, καπετάνιος ή καπιτάνιος). ' Η θέση τοΰ κυβερνήτη ήταν στήν πρύμη άπ ’ δπου έπόπτευε τό πλήρωμα, τό πλοίο, τή γύρω θάλασσα καί, κατά τό δυνατό, έξακρίβωνε τούς άνέμους. Στό κατάστρωμα τής πρύμης, πού είναι ψηλότερο άπό τό λοιπό κατάστρωμα τοΰ πλοίου ύπήρχε γιά τόν κυ­ βερνήτη σκεπασμένος θάλαμος, πού τόν έλεγαν κράββατον (ή κραββάτιον ή κραββάτι) καί δπου τοποθετούσαν τίς εικόνες τών προστατών τοΰ ναυτικοΰ άγιων, τοΰ 'Αγίου Φωκά, ή τοΰ 'Αγίου Νίκωνος πρώτα καί άργότερα τοΰ 'Αγίου Νικολάου. 'Όσον γιά τή σταδιοδρομία στό ναυτικό οί κανο­ νισμοί τήν έβάσιζαν βέβαια στήν ικανότητα καί τά προσόντα τοΰ ένδιαφερομένου, άλλά έκεΐνο τό ό­ ποιο στήν πράξη έβάρυνε ήταν ή εύνοια τών ισχυ­ ρών. Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος στό έγχειρίδιό του “De Administrando Imperio” (Περί Διοικήσεως τής Αύτοκρατορίας) άναφέρει διάφορες περιπτώσεις, έξαιρετικής δπως θά λέγαμε σήμερα σταδιοδρομίας. Ό Ποδάρων, άγράμματος, πού υ­ πηρετούσε σάν πρωτελάτης (πρώτος κωπηλάτης) στόν αρχηγό τοΰ στόλου πατρίκιο Νάσαρ, έγινε πρωτοσπαθάριος τής φιάλης, τοποτηρητής τοΰ στόλου (άναπληρωτής, ύπαρχηγός τοΰ δρουγγαρίου) καί τέλος στρατηγός στό Θέμα τών Κιβυρραιωτών. ’Άλ­ λος, ό’Αρμένης, μέ τήν αύτή προέλευση καί τήνϊδια έλλειψη προσόντων, έφθασε στό έπιτελεΐο τοΰ δρουγγαρίου τοΰ στόλου, μέ τήν ιδιότητα τοΰ τοποτηρητή (ύπαρχηγοΰ). ’Ανάμεσα στά άλλα, άξιομνημόνευτες είναι οί προαγωγές Μιχαήλ τοΰ Γέροντος, πού τόν λογάρια­ ζαν γιά καλύτερο ναυτίλο τοΰ καιροΰ του, στή θέση τοΰ πρωτοκάραβου στόν αύτοκρατορικό δρόμωνα καί τοΰ Μιχαήλ Μπαρκαλά, παλιοΰ πρωτελάτη τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου, φημισμένου γιά τά κατορθώματά του, στή θέση τοΰ δεύτερου πρωτοκάρα­ βου, στόν ’ίδιο δρόμωνα. ’Επιμελής δπως φαίνεται ερευνητής ό Γκυγιάρ (R. Guillard) παραθέτει στό περιοδικό Byzantion τοΰ 1958 μακρό μάλλον κατάλογο τών άνθρώπων πού, άπό χαμηλά, ανέβηκαν τά σκαλιά τής ιεραρ­ χίας·

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού ’Εκπληκτικότερη δμως είναι ή ναυτική σταδιο­ δρομία Ρωμανού τοΰ Λεκαπηνοΰ, πού ήταν γιός ιδιοκτήτη στρατιωτοπίου στό Θέμα Άρμενιακόν, ξεκίνησε σάν άπλός ναύτης πολεμιστής, έγινε πρωτοκάραβος, στρατηγός στό Θέμα τής Σάμου καί τό 911 μ.Χ. μέγας δρουγγάριος τοΰ στόλου — μέχρις δτου έφθασε στό θρόνο. Είναι ό μόνος στή βυ­ ζαντινή ιστορία πού ξεκίνησε άπό τό ναυτικό, γιά νά φθάσει εκεί, νά γίνει δηλαδή αύτοκράτορας.

IV. Τό τυπικόν τών πλωίμων α. ’Εσωτερική υπηρεσία - τροφή Τήν εσωτερική ύπηρεσία στό δρόμωνα καί τά άλλα βυζαντινά πλοία τήν έρύθμιζε τό αύτοκρατορικό Τοπικόν των Πλωίμων, τό όποιον όριζε κατά κεφάλαια καί άρθρα (τά κανόνια), πρώτο πώς πρέ­ πει νά συμπεριφέρονται όλοι ένδον καί δεύτερο, πε­ ριεκτικές οδηγίες γιά τό χρέος τών καραβιτών, τά κα­ θήκοντα τών ναυτών πολεμιστών, ελατών, τών χρη­ σίμων καί τών συμπρακτόρων — έννοιες πού προσ­ διορίσαμε παραπάνω — καί δλα αύτά έν πλω καί έν δρμω, στήν ειρήνη καί στόν πόλεμο. Περιλαμβάνονται στό Τοπικόν γενικότητες γιά τούς καθαρισμούς, μέ στόχο νά γίνονται γρήγορα καί χωρίς παρελκύσεις. 'Ορίζεται άκόμη ή διαδοχή τών καιρών δηλαδή τών φυλακών, στό ταξίδι καί τό λιμάνι (έν πλω καί έν ορμω), γιά νά μή γίνεται σύγ­ χυση. ’Επίσης ή θέση τοΰ καθενός στήν άπαρση καί τό άραγμα. 'Ως πρός τίς φυλακές (τούς καιρούς) ήταν επτά, στό ήμερονύκτιο τών αύτοκρατορικών πλωίμων. Κάθε καιρός διαρκοΰσε 3 ώρες 25 ' περίπου καί διαι­ ρείτο σέ επτά ήμιώρια. Οί καιροί (φυλακές) πού ήταν άπό τήν άνατολή ώς τή δύση τοΰ ήλιου άνήκαν στό ήμεροδούλιον, οί άλλοι, πιό κοπιαστικοί, στό νυκτέριο. Τήν άλλαγή τοΰ καιρού (φυλακής) άνήγγελλε κάθε φορά ό άνέχων τήν ώραν, δηλαδή ό άξιωματικός φυλακής, πού είχε τόν πρόσθετο τίτλο κυβερ­ νήτης τών αυχένων (τών πηδαλίων). Τό ένδον τραπέζιον, δηλαδή τό συσσίτιο μέσα στά πλοία τοΰ Βυζαντίου είχε ρυθμιστεί κατά τρό­ πον, ώστε νά έπιτυγχάνουν τόν έπιδιωκόμενο σκο­ πό μέ τά άπλούστερα μέσα. Μέ τή χαραυγή λοιπόν οί βουκινάτορες καί οί τουβάτορες (σαλπιγκτές μέ τήν τούβα καί τό βούκινο) έμελπαν άπό τό πρόστεγο μιά άπαλή συμφωνία, πού έληγε μέ γοργό ρυθμό — κι αύτό ήταν τό εγερτήριο. ’Αμέσως ό πρωτοναύκληρος έφώναζε στερεότυ­ πα τή γενική προσταγή πού τήν έπανελάμβαναν οί ναύκληροι, μέ δυνατή φωνή. (’Ίσως τήν κίνηση αύτή τήν έκανε ό κάραβος). - Σηκωθήτε, έτοιμασθήτε ταχύ ολοι καί προσευχηθήτε. Συγυρίσατε μέ σιωπή καί προσοχήν τό άπαν καράβιον. 2/8

Ξυπνούσαν τότε οί ναΰτες καί, μέ τήν έπίβλεψη τών ύπαξιωματικών, ένεργοΰσαν σύμφωνα μέ τήν προσταγή: συσκεύαζε δηλαδή ό καθένας τά στρω­ σίδια, πλενόταν καί ντυνόταν καθαρά, έκανε (ό καθέ­ νας χωριστά) τήν προσευχή του καί είχε τήν υπο­ χρέωση νά τακτοποιεί καί πλένει τή θέση του καί νά περιποιείται τό οίκοκυρεϊον, πού είχε τόν οπλι­ σμό. 'Ο άνδρας δμως πού τύχαινε νά άνέχει τήν πρωινή ώρα (δηλαδή νά έχει πρωινή φυλακή) καράβου τουτέστι έπιβλέπτου καί κουβερνάτορος τής έλασίας, άπαλλασσόταν άπό κάθε τέτοια φροντίδα, μέχρις δτου παραδώσει φυλακή. Τό ’ίδιο ϊσχυε καί γιά τούς άλλους, πού είχαν ύπηρεσία φρουροΰ ή άρμενιστοΰ. "Υστερα παρέθεταν τό κολάσον ή κολάσιον (κν. κολατσιό), πού τό έλεγαν καί πείνα καί αντιστοιχού­ σε στόν άκρατισμόν τών στρατευμάτων ξηρας, άποτελεΐτο δέ άπό άκρατον οίνον, δηλαδή άνέρωτο κρα­ σί καί φρυγμένο ψωμί. Τό χειμώνα, άντί ψωμιού εί­ χαν διπυρίτη. Βουτοΰσαν τό ψωμί στό κρασί καί τό έτρωγαν μέ έλιές καί σκόρδο, πού διώχνει τίς άρρώστιες. ’Έδιναν τό καλοκαίρι τυρί καί οπώρες άφθο­ νες, δπου βέβαια καί δταν τοΰτο ήταν δυνατό. Πριν από τό μεσημέρι, γύρω στίς 10 καί 20 λεπτά, ήχούσε τό σάλπισμα γιά τό κύριο γεύμα, πού άποτελείτο άπό έψώμιο (ψωμί), παρασκευαζόμενο μέσα στό πλοίο κάθε νύκτα, άπό κρέας παστωμένο — τό άλατάδον — ή νωπό, πού τό μαγείρευαν κατά διαφό­ ρους τρόπους, άπό κάποιο προσφάγιον, άλμυρό πάν­ τοτε, άκόμη άπό λαχανικά καί οπώρες, έφ’ δσον βέ­ βαια μπορούσαν νά βροΰν στήν έποχή καί τόν τό­ πο. Τίς ήμέρες τής νηστείας, στή θέση τους έτρωγαν όσπρια καί διάφορα τουρσιά (όζυσυντήρητα φαγία) καί λαχανικά διάφορα. "Ωρα 3 μ.μ. έτρωγαν τό άπογευματινόν άπό παστω­ μένο ψάρι, έλιές, ψωμί καί κατά περιστάσεις έπιδόρπια. "Ωρα 6 καί 45 ' τό βράδυ άκολουθοΰσε ό δεϊπνος, κατά τόν όποιο τούς έδιναν διπυρίτη καί κρομ­ μύδια. Τό πρόγραμμα αύτό τό τηρούσαν τακτικά, γιατί οί ύγιεινολόγοι ή διαιτολόγοι τής έποχής τό θεω­ ρούσαν ικανοποιητικό γιά τήν εύεξία τών άνδρών, πού ύπηρετοΰσαν στό ναυτικό. Έν πλώ, ανάλογα μέ τό πώς ταξίδευαν μέ τό κουπί ή τό ιστίο, έδιναν διπλή μερίδα στούς ένεργούς έρέτες καί άρμενιστές. ’Έδιναν έπίσης κρασί (ρετσίνα συνήθως, δπου καί δταν ύπήρχε, διαφορε­ τικά μαύρο άκρατο) καί ή μερίδα ήταν γιά όλους ένα γεματάριον (γιοματάρι) στό γεύμα (τό άριστον δηλαδή) καί μισόν (μισό κύπελλο) τό άπογευματινό, καί πρόσθεταν γιά τούς έργαζομένους, στό κολασόν καί τό δείπνο μικρή ποσότητα πού τήν έλεγαν πάτον τού καρδαμώματος. Κάθε κωπηλάτης έτρωγε χρησιμοποιώντας τόπα113

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

Άπό ναυάγιο βυζαντινόν πλοίου τοϋ 4ου αιώνα, πού προσέκρουσε σέ ύ­ φαλο τοΰ Vassi-Ada (άνάμεσα στή μι­ κρασιατική άκτή καί τό νησί Κάππα­ ρη τής Δωδεκανήσου) καί άνελκύστηκε άπό τό Πανεπιστήμιο τής Πενσυλβάνια τό 1967-69. Τά σκεύη πού είκονίζονται είναι άπό τό μαγειρείο τοΰ πλοίου, τό όποιο βρισκόταν στό πρυμνιό μέρος τοΰ κύτους. Βλέπομε στήν εικόνα κανάτες καί χύτρες σέ διάφορα σχήματα καί μεγέθη, καθώς καί τέσσερα λυχνάρια, κάτω δεξιά. Υπάρχουν επίσης καί τά εξαρτήματα άπό ένα καντάρι, δπως τό γνωρίσαμε στήν έποχή μας. Λογικό είναι νά δε­ χθούμε δτι τέτοια σκεύη χρησιμο­ ποιούσαν καί στά πολεμικά πλοία.

τάριον (δηλαδή έκεϊ πού πατούσε), γιά κάθισμα καί τό παγκάριον (τουτέστι τόν πάγκο), γιά τραπέζι. Δέν ήσαν δμως δλοι κωπηλάτες. Οί άλλοι λοιπόν κά­ θονταν χάμω όκλαδόν, κατά βάνδα (τοιχαρχίες), σειρές καί συντροφιές, δεξιά κι άριστερά άπό τόν άξονα τοϋ πλοίου καί μέ μέτωπο πρός αύτόν. Γιά σκεύη χρησιμοποιούσαν πήλινη γαβάθα κι ένα είδος γυάλινο ποτήρι, κουτάλι άπό ξύλο καί άλλα σύνεργα μεταλλικά. Τό πειρούνι (ή κρεάγρα τών αρχαίων) πρέπει νά χρησιμοποιόταν στό Βυ­ ζάντιο, μόλον πού άντί γι’ αύτό χρησιμοποιούσαν τά δάκτυλα σ’ δλο τό ιστιοφόρο ναυτικό τοΰ Με­ σαίωνα καί έπί πολλούς αιώνες. 'Η διανομή τοΰ φαγητοΰ γινόταν άνά τετράδες, μέσα σέ γαβάθια. Χαρακτηριστικό είναι δτι ψάρευαν από τά πολεμικά πλοία τοΰ Βυζαντίου σέ κάθε περί­ σταση καί μέ κάθε τρόπον, ώστε συχνά έτρωγαν όψάρια καί άλλα θαλασσινά. Στίς καθιερωμένες γιορτές τής θρησκείας, τοΰ Παλατιού καί τής Πολιτείας έπρόσθεταν διάφορα

114

καρυκεύματα καί γαλακτερά (δπως αφρόγαλα, δρουβανιστό τυρί κλπ.) καί άλλα έκλεκτά φαγητά, τά όποια έκαναν πολυτελή τή διατροφή τών πληρω­ μάτων τοΰ βυζαντινού στόλου, πού ούτως ή άλλως ήταν δαπανηρή. 'Η φροντίδα γιά τό κορμί καί τήν καλοζωία δέν έμπόδιζε τήν άλλη φροντίδα γιά τήν ψυχή καί τήν πειθαρχική παιδεία. Πριν άπ’ τό συσσίτιο ό έκκλησιάρης — κι αύτός ήταν ναύτης επιφορτισμένος μέ τή περιποίηση τοΰ εικονοστασίου — απάγγελλε μέ δυνατή φωνή τήν προσευχή καί δλοι έσταυροκοποΰντο. "Υστερα άνέπεμπαν ευχαριστήρια στόν Ύψιστο, τόν χορηγό τών αγαθών καί έπευφημοΰσαν τόν αύτοκράτορα, πού μέ τήν εύδοκία Του ήταν αντιπρόσωπος τής Δυνάμεως τοΰ Θεοΰ καί διαχειρι­ στής τής απολύτου εξουσίας πάνω στή γή. Σχετικά μέ τό εικονοστάσι, τό όποιον έμνημόνευσα παραπάνω, πρέπει νά έξηγήσω δτι πρύμα στό προεισόδιον (τήν είσοδο) τών δωματίων τοΰ έπιτελείου, ύπήρχε τό σεμνό εικονοστάσι μέ τά κανδήλια

'Οργάνωση τοϋ Βυζαντινοϋ Ναυτικοΰ

Καί ενα άλλο σκεύος, πού χρησιμο­ ποιούσαν μέσα στά καράβια τού Βυ­ ζαντίου. Μιά κούπα με χέρι, μπρος σέ πήλινο πιάτο ρηχό (ή πιθανόν δί­ σκο), πού καί τά δύο βρέθηκαν στό ναυάγιο τοΰ βυζαντινού πλοίου τοΰ 7ου αιώνα.

καί τά ποικίλα αφιερώματα, σέ θέση πού νά είναι ο­ ρατό σ’ όλους τούς ευρισκομένους στό κουβέρτο τοΰ κατέργου. Έκεΐ έν πλώ καί, δταν ύπάρχει κακοκαιρία, στόν δρμο, συγκεντρώνονται όσοι βρίσκονται στό πλοίο, γιά τόν όρθρο ή τόν εσπερινό. "Ολα όσα έγραψα παραπάνω ϊσχυαν γιά τήν ένδιαίτηση στούς σκεπαστούς (ή κατάφρακτους) δρό­ μωνες δηλαδή εκείνους πού είχαν πλήρες κατά­ στρωμα. Τά πράγματα ήσαν πιό άπλά στούς άποσκέπους ή άφράκτους δηλαδή τούς χωρίς κατάστρωμα, Πιό άπλά, άλλά καί χωρίς τάξη.

β. 'Ιματισμός Τί θά λέγατε, μετά τό φαγητό νά ρίξουμε μιά μα­ τιά στόν ιματισμό τών ναυτών τοΰ Βυζαντίου; "Οπως παρατηρεί εύστοχα νεώτερος συγγραφεύς εκτός άπό τό ταλαντευόμενο βάδισμα καί τήν άλλη συμπεριφορά, οί ναύτες ξεχώριζαν καί άπό τήν ενδυμασία. 'Ορισμένα δηλαδή ένδύματα είχαν καθιερωθεί στούς "Ελληνες άπό αιώνες καί τοΰτο γιατί προσαρμόζονταν καλύ­

τερα στή ζωή πάνω στό καράβι καί στίς έργασίες του. Τέτοια ένδύματα, ήταν τά υποκάμισα μέ τό ανοι­ κτό περιλαίμιο καί τίς ανεστραμμένες χειρίδες. Κα­ τόπιν τά έπονομαζόμενα τότε βράκια καί κονδοβράκια, δηλαδή παντελόνια, πού φορούσαν οί κωπηλά­ τες καί τά κοντύτερα, πού ήσαν καταλληλότερα γιά τούς άρμενο-γεμιστάς. Ζωνάριον μακρύ, ώστε νά τυλί­ γεται πολλές φορές γύρω άπό τή μέση καί πλατύ, σέ χρώμα κατά προτίμηση κόκκινο ή άσπρο, συμπλή­ ρωνε τήν έμφάνιση τοΰ ναύτη. Οί καραβήσιοι δμως (δηλαδή ναΰτες) είχαν στή μέση τό μαχαίριον, τό όποιον πολύ πρόσθετε στό ύφος, τό άρειμάνιο. Τό μαχαίρι αύτό άπό τά μέσα τοΰ 7ου αιώνα, μεγάλωσε τόσο, πού νά προκαλεΐ θαυμασμό, σέβας άλλά καί φόβο στόν πολύ κόσμο. Δέν είχε δέ μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα άλλά άποτελοΰσε καί δπλο, γιατί ήταν ένα μαχαίρι μέ μακριά λεπίδα, πλατιά τρία δάκτυλα, καμπύλη καί έξαιρετικά κοφτερή, τό χαζάριον. Στό κεφάλι ό ναύτης φοροΰσε σκούφο, χαμηλό ή δρθιο, σέ χρώμα κόκκινο. Γύρω άπό τό σκούφο

115

’Οργάνωση τοϋ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

οί κωπηλάτες έφεραν σφικτά διπλωμένο στούς κρο­ τάφους φακειώλιον (φακιόλι), τό όποιον έσχημά­ τιζε μαζί μέ τό σκούφο ένα είδος καισαρικίου (σαρί­ κι). Τό φακιόλι αύτό, κατά τούς Βυζαντινούς, άπέβλεπε στό νά τονώσει τή θέληση πού βρίσκεται στό κεφάλι, δυναμική εστία τοΰ κωπηλάτη! Τά υποδήματά τους, άλλοτε μέ περικνημίδες καί συνήθως χωρίς, έλέγονταν στιβάνια (τά στιβάλια). Μέσα στό καράβι ήταν κατά κανόνα ξυπόλητοι, χειμώνα καλοκαίρι. Διαφορετικά ήταν ντυμένοι οί καβαλλαρικοί, αν­ τίστοιχοι πρός τούς έπιβάτες τοΰ αρχαίου ναυτικοΰ καί τούς πεζοναύτες τών νεωτέρων χρόνων. Καβαλλαρικούς, 70 τόν αριθμό είχαν συνήθως οί μείζονες δρόμωνες (τά πλοία τής γραμμής ή καθαυτό πολε­ μικά τοΰ Βυζαντίου), στούς όποιους τό έρετικό έ­ φθανε τούς 230 άνδρες. Καβαλλαρικούς ή άλλως πολεμιστές τών καράβων είχαν καί οί όλκάδες, πού ταξίδευαν συνήθως ειρηνικά έμπορικά ταξίδια, όταν δμως προβλεπόταν κίνδυνος έπιβίβαζαν άνάλογα μέ τήν περίσταση τόν έπιβαλλόμενο αριθμό. Οί καβαλλαρικοί αύτοί ήταν εύρωστοι καί στήν όψη πολύ άγριοι, θαρραλέοι συχνά μέχρι ύπερβολής, πολεμοχαρείς άπό φύση καί έξη, σκληροί καί κατά κανόνα δύσκολοι στήν πειθαρχία καί ανυπά­ κουοι. 'Ως πρός τήν ένδυμασία — γιά νά ξαναγυρίσουμε στό θέμα μας — φορούσαν δερμάτινο χιτώνα, μέ μεταλλική έπένδυση στούς ώμους καί γύρω άπό τόν τράχηλο, πού έφθανε μέχρι τό γόνατο. Στό κεφάλι μάλλινη καλύπτρα (είδος σκούφου) ή κράνος χάλ­ κινο καί γιά υποδήματα τσουρούχια. ’Εκτός άπό τό μαχαίρι στή μέση τών ναυτών, έ­ φεραν καί σπάθη μέ κοντή λεπίδα, πού τήν κρέμα­ γαν άπό τελαμώνα. Γενικά ή στολή τους έπρεπε νά είναι άπλή καί νά τούς άφήνει ελευθερία στίς κινήσεις, γιατί πολλοί άπ’ αύτούς δροΰσαν δχι μόνο στά πλοία κατά τίς περιπτώσεις τής έμβολής, άλλά καί στήν ξηρά καί τοΰτο άνάλογα μέ τήν πείρα καί τήν άξια τους.

γ. Πειθαρχία Πολύ ένδιαφέρουσες είναι οί πληροφορίες πού έχομε γιά τή διαγωγή τών άνδρών μέσα στό πλοίο. ’Απαγορεύεται άπολύτως νά άσκεΐ βία ό ένας πά­ νω στόν άλλο καί δέν έπιτρέπεται ή έξαγορά τών ποινών ή τών χαρίτων. 'Η κόλασις δηλαδή ό κολα­ σμός (τιμωρία) τών παραπτωμάτων ή πειθαρχικός κώδικας, δπως λέμε στό σημερινό ναυτικό, βάζει ορισμένους θεμελιακούς κανόνες. Στούς βασιλοκτόνους καί τούς καταδότες τής πατρίδας έπιβάλλεται τύφλωση μέ πυρακτωμένο μεταλλικό κάτοπτρο — στό όποιο άναγκάζονται νά βλέπουν ατενώς άπό πολύ κοντά. Καί στίς δυό δέ

116

περιπτώσεις, θάνατος μέ πολύωρα βασανιστήρια. Σέ κείνους πού άρνοΰνται τή θρησκεία μέ τή θέ­ λησή τους ή γίνονται έπίορκοι, σέ σπουδαίες τοΰ κράτους ύποθέσεις, επιβάλλει τύφλωση. Σέ εκείνους πού φονεύουν άπό προμελέτη συνάδελφό τους ή γί­ νονται αύτόμολοι πρός όφελος τοΰ έχθροΰ, κόψιμο τών χεριών κατόπι δέ θάνατο, μέ καταποντισμό στή θάλασσα (τή λεγομένη κατά τό Μεσαίωνα κατάδυση), αντίστοιχο πρός τόν απαγχονισμό, πού Ίσχυε στό στρατό ξηρας. Στούς καταχραστές τής περιουσίας τοΰ δημο­ σίου σέ χρήμα ή σέ είδος καί σ’ αύτούς πού κατά τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο ζημιώνουν τόν εθνικό θησαυ­ ρό μέ συστηματικά άνάρμοστες πράξεις, έπιβάλλε­ ται θάνατος. Στούς δράστες τών λοιπών άδικημάτων κατοχή είς φυλακήν, δηλαδή φυλάκιση καί έπί χρό­ νο, πού έποίκιλλε άνάλογα μέ τή σοβαρότητα τοΰ άδικήματος. Σ’ όσους τέλος περιέπιπταν σέ σφάλματα στήν ιδιωτική τους ζωή, σοβαρά καί μή, έπιβαλλόταν παίδευση δηλαδή τιμωρία δπως καί στούς άλλους πολίτες, σύμφωνα μέ τό κοινό ποινικό δίκαιο. Τά παραπτώματα, τά έκρινε καί τά τιμωρούσε τό τριβουνάλιον τοϋ πλώίμου (ναυτοδικεΐον), πού ε­ δρεύει σέ κάθε ναύσταθμο, σ’ αύτό παρέπεμπαν τόν ένοχο μέ συνοδεία, γιά νά ύποστεΐ τίς νόμιμες κυ­ ρώσεις. Τό δικαστήριο αύτό άσχολεΐται βασικά μέ περιπτώσεις στάσεως καί ανταρσίας, συνεδριάζει έκτάκτως, όταν πρόκειται γιά υποθέσεις ναυτικών μοιρών, πού καταπλέουν στό ναύσταθμο καί συγ­ κροτείται άπό βαθμοφόρους ναυτικούς άλλά καί πο­ λίτες, πού έχουν διακεκριμένο λειτούργημα. Τό κύρος του είναι ύψηλό καί άδιαφιλονίκητο. ’Εκτός δμως άπό τά κατά τόπους τριβουνάλια τών πλόιμων ύπάρχει καί τό δικαιότατον τών πλώϊμων (τό ναυτοδικείο τής επικράτειας), στήν Κωνσταντι­ νούπολη, στό όποιον παραπέμπονται οί στόλαρχοι (δρουγγάριοι) πού άμάρτησαν, οί όποιοι έχουν καί τό δικαίωμα νά υποβάλουν τήν άπολογία τους στόν αύτοκράτορα καί τή σύγκλητο. Φυσικά υπάρχει στήν Πόλη καί τό δικαστήριο τής φιάλης, άρμόδιο άρχικά γιά τά πληρώματα τών άδρανούντων (σέ έφεδρεία δηλαδή) πλοίων καί κα­ τόπιν όλων τών πλοίων, πού ναυλοχοΰν στήν περιο­ χή τής Πόλης. Πρόεδρος στό τριβουνάλιο τών πλόιμων (ή τοΰ πλοΐμου) ορίζεται ό διοικητής (στρατηγός συνή­ θως) τοΰ Θέματος, δπου ανήκει ή προσκαίρως ορ­ μίζεται, τό πλοίο στό όποιον άνήκει ό δράστης, μέ­ λη δέ ό διευθυντής τοΰ μεγαλύτερου στήν περιοχή άρσανά, ό πρώτος κριτής τοΰ στρατηγείου (πού προΐσταται στούς άλλους κριτές τοΰ στρατηγείου) καί ό πρωτοκρίτης (δημόσιος κατήγορος) τοϋ άρ­ σανά. 'Ο πρωτοκρίτης αύτός έχει άποστολή νά ά-

Όργάνωση τοΰ Βυζαντινοΰ Ναυτικοΰ ναπτύσση πομπωδώς στό ακροατήριο τών εντοπίων μεγιστάνων τό κατηγορητήριον. Κάθε πλόιμος στρατηγός (δηλαδή δρουγγάριος ή ναύαρχος) - τοποτηρητής τοΰ ναυστάθμου δικάζεται άπό ισότιμο καί όμοιόβαθμο συμβούλιο, στό όποιο είσηγεΐται ό δρουγγάριος τοΰ Ένεργοΰ Στόλου καί μετέχει ό πρωτοκομμάνδος τοΰ άρματωλίοο (δηλα­ δή ό άρχηγός ή διοικητής τοΰ ναυτικοΰ σχηματι­ σμού) κι όταν αύτός κωλύεται ό κριτής τοΰ πρωτοκομμάνδου (τοΰ ναυτικού σχηματισμού ό δικαστής). Τόν άρχιεπιστολέα, τούς πλοΐμους στρατηγούςκομμανδάτορας (ναυάρχους διοικητάς ναυτικού σχηματισμού), τούς δρουγγαρίους τοποτηρητές (έπιστολεΐς) στούς σχηματισμούς, τούς κομήτες καί πρωτομανδάτορες (διοικητές ναυτικών μοιρών ή ομάδων), τούς κεντάρχους (κυβερνήτες) καί λοι­ πούς αξιωματικούς δικάζουν — έκτος γιά στάση καί άνταρσία — ό πλώιμος στρατηγός, τοποτηρητής τοΰ ναυστάθμου τής περιφερείας, ώς πρόεδρος, ό δρουγγάριος - προβλεπτής τών εζαρματώτων κα­ ραβιών (έν έφεδρεία πλοίων) ώς εισηγητής καί μέ­ λη ό πρωτοκρίτης καί δευτεροκρίτης τοΰ άρσανά. Τό δικαστήριο αύτό συγκροτείται, όταν χρειάζεται. "Οταν ό κατηγορούμενος είναι ύπαξιωματικός ή ναύτης, προεδρεύει στό σχετικό δικαστήριο ό υπο­ διοικητής τοΰ άρσανά καί άναπτύσσει τό κατηγο­ ρητήριο ό υποδιοικητής τών εζαρματώτων καραβιών. Στή δίκη δμως παρίσταται άπό τό πλοίο του ό κάραβος ή άρχοντας τών καραβιτών, γιά νά δίνει κά­ θε χρήσιμη πληροφορία, σχετικά μέ τούς παραβά­ τες καί τά παραπτώματα. Στά ξένα ή μακρινά παράλια λειτουργοΰν τά έπινήια δικαστήρια, τά κριτήρια τοΰ πλόιμου πρωτά­ του (πρωτάτον λέγεται γενικά ή άρχηγίδα). Τό έπινήιο δικαστήριο μποροΰσε νά συνεδριάζει καί στήν έγγύς πρός τό άγκυροβόλιο ακτή. 'Υπήρχαν άκό­ μη στά μακρινά μέρη — τά κριτήρια τοΰ πρωτοκομμάνδου καί κριτήρια τοΰ κομμάνδου (ναυτικοΰ σχη­ ματισμού μεγαλύτερου ή μικρότερου άπό τή ναυτι­ κή μοίρα). Συνήθως τρεις μέ τέσσαρες τριαρχίες (δηλαδή τρεις μοίρες πλοίων) υπάγονται σέ κάποιον δρουγγάριο-τοποτηρητή (ύποναύαρχο), πού ορίζει καί τά μέλη γιά τά δικαστήρια αύτά. Τό πρώτο κριτή­ ριο (τοΰ πρωτοκομμάνδου) δικάζει τά έκτροπα τών έπιτελών, τό άλλο (τοΰ κομμάνδου), τά άδικήματα τών άποκάτω, μέχρι τή βαθμίδα τών καραβόπουλων. Τά κριτήρια αύτά λειτουργούν κατά τρόπον άνάλογο μέ τά τριβουνάλια τών πλόιμων. Συνήθως στήν όλη διαδικασία γιά τήν άπονομή τής δικαιοσύνης γραμματεύς τοΰ κριτοΰ είναι μαθητευόμενος στή νομική έπιστήμη νέος, πού προαλείφεται γιά τριβοΰνος (δικαστής) τοΰ πλοΐμου καί λέγεται σκρίβων (τοΰ σκρινίου τοΰ κριτοΰ). Στίς σοβαρές ποινές, δπως άκρωτηριασμός,τύ-

φλωση ή θάνατος, έπρεπε νά τίς άναφέρουν στήν πρωτεύουσα καί νά έγκριθοΰν άπό τίς έκεΐ άρχές. Τή φυλάκιση καί τήν κάθειρξη τήν έξέτιαν στίς φυλακές, πού υπήρχαν στήν έδρα τών κατακρίτων (δικαστών πού έκδίκασαν τήν υπόθεση), άν δμως τοΰτο δέν ήταν δυνατό, σέ άλλο δεσμωτήρια τοΰ βυ­ ζαντινού κράτους. Τήν έποχή τοΰ Βυζαντίου τά κρατητήρια καί τά δεσμωτήρια τά προορισμένα γιά τούς σημαίνοντες καί τούς πιό έπίφοβους βρίσκονταν σέ καταχθόνιους καί δυσπρόσιτους τών διοικητηρίων χώρους ή σέ θαλάμους καί κρύπτες ύπόγειες τών φρουρίων, τών άκροπόλεων καί τών έξωκάστρων, καθώς έπίσης καί τών άπομονωμένων καστελλίων. Τέτοιες, γνω­ στές, φυλακές ήταν οί καμάρες τοΰ Βουκολέοντος στήν Κωνσταντινούπολη, έφοδιασμένες μέ κελλιά, από τά όποια ήταν εύκολη ή θανάτωση καί ό άφανισμός τοΰ ένοχου. Αύτά, βέβαια, γιά τούς έπίσημους καταδίκους καί μελλοθανάτους. Γιατί οί παρακατιανοί βαθμούχοι φυλακίζονταν στό Στρατήγιο, μέχρι βασιλείας Φωκά τοΰ Καππαδόκη (602-610), άργότερα δέ σέ ειδικά διασκευα­ σμένους χώρους τής χαλκής φυλακής. Οί ναύτες καί οί οπλίτες κλείνονταν σωρηδόν σέ σωφρονιστική φυλακή, διοικουμένη άπό τόν κόμητα τών νούμε­ ρων, πού λεγόταν φυλακή τών νούμερων (ϊσως γιατί κάθε φυλακισμένος άντιπροσώπευε έναν άριθμό), οί δέ βαρύτερα ένοχοι στό Πραιτώριον. Στήν άπονομή τής δικαιοσύνης σπουδαίο ρόλο έπαιζαν ή ισχυρά προστασία, ή προκατάληψη τών κριτών καί ή πολιτική ή καθεστωτική σκοπιμό­ τητα. ’Εκτός άπό τά δικαστήρια, κάθε καράβι έχει πει­ θαρχικό συμβούλιο, άποτελούμενο άπό τόν κένταρχο, τόν πρωράτη, τόν άρχαιότερο κάραβο (είδος οπλονόμου) μέ γραμματέα τόν γραφέα τοΰ πλοίου. Έφ’ δσον τό παράπτωμα ήταν κάπως σοβαρό εμανδεύετο (άναφερόταν) τό περιστατικό καί συγκα­ λείτο ύποχρεωτικώς ή Σύνοδος επί τής εύπρεπείας τών πλόιμων στρατιωτών (οί ναΰτες λέγονταν καί πλόιμοι στρατιώτες), δπου ό μηνυτής κατήγγελλε καί ό άμεσος κατά ειδικότητα προϊστάμενος έδινε πληροφορίες. 'Η κρίσις τοΰ δικαστοΰ λάβαινε ύπόψη, άν ό ναύ­ της ήταν άπό τούς καλόβουλους (χρηστούς) καί προ­ κομμένους, οπότε έδειχνε έπιείκεια ή άν έρεπε στό κακό καί άνήκε στούς κοπρίτας. Μετά άπό λεπτομε­ ρειακή έξέταση, έδινε ό κατηγορούμενος άπολογία, χρησιμοποιώντας άφθονους όρκους καί έζορκισμούς, γιά τήν άθωότητά του. Φυσικά ή μεταμέλεια βοηθούσε στό μετριασμό τής ποινής ή άκόμη τήν πλήρη άπαλλαγή. Τό πειθαρχικό αύτό συμβούλιο, μποροΰσε νά έπιβάλει μαστίγωση τοΰ ένοχου, ό όποιος περνούσε τέσσαρες φορές μέσα άπό δώδεκα μαστιγοφόρους,

117

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ

δεξιά κι αριστερά τοποθετημένους καί φυλάκιση, μέχρι τριών μηνών στό κύτος τοϋ πλοίου. Μόνο δμως τιμωρίες καί έπιτίμια είχε ν’ αντιμε­ τωπίσει τό πλήρωμα ενός βυζαντινού πλοίου; ’Όχι, βέβαια. ’Άν μπορούσαμε νά έπισκεφθοΰμε ένα βυ­ ζαντινό πλοίο καί νά παρευρεθοΰμε στήν επιθεώ­ ρηση τοΰ πληρώματος θ’ άκούγαμε νά εκφωνούν­ ται εγκώμια καί προνομεύματα, σάν άμοιβή γιά τό ζήλο καί τήν ικανότητα τοΰ άμειβομένου. Αρμο­ διότητα γι’ αύτό είχε ό κένταρχος, συχνά μέ εισή­ γηση τοΰ πρωράτη ή τοΰ καράβου. Οί προσωπικοί καί προφορικοί έπαινοι ανήκαν στήν άρμοδιότητα παντός βαθμοφόρου. Μέ τίς αμοιβές αύτές έπεδίωκαν νά αμείψουν — καί προβάλουν γιά παράδειγ­ μα — τούς πράττοντες τά επίζηλα. Οί γραπτές γιά τή διαγωγή διαταγές λέγονταν λόγοι. Άπό τούς λόγους, χρυσόβουλλος λόγος ήταν τοΰ αύτοκράτορος καί μολυβδόβουλλος ό λόγος τοΰ άρχηγοΰ ναυτικοΰ (δρουγγαρίου τών πλωίμων ή με­ γάλου δουκός ή άμιράλη, δπως λεγόταν στή δια­ δοχή τών αιώνων ό άρχηγός τών βασιλικών καί τών περιφερειακών στόλων). Μέ τά χρυσόβουλλα καί μολυβδόβουλλα άπονέμονταν όχι μόνο ήθικές α­ μοιβές, άλλά καί ύλικές (προαγωγές, χρηματικά πο­ σά, στρατιωτόπια κλπ.). Στήν καθημερινή συνεργασία άκολουθεΐτο ένα τυπικό, τό όποιο μάς αποκαλύπτει δπως καί τόσα άλλα, ό Άγιαννίτης καλόγερος, πού τό χειρόγρα­ φό του δημοσίευσε άρχές τοΰ αιώνα μας ό Κ. Α. Σαράφης-ΙΊιτζιπιός. Μολονότι άμφισβητήθηκε σο­ βαρά ή αξιοπιστία τοΰ συντάκτη τοΰ χειρογράφου ή ακόμη κι αύτή ή αύθεντικότητά του, περιέχει πλή­ θος πληροφορίες — πολύτιμες, άν είναι άληθινές. Έτσι ό προσερχόμενος στόν άνώτερό του, δταν ε­ κείνος τόν καλοΰσε, έλεγε — (Σπεύδω) στούς ορισμούς σου. Αύτός πού έπαιρνε σέ κάποια παρουσίαση πολ­ λές διαταγές, στό τέλος τής καθεμιάς άποκρινόταν μέ τό

— (σεβαστός) ό ορισμός σου. Στή συνομιλία ό υποδεέστερος, προσαγόρευε τόν άνώτερο — (Αρχηγόν) τοΰ λόγου (τής ένδοξότητός) σου — (ύπαρχηγόν) τοΰ λόγου (τής αύθεντίας) σου — (κυβερνήτη) τοΰ λόγου (τής άρχοντίας) σου — (οίονδήποτε αξιωματικόν) τοΰ λόγου (τής εύγενείας) σου — (ύπαξιωματικόν) τοΰ (τιμίου) λόγου σου. Φεύγοντας κάποιος πρός έκτέλεση διαταγής

— ('Υπακούω) εις τάς προσταγάς σου. Καί χαιρετίζοντας ό κατώτερος νά φύγει — (Είμί πάντοτε) δοΰλός σου.

118

V. Άπέλλο (κινητοποίηση) καί άρμάτωμα κατέργου Καί τώρα, άπό τή θεωρία στήν πράξη. Οί στό­ λοι καί τά καράβια, γιά τά όποια έδωσα μιά κάποια εικόνα, θά τά καλέσει ό κίνδυνος νά κινηθούν καί νά δράσουν. Πώς γίνεται τότε τό άπέλλο (ή κινητο­ ποίηση), τό κατευόδιο (ή άπαρση, τό ξεκίνημα) καί ποιά είναι ή τακτική πού άκολουθοΰν οί ναυτικοί σχηματισμοί στίς συγκρούσεις; Θά δώσω σ’ αύτά μιά άπάντηση, άλλά πρέπει νέ ειδοποιήσω τόν άναγνώστη πώς τά στοιχεία μου δέν είναι άναμφίλεκτα, καθώς διατυπώνονται άμφιβολίες γιά τήν έγκυρότητα τών πηγών, στίς όποιες βασίζονται. 'Ορισμένων πηγών. Βασίζονται πάν­ τως στό χειρόγραφο άνωνύμου συγγραφέα τοΰ 5ου ή τοΰ 6ου μ.Χ. αιώνα, πού βρήκε στήν Άμβροσιανή Βιβλιοθήκη τοΰ Μιλάνου καί έσχολίασε ό Γερ­ μανός καθηγητής Κάρλ Μύλλερ, καθώς καί στίς έργασίες τοΰ καθηγητοΰ Κ. Ράδου, τοΰ υποπλοιάρχου Κ. Σαράφη-Πιτζιπιοΰ καί τών Γάλλων Λουδοβίκου Μπρεγιέ καί Ζυριέν ντέ λά Γκραβιέρ. Άπό πού ν’ άρχίσομε; Άπό μιά διαταγή άπόπλου καί άπό τό άρμάτωμα τοΰ κατέργου. "Οταν παραγγελνόταν τό άρμάτωμα τών κατέργων, όποιασδήποτε κατηγορίας καί άριθμοΰ, άμέσως οί ναύσταθμοι άνελάμβαναν τίς σχετικές έργασίες. Κατάρτιζαν πρώτα τόν κατάλογο τών επιτελών, ύπαξιωματικών, ναυτών καί οπλιτών, πού χρειάζονταν. "Υστερα οί άρμόδιοι πλωιμολόγοι προέβαιναν στήν έζελασία δηλαδή τή στρατολογία καί μάλιστα μέ σπουδή, σύμφωνα μέ τόν τρόπο, πού όριζε τό σχετι­ κό κανονιστικό συνταγμάτιο. Αρχικά έστελναν άτομικές προσκλήσεις στούς ειδικούς βαθμοφόρους καί συγκέντρωναν τούς προσερχομένους στά εύκαι­ ρα πλοία δηλαδή τά έτοιμα πρός απόπλου, στά ό­ ποια είχε γίνει ό έφοδιασμός καθώς καί στά έπισκευαζόμενα. Καλοΰσαν άκόμη μέ προκηρύξεις τούς έθελοντές, πού έπιθυμοΰσαν νά καταταγοΰν. Άπ’ αύτούς προτιμοΰσαν έκείνους πού δέν ήταν πρωτάριοι, κα­ τέγραφαν δέ όσους κατατάσσονταν σ’ ένα κατά­ στιχο, τό μνημόνιο, μέ τό όνομα, τό έπώνυμο, τήν ήλικία, τήν ειδικότητα καί κάθε άλλη χρήσιμη παρα­ τήρηση. Άκολουθοΰσαν τή διαδικασία αύτή τόσο στήν Κωνσταντινούπολη δσον καί στίς έδρες τών Θεμά­ των, δπου τίς άνάγκες σέ προσωπικό τίς όριζαν οί τουρμάρχαι, δηλαδή οί διοικητές τών ναυτικών μοι­ ρών κι ή στρατολογία γινόταν μέ τήν έποπτεία τους ή μέ τήν έποπτεία τοΰ ’ίδιου τοΰ στρατηγοΰ. Τά πλοία, τά όποια θά συγκροτούσαν τή ναυτική δύναμη γιά τήν έπικείμενη άποστολή ή έπιχείρηση, ορίζονταν μέ τό όνομά τους. Τό όνομα είχε συνήθως χριστιανική τήν προέλευση ή άπηχοΰσε τήν προ­

’ Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

γονική τών 'Ελλήνων δόξα, μέ τούς θεούς καί τούς ήρωες τής ελληνικής ιστορίας, ακόμη δέ ανέγρα­ φε αξίες καί ιδιότητες εύγενικές, όπως δόξα, ρώμη, όρμή κλπ., πού προκαλοϋσαν τό σέβας καί καλοΰσαν στή μίμηση. Τό όνομα δινόταν στό πλοίο μέ βάπτισμα, πού γινόταν μόλις τελείωνε ή κατασκευή του καί έπρεπε νά άνταποκρίνεται κατά τό δυνατό πρός τόν τύπο καί τήν αποστολή του. Καί όταν εκείνο χανόταν ή πάλιωνε, έδιναν τό όνομά του σ’ ένα καινούριο ή αιχμάλωτο πλοίο, τοΰ ίδιου τύπου. Έν τώ μεταξύ ό τοποτηρητής (υποδιευθυντής ή ύπαρχος) τοΰ ναυστάθμου έτρεχε μέ ναυπηγούς (μα­ ραγκούς) στά διάφορα πλοία, πού εφησύχαζαν στόν όρμο καί εξέταζε τήν κατάστασή τους καί τί έπρεπε νά γίνει γιά τήν έπισκευή ή βελτίωση. Τά καράβια, τά όποια θά έμεναν σέ άδράνεια (δηλαδή σ’ έφεδρεία), χώνονταν σέ λασπώδη βυθό τής θάλασσας, γιά καλυτέρα συντήρηση τών ύφάλων τους. Τό προ­ σωπικό συντηρήσεως ήταν έλάχιστο: δυό τό πολύ τρεις, μέ κάποιο καραβόπουλο δηλαδή ναυτόπαιδα. Μερικές φορές, οικογένειες έμεναν στά πλοία έφεδρείας, γιατί καί τοΰτο τό έπέτρεπαν τότε στό ναυτικό. Καί έβλεπε κανείς συχνά νοικοκυρευμένα τά πλοία νά περιβάλλονται μέ γλαστρία, στό έπίστεγο καί στά θυρώματα (παράθυρα) τών οίκίσκων τοΰ καταστρώματος, στά όποια γλαστρία άνθοΰσαν ποι­ κίλα άνθη! Στίς νυκτερινές ώρες καί μάλιστα σέ λιμάνια ή χώρους, όπου ήταν έλευθέρα ή είσοδος στό λιμάνι, έφάρμοζαν τήν παλιά τών Άμοργινών συνήθεια, νά τοποθετούν σκυλιά, τά όποια άγρυπνοΰσαν καί μέ υλακές ειδοποιούσαν γιά τήν προσέγγιση κάθε ξέ­ νου πλοίου καί, στήν ανάγκη, έκδίωκαν τούς ανεπι­ θύμητους στό πλοίο έπιβάτες. Τοΰτο ήταν απαραί­ τητο, γιατί πλήθος άπό κακοποιούς περιφερόταν μέ γρήγορα λαθρεμπορικά πλοία, ύπήρχαν μάλιστα καί πλοία πού συγκέντρωναν τά κλοπιμαία. ’Αντίδοτο λοιπόν σ’ αύτή τήν κατάσταση απο­ τελούσαν οί σκύλοι αύτοί, πού συνήθως ήταν πολύ άγριοι καί λέγονταν Άμόργιοι, διακρίνονταν δέ σέ καραβόσκυλους καί σέ σκυλλάρια ή σκυλλάκια, α­ νάλογα μέ τό μέγεθος καί τίς ίδιότητές τους. Στά καράβια, πού χρειάζονταν έπισκευή, απο­ βιβάζονταν οί μή απαραίτητοι άνδρες καί άρχιζε ή εκτέλεση τών έργασιών. Οί καματιάραι (ήμερομίσθιοι) τοΰ λιμανιοΰ ή τοΰ ναυστάθμου, ένισχύονταν μέ χειρώνακτες άπό τήν άγορά, πού πληρώνον­ ταν μέ ήμεροκάματον καί έκτελοΰσαν τίς πιό βα­ ριές εργασίες. Μιά άπό τίς έργασίες αύτές (τοΰ άρματώματος τοΰ πλοίου) ήταν νά ξυσθεϊ καί παλαμισθεϊ τό έπίσωμα δηλαδή τό περίβλημα καί ύστερα οί καλαφά­ τες νά κάνουν έπιμελημένη διάναζη (καλαφάτισμα) τοΰ άρμολογίου (τών άρμών) τών πλευρών μέ τό κατά-

στρώμα. ’Άλειφαν κατόπιν τή γλάστρα, πού είχαν έπικαύσει, μέ πίσσα καί χρωμάτιζαν τά ύπεράλια, δη­ λαδή τά έξαλα τών πλευρών. 'Όπως σημειώνω καί άλλοΰ προτιμούσαν τό μαύρο, κόκκινο, βαθύ γάλάζιο ή συνδυασμό άσπρου μέ ένα άπ’ αύτά. ’Απέδιδαν μεγάλη σημασία στό βάψιμο, γιατί τοΰτο έξασφάλιζε όχι μόνο ομορφιά άλλά καί έπιβολή. Μέ καταπόρφυρο χρώμα έβαφαν τίς ναυαρχί­ δες καί τίς μοιραρχίδες. Τό Ίδιο μέ τά έξαλα χρώμα χρησιμοποιούσαν γιά τά ξύλινα μέρη τής αρματω­ σιάς, πού τότε τήν έλεγαν καί ζυλάρμενον. Τά ιστία ήταν ύφασμένα έζεμπλωτά, δηλαδή μέ σχέδια καί διάφορα στολίσματα (ξόμπλια). 'Η έργασία αύτή τοΰ βαψίματος καί τής διακοσμήσεως άπασχολοΰσε ειδικά συνάφια (συνεργεία) τών χεριανών τοΰ Άρσανα, δηλαδή άπό τεχνίτες ειδικούς στή φιλοκαλία καί λεπτότητα. "Οταν τελείωναν οί μαραγκοί καί οί σιδεράδες, άσχολοΰντο κατόπιν οί κατάλληλοι άνθρωποι μέ τό έσωτερικό τοΰ πλοίου, τό όποιο εύτρέπιζαν καί καθάριζαν άπό άκρο σέ άκρο. ’Άν τυχόν έλειπαν τά κατάρτια ή άλλα είδη, τά έπαιρναν άπό τά παλιά ναυπηγήματα, μέ τό σύστημα τοΰ κανιβαλισμού, πού ισχύει καί σήμερα ή άπό τούς ίστοθέτες δηλαδή τίς άποθήκες ιστών στήν παραλία. Τά κατάρτια δέν ήταν πάντοτε μονοκόμματα: τά έλεγαν χιάρια, άν άποτελοΰντο άπό διάφορα κομμάτια καί έμπήγια τά άλλα. Μετά τήν τοποθέτηση τών καταρτιών σήκω­ ναν οί άρμενιστές καί τακτοποιούσαν τά πανία καί τή λοιπή έξαρτία. Καί τώρα άρχίζει ό έφοδιασμός, τόν όποιο μπο­ ρούμε νά καταλάβουμε, νομίζω καλύτερα, άμα γνω­ ρίσουμε τήν έσωτερική διαρρύθμιση τοΰ πλοίου. ’Άς φανταστοΰμε πώς πλησιάζομε μέ τό έφόλκιο (τήν έφολκίδα) καί παραβάλλομε στό δεξιό άναβάσιο δηλαδή τή δεξιά σκάλα γιά ν’ άνεβοΰμε στό κουβέρτα (κατάστρωμα). "Ενας άπό τούς άσχολουμένους μέ τό ζυλορράψιμο τοΰ ιστίου (ένας ίστιορράφος) διατάσσεται άπό τόν άνέχοντα τήν ώρα (ύπαξιωματικό φυλακής) νά μάς περιφέρει στό έσωτε­ ρικό τοΰ πλοίου. ’Εκείνος μάς οδηγεί άπό τό πλω­ ριό κυβήσιο (κάθοδο) στά ύποφράγματα, όπου μας δείχνει καί μας έξηγεΐ τό καθετί. Δεξιά κι άριστερά άπό τό έσωτρόπι ύπάρχουν τά κοιλώματα, (τό άντλον) άπό τά όποια ένας σωλήνας (ό ολκός) άνεβάζει τόνβρώμο (τό νερό) στόν χειριστή τοΰ άναρροφητήρος (τής αντλίας), πού στέκεται πλάι στό μεγάλο κατάρτι. Έκεϊ στόάντλον υπάρχει τό ίσόβαρον (έρμα), πού είναι άπό πέτρες ή άμμο. Πρύμα, κάτω άπό τά ένδιαιτήματα τοΰ επιτε­ λείου υπάρχει ή αποθήκη τοΰ άρμαμέντου, δηλαδή τοΰ οπλισμού. Πλάι της είναι ή άποθήκη ιματισμού καί στρατωνισμού (βεστιάριον), τό πανεριό (ή άρτο­

119

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

θήκη) καί τά δισπέντια, δπου αποθηκεύονται τά τρό­ φιμα καί λοιπά έπιτήδεια. Αύτά (τά δισπέντια) είναι δύο τόν άριθμό καί περιλαμβάνουν εκτός άπό τά άλλα, τά κρασοβαρέλια, γιά τόν πάτο, δηλαδή τό πιόμα τών έπιβαινόντων. Στή συνέχεια βρίσκεται τό συνάρμενον, δηλαδή ή αποθήκη τών σχοινιών καί τών ιστίων, κοντά στόν κορμό τού μεγάλου καταρτιού. Κάτω άπό τά κρυβήστρια (κρυψώνες) έξάλλου καί μετά τό δικέλλιο, δπου φρεατίζονται (τοποθε­ τούνται σέ φρεάτιο) τά σχοινιά τών άγκυρών, ύπάρχει τό γενικόν κελλάριον τών ύλικών συντηρήσεως καί τών άμοιβών. ’Απ’ αύτά τά μέν στερεά είναι το­ ποθετημένα σέ θολόπια (ντουλάπια) πού κλείνουν μέ θυρόφυλλα, σέ ξύλινα συνδόκια (σεντούκια, κι­ βώτια), άπό πυξό καί σέ συμβάλια (τσουβάλια, σα­ κιά) άπό οθόνη, τέλος δέ σέ ράφια, πού είναι στε­ ρεωμένα κάτω από τή χαμηλή οροφή στό τοίχωμα, δηλαδή στό πλευρό τοΰ πλοίου. Τά υγρά είναι τοπο­ θετημένα σέ πλατιά πιθάρια, τά κυμνία. ’Έρχεται ύστερα τό παλαιώριον, δηλαδή ή άποθήκη τών παλαιών, δπου άποθέτουν τά μεταχειρισμένα καί οπωσδήποτε φθαρμένα είδη. Πρώρα καί κάτω άπό τά σέλματα τών προκώπων βρίσκεται τό διαμέρι­ σμα τών κακκαβιών (δηλαδή τών λεβήτων), δπου άποθηκευόταν τό ύγρόν πύρ. Στήν πρύμη έξάλλου συναντούμε τήν κινστέρνα (δεξαμενή τοΰ νεροΰ) μιά σειρά άπό 12 μέχρι 20 άγγεΐα κοντά καί πλατιά, πού τά έλεγαν κανώπια ή κυνώπια. Τό νερό έπρεπε νά έξαρκέσει γιά μιά ώς τρεις βδομάδες, μέ διανομή 4,25 λίτρων τό άτομο τήν ήμέρα, θέμα γιά τό όποιο μεγάλη εύθύνη είχε ό νεροκράτης. ’Άν τό καράβι ήταν καματηρό, δηλαδή φορτη­ γό, τό χώρο άνάμεσα στό συνάρμενον (άποθήκη σχοι­ νιών καί ιστίων) καί στήν κινστέρνα (ύδροδόκη) έ­ πιανε τό έμβάριον (άμπάρι), δπου τοποθετούσαν τό φορτίο. ’Άν πάλι τό πλοίο ήταν μάχιμο, ό χώρος αύτός χωριζόταν καί χρησιμοποιόταν γιά τά πρό­ σθετα εφόδια, πού χρειάζεται μιά επιχείρηση στήν ξηρά. Καί τά είδη αύτά δέν ήταν λίγα: φορέματα καί άρματα τών άνδρών, σκηνές γιά τούς καταυλισμούς, κλίβανοι γιά νά παρασκευάζουν οί λόχοι τό φαγίον καί διάφορα έργαλεΐα, δπως άξινάρια, σκεπάρνια, σμιλάρια, ξυλόσφυρες κ.ά. 'Υπάρχουν έπίσης στό πλοίο δύο κατακόμβια (χώροι καί κύτος), ένα στήν πρώρη καί ένα στήν πρύμη. Στό πρώτο βάζουν τά έλυτρα ή έφάσκια δη­ λαδή σκεπάσματα τών σκηνών καί ιστίων καί άλλα καλύμματα, (καύκαλα, στρωμάσια, σύσπαστα, καταβλήματα κλπ.) — δλα είδη τής έπιστασίας ναυτι­ λίας. Τό πρυμνιό πάλι κατακόμβιο περιέχει δλα τά σχετικά μέ τή σήμανση. Σέ μιά κώχη, πού βρίσκεται πλάι στό γενικό κελλάριο, φυλάει ό λαμπαδάριος τοΰ καραβιοΰ τίς γυά­ λινες λουσέρνες τών δωματίων τοΰ επιτελείου, τά πή­ 120

λινα λυχνάρια τά όποια φώτιζαν τά άλλα μέρη τοΰ πλοίου, τά φανάρια τής κουβέρτας καί τά πυροφάνεια τοΰ συναράγματος, γιά τά όποια ήδη έγινε λόγος. Βάζει ακόμη εκεί ό λαμπαδάριος τό φωτιστικό λά­ δι καί τά φυτήλια, πού ήταν άπό ψύχα ορισμένων φυτών, έμπρηστικά ύγρά, άκμάκια (τσακμάκια) καί άκμονόπετρες, μέ τούς μικρομηχανισμούς πού χρειάζονται γιά τό άναμμα τής φωτιάς. Σέ άλλη κώχη, κοντά στόν κράββατο (τό δωμά­ τιο, τοΰ κυβερνήτη) καί κάτω φυσικά άπό τό κατά­ στρωμα, άποθηκεύουν τά χρειώδη τής καθημερινής τους έργασίας τά κοιτωνάρια, δηλαδή οί θαλαμηπό­ λοι καί τά παιδόπουλα (ναυτόπαιδες), πού άποτελοΰσαν, δπως είπαμε, τό ύπηρετικό προσωπικό τών βαθμοφόρων. Γιά τό καθένα άπό τά διαμερίσματα (ή ύποφράγματα) αύτά εύθύνεται ένας βαθμοφόρος δπως ό πρωτοκάραβος, ό κελλαριάρχης ή κελλάρχης, ό βεστήτορας τοΰ καράβου κλπ., φθάνει δέ κανείς σ’ αύτά, πού δλα βρίσκονται κάτω άπό τό ζυγοπάτιο (τό κατάστρωμα) μέ κλεβανή (κυβήσιον=καταπακτή), τής όποιας τά σκαλιά είναι στερεωμένα στό διάτοιχον, δηλαδή τό διάφραγμα. Στά παραπάνω πρέπει νά προσθέσουμε, ξαναγυρίγοντας σέ προηγούμενες σελίδες (Ό αιώνας της ακμής 5, Β-V), δτι πολύτιμες πληροφορίες γιά τά ύλικά πού παίρνει στήν κινητοποίηση ένα βυζαντι­ νό πλοίο μάς δίνει ό Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέν­ νητος. Στν\ν’Έκθεση τής Βασιλείου Τάξεως (Βιβλ. 11, 44), μιλώντας ό έστεμμένος συγγραφέας γιά τήν έκστρατεία στήν Κρήτη τοΰ Πατρικίου Ίμερίου καί Λογοθέτου τοΰ Δρόμου έπί Δέοντος τοΰ Φιλοχρίστου Δεσπότου, κατονομάζει τά διάφορα είδη καί μνημο­ νεύει άκόμη τά δσα παίρνει μαζί του δ βασιλεύς, δταν μετέχει στήν έπιχείρηση. Άνάμεσα σ’ αύτά είναι τό βιβλίο ’Ονειροκρίτης καί τό άλλο γιά τήν εύδία καί χειμώνα καί ζάλην καί ύετόν καί άστραπάς καί βροντάς. Σχετικά μέ τά κεφάλαια 44 καί 45 τής Βασιλείου Τάζεως, σημειώνει ό καθηγητής Ά. Άνδρεάδης ('Ιστορία τής Ελληνικής Δημοσίας Οικονομίας, τόμος Β'), μανθάνομεν όπόσον πολυμερή έξάρτυσιν καί δαπάνας άπήτει ή πρός έκπλουν παρασκευή τοΰ στόλου, ένώ άπό τήν Άλεζιάδα γνωρίζομεν τά σχε­ τικά μέ τή συγκρότηση τοΰ πυρφόρου στόλου. 'Ο άέρας στό έσωτερικό ένός βυζαντινοΰ πλοίου δέν άνανεώνεται, γιατί δέν ύπάρχουν άλλοι φεγγί­ τες ή ανοίγματα έκτος άπό τούς φεγγίτες τών κου­ πιών καί άπό τίς καθόδους. ’Ή άκόμη τό άνοιγμα, τοΰ καταστρώματος, γιά τό όποιο γίνεται λόγος παρακάτω. Πάνω δμως στό κουβέρτο κυλάει ή φρεσκαδούρα τής θάλασσας, πού άνεμίζει ψηλά στό κατάρτι ή τήν άκρη τοΰ κεραταρίου (τής κεραίας) τό δικέφαλο άετό, σύμβολο ισχύος καί κυριαρχίας τοΰ Βυζαντίου πάνω στίς απέραντες θάλασσες. Αύ-

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

τή τήν κυριαρχία θά προστατέψουν τά άρματώλια δηλαδή οί ναυτικοί σχηματισμοί, πού θά κινήσουν τώρα άμέσως, μέ τό βυζαντινό κατευόδιο.

VI. Βυζαντινό κατευόδιο Τό βυζαντινό κατευόδιο ήταν όχι μόνο τό ξεκί­ νημα μιας πολεμικής έπιχειρήσεως, άλλά καί μιά γραφική καί γεμάτη συγκίνηση ύπόθεση. Πρωτα­ γωνιστούσαν φυσικά τά άρματώλια, μέ τά όποια πραγματοποιούσαν τίς ναυτικές έπιχειρήσεις ή τήν καταδρομή, τήν οποία τό Μεσαίωνα άποκαλούσαν κούρσο. 'Όταν συγκροτείτο ό ναυτικός σχηματισμός, τε­ λείωνε δηλαδή ή έπάνδρωση, ό έφοδιασμός καί ή πολεμική άσκηση, στολοδρομούσαν τήν παράταξη μέ σχετική άριθμολόγηση καί όριζαν τούς ρυθμι­ στές τής τάξεως: ήταν πλοία μέ μόνιμη αύτή τήν άποστολή καί ξεχώριζαν άπό τά άλλα μέ τά ιστία τους, πού ήταν στό δλον ή σέ μέρος τους βαμμένα γκριζοκόκκινα, ή άν ήταν νύκτα — ξεχώριζαν μέ τό υψωμένο φανάρι τους, στό ϊδιο χρώμα. Σάν τέλειωναν οί άλλες διατυπώσεις ό άρχη­ γός, πού μποροΰσε νά είναι ό δρουγγάριος - τοποτηρητής τοΰ Θέματος ή ό πλόιμος - στρατηγός τής ναυτικής δυνάμεως, παρέδινε σέ κάθε πλοιαρχία (δη­ λαδή ναυτική μοίρα) τό έμπιστευτικό σηματολόγιο τής εκστρατείας, πού περιλάμβανε πολλά άπό τά γενικά κελεύσματα (διαταγές), τά σημεία τών σχη­ ματισμών καί τών ελιγμών, μέ τήν εξήγησή τους. Τά σημεία αύτά ήταν απλά καί εύληπτα. Πριν μάλιστα γίνει ή επίσημη άπαρση, όδηγοΰντο τά σκάφη άνοικτά στό πέλαγος καί έπαιρναν τή διάτα­ ξη τους επ’ άγκύρα, ενώ οί σχεδίες, τά λεγόμενα ΐσάλια καί οί φορτηγίδες, πού κόμιζαν τίς τελευταίες προμήθειες, απομακρύνονταν άπό τά πλευρά τους. Από τήν ώρα εκείνη άρχιζε νά εφαρμόζεται μέσα στά πολεμικά ό κανονισμός εσωτερικής ύπηρεσίας καί τάξεως (τό αύτοκρατορικό τυπικόν τών πλωίμων), πού πολλές διατάξεις του έπήραν τά διάφορα ναυτι­ κά τής Δύσεως, άπό τά όποια καί διαμορφώθηκε ό Κανονισμός ’Εσωτερικής 'Υπηρεσίας τών πλοίων τής νεωτέρας 'Ελλάδος. Πριν άπό τόν άπόπλου γίνονταν συμπόσια άποχαιρετισμοΰ (τά κλητώρια) στήν άρχηγίδα καί τίς μοιραρχίδες, πού συχνά είχαν πανηγυρικόν καί έπίσημο χαρακτήρα. Ό άρχηγός έδινε συμβουλές, συ­ στάσεις, οδηγίες, υπενθύμιζε τά στρατιωτικά επιτίμια γιά τούς άμελείς καί τήν καταδίκη γιά τούς τυχόν έπιόρκους (άνθ. 25). Στά συμπόσια αύτά άνταλλάσσονταν σκέψεις μά καί ευχές γιά τά έπικείμενα γε­ γονότα. Γίνονταν άκόμη διασκεδάσεις καί άλλες γιορτές, κατά τίς όποιες οί άδειοΰχοι ναυβάτες (ναυ­ τικοί) γέμιζαν τά καπηλιά καί εύθυμοΰσαν. Τραγουδοΰσαν καί χόρευαν, μέ συντροφιά μουσικά όργανα.

Σάν έφθανε ή μέρα τοΰ άπόπλου βρίσκονταν όλοι στίς θέσεις τους, τά πλοία ήταν σημαιοστό­ λιστα, οί άντρες ντυμένοι δπως στή μάχη καί ετοι­ μαζόταν ή θρησκευτική δέηση. Στήν παραλία συνωθοΰντο τά πλήθη, τά όποια παρακολουθοΰσαν μέ εύ­ λογο ένδιαφέρον καί έπευφημοΰσαν τή μεγαλοπρέ­ πεια τής ναυτικής παρασκευής. Τό τυπικό είχε τήν άρχή του άπό τήν έποχή τών παλιών, άρχαίων χρόνων. Τότε — στήν άρχαιότητα — οί σάλπιγγες έσήμαιναν σιγή καί ό καλλίφωνος κήρυκας άπηύθυνε στούς Όλυμπίους θεούς τίς κανονισμένες δεήσεις γιά τήν εϋπλοια τής ναυτικής δυνάμεως καί τήν κατί­ σχυση τών όπλων. Γίνονταν ύστερα σπονδές — έ­ ριχναν στή θάλασσα ανέρωτο κρασί άπό άργυρούς ή χρυσούς κρατήρες — καί έψαλλαν μελωδικά όλοι μαζί, οπότε καί τελείωνε τό πανηγυρικό κατευόδιο. Μετά τήν επικράτηση τοΰ χριστιανισμού, καθένα άπό τά καράβια άποβίβαζε στήν ξηρά τό σημαιο­ φόρο ή τόν φλάμουλον κρατούντα δηλαδή τόν άξιωματικό, πού κρατούσε τή σημαία (τό φλάμουλον ή ταξιδιωτικόν τών καραβιτών) καί περιστοιχιζόταν άπό 4, 8 ή 12 οπλίτες κονταράτους τής τιμητικής φρουράς, τούς καλουμένους διασώστες. (Στίς ναυμαχίες ό σημαιοφόρος ήταν στό πλευρό τοΰ κεντάρχου, δηλαδή τοΰ κυβερνήτη, στήν πρύμη όπίσω από τούς λοιπούς έπιτελείς. Κατά τίς απο­ βάσεις πήγαινε έμπρός άπό τούς άνδρες τοΰ πλοίου του καί περιστοιχιζόταν τότε άπό ειδική φρουρά, γιά τήν προστασία του). Οί σημαιοφόροι τών διαφόρων πλοίων, μέ τούς κονταράτους τής τιμητικής φρουράς, παρατάσσον­ ταν στήν παραλία καί περίμεναν τήν εκκλησιαστι­ κή άρχή, πού μέ τήν ακολουθία της καί συνοδεία στρατιωτικών έφευγε άπό τήν έδρα της, στήν πόλη καί κατέβαινε στήν προσδιορισμένη ώρα γιά νά εύλογήσει τά πλοία. Στήν Κωνσταντινούπολη, πρωτοστατοΰσε στήν ιεροτελεστία ό ’ίδιος ό πα­ τριάρχης, πού έφθανε περιβαλλόμενος άπό τούς άρχιερείς καί ντυμένος μέ άμφια, όμοια πρός τή στολή τοΰ αύτοκράτορος: προπορευόταν άγημα μέ τούς σωματοφύλακές του, άκολουθούσε ό Σταυρός μέ τά έξαπτέρυγα καί άναμμένα φανάρια, μετά οί ψάλτες πού έψελναν ύμνους μελωδικούς καί τέλος οί διάκονοι, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες. Τά πάντα ήταν στήν προκυμαία έτοιμα γιά τόν άγιασμό, πού γινόταν μέ κατάνυξη, ραντίζονταν τά φλάμουλα καί εύλογοΰντο καί άκολουθοΰσε ή δέη­ ση γιά τήν εύόδωση τοΰ πλοΰ καί τή νίκη κατά τών πολεμίων. Τήν ώρα αύτή τά βούκινα μέ τά κύμβαλα άνέκρουαν κάποιο έμβατήριο καί ύστερα ό καθέ­ νας άποχωροΰσε στά ’ίδια. 'Η όλη εικόνα παρουσίαζε ξεχωριστή λαμπρό­ τητα, έφ’ δσον στήν εκστρατεία, στή ναυτική έκ121

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ στρατεία, έπαιρνε μέρος ό ’ίδιος ό αύτοκράτορας. Τήν ώρα πού ή βασιλική πομπή κινιόταν πρός τό λιμάνι, προπορεύονταν τά αύτοκρατορικά έμβλήματα καί διάσημα μέ τίς σημαίες καί ακολουθούσε απόσπασμα τής αύτοκρατορικής φρουράς. Τό βημα­ τισμό τών πορευομένων έκάλυπταν τά παραγγέλμα­ τα τών στρατιωτικών κηρύκων, τά διάφορα σαλπί­ σματα καί οί τυμπανοκρουσίες τών παραταγμένων στρατευμάτων, πού καλοϋσαν τούς πάντες σέ στά­ ση εύλαβική καί τούς παρευρισκομένους σέ κατά­ νυξη. Κάποια στιγμή ψίθυρος θαυμασμού διέτρεχε τά παριστάμενα πλήθη, πού συνωθοΰντο στό πλη­ σίασμα τοΰ ’Άνακτος, γιά νά ίδοΰν καλύτερα καί

Βασιλικόν φλάμουλον Β Β Β Β.

122

έκδήλωναν μέ διαφόρους τρόπους τήν έντύπωσή τους. Δεξιά κι αριστερά οί δρόμοι, τά παράθυρα, οί εξώστες άκόμη καί οί στέγες τών σπιτιών καί δ,τι άλλο ύπήρχε πρόσφορο, μυρμήκιαζε άπό κόσμο, ανθρώπους κάθε τάξεως, πού επευφημούσαν καί φώναζαν δυνατά τήν εύχή γιά καλό ταξίδι. "Υστερα καθώς προχωρούσε ή πομπή, αφίππευαν οί παραταγμένοι στρατηγοί καί λοιποί αξιωματι­ κοί, χαιρέτιζαν καί τή συνόδευαν επ’ όλίγο, γιά νά γυρίσουν κατόπι στή θέση τους. Οί πεζοί γονάτιζαν καί έσκυβαν τό κεφάλι καί μόνο οί ιππείς είχαν τό προνόμιο ν’ άποδώσουν αύτή τήν τιμή, χωρίς νά κατέβουν άπό τό άλογό τους. Βαδίζοντας άργά ό κυρίαρχος επιθεωρούσε μέ προσοχή τά διάφορα τμήματα, στεκόταν έμπρός στό καθένα άπ’ αύτά καί άπηύθυνε στούς άνδρες λόγια, δπως τά παρακάτω. - Καλώς εϋρομεν υμάς, ώ στρατιώται. Πώς έχετε τέκνα μου; Πώς έχουσιν οί ύμέτεραι γυναίκες καί νύμφαι καί τά ύμέτερα παιδία; -Διά ζωής τής μεγάλης καί υψηλής βασιλείας Σου ύγιαίνομεν καί ημείς καί οί δούλοι Σου, άπαντοΰσαν οί στρατιώτες. ' Οπότε ό βασιλεύς έκλεινε τή στιχομυθία μέ δο­ ξαστικόν αίνο είη χάρις τω Άγίω Θεω, τω διατηροΰντι υμάς εν υγεία — καί προχωρούσε. Σέ ορισμένο σημείο τής διαδρομής καί σέ κα­ τάλληλα εύθετισμένο χώρο περίμενε ό πατριάρχης, μέ τό ιερατείο, τούς διακόνους καί τά παιδιά, τά ό­ ποια κρατούσαν τούς Σταυρούς, τά εικονίσματα, έξαπτέρυγα καί λοιπά τής εκκλησίας κοσμήματα. "Οταν έφθαναν οί επίσημοι άρχιζε άμέσως ή δοξο­ λογία πρός τόν Ύψιστο, μέ δέηση κατανυκτική γιά τήν έπιτυχία τής έπιχειρήσεως πού άνελάμβαναν — καί τοΰτο μέσα σέ πάνδημες εκδηλώσεις. — 'Ο βασιλεύς-αύτοκράτωρ, συνεχίζει ό χρο­ νογράφος τής έποχής, έστρεφε κατόπιν τό βλέμμα πρός τήν Βασιλεύουσα, πού μέ τόση άφηνε λύπη, έκανε τρεις φορές τό σημεΐον τοΰ Σταυρού καί στρέφοντας πρός τήν άνατολή προσευχόταν, ένώ δάκρυα συγκινήσεως άνάβλυζαν άπό τά μάτια τοΰ κόσμου. Πέλος άνελάμβανε τή διοίκηση τών στρα­ τευμάτων καί έπέβαινε στήν άρχηγίδα τοΰ στόλου, δπου διέτασσε τόν άπόπλου τής ναυτικής δυνάμεως. 'Η παρουσία του δηλωνόταν μέ τήν έπαρση στήν άρχηγίδα τής σημαίας του, μέ τά διάχρυσα κρόσια πού έληγαν σέ θυσάνους καί τήν κοσμοκρατορική τών 'Ελλήνων αύτοκρατόρων τιτλοφορία ΒΑΣΙ­ ΛΕΥΣ — ΒΑΣΙΛΕΩΝ — ΒΑΣΙΛΕΥΩΝ — ΒΑΣΙ­ ΛΕΥΟΥΣΑ. Κι ή άναχώρηση τής ναυτικής δυνάμεως συνο­ δευόταν άπό τά θούρια πού ήχοΰσαν οί μουσικές, άπό τίς ιαχές τών μαχητών καί τά εύχολογήματα τοΰ κόσμου. Μερικές φορές, δταν ό καιρός καί ή άγκυροβο-

‘Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικοΰ λία τό έπέτρεπαν, οί διατυπώσεις τοΰ κατευοδίου απλοποιούντο πολύ, ή δέηση γινόταν περισσότερο κατανυκτική κι έπαιρνε μέρος ολόκληρο τό πλή­ ρωμα του ναυτικοΰ σχηματισμοΰ. Γι’ αύτό προτι­ μούσαν συνήθως νά προσορμίζουν τά πλοία μέ τήν πρύμη (κατά τή συνήθεια τών άρχαίων) κοντά στούς μώλους, πάνω στούς όποιους έδεναν τά χονδρά πα­ λαμάρια. Καί όταν τό χρέος πρός τό θείο τελείωνε, μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο, ή άρχιστρατηγίς, δηλαδή ή άρχηγίδα τοΰ στόλου άδινε τό σήμα πρός αναγωγήν (νά βγοΰν στ’ ανοικτά), τό όποιο έπανελάμβαναν οί στρατηγίδες (ή μοιραρχίδες) καί διέτασσε τήν άπαρση: τήν ’ίδια στιγμή αντηχούσαν παντού, στό λιμάνι ή στόν όρμο, ζωηρά τό ένα μετά τό άλλο τά προστάγματα. Πρώτο φυσικά ήταν ή άπαρση καί καλείτο ή ο­ μοχειρία έξυπηρετήσεως τών αγκυρών (οί άγκυρολόγοι) στό στροφείο, τό όποιο λεγόταν αργανο μέ τά μονοβέλια καί τουλιγάδη τών ήγουμένων, ενώ οί οίακιστές έτρεχαν στά πηδάλια πρύμα καί οί άλλοι άνδρες τοΰ πληρώματος στίς θέσεις τους. ’Άν έπρόκειτο νά ίστιοπλοήσουν, οί κωπηλάτες έφραζαν τά οπαία (δηλαδή τίς οπές τών κουπιών) στά πλευρά τοΰ ύποφράγματος καί στερέωναν τήν κωπαρέαν (τά κουπιά), υστέρα δέ ανέβαιναν (οί τής κάτω σειράς) στό κατάστρωμα καί βοηθούσαν τούς ιστιοπλόους (άρμενιστές), πού άσχολοΰντο μέ τήν άναπέταση τών ιστίων. Σάν τελείωναν αυτές οί ένδον ετοιμασίες ή ναυ­ τική δύναμη άρχιζε νά κινείται. "Ολα τά καράβια έβαζαν πλώρη πρός τήν έξοδο. Μέ διαδοχικά σημεία καί άλλεπάλληλα σαλπί­ σματα κανονίζει ό άρχηγός τό σχηματισμό πο­ ρείας, κάνει παρατηρήσεις καί διορθώσεις γιά τήν εύταξία καί δ,τι άλλο νομίζει έπιβαλλόμενο γιά τόν επικείμενο πλοΰν. Γιά τό σκοπό αύτό έπέβαινε, ό άρχηγός, σέ δρόμωνα, ό όποιος κατά τό Λέοντα τό Σοφό, έπρεπε νά διαφέρει κατά τό μέγεθος καί τήν ταχύτητα άπό δλα τ’ άλλα πλοία ώστε νά άποτελεΐ τήν κορυφή τής δλης παρατάξεως. Είχε δέ δ δρό­ μων αύτός τούς έπιλέκτους, άπό τό ναυτικό στρά­ τευμα, άνδρες πού ξεχώριζαν στό άνάστημα, τήν άνδρεία, τόν οπλισμό καί τήν εμφάνιση. Γίνεται δμως καί μιά άλλη κίνηση, πού πρέπει νά τραβήξει ιδιαίτερα τήν προσοχή μας. ’Αποχωρί­ ζονται μέ βιασύνη μερικά καλλίδρομα πλοία, πού χωρίζονται σέ δυό ομάδες, άπό τίς όποιες ή μιά σπεύδει πρός τήν κατεύθυνση τής πορείας ώστε νά είναι προπομπός, ή άλλη φροντίζει νά κρατιέται άνάμεσα στούς προπομπούς καί στό κύριο τοΰ στό­ λου σώμα. Τά πολεμικά τής πρώτης όμάδος λέγονται άπόστολα (περιπολικά ή άνιχνευτικά) ή καί διατάκται καί τής άλλης άγγελιαφόρα. ’Αποστολή τών αποστόλων είναι νά έπισκοποΰν, περιπολώντας, τήν

υγρή έκταση τοΰ πελάγου καί νά δίνουν μήνυμα ταχύ, γιά τυχόν εμφάνιση τών έχθρών. Τοΰτο στήν άρχή γινόταν μέ σημεία, κατόπιν δμως έπέστρεφαν πρός τήν κυρία δύναμη καί άνέφεραν προφορικώς τί είδαν, τόπον καί χρόνο καί τό πλήθος τών πολεμίων. ’Επειδή δμως συνέβαινε οί έχθροί, καιροφυλακτώντας πίσω άπό κάποιο ακρωτήριο ή μέσα σέ λιμάνι καθώς καί δρμο, νά επιτίθενται καί συλλαμ­ βάνουν τά προπλέοντα περιπολικά, γι’ αύτό τά κατένεμαν στό σχετικό διάστημα, σέ δύο ή τρεις ομά­ δες. ' Ο λόγος ήταν φανερός: άν τυχόν συλλαμβάνονταν τά πρώτα στήν πορεία, νά ειδοποιούν τά άλλα γιά τήν εμφάνιση τοΰ έχθροΰ. - Συχνά, λέγει τό χειρόγραφο τής Άμβροσιανής Βιβλιοθήκης, μή γνωρίζοντας ποΰ είναι ό εχθρός συναντοΰμε τό άπρόβλεπτο... Στή θάλασσα, όπως καί στήν ζηρά, πρέπει νά έρευνοΰμε τήν περιοχή εμπρός μας. Στή θάλασσα μέ τήν άποστολή αύτή θ ’ άσχοληθοΰν τά πιό ελαφρά καί τά πιό γρήγορα πλοία. Θά πρέ­ πει τά πλοία αύτά νά επανδρωθούν μέ ρωμαλέους καπηλάτες καί πληρώματα δοκιμασμένου θάρρους καί ικα­ νά νά κρατήσουν μιά μεγάλη προσπάθεια. ‘Έργο τών πλοίων αύτών δέν είναι νά μάχονται, άλλά νά άναγνωρίσουν τόν εχθρό καί νά δώσουν άναφορά γιά δ, τι άνακάλυψαν. Χρησιμοποιώντας τέσσαρα άπόστολα (περι­ πολικά) κλιμακωμένα άνά ίσα διαστήματα, μπορεί ό στρατηγός άνέτως νά πληροφορείται γιά άπόσταση έξι τουλάχιστον μιλίων: τά εγγύτερα πρός τό στόλο πλοία θά έπαναλάβουν τά σήματα τών πιό προχωρημένων. Τά σήματα στή θάλασσα γίνονται μέ σημαίες ή μέ στήλες καπνού. (Τό χρώμα τών σημαιών ήταν κόκ­ κινο, λευκό ή πράσινο). Ή σημαία διακρίνεται κα­ λύτερα πάνω στό νερό, ενώ ό καπνός φαίνεται άπό μα­ κριά, γιατί μπορεί νά άνέβει ψηλότερα, στόν άέρα. ’Άν ό στόλος βρίσκεται άνάμεσα στά άπόστολα καί τόν ήλιο υπάρχει ένα άσφαλέστερο άκόμη μέσο γιά τή με­ ταβίβαση τοΰ μηνύματος άπό τά άπόστολα: ένας καθρέπτης στραμμένος πρός τό πλοίο, πρός τό όποιο άπευθύνεται τό σήμα, άκόμη καί ένα ξίφος πού κινείται γρήγορα, ρίχνουν τή λάμψη τους σέ μεγάλες άποστάσεις... Μέ τήν παρεμβολή ένδιαμέσων πλοίων μπορεί νά γίνεται άναμεταβίβαση καί έτσι τό σήμα διαβιβά­ ζεται σέ έλάχιστον χρόνο, σέ 20, 30, 60 ή καί περισ­ σότερα άκόμη μίλια. "Ενας στόλος καλά πληροφορημένος έχει πάντοτε τό πλεονέκτημα νά διαλέγει ή άποφεύγει τή μάχη. ’Έτσι συνεχίζουν τά πλοία μέ ήσυχία τόν πλοΰν, φροντίζοντας νά μή χαλάσουν τό σχηματισμό τους, γιατί πιστεύουν οί Βυζαντινοί δτι κρατώντας τό σχηματισμό στόν ειρηνικό πλοΰ, θά μπορέσουν νά τόν κρατήσουν καί μπρος στόν εχθρό, τήν ώρα τής άνάγκης. Γιά τό σκοπό αύτό ό άρχηγός πλέει εμπρός καί περί τό μέσο τής παρατάξεως, ώστε μέ τήν πα­

123

’Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

ρουσία που νά διατηρεί τήν εύταξία καί διορθώνει κάθε απόκλιση, πού παρουσιάζεται. ’Έχει δέ κοντά του μικρά άγγελιαφόρα πλοία, γιά νά μεταβιβάζουν τά προστάγματά του. Κάτι ανάλογο κάνουν καί οί μοίραρχοι, στά ύπό τίς διαταγές τους πλοία, ώστε νά κρατούν τή σωστή στό σχηματισμό θέση. Πέρα άπ’ αύτούς είναι ό τριάρχης, πού επιβλέπει τρεις μοίρες μαζί. Οί οδηγίες τοϋ δρουγγαρίου τών πλωίμων (άρχηγοΰ του ναυτικοΰ) καθόριζαν μέχρις ενός σημείου καί δσον τοϋτο ήταν δυνατό τίς κατά τόν πλοΰν επισταθμεύσεις καί κάθε άλλη ανάγκη. Μέ τήν πρόοδο δμως τοΰ πλοΰ συλλέγονταν πληροφορίες, πού α­ φορούσαν τόν εχθρό, δπως πόσα πλοία είχε, τό εί­ δος καί τό μέγεθος καί ποιον τό πλήρωμά τους. Συγ­ κέντρωναν τίς πληροφορίες έκτος άπό τά άπόστολα άπό τούς κατασκόπους, τούς αύτομόλους καί τούς πρόσφυγες, μέ άρχή νά δίνεται πίστη σέ μιά πληρο­ φορία, μόνο όταν αύτή έπαληθεύεται άπό διάφορες πηγές. Μέ τήν ορθή έκτίμηση τών πληροφοριών αύτών έρύθμιζε ό άρχηγός τοΰ κινουμένου στόλου τήν περαιτέρω πορεία του καί ύπαγόρευε τίς έπιβαλλόμενες ενέργειες. - "Εχει μεγάλη σημασία, γράφει τό χειρόγραφο τής Άμβροσιανής Βιβλιοθήκης, νά γνωρίζομε καλά τίς δυνάμεις μας καθώς καί τίς δυνάμεις τοΰ εχθρού, πόσα πλοία έχομε καί πόσα πλοία έχει εκείνος. Άπό τί εί­ δους πλοία άποτελεϊται ό στόλος του, άν τά πληρώματά του προέρχονται άπό καινούριες κληρουχίες ή απο­ τελούνται άπό άνδρες μέ πείραν τοΰ πολέμου. "Α ν είναι φιλοπόλεμοι. Στά διάφορα αύτά θέματα, πρέπει νά παίρνομε πληρο­ φορίες άπό τούς κατασκόπους καί τούς λιποτάκτες. Νά φυλαχθούμε όμως άπό τό νά δώσουμε πίστη σέ μιά μόνο πληροφορία: άς συγκεντρώσουμε όσες πληρο­ φορίες μπορούμε. Τότε νά θεωρήσουμε πώς είμαστε καλά πληροφορημένοι, όταν οί πληροφορίες αυτές συμ­ φωνούν...

V II. ’Εχθρός έν δψει - Τακτική Τό ταξίδι δμως φυσικό ήταν νά μήν είναι πάντα ειρηνικό. Ξαφνικά οί βιγλάτορες (οπτήρες) πού βρί­ σκονται στό ξυλόκαστρο (ή καρχήσιο τοϋ άκατίου κοι­ νώς κόφα) ειδοποιούν πώς κάτι ασυνήθιστο φαίνε­ ται στή διαγωγή τών άποστόλων, τά όποια καί πραγ­ ματικά σέ λίγο άρχίζουν νά σημαίνουν. Μαντεύουν πώς παρουσιάστηκε έχθρικός στόλος, πού δέν άργεΐ καί νά φανεί. Τό πέλαγος γεμίζει άρμενα πολλά καί μπορεί κανείς νά διακρίνει πάνω σ’αύτά τίς πα­ νοπλίες τών μαχητών πού λάμπουν. ’Αμέσως ή άρχηγίδα στέλνει έπείγοντα σήματα στό σχηματισμό, έπάνω στά πλοία σαλπίζεται (μέ τό βούκινο ή τήν τούβα) πολεμική έγερση, τά τύμ­ πανα κροταλίζουν καί οί φωνές τών βαθμοφόρων 124

παραγγέλνουν διάφορες κινήσεις: άν τά πανιά είναι σηκωμένα, χαλοΰνται καί μαζεύονται, οί έρέτες τακτοποιούν τά κουπιά στούς σκαρμούς κι άρχίζουν νά κινούν τό κάτεργο (δηλαδή τό καράβι). Οί καβαλλαρικοί (οπλίτες), πού έπιβαίνουν στό πλοίο, φο­ ρούν τήν πανοπλία καί άρπάζουν τά δπλα. Καί στούς δρόμωνες γίνεται ή ετοιμασία γιά τή χρήση τοΰ ύγροϋ πυρός. ’Άνοιγαν άκόμη τότε τίς δρεπανοφόρες κεραίες, άπό τίς όποιες κρέμονταν οί άρπάγες γιά τή σύλ­ ληψη τοΰ έχθρικοΰ πλοίου καί τοποθετοΰσαν στά πλευρά τά στρωμάσια, δηλαδή τά παραβλήματα, γιά νά προλάβουν καταποντισμό άπό σύρραξη ή πυρκαϊά. Έλάβαιναν γενικά κάθε μέτρο, πού δυνά­ μωνε τήν άμυνα καί εύκόλυνε τήν έπίθεση. ’Έπειτα οί πρωράτες φωνάζουν τό είσοδικό συγκλητήριο ενώ ό κένταρχος, δηλαδή ό κυβερνήτης τοΰ πλοίου περιτρέχει τό κατάστρωμα, έπιθεωρεΐ τούς άνδρες, τό ύλικό καί άγορεύει. Συνήθεια είναι νά έγκωμιάζει τούς δικούς του καί νά κατηγορεί τούς άντιπάλους του. 'Υπενθυμίζει μέ συγκίνηση τό κα­ θήκον πρός τήν πατρίδα καί τό χρέος, τό άσβηστο, γιά τίς έστίες καί τούς τάφους. - Ή ίδια ή φύση, λέγει, μάς δείχνει τό δρόμο τοΰ κα­ θήκοντος. Πόσες φορές ή όρνιθα δίνει μάχη γιά νά προ­ στατέψει τά νεογνά της άπό τήν επιβουλή τοΰ κυνηγού; Δέν είναι λοιπόν φοβερό, τά άλογα οντα τής φύσεως νά υπερασπίζονται τούς οικείους, εμείς δέ οί λογικοί νά τούς παραμελούμε; Στίς παραινέσεις δμως προσθέτει καί τήν άπειλή καί γιά τό σημείο αύτό άναφέρεται στό κεφάλαιο τοΰ κανονισμού, πού έχει τό τίτλο Στρατιωτικά ’Επιτί­ μια, μνημονεύοντας τίς υποχρεώσεις τών άνδρών στόν πόλεμο καί τίς ποινές γιά τούς έπιόρκους. Οί λιποτάκτες, τό φωνάζει αύτό, θά τιμωρηθούν μέ θάνατο, καί οί δικοί τους (παιδιά, γυναίκες καί συγ­ γενείς) θά διωχθοΰν άπό τήν πατρίδα τους καί θά σταλούν σέ τόπους γεμάτους άπό δεινά. "Υστερα ήχεΐται τό άπολυτίκιον, δηλαδή ή διάλυ­ ση καί ό καθένας πηγαίνει στή θέση μάχης, ένώ έχουν υψωθεί στά κατάρτια τά κατάλληλα σήματα. Έν τώ μεταξύ ό έχθρικός στόλος έχει τόσο πλη­ σιάσει πού άκούγονται τώρα οί κραυγές τών πληρω­ μάτων, έπιβραδύνει τήν πορεία του καί προσπαθεί νά πάρει τήν καλύτερη δυνατή διάταξη μάχης. Κι ό βυζαντινός δμως στόλος δέν μένει άπρακτος. Συν­ τάσσεται μέ σύστημα σέ μιά διάταξη, δπου οί βαρύ­ τερες, ισχυρότερες καί μέ περισσότερο πλήρωμα μονάδες τοποθετούνται στό καίριο σημείο καί ή άπόσταση τών πλοίων μεταξύ τους ρυθμίζεται κατά τρόπον, ώστε νά μή συμφύρονται ούτε νά παρεμπο­ δίζουν τόν άγώνα τών οπλιτών, πού έπιβαίνουν. Έδώ πρέπει νά σημειώσουμε καί μάλιστα μέ έμ­ φαση, δτι τό βυζαντινό ναυτικό δέν ήταν παρά­ τολμο. Θεωρούσε τή σύνεση σάν τό καλύτερο δεΐγ-

‘Οργάνωση τοΰ Βυζαντινού Ναυτικού

μα άνδρείας. - Έφ ’ δσον ε’ίμεθα άνώτεροι στή δύναμη άπό τόν ε­ χθρό, σημειώνει τό βυζαντινό χειρόγραφο, νά άναλάβουμε μέ τόλμη τή μάχη, χωρίς δμως καί νά τόν περιφρονοΰμε, γιατί συμβαίνει συχνά ένας πού περιφρονήθηκε νά μάχεται μέ δχι λιγότερη τόλμη. Έφ ’ δσον έχομε ‘ίσες δυνάμεις καί ό εχθρός δέν παίρνει τήν πρω­ τοβουλία, δέν τήν παίρνομε έμεΐς, γιά ένα παραπάνω λόγο. Είναι καλό νά διατηρούμε τίς θέσεις μας, υπό τόν δρο δτι ό εχθρός δέν καραδοκεί νά έπωφεληθεϊ άπό τήν άδράνειά μας, γιά νά βλάψει καί έρημώσει τό έδαφος μας. Σέ περίπτωση πού διαθέτομε άριθμητικά κατώτερες δυνάμεις, θά άποφύγομε χωρίς δισταγμό τή μάχη. Καί δμως δέν είναι πάντοτε άδύνατο νά νικήσουμε έναν άριθμητικά άνώτερον εχθρό: τοΰτο μπορεί λ.χ. νά γί­ νει, δταν έχομε τόν άνεμο μέ τό μέρος μας ή πολεμούμε σέ μιά στενή διώρυγα, δπου δέν μπορεί ό άντίπαλος νά χρησιμοποιήσει τό πλήθος τών πλοίων του. Συμβαίνει άλλωστε συχνά οί εχθρικές δυνάμεις νά είναι διασκορπισμένες καί θά χρειαστεί νά συγκεντρω­ θούν, γιά νά έκμεταλλευθοΰν τήν άριθμητική τους υ­ περοχή. ‘Άν γίνει εισβολή στό έδαφος μας νά φέρομε μεΐς οί ‘ίδιοι τόν πόλεμο στό έδαφος τού είσβολέως καί έτσι θά τόν αναγκάσομε νά ζαναμπεΐ στά πλοία καί σπεύσει νά ύπερασπισθεΐ τό έδαφος του. Έν συνάψει, μήν πολεμάτε ποτέ μέ άνώτερες δυ­ νάμεις, έφ ’ δσον δέν σας άναγκάζει σ ’ αύτό ή προστα­ σία τών πόλεών σας, τοΰ εμπορίου ή τών πολεμικών σας οχυρωμάτων. Τό συναγόμενο δηλαδή είναι δτι, μέ τέτοιες οδη­ γίες, πού διαμόρφωναν ένα καθαρά αμυντικό δόγμα (τακτικής) γιά τό βυζαντινό ναυτικό, άν οί Βυζαν­ τινοί ναύαρχοι (ή στρατηγοί) πάρουν καμιά πρωτο­ βουλία, αναλαμβάνουν μιά μεγάλη εύθύνη μέ όλες τίς συνέπειές της. "Υστερα έρχεται ή έπιλογή τοϋ τόπου, δπου θά δοθεί ή μάχη. ’Ιδού τί σημειώνει τό χειρόγραφο, πού δέν γνω­ ρίζομε τό συγγραφέα του. - Στήν εχθρική άκτή θά άποφύγουμε τή γειτνίαση τής παραλίας καί θά παρασύρουμε μέ κάθε προσπάθεια τόν άντίπαλο στήν άνοικτή θάλασσα. Στίς άκτές μας, άντιθέτως, θά κρατηθούμε κοντά στήν ζηρά ’Άν νικη­ θούμε θά έχουμε τουλάχιστο ένα τελευταίο καταφύγιο. Θά δώσουμε έζάλλου τήν ευκαιρία στά στρατεύματά μας νά μας υποστηρίζουν, γιατί αύτά δέν θά παραλείψουν νά σπεύσουν πρός βοήθειά μας, προπάντων άν τό έχουμε προβλέψει. 'Η συμβουλή δμως αύτή δέν θεμελιώνει δόγμα τοΰ βυζαντινού ναυτικοΰ. Γιατί, άρχές τοΰ 9ου αιώ­ να, Λέων ό Σοφός διατύπωνε στά Τακτικά του δια­ φορετική άρχή. - ’Αποφύγετε, έλεγε, νά δώσετε μάχη εγγύς στίς ά­

κτές σας. Ο στρατιώτης δείχνει λιγότερη σταθερότη­ τα, δταν γνωρίζει δτι ύπάρχει κοντά του σίγουρο κατα­ φύγιο. Μήν τοΰ δώσετε τήν εύχέρεια νά πάει νά στήσει τό ζίφος του στήν ζηρά. ’ Αλλά κι ό συγγραφεύς τοΰ χειρογράφου διατυ­ πώνει τίς άμφιβολίες του γιά τή συνταγή, πού δίνει. - ..Έν τούτοις, λέγει, πολλοί θά καταδικάσουν τή μά­ χη κοντά στήν ζηρά, άπό φόβο μήπως οί τρομαγμένοι στρατιώτες σωθούν κολυμπώντας. Δέν νομίζω δτι πρέπει νά φοβηθούμε τέτοιες άδυναμίες, άν ό στρατη­ γός τηρήσει μέ ακρίβεια τίς οδηγίες μας. 'Η μάχη κοντά στίς άκτές άποτελοΰσε καί γιά τούς "Ελληνες τών κλασικών χρόνων πρόβλημα, τό όποιο δέν μπόρεσαν νά έπιλύσουν. 'Ο Πλάτων τήν καταδίκασε, δπως είδαμε στό κείμενο γιά τήν τακτική τών αρχαίων (1, Β-VII στ). Έν τώ μεταξύ οί δύο αντίπαλοι στόλοι έχουν πλησιάσει, είναι σχεδόν άντιμέτωποι. Γιά άλλη μιά φορά ό άρχηγός τοΰ στόλου παρατηρεί κατά πόσον τά πλοία του είναι έντελώς έτοιμα καί συμβουλεύει νά διορθωθοΰν τά σφάλματα, άν υπάρχουν. Σφυγμομετρεί τό φρόνημα τών πληρωμάτων καί άνάλογα τά οδηγεί στή μάχη. - Σάν έλθει ή στιγμή τής μάχης, ορισμένοι νομίζουν δτι ό στόλος πρέπει νά φέρεται πρός τά εμπρός μέ ταχεία κίνηση. Βλέπουν σ ’ αύτή τήν ορμή ένα βέβαιο μέτρο, τό όποιο θά έγκαρδιώσει τά πληρώματα. Άλλοι πάλι πιστεύουν δτι είναι προτιμότερη μιά άργή καί κανονική πορεία. '0 καλύτερος τρόπος θά είναι έκεΐνος, πού ταιριάζει καλύτερα στίς διαθέσεις τών ναυτών. 'Άν φαί­ νονται διατακτικοί καί φοβισμένοι, πρέπει νά τούς ρίζει κανείς μέ χαμηλωμένο τό κεφάλι στόν εχθρό, γιά νά τούς βγάλει άπό τούς φόβους των. Άν τό έναντίο τούς βλέπει σέ έζαψη, πρόθυμους νά επιτεθούν, επιβάλλε­ ται νά τούς συγκροτήσει τό μένος καί νά τούς άναγκάσει μέ μετρημένη πορεία νά μή διαταράζουν τή διάταζη τοΰ στόλου... (Σημείωση: ή διατήρηση τοΰ καλού σχηματισμού, ύπολογιζόταν φαίνεται δσον καί ή νίκη...). Πάντως ή έφοδος πρέπει νά γίνει μέ δλους τούς κωπηλάτες καί μεγάλη κραυγή. "Αν διαθέτουμε με­ γαλύτερο άριθμό άπό τόν έχθρό, θά φροντίσουμε νά τοποθετήσουμε πίσω άπό τό κέντρον τά πλεονάζοντα πλοία τοΰ στόλου, δημιουργώντας έτσι μιά έφεδρεία, πού νά μπορεί νά βοηθήσει τήν κατάλλη­ λη στιγμή τά μαχόμενα πλοία καί νά υποστηρίξει στή μάχη τά σημεία, στά όποια ή παράταξή μας φαί­ νεται ν’ άδυνατίζει... 'Ο άρχηγός δμως τοΰ στόλου, καθώς διατρέχει τό μέτωπο καί δίνει τίς τελευταίες συμβουλές, εξα­ πολύει καί τίς τελευταίες άπειλές γιά τούς λιγό­ ψυχους. Οί φυγάδες πρέπει νά γνωρίζουν πώς τούς περιμένει ή καταδίκη καί δ θάνατος. Πρέπει σχετικά νά σημειώσουμε δτι οί παραλεί­ ψεις καί καθυστερήσεις στή μάχη ήταν δυσκολό­ 125

'Οργάνωση τοΰ Βυζαντινοϋ Ναυτικού

τερο νά συγκαλυφθοΰν σ ένα κωπήλατο στόλο, πα­ ρά σ’ ενα στόλο μέ ιστία. Ευνόητος ό λόγος. Άν βγει τό πλοίο άπό τή γραμμή του ή οπωσδήποτε έγκαταλείψει τή θέση του, είναι φανερή ή παράβαση τοϋ καθήκοντος. Στό άτμοκίνητο ναυτικό δέν μπο­ ροΰν επίσης νά προβάλουν δικαιολογία, παρά μόνο τή σοβαρή βλάβη τής μηχανής. ’Αντίθετα ό άνεμος θά ήταν μιά πρόχειρη καί καλή δικαιολογία γι’ αύ­ τούς πού όδηγοΰν Ιστιοφόρα στή μάχη. Στήν τριήρη επομένως τής αρχαιότητας, τή λιβυρνίδα τών ρωμαϊκών χρόνων, τό δρόμωνα τοΰ Βυ­ ζαντίου ή τή γαλέρα τοΰ Μεσαίωνα καί τίς γαλέρες τών άμέσως κατόπιν αιώνων τί δικαιολογία νά ποΰν, δταν τούς άπηύθυναν τήν κατηγορία δτι έμειναν πί­ σω καί έχασαν τή μάχη; Μόνο ή νωθρότητα τών κω­ πηλατών καί ή άπιστία τοΰ κυβερνήτη μποροΰσαν νά εξηγήσουν τή φυγή ή τήν καθυστέρηση. Πάντως σ’ δλο αύτό τό διάστημα δέν παύει ό άρ­ χηγός τοΰ στόλου νά παρακολουθεί κάθε κίνηση τοΰ άντιπάλου κι δταν χρειασθεϊ ν’ άλλάζει τή διάτα­ ξη τών πλοίων του, άνάλογα μέ τίς κινήσεις καί τίς πιθανές προθέσεις του. Βασικά ή ελληνική φάλαγγα στή θάλασσα καί άνάλογα βέβαια μέ τίς περιστάσεις, τεντωνόταν εύθεία ή έπαιρνε μηνοειδή μορφή (σχήμα μισο­ φέγγαρου), μέ τό κοίλο πρός τόν αντίπαλο ή μέ τό κυρτόν. ’Αξιοσημείωτο είναι δτι στήν τεντωμένη ή τήν κοίλη μηνοειδή παράταξη, τοποθετούσαν τίς άκρες τά ισχυρότερα πλοία, στό μέσον δέ τά άδύνατα καί τά άλλα στόν ύπόλοιπο χώρο. Στίς κυρτές δμως διατάξεις γινόταν τό άντίθετο: έθεταν στό μέ­ σο τά ισχυρότερα καί τά άσθενέστερα στά άκρα. Καί γι’ αύτό έχομε τήν έξήγηση άπό τό χειρό­ γραφο, πού τόσες φορές έμνημόνευσα. "Αν σκοπεύουμε νά συνάψουμε μάχη... συμφέρειίσως νά καμπυλώσουμε τή φάλαγγα, κατά τρόπον ώστε νά τής δώσουμε τό σχήμα ενός δρεπάνου ή ενός μισοφέγ­ γαρου. Είναι βέβαιο δτι ό εχθρός θά διστάσει νά έμπλακεϊ στό εσωτερικό τής κοίλης γραμμής. Θά ύπέκυπτε στά βλήματα, πού θά δεχόταν άπό δεξιά καί άριστερά. Στό σχηματισμό αυτόν, τό κέντρο θά προστα­ τευόταν άπό τά άκρα. Γι ’ αύτό καί καλόν είναι στό κέντρο νά βάλομε τά πιό άδύνατα πλοία. 'Αντιθέτους τά ακρα τής παρατάξεως θά πρέπει νά καταλαμβάνονται άπό τά πιό ισχυρά καί τά καλύτερα οπλισμένα πλοία. ’Έχει δμως σημασία ή κοίλη γραμμή νά μήν είναι πολύ βαθιά. ’Άν εκφυλιζόταν σέ ήμικύκλιο, ό έχθρός θά μπορούσε νά επιτεθεί μέ ικανή δύναμη έναντίον ένός άπό τά άκρα τής παρατάξεως καί νά τό συντρίψει, πριν τά πλοία τοΰ κέντρου φθάσουν εις βοήθεια τής πτέρυγας, πού άπειλεΐται. - Στήν περίπτωση πού θά υιοθετήσετε τήν κοίλη διάτα­ ξη, θά είναι τελείως άνώφελο νά καμπυλώσετε πολύ στό εσωτερικό τή φάλαγγα. Τοΰτο θά παρακινούσε τόν εχθρό νά προσαρμόσει άνάλογα τή διάταξή του. Θά 126 I

διέτασσε δηλαδή ό εχθρός τά καλύτερα πλοία του στά άκρα τής γραμμής, θά χωριζόταν ίσως σέ δυό ομάδες άπό τίς όποιες ή μιά θά έπρόσβαλλε τίς πτέρυγές μας (τά άκρα), ένώ ή άλλη θά ριχνόταν μέ όλη τήν ταχύτητα στό εσωτερικό τοΰ μηνίσκου. »Δυνατόν άκόμη νά υιοθετούσε ό άντίπαλος τήν κυρτή διάταξη, προκειμένου ν ’ άνταποκριθεϊ στή δική μας κοίλη. Στή διάταξη αύτή τά πιό βαριά πλοία τοπο­ θετούνται στό κέντρο, τά πιό άδύνατα στά άκρα. Αδυ­ νατίζοντας ό εχθρός τά άκρα του θά ήταν σέ θέση νά καταβάλει τό κέντρο μας, μέ τά μεγάλα του πλοία. Θά

$$

è es 6$ ο £4 $ θ α e & ò $$ ζ e $ μ se ο π se w se se ΤΕΤΑΜΕΝΟ

eWee 00 Μ

ΚΟΙΛΟ

se Η

SS Μ

4 KVPTO

Σχηματισμοί πλοίων σέ μηνοειδή διάταξη.

πρέπει λοιπόν νά μήν τοΰ άφήσουμε τόν καιρό νά μεταβάλει τό σχηματισμό του - καί ιδού γιατί είναι σημαντικό νά τοΰ άποκρύψουμε μέχρι τήν τελευταία στιγμή τά σχέδιά μας: άνακόπτοντας τήν πορεία του τό κέντρο μας, καθ ’ δν χρόνο τά άκρα τής παρατάξεως εξακολου­ θούν νά κινούνται πρός τά μπρος, κάθε δέ πλοίο μας (τών άκρων) νά ελαττώνει τήν ταχύτητά του προοδευ­ τικά καί άνάλογα μέ τή θέση πού κατέχει, καταλήγομε ώστε νά σχηματίσουμε τό μηνίσκο... Μηνοειδή επίσης διάταξη ύποδεικνύει καί ό Λέων ΣΤ' σέ σχετική οδηγία τακτικής γιά τήν πε­ ρίπτωση πού ό Βυζαντινός στρατηγός (δηλαδή ναύαρχος) βρεθεί στήν άνάγκη νά άποχωρισθεΐ άπό τόν εχθρό, (άνθ. 26). 'Η συμπλοκή συνήθως άρχιζε άπό 200-300 μ., μέ

’Οργάνωση τοΰ βυζαντινού Ναυτικού

τή χρησιμοποίηση τών έκηβόλων οπλών. 'Όταν πλησίαζαν έπιχειροΰσαν τήν εμβολή καί είσπήδηση τοΰ πληρώματος καί τών στρατιωτών, στό ε­ χθρικό πλοίο. Αύτό γινόταν μέ αλαλαγμούς καί ορ­ μή άμετρο. "Απαξ έπιαναν ένα πλοίο, προστατευμένοι οί πεζοναύτες ζκαβαλλαρικοι) άπό ασπίδα, θώρακα καί κράνος, όρμούσαν μέ ξίφη, άκόντια, αιχμηρές ράβ­ δους καί τόξα. Χρησιμοποιούσαν επίσης χειροσίφωνα καθώς καί χειρολιθοβόλα. Άπό τά ξυλόκαστρα τών βυζαντινών πολεμικών έριχναν λιθάρια, σίδερα, άσβέστη, φίδια καί σκόρπιους, καθώς καί έμπρηστικές ύλες. Άπό τούς σίφωνες στήν πλώρη τών δρο­ μώνων ακοντιζόταν τό ύγρόν πΰρ — κι αύτό άπό σχετική άπόσταση. Μέ λογχοδρέπανα προσπαθού­ σαν νά τρυπήσουν τά πλευρά τοΰ έχθρικοΰ σκάφους ή νά κόψουν τήν έξαρτία του. Χρησιμοποιούσαν άκόμη καί μικρά βέλη, τίς μυίες. Σημειώνομε στό σημείο αύτό δτι άνάλογη τα­ κτική εμβολής μέ είσπήδηση έφάρμοζαν καί οί ’Ά­ ραβες, μέ τούς όποιους έπάλεψαν οί Βυζαντινοί έπί αιώνες στή θάλασσα. Ατρόμητοι πολεμιστές στή στεριά, οί ’Άραβες έπιδίωξαν πάντοτε νά μεταβά­

λουν τή ναυτική μάχη σέ πόλεμο ξηράς κι οί στόλοι τους βασίζονταν συνήθως στήν έμβολή. Γι’ αύτό μέ μεγαλύτερα πλοία έπιβίβαζαν περσότερους άν­ δρες. Φυσικά δέν έλειπαν τά στρατηγήματα άπό τών Βυζαντινών τήν τακτική καί τή σκέψη. Βρίσκομε γι’ αύτά συμβουλές καί ύποδείξεις, δπως έκείνη τοΰ Λέοντος Σοφού, γιά τήν άπόβαση σέ εχθρικό έδαφος (άνθ. 27). ’Έτσι λοιπόν γινόταν ή μάχη στή θάλασσα, ένας άγώνας χωρίς τέλος, πού άρχισε άπό παλιά στήν αύτοκρατορία τοΰ Βυζαντίου καί συνεχίστηκε αιώ­ νες μακρούς στίς θάλασσες, γιά τήν προστασία του. Μετά τή ναυμαχία, έφ’ δσον ήταν νικηφόρα, μοί­ ραζαν στά πληρώματα τά λάφυρα, έδιναν δώρα καί άπένεμαν έπαίνους καί τιμές. Μές τά άλλα άκολουθοΰσε πλούσιο γεύμα. Τά έξοδα ήταν είς βάρος τοΰ Κοινού Ταμείου ή τοΰ ναυάρχου καί τών μοιράρ­ χων. Φυσικά δσοι ολιγώρησαν, δείλιασαν ή έδει­ ξαν νωθρότητα καί άδράνεια δέν μετέχουν σ’ αύτές τίς παροχές καί τίς απολαύσεις — τό άντίθετο τούς περιμένει ή τιμωρία καί ό ψόγος.

127

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Τά πολεμικά καράβια του Βυζαντίου I. 'O δρόμων καί τό χελάνδιο 'Ως γενική παρατήρηση θά μπορούσαμε νά μετα­ φέρουμε στό σημείο αύτό τό γραφόμενο άπό τούς Γερμανούς συγγραφείς Λαϊχλερ καί Βίρρ (Làchler καί Wirr), στό βιβλίο τους γιά τά Πλοϊα τών Λαών τής Γης (βιβλ. 833). - Ή Κωνσταντινούπολη συνέχισε ακόμη καί ώς πρός τούς τύπους τών πλοίων τήν ρωμαϊκή αύτοκρατορική παράδοση ναυπηγήσεως εμπορικών πλοίων. Ή παρά­ δοση αύτή δέν συνεχίστηκε δμως ώς πρός τό πολεμικό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου. (Σημ. τό τελευταίο δέν είναι απόλυτο). ’Εξάλλου οί πιό δόκιμοι συγγραφείς διαπιστώ­ νουν δτι ή μελέτη τών βυζαντινών πλοίων θέτει πολ­ λά καί, συχνά, άλυτα προβλήματα. Μέ τό ’ίδιο όνο­ μα βρίσκομε στίς διάφορες πηγές πλοία, πού δέν είναι του ίδιου τύπου, δπως καί τό αντίθετο. Άλ­ λου πάλι τά πλοία προσδιορίζονται όχι άπό τόν τύ­ πο τους, άλλά άπό τήν αποστολή τους. "Ολα αύτά δυσκολεύεται κανείς νά τά άποδώσει στό δτι ή άκριβολογία δέν ήταν ή κυρία άρετή τών Βυζαντινών συγγραφέων. Πρέπει μάλλον νά οφείλεται στήν άδαημοσύνη — εκτός βέβαια άπό έξαιρέσεις — έκείνων πού έγραψαν γιά τά βυζαντινά καράβια. Τό ώς φασίν οί είδότες, πού άνομολογεΐ ό μητροπολί­ της Θεσσαλονίκης Εύστάθιος, θά ταίριαζε σέ πολ­ λούς άλλους άπό τούς χρονογράφους τών χρόνων τοΰ Βυζαντίου. Θά μπορούσαν τήν αδυναμία τών γραπτών κει­ μένων νά θεραπεύσουν οί απεικονίσεις (ζωγρα­ φιές, μωσαϊκά, γλυπτά). Άλλά οί Βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στούς άνωτάτους κληρικούς καί τούς έστεμμένους. Τά καράβια καί οί ναύαρ­ χοί τους δέν ένέπνεαν, φαίνεται, τούς καλλιτέχνες τοΰ Βοσπόρου. Καί χαρακτηριστικό είναι τοΰτο: στήν έποχή τών εικονοκλαστών (723-843) δέν επι­ τρεπόταν ή άναπαράσταση πλοίων σέ εικόνα καί γι’ αύτό δέν γνωρίζομε τίποτε γιά τά πλοία αύτής τής έποχής. ' Η πιό παλιά εικόνα μετά τούς εικονοκλά­ στες είναι σέ χειρόγραφο τοΰ 880 μ.Χ. Είναι ένα πλοίο μέ τριγωνικό πανί, στή θέση τοΰ τετραγώνου. Πλούσιο καί ποικίλο είναι τό λεξιλόγιο, πού 2/9

άναφέρεται στά καράβια. Στόλος είναι μιά λέξη χρη­ σιμοποιούμενη πολύ συχνά, λέγεται δέ πλώιμον ή πλώϊμα, δρομώνιον καί χελάνδιο, γιά νά δηλώσει μιά ομάδα άπό πλοία. Καί άρματώλιο, ναυτοστόλιμα ή ναυτοστόλιον, σπανιότερα. 'Ο δρος καραβόπλοια χρησιμοποιείται κυρίως στό εμπορικό ναυτικό, δπου συνήθως τά πλοία λέ­ γονται πραγματευτικά ή έμπορευματικά σκάφη, πλοϊα ή καράβια. Τά μεταφορικά λέγονται φορτηγά ή φορταγωγά καί συχνότερα καματηρά (ή καματερά) καί σκευοφόρο. 'Υπάρχουν δέ δροι πού προσδιορίζουν τό είδος τοΰ φορτίου, δπως ίππαγωγά, σιταγωγό ή σιτοφόρα. ' Ο δρος πυρσοφόρος ή πυρφόρος στόλος προσδιο­ ρίζει άποκλειστικά τόν αύτοκρατορικό στόλο, δη­ λαδή τόν κεντρικό τής Κωνσταντινουπόλεως, μολο­ νότι δέν ήταν μόνον αύτός έφοδιασμένος μέ τό ύ­ γρόν πΰρ. 'Υγρόν πΰρ διέθεταν καί οί μεγάλες ναυ­ τικές μονάδες τών Θεμάτων, τοΰ Θέματος τών Κιβυρραιωτών κυρίως, ήταν δηλαδή σιφωνοφόροι ή κακκαβοπυρφόροι. Τό πλοίο γενικά λέγεται, άπό πάθος πρός τά άρχαϊα, ναΰς, πλοϊον όλκάς — άκόμη καί τριήρης, μόλον πού κανένα βυζαντινό πλοίο δέν έχει τρεις σειρές κωπηλάτες. Στή ζωντανή δμως γλώσσα τής έποχής τό ονομάζουν καράβι, πλώιμο, κάτεργο καί ξύλο. Μάλιστα, ξύλο! Τό Μαλέα καί τόν Καφηρέα, τούς λένε ξυλοφάγους, γιατί πολλά πλεούμενα τσά­ κισαν έκεϊ οί τρικυμίες τους καί ή φράση ή θάλασ­ σα ήταν όλόξυλος έσήμαινε τή θάλασσα, τή γεμάτη καράβια. 'Υπάρχουν καί οί δροι άγράριον, σανδάλιον, άρκλαί ή άρκλιον καί γρίπος, αύτά δμως τά πλοϊα άνήκουν δλα τους στόν έμπορικό ή άλιευτικό στό­ λο καί σπάνια χρησιμοποιούνται σάν βοηθητικά τοΰ στόλου. Τό πολεμικό πλοίο, πού κυριαρχεί στό Βυζαντι­ νό Ναυτικό, μακρούς αιώνες, είναι ό δρόμων καί κα­ τά δεύτερο λόγο τό χελάνδιο. 'Υπάρχουν δμως καί πάμφυλος δρόμων, δπως καί πάμφυλο χελάνδιο — θά τά ίδοΰμε παρακάτω. Τό όνομα δρόμων σημαίνει ένα οξύπρωρο ταχύ πλοϊο, μέ ψηλά σχετικώς έξαλα, τό πλοίο δρομεύς καί φαίνεται νά έχει βυζαντινή τήν προέλευση: ό-

129

Τά καράβια του Βυζαντίου νόμαζαν οί άρχαίοι δρόμωνες τά ταχύπλοα έμπορικά καράβια καί άναφέρονται πλοία μ’ αύτό τό όνομα στή ναυμαχία τοΰ Άκτίου (31 π.Χ.). 'Υπάρχει δμως καί ή άποψη δτι ό δρος δρόμων, λέξη καθαρά βυζαντινή, είχε δημώδη τήν προέλευση — καί χρή­ ση — έφ’ δσον στήν έπίσημη γλώσσα τά γρήγορα πλοία στό Βυζάντιο, τά ονόμαζαν ταχυπλοούσας όλκάδας. Συγγενικό μέ τό δρόμωνα αλλά μεγαλύτερο ήταν τό χελάνδιο, μέ δυό ύπερκείμενες σειρές κουπιών καί πολύ ψηλή πρύμη. Γιά τό δνομά του δέν είναι σύμφωνοι οί συγγραφείς. ’Άλλοι τό θέλου νά προ­ έρχεται άπό τό έγχελυς ή χέλυς (λατινικά chelys) καί δηλώνει τό πλοίο, πού έχει σχήμα μακρό καί στενό. ’Άλλοι πάλι νομίζουν δτι τά χελάνδια λέ­ γονταν έτσι άπό τό λατινικό chelandium ή chelandrium, πού κι αύτό προερχόταν άπό τήν ελληνική λέξη κύλινδρος. ’Ονομάζονταν έτσι, γιατί τό σχή-

Πλοϊο ίππαγωγά τοϋ Βυζαντίου

μα τους έμοιαζε μέ κύλινδρο. Καί θυμίζουν δτι τό δνομα — δχι τό σχήμα — ταιριάζει στίς γαλλικές φορτηγίδες chalands. 'Υπάρχει καί μιά άλλη έκδοχή, τήν όποια πρέ­ πει ν’ άπορρίψουμε. Σύμφωνα μ’ αύτήν οφείλει τό δνομά του στή χελώνα, ίσως γιατί τό σκάφος, υψω­ μένο στρογγυλευμένο καί επιμηκυμένο πρός τήν πρύμη · μέχρι τόν ίστό, 'έδινε στήν πλώρη τήν όψη μιας χελώ­ νας προστατευμένης άπό τό όστρακό της. Μόνο μέ δυσεξήγητο εύφημισμό μπορούσαν οί Βυζαντινοί νά βαπτίσουν τό πιό γοργοτάξιδο καράβι τους μέ τό δνομα ενός ζώου, πού άποτελεί σύμβολο τής βρα­ δύτητας. Μεταφορικό ήταν στήν αρχή τό χελάνδιο, ογκώ­ δες μέ τέσσαρες σειρές κουπιών, δυό στήν κάθε πλευρά καί δχι γρήγορο. Ειδικό γιά τή μεταφορά άλογων — ίππαγωγό — έκόμιζε δώδεκα ζώα τό κα­ θένα, τήν έποχή Κωνσταντίνου Ε' τοΰ Κοπρώνυμου (740-775), γιά νά φθάσει τά 300 ζώα τό καθένα, τήν έποχή του ’Ιωάννη Βατάτζη, τό 13ον μ.Χ. αιώ­ να. (Αριθμός ύπερβολικός, χωρίς άλλο, ένδεικτικός δμως γιά τή μεγάλη μεταφορική του ικανότη­ τα). Σάν φορτηγά, τά χελάνδια, μετέφεραν άκόμη τά άπαραίτητα γιά τή ναυσιπλοΐα καί τή μάχη έφόδια.

