ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ [1 ed.] 9789606544705

Το βιβλίο «Επιλεγμένα Πρακτικά Θέματα Συνταγματικών Δικαιωμάτων» παρουσιάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις πρακτικής εφαρμογ

195 87 559KB

Greek Pages 184 [102] Year 2021

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ [1 ed.]
 9789606544705

Table of contents :
Πρόλογος Σελ. IX
Προλογικό σημείωμα Σελ. XI
1o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ελευθερία της τέχνης, θρησκευτική ελευθερία, ΕΣΡ, προστασία περιβάλλοντος Σελ. 3
2o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα Πρόσβασης στα Δημόσια Έγγραφα, περιβαλλοντική πληροφόρηση Σελ. 7
3o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Οικογένεια, γάμος, ισότητα, ιδιωτική ζωή, διακρίσεις με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τριτενέργεια δικαιώματος, αρχή αναλογικότητας Σελ. 10
4o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
PSI, Οικονομική Ελευθερία, Ιδιοκτησία, Ισότητα Σελ. 16
5o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στο περιβάλλον Σελ. 21
6o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Κοινωνική ασφάλιση, ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία Σελ. 24
7o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας, δικαίωμα συνάθροισης, συλλογική αυτονομία Σελ. 28
8o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στην εργασία Σελ. 31
9o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Τηλεοπτικές άδειες καναλιών, ρόλος ΕΣΡ, δικαίωμα σε δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα; Σελ. 33
10o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Διάλυση Σωματείου, δικαίωμα του Συνεταιρίζεσθαι Σελ. 37
11o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Αναγκαστική απαλλοτρίωση Σελ. 39
12o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Αξία ανθρώπου, ιδιωτική ζωή, προσωπική ελευθερία, προσωπικά δεδομένα Σελ. 41
13o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ιδιωτική Ζωή, Υγεία, Δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης Σελ. 46
14o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα δικαστικής προστασίας Σελ. 49
15o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Θρησκευτική ελευθερία Σελ. 52
16o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Θρησκευτική ελευθερία και αντιρρησίες συνείδησης Σελ. 55
17o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Απόρρητο επικοινωνίας, παράνομα αποδεικτικά μέσα Σελ. 58
18o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Αρχή της αξιοκρατίας, δικαίωμα για κοινωνική πρόνοια Σελ. 61
19o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δικαίωμα αναφοράς Σελ. 64
20o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα του συνέρχεσθαι και απαγόρευση συγκέντρωσης Σελ. 66
21o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
3% όριο στις ευρωεκλογές Σελ. 68
22o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο Σελ. 70
23o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Προσωπικά Δεδομένα (Δικαίωμα στη Λήθη), Κοινή Γνώμη Σελ. 73
24o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και σώματα ασφαλείας, τατουάζ και αστυνομικοί Σελ. 75
25o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στην εκπαίδευση Σελ. 77
26o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Αθλητισμός, αθλητική συγκέντρωση, δίκαιο της πανδημίας & πρόσβαση αθλητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση Σελ. 80
27o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Προνομιακή θέση Δημοσίου: Επιτόκιο υπερημερίας Δημοσίου, δημόσιο και ταμειακό συμφέρον Σελ. 83
28o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δημόσια Επιχείρηση, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, Υγεία Σελ. 85
29o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στην εκπαίδευση, θρησκευτική ελευθερία Σελ. 88
30o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η εύλογη διάρκεια δίκης Σελ. 92
31o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Περιβάλλον και ιδιοκτησία Σελ. 95
32o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Απεργία, δικαίωμα στην εργασία Σελ. 100
33o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Εκλογικό δικαίωμα, ενεργητικό και παθητικό Σελ. 105
34o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δίκαιη δίκη, τεκμήριο αθωότητας κατηγορουμένου Σελ. 109
35o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στη ζωή και στην αξία του ανθρώπου, κατάρριψη επιβατηγού αεροπλάνου που τελεί υπό αεροπειρατεία Σελ. 111
36o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ισότητα δύο φύλων, θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών Σελ. 116
37o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Αυτοδιοίκητο σωματείων, δικαίωμα συνένωσης Σελ. 118
38o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ελευθερία τύπου, στρατευμένη διαφήμιση (άμβλωση) Σελ. 120
39o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στην εργασία, άτομα με αναπηρίες Σελ. 122
40o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαστική προστασία, δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δίκαιη δίκη Σελ. 129
41o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Οικονομική ελευθερία και πανδημία Σελ. 134
42o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Βίντεο-παρακολούθηση στο χώρο εργασίας και προσωπικά δεδομένα Σελ. 137
43o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Ανέπαφες συναλλαγές με κάρτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων Σελ. 139
44o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Δικαίωμα στη στέγαση, δογματική των κοινωνικών δικαιωμάτων, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης Σελ. 143
Βιβλιογραφία Σελ. 149
Ευρετήριο Σελ. 163

Citation preview

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Συγγραφέας: Αναστοπούλου Ε.-Κ., Γαλάνης Π., Μπατσούλας Δ. Πρόλογος: Αντωνίου Θ. Έτος Έκδοσης: 2021 Πρόλογος Σελ. IXΠρόλογος Η σειρά «Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου» φιλοξενεί με το παρόν βιβλίο το Δίκαιο των Συνταγματικών Δικαιωμάτων στην πράξη. Ο τρόπος ερμηνείας των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων από τα Δικαστήρια παρατίθεται πλουσιοπάροχα. Ο φοιτητής στον οποίο κατά κύριο λόγο απευθύνεται το βιβλίο αυτό όχι μόνον εξοικειώνεται με τη μέθοδο επίλυσης των πρακτικών αλλά έρχεται σε επαφή και με τη νομολογία και θεωρία, πράγμα που του δίνει τη δυνατότητα και να διευρύνει τις γνώσεις του αλλά και να καταλάβει από νωρίς την ύλη ενός μαθήματος που εφαρμόζεται τόσο στο πλαίσιο του Δημοσίου Δικαίου όσο και στο πλαίσιο άλλων κλάδων του δικαίου. Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ανήκουν σε όλους. Αυτή η άμεση εφαρμογή τους σε όλους τους

κλάδους του δικαίου αποδεικνύει τη σημασία τους για την πράξη και τη θεωρία. Είναι ύλη, με την οποία δουλεύει τόσο ο δικαστής, όσο και ο δικηγόρος αλλά και ο οποιοσδήποτε άλλος εφαρμοστής του νόμου και του Συντάγματος. Οι συγγραφείς με ιδιαίτερο ζήλο κατέβαλαν μια επιτυχημένη προσπάθεια συγγράφοντας αυτό το βιβλίο είτε από τη θέση του ερευνητή είτε από αυτή του ασκούντος στην πράξη επάγγελμα. Ο κύριος Παναγιώτης Γαλάνης είναι Δικηγόρος, Υπ. Δρ. της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ με πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο, με ΜΔΕ Νομικής ΕΚΠΑ και ΜΔΕ Παντείου Πανεπιστημίου, καθώς και πτυχίο Ψυχολογίας ΕΚΠΑ. Η κυρία Έλλη-Κυριακή Αναστοπούλου είναι Δικηγόρος, Υπ. Δρ. Νομικής ΕΚΠΑ, με LLM του Πανεπιστημίου του Cambridge και ΜΔΕ Νομικής ΕΚΠΑ και ο κύριος Δημόκριτος Μπατσούλας είναι Δικηγόρος, LLM και Υπ. Δρ. της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tübingen. Ευχαριστίες οφείλω στους συγγραφείς αλλά και στον εκδοτικό οίκο «Νομική Βιβλιοθήκη» που ανέλαβε την έκδοση του εγχειριδίου αυτού. Θεοδώρα Αντωνίου Προλογικό σημείωμα Σελ. XIΠρολογικό σημείωμα Το ανά χείρας σύγγραμμα φιλοδοξεί να συμβάλει στην πλήρωση ενός κενού στην ελληνική βιβλιογραφία, αυτό των πρακτικών θεμάτων (με ενδεικτικές απαντήσεις) στην ύλη αμιγώς των Συνταγματικών Δικαιωμάτων, ενός κλάδου θεμελιώδους, δυναμικού και νομολογιακού. Τρεις δημοσιολόγοι υπογράφουν το παρόν σύγγραμμα, έχοντας εξειδικευθεί σε επιμέρους κλάδους του Δημοσίου Δικαίου και έχοντας πλέον συγγράψει αρκετές μελέτες στον σχετικό νομικό τύπο. Κρίθηκε σκόπιμη η διατήρηση ενός ικανοποιητικού αριθμού πρακτικών θεμάτων για τη συστηματοποίηση και συνθετική προσέγγιση των ζητουμένων, αποφεύγοντας τον σκόπελο της αποσπασματικότητας που ενδεχομένως θα εγκυμονούσε η παράθεση περισσότερων πρακτικών θεμάτων ή εκτενέστερων απαντήσεων. Το παρόν έρχεται σε διάλογο με τον αναγνώστη του, τον οποίο και ενθαρρύνουμε να επικοινωνήσει μαζί μας για οποιοδήποτε σχόλιο/παρατήρηση/συμπλήρωση. Το παρόν απευθύνεται σε κάθε νομικό ενασχολούμενο με τον κλάδο και «ανήσυχο» για σύγχρονα ζητήματα συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά και στους φοιτητές των νομικών σχολών της χώρας, στους (υποψήφιους) μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές, στους υποψήφιους στο ΝΣΚ/ στην Εθνική Σχολή Δικαστών και στη Δημόσια Διοίκηση. Απευθύνεται, όμως, και στους ενασχολούμενους με παρεμφερή θέματα δικηγόρους και νομικούς, καθώς και σε συναφείς κατηγορίες φοιτητών άλλων σχολών, π.χ. Τμήματα Πολιτικής Επιστήμης, Δημόσιας Διοίκησης κλπ. Τέλος, είναι ανοιχτό και σε κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται θεωρητικά και πρακτικά για το Συνταγματικό Δίκαιο. Το σύγγραμμα αυτό πρωτοπορεί: • Στον τρόπο οργάνωσης της ύλης του (πρακτικά θέματα αμιγώς για τα Συνταγματικά Δικαιώματα) με συνοπτικές απαντήσεις που δεν κουράζουν τον φοιτητή ή αναγνώστη. • Στην κάλυψη όλων των βασικών σημείων της ύλης των Συνταγματικών Δικαιωμάτων. • Στην ενσωμάτωση σύγχρονων θεωρητικών και νομολογιακών δεδομένων σε αυτό και στη χρήση επαρκών παραπομπών προς διευκόλυνση της έρευνας. • Στη στόχευσή του να ενισχύσει τη διδασκαλία του κλάδου σε όλους τους εκπαιδευτικούς χώρους. Σελ. XIIΣημείωση για τα πρακτικά θέματα. Προτείνεται και συστήνεται στους αναγνώστες η μελέτη πρώτα των αντίστοιχων εγχειριδίων Συνταγματικών Δικαιωμάτων και ύστερα η ενασχόληση με τα πρακτικά. Σε αυτόν τον σκοπό

κατατείνουν και οι υποσημειώσεις εντός του κειμένου που παραπέμπουν στα επιμέρους εγχειρίδια και μελέτες, τόσο με σκοπό να ενθαρρύνουν τον φοιτητή να εξεύρει τις πληροφορίες εκεί, όσο και να συνδυάσει θεωρία και πράξη, αλλά και πληθώρα επιστημονικών πηγών μεταξύ τους. Οι υποσημειώσεις ασφαλώς δεν μπορούν να γίνονται με τρόπο εξαντλητικό, καθόσον πολλάκις συντείνουν οι απόψεις των διαφόρων συγγραφέων, αλλά και εφόσον δεν εντάσσεται στους σκοπούς του βιβλίου η έκδοση ενός κειμένου«Ευαγγελίου», στο οποίο θα μπορούν να προστρέχουν άπαντες για πάσα χρήση. Ως προς την επιλεγείσα ύλη του βιβλίου, σημειώνεται πως καλύπτονται όλα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Οι επίκαιρες εξελίξεις στον τομέα κατά το μάλλον ή το ήττον ενσωματώθηκαν στην ύλη, δίδοντας έμφαση στη δυναμικότητα του κλάδου. Οι συγγραφείς ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σελ. 1ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Η ύλη των συνταγματικών δικαιωμάτων (ή, όπως συχνά συναντάται, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ή των συνταγματικών ελευθεριών κλπ.) πολλάκις εκλαμβάνεται ως δυσκόλως προσπελάσιμη ή δυσχερώς ερμηνεύσιμη, ενώ ενίοτε ερμηνεύεται ως ευχολόγιο και ως διακηρύξεις, στερούμενες νοήματος. Η δυσκολία τους συνίσταται τόσο στη θεωρητική ζύμωση γύρω από τον κλάδο και στην πρωτοφανή ποικιλία των συναφών θεωριών, όσο και στη δυσκολία κατανόησης στην ευρύτητά τους των προβλημάτων. Η επιτυχής επίλυση ενός πρακτικού ζητήματος συνιστά, ασφαλώς, απόρροια μίας δομημένης, συγκροτημένης νομικής σκέψης, που φέρει μεν τα γενικά γνωρίσματα ενός επιτυχημένου δικανικού συλλογισμού, αλλά ταυτοχρόνως λαμβάνει υπόψη τις βασικές ιδιαιτερότητες των δικαιωμάτων. Η επίλυση αυτή αποτελεί φιλόδοξο, συνεπώς, εγχείρημα και προαπαιτεί στέρεο γνωστικό υπόβαθρο, συνθετική ικανότητα, αλλά και πρακτική σκέψη. Το πρώτο βήμα στην επίλυση ενός τέτοιου πρακτικού θέματος θα μπορούσε να αποτελέσει η ορθή ανάγνωση του ιστορικού του. Είναι σαφής, στο σημείο αυτό, η διαφοροποίηση της θεωρητικής παράθεσης πραγματικών περιστατικών από τη νομική υπόθεση της πράξεως που άγεται ενώπιον του νομικού (π.χ. δικηγόρου, δικαστή κλπ.) και ζητά επίλυση. Αφού κατανοηθούν τα πραγματικά περιστατικά, ο αναγνώστης καλείται να κατανοήσει τα ζητούμενα εκάστοτε, ήτοι τα ερωτήματα που τίθενται και οφείλει να απαντήσει, λ.χ. είναι συνταγματικά επιτρεπτή η τάδε πράξη της κρατικής εξουσίας; Ύστερα, καλείται ο νομικός στην κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού, εκκινώντας από τη μείζονα πρόταση, τον κανόνα δικαίου, που εν προκειμένω είναι το Σύνταγμα ή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ είναι και το κρισιμότερο σημείο, όπου η γνωστική κατάρτιση σε συνδυασμό με την ερμηνεία με τις μεθόδους συνταγματικής ερμηνείας επιστρατεύονται προς υποβοήθηση του νομικού. Ακολούθως, υπάγονται τα πραγματικά περιστατικά στους ως άνω κανόνες δικαίου. Εξετάζονται αυτά βήμα προς βήμα και ιδίως ως προς το αν εμπίπτουν στον κανόνα του δικαίου που έχουμε χρησιμοποιήσει. Ειδικότερα, ερμηνεύονται τα δικαιώματα, αλλά και οι τυχόν επιβαλλόμενοι περιορισμοί τους και αποπειράται ο νομικός να διερευνήσει τη

συνταγματικότητα των περιορισμών κατά το άρθρο 25 του Συντάγματος. Αναλόγως με την ακολουθούμενη από αυτόν θεωρία, δίδεται και η αντίστοιχη απάντηση. Καμία άποψη δεν μπορεί αυτοτελώς να θεωρηθεί εσφαλμένη, όταν είναι νομικώς τεκμηριωμένη. Και σε αυτό συμβάλλει πρωτίστως η γνώση συναφούς σχετικής βιβλιογραφίας και νομολογίας, εφόσον υφίσταται για το θέμα, βεβαίως. Σε Σελ. 2 αυτή, όμως την περίπτωση, ο νομικός δεν θα πρέπει να εφαρμόζει άκριτα τη νομολογία αυτή, αν δεν παρουσιάζει επαρκείς ομοιότητες με την περίπτωση που άγεται ενώπιόν του, οπότε είναι αρχικώς εξακριβώσιμη η ταυτότητα/ομοιότητα των τιθέμενων ζητημάτων με τις επιμέρους πτυχές της βιβλιογραφίας και νομολογίας . Τέλος, η απάντηση δεν θα πρέπει να δίνεται κατά τρόπο απόλυτο, αποκλείοντα οποιαδήποτε συζήτηση και αντίθετη γνώμη επί του θέματος, το οποίο μάλιστα μπορεί να ερμηνευθεί και με άλλον τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, η τακτική προσφυγή στη νομική θεωρία αναδεικνύεται σε σύμμαχο του νομικού. 1o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελευθερία της τέχνης, θρησκευτική ελευθερία, ΕΣΡ, προστασία περιβάλλοντος

Σελ. 31o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελευθερία της τέχνης, θρησκευτική ελευθερία, ΕΣΡ, προστασία περιβάλλοντος Κατά τη διάρκεια πρωινής προβολής γνωστής παιδικής ταινίας σε τηλεοπτικό σταθμό, προβάλλονται σκηνές οι οποίες, αν και έχουν έρεισμα στην Ιαπωνική κουλτούρα, εντούτοις για όσα παιδιά είναι χριστιανοί θεωρείται ότι παραπέμπουν σε σατανιστικές/δαιμονικές λατρείες. Ερωτάται: α) Μπορεί μία παιδική σειρά να περιέχει αναφορές που εμμέσως παραπέμπουν σε σατανιστικές/δαιμονικές λατρείες; β) Κατά παραλλαγή του ιστορικού, σε τηλεοπτική εκπομπή αναφερόμενη σε εφήβους και στους κινδύνους της εφηβείας, μπορούν να προβάλλονται σκηνές όπου εικονίζονται συγκεκριμένοι έφηβοι παραβάτες που είναι, όμως, αναγνωρίσιμοι ευχερώς, ως εκ των χαρακτηριστικών τους; γ) Έστω, κατά πλήρη παραλλαγή του ιστορικού, ότι δεν προβάλλονται οι ως άνω εικόνες/σκηνές στην τηλεόραση, αλλά ζωντανά σε υπαίθριο σινεμά εύκολα προσβάσιμο, ευρισκόμενο μάλιστα εντός χώρου πρασίνου ενός μικρού χωριού. Μάλιστα με συναφή απόφαση αρμοδίου οργάνου, αποχαρακτηρίζεται ο χώρος αυτός, προκειμένου να ανεγερθεί εκεί κέντρο «φίλων ιαπωνικής κουλτούρας». Η σχετική διοικητική πράξη προσβάλεται δικαστικώς και προβάλεται ως λόγος ακύρωσης η αντισυνταγματικότητά της. Κρίνετε τη νομιμότητα της τελευταίας. Απάντηση: α) Η ελευθερία της τέχνης σύμφωνα με το άρθρο 16§1 εδ. 1 Σ. περιέχει την ελευθερία δημιουργίας, κυκλοφορίας έργου τέχνης και την πρόσβαση του κοινού σε αυτή. Παρότι το ίδιο άρθρο δεν προβλέπει κάποιον ρητό περιορισμό, θεωρείται πως γενικά ο καλλιτέχνης υπόκειται στο γενικώς ισχύον δίκαιο . Από τον συνδυασμό αυτής της διάταξης με τη διάταξη της §2 υπο§ 1 άρθρο 15 Σ, η

ραδιοτηλεόραση κατά την επιλογή του προγράμματός της (όπως και το ΕΣΡ κατά Σελ. 4 τον έλεγχο των σχετικών αποφάσεων) πρέπει να διατηρεί ένα minimum ποιοτικής στάθμης . Συνεπώς, εκπομπές μη ανταποκρινόμενες στη στάθμη αυτή, είναι ακάλυπτες από τη συνταγματική προστασία . Ταυτόχρονα, η προστασία της παιδικής ηλικίας από το Σ, το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως εκτίθεται και σε άλλο πρακτικό θέμα. Όμως, η ελάχιστη αυτή ποιοτική στάθμη πρέπει να κρίνεται – κατά τη γνώμη μας – in concreto, με αντικειμενικά μάλιστα κριτήρια που εδώ τηρούνται, αφού πρόκειται για συνήθεις σκηνές στην Ιαπωνία και στην εκεί κουλτούρα. Παράλληλα, δεν στοιχειοθετεί προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας (Σ 13) με μόνη την προβολή της ταινίας αυτής, την οποία έστω και εν μέρει συνειδητά και ηθελημένα επέλεξαν να δουν τα παιδιά, υπό τη συγκατάθεση ενδεχομένως και των γονέων των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα (ΑΚ 1510 επ.), εφόσον κιόλας επρόκειτο για «δημοφιλή ταινία» και επίσης καθόσον οι αναφορές είναι έμμεσες και τα παιδιά δεν μπορούν να τις κατανοήσουν σε αυτές τις ηλικίες και ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως πρόκειται για ιαπωνική παραγωγή. Κατά τη νομολογία, γίνεται δεκτό ότι η «ολοκληρωτική απαγόρευση του δημοσίου αντιθρησκευτικού λόγου μπορεί να γίνει κατ’ εξαίρεση αποδεκτή, όταν ο τρόπος του ομιλητή είναι τόσο βάναυσα περιφρονητικός, προκλητικός ή εξυβριστικός, ώστε να συνεπάγεται την άρνηση της θρησκευτικής ελευθερίας των άλλων, οπότε και χάνει το δικαίωμα στην ανοχή από μία δημοκρατική, πλουραλιστική κοινωνία με ανοιχτό πνεύμα, που δικαιούται τότε και είναι αναγκαίο να αμυνθεί έτσι με το έσχατο και δραστικότερο μέσο που διαθέτει, αφού κάθε ηπιότερο είναι απρόσφορο» β) Σε συναφή απόφαση για την υπόθεση αυτή, κρίθηκε νόμιμη η αιτιολογία χρηματικού προστίμου του ΕΣΡ «εις βάρος τηλεοπτικού σταθμού που μετέδωσε σε δελτίο ειδήσεων φωτογραφίες εικονίζουσες πρόσωπο (φερόμενο να εμπλέκεται σε τρομακρατική οργάνωση) μαζί με τα αδέλφια του σε παιδική ηλικία», αφού εξάλλου και η μετάδοση φωτογραφιών ανηλίκων απαγορεύεται από το άρθρο 10§2 Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Αυτό αποτελεί εξειδίκευση της συνταγματικής υποχρέωσης σεβασμού Σελ. 5 της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και των απορρεόντων εξ αυτής δικαιωμάτων, π.χ. τιμή, υπόληψη, ιδιωτικός βίος κλπ. . γ) Η περίπτωση αυτή διαφέρει από το ιστορικό των προηγούμενων περιπτώσεων. Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα της διάδρασης της ελευθερίας της τέχνης με την προστασία του (οικιστικού) περιβάλλοντος, όπως απορρέει από το άρθρο 24 Σ. Καθώς στη συνέχεια του βιβλίου τίθεται αναλυτικά ειδικό πρακτικό ζήτημα για αυτή, εδώ θα αρκεστούμε σε κάποιες αδρομερείς παρατηρήσεις. Έτσι, οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, που αποτελούνται από τμήματα διαμορφωμένου πρασίνου, ακάλυπτους χώρους και συστάδες, καθώς δεν συνιστούν ενιαίο οργανικό σύνολο, δεν υπάγονται στην § 1 αλλά στην § 2 του άρθρου 24 Σ. Παρά ταύτα δεν παύουν να αποτελούν πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και τη διαφύλαξη του οικιστικού περιβάλλοντος υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας . Είναι όμως αποχαρακτηρίσιμοι, υπό την αρχή της αντιστάθμισης/ανταλλαγής, ωστόσο, δηλ. έναντι αντίστοιχης βελτίωσης στο ίδιο οικιστικό σύνολο (κανόνας «πράσινο αντί πρασίνου»). Όπως επισημαίνει η νομολογία, «μεταξύ δε των διαφόρων παραγόντων του αστικού περιβάλλοντος, πρόδηλον ζωτικήν σημασίαν έχουν οι ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, οι οποίοι, προκειμένου ιδιαίτερα περί των συγχρόνων μεγαπόλεων, αποτελούν το εντελώς απαραίτητον διά την υγείαν των ανθρώπων υποκατάστατον του φυσικού περιβάλλοντος. Η ανάγκη δε προστασίας των χώρων αυτών καθίσταται συνεχώς επιτακτικωτέρα, καθ` ο μέτρον επιχειρείται, φανερώς ή συγκεκαλυμένως, φαλκίδευσις της εκτάσεως αυτών προς επιδίωξιν άλλων δημοσίων σκοπών ένεκεν του υπερόγκου κόστους των απαλλοτριώσεων στη σύγχρονη πόλη. Τοιουτοτρόπως η

διατήρησις των χώρων αυτών αποτελεί πλέον υψίστην προτεραιότητα διά την προστασίαν της ποιότητος του αστικού περιβάλλοντος, εις τρόπον ώστε και ελαχίστης τοιαύτης εκτάσεως η απώλεια να λογίζεται ανεπίτρεπτος επιδείνωσις του οικιστικού περιβάλλοντος» . Χρήσιμο είναι να εξεταστεί και η Γνωμ.ΝΣΚ 69/2017: «Οι κοινόχρηστοι χώροι που στο σχέδιο πόλεως δεν χαρακτηρίζονται ως “πάρκα” ή ”άλση”, ως ”κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου” ή γενικότερα ως ”αστικό πράσινο” ούτε Σελ. 6 φέρουν άλλον ειδικότερο πολεοδομικό χαρακτηρισμό, αλλά έχουν “εν τοις πράγμασι” τέτοιο χαρακτήρα, δηλαδή φέρουν βλάστηση που μπορεί να δικαιολογήσει την εισαγωγή ρυμοτομικής ρύθμισης για τον χαρακτηρισμό τους ως “πάρκα” ή ”άλση”, αντιμετωπίζονται ως τέτοια και προστατεύονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, εφ’ όσον η σχετική διαπίστωση του ανωτέρω χαρακτήρα από την αρμόδια δασική υπηρεσία ανάγεται στον χρόνο ένταξής τους στο οικείο σχέδιο.». Οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου δεν παύουν να αποτελούν πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και τη διαφύλαξη του οικιστικού περιβάλλοντος υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας. Είναι όμως αποχαρακτηρίσιμοι, υπό την αρχή της αντιστάθμισης/ανταλλαγής, ωστόσο, δηλ. έναντι αντίστοιχης βελτίωσης στο ίδιο οικιστικό σύνολο (κανόνας «πράσινο αντί πρασίνου»). Η περίπτωση αυτή είναι απολύτως διακριτή από τα αστικά πάρκα/άλση, γιατί η αυξημένη συνταγματική προστασία επεκτείνεται σε αυτά , ενώ ακόμα τα κοινόχρηστα άλση και πάρκα δεν γίνεται να μεταβληθούν κατά χρήση ή προορισμό, ακόμα και εντός σχεδίου, όταν καλύπτονται από δασική βλάστηση . Συνεπώς, ναι μεν δεν δύναται να γίνει αφηρημένη ιεράρχηση των αγαθών, αλλά θα πρέπει ο αποχαρακτηρισμός τέτοιου χώρου να συνοδεύεται από αντίστοιχη βελτίωση στο οικιστικό σύνολο αυτό. Η προστασία της τέχνης φαίνεται πως υποχωρεί στο πλαίσιο πάντοτε συγκεκριμένης στάθμισης. Συνεπώς, βασίμως προβάλλεται ο λόγος ακυρώσεως αυτός κατά της απόφασης αποχαρακτηρισμού. 2o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα Πρόσβασης στα Δημόσια Έγγραφα, περιβαλλοντική πληροφόρηση

Σελ. 7 2o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα Πρόσβασης στα Δημόσια Έγγραφα, περιβαλλοντική πληροφόρηση Ι. Ο Α με αίτησή του στη Διοίκηση ζήτησε πρόσβαση α) σε έγγραφα σχετικά με οικογενειακή ζωή του Β, β) στα πρακτικά της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, γ) σε εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας αναφορικά με την εφαρμογή διατάξεων νόμου για τη χορήγηση συντάξεων, και δ) σε προσχέδιο εγγράφου της Πολεοδομικής Αρχής το οποίο δεν έχει υπογραφεί τελικώς. Η Διοίκηση απέρριψε όλα τα αιτήματα του Α και αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα. ΙΙ. Παράλληλα, σε μία αδειοδοτική διαδικασία έργου υποδομής, ο αρμόδιος φορέας Φ που ενδιαφέρεται να δημιουργήσει επιχείρηση ξυλείας προκειμένου να δρομολογήσει τις περαιτέρω του ενέργειες, χρειάζεται να λάβει γνώση μερικών σημαντικών για την υπόθεσή του εγγράφων. Πρώτον, την ιδιωτική μελέτη του μηχανικού περιβάλλοντος που κρίνει το έδαφος που θέλει να εγκαταστήσει την επιχείρησή του ως ακατάλληλο, δεύτερον, έγγραφο που αφορά την οικογενειακή επιχείρηση του Χ, στο οποίο αναγράφεται η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών του, ανάλογα με τα προσόντα τους, αναφορικά με τη λειτουργία της επιχείρησης και το οποίο έγγραφο είχε ζητήσει η Διοίκηση παλιότερα, γιατί

η κατανομή αυτή επηρέαζε και τη νομιμότητα χορήγησης της άδειας και τώρα διατηρεί στον φάκελο του Χ. Η Διοίκηση επιμένει να αρνείται. Ερωτάται: Είναι νόμιμη η άρνηση της Διοίκησης; Απάντηση: Ι. Το Σύνταγμα, στα άρθρα 5Α και 10§3, θεσπίζει το ατομικό δικαίωμα γνώσης των δημοσίων εγγράφων, το οποίο εξειδικεύεται με το άρθρο 5 του Ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ) και σκοπεί στην εξασφάλιση διαφάνειας της διοικητικής δράσης και της προστασίας του διοικουμένου από την αυθαιρεσία της Διοίκησης. Τα δημόσια έγγραφα διακρίνονται στα διοικητικά και τα ιδιωτικά. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΚΔΔιαδ., «ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις» (πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση). Ο νόμος δεν περιέχει ορισμό των ιδιωτικών εγγράφων, συνεπώς Σελ. 8 συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι ιδιωτικό είναι κάθε έγγραφο που δεν εμπίπτει στην έννοια του διοικητικού εγγράφου . Για την πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα απαιτείται συνδρομή ευλόγου ενδιαφέροντος από τον διοικούμενο. Σύμφωνα με το ΣτΕ «εύλογο ενδιαφέρον δεν νοείται το ενδιαφέρον κάθε πολίτου για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της υπηρεσίας και την τήρηση των νόμων, αλλά εκείνο το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης, προσωπικής εννόμου σχέσεως συνδεομένης με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία ζητείται η πρόσβαση» . Για την πρόσβαση στα ιδιωτικά δεν αρκεί το εύλογο ενδιαφέρον αλλά απαιτείται ειδικό έννομο συμφέρον του αιτούντος, τα έγγραφα δε πρέπει και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Διοίκησης ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτή . α) Το άρθρο 5§3 εδ. α΄ του ΚΔΔιαδ προβλέπει απόλυτους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, βάσει των οποίων το δικαίωμα δεν ικανοποιείται αν το αιτηθέν έγγραφο αφορά στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου. Συνεπώς, ορθώς η Διοίκηση απέρριψε το αίτημα του Α. β) Ομοίως, το άρθρο 5§3 εδ. β’ του ΚΔΔιαδ προβλέπει σχετικούς περιορισμούς οι οποίοι παρέχουν διακριτική ευχέρεια στη Διοίκηση να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος. Σύμφωνα με το άρθρο 4§7 του Νόμου 4622/2019 «τα επίσημα πρακτικά είναι και παραμένουν απόρρητα για τριάντα (30) χρόνια». Και πάλι, λοιπόν, η Διοίκηση απέρριψε ορθώς το αίτημα του Α. γ) Παρανόμως η Διοίκηση απέρριψε το αίτημα του Α για πρόσβαση στην εγκύκλιο, καθώς οι εγκύκλιοι αποτελούν διοικητικά έγγραφα όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 5§1 του ΚΔΔιαδ. δ) Ως έγγραφο, για την άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ, «νοείται μόνο εκείνο του οποίου έχει περαιωθεί η διαδικασία της έκδοσης. Για την ολοκλήρωση διοικητικού εγγράφου, απαιτείται αυτό να έχει υπογραφεί και πρωτοκολληθεί, οπότε και απαγορεύεται κάθε επέμβαση, προς αλλοίωση του περιεχομένου του» . Άρα, νομίμως απερρίφθη το αίτημα του Α. Σελ. 9 Σημειώνεται ότι η άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα πρόσβασης στα έγγραφα αποτελεί εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και μπορεί να προβληθεί με αίτηση ακύρωσης.

ΙΙ. Το δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση (ενεργητική ή παθητική) θεμελιώνεται στον συλλογικό χαρακτήρα του δικαιώματος στο περιβάλλον και απορρέει από την αρχή της πρόληψης. Κατοχυρώνεται δε στο Σύνταγμα (άρθρο 10§3 Σ) και στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αλλά και διεθνώς στη Διακήρυξη του Ρίο και στη Συνθήκη του Άαρχους . Ως περαιτέρω νομικά κείμενα που προβλέπουν και εξειδικεύουν το δικαίωμα προβάλλεται η ΚΥΑ 77921/1440/1995 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 90/313/ΕΟΚ που νυν αντικαταστάθηκαν από νεότερες διατάξεις σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία: Υπόχρεες να παράσχουν πληροφορίες είναι όλες οι διοικητικές αρχές, δικαιούχος είναι κάθε φπ/νπ χωρίς τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος, πληροφορία είναι κάθε γραπτή/οπτική κλπ. που αφορά την κατάσταση του περιβάλλοντος ή δραστηριότητες οχλούσες, οι περιορισμοί είναι όλοι σχετικοί και η διοίκηση υποχρεούται να απαντήσει εντός ενός μηνός στο αίτημα. Σημαντική είναι και η νυν ισχύουσα Οδηγία 2003/4/ΕΚ που ενσωματώθηκε με την ΚΥΑ Η.Π. 11764/653 (του 2006) (έμφαση στη δυνατότητα παροχής δικαστικής προστασίας, καθιερώνοντας δυνατότητα προσφυγής για επανεξέταση πράξεων/παραλείψεων της οικείας δημόσιας αρχής) . Αναφέρεται και το ισχύον σήμερα ΠΔ. Εν προκειμένω, για το πρώτο έγγραφο σαφώς μπορεί σαφώς να λάβει γνώση, αφού αφορά γενικώς την ποιότητα του εδάφους. Για το δεύτερο τίθεται το θέμα κατά πόσον εμπίπτει στην εξαίρεση της προστασίας της οικογενειακής ζωής, ενώ φαίνεται πως δεν αφορά απόλυτα περιβαλλοντικό θέμα, αλλά θέμα διοικητικό καταρχήν άσχετο με το περιβάλλον. Μόνο στην έκταση που επηρεάζει η κατανομή δραστηριοτήτων το περιβάλλον, έχει υποχρέωση η διοίκηση να δώσει πρόσβαση στον ενδιαφερόμενο. Συνεπώς, βάσει του συλλογισμού τούτου, δίδεται η απάντηση. 3o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Οικογένεια, γάμος, ισότητα, ιδιωτική ζωή, διακρίσεις με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τριτενέργεια δικαιώματος, αρχή αναλογικότητας

3o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Οικογένεια, γάμος, ισότητα, ιδιωτική ζωή, διακρίσεις με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τριτενέργεια δικαιώματος, αρχή αναλογικότητας Ο Α επιθυμεί αφενός να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον σύντροφό του Β, με τον οποίο ζει μαζί εδώ και κάποια χρόνια. Για τον σκοπό αυτό, επισκέπτονται και οι δύο έναν συμβολαιογράφο και του ζητούν να τους προετοιμάσει το σύμφωνο συμβίωσης προκειμένου να το υπογράψουν. Ωστόσο, εκείνος αρνείται και οι Α και Β προσφεύγουν δικαστικά εναντίον του. Ο Α αφετέρου επιδιώκει να καταρτίσει σύμβαση ασφάλισης υγείας, επειδή εργάζεται σε ένα επισφαλές για την υγεία του επάγγελμα, αλλά η ασφαλιστική εταιρία αρνείται, με τον ισχυρισμό ότι είναι ομοφυλόφιλος. Ερωτάται: α) Νομίμως αρνήθηκε ο συμβολαιογράφος; β) Νομίμως αρνήθηκε ο ασφαλιστής Γ να ασφαλίσει τον Α; Αλλάζει η απάντηση αν ο Α είχε δικό του παιδί τον Δ με την πρώην σύζυγο του Ε (από προηγούμενο γάμο του που έληξε με διαζύγιο); γ) Αν, κατά παραλλαγή όλου του ως άνω ιστορικού, ο Α και ο Β που έχουν επισκεφτεί τη μπυραρία του Ζ, φιληθούν και αποπεμφθούν από τον Ζ, είναι νόμιμη αυτή η αποπομπή; δ) Νόμος που ψηφίζεται από το Κοινοβούλιο προβλέπει ακολούθως ότι: 1. Επιτρέπεται ο πολιτικός γάμος ατόμων, ανεξάρτητα από το φύλο τους. 2. Σε υιοθεσία μπορούν να προβαίνουν μόνο ετερόφυλα ζεύγη που έχουν συνάψει γάμο ή

σύμφωνο συμβίωσης. Είναι συνταγματικός ο νόμος; Απάντηση: α) Σύμφωνα με το άρθρο 25§1 του Σ τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν διοίκηση, νομοθέτη και δικαστή. Ανακύπτει πρωτίστως το ζήτημα της τριτενέργειας ατομικού δικαιώματος (δηλ. έκταση της προστασίας του ιδιώτη όχι μόνο έναντι του Κράτους, αλλά και έναντι άλλων ιδιωτών), αφού ναι μεν τα δικαιώματα ισχύουν καταρχήν έναντι της κρατικής εξουσίας, όμως, καθώς σήμερα παρατηρείται μια ολοένα και αυξανόμενη Σελ. 11 συμμετοχή του ιδιώτη στην καθημερινή ζωή, σε όλο και περισσότερες εκφάνσεις . Δεκτή, ωστόσο, γίνεται μόνο η έμμεση τριτενέργεια, αφού γίνεται δεκτή η «προσδιοριστική ενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων κατά την ερμηνεία αορίστων νομικών εννοιών ή γενικών ρητρών-διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου (ΑΚ κλπ.)» . Ειδάλλως, θα φαλκιδευόταν (με άμεση τριτενέργεια) η ελευθερία κατάρτισης ή μη σύμβασης. Βέβαια, ο ρόλος που επιφυλάσσει ο νόμος στον Συμβολαιογράφο οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η άρνηση παροχής υπηρεσίας από τον συμβολαιογράφο, αφού – άλλωστε – σύμφωνα με τον Κώδικα Συμβολαιογράφων όπως ισχύει (άρθρο 1) «Ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα…», συνεπώς ο ίδιος ο νόμος τον επιφορτίζει με υποχρεώσεις δημοσίου λειτουργού, ενώ ο ίδιος νόμος (άρθρο 5) του δίνει την ευχέρεια να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Το σύμφωνο συμβίωσης, όμως, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, ούτε στα χρηστά ήθη, όπως κρίθηκε από την απόφαση ΣτΕ 2003/2018 για τη συνταγματικότητα του συμφώνου συμβίωσης . Στο σημείο αυτό αναφέρεται η συναφής, πλην όχι ταυτόσημη περίπτωση καταδίκης για διακρίσεις στο Κολοράντο, όπου οι ιδιοκτήτες ζαχαροπλαστείου απέρριψαν λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων την παραγγελία για τούρτα με σλόγκαν υπέρ του γκέι γάμου και εντέλει δικαιώθηκαν από το δικαστήριο. β) Αναφορικά με το πρόβλημα αυτό που αναφύεται συχνά στην πράξη, ισχύουν τα ως άνω ρηθέντα. Η έμμεση τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων επιβάλλει τη συνταγματική «διαφώτιση» του ΑΚ. Ασφαλώς, ισχύει η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας που στην ειδικότερη μορφή της αναφέρεται στην επιλογή του αντισυμβαλλομένου. Αλλά, μία τέτοια άρνηση θα συνιστούσε κατά πάσα πιθανότητα κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281 και Σ 25 § 1), αφού το δικαίωμα θα ασκούνταν αντίθετα στα χρηστά ήθη, αφού και μόνο ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ατόμου δεν αντιτίθεται επ’ ουδενί στα χρηστά ήθη. Πρόκειται δε για ευθεία, αντισυνταγματική και παράνομη διάκριση. Άλλο Σελ. 12το αν το άτομο έπασχε από κάποιο νόσημα, το οποίο θα ήταν μια διακριτή περίπτωση κατά τον νόμο, πάλι εξεταζομένη υπό το φως του Συντάγματος. Φαίνεται πως η παρουσία του παιδιού (προστασία της ανηλικότητας κατά το Σ) δυσχεραίνει τη νομική κατάσταση, αφού και μόνο η συνταγματική του προστασία τίθεται από το Σύνταγμα σε πρωταρχική μοίρα . Τόσο η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν. 2101/92 που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση) όσο και ο Συνήγορος του Παιδιού, ορίζουν ότι το παιδί δικαιούται προστασίας από κάθε μορφής κακοποίηση, ρατσισμό κλπ. Γι’ αυτό και διάκριση ευθεία για το παιδί θα συνιστούσε η άρνηση ασφάλισής του. γ) Τίθεται το ζήτημα της νομιμότητας άρνησης παροχής υπηρεσιών στο κοινό από μία επιχείρηση ανοικτή σε αυτό, λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού που συνιστά ευθεία διάκριση, απαγορευμένη κατά τον νόμο, που εξειδικεύει την προσωπική ελευθερία και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 Σ) . Πάλι φυσικά τίθεται ζήτημα τριτενέργειας δικαιώματος, αλλά η συμπεριφορά του καταστηματάρχη Ζ συνιστά διάκριση αντικείμενη στο Σύνταγμα, παρότι δεν είχε καταρχήν υποχρέωση σύναψης της σχετικής σύμβασης, αλλά υποχρέωση μη άρνησης κατάρτισής της λόγω σεξουαλικού

προσανατολισμού. Σαφώς, βεβαίως, η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας περιορίζεται από την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος και των νόμων, του σεβασμού των δικαιωμάτων των τρίτων και της μη προσβολής των χρηστών ηθών. Όπως παγίως ερμηνεύονται, τα χρηστά ήθη εκφράζουν τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις περί κοινωνικής ηθικής, οι οποίες ασφαλώς μεταβάλλονται . Με τη μεταβολή των κοινωνικών αντιλήψεων και την ομολογουμένως αυξανόμενη αποδοχή της διαφορετικότητας, η ομοφυλοφιλία ως έκφραση σεξουαλικού προσανατολισμού δεν θεωρείται αντίθετη στα χρηστά ήθη. Στο πρακτικό θέμα, επίσης, ο δημόσιος ομοφυλόφιλος ερωτικός ασπασμός δεν συνιστά παράνομη πράξη, καθώς αυτό αποκλείεται, εξάλλου, ρητώς καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 353 νέου ΠΚ «Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα τη γενετήσια ευπρέπεια άλλου με πράξη γενετήσιου χαρακτήρα που ενεργείται ενώπιον του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας», όροι που δεν πληρούνται εδώ. Επιχείρημα αντλείται και από τη ΣτΕ 3490/2006 , το δημόσιο φιλί μεταξύ ομοφυλοφίλων «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι προσδίδει στην επίμαχη τηλεοπτική ταινία την, απαγορευμένη από το Σύνταγμα, χαμηλή και υποβαθμισμένη ποιοτική στάθμη, Σελ. 13 που την καθιστά επίμεμπτη. Με την παράσταση στην επίμαχη ενδιάμεση σκηνή της εκφράσεως ομοφυλόφιλης ερωτικής επιθυμίας, γίνεται παρουσίαση μιας υπαρκτής κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία σχετίζεται με μια κοινωνική ομάδα, μεταξύ των πολλών, οι οποίες συνθέτουν μια ανοικτή και σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία» για το θέμα της τηλεοπτικής προβολής ερωτικού ασπασμού ομοφυλοφίλων . Σαφώς τίθεται και ζήτημα ορίων άσκησης του δικαιώματος, αλλά εν εκάστη περιπτώσει το δικαστήριο προβαίνει στην ανάλογη στάθμιση . Αυτονοήτως, πρέπει να προασπίζεται η ερωτική προτίμηση του καθενός, όπως απορρέει από τα άρθρα 2 και 5§1 Σ. Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει και αποπομπή (δια λόγων) από το κατάστημα, δηλ. επέρχεται βίαια η λύση της (αστικής) σύμβασης μεταξύ του ιδιοκτήτη και του ζεύγους. Δεδομένου ότι ο ερωτικός ασπασμός αποτελεί συνταγματικό δικαίωμά τους, η λύση της σύμβασης με τον τρόπο που επήλθε αποτελεί προσβολή του δικαιώματος που επισύρει τις αντίστοιχες κυρώσεις της κοινής νομοθεσίας. Σε συναφή, πλην μη ταυτόσημη υπόθεση, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει πως ομόφυλο ζευγάρι που ανήρτησε φωτογραφία του να φιλιέται σε κοινωνικό μέσο δεν προστατεύτηκε ισότιμα με ένα ετερόφυλο που θα έπραττε το ίδιο, ενώ υπέστη δυσμενή διάκριση, απαγορευμένη από την ΕΣΔΑ. Ακολούθως, καταδίκασε το κράτος (Λιθουανία), επειδή δεν είχε προβλέψει αποτελεσματικό εγχώριο ένδικο «μέσο» για καταγγελίες περί ομοφυλικών διακρίσεων (που συνάγεται και από την παράνομη συμπεριφορά των Κρατικών Αρχών έναντι του ζεύγους, που τους συμπεριφέρθηκαν ως εκκεντρικούς, αναφέροντας την ασυμβατότητα της κοινωνικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας με τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες) που υπέστη στο στο κοινωνικό δίκτυο το ζεύγος . δ) Με τον Ν. 3719/2008, αρχικώς είχε κατοχυρωθεί νομικώς η ένωση προσώπων που δεν συνιστούν γάμο με το σύμφωνο συμβίωσης . Ωστόσο, υφίστατο σύγχυση ως προς την εννοιολόγηση και τον ρόλο του, αφού σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση, επικρατεί η ελευθερία βούλησης των μερών και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας του συμφώνου, όπως συμβαίνει λ.χ. με τη σύμβαση του γάμου. Πρόκειται για μία «εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης» που προσομοιάζει πιθανότατα με την εξίσου συγκεχυμένη έννοια του «χαλαρού γάμου». Ωστόσο, φαίνεται πως ο νομοθέτης απερίφραστα αντιτίθεται σε οποιαδήποτε αναλογία του συμφώνου με τον γάμο, αφού κατά την άποψη της γράφουσας, ο γάμος διατηρεί το θεσμικό του βάρος, μη συγκρινόμενος με

Σελ. 14 κανέναν άλλο θεσμό που κατοχυρώνει μία προσωπική σχέση . Με τον Ν. 4356/2015 επεκτάθηκε, ως γνωστόν, το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομόφυλα ζεύγη. Αναφορικά με τον γάμο, η δυνατότητα σύναψης γάμου από ομόφυλα ζευγάρια υποστηρίζεται από μερίδα της θεωρίας ως συνάδουσα με το Σύνταγμα και τον ΑΚ, αφενός ως εκ του μη ρητώς αποκλείοντος αυτά γράμματος των διατάξεων αμφοτέρων, αφετέρου λόγω της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού . Φαίνεται, πάντως, πως παρά τις απόψεις αυτές, η κρατούσα γνώμη παραμένει η αναγκαιότητα διαφοράς του φύλου ως προϋπόθεση του υποστατού του γάμου. Το ΕΔΔΑ, εξάλλου, δέχεται πως η ελευθερία σύναψης γάμου (άρθρο 12 ΕΣΔΑ), η προστασία της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) και η απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 14 ΕΣΔΑ) δεν επιβάλλουν στο κράτος τη νομική υποχρέωση κατοχύρωσης γάμου ομοφύλων. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης δύναται μεν, αλλά δεν υποχρεούται να τον εντάξει στην ελληνική έννομη τάξη. Γιατί, όμως, απαιτείται χρειάζεται ρητή ρύθμιση; Διότι, όπως παρατηρείται, ένα τέτοιο ειδικό και αμφισβητούμενο ζήτημα δεν μπορεί να επαφεθεί στη δικαστική ερμηνεία και θα πρέπει να λυθεί εκ των προτέρων, από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη πλειοψηφία . Η απουσία, μολαταύτα, οποιασδήποτε νομικής κατοχύρωσης της συμβίωσης ομοφύλων θα αντέβαινε στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ, όπως κιόλας έγινε σαφές με τις Schalk and Kopf κατά Αυστρίας και Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδος. Η καταδίκη της Ελλάδος στην υπόθεση αυτή επήλθε όχι λόγω αθέτησης κάποιας συμβατικής υποχρέωσης, αλλά λόγω ενός διαχωρισμού που συνιστούσε αρνητική διάκριση. Η διάκριση αυτή δεν ευρίσκει αντικειμενική και λογική θεμελίωση, αλλά και ούτε ανταποκρίνεται στα κατά το ΕΔΔΑ κριτήρια αναλογικότητας. Οι ισχύουσες διατάξεις του ελληνικού δικαίου δεν αντίκεινται στην ΕΣΔΑ, γιατί δεν συνιστούν διάκριση ομοφύλων και ετεροφύλων ζευγαριών. Ούτε από την απόφαση Χ κ.ά. κατά Αυστρίας συνάγεται κάτι διαφορετικό: αυτή η απόφαση αφορούσε εξάλλου διαφορετικό του ελληνικού νομικό πλαίσιο. Επίσης, είναι συμβατός με την ΕΣΔΑ ο αποκλεισμός των μη παντρεμένων ζευγαριών από την υιοθεσία κατά το ελληνικό δίκαιο. Όπως επισημαίνεται, για το ζήτημα της υιοθεσίας τίθεται ακόμα το σημαίνον κριτήριο του συμφέροντος του τέκνου και όχι απλώς της απαγόρευσης των διακρίσεων. Βέβαια, τυχόν κατοχύρωση του γάμου ομοφύλων στην ελληνική έννομη τάξη θα συνεπαγόταν και τη δυνατότητα υιοθεσίας τέκνου, αφού τυχόν αποκλεισμός της θα αντέβαινε στην πάγια νομολογία και πρακτική Σελ. 15 του ΕΔΔΑ, αλλά και στο άρθρο 6 της παλιότερης ευρωπαΪκής σύμβασης για την υιοθεσία παιδιών του 1980 (Ν. 1409/1980). Μάλιστα, η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης ασφαλώς δεν επάγεται αλλαγή στη θεμελίωση συγγένειας του τέκνου με τους ομόφυλους γονείς του . Τέλος, αντιπαραβάλλοντας την υιοθεσία με την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, ευκόλως διαπιστώνεται – αναφορικά με το «συμφέρον του τέκνου» – πως, ενώ στην υιοθεσία μιλάμε για υπαρκτό παιδί, εντούτοις στην ιατρική υποβοήθηση μιλάμε για ένα τέκνο που το ζεύγος επιθυμεί να αποκτήσει, αλλά και τη συνακόλουθη αναγκαία νομική του κατοχύρωση, αφής στιγμής γεννηθεί, με βάση τη βιολογική, αλλά και την κοινωνικοσυναισθηματική συγγένεια . Ωστόσο, στο εν λόγω πρακτικό, ο αποκλεισμός των έγγαμων ομόφυλων ζευγών από την υιοθεσία είναι, όπως αναλύθηκε ως άνω, αντίθετος στην ΕΣΔΑ, επειδή εισάγεται απαγορευμένη διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. 4o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ PSI, Οικονομική Ελευθερία, Ιδιοκτησία, Ισότητα

Σελ. 16 4o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ PSI, Οικονομική Ελευθερία, Ιδιοκτησία, Ισότητα Στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, το ελληνικό κράτος άρχισε διαπραγματεύσεις με τους ιδιώτες πιστωτές του ώστε να ανταλλάξει χρεόγραφα (ομόλογα) έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέα χρεόγραφα μικρότερης ονομαστικής αξίας (εφεξής «τίτλοι»). Οι ιδιώτες επενδυτές Α και Β δεν συναίνεσαν στην ανταλλαγή, ωστόσο υποχρεώθηκαν – με βάση τη ρήτρα συλλογικής δράσης («ΡΣΔ») – να συμμετάσχουν σε αυτή καθώς η πλειοψηφία των ομολογιούχων αποδέχτηκε την προτεινόμενη ανταλλαγή. Η ΡΣΔ δεν είχε συμπεριληφθεί στους συμβατικούς όρους των αρχικώς εκδοθέντων τίτλων αλλά προστέθηκε με νόμο εκ των υστέρων έχοντας μάλιστα και αναδρομική ισχύ. Οι Α και Β προσφεύγουν στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της διοικητικής πράξης που ορίζει την ανταλλαγή , ισχυριζόμενοι πως αυτή παραβιάζει συνταγματικά τους δικαιώματά καθώς: α) Οι συμβατικοί όροι των τίτλων (ονομαστική αξία, επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής κλπ) τροποποιήθηκαν μονομερώς από το ελληνικό κράτος χωρίς τη συναίνεσή τους. β) Η ανταλλαγή των τίτλων με νέους μικρότερης ονομαστικής αξίας προκάλεσε περιουσιακή απώλεια και αποτελεί απαλλοτρίωση δικαιώματος περιουσιακής φύσεως η οποία δεν συνοδεύτηκε από χρηματική αποζημίωση ως έπρεπε και συνεπώς παραβιάζει το άρθρο 17§1, άρθρο 17§2 Σ. και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. γ) Οι Α και Β είναι φυσικά πρόσωπα που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του αποταμιευτή και όχι του κερδοσκόπου των αγορών. Συνεπώς, το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να μεταχειριστεί διαφορετικά τις περιπτώσεις των «μικροομολογιούχων» από αυτές των κερδοσκοπικών επενδυτών. Ερωτάται: Ποια συνταγματικά δικαιώματά τους επικαλούνται οι Α και Β σε καθένα από τους παραπάνω ισχυρισμούς τους; Πώς πιστεύεται ότι θα τους αξιολογήσει το ΣτΕ; Απάντηση: Οικονομική Ελευθερία, Δικαιολογημένη Εμπιστοσύνη Σελ. 17 α) Το ομόλογο αποτελεί μέσο συναλλαγής και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας και ως εκ τούτου τα δικαιώματα (ενοχικά) που απορρέουν από την κατοχή ομολόγου εμπίπτουν στην έννοια της οικονομικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 5§1 Σ . Η αλλαγή των όρων της σύμβασης από το Ελληνικό Δημόσιο έπληξε την εύλογη προσδοκία των επενδυτών-αντισυμβαλλομένων ότι η συμβατική σχέση τους με το Δημόσιο θα παραμείνει σταθερή . Κατά συνέπεια, οι ενέργειες του ελληνικού κράτους περιόρισαν τα δικαιώματα της οικονομικής ελευθερίας/ελευθερίας των συμβάσεων (Σ.5§1), καθώς και τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, με σκοπό την επίτευξη υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνίστατο στην αντιμετώπιση της δυσχερούς δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους. Οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου αποτελούν ειδικές εκφάνσεις του Κράτους Δικαίου που κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 25§1 Σ . Δέον λοιπόν να εξεταστεί αν ο περιορισμός αυτός θίγει τον πυρήνα των δικαιωμάτων των άρθρων 5§1 και 25§1 Σ ή αν είναι θεμιτός σεβόμενος την αρχή της αναλογικότητας. Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (Σ. 25§1), ο ιδιώτης αναμένει εύλογα τη διατήρηση της σταθερότητας και

προβλεψιμότητας των πραγματικών και νομικών καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί και αξιώνει τη μη αιφνίδια και απρόβλεπτη μεταβολή τους. Εν προκειμένω, οι Α και Β αποσκοπούν στη σταθερότητα καταστάσεων και τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων (pacta sunt servanda) που απορρέουν από μια συναλλακτική σχέση (δανεισμός) με το Δημόσιο ως fiscus στον χώρο της αγοράς. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη αλλά κάμπτεται σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκαν τα συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες καθιστούν την εφαρμογή των υποχρεώσεών τους ιδιαίτερα δύσκολη. Σελ. 18 Η επένδυση σε ομόλογα και λοιπούς τίτλους συνεπάγεται επενδυτικό κίνδυνο και τούτο διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους – εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση βάσει της ρήτρας rebus sic standibus, η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου pacta sunt servanda . Με βάση τα ως άνω, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων των Α και Β δεν παραβιάζει τα άρθρα 5§1 και 25§1 Σ. καθώς ήταν αναγκαίος και πρόσφορος για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης με τα πλεονεκτήματα του μέτρου να είναι σαφώς πολλαπλά εξυπηρετώντας σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Ιδιοκτησία β) Οι Α και Β ισχυρίζονται ότι η ανταλλαγή των τίτλων παραβιάζει το άρθρο 17§1 Σ, άρθρο 17§2 Σ και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Το κάθε άρθρο θα εξεταστεί ξεχωριστά. Το άρθρο 17§1 Σ προβλέπει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Το ίδιο το Σύνταγμα λοιπόν αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να περιοριστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επομένως πρέπει να εξετάσουμε αν η δυσμενής περιουσιακή μεταβολή των Α και Β συνιστά προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17§1 Σ, ή θεμιτό περιορισμό αυτού που πληροί τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του δικαιώματος πρέπει να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και stricto sensu αναλογικός. Αναγκαίος σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο επαχθές σε ένταση, έκταση ή διάρκεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού . Κατάλληλο είναι το μέτρο όταν είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από το νόμο σκοπού. Αναλογικότητα stricto sensu προϋποθέτει ότι επιτυγχάνεται εύλογη σχέση μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τα μειονεκτήματα της ρύθμισης δεν υπερβαίνουν τα πλεονεκτήματα αυτής . Εν προκειμένω, το ΣτΕ έκρινε ότι η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή. Ωστόσο, υπό τις δεδομένες όλως εξαιρετικές περιστάσεις, η ρύθμιση δεν εμφανίζεται ως μέτρο μη αναγκαίο ή απρόσφορο για την Σελ. 19 επίτευξη του στόχου της μείωσης του δημοσίου χρέους. Και τούτο υπό την επιτακτική ανάγκη διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και, βεβαίως, θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν επενδύσει στο δημόσιο χρέος . Συνεπώς, σύμφωνα με το ΣτΕ, τα άρθρα 17§1, 25§1 Σ δεν παραβιάστηκαν. Με το ίδιο σκεπτικό κρίθηκε ότι η ανταλλαγή δεν παραβιάζει ούτε το άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ ,

καθώς δεν συνιστά παραβίαση η μείωση της περιουσίας η οποία τηρεί την αρχή της δίκαιης ισορροπίας (“fair balance”) μεταξύ του γενικού συμφέροντος που αφορά το σύνολο και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου . Αναφορικά, τέλος, με το άρθρο 17§2 Σ, το ΣτΕ σημείωσε τα εξής στην απόφασή του επί του PSI. Το άρθρο 17§2 ορίζει ότι η στέρηση της ιδιοκτησίας είναι επιτρεπτή μόνο «όταν γίνεται με νόμιμο τρόπο και για δημόσια ωφέλεια αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση». Ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε ότι το άρθρο 17§2 εφαρμόζεται μόνο επί εμπράγματων δικαιωμάτων και όχι επί ενοχικών (σε αντίθεση με το άρθρο 17§1 που καλύπτει και τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαιώματα). Σύμφωνα πάντα με το ΣτΕ, τα ομόλογα και οι λοιποί τίτλοι, δεν έχουν στις συναλλαγές περιουσιακή αξία ως πράγματα καθ’ αυτά, αλλά ο ιδιοκτήτης τους χαίρει μόνο ενοχικών δικαιωμάτων τα οποία είναι συνδεδεμένα με την κτήση των τίτλων . Συνεπώς, η ακύρωση τίτλου δεν συνιστά απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17§2 Σ, ήτοι απαλλοτρίωση πράγματος που έχει περιουσιακή αξία καθ’ αυτό (εμπράγματο δικαίωμα), ώστε να εξαρτάται η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης από την καταβολή πλήρους χρηματικής αποζημίωσης . Ισότητα γ) Οι Α και Β ισχυρίζονται ότι η ανταλλαγή των τίτλων επεβλήθη σε όλους τους επενδυτές κατά τρόπο ενιαίο, παρότι οι επενδύσεις τους είχαν διαφορετικό χαρακτήρα (αποταμιευτικό έναντι κερδοσκοπικού χαρακτήρα). Κατά συνέπεια, παραβιάστηκε το άρθρο 4§1 Σ, το οποίο κατοχυρώνει την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου . Η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και απαγορεύει την αυθαίρετη εξομοίωση Σελ. 20 διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά, συμπτωματικά, μη αξιολογικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια . Σύμφωνα με το ΣτΕ, η κτήση άυλων τίτλων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου γεννά έναντι του εκδότη ενοχικά δικαιώματα αναιτιώδη και μη διαφοροποιούμενα επί τη βάσει προσωπικών στοιχείων. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να επιφυλάσσει ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένους πιστωτές του επί τη βάσει των προσωπικών δεδομένων τους και συναφών υποκειμενικών στοιχείων. Τα φυσικά πρόσωπα δεν δικαιούνται προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου που αντλούν τα δικαιώματά τους από τις ίδιες διατάξεις, ακόμα και αν έχουν συμπεριφορά αποταμιευτών περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων και προσδόκιμο χρόνο ζωής . Υπό τα δεδομένα αυτά η ανταλλαγή των τίτλων δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4§1 Σ. 5o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στο περιβάλλον

Σελ. 21 5o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στο περιβάλλον

Με πράξη της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας χορηγείται οικοδομική άδεια ανέγερσης ιδιωτικού κέντρου διασκέδασης εντός του αιγιαλού της περιοχής Α. Ανήσυχος ο φυσιολάτρης Β επισκέπτεται το δικηγορικό σας γραφείο και σας ρωτά, εάν η οικοδομική αυτή άδεια είναι νόμιμη. Ερωτάται: α) Είναι νόμιμη η εκ μέρους της Διοίκησης χορήγηση άδειας δόμησης εντός του αιγιαλού; β) Ο αιγιαλός κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου έχει κατακλυστεί από απόβλητα με αποτέλεσμα την αισθητική και όχι μόνον υποβάθμισή του. Ο Β ζητά από τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης να επιληφθούν του ζητήματος και να καθαρίσουν τον αιγιαλό. Αυτά αδιαφορούν επιδεικτικά. Νομίμως; γ) Μπορεί ο Β να επιδιώξει δικαστικά τη βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου προστασίας των αιγιαλών της περιοχής του; δ) Σε παραλλαγή του πρακτικού, τροποποιείται το πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής και αυξάνεται ο συντελεστής δόμησης, ενώ η περιοχή κρίνεται ήδη ως ιδιαίτερα υπερκατοικημένη. Είναι νόμιμη η τροποποίηση αυτή; Απάντηση: α) Το άρθρο 24§1 Σ ορίζει: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Η διασφάλιση, αποκατάσταση και βελτίωση των περιβαλλοντικών αγαθών ανάγονται, συνεπώς, σε επιδιώξεις συνταγματικής υφής, οι οποίες δεσμεύουν το σύνολο της κρατικής εξουσίας κατά τη δράση της . Τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση άξιος προστασίας είναι και ο αιγιαλός, ως η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της . Κύριος προορισμός του αιγιαλού ως κοινόχρηστου πράγματος και ανήκοντος στο Δημόσιο καθίσταται η ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση σε αυτόν για λόγους αναψυχής. Χρήση του για άλλον σκοπό πέραν της αναψυχής είναι Σελ. 22 επιτρεπτή, εφόσον δεν παραβιάζεται ο προορισμός του και δεν επέρχεται αλλοίωση στη φυσική μορφολογία του και στα βιοτικά του στοιχεία . Μια τέτοια αλλοίωση θα επέφερε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων η δόμηση εντός των ορίων του. Θα προκαλούσε ουσιώδη υποβάθμιση και ανεπίστρεπτη βλάβη των οικοσυστημάτων του. Ενδεχόμενη δόμηση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνον για λόγους εξυπηρέτησης υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι εν προκειμένω δεν θεμελιώνονται. Η προστασία του αιγιαλού είναι απόλυτη και κατισχύει της προστασίας της ιδιοκτησίας, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη . Συνεπώς, η οικοδομική άδεια παρανόμως χορηγήθηκε . β) Εκ του άρθρου 24§1 Σ πηγάζουν υποχρεώσεις και των τριών λειτουργιών του Κράτους προς προστασία του περιβάλλοντος με θετικές ενέργειες . Η Διοίκηση συγκεκριμένα υποχρεούται να διαμορφώνει τη δράση της με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος και «να παίρνει κατάλληλα για το σκοπό αυτό μέτρα ή να απέχει από την έκδοση δυσμενών για το περιβάλλον πράξεων» . Με βάση αυτές τις παραδοχές, η Διοίκηση εν προκειμένω παρέλειψε παρανόμως να προβεί στον καθαρισμό του αιγιαλού. γ) Η κατοχύρωση ενός κοινωνικού δικαιώματος (πλάι στην κρατική υποχρέωση) σε περιβάλλον υγιεινό και οικολογικά ισορροπημένο προκύπτει ευθέως από το γράμμα του άρθρο 24§1 Σ . Η φύση του δικαιώματος αυτού αμφισβητείται έντονα. Εφόσον γίνει δεκτή η θεώρησή του ως ατομικού δικαιώματος, τότε χορηγεί στον πολίτη αγώγιμη αξίωση έναντι

του Κράτους προς βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας του περιβάλλοντος, όταν αυτό τίθεται σε διακινδύνευση . Η φύση του ως κοινωνικού δικαιώματος, αντίθετα, παρέχει στον πολίτη αγώγιμη αξίωση, μόνον όταν μειώνεται ή εξανεμίζεται πλήρως η ήδη παρασχεθείσα προστασία (θεωρία περί κοινωνικού κεκτημένου) . δ) Το άρθρο 24§2 Σ ορίζει: «Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικά γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται Σελ. 23 η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης». Προς εκπλήρωση των επιταγών αυτών διαμορφώθηκε η έννοια του πολεοδομικού κεκτημένου. Βάσει αυτού, οι τροποποιήσεις πολεοδομικών ρυθμίσεων πρέπει να αποβλέπουν στην βελτίωση των όρων διαβίωσης και να λαμβάνουν χώρα κατόπιν ορθολογικού σχεδιασμού που θα σέβεται την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής . Απαγορεύεται με τις επελθούσες αλλαγές να προκαλείται επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων και να υποβαθμίζεται το περιβάλλον . Εν προκειμένω, η αύξηση του συντελεστή δόμησης σε υπερκατοικημένη περιοχή θίγει έντονα τη ζωή τον κατοίκων και επιβαρύνει καίρια το περιβάλλον. Η τροποποίηση, συνεπώς, του πολεοδομικού σχεδίου είναι μη νόμιμη . Η § 2 άρθρου 24 Σ αφήνει τις τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις στην επιστήμη προκειμένου αυτή να έχει τον τελικό λόγο , ρύθμιση η οποία δεσμεύει άπαντας. Συνεπώς, σχετική νομοθετική ρύθμιση οφείλει να τεθεί σε εφαρμογή μόνο μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης. Η αρμοδιότητα δίνεται λοιπόν μόνο για αυτούς τους δύο σκοπούς. Αυτό μπορεί να ελεγχθεί από το δικαστήριο, όχι γιατί το τελευταίο έχει ειδικές πολεοδομικές γνώσεις αλλά με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται στον νομοθέτη να τροποποιεί επί τα χείρω τους όρους διαβίωσης των κατοίκων και προστατεύεται το εκάστοτε ισχύον πολεοδομικό κεκτημένο (status quo). Επομένως, αν ο δικαστής κρίνει με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι η νέα χωροταξική/πολεοδομική ρύθμιση είναι χειρότερη για τους κατοίκους από την ισχύουσα, την ακυρώνει ως παράνομη .