130

Δέν σταμάτησε δμως έκεί τό χελάνδιο: έγινε βοηθητικό τοΰ στόλου γιά τή μεταφορά άνδρών, στρατιώτις ναΰς, στή συνέχεια άπόστολο δηλαδή περιπολικό, γιά νά καταλήξει καθαρά πολεμικό, μικρότερο δμως τοΰ δρόμωνος. Στό χελάνδιο, ώς πολεμικό, ύπήρχαν δπως καί στό δρόμωνα, ζυλόκαστρο καί σίφωνες γιά τό ύγρόν πΰρ. Καί μάλιστα ύ­ πήρχαν, κατά τόν Μπρεγιέ, τά χαρακτηριστικά αύ­ τά τοΰ πολεμικοΰ πλοίου καί δταν τό χελάνδιο ήταν μεταφορικό καί βοηθητικό τοΰ στόλου, πριν δηλα­ δή γίνει καθαρά πολεμικό πλοίο. Διαφορετικοί λοιπόν στήν άρχή τύποι πλοίων, ό δρόμων καί τό χελάνδιο (τό χελάνδιο είναι δρος πού συναντούμε άπό τόν 9ο μ.Χ. αιώνα κι έπειτα) κατέληξαν άργότερα νά ταυτισθοΰν άπόλυτα. Τό κύριο χαρακτηριστικό τους, τοΰ δρόμωνος καί τοΰ χελανδίου, πού είναι τά πλοία τής γραμμής τοΰ Βυζαντίου, είναι ή ταχύτητα καί βλέπομε νά χρησιμοποιοΰν γι’ αύτά τούς δρους εϋδρομος, γοργόπλους, ταχυπλώιμος, ταχύναυτον κλπ. Καί ό δρόμων νά λέ­ γεται — δπως είπαμε — ναΰς δρομάς. Είναι καί τά δυό μακρά, κωπήλατα καί εύκίνητα πλοία, πού χρησιμοποιούνται στούς πολεμικούς στόλους καί ξεχωρίζουν άπό τά χρησιμοποιούμενα στό έμπορικό ναυτικό, τά όποια ήταν στρογγυλά καί κινούντο μέ τό ιστίο. (... "Εκαστος δέ τών δρο­ μώνων εύμήκης έστω, καί σύμμετρος, έχων μέν τάς λεγομένας έλασίας δύο, τήν τε κάτω καί τήν άνω, ση­ μειώνει ό Λέων ό Σοφός. Τακτικά, Διάταξις ΙΘ ', ζ '). Βασικά λοιπόν είναι τοΰ ίδιου τύπου καί διαφέ­ ρουν μόνο ώς πρός τό μέγεθος — ό δρόμων είναι μεγαλύτερος, συμβαίνει δέ άπό τόν 9ο καί ΙΟον αιώ­ να νά χρησιμοποιοΰνται χωρίς διάκριση τά ονόμα­ τα δρόμων καί χελάνδιο, γιά τό ίδιο πλοίο. Κατά μιά μάλιστα άποψη δρόμων ήταν τό δνομα στήν έ­ πίσημη γλώσσα, ένώ ό δρος χελάνδιον (πολύ νεώτερος τοΰ δρόμωνος) χρησιμοποιόταν άπό τό λαό. Δρόμωνες, τά λεγάμενα χελάνδια, λέγει ένα βυζαντι­ νό κείμενο.

Σοβαρές διαφωνίες ύπάρχουν ώς πρός τήν προέλευση τοΰ δρόμωνος καί τόν χρόνο πού έμφανίστηκε. Βασιλίσκος, ό θλιβερός έκεΐνος ναύαρ­ χος τοΰ Δέοντος Α' (457-474), στήν έκστρατεία τής’Αφρικής δέν φαίνεται νά είχε δρόμωνες. 'Ο δρόμων άρχισε νά έμφανίζεται ώς ένα πλοίο μακρό καί γρήγορο, πού χρησιμοποιοΰσαν γιά άπό­ στολο διαταγών καί μηνυμάτων. Στόν πέμπτον αιώ­ να ύπήρχαν δρόμωνες πού χρησίμευαν γιά έμπορικά καί πολεμικά. 'Ο στόλος δμως τοΰ Βελισσαρίου στόν πόλεμο κατά τών Βανδάλων τής Αφρικής (τό 533 μ.Χ.) άποτελείται άπό 500 μεταφορικά, στά όποια ύπηρετοΰσαν 20.000 ναΰτες (40 στό καθένα) (■)

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

Δρόμων. ‘Από τό πιθάρι τοΰ Ναυτικού Μουσείου.

καί 92 δρόμωνες, μέ μιά σειρά κωπηλατών. Μάς τό λέγει ό Προκόπιος στό Βανδαλικό Πόλεμο (De Bello Vandalico, 1-12). Τούς περιγράφει νά έχουν μιά σειρά πάγκων καί κατάστρωμα άπό πάνω, γιά νά μειώσει στό ελάχιστο τήν πιθανότητα νά κτυπηθοΰν οί κωπηλάτες άπό έχθρικά βλήματα. Οί άνδρες άποκαλοΰν τά πλοία αύτά δρόμωνες, γιατί έχουν τήν ικανότητα νά ταξι­ δεύουν πολύ γρήγορα. (Μονήρη... καί άπό όροφός ΰπερθεν έχοντα, όπως οί ταΰτα έρέσσοντες πρός των πο­ λεμίων ήκιστα βάλλοιντο. δρόμωνες καλοΰσι τά πλοία ταΰτα οί νΰν άνθρωποι, πλεΐν γάρ κατά τάχος δύνανται μάλιστα). Πρέπει νά ήταν κάτι καινούριο τήν έποχή εκεί­ νη, γιά νά όμιλεΐ έτσι ό Προκόπιος: οί άνδρες άπο­ καλοΰν τά πλοία αύτά δρόμωνες. Άπό τόν Κασσιόδωρο δμως μαθαίνομε δτι λίγα χρόνια πριν, (525526 μ.Χ.), ό Θεοδώριχος, παραπονούμενος γιατί ή ’Ιταλία δέν διαθέτει στόλο, σημειώνει πώς διέταξε νά κατασκευάσουν 1000 δρόμωνες (: decrevimus mille... dromones fabricandos). Καί δταν κατασκευα­ στεί ό στόλος αύτός θά τόν περιγράφει, σέ ρόδινη πρόζα, τά πλοία αύτά, δίνουν τήν εικόνα πλωτού δά­ σους, μοιάζουν μέ πλωτές οικίες καί είναι τά πόδια τοΰ στρατού. (Cassiodorus varia 5,16). Πιθανόν οί δρόμωνες νά ήταν γνωστοί τήν έπο­ χή τοΰ ’Αναστασίου (491- 518 μ.Χ.), άφοΰ άναφέρε­ ται δτι στήν εκστρατεία τών Βυζαντινών, εναντίον τών Όστρογότθων τής ’Ιταλίας χρησιμοποιήθη­ καν εκατό δρόμωνες. Πρέπει πάντως νά είμαστε προσεκτικοί στίς διαπιστώσεις, άφοΰ δπως σημείω­ σα στήν αρχή αύτοΰ τοΰ κειμένου δέν άκριβολο-

γοΰσαν οί Βυζαντινοί σέ πολλά πράγματα καί πολύ περισσότερο στούς τύπους τών πλοίων. Στολίσκος πάντως άπό δρόμωνες θά ταξιδέψει στό Δούναβη, τό 595 μ.Χ. καί θά παίξει σημαντικό ρόλο στούς πολέμους τοΰ Μαυρίκιου (582-602). Τοΰ­ το, σύμφωνα μέ τό Στρατηγικόν του. Άπ’ αύτό μαθαίνομε δτι οί δρόμωνες ήταν ελαφρά πλοία, φτιαγμένα κυρίως γιά πόλεμο. Δρόμωνες χρησι­ μοποίησαν εύρύτατα καί μέ έπιτυχία έναντίον τών Αράβων Κωνσταντίνος ό Πωγωνάτος καί Λέων Γ' ό ’Ίσαυρος. Πώς δμως έγινε ό τύπος αύτοΰ τοΰ πλοίου, πού θά υπερασπίσει τήν ελληνική αύτοκρατορία, γύρω στά έννιακόσια χρόνια; Λέων ΣΤ' ό Σοφός στήν εισαγωγή τών Τακτικών του προσδιορίζει δτι ό δρόμων ήταν τό ’ίδιο — μέ έξέλιξη φυσικά, σημειώνουμε έμεΐς — μέ τήν ελλη­ νική τριήρη. 'Ο δρόμων έχει πλήρες κατάστρωμα — δρόμωνες καστελλωμένους τούς έλεγαν — καί ψηλό­ τερα έξαλα. Γι’ αύτό ό βυζαντινολόγος Λουί Μπρεγιέ πιστεύει πώς ό δρόμων άποτελεΐ έξέλιξη τής λιβυρνίδος τών Ρωμαίων καί είναι πρόγονος τής γαλέρας τοΰ Ι2ου μ.Χ. αιώνα. Τήν άποψή του συμ­ μερίζονται καί άλλοι συγγραφείς. Καί προσθέτουν πώς οί συνήθεις δρόμωνες προήλθαν άπό τίς λιβυρνίδες καί οί μικροί (οί έλάσσονες), γιά τούς όποιους 1) Πρέπει νά διευκρινίσουμε σχετικά πώς τά μεταφορικά πλοία δέν ήσαν κρατικά, έπιτάχθηκαν γιά τήν περίσταση. Τό ένδιαφέρον είναι ότι βρέθηκαν μέ σχετική εύκολία τόσα πολλά πλοία (500 πλοία, μέ συνολικό έκτόπισμα 80.000 τόννων), κάτι πού δείχνει τό δυναμισμό τών διαφόρων ναυπηγείων τοϋ Βυζαντίου καί μιά άκμάζουσα ναυτιλία.

131

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

θά γίνει λόγος παρακάτω, άπό τίς λιβυρνικές. Δηλα­ δή τίς μικρότερες λιβυρνίδες. Ώς πρός τή λιβυρνίδα — γιά τήν όποια έγινε λόγος στό Ρωμαϊκό Ναυτικό τής παρούσης έργασίας (4, Α-νβ) — υπενθυμίζουμε πώς πήρε τό όνομά της άπό παρόμοιο πλοίο τών Λιβυρνών πειρατών καί ήταν πολύ ελαφρότερο, ταχύτερο καί ναυτικότερο πλοίο άπό τίς τριήρεις τών άρχαίων 'Ελλήνων καί τίς ρωμαϊκές τριήρεις τής έποχής τών Καρχηδονιακών πολέμων. Ή λιβυρνίδα είχε στήν άρχή μιά σειρά κουπιά, δπως οί άρχαΐες πεντηκόντοροι, μό­ νο πώς αύτή διέθετε κατάστρωμα σ’ όλόκληρο τό μήκος, άπό πρώρα μέχρι τήν πρύμη. Μακρό βασικά πλοίο είχε άναλογία μήκους πρός πλάτος τόν άριθμό 6 ή 7 άντίθετα πρός τά έμπορικά πλοία, πού ήταν στρογγυλά καί είχαν μικρό­ τερη άναλογία, τόν άριθμό 3 ή τό πολύ 4. Στήν άρχή ή λιβυρνίδα, σάν πειρατικό πλοίο είχε χαμηλά έξα-

Γαλέες (διάφοροι τύποι).

132

λα καί — τό σημείωσα ήδη — μικρές διαστάσεις. "Οταν δμως έγινε πολεμικό πλοίο, οί διαστάσεις του αύξήθηκαν, καθώς καί τό έκτόπισμά του. Είχε 25 κουπιά, σέ κάθε πλευρά. '0 δρόμων, έφ’ όσον δεχθούμε ότι προήλθε άπό τή λιβυρνίδα, έγινε ένα πλοίο βαρύτερο καί στερεώτερο, ύπέστη δέ σημαντική έξέλιξη στή διαδρομή του χρόνου. Θά είμαστε περισσότερο άκριβολόγοι, άν λέγαμε δτι οί δρόμωνες ήταν μιά κατηγορία πλοίων, ή όποί.α στήν έξέλιξή της παρουσίασε δια­ φόρους τύπους καί μορφές. ’Άλλος δηλαδή τύπος θά ήταν τόν 6ο καί άλλος τό ΙΟο καί 1 Ιον αιώνα. Ή έ­ ξέλιξη πιθανόν νά άφοροϋσε λιγότερο τή μορφή του σκάφους ή τήν έξαρτία καί περισσότερο τόν άριθμό, τό μέγεθος καί τή διάταξη τών κουπιών. Τό μήκος του πρέπει νά κυμαινόταν άνάμεσα στά 36 καί 55 μέτρα, τό πλάτος 5-8 μ. καί νά είχε βύ­ θισμα 1,5 μ., συνολικό δέ ύψος άπό τήν τρόπιδα στό έπάνω κατάστρωμα 5 μ. Διαστάσεις κουπιών τής έπάνω σειράς — στούς δίκροτους δρόμωνες — 7,5 έως 8,5 μ. καί τής κάτω 4,5 ώς 5 μ. "Υψος σκαλμού άπό τή θάλασσα τής έπάνω σειράς 1,30-1,50 μ. καί τής κάτω σειράς 0,70-0,90 μ. ’Εκτόπισμα τό όλιγότερο 100 καί τό άνώτερο 200 τόννοι. ΤΗταν δηλαδή ένα καράβι, πού δέν έμοιαζε βέβαια στή στρογγύλη όλκάδα, άλλά άπείχε πολύ άπό τήν κομψότητα καί έλαφρότητα τών τριήρων. Ή πρύμη του ήταν κατά κανόνα καμπυλωτή, διάφορα δέ σχή­ ματα είχε κατά καιρούς ή πλώρη: σπανιότερα καμ­ πυλωτή, ήταν συνήθως εύθεία, μά όχι κατακόρυφη. Κάποτε πρέπει νά σχημάτιζε όξεία γωνία μέ τή γραμμή τής ίσάλου καί νά προεκτείνεται πέρα άπ’ αύτή, δπως έγινε άργότερα — σέ μεγάλο βαθμό — στή γαλέρα. Τό έμβολο πρέπει νά τό άπορρίψουμε μολονότι τούτο πιθανόν νά ύπήρχε στούς πρώτους δρόμωνες τών 5ου καί 6ου αιώνων. Οί διαστάσεις, τίς όποιες μνημονεύσαμε, βασί­ ζονται στούς ύπολογισμούς — μέ βάση τόν άριθ­ μό τών σελμάτων καί τήν πιθανή άπόσταση άνάμε­ σα στά σέλματα — τού Γάλλου Ιστορικού ναυάρχου Serre, τού καθηγητοϋ Ράδου, τών ναυάρχων Γούδα καί Άλεξανδρή καί του σοφού βυζαντινολόγου, καθηγητοϋ Φαίδωνος Κουκουλέ. Καί πρέπει νά θεω­ ρηθούν ένδεικτικές, άφοΰ ύπήρχαν τό ΙΟον αίώνα (δπως άναφέρει ό Λέων στά Τακτικά του) τρεις τύποι δρομώνων: οί μεγάλοι ή μείζονες δρόμωνες, οί μέσοι καί οί έλάσσονες. Oi έλάσσονες λέγονταν μονήρια καί γαλέες μέ μιά φυσικά σειρά κουπιών, 25 στήν κάθε πλευρά. Τό όνομά τους πιθανόν νά προέρχεται άπό τό όνομα τοΰ ψαριού γαλέος, τό βρίσκομε δέ στά γλωσσάρια τής έποχής καί ληστρικόν πλοϊον, γιατί χρησιμοποιόταν προπάντων άπό τούς πειρατές, καθ’ δ έλαφρό καί ταχύ. Λογαριάζεται πρόδρομος τών ένετικών γαλερών. Γι’ αύτά τά μονήρια ό Λέων σημειώ-

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

' Ο βυζαντινός δρόμων, ή ναυτική μονάδα πού 'έζησε μέ μικρές παραλλαγές δσον κανένας άλλος τύπος πολεμικού πλοίου στόν κόσμο. Προστατέυσε τό άγωνιζόμενο Βυζάντιο γύρω στούς ένέα αιώνες. ’Επίγονος τής τριήρους καί τής λιβυρνίδος καί πρόγο­ νος τής γαλέρας ήταν ένα γερό πολεμικό πού τό κινούσαν ό άνεμος καί τά μπράτσα τών Ελλήνων ναυτίλων. (Πρότυπο Ναυτικού Μουσείου τής Ελλάδος).

νει στά περί ναυμαχίας τών Τακτικών του (Διάταξις ΙΘ', Γ). - (Νά κατασκευάσεις ακόμη) μικρότερους καί πολύ τα­ χείς δρόμωνες, σάν αύτούς πού άποκαλοΰνται μονήρεις καί γαλέες, γρήγορους καί ελαφρούς, χρησίμους γιά τήν περιπολία καί άλλες χρείες, πού απαιτούν ταχύτη­ τα. (καί έτι δέ κατασκευάσεις δρόμωνας έλάττους δρομικωτάτους, οίονεί γαλέας ή μονήρεις λεγομένους, ταχινούς καί έλαφρούς, οϊσπερ χρήση έν ταϊς βίγλαις καί ταϊς άλλαις ταχιναϊς χρείαις) Καί άλλου ... ’Έχειν δέ καί μικρούς καί ταχείς δρόμωνας, ού πρός πόλεμον έζωπλισμένους άλλά πρός βίγλας, καί μανδάτα καί άλ­ λος άπαντώσας ομοίως χρείας. Καί έστι τά τε μονήρια λεγόμενο, καί τάς γαλέας, πλήν καί αύτούς ενόπλους, διά τά τυχηρώς συμπίπτοντα. (Διάταξις ΙΘ', οδ' = 74). ΤΗταν δηλαδή τά μονήρια, δπως φαίνεται καί

άπό τά παραπάνω κείμενα, έλαφρά καί γρήγορα σκά­ φη καί χρησιμοποιούντο ώς άπόστολα ή καταδρομι­ κά, γιά βίγλες καί άλλες χρείες. Καί ήταν έξοπλισμένα. Συναντούμε στά βυζαντινά κείμενα καί τίς φυλακίδες τριήρεις ή έπακτρίδες, πού ήταν φρουροί τών άκτών, άκτοφυλακίδες. Πρέπει νά ήταν ελαφρές μονάδες, όχι τριτσέρια φυσικά ή διτσέρια (δηλαδή τρίκροτα ή δίκροτα), άλλά μονήρια, ταχυπλόϊμα μέ άποστολή τήν άμεση έπέμβαση γιά τή δίωξη τής πειρατείας. ‘Ο μεσαίος ή συνήθης τύπος είχε 50 κουπιά σέ κάθε πλευρά, κατανεμημένα σέ δυό έπάλληλες σει­ ρές ή έλασίες, άπό 25 κουπιά ή μία. Οί 50 κωπη­ λάτες τής έπάνω σειράς (άνω έλασίας) δέν κωπηλα­ τούσαν κατά τίς συμπλοκές, άλλά μάχονταν.

133

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

Δρόμων του 12ου αιώνα.

- Κάθε δρόμων, λέγει ό Λέων, νά εχει τουλάχιστον 25 πάγκους (ή σέλματα), επάνω στούς οποίους νά κά­ θονται οί κωπηλάτες, ώστε τά κάτω καθίσματα νά είναι 25, τά επάνω ομοίως 25 καί όλα μαζί 50. Σέ κάθε πάγ­ κο νά κάθονται δύο κωπηλάτες, ένας δεξιά καί ένας αρι­ στερά, ώστε όλοι οί κωπηλάτες μαζί, οί άνω πού δρουν καί σάν στρατιώτες καί οί κάτω, νά είναι στό σύνολόν τους 100. ( ...έκάστη δέ έχέτω ζυγούς τό ελάχιστον κε ', ένοίς οί κωπηλάται καθεσθήσονται. Ώς είναι ζυγούς τούς άπαντας κάτω μέν κε ', άνω δέ ομοίως κε ', όμοΰ ν ’, καθ ’ ένα δέ αυτών δύο καθεζέσθωσαν οί κωπηλατοϋντες, είς μέν δεξιά, εις δέ αριστερά, ώς είναι τούς άπαντας κωπηλάτας όμοΰ καί τούς αύτούς καί στρατιώτας τούς τε άνω καί τούς κάτω άνδρας ρ ' (κε' = 25, ν' = 50, ρ' - 100). (Τακτικά, Διάταξις ΙΘ', η'). ’Εκτός άπό τό συνήθη τύπο κατασκευάζονταν καί μεγαλύτεροι οί μείζονες δρόμωνες, μέ 200 έρέτες σέ δυό επάλληλες σειρές, πού σημαίνει δτι περισ­ σότεροι άπό έναν ερέτη χείριζαν τό κάθε κουπί, έφ’ δσον τά κουπιά παρέμεναν εκατό. Άπ’ αύτούς οί 50 μόνο τής κάτω έλασίας κωπηλατούσαν κατά τίς 134

συμπλοκές καί άποτελοΰσαν τή μόνιμη κινητήρια δύναμη — οί άλλοι, τής επάνω έλασίας, μάχονταν. Γι’ αύτό δίνει ό Λέων τή συμβουλή οί θαρραλέοι νά τοποθετούνται στήν άνω έλασία καί, άν υπάρχουν άτολμοι, νά πηγαίνουν στήν κάτω... ’Ιδού τί γράφει γιά τό θέμα αύτό καί γενικό­ τερα γιά τούς μείζονες δρόμωνες: - Καί νά κατασκευάζετε άλλους μεγαλυτέρους δρόμω­ νες άπ ’ αύτούς (δηλαδή τούς μεσαίους) πού θά φέ­ ρουν 200 άνδρες, περισσότερους ή λιγότερους άπό τόν άριθμό αύτό, άνάλογα μέ τίς άνάγκες τής περιστάσεως, πού σας δημιουργεί ό έχθρός. Άπ ’ αύτούς οί 50 θά εργάζονται στήν κάτω έλασία καί οί άλλοι 150 θά στέ­ κονται επάνω, οπλισμένοι καί θά μάχονται τόν εχθρό... άν δέ διαγνώσεις ότι μερικοί άπό τούς άνδρες αύτούς είναι δειλοί, τούτους νά τούς στείλεις στήν κάτω έλασία. (Τακτικά, Διάταξις ΙΘ', περί ναυμαχίας, θ', η'). [(θ') ...Καί έτεροι δέ δρόμωνες κατασκευαζέσθωσάν σοι τούτων μείζονες (δηλαδή τών μεσαίων) άπό διακοσίων χωροΰντες άνδρών ή πλείω τούτων ή έλαττω, κατά τήν χρείαν τήν δέουσαν έπί καιρού κατά τών εναντίων ών οί μέν ν ' είς τήν κάτω έλασίαν ύπουργή-

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου σουσιν, οί δέ ρ ' καί ν ' άνω έστώτες άπαντες ένοπλοι μαχήσονται τοϊς πολεμίοις... (η Εί δέ τινας τών στρα­ τιωτών άνάνδρους έπιγνώς, τούτους εις τήν κάτω έλασίαν παράπεμπε (ν' =50, ρ' καί ν' = 150)]. ’Επί βασιλείας Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρογέν­ νητου, γιου ώς γνωστόν καί διαδόχου τοΰ Δέοντος, ό δρόμων πρέπει νά είχε λάβει σημαντικές διαστά­ σεις. Τοΰτο άρμόζει νά συμπεράνομε άπό τά γραφό-

Τά χωρία αύτά μάς οδηγούν αναπόφευκτα σ’ ένα πολύ σχετικό καί σοβαρό θέμα, τή διάταξη τών κου­ πιών στό δρόμωνα. Καθώς οί βυζαντινές πηγές (Λέων Στ', Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος κλπ.) δέν αναφέρουν τίποτε τό συγκεκριμένο γιά τό σημείο αύτό, άπέφυγαν μέχρι σήμερα, άπ’ δ,τι γνωρίζω, οί διάφοροι συγγραφείς νά τό σχολιάσουν. Νομίζω δτι στό ύπόστρωμα, δηλαδή κάτω άπό

’Αναπαράσταση δρόμωνος άπό άρχαίο χειρόγραφο.

μενά του στό Βιβλίο II, Κεφ. 45, ’Έκθεσις τής Βασι­ λείου Τάξεως (De ceremoniis aulae Byzantinae). - Ό δρόμων, σημειώνει έκεΐ ό Πορφυρογέννητος, πρέπει νά έχει τριακοσίους άνδρες άπό τούς όποιους εβδομήντα είναι καθαυτό στρατιώτες (πολεμιστές) καί οί άλλοι διακόσιοι τριάντα κωπηλάτες, κατά κύ­ ριον λόγο, πού μπορούν όμως στήν άνάγκη νά μάχονται (ελεύθερη άπόδοση). [ '(9 δρόμων οφείλει έχειν άνδρας τ', οί μέν σλ ' πλόιμοι κωπηλάται ήτοι καί πολεμισταί, καί οί έτεροι ο ' άνδρες πολεμισταί άπό τών καβαλλαρικών Θεμά­ των καί άπό τών εθνικών (τ ' = 300, σλ ' = 230, ο = 70)].

τό κατάστρωμα τοΰ πλοίου καί άκολουθώντας τόν άξονά του ύπήρχαν τά καθίσματα τών κωπηλατών (οί ζυγοί) σέ δυό σειρές, τήν άνω καί τήν κάτω έλασία. Τά καθίσματα ή σέλματα τής κάτω σειράς πρέ­ πει νά είχαν τό καθένα τους τό κανονικό πλάτος, γύ­ ρω στά 40-60 εκατοστά. Τά καθίσματα δμως τής έπάνω σειράς είχαν — στούς μείζονες δρόμωνες — άρκετό πλάτος ώστε νά κάθονται δύο, κωπηλάτες στό καθένα. Κάθε κάθισμα (σέλμα ή ζυγός) άποτελεϊτο άπό τό πατάρι (τό ζυγοπάτιο ή ύποπόδιο) καί τό παγ­ κάρι (ή πάγκο).

135

Προτεινομένη διάταξη κωπηλατών στό δρόμωνα. (Τομή κατά τό εγκάρσιο).

Τά καράβια του Βυζαντίου

136

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου Τό ΰψος του παταριού τής κάτω έλασίας ήταν 20-40 έκ. από τήν ϊσαλο καί τοϋ πάγκου 60-80 έκ., γύρω δέ στά τρία μέτρα τό ΰψος τοΰ καταστρώμα­ τος. Μπορούσαν έπομένως οί ερέτες τής κάτω σει­ ράς νά κάθονται άνετα στό σέλμα τους καί νά χει­ ρίζονται άνεμπόδιστα τό κουπί τους, μέ τό κατά­ στρωμα πάνω άπ’ τό κεφάλι. Αύτοί ήταν πρός τό πλευρό τοΰ πλοίου (άπόσταση 60-70 έκ.) καί άπό τόν άξονα 2,90-3,00 μ., είχαν βραχύτερα κουπιά καί προστατεύονταν άπό τό κατάστρωμα. Οί κωπηλάτες δμως τής έπάνω σειράς κάθονταν πιό μέσα, πρός τόν άξονα τοΰ πλοίου καί σ’ άπόστα­ ση άπ’ αύτόν 1,00-1,10 μ., πιό ψηλά άπό τήν ϊσαλο (1,60 μ. τό πατάρι καί 2,00 μ. ό πάγκος), μέ τό κεφάλι τους στό ΰψος περίπου τοΰ καταστρώματος, είχαν μακρύτερα κουπιά (7,5-8,5 μ.) καί ήταν άκάλυπτοι. Τά σέλματα (ζυγοί) τών δύο σειρών παρεξέκλιναν μεταξύ τους κατά τό έγκάρσιο (τής έπάνω σειράς βρίσκονταν πιό πλώρα άπό τής κάτω) ήταν δηλαδή λοξά τόσο δσο χρειαζόταν γιά νά κινοΰνται άνετα οί λαβές καί τό μέσα μέρος τοΰ κουπιοΰ (τό έσωκώπιον). ’Έτσι εξηγείται τό δτι οί έρέτες τής άνω έλασίας έπρεπε νά είναι θαρραλεώτεροι καί μποροΰσαν νά είναι πολεμιστές, γιατί τήν ώρα τής άνάγκης έσερ­ ναν μέσα στά κουπιά καί έτρεχαν νά βοηθήσουν τούς καβαλλαρικούς. Τοΰτο δμως θά ήταν δυνατό, έφ ’ δσον τό σανίδω­ μα τοΰ καταστρώματος δέν ήταν συνεχές, άλλά ύπήρχε άνοιγμα πρός τό μέσον τοΰ πλοίου καί κατά τόν άξονά του — πόσο δέν γνωρίζομε, πιθανόν 1,001,20 μ. — στό όποιο κάθονταν οί ναΰτες τής έπάνω είρεσίας καί άπό τό όποιο πηδοΰσαν πάνω στό κατάστρωμα, γιά νά λάβουν μέρος στή μάχη. 'Η άποψη αύτή, τήν όποια προτείνω, στηρίζεται καί σ’ ένα χωρίο τών Ναυμαχικών τοΰ Βασιλείου, Πα­ τρικίου καί Παρακοιμωμένου, τό όποιο γράφει.

- ...Τό δέ μέσον τής πρύμνης τής νεώς μέχρι πρώρας άσάνιδον... τά δέ εκατέρωθεν τών τοίχων (τοϋ πλοίου) κατάστεγα κατάστρωμα λέγεται καί θρόνος καί σανιδώ­ ματα, ών άνωθεν ή πρώτη είρεσία καί οί όπλίται καί τοζόται καί πελτασταί, κάτωθεν δέ τοΰ σανιδώματος ή δευτέρα, ήτις δι ’ ολου έρέτει... Μιλήσαμε δμως γιά δυό κωπηλάτες σέ κάθε κου­ πί τής άνω έλασίας δηλαδή 100 συνολικά κωπηλά­ τες, ένώ ρητώς τόσον ό Λέων ό Σοφός δσον καί ό Πορφυρογέννητος θέλουν τουλάχιστον 150, μέ άλλα λόγια τρεις κωπηλάτες στό καθένα άπό τά κουπιά τής έλασίας αύτής. 'Όπως δμως φαίνεται άπό τό σχέδιο τής τομής τοΰ δρόμωνος μόνο δύο κωπη­ λάτες καθισμένοι στόν ’ίδιο πάγκο μποροΰν νά χειρίσουν τό μεγάλο κουπί. Διαφορετικά, άν τοποθε­ τήσουμε καί τρίτον κωπηλάτη — πρός τό τοίχωμα τοΰ πλοίου — στόν ίδιο άλλά πλατύτερο πάγκο, δύο τινά θά συμβοΰν: ή τό κουπί θά άκουμπα στά

γόνατά του, οπότε δέν θά μπορεί νά χειρίσει ή πρέ­ πει νά μεγαλώσουμε τό μάκρος τοΰ κουπιοΰ τόσο — προκειμένου τοΰτο νά πιάνει τή θάλασσα ώστε νά γίνει βαρύ καί δύσχρηστο. ’Ασήκωτο. ’Άν θέλουμε καί πρέπει νά συμμορφωθούμε στήν προδιαγραφή τών δυό έστεμμένων συγγραφέων γιά δυό καί μόνον έλασίες, μιά νομίζω λύση μπορεί νά προταθεΐ: ό πρός τό τοίχωμα τοΰ πλοίου τρίτος κωπηλάτης νά κάθεται μέν πλάι στούς άλλους δύο άλλά πιό κάτω, 40-50 έκατοστά. Μόνον έτσι θά έξασφαλίζεται ή άπόσταση 60-70 έκ. μεταξύ χει­ ρολαβής του κουπιοΰ καί τοΰ σέλματος. Καί στό μείζονα καί μεσαίο δρόμωνα θά μποροΰσε κανείς νά ύποστηρίξει βάσιμα δτι οί κωπηλά­ τες τής κάτω έλασίας είχαν τά σέλματά τους πρός τά μέσα, ένώ τής άνω πλάι στό πλευρό. ’Ανάλογο δηλαδή μ’ αύτό πού γινόταν στίς τριήρεις (βλ. Ή "Ομορφη Τριήρης, κωπηλασία καί κωπηλάτες 1, ΒVII ζ'). Τοΰτο θά έπέτρεπε νά έχουν μικρότερα κου­ πιά στήν έπάνω έλασία καί έπομένως πιό εύχείριστα άπό τά κουπιά τών 7,5-8,5 μ. καί θά έλάττωνε τή διαφορά μήκους τών κουπιών στίς δυό σειρές. Δυσκολευόμαστε δμως νά τό υποστηρίξουμε γιά δυό λόγους. Οί κωπηλάτες τής έπάνω σειράς λογι­ κόν είναι νά βρίσκονται στό διάμηκες άνοιγμα τοΰ καταστρώματος καί έπομένως πιό μέσα — πρός τόν άξονα τοΰ πλοίου — γιά νά μποροΰν εύκολότερα νά πηδοΰν στό κατάστρωμα γιά τή συμμετοχή τους στή μάχη. Δεύτερο, συνηγορεί σ’ αύτό καί τό παρα­ πάνω χωρίο άπό τή Θαλασσομαχία τών Τακτικών τοΰ Λέοντος (καί έτεροι δέ δρόμωνες κατασκευαζέσθωσαν σοι...), κατά τό όποιο 50 κωπηλάτες ύπηρετοΰσαν στά 50 κουπιά τής κάτω έλασίας (ένας δηλαδή σέ κάθε κουπί) καί 150 στά ισάριθμα κουπιά τής έπά­ νω έλασίας, δηλαδή δυό ώς τρεις σέ κάθε κουπί, πού πρέπει νά ήταν μεγαλύτερο καί πιό βαρύ. Κάθε κουπί στήν κάτω καί μόνο έλασία έφερνε άπ’ έξω χωνί άπό δέρμα, τόν κωνοβρέκτη (άντίστοιχο πρός τό αρχαίο άσκωμα, κοινώς κιοσελέ), πού έφραζε τό όπαϊον (τήν όπή), άπό τό όποιο τό κουπί περνούσε. Τοΰτο βέβαια έμπόδιζε σέ περί­ πτωση θαλασσοταραχής τήν εισροή τοΰ νερού, άν καί μερικές φορές άναγκάζονταν νά σταματήσουν τήν κατελασία (κάτω έλασία) καί νά υπουργήσουν τήν έπαν έλασία. 'Ολόκληρο τό σώμα τοΰ κουπιοΰ λεγόταν κωπόζυλον, ή παλάμη του κωποπαλάμιον, τό μέσα άπό τό τοίχωμα τοΰ πλοίου έσωκώπιον καί τό μέρος τής λα­ βής έπιλάβιον. Τό έπιλάβιο ήταν τραχύ γιά νά πιά­ νεται καλά καί νά μή γλιστρά στά χέρια τοΰ κωπη­ λάτη. Κάθε κουπί στό μέρος τοΰ ζυλοβραχίονος ή έζωκωπίου, πού ήταν έξω άπό τό πλευρό τοΰ πλοίου, καί κοντά στόν τροπό ή τό σκαλμό, είχε τό άντιφόριον δηλαδή ένα τάκο (έπίθεμα), πού έμπόδιζε τήν είσολκή του. Μπορούσε δμως ό κωπηλάτης μέ κατάλ­

137

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου ληλο χειρισμό νά τό έλευθερώσει καί νά τό σύρει πρός τά μέσα. Είχε ακόμη τό κουπί, μέσα άπό τό πλευρό καί πριν άπό τό όπαΐον, ένα κινητό δακτύλιο - αντίβαρο, μέ σφήνες, γιά νά στερεώνεται, τό όποιον έπέτρεπε στούς κωπηλάτες νά φτερώνουν τά κουπιά, χωρίς νά τά κρατούν συνέχεια. Τότε δέ μέ ένα άγκιστρο, πού κρεμόταν μέ σχοινάκι άπό τό άκρότατο σημείο του (τή λαβή), δενόταν σέ πόρπη στερεωμένη στό πρόσπελμα ή ζυγοπάτιο, δηλαδή στό δάπεδο. Τούτο γινόταν, δταν ήθελαν νά ξεκουράσουν τήν ομοχειρία τών έρετών, άλλά ταυτοχρόνως νά είναι έτοιμοι οί κωπηλάτες νά ξαναρχίσουν τήν κωπηλα­ σία. Διαφορετικά, δταν έπρόκειτο νά διαλυθούν οί άνδρες τραβούσαν μέσα τά κουπιά, χαμήλωναν τήν κεφαλή τους, δηλαδή τή λαβή καί τά έσμιγαν χιαστί μέ τά άντικρινά τους (τής άλλης πλευράς) γιά νά τά άγκιστρώσουν (δέσουν) στό άπέναντι ικρίωμα (ή ζυγό, σέλμα). Καθώς δυό, τό λιγότερο, κωπηλάτες έκάθονταν σέ κάθε ζυγό — τουλάχιστον στούς μείζονες δρό­ μωνες καί στήν άνω σειρά — καί χείριζαν ένα κουπί, ό πρός τά μέσα καί πρωτοχειριστής λεγόταν παράμονος, ένώ ό άλλος πρός τό πλευρό άναστάτης. ’ Απ’ αύτούς (τής άνω έλασίας) έτρεχαν νά επικουρήσουν τούς καραβίτες (πολεμιστές) — οί 50 άναστάτες στήν πρώτη κλήση, καί οί άλλοι 50, παρόμονοι, στή δεύ­ τερη. Κατά τήν κωπηλασία ό τραγωδάρης, βοηθός τού κελευστοΰ καί καλλίφωνος, έδινε μέ κατάλληλο άσμα τό χρόνο γιά ν’ άνυψώσουν τά κουπιά, ν’ άναστρέψουν τά φτερωμένα καί νά τά φέρουν μέχρι τήν επιφάνεια τοΰ νερού, πλαγιάζοντας τά κωποπαλάμια (τίς παλάμες). ’Έδιναν κατόπιν μέ μιά λέ­ ξη τό έκτελεστικό (νά βουτήξει τό κουπί στό νερό), πού τήν έπανελάμβαναν δλοι μέ μιά φωνή (τό όμοφώνιο). Τότε οί παλάμες τών κουπιών βυθίζονταν στό νερό κι οί κωπηλάτες έφερναν μέ όρμή πάνω τους τά έσωκώπια, μέχρι πού κάθονταν πίσω στά παγκάρια τους. Τούτο σημαίνει δτι οί κωπηλάτες τοΰ διπλού πάγκου ήταν ύποχρεωμένοι κάθε φορά, δηλαδή σέ κάθε κουπιά, νά σηκώνονται όρθιοι.

Τρεις λοιπόν βασικά τύπους δρομώνων χρησι­ μοποίησε τό Βυζάντιο στούς μακρούς αιώνες τοΰ πολεμικοΰ του βίου: τούς μεγάλους, τούς μεσαίους, πού λέγονται καί διτσέρια καί τούς έλάσσονες, τά μονήρια. Σχετικά ό Λέων ΣΤ' παραγγέλνει ό άριθμός καί τό μέγεθος τους καθώς καί ό άριθμός τών έ­ ρετών καί έπιβατών, στόν καθένα άπ’ αύτούς νά κανονίζεται άνάλογα μέ τό πλήθος καί τήν πολεμι­ κή ετοιμασία τοΰ άντιπάλου. Γι’ αύτό βλέπομε τίς πηγές νά άναφέρουν δρόμωνες μέ 230 κωπηλάτες. 'Ως πρός τήν ταχύτητα τών δρομώνων, αύτή πλαι­ σιώνεται στό γενικότερο θέμα, τήν ταχύτητα τών

138

κωπηλάτων πλοίων τήν όποια κάπως διερευνήσαμε στό Πρώτο Μέρος, 'Αρχαία καί πανάρχαια πλοία (Ι,Β - IV καί Ι,Β - ΥΠζ). Τό συναγόμενο άπό τήν ε­ ρευνά μας ήταν επτά περίπου μίλια τήν ώρα, γιά τά κωπήλατα πλοία τών αρχαίων (καί τήν τριήρη). 'Ο καθηγητής Λάιονελ Κάσσον σημειώνει δτι οί γαλέρες τοΰ Λουδοβίκου ΙΔ' κινούμενες μέ 4 ή 5 άνδρες σέ κάθε κουπί, μποροΰσαν νά πιάσουν γύρω στά έξι ναυτικά μίλια τήν ώρα (βιβλ. 574). Κάτι άνάλογο δέχεται καί ό Γκουλιεμόττι (Gugliemotti) γιά τίς ιταλικές γαλέρες τοΰ 16ου αιώνα, στίς όποιες ή τα­ χύτητα κυμαινόταν άνάμεσα στά 5,5 καί 6,5 μίλια, μέ μέγιστο δυνατό τά 8,75 μίλια. (Γι’ αύτό υπολό­ γισαν 20 κτυπήματα - βουτιές τοΰ κουπιού στό λε­ πτό, καθεμιά νά προκαλεΐ προχώρηση 9,1 μ. περί­ που καί μέ τό ναυτικό μίλι ϊσο πρός 1852 μ. περί­ που). Κάποτε μποροΰσε τό πλοίο νά ύπερβεΐ καί αύ­ τό τό όριο, έφ’ δσον έπρόκειτο γιά μικρή διαδρο­ μή καί μέ ξεκούραστα πληρώματα.

"Υστερα άπ’ αύτά οί ειδικοί ύπολογίζουν τήν τα­ χύτητα τών κωπηλάτων πλοίων τοΰ Μεσαίωνα γύ­ ρω στά 6-7 ναυτικά μίλια, άριθμό πού φαίνεται νά είναι κοντά στή πραγματικότητα. Στό δριο λοιπόν τών 6-7 μιλίων, κάπου έκεΐ πρέπει νά τοποθετήσου­ με καί μείς τήν ταχύτητα τοΰ δρόμωνος. Καί δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοΰμε δτι στήν ταχύτητα έπαιξε πάντοτε σημαντικό ρόλο ή διεύθυνση τοΰ άνέμου καί ή κατάσταση τής θάλασσας. (Λεπτομερής άνάλυση γίνεται στό κείμενο γιά τήν ταχύτητα τών πλοίων στόν άρχαΐο κόσμο: 1, B-IV). ’Εκτός άπό τούς κωπηλάτες, τήν προωστήρια αύτή δύναμη τοΰ δρόμωνος, έπέβαιναν σ’ αύτόν οί καβαλλαρικοί, στρατιώτες πολεμιστές, 70 τόν άριθ­ μό. Καβαλλαρικοί καί έρέτες τής έπάνω σειράς ήταν οπλισμένοι (κατάφρακτοιή έφερναν δηλαδή τόξα, σαγίττες (βέλη) καί σκουτάρια (άσπίδες). Γενικότερα, δπλα στό δρόμωνα, άς τά χαρα­ κτηρίσουμε άγχέμαχα, ήταν τό καυτό λάδι, οί χύ­ τρες μέ φίδια καί σκορπιούς ή μέ φλέγόμενη πίσσα καί δοχεία μέ άσβέστη. Έκηβόλα δέ, τά βέλη καί προπάντων τά μεγάλα, δηλαδή οί βλητικές μηχανές (καταπέλτες καί πετροβαλλίστρες), τοποθετημένες στό κατάστρωμα ή τό ξυλόκαστρο. Καί τό ύγρόν πΰρ. 'Όπως στό άρχαΐο ναυτικό τών Ελλήνων καί άντίθετα πρός τό μεσαιωνικό ναυτικό τών γαλερών, δλοι — ναυτικοί, κωπηλάτες καί πολεμιστές τών δρομώνων — ήταν άνδρες έλεύθεροι. Τό σημείωσα ήδη. "Οπως έσημείωσα καί δτι τό καθεστώς αύτό τής έλευθερίας μάς θυμίζει τό προοίμιο αύτοκρατορικής διαταγής τοΰ ’Αναστασίου Α', πού έγραφε τοΰτο: - 'Ημίν έστιν ευχή τούς εν ζυγω δουλείας έλευθεροΰν

Τά καράβια του Βυζαντίου

139

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου πώς ούν άνεξόμεθα τούς έν ελευθερία όντας άγεσθαι εις δουλικήν τύχην; Καί ένα άλλο σημείο: έζησαν οί δρόμωνες, καί τά χελάνδια δσον καιρό έζησε ή βυζαντινή αύτοκρατορία; ’Απόλυτη άπάντηση στό έρώτημα αύτό θά ήταν παρακινδυνευμένη. Μιά άποψη μάς λέγει πώς οί καθαρά βυζαντινοί τύποι του δρόμωνος καί τοϋ χελανδίου έξέλιπαν μέ τήν παρακμή τοϋ βυζαντινοΰ ναυτικοΰ, τόν 11ο αιώνα, όταν δέ ό Ί. Βατάτζης τόν άνασυγκρότησε άρχές τοΰ 13ου αιώνα στήν αύτοκρατορία τής Νίκαιας, τά πλοία του ήταν άντίγραφα τών γαλερών πού κατασκεύαζαν οί 'Ενετοί καί οί Γενοάτες. Καί άν αύτό δέν άληθεύει, σωστό είναι νά ύποθέσουμε δτι μέχρι τήν "Αλωση έπέζησαν παραλλαγές τοΰ δρόμωνος, άν δχι ό δρόμων πού μάς περιέγραψε ό Λέων ΣΤ'. ’Εξάλλου τά ιτα­ λικά πλοία τής Βενετιάς καί τής Γένοβας, δέν ήταν έξέλιξη ή, άν θέλετε, παραλλαγή τοΰ δρόμωνος;

II. Κατασκευή - έξαρτία '0 δρόμων κατασκευαζόταν από κυπαρίσσι καί πεΰκο, δρΰ, κέδρο ή έλατο καί όξυά πού χορηγού­ σαν άφθονα τά ναυτικά ιδίως Θέματα καί μέ τή συνή­ θη τεχνική τής έποχής, μόνο πού ήταν στερεώτερος από τά άλλα, τά έμπορικά πλοία. ’Ιδού τί συμβουλεύει σχετικά Λέων ό Σοφός, στά Τακτικά του: - Πρέπει νά κατασκευασθοΰν καί δρόμωνες αρκετοί γιά νά ναυμαχήσουν τούς αντιπάλους στόλους καί κα­ τάλληλοι, νά έχουν δέ γερή κατασκευή, ώστε νά μποροΰν μ ’ εκείνους νά άντιπαλαίσουν. »Τό σκάφος δέ τών δρομώνων νά μή είναι πολύ χονδρό, γιά νά μήν είναι βραδυκίνητοι στήν κωπηλασία, ούτε πολύ λεπτό γιά νά μήν είναι άδύνατο καί σαθρό καί διαλύεται άπό τά κύματα ή τή σύγκρουση μέ τά έχθρικά πλοία. Άλλά νά είναι συμμετρικός στήν κατα­ σκευή ό δρόμων ώστε καί στήν κωπηλασία νά μήν είναι άργός καί στή θαλασσοταραχή ή τή συμπλοκή μέ τούς εχθρούς νά παραμένει ισχυρότερος καί νά μή σπάζει. Τώρα ώς πρός τή συνήθη τεχνική τής έποχής, τό κτίσιμο ενός βυζαντινού πλοίου γινόταν κατά τόν εξής τρόπο. Τοποθετούσαν πρώτα τήν τρόπιδα πού είχε ορθά τά δυό άκρα της, στήν πρώρη καί τήν πρύ­ μη. Αύτά ήταν τό κοράκι τής πλώρης καί τό κορά­ κι τής πρύμης (στείρα καί ποδόστημα). Δεξιά κι αριστερά στερέωναν τά κυρτά ξύλα, τά σημερινά στραβόξυλα πού τά έλεγαν καί έγκοίλια ή άγκοίλια, γιατί πλαισίωναν τόν κοίλο χώρο τού πλοίου. [ΤΗταν τά ίκρία ή άμφιμήτρια τών αρχαίων (■)]. ’Α­ κολουθούσε τό πέτσωμα (έπένδυση) τών πλευρών μέ τίς έπηγκενίδες, δηλαδή τίς σανίδες ή μαδέρια. Κατασκεύαζαν στά πλευρά δεξιά κι αριστερά, μέ σανίδες ή άλλο ύλικό, τόν περίτονο ή περιτόναιο, δηλαδή τήν κουπαστή, δπου στερέωναν τό σκαλμό 140

ή σκαρμό, πάνω στόν όποιο συγκρατιόταν τό κουπί μέ ένα λουρί. Τό λουρί τό έλεγαν, περίπου όπως οί άρχαίοι, τροπωτήρα ή τρουπουτήρα, κι άν ήταν άπό δέρμα, μανικέλιον. Γενικά κατασκεύαζαν τήν τρόπιδα άπό σκληρή βαλανιδιά (δρΰ), τό σκελετό άπό πεΰκο (ειδικότε­ ρα τό Pinus Pinea) τυπικό θαλασσινό πεΰκο τών με­ σογειακών άκτών, τό έπισανίδωμα (πέτσωμα) άπό δένδρα ψηλότερα τοΰ πεύκου, όπως ή όξυά (φηγός), τά κατάρτια άπό κυπαρίσσι. Φυσικά οί τοίχοι (τά πλευρά) τοΰ καραβιοΰ συγ­ κρατιόνταν μέ τά ζυγά, δοκάρια κάθετα πρός τόν άξονά του, πάνω στά όποια κάρφωναν τό κατά­ στρωμα. Γενικά τά ναυπηγικά μέλη συνδέονταν μεταξύ τους μέ καρφιά καί σφήνες, άπό σίδερο καί κάποτε άπό όρείχαλκο. Κατάφρακτος ό δρόμων είχε κατάστρωμα καθ’ όλο τό μήκος του, όχι όμως καί καθ’ όλο τό πλάτος, μέ ύψωμένα τά μέρη τής πλώ­ ρης καί τής πρύμης, τό τελευταίο ύψηλότερο άπό τό άλλο. Τό κάτω μέρος τοΰ σκάφους τό έλεγαν γάστρα (κοιλιά), κατά παραφθορά άπό τό γαστέρα καί τό έσωτερικό του, κύτος. Τό κατώτερο μέρος τοΰ κύ­ τους, πλάι στήν τρόπιδα, όπου μαζευόταν τό νερό άπό τόν άέρα ή άπό τίς αρμονίες (όρμους) λεγόταν άντλον ή άντλία (κν. κουτσά, όπως καί σήμερα). Γιά νά κάνουν πιό στεγανούς τούς άρμούς τούς έφραζαν μέ στουπί καί άλειφαν όλόκληρο τό σκαρί άπ’ έξω μέ πίσσα, έργασία γνωστή μέ τό όνομα καλαφάτισμα (καλαφατίζω, καλαφάτες — λέξεις άραβικές). "Υστερα τά έβαφαν γιά καλύτερη συντήρηση καί όμορφιά. Μεταχειρίζονταν διάφορα χρώματα κόκ­ κινο, μαΰρο, βαθύ γαλάζιο — περσότερο τό πρώτο καί ζωγράφιζαν διάφορες παραστάσεις στήν πρύμη. Μιά άπ’ αύτές ήταν ή μικρή άσπίδα πού ζωγραφι­ ζόταν στίς παρειές τοΰ σκάφους ή στήν πρύμη μέ τό όνομα τοΰ πλοίου καί άπεικόνιση Ιχθύων, άφοΰ ή λέξη ΙΧΘΥΣ έσήμαινε 'Ιησούς Χριστός Θεοΰ Υιός Σωτήρ. Συναντοΰμε στόν Κωνσταντίνο τόν Πορφυ­ ρογέννητο ("Εκθεσις Βασιλείου Τάζεως) τή φράση ναΰν μιλτοπάρηον εϋχρουν πού μας θυμίζει άνάλογες φράσεις τοϋ 'Ομήρου καί συγγραφέων τών κλα­ σικών χρόνων όπως ό 'Ηρόδοτος, καί μαρτυρεί ότι στό Βυζάντιο, όπως καί κατά τό μακρινό τών 'Ελ­ λήνων καί Προελλήνων παρελθόν, είχαν Ιδιαίτερη προτίμηση στό κόκκινο χρώμα. Γιά νά καθελκύσουν τό σκαρί τραβοΰσαν οί έργάτες τοΰ νεωρίου τά σχοινιά καί έκεΐνο γλιστροΰσε πάνω στά έσχάρια ή φαλάγγια. Καί τότε άρ­ χιζε ό έξαρτισμός ή ή άρματωσιά του. Πρώτα τοποθετοΰσαν τόν ένα ή τούς δυό ιστούς — σπάνια τρί­ τον — πού τό χαμηλότερο μέρος τους, ή πτέρνα στε1) ’Ίκρια ή ίκρία ήταν καί τά σανιδώματα στήν πλώρη καί τήν πρύμη — πρόστεγο έπίστεγο — τών άρχαίων πλοίων.

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

ρεωνόταν στήν τράπεζα, τήν ίστοπέδη τών άρχαίων. "Οπως έκεΐνοι, πίστευαν οί Βυζαντινοί δτι τά δέρμα­ τα τής φώκιας καί τής ύαινας είχαν τήν ιδιότητα νά διώχνουν τόν κεραυνό, (γιατί ήταν κακοί άγωγοί του ήλεκτρισμοΰ, δπως θά λέγαμε σήμερα). ’Έτσι έν­ τυναν τίς κορυφές τών καταρτίων μέ τέτοια δέρματα. Στό κατάρτι, τό μεγάλο συνήθως τών μεγάλων δρομώνων κατασκεύαζαν ένα θωράκιο (κν. κόφα), κατ’ άλλους πρός τό έπάνω μέρος του καταρτιού, πού είναι καί πιθανότερο καί δπου θά άνέβαιναν μέ τή σκαλιέρα (σχοίνινη σκάλα) καί κατ’ άλλους στό ύψος άνδρικοΰ άναστήματος. ’Εκεί στεκόταν ό βιγλεοφόρος (πού τόν έλεγαν κασσιέρο καί βι­ γλάτορα) καί άπό έκεΐ έριχναν στή μάχη έκ τοΰ σύ­ νεγγυς ιοβόλα έρπετά, πέτρες, κομμάτια μέταλλο, καθώς καί πήλινες χύτρες μέ ύγρόν πυρ. Γιά νά προ­ στατεύονται δέ οί πολεμιστές, κατασκεύαζαν γύρω άπό τό θωράκιο ξύλινο περιτόναιο (κουπαστή), γι’ αύτό καί τό έλεγαν ξυλόκαστρον. Χρησιμοποιούσαν, άκόμη γι’ αύτό, καί τόν άρχαϊκό δρο καρχήσιον. Τό σχετικό χωρίο άπό τά Τακτικά τού Λέοντος Σοφού, (άνθ. 28) γράφει. - ’Αλλά καί τά λεγάμενα ξυλόκαστρα περί τόμέσον που τοΰ καταρτιού έν τοΐς μεγίστοις δρόμωσιν έπιστήσουσι περιτετειχισμένα σανίσιν, έξ ών άνδρες τινές τό μέσον της πολέμιας νηός άκοντίσουσιν ή λίθους μυλικούς, ή σίδηρα βαρέα, οίον μάζας ξιφοειδείς, δι ' ών ή τήν ναΰν διαθρύφουσιν ή τούς υποκειμένους συνθλάσουσιν, σφοδρως καταφερόμενα ή τι 'έτερον έπισχύσουσιν ή έμπρήσαι δυνάμενον τήν ναΰν τών έναντίων ή τούς έν αύτή πολεμίους Θανατώσαι. Κρεμούσαν φυσικά πάνω στούς ιστούς τά κερατάρια, δηλαδή τίς κεραίες ή κέρατα τών άρχαίων (σημερινές κεραίες), πού είχαν διαφορετικά μεγέ­ θη καί τίς άνέβαζαν ή κατέβαζαν μέ τά ίμαντάρια (ιμάντες, μαντάρια, τίς ύπέρες). Γιά νά γλιστρούν τά ίμαντάρια χρησιμοποιούσαν τά κάρυα (καρούλια ή μακαράδες), πού τά τοποθετούσαν πάνω ψηλά στόν ιστό καί τά άλειφαν μέ λιπαρή ούσία. Βασικά τά ίστία ήταν τετράγωνα, άλλά ύπήρχαν, βοηθητικά στούς χειρισμούς τής ιστιοπλοΐας, πά τριγωνικά. Οί Βυζαντινοί τά έλεγαν δλα μαζί άρμενα καί μάλιστα τά ξεχώριζαν στά άρμενόπουλα (τά μι­ κρά, δπως ήταν οί δόλωνες καί οί άρτέμονες, κοι­ νώς φλόκοι) καί τά μεγάλα άρμενα. Κατασκευά­ ζονταν τά άρμενα άπό λινάρι, κυρίως. Τίς διαπιστώσεις αυτές, γιά τήν παράλληλη χρή­ ση τοΰ τετραγώνου μέ τό τριγωνικό ιστίο, μπορού­ με νά συνάγουμε άπό τόν Βανδαλικό Πόλεμο τοΰ Προκοπίου (ι 17 καί ι 13). Τήν έπιβεβαίωσή τους δέ, βρίσκει ό Πήτερ Θρόκμορτον (βιβλ. 720) σ’ όρισμένες άπεικονίσεις, πού έπικαλεΐται. ό καθηγητής Λάιονελ Κάσσον, κατά τίς όποιες τό τετράγωνο ι­ στίο μαζί μέ τό τριγωνικό χρησιμοποιούντο καί τά δυό στή Μεσόγειο, άπό τόν 4ο μ.Χ. αιώνα καί νω­

ρίτερα. ’Εδώ δμως θά πρέπει κάπως νά έπιμείνουμε στό θέμα τοΰ τριγωνικοΰ ιστίου. Κατ’ άρχήν δέν μπο­ ρούμε νά τό όνομάζουμε λατίνι, δπως έσφαλμένα κάνουν όρισμένοι συγγραφείς παρά μόνο μετά τόν 11ο ή 12ον αιώνα. Δηλαδή άπό τήν έξάπλωση τών ιταλικών δημοκρατιών στή Μεσόγειο. Καί τοΰτο διότι ή λέξη λατίνι βγήκε άπό παραφθορά τοΰ alla trina, σ’ άντίθεση πρός τό alla quadra (vela = τό τε­ τράγωνο πανί). Δεύτερο έχομε ρητή μαρτυρία δτι μόνο μέ τριγωνικό ιστίο ίστιοπλοοΰσαν τό ΙΟον αιώνα οί δρόμωνες καί πρέπει πό ’ίδιο νά συνέβαινε κατά τόν προηγούμενο, τόν 9ον αιώνα. Σ’ αύτό τό τελευταίο, μποροΰμε νά έπικαλεσθοΰμε τό πλοίο μέ τριγωνικό ιστίο, τό είκονιζόμενο σέ χειρόγραφο τοΰ 880 μ.Χ., γιά τό όποιο ήδη έγινε λόγος (5, Θ-Ι). Σημαντικό έξάρτημα τής έξαρτίας τά σχοινιά, ήταν άπό καννάβι, σπάρτο ή βούρλο καί φυσικά εί­ χαν διάφορα μεγέθη, διατομές καί όνόματα. Άπ’ αύτά οί σκότες λέγονται ποδιόδρομοι τών άρμένων καί πρότονα, τά κυρίως ξάρτια, δηλαδή τά σχοινιά πού στερεώνουν τά κατάρτια στά πλευρά τοΰ καραβιοΰ. 'Η παλιά εύχέρεια τής άνελκύσεως τοΰ πλοίου στήν ξηρά έφυγε μέ τούς άρχαίους χρόνους, τό πλή­ ρωμα έμενε πολλές ήμέρες ένδον κι αύτό έπέβαλλε τήν άποθήκευση πολλών έφοδίων. Γιά νά οικονομή­ σει λοιπόν τούς άπαραίτητους χώρους ό δρόμων έ­ γινε πιό όγκώδης, δυσκίνητος καί βαρύς: 'Η γάστρα του διέφερε άπό τή γάστρα τής λιβυρνίδος ή τής τριήρους καί είχε τό άπαραίτητο (καί δχι πάντοτε άσφαλές) βύθισμα, ώστε νά μπορεί χωρίς κόπους τό πλήρωμα νά τό φέρνει στά ρηχά, γιά νά ένεργεΐ άποβάσεις. Στό πρυμναίο μέρος τοΰ καταστρώματος, τό ψη­ λότερο άπό τό άλλο κατάστρωμα, ύπήρχε ό σκεπα­ στός θάλαμος τοΰ κυβερνήτη, πού λεγόταν κράββα­ τος, καί δπου τοποθετούσαν τήν εικόνα τοΰ προ­ στάτη Αγίου. Άπό έκεΐ τήν πρύμη, μποροΰσε ό κυβερνήτης νά έποπτεύει τό πλοίο του καί γύρω άπ’ αύτό, κατά τή ναυσιπλοΐα καί τή μάχη. "Οπως σ’ δλα τά μεσογειακά πλοία πριν άπό τό 13ον αιώνα καί ό δρόμων κρατιόταν στήν έπιθυμητή πορεία μέ δυό κουπιά, πού έμοιαζαν μέ φτυάρια κι ήταν τοποθετημένα λοξά στά δυό πλευρά τοΰ πρυμνιοΰ άκρου τοΰ σκάφους. Τά πρωτόγονα αύτά πηδάλια ήταν στερεωμένα σέ έπί τοΰτο προεξοχές τής πρύμης μέ σχοινιά, μέ σχοινιά δέ (τά σημερινά σκαντήλια) καί μοχλό τά έχείριζε ένας τουλάχιστον άνδρας, τό καθένα. Οί Βυζαντινοί τά άποκαλοΰσαν αύχένες καί άργότερα οίακες άπό τό μοχλό τοΰ χειρισμοΰ (αύτό πού σήμερα άποκαλοΰμε λαγουδιέρα). Μόλις κατά τό 13ον αιώνα άρχισε νά έφαρμόζεται τό πιό πρακτικό πηδάλιο, μέ τή σημερινή του περίπου μορφή, μιά δηλαδή κατακόρυφη σανίδα 141

Τά καράβια του Βυζαντίου

Μιά άλλη άπεικόνιση τοϋ δρόμωνος.

στερεωμένη στό ποδόστημα καί κινούμενη μέ ορι­ ζόντιο μοχλό. Τό είδε ό Μάρκο Πόλο στήν Κίνα καί ή αύτός ή οί ’Άραβες πριν άπ’ αύτόν τό μετέ­ δωσαν στή Μεσόγειο. Πρέπει εδώ νά σημειώσουμε κάτι πού αρχικά μπορεί νά φανεί παράξενο. 'Ο ιστορικός Δίων Κάσσιος αναφέρει δτι πολλά χρόνια, μετά τή θεμελίωση τής Χαλκηδόνος (τό 631 π.Χ.) άπό τό Μεγαρέα Αρχίά, τό κτίσμα τοϋ στρατηγού Βύζαντος είχε λι­ μάνια περιτειχισμένα καί άπό έκεΐ έξορμοΰσαν τά 500 πλοία τών οικιστών, άπό τά όποια τά περισσό­ τερα ήταν μονήρη καί μερικά δίσειρα ή δίκροτα. Καί σέ μερικά άπ’ αύτά ύπήρχε πηδάλιο, τόσο στήν πλώρη δσο καί στήν πρύμη. Τοΰτο, γιά νά μπο­ ροΰν νά κινούνται πρός τά έμπρός ή τά όπίσω, χω­ ρίς νά κάνουν στροφή καί τούς εναντίους έν τε τω πρόσπλω καί τω άπόπλω αυτών σφάλλωσι. 'Επομένως τό ενιαίο πηδάλιο ήταν γνωστό καί στήν άρχαιότητα, έφαρμοζόταν δμως — πιστεύουν μερικοί — τό σύστημα τών δύο κουπιών-πηδαλίων άπό σοφότατη πρόνοια. Γιατί μέ αύτά έπετύγχαναν εύχερέστερα τό χειρισμό στίς στροφές, δπως μπο­

142

ρούμε καί σήμερα νά τό διαπιστώσουμε, χειρίζοντας σ’ ένα μονέλικο καί ένα διπλέλικο πλοίο. Αύ­ τός είναι λόγος, κατά τήν άποψη ορισμένων, γιά τόν όποιο διατήρησαν τούς αύχένες στούς βυζαντι­ νούς στόλους. Βασικό στούς δρόμωνες καί ίδιάζον ήταν ό ...κα­ τά τήν πρώραν έμπροσθεν χαλκω ήμφιεσμένος σίφων, δι ’ ού τό έσκευασμένον πυρ κατά τών έναντίον άκοντίσαι, δηλαδή οί σίφωνες (σωλήνες) στήν πλώρη, μέ τούς όποιους εξακόντιζαν τό ύγρόν πΰρ. Τρεις ήταν οί σίφωνες, ένας στό πάνω μέρος τής στείρας (τοΰ κορακιοΰ τής πλώρης) καί οί δεξιά κι άριστερά, πού έριχναν τήν έμπρηστική φωτιά, άνάλογα μέ τή διεύθυνση άπό τήν όποια πλησίαζε ό άντίπαλος. (’Εκτός άπό τούς σταθερούς σίφωνες τής πρώρης υπήρχαν κι οί φορητοί, πού τούς έλεγαν χειροσίφωνα. Τούς χειρίζονταν ορισμένοι άνδρες — δχι οί σιφωνάτορες — τοποθετημένοι στά πλευρά τοΰ κα­ ταστρώματος καί καλυπτόμενοι άπό τά σιδερένια σκουτάρια - άσπίδες, πού ήταν στερεωμένα στό πε­ ριτόναιο). Πάνω άπό τούς σίφωνες τής πλώρης ήταν τό ψευ-

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

δοπάτιον άπό χονδρές σανίδες, όπου στέκονταν οί καβαλλαρικοί καί έβαλαν μέ έκηβόλα όπλα ή άπέκρουαν τό έχθρικό άγημα έμβολής. Πληροφορία γι’ αύτό έχομε άπό τό παρακάτω χωρίο τοΰ Δέοντος Σοφοΰ (Τακτικά, Διάταξις ΙΘ', στ'). - Καί άνωθεν δέ τοΰ τοιούτου σίφωνος ψευδοπάτιον άπό σανίδων, καί αύτό περιτετοιχισμένον σανίσιν, έν ώ στήσονται άνδρες πολεμισταί τοϊς έπερχομένοις άπό της πρώρας τών πολεμίων άντιμαχόμενοι, ή κατά της πολέμιας νεώς όλης βάλλοντες δι ’ όσων άν έπινοήσωσιν οπλών. "Οσο γιά τήν πλώρη τοΰ δρόμωνος, αύτή δέν έπρε­ πε νά έχει τό σχήμα τής άρχαίας τριήρους καί νά διαθέτει έμβολο. Τοΰτο άρμόζει νά δεχθοΰμε γιά τό διαμορφωμένο τύπο αύτοΰ τοΰ πλοίου. Τό έμβο­ λο, πού ήταν κάτω άπό τή θάλασσα (κάτω άπό τήν ϊσαλο) στίς τριήρεις τοΰ 5ου π.Χ. αιώνα, έμίκρυνε κατά τίς άρχές τοΰ 4ου καί ήρθε κοντά στήν έπιφάνεια τής θάλασσας, άνέβηκε πάνω άπό τήν Ίσαλο στά ρωμαϊκά πλοία (γιά νά γίνη τό rostrum) καί έξέλιπε τελείως κατά τήν εποχή, κατά τήν όποια άνδρώνεται τό ναυτικό τοΰ Βυζαντίου. Δέν τό βλέπομε νά παίζει ρόλο στήν έκστρατεία τοΰ Βελισσάριου κατά τών Βανδάλων τής ’Αφρικής καθώς καί στούς άγώνες κατά τών ’Αράβων, στά κράσπεδα τής Πό­ λης, τόν 7ο καί 8ον αιώνα. Έν τούτοις στήν έκστρα­ τεία κατά τών Όστρογότθων τής ’Ιταλίας καί ιδιαί­ τερα στή ναυμαχία τής ’ Ανκόνα (552 μ.Χ.) φαίνεται πώς τό έμβολο, πού είχαν τότε οί δρόμωνες, συνέ­ βαλε σημαντικά στήν έκβαση τής μάχης. Έφ’ δσον λοιπόν έξέλιπε τό έμβολο, φυσικό ήταν οί ναυπηγοί τών χρόνων έκείνων νά μή δίνουν τόση σημασία στήν εύχέρεια τοΰ πλοίου νά ελίσσε­ ται μέ έπιδέξιους χειρισμούς, οΰτε νά δυναμώνουν τίς έπωτίδες στίς παρειές, άλλά νά ένισχύουν τό κα­ τάστρωμα γιά τήν περίπτωση τής πεζομαχίας. "Ολα αύτά έφ’ δσον βασικά ή τακτική τών Βυζαντινών στίς ναυτικές συγκρούσεις έπιδίωκε τήν έμβολή (είσπήδηση) στό έχθρικό πλοίο καί δχι στόν έμβολισμό. Ειδικότερα κατά τή φάση τοΰ επίπλου, δη­ λαδή τής προσεγγίσεως στόν εχθρό, βασίζονταν τώρα οί Βυζαντινοί στίς βλητικές μηχανές, τά μάγγανα, δπως τά έλεγαν καί ή έμβολή καί ή είσπήδηση στό κατάστρωμα τοΰ άντιπάλου άποτελοΰσαν τό έσχα­ το μέσον. Πρέπει μέ τήν εύκαιρία νά ύπομνήσουμε δτι ή διάταξη μάχης στό δρόμωνα ήταν κατά μέτωπο ή μηνοειδής (5, H-VII). Σ’ αύτήν ό άρχηγός κατελάμβανε τό κέντρον, ένώ στά άκρα (τίς πτέρυγες) τοπο­ θετούντο ναυτικοί σχηματισμοί, μέ έφεδρική τρό­ πον τινά άποστολή νά έπιπέσουν τήν κατάλληλη ώρα κατά τοΰ έχθροΰ άπό τά πλάγια ή άπό τά όπισθεν. Γι’ αύτό καί δσοι, διστακτικά υποθέτουν πώς μπο­ ρεί ό (έξελιγμένος) δρόμων νά είχε έμβολο, τοϋτο έπρεπε κατά τή γνώμη τους νά μοιάζει μέ τό ρωμαϊ­

κό rostrum, δηλαδή νά είναι πάνω άπό τήνϊσαλο καί δχι κάτω άπ’ αύτή — όπως, κάποτε, στήν άρχαιότητα. Κι αύτό θά ήταν φυσικό, έφ’ δσον άπέβλεπε δχι στό νά βυθίσει τό αντίπαλο πλοίο, προκαλώντας έπικίνδυνο ρήγμα, άλλά νά διευκολύνει τήν έμβολή. 'Η συνεννόηση στό βυζαντινό ναυτικό γινόταν μέ σημεία, πού λέγονταν φλάμπουρα (σημαίες — flammes), μέ σύστημα άρκετά προηγμένο γιά τήν έποχή του. ’Από τά Τακτικά τοΰ αύτοκράτορας Δέοντος ΣΤ' μαθαίνομε ακόμη δτι πάνω άπό τόν κράββατο τοΰ κεντάρχου καί πάνω στό καμπόνιον (πρόστεγο) τών δρομώνων βρίσκονταν πρός κάθε πλευρά οί τοπομαχικές βλητικές μηχανές, γιά τίς όποιες ύπήρχαν έν άποθέσει 200 σαγίττες (βέλη), μέ άνάλογη έμβέλεια. ’Έβρισκες έπίσης μέσα στό πλοίο 20 βαλλίστρες, μέ τό κατάλληλα σφαιρικό έργαλεΐο (ή στροφέα) γιά τό τέντωμα τής χορδής, τίς όποιες έχείριζαν οί βαριοί τοξότες, 4 άρπάγες άλυσιδωτές γιά νά δεσμεύουν καί συγκρατοΰν τά έχθρικά πλοία καί 20 λογχοδρέπανα, μέ τά όποια έκοβαν δ,τι μπορούσαν άπό τήν έξαρτία τοΰ άντιπάλου καί έτσι έμπόδιζαν τή δια­ φυγή του. Είχε τέλος ό δρόμων τά άπαραίτητα άμοιβά καί ύλικά συντηρήσεως καθώς καί τόν πολεμικό φόρτο, δπως θά λέγαμε σήμερα, δηλαδή είδη άμυντικά καί έπιθετικά, γιά τή χρήση τών πολεμιστών. Καί πάλι άπό τό Λέοντα έχομε πλήρη ένημέρωση γιά τά άμοιβά καί ύλικά συντηρήσεως. ’Ιδού ποια είναι: - Έχέτωσαν δέ καί πάντα τά πρός έζαρτισμόν δρό­ μωνος άπαράλειπτα καί διπλά, οιον αυχένας, κώπας, σκαρμούς, σχοινιά, κάρυα καί τά άρμενα δέ αύτών καί κερατάρια, καί κατάρτια, καί όπόσα άλλα ή ναυτική τέχνη πρός χρείαν απαιτεί. Έχέτω δέ καί έκ περισσού ζύλα τινά έγκοίλια καί σανίδας καί στυπία, καί πίσσαν καί υγρόπισσαν, καί ναυπηγόν, μετά πάντων τών έργαλείων αύτοΰ, ένα τών έλατών οίον σκεπάρνου, τερέτρου (τρυπάνου), πρίονος καί τών όμοιων. (Λέων Σο­ φός, Τακτικά, Διάταξις ΙΘ', ε'). 'Ο δέ Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος, κά­ νοντας άναφορά στήν έξόπλιση τών πλωίμων γιά τήν έκστρατεία τής Κρήτης τοΰ 911, μνημονεύει τά έπί μέρους είδη, πού πρέπει νά έχει κάθε δρόμων: κλιβάνια (βαρείς θώρακες), έλαφρά καί κοινά λω_ ρίκια (θώρακες), κασίδια (δερμάτινα καλύμματα κε­ φαλής), αύτοπρόσωπα (παραγναθίδες), χειρόψελλα (χειρόκτια), σπαθιά, σκουτάρια (ασπίδες), μεναύλια (δόρατα), ακόντια, τοζοβαλλίστρες κλπ. (άνθ. 29).

III. Βοηθητικά πλοία καί πάμφυλον Εκτός άπό τούς δρόμωνες καί τά χελάνδια ύπάρχουν καί άλλα πλοία στό βυζαντινό ναυτικό, πού χρησιμοποιούνται ώς βοηθητικά τοΰ στόλου κατά τίς έπιχειρήσεις. Ούσιαστικά λειτουργοΰσε μιά 143

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου οργανωμένη υπηρεσία μεταφοράς, πού δέν ύπηρετοΰσε μόνο τή ναυτική δύναμη, αλλά καί τίς ανά­ λογες άνάγκες του στρατού, σύμφωνα μέ τίς άπαιτήσεις τοϋ μεγάλου δομεστίκου τών σχολών, δπως όνομαζόταν τότε ό αρχιστράτηγος τών αύτοκρατο- । ρικών στρατευμάτων. Γενικώς, τά καράβια πού θε­ ράπευαν αύτές τίς χρείες, λέγονταν καματηρά καί άποτελοϋσαν τή σπονδυλική στήλη τοϋ σχετικού σχηματισμού, γιά κάθε άπέλλο δηλαδή κινητο­ ποίηση. Γιατί ναύλωναν καί ιδιωτικά πλοία. Διέκριναν δέ τά βοηθητικά αύτά τοΰ στόλου σέ ίππαγωγά καί σκευοφόρα. Τά σκευοφόρα (ή σκευαγωγό) ήταν ογκωδέ­ στερα, δέν προσγιαλοΰντο παρά μόνο σέ ορισμένο βάθος καί ήταν άπό κάποια άποψη τά πιό σπουδαία. Καί τοΰτο γιατί μετέφεραν τίς σημαντικές γιά τήν εποχή εκείνη πολιορκητικές μηχανές, τά βαριά μάγ­ γανα, χωρίς τά όποια δέν μποροΰσαν νά εκπορθή­ σουν τά κάστρα, δηλαδή τά φρούρια. Πολιορκητι­ κές δέ μηχανές ήταν οί πύργοι, κριοί, χελώνες, ελεπόλεις. Τά ίππαγωγά εξάλλου μετέφεραν τά άλογα μέ τούς Ιπποκόμους, τή σαγή καί τήν τροφή τους, τούς ιππείς πού ήταν κλιβανοφόροι, δηλαδή έφεραν θώ­ ρακα άπό σιδερένιο πλέγμα καί ύπιλωρικοφόροι ή κατάφρακτοι. Οί τελευταίοι φορούσαν έλαφρό ή συ­ νήθη θώρακα. Γιά τά ίππαγωγά πλοία ειδικός γίνε­ ται λόγος, στό κείμενο 'Ενετικά Καράβια (6, Β-Ι). 'Ιππαγωγά πλοία, μέ κεκλιμένη έπαράνεια καί θύρα στό πλευρό χρησιμοποιήθηκαν πολλά άπό τούς Βυζαντινούς κατά τήν έκστρατεία τής Κρήτης (τό 960-961). 'Υπήρχαν ακόμη καί τά κοινά μεταγωγικά άνδρών, γιά τά διάφορα σώματα καί τάγματα τοΰ αύτοκρατορικοΰ στρατοΰ: κι όταν συνέβαινε νά γίνουν μετακινήσεις έπισήμων προσώπων, πού πάντα ήσαν άπαιτητικοί καί δύσκολοι, διέθετε τό ναυτικό διά­ φορα πλοία καί τά πλοία αύτά έπρεπε νά έχουν τήν άπαιτουμένη βολή. Τί είδους δμως είναι αύτά τά καράβια, μέ τίς ποι­ κίλες άποστολές, πού σημειώσαμε; Είναι σακτοΰρες, σαγήνες, κατήνες, σαγολαίφια — δλα τους δια­ φέρουν άπό τά πολεμικά: πλοία βαριά καί στρογγυ­ λά στό σχήμα, ανήκουν μάλλον στό έμπορικό ναυ­ τικό. ' Η σακτούρα, μέ άραβική τήν προέλευση (άπό τό σέικτούρ) αντιστοιχεί στόν πάρωνα τών αρχαίων, πού καί έκεϊνος χρησίμευε γιά μεταφορά στρατευ­ μάτων.. 'H σαγήνη είχε ξεκινήσει σάν πολεμικό τοΰ δαλματικοΰ στόλου, διέθετε πλήρωμα 40 άνδρών καί τό όνομά της έσήμαινε μεταφορικά δίκτυ, ιστίο καί κατ’ έπέκταση άλιευτικό καί ιστιοφόρο. 'Ως πρός τήν κατήνα, έπρόκειτο γιά μικρό πλοίο, παρό­ μοιου τύπου, πού τό χρησιμοποιούσαν στίς έπιχειρήσεις σάν πολεμική κατήνα ή στίς μεταφορές καί

144

τήν έλεγαν σιτοφόρο κατήνα. Τό σαγολέφαιον, αντί­ στοιχο 'ίσως μέ τή σημερινή σακκολαίφα ή σακκολαίβα τών Κυκλάδων ή ακόμη πρός τό γνωστό στούς θαλασσινούς τρεχαντήρι ή ψαροπούλα. Είχε τε­ τράγωνο ιστίο, κρεμασμένο άπό τόν ίστό, τό όποιο σχημάτιζε στόν άνεμο βαθιά κόλπωση (φούσκα), έξ ού καί τό όνομα. Στό ναυτικό δμως τοΰ Βυζαντίου χρησιμοποιού­ σαν καί τό κουμπάρων ή κουμπαρίτσιον, ή κουμπαρίτσα, (cumbar άπό άρχαία έλληνική λέξη κύμβη, πού σήμαινε τή μικρή βάρκα), τό όποιο είχε δπως καί τό δνομά του άραβική τήν προέλευση. Πλατύ μέ άκανόνιστο σχήμα καί μεγάλο στίς διαστάσεις, είχε τρία κατάρτια. τΗταν ένα καράβι βραδυκίνητο. Οί

Βυζαντινή σακτούρα

οπλίτες πού έπέβαιναν σ’ αύτό ήταν πολεμιστές τής ξηράς ή τής θάλασσας. 'Ο Λέων ΣΤ' τό άντιπαραθέτει στίς ούσίες καί κάνει τή σύσταση νά χρησι­ μοποιούνται κουμβάρια στίς συγκρούσεις μέ τούς ’Άραβες (πού είχαν μεγαλύτερα πλοία) καί ούσίες στίς συγκρούσεις μέ τούς Ρώσους. (Γιά τίς ούσίες γίνεται λόγος παρακάτω). 'Υπήρχε άκόμη κι ό δόρκων, άπό τό δορκάς ίσως, γρήγορο φορτηγό, χρησιμοποιούμενο συνήθως γιά σιταγωγό πού μποροΰσε νά χωρέσει δυό μυριάδες μοδίους (130-140 τόννοι, 1 μόδιος = 6,6 χγρ). Φορ­ τηγό ήταν κι ή νάβα. Πάντως μέ τούς δρους σακτούρα, σαγήνα, κατή­ να καί κουμβάρι, προσδιόριζαν συνήθως καί κατά κύριον λόγο οί Βυζαντινοί τά πολεμικά καράβια τών ξένων στόλων (Δαλματών καί ’Αράβων), οί όποιοι στόλοι, άντίθετα πρός τούς βυζαντινούς, διέ­ θεταν στρογγυλά καί βαριά πλοία, πού ταξίδευαν φυσικά μέ τό ιστίο. Τελευταία έρχονται στήν άπαρίθμησή μας τά σανδάλια, οί γρίποι καί οί αλιάδες — δλα τους πλοιά­ ρια άλιευτικά. Τά σανδάλια ήταν βάρκες μικρές μέ πλήρωμα 4 άνδρών, ένα ίστό μέ κεραία καί 5 κουπιά. Τά συναντούσε κανείς στούς Μαρδαΐτες τοΰ Λιβά­ νου, πραγματικούς κουρσάρους. 'Ο γρίπος όνο-

Τά καράβια του Βυζαντίου .

μάστηκε έτσι άπό τό άλιευτικό δίκτυο καί σ’ ορι­ σμένες περιστάσεις χρησιμοποιόταν καί σάν βοη­ θητικό πολεμικό. 'Αλιευτικά, σάν μιά μεγάλη βάρ­ κα ήταν καί οί άλιάδες. Μερικές φορές χρησιμο­ ποιούντο γιά βοηθητικές υπηρεσίες στό στόλο. 'Ο κάπως ένήμερος άναγνώστης θά έκπλαγεΐ ’ί­ σως — καί όχι άδικα — πώς δέν έσχολίασα ακόμη έναν τύπο πλοίου, πού συναντά κανείς άπό τά πρώ­ τα στίς γενικές ιστορίες καί τά πρόχειρα έγχειρίδια: πρόκειται γιά τά πάμφυλα ή τούς παμφύλους. ’Υπήρχε πάμφυλος δρόμων καί πάμφυλο χελάνδιο. Κατά τόν καθηγητή Ράδο ήταν ένα είδος δρόμωνος, πού χρησιμοποίησαν στό βυζαντινό ναυτικό μέχρι τό 14ον αιώνα καί κατόπιν άναβίωσε στούς στόλους τής Γένοβας. Φαίνεται δτι ήταν πολεμικό πού έμοιαζε μέ δρόμωνα, μικρότερο δμως άπ’ αύτόν, τό όποιο μέ τήν έξέλιξη έγινε έμπορικό. Στόν πάμφυλο δρόμωνα έπέβαιναν μόνο κωπηλάτες, 130160, ένώ στό συνήθη δρόμωνα κωπηλάτες καί πο­ λεμιστές. Τό πάμφυλο χελάνδιο, καθώς ήταν μικρό­ τερο είχε λιγότερους κωπηλάτες, 120-150. Σχετικό είναι τό κείμενο τοΰ Κωνσταντίνου τοΰ Πορφυρογέννητου, στό De Ceremoniis. (’Αναφέ­ ρεται στό πρώτο μισό τοΰ δεκάτου αιώνα). - Χελανδίων παμφύλων στ' άνά άνδρών ρν '...πάμφυλοι ζ ' έχοντες οί μέν γ ' άνά άνδρών ρζ ' οί δέ έτεροι δ ' άνά άνδρών ρλ ', όμού ,α (= έξ χελάνδια πάμφυλα μέ 150 άνδρες έκαστον... επτά πάμφυλοι δρόμωνες, τρεις μέ 160 άνδρες έκαστος καί οί άλλοι 4 μέ 130, σύνολον 1900). 'Υπήρχαν δηλαδή τήν έποχή του τρία είδη παμφύλων. Σάν έμπορικό ό πάμφυλος ήταν ένα βαρύ, μεγάλο καί στρογγυλό καράβι, πού μετέφερε υλικά καί κτή­ νη. Μέ τό ίδιο δνομα άποκαλοΰσαν έπί μακρόν χρό­ νο μεγάλα πλοία, τά όποια μετέφεραν έπιβάτες. Τήν έποχή τοΰ Λέοντος ΣΤ' χρησιμοποίησαν στήν ε­ πιχείρηση τής Κρήτης (τό 911 μ.Χ.) 20 παμφύ­ λους, πού ό καθένας τους μετέφερε 830 άνδρες. Χαρακτηριστικό είναι δτι ονόμαζαν παμφύλους τούς μεγάλους δρόμωνες, τούς όποιους έξόπλιζαν γιά ναυαρχίδες. Τό αναφέρει ό Νικηφόρος Ούρανός στά Ναυμαχικά του. Στίς παραινέσεις τοΰ Λέοντος βρίσκομε ένδιαφέροντα σημεία γιά τό πώς πρέπει νά είναι ένα ναυαρ­ χικό καράβι. - Γιατί πρέπει οπωσδήποτε νά έχεις έσύ, στρατηγέ, ιδιαίτερο δρόμωνα επανδρωμένο μέ τούς εκλεκτότερους σ ’ ολο τό στράτευμα θαλάσσης στρατιώτες, κατά τό παράστημα, τήν ανδρεία, τήν άρετή καί τήν πανοπλία. Καί ό δρόμων αυτός νά διαφέρει κατά τό μέγεθος καί τήν ταχύτητα άπό ολους τούς άλλους, διότι θά είναι επικεφαλής στήν ολη παράταξη. Καί νά χρησιμοποιή­ σεις γιά τήν ένδοξότητά σου τέτοιον δρόμωνα, αύτόν πού άποκαλούν πάμφυλον. 2/10

Καί άφοΰ τοΰ λέγει δτι καί οί ύφιστάμενοί του διοικητές πρέπει νά έχουν άνάλογο σέ έμφάνιση καί έπάνδρωση πλοίο, ώστε νά διαφέρει άπό τά άλ­ λα, προσθέτει: - Τοποθέτησε δέ στό δρόμωνα σου καί σέ περίοπτη θέ­ ση σημεϊον, είτε βάνδον ή φλάμπουλον (σημαία), ώστε μ ’ αύτό νά σημαίνεις τί πρέπει νά πράττουν καί χωρίς άργοπορία νά λαμβάνουν γνώση οί άλλοι, νά προχωρούν στή μάχη ή άποχωρούν ή νά έκτελούν ελιγμό γιά τήν κύκλωση τών πολεμίων, είτε γιά νά συνδράμουν ένα τμήμα πού πιέζεται ή νά σταματήσουν τήν κωπηλασία ή τήν επιταχύνουν... καί ό,τιδήποτε άλλο, ολοι άπό τόν ίδικό σου δρόμωνα νά βλέπουν περί τού πρακτέου. 'Ως πρός τήν ονομασία τοΰ παμφύλου πιθανόν αύτή νά οφείλεται στήν καταγωγή τών πληρωμά­ των, πού άρχικά ύπηρέτησαν στό πλοίο αύτοΰ τοΰ τύπου. ’Ίσως άκόμη νά κατασκευάστηκαν τά πρώτα πλοία στήν πατρίδα τους, τήν Παμφυλία, γνωστή ναυτική περιοχή μέ προηγμένο έμπόριο στούς προβυζαντινούς χρόνους. Είναι δύσκολο νά προσδιορίσουμε σέ ποιά έπο­ χή άρχισαν νά χρησιμοποιούν τούς παμφύλους, υπό τή μιά ή τήν άλλη μορφή. Ένώ ό Βεγέτιος (4ος μ.Χ. αιώνας) δέν άναφέρει παρά μόνο γιά λιβυρνίδες, ό αύτοκράτωρ Λέων ΣΤ' όμιλεΐ γι’ αύτούς στά Τα­ κτικά του ώς γιά κάτι πολύ γνωστό. Είναι βέβαιο δτι άπό τόν ένατο ώς τό δέκατο τρίτον αιώνα ό πάμφυλος δέν έπαψε νά έμφανίζεται στή Μεσόγειο, πάντοτε κωπήλατο πολεμικό, άφοΰ τό 1284 οί Γενοβέζοι έ­ στειλαν έναντίον τών Πισάνων 8 παμφύλους μαζί μέ τίς καραβέλλες. Στά μέσα τοΰ Μου αίώνα ό πάμ­ φυλος χρησιμοποιείται άπό τό ναυτικό τής Γένο­ βας, άλλ’ δχι ώς πλοίο καθαρά πολεμικό. Κατά ορι­ σμένους συγγραφείς, ό πάμφυλος έξαφανίστηκε άπό τή θάλασσα, μόλις τό 16ον αίώνα. Συναντά άκόμη κανείς, στή ναυτική τών Βυ­ ζαντινών ορολογία, τόν δρο ουσία, πού σημαίνει απόσπασμα ναυτών, 108-110, τό όποιον έπάνδρωνε μιά ναυτική μονάδα, δρόμωνα ή χελάνδιο. ' Η μονάδα αύτή λεγόταν τότε ούσιακός δρόμων καί ούσιακόν χελάνδιον καί τή συναντούσε κανείς μόνο στόν αύτοκρατορικό στόλο, δχι στούς περιφερειακούς. "Ο­ πως συνέβη δμως μέ τόν πάμφυλο ό δρος αύτός κα­ τέληξε νά σημαίνει είδος μικρού πλοίου, πού τά χαρακτηριστικά του δέν τά γνωρίζομε. Πιθανόν νά ήταν σάν τό πάμφυλο χελάνδιο, άλλά μικρότε­ ρο του. [Δέν πρέπει πάντως νά συγχέουμε τά ιταλι­ κά uscieri ή τά γαλλικά huissiers, δηλαδή τά ίππαγωγά (βλ. κείμενο Ένετικά καράβια 6, Β-Ιδ) μέ τόν ούσιακό δρόμωνα ή τό ούσιακό χελάνδιο τοΰ Βυζαντίου]. Κι άν τύχει καί διαβάσετε, σέ βιβλίο γιά τό Βυ­ ζάντιο, τίς λέξεις κάτεργον έξκουσσάτον ή έξκουρσάτον, νά ξέρετε πώς δέν ήταν τύπος πλοίου άλλά κατάσταση ενός πλοίου, πού χρησιμοποιούσε ό άρ-

145

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου

χηγός του ναυτικοΰ σχηιατισμοΰ γιά έπιδρομές. Πρέπει πάντως πό πλοίο αύτό νά ήταν ταχύ καί μι­ κρό, κατάλληλο γιά μιάν τέτοια αποστολή. 'O Λουΐ Μπρεγιέ, πού έκανε έπίμονες έρευνες στά θέματα τοΰ Βυζαντίου, μάς βεβαιώνει δτι πολ­ λά πράγματα είχαν αλλάξει στά χρόνια τής παρακ­ μής· Οί τύποι τών καραβιών, σημειώνει, έχουν πολλαπλασιαστεΐ. 'Ο δρος δρόμων δέν εφαρμόζεται πλέον στά πολεμικά, πού είναι διτσέρια ή μονήρια (μέ δύο δηλαδή ή μιά σειρά κωπηλατών), άλλά σέ

μεταφορικά τά όποια παίρνουν άλογα καί στρατιώτες. 'Υπήρχε παντού μεγάλη ποικιλία έλαφρών πλοίων, άπό τό άπλό σκαφί μέ τά δυό κουπιά μέχρι τά μονήρια, μέ μιά πλήρη σειρά κουπιών. Περι­ πολικά καί πλοιάρια κάθε μεγέθους χρησίμευαν γιά αναγνωρίσεις. "Οσες απ’ αύτές τίς βάρκες ήταν σκεπασμένες μέ στέγη (τέντα), τίς ονόμαζαν άγράρια σκεπαστά. Τά περισσότερα άπ’ αύτά τά πλοία άνασύρονταν εύκολα στήν ξηρά. Στήν πολιορκία τής Νίκαιας άπό τούς Σταυροφόρους, τέτοιες βάρ­ κες φορτωμένες πάνω σέ άμαξες, ρίχθηκαν στή λί­ μνη, πού γειτνιάζει μ’ αύτή τήν πόλη.

Ό 'Ηράκλειος.

146

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Τά φορτηγά

Τό κεφάλαιο αύτό γιά τά φορτηγά καί εμπορικά πλοία, τό οφείλομε αποκλειστικά στή ναυτική αρ­ χαιολογία καί στά εύρήματά της. Χωρίς αύτά, μόνον ύποθέσεις έκαναν οί ειδικοί καί άπό τήν αναγωγή σέ άλλα γνωστά στοιχεία προσπαθούσαν νά βγάλουν κάποιο συμπέρασμα. Στή δεκαετία δμως τοΰ 1960 άνελκύσθηκαν τά ναυάγια δύο ξεχωριστών βυζαντινών πλοίων, τό ένα τοΰ 4ου καί τό άλλο τοΰ 7ου αιώνα μ.Χ. Καί τά δυό τους έντοπίσθηκαν στ’ ανοιχτά τοΰ Yassi-Ada, (Γιασή Άντά) ενός μικροΰ νησιοΰ πού βρίσκεται ανάμεσα στήν τουρκική άκτή καί τό νησί τής Δωδεκανήσου Ψέριμος ή Κάπαρη, στό Καρπάθιο Πέλα­ γος· 'Η έκσκαφή καί ανέλκυση τών δύο πλοίων, τά ό­ ποια ασφαλώς προσέκρουσαν στόν Ίδιο ύφαλο, έ­ γινε άπό τό άμερικανικό πανεπιστήμιο τής Πενσυλβάνια μέ ειδική αποστολή καί έπίπονες έργασίες στά χρόνια 1967-1969, τό πρώτο καί 1961-1964 τό δεύ­ τερο (τοΰ 7ου αιώνα). '0 Φρέντερικ Ντόορνινκ καί ό Πήτερ Θρόκμορτον, μαζί μέ άλλους διαπρεπείς έπιστήμονες έργάσθηκαν σ’ αύτή τήν άποστολή. Στή ρωμαϊκή έποχή έπικρατοΰσαν τά μεγάλα φορτηγά πλοία, γιατί έπίσης μεγάλες, τεράστιες, ήταν οί ποσότητες τών μεταφερομένων άγαθών, γιά τή συντήρηση τής Ρώμης καί τών μεγάλων κέντρων τής αύτοκρατορίας. ’Επειδή ή ιδιωτική πρωτο­ βουλία δέν έκάλυπτε τίς άνάγκες σέ χωρητικό­ τητα πλοίων, δημιουργήθηκε βαθμιαία ένας καθα­ ρά κρατικός εμπορικός στόλος. Τό στόλο αύτόν τόν χρηματοδοτούσαν οί navicularii, πλούσιοι γαιο­ κτήμονες πού έβαζαν κατά μέρος χρήματα ειδικά γι’ αύτόν τό σκοπό. Οί συντεχνίες τών πλοιοκτη­ τών ναβικουλαρίων, όχι μόνο ναυπηγούσαν τά κα­ ράβια άλλά καί τά διαχειρίζονταν. Ή λειτουργία δμως αύτή, δπως θά τήν άποκαλοΰσαν στήν άρχαία Αθήνα, ήταν μιά έπαχθής ύποχρέωση καί βαρύ γιά τούς πολίτες καθήκον, τό όποιο φυσικά προσπαθού­ σαν νά άποφύγουν. Μιά τέτοια κατάσταση βρήκε τό Βυζάντιο, σέ μιά έποχή κατά τήν όποια οί άνάγκες τών μεταφορών μειώθηκαν σέ δγκο καί ή έφαρμογή τής ύποχρεωτι-

κής λειτουργίας γινόταν ολοένα καί πιό δύσκολη. Υπό τήν πίεση λοιπόν τών πραγμάτων, στά όποια είχαν τήν εύφυΐα οί Βυζαντινοί νά προσαρμόζουν τούς θεσμούς, έγκατέλειψαν τό ρωμαϊκό σύστημα τών navicularium καί μέχρι τοΰ τέλους τού 6ου αιώ­ να κάλυπταν τίς άνάγκες τους μέ ναύλωση ιδιωτι­ κών πλοίων. Σ’ αύτό τούς βοήθησε μιά σημαντική μεταβο­ λή: άντί τών μεγάλων πλοίων τής ρωμαϊκής εποχής χρησιμοποιούσαν τώρα βασικώς μικρά πλοία, τά ό­ ποια στοίχιζαν λιγότερο, χάρη καί στήν πρόοδο τής τεχνικής. Καί μ’ αύτό ξεθάρρευαν καί μπορούσαν νά τά άποκτήσουν μικρότεροι κεφαλαιούχοι. Τά μικρά πλοία είχαν τό πλεονέκτημα δτι είχαν λιγότερα έξοδα έκμεταλλεύσεως, δέν διέτρεχαν δπως τά μεγάλα τούς θαλάσσιους κινδύνους καί σάν έλαφρότερα καί πιό εύέλικτα μπορούσαν νά διαφεύ­ γουν τά έχθρικά πλοία. Φυσικό είναι τώρα νά ρωτήσουμε ποιο ήταν τό μέσο έκτόπισμα τών βυζαντινών φορτηγών. 'Η άπάντηση είναι, άπό 100 ώς 300 τόννους. Τά πλοία τών 300 τόννων πρέπει νά ήταν τά μεγάλα πλοία τής εποχής, ένώ κυκλοφορούσαν καί μάλιστα σέ μεγάλον άριθμό καί μικρότερα πλοία, κυρίως στήν άκτοπλοΐα. Τέτοια πλοία ήταν έκεϊνα πού βρέθηκαν τά ναυά­ γιά τους στ’ άνοιχτά τού Γιασή Άντά, τό ένα τοΰ 7ου καί τό άλλο τοΰ 4ου αιώνα, γύρω στούς 40 τόν­ νους καθαρή χωρητικότητα. Τό φορτηγό τοΰ 7ου αιώνα είχε μήκος 62 πόδια, πλάτος 17, ένώ συνή­ θως τό πλάτος ήταν 21 πόδια καί ή συνήθης άναλογία μήκους πρός πλάτος, ήταν 3-4 πρός 1. Πολύ ένδιαφέρον προκαλοΰν οί άπόψεις καί περιγραφές τών ναυτικών άρχαιολόγων σχετικά μέ τήν ύπαρξη μαγειρείου στά φορτηγά πλοία τοΰ Βυ­ ζαντίου, μέ τά άπαραίτητα σκεύη καί τά δοχεία γιά τήν έναποθήκευση καί διατήρηση τών τροφίμων. Αν σκεφθοΰμε δτι μακρούς αιώνες μετά ή φωτιά γιά τό φαγητό άναβε μόνο καί μάλιστα μέ ειδικές προ­ φυλάξεις πάνω στό κατάστρωμα τών ξύλινων πλοίων, ή ύπαρξη μαγειρείου μέσα στό κύτος τοΰ ναυαγίου άποτελεϊ μιά ζηλευτή κατάκτηση στήν 147

Τά καράβια τοΰ Βυζαντίου .

Βαρύτατα άπό πέτρα αντικείμενα, όπως αύτό τό μαρμάρινο κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού, μεταφέρονταν μέ τά φορτη­ γά της έποχής τοΰ Βυζαντίου. Βρέθηκε, τό 1960-61 ανοικτά άπό ένα ψαράδικο χωριό της Σικελίας, τό Mazzamemi, μαζί μέ άλλα σκαλισμένα μάρμαρα, πού προορίζονταν γιά τό εσω­ τερικό μιας Βασιλικής τών πρώτων αιώνων τοΰ Βυζαντίου. Τά ελληνικά γράμματα ΠΟ πιθανόν νά είναι τά αρχικά τοΰ δωρητή.

ένδον διαβίωση τών χρόνων έκείνων. Καί τοΰτο, μολονότι μας βεβαιώνουν οί ειδικοί δτι ή κατασκευή μαγειρείου δέν ήταν κάτι τό ασυνήθιστο στά εμπορικά πλοία τής Μεσογείου άπό τά τελευταία χρόνια τής ελ­ ληνιστικής περιόδου, μέχρι τουλάχιστον τόν 7ον αιώνα. Κι αύτό έπιβεβαίωσε τό ναυάγιο τοΰ Γιασή-’Αντά. Ταιριάζει δμως νά σημειώσουμε, χωρίς άλλη καθυστέρηση, δτι τό μαγειρείο τοΰ ναυαγίου ήταν κατασκευασμένο μέ ιδιαίτερη έπιμέλεια καί μάλι­ στα γιά ένα τόσο μικρό καράβι. Τό δάπεδο τοΰ μαγειρείου ήταν δσο γινόταν χαμηλά μέσα στό κύ­ τος καί ένα διάφραγμα, κατά τό έγκάρσιο καί σ’ δλο τό πλάτος, χώριζε τό μαγειρείο άπό τό λοιπό κύτος. Πάνω του ύπήρχε μιά ύπερκατασκευή 2 μέ 3 πόδια ύπέρ τό κατάστρωμα, ανοικτή στά πλάγια καί σκε­ πασμένη τήν όροφή μέ κεραμίδια. 'Η εστία ήταν τοποθετημένη στό άριστερό μισό

148

τοΰ μαγειρείου καί τά πλευρά γύρω της είχαν έπένδυση άπό πλακάκια, στερεωμένα μέ πηλό, κατά τρό­ πο πού νά άπομονώνουν τήν εστία άπό τίς γύρω ξύ­ λινες κατασκευές. Τά κεραμίδια στή σκεπή καί τά πλακάκια στό εσωτερικό μείωναν στό ελάχιστο τόν κίνδυνο πυρκαϊας, μιά άπό τίς κύριες αιτίες κατα­ στροφής στή θάλασσα σ’ δλες τίς έποχές. Δέν ήταν δμως μόνο ή εγκατάσταση άλλά καί τά σκεύη: σκεύη γιά τήν παρασκευή τοΰ φαγητού καί τήν άποθήκευση τών τροφίμων. 'Υπήρχαν έκεί ένα γουδί μέ τό γουδοχέρι του, περσότερα άπό είκοσι δοχεία μαγειρικά σέ διάφορα σχήματα καί μεγέθη, δύο χάλκινα καζάνια καί ένας χάλκινος δίσκος μέ ψηλόν γύρο. Σέ δέκα πιθάρια, τοποθετημένα στή σειρά πλάι στήν εστία, τοποθετοΰσαν τά διάφορα τρόφιμα. 'Υπήρχαν άκόμη μιά τζάρα τοΰ νεροΰ, ύδρίες καί άσκιά μέ κρασί, στό χώρο άνάμεσα στό μαγειρείο καί τήν πρύμη. Οί ναυτικοί άρχαιολόγοι πού άνείλκυσαν καί μελέτησαν τά βυζαντινά ναυάγια μιλοΰν επίσης γιά σκεύη τραπεζαρίας, κάποτε πολυτελή καί καλοφτιαγμένα, μέσα στά όποια ξεχωρίζει ένα λιβανι­ στήρι, τό όποιο χρησίμευε γιά νά δίνει άρωματισμένο θυμίαμα τήν ώρα τοΰ γεύματος. Τοποθετοΰ­ σαν τά εύθραυστα καί άκριβά σκεύη τραπέζης σέ ντουλάπες, πού βρίσκονταν στό ξύλινο διάφραγμα ή στή δεξιά πλευρά τοΰ μαγειρείου. Τά γεύματα έπρεπε νά λαμβάνονταν στό κατά­ στρωμα ’ίσως σέ μιά έλαφριά κατασκευή, άνοικτή στά πλάγια, πού μποροΰσε νά σκεπαστεί μέ καραβό­ πανο, στήν κακοκαιρία. ’Από μικρούς σωρούς μύδια πού βρέθηκαν στό βυζαντινό ναυάγιο τοΰ 7ου αιώνα, μποροΰμε νά εικάσουμε δτι άπό αύτό τό έδεσμα άποτελεΐτο τό τελευταίο γεύμα τών ναυαγών. Καί γιά νά μή νομισθεΐ πώς δλα αύτά, τά όποια κατεχώρισα παραπάνω είναι προϊόν μυθοπλασίας, σημειώνω δτι τά βυζαντινά ναυάγια στά όποια στηρίχθηκαν οί διαπιστώσεις τών έπιστημόνων, βρέ­ θηκαν άπό ορισμένες άπόψεις σέ καλή ή άρίστη κατάσταση. Τοΰτο οφείλεται στό δτι είχαν καταχωσθεϊ άπό παχύ στρώμα άμμου καί λάσπης, πού τά προστάτεψε άπό τήν καταλυτική δύναμη τοΰ χρό­ νου. Δηλαδή τών αιώνων. 'Όπως περίπου έγινε μέ τό ναυάγιο τοΰ σουηδικοΰ Wasa.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Νεώρια καί ’Εξαρτύσεις Στήν αρχαία έποχή καί ειδικότερα στούς κλα­ σικούς χρόνους, πέρα από τούς νεώσοικους καί τίς σκευοθήκες (αποθήκες τής σκευής τοϋ πλοίου) ύπήρχαν τά νεώρια καί τά ναυπηγεία. Τά νεώρια είχαν μόνο σχάρες, πάνω στίς όποιες άνείλκυαν τά πλοία, γιά νά καθαρίσουν τά ΰφαλά τους καί νά τά καλα­ φατίσουν. Στά ναυπηγεία υπήρχαν ναυπηγικές κλί­ νες, ξυλουργεία, έργαστήρια τοϋ χαλκοΰ καί τοΰ σιδήρου κ.ά. (Βλ. καί 2, A-VII). Φαίνεται πώς στό Βυζάντιο τά πράγματα ήταν διαφορετικά, τουλάχιστο στήν ορολογία. 'Υπήρ­ χαν σ’ αύτό τά νεώρια καί οί εξαρτύσεις. Νεώρια ήταν οί σταθμοί (ναύσταθμοι), έξαρτύσεις ήταν τά ναυπηγεία. Γύρω άπ’ αύτά κινείται τό θέμα τής κα­ τασκευής τών πλοίων. Ξεκινούμε μέ τήν αρχική παρατήρηση ότι είναι αβέβαιο τό έδαφος γιά τόν έρευνητή, πού θά έπιχειροΰσε νά ασχοληθεί μέ τό σύστημα τών ναυτικών κατασκευών τοΰ Βυζαντίου. Οί πληροφορίες, πού μάς δίνουν οί πηγές, είναι πενιχρές καί σκόρπιες, τά δέ τεχνικά ζητήματα φαίνεται πώς λίγο απασχό­ λησαν τούς ιστορικούς καί τούς γραμματισμένους τής έποχής έκείνης.

’Άλλη παρατήρηση, βασική, είναι δτι όλοι σχε­ δόν οί τεχνικοί δροι, οί σχετικοί μέ τόν έξαρτισμό καί τά ναυτικά έργαλεΐα στό πλοίο καθώς καί στά ναυπηγεία έχουν, τουλάχιστο μέχρι τόν 12ον αιώ­ να, ελληνική τήν προέλευση. 'Υπάρχουν βέβαια ξενικά ονόματα, δάνεια άπό τούς ’Άραβες, όπως οί λέξεις πηδάλιο, καλαφάτης καί καλαφατίζω (πού σημαίνει πισσώνω, κατραμώνω καί κατ’ έπέκταση ετοιμάζω ένα πλοίο). Έδώ, στό ναυτικό δηλαδή, άπουσιάζουν οί λατινικοί δροι πού είναι τόσο συ­ νηθισμένοι στήν ορολογία τοΰ στρατοΰ ξηρας. Μετά δμως τό 12ον αιώνα, προπάντων μετά τήν έγκατάσταση ιταλικών παροικιών στήν αύτοκρατορία καί στήν κατάληψη τής Κωνσταντινουπό­ λεως, αρχίζει ή χρησιμοποίηση δυτικών δρων. Οί δροι αύτοί άφοροΰν κυρίως τούς τύπους τών πλοίων, δπως νάβες, κότσες κλπ. καί τή ναυσιπλοΐα, δηλαδή

τούς ανέμους καί τούς χειρισμούς καί λιγότερο τά μέρη τοΰ πλοίου καί τίς ναυτικές κατασκευές. Καί διατηροΰνται, πολλοί τους, μέχρι σήμερα στό ναυ­ τικό λεξιλόγιο, τό όποιο γνωρίζουν οί ναυτικοί σάν κοινοβαρβαρικόν. Βασικοί λοιπόν δροι, τούς οποίους συναντού­ με είναι οί δροι νεώριον καί εζάρτυσις, ό τελευταίος μέ καθαρά βυζαντινή τήν προέλευση. Χρησιμο­ ποιούνται καί οί δυό από τίς βυζαντινές πηγές, καθ’ δλη τή διάρκεια τοΰ βυζαντινοϋ βίου καί σημαίνουν ναυστάθμους καί ναυπηγεία. '0 ορος νεώριο είναι ταυτόσημος μέ τόν αρχαίο νεώσοικος καί σημαίνει τίς ναυτικές εγκαταστάσεις ή οικήματα κοντά στή θάλασσα, πού χρησιμεύουν γιά τή στέγαση τών πλοίων. Σημαίνει επίσης τό ναύσταθμο, όπου τά πλοία επισκευάζονται καί συντηροΰνται. Σημαίνει τέλος καί τόν τεχνητόν λιμένα — κατ’ άντίθεση πρός τά ορμητήρια (τούς φυσικούς λιμένες), πού δέν έχουν τεχνικές έγκαταστάσεις. Στήν τελευταία περίπτω­ ση, τοΰ τεχνητοΰ λιμένος τό νεώριο λέγεται καί λιμήν. ’Έτσι στήν Κωνσταντινούπολη, πλάι στόν Νεώριον Λιμένα (δηλαδή τό ναύσταθμο) υπήρχαν καί άλλοι λιμένες, οί εμπορικοί. Αντίθετα πρός τό νεώριο (άγκυροβόλιο πλοίων), ό δρος εζάρτυσις πού παράγεται άπό τό έξαρτύω (εξοπλίζω) είναι καθαρά τεχνικός δρος: δηλώνει τό σύνολο τών ένεργειών, πού αναλαμβάνονται γιά τόν έξοπλισμό τοΰ πλοίου καί κατ’ έπέκταση τό μέρος, τόν τόπο, δπου γίνονται οί έργασίες αύτές, δηλαδή τό ναυπηγείο. Μέ συνέπεια πρός τά παραπάνω εζάρτυσις ση­ μαίνει άκόμη καί τή διοικητική ύπηρεσία, πού είναι υπεύθυνη γιά τίς κατασκευές τών πολεμικών πλοίων. Συναντούμε, κατά τόν ΙΟον αιώνα έναν χαρτουλάριο τής έξαρτύσεως πού λέγεται έζαρτυστής. Φαί­ νεται δέ πώς έχει σχέση μέ τόν αύτοκρατορικό θη­ σαυρό καί άπό τόν 12ον αιώνα ύπάγεται στό μεγάλο βεστήτορα, ό όποιος χορηγούσε τά άπαραίτητα χρή­ ματα γιά τήν κατασκευή τών πολεμικών πλοίων. Είναι ύπεύθυνος, ό έξαρτυστής αύτός, γιά τήν διεύθυνση τοΰ ναυπηγείου καί, προκειμένου γιά τήν 149

Νεώρια καί εξαρτύσεις

Κωνσταντινούπολη, εποπτεύει — μετά τήν ενο­ ποίηση τών στόλων τής ναυτικής δυνάμεως — τίς ναυτικές κατασκευές σ’ ολόκληρη τήν αυτοκρα­ τορία. 'Η διοικητική ύπηρεσία τής έξαρτύσεως είχε τήν εύθύνη νά βρίσκει καί πληρώνει τούς σχεδια­ στές καί καραβομαραγκούς, πού όλοι τους άναφέρονται στά κείμενα ώς ναυπηγοί, χωρίς νά προσ­ διορίζεται καί τοΰ καθενός ή τέχνη. Δέν γνωρίζομε άν μέσα σ ’ αύτούς είναι οί κατεργοκτίστες πού έκτι­ ζαν τά κάτεργα, δηλαδή τά πλοία καί τήν έργασία τους τήν έλεγαν καραβοκτισία ή καραβοποΐΐα. 'Ένας τουλάχιστον ναυπηγός, σύμφωνα μέ τά ναυμαχικά τών Τακτικών, έπρεπε νά ύπηρετεΐ σέ κάθε πολεμι­ κή μονάδα, γιά τίς μικρές έπισκευές καί τή συντή­ ρηση. Ό ναυπηγός δέν είχε διοικητική σχέση μέ τήν ύπηρεσία τής έξαρτύσεως. ' Η εξάρτυσις περιοριζόταν μόνο στήν κατασκευή τών πλοίων καί περιλάμβανε, όπως είπαμε, τή σχε­ τική διοικητική καί τεχνική ύπηρεσία. Σ’ αύτήν επομένως δέν ύπάγονταν ή οικονομική ύπηρεσία του βυζαντινού ναυτικού, καθώς καί ή ύπηρεσία όπλων - οπλισμού τών ναυτών καί εξοπλισμού τών πλοίων μέ πολεμικές μηχανές. Βάση καί νεώριο συνέπιπταν συχνά στήν ορο­ λογία καί στήν πράξη: γιά τό βασιλικό πλώιμο βάση καί νεώριο αποτελούσε ό Κεράτιος Κόλπος, ένα τε­ ράστιο ούσιαστικά λιμάνι, προφυλαγμένο άπό τήν ξηρά μέ τά τείχη τής Βασιλεύουσας, από τή θάλασσα δέ μέ πύργους καί τήν ισχυρή άλυσίδα, πού έκλεινε καί άνοιγε κατά βούληση, τήν είσοδο τοΰ Κόλπου. Στόν κόλπο αύτόν σημαντικό χώρο έπιαναν οί πο­ λεμικές έγκαταστάσεις τοΰ κυρίου ναυστάθμου καί τών νεωρίων. Τό πιό ξακουστό είχε τό όνομα Νεώριον Λιμήν τοΰ Νεωρίου ή Νεώριος Λιμήν καί βρισκόταν κοντά στό στόμιο τοΰ κόλπου, άριστερά στόν εισερχό­ μενο. Έδωκε τό όνομά του στή συνοικία, όπου ήταν, καί σέ μιά πύλη τών θαλασσινών τειχών, τήν Πύλη τοΰ Νεωρίου, πού μέ τήν σχετική παραφθορά θά ονομαστεί αργότερα Νεωραία ή Ωραία Πύλη. ’Εκτός άπό τό νεώριο αύτό, ύπήρχε καί ή εξάρτυσις, άλλο ναυπηγείο πιθανόν στή θέση τοΰ Πέραν. Σήμερα λέγεται Έσκή Ταρσανά δηλαδή Παλαιός Ναύσταθμος. Φαίνεται πώς τό ναυπηγείο τοΰτο λειτούργησε πολλούς αιώνες, τό βρήκαν δέ καί οί Λατίνοι τό 1204, στήν πτώση τής Πόλης. Δημιούργησαν εξάλλου οί Βυζαντινοί στήν πρωτεύουσα πολλούς λιμένες, πού ήταν βέβαια έμπορικοί άλλά χρησιμέυσαν καί σάν πολεμικοί, σέ περιστάσεις πού τό έπέβαλλε ή σκοπιμότητα καί ή ανάγκη. ’Απ’ αύτούς γνωρίζομε επτά, οί περισσό­ τεροι από τούς όποιους βρίσκονταν στό θαλάσσιο τείχος, πού έβλεπε στήν Προποντίδα.

150

- Τοΰ ’Ελευθερίου ή Θεοδοσίου, ό παλαιότερος, άπό τήν εποχή τοΰ Μ. Κωνσταντίνου. Δίδυμος, μέ τή μιά λεκάνη πού καταχώθηκε καί τήν άλλη, πού έμεινε σέ χρήση μέχρι τόν 9ο καί τό ΙΟον αιώνα. — Τοΰ ‘Ιουστίνου, μικρό λιμάνι κατασκευασμένο άπό τόν ’Ιουστίνο. — τοΰ Καισαρείου, όπου τό 673 μ.Χ. Κωνσταντί­ νος Δ' ό Πωγωνάτος (668-685) συγκέντρωσε τά πυρφόρα πλοία, γιά ν’ άποκρούσει τούς ’Άραβες. — τών Σοφιών ή Σοφιανών, στή θέση τοΰ άλλοτε λιμένος Όρμισίου, πού είχε κατασκευάσει Ίουλιανός ό Παραβάτης. Έργον τοΰ ’Ιουστίνου. Βρισκό­ ταν κοντά στό σημερινό Καντιργκά λιμάν. — τοΰ Κοντοσκαλίου, σέ μικρή άπόσταση άπό τόν προηγούμενο. — τοΰ Έπτασκαλίου, πρώτη φορά άναφερόμενος τό ΙΟον αιώνα. — τοΰ Βουκολέοντος, κοντά στά ομώνυμα άνάκτορα. Ανατολικά άπό τήν Πύλη Κανλαντή (Κανλαντή Καπού), χρησίμευε γιά τίς βασιλικές μετακινήσεις. Δευτερεύοντες ναύσταθμοι ήταν στά Στενά τών Δαρδανελλίων, στήν Άβυδο, όπου είχε τήν έδρα του καί τό βασιλικό τελωνείο, γιά τόν έλεγχο καί τή δασμολόγηση όλων τών είσαγομένων στόν 'Ελ­ λήσποντο ειδών, καθώς καί στήν έξοδο τοΰ Βοσπόρου, μέ φρούριο γιά τόν έλεγχο τών διερχομένων πλοίων. Μικρότεροι ή μεγάλοι ναύσταθμοι ύπήρχαν στή Ρόδο, στή Σμύρνη καί τήν Κύπρο, τήν Ατ­ τάλεια, στήν Τύρο καί τήν Αλεξάνδρεια, στήν Τραπεζούντα καί τή Χερσώνα στόν Εΰξεινο, στό Δυρράχιο, τή Ραγούζα, τήν Αύλώνα καθώς καί τή Ραβέννα, πάνω στήν Άδριατική. Τέλος, στή Σι­ κελία καί τήν Καλαβρία, στήν Καρχηδόνα.

Σέ πολλά άπ’ αύτά τά μέρη ήταν ναύσταθμοι καί εξαρτύσεις δηλαδή άγκυροβόλια καί ναυπη­ γεία. Καί μάλιστα στίς περσότερες περιπτώσεις θά ήταν δύσκολο νά διαχωρίσουμε τά ναυπηγεία τών πολεμικών στόλων, άπό τά ναυπηγεία πού έργάζονταν γιά τό έμπορικό ναυτικό, στήν κατασκευή έμπορευματικών καί άλιευτικών πλοίων. Στίς με­ γάλες ναυτικές βάσεις, όπως είναι τής Κωνσταντι­ νουπόλεως, τής Ρόδου, τής Σμύρνης ή τής Κύπρου, τά πολεμικά ναυπηγεία είναι χωρισμένα άπό τά άλ­ λα — αύτό πρέπει νά τό θεωρήσουμε βέβαιο. Τό’ίδιο όμως βέβαιο πρέπει νά θεωρήσουμε ότι τά περισσό­ τερα καράβια τών έπαρχιακών στόλων καί κυρίως οί έλαφρές μονάδες κατασκευάζονταν σέ ναυπηγεία καί άπό τεχνίτες, πού ναυπηγοΰσαν παράλληλα ή μάλλον, κατά κύριον λόγο, έμπορικά πλοία. ΤΗταν φυσικό καί βολικό νά χρησιμοποιούν γιά τούς μικρούς έπαρχιακούς στόλους τά ναυ­ πηγεία καί τό τεχνικό προσωπικό τής περιοχής, στήν όποια οί στόλοι αύτοί στάθμευαν. 'Υπήρχε στά μέρη έκεΐνα προσωπικό άπό ναυπηγούς, δη-

Νεώρια καί εξαρτύσεις λαδή σχεδιαστές καί μαραγκούς, πού μερικές φο­ ρές ήταν καλόγεροι. 'Η 'Ελένη Γλύκατζη - Άρβελέρ, πού ερεύνησε σέ βάθος τό θέμα — καί στήν έργασία τής όποιας βασίζεται κυρίως τό κείμενο τούτο — μάς βεβαιώνει ότι σ’ ολόκληρο τό μήκος τών βυζαντινών ακτών ύπήρχαν μικρά ή μεγάλα ναυπηγεία, πού τά ονόμαζαν νεώρια καί θά μποροΰσε νά είπεΐ κανείς δτι κάθε λιμάνι καί κάθε σκάλα διέ­ θετε, άν δχι πλήρες ναυπηγείο, τουλάχιστον τίς απαραίτητες ναυτικές εγκαταστάσεις γιά τίς έπισκευές στό σκάφος καί στήν έξαρτία, ακόμη καί γιά τήν κατασκευή καραβιών, μέ μικρό ή μέσο έκτόπισμα (βιβλ. 780). Τά μικρά αύτά ναυπηγεία βρίσκονταν σ’ ένα σημείο τοΰ λιμανιοΰ ή σέ κάποιαν απόσταση άπό τό κύριο λιμάνι, σέ μέρος ύπήνεμο, κοντά σέ δα­ σικές περιοχές, γιά νά προμηθεύονται τήν απαραίτη­ τη ναυπηγική ξυλεία, κυπαρίσσι προπάντων καί πεύκο. 'Υπήρχαν δέ εκεί καί κυρίως στίς ελληνι­ κές άκτές τεχνίτες, πού ασκούσαν τό έπάγγελμα κατά παράδοση, άπό πατέρα σέ γιό, σέ διαφόρων ειδών πλοία: πολεμικά, καματηρά, ψαράδικα. Καί τά καράβια πού έβγαιναν άπό τά χέρια τους είχαν ένα δνομα πού τά ξεχώριζε, δχι γιά τόν τύπο τους αλλά άπό τόν τόπο τής κατασκευής των. ’Έτσι στόν Εΰξεινο Πόντο κατασκευάζονται τά πλαγίτικα ή πελαγίτικα (τοΰ Πόντου), τά χερσονίτικα (τής Χερσώνος), τά βονκελλαρικά (τοΰ Θέμα­ τος τών Βουκελλαρίων) καί τά παφλαγονίτικα (τής Παφλαγονίας) καράβια. 'Ο στόλος τής ’Ιταλίας κατασκευάζεται έπί τόπου στίς άκτές τής Άδριατικής (κυρίως στή Ραβέννα καί τίς δχθες τοΰ Πάδου, πού έδινε τήν ξυλεία), στή Σικελία καί τήν Καλα­ βρία. Οί δαλματικοί καί ιλλυρικοί στόλοι στή Ραγούζα, στό Δυρράχιο, τήν Αύλώνα. Τά μεσημβρι­ νά παράλια τής Μ. ’Ασίας (δηλαδή ή Καρία, Παμφυλία, Κιλικία κλπ.) είναι περίφημα από τήν άρ­ χαιότητα γιά τούς στόλους τών παρακτίων πόλεων καί, κατά περιόδους, τών πειρατών.