6o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Κοινωνική ασφάλιση, ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία

Σελ. 24 6o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Κοινωνική ασφάλιση, ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία Ο Α σκοπεύει σύντομα να υποβάλλει τα έγγραφά του για σύνταξη. Έντρομος πληροφορείται από δελτίο κεντρικού τηλεοπτικού σταθμού ότι στα πλαίσια του κυβερνητικού σχεδίου ανασυγκρότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ο ασφαλιστικός φορέας στον οποίο υπάγεται κλείνει. Ερωτάται: α) Θα έχει κάποια επίπτωση στη σύνταξη του Α το του ασφαλιστικού φορέα; β) Εφόσον υποτεθεί ότι ο Α είναι μισθωτός και ο εργοδότης του εκ παραδρομής δεν κατέβαλε τις προβλεπόμενες από το νόμο υπέρ του Α εισφορές, θα έχει αυτό αντίκτυπο στη σύνταξη που θα λάβει ο τελευταίος;

γ) Υποβάλλοντας τα χαρτιά του για σύνταξη, ο Α ενημερώνεται από υπάλληλο του φορέα ότι εν τέλει δεν υπαγόταν σε αυτόν και συνεπώς δε δικαιούται σύνταξη. Νομικά ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός; δ) Από εσφαλμένη υπόδειξη υπαλλήλου του φορέα ο Α διέκοψε την ασφάλισή του σε αυτόν. Δικαιούται να τη συνεχίσει; ε) Ταυτόχρονα, στη χώρα ξεσπά πανδημία. Μπορεί ο Α να αξιώσει τα εξής: 1) να του παρασχεθεί κλίνη ΜΕΘ άμεσα, ανεξαρτήτως αριθμού διασωληνωμένων, επειδή παρουσίαζε συμπτώματα της νόσου; 2) να δημιουργηθεί δομή σχετική με τον ιό στο χωριό του, που είναι ορεινό; Θα άλλαζε η απάντηση αν ο Α ήταν Αρμένιος και όχι Έλληνας; Απάντηση: α) Το άρθρο 22§5 Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση ορίζοντας ότι το κράτος μεριμνά για την ασφάλιση των εργαζομένων. Το δικαίωμα αυτό συνίσταται στην ασφαλιστική κάλυψη των ασφαλισμένων από την επέλευση κοινωνικών κινδύνων με την χορήγηση ορισμένων παροχών, οι οποίες χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από τις ίδιες τις εισφορές των ασφαλισμένων . Το κράτος υποχρεούται να μεριμνά για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος διασφαλίζοντας ότι οι υπηρεσίες κοινωνικής Σελ. 25 ασφάλισης θα λειτουργούν και θα προσφέρονται αδιάλειπτα . Εν προκειμένω, το του ασφαλιστικού φορέα δεν επιδρά στη σύνταξη του Α, την οποία θα πρέπει να λάβει κατόπιν κρατικής πρόβλεψης από άλλον ασφαλιστικό φορέα. β) Στον ασφαλιστικό δεσμό μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστικού φορέα ο ασφαλισμένος είναι το ασθενέστερο μέρος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής προσδοκίας καταβάλλει εισφορές, δίχως να γνωρίζει σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο θα επέλθει ο κίνδυνος, καθώς και ποιο θα είναι το ακριβές ύψος της παροχής που θα λάβει. Συνεπώς, χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Λάθη και παραλείψεις τρίτων δε θα πρέπει να επιδρούν στην ασφαλιστική σχέση εις βάρος του. Εν προκειμένω, δε θα ήταν συνταγματικά ανεκτό να απολέσει ο Α την ασφαλιστική του κάλυψη επειδή ο εργοδότης του έσφαλε ως προς την καταβολή των απαιτούμενων εισφορών . Θα λάβει κανονικά τη σύνταξη που δικαιούται καταβάλλοντας έστω και εκ των υστέρων τις οφειλόμενες εισφορές. γ) Η αρχή της τυπικής ασφάλισης επιτάσσει εκείνος που επί μακρόν με καλή πίστη εκπλήρωνε τις ασφαλιστικές του υποχρεώσεις του σε έναν ασφαλιστικό φορέα, ενώ δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις υπαγωγής του σε αυτόν, να υπάγεται εν τέλει στον φορέα αυτό. Απαραίτητο είναι ο εν λόγω φορέας να μην αντιτάχθηκε, δημιουργώντας έτσι μια πραγματική ασφαλιστική κατάσταση . Οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών ως απορρέουσες από τη θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου δε θα επέτρεπαν την ανατροπή της πραγματικής αυτής κατάστασης, ενώ ο φορέας εισέπραττε ανεπιφύλακτα τις εισφορές, δημιουργώντας στον ασφαλισμένο διά της παράλειψής του την εύλογη πεποίθηση ότι υπάγεται σε αυτόν . Εν προκειμένω, ο Α θα λάβει κανονικά σύνταξη από αυτόν τον φορέα. δ) Οι ασφαλιστικοί φορείς οφείλουν να πληροφορούν με ακρίβεια και σαφήνεια τους ασφαλισμένους τους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Εν προκειμένω, η εσφαλμένη πληροφόρηση που παρείχε ο υπάλληλος του φορέα είχε ως αποτέλεσμα ο Α να πλανηθεί. Η πλάνη του αυτή κρίνεται βάσει των επιταγών της αρχής της χρηστής διοίκησης συγγνωστή και συνεπώς ο Α δικαιούται να συνεχίσει τη σχέση του με το συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα . Σελ. 26 ε) Η υγεία ορίζεται ως κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας/ευημερίας (a state of complete physical, mental and social well-being), όπως προβλέπεται ρητώς στον Καταστατικό Χάρτη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας στο

Προοίμιό του (1946). Το Σύνταγμα προασπίζει το δικαίωμα της υγείας, ως συγχρόνως ατομικό και κοινωνικό έννομο αγαθό, όψεις τελούσες σε αμοιβαία διάδραση. Η υγεία εξετάζεται υπό το πρίσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας που έχουν ως στόχο να καταστήσουν το λήπτη αυτών αποσυνδεδεμένο από τις περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ιατρικώς ως ασθένειες. Το άτομο φέρει το ατομικό δικαίωμα στην υγεία (άρθρο 5§2 και §5 Σ και άρθρο 7§ 2 Σ), αξιώνοντας αποχή από οιαδήποτε προσβολή της. Στρέφεται κατά του Κράτους και κατά παντός και τους υποχρεώνει να απέχουν από οιαδήποτε ενέργεια μπορεί να βλάψει την υγεία. Το δικαίωμα στην υγεία, ωστόσο, φέρει και κοινωνικό χαρακτήρα (άρθρο 21§3 Σ). Το κράτος δικαίου λαμβάνει μέτρα για την προστασία της υγείας, δηλ. προβαίνει σε θετικές πράξεις, παροχές τόσο για την αποκατάσταση, όσο και για την πρόληψη των όποιων βλαβών στην υγεία. Σε συνδυασμό με την υπεροχή της πρόληψης έναντι της θεραπείας, αξιώνει παροχή κοινωνικής πρόνοιας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και την αποτροπή κινδυνωδών καταστάσεων για την υγεία του. Το Κράτος δημιουργεί υποδομές παροχής ιατρικής περίθαλψης και ενισχύει και την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά ελέγχει και την ποιότητα παροχής ιατρικής φροντίδας . Η συνταγματική πρόβλεψη του 21§3 Σ έχει εγκυμονήσει ένα τρόπον τινά «υγειονομικό κεκτημένο», που απαγορεύει την κατάργηση θεσμών που πραγματώνουν το κοινωνικό περιεχόμενο της υγείας . Επίσης, αμφισβητείται το κατά πόσον η συνταγματική διάταξη αυτή παρέχει αγώγιμη αξίωση για την ικανοποίηση των διεκδικήσεων ή απαιτήσεων που απορρέουν από τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι δεν προκύπτουν καταρχήν αγώγιμες αξιώσεις των φορέων του δικαιώματος έναντι του Κράτους για κοινωνικές παροχές από τα κοινωνικά δικαιώματα, με τη νομολογία να υιοθετεί την αντίρροπη μάλλον γνώμη . Και οι δύο ισχυρισμοί του πρέπει να απορριφθούν. Φορείς του δικαιώματος στην υγεία προφανώς είναι και οι αλλοδαποί, επειδή η υγεία συνδέεται άρρηκτα με την αξία του ανθρώπου . Συνεπώς, δεν διαφέρουν οι απαντήσεις μας. Σελ. 27 Όπως παρατηρείται από τον Χ. Ανθόπουλο, η πανδημία ανέδειξε όμως και την πιο «αρχαϊκή» διάσταση του δικαιώματος στην υγεία, την προστασία του ως συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, ως δημοσίου συλλογικού αγαθού (δημόσια υγεία), στο οποίο αναφέρεται η ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 5 και τα άρθρα 18§3 και 22§4 Σ. Η διάσταση αυτή λαμβάνει νομιμοποιητικό χαρακτήρα των όποιων μέτρων ελήφθησαν για την προστασία της .

7o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας, δικαίωμα συνάθροισης, συλλογική αυτονομία

Σελ. 28 7o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας, δικαίωμα συνάθροισης, συλλογική αυτονομία Σύσσωμος ο αγροτικός κόσμος αντιδρά στην υιοθετούμενη από την Κυβέρνηση αγροτική πολιτική. Με απόφαση της Πανελλήνιας Ένωσης Αγροτών οι αγρότες κατεβαίνουν στους δρόμους. Προβαίνουν στη διακοπή της κυκλοφορίας κεντρικών οδικών αρτηριών της χώρας τοποθετώντας τους γεωργικούς ελκυστήρες τους επί των οδικών αξόνων, προκειμένου να αναγκάσουν την Κυβέρνηση να εισακούσει τα δίκαια αιτήματά τους.

Ερωτάται: Η παρεμπόδιση αυτή των συγκοινωνιών συνιστά εκδήλωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των αγροτών; Απάντηση: Η παρεμπόδιση της διεξαγωγής των συγκοινωνιών σε συγκεκριμένα, συνήθως καίρια, σημεία του οδικού δικτύου με την χρήση γεωργικών ελκυστήρων (τρακτέρ) και προς διεκδίκηση αιτημάτων στρεφόμενων κατά της κρατικής εξουσίας συνιστά τη συνήθη στην ελληνική πραγματικότητα πρακτική των μπλόκων των αγροτών . Πρόκειται για πρακτική καταφανώς μη νόμιμη, καθώς πληροί την αντικειμενική υπόσταση τόσο της παρακώλυσης συγκοινωνιών (ΠΚ 292) όσο και της διατάραξης κυκλοφορίας (ΠΚ 431). Παράλληλα θίγει έντονα την προσωπική ελευθερία όλων εκείνων που επιθυμούν να διέλθουν και κωλύονται να διέλθουν από τα σημεία που εγκαθίστανται τα τρακτέρ, υπό την ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης (άρθρο 5§3 Σ). Ο περιορισμός αυτός του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας είναι προδήλως παράνομος, καθώς τίθεται από ιδιώτη (και όχι από την αρμόδια προς τούτο εκτελεστική λειτουργία) δίχως την ύπαρξη νόμου γενικού και απρόσωπου. Εξετάζεται εάν τα μπλόκα των αγροτών συνιστούν εκδήλωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνικοοικονομική ζωή της χώρας. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά ένα τέτοια δικαίωμα ως επί της ουσίας γενική ελευθερία ενέργειας υπό τη σκέπη της οποίας προστατεύονται ποικίλες πτυχές της προσωπικότητας, όπως η σεξουαλική ελευθερία, η ελευθερία της επιχειρηματικής Σελ. 29δραστηριότητας, το δικαίωμα αλλαγής επωνύμου, κλπ (άρθρο 5§1 Σ). Το γενικό αυτό δικαίωμα ελευθερίας εφαρμόζεται επικουρικά, ήτοι σε περίπτωση που η προσωπικότητα δεν προστατεύεται επαρκώς από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις. Τελεί κατά τη σαφή συνταγματική διατύπωση υπό την τριπλή επιφύλαξη: α) της τήρησης του Συντάγματος β) του σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων και γ) της τήρησης των χρηστών ηθών. Τα μπλόκα των αγροτών παραβιάζουν κατά τρόπο μη ανεκτό την ελευθερία των άλλων να μετακινούνται ελεύθερα. Συνεπώς, εκδηλώνουν συμπεριφορά κείμενη εκτός του προστατευτικού πεδίου της συνταγματικής διάταξης. Ομοίως δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος της συνάθροισης (άρθρο 11 Σ) . Το δικαίωμα συνάθροισης ή η προτιμώμενη κατά την παραδοσιακή συνταγματική ορολογία ελευθερία του συνέρχεσθαι νοηματοδοτούν τη σύμπραξη αξιόλογου αριθμού ατόμων υπό τη μορφή της προγραμματισμένης συγκέντρωσής τους σε ορισμένο χώρο με σκοπό την έκφραση της γνώμης τους ή τη διατύπωση αιτημάτων επί ενός συγκεκριμένου, συνήθως κρίσιμου, κοινωνικού ζητήματος. Κατά τον επιτυχή ορισμό των Σβώλου/Βλάχου, ως συνάθροιση χαρακτηρίζεται η «σκόπιμος κατ’ αρχήν και όχι τυχαία, προσωρινή επί το αυτό συνάντησις αξιόλογου αριθμού προσώπων, προς έκφρασιν ή ακρόασιν ανακοινώσεως ή γνώμης επί ωρισμένου θέματος, ή προς διαδήλωσιν φρονημάτων ή αιτημάτων οιουδήποτε χαρακτήρος, ή προς λήψιν από κοινού αποφάσεων» . Το δικαιώμα της συνάθροισης εκδηλώνεται υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ασκείται ήσυχα και χωρίς όπλα. Βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή πραγμάτων δεν αποτελούν συνάθροιση. Η προσπάθεια επιβολής των απόψεων των συναθροιζόμενων θα πρέπει να λαμβάνει πάντοτε χώρα εντός ειρηνικών ορίων με την χρήση πειθούς και επιχειρημάτων . Μια συνάθροιση αποσκοπούσα στην ικανοποίηση παράνομου σκοπού δεν προστατεύεται. Παράνομος είναι και ο σκοπός όταν η συνάθροιση προσβάλλει δικαιώματα τρίτων μη μετεχόντων σε αυτήν και θέτει σε κίνδυνο την ομαλότητα του κοινωνικοοικονομικού βίου. Σαφώς και οι αγρότες δε συνέρχονται ήσυχα, μιας και προσβάλλουν την ελευθερία μετακίνησης όλων των άλλων.

Προφανώς και τα μπλόκα των αγροτών δε συνιστούν εκδήλωση της συλλογικής αυτονομίας (άρθρο 22§3 Σ). Ως τέτοια νοείται η ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να συνάπτουν με τους εργοδότες δίχως την κρατική παρέμβαση συμφωνίες με αντικείμενο τον καθορισμό των όρων εργασίας και την εν γένει ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων-μελών τους με σκοπό την προάσπιση των εργασιακών συμφερόντων τους. Η συλλογική διαπραγμάτευση ανάγεται σε κύριο ρυθμιστικό παράγοντα Σελ. 30 των εργασιακών σχέσεων μη υποκείμενη σε κρατικό έλεγχο . Συνεπώς, μετέχοντα μέρη στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης είναι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και των εργοδοτών και όχι το Κράτος, έναντι του οποίου στρέφονται τα μπλόκα. Παράλληλα, αυτά δε μπορούν να νοηθούν ως ελεύθερη διαπραγμάτευση, μιας και μετέρχονται παρανόμων μέσων, όπως η παρακώλυση των συγκοινωνιών. Για τον ίδιο λόγο δε συνιστούν επίσης εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας ως ατομικό δικαίωμα συλλογικής δράσης (άρθρο 23§1). Οι αγρότες συχνά υποστηρίζουν ότι με τις κινητοποιήσεις τους μεριμνούν για την τήρηση του Συντάγματος. Επί της ουσίας παραπέμπουν στο δικαίωμα του καθενός να αντιστέκεται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία (άρθρο 120§4 Σ). Το δικαίωμα αντίστασης προϋποθέτει ότι επιχειρείται ένοπλο πραξικόπημα με σκοπό την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και τη συνολική κατάργηση του Συντάγματος (όχι μόνον επιμέρους διατάξεών του). Οι αγρότες διαμαρτύρονται για την παραβίαση συγκεκριμένων δικαιωμάτων τους και συνεπώς ελλειπουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του δε δύναται να τύχει εφαρμογής το δικαίωμα-καθήκον αντίστασης. 8o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εργασία

Σελ. 31 8o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εργασία Ένα Εργαστήριο Αισθητικής που άνοιξε πρόσφατα προκειμένου να διαφημιστεί και να αποκτήσει ικανό προσωπικό, βάζει αγγελία στην εφημερίδα για πρόσληψη προσωπικού, η οποία αναφέρει πως ζητούνται μόνο γυναίκες αισθητικοί ή βοηθοί αισθητικών. Ερωτάται: α) Είναι νόμιμη η αγγελία αυτή; β) Αν ένα Εργαστήριο Αισθητικής αρνείται να παρέχει σε άντρες υπηρεσίες ομορφιάς, τότε είναι νόμιμη η ενέργειά του αυτή; Απάντηση: α) Το άρθρο 22 Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην (αμειβόμενη) εργασία, ήτοι και την ελευθερία επιλογής ή αποδοχής και αλλαγής εργασίας και επαγγέλματος. Η πρόσβαση στην εργασία καθίσταται εφικτή σύμφωνα με το εκάστοτε νομικό πλαίσιο που διέπει το εκάστοτε επάγγελμα ή μορφή απασχόλησης. Είναι πολύ συχνή στην πράξη η αναγραφή στο θηλυκό γένος του αισθητικού, δοθέντος ότι επικρατεί ακόμα η προκατάληψη πως το επάγγελμα ασκείται αποκλειστικά από γυναίκες. Στην πράξη συναντώνται, μεταξύ άλλων, οι εξής περιπτώσεις: 1) σε εγχειρίδια ή στο διαδίκτυο αναγράφεται: «η αισθητικός»: πρόκειται για μία εσφαλμένη αναφορά, η οποία θίγει χωρίς αποχρώντα λόγο τον άνδρα αισθητικόεπαγγελματία και που αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας που ερμηνεύεται ως ισότητα απέναντι στον νόμο. Δεν δικαιολογείται η χρήση του θηλυκού γένους και ο περιορισμός αυτός του δικαιώματος στην εργασία αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, αφού ούτε

αναγκαίος είναι, ούτε πρόσφορος για την άσκηση του επαγγέλματος, ούτε εν στενή εννοία αναλογικός και αυτό απορρέει με σαφήνεια από το κείμενο κιόλας του Συντάγματος και 2) σε αγγελίες εργασίας ζητούνται μόνο γυναίκες αισθητικοί: Αφής στιγμής η πρόσβαση στο αισθητικό επάγγελμα και η άσκηση αυτού προβλέπεται ανεξαιρέτως και για τα δύο φύλα και σαφώς είναι επιτρεπτή η είσοδος αρρένων σπουδαστών σε σχολές (κάθε είδους) αισθητικής, ο οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας καθώς γίνεται δεκτή Σελ. 32η έμμεση τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται οι διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, όπως εν προκειμένω η σύμβαση εργασίας. β) Αναφορικά με τη διακριτή περίπτωση άρνησης παροχής υπηρεσίας σε άνδρα, με το επιχείρημα ότι το Εργαστήριο εξυπηρετεί γυναίκες ή κάτι συναφές, πρέπει να λεχθεί πως το επιτρεπτό μιας τέτοιας δήλωσης πρέπει να κρίνεται εν εκάστη περιπτώσει, π.χ. αν η υπηρεσία αφορά κάτι που διενεργείται αμιγώς για γυναίκες ή αν μπορεί να επεκταθεί και στους άντρες. Το ζήτημα συνάπτεται με το κατά πόσον αποδεχόμαστε τριτενέργεια στα ατομικά δικαιώματα: όπως παρατηρεί ο Δαγτόγλου, «μια άμεση εφαρμογή των ατομικών δικαιωμάτων θα αναιρούσε τη συμβατική ελευθερία και θα κατέλυε την αυτονομία του ιδιωτικού δικαίου», αν δηλαδή εν προκειμένω δεσμευόταν ο αισθητικός από το δικαίωμα της ισότητας (ερμηνευομένης ως ισονομίας) που θα τριτενεργούσε άμεσα στη σχέση τους ιδιωτικού δικαίου . Το ζήτημα είναι, επομένως, ανοικτό και επιδεκτικό σκέψεως. Οριακές περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά υπό το κράτος μιας δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος και με βάση την αρχή της στενής ερμηνείας των όποιων περιορισμών των δικαιωμάτων υφίστανται. 9o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Τηλεοπτικές άδειες καναλιών, ρόλος ΕΣΡ, δικαίωμα σε δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα;

Σελ. 33 9o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Τηλεοπτικές άδειες καναλιών, ρόλος ΕΣΡ, δικαίωμα σε δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα; Με νόμο της Κυβέρνησης δόθηκε στο Υπουργείο Επικρατείας η αρμοδιότητα για τη διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας και τη χορήγηση αδειών στους τηλεοπτικούς σταθμούς. Ερωτάται: Είναι συνταγματικός ο νόμος υπό το φως του άρθρου 15§2 και 101Α Σ. και ειδικότερα των αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ καθώς και της σχετικής απόφασης του ΣτΕ; Σημείωση: Σκοπός του πρακτικού αυτού είναι να αναπτύξει τα επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά της αντισυνταγματικότητας του νόμου, όπως θα κληθούν να κάνουν οι φοιτητές σε αντίστοιχο ερώτημα σε εξετάσεις. Απάντηση: Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε το συνταγματικό ρόλο του ΕΣΡ ως ανεξάρτητη αρχή (Α.Α.) όπως αυτός κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 15§2 Σ. Το άρθρο 15§2 Σ ορίζει ότι: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. O άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του

καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων…». Η γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής, αναμφίβολα, αφήνει περιθώρια αντικρουόμενων προσεγγίσεων. Κατά μια πρώτη άποψη, ο άμεσος έλεγχος του κράτους επί της ραδιοτηλεόρασης είναι ενιαίος και αδιαίρετος και ασκείται αποκλειστικά και στο σύνολό του από το ΕΣΡ . Ο επιθετικός προσδιορισμός “άμεσος” διατρέχει νοηματικά το σύνολο της συνταγματικής ρύθμισης και η μη επανάληψη του επιθέτου στο εδάφιο β’ δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η διάταξη διακρίνει μεταξύ ενός άμεσου και ενός μη άμεσου/απλού ελέγχου. Άλλωστε, και για λόγους εσωτερικής συνοχής των συνταγματικών διατάξεων, Σελ. 34 πρέπει να υποστηριχθεί ότι το Σύνταγμα δεν επιθυμεί να διαχωρίσει την αδειοδοτική από την ελεγκτική αρμοδιότητα και να δεχθεί ότι η χορήγηση της άδειας σε τηλεοπτικό σταθμό δίδεται από οποιοδήποτε κρατικό όργανο, ενώ η επιβολή κυρώσεων στον ίδιο σταθμό και ειδικώς η ανάκληση της χορηγηθείσας άδειας ως η βαρύτερη κύρωση, επιφυλάσσεται αποκλειστικώς και μόνον στο ΕΣΡ . Κατά μια δεύτερη άποψη, μεταξύ του α΄ και β΄ εδαφίου του άρθρου 15§2 Σ υφίσταται εννοιολογική διάκριση . Ο “άμεσος έλεγχος του κράτους” του πρώτου και τρίτου εδαφίου αποτελεί ευρύτερη έννοια (έννοια γένους) και δεν ταυτίζεται με τον “έλεγχο και την επιβολή κυρώσεων” του δεύτερου εδαφίου, η οποία ανατίθεται αποκλειστικά στο ΕΣΡ και πρόκειται για στενότερη και ειδικότερη έννοια (έννοια είδους). Συνεπώς, το Σύνταγμα δεν αναθέτει κατ’ αποκλειστικότητα στο ΕΣΡ το σύνολο των αρμοδιοτήτων του κρατικού ελέγχου επί της ραδιοτηλεόρασης, παρά μόνον ένα πυρήνα αποκλειστικών αρμοδιοτήτων με στενότερο αντικείμενο, το οποίο συνίσταται στον έλεγχο της τήρησης των συνταγματικών σκοπών της ραδιοτηλεόρασης, καθώς και στη βεβαίωση και επιβολή κυρώσεων σε βάρος των σταθμών που δε συμμορφώνονται με τη ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία . Αντίθετα, αναφορικά με τις λοιπές αρμοδιότητες που συγκροτούν τον άμεσο έλεγχο του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της αδειοδότησης, η συμμετοχή του ΕΣΡ είναι βεβαίως δυνατή (δεδομένου ότι ανήκει στο νομικό πρόσωπο του κράτους), όχι όμως συνταγματικά επιβεβλημένη. Τούτο σημαίνει ότι ο νομοθέτης, ανά πάσα στιγμή, έχει την ευχέρεια ανάθεσης των αρμοδιοτήτων της Α.Α. στη διαγωνιστική διαδικασία σε άλλο κρατικό όργανο, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Επικρατείας. Απόφαση ΣτΕ 95/2017. Το ΣτΕ στην απόφαση 95/2017 τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νόμου με αντίθετη, ωστόσο, ισχυρή μειοψηφία. Θέση πλειοψηφίας. Ο σκοπός της συνταγματικής κατοχύρωσης του ΕΣΡ ως Α.Α., είναι: Aφενός, η διασφάλιση του κρατικού ελέγχου στη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Αφετέρου, η εξασφάλιση πολυφωνίας και αντικειμενικής μετάδοσης πληροφοριών χωρίς κομματικές επεμβάσεις δεδομένης της σημαντικής επιρροής των σταθμών στη διαμόρφωση της γνώμης των πολιτών. Σελ. 35 Εν όψει του σκοπού αυτού, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Σύνταγμα περιορίζει την αρμοδιότητα του ΕΣΡ μόνο στην έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων ελέγχου ή επιβολής κυρώσεων. Αντιθέτως, η τελεολογία των διατάξεων απαιτεί το ΕΣΡ να είναι φορέας του άμεσου ελέγχου των σταθμών και στο προγενέστερο στάδιο της έναρξης λειτουργίας αυτών, δηλαδή στο στάδιο χορήγησης αδειών λειτουργίας . Και τούτο διότι, η ανάγκη εξασφάλισης αμεροληψίας και πολυφωνίας, και αποτροπής πολιτικών επιρροών ανακύπτει ήδη κατά το στάδιο αδειοδότησης, κατά το οποίο καθορίζεται ποιοί σταθμοί θα λειτουργήσουν στο μέλλον . Συνεπώς, η χορήγηση αδειών δεν μπορεί να γίνει από άλλο όργανο το οποίο δεν έχει τα εχέγγυα του ΕΣΡ. Το ΕΣΡ, ως Α.Α., συγκροτείται με συγκεκριμένο τρόπο βάσει του άρθρου 101Α Σ, το οποίο ορίζει ότι η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις Α.Α. «γίνεται με απόφαση της

Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της». Το Σύνταγμα δεν προέβλεψε επικουρικό μηχανισμό σε περίπτωση αδυναμίας επιτεύξεως ομοφωνίας ή πλειοψηφίας των τεσσάρων πέμπτων. Η μη πρόβλεψη τέτοιου μηχανισμού φαίνεται να ήταν ηθελημένη, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις στη Βουλή όπου προτάθηκε επικουρικός μηχανισμός και δεν έγινε δεκτός. Επομένως η αδυναμία συγκρότησης της Α.Α. δεν δικαιολογεί τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων αυτής από τον κοινό νομοθέτη σε άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Η αδυναμία επίτευξης, σε πολιτικό επίπεδο, της απαιτούμενης για τη συγκρότηση του ΕΣΡ πλειοψηφίας και συνεπώς η παραβίαση του άρθρου 101Α Σ συνεπάγεται, αυτόματα, την παραβίαση του άρθρου 15§2 Σ, το οποίο επιτάσσει την τηλεοπτική αδειοδότηση. Τέθηκε, έτσι, το εξής δίλημμα: ανοχή της παραβίασης του άρθρου 15§2 και διατήρηση του καθεστώτος ανομίας στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο ή παράκαμψη της αδυναμίας εφαρμογής του άρθρου 101Α; Το ΣτΕ έκρινε ότι η εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 101Α Σ (αδυναμία συγκρότησης ΕΣΡ λόγω έλλειψης συμφωνίας σε πολιτικό επίπεδο) δεν μπορεί να θεραπευθεί με άλλη, ευθεία, πλέον, παραβίαση του Συντάγματος, ήτοι του άρθρου 15§2 (πλήρης παράκαμψη αρμόδιας Α.Α.) . Θέση Μειοψηφίας. Ο «άμεσος έλεγχος» του Κράτους, στον οποίο υπάγονται η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, κατά το άρθρο 15§2 εδ.α΄, ασκείται από το σύνολο των κρατικών οργάνων, ήτοι από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας, της εκτελεστικής εξουσίας και από το ΕΣΡ, ως Α.Α. Ο «έλεγχος», ο οποίος – όπως και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων – ανατίθεται, κατά το εδάφιο β΄ της ανωτέρω παραγράφου, στην «αποκλειστική» αρμοδιότητα του ΕΣΡ, είναι στενότερος και ειδικότερος του «αμέσου Σελ. 36ελέγχου» του Κράτους κατά τα εδάφια α΄ και γ΄ της ιδίας παραγράφου. Επομένως, μόνο μετά την έναρξη λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού, όχι δε κατά το προγενέστερο της αδειοδοτήσεως αυτού στάδιο, ανακύπτει η αποκλειστική, κατά το άρθρο 15§2 εδ.β΄ Σ, αρμοδιότητα του ΕΣΡ για άσκηση ελέγχου και επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Μάλιστα, προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, η μειοψηφία επικαλέστηκε και τη γνώμη της πλειοψηφίας, η οποία αναγνωρίζει ότι η χορήγηση των αδειών ως μορφή άμεσου ελέγχου των τηλεοπτικών σταθμών δεν ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ, αφού αυτό δεν είναι ο μοναδικός φορέας του εν λόγω ελέγχου. Τέλος, αναφορικά με το άρθρο 101Α Σ, η μειοψηφία υποστήριξε τα εξής. Η μη τήρηση της υποχρεώσεως των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή να συγκροτήσουν το ΕΣΡ συνιστά, καθ’ εαυτήν, ευθεία παραβίαση του άρθρου 101Α Σ. Ακόμα λοιπόν και αν γίνει δεκτή η άποψη ότι το ΕΣΡ είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τη χορήγηση των αδειών, ο προσωρινός παραμερισμός του από την αδειοδοτική διαδικασία και κατά συνέπεια παραβίαση του άρθρου 15§2 Σ., είναι συνταγματικώς ανεκτά , διότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν την υποχώρηση του δικαστικού ελέγχου. Οι λόγοι αυτοί εντοπίζονται στην ανάγκη ρύθμισης του επί τριάντα έτη άναρχου ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, στην αδυναμία συγκρότησης του ΕΣΡ και στη συνακόλουθη απουσία ελέγχου των σταθμών, καθώς και στην εκπλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας. Ευρωπαϊκή διάσταση – Τηλεοπτικό φάσμα. Συνοπτικά σημειώνεται ότι η φυσική σπανιότητα του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων, ανήγαγε τη ραδιοτηλεόραση σε δημόσια υπηρεσία. Η πλήρης ή, πάντως, πληρέστερη αξιοποίηση του φάσματος υποστηρίζεται από τις τεχνολογικές εξελίξεις και επιβάλλεται από το Ενωσιακό Δίκαιο, καθώς το φάσμα που έχει στη διάθεσή της κάθε χώρα μέλος, είναι ενωσιακό έννομο αγαθό, η μη διάθεση του οποίου προσκρούει στο δίκαιο της ΕΕ.

10o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Διάλυση Σωματείου, δικαίωμα του Συνεταιρίζεσθαι

Σελ. 37 10o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Διάλυση Σωματείου, δικαίωμα του Συνεταιρίζεσθαι Με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου διαλύεται το σωματείο «Αξιοποίηση Οικοπέδων στη Μύκονο» για τους εξής λόγους: α) ο οδηγός του σωματείου παρκάρει παρανόμως έξω ακριβώς από το σωματείο και του έχουν επιβληθεί πολλά πρόστιμα, β) το σωματείο επιδιώκει την ανέγερση και πώληση εξοχικών κατοικιών. Ταυτόχρονα, εκδίδεται νόμος ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας θήρας ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι εγγεγραμμένος σε κυνηγετικό σύλλογο. Ο ίδιος νόμος ορίζει ότι η Διοίκηση καθίσταται αρμόδια για τη διάλυση των σωματείων. Ερωτάται: Είναι νόμιμοι οι λόγοι διάλυσης του σωματείου; Είναι συνταγματικός ο νόμος; Απάντηση: α) Η διάλυση σωματείου επιτρέπεται σε περίπτωση παραβίασης νόμου. Ωστόσο, παραβίαση διάταξης νόμου που είναι επουσιώδης ή άσχετη προς το σκοπό της συνένωσης δεν δικαιολογεί τη διάλυση του σωματείου. Επιπλέον το μέτρο της διάλυσης πρέπει να είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την αποτροπή της προσβολής του νόμου. Συνεπώς, η παραβίαση κανόνων οδικής κυκλοφορίας από αυτοκίνητο του σωματείου δεν αποτελεί παραβίαση νόμου τέτοιας βαρύτητας και σχετικής προς τις δραστηριότητες του σωματείου που να δικαιολογεί τη διάλυση του τελευταίου. β) Η ανέγερση και πώληση εξοχικών κατοικιών αποτελεί δραστηριότητα από την οποία τα μέλη του σωματείου προσπορίζονται περιουσιακά ωφελήματα, κατά συνέπεια υφίσταται κερδοσκοπικός σκοπός . Άρα, είναι νόμιμος αυτός ο λόγος διάλυσης. γ) Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα με θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Η θετική όψη του δικαιώματος συνίσταται στην ελευθερία σύστασης και συμμετοχής σε σωματεία, ενώ η αρνητική όψη συνίσταται στην ελευθερία μη συστάσεως ή προσχωρήσεως σε σωματεία. Συνεπώς, δεν συνάδει προς το Σύνταγμα η ως άνω διάταξη νόμου. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να λάβει άδεια χωρίς να ανήκει σε κάποιο τέτοιο σύλλογο . Σελ. 38 δ) Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία υποστηρίζουν ότι αρμόδιο όργανο στο οποίο ανήκει η εξουσία διάλυσης των σωματείων είναι το δικαστήριο με τις εγγυήσεις του άρθρου 87 Σ .

11o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αναγκαστική απαλλοτρίωση

Σελ. 39 11o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αναγκαστική απαλλοτρίωση

Ακίνητο έχει χαρακτηριστεί εδώ και 60 έτη ως τμήμα της Χερσαίας Ζώνης Λιμένος, δίχως όμως να προχωρήσει η νόμιμη διαδικασία κήρυξής του σε καθεστώς αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Οι ιδιοκτήτες του ακινήτου υποβάλλουν αίτημα στη Διοίκηση προκειμένου (αυτή) να προβεί σε αποχαρακτηρισμό του λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος δίχως να προχωρήσει η διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Η Διοίκηση αρνείται και δηλώνει ότι θα κινήσει, έστω και καθυστερημένα, τη διαδικασία. Ερωτάται: α) Νομίμως δεσμεύτηκε το ακίνητο για 60 έτη δίχως να προχωρήσει η διαδικασία κήρυξής του σε απαλλοτρίωση; β) Θα διαφοροποιείτο η απάντηση, εάν δεν καταβαλόταν στους ιδιοκτήτες η οφειλόμενη αποζημίωση; Απάντηση: α) Η Χερσαία Ζώνη Λιμένος αποτελείται από τον αιγιαλό και τους αναγκαία συνεχόμενους παραλιακούς χώρους επί των οποίων εκτελούνται εργασίες που αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία του λιμένα. Η ένταξη ενός ακινήτου στη ζώνη αυτή λαμβάνει χώρα για τη θεραπεία σκοπού δημοσίας ωφέλειας, ήτοι για την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας του λιμένα. Συνεπάγεται την απαγόρευση διάθεσης του ακινήτου για άλλο σκοπό και ως εκ τούτου συνιστά ουσιώδη περιορισμό του συνταγματικά προστατευόμενου αγαθού της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Σ), κατ’ αρχήν νόμιμο. Της δέσμευσης του ακινήτου κατά αυτόν τον τρόπο έπεται, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, η κήρυξή του σε καθεστώς αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ως απαλλοτρίωση νοείται η αφαίρεση της ιδιοκτησίας με μονομερή πράξη δημόσιας αρχής για την επίτευξη σκοπού δημόσιας ωφέλειας και αυστηρά ύστερα από την καταβολή στον θιγόμενο ιδιοκτήτη πλήρους αποζημίωσης . Θα πρέπει να τονισθεί ότι ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως περιληφθέντος σε Χερσαία Ζώνη Λιμένος δε συνιστά αφ’ εαυτός πράξη κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αλλά εντάσσεται στη κατηγορία των προπαρασκευαστικών της νόμιμης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης πράξεων . Σελ. 40 Ως επιφέρων ουσιώδη περιορισμό των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη παρέχει τη δυνατότητα κήρυξής της με ιδιαίτερη πράξη, κατά τη νόμιμη διαδικασία . Ο χαρακτηρισμός του ακινήτου έλαβε χώρα προ 60 ετών και δεν προωθήθηκε εν συνεχεία η διαδικασία απαλλοτρίωσής του. Ο ουσιώδης αυτός περιορισμός της ιδιοκτησίας διατηρήθηκε επί μακρού χρονικού διαστήματος που υπερβαίνει προδήλως τα εύλογα χρονικά όρια . Συνιστά πλέον οικονομικό και νομικό βάρος συνταγματικά μη ανεκτό. Δια αυτού θίγεται ο πυρήνας των συνταγματικών διατάξεων περί προστασίας της ιδιοκτησίας και υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης προς άρση της προσβολής, ήτοι προς αποχαρακτηρισμό του εν λόγω ακινήτου . β) Η έννομη συνέπεια της αυτοδίκαιης άρσης της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης προβλέπεται σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν καταβάλλεται στον δικαιούχο η ορισθείσα αποζημίωση μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης που την προσδιορίζει (άρθρο 17§4 εδ.δ΄ Σ) . Η παρεχόμενη προστασία είναι απόλυτη, μιας και παραβιάζεται προδήλως ο συνταγματικός κανόνας ότι η καταβολή της αποζημίωσης προηγείται της αποξένωσης του ιδιοκτήτη από το ακίνητό του. Άλλωστε, η υπερβολική καθυστέρηση στην καταβολή της αποζημίωσης έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ . Ο νομοθέτης και η Διοίκηση βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση της αυτοδίκαιης άρσης της κηρυχθείσας αποζημίωσης, δικαιούνται να επιβάλλουν εκ νέου απαλλοτρίωση στο ίδιο

ακίνητο. Η αρμοδιότητά τους αυτή απορρέει από τις επιταγές του άρθρου 24 Σ, βάσει των οποίων ανήκει στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και έλεγχο του Κράτους ο πολεοδομικός σχεδιασμός και η οικιστική ανάπτυξη της χώρας με γνώμονα ορθολογικά κριτήρια. Ασφαλώς θα πρέπει να αιτιολογείται στη σχετική διάταξη του νόμου ή της διοικητικής πράξης ότι συντρέχουν επιτακτικές πολεοδομικές ανάγκες (εν προκειμένω ότι το επίμαχο ακίνητο είναι πράγματι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας του λιμένα) και ότι θα καταβληθεί άμεσα η εκ νέου προσδιορισθείσα αποζημίωση .

12o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αξία ανθρώπου, ιδιωτική ζωή, προσωπική ελευθερία, προσωπικά δεδομένα

Σελ. 41 12o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αξία ανθρώπου, ιδιωτική ζωή, προσωπική ελευθερία, προσωπικά δεδομένα Ο Α έρχεται σε σεξουαλική επαφή με τη Β, η οποία είναι νομίμως εκδιδόμενη γυναίκα, αλλά παρόλα αυτά, πάσχει από ηπατίτιδα C, ασθένεια που δεν ανίχνευσαν από αμέλεια οι αρμόδιοι διενεργούντες τον υγειονομικό έλεγχο. Κατόπιν τούτου, δημοσιεύεται κατάλογος με τις πάσχουσες από την εν λόγω νόσο. Ερωτάται: α) Νομίμως δημοσιεύθηκε ο κατάλογος αυτός; β) Κατά παραλλαγή του ιστορικού, αν δημοσιευόταν προς δημόσια κατακραυγή κατάλογος των υπαλλήλων των αρμόδιων υγειονομικών υπηρεσιών που δεν ήλεγξαν ως όφειλαν τις εκδιδόμενες γυναίκες, τότε για ποιον λόγο θα ήταν κάτι τέτοιο αντισυνταγματικό; Αν δημιουργούνταν στο διαδίκτυο σχόλια υβριστικά εις βάρος τους, θα άλλαζε η απάντηση; γ) Κατά παραλλαγή του ιστορικού, είναι επιτρεπτή η υποχρεωτική αναγραφή σε αστυνομική ταυτότητα καινούργιου τύπου ή σε κάρτα ΜΜΜ μεταδιδόμενου και δυνάμει θανατηφόρου νοσήματος ενός προσώπου; δ) Κατά παραλλαγή του ιστορικού, είναι δυνατό να επιβληθεί διά νόμου ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του πληθυσμού για μία ασθένεια μεταδοτική μεν, μη θανατηφόρα δε; Έχει ο γονιός δικαίωμα άρνησης εμβολιασμού των παιδιών του για λόγους ηθικούς ή θρησκευτικούς; Απάντηση: α) Η διάταξη του άρθρου 2§1 Σ που προβλέπει το μητρικό δικαίωμα της αξίας του ανθρώπου ανάγει τον άνθρωπο σε υποκείμενο και αντικείμενο του δικαίου. Γι’ αυτό εξάλλου, δεν χωρεί παραίτηση από το δικαίωμα της αξίας του ανθρώπου μη ισχύουσας της αρχής «volenti non fit in juria». Η ιδιωτική ζωή του ατόμου και αυτή προστατευόμενη από το Σύνταγμα απορρέει από αυτό το δικαίωμα, το ίδιο και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ με το άρθρο 9Α Σ προασπίζεται το δικαίωµα στην προστασία των προσωπικών δεδοµένων, το οποίο σύμφωνα με την απόφαση 128/2012 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επιβάλλει τη στενή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα, κατά το μέρος του που αφορά τη χρήση αυτών. Σελ. 42 Εν προκειμένω, στην υπόθεση αυτή, στις οροθετικές γυναίκες είχε αποδοθεί η κακουργηματική πράξη της σκοπούµενης βαριάς σωµατικής βλάβης (άρθρο 310§§1, 3 σε

συνδυασµό µε 308§1 ΠΚ) και με το σκεπτικό αυτό είχε δημοσιοποιηθεί η ποινική τους δίωξη για την προστασία της δημόσιας υγείας, ενώ η απόφαση θεμελιωδώς υπογραμμίζει ότι η δημοσιοποίηση είναι επιτρεπτή, «µόνον όταν τα δηµοσιοποιούµενα προσωπικά δεδοµένα είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόµενου και αναφερόµενου, κατά περίπτωση, στην εισαγγελική διάταξη σκοπού της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων ή της βεβαίωσης καθ’ όλη της την έκταση της συγκεκριµένης αξιόποινης πράξης, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και διενεργείται προανάκριση ή κυρία ανάκριση, στο πλαίσιο της οποίας και αποφασίσθηκε η δηµοσιοποίηση, ενώ ορίζει ως «μη αναστρέψιμες τις συνέπειες από τη δημοσιοποίηση». Σύμφωνα δε με πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, «Η δημοσιοποίηση στοιχείων και φωτογραφιών φορέων του HIV-AIDS προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παραβιάζει τα δικαιώµατα του ασθενούς» . Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να μεταφερθεί mutatis mutandis και στην ηπατίτιδα C, με την επιφύλαξη ότι κατά την Ιατρική Επιστήμη δεν εκλαμβάνεται τόσο ουσιώδης όσο το AIDS, αν και είναι μεταδιδόμενη και ποτέ δεν αποβάλλεται από τον οργανισμό. β) Η ελευθερία έκφρασης δεν είναι απεριόριστη, αλλά υπόκειται στα όρια των δικαιωμάτων των άλλων. Περιορισμοί στην ελευθερία έκφρασης εισάγονται με ειδικούς νόμους, π.χ. εγκλήματα τιμής κατά τον ΠΚ και πληρουμένων των κριτηρίων του άρθρου 25§1 Σ. Έτσι, υπό το πρίσμα και της λοιπής νομοθεσίας, η άσκηση κριτικής για την πλημμελή/ανύπαρκτη τέλεση καθηκόντων του άλλου είναι θεμιτή, εφόσον όμως δεν εμπεριέχει προσωπικές ύβρεις ή μομφές. Το ζήτημα, όμως, εξαρτάται από το πώς θα γινόταν η κριτική, π.χ. αν δημοσιευόταν απλώς – κατά νομοθετική πρόβλεψη – ο κατάλογος με τα ονόματα, χωρίς περαιτέρω χαρακτηρισμούς, τότε αυτό θα ήταν νόμιμο, αντλώντας μάλιστα επιχείρημα και από το ότι η προστασία που επιφυλάσσει ο ΠΚ στο έννομο αγαθό της τιμής μειούται στο αξιολογικό της μέρος από την παράβαση τόσο των κοινωνικά σημαντικών ηθών όσο και των νομικών του καθηκόντων, όπως σωρευτικά καταφάσκονται από τη νομολογία και συνεπώς δεν απομειώνεται η τιμή του προσώπου, λόγω των ιδιοτήτων για τις οποίες δεν ευθύνεται, π.χ. φυλή, αναπηρίες κλπ. Αν όμως, η ανάρτηση των ονομάτων των υπαιτίων συνοδεύεται με προσωπικές ύβρεις, τότε είναι σαφώς παράνομη. Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα του ερωτήματος, σκόπιμο είναι να ανατρέξουμε στην υπόθεση του ΕΔΔΑ, Delfi AS κ. Εσθονίας , σύμφωνα με την οποία ναι μεν θα μπορούσαν Σελ. 43 να προκύψουν σημαντικά οφέλη που προέρχονται από το Διαδίκτυο όσον αφορά την άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, αλλά η ευθύνη για δυσφημιστικές ή άλλες μορφές παράνομης ομιλίας έπρεπε να διατηρηθεί και να αποτελέσει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα σε σχέση με παραβιάσεις των (επιμέρους) δικαιωμάτων των απορρεόντων εκ της προσωπικότητας . Στην προαναφερθείσα απόφαση Delfi AS κατά Εσθονίας, τα σχόλια δημοσιεύθηκαν σε απάντηση σε άρθρο που δημοσιεύθηκε σε δικτυακή πύλη ειδήσεων στο Διαδίκτυο. Ήταν δυσφημιστική, υποβάθμιζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και περιείχε απειλές (σκ. 114 και 117). Η πύλη ειδήσεων του Delfi AS δεν τα κατάργησε παρά μόνο μετά την κοινοποίησή τους από τον παραβαίνοντα οργανισμό λίγες εβδομάδες αργότερα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι παρατηρήσεις δεν προστατεύονταν από το άρθρο 10. Ναι μεν υφίσταται ελευθερία της έκφρασης , αλλά παραλλήλως ενυπάρχει ο κίνδυνος διάδοσης παράνομων λόγων που υποκινούν σε βίαιες πράξεις, καθιστώντας αναγκαία την τήρηση ισορροπιών, για την οποία η ευθύνη θα πρέπει να διατηρηθεί ως αποτελεσματικό μέσο πάταξης των παραβιάσεων των επιμέρους δικαιωμάτων της προσωπικότητας. Το ΕΔΔΑ είχε, επίσης, αναγνωρίσει τη σημαντικότητα του κριτηρίου των «δυνητικών επιπτώσεων του μέσου όρου» . Εν προκειμένω, όμως, εγράφησαν σχόλια σε μια σελίδα κοινωνικού δικτύου και όχι, για παράδειγμα, σε μια δικτυακή πύλη ειδήσεων στο Διαδίκτυο, η οποία θα μπορούσε να

προσελκύσει μεγάλο αριθμό από σχόλια. Επιπλέον, οι παρατηρήσεις έγιναν στο πλαίσιο που η συζήτηση ξεκίνησε σκόπιμα από τον πρώτο αιτούντα και είχε γίνει ένα κοινωνικό δίκτυο, μια δράση που ήταν απίθανο να προσελκύσει μεγάλη προσοχή (σκ. 98). Γενικότερα, το άρθρο 10 της Σύμβασης εφαρμόζεται στο Διαδίκτυο ως μέσο (Delfi AS κ. Εσθονίας), ανεξαρτήτως του είδους μηνύματος και ακόμη και όταν τούτο χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς . Περιορισμοί σε αυτή την ελευθερία που προβλέπονται στο άρθρο 10§2 ερμηνεύονται αυστηρά. Περιορισμός κατά την άσκηση της ελευθερίας αυτής είναι δυνατός, υπό την προϋπόθεση ότι είναι «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία», δηλαδή σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου Σελ. 44 πρέπει να ανταποκρίνεται σε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» , να είναι ανάλογη με τον νόμιμο σκοπό που επιδιώκεται κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 10 και να δικαιολογείται από δικαστικές αποφάσεις που παραθέτουν σχετική και επαρκή συλλογιστική . Πράγματι, ο λόγος μίσους δεν καθαγιάζεται και δεν ωφελείται από την προστασία του άρθρου 10 της Σύμβασης, και, σύμφωνα με το άρθρο 17, ομιλία που είναι ασυμβίβαστη με τις αξίες που έχουν διακηρυχθεί και κατοχυρωθεί από τη Σύμβαση, δεν επωφελείται από την προστασία του άρθρου 10. Η δε ερμηνεία της Σύμβασης «υπό το φως των σημερινών δεδομένων» συνεπάγεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ειδική φύση που φέρει το Διαδίκτυο ως «σύγχρονο μέσο διαβίβασης πληροφοριών», άποψη που συνάδει με την ακόλουθη παρατήρηση του Δικαστηρίου: «(...) το διαδίκτυο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της πρόσβασης του κοινού σε ειδήσεις και διευκόλυνση της διάδοσης των πληροφοριών εν γένει». Την ίδια στιγμή, ο κίνδυνος της βλάβης που προκαλείται από το περιεχόμενο και τις επικοινωνίες στο Διαδίκτυο για την άσκηση και απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδίως δε τον σεβασμό των ιδιωτικών είναι σίγουρα υψηλότερη από εκείνη που θέτει ο τύπος. «Το Διαδίκτυο μπορεί, επίσης, να αναμεταδίδει προσωπικές πληροφορίες οι οποίες δεν προορίζονται αρχικά να αναρτώνται στη γραμμή. Ένα απλό δελτίο τύπου, για παράδειγμα, που εκδόθηκε σε μια μεμονωμένη περίπτωση και δεν σκοπεύει να αναρτηθεί στο Διαδίκτυο, μπορεί να συλλεχθεί από τρίτους και να συζητηθεί στο Διαδίκτυο σε βάρος του δικαιώματος του ατόμου να προστατεύει την ιδιωτική ζωή, όπως λ.χ. συνέβη στο P. and S. κ. Poland. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, ενώ δεν ήταν ονομαστικές, ήταν εντούτοις αρκετά λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν σε άλλους να βρίσκουν τα στοιχεία επικοινωνίας των προσφευγουσών και να επικοινωνούν μαζί τους, είτε μέσω κινητού τηλεφώνου είτε προσωπικά. Με βάση όλα τα ως άνω, τα οποία εφαρμόζονται mutatis mutandis και εν προκειμένω, αξιολογείται αντίστοιχα και η υπόθεσή μας. γ) Για το ακανθώδες ζήτημα της κατοχής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων (π.χ. ΑΜΚΑ) για την κάρτα ΜΜΜ απεφάνθη η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με τη γνωμοδότησή της 1/2017. Τα προσωπικά δεδομένα που αποθηκεύονται με το προσωποποιημένο εισιτήριο/κάρτα ΜΜΜ οδηγούν στην ευχερή ταυτοποίηση του μετακινούμενου και θίγουν υπέρμετρα την ελευθερία κίνησης, μέρος της οποίας συνιστά «το δικαίωμα ανώνυμης μετακίνησης» ως έκφανση του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (5§1 Σ) και της προσωπικής Σελ. 45 ελευθερίας (άρθρο 5§3 εδ.α΄ Σ), εκτός και αν υφίσταται σπουδαίος λόγος δημοσίου συμφέροντος. Η ύπαρξη κάποιου μεταδοτικού νοσήματος (μη άμεσα όμως μεταδιδόμενου δι’ επαφής και χωρίς επαφή με το αίμα του ασθενούς) και η αναγραφή αυτού στην κάρτα κρίνεται ως επαχθέστατο και αντισυνταγματικό μέτρο. Το δε νόσημα από μόνο του κρίνεται αρκετά ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και μπορεί εκτός από την προσβολή της ελευθερίας

μετακίνησης (βλ. προηγούμενη παράγραφο) να οδηγήσει στον στιγματισμό του ατόμου, ήτοι στην προσβολή της προσωπικότητάς του, στον μηδενισμό της αξίας του, κατά παράβαση του άρθρου 5§1 Σ και φυσικά του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. δ) Στην Ελλάδα, είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός των παιδιών (άρθρο 33 ν.2676/1999) για όλα εκείνα τα εμβόλια που είναι ενταγμένα στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, με αποτέλεσμα αν δεν προβούν οι γονείς σε εμβολιασμό των παιδιών τους, να μην είναι νόμιμη η εγγραφή των τελευταίων στα σχολεία, δεδομένου ότι κατά την εγγραφή του παιδιού στο σχολείο απαιτείται η προσκόμιση ιατρικού βιβλιαρίου. Με το ζήτημα αυτό καταπιάστηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, ο ποίος ερμηνεύοντας εκτενώς την αρχή της αναλογικότητας διαπίστωσε πως «η “εύλογη” σχέση μεταξύ αφενός του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, που κατά τους ειδικούς επιτυγχάνεται μέσω της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και αφετέρου του περιοριζόμενου ατομικού δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση φαίνεται να προσκρούει στην αρχή της αναγκαιότητας καθώς η μη διενέργεια κάποιων εμβολίων από μόνη της επισύρει και πρόστιμα κατά των αμελούντων γονέων, με προβλέψεις που διατηρούν με την νομοθετική τους ισχύ παρόλο ότι έχει περιπέσει σε αχρησία η εφαρμογή τους», αποφαινόμενος, πάντως, και περί του «παιδαγωγικού χαρακτήρα» ενός μέτρου εμβολιασμού. «Όμως, ασχέτως του αν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, η μη διενέργειά του δεν μπορεί να στερεί από τους μαθητές την εγγραφή τους στα σχολεία, γιατί κάτι τέτοιο συνιστά υπέρμετρα δυσανάλογο μέτρο καθώς στερεί την απόλαυση ενός άλλου συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, αυτό της πρόσβασης στην εκπαίδευση». Το ζήτημα πρέπει να κρίνεται και με βάση – κατά τη γνώμη μας – το είδος της ασθένειας και την απειλητικότητά της. 13o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ιδιωτική Ζωή, Υγεία, Δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης

Σελ. 46 13o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ιδιωτική Ζωή, Υγεία, Δημόσιο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης Κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε σε κέντρο διασκεδάσεως, το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας επέβαλε πρόστιμο λόγω παραβίασης του αντικαπνιστικού νόμου. Ο Α, ιδιοκτήτης του κέντρου, αρνείται να πληρώσει το πρόστιμο ισχυριζόμενος ότι ο αντικαπνιστικός νόμος αντιβαίνει στο Σύνταγμα και ειδικότερα: α) στο δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 Σ), β) στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ) καθώς ευνοεί τους επιχειρηματίες που μπορεί να αναπτύξουν τραπεζοκαθίσματα στους εξωτερικούς χώρους των καταστημάτων τους και γ) στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι (άρθρο 11 Σ). Ερωτάται: Είναι ορθοί οι ισχυρισμοί του Α; Απάντηση: α) Με το άρθρο 5§1 Σ. κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία ασκήσεως επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητος . Οι περιορισμοί που τίθενται εκ του νόμου στην ελευθερία αυτή πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητος . Ταυτόχρονα πρέπει να πληρούν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 Σ) .

Η ελευθερία του άρθρου 5§1 Σ «συγκρούεται» αφενός με τη διάταξη του άρθρου 21§3 Σ από την οποία γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους με τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών. Αφετέρου με το άρθρο 22§5 Σ από το οποίο προκύπτει η ανάγκη της προστασίας και της μη περαιτέρω επιβαρύνσεως του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως των πολιτών, από τις δαπάνες για την αντιμετώπιση των ασθενειών που προκαλούνται από το κάπνισμα. Σελ. 47 Από τη στάθμιση των ως άνω «συγκρουόμενων» συνταγματικών διατάξεων προκύπτουν τα εξής. Η απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος συνιστά σημαντικό περιορισμό στην ελευθερία των ανθρώπων που επιλέγουν να καπνίζουν και των ιδιοκτητών καταστημάτων οι οποίοι υφίστανται διαρροή της πελατείας τους, κατά το μέρος που αυτή αποτελείται από καπνιστές. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός είναι θεμιτός καθώς η φύση αυτού δεν καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητος. Τούτο, διότι, επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, τελεί δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως και τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των πολιτών από τους κινδύνους που εγκυμονεί το κάπνισμα (απολύτως κρατούσα επιστημονική άποψη) για την υγεία τους, τόσο των καπνιζόντων, όσο και εκείνων που υφίστανται τις επιδράσεις του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους . Ομοίως, και αναφορικά με το άρθρο 22§3 Σ, ο ρηθείς περιορισμός δεν είναι από τη φύση του προφανώς ακατάλληλος για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ενώ δεν βαίνει πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού. Αντιθέτως, ο περιορισμός παρίσταται ως πρόσφορος και αναγκαίος καθώς τα ηπιότερα μέσα, τα οποία ήδη ετέθησαν σε εφαρμογή, εκρίθησαν από το νομοθέτη ως απρόσφορα να υπηρετήσουν τον σκοπό αυτόν. Σημειώνεται ότι το ΣτΕ καταλήγει σε κρίση περί αντισυνταγματικότητος νομοθετικού μέτρου βάσει της αρχής της αναλογικότητας, μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο από τη φύση του ή απρόσφορο κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού, και όχι απλώς όταν μπορεί να αμφισβητηθεί η σκοπιμότητα του μέτρου, κρίση η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας της Δικαστηρίου (οριακός έλεγχος) . β) Η απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος σε εσωτερικούς χώρους επιβάλλεται σε όλους ανεξαιρέτως τους επιχειρηματίες. Το γεγονός ότι ορισμένοι από αυτούς μπορούν να αναπτύσσουν τραπεζοκαθίσματα στους εξωτερικούς χώρους δεν καθιστά τη ρύθμιση αντισυνταγματική ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ). Τούτο διότι η δυνατότητα αυτή αποτελεί τυχαίο και ενδεχόμενο γεγονός που σχετίζεται με την εν τοις πράγμασι εφαρμογή της εν λόγω απαγορεύσεως και όχι με τις προϋποθέσεις της θεσπίσεώς της . Σελ. 48 γ) Το άρθρο 11 Σ προστατεύει το δικαίωμα της συναθροίσεως. Τα εννοιολογικά στοιχεία της συνάθροισης είναι α) η σκόπιμη και όχι τυχαία συνάντηση προσώπων, η ύπαρξη δηλαδή προσυνεννόησης, β) προσωρινή συνάντηση, γ) συνάντηση σημαντικού αριθμού προσώπων και δ) ο σκοπός της συνάθροισης και η ανάληψη κοινής ενέργειας. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν τη συνάθροιση από την έννοια της συγκέντρωσης από την οποία ελλείπει το στοιχείο της προσυνεννόησης και του κοινού σκοπού. Κατά συνέπεια η τυχαία συρροή κόσμου εντός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν αποτελεί συνάθροιση αλλά

απλή συγκέντρωση και άρα δεν προστατεύεται από το άρθρο 11§1 Σ. 14o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα δικαστικής προστασίας

Σελ. 49 14o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα δικαστικής προστασίας Ο δικηγόρος Α ασχολούμενος με υπόθεση εντολέα του σχετική με φορολογική παράβαση και επιβολή διοικητικής κύρωσης σε βάρος του τελευταίου ετοιμάζεται να καταθέσει προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Μια μέρα πριν πληροφορείται από συναδέλφους του την πρόσφατη τροποποίηση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Ανατρέχει σε αυτήν φοβούμενος τροποποιήσεις αναφορικά με την προθεσμία κατάθεσης των ενδίκων βοηθημάτων. Έκπληκτος διαπιστώνει ότι πλέον οι φορολογικές υποθέσεις εισάγονται με το ένδικο βοήθημα της αγωγής και όχι αυτό της προσφυγής. Ερωτάται: α) Είναι συνταγματικά επιτρεπτή η κατάργηση της προσφυγής για τις φορολογικές υποθέσεις και η αντικατάστασή της από το ένδικο βοήθημα της αγωγής; β) Σε παραλλαγή του πρακτικού, ο Α θεωρεί ότι το προβλεπόμενο για την παραδεκτή άσκηση της προσφυγής παράβολο είναι υπερβολικό και επί της ουσίας εμποδίζει τον περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων εντολέα του από το να προσφύγει στη δικαστική οδό. Είναι ένα τέτοιο μεγάλου ύψους παράβολο συνταγματικό; γ) Λόγω του χρηματικού αντικείμενου της επίδικης φορολογικής διαφοράς δεν προβλέπεται δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων. Νομίμως; Απάντηση: α) Το άρθρο 20§1 Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό διττή έννοια: υπό στενή έννοια νοηματοδοτεί το δικαίωμα του καθενός να απευθυνθεί στο δικαστή και υπό ευρεία έννοια ως δικαίωμα ακρόασης την ελευθερία του ενδιαφερόμενου να αναπτύξει ενώπιον του δικαστηρίου τις απόψεις του επί πραγματικών και νομικών ζητημάτων γνωρίζοντας παράλληλα τις απόψεις του αντιδίκου, ώστε να έχει την ευχέρεια να τις αντικρούσει αποτελεσματικά . Με άλλα λόγια, η δυνατότητα πρόσβασης στο δικαστήριο καθώς και η υποχρέωση του δικαστή να ακούσει και να απαντήσει επί των απόψεων του προσφεύγοντος ανάγονται σε συνταγματικά αγαθά. Ο προσφεύγων στη δικαιοσύνη θα πρέπει να κληθεί με πρόσφορο τρόπο στη συνεδρίαση που τον αφορά, αφού του έχει δοθεί και ο κατάλληλος χρόνος για να προετοιμαστεί . Σελ. 50Το άρθρο 20§1 Σ δεν κατοχυρώνει κάποιο απόλυτο δικονομικό κεκτημένο υπό την έννοια ότι όλα τα υπάρχοντα ένδικα βοηθήματα τυγχάνουν απόλυτης προστασίας και δε δύνανται να τροποποιηθούν ή και να καταργηθούν. Ο κοινός νομοθέτης διαθέτει κατ’ αρχήν απόλυτη διακριτική ευχέρεια να μεταρρυθμίζει το υφιστάμενο δικονομικό καθεστώς και να εισάγει ή να αφαιρεί από την έννομη τάξη συγκεκριμένα ένδικα βοηθήματα, προκειμένου να εξυπηρετήσει αλλότριους συνταγματικής υφής σκοπούς, όπως η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και η αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης. Δε δύναται όμως να στερήσει από τον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να προστατεύσει τα δικαιώματά του αποκλείοντάς του την οδό προς το δικαστήριο. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, εφόσον το καταργηθέν ένδικο βοήθημα δεν αντικαθίστατο από άλλο ή και εφόσον το νέο δεν οδηγεί σε ισοδύναμα ή πάντως παρεμφερή αποτελέσματα προς

το καταργούμενο . Μια τέτοια εξέλιξη θα έθιγε τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτη. Εν προκειμένω, φαίνεται η αντικατάσταση της προσφυγής από την αγωγή να μη στερεί από τον ενδιαφερόμενο τη δικαστική του προστασία. Πρόκειται για δυο ένδικα βοηθήματα με διαφορετικό μεν δικονομικό αποτέλεσμα, ικανά όμως να προσφέρουν προστασία. β) Το άρθρο 20§1 Σ και το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ (που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) δεν εμποδίζουν τον κοινό νομοθέτη από το να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις πρόσβασης στη δικαιοσύνη (όπως η πρόβλεψη καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της άσκησης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου) υπό τον όρο ότι αυτές τελούν σε άμεση σχέση με την επιδίωξη βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης και την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και δεν αναιρούν την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη . Άλλωστε, η αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης εξυπηρετείται και όταν αποφεύγεται η άσκηση απερίσκεπτων, αστήρικτων και καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων . Ο θεσμός του παραβόλου αναντίρρητα συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση το παράβολο επιστρέφεται σε περίπτωση νίκης του ασκούντος το ένδικο βοήθημα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση 108/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία αποκλίνει αισθητά από την ανωτέρω κρατούσα νομολογιακή γραμμή. Με αυτήν κρίθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνιστά σημαντικό οικονομικό βάρος, στο οποίο μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνικής υπό τις παρούσες συνθήκες οικονομικής κρίσης αδυνατεί να εκπληρώσει και συνεπώς αποκλείεται από την πρόσβαση στο δικαστήριο . Ο θεσμός της δικαιοσύνης είναι ιερός και καταλυτικός Σελ. 51 για την ομαλότητα της κοινωνικής συμβίωσης και θα πρέπει να διατίθεται άνευ περιορισμών σε κάθε Έλληνα πολίτη. Το παράβολο εντάσσεται στην κατηγορία των αμιγώς εισπρακτικών μέτρων αποσκοπούντων στην αύξηση των δημοσίων εξόδων εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσης και ουδεμία σχέση έχει με την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων. Δε συνιστά, βάσει των επιταγών της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 Σ) κατάλληλο, αναγκαίο και αναλογικό εν στενή εννοία περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας προς την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της υποβοήθησης της λειτουργίας της δικαιοσύνης. Θα έπρεπε τουλάχιστον να απαλλάσσονται από την καταβολή του αυτοί που αποδεδειγμένα λόγω ένδειας αδυνατούν να το καταβάλλουν και συνεπώς αποκλείονται από τη δικαστική προστασία. Ο ταμειακός σκοπός του παραβόλου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το Δημόσιο δεν είναι υπόχρεος καταβολής. Παραβιάζεται έτσι η δικονομική ισότητα των ιδιωτών διαδίκων έναντι του Δημοσίου ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της ισότητας (α. 4 Σ). Εν προκειμένω, εφόσον γίνει δεκτό ότι το ύψος του παραβόλου είναι αδικαιολόγητα υψηλό, τότε ίσως προκριθεί η άποψη περί αντισυνταγματικότητάς του. γ) Κατά την κρατούσα άποψη, τα ένδικα μέσα δεν απολαμβάνουν συνταγματικής κατοχύρωσης. Μόνον εφόσον ο κοινός νομοθέτης κρίνει ότι η άσκηση ενδίκου μέσου παρίσταται αναγκαία για την πλήρη επίλυση της διαφοράς, τότε δύναται ο πολίτης να καταφύγει σε αυτό. Του αναγνωρίζεται ευρύ περιθώριο εκτίμησης για το ποια και πόσα ένδικα μέσα θα θεσπίσει . Μειοψηφούσες απόψεις υποστηρίζουν ότι η έκδοση ορθής δικαστικής απόφασης συνιστά θεμελιώδη έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και φαλκιδεύεται σε περίπτωση που ελλείπει δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας. Η οριστική εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό δίχως δυνατότητα διόρθωσης ενδεχόμενων σφαλμάτων θίγει βάναυσα την αρχή της δίκαιης δίκης και το εν γένει Κράτος Δικαίου . Σκοποί όπως η επαύξηση της απονομής της δικαιοσύνης κατισχύουν έναντι της ορθότητας της δικανικής κρίσης. Εν προκειμένω, με

βάση τις παραδοχές της κρατούσας άποψης, η μη πρόβλεψη άσκησης ενδίκου μέσου λόγω του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς είναι συνταγματική .