'Η Ελένη ’Αντωνιάδου-Μπιμπίκου, προκειμένου νά καλύψει τή γεωγραφία τών πρώτων ύλών γιά τήν ναυπηγία, συνέταξε έναν οικονομικό χάρτη, μέ βάση τίς πηγές (βιβλ. 781). Οί διαπιστώσεις της, τεκμηριωμένες, είναι δτι τό Βυζάντιο χάρη στά άπέραντα δάση τής νοτίου Μ. ’Ασίας, τών μεσημβρι­ νών άκτών τής Μαύρης Θαλάσσης, τής Β. ’Ηπεί­ ρου καί τής Δαλματίας δέν έγνώρισε τίς ’ίδιες δυ­ σκολίες γιά τόν ανεφοδιασμό της σέ δασικά προϊό­ ντα, δπως οί μουσουλμάνοι. Τό ’ίδιο, δέν θά είχε δυσκολίες σέ σίδερο, καννάβι, λινάρι καί μπαμπάκι. Ακόμη καί άπό τήν έποχή, κατά τήν όποια έχασε τίς πλούσιες αύτές σέ πρώτες ύλες περιοχές, πού περιήλθαν σέ έχθρικές ή πάντως άντίπαλες χώρες, δηλαδή άπό τό δεύτερο μισό τοΰ εβδόμου αίώνος

καί πάλι είχε αύτάρκεια καί μάλιστα μποροΰσε νά χορηγεί ξυλεία καί ξύλινα είδη σέ ξένους. Τό συναγόμενο άπ’ δλα αύτά είναι δτι τό Βυζάν­ τιο δέν πρέπει νά άντιμετώπισε πρόβλημα ναυτι­ κών κατασκευών, γιατί διέθετε τά άπαιτούμενα μέ­ σα σέ υλικά καί άνδρες καί κατάλληλα μέρη, μέ μι­ κρότερες ή μεγαλύτερες έγκαταστάσεις, στίς άπέραντες άκτές του. 'Υπήρξαν μάλιστα πολλές περι­ πτώσεις κατά τίς όποιες μας έκπλήσσει ό δυναμι­ σμός τών ναυπηγείων τοΰ Βυζαντίου. ’Απ’ αύτές μποροΰμε νά ύπενθυμίσουμε τή συγκέντρωση άπό τόν ’Ιουστινιανό, τό 533 μ.Χ., μιάς άπέραντης άρμάδας άπό 500 φορτηγά καί 92 δρόμωνες, καθώς καί τόν έπιβλητικό στόλο πού οδήγησε στήν Κρήτη, τό 960 μ.Χ. ό Νικηφόρος Φωκάς, γιά τήν κατάληψή της. ’Αποτελείτο ό στόλος αύτός άπό 2000 δρόμω­ νες καί χελάνδια, 1000 μεταγωγικά καί ίππαγωγά καί 300 περίπου καματηρά. Ποτέ της ’ίσως ή Μεσό­ γειος, ούτε στήν άκμή τών ιταλικών ναυτικών πό­ λεων, δέν παρουσίασε τέτοιο ναυπηγικά γόνιμο ορ­ γασμό. Οί πολεμικές περιπέτειες τοΰ Βυζαντίου καί ή μετατόπιση τών συνόρων τής κυριαρχίας του κατά τή μακρά διαδρομή τοΰ χρόνου, επόμενο ήταν νά έπηρεάσει τό χώρο τών ναυτικών κατασκευών του. Στήν περίοδο πού άκολούθησε τήν ειρήνη στή Με­ σόγειο καί τόν Εΰξεινο Πόντο, μετά τίς νίκες τοΰ Ιουστινιανού Α', ή αύτοκρατορία κατασκεύαζε μέ άνεση τά πλοία της στίς μεγάλες βάσεις τής έποχής, πού ήταν ταυτόχρονα έξαρτύσεις καί μεγάλα διοι­ κητικά κέντρα: Κωνσταντινούπολη, Τραπεζούντα, Ρόδος, Τύρος, ’Αλεξάνδρεια, Ραβέννα, Σικελία, Κρήτη καί Κύπρος. 'Η δαπάνη τους έβάρυνε τή Βα­ σιλεύουσα. Μέ τήν έγκατάσταση τών ’Αράβων στίς άκτές τής Μεσογείου ή Τύρος, ή Σελεύκεια, ή ’Α­ λεξάνδρεια κι ή Καρχηδόνα περνούν στόν έλεγχό τους, ένώ άπειλοΰνται οί βάσεις τής Κύπρου, τής Κρήτης καί τής Σικελίας. Τοΰτο άπό τό δεύτερο μισό τοΰ 7ου αίώνα. Οί εισβολές τών ’Αράβων καί τών Σλάβων, τών Γότθων καί τών Λομβαρδών στήν περιοχή τής Άδριατικής άναγκάζουν τό Βυζάντιο νά έγκαταλείψει γιά λόγους άσφαλείας, κάθε ναυτική κατα­ σκευή σ’ εκείνα τά μακρινά λιμάνια, πού άνήκαν στόν έλεγχό του, άλλά ήταν εκτεθειμένα στίς έπιθέσεις τοΰ έχθροΰ. 'Ύστερα άπ ’ αύτό οί μεγάλοι στό­ λοι τοΰ 7ου καί τοΰ 8ου αίώνος κατασκευάζονται άποκλειστικά στά ναυπηγεία τής Κωνσταντινου­ πόλεως καί τοΰ Εύξείνου, μικρές δέ ναυτικές μονά­ δες καί στά τοπικά ναυπηγεία τής Τενέδου, τής Χίου καί άλλοΰ. Στήν περίοδο, πού ύπήρχαν παράλληλα στόν αύτοκρατορικό καί οί θεματικοί στόλοι δηλαδή κα­ τά τούς 8ον μέχρι 1 Ιον αιώνες, έκτος άπό τά ναυπη­ γεία τής Κωνσταντινουπόλεως πού εργάζονταν γιά

151

Νεώρια καί εξαρτύσεις τόν αύτοκρατορικό στόλο, λειτουργούσαν καί στήν έπαρχία σημαντικά ναυπηγεία γιά τά καράβια τών ναυτικών Θεμάτων. Δέν ύπάρχει αμφιβολία δτι οί ξακουστοί στόλοι τών Κιβυρραιωτών θά κατασκευά­ ζονταν στά τοπικά ναυπηγεία τής ’ Αττάλειας καί τής Ρόδου. Οί στόλοι τοϋ Αιγαίου, στή Λήμνο καί τόν Ελλήσποντο (’Άβυδο καί Λάμψακο). Καί οί στόλοι τής Σάμου, στά ναυπηγεία τοΰ νησιού αύτοΰ καί τή Σμύρνη, καί τής 'Ελλάδος, στήν Εύβοια. Στή Σαμψούντα, Τραπεζούντα καί τή Χερσώνα, τά καρά­ βια τοΰ Εύξείνου. "Οταν έξέλιπαν οί αύτόνομοι στόλοι τών Θε­ μάτων (δεύτερο μισό τοΰ 11ου αιώνα), οί βυζαντινοί στόλοι κατασκευάζονταν κυρίως, άν όχι αποκλει­ στικά, στήν Πόλη καί τόν Εΰξεινο. ’Εργάζονται βέ­ βαια πολλά έπαρχιακά ναυπηγεία, όπως τής Σάμου, Κύπρου, Ρόδου, Κρήτης, Δυρραχίου, Θεσσαλονίκης καί Εύβοιας, άλλά περιορίζονται μάλλον σέ έργασίες έπισκευής καί συντηρήσεως τών πλοίων, πού έχουν κατασκευαστεί στήν Πόλη. Αύτό δέν σημαί­ νει δτι πολλά άπό τά μέρη, πού μόλις τώρα σημείω­ σα, δέν άποτελοΰν γιά μακρόν χρόνο σημαντικά ναυτικά κέντρα. 'Η αύτοκρατορία τής Νίκαιας, πού σχηματί­ στηκε μετά τήν κατάληψη τής Πόλης άπό τούς Φράγκους, διέθετε δυό ναυτικούς σχηματισμούς, τοΰ Αιγαίου καί τής Προποντίδας, τούς όποιους κατασκεύαζε καί συντηροΰσε στήν Προποντίδα (δχι

152

στήν Κωνσταντινούπολη, άφοΰ αύτή ήταν στά χέ­ ρια τών Φράγκων) καί στίς άκτές τοΰ Αιγαίου. Ει­ δικότερα χρησιμοποίησε τό ναυπηγείο τής Κίου, τό ναύσταθμο τής Λαμψάκου (πού άνέπτυξε ό ’Ιωάν­ νης Βατάτζης) καί τά ναυπηγεία τής Σμύρνης καί τής Ρόδου. Μετά τήν άναστήλωση τοΰ Βυζαντίου (τό 1261) χρησιμοποιήθηκαν τά ναυπηγεία τής Προποντίδας, στά όποια πρέπει νά ναυπήγησαν τούς στόλους των ό Μιχαήλ Η' (1261-1282) καί οί λίγοι, πού μετά άπ’ αύτόν έπιχείρησαν νά συγκροτήσουν ναυτική δύνα­ μη. Οί μεγάλοι ναυτικοί σταθμοί τής έποχής (Λή­ μνος, Ρόδος, Σμύρνη κλπ.) είχαν βέβαια συνερ­ γεία, άλλά δέν έργάζονταν γιά τόν πολεμικό στόλο. Περιορίζονταν στήν κατασκευή έμπορικών πλοίων ή τήν έπισκευή πολεμικών, πού συνέβαινε νά περ­ νούν άπό έκεί. Τέλος, καθ’ δλη τήν τελευταία περίοδο τής ζωής τοΰ Βυζαντίου, τά λίγα καράβια, πού διατηρεί ή αύτο­ κρατορία, κατασκευάζονται στά λιμάνια-νεώρια τής Προποντίδας (Κοντοσκάλιο, Σοφιαί, κλπ), άφοΰ τά νεώρια μέσα στόν Κεράτιο Κόλπο, έκτεθειμένα στίς έπιθέσεις τών Γενοβέζων, δέν έχουν τήν άπαιτουμένη άσφάλεια. Οί έπαρχιακοί διοικητές, πού έχουν γίναι σχεδόν άνεξάρτητοι, χρησιμοποιούν γιά τήν κατασκευή τών ολίγων πλοίων τους, τά το­ πικά ναυπηγεία, όπως είναι τής Τενέδου, τής Λή­ μνου, τής Μονεμβασίας καί άλλα.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ 1 5, Α-ΙΙ Προκοπίου, De Bello Vandalico 1.6 ... Οί δέ Βανδίλοι, επειδή σφίσι τάχιστα τό πνεύμα έγεγόνει, δ δή τέως καραδοκοΰντες έκάθηντο, άράμενοί τε τά ιστία καί τά πλοία άφέλκοντες δσα αύτοϊς άνδρων κενά, ώσπερ μοι πρότερον είρηται, παρεσκεύαστο, έπλεαν έπί τούς πολε­ μίους. Ώς δέ άγχοΰ έγένοντο, πΰρ έν τοϊς πλοίοις ένθέμενοι, α δή αυτοί έφέλκοντες ήγον, κεκολπωμένων αύτοϊς τών ιστίων, άφήκαν έπί τό τών 'Ρωμαίων στρατόπεδον. ατε δέ πλήθους δντος ενταύθα νηών, δπη τά πλοία ταΰτα προσπίπτοιεν, έκαιόν τε ραδίως καί αύτά οίς αν ζυμμίζαιεν έτοίμως ζυνδιεφθείρετο.

Ερμηνεία Οί δέ Βάνδαλοι, οί όποιοι κάθονταν καί περίμεναν, δταν έπνευσε ούριος άνεμος, άφοΰ σήκωσαν πανιά καί άφοΰ έσυραν τά πλοία δσα είχαν κενά άπό πολεμιστές, δπως άνέφερα καί προηγουμένως, έπλεαν έναντίον τών έχθρών. Μόλις δέ πλησίασαν, θέτοντας φωτιά στά πλοία τά όποια έσερναν μαζί τους καί τά πανιά τους ήταν φουσκωμένα, τά άφησαν πρός τήν ρωμαϊκή παράταξη. ’Επειδή δέ ύπήρχε έκεϊ πλήθος πλοίων δπου καί άν έ­ πεφταν αύτά τά πλοία κατέκαιαν τά πάντα καί δ,τι συναντούσαν εύκολα τό κατέστρεφαν.

2

5, Α-Π Κωνσταντίνου Μανασή, Σύνοψις χρονική στίχοι 2913-2916. Έκάλυπτε τήν θάλασσαν ταϊς λαίφεσι τών πλοίων, έστεναχώρει τήν ύγράν σκάφεσιν άλιπλόοις.

στίχοι 2928-2934. Ό Βασιλίσκος γάρ πολλω φαρμακευθείς χρυσίω έβλεψε πρώτος είς φυγήν κατά τάς υποσχέσεις, κάντεΰθεν άνετράπησαν τά πράγματα 'Ρωμαίοις, καί τούς ’Ινδούς φοβήσαντα καί τούς έν Βρεττανία καί παν έθνος καί πάσαν γην στόλον τόν φρικαλέον μόνη χρυσίου στιλβηδών ίσχυσεν άφανίσαι ανευ χειρών, άνευ βελών, ατερ όπλοφορίας. 'Ερμηνεία Έγέμιζε τήν θάλασσα μέ τά πανιά τών πλοίων καί δέν χωρούσε τό πέλαγος άπό τά ποντοπόρα σκάφη.

'Ο Βασιλίσκος έπειδή είχε άφιονισθεΐ άπό τά πολλά χρήματα στράφηκε πρώτος στήν φυγή κατά τή συμφωνία καί άπό τότε μεταστράφηκε ή κατάσταση έναντίον τών Ρωμαίων πού είχαν πανικοβάλει τούς ’Ινδούς καί τούς Βρετανούς καί κάθε λαό καί κάθε στόλο καί κάθε χώρα, άρκεσε μονάχα ή λάμψη τοΰ χρυσοΰ νά τούς καταστρέψει χωρίς χέρια ή βέλη ή όπλοφορία. 153

‘Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων

3

5, Α-ΙΙ Κωνσταντίνου Ζωναρά, ’Επιτομή - Άλαμύνδαρος 3, 28-4, 3

... καί ναυμαχίας γενομένης έκ τίνος μηχανής παρά Πρόκλου τοΰ πάνυ γεγενημένης (τότε γάρ ήνθει επί φιλοσοφία καί έν τοϊς μηχανήμασι, τά τε τοΰ περιβοήτου έν τούτοις ‘Αρχιμήδους Άπαντα διελθών καί αυτός έκείνοις προσεζευρών) τό ναυτικόν τών εναντίων κατεπολεμήθη. Κάτοπτρα γάρ αδεται χαλκεΰσαι πυροφόρα ό Πρόκλος, καί ταΰτα έκ τοΰ τείχους τών πολεμίων νεών άπαιωρήσαι κατέναντι, τούτοις δέ τών τοΰ ήλιου άκτίνων προσβαλουσών πΰρ έκεϊθεν έκκεραυνοΰσθαι καταφλέγον τόν νήϊτην τών εναντίων στρατόν...

'Ερμηνεία Καί κατά τή διάρκεια μιας ναυμαχίας τό ναυτικό τών έχθρών συνετρίβη άπό μία έφεύρεση τοΰ Πρόκλου (τήν έποχή έκείνη ήταν ξακουστός στή φιλοσοφία καί στή μηχανική, άφοΰ είχε μελετήσει όλα τά έργα τοΰ περίφημου ’Αρχιμήδη καί τόν είχε ξεπεράσει). Λέγεται λοιπόν δτι κατασκεύασε μεταλλικούς καθρέφτες, ικανούς νά θέσουν πΰρ καί τούς έστησε στό τεί­ χος απέναντι στόν έχθρικό στόλο. "Οταν δέ χτύπησαν πάνω σ’ αύτούς οί αχτίνες τοΰ ήλιου αμέσως δημιουργήθηκε φλόγα, πού έκαυσε τό στόλο τών έχθρών.

4

5, Α-ΙΙ Προκοπίου, De Bello Vandalico I, II

... ναΰται δέ δισμύριοι έπέπλεαν άπάσαις, Αιγύπτιοίτε καί ‘Ίωνες οί πλεϊστοι καίΚίλικες, άρχηγός τε είς επίταϊς ναυσίν άπάσαις Καλώνυμος Άλεξανδρεύς άποδέδεικτο. ήσαν δέ αύτοϊς καί πλοία μακρά, ώς ές ναυμαχίαν παρεσκευασμένα, ένενήκοντα δύο, μονήρη μέντοι καί όροφάς ΰπερθεν έχοντα, όπως οί ταΰτα έρέσσοντες πρός τών πολεμίων ώς ήκιστα βάλλοιντο. δρόμωνας καλοΰσι τά πλοία ταΰτα οί νΰν άνθρωποι· πλεϊν γάρ κατά τάχος δύνανται μάλιστα, έν τούτοις δή Βυζάντιοι δισχίλιοι έπλεον, αύτερέται πάντες. 'Ερμηνεία 'Όλα τά πλοία τά είχαν έπανδρώσει 20.000 ναύτες, οί περισσότεροι Αιγύπτιοι καί ’Ίωνες καί Κίλικες, άρ­ χηγός δέ σέ δλα τά πλοία ήταν ένας, ό Καλώνυμος ό Άλεξανδρεύς. 'Υπήρχαν σ’ αύτά μακρά πλοία 92, προετοιμασμένα γιά ναυμαχία μέ μιά δμως σειρά κουπιών καί έχοντας έπάνω τους έπίστεγα έτσι, ώστε πολύ δύσκολα οί κωπηλάτες τους νά προσβάλλονται άπό τόν έχθρό. Τά πλοία αύτά οί σύγχρονοι τά ονομάζουν δρόμωνες καί είναι ικανά νά άναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα. Μέσα σ ’ αύτά υ­ πήρχαν 2000 πεπειραμένοι Βυζαντινοί ναύτες καί πολεμιστές.

5

5, Α-ΙΙ Προκοπίου, De Bello Vandalico I, 13

... τριών νεών, έν αίς αύτός τε καί ή θεραπεία έπλει, (ό Βελισσάριος) τά ιστία έκ γωνίας τής άνω ές τριτημόριον μάλι­ στα έχρισε μίλτω, κοντούς τε ορθούς άναστήσας έν πρύμνη έκάστη άπεκρέμασεν άπ ’ αύτών λύχνα, δπως έν τε ημέρα καί νυκτί αί τοΰ στρατηγού νήες έκδηλοι εϊεν. Ερμηνεία Σέ τρία λοιπόν πλοία, στά όποια έπέβαινε αύτός καί ή συνοδεία του, άλειψε τά πανιά τους άπό τήν πάνω γωνία έως τό ένα τρίτο τοΰ πανιοΰ μέ μίνιο καί έμπηξε στό κατάστρωμα τής πρύμης κοντάρια, άπό τά όποια κρέμασε φανάρια έτσι, ώστε νά ξεχωρίζουν μέρα καί νύχτα τά πλοία τοΰ ναυάρχου.

6

5, Α-ΙΙ Άγαθίου τοΰ Σχολαστικού, Ιστοριών Ε, 21 καί 22 Περί ’Ιουστινιανού Βασιλείας

21. .. Τότε δή ούν τών θύννων τή Χερρονήσω προσκαθημένων καί ένοχλούντων, ούκ άνίει ό νεανίας (Γερμανός ό Δω­ ροθέου) τάς τε προσβολάς άνακόπτων καί πάσαν βουλήν άμυντηρίαν διανοούμενος... Καί τοίνυν καλάμους ώς πλείστους άθροίσαντες (οί βάρβαροι) εύμήκεις τε άγαν καί ές δ, τι στερρούς καί παχίστους, καί τούτους έπ ’ αύτοϊς έναρμοσάμενοι καί ξυνδήσαντες καλωδίοις τε καί τολύπαις, κώμυθας πολλάς άπειργάσαντο. τότε

154

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων ξύλα ίθυτενή καθάπου ζυγά καί έγκαινίδας ϋπερθεν κατά τό εγκάρσιον ένθέντες, ού διαπαντός, άλλά μόνον άμφί τά άκρα καί τό μεσαίτατον, καί μείζοσι δεσμοϊς περισφίγξαντες, ξυνήπτον άλλήλαις αΰτάς καί ξυνεμίγνυον, λίαν έν χρω πεπιε­ σμένος, ώς τρεις τυχόν ή καί πλείους ές μίαν άποτελεϊσθαι σχεδίαν, εύρος έχουσαν άρκοΰν πρός άνδρών τεττάρων υ­ ποδοχήν καί έπίβασιν, καί τω βάθει ές τοσοΰτον διϊκνουμένην, ές οσον φέρειν βεβαίως τά άχθη, καί τή λεπτότητι μή καταδύεσθαι. τοιαύτας δή ούν ού μεϊον ή πεντήκοντα καί εκατόν έτεκτήναντο σχεδίας, ώς άν δέ αύτοϊς πλωϊμώτεραι εϊεν, οί δέ τά έμπρόσθια τούτων ήρέμα πρός τό μετέωρον ές πρώρας τύπον περιαγαγόντες καί ύποκάμψαντες καί ώσ­ περ άκροστόλια καί προέμβολα έκμιμησάμενοι, κωπητήρας έφ ’ έκατέρα πλευρά καί οίον παρεξειρεσίας αύτομάτους έμηχανήσαντο. 22. Καί τοίνυν ούτως έκαστα ώς οίόν τε ήν αύτοϊς έν τω άσφαλεϊ καταστησάμενοι, ένήκαν άπάσας τή θαλάττη λαθραίως άμφί τήν εσπερίαν τοΰ κόλπου άκτήν, τοΰ πρός τή Α’ίνω τή πόλει περιαγνυμένου- έμβάντες δή ούν έν αύταϊς άνδρες ές έξακοσίους, καί πτύα ώς πλεϊστα ταϊς έπικαλαμίσιν έντροπωσάμενοι, καί άμαθέστερόν πως ταύτη έρέττοντες, άνήγοντο ώς άπωτάτω τής χέρσου, έξωπλισμένοι τε εύ μάλα καί πρός τό ένεργόν έστηκότες. οϋτω γάρ ωοντο πελάγιοι ήρέμα γιγνόμενοι, ραδίως ύπερβαλέσθαι καί περιπλεΰσαι τόν άγκώνα τοΰ τείχους τόν μέχρι τοΰ βάθους έκτεταμένον... ταΰτα δή ό Γερμανός έκ τών κατασκόπων πυθόμενος, καί γινώσκων, ώς ούκ ές μακράν ό τών καλάμων στόλος έπιφοιτήσει, έπεκερτόμησε μέν τούς πολεμίους τής άβουλίας, μάλα δέ ήσθη έπ ’ αύτή... αύτίκα γάρ έπακτρίδας είκοσι πολυήρεις τε καί άμφιπρύμνους άνδρών έμπλήσας σιδήρω τεθωρακισμένων, άσπίδας τε φερόντων καί τόξα καί πρός γε δορυδρέπανα, τούς τε έρέττοντας έμβαλών, καί τούς τοϊς πηδαλίοις έφεστηκότας ύπό τήν ένδον παρατεινομένην τής θαλάττης γλωχϊνα καθάπερ είς ένέδραν καθορμίσας, ένέκρυψεν, ώς άν μή πόρρωθεν προοφθεϊεν. έπεί δέ οί βάρβαροι ήδη ύπερβάντες τό προπετές τοΰ τείχους... καί τοΰ αίγιαλοΰ προεξέχον, ένέκλινον πρός τά είσω,... τότε δή καί τών Ρω­ μαίων όλκάδες άντανήγοντο καί άντεπήεσαν καί πως αύταϊς τοΰ ροΰ συλλαμβανομένου άντίπρωροι κατιοΰσαι, βιαιοτερον προσπίπτουσι ταϊς έκ τών καλάμων σχεδίαις. ... Οί 'Ρωμαίοι διέκπλους, οποί παρείκοι, ποιούμενοι, ώθισμοϊς τε έχρώντο καθάπερ έν πεζομαχία, καί ταύτη πολλούς τών έναντίων κατέβαλλον, άτε δή αύτοί βεβαιότατα έν ταϊς όλκάσιν έρηρεισμένοΓ

'Ερμηνεία 21. .. Τήν έποχή αύτή πού είχαν εισβάλει οί θύννοι στή Χερσόνησο καί τή λεηλατούσαν, δέν σταματούσε ό νεαρός (Γερμανός ό Δωροθέου) νά ανακόπτει τίς έπιθέσεις καί νά έπινοεΐ τρόπους άμύνης. Οί βάρβαροι αφού συγκέντρωσαν πολλά μακριά καλάμια καί ύπερβολικά παχιά καί ανθεκτικά καί άφοΰ τά ένωσαν, δένοντάς τα μέ σχοινιά καί κόμπους, έφτιαξαν πολλά δεμάτια. Κάρφωσαν ξύλα τότε ισιωμένα δύο-δύο καί άπό πάνω έγκάρσια σανίδες, όχι άπό όλες τίς πλευρές άλλά μόνο στά άκρα καί στό μέσο, έδεσαν τό κατασκεύασμα μέ δυνατότερα σχοινιά καί συναρμολογούσαν μεταξύ τους τά σανίδια πιέζοντάς τα υπερβολικά, ώστε νά έφάπτονται άπόλυτα τρία μαζί ή καί περισσότερα πού νά άποτελέσουν μία σχεδία τόσο πλατιά, ώστε νά χωρά τέσσερες άνδρες καί τόσο βαθιά ώστε νά μπορεί άνετα νά με­ ταφέρει τά βάρη καί νά μήν βουλιάζει. Τέτοιες σχεδίες εκατόν πενήντα έφτιαξαν γιά νά γίνουν δέ πιό καλοτά­ ξιδες τό μπροστινό μέρος τους τό άνασήκωσαν κάπως, δημιουργώντας ένα είδος πλώρης καί έκεΐ μιμήθηκαν άκροστόλια καί προέμβολα καί πρόσθεσαν σέ κάθε πλευρά σκαλμούς καί πρόχειρα καθίσματα γιά τούς κω­ πηλάτες. 22. ’Έτσι λοιπόν, αφού κατασκεύασαν τίς σχεδίες όσο πιό ασφαλείς μπορούσαν, τίς έφεραν όλες κρυφά στή θά­ λασσα πού βρίσκεται μπροστά στόν κόλπο τοΰ Αίνου, κατεβαίνοντας δυτικά στήν πόλη καί στό λιμάνι. Μπή­ καν δέ μέσα σ’ αύτές 600 περίπου πολεμιστές καί έβαλαν πάνω στούς σκαλμούς φτυάρια αντί κουπιά καί κωπη­ λατώντας έτσι πρωτόγονα άνοίχτηκαν στό πέλαγος, καλά έξοπλισμένοι καί έτοιμοι γιά δράση. ’Έτσι νόμιζαν ότι θά άποκτήσουν θαλασσινή πείρα μέ τό νά ξεπεράσουν σιγά σιγά τό βραχίονα (τοΰ τείχους), ό όποιος έκτείνεται έπί πολύ. Αύτά, όταν έμαθε άπό τούς κατασκόπους του ό Γερμανός καί άφοΰ κατάλαβε ότι δέν μπορεί πολύ μακριά νά φτάσει αύτός ό καλαμένιος στόλος, περιγελοΰσε τούς έχθρούς γιά τήν άτολμία καί χάρηκε πάρα πολύ γι’ αύτή. ’Αμέσως δέ γέμισε είκοσι πολύκωπα παράκτια πλοιάρια μέ πολεμιστές σιδερόφρακτους πού έφεραν τόξα καί δρέπανα, τούς δέ κωπηλάτες καί τούς πηδαλιούχους τούς έκρυψε κάτω άπ’ τήν κουπαστή στό ύψος τής θά­ λασσας, σάν σέ ένέδρα καί τά έκρυψε (τά πλοιάρια) σέ όρμο, ώστε νά μήν έντοπίζονται άπό μακριά. 'Όταν δέ οί βάρβαροι ξεπέρασαν τήν άκρη τοΰ βραχίονα καί άπομακρύνθηκαν άπ’ τό γιαλό... τότε λοιπόν άνοίχθηκαν στό πέλαγο καί τά πλοία τών Ρωμαίων καί άντεπετέθηκαν καί, έπειδή πέτυχαν τό ρεύμα τής θάλασσας καθώς κατέβαιναν, έπεσαν μέ μεγαλύτερη βιαιότητα στίς καλαμένιες σχεδίες. Οί Ρωμαίοι όπου μπορούσαν πηδούσαν στίς σχεδίες καί συγκρούονταν σώμα μέ σώμα, σάν σέ πεζομαχία καί έτσι έξόντωσαν όλους τούς βαρβάρους έπειδή οί ’ίδιοι ήταν έξασφαλισμένοι στά κοίλα πλοία τους.

155

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων

7

5, Β-ΙΙ Ζωναρα XII 19, 5-20 ’Ήδη τών Σαρακηνών μέγα δεδυνημένων καί πολλάς τών Ρωμαίων ύποφόρους χώρας καί νήσους σφετερισαμένων, ότούτων άρχηγός Μαυίας (Μωαβια) πολεμιστήριους νήας πλείστας πηζάμενος έπιθέσθαι διεμελέτα τή Ρωμαίων η­ γεμονία οπερ ό Κώνστας μαθών καίαύτός στόλον έτοιμάσας εις τό τήςΑυκίας κατήρε νεώριον, όνομαζόμενον Φοίνικα... Ναυμαχίας γάρ γενομένης ύπερέσχον οί άντιπόλεμοι, καί τοσοΰτος γέγονε φόνος Ρωμαίων ώς έκ τοΰ αίματος πορφυρωθήναι τήν θάλασσαν. Ό δέ Βασιλεύς έσθήτα φαύλην ένδύς καί εις πλοίον έμβεβηκώς τό παρατυχόν μετά τινων ολίγων διέδρα καί εις τό Βυζάντιον διεσώσατο. Οί ’Αγαρηνοίμηδενός έτι αύτοίς έναντιουμένου όμόσε κατά πάντων άνεχώρουν τότε καί τήν νήσον Ρόδον ύφ ’ εαυτούς ποιησάμενοι τόν έν ’ αύτή περίπυστον κολοσσόν καθηρήκασιν, ου τόν χαλκόν ’Ιουδαίος πριάμενος έμπορος έννακοσίαις καμήλοις λέγεται τούτον μετενεγκεϊν.

'Ερμηνεία 'Όταν οί Σαρακηνοί (’Άραβες) είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη καί είχαν σφετερισθεϊ πολλές φόρου υποτε­ λείς περιοχές τοΰ Βυζαντίου, ό άρχηγός τους Μωαβια, άφοΰ κατεσκεύασε πολλά πολεμικά πλοία, σκεφτόταν νά έπιτεθεΐ στό Βυζάντιο. Μόλις τό πληροφορήθηκε ό Κώνστας άφοΰ ετοίμασε καί ό ’ίδιος στόλο τόν συγκέν­ τρωσε στόν ναύσταθμο τής Λυκίας, τόν ονομαζόμενο Φοίνικα. 'Όταν δμως ναυμάχησαν ύπερίσχυσαν οί έχθροί καί έλαβε χώρα τόσο μεγάλη σφαγή τών Ρωμαίων πού άπ’ τό αίμα τους έγινε πορφυρή ή θάλασσα. ' Ο δέ βασιλιάς, άφοΰ φόρεσε ένα παλιόρουχο καί μπήκε σέ πλοίο πού βρήκε τυχαία, μέ λίγους δικούς του σώθηκε στό Βυζάντιο. Οί ’Άραβες, χωρίς νά συναντήσουν άντίσταση, προχώρησαν άκάθεκτοι καί κατέλαβαν τότε τή Ρόδο καί τόν περίφημο κολοσσό της γκρέμισαν, τόν χαλκό τοΰ όποιου τόν άγόρασε 'Εβραίος έμπορος πού χρειάστηλε γιά νά τόν μεταφέρει 900 καμήλες. ο

5, Β-ΙΙ Συνεχιστής τοΰ Θεοφάνους III, 39Β Καί κατά τόν τής αύτοκρατορίας δέ χρόνον αύτοΰ καί τόν ’Οκτώβριον μήνα, είς ίνδικτιώνα όγδόην, ό τών ’Ρω­ μαίων στόλος έν τή νήσω τή Θάσω καταναυμαχηθείς άρδην άπας άπώλετο. καί κατά τό έζής δέ τάς Κυκλάδας νήσους, άλλά μήν καί τάς άλλας άπάσας, ό τών ’Ισμαηλιτών κατασύρων στρατός ούκ έπαύετο. 'Ερμηνεία Κατά τήν διάρκεια τής Βασιλείας του καί κατά τόν ’Οκτώβριο μήνα, τό όγδοον έτος τοΰ ίνδικτιώνα, ό βυ­ ζαντινός στόλος ναυμάχησε καί καταστράφηκε ολόκληρος στή Θάσο. Καί άπό τότε τίς Κυκλάδες άλλά καί όλα τά ύπόλοιπα νησιά δέν σταμάτησε νά λεηλατεί ό στόλος τών Αράβων.

9

5, B-IV

Συμεών ό Μάγιστρος, Περί Μιχαήλ καί Θεοδώρας Ρ433. Β7. Τω β ' αύτής έτει άπέστειλε Θεοδώρα Θεόκτιστον τόν Λογοθέτην κατά τής Κρήτης, καί κακώς τοΐς ύπόχεϊραχρησάμενος αύτός μέν καί φυγαδείαν ήσπάσατο, ό δέ στρατός μαχαίρας έργον τοΐς έν Κρήτη γέγονε.

'Ερμηνεία Τόν δεύτερο χρόνο τής βασιλείας της έστειλε ή Θεοδώρα τόν λογοθέτη (πρωθυπουργό) Θεόκτιστο έναντίον τής Κρήτης καί άφοΰ κακώς διοίκησε τό στρατό του ό ίδιος μέν προτίμησε τή φυγή, ό δέ στρατός του πέρασε άπ’ τό μαχαίρι τών κατακτητών τής Κρήτης.

10 5, B-V Συνεχιστής Θεοφάνους VI 30, Β ... Καί άπό γής καί θαλάττης τήν Νεάπολιν ό πατρίκιος Μαριανός ό ’Αργυρός έπιπεσών μετά τοΰ 'Ρωμαϊκού στρατού, όσα μέν πρός τήν γήν πάντα κατέκαυσαν, όσος δέ έκβολάς άπό τής θαλάσσης ήσφαλίσαντο,... Τούτο καί οί Αογγίβαρδοι καί οί Καλαβροί έποιοΰντο- διό καί οί βάρβαροι τής Σικελίας σύμφωνα ειρηνικά έπετέλουν. 'Ερμηνεία Καί άπό γή καί θάλασσα έπιτέθηκε στήν Νεάπολη ό Μαριανός Άργυρός μέ τό στρατό τών Ρωμαίων καί έκαψε τά πάντα στήν ξηρά καί έξασφαλίσθηκε άπό τήν πλευρά τής θάλασσας... όμοια έπραξαν καί οί Λογγοβάρδοι καί οί Καλαβροί. Γι’ αύτόν τό λόγο καί οί βάρβαροι τής Σικελίας έκαμαν συμφωνίες ειρήνης.

156

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων

η

5, B-VI Δέοντος Διακόνου, 'Ιστορίας Βιβλίον 10, κεφ. ζ' Μετά γάρ τήν τοΰ αύτοκράτορος Ίωάννου έκδημίαν άπό τοΰ σώματος, Βάρδας Μάγιστρος, ό κατ ’ επωνυμίαν Σκλη­ ρός, φιλαρχίαν καί απληστίαν νόσων... αποστασίαν δεινήν... έμελέτησεν. ... Ό δέ Σκληρός, ταϊς... νίκαις έπαρθείς τε καί φρενωθείς,... ακαταγώνιστος ένομίζετο... καί πλείστας τριήρεις προσείληφε, καί θαλασσοκρατών μεγάλα τούς εμπόρους έσίνετο, καί αυτήν ήδη τήν βασιλεύουσαν, τάς σιτηγούς φορτίδας ούκ έών εις αυτήν άναπλέειν κατά τό πρότερον έως ου εκ Βυζαντίου πυρφόροι νήες πρός τών κρατούντων λαθραίως έξαπεστάλησαν. ας Βάρδας Μάγιστρος ό Παρσακουτηνός άγων, αίφνίδιον τή Άβύδω προσορμισθείς, τάς τε τριήρεις τοΰ τυράννου κατέφλεξε,...

'Ερμηνεία Μετά τόν θάνατο τοϋ αύτοκράτορα ’Ιωάννη (Τσιμισκή) ό Βάρδας Μάγιστρος, ό έπονομαζόμενος Σκλη­ ρός, άπό φιλαρχία καί απληστία αποφάσισε ν’ άποστατήσει... ... 'Ο Σκληρός λοιπόν έπειδή εντυπωσιάστηκε άπό τίς νίκες του θεώρησε τόν εαυτό του απροσμάχητο... άφοΰ έλαβε μαζί του πολλές τριήρεις έτσι ώστε νά θαλασσοκρατεί, πολύ ταλαιπωρούσε τούς έμπορους αλλά καί τήν ’ίδια τή βασιλεύουσα μέ τό νά μήν αφήνει τά σιταγωγά πλοία νά τήν εφοδιάζουν δπως πριν μέχρις δτου άπό τό Βυζάντιο έστειλαν κρυφά έναντίον του πυρφόρα πλοία- αύτά οδηγώντας ό Βάρδας Μάγιστρος ό Παρσακουτη­ νός προσορμίσθηκε ξαφνικά στήν ’Άβυδο καί πυρπόλησε τίς τριήρεις τοϋ αποστάτη.

12

5, Δ-ΠΙ Κεκαυμένου Στρατηγικόν De officiis regiis libellus σ κ γ περί τοΰ λημενεύειν καί μή κακοποιεΐν τά πλοία (ό ανορθόγραφος τίτλος είναι μεταγενέστερος) Εί δέ έχεις θάλασσαν εις τήν ύπό σέ χώραν, τά πλοία ά είτε έκουσίως διά πραγματείαν είτε άκουσίως υπό βασιλείας τών κυμάτων έλθουσι, λιμένευσον καί άνάπαυσον αύτά... εί δέ γενήση έπηρεαστής δι ’ αισχρόν κέρδος, έπιβουλευθήση διά τε γης καί θαλάσσης καί κακοδιοικηθείση σύ τε καί ή χώρα σου λέγω σοι δέ άγάπην έχειν καί μετά τών πλησίον καί μετά τών ξένων καί πάντας κατά τό δυνατόν λιμενεύειν καί εύεργετεΐν. Ερμηνεία Λιμενικές εύκολίες Γιά τό πώς νά λιμενίζονται καί νά μήν κακοπαθαίνουν τά πλοία. ’Εάν δέ έχεις θάλασσα στήν Έπικράτειά σου, τά πλοία τά όποια είτε γιά λόγους έμπορίου είτε ακούσια λόγω θαλασσοταραχής προσεγγίσουν τό λιμάνι σου νά τά δεχθείς καί νά τά φροντίσεις... ’Εάν δέ τά έπιβουλευθεΐς γιά αισχροκέρδεια στή γή ή στή θάλασσα θά βλάψεις καί τόν έαυτόν σου καί τή χώρα σου. Σέ συμβουλεύω λοιπόν νά έχεις άγάπη μέ τούς δικούς σου καί μέ τούς ξένους καί όλους κατά τό δυ­ νατόν νά τούς παρέχεις λιμάνι καί νά τούς εύεργετεΐς...

13

5, ΣΤ-Ι Τά Χρονικά τοΰ Μορέως E. J. Schmitt Ρ 4540 έκεϊσε εις τόν βασιλέαι κ ’ έπληροφόρησάν τον 1 τό πώς ό πρίγκιπας Μορέως, εκείνος ό Γουλιάμος, 2 έπάτησεν τόν όρκον του καί άρχισεν τήν μάχην

4546 Ήκούσας τοΰτο ό βασιλεύς ό μέγας Παλαιολόγος, 7 έπίστεφεν τά λόγια τους τά τοΰ είχανε μηνύσει.

4553 Εις τήν Τουρκίαν έστειλεν κι ’ έρρόγεψαν φουσσάτα4 χίλιους έπήρεν έκλεχτούς καί άλλους πεντακοσίους. 4556 Έξάδελφόν του ώρθωσεν καί κεφαλήν τόν βάνει 7 τόν Μακρυνόν τόν έλεγαν, ούτως τόν ώνομάζαν.

157

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων

Η 4576 Τοΰ Αρόγγου καί Γαρδαλεβοΰ ομοίως της Τσακωνιάς 7 χρυσόβουλλον τούς ήφερεν, ολοι νά είναι έγκουσάτοι, 8 άρματα νά βασταίνουσιν, δεσποτικά μή ποιήσουν 9 Είς κάτεργα έσέβησαν, ’ς κράβια καί ταρέτες 10 καί τής θαλάσσης ήλθασιν είς τήν Μονοβασίαν

Ρ 4584 Κι ’ ώς έσωσεν ό Μακρυνός είς τήν Μονοβασίαν 5 έπέζεψεν ’κ τά κάτεργα εκείνος κι ό λαός του. Η 4589 όλων άπόστειλε γραφάς άπό τόν βασιλέαν, Ο άλλους έποικεν σεβαστούς, τούς πρώτους γάρ τζαστάδες. 1 Τά Βάτικα έπροσκύνησαν ομοίως ή Τσακωνίαό δρόγγος γάρ τοΰ Μελιγοΰ, τό μέρος τής Γιστέρνας, εκείνοι έρροβόλεψαν μετά τόν βασιλέα.

14

5, ΣΤ-Ι

Γ. Φραντζή, Βιβλίον Α, Κεφ. 5 ... Καί τινες τής συγκλήτου βουλής τω κρατοΰντι βουλεύουσιν είκή έτοιμάζειν καίδιορθοΰν καίκρατεϊν αύτάς. ματαίως άρα τών νηών ή δαπάνη, ελεγον, μικρού τών άλλων πάντων επέκεινα τό βασιλικόν έπιτρίβουσα ταμείον. '0 δέβασιλεύς τοϊς λόγοις αυτών πεισθείς τάς τριήρεις άνεπιμελήτους καταλείψας, τω χρόνω διεφθάρησαν, καί αί μέν διερράγησαν αί δέ κατεδύθησαν είς πυθμένα θαλάσσης. "Υστερον δέ χρείας καί άνάγκης οϋσης ούκ ήσαν κυβερνήται, καί αί τριήρεις ώς προείπομεν γεγόνασι, καί τοϊς Ρωμαίοις τό βούλευμα πολλά κακά προεζένησε καί δεινά.

'Ερμηνεία Μερικοί συγκλητικοί είσηγοΰνται στόν βασιλέα νά επισκευάζουν κατά περίσταση τά πλοία καί νάτά έχουν, γιατί θά ’ναι μάταιη περισσότερη δαπάνη γιά πλοία, μιά καί σ’ όλα τά άλλα ήταν έλλιπής ή προετοιμασία καί δυσβάσταχτη γιά τό βασιλικό ταμείο. 'Ο δέ βασιλιάς έπειδή πείσθηκε στά έπιχειρήματά τους έγκατέλειψε αφρόντιστες τίς τριήρεις, οί όποιες μέ τόν καιρό καταστράφηκαν καί άλλες βυθίστηκαν καί άλλες άνοιξαν. Καί μετά, όταν παρουσιάσθηκε ανάγ­ κη, δέν υπήρχαν κυβερνήτες καί ούτε βέβαια πλοία, όπως ήδη είπαμε καί αύτή ή πολιτική τών Ρωμαίων έγινε πρόξενος μεγάλων συμφορών.

15

5, ΣΤ-ΙΙ Γ. Φραντζή, Βιβλίον Α, Κεφ. 22 ... '0 Έρτογρούλης περιχαρής γενόμενος, καί είς τά πάντα ά έποίει ίσχυροτέρως καί μετά ελπίδων μεγάλων καί άγερώχου γνώμης ήν άγωνιζόμενος: μετά τινας ημέρας νήας ληστρικάς ώς ένι οίκονομήσας, διήρεις καί μονήρεις ευθύς έτοιμάσας καί μετά άνδρών μαχίμων καλώς παρασκευάσας, πολλάς τών Κυκλάδων νήσους τάς έν τω Αίγαίω πελάγει τής ’Ασίας έλεηλάτησε καί άνδραποδίσατο... καί έκ τών σατραπών έκτοτε μάλιστα ήν ευλαβούμενος, καί προτιμητέος έκ πάντων διά τό ίκανώς πλέειν καί θαλαττουργεΐν, διότι μέν ούκ είσίν αγαθοί τό γένος τοΰτο τών Τούρκων έν τή θαλάττη πλέειν, αυτός δέ διά τό πλέειν τότε πλέον ήν θαυμαζόμενος. Ούτος γεννά τόν Ότθμάνον, έξ ου καί Ότθμανλίδες τό γένος έκλήθη άπαν. ' Ερμηνεία 'Ο Έρτογρούλ ήταν χαρούμενος, βλέποντας πώς όλες οί προσπάθειές του στέφονται μέ επιτυχία καί άγωνιζόταν μέ αισιοδοξία καί ύψηλό φρόνημα. Μετά άπό λίγες ήμέρες εξοικονόμησε μερικά πειρατικά πλοία, μέ μιά ή δύο σειρές κουπιών καί, άφοϋ τά εξόπλισε μέ εμπειροπόλεμους άνδρες, πολλά κυκλαδικά καί αίγαιοπελαγίτικα νησιά κατέλαβε καί λεηλάτησε. Καί άπό όλους τούς άλλους φυλάρχους έχαιρε μεγαλύτερον σεβασμόν καί προτιμάτο, λόγω τοΰ ότι είχε σχέσεις μέ τήν θάλασσα, γιατί τό γένος τών Τούρκων δέν καταγίνεται πάρα πολύ μέ τό ύγρό στοιχείο, αύτός δέ ύπερβολικά θαυμαζόταν επειδή μπορούσε νά ποντοπορεΐ. Αύτός έγέννησε τόν Ότθμάνον (Όσμάν), άπό τόν όποιο ολόκληρο τό γένος του ονομάστηκε Ότθμανλίδες (Όσμανλίδες ή ’Οθωμανοί).

158

'Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων

16

5, ΣΤ-ΙΙ Νικηφόρου Γρήγορα, Βυζαντινή 'Ιστορία, Βιβλίον Η, Κεφ. 10 (στ') Έν τούτοις τοϊς χρόνοις οί Τούρκοι κατεγνωκότες οΰτω νοσοΰντα καί λίαν αίσχρώς τά 'Ρωμαίων διακείμενα πράγ­ ματα ναυπηγεϊν ήρξαντο καί έπιβαίνειν θαλάσσης άδεώς τε καί κατά πλήθος, καί ναυλοχεϊν μέν ανιούσας καί κατιούσας όλκάδας· κατατρέχειν δέ καί Μακεδονίαν καί Θράκην κατατρέχειν δέ νήσους μικράς τε καί μείζους... 'Ερμηνεία Κατά τήν έποχή αύτή οί Τούρκοι έχοντας άντιληφθεΐ τήν έσχατη κατάπτωση τής Ρωμιοσύνης, άρχισαν νά ναυπηγούν πλοία καί νά ταξιδεύουν άφοβα στή θάλασσα μέ πλήθος σκάφη έμπορικά άπό τή μιάν άκρη ώς τήν άλλη καί νά κάνουν έπιδρομές, στή Μακεδονία καί Θράκη καί νά κατατρέχουν τά μικρά ή τά μεγάλα νησιά.

17 5, ΣΤ-ΙΙ Ίω. Καντακουζηνου 'Ιστοριών Βιβλ. Α' I β. τέλος ό μέγας δομέστικος είπε τοιάδε· (παραινέσεις) I γ ' «Πολλών άν ήλλαξάμην πραγμάτων, ώ βέλτιστε...» I δ'... Οΰτω του μεγάλου δομεστίκου διαλεχθέντος, πάντα μέν έφησεν ό Συργιάννης... δεϊν έξευρεϊν, όπως... έσται ή τοΰ βασιλέως άσφάλεια. I δ... πολλών οντων τριήρεων πληρωμάτων, τούς εγχωρίους συνέβαινεν άρπαγάς ύπομένειν καί βίας, τοΰ φοβοΰντος ούκ οντος καί τάς όρμάς έπέχοντος- ναυτική γάρ άναρχία, έφη τις, κρείσσων πυρός.

'Ερμηνεία Τέλος ό μέγας δομέστικος είπε αύτά: «Πολλά πράγματα θά μπορούσα ν’ αλλάξω, φίλε μου...» έτσι άφοΰ μίλησε ό μέγας δομέστικος, είπε ό Συργιάννης, δτι πρέπει νά γίνει τό παν γιά τήν άσφάλεια τοΰ βασιλιά. ’Επειδή λοιπόν υπήρχαν πολλά πληρώματα τών τριήρων, συνέβαινε οί ντόπιοι νά ύφίστανται πολλές διαρπαγές καί ώμότητες, μιά καί δέν ύπήρχε αύτός πού θά συγκρατοΰσε τήν όρμή τών πληρωμάτων. Γιατί, δπως είπε καί κάποιος, ή άναρχία στή θάλασσα είναι χειρότερη κι άπ’ τή φωτιά.

18 5, ΣΤ-ΙΠ Ίω. Καντακουζηνου, Ιστοριών Βιβλ. Β', II Παρεσκευάζετο μέν ούν στόλος πέντε καί εκατόν νεών, ών ήσαν όλίγω ελάσσους είς τάς δύο μοίρας διήρεις καί τριήρεις, έξ ών ήσαν ίππαγωγοί οκτώ άγουσαι τριακοσίαν ίππον αί λοιπαί δέ μονήρεις ήσαν. έπεί δέ παρεσκευασμέναι ήσαν, τήν τε ίππον έσεκόμιζον καί τά άλλα επιτήδεια, ήν τε άμιλλα πολλή τοϊς τριηράρχαις, έκάστου φιλονεικοΰντος πολυτελεία καί λαμπρότητι παρασκευής τούς άλλους ύπερβαλέσθαι· καί τά τε άλλα έξηρτύοντο πρός τό μεγαλοπρεπέστερον καί τά πληρώματα έκόσμουν ίδίοις παρασήμοις έν τε οπλοις καί άσπίσιν... Ερμηνεία Προετοιμαζόταν λοιπόν ό στόλος άπό 105 πλοία άπό τά όποια πολύ λίγα καί στίς δύο μοίρες ήσαν διήρεις ή τριήρεις καί άπ’ αύτά όκτώ ήσαν ίππαγωγά καί μετέφεραν 300 άλογα- τά ύπόλοιπα ήταν μονόκωπα. Άφοΰ λοιπόν προετοιμάστηκαν, έπιβίβασαν τό ιππικό καί τά τρόφιμα. 'Υπήρχε δέ ανταγωνισμός μεταξύ τών τρι­ ηράρχων, έπειδή ό καθένας έπεδίωκε νά ξεπεράσει τούς άλλους στήν πολυτέλεια καί στήν λαμπρότητα τής προετοιμασίας. Καί δλη τους ή έξάρτυση διακρινόταν γιά τή μεγαλοπρέπειά της καί τά πληρώματα διακο­ σμούσαν τίς ασπίδες καί τά δπλα τους, μέ δικά τους παράσημα...

19

5, Ζ-Ι Ιω. Καντακουζηνου, Ιστοριών Βιβλ. Γ' 94 ...Δείσας δέ ό Παλαιολόγος μή ύπ ’ εκείνων διαφερομένων πυραπόληται, αύτίκα τήν πρός τήν θάλασσαν πύλην, ώσπερ τινά κατελάμβανε φυλακήν περί ήν οίκοΰσι παν τό ναυτικόν, οί πλεϊστοί τε όντες καί πρός φόνους ευχερείς, άλλως

159

'Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων τε καί ώπλισμένοι πάντες, ώσπερ τό κράτιστόν είσι τοΰ δήμου, καί σχεδόν έν ταϊς στάσεσι πάσαις αυτοί τοΰ παντός πλήθους εξηγούνται προθύμως επομένου, ή άν αγωσιν αυτοί.

' Ερμηνεία ’Επειδή φοβήθηκε ό Παλαιολόγος μήπως πυρποληθεΐ, απέκλεισε αμέσως τήν πύλη πού έβλεπε πρός τή θά­ λασσα, καί γύρω άπ’ τήν όποια κατοικούν όλοι οί ναυτικοί. Οί περισσότεροι άπ’ αύτούς δέν διστάζουν νά διαπράξουν καί έγκλημα, άφοϋ όλοι τους οπλοφορούν καί αποτελούν τό πιό δυναμικό στοιχείο τοΰ όχλου, ήγοΰνται δέ πρόθυμα σέ κάθε στάση τοΰ λαοΰ, ό όποιος τούς άκολουθεΐ πειθήνια, όπου κι άν τόν οδηγούν.

20

5, Ζ-Π Άνωνύνου Λόγος νουθετητικός πρός Βασιλέα Παρ. 22 σνς, 5 Άγωνίζου δέ έχειν καί τοΰ στόλου άρχοντας άνωτέρους παντός δώρου καί λήμματος. Εί γάρ είσί λείζουροι καί δωρολήπται οί τοΰ στόλου άρχοντες, άκουσον τί ποιοΰσιν. 'Εν πρώτοις μέν στρατείας έώσιν έξκουσεύεσθαι λαμβάνοντες έξ αυτών νομίσματα ουχ οσα ήθελον δοΰναι εις τήν έπήρειαν τοΰ στόλου, άλλ ’ έν διπλή ποσότητι καί γίνεται χελάνδιον έλλιπές. σνη, 24 ... Τήν αύτήν στάσιν ποίησον καί εις τούς άρχοντας τοΰ στόλου καί έστωσαν ανελλιπείς εις τά άρμόζοντα αύτοΐς καίείπερ εις λειξούρας χωρήσουσι, παίδευσον αύτούς διά δαρμού καί κουράς καί χρηματικής ζημίας ... σνη (24), 12. Τοξόται δέ έστωσαν σοι έν ταϊς μακραίς νήαις. δρουγγάριος δέ καί πρωτονοτάριος οί τοΰ στόλου έστω­ σαν εύσεβεϊς ενεργείς... προσέχοντες καί έρευνώντες μετά άκριβείας καί τό λεπτότατον δ πράττεται εις τόν στόλον, «άνατραπέντος γάρ τοΰ στόλου εις τό ούδαμινώτερον συ άνατραπήση καί καταπέσης» 'Ερμηνεία Παρ. 22 σνς 5 (γιά τούς άρχοντες τοΰ στόλου) Φρόντιζε δέ οί αρχηγοί τοΰ στόλου νά είναι άνώτεροι άπό κάθε δωροδοκία. Γιατί άν δωροδοκούνται καί χρηματίζονται μάθε τί είναι σέ θέση νά πράξουν: κατά πρώτον θά μειονεκτοΰν στίς εκστρατείες, γιατί θά παίρ­ νουν άπ’ αύτούς (τούς ύποχρέους) χρήματα, όχι όσα πρέπει γιά τή συντήρηση τοΰ στόλου, άλλά διπλάσια καί έτσι (δηλαδή μέ τήν άπαλλαγή εκείνων άπό τή στράτευση) τά πληρώματα τών πλοίων θά είναι ελλιπή. (Έξκουσεία = άσυδοσία, άτέλεια. Έξκουσεύεσθαι = ν’ άφήνονται σέ άσυδοσία) Παρ. 24 σνη (γιά τούς βαθμοφόρους τοΰ στόλου) ... τήν ’ίδια πολιτική άκολούθησε γιά τούς βαθμοφόρους τοΰ στόλου γιά νά είναι άψογοι στά καθήκοντά τους καί έάν ύποπέσουν σέ παράπτωμα δωροληψίας τιμώρησέ τους μέ ξυλοκόπημα, κουρά καί πρόστιμο. Νά τοποθετείς τούς τοξότες στά μακριά πλοία... οί δρουγγάριοι καί οί πρωτονοτάριοι νά είναι εύσεβεϊς καί δραστήριοι, ώστε νά ένδιαφέρονται καί νά παρατηρούν καί τό παραμικρό πού γίνεται στό στόλο. Γιατί άν άφανιστεϊ ό στόλος θά καταστραφείς καί θά άφανιστεΐς όλοσχερώς καί έσύ.

21

5, Ζ-ΙΙ Τακτικά Λέοντος Σοφού. Διάταξις Λ'. Περί διαιρέσεως στρατού καί καταστάσεως αρχόντων. α Κελεύομεν τοίνυν τή σή ένδοξότητι κατά τήν άνωθεν καί έζ αρχής συνήθειαν τούς στρατιώτας καί τούς άρχον­ τας αύτών έπιλέξασθαι, οΰς άν δοκιμάσης ικανούς είναι πρός τήν τοΰ πολέμου χρείαν. Έκλέξη δέ στρατιώτας άπό παντός τοΰ υπό σέ Θέματος, μήτε παϊδας, μήτε γέροντας, άλλά άνδρείους, ισχυρούς, εύρώστους, εύψύχους, εύπορους, ώστε αύτούς, έν τω έξπεδίτω, ήγουν έν τή συναγωγή τοΰ φοσσάτου είς τήν Ιδίαν στρατείαν άσχολουμένους, έχειν έν τοϊς ίδίοις ο’ίκοις ετέρους τούς γεωργοΰντας, καί τά πρός άπαρτισμόν έξόπλισιν τοΰ στρατιώτου χορηγεϊν δυναμένους, δηλονότι ελευθέρους τούς οίκους έχοντας τών άλλων πασών τοΰ δημοσίου δου­ λειών...

Ερμηνεία Λέγομε λοιπόν στήν ένδοξότητά σου, σύμφωνα μέ τίς παμπάλαιες συνήθειες, τούς στρατιώτες καί τούς διοικητές τους νά επιλέγεις, άπό αύτούς πού θά δοκιμάσεις άν άντέχουν στίς δοκιμασίες τού πολέμου. Θά διαλέξεις δέ τούς στρατιώτες σου άπό τό κάθε Θέμα τής έπικράτειάς σου έτσι ώστε ούτε παιδιά νά είναι ούτε γέροι, άλλά νά είναι άνδρεϊοι, εύρωστοι, εύψυχοι, εύποροι γιά νά άσχολοΰνται μόνο μέ τό στρατό καί τόν πόλεμο καί νά έχουν στό δικό τους σπίτι άλλους πού νά άσχολοΰνται μέ τήν γεωργία καί πού νά τούς χορηγούν τά άναγκαϊα χρήματα γιά τόν εξοπλισμό τοΰ στρατιώτη· καί τέλος νά είναι τά σπίτια τους άπαλλαγμένα άπό κάθε άλλη δουλεία τοΰ δημοσίου. 160

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων

22 5, Ζ-Π Τακτικά Λέοντος Σοφού. Διάταξις Κ', σθ' Στρατηγω άγαθω μηδέν 'έτερον επιτήδευμα δέον έπαινεΐν, άλλ ’ ή δυο ταύτας- τήν μέν γεωργικήν, ώς τρέφουσαν τούς στρατιώτας, τήν δέ πολεμικήν, ώς έκδικοΰσαν καί φυλάττουσαν τούς τρέφοντας γεωργούς.

'Ερμηνεία Στόν καλό στρατηγό κανένα άλλο ιδίωμα δέν πρέπει νά υπολήπτεσαι παρά μόνο δύο· τό μέν γεωργικό, επει­ δή διατρέφει τούς στρατιώτες, τήν δέ τέχνη τοΰ στρατιώτη, επειδή εκδικείται καί περιφρουρεϊ τή ζωή τών γεωρ­ γών πού τούς τρέφουν.

23 5, Η-ΠΙ Κ. Πορφυρογεννήτου, Έκθεσις τής Βασιλείου τάξεως II 44 Β Δρόμονες ζ ' έχοντες άνά άνδρών κωπηλάτων σλ ' (διά τοΰ θέματος τών Κιβυρραιωτών) Δρόμονες ιε ' έχοντα άνά άνδρών κωπηλάτων σλ ' καί άνά πολεμιστών ο ' (Τά Ίδια αναφέρει καί μέ τούς δρόμονες τής Σάμου καί τοΰ θέματος Αιγαίου καί ' Ελλάδος).

’Απόδοση Οί 60 δρόμονες νά έχουν άνδρες κωπηλάτες 230 ό καθένας, οί δέ 15 δρόμονες νά έχουν από 230 κωπηλάτες καί άπό 70 πολεμιστές.

24 5, Η-ΠΙ Τακτικά Λέοντος Σοφοΰ. Διάταξις ΙΘ , η' "Εξω δέ τούτων τόν κένταρχον τοΰ δρόμωνος, καί τόν τό φλάμουλον κατέχοντα, καί τούς δύο κυβερνήτας τών τοΰ δρόμωνος αυχένων, οϋς καλοΰσι καί πρωτοκαράβους. Καί εί τινα δέον εις τήν τοΰ κεντάρχου υπηρεσίαν τών δέ πρωρέων ελατών οί τελευταίοι δύο ό μέν έστω σιφωνάτωρ, ό δέ έτερος ό τάς άγκύρας βάλλων κατά θάλασσαν έστω δέ καί ό πρωρεύς άνω που τής πρώρας καθήμενος ένοπλος, καί ό τοΰ ναυάρχου δέ ήτοι τοΰ κεντάρχου κράββατος επί τής πρύμνης γινέσθω, όμοΰ μέν άφωρισμένον δεικνύων τόν άρχοντα όμοΰ δέ καί φυλάττων μέν καιρω συμβολής άπό τών ριπτομένων βελών παρά τών εναντίων; έξ ’ ου καί τά έκαστα βλέπων πρός τήν χρείαν άγεσθαι κελεύσοι ό άρχων τόν δρό­ μωνα. 'Ερμηνεία ’Επιπλέον δέ αύτών (δηλαδή τών κωπηλατών) υπάρχουν ό κένταρχος τοΰ δρόμωνος ό όποιος έχει τόν επισεί­ οντα καί οί κυβερνήτες τών αύχένων (οί πηδαλιοΰχοι) τοΰ δρόμωνος, τούς όποιους καλοΰν καί πρωτοκάραβους. ’Επίσης στό πλήρωμα προστίθεται καί όποιος χρειάζεται στόν κένταρχο. ’Από τούς κωπηλάτες στήν πρώρη οί δύο τελευταίοι, ό πρώτος είναι ό χειριστής τοΰ σίφωνα καί ό άλλος τών άγκυρών, πρέπει δέ νά είναι καί ό πρω­ ρεύς ό όποιος θά βρίσκεται πάντοτε στήν πλώρη, ένοπλος· καί ό κράββατος (ό θάλαμος) τοΰ ναυάρχου δηλαδή τοΰ κεντάρχου πρέπει νά είναι στήν πρύμνη, γιά δύο λόγους: γιά νά υποδεικνύει τήν κανονισμένη θέση τοΰ άρ­ χοντα καί γιά νά τόν προφυλάσσει σέ καιρό έπιθέσεως άπό τά ριπτόμενα βέλη. Άπό τή θέση αύτή, τήν άσφαλή, θά κατευθύνει ό κυβερνήτης τίς κινήσεις τοΰ δρόμωνος.

25 5, Η-VI Τακτικά Λέοντος Σοφοΰ. Διάταξις Η'. Περί στρατιωτικών έπιτιμίων κβ '. Εί δέ συμβή τινας έν αύτοϊς, ώς είκός, πληγάτους έν αύτή τή συμβολή γενέσθαι, έκείνους έλευθέρους τοΰ τοιούτου έγκλήματος είναι. κγ ’Εάν βάνδου άφαίρεσις υπό έχθρών γένηται, οπερ άπείη, άνευ τινός εύλογου καί φανερός προφάσεως, κελεύομεν τούς τήν φυλακήν τοΰ βάνδου πιστευθέντας σωφρονίζεσθαι, καί παντελώς έσχάτους γίνεσθαι τών άρχομένων ύπ ’ αύ­ τών, καί άτιμους. Εί δέ συμβή τινας αύτών μαχομένους γίνεσθαι πληγάτους, τούς τοιούτους έλευθέρους τοΰ (’επί) τιμίου τοιούτου έπιφυλάττεσθαι. κε '. ’Εάν στρατιώτης τά όπλα αύτοΰ ρίψη έν πολέμω, κελεύομεν αύτόν τιμωρεΐσθαι, ώς γυμνώσαντα εαυτόν, καί τούς έχθρούς όπλίσαντα. Σ/11

161

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων ' Ερμηνεία Περί στρατιωτικών τιμωριών κβ' ’Εάν συμβεΐ μερικοί νά πληγωθούν κατά τή συμπλοκή, αύτοί νά απαλλαγούν γι’ αύτό τό παράπτωμα, κγ'. έάν οί εχθροί καταλάβουν κάποια σημαία, ή όποια έγκαταλείφθηκε χωρίς νά υπάρχει σοβαρός καί αναπό­ φευκτος λόγος, διατάσσομε δπως οί διατεταγμένοι φρουροί τιμωρούνται αύστηρά καί νά καθαιροϋνται, πη­ γαίνοντας στή βάση τής στρατιωτικής ιεραρχίας, ώς άνθρωποι χωρίς τιμή. Έάν δέ συμβεΐ μερικοί άπό αύτούς νά πληγωθούν κατά τή μάχη, αύτοί νά είναι απαλλαγμένοι άπό τίς τιμω­ ρίες. κελ Έάν κάποιος στρατιώτης γίνει ρίψασπις στόν πόλεμο διατάσσομε νά τιμωρηθεί, γιατί άφόπλισε τόν εαυ­ τό του καί έξόπλισε τούς έχθρούς.

26 5, Η-VII Τακτικά Λέοντος Σοφού. Διάταξις Κ', σα' (201) Πολεμίου ποτέ ναυτικού στόλου μετά οικείας δυνάμεως ναυτικής ύποχωρών στρατηγός μηνοειδή παράταζιν ποιού­ μενος ύποστρεφέτω πλέων κατά πρύμναν, καί ούτως άποχωρίζεσθαι τών πολεμίων βουλευέσθω· καί γάρ ου φεύγων, άλλά φυγομαχών ετοίμους έζει τάς ναΰς, καί αυθις έπελθεϊν τοϊς πολεμίοις κατά πρώραν εϊγε καί τούτον χρεία γένηται, τάς πρώρας έχων πρός αύτούς. Καί γάρ ουδέ θαρσήσουσιν έν τω κοιλώματι είσελθεϊν τήν κύκλωσιν ύφορώμενοι. Ερμηνεία ’Άν τύχει καί υποχωρήσεις μπρος σέ έχθρικό στόλο, πρέπει φεύγοντας νά σχηματίσεις μέ τίς πρύμες τών πλοίων σου μηνοειδή παράταξη. Γιατί έτσι δέν θά τολμήσουν τά έχθρικά πλοία νά μποΰν είς τό κοίλωμα τής παρατάξεως, έπειδή θά άντιμετωπίζουν τόν κίνδυνο νά κυκλωθούν. Φεύγοντας δέ δέν θά φυγομαχήσεις, άλλά θά έχεις έτοιμα τά πλοία ώστε νά μπορείς νά στρέψεις πρός αύτόν τίς πλώρες καί μέ αύτές νά έπιτεθεΐς.

27

5, H-VII Τακτικά Λέοντος Σοφού. Λιάταξις Κ' ρ Π στ' (196) Ιστορήσω σοι καί ναυτικού στόλου στρατήγημα. "Οταν γάρ είς άλιμένους καί ψαμμώδεις τόπους τήν άπόβασιν μέλλης έν καιρω ναυτικής στρατηγίας, εί οϋτω τύχοι, ποιήσασθαι, σάκκους πολλούς πληρώσας άμμου, καί τοϊς σχοινίοις προσδήσας άπό έκάστου δρόμωνας έκκρεμάσεις τούς άρκοΰντας οίονεί σιδηράς άγκύρας, καί ούτως τόν λεγό­ μενον πελαγολιμένα ποιήσας ευκόλως κατά τών τόπων νυκτός έξελθών τήν βεβουλευμένην σοι καταδρομήν ποιήσεις. * Ερμηνεία Θά σοΰ έξιστορήσω καί ένα στρατήγημα γιά τόν πολεμικό στόλο. "Οταν πρόκειται νά κάνεις άπόβαση σέ άλίμενες καί άμμώδεις περιοχές σάν άρχηγός τοΰ στόλου σέ περίπτωση άνάγκης, άφοΰ γεμίσεις πολλά σακιά μέ άμμο καί τά δέσεις μέ σχοινιά νά τά κρεμάσεις άπ’ τόν κάθε δρόμωνα, δπως τίς σιδερένιες άγκυρες καί έτσι άφοΰ φτιάξεις τόν λεγόμενο «πελαγολιμένα», εύκολα νά κάνεις τήν έπιδρομή κατά τήν νύκτα στούς τόπους πού έχεις άποφασίσει.

28 5, Θ-ΙΙ Τακτικά Λέοντος Σοφού. Διάταξις ΙΘ', ζ' Άλλά καί τά λεγάμενα ζυλόκαστρα περί τό μέσον που τού καταρτιού έν τοϊς μεγίστοις δρόμωσιν έπιστήσουσι περιτετειχισμένα σανίσιν, έζ ών άνδρες τινές τό μέσον τής πολέμιας νηός άκοντίσουσιν ή λίθους μυλικούς, ή σίδηρα βαρέα, οίον μάζας ξιφοειδείς, δι ’ ών ή τήν ναΰν διαθρύψουσιν ή τούς υποκειμένους συνθλάσουσιν σφοδρώς καταφερόμενα, ή τι έτερον έπισχύσουσιν ή έμπρήσαι δυνάμενον τήν ναύν τών έναντίων, ή τούς έν αύτή πολεμίους θανατώσαι. "Εκαστος δέ τών δρομώνων εύμήκης έστω, καί σύμμετρος, έχων μέν τάς λεγομένας έλασίας δύο, τήν τε κάτω καί τήν άνω. Ερμηνεία Άλλά πρέπει τά λεγάμενα «ξυλόκαστρα», νά στήνονται (τοποθετούνται) στή μέση τοΰ καταρτιού στούς με­ γάλους δρόμωνες καί νά είναι κλεισμένα ολόγυρα μέ σανίδες. Άπό έκεΐ μερικοί άνδρες θά έξακοντίζουν μεγά­ λες πέτρες ή βαριά κομμάτια άπό σίδερο, δπως βέργες πού μοιάζουν μέ σπαθιά, μέ τά όποια ή θ’ άνοίξουντρύπα στό πλοίο ή θά τσακίσουν τούς έπιβαίνοντες, έτσι καθώς θά πέφτουν μέ σφοδρότητα. Άπό τούς ξύλινους αύ-

162

’Ανθολόγιο βυζαντινών συγγραφέων τούς πύργους μπορεί άκόμη νά χυθεί κάτι, ικανό νά βάλει φωτιά στό πλοίο ή νά σκοτώσει τό πλήρωμά του. 'Ο κάθε δέ δρόμων πρέπει νά είναι μακρός καί σύμμετρος καί νά έχει δύο άπό τίς λεγάμενες έλασίες (σειρές κωπηλατών), τήν έπάνω καί τήν κάτω.

29 5, Θ-ΙΙ Κ. Πορφυρογεννήτου, Έκθεσις τής Βασιλείου τάξεως, Κεφ. με ' (45) 'Η κατά τής νήσου Κρήτης εκστρατεία καί ή έξόπλισις τών τε πλωΐμων Έάθησαν εις φύλαξιν της πόλεως οί στρατηγοί τοϋ Αιγαίου Πέλαγους μετά χελανδίων παμφύλων στ ' καί άνά άνδρών ρκ ' καί χελανδίων οϋσιακών δ ’ άνά άνδρών ρη II45,15 ’Έστιν ή έξόπλισις δρόμονος a ' κλιβάνια ο ' λωρίκια ψιλά λόγω τών πρωτοκαράβων καί σιφωναρίων καί προρέων ιβ ' έτερα λωρίκια κοινά ν ', κασίδια π ' αυτοπρόσωπα ι ' χειρόψελλα ζυγαί η ' σπαθία ρ ' σκουτάρια ραπτά ο ' ...μεναύλια ρ ' ρικτάρια ρ ' ναύκλας μετά χειροτοξοβαλίστρων καί κόρδων μεταξωτών κ'... ' Ο δρόμων οφείλει έχειν άνδρας τ ', οί μέν σλ ' πλόιμοι κωπηλάται ήτοι καί πολεμισταί... Οί έτεροι ο ' άνδρες πολεμισταί άπό τών καβαλλαρικών θεμάτων.

'Ερμηνεία ’ Αφέθηκαν γιά τή φρούρηση τής πόλεως οί στρατηγοί τοΰ Αιγαίου μέ έξι παμφύλους - χελάνδια πού είχαν άπό 120 άνδρες καί τέσσερα ούσιακά χελάνδια μέ 108 άνδρες. II 45,15 'Ο εξοπλισμός δέ τοΰ δρόμωνος άποτελεΐται άπό 70 κλιβάνια (βαρείς θώρακες) 12 ελαφρά λωρίκια (θώρακες) γιά τούς πρωτοκάραβους, τούς σιφωναρίους καί τούς πρωράτες, 10 άλλα κοινά λωρίκια, 80 κασίδια (δερμάτινα καλύμματα, τής κεφαλής), 10 αύτοπρόσωπα (παραγναθίδες) 8 ζευγάρια χειρόψελλα (καλύμματα τοΰ καρποΰ, είδος χειροκτίων), 100 σπαθιά, 70 ραπτά σκουτάρια (άσπίδες) 100 μεναύλια (δόρατα) 100 άκόντια, 20 πλοιάρια μέ χειροτοξοβαλλίστρες (βαλλίστρες πού βάλλουν μέ τό χέρι τόξα) καί μεταξωτά κορδόνια... 'Ο δρόμων πρέπει νά έχει άνδρες 300, άπό τούς όποιους οί μέν 230 είναι ναυτικοί καί κωπηλάτες, οί δέ άλ­ λοι 70 πολεμιστές, άπό τά καβαλλαρικά θέματα.

163

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΑΛΦΑ Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ ΤΩΝ ΡΟΔΙΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΕΝΙΚΑ ΜΕΡΟΣ A' ή ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΣ Β ' ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΜΕΡΟΣ Γ' ΤΙΤΛΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ, ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ Προσθήκη I. Προσθήκη II. Προσθήκη III. Προσθήκη IV. Προσθήκη V.

Κείμενο 'Ερμηνεία Κείμενο 'Ερμηνεία Κείμενο Ερμηνεία Κείμενο Ερμηνεία

Τά πρόσωπα στή θαλασσία έπιχείρηση Κοινωνία ή Κοινοπραξία ’Εκβολή ή ’Αβαρία καί Συνεισφορά Θαλασσινά δάνεια 'Εξάβιβλος Κ. ’ Αρμενοπούλου Κείμενο Ερμηνεία

167 171 172 173 174 175 176 178 182

189 190 191 194 195 196

165

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΑΛΦΑ

Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ ΤΩΝ ΡΟΔΙΩΝ

Γ ενικά 'Ο Ναυτικός Κώδιζ τών Ροδίων ή Νόμος Ροδίων Ναυτικός ή τέλος, Ναυτικός Νόμος είναι μιά συλλο­ γή άπό διατάξεις ναυτικής φύσεως τής νομοθεσίας τοΰ ’Ιουστινιανού, άπό ορισμένα τοπικά έθιμα καί συνήθειες τής Μεσογείου, μαζί μέ άλλες πρωτότυ­ πες διατάξεις. 'Η συλλογή αύτή, σύμφωνα μέ τή μάλλον άποδεκτή άποψη, συντάχθηκε είτε άπό ιδιώτες είτε άπό επίσημη άρχή, κατά τό διάστημα μεταξύ τοΰ έκτου καί ογδόου αιώνα μετά Χριστόν. Οσοι μάλιστα ύποστηρίζουν ότι ύπήρξε έργο δημο­ σίας άρχής, δέχονται ότι τέθηκε σέ ισχύ άπό ένα έκ τών Ίσαύρων αύτοκρατόρων, τόν Λέοντα Γ' (717-740) ή τόν Κωνσταντίνο Ε' τόν Κοπρώνυμο (740-775). Τό χαρακτηριστικό είναι ότι άπό τά μνημεία τής βυζαντινής νομοθεσίας κανένα δέν έφθασε μέχρι τίς ήμέρες μας σέ τόσα άντίγραφα, σέ όσα βρίσκεται ό Ναυτικός Νόμος. "Ισως τοΰτο μαρτυρεί τήν άξια καί χρησιμότητά του, κατά τή διαδρομή τών αιώ­ νων. Τέτοια χειρόγραφα μπορεί νά βρει κανείς στή Βιβλιοθήκη τοΰ Βατικανοΰ, στό Μοναστήρι Grotta Ferrata, τήν ’Εθνική Βιβλιοθήκη τής ’Ιταλίας, τών Παρισίων καί τοΰ Μονάχου, στίς βιβλιοθήκες Valliceliana, Laureziana καί Ricardiana, στήν ’Εθνική Βιβλιοθήκη τής Βιέννης, τήν Πανεπιστημιακή τής Λειψίας, τήν Πανεπιστημιακή τής Μεσσήνης καί τήν Άμβροσιανή τοΰ Μιλάνου. 'Υπάρχουν δύο χειρόγραφα στό "Αγιον "Ορος, τό ένα στή Μονή Ίβήρων (άριθ. 21) καί τό άλλο στή Μονή τής Λαύρας (άριθ. 6). Τό πρώτο είναι σέ χαρτί τοΰ Μου αιώνα καί φαίνεται νά περιέχει άποσπάσματα μόνο άπό τόν Κώδικα. Τό δεύτερο είναι σέ περγαμηνή τοΰ Που αιώνα. 'Υπάρχει καί άλλο τοΰ 11ου ή 12ου αιώνα, στό όρος Σινά. Χειρόγραφο τοΰ 16ου αιώνα βρίσκεται στήν Πάτμο (’) καί άλλο τοΰ 15ου αιώνα στήν ’Αθήνα (2). 'Η σιωπή τής λήθης έκάλυψε έπί αιώνες τόνΝαυ­ τικόν Νόμον, μολονότι οί διατάξεις του, προσαρμο­ σμένες φυσικά, έπέζησαν στά θέσμια (Statuta = κα­ ταστατικά) τών ναυτικών πόλεων τής Μεσόγειου.

Από τή λήθη αύτή βγήκε μόλις περί τά μέσα τοΰ 16ου αιώνα. Πραγματικά τό 1561 δημοσιεύθηκε στή Βασιλεία άπό τόν S. Shard γιά πρώτη φορά συλ­ λογή, μέ τόν τίτλο Ναυτικός Νόμος τών Ροδίων, στό έργο του Ροπαί. ’Ακολούθησαν εκδόσεις άπό τόν Loewenklau, τό 1596, τόν Vinnius τό 1647, τόν Γάλ­ λο J. Pardessus 1828, τόν Γερμανό νομομαθή Κ. Ε. Zachariae von Legenthalt, τό 1865 (στό έργο του Ecloga a prochiron mutata), τόν Dejardins (μέρος μόνο) τό 1890 καί τόν Dareste, τό 1905. 'Η τελευ­ ταία μέ εύρυτάτη κριτική σχολίαση έκδοση, είναι τοΰ Βρεταννοΰ Walter Ashburner, τό 1909, στήν Οξφόρδη, ή όποια καί πολύ μέ βοήθησε στό προκείμενο πόνημα. Στήν 'Ελλάδα δημοσιεύθηκε τό Μέρος Γ' μόνο (3) άπό τόν Ε. Μακρυγιάννη, τό 1902 καί ολόκλη­ ρος ό Νόμος άπό τούς Ί. καί Π. Ζέππον στό έργο τους Jus Graecoromanum, έτος 1931, τέλος δέ περί­ ληψη τών διατάξεων, μέ πλούσια εισαγωγή άπό τόν πλωτάρχη Λιμενικό Γ. Τσουρή στόΔελτίον Μελετών. YEN, 1969. Συγγραφείς οί όποιοι άσχολήθηκαν διεξοδικά μέ τόν Ναυτικό Νόμο είναι ό J. Pardessus, στό έρ­ γο του Συλλογή Ναυτικών Νόμων, προγενεστέρων του 18ου αίώνος (1828), ό A. Dejardins στήν 'Ιστο­ ρική Εισαγωγή στή Σπουδή τοΰ ’Εμπορικού Ναυτικοΰ Δικαίου (1890), ό Μ. Dareste, πού δημοσίευσε τό ελληνικό κείμενο μέ εισαγωγή, μετάφραση καί σχό­ λια στή Φιλολογική ’Επιθεώρηση (Revue de Philologie) ’Ιανουάριος 1905, καί τελευταίος μά δχι έ­ σχατος ό W. Ashburner, στό πολύ γνωστό άνά τόν κόσμο βιβλίο του The rhodian Sea law, ’Οξφόρδη 1909. 'Ο μεγάλος άριθμός τών χειρογράφων τοΰ Ναυ­ τικού Κώδικος τών Ροδίων, καθώς καί ή επίμοχθη εργασία κορυφαίων επιστημόνων μαρτυρούν πε­ ι) Σακελλίωνος Ίωάννου: Πατμιακή Βιβλιοθήκη. Άθήναι αωη', σελ. 201. 2) Κατάλογος Κωδίκων τής Βουλής — Νέος Άριθμομνήμων, Τόμος I, σελ. 227.

3) 'O Ναυτικός Νόμος άποτελείται άπό τόν Πρόλογο ή Μέρος Α' καί άπό τά Μέρη Β καί Γ.

167

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

ρισσότερο άπό κάθε άλλο τό ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τό όποιον είχε προκαλέσει στό Μεσαίωνα καί σέ μιά μακριά διαδοχή αιώνων τό περιεχόμενό του. Καί τοΰτο γιατί οί διατάξεις του επηρέασαν καί διαμόρ­ φωσαν τό ναυτικό δίκαιο ή τό λιγότερο τά ναυτικά έθιμα τής Μεσογείου κατά τή μακρά περίοδο, πού άρχίζει άπό τήν πτώση τής ρωμαϊκής αύτοκρατορίας καί φθάνει ώς τήν έμποροκρατική άναγέννηση, μέ τίς άκμάζουσες στή θάλασσα ιταλικές δημοκρα­ τίες — καί πέρα άπ’ αύτή. — 'Η περιοχή τής Κεντρικής καί τής Δυτικής Με­ σογείου, σημειώνει ό καθηγητής Δ. Ρόκας, κυριαρ­ χείται κατά τόν Μέσον Αιώνα υπό ιδιαιτέρου Ναυ­ τικού Δικαίου, τό όποιον άποτελεΐ εξέλιξη τοϋ Νό­ μου Ροδίων Ναυτικού καί τών τοπικών εθίμων. Τό δί­ καιον τοΰτο διεισδύει στή Νομοθεσία τών Θεσμίων τών ναυτικών ιταλικών πόλεων, δπως τά Θέσμια (Statuta) Trani τοΰ 1063, Ancona τοΰ 1397, Πίζας τοΰ 1060, Βενετίας τοΰ 1255, Sassari τοΰ 1316 καί περαιτέρω στή Νότιο Γαλλία, δπως τά Θέσμια τής ’Άρλης (Arles) τοΰ 1150, Montpellier τοΰ 1223, Μασσαλίας 1253-55, στήν ’Ανατολική 'Ισπανία καί άλλοΰ... Διατάξεις άπό τό ναυτικό τοΰτο δίκαιο περι­ λαμβάνονται στόν Κώδικα τοΰ βασιλείου τής ' Ιερου­ σαλήμ καί τής Κύπρου, τό όποιο 'ίδρυσαν οί Σταυ­ ροφόροι καί δπου ό Κώδικας συντάχθηκε στά συνέ­ δρια τής 'Ιερουσαλήμ, τά γνωστά μέ τόν όρο Assi­ ses de Jerusalem, 15 ’Ιουλίου 1099. ’Ιδού δμως τώρα καί τό επίμαχο ζήτημα: ήταν πραγματικά ό Ναυτικός Νόμος, κωδικοποίηση τής άρχαίας νομοθεσίας τής Ρόδου, άπό τήν όποια έλαβε καί τό δνομά του Ναυτικός Κώδιζ τών Ροδίων; Μιά κωδικοποίηση, πού μέ τήν πάροδο τοΰ χρόνου ύπέστη — έστω — σημαντικές άλλοιώσεις; Δέν είναι λίγοι εκείνοι πού τάσσονται μ’ αύτή τήν άποψη, μερικοί μάλιστα άπό τούς όποιους βρίσκουν τήν ευκαιρία νά ύμνήσουν σέ λυρικούς τόνους τή ναυ­ τιλιακή δύναμη καί τήν εύημερίατής άρχαίας Ρόδου. ’Επικαλούνται δέ ορισμένα κείμενα, τά όποια εκ πρώτης δψεως φαίνεται νά μαρτυρούν τοΰ λόγου των τό άληθές. Στή νομοθεσία πράγματι τοΰ Ίουστινιανοΰ καί ειδικότερα στούς Πανδέκτες, τό Βιβλίο 14, τίτλος 2, έχει τήν επικεφαλίδα De Legge Rhodia Jactu, δηλα­ δή περί τοΰ ροδιακοΰ νόμου τής εκβολής (= άβαρίας). Καί σημειώνει: Legge Rhodia cavetur ut si le­ vandae navis gratia jactus mercium factus est, ommium contributione sacciatur quod pro ommibus est. Δηλαδή, σέ έλευθέρα άπόδοση, άπό τό Νόμο τών Ροδίων προβλέπεται ότι σέ περίπτωση εκβολής εμπο­ ρευμάτων, ύποχρεοΰνται όλοι νά συνεισφέρουν γιά εκείνα τά όποια θυσιάστηκαν γιά τό γενικό καλό. Στό ’ίδιο βιβλίο καί τόν ίδιο τίτλο (14.2.9), τό άπόσπασμα (Fragmentum), πού φέρει τόν τίτλο

168

Volusius Maecianus ex Legge Rhodia, σημειώνεται ή περίφημη άπάντηση τοΰ αύτοκράτορος Άντωνίνου στήν αίτηση, τήν όποια τοΰ υπέβαλε ένας 'Έλλην έμπορος, όνόματι Ευδαίμων, άπό τή Νικο­ μήδεια. - Άζίωσις Εύδαίμονος τοΰ Νικομηδέως πρός Άντωνϊνον Βασιλέα. Κύριε Βασιλεύ, ναυφράγιον (= ναύαγιον) ποιήσαντες έν τή ’Ιταλία (=’Ικαρία) διηρπάγημεν υπό τών δημοσίων τών τάς Κυκλάδας νήσους οίκούντων (δηλ. άπό Κυκλαδίτες πειρατές). Άντωνϊνος εΐπεν Εύδαίμονι: Έγώ μέν τοΰ Κόσμου Κύριος, ό δέ νόμος τής θαλάσσης, τω νόμω τών Ροδίων κρινέσθω τω ναυτικω, έν οίς μή τις τών ήμετέρων αύτω νό­ μος έναντιοΰσθαι. Τοΰτο δέ καί ό θειότατος Αύγουστος έκρινεν Q ). 'Όπως είναι καλά γνωστό στούς νομικούς, τό μνη­ μειακό έργο τοΰ ’Ιουστινιανού Corpus Juris Ci­ vilis, δημοσιεύθηκε τό 533, άποτελεϊτο άπό 50 βιβλία καί διαιρείτο στίς Εισηγήσεις, τούς Πανδέ­ κτες, τόν Κώδικα καί τίς Νεαρές. "Υστερα άπ’ αύτό, σταθμό σημείωσαν τά Βασιλικά, τά όποια συνθέ­ τουν τήν εκκαθάριση καί προσαρμογή τού Corpus Juris Civilis, στίς άντιλήψεις καί τίς άνάγκες τοΰ ενάτου αιώνα. Τό βιβλίο III τών Βασιλικών περιλαμβάνει κυρίως ναυτικό δίκαιο, έν μέρει δίκαιο πού δέν περιέχεται στό Ναυτικό Νόμο τών Ροδίων, καί έν μέρει δίκαιο, πού θίγεται σ’ αύτόν. Γεννήθηκε λοιπόν, δπως ήταν φυσικό, τό θέμα ποιά σχέση υπάρχει άνάμεσα στό Ναυτικό Νόμο καί τό βιβλίο III (τών Βασιλι­ κών). 'Ορισμένοι έπιστήμονες συνδυάζουν τά Βα­ σιλικά μέ τό Ναυτικό Νόμο καί ειδικότερα τό τρί­ το Μέρος του. Καί άπ’ αυτούς άλλοι δέχονται δτι τό Μέρος αύτό (Γ', τοΰ Ναυτ. Νόμου) άποτελοΰσε οργανικό τμήμα τών Βασιλικών, γιατί βρέθηκε στά χειρόγραφά τους, άλλοι δέ δτι δέν είχε έπίσημο χαρακτήρα καί δέν άποτελοΰσε μέρος τους. ’Άν έπιχειρήσουμε νά παρακολουθήσουμε τούς συγγραφείς, στίς άντικρουόμενες άπόψεις τους σχετικά μέ τήν προέλευση τοΰ Ναυτικοΰ Νόμου, θά παρασύρουμε τόν άναγνώστη σέ μιά κοπιαστική περιπλάνηση, άπό τήν όποια άλλωστε δέν πρόκει­ ται νά βγει σοφότερος. Νομίζω δτι τό συναγόμενο μπορεί νά διατυπω­ θεί σ’ αύτή τήν άπλή εικόνα: δέν δικαιούται βέβαια νά άρνηθεΐ ό έρευνητής δτι ή Ρόδος είχε ναυτιλια­ κή δύναμη, μεγάλη καί γραπτούς νόμους. Είναι πολύ πιθανό, άν θέλετε βέβαιο, δτι ή ροδιακή νομοθε­ σία καί άκτινοβολία είχε καί έπίδραση στόν έλληνιστικό καί ρωμαϊκό κόσμο. "Ισως τοΰτο νά όφείλετο, άνάμεσα στ’ άλλα, καί στό δτι είχε ρυθμίσει, πρώτη αύτή, φλέγοντα ναυτικά θέματα, δπως τό θέ-

1) Βλ. σχετικά καί Πρόλογον, ’Εκδοχή III.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

μα τής εκβολής (άβαρίας), μολονότι τοΰτο δέν ήταν άγνωστο στό αρχαίο ελληνικό δίκαιο (Βλ. Προσ­ θήκη III ’Εκβολή ή άβαρία καί συνεισφορά). Πολύ λοιπόν φυσικό ήταν ό Τριβωνιανός καί οί συνεργάτες του στούς Πανδέκτες νά μήν αγνοή­ σουν τόσο σοβαρές διατάξεις, δπως δέν τίς είχαν αγνοήσει οί Ρωμαίοι. Καί νά μή τίς αγνοήσει ή δημόσια ή ιδιωτική συλλογή, πού έγινε κατά τό διάστημα, μεταξύ 6ου καί 8ου αιώνα, περιέλαβε δμως καί τίς τότε επικρατούσες συνήθειες καί έθι­ μα στούς ναυτιλλομένους τής Μεσογείου. Άπό τό σημείο αύτό μέχρι τοΰ νά δεχθεί κανείς δτι ό Ναυτικός Νόμος, δπως έφθασε σέ μάς μέ τά διάφορα χειρόγραφα καί τό δνομα Ναυτικός Κώδιζ των Ροδίων, άντιπροσωπεύει ή ταυτίζεται μέ τήν παλιά ροδιακή νομοθεσία, ύπάρχει μεγάλη από­ σταση, τήν οποία Ισχυρή μόνο φαντασία μπορεί νά καλύψει. Καί θά μπορούσα εδώ νά έπαναλάβω τό γραφόμενο άπό τόν W. Ashburner, σχετικά μέ τήν προέλευση τοΰ Ναυτικοΰ Νόμου. - Καί αύτοί ακόμη, γράφει ό Βρεταννός νομικός, οί όποιοι πιστεύουν δτι ό Πρόλογος (ή Μέρος Α') περι­ είχε μιαν αφήγηση ιστορικών γεγονότων καί δτι τά Μέρη Β ' καί Γ ' αντιπροσώπευαν τά έθιμα τής Ρόδου, πού συγκεντρώθηκαν υπό συνθήκες οί όποιες άναφέρονται στόν Πρόλογο καί αύτοί άκόμη, οί όποιοι - ενώ άρνοΰνται τόν Πρόλογο, παραδέχονται δτι τά μέρη Β ' καί Γ' ή τουλάχιστο τό Μέρος Γ' δικαιολογεί τόν τίτλο πού δόθηκε σ ’ αύτά τάχειρόγραφα (σημ. άπό τούς συγ­ γραφείς ή άλλους) - άναγκάσθηκαν νά δεχθούν δτι τά στοιχεία αύτά ύπέστησαν άλλοίωση μέ τήν πάροδο τών αιώνων καί δτι στή μορφή πού τά έχομε σήμερα, αποτελούν έργο τού Μεσαίωνα. Μιά γρήγορη άλλά προσεκτική ανάγνωση τού Ναυτικού Νόμου μάς φθά­ νει γιά νά μορφώσουμε γνώμη... 'Υπάρχει εξάλλου ένα στοιχείο, τό όποιο δέν μποροΰμε νά άγνοήσουμε. Καί ' 5 στοιχείο αύτό είναι τό ΰφος τοΰ Ναυτικοΰ Νόμου: τό ύ'φος τοΰ Ναυ­ τικού Νόμου μαρτυρεί καθαρά πώς είναι έργο τοΰ βυζαντινοΰ Μεσαίωνα. Κύριο χαρακτηριστικό στούς συντάκτες τών νόμων τοΰ Μεσαίωνα ήταν, κατά τούς ειδικούς πάν­ τοτε, τό πάθος τους νά ποικίλλουν τή φράση. "Ενας σύγχρονος νομοθέτης χρησιμοποιεί, δπως είναι γνωστό, τήν ίδια λέξη ή φράση γιά τό ίδιο άντικείμενο ή τήν ’ίδια έννοια, δσον κι άν αύτό άποτελεΐ μονοτονία. ’Άν χρησιμοποιήσει διαφορετική λέξη ή φράση, μπορεί νά δημιουργηθεΐ παρανόη­ ση κατά τήν ερμηνεία καί τήν εφαρμογή. 'Ο Ναυτικός Νόμος δμως — τό Μέρος Γ' κυρίως — παρουσιάζει τήν άγάπη πρός τήν ποικιλία σέ σημαντικό βαθμό: δταν πρόκειται νά έπαναληφθεΐ τό ’ίδιο πράγμα, τοΰτο γίνεται πάντοτε μέ άλλη φράση ή δρο. Χρησιμοποιείται ό μέλλων, δπως τά δώσει ό κρούσας, κατασχεθήσονται, άποδώσει κλπ. Είναι συνήθη τά άπαρέμφατα καί οί προστακτικές:

μένειν, προσφέρειν, έφορόν ή έρχέσθωσαν, είσκομιζέσθω, είτωσαν κλπ. Διαφέρει εξάλλου ό Ναυτικός Νόμος φανερά άπό τίς νομικές διατάξεις, πού περιλαμβάνονται στούς Πανδέκτες καί τά λοιπά βυζαντινά κείμενα, δπου επι­ κρατεί κατά κανόνα ή άκρίβεια. Πραγματικά στό Ναυτικό Νόμο δέν ύπάρχει άκρίβεια στή χρονο­ λογία, άμφιβολία δέ δημιουργεΐται γιά τόν τόπο, άκόμη καί γιά τό δικαστή καί τήν άκολουθητέα διαδικασία. Σημειώνει λ.χ. έκδικείν (δηλαδή θά έκδικάζεται μιά ύπόθεση) καί πέραν άπ’ αύτό τίποτε. ’Επιπλέον οί διατάξεις τοΰ Ναυτικοΰ Νόμου μοιά­ ζουν πολύ περισσότερο μέ συμβουλές πρός τούς ναυτικούς καί τούς εμπόρους, παρά μέ κανόνες δι­ καίου, πού περιλαμβάνονται σ’ έναν κώδικα. 'Η διάρθρωση τοΰ Ναυτικού Νόμου είναι άπλή Άποτελεΐται άπό τόν Πρόλογο ή Μέρος A ', πού άπο· βλέπει στό νά δώσει μιά κύρωση στό Ναυτικό Νόμο, μέ τίς δηλώσεις διαφόρων Ρωμαίων αύτοκρατόρων. Άνταποκρίνεται, κατά τόν Γκοντεφρουά, λιγότερο ή περισσότερο στή ρωμαϊκή auctoritas, δηλαδή τή δήλωση τής αύτοκρατορικής έγκρίσεως^ χάρη στήν όποια ένα σύνολο διατάξεων αποκτά νομοθε­ τική ισχύ. "Οπως δμως θά ίδεΐ ό άναγνώστης - καί στίς τρεις εκδοχές (recenciones) — είναι ένα κείμενο χωρίς πολλή συνέπεια, τόσον πού ό Παρντεσσύ νά μή διστάζει νά τό χαρακτηρίσει πλαστό καί άναξιόπιστο (L’ oeuvre d’un faussaire ignorant ou ma­ ladroit = έργο ενός άγράμματου ή άδέξιου πλαστογράφου). Τό δεύτερο Μέρος (Μέρος Β'), κατά τόν Παρ­ ντεσσύ πάλι, είναι μιά συλλογή άπό συνήθειες, πού συντάχθηκε ίσως γιά τή χρήση τών θαλασσι­ νών καί τήν προσαρτοΰσαν φαίνεται σάν συμπλή­ ρωμα ή ερμηνεία ενός νόμου, ό όποιος έρύθμιζε τά ναυτικά. Ειδικότερα άποτελεΐται άπό 19 κεφάλαια, μέ κύριο χαρακτηριστικό τή συντομία. Τά πρώτα επτά καθορίζουν τά μερίδια, πού άπολαμβάνουν τά μέρη τοΰ πληρώματος ενός πλοίου άπό τά κέρδη τής ναυ­ τιλιακής έπιχειρήσεως. Τά κεφάλαια 8 μέχρι 13 άποτελοΰν κανονισμό εσωτερικής ύπηρεσίας: προσδιορίζουν δηλαδή τό χώρο, πού πρέπει νά δια­ τίθεται σέ κάθε επιβάτη· περιορίζουν τόν άριθμό ' τών ύπηρετών, τούς όποιους ό έμπορος ήμπορεϊ νά φέρει μαζί του, ορίζουν τή μερίδα τοΰ νεροΰ καί άπαγορεύουν ορισμένες επικίνδυνες πράξεις. (Είναι μάλλον ειδικές διατάξεις, οί όποιες κρεμώνται συχνά ή τοποθετούνται σέ κατάλληλο σημείο τοΰ πλοίου γιά τήν καθοδήγηση τών έπιβατών. Τό ση­ μείο αύτό μπορεί νά είναι ή κολόμπα δηλαδή ό κορμός τοΰ μεγάλου ίστοΰ). Τό Κεφάλαιο 14 περιορίζει τήν εύθύνη τοΰ πλοιάρχου γιά τά τιμαλφή, στήν περίπτωση κατά τήν όποια ό επιβάτης δέν τά παρέδωσε πρός φύλα­ ξη καί τά κράτησε μαζί του. Κυβερνήτης,πλήρωμα 169

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

καί έπιβάτες οφείλουν νά όρκισθοΰν στό ιερό Εύαγγέλιο, σύμφωνα μέ τό κεφάλαιο 15. Τό επόμενο (Κεφ. 16) ορίζει τόν τρόπο μέ τόν όποιο έκτιμάται γιά γενικότερους σκοπούς, ή αξία τοΰ πλοίου. Μέ τά θαλασσινά δάνεια καί τά δάνεια γενικά, άσχολοΰνται τέλος τά κεφάλαια 17, 18 καί 19. Βασικό τμήμα, δικαίωση καί κυρία ούσία τοΰ Νόμου είναι τό Μέρος Γ'. Τό Μέρος τοΰτο περι­ λαμβάνει 47 κεφάλαια, πολύ περισσότερο έκτεταμένα άπό τό κεφάλαια τοΰ δευτέρου Μέρους. Πραγ­ ματεύονται, τά κεφάλαια αύτά, διάφορα θέματα τοΰ Ναυτικού Νόμου καί κεφάλαια γιά τό’ίδιο θέμα είναι κατά κανόνα συγκεντρωμένα στό ’ίδιο σημείο, ώστε ν’ άποτελοΰν κατά κάποιον τρόπο μιά λογική ενό­ τητα. Τό περιεχόμενό τους σκιαγραφείται πάρα κάτω, γιά εκείνον πού δέν θά είχε τό χρόνο ή τή διάθεση νά διαβάσει αύτούσιο τό κείμενο (στό πρωτότυπο ή τή μετάφρασή μου) τών σχετικών διατάξεων. Τά κεφάλαια 1-8 ασχολούνται μέ ζητήματα άστυνομεύσεως. Ειδικότερα τά 1-2 άναφέρονται στήν κλοπή άγκυρών ενός πλοίου ή άλλου μέρους τής έξαρτίας καί τό 3, μέ τίς κλοπές άπό ένα ναύτη, είς βάρος επιβάτη ή εμπόρου. Τό 4, κατανέμει τήν εύθύνη άνάμεσα στόν κυβερνήτη καί στούς έπιβά­ τες, γιά τόν πλοΰ σ’ έναν τόπο όπου ύπάρχουν λη­ στές. Τά κεφάλαια 5-7 μιλούν γιά τίς συμπλοκές είτε τών ναυτών μεταξύ τους ή τών πλοιάρχων καί εμπόρων μέ τούς ναύτες καί ορίζουν τήν εύθύνη γιά τήν προσγενόμενη σωματική βλάβη. Στό κε­ φάλαιο 8 είναι ή περίπτωση, κατά τήν όποια ό πλοίαρχος καί τό πλήρωμα φεύγουν μέ τό πλοίο, συναποκομίζοντας καί τά χρήματα. Τό 9 άσχολεΐται μέ τήν εκβολή (άβαρία) καί τά άποτελέσματά της, τό 10 μέ τήν εύθύνη γιά ζημιά στό πλοίο ή τό φορτίο, όταν ένα άπό τά δύο μέρη (οί ναυτικοί ή οί έμποροι) είναι ύπεύθυνοι. Καθα­ ρά συμβουλευτική μορφή έχει τό κεφάλαιο 11, τό όποιο προτρέπει τούς εμπόρους νά μή φορτώνουν βαριά καί πολύτιμα άντικείμενα σέ παλιά καράβια. Δέν τίθεται βέβαια σάν διάταζις νόμου, άποβλέπει δμως νά περιορίσει τίς προϋποθέσεις υπό τίς όποιες δικαιούνται νά ζητήσουν άποζημίωση οί κύριοι τοΰ φορτίου. Τά κεφάλαια 12-14 μιλοΰν γιά τίς παρακαταθή­ κες, τό 13 μάλιστα επαναλαμβάνει, μέ κάπως διαφο­ ρετικά λόγια τά κεφάλαια 14-15 τοΰ Μέρους Β'. Τό κεφάλαιο 15 άναφέρεται στίς περιπτώσεις , κατά τίς όποιες τό πλοίο άναγκάζεται ν’ άποπλεύσει ξαφνι­ κά καί ν’ άφήσει έξω (στήν ξηρά) τούς έπιβάτες (ύπάρχει σ’ αύτό σχετική μνεία γιά παρακαταθή­ κη καί γι’ αύτό έχει τεθεί σ’ αύτή τή θέση). Τά κεφάλαια 16, 17, 18 άσχολοΰνται μέ τά θα­ λασσινά δάνεια καί τίς θαλάσσιες κοινωνίες. Τά 19 μέχρι 25 (εκτός τοΰ 21) μέ τή ναύλωση τοΰ πλοίου 170

άπό τόν έμπορο, τό δέ 21 μέ τήν κατανομή τής ζη­ μίας άνάμεσα στούς δύο πλοιοκτήτες ή δύο κυρίους τοΰ φορτίου. Στά κεφάλαια, πού άκολουθοΰν, είναι δυσκολό­ τερο νά καταλάβει κανείς τήν άρχή ή τή διάρθρωση καί τοΰτο, γιατί συχνά τό ’ίδιο κεφάλαιο πραγμα­ τεύεται περισσότερα άπό ένα θέματα. Τά κεφάλαια 26-44 (μέ εξαίρεση τό 42) πραγμα­ τεύονται κυρίως τό ζήτημα τής συνεισφοράς στίς διάφορες περιπτώσεις ζημίας ή εκβολής. Ειδικό­ τερα, κατά τό κεφάλαιο 26 ναύτες ή πλοίαρχοι, πού διανυκτερεύουν έξω άπό τό πλοίο είναι ύπεύθυνοι γιά τίς ζημίες πού έπαθαν τό πλοίο καί τό φορτίο κατά τήν άπουσία τους. Τά 27-33 προσδιορίζουν τήν εύθύνη τοΰ εμπόρου γιά ζημίες στό πλοίο, δταν τοΰτο είναι φορτωμένο (27-29), κατά τό ταξίδι (3032) ή μετά τήν έκφόρτωση (33). Τό κεφάλαιο 34 όμιλεϊ γιά τήν εύθύνη, πού ύπάρχει άπό ζημίες σέ έμπορεύματα εύαίσθητα στήν ύγρασία καί τό 35 γιά τήν εύθύνη, σέ περίπτωση κατά τήν όποια θά σπά­ σει ή θά παρασυρθεί μακριά ό ιστός. ' Η σύγκρουση δύο πλοίων άποτελεΐ θέμα τοΰ Κε­ φαλαίου 36, ή άναλογία δέ στή συνεισφορά τοΰ χρυσοΰ ή άλλων ειδών μεγάλης άξίας — μέ μικρόν όγκο — άποτελεΐ θέμα τών κεφαλαίων 37, 40 καί 41 (τά κεφάλαια αύτά έπαναλαμβάνουν ορισμένα σημεία άπό τά κεφάλαια 30 καί 31). Τά κεφάλαια 38 καί 39 άναφέρονται στά σιτοκάραβα ή τά καράβια, πού μεταφέρουν έφόδια καί προβλέπουν άποζημίωση στήν περίπτωση, κατά τήν όποια τό πλοίο ή τό φορ­ τίο θά ύποστεΐ ζημία. Τό 42 δίνει στόν πλοίαρχο τό δικαίωμα νά μεταφέρει τό φορτίο σέ άλλο πλοίο, έφ’ δσον τό πρώτο πλοίο παρουσιάζει διαρροή. Πολύ γενικές διατάξεις γιά τήν ύποχρέωση άποζημιώσεως περιλαμβάνονται στά κεφάλαια 43 καί 44, ένώ τά 45-47 άσχολοΰνται μέ τή διάσωση άντικειμένων στή θάλασσα καί τήν άμοιβή τοΰ σώστη, άνάλογα μέ τίς περιστάσεις. Στίς σελίδες, πού άκολουθοΰν καταχωροΰνται, στό πρωτότυπο καί σέ ερμηνεία α. 'Ο Πρόλογος ή Μέρος Πρώτο β. Τό Μέρος Δεύτερο γ. Πίνακας κεφαλαίων τοΰ Τρίτου Μέρους δ. Κείμενο τοΰ Τρίτου Μέρους. Παρατίθεται άκόμη, στή συνέχεια, στίς Προσθή­ κες I, Π, III, IV καί V, σύντομη ή κάπως έκτεταμένη άνάλυση ορισμένων άπό τά βασικά θέματα, πού θίγονται στό Νόμο. Δηλαδή Προσθήκη I: Τά Πρόσωπα σέ μιά θαλασσία ’Επιχείρηση Προσθήκη II: Κοινωνία ή Κοινοπραξία Προσθήκη III: ’Εκβολή (ή άβαρία) καί Συνεισ­ φορά Προσθήκη IV: Θαλασσινά δάνεια Προσθήκη V: 'Εξάβιβλος, Κ. ’ Αρμενοπούλου.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

ΜΕΡΟΣ A ' ή ΠΡΟΛΟΓΟΣ (PARS PRIMA) ΚΕΙΜΕΝΟ

Recencio I (Πρώτη εκδοχή) Νόμος Ροδίων δν έθέσπισαν οί Θειότατοι Αύτοκράτορες Άδριανός, Τιβέριος, Λούκιος Σεπτήμιος Σεβήρος... άξιοσέβαστοι. Τιβέριος Καϊσαρ, σεβαστός άρχιερεύς μέγιστος, τω τριακοστω δευτέρω λέγει. έντυχόντων μοι τών ναυτών ναυκλήρων καί εμπόρων iva τά έν θαλάσση καί ζάλη συμβαίνοντα είς συμβολήν έρχέσθωσαν, άποκριθείς ό Νέρων είπεν. μέγιστε σοφώτατε καί έδραιώτατε Καϊσαρ, τά υπό τοΰ σου μεγέθους καθι­ στάμενα άναγκαϊον ήγοΰμαι ένδείξασθαι, ούδέν διή­ γημα παραπέμψας, άκριβώς έν Ρόδω έπιζητήσας καί άναθέμενος τάς πράξεις τών έμπλεόντων ναυκλήρων καί έμπορων καί έπιβατών καί ένθηκών καί κοινωνιών καί πλοίων άγοράσεων καί πράσεων καί ναυπηγικών έργασίας, παραθηκών τε χρυσίων καί άργυρίων καί ειδών διαφόρων. Ταΰτα πάντα ψήφω θεματίσας Τιβέ­ ριος Καϊσαρ σφραγίσας παρέδωκε Άντωνίνω φαιδροτάτω ύπάτω. ύπάτοις τούτον προσφέρουσιν έν τή πανευδαίμονι καί κορυφή τών πόλεων Ρώμη έπί υπάτων Λαύρου καί Άγριππίνου φαιδρότατων. Ούτοι προσήνεγκαν μεγίστω καί αύτοκράτορι Ούεσπασιανω καί σφραγίσας έπί τής λαμπρός συγκλήτου Οϋλπιος Τραϊα­ νός άπέλυσεν είναι τόν Νόμον τόν Ρόδιον, αμα καί φαι­ δρότατης συγκλήτου, ό δέ νόμος τής θαλάσσης τω νόμω κρινέσθω τω ναυτικω, τό δ ’ αύτό καί ό θείος Αύ­ γουστος έκρινεν.

Recencio II (Δευτέρα έκδοχή) Πρόλογος Ροδίου νόμου εκτεθείς ύπο Τιβερίου Βασιλέως Τιβέριος Καϊσαρ, σεβαστός άρχιερεύς μέγιστος δημαρχικής έξουσίας τοΰ τριακοστοΰ δευτέρου λέγει, έντυγχανόντων μοι τών ναυκλήρων 'iva τά έν θαλάσση ζάλης συμβαίνοντα είς συμβολήν έρχεσθαι, άποκριθείς Νηρεύς είπεν. μέγιστε σοφών καί έδραιότατε Τιβέριε Καϊσαρ, τά υπό τοΰ σοΰ μεγέθους καθιστάμενα άναγ­ καϊον ήγοΰμαι ένδείξασθαι, ούδέν δέ διήγημα τών έμ­

πλεόντων έν Ρόδω παρεπέμψατο, άλλ ’ άκριβώς έπι­ ζητήσας καί άναθέμενος τάς πράξεις τών έμπλεόντων ναυκλήρων τε καί έμπορων καί έπιβατών, ένθηκών τε καί κοινωνιών καί πλοίων πράσεων καί άγοράσεων καί ναυπηγίας καί ναυτών έργασίας, παραθηκών τε χρυσίου καί άργυρίου καί ειδών διαφόρων. Ταΰτα πάντα τή ψή­ φω θεματίσας Τιβέριος Καϊσαρ, σφραγίσας παρέδωκεν Άντωνίνω φαιδροτάτω ύπάτω. Ύπάτοις τούτο προσφέρουσιν έν τή πανευδαίμονι καί κορυφή τών πόλεων Ρώμη έπί υπάτων Κλάρου καί Άγριππίνου φαιδροτάτων. Ούτοι προσήνεγκαν τώ μεγίστω καί αύτοκράτορι Ούεσπασιανώ τώ βασιλεϊ, καί σφραγίσας έπί τής λαμπροτάτης συγκλήτου άπέλυσεν. Οϋλπιος Τραϊα­ νός ό βασιλεύς αμα καί τή φαιδροτάτη συγκλήτω σφραγίσαντες άπέλυσαν. Νηρεύς ό βασιλεύς σφραγίσας άπέ­ λυσεν. αύτοκράτωρ Άδριανός έπί ύπάτων Κλάρου καί Αλεξάνδρου σφραγίσας άπέλυσεν, είναι τόν Ρόδιον νό­ μον δίκαιον καί έπίκρισιν έχοντα. (Τιβέριος Καϊσαρ είπεν, ούδένα μείζονα κίνδυνον είναι λέγω, τής καταρ­ τιού αύτομάτως έκβεβλημένης, είς συμβολήν έρχεσθαι. έάν δέ καί άνάγκη ό πρωρεύς καί ό ναυπηγός τά σίδηρα προσφερέτωσαν καί κοπτέτωσαν τό κατάρτιον iva τό πλοϊον μή καταποντισθή, καί ταΰτα είς συμβολήν έρχέσθω f1).

Recencio III (Τρίτη έκδοχή) Νόμος Ροδίων Ναυτικός, δν έθέσπισαν οί θειότατοι αύτοκράτορες Τιβέριος, Άδριανός, Άντωνϊνος, Περτίναξ, Αούκιος Σεπτήμιος Σεβήρος άεισέβαστοι. Τιβέριος Καϊσαρ σεβαστός, άρχιερεύς μέγιστος δημαρχικής έξουσίας (α) τριακοστώ δευτέρω έντυχόντων μοι ναυτών, ναυκλήρων, έμπορων, iva τά έν θα­ λάσση συμβαίνοντα είς συμβόλαιον έρχωνται άποκριθείς ό Νέρων είπε· Μέγιστε, σοφώτατε καί φαιδρότατε Τιβέριε Καϊσαρ, τά ύπό τοΰ σοΰ μεγέθους καθιστάμενα άναγκαϊον ηγούμαι συνδέξασθαι ούδέν. Παραπέμψης 1) Είναι φανερή ή έλλειψη συνάφειας τοΰ χωρίου τούτου, πρός τό όχι καί τόσο άρτιο σύνολο τοΰ Προλόγου.

171

Νόμος Ροδίων Ναυτικός ακριβώς έν Ρόδω έπιζητήσας καί άναπέμψας τάς κρά­ ζεις καί των έμπλεόντων ναυκλήρων, καί εμπόρων, καί επιβατών καί ένθηκών καί κοινωνιών καί πλοίων άγοράσεων καί πράσεων καί ναυπηγικών εργασιών παραθηκών τε χρυσίων καί αργυρίων καί ειδών δια­ φόρων. Ταΰτα πάντα ψηφοθεματίσας Τιβέριος καί σφραγίσας, παρέδωκεν Άντωνίνω φαιδροτάτω ύπάτω κ ' ύπατικοΐς τούτον προσαγορεύουσιν έν τή πανευδαίμονι, καί κορυφαία τών πόλεων Ρώμη επί υπάτων Λαύρου κ '

Άγριππίνου φαιδροτάτων. Ούτοι προσήνεγκαν τώ μεγίστω αύτοκράτορι Ούεσπεσιανω ού τά αύτά σφραγίσαντος επί τής λαμπράς συγκλήτου Οϋλπιος Τραϊανός απέλυσε είναι τόν Νόμον τών Ροδίων άμα τή φαιδροτάτη συγκλήτω. ‘Αλλά μή καί Άντωνίνος τώ άξιωθέντι ειπεν, εγώ είμί τοΰ κόσμου κύριος ό δέ νόμος τής θαλάσσης τώ νόμω τών Ροδίων κρινέσθω τώ ναυτικώ, έν οίς μή τις τών ήμετέρων αύτώ νόμος έναντιοΰται τοΰτο καί τό αύτό ό Θειότατος Αύγουστος έκρινεν.

ΜΕΡΟΣ Α ' η ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Πρώτη εκδοχή Νόμος Ροδίων ναυτικός, τόν όποιον έθέσπισαν οί Θειότατοι Αύτοκράτορες Άδριανός, Τιβέριος, Λούκιος Σεπτήμιος Σεβήρος... οί άξιοσέβαστοι. 'Ο Τιβέριος Καίσαρ, σεβαστός άρχιερεύς μέ­ γιστος, κατά τό τριακοστόν δεύτερον (έτος) τής εξουσίας άποφαίνεται. "Οταν οί ναύτες, οί πλοίαρ­ χοι καί οί έμποροι μέ πλησίασαν ζητοϋντες δπως τά δσα συμβαίνουν στή θάλασσα καί σέ περίπτωση τρικυμίας ύπόκεινται σέ συνεισφορά, ό Νέρων (παίρνοντας τό λόγο) απάντησε καί είπε. — Μέγιστε, σοφότατε καί κραταιότατε Καίσαρ, θεω­ ρώ αναγκαίο δπως έφαρμοσθεΐ εκείνο τό όποιον έθεσπίσθη άπό τή Μεγαλειότητά σου, χωρίς νά παρα­ λείψω καμιά διάταξη, άφοΰ αναζήτησα στή Ρόδο καί κατέγραψα δλα τά θέματα, πού ενδιαφέρουν έκείνους οί όποιοι ταξιδεύουν μέ τά πλοία, πλοιάρ­ χους εμπόρους καί επιβάτες καί τίς καταβολές κε­ φαλαίου καί τά συνεταιρικά καί τίς αγορές πλοίων καί πωλήσεις καί ναυπηγικές εργασίες καί τίς παρα­ καταθήκες χρυσοΰ καί αργύρου καί διαφόρων αγα­ θών. "Ολα αύτά τά επικύρωσε ό Τιβέριος Καίσαρ καί άφοΰ τά σφράγισε τά παρέδωσε στόν Άντωνίνο, τόν ένδοξο ύπατο. 'Υποβλήθηκαν έν συνε­ χεία είς τούς ύπάτους, στήν πανευδαίμονα καί κορυ­ φαία τών πόλεων Ρώμη, έπί ύπατείας Λαύρου καί Αγριππίνου, τών ένδοξων. Αυτοί τά υπέβαλαν στόν μέγιστο καί αύτοκράτορα Βεσπασιανό, ό όποιος τά έπικύρωσε παρουσία τής συγκλήτου καί ό Οΰλπιος Τραϊανός αποφάσισε μαζί μέ τήν ένδοξοτάτη σύγ­ 172

κλητο νά ισχύει ό Νόμος τών Ροδίων. Τό δέ δίκαιον τής θαλάσσης νά διέπεται άπ’ αυτόν τό ναυτικό νόμο, τοΰτο δέ έπικύρωσε μέ άπόφασή του ό θείος Αύγουστος.

Δευτέρα έκδοχή Πρόλογος τοΰ Νόμου τών Ροδίων δπως έξετέθη άπό τόν βασιλέα Τιβέριο. Τιβέριος Καίσαρ, σεβαστός άρχιερεύς μέγιστος, τό τριακοστόν δεύτερον έτος τής έξουσίας του άποφαίνεται. Καθώς μοΰ ζήτησαν οί πλοίαρχοι, δπως τά δσα συμβαίνουν στήν ταραχώδη θάλασσα ύπόκεινται είς συμβολή, άποκρίθηκε ό Νηρεύς καί είπε. — Μέγιστε άπ’ τούς σοφούς καί κραταιότατε Τιβέριε Καίσαρ, θεωρώ άναγκαϊο δπως έφαρμοσθεΐ έκεΐνο τό όποιον έθεσπίσθη άπό τή Μεγαλειότη­ τά σου, χωρίς νά παραλείψω καμία διάταξη άπό τίς ίσχύουσες στούς ναυτικούς τής Ρόδου, άλλά άκριβώς άναζήτησα καί κατέγραψα τίς ένέργειες τών πλοιάρχων καί έμπορων καί έπιβατών πού ταξι­ δεύουν, τών φορτωτών καί συνεταίρων, τίς πωλήσεις καί τίς άγορές πλοίων, τίς ναυπηγικές καί ναυ­ τικές έργασίες, τίς παρακαταθήκες χρυσοΰ καί άργύρου καί άλλων ειδών. "Ολα αύτά τά έπικύρωσε ό Τιβέριος Καίσαρ καί άφοΰ τά σφράγισε τά παρέδωσε στόν Άντωνίνο, τόν ένδοξο ύπατο. 'Υποβλήθηκε (κατόπιν) τοΰτο ένώπιον τών ύπάτων στήν πανευδαίμονα καί κορυ­ φαία τών πόλεων Ρώμη έπί ύπάτων Κλάρου καί Άγριππίνου, τών ένδοξων. ’Εκείνοι τό ύπέβαλαν στόν μέγιστο καί αύτοκράτορα Βεσπασιανό, τόν

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

βασιλέα, ό όποιος άφοΰ τό έπικύρωσε, παρουσία τής συγκλήτου, τό παρέδωσε. Οΰλπιος ό Τραϊανός ό βασιλεύς τό ένέκρινε μαζί μέ τή σύγκλητο, τήν ένδοξοτάτη. Νηρεύς, ό βασιλεύς τό έπικύρωσε. 'Ο αύτοκράτωρ Άδριανός (τέλος) επί ύπατείας Κλάρου καί ’Αλεξάνδρου, άφοΰ τό έπικύρωσε, άποφάσισε ό Νόμος τών Ροδίων νά αποτελεί τό δίκαιον καί βάσει τούτου νά κρίνονται (τά όσα συμβαίνουν στή θάλασσα). ('Ο δέ Τιβέριος Καίσαρ είπε, δέν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος άπό τό νά υπάρχει ύποχρέωση συνεισφοράς, δταν σπάζει μόνος του ό ιστός. ’Εάν δμως παραστεί άνάγκη ό πρωρεύς καί ό ξυλουργός νά κόψουν τόν ιστό, γιά νά μή καταποντισθεί τό πλοίο καί αύτά νά ύπόκεινται σέ συ­ νεισφορά) (■).

Τρίτη εκδοχή Ροδίων Ναυτικός Νόμος τόν όποιον έθέσπισαν οί θειότατοι αύτοκράτορες Τιβέριος, Άδριανός, Άντωνίνος, Περτίναξ, Λούκιος Σεπτήμιος Σεβήρος, οί παντοτεινά σεβαστοί. 'Ο Καίσαρ Τιβέριος, δήμαρχος καί μέγιστος άρχιερεύς κατά τό 32ο έτος τής έξουσίας του (λέγει). Άφοΰ μέ συνάντησαν ναύτες, ναύκληροι καί έμπο­ ροι ζητοΰντες νά ρυθμισθοΰν τά προβλήματα τής θα­ λάσσης, έλαβε τό λόγο ό Νέρων καί είπε:

Μέγιστε, σοφότατε καί χαριέστατε Τιβέριε Καί­ σαρ δέν ύπάρχει άνάγκη νομίζω νά συμπληρώσω σέ τίποτε τίς έντολές του, καθώς μάς παραπέμπεις στό Νόμο τών Ροδίων γιά τά θέματα έν πλώ τών ναυκλήρων, έμπορων, έπιβατών, έμπορευμάτων, συμ­ φωνιών, άγορών πλοίων, ναυπηγικών έργασιών, καί διαφόρων χρυσών ή άργυρών ένεχύρων. Άφοΰ ένέκρινε μέ ψήφο αύτά τά διατάγματα καί σφράγισε ό Τιβέριος τά παρέδωσε στόν έξοχότατο ύπατο Άντωνίνο, όπως προσαγορεύεται στήν πανευδαίμονα καί κορυφαία πόλη τής Ρώμης έπί ύπάτων Λαύρου καί Άγριππίνου, τών έξοχωτάτων. Αύτοί τά παρουσίασαν στόν μέγιστο αύτοκράτορα Βεσπασιανό ό όποιος τά ένέκρινε ένώπιον τής σύγκλήτου καί τέλος ό Οΰλπιος Τραϊανός τά καθιέρω­ σε, μαζί μέ τήν άξιοσέβαστη Σύγκλητο ώς Νόμο τών Ροδίων. Αλλά μήπως καί ό Αντώνιος δέν είπε σ’ αύτόν πού άξιώθηκε νά τόν άκούσει: Έγώ είμαι ό κύριος τοΰ κόσμου, τό δέ δίκαιον τής θαλάσσης άς άπονέμεται σύμφωνα μέ τόν Νόμο τών Ροδίων, στόν όποιο κανένα δικό μας διάταγμα άς μην έναντιώνεται, όπως άκριβώς έθέσπισε καί ό ισόθεος Αύ­ γουστος. 1). Βλέπε παραπάνω σημείωση στό αντίστοιχο κείμενο τοϋ Πρω­ τοτύπου.

ΜΕΡΟΣ Β ' (PARS SECUNDA) ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1-19

ΚΕΙΜΕΝΟ ναύκληρου μισθός μέρη δύο κυβερνήτου μισθός μέρος έν ήμισυ πρωρέως μισθός μέρος έν ήμισυ ναυπηγού μισθός μέρος έν ήμισυ καραβίτου μισθός μέρος έν ήμισυ ναύτου μισθός μέρος έν παρεσχαρίτου μισθός μέρος ήμισυ έμπόρω έχειν έξόν έν πλοίω παϊδας δύο. τόν ναύλον διδότω. θ. επιβάτου τόπος μήκος πήχεων τριών, πλάτος πήχεως ένός

α. β. γ. δ. ε. ς. ξ. η.