15o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Θρησκευτική ελευθερία

Σελ. 52 15o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Θρησκευτική ελευθερία Η θρησκευτική κοινότητα των μουσουλμάνων της Αττικής αποφασίζει την ανέγερση ευκτηρίου οίκου (μουσουλμανικού τεμένους) στην περιοχή των Αθηνών για την άσκηση της θρησκευτικής της λατρείας. Για την εγκατάσταση και λειτουργία ενός τέτοιου οίκου απαιτείται διοικητική άδεια. Εκπρόσωποί της επισκέπτονται το δικηγορικό σας γραφείο και σας ρωτούν: α) Είναι νόμιμη η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας; β) Είναι συνταγματικά ανεκτή η πρόσθετη προϋπόθεση της υποβολής ενυπόγραφης αίτησης των ενδιαφερομένων; γ) Είναι νόμιμη η άρνηση της Διοίκησης να χορηγήσει την άδεια επειδή κρίνει ότι η ανέγερση του τεμένους συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη; δ) Δύναται η Διοίκηση να εξαρτήσει την έκδοση της άδειας από τον αριθμό των μελών της μουσουλμανικής κοινότητας; ε) Δύναται η Ελληνική Πολιτεία να αναλάβει ιδία δαπάνη την ανέγερση του οίκου; Απάντηση: α) Το άρθρο 13 Σ κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία υπό διττή έννοια: στην πρώτη παράγραφο τυποποιείται το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης, με την έννοια ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να ασπάζεται ή μη μια θρησκεία, να μεταβάλλει οποτεδήποτε τις πεποιθήσεις του αυτές, να τις διαδίδει ή και να τις αποκρύπτει. Η κρατική εξουσία δε μπορεί να επιβάλλει στο άτομο να πρεσβεύει ή να μην πρεσβεύει ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα . Το άρθρο 13§2 κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, ως την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τελετουργικά. Η ελευθερία αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη ότι πρόκειται περί της άσκησης γνωστής θρησκείας (θρησκείας με δοξασίες φανερές, οι οποίες διδάσκονται δημόσια) και παράλληλα δια της άσκησής της δεν προσβάλλονται η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, καθώς επίσης δε διενεργείται προσηλυτισμός . Με βάση αυτά τα εκτεθέντα, αντισυνταγματική είναι η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας ως προϋπόθεσης νομιμότητας για την ανέγερση ευκτηρίου οίκου. Η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων γνωστής θρησκείας (όπως εν προκειμένω η μουσουλμανική) θα πρέπει να τελείται αβίαστα δίχως την παρεμβολή της Διοίκησης. Σελ. 53 Προληπτική άδεια θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος και για τη μη προσβολή της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών αρκεί η πρόβλεψη κατασταλτικής διαδικασίας. Η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία του τεμένους επιβάλλεται να είναι απολύτως ανεμπόδιστη από τη Διοίκηση . Ωστόσο, το ΣτΕ δεν συμμερίστηκε την ανωτέρω άποψη. Παγίως κρίνει ότι είναι ανεκτές διατάξεις της κοινής νομοθεσίας, βάσει των οποίων η ανέγερση χώρων θρησκευτικής

λατρείας ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδας υπόκειται σε διοικητική αδειοδότηση. Η άδεια χορηγείται στους ενδιαφερόμενους από τη Διοίκηση κατά δέσμια αρμοδιότητα, εφόσον διαπιστώσει ότι πρόκειται περί γνωστής θρησκείας . Η υιοθετούμενη από το ΣτΕ άποψη δεν είναι σύμφωνη προς τη συνταγματική έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας. β) Στον πυρήνα του απαραβίαστου της θρησκευτικής συνείδησης εντάσσεται και το δικαίωμα του καθενός να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Έμμεσος εξαναγκασμός σε μια τέτοια αποκάλυψη δεν είναι ανεκτός από το συντακτικό νομοθέτη. Ως τέτοιος κρίνεται η απαίτηση συγκέντρωσης υπογραφών για την ανέγερση του οίκου, καθώς οι υπογράφοντες αποκαλύπτουν τις θρησκευτικές τους απόψεις με τον πλέον επίσημο και οριστικό τρόπο. Άλλωστε, κάθε γνωστή θρησκεία είναι και δημόσια, συνεπώς δεν πρόκειται για ατομική υπόθεση των αιτούντων χρήζουσα της υπογραφής τους. γ) Η Διοίκηση δε δύναται να αρνείται την χορήγηση της άδειας επικαλούμενη ότι διά των πράξεων λατρείας επαπειλείται προσβολή της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών. Μια τέτοια προσβολή δύναται να διαπιστωθεί εκ των υστέρων σε περίπτωση εκδήλωσης έκνομης συμπεριφοράς και δεν πιθανολογείται χωρίς την ύπαρξη τέτοιων πραγματικών περιστατικών. Ακόμη και εάν ορισμένα από τα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας έχουν βεβαρημένο παρελθόν με σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις . δ) Ενδεχόμενη εξάρτηση της χορήγησης της άδειας από την κρίση της Διοίκησης περί συνδρομής ουσιαστικών λόγων σκοπιμότητας, όπως ο αριθμός των ενδιαφερομένων για την ανέγερση του οίκου, αντιβαίνει ευθέως στο άρθρο 13§2 Σ. Η εξέταση τέτοιων λόγων (κατά διακριτική ευχέρεια) ως προϋπόθεση για την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων δεν προβλέπεται στη συνταγματική διάταξη και συνεπώς είναι αντισυνταγματική. Η κρίση για το εάν ο ευκτήριος οίκος δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει πραγματικές ανάγκες ενδιαφερομένων στη συγκεκριμένη περιοχή, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών, είτε λόγω της δυνατότητάς τους να ασκούν κατ’ άλλο τρόπο τα καθήκοντα της θρησκευτικής τους λατρείας είναι αδιάφορη για την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος . Σελ. 54 ε) Εκ της συνταγματικής διάταξης απορρέει υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει δια θετικής ενέργειάς του την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας για όλα τα πρόσωπα που διαμένουν στην Ελλάδα, σε οποιαδήποτε θρησκευτική κοινότητα και αν ανήκουν. Κατά τη θέσπιση κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της λατρείας αυτής δεν επιτρέπεται να εισάγονται ρυθμίσεις προδήλως προνομιακές για ορισμένη θρησκεία, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η διαφοροποίηση των κανόνων αυτών, εφόσον η διαφοροποίηση αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υφίστανται δυσμενείς συνέπειες οι υπόλοιπες θρησκείες και τα πρόσωπα τα μη ανήκοντα σε ορισμένη θρησκεία. Η ανέγερση του μουσουλμανικού τεμένους από την Ελληνική Πολιτεία ιδία δαπάνη εξυπηρετεί το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και λαμβάνει υπόψη ειδικές συνθήκες που σχετίζονται με τις ανάγκες της μουσουλμανικής κοινότητας και την άσκηση των θρησκευτικών της καθηκόντων. Ο μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων της Αττικής, η απουσία συνολικής και ενιαίας έκφρασης της κοινότητά τους και τα ήδη λειτουργούντα παράνομα τεμένη (περί τα 120 τον αριθμό σε όλη την Αττική) συνιστούν ουσιώδη κριτήρια της νομοθετικής επιλογής . Η ανέγερση του τεμένους υπαγορεύεται επίσης από την αρχή της ισότητας, καθώς, ενώ η ορθόδοξη κοινότητα διαθέτει όλα τα μέσα για την ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας της, η μουσουλμανική στερείτο αυτών μέχρι τώρα. 16o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Θρησκευτική ελευθερία και αντιρρησίες συνείδησης

Σελ. 55 16o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Θρησκευτική ελευθερία και αντιρρησίες συνείδησης Ο προσφάτως διορισθείς πυροσβέστης Α καλείται πριν την ανάληψη των καθηκόντων του να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία. Όντας εδώ και πολλά έτη Μάρτυρας του Ιεχωβά και συμμετέχοντας ενεργά στις δράσεις της εν λόγω Εκκλησίας υποβάλλει αίτηση στη Διοίκηση, προκειμένου να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης και να αποφύγει τη στράτευση. Ερωτάται: α) Η Διοίκηση απορρίπτει την αίτηση του Α επειδή έχει διορισθεί ως πυροσβέστης. Νομίμως; β) Η Διοίκηση απορρίπτει την αίτηση του Α επειδή αυτός δεν έχει βαπτισθεί μάρτυρας του Ιεχωβά. Νομίμως; Απάντηση: α) Το άρθρο 13§4 Σ ορίζει ότι κανένας δε μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. Το άρθρο 4§6 ορίζει ότι κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της πατρίδας. Κατά την ερμηνευτική δήλωση του εν λόγω άρθρου, δύναται να προβλεφθεί με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών, εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάμεων, από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι λόγοι αντίρρησης συνείδησης πρέπει να απορρέουν από μία γενική αντίληψη για τη ζωή, βασισμένη σε συνειδητές θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή ηθικές πεποιθήσεις, που εφαρμόζονται από το άτομο απαράβατα και εκδηλώνονται με τήρηση ανάλογης συμπεριφοράς . Για να αναγνωρισθεί ο στρατεύσιμος ως αντιρρησίας συνείδησης, πρέπει, είτε να ασπάζεται τεκμηριωμένα γνωστό ιδεολογικό ή θρησκευτικό δόγμα, που είναι αντίθετο στην ένοπλη εκπλήρωση στρατιωτικής υποχρέωσης, είτε να αποδείξει, με συγκεκριμένα στοιχεία, την ειλικρίνεια και τη σοβαρότητα των λόγων συνείδησής του, εκθέτοντας πειστικά και αιτιολογημένα τη γενική αντίληψη περί ζωής (όπως για παράδειγμα ότι κατά το παρελθόν είχε αναπτύξει σχετική με τη μη χρήση βίας και όπλων κοινωνική ή άλλης μορφής δραστηριότητα), η οποία του απαγορεύει Σελ. 56 την ανάληψη ένοπλης στρατιωτικής υπηρεσίας . Κατά την αντίληψη του νόμου, δεν αναγνωρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης όσοι κατά το παρελθόν υπηρέτησαν στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας. Θεωρείται ανειλικρινής και μη σοβαρή η δήλωση του αιτούντος, όταν από τα πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης έκτισης θητείας του σε σώματα ασφαλείας προκύπτει αβίαστα ότι συναινεί στην εκτέλεση ένοπλης υπηρεσίας. Ωστόσο, πρόκειται για αντισυνταγματική διάταξη του τυπικού νόμου, μιας και κατά τη συνταγματική επιταγή του απαραβίαστου της θρησκευτικής συνείδησης καθένας δικαιούται να μεταβάλλει οποτεδήποτε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να πράττει αναλόγως. Άλλωστε, η διάταξη αυτή αντίκειται στο θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του, προσαρμόζοντας κατά τη βούλησή του τη συμπεριφορά του στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Η προηγούμενη ένοπλη θητεία του αιτούντος δεν αρκεί για την απόρριψη του αιτήματός του για υπαγωγή στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης και θα πρέπει να συνεκτιμάται με τις συνθήκες της ζωής του συνολικά . Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι εφόσον ο αιτών είχε ενστερνισθεί τις ίδιες

πεποιθήσεις που τον εμποδίζουν στην εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας ήδη κατά την έκτιση της πρώτης ένοπλης θητείας του, τότε ορθώς δεν αναγνωρίζεται αντιρρησίας συνείδησης . Η ημερομηνία κατάταξης στις ένοπλες δυνάμεις αποτελεί το ύστατο χρονικό σημείο υποβολής της σχετικής αίτησης . Εν προκειμένω, κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, παρανόμως απέρριψε η Διοίκηση το αίτημα του Α επειδή είναι πυροσβέστης. β) Κατά την αντίληψη του νόμου, ο αιτών την αναγνώρισή του ως αντιρρησίας συνείδησης θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη των θρησκευτικών πεποιθήσεων που εμποδίζουν τη στράτευσή του. Η βεβαίωση της θρησκευτικής κοινότητας ότι ο αιτών την απαλλαγή είναι μέλος της δεν αρκεί την ευδοκίμηση της αίτησης. Απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικού της τυπικής πράξης εισόδου στους κόλπους της, ήτοι της βάπτισης. Άνευ αυτής συνάγεται ότι ο αιτών δεν είναι έτοιμος να ενστερνισθεί πλήρως τις διδαχές του εν λόγω δόγματος και ούτε και η συγκεκριμένη Εκκλησία τον έχει αποδεχθεί ως μέλος της. Συνεπώς, δε δύναται να επικαλείται κατά το δοκούν ευμενή για αυτόν στοιχεία της. Θρησκευόμενοι «a la carte», των οποίων η ένταξη στο συγκεκριμένο δόγμα, είναι μόνον μερική και ευκαιριακή, δε μπορούν να απολαύσουν του εκ των πραγμάτων ευνοϊκού καθεστώτος των αντιρρησιών συνείδησης . Η συνταγματικότητα της νομοθετικής ρύθμισης είναι αμφίβολη, ιδίως εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι ο αιτών επί της ουσίας εξαναγκάζεται για την απόλαυση συνταγματικά Σελ. 57προβλεπόμενου δικαιώματος να βαπτισθεί κατά παράβαση της θρησκευτικής ελευθερίας. Πάντως με τα μέχρι σήμερα νομοθετικώς και νομολογιακώς ισχύοντα η αίτηση του Α θα απορριφθεί λόγω ελλείψεως της τυπικής προϋπόθεσης της βάπτισής του στην Εκκλησία του Ιεχωβά. 17o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Απόρρητο επικοινωνίας, παράνομα αποδεικτικά μέσα

Σελ. 58 17o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Απόρρητο επικοινωνίας, παράνομα αποδεικτικά μέσα Με διάταξη που εισάγεται στον Ποινικό Κώδικα, οι αποδεικτικές απαγορεύσεις για όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων κατά του κατηγορουμένου περιορίζονται δραστικά (ΚΠΔ 177§2) και προβλέπεται ότι: «…επαφίεται τελικώς στον εισαγγελέα να αποφασίσει τη χρήση ή μη παρανόμων αποδεικτικών μέσων, με τη λήψη υπόψη της γνώμης ειδικού εμπειρογνώμονα». Με την ίδια διάταξη, προβλέπεται επίσης ρητώς ότι «…είναι επιτρεπτή από οποιαδήποτε διάδικο μέρος της δίκης η χρήση μηνυμάτων και φωτογραφιών που ελήφθησαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προς απόδειξη των ισχυρισμών του». Ερωτάται: Είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα οι νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα; Απάντηση: α) Οι εγκληματικές πράξεις πάντοτε διαταράσσουν τη συνοχή του Κράτους Δικαίου και υπονομεύουν την αρχή του δημοσίου συμφέροντος. Το ζήτημα συμφύρεται και με το χαρακτήρα της δίκης και του δικαίου ως αποκαταστικού μέσου της τρωθείσας ισορροπίας. Κατά μια άποψη λοιπόν, η προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορεί, άπαξ κι έγινε, να θεραπευτεί. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο μπορεί εν ονόματι της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας να χρησιμοποιήσει κατά τη δημιουργία του δικανικού συλλογισμού τις παράνομες αποδείξεις που έφθασαν σ’ αυτό. Ως αντεπιχείρημα, προβάλλεται πως η κρατική απόδοση δικαιοσύνης δεν μπορεί να στηρίζεται σε άδικες πράξεις. Όμως, όταν αυτά χρησιμοποιούνται υπέρ του κατηγορούμενου,

η αξιοποίησή τους είναι σύννομη όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των άρθρων 5§2 και 2§1 Σ. Κατά τα άλλα, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου 2§1 Σ πλήττονται πάντοτε από τη δικονομική κύρωση του ανίσχυρου. Το αν in concreto διασαλεύεται η συνταγματική ισορροπία θα πρέπει να εξεταστεί εγγύτερα χωρίς μια ποινικά μυωπική ανάλυση. Ο περιορισμός που εισάγει ο νομοθέτης για τη χρήση παρανόμων μέσων κατά του κατηγορουμένου φαίνεται πως αντιβαίνει στο Σύνταγμα, καθώς η ρύθμιση είναι αόριστη και δεν εξειδικεύει τις περιπτώσεις όπου η χρήση παρανόμων μέσων θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή για λόγους δημοσίου συμφέροντος (π.χ. σοβαρά οικονομικά εγκλήματα) . Ταυτόχρονα, η απλή γνωμοδότηση Σελ. 59ενός οποιουδήποτε εμπειρογνώμονα δεν θεραπεύει την αοριστία της ρύθμισης ούτε επαρκεί για την κρίση περί ύπαρξης λόγου δημοσίου συμφέροντος. β) Η χρήση φωτογραφιών και συνομιλιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, messenger, viber κλπ.) ως ηλεκτρονικά αποδεικτικά μέσα στο δικαστήριο έχει απασχολήσει την ελληνική νομολογία και συνδέεται με την προβληματική της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Σ) και του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19 Σ) . Ειδικότερα, το άρθρο 19§3 Σ διαλαμβάνει περί της ρητής απαγόρευσης της χρήσης αποδεικτικών μέσων, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας και δίκης, εφόσον τα μέσα αυτά αποκτήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων περί απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19 Σ), περί ασύλου κατοικίας (άρθρο 9 Σ) και απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 9Α Σ) . Η θεωρία έχει ασκήσει κριτική στη διάταξη του άρθρου 19 Σ καθώς δεν προβλέπει το δικαίωμα των διαδίκων να προσκομίζουν αποδεικτικά μέσα σε μία δίκη προς θεμελίωση των αξιώσεων τους . Ο Άρειος Πάγος, ωστόσο, έχει ερμηνεύσει συσταλτικά την απαγόρευση αυτή, υπό το φως και των άρθρων 5§2 και 2§1 Σ, λέγοντας ότι σε περίπτωση που το μόνο μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου αποκτήθηκε κατά παραβίαση του άρθρου 19 Σ, η απαγόρευση της εν λόγω συνταγματικής διάταξης δεν εφαρμόζεται και το αποδεικτικό μέσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, τηρουμένης πάντα της αρχής της αναλογικότητας . Αναφορικά με φωτογραφίες που έχουν δημοσιευτεί από τον χρήστη στο λογαριασμό του μέσου κοινωνικής δικτύωσης (Facebook κλπ.), η χρήση αυτών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (GDPR) . Η δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών από τον ίδιο τον χρήστη στο Facebook είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του για δημοσιοποίηση και όχι για περιφρούρηση και προστασία των πληροφοριών αυτών . Άλλωστε κατά την εγγραφή και χρήση της ιστοσελίδας του Facebook, ο χρήστης συμφωνεί με τους Όρους και Προϋποθέσεις χρήσης του μέσου κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα «γνωρίζει και αποδέχεται ρητά τη δυνατότητα του κάθε χρήστη ή μη, ο οποίος έχει πρόσβαση στα προϊόντα Facebook, να συλλέξει («κατεβάσει» κατά την ιδιόλεκτο των χρηστών μέσων πληροφορικής), αποθηκεύσει, αναδιανείμει και εν τέλει χρησιμοποιήσει κάθε υλικό που κοινοποιείται («ανεβαίνει» κατά την ιδιόλεκτο των χρηστών μέσων Σελ. 60 πληροφορικής) σε αυτό» . Συνεπώς, φωτογραφίες που έχουν αναρτηθεί στο Facebook μπορεί να προσκομιστούν ως αποδεικτικά στοιχεία χωρίς να προσκρούουν στην απαγόρευση του άρθρου 19 Σ, δεδομένου ότι έχουν αναρτηθεί με τη συναίνεση του χρήστη. Σε αντίθεση με τις φωτογραφίες, η χρήση μηνυμάτων αποτελεί ζήτημα με μεγαλύτερη νομική περιπλοκότητα. Δέον να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι τα γραπτά μηνύματα εμπίπτουν στη συνταγματικώς αναγνωρισθείσα προστασία της ιδιωτικότητας και της ανταπόκρισης,

σύμφωνα με τα άρθρα 9§1 εδ. β’ και 19 Σ, καθώς και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Τα γραπτά μηνύματα θεωρούνται ως ηλεκτρονικά μηνύματα, καθώς «αποτελούν σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, και ως εκ τούτου έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα και αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του τηλεφώνου» . Τα γραπτά μηνύματα, συνεπώς, μπορούν να αποθηκευτούν στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη και έτσι μπορούν να ανασυρθούν ανά πάσα στιγμή. Η εν λόγω δυνατότητα τελεί σε γνώση του αποστολέα του μηνύματος συνεπώς υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κάτοχο του μηνύματος. Δικονομικά μάλιστα τα γραπτά μηνύματα αντιμετωπίζονται ως επιστολές . Ωστόσο, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Νομολογιακά φαίνεται ότι έχουν υποστηριχθεί δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Προσφάτως, το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου υποστήριξε ότι καταρχήν τα μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα όταν προσκομίζονται στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες στα μέσα αυτά, αφού δεν προσβάλλεται το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας, μήτε και το απόρρητο αυτής ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, όταν τα μηνύματα προσκομίζονται στο δικαστήριο από τρίτο, αυτά θα πρέπει να θεωρούνται παράνομο αποδεικτικό μέσο. Η απόφαση αυτή ενδεχομένως όμως να μην εναρμονίζεται πλήρως με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ο οποίος ερμηνεύει την απαγόρευση του άρθρου 19 Σ συσταλτικά. 18o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αρχή της αξιοκρατίας, δικαίωμα για κοινωνική πρόνοια

Σελ. 61 18o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αρχή της αξιοκρατίας, δικαίωμα για κοινωνική πρόνοια Ο Υπουργός Παιδείας της νεοεκλεγείσας Κυβέρνησης αποφασίζει να αφήσει το στίγμα του στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με υπουργική απόφασή του συστήνονται θέσεις στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι οποίες θα καταλαμβάνονται αποκλειστικά από υποψήφιους των πανελλαδικών εξετάσεων που φέρουν την ιδιότητα του μέλους της πολύτεκνης οικογένειας ως «επιπλέον» των θέσεων που διατίθενται για τους υπόλοιπους υποψηφίους. Ερωτάται: α) Τα όργανα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προσβάλλουν την υπουργική απόφαση υποστηρίζοντας ότι θίγει την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων. Ορθώς; β) Υποψήφιος των πανελλαδικών εξετάσεων προσβάλλει την απόφαση υποστηρίζοντας ότι φαλκιδεύει την εισαγωγή του στη σχολή της προτίμησής του. Ορθώς, εφόσον θεωρηθεί ότι οι θέσεις αυτές αφαιρούνται από τις συνολικές θέσεις που διατίθενται για τους λοιπούς υποψηφίους; γ) Στη σχετική δίκη παρεμβαίνει η Πανελλήνια Ένωση Πολυτέκνων υπέρ της διατήρησης του κύρους της προσβληθείσας απόφασης. Τι θα υποστηρίζατε ως δικηγόρος της εκ συνταγματικής άποψης;

Απάντηση: α) Το άρθρο 16§2 Σ ορίζει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους. Κατά την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα υπό τη μορφή ΝΠΔΔ με πλήρη αυτοδιοίκηση. Η θέσπιση του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια γα την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας ανήκει στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη. Το σύστημα θα πρέπει να στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα για την επίτευξη της αποστολής των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων κριτήρια. Δύναται να τροποποιείται κατά τη βούληση του νομοθέτη, ακόμη και εάν οι διοικούμενοι έχουν προσαρμοσθεί και αποβλέψει σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα εισαγωγής θα πρέπει να είναι σύμφωνο με την αρχή της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική του αξία και ικανότητα. Θα πρέπει να συνάδει πλήρως με την αρχή της αξιοκρατίας και την ισότητα των ευκαιριών ως ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής της ισότητας και της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας. Τα κριτήρια του συστήματος θα πρέπει να είναι συνεπώς αμιγώς ακαδημαϊκά, ήτοι οι Σελ. 62 υποψήφιοι θα πρέπει να αξιολογούνται μόνο βάσει της ικανότητάς τους σε μαθήματα συναφή προς το γνωστικό αντικείμενο της σχολής, στο οποίο επιθυμούν να εισαχθούν. Κριτήρια μη ακαδημαϊκά δε θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη . Το άρθρο 21 Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα σε κοινωνική πρόνοια, ήτοι την υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει θετικά μέτρα προστασίας αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Σε αυτές ανήκουν, βάσει της δεύτερης παραγράφου, οι πολύτεκνες οικογένειες, οι οποίες χρήζουν αυξημένης προστασίας λόγω του εκ φύσεως ευπαθούς χαρακτήρα τους. Εναπόκειται βέβαια στο νομοθέτη να προσδιορίσει το είδος και την έκταση της ιδιαίτερης φροντίδας για τους πολυτέκνους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν τους αναγνωρίζεται αγώγιμη αξίωση απαίτησης από τη νομοθετική εξουσία συγκεκριμένου ευνοϊκού μέτρου (κοινωνικό κεκτημένο) . Εν προκειμένω, η εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων πλαισιωμένη από την αρχή της αξιοκρατίας και της ισότητας των ευκαιριών συγκρούονται με την απαίτηση για ενίσχυση των πολυτέκνων οικογενειών. Συγκρούσεις μεταξύ συνταγματικών αγαθών επιλύονται με βάση τις παραδοχές της αρχής της πρακτικής εναρμόνισης . Επιδιώκεται η όσον το δυνατόν μεγαλύτερη ταυτόχρονη ικανοποίησή τους. Ύστερα από μια τελική στάθμιση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος επικρατεί εν τέλει ένα από τα συγκρουσθέντα αγαθά, δίχως όμως να θίγεται ο πυρήνας των υπολοίπων. Η πρόβλεψη της σύστασης θέσεων που καταλαμβάνονται μόνο από υποψήφιους – μέλη πολύτεκνων οικογενειών αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Η ιδιότητα αυτή δε συνδέεται με τις ικανότητες ή δεξιότητες του υποψηφίου και συνιστά κριτήριο μη ακαδημαϊκό. Οι θέσεις αυτές διατίθενται καθ’ υπέρβαση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων των ιδρυμάτων, επιφέροντας δυσλειτουργία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που δεν είναι συνταγματικά ανεκτή. Διευκολύνσεις που παρέχονται στους πολύτεκνους για την πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υπερακοντίζουν την προστασία που τους παρέχει το Σύνταγμα και δε μπορούν να εφαρμοσθούν . Ασφαλώς, με άλλα μέσα θα πρέπει το Κράτος να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των αυξημένων εξόδων που απαιτούνται για τη συντήρησή τους, την ανατροφή και την επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων τους. β) Στην περίπτωση κατά την οποία οι προβλεπόμενες για τους πολύτεκνους θέσεις δε διατίθενται καθ’ υπέρβαση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων των ιδρυμάτων, αφαιρούνται θέσεις από τους υποψήφιους της γενικής κατηγορίας, με αποτέλεσμα εν τοις πράγμασι να

αποκλείονται από τη σχολή της προτίμησής τους ή και από την πρόσβαση Σελ. 63 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποψήφιοι με συγκριτικά πληρέστερες ικανότητες και δεξιότητες. Αναμφίβολα μια τέτοια πρόβλεψη κρίνεται αντισυνταγματική. γ) Η ευνοϊκή προς τους πολύτεκνους προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: Η πρόβλεψη ειδικών θέσεων για τους πολυτέκνους εισάγει μεν διάκριση εις βάρος των υποψηφίων της γενικής κατηγορίας, η διάκριση όμως αυτή είναι συνταγματικώς θεμιτή ενόψει της διάταξης του άρθρου 21§2 Σ που αποσκοπεί μεταξύ άλλων στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας. Άλλωστε, η ιδιαίτερη συνεισφορά των πολυτέκνων στην εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού δικαιολογεί την ιδιαίτερη μέριμνά τους από την Πολιτεία. Οι πολύτεκνοι βρίσκονται εξ ορισμού σε μειονεκτική θέση και η μέριμνα αυτή λειτουργεί ως επί της ουσίας αντιστάθμισμα. Η καίρια συνεισφορά τους στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση ευκαιριών, οι οποίες θα πρέπει να αποκατασταθούν μέσω των διευκολύνσεων που θα τους παρέχει η κρατική εξουσία. Επί της ουσίας η διευκόλυνση πρόσβασής τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δε θα απαιτείτο, εάν δεν είχαν περιέλθει στη μειονεκτική θέση λόγω της εξυπηρέτησης σκοπών ομοίως θαλπομένων από το Σύνταγμα. Η πρόβλεψη των θέσεων αυτών ασφαλώς υπό άλλες συνθήκες δε θα δικαιολογείτο. Τώρα, όμως, καθίσταται αναγκαία, διότι αλλιώς το δικαίωμα κοινωνικής πρόνοιας των πολυτέκνων δε θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Επομένως, η σχετική νομοθετική ρύθμιση όχι μόνο δεν παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας και την εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά τελεί σε αρμονία με τις συνταγματικές επιταγές .

19o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δικαίωμα αναφοράς

Σελ. 64 19o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δικαίωμα αναφοράς Εις βάρος της εταιρείας Α εκδίδεται (κατά διακριτική ευχέρεια) διοικητική πράξη η οποία απαγορεύει την παραγωγή και διάθεση επικίνδυνου φαρμακευτικού προϊόντος, μετά από έλεγχο που διενέργησαν οι αρμόδιες αρχές και διαπίστωσαν τις σοβαρές επιπτώσεις αυτού στην ανθρώπινη υγεία. Η εταιρεία προσβάλλει την πράξη αυτή και επικαλείται μη τήρηση του συνταγματικά και νομοθετικά προβλεπόμενου τύπου της προηγούμενης ακρόασης. Ερωτάται: α) Είναι νόμιμη η επίκληση του λόγου αυτού από την εταιρεία; β) Κατά συμπλήρωση του ιστορικού, αν από τη νομοθεσία προβλεπόταν η ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής και ο διοικούμενος την άσκησε, είναι νόμιμη η επίκληση του λόγου σε αυτή την περίπτωση; Απάντηση: α) Μία πρώτη δικλίδα που παραδοσιακά διαθέτει ο διοικούμενος στη νομική φαρέτρα του προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα της διοικητικής διαδικασίας δεν είναι άλλη από το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που συνίσταται στη δυνατότητα που έχει, προ της έκδοσης δυσμενούς ατομικής διοικητικής πράξης, εκδιδόμενης μετά από υποκειμενική συμπεριφορά του και κατά διακριτική ευχέρεια, και κατόπιν κλήσης από το διοικητικό όργανο, να εκφράσει τις απόψεις του. Καθιερωθέν αρχικά ως γενική αρχή του διοικητικού

δικαίου και νυν προβλεφθέν στο Σύνταγμα (20 § 2 Σ) και στον ΚΔΔιαδ (άρθρο 6), προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη γνώση όλων των στοιχείων του φακέλου και να μπορεί να προβαίνει σε ανταπόδειξη . Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 20§2 και 6 ΚΔΔιαδ (βλ. και άρθρο 41§2 εδ.α΄ Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων: είναι «το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση, πριν ληφθεί ατομικό μέτρο εναντίον του») επεκτείνει την ακρόαση από τη δικαστική στη διοικητική διαδικασία. Όπως έχει ερμηνευθεί και εν πολλοίς διαπλαστεί από τη νομολογία, αφορά ατομική διοικητική Σελ. 65 πράξη, δυσμενή μάλιστα και εκδιδόμενη κατά διακριτική ευχέρεια, απαιτούσα υποκειμενική συμπεριφορά του διοικουμένου κλπ. Ως συνταγματικός και νόμιμος περιορισμός του δικαιώματος αυτού πρέπει να θεωρηθεί ο απορρέων από υπερέχον δημόσιο συμφέρον, που συντρέχει σε περίπτωση επείγοντος, ήτοι λ.χ. όταν πρόκειται όπως εν προκειμένω για την εισαγωγή στην αγορά επικίνδυνου φαρμάκου, αφού εν είδει ασφαλιστικού μέτρου προβαίνει η Αρχή στην άμεση λήψη του μέτρου για την προστασία της ζωής και υγείας των πολιτών . β) Αφού το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης αποβλέπει ουσιαστικά στην παροχή δυνατότητας στον διοικούμενο εις βάρος του οποίου εκδίδεται η δυσμενής πράξη να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του διοικητικού οργάνου, προκειμένου να μεταβάλει το διοικητικό όργανο την απόφασή του. Έτσι, για τη λυσιτέλεια του λόγου, η κομβική απόφαση ΣτΕ 4447/2012 απαιτεί «και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί». Μάλιστα, εφόσον – συνεχίζει η απόφαση – η ειδική νομοθεσία προβλέπει και ενδικοφανή προσφυγή, η προβολή των ισχυρισμών του διοικουμένου με την άσκηση της προσφυγής καλύπτει τη μη τήρηση του τύπου, ήτοι την έλλειψη της προηγούμενης ακρόασης . Συνεπώς, είναι παράνομη η προβολή του λόγου. 20o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα του συνέρχεσθαι και απαγόρευση συγκέντρωσης

Σελ. 66 20o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα του συνέρχεσθαι και απαγόρευση συγκέντρωσης Με απόφαση της Αστυνομίας απαγορεύονται τα εξής: α) η διέλευση αυτοκινήτων στο κέντρο της Αθήνας για τις ώρες 12:00-15:00 λόγω αγώνα δρόμου, β) η συγκέντρωση οπαδών του κόμματος Ψ που είναι παράνομο, λόγω του ότι έχει κριθεί ως εγκληματική οργάνωση από το δικαστήριο (γενική απαγόρευση, ανεξαρτήτως ώρας και μέρας), γ) η κατόπιν νόμιμης άδειας της Διοίκησης συγκέντρωση «Δρυίδων» για τέλεση φυσιολατρικών μαγικών-παγανιστικών τελετουργιών σε αρχαιολογικό χώρο. Ερωτάται: Είναι νόμιμες οι ως άνω απαγορεύσεις της Αστυνομίας; Απάντηση: α) Η συνάθροιση αποτελεί ατομικό συνταγματικό δικαίωμα που προστατεύεται στο άρθρο 11

Σ: «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». Η συνταγματική προστασία των συναθροίσεων δεν σημαίνει προστασία μόνον έναντι της κρατικής εξουσίας, αλλά και έναντι άλλων πολιτών. Η «συνάθροιση» κατά το άρθρο 11 Σ αφορά μόνο «δημόσιες» συναθροίσεις, γνήσιες δηλ. κοινωνικές συναθροίσεις, ανεξαρτήτως του αν είναι προγραμματισμένες ή τυχαίες, σε ανοικτό ή κλειστό χώρο και η οποία απαιτείται, για να τύχει προστασίας να είναι «ήσυχη» (χωρίς την επιδίωξη, άσκηση ή ανοχή βίαιης επιβολής σκοπών) και «άοπλη» (χωρίς την παρουσία ενόπλων ατόμων) . Εν προκειμένω, το δικαίωμα υπόκειται σε συνταγματικό περιορισμό, λόγω της ύπαρξης του αγώνα δρόμου (ως εκδήλωση του δικαιώματος στον αθλητισμό). β) Με βάση το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, «οι πολίτες δύνανται να συμμετέχουν ελευθέρως σε πορείες και διαδηλώσεις. Τούτο όμως πρέπει να γίνεται ησύχως και χωρίς όπλα. Εκ των τελευταίων παρέπεται, ότι δεν συνάδει προς την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η υπό μερίδας των συμμετεχόντων σε πορείες και διαδηλώσεις πριν, κατά τη διάρκεια ή και μετά το τέλος αυτών, τέλεση εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων αυτά των εμπρησμών εκ προθέσεως, διακεκριμένων φθορών ξένης ιδιοκτησίας, Σελ. 67 σωματικών βλαβών, αντιστάσεως, διαταράξεως κοινής ειρήνης κ.λ.π. Ούτε πολύ περισσότερο είναι δυνατόν να θεωρηθεί άσκηση του ρηθέντος δικαιώματος, η υπό μερίδας των συμμετεχόντων στις πορείες και διαδηλώσεις, κατοχή όπλων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι βόμβες μολότωφ, σφενδόνες κ.λ.π., και περαιτέρω η δια της χρήσεως αυτών τέλεση και άλλων εγκλημάτων μεταξύ των οποίων τα ως άνω αναφερθέντα, αφού αυτά ρητώς απαγορεύονται από την ίδια τη συνταγματική διάταξη που θεσπίζει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος, ότι σε κάθε περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι από τους διαδηλούντες, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να μην παρακωλύονται οι υπόλοιποι πολίτες στην άσκηση των δικών τους δικαιωμάτων» . Στην περίπτωση αυτή, ευκόλως διαπιστώνεται σε συνδυασμό με το α) ερώτημα πως δεν εμπίπτει στη συνταγματική προστασία. Αν βέβαια το κόμμα δεν έχει κριθεί ως εγκληματική οργάνωση, τότε θα αντέβαινε στη συνταγματική διάταξη ο απευθείας αποκλεισμός του από τη διοργάνωση και τη συμμετοχή στη συνάθροιση. γ) Η κατόπιν άδειας συνάθροιση γενικώς αντιβαίνει στη συνταγματική προστασία, αλλά στην εν λόγω περίπτωση πρόκειται για «αρχαιολογικό χώρο» που προστατεύεται από το άρθρο 24§6 Σ και ως εκ τούτου συνιστά νόμιμο και συνταγματικό περιορισμό του δικαιώματος («προσδιορισμό» του). Σύμφωνα με τον Βλαχόπουλο, επειδή «εν αρχή ην» το Σύνταγμα, δεν συνάδουν με τις συνταγματικές διατάξεις οι μαζικές προληπτικές προσαγωγές που δεν συνοδεύονται από εξατομικευμένες απτές ενδείξεις πρόθεσης για την τέλεση αξιόποινων πράξεων, σε συνδ. των ως άνω με το άρθρο 5§3 Σ («Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος») . Σημειώνεται ότι το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η πραγματοποίηση μιας διαδήλωσης χωρίς προηγούμενη έγκριση δεν δικαιολογεί αναγκαστικά την παρέμβαση στο δικαίωμα του ατόμου στην ελευθερία του συνέρχεσθαι. Επίσης έχει σημειώσει ότι οι λόγοι που δικαιολογούν τη διάλυσή μιας συνάθροισης πρέπει να είναι «σχετικοί και επαρκείς» .

21o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ 3% όριο στις ευρωεκλογές

Σελ. 68 21o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ 3% όριο στις ευρωεκλογές Ο Α υποψήφιος ευρωβουλευτής θεωρεί ότι είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα η θέσπιση ελάχιστου ορίου 3% του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων στην Επικράτεια ως προϋπόθεση για την κάλυψη έδρας μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι αυτό παραβιάζει την αρχή της ισότητας της ψήφου και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ερωτάται: Πώς κρίνετε τον ισχυρισμό του Α; Απάντηση: Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 1§§2 και 3, 29§1, 51§3, 52 και 54§1 προκύπτει ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει ορισμένο εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη αντιπροσώπων του εκλογικού σώματος. Αντιθέτως, επαφίεται στον κοινό νομοθέτη η επιλογή του πλέον κατάλληλου εκλογικού συστήματος. Κατά την επιλογή αυτή, ο κοινός νομοθέτης υπόκειται στη συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και στην αρχή της ισότητας υπό την ειδικότερη έκφανση της ισότητας της ψήφου. Λαϊκή Κυριαρχία Με βάση την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται υπέρ αυτού και του έθνους (άρθρο 1 Σ.). Η εξουσία του λαού ασκείται από εκείνους τους πολίτες που απολαύουν του δικαιώματος του εκλέγειν, δηλαδή από το εκλογικό σώμα. Συνεπώς, η θέληση του κυρίαρχου λαού αποτυπώνεται μέσα από τη θέληση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος η οποία εκλέγει τα όργανα του κράτους . Ισότητα Ψήφου Ψήφος είναι δήλωση βούλησης του πολίτη που πραγματώνει τη συμμετοχή του στο Εκλογικό Σώμα, όταν ασκεί τις αρμοδιότητες που του αναθέτει το Σύνταγμα . Η ισότητα της ψήφου αποτελεί μια από τις αρχές που διέπουν την διαδικασία της ψηφοφορίας και εξειδικεύεται σε δύο επί μέρους αρχές: ότι κάθε πολίτης διαθέτει μόνον μία ψήφο και ότι όλες οι ψήφοι είναι νομικά ισοδύναμες (ισοδυναμία της ψήφου σημαίνει η Σελ. 69 ψήφος κάθε εκλογέα ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος υπό το αυτό σύστημα κατανομής εδρών και υπό τις αυτές συνθήκες ). Οι υπόλοιπες αρχές που διέπουν την ψηφοφορία είναι η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας , η αρχή της άμεσης ψηφοφορίας , η αρχή της μυστικότητας της ψήφου, η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας , η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών σε ολόκληρη την επικράτεια και τέλος, η αρχή της αυτοπρόσωπης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος . Σημειώνεται ότι η κρίση για την παράβαση των αρχών αυτών ελέγχεται από το ΑΕΔ (άρθρο 58 και 100 στοιχ. α΄ Σ.). Κρίση περί συνταγματικότητας Η θέσπιση εκλογικού ορίου 3% «δεν περιορίζει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θελήσεως, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και δεν αντίκειται στην αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου» . Και τούτο διότι, η ρύθμιση του 3% «θέσπισε κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο το ως άνω όριο, απέβλεψε δε στην αποφυγή καταθρυμματισμού των πολιτικών δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην εντεύθεν αποτελεσματική διασφάλιση της λειτουργικότητας αυτού για την επίτευξη του κύριου σκοπού, ήτοι της

συνεχώς στενότερης συνεργασίας των ευρωπαϊκών λαών» . Σημειώνεται ωστόσο και η ύπαρξη αντίθετης απόψεως η οποία έχει υποστηριχθεί από τα γερμανικά δικαστήρια τα οποία έκριναν αντισυνταγματικό το όριο του 3%. 22o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο

Σελ. 70 22o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο Με υπουργική απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης ορίζεται ότι επιτρέπεται σε περιοχές της χώρας με έντονη τουριστική δραστηριότητα η προαιρετική λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων και τις υπόλοιπες Κυριακές, πέραν αυτών που προβλέπονται βάσει νόμου για την υπόλοιπη χώρα. Το σωματείο εργαζομένων μίας εκ των περιοχών αυτών προσβάλλει την υπουργική απόφαση για λόγους αντισυνταγματικότητας. Ερωτάται: α) Τι θα υποστηρίξει το σωματείο ενώπιον του ΣτΕ; β) Τι θα υποστηρίξει το Ελληνικό Δημόσιο; Απάντηση: α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2§1 (σεβασμός της αξίας του ανθρώπου), 4 (αρχή της ισότητας), 5 (ελευθερία ανάπτυξης προσωπικότητας), 21§1 (προστασία της οικογένειας) και 3 (δικαίωμα στην υγεία), 22 (δικαίωμα στην εργασία) και 106 (συντονισμός της οικονομικής δραστηριότητας από το Κράτος) κατοχυρώνεται για τους πάσης φύσεως εργαζομένους το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο και στην απόλαυσή του ως τακτικό διάλειμμα από την εβδομαδιαία εργασία. Πρόκειται περί θεμελιώδους δικαιώματος, καθώς εξυπηρετεί την υγεία και την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας, με την φυσική και ψυχική ανανέωση που παρέχει. Ο εργαζόμενος αξιοποιώντας το δύναται να οργανώνει την κοινωνική και οικογενειακή ζωή του και να αμβλύνει έστω και προσωρινά τους έντονους ρυθμούς της εργασιακής του καθημερινότητας. Το απολαμβάνει κατά τη διάρκεια της κοινής για όλους αργίας μέσα στην εβδομάδα, της Κυριακής. Η Κυριακή έχει επιλεγεί ως ημέρα συλλογικής ανάπαυλας, κατά μακρά διαμορφωμένη παράδοση στην Ελλάδα και στα λοιπά κράτη της Ευρώπης, κυρίως για λόγους άσκησης της θρησκευτικής λατρείας. Στη διαπίστωση αυτή συντείνει και η κύρωση εκ μέρους της χώρας μας της Διεθνούς Σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, βάσει της οποίας, θα πρέπει να διασφαλίζεται μια εβδομαδιαία περίοδος ανάπαυσης, η οποία κατά το δυνατόν θα συμπίπτει με την ημέρα που αναγνωρίζεται ως εθνική ημέρα ανάπαυσης σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμα της χώρας. Η νομοθέτηση της προαιρετικής λειτουργίας των καταστημάτων την Κυριακή θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος σε τακτική εβδομαδιαία ανάπαυση, ακόμα και εάν σκοπεί στην εξυπηρέτηση της τουριστικής κίνησης της χώρας. Προσβάλλει επίσης τη Σελ. 71 θρησκευτική ελευθερία των εργαζομένων (άρθρο 13), καθώς τους αφαιρεί τη δυνατότητα να ασκήσουν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα διά του κυριακάτικου εκκλησιασμού. Σκοποί όπως η απλή επαύξηση του κέρδους των τουριστικών επιχειρήσεων ή η εξυπηρέτηση αναγκών που δύνανται να ικανοποιηθούν ομαλά και κατά τις λοιπές εργάσιμες μέρες δεν αρκούν για να δικαιολογηθεί το επιτρεπτό της εργασίας κατά τις Κυριακές. Απαιτούνται επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι θα επιβάλλουν

και δε θα δικαιολογούν απλώς τη διάσπαση του κανόνα της τακτικής εβδομαδιαίας ανάπαυλας . Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση κρίνεται εξ αυτού του λόγου αντισυνταγματική. β) Παρατίθεται η επιχειρηματολογία υπέρ της συνταγματικότητας της ρύθμισης: Εκ του συνόλου των συνταγματικών διατάξεων δεν προκύπτει υποχρέωση του νομοθέτη να καθιερώσει ορισμένο χρονικό διάστημα ή συγκεκριμένη ημέρα για την ανάπαυση των εργαζομένων και την αναψυχή τους. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει μακρά παράδοση της κυριακάτικης αργίας δε συνεπάγεται ασφαλώς ότι η εν λόγω παράδοση έχει καταστεί συνταγματική επιταγή. Εναπόκειται στο νομοθέτη να καθορίζει ελεύθερα τον χρόνο εργασίας και τις περιόδους ανάπαυσης των εργαζομένων (άρθρο 22§2 Σ). Του αναγνωρίζεται ευρύ περιθώριο ρύθμισης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, ασφαλώς πάντοτε προς την κατεύθυνση της τόνωσης της εθνικής οικονομίας, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και ενίσχυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών. Βάσει αυτών των παραδοχών, το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές δεν απαγορεύεται από κάποια συνταγματική διάταξη. Άλλωστε, αυτό δε συνεπάγεται και την υποχρέωση των καταστημάτων που δεν το επιθυμούν, να ανοίγουν τα καταστήματά τους κατά τις Κυριακές. Η μόνη υποχρέωσή τους συνίσταται στην παραχώρηση στους εργαζομένους τους μιας ημέρας εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Η ημέρα αυτή δύναται να είναι η Κυριακή ή και μια άλλη μέρα, ανάλογα με τις εκτιμήσεις του νομοθέτη. Το επιχείρημα ότι η κυριακάτικη εργασία αντίκειται στη θρησκευτική ελευθερία, κρίνεται πατερναλιστικό και αντίθετο στον φιλελεύθερο χαρακτήρα του ελληνικού Συντάγματος, καθώς καθένας είναι ελεύθερος να εργάζεται ή μη, αναπαύεται ή μη και να εκκλησιάζεται ή μη την Κυριακή. Αντίθετες υποδείξεις εκ της κρατικής εξουσίας δεν είναι αποδεκτές. Οι ως άνω διαπιστώσεις επιρρώνονται και από το γεγονός ότι με το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές σε περιοχές με έντονη τουριστική κίνηση επιδιώκεται η επίτευξη θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της υποστήριξης του νευραλγικού για την εθνική οικονομία τομέα του τουρισμού. Η ενίσχυση της τουριστικής δυναμικής των περιοχών αυτών με την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη βελτίωση των παρεχόμενων προς τους τουρίστες υπηρεσιών παρίσταται αναγκαία για την ενίσχυση της Σελ. 72 εθνικής οικονομικής, ιδιαίτερα σε περιόδους οξείας δημοσιονομικής κρίσης όπως η παρούσα. Η νομοθετική ρύθμιση συνάδει συνεπώς με την αρχή της αναλογικότητας διότι εισάγεται όχι αδιακρίτως, αλλά στο αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο, ήτοι σε περιοχές με αποδεδειγμένα υψηλή τουριστική κίνηση και με αυξημένες ανάγκες. Συνιστά, επομένως, αναλογικό εν στενή εννοία μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού της ενίσχυσης του τουρισμού στην χώρα μας .

23o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Προσωπικά Δεδομένα (Δικαίωμα στη Λήθη), Κοινή Γνώμη

Σελ. 73 23o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Προσωπικά Δεδομένα (Δικαίωμα στη Λήθη), Κοινή Γνώμη Ο Α απέστειλε στη μηχανή αναζήτησης Google αίτημα διαγραφής διαδικτυακών συνδέσμων (links) τα οποία εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα αναζήτησης με βάση το όνομά του. Οι σύνδεσμοι αυτοί περιείχαν δημοσιεύματα με πληροφορίες για την εμπλοκή του Α σε

φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης δημοσίου χρήματος κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Γενικός Γραμματέας σε Υπουργείο. Η Google αρνήθηκε τη διαγραφή των συνδέσμων ισχυριζόμενη ότι το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στην συγκεκριμένη υπόθεση υπερείχε της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Κατόπιν της αρνήσεως αυτής, ο Α προσέφυγε στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (εφεξής «Αρχή») ζητώντας τη διαγραφή των συνδέσμων ισχυριζόμενος ότι τα επίμαχα δημοσιεύματα περιέχουν πληροφορίες που συνιστούν επεξεργασία187 προσωπικών δεδομένων. Ερωτάται: Τι πιστεύετε ότι θα αποφασίσει η Αρχή; (Θεωρήστε αληθές ότι τα δεδομένα του Α υπέστησαν επεξεργασία υπό την έννοια του νόμου). Απάντηση: Με βάση το πραγματικό της υπόθεσης, φαίνεται ότι υπάρχει «σύγκρουση» μεταξύ του δικαιώματος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Σ) και του δικαιώματος του κοινού στην ενημέρωση και στην πρόσβασή του στις πληροφορίες (άρθρο 5Α Σ.). Η Αρχή λοιπόν θα προβεί σε στάθμιση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων για να αποφασίσει αν η άρνηση της Google είναι σύμφωνη με το νόμο και το Σύνταγμα. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων είχε συνταγματικό έρεισμα στις διατάξεις 5§1, 2§1, 19 και επικουρικώς στη διάταξη του άρθρου 9§1 Σ. Μετά την αναθεώρηση του 2001, το άρθρο 9Α Σ θεμελιώνει πλέον ρητώς την προστασία των δεδομένων έναντι της συλλογής, επεξεργασίας και χρήσης αυτών. Μάλιστα η προστασία των δεδομένων αναπτύσσεται και έναντι των ιδιωτών (τριτενέργεια) . Συνεπώς, δεν αρκεί η αποτροπή των προσβολών του δικαιώματος από τα κρατικά όργανα, αλλά απαιτείται το κράτος να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προστασία του δικαιώματος από τους ιδιώτες . Το Σύνταγμα Σελ. 74 εμπιστεύτηκε στον κοινό νομοθέτη τη συγκεκριμενοποίηση του δικαιώματος, ο οποίος με νόμο όρισε τις προϋποθέσεις νόμιμης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν σημαίνει απόλυτη και απαραβίαστη απαγόρευση της συλλογής, επεξεργασίας και χρήσης τους . Τα προσωπικά δεδομένα αποτελούν πληροφορίες και συνεπώς η συλλογή και επεξεργασία αυτών συνιστά μέρος του δικαιώματος της Κοινωνίας της Πληροφορίας (άρθρο 5Α Σ). Το δικαίωμα της πληροφόρησης έχει αμυντικό, προστατευτικό και διασφαλιστικό χαρακτήρα, και παρουσιάζει δύο πλευρές. Την ενεργητική που εντάσσεται στην έννοια της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 14§1 Σ) και συνίσταται στη διάδοση πληροφοριών προς τους τρίτους (ελευθερία του πληροφορείν), και την παθητική που αναφέρεται στην ελευθερία συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών. Το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει ότι το δικαίωμα της πληροφόρησης υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται – μεταξύ άλλων – για λόγους προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων και πρέπει να ασκείται τηρουμένων των εγγυήσεων του άρθρου 9Α Σ. Από τη διαπλοκή του πραγματικού των διατάξεων 5Α και 9Α Σ. προκύπτει ότι νομικά ανεκτή είναι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων όταν αυτή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 Σ). Στο πλαίσιο της στάθμισης θα πρέπει να εξεταστεί αν το αποτέλεσμα της αναζήτησης αφορά σε φυσικό πρόσωπο και αν το πρόσωπο αυτό διαδραματίζει ρόλο στο δημόσιο βίο. Ομοίως εξετάζεται αν τα δεδομένα αφορούν στην επαγγελματική ή προσωπική του ζωή. Επίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο τρόπος και σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων, η ακρίβεια και επικαιρότητα της πληροφόρησης, καθώς και ο χρόνος διατήρησης αυτών. Εν προκειμένω, ο Α κατέχει σημαντική θέση σε Υπουργείο και εμπλέκεται στη διαχείριση δημοσίου χρήματος η οποία οφείλει να γίνεται προς το συµφέρον του ελληνικού κράτους. Τα δεδομένα αποτελούν ζητήµατα µεγάλου ενδιαφέροντος για την κοινή γνώµη και άπτονται της επαγγελµατικής συµπεριφοράς του προσφεύγοντος, ο οποίος είναι πρόσωπο µε

σηµαντικό ρόλο στο δηµόσιο βίο. Οι πληροφορίες εχουν δε σηµαντικό ενδιαφέρον για υπάρχοντες και µελλοντικούς χρήστες ή συνεργάτες του. Ταυτόχρονα, είναι σχετικές και επίκαιρες και δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ανακρίβεια αυτών. Συνεπώς η άρνηση της Google είναι νόμιμη. Σημειώνεται ότι το δικαίωµα του ατόµου (φ.π.) να ζητεί από τις µηχανές αναζήτησης να απαλείφουν συνδέσµους - υπό προϋποθέσεις – που περιέχουν πληροφορίες σχετικές µε το πρόσωπό του (δικαίωμα στη λήθη), έχει αναγνωριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο από το ΔΕΕ .

24o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και σώματα ασφαλείας, τατουάζ και αστυνομικοί

Σελ. 75 24o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και σώματα ασφαλείας, τατουάζ και αστυνομικοί Ο ειδικός φρουρός Α διαπληκτίζεται με τον ιεραρχικώς προϊστάμενό του Β ο οποίος του εξηγεί ότι αφού ανακάλυψε ότι ο Α έφερε ένα εκτενές τατουάζ που κάλυπτε όλο το μανίκι του με παραστάσεις καρχαριών και διαφόρων θαλάσσιων ειδών. Ο Β ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο δεν αρμόζει «στο ήθος της Ελληνικής Αστυνομίας και ότι το τατουάζ δυσχεραίνει το έργο του Α». Ερωτάται: α) Επιτρέπεται στους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας να φέρουν τατουάζ; β) Αν, επιπρόσθετα, σύμφωνα με μία διάταξη νόμου: «Οι ειδικοί φρουροί που φέρουν δερματοστιξία, υποχρεούνται χωρίς καθυστέρηση να την αφαιρέσουν, ειδάλλως αποπέμπονται από την Ελληνική Αστυνομία», ανακύπτει ζήτημα συνταγματικότητάς της; γ) Κατά παραλλαγή του ιστορικού, επιτρέπεται σε εργοδότη ιδιοκτήτη ταβέρνας να μην προσλάβει φρουρό με σύμβαση εργασίας κατά τους κανόνες του Εργατικού Δικαίου, επειδή έφερε τατουάζ; Απάντηση: α) Είναι προφανές και αναντίλεκτο πως το Σύνταγμα προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αφού σύμφωνα με το άρθρο 5§1 «Kαθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την πρoσωπικότητά τoυ και να συμμετέχει στην κoινωνική, oικoνoμική και πoλιτική ζωή της Xώρας, εφόσoν δεν πρoσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει τo Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Ήδη δηλαδή εξ αυτής της διάταξης, προκύπτει η ρήτρα της χρηστότητας ως όριο. Εν προκειμένω, τίθεται το ερώτημα αν ένας ειδικός φρουρός συγκεκριμένα (βλ. ν. 3181/2003) μπορεί να φέρει τατουάζ και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις. Η υπόθεση αυτή έχει απασχολήσει το ΣτΕ. Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, «η δερματοστιξία συνιστά λόγο αποκλεισμού του υποψηφίου από τον διαγωνισμό για την πρόσληψη ειδικών φρουρών, εφόσον όμως αυτό είναι και με την ενδυμασία εξωτερικά εμφανής και επί πλέον οι σχετικές απεικονίσεις ως εκ του περιεχομένου τους είτε αναιρούν την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα ουδετερότητα των υπαλλήλων του Δημοσίου είτε προκαλούν Σελ. 76

κατά τρόπο ο οποίος δεν συνάδει προς την ιδιότητα και τα καθήκοντά τους». Αυτά απορρέουν από το άρθρο 29§3 που ορίζει ότι «απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας ...» και το άρθρο 103: «1.Oι δημόσιοι υπάλληλoι είναι εκτελεστές της θέλησης τoυ Kράτoυς και υπηρετoύν τo Λαό·oφείλoυν πίστη στo Σύνταγμα και αφoσίωση στην Πατρίδα.…». Φαίνεται δηλαδή πως το δημόσιο συμφέρον εδώ εξειδικεύεται στην επιτέλεση της εκ του νόμου ανατεθειμένης σε αυτούς υπηρεσίας κατά το Σύνταγμα και τον κοινό νόμο, αφού εξάλλου ευρίσκονται σε μία ειδική εξουσιαστική (κυριαρχική) σχέση , όπου αναγκαστικά ορισμένα δικαιώματά τους υφίστανται νόμιμους-συνταγματικούς περιορισμούς. Έτσι, το τατουάζ δεν επιτρέπεται να καλύπτει ευμεγέθη περιοχή του σώματος . β) Η ατομική έκφανση του δικαιώματος της υγείας κατοχυρώνεται συνταγματικά σε δύο άρθρα, ήτοι στο άρθρο 5§2 και §5 Σ και στο άρθρο 7§2 Σ.Εκτός από την ατομική διάσταση του δικαιώματος, κοινωνική διάστασή του (status positivus) καθιερώνεται στο άρθρο 21§3 Σ, σύμφωνα με το οποίο το Κράτος μεριμνά υποχρεωτικά λαμβάνοντας μέτρα για την προστασία της υγείας. Όπως γίνεται παγίως δεκτό, αγώγιμη αξίωση απορρέουσα από τα κοινωνικά δικαιώματα δεν μπορεί να θεμελιωθεί στηριζόμενη αποκλειστικά σε συνταγματικές διατάξεις. Κατ’ αποτέλεσμα, προκειμένου να αποκτήσουν τα κοινωνικά δικαιώματα χαρακτήρα υποκειμενικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και άρα για τη γέννηση αγώγιμων αξιώσεων, προϋποτίθεται η ύπαρξη εκτελεστικών νόμων που να τις προβλέπουν. Ωστόσο, ειδικά για το δικαίωμα στην υγεία, η νομολογία τείνει να υιοθετεί την άποψη ότι από το άρθρο 21§3 Σ απορρέει ευθέως αγώγιμη αξίωση χωρίς ανάγκη κάποιας νομοθετικής παρεμβολής. Η διάταξη αυτή που δίδεται στο πρακτικό θέμα δεν λαμβάνει υπόψη την επικινδυνότητα αφαίρεσης της δερματοστιξίας, άρα τον πιθανό κίνδυνο για την υγεία του δέρματος. γ) Πρόκειται για εντελώς διακριτή περίπτωση. Ισχύουν τα όσα λέγονται σε άλλα πρακτικά περί έμμεσης τριτενέργειας δικαιώματος. Φαίνεται μη συνταγματικός ο περιορισμός αυτός του δικαιώματος εργασίας, ο οποίος θα ήταν συνταγματικός μόνο αν δεν ταιριάζει εκ των προτέρων στη φυσιογνωμία της ταβέρνας. Δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επιχείρησης εστίασης και της απαγόρευσης του τατουάζ, τουλάχιστον γενικά μιλώντας ώστε να είναι αναλογικός υπό το άρθρο 25§1 Σ ο περιορισμός. 25o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εκπαίδευση

Σελ. 77 25o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εκπαίδευση Με απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου επιβάλλεται στους σπουδαστές του Πανεπιστημιακού Ιδρύματος Ι η καταβολή άπαξ ανά εξάμηνο ενός ποσού με σκοπό την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του. Ερωτάται: α) Είναι νόμιμη μια τέτοια απόφαση; β) Κατά παραλλαγή του πρακτικού, ο τελειόφοιτος φοιτητής Φ ενδιαφέρεται να ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση των προπτυχιακών του σπουδών μεταπτυχιακές σπουδές σε πρόγραμμα πανεπιστημιακού ιδρύματος για το οποίο απαιτείται η καταβολή διδάκτρων.

Είναι νόμιμη η επιβολή διδάκτρων; γ) Κατά παραλλαγή του πρακτικού, ο διευθυντής Δημοτικού Σχολείου της πόλης Π, απ’ όπου και κατάγεται ο φοιτητής Φ, αρνείται να εγγράψει ως μαθητές παιδιά προερχόμενα από προσφυγικές οικογένειες επικαλούμενος ότι δε γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και δε θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον. Δικαιολογημένα; Απάντηση: α) Το άρθρο 16§4 ορίζει ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Κατοχυρώνεται συνεπώς ένα απόλυτο κεκτημένο δωρεάν παιδείας, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να θεσπισθούν δίδακτρα οποιασδήποτε μορφής στα κρατικά εκπαιδευτήρια και τυχόν είσπραξή τους θα είναι παράνομη. Μορφή τέτοιων διδάκτρων συνιστούν και τα λειτουργικά έξοδα (συχνά προβλεπόμενα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού), τα οποία αν και χαμηλού ύψους και αποβλέποντα στη λειτουργικότητα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αντίκεινται στον εκ του Συντάγματος υπαγορευόμενο δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας . Εν προκειμένω, η απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου είναι παράνομη και δεν χωρεί κανενός είδους στάθμιση προς την κατεύθυνση της εύρυθμης λειτουργίας του ιδρύματος. β) Σύμφωνα με τη συνταγματική ρύθμιση του άρθρο 16§4 Σ, το δικαίωμα δωρεάν παιδείας αφορά (καταρχήν) όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δηλαδή «και στην ανώτατη εκπαίδευση που παρέχεται στα κατ’ άρθρο 16§5 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα». Σελ. 78Σύμφωνα δε με την επίμαχη για το υπό συζήτηση θέμα απόφαση της ΟλΣτΕ 2411/2012, το δικαίωμα δωρεάν παιδείας που προβλέφτηκε για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1975, το έχουν όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες, που ενεγράφησαν μετά τις εξετάσεις στα ΑΕΙ. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη «μη συμμετοχή των προπτυχιακών φοιτητών στο κόστος λειτουργίας του προγράμματος καθώς τη δωρεάν προμήθεια και παροχή των αναγκαίων διδακτικών μέσων (βιβλία κλπ.)» Κατά την ιστορική-τελολογική ερμηνεία που προκρίνει η απόφαση, για το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα και για την ανώτατη εκπαίδευση, ο συντακτικός νομοθέτης με το Σύνταγμα του 1975 είχε υπόψη του το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας αποκλειστικά των προπτυχιακών σπουδών, εν τη απουσία μάλιστα από «τα ελληνικά πανεπιστήμια των μεταπτυχιακών σπουδών και του αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου». Συνεπώς, νομίμως ο κοινός νομοθέτης επιβάλλει δίδακτρα σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, «δεν δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος ώστε να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης εισοδηματικής ικανότητας διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παρεβίαζε την γενική ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία.», κάτι που αποτελεί και το απώτατο όριο της επιτρεπτής νομοθετικής πρωτοβουλίας . Όπως ορθώς επισημαίνει η απόφαση, το συνταγματικό δικαίωμα της δωρεάν παιδείας είναι «διάφορο από την υποχρέωση του Κράτους να ενισχύει τoυς σπoυδαστές πoυ διακρίνoνται, καθώς και αυτoύς πoυ έχoυν ανάγκη από βoήθεια ή ειδική πρoστασία, ανάλoγα με τις ικανότητές τoυς», ενώ επιπρόσθετα η μειοψηφία της απόφασης δεν προβαίνει σε διάκριση κύκλου σπουδών και θέτει υπεράνω πάντων το αντικείμενο της ακαδημαϊκής ελευθερίας. γ) Φορείς του δικαιώματος, βάσει του άρθρου 16§4, είναι οι Έλληνες. Ωστόσο, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου δε νοείται ο αποκλεισμός από την στοιχειώδη εκπαίδευση παιδιών μόνο και μόνο επειδή στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας και έχουν προσφυγικό παρελθόν. Κάθε παιδί έχει πρόσβαση στο σχολείο, ανεξαρτήτως του τίτλου διαμονής του στην Ελλάδα. Οι δε σχολικές αρχές δεν υποχρεούνται κατά την εγγραφή του μαθητή να ελέγχουν τη νομιμότητα του καθεστώτος διαμονής του. Πόσο μάλλον να αρνηθούν να τον εγγράψουν λόγω του τρόπου στέγασής του ή της προσφυγικής καταγωγής του .