ι. έπιβάτης έν πλοίω ίχθύν μή τηγανιζέτω- ό ναύ­ κληρος αύτώ μή συγχωρείτω. ια. έπιβάτης έν πλοίω ξύλα μή σχιζέτω· ό ναύκληρος αύτώ μή συγχωρείτω ιβ. έπιβάτης έν πλοίω ύδωρ μέτρω λαμβανέτω

ιγ. γυναίκας έν πλοίω λαμβάνειν τόπον πήχεως ένός· τό δέ παιδίον τό τέλειον πήχεως τό ήμισυ. ιδ. εάν είσέλθη έπιβάτης έν πλοίω καί έχη χρυσίον, παρατιθέσθω αύτό τώ ναυκλήρω· είδέ μή παραθέμενος ε’ίπη, ότι χρυσίον άπώλεσα ή άργύριον, ά­

173

Νόμος Ροδίων Ναυτικός κυρα, ε’ίτω τά λεγάμενα έπεί τώ ναυκλήρω ου παρέθετο. ιε. ό ναύκληρος καί οί έπιβάται καί οί ναΰται όμοΰ έμπλέοντες όρκον ευαγγελίων παρεχέτωσαν. ις. είναι τήν χιλιάδα τού μοδισμοΰ χρυσίνω πεντήκοντα μετά πάσης τής έξαρτίας αύτοΰ καί είς συμ­ βολήν έρχέσθω, τοΰ δέ πλοίου τοΰ παλαιού χρυσίνων τριάκοντα, καί έν τή τιμήσει τό τρίτον μέ­ ρος κουφιζέσθω, καί ού'τω είς συμβολήν έρχέσθω. ιζ. ό νόμος κελεύει· τά έν τή θαλάσση δεδανεισμένα έγγαια καί άκίνδυνα μή γραφέτωσαν, εί δέ καί έπιγράφουσιν, άκυρα ε’ίτω έπί τόν ρόδιον νόμον τά δέ έν άγροϊς ή έν ορεσι δανειζόμενα έγγαια καί άκίνδυνα έπιγραφέτωσαν κατά τόν ρόδιον νόμον.

ιη. έάν δανείσηταί τις έν τόκοις καί εί έτη οκτώ τελέση τούς έννόμους τόκους, μετά δέ οκτώ έτη συμβή άπώλειαν γενέσθαι ή πυρκαίάν ή διαρπαγήν βαρ­ βάρων, τών τόκων διάλυσις γενέσθω κατά τόν ρόδιον νόμον εί δέ μή τελέση τούς τόκους έκ τών νομίμων, τά έγγραφα κύριά έστι κατά τάς προτέρας συνθήκας, καθώς τό έγγραφον προφέρει. ιθ. οί ναύκληροι ναυκληροΰντες, συμβαλλομένου τοΰ πλοίου μή έλαττον τοΰ τριμερίτου, όπου έάν άποστέλλωνται, καθό δει χρήματα χρηννύειν καί άποστέλλειν έπί πλοίου κατά θερείαν καί κατά πλοΰν, καθώς άν συνεγράψαντο κύρια έστω- ό δέ χρήσας τά χρήματα έπιπεμπέτω άνθρωπον, ος άν έπιχρήννυται.

ΜΕΡΟΣ Β ' ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1-19

ΕΡΜΗΝΕΙΑ I/O μισθός τοΰ πλοιάρχου (ναυκλήρου) είναι μερίδια δύο ('). 2/0 μισθός τοΰ πηδαλιούχου (κυβερνήτου) με­ ρίδια ένα καί μισό.. 3/0 μισθός τοΰ πρωρέως μερίδια ένα καί μισό 4/0 μισθός τοΰ ξυλουργοΰ (ναυπηγοΰ) μερίδια ένα καί μισό. 5/0 μισθός τοΰ πρωτοκάραβου (καραβίτου) (1 2) μερίδια ένα καί μισό. 6/0 μισθός τοΰ ναύτη μερίδιο ένα. 7/0 μισθός τοΰ ναυτόπουλου (παρεσχαρίτου) (3) μερίδιο μισό. 8. Δικαιούται ό έμπορος νά φέρει μαζί του δυό ύπηρέτες (ή δούλους)· νά πληρώνει όμως τό ναύλο. 9. Γιά κάθε επιβάτη διατίθεται χώρος μήκους τριών πήχεων, πλάτους δέ ενός (4). 10/Απαγορεύεται ό έπιβάτης νά τηγανίζει στό πλοίο ψάρια· νά μή τό έπιτρέπει σ’ αύτόν ό πλοίαρχος. 11/Απαγορεύεται ό έπιβάτης νά σχίζει στό πλοίο ξύλα· νά μή τό έπιτρέπει σ’ αύτόν ό πλοίαρ­ χος. 12/0 έπιβάτης ύποχρεοΰται νά παίρνει νερό (απ’ τό κοινό βυτίο) μέ μέτρο. 174

13 . Οί γυναίκες θά καταλαμβάνουν στό πλοίο χώρον ενός πήχεος· τό δέ παιδί (ήλικίας 1-7 έτών) χώ­ ρον, τό μισό τοΰ πήχεος. 14 .’Άν είσέλθει στό πλοίο έπιβάτης καί έχει μαζί 1) Φαίνεται ότι οί μισθοί ακολουθούν τή σειρά τής ιεραρχίας στό πλοίο: ναύκληρος (πλοίαρχος), κυβερνήτης (πηδαλιούχος), πρωρεύς (πρωράτης, λοστρόμος), ναυπηγός (ξυλουργός) καί καραβίτης (πρωτοκάραβος). (Βλ. καί Προσθήκη I, γιά τό ναύκληρο). 2) Κάραβος λεγόταν ή μεγάλη βάρκα τοϋ πλοίου, καραβίτης δέ ό λέμβαρχός της, πού αντιστοιχούσε πρός τόν πρωτοκάραβο τοΰ πολεμικού ναυτικοΰ τοΰ Βυζαντίου. Οί μικρότερες βάρκες, γιατί ύπήρχαν συνήθως περισσότερες από μία, ονομάζονταν έφόλκαια ή έφόλκια (ώς έλκόμενα πίσω άπό τό πλοίο, στό όποιο είναι δε­ μένα μέ ένα σχοινί). 3) Παρεσχαρίτης, λέξη πού παράγεται άπ’ τό έσχάρα καί έσχάρια. Έδώ έσχάρα δέν σημαίνει τό μαγειρικό σκεΰος, πού χρησιμο­ ποιείται στήν εστία, άλλά τά ξύλα, τά όποια σχηματίζουν τήν κοιτίδα, ή όποια χρησιμεύει γιά τήν καθέλκυση τοΰ πλοίου. Έ­ σχάρια έξάλλου είναι τά ορθογώνια ή τραπεζοειδή κομμάτια άπό ξερό ξύλο (μόρσα ή τάκοι), πού τοποθετούνται στή ναυπηγική κλίνη, γιά νά ύποβαστάζουν τήν τρόπιδα τοΰ καραβιού. Παρε­ σχαρίτης λοιπόν ήταν ό ναύτης, πού βοηθούσε στήν καθέλκυση ή τήν ανέλκυση τοΰ πλοίου, τοποθετώντας ή μετακινώντας τά έσχάρια. 4) Ό πήχυς ίσοδυναμοΰσε πρός δύο σπιθαμές, ήταν δηλαδή γύ­ ρω στά 46 έκ. Βλ. καί σημείωση Κεφ. 47 τοΰ Γ' Μέρους.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός του χρυσόν, πρέπει νά τόν παραδώσει πρός φύ­ λαξη στόν πλοίαρχο. ’Άν δέν τόν παραδώσει καί (κατόπιν) ίσχυρισθεΐ δτι έχασε τόν χρυσόν ή τόν άργυρον, δέν έχουν αξία τά λεγόμενό του, γιά τό λόγο δτι δέν παρέδωσε (τόν χρυσό ή τόν άργυρο) στόν πλοίαρχο. 15 .'Ο πλοίαρχος, οί έπιβάτες καί οί ναύτες, οί όποιοι συνταξιδεύουν (’) μέ ένα πλοίο, οφείλουν νά δώσουν δρκο έπάνω στό Εύαγγέλιο. 16 .'Ένα πλοίο μέ δλη του τήν έξαρτία έκτιμάται σέ πενήντα χρυσά νομίσματα (2), γιά κάθε χίλιους μοδίους (3) χωρητικότητας καί έτσι θά ύπολογίζεται γιά τή συνεισφορά (σέ περίπτω­ ση ναυαγίου, άβαρίας, ζημιών κλπ.). ’Άν τό πλοίο είναι παλαιό (έκτιμάται σέ) τριάντα χρυσά νομίσματα γιά κάθε χίλιους μοδίους. Κα­ τά δέ τόν ύπολογισμό θά γίνεται μείωση (είτε πρόκειται γιά παλιό είτε πρόκειται γιά καινού­ ριο πλοίο) κατά τό ένα τρίτο καί (μετά τήν αφαί­ ρεση) θά συμμετέχει ανάλογα τό πλοίο στή συνεισφορά. 17 .'Ο νόμος παραγγέλνει1 νά μή συνάπτονται θα­ λασσινά δάνεια, πληρωνόμενα μέ ιδιοκτησία στήν ξηρά καί ακίνδυνα (δηλαδή ανεπηρέαστα άπό κάθε κίνδυνο), σύμφωνα μέ τό Νόμο τών Ροδίων (4). 18,’Άν δανεισθεί κάποιος μέ τόκο καί έπί οκτώ χρό­ νιά πληρώνει τακτικά τό νόμιμο τόκο μετά δέ τήν παρέλευση τών οκτώ έτών συμβεί καταστρο­

φή ή πυρκαϊά ή διαρπαγή άπό βαρβάρους (καί ληστές), θά πάψει ή πληρωμή τών τόκων, σύμ­ φωνα μέ τό Νόμο τών Ροδίων. ’Άν δμως δέν πληρώσει (ό οφειλέτης) τούς νομίμους τόκους κατά τήν οκταετία, ή έγγραφη συμφωνία είναι έγκυρη καί θά πληρωθούν καί οί μετά τήν οκταε­ τίας τόκοι, έφ’ δσον τοΰτο άναφέρεται στή συμ­ φωνία. 19. Πλοίαρχοι σ’ ένεργό διοίκηση, έφ’ δσονέχουν μερίδιο στήν αξία τοΰ πλοίου δχι λιγότερο άπό τά τρία τέταρτα, μποροΰν δπου κι άν βρεθοΰν νά’ρθοΰν σε συμφωνία γιά νά δανεισθοΰν χρή­ ματα καί νά τά στείλουν στό πλοίο είτε γιά τήν έποχή τοΰ θέρους είτε γιά ένα ταξίδι καί δ,τι συμφώνησαν έγκυρον είναι. Αυτός δέ πού δά­ νεισε τό χρήμα (ό δανειστής) δικαιούται νά στείλει άνθρωπο γιά νά λάβει τήν έξόφληση (δη­ λαδή τά όφειλόμενα).

1) . Όμοΰ έμπλέοντες σημαίνει οί ταξιδεύοντες μαζί μέ τό ’ίδιο πλοίο. 2) . Μιά λίτρα χρυσοΰ ίσοδυναμοϋσε μέ 22 χρυσά νομίσματα.

3) . ' Ο μόδιος, σάν μέτρο στή θάλασσα είναι όγκος, πού χωρεΐ κα­ θαρό σιτάρι 8,75 λίτρα ή 6,6 χλγ. 4) . Διακρίνεται τό δάνειο στή θάλασσα άπό τό δάνειο στήν ξηρά. Στή θάλασσα ό δανειστής μετέχει στόν κίνδυνο τοϋ ταξιδιού, ένώ τά δάνεια τής ξηράς, τά λεγάμενα εγγαια, είναι ακίνδυνα δηλαδή δέν έπηρεάζονται άπ’ όποιονδήποτε κίνδυνο. (Βλ. σχετικά, Προ­ σθήκη IV).

ΜΕΡΟΣ Γ ' (PARS TERTIA) Κεφάλαια Νόμου Ροδίων κατ’ έκλογήν περί ναυτικών ΚΕΙΜΕΝΟ Περί αγκυρών πλοίου κλαπέντων Q). Περί άγκυρών καί λοιπών έζαρτίων κλαπέντων. Περί ναύτου κλοπήν έργασαμένου. Περί πλοίου άπό κλεπτών ή πειρατών σύλα ύπομείναντος. ε. Περί ναυτών έν μάχη κύλλωμα έργασαμένων. ς. Περί ναυτών έν μάχη φόνον έργασαμένων. ζ. Περί ναυτών έν μάχη πήρωσιν οφθαλμού ή αΐδείων κήλωσιν έργασαμένων. α. β. γ. δ.

η. Περί ναύκληρου καί ναυτών άλλοτρίαν λαβόντων ένθήκην καί συν τού πλοίου άποδρασάντων. θ. Περί ναυκλήρου καί έπιβατών περί αποβολής βουλευομένων. ι. Περί πλοίου ζημίαν ή ναυάγιον ύπομείναντος. ια. Περί έμπορων πλοία ναυλουμένων. ιβ. Περί πάσης παραθήκης διδομένης έν πλοίω ή έν ο'ίκω. ιγ. Περί παραθήκης χρυσίου καί άντιλεγομένης. 175

Νόμος Ροδίων Ναυτικός ιδ. Περί παραθηκαρίου τήν παραθήκην άρνησαμένου. ιε. Περί εμπόρου ή επιβάτου ή δούλου παρατιθέντος καί έν ακτή άπομείναντος, τοΰ πλοίου άποφυγόντος δι ’ επήρειαν ή καταδρομήν ληστών. ις. Περί χρημάτων έπιποντίως έκδανεισθέντων. ιζ. Περί χρυσίου καί άργυρίου επί κερδοκοινωνία χρησθέντων. ιη. Περί τοΰ χρήματος έκδανεισαμένου επί προθε­ σμία καί άποδημήσαντος. ιθ. Περί τοΰ ναυλωσαμενου πλοϊον καί άρραβώνα δεδωκότος. κ. Περί τοΰ ναυλωσαμενου πλοϊον καί έγγράφως συμφωνησάντων ή καί άγράφως όρισάντων. κα. Περί δύο κοινωνών ναυκλήρων άλλήλοις άντιλεγόντων. κβ. Περί εμπόρου τόν γόμον Q) όλου τοΰ πλοίου ναυλωσαμένου. κγ. Περί ναυκλήρου καί εμπόρου περί γόμου f12) συγγραψαμένων. κδ. Περί ναυκλήρου καί εμπόρου συγγραψαμένων καί τά ήμίναυλα δοθέντα καί μεταμέλους γινο­ μένους. κε. Περί εμπόρου πρός τά έγγραφα ύπερπροθεσμήσαντος. κς. Περί πλοίου κλασματισθέντος τών ναυτών έκκοιτούντων. κζ. Περί πλοίου κλασματισθέντος εις γόμον άπερχομένου εμπόρου ή κοινωνοΰ. κη. Περί πλοίου κλασματισθέντος εξ αιτίας εμ­ πόρου ή κοινωνοΰ. κθ. Περί πλοίου κλασματισθέντος πρό τής προθε­ σμίας τών εγγράφων ή μετά τήν προθεσμίαν. λ. Περί πλοίου πεφορτωμένου διαλυθέντος, τοΰ εμ­ πόρου σωθέντος χρυσίον έπιφερομένου. λα. Περί πλοίου παθόντος καί μέρος (μέρους) τοΰ φόρ­ του σωθέντος. λβ. Περί πλοίου ναυλωθέντος ή κοινωνία πλέοντος καί έν τω έκπορίζειν κλασματισθέντος.

Λγ. Περί πλοίου μετά τήν εμβολήν (3) κλασματισθέντος. λδ. Περί πλοίου βέστην κομίζοντας καί άπό ζάλης ή άντλίας βλάβης τών φορτίων γινομένης. λε. Περί πλοίου άποβολήν τής καταρτίας ύπομείναντος. λς. Περί πλοίου έν τώ άρμενίζειν έτερον καταδίδον­ τας πλοϊον. λζ. Περί πλοίου κλασματισθέντος, τά δέ τών εμπόρων καί επιβατών σωθέντα. λη. Περί πλοίου σίτον πεφορτωμένου έν ζάλη καταληφθέντος. λθ. Περί πλοίου πεφορτωμένου βολήσαντος τής ένθήκης σωθείσης. μ. Περί πλοίου ναυαγήσαντος καί μέρος τι τοΰ πλοίου καί τής ένθήκης σωθέντων. μα. Περί πλοίου διαφθαρέντος, τά δέ τών επιβατών σωθέντα ή συναπολεσθέντα. μβ. Περί πλοίου τρυπήσαντος φορτία κομίζοντος. μγ. Περί πλοίου εκβολήν ποιήσαντος γόμου καί τών έζαρτίων. μδ. Περί πλοίου εκβολήν τής καταρτίας ή τών αύχένων έν ζάλη ύπομείναντος. με. Περί τοΰ άποσώζοντος εκ τοΰ πελάγους εις γήν τι εκ πλοίου ναυαγήσαντος. μς. Περί τοΰ άποσώζοντος κάραβον εκ πλοίου άπορρήζαντος. μζ. Περί τοΰ άποσώζοντος τι εκ βυθοΰ εκ πλοίου ναυα­ γήσαντος. 1) . Είναι συνήθως στά ελληνικά τών Βυζαντινών νά συντάσσουν μιά μετοχή άρσενικοΰ γένους μέ ούσιαστικό θηλυκό, ιδίως όταν τό ούσιαστικό είναι πρώτης κλίσεως καί στήν γενική του πληθυν­ τικού. ’Άλλο παράδειγμα στόν ’ίδιο νόμο μή πληρωθέντων... τών ήμερων. 2) . Μέ τήν έννοια τής χωρητικότητας ή τού φορτίου. 3) Πρόκειται προφανώς περί έκθήκης δηλαδή έκφορτώσεως καί όχι εκβολής δηλαδή απορρίψεως στή θάλασσα. Τούτο συνάγεται άπό τό κείμενο τού κεφαλαίου.

ΜΕΡΟΣ Γ ' Τά κεφάλαια τού Νόμου τών Ροδίων ΕΡΜΗΝΕΙΑ 1. Περί κλοπής τών αγκυρών του Πλοίου. 2. Περί κλοπής αγκυρών καί λοιπών ειδών τής έξαρτίας. 3. Περί κλοπής, ή οποία διαπράχθηκε άπό ναύτη. 176

4. Περί πλοίου, τό όποιο ληστέφτηκε άπό κλέ­ φτες ή πειρατές (’). 5. Περί ναυτών, οί όποιοι προκάλεσαν σωματική βλάβη κατά τή συμπλοκή μεταξύ τους.

Γ

Νόμος Ροδίων Ναυτικός . 6. Περί ναυτών, πού διέπραξαν φόνο, κατά τή διάρ­ κεια συμπλοκής. 7. Περί ναυτών, πού προκάλεσαν τύφλωση ή κή­ λη στά αιδοία, κατά τή διάρκεια συμπλοκής. 8. Περί πλοιάρχου καί ναυτών, οί όποιοι έφυγαν μέ τό πλοίο, παίρνοντας τίς ξένες αποσκευές. 9. Περί συσκέψεως τοϋ πλοιάρχου καί τών επιβα­ τών γιά τήν εκτέλεση έκβολής (άβαρίας). 10. Περί πλοίου, τό όποιον ύπέστη ζημία ή ναυά­ γησε. 11. Περί έμπορων οί όποιοι ναυλώνουν πλοία. 12. Περί παρακαταθήκης παντός είδους, ή όποια συμφωνεΐται πάνω στό πλοίο ή σέ οικία (δη­ λαδή στήν ξηρά). 13. Περί παρακαταθήκης ή όχι χρυσοϋ. 14. Περί άρνήσεως τοϋ θεματοφύλακος γιά παρα­ καταθήκη, πού έμπιστεύθηκαν σ’ αύτόν. 15. Περί έμπορου ή έπιβάτου ή δούλου, τόν όποιο έμπιστεύθηκαν στόν πλοίαρχο, αύτός δμως παρέμεινε στήν άκτή, ένώ τό πλοίο άποπλέει γιά νά άποφύγει ληστεία ή προσβολή άπό πειρατές. 16. Περί χρημάτων, τά όποια δόθηκαν γιά νά μεταφερθοϋν ύπερποντίως. 17. Περί χρυσοϋ καί άργύρου, πού δίνεται γιά συμ­ μετοχή στό κέρδος τής έπιχειρήσεως. 18. Περί τοΰ οφειλέτου, ό όποιος δανείστηκε χρή­ ματα μέ προθεσμία καί άποδήμησε σέ άλλη χώρα. 19. Περί τοϋ ναυλωτοΰ ενός πλοίου, ό όποιος έδωσε άρραβώνα. 20. Περί ναυλώσεως πλοίου, ή όποια συμφωνήθηκε μέ έγγραφο ή πού οί όροι της ορίστηκαν προφορικά. 21. Περί διαφωνίας δύο πλοιάρχων, οί όποιοι συν­ δέονται μέ σχέση κοινωνίας (= συντροφιάς ή κοινοπραξίας). 22. Περί καθολικοΰ ναυλωτοΰ τοΰ πλοίου. 23. Περί συμφωνίας μεταξύ πλοιάρχου καί έμπο­ ρου, σχετικά μέ τό φορτίο. 24. Περί συμφωνίας πλοιάρχου καί έμπορου, κα­ τά τήν όποια πληρώθηκε τό μισό τοΰ ναύλου, αλλά κατόπιν οί συμβαλλόμενοι μεταμελήθηκαν. 25. Περί έμπορου, ό όποιος δέν κράτησε τή συμφωνηθείσα προθεσμία. 26. Περί πλοίου, τό όποιο συντρίφθηκε (2) τόν και­ ρό πού οί ναΰτες διανυκτέρευαν στήν ξηρά. 27. Περί πλοίου, τό όποιο συντρίφθηκε, ένώ ταξί­ δευε γιά νά παραλάβει φορτίο ένός έμπορου ή κοινωνοΰ (συμμέτοχου στήν κοινωνία ή κοινο­ πραξία).

28. Περί πλοίου, τό όποιο συντρίφθηκε άπό ύπαι-

1/12

29.

30.

31. 32.

33. 34.

35. 36. 37. 38. 39.

40. 41.

42. 43. 44.

45.

46.

47.

τιότητα ένός έμπορου ή κοινωνοΰ (συμμέτοχου στήν κοινωνία ή κοινοπραξία). Περί πλοίου, τό όποιο συντρίφθηκε πριν φθάσει ή οριζόμενη άπό τό συμβόλαιο χρονολο­ γία ή μετά άπ’ αύτήν. Περί έμφόρτου πλοίου, τό όποιο διαλύθηκε, ένώ ό έμπορος σώθηκε καί (έφυγε) συναποκομίζοντας τόν χρυσόν. Περί καταστροφής πλοίου, κατά τήν όποια σώ­ θηκε μέρος άπό τό φορτίο. Περί πλοίου, τό όποιον έχει ναυλωθεί ή ταξι­ δεύει ώς συντροφικό (συνεταιρικό) καί συντρί­ βεται κατά τή διέλευσή του άπό στενό. Περί πλοίου, τό όποιο συντρίφθηκε μετά τήν έκφόρτωσή του. Περί πλοίου, τό όποιο μεταφέρει μετάξι καί τό φορτίο έπαθε βλάβη σέ τρικυμία άπό τά νερά τοΰ κύτους. Περί πλοίου, στό όποιον άποκόπηκε ό ιστός. Περί πλοίου, τό όποιο στό ταξίδι του βύθισε άλλο πλοίο. Περί πλοίου, τό όποιο ναυάγησε, άλλά σώθηκαν τά άγαθά τών έμπορων καί τών έπιβατών. Περί πλοίου, τό όποιο μεταφέρει σίτο καί κατα­ λήφθηκε άπό καταιγίδα. Περί έμπορου πλοίου, τό όποιον έκτέλεσε έκβολή (άβαρία) καί τό φορτίο διασώθηκε. Περί πλοίου, τό όποιο ναυάγησε καί σώθηκαν μέρος άπό τό πλοίο καί τό φορτίο. Περί πλοίου τό όποιον άπωλέσθη καί τά άγα­ θά τών έπιβατών σώθηκαν ή άπωλέσθηκαν μέ τό πλοίο. Περί πλοίου, τό όποιο μεταφέρει φορτίο καί έ­ παθε ρωγμή. Περί πλοίου, τό όποιον έριξε στή θάλασσα τό φορτίο καί τήν έξαρτία. Περί πλοίου, τό όποιον έχασε τόν ιστό του ή πηδάλιά του (τούς αύχένας) κατά τή διάρκεια καταιγίδος. Περί τοΰ άνθρώπου, ό όποιος διασώζει καί με­ ταφέρει στήν ξηρά, άντικείμενο άπό πλοίο, τό όποιο ναυάγησε. Περί τοΰ άνθρώπου, ό όποιος διασώζει τή με­ γάλη βάρκα (= τόν κάραβον), άπό ένα πλοίο πού ναυάγησε. Περί τοΰ άνθρώπου, ό όποιος διασώζει άπό τό βυθό άντικείμενο, τό όποιον άνήκει σέ πλοίο πού ναυάγησε.

1). Κλέφτες ήταν βασικά στήν ξηρά καί πειρατές στή θάλασσα. 2) Σέ τοΰτο, δπως καί στά επόμενα κεφάλαια, τό κλασματισθέντος μπορεί νά αποδοθεί καί μέ τό ναυάγησε ή επαθε σοβαρή ζημιά.

177

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

ΜΕΡΟΣ Γ ' ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΟ α. εάν πλοϊον ορμή είς λιμένα ή έν ακτή καί σΰλα πάθη τών άγκυρών καί κατασχεθείς ό κλέπτης όμολογήση, τούτον κελεύει ό νόμος βασανίζεσθαι καί τήν προσγενομένην ζημίαν άπολογεϊσθαι κατά τό διπλάσιαν. β. έάν βουλήσει του ναύκληρου οί ναΰται σϋλα ποιήσωσιν άγκυρας πλοίου ετέρου όρμοΰντος έν λιμένι ή έν άκτή καί συμβή εντεύθεν άπώλειαν γενέσθαι τοΰ πλοίου τοΰ τάς άγκύρας συληθέντος καί τούτων ούτως έν άκριβεία άποδεικνυομένων, πάσαν τήν προσγενομένην ζη­ μίαν έν τε τω πλοίω καί τά έν τώ πλοίω σώα άποδιδότω ό ναύκληρος ό τά σύλα έπιτρέψας γενέσθαι. έάν δέ τις κλέψη σκεύη πλοίου ή τι έν τώ πλοίω χρηματιζόντων, τούτέστι σχοινιών τε καί καναβίων ή άρμένων ή διφθερών καί καράβων καί λοιπών, διπλά άποδιδότω ό τά σΰλα ποιήσας. γ. έάν ναύτης κελεύσει τοΰ ναύκληρου κλοπήν ποίηση έμπορου ή έπιβάτου καί καταληφθείς κατασχεθή, ό ναύ­ κληρος διπλά άποδιδότω τοϊς τά σύλα παθοΰσιν, ό δέ ναύτης λαβέτω ζυλαγώγια εκατόν. Έάν δέ ναύτης αύτοβούλως συλήση μέν κατασχεθή δέ ή καί διά μαρ­ τύρων έλεγχθή, σφοδρώς βασανιζέσθω, έάν καί μάλι­ στα τά σύλα χρυσίον ή, καί τήν άποκατάστασιν τώ συλληθέντι ποιείτω.

δ. έάν έν τόπω συλωμένω ήληστευομένω κατάζη πλοϊον, μαρτυρουμένων τών έπιβατών τώ ναυκλήρω τήν τοΰ τόπου αιτίαν καί συμβή συληθήναι, άποδιδότω ό ναύ­ κληρος τά σύλα τοϊς συληθεϊσι. έάν δέ τοΰ ναυκλήρου άπομαρτυρουμένου καταγάγωσιν οί έπιβάται τό πλοίο καί συμβή τι, ύποκείσθωσαν οί έπιβάται τήν ζημίαν.

ε. έάν ναΰται μάχην ποιήσωσι, λόγοις ποιείτωσαν καί μηδείς κρουέτω τόν έτερον, έάν δέ καί τις κρούση εις κεφαλήν καί άνοίζη ή έτέρως πως κυλλώση, παρεχέτω ό κρούσας τούς μισθούς τοϊς ίατροϊς καί τά άναλώματα τώ άδικηθέντι καί τόν μισθόν ΰλου τοΰ χρόνου τής όρ­ γιας καί τής έπιμελείας. ς '. έάν ναΰται μάχην ποιήσωσι καί τις κρούση λίθω ή ζύλω πάλιν δέ ό κρουσθείς πατάζη τόν πρώτον κρούσαντα, ώς βιασθείς έποίησεν. εί δέ καί θάνη ό κρουσθείς καί μαρτυρηθή δτι πρώτος έκρουσεν ή λίθω ή ζύλω ή σιδήρω, ό πατάζας αύτόν καί θανατώσας άκίνδυνος έστω, δ γάρ ήθέλησε ποιήσαι έπαθεν.

ζ. έάν τις τών ναυκλήρων ή έμπορων ή ναυτών κρού­ ση τινά γρόνθον καί πηρώση ή λάζ δώση καί συμβή κήλην ποιήσαι, δώσει ό κρούσας τά ιατρεία καί υπέρ μέν τοΰ οφθαλμού χρυσίνους δώδεκα, υπέρ δέ τής κή­

178

λης χρυσίνους δέκα, εί δέ ό τό λάζ κρουσθείς άποθάνη, ένοχος έσται ό κρούσας τής δίκης τοΰ θανάτου. η. έάν πλεύση ό ναύκληρος πιστευθείς τό πλοϊον καί είς άλλην χώραν άποδράση μετά χρυσίου βουλήσει τών ναυτών, τά μέν οικεία αυτών άπαντα, κινητά άκίνητα καί αυτοκίνητα, δσα ύπάρχει αύτοϊς κατασχεθήσονται. καί έάν μή αί τούτων έκτιμήσεις τό ικανόν ποιήσωσι τοΰ πλοίου καί τής έργασίας τοΰ χρόνου έν τώ πιπράσκεσθαι αύτά, οί ναΰται άμα τώ προναυκλήρω μισθούσθωσαν καί τήν άποπλήρωσιν τής ζημίας ποιείτωσαν. θ. έάν περί έκβολής βουλεύσηται ό ναύκληρος, έπερωτάτω τούς έπιβάτας οίς χρήματά έστιν έν τώ πλοίω. δ, τι δέ έάν γένηται, τοΰτο ψήφω ποιείτωσαν. συμβαλλέσθωσαν δέ είς συμβολήν καί τά χρήματα- στρώματα δέ καί ίμάτια καί σκεύη πάντα έκτιμάσθω, καί έάν γένηται έκβολή, τώ ναυκλήρω καί τοϊς έπιβάταις μή πλείονος λίτρας μιας, κυβερνήτη δέ καί πρωρεϊ μή πλείονος ήμιλίτρου, ναύτου γράμματα τρία, παϊδες δέ καί εί τις άλ­ λος συμπλέει μή έπί πράσει άγόμενος κατά τριών μνών έάν δέ τις έπί πράσει άγηται κατά δύο μνας. Κατά τοΰτο δέ καί έάν χρήματα άφαρπαγή υπό πολεμίων ή ληστών ή στρατεία κοινή σύν τών διαφερόντων τοϊς ναύταις, καί ταΰτα είς τόν συμψηφισμόν είσερχέσθωσαν καί κατά τό αύτό συμβαλλέσθω. εί δέ σύμφωνον κερδοκοινωνίας έστί, μετά τό άπαντα συμψηφισθεϊναι τά έν τώ πλοίω καί τό πλοϊον, κατά τό κέρδος έκαστος έπιγινωσκέτω καί τήν προσγενομένην ζημίαν. ι. έάν ναύκληρος άμα τοϊς ναύταις άμελήση καί συμβή ζημίαν ή ναυάγιον, ό ναύκληρος καί οί ναΰται ύποκεί­ σθωσαν τώ έμπόρω είς τήν άπόδοσιν τής ζημίας, εί δέ άπό άμελείας τοΰ έμπορου συμβή άπώλειαν τοΰ πλοίου καί τοΰ γόμου γενέσθαι, ύποκείσθω ό έμπορος έν τή ζη­ μία τοΰ ναυαγίου καί τοΰ πλοίου, εί δέ τοΰ ναυκλήρου μή έμποδίσαντος μηδέ τών ναυτών μηδέ τοΰ έμπορου συμ­ βή ζημίαν ή ναυάγιον, τά σωζόμενα μέρη τοΰ πλοίου καί τών φορτίων είς συμβολήν έρχέσθωσαν. ια. Φορτία μεγάλα καί πολύτιμα μή έμβαλλέτωσαν οί έμποροι καί οί έπιβάται είς πλοϊον παλαιόν, εί δέ έμβάλωσιν, έάν τοΰ πλοίου άρμενίζοντος πάθη ή διαφθαρή ό φορτώσας τό παλαιόν πλοϊον εαυτόν άπό γής άπώλεσεν. δταν δέ οί έμποροι ναυλώνται, έπερωτάτωσαν άκριβώς παρά τών άλλων έμπορων τών πρό αυτών επι­ πλεόντων καί ούτως έπιβαλλέτωσαν τάς ένθήκας, έάν έχη τό πλοϊον πάσαν τήν έπιχειρίαν τελείως, ίστοκεραίαν ίσχυράν, άρμενά τε καί διφθέρας άγκύρας τε καί σχοινιά καννάβινα διάφορα καί καράβους έζηρτισμέ-

Νόμος Ροδίων Ναυτικός νους αυχένας επιτηδείους καί ναύτας τούς άρκοΰντας ναυτικούς γοργούς γρηγοροΰντας, τά πλάγια μή παραλελυμένα. Καί άπλώς οί έμποροι τά πάντα έπιζητείτωσαν καί ούτως έπιβαλλέτωσαν.

τοΰ χρόνου ου έάν συνθώνται, κομιζέσθωσαν έκ τών έγγαίων κατά τόν νόμον, έάν μή έχωσι πώς κομίσωνται, έσται αύτοϊς τά μέν χρήματα έγγαια, οί δέ τόκοι ναυ­ τικοί παντός τού χρόνου όσον αποδημήσει.

ιβ. εάν τις παραθήται έν πλοίω ή έν ο’ίκω, γνωστω καί πιστικω παρατιθέσθω έπί μαρτύρων τριών, έάν δέ ή τό θέμα βαρύ, έγγράφως τήν παραθήκην παραδιδότω. έάν δέ ε’ίπη ό δεζάμενος φυλάττειν αύτήν ότι άπώλετο, δει δειχθήναι τήν διωρυγήν ή τά σύλα, πόθεν ύπέστη καί όμνύειν ότι αυτός ούκ έδολιεύσατο. έάν δέ μή δείζη, κα­ θώς παρέλαβεν άποδιδότω σώα.

ιθ. έάν πλοϊον ναυλώσηταί τις δώση δέ άρραβώνα καί μετέπειτα ε’ίπη· χρείαν ούκ έχω, άπόλλυν τόν άρραβώνα. έάν δέ ό ναύκληρος άλλων ποιήση, άποδιδότω τώ έμπόρω διπλούν τόν άρραβώνα.

ιγ. έάν είσέλθη έπιβάτης εις πλοϊον καί έχει χρυσίον ή έτερόν τι, παρατιθέσθω αύτό τώ ναυκλήρω. εί δέ μή παραθέμενος ε’ίπη ότι χρυσίον άπώλεσα ή άργύριον, άκυρα έστω τά παρ ’ αύτοΰ λεγάμενα ό δέ ναύκληρος καί οί ναΰται όμού οί έμπλέοντες όρκον παρεχέτωσαν. ιδ. έάν τις δεζάμενος παραθήκην άρνήσηται αύτήν καί μαρτυρηθή έν αύτω καί έάν έν καιρω εύρεθή έν αύτω τω όμόσαντι ή έγγράφως άποταζαμένω, διπλήν ταύτην αποδώσει, τής δέ έπιορκίας τήν τιμωρίαν ύπομενέτω. ιε. έάν πλοϊον φέρη έπιβάτας ή έμπορους ή δούλους παραθήκην λαβών ό ναύκληρος έλθών έν πόλει τινί ή έν λιμένι ή έν άκτή, έάν έζελθόντων τινών έκ τού πλοίου συμβή διωγμόν ληστών ή πειρατών έπιδρομήν γενέσθαι καί κελεύσας ό ναύκληρος έζειλήση, σωθή δέ τό πλοϊον καί τά τών έπιβατών καί έμπορων κομιζόμενα, άπολαμβανέτω έκαστος τά ’ίδια αύτοΰ καί τά τών έζελθόν­ των είδη καί σκεύη άπολαμβανέτωσαν. εί δέ θελήση τις τω ναυκλήρω άμφισβητήσαι ότι έν άκτή έασεν αυτόν έν τόπω ληστρικώ, άκυρα έστω τά παρ ’ αυτού λεγάμενα, ότι διωκόμενος ό ναύκληρος καί οί ναΰται έφυγον. εί δέ έμπορων ή έπιβατών τις δοΰλον έν παραθήκη όντα άλλότριον έασεν έν οίωδήποτε τόπω, τήν άποκατάστασιν τω κυρίω αύτοΰ ποιείτω.

ις '. οί ναύκληροι καί οί έμποροι όσοι δ ’ άν χρήσωνται χρήματα έπί πλοίου, έγγαια μή χρηέσθωσαν καί ναύλω καί τοϊς φορτίοις, σωθέντος τοΰ πλοίου καί τών χρημάτων, μή έγγένηται τοϊς χρήμασιν έκ τών θα­ λασσίων κινδύνων ή πειρατών έπιβουλή. έκ τών έγγαίων άποδιδότωσαν χρημάτων χρήσιν ναυτικοϊς.

ιζ. έάν τις δώση έπίχρεία κοινωνίας χρυσίον ή άργύριον καί ταύτην κατά πλούν έγγράψηται καθώς άρέσει έως πόσου χρόνου τή χρεοκοινωνία, έάν ό λαμβάνων τό χρυ­ σίον ή τό άργύριον πληρωθέντος τοΰ χρόνου μή άποστρέψη αύτό τω κυρίω αύτοΰ καί συμβή άπό πυρός ή ληστών ή ναυαγίου περιπεσεϊν, άζήμιον μένειν τόν κύ­ ριον τοΰ χρυσίου καί σώα τά ίδια άπολαμβάνειν. έάν δέ, τοΰ χρόνου τών συνθηκών μή πληρωθέντος, συμβή έκ τών κατά θάλασσαν κινδύνων απώλειαν γενέσθαι, καθάπερ τοΰ κέρδους έδοζε καί τάς ζημίας πρός τά μέρη καί τάς συνθήκας άναδέχεσθαι.

ιη. έάν τις χρήματα χρησάμενος άποδημήση έζελθόντος

κ. ός άν πλοϊον ναυλώσηταί, έγγραφα συνεσφραγισμένα κύρια ε’ίτω· εί δέ μή άκυρα· γραφέτωσαν δέ καίέπιτίμια, έάν θέλωσιν, έάν δέ μή συνάψωσι καί ψεύσηται ό ναύ­ κληρος ή ό ναυλούμενος - έάν μέν ό ναυλούμενος παρέχη τά χρήματα... οΰτω τε τοΰ έπιφόρτου, άποδιδότω τά ήμισυ τού ναύλου τώ ναυκλήρω. έάν δέ ό ναύκληρος ψεύσηται, άποδότω τό ήμισυ ναύλον τώ έμπόρω· έάν δέ θελήση ό έμπορος τά φορτία έζελέσθαι, αποδώσει τό παν ναύλον τώ ναυκλήρω. ή δέ πράζις έσται τούτων τών έπιτιμίων καθ ’ άπερ εί έκδικήσει τίς τινα. κα. έάν κοινωνίαν ποιήσωσιν άγράφως δύο καί άμφότερα τά μέρη καθομολογήσωσιν ότι κοινωνίαν άπό άλλου καιρού έποιήσαμεν άγράφως καί πίστιν έαυτοϊς έφυλάζαμεν καί τό τέλος πάντοτε περί μιας ένθήκης έτελέσαμεν - έάν τό έν πλοϊον συμβή τινα παθεϊν ή σαβουράτον ή πεφορτωμένον, τά σωθέντα τώ παθόντι τέταρτον μέρος έπιφερέτω, έπειδή έγγραφα ου προφέρουσιν άλλά λόγω μόνω κοινωνίαν συνετάζαντο. τά έγ­ γραφα σφραγιζόμενα βέβαια καί ισχυρά έστωσαν καί τά σωζόμενα τοϊς άπολλυμένοις συνερχέσθωσαν. κβ. ό ναύκληρος μή άγέτω πλήν ΰδατος καί έφοδίων καί άφ ’ ών χρώνται σχοινιών τά πλοία, έάν ό έμπορος έμβάληται τόν γόμον δλον κατά τάς συνθήκας τών έγγράφων. καί έάν θελήση ό ναύκληρος φορτία άλλα έπιφέρειν μετά ταύτα, έάν μέν χωρή τό πλοϊον, βαλλέτω- εί δέ μή χωρεϊ, ό έμπορος έπί μαρτύρων τριών άντιτασσέτω τώ ναυκλήρω καί τοϊς ναύταις καί, έάν έκβολή γένηται, τώ ναυκλήρω έσται. έάν δέ μή κωλύση ό έμπορος, εις συμβολήν έρχέσθω.

κγ. έάν συγγράψωνται ό ναύκληρος καί ό έμπορος, κύ­ ρια έστω· έάν δέ ό έμπορος μή παρέχη τόν γόμον πλή­ ρες, τών λοιπαζομένων παρεχέτω τά ναΰλα, καθώς συνεγράψαντο. κδ. έάν ό ναύκληρος λαβών τά ήμισυ ναΰλα πλεύση καί βουληθή ό έμπορος ύποστρέψαι έγγραφα δέ συνεσφράγισαν, διά δέ τήν έμπόδιον άπόλλειν τόν έμπορον τά ήμίαναυλα. έάν δέ ό ναύκληρος τών έγγράφων γενομένων άλλως ποιήση, διπλά άποδιδότω τά ήμίναυλα.

κε. έάν ή προθεσμία τών ημερών τών έγγεγραμμένων παρέλθη έως ημερών δέκα, παρεχέτω ό έμπορος τάς σιταρχίας τών ναυτών, έάν δέ παρέλθη καί ή δευτέρα προθεσμία, πρό πάντων πληρώσας τόν ναύλον ό έμ­ πορος κατερχέσθω. εί δέ θελήσει ό έμπορος προσθεϊναι ποσότητα τώ ναύλω, διδότω καί έμπλεέτω καθώς έάν δόζη. 179

Νόμος Ροδίων Ναυτικός κς. εάν τινός τών ναυτών ή ναύκληρων έκκοιτοΰντος έκ τοΰ πλοίου συμβή απώλειαν γενέσθαι τοΰ πλοίου νυκτός η ημέρας, πάσαν τήν ζημίαν έφορόν τούς έζωκοιτοΰντας ναύτας ή ναυκλήρους- τούς δέ είς τό πλοϊον μείναντας άζημίους μένειν τούς δέ άμελήσαντας προσφέρειν τώ δεσπότη τοΰ πλοίου τήν διά τής αύτών άμελείας προσγενομένην ζημίαν.

κζ. εάν πλοϊον άπέρχηται είς γόμον εμπόρου ή κοινω­ νίας, συμβή δέ τό πλοϊον παθεϊν ή διαφθαρήναι κατά άμέλειαν τών ναυτών ή τοΰ ναυκλήρου, άκίνδυνα ε’ίτω τά φορτία τά έν όρια κείμενα, εί δέ μαρτυρηθή δτι ζάλης γενομένης άπώλετο, είς συμβολήν έρχέσθωσαν τά σωζόμενα τοΰ πλοίου άμα καί φορτίοις, τά δέ ήμίναυλα κατεχέτω ό ναύκληρος, έάν δέ τις άρνήσηται τήν κοι­ νωνίαν καί έλεγχθή υπό μαρτύρων τριών, τήν μέν κοι­ νωνίαν άποδιδότω, τής δέ άρνήσεως τήν τιμωρίαν ύπομενέτω. κη. έάν πλοϊον έν τή έμβολή έμποδισθή υπό τοΰ έμπο­ ρου ή κοινωνοΰ, πληρωθείσης τής προθεσμίας καί συμ­ βή άπό πειρατείας ή πυρκαϊας ή ναυαγίου άπώλειαν γενέσθαι τοΰ πλοίου, ό τήν έμπόδιον ποιήσας έμφερέτω τάς ζημίας.

κθ. έάν έμπορος έν τώ τόπω, δθεν συγγράφονται μή παράσχη τά φορτία, πληρωθείσης τής προθεσμίας καί συμβή άπό πειρατείας ή πυρκαϊας ή ναυαγίου άπώλειαν γενέσθαι, έφορόν πάσαν τήν ζημίαν τοΰ πλοίου τόν έμ­ πορον. έάν δέ μή πληρωθέντων β) τών ήμερών τής προθεσμίας συμβή τι τών είρημένων, είς συμβολήν έρ­ χέσθωσαν.

λ. έάν έμπορος φορτώσας τό πλοϊον, χρυσών δέ έσται μετ ’ αύτοΰ καί τι τών κατά θάλασσαν κινδύνων συμβή, παθεϊν τό πλοϊον καί ό φόρτος άπόλυται καί τό πλοϊον διαλυθή, τά έκ τοΰ πλοίου σωζόμενα καί τοΰ φόρτου είς συμβολήν έρχέσθωσαν, τό δέ χρυσών τοΰ έμπορου έκκομιζέτω μεθ’ έαυτοΰ, δεκάτας δέ άποδιδότω. έάν δέ μή τι τών σκευών τοΰ πλοίου κατασχών έσώθη, τά ήμίναυλα άπό τών έγγράφων παρεχέτω. εί δέ τών σκευών τοΰ πλοίου κατασχών έσώθη πέμπτας έπιφέρετω. λα. έάν έμπορος φορτώση τό πλοϊον καί τι συμβή τώ πλοίω, τά σωζόμενα πάντα είς συμβολήν έρχέσθωσαν έκάτερα- τό δέ άργύριον έάν σώζηται, πέμπτας έπιδιδότω· ό δέ ναύκληρος καί οί ναΰται βοήθειας παρεχέτωσαν είς τό σώσαι.

λβ. έάν πλοϊον έπί γόμον ύπάγη έμπορου ναύλω ή κοι­ νωνία καί τι τών κατά θάλασσαν συμβή, τά μέν ήμί­ ναυλα μή άπαιτεϊν τόν έμπορον, τά δέ τοΰ πλοίου καί τής ένθήκης είς συμβολήν έρχέσθωσαν. έάν δέ καί τήν προχρείαν δώση ό έμπορος ή ό τήν κοινωνίαν, καθώς συνεγράψαντο κύρια έστω. λγ. έάν ό ναύκληρος θείς τά φορτία έπί τώ τόπω τών συνθηκών καί τι πάθη τό πλοϊον, τό μέν ναύλον είς

180

πλήρες είσκομιζέσθω ό ναύκληρος υπό τοΰ έμπορου, τά δέ έν δρια έκβεβλημένα άκίνδυνα είναι υπό τών συμπλεόντων τοΰ πλοίου μετά τοΰ πλοίου, τά δέ ευρισκόμενα έν τώ πλοίω αμα τοΰ πλοίου είς συμβο­ λήν έρχέσθωσαν. λδ. έάν πλοϊον οθόνην ή βέστην κομίζη, ό ναύκληρος διφθέρας καλάς παρεχέτω, 'iva μή υπό χειμώνος τή έπικλύσει τών κυμάτων τά φορτία άδικηθή- έάν δέ το' πλοϊον ύπεραντλήση, ό ναύκληρος ευθύς λεγέτω τοϊς τά φορτία έχουσιν έν τώ πλοίω iva ή έκθεσις γένηται τών φορτίων, έάν δέ οί έπιβάται φανερόν ποιήσωσι τώ ναυκλήρω καί είθ ’ οϋτω βλάβη τά φορτία, υπεύθυνον είναι τόν ναύκληρον αμα τοϊς ναύταις- εί δέ προδιαμαρτύρηται ό ναύκληρος άμα τοϊς ναύταις δτι τό πλοϊον ύπερήντλησε καί έκθέσθαι, οί δέ έμβαλλόμενοι τά φορτία άμελήσωσι τοΰ έκθέσθαι, άζήμιοι είτωσαν οϊ τε ναύκληρος καί οί ναΰται.

λε. έάν πλοϊον έκβολήν ποιήσηται τής καταρτίας αυτομάτως άποβαλλομένης ή κοπτομένης, πάντες οί ναΰται καί οί έμποροι καί τά φορτία καί τό πλοϊον σωθέντα είς συμβολήν έρχέσθωσαν. λς. έάν πλοϊον άρμενίζον έλθη έπάνω πλοίου ετέρου όρμοΰντος ή χαλάσαντος τά άρμενα ήμέρας οϋσης, πάσαν τήν συντριβήν καί τήν απώλειαν έφορόν τόν τε ναύκληρον καί τούς έμπλέοντας. λοιπόν δέ καί τό φορτίον είς συμβολήν έρχέσθω. εί δέ ταΰτα νυκτός οϋσης συμβή, ό τά άρμενα χαλάσας πΰρ άπτέτω. εί δέ καί πΰρ ούκ έχει, κραυγάς παρεχέτω. εί δέ άμελήσας ποιήσαι καί συμβή άπώλειαν, εαυτόν άπώλεσεν, εί ταΰτα οϋτως μαρτυρηθώσιν. εί δέ καί ό άρμενιστής άμελήσας καί ό βιγλεοφόρος άποκοιμηθή, ώς είς βράχη άπώλετο ό άρμενίζων καί δν κρούσει άζήμιον φυλαττέτω. λζ. έάν τι πάθη τό πλοϊον καί σωθή τά τών έμπορων ή έπιβατών τό δέ πλάον άπόληται, τά μέν γραμμά­ τια σωζόμενα πέντε καί δεκάτας παρεχέτωσαν, ό δέ έμπορος καί οί έπιβάται μή δότωσαν τώ ναυκλήρω τό πλοϊον.

λη. έάν πλοϊον πεφορτωμένον σίτον έν ζάλη καταληφθή, ό ναύκληρος διφθέρας παρεχέτω καί οί ναΰ­ ται άντλείτωσαν. εί δέ άμελήσωσι καί βραχή ό φόρ­ τος έκ τής άντλίας, οί ναΰται ζημιούσθωσαν. εί δέ άπό τής ζάλης ό φόρτος άδικηθή, έπιγινωσκέτωσαν τήν ζημίαν δτε ναύκληρος καί οί ναΰται άμα τώ έμπόρω, τάς δέ έζ εκατοστός τών σωζομένων κομιζέσθω ό ναύκληρος, άμα τοΰ πλοίου καί τοϊς ναύταις. άποβολής δέ είς θάλασσαν γενομένης, ό έμπορος πρώτος ριπτέτω καί οϋτως οί ναΰται έπιχειρείτωσαν. μετά δέ τοΰτκιηδείς τών ναυτών σύλα ποιήση. εί δέ ποιήση, διπλά άποδιδότω ό έπιβαλλόμενος καί τοΰ κέρδους παντός έκπιπτέτω. 1) Βλ. σημείωση 1 στό κείμενο Μέρους Γ', (Κεφάλαια).

Νόμος Ροδίων Ναυτικός λθ. εάν πλοϊον μεστόν σίτου ή οίνου ή ελαίου άρμενίζειν βουλήσει τού ναύκληρου καί τών ναυτών χαλασάντων τά άρμενα καί είσέλθη τό πλοϊον είς τόπον ή έν άκτή μή βουλομένου τοΰ εμπόρου καί συμβή απώλειαν γενέσθαι τοΰ πλοίου, τό δέ γόμον ή τά φορτία σωθήναι, άκίνδυνον είναι τόν έμπορον έκ τής ζημίας τοΰ πλοίου επειδή ούκ έβούλετο είσελθεϊν είς τόν τόπον εκείνον, εί δέ άρμενίζοντος τοΰ πλοίου έίπη ό έμπορος τώ ναυκλήρω- έν τώ τόπω τούτω χρήζω είσελθεϊν, τοΰ τόπου τούτου μή έγκειμένου έν τοϊς έγγράφοις καί συμβή απώλειαν γενέ­ σθαι τοΰ πλοίου τά δέ φορτία σωθήναι, άπολαμβανέτω ό ναύκληρος τό πλοϊον σώον άπό τοΰ έμπορου· εί δέ βουλήσει τών άμφοτέρων άποβάλληται τό πλοϊον, πάντα είς συμβολήν έρχέσθωσαν.

μ. έάν πλοϊον συμβή ναυάγιον παθεϊν καί σωθή μέρος τοΰ γόμου καί τοΰ πλοίου, έάν οί έπιβάται βαστάζωσι μεθ ’ εαυτών χρυσίον ή άργύριον ή όλοσηρικά ή μαρ­ γαρίτας, τό μέν χρυσίον τό σωζόμενον δεκάτας παρεχέτω, τό δέ άργύριον πέμπτος έπιφερέτω. τά δέ όλο­ σηρικά, έάν άβροχα σωθώσι, δεκάτας έπιφερέτωσαν, ώς όμοια όντα τοΰ χρυσίου- εί δέ βραχώσιν, κουφιζέσθωσαν τήν ύποτριβήν καί τήν άποβροχήν καί ούτως είς συμβολήν έρχέσθωσαν. οί δέ μαργαρϊται, καθώς έκτιμηθώσι, χρυσίου φόρτον τελείτωσαν τήν άπώλειαν. μα. έάν πλέωσιν έν πλοίω έπιβάται καί ή διαφθαρή ή άπόληται τό πλοϊον, τά δέ τών έπιβατών σωθή, έπι­ φερέτωσαν οί έπιβάται είς τήν άπώλειαν τοΰ πλοίου, έάν δέ έπιβάται δύο ή τρεις άπολέσωσι τό χρυσίον αύτών ή τά είδη, άπό πάντων λαμβανέτωσαν κατά τήν δύναμιν πρός τήν άπώλειαν άμα τής συμβολής τοΰ πλοίου.

μβ. έάν πλοϊον τρυπήση φορτία κομίζον, τά δέ φορτία έζαιρεθή, έπί τώ ναυκλήρω έστω, έάν δέ θελήση έν τώ

πλοίω κομίζειν έν τώ συγκειμένω έμπορίω, έάν τό πλοϊον έζηρτισμένον ή- εί δέ μή έζηρτισμένον, άλλο δέ πλοϊον έάν φέρη ό ναύκληρος είς τό συγκείμενον έμ­ πορων, διδότω τό παν ναύλον. μγ. έάν πλοϊον έν χειμώνι καταληφθή καί έκβολήν ποιήση τοΰ γόμου καί κεράτων κλάσιν καί καταρτιού καί αύχένων καί άγκυρών καί έφολκίων, ταΰτα πάντα είς συμβολήν έρχέσθωσαν άμα τής τιμής τοΰ πλοίου καί τών σωζομένων φόρτων.

μδ. έάν πλοϊον έχη γόμον καί έν ζάλη έκβολή τής καταρτίας γένηται ή τών αύχένων κλάσις ή άπώλειά τίνος τών έφολκίων, έάν μέν έκ τής ζάλης συμβή τόν γόμον βραχήναι, άνάγκη πάσα είς συμβολήν ταΰτα έρχέσθαι. εί δέ ό γόμος έκ τής άντλίας πλείω βλαβή καί ούχί έκ τής ζάλης, τά ναΰλα λαμβανέτω ό ναύκληρος καί τά είδη παραδιδότω ζηρά μέτρω καθώς παρέλαβεν. με. έάν έν πελάγει πλοϊον στραφή ή διαφθαρή ό άποσώζων τι έζ αύτοΰ έπί τήν γήν λαμβανέτω άντί μισθού ου άποσώζει τό πέμπτον μέρος.

μς. έάν κάραβος άπό ίδιου πλοίου τά σχοινιά διαρρήζας άπόληται άμα καί τοϊς έμπλέουσιν έν αύτώ, έάν οί πλέοντες άπόλωνται ή άποθάνωσι, τόν μισθόν τόν ένιαυσιαϊον άποδιδότω ό ναύκληρος είς πλήρες τού ένιαυτοΰ τοϊς τούτων κληρονόμοις, ό δέ τόν κάραβον άποσώζων συν τών έφολκίων καθώς έν άληθεία ευρίσκει, πάντα αποδώσει, λαμβάνων ού άποσώζει τό πέμπτον μέρος. μζ. έάν χρυσίον ή άργύριον ή έτερον τι έκ βυθού έπαρθή άπό όργυιών οκτώ, λαμβανέτω ό άποσώζων τό τρίτον μέρος άπό δέ τών όργυιών δέκα πέντε λαμβανέτω ό άπο­ σώζων τό ήμισυ διά τόν κίνδυνον τού βυθού- τών δέ έκριπτομένων άπό θαλάσσης είς γήν καί ευρισκομένων ή έπιφερομένων έπί πήχυν ένα, λαμβανέτω ό άποσώ­ ζων δέκατον μέρος τών άποσωζομένων.

181

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

ΜΕΡΟΣ Γ ' ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 1. ’Άν ένα πλοίο είναι αραγμένο στό λιμάνι ή σέ μιά άκτή καί τοΰ κλέψουν τίς άγκυρες, συλληφθεΐ δε ό κλέφτης καί ομολογήσει, ό νόμος ορίζει δτι θά βασανίζεται καί θά καταβάλει στό διπλάσιο γιά τήν προσγενόμενη ζημιά (').

2. ’Άν οί ναύτες μέ τή συνενοχή τοΰ πλοιάρχου κλέψουν τίς άγκυρες ενός πλοίου, πού βρίσκεται σ’ ένα λιμάνι ή στήν άκτή καί συμβεί άπό τό γεγονός αύτό νά χαθεί τό πλοίο, άποδειχθοΰν δέ δλα αυτά, ύποχρεοΰται ό πλοίαρχος, πού συνέργησε στήν κλοπή, νά άποκαταστήσει ολόκληρη τήν προσγε­ νόμενη ζημία, τόσο στό πλοίο δσο καί σ’ δ,τι βρί­ σκεται επάνω του. ’Άν δέ συμβεί κάποιος νά κλέ­ ψει τήν έξαρτία τοΰ πλοίου ή ό,τιδήποτε χρήσιμο πάνω σ’ αύτό, δπως σχοινιά, παλαμάρια, ιστία, βάρ­ κες, δέρματα (γιά καλύμματα) καί τά παρόμοια, ο­ φείλει ό κλέφτης ν’ άποκαταστήσει τή ζημία στό διπλάσιο.

3. ’Άν ένας ναύτης κλέψει, μέ έντολή τοΰ πλοιάρ­ χου, έμπορο ή έπιβάτη, τόν άνακαλύψουν καί τόν πιάσουν, ό μέν πλοίαρχος οφείλει ν’ άποζημιώσει τούς παθόντες στό διπλάσιο, ό δέ ναύτης ραβδί­ ζεται μέ εκατό ραβδισμούς. ’Άν ό ναύτης διαπράξει τήν κλοπή μέ δική του πρωτοβουλία καί τόν πιάσουν ή' τόν καταγγείλουν μάρτυρες, νά βασανί­ ζεται σκληρά, άν μάλιστα τό είδος πού έκλεψε είναι χρυσός (ύποχρεοΰται) νά άποζημιώσει τελείως τόν κύριό του. 4. ’Άν ό πλοίαρχος, παρά τή σχετική προειδο­ ποίηση τών έπιβατών, οδηγήσει τό πλοίο σ’ έναν τόπο, τόν όποιο λυμαίνονται ληστές ή πειρατές καί λάβει χώρα ληστεία ή πειρατεία, οφείλει ό πλοίαρ­ χος νά καταβάλει τήν άξια τών κλαπέντων στούς παθόντες. ’Άν πάλι, παρά τίς διαμαρτυρίες τοΰ πλοιάρχου, οί έπιβάτες φέρουν τό πλοίο σέ μιά τέ­ τοια περιοχή καί συμβεί κάτι τό άνάρμοστο, θά ύποστοΰν τότε αυτοί τή ζημία.

5. ’Άν φιλονεικήσουν οί ναΰτες, νά περιοριστοΰν σέ λόγια καί νά μή κτυπήσει ό ένας τόν άλλο. ’Άν δμως κτυπήσει κάποιος τόν άλλο στό κεφάλι καί τό άνοίξει ή τόν πληγώσει κατ’ άλλον τρόπο, ο­ φείλει ό δράστης νά πληρώσει τήν άμοιβή τών για­ τρών καί τά έξοδα τοΰ παθόντος, καθώς καί τούς μισθούς γιά ολόκληρον τό χρόνο τής άργίας καί τής άναρρώσεως. 182

6. ’Άν οί ναΰτες φιλονεικήσουν καί κτυπήσει ό ένας τόν άλλο μέ πέτρα ή μέ ξύλο, καί ό δεύ­ τερος, άνταποδώσει τό κτύπημα, θεωρείται δτι βρέ­ θηκε σέ κατάσταση άνάγκης (= σέ νόμιμη άμυνα). Καί άν άκόμη άποθάνει καί άποδειχθεϊ δτι αυτός πού πέθανε κτύπησε πρώτος μέ πέτρα, ξύλο ή σί­ δερο, έκείνος πού τόν κτύπησε καί τόν θανάτωσε δέν θά τιμωρείται καθόλου. Γιατί ό πρώτος έπαθε έκεΐνο, τό όποιο ήθελε νά προξενήσει στόν άλλο.

7. ’Άν ένας πλοίαρχος ή έμπορος ή ναύτης κτυπήσει κάποιον μέ τή γροθιά του καί τόν τυφλώσει ή τοΰ δώσει λάκτισμα (στά αιδοία) καί συμβεί νά τοΰ προκαλέσει κήλη, οφείλει ό δράστης νά πληρώ­ σει τό λογαριασμό τοΰ γιατροΰ καί γιά μέν τόν οφθαλμό (νά καταβάλει) δώδεκα χρυσά νομίσματα, γιά δέ τήν κλη δέκα (5 12). ’Άν δμως ό κτυπημένος άποθάνει ό δράστης θά είσαχθεί σέ δίκη γιά φόνο.

8. ’Άν ό πλοίαρχος, στόν όποιο έχουν έμπιστευθεί τό πλοίο, πλεύσει μέ τή συγκατάθεση τών ναυ­ τών καί άποδράσει σέ άλλη χώρα, θά κατασχεθούν δλα τά υπάρχοντά τους, κινητά άκίνητα καί αύτοκίνητα (34). Άν δμως ή άξια δλων αυτών, σάν πωληθοΰν, δέν ισοφαρίζει τήν άξια τοΰ πλοίου καί τά διαφυγόντα κέρδη (δηλαδή τά κέρδη τοΰ χρονικού διαστήματος κατά τό όποιο άπουσίαζαν), ύποχρεοΰνται οί ναΰτες μαζί μέ τόν πλοίαρχο νά έργασθοΰν καί άποκαταστήσουν στό σύνολο τή ζημία (3)· 1) Κατά τούς Βυζαντινούς έστι δέ λιμήν μέν κόλπος θαλάσσης ταρα­ χής ανέμων άπηλλαγμένος, όρμους επιτηδείους έχων εις υποδοχήν τών νεών όρμος δέ, τό μέρος τοΰ λιμένος, εις ό έλκόμεναι ai νήες δέδενται, ό οί κοινοί σκάλαν λέγουσι (βλ. σχετικά καί κείμενο ’Αγκυ­ ροβολιά καί λιμάνια. 3, Β). Ώς πρός τήν κλοπή αγκυρών, ήταν μάς βεβαιώνει περιηγητής τών νεωτέρων χρόνων,συνηθισμένος ό κίνδυνος νά κλέβουν τίς άγκυρες καί τά πρυμνήσια, γεγονός τό όποιο όχι μόνο ζημίωνε τόν πλοιοκτήτη αλλά καί εξέθετε τό πλοίο σέ κίν­ δυνο καταστροφής, άν συνέβαινε νά μή άνακαλύψουν τήν κλοπή εγ­ καίρως (George Wheeler; Journey into Greece, London 1682). ’Εξάλλου σύμφωνα μέ τά Θέσμια (καταστατικά) τών διαφόρων ναυτικών πόλεων τοΰ Μεσαίωνα, ειδικός νόμος όριζε, τόν άριθμό τών αγκυρών, τίς όποιες οφείλε νά φέρει κάθε πλοίο, ανάλογα μέ τό μέγεθος του. 2) 22 χρυσά νομίσματα αντιστοιχούσαν σέ μιά λίτρα χρυσοΰ. 3) Αυτοκίνητα ήσαν τά ζώα (άλογα, βόδια κλπ.) καί τά ιστιοφόρα πλοία. 4) Τό κείμενο λέγει άμα τώ προναυκλήρω. Προναύκληρος πρέ­ πει κατά λέξη νά είναι ό αντιπρόσωπος τοΰ ναυκλήρου δηλαδή τοΰ πλοιάρχου ή πλοιοκτήτη. Έδώ όμως ό προναύκληρος πρέ­ πει νά ταυτίζεται μέ τόν πιστικόν (βλ. στήν αρχή τοΰ κεφαλαίου), πού δέν είναι άλλος άπό τόν πλοίαρχο στόν όποιο έμπιστεύθηκαν τό πλοίο.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός 9. ’Άν ό πλοίαρχος σκέπτεται νά έκτελέσει έκβολή, οφείλει νά ρωτήσει τούς έμπορους, πού έχουν έμπορεύματα στό πλοίο. Καί νά αποφασίσουν (όλοι μαζί) μέ ψηφοφορία γιά τό πρακτέο. Νά συμμετάσχουν δέ στή συνεισφορά (γιά τά ριφθέντα στή θά­ λασσα αντικείμενα) καί τά αγαθά, τά στρώματα, ένδύματα καί σκεύη, όλα νά έκτιμηθοΰν καί άν λάβει χώρα έκβολή, ή αποτίμησή τους γιά τά άνήκοντα στόν πλοίαρχο καί καθένα έπιβάτη νά μή ύπερβεϊ τή μιά λίτρα (χρυσού), γιά τόν πηδαλιούχο καί τόν πρωρέα (σημερ. ναύκληρο) νά μή ύπερβεϊ τή μισή λίτρα καί γιά τό ναύτη τά τρία γράμματα ('). Οί δού­ λοι καί κάθε άλλος συνεπιβάτης, πού δέν προορίζε­ ται γιά πώληση, νά άποτιμηθεϊ τρεις μνας, έκεΐνος δμως πού προορίζεται γιά πώληση δύο μνας (1 2). Κα­ τά τόν ’ίδιον τρόπον θά γίνει ή εκτίμηση, άν τά αγα­ θά άρπαγοΰν άπό εχθρούς, ληστές ή έπιταχθοΰν άπό τό στρατό τής χώρας τους (στρατεία κοινή), μαζί μέ δσα άνήκουν στούς ναύτες καί αυτά θά ύπολογισθοΰν καί θά συνεισφέρουν κατά τόν ’ίδιο τρόπο. Άν ύπάρχει συμφωνία γιά συμμετοχή στό κέρδος, άφοΰ συμψηφισθεϊ (άφαιρεθεΐ) ή άξια τόσον τοΰ πλοίου όσον καί όλων τών ειδών πού βρίσκονται πάνω σ’ αύτό, ό καθένας θά συμμετάσχει στή ζημία πού έγινε, κατά τήν ’ίδια άναλογία μέ τό προσδοκώμενο κέρδος. 10. ’Άν ό πλοίαρχος καί τό πλήρωμα άμελήσουν καί προκληθεΐ ζημία ή ναυάγιο, ό πλοίαρχος καί τό πλήρωμα ύποχρεοΰνται νά άποζημιώσουν τόν έμ­ πορο. ’Άν δμως συμβεΐ άπώλεια τού πλοίου ή τού φορτίου από άμέλεια τοΰ έμπορου, ό έμπορος θά φέρει τήν εύθύνη, γιά τή ζημία πού έγινε. Άν πάλι δέν ύπάρχει παράπτωμα τοΰ πλοιάρχου, τοΰ πλη­ ρώματος ή τοΰ έμπορου καί συμβεί ζημία ή ναυάγιο, δ,τι σώθηκε άπό τό πλοίο καί τό φορτίο πρέπει νά συ­ νεισφέρει (κατ’ άναλογία) γιά τήν άποκατάσταση τής ζημίας. 11. Οί έμποροι καί οί έπιβάτες δέν πρέπει νά φορ­ τώνουν βαριά καί πολύτιμα φορτία σέ παλιά πλοία. ’Άν δμως κάποιος κάμει έτσι καί συμβεί στό ταξίδι του νά πάθει τό πλοίο ζημιά ή νά καταστραφεί, αύ­ τός είναι ύπεύθυνος γιά δ,τι συνέβη. "Οταν δέ οί έμποροι ναυλώνουν ένα πλοίο, πριν έπιβιβάσουν στό πλοίο τό φορτίο τους, άς παίρνουν πληροφορίες άπό τούς άλλους έμπορους, οί όποιοι ταξίδεψαν πριν άπ’ αύτούς, γιά τό άν τό πλοίο είναι καθ’ δλα έτοιμο (άρτιο), μέ στερεούς ιστούς καί κεραίες, ιστία καί διφθέρες (= δέρματα γιά καλύμματα στό έμπόρευμα), άγκυρες καί σχοινιά διάφορα άπό κανάβι καί ναύτες δσοι χρειάζονται, έμπειρους στά ναυτικά, δραστήριους καί προσεκτικούς καί (άς μάθουν άκόμη), γιά τό άν είναι στεγανά τά πλευρά τού πλοίου (δηλαδή τό πλοίο δέν διαρρέει). Έν όλίγοις οί έμποροι τά πάντα νά έξετάζουν καί τότε νά προβαίνουν στή φόρτωση (3).

12. Άν κάποιος συμφωνήσει παρακαταθήκη καί ή συμφωνία γίνει πάνω στό πλοίο ή στήν ξηρά, νά τό πράξει αύτό μέ άνθρωπο γνωστόν κι άξιόπιστο, μπροστά σέ τρεις μάρτυρες. ’Άν τό άντικείμενο τής παρακαταθήκης είναι μεγάλης άξίας νά συμφωνηθεΐ ή παρακαταθήκη μέ έγγραφο. ’Άν αύ­ τός πού δέχθηκε (ό θεματοφύλαξ) ίσχυρισθεΐ δτι έχασε τό αντικείμενο, οφείλει νά άποδείξει τό μέ­ ρος δπου έγινε ή διάρρηξη ή τό πώς έγινε ή κλοπή καί νά όρκισθεϊ πώς δέν ύπάρχει δόλος έκ μέρους του. ’Άν δέν τό άποδείξει, ύποχρεοΰται ν’ άποδώσει κείνα πού παρέλαβε καί στήν κατάσταση πού τά παρέλαβε (δηλαδή άθικτα). 13. ’Άν ένας έπιβάτης, μπαίνοντας στό πλοίο, φέρει μαζί του χρυσόν καί κάτι άνάλογο, νά τό παρα­ καταθέσει στόν πλοίαρχο. ’Άν δέν τό κάμει καί είπεΐ έχασα τόν χρυσόν ή τόν άργυρόν δέν δίνεται πίστη στά λεγόμενό του. 'O πλοίαρχος δμως καί οί ναΰτες καί δλοι δσοι συνταξιδεύουν οφείλουν νά δώσουν δρκον (δτι δέν έπήραν αύτοί τόν χρυσόν ή τόν άρ­ γυρον).

14. ’Άν κάποιος, άφοΰ δεχθεί παρακαταθήκη, τήν άρνηθεΐ κατόπι, τό πράξει δέ αύτό είτε μέ δρκο είτε μέ έγγραφο καί συμβεί άργότερα νά βρεθεί στήν κατοχή του τό άντικείμενο τής παρακαταθή­ κης, οφείλει νά άποδώσει διπλάσια τήν αξία καί νά τιμωρωθεΐ γιά τήν έπιορκία του. 15. ’Άν ένα πλοίο μεταφέρει έπιβάτες ή έμπο­ ρους ή δούλους, τούς όποιους ό κυβερνήτης έχει 1) Ή λίτρα χρυσοϋ είναι’ίση μέ 12 γράμματα ή καί λιγότερο, δη­ λαδή τά τρία γράμματα αντιστοιχούσαν πρός τό 1/4 τής λίτρας. Τά έλεγαν καί χρυσά γράμματα. Κατά τόν Ιο καί 4ον αιώνα βρί­ σκομε τή διάκριση λίτραι (ή λεΐτραι) ούγγίαι καί γράμματα. Πι­ θανόν, λέγει ό Ashburner τό λίτρο νά ίσοϋτο μέ μία λίβρα (pound) καί τό γράμμα μέ μία ούγγιά. Πολύ πιθανόν έπίσης νά μήν πρόκειται γιά χρυσόν αλλά γιά άργυρον, δηλαδή τό βάρος μιας λίβρας άργύρου. Γιατί είναι κάπως δύσκολο νά πιστεύσουμε δτι ό Βυζαντινός πλοίαρχος είχε στό πλοϊον του είδη κλινο­ στρωμνής καί σκεύη βαρύτιμα τόσο, ώστε ν’ αξίζουν μιά λίτρα χρυσού. Πολύχρονη πάντως ύπάρχει γιά τό σημείο αύτό άντιγνωμία καί πλήθος έκφέρονται γνώμες, καθεμιά άπ’ τίς όποιες έχει τά έπιχειρήματά της. 2) ’Εδώ ξεχωρίζει καθαρά ό Νόμος τούς δούλους, πού δέν προ­ ορίζονται γιά πώληση, δπως αύτοί πού συνοδεύουν ένα έμπορο ή ταξιδεύουν μέ ειδική άποστολή (τούς στέλνει λ.χ. ό δανειστής γιά νά είσπράξουν μιά οφειλή), άπό τούς δούλους πού είναι γιά πώληση καί επομένως άποτελοΰν άπλώς έμπόρευμα. Καί γιά μέν τούς πρώτους ορίζει άξια ό Νόμος τρεις μνας, γιά δέ τούς άλλους δυό μνας, κατά κεφαλή φυσικά. Ή μνά, ή όποια κατά τήν άρχαιότητα ίσοδυναμοΰσε — δχι παντού — μέ 100 δραχμές ή τό εξηκοστό τοΰ ταλάντου (1 τάλαντο = 6000 δρχ.) είναι πιθανό νά είχε τήν άξια μιας λίτρας χρυσού ή μάλλον μιας λίτρας άργύρου στούς χρόνους πού ϊσχυε ό Ναυτικός Νόμος. 3) "Οπως παρατηρεί σωστά ό Γ. Τσουρής (βιβλ. 86) έφ ’ δσον δέν ύπήρχε άρμοδία κρατική άρχή, νά χορηγεί στά πλοία πιστοποιη­ τικά καταλληλότητας, άναθέτει ό Ναυτικός Νόμος τή σχετική φροντίδα στόν φορτωτή έμπορο, στόν όποιο καί απευθύνει πρα­ κτικές καί σοφές παραινέσεις.

183

Νόμος Ροδίων Ναυτικός . παραλάβει ώς παρακαταθήκη, προσεγγίσει δέ ό πλοίαρχος σέ μιά πόλη ή λιμένα ή ακτή καί μερικοί άπ’ αύτούς βγουν άπό τό πλοίο· άν τότε λάβει χώ­ ραν έπίθεση ληστών ή πειρατών έπιδρομή καί ό πλοίαρχος δώσει έντολή καί άποπλεύσουν, σωθεί δέ τό πλοίο καί τά πράγματα τών επιβατών καί έμπο­ ρων, πού βρίσκονται στό πλοίο, νά λάβει ό καθένας τά δικά του πράγματα καί όσοι έμειναν έξω νά λά­ βουν τά ιδικά τους σκεύη καί είδη. ’Άν δέ θελήσει κανείς νά έγείρει απαίτηση κατά τοϋ πλοιάρχου ότι τόν άφησε στήν ξηρά σ ’ έναν τόπο τόν όποιο λυμαί­ νονται ληστές, καμιά βάση δέν πρέπει νά δίνεται στά λεγόμενό του, γιατί ό πλοίαρχος καί οί ναύτες έφυγαν καταδιωγμένοι. ’Άν ένας άπό τούς έμπορους ή τούς έπιβάτες είχε παρακαταθήκη δοϋλον άλλότριο (δηλαδή πού άνήκε σέ άλλον κύριο) καί τόν ά­ φησε σ’ όποιονδήποτε τόπο, οφείλει ν’ αποζημιώ­ σει καθ’ όλα τόν κύριο τοϋ δούλου (■).

18. ’Άν κάποιος δανεισθεΐ χρήματα καί φύγει σ” άλλη χώρα, τελειώσει δέ ή προθεσμία, πού συμ­ φώνησαν, τό δάνειο θά έξοφληθεΐ άπό τήν ιδιοκτη­ σία του στήν ξηρά, σύμφωνα μέ τό Νόμο. ’Άν δμως ή Ιδιοκτησία του δέν έπαρκεΐ γιά νά καλύψει τό χρέος, τό μέν κεφάλαιο τοΰ δανείου θά λογίζεται σάν έγγειο δάνειο, οί δέ τόκοι θά λογαριασθοΰν ώς τόκοι τοΰ ναυτικοΰ δανείου, γιά δσον χρόνο ό οφειλέτης απουσιάζει στό έξωτερικό. Παρατήρηση: Στό κεφάλαιο αύτό φαίνεται πώς ύπάρχει ναυτική κοινωνία καί δάνειο. Καί ό τρόπος πού ρυθμίζεται τό θέμα πιθανόν νά βασίζεται στό δτι, δπου ό οφειλέτης ή ό ταξιδεύων συνεταίρος δέν έκπληρώνει τίς υποχρεώσεις τοΰ συμβολαίου του, τό κέρδος ή τό μερίδιο τοΰ άλλου συνεταίρου ή δανειστοΰ γίνεται, κατά τίς περιστάσεις, άμέσως καί άπολύτως άπαιτητό μέ βαρύν τόκο καί δτι τό κεφάλαιο μαζί μέ τόν τόκο μπορεί νά είσπραχθεί άπ’ δλη τήν περιουσία τοΰ οφειλέτη, πού έπταισε.

16. Οί πλοίαρχοι καί οί έμποροι καί οποιοσδή­ ποτε δανείζει χρήματα μέ ασφάλεια τό πλοίο, τόν ναΰλο ή τό φορτίο, νά μή τά δανείζουν σάν νά έπρόκειτο γιά έγγειον δάνειο... (δηλαδή) άν τό πλοίο καί τά χρήματα σωθούν, θά έξοφλεΐται τό δάνειο άπό τήν έγγειο ιδιοκτησία μέ ναυτικόν τόκο. Καί νά μή γίνεται καταδολίευση, μέ τό νά είναι άπηλλαγμένο τό (δανειζόμενο) χρήμα άπό τούς κινδύνους τής θάλασσας ή τούς πειρατές.

19. ’Άν κάποιος ναυλώσει πλοίο καί πληρώσει άρραβώνα, είπεί δέ κατόπι δέν τό χρειάζομαι χάνει τόν άρραβώνα. ’Άν δμως ό πλοίαρχος προβεΐ σέ άλλη ναύλωση, οφείλει νά έπιστρέψει στόν έμπορο διπλό τόν άρραβώνα.

Παρατήρηση. Παραπάνω έγινε έλευθέρα άπόδοση, έξηγοΰμε δμως ότι ή έννοια τής διατάξεως είναι αύτή: δταν δανείζει κάποιος χρήματα μέ άσφάλεια τό πλοίο, τό φορτίο ή τό ναΰλο, τό δανειζόμενο χρή­ μα μετέχει στόν κίνδυνο τής ναυτικής έπιχειρήσεως καί ή χάνεται μέ τήν καταστροφή τοΰ πλοίου ή τοΰ φορτίου κλπ. ή άπολαμβάνει υψηλόν τόκο, έφ’ όσον ό πλοΰς εύοδωθεΐ. Δανεισμός στή θάλασσα μέ τούς όρους τοΰ έγγειου δανείου, δηλαδή μέ μή συμμετοχή τοΰ κεφαλαίου στόν κίνδυνο τής έπιχειρήσεως, δέν είναι νοητός. Θεωρείται καταστρατήγηση. 17. ’Άν κάποιος δώσει χρυσόν ή άργυρο γιά τή συμμετοχή του στή ναυτική έπιχείρηση καί τοΰτο γιά ένα ταξίδι, μπορεί νά γράψει κατ’ άρέσκεια μέχρι πότε θά ίσχύσει τό συνεταιρικό (= χρεοκοινωνία). ’Άν αύτός πού πήρε τόν χρυσόν ή τόν άργυρο δέν τόν έπιστρέψει δταν συμπληρωθεί ό χρόνος (τοΰ συνεταιρικοΰ) καί συμβεί νά πάθει ζημία άπό φωτιά, κλέφτες ή ναυάγιο, τότε ό κύριος τοΰ χρυσοΰ (ή τοΰ άργύρου) δέν ζημιώνεται καθόλου καί δικαιοΰται νά λάβει άκέραια τά όσα έδωσε. ’Άν συμβεί δμως ή ζημιά νά γίνει πριν συμπληρωθεί ό χρόνος τοΰ συνεταιρικοΰ, ορθόν είναι νά ύποστεΐ κι αύτός τή ζημία, άνάλογα μέ τό μερίδιο τοΰ κέρδους, τό όποιο συμφωνήθηκε μέ τό συμβόλαιο. 184

20. "Οποιος ναυλώσει πλοίο, τό συμβόλαιο γιά νά είναι δεσμευτικό (έγκυρο) πρέπει νά είναι γραπτό καί νά ’χει ύπογραφεΐ κι άπό τά δύο μέρη. Διαφο­ ρετικά είναι άκυρο ’Άν θέλουν, μποροΰν νά ορίσουν καί τιμωρίες (έπιτίμια). ’Άν δέν συμφωνήσουν τι­ μωρίες καί παρουσιασθεΐ παραβίαση τής συμφωνίας άπό τόν πλοίαρχο ή τόν ναυλωτή — άν μέν είναι ό ναυλωτής, νά πληρώνει χρήματα γιά πρόστιμο... οφείλει νά δώσει τόν μισό ναΰλο στόν πλοίαρχο. ’Άν δμως ό πλοίαρχος παραβιάσει τή συμφωνία, ο­ φείλει νά δώσει τόν μισό ναΰλο στόν έμπορο. ’Άν ό έμπορος θελήσει ν’ αποσύρει τό φορτίο, θά πληρώ­ σει ολόκληρο τό ναΰλο στόν πλοίαρχο. Οί κυρώσεις αύτές θά έκτελεσθοΰν, έφ’ δσον ό ένας έγείρει α­ γωγή κατά τοΰ άλλου. 21. ’Άν δύο πλοιοκτήτες συμπήξουν κοινοπρα­ ξία (= κοινωνία) χωρίς έγγραφο, ομολογήσουν δέ καί τά δύο μέρη δτι «συνήψαμε συμφωνία σέ μιά άλλη περίπτωση καί φανήκαμε πιστοί ό ένας στόν άλλο καί πληρώσαμε πάντοτε τό νόμιμο τέλος, σάν νά έπρόκειτο γιά ένα κεφάλαιο». ’Άν συμβεί νά 1) Ό κίνδυνος τοϋ ν’ άπομείνει ό έπιβάτης στήν ξηρά άπετέλεσε γιά τούς ταξιδιώτες τών παλιών χρόνων μόνιμη πηγή άγωνίας. Κι ήταν φυσικό στά θέσμια τών ναυτικών πόλεων τής Μεσογείου νά περιληφθεΐ σχετική διάταξη. Συνήθως προβλέπετο ότι άν ό ναυτικός ή έπιβάτης έμενε έξω χωρίς νά φταίει, ό πλοιοκτήτης οφείλε νά τοϋ πληρώσει τά έξοδα — καί προκειμένου γιά ναυτι­ κόν — όλόκληρη τή συμφωνημένη αμοιβή. Στό κεφάλαιο αύτό ό έπιβάτης ή έμπορος κρίνεται ύπεύθυνος γιατί άφησε τό δοΰλο νά βγει στήν ξηρά.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός πάθει κάτι τό ένα πλοίο, είτε τοΰτο είναι έμφορτο είτε φέρνει άπλώς τό έρμα- τά αντικείμενα πού δια­ σώθηκαν οφείλουν νά συνεισφέρουν (μόνο) γιά τό ένα τέταρτο τής ζημίας στόν παθόντα, γιατί δέν παρουσιάζουν έγγραφο συμφωνία, άλλά συνήψαν συμφωνία μόνο μέ τό λόγο (προφορικώς). Έφ’ όσον δμως τά συμφωνούμενα γίνουν έγγράφως καί τά έγγραφα ύπογραφοΰν καί άπ’ τά δύο μέρη είναι ισχυρά καί έγκυρα, οπότε τά είδη πού διασώθηκαν οφείλουν νά συνεισφέρουν γιά κείνα πού άπωλέσθησαν (σύμφωνα μέ τούς γενικούς κανόνες).

22. 'Ο πλοίαρχος δέν ύποχρεοΰται νάπαραλάβει στό πλοίο παρά νερό, έφόδια (= τρόφιμα γιά τό πλή­ ρωμα) καί τά άπαραίτητα σχοινιά, ό δέ έμπορος φορτώνει ολόκληρο τό πλοίο, σύμφωνα μέ τή γραπτή συμφωνία. ’Άν θελήσει ό πλοίαρχος νά φορτώσει καί άλλο φορτίο, μπορεί νά τό πράξει, άν υπάρχει χώρος. ’Άν τό πλοίο δέν έχει χώρο, ό έμπορος δι­ καιούται νά έναντιωθεί στήν ένέργεια αύτή τοΰ πλοιάρχου καί τών ναυτών, (τοΰτο δμως πρέπει νά γί­ νει) παρουσία τριών μαρτύρων. ’Άν τότε έπακολουθήσει έκβολή, ύπεύθυνος είναι ό πλοίαρχος. ’Άν δμως δέν διαφωνήσει ό έμπορος, οφείλει (καί αύ­ τός) νά συμμετάσχει στή συνεισφορά.

23. ’Άν συναφθεί γραπτή συμφωνία, άνάμεσα στόν πλοίαρχο καί τόν έμπορο, ή συμφωνία αύτή είναι δεσμευτική. ’Άν δέ ό έμπορος δέν φέρει πλή­ ρες φορτίο, ύποχρεοΰται νά καταβάλει τό ναΰλο καί γιά τά υπόλοιπα, σύμφωνα μέ τή γραπτή συμφωνία. 24. ’Άν ό πλοίαρχος λάβει τό μισό ναΰλο καί άποπλεύσει καί θελήσει ό έμπορος νά υπαναχω­ ρήσει, μολονότι συνυπέγραψαν έγγραφη συμφωνία, ό έμπορος χάνει τόν μισό ναΰλο πού κατέβαλε, γιατί παρεμπόδισε τόν πλοΰν. ’Άν δμως ό πλοίαρ­ χος παραβιάσει τή γραπτή συμφωνία, οφείλει ν’ άποδώσει στό διπλάσιο τόν μισό ναΰλο.

25. ’Άν περάσουν δέκα περίπου ήμέρες άπό τήν ορισμένη μέ τή συμφωνία προθεσμία (φορτώσεως), ό έμπορος οφείλει νά πληρώσει τό σιτηρέσιο τών ναυτών άν δέ (υστέρα άπό συμφωνουμένη άναβολή) περάσει καί ή δεύτερη προθεσμία, οφείλει ό έμπορος νά πληρώσει ολόκληρον τό ναΰλο καί νά άποχωρήσει. Έφ’ δσον δμως ό έμπορος δέχεται νά αύξήσει τό ναΰλο, δικαιοΰται, άφοΰ καταβάλει τή διαφορά, νά (κρατήσει τό πλοίο) καί άποπλεύσει δποτε θέλει (*). 26. ’Άν κάποιος άπ’ τό πλήρωμα ή τούς άξιωματικούς διανυκτερεύσει έξω άπό τό πλοίο καί συμβεί νά χαθεί τό πλοίο, άνεξαρτήτως άν γίνει τοΰτο ήμέρα ή νύκτα, ή ζημία βαρύνει έξ ολοκλήρου έκείνους, πού διενυκτέρευσαν στήν ξηρά, ένώ εκείνοι πού παρέμειναν στό πλοίο καμιά δέν φέρουν χρημα­ τική ευθύνη. "Οσοι δμως (άπό τούς παραμείναντες

στό πλοίο) άμέλησαν νά συνδράμουν τόν κύριο τοΰ πλοίου, εύθύνονται γιά τή ζημία, ή οποία προκλήθηκε σ’ αύτό άπ’ τήν άμέλειά τους.

27. ’Άν ένα πλοίο ταξιδεύει γιά νά παραλάβει φορτίο έμπορου ή συνεταίρου (= κοινωνοΰ), συμβεί δέ τό πλοίο νά ύποστεϊ ζημία ή νά χαθεί άπό άμέλεια τών ναυτών ή τοΰ πλοιάρχου, δέν μπορεί νά έγερθεΐ άπαίτηση είς βάρος τών φορτίων, τά όποια βρίσκον­ ται στίς άποθήκες. ’Άν δμως άποδειχθεί δτι τό πλοϊον άπωλέσθη άπό τρικυμία, οφείλουν νά συμμετάσχουν στή συνεισφορά δλα δσα σώθηκαν άπό τό πλοίο καί τό (ύπό παραλαβήν) φορτίο, ό δέ πλοίαρχος δικαιούται νά άπαιτήσει τό μισό τοΰ ναύ­ λου. ’Άν δέ ένας άπό τούς συνεταίρους άρνηθεϊ δτι ύπάρχει κοινοπραξία (= κοινωνία) καί τοΰτο άποδειχθεΐ, παρουσία τριών μαρτύρων, δχι άληθινό, οφείλει (ό άρνητής) νά πληρώσει τό μερίδιό του άπό τή συνεισφορά καί νά ύποστεϊ τήν τιμωρία γιά τήν (ψευδή) άρνησή του. 28. ’Άν ένα πλοίο παρεμποδισθεϊ στή φόρτωση άπό έναν έμπορο ή συνεταίρο καί περάσει ή συμφωνημένη γιά τή φόρτωση χρονολογία, συμβεϊ δέ τό πλοίο νά χαθεί άπό πειρατεία, πυρκαϊά ή ναυάγιο, τή ζημία θά τήν ύποστεϊ αύτός πού έφερε τό έμπόδιο. 29. ’Άν ό έμπορος δέν προσκομίσει τό φορτίο στόν καθορισμένο άπό τό συμβόλαιο τόπο καί πε­ ράσει ή σχετική προθεσμία, παρουσιασθεϊ δέ ζημία άπό πειρατεία, πυρκαϊά ή ναυάγιο, ολόκληρη ή ζη­ μία τοΰ πλοίου βαρύνει τόν έμπορο. ’Άν δμως συμ­ βεϊ τό άτύχημα αύτοΰ τοΰ είδους, πριν περάσει ή (συμφωνημένη) προθεσμία, νά μετέχουν (ό έμπο­ ρος καί τό πλοίο) στή συνεισφορά (12). 30. ’Άν ό έμπορος, πού φόρτωσε τό πλοίο, φέρει μαζί του χρυσόν καί συμβεϊ τό πλοίο νά ύποστεϊ έναν άπό τούς θαλάσσιους κινδύνους καί χαθεί τό φορτίο, τό δέ πλοίο διαλυθεί, οφείλουν νά συνει­ σφέρουν δλα δσα σώθηκαν άπό τό πλοίο καί τό φορτίο, ό έμπορος δμως θά συναποκομίσει τόν χρυσό του, άφοΰ πληρώσει τό δέκατο (τής άξίας του). ’Άν ό έμπορος έσώθηκε χωρίς νά πιασθεϊ σέ κανένα άπ’ τά δοκάρια (σκεύη) τοΰ πλοίου, οφεί­ λει νά καταβάλει τό μισόν άπό τόν καθορισμένο μέ τό συμβόλαιο ναΰλο. ’Άν, προκειμένου νά σωθεί, χρειάσθηκε νά πιασθεϊ άπό ένα δοκάρι τοΰ πλοίου, θά καταβάλει τό πέμπτο. 1) 'Υπάρχει φυσικά άσάφεια πόσων ήμερων σιτηρέσιο θά πλη­ ρώσει σέ κάθε περίπτωση. Τό λογικόν είναι νά πληρώσει γιά όλες τίς ήμέρες τής καθυστερήσεως. 2) "Οπως βλέπει ό αναγνώστης, τό πρώτο μέρος τοΰ κεφαλαίου τούτου έπαναλαμβάνει κάπως διαφορετικά τίς διατάξεις τού προηγουμένου κεφαλαίου.

185

Νόμος Ροδίων Ναυτικός Παρατήρηση: Τό χωρίο αύτό, δυσνόητο στή διατύ­ πωση, είναι μάλλον σαφές στό νόημα. — 'Ο έμπορος άμα σωθεί οφείλει νά πληρώσει τό μισό τού ναύλου, είτε χρησιμοποίησε σκεύος (δο­ κάρι) τοΰ πλοίου είτε όχι. ’Εκτός όμως άπ’ αύτό θά πληρώσει καί άπό τό χρυσάφι ή γιά τό χρυσάφι καί συγκεκριμένα, άν σωθεί, χωρίς νά πιασθεΐ σέ σκεύος τοΰ πλοίου θά πληρώσει τό 10% τής άξίας του, άν όμως, γιά νά σωθεί, πιάσθηκε άπό σκεύος τοΰ πλοίου, τό 20%. 31. ’Άν ό έμπορος φορτώσει τό πλοίο καί συμβεί κάτι σ’ αύτό, όλα τά διασωθέντα καί άπό τά δύο μέρη — πλοίο καί φορτίο — ύποχρεοΰνται σέ συν­ εισφορά. 'Ο άργυρος όμως άν σωθεί, θά πληρώσει τό πέμπτο (τής άξίας του). Τόσον δέ ό πλοίαρ­ χος όσον καί τό πλήρωμα οφείλουν νά βοηθήσουν στή διάσωσή του. 32. Άν τό πλοίο, είτε είναι ναυλωμένο άπό έμ­ πορο είτε άνήκει σέ κοινοπραξία (κοινωνία), ταξι­ δεύει γιά νά παραλάβει φορτίο καί λάβει χώρα θαλασσία καταστροφή, ό έμπορος δέν δικαιούται νά ζητήσει τήν επιστροφή τοΰ μισού ναύλου, δ,τι δμως άπομείνει άπό τό πλοίο καί τά εις αύτό (τήν ένθήκη = φορτίο, κλπ.) ύπόκεινται σέ συνεισφορά. ’Άν δέ ό έμπορος ή ό κοινωνός (δηλαδή αύτός πού συμμετέχει στήν κοινοπραξία) έχει δώσει προκατα­ βολή, θά ίσχύσει ή γραπτή συμφωνία τους (’)·

33. ’Άν ό πλοίαρχος τοποθετήσει τό φορτίο στόν προβλεπόμενο άπό τό συμβόλαιο χώρο καί πάθει κάτι τό πλοίο, ό πλοίαρχος δικαιούται νά ζη­ τήσει ολόκληρον τό ναύλο άπό τόν έμπορο, τά έμπο­ ρεύματα δμως τά όποια έκφορτώθηκαν στίς αποθή­ κες δέν συμμετέχουν στόν κίνδυνο έκείνων πού (άκόμη) βρίσκονται στό πλοίο, άλλ’ δσα βρίσκονται στό πλοίο καί τό ίδιο τό πλοίο ύποχρεοΰνται σέ συνεισφορά. Παρατήρηση: Τό νόημα είναι δτι γιά τά έκφορτωθέντα έμπορεύματα δέν μπορεί νά έγερθεί άπαίτηση γιά συνεισφορά είτε άπό τό πλοίο είτε άπό κεί­ νους, πού ταξιδεύουν μέ τό πλοίο. 34. ’Άν τό πλοίο μεταφέρει λινά υφάσματα ή μεταξωτά ύποχρεοΰται ό πλοίαρχος νά διαθέσει κατάλληλα σκεπάσματα (διφθέρας = δέρματα), ώστε σέ περίπτωση τρικυμίας νά μή πάθει ζημία τό φορτίο άπό τόν κατακλυσμό τών κυμάτων. ’Άν δέ άνέβει ή στάθμη τοΰ νερού στό κύτος, οφείλει ό πλοίαρχος νά ειδοποιήσει άμέσως αύτούς πού έχουν φορτίο στό πλοίο, νά τό άπομακρύνουν άπό τό κύτος. ’Άν δέ οί έπιβάτες (καί στήν περίπτωση αύτή οί έμποροι) προειδοποιήσουν τόν πλοίαρχο (γιά τόν κίνδυνο ζημίας) καί κατόπιν συμβεί βλάβη στό φορτίο, ύπεύθυνος γίνεται ό πλοίαρχος μαζί μέ τούς ναύτες. ’Άν ό πλοίαρχος καί οί ναύτες γνωστοποιήσουν δτι τό νερό άνεβαίνει στό κύτος καί τά έμπορεύματα πρέ­

186

πει νά άπομακρυνθοΰν, άλλά οί φορτωτές άμελήσουν νά τό πράξουν, ό πλοίαρχος καί οί ναύτες είναι άνεύθυνοι (1 2).

35. ’Άν ένα πλοίο ρίξει στή θάλασσα μέρος τής έξαρτίας του είτε μετά άπό συμωνία είτε γιατί αύτή έσπασε, δλοι δσοι βρίσκονται στό πλοίο, ναύτες ή έμποροι καί τό φορτίο μέ τό πλοίο, ύποχρεοΰν­ ται — έφ’ δσον σώθηκαν — σέ συνεισφορά.

Παρατήρηση: Πιθανόν τοΰτο νά σημαίνει δτι δέν ύπόκεινται σέ συνεισφορά οί δοΰλοι ή άλλα άντικείμενα. 36. Άν ένα πλοίο, πού ταξιδεύει πέσει έπάνω σέ άλλο πλοίο, τό όποιο είναι άγκυροβολημένο ή άκινητεΐ (= μέ χαλασμένα τά ιστία) καί είναι ήμέρα, ή σύγκρουση καί ή ζημία βαρύνουν τόν πλοίαρχο καί δσους έπιβαίνουν σ’ αύτό (ναυτικούς καί έπι­ βάτες). ’Άν δμως τοΰτο συμβεί κατά τό διάστημα τής νύκτας, οφείλει νά άνάψει φώς έκεΐνος πού έχάλασε τά ιστία (= άκινητεΐ). ’Άν δέν έχει φώς, οφείλει νά ειδοποιεί γιά τήν παρουσία του μέ κραυ­ γές. ’Άν άμελήσει σ’ αύτό καί έλθει ή συμφορά, (έκεΐνος πού άμέλησε) είναι υπεύθυνος, έφ’ δσον δλα αύτά άποδειχθοΰν μέ μάρτυρες. ’Άν δέ ό άρμενιστής (τοΰ ταξιδεύοντας πλοίου) άμελήσει καί ό φύλακας (σκοπός ή βιγλάτωρ) (3) άποκοιμηθεΐ, ό άνθρωπος πού ταξιδεύει θεωρείται πώς χάθηκε σάν νά προσέκρουσε σέ ύφαλο καί ύποχρεοΰται νά άποζημιώσει έκεΐνον, τόν όποιο έκτύπησε. Παρατήρηση: Τό κεφάλαιο τοΰτο προβλέπει τρεις περιπτώσεις. α. Πλοίο, πού ταξιδεύει τήν ήμέρα καί βυθίζει άλλο πλοίο, άγκυροβολημένο ή ακίνητο. β. Τό ίδιο σέ καιρό νυκτός, όταν τό ακίνητο πλοίο δέν έχει φώτα οΰτε ειδοποιεί γιά τήν παρουσία του (μέ κραυγές). γ. Τό πλοΐον, πού αρμενίζει μέ άμέλεια, χάνεται σάν νά προσέκρουσε σέ ύφαλο, άν δέ κτυπήσει άλ­ λο πλοίο, οφείλει νά τό αποζημιώσει. 37.

’Άν τό πλοίο πάθει κάτι καί σωθοΰν τά πράγ­

1) Συνήθως μέ τήν έναρξη έκτελέσεως τής συμφωνίας, δηλαδή μέ τή φόρτωση πλήρωνε ό ναυλωτής τά ήμίναυλα. Ή προκατα­ βολή (=προχρι:ία ) τής παραγράφου αύτής δυνατόν νά σημαίνει ένα ποσόν, πέραν άπό τό μισό τοϋ ναύλου (τά ήμίναυλα) καί άνάλογο φυσικά μέ τόν ναύλο. 2) Τό κεφάλαιο τούτο μαρτυρεί ότι στά παλιά πλοία τό θέμα τής φορτώσεω^ καί έκφορτώσεως τοϋ φορτίου ήταν εύθύνη περισσό­ τερο τοϋ φορτωτή ή καλύτερα τοΰ ναυλωτή καί λιγότερο τοΰ προσωπικού τού πλοίου. 'Ο θεσμός τοΰ νά φέρνεται τό φορτίο μέχρι τά μέσα φορτώσεως καί έκφορτώσεως τοΰ πλοίου, γνω­ στός μέ τόν όρο sotto palago, είναι δημιούργημα τών νεωτέρων χρόνων. 3) Βιγλάτωρ ή βιγλεάτωρ δέν ήταν — στό εμπορικό ναυτικό — είδικότης τοΰ πλοίου, αλλά έκτελεϊτο συνήθως άπό τούς έπιβά­ τες τοΰ πλοίου, έμπορους ή δούλους, οί όποιοι φυσικό ήταν νά μή έχουν τό αίσθημα εύθύνης τοΰ έπαγγελματία ναυτικοΰ.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός ματα τών εμπόρων καί τών έπιβατών, τό δέ πλοίο χα­ θεί, τά γραμμάτια τά όποια θά περισωθοϋν θά πλη­ ρώσουν τό ένα δέκατο πέμπτο τής άξίας τους (δηλα­ δή τής οφειλής πού αναγνωρίζουν), άλλάοί έμποροι καί οί έπιβάτες δέν θά δώσουν τό πλοίο στόν πλοίαρχο. Παρατήρηση: "Οπως διατυπώνεται είναι δυσνόητοτό πιθανότερο είναι δτι γιά μέν τά γραμμάτια θά ίσχύσει ή ειδική ρύθμιση τοΰ κεφαλαίου τούτου, γιά τά υπόλοιπα δέ πού διασώθηκαν ό γενικός κανό­ νας τής συνεισφοράς (')·

38. ’Άν πλοίο, φορτωμένο μέ σιτάρι καταληφθεί άπό τρικυμία, οφείλει ό πλοίαρχος νά χορηγήσει σκεπάσματα (διφθέρας = δέρματα) καί οί ναύτες νά άντλοΰν τά νερά (άπό τό κύτος). ’Άν τό αμελή­ σουν καί διαβραχεί τό έμπόρευμα στό κύτος, οφεί­ λουν οί ναύτες νά πληρώσουν τή ζημία. ’Άν δμως τό φορτίο πάθει ζημιά άπό τήν καταιγίδα, ή ζημιά θά βαρύνει όλους, τόν πλοίαρχο, τούς ναύτες μαζί καί τόν έμπορο. Σ’ αύτή τήν περίπτωση ό πλοίαρ­ χος μέ τό πλοίο καί οί ναύτες θά καταβάλουν έξ εκα­ τοστά (τό δέκατο πέμπτο περίπου) άπό κάθε σωζόμενο πράγμα. ’Άν γίνει έκβολή πραγμάτων στή θά­ λασσα (άβαρία), πρώτα θά ριχθοΰν τά πράγματα τοΰ έμπορου καί μετά θά ρίξουν οί ναΰτες τά πράγ­ ματα τοΰ πλοίου. Κανείς δμως άπό τούς ναΰτες νά μή διαπράξει κλοπή. ’Άν τό πράξει, οφείλει νά άποζημιώσει τόν παθόντα στό διπλάσιο καί νά χάσει τό δικαίωμα συμμετοχής σέ κάθε κέρδος. 39. ’Άν ταξιδεύει τό πλοίο, φορτωμένο μέ σίτον, οίνον ή έλαιον (* 23) καί άποφασίσει ό πλοίαρχος μέ τούς ναΰτες νά χαλάσει (κατεβάσει τά ιστία) καί προσεγγίσει τό πλοίο σ’ έναν τόπο ή όρμο, παρά τή θέληση τοΰ έμπορου καί χαθεί τό πλοίο, σωθούν δέ τά έμπορεύματα καί τό φορτίο, καμιά δέν θά ύποστεΐ ζημία ό έμπορος, γιατί δέν ήθελε νά προσεγ­ γίσουν στόν τόπο έκεΐνον. ’Άν δέ καθ ’ δν χρόνο τό πλοίο ταξιδεύει, είπεΐ ό έμπορος νά προσεγγίσει σ’ έναν τόπο κι ό τόπος αύτός δέν περιλαμβανόταν στό ναυλωτικό έγγραφο, συμβεΐ δέ τό μέν πλοίο νά χαθεί τά δέ φορτία νά διασωθούν, ό πλοίαρχος δι­ καιούται νά λάβει άπό τόν έμπορο πλήρη τήν άξια τοΰ πλοίου. ’Άν δέ ή κίνηση (δηλαδή ή προσέγγιση) γίνει άπό συμφώνου καί τό πλοίο χαθεί, τά πάντα συμμετέχουν στή συνεισφορά. 40. ’Άν συμβεΐ νά ναυαγήσει ένα πλοίο καί νά σωθεί μέρος άπό τό φορτίο καί τό πλοίο, οί δέ έπι­ βάτες φέρουν μαζί τους χρυσόν, άργυρον, μεταξωτά ή μαργαρίτες, ό μέν χρυσός οφείλει νά συνεισφέρει τό δέκατο τής άξίας του καί ό άργυρος τό πέμπτο. Όσον γιά τά μεταξωτά, άν διασώθηκαν χωρίς νά βραχοΰν, θά συνεισφέρουν τό δέκατο τής άξίας τους, γιατί έξομοιώνονται μέ χρυσάφι. ’Άν δμως βρα-

χοΰν θά συνεισφέρουν άνάλογα μέ τήν άξια τους, άφοΰ άφαιρεθεΐ ορισμένο ποσό γιά τήν τριβή (λείαν­ ση) καί τό στέγνωμα (ξήρανση). Καί οί μαργαρίτες θά συνεισφέρουν στήν άπώλεια άνάλογα μέ τήν άξια τους, δπως συνεισφέρει ό χρυσός (δηλαδή τό δέκα­ το (3). 41. ’Άν έπιβάτες ταξιδεύουν μέ τό πλοίο καί τό πλοίο πάθει ζημία ή καταστραφεΐ, τά άγαθά δμως τών έπιβατών σωθούν, οφείλουν οί έπιβάτες νά συνεισφέρουν ορισμένο ποσό γιά τήν απώλεια τοΰ πλοίου. ’Άν δέ δύο ή τρεις έπιβάτες χάσουν τόν χρυσό τους ή τά άγαθά τους, θά λάβουν άπό δλους άνάλογα μέ τήν ικανότητά τους συνεισφοράς γιά τήν άπώλεια τοΰ πλοίου. Παρατήρηση: Παρά τήν προσπάθειά μας νά άπλοποιήσουμε τή σχετική διάταξη γιά νά γίνει κατά τό δυνατόν νοητή, έξακολουθεϊ νά υπάρχει σχετική άσάφεια.

42. ’Άν ύποστεΐ ρήγμα τό πλοίο, τό όποιο μετα­ φέρει φορτία καί βγάλουν τά φορτία άπό τό πλοίο, άρμόδιος είναι ό πλοίαρχος ν’ αποφασίσει άν θά φορτώσει τά άγαθά στό πλοίο στό συμφωνημένο λιμάνι (ή σκάλα), έφ’ δσον τό πλοΐον έπισκευασθεΐ. ’Άν τό πλοίο δέν έπισκευασθεΐ, άλλά ό πλοίαρχος φέρει άλλο πλοίο στό συμφωνημένο λιμάνι, δι­ καιούται νά λάβει ολόκληρον τό ναύλο. Παρατήρηση: Τό νόημα είναι δτι ό πλοίαρχος δι­ καιούται νά πάρει ολόκληρον τόν ναύλο, άν τό πλοίο πάθει ρήγμα, υπό τόν δρο δτι θά φορτώσει τά άγαθά στό συμφωνημένο μέρος, είτε μέτόϊδιο πλοίο, έπισκευαζόμενο είτε μέ άλλο πλοίο. V) Γραμμάτια ή γραμματεία ήταν, δπως σήμερα, μιά έγγραφη άναγνώριση χρέους καί ή έγγράφονταν άπό τόν ίδιο τόν οφειλέτη, οπότε λέγονταν ιδιόχειρα καί έπρεπε νά τά προσυπογράψουν τρεις μάρτυρες ή είχαν τή μορφή συμβολαιογραφικού έγγράφου, οπότε λέγονταν άγοραϊα. Ή μεταβίβαση τοΰ γραμματίου μεταβίβαζε καί τό δικαίωμα γιά τήν είσπραξή του. ’Άν ό πιστω­ τής τό κατέστρεφε μέ τή θέλησή του, έξαφανιζόταν τό χρέος. ’Άν τό γραμμάτιο καταστρεφόταν τυχαία, πριν έξοφληθεί τό χρέος, ό πιστωτής περιερχόταν σέ δύσκολη θέση. 'Ο οφειλέτης εξο­ φλώντας τό χρέος είχε τό δικαίωμα νά ζητήσει τό γραμμάτιο, άν δέ ό δανειστής δέν τό είχε, οφείλε νά έγγυηθεΐ δτι δέν θά τό χρη­ σιμοποιούσε τρίτο πρόσωπο κατά τοΰ οφειλέτη. 2) 'Ορίζει σίτον, οίνον καί έλαιον, γιατί αύτά ήσαν τά κύρια προϊόντα, τά όποια διακινοΰσε τούς χρόνους τής Ρώμης καί τοΰ Βυζαντίου ή έμπορική ναυτιλία. 3) Τήν έποχή τοΰ Μάρκου Αύρηλίου (121-180 μ.Χ.) σημειώνει ό Ashburner, μιά λίτρα μετάξι στοίχιζε δσο μιά λίτρα χρυσάφι. 'Ο ’Ιουστινιανός, σύμφωνα μέ τόν χρονογράφο καί ιστορικό τοΰ Βελισσαρίου Προκόπιο, απαγόρευσε στούς έμπορους νά πωλοΰν ίμάτια έκ μετάξης σέ τιμή μεγαλύτερη τών 8 νομισμάτων τή λί­ τρα. Οί έμποροι δέν μποροΰσαν νά έργασθοΰν ύπ’ αύτούς τούς δρους καί γι’ αύτό ιδρύθηκε κρατικό μονοπώλιο, οπότε ήμέταζα βαφής μέν προστυχούσης (δηλαδή ή κοινή) έπωλεΐτο 6 νομίσματα ή λίτρα, ένώ ή μέταξα βάμματος βασιλικού, δπερ καλεϊν όλόσηρον νενομίκασι (δηλαδή ή έξαιρετικής ποιότητος) έπωλεΐτο 24 χρυσά νομίσματα καί πλέον. Δηλαδή μιά λίτρα καλό μετάξι άξιζε μιά λίτρα χρυσάφι — καί πάρα πάνω.

187

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

45. ’Άν ένα πλοίο άνατραπεί ή καταστραφεί στό πέλαγος, έκείνος πού διασώζει άπ’ αύτό κάτι καί τό μεταφέρει στήν ξηρά, θά λάβει ώς άμοιβή τό πέμ­ πτο άπό όσα διέσωσε.

τά βρήκε καί θά λάβει τό πέμπτο άπό καθετί πού δια­ σώζει. Παρατήρηση: 'Η λέξη μισθός δέν σημαίνει, κατά τόν Ashburner, ότι οί ναυτικοί έλάμβαναν πάντοτε ορισμένη άμοιβή. Χρησιμοποιείται καί όταν αύτοί εργάζονται μέ μερίδιο στά κέρδη. Ό όρος ένιαυσιαΐος σημαίνει ότι, είτε έλάμβαναν πάγιες αποδοχές είτε ήσαν μέ μερίδιο στό κέρδος, ή ύποχρέωσή τους ήταν γιά έναν χρόνο. Τοΰτο όμως δέν ύποδηλώνει ημερολογιακόν έτος: ό χρόνος, ό ναυτικός ενιαυτός, άρχίζει άφ ’ δτου ή θάλασσα είναι άνοικτή στή ναυ­ σιπλοΐα. ’Άν ό ναυτικός έπέστρεφε στό λιμάνι του τόν καιρό πού σταματοΰσε ή ναυσιπλοΐα, ό χρόνος δέν τελείωνε. ’Άν ό ναυτικός βρισκόταν σέ ξένο λι­ μάνι, όταν ή θάλασσα ήταν κλειστή, ό χρόνος περι­ λάμβανε τούς χειμερινούς μήνες κατά τούς όποιους τό πλοϊον άκινητοΰσε καί ό ναυτικός, μέ μισθό ή μερί­ διο στό κέρδος, δικαιούτο νά λάβει ορισμένο ποσόν (έπίδομα). Τό νόημα πάντως τοΰ κεφαλαίου είναι ότι, άν ό ναυτικός άποθάνει κατά τήν διάρκεια τής ετήσιας ύπηρεσίας, οί οικείοι του θά λάβουν τό ποσόν, τό ό­ ποιο θά λάβαινε, άν ζοΰσε καί έργαζόταν καθ’ όλο τό διάστημα τοΰ έτους. (Γιά τήν ταξιδευτική περίοδο βλ. κείμενο Ναυ­ τιλιακά Βοηθήματα 1, Β-ΥΠε τής κυρίας συγγραφής). 47. ’Άν άνασυρθεΐ άπό τό βυθό χρυσός ή άργυρος ή άλλο πράγμα, ό σώστης θά λάβει τό ένα τρίτο, έφ’ δσον τό βάθος (τοΰ βυθοΰ) είναι οκτώ οργιές· άν τό βγάλει άπό βάθος δεκαπέντε οργιών, θά λάβει ό σώστης τό μισό, γιά τόν κίνδυνο τής θάλασσας. Γιά τά άντικείμενα πάλι, τά όποια ρίχνει (έκβράζει) ή θάλασσα στήν ξηρά, όποιος τά βρει έκεΐ καί τά άπομακρύνει κατά ένα πήχυ (άπό τή θάλασσα), θά λάβει τό δέκατο άπό έκεΐνο πού διέσωσε (*)

46. 'Η μεγάλη βάρκα (κάραβος) σπάζει τό σχοι­ νί καί άπομακρύνεται άπό τό πλοίο καί χάνεται μέ όλους τούς έπιβαίνοντες σ’ αύτήν. ’Άν οί έπιβαίνοντες χαθοΰν ή άποθάνουν, ύποχρεοΰται ό πλοίαρ­ χος νά καταβάλει στούς κληρονόμους των τούς μι­ σθούς ενός χρόνου. 'Όποιος όμως διασώσει τόν κάραβον καί τά έφόλκια, οφείλει νά τά άποδώσει όπως

1) Ό πήχυς τών αρχαίων 'Ελλήνων ήταν’ίσος μέ 24 δακτύλους ή 0,4624 μ., ό δέ ρωμαϊκός (cubitus = κύβιτον) ’ίσος μέ 0,4436. Η όργιά ίσοδυναμοϋσε μέ 4 ελληνικούς πήχεις ή' 1,85 μέτρα. Υπήρχε όμως στούς βυζαντινούς χρόνους καί ό μακρότερος πή­ χυς, τών 61 έκ. όπως καί ό βραχύτερος, έξ οϋ καί ή μακρότερη ή βραχύτερη όργιά: ή μακρότερη χρησιμοποιείτο στάς βασιλικάς άπογραφάς, ή δέ βραχύτερη στίς ιδιωτικές συναλλαγές.

43. ’Άν τρικυμία καταλάβει ένα πλοίο καί έκτελέσει τοΰτο έκβολή του φορτίου του καί σπάσουν οί κεραίες, ό ιστός, τά κουπιά - πηδάλια, οί άγκυρες καί τά έφόλκια, όλα αύτά θά ύπολογισθοΰν στή συνεισφορά, μαζί μέ τήν τιμή τοΰ πλοίου καί τά άγαθά, τά όποια σώζονται. Παρατήρηση: Δυσνόητο. Θέλει ’ίσως νά είπεΐ ότι καί αύτά, μολονότι ύπέστησαν ζημία (κλάσιν), θά συμ­ βάλουν κατά τήν ύπολειπόμενη άξια τους, μαζί μέ τήν αξία τοΰ πλοίου, στήν άποζημίωση έκείνων πού ρίχθηκαν στή θάλασσα. (Βλέπε καί τό επόμενο κε­ φάλαιο). 44. ’Άν ένα πλοίο μεταφέρει φορτίο καί συναν­ τήσει καταιγίδα (ζάλη), κατά τήν όποια ρίχνεται στή θάλασσα ό ιστός ή σπάζουν τά πηδάλια ή χά­ νεται τό έφόλκιο, έφ’ δσον τό φορτίο βραχεί άπό τήν καταιγίδα, άναγκαστικά αύτά θά συμμετάσχουν στή συνεισφορά. ’Άν όμως τό φορτίο βραχεί πε­ ρισσότερο άπό τά νερά τοΰ κύτους παρά άπό τήν κα­ ταιγίδα, ό πλοίαρχος θά λάβει τό ναΰλο, άλλά θά παραδώσει ξηρά τά είδη καί στήν ποσότητα πού τά παρέλαβε. Παρατήρηση: Φυσικό ήταν στά πλοία τής έποχής εκείνης, τό σκάφος πού κλυδωνιζόταν καί πάλευε μέ τά κύματα νά παρουσιάζει μεγαλύτερη διαρροή καί συνεπώς τά περισσότερα νερά τοΰ σκάφους, πού βλάπτουν τό φορτίο, δέν ήταν άσχετα μέ τήν έπικρατούσα τρικυμία. Τοΰτο δέ θά πρέπει νά ϊσχυε καί όταν οί ναΰτες αντλούσαν μέ έπιμέλεια τά νερά τοΰ κύτους.

188

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΣΘΗΚΗ I Τά πρόσωπα στή θαλάσσια έπιχείρηση

Άπό τό μισθολόγιο τοϋ Δευτέρου Μέρους τοϋ Νόμου λαμβάνομε εύθύς έξαρχής μιά βασική εικόνα γιά τή σύνθεση τοΰ προσωπικού ενός έμπορικοΰ πλοίου, σύμφωνα μέ τό καθεστώς τοΰ Νόμου τών Ροδίων. "Οπως εξηγούμε καί στό σημείο εκείνο, άποτελεΐται τοΰτο άπό τόν ναύκληρο (= πλοίαρχο), τόν κυβερνήτη (= πηδαλιούχο), τόν πρωρέα (= σημε­ ρινό ναύκληρο), τόν ναυπηγό (=ξυλουργό, πού επι­ σκευάζει καί συντηρεί τό πλοίο, όχι τόν καραβομαραγκό πού τό ναυπηγεί), τόν καραβίτη ^κυβερ­ νήτη τοΰ καράβου, δηλαδή τής μεγάλης βάρκας τοΰ πλοίου) καί τόν παρεσχαρίτη (= παιδόπουλο ή ναυ­ τόπαιδα, γιά τίς βοηθητικές έργασίες). 'Η εικόνα δμως αύτή απέχει πολύ άπ’ τό νά είναι πλήρης καί μόνη ή άνάγνωση τών κεφαλαίων τοΰ Νόμου πείθει δτι μάς χρειάζεται καλύτερα ενημέ­ ρωση επάνω στό θέμα. Τό ρωμαϊκό, τό βυζαντινό άκόμη καί τό μεσαιωνικό σύστημα — σάν άντανάκλαση καί συνέχεια τοΰ δικαίου ή εθίμου τών χρό­ νων τοΰ Ναυτικοΰ Νόμου — είναι γιά τό θέμα αύτό ενδιαφέροντα. - Τίποτε, σημειώνει ό Βρεταννός νομικός Ashbur­ ner, δεν δείχνει καθαρότερα τή διαφορά ανάμεσα στό ρωμαϊκό, τό βυζαντινό καί τό μεσαιωνικό θαλάσσιο σύστημα άπό μιά εξέταση των διαφόρων τάξεων, οί όποιες σέ κάθε σύστημα λαμβάνουν μέρος στή θαλασσία επιχείρηση. 'Ο ρωμαϊκός νόμος ξεχωρίζει τόν dominus navis, τόν exercitor, τόν magister καί τόν nauta (ναύτη). Dominus navis είναι ό κύριος τοΰ πλοίου, ό πλοιοκτήτης. Exercitor — κατά τούς Βυζαντινούς έξερκίτωρ — είναι εκείνος πού εισπράττει τά κέρδη τοΰ πλοίου, γιά δικό του λογαριασμό: μπορεί νά είναι ιδιοκτή­ της ή νά έχει μισθώσει τό πλοίο άπό τόν ιδιοκτήτη (γιά όρισμένον χρόνο ή επ’ άόριστον). Τόν έξερκίτορα δέν πρέπει νά τόν συγχέουμε μέ τόν έμπορο, πού φορτώνει ολόκληρο τό πλοίο. 'Ο έμπορος είτε φορτώνει μέρος τοΰ πλοίου ή τό δλον, πληρώνει στόν άλλο ναΰλο. 'Ο έξερκίτωρ είτε φορτώνει τό πλοίο μέ δικά του εμπορεύματα, είτε

δχι, κρατεί ή παίρνει τό ναΰλο γιά δικό του δφελος. "Οταν ό ’ίδιος δέν είναι ιδιοκτήτης, ή ευθύνη του πρός τόν πλοικτήτη έγκειται στό νά πληρώσει ενοίκιο καί δχι ναΰλο. Καί άπέναντι στούς άλλους ενεργεί σάν ιδιοκτήτης. 'Ο έξερκίτωρ προσλαμβάνει τούς άξιωματικούς τοΰ πλοίου καί μεταξύ τους τόν magister (μάγιστρον), πού έχει δλη τή φροντίδα γιά τό πλοίο. Μέσα στά καθήκοντά του είναι νά συμβάλλεται μέ τούς εμπόρους γιά νά μεταφέρει εμπορεύματα ή επιβά­ τες, ν’ άγοράζει τά άναγκαΐα γιά τήν έξαρτία τοΰ πλοίου, νά πωλεϊ ή άγοράζει διάφορα προϊόντα, νά προβαίνει σέ δαπάνες γιά τήν έπισκευή καί συντήρηση τοΰ πλοίου, νά μισθώνει καί πληρώνει τούς ναΰτες. "Ολα αύτά τά καθήκοντα άνάγονται στήν οικονομική καί διοικητική φροντίδα τής θαλασσίας έπιχειρήσεως. Μιά αύτοκρατορική διάταξη τοΰ 380 μ.Χ. πού ορίζει τόν τρόπο γιά τήν επιλογή τών μελών τοΰ πληρώματος, συνιστά οί μάγιστροι νά άσχολοΰνται επίσης καί μέ τή ναυσιπλοΐα. Αύτή δμως παραμένει κανονικά στά χέρια τοΰ guvernator (άξιωματικοΰ, ίσως, ναυτιλίας). 'Ο έξερκίτωρ μποροΰσε νά ενεργεί δπως ό μάγιστρός του (οπότε έλέγετο per se exercere). Μπορού­ σαν νά ύπάρχουν περσότεροι έξερκίτορες, δηλαδή μερικά πρόσωπα, άνάμεσα στά όποια μοιράζονταν τά δικαιώματα καί οί ύποχρεώσεις τοΰ έξερκίτορος καί καθένας άπ’ τούς όποιους διόριζε άπό ένα μάγιστρον ή δλοι μαζί διόριζαν έναν μόνο. ΤΗταν δυνατό ένα πλοίο νά έχει μερικούς μαγίστρους καί ό καθένας τους νά άσκεϊ δλα τά καθή­ κοντα τοΰ μαγίστρου, ή νά ένεργεϊ σέ καθετί μέ τή συγκατάθεση τοΰ άλλου ή τών άλλων. Κάποτε ό έξερκίτωρ μοίραζε τά σχετικά καθήκοντα, λ.χ. ό ένας θά έμίσθωνε τό πλοίο καί ό άλλος θά φρόντιζε μέ τήν άγορά καί τήν πώληση τών άγαθών. Στό βυζαντινό δίκαιο, δπως διατυπώνεται στούς Πανδέκτες αρχικά καί στά Βασιλικά κατόπι, ό έξερ­ κίτωρ μεταφράζεται ναύκληρος καί ό μάγιστρος πι­ στικός, χωρίς τοΰτο νά αποτελεί τόν άπαράβατο

189

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

κανόνα. ’Έτσι σ’ ορισμένες περιπτώσεις ό ναύκλη­ ρος αντιστοιχεί πρός τόν μάγιστρο. Στά μεταγενέ­ στερα βυζαντινά γραπτά ό ναύκληρος ταυτίζεται μέ τόν κυβερνήτη, δηλαδή τόν πλοίαρχο. Σ’ ένα χειρό­ γραφο γράφεται τοΰτο. - Κυβερνήτης κυρίως εστίν ό τό πλοϊον διεξάγων πρός εϋπλοιαν, ον οί κοινοί ναύκληρον φασίν. Συναντά επίσης κανείς τόν όρο ναυκληροκυβερνήτης. 'Επομένως μέ τόν όρο ναύκληρος οί Βυζαντινοί ύποδηλοΰσαν διάφορες ιδιότητες εξερκίτωρ, μάγιστρος, γκουβερνάτωρ. Ώς πρός τόν όρο πιστικός, δέν είναι καθαρή ή έννοιά του στόν Ναυτικό Νόμο. Τό Κεφάλαιο 8 τοΰ Τρίτου Μέρους λέγει ό ναύκληρος πιστευθείς τό πλοϊον δηλαδή ό πλοίαρχος, στόν όποιο έμπιστεύθηκαν τό πλοίο. Τό ’ίδιο πρόσωπο αργότερα ονομάζεται προναύκληρος, δηλαδή αντιπρόσωπος τοΰ ναυκλήρου. Τοΰτο σημαίνει δτι στήν περίπτωση αύτή ό πλοίαρχος άνταποκρίνεται στόν πιστικόν τών Βασι­ λικών ή τό μάγιστρο τών Πανδεκτών. 'Ο ιδιοκτήτης άποκαλεΐται άπό τούς Βυζαντινούς δεσπότης τοΰ πλοίου, πού δέν είναι άλλο παρά μετά­ φραση στό dominus navis τών Ρωμαίων. Στό ρωμαϊκό σύστημα ύπάρχει καθαρή διάκρι­ ση ανάμεσα στό mercator (έμπορος) καί vector (φορτωτής). Μερικά πλοία είναι φορτηγά (onerariae naves) καί άλλα επιβατηγοί νήες. Τά ’ίδια ισχύουν καί στούς Βυζαντινούς καί μέ τό καθεστώς τοΰ Ναυ­ τικού Νόμου. Κατ’ άρχή ό έμπορος είναι ό άνθρωπος, πού φορτώνει τό πλοίο. Μπορεί νά ταξιδέψει μαζί του, μπορεί δχι. Δυνατόν νά στείλει αντιπρόσωπό του γιά νά συνοδεύσει τό φορτίο. Οί έπιβάτες, άλλη κατηγορία αύτοί, πέρνουν μα­ ζί τους, μόνο προσωπικά αντικείμενα. Μπορεί δμως ό επιβάτης νά φέρνει μαζί του διάφορα αντικείμενα γιά πώληση — δχι σέ μεγάλη ποσότητα — καί πάν­ τως σέ μικρόν δγκο: δπως είναι τά μεταξωτά καί οί πολύτιμοι λίθοι. Γι’ αύτά δέν πληρώνει ναύλο. Οί έμποροι κι οί έπιβάτες χρησιμοποιούνται συχνά καί γιά ναυτικές έργασίες, μέσα στό πλοίο.