Το δικαίωμα του ανθρώπου στην εκπαίδευση κατοχυρώνεται στη Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με βάση την οποία καθένας θα πρέπει να έχει πρόσβαση στη βασική εκπαίδευση, η οποία θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν στις στοιχειώδεις Σελ. 79 βαθμίδες της. Το δικαίωμα αυτό χωρίς διάκριση εθνικότητας, φύλου ή ιθαγένειας, κατοχυρώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο άρθρο 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και το δικαίωμα των γονέων να γίνονται σεβαστές οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές απόψεις τους κατά την εκπαίδευση των τέκνων τους. Άλλωστε, σύμφωνα με τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, αναγνωρίζεται το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση επί τη βάσει της ισότητας των ευκαιριών. Συνεπώς, το άρθρο 16§4 Σ θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των διατάξεων της ΕΣΔΑ και του διεθνούς δικαίου και να αναγνωρίζει ένα γενικό δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση των παιδιών, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή άλλων παραγόντων . Εν προκειμένω, η άρνηση του Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου να εγγράψει το παιδί, επειδή προέρχεται από οικογένεια προσφύγων, είναι καταφανώς παράνομη και θίγει το Κράτος Δικαίου και το δημοκρατικό πολίτευμα της Ελληνικής Πολιτείας. 26o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αθλητισμός, αθλητική συγκέντρωση, πανδημία & πρόσβαση αθλητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Σελ. 80 26o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αθλητισμός, αθλητική συγκέντρωση, πανδημία & πρόσβαση αθλητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση Ο 17χρονος Α είναι αθλητής από τα παιδικά του χρόνια και ασχολείται επαγγελματικά σχεδόν και με αρκετές διακρίσεις ήδη σε τουρνουά αθλητισμού και φιλοδοξεί να εισαχθεί στο ΤΕΦΑΑ για να εργαστεί εν συνεχεία ως γυμναστής με τη λήψη του πτυχίου του. Όταν ακόμη φοιτά στη Γ’ Λυκείου, πράττει τα ακόλουθα: α) Διαμαρτύρεται γιατί στο σχολείο δεν υπάρχει πληθώρα προσφερόμενων αθλημάτων και εισηγείται να υπάρξει εκτός από το προσφερόμενο μπάσκετ και ποδόσφαιρο. β) Σε συνεννόηση με συμμαθητές του, πηγαίνουν σε αθλητική συγκέντρωση οπαδών γνωστής ομάδας ποδοσφαίρου, στην οποία όμως γίνονται ταραχές και υπάρχουν υλικές φθορές των γύρω οχημάτων. γ) Μετά το πέρας των Πανελληνίων Εξετάσεων και δεδομένης της επιτυχίας του στους φετινούς σχολικούς αγώνες στη 2η θέση, υποβάλλει μηχανογραφικό προκειμένου να εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για την οποία με βάση την ισχύουσα ρύθμιση περί πριμοδότησης κατηγοριών αθλητών συγκεντρώνει τα απαιτούμενα μόρια. Ερωτάται: α) Κρίνετε τη νομιμότητα του ισχυρισμού αυτού του Α. Θα άλλαξε η απάντηση αν δεν μιλάγαμε για άθλημα, αλλά για επιβολή μίας μόνο ξένης γλώσσας στο σχολείο; β) Αν η Αστυνομία απαγορεύσει τη συγκέντρωση αυτή, νομίμως έπραξε; Κατά παραλλαγή του ιστορικού, αν η συγκέντρωση αυτή απαγορευτεί λόγω προληπτικών μέτρων περιορισμού του κορωνοϊού, είναι νόμιμη η απαγόρευση;

γ) Είναι συνταγματική η διάταξη που προβλέπει την πριμοδότηση (με μόρια) των αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας; Απάντηση: α) Στο άρθρο 16§9 Σ ορίζεται πως «Ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους». Ο αθλητισμός αφορά τη φυσική ανθρώπινη υπόσταση του ανθρώπου, αλλά υπό τη συνταγματική έννοια αποτελεί «χώρο-ομπρέλα», ήτοι μια βιοτική περιοχή, όπου ασκούνται διάφορα επιμέρους συνταγματικά δικαιώματα . Σελ. 81 Είναι γεγονός πως το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τον εξαναγκασμό σε άθληση ή την επιβολή συγκεκριμένου αθλήματος. Στο πλαίσιο όμως μίας ειδικής σχέσης, όπως η σχέση του μαθητή στο σχολείο, το δικαίωμα στην επιλογή αθλήματος «προσδιορίζεται» από το Σύνταγμα και το δημόσιο συμφέρον που εξειδικεύεται εκάστοτε. Είναι επίσης γεγονός πως το δικαίωμα στον αθλητισμό και την παιδεία δεν παρέχει αγώγιμη αξίωση που να εξικνείται στην εισαγωγή του τάδε αθλήματος στη (δημόσια) εκπαίδευση, ασχέτως αν παρέχει τέτοια για την κατασκευή σχολείων. Η απάντηση για την επιβολή ξένης γλώσσας φαίνεται πως είναι όμοια. β) Πρόκειται για τη λεγόμενη αθλητική συνάντηση. Η συνάντηση αυτή μπορεί κατά μία γνώμη να υπαχθεί στις συνταγματικά προστατευόμενες συναθροίσεις (δικαίωμα του συνέρχεσθαι, άρθρο 11 Σ), ενώ ενόψει του άρθρου 11§2 Σ, η παρουσία της αστυνομίας σε αθλητικές συναντήσεις εδράζεται καταρχήν στη συναίνεση των διοργανωτών. Η Αστυνομία δικαιούται να παρέμβει όταν τελούνται εγκλήματα, π.χ. φθορά ξένης ιδιοκτησίας, συμπλοκή κλπ. και αυτό συνιστά συνταγματικό περιορισμό του δικαιώματος. Η απάντηση στην παραλλαγή του ερωτήματος συνδυάζεται με όσα θα ειπωθούν στο πρακτικό 41 αναφορικά με το δίκαιο της πανδημίας. Πολλά κράτη έχουν ήδη απαγορεύσει όλες τις δημόσιες συγκεντρώσεις για να αποτρέψουν την ταχεία εξάπλωση του COVID-19. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν θρησκευτικές και πολιτικές συγκεντρώσεις, συναυλίες, αθλητικές εκδηλώσεις και όλες τις άλλες συναντήσεις μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Αυτά τα μέτρα παρίστανται ίσως δικαιολογημένα εάν χρησιμοποιούνται με σκοπό την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού. Εάν τα μέτρα αυτά δεν είναι απαραίτητα και ο ιός χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την εξάλειψη της αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, τότε το Δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει παραβίαση της ΕΣΔΑ (άρθρο 11). Τούτου λεχθέντος, είναι ασφαλές να υποδείξουμε ότι η απαγόρευση των συγκεντρώσεων σε χώρες με σημαντική απειλή πανδημίας τελεί σε απόλυτη συμφωνία με τη Σύμβαση. Θα είναι σχεδόν αδύνατο να αποδειχθεί ότι δεν ήταν απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συνεπώς, ο περιορισμός αυτός των δικαιωμάτων αυτών που περιορίζει και την οικονομική δραστηριότητα που εμμέσως σχετίζεται λ.χ. με τις κάθε λογής συγκεντρώσεις φαίνεται συνταγματικός και σύμφωνος με το διεθνές δίκαιο, αν πληρούνται τα κριτήρια που θα διαφανούν κάτωθι (πρακτικό 41: επείγον, πρόσκαιρο, αναγκαίο, αναλογικό, χωρίς διακρίσεις). γ) Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, κρίθηκε συνταγματική (σύμφωνη με τα άρθρα 4§1, 5§1 και 16 Σ) η διάταξη του άρθρου 34 Ν. 2725/99 που προέβλεπε την «κατά παρέκκλιση εισαγωγή τους στην Ανώτατη Εκπαίδευση (με την καθιέρωση συστήματος προσαύξησης βαθμολογίας για πρόσβαση σε όλες τις σχολές (όχι μόνο τα ΤΕΦΑΑ) ανάλογα με την επιτευχθείσα αγωνιστική διάκριση και εισαγωγής σε ειδικές θέσεις οριζόμενες καθ’ υπέρβαση των θέσεων της γενικής κατηγορίας υποψηφίων», αφού το δημόσιο συμφέρον όπως εξειδικεύεται (ανάγκη παροχής κινήτρων από την Πολιτεία στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό – άρθρο 16§9 Σ), αλλά παρόλα αυτά η νεότερη τροποποίηση της διάταξης (με τον Ν. 4429/2016) κρίθηκε αντισυνταγματική, γιατί «αντέβαινε Σελ. 82 στην αρχή της αναλογικότητας μέτρου – επιδιωκόμενου σκοπού, γιατί απένειμε προσαύξηση βαθμολογίας, ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας (π.χ. 3η νίκη

σε πανελλήνιους μαθητικούς – σχολικούς αγώνες)…». Η απόφαση έκρινε αντισυνταγματική τη νομοθετική ρύθμιση καθώς αυτή υπερβαίνει το πεδίο του δημοσίου συμφέροντος για το οποίο ετέθη, «λόγω, αφ’ ενός, του σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων της γενικής κατηγορίας και, αφ’ ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης που συνεπάγονται». Κατά την άποψή μας, η εσωτερική αρμονία των συνταγματικών διατάξεων και η άρνηση κατάφασης αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος επιβάλλουν εν εκάστη περιπτώσει τη συγκεκριμένη στάθμιση. Η απόφαση κρίνεται ορθή και δίδει και στο πρακτικό την αντίστοιχη απάντηση. 27o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Προνομιακή θέση Δημοσίου: Επιτόκιο υπερημερίας Δημοσίου, δημόσιο και ταμειακό συμφέρον

Σελ. 83 27o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Προνομιακή θέση Δημοσίου: Επιτόκιο υπερημερίας Δημοσίου, δημόσιο και ταμειακό συμφέρον Το Ελληνικό Δημόσιο για τις οφειλές του, σε περίπτωση υπερημερίας, υποχρεούται να καταβάλει ποσοστό τόκου 6%. Αντιθέτως, οι ιδιώτες που οφείλουν στο Δημόσιο έχουν υποχρέωση να καταβάλουν υψηλότερο ποσοστό τόκου (12%) παρότι συντρέχουν οι ίδιες προϋποθέσεις υπερημερίας. Η εν λόγω διάταξη εισάγει προνομιακή εξαίρεση υπέρ των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (νπδδ), αφού καθιερώνεται ευνοϊκότερη μεταχείριση υπέρ των τελευταίων. Ερωτάται: Πιστεύετε ότι η ρύθμιση αυτή παραβιάζει τα άρθρα 20§1, 4 και 25 Σ.; Απάντηση: Ο τόκος υπερημερίας επιβάλλεται σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οφειλής και καθορίζεται ως ποσοστό επί του οφειλόμενου ποσού. Άρθρο 20§1 Σ. Η ρύθμιση για τον τόκο του Δημοσίου δεν αποτελεί δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 20§1 Σ το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με τη ρύθμιση αυτή «το Δημόσιο δεν εξοπλίζεται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου» , τα οποία θα επηρέαζαν άμεσα την έκβαση της δίκης . Άρθρο 4§1 Σ. Η αποτελεσματική λειτουργία των νπδδ και η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος που αυτά επιδιώκουν μπορεί να δικαιολογήσει τη θέσπιση προνομιακού καθεστώτος υπέρ αυτών. Το άρθρο 4§1 Σ «δεν καθιερώνει, κατ’ αρχήν, ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του τελευταίου εκδίδουν πράξεις κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας. Η διάταξη, όμως, αυτή έχει πεδίο εφαρμογής και σε σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν το Δημόσιο εξοπλίζεται αδικαιολόγητα, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου ή αν, με ουσιαστικού περιεχομένου ρύθμιση που δεν ανάγεται στην άσκηση δημοσίας εξουσίας από τα όργανα του Δημοσίου, θεσπίζεται υπέρ αυτού έναντι των ιδιωτών αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημόσιου συμφέροντος» . Σελ. 84

Η νομολογία προ της οικονομικής κρίσης υποστήριξε ότι η διαφορετική, υπέρ του Δημοσίου, μεταχείριση ομοειδών απαιτήσεων με χρηματικό περιεχόμενο, όπως είναι η ρύθμιση για τον τόκο υπερημερίας, συνιστά προνομιακή μεταχείριση για την οποία δεν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος. Και τούτο διότι το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον, και συνεπώς δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση αυτή. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η νομολογία επιβεβαίωσε ότι το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον. Έκρινε, ωστόσο, ότι η προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου δικαιολογείται πλέον λόγω του τεράστιου δημοσίου ελλείμματος και χρέους τα οποία ανέρχονται σε πρωτοφανή, στην ιστορία της Χώρας, επίπεδα. Τούτο διότι, η ανάγκη διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους αποτελεί μείζονα λόγο δημοσίου συμφέροντος. Τέλος, η εν λόγω ρύθμιση πληροί και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ) καθώς αποσκοπεί στη δημοσιονομική σωτηρία του Κράτους κατά τρόπο αναγκαίο (η ρύθμιση είναι αποτελεσματική ώστε το Κράτος να είναι σε θέση να εκπληρώνει απρόσκοπτα τους σκοπούς του) , κατάλληλο (δηλαδή πρόσφορο προκειμένου το κράτος να ανταποκριθεί στην ανάγκη μείωσης του υπερβολικού ελλείμματος) και αναλογικό (υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ μέσου (τόκος υπερημερίας) και σκοπού που είναι η άμεση και επιτακτική ανάγκη να προστατευθεί το εθνικό συμφέρον). 28o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δημόσια Επιχείρηση, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, Υγεία

Σελ. 85 28o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δημόσια Επιχείρηση, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, Υγεία Το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να μεταβιβάσει το 51% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ σε ιδιωτική επιχείρηση. Η εν λόγω μεταβίβαση δημιουργεί νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς πλήρους αποξενώσεως του ελληνικού Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ. Ερωτάται: Είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα η μεταβίβαση αυτή; Απάντηση: Εισαγωγικά για την έννοια της δημόσιας επιχείρησης και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας Η ΕΥΔΑΠ αποτελεί δημόσια επιχείρηση και συγκεκριμένα φορέα παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (υδρεύσεως και αποχετεύσεως στις πόλεις των Αθηνών – Πειραιώς), με νομική μορφή ανώνυμης εταιρείας (νπιδ). Λειτουργεί δε υπό τον πλήρη έλεγχο του ελληνικού Δημοσίου το οποίο α) κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών, β) είναι αρμόδιο για τον διορισμό των οργάνων διοικήσεως της εταιρείας, ήτοι των μελών του διοικητικού συμβουλίου , γ) ασκεί κυβερνητική πολιτική με τον καθορισμό των τιμολογίων των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δ) θεσπίζει το κανονιστικό πλαίσιο της λειτουργίας των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως και ε) εποπτεύει τη δράση της εταιρείας για τη διασφάλιση της παροχής των υπηρεσιών της σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία , . Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ) είναι υπηρεσίες οι οποίες ανεξάρτητα από τον οικονομικό ή μη χαρακτήρα τους, θεωρείται ότι παρέχονται για το δημόσιο συμφέρον από τις δημόσιες αρχές και ως εκ τούτου υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις των δημοσίων

αρχών. Περιλαμβάνουν υπηρεσίες μη οικονομικού χαρακτήρα (ασφάλεια, δικαιοσύνη, υποχρεωτική εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη και κοινωνικές υπηρεσίες), καθώς επίσης υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (π.χ. ενέργεια, νερό και επικοινωνίες) . Σελ. 86 Η δημόσια επιχείρηση αποτελεί οικονομικό οργανισμό ο οποίος έχει τα εξής χαρακτηριστικά: α) ίδρυση βάσει νόμου ή κανονιστικής διοικητικής πράξεως (προεδρικό διάταγμα ή υπουργική απόφαση), β) με περιουσιακά στοιχεία του κράτους (ή και άλλων δημοσίων νομικών προσώπων), γ) με τη μορφή ιδιότυπου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (μη εταιρικής μορφής) ή συνήθως με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας, δ) για την ικανοποίηση σκοπών γενικότερου συμφέροντος μέσα από την ανάπτυξη παραγωγικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας και ε) υπαγωγή σε κρατική εποπτεία και ελέγχους . Οι δημόσιες επιχειρήσεις αποτελούν την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της κρατικής παρεμβατικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι μέσω αυτών το Δημόσιο αναλαμβάνει την ευθύνη της οικονομικής δράσης σε ζωτικούς τομείς χάριν του δημοσίου συμφέροντος . Επί του ζητήματος ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ Η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμη εταιρεία. Ο χαρακτήρας, όμως, της δημοσίας επιχειρήσεως αναιρείται όταν το ελληνικό Δημόσιο χάνει την πλειοψηφία των μετοχών. Στην περίπτωση αυτή η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου περί ανωνύμων εταιρειών, αλλά και κατ’ ουσίαν, καθώς οι ιδιώτες επενδυτές εξασφαλίζουν τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και τη δυνατότητα εκλογής της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου . Σύμφωνα με το ΣτΕ, η κατ’ ουσίαν ιδιωτικοποίηση της δημοσίας επιχειρήσεως καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία (δεν έχει ιδρυθεί Ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή που να ασκεί κρατική εποπτεία). Πιο συγκεκριμένα, το δίκτυο παροχής ύδατος είναι μοναδικό στην περιοχή και ανήκει στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. παρέχονται μονοπωλιακώς, σε μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα στον περιορισμένο χώρο της Αττικής. Σημειώνεται ότι επιμέρους δικαιώματα επί του δικτύου μπορούν να μεταβιβασθούν χωριστά χωρίς να θεωρείται ότι πλήττεται το δημόσιο συμφέρον . Σελ. 87 Οι υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω . Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, που παρουσιάζουν τέτοιο βαθμό αναγκαιότητας, παραβιάζει το άρθρο 5§5 Σ που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21§3 που ορίζει ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών.

29o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εκπαίδευση, θρησκευτική ελευθερία

Σελ. 88 29o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εκπαίδευση, θρησκευτική ελευθερία Με νομοσχέδιο που προωθεί η Κυβέρνηση για ψήφιση στη Βουλή προβλέπεται πως το μάθημα των Θρησκευτικών «1. θα περιλαμβάνει υποχρεωτικώς την κατήχηση όλων των μαθητών και 2. Για την εξαίρεση από το μάθημα των Θρησκευτικών απαιτείται έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/86 περί μη συνέχειας του ατόμου να ασπάζεται το χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα». Ταυτόχρονα, με το ίδιο νομοσχέδιο εισάγεται η προϋπόθεση της αναγραφής της «κοσμιοτάτης διαγωγής» στο Απολυτήριο Λυκείου ως αναγκαίος όρος για την εγγραφή στις σχολές επιτυχίας κατόπιν των Πανελληνίων Εξετάσεων. Ερωτάται: Κρίνετε τη συνταγματικότητα του υπό ψήφιση νομοσχεδίου. Μπορεί ένας χριστιανός ορθόδοξος κατ’ επίκληση ότι μετεβλήθησαν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις να απαλλαγεί της διδασκαλίας και εξέτασης των Θρησκευτικών; Απάντηση: Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στο σχολείο, το περιεχόμενό του, η στόχευσή του κλπ. αποτέλεσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ΣτΕ σε πρόσφατη απόφασή του. Εισαγωγικά σημειώνεται ότι η θρησκευτική ελευθερία εμπίπτει στο άρθρο 13§1 Σ και πως η διάταξη του άρθρου 16§2 αναφέρει ως σκοπό της παιδείας και την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης . Ο νομοθέτης μπορεί ασφαλώς να διαπλάσει το πρόγραμμα σπουδών προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της θρησκευτικής συνείδησης, ενώ μάλιστα κρίθηκε ότι η Σελ. 89 προσβαλλόμενη ΥΑ επειδή προσέδιδε θρησκειολογικό χαρακτήρα στα Θρησκευτικά προσέβαλλε τη θρησκευτική ελευθερία των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, κατά τρόπο αντισυνταγματικό . Ενδεχομένως, όμως η εκπλήρωση της κρατικής υποχρέωσης, όπως αποτυπώνεται στον κοινό νόμο εκάστοτε έρχεται σε σύγκρουση ενίοτε με το δικαίωμα των γονέων να ορίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση των ανηλίκων τέκνων τους ως δικαιώματος ανατροφής και μορφώσεώς τους. Η σύγκρουση αυτή επιλύεται με την αναγνώριση στους γονείς δικαιώματος απόσυρσης των τέκνων από τον σχολικό εκκλησιασμό και την προσευχή καθώς και από μια ενδεχόμενη κατήχησή τους, γεγονός που συνιστά απαραβίαστη κατά το Σύνταγμα ελευθερία ασκούμενη από τους γονείς για λογαριασμό του τέκνου . Σε κάθε περίπτωση, ο θρησκευτικός εξαναγκασμός (π.χ. υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αμφίεση κλπ.) απαγορεύεται . Σύμφωνα με το ΣτΕ, το μάθημα των Θρησκευτικών κατά το άρθρο 16§2 Σ. πρέπει να έχει ως κύριο περιεχόμενό του τη μετάδοση του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος . Ταυτόχρονα, όμως, όπως έχει κριθεί γεννάται αυτομάτως βάσει του άρθρου 13§1 Σ. δικαίωμα πλήρους απαλλαγής για τους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές, με υποβολή δήλωσης των γονέων τους ή και των ίδιων των μαθητών, στην οποία να αναγράφεται ότι «λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του μαθητή στο μάθημα των Θρησκευτικών». Έτσι, αναφορικά με την υπεύθυνη δήλωση, αυτή φανερώς αντικείται στο

άρθρο 13 Σ, αφού δεν είναι υποχρεωτική η αναγραφή Σελ. 90 του θρησκεύματος, διότι αυτό το δικαίωμα ανήκει στον πυρήνα της ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Σχετική, μάλιστα, εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας αναφέρεται στο ζήτημα της απαλλαγής από τα Θρησκευτικά, ενώ ταυτόχρονα, «η απαλλαγή από το µάθηµα των θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από υπεύθυνη δήλωση του ιδίου του µαθητή (αν είναι ενήλικος), ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο µαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος ή επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύµατος στο οποίο ανήκει» . Δεν απαιτείται δηλ. να δηλώνεται ακριβώς το τρέχον θρήσκευμα του παιδιού, ούτε ότι έπαψε να είναι χριστιανός ορθόδοξος. Τούτο απορρέει από το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης, όσο και από λόγους προσωπικών δεδομένων, κατά τα άρθρα 2, 3, 4, 5, 9Α και 13 Σ σε συνδυασμό µε το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α και το άρθρο 2 του ΠΠΠ της ΕΣ∆Α. Τα αυτά δέχθηκε και η παλαιότερη απόφαση 94/2015 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα . Θεμελιώνεται δε και αυτοτελής παραβίαση του άρθρου 9Α Συντ. λόγω της τήρησης στο σχολικό αρχείο του θρησκεύματος και της μη διαγραφής του από αυτό του ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου του μαθητή ότι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος. Το δικαίωμα του μη ερωτάσθαι και σιωπάν επί του περιεχομένου των συνειδησιακών πεποιθήσεων, συνδέεται στενά με το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων κατά το άρθρο 9Α Σ, δεδομένου ότι οι πεποιθήσεις αυτές εντάσσονται μεταξύ εκείνων των προσωπικών δεδομένων που προστατεύονται ιδιαιτέρως εναντίον των κινδύνων της καταγραφής, επεξεργασίας και κυκλοφορίας (βλ. και το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ) . Κατά την άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής ισχύει η αρχή της «ελαχιστοποίησης των δεδομένων» (άρθρο 5§1γ του ΓΚΠΔ), ώστε οι γονείς και τα παιδιά τους να μην υποχρεούνται να αποκαλύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, το περιεχόμενο των θρησκευτικών ή μη θρησκευτικών πεποιθήσεών τους, οι οποίες απολαμβάνουν ίσης συνταγματικής προστασίας όσον αφορά τη θεμελίωση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα. Ταυτόχρονα, έχει κριθεί ότι ο χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην αξιολόγηση της συμπεριφοράς των μαθητών, στην επιβράβευση της προσήκουσας συμπεριφοράς ή στον εντοπισμό ενδεχόμενων προβλημάτων και στην καλύτερη παιδαγωγική αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο της σχολικής ζωής. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο χαρακτηρισμός της διαγωγής ενός μαθητή και η διατήρησή της στο σχολικό αρχείο εξυπηρετούν θεμιτούς σκοπούς και δεν προσκρούουν στη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, οι απολυτήριοι τίτλοι και τα πιστοποιητικά σπουδών, Σελ. 91 συνιστούν έγγραφα αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών. Κατά συνέπεια, η αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ, καθόσον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά χορηγείται και σε τρίτα πρόσωπα/αρχές, η δε αναγραφή της διαγωγής δεν είναι αναγκαία και ανάλογη του επιδιωκόμενου και εξυπηρετούμενου σκοπού αυτών των τίτλων, ο οποίος είναι η πιστοποίηση της φοίτησης και επίδοσης των μαθητών και της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσής τους. Περαιτέρω, η αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε αρνητικές αξιολογήσεις για την προσωπικότητα των μαθητών/τέως μαθητών εκ μέρους τρίτων προσώπων που θα έχουν νομίμως πρόσβαση στους τίτλους αυτούς. Επειδή δε η διαγωγή αποτυπώνει την αξιολόγηση των αρμόδιων σχολικών οργάνων για τη συμπεριφορά του μαθητή κατά τη διάρκεια του σχολικού του βίου, η αναγραφή της διαγωγής μετά την αποφοίτηση του μαθητή στον τίτλο σπουδών του

ενδέχεται να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά τη μεταγενέστερη συμπεριφορά και προσωπικότητα του μαθητή που μπορεί να έχει αλλάξει μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο. Υπό το πρίσμα αυτό, μετά την αποφοίτηση του μαθητή από το σχολείο η αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθίσταται πλέον ανεπίκαιρο δεδομένο . Συνεπώς, και το άρθρο αυτό του νομοσχεδίου είναι αντισυνταγματικό. 30o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η εύλογη διάρκεια δίκης

Σελ. 92 30o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η εύλογη διάρκεια δίκης Ο Α γνωστός δημοσιογράφος γράφει ένα κατάπτυστο δημοσίευμα για τον Β, γνωστό του, αλλά μισητό του ηθοποιό, με τον οποίο τον υβρίζει κατ’ εξακολούθηση και με πολλαπλά δημοσιεύματα για την πολυποίκιλη ερωτική του ζωή, εκτοξεύοντας προσωπικές κατηγορίες και μειωτικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του. Ο Β υποβάλλει έγκληση για εξύβριση εναντίον του Α, σύμφωνα με τους ΠΚ και ΚΠΔ. Στη δίκη που ανοίγει, χορηγούνται απανωτές αναβολές, κατόπιν αιτήματος του Α, ενώ και τα αρμόδια κρατικά όργανα δεν υποβοηθούν το έργο της κατηγορούσας αρχής, μην παρέχοντας κάποιες τυπικές βεβαιώσεις (π.χ. ότι υφίστατο αξιολογικός χαρακτηρισμός αναρτημένος σε χώρο ευκρινή στο κοινό) που χρειάζεται ο Β για να αποδείξει την ενοχή του Α. Ερωτάται: Αναδείξτε το βασικό ζήτημα θεμελιώδους δικαιώματος που τίθεται στο πρακτικό θέμα Απάντηση: Στο πρακτικό, τίθεται το θεμελιώδες πρόβλημα της παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, λόγω υπέρβασης του εύλογου χρόνου της δίκης. Ομάδα υποθέσεων που άγεται ενώπιον του ΕΔΔΑ και αφορά στην Ελλάδα είναι η παραβίαση του άρθρου 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και συγκεκριμένα του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης. Ο εύλογος ή μη χρόνος διάρκειας της δίκης κρίνεται κάθε φορά in concreto. Βέβαια, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη και βάσει των οποίων αποφαίνεται το Δικαστήριο είναι: η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του προσφεύγοντος και η στάση των αρμόδιων κρατικών οργάνων, ενώ ορισμένες φορές συνεκτιμάται και το διακύβευμα της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα. Αναφορικά με την πολυπλοκότητα Σελ. 93 της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ εξετάζει σειρά παραγόντων όπως είναι η παράλληλη εξέλιξη δύο ποινικών δικών, ο αριθμός των κατηγορουμένων και των σχετικών αδικημάτων, ο μεγάλος αριθμός των μαρτύρων, ο αριθμός των αποφάσεων που εκδόθηκαν επί της υποθέσεως. Για την κρίση της εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος, η οποία αποτελεί αντικειμενικό γεγονός και δεν καταλογίζεται στο καθ’ου η προσφυγή Κράτος. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος επωφελείται όλων των δικονομικών δυνατοτήτων (ένδικα μέσα) τα οποία προσφέρει η εσωτερική έννομη τάξη, δεν μπορεί να εκτιμηθεί σε βάρος του, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις κατά της Ελλάδος που ήχθησαν ενώπιόν του. Βέβαια τυχόν σαφής παρελκυστική τακτική από την πλευρά του προσφεύγοντος, όπως επανειλημμένα αιτήματα αναβολής συνεκτιμούνται αναλόγως. Ωστόσο, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση

Καρπέτας κατά Ελλάδος, η παρελκυστική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων δεν απαλλάσσει τους δικαστές από το καθήκον να διασφαλίζουν την επιθυμητή από το άρθρο 6§1 ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων . Επίσης, το ΕΔΔΑ μπορεί να διαπιστώσει παραβίαση του 6§1 ακόμα και σε περιπτώσεις αργοπορίας που οφείλονται στα κρατικά όργανα εν γένει και όχι μόνο στα δικαιοδοτικά (πχ. οι πραγματογνώμονες που διορίζονται από το δικαστήριο και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ελέγχονται από το δικαστή. Συνεπώς τυχόν καθυστέρηση που οφείλεται στους εν λόγω πραγματογνώμονες θεωρείται καταλογιστέα στο Κράτος). Η υποχρέωση τήρησης του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης διατρέχει όλες τις δικαιοδοτικές βαθμίδες. Κατά συνέπεια, σημαντικές περίοδοι αδράνειας ή απραξίας Σελ. 94 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ενδεχομένως να συνεπάγονται παραβίαση του άρθρου 6§1, έστω κα αν η συνολική διάρκεια της δίκης δεν είναι υπερβολική. Τέλος, το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το διακύβευμα (enjeu) της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα. Χαρακτηριστικό νομολογιακό παράδειγμα αποτελούν ποινικές δίκες με αντικείμενο εργατικές, οικογενειακές διαφορές, απαιτήσεις αποζημίωσης και θέματα υγείας (μετάγγιση αίματος μολυσμένου με τον ιό του AIDS). Με τον Ν. 4239/2014 κατοχυρώνεται η αίτηση δίκαιης ικανοποίησης (εύλογης χρηματικής αποκατάστασης) των διαδίκων για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της πολιτικής και ποινικής δίκης , καθώς επίσης και της δίκης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι ενεργητικώς νομιμοποιούμενοι στην άσκηση αιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου, είναι όλοι οι διάδικοι που έλαβαν μέρος στη δίκη, εξαιρουμένων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δημοσίων νομικών προσώπων, τα οποία δεν είναι φορείς δικαιώματος άσκησης προσφυγής, κατά το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι πρόκειται για φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία. Το περιεχόμενο της αίτησης συνίσταται στην προβολή, εκ μέρους των διαδίκων, της αδικαιολόγητης καθυστέρησης της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η δίκη διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 31o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Περιβάλλον και ιδιοκτησία

Σελ. 95 31o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Περιβάλλον και ιδιοκτησία Η εταιρεία Γ επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, σπα και θερμαλισμού σε μία περιοχή, η οποία περιέχει διαφορετικές εκτάσεις, μερικές εκ των οποίων εμπίπτουν σε ειδικά περιβαλλοντικά καθεστώτα, σύμφωνα με τον νόμο. Μέρος της έκτασης αυτής αποτελείται από κάποιες εκτάσεις που προηγουμένως είχαν καεί και έχουν κηρυχθεί με διοικητική πράξη αναδασωτέες. Η Γ ισχυρίζεται ότι η αναδάσωση επί τμήματος της έκτασης είναι παράνομη και αντισυνταγματική, ενώ προβάλλει μεταξύ άλλων ότι της παραβιάζεται θεμελιώδες δικαίωμά της. Ερωτάται: α) Ποιο δικαίωμά της επικαλείται η εταιρεία Γ; Πρόκειται για παράνομο περιορισμό του δικαιώματος αυτού; β) Αν η εταιρεία Γ προσφύγει στο δικαστήριο εναντίον της απόφασης κήρυξης

αναδάσωσης, ωστόσο η απόφαση αυτή δεν θέτει νέους όρους αλλά αναφέρει απλώς, βεβαιώνοντας την ισχύ μίας πολύ παλαιότερη πράξη κήρυξης αναδάσωσης (του 1950) και το δικαστήριο απορρίψει εξ αυτού του λόγου την αίτηση ακύρωσης, θα είναι νόμιμη η απόφαση του δικαστηρίου; γ) Παράλληλα, με διοικητική πράξη ορίστηκε ΖΟΕ (Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου) για την προστασία ενός σπάνιου είδους πουλιού. Πώς μπορεί να αντιδράσει ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που στερείται της κάρπωσης της ιδιοκτησίας του;246 Πώς μπορεί να αντιδράσει ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που στερείται της κάρπωσης της ιδιοκτησίας του παντελώς; Απάντηση: α) Η αναδάσωση, σύμφωνα με τις συνταγματικές προϋποθέσεις κήρυξής της (βλ. άρθρο 117§3 Σ) , και όπως έχει κριθεί παγίως από τη νομολογία αποτελεί σοβαρότατο περιορισμό (αναγκαίο και κατάλληλο) της ιδιοκτησίας και δη του δικαιώματος κυριότητας της Γ επί της (ιδιωτικής) έκτασης, δικαιώματος που συνίσταται στη χρήση, διάθεση και κάρπωση του ακινήτου. Ωστόσο, ακριβώς γίνεται δεκτό ότι η αναδάσωση Σελ. 96 αποτελεί θεμιτό περιορισμό της ιδιοκτησίας, τασσόμενο ευθέως από το Σύνταγμα και υπαγορευόμενο από το δημόσιο συμφέρον της προστασίας του δασικού πλούτου της χώρας. Ο περιορισμός αυτός, εναρμονίζεται τόσο με τις διατάξεις του άρθρου 17§1 του Σ όσο και με εκείνες του άρθρου 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Οι εν λόγω διατάξεις υπαγορεύουν ότι δεν υφίσταται παραβίαση όταν η χρήση του ακινήτου είναι σύμφωνη με τον προορισμό του (εδώ το ακίνητο ευρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και επομένως δεν προορίζεται προς δόμηση ). Σύμφωνα με το άρθρο 17§2 του Σ, ο ουσιώδης περιορισμός της ιδιοκτησίας είναι δυνατός μόνο για λόγους «δημόσιας ωφέλειας… και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση». Η προσέγγιση ομοιάζει με το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που προβλέπει την υποχρέωση «κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους, τους οποίους θα κρίνει αναγκαίους για τη ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον…», δηλαδή τη χρήση και κάρπωση της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία μπορεί να περιορισθεί με νόμο χάριν του δημόσιου συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της καταβολής ανάλογης αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Σε αντίθετη περίπτωση ανατρέπεται σε βάρος του η δίκαιη ισορροπία, η οποία πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στην προστασία της ιδιοκτησίας και στις επιταγές της κοινωνικής και δημόσιας ωφέλειας . Τέλος, και ο ΧΘΔΕΕ (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), που έχει ίση νομική αξία τους με τις Συνθήκες της ΕΕ, προστατεύει στο άρθρο 17 την ιδιοκτησία του ατόμου . (Περιορισμός θεμιτός για λόγους δημόσιας ωφέλειας, απαιτείται πάντα όμως πλήρης αποζημίωση) Στην προκείμενη περίπτωση συγκρούνται τα συνταγματικά αγαθά της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Σ) και της αναδάσωσης (άρθρο 117§3). Η σύγκρουση (διαπλοκή του πραγματικού περισσότερων συνταγματικών διατάξεων) επιλύεται κατά κανόνα με βάση την αρχή της πρακτικής εναρμόνισης. Επιδιώκεται ο όσον το δυνατόν μεγαλύτερος σεβασμός των συγκρουόμενων αγαθών, Εφόσον απαιτηθεί ο περιορισμός κάποιου προς όφελος άλλου, τότε αυτός ο περιορισμός δε θα πρέπει να φθάσει μέχρι το σημείο να θίξει τον πυρήνα του αγαθού αυτού, θέτοντάς το παντελώς εκ ποδών. Σύμφωνα με την αρχή της ισοκυρίας των συνταγματικών διατάξεων, όλες είναι ίσης τυπικής ισχύος και απολαμβάνουν του ιδίου σεβασμού. Η θεωρία περί «αντισυνταγματικών» Σελ. 97 συνταγματικών διατάξεων έχει καταπέσει πολλάκις στο Συμβούλιο της Επικρατείας και πλέον έχει εγκαταλειφθεί. Η σύγκρουση μεταξύ των αγαθών της ιδιοκτησίας και της αναδάσωσης έχει επιλυθεί σαφώς από τον ίδιο τον συντακτικό νομοθέτη. Κατά την §3 του άρθρου 117 του Σ, η υποχρέωση αναδάσωσης επιβάλλεται χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό και ως προς το παρελθόν και