'Ο Ναυτικός Νόμος — στό Τρίτο Μέρος του — ξεχωρίζει καθαρά τόν έμπορο από τόν επιβάτη. Καί τό διαχωρισμό αύτόν άκολούθησαν οί ναυτικές πό­ λεις τής Μεσογείου, κατά τόν Μεσαίωνα καί ύστερα άπ’ αύτόν. Μόνο πώς έπικράτησε νά κάνουν διά­ κριση ανάμεσα στούς συνηθισμένους έπιβάτες καί τούς προσκυνητές, πού μετέβαιναν στούς 'Αγίους Τόπους. Στίς Ιταλικές δημοκρατίες ό άνθρωπος πού διεύθύνει τό πλοίο λέγεται nochiero, δρος πού χρησι­ μοποιείται γιά νά τόν ξεχωρίζουν άπό τόν πατρώνο καί δηλώνει τόν άξιωματικό, τόν ύπεύθυνο γιά τή ναυσιπλοΐα. (Nochiero κατά λέξη σημαίνει πρωράτης, πλοηγός ή πιλότος). Σημαντινό πρόσωπο, ήταν ό scriptor ή scribanus ή διαφορετικά σκριβάνος. Κάθε πλοίο, σύμφωνα μέ τά Θέσμια τών ιταλικών πόλεων δφειλε νά έχει ένα σκριβάνο, τά μεγαλύτερα δέ πλοία έπρεπε νά έχουν δύο. 'Ο δρος διατηρήθηκε καί στά ελληνικά πλοία πριν καί κατά τήν 'Ελληνική ’Επανάσταση. Είχε ένα βιβλίο ό σκριβάνος, τό quadernus ή quaderno, στό όποιο ήταν υποχρεωμένος άπό τό νόμο νά καταχωρεί, έκτος άπό τ’ άλλα καί τά έξης. — Κατάλογο τών έμπορευμάτων καί τών ειδών τοΰ φορτίου, κάποτε μέ λεπτομέρεια, γιατί έδινε άπόδειξη γιά καθετί, τό όποιο παραλάμβανε. — Κατάλογο τών ναυτικών, στόν όποιο σημείω­ νε τήν ήμέρα τής συμφωνίας γιά τήν πρόσληψη τους καί τήν ήμέρα πού άρχιζε ό καθένας τους έργασία. — Τό ναυλωτικό καί δλες τίς συμφωνίες γιά προ­ μήθειες, άνάμεσα στόν πλοικτήτη καί τόν έμπορο. Σέ μερικές ναυτικές πόλεις ό σκριβάνος ύποχρεοΰτο, μόλις γύριζε στό λιμάνι τοΰ πλοίου του νά παραδώσει τό βιβλίο στή δημοσία άρχή, γιά τό έγ­ κυρον. 'Η κατάθεση αύτή συνοδευόταν συχνά καί άπό δρκο. Τά καθήκοντα τοΰ σκριβάνου θά έπρεπε νά έκτελεΐ ό ναύκληρος, κατά τό Ναυτικό Νόμο καί ό αάγιστρος ή εξερκίτωρ, κατά τό ρωμαϊκό δίκαιο.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ II Κοινωνία η κοινοπραξία Κοινωνία είναι μιά κοινότητα σέ ωφελήματα καί ζημίες άπό ορισμένο κεφάλαιο, άγαθά ή έπιχείρηση. ’Ανακύπτουν φυσικά δύο έρωτήματα: ποιοι είναι

190

οί κοινωνοί καί ποιο τό άντικείμενο τής κοινωνίας; 'Η κοινωνία μπορεί νά είναι μεταξύ έμπορων καί ή περιουσία τής κοινωνίας ν’ άποτελεΐται άπό διά­

Νόμος Ροδίων Ναυτικός φορά είδη φορτίου. "Οταν δύο ή περισσότερα ά­ τομα είναι συνιδιοκτήτες σ’ ένα πλοίο, υπάρχει εκ τών πραγμάτων αναγκαστική κοινωνία. Δυνατόν έπίσης οί ιδιοκτήτες διαφόρων πλοίων νά σχηματί­ σουν μιά κοινωνία. ’Εξάλλου ή κοινωνία μπορεί νά είναι εύρύτερη. "Οταν οί ναύτες παίρνουν μερίδιο άπό τά κέρδη τοΰ πλοίου, υπάρχει κοινωνία τών ναυτών καί τοΰ πλοιο­ κτήτη. Είναι μιά πρακτική, άπό τήν όποια πρέπει νά προήλθε τό σύστημα τών συντροφοναυτών, τό όποιο επικράτησε στό ναυτικό τοΰ σκλαβωμένου "Ελληνα. Δυνατόν έπίσης νά υπάρχει κοινωνία στήν όποια νά μετέχουν ό ιδιοκτήτης ή οί Ιδιοκτή­ τες τοΰ πλοίου, οί ναυτικοί καί ό ιδιοκτήτης ή οί ιδιοκτήτες τοΰ φορτίου. Τοΰτο δμως δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν περίπτωση, κατά τήν όποια τά κέρδη τοΰ πλοίου καί φορτίου πηγαίνουν στό ’ίδιο ή τά ’ίδια πρόσωπα.

Οί πλοιοκτήτες μποροΰν — καί τοΰτο γίνεται συχνά — νά φορτώνουν τό πλοίο γιά δικό τους λογα­ ριασμό καί μποροΰν άκόμη — όπως πραγματικά συμβαίνει — νά προσφέρουν τίς προσωπικές τους ύπηρεσίες στίς κινήσεις — έν πλώ καί έν δρμω — τοΰ πλοίου. Δέν υπάρχει πρακτική, στίς περιπτώ­ σεις αυτές, τό μέν πλοίο νά παίρνει τό ναΰλο, τό δέ πλήρωμα τοΰ πλοίου τίς άποδοχές. "Ενας πλοιο­ κτήτης πού υπηρετεί στό πλοίο του σάν ναυτικός, δέν ξεχωρίζει συνήθως τά κέρδη του σέ ναΰλο, προ­ σωπικούς μισθούς καί κέρδη άπό τό έμπόρευμα. Τυπικά δμως παίρνει τό μερίδιό του καί μέ τίς τρεις αύτές ιδιότητες. Στό Ναυτικό Νόμο συναντούμε τίς διάφορες περι­ πτώσεις, δπως βγαίνει άπό τά ειδικά κεφάλαια τοΰ Τρίτου Μέρους, σέ μερικά άπ’ τά όποια ύπάρχει σχετική σχολίαση (παρατήρηση).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ III ’Εκβολή ή Άβαρία καί Συνεισφορά Ό Ναυτικός Νόμος κυριαρχείται, θά έλεγε κα­ νείς μέ κάποια ύπερβολή, άπό τό θέμα τής εκβολής, δηλαδή τής άπορρίψεως έμπορευμάτων ή άντικειμένων τοΰ πλοίου στή θάλασσα καί τής συνεισφοράς δηλαδή τής συμμετοχής στή ζημία τών άγαθών, τά όποια διασώθηκαν. Μιά λοιπόν άνάπτυξη καί κά­ πως έκτεταμένη τών σημείων αύτών θά ήταν διαφωτιστική καί χρήσιμη. Άβαρία στά λατινικά τοΰ Μεσαίωνα, άντίστοιχος όρος πρός τό ρωμαϊκό jactus καί τήν εκβολή στά βυζαντινά κείμενα, είναι μιά δαπάνη ή ζημιά καί ει­ δικότερα μιά ζημία, πού συμβαίνει σ’ ένα θαλασ­ σινό ταξίδι. Οί όροι average στά άγγλικά ή avarie στά γαλλικά, άποδίδουν τό ’ίδιο νόημα. 'Ο θεσμός τής άβαρίας είναι ένας άπό τούς ολί­ γους θεσμούς τούς όποιους έγνώριζε τό άρχαΐο ελ­ ληνικό δίκαιο στή θάλασσα καί συγκεκριμένα τό δίκαιο τής άθηναϊκής δημοκρατίας. Περισσότεροι φορτωτές ή φορτωτές καί δανειστής ύποχρεοΰνται νά συνεισφέρουν κατ’ άναλογία στήν άποκατάσταση θυσιών πού έγιναν εκούσια, σέ περίπτωση πού κινδύνευσε τό πλοίο άπό τή θάλασσα ή κατα­ λήφθηκε άπό τόν εχθρό ή πειρατές. Στό ρωμαϊκό δίκαιο τό θέμα τής έκβολής έξετάζεται κυρίως στούς Πανδέκτες (XIV, τίτλος 2 De legge rhodia de jactu) καί ό σχετικός κανόνας διευκρινίζεται άπό τούς νομομαθείς τής νομοθεσίας τοΰ ’Ιουστινιανού. - '0 Νόμος τών Ροδίων, λέγει ό Πάουλους (Πανδ.

XIV, 2, 1 ρτ) προβλέπει ότι, άν τά άγαθά ριχθοΰν στή θάλασσα μέ σκοπό νά ελαφρώσουν τό πλοίο, παν δ,τι θυσιάζεται γιά τό γενικό καλό θά πρέπει νά άποκαθίσταται μέ κοινή συνεισφορά. -Ρυθμίζεται, λέγει ό Έρμογενειανός (Πάνδ. XIV, 2, 5 ρτ) ότι υπάρχει ίσότης στή συνεισφορά, μόνο όταν υπάρχει κοινός κίνδυνος καί, μέ τό μέσον τής έκβολής, προστατεύονται τά συμφέροντα τών άλλων καί τό πλοίο σώζεται. Μέ βάση τίς δηλώσεις αύτές έξετάζουν οί νο­ μικοί, α. σχετικά μέ ποιά περιουσία καί ύπό ποιες συν­ θήκες πρέπει νά συμβεΐ ή ζημία, γιά νά θεωρηθεί γενική άπώλεια. β. άπό ποιά περιουσία μπορεί νά ζητηθεί συνεισ­ φορά. γ. πώς ύπολογίζεται ή ιδιοκτησία γιά τήν πραγ­ ματοποίηση τής συνεισφοράς καί δ. ποιά είναι ή σχετική διαδικασία γιά τήν έφαρμογή της. Πρώτον. Συνηθισμένη περίπτωση κοινής θυσίας είναι εκείνη κατά τήν όποια ρίχνονται έμπορεύματα στή θάλασσα γιά νά έλαφρώσει τό πλοίο. Τό ’ίδιο ισχύει, άν τά άγαθά μεταφορτώνονται σέ μιά φορτηγίδα κι αύτή βυθίζεται. ’Άν ριφθοΰν στή θάλασσα άγαθά, πού κάλυπταν άλλα εμπορεύματα καί τά τελευταία, έκτεθειμένα ύστερα άπ’ αύτό βραχούν, έχουν τό δικαίωμα σέ

191

Νόμος Ροδίων Ναυτικός συνεισφορά, κατά τό μέτρο κατά τό όποιο χειροτέ­ ρεψαν μέ τή διαβροχή. 'Η θυσία όμως πρέπει νά έχει σάν αποτέλεσμα τή διασφάλιση τής κοινής ασφαλείας. Τούτο στό ρωμαϊκό δίκαιο αποτελεί βασική προϋπόθεση. 'Επομένως, άν τό πλοίο βυθισθεΐ καί διασωθούν τά αγαθά άπό τούς δύτες επ’ άμοιβή, οί κύριοί τους δέν δικαιούνται νά διεκδικήσουν συνεισφορά γιά τήν άμοιβή, πού πλήρωσαν. Δέν υπάρχει συνεισφορά γιά τούς δούλους, πού χάθηκαν στή θάλασσα ή πέθαναν πάνω στό πλοίο ή έπεσαν μόνοι τους στό νερό. Γίνεται όμως συνεισφορά άν έπέτυχαν κοινή άσφάλεια τήν ώρα εκείνη, έστω καί άν τό πλοίο ναυαγήσει αργότερα. Τά άγαθά πού άνασύρθηκαν άπό τό ναυάγιο συνεισφέρουν γιά τά άγαθά, πού έρι­ ξαν στή θάλασσα σέ μεταγενέστερο χρόνο. Κατά τούς Ρωμαίους νομικούς δέν δικαιολογεί­ ται συνεισφορά γιά ζημία πού έγινε στό πλοίο ή τήν έξαρτία κατά τό ταξίδι, όταν όμως κόβεται τό κα­ τάρτι ή άλλο μέρος τής έξαρτίας γιά νά σωθεί τό πλοίο καί τά έμπορεύματα, δικαιολογείται τότε συ­ νεισφορά. Καί εδώ δηλαδή στόχος είναι ή κοινή σωτη­ ρία. Δέν υπάρχει δικαίωμα γιά συνεισφορά άν ένα πλοίο άναγκασθεί από τήν καταιγίδα νά ποδίσει σ’ ενδιάμεσο λιμάνι καί έκτελέσει επισκευές, ούτε όταν τό πλοίο βυθίζεται καί σώζονται μερικά άπό τά έμπορεύματα. "Οσο γιά τούς πειρατές παρουσιάζονται δύο περι­ πτώσεις: όταν τό πλοίο άφεθεΐ ελεύθερο άπό τούς πειρατές μέ τήν καταβολή λύτρων, όσοι ωφεληθούν άπό τή σωτηρία τοΰ πλοίου πρέπει νά συνεισφέρουν γιά τά λίτρα. "Οταν κάποιος ελευθερώσει τά άγαθά του πληρώνοντας αύτός στούς πειρατές λύτρα, δέν δικαιούται νά ζητήσει συνεισφορά άπό τούς άλλους στά όσα δαπάνησε γιά λύτρα. 'Υπάρχει επίσης διαφορά άνάμεσα στούς ληστές καί στούς πειρατές, έφ’ όσον οί ληστές είναι στήν ξηρά καί οί πειρατές στή θάλασσα. ’Άν ένας έμ­ πορος βγει στήν ξηρά καί χρειασθεί νά πληρώσει λύτρα γιά νά σωθεί, τά λύτρα θά βαρύνουν αύτόν καί μόνο. ’Άν πειρατές καταλάβουν ένα πλοίο καί τό άφήσουν νά φύγει, άφοΰ πάρουν τά χρήματα καί τά κοσμήματα, δέν υπάρχει περίπτωση συνεισφοράς.

Δεύτερον. Ύποχρεούται σέ συνεισφορά καθετί, τό όποιο ωφελήθηκε άπό τή γενόμενη θυσία. 'Ορισμέ­ να αγαθά ύπόκεινται σέ συνεισφορά, μολονότι δέν αποτελούν φορτίο τοΰ πλοίου (όπως οί μαργαρίτες καί τά πολύτιμα μέταλλα) καί επομένως σέ καμιά περίπτωση δέν θά τά έριχναν στή θάλασσα. Ύποχρεοΰνται σέ συνεισφορά τά είδη στολισμοΰ ή οικο­ σκευής, όχι όμως καί τά άναλώσιμα είδη (τά τρόφι­ μα τοΰ πληρώματος, άμοιβά κλπ.). Τό πλοίο μετέχει στή συνεισφορά. Οί έλεύθεροι άνθρωποι δέν ύπόκεινται σέ συνεισφορά, γιατί τά 192

έλεύθερα άτομα δέν μποροΰν νά άποτιμηθοΰν. Που­ θενά δέν δηλώνεται ότι ό ναύλος ύπόκειται σέ συν­ εισφορά.

Τρίτον. Γιά τόν καθορισμό τού τί οφείλει ό καθένας νά συνεισφέρει, γίνεται έκτίμηση τόσο τών πραγμά­ των πού θυσιάσθηκαν όσον καί έκείνων, τά όποια διασώθηκαν. Τά θυσιασθέντα πράγματα άποτιμώνται μέ τήν άξια τους κατά τόν χρόνο πού χάθηκαν, ή τό χρόνο τής άγοράς τους, χωρίς νά ύπολογίζεται τό πιθανό κέρδος, άπό τή μελλοντική πώλησή τους, έφ’ όσον πρόκειται γιά έμπόρευμα. 'Ως πρός τά διασωθέντα, μέ τήν τιμήν πού θ’ άπολαύσουν κατά τήν πώληση. ’Άν ορισμένα είδη βραχούν, άσχέτως πρός τήν άβαρία, θά έκτιμηθοΰν στήν τιμή πού θά πωληθοΰν βρεγμένα. ’Άν τά έμπορεύματα βραχούν γιατί μετα­ κινήθηκαν τά θυσιασθέντα, δικαιούνται νά ζητή­ σουν συνεισφορά γιά τή μείωση τής άξίας τους, άπό τή διαβροχή, ένώ ύποχρεοΰνται σέ συνεισφορά γιά τά θυσιασθέντα, μέ βάση τή μειωμένη, άπό τή δια­ βροχή, αξία τους.

Τέταρτον. Τά πρόσωπα, πού ύποχρεοΰνται νά συνεισ­ φέρουν δέν είναι άμέσως ύπεύθυνα στό δικαιούχο τής συνεισφοράς. ’Εξαίρεση γίνεται γιά τόν πλοίαρχο, ό όποιος δικαιούται νά έναγάγει τούς κυρίους τών πραγμάτων, πού διασώθηκαν. Μπορεί έπίσης ό πλοίαρχος, άν έναχθεί άπό τούς κυρίους τών άντικειμένων πού χάθηκαν νά κρατήσει τά διασωθέντα άντικείμενα, μέχρις δτου οί κύριοί τους πληρώσουν τή συνεισφορά. Δέν ύποχρεούται όμως νά τό πράξει. 'Η ύποχρέωσή του περιορίζεται σ’ αύτό πού μπορεί νά πάρει άπό τούς έπιβάτες, δέν εύθύνεται άν ένας έπιβάτης φύγει χωρίς νά τακτο­ ποιήσει τή συνεισφορά του. ’Άν γίνει συνεισφορά καί τά εϊδη πού ρίχθηκαν στή θάλασσα άνελκυσθοΰν άπό τούς άρχικούς κυ­ ρίους των, μποροΰν όσοι συνεισέφεραν νά έναγάγουν τόν πλοίαρχο, μέ τήν άπαίτηση νά πάρει πίσω τά χρήματα άπό έκεΐνον, πού έλαβε τή συνεισφορά. Άπό τά κείμενα τών Βασιλικών, πού διασώθηκαν (Βιβλ. L III, τίτλος 3), φαίνεται ότι τά Βασιλικά υίοθετοΰν άναλλοίωτες τίς άρχές τών Πανδεκτών γιά τή συνεισφορά. ' Ο Ναυτικός όμως Νόμος τών Ροδίων ρυθμίζει τό θέμα τής συνεισφοράς κατά τρόπον τελείως διαφορε­ τικό. Μάλιστα ή διαφορά αύτή έδωσε σέ μερικούς έρευνητές τό βασικό έπιχείρημα, γιά ν’ άντικρούσουν τήν άποψη, ότι ό Ναυτικός Νόμος άποτέλεσε στήν άρχή μέρος τών Βασιλικών καί έγκειται στό εξής: Ένώ στό ρωμαϊκό δίκαιο ύπάρχει περίπτωση συνεισφοράς όταν θυσιάζεται κάτι άπό τό πλοίο, μέ τή συνειδητή πρόθεση νά σωθεί τό πλοίο ή τό φορτίο

Νόμος Ροδίων Ναυτικός καί πραγματοποιηθεί ή πρόθεση αύτή, στό Ναυτικό Νόμο αρκεί μιά όποιαδήποτε ναυτική ζημία, φθά­ νει νά μή οφείλεται σέ υπαιτιότητα τοΰ ζημιουμένου, γιά νά ύπάρξει θέμα συνεισφοράς. Ειδικότερα τά κεφάλαια του Ναυτικοΰ Νόμου, (Μέρος Γ') πού ασχολούνται μέ τή συνεισφορά μπο­ ρούν νά ταξινομηθούν σέ τρεις κατηγορίες. α. Μερικά κεφάλαια ασχολούνται μέ τήν κυρίως εκβολή καί σ’ αύτά υπάρχουν διατάξεις δευτερεύουσες, οί όποιες τροποποιούν ή συμπληρώνουν τούς κανόνες τοΰ Ρωμαϊκοΰ Δικαίου, άλλά δέν άπομακρύνονται άπό τήν άρχή τής θυσίας γιά τήν κοινή ασφάλεια, στήν όποια βασίζεται ή συνεισφορά τοΰ Δικαίου εκείνου. Είναι τά κεφάλαια 9 καί 38 καθώς καί τό κεφ. 22, τό όποιο όμως άναφέρεται σέ μιά περίπτωση άβαρίας, μέ τή στενή σημασία τοΰ όρου: καθορίζει δη­ λαδή τό κεφ. 22 ότι, άν ό πλοίαρχος υπερφορτώσει τό πλοίο παρά τίς διαμαρτυρίες τοΰ έμπορου καί λάβει χώραν έκβολή, εύθύνεται ό πλοίαρχος. ’Άν δέν διαμαρτυρηθεΐ ό έμπορος, μετέχει στή συνεισ­ φορά καί ό έμπορος. β. ’ Ανάμικτα μέ αύτά είναι τά κεφάλαια 35,43,44, στά όποια καί καινοτομεΐ, όπως είπαμε, ό Ναυτικός Νόμος. Πολλά πράγματι περιστατικά μποροΰν νά συμβοΰν σ’ ένα πλοίο ή τό φορτίο του, είτε στή θά­ λασσα είτε στό λιμάνι. Μπορεί τό πλοίο νά ναυαγή­ σει, νά πάθει διαρροή, νά καεί ή νά τό προσβάλουν πειρατές. Τό φορτίο μπορεί νά χαθεί, νά βραχεί ή νά ληστευθεΐ. 'Υπό τίς προϋποθέσεις αύτές ό Ναυτικός Νόμος θεσπίζει, σέ πολλά του σημεία, ότι όπου υπάρχει τέτοιας φύσεως άπώλεια γιά τήν οποία κανείς δέν εύθύνεται, τό πλοίο καί τό φορτίο πού σώθηκε καί όσο σώθηκε, οφείλουν νά συνεισφέρουν γιά τό μέρος τοΰ πλοίου ή τοΰ φορτίου, πού χάθηκε. Δέν ύπάρχει δη­ λαδή εδώ ό όρος τής θυσίας γιά τήν κοινή ασφάλεια Τοΰτο σημαίνει, κατά τούς έρευνητές τοΰ Ναυ­ τικού Νόμου, δτι συμμετέχοντας κάποιος στή θαλασσία επιχείρηση άσφαλίζεται μέχρις ενός ση­ μείου άπό τό πλοίο, μέ τό όποιο ταξιδεύει καί άπό τά εμπορεύματα τών συνταξιδιωτών του ή συνεμπόρων καί, από τό άλλο μέρος, δτι άσφαλίζει καί αύτός μέχρι ενός σημείου τό πλοίο καί τά έμπορεύματα τών άλλων. Συνεισφορά λοιπόν γίνεται, άρκεϊ νά υπάρχει ζημία καί ας μή φταίει κανείς άπό τούς μετέχοντες στή ναυ­ τιλιακή περιπέτεια ' Ο κανόνας εφαρμόζεται άκόμη, άφ ’ δτου τό πλοίο άποπλεύσει άπ’ τό λιμάνι, έστω καί άν δέν παρέ­

2/13

λαβε όλο τό φορτίο καί συνεχίζεται μέχρις δτου τό ξεφορτώσει στό λιμάνι τοΰ προορισμοΰ. Τό κε­ φάλαιο 27 όμιλεί γιά τήν περίπτωση, πού τό πλοίο ταξιδεύει πρός φόρτωση καί ορίζει δτι — άν τό πλοίο ναυαγήσει άπό άμέλεια τοΰ κυ­ βερνήτη ή τών ναυτών, τό φορτίο πού βρίσκεται στίς άποθήκες, δέν ύποχρεοΰται σέ συνεισφορά. — άν τό πλοίο χαθεί σέ καταιγίδα, δ,τι σωθεί άπ’ αύτό καί αύτό τό φορτίο πού έπρόκειτο νά φορ­ τωθεί ύπόκειται σέ συνεισφορά. Κατά τό κεφάλαιο 29 τό έμπόρευμα βρίσκεται έγκαίρως στό λιμάνι καί περιμένει νά φορτωθεί. ’Άν συμβεί κάτι, δηλαδή πειρατεία, πυρκαϊά, ναυά­ γιο, συνεισφέρουν ό έμπορος καί τό πλοίο. Άνδμως τό φορτίο δέν είναι στό λιμάνι, μέσα στή συμφωνημένη προθεσμία, ολόκληρη ή ζημία άπό τήν πυρ­ καϊά, τήν πειρατεία ή τό ναυάγιο βαρύνει τόν έμ­ πορο. Κατά τό κεφάλαιο έξάλλου 33, αύτά πού ξεφορτώθηκαν δέν ύποχρεοΰνται σέ συνεισφορά, ή όποια βαρύνει δσα έξακολουθοΰν νά είναι μέσα στό πλοίο. γ. Τά κεφ. 30, 31, 37, 40 καί 41 άσχολοΰνται μέ ένα θέμα, τό όποιο δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τή συνεισφορά. 'Υπό τό ρωμαϊκό δίκαιο τά προσωπικά άντικείμενα τών ταξιδιωτών στή θάλασσα, άνάμεσα στά όποια είναι καί άντικείμενα μεγάλης άξίας μέ μικρό μέγεθος, μπορούν νά διεκδικήσουν καί νά υποχρεω­ θούν σέ συνεισφορά, σάν νά έπρόκειτο γιά φορτίο. Μάλιστα στό κεφ. 9, επαναλαμβάνεται τοΰτο σχε­ τικά μέ τά ρούχα, κλινοστρωμενές κλπ. τών ταξι­ διωτών, μόνο πώς τίθεται δριο στήν εκτίμηση τής άξίας τους. Στά κεφ. 31, 37, 40 προβλέπεται δτι σέ περίπτωση ζημίας ή ναυτικού ατυχήματος, τά πολύτιμα μέταλλα, τά μεταξωτά καί οί μαργαρίτες καταβάλλουν ορισμένο ποσοστό τής άξίας τους. Τοΰτο δμως, κατά τήν ορθότατη γνώμη τοΰ Ashburner, δέν είναι συνεισφορά καί δέν έχει καμιά σχέ­ ση μέ τή συνεισφορά. Είναι μιά άμοιβή στόν πλοίαρ­ χο καί τούς ναΰτες γιά τή συνδρομή πρός διάσωση τών άντικειμένων αύτών καί ένας τρόπος αύτοπεριορισμοΰ γιά τή μή κακοποίηση τοΰ έπιβάτη καί οίκειοποίηση τών υπαρχόντων του. Γιατί δέν πρέπει νά λησμονούμε δτι τήν έποχή έκείνη δέν ξεχώρι­ ζαν καθαρά τό ναυτικό άπό τόν πειρατή. Τό έμπόριο τό άσκοΰσαν κατά μέγα μέρος πειρατές, πού δέν τούς ταίριαζε καθόλου ό τίτλος τοΰ έμπορου. 'Υπήρχε πάντοτε γιά τούς ναυτικούς ό πειρασμός νά ξαναγυρίσουν στίς παλιές τους συνήθειες. Σκοπό έπομένως είχαν οί διατάξεις αύτές νά άποτρέψουν ή άποδυναμώσουν αύτό τόν πειρασμό.

193

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

ΠΡΟΣΘΗΚΗ IV Θαλασσινά δάνεια Δέν υπάρχουν κώδικες ναυτικοΰ δικαίου κατά τήν άρχαιότητα καί σ’ αύτούς ακόμη τούς χρόνους τής άκμής τών Ελλήνων. Πηγή δικαίου καί ιδιαι­ τέρως ναυτικού τής άθηναϊκής δημοκρατίας άποτελοϋν οί δικανικοί λόγοι τοϋ Δημοσθένους καί τών άλλων αττικών ρητόρων, άπό τούς όποιους μαθαί­ νομε πώς είχαν ρυθμισθεί ορισμένα θέματα, δπως τό θαλασσινό δάνειο. Τό θαλασσινό δάνειο συνομολογεϊτο είτε έπί τοϋ φορτίου είτε καί έπί τοΰ πλοίου γιά ετερόπλουν ή άμφοτερόπλουν, δηλαδή γιά άπλό ταξίδι ή γιά ταξίδι μέ επιστροφή. ’Άν τό πλοίο έφθανε στό λιμά­ νι τοΰ προοροσμοΰ του (σωθείσης της νεώς) ό δανει­ ζόμενος πλοιοκτήτης οφείλε νά έπιστρέψει τό κε­ φάλαιο καί έπιπλέον νά καταβάλει υψηλόν τόκο, 24-36%, τόκον θαλασσινό. ’Άν δμως τό πλοίο δέν έ­ φθανε στό λιμάνι τοΰ προορισμοΰ του, ό δανειζό­ μενος δέν ύποχρεοΰτο ούτε τό κεφάλαιο νά επι­ στρέφει. 'Ο θεσμός αύτός τοΰ θαλασσινού δανείου μέ υψη­ λόν τόκο καί συμμετοχή τοΰ δανειστοΰ στούς κιν­ δύνους τής ναυτιλιακής έπιχειρήσεως καθιερώθη­ κε στήν Αθήνα τίς πρώτες δεκαετίες τοΰ 4ου π.Χ. αιώνα. Οί δανειστές ήταν συνήθως τραπεζίτες κι αύτή τήν εργασία, τοΰ τραπεζίτη, τήν έκαναν οί μέτοικοι. Στόν Ναυτικό Νόμο, τόσο τά κεφάλαια 17, 19 τοΰ Μέρους Β', δσον καί τά κεφάλαια 16-18 τοΰ Μέρους Γ' ασχολούνται μέ τά δάνεια, τά θαλασσινά δά­ νεια. 'Όπως στήν άρχαιότητα, τό θαλασσινό δάνειο κατά τήν εποχή πού ϊσχυε ό Ναυτικός Νόμος καί γενικά κατά τήν περίοδο τού Μεσαίωνα έχει ορι­ σμένες ιδιορρυθμίες, πού τό ξεχωρίζουν άπό τά συνηθισμένα δάνεια. Σ’ ένα συνηθισμένο δάνειο, άν γίνει γιά νόμιμο σκοπό, έχει τήν ύποχρέωση ό οφειλέτης νά έπι­ στρέψει χωρίς δρους τό δανεισμένο ποσόν, μέ ή χω­ ρίς τόκο, άνάλογα μέ τή συμφωνία πού έγινε. Τό χρήμα έπιστρέφεται στό δανειστή. ’Άν ό οφειλέτης κτίσει μέ τό ποσό τοΰ δανείου σπίτι καί τό σπίτι καεί καί πέσει ή άγοράσει σκλάβους καί οί σκλά­ βοι τοΰ φύγουν, δέν έπηρεάζεται καθόλου τό δικαίω­ μα τοΰ δανειστή νά λάβει τά χρήματά του. Στό θαλασσινό δάνειο, ό ’ίδιος ό προορισμός τοΰ δανείου βάζει δρους καί προϋποθέσεις στό δικαίωμα τοΰ δανειστή γιά τήν άπόληψη τών χρη­ μάτων του. "Ενα θαλασσινό δάνειο, δπως σημείωσα καί παραπάνω, στή νομοθεσία τής 'Ελλάδος άλλά καί τής Ρώμης καί τοΰ Μεσαίωνα, ήταν ένα δάνειο 194

πρός τόν πλοιοκτήτη ή έμπορο πού έμπορεύεται στή θάλασσα καί δινόταν συγκεκριμένα γιά τό σκοπό τής θαλασσινής έπιχειρήσεως. ’Έγινε λ.χ. τό δάνειο γιά τήν άγορά, κατασκευή ή έπισκευή ένός πλοίου ή τήν πληρωμή τής μισθοδοσίας τών ναυτών ή τήν άγορά φορτίου, πού θά μετέφερε τό πλοίο ή γενικό­ τερα γιά δαπάνες τοΰ ταξιδιού. Τό πλοίο δμως ή τό φορτίο, γιά τό όποιο έγινε ή δαπάνη, ύπόκειται στόν θαλάσσιο κίνδυνο καί κατά κανόνα ό οφειλέτης δέν είναι σέ θέση νά πλη­ ρώσει τό χρέος, μέχρις δτου τό πλοίο ή τό φορτίο γιά τό όποιο έγινε ό δανεισμός, φθάσουν σώα στό έπιθυμητό λιμάνι. Συμβαίνει μέ άλλους λόγους ένας άνθρωπος, πού δανείζεται χρήματα γιά νά άγοράσει, κατασκευάσει ή έπισκευάσει ένα πλοίο, νά μή είναι σέ θέση νά τά έξοφλήσει, πριν τό πλοίο κερ­ δίσει τό ναΰλο. Ρυθμίσθηκε λοιπόν, άπό μιά ρεαλιστική άντιμετώπιση τής καταστάσεως, τόσο στά άρχαία χρόνια δσον καί μετά, ώστε σ’ ένα θαλασσινό δάνειο ν’ άναλαμβάνει καί ό δανειστής τό θαλασσινό κίνδυνο. Μολονότι οί δροι, μέ τούς όποιους καταρτιζό­ ταν τό δάνειο παρέμειναν οί ’ίδιοι άπό τήν έποχή τοΰ Δημοσθένη μέχρι τόν 13ο αιώνα καί ή ούσία δέν άλλαξε, υπάρχει πάντως διαφορά στό λεκτικό τών σχετικών έγγράφων. 'Η ύποχρέωση πρός έξόφληση σπάνια άναφέρεται στά έγγραφα. ’Εξάλλου στά έλληνικά κείμενα υπάρχει μιά υποθήκευση πλοίου ή τοΰ φορτίου, κατά περίπτωση καί τό δάνειο έπιστρέφεται, άν τό υποθηκευμένο άντικείμενο φθάσει άσφαλές στό λιμάνι. 'Η άπώλεια έπομένως ή καταστροφή του, καθώς καταστρέφει τό άντικείμενο, έξαφανίζει καί κάθε άπαίτηση κατά τοΰ οφει­ λέτη ή τής περιουσίας του. Στά μεσαιωνικά έγγραφα καθορίζεται γενικά δτι θά έξοφληθεΐ, έφ’ δσον τό πλοίο — ή τό πλοίο καί μεγάλο μέρος άπό τό φορτίο — φθάσει μέ άσφάλεια στόν προορισμό του. Αύτονόητο λοιπόν είναι δτι δέν μποροΰσε νά τεθεί στά θαλασσινά δάνεια ό δρος των κοινών κιν­ δύνων, κατά τόν όποιο ένεχυριαζόταν γιά τό δα­ νεισμένο ποσόν ή περιουσία τοΰ οφειλέτη. Οί νομικοί συγγραφείς διατυπώνουν τήν άποψη δτι τό θαλασσινό δάνειο άπετέλεσε τόν πρόδρομο στή θαλασσία άσφάλιση. Ό υψηλός τόκος, τόν όποιο έλάμβανε ό δανειστής, άποτελοΰσε τήν άντιπαροχή τοΰ δανειζομένου γιά τήν άποδοχή άπό τό δανειστή τοΰ κινδύνου (κάτι σάν άσφάλιστρο),* ένώ τό ποσόν τοΰ δανείου, τό όποιο δέν έπιστρεφόταν άν τό πλοίο δέν έφθανε στό λιμάνι τοΰ προορισμού του, άποτε­ λοΰσε τό άσφάλισμα.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός

Είναι ϊσως γνωστό (βλ. καί Ναυτιλιακά Βοηθή­ ματα 1, Β-νΐΙε, τής κυρίας συγγραφής), δτι στήν αρχαία έποχή καί ούσιαστικά μέχρι τόν ενδέκατο αιώνα οί ναυτικοί δέν ταξίδευαν ολόκληρο τό χρόνο. 'Η ταξιδευτική περίοδος περιοριζόταν στούς καλοκαιρινούς βασικά μήνες άπό τόν ’Ιούνιο μέχρι τόν Σεπτέμβριο, ή τό πολύ άπό τόν ’Απρίλιο μέχρι τόν ’Οκτώβριο. 'Όλο τόν άλλο χρόνο οί θάλασσες ήταν έρημες καί κλειστοί οί υδάτινοι δρόμοι, 'Ό­ ποιος ταξίδευε σ’ αύτούς, ταξίδευε μέ δικό του κίν­ δυνο καί αύξημένη ευθύνη. ’Έτσι ό πλοίαρχος πού έβγαινε στό πέλαγος πέ­ ραν άπό τήν κανονισμένη έποχή πλήρωνε μεγαλύτερον τόκο στά θαλασσινά δάνεια κατά μιά δέ διά­

ταξη τών Πανδεκτών (45.1.122.1) ήταν ύποχρεωμένος σέ κάθε περίπτωση νά έγγυηθεΐ δτι θά πραγμα­ τοποιούσε τά συμφωνημένα ταξίδια μέσα στήν έποχή αύτή.

'Υπήρχαν δμως καί περιοχές πού ή ναυσι­ πλοΐα ήταν μάλλον άδιάκοπη, δπως στήν περιοχή Ρόδου - ’Αλεξανδρείας. Σ’ αύτήν, σύμφωνα μέ τό Δημοσθένη ή ναυσιπλοΐα είναι άδιάκοπη, ώστε (μερικοί, πού ειδικεύονται στά δάνεια) νά μπορούν νά κυκλοφορούν τά ίδια χρήματα δυό καί τρεις φορές, ενώ άν διέμεναν εδώ (δηλαδή στήν ’Αθήνα) ήσαν υποχρεωμένοι νά περιμένουν όλο τόν χειμώνα τήν κατάλληλη εποχή (τής ναυσιπλοΐας).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ V. Έξάβιβλος Κ. Αρμενοπούλου (’) ΤΙΤΛ. ΙΑ ' ΠΕΡΙ ΝΑΥΤΙΚΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΟ τών ούκ ένέχονται άπό δέ τών αμαρτημάτων ένέχον1. Τά ναυτικά πάντα καί όσα κατά θάλασσαν κρίνεται, 'Ροδίω τέμνεται νόμω καί κατά τούς 'Ροδίους δι­ ται. κάζεται νόμους, όταν μή άλλος νόμος έναντιούμενος 6. '0 προστησάμενος τόν πιστικόν τοΰ πλοίου τοϊς τών 'Ροδίων νόμοις εύρίσκηταν είσί γάρ οί τών ήγουν ό προβαλλόμενος καί ποιήσας αυτόν πιστικόν 'Ροδίων νόμοι τών άλλων ναυτικών νόμων παλαιγενέένέχεται είς ά πταίσει ό πιστικός. στεροι. 7. Πιστικός λέγεται, ω εμπιστεύονται τινα πράγματα καί διά τοΰτο καί τόν κριθέντα άξιόπιστον εις φυλακήν πλοίου 2. Ναύται χωρίς κυβερνήτου πλέειν τολμήσαντες πιστικόν λέγουσι τοΰ πλοίου. καί οί μέν αύτών έπιβάται τοϊς ναύτοις ομοίως δίχα 8. ("Οταν ναύκληρος γένηται παρά γυναικός, εις κυβερνήτου τήν θάλασσαν πλέοντες, εάν τό πλοϊον πάντα όσα πταίσει αύτός ένέχεται καί ούχ ή γυνή). ναυαγήση ή καί είς τελείαν καταντήση απώλειαν, καί οί 9. Ήγόρασέ τις πλοϊον μετά τής έξαρτύσεως, ήν έπιβάται καί οί ναύται ενάγονται, οί μέν έπιβάται ώς καί έζαρτία ό νόμος καλεϊ, ού δικαιούται έκ τής τοιαύτής σωτηρίας αύτών άμελήσαντες, οί δέ ναύται ώς καί της συμβιβάσεως καί τήν έν τω πλοίω σκάφην ήγουν τής 'εαυτών καί τής τών επιβατών προμήθειας καταφροτήν κοινώς λεγομένην βάρκαν καί κουντελάδα λαβεϊν νήσαντες, μή κυβερνήτην μεθ ’ εαυτών έπαγόμενοι. Τιού γάρ συναριθμεϊται καί αϋτη είς τήν τοΰ πλοίου έξάρνές δέ τούς ναύτας έν τούτοις ώς άθώους τής ενοχής τησιν. άπολύοντες λέγουσι μόνους τούς έπιβάτας ένέχεσθαι. 10. ’Έξεστι ναύταις, κυνηγοϊς, στρατιώταις είς 3. Ναύς ή 'έτερόν τι πλοϊον εάν προσκρούση έτέρα βίαν έμπεσοΰσι καί μή δυναμένοις άλλως άπολυθήνήϊ καί βυθίση αύτήν, εί μέν πολλή βία τοΰ άνέμου ναι έτέρας νηός άγγύρας έκτεμεϊν διά τή οίκείαν σωτη­ έστί καί φαίνεται άπό τούτου ότι ούτε άπό κακίας ούτε ρίαν ή άλλων κυνηγών έργα καταλύσαΓ χωρίς δέ βίας άπό άμελείας τοΰ κυβερνήτου καί τών ναυτών τών έν τή ό τοιοΰτόν τι ποιήσας ένέχεται καί άναγκάζεται τήν σωζομένη νήϊ ή άπολλυμένη ναΰς έβυθίσθη, ούτε οί ναΰζημίαν έξ ομολογίας μέν είς τό άπλοΰν άποδιδόναι, έξ ται ούτε οί κυβερνήται ένάγοντακ άν δέ ή τοΰ άνέμου βία άρνήσεως δέ εις τό διπλοΰν. μή είη πολλή καί δυναμένη είς αιτίαν λογισθήναι τής 11. Κινδύνου έν πλοίω τινί γενομένου καί συνεισ­ άπωλείας τής έτέρας νηός, καί ό κυβερνήτης καί ό πρωφοράς τελουμένης τά μέν άπολεσθέντα πράγματα ρεύς καί οί ναύται ένάγονται. άποτιμώνται πρός ϋ ήγοράσθησαν, τά δέ σωθέντα πρός 4. Ναύκληρος έάν ύποδέξηταί τι, ένέχεται 'iva άποκαταστήση καί άποδώση αύτό. Εί δέ θέλει μή δέζεσθαι 1) ’Έκδοση Λειψίας 1851. 'Η Έξάβιβλος συντάχθηκε τό 1345 καταρχάς, ούδείς δύναται καταναγκάσαι τούτον iva άπό τόν Κ. ’ Αρμενόπουλον. Προφανής είναι ή συγγένεια τοϋ δέξηταί τι. περιεχομένου πρός τίς διατάξεις του Ναυτικοϋ Κώδικος τών 5. Οί ναύκληροι άπό τών συναλλαγμάτων τών ναυ­Ροδίων.

195

Νόμος Ροδίων Ναυτικός δ δύνανται πραθήνακ τοΰτο δέ γίνεται iva καί ή ζημία έπ ’ ολίγον συσταλή καί τό κέρδος επί πλέον έκταθή καί οϋτω λυσιτελήσει καί τοϊς άποβαλοΰσι καί τοϊς έχουσι τά οικεία πράγματα. 12. Διά τήν σωτηρίαν τοΰ πλοίου τμηδέντος τοΰ ίστοΰ συνεισφορά τών έν τω πλοίω φορτίων γίνεται. 13. Νέας έξαρτίας παρά τοΰ ναυκλήρου άγορασθείσης συνεισφορά ού γίνεται. 14. Ναύτης πλήξας τινά καί κήλην αύτω ποιήσας ή τούς οφθαλμούς αύτοΰ έκβαλών άποδίδωσι τά τής ίατρείας δαπανήματα καί άντί μέν τοΰ οφθαλμού ζημιοΰνται ιι. ιβ., άντί δέ τής κήλης ιι. ι. 15. ’Εάν τις έμποδίση πλοίω καί συμβή ζημίαν τινά παθεϊν τούς έν τω πλοίω ή έμπρησμω ή αλλω τοιούτω τινί περιπεσεϊν, τάς ζημίας άποδίδωσιν ό ποιή­ σας τόν 'εμποδισμόν. 16. ’Εάν διά τό κουφισθήναι τό πλοϊον άποβληθώσι φορτία πάντων συνεισαγόντων άποφέρονται τά ριφθέντα πράγματα- καί αύτό γε μήν τό πλοϊον πρός τήν άποτίμησιν αύτοΰ ύπόκειται τή συνεισφορά έξηρημένων τών έλευθέρων κεφαλών καί τής σιταρκίας. 17. ’Εν τή συνεισφορά τά μέν άποβληθέντα, πρός δπερ ήγοράσθησαν, άποτιμώνται, ου μή πρός δπερ πραθήναι ήδύναντο- τά δέ σωθέντα, πρός δ δύνανται πραθήναι, άποτιμώνται). 18. "Οταν διά βίαν ρίπτωνται έκ τοΰ πλοίου πράγ­ ματα καί άλλοι τινές διασώζωσι ταΰτα- εί μέν άπό τής θαλάττης καί δσον οκτώ όργυιών έκβάλλει καί δια­ σώζει ταΰτα, τό ήμισυ λαμβάνει- έάν δέ άπό τής ξηρός

ή άπό τής θαλάσσης δσον πήχυν, τό δέκατον λαμβάνει ό διασώζων. 19. Έναυάγησέ τις έν τή θαλάσση έξέβαλεν δπερ είχε καί ερριψεν εις τήν θάλασσαν ού γίνεται τό τοιοΰτον πράγμα διά τό ριφθήναι έν τή θαλάσση άδέσποτον άλλά μένει καί πάλιν υπό τήν δεσποτείαν τοΰ πρότερον αύτό έχοντος- καί έάν έκβληθή άπό τής θαλάσσης εις τήν ξηράν, δύναται ό δεσπότης άνακαλεϊσθαι αύτό. Εί δέ πολλάκις τις φθάσας πρό τοΰ δεσπότου τό τοιοΰτον πράγμα έκτήσατο, εί μέν χωρίς κινδύνου έλαβε τοΰτο, άδεια τω δεσπότη έστίν άνακαλεϊσθαι τό πράγμα άποδιδόντι τό άνήκον τω υπέρ αύτοΰ κοπιάσαντι ή καί τό τής Οοθείσης υπέρ τής τοΰ πράγματος άγοράς τίμημα καταβάλλοντι- εί δ ’ iva κτήσηται τό πράγμα, εαυτόν είς κίνδυνον έβαλεν ό κτησάμενος, τότε δεσπότης τούτου κυρίως γίνεται, ώς τής εαυτού σωτηρίας τήν τού πράγ­ ματος σωτηρίαν άνταλλαξάμενος, καί ό πρότερον τοΰ πράγματος δεσπότης τής δεσποτείας έκβάλλεται.

20. Έάν ναυαγήση τό πλοϊον διά τό μή έχειν κυβερ­ νήτην, ένέχεται τοϊς έπιβάταις ό ναύκληρος. 21. Τού πλοίου ναυαγήσαντος ό ναύκληρος άποδίδωσι τά ναΰλα, έλαβεν προχρεία, ώς μή μετακομίσας.

22. Έάν ναύκληρος μή δυνάμενος είσελθεϊν έν τω λιμένι μεταγάγει φορτία είς πλοϊον σου καί ναυαγήση τό σόν, ένέχεται ό πρώτος ναύκληρος- καί έάν παρά γνώμην τών δεσποτών τά φορτία μετήγαγεν ή παρά και­ ρόν ή είς άνεπιτήδειον πλοϊον εί δέ ούκ έποίησε ραθυ­ μίαν, ούκ ένέχεται.

Έξάβιβλος Κ. Άρμενόπουλου ΤΙΤΛ. ΙΑ ' ΠΕΡΙ ΝΑΥΤΙΚΩΝ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Q 'Όλα τά ναυτικά θέματα καί δσα σχετίζονται μέ τή θάλασσα υπάγονται στό Νόμο τών Ροδίων καί σύμφωνα μ’ αύτόν κρίνοντας όταν βέβαια δέν ισχύει αντίθετος πρός αύτόν νόμος. Είναι δέ οί νό­ μοι τών Ροδίων οί παλαιότεροι άπό όλους τούς ναυ­ τικούς νόμους. 2. Ναύτες πού θά τολμήσουν νά ταξιδεύσουν χω­ ρίς κυβερνήτη καί οί έπιβάτες πού θά δεχθούν νά ταξιδεύσουν χωρίς κυβερνήτη, άν ναυαγήσουν ή χαθεί τό πλοϊον ενάγονται καί οί ναύτες καί οί έπι­ βάτες, οί μέν έπιβάτες γιατί δέν φρόντισαν γιά τή σωτηρία τους, οί δέ ναύτες έπειδή μέ τό νά μήν έχουν

196

πλοίαρχο περιφρόνησαν καί τή δική τους ασφάλεια καί τήν ασφάλεια τών έπιβατών. Μερικοί δέ, απαλ­ λάσσοντας τούς ναύτες άπ’ τήν κατηγορία, ένάγουν μόνο τούς έπιβάτες. 3. Πλοίο ή άλλο σκάφος, έάν προσκρούσει σέ άλλο πλοίο καί τό βυθίσει, άν μέν υπάρχει μεγάλη κακοκαιρία καί άποδεικνύεται ότι γι’ αύτό συνέβη τό άτύχημα καί όχι άπό άμέλεια ή δόλο τοΰ πλοιάρ­ χου καί τών ναυτών τοϋ διασωθέντος πλοίου, ούτε οί ναύτες ούτε οί κυβερνήτες ένάγονται. ’Άν όμως 1) ’Ελεύθερη μετάφραση.

Νόμος Ροδίων Ναυτικός ή κακοκαιρία δέν είναι τόσο μεγάλη ώστε νά θεωρη­ θεί ώς αιτία γιά τό ναυάγιο τοΰ άλλου πλοίου, ένάγονται ό κυβερνήτης, ό πρωράτης καί οί ναύτες. 4. ’Άν ό ναύκληρος δεχθεί κάτι πρός φύλαξη εύθύνεται μέχρις δτου τό επιστρέφει καί τό παραδώσει. ’Εάν δέ άρνηθεΐ άπ’ τήν αρχή νά τό δεχθεί, κανείς δέν μπορεί νά τόν εξαναγκάσει νά τό κάμει. 5. Οί ναύκληροι δέν επεμβαίνουν στίς συναλ­ λαγές τών ναυτών, ένέχονται δμως γιά τά παραπτώματά τους. 6. 'Όποιος διορίσει πιστικόν τοΰ πλοίου δηλαδή έκεΐνος πού θά προτείνει καί καταστήσει κάποιον πιστικόν, ένέχεται γιά δλες τίς αξιόποινες πρά­ ξεις τοΰ πιστικού. 7. Πιστικός λέγεται εκείνος στόν όποιο έμπιστεύονται διάφορα πράγματα, γι’ αύτό λέγουν πιστικό καί κείνον πού κρίθηκε άξιος νά τού έμπιστευθοΰν τή διαφύλαξη τοΰ πλοίου.

8. 'Όταν ό ναύκληρος (πιστικός) διορισθεΐ άπό γυναίκα, αύτός εύθύνεται καί δχι ή γυναίκα. 9. ’Αγόρασε κάποιος πλοίο μ’ δλοτόνέξαρτισμό του, τόν όποιο ό νόμος ονομάζει εζαρτία, δέν δικαιοΰται μέ βάση τό συμβόλαιο αύτό νά διεκδικήσει καί τή σκάφη τοΰ πλοίου, τήν κοινώς λεγομένη βάρκα ή κουντελάδα (σκαμπαβία), γιατί δέν συνυπολογίζεται κι αύτή στήν εξάρτυση τοΰ πλοίου. 10. Είναι δυνατόν στούς ναύτες, στούς κυνηγούς, στούς στρατιώτες, άν βρεθοΰν σέ κατάσταση άνάγκης καί δέν μπορούν διαφορετικά ν’ απαλλαγούν άπό ξένο πλοίο, νά κόψουν τίς άγκυρες γιά νά σω­ θούν οί ’ίδιοι ή γιά νά καταστρέφουν τά έργα άλλων κυνηγών. Αύτός δέ πού θά κάνει κάτι τέτοιο, χωρίς νά ύπάρχει άνάγκη ένέχεται καί υποχρεώνεται νά άποκαταστήσει τή ζημία, άπλώς μέν άν ομολογήσει, διπλά δέ άν άρνηθεΐ. 11. ’Εάν έπαπειλήσει κίνδυνος τό πλοίο καί λά­ βει χώρα συνεισφορά, τά άντικείμενα πού χάθηκαν άποτιμώνται σύμφωνα μέ τήν τιμή τής άγοράς, έκεΐνα δέ πού σώθηκαν σύμφωνα μέ τό πόσο μπορούν νά πωληθοΰν. Αύτό γίνεται γιά νά περισταλεΐ κά­ πως ή έκταση τής ζημίας καί νά μεγαλώσει τό κέρ­ δος καί έτσι νά ωφελήσει καί τούς χαμένους καί αυ­ τούς πού έσωσαν τό δικό τους έμπόρευμα. 12. ’Άν κοπεί ό ιστός τοΰ πλοίου γιά νά σωθεί τό σκάφος, συνεισφέρουν δλοι άπό τά φορτία τοΰ πλοίου. 13. Άν ό ναύκληρος άγοράσει καινούρια άρμε­ να (έξαρτία), δέν γίνεται συνεισφορά. 14. ’Άν ναύτης χτυπήσει καί τραυματίσει κά­ ποιον καί τοΰ προκαλέσει κήλη ή τοΰ βγάλει τά μά­ τια ύποχρεοΰται νά τοΰ πληρώσει τά νοσήλεια καί γιά μέν τό μάτι 12 χρυσά νομίσματα, γιά δέ τήν κή­ λη 10.

15. ’Άν κάποιος εμποδίσει τόν άπόπλου πλοίου καί συμβεί στό πλοίο ζημιά ή εμπρησμός ή άνάλογο άτύχημα, τή ζημία θά τήν πληρώσει έκεΐνος πού τό έμπόδισε. 16. ’Άν γιά ν’ άλαφρώσει τό πλοίο ριχθοΰν στή θάλασσα φορτία, δλα τά έντός τοΰ πλοίου φορτία συ­ νεισφέρουν γιά τήν άποζημίωση τους. Καί τό’ίδιο τό πλοίο, μέ βάση τήν άξια του, ύποχρεοΰται σέ συν­ εισφορά, εξαιρούνται δμως οί άνθρωποι καί τά τρό­ φιμα. 17. Κατά τή συνεισφορά τά φορτία πού ρίχθηκαν στή θάλασσα άποτιμώνται δσο άγοράστηκαν καί δχι σύμφωνα μέ δσο θά μποροΰσαν νά πωληθοΰν, ένώ αυτά πού διασώθηκαν άποτιμώνται στήν τιμή πού μποροΰν νά πωληθοΰν Ο­ Ι 8. "Οταν ριχθοΰν στή θάλασσα λόγω άνάγκης πράγματα καί τά διασώσουν μερικοί άλλοι: ’Άν μέν τά διασώσει κάποιος άπό τήν θάλασσα καί σέ βάθος όκτώ οργιών, παίρνει τό μισό, άν δέ περισυλλέξει τό έμπόρευμα άπό τήν ξηρά ή άπό τή θάλασσα σ’ άπόσταση ενός πήχυ, παίρνει τό ένα δέκατο. 19. Ναυάγησε κάποιος καί έκβράστηκε στήν ξηρά δ,τι ό ίδιος έριξε στήν θάλασσα- δέν θεωρείται τό πράγμα, αύτό, παρ’ δτι ρίχτηκε στήν θάλασσα, άδέσποτο καί παραμένει στήν κυριότητα τοΰ πρώτου κατόχου του. Κι άν ξεβρασθεΐ στήν ξηρά, μπορεί νά τό παραλάβει ό κάτοχός του. ’Άν δέ — πράγμα πού συμβαίνει συχνά — προ­ λάβει καί τό άρπάξει κάποιος πριν άπό τίν ιδιο­ κτήτη του- άν μέν τό πήρε χωρίς νά διακινδυνεύσει τίποτε, ό ιδιοκτήτης είναι έλεύθερος νά παραλάβει τό έμπόρευμα καί ν’ άποδώσει σ’ αύτόν πού κό­ πιασε γιά τήν διάσωση τοΰ έμπορεύματος του τό άνάλογο εΰρετρο. ’Άν δέ, γιά νά άποκτήσει τό έμ­ πόρευμα, κάποιος διακινδύνευσε, τότε αύτοδικαίως γίνεται κύριος τοΰ έμπορεύματος γιατί διακινδύ­ νευσε τή ζωή του γιά νά τό σώσει καί ό προηγού­ μενος κύριος χάνει τά δικαιώματά του πάνω στό έμπόρευμα. 20. ’Άν ναυαγήσει τό πλοίο γιατί δέν έχει κυβερ­ νήτη, είναι ύπόδικος στούς έπιβάτες ό ναύκληρος. 21. ’Άν ναυαγήσει τό πλοίο, ό ναύκληρος έπιστρέφει τά ναΰλα πού τοΰ προκαταβλήθηκαν, γιατί δέν έξετέλεσε τή μεταφορά. 22. ’Άν κάποιος πλοίαρχος, έπειδή δέν μπορεί νά μπει στό λιμάνι, μεταφορτώσει φορτία σέ άλλο καράβι καί τσακισθεΐ τό καράβι έκεΐνο, εύθύνεται ό πλοίαρχος, έφ’ δσον τά μεταφόρτωσε χωρίς τή θέληση τών κυρίων τοΰ φορτίου ή παράκαιρα ή σέ πλοίο άκατάλληλο. ’Άν δέ ένέργησε χωρίς ραθυμία, δέν εύθύνεται. 1) ’Επαναλαμβάνει άνάλογο διάταξη τοΰ κεφαλ. 11.

197

'Απλοϊκή απεικόνιση βυζαντινού πλοιαρίου μέ επίσημα πρόσωπα.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΒΗΤΑ

ΠΥΡ ΤΟ ΕΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Α' Β' Γ' Δ' I. II. III. IV. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ' ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'

.................................................................................................................................................... 201 Έν ’Αρχή ήν τό πετρέλαιον.................................................................................................. 201 Τά έμπρηστικά υλικά στόν πόλεμο.......................................................................................205 Πϋρ τό αύτόματον................................................................................................................... 211 Τό ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ Πότε εμφανίσθηκε....................................................................................................................213 Πώς τό χρησιμοποιούσαν.......................................................................................................215 Καράβια, τά «σιφούνια».......................................................................................................... 217 Τό ύγρόν πϋρ, στόν πόλεμο τών φρουρίων.......................................................................... 219 Καί άλλα όπλα (έμπρηστικά καί μή)....................................................................................220 'Η σύνθεση τοϋ ύγροϋ πυρός................................................................................................ 221 ’Ιδιότητες τοϋ ύγροϋ πυρός................................................................................................... 225 Ποΰ καί πότε τό χρησιμοποίησαν........................................................................................ 226 Τό μυστικό τοΰ ύγροϋ πυρός.................................................................................................. 229

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Παραπομπή Παραπομπή Παραπομπή Παραπομπή Παραπομπή Παραπομπή Παραπομπή Παραπομπή

’Άλφα........................................................................... 233 Βήτα................................................................................................................... 233 Τάμα................................................................................................................... 233 Δέλτα.................................................................................................................. 233 ’Έψιλον.............................................................................................................. 233 Στ'.......................................................................................................................234 Ζήτα...... ............................................................................................................ 234 ΤΗτα.............................................................................................................. ....234

199

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΒΗΤΑ

ΠΥΡ ΤΟ ΕΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΝ Τό 'Υγρόν Πυρ τοΰ Βυζαντίου: Τό δπλο, πού προστατέυσε έπί αιώνες έναν πολιτισμό Εισαγωγή Τό Ύγρόν Πυρ παραμένει, δεκατρείς αιώνες τώ­ ρα καί θά παραμείνει Ίσως γιά πάντα, ένα άπό τά συναρπαστικά μυστικά τής ιστορίας. ’Όχι μόνο στή ζωή τοΰ Βυζαντίου, άλλά καί στή ζωή καί τήν ιστο­ ρία πολλών άλλων κρατών, αποτελεί ή διατήρηση του μυστικοΰ ενός πολεμικού όπλου, μοναδικό καί άνεπανάληπτο παράδειγμα. "Ολα τά όπλα πού επι­ νοεί ό άνθρωπος — πού επινόησε ό άνθρωπος, άφ’ δτου βγήκε στήν κοινοτική ζωή άπό τό σπήλαιο — παύουν, αργά ή γρήγορα, νά είναι μυστικά καί συ­

ναντούν, άργά ή γρήγορα, τό άντίδοτό τους. Τό ύγρόν πΰρ, άπλή ή περίπλοκη σύνθεση άπό έμπρη­ στικά ύλικά, διατήρησε έπί μακρούς αιώνες τό μυ­ στικό του καί χάθηκε μαζί του. Καί δέν ήταν τυχαίο όπλο, όπως δέν ήταν τυχαίο τό Βυζάντιο καί ή βυζαντινή αύτοκρατορία, στήν υπηρεσία καί τήν άμυνα τής όποιας ήταν ταγμένο. Στά πολλά καί ποικίλα έρωτήματα πού προκαλεί — καί προκάλεσε αιώνες τώρα — τό παράξενο τοΰτο δπλο, θά προσπαθήσει ν’ άπαντήσει τό κείμενο, τό όποιον άκολουθεΐ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Έν άρχή ήν τό πετρέλαιον Είναι δύσκολο νά άσχοληθεί κανείς μέ τό ύγρόν πΰρ, χωρίς νά μιλήσει γιά τό πετρέλαιο, τόν μεγάλο αύτό δυνάστη τής εποχής μας. Καί τοΰτο γιατί μπο­ ρεί νά είναι χίλιες οί ύποθετικές συνθέσεις τοΰ ύ­ γροΰ πυρός, ή βεβαιότητα όμως είναι μία: εκτός άπό τά άλλα συστατικά, περιείχε οπωσδήποτε πετρέ­ λαιο ή κάποιο άπ’ τά παράγωγά του. 'Υπάρχει μιά γνώμη δτι τό ορυκτόν έλαιον, δηλα­ δή τό πετρέλαιο άρχισε νά χρησιμοποιείται στά μέ­ σα τοΰ περασμένου αιώνα. Καί τοΰτο γιατί τό 1857 φωτίστηκε μέ πετρέλαιο τό Βουκουρέστι καί τό 1859 έσκαψαν τά πρώτα πηγάδια τοΰ μαύρου χρυσοΰ, στήν άμερικανική πολιτεία τής Πενσυλβάνια. Αύτό όμως είναι σφάλμα. Πρέπει νά προχω­ ρήσουμε στήν άρχαιότητα, εκεί στή μακρινή άρχαιότητα θά τό συναντήσουμε. Μέ πίσσα — άπό πετρέλαιο — άλειψε τήν κιβωτό τής Γραφής ό Νώε,

γιά νά τήν κάμει στεγανή. "Οταν άνήγγειλε ό Θεός στό Νώε τήν άπόφασή του νά έξολοθρεύσει τούς άνθρώπους γιά τή διαφθορά τους — διότι ή γή ένεπλήσθη αδικίας άπ ’ αυτών — τοΰ παρήγγειλε νά κατασκευάσει κιβωτόν καί τοΰ είπε. - Κάμε εις εαυτόν κιβωτόν εκ ξύλου Γόφερ' κατά δω­ μάτια θέλεις κάμει τήν κιβωτό καί θέλεις άλείψει αυ­ τήν έσωθεν καί έξωθεν μέ πίσσαν (Γένεσις ΣΤ', 14). Καί έπραξεν ό Νώε κατά πάντα δσα έπρόσταξεν είς αύτόν ό Κύριος. Μέ άσφαλτο (κατράμι) καί πίσσα κατέχρισε ή μητέρα του τό σπάρτινο καλάθι-λίκνο, δπου έβαλε τό Μωυσή, τρεις μήνες μετά τή γέννησή του. Καί έναπόθεσε τό καλάθι παρά τό τείχος τοΰ ποταμού τής Αίγύπτου (’Έξοδος Β. 3). Δέν χρειάζεται Ίσως νά ύπομνήσουμε στόν άναγνώστη πώς τά καράβια τών ’Αχαιών ονομάζονται

201

Πυρ, τό έσκευασμένον

άπό τόν "Ομηρο μέλαιναι νήες, γιατί ήταν καλαφατισμένα μέ μαύρη πίσσα, προκειμένου νά γίνουν στε­ γανά. Καί θά πρέπει νά προχωρήσουμε στόν χώρο τοϋ παραμυθιού, εκεί στίς χίλιες καί μιά νύκτες, όπου ή όμορφη Σεχραζάτ διηγήθηκε, άνάμεσα στ’ άλλα, τή θαυμαστή περιπέτεια τοΰ Άλλαντίν. 'Ο Άλλαντίν, ταπεινός γιός ταπεινού πατέρα, ενός ράφτη άπ’ τή Βαγδάτη, κατεβαίνει στό κέν­ τρο τής γης γιά νά βρει τό μαγικό λυχνάρι, πού θά τοΰ εξασφαλίσει πλοΰτον καί δύναμη. Γνώριζε άραγε ή Σεχραζάτ πώς, άνιστορώντας τό λύχνο τοΰ Άλλαντίν, μιλούσε γιά τό θαυμαστό ύλικό, πού έκρυ­ βε τό έδαφος τής Ανατολής; Σύμφωνα μέ τόν Απολλώνιο τό Ρόδιο, ό όποιος έζησε τόν 3ο π.Χ. αιώνα κι έγραψε τά Άργοναυτικά, όταν ό Προμηθεύς δέθηκε στόν Καύκασο, γιατί είχε κλέψει τό φώς τοΰ ούρανοΰ, ό άετός, πού τοΰ κατέτρωγε άδιάκοπα τό σηκώτι, ξερνοΰσε ένα μαυρειδερό υγρό, τό όποιον οί "Ελληνες ονόμαζαν νάφθη καί τό όποιον έπρόκειτο νά καταστήσει τόν Ίάσονα άτρωτο. Άπό τά πολύ παλιά χρόνια οί ταξιδιώτες τοΰ αρχαίου κόσμου, πού πορεύονταν στίς άκτές τής Κασπίας Θάλασσας, έβλεπαν νά καίνε στή χερσό­ νησο Άψερον, εκεί όπου άργότερα κτίσθηκε τό Βακού, φλόγες πού δέν έσβηναν ποτέ. 'Η φωτιά ήταν τήν εποχή εκείνη γιά τό άνθρώπινο γένος ένα μύ­ στη ριακό στοιχείο, πού προκαλοΰσε τόν τρόμο, ένα άπό τά φοβερά σημεία στόν κόσμο τών θεϊκών καί δαιμονικών δυνάμεων. ’Έτσι, όταν οί ταξιδιώτες αύτοί περνοΰσαν άπό κεϊ, πρόφεραν βιαστικά λόγια έξορκισμοΰ καί άπέστρεφαν, φοβισμένο, τό βλέμμα άπό τίς φλόγες καί τούς καπνούς, πού έσμιγαν τόν ούρανό μέ τή γή. ’Ή, μερικοί άπ’ αύτούς κυριευ­ μένοι άπό εύλάβεια, λάτρευαν μέ δέος εκείνα τά θεϊκά σημάδια. Κι ή λατρεία αύτή τών πιστών ανύψωσε μνημεία καί ναούς, στούς βωμούς τών όποιων έκαιγε τό πΰρ καί όπου παράξενοι ιερείς τελετουργοΰσαν στή λατρεία τής φωτιάς. "Ενα άπό τά περίεργα στά μνημεία αύτά ήταν ότι τό πΰρ έκαιγε άδιάκοπα επτακόσια καί πλέον χρόνια καί... έκεΐ δέν θά βρουν ποτέ τέφρας υπόλειμμα κι ή φλόγα δέν έσβησε ποτέ έκεΐ, οϋτε μιάν ώρα. Γράφουν τά παλιά βιβλία δτι οί φλόγες στή χερσόνησο ’Άψερον είδαν νά περνοΰν τόν Αλέ­ ξανδρο καί τούς άλλους κατακτητές. "Ολοι τίς παρα­ τήρησαν, κανείς όμως δέν φαντάστηκε μέσα στόν πυρετό τών δικών του ονείρων, τόν έρχομό τής και­ νούριας δυνάμεως, πού θά ήταν πιό μεγάλη άπ’ τή δική τους καί πιό σταθερή άπό τήν εξουσία τών θεών: τό πετρέλαιο. Πραγματικά εκείνοι, πού έρεύνησαν άργότερα τό μεταλλειοφόρο έδαφος γιά πετρέλαιο, ξαναβρήκαν τούς ναούς πού ύψώνονται σάν ορόσημα, τά 202

όποια όδηγοΰν στά πιό πλούσια ’ίσως κοιτάσματα πετρελαίου τοΰ κόσμου. Ανακάλυψαν άκόμη δτιτά θεϊκά έκεϊνα σημάδια τροφοδοτοΰντο μέ άέριο, πού έβγαινε άπό τό άσφαλτοΰχο έδαφος καί διοχετευό­ ταν στόν βωμό, μέ πολύ πεζούς καί κάθε άλλο παρά θεϊκούς ή ιερούς σωλήνες! "Αμα ξεφύγουμε άπό τήν άβέβαιη άχλύ τής προϊ­ στορίας, άφθονες βρίσκομε μαρτυρίες στούς δια­ φόρους συγγραφείς γιά τό παράξενο εκείνο ύλικό, πού τό ονόμαζαν πίσσα, άσφαλτο ή νάφθα. Καί τό ύλικό αύτό ύπήρχε ύπό διάφορες μορφές στή Βαβυ­ λωνία (χώρα τών Χαλδαίων), στήν Ασσυρία καί Μεσοποταμία καί στή Μηδία, μιά χώρα πού βρι­ σκόταν άνάμεσα στή Μεσοποταμία καί τήν Κασπία Θάλασσα. Νεώτεροι ερευνητές άναφέρουν τή Νεκρή Θά­ λασσα, σάν τή γνωστότερη περιοχή, άπό τήν όποια ή άρχαιότητα άποκόμιζε τά παράγωγα τοΰ πετρε­ λαίου — καί γι’ αύτό τήν άποκαλοΰν άσφαλτική λίμνη. Σέ μιά έγκυρη ιστορία διαβάζομε τοΰτο: - Τό 312 π.Χ. καί κατά τή διάρκεια τών αγώνων μεταξύ τών έπιγόνων, ό γιός τοϋ ’Αντιγόνου Δημήτριος πραγ­ ματοποίησε μιά έπιχείρηση κατά τών Ναβαταίων, νο­ μαδικής φυλής τών ’Αράβων, πού ζοΰσε στήν έρημο. Καί ή μέν έπιχείρηση τελείωσε μέ διακανονισμό, ό Δημήτριος δμως ’εξέτασε έπί τόπου τή Νεκρά Θάλασσα, καί βρήκε πώς έβγαινε άπ ’ αύτή άσφαλτος, πού ήταν άπαραίτητη γιά τήν ταρίχευση τών νεκρών. '0 πατέρας του ’Αντίγονος ευχαριστήθηκε γιά τίς έρευνες τοϋ Δημητρίου καί τοποθέτησε έπιμελητή τής λίμνης, τόν ιστορικό ’Ιερώνυμο τόν Καρδιανό, μέ τήν ’εντολή νά κατασκευάσει πλοία καί νά συλλέγει τήν άσφαλτο. Οί "Αραβες δμως έμπόδισαν τήν έκμετάλλευση τής λίμνης καί τό σχέδιο τοϋ Άνπιγόνου ναυάγησε. Διόδωρος ό Σικελιώτης, πού έζησε τήν έποχή τοΰ Αύγούστου (1ος π.Χ. αιώνας), γράφει σχετικά. - ’Από τό μέσο τής λίμνης αυτής υψώνεται, δλα τά χρόνια, μιά μάξα στερεός άσφάλτου, άλλοτε σ ’ έκταση τριών πλέθρων άλλοτε ενός περίπου πλέθρου (*). Ή πιό χονδρή μάξα άποκαλεϊται άπ ’ τούς βαρβά­ ρους ταύρος, ή πιό λεπτή μοσχάρι. Ή άσφαλτος αύτή κολυμπά στήν έπιφάνεια καί παρουσιάζει άπό μακριά τήν δψη μιας νήσου. Ή έμφάνισή της άναγγέλλεται εξήντα μέρες πριν, μέ τή μυρουδιά ενός νοσηρού άερίου άσφάλτου, πού διαχέεται πολλά στάδια γύρω καί άφαιρεϊ τό φυσικό χρώμα άπό τόν άργυρο, τό χρυσό καί τό χαλκό. Τά μέταλλα αύτά ξαναπαίρνουν τήν δψη τους άπό τή στιγμή πού θά ξεχυθεί ή άσφαλτος. 'Ολό­ κληρη τέλος ή περιοχή γεμίξει άπό εύφλεκτες αναθυμιά­ σεις καί δυσάρεστες στήν οσμή καί δέν είναι φρόνιμο νά κατοικεϊται άπό άνθρώπους μέ άσθενική ιδιοσυγ­ κρασία. 1) 1 πλέθρον, σάν έμβαδό επιφάνειας, Ίσον πρός 8740 μ2.

Πυρ, τό έσκευασμένον "Οσοι κατοικούν στίς όχθες της λίμνης σκεπάζον­ ται άπό τήν άσφαλτο, πού φθάνει μέχρις έκεί καί ρίχνον­ ται κατά κάποιον τρόπο σέ μάχες γιά τή συγκομιδή της. Μαζεύουν τήν άσφαλτο, χωρίς νά χρησιμοποιή­ σουν καθόλου βάρκα, μ ’ έναν τρόπο πού μόνον αυτοί γνωρίζουν. Αένουν δηλαδή πολλά δεμάτια από μακριά καλάμια καί τά ρίχνουν στή λίμνη. Τρεις άνδρες έπιβιβάζονται σ ’ αύτό τό είδος τής σχεδίας. Οί δυό άσχολοΰνται μέ τήν κίνησή της, χρησιμοποιώντας κου­ πιά, καλά δεμένα. 'Ο τρίτος, οπλισμένος μέ ένα τόξο άπομακρύνει έκείνους, πού θά τολμούσαν νά τόν πλη­ σιάσουν. "Αμα φθάσουν κοντά στή μάζα τής άσφάλτου οί άν­ δρες αυτοί, πηδούν έπάνω καί μέ τό πελέκι κόβουν κομ­ μάτια, σάν νά έπρόκειτο γιά πέτρα μαλακή καί τά φορ­ τώνουν στή σχεδία, τήν οποία οδηγούν στήν ζηρά. Οί βάρβαροι έμπορεύονται αύτό τό ύλικό καί τό μεταφέρουν στήν Α’ίγυπτο, όπου τήν αγοράζουν οί ιθα­ γενείς γιά τήν ταρίχευση τών νεκρών. Αυτοί (οί νεκροί) δέν θά μπορούσαν νά διατηρηθούν γιά πολύν χρόνο, άν δέν άναμίγνυαν οί κάτοικοι τήν άσφαλτο, μέ άλλα άρώματα... Σύμφωνα μέ τόν ’ίδιο συγγραφέα, ανάμεσα στά περίεργα τής Βαβυλωνίας ήταν καί ή ποσότητα τής άσφάλτου, πού παρήγαγε. - Ή ποσότητα αύτή, γράφει ό Διόδωρος, είναι τόση ώστε άρκεί όχι μόνο γιά τίς οικοδομές, πού είναι πολ­ λές καί απέραντες, άλλά περισσεύει καί ό λαός συλλέγει τό ύλικό σέ άφθονία καί τό καίει αντί ξύλου, άφού τό άποξηράνει. Παρ ’ ολον ότι ό αριθμός τών ανθρώπων πού τό συλλέγουν, όπως σέ μιά αστείρευτη πηγή, είναι σχεδόν ατελείωτος, όμως τό ύλικό παρουσιάζεται πάντοτε μέ τήν ίδια άφθονία... Φαίνεται πώς ό λαός τών Χαλδαίων (ή Βαβυλω­ νίων), καθώς δέν είχε ξύλο καί πέτρα, βρήκε πολλές άλλες χρήσεις τού παράξενου αυτού ύλικού. Τό χρησιμοποιούσε γιά νά συγκολλήσει τά τούβλα στίς κατοικίες καί τά κτίρια καί, άν πιστέψουμε τόν 'Ηρόδοτο, ό Πύργος τής Βαβέλ δέν είχε άλλο κονία­ μα, δηλαδή σουβά, άπό πίσσα. - Υπάρχει, γράφει, μία πόλις, πού άπέχει άπό τή Βα­ βυλώνα οκτώ ημερών πορεία. Αύτή ονομάζεται ’Ίς. Έκεϊ ύπάρχει ένας ποταμός, όχι σπουδαίος καί ό πο­ ταμός αυτός ονομάζεται ’Ίς. Καί χύνεται στόν Ευφρά­ τη. Οί πηγές τού ποταμού αύτού άναβλύζουν μαζί μέ τό νερό θρόμβους άσφάλτου. Άπό έκεί μεταφέρουν τήν άσφαλτο γιά τά τείχη τής Βαβυλώνας. ('Ηρόδ. Α. 179) (■). 'Ο 'Ηρόδοτος (Α 384-410) όμιλεΐ επίσης γιά τήν πίσσα, πού είδε ό ’ίδιος στή Ζάκυνθο: ε’ίη δ’ άν παν, ϋκου καί έν Ζακύνθω, έκ λίμνης καί ΰδατος πίσσαν άναφερομένην έγώ αυτός ώρεον. είσίν μέν καί πλεΰνες καί λίμναι αύτόθι. Είδε δηλαδή ό Ίδιος τήν πίσσα νά άναβλύζει (άναφέρεται) μέσα στό νερό. Καί τά λεγόμενα τοΰ 'Ηροδότου έπιβεβαιώνονται άπό τόν

ιστοριογράφο Κτησία στά ’Ινδικά του (γύρω στό 400 π.Χ.), τό Διοσκουρίδη, θεμελιωτή τής φαρμα­ κολογίας στό Περί ιατρικής ύλης σύγγραμμά του καί άπό τό σύγχρονό του Πλίνιο, τόν Πρεσβύτερο (1ος μ.Χ. αιώνας). Αύτός ό Πλίνιος, είναι πού σημειώνει στή Φυσι­ κή Ιστορία του (II, 108-109) ότι στά Σαμόσατα, πατρίδα τού Λουκιανού, πάνω στόν Εύφράτη, υπάρ­ χει λίμνη πού βγάζει μιά εύφλεκτη λάσπη, καλού­ μενη maltha, πού κολλά σφικτά σέ κάθε στερεό άντικείμενο. Οί κάτοικοί τους ύπεράσπισαν μέ αύτήν τά τείχη τους έναντίον τοΰ Ρωμαίου στρατηγοΰ Λουκούλλου (γύρω στό 68 π.Χ.), όπως θά ίδοΰμε παρακάτω καί έκαψαν τούς στρατιώτες καί τόν οπλι­ σμό τους. [In urbe Commagenes Samosata stagnum est emittens limum (maltham vocant) flagrantem cum quid attigit solidi, adhaetet...]. - '7/ naptha, προσθέτει ό Πλίνιος, είναι παρόμοια καί ρέει σάν τήν ύγρή άσφαλτο. ’Έτσι ονομάζεται γύρω στή Βαβυλώνα καί τήν περιοχή τών ’Αστακηνών τής Παρθίας (12). Έχει μεγάλη συγγένεια μέ τή φωτιά, μέ τήν οποία σμίγει αμέσως. Μέ τόν τρόπο αυτόν ή Μή­ δεια έκαψε τή φίλη τοΰ Ίάσονος Γλαύκη, πού τό στέμ­ μα της πήρε φωτιά καθώς έκείνη πλησίαζε στό βωμό γιά νά θυσιάσει. (Similis est natura napthae: ita appellatur circa Babylonem et in Astacenis Parthiae profluens bituminis liquidi modo...). Κατ’ άλλη έκδοχή ('Ελλην. Μυθολογία Ρισπέν, τ. Β', σελ. 387) — ή Μήδεια γιά νά έκδικηθεΐ τό διωγμό της άπό τόν Ίάσονα, πού τήν άπομάκρυνε χάρη τής Γλαύκης, κόρης τοΰ βασιλιά τής Κόριν­ θου, έστειλε στή νεόνυμφη ένα δηλητηριασμένο φόρεμα. Μόλις τό φόρεσε ή Γλαύκη, πήρε φωτιά καί κάηκε. Μαζί της έγινε στάκτη καί ό πατέρας της, πού έσπευσε νά τή βοηθήσει. Πολύ πιθανόν, τό φόρεμα νά μήν ήταν δηλητηριασμένο, άλλά βου­ τηγμένο στά νάφθα — σ’ ένα είδος νάφθας. Δέν λείπει ό Ξενοφών άπό τούς μάρτυρες τοΰ παλιού εκείνου παράξενου ύλικοΰ, άφοΰ περιγράφει τό τείχος τής Μηδίας κατασκευασμένο μέ τούβλα, εμβαπτισμένα στήν πίσσα. ...διελθόντες δέ τρεις σταθ­ μούς άφίκοντο πρός τό Μηδίας καλούμενον τείχος, καί παρήλθον ε’ίσω αυτού, ήν δέ ωκοδομημένον πλίνθοις όπταϊς έν άσφάλτω κειμέναις, εύρος είκοσι ποδών... (Κύρου Άνάβασις Β' δ' - 12). Σημειώνει δέ άκόμη ό ’Αθηναίος στρατηγός ότι οί θύρες τών οικιών τής Βαβυλώνος είναι κατα­ σκευασμένες άπό ξύλο φοινικιάς, έπιχρισμένο μέ πίσσα. (-Εύφλεκτα δέ τά πρόθυρα αύτών, φοίνικας μέν

1) Βλ. πλήρες κείμενο στό Παράρτημα, Παραπομπή ’Άλφα.

2) Δέν πρέπει νά έχει σχέση μέ τόν κόλπο τών ’Αστακηνών, ση­ μερινόν κόλπο τής Νικομήδειας (τουρκ. Izmid).

203

Πΰρ, τό έσκευασμένον ai θΰραι πεποιημέναι, άσφάλτω δέ ύπεκκαύματι κεχρισμέναι. Κύρου Παιδεία Ζ' 5, 22). Καί προσθέτει στή συνέχεια. - Έμεϊς δέ πάλι έχομε μεν μεγάλη δάδα, πού δημιουρ­ γεί γρήγορα δυνατή φλόγα, πολλή δέ πίσσα καί στουπί, τά όποια σύντομα προκαλοΰν μεγάλη φωτιά. "Ωστε ϋσοι βρίσκονται στίς οικίες, πρέπει ν ’ άπομακρυνθοΰν γρήγορα, διαφορετικά θά καούν τελείως. Ό Μέγας ’Αλέξανδρος βρήκε στά Έκβάτανα τής Μηδίας, μιά λίμνη άπό νάφθα, πού έπαιρνε αμέ­ σως φωτιά, όταν έφερναν κοντά της τή φλόγα. Κά­ ποιος δρόμος ραντίστηκε μέ τή νάφθα αύτή καί όταν έβαλαν φωτιά στή μιά άκρη, ή φλόγα κύλησε ταχύ­ τατα στήν άλλη άκρη. ’Άν ένα σώμα διαβραχεί μέτή νάφθα τής Σουσιανής καί τό πλησιάσουμε στή φω­ τιά, καίει τόσο άγρια, ώστε δέν μπορεί νά ήσυχάσει ή σβήσει, παρά μόνο μέ λάσπη, ξίδι, στύψη καί κόλλα. ’Ολίγο νερό τή δυναμώνει, αλλά σβήνει μέ μεγάλη ποσότητα νερού (Στράβων, Γεωγραφικά XVI, ι. 15). Διηγούνται μάλιστα πώς ό ’Αλέξανδρος γιά νά δοκιμάσει τή νάφθα, διέταξε καί περιέχυσαν μ’ αύτήν ένα σκλάβο στό λουτρό, κατόπιν δέ έφεραν κοντά του άναμμένο δαυλό. Φλόγες έτύλιξαν άμέσως τό σκλάβο καί θά καιγόταν χωρίς άλλο ό άμοιρος, άν οί παριστάμενοι δέν έχυναν επάνω του χειμάρρους μέ νερό, τό όποιον καί έσβησε τή φωτιά. 'Η Μηδική νάφθα ονομαζόταν άπό τούς "Ελλη­ νες έλαιον τής Μηδίας: άγγεϊα δέ θείου τε καί ασφάλ­ του έμπλησάμενοι καί φαρμάκου, δπερ Μήδοι μέν νάφθαν καλοΰσιν, "Ελληνες δέ Μηδίας έλαιον, πυρί δέ ταΰτα ύφάψαντες έπί τάς μηχανάς τών κριών έβαλλον. Αύτό σημειώνει ό Βυζαντινός ιστορικός Προκό­ πιος. ’Αφού δηλαδή έγέμισαν δοχεία μέ άσφαλτον καί τό φάρμακο εκείνο, τό όποιον οί μέν Μήδοι άποκαλοΰν νάφθα, οί δέ "Ελληνες έλαιον τής Μηδίας καί τούς έβαλαν φωτιά, τά έριξαν έναντίον τών πολιορ­ κητικών μηχανών, πού λέγονται κριοί. 'H λέξη νάφθα, πού χρησιμοποιείται άπό μεταγε­ νέστερους συγγραφείς, δπως ό Διοσκουρίδης καί ό Στράβων, είναι ή περσική naft ή naptha, πού σημαί­ νει τό πετρέλαιο καί τά παράγωγά του. Γραμματο­ λογικά naptha θά είπεί υγρή φωτιά ή ύγρόν πΰρ, nager ή nare ή na = υγρό καί ptha = πΰρ. Γι’ αύτό ή νάφθα ονομάσθηκε καί μηδικόν πΰρ. Πάντως ή προέλευση τής λέξεως άσφαλτος είναι άβέβαιη (*). Φαίνεται πώς αύτή ήταν ή υγρή νάφθα ή άσφαλτος γιατί ύπήρχε καί ξηρά. Καί γι’ αύτήν μάς όμιλεϊ ό γεωγράφος καί ιστορικός Στράβων, πού γεννήθηκε περί τό μέσον τοΰ 1ου π.Χ. αιώνα. Τήν ξηρά άσφαλ­ το τήν έβρισκαν στή Βαβυλωνία. 'Η πηγή άπ’ όπου έβγαινε γειτόνευε μέ τόν Εύφράτη καί όταν ό Εύφράτης, φουσκωμένος άπό τά νερά τών χιονιών, άρ­ χιζε νά πλημμυρίζει, φούσκωνε κι αύτή καί, χυνόμενη άπό τόν ποταμό, έπηζε σέ μεγάλα κομμάτια. Τά κομμάτια αυτά τά χρησιμοποιούν στίς οικο­

204

δομές γιά νά συγκολλήσουν τά τούβλα. Στή χώρα δμως τής Βαβυλωνίας στήν όποια τά πλοία κατεσκευάζονταν άπό καλάμια καί σχίνα πλεγμένα, τή χρησιμοποιούν γιά νά τούς δώσουν τή στερεότητα, πού λείπει. Τά έπέχριαν δλα μέ λυωμένη άσφαλτο. - Ή νάφθα κοντά στή φωτιά αναφλέγεται, αύτό ση­ μειώνει ό Στράβων. ' Οποιοδήποτε άντικείμενο, άλείφεται καί τρίβεται μέ νάφθα, σάν πλησιάσει στή φωτιά, όσονδήποτε λίγη κι άν είναι, φλέγεται άμέσως, χωρίς νά μπορεί νά τή σβήσει κανείς μέ νερό. Γιατί τό νερό, έφ ’ οσον δέν τό ρίξεις σέ κύματα, δέν κάνει παρά νά τήν ανάβει περισσότερο καί μόνο μέ τόν πηλό, τό ξί­ δι, τή στύψη ή τόν ιξό (;) κατορθώνουν οί άνθρωποι νά σβήσουν τή φλόγα. 'Ο φιλόσοφος καί ιστοριογράφος Ποσειδώνιος, πού έζησε τόν Ίδιο μέ τό Στράβωνα αιώνα, μας βε­ βαιώνει δτι οί πηγές τής νάφθας στή Βαβυλωνία είναι δυό ειδών, οί πηγές τής λευκής νάφθας καί οί πηγές τής μαύρης: δτι οί πρώτες, δηλαδή οί πηγές τής λευκής νάφθας δέν είναι πραγματικά παρά υγρό θειάφι, γεγο­ νός πού έξηγεΐ, γιατί οί ίδιες οί πηγές προσελκύουν τή φλόγα. Καί δτι οί πηγές τής μαύρης νάφθας δέν δίνουν παρά υγρή άσφαλτο, ή οποία χρησιμοποιείται στούς λύχνους γιά φωτισμό άντί τοΰ λαδιοΰ. Καί ό Στράβων, άντιγράφοντας τόν Ποσειδώνιο μνημονεύει τή λευκή καί μαύρη νάφθα τής Βαβυλώ­ νας (νάφθας τάς πηγάς τάς μέν είναι λευκού, τάς δέ μέλανος), τή λευκή σάν θειον ύγρόν, ενώ ή μαύρη νάφθα είναι ή άσφαλτος, πού καίγεται στούς λύχνους. 'Ο Πλίνιος ονομάζει τή λευκή νάφθα άσφαλτο, ό δέ Διοσκουρίδης διηθημένη άσφαλτο (άσφαλτον περιήθημα). Τί άκριβώς ήταν αύτή ή λευκή νάφθα, λευκή ά­ σφαλτος ή διηθημένη άσφαλτος δέν γνωρίζομε. Πι­ θανόν νά ήταν άπεσταγμένο πετρέλαιο, επικρατεί δμως ή γνώμη δτι ή άπόσταξη, μόλον πού άναφέρεται σέ στοιχειώδη μορφή άπό τό Διοσκουρίδη, ήταν μιά μέθοδος πού επινόησαν άργότερα. 'Η παρασκευή λευκής νάφθας μέ μιά μέθοδο καθάρσεως τοΰ πετρελαίου ή, άς τήν ονομάσουμε, μέ άπό­ σταξη, μνημονεύεται γιά πρώτη φορά σ’ ένα άραβικό κείμενο τοΰ 1225 (12). 'Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας 'Ιππόλυτος, πού έζησε τόν 3ο μ.Χ. αιώνα, άναφέρει τήν ινδική νάφθα (νάφθας ό ινδικός), ή όποια άνάβει μέ τή θέα μόνο τής φωτιάς άπό μακριά. 'Ο δέ Πλίνιος, δ Πρεσβύτερος, τήν παρουσιάζει σάν ένα άσφαλτοΰχο 1) Κατά τό Λεξικόν Henry Liddell καί Robert Scott (διασκευή καθηγητοϋ Ά. Κωνσταντινίδη), νάφθα ή τό νέφτι (περσιστί naft) είναι είδος διαφανούς καί εύφλεκτου ελαίου λαμβανομένου έκ τής βαβυλωνιακής άσφάλτου. Κατά τό ’ίδιο λεξικό ή λέξις άσφαλτος δέν είναι ελληνική. 'Η γνώμη ότι προέρχεται άπό τό σφάλλω είναι... εσφαλμένη! 2) Βλ. παρακάτω κεφάλαιο ΣΤ', Ή σύνθεση τοΰ ύγροΰ πυρός.

Πυρ, τό έσκευασμένον ρευστό δπως τό λάδι, πού τό χρησιμοποιούσαν γιά φωτισμό στίς λάμπες καί τό συνέλεγαν άπό τήν επιφάνεια τοΰ νεροΰ στή Βαβυλώνα, καθώς καί σάν ένα φυσικό ή τεχνητό μείγμα άπό άσφαλτο καί πίσσα. Τό πετρέλαιο άναφέρεται στό μοναδικό Περί ’Αρχιτεκτονικής (De Architectura, libri decem) έργο, πού διασώθηκε από τήν αρχαιότητα, του Ρωμαίου άρχιτέκτονα καί μηχανικού Μάρκου Πωλίωνος Βιτρουβίου. 'Ο Βιτρούβιος, πού έζησε τόν Ιο μ.Χ. αιώνα, τόν καιρό τοΰ Αύγούστου, σημειώνει πώς, όταν τό νερό τρέχει άνάμεσα στή λιπαρή γη, παίρ­ νει λάδι, δπως γίνεται στήν Κιλικία, δπου ό ποτα­ μός Λίπαρις σκεπάζει τούς λουσμένους μέ λάδι. Τό ϊδιο συμβαίνει καί σέ μιά λίμνη στήν Αιθιοπία καί άλλη στίς ’Ινδίες, καθώς καί σ’ ένα πηγάδι στήν Καρχηδόνα, άπό δπου άντλεΐται ελαιον, μέ τό όποιο σημαδεύουν τά βόδια. Πολλά άλλα σημεία στήν τότε γνωστή γη άναφέρονται άπό τόν Πλίνιο, τό Διοσκουρίδη, τούς περιπατητικούς φιλοσόφους καί άλλους. Σέ πολλά δμως άπό τά σημεία αύτά ’ίσως νά μήν υπήρχε πετρέλαιο ή άσφαλτος, άλλά πηγές ή διαφυγές άπό εύφλεκτο φυσικό άέριο. 'Η πίσσα καί τά συγγενικά μ’ αύτήν, ξεχωριστά τό καθένα ή — καί προπάντων — άνάμικτα, χρησί­ μευαν κατά τήν άρχαιότητα καί τούς κατοπινούς χρόνους δχι μόνο στήν κιβωτό τοΰ Νώε καί τό εύ­ θραυστο λίκνο τοΰ Μωυσή, γιά τή στεγανοποίηση

τών καραβιών, τό φωτισμό καί τίς οικοδομές. Χρη­ σίμευαν άκόμη καί στή θεραπευτική, κυρίως άπ τούς Χαλδαίους. ' Η πίσσα, μέ τή βοήθεια τής μαγικής, άποτελοΰσε ένα σοβαρό φάρμακο γιά τίς άσθένειες τοΰ δέρ­ ματος καί τούς ρευματισμούς. 'Η άσφαλτος, τήν ό­ ποια μετέφεραν τά νερά τοΰ Εύφράτη, συλλεγόταν σέ μερικά μέρη μέ θρησκευτική εύλάβεια καί φαίνε­ ται πώς ήταν άποτελεσματική γιά ορισμένα είδη αιμορραγίας. Είναι πολύ πιθανόν δτι τή χρησιμο­ ποιούσαν οί Αιγύπτιοι γιά νά βαλσαμώνουν τούς νεκρούς των. Λέγεται μάλιστα πώς ή λέξη μούμια, προέρχεται άπό τήν άραβική λέξη mum, πού ση­ μαίνει πίσσα. Καί οί Ρωμαίοι γνώριζαν τήν άσφαλτο σάν ιατρι­ κό παρασκεύασμα, στή δέ Φυσική ’Ιστορία τοΰ Πλινίου, βρίσκομε μακρόν κατάλογο μέ τά ευεργετικά άποτελέσματά της, σέ διάφορα νοσήματα. Δέν άρ­ γησαν δέ οί Ρωμαίοι νά χρησιμοποιοΰν τό μηδικόν πΰρ σέ πολλά δημόσια λουτρά, τίς γνωστές Θέρμες τους, γιά νά τροφοδοτήσουν τή φωτιά τών καζανιών, δπως άργότερα έγινε μέ τά καμίνια, δηλαδή τά λουτρά τής Κωνσταντινουπόλεως. ’Επάνω δμως άπ’ δλα ή νάφθα καί ή πίσσα ή άσ­ φαλτος, μέ διαφορετικά συχνά ονόματα καί σύνθε­ ση, πού δέν μπορούμε σήμερα νά προσδιορίσουμε, χρησιμοποιήθησαν σάν εμπρηστικά ύλικά στόν πό­ λεμο μεταξύ τών άνθρώπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Τά έμπρηστικά ύλικά στόν πόλεμο Δέν είναι καθόλου έκπληκτικό δτι, στήν ανάγκη τους νά άγωνίζονται οί άνθρωποι μεταξύ τους, χρησιμοποίησαν τή μυστηριώδη δύναμη τοΰ ύλικοΰ εκείνου, πού οί φλόγες του — κατά τόν Ζαρατούστρα τοΰ Νίτσε — δέν έπρόκειτο νά πεθάνουν. Διηγοΰνται οί ιστορικοί πώς οί Βαβυλώνιοι, πολιορκούμενοι άπό τό Μεγάλο ’Αλέξανδρο, άντέκρουσαν τίς έπιθέσεις ρίχνοντας στούς Μακεδόνες πολεμιστές μικρές σφαίρες, πού είχαν πυρακτωμέ­ νη νάφθα, πρόδρομο καθώς φαίνεται τών χειροβομ­ βίδων, τίς όποιες έγνώρισαν οί τελευταίοι αιώνες. Οί Άσσύριοι στά Σαμόσατα, οχυρή πόλη τής Συ­ ρίας, πού σήμερα λέγεται Σαμσάτ, χρησιμοποίησαν πρωτόγονα φλογοβόλα κατά τών λεγεωνάριων, πού διοικοΰσε ό Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Λουκίνιος Λούκουλλος, γύρω στό έτος 68 ή 67 π.Χ. Τό περιστα­ τικό άναφέρεται άπό τόν Πλίνιο (II-CVIII, 104),

ό όποιος σημειώνει τό έξής. - Τό βάλτο τών Σαμοσάτων, στήν Κομαγηνή, βγάζει έναν καιόμενο πηλό, πού ονομάζεται νάφθα. Προσκολλάται πάνω σέ κάθε στερεό, τό όποιον αγγίζει. Καί με­ τά τήν επαφή, κυνηγά οσους φεύγουν μακριά της. Μέ τήν πίσσα αύτή τά τείχη τής πόλεως άμύνθηκαν εναν­ τίον τοΰ Λουκούλλου. Ή πείρα άπέδειξε πώς ή φωτιά δέν σβήνεται, παρά μόνο μέ τό χώμα. (Άπ’ τό άλλο μέρος) δεμάτια, εμποτισμένα μέ πίσσα, άνεφλέγονταν στό κάτω μέρος τών τειχών, γιά νά φοβίσουν τούς άμυνομένους καί προκαλέσουν ρωγ­ μές, χρήσιμες γιά τήν έφοδο. Δαυλοί, δεμένοι στά βέ­ λη, μετέδιδαν πυρκαίές στίς άσθενεϊς κατασκευές τής έποχής εκείνης καί οί Ρωμαίοι τούς ενσωμάτωναν στό υλικό τών πολιορκητικών μηχανών, οί όποιες τούς εξακόντιζαν. ’Ενώ δμως τό περιστατικό πού άναφέρομε, άνά-

205

Πυρ, τό έσκευασμένον

γεται στόν Ιο π.Χ. αιώνα, υπάρχουν πολύ παλαιότερα περιστατικά, κατά τά όποια χρησιμοποιήθησαν έμπρηστικές ύλες. Θά ήταν ένδιαφέρον νά σημειώ­ σουμε άπ’ αύτά τά κυριότερα. Άσσυριακά ανάγλυφα άπό τήν άρχαιότατη πό­ λη καί πρωτεύουσα τής ’ Ασσυρίας Νινευί (στήν αρι­ στερή όχθη τού Τίγρη, άπέναντι στή σημερινή Μοσούλη) μαρτυρούν ότι τά έμπρηστικά χρησιμο­ ποιούντο στήν πολιορκία τών πόλεων κατά τόν 9ο π.Χ. αιώνα: δαυλοί, αναμμένα στουπιά, φλέγόμενη πίσσα καί δοχεία φωτιάς, πού τά έριχναν τά έπιτιθέμενα στρατεύματα. Πετρέλαιο δέν φαίνεται νά χρησιμοποιείτο. ’Από τήν Παλαιά Διαθήκη καί ιδιαίτερα άπό τόν 120 ψαλμό καί τό Βιβλίο τοΰ Ήσάΐα, μπορούμε νά συμπεράνουμε ότι οί Ζικκίμ καί άλλοι λαοί τής Γραφής διέθεταν έμπρηστικά βέλη. Τί θέλει σοι δώσει ή' τί θέλει σοι προσθέτει ή δολία γλώσσα; Τά ακονισμένα βέλη τοΰ δυνατοΰ μέ άνθρακες άρκεύθου (= κέδρου) Αύτό γράφεται στόν Ψαλμό ρκ (120), 'Ωδή τών ’Αναβαθμών. Κι άπ’ τό Βιβλίο τού Ήσάϊα (Κεφ. 24, § § 9, 10) άντιγράφομε 9. Καί τά ρεύματα αυτής θέλουσι μεταβληθή είς πίσσαν καί τό χώμα αύτής είς θειον καί ή γή αύτής θέλει κατασταθή πίσσα καιομένη. 10. Νύκτα καί ήμέραν δέν θέλει σβεσθή ό καπνός αύτής θέλει άναβαίνει άκαταπαύστως· άπό γενεάς είς γενεάν θέλει μείνει ερημωμένη καί δέν θέλει ύπάρχει ό διαβαίνων δΓ αύτής είς αιώνα αίώνος (')· Στήν πολιορκία τής Μοτύης (δυτική Σικελία) άπό τόν τύραννο τών Συρακουσών Διονύσιο Α', τό 398 π.Χ., οί Φοίνικες κάτοικοί της έστησαν στά οχυ­ ρώματα ιστούς μέ θωράκια, στά όποια άνέβασαν άνδρες. Οί άνδρες αυτοί ακόντιζαν άπό ψηλά άναμμένους δαυλούς καί στουπιά μέ φλέγόμενη πίσσα στίς πολιορκητικές μηχανές — καί ή φωτιά κατέ­ τρωγε τό ξύλο τους. 'Ο 'Ηρόδοτος γράφει στήν 'Ιστορία του (Η. 52). ότι οί Πέρσες χρησιμοποίησαν βέλη μέ καιόμενα στουπιά στήν αίχμή τους, κατά τήν άλωση τών ’Αθηνών άπό τόν Ξέρξη, τό 480 π.Χ. - Οί δέ Πέρσαι στρατοπέδευσαν στόν άπέναντι άπ ’ τήν ‘Ακρόπολη λόφο, τόν όποιο οί ’Αθηναίοι ονομάζουν ’Άρειο Πάγο, καί πολιόρκησαν τό ναό κατά τόν εξής τρόπο. Τυλίγοντας μέ στουπί τά βέλη καί άνάβοντας τοΰτο έτόξευαν στό φράγμα... 'Η πρώτη φορά, πού χρησιμοποίησαν οί 'Έλλη­ νες έμπρηστικά βέλη, πυρφόρους οίστούς, ήταν κατά τόν Πελοποννησιακό πόλεμο, τό 429 π.Χ., τά δέ 206

ξύλινα τείχη τών Πλαταιών προστατεύονταν άπό αύτά μέ δέρματα ζώων. Πολιορκητές ήταν οί Πελοποννήσιοι καί πολιορκούμενοι οί κάτοικοι τών Πλαταιών, οί όποιοι κατασκεύασαν ένα ξύλινο πλέγ­ μα καί τό έστησαν επάνω στό τείχος, άντίκρυ στό άνάχωμα τών Πελοποννησίων. - Πρός τά έξω δέ είχαν σκεπάσει (τό πρόσθετο ξύλινο τείχος) μέ κατεργασμένα καί ακατέργαστα δέρματα, ώστε νά έχουν άσφάλεια καί νά προστατεύονται άπό τά έμπρηστικά βέλη, τόσον τά ξύλα όσον καί εκείνοι, πού εργάζονταν εκεί. (Θουκ. Β 75). ... Καθώς οί πολιορκητικές μηχανές δέν έφεραν άποτέλεσμα, αποφάσισαν (οί Πελοποννήσιοι) νά βά­ λουν φωτιά στήν πολιτεία (πού δέν ήταν άλλωστε με­ γάλη), περιμένοντας νά φυσήξει εύνοϊκός άνεμος... 'Έφεραν λοιπόν δεμάτια κλαδιά καί τά στοίβαζαν στό κενό, άνάμεσα στό άνάχωμα καί τό τείχος τής πολιτείας. Καί δταν τό κενό αύτό γέμισε γρήγορα, άρχισαν νά ρί­ χνουν δεμάτια άπό τό ΰψος τοΰ αναχώματος, δσο μακριά μπορούσαν καί σ’ άλλα μέρη τοΰ τείχους. ’Έβαλαν τότε φωτιά μέ θειάφι καί πίσσα κι έγινε μιά πυρκαίά τέτοια πού ποτέ, ώς τότε, δέν εϊχεν ίδεί κανείς άναμμένη άπό ανθρώπου χέρι. (Θουκ. Β. 77).. Λίγα χρόνια άργότερα χρησιμοποίησαν ισχυρό έμπρηστικά δπλο οί Βοιωτοί, στόν πόλεμο μέ τούς ’Αθηναίους, κατά τήν πολιορκία τοΰ Δηλίου (τό 424 π.Χ.), γιά τήν καταστροφή τών οχυρώσεων τής πόλεως, πού ήταν έν μέρει άπό ξύλο. Τό δπλο αύτό άποτελείτο, κατά τόν Θουκυδίδη (Δ. 100) άπό ένα μακρό σωλήνα φτιαγμένο άπό σκαμμένο ξύλο καί σίδερο, πού κινιόταν έπάνω σέ τροχούς καί μετέφερε δοχείο, τό όποιο περιείχε άναμμένα κάρβουνα, θειά­ φι καί πίσσα. 'Υπήρχαν δέ πίσω άπ’ τό σωλήνα με­ γάλα φυσερά (φύσαι μεγάλαι), τά όποια μέ τό φύ­ σημά τους τίναζαν τή φλόγα πρός τά έμπρός (είς τόν λέβητα, έχοντα άνθρακάς τε ήμμένους καί θειον καί πίσσαν, φλόγα έποίει μεγάλην καί ήψε τοΰ τείχους (12)· Παρόμοια συσκευή, πού χρησιμοποιούσε άνθρα­ κα λεπτόν (καρβουνόσκονη) περιγράφεται στό Πο­ λιορκητικόν του άπό τόν ’Απολλόδωρο (60-125 μ.Χ.), τόν άρχιτέκτονα άπό τή Δαμασκό τών αύτοκρατόρων Άδριανοΰ (117-138) καί Τραϊανού (98117 μ.Χ.). 'Ο ’Απολλόδωρος λοιπόν μάς λέγει πώς ή φωτιά μπορεί νά κατευθύνεται σέ λίθινους τοίχους, οί όποιοι τότε έσπαζαν, δταν έχυναν πάνω τους ξίδι ή άλλο όξύ: πΰρ δέ λαβών ό άνθραξ άπτεται καί έμφυσώμενος πληγήν όμοίαν εργάζεται φλογί καί επεμ­ βαίνει τοΰ λίθου καί θρίπτει ή δξους ή άλλου τινός τών δριμέων έπιχεομένου. ’Άν δηλαδή ό άνθρακας άνάβει καί φυσιέται, έπενεργεί σάν άνοικτή φλόγα, 1) Παλαιά Διαθήκη κατά τούς θ'. 2) Βλ. στό Παράρτημα, Παραπομπή Βήτα, πλήρες τό κείμενο.

Πΰρ, τό έσκευασμένον

διεισδύει στήν πέτρα καί μέ τήν επίδραση τοϋ ξι­ διού ή άλλου οξέος τή λιανίζει. 'Ο Βρετανός καθηγητής Πάρτινγκτον (J. R. Par­ tington), στή σοφή πλοήγηση τοΰ όποιου (βιβλ. 851) οφείλομε πολλά άπ’ τήν πορεία μας στό απέραντο αύτό χρονικό τής άνθρωπίνης δράσεως καί γνώσεως, μάς θυμίζει ότι ξίδι χρησιμοποίησε, κατά τόν Λίβιο, ό ’Αννίβας τό 218 π.Χ. στή διάβαση τών ’Άλπεων, προκειμένου νά μετακινήσει τούς βράχους. Τό περι­ στατικό άναφέρεται καί άπό τόν Μπερτελό (Μ. Berthelot), στήν Ιστορία τών 'Επιστημών: Ή χη­ μεία τοΰ Μεσαίωνα (βιβλ. 789). ’Ίσως νά είναι μιά φανταστική ιστορία. Τήν άναφέρει πάντως άπό τούς άρχαίους καί ό Πλίνιος, πού τή χαρακτηρίζει θαΰμα καί προσθέτει πώς, όταν τό ξίδι χυθεί πάνω στούς βράχους σέ σημαντική ποσότητα, έχει σάν άποτέλεσμα νά τούς κομματιά­ ζει, έφ’ όσον μόνη της ή φωτιά δέν μπορεί νά φέρει άποτέλεσμα. Πιθανόν στήν περίπτωση αύτή νά μήν ήταν άπλό ξίδι άλλά κάποια, άγνωστη σέ μάς, έκρηκτική σύνθεση. 'Η συσκευή τοΰ ’Απολλοδώρου είναι ή πρώτη πού άναφέρεται μέ κονιορτοποιημένον άνθρακα, άνάλογη δέ συσκευή μνημονεύεται καί άπό τόν "Ηρωνα τόν Βυζάντιο, τό μηχανικό, πού έγραψε κα­ τά τόν 10 αιώνα στά Πολιορκητικά του γιά τήν οχύ­ ρωση τών πόλεων, τίς πολιορκητικές μηχανές καί τή συνταγή γιά διάφορα παρασκευάσματα. Αινείας ό Τακτικός, πού έζησε περί τό 360 π.Χ. καί έγραψε βιβλίο, άπ’ τό όποιον έσώθηκε ένα μόνο κεφάλαιο, μέ τόν τίτλο Τακτικόν τε καί πολιορκητι­ κόν υπόμνημα, περί τοΰ πώς χρή πολιορκούμενον άντέχειν, περιγράφει στό υπόμνημα πώς παρασκευά­ ζεται βίαιον πΰρ (πΰρ σκευάζει ισχυρόν), μέ τή χρησι­ μοποίηση δοχείων γεμάτων μέ μείγμα άπό πίσσα, θειάφι, ροκανίδια ξύλου καί ρετσίνι. Τό εμπρηστικό αύτό παρασκεύασμα μπορούσε επίσης, λέγει, νά στερεώνεται πάνω σέ πλατιά ξύλι­ να ραβδιά, τούς υπέρους, πού είχαν στά δύο άκρα σιδερένια άγκιστρα. Οί ύπεροι ρίχνονταν στίς ξύ­ λινες πολιορκητικές μηχανές τών πολιορκούντων στρατευμάτων ή στά ξύλινα καταστρώματα τών πλοίων, πάνω στά όποια καί γάντζωναν. Τό πΰρ δέν έσβηνε μέ τό νερό άλλά μέ τό ξίδι, (σβεννύειν χρή αύτό όζει) Γιά έμπρηστικά βέλη ό Αινείας δέν κάνει λόγο. Άπό τόν 2ον ήδη μ.Χ. αιώνα ό Πολύαινος, συγ­ γραφέας τής Στρατηγικής καί τής Τακτικής, σημειώ­ νει δτι τό ξίδι είναι τό καλύτερο σβεστήριον πυρός καί είναι άριστο εμπόδιο στή φωτιά, έφ’ δσον άντικείμενο έμβαπτισμένο ή άλειμμένο μέ ξίδι δύσκολα παίρνει φωτιά. Πρέπει νά δέχθοΰμε γενικά, κατά τόν Γερμανό καθηγητή Φελντχάους (Feldhaus), δτι έμπρηστικά

βέλη χρησιμοποίησαν όλες οί πρωτόγονες φυλές, δσες έκαμαν κατά καιρούς χρήση τοΰ τόξου. 'Η εκ­ τόξευση εμπρηστικών βλημάτων έγινε κοινή μετάτό θάνατο τοΰ Μ. Αλεξάνδρου, τό 323 π.Χ. ’Εμπρη­ στικά βέλη καί πυρφόρα άγγεΐα χρησιμοποιήθη­ καν, όπως θά ίδοΰμε, καί άπό τίς δυό πλευρές κατά τήν πολιορκία τής Ρόδου, τό 304 π.Χ., άπό τόν Δημήτριο τόν Πολιορκητή. 'O Άρριανός άναφέρει (Άλεξ. Άναβ. Β' 19, 1-4) δτι, κατά τήν πολιορκία τής Τύρου άπό τόν Μ. Αλέξανδρο (τό έτος 332 π.Χ.) οί άμυνόμενοι κτυποΰσαν τούς "Ελληνες έργάτες, πού έφτιαχναν τό μώλο (άπό πασσάλους, ξύλα καί χώμα), μέ έμπρη­ στικά βέλη. ΓΓ αύτό κατασκεύασαν οί 'Έλληνες δύο ξύλινους πύργους, οπλισμένους μέ όξυβελείς καταπέλτες, δηλαδή μέ καταπέλτες πού έριχναν αιχμηρά βέλη καί σκεπασμένους μέ δέρματα νωπά, στά οποία έξοστρακίζονταν τά έμπρηστήρια βέλη. Πάνω στούς πύργους τοποθέτησαν τοξότες καί άπομάκρυναν άπό τό μώλο τά πλοία τών Φοινίκων, πού έπλητταν τούς έργάτες. Κατασκεύασαν τότε οί Φοίνικες ένα πυρφόρο πλοίο μέ δύο ιστούς στήν πρώρη, τόν καθένα μέ δι­ πλή κεραία — κάτι πού σήμερα θά λέγαμε λεμβούχο — στήν όποια κεραία είχε στερεωθεί μεγάλη χύ­ τρα μέ πίσσα, θειον καί κάθε είδος ύλικοΰ, κατάλ­ ληλου νά προσανάβει καί νά τρέφει τή φλόγα. 'Υπήρ­ χαν στήν πλώρη τοΰ πλοίου δαυλοί, ρετσίνι καί άλλα καύσιμα, τό δέ κύτος ήταν γεμάτο άπό ξερά χαμόκλαδα καί άλλα εύφλεκτα ύλικά. ’Έστειλαν λοιπόν αύτό τό πλοίο εναντίον τοΰ μώλου, πού κατασκεύαζαν οί "Ελληνες — μέ σανίδες, πασσάλους καί χώμα — καί τόν έκαψαν. Καί τοΰτο παρ’ δλον δτι ό μώλος είχε, δπως είπαμε, γιά τήν άμυνά του δύο πολιορκητικούς πύργους, σκεπα­ σμένους μέ δέρματα καί οπλισμένους μέ καταπέλτες. ’Εξάλλου στήν ’ίδια αύτή τήν πολιορκία τής Τύ­ ρου έπινόησαν οί Φοίνικες καί μίαν άλλη πρωτό­ τυπη μέθοδο, γιά νά έξουδετερώσουν τήν άνδρεία τών Μακεδόνων. Μέ τήν μέθοδο αύτή, λέγει ό Διόδω­ ρος (πού άναφέρει καί τό γεγονός Βιβλ. 12 Κεφ. 44) έριξαν τούς Μακεδόνες σ’ ένα άδιανόητο καί φοβε­ ρό βασανιστήριο. Κατασκεύασαν δηλαδή χάλκινες καί σιδερένιες άσπίδες, τίς γέμισαν μέ άμμο καί άναβαν άπό κάτω τους δυνατή φωτιά, πού σχεδόν έπυράκτωνε τόν άμμο. Μετά τόν έριχναν μέ μιά βλη­ τική συσκευή σ’ αύτούς πού μάχονταν μέ γενναιό­ τητα καί, δσους έβρισκε τούς βύθισε στήν έσχατη δυστυχία. Γιατί ό άμμος περνούσε μέσα άπό τό θώ­ ρακα καί τόν ύποδύτη (δηλαδή τό πουκάμισο τοΰ οπλίτη) καί πυρωμένος, καθώς ήταν, τούς κατέτρω­ γε τίς σάρκες. 'Η κατάστασή τους δέν έπαιρνε θε­ ραπεία. ’Άφηναν τότε οί ταλαίπωροι κραυγές ικεσίας, 207

Πΰρ, τό έσκευασμένον όπως κάνουν αύτοί πού υποβάλλονται σέ βασανι­ στήρια καί κανείς δέν μπορούσε νά τούς βοηθή­ σει. Ήταν δέ τόσο φοβερό τό μαρτύριο, πού τούς έπιανε τρέλα καί πέθαιναν βυθισμένοι στόν πόνο. Καί πριν άπό τήν Τύρο, στήν πολιορκία τής 'Αλικαρνασσού άπό τόν ’Αλέξανδρο τό φθινόπωρο τοΰ 334 π.Χ., εξακόντιζαν οί άμυνόμενοι (άναμμένους) πυρσούς στίς πολιορκητικές μηχανές τών Μακεδόνων καί δ,τι άλλο μπορούσε νά προκαλέσει πυρκαϊά καί νά τή μεταδώσει σέ μεγάλη άπόσταση. ’Εμπρηστικά βέλη ήσαν γνωστά στόν Βιργίλιο (70-19 π.Χ.) (Αίνειάς IX 705) καί τόν Τίτο Λίβιο (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.) ('Ιστορία XXI, 8), ό δέ Τάκιτος στήν ιστορία του όμιλεϊ γιά τά πυρφόρα άκόντια, πού ρίχνονταν άπό μηχανές. Καί άλλος, ό Άμμιανός Μαρκελλίνος (περί τό 390 μ.Χ.), περιγράφει πυρφόρα βέλη, πού δέν έσβηναν στό νερό άλλά ά­ ναβαν περισσότερο, έσβηναν μόνο μέ άμμο καί έπρε­ πε νά εκτοξεύονται αργά, γιά νά μή σβήσουν. 'Ο δέ σύγχρονός του Βεγέτιος (Vegetius) δίνει τή σύν­ θεση τού εμπρηστικού μείγματος κι αύτή είναι τό θείο, τό ρετσίνι, ή πίσσα καί τό στουπί, έμποτισμένο μέ έμπρηστικό έλαιο, πιθανόν πετρέλαιο. - Πολλές φορές, μας λέγει ό Βεγέτιος στήν ’Επι­ τομή τής Στρατιωτικής Τέχνης (Epitoma Rei Mili­ taris), καθώς δέν μπορούσαν νά καταβάλουν ή πλη­ σιάσουν έστω τόν αντίπαλο, προσπαθούσαν νά τόν πυρ­ πολήσουν άπό μακριά. Έτύλιγαν στά βέλη σβώλο άπό στουπί, πού απλωνόταν σέ μακριά κυματιστή ουρά καί τόν βουτοΰσαν σέ μείγμα άπό πετρέλαιο, κατράμι καί θειάφι. Κατόπι τόν έζακόντιζαν μέ τίς βαλλίστρες φλέ­ γόμενο, στή λιβυρνίδα πού είχε άποφύγει τήν έμβολή καί τήν είσπήδηση. Τό σίδερο τοΰ βέλους βυθιζόταν βαθιά στίς σανίδες τοΰ πλοίου, πού ήταν διαποτισμένες μέ κερί ή ρετσίνι. "Υστερα άπ ’ αύτό δέν ήταν παρά­ ξενο ότι τό φλέγόμενο στουπί άναβε πυρκαίά. Στή ναυμαχία τοΰ Άκτίου (31 π.Χ.) καί σέ μιά φάση, κατά τήν όποια τά βαριά πλοία τοΰ ’Αντωνίου έριχναν έξοντωτικά βλήματα στίς λιβυρνίδες τοΰ άντιπάλου του, ό Όκτάβιος χρησιμοποίησε, σάν τελευταίο του δπλο, τή φωτιά. ’Έριχνε χύτρες μέ καυτό λάδι καί δαυλούς άναμμένους καθώς καί φρύ­ γανα διάφορα ή άναμμένο κάρβουνο καί πίσσα, μέ τό όποιο προκαλοΰσε πυρκαϊές, πού τίς δυνάμωνε καί άπλωνε ό βορριάς. Τά πληρώματα τοΰ ’Αντωνίου προσπαθοΰσαν νά σβήσουν τή φωτιά καί σάν απο­ τύγχαναν αιχμαλώτιζαν μέ τίς άρπάγες τίς κοντινές λιβυρνίδες, γιά νά καοΰν καί κείνες μαζί τους. Προκειμένόυ δέ νά καοΰν ζωντανοί προτιμοΰσαν νά φονεύει ό ένας τόν άλλο. Πρέπει νά σημειωθεί ότι ή ρίψη δλων αύτών τών έμπρηστικών έγινε μέ καταπέλτες λίθο βόλους, αυτούς πού άργότερα ή Δύση άποκάλεσε άρμπαλέτες. Τέτοιους καταπέλτες όπως καί τούς άλλους πού έριχναν βέλη αποθήκευαν οί ’Αθηναίοι στή Σκευο­

208

θήκη, δηλαδή ναυτική αποθήκη τοΰ Πειραιώς καί τοποθέτησε ό ’Αλέξανδρος στίς τριήρεις κατά τήν πολιορκία τής Τύρου (Άρριανός, ’Αλεξ. Άναβ. 2.21, 1-2). Τό ίδιο, κατά τόν Διόδωρο, έκανε καί ό Δημήτριος στήν πολιορκία τής Ρόδου. ’Εξάλλου ό αύτοκράτωρ Αύρηλιανός (211-275) έδωσε μάχη κοντά στήν ’ Αμισσό (σημερ. Σαμψούντα) τό 272 μ.Χ. μέ τή βασίλισσα τής Παλμύρας Ζη­ νοβία καί κατατρόπωσε τά στρατεύματα αύτής καί τών συμμάχων της. Πολιορκώντας τήν πρωτεύουσά της δηλαδη τήν Παλμύρα, συνάντησε σκληρή αντί­ δραση. Σχετικά έγραψε στή Σύγκλητο. - Δέν υπάρχει σημείο πάνω στά τείχη, πού νά μή είναι έφοδιασμένο μέ δυό ή τρεις βαλλίστρες. 'Ακόμη καί φωτιές ρίχνουν έπάνω μας οί μηχανές (ignes etiam tormentis jaciuntur). "Οταν ό στρατηγός Μαξιμίνος κατέλαβε τήν Πό­ λη τής Άκουΐλιας, οί κάτοικοί έριχναν, κατά τόν Ήρωδιανό (170-240 μ.Χ.), έπάνω στούς στρα­ τιώτες καί τίς πολιορκητικές μηχανές δοχεία μέ φλέγόμενο μείγμα θείου, άσφάλτου καί πίσσας, άκόμη δέ κοντάρια μέ μεταλλικές αιχμές καί κον­ τάρια μέ καιόμενη πίσσα. Κατά τόν Γάλλο ναύαρχο Ζυριέν ντέ λά Γκραβιέρ (Jurien de la Graviere) υπήρχε στούς άρχαίους χρόνους έμπρηστικό μείγμα, άποτελούμενο άπό ένα μέρος θειάφι, δύο μέρη κάρβουνο ιτιάς καί 5-6 μέρη νίτρο, πού πρέπει νά ήταν γνωστό στούς Βυζαν­ τινούς καί προπάντων στούς Ρωμαίους. Τό χρησιμο­ ποιούσαν στίς θεατρικές παραστάσεις (■). "Οσοι έχουν άσχοληθεΐ κάπως μέ τήν πολεμική τέχνη τών Ρωμαίων, θά γνωρίζουν χωρίς άλλο τή φαλαρική, πού δέν ήταν άλλο άπό ένα έμβολο κυνη­ γετικό καί πολεμικό δπλο, σέ σχήμα κονταριού. ’Ακοντιζόταν συνήθως άπό τούς πολιορκητικούς πύργους μέ τό χέρι ή μέ μηχανικό μέσο καί έφερε, στήν αιχμή του, πίσσα καί στουπί άναμμένο. Μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου τελειοποιήθηκε καί έξελίχθηκε σέ καθαυτό έμπρηστικό δπλο. Τό έριχναν πάνω στήν ασπίδα τοΰ άντιπάλου, τήν όποια διαπερνούσε ή τής άναβε φωτιά καί τότε ό μαχητής τήν πέταγε καί πολεμούσε άκάλυπτος. Κατά τήν περιγραφή τοΰ Λιβίου (Κεφ. ΚΑ, η), τό έμπρηστικό ύλικό τής φαλαρικής άποτελεΐτο άπό θειο, πετρέλαιο, καμφορά καί πίσσα. Τή φαλαρική χρη­ σιμοποιούσαν στίς ναυμαχίες κατά τούς μεταρωμαϊκούς χρόνους καί τό Μεσαίωνα, μέχρι τό 16ον αιώνα. Τό ναυτικό δέν υστέρησε στή χρήση τών έμπρη­ στικών: καί τοΰτο έγινε μέ τή χρησιμοποίηση πλοίων ώς μέσου γιά τήν έκτόξευσή τους ή ώς δο­ χείου καί φλεγομένης κιβωτού γιά τήν πυρπόληση 1) 'Η σύνθεση αύτή μοιάζει μέ τήν συνταγή τοϋMarcus Graecus, γιά τήν όποια θά γίνει λόγος παρακάτω.

Πΰρ, τό έσκευασμένον

τοΰ στόχου. Δηλαδή μέ τά πυρπολικά. 'Υπήρχε στά άρχαία πλοία μιά κεραία, στερεω­ μένη στόν ιστό, τόν κύριο ιστό (γιατί υπήρχε καί μικρότερος πρύμα καί κάποτε πλώρα καί πρύμα), τόσο μεγάλη όσον τό μάκρος τοΰ πλοίου, πού όταν έσταύρωνε, δηλαδή έπαιρνε έγκάρσια θέση πρός τό πλοίο, τά άκρα της έφθαναν πολύ πέρα άπ’ τά πλευ­ ρά τοΰ σκάφους. Τοΰτο τούς έπέτρεπε νά ρίχνουν, μέ κάποια συσκευή χωρίς άλλο, στά έχθρικά πλοία πού δοκίμαζαν νά πλησιάσουν έμπρηστικές ύλες, πέτρες ή άλλα βαριά αντικείμενα. Τήν κεραία αύτή τήν έλεγαν λιθοφόρο ή δελφινοφόρο, τό τελευ­ ταίο γιατί οί ναΰτες στήν ιδιωματική τους γλώσσα άποκαλοΰσαν δελφίνια τά βαριά άπό μολύβι αντι­ κείμενα τά όποια έκτόξευαν μέ αύτή κατά τοΰ άντιπάλου. (Βλ. σχετικά κείμενα 2, Β-VII καί 2, Β-ΧΠ τής κυρίας συγγραφής). Αελφινοφόρες κεραίες είχαν τά έμπορικά πλοία, μέ τά όποια προστάτευσαν οί ’Αθηναίοι, τό413 π.Χ., τό χαράκωμά τους στόν όρμο τών Συρακουσών, άγκυροβολώντας τα στή σειρά. Τό άναφέρει ό Θου­ κυδίδης (Η. 38, 41). Κι ό Διόδωρος μνημονεύει τή χρησιμοποίησή τους, κατά τό έτος 407 (ΙΓ 78, 79). Τά σχετικά άποσπάσματα έχουν Κεφ. 78... Οί στρατιώτες (τοΰ Κόνωνος) πού ήταν μέσα στά μεγάλα πλοία σφεντόνισαν άπ ’ τίς άντένες τίς πέτρες κατά τών έχθρικών πλοίων... Κεφ. 79... ’Αλλά πάρα πολλοί έπεφταν κτυπημένοι άπ ’ τίς πέτρες πού σφεντόνισαν μέ τίς άντένες, γιατί οί ’Αθηναίοι έριχναν ογκώδεις λίθους άπό θέσεις πολύ βο­ λικές. Κάτι ανάλογο, μά όχι τό ίδιο πρέπει νά ήσαν τά δοχεία μέ φωτιά, πού άρχισαν νά χρησιμοποιούνται τό 190 π.Χ. Τά δοχεία αύτά, μέ φλογισμένη ΰλη, ήσαν κρεμασμένα άπ’ τά άκρα μακριών κονταριών, πού έξεϊχαν άπ’ τίς παρειές (τής πρώρης) σάν ιδιόρ­ ρυθμοι πρόβολοι. ’Άν ό έχθρός πλησίαζε γιά έπίθεση, έριχναν τή φωτιά στό κατάστρωμά του. ’Άν, οπισθοχωρώντας, έδειχνε σημεία δειλίας, τόν κτυποΰσαν μέ τό έμ­ βολο. Πρώτος τό χρησιμοποίησε ένας Ρόδιος ναύαρ­ χος, ό Παυσίστρατος, όπως μαθαίνομε άπό απόσπα­ σμα τοΰ Πολυβίου [21.7 (5)], τό όποιο μάς διέσωσε τό λεξικό τής Σούδας (')· 'Ο Λίβιος καί ό Άππιανός προσθέτουν ότι τά δοχεία αύτά ήταν άπό σίδερο. 'Ο Άππιανός μάλιστα σημειώνει ότι δοχεία ή κου­ τιά μέ φωτιά χρησιμοποιούντο άργότερα ώς κανο­ νικός έξοπλισμός στά πλοία τοΰ στόλου. Πυρφόρα πλοία δηλαδή πυρπολικά καί δαυλοί άπό ρετσίνι χρησιμοποιήθηκαν, κατά τήν πολιορκία τών Συρακουσών, έναντίον τών ’Αθηναίων, τό 413 π.Χ. (Θουκυδ. Η 53 καί Διόδωρος ΙΓ, 13) καί τής Ρόδου άπό τόν Δημήτριο τόν Πολιορκητή, τό 304 π.Χ., κατά τόν Διόδωρο τό Σικελιώτη. Γράφοντας ό Θου­ 2/14

κυδίδης γιά τήν πολιορκία τών Συρακουσών ση­ μειώνει τό εξής, τό όποιον κατά τόν καθηγητή Μιστριώτη, θυμίζει τό είδος τοΰ πυρπολικοΰ, μέ τό ό­ ποιον ό Κανάρης ένέπνεε φόβον στούς πολεμίους κατά τόν ’Αγώνα τής ’Ανεξαρτησίας. - ...Οί Συρακούσιοι καί οί σύμμαχοί τους είχαν αιχ­ μαλωτίσει δεκαοκτώ καράβια καί σκότωσαν όλα τά πληρώματα. ’Ήθελαν νά πυρπολήσουν τά υπόλοιπα καί γέμισαν ένα παλιό φορτηγό μέ δαδί καί κληματόβεργες, τοΰ έβαλαν φωτιά καί τό άφησαν νά κινηθεί άπό τόν άνεμο πρός τ ’ άθηναϊκά καράβια. Φοβήθηκαν τότε οί ’Αθηναίοι γιά τά καράβια τους, μηχανεύθηκαν τρό­ πους νά σβήσουν τή φωτιά κι άπόφυγαν τόν κίνδυνο, σταματώντας τίς φλόγες κι έμποδίσοντας τό φορτηγό νά πλησιάσει (1 2). Γιά τό ίδιο περιστατικό ό Διόδωρος γράφει τοΰ­ το. - Καί ένώ συνέβαιναν ταΰτα, ό στρατηγός τών Συρακουσίων Σικανός, άφοΰ γέμισε παλαιό φορτηγό (όλκάδα) μέ δαδιά καί κληματόβεργες, άκόμη δέ καί πίσ­ σα, κατέκαυσε τά πλοία, τά όποια κλυδωνίσονταν κοντά στούς βράχους. Μόλις όμως έπήρε φωτιά, οί ’Αθηναίοι άιέσως έσβησαν τή φλόγα καί άπό τά καράβια τους άμύνονταν μέ σθένος στούς έπιτιθεμένους. Κατά τήν άλωση τής Καρχηδόνος άπό τούς Ρω­ μαίους (149-146 π.Χ.), σημαντικό ρόλο έπαιξαν τά ρωμαϊκά πλοία. Μάλιστα στόν άγώνα αύτόν, γύρω άπό τή βασίλισσα τής θάλασσας, έντονη δράση ση­ μείωσαν τά πυρπολικά, τά όποια βύθισαν πολλά ρωμαϊκά πλοία. Λεπτομέρειες δέν γνωρίζομε, άλλά τό πυρπολικό δέν ήταν κάτι νέο τήν έποχή έκείνη κι ή σύστασή του δέν πρέπει νά ξέφευγε άπό τά συνηθισμένα. Ξαναβρίσκομε τά πυρπολικά νά δροΰν στόν έμφύλιο πόλεμο Πομπηΐου-Καίσαρος, καί ειδικό­ τερα στίς συγκρούσεις, πού έλαβαν χώραν στά νερά τής Σικελίας καί τής Καλαβρίας. 'Ο Κάσσιος, πού διοικούσε τό στόλο τοΰ Πομπηΐου, άπό φοινικικά πλοία καί πλοία τής Κιλικίας, έπρόσβαλε τό στόλο τοΰ Καίσαρος, όπου άρχήγευε ό Πομπώνιος, χρη­ σιμοποιώντας πυρπολικά. Τά έστειλε άπό τό προ­ σήνεμο καί έκαψε ολόκληρη σχεδόν μοίρα τοΰ Καί­ σαρος, άπό 25 πλοία. Μέ 40 πυρπολικά έκτύπησε άλλη μοίρα τοΰ άντιπάλου του, μόνον όμως πέντε μπόρεσε νά καταστρέφει. "Υστερα άπό τήν ήττα τοΰ Πομπηίου στά Φάρ­ σαλα καί τήν έπικράτησή του ό Καίσαρ άνέλαβε μόνος τήν αρχηγία τοΰ ναυτικοΰ του, μέ βοηθό καί ούσιαστικά ψυχή του — τό Ρόδιο Εύφάνορα. ’Αντί­ παλοί του τή φορά αύτή είναι οί ’Αλεξανδρινοί, στούς όποιους ό Καίσαρ θέλει νά άμφισβητήσει τήν κυριαρχία τής θάλασσας. Καί έδώ πάλι συναν­ τούμε τά πυρπολικά. 'Η έπίθεση όμως τοΰ Εύφά1) Βλ. στό Παράρτημα, Παραπομπή Γάμα. 2) Βλ. στό Παράρτημα, Παραπομπή Δέλτα, πλήρες τό κείμενο.

209

Πυρ, τό έσκευασμένον

νορος γίνεται κατά τρόπον ανορθόδοξο καί δέν φέρνει παρά πενιχρά αποτελέσματα. Πυρπολικά πλοία, μέ έμπρηστικό ύλικό, χρησιμοποιήθησαν τό 468 μ.Χ. άπό τόν Γιζέριχο, βασιλέα τών Βανδάλων, γιά τήν καταστροφή τοϋ βυζαντινού στόλου τοϋ Βασιλίσκου. "Οπως μάς είναι γνωστό άπό τή βυζαντινή ιστορία ό αύτοκράτωρ Λέων Α' (457-474) έστειλε 1130 (ή 1113) πλοία, μέ εκατό χιλιάδες στρατό έναντίον τών Βανδάλων τής ’Α­ φρικής, καί άρχηγό τόν Βασιλίσκο, άδελφό τής Βηρίνης, συζύγου τοΰ αύτοκράτορας. 'Η έπιχείρηση όμως πού άρχισε καλά, κατέληξε σέ συμ­ φορά. Γιατί ό Γιζέριχος μετασκεύασε σέ πυρπολικά 70 μικρά πλοία, τά όποια έξαπέλυσε κατά τοϋ Βα­ σιλίσκου, όταν έπνευσε κατάλληλος άνεμος καί προκάλεσε μεγάλη καταστροφή στό βυζαντινό στόλο. Τά πυρπολικά τοϋ Γιζερίχου ήσαν γεμι­ σμένα μέ έμπρηστικές ΰλες, προπάντων θειάφι καί νάφθα. (Βλ. σχετικά καί 5, Α-ΙΙ τής κυρίας συγγρα­ φής)· Κατά τόν Προκόπιο (Βανδ. πολ. III, 6, 18) οί Βάνδαλοι ώς δή άγχοΰ έγένοντο, πΰρ έν τοϊς πλοίοις ένθέμενοι, α δή αυτοί έφέλκοντες ήγον, κεκολπωμένων αύτοϊς τών ιστίων, άφήκαν έπί τό τών Ρωμαίων στρατόπεδον, ατε δέ πληθύος οϋσης ένταΰθα νεών, οπη τά πλοία ταΰτα προσπίπτοιεν, έκάοντο ραδίως. Καί ό χρονογράφος Θεοφάνης γράφει (I. 116). - Γιζέριχος τεχνασάμενος σκάφη τών πολεμίων τινός ύλης έμπλήσας καυστικής νυκτός έπιστάς καί τών Ρω­ μαίων άφυλάκτως ύπνούντων, ταύτας έπαφήκαν άπό τής χέρσου μετά πνεύματος απογείου κατά τοΰ ρωμαϊ­ κού στόλου καί καταφλέγουσι μεν πολλά τών σκαφών, τά δέ άλλα τόν κίνδυνον φεύγοντα εις Σικελίαν έπανήλθον (*). Οί "Ελληνες στήν πολιορκία τής Κωνσταντι­ νουπόλεως άπό τούς Λατίνους, καθώς ήσαν αδύ­ ναμοι, κατέφυγαν στά πυρπολικά. Έγέμισαν 17 με­ γάλα φορτηγά μέ έμπρηστικές ύλες, τούς έβαλαν φωτιά καί τά ρυμούλκησαν πρός τά λατινικά πλοία, τά άγκυροβολημένα στόν Γαλατά. Μέ έπιδέξια όμως καί έγκαιρη προσπάθεια οί 'Ενετοί τά άπομάκρυναν καί τά έσυραν πρός τό ανοικτό πέλαγος, δηλαδή τήν Προποντίδα, όπου τά άφησαν νά καί­ γονται άσκοπα. Μέ είδος πυρπολικών έπιχείρησαν οί πολιορκούμενοι άπό τόν Μωάμεθ "Ελληνες τής Πόλης, τό 1453, νά κάψουν μέσα στόν Κεράτιο τά τουρκικά πλοία, τά όποια είχε νεωλκήσει έκεΐ ό σουλτάνος, περνώντας τα άπό τά ύψώματα τοΰ Γαλατά. Ειδο­ ποιημένοι όμως οί Τούρκοι άπό τούς Γενοάτες ή κάποιον άλλο προδότη, περίμεναν τή νύκτα τήν έπίθεση καί, σάν φάνηκαν τά πυρπολικά μέ τή συνο­ δεία τους, τά έξουδετέρωσαν. Φαίνεται λοιπόν δτι έμπρηστικά υλικά χρησι­ μοποιήθηκαν στόν πόλεμο έπί πολλούς καί μακρούς 210

αιώνες καί δχι μόνο στήν άρχαιότητα, άπό τούς Ρω­ μαίους καί τούς "Ελληνες. 'Ο Βυζαντινός χρονογράφος ’Ιωάννης Μαλαλάς (491-578 μ.Χ.) γράφει στή Χρονογραφία του (κεφαλ. ΣΤ') δτι ό φιλόσοφος Πρόκλος συμβούλευσε τόν αύτοκράτορα ’Αναστάσιο, τό έτος 516, νά χρησιμοποιήσει θειον άπυρον, γιά νά κάψει τά πλοία τοΰ Βιταλιανοΰ, στρατηγού τών Γότθων, πού είχε έπαναστατήσει. Καί πραγματικά τά πλοία τών στα­ σιαστών καταστράφηκαν ή μάλλον πυρπολήθηκαν φαίνεται δμως πώς τό δπλο δέν ήταν θειον άπυρον, δηλαδή φυσικό θειάφι, αλλά κάποιο άγνωστό μας μείγμα, τό όποιο μάλιστα μερικοί ύποθέτουν πώς ήταν πρόδρομος τοΰ ύγροΰ πυρός. (Κι αύτό δμως είναι άμφίβολο). Ό ’ίδιος πάντως χρονογράφος διασώζει τήν άπίθανη πληροφορία δτι, σέ μιά δια­ δήλωση στήν Πόλη, τόν καιρό τοΰ ’Αναστασίου, πΰρ έχύθη στά κτίρια, τά όποια πήραν φωτιά καί έγιναν στάχτη. Μείγμα άπό θειάφι, άσφαλτο καί νάφθα χρησιμο­ ποίησαν σέ μιά περίσταση οί Πέρσες, στά μέσα τοΰ 6ου μ.Χ. αιώνα καί έμπρηστικά βέλη οί Βησιγότθοι στήν πολιορκία τής Nimes (Γαλλία), τό 673 μ.Χ. Οί ’Άραβες έριξαν ρουκέτες τό 691 στήν πο­ λιορκία τής Μέκκας καί τό 1147, στήν πολιορκία τής Λισσαβώνας. Τό ’ίδιο έγινε, τό 1249, κατά τοΰ στρατοΰ τοΰ ' Αγ. Λουδοβίκου. Κατά δέ τό 1300 ό βασιλιάς τής Τυνησίας καί δ Μαυριτανός βασιλιάς τής Σεβίλλης θά πολεμήσουν στή θάλασσα μέ σιδε­ ρένιους σωλήνες, πού έξακόντιζαν κεραυνούς φωτιάς. Τί ήταν δμως οί κεραυνοί αύτοί; Τό 1305 οί Μαυριτανοί έβομβάρδισαν τή Ronda καί τό ’ίδιο έγινε άπό τούς 'Ισπανούς, τό 1308, οί όποιοι χρησιμο­ ποιούσαν τίς μηχανές τών κεραυνών (Macinas de truenes). Τό 1403 ό περίφημος κουρσάρος Pendio Nino, ρίχνει κατά τοΰ Όράν τούς κεραυνούς του, μαζί μέ παρασκεύασμα πού έχει βάση τό φλέγόμενο κατράμι. Τά μέσα άλλωστε αύτά άνήκαν καί στό οπλοστά­ σιο τοΰ άγγλικοΰ στρατοΰ, τουλάχιστο μέχρι τό 1599 καί πυρφόρα άκόντια — ρίχθηκαν — γιά τελευταία ’ίσως φορά — στήν πολιορκία τοΰ Μπρίστολ, τό 1643. Οί Κινέζοι χρησιμοποίησαν σέ μεγάλη κλί­ μακα έμπρηστικά έναντίον τών Γάλλων στήν ’Ασία, τό 1860. Κατά δέ τόν ναύαρχο Ζυριέν ντέ λά Γκραβιέρ, στά μέσα τοΰ περασμένου αιώνα, οί χύτρες μέ φωτιά ήταν τό προτιμώμενο άπό τούς πειρατές δπλο στήν κινέζικη έπαρχία τής Καντώνος, δπου τό χρησιμοποιούσαν περισσότερο καί άπό τό πυρο­ βόλο. 1) Κατά τόν καθηγητή Κ. ’Άμαντο, ό στόλος τοϋ Βασιλίσκου ήταν ή πρώτη μεγάλη αρμάδα, πού ετοίμασε τό βυζαντινό κράτος στή μακρά του ιστορία — κι ή αρμάδα αύτή είχε τόσο θλιβερή τύχη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Πΰρ τό αύτόματον ’Εκτός άπό τά καυστικά μέσα, πού άναφέραμε, υπήρχε καί άλλο έμπρηστικό ή κατηγορία έμπρηστικών, πού δέν χρειαζόταν κάν νά τό άνάψει κα­ νείς, γιατί έπαιρνε μόνο του φωτιά. ΤΗταν τό αύτόματο πΰρ. Βασικά τό αύτόματο πΰρ ήταν μείγμα άπό άσβέστη καί κάποιο εύφλεκτο ύλικό, όπως τό πετρέλαιο ή τό θειάφι. "Ενα τέτοιο μείγμα μποροΰσε νά άναφλέγεται αύτομάτως, όταν βρεχόταν μέ νερό κι αυ­ τό άπό τή μεγάλη θερμότητα πού εκλύεται κατά τήν υγροποίηση τοΰ άσβέστη, ένα άποτέλεσματό όποιον ό Πλίνιος χαρακτήρισε θαυμάσιο. Τό ότι γνώριζαν τά σχετικά οί παλαιοί φαίνεται άπό τό γραφόμενο τοΰ 'Αγίου Αύγουστίνου (354-430 μ.Χ.), κατά τό όποιο ή πέτρα τού άσβέστη παίρνει μέρος άπ ’ τήν ούσία τοΰ πυρός κατά τήν καύση, τό όποιον πΰρ, όταν ψύχεται ή πέτρα, διατηρείται μέσα της σέ λανθάνουσα κατάσταση. Ή θερμότητα όμως αύτή άποδεσμεύεται κατά τήν επαφή μέ τό νερό, πού είναι εχθρός τής φω­ τιάς καί μέ τό έλαιο, πού τρέφει τή φωτιά (*). Στήν Παλαιά Διαθήκη καί ειδικότερα στούς Μακκαβαίους (Βιβλ. Β, Κεφ. Α 20-26), άναφέρεται πώς ένα πυκνό νερό, πού ονομάζεται νάφθα καί έκομίσθη άπό τήν Περσία, χύθηκε πάνω στά ξύλα τοΰ βωμοΰ ή σέ μεγάλες πέτρες καί πήρε φωτιά, όταν έπεσε έπάνω του ό ήλιος. ’Ιδού καί τό κείμενο (κατά τούς Ο '). - Δ ιελθόντων δέ ετών ικανών, δτε έδοξε τω Θεω, άποσταλείς Νεεμίας υπό τοΰ βασιλέως τής Περσίδος τούς έκγόνους τών ιερέων, τών άποκρυψάντων έπεμψαν έπί τό πΰρ- ώς δε διεσάφησαν ήμϊν μή εύρηκέναι πΰρ, άλλά ϋδωρ παχύ έκέλευσεν αυτούς άποβάψαντας φέρειν ώς δέ άνηνέχθη τά τών θυσιών έκέλευσε τούς ιερείς Νεεμίας έπιρράναι τω ΰδατι τά τε ξύλα καί τά επικεί­ μενα. Ώς δέ έγένετο τοΰτο καί χρόνος διήλθεν οτε ήλιος άνέλαμψε, πρότερον έπινεφής ών, άνήφθη πυρά μεγάλη, ώστε θαυμάσαι πάντας. Προσευχήν δέ έποιήσαντο οί ιερείς δαπανωμένης τής θυσίας, οί τε ιερείς καί πάντες, καταρχομένου Ίωνάθαν, τών δέ λοιπών έπιφωνούντων ώς Νεεμίου (1 2). Τό βιβλίο αύτό τών Μακκαβαίων τής Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένο τό 135-106 π.Χ. άναφέρεται σέ γεγονότα τοΰ 170 π.Χ. "Αν ό άσβέστης άναμιγνυόταν μέ ξύλο, βουτηγ­ μένο στό πετρέλαιο καί χυνόταν πάνω στόν άσβέστη νερό ή μείγμα νάφθας καί νεροΰ, τό άποτέλεσμα μπορεί νά είναι όπως τό περιγράφει ή Γραφή, έφ’ όσον μείγμα πετρελαίου καί άσβέστη άναφλέγεται μόλις διαβραχεί μέ νερό. Τό Ίδιο συμβαίνει, άμα διαβραχεί μέ νερό, μείγμα άπό άσβέστη καί θειάφι.

Τό τέχνασμα σ’ αύτό, πού άναφέρει τό παρα­ πάνω χωρίο τής Γραφής, έγκειτο στό ότι άναβαν μ’ αύτό τόν τρόπο κάθε χρόνο τούς λύχνους στόν βωμό τής 'Ιερουσαλήμ. ΤΗταν κάτι πού γινόταν άπό πολύν καιρό πρίν. 'Ο Τίτος Λίβιος άναφέρει στήν 'Ιστορία του (Historia XXXIX, 13) δαυλούς, μέ κεφαλή (κώνους, θά έλέγαμε σήμερα!) άπό άσβέστη καί θειάφι, πού άνάβουν άμα βουτηχτοΰν στό νερό καί τραβηχτούν κατόπιν έξω. 'Ο "Ελληνας γεωγράφος καί περιηγητής Παυ­ σανίας (περί τό 150 μ.Χ.) άναφέρει κάποια ειδική τέφρα (μείγμα ’ίσως άπό λιβάνι καί άσβέστη), πού βρέθηκε στό βωμό ενός ναοΰ τής Λυδίας. Κάποιος μάγος άκούμπησε στήν τέφρα ένα ξύλο ξερό, φόρεσε μιά τιάρα, έψαλε μερικούς ύμνους σέ παράξενη καί ακατάληπτη γλώσσα καί τότε τό ξύλο άναψε, χωρίς νά ’ρθεΐ σ’ επαφή μέ φωτιά. Ή άφήγηση αύτή μαρ­ τυρεί πώς ύπήρχε στή Λυδία καί χρησιμοποιόταν κάποιο έμπρηστικό ύλικό, μέ αύτόματη άνάφλεξη. Τό όνομα πΰρ αύτόματον τό χρησιμοποίησε πρώ­ τος ό ’Αθηναίος ό Ναυκρατίτης, ένας γραμματικός άπό τή Ναυκρατίδα τής Αίγύπτου, πού έζησε γύ­ ρω στό 200 π.Χ. καί έγραψε ένα περίφημο βιβλίο, τούς Δεινοσοφιστάς. 'Ο ’Αθηναίος άνέφερε πώς ό Ξενοφών ό Θαυματοποιός, κατά τά άλλα άγνωστος, κατέπληξε τόν κόσμο μέ τά τεχνάσματά του καί κατα­ σκεύασε τεχνητό πΰρ άπό τόν ’ίδιο τόν εαυτό του (πΰρ αύτόματον έποίει άναφύεσθαι). Τοΰτο, σημειώ­ νει ό καθηγητής Πάρτινγκτον, ήταν χωρίς άλλο κάποιο τέχνασμα, σάν αύτό πού περιγράφει ό ' Ιπ­ πόλυτος (πού πέθανε τό 235 π.Χ.), στό όποιον ό θαυματοποιός έβγαζε φλόγες άπό τό στόμα του, όπου είχε βάλει ύποκαίον στυπίον. 'Η πιό ένδιαφέρουσα περιγραφή ενός πραγματι­ κά αυτομάτου πυρός βρίσκεται σέ έργο, τό όποιον άποδίδεται στόν ’Ιούλιο τόν ’Αφρικανό. 'Ο ’Ιούλιος ό ’Αφρικανός γεννήθηκε γύρω στά 170 μ.Χ. σέ μιά μικρή πόλη κοντά στά 'Ιεροσόλυμα καί πρέπει νά ήταν χριστιανός, άφοΰ διετέλεσε — όπως έγραψαν — έπίσκοπος στούς Έμμαούς (Νι1) Είναι γνωστό ότι στις ασβεστοκαμίνους παρασκευάζεται ό άσβέστης μέ μέγαλη θέρμανση. Ό τύπος είναι: CaCO3 —>CaO + CO2 - θερμότης δηλαδή άπό τόν ασβεστόλιθο παίρνομε άσβέστη καί διοξείδιο τοΰ άνθρακος καί χάνομε θερμότητα. "Αν πάλι άναμίξουμε άσβεστο καί νερό γίνεται ή ύδατωμένη άσβεστος ή ύδροξείδιο τοΰ ασβέστου καί παράγεται θερμότης. Ο σχετικός τύπος είναι άσβεστος σύν νερό ’ίσον ύδατ. άσβεστος σύν θερμότης. CaO + Η2Ο ^Ca (ΟΗ)2 + θερμότης. 2) Βλ. στό Παράρτημα, Παραπομπή Ε'.

211

Πΰρ, τό έσκευασμένον κόπολη) τής Παλαιστίνης. ’Έγραψε τό καταπλη­ κτικό, όπως χαρακτηρίζεται, έργο Κεστοί, άπό 24 βιβλία, τοΰ όποιου τόν τίτλο δανείστηκε άπό τήν ομηρική έκφραση κεστόν ιμάντα, δηλαδή κεντημέ­ νη ζώνη, τής ’Αφροδίτης. Σχετικά μέ τό αυτόματο πΰρ τοΰ ’Αφρικανού, όπως περιγράφεται στους Κεστούς, παραθέτει ό J. Partington μιά εξονυχιστική άνάλυση, άπό τήν οποία βγαίνει ότι τοΰτο, έκτιθέμενο στόν ήλιο έ­ παιρνε μόνο του φωτιά καί δτι ήταν τελείως διαφο­ ρετικό άπό τό πΰρ τοΰ ’Αθηναίου τοΰ Ναυκρατίτη. Καί συνεχίζει: - Μέ τίς προϋποθέσεις αυτές, μποροΰμε νά θεωρήσου­ με βέβαιο πώς ένα τέτοιο όχι ασφαλές όπλο δέν θά γι­ νόταν δεκτό μέ πολλήν προθυμία άπό τούς διαφόρους στρατιωτικούς διοικητές. Τοΰτο δμως δέν πρέπει νά μάς κάνει νά παραβλέψουμε τό γεγονός δτι ό άσβέστης μποροΰσε νά είναι αποτελεσματικό δπλο, κατά τόν ένα ή τόν άλ­ λο τρόπο. ’Από τό Λατίνο συγγραφέα τοΰ 1ου αιώ­ να Κουΐντο Κούρτιο μαθαίνομε δτι πυρακτωμένη άμμος πού είσχωροΰσε στήν άρματωσιά τοΰ άντιπάλου καί θρυμμάτιζε τόν άσβέστη, άποτελοΰσε πολεμικό άντίμετρο, άσβέστης δέ καί καυστικά άλκάλια χρησιμοποιήθηκαν στούς πολέμους καί μετά τήν εφεύρεση τής πυρίτιδος. Δοχεία μέ άσβέστη καί τριμμένο σαπούνι — ένα μείγμα, πού περιείχε καυστική ποτάσσα — ρίχνονταν στό πρόσωπο τοΰ έχθροΰ καί κρεμιόνταν στήν έξαρτία τών πλοίων, περί τό τέλος τοΰ 13ου αιώνα, δπως μας βεβαιώνουν ορισμένοι συγγραφείς τοΰ Μεσαίωνα. Μείγμα άπό άσβέστη σέ σκόνη μέ καυστικά υ­ λικά θά μποροΰσε νά πάρει φωτιά κάπως άργά, άν διαβρεχόταν μέ νερό καί θά μποροΰσε νά χρησιμο­ ποιηθεί δπως χρησιμοποιήθηκε σέ δοχεία, τά όποια, πρόγονοι τών δολιοφθορέων τής έποχής μας, είσήγαγαν μυστικά σέ διάφορες θέσεις. ’Άν κρίνομε άπό τά γραφόμενα τοΰ Βυζαντινού συγγραφέα Ιωάννη Καμενιάτη (10ος αιώνας), έβαζαν τά δο­ χεία αύτά κάτω άπό τίς ξύλινες στέγες τών κτιρίων, δπου μποροΰσαν μέ τήν ύγρασία ή τήν ψιλή βροχή νά προκαλέσουν άπροσδόκητες πυρκαϊές. Καί επειδή τό μείγμα ένεργοΰσε αύτόματα, τό ονόμαζαν αυτόματον πΰρ. Μείγματα δμως, σάν αύτό, θά ήσαν χωρίς άλλο άχρηστα στίς ζωντανές μάχες καί ιδιαίτερα στή θά­ λασσα (μολονότι κάπου λέγεται δτι τά χρησιμο­ ποίησαν οί Κινέζοι, τό 1232) — έφ’ δσον, άμα τά

212

έριχνε κανείς στή θάλασσα θά βυθίζονταν αμέσως καί δέν θά έπέφεραν άποτέλεσμα. Κι άν ακόμη τοπο­ θετούσαν τό παρασκευάσμα σέ κατάλληλο δοχείο, λόγου χάρη σ’ ένα χάρτινο σάκο, θά έπέπλεε γιά λίγο καί, άν κατόρθωνε ν’ άνάψει, θά έκαιγε ήπια, σχετικά άθόρυβα καί μάλλον χωρίς βλάβη. Τό μόνο θετικό άποτέλεσμα, πού θά έπέφερε, θά ήταν ’ίσως ό αιφνιδιασμός τοΰ άντιπάλου. Πρέπει νά διευκρινίσουμε πώς δλα αύτά ήταν έμπρηστικά τοΰ ενός ή τοΰ άλλου είδους, καί καμιά δέν είχαν σχέση μέ τό άποτέλεσμα πού δημιουργοΰσαν οί καθρέφτες, άντανακλώντας καί συγκεντρώ­ νοντας τίς ήλιακές άκτίνες πάνω στό στόχο. Δέν είχαν έπίσης καμιά σχέση μ’ αύτό πού γνώρισε κα­ τόπιν ό κόσμος μέ τό δνομα πυρίτις. Δέν χρειάζεται ’ίσως νά προσθέσουμε δτι ή τελευταία αυτή άποψη δέν έχει γενική άποδοχή. 'Ο Λαλάν (L. Lalanne), πού δπως θά ίδοΰμε, έταύτισε τό ύγρόν πΰρ μέ τήν πυρίτιδα, υποστηρίζει δτι οί Ρωμαίοι καί άλλοι πιθανόν λαοί τής άρχαιότητος γνώριζαν τήν πυρίτιδα, ή όποια περιείχε καί νίτρο. ' Η σύνθεση τοΰ ύγροΰ πυρός, πού μάς έδωσε ό Marcus Graecus (!) ήταν, κατά τόν Λαλάν, γνωστή στούς Κινέζους πολλές εκατοντάδες χρόνια πρίν. Καί ό Μερσιέ (Μ. Mercier) προσθέτει πώς είχαν πάρει τή συνταγή τους άπό τήν άρχαία Αί­ γυπτο, δπου τήν έγνώρισε ό Μωυσής, ό όποιος άνοι­ ξε τή γή καί προκάλεσε τήν κάθοδο τοΰ πυρός άπό τόν ούρανό. (Αριθμοί, Κεφ. 16, 28-35) (1 2). 'Ο Μερσιέ πιστεύει δτι τή χρήση τοΰ νίτρου τή γνώριζαν οί Αιγύπτιοι καί μέσω τοΰ Μωυσέως, τοΰ Ξενοφώντος τοΰ Θαυματοποιού καί τοΰ Ίουλιανοΰ (τοΰ Άφρικανοΰ) έφθασε μέχρι τό Μεσαίωνα (βιβλ. 841). Κάτι σάν πυρίτιδα, ύποστήριξαν άλλοι συγγρα­ φείς, χρησιμοποιούσαν οί "Ελληνες στήν τελετή τών Μυστηρίων, στόν τεχνητό κεραυνό καί τήν άστραπή τής Έλευσινίου Δήμητρας, μέ τό βροντεΐον καί τό κεραυνοσκοπεϊον. Αύτά δμως πιθανόν νά τά δημιουργούσαν μέ κάποια πυρική σκευασία γιά τήν όποια δέν έχομε καμιά ένδειξη δτι είχε σχέση μέ τήν πυρίτιδα (W. Paw - βιβλ. 851α). Τό θέμα δμως τοΰ νίτρου καί τής πυρίτιδος θά μας απασχολήσει καί παρακάτω. (Κεφ. ΣΤ', Ή σύν­ θεση τοΰ ύγροΰ πυρός).

1) Θά γίνει λόγος παρακάτω, στό Κεφάλαιο Στ'. 2) Πλήρες τό κείμενο στό Παράρτημα, Παραπομπή Στ'.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟ ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ L Πότε έμφανίστηκε ’Εμπρηστικά λοιπόν μείγματα διαφόρων ειδών ήταν γνωστά άπό τούς άρχαιοτάτους χρόνους στή διεξαγωγή τών πολέμων. Οί Βυζαντινοί όμως καί οί ’Άραβες ιστορικοί καί χρονογράφοι συμφωνούν στό δτι άπ’ τό τέλος τού 7ου αιώνα άρχισε νά χρησιμο­ ποιείται ένα φοβερότερο μέσο καταστροφής, τό ό­ ποιο έγινε γνωστό στή Δύση μέ τό όνομα ελληνικόν πΰρ (Feu Gregeois, Feu Grec). Τό χρησιμοποίησαν γιά πρώτη φορά οί κάτοικοι τής Κωνσταντινουπό­ λεως, ποτέ όμως αύτοί δέν τό ονόμασαν ελληνικό πΰρ. Γιατί πρέπει νά σημειώσουμε δτι οί Βυζαντινοί ποτέ δέν άποκάλεσαν τούς εαυτούς των "Ελληνες, μολονότι άπό πολύ νωρίς έπικράτησαν στό κράτος τους ή ελληνική γλώσσα, ή ’Ορθοδοξία καί ή παι­ δεία τών 'Ελλήνων. Διεκδικοϋσαν πάντοτε οί Βυ­ ζαντινοί τόν τίτλο δτι ήσαν Ρωμαίοι καί τό δνομα Έλλην, κατά τήν έποχή τους καί πολύν χρόνο μετά, είχε κακήν φήμη, δπως τό λεβαντίνος σέ μάς ή τό Grec στά σημερινά γαλλικά (*). Ύγρόν Πΰρ ονόμασαν πάντοτε οί Βυζαντινοί 'Έλ­ ληνες αύτό, πού οί άλλοι άποκαλοΰσαν ελληνικόν πΰρ. 'Ο λόγος ήταν δτι τό πΰρ αύτό έκαιγε πάνω στό νερό ή δτι τό νερό δέν τό έσβηνε, ’ίσως δέ ακό­ μη — ύπάρχουν διάφορες εκδοχές — γιατί τό δπλο αύτό είχε βασικό συστατικό τή νάφθα, λέξη μηδι­ κή πού — δπως εξήγησα καί παραπάνω — σημαίνει ύγρόν πΰρ (na ή nager = υγρό καί ftha = πΰρ). Στά λατινικά τό βρίσκομε μέ τούς δρους Ignis marinus, ignis graecus, liquidus, humidus, factitius graecus, olivum incediarum κλπ. ’Εκτός άπό ελληνι­ κόν πΰρ οί ’ Αγγλοσάξονες τό ονόμασαν άγριον πΰρ (wild fire) οί Γερμανοί Feuersatzen (ύγρόν πΰρ) καί griechisches Feuer (ελληνικόν πΰρ) καί οί ’Άραβες μηδικόν πΰρ, βρίσκομε δέ καί πλήθος άλλες ονομα­ σίες δπως άσβηστον, σκευαστόν κλπ. Ύγρόν πΰρ, τό ονομάζει μαζί μέ πολλούς άλλους συγγραφείς Κωνσταντίνος ό Πορφυρογέννητος καί έσκευασμένον πΰρ Λέων ΣΤ' ό Σοφός, στά Τακτικά του. Λέων ό Διάκονος τό άποκαλεΐ μηδικόν πΰρ, ignis graecus (ελληνικόν πΰρ) ό Marcus Graecus, καί άλλοι ελαιον τής Μηδίας. - ...αγγεία θείου τε καί άσφάλτου έμπλησάμενοι καί φαρ­ μάκου, δπερ Μήδοι μεν νάφθαν καλοΰσιν, 'Έλληνες δέ Μηδίας ελαιον, πυρί τε ύφάψαντες. (Προκοπίου, Βανδ. πολ. VIII, 11, 36). Πρέπει στό σημείο αύτό νά διευκρινίσουμε δτι κατά τή διαδρομή τών αιώνων κατασκευάστηκαν καί

χρησιμοποιήθηκαν καί άλλες σκευασίες, πού συγ­ γένευαν ή δέν είχαν καμιά σχέση μέ τό ύγρόν πΰρ καί δμως οί σκευασίες αύτές έφεραν τό δνομά του ή ένα άπό τά ονόματα, πού άναφέραμε. Καί τοΰτο άπό άμάθεια, άγνοια ή άκόμη καί σκοπιμότητα. Τό πώς καί πότε φάνηκε τό ύγρόν πΰρ είναι ένα περιστατικό πού ενδιαφέρει. Θεοφάνης ό 'Ομολο­ γητής, ό παράξενος έκεΐνος εύπατρίδης τοΰ Βυζαν­ τίου, πού άποσύρθηκε σέ μοναστήρι καί έγραψε τή Χρονογραφία του τά έτη 811-815, άσχολεΐται μέ τή ρωμαιοβυζαντινή ιστορία άπό τήν έποχή τοΰ Διοκλητιανοΰ (285 μ.Χ.) μέχρι τήν πτώση Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ (τό 813). 'Ο Θεοφάνης λοιπόν λέγει στή Χρονογραφία του, δτι τό έτος 6165 άπό κτίσεως κόσμου (Annus Mundi) πληροφορήθηκε ό αύτοκράτωρ τοΰ Βυζαντίου, πώς οί ’Άραβες είχαν έγκαταστήσει χειμερινούς καταυ­ λισμούς στή Μ. ’Ασία καί διέταξε νά συγκροτη­ θεί στόλος άπό κακκαβοπυρφόρα πλοία, εξοπλισμέ­ να μέ σίφωνες. ’Ιδού τό κείμενο. - Τούτω τω χρόνω (6165 άπό κοσμογονίας) ό προλεχθείς Κωνσταντίνος (ό αύτοκράτωρ) τήν τοιαύτην τών θεομάχων κατά Κωνσταντινουπόλεως κίνησιν έγνωκώς κατεσκεύασε καί αυτός διήρεις εύμεγέθεις κακκαβοπυρφόρους καί δρόμωνας σιφωνοφόρους... ’Άλλος άξιόπιστος συγγραφέας, ό πατριάρ­ χης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, μάς λέγει γιά τό ’ίδιο περιστατικό δτι τήν άνοιξη άρχισε ή πολιορκία τής Κωνσταντινουπόλεως, καί τοΰτο γινόταν άπό τό μήνα Απρίλιο μέχρι τό Σεπτέμ­ βριο, επί επτά χρόνια, μέ τούς Άραβες ν’ άποσύρονται τό χειμώνα, μέχρις δτου άποχώρησαν νικη­ μένοι (I. 353) (1 2). Ποΰ δμως όφείλετο ή ήττα τών ’Αράβων; Σέ 1) "Ενα άπό τά μάλλον πρόσφατα (1972) άποκτήματα τής ’Ακα­ δημίας ’Αθηνών είναι μιά περγαμηνή, διαστάσεων 54 Χ 39 έκατ., μέ τήν έπιγραφή. Χρυσόβουλλον τοΰ τελευταίου Βυζαντινού Αύτοκράτορος υπέρ τοΰ φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστοΰ Πλήθωνος καί μελών τής οι­ κογένειας του (Φεβρουάριος 1449). Στό κάτω μέρος, μέ κόκκινο μελάνι, βρίσκεται ή ιδιόχειρη υπο­ γραφή τοΰ αύτοκράτορος: Κωνσταντίνος έν Χριστώ τω Θεω πιστός βασιλεύς καί αύτοκρά­ τωρ Ρωμαίων Παλαιολόγος. 'Η βυζαντινή αύτοκρατορία έξέπνεε, ύστερα άπό ζωή έντεκα αιώνων καί ό ήγεμόνας της λεγότμν μέχρι τήν τελευταία στιγμή αύτοκράτωρ των Ρωμαίων. 2) Πλήρες κείμενο, στό Παράρτημα — Παραπομπή Ζήτα.

213

Πΰρ, τό έσκευασμένον

καταιγίδα καί κόπωση ή στό ύγρόν πΰρ, τό όποιο έν τώ μεταξύ επινόησαν οί πολιορκούμενοι κάτοι­ κοι τοΰ Βυζαντίου; Τήν απάντηση φαίνεται νά τή δίνει ό χρονογράφος Θεοφάνης, ό όποιος, μετά τό χωρίο πού άναφέραμε καί άφοΰ περιγράφει μέ συν­ τομία τήν επταετή πολιορκία τής Κωνσταντινου­ πόλεως καί τήν καταστροφή τοΰ άραβικοΰ στρατοΰ καί στόλου, επιλέγει. - Τότε Καλλίνικος άρχιτέκτων άπό Ηλιουπόλεως τής Συρίας προσφυγών τοΐς "Ελλησι πΰρ θαλάσσιον κατασκευάσας τά των ’Αράβων σκάφη ένέπρησε καί σύμψυχα κατέκαυσε. Καί ούτως οί Ρωμαίοι μετά νίκης ύπέστρεψαν καί τό θαλάσσιον πΰρ εύρον. Άπό τή διατύπωση τοΰ Θεοφάνους πρέπει νά συμπεράνουμε ότι ό άρχιτέκτων Καλλίνικος, άπό τήν 'Ηλιούπολη, (Baalbek), κατέφυγε πρόσφυγας στούς Βυζαντινούς καί έκεί έπινόησε — δέν τό έφερε μαζί του άπό τή Συρία — τό ύγρόν πΰρ. Άν τό είχε φέρει άπό τή Συρία, θά πρέπει νά ήταν γνωστό στούς Άραβες. Αλλά τοΰτο δέν φαίνεται καθόλου πιθανό. Γνώριζαν βέβαια οί ’Άραβες τή χρήση τής νάφθας καί τών διαφόρων έμπρηστικών, πού τά είχαν μάθει όταν έγιναν κύριοι στή Συρία, τή Μεσοποταμία καί τίς πέραν άπ’ αύτή χώρες. Αύτό τό άπέδειξαν στήν πολιορκία τής Θεσσαλονίκης τό 904, στήν όποια, κατά τή μαρτυρία τοΰ ’Ιωάννη Καμενιάτη, χρησι­ μοποίησαν έμπρηστικό. Δέν έγνώριζαν όμως τό θαλάσσιον πΰρ, τό όποιον ήταν κάτι τό τελείως νέο. Διαφορετικά δέν θά συνέβαινε αύτό, τό όποιο ση­ μειώνει ό Γίββων (Ε. Gibbon) στή περίφημη ιστορία του καί έπιβεβαίωσαν πολλές άλλες πηγές. "Οτι δηλαδή οί Σαρακηνοί τρομοκρατήθηκαν άπό τά παρά­ ξενα καί καταπληκτικά αποτελέσματα τοΰ ύγροΰ πυ­ ρός. Στό ’ίδιο συμπέρασμα μάς όδηγοΰν τά γραφόμενα άπό τόν Κωνσταντίνο τόν Πορφυρογέννητο. 'Ο έστεμμένος συγγραφέας άναφέρει πώς ό Καλλί­ νικος, πού πήγε άπό τήν πόλη τής 'Ηλιουπόλεως στούς Ρωμαίους, έφεΰρε τήν τέχνη νά ρίχνει ρευ­ στόν, δηλαδή ύγρόν πΰρ. Τό ύγρόν πΰρ τοΰ Καλλι­ νίκου ήταν καινοτομία, όπως καινοτομία ήταν ό τρόπος μέ τόν όποιο τό έκτόξευαν, δηλαδή οί σίφωνες. ’Άλλο σημείο άξιο νά σχολιάσουμε είναι τό άναφερόμενο άπό τό Θεοφάνη ότι ό αύτοκράτωρ συγκρό­ τησε στόλον άπό κακκαβοπυρφόρα πλοία δηλαδή άπό πλοία, πού είχαν κακκάβια (λέβητες), μέ εμ­ πρηστικές ύλες καί άπό δρόμωνες, έξοπλισμένους μέ σίφωνες (διήρεις εύμεγέθεις κακκαβοπυρφόρους καί δρόμωνας σιφωνοφόρους). Μερικοί Ιστορικοί πι­ στεύουν πώς τοΰτο έγινε άπ’ τήν άρχή τοΰ πολέμου μέ τούς ’Άραβες, ’ίσως γιά νά έκτοξεύουν τά μέχρι τότε γνωστά έμπρηστικά παρασκευάσματα. Καί ότι μέ τήν επινόηση τοΰ ύγροΰ πυρός, πού άκολούθη-

214

σε, τά πυρφόρα έκεΐνα πλοία έγιναν περισσότερο αποτελεσματικά. ’Ίσως όμως τό στόλο μέ τούς σιφωνοφόρους δρό­ μωνες νά τόν συγκρότησε ό αύτοκράτωρ — κι αυτός ήταν Κωνσταντίνος Δ ' ό Πωγωνάτος — άργότερα όταν έπινοήθηκε τό ύγρόν πΰρ. Γιατί ένα άπό τά δύο έπρεπε νά έχει συμβεί: ή ότι τό ύγρόν πΰρ δέν ήταν τόσο άποτελεσματικό όσον τό παρέστησαν, διαφορετικά δέν θά μποροΰσε νά κρατήσει τόσα χρόνια ή πολιορκία. ’Ή, ότι ήταν άποτελεσμα­ τικό, άλλά έπινοήθηκε πρός τό τέλος τής έπταετίας καί δραστικό, όπως ήταν, έφερε σύντομο άποτέλεσμα, τήν ήττα τών Αράβων. Πάντως ώς πρός τή χρονολογία 6165 άπό κτί­ σεως κόσμου, άλλοι τή θέλουν νά άντιστοιχεΐ στό έτος 665 καί άλλοι (άνάμεσα σ’ αύτούς καί ό Γίβ­ βων) στό 673 (ή 672) μ.Χ. Αύτοκράτωρ τήν έποχή έκείνη ήταν, όπως σημείωσα, Κωνσταντίνος Δ ' ό Πωγωνάτος (668-685), διοικητής δέ στίς άραβικές δυνάμεις ό Γιαζίδ, γιός τοΰ καλίφη Μωαβιά (MuAwiya), ό όποιος Γιαζίδ βρήκε τό θάνατο στήν έπιχείρηση αύτή. 'Υπάρχει όμως καί μιά άλλη, πιό σημαντική αμφισβήτηση. ’Επινοήθηκε τό ύγρόν πΰρ τήν έπο­ χή τοΰ Πωγωνάτου ή τό 717-718, έπί βασιλέως Δέοντος Γ', οπότε έγινε ή δεύτερη μεγάλη πολιορ­ κία τών Αράβων καί επιτεύχθηκε ή οριστική συν­ τριβή καί άπομάκρυνσή τους; Γιατί καί τό θέμα τοΰ­ το έγινε άντικείμενο μεγάλης άντιδικίας άνάμεσα στούς συγγραφείς καί τά έπιχειρήματα δέν λείπουν καί άπ’ τίς δυό πλευρές. 'Όσοι ύποστηρίζουν ότι τό ύγρόν πΰρ πρωτοφάνηκε τό 717-718, βρίσκουν στήριγμα στό ότι ό πα­ τριάρχης Νικηφόρος, γιά μέν τή πρώτη πολιορ­ κία λέγει άπλά στόλον μεγάλον, ένώ στή δεύτερη αναφέρει ρητώς τάς πυρφόρους ναΰς ('). Οί άλλοι όμως, αύτοί δηλαδή πού πιστεύουν πώς τό ύγρόν πΰρ έπινοήθηκε τό 665-673, έπικαλοΰνται τή μαρτυρία τοΰ Θεοφάνους, ό όποιος μιλώντας γιά τή δεύτερη πολιορκία γράφει, μέ συνέπεια, τά ακό­ λουθα. - '0 δέ ευσεβής βασιλεύς παραχρήμα έμπυρους ναΰς κατ3 αυτών έκπέμψας άπό τής άκροπόλεως, τή θεία συμμαχία περιαλώτους αύτάς έποίησεν... οί δέ πολέμιοι μεγάλως κατέπληζαν τήν τοΰ ύγροΰ πυρός έγνωκότες δραστικωτάτην ένέργειαν. Δηλαδή οί πολέμιοι γνώριζαν άπό πριν (άπό τήν πρώτη πολιορκία) τή δραστικοτάτη ένέργεια τοΰ ύ­ γροΰ πυρός, δέν τό άντιμετώπιζαν γιά πρώτη φορά. Πρέπει νά σημειώσουμε ότι ό Θεοφάνης ήταν άξιόπιστος συγγραφέας καί ή μετάφραση ττ\ς Χρονογραφίας του σέ πλεΐστες εύρωπαϊκές γλώσσες ύποδηλώνει 1) Πλήρες τό κείμενο, στό Παράρτημα, Παραπομπή Ητα.

Πΰρ, τό έσκευασμένον τήν έκτίμηση τοϋ έργου του άπό τούς έρευνητές τής Δύσεως. 'Ο καθηγητής Πάρτινγκτον διατυπώνει σχετικά μέ τόν έφευρέτη μιά άποψη, συζητήσιμη. Τό εν­ δεχόμενο δηλαδή νά μήν είναι ό Καλλίνικος έκεΐνος, πού κατασκεύασε τό καινούργιο όπλο. Πρέπει, λέγει, νά θεωρήσουμε βέβαιο, ότι ό Καλλίνικος, φθάνοντας πρόσφυγας στήν Πόλη, βρήκε εκεί πολλούς ντό­ πιους ανταγωνιστές. Ή πρωτεύουσα ήταν γεμάτη άπό τεχνικούς καί εφευρέτες, τήν έποχή εκείνη. Ή σύζευξη τοΰ ονόματος του μέ τό ύγρόν πΰρ πιθανόν νά ήταν συμπτωματική, γιατί οί επίσημοι, πού αγνοούν τήν επιστή­ μη, σκέπτονται συνήθως ότι οί ξένοι καί Ιδιαίτερα οί πρόσφυγες, μόνοι αυτοί είναι σέ θέση νά κάμουν εφευ­ ρέσεις, χρήσιμες σ ' ένα κράτος. Πρέπει υποθέτω, νά συνέβαινε στό Βυζάντιο, δ,τι συνέβη — καί όχι μιά φορά — στήν ιστορία, μέ τούς 'Έλληνες τής ελληνιστικής περιόδου, γιά ν’ αναφέρω μερικά κτυπητά παραδείγματα, πρόσ­ φυγες στή Ρώμη, μέ τούς Βυζαντινούς διανοουμέ­ νους φυγάδες στή Δύση τόν καιρό πού έφερε τήν Αναγέννηση καί μέ τούς Εύρωπαίους — Ιδιαίτερα, τούς Γερμανούς — έπιστήμονες στή Ρωσία ή τίς Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τό δεύτερο τέταρτο τοΰ αιώνα μας. Δέν είναι λοιπόν καθόλου απίθανο νά επινόησαν τό ύγρόν πΰρ, δχι ό πρόσφυγας Καλλίνικος αλλά οί χημικοί τής Κωνσταντινουπόλεως, πού διέθεταν τεχνική παιδεία καί πείρα. Καί δέν έλειπε ή δίψα γιά έρευνα στό στρατό καί τό ναυτικόν τοΰ Βυζαν­ τίου. Καθώς έγραψε ό Φίνλαιυ στήν ιστορία του, ό βυζαντινός στρατός ήταν ανώτερος άπό κάθε άλλον στήν τέχνη τής άμύνης τών φρουρίων. Τά ρωμαϊκά ναυ­ πηγεία στίς καλύτερες ήμέρες τους δέν θά μπορούσαν ίσως νά δώσουν επιστημονικές ή μηχανικές επινοήσεις, άγνωστες στό σώμα τών μηχανικών τοΰ Λέοντος (σημ. έννοεΐ τοΰ Γ', άνακαινιστοΰ τοΰ ναυτικοΰ). Γιατί πρέπει νά υπενθυμίσουμε ότι ή εκπαίδευση, πειθαρχία καί πρακτική τών μηχανικών αυτών είχε συνεχισθεϊ σέ μιά άκατάλυτη διαδοχή άπό τήν έποχή τοΰ Τραϊανού καί τού Κωνσταντίνου.

II. Πώς τό χρησιμοποιούσαν 'Ως πρός τόν τρόπο χρήσεως τοΰ ύγροΰ πυρός καί τά μέσα, τά όποια μεταχειρίστηκαν κατά και­ ρούς γιά τό σκοπό αύτό, δέν έχομε βέβαια κανένα συστηματικό έργο καί θά πρέπει νά προσφύγουμε σέ αποσπάσματα από διαφόρους συγγραφείς καί Ιδιαίτερα τό Λέοντα ΣΤ' ή Λέοντα Σοφό (886-912), τήν ’Άννα Κομνηνή (1083-1148), θυγατέρα τοΰ αύτοκράτορος ’Αλεξίου Λ' Κομνηνοΰ καί τόν Κων­ σταντίνο Ζ', τόν Πορφυρογέννητο (913-959). ’Έτσι, αξιοπρόσεκτο καί πολύτιμο είναι άπό τή σκοπιά αύτή τό βιβλίο τοΰ Λέοντος Περί Τακτικής

καί Στρατηγού ή Τών έν Πολέμοις Τακτικών Σύντο­ μος Παράδοσις. Σ’ αύτό ό σοφός, άλλά πολύ μέτριος ώς κυβερνήτης αύτοκράτορας, μάς δίνει πολύτιμες πληροφορίες γιά τή χρησιμοποίηση τοΰ ύγροΰ πυ­ ρός στόν πόλεμο καί ιδιαίτερα στίς ναυτικές έπιχειρήσεως. - Πολλές, μάς λέγει ό Λέων, καί Αξιόλογες στρατιω­ τικές μηχανές έπινοήθησαν άπό τούς άρχαίους καί τούς συγχρόνους, γιά τήν προσβολή τών πλοίων καί τών πληρωμάτων τους. Τέτοιο είδος ήταν τό παρασκευα­ ζόμενο πΰρ, τό όποιον έξακοντίζετο μέ βροντή καί καπνό, μέσα άπό σωλήνες. [Πολλά δέ καί έπιτηδεύματα τής παλαιοϊς καί δή καί τοϊς νεωτέροις έπενόηθη κατά τών πολεμικών πλοίων καί τών έν αύτοϊς πολεμούντων. Οϊον τό τε έσκευασμένον πΰρ μετά βροντής καί καπνού προπύρου διά τών σιφώνων πεμπόμενον καί καπνίζον αυτά (Διάταξις ΙΘ' παρ. να' τών Τακτικών)]. Κατ’ άρχήν ή έκφραση τό έσκευασμένον πΰρ δέν μάς αφήνει άμφιβολία δτι τό ύγρόν πΰρ ήταν ένα παρασκεύασμα, άπό διάφορες προφανώς ούσίες, μία σκευή, σκευαστόν πΰρ, μιά χημική σύνθεση. Τό μετά βροντής καί καπνού, πού γράφει, έννοεΐ — κατά ορισμένους συγγραφείς — τό θόρυβο πού μοιάζει μέ βροντή δχι τήν έκρηξη άλλά ένα ύπόκωφο βουητό, αύτό τό όποιο ή ’Άννα Κομνηνή, στήν Άλεξιάδα της, τό συνέκρινε μέ ανεμοστρό­ βιλο. Σ’ αύτήν δμως άκριβώς τή φράση (μετά βρον­ τής καί καπνού) στήριξαν πολλοί άπό τούς νεωτέρους έρευνητές, άνάμεσα στούς όποιους καί δικοί μας, τή γνώμη δτι τό ύγρόν πΰρ είχε νίτρο καί δέν ήταν τίποτε άλλο άπό τήν πυρίτιδα. (Βλ. παρακάτω Κεφ. Στ'). Τό διά τών σιφώνων πεμπόμενον μάς πληροφορεί δτι ό βασικός, δπως θά ιδοΰμε καί παρακάτω, τρό­ πος τοΰ νά έξακοντίζουν τό ύγρόν πΰρ ήταν μέ σίφωνες (σωλήνες), πυρίμαχους φυσικά. Είναι χρήσιμο νά διευκρινίσουμε δτι ή λέξη σίφων καί στήν κοινή γλώσσα σιφούνι έσήμαινε μιά ύδραντλία, χρησιμοποιούμενη συνήθως γιά τό σβή­ σιμο τής φωτιάς, όργανόν τι είς προέσιν ύδάτων έν τοϊς έμπρησμοϊς (') ή λοξόν καί εύκαμπτο σωλήνα γιά τή μεταφορά ύγρών, έν χρήσει στήν άρχαία Αίγυπτο. 'Ο πολεμικός σίφωνας, μέ τόν όποιο άσχολούμεθα, χρησιμοποιήθηκε στό Βυζάντιο γιά δύο χρή­ σεις: τόσο σάν καταθλιπτική άντλία όσον καί σάν πυροβόλος συσκευή, στερεωμένη στό πλοίο, πού είχε έπινοηθεΐ άπό τόν Κτησίβιο καί άναφέρεται στά Πολιορκητικά του άπό τόν 'Ήρωνα τό Βυζάντιο (11ος αιώνας). 'Ο χρονογράφος ’Ιωάννης Καμενιάτης (10ος αιώ­ νας) λέγει δτι στήν πολιορκία τής Θεσσαλονίκης 1) Λεξικόν 'Ησυχίου τοϋ ’Αλεξανδρινού (Hesichii Alexandrini Lexikon).

215

Πυρ, τό έσκευασμένον

τό 904 μ.Χ., από τούς ’Άραβες, τό ύγρόν (ή άλλο, σημειώνουμε έμεΐς) πΰρ έκτοξευόταν άπό τούς σίφωνες μέ πεπιεσμένον άέρα. - Πΰρ τε διά τών σιφώνων τών άέρι φυσήσαντες καί τινα άλλα σκεύη καί αυτά πυρός άνάμεστα είσω τοΰ τεί­ χους έξακοντίσαντες. Καί δέν θά ήταν άσκοπο νά μετεφέρουμε έδώ τό γραφόμενο άπό τόν Μπερτελό (Μ. Berthelot) στήν ’Επιθεώρηση τών Δύο Κόσμων (Revue des Deux Mon­ des) τοΰ 1891, ότι άντλίες πού έριχναν καιόμενο πετρέ­ λαιο δοκιμάσθηκαν στή Χάβρη τό 1758 καί ότι τίς είδε ό ’ίδιος νά χρησιμοποιοΰνται εναντίον τών Παρισίων άπό τούς Γερμανούς τό 1870 (βιβλ. 788). Φλογο­ βόλα χρησιμοποίησαν καί κατά τόν Α ' Παγκόσμιο πόλεμο. Τό νά έξακοντίζουν τό ύγρόν πΰρ κατά τών πολε­ μίων μέ τούς σίφωνες, στερεωμένους φυσικά στήν πρώρη τοΰ πλοίου ή τήν έπαλξη τοΰ φρουρίου καί τήν πολιορκητική μηχανή ήταν, όπως είπαμε, ένας — ό βασικός τρόπος. 'Υπήρχε καί ό άλλος. Μάς τόν λέγει ό Λέων. - ’Ημείς δέ κελεύομεν καί πυρός έσκευασμένου άκοντίζεσθαι χύτρας πλήρεις κατά τήν ύποδειχθεϊσαν μέθοδον τής αυτών σκευασίας, ών συντριβομένων έμπρησθήσεσθαι ραδίως τά πλοία τών πολεμίων. Πρέπει σχετικά νά ύπενθυμίσουμε ότι, πριν καί μετά τήν χρήση τοΰ ύγροϋ πυρός, ένας τρόπος χρησιμοποιήσεως τών εμπρηστικών, ιδιαίτερα κατά τών πολιορκητικών μηχανών (πού λέγονταν έλεπόλεις) καί τών οικοδομών, ήταν νά έκσφενδονίζουν άγγεΐα πήλινα, γεμάτα μέ τήν ΰλη αύτή. ’Έριχναν κατόπιν πυρφόρα βέλη (σαγίττες) καί άκόντια, μέ τά όποια πυρπολούσαν τήν ΰλη καί τό στόχο. Έδώ όμως, ύπογραμμίζουν οί νεώτεροι ερευνη­ τές, πρόκειται γιά κάτι νέο, γιά χύτρες κατασκευα­ σμένες κατά τήν ύποδειχθεϊσαν μέθοδον, τήν πάν­ τοτε μυστική. Οί χύτρες δηλαδή αυτές δέν πρέπει νά ήσαν τά συνηθισμένα πήλινα τσουκάλια, άλλά χύτρες ειδικής κατασκευής, πού έσπαζαν καί πυρπολοΰσαν τό έχθρικά καράβι ή τόν άλλο στόχο, χωρίς νά χρειασθοΰν πυρφόρα βέλη καί άκόντια. Κατά τόν στρατηγό Ν. Καλομενόπουλο, τοΰ όποιου είναι άξιόλογες οί μελέτες γιά τά πολεμικά θέματα τοΰ Βυζαντίου, οί χύτρες αύτές έπρεπε νά έχουν φυτίλι, νά είναι δηλαδή ένα είδος κροτίδος (βαρελότου ή κάτι παρόμοιου) καί νά έξακοντίζονται μέ λιθοβόλους μηχανές (βιβλ. 62). ' Ο Λέων όμως συνεχίζει - Χρήσασθαι δέ καί τής άλλης μεθόδου, τών διά χειρός βαλλομένων μικρών σιφώνων, όπισθεν τών σιδηρών σκουταρίων παρά τών στρατιωτικών κρατουμένων, άπερ χειροσίφωνα λέγεται καί παρά τής ημών βασι­ λείας άρτι κατασκευασμένα. 'Ρίψουσι γάρ καί αυτά τοΰ έσκευασμένου πυρός κατά τών προσώπων τών πο­ λεμίων... 216

Είναι, μάς λέγει, ή άλλη μέθοδος τών μικρών σι­ φώνων, πού ρίχνονται μέ τό χέρι πίσω άπό τά σιδη­ ρά σκουτάρια (δηλαδή τίς άσπίδες) καί λέγονται χειχοσίφωνα. ’Έχουν κατασκευαστεί έπί τής βασι­ λείας τοΰ συγγραφέως αύτοκράτορος — προη­ γουμένως ήσαν άγνωστα — καί μποροΰν νά έξακον­ τίζουν τό σκευασμένον πΰρ κατά πρόσωπον τοΰ έχθροΰ. Γι’ αύτά τά χειροσίφωνα κάνει καί άλλοΰ λόγον, όταν πραγματεύεται τήν άμυνα τών φρουρίων. ’Εκεί γράφει: - ...λυσιτελεϊ δέ τά στρεπτά καλούμενα καί διά μηχα­ νής τό ύγρόν πΰρ πέμποντα, ό δή καί λαμπρόν παρά τοϊς πολλοϊς ονομάζεται καί τά λεγάμενα χειροσίφωνα, άπερ νΰν ή βασιλεία ημών έπενόησεν. Τί άκριβώς ήσαν αύτά τά χειροσίφωνα δέν γνωρί­ ζομε. ΤΗσαν τουφέκια τοΰ χεριού, χειροβομβίδες τής έποχής έκείνης, μέ άλλους λόγους τσουκάλια πάν­ τοτε, βερνικωμένα όμως, γιατί τό ύγρόν πΰρ είχε διεισδυτική ικανότητα; ΤΗσαν μικρές φορητές άν­ τλίες, καταθλιπτικές βέβαια, πού έξακόντιζαν κά­ ποια ρευστή εμπρηστική ΰλη; ’Ή μήπως πρόκειται, διερωτώνται οί συγγραφείς, γιά τά στρεπτά εγχειρί­ δια πυροβόλα, πού άναφέρει ό μηχανικός "Ηρων ό Βυζάντιος ατά Πολιορκητικά του; Νά ήταν δηλαδή ένα μικρό φορητό φλογοβόλο, είδος ψεκαστήρας, πού τό χείριζε ένας μόνο άνδρας καί εκσφενδόνιζε τό ύγρόν πΰρ; Πρός τήν άποψη τής φορητής χειραντλίας ή τοΰ μικροΰ φορητοΰ φλογοβόλου συντάσσεται ό καθη­ γητής Πάρτινγκτον, ό όποιος μάλιστα επικαλείται, στήν έργασία του, τά κείμενα καί άλλων συγγρα­ φέων. Σημειώνει λοιπόν χαρακτηριστικά. - Ή λέξη βαλλομένων πού άναφέρεται στά χειροσίφωνα οδήγησε έσφαλμένως ορισμένους συγγραφείς στήν ύπόθεση ότι οί μικροί σίφωνες ή χειροσίφωνα ρί­ χνονταν μέ τό χέρι, σωματικώς, οππως γίνεται σήμε­ ρα μέ τίς χειροβομβίδες. Ευτυχώς όμως ή ορθή ερμη­ νεία δόθηκε χάρη σέ μιά δήλωση τής ’Άννας Κομνηνής, κατά τήν οποία κάποιο εργαλείο, πού τό κρατού­ σαν στό χέρι, χρησιμοποιόταν γιά νά ρίξει τό πΰρ - καί μάλιστα διαθέτομε μιά εικόνα τής συσκευής αυτής. Πρόκειται γιά μιά χειραντλία, πού ρίχνει ελληνικό πΰρ καί είκονίζεται σ ’ ένα χειρόγραφο τοΰ Βατικανού, χρο­ νολογούμενο άπό τόν ενδέκατο αιώνα (βιβλ. 851). ’Εξάλλου ό μουσουλμάνος γιατρός άπό τήν ' Ισπα­ νία Άμπουλκασής (Abulcasis), πού έζησε τό δωδέ­ κατον αιώνα στήν Κόρδοβα τής 'Ισπανίας, στό βι­ βλίο του γιά τή χειρουργική, άφοΰ περιγράφει καί ζωγραφίσει μιά κυλινδρική σύριγγα μέ έμβολο, σημειώνει τό εξής. - ’Ένα ύγρό ρίχνεται μακριά, όπως συμβαίνει μέ τό σω­ λήνα, μέσα άπ ’ τόν όποιο έξακοντίζουν τή νάφθα στίς θαλάσσιες μάχες, (βιβλ. 779). ’Άλλο χειρόγραφο, γραμμένο τό 15ον αιώνα, γιά

Πΰρ, τό έσκευασμένον

τό Λουδοβίκο ΙΑ' (1423-1483), παρουσιάζει ύπερασπιστή τής Κωνσταντινουπόλεως νά κρατεί σωλήνα, μήκους 1,5 μ. περίπου, μέ φλόγες πού έβγαιναν από τό στόμιό του, τό όποιο είχε σχήμα χωνιού. 'Υπήρχε κανένας τρόπος γιά τήν άμυνα κατά τοϋ ύγροΰ πυρός; Γιά τό θέμα αύτό δέν γνωρίζομε καί πολλά πράγματα. Βασικά έπένδυαν τίς ξύλινες κα­ τασκευές ή τά πλευρά τών πλοίων μέ δέρματα, νωπά συνήθως, ζώων. Τοΰτο βέβαια γιά τά πλοία ενός στό­ λου δέν ήταν κάτι εύκολο. Συνέβη άκόμη νά σκεπά­ σουν τήν προστατευομένη έπιφάνεια μέ μάλλινα ύφάσματα, βρεγμένα στό ξίδι. Μέ τή θωράκιση αύ­ τή δέν μπορούσαν νά βάλλουν φωτιά τά πυρφόρα βέλη ή τό χυνόμενο έπάνω τους μέ τά χειροσίφωνα ή τούς σίφωνες ύγρόν πΰρ. Άπό μιά όμως μελέτη τοΰ Πολωνοΰ Βλαδισλάβου Κουμπιάκ (Byzantion, 1970 - βιβλ. 832) μαθαίνομε δτι μετά τήν έπιτυχημένη έπιδρομή τών Βυζαντινών στή ναυτική βάση τής Δαμιέττας, τό 853, οί ’Άρα­ βες τής Αίγύπτου έλαβαν σύντομα μέτρα γιά τήν άνασυγκρότηση τοΰ Ναυτικοΰ τους. 'Ένα άπ’ αύτά, ειδικότερα στό θέμα τοΰ έξοπλισμοΰ του, ήταν ή προστασία τών πλοίων άπό τό ύγρόν πΰρ. ’Ιδού τί σημειώνει ό διάκονος ’Ιωάννης στή βιογραφία τοΰ πατριάρχου Μιχαήλ, καταχωρημένη κι αύτή στήν ιστορία τών πατριάρχων τής κοπτικής ’Εκκλησίας τής Αλεξάνδρειάς (τοΰ Severus Ibn Al Mugaffà). - Τά μέτρα ήσαν ιδιαιτέρως οδυνηρά στή χριστιανο­ σύνη καί έλήφθησαν μέ τή συμβουλή ενός διαβολεμένου ανθρώπου, μαθητή του Σατανά, πού ήταν επιφορτι­ σμένος μέ τά ναυπηγεία τής Αίγύπτου καί τίς κυβερνη­ τικές υποθέσεις. Τό όνομα του ήταν Abd-el-Rashim καί τελικά πέτυχε κάτι τό πρωτάκουστο. Πήρε μπαμπά­ κι καί μερικές μεταλλικές ουσίες, τίς άνακάτεψε όλες μαζί καί έπάλειψε τά πλοία τού στόλου μέ τό μείγμα, έτσι ώστε όταν έπεφτε πάνω στά πλοία τό ύγρόν πΰρ πού έριχναν οί "Ελληνες, νά μή παίρνουν φωτιά. Κι αύ­ τό τό είδα μέ τά μάτια μου. Κτυπήθησαν τά πλοία μέ τή νάφθα (ύγρόν πΰρ) καί δέν κάηκαν καί τό πΰρ έσβησε.

Π!» Καράβια, τά «σιφούνια» Τά καράβια, μέ τά όποια εκσφενδόνιζαν τό ύ­ γρόν πΰρ, ήταν οί δρόμωνες καί τά χελάνδια. 'Ο βυζαντινός δρόμων ήταν τό καθαυτό πολεμικό πλοίο τοΰ Βυζαντίου, πού είχε αντικαταστήσει τίς τριήρεις τών αρχαίων Ελλήνων καί τίς λιβυρνίδες τών Ρωμαίων. Βάσιμα ύποστηρίζεται πώς αποτελούσε συνέχεια τών λιβυρνίδων. Διέθετε δυό σειρές κωπη­ λατών, έπάλληλες, δηλαδή πάνω καί κάτω, περί τούς 200 μέχρι 230 κωπηλάτες, στούς οποίους πρέπει νά προσθέσουμε καί 70 καβαλλαρικούς, τούς καθαυτό πολεμιστές — ένα είδος πεζοναυτών τής έποχής. Τό χελάνδιο ήταν ένα μικρότερο καί έλαφρότερο πολεμικό πλοίο, μέ τάϊδια βασικώς χαρακτηριστικά

τού δρόμωνος, κατάλληλο γιά γρήγορες κινήσεις. Τό πλήρωμά του έποίκιλλε άπό 120 μέχρι 160 άνδρες. Δρόμωνες καί χελάνδια, ό ’ίδιος ούσιαστικά τύ­ πος πλοίου μέ διαφορετικές μόνο διαστάσεις, ήσαν έφοδιασμένα μέ τούς σίφωνες γιά τούς όποιους μιλή­ σαμε, δηλαδή σωλήνες γιά τήν έκτόξευση τού ύγροΰ πυρός. Γι’ αύτό καί τά καράβια αύτά λέγονταν πυρ­ φόρα ή πυρσοφόροι σίφωνες ή άπλώς σίφωνες καί στήν καθομιλουμένη γλώσσα τών πληρωμάτων σι­ φούνια. Τό ύγρόν πΰρ, αποθηκευόταν στό κύτος τοΰ καραβιοΰ μέσα σέ μεγάλους λέβητες, τά κακκάβια, γι’ αύτό καί τά πυρφόρα πολεμικά τά έλεγαν κακκαβοπυρφόρα. Οί σίφωνες στερεώνονταν στήν πλώρη τοΰ καραβιοΰ. Γι’ αύτό έχομε έπίσημη μαρτυρία. ’Ιδού τί γράφει ό Λέων ό Σοφός. - Έχέτω δέ πάντως τόν σίφωνα κατά τήν πρώραν έμ­ προσθεν χαλκού ήμφιεσμένον, ώς έθος, δι ’ ού τό έσκευα­ σμένον πΰρ κατά τών εναντίον άκοντίσαι. Καί άνωθεν δέ τοιούτου σίφωνος ψευδοπάτιον άπό σανίδων καί αύ­ τό περιτειχισμένον σανίσι, ένω στήσονται άνδρες πολεμισταί τοΐς έπερχομένοις άπό τής πρώρας τών πολε­ μίων άντιμαχόμενοι ή κατά τής πολέμιας νεώς όλης βάλλοντες δι’ όσων άν έπινοήσωσι όπλων... Διέθεταν λοιπόν τά πυρφόρα καράβια στήν πρώρη τό σωλήνα, πού είχε έπένδυση, έσωτερική ’ίσως, άπό χαλκό κατά τήν επικρατούσα συνήθεια. Μέ αύτόν δέ εξακόντιζαν τό έμπρηστικόν παρασκεύασμα τό έσκευασμένον πΰρ, κατά τών έχθρών. Πάνω άπό τό σίφωνα κατασκεύαζαν ψευδοπάτιον, δηλαδή ψευτοπάτωμα, μέ κουπαστή άπό σανίδια γύρω καί τόν εξής προορισμό: νά στέκονται εκεί, στό ψευδοπάτιο, οί άνδρες προστατευμένοι άπό τίς επιθέσεις τών άντιμαχομένων άνδρών τοΰ άλλου πλοίου καί νά βάλλουν έναντίον του μέ τό όσα διαθέτουν όπλα. Πρέπει νά θεωρήσουμε μάλλον βέβαιο πώς ή άντλία, πού έξακόντιζε τό πΰρ, συνδεόταν στά πλοία μ’ αύτόν τό μεταλλικό σωλήνα τής πρώρης, άπό τόν όποιο καί έβγαινε τό πΰρ, μέσω ενός εύκάμπτου σωλήνος άπό δέρμα. Τοΰτο, κατά τούς συγγραφείς, προκύπτει άπό τά λεγάμενα τοΰ Κωνσταντίνου Ζ' τοΰ Πορφυρογεννήτου, στά Τακτικά του (Βιβλίον Τακτικόν). - Πρός δέ τούς προσφερομένους πύργους είς τό τεί­ χος, iva ώσιν στρεπτά μετά λαμπρού καί σιφώνια καί χειροσίφωνα καί μαγγανικά. Δηλαδή θά χρησιμοποιοΰνται άπό τά πλοία εύ­ καμπτες συσκευές (στρεπτά), μέ τεχνητόν πΰρ, (λαμ­ πρός = τό φώς, τό πΰρ) σίφωνες χειροσίφωνες καί μαγγανικά έναντίον κάθε πύργου μιας πολιορκημένης πόλεως, ό όποιος μπορεί νά έξέχει τοΰ τείχους. Μάγγανα ή μαγγανικά ήσαν οί αυλοί, βαλλίστρες, έλεπόλεις, καταπέλτες λιθοβόλοι ή βελοβόλοι, κριοί, τζάγγρες, τρύπανα κλπ. 217

Πΰρ, τό έσκευασμένον Τοποθετούσαν λοιπόν στήν πρώρα τό σωλήνα, άπό τόν όποιο ακοντιζόταν τό ύγρόν πΰρ. Γιά νά προκαλέσουν δέ εντύπωση καί φόβο στούς πολε­ μίους στόλιζαν τίς πρώρες τών πυρφόρων πλοίων μέ χάλκινες κεφαλές θηρίων, πού είχαν τό στόμα όρθάνοικτο καί έβγαινε άπ’ αύτό ό σίφωνας, άπό τόν όποιο χυνόταν μέ όρμή τό καταστρεπτικό υγρό. ’Άννα ή Κομνηνή (1083-1148), ή ματαιόδοξη αλλά προικισμένη πριγκίπισσα, γράφοντας στήν Άλεξιάδα γιά τίς πολεμικές προετοιμασίες τοΰ πατέρα της (’Αλεξίου Α' Κομνηνοΰ, 1081-1118), περιγρά­ φει μιά μάχη μεταξύ τών 'Ελλήνων καί τών Πιζάνων, κοντά στό νησί τής Ρόδου, τό 1103 καί ση­ μειώνει τά έξης. - Κάθε ένα άπό τά βυζαντινά πλοία ήταν έφοδιασμένο στήν πλώρη μέ σωλήνα, πού τελείωνε άπό μέσα σέ κε­ φάλι λιονταριού ή άλλου θηρίου, κατασκευασμένο άπό χαλκό ή σίδερο, έπιχρυσωμένο, τρομερό στήν οψη, μέσα άπό τό άνοικτό στόμα τοΰ οποίου είχε ρυθμιστεί νά ρίχνεται φωτιά άπό τούς στρατιώτες διά μέσου μιας εύκαμπτης συσκευής. ’Ιδού καί τό κείμενο στό πρωτότυπο. - Έν έκάστη πρώρα τών πλοίων διά χαλκών καί σιδη­ ρών λεόντων καί άλλοίων χερσαίων ζώων κεφαλάς με­ τά στομάτων άνεπτυγμένων κατασκευάσας χρυσω τε περιστείλας αυτά, ώς έκ μόνης θέας φοβερόν φαίνεσθαι, τό διά τών στρεπτών κατά τών πολεμίων μέλλον άφίεσθαι πΰρ διά τών στομάτων αυτών παρεσκεύασε διϊέναι, ώστε δοκεϊν τούς λέοντας καί τάλλα τών τοιούτων ζώων τοΰτο έζερεύγεσθαι...(^\.^λ. XI, Κεφ. I). 'Ομιλεΐ δηλαδή εδώ γιά στρεπτά, όπως παραπάνω ό Πορφυρογέννητος. Καί ή πριγκίπισσα συνεχίζει, στό γραφικό της πάντοτε ύφος, γιά νά μάς είπεΐ ότι σέ μιά περίπτωση τό έχθρικό πλοίο είχε έμβολισθεΐ στήν πρύμη καί τό πΰρ άντλεϊτο επάνω του. Οί Πιζάνοι, καθώς δέν εί­ χαν προηγούμενη πείρα τής συσκευής, τράπηκαν σέ φυγή καί μάλιστα άποροΰσαν πώς τό πΰρ, τό όποιον έχει συνήθως άνοδική φορά δηλαδή καίει πρός τά έπάνω, μποροΰσε νά κατευθυνθεί πρός τά κάτω ή πρός άλλη πλευρά, άνάλογα μέ τήν επιθυ­ μία τοΰ πυροτέχνη, πού τό έριχνε. - Καί αυτός ό Λανδοΰλφος (διοικητής τοΰ αύτοκρατορικοΰ στόλου) πρώτος προσπελάσας τοϊς πισαϊκαϊς ναυσί άστοχα τό πΰρ έβαλε καί ούδέν τι πλέον είργάσατο, τοΰ πυρός σκεδασθέντος... Έκδειματωθέντες (δηλ. φοβηθέντες) οί βάρβαροι τό μέν διά τό πεμπόμενον πΰρ (ουδέ γάρ έθάδεις ήσαν τοιούτων σκευών ή πυρός' άνω μέν φύσει τήν φοράν έχοντος, πεμπομένου δ’ έφ’ ά βούλεται ό πέμπων κατά τε τό πρανές πολλάκις καί έφ ’ έκάτερα), τό δέ υποθαλασσίου κλύδωνος (δηλ. τής τρικυμίας) συγχυσθέντες τόν νοΰν φυγαδείας ήψαντο... (Βιβλ. XI, Κεφ. I). ’Εκτός δηλαδή τοΰ ύγροΰ πυρός τούς άνάγκασε νά φύγουν καί ή τρικυμία.

218

'Η κατεύθυνση πρός τά κάτω ή τά πλάγια τής φλόγας συμφωνεί άπολύτως μέ τήν άφήγηση τοΰ Λέοντος Σοφοΰ στά Τακτικά του. Είναι δέ φανερό πώς ή συσκευή δηλαδή ό σίφωνας, πού έριχνε τό πΰρ μποροΰσε νά στρέφει πρός τά κάτω ή τά πλά­ για (έφ ’ έκάτεραή, έφ ’ όσον τά άνοικτά στόματα τών στερεωμένων στήν πρώρη θηριοκεφαλών ήσαν άρκετά πλατιά, πού νά έπιτρέπουν τή στροφή αύτή. 'Υπήρχαν έν τούτοις έκτος άπό τόν κεντρικό, πού ήταν στό πάνω μέρος τής στείρας καί δυό άλλοι σίφωνες, ένας άριστερά καί ένας δεξιά, στίς παρειές τοΰ πλοίου πού έριχναν τήν έμπρηστική ΰλη άνά­ λογα μέ τή διεύθυνση άπό τήν όποια πλησίαζε ό άντίπαλος. Είναι πιθανό νά ριχνόταν τό πΰρ καί άπό άλλα πλοία, εκτός άπό τό δρόμωνα καί τό χελάνδιο. 'Ο Γάλλος χημικός Μερσιέ (Μ. Mercier) άντιγράφει άπό χειρόγραφο τοΰ Βατικανοΰ (M.S. 1065) τήν ει­ κόνα ένός πλοιαρίου, μέ πλήρωμα τριών μόνο άνδρών, άπ’ τήν πρώρη τοΰ όποιου προβάλλει πλατύς σωλήνας, μέ πλατύτερο στό άκρο στόμιο, σέ σχή­ μα καμπάνας. Άπό τό σωλήνα αύτόν, τόν όποιο χειρίζονται δύο άνδρες, βγαίνουν φλόγες, οί όποιες τινάζονται καί τυλίγουν μιάν άλλη βάρκα μέ 3-4 κωπηλάτες. Μπορεί κανείς νά ύποθέσει πώς ένας μόνο άπό τούς όρθιους άνδρες μπορεί νά χειρί­ ζεται τήν άντλία, πού έκτοξεύει τό πΰρ. Τοΰτο καί μερικές άλλες ένδείξεις οδήγησαν ορισμένους συγγραφείς στήν παραδοχή ότι γιά τήν εκτόξευση τοΰ ύγροΰ πυρός χρησιμοποιοΰσαν οί Βυζαντινοί, έκτος άπό τούς δρόμωνες καί τά χελάνδια, ειδικά πλοία μέ έπίπεδο πυθμένα καί ένα μόνο ιστό. Διακόσια άπό τά πλοία αύτά, λέγεται πώς έλαβαν μέρος κατά τόν ΙΟον αιώνα σέ μιά έπιχείρηση κατά τών ’Αράβων τής Σικελίας καί — σημείο κάπως άπίθανο — ένας μόνο άνθρωπος άρκοΰσε νά λει­ τουργήσει τόν έκτοζευτή καί νά κωπηλατήσει τό πλοιάριο. Καί 2000 πλοία, μέ ύγρόν πΰρ, χρησιμο­ ποιήθηκαν άπό τό Νικηφόρο Φωκά, στή βασιλεία Ρωμανοΰ Β' (959-963) κατά τήν εκστρατεία έναντίον τών Σαρακηνών τής Κρήτης, τό 961. Καί τά πλοία αύτά δέν μπορούσαν νά είναι όλα δρόμωνες καί χελάνδια. Πάντως, άν πράγματι χρησιμοποιήθηκαν τέτοια πλοιάρια, τό έκτοξευόμενο πΰρ έφερε άποτέλεσμα σέ μικρή μόνο άκτίνα — ή ορθότερα σέ άκτίνα άνάλογη μέ τό μέγεθος τής συσκευής καί τοΰ πλοίου — καί μέ ήσυχον καιρό, μποροΰσε όμως νά κάψει ένα ξύλινο πλοίο καί οπωσδήποτε νά προκαλέσει ζημιά. Άπό τά κείμενα πού μνημόνευσα ή παρέθεσα πρέπει — νομίζω — νά συμπεράνομε μέ βεβαιότη­ τα, ότι τό ύγρόν πΰρ άκοντιζόταν φλέγόμενο. Σχετική βεβαίως είναι ή διάταξις να' Κεφ. 10 τών Τακτικών τοΰ Λέοντος, τήν όποια κατεχώρησαπαρα-

Πΰρ, τό έσκευασμένον

πάνω (Τίτλ. II). ’Εκεί στά νεώτερα έπιτηδεύματα άναφέρεται τό έσκευασμένον πΰρ μετά βροντής καί καπνοΰ προπύρου διά τών σιφώνων πεμπόμενον καί καπνίζον. ’Έχομε δμως καί άλλη μαρτυρία. "Οταν έπί ’Εμ­ μανουήλ Α' Κομνηνοΰ (1143-1180) οί βυζαντινοί δρόμωνες κατεδίωξαν κοντά στήν Κωνσταντινού­ πολη ένα ένετικό πλοίο καί έξακόντισαν έναντίον του ύγρόν πυρ, τούτο δηλαδή τό ύγρόν πύρ, έξοστρακίσθηκε άπό τά μάλλινα ύφάσματα, τά βρεγμένα μέ ξίδι, μέ τά όποια οί Ενετοί είχαν σκεπάσει τά πλευρά τού πλοίου. ’Έπεσε τότε στή θάλασσα καί έσβησε, τοίς πίλοις άποστρεφόμενον καθ ’ ύδάτων έσβέννητο πεσών. ('Η μαρτυρία προέρχεται άπό τόν Νικήτα Άκομινάτο - Χωνιάτη, πού έγραψε περί τό 1206)... Τό ίδιο μαρτυρεΐται καί άπό τήν παραστατική περιγραφή τοΰ Ρώσου χρονογράφου Νέστορος (1050-1136), τήν όποια μάς μεταφέρουν οί ιστορι­ κοί τοΰ ρωσικού ναυτικού. Διηγείται ό Νέστωρ τήν έπιδρομή κατά τής Κωνσταντινουπόλεως πολ­ λών ρωσικών πλοίων, τό 941, μέ άρχηγό τόν ήγεμόνα τοΰ Κιέβου Ίγγόρ. Δικαιολογώντας δέ τήν ήττα τών Ρώσων, λέγει δτι τά βυζαντινά πλοία, μέ διοικητή τόν ναύαρχο Θεοφάνη, έξακόντιζαν μέ τούς σωλήνες μιά φωτιά, όμοια μέ τοΰ ούρανοΰ. Καί μέ αύτήν κατέκαιαν τά ρωσικά πλοία. ’Ιδού, κατ’ άπόδοση, καί ή άφήγηση. - Καί τότε οπλισμένος μ ’ ένα είδος φτερωτοΰ πυρός καί χρησιμοποιώντας κάποιο σίφωνα, ό Έλλην στρα­ τηγός έξακοντίζει τή φλόγα κατά τών ρωσικών πλοίων: θέαμα τρομακτικόν οσον καί παράδοξον. Οί Ρώσοι στή θεά τοΰ μαγικοΰ αύτοΰ πυρός, σπεύδουν πρός τή θά­ λασσα γιά ν ’ άποφύγουν τήν έπαφή του καί κατορθώ­ νουν νά έπιστρέψουν πολύ λίγοι στή χώρα τους. Καί ιδού τί λέγουν κατά τήν έπιστροφή στους πατριώτες τους: Οί "Ελληνες έχουν ένα πΰρ, πού διατρέχει τόν άέρα όπως ή αστραπή. Τό έξακόντισαν έναντίον μας καί μάς έκαψαν τά πλοία. Νά, γιατί δέν μπορέσαμε νά τούς νικήσουμε.

IV. Τό υγρόν πυρ9 στόν πόλεμο τών φρουρίων Εύνόητο είναι δτι δέν έπρόκειτο τό ύγρόν πΰρ νά μείνει άχρησιμοποίητο στόν κατά ξηρά πόλεμο καί προπάντων στόν πόλεμο τών φρουρίων. Τό χρη­ σιμοποίησαν οί Βυζαντινοί, τόσον ώς πολιορκητές δσον καί πολιορκούμενοι. 'Ο Λέων ΣΤ' συνιστά στά Τακτικά του νά χύνουν οί πολιορκούμενοι πίσσα ή μολύβι, κοχλάζοντα ή πΰρ δηλαδή τό ύγρόν πΰρ, στίς χελώνες τών έπιτιθεμένων, πού φέρονται κοντά στά τείχη. Χελώνες ήσαν ισχυρές πολιορκητικές μηχανές, τίς όποιες μετέ­ φεραν στή βάση τοΰ τείχους οί πολιορκητές, γιά

νά τό ύποσκάψουν. ΤΗσαν φτιαγμένες άπό ξύλο καί τούς έριχναν συνήθως νάφθα, ρετσίνι καί υγρή πίσσα. ’Εκτός δμως άπό τίς χελώνες είχαν οί άμυνόμενοι νά άντιμετωπίσουν τίς έλεπόλεις δηλαδή τούς μεγάλους ξύλινους πύργους, πού έκόμιζαν έμπρός στά τείχη οί πολιορκητές. Οί έλεπόλεις ήταν πολύ ψηλοί πύργοι, ψηλότεροι συνήθως άπό τό προ­ σβαλλόμενο τείχος καί τοποθετούντο σέ κάποια άπόσταση άπό αύτό. ’Έπρεπε λοιπόν νά έξακοντίζεται έναντίον τους τό ύγρόν πΰρ καί γι’ αύτόν τό σκοπό χρησιμοποιοΰσαν, σύμφωνα μέ τά γραφό­ μενα τοΰ Δέοντος, τά στρεπτά καλούμενα καί διά μη­ χανής τό ύγρόν πέμποντα πΰρ δηλαδή άντλίες μέ τούς σωλήνες τους. (Τό σχετικό χωρίο καταχωρήθηκε πιό πάνω). Οί άντλίες δμως αύτές εκσφενδόνιζαν τό ύγρόν πΰρ φλέγόμενο, δ,τι δηλαδή έκαναν στά κατοπινά χρόνια τά φλογοβόλα. Τό ύγρόν πΰρ πού έκσφενδονίζεται μέ αύτό τόν τρόπο είχε, πιστεύουν ορισμέ­ νοι συγγραφείς, διαφορετική σύνθεση άπό εκείνο τό όποιο έριχναν στίς χελώνες μέ τίς χύτρες. ’Εναντίον δμως τών έλεπόλεων χρησιμοποιού­ σαν οί Βυζαντινοί καί χειροσίφωνα, τά όποια λέγει ό Λέων δτι έπινοήθησαν τόν καιρό τής βασιλείας του. Αυτά, κατά τόν Νικ. Καλομενόπουλον (βιβλ. 62) περιείχαν τή γνωστή μας μαύρη πυρίτιδα, ήσαν δηλαδή δ,τι καί οί σημερινές χειροβομβίδες. Πολύ τολμηρή, άτεκμηρίωτη καί γι’ αύτό άπαράδεκτη εικασία. Τώρα ώς πρός τούς πολιορκητές, αύτοί έπιδίωκαν κατά τόν πόλεμο τών φρουρίων νά πυρπολήσουν τίς πολεμικές μηχανές τών άμυνομένων, καί τίς ξύ­ λινες κατασκευές, πού συνήθως συμπλήρωναν τά τείχη καί νά προκαλέσουν πυρκαϊές στήν πόλη. Γιά δλα αύτά δραστικόν άποτέλεσμα είχε τό ύγρόν πΰρ, πού έκτόξευαν οί πυρφόροι σίφωνες δηλαδή οί άντλίες, σέ κατάσταση άναφλέξεως. Οί άντλίες δμως τής έποχής έκείνης — άς μή τό λησμονήσου­ με αύτό — δέν ήσαν τόσο ισχυρές ώστε νά ρίχνουν τό ύγρό σέ μεγάλη άπόσταση καί σέ ύψος τέτοιο, ώστε νά ξεπερνά τά τείχη καί νά πέφτει μέσα στήν πόλη. Γι’ αύτό περιορίζονταν οί πολιορκητές στίς παλιές μεθόδους: έξακόντιζαν μέ πετροβόλους μη­ χανές χύτρες γεμάτες έμπρηστική ύλη (πετρέλαιο, ρετσίνι, πίσσα κλπ.), οί όποιες έσπαζαν καί περιέ­ λουζαν τό στόχο. Κατόπιν έριχναν τά βέλη (τάς πυρφόρους σαγίττας) μέ άναμμένα στουπιά καί έτσι έβαζαν φωτιά στήν προσβαλλομένη έπιφάνεια. ’Εκτός δμως άπ’ αύτά "Ηρων ό Βυζάντιος, λίγο μεταγενέστερος τοΰ Λέοντος Σοφοΰ, άναφέρει στά Πολιορκητικά του καί άλλο μηχάνημα, μέ τό όποιο άκοντιζόταν πΰρ κατά τών έχθρικών θέσεων. Τό μηχάνημα αύτό τό έλεγαν στρεπτόν πυροβόλον καί τό χρησιμοποιούσαν όσοι άνέβαιναν μέ κλίμακες

219

Πυρ, τό έσκευασμένον

στά εχθρικά τείχη, γιά νά έξαναγκάσουν τούς άμυνομένους νά έγκαταλείψουν, απροστάτευτο, τό προσ­ βαλλόμενο σημείο. Ούτε γι’ αύτό τό μηχάνημα

έχομε άκριβή περιγραφή, φαίνεται όμως πώς ήταν ένα είδος ψεκαστήρος, κάτι δηλαδή άνάλογο πρός ένα μικρό φορητό φλογοβόλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Καί άλλα δπλα, (έμπρηστικά καί μή) "Υστερα άπ’ τά όσα γράφτηκαν δέν χρειάζεται ’ίσως νά υπογραμμίσουμε, ότι οί Βυζαντινοί χρησι­ μοποίησαν κατά καιρούς καί παράλληλα πρός τό ύγρόν πΰρ τίς παλιές μεθόδους του πολέμου καθώς καί άλλα έμπρηστικά, πού δέν ήταν ύγρόν πΰρ. Πίσ­ σα καί μολύβι, κοχλάζοντα, πέτρες μεγάλες καί μπά­ λες άπό μέταλλο καί άλλα υγρά αποτελούσαν σέ πολ­ λές περιπτώσεις τό οπλοστάσιο τοΰ Βυζαντίου, όταν δέν συμπλήρωναν τό καυστικό τοΰτο ύγρόν πΰρ. 'Ο ’ίδιος ό αύτοκράτωρ Λέων, διευκρινίζει ότι έριχναν εναντίον τοΰ έχθροΰ καλάθια, πού περιεί­ χαν ζωντανούς σκορπιούς καί φίδια καθώς καί χύ­ τρες μέ ασβέστη σέ σκόνη, ό όποιος σχημάτιζε ένα θολό σύννεφο στόν αέρα καί έπνιγε ή τύλιγε τούς άντίπαλους στρατιώτες. - ...Καί χύτραι δέ άλλαι άσβεστου πλήρεις, ών ριπτομένων καί συντριβόμενων, ό τής άσβεστου ατμός συμπνίγει καί σκοτίζει τούς πολεμίους καί μέγα έμπόδιον γίνεται. Τά δηλητηριώδη αέρια δέν είχαν ακόμη έπινοηθεί, άλλά ή σκόνη τοΰ άσβέστη ήταν ένα πολύ καλό δακρυγόνο ύλικό. Ειδικότερα στόν αγώνα εκ τοΰ πλησίον τών πλοίων γινόταν χρήση καί πολλών άλλων έμπρηστικών ύλικών. ’Ιδού τί γράφει ό αύτοκράτορας. - Καί τρίβολοι δέ μείζονες ή ζυλίνοις σφαιρίοις, ήλοι όζεις έμπεπηγμένοι, στυπείοις δέ καί έτέρα ύλη έπηλειμμένοι, έμπυρισθέντα καί κατά τών πολεμίων βαλ­ λόμενα, εϊτα πίπτοντα έν τοϊς πλοίοις διά πολλών με­ ρών έμπρήσσουσιν αυτά... Καί παρακάτω προσθέτει. - δυνατόν δέ καί διά τινων γερανίων λεγομένων ή τινων όμοιων έπιτηδευμάτων γαμματοειδών κύκλω περιστρε­ φόμενων ή πίσσαν ύγράν πεπυρωμένην ή σκευήν ή τινα έτέραν ΰλην έπιχύσαι τοϊς πολεμίοις πλοίοις διά τών μεγάλων δρομώνων δεσμούμένοις καί τών μαγγάνων στρεφόμενων κατ ’ αυτών... Μόλις δηλαδή — εξηγούμε καί τίς δύο περικοπές — οί βυζαντινοί δρόμωνες πλησίαζαν τά έχθρικά πλοία, οί στρατιώτες τούς έριχναν μέ τά χέρια στου­ πιά, έμβαπτισμένα σέ διάφορες εμπρηστικές ύλες, άφοΰ πριν τά άναβαν. "Οταν δέ πλησίαζαν ακόμη

220

περισσότερο οί δρόμωνες, έδέσμευαν μέ τούς γάν­ τζους (άρπάγες) τά έχθρικά πλοία καί τότε μέ διά­ φορους σωλήνες (γεράνια καί όμοια γαμματοειδή έπιτηδεύματα) έπέχεαν διάφορες έμπρηστικές ύλες, όπως ύγρή πίσσα πυρακτωμένη ή άλλο ρευστό παρα­ σκεύασμα. Στήν περίπτωση αύτή πρέπει νά χρησιμοποιού­ σαν καταθλιπτικές αντλίες, μέ τίς όποιες εξακόντι­ ζαν εναντίον τών έχθρών τίς ρευστές ύλες, πού ανέ­ βαζαν ζέουσες ή ψυχρές από τό κύτος, όπου ήσαν τοποθετημένες σέ κακκάβια. Τοΰτο δέ γινόταν άπό τών ζυλοκάστρων τών καταρτίων τών μεγάλων δρο­ μώνων δηλαδή άπό τά θωράκια (ή κόφες), πού ντυ­ μένα γύρω γύρω μέ κουπαστή άπό σανίδα (έξ ου καί ζυλόκάστρο) — κατασκευάζονταν στό μεγάλο κα­ τάρτι τοΰ δρόμωνος, σέ κατάλληλο ύψος. ’Από τήν έκφραση τών μεγάλων δρομώνων πρέπει νά διατυ­ πώσουμε τή, λογική άλλωστε, ύπόθεση ότι μόνο άπό τούς δρόμωνες ή πάντως τά μεγαλύτερα πλοία, πού είχαν καί ξυλόκαστρο, μποροΰσαν νά κάμουν αύτό τό είδος τοΰ πολέμου. Άπό έκεί δέ, τά ξυλόκαστρα, έριχναν τά λιθά­ ρια, τίς σιδερένιες μπάλες ή τά καρφιά, τούς σκορ­ πιούς καί τά φίδια, καθώς καί άλλες έμπρηστικές ύλες — τά τρία τελευταία είδη μέσα σέ πήλινα άγγεΐα ή καλάθια. Τόσο πάντως στά πλοία όσον καί κυρίως στήν ξηρά, κατά τίς πολιορκίες καί στά πεδία τής μάχης χρησιμοποιούσαν οί Βυζαντινοί καταπέλτες γιά νά ρίχνουν άκόντια καί βέλη, άλλους καταπέλτες ή πετροβόλους συσκευές γιά ν’ άκοντίζουν πέτρες, μπάλες μεταλλικές καί άγγεΐα γεμάτα μέ έμπρηστι­ κές ύλες. Άπό τήν τελειοποίησή τους προήλθε ή βαλλίστρα (ή άρμπαλέτα τών δυτικών), πού είχε ιδιαίτερα ισχυρόν τόνον δηλαδή πολύ γερή χορδή καί γερούς βραχίονες στό τόξο, σέ τρόπον ώστε σάν άφετηρία ή βλητική συσκευή νά έχει πολύ μεγαλύ­ τερη βλητική δύναμη Ο­ Ι) Arbalete ή βαλλιστρίς, ήταν βασικά ένα φορητό μηχάνημα, μηχανικό τόξο, γνωστό άπό τούς ρωμαϊκούς χρόνους πού χρη­ σιμοποίησαν πολύ στό Μεσαίωνα, γιά νά έκτοξεύει βέλη.

Πυρ, τό έσκευασμένον

Τίς βαλλίστρες τίς μεταχειρίζονταν εύρύτατα οί Βυζαντινοί στόν εξοπλισμό τών πολεμικών τους πλοίων γιά νά έξακοντίζουν πέτρες, μέταλλα καί αγ­ γεία γεμάτα μέ ύγρόν πΰρ ή άλλο έμπρηστικό ύλικό. καθώς καί πυρφόρα ακόντια καί βέλη, τά όποια μετέ­ διδαν τήν πυρκαϊά στά εχθρικά πλοία, τίς πολιορκη­ τικές μηχανές ή τίς κατασκευές τών φρουρίων καί τίς οικοδομές τών οχυρωμένων πόλεων. Τίς βαλλίστρες αυτές (όπως καί τούς καταπέλτες καί τίς πετροβόλους) τίς ονόμαζαν οί Βυζαντινοί μάγγανα ή μαγγανικά, (γιά τά όποια έγινε λόγος παρα­ πάνω), τούς δέ κατασκευαστές μαγγαναρίους καί τούς χειριστές βαλλιστραρίους. 'Η άξια τοΰ ύγροΰ πυρός απέναντι στά άλλα όπλα έγκειτο στό ότι ήταν καταστρεπτικότερο άπό αυτά καί, τό σπουδαιότερο, ότι δέν τό έγνώριζαν οί άλλοι. Κι αυτός πρέπει νά είναι ό λόγος γιά τόν όποιο οί 'Άραβες πού νικούσαν πριν τούς Βυζαντινούς, άρχισαν νά χάνουν τίς μάχες, μετά τήν έφαρμογή τού ύγροΰ πυ­ ρός. Χρησιμοποιούσαν βεβαίως καί έκείνοι τά γνω­ στά κλασικά, τά συμβατικά, όπως θά λέγαμε σή­ μερα όπλα. Όστράκινα, δηλαδή πήλινα σκεύη γεμισμένα μέ πίσσα, ασβέστη καί άλλα υλικά, ση­ μειώνεται άπό τόν Βυζαντινό χρονογράφο ’Ιωάννη Καμενιάτη (10ος αιώνας), ότι χρησιμοποίησαν οί ’Άραβες τό 904 μ.Χ., κατά τήν πολιορκία τής Θεσ­ σαλονίκης. - Τά δέ ήν πίσσα καί άσβεστος καί τινα άλλα, οίς τρέ­ φονται τό τάχος πυρός φλόγες, σκεύεσιν όστρακίνοις έπιτηδευμένα. 'Ο Καμενιάτης ήταν αύτόπτης μάρτυς στήν άλω­ ση τής Θεσσαλονίκης άπό τούς ’Άραβες τόν χρόνο έκεΐνο — καί προσθέτει:

- Πΰρ τε διά τών σιφώνων τώ άέρι φυσήσαντες καί τινα άλλα σκεύη καί αυτά πυρός άνάμεστα ε’ίσω τοϋ τείχους έξακοντίσαντες, εις τοιαύτην δειλίαν τούς έν τοϊς προβόλοις (σημ. εις τούς πύργους τών τειχών) όντας ένέβαλον, ώς καταπηδήσαι τό τείχος καί πρός φυ­ γήν έκτραπήναι καί κενόν καταλιπεϊν άπαντα τόν περί­ πατον (δηλ. τάς έπάλξεις τοΰ φρουρίου). Άπό τό παραπάνω κείμενο προκύπτει ότι χρη­ σιμοποιούσαν καί οί ’Άραβες έμπρηστικόν πΰρ, μόνο πώς αύτό δέν ήταν τό ύγρόν πΰρ. Τό ότι τό πΰρ τών ’Αράβων προκάλεσε τόση δειλία καί φόβο στούς ύπερασπιστές τής πόλεως ώστε νά καταπηδή­ σουν τό τείχος καί τραπούν σέ φυγή, δέν είναι περίερ­ γο, άφοΰ δέν έλειψε ποτέ άπό τόν πόλεμο ό τρό­ μος πού προκαλεΐ ό αιφνιδιασμός. Υγρά πίττη καί νάφθη (ύγρά πίσσα καί νάφθα) άναφέρει στήν 'Αλεξιάδα της ή ’Άννα Κομνηνή, ότι έριχναν οί πολιορκούμενοι ’Άραβες στήν Τύρο, προκειμένου νά πλήξουν τίς ξύλινες (πολιορκητι­ κές) μηχανές τών Σταυροφόρων καί τό μείγμα άναφλέγετο κατά τήν άνατολή τοΰ ήλιου, σύμφωνα μέ τήν παλαιά συνταγή ’Ιουλίου τοΰ Άφρικανοΰ. 'Η εικόνα πού μάς δίνει ή ’Άννα είναι έπιγραμματική καί ζωηρά. - "Αμα τε γαρ ήμερα διέλαμπε καί τό πύρ συνεξέλαμπε άπό τών ξύλινων χελωνών εις αιθέρα πυργούμενον. Τοΰτο ερμηνεύεται: διότι, άμα έλαμψε ή ήμερα καί τό πΰρ ελαμψε μαζί της άπό τίς ξύλινες χελώνες καί πυργώθηκε στόν άέρα... Καί αύτό όμως, μόλον πού δέν λείπουν οί άντίθετες γνώμες (*), δέν πρέπει νά ήταν ύγρόν πΰρ. 1) Βλ. σχετικά κεφ. Θ, Τό μυστικό τοϋ ύγροΰ πυρός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Ή σύνθεση τοΰ ύγροΰ πυρός ’Αβεβαιότητα καί άσυμφωνία επικρατεί στό θέμα, τό σχετικό μέ τή σύνθεση τοΰ ύγροΰ πυρός τών ' Ελλήνων. Ούτε τήν ΰλη έχομε νά τήν άναλύσουμε ούτε διασώθηκε γιά νά φθάσει μέχρις έμάς κάποια αύθεντική περιγραφή. Οί Βυζαντινοί ιστο­ ρικοί καί χρονογράφοι τήν άγνοοοΰσαν, άφοΰ παρα­ σκευαζόταν μέ τόση μυστικότητα καί συνεπώς τήν περιγράφουν κατά φαντασία. Τή θεωροΰν σάν κάτι μαγικό, τό μαγικό πΰρ, πού έστελνε φλόγες πρός όλες τίς κατευθύνσεις άκόμη καί πρός τά κάτω, έ­ καιγε μέσα στό νερό καί δέν έσβηνε παρά μόνο μέ ούρα, ξίδι καί άμμο.

Ούτε μπορούμε νά βασιστούμε στήν περιγραφή μερικών ’Αράβων συγγραφέων τοΰ 13ου αιώνα κι έπειτα, γιατί δέν έχομε καμιά βεβαιότητα πώς τό έμπρηστικό ύλικό πού περιγράφουν ήταν πραγμα­ τικά τό ύγρόν πΰρ. 'Η πιό άπλή καί περισσότερο κοντά στήν άλήθεια ύπόθεση είναι πώς ήταν μιά πετυχημένη σύν­ θεση, κάποιο μείγμα άπό έξαιρετικά εύφλεκτες ύλες, πού είχε τήν ιδιότητα νά σβήνεται πολύ δύσκολα. Πώς όμως μιά τόσον άπλή φαινομενικά συνταγή, γνωστή ’ίσως κατά τήν άρχαιότητα, μπόρεσε νά τελειοποιηθεί σέ τέτοιο βαθμό, ώστε νά γίνει τό

221

Πΰρ, τό εσκευασμένον πολεμικό μυστικό πού προστατέυσε έπί αιώνες έναν πολιτισμό; - Ματαίως, γράφει είδήμων πάνω στό θέμα, ό Κ.Σ. Παπαδόπουλος, ή νεωτέρα έρευνα προσεπάθησε νά έζηγήση τήν σύστασιν που ύγροΰ πυρός, μόνον δέ βέ­ βαιον είναι δτι τό πΰρ τοΰ Πρόκλου ήτο ό πρόδρο­ μος τοΰ Καλλινικείου η θαλασσίου πυρός καί τούτο τοΰ ύγροΰ ή ρωμαϊκού ή έσκευασμένου ή έλληνικοΰ πυ­ ρός, τό δέ τελευταίον ύπήρξεν ό πρόδρομος τής πυρίτι­ δας τών τηλεβόλων τών νεωτέρων χρόνων, μέ μόνην τήν διαφοράν δτι τό κράμα του ήτο ποικιλότερον... Είναι ένα συμπέρασμα άξιο προσοχής άλλά καί ύποκείμενο σέ συζήτηση. Καί στή συζήτηση γιά τό ύγρόν πΰρ έχουν λάβει μέχρι τώρα μέρος έξέχοντα πρόσωπα τής έπιστήμης, πολλά πάρα πολλά, τά όποια όμως δέν κατόρθωσαν νά συμφωνήσουν τελικά στή σύνθεσή του. 'Η μιά πλευρά θέλει τό ύγρόν πΰρ νά περιέχει νίτρο καί νά είναι ό πρόδρομος τής πυρίτιδος. Για­ τί όχι καί ή ϊδια ή πυρίτις; Θειάφι, νίτρο καί αναμμένο κάρβουνο, παρασκεύα­ σμα άναφερόμενο στά Τακτικά τοΰ Νικηφόρου Ού­ ρανοΰ (Κεφ. III), είναι, μας λέγει, ανάλογο πρός τά συστατικά τής μαύρης πυρίτιδος. ’Άν τώρα προ­ σθέσουμε σ’ αύτό πετρέλαιο, σάν καύσιμο στοιχείο, έχουμε τήν κατάλληλη σκευασία γιά τόν κατά θά­ λασσα πόλεμο, δηλαδή τό υγρό ή θαλάσσιο πΰρ. Ώς πρός τό νίτρο, ήταν τοΰτο γνωστό κατά τήν άρχαιότητα, μέ διάφορες όμως ονομασίες. Πλίνιος ό ,Πρεσβύτερος καί ό Διοσκουρίδης τό γνώριζαν, άπό τόν Ιον μ.Χ. αιώνα. Στήν παραπάνω σύνθεση τό μέν νίτρο, σάν καυστικό στοιχείο πού είναι, προκαλοΰσε τή γρήγορη καύση καί έκρηξη, ένώ τό θειάφι καί τά διάφορα άνθρακοΰχα στοιχεία, όπως τό κολο­ φώνιο, τό ρετσίνι, τό έλαιο καί πετρέλαιο (άνάλογα μέ τή χρήση, γιά τήν οποία τό προόριζαν) έδιναν τή σκευασία, πού λεγόταν ύγρόν πΰρ. ' Ο Γάλλος χημικός Μερσιέ, στό βιβλίο του γιά τό ύγρόν πΰρ υποστηρίζει τήν άποψη, δτι τό ύγρόν πΰρ περιείχε νάφθα (πετρέλαιο) καί άλλα εύφλεκτα ύλικά, δπως θειάφι, άσβέστη καθώς καί νίτρο. ’Ανά­ λογη γνώμη έχουν καί άλλοι συγγραφείς, δπως ό συνάδελφός του Μπερτελό (Μ. Berthelot) — μείγμα άπό νίτρο καί διάφορα εύφλεκτα έλαια, ό Γερμανός Ντήλς (Diels) — μείγμα άπό πετρέλαιο, άσφαλτο, ρετσίνι, πίσσα, άσβέστη καί νίτρο — ό γνωστός βυζαντινολόγος Καρ. Κρουμβάχερ, ό όποιος μάλιστα ταυ­ τίζει τό ύγρόν πΰρ μέ τή γνωστή μας πυρίτιδα. Τό νί­ τρο θεωρούν ώς άπαραίτητο συστατικό τοΰ ύγροΰ πυρός οί Βρεταννοί έπιστήμονες Μπρόκ (Brock, βιβλ. 796) καί Πήαρς (Ε. Pears, βιβλ. 852) καί ό Γερ­ μανός Κράνσε (Kranse, βιβλ. 831). 'Ορισμένοι ειδικοί, δπως ό Λ. Λαλάν (Lalanne), ύπήρξαν απόλυτα κατηγορηματικοί, ύποστηρίζοντας δτι τό ύγρόν πΰρ ήταν ή σημερινή πυρίτιδα.

222

Καί δικοί μας έπιστήμονες συντάχθηκαν μέ τή σχολή, άς τήν ονομάσουμε, τοΰ νίτρου. 'Ο άλλοτε καθηγητής τής άνοργάνου χημείας στό Πανεπι­ στήμιο ’Αθηνών Κων. Ζέγγελης, έπίστευε δτι τό ύγρόν πΰρ περιείχε καί νίτρο (βιβλ. 882). Έβάσισε τήν άποψη αύτή στό δτι, κατά τά γραφόμενα στά Τα­ κτικά τοΰ Λέοντος, τό ύγρόν πΰρ φλεγόταν μετά βροντής καί καπνού καί αύτό μποροΰσε νά γίνει μόνο έφ’ δσον περιείχε νίτρο, τό όποιο στήν άρχαιότητα ήταν γνωστό μέ διάφορες ονομασίες. Επομένως, κατά τόν καθηγητή Ζέγγελη, οί Βυζαντινοί γνώριζαν τήν πυρίτιδα, τήν όποια χρησιμοποιούσαν γιά νά σφενδονίζουν διάφορες έκρηκτικές ύλες, μέ χάλκι­ νους σωλήνες, τούς όποιους χαρακτηρίζει προ­ δρόμους τών πυροβόλων. 'Ο Καλλίνικος λοιπόν, άπό τή Συρία, ύπήρξε ό έφευρέτης τής πυρίτιδος καί άκόμη τοΰ πρώτου πυροβόλου. Πετρέλαιο, νίτρο καί άλλα εύφλεκτα ύλικά άποτελοΰσαν τά συστατικά τοΰ ύγροΰ πυρός — αύτό πι­ στεύει ό Νικ. Καλομενόπουλος. Καί μάλιστα ταυτί­ ζει, χωρίς ένδοιασμό, ένα είδος του μέ τήν πυρίτιδα. Μέ νίτρο θέλει τό ύγρόν πΰρ ό Marcus Graecus (άγνωστος κατά τά άλλα συγγραφέας, πού έγραψε μάλλον στόν 9ο αιώνα καί πιθανόν ελληνικά). 'Ο Μάρκος Γκρέκος περιγράφει ώς έξής τά ιπτάμενα υγρά πυρά. - Πάρε ένα μέρος κολοφώνιο, ένα μέρος θειάφι καί δυό μέρη νίτρο. Διάλυσέ τα σέ λάδι λιναριού (λινέλαιο) καί κλείσε τό μείγμα σ ’ ένα καλάμι ή σ ’ ένα κοίλο ραβδί. Μόλις τοΰ βάλεις φωτιά, πέτα στό στόχο καί κατακαίει τό παν. ’Άλλο μείγμα, πού περιέχει νίτρο καί ρίχνεται μέ φυσητήρα, περιγράφεται σ’ ένα χειρόγραφο τοΰ Βερολίνου, χρονολογούμενο γύρω στό 1425 μέχρι τό 1450. 'Η περιγραφή ή συνταγή αύτή άποδίδεται στόν Albertus Magnus (έζησε περί τό 1250) καί σέ έλεύθερη άπόδοση έχει ώς έξής. - "Αν θέλεις νά κατασκευάσεις ίπταμένη φωτιά πού πετάγεται επάνω καί καίει ο,τι συναντά, πάρε ένα μέ­ τρο κολοφώνιο δηλαδή απόσταγμα άπό τό ελληνικό ρετσίνι, δύο μέρη φυσικό θειάφι καί τρία μέρη νιτρική ποτάσσα (nitrate de potassium). Τρίψε το ολο νά γί­ νει σκόνη καί άνάμιζέ το μέ λάδι λιναριού (λινέλαιο) ή δάφνης μέχρις δτου γίνει πολτός. Βάλε το κατόπιν σ ’ έναν μικρό, όρειχάλκινο σωλήνα, άναψέ το καί φύσηζε μέσα στό σωλήνα Τό παρασκεύασμα πηγαίνει οπου­ δήποτε στρέψεις τό σωλήνα καί καταστρέφει τό καθετί πού συναντά Τά κείμενα αύτά έπηρέασαν χωρίς άλλο τούς οπαδούς τής θεωρίας, δτι τό νίτρο αποτελούσε συ­ στατικό τού ύγροΰ πυρός. 'Υπήρχαν δμως καί άλλα κείμενα άρχαιότερα, δπως ένα αραβικό χειρόγραφο τής βιβλιοθήκης τοΰ Leyden ('Ολλανδία), στά όποια κατονομάζονται τά ύλικά πού χρειάζονται γιά τήν παρασκευή τοΰ ύ-

Πυρ, τό έσκευασμένον γροΰ πυρός. Είναι πάντοτε μείγματα άπό λιπαρές καί εύφλεκτες ούσίες, πού τό άναμμά τους διευκο­ λύνεται — όπως καί στή μαύρη πυρίτιδα αργότερα — άπό τό θειάφι. Δέν ύπάρχει όμως στίς συνταγές τών κειμένων αυτών — αντίθετα μέ τίς άλλες, τίς μεταγενέστερες — δέν φαίνεται νά υπάρχει πουθενά νίτρο ή' άλλη πηγή οξυγόνου, όπως τό νίτρο. Καί κατά τούτο πιστεύουν ορισμένοι συγγραφείς — ή άντίθετη πρός τό νίτρο σχολή — τό ύγρόν πΰρ δια­ φοροποιείται άπό τίς πολεμικές πυρίτιδες καί τά σύγ­ χρονα έκρηκτικά. Μερικοί μάλιστα προχωρούν κάπως μακρύτερα. "Ενας διαπρεπής "Ελληνας, ό Μ. Στεφανίδης, καθη­ γητής τής 'Ιστορίας τών Φυσικών ’Επιστημών, σέ υπόμνημά του γιά τό ύγρόν πΰρ, πού υπέβαλε τό 1918 στήν Παρισινή ’Ακαδημία τών ’Επιστημών, διατυπώνει τήν άποψη ότι τό ύγρόν πΰρ ήταν άπλό πετρέλαιο, στό όποιο αναμίγνυαν Ίσως καί λίγη ποσότητα νίτρου καί προσθέτει ότι τό μυστικό τών Βυζαντινών έγκειτο στίς μεθόδους καθάρσεως της νάφθας καί στά μέσα έκτοξεύσεώς της. Τό τελευταίο αύτό γιά τήν κάθαρση ή από­ σταξη τής νάφθας φαίνεται πώς αποτελεί τό πι­ στεύω καί τήν αφετηρία γιά μιά μακριά έρευνητική άνάπτυξη τοΰ καθηγητή Πάρτινγκτον, ό όποιος όμως άρνεΐται κατηγορηματικά τήν ΰπαρζη νίτρου στών Βυζαντινών τό ύγρόν πΰρ. "Αν επιχειρήσουμε, λέγει ό Πάρτινγκτον, νά προστρέξουμε στίς αύθεντικές πηγές, όπως στή Σύν­ τομον Παράδοσιν τών έν Πολέμοις Τακτικών τοΰ Δέον­ τος Σοφοΰ, τήν Άλεξιάδα τής "Αννας Κομνηνής καί τό Βιβλίον Τακτικόν τοΰ Κωνσταντίνου Ζ ' τοΰ Πορφυρογεννήτου, δέν πρόκειται νά είναι πλούσια ή συγκομιδή μας. Στόν Λέοντα βρίσκομε τήν περι­ κοπή, πού μνημονεύθηκε ήδη σ’ αύτό τό Συμπλή­ ρωμα. (Κεφαλ. Δ', τιτλ. II). - Πολλά δέ καί έπιτηδεύματα τοϊς παλαιοϊς καί δη καί τοΐς νεωτέροις έπενοήθη κατά τών πολεμικών πλοίων καί τών έν αύτοϊς πολεμούντων. Οίον τότε έσκευασμέ­ νον πΰρ μετά βροντής καί καπνού προπύρου διά τών σιφώνων πεμπόμενον καί καπνίζον αυτά... Δηλαδή τό μείγμα, πού έλέγετο ύγρόν πΰρ, έκτοξευόταν μέ τούς σίφωνες καί συνοδευόταν άπό κα­ πνόν καί βοητό βροντής. 'Ο Κωνσταντίνος Ζ' ό Πορφυρογέννητος, πέραν τοΰ ότι τό άποκαλεί λαμπρόν βίνα ώσιν στρεπτά, με­ τά λαμπρού), καμιά δέν μάς δίνει άλλη ένδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Περισότερο ομιλητική στό σημείο αύτό είναι ή "Αννα, ή οποία σημειώνει τή σύνθεση ενός έμπρηστικοΰ, χωρίς νά ύπάρχει κάποια βεβαιότητα ότι τό περιγραφόμενο ύλικό είναι τό ύγρόν πΰρ. Εί­ ναι άλλωστε λογικό νά ύποθέσουμε ότι σκοπίμως ή Άννα, όπως καί οί άλλοι έστεμμένοι συγγραφείς, πού πρέπει νά τό γνώριζαν, άπέκρυπταν ή παρα­

ποιούσαν τήν πραγματική σύνθεσή του, έφ’ όσον λαμβάνονταν δρακόντεια μέτρα γιά νά διαφυλαχθεί τό μυστικό του. Γράφει λοιπόν ή βασιλοπούλα: - Τό πΰρ, τό παρασκεύαζαν μέ τόν ακόλουθο τρόπο. Μαζεύεται, άπό τήν πεύκη καί άλλα άειθαλή δένδρα, εύφλεκτο ρετσίνι. Τό ύλικό αύτό τρίβεται μέ θειάφι καί τοποθετείται μέσα σέ σωλήνες άπό καλάμια καί τινά­ ζεται άπό τούς άνδρες πού τό χρησιμοποιούν, μέ δυ­ νατό καί αδιάκοπο φύσημα. Τότε, μέ τή μέθοδο αύτή, συναντά τό πΰρ στήν άκρη τοΰ σωλήνα, παίρνει φωτιά καί πέφτει σάν πύρινος ανεμοστρόβιλος στό πρόσωπο τών πολεμίων. ’Ιδού καί τό κείμενο. - Τούτο δέ τό πΰρ άπό τοιούτων μηχανημάτων αύτοϊς διεσκεύαστο. Άπό τής πεύκης καί άλλων τοιούτων δένδρων άειθαλών συνάγεται δάκρυον εΰκαυστον. Τού­ το μετά θείου τριβόμενον έμβάλλεται εις αύλίσκους κα­ λάμων καί έμφυσάται παρά τοΰ παίζοντας λάβρω καί συ­ νέχει πνεύματι, καθ ’ ούτως όμιλεϊ τω πρός άκραν περί καί έζάπτεται καί ώσπερ πρηστήρ έμπίπτει ταϊς άντιπρόσωπον οψεσι. 'Υπήρχε δηλαδή μιά συσκευή άπό έμπρηστικούς σωλήνες, πού έριχνε μέ φύσημα τή σκόνη ή τόν πολτό τοΰ έμπρηστικοΰ καί είχε πλάι στήν άκρη, ένα προσάναμμα (πιθανόν ένα δαυλό, άπό ρητινού­ χο ξύλο). Καί ή συσκευή αύτή πρέπει νά ήταν δια­ φορετική άπό τό μικροσίφωνον τοΰ Δέοντος, τό όποιο, όπως είπαμε, άποτελεϊτο άπό μιά μικρή χειραντλία. Τό άποτέλεσμα θά ήταν νά παράγει ένα σύννεφο καπνού μέ φωτιά. 'Η "Αννα προσθέτει πώς τό μείγμα τούτο χρησι­ μοποίησαν οί "Ελληνες στήν πολιορκία τοΰ Δυρ­ ραχίου, τό 1108 άπό τούς Νορμανδούς, μέ άρχηγό τόν Βοημοΰνδο. Οί Νορμανδοί είχαν ύπονομεύσει τή γή άπ’ έξω καί οί πολιορκούμενοι Βυζαντινοί έπραξαν τό ’ίδιο άπ’ τό άλλο μέρος, μέχρις ότου συναντήθηκαν οί δύο σήραγγες. Τότε παρουσιά­ στηκαν τά πυροτεχνήματα, τά όποια προκάλεσαν τρόμο στούς Νορμανδούς όχι όμως καί στούς "Ελ­ ληνες. Οί Νορμανδοί, λέγει, έκαψάλισαν τίς γενειά­ δες τους, άλλά δέν έπαθαν τίποτε περισσότερο. 'Ύστερα άπ’ όλα αύτά έρωτάται τί ήταν επιτέλους τό ύγρόν πΰρ; "Αν προσπαθήσουμε ν’ άπαντήσουμε στό άναπάντητο — όπως φαίνεται — έρώτημα, άπό τί άποτελεϊτο τό ύγρόν πΰρ, πρέπει νομίζω νά ξεκινή­ σουμε άπαραιτήτως άπό τό πετρέλαιο. Καί μάλιστα άπό τό άποσταγμένο πετρέλαιο. Τό πετρέλαιο ήταν γνωστό στούς "Αραβες, οί όποιοι πρέπει νά γνώριζαν καλά τήν άπόσταξή του. Μολονότι καί οί "Ελληνες έγνώριζαν τό πετρέ­ λαιο καί κάποιον τρόπο άποστάξεως, δέν είναι τυ­ χαίο τό γεγονός ότι ό έφευρέτης τοΰ ύγροΰ πυρός, προερχόταν άπ’ τόν άραβικό κόσμο. 'Ο Γερμανός Remochi στήν 'Ιστορία τών έκρη-

223

Πυρ, τό έσκευασμένον

κτικών υλών (βιβλ. 856) διαπιστώνει δτι τό πετρέλαιο μπορούσε νά είναι πολύ αποτελεσματικό έμπρηστικο, άν ακοντιζόταν μέ αντλίες, μόνο πώς θά ήταν ένα τεχνητό είδος πετρελαίου (δηλαδή διυλισμένο) σέ άντίθεση πρός τό αύτόρρυτο (τό φυσικό) πετρέλαιο, γιά τό όποιο είχε μιλήσει ’Ιούλιος ό ’Αφρικανός. Καί ότι τούτο είχε άναμιχθεϊ ’ίσως μέ στερεά υλικά. Η συνταγή, πού δίνεται άπό τήν ’Άννα Κομνηνή στήν Άλεξιάδα — καί μνημονεύσαμε — δείχνει δτι τά στερεά αύτά υλικά ήσαν ρετσίνι πεύκου καί θειάφι, τό κύριο δμως συστατικό τό παραλείπει σκο­ πίμως ή βασιλοπούλα. ' Ο άσβέστης ήταν ανάμεσα στά στερεά υλικά; Δέν πρέπει νά ήταν, γιατί ούτε κατάλληλο γιά τή σύν­ θεση τοΰ ύγροΰ πυρός φαίνεται ούτε άναφέρεται πουθενά στά παλαιά κείμενα, σάν συστατικό του ή γίνεται έστω κάποια νύξη γι’ αυτόν. Πρέπει νά έπιμείνουμε στά δυό σημεία: πετρέλαιο υστέρα άπό άπόσταξη καί άνάμιξη μέ στερεά υλικά. Τό πετρέλαιο πού έβγαινε άπό τήν άπόσταξη, μποροΰσε νά έκτοξευθεΐ φλέγόμενο ή νά διαχυθεί καί, στή συνέχεια, νά άναφθεΐ μέ έμπρηστικό βέ­ λος. Μποροΰσε νά έπιπλέει, καιόμενο ακόμη καί πάνω στό νερό. ’Αλλά δέν θά ήταν άποτελεσματικό στούς έκτοξευτές φλογών, δηλαδή στά φλογο­ βόλα τής έποχής έκείνης. Γιατί, καθώς ρίχνεται, διαλύεται γρήγορα καί δέν πηγαίνει μακριά. Πρέ­ πει λοιπόν νά συμπυκνωθεί λίγο ή πολύ, μέ τό νά προσθέσουμε ρητινώδεις ουσίες, σάν αύτές, πού μνημονεύει ή Κομνηνή. 'Η έμβέλεια τοΰ φλογίνου αύτοΰ βλήματος θά είναι, μέχρι ενός σημείου ανά­ λογη μέ τήν πυκνότητα τοΰ ύγροΰ. 'Όλες οί ιδιότητες καί τά αποτελέσματα τοΰ ύ­ γροΰ πυρός, δπως τουλάχιστο μάς διασώθηκαν, δλες οί περιγραφές καί οί πληροφορίες γιά τήν κατασκευή καί τή χρησιμοποίησή του συμφωνοΰν μέ τήν παραπάνω άποψη γιά τή σύστασή του. Τό ιδιαίτερο επομένως μείγμα (ή καί τά μείγματα ίσως), τό όποιον χρησιμοποιούσαν καί τά μηχανικά μέσα γιά τήν εκτόξευσή του, καί τά δύο μαζί δχι μόνο τό ένα, άπετέλεσαν πραγματικά τήν επινόηση τοΰ ύγ­ ροΰ πυρός. Ήταν δηλαδή ή επινόηση αυτή ένα επί­ τευγμα τής χημικής μηχανικής. Σοβαροί διανοούμενοι, τεχνικοί καί μή, συν­ τάσσονται μέ τήν άποψη αύτή. Ό Γίββων, ό γνω­ στός ’Άγγλος ιστορικός, έρχεται πρώτος μέ τό συμ­ πέρασμα δτι κύριο συστατικό τοΰ ύγροΰ πυρός ήταν ή νάφθα. Νάφθα άπλώς άποκαλοΰσε τό ύγρόν πΰρ ό Σύριος ιστορικός Μιχαήλ καί περσικό πετρέλαιο τό θεωρούσε ό καθηγητής Βίγκλεμπ (Wiegleb) (βιβλ. 880). Ό Καρ. Λεμπώ (Charles Lebeau) παραδέχθη­ κε δτι τό ελληνικό πΰρ ήταν πετρέλαιο διυλισμένο κατά κάποιον τρόπο ή διάλυση θείου σέ πετρέλαιο, τό έλαιο τής Μηδίας. Ό καθηγητής Στεφανίδης, γιά τόν όποιο παραπάνω έγινε λόγος, έπέμεινε στό δτι 224

τό μυστικό τών Βυζαντινών έγκειτο στις μεθόδους, καθάρσεως καί στά μέσα γιά τήν εκτόξευσή του. Ούσιαστικά, κατά τόν ναυτικό ιστορικό Κ. Ράδο, δέν ήταν τό ύγρόν πΰρ παρά πυροτεχνικό παρασκεύασμα, άπό νίτρο, θείο, ρετσίνι καί άλλες εύφλεκτες καί εύ­ τηκτες ύλες κι άπ ’ αύτές προέρχονται τά ίδιάζοντα εκρηκτικά χαρακτηριστικά του. Τό πετρέλαιο ήταν , ένα ύλικό γνωστό καί μέ πολλή κατανάλωση στήν Κωνσταντινούπολη, είσαγόμενο κατά πάσα πιθανότητα άπό τήν Κασπία Θά­ λασσα. Τό χρησιμοποιοΰσαν καί στά δημόσια λου­ τρά τά καμίνια, τά όποια θερμαίνονταν μέ τό μηδι­ κόν πΰρ, δηλαδή τό πετρέλαιο. Λουτρόν μετά τοΰ μηδικού πυρός, γράφει ό κουροπαλάτης Γεώργιος Κωδηνός, σέ μιά περιγραφή του γιά τίς αρχαιότητες τής Πόλης. Σύμφωνα μέ τά αραβικά παραμύθια οί Βυζαντινοί είχαν μεγάλες ποσότητες νάφθας, τίς όποιες, γιά λόγους χωρίς άλλο ψυχολογικούς, άποθήκευαν μέσα στίς έκκλησίες. Καθώς πρέπει νά θεωρήσουμε βέβαιο δτι τό πετρέλαιο δέν τό χρησιμοποιοΰσαν αύτόρρυτον δη­ λαδή φυσικό άλλά διυλισμένο, μας παρουσιάζεται τό πρόβλημα πώς γινόταν τήν έποχή έκείνη ή άπό­ σταξη. Άμβικες μέ τή σημερινή κάπως μορφή δηλαδή μιά χύτρα ή λέβητας κάτω καί σκέπασμα σέ σχήμα άνεστραμμένου κώνου πάνω, άπό τόν όποιο ξεκινά ό σωλήνας πού οδηγεί στόν ψυκτήρα αρχί­ ζουν νά χρησιμοποιούνται κυρίως κατά τόν Με­ σαίωνα, περί τό τέλος. Έν τούτοις έλαια, προϊόντα άποστάξεως, ήταν γνωστά στούς Ρωμαίους, δπως τό λάδι τοΰ λεμονιού ή τό λάδι τής τερεβινθίνης. Ό τρόπος άποστάξεως ήταν φυσικά πρωτόγονος. Σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τοΰ Διοσκουρίδη, γιά νά βγάλουν τό ρητινέλαιο κρεμοΰσαν πάνω άπό τό θερ­ μαινόμενο ρετσίνι καθαρό μαλλί. "Οταν τό μαλλί, πού είναι ύγροσκοπικό ύλικό, ύγραινόταν άπό τόν άναφερόμενον άτμόν δηλαδή τούς ύδρατμούς, τό στράγγιζαν σ’ ένα δοχείο. Μιά μέθοδος άποστάξεως περιγράφεται άπό τόν Ισπανοάραβα γιατρό Άμπουλκασή, ή όποια μέ κατάλληλη προσαρμογή μποροΰσε νά παραγάγει ειδικό πετρέλαιο. 'Η μέθοδος αύτή πρέπει νά ήταν γνωστή στήν Κωνσταντινούπολη, δπου ζοΰσαν φημισμένοι άλχημιστές. ’Άν μάλιστα πιστέψουμε τίς άφηγήσεις τών ’Αράβων οί Βυζαντινοί ήταν ειδικοί στήν άπόσταξη τής νάφθας καί τό κάψιμο τών πλοίων. Επομένως τό ύγρόν πΰρ άποτελεϊτο άπό διυλισμένο πετρέλαιο, ώς πρώτο συστατικό καί άπό διάφορες στερεές ουσίες, μέ ή χωρίς νίτρο. Ό Βρεταννός καθη­ γητής ’Όμαν (C. Oman - βιβλ. 844), στήν προσπάθειά του νά συζεύξει τίς διάφορες άπόψεις τών βυζαντινολόγων διατύπωσε τό συμπέρασμα δτι τό ύγρόν πΰρ ήταν μιά ήμίρρευστη ουσία, πού άποτελεϊτο άπό θειάφι, πίσσα, διαλυμένο νίτρο καί πετρέλαιο,

Πΰρ, τό έσκευασμένον βρασμένα όλα μαζί καί ανακατεμένα μέ μερικές λιγότερο σημαντικές καί περισσότερο άγνωστες ου­ σίες. ' Είναι μιά ύπόθεση αξιοπρόσεκτη, πλησιέστερα Ίσως πρός τήν αλήθεια, πού πρέπει νά τή δεχτού­ με όπως τή διατυπώνει. 'Ο καθηγητής όμως Πάρτινγκτον άρνείται τήν ύπαρξη νίτρου, γιατί οί Βυζαντινοί αγνοούσαν τό νίτρο. - Δέν υπάρχει, συνεχίζει, μαρτυρία γιά τήχρησιμοποίη­ ση του στά εμπρηστικά μείγματα πριν άπό τό 1250 καί ό λόγος είναι ότι τό καθαρισμένο νίτρο δέν ήταν γνω­ στό στόν ανατολικό κόσμο καί τό Βυζάντιο πριν άπό τό 1225. Δηλαδή μιά εποχή, κατά τήν οποία τό υγρόν πΰρ είχε πάψει νά χρησιμοποιείται. Καί δέν λείπουν τά έπιχειρήματα στό συγγραφέα τής Ιστορίας τοΰ έλληνικοΰ πυρός καί τής πυρίτιδος. Οί αφηγήσεις — λέγει — γιά τά όπλα, πού χρησι­ μοποιούσαν οί μουσουλμάνοι μέχρι τό 1225, δέν άφήνουν αμφιβολία ότι μέχρι τήν έποχή έκείνη αγνοούσαν τήν πυρίτιδα καί κανένα αραβικό έργο,

πριν άπ’ αύτή δέν μνημονεύει τό νίτρο. 'Η πρώτη θετική μνεία τοΰ νίτρου σέ αραβικό έργο είναι τοΰ Al-Baytar (πέθανε τό 1248), πού τό έγραψε στά τελευταία του καί όπου τό νίτρο ονομάζεται χιόνι τής Κίνας. "Οταν περάσει στά χέρια τών ’Αράβων τόν 13ον αιώνα, τό ύγρόν πΰρ — καί ασφαλώς όχι αύτούσιο — θά έμπλουτισθεί μέ τό καινούριο συστατικό, δανει­ σμένο όπως φαίνεται άπό τούς Κινέζους, τό νίτρο. Στήν έπιχειρηματολογία τοΰ Πάρτινγκτον άπαντοΰν οί άντιφρονοΰντες ότι τό νίτρο ήταν γνωστό στούς Βυζαντινούς πριν άπό τόν 13ον αιώνα, μέ διά­ φορες όμως ονομασίες καί ή εμπρηστική υλη τών ’Αρά­ βων δέν ήταν τό πραγματικό ύγρόν πΰρ, μολονότι μερι­ κές φορές έφερε τό ονομά του. ' Επομένως δέν φαίνε­ ται νά σφάλλει ή σχολή τοΰ νίτρου καί ’ίσως ή σύν­ θεση τοΰ ’Όμαν, πού μόλις παραπάνω έσημείωσα νά βρίσκεται πιό κοντά στήν άλήθεια. Δηλαδή τό ύγ­ ρόν πυρ άποτελεϊτο άπό θειάφι, πίσσα, διαλυμένο νίτρο καί πετρέλαιο μαζί μέ άλλες ουσίες λιγότερο σημαντικές καί περισσότερο άγνωστες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ’Ιδιότητες τοΰ ύγροΰ πυρός ’Εάν τώρα θελήσουμε νά συνοψίσουμε, γιά τήν πληρότητα τής μελέτης, τίς ιδιότητες τοΰ ύγροΰ πυρός, πρέπει νά αρχίσουμε μέ τό ότι τό νερό έτρε­ φε τό ύγρόν πΰρ, άντί νά τό σβήνει. Μποροΰσε τούτο νά σβήσει μόνο μέ τό ξίδι, τόν άμμο ή τό χώμα καί, σύμφωνα μέ ορισμένες αφηγήσεις, μέ τά ούρα. 'H βίαιη έκρηξη, βροντή, καπνός, γρήγορη διαδρομή σάν τής άστραπής κλπ. άποτελοΰσαν τίς έξωτερικές έκδηλώσεις του καί ήσαν άνάλογες μέ τίς έκδηλώσεις τής πυρίτιδος. Γι’ αύτό πολλοί έπιστήμονες δέχθηκαν ότι περιείχε βροντώδη μείγματα, όπως ή πυρίτις καί είχε περισσότερη νάφθα, πού έκαιγε πάνω στό νερό. 'Ο ’ίδιος ό Λέων μας βεβαιώνει πώς τό έσκευασμέ­ νον πΰρ μετά βροντής καί καπνοΰ προπύρου διά τών σιφώνων πεμπόμενον καί καπνίζον αυτά, ότι δηλαδή καθώς έκτοξευόταν μέ τούς σίφωνες, προκαλοΰσε βροντή καί καπνό. Κατά τόν χρονογράφο Νέστορα (1050-1116), τά βυζαντινά πλοία εξακόντιζαν κατά τών ρωσικών πλοίων τοΰ ήγεμόνα τοΰ Κιέβου Ίγγόρ μίαν φωτιά, όμοίαν πρός τήν τοΰ ούρανοΰ. Κι όταν στή ρωσική αύτή επίθεση τοΰ 941 καταστρεφόταν ό στόλος τοΰ έπιδρομέως άπό τό ύγρόν πΰρ, ό Ρώσος χρονογράφος έγραφε μέ έμφαση. 2/15

- '0 "Ελλην στρατηγός, οπλισμένος μέ κάποιο ιπτά­ μενο πΰρ έζακοντίζει μέ σωλήνες τή φλόγα του κατά τών ρωσικών πλοίων. 'Έκτακτον τό θέαμα καί τρομακτι­ κόν. Οί Ρώσοι στή θέα τοΰ μαγικού τούτου πυρός ρί­ χνονται στή θάλασσα καί λίγοι κατορθώνουν νά ίδοΰν πάλι τήν πατρίδα Χαρακτηριστικό είναι τό παρακάτω άπόσπασμα Βυζαντινοΰ χρονογράφου, ό όποιος, μέ τό στοιχείο τής ύπερβολής, όμιλεΐ γιά τά άποτελέσματά του. - Τό ελληνικόν πΰρ έκαιγε στό νερό καί κατέτρωγε τά πάντα 'Όχι τά λιθάρια άλλά καί τό σίδερο άκόμη δέν μπορούσαν νά άντέξουν στήν έπαφή τού. "Οταν ριχνόταν μέ τούς σίφωνες καί τίς βαλλίστρες σέ μεγάλη ποσότητα περνούσε τόν άέρα μέ τή λάμψη άστραπής καί τοΰ κεραυνού τόν κρότο, κατέκαιγε δέ μέ φρικώδη έκπυρσοκρότηση ολόκληρα τάγματα, ολόκληρες οικο­ δομές, ολόκληρα πλοία. 'Υπερβολές, χωρίς άλλο. 'Ο Λουδ. Λαλάν πι­ στεύει πώς τά αποτελέσματα τοΰ ύγροΰ πυρός ήσαν πολύ περιορισμένα. Κατ’ αύτόν, ή φοβερή έπινόηση, τήν όποια οί Βυζαντινοί κατέστησαν μυστι­ κό τοΰ κράτους, έπαιζε πάντοτε στις ναυτικές συγ­ κρούσεις τό ρόλο φοβήτρου. Κι ό Λουδ. Μπρεγιέ συμμερίζεται τήν άποψη, 225

Πυρ, τό έσκευασμένον

πώς τά αποτελέσματα του ύγροϋ πυρός έφθασαν σ’ έμάς έξογκωμένα. Χρησίμευε, λέγει, τοΰτο στίς ναυμαχίες καί στίς πολιορκίες τών πόλεων, γιά νά καίει, τά ξύλινα πλοία ή τίς ξύλινες κατασκευές στίς οχυρώσεις. Δέν μπορούσε νά έκτοξευθεΐ παρά μόνο μέ ήσυχον καιρό. Μην ξεχνούμε όμως ότι γιά κανένα καινούριο μέσο ή όπλο, τό όποιο συμβαίνει νά αγνοεί ό πληττόμενος, δέν έλειψε τό στοιχείο τοϋ αιφνιδιασμού καί ό ύπερβολικός φόβος. Καί άπό τήν άρχή αύτή δέν θ’ άποτέλεσε φυσικά έξαίρεση τό ύγρόν πΰρ τών 'Ελλήνων. Οί ίδιότητές του άλλωστε νά μή σβήνει μέ τό νερό, νά έχει ή φλόγα του, όταν έκτοξεύεται μέ τούς σίφωνες, φορά όχι μόνο ανοδική αλλά καί πρός τά κάτω ή τά πλάγια, τοϋ πρόσδιδαν χαρακτήρα μοναδικό μέ ιδιότητα ύπερκόσμια, πού φυσικόν ήταν νά έντυπωσιάζει περισσότερο άπό τό πραγματικό άποτέλεσμα, τό όποιον προκαλοϋσε. Μήπως άλλωστε ό αύτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ ' ό Πορφυρογέννητος δέν έγραψε ότι ή συνταγή γιά τό ύγρόν πΰρ είχε άποκαλυφθεϊ άπό έναν άγγελο στόν Μεγ. Κωνσταντίνο, γιά τήν προστασία τών χριστιανών

εναντίον τών βαρβάρων; Καί οί πρώτοι χημικοί δέν άποκαλοϋσαν τήν επιστήμη τους θεία τέχνη-, Σ’ έναν κόσμο βαρβάρων καί μή, χριστιανών ή όχι, πού παρά τίς προόδους του κυριαρχείτο άπό τίς δεισιδαιμο­ νίες καί τόν τρόμο τοϋ Θείου, τοϋτο, δηλαδή ή θεία προέλευση τοϋ ύγροϋ πυρός έπρόσθετε άκαταμά­ χητη δύναμη στό μυστικό τών Βυζαντινών όπλο. Μέ τίς άρετές λοιπόν πού είχε τό ύγρόν πΰρ, έγινε όπλο νέο καί φοβερό. Μολονότι όμως έδωσε μεγάλη ώθηση στά μέσα έπιθέσεως, έξακολούθησε νά χρησιμοποιείται μέ τόν ’ίδιο, τόν παλιό χειροκί­ νητο τρόπο, όπως καί τά πριν άπ’ αύτό όπλα. 'Η δύ­ ναμή του κράτησε ώς τήν ήμέρα πού άνακάλυψαν τήν προωστική ιδιότητα τών χημικών του ούσιών, κάτι πού άγνοοϋσαν τελείως οί άρχαίοι. Πρώτη εφαρμογή τής έφευρέσεως αύτής είχαν στήν αύτόματη κίνηση τοϋ πυραύλου. 'Η ριζική μεταβολή, πού έπήλθε, έξαφάνισε τίς πολεμικές μηχανές, πού χρησιμοποιούντο άπό δύο χιλιάδες χρόνια καί έφερε έπανάσταση στήν πολεμική τέχνη, τόσο στήν ξηρά όσο καί τή θάλασσα. Μιά έπανάσταση, πού συνεχίζεται...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Που καί πότε τό χρησιμοποίησαν Στίς άρχές τοϋ 13ου αιώνα είχε πάψει νά χρησι­ μοποιείται άπό τούς Βυζαντινούς τό ύγρόν πϋρ. Φαί­ νεται πώς τελευταία φορά τό χρησιμοποίησαν κατά τή βασιλεία Ίσαακίου Β' τοΰ ’Αγγέλου (11851195), έναντίον τών ψαράδων τής Προποντίδος, πού είχαν στασιάσει καί πού τά πλοιάριά τους κατέκα­ ψαν οί βασιλικοί δρόμωνες μέ τό ύγρόν πΰρ. Κατά τήν κατάληψη τής Κωνσταντινουπόλεως άπό τούς Σταυροφόρους τό 1204, δέν άναφέρεται τό όπλο τοϋτο στίς πολεμικές έπιχειρήσεις, άπό τούς Βυζα­ ντινούς ή ξένους χρονογράφους. Έν τούτοις Νικήτας Άκομινάτος ό Χωνιάτης, σημειώνει ότι στήν κατάληψη τής Πόλης τό 1204, στήν οποία ήταν αύτόπτης μάρτυρας, μεταχειρί­ στηκαν οί Λατίνοι δοχεία, πού περιείχαν ύγρόν πϋρ. - Τό ύγρόν πΰρ, ό τοϊς στέγουσιν έφυπνοΰν σκεύει κα­ τά τάς άστραπάς έξαίφνης πρόϊησι τά έξάλματα καί πιμπρα καθ’ ών διεκπίπτον άφίεται. (... καί κατακαίει τό ύγρόν πΰρ - εκείνες τίς στέγες, πάνω στίς όποιες πέφτει). Παρά όμως τήν έντιμη μαρτυρία τοϋ χρονο­ γράφου, δέν είναι βέβαιο ότι τό έμπρηστικό ύλικό, πού είχαν τά δοχεία, ήταν τό πραγματικό ύγρόν 226

πϋρ. Πάντως καί άν συνέβη τέτοιο πράγμα χρήση τοϋ ύγροϋ πυρός στήν καθαυτό πολεμική έπιχείρηση δέν άναφέρεται. Ούτε κατά τούς χρόνους, πού άκολούθησαν τή φράγκικη άλωση, μέχρι τό 1453, παρουσιάστηκε τό ύγρόν πϋρ. 'Όταν τό 1373 οί Γενοάτες μέ 36 πλοία πολιόρκησαν καί κατέλαβαν τό φρούριο τής Πά­ φου στήν Κύπρο, οί ύπερασπιστές του χρησιμο­ ποίησαν καί ύγρόν πΰρ (λαμπρόν ελληνικόν), όπως τό ονομάζει ό Μαχαιρας - III παραγρ. 380), προκαλώντας μεγάλη ζημιά στά πλοία τών πολιορκη­ τών. Πώς όμως διέθεταν ύγρόν πΰρ στό μακρινό νησί τής Κύπρου, όταν ή αυτοκρατορία τό είχε ξεχάσει περισσότερο άπό έναν αιώνα; ’Όχι βέβαια άδύνατο, άλλά λίγο πιθανό. Κατά τήν πολιορκία τής Κωνσταντινουπόλεως άπό τό σουλτάνο Μουράτ Β' (τό 1422) καί τήν πο­ λιορκία καί άλωση άπό τόν’ίδιο τής Θεσσαλονίκης (τό1430) έγινε χρήση καί άπό τίς δυό πλευρές — έκ­ τος βέβαια άπό τήν πυρίτιδα — καί έμπρηστικών ύλών, πού δέν ήσαν όμως ύγρόν πΰρ. Τό ’ίδιο πρέπει νά δεχθοΰμε γιά τόν άγώνα, πού τελείωσε μέ τήν άλωση τής Πόλης άπό τούς Τούρ­ κους, τό 1453. Καί τούτο μολονότι βεβαιώνουν τό

Πΰρ, τό έσκευασμένον

αντίθετο οί Γεώργιος Φραντζής καί Μιχαήλ Δού­ κας, πού έζησαν τούς χρόνους τής άλώσεως. Μάλιστα ό Φραντζής γράφει δτι ένας πολιορκη­ τικός πύργος κάηκε άπό τό υγρό πύρ, μολονότι τόν προστάτευε τριπλό σκέπασμα άπό βοϊδινά δέρ­ ματα. ’Ιδού τί γράφει άκόμη ό Φραντζής σχετικά μέ τό υγρόν πΰρ κατά τήν "Αλωση. - Ήθέλησε λοιπόν (ό σουλτάνος) νά χρησιμοποιήσει άλλο πολεμικό τέχνασμα. Διέταξε νά παρουσιασθοΰν έμπρός του άνθρωποι, πού γνώριζαν καί μπορούσαν νά κάνουν υπόγειες στοές, γιά νά περάσει μέσα άπ ’ αυ­ τές ό στρατός καί νά εισβάλει μέ ευκολία στήν Πόλη. Οί άνθρωποί του άρχισαν νά σκάβουν τή γή σύμφωνα μέ τή διαταγή του. Στήν Πόλη όμως υπήρχε κάποιος, μέ τό άνομα Ιωάννης άπό τή Γερμανία, πού ήταν πολύ έμπειρος στήν πολεμική τέχνη καί ήξερε νά κατασκευάζει τό υγρόν πΰρ. Αύτός μόλις έμαθε τό σχέδιο τών Τούρκων, άνοιξε μέσα άπό τήν Πόλη άλλη υπόνομο καί τήν γέμισε καλά μέ ύγρόν πυρ. "Οταν οί Τούρκοι άρχισαν νά προχω­ ρούν χαρούμενοι μέσα στόν υπόνομο, ό Ιωάννης άναψε τή φωτιά, πού είχε τοποθετήσει στήν άλλη άκρη τού άνοίγματος. Πολλοί τότε άπό τούς έχθρούς κάηκαν ζωντανοί καί τό τέχνασμά τους άπέτυχε. Άπό τήν άλλη πλευρά οί Τούρκοι άναψαν καί αυτοί ύγρόν πύρ πού είχαν παρασκευάσει, άλλά δέν μπό­ ρεσαν νά κάμουν τίποτε. Μέρος μόνο έπεσε άπό έναν παλιό πύργο, μέ τήν έκρηξη τής φωτιάς, άλλά τό φτιά­ ξαμε άμέσως. Είχαν έπίσης κατασκευάσει καί πάμπολλες πολιορ­ κητικές μηχανές, πού είχαν έφοδιαστεϊ μέ τό γνωστό ύγρόν πΰρ. 'Ο ’ίδιος συγγραφέας τής 'Αλώσεως, στό περιστα­ τικό τής 20ης ’Απριλίου 1453, βάζει τόν Φλαντανελλά, κυβερνήτη του βασιλικού δρόμωνος πού μέ τρία γενοβέζικα πλοία προσπαθούσε νά περάσει μέσα στόν Κεράτιο Κόλπο — τόν βάζει, ν’ άντικρούει τό πλήθος τών σουλτανικών πλοίων μέ πέ­ τρες καί βόμβες, κατασκευασμένες μέ ύγρόν πΰρ. Τή μεγάλη δέ καί ζοφερή ήμέρα τής 'Αλώσεως, οί ίδικοί μας, κατά τόν Φραντζή πάντοτε, έκτόξευαν ύ­ γρόν πύρ, μέ τίς πολεμικές μηχανές πού είχαν κατα­ σκευάσει - καί έκαιγαν τούς έχθρούς. Παρά όμως τίς τόσες καί τόσες βεβαιώσεις τοΰ Φραντζή καί τοΰ άλλου χρονογράφου, τοΰ Δούκα, τό πιθανότερον είναι — γιατί όχι καί βέβαιο — δτι έπρόκειτο γιά άλλο εμπρηστικό ύλικό καί δχι τό ύγρόν πΰρ. ’Από δυό καί πλέον αιώνες είχε πάψει ή αύτοκρατορία νά διαθέτει τά μέσα, πού συντηροΰσαν τό περίφημο αύτό δπλο. Μέ τήν άπώλεια τών άσιατικών περιοχών στερήθηκε τό Βυζάντιο άπό τίς πηγές τών πρώτων ύλών (πίσσα, νάφθα κλπ.) πού ήσαν άπαραίτητες γιά τό πύρ τό έσκευασμένον. Είναι δμως αύτό ή μήπως στήν προϊοΰσα διάβρω­

ση καί τήν ολισθηρή παρακμή άπέριψε άπό νωθρότητα ή άμέλεια τό Βυζάντιο τήν άσπίδα, πού προστά­ τευε τήν ύπαρξή του; Τό γεγονός δτι τό ύγρόν πΰρ παραχώρησε, άργά ή γρήγορα, τή θέση του σ’ ένα καινούριο ύλικό, τήν πυρίτιδα κι ένα καινούριο δπλο, τό πυροβόλο, δέν άλλάζει τήν κατάσταση καί δέν φωτίζει τό μυστικό. Έπίστεψαν στό 18ον αιώνα δτι τό μυστικό τής κατασκευής τοΰ ύγροΰ πυρός, πού είχε όριστικά χαθεί έξι αιώνες πριν, τό ξαναβρήκαν πάλι. Κάποιος Ντυπρέ (Dupré) τό έπινόησε κι άπ’ αύτόν άγόρασε τήν έπινόηση ό βασιλιάς τής Γαλλίας. Είχε μάλιστα διαδοθεί δτι άπό φιλανθρωπία ό ήγεμόνας αύτός έριξε στή λήθη τή φοβερή έπινόηση. Καί είπαν, τό έγραψε καί ή ιστορία, δτι ό εφευρέτης κλείστηκε στή Βαστίλλη, γιά νά μή διαφύγει τό μυστικό του. Τό βεβαιωμένο πάντως είναι δτι τό γαλλικό ναυτικό έκαμε σειρά δοκιμές μέ τό καινούριο δπλο. Σέ μιά μάλιστα δοκιμή πού έγινε στή γαλλική Άβρ μέ άντλία, ή όποια έξακόντιζε πετρέλαιο, κάηκε ένα πλοιάριο. Καί στήν πολιορκία τοΰ Παρισιοΰ, τούς χρόνους εκείνους, έγιναν πειράματα γιά τήν κατα­ σκευή ύγροΰ πυρός. ’Έσβησε λοιπόν τό ύγρόν πΰρ — γιά τούς Βυ­ ζαντινούς τουλάχιστον — πρός τό τέλος τοΰ 12ου αιώνα. Κατά τό διάστημα δμως τών πέντε καί πλέον αιώνων, πού τό χρησιμοποίησαν, έσωσε σέ πολλές περιστάσεις τό Βυζάντιο καί προστάτεψε ένα πολι­ τισμό: τόν πολιτισμό, πού έδεσε τήν κλασική αρ­ χαιότητα καί τόν ελληνιστικό κόσμο μέ τή Δυτική ’Αναγέννηση τών νεωτέρων χρόνων. Δέν έχομε φυσικά μαρτυρίες γιά δλες τίς περιπτώσεις, μολονότι ορισμένοι ιστορικοί προκειμένου νά έξηγήσουν τήν κατίσχυση τών βυζαντινών δπλων δέν διστάζουν νά καταφύγουν στό ύγρόν πΰρ, ώς τόν άπό μηχανής θεό. Άπό τίς περιπτώσεις δμως, πού μάς είναι γνωστές καί ιστορικά άναντίρρητες, άξίζει νά ση­ μειώσουμε μερικές σάν μαρτυρίες αυθεντικές, γιά τήν ύπαρξή του καί τήν ισχύ του. ’Εκτός άπό τόν πόλεμο τών Αράβων στό τέλος τοΰ 7ου ή στίς άρχές τοΰ 8ου αιώνα, κατά τόν όποιο χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά καί γιά τόν όποιο ήδη έγινε λόγος, έχομε τήν περίπτωση τής πολιορκίας καί άλώσεως τής Άγχιάλου άπό τούς Βουλγάρους τό 813 μ.Χ. 'Όταν οί Βούλγαροι μπή­ καν στήν πολιορκημένη πόλη, βρήκαν κατά τόν χρονογράφο τής έποχής καί σίφωνας χαλκού τριά­ κοντα έξ καί τοΰ δι ’ αύτών έκπεμπομένου πυρός ούκ ολίγον. Τήν έποχή Βασιλείου Α' τοΰ Μακεδόνος (867886) ό άραβικός στόλος έπρόσβαλε τή Χαλκίδα, οπότε ό στρατηγός Οίνειάτης, πού διηύθυνε τήν άμυνα τής πόλεως, έξακόντισε άπό τό ύψος τών τει­ χών ύγρόν πΰρ κατά τών πλοίων τοΰ έχθροΰ καί τόν άνάγκασε νά άποχωρήσει. Τοΰτο πρέπει νά συ­ 227

Πυρ, τό έσκευασμένον

νέβη γύρω στά 880. ’Άλλος όμως στόλος άπό 27 κουμβάρια (τύπος αραβικού πλοίου) εστάλη στό Αιγαίο άπό τόν έμίρη τής Κρήτης, μέ άρχηγό τόν άρνησίθρησκο Φώτιο καί, περνώντας τόν 'Ελλή­ σποντο, έφθασε μέχρι τήν Προκόννησο, στήν Προποντίδα. ’Εναντίον του βγήκε τότε ό ναυάρχος Νικήτας Ώορύφας, πού έκαψε τά είκοσι κρητικά πλοία καί άνάγκασε τά υπόλοιπα νά φύγουν. 'Ο Φώτιος δέν έγκατέλειψε τήν προδοτική του δράση καί παίρνοντας άλλα πλοία άπό τήν Κρήτη, τά οδήγησε στό Ίόνιο, όπου άρχισε νά λεηλατεί τά νησιά καί τά παράλια τής δυτικής 'Ελλάδος. Καί πάλι ό Ώορύφας τόν κυνήγησε καί κατέκαψε τά πλοία του μέ τό ύγρόν πΰρ, άφοΰ μάλιστα — γιά νά αίφνιδιάσει τόν εχθρό — ύπερνεώλκησε τούς δρό­ μωνες άπό τόν ’Ισθμό τής Κορίνθου. Τόν καιρό, πού βασίλευε στήν Πόλη Κωνσταν­ τίνος Ζ' ό Πορφυρογέννητος, ό στρατηγός στό Θέμα τών Κιβυρραιωτών, πατρίκιος Βασίλειος ό 'Εξαμηλίτης, βγήκε μέ στόλον άπό δρόμωνες κατά τών ’Αράβων τής Αίγύπτου, πού έκτελοϋσαν επι­ χειρήσεις στά νότια τής Κιλικίας. Μολονότι ό 'Ε­ ξαμηλίτης υστερούσε σέ άριθμό πλοίων έπετέθη άκράτητος, έχοντας έμπιστοσύνη στήν έμπειρία καί τήν ικανότητα τών πληρωμάτων. Καί στήν ορ­ μή του πρόσθεσε τό ύγρόν πΰρ, μέ τό όποιον έκέρδισε περιφανή νίκη. 'Υγρόν πΰρ κατά τών πολιορκητών χρησιμοποίη­ σαν οί "Ελληνες στήν πολιορκία τοΰ Δυρραχίου άπό τόν ήγεμόνα τών Νορμανδών τής Κάτω ’Ιτα­ λίας, Ροβέρτο Γουϊσκάρδο, τό 1081 μ.Χ. Γιά τό πολεμικό αύτό έπεισόδιο έχομε πληροφορίες άπό τήν ’Άννα τήν Κομνηνή, κατά τήν όποια οί Βυζαν­ τινοί κατέκαυσαν, μέ τό ύγρόν πΰρ καί ποικίλες άλλες εμπρηστικές ύλες, τήν κολοσσιαία έλέπολη τών πολιορκητών, δηλαδή τόν ύψηλό άπό ξύλο πολιορκητικό πύργο. - Ό πολιορκητικός πύργος, γράφει ή ’Άννα, πού κατασκευάστηκε άπό τό ξύλο τών ενετικών καραβιών, τά όποια είχαν παροπλισθεϊ, είχε μέσα μιά πλατιά σκά­ λα καί πεντακόσιους στρατιώτες μέ πλήρη οπλισμό. Κατά τόν χρόνο τής κατασκευής τοΰ πύργου έκτιζαν οί πολιορκούμενοι στίς επάλξεις μιά λεπτή κατασκευή άπό ιστούς καί κεραίες, πού προκαλοϋσε τόν χλευασμό καί τήν περιφρόνηση τών Νορμανδών. '0 τεράστιος πύργος μετακινήθηκε σέ μιά κεκλιμένη επιφάνεια καί μέ τροχούς, πρός τόν τοίχο. Τότε ή ελαφρά κατασκευή τοΰ τείχους χαμήλωσε καί γάντζωσε τήν κινουμένη γέ­ φυρα (τοΰ πύργου), ώστε νά τήν άκινητήσει. Τήν ίδια στιγμή ξεχύθηκε άπό τά τείχη μεγάλη πο­ σότητα εμπρηστικού υλικού πάνω στόν ξύλινο πύργο, ό όποιος δέν άργησε νά τυλιχθεΐ μέ φλόγες καί καπνό. Καθώς δέ ό πύργος κατέρρευσε καί εξουδετερώθηκαν οί μαχητές του, πραγματοποίησαν έξοδο οί πολιορκούμενοι καί συμπλήρωσαν τήν καταστροφή (τών Νορμαν­ 228

δών). 'Υγρόν πΰρ χρησιμοποίησε τό βασιλικό πλώιμον, πιστό στόν αύτοκράτορα, κατά τίς διάφορες στάσεις τοΰ Κοσμά (727 μ.Χ.), τοΰ Θωμά (822-823) καί τών Βάρδα Σκληροΰ (976) καί Βάρδα Φωκά (987) καί συνέτριψε τά πλοία τών στασιαστών. Τό πιό ενδιαφέρον όμως περιστατικό, στή στα­ διοδρομία τού ύγροΰ πυρός, είναι ή δράση του εναν­ τίον τών Ρώσων. Πλήθος μεγάλο άπό ρωσικά πλοία — σέ χιλιάδες τά ανεβάζουν οί χρονογράφοι, αφού τά ονομάζουν μυριόστολον στρατόν — έπέδραμαν κατά τής Κωνσταντινουπόλεως τό 941 μ.Χ., έπί Ρωμανού A ' τοΰ Λεκαπηνοΰ καί Κωνσταντίνου Ζ ', τών συναυτοκρατόρων. Περιγραφή τής μάχης αύτής μάς δια­ σώζει ό Λουϊτπράνδος τής Κρεμόνας (10ος αιώνας), πού ό άνεψιός του ήταν τότε πρεσβευτής στήν Πό­ λη. - Ό ρωσικός στόλος, άπό μερικές χιλιάδες πλοία, ένικήθη άπό δεκαπέντε ήμίφρακτα (σημ. όχι μέ πλήρες κατάστρωμα), τά όποια έριχναν τό πΰρ άπό όλα τά σημεία, τήν πρώρα, τήν πρύμη καί τίς δύο πλευρές καί οί Ρώσοι, γιά νά μήν καούν, έπεφταν στή θάλασσα. Ε­ κείνοι, πού βάρυναν άπό τόν οπλισμό τους βούλιαζαν άμέσως καί όσοι μπορούσαν καί έπέπλεαν, κάηκαν ζωντανοί. ’Έσβησαν τήν φωτιά αύτή μόνο μέ ξίδι... 'Όσοι σώθηκαν είναι αύτοί, πού γυρίζοντας στή χώρα τους δικαιολόγησαν τήν καταστροφή, λέγον­ τας, ότι οί 'Έλληνες έριχναν μίαν φωτιά όμοίαν πρόν τήν τοΰ ουρανού καί μέ αυτήν κατέκαιαν τά ρωσικά πλοία (χρονογράφος Νέστωρ). Τόση δέ ήταν ή έντύπωση τοΰ τρόμου, πού είχε προκαλέσει τό όπλο αύτό, ώστε νά νικηθοΰν οί Ρώ­ σοι, χρόνια αργότερα μέ μόνη τήν άπειλή καί τήν άνάμνησή του. Ό Βυζαντινός ιστορικός Λέων ό Διάκονος, ό όποιος παρακολούθησε τήν τιμωρό έκστρατεία τοΰ Ίωάννου Α' Τσιμισκή εναντίον τών Ρώσων, πού είχαν καταλάβει τή βυζαντινή Βουλ­ γαρία, γράφει ότι τό καλοκαίρι τοΰ 971 πολιορκοΰσε ό βασιλιάς τών Ρώσων Σβιατοσλάβος (ή Σφενδοσθλάβος), γιός τοΰ Ίγγόρ, τό Δορύστολο, τή σημερινή Συλίστρια. 'Όταν όμως παρουσιά­ στηκε ό βυζαντινός στόλος, άφοΰ άνέπλευσε τό Δούναβη, άναγκάστηκε ό Ρώσος νά ζητήσει ειρήνη. Κύριος δέ όρος σ’ αύτή τήν ειρήνη ήταν ν’ άφήσει ό βυζαντινός στόλος τούς Ρώσους νά περάσουν άνενόχλητοι τό ποτάμι καί νά γυρίσουν στή χώρα τους. - Έκτόπως γάρ έδεδίεσαν οί Ρώσοι τό Μηδικόν Πΰρ, τό δυνάμενον καί λίθους άποτεφρεϊν. (Γιατί ύπερβο­ λικά είχαν φοβηθεί οί Ρώσοι τό Μηδικόν Πΰρ πού μποροΰσε ν’ άποτεφρώνει καί τίς πέτρες). Καί τού­ το, δηλαδή φοβήθηκαν, γιά τό λόγο ότι άκηκόεσαν γάρ πρός τών γεραιροτέρων τών σφών έθνους ώς τόν μυριόστολον στρατόν ’Ίγγορος, τοΰ τόν Σφενδοσθλάβον τεκοΰντος (τοΰ πατέρα δηλαδή τοΰ Σφενδοσθλάβου), Ρωμαίοι (- 'Έλληνες) τω τοιούτω Μηδικω πυρί

Πυρ, τό έσκευασμένον

κατά τόν Εΰξεινον έζετέφρωσαν. Χρήση τοϋ ύγροΰ πυρός έχομε κατά τή ναυμα­ χία τών 'Ελλήνων καί τών Πιζάνων, κοντά στή Ρό­ δο, τό 1103, περιγραφή τής οποίας, όπως σημείωσα παραπάνω γνωρίζομε άπό τήν ’Άννα Κομνηνή. "Ενα άπό τά βυζαντινά πλοία, εφοδιασμένο στήν πλώρη μέ σωλήνα, πού έβγαινε άπό κεφάλι λιον­ ταριού, έπετέθη έναντίον ενός πλοίου τών Πιζά­ νων, τό όποιον έμβόλισε στήν πρύμη καί εριχνε μέ αντλία επάνω του ύγρόν πυρ. Οί Πιζάνοι τράπηκαν σέ φυγή, καθώς δέν έγνώριζαν άπό πριν τή συσκευή αύτή καί μάλιστα άποροΰσαν πώς ή φωτιά, ή όποια συνήθως πηγαίνει πρός τά επάνω, μπορούσε νά κατευθυνθεί πρός τά κάτω ή πρός άλλη πλευρά, άνάλογα μέ τήν έπιθυμία τού πολεμιστοΰ πού βάλ­ λει (i). 'Υγρόν πΰρ χρησιμοποιεί τήν έποχή τού Ρωμανού

Β', ό στρατηγός — καί κατόπιν αύτοκράτορας — Νικηφόρος Φωκάς κατά τήν έπική έκστρατεία του στήν Κρήτη καί συγκεκριμένα κατά τήν πολιορκία τού Χάνδακος (έτος 960-961). Τό ’ίδιο κάνουν καί οί κάτοικοι τής Κωνσταντινουπόλεως κατά τών Νορμανδών, πού έπιχείρησαν νά κάψουν τά περί­ χωρα τής Πόλης, γύρω στό 1150. ’Άλλη περίπτωση είναι στήν καινούρια επιδρομή τών Ρώσων, μέ άρχηγό τόν Βλαδίμηρο, γιό του Γιαροσλάβου, ήγεμόνος τού Κιέβου. Συνέβη στή βασιλεία Κωνσταντί­ νου τού Μονομάχου, μέσα τού Που αιώνα. 'Όπως έσημείωσα ήδη γιά τελευταία φορά χρησιμοποίησαν οί Βυζαντινοί τό ύγρόν πΰρ, γιά νά κτυπήσουν τούς ψαράδες τής Προποντίδος πού είχαν στασιάσει. 1) Βλ. τό κείμενο στό Κεφ. Δ-ΙΠ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Τό μυστικό του ύγροΰ πυρός Μόλον πού οί ’Άραβες έγνώριζαν τό πετρέλαιο καί χρησιμοποιούσαν έμπρηστικά στούς πολέμους, όμως κατά τήν πρώτη χρήση του, γύρω στά 673 ή κατ’ άλλους στό 717-718 μ.Χ. έτρόμαζαν άπό τάπαράζενα καί καταπληκτικά αποτελέσματα τοϋ τεχνητού πυρός (Γίββων). Καί ό Καρ. Λεμπώ στήν ιστορία του έχει γράψει πώς είναι απίθανο οί 'Άραβες νά είχαν έπινοήσει τό υγρόν πυρ καί οί Βυζαντινοί νά τό έμαθαν άπ ’ αυτούς, άφοΰ οί 'Άραβες ύπέφεραν άπό τή χρησι­ μοποίησή του γιά σημαντικό χρονικό διάστημα, πριν μάθουν τί περίπου ήταν. Τό ύγρόν πυρ — λέγει ό Λεμπώ — χρονολογείται άπό τήν έποχή πού επινοήθηκε στή Δύση (εννοεί στήν Εύρώπη). ΤΗταν δηλαδή τό ύγρόν πΰρ άποκλειστικό μυ­ στικό τών Βυζαντινών. Καί, όπως έσημείωσα, δέν ήταν μικρότερη ή τρομάρα, πού δοκίμασαν οί Ρώσοι καί τόσοι άλλοι άντίπαλοι, μέ τούς όποιους είχε νά παλέψει τούς πέντες αιώνες τής χρήσεώς του τό Βυζάντιο. Πρέπει δέ νά θεωρήσουμε φυσικό πώς όλοι αύτοί οί άντίπαλοι θά κατέβαλαν κάθε προσπάθεια νά άποκτήσουν τό μυστικό τής παρασκευής του ή τουλάχιστο νά παρασκευάσουν καί έκείνοι κάτι άνάλογο, σέ δραστικότητα καί αποτέλεσμα. — Τό πέτυχαν; Καί έδώ, όπως στή σύνθεσή του, έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές. ’Όχι! άπαντοΰν οί μέν. Καί δέν τό πέτυχαν ούτε έκείνοι ούτε οί μεταγενέστεροι, ιστορικοί καί χημι­ κοί έρευνητές έπί αιώνες! Τό μυστικό τοΰ ύγροΰ

πυρός — λένε — χάθηκε μαζί μέ τό Βυζάντιο. Καί δέν ξέρει κανείς τί νά ζηλέψει περισσότερο: Τό ’ίδιο τό όπλο, μέ τά καταστρεπτικά άποτελέσματά του ή τή διατήρηση τοΰ μυστικοΰ του άπό τούς Βυζαντινούς έπί πολλούς καί μακρούς αιώνες. "Οσοι όμως πιστεύουν τό άντίθετο, παραδέχονται πώς πραγματικά διατηρήθηκε τό μυστικό γιά δύο περίπου αιώνες άλλά μετά έπεσε στά χέρια τών ξέ­ νων καί συγκεκριμένα τών Αράβων. Ό βυζαντινολόγος Μπρεγιέ νομίζει ότι οί ’Άραβες τό γνώρι­ ζαν άπό τόν 9ον αιώνα καί ότι τούτο ήταν άργότερα γνωστό στή Δύση. Καί μάλιστα μάς παραπέμπει, σέ μιά μελέτη τοΰ Μ. Boudet, ειδική πάνω στό θέμα. Τό 827 μ.Χ. τό χρησιμοποίησαν οί ’Άραβες στίς σικελικές άκτές, κατά τοΰ στόλου τών Κιβυρραιωτών, πού διοικοΰσε ό Κρατερός καί τόν ένίκησαν. Τό δέχεται ό Άλ. Βασίλιεφ στό βιβλίο του Byzance et les Arabes (βιβλ. 873α). Καί ύποθέτει ότι τό μυ­ στικό τούς τό είχε άποκαλύψει προδοτικά, ό δρουγγάριος τής Σικελίας Εύφήμιος, όταν έστασίασε (τό 826). Πιθανόν, πολύ πιθανόν, οί ήττες τοΰ Βυζαν­ τίου στούς χρόνους πού ακολούθησαν νά οφείλον­ ται σ’ αύτό, δηλαδή τήν κατοχή τοΰ ύγροΰ πυρός άπό τούς ’Άραβες. 'Υπενθυμίζομε τρεις άκόμη περιπτώσεις. Τό 849850 οί Βυζαντινοί στέλνουν 300 πλοία, τά όποια σέ ναυμαχία μέ τούς ’Άραβες κοντά στό Στενό τής Μεσσήνης παθαίνουν μεγάλη ήττα. Τό ύγρόν πυρ 229

Πυρ, τό έσκευασμένον

είναι τή φορά αύτή μέ τό μέρος τών ’Αράβων. Στήν εκστρατεία τών Βυζαντινών, τό έτος 966 γιά την απε­ λευθέρωση τής Σικελίας, καί στή ναυμαχία τών Στενών, πού άκολούθησε, οί ’Άραβες πυρπόλησαν τά βυζαντινά πλοία μέ εμπρηστική ΰλη, που ’έμοιαζε μέ τό υγρόν πυρ. ’Αλλά μήπως κοντά στίς Μυλές τής Σικελίας (σημερ. Mulazzo), τό 888, είχε καλύ­ τερη τύχη ή δύναμη άπό καράβια, πού έστειλε ή Βασιλεύουσα γιά νά κυνηγήσει τούς ’Άραβες; Στήν πολιορκία τής Άκρας (Saint Jean d’Acre, τήν άποκαλοϋν οί Γάλλοι), στήν ακτή τής Παλαιστί­ νης, κατά τήν Τρίτη Σταυροφορία (1191) άπό τούς Δυτικούς, φαίνεται πώς οί μουσουλμάνοι χρησιμοιποίησαν υγρόν πυρ, στήν ξηρά καί τήν θάλασσα. Αύτόπτης μάρτυρας τοΰ άγώνος, ό συγγραφέας τοΰ Itinerarium regis Ricardi ( 'Οδοιπορικόν του βασιλέως Ριχάρδου) γράφει τό έξής. - Τό εμπρηστικόν λάδι, πού συνήθως άποκαλεϊται ελ­ ληνικόν πυρ καίει μέ υγρή φλόγα, μυρίζει φρικτά, κατατρώγει ακόμη τήν πέτρα καί τό σίδερο καί δέν μπορεί νά τή σβήσει κανείς μέ νερό άλλά μόνο μέ άμμο, μολο­ νότι τήν ένίκησε διάλυμα άπό ξίδι. Έφ’ όσον θεωρήσουμε τό περιστατικό σάν ιστο­ ρικά άκριβές θά πρέπει νά διερωτηθοΰμε, άν τοΰτο ήταν πραγματικά τό υγρόν πΰρ καί έφ’ όσον δεχθοΰμε τήν άπάντηση καταφατική, πώς τοΰτο πέ­ ρασε στά χέρια τών Σαρακηνών; Τό είχαν κλέψει άπό τούς Βυζαντινούς, άπαν­ τά ό καθηγητής Ράδος. Καί τό μεταχειρίστηκαν εναντίον τους στίς ναυαμαχίες, καθώς καί έναντίον τών Σταυροφόρων. Προχωρεί μάλιστα σέ λεπτο­ μέρειες ό σοφός τής ναυτικής μας ιστορίας έρευνητής. Τό εκσφενδόνιζαν, λέγει, μέ φορητούς σωλή­ νες. Χρησιμοποιοΰσαν εμπρηστικές ύλες σ’ όλα τά βλήματα καί τίς μηχανές, έριχναν μέ τό χέρι πή­ λινα άγγεΐα, πού όταν έσπαζαν σκέπαζαν τά πάντα μέ τή φωτιά. 'Όλα αυτά είχαν πολύ καταπλήξει τούς σταυρο­ φόρους, ιππότες τής Δύσεως. Μέ άφελή κατάπληξη, ό παλιός Γάλλος ιστορικός Joinville περιγράφει τά άποτελέσματα τών εμπρηστικών βλημάτων πάνω στούς στρατιώτες τοΰ βασιλιά τής Γαλλίας Αγίου Λουδοβίκου. ’Ιδιαίτερα τούς έντυπωσίασε τό πΰρ πού έριχναν οί Σαρακηνοί στήν Αίγυπτο. 'Ιππότες καί άπλοι φαντάροι τό θεωρούσαν διαβολική καί μαγική έπινόηση, άντίθετη πρός τήν συμπεριφορά ένός χρηστοΰ στρατιώτη. Μήπως ό Χριστός δέν έβεβαίωσε ότι έθεώρουν τόν Σατανάν ώς αστραπήν εκ τοΰ ούρανοΰ πεσόντα; (Λουκά 10, 18). ’Εξάλλου οί ’Άραβες συγγραφείς τοΰ 13ου αιώνα περιγράφουν τή σύνθεση τοΰ ύγροΰ πυρός, μέ κάθε λεπτομέρεια. 'Όλες δέ οί περιγραφές τους συμφω­ νούν λίγο πολύ μέ τή συνταγή τοΰ Μάρκου Γκρέκου καί όσων συντάσσονται μ ’ αυτόν. Σ ’ όλα, έκτος άπό τό νίτρο. Αύτό όμως, τό νίτρο, είναι κείνο πού

230

έπέτρεπε στό υγρόν πΰρ, όταν άναφλέγετο, νά καί­ γεται καθώς διέσχιζε τόν άέρα ή δέν είχε οξυγόνο (όπως γινόταν κάτω άπ’ τό νερό) καί νά μή σβή­ νει παρά μέ πολλή δυσκολία. Ό Πάρτινγκτον πιστεύει σχετικά ότι οί ’Άραβες έμπλούτισαν τό υγρόν πΰρ — όχι αύτούσιο — πού πήραν άπό τούς Βυζαντινούς, προσθέτοντας ένα και­ νούριο συστατικό, τό νίτρο, τό όποιο είχαν, όπως φαίνεται, δανειστεί άπ’ τούς Κινέζους. Παρ’ όλα αυτά οί άντιφρονοΰντες έπιμένουν στό ότι τά παρασκευάσματα πού κατά καιρούς — έστω καί μετά τόν 9ο αιώνα — χρησιμοποίησαν οί ’Άραβες δέν ήταν τό αυθεντικό ύγρόν πΰρ, τοΰ όποιου τό μυστικό, άναλλοίωτο καί ανεξιχνίαστο, κράτησε τό Βυζάντιο έπί αιώνες. Πώς όμως έγινε τοΰτο κατορθωτό; Βασικά φρικταί άραί άπειλοΰντο άπό τήν έκκλησία κατά έκείνου πού θά τολμοΰσε νά προδώσει στούς ξένους τό όπλο αύτό, τό όποιο είχε σταλεί άπό τόν Θεόν γιά νά σώζει τούς χριστιανούς άπό τίς έπιθέσεις τών βαρβάρων. 'Η έκκλησία κατά τούς βυζαντινούς χρόνους ήταν πανίσχυρη καί ή έπιρροή της στούς πιστούς πραγματικά απροσμέτρητη. Παράλληλα μέ τούς άφορισμούς καί τά έπιτίμια τής έκκλησίας κατέβαλλαν οί βυζαντινές κυβερνή­ σεις κάθε προσπάθεια νά διατηρήσουν άποκλειστικά πρός όφελος τους, τό άνεκτίμητο αύτό μυστικό τοΰ πυρός. Δέν έμπιστεύονταν τήν παρασκευή του παρά σ’ έναν μόνο μηχανικό, πού έδινε φρικτούς όρκους καί δέν είχε τό δικαίωμα ν’ άπομακρύνεται άπό τήν Πόλη. Φαίνεται πώς τό δικαίωμα γιά τήν παρασκευή τοΰ πυρός τό άναγνώριζαν άποκλειστικά στούς άπογόνους τοΰ Καλλινίκου, άν κρίνομε άπό τήν έπόμενη φράση τοΰ Γεωργίου Κεδρηνοΰ, πού έγραψε τόν ένδέκατο αιώνα: εκ τούτου (δηλα­ δή τοΰ Καλλινίκου) κατάγεται ή γενεά τοΰ Λαμπρού, τοΰ νυνί τό πΰρ έντέχνως κατασκευάζοντας. Έφ’ όσον τό λαμπρός ή λαμπρόν σημαίνει καί πΰρ στή νεωτέρα έλληνική, πιθανόν ό Λαμπρός νά ήταν φανταστικό πρόσωπο καί όχι πραγματικό, πού τό όνομά του σκοπίμως παραλείπει ό Κεδρηνός. 'Η παρασκευή τοΰ ύγροΰ πυρός χαρακτηρίστηκε σάν ένα άπό τά μεγάλα μυστικά τοΰ κράτους άπό τόν αύτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' τόν Πορφυρο­ γέννητο, πού είχε διακηρύξει πώς θά ήταν άτιμος καί άνάξιος τοΰ ονόματος τοΰ Χριστιανού, έκεΐνος πού θά παραβίαζε τή διαταγή αύτή. 'Η σχετική περι­ κοπή, άπό τήν ’Έκθεση περί τής Βασιλείου Τάξεως (384), (ή Εγχειρίδιο γιά τή Διοίκηση τής Αυτοκρατο­ ρίας — De Administrando Imperio) έχει ώς έξής: - ...iva ό εκ τούτου πυρός εις έτερον έθνος δούναι τόλμήσας χριστιανός όνομάξηται μήτε άξιος τινός ή άρχής άξιοΰται, άλλ ’ έί τινα έχων καί άπό ταύτης έκβάλληται καί εις αιώνα αιώνων άναθεματίζηται καί οίκτίστω καί χαλεπω παραπέμπεσθαι θανάτω...

Πυρ, τό έσκευασμένον Δηλαδή στέρηση από κάθε αξίωμα, ατίμωση καί θάνατος στόν προδότη. ’Απευθύνεται άκόμη ό Κωνσταντίνος πρός τό γιό του, στό ’Εγχειρίδιο γιά τή Διοίκηση τής Αυτοκρα­ τορίας, όπου τοϋ παραγγέλνει μέ έμφαση νά ασχο­ ληθεί προσεκτικά μέ τό υγρόν πυρ καί νά κρατήσει μυστική τή σύνθεσή του. - Ωσαύτως χρή σε καί περί του υγρού πυράς τού διά τών σιφώνων έκφερομένου μεριμνάν τε καί μελετάν... ’Οφείλεις δηλαδή, υίέ μου, νά δώσεις τίς φροντί­ δες σου καί τήν προσοχή γιά τό ύγρόν πΰρ, τό όποιον έξακοντίζεται μέ τούς σίφωνες. - Καί άν τολμήσουν νά τό ζητήσουν, όπως έχουν πράξει εις 'Ημάς τούς ίδιους, οφείλεις ν ’ αποκρούσεις τήν αίτηση αυτή, λέγοντας οτι τό πΰρ αυτό τό άπεκάλυψε ένας άγγελος στόν πρώτο χριστιανόν αύτοκράτορα, τόν Μέγαν Κωνσταντίνον (...δΓ άγγέλου τω μεγάλω καί πρώτω βασιλεϊ χριστιανω Άγίω Κωνσταντίνω έφανερώθη καί έδιδάχθη). Μέ τό μήνυμα αύτό καί μέ τόν’ίδιο άγγελο τοϋ δό­ θηκε ή παραγγελία νά μή παρασκευάζει τό πΰρ παρά μόνο γιά τούς χριστιανούς καί μόνο στήν πόλη τοΰ αύτοκράτορα, πουθενά άλλου. Καί νά μή τό μετα­ δώσει ή τό έξηγήσει σέ κανένα άλλο έθνος, όποιοδήποτε κι άν είναι τοΰτο... Πραγματικά ό αύτοκράτορας πού δάνειζε στρα­ τεύματα καί μαγγανικά στούς συμμάχους του, κρα­ τούσε αποκλειστικά γιά τόν εαυτό του τό μυ­ στικό τοϋ ύγροΰ πυρός καί άν ποτέ συνέβη νά στεί­ λει τό ύγρόν πΰρ, θά τό έστειλε — φαντάζομαι — έτοιμο, σάν μιά βόμβα ύδρογόνου τής έποχής έκείνης, στούς άξιους μά όχι πάντοτε έμπιστους συμμά­ χους καί ύποτακτικούς του. Πέραν απ’ αύτό, γιά νά υποχρεώσει ό αύτο­ κράτορας τούς διαδόχους καί τό λαό στήν τήρηση τοΰ μυστικοΰ του, διέταξε καί χάραξαν στήν 'Αγία Τράπεζα τών έκκλησιών έπιτίμια (άρές) εναντίον έκείνου, πού θά τολμοΰσε νά μεταδώσει τή συνταγή

τοΰ ύγροΰ πυρός σ’ έναν ξένο λαό. Καί κήρυξε, ό­ πως είπαμε, άτιμον καί άναθεματισμένον όποιονδήποτε — αύτοκράτορα, πατριάρχη, πρίγκιπα ή άπλόν πολίτη — θά τολμοΰσε νά παραβιάσει αύτόν τό νόμο. Σ’ εκτέλεσή του, όλοι όσοι είχαν τό φόβο τοΰ Θεοΰ δφειλαν νά μεταχειριστούν τόν παραβά­ τη σάν δημόσιο κίνδυνο καί νά τόν παραδώσουν στόν τιμωρό εξιλασμό. Μιά φορά, κατά τή διάρκεια τών αιώνων, τόλμη­ σε κάποιος προδότης νά παρακούσει τίς τόσο σοβα­ ρές απειλές: ή τιμωρία έπεσε στό κεφάλι του άπό ψηλά, τόν ούρανό. — Συνέβη έν τούτοις, γράφει ό χρονογράφος, καθώς τό κρίμα εισχωρεί παντοΰ, ένας άξιωματικός, άγορασμένος μέ πλούσια δώρα, νά γνωστοποιήσει τή σύν­ θεσή του σ’ έναν ξένο. 'Ο Θεός όμως δέν θέλησε ν’ άφήσει ένα τέτοιο άδίκημα, άσυγχώρητο. Καί μιάν ή μέρα, πού ό ένοχος έπρόκειτο νά είσέλθει στόν ναό τοΰ Κυρίου, φλόγα κατέβηκε άπό τόν ούρανό, τόν έτύλιξε καί τόν κατέκαυσε... "Ολα τά πνεύματα καταπτοήθηκαν καί κανείς δέν τόλμησε στό μέλλον, όποιαδήποτε κι άν ήταν ή σειρά του, νά σχεδιάσει παρόμοιο κρίμα καί πολύ περισσότερο νά τό έκτελέσει... Μπορούμε νά ύποθέσουμε, μέ κάποια ανευλά­ βεια, πώς ό επίορκος πυροτέχνης ή άξιωματοΰχος έκόμιζε μαζί του κάποιο φιαλίδιο μέ ύγρόν πΰρ ή άλλο αύτόρρυτον (αύτόματο) πΰρ, τό όποιο συνέβη κατά κακή σύμπτωση νά σπάσει καί τό ύγρό ν’ άναφλεγεΐ. 'Η άφήγηση όμως αύτή, άληθινή ή σκόπι­ μα φανταστική, πρέπει νά είχε ακατανίκητη έπίδραση στούς δούλους τοΰ Θεοΰ καί ύπηκόους τοΰ Βυζαντίου. ’Έτσι τό ύγρόν πΰρ έσβησε μέ τό Βυζάντιο καί χάθηκε μαζί του. Καί μείς, μέ τό έρευνητικό τοΰτο ιστόρημα, δέν έπιχειρήσαμε παρά νά ζωντανέψομε πάλι τή λάμψη του μέσα άπό τήν τέφρα τοΰ σβησμένου Βυζαντίου.

231

Νικηφόρος Β ' Φωκάς.

Πΰρ, τό έσκευασμένον

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Παραπομπή ’Άλφα 'Ιστοριών Ηροδότου (Βιβλίον Α, Κεφ. 179). Περιγράφει τό κτίσιμο τών τειχών τής Βαβυλώνος. - Καθ ’ ον χρόνον άνέσκαπταν τήν τάφρον (πού πε­ ριέβαλλε τά τείχη), τό χώμα τό όποιο έβγαζαν από τήν εκσκαφή, τό μετέβαλλαν σέ πλίνθους καί αφού κατα­ σκεύασαν αρκετές άπ ’ αυτές, τίς έψησαν μέσα σέ καμί­ νους. Κατόπιν χρησιμοποιώντας ώς λάσπη άσφαλτο θερμή καί στοιβάζοντας σέ κάθε τριάντα σειρές πλίν­ θων καλάμινα πλέγματα, πρώτα πρώτα έκτισαν τά τείχη τής τάφρου, κατόπι δέ καί αυτό τό τείχος μέ τόν ίδιο τρόπο. ’Επάνω δέ στό τείχος, πρός τήν κορυφή, έκτι­ σαν μονόροφους οίκίσκους, στραμμένους τόν ένα πρός τόν άλλο. ’Ανάμεσα δέ στά οικήματα άφησαν χώρο ώστε νά κυκλοφορεί ένα τέθριππο άρμα. Κατά μήκος τοΰ τείχους υπάρχουν εκατό πύλες, άλες χάλκινες καθώς καί οί παραστάτες τους καί τά υπέρθυρα. ’Υπάρχει δέ καί μία άλλη πόλη, πού βρίσκεται σ ’ άπόσταση πορείας οκτώ ημερών άπό τήν Βαβυλώνα. Τό όνομά της είναι "Ις. ’Εκεί βρίσκεται ένας ποταμός όχι μεγάλος. "Ις είναι καί τοΰ ποταμού τό όνομα, χύνεται δέ μέσα στόν Ευφράτη. Αυτός λοιπόν ό "Ις ποταμός, μαζί μέ τό νερό βγάζει πολλούς θρόμβους ασφάλτου καί άπό εκεί μετα­ φέρθηκε ή άσφαλτος γιά τό τείχος τής Βαβυλώνος... [Σχετικός σημειώνεται ότι ή περίμετρος τής πόλεως είναι συνολικά 480 στάδια (κεφ. 178), ή δέ πό­ λη είναι κατάμεστη άπό οικίες μέ τρεις καί τέσσερες ορόφους].

Παραπομπή Βήτα Θουκυδίδης (Βιβλίον Δ, Κεφ. 100) Οί Βοιωτοί, χωρίς νά χάσουν καιρό, μετακάλεσαν ακοντιστές καί σφενδονιστές, άπό τήν περιοχή τοΰ Μαλιακοΰ κόλπου. Είχαν έλθει νά τούς βοηθήσουν άλλ ’ έφθασαν μετά τή μάχη - δύο χιλιάδες Κορίνθιοι οπλίτες, οί Πελοποννήσιοι τής φρουράς τών Μεγάρων καί πολλοί Μεγαρεϊς. Έβάδισαν όλοι εναντίον τοΰ Αηλίου κι έκαναν έφοδο εναντίον τοΰ οχυρού, δοκι­ μάζοντας διάφορους τρόπους καί κατόρθωσαν νά τό κυριεύσουν, φέρνοντας μιά πολιορκητική μηχανή, κατασκευασμένη κατά τόν ακόλουθο τρόπο. Πριόνισαν στό μάκρος του ένα μακρύ δοκάρι καί τό ’σκαψαν ώστε νά είναι κοίλο σ ’ ΰλον του τό μάκρος καί κόλλησαν πάλι τά δύο κομμάτια (όπως στόν αύλό) καί στή μιά άκρη, κρέμασαν, μέ αλυσίδες, ένα καζάνι. Προ­ σάρμοσαν στό δοκάρι δεύτερο κυρτό σωλήνα, πού κατέ­ βαινε πρός τό καζάνι κι έντυσαν τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ δοκαριού μέ σίδερο. Μετέφεραν μέ άμάζια τή μηχανή

άπό μεγάλη άπόσταση ώς τό τείχος, στό σημείο όπου ήταν κτισμένο μέ ζύλα καί κληματόβεργες. "Οταν τοπο­ θέτησαν τήν μηχανή πολύ κοντά στό τείχος, έβαλαν μεγάλα φυσερά άπό τή δική τους άκρη καί άρχισαν νά φυσούν. '0 αέρας, μέσα άπό τό κούφιο δοκάρι, έμ­ παινε μέ ορμή στό καζάνι, όπου είχαν βάλει αναμμένα κάρβουνα, θειάφι καί πίσσα καί γινόταν φλόγα μεγάλη, πού έβαλε φωτιά στό τείχος, όπου κανείς υπερασπιστής δέν μπορούσε νά μείνει. Τό έγκατέλειψαν (οί αμυ­ νόμενοι) καί έφυγαν. "Ετσι κυριεύτηκε τό τείχος. ’Από τούς στρατιώτες τής φρουράς μερικοί σκοτώθηκαν καί διακόσιοι αιχμαλωτίστηκαν, άλλά οί περισσότεροι μπήκαν στά καράβια καί γύρισαν στήν ’Αθήνα.

Παραπομπή Γάμα Πολύβιος 21, 7 (5) Ό πυρφόρος, τόν όποιο ό Παυσίστρατος ό Ρόδιος ναυάρχος χρησιμοποίησε, είχε σχήμα χωνιού. Άπό κά­ θε δέ πλευρά τής πλώρης ήταν τοποθετημένες δύο θη­ λιές, στίς όποιες στερεώνονταν δοκάρια, μέ τά άκρα τους νά βγαίνουν έξω άπ ’ τό πλευρό καί πάνω άπ ’ τό νερό. Σ’ αυτό δέ τό άκρο τοΰ δοκαριού κρεμόταν μέ σιδερένια αλυσίδα, τό κουτί σέ σχήμα χωνιού, γεμάτο φωτιά κατά τέτοιον τρόπο ώστε στήν επίθεση κατά μέ­ τωπο ή άπό τό πλευρό νά μπορεί νά ρίχνεται στό έχθρικό πλοίο, ενώ ταυτόχρονα ή φωτιά αυτή βρισκόταν σέ άσφαλή άπόσταση άπό τό ίδιο της τό πλοίο, χάρη στήν κλίση τοΰ δοκαριού.

Παραπομπή Δέλτα Θουκυδίδης (Βιβλίον Ζ, Κεφ. 53) Ό Γύλιππος είδε ότι ό εχθρικός στόλος είχε νικηθεί καί ήταν πέρα άπό τό τεχνητό λιμάνι πού είχαν κατα­ σκευάσει μέ πασσάλους. ’Επιδιώκοντας νά σκοτώσει τά πληρώματα πού θά κατέβαιναν στή στεριά καί νά διευκολύνει τούς Συρακουσίους νά ρυμουλκήσουν τά καράβια, έσπευσε στό μώλο μέ ένα μέρος τού στρατού του. "Οταν οί Τυρρηνοί, πού φύλαγαν τό μέρος εκείνο γιά τούς Αθηναίους, τούς είδαν νά προχωρούν μέ πολ­ λή άταξία, έτρεξαν νά βοηθήσουν, έπεσαν έπάνω στούς πρώτους, τούς νίκησαν καί τούς έριξαν μέσα στό βάλ­ το, πού ονομάζεται Αυσιμέλεια. Αργότερα, όταν τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ στρατού τών Συρακουσίων καί τών συμμάχων, έπήγε στό ίδιο μέρος, οί Αθηναίοι άνήσυχοι γιά τά καράβια τους έτρεξαν νά βοηθήσουν κι έδωσαν μάχη εναντίον τους, τούς νίκησαν καί τούς καταδίωξαν, φονεύοντας λίγους οπλίτες. "Εσωσαν τά περισσότερα καράβια τους, καί τά συγκέντρωσαν στό στρατόπεδό τους. Οί Συρακούσιοι καί οί σύμμαχοί τους είχαν αιχμαλωτίσει δεκαοκτώ καράβια καί σκότωσαν όλα τά πληρώματα. "Ηθελαν νά πυρπολήσουν τά ύπό-

233

Πΰρ, τό έσκευασμένον λοιπά καί (γι’ αύτό) γέμισαν ένα παλιό φορτηγό μέ κληματόβεργες καί δαδί, του έβαλαν φωτιά καί τό άφησαν νά τό σπρώξει ό άνεμος πρός τ ’ αθηναϊκά καρά­ βια. Οί Αθηναίοι φοβήθηκαν γιά τά καράβια τους, μηχανεύθηκαν τρόπους γιά νά σβήσουν τή φωτιά κι άπόφυγαν τόν κίνδυνο σταματώντας τή φλόγα κι εμπο­ δίζοντας τό φορτηγό νά πλησιάσει.

Παραπομπή ’Έψιλον Παλαιό Διαθήκη (Β ' Μακ. Κεφ. 1, 20-26) ’Αφού παρήλθον άρκετά έτη, ότε ό Θεός ηυδόκησε νά άποσταλή ό Νεεμίας υπό τοΰ Βασιλέως τής Περσίας εις τήν Ίουδαίαν, έστειλεν ό Νεεμίας τούς απογόνους τών ιερέων εκείνων, οί όποιοι έκρυψαν τό πΰρ, είς άναζήτησιν αύτοΰ. Οί άποσταλέντες έπανελθόντες άνέφερον είς ημάς, δτι δέν εύρον τό πΰρ, αλλά ύδωρ τι παχύ. '0 Νεεμίας διέταξεν αυτούς νά λάβωσιν έξ αύτοΰ καί νά φέρωσι πρός αυτόν. "Οταν έρρίφθησαν επί τοΰ θυσιαστηρίου τών ολοκαυτωμάτων τά ανάλογα πρός θυσίαν ξύλα καί θύματα, ό Νεεμίας διέταξεν τούς ιερείς νά ραντίσωσι μέ τό ϋδωρ τοΰτο τά ξύλα καί εκείνα, τά όποια ήσαν επί τών ξύλων τούτων πρός θυσίαν. "Οταν δέ έξετελέσθη ή διαταγή αϋτη καί ήλθεν ή στιγμή κατά τήν όποιαν ό ήλιος, ό μέχρι τοΰδε κεκαλυμμένος υπό νεφών, έλαμψεν, άνήφθη μεγάλη φωτιά, ώστε πάντες έθαύμασαν. "Οταν τά τής θυσίας έδαπανώντο, οί ιερείς κατά τήν διάρκειαν τής καύσεως τής θυσίας έκαμαν προσευχήν καίμετ ’ αύτών δλοι οί παριστάμενοι. '0 Ίωνάθαν ήτο εκείνος, ό όποιος ήρχισε τήν προσευχήν καί οί άλλοι έν οίς καί ό Νεεμίας ήκολούθουν τήν φωνήν του.

τα τά αύτών, καί καταβώσι ζώντες είς άδην τότε θέλετε γνωρίσει δτι παρώξυναν οί άνθρωποι τόν Κύριον. Καί ώς έπαυσε λαλών πάντας τούς λόγους τούτους, έσχίσθη τό έδαφος τό υποκάτω αύτών. Καί ή γή ήνοιξε τό στόμα αύτής καί κατέπιεν αύτούς καί τούς οίκους αύ­ τών καίπάντας τούς άνθρώπους... καί πάσαν τήν περιου­ σίαν αύτών. Καί κατέβησαν αυτοί καί πάντα τά έπ ’ αύ­ τών, ζώντες είς τόν άδην καί ή γή έκλείσθη έπάνωθεν αυτών καί ήφανίσθησαν εκ μέσου τής συναγωγής. Καί πας ό ’Ισραήλ ό πέριξ αύτών έφυγον τήν βοήν αύτών, λέγοντες, μήπως καταπίη καί ημάς ή γή. Καί πΰρ έξήλθε παρά Κυρίου καί κατέφαγε τούς διακοσίους πεντήκοντα άνδρας τούς προσφέροντας τό θυμίαμα.

Παραπομπή Ζήτα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Νικηφόρου Α' (χρονικόν) Τούτον (τόν τών Σαρακηνών ηγούμενον) αίσθόμενος Κωνσταντίνος άντιπαρατάττεται καί αυτός στόλω μεγάλω. Ύφ’ ών πλεΐσται ναυμαχίαι έκάστης ημέρας έγίνοντο, τοΰ πολέμου συγκροτουμένου άπό εαρινού μέχρι φθινοπωρινού καιρού. Χειμώνας δέ έπιγινομένου ό τών Σαρακηνών στόλος διαπεραιωθείς έν Κυζίκω διεχείμαζε, καί πάλιν έαρος άρχομένου έκεϊθεν άναχθείς ωσαύτως τοΰ διά θαλάσσης πολέμου είχετο. 'Επτά ούν έτεσι τού πολέμου διαρκέσαντος, τέλος ούδέν πλέον ό τών Σαρακηνών ήνυσε στόλος, άλλά πολλούς τε άνδρας μαχίμους άποβαλόντες καί δεινώς τραυματισθέντες καί χαλεπώς ήττημένοι ύπενόστουν πρός τά οικεία καταίροντες...

Παραπομπή ΤΗτα

Παραπομπή ΣΤ' Παλαιό Διαθήκη. ’Αριθμοί κεφ. ίστ. Παρ. 28-35 Καί εΐπεν ό Μωυσής, εκ τούτου θέλετε γνωρίσει δτι ό Κύριος μέ άπέστειλε διά νά πράξω πάντα τά έργα ταΰτα καί δτι δέν έπραξα άπ ’ έμαυτοϋ. ’Εάν οί άνθρωποι ούτοι άποθάνωσι τόν κοινόν θάνατον πάντων τών άνθρώπων ή εάν γίνη άνταπόδοσις εις αύτούς κατά τήν άνταπόδοσιν πάντων τών ανθρώπων, δέν μέ άπέστειλεν ό Κύριος. ’Εάν δμως ό Κύριος κάμη θαΰμα καί άνοιξη ή γή τό στόμα αυτής καί καταπίη αύτούς καί πάν­

234

Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Νικηφόρου Α', (Χρονικόν) Ταύτας (τάς έχθρικάς ναΰς) ό βασιλεύς (Λέων) θεασάμενος διήρεσε έπιβάς καί διέκπλους ποιησάμενος πυρί κατέφλεξεν... Ούτοι (οί αρχηγοί τών κατά τό 718 έπελθόντων αραβικών στόλων, Σόφιάν καί ’ Ιέζιδος) ώς φασί, τήν έκ του έσκευασμένου παρά Ρωμαίοις πυρός ύφορώμενοι βλάβην... έφ’ οίς άναθαρσήσας ό βασιλεύς πυρφό­ ρους ναΰς κατά τών τοιούτων στόλων έξέπεμψε καί πάσας αύτών τάς ναΰς ένέπρησεν...

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΑΡΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ

(ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ)

σελ. σελ. 1. Μωσαϊκό τοϋ 6ου μ.Χ. αιώνα, μέ τρία πλοία ... 8 2. Πόλεμος Κωνσταντίνου καί Λικινίου................ 9 3. Τό Βυζάντιο ανοίγει τίς πύλες του στόν Κωνσταντίνο............................................. 9 4. ’Εποχή Ίουλιανοΰ τοΰ Παραβάτη....................... 11 5. 'Η Βυζαντινή αυτοκρατορία επί ’Ιουστινιανού ... 13 6. 'Ο ’Ιουστινιανός, σέ μωσαϊκό τής Ραβέννας.... 14 7. Διαδρομή τοϋ στόλου τοΰ Βελισσαρίου.............. 15 8. 'Ο ’Ιουστινιανός, σέ νόμισμα τής εποχής του ... 15 9. Κρατικοί λειτουργοί καί στρατιώτες......................16 10. 'Ο κόσμος τής Μεσογείου, τό 550 μ.Χ................ 17 11. ’Έκταση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας επί Ίουστινιανοϋ............................................... 18 12. Βυζαντινό πλοίο τοϋ 600μ.Χ........................................ 19 13. Μικρασιατικά Θέματα μέχρι τοϋ τέλους τοΰ 9ου αί.............................................................. 22 14. Θέματα τής Δύσεωςμέχριτέλους τόΰ 9ου αί.......... 23 15. 'Η κατά Θέματα διαίρεση τής βυζαντινής αύτοκρατορίας..................................................... 24 16. ’Επιθέσεις τών ’Αράβων κατά τής Κων/πόλεως (634-718)............................................................... 27 17. Δρόμων ρίχνει ύγρόν πϋρκατάάλιευτικοΰ........... 29 18. Οί ’Άραβες στήΜεσόγειο τόν 8ο καί9ον αί. ... 32 19. Βυζαντινοί στρατιώτες πυρπολοΰν πλοιάρια Σαρακηνών........................................................... 34 20. Πορεία Ίγγόρ κατά Βυζαντίου,941 μ.Χ............... 41 21. 'Ο Χριστός στέφει τόν αύτοκράτορα Κωνσταντίνο, τόν Πορφυρογέννητο......................................... 41 22. Εύρώπη καί Μεσόγειος τόν ΙΟον αί....................... 46 23. ’Απεικόνιση πρωτογόνου πλοίου σέ βράχους τής Σκανδιναβίας....................................................... 49 24. ’Αραβικό πλοίο τοΰ Μεσαίωνα............................ 50 25/0 κατακερματισμός τής Β. ’Αφρικής, Σικελίας καί ’Ιταλίας........................................................ 54 26/Η Βενετία τόν 15ον αί............................................... 55 27. Βουκένταυρος τών δόγηδων.................................. 56 28. Μέ τόν "Αγιο Νικόλαο στήν πρύμη..................... 58 29. Εύρώπη καί Μεσόγειος τόν 1 Ιον αί...................... 60 30. Τό πλοίο τοΰ Gogstad............................................ 61

31. Πρότυπο ντρακάρ τών Σκανδιναβών....................... 61 32. Κριοφόρα χελώνη................................................... 66 33. «Ή άτιμη έκπόρθηση τής Πόλης», τό 1204......... 71 34/Η άλωση τής Πόλης άπό τούς Σταυροφόρους, τό 1204 ................................................................ 72 35. Χριστιανοί φεύγοντας τό διωγμό τών αιρετικών . 74 36. Στό ταξίδι ό Βυζαντινός ναυτίλος δένει τήν προσδοκία μέ τήν εύλάβεια............................. 76 37/Η Μεσόγειος τούς 13ο καί 14ον αί......................... 78 38/Η μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη ........................ 85 39. Πολιορκία τής Κωνσταντινουπόλεως άπό τούς Τούρκους.................................................... 89 40. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος................................... 91 41 ."Αγιος Κωνσταντίνος καί Αγία Ελένη.............. 101 42. Βυζαντινή παράσταση άπό άποβατική επιχείρηση............................................................102 43. ’Αναπαράσταση δρόμωνος...................................... 107 44. Πήλινα λυχνάρια βυζαντινού πλοίου....................109 45. Φλάμουλον ταξιδιωτικόν τών καραβιτών.............. 111 46. Μαγειρικά σκεύη βυζαντινοϋ πλοίου................... 114 47. Κούπα μέ χέρι καί πιάτο......................................... 115 48. Βασιλικόν φλάμουλον ΒΒΒΒ................................. 122 49. Σχηματισμοί πλοίων σέ μηνοειδή διάταξη..........126 50. Πλοίο ίππαγωγά τοϋ Βυζαντίου............................. 130 51. Δρόμων άπ’ τό πιθάρι τοΰ Ναυτικοΰ Μουσείου .. 131 52. Γαλέες (διάφοροι τύποι) ........................................... 132 53/0 βυζαντινός δρόμων (πρότυπο Ν. Μουσείου) .... 133 54. Δρόμων τοΰ Που αί.................................................. 134 55. ’Αναπαράσταση δρόμωνος άπό άρχαΐο χειρόγραφο .......................................................... 135 56. Προτεινόμενη διάταξη κωπηλατών στό δρόμωνα 136 57. Δρόμων (τέλος τοΰ Που - άρχές 13 αί.) .............. 139 58. Μιά άλλη άπεικόνιση τοΰδρόμωνος..................... 142 59. Βυζαντινή σακτούρα ........................................... 144 60/Ο 'Ηράκλειος............................................................. 146 61. ’Αντικείμενα μεταφερόμενα άπό βυζαντινό φορτηγό................................................................ 148 62. Απλοϊκή άπεικόνιση βυζαντινοϋ πλοιαρίου μέ επίσημα πρόσωπα................................................ 198 63. Νικηφόρος Β ' Φωκάς............................................ 232

235

ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΕΞΕΩΝ

Άαρούν (ή Χααρούν) -άλ -Ρασίντ (περίφημος καλίφης τής Βαγδάτης) 32 άβαρία 31, 175, 191, 192, 193 βλ. καί έκβολή ’Άβαροι (βάρβαροι επιδρομείς με άσιατική την προέλευση) 20, 23, 35 Άβδούλ Άζίζ (εμίρης τής Κρήτης) 43 ’Άβρ (Avres, πόλη τής Γαλλίας) 227 Άβυδος (πόλη στήν ανατολική άκτή τοϋ Ελλησπόντου) 21, 28, 33, 45, 51, 63, 150, 152 Άγαθίας ό Σχολαστικός 19 Άγάθων 26 Άγαλλιανός (στασιαστής στό Βυζάντιο) 7, 31 άγγελιαφόρον βλ. πλοΐον ’Άγγελοι (δυναστεία, τών) 69 ’Αγγλία 52 ’Άγγλοι 70 ’ Αγγλοσάξονες 213 άγημα έμβολής 143 'Άγιον 'Όρος 81 ’Άγκυρα 86 άγκυρα 70, 108, 120, 175, 176, 182 άγκυρα σιδηρά 111, 123 άγκυροβολητής (ή άγκυροβόλος) 110, 111 άγκυρολόγος 123 αγκυρών κλοπή 170, 175, 176, 182 άγράριον (βασιλικό πλοιάριο) 107, 129 — σκεπαστόν (βάρκα με τέντα) 146 Άγχίαλος (πόλη τής Βουλγαρίας) 31, 40, 227 ’Άδανα (πόλη τής Κιλικίας) 36 Άδίγης (ποταμός) 89 Άδραμύττιον (πόλη τής Μ. ’Ασίας) 106 αδράνεια (εφεδρεία) 119 άδρανοϋντα (πλοία σέ εφεδρεία) 104, 116 Άδρία, θάλασσα τοϋ... (Άδριατική) 37 Άδριανός (ναύαρχος) 38 Άδριανούπολις 44, 70, 81, 85, 87

Άδριατική 15, 16, 32, 55, 62, 63, 71, 151 Αθήνα 10, 81 Αθηναίοι πολλαχοϋ Άθήναιος ό Ναυκρατίδης (συγγραφέας) 211 Αιγαίο πέλαγος πολλαχοϋ Αιγύπτιοι 50, 51, 94, 205 Αίγυπτος 7, 9, 11, 12, 14, 21,25, 28, 29, 30, 31, 35, 40, 42,43, 47, 49, 50, 57, 69, 74, 94, 203, 215, 228, 230 Αιθιοπία 205 Άιλά (Eilath) (λιμάνι στήν ’Ερυθρά Θάλασσα) 19 βλ. καί Έιλάθ. Αινείας ό Τακτικός (ιστορικός συγγραφέας) 207 Ακάθιστος "Υμνος 25, 37 ’Άκαμπα (κόλπος τής) 19 άκαταδούλωτα (στρατιωτόπια) 99 άκάτιο πλοίο βλ. πλοίο άκμάκια (τσακμάκια) 120 άκμονόπετρες 120 Άκομινάτος - Χωνιάτης, Νικήτας (Βυζαντινός χρονογρά­ φος) 219, 226 ακόντιο (τό κοντάρι, όπλο έπιθετικό) 39, 88, 143, 216 Άκουϊλία (πόλη τής ’Ιταλίας, στό μυχό τής Άδριατικής) 11, 208 Άκρα (πόλη τής Παλαιστίνης) 230 άκρατισμός (κολατσιό) 113 Άκτιον (ακρωτήριο στόν Άμβρακικό Κόλπο) 8, 208 άκτοφυλακίδες 133 ’Άλ Άσσίζ (καλίφης τής Συρίας) 46 Άλανοί (λαός σκυθικής καταγωγής) 10 ’ Αλάριχος (άρχηγός τών Όστρογότθων) 10, 11, 53 Αλεξάνδρεια 11, 23, 25, 26, 27, 31, 33, 34, 50, 51, 150, 151 Άλεξανδρής Κ. (ναύαρχος, συγγραφέας) 40, 132 Αλέξανδρος ό Μέγας 202, 204, 205, 207, 208 «Άλεξιάς» (συγγραφή τής Άννας Κομνηνής) 64, 120, 215, 218, 223, 224 Αλέξιος Α' Κομνηνός (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 10811118) 59, 60, 62, 63, 64, 65, 66, 100, 105, 215, 218

237

Β' Κομνηνός (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 1180-1183) 72 — Γ' ”Αγγελος (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 1195-1203) 70, 71 — Δ ' ’Άγγελος (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 1203-1204, γιός τοϋ Ίσαακίου Β ' ’Αγγέλου) 71, 72, 73 — Ε' Μούρτζουφλος (σφετεριστής τοϋ θρόνου, 1204) 23 άλιάς (αλιευτικό πλοιάριο) 77, 107, 144, 145 Αλικαρνασσός (πόλη τής Καρίας) 208 Άλλαεντίν ή Άλλαντίν (άδελφός τοϋ Όρχάν - μυθικό πρό­ σωπο τής ’Ανατολής) 29, 202 άλμογάβαροι (έπαγγελματίες πολεμιστές) 81 άλυσίδα (τοϋ Κερατίου κόλπου) 26, 28, 33, 72, 88, 89, 90, 91, 150 ’ Αμάλφι (ναυτική πόλη τής ’Ιταλίας) 53, 56, 69 άμαλφηνοί πίνακες (κώδικας εμπορικού ναυτικού δικαίου) 56 Άμαλφιτανοί ή Άμαλφηνοί (κάτοικοι τού Άμάλφι) 56, 57 Άμανδος (Ρωμαίος ναύαρχος) 8 Άμαντος Κ. (καθηγητής) 12, 25, 103, 210 άμβικες 224 άμιράλης (ναύαρχος) 103, 105, 118 Άμισσός (σημερ. Σαμψούντα, παράλια πόλη τού Εύξείνου) 208 Άμμιανός, Μαρκελλίνος ("Ελληνας ιστορικός) 208 «άμόργιοι» κΰνες (καραβόσκυλοι) 119 Άμπουλκασής ( Ίσπανοάραβας γιατρός καί συγγραφέας) 216, 224 άμφίπρωρο (πλοίο μέ όμοια πλώρη καί π:ρύμη) 2 αμφοτερόπλουν (ταξίδι μέ επιστροφή) 194 άναβάσιο (κλίμακα πλοίου) 111, 119 άναρροφητήρ (άντλία) 119 Αναστάσιος Α' (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου, 491-518) 12, 13, 93, 131, 138, 210 — Β' (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου, 713-715) 93 άναστάτης (κωπηλάτης στό δρόμωνα) 138 αναστολή προσελεύσεως (πρός κατάταξη) 96 Άνδηγαυοί (Γάλλοι, Κέλτες στήν προέλευση) 80 Άνδρεάδης Ά. (καθηγητής) 120 Ανδρόνικος Α' Κομνηνός (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου 1183-1185) 69, 70, 97 Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος (αύτοκράτορας τού Βυζαν­ τίου, 1282-1328) 78, 80, 81, 82, 98 — Γ' Παλαιολόγος (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου, 1328-1341) 83 ’Άνδρος 67 άνεμος 28, 31, 36, 90, 108, 112, 125, 126, 138, 149 «άνέχων τήν ώραν» (ό ύπαξιωματικός φυλακής στό βυζαν­ τινό καράβι) 112, 113, 119 άνθρακας (ώς εμπρηστικό υλικό) 206, 207 άνιχνευτικό πλοίο βλ. πλοίο απόστολο Άνκόνα (πόλη τής ’Ιταλίας, στήν Άδριατική) 16, 68, 143 Αννίβας (Καρχηδόνιος στρατηγός) 207 —

238

Άντεν (λιμάνι τής ’Αραβίας) 29 Αντίγονος Γονατάς (στρατηγός, βασιλιάς) 202 Αντιόχεια (μεγάλη πόλη τής Συρίας) 10, 11, 23, 33 άντλον (βαθύτερο μέρος τού κύτους) 119, 140 Άντωνιάδου-Μπιμπίκου 'Ελένη (συγγραφέας) 52, 151 ’ Αντωνίνος (αύτοκράτορας καί ύπατος) 168, 171, 172, 173 Αντώνιος Μάρκος (Ρωμαίος πολιτικός) 208 — (Βυζαντινός πλοίαρχος) 88 Ανώνυμος (άγνωστος Βυζαντινός συγγραφέας) 92 απαλλαγή άπό τή στράτευση 97 άπέλλο, τό (κινητοποίηση) 118, 144 αποβάσεις 82, 110, 121, 141 άπογάδιον (πλύση τών ίματίων) 110 άπογευματινόν (δεΐπνον τών βυζαντινών πληρωμάτων) 113 αποικίες τών βαρβάρων (στό Βυζάντιο) 95 «άποκάτω», οί (οί κατώτεροι άπό τό βυζαντινό πλήρωμα) 117 Άπόκαυκος ’ Αλέξιος (στρατηγός τού Βυζαντίου) 83 Απολλόδωρος (γραμματικός καί συγγραφέας) 206, 207 Απολλώνιος ό Ρόδιος (έπικός ποιητής) 202 άπολυτίκιον, τό (διάλυση) 124 απόρριψη (άβαρία, εκβολή) 176 απόσκεπος (άφρακτος, χωρίς κατάστρωμα - δρόμων) 115 απόστολο βλ. πλοίο Άπουλία (ΝΑ περιοχή τής ιταλικής χερσονήσου) 35, 38, 60, 63, 65 ’ Αππιανός (ιστορικός, άπό τήν ’Αλεξάνδρεια) 209 Άραβες 7, 16, 25, 26, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 49, 50, 51, 52, 53, 57, 60, 79, 88, 89, 94, 95, 100, 105, 127, 131,142,143,144, 149, 150, 151, 202, 210, 213, 214, 216, 218, 221, 223, 224, 225, 227, 228, 229, 230 «άραγμα» (προσόρμιση, άγκυραβολία) 113 Άραγωνία (περιοχή τής Ισπανίας) 69 Άραγωνικός (Οίκος) 80 Άραγώνος, βασίλειο 78 «άργανο μέ τά μονοβέλια» (στροφείο, έργάτης) 123 Άρειος Πάγος (λόφος τών Αθηνών) 206 Άρκάδιος (αύτοκράτορας τού ’Ανατολικού Ρωμαϊκού κρά­ τους 395-408) 10, 11 άρκλαί ή άρκλιον (βυζαντινό εμπορικό πλοίο) 129 άρκλιον βλ. άρκλαί άρμαμέντον (οπλισμός) 110, 119 άρματώλιο (ναυτικός σχηματισμός) 104, 107, 120, 121, 129 άρμάτωμα (εξοπλισμός) 118, 119 άρμενα (ιστία, ξάρτια) 70, 104, 108, 110, 124, 141, 143 Αρμενία (χώρα τής ’Ασίας) 59, 79 Άρμενιακόν βλ. Θέμα Αρμένιοι 52, 94, 112 άρμενιστής (χειριστής τών άρμένων, δηλ. τών ιστίων) 108, 110, 111, 113, 115 άρμενογεμιστές (άρμενιστές) βλ. λέξη άρμενόπουλα (μικρά ιστία) 141

άρμενορράφοι (οί ράπτες τών άρμένων, δηλ. ιστίων) 111 άρμολόγιο (άρμοί) 119 αρμονίες (άρμοί τοϋ σκαριού) 140 άρμπαλέτα (βλητική μηχανή τοϋ Μεσαίωνα) 208, 220 άρπάγη (γάντζος) 44, 72, 124, 143, 220 Άρριανός 207, 208 άρσανάς (ναύσταθμος, άγκυροβόλιο άπό ίταλ. λέξη arsenale ή άραβική «δαρσάνα») 116, 117 Άρσλάν ή ’Ισμαήλ (Σελτζουκίδης ηγεμόνας) 59 Άρταβάν (ναυτικός) 93 άρτέμων (φλόκος) 141 ’Αρχέλαος (Βυζαντινός άξιωματοϋχος) 93 Άρχίας, ό Μεγαρεύς (οικιστής Χαλκηδόνας) 142 άρχιεπιστολεύς (ό πρώτος επιτελής τοϋ ναυάρχου ήδιοικητοΰ μοίρας) 104, 117 ’Αρχιμήδης 13 άρχιστρατηγίς (ή άρχηγίδα του στόλου) 123 αρχών (ανώτατος αξιωματικός τοϋ Ναυτικοΰ) 39, 43 αρχών πλευστικός βλ. πλευστικός αρχών άσβεστος ή ασβέστης (ώς εμπρηστικό υλικό) 127, 138, 211, 212, 220-224 ’Ασία 19, 41, 64, 86 άσκωμα (κν. κιοσελές) 136 "Ασπαρ ή ’ Ασπάρους (στρατηγός) 12 ασπίδα (βλ. καί σκουτάρι) 108, 127, 140 ’Ασσάν, ’Ιωάννης Β' (βασιλιάς τών Βουλγάρων) 75 Άσσίζαι (συλλογή νόμων καί εθίμων φραγκικών πολιτειών τής ’Ανατολής) 10 ’Ασσυρία 202 Άσσύριοι 205 Άστακηνοί 203 Άστακηνών (κόλπος τών ..., στήν Προποντίδα) 69 αστυνόμευση (πλοίου καί περιοχής ταξιδιού) 170 ασφάλεια (ώς θεσμός) 31 άσφαλτον περιήθημα (διηθημένη άσφαλτος) 204 άσφαλτος 201, 202, 205, 209, 210, 213, 222, 233 ’Αττάλεια (σημερ. Άντάλια τής Μ. ’Ασίας) 35, 86, 106, 150, 152 ’Αττική 10, 86 Αύθεντία (ένετική Διοίκηση) 83 αύλητής ή τριήραυλος ή τριηραύλης (αυτός πού παίζει τόν αύλό) 110 αυλοί (σωλήνες, γιά εκτόξευση εμπρηστικού ύγροΰ) 217 Αύλώνα (παραλιακή πόλη τής ’Ηπείρου) 62, 65, 150, 151 Αύρηλιανός (αύτοκράτορας) 208 αύτερέται (πολεμιστές καί ναύτες) 99 «αύτοκρατορικός στόλος» 106, 145, 151 αύτόστολοι (πολεμιστές καί ναύτες) 99 αυχένες (πηδάλια) 104, 108, 141, 142, 143 ’Αφρικανός, ’Ιούλιος (ό συγγραφέας τών Κεστών βλ. λέξη) 211, 221, 224 ’Αφρική 11, 12, 14, 15, 16, 28, 29, 30, 34, 40, 46, 47, 49, 55,

94, 130 Άχάία 78 Άχμέντ ’Ίμπν Τουλούν ("Αραβας εμίρης) 51 ’Άψερον (χερσόνησος τής Καυκασίας, στήν Κασπία) 202 ’ Αώος (ποταμός) 68

Β Βαβυλών (πόλη τής Μεσοποταμίας) 51, 203, 204, 205, 233 Βαβυλωνία (ή νότια Μεσοποταμία) 202, 203, 204 Βαβυλώνιοι 203, 205 Βαγδάτη (πόλη τής Μεσοποταμίας) 35, 59, 202 Βαγιαζήτ (Τούρκος σουλτάνος) 85, 86 Βαϊανός (άρχηγός τών Άβάρων) 20 Βακοϋ (πόλη στή χερσόνησο "Αψερον βλ. λέξη) 202 Βαλδούΐνος (Λατίνος αύτοκράτορας) 67, 71, 73, 77 Βαλεαρίδες 11, 12 Βαλέριος (άρχηγός βυζαντινού στόλου) 16, 94 Βαλκάνια 45, 87, 94 βαλλίστρα καί βαλλιστρίς (κν. άρμπαλέτα, βλ. λέξη) 143, 208, 217, 220, 221, 225 Βαλτική 37 Βανδαλικός πόλεμος 131, 141 Βάνδαλοι ή Βάνδηλοι (λαός γερμανικός) 11, 12, 14, 15, 16, 19, 47, 93, 94, 130, 143, 210 βάνδον ή φλάμουλον (σημαία) 114, 145 βάνδον (στρατιωτικό τμήμα, τοιχαρχία) 111 Βαντέν (Βουργουνδός ναύαρχος) 87 Βαράγκοι (Σκανδιναβοί) 43, 73, 95 Βάρδας Καίσαρ 36 Βάρδας ό Παρσακουτηνός (μάγιστρος) 45 Βάρδας Σκληρός 7, 45, 228 Βάρδας Φωκάς (πατρίκιος) 7, 41, 45, 47, 228 Βάρνα (πόλη τής Βουλγαρίας) 48, 87 βάσεις τοϋ βυζαντινού στόλου 150, 151 «βασίλεια» (ανάκτορα) 45 βασίλειο τής Άχαΐας 75 βασίλειο τής Θεσσαλονίκης 75 βασίλειο τής Τραπεζοϋντος 75 Βασίλειος A ' ό Μακεδών (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 867886) 36, 49, 227 — Β ' ό Βουλγαροκτόνος (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 976-1025) 45, 46, 49, 57, 97 — ό Έξαμηλίτης (στρατηγός, διοικητής Θέματος) 42, 94, 228 Βασιλεύουσα πολλαχού Βασίλιεφ Α. (Ρώσος βυζαντινολόγος) 25, 30, 37, 229 «Βασιλικά» (νομική συλλογή, τού 9ου αιώνα) 10, 110, 168, 189, 190 Βασιλίσκος (άρχηγός ναυτικής στρατείας) 12, 93, 130, 210 Βατάτζης ’ Ιωάννης Γ ' (αύτοκράτορας Νίκαιας, 1222-1254) 75, 130, 152 Βεγέτιος Φλάβιος (Ρωμαίος συγγραφέας) 145, 208

239

Βελισσάριος (στρατηγός τοΰ Βυζαντίου) 14, 15, 16, 47, 93, 143 βέλος (όπλο επιθετικό) 28, 39, 44, 88, 108 ,— πυρφόρο 207 Βενετία ή ' Ενετία 32, 33,51,53, 56, 57,62,63,65,67,68,69, 70, 71, 73, 77, 81, 82, 83, 87, 89, 140 Βενετοί ή ' Ενετοί 10, 33, 35, 45, 57, 62, 63,66,67,68,69,70, 72, 73, 75, 76, 77, 78, 80, 82, 83, 85, 86, 89, 140, 210, 219 Βεριβόνης (στρατηγός τοΰ Βυζαντίου) 46 Βερόνα (πόλη τής ’Ιταλίας) 89 βεστήτωρ (Βυζαντινός λειτουργός) 148 βεστήτορας τοΰ καράβου (υπεύθυνος γιά την ενδιαίτηση καί τροφοδοσία) 110, 120 βεστιάριον (άποθήκη ιματισμού, στρατωνισμού) 110, 119 βήλον (προσωπικό επιστασίας πλοίου) 111 — τών ερετών 111 — τών καραβιτών 111 — τών συμπρακτόρων 111 — τών χρησίμων 111 Βηρίνη (αύτοκράτειρα τού Βυζαντίου) 12, 210 Βησιγότθοι (δυτικοί Γότθοι) 11, 210 «βίαιον πυρ» (υγρόν πύρ) 207 Βιβλιοθήκη, Άμβροσιανή τοΰ Μιλάνου 8, 118, 124 βίγλα (σκοπιά, παρατηρητήριο, περιπολία) 133 βιγλάρης βλ. βιγλάτορας βιγλάτορας (σκοπός, οπτήρας) 108, 110, 111, 112, 124, 141 βιγλεοφόρος (βιγλάτορας, σκοπός) 108, 141 Βίκιγκς (Σκανδιναβοί ναυτικοί καί πειρατές) 49 Βιργίλιος, Πόπλιος (μεγάλος επικός Ρωμαίος ποιητής) 208 Βιταλιανός (στασιαστής στό Βυζάντιο) 13, 93, 210 Βλάγκα Μποστάνι (τοποθεσία τής Κωνσταντινουπόλεως) 91 Βλαδίμηρος (Ρώσος πρίγκιπας) 47, 48, 229 Βλαντισλάβ Ζαγκελλόν βλ. Ζαγκελλόν Βλαντισλάβ Βλαχέρνες (περιοχή τής Κωνσταντινουπόλεως) 25, 33, 44 Βοημοΰνδος (Νορμανδός ηγεμόνας) 60, 63, 64, 65, 66,94,223 Βοιωτία 10 Βοιωτοί 206, 233 Βονιφάτιος ό Μομφερατικός ( 'Ιταλός σταυροφόρος) 71 Βόρειος ’Ήπειρος 151 Βόσπορος 8, 10, 23,28,37,41,47,77,80,81,85,88,104,129, 150 Βοτανειάτης Νικηφόρος Γ' (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου, 1078-1081) 59 Βουθρωτό (άρχαία πόλη τής ’Ηπείρου) 62 βουκελαρικά (τά πλοία τών βουκελαρίων) 151 Βουκελαρίων (Θέμα) βλ. Θέμα βουκινάτωρ (σαλπιγκτής) 109, 113 βούκινο (σάλπιγγα στούς Βυζαντινούς) 109, 113, 121 Βουκολέοντος (λιμάνι καί περιοχή στήν Κωνσταντινού­ πολη) 117, 150 Βουκουρέστι 201

240

Βουλγαρία 44, 45, 228 Βούλγαροι 31, 38, 40, 75, 79, 88, 227 Βουλγαρόφυγο (οχυρή θέση στή Θράκη) 40 Βουργουνδία (περιοχή τής Γαλλίας) 87 Βουργουνδοί (κλάδος τής φυλής τών Βανδάλων) 87 βούρλο (ώς υλικό γιά σχοινί) 141 βράκια (περισκελίδες) 115 Βρανάς ’Αλέξιος (στρατηγός) 70 Βρεταννία 94 Βρίγκας Μιχαήλ (πρωτομάγιστρος) 42, 43 βρίκι ή βρίκιον ή έμπρήκιο ή μπρίκι 88, 90 Βρινδήσιο (περιοχή τής ’Ιταλίας) 35, 60 βροντείον καί κεραυνοσκοπείον (στά Έλευσίνια Μυστή­ ρια) 212 Βρυέννιος Νικηφόρος (στρατηγός τού Βυζαντίου) 59 βρώμος (τά νερά τοΰ κύτους) 119 βυζαντινό χειρόγραφο (τής Άμβροσιανής βιβλιοθήκης τοΰ Μιλάνου) 8, 125 Βυζαντινοί πολλαχοΰ Βυζάντιο πολλαχοΰ Βύζας (ό Μεγαρίτης, οικιστής τοΰ Βυζαντίου) 7, 142

Γ γαβάθιο (γαβάθα) 114 Γαλατάς (συνοικία τής Κωνσταντινουπόλεως) 29, 66, 72, 77, 81, 82, 86, 88, 89, 90, 210 Γαλάτες (κάτοικοι τής Γαλατίας στή Μ. Άσία) 9, 10, 94 γαλέα ή μονήριο (μέ μία σειρά κουπιών, πλοίο) 55, 100, 105, 132, 133 γαλέρα 53, 56, 57, 65, 70, 72, 77, 83, 85, 87, 88, 89, 90, 94, 126, 131, 133, 138, 140 Γαλλία 11, 77, 82, 94 Γάλλοι 70, 80, 210

γάμπια βλ. δόλων Γασμούλοι (γόνοι άπό ένωση Ελλήνων καί Λατίνων γονέων) 77, 98 γαστέρα (γάστρα) 140 γάστρα (πλοίου) 140, 141 Γελίμερος (βασιλιάς τών Βανδάλων) 15 γεματάριον (γιοματάρι) 113 Γενοάτες ή Γενοβέζοι 10, 57, 64, 65, 68, 70, 75, 76, 77, 78, 80, 81, 82, 83, 85, 88, 90, 91,94, 95, 140, 152, 210, 226 Γένοβα 53, 56, 57, 64, 67, 68, 69, 76, 77, 81, 82, 140, 145 Γερμανοί 70, 215, 216 Γερμανός (ναύαρχος τοΰ Βυζαντίου) 20, 94 γερουσία (ένετική) 83 Γεώργιος ’ Αντιοχεύς (ναυτικός) 67 Γιαζίδ (διοικητής άραβικοΰ στόλου) 29, 214 Γιάννενα 86 Γιαρμούνα (ποταμός) 25 Γιαροσλάβος (ήγεμόνας τοΰ Κιέβου) 47, 229 Γιασή ’ Αντά (νησίδα στό Καρπάθιο Πέλαγος) 147, 148

Γίββων, ’Έδ. (Βρεταννός ιστορικός) 214, 224, 229 Γιβραλτάρ 11,21 Γιζέριχος (βασιλιάς τών Βανδάλων) 12, 14,210 Γκαττιλούζιο Κατερίνα (σύζυγος Κωνστ. Παλαιολόγου) 87 γκουβερνάτωρ (πηδαλιούχος) 190 Γκρέκος Μάρκος (συγγραφέας) 222, 230 γλαστρία (γλάστρες) 119 Γλύκατζη - Άρβελέρ 'Ελένη (συγγραφέας) 94, 99, 105, 151 γογγύλιο (είδος τρομπομαρίνας) 110 Γογγύλης Κωνστ. (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 40 Γονατάς ’Αντίγονος βλ. ’Αντίγονος Γονατάς Γότθοι (αρχαίος γερμανικός λαός) 10,11,12,15,16,53,93,95, 151,210 Γούδας Μ. (ναυτικός συγγραφέας) 10, 132 Γουϊσκάρδος Ροβέρτος ή Γυσκάρδος (Νορμανδός ηγεμό­ νας) 59, 60, 62, 63, 64, 69, 228 Γουλιέλμος Β' (Νορμανδός βασιλιάς τής Σικελίας) 68, 69, γράμμα (1/4 τοΰ λίτρου) 183 γραμμάτια ή γραμματεία, αγοραία (συμβολαιογραφικά) 187 γραμμάτια ή γραμματεία, ιδιόχειρα (ιδιωτικά) 187 Γρηγοράς Νικηφόρος (Βυζαντινός ιστοριογράφος) 77, 79, 80 Γρηγόριος (Βυζαντινός ναυτικός) 33 γρίπος (τύπος βυζαντινού πλοιαρίου) 129, 144 Γύλιππος (Σπαρτιάτης ναύαρχος) 233 Γυσκάρδος βλ. Γουϊσκάρδος

Δ Δαλασσηνός Κωνσταντίνος (ναύαρχος τοΰ Βυζαντίου) 63, 103 Δαλμάτες ή Δαλματοί (κάτοικοι τής Δαλματίας) 43, 60, 144 Δαλματία (χώρα στήν ανατολική ακτή τής Άδριατικής) 20, 69, 104, 151 Δαμασκός (μεγάλη πόλη τής Συρίας) 23 Δαμιανός (στρατηγός) 35 Δαμιανός (εμίρης τής Τύρου) 38, 39 Δαμιέττα ή Δαμιέττη (πόλη τής Αίγύπτου, ή άρχαία Ταμίασθις) 35, 50, 51, 217 Δάνδολος (δόγης τής Βενετίας) 70 δάνειο καί θαλασσινό δάνειο 170, 175, 194, 195 Δαρδανέλλια 27, 28, 104 Δαυίδ (στρατηγός τής Σάμου) 45 δέκαρχος ή δεκυρίων (ομαδάρχης δέκα άνδρών) 100 δεκήρης (κωπήλατος πλοίο μέ δέκα κωπηλάτες κατά τήν κατακόρυφο) 8 Δέκιος, Γνέϊος Μέσιος, Κούΐντος Τραϊανός (Ρωμαίος αύ­ τοκράτορας) 10 δεκυρίων βλ. δέκαρχος Δέλτα τοΰ Νείλου 51 «δελφίνια» (βαριά άπό μολύβι αντικείμενα) 209 δελφινοφόρος (κεραία) 209 Δέρκα (πόλη στόν Εΰζεινο) 86 δεσμίτης (τών άγκυρών) 111

2/Ì6

δεσμωτήρια (γιά τούς σημαίνοντες) 117 Δεσποτάτον τής ’Ηπείρου 75 — τού Μόριά 86 δεσπότης (τοΰ πλοίου ή τοΰ φορτίου) 190, 196 Δεσπότης ’Ανδρόνικος (τής Θεσσαλονίκης) 86 — ’Ιωάννης (Παλαιολόγος) 77 — Μορέως (Κων. Δραγάτσης) 87 δευτεροκρίτης (άξιωματοΰχος δικαστής) 117 Δήλιο (τής ’Αττικής) 206, 233 Δημητριάδα (πόλη τοΰ Παγασητικοΰ κόλπου) 38 Δημήτριος Πολιορκητής 16, 202, 207, 209 Διάκονος ’Ιωάννης (χρονογράφος) 217 διαβατικόν, τό (ό διάδρομος) 110 διάναξη (καλαφάτισμα) 119 διασώστες (αύτοί πού συνοδεύουν τό σημαιοφόρο) 111, 121 διατάκτες (γενικώς τά ελαφρά πλοία) 104, 123 διάτοιχον (διάφραγμα τοΰ πλοίου, χώρισμα) 120 διάφραγμα βλ. διάτοιχο «διηθημένη άσφαλτος» (άπεσταγμένο πετρέλαιο) 204 διήρης (πλοίο, μέ δυό σειρές κουπιών) 7, 27, 36, 82 διήρης κακκαβοπυρφόρος (συνήθης δρόμον) 27 «δικαιότατον τών πλόιμων» (τό Ναυτοδικείο τής ’Επικρά­ τειας) 116 δικαστή ριον τής φιάλης (ναυτοδικείο) 116 δικέλλιο (φρεάττιο γιά τά σχοινιά τών άγκυρών) 120 δίκροτο ή δίσειρο ή διπόντες (πλοίο μέ δύο καταστρώμα­ τα, επάλληλα) 82, 142 Διόδωρος ό Σικελιώτης 202, 203, 207, 208, 209 δίολκος (διάδρομος γιά τήν ύπερνεώλκηση πλοίων) 36, 89 Διομήδης ’ Αλέξανδρος fσυγγραφέας) 25 Διονύσιος Α' (τύραννος Συρακουσών) 206 Διοσκουρίδης (συγγραφέας) 203, 204, 205, 222 Διπλοκιόνιον ή Διπλούς Κίων τουρκ. Μπεσηκτασί (λιμά­ νι στήν Προποντίδα) 88, 89, 90, 91 δίπλωμα καταδρομής 68 δίσειρο βλ. δίκροτο δισπέντια (αποθήκες τροφίμων) 110, 120 διτσέρια (δρόμωνες μέ δυό σειρές κωπηλατών) 138, 146 Δίων ό Κάσιος (ιστορικός) 7, 142 δόγμα άμυντικό (τού βυζαντινού ναυτικού) 125 δόλων (γάμπια) 141 δομέστικος μέγας (άρχηγός τοΰ στρατού) 80, 103, 104 — μέγας τών Σχολών (άρχιστράτηγος τών αύτοκρατορικών δυνάμεων) 144 — τού Θέματος (στρατιωτικός διοικητής τοΰ Θέματος) 100, 103 — τών Σχολών (άρχηγός στρατιωτικού σώματος) 13,41, 105 δορκάς (εξ ου ονομασία πλοίου) 144 δόρκων (ταχύ φορτηγό τοΰ Βυζαντίου) 144 δόρυ (όπλο) 88 Δορύστολο (σημερ. Σιλίστρια) 44, 228

241

δούκας (ναύαρχος, αξιωματικός τοΰ Βυζαντίου) 63 δούκας - κατεπάνω (τοπικός διοικητής) 43 Δούκας ’Ιωάννης (Βυζαντινός ναύαρχος) 103 — Μιχαήλ (συγγραφέας τής Άλώσεως) 91, 227 δούκας τής Βουργουνδίας 87 — τής Νάξου 82 — τής Σικελίας 60 δουκάτο (νόμισμα -100 άσπρα) 87 Δουκάτον ’Αθηνών - Θηβών 75 Δούναβης 10, 12, 19, 20, 21, 31, 40, 44, 87, 131 δρεπανοφόρος κεραία 52, 124 δρόμων 8, 13, 14, 16, 21,23, 27,28, 37, 39, 42, 48, 65, 75, 77, 82, 85, 88, 89, 93, 104, 105, 106, 107, 108, 112, 116, 123, 126, 127, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 140, 141, 142, 143, 145, 146, 151, 217, 218, 219, 220, 227 δρόμων βασιλικός 67, 104 — έλάσσων 110, 123, 132, 138, 214 — κακκαβοπυρφόρος 31 — κατάφρακτος ή σκεπαστός (κουβερτωμένος) 14, 115, 140 — μείζων 108, 132, 134, 138 — μέσος 132, 138 — ούσιακός 145 — πάμφυλος 40, 129, 145 — πυρφόρος (εξοπλισμένος μέ υγρόν πΰρ) 30, 36, 41 — σιφωνοπυρφόρος (οπλισμένος μέ σίφωνες καί υγρόν πΰρ) 27 — σκεπαστός βλ. δρόμων κατάφρακτος δρομώνιον (βασιλικά καράβια ή καράβια άναψυχής) 107, 110, 129 δρουγγαριάτα (ναυτικά Θέματα) 106 δρουγγάριοι - τοποτηρητές (έπιστολεϊς) 87, 116, 117, 121 δρουγγάριος (ναύαρχος) 20, 36, 45, 46, 64, 100, 110, 117 — τών πλωίμων (άρχηγός τοΰ ναυτικού άπό τόν 9ον αιώ­ να) 38, 40, 52, 103, 104, 105, 106, 118, 124 δροϋγγον ή μοιραρχία (μοίρα) 104 «δυνατοί» (οί ισχυροί, γαιοκτήμονες κλπ.) 45, 52, 53, 99 Δυρράχιο (παράλια πόλη τής ’Ηπείρου) 62, 63, 65, 69, 71, 73, 104, 150, 151, 152, 223, 228

Ε εγερτήριο (μελπόμενο άπό τούς σαλπιγκτές) 113 έγκοίλια ξύλα (στραβόξυλα) 104, 140, 143 εγκώμιο (ήθική άμοιβή, προφορική) 118 εθελοντές (στή στρατολογία) 118 είδη κατά περίσσειαν (διπλά, άμοιβά) 104 ειδικότητες (στό βυζαντινόπλοΐο) 108 εικόνες (τυπολατρική προσήλωση στίς...) 31 εΐκονοκλάσται (ή είκονομάχοι) 31, 129 εικονολάτρες 7 είκονομάχοι 31, 32 Ειλάθ (λιμάνι, στόν κόλπο τής ’Άκαμπα), βλ. καί Άιλά

242

είρεσίας είδη (κωπηλασίας) 112 Ειρήνη ή ’Αθηναία (αύτοκράτειρα 797-802) 32, 33 «Εισηγήσεις» (μέρος τής νομοθεσίας τοΰ ’Ιουστινιανού) 168 είσοδικό συγκλητήριο (προσκλητήριο) 124 είσπήδηση (κίνηση στήν τακτική εμβολής) 127, 143 εκατόνταρχος (βαθμοφόρος, κυβερνήτης) 93, 112 Έκβάτανα (άρχαία πόλη τής Μηδίας) 204 έκβολή (βλ. καί άβαρία) 169, 170, 176, 191, 193 έκβολή πλωίμων (εξαγορά θητείας) 96 «’Έκθεσις Βασιλείου τάξεως» (συγγραφή Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου) 120 έκθήκη (έκφόρτωση) 176 έλαιον τής Μηδίας 204, 213, 222, 224 έλασία (κωπηλασία, σειρά κωπηλατών) 108, 113, 130, 133, 134, 135, 136, 138 έλάτες (κωπηλάτες) 108, 113 έλέπολις (αύτή πού κυριεύει τήν πόλη) 39, 144, 216, 217, 219, 228 'Ελληνικό Δεσποτάτο (τοΰ Μορέως) 98 «ελληνικόν πΰρ» (τό υγρόν πΰρ) 50, 213, 222 'Ελλήσποντος 7, 36, 40, 45, 49, 63, 80, 81, 85, 86, 87, 106, 150, 152, 228 έλυτρα ή έφάσκια (σκεπάσματα) 120 «έμανδεύετο» (άναφερόταν) 117 έμβάριο (κύτος, άμπάρι) 108, 110, 111, 120 εμβολή (είσπήδηση, ρισάλτο) 116, 127, 143 εμβολισμός (πρόσκρουση, τράκο) 143 έμβολο 16, 88, 143 έμίρης τής Κρήτης 228 εμίρης τοΰ Τεκκέ 86 Εμμανουήλ (νόθος γιός τοΰ Μανουήλ Β ') 86 Έμμαοί (Νικόπολις, πόλη τής Παλαιστίνης) 211 έμπήγια (κατάρτια, τά μονοκόμματα) 119 έμπορευματικό σκάφος (έμπορικό) βλ. σκάφος εμπορικό ναυτικό 53, 144 έμπορος 169, 170, 173, 174, 190 έμπρήκιο βλ. βρίκι εμπρηστικά καί έμπρηστήρια βέλη 206, 208 έμπρηστικά ύγρά 109, 120 εμπρηστικές ύλες 88 Εμπριάκο Γουλιέλμος (Γενοβέζος ναυτικός) 65 ένδον τραπέζιον (συσσίτιο) 113 Ενετία βλ. Βενετία Ενετοί βλ. Βενετοί ένθήκη (φορτίον) 186 Εξάβιβλος (Άρμενοπούλου) 170, 195 Εξαμηλίτης Βασίλειος (στρατηγός) 228 έξαρμάτωτα, καράβια (έν εφεδρεία πλοία) 117 έξάρτυση (εξοπλισμός) 104 εξάρτυση (τό ναυπηγείο στό Βυζάντιο) 149, 150 έξαρτυστής (διευθυντής τών ναυπηγήσεων) 104, 149 έξελασία (στρατολογία) 118

έξέλασις πλωίμων (στρατολογία) 96 έξέμπλωτα (ιστία μέ ζόμπλια) 119 έξερκίτωρ (μισθωτής ή ιδιοκτήτης πλοίου) 189, 190 έξκουσεύεσθαι 97 έξουσιαστής (podestà) (Γενοβέζος διοικητής) 82 έξωκώπιον καί ξυλοβραχίων (τό έξω άπό τό σκάφος μέρος τοΰ κουπιοΰ) 136 έπαινοι (ώς ήθική άμοιβή) 127 έπακτρίδα (ακταιωρός, άκτοφυλακίδα) 20, 133 έπανελασία (ή επάνω έλασία) 136 έπάνιο κερκετολασικό (παρίστιο, κν. κουρτελάτσα) 112 — μαγιστρολασικό (παρίστιο, κν. κουρτελάτσα) 112 — σκοπιόμερο (παρίστιο, κν. κουρτελάτσα) 112 έπανωζυγίτες (κωπηλάτες τής επάνω σειράς τοΰ δρόμω­ νας) 111

86, 151, 152 εΰπλοια (δρος τελετουργικός στίς δεήσεις) 121 Εϋριπος (φρούριο τοΰ ...) 36 Εύστάθιος (μητροπολίτης Θεσσαλονίκης) 10, 69, 129 Ευστάθιος (δρουγγάριος στό Βυζάντιο) 38, 40 Εύφάνωρ (Ρόδιος ναυτικός) 209 Εύφήμιος (μοίραρχος ή ναύαρχος στό Βυζάντιο) 34, 35, 229 Εύφράτης (ποταμός) 203, 204, 205, 233 έφάσκια βλ. έλυτρα ’Έφεσος 106 έφολκίδα (έφόλκιο) 119 έφόλκιο βλ. έφολκίδα έψώμιο (ψωμί) 113

Ζ

επαρχιακοί στόλοι 105, 106, 150 έπηγκενίδα (μαδέρι γιά τό πέτσωμα τοΰ σκαριοΰ) 140 επιβάτες (πολεμιστές) 31, 40, 138, 195, 196 — πολλαχοϋ, στόν Ναυτικόν Κώδικα έπιβλέπτης τής έλασίας (επόπτης των κωπηλατών) 113 έπίζηλα 118 έπιλάβιον (τό μέρος τής λαβής τοΰ κουπιοΰ) 136 έπιλωρικοφόροι ή κατάφρακτοι (οί φέροντες λωρίκι δηλ. θώρακα) 144 επί πλους (προσπέλαση στόχου) 143 έπισταθμεύσεις κατά τόν πλοΰν 124 έπίστεγο (πρυμνιό μέρος τοΰ καταστρώματος) 140 επί σώμα (περίβλημα στό σκάφος) 119 έπιτίμια στρατιωτικά (ποινές) 118, 121 επίτομες οδηγίες (ναυτιλιακές οδηγίες) 93 «επί των αύχένων», ό (πηδαλιοΰχος) 108 Έπιφάνιος (πατριάρχης) 14 — (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 108 Επτασκάλιον (λιμάνι τοΰ...) 150 Επταπύργιον (φρούριο τής Πόλης) 89 έπωτίδα (σανίδι τής παρειάς, άλλά καί καπόνι) 143 ερέτες (κωπηλάτες) 88, 108, 113, 124, 134, 138 ερπετά (ώς όπλο) 141 Ερτογρούλ (ό κατόπιν Όσμάν, γενάρχης των Όσρανιδών) 79, 80

Ζαγκελλόν Βλαντισλάβ (βασιλιάς τής Πολωνίας καί Ουγ­ γαρίας) 87 Ζακυθηνός Διονύσιος (καθηγητής συγγραφέας) 36, 104 Ζάκυνθος 14, 34, 36, 37, 64, 69, 203 Ζαμπλάκων βλ. Τζαμπλάκων Ζάρα (πόλη τής Δαλματίας) 71 Ζαρατούστρας (ήρωας φιλοσοφικού έργου τοΰ Νίτσε) 205 Ζέγγελης Κωνσταντίνος (καθηγητής) 222 ζεύγμα (μέσο συνδέσεως δύο σκαφών, άλυσίδα στόν Κεράτιο κόλπο) 28 ζηλωταί (φανατικοί άντίπαλοι τής ένώσεως τών Δύο ’Εκκλη­ σιών) 87 Ζηνοβία (βασίλισσα τής Παλμύρας) 208 Ζήνων (αύτοκράτορας 474-475, 476-491) 12, 93 Ζικκίμ, οί (λαός τής Γραφής) 206 Ζουστινιάνι ’Ιωάννης (Γενοάτης στρατιωτικός) 88 ζυγά, τά (δοκάρια κάθετα πρός τόν άξονα τοΰ πλοίου) 140 ζυγοπάτιον (υποπόδιο, πατάρι βλ. καί πρόσπελμα) 120, 135, 138 ζυγός (σέλμα) 138 Ζυριέν ντέ λά Γκαβιέρ (Γάλλος ναύαρχος καί συγγραφέας) 7, 118, 208, 210 Ζωναράς ’Ιωάννης (Βυζαντινόςχρονογράφος) 10, 13,36,41 ζωνάριον (πλατιά ζώνη άπό ύφασμα) 115

Ερυθρά Θάλασσα 19, 51, 79 έσκευασμένον πϋρ 201, 217, 219, 222 έσχάρια (τάκοι, μόρσα) 174 έσχάρια, τά (ή φαλάγγια) 140 έσωκώπιον (τό μέσα μέρος τοΰ κουπιοΰ) 136, 138 έσωτρόπι (ή σωτρόπι, τό έσωτρόπιον) 119 έτερόπλουν (άπλό ταξίδι) 194 Ετρουρία (χώρα τής ’Ιταλίας) 57 Εύβοια 68, 71, 78, 80, 90, 152 Εύδαίμων ( "Ελληνας έμπορος) 168 Εΰξεινος Πόντος 7,8,9, 10, 13,21,23,44, 62, 77,79,81,83,

ήγεμόνες (άξιωματοΰχοι) 104 ήγούμενοι τόνοι (παλαμάρια) 111 Ήλιούπολις (πόλη τής Συρίας) 214 'Ημέριος ή Ίμέριος (Βυζαντινός άξιωματοΰχος «πρωτοσηκρήτις») 38, 39, 120 ήμεροσκόπος (ό σκοπός τής ημέρας) 110 ήμίναυλα (τό μισό τοΰ ναύλου) 186 ήμιολισμός (τό μισό τοΰ δλου, υποδιαίρεση τής ομοχειρίας) 112 ήμιώριο (υποδιαίρεση τής φυλακής στό πλοίο) 113 ’Ήπειρος 95

Η

243

'Ηράκλειο (Κρήτης) 33, 43 ' Ηράκλειος (αύτοκράτορας τοΰΒυζαντίου 610-641), 21,25,37 64, 95, 98, 105 — (ναυτικός) 12, 101 'Ηρόδοτος 140, 203, 206, 233 'Ηρωδιανός (ιστορικός, Σύρος τήν καταγωγή) 208 "Ηρων ό Βυζάντιος (μηχανικός καί συγγραφέας, 11 μ.χ ai.). 207, 215, 216, 219 Ήσάΐας (προφήτης) 206 ήσυχασταί (διάδοχοι τών ζηλωτών, βλ. λέξη) 87

Θ θαλαμηγός 107 θαλάσσιμος (ναύτης) 108 «θαλάσσιον πυρ» ή «Καλλινίκειον πυρ» 214, 222 θαλασσοκράτορας (ή μέγας δρουγγάριος τών πλωίμων = άρχηγός τοΰ ναυτικού) 103 θαλασσομάχος (ναυτικός) 108 Θάσος 35, 38 θειον (φυσικό θειάφι) 90, 206, 207, 208, 211, 213, 222, 223, 224, 225, 233 — άπυρον 210 — ύγρόν (λευκή νάφθα) 204 Θέμα (διοικητική περιφέρεια τής αύτοκρατορίας) 25, 45, 52, 53, 78, 95,97,99,100,104,105,106,116,118,129,152 — Αιγαίου 51, 100 — ’Ανατολικόν 25, 100 — Άπουλίας 51 — Άρμενιακόν 40, 100, 113 — Βουκελλαρίων 100 — 'Ελλάδος 36, 39, 46, 51 — Θράκης 40 — Θρακησιάνων 100 — ’Ιταλίας 40 — Καλαβρίας 51 — Καππαδοκίας 100 — Καραβησιάνων 25, 27 — Κεφαλληνίας 51 — Κιβυρραιωτών 25, 30, 35, 40, 42, 43, 100, 106, 129 — Κρήτης 43 — Κύπρου 46 — Μακεδονίας 40, 100 — Όπτιμάτων 100 — Όψικίου 40, 100 — Παφλαγονίας 51, 100 — Πελοπόννησου 40, 51 — Ρόδου 51 — Σάμου 40, 43, 46, 51, 100, 106, 113 — Σελεύκειας 100 — Στρυμόνος 38 — Χαλδαίας 100 — Χαρσικιανόν 40

244

Θεματικοί στόλοι 105, 106, 151 Θεοδόσιος Α' ό Μέγας (αύτοκράτορας 379-395) 8, 10 Θεοδωρακάνος Γεώργιος (στρατηγός στό Θέμα τής Σάμου) 46, 48 Θεοδώριχος ( Όστρογότθος άρχηγός) 11, 131 Θεόκτιστος (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 35 Θέουτα, ή (τό άρχαϊο Σέπτον, απέναντι στό Γιβραλτάρ) 11,28 Θεοφάνης (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 41, 42, 210, 219 Θεοφάνης ό 'Ομολογητής (χρονογράφος τοΰ Βυζαντίου) 21, 27, 28, 29, 31, 50, 213, 214 Θεόφιλος (αύτοκράτορας, 829-842) 35 — ’Ερωτικός (στρατηγός στό Θέμα τής Κύπρου) 46 Θερμαϊκός κόλπος 21 Θέσμια ή Statuta (καταστατικά τών ναυτικών πόλεων τής Μεσογείου) 30, 167, 168, 182, 184 Θεσσαλία 63, 81 Θεσσαλονίκη 10, 21, 38, 39, 50, 63, 65, 69, 81, 85, 86, 152, 214, 215, 221, 226 Θήβα (τής Βοιωτίας) 81 Θήρα 78 θολόπια (ντουλάπια) 111, 120 Θουκυδίδης 206, 209, 233 Θράκη 9, 33, 38, 80, 81, 85, 86 θράνος (σέλμα τής επάνω σειράς τής τριήρους) 136 Θρόκμορτον Πήτερ (’Αμερικανός άρχαιολόγος τής θάλασ­ σας) 141, 147 θύρωμα (παράθυρο) 119 θυρωρός (ό σκοπός στήν κλίμακα τοΰ πλοίου) 112 Θωμάς (ό στασιαστής) 7, 32, 45, 108, 228 θώρακας 88, 127 θωράκιο (κόφα καί τό «ξυλόκαστρο» τών Βυζαντινών) 62, 108, 141, 220

I Ίάσων (μυθικό πρόσωπο) 202, 203 ίατρόσοφος (μέλος τοΰ πληρώματος ενός δρόμωνα) 111 Ίβηρική χερσόνησος 49 Ίγγόρ (Ρώσος ηγεμόνας τοΰ Κιέβου) 41, 219, 225, 228 ’ Ιέζιδος (Γιαζίδ, 'Άραβας διοικητής) 234 'Ιερόν ’Ακρωτήριο 8, 9 'Ιερουσαλήμ 25, 64, 67, 79, 168, 211 'Ιερώνυμος Καρδιανός (’Έλληνας ιστοριογράφος καί στρα­ τηγός 3ου π.Χ. αιώνα) 202 ’Ικαρία 75 ’Ικόνιο (πόλη τής Μ. ’Ασίας) 59, 79, 80, 83 ίκρία ή άμφιμήτρια (στραβόξυλα καί εξέδρες, πλώρα καί πρύμα) 140 ’Ιλλυρία (χώρα παράλια στήν ’Αδριατική) 60, 65 ’Ιλλυρικόν 20 ίμαντάρια ή μαντάρια (ύπέρες) 141 ίμάτια εκ μετάξης 187 ιματισμός (τοΰ Βυζαντινού ναύτη) 115

'Ιμέρα (πόλη τής Σικελίας) 44 'Ιμέριος βλ. 'Ημέριος "Ιμπν Σάίντ ('Άραβας συγγραφέας) 26 "Ιμπν Τουλούν Άχμέτ ("Αραβας εμίρης) 51 ’Ινδίες 205 «’Ινδικά» (συγγραφή ιστορική τοϋ Κτησία) 203 Ίόνιον (πέλαγος) 34, 44, 55, 63, 65, 69, 73, 95, 228 ’ Ιόππη (Γιάφφα, άραβ. παράλια πόλη τής Παλαιστίνης) 65 Ίουλιανός ό Παραβάτης 10, 150 ’Ιούλιος Καίσαρ βλ. Καίσαρ ’Ιουστινιανός Α' (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου 527-565) 13, 14, 15, 16, 19, 20, 30, 69, 93, 151, 167, 168 ’Ιουστίνος Β ' ό νεώτερος (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου 565578) 20, 150 ίππαγωγό βλ. πλοίο ιππείς (έφιπποι στρατιώτες) 43, 45, 56, 99, 122, 144 'Ιππόλυτος (εκκλησιαστικός συγγραφέας 2ου καί 3ου μ.Χ. αιώνα) 204, 211 "Ις (πόλη καί ποτάμι στή Βαβυλωνία) 203, 233 Ίσαάκιος Α' Κομνηνός (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 10571059) 59, 60, 69, 70 — Β' "Αγγελος (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 11851195) 69, 71, 73 (σάλιο (βυζαντινή ονομασία σχεδίας) 121 "Ισαυροι (αύτοκράτορες τοϋ Βυζαντίου) 36, 94 ’Ισθμός τής Κορίνθου 11, 36 Ίσλάμ(ή 'Ισλαμισμός, τό σύνολο τών Μωαμεθανών) 80 ’Ισμαήλ ή ’ Αρσλάν (Σελτζουκίδης ήγεμόνας) 59 ίσόβαρον (έρμα) 119 Ισπανία 11, 12, 16, 32, 33, 50, 55, 94 'Ισπανοί 210 ’Ισραήλ 234 ιστίο 108, 123, 141, 143 — ερυθρό 14 — τριγωνικό 141 ιστιοπλόοι (άρμενιστές) 123 ίστοθέτες (αποθήκες ιστών) 119 ίστοπέδη (υποδοχή τοϋ ίστοΰ) 140 ιστός 26, 140, 141 Ίστρία (χερσόνησος στό ΒΑ μυχό τής Άδριατικής) 55 "Ιστρος (ό Κάτω Δούναβις) 31, 48 'Ιστών (μάχη τών ...) 26 Ίσφρέ (στρατηγός στό βασίλειο τής Νίκαιας) 75 ’Ιταλία 11, 12, 15, 16,21,26,27,35,37,40,53,56,57,59,60, 62, 63, 65, 66, 68, 87, 93, 94, 108, 131 ’Ιταλοί 52, 67, 68, 71 ’Ιωάννης Α' Τσιμισκής (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 969976) 44, 45, 228 — Β' Κομνηνός (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 11181143) 66, 67 — Ε ' Παλαιολόγος (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 13411376) 66, 83, 85

Στ' Καντακουζηνός (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 1341-1355) βλ. Καντακουζηνός — Η ' Παλαιολόγος (αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου 14251448) 85, 86, 87 — (άρχηγός στόλου στό Βυζάντιο) 16 — (εύνοϋχος) 47 — (ναυτικός στό Βυζάντιο) 12, 64 Ίωαννούπολις (ή Πραισθλάβα, άρχαία πόλη τής Βουλγαρίας) 44 Ίωνάθαν 234 ’Ιωνία 14 —

κ καβαλλαρικός (οπλίτης στό Βυζάντιο) 43, 95, 108, 116, 124, 127, 138, 143, 217 Καβαλλούριος Κωνσταντίνος (στρατηγός τών Κιβυρραιωτών) 48 καιρός (φυλακή, βάρδια) 113 Καιρουάν (πόλη τής Τυνησίας) 27 Καίσαρ Βάρδας 36 Καίσαρ ’Ιούλιος 209 Καισάρεια (πόλη τής Καππαδοκίας) 11, 31 Καισαρείου (λιμήν) 150 καισαρίκιον (σαρίκι) 116 κακκάβια (λέβητες στους δρόμωνες) 108, 120 κακκαβοπυρφόρο πλοίο βλ. πλοίο κακκαβοπυρφόρος βλ. σιφωνοφόρος Καλαβρία (νοτιότατη χερσόνησος τής ’Ιταλίας) 37, 38, 40, 44, 60, 150, 151

καλαφάτες (διανάκτες, λέζη άραβική) 119, 140, 149 καλαφατίζω 149 καλαφάτισμα (διάναζη, λέζη άραβική) 119, 140 Καλταμπελλότα (πόλη τής Σικελίας) 80 «καλλινίκειον πυρ» βλ. «θαλάσσιον πϋρ» Καλλίνικος (άρχιτέκτονας άπό τή Συρία) 214, 215, 222, 230 Καλλίπολη (θρακική χερσόνησος καί πόλη) 63, 75,80,81,83, 88, 98 καλόβουλοι (χρηστοί ναύτες) 117 Καλομενόπουλος Νικόλαος (στρατιωτικός συγγραφέας) 219, 222 καλορρύμι (τό λιθόστρωτο) 96 Καλώνυμος (ναύαρχος στό Βυζάντιο) 14, 93 καματηρό καράβι (φορτηγό) βλ. πλοίο καματιάραι (ήμερομίσθιοι) 119 Καμενιάτης ’Ιωάννης (κληρικός καί συγγραφέας άπό τή Θεσσαλονίκη) 38, 212, 214, 215, 221 καμίνια (λουτρά στήν πόλη) 224 καμπόνιο ή καμπούνι (πρόστεγο) 109, 112, 143 καμφορά (ώς εμπρηστικό υλικό) 208 Κανάρης Κωνσταντίνος (ήρωας τής Παλιγγενεσίας) 209 καννάβι (ώς υλικό γιά τήν κατασκευή τών σχοινιών) 141, 151 κανόνια, τά (διατάζεις, κανόνες) 113

245

Καντακουζηνός Στ' ’Ιωάννης (αύτοκράτορας καί συγγρα­ φέας 1341-1355) 80, 82, 83, 85, 94, 96, 98 — (στρατηγός τοϋ ’Αλεξίου Κομνηνοΰ) 103 — Ματθαίος (γιος τοϋ ’Ιωάννη) 85 Καντώνα (πόλη καί επαρχία στη Νότια Κίνα) 210 κανώπια ή κινώπια (άγγεϊα) 111, 120 καπετάνιος ή καπιτάνιος 112 καπιτάνιος βλ. καπετάνιος Καππαδόκες (κάτοικοι τής Καππαδοκίας) 94 Καππαδόκης ’Ιωάννης (Βυζαντινός βαθμοφόρος) 14 Καππαδοκία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 31 Κάππαρη ή Ψέριμος (νησί στό Καρπάθιο πέλαγος) 147 καραβέλα (τύπος ιστιοφόρου) 145 καραβησιάνοι (καραβήσιοι, ναύτες) 25, 27, 103 καράβια ίππαγωγά 42, 129, βλ. καί πλοίο καράβια καματηρά (ή καματερά ή φορτηγά) 90, 120 βλ. καί πλοίο καραβήσιοι 115 καραβίτης (λέμβαρχος τής μεγάλης βάρκας τοϋ καραβιού) ΥΊ3, 174, 189 — (ναύτης τοϋ καραβιού) 103, 111 καραβιτών άρχοντας βλ. κάραβος καραβοκτισία ή καραβοποιία 150 καραβοκύρης 110 καραβόπλοιο (έμπορικό πλοίο) 129 καραβοποιία βλ. καραβοκτισία καραβόπουλο (ναυτόπαις) 119 κάραβος (βαθμοφόρος, είδος οπλονόμου) 110, 113, 117, 118 κάραβος (μεγάλη βάρκα) 174, 188 καραβόσκυλοι (σκύλοι, φύλακες τού πλοίου) 119 Καραντινός Νικηφόρος (Βυζαντινός ναυτικός) 46 κάρβουνο (ώς συστατικό τού υγρού πυράς) 222 Καρία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 151 Καρλομάγνος (βασιλιάς τών Φράγκων) 32, 33 Κάρολος ό Δ ' (Γερμανός αύτοκράτορας) 62 — ό Άνδεγαβικός 77, 78, 79

Κάρπαθος 43, 64 κάρυα (καρούλια, μακαράδες) 104, 141, 143 Καρχηδονιακοί πόλεμοι 132 Καρχηδών 11, 12, 15, 21, 28, 57, 93, 150, 151, 205, 209 καρχήσιον ή ξυλόκαστρον (κόφα) 112, 124, 141, βλ. καί ξυλόκαστρο Κασπία Θάλασσα 202 κασσιέρος (σκοπός - βλ. καί βιγλάτορας) 108 Κασσιόδωρος Μάρκος Αύρήλιος (ιστορικός καί πολιτι­ κός) 131

Κάσσιος Γάιος Λογγίνος (Ρωμαίος ναύαρχος) 209 Κάσσον, Λάιονελ (’Αμερικανός συγγραφέας) 138, 141 Κασταμονίτης Νικήτας (Βυζαντινός ναυτικός) 63 καστέλλια (φρούρια) 117 κατάβλημα (τέντα, σκέπασμα) 120

246

κατάδυση (καταποντισμός) 116 Κατακαλών Κεκαυμένος (Βυζαντινός, συγγραφέας τών «Στρατηγικών») 4Ί, 48, 52 Κατακαλών Λέων (στρατηγός τού Βυζαντίου) 40 κατακρίτες (δικαστές) 117 Καταλανοί (κάτοικοι τής Καταλανίας) 50, 80, 81, 82, 87, 98 Καταλωνία ή Καταλανία (περιοχή τής Ισπανίας) 81 Κατάνη (πόλη τής Σικελίας) 15 καταπέλτης (οπλο έκηβόλο) 15, 28, 52, 138, 207, 208, 217, 220 κατάρτι ή άλμπουρο 70, 104, 120, 124, 141, 143, 144 κατάσκοποι (σ’ έπιχείρηση τού Βυζαντίου) 39 κατάστρωμα (πλοίου) 16, 88, 112, 113, 119, 120, 124, 131, 132, 138, 141, 142, 143, 148 κατάφρακτοι ή έπιλωρικοφόροι (δσοι φέρνουν θώρακα) 144 κατάφρακτος στρατιώτης (μέ πλήρη οπλισμό) 88, 108, 144 κατελασία (ή κάτω σειρά κωπηλατών) 136 Κατελούζιο (ή Κατελοΰζος, Γενοάτης δυνάστης τής Αέσβου) 83 κατεπάνω, ό (διοικητής, προϊστάμενος) 35, 39, 95, 106, 112 κάτεργον (πλοίο) 28, 88, 93, 112, 115, 124, 129, 150 κατέργων άρμάτωμα (’εξοπλισμός τών πλοίων) 118 κάτεργον έξκουσσάτον ή έξκουρσατον (πλοίο γιά επιδρο­ μές) 145 κατεργοκτίστης (ό κτίστης τού κατέργου, ό ναυπηγός) 150 κατευόδιο (τό ξεκίνημα) 118, 120, 121,122 κατήνα (τύπος μικρού ιστιοφόρου πλοίου) 144 — πολεμική 144 — σιτοφόρος 144 κατοχή είς φυλακήν (έγκλεισμός σέ φυλακή) 116 κατράμι (ώς εμπρηστικό υλικό) 208 Καύκασος 19 Καφηρέας 129 Κεγχρεές (λιμάνι τής Κορίνθου) 36 Κεδρηνός Γεώργιος (Βυζαντινός χρονογράφος) 47, 230 Κεκαυμένος Κατακαλών βλ. Κατακαλών Κεκαυμένος κέλευσμα (διαταγή) 121 κελευστής (βαθμοφόρος πού κελεύει) 110, 138 Κελιδζέ ’ Αρσλάν (σουλτάνος τής Νίκαιας) 64 κελλαριάρχης ή κελλάρχης (υπεύθυνος γιά τό κελλάριον) 111, 120 κελλάριον γενικόν (χώρος άποθηκεύσεως) 111, 120 κελλάρχης βλ. κελλαριάρχης κένταρχος ή κεντυρίων, (διοικητής εκατό άνδρών καί κυ­ βερνήτης) 93, 100, 109, 110, 112, 117, 118, 124, 143 κεντηνάριο (μονάδα βάρους ’ίση μέ εκατό λίτρα χρυσού) 12 κεραίες ή κέρατα 141 Κεραμιά (λιμάνι τής Κύπρου) 31, 50 κερατάρια, τά (κεραίες) 120, 141, 143 Κεράτιος κόλπος 7, 11, 12, 14, 25, 28, 29, 33, 44,48, 51,57, 62, 68, 72, 77, 81, 83, 85, 87, 88, 89, 90, 91, 94, 150, 152 Κέρκυρα 60, 62, 63, 64, 67, 68, 69, 71, 90

«Κεστοί» (συγγραφή του ’Ιουλίου του ’Αφρικανού) 212 Κεφαλληνία 34, 36, 63, 64, 67, 69 Κίβυρρα (πόλη τής Παμφυλίας) 25 Κιβυρραιώτες 31, 33, 39, 43, 45, 47, 48, 95, 112, 152, 229 Κίεβο 37, 41, 42, 47, 219, 225 Κίλικες 94 Κιλικία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 14, 27, 30, 33, 36, 42, 57, 65, 94, 106, 151, 205, 228 Κίνα 141 Κινέζοι 56, 210, 212, 225 κινστέρνα (ύδροδόκη, δεξαμενή νερού) 111, 120 Κίος (πόλη τής Βιθυνίας, Μ. ’Ασία) 152 κιοσελές βλ. άσκωμα Κλαζομενές (πόλη στήν ’Ιωνία τής Μ. ’Ασίας) 63 Κλαύδιος Μάρκος (Ρωμαίος αύτοκράτορας) 10 κληρικοί (απαλλαγμένοι από τή στράτευση) 97 κλητώρια (συμπόσια αποχαιρετισμού) 121 κλιβάνια (βαρείς θώρακες) 143 κλίβανοι (φούρνοι) 120 κλιβανοφόροι (οί φέροντες κλιβάνια) 144 κλύδων (τρικυμία) 29, 218 κοβέρτο (κατάστρωμα) 111 κοινοβαρβαρικόν (ναυτικό λεξιλόγιο) 149 κοινοπραξία βλ. κοινωνία κοινωνία 170, 184, 186, 190, 191 κοιτωνάρια, τά (παϊδες θαλαμηπόλοι) 109, 111, 120 Κόκκος ’Ιάκωβος (κυβερνήτης ένετικοΰ πλοίου) 90 κόλασις (κολασμός, τιμωρία) 116 κολάσον ή κολάσιον (κολατσιό) 113 κολοφώνιο (ώς συστατικό του υγρού πυρός) 222 Κομαγηνή (περιοχή τής Συρίας) 205 κόμης (διοικητής μοίρας ή ναυτικού σχηματισμού) 100, 106, 117 κόμης τών νουμέρων (διοικητής κρατητηρίου) 117 — τών Σχολών (ύπαρχηγός βασιλικής φρουράς) 13 κομμανδάτορες (διοικητές ναυτικού σχηματισμού) 117 κομμάνδον (ναυτική μοίρα) 117 Κομνηνή ’Άννα (Βυζαντινή πριγκίπισσα καί συγγραφέας) 59, 64, 65, 215, 216, 221 Κομνηνοί (αύτοκράτορες τού Βυζαντίου) 43, 66 Κομνηνός Μανουήλ βλ. Μανουήλ Α'’ κονδοβράκια (αναδιπλωμένα παντελόνια τών άρμενιστών) 115 κονταράτοι (οί συνοδοί τού σημαιοφόρου) 110, 121 Κοντοσκάλιο (λιμάνι - νεώριο τής Προποντίδας) 150, 152 Κοντοστέφανος ’Ανδρόνικος (αρχηγός τού Ναυτικού) 69 — Θεόδωρος 75 — Ίσαάκιος (άρχηγός τού Ναυτικού) 65, 94 — Στέφανος (άρχηγός τού Ναυτικού) 67 Κοντοφρέ Μανουήλ (βασιλιάς τών Ιεροσολύμων) Godefroy des Bouillion - Αατίνος) 65, 75, 98, 103 κοπρίτες (ναύτες) 117

κοράκι τής πλώρης (ή στείρα) 108, 142 κοράκι τής πρύμης (ποδόστημα) 140 Κόρδοβα (πόλη τής Ισπανίας) 216 Κορινθιακός (κόλπος) 36, 89 Κορίνθιοι 233 Κόρινθος 10, 67 Κορσική (νήσος) 11, 13 Κορώνη 64, 73 Κοσμάς (όργανο τών στασιαστών Άγαλλιανοΰ καί Στεφά­ νου) 31, 45, 228 κότσα (είδος σκάφους) 149 κουβέρτο (κατάστρωμα) 111, 115, 119, 120 κουβερνάτορας (τής έλασίας, ομαδάρχης) 113 Κουκουλές Φαίδων (βυζαντινολόγος) 7, 10, 132 Κουμάνοι (νομάδες τουρκικής φυλής) 64 κουμβάριον καί κουμπάριον ή κουμπαρίτσιον ή κουμπαρίτσα (πλοίο μέ άραβική προέλευση) 36, 144 Κουμπιάκ Βλαδισλάβος (Πολωνός συγγραφέας) 50, 217 κουντελάδα (σκαμπαβία) 195, 197 κουπί 104, 143 κουπί - πηδάλιο 104, 141, 142 Κουρκούας ’Ιωάννης (δομέστικος τών Σχολών = άρχηγός στρατού) 41 κουρσάροι 50, 78, 81, 144 κοϋρσος (επιχείρηση καταδρομής) 121 Κουρτίκιος (ναυτικός) 45 Κούρτιος Κούίντος (Αατίνος συγγραφέας) 212 κουτσά (τό κατώτερο μέρος τού κύτους - τό βαθυκό) 140 κουφάσιον (καφάσι) 110 κόφα (τό ξυλόκαστρο τού βυζαντινού πλοίου, θωράκιο) 108, 124, 220 βλ. καί ξυλόκαστρο κράββατος ή κραββάτιον ή κραββάτι (δωμάτιο κυβερ­ νήτη) 112, 120, 141 κράνος 116, 127 Κράνσε (Γερμανός έπιστήμονας) 222 κρασοβαρέλιο 120 Κρατερός (άρχηγός τού στόλου τών Κιβυρραιωτών) 33, 34, 35, 94, 229 κρατητήρια (φυλακή) 117 Κρήτη 26, 27, 33, 34, 35, 36, 38, 39, 40,42, 43,49, 50, 57, 64, 67, 73, 95, 99, 120, 151, 152, 218, 228, 229 Κρητικοί 83, 89, 99 Κρητικό πέλαγος 77 κρικέλλια (μικροί κρίκοι) 39 Κριμαία (μεγάλη χερσόνησος τής Νοτίου Ρωσίας) 10, 19 κριός (πολιορκητικό όργανο) 39, 65, 144, 217 κριοφόρα χελώνη (συνδυασμός χελώνας καί κριού) 65 Κρίσπος (γιός τού Μ. Κωνσταντίνου) 8 κριτήρια του πλωίμου πρωτάτου (έπινήια δικαστήρια) 117 κριτήριον (δικαστήριον) 117 — τοϋ κομμάνδου (δικαστήριο) 117 — τοϋ πρωτοκομμάνδου (δικαστήριον ναυτικού

247

σχηματισμόν) 117 κριτής (δικαστής διοικητικός) 117 κριτής τοΰ πρωτοκομμάνδου (αρχιδικαστής ναυτικού σχη­ ματισμοί)) 117 Κριτόβουλος ("Ελληνας ιστορικός) 91 Κρουμβάχερ, Κάρολος (Γερμανός φιλόλογος, βυζαντινολόγος) 222 κρυβήστρια (κρυψώνες στό βυζαντινό πλοίο) 120 Κτησίας (γιατρός στήν περσική αυλή καί συγγραφέας τών « Ινδικών») 203 Κτησίβιος (μεγάλος μηχανικός, διδάσκαλος τοΰ "Ηρωνα, 3ος π.Χ. al.) 215 Κτησιφών (πόλη τής Βαβυλωνίας, Μεσοποταμίας) 10 κυβερνήτης (πηδαλιούχος, πλοίαρχος) 94, 109, 110, 111,112, 117, 120, 121, 124, 126, 141, 170, 173, 174, 189, 190, 195, 196, 197 — τών αύχένων (πηδαλιούχος ή άρχιπηδαλιοΰχος) 113 κυβήσιον (κουβούσι, κάθοδος, καταπακτή) 119, 120 Κύζικος (αρχαία πόλη τής Προποντίδας) 10, 27, 28, 62, 234 Κυκλάδες 35, 78, 106, 144, 168 κύμβαλο (ήχητικό όργανο) 121 κύμβη (σκάφη, πλοιάριο) 36, 144 κυμνία (πλατιά πιθάρια) 111 κυνώπια βλ. κανώπια Κύπριοι 26 Κύπρος βλ. καί ’ Αλασία 10, 26, 30, 31,32, 39, 50,51,57,62, 64, 67, 69, 82, 83, 150, 151, 152, 168, 226 Κυρηναϊκή (χώρα τής Βορείου ’Αφρικής) 12 Κύριλλος (Βυζαντινός στρατηγός) 13 κύτος (τό εσωτερικό τοΰ πλοίου) 140 Κωδινός Γεώργιος (συγγραφέας) 224 κωνοβρέκτης (χωνί από δέρμα στό κουπί) 136 Κωνσταντίνος ό Μέγας 8, 9, 10, 150, 231 — Δ' ό Πωγωνάτος (αύτοκράτορας 668-685) 26, 27, 28, 30, 31, 150, 214, 234 — Ε' ό Κοπρώνυμος (αύτοκράτορας 740-775) 31, 130, 167 — Ζ' ό Πορφυρογέννητος (αύτοκράτορας 913-959) 25, 34, 39ζ 40, 41, 42, 49, 52, 97, 98, 99, 100,107,112,135, 143, 145, 214, 215, 217, 223, 226, 228, 230 — Θ' ό Μονομάχος (αύτοκράτορας 1042-1054) 46, 48, 52, 59, 229 — Γ ό Δούκας (αύτοκράτορας 1059-1067) 59 — ΙΑ' Παλαιολόγος Δραγάτσης βλ. Παλαιολόγος — (σταυλάρχης) 93 — Γογγύλης (ό «παρακοιμώμενος») 40 Κωνσταντινούπολις πολλαχοΰ Κώνστας Β' (αύτοκράτορας 642-667) 25, 26 — Ε' (αύτοκράτορας 740-775) 30 κώπη βλ. κουπί κωπηλασία 108, 110, 112, 140, 145 κωπηλάτης 14, 29,39,43,44, 57,94, 108, 110, 111, 114, 115, 123, 125, 126, 131, 134, 136, 138, 145, 146

248

κωπήλατος στόλος 125 κωπηλατοϋντες ή ερέτες 108 κωπόξυλον (τοΰ κουπιού ό κορμός) 136 κωποπαλάμιον (τοΰ κουπιοΰ ή παλάμη ή' πλάτη) 136, 138 Κως 75, 77

Λ λαγουδιέρα (διάκι, ο’ίαξ) 141 Λάκωνες (ή Τζάκωνες) 77, 98, 99 Λακωνία 98 Λαλάν Λουδοβίκος (Γάλλος συγγραφέας) 222, 225 λαμπαδάριος (άντίστοιχος τοΰ σημερινού ήλεκτρολόγου) 108, 120 λαμπρόν ελληνικόν (τό ύγρόν πΰρ) 226 Λάμπρος Σπύρος (ιστορικός καί μεσαιωνοδίφης) 10, 29 Λάμψακος (πόλη τής Μ. ’Ασίας, στόν Ελλήσποντο) 152 Λανδοΰλφος (ναύαρχος) 64, 65, 94, 98, 103, 218 Λαοδίκεια (παράλια πόλη τής Συρίας, άραβ. Λατάκια) 64, 65 Λάρισα 63 Λάσκαρης Θεόδωρος (ήγεμόνας στήν αύτοκρατορία τής Νί­ καιας) 75 λατίνι (ιστίο) 141 Λατίνοι 43, 57, 64, 69, 70, 72, 73, 76, 77, 82, 95, 98, 150, 210, 226 λάφυρα (ώς αμοιβή στους πολεμιστές) 127 λειτουργία (καθιερωμένη υποχρέωση τών πολιτών) 147 Λεκαπηνός ό Ρωμανός Α' (Βυζαντινός αύτοκράτορας 920944) 52, 99 Λεμπώ Κάρολος (Γάλλος συγγραφέας) 224, 229 Λεοντίνοι (πόλη τής Σικελίας) 44 Λέσβος 33, 38, 51, 63, 67, 73, 75, 78, 82 Λευκάδα 64 λευκή νάφθα (ή άσφαλτος, κατά τόν Πλίνο) 204 Λέων Α' ό Θράξ (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 457-474) 8, 11, 12, 93, 210 — Γ' ό ’Ίσαυρος (Βυζαντινός αύτοκράτορας, 717-740) 28, 29, 30, 31, 43, 51, 105, 131, 167, 214, 215 — ό Ε' (’Αρμένιος αύτοκράτορας) 33 — Στ ' ό Σοφός (Βυζαντινός αύτοκράτορας 886-912) 37, 39, 40, 49, 96, 99, 100, 103, 104, 106, 107, 125, 130, 132, 133, 135, 136, 138, 140, 141, 143, 145, 213, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 223, 225, 234 — Σγουρός (ήγεμονίσκος στό Ναύπλιο) 70 — ό Διάκονος (Βυζαντινός ιστοριογράφος 11ος αί.) 213, 228 — ό Τριπολίτης (άρχιπειρατής άπ ’ τή Φοινίκη) 38,39,40 Λήμνος 38, 39, 45, 77, 78, 83, 87, 152 λιβάνι 211 Λιβέριος πατρίκιος (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 16, 93 Λίβιος Τίτος (Ρωμαίος ιστοριογράφος) 208, 209, 211 λίβρά 182 Λιβύη 12

λιβυρνίς (λιβυρνικό καί ρωμαϊκό πλοίο) 8, 126, 131, 132, 141, 145, 208, 217 λιβυρνικές (μικρές λιβυρνίδες) 132 Λιβυρνοί (κάτοικοι τής Λιβυρνικής στήν Άδριατική) 132 Λιγουρία (περιοχή τής ’Ιταλίας) 32, 57 Λίγυες (προαριανός λαός) 57 λιθοβόλο (όπλο) 44 λίθος μυλικός (μυλόπετρα) 141 Λικάριος (Λομβαρδός ναύαρχος) 78 Λικίνιος Βαλέριος (Ρωμαίος αύτοκράτορας) 8, 9 λιμάνι 11, 27, 31, 33, 36, 48, 50, 51, 57, 62, 63, 64, 66, 68, 75, 86, 101, 104, 113, 119, 121, 123, 142, 149, 150, 151, 152, 182 — — — — — —

του Κλαυδίου (επίνειο τής αρχαίας Ρώμης) τοΰ Κοντοσκαλίου (στήν Πόλη) 85, 150 τοΰ Νεωρίου (στήν Πόλη) 85, 150 'Ορμισίου 150 των Σοφιών (στήν Πόλη) 150 τοΰ Φάρου (στήν Πόλη) 43, 48

15

λιμήν (άλλη ονομασία τοΰ νεωρίου) 149 — (κατά τούς Βυζαντινούς) 182 λινάρι (ώς υλικό γιά ναυτικές κατασκευές) 151 Λίπαρι (ή' Λιπάραι, νησιά τοΰ Αιόλου Β. τής Σικελίας) 37 Λίπαρις (ποταμός τής Κιλικίας) 205 Λισσαβώνα 210 λίτρα 182 Λογγοβαρδία (περιοχή καί θέμα τής Νοτ. ’Ιταλίας, περί τό σημερ. Μπάρι) 37 λογοθέτης τοΰ γενικοΰ (υπουργός οικονομικών) 67 — τοΰ δρόμου (βυζαντινό άζίωμα πιθανόν άντίστοιχο πρός υπουργό συγκοινωνιών) 39, 120 (λογοθέτης άνώτατος = πρωθυπουργός). λόγοι (γραπτές διαταγές) 118 λογχοδρέπανον 26, 52, 127, 143 Λομβαρδοί (κάτοικοι τής Λομβαρδίας Β. ’Ιταλίας) 78, 79, 108, 151 λοστρόμος βλ. ναύκληρος Λουδοβίκος ΙΑ' (βασιλιάς τής Γαλλίας) 217 Λουδοβίκος του Μπλουά 71 Λου'ίτπράνδος (επίσκοπος τής Κρεμόνας, εύγενής, ιστοριο­ γράφος) 41, 52, 228 Λούκουλλος Λουκίνιος (Ρωμαίος στρατηγός) 205 Λουριά Ρογήρος (πειρατής άπό τήν Άραγώνα) 78 λουσέρνες (φανάρια) 108, 120 Λυδία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 47 Λυκία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 26 Λυκούδης Στυλιανός (ναύαρχος καί συγγραφέας) 109 λύτρα 192 λυχνάρια (γιά τό φωτισμό στό εσωτερικό τοΰ πλοίου) 120 λωρίκια (θώρακες) 143

Μ μάγγανα καί μαγγανικά (πολεμικά μέσα, όπλα) 143, 144, 217, 220, 221 μαγγανάριοι (οί χειριστές τών μαγγάνων βλ. λέξη) 221 μάγιστρος (άξιωματοΰχος στό Βυζάντιο) 45, 48, 189, 190 μάγιστρος μεγάλος τών 'Ιπποτών τής Ρόδου 42, 82 Μαγυάροι (Ούγγροι) 40 Μαίανδρος (ποταμός στή Μ. ’Ασία) 36, 99 Μακεδόνες 36, 207, 208 Μακεδονία 10, 12, 63, 80, 86, 99 Μακεδονική Δυναστεία (άπό 867-1057 μ.Χ.) 53, 97, 99 Μακκαβαΐοι (βιβλία τής Παλαιός Λιαθήκης) 211 Μαλαλάς ’Ιωάννης (Βυζαντινός χρονογράφος) 210 Μαλέας (ακρωτήριο) 68, 129 Μάλτα 16 Μανασσής Κωνσταντίνος (χρονογράφος, ποιητής) 12 Μανιάκης Γεώργιος (στρατηγός τοΰ Βυζαντίου) 47 μανικέλιον (τό λουρί τοΰ σκαλμού) 140 Μανουήλ Λ' Κομνηνός (αύτοκράτορας τοΰ Βυζαντίου, 1143-1180) 67, 68, 69, 100, 103, 107, 219 — Β ' Παλαιολόγος (αύτοκράτορας) 85, 86 — Πατρίκιος (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 44 Μαντείο τών Δελφών 7 Μαντζικέρτ (αρχαίο φρούριο στήν ’Αρμενία, πόλη τής ’Α­ σίας, σημερ. Μαλασκέρτ) 49, 52, 59, 67, 79 Μαξιμίνος (στρατηγός στό Βυζάντιο) 16, 93, 208 Μαρδάίτες (λεξ. αραβική, επιδρομείς, ορεσίβιοι αντάρτες στόν Ταύρο τής Μ. Ασίας) 39, 40, 43, 95, 100, 144

Μαριανός ό Άργυρός (ναυτικός στό Βυζάντιο) 40 Μαρίνος (διοικητής ναυτικής μοίρας) 13, 93 Μάρκο Πόλο ( ’Ιταλός εξερευνητής) 141 Μάρκος Β ' (πατριάρχης) 34 Μαρμαράς (θάλασσα τοΰ Μαρμαρά) 80 Μαρτέλος Κάρολος (βασιλιάς τής Γαλλίας) 30 Μασσαλία 57 Μαύρη Θάλασσα 7, 19, 37, 52, 80, 151 Μαύρηκας (μοίραρχος τοΰ Βυζαντίου) 63 Μαυρίκιος (αύτοκράτορας τοΰ Βυζαντίου 582-602) 20, 131 Μαυριτανοί (μιγάδες Μωαμεθανοί, κάτοικοι 'Ισπανίας καί Β. ’Αφρικής πλήν Αίγύπτου) 210 Μαυροκαταλών Μαριανός (ναύαρχος) 64 — Νικόλαος (ναυτικός στό Βυζάντιο) 66 Μαχαιρας Λεόντιος (Κύπριος χρονογράφος τοΰ 15 αί.) 226 Μέγαρα 7, 233 Μεγαρεΐς καί Μεγαρίτες 7, 233 μέγας δομέστικος (άρχηγός στρατού) 80, 82, 103, 104, 105, 144 — δούξ (άρχιναύαρχος) 43, 64, 67, 69, 70, 78, 81, 85, 87, 103, 105 — δρουγγάριος τών πλωίμων ή θαλασσοκράτωρ (γενι­ κός στόλαρχος, ύπαρχηγός τού μ. δουκός) 103, 113

249

Μεθώνη 14, 36, 73 Μέκκα (ιερή πόλη τής ’Αραβίας) 210 Μένανδρος (Βυζαντινός ιστορικός) 20 Μενάς (πατριάρχης) 26 μεναύλια (δόρατα) 39 μερίαρχος (στρατιωτικός βαθμός στό Βυζάντιο) 100 Μερκούριο, τό (τοποθεσία τής ’Αφρικής) 12 Μερσιέ Μ. (Γάλλος χημικός) 218, 222 Μεσαίωνας (περίοδος 395-1453 μ.Χ.) 30, 48, 112, 114, 116, 121, 138, 224 Μεσημβρία (πόλη παράλια τής Βουλγαρίας στόν Εΰξεινο) 31, 86 Μεσόγειος 7, 9, 11, 15, 16, 19, 21, 25, 27, 30, 32, 33, 34, 35, 37, 42, 43, 46, 49, 51, 53, 55, 57, 62, 66, 79, 80, 86, 87, 98, 141, 142, 145, 148, 151, 169 μεσοπορεία (τά κύρια πλοία, ή κυρία δύναμις) 104 Μεσοποταμία 25, 202, 214 Μεσσήνη (άρχαία Ζάγκλη) 35, 38, 47, 48, 78, 229 μεταγωγικό πλοίο βλ. πλοίο μέταλλο (ώς όπλο) 141 μέταξα βάμματος βασιλικού 187 — βαφής προστυχούσης 187 Μήδεια (μυθικό πρόσωπο) 203 Μηδία (χώρα τής ’Ασίας) 202 μηδικόν πΰρ (υγρόν πυρ) 204, 205, 213, 224, 228 Μήδοι (κάτοικοι τής Μηδίας) 204 μηχανές τών κεραυνών (έκτοξευτές εμπρηστικού υγρού) 210 Μικιέλ Δομήνικος (δόγης τής Βενετίας) 67 — ’Ιωάννης (δόγης) 65 Μικρά ’Ασία 9, 12, 21, 28, 30, 31, 32, 33, 35, 55,59, 65, 67, 69, 79, 80, 81, 83, 85, 86, 87, 94, 95, 97, 99, 151 μικροσίφωνον (μικρή χειραντλία γιά τήν εκτόξευση υγρού πυράς) 223 Μίλητος (πόλη τής Μ. ’Ασίας) 31, 106 Μιλιζιάν (’Αρμένιος, μνηστήρας τού βυζαντινού θρόνου) 27 Μισένον ή Μισηνός (πόλη τής ’Ιταλίας, μεγας ναύσταθ­ μος) 11 μισθός ή ρόγα 100 Μιστριώτης Γεώργιος (καθηγητής) 209 Μιχαήλ Α' Ραγκαβής (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου 811813) 33 — Β ' ό Τραυλός (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου 820-829) 33, 34 — Γ' ό Μέθυσος (αύτοκράτορας 842-867) 35, 36 — Δ' (αύτοκράτορας 1034-1041) 4Ί — ό Ζ' ό Παραπινάκης (αύτοκράτορας 1071-1078) 59 — Η ' Παλαιολόγος βλ. Παλαιολόγος — Θ' (αύτοκράτορας 1295-1320) 81 — (πατριάρχης) 217 μνά 182 μνημόνιο (κατάστιχο) 118 Μογγόλοι (λαός τής ’Ασίας) 79

250

μόδιος (μονάδα μετρήσεως βάρους) 175 μοιραρχία (ναυτική μοίρα) 104 βλ. καί δροϋγγον μοιραρχίς (τό πλοίο τού μοιράρχου βλ. λέξη) 121, 123 μοίραρχος (διοικητής μοίρας καί τουρμάρχης) 106, 124 Μοισία (Βουλγαρία) 13 μολυβδοβόλα (τουφέκια) 88 μολυβδόβουλλος (διαταγή τού ναυάρχου) 118 μοναστήρια (τόπος άδρανείας τών μή στρατευομενών) 31 Μονεμβασία 78, 152 μονήρης (με μιά σειρά κωπηλατών) 7, 14, 82, 131, 133, 142 μονήρια ή γαλέες (με μιά σειρά κωπηλατών) 105, 132, 133, 138, 146 μονόξυλο 21, 23, 37, 44, 47 Μοροζίνης ( 'Ενετός πατριάρχης) 73 — Ρ. ( Ενετός ναύαρχος) 81 Μοσούλη (πόλη τού ’Ιράκ) 206 Μοτύη (άρχαία πόλη στή δυτική Σικελία) 206 Μουράτ Α' (σουλτάνος τών Τούρκων) 85 — Β' (σουλτάνος τών Τούρκων) 86, 87, 88, 226 Μούσα (Μωυσής, σουλτάνος τών Τούρκων) 86 μουσουλμάνοι 25, 30, 51, 60, 64, 151, 225 Μπαλτάς Όγλοΰ (Σουλεύμάμπεης, Τούρκος ναύαρχος) 88,89 μπαμπάκι (ώς υλικό γιά τόν έξαρτισμό πλοίων) 151 Μπάρι (ή άρχαία Βάρη) 65 μπαρούτι (ώς εμπρηστικό υλικό) 90 Μπενέτος (Γενοβέζος δυνάστης) 82 Μπερτελό Μ. (Γάλλος χημικός) 216, 222 Μπεσηκτασί βλ. Διπλοκιόνιον Μπρεγιέ Λουδ. (Γάλλος βυζαντινολόγος) 70, 86, 103, 106, 110, 118, 130, 131, 146, 225, 229 μπριγκαντίνι (τύπος ιστιοφόρου) 88, 89 βλ. καί βριγαντίνι Μπρίστολ (πόλη τής ’Αγγλίας) 210 Μπρόκ (Βρεταννός επιστήμων) 222 Μυλαί (σημερ. Mulazzo, χερσονησίδα τής Σικελίας) 38, 39, 230 Μύλλερ, Κάρλ (Γερμανός καθηγητής) 118 μυριοφόρο πλοίο (πλοίο χωρητικότητας 10.000 άμφορέων) βλ. πλοίο Μυρτώο πέλαγος 47 Μυτιλήνη 63 Μωαβιά ή Μωαβιγιά (καλίφης) 25, 26, 27, 28, 214 Μωάμεθ (ό προφήτης) 44, 79 — Α' (σουλτάνος) 86 — Β' (ό Πορθητής) 87, 88 Μωσλεμάς (στρατηγός τών Αράβων) 28, 29 Μωυσής (ελευθερωτής καί νομοθέτης τών ’Ιουδαίων) 201, 205, 212, 234

Ν νάβα (nava ή nef δρόμων - τύπος γρήγορου ιστιοφόρου) 144, 149 ναβικουλάριοι (συντεχνίες πλοιοκτητών) 147

Ναρσής (στρατηγός τον Βυζαντίου) 16 Νάσαρ (ναύαρχος τοϋ Βυζαντίου) 36, 37, 94 ναυάγιο 147, 148, 175, 197 ναυβάτες (ναυτικοί) 121 ναυπηγός (είδος πλοηγού) 111 ναυκληροκυβερνήτης 190 ναύκληρος ή ναύκλερος ή ναύβλερος ή λοστρόμος (κύ­ ριος τού πλοίου ή βαθμοφόρος του) 100, 110, 173, 174, 189, 190, 196, 197 Ναυκρατίς (πόλη της Αίγύπτου) 211 ναυμαχία τών Στενών (ναυτική σύγκρουση στή Σικελία) 44 «Ναυμαχικά» (συγγραφή Νικηφόρου Ουρανού) 145 ναυπηγείο 14, 26, 49, 50, 86, 104, 106, 131, 149, 150, 151, 152 ναυπηγική 52 ναυπηγός (ξυλουργός) 111, 119, 150, 173, 174, 189 Ναύπλιον 70 ναΰς άμφίπρωρος (πλοίο μέ ομοιόμορφη αιχμηρή πλώρη καί πρύμη) 20

— γλυπτή (σκαμμένη ναΰς, μονόξυλο) 21 — στρατιώτις (μεταγωγικό στρατιωτών) 130 ναύσταθμος 41, 49, 82, 89, 106, 110, 116, 118, 119, 149 — Παλαιός (Έσκή Ταρσανά) 150 ναυτικές κατασκευές 149, 151 ναυτικό κωπήλατο (διάταξη πλοίων στό...) 16 ναυτικοί (ώς πλήρωμα σ ’ ένα πλοίο) 108, 170 Ναυτικός νόμος ή Κώδιξ τών Ροδίων 10, 30, 56, 167, 168, 169 ναυτοσκοπιά (ναυτική σκοπιά, έργο τών βιγλατόρων) 112 ναυτοσκοπός 110 ναυτοστόλιον βλ. ναυτοστόλισμα ναυτοστόλισμα ή ναυτοστόλιον (ομάδα πλοίων) 129 νάφθα (ώς εμπρηστικό υλικό) 35 — καί νάφθη (πετρέλαιο ή παράγωγο πετρελαίου) 35,202, 203, 204, 205, 210, 211, 213, 214, 216, 221, 222, 224 ναυφράγιον (ναυάγιον) 168 ναυφυλακή (ή φυλακή, βάρδια τού πλοίου) 110

Νεάπολις (πόλη τής ’Ιταλίας) 16, 40, 93 Νεεμίας (’Ιουδαίος, πρόσωπον τής Παλ. Διαθήκης) 211, 234 Νείλος (ποταμός) 35 Νεκρή Θάλασσα 202 νεροκράτης (υπεύθυνος γιά τό πόσιμο νερό στό πλοίον) 111, 120 Νέστωρ (Ρώσος χρονογράφος) 219, 225, 228 Νεωραία (ή 'Ωραία Πύλη ή Πύλη τού Νεωρίου στήν Πόλη) 150 νεώριον (ναύσταθμος, πολεμικό λιμάνι) 35, 46, 70, 140, 149, 150, 151, 152 Νεώριος λιμήν ή λιμήν τοϋ Νεωρίου 149 νεώσοικος (οίκος νεώς) 149

Νίκαια (τής Βιθυνίας Μ. ’Ασία) 31, 60, 62, 64, 75, 76, 79, 81, 140, 146, 152 — (αυτοκρατορία τής ...) 59, 152 Νικήτας (στρατηγός) 33 Νικήτας Χαλκούτσης (ναύαρχος τού Βυζαντίου) 44 Νικηφόρος Α' (αύτοκράτορας 802-811) 25, 31, 32, 33, 34, 95, 234 — Β ' Φωκάς (αύτοκράτορας 963-969) 34, 38, 40, 43, 44, 49, 52, 95, 151, 218, 229 — Α' (πατριάρχης - ιστορικός) 28, 213, 214 — Ούρανός (στρατηγός καί συγγραφέας στρατιωτικού έργου) 145, 222 Νικόλαος ("Αγιος) (ώς προστάτης τών θαλασσινών) 10 Νικομήδεια (σημερ. Ίζμίτ, πόλη τής Βιθυνίας - Μ. ’Ασίας στόν Άστακηνό Κόλπο) 10, 82, 203 Νίκων ("Αγιος) (ώς προστάτης τών ναυτικών) 10 Νινευί (αρχαιότατη πόλη τής ’Ασσυρίας) 206 νιτρική ποτάσσα (ώς εμπρηστικό υλικό) 222 νίτρο 208, 212, 215, 222, 223, 224, 225, 230 Νορμανδοί (άνθρωποι τού Βορρά κάτοικοι Β. Γαλλίας καί Νοτ. ’Ιταλίας) 47, 55, 59, 60, 62, 63, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 79, 223, 228, 229 Νοταράς Λουκάς (ναύαρχος) 87 Ντήλς (Γερμανός συγγραφέας) 222 Ντομένικο ’ Αντρέα Κατανέο (Γενοβέζος ναύαρχος) 82 Ντόορνικ Φρέντερικ (σύγχρονος άρχαιολόγος) 147 νυκτέριο (νυκτερινές φυλακές πλοίου) 113 νυκτοσκόπος (ό σκοπός τής νύκτας) 110 Νώε (κιβωτός τοϋ ...) 201

ξενικές δυνάμεις (ομάδες άπό άνδρες συμμάχων χωρών ή φύλων) 95 ξένοι (ώς πηγή γιά τή στρατολογία άνδρών) 95, 97, 105 Ξενοφών 203 Ξενοφών ό Θαυματοποιός 211, 212 Ξέρξης (βασιλιάς τών Περσών) 206 ξίδι (ώς σβεστήριο μέσο τής φωτιάς) 204 ξίφος 127 ξυλάρμενον (τά ξύλινα είδη τής έξαρτίας) 110, 119 ξύλο (πλοίο) 129 ξυλοβραχίων ή έξωκώπιο (βλ. καί έξωκώπιο) 136 ξυλόκαστρο (θωράκιο, κόφα ξύλινος εξώστης στό κατάρτι), 62, 108, 112, 124, 130, 138, 141, 220 ξυλορράψιμο (ράψιμο τού ιστίου μέ ειδική ξύλινη βελό­ να) 108, 119

Ο όδηγίαι έπίτομοι (ίσχύουσες οδηγίες) 93 Όθμάν βλ. Όσμάν ’Οθωμανοί 79, 81, 86, 87 ’Όθων ό Γ ' (Γερμανός αύτοκράτορας) 52

251

ο’ίακες (πηδάλια) 141 οίακιστές (οί χειριστές τοΰ οίακος, οί πηδαλιούχοι) 110, 123 οίκοκυρείον (νοικοκυριό) 113 Οίνειάτης (στρατηγός τοΰ Βυζαντίου) 36, 227 οίστοί (βέλη) 206 Όκτάβιοςήγ Όκταβιανός, Γάιος, ό κατόπιν Αύγουστος) 208 Όλέγ (Ρώσος ηγεμόνας) 37, 41 όλκάς (φορτηγό πλοίο της αρχαιότητας) 65, 77, 85, 116, 129 — μακρά 20 — μυριοφόρος 90 — ταχυπλοοΰσα 130 ολκός (σωλήνας) 119 ’Όμαν (Βρετανός συγγραφέας) 224 Όμάρ (Άραβας καλίφης) 25, 29 "Ομηρος (ποιητής) 140, 202 Όμούρ (σατράπης τής Σμύρνης) 82 όμοφώνιο (ομόφωνα, χοροδιακά) 138 ομοχειρία βλ. συγχειρία ’Ονειροκρίτης (βιβλίο) 39, 120 όνομα (ονομασία των πλοίων) 118, 119 Ότράντο (στενό τοΰ ...) 36, 62 Όνώριος (Ρωμαίος αύτοκράτορας) 10 όξυσυντήρητα φαγία (τουρσιά) 113 όπαίον (όπή) 123, 136 οπλισμός 104, 113, 119, 123, 150 όπλιτικόν (οπλίτες τοΰ πλοίου) 111 'Οπτιμάτων βλ. Θέμα Όπτιμάτων οργάνωση (τοΰ βυζαντινού ναυτικοΰ) 103 ορείχαλκος (ώς υλικό γιά τά καρφιά καί τής σφήνες) 140 όρμος 182 Όρχάν (Τοΰρκος ήγεμόνας) 79, 80, 81, 85 ορυκτόν έλαιον (πετρέλαιο) 201 Όσμάν ή Όθμάν (γενάρχης των ’Οθωμανών) 79, 80, 81 Όσμάν (εμίρης τής Ταρσοΰ) 36 Όσμανλήδες (‘Οθωμανοί) 79, 81, 86 Όστρογότθοι (οί Γότθοι τής ’Ανατολής) 10, 13, 16, 21, 131, 143

Ουγγαρία 71, 87 Ουγος (βασιλιάς τής Προβηγγίας) 108 Ούζοι (πρωτόγονος λαός τοΰ Καυκάσου) 59 θύννοι (νομαδικός λαόςμέ άσιατική προέλευση) 10,13,19,55, 95 Ούρανός Νικηφόρος βλ. Νικηφόρος Ούρανός ουσία (άπόσπασμα 108 ναυτών, συνεκδοχικά πλοίο) 144, 145 «ούσιακό» (πλοίο επανδρωμένο μέ «ουσία») 43, 145 Ούσπένσκυ Θεοδ. (Ρώσος ιστορικός) 9 όψάρια (τά ψάρια) 114 ’ Οψικίου (Θέμα τοΰ Βυζαντίου περί τή Νίκαια) βλ. Θέμα ’ Οψικίου όψώνια ή σιτηρέσια (τρόφιμα) 100

252

Π Παγασητικός κόλπος 38 παγκάριον καί παγκάρι (πάγκος) (τραπέζι) 114, 136 πάγκος (ή σέλμα) 134 παιδάρια, τά (παιδόπουλα, υπηρέτες) 109, 110, 120 παΐδες (υπηρέτες) 111 παίδευση (τιμωρία) 116 παιδόπουλο (ναυτόπαις) 120 Παλαιά Διαθήκη 234 Παλαιολόγος ’Ανδρόνικος Β' (αύτοκράτορας 1282-1328) 78, 81, 82

— ’Ανδρόνικος Γ' (αύτοκράτορας 1328-1341) 82, 83 — ’Ιωάννης Ε' (αύτοκράτορας 1341-1376) 66, 83, 85 — ’Ιωάννης Η' (αύτοκράτορας 1425-1448) 86 — Κων/νος ΙΑ' Δραγάτσης (αύτοκράτορας 1448-1453) 87, 89, 90, 213 — Μανουήλ Β' (αύτοκράτορας 1391-1425) 85, 86 — Μιχαήλ Η ' (αύτοκράτορας στή Νίκαια 1259-1261 καί στήν Πόλη 1261-1282) 75, 77, 78, 98, 152 — Γεώργιος (στρατηγός) 62, 63 Παλαιστίνη 9, 25, 30, 44, 55, 65, 67, 70, 81, 230 «παλαιώριον» (άποθήκη τών παλαιών ειδών) 120 παλάμη (κν. πλάτη, τοΰ κουπιού) 136, 138 Παλάτιον (τό ιερόν, τά ανάκτορα στήν Πόλη) 40, 47 πάλλικες (νέοι υπηρέτες) 104 Παλμύρα (άρχαία πόλη τής Συρίας) 208 Παμφυλία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 25, 28, 43, 145 πάμφυλος (βυζαντινό πλοίο) 39, 93, 108, 143, 145 «Πανδέκται» (’Ιουστιάνεια συλλογή νόμων) 69, 168, 169, 189, 190, 191 «πανέριο» (ή άρτοθήκη) 110, 119 Πάνορμος (πόλη τής Σικελίας) 15, 35 Παντελαρία (ή Παντελλαρία, νησί τής Μεσογείου) 35 «παξιμάδια» (παξιμάδια, φρυγμένο ψωμί) 39 Παπαδοπούλας Κ.Σ. 222 Παπαρρηγόπουλος Κων/νος (ό εθνικός ιστορικός) 37, 45, 62, 68, 75, 86 Πάπας (άρχηγός τής ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας) 60, 69, 70, 76, 82, 83, 87, 90 Πάπας Ίννοκέντιος ό Γ' (1198-1216) 70, 71 «παπίας τοΰ κραββάτου», ό (θυροφύλακας δωματίων κυβερ­ νήτη) 112 παραβλήματα (μέσα γιά τήν ομαλή παραβολή σέ πλοίο ή κρη­ πίδωμα) 124 παρακαταθήκη 170, 183 «παρακατιανοί» (οί κατώτεροι στό βαθμό) 117 «παράμονος» (ό πρός τόν άξονα τοΰ πλοίου κωπηλάτης) 138 παρανδάριες (εξοπλισμένα φορτηγά) 88 παρακοιμώμενος βλ. πρωτομάγιστρος παρατηρητής βλ. βιγλάτορας παρεσχαρίτης (ναυτόπουλο) 173, 174, 189

Παρθία (χώρα στό οροπέδιο τοΰ ’Ιράν) 203 παρίστιο (καί κουλτελάτσα τό δευτερεΰον σέ μεγάλο ιστίο καί αφαιρετό βοηθητικό ιστίο) 112 Πάρος 67 Πάρτινγκτον Γ. (Βρεταννός συγγραφέας) 207, 211, 212, 215, 216, 225 Πασπαλάς (στρατηγός Θέματος) 38 πατάρι βλ. πρόσπελμα πατάριον (τό πάτημα) βλ. καί ζυγοπάτιον 114 Πάτμος 96, 167 Πάτρα 34, 36 πατρίκιος (τιτλούχος τοΰ Βυζαντίου) 108 πατρώνος (πλοιοκτήτης) 190 Πατσινάκες καί Πατζινάκες (ή Πετσενέγοι, τουρκική φυλή εγκατεστημένη παρά τό Δούναβη) 40, 59, 63, 64 Παυλικανοί (ή Παυλικανοί. Κάτοικοι τής Μ. ’Ασίας καί Θρά­ κης) 35, 43 Παυσίστρατος (Ρόδιος ναύαρχος) 209, 233 Παυσανίας (γεωγράφος) 211 Παφλαγονία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 35 παφλαγονίτικα (πλοία τής Παφλαγονίας) 151 Πάφος (πόλη τής Κύπρου) 226 Παχυμέρης Γεώργιος (Βυζαντινός ιστοριογράφος) 98, 104 πεζομαχία 26, 44, 62, 88, 143 πεζοναύτες 116 πειθαρχικό συμβούλιο 117 πείνα (κολατσιό, προάριστο) 113 πειρατεία, παιρατικά κλπ. 34, 35, 39, 46, 47, 50, 63, 69, 70, 77, 80, 133 πειρατής 43, 55, 67, 69, 70, 78, 87, 89, 132, 151 πελαγίτικα καί πλαγίτικα (πλοία τοΰ Πόντου) 151 πελαγολιμένας (φράγμα άπό καράβια) 62 πελάγωμα (αναγωγή στό πέλαγος) 93 Πελοποννήσιοι 233 Πελοπόννησος 20, 31, 34, 35, 36, 40, 46, 67, 69, 71, 73, 75, 80, 87, 89, 95, 98 «πένητες» (μικροκτηματίες στό Βυζάντιο) 45, 52 Πενσυλβάνια (Πολιτεία τών Ήν. Πολιτειών τής ’Αμερι­ κής) 201 πεντηκόντορος 132 πεντήρης 8 Περαία ή Πέραν (συνοικία τής Πόλης) 83, 150 περικεφαλαία βλ. καί κράνος 88 περιουσία ακίνητος (τά στρατιωτόπια - βλ. λέξη) 99 περίπλους βλ. σταδιασμός περιτόναιο βλ. περίτονος περίτονος ή περιτόναιο (κουπαστή) 140, 141, 142 περιφερειακοί στόλοι 105, 106, 145 Περιχιτάνης (Πελοποννήσιος κυβερνήτης πλοίου) 64 περόνη (είδος εμβόλου) 39 περουκέτο βλ. δολώνιον Πέρσες 7, 10, 21, 23, 25, 30, 79, 206, 210 Περσία 25, 211, 234

πετρέλαιο 201, 202, 204, 206, 208, 211, 219, 222, 223, 224, 225 πετροβόλα (όπλα) 36 πετροβαλλίστρα (βλητική μηχανή) 138 Πετρωνάς (Βυζαντινός στρατηγός) 35, 38 Πετσενέγοι καί Πετζενέγοι βλ. Πατσινάκες Πήαρς (Βρεταννός επιστήμονας) 222 πηδάλιο 108, 141, 142, 149 πηδαλιούχος 108, 110, 111, 174 Πηλούσιον (οχυρό στό στόμιο τοΰ ανατολικού βραχίονα τοΰ Νείλου) 51 πήχυς 174, 188 Πίζα (ναυτική πόλη τής ’Ιταλίας) 55, 56, 57, 64, 65, 66, 67, 69, 82, 83 Πιζάνοι (κάτοικοι τής Πίζας) 218, 229 Πισάτες καί Πισάνοι (κάτοικοι τής Πίζας) 57, 64, 65, 66, 68, 69, 70, 72, 77, 78, 94, 103, 145 πίσσα καί πίσση (προϊόν άπό άπόσταξη ξύλου, ρετσινιού, γαιάνθρακα κλπ.) 90, 104, 109, 119, 138, 143,201,202, 203, 205, 206, 207, 208, 219, 220, 221, 222, 224, 225, 227, 233 πιστικός (πλοίαρχος εμπιστευμένος) 182, 189, 190, 195, 197 πιστοποιητικά καταλληλότητας 183 πίττα καί πίττη βλ. πίσσα πλαγίτικα ή' πελαγίτικα (πλοία τοΰ Πόντου) βλ. πελαγίτικα Πλαταιές 206 πλευστικοί (ναυτικοί) 108 πλευστικός αρχών (άξιωματικός ναυτικού) 97 Πληθών, Γεμιστός Γεώργιος (βυζαντινός φιλόσοφος) 213 πληροφορίες 39, 124 πλήρωμα πολλαχοΰ στόν Ναυτ. Κώδικα πληρώματα (τών βυζαντινών πλοίων) 14, 16, 19, 26, 31, 40, 41, 76, 77, 91, 94, 96, 98,104, 106, 110, 111, 112, 118, 123, 124, 125, 127, 141, 145, 169, 170 Πλίνιος ό Πρεσβύτερος (μεγάλος Ρωμαίος συγγραφέας) 203, 204, 205, 221 πλοιαρχία (ναυτική μοίρα) 121 πλοίαρχος πολλαχοΰ στόν Ναυτ. Κώδικα πλοιοκτήτης, πολλαχοΰ στόν Ναυτ. Κώδικα πλοίον άκάτιον 90 - απόστολο ή άνιχνευτικό ή περιπο­ λικό ή πρόσκοπο ή άγγελιαφόρο 12, 43, 104, 123, 124, 130, 133 - γενοατικό 87 - έμπορικό 26, 37, 129, 130, 132, 140, 145, 147, 150, 152 - ένετικό 87 - ίππαγωγό 40, 42, 43, 56, 67, 70, 75, 82, 129, 130, 144, 145, 151 - κακκαβοπυρφόρο 213, 214, 217 - καματηρό 43, 129, 144, 151 - κωπήλατο 138, 145 - ληστρικό 132μεταγωγικό 151 - μεταφορικό 146 - μονήρες 90 - μυριοφόρο (δέκα χιλιάδων άμφορέων) 85 - περιπολικό (βλ. καί πλοίο απόστολο) 146 - πολεμικό 29, 33,40, 85, 130, 145, 146, 151, 152 - πρόσκοπο βλ. απόστολο πυρφόρο 42, 44, 150, 209, 214, 217 - σιτηγό ή σιτα­ γωγό ή σιτοφόρο 129 - σιτοφόρο βλ. σιτηγό - σκευο­ φόρο 129, 144 - στρογγυλό 130, 132-φορτηγό 14,26, 43, 56, 67, 72, 129, 130, 147, 190 πλόιμος στρατηγός (δρουγγάριος ή ναύαρχος) 103, 117

253

πλωϊμολόγος βλ. στρατευτής πλώιμον ή πλόιμον 35, 39, 40, 98, 129 πλώιμον βασιλικόν 30, 31, 35, 36, 39, 40, 43, 45, 46, 47, 51, 52, 69, 70, 81, 88, 100, 103, 105, 106, 150 πλώιμον (θεματικόν) 33, 35, 39, 45, 47, 51, 52, 69, 70, 96, 100, 105 - πλώιμον στράτευμα ή πλώιμοι στρατιώται (τά πληρώματα, οί ναΰτες) 96, 108 πλωίμων έκβολή 96 πλωίμων έξέλασις (στρατολογία) 96 πλώρη 20, 140, 142 Ποδάρων (ναυτικός βαθμοφόρος) 112 ποδιόδρομοι τών αρμένων (σκότες) 141 ποδόστημα (ή κατακόρυφη συνέχεια της τρόπιδας, στην πρύ­ μη) 108, 140, 141 ποδότας, ό (αντίστοιχος στόν σημερ. πλοηγό) 109 ποινές 116 πολεμιστές (στό Βυζαντινό πλοίο καβαλλαρικοί) 108, 138 Πόλη (Κωνσταντινούπολις) πολλαχοΰ Πολιορκητικά (συγγραφή Ήρωνος, τού Βυζαντίου) 207, 216 πολίτες τής αύτοκρατορίας (ώς πηγή στρατευσίμου προσω­ πικού) 94 Πολύαινος ("Ελληνας συγγραφέας τών «Στρατηγικών») 207 Πολύβιος (μέγας ιστορικός) 209, 233 Πολωνία 87 Πομπήιος Γναΐος Μέγας (Ρωμαίος πολιτικός) 209 Πομπώνιος (Ρωμαίος ναύαρχος) 209 Πορθητής (Μωάμεθ Β ) 87 Πορφυρογέννητος Κων/νος Ζ' (αύτοκράτορας 913-959) βλ. Κωνσταντίνος Ποσειδώνιος ό Ρόδιος (φιλόσοφος καί συγγραφέας) 204 πότος του καρδαμώματος 113, 120 Πουατιέ (πόλη τής Γαλλίας, όπου ή ιστορική μάχη) 30 Πούτζης ’Ιωάννης (άνώτατος άζιωματοΰχος) 67 πραγμμτευτικό σκάφος βλ. σκάφος Πραισθλάβα (πόλη τής Μοισίας, Βουλγαρίας) 44 πραίτωρ (δικαστής) 104 Πραιτώριον (διοικητήριον δικαστήριο) 117 Προβηγκία 108 προεισόδιον, τό (είσοδος) 114 Προκλιανήσιο (λιμήν) 27 Πρόκλος (μαθηματικός καί φιλόσοφος) 13, 210, 222 Προκόννησος (νησί στή θάλασσα τού Μαρμαρά) 36, 106, 228 Προκόπιος (Βυζαντινός χρονογράφος) 14, 94, 131, 141,210 πρόκωποι (οί πρώτοι, πρός πρύμνα, κωπηλάτες) 112, 120 Προμηθεύς (μυθικό πρόσωπο) 202 προναύκλη ρος (εμπιστευμένος πλοίαρχος) 182, 190 προνοητής (ό νεμόμένος τή στρατ. πρόνοια) 100, 101 πρόνοια, στρατιωτική (πρόσοδος ορισμένης έκτάσεως γης) 100, 101 προνομεύματα (ήθικές αμοιβές) 118 πρόξενοι (τής Βενετίας) 83 Προποντίδα (ή θάλασσα τού Μαρμαρά) 7, 10, 14, 20, 21, 28,

254

31, 33, 36, 45, 69, 70, 72, 81, 85, 88, 94, 106, 150, 152, 210, 228 πρόπυρο (προσάναμμα) 39 πρός άναγωγήν (νά βγούν στ ’ ανοικτά) 123 πρόσπελμα (βλ. καί ζυγοπάτιον) 138 πρόστεγο (καμπούνι) 109, 140 προσφάγιον (προσφάι) 113 πρότονα (βυζ. πρότονοι) 141 Προύσα (πόλη τής Μ. ’Ασίας στή Βιθυνία) 79, 81 Προφήτης (τού Αλλάχ) 79 προχρεία (προκαταβολή) 186 πρύμη 20, 108, 110, 112, 140, 141, 142, 148 πρωράτης ή πρωτεύς (ό βαθμοφόρος τής πλώρης) 109, 117, 118, 124, 173, 174, 189, 197 πρωρεύς βλ. πρωράτης πρωτάριοι (νεοσύλλεκτοι) 118 πρωταρμάτορας (κάτι σάν πυράρχης τών νεωτέρων χρόνων) 110 πρωτάτον (ή άρχηγίδα) 117 πρωτελάτης (πρώτος πρός τόν άξονα τού πλοίου έλάτης) 110, 112 πρωτοβεστιάριος (Βυζαντινός άζιωματοΰχος) 41 πρωτοκάραβος (οπλονόμος, κυβερνήτης πλοίου τού αύτοκράτορος) 110, 112, 113, 120, 174 πρωτοκόμης (ό δρουγγάριος, αρχηγός τού στόλου) 103 πρωτοκομμάνδος ή πρωτοκομμάνδος τού άρματωλίου (άρχηγός ή διοικητής ναυτικού σχηματισμού μοίρας κλπ.) 117 πρωτοκομμάνδου κριτήριο 117 πρωτοκρίτης (δημόσιος κατήγορος) 116, 117 πρωτοκρίτης τού άςκ5ανά(άρχιδικαστής τού ναυστάθμου) 116 πρωτομάγιστρος ή παρακοιμώμενος (βυζαντινός άζιωματοΰχος) 42 πρωτομανδάτωρ (αρχηγός ή διοικητής ναυτικής μοίρας) 117 πρώτος έπί τής σωτηρίας (άρμενιστής φυλακής) 112 πρώτος τής ήσυχίας (οπλονόμος) 111 πρωτοσέβαστος (τίτλος βυζαντινός) 64 πρωτοσηκρήτις (άνώτατος κρατικός λειτουργός) 38 πρωτοσπαθάριος (Βυζαντινός άζιωματοΰχος) 35, 47, 104, 108 — τής φιάλης (πρόεδρος τού Ναυτοδικείου, στό Βυζάντιο) 104, 110, 112 πτέρνα (τού ίστοΰ) 140 Πτολεμαίοι 8 Πτολεμαίος ό Φιλοπάτορας 8 Πύλη τού Νεωρίου 88, 150 πυξίδα 56, 109 πΰρ τό αύτόματον 211 πυράρχης (άρχιπυροβολητής) 110 πύργος (πολιορκητική μηχανή) 144 πυρίτης, ό. βλ. κεραύνιος λίθος πυρίτις 88, 212, 215, 219, 222, 226, 227

πυροβολικό 86 πυροβόλο 219, 227 πυροτεχνουργός 111 πυροφάνεια του συναράγματος (φώτα στό λιμάνι) 109, 120 πυρπολικό 12, 28, 72, 90, 208, 209, 210 πυρσοφόρος ή πυρφόρος στόλος (ό εφοδιασμένος μέ ύγρόν πΰρ) 120, 129 πυρφόρα κάτοπτρα 13 πυρφόρο (βέλος, άκόντιο) 66 βλ. καί βέλος πυρφόροι δρόμωνες βλ. δρόμων πυρφόροι σαγίται (πορφύρα βέλη) 216, 219 πυρφόροι σίφωνες 217, 219 πυρφόρος 217, 233 Πυρφόρος αύλός (είδος φλολοβόλοο) 66 πυρφόρος στόλος βλ. πυρσοφόρος στόλος Πωγωνάτος, Κωνσταντίνος Δ' (αύτοκράτορας 668-685) 26, βλ. καί Κων/νος

Ρ Ραβέννα (πόλη της ’Ιταλίας) 11, 150, 151 Ραγούζα (σημερ. Ντουμπρόβνικ, παράλια πόλη τής Δαλμα­ τίας) 150, 151 Ραδηνός ’Ιωάννης (ναύαρχος του Βυζαντίου) 39, 40 Ράδος Κ. 118, 132, 145, 224, 230 Ράνσιμαν Στήβεν (βυζαντινολόγος) 97 ρέκτορες ( 'Ενετοί φρούραρχοι) 83 ρετσίνι (ως εμπρηστικό υλικό) 66, 111, 207, 208, 209, 219, 222, 223, 224 ρευστόν (ύγρόν πυρ) 214 Ρισπέν, Ζάν (Γάλλος συγγραφέας) 203 Ριχάρδος ό Λεοντόκαρδος (βασιλιάς τής ’Αγγλίας) 230 Ροβέρτος (Νορμανδός ηγεμόνας) 60 ρόγα (μισθοδοσία στρατιωτική) 39, 100 Ρογήρος (Νορμανδός ηγεμόνας) 63, 67, 68, 69 — (Ροζέ) ντέ Φλόρ (Καταλανός άρχιπειρατής) 81,98 Ρόδος 26, 27, 31, 32, 43, 51, 64, 65, 67, 75, 77, 81, 83, 94,106, 150, 151, 152, 207, 208, 209, 218, 229 Ροζέττα (ναυτική βάση τών Αιγυπτίων) 51 ρουκέτες 210 ρούσιον, βασιλικόν (βασιλική θαλαμηγός, κόκκινη) 107 Ρουστίκος (κόμης των Σχολών = ύπαρχηγός τής βασιλικής φρουράς) 13 ρωμαϊκόν πΰρ 222 Ρωμαίοι 7, 8, 10, 13, 26, 51, 55, 79, 80, 86, 96, 205, 208, 209, 210, 213, 224 Ρωμανία (τό Βυζάντιο, ρωμιοσύνη) 82 Ρωμανός (δομέστιχος τών Σχολών = αρχηγός στρατού) 13 Ρωμανός Α' ό Λεκαπηνός (αύτοκράτορας 919-944) 39, 40, 42, 49, 108, 113 — Β' (αύτοκράτορας 959-963) 42, 218, 229 — Γ' (αύτοκράτορας 1028-1034) 46 — Δ' ό Διογένης (αύτοκράτορας 1067-1071) 59

Ρώμη 9, 10, 53, 70, 215 Ρώς οί (λαός σκανδιναβικής προελεύσεως) 37 Ρωσία 20 Ρώσοι 7, 25, 35, 37, 41, 42, 44, 45, 47, 48, 49, 91, 95, 219

Σ Σάβος (ποταμός) 20 σαγήνη (φορτηγό πλοίο τού Βυζαντίου) 144σα σαγίττες (βέλη) 108, 138, 143,216 σαγαλέφαιον (βυζαντινό πλοιάριο, μέ ιστίο) 144 Σάθας Κωνστ. (ιστοριοδίφης, εκδότης μεσαιωνικών κειμέ­ νων) 83 σακελλάριος (γενικός ταμίας) 104 Σακελλίων ’ Ιωάννης (εκδότης πατμιακών κειμένων) 10, 167 σάκκισμα τών ιστίων (σήκωμα) 112 σακτούρα 144 Σαλαδίνος (σουλτάνος τής Αίγύπτου) 69 σάλπιγγα 121 σαλπιγκτής βλ. τουβάτωρ - βουκινάτωρ Σαμοθράκη 82 Σάμος 38, 39, 40, 43, 45, 51, 63, 67, 73, 75, 99, 152 Σαμόσατα (άρχαία πόλη τής Συρίας σημερ. Σαμσάτ) 203, 205 Σαμσάτ βλ. Σαμόσατα Σαμψούς 152 σανδάλιον (μικρό αλιευτικό, πλοίο στό Βυζάντιο) 129, 144 Σαρακηνοί 28, 31, 32, 34, 35, 36, 38, 40, 46, 47, 49, 218, 230, 234 Σαράφης - Πιτσιπιός Κ. (ναυτικός συγγραφέας) 118 Σαρδηνία 11, 12, 57 Σαρδώ (Σαρδηνία) 12 Σαρωνικός 89 σβεστήριον πυρός (ξίδι κλπ) 207 Σβιατοσλάβος ή Σφενδοσθλάβος (πολεμικός άρχηγός τών Ρώσων) 44, 45, 228 σεβαστοκράτωρ (τίτλος στό Βυζάντιο) 64 σεβαστός (τίτλος στό Βυζάντιο) 64 Σεβέρους ’Ίμπν ’Άλ - Μουκαφά (Άραβας συγγραφέας) 51, 217 σεκρέτα (υπηρεσίες κρατικές στό Βυζάντιο) 104 σεκρέτον του βεστιαρίου (διοικητική υπηρεσία, γιά τό χρηματικό) 104 σεκρέτον τοΰ ειδικού (διοικητική ύπηρεσία, γιά τόν οπλι­ σμό καί τά ύλικά) 104 σεκρέτον τοΰ κοιτώνος (διοικητική ύπηρεσία, γιά τό στρα­ τωνισμό καί τόν ιματισμό) 104 Σελεύκεια (πόλη τής Συρίας) 31, 106, 151 σέλμα - τοΰ κωπηλάτη (κάθισμα) 120, 132, 134, 138 Σελτζούκ (ηγεμόνας τουρκικού νομαδικού λαού) 59 Σελτζουκίδες καί Σελτζοΰκοι (τουρκικός νομαδικός λαός) 55, 59, 60, 62, 70, 79, 80, 83, 97 σεντούκια βλ. συνδόκια Σεπτίμιος Σεβήρος (Ρωμαίος αύτοκράτορας) 7

255

Σέπτον βλ. Θέουτα Σέρβοι 79 Σέργιος (πατριάρχης) 23, 37 Σέργιος ό Νικητιάτης (ναύαρχος τον Βυζάντιον) 35 Σεχραζάτ (μυθικό πρόσωπο τής ’Ανατολής) 202 σημαία 122, 123 σημαιοφόρος (βαθμοφόρος σέ πλοίο) 121 σήμανση (βλ. καί συνεννόηση) 120 σήματα 123, 124 σηματολογία (βιβλίο ή τετράδιο σημάτων) 121 σημείο (σήμα επίσημον) 121, 145 σίδερο (ώς όπλο ή γιά τόν έξαρτισμό πλοίον) 108, 127, 140, 141, 149, 151 Σικανός (ναύαρχος των Σνρακονσίων) 209 Σικελία 12, 15, 16, 26, 27, 33, 34, 35, 38, 44, 46, 47, 49, 55, 57, 60, 68, 69, 70, 80, 81, 93, 94, 104, 150, 151, 210, 218, 230 Σικελικός 'Εσπερινός (σφαγή Γάλλων άπό κατοίκονς τον Παλέρμον, τό 1282) 80 Σικελικός πόλεμος 69 Σικελοί 68, 69 Σιλίστρια (βλ. καί Αορύστολο) 44 Σινά(δρος) 167 σιτηρέσια ή όψώνια (μερίδα τροφής) 100 σιφούνι (κοινή ονομασία του σίφωνος) 215 σιφούνια (τά καράβια πού ’έφεραν σίφωνες, δηλαδή υγρόν πυρ) 217 σιφωνάτορας (ό χειριστής των σιφώνων του υγρού πυρός) 108, 111 σίφωνες (σωλήνες εύκαμπτοι γιά τήν εκτόξευση τού υγρού πυρός) 28, 64, 108, 130, 142, 213, 214, 215, 217, 218, 223, 225 σιφωνοφόροι (δρόμωνες) 214 σιφωνοφόρος ή κακκαβοπυρφόρος (πλοίο πού έφερε σίφω­ νες γιά τό υγρόν πύρ ή κακκάβια με υγρόν πύρ) 129 σκαλμός βλ. σκαρμός σκανδαλίζω (βολίζω) 111 Σκανδιναβοί 49 σκαντάγιο (βολίδα) 111 Σκαντούρρα Ένρίκο (’Ιταλός συγγραφέας) 53 σκαρμός (σκαλμός, πασσαλίσκος στηρίξεως τού κουπιού) 104, 136, 140, 143 σκαφί (μικρή βάρκα) 146 σκάφος πραγματευτικό ή έμπορευματικό (φορτηγό, εμ­ πορικό) 129 σκευασμένον πύρ (ή έσκευασμένον) 216 σκευαστόν πυρ (υγρόν πύρ) 215 σκευή (παρασκεύασμα) 39, 149, 215 σκευή (είδη έξαρτισμού τού πλοίου) 39, 72, 149 σκευοθήκες (άποθήκες τής σκευής) 149 Σκευοθήκη τού Φίλωνος (άποθήκη ειδών έξαρτισμού στόν Πειραιά) 208 σκευοφόρο (τό πλοίο πού μεταφέρει τή σκευή) βλ. πλοίο

256

σκευοφύλαξ (φύλακας τής σκευής, βλ. λέξη) 111 σκηνές 120 σκλάβοι (αιχμάλωτοι πού πωλούντο ώς σκλάβοι) 34 Σκληρός Βάρδας (στασιαστής, στό Βυζάντιο) βλ. Βάρδας Σκληρός Νικήτας (ναυτικός τού Βυζαντίου) 40 σκορπιοί (ώς πολεμικό μέσο) 127, 138, 220 σκότες (πόδες) 141 Σκούταρι βλ. Χρυσόπολη σκουτάρι (ασπίδα) 108, 138, 142, 143, 216 σκριβάνος (γραμματικός) 190 σκρίβων (υποψήφιος τριβοΰνος, δικαστής) 117 Σκύθες 63 σκυλλάκια βλ. σκυλλάρια σκυλλάρια ή σκυλλάκια (φύλακες τού πλοίου, στό Βυ­ ζάντιο) 119 Σλάβοι 16, 20, 21, 44, 151 Σμύρνη 27, 63, 75, 82, 83, 106, 150, 152 Σολεϊμάν (σουλτάνος) 60, 62, 86 σολέμνια (δωρεές) 100 Σολιμάν ή Σουλεϊμάν (’Άραβας χαλίφης) 28, 29 Σόρβολος (ναυτικός, στήν υπηρεσία τής Βενετίας) 89 Σουέζ (πόλη τής Αίγύπτου καί ομώνυμη διώρυγα) 21 Σουλεϊμάν (πασάς) 59, 80, 86 Σοφιαί ή Σοφιαναί 21, 152 Σόφιάν (’Άραβας ναύαρχος) 29, 234 Σοφιαναί βλ. Σοφιαί σπάθη, ή 116 σπαθί 143 σπανθαροκανδιδάτος (άξιωματοΰχος στό Βυζάντιο) 35 σπάρτο (ώς υλικό γιά τά σχοινιά) 141 Σπενδοσθλάβος βλ. Σβιατοσλάβος σταδιασμός (ναυτιλιακό βοήθημα) 93 Σταυράκιος (αύτοκράτορας τού Βυζαντίου, 811) 33 Σταυροφορία Α' (1095-1096) 55, 64 — Β'(1147) 61 — Γ' (1191) 70 — Δ ' (1202-1204) 70, 88

Σταυροφορίες 62, 44 Σταυροφόροι 56, 64, 65, 67, 71, 73, 81, 146, 221 στείρα (κοράκι τής πλώρης) 140, 142 Στενά (τών Ααρδανελλίων) 79, 81, 150 Στερεά 'Ελλάδα 31, 79, 81 Στεφανίδης Μ. (καθηγητής) 223, 224 Στέφανος (τουρμάρχης, επαναστάτης) 7, 31 Στέφανος (άρχηγός στόλου) 47 Στέφανος (επίσκοπος τού Novgorod,) 57 Στήλαι (νήσος) 37 Στήλες τού 'Ηρακλέους (Γιβραλτάρ) 19, 52 Στηλίχων (Βάνδαλος στήν υπηρεσία τού δυτικού ρωμαϊκού κράτους) 10 στιβάνια (τά στιβάλια) 116

στόλος θεοβύθιστος 28 Στράβων ("Ελληνας συγγραφέας, γεωγράφος) 204 στρατευτής ή πλωιμολόγος (στρατολόγος) 96, 118 Στρατηγικόν (του Μαυρίκιου) 131 στρατηγός 100, 113 στρατηγός τής θάλασσας (ναύαρχος) 103 στρατηγός των Καραβησιάνων (αρχηγός τού Ναυτικού) 103, 105 — πλώιμος (ναύαρχος) 117 Στρατήγιον (δεσμωτήριο στή βυζαντινή πλατεία τού Στρατηγίου) 11 Στρατηγόπουλος Καίσαρ (ελευθερωτής τής πόλης άπό τούς Λατίνους) 76 στρατιώται τοϋ Βυζαντίου» (στρατευόμενοι Βυζαντινοί) 96 στρατιώτης κατάφρακτος βλ. κατάφρακτος στρατιώτες κατέργων (ναύτες των πλοίων) 108 στρατιωτική γή (ή γή των στρατιωτοπίων) 25, 52, 53, 94, 95, 97, 98, 99, 100 στρατιωτική πρόνοια (τρόπος πληρωμής των στρατιω­ τών στό Βυζάντιο) 100 στρατιωτάκια βλ. στρατιωτική γή συγχειρία (ομοχειρία) 112 συμβάλια (τσουβάλια, σακιά) 111, 120 Συμεών ό Μάγιστρος 40, 41, 63 συνάρμενον (αποθήκη σχοινιών) 108, 120 συνάφι (συντεχνία) 119 συνδόκια (σεντούκια) 111, 120 συνεισφορά 170, 175, 185, 186, 191, 192, 193, 195, 197 συνεννόηση 143 Συνεχιστής Θεοφάνους (Βυζαντινός χρονογράφος) 26, 34, 35, 36, 37, 41 Συνθήκη τοϋ Νυμφαίου (μεταξύ Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου καί Γενοβέζων, τό 1261) 75 «Σύνοδος επί τής εύπρεπείας των πλόιμων στρατιωτών» (πειθαρχικό συμβούλιο άνωτέρου βαθμού) 117 συνταγμάτιο (κανονισμός) 118 σύντεχνος (ομότεχνος) 110 Συρακούσες (πόλη τής Σικελίας) 16, 27, 35, 44, 209 Συρακούσιοι 209, 233 Συρία 9, 11, 12,21,25,26, 28,30,31,33,35,38,39,43,46,50, 55, 65, 79, 80, 81, 94, 214, 222 Σύριοι (κάτοικοι τής Συρίας) 51 σϋρται 112 σφενδόνη 44 Σσβενδοσθλάβος βλ. Σβιατοσλάβος σφήνα (ως μέσο συνδεσμολογίας στό σκαρί τού πλοίου) 140 σχεδία 19, 80, 121 Σχίσμα (ανατολικής καί δυτικής εκκλησίας) 59 σχοινιά (τής έξαρτίας) 104, 108, 141, 143 σχοινοπλόκος 111 σχολάζουσα (ομοχειρία) αύτή πού αργεί 112 σώστης 170

2/17

Τ Τάκιτος Πούμπλιος Γάϊος Κορνήλιος (Ρωμαίος ιστοριο­ γράφος) 7, 208 Τακτικά (εγχειρίδιο τακτικής, Κων/νου Ζ' Πορφυρογέν­ νητου) 223 Τακτικά (εγχειρίδιο τακτικής, Νικηφόρου Ουρανού) 222 Τακτικά (εγχειρίδιο τακτικής, τού Λέοντας Σοφού) 104, 131, 136, 141, 213, 215, 218, 219, 222, 223 Τακτική (οί κινήσεις καί ενέργειες τού εμπολέμου εν οψει τού εχθρού) 52, 94, 125, 127, 143 τάλαντο (μονάδα νομίσματος καί μονάδα βάρους) 182 Ταμερλάνος (άρχηγός τών Μογγόλων) 86 ταξιδευτική περίοδος 195 ταξιδιωτικόν τών καραβιτών (ή ναυτική σημαία· τό φλά­ μπουρο, φλάμουλο) 111, 121 Τάρας (πόλη τής ‘Ιταλίας) 13, 35 Ταρσός (πόλη τής Μ. ’Ασίας) 36, 42, 49 Τάταροι (λαός άσιατικός) 86 Τατίκιος (ναύαρχος) 64, 94, 103 Ταύρος (οροσειρά στή Μ. ’Ασία) 95 ταχύτητα (τών πλοίων) 138 τείχος τής Μη δίας 203 Τεκνέας (Βυζαντινός άξιωματοΰχος) 47

τελωνείο βασιλικό (στήν ’Άβυδο) 45 Τένεδος 51, 85, 151 τέρετρον (τρυπάνι) 143 τεσσαρακοντάροι (πολεμιστές ορισμένης εκστρατείας τού Βυζαντίου) 34 τεσσαρακοντήρης 8 Τέτζης (πειρατής στήν υπηρεσία τών Καταλανών) 81 Τζακονιά (άνατολικό μέρος τής Λακωνίας) 98 Τζάκωνες (Λάκωνες) 77, 98 Τζαμπλάκων ή Ζαμπλάκων (μέγας δούζ στό Βυζάντιο) 85, 94 Τζαχάς (Σελτζουκίδης τυχοδιώκτης) 63, 64, 80, 103 Τζέγκις Χάν (Μογγόλος άρχηγός) 19 τζέκονες (φρουροί οχυρού) 98 Τζύμπη (φρούριο στήν Καλλίπολη) 83 Τίβερης (ποταμός) 15 Τιβέριος Β' (αύτοκράτορας 578-582) 20 Τίγρης (ποταμός) 206 τιμές (στούς άνδρες τών πληρωμάτων) 127 Τιμπώ (κόμης τής Κομπανίας) 71 Τογρούλ βέης (ιδρυτής τού κράτους τών Σελτζουκιδών Τούρ­ κων) 59 Τολτίλας (στρατηγός τών Γότθων) 16, 93 τόξο (έκηβόλο όπλο τών καβαλλαρικών - βλ. λέξη) 88, 108, 138 τοξοβαλλίστρα (πολεμικό όργανο) 36, 143 τοξοβολία (ή τέχνη τού τοξότη) 51 τοξότης 15, 38, 43, 51, 85, 143 τοπία (άκίνητη περιουσία) 100

257'

τοποτηρητής (υποδιευθυντής ή ύπαρχος) 112, 119 — του ναυστάθμου (ύπαρχηγός) 117 — του στόλου (ύπαρχηγός) 112 τούβα (είδος σάλπιγγας) 109, 113 τουβάτωρ (σαλπιγκτής) 109, 113 τοϋλδο (αποσκευή στρατιώτη καί εφοδιοπομπή) 104 τουλιγάδη των ήγουμένων (τό στροφείο των αγκυρών) 123 Τόυνμπη, ’Άρνολντ (Βρεταννός συγγραφέας) Ί, 25, 59 Τούρκοι 67, 79, 80, 81, 82, 83, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 97, 98, 226, 227 — Όσμαν λήδες 79 τούρμα, ή (ναυτική μοίρα) 104 τουρμάρχης τοϋ πλωίμου (μοίραρχος) 34, 63, 105 τουρμάρχες (μοίραρχοι) 31,45, 100, 103, 106, 118 τουρμοσυνάκται (στρατολόγοι) 96 τουφέκια τοϋ χεριού (χειροσίφωνα) 216 τραγωδάρης (τραγουδιστής, ψάλτης) 110, 138 Τραϊανός Μάρκος (Ρωμαίος αύτοκράτορας) 215 τράπεζα (ή ίστοπέδη στά βυζαντινά πλοία) 140 Τραπεζούς (πόλη τής Μ. ’Ασίας στόν Εϋξεινο) 150, 151, 152 τεχαντήρα βλ. τρεχαντήρι τρεχαντήρι ή τρεχαντήρα ή ψαροπούλα 47, 144 τριακόντοροι (βασικός τύπος άρχαίου πλοίου) 8 τριάρχης (διοικητής τριών μοιρών) 124 τριαρχία (στόλος άπό τρεις μοίρες) 117 τριβουνάλιον τοϋ πλόιμου (ναυτοδικείο) 116, 117 τριβοϋνος (δικαστής) 117 Τριβωνιανός (μεγάλος νομικός) 169 τριήρη, 82, 126, 129, 131, 132, 141, 143, 217 — έπακτρίς βλ. τριήρης φυλακίς — ληστρική 63 τριήρης φυλακίς ή έπακτρίδα (άκτοφυλακίς) 133

Τρίκκερι (Ακρωτήριο τής Μαγνησίας) 77 τρίκροτες (μονάδες) 82 Τρίπολις (πόλη τής Συρίας) 38, 50 τρόπιδα (καρένα) 140 τροπός βλ. τροπωτήρας (δερμάτινο λουρί ή σχοινί πού συγ­ κρατεί τό κουπί στό σκαλμό) 136 τροπωτήρας (ή τροπός) 140 τρουμπουτήρας βλ. τροπωτήρας Τσιμισκής ’Ιωάννης (στρατηγός καί αύτοκράτορας τού Βυ­ ζαντίου 969-976) βλ. ’Ιωάννης τσουβάλια βλ. συμβάλια Τσουρής Γ. (συγγραφέας) 167 τσουρούχια (τσαρούχια) 116 Τυνησία κν. Τούνεζι, χώρα τής Β. ’Αφρικής 27, 210 τυπικόν των πλωίμων (Κανονισμός εσωτερικής ’Υπηρε­ σίας πλοίου) 113, 121

Τύρος 38, 39, 46, 67, 150, 151, 207, 208, 209, 221 Τυρρηνικόν πέλαγος 53, 56 Τυρρηνοί 233

258

Υ ύγρόν πϋρ 13, 28, 30, 31, 33, 35, 36, 37, 38, 40, 41,42, 44, 45, 48, 50, 64, 65, 88, 106, 108, 120, 124, 127, 129, 130, 138, 141, 142, 201, 213 ύγρόπισσον (πίσσα ρευστή) 143 υιοί τής ’Ερήμου (Άραβες) 26 ύπαρχος (διευθυντής επιμελητείας, φροντιστής) 14 ' Υπάτιος (στρατηγός τού Βυζαντίου) 13 ύπέρα (μαντάρι) 141 ύπεράλια (τά έξαλα) 119 ύπερνεώλκηση (μεταφορά πλοίου διά ξηρας) 36 ύπεροι (πλατιά ξύλινα ραβδιά) 207 ύπέρπυρίί (χρυσό νόμισμα τού Μ. Κωνσταντίνου) 66 ύποκάμισο, τό (τού Βυζαντινού ναύτη) 115 ύποπόδιον βλ. ζυγοπάτιον

Φ φαλαρική (πολεμικό όπλο) 208 φανάρια (στίς βυζαντινές άρχηγίδες) 14, 121 φανάρια επιφάνειας (πλοϊκά φανάρια) 109 Φάρσαλα (Θεσσαλία) 209 Φέλντχαους (Γερμανός καθηγητής) 207 φίδια (ώς όπλο κατά τόν πόλεμο) 127, 138, 220 Φιλαδέλφεια (πόλη τής Μικρασίας) 81 Φιλανθρωπηνός ’Αλέξιος (Βυζαντινός ναύαρχος) 77, 85 — Μιχ. (κυβερνήτης βυζαντινού πλοίου) 85 Φιλιππούπολις (πόλη τής Βουλγαρίας) 85 Φιλόκαλος Εύμάθιος (στρατηγός τού Βυζαντίου) 64 Φίνλαιϋ Γεώργιος (Άγγλος ιστορικός) 215 Φλαμανδοί (οί κάτοικοι τής Φλάνδρας) 70 φλάμουλο (ναυτική σημαία βλ. καί βάνδον) 110, 111, 121

φλάμουλον (ή «ταξιδιωτικό τών καραβιτών) 121 φλάμουλον, ό τό - κρατών (σημαιοφόρος) 110 φλάμπουρα (σημεία, σημαίες) 143, 145 Φλαντανελάς (κυβερνήτης βασιλικού δρόμωνες) 88, 227 φλόκος (άρτέμονας) 141 Φλωρεντία (πόλη τής ’Ιταλίας) 69 Φοίνικα (ακρωτήριο τής Λυκίας) 26 Φοίνικες 206, 207 Φοινίκη 57 φορέματα (Ιματισμός) 120 φορολογική πρόσοδος (παραχώρηση τής προσόδου ορι­ σμένης περιοχής) 100 φορταγωγό σκάφος βλ. φορτηγό σκάφος φορτηγό ή φορταγωγό σκάφος 129 φορτίο, πολλαχού στόν Κώδικα τών Ροδίων φοσάτο καί φοσσάτο (στρατός) 99, 103 φούσκα (ή κόλπωση τού ιστίου) 144 φούστα (πειρατικό πλοίο καταδρομής) 88, 89 Φουστάτ, ή (ναυτική βάση τών ’Αράβων στήν Αίγυπτο) 26,

35, 50, 51 Φράγκοι (γενικά οί δυτικοί Ευρωπαίοι) 76, 78, 79, 81, 83, 97, 152 Φραντζής (χρονογράφος τής Άλώσεως) 80, 88, 90, 227 Φρειδερίκος Β ' (βασιλιάς τής ’Ισπανίας) 80 φρουροί όχυροϋ (- τζέκονες) 98 Φρυγία (χώρα τής Μ. ’Ασίας) 79 φρυκτωρίες (πυρσοί, μέσο συνεννοήσεως) 38 φύλακες (οπτήρες) 112 φυλακή (ό άνέχων την φυλακή, βάρδια) 27 — των νουμέρων (δεσμωτήριο) 117 φυλάκιση (μέσα στό πλοίο) 118 φύσαι μεγάλαι (φυσερά) 206 Φώκαια (ναυτική πόλη τής Μ. ’Ασίας) 63, 82 — Παλαιά 82, 83 Φωκάς (Άγιος, προστάτης των ναυτικών) 10 — Βάρδας (στασιαστής στό Βυζάντιο) βλ. Βάρδας Φωκάς — Καππαδόκης (αύτοκράτορας σφετεριστής 602-610) 21, 117 — Λέων (στρατηγός) 38, 40 — Νικηφόρος Β ' (στρατηγός καίαύτοκράτορας 963-969) βλ. Νικηφόρος Β ' Φωκεωλάτος (μοίραρχος στό Βυζάντιο) 83, 85 Φωτεινός (στρατηγός) 33 Φώτιος (πατριάρχης στήν Κωνσταντινούπολη) 25, 37 — (ναυτικός άρνησίθρησκος) 36, 37, 228

X Χάβρη 216 Χαγάνος (ηγεμόνας των Άβάρων) 23, 35 Χαγές Κωνσταντίνος (ναύαρχος τού Βυζαντίου) 46, 47, 94 χαζάριον (καμπύλο μακρύ μαχαίρι) 115 χαλάρωμα των ιστίων (κατέβασμα) 112 Χαλδαίοι (ή Βαβυλώνιοι) 203, 205 Χαλές ό Άμηραΐος (Άραβας άρχηγός) 27 Χαλκηδών (πόλη στήν Προποντίδα) 7, 8, 27, 28, 72, 142 Χαλκιδική 82 Χαλκίς 36, 51, 227 Χαλκοκονδύλης Λ. (Βυζαντινός χρονογράφος) 91 χαλκός (ώς υλικό γιά τόν έξαρτισμό πλοίων) 149 χαλκουργός 111 Χαλκούτσης Νικήτας (πατρίκιος, άρχηγός τής έπιχειρήσεως Κρήτης) 44 Χάνδαξ (Ηράκλειο καί συνεκδοχικά Κρήτη) 33, 43, 229 χάριτες (ποινές καίχάριτες τού πειθαρχικού κώδικα) 1 Ιό χάρτες (ναυτιλιακοί) 93 Χαρσικιανόν (διοικητική περιοχή, Θέμα) βλ. Θέμα χαρτουλάριος (άρχιγραμματεύς) 103, 104, 149 χαρτουλάριος τής έξαρτύσεως (άρχιναυπηγός) 104 Χασάν (εμίρης τής Σικελίας) 44 χειροβομβίδες 216, 219 χειρόγραφο τής Άμβροσιανής βιβλιοθήκης 125, 126

— (των Πανδεκτών) 69 χειρόκτια βλ. χειρόψελλα χειρολιθοβόλο (ρίψη λιθαριών μέ τό χέρι) 127 χειροσίφωνο (τό σίφωνο, τόχειριζόμενομέτόχέρι) 127, 142 216, 217, 219 χειρόψελλα (χειρόκτια) 143 χελάνδια (τύπος βυζαντινού πλοίου) 30, 31, 35, 39, 40, 55, 75, 85, 87, 93, 105, 108, 110, 129, 130, 140, 143, 145, 151, 217, 218 χελάνδιον ούσιακόν (χελάνδιο μέ μικρότερη δύναμη ναυ­ τών) 42, 145 — πάμφυλο (τύπος πλοίου στό Βυζάντιο) 40, 129, 145 χελώνη (όργανο ή μέσο πολιορκητικό) 65, 144, 219 χελώνη κριοφόρα βλ. κριοφόρα 65 χεριανοί (τεχνίτες τού χεριού) 119 χερσόνησος (τής Καλλιπόλεως) 83 χερσονίτικα (πλοία τής Χερσώνος) 151 Χερσών, ή (πόλη τής Ούκρανίας) 19, 35, 150, 152 Χετταίοι καί Χιττίται (λαός ’Ασιατικός, μέ κέντρο τή Συ­ ρία) 79 χιάρια (κατάρτια, τά όχι μονοκόμματα) 119 χιλίαρχος (διοικητής χιλίων άνδρών) 103 Χίος 46, 51, 63, 67, 73, 75, 77, 78, 82, 83, 88, 151 χιόνι τής Κίνας (νίτρο) 225 Χιτωνίτης Μιχ. (ναύαρχος τού Βυζαντίου) 43 Χοσρόης Β' (τών Περσών βασιλιάς) 23, 25 Χουνιάδης ’Ιωάν, (ή Ούνυάδης, εθνικός ήρωας τής Ουγγα­ ρίας) 87 χρήσιμοι (ναύτες μέ ειδικότητα) 113 Χρυσή Πύλη (λιμάνι καί νεώριο στήν Προποντίδα) 152 χρυσόβουλλον (αύτοκρατορικό έγγραφο μέ χρυσή βούλα σφραγίδα) 118 χρυσόβουλλο τού 1082 (τού ’Αλεξίου A ' Κομνηνοΰ) 62, 68 Χρυσόπολη (Σκούταρι - πόλη στήν Προποντίδα) 10, 23 Χρυσόχειρ (στασιαστής στό Βυζάντιο) 45 χρώματα (στό πλοίο) 140 χύτρα (ώς σκεύος εμπρηστικού υγρού) 138, 141, 216, 219, 220 Χωνιάτης Νικήτας (Βυζαντινός χρονογράφος) 67, 226 βλ. καί Άκομινάτος Χώρα τών Χαλδαίων (στή Βαβυλωνία) 202

Ψ ψαροπούλα βλ. τρεχαντήρι ψέλλια (βραχιόλια, κρίκοι) 39 Ψέριμος ή Κάππαρη (νησί στό Καρπάθιο Πέλαγος) 147 ψευδοπάτιον (περίφρακτη εξέδρα) 143, 217

Ω Ωορύφας (βυζαντινός ναύαρχος) 34 Ωορύφας Νικήτας (Βυζαντινός ναύαρχος) 36, 89, 94, 228 Ωπος (Βυζαντινός μοίραρχος) 63 Ωραία Πύλη (Νεωραία - λιμάνι ή Πύλη τού Νεωρίου) 150

259

A -Z

arbalete (βαλλίστρα καί βαλλιστρίδα) 220 Al Baytar (’Άραβας συγγραφέας) 225 Albertus Magnus (άλχημιστής καί συγγραφέας τοΰ Μεσαίω­ να) 222 alla quadra vela (τετράγωνο ίστίο) 141 alla trina vela (τρίγωνο λατίνι, ίστίο) 141 Berthelot Μ. (Γάλλος χημικός) 207, 222 biponte βλ. δίκροτο brick ή brig (βρίκι) βλ. βρίκι brig-aviso βλ. πλοίο απόστολο Byzantion (περιοδική έκδοση) 217 Candia (τό ’Ηράκλειο) 33 Capitaneo Unionis (άρχηγός τής unione βλ. λέξη) 82 chaland (φορτηγίδα) 130 Charles d’ Anzou (Κάρολος ό Άνδεγαβικός) 77 chelandium ή chlandrium (χελάνδιο) 130 Codefroy de Bouillon (Κοντοφρέ Μαρτίνος, βασιλιάς των ’Ιεροσολύμων) 65 cumba βλ. κύμβη cumbar βλ. κουμπάριον dirhem (νόμισμα) 51 drungus (δροΰγκον) 103

Dupré (Γάλλος πού επινόησε πάλι τό υγρόν πυρ) 227 Eilath βλ. ’ Αϊλά El-Farama (τό αρχαίο Πηλούσιο βλ. λέξη) 51 escuda βλ. ασπίδα Feldhaus (Γερμανός καθηγητής) 207 feu grec καί feu gregeois (ύγρόν ή ελληνικόν πυρ) 213 feursàtzen (ύγρόν πΰρ) 213 grobus (κόσμος, ομάδα) 103 Handak (Χάνδαξ, τό Ηράκλειο) 33 huissiers (ίππαγωγά) 145 ignis graecus (ύγρόν πυρ) 213 imperium 9 Joinville (Γάλλος ιστορικός, σύμβουλος τοΰ ’Αγίου Φραγκί­ σκου) 230 Jurien de la Graviere (Γάλλος ναύαρχος καί συγγραφέας) 208 Laechler Paul (Γερμανός συγγραφέας) 52

260

Lalanne L. (Γάλλος συγγραφέας) 212, 222 Leyden (πόλη τής ’Ολλανδίας) 222 Magister militum per Italiam (στρατιωτικός διοικητής τής ’Ιταλίας) 11 magistros militum (διοικητές στρατιωτών) 93, 180 Magnus Albertus βλ. Albertus Magnus maltha (εύφλεκτη λάσπη) 203 Marcus Graecus (συγγραφέας τοΰ Μεσαίωνα) 213, 222, 230 Margaritone da Brindisi (Σικελός πειρατής) 70 Mercier Μ. (Γάλλος χημικός) 212 Mulazzo βλ. Μυλαί mum (πίσσα) 205 navalium βλ. νεώριον nave βλ. νάβα navicularius (χρηματοδότης πλοίων) 147 nef βλ. νάβα Nimes (πόλη τής Γαλλίας) 210 Nino Pedro (κουρσάρος) 210 Partington J. R. ("Αγγλος επιστήμονας καί συγγραφέας) 207, 212 Podestà (άρμοστής) βλ. έξουσιαστής Remochi (Γερμανός συγγραφέας) 223 Roger de Flor (Καταλανός άρχιπειρατής) 81, 98 rostrum (ρωμαϊκό έμβολο) 143 Serre (Γάλλος ναύαρχος καί συγγραφέας) 132 Septum βλ. Θέουτα Severus Ibn al Mugaffà ("Αραβας συγγραφέας) 50, 217 taltum βλ. τοϋλδο vogavanti βλ. πρωτελάτες vogue avant βλ. πρωτελάτης unione (ένωση - συμμαχία χριστιανών ηγεμόνων) 82 uscieri (ίππαγωγά) 145 Wasa (σουηδικό πλοίο) 148 Wiegleb (Γερμανός καθηγητής) 224 wild fire (ύγρόν πΰρ) 213 Wirr Hans (Γερμανός συγγραφέας) 52 Yassi Ada (Γιασή Άντά) (νησίδα στό Καρπάθιο Πέλαγος) βλ. Γιασή Άντά Zargrad (Πόλη τοΰ Τσάρου, αύτοκρατούπολη) 37

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Κεφάλαιο Α': Τό Βυζάντιο καί ή Θάλασσα I. Οί πρώτοι στόλοι..................................7 II. ...Καί οί πρώτοι αγώνες.......................... 11 Κεφάλαιο Β β Ο δρόμος πρός την κορυφή I. Τήν εποχή του 'Ηρακλείου ................ 21 II. "Αραβες: 634-718 μ.Χ.............................. 25 III. Λέων Γ' καί τό Ναυτικό......................... 30 IV. "Ογδοος καί ένατος αιώνες:

II. III. IV. V.

Οί Τούρκοι στό προσκήνιο.................... 79 Καταλανοί καί ’ Ιταλοί............................. 80 ' Ο εχθρός προχωρεί..................................86 'Η "Αλωση .............................................. 87

Κεφάλαιο Ζ': Τά πληρώματα τών πλωίμων I. II.

Στρατολογία................................ 93 Στρατιωτόπια, μισθός καί πρόνοια ...... 99

Κεφάλαιο Η ': νίκες καί αποτυχίες.............................. 31 ’Οργάνωση του Βυζαντινού Ναυτικού 'O αιώνας τής ακμής..............................38 Μετά τήν άλωση τής Κρήτης (961 μ.Χ.) . .43 I. Γενικά................................................... 103 II. Οί βυζαντινοί στόλοι............................ 105 Κεφάλαιο Γ ' : III. Τό Βυζαντινό καράβι............................. 108 Μία παρένθεση: Βυζαντινοί - ’ Αραβες IV. Τό τυπικόν τών πλωίμων α. ’Εσωτερική υπηρεσία - τροφή......... 113 ’Ιταλικές Δημοκρατίες β. ' Ιματισμός................................................... 115 I. Τό Ναυτικό τών ’Αράβων..................... 49 γ. Πειθαρχία................................................. 117 II. Τών Βυζαντινών τό Ναυτικό................. 51 V. Άπέλλο (κινητοποίηση) καί άρμάτωμα III. Οί ναυτικές πόλεις τής ’Ιταλίας ........... 53 κατέργου...................................................... 118 VI. Βυζαντινό κατευόδιο................................121 Κεφάλαιο Δ ' : VII. ’Εχθρός εν όψει - Τακτική..................... 124

V. VI.

'Ο δρόμος πρός τό τέλος I. Σελτζουκίδες καί Νορμανδοί................ 59 II. Οί άγώνες τής παρακμής....................... 63 III. Οί ολέθριοι «σύμμαχοι»........................... 66 IV. Τό χρονικό τής ντροπής......................... 69 V. ' Η Πόλη στούς Λατίνους...................... 71 Κεφάλαιο Ε ': 'Η Αύτοκρατορία τής Νίκαιας.....................75

Κεφάλαιο ΣΤ': Μετά τήν άπελευθέρωση I. Κλύδων καί ζάλη....................................... 77

Κεφάλαιο Θ': Τά πολεμικά καράβια του Βυζαντίου I/O δρόμων καί τό χελάνδιο ......................... 129 II. Κατασκευή - έξαρτία............................ 140 III. Βοηθητικά πλοία καί πάμφυλον.......... 143

Κεφάλαιο I': Τά φορτηγά.................................................... 147

Κεφάλαιο ΙΑ': Νεώρια καί εξαρτύσεις.............................. 149 261

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ................................. 153-163

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Β': Πυρ τό Έσκευασμένον

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Α': Ό Ναυτικός Κώδιξ των Ροδίων ......... 165-168

Πίνακας χαρτών καί εικόνων........... 235-236 Εύρετήριον ’Ονομάτων, όρων καί λέξεων.,........................................... 237-260 Περιεχόμενα του τόμου....................... 261-262

262

201-234



ΜΑΡΙΟΥ ZiMWÀ



»

TO ΝΑΥΉΚ0 TOT ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

^ίΧ^ί

8 i

oS/ìÌÈm

*

S ί

Z?J i^iUìrs ri^i'^'^l