αφορά σε δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν από πυρκαγιά ή αποψιλώθηκαν από άλλη αιτία (πάντοτε εξαιτίας υλικών πράξεων ή φυσικών αιτιών). Αποκλείεται η διάθεση των εκτάσεων αυτών για άλλο σκοπό. Η αναδάσωση συνιστά επομένως νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και ως τέτοιος εντάσσεται στις περιπτώσεις της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια (βλ. και άρθρο 17§2 Σ). Συντελείται αφού προηγηθεί η καταβολή πλήρους αποζημίωσης στο στερούμενο την ιδιοκτησία του. β) Εδώ τίθεται το ερώτημα της εκτελεστότητας των διοικητικών πράξεων ανάλογα με τη φύση τους (συστατικές, διαπιστωτικές και βεβαιωτικές) και πώς αυτή επιδρά με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Είναι γνωστό ότι μόνο οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις μπορεί να προσβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων. Συνεπώς, μια βεβαιωτική πράξη, ελλείψει εκτελεστότητας, δεν είναι προσβλητέα. Στην υπόθεση Παπασταύρου και λοιποί κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας, μετά τις απορριπτικές αποφάσεις του ΣτΕ με μόνο (τυπολατρικό!) λόγο την έλλειψη εκτελεστότητας δεδομένου ότι η νεότερη νομαρχιακή απόφαση αναδάσωσης έφερε βεβαιωτικό χαρακτήρα επειδή επαναλάμβανε την παλαιά απόφαση του 1934. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι μόνος ο λόγος της έλλειψης εκτελεστότητας εκ μέρους του ΣτΕ συνιστά «αποφθεγματική λύση», η οποία δεν προσήκει σε πολύπλοκες καταστάσεις που χρήζουν ανάλυσης. Βεβαίως, το ΕΔΔΑ εξειδίκευσε την έννοια της «πολύπλοκης κατάστασης», ορίζοντάς την σε συνάρτηση με το γεγονός ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις οιαδήποτε απόφαση θα έφερε βαρύνουσα σημασία επί της ιδιοκτησίας ενός μεγάλου αριθμού προσώπων, η οποία είναι προστατευτέα. Προκειμένου η διοίκηση να δράσει διαφυλακτικά του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ, όφειλε να πράξει συνετά και ευλαβικά. Το ΕΔΔΑ έκρινε επομένως ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε καθόλου επίτευξη εύλογης ισορροπίας μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και όρων προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγόντων , όμως αυτό δεν σημαίνει ότι εστερήθησαν της περιουσίας τους . Σελ. 98 Ειρήσθω εν παρόδω, όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, όταν μία διοικητική πράξη έχει προσβληθεί ανεπιτυχώς ενώπιον των δικαστηρίων, η Διοίκηση δεν έχει καταρχήν υποχρέωση να ξανακρίνει (με αίτηση του ιδιώτη), αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή της και μάλιστα χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων περί αυτών, εκτός εάν ο νόμος ορίζει το αντίθετο, δηλ. την υποχρέωση εκ νέου κρίσης. Αλλά ο κανόνας γνωρίζει εξαίρεση, όταν με απόφαση του ΕΔΔΑ κριθεί ότι η πράξη εκδόθηκε κατά τρόπο που παρεβίασε δικαίωμα της ΕΣΔΑ, δυνάμει του άρθρου 46§1 ΕΣΔΑ . Το ίδιο το ΣτΕ επικαλέστηκε τη νομολογία αυτή του ΕΔΔΑ και ως προς μία άλλη αίτηση ακύρωσης που έβαλλε κατά της παράλειψης της διοίκησης να κρίνει εκ νέου, ως όφειλε, για τις εκτάσεις, ιδίως ενόψει της επίκλησης της νομολογίας αυτής του ΕΔΔΑ . γ) Με το π.δ. αυτό ορίστηκε ΖΟΕ (Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου) και επιβλήθηκαν χρήσεις γης για την προστασία του σπάνιου αυτού είδους πουλιού, όπως προβλέφθηκε στο π.δ. Άρα, επιβλήθηκε ένας περιορισμός της ιδιοκτησίας («κοινωνικός περιορισμός») της Α, που όμως δεν πρέπει να καθιστά αδρανή ή να καταργεί τον πυρήνα του δικαιώματος. Αυτό μάλιστα προκύπτει και από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), σύμφωνα με το οποίο: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα

παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Είναι αναγκαία η διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, αφ’ ενός και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου, αφ’ ετέρου και γι’ αυτό για τη στάθμιση συνυπολογίζεται και το χορηγούμενο δικαίωμα αποζημίωσης του θιγομένου προσώπου . Σε απόφασή του το ΣτΕ (για το Μαραθωνήσι και τον κόλπο Λαγανά και την προστασία της χελώνας caretta-caretta) εξειδίκευσε τα κριτήρια του ν. 1650/86 και δη του άρθρου 22 περί υποχρέωσης αποζημίωσης, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, αν τα μέτρα που επιβάλλονται προκαλούν ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας, Σελ. 99 χωρίς να χρειάζεται η έκδοση σχετικού π.δ. που θα αδρανοποιούσε έτι περαιτέρω την καταβολή της .

32o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Απεργία, δικαίωμα στην εργασία

Σελ. 100 32o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Απεργία, δικαίωμα στην εργασία Το σωματείο εργαζομένων Α των επιχειρήσεων στον τομέα της αγοράς ενέργειας, αποφασίζει καταρχήν σύμφωνα με τον νόμο τη διεξαγωγή απεργίας. Σε απάντηση, ο εργοδότης προβαίνει με τη σειρά του σε κάποια έκτακτα μέτρα, κατά τα κάτωθι ερωτήματα Ερωτάται: α) Αν οι εργαζόμενοι ειδοποιήσουν μεν τον εργοδότη νομότυπα, αλλά επειδή είχε εμφιλοχωρήσει βλάβη στο λογισμικό της εταιρείας δεν ελήφθη ποτέ η ειδοποίηση από τον εργοδότη και αν η διάρκειά της είναι τέτοια, ώστε ο ενεργειακός εφοδιασμός διακόπτεται μόνιμα για κάποια 24ωρα σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, τότε τι δύναται τυχόν να επικαλεσθεί ο εργοδότης; β) Με νόμο ορίζεται ότι, σε περίπτωση απεργίας, «ένα τυχαίως καθοριζόμενο ποσοστό απεργούντων αναγκαστικά θα προσέρχεται για εργασία». Στη δε αιτιολογική έκθεση του νόμου προβλέπεται ότι κάτι τέτοιο «τίθεται επ’ ωφελεία της ομαλής λειτουργίας της αγοράς». Είναι συνταγματική η νομοθετική αυτή πρόβλεψη, την οποία επικαλείται ο εργοδότης; γ) Μετά την έκπνευση της απεργίας, ο εργοδότης επικαλούμενος οικονομοτεχνικούς λόγους (προκληθέντες μάλιστα κατά την απεργία), προβαίνει σε απόλυση δύο εργαζομένων, οι οποίοι ανταπαντούν ότι καταπατάται το δικαίωμά τους στην εργασία. Βασίμως επικαλούνται τον ισχυρισμό; Απάντηση: α) Κανένα άλλο δικαίωμα δεν έχει ταλαιπωρηθεί νομολογιακά τόσο πολύ, όσο αυτό της απεργίας, καθώς τα δικαστήρια προβαίνουν ανελλιπώς στον έλεγχο της νομιμότητάς της, καθώς και της καταχρηστικότητάς της. Η απεργία βέβαιο είναι ότι συνιστά ultima ratio , αφού περιορίζεται ως προς τον χρόνο έναρξής της για τον μετά την Σελ. 101

αποτυχία των διαπραγματεύσεων χρόνο . Η αυτοτελής αναγνώριση της απεργίας ως ξεχωριστού συνδικαλιστικού δικαιώματος από το άρθρο 23§2 του Συντάγματος αλλά και από διεθνείς συμβάσεις αποτελεί εκδήλωση της βούλησης ισχυροποίησής της. Το δικαίωμα της απεργίας ως κορύφωση της προστασίας των συνδικαλιστικών ελευθεριών δε συνιστά μόνο ένα μέσο πίεσης για βελτίωση των όρων εργασίας αλλά και ένα εργαλείο προώθησης ζητημάτων της μακροοικονομικής πολιτικής και αναμόρφωσης του κοινωνικού συστήματος . Η πλήρης αυτή συνταγματική κατοχύρωση δεν εμποδίζει όμως την ύπαρξη νομοθετικών περιορισμών, λόγω της ζημιογόνου φύσης του δικαιώματος της απεργίας. Καθώς «το μέτωπο μεταξύ δικαιώματος και κατάχρησης παραμένει αβέβαιο», η ευρεία εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ κατά το δικαστικό έλεγχο του νομίμου της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, αποτελεί ακόμα έναν περιορισμό, με αποτέλεσμα συχνά να κρίνονται απεργίες παράνομες ως καταχρηστικές. Η συμμετοχή σε παράνομη απεργία, εξομοιούμενη με αυθαίρετη απουσία, γεννά συνέπειες όπως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, η ενδοσυμβατική, αδικοπρακτική και πειθαρχική ευθύνη των απεργών, ενώ δεν αποκλείεται και η επιβολή ποινικών κυρώσεων. Ως αντιστάθμισμα στον περιορισμό αυτόν του δικαιώματος λειτουργεί το «τεκμήριο νομιμότητας» της απεργίας, καθώς στο πλαίσιο της γενικής δικαιοκρατικής αρχής της κατανομής, νομιμοποίηση δεν χρειάζεται εκείνος που ασκεί το δικαίωμα, δηλαδή η εργατική πλευρά, αλλά η κρατική, νομοθετική ή νομολογιακή πλευρά που επιχειρεί τον περιορισμό του . Για να είναι, ωστόσο, νόμιμη η απεργία απαιτείται να αποφασίζεται από τα αρμόδια όργανα , με απόφαση του αρμόδιου οργάνου της που λαμβάνεται χώρα με ορισμένη διαδικασία, απαιτείται η προειδοποίηση του εργοδότη τουλάχιστον κάποιες επαρκείς (24) ώρες πριν και η προηγούμενη γνωστοποίηση των αιτημάτων στον εργοδότη, ο σκοπός της πρέπει να συνίσταται στη διασφάλιση και προαγωγή συλλογικών συμφερόντων Σελ. 102 των εργαζομένων , χρειάζεται και η διάθεση προσωπικού ασφαλείας ή και αντιμετώπισης των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ενώ πρέπει και να μην απαγορεύεται η προσφυγή στην απεργία από νόμο ή δικαστική απόφαση και τέλος, (αρνητικά) επιβάλλεται να μην είναι καταχρηστική. Η καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας διαπιστώνεται από το Δικαστήριο, ύστερα από τη στάθμιση των αντιθέτων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, όπως η πολύ μεγάλη ζημία στην επιχείρηση του εργοδότη, το μέγεθος της επίπτωσης των ζημιογόνων συνθηκών στο κοινωνικό σύνολο ή την εθνική οικονομία, σε συνδυασμό με τη μορφή και τη διάρκειά της, το μέγεθος της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και η προφανής ή μη δυσαναλογία με την εκ της απεργίας απειλούμενη ή επερχόμενη ζημία της επιχείρησης και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών, καθώς και το ανεδαφικό και παράνομο των αιτημάτων της απεργίας (ιδίως όταν είναι αντίθετα προς κανόνες δημόσιας τάξης), όχι όμως διότι είναι αδικαιολόγητα ή απλώς υπερβολικά . Ο εργατικός αγώνας πρέπει βέβαια, να τηρεί την ύψιστη επιταγή της αναλογικότητας . Ζητούμενο βέβαια, εδώ παραμένει το «αν» και το «πώς» της εφαρμογής της στον ιδιωτικού δικαίου χώρο του Εργατικού Δικαίου, δεδομένου ότι αποτελεί τρόπον τινά “φραγμό στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας». Εν προκειμένω, τόσο η μη ειδοποίηση του εργοδότη, όσο και η διακοπή του εφοδιασμού ενέργειας θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος απεργίας, κατά ως άνω. β) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της απεργίας αίρεται προώρως με την πολιτική επιστράτευση των απεργών, η οποία απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα και από ορισμένες διεθνείς συμβάσεις ως μορφή αναγκαστικής εργασίας (Σ 22§4) . Μόνο κατ’ εξαίρεση και για

αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών της χώρας ή για επείγουσα κοινωνική ανάγκη ή κίνδυνο της δημόσιας υγείας επιτρέπεται αυτή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστράτευση σε καιρό ειρήνης, που λαμβάνει συνήθως χώρα σε απεργίες, για την οποία προβλέπεται από το Σύνταγμα ο καθορισμός των όρων της με νόμο. Συνεπώς, κρίνεται αντισυνταγματική η νομοθετική πρόβλεψη αυτή. γ) Πρέπει ωστόσο να θέσουμε το εύλογο ερώτημα αν επιτρέπεται εξαιρετικά η καταγγελία σύμβασης των απεργών, αν, και, εφόσον, δικαιολογούνται από την απεργία, π.χ. επιχείρηση οικονομικοτεχνικών μεταβολών που οδηγούν σε κατάργηση θέσεων εργασίας , Σελ. 103 όπως φυσικά είναι δυνατό κάτι τέτοιο και κατά τη διάρκεια της απεργίας; Περαιτέρω αποτελεί η συμμετοχή του εργαζομένου στην απεργία σπουδαίο λόγος καταγγελίας μιας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή και αορίστου χρόνου); Δύναται ο εργοδότης να επικαλεστεί ότι η ιδιαίτερα αγωνιστική συμμετοχή ενός εργαζομένου του στην απεργία, αποτελεί κατ’ αντικειμενική καλή πίστη σπουδαίο λόγο καταγγελίας της μεταξύ τους σύμβασης, η οποία είναι μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών; Επί της συγκεκριμένης προβληματικής έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές θεωρήσεις: Σύμφωνα με την πρώτη, η καταγγελία είναι παράνομη μόνο αν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός της συμμετοχής του εργαζομένου στην απεργία. Συνεπώς, οι οικονομικοτεχνικοί λόγοι (που προέκυψαν λόγω της απεργίας) και οι λόγοι που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας (π.χ. διάψευση της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη) αποτελούν σπουδαίους λόγους που η επίκλησή τους καθιστά νόμιμη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Αυτή η μπορεί να γίνει ευκολότερα αποδεκτή στην περίπτωση της καταγγελίας μιας σύμβασης αορίστου χρόνου, παρά στην καταγγελία μιας σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού μόνο ως προς τη λύση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ισχύει η αρχή του αναιτιώδους της καταγγελίας. Η αντίθετη γνώμη θα είχε ως αποτέλεσμα μία απόλυτη προστασία της θέσης των απεργών, κάτι που δε συμβιβάζεται με το ισχύον δίκαιο. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, αν η καταγγελία της σχέσεως εργασίας οφείλεται σε λόγους που αποτελούν άμεση ή έμμεση συνέπεια της απεργίας, τότε οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν σπουδαίοι και να καταστήσουν την καταγγελία νόμιμη, διότι έτσι θα αποδυναμωνόταν το δικαίωμα απεργίας. Μολαταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή εδώ η εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ για την πρόληψη και αποφυγή προσχηματικών απολύσεων και καταχρηστικών εργοδοτικών ενεργειών που καλύπτονται κάτω από το μανδύα των “οικονομοτεχνικών αναπόφευκτων μεταβολών” . Κατά τη νομολογία, κάθε καταγγελία συμβάσεως εργασίας, η οποία τελεί σε στενή χρονική σύνδεση με την απεργία, φέρει ορισμένο στίγμα υποψίας και θεωρείται παράνομη. Γενικότερα, τα θέματα των απολύσεων όταν οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους εντάσσονται στην κατηγορία των «οικονομικών συμφερόντων» που αναφέρει το άρθρο 23§2 Σ, γιατί το θιγόμενο συμφέρον είναι η διακινδύνευση της απασχόλησης Σελ. 104 που συνιστά τον πρωταρχικό όρο για τη θέση του μισθωτού στην επιχείρηση. Ο εργοδότης συνεπώς μπορεί να κάνει χρήση του διευθυντικού του δικαιώματος και να προβεί σε εκμετάλλευσης ή επιχείρησης, σε απολύσεις προσωπικού κλπ. Το δικαίωμα όμως αυτό δεν αποκλείει το δικαίωμα της απεργίας. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία εάν οι απολύσεις που έγιναν για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι ή όχι δικαιολογημένες και νόμιμες . Θα ήταν εξάλλου άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι η απόφαση των συνδικαλιστικών ενώσεων για κήρυξη απεργίας θα πρέπει να περιμένει την πολυετή λήξη των δικαστικών διενέξεων για τη νομιμότητα των απολύσεων. Το Δικαστήριο που κρίνει για τη νομιμότητα της απεργίας δεν μπορεί να εξετάσει ούτε

παρεμπιπτόντως το ζήτημα του δικαιολογημένου των απολύσεων. Από τη στιγμή που τηρούνται οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και το νόμο προϋποθέσεις, δεν υπάρχει χώρος για έρευνα άλλων προϋποθέσεων. Το Σύνταγμα δεν δίνει προβάδισμα στην επιχειρηματική δράση αλλά κατά την πειστικότερη άποψη από τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Συντάγματος συνάγεται μια αξιολογική υπεροχή του δικαιώματος απεργίας λόγω του άρρηκτου δεσμού του με την αξία και προσωπικότητα του εργαζομένου . Αναλόγως της υιοθετούμενης άποψης, δίνεται και η αντίστοιχη απάντηση. 33o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Εκλογικό δικαίωμα, ενεργητικό και παθητικό

Σελ. 105 33o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Εκλογικό δικαίωμα, ενεργητικό και παθητικό Λίγο πριν τις εθνικές εκλογές, τίθεται σε ισχύ διάταξη νόμου που προβλέπει κυρώσεις για τη μη προσέλευση εκλογέα να ψηφίσει. Επίσης, ο ίδιος νόμος προβλέπει πως στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν δύνανται να ψηφίζουν οι διαμένοντες στην Ελλάδα πολίτες τρίτων χωρών, μελών της ΕΕ. Επίσης, ορίζει πως τα λευκά ψηφοδέλτια δεν συνυπολογίζονται, με την έναρξη ισχύος του νόμου, στα έγκυρα για τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου. Ακολούθως, διεξάγονται εθνικές εκλογές και οι Υ και Δ εκλέγονται βουλευτές, ενώ ο Ζ αποτυγχάνει. Ερωτάται: α) Ο εκλογέας Ε της εκλογικής περιφέρειας Π δεν προσέρχεται να ψηφίσει και ισχυρίζεται πως δεν υφίσταται νομικό πρόβλημα από την αποχή του αυτή. Έχει βάση ο ισχυρισμός αυτός; β) Είναι έγκυρη η πρόβλεψη του νέου νόμου περί των αυτοδιοικητικών εκλογών; Εξετάστε πιθανούς τρόπους προστασίας του θιγομένου. γ) Λίγο μετά τις εκλογές, ο αντίπαλος του Υ, Ζ προσβάλλει την εκλογή του, επικαλούμενος την πρόσφατη νομοθετική διάταξη, κατά την οποία τα λευκά ψηφοδέλτια δεν συνυπολογίζονται στα έγκυρα, η οποία και αντικατέστησε προγενέστερη ρύθμιση που διελάμβανε περί του αντιθέτου. Πώς μπορεί να προστατευθεί τυχόν ο εκλεγείς βουλευτής; δ) Ο δικηγόρος Δ που έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής, εκλέγεται και εν συνεχεία κατόπιν ένστασης στο ΑΕΔ εκπίπτει από το βουλευτικό αξίωμα, ενώ λίγο πριν εκδοθεί απόφαση του ΑΕΔ, ψηφίζεται νόμος που τροποποιεί τον Κώδικα Δικηγόρων και καθιστά ασυμβίβαστη τη δικηγορική. Απάντηση: α) Στη θεωρία, υφίσταται διχογνωμία για την υποχρεωτικότητα της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Ιδίως, υποστηρίζεται πως η άσκηση είναι προαιρετική, επαφιέμενη στη θέληση του δικαιούχου, ενώ εκ διαμέτρου αντίθετη φαίνεται η γνώμη περί «αρμοδιότητας» που είναι υποχρεωτική για τον δικαιούχου. Τέλος, σύμφωνα με Σελ. 106 την άποψη του Μιχαηλίδη- Νουάρου , το δικαίωμα ψήφου συνιστά «λειτουργικό δικαίωμα»: αυτό συνηγορεί υπέρ της υποχρεωτικότητας άσκησής του, όμως λαμβάνει όποιο περιεχόμενο επιθυμεί ο εκλογέας. Οι δε κυρώσεις από τη μη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος υφίστανται ούτως ή άλλως στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά σπανίως εφαρμόζονται. Έχουν

δε χαρακτήρα περισσότερο έντονης υπόδειξης, παρά σκοποθεσία ποινικού κολασμού κλπ. β) Κατ' άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι εισαγόμενοι έμμεσοι περιορισμοί είναι μείζονος σημασίας για τον καθορισμό της συνάφειας των σκοπών που επιδιώκουν αυτοί προς τα δικαιώματα που εγγυάται η διάταξη αυτή. Ασφαλώς, ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να εισαγάγει έναν επιπρόσθετο περιορισμό, «για να αιτιολογήσει έναν περιορισμό, υπό την προϋπόθεση ότι η συμβατότητα του σκοπού αυτού προς την αρχή της υπεροχής του δικαίου και τους γενικούς σκοπούς της Σύμβασης αποδεικνύεται υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες μίας υπόθεσης.» Ως απώτατο όριο αναδεικνύεται η τήρηση των όρων του αυτού άρθρου. Σύμφωνα με αυτό θα κριθεί και η συμβατότητα του αποκλεισμού από το δικαίωμα ψήφου «οποιωνδήποτε ομάδων ή κατηγοριών του γενικού πληθυσμού», ενώ στη συνέχεια του σκεπτικού, το ΕΔΔΑ αναφέρει πως η εσωτερική νομοθεσία που επιβάλλει μία ελάχιστη ηλικία ή προϋπόθεση κατοικίας είναι κατ’ αρχήν συμβατή προς το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αυτού της ΕΣΔΑ. Κατά δε ρητή συνταγματική επιταγή, το εκλογικό δικαίωμα, απονέμεται στον λαό «υπό στενή έννοια», ως στοιχείο του Κράτους, δηλ. καταρχήν, σε όλους τους Έλληνες πολίτες, τους έχοντες την ελληνική ιθαγένεια . Αλλά με τον Ν. 3838/2010 επήλθε σε διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος, αφού ιδίως στις Ευρωεκλογές και Αυτοδιοικητικές εκλογές δύνανται (και υποχρεούνται!) να ψηφίσουν και οι διαμένοντες στην Ελλάδα πολίτες κρατών-μελών της ΕΕ. Τυχόν θεωρητικές ενστάσεις περί απάμβλυνσης της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να αποκλείονται. γ) Τη νομολογία – μεταξύ άλλων – και του ΕΔΔΑ απασχόλησε το ζήτημα των λευκών ψηφοδελτίων. Οι προσφεύγοντες σε αυτό ισχυρίστηκαν, ειδικότερα, ότι, λόγω της απώλειας της βουλευτικής τους έδρας βάσει απόφασης του ΑΕΔ, προσεβλήθη το δικαίωμα του εκλέγεσθαι που διέθεταν, αλλά και το δικαίωμανα διατηρούν τηνέδρα τους στο ελληνικό κοινοβούλιο, κατά παράβαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το ΑΕΔ το 1999 επιβεβαίωσε μία πάγια νομολογία, κατά την οποία απαγορεύεται να λαμβάνονται υπόψη τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια για τον υπολογισμό Σελ. 107 του εκλογικού μέτρου (βλ. και ΣτΕ 799/1996 κλπ.). Κατά το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, «προστατεύεται το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές. Τα εκεί απονεμόμενα δικαιώματα αυτά δεν είναι απόλυτα. «Υπάρχει χώρος για «περιορισμούς που εξυπακούονται» και πρέπει να καταλείπεται στα Συμβαλλόμενα Κράτη σχετικό περιθώριο εκτιμήσεως που είναι ευρύ. Το ΕΔΔΑ εντούτοις πρέπει να πείθεται ότι οι όροι στους οποίους υπόκεινται τα δικαιώματα ψήφου ή εκλογιμότητας, δεν περιορίζουν τα εν λόγω δικαιώματα σε σημείο που να πλήττεται η ίδια η ουσία τους και να στερούνται αποτελεσματικότητας, ότι επιδιώκουν έναν θεμιτό σκοπό και ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα δεν είναι δυσανάλογα, συνεπώς το ΕΔΔΑ προβαίνει στον απαιτούμενο έλεγχο αναλογικότητας. Η αμεροληψία και αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εκλογής, που διεξάγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία πρέπει να τηρούνται από τους εισαγόμενους όρους. «Επίσης, μόλις εκφρασθεί ελεύθερα και δημοκρατικά η λαϊκή βούληση, ουδεμία μεταγενέστερη μεταβολή στην οργάνωση του εκλογικού συστήματος δύναται να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της επιλογής αυτής, εκτός και αν υφίστανται επιτακτικοί για τη δημοκρατική τάξη λόγοι.» Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι εξελέγησαν όταν ακόμα ο Εκλογικός Νόμος προέβλεπε την προσμέτρηση στο σύνολο των λευκών ψηφοδελτίων. Το ΕΔΔΑ δεν έκρινε γενικώς επί του θέματος των λευκών ψηφοδελτίων, ζήτημα για το οποίο γενικώς διαθέτουν τα συμβαλλόμενα μέρη περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, αλλά έκρινε περί της επικαλούμενης παραβίασης των δικαιωμάτων των προσφευγόντων. Αφού, επεξηγηματικά, αυτοί ελεξέγησαν, αναμένοντας ότι θα εφαρμοστεί ο Εκλογικός Νόμος που ίσχυε όταν κατέβαιναν σε εκλογές, αιφνιδιάστηκαν από την κρατική συμπεριφορά.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η παράλειψη πολλών διατάξεων του εκλογικού νόμου στο πλαίσιο εκλογών οι οποίες έχουν ήδη διενεργηθεί, δύναται να αλλοιώσει την εκπεφρασμένη βούληση του εκλογικού σώματος» που μπορεί να συνίσταται σε αποδοκιμασία όλωτν των εκλογικών σχηματισμών. Ωστόσο, « κατόπιν της νομολογιακής μεταστροφής, τα λευκά ψηφοδέλτια αυτών των εκλογέων ερμηνεύθηκαν ως θετικές ψήφοι υπέρ όλων των πολιτικών κομμάτων…Μία τέτοια κατάσταση δεν είναι συμβατή με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έχει θεσπισθεί «η αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των πολιτών κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους όσον αφορά τη συμμετοχή στις εκλογές, τόσο υπό την ιδιότητα του εκλογέως όσο και υπό αυτή του εκλόγιμου». Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ . δ) Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο του επαγγέλματος του δικηγόρου (και του ασκουμένου, βλ. Κώδικα Δικηγόρων, άρθρο 10§2) για τους βουλευτές προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα κατά την αναθεώρησή του το 2001 (άρθρο 57 Σ). Παρόλα Σελ. 108 αυτά, «ο νόμος εφαρμογής δεν εκδόθηκε ποτέ, αφού το νομοσχέδιο απορρίφθηκε από την Βουλή τον Φεβρουάριο του 2003. Όμως, το άρθρο 115§7 του αναθεωρημένου Συντάγματος ανέφερε ότι το εν λόγω ασυμβίβαστο θα άρχιζε να ισχύει με την έκδοση του νόμου εφαρμογής που προβλεπόταν από το άρθρο 57 και, το αργότερο, την 1/1/2003». Θα μπορούσε εν προκειμένω να προσφύγει στο ΕΔΔΑ μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων . «Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου φαίνεται… διαφορετικό από τις άλλες διατάξεις της Σύμβασης…διότι διατυπώνει την υποχρέωση για τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη να οργανώνουν εκλογές μέσα σε συνθήκες που εξασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού και όχι ειδικώς ένα δικαίωμα ή μία ελευθερία. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών εργασιών του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 και της ερμηνείας που δίνεται στην διάταξη αυτή μέσα στο πλαίσιο της Σύμβασης στο σύνολό της, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο αυτό εγγυάται υποκειμενικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα ψήφου και εκείνο του να θέτει κανείς υποψηφιότητα σε εκλογές.» Εν τούτοις, τα δικαιώματα αυτά δεν είναι απόλυτα. Υπάρχει θέση για «σιωπηρούς περιορισμούς», και στα συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να χορηγείται διακριτική ευχέρεια σχετικώς. Το ΕΔΔΑ βεβαίως έκρινε τις συγκεκριμένες συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών και εστιάζει στο ότι «κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η εκλογή θα μπορούσε να έχει ελάττωμα και να κριθεί ελαττωματική κατά την διάρκεια της περιόδου για την οποία εξελέγη». Το Σ επίσης χορηγεί στους εκλεγέντες βουλευτές προθεσμία οκτώ ημερών από την εκλογή τους για να επιλέξουν μεταξύ του βουλευτικού αξιώματός τους και της επαγγελματικής δραστηριότητός τους. Σαφώς θα μπορούσε να προβληθεί και η αντίθετη γνώμη, όπως εκφράστηκε από το ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία τυχόν γενική απαγόρευση να έχει κανείς μία απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα προσβάλλει πράγματι την «ιδιωτική ζωή» του. Παρόμοια ζητήματα τίθενται και από την απαγόρευση να είναι ο δικηγόρος μοναχός .

34o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δίκαιη δίκη, τεκμήριο αθωότητας κατηγορουμένου

Σελ. 109 34o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δίκαιη δίκη, τεκμήριο αθωότητας κατηγορουμένου Ο Α αθωώνεται με αμετάκλητη απόφαση του αρμόδιου ποινικού δικαστήριου για το έγκλημα του βιασμού της Γ. Η Γ εντός του προβλεπόμενου χρόνου και μέχρι την παραγραφή της αστικής αξίωσής της κατά του βιαστή της Α, ασκεί στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο αγωγή, με την οποία ζητά αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, καθώς και αποζημίωση από αδικοπραξία. Το δικαστήριο αυτό κρίνει πως οι αξιώσεις της Γ είναι βάσιμες και καταδικάζουν σε αποζημίωση τον Α. Ερωτάται: Ακολούθως, ο Α αποφασίζει να προσφύγει στο ΕΔΔΑ. Ποια θα είναι η τύχη της προσφυγής του;282 Απάντηση: Όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία και νομολογία, οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν δεδικασμένο έναντι των πολιτικών δικαστηρίων δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 324 ΚΠολΔ, εκτός αν έκριναν αστικής φύσης ζητήματα κυρίως ως προς την πολιτική αγωγή (νυν: υποστήριξη κατηγορίας) που ασκήθηκε ενώπιόν τους . Κατ’ άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ, «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», ενώ ίδια διατύπωση παραθέτει και η διάταξη του άρθρου 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, (κυρωθέν με τον Ν 2642/1997) που ορίζει ότι «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως ότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με τον νόμο». Οι διατάξεις αυτές προασπίζουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου . Όπως γίνεται δεκτό, επίσης «Το τεκμήριο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής Σελ. 110 φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου» . Το οικείο άρθρο της ΕΣΔΑ αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε η κατ’ αυτών ποινική δίωξη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές ή άλλα όργανα σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για την παράβαση που τους είχε αποδοθεί και αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι το τεκμήριο της αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμβάλλει κυρίως στην τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και προωθεί ταυτόχρονα τον σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου προσώπου . Έτσι, τυχόν μεταγένεστερες αποφάσεις που, μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου, ερμηνεύουν, για τις ανάγκες της νέας δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του, παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητάς του, όπως αυτό κατοχυρώνεται με τις ως άνω διατάξεις . Η προσφυγή του Α στο ΕΔΔΑ είναι βάσιμη. 35o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στη ζωή και στην αξία του ανθρώπου, κατάρριψη επιβατηγού αεροπλάνου που τελεί υπό αεροπειρατεία

Σελ. 111 35o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στη ζωή και στην αξία του ανθρώπου, κατάρριψη επιβατηγού αεροπλάνου που τελεί υπό αεροπειρατεία Νόμος για την ασφάλεια των αεροπορικών μεταφορών προβλέπει τη δυνατότητα ρίψης επιβατηγού αεροσκάφους, με διαταγή του υπουργού άμυνας, εάν αυτό τελεί υπό αεροπειρατεία και η χρήση του θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή άλλων ανθρώπων και πάντα στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας. Αεροπειρατές καταλαμβάνουν τον έλεγχο αεροπλάνου με 170 επιβάτες και σκοπεύουν να το ρίξουν σε γήπεδο ποδοσφαίρου, το οποίο βρίσκεται μέσα στον ιστό της πόλης και μάλιστα κατά τη διάρκεια επίσημου αγώνα μεταξύ εθνικών ομάδων, τον οποίο παρακολουθούν 70.000 φίλαθλοι. Ο χρόνος δεν επαρκεί ώστε να εκκενωθεί το στάδιο και η κυβέρνηση δίνει εντολή στην πολεμική αεροπορία να καταρρίψει το επιβατηγό αεροπλάνο. Ερωτάται: α) Είναι σύμφωνος προς το Σύνταγμα ο νόμος και η εντολή της κυβέρνησης υπό το φως των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών; β) Θα άλλαζε η απάντηση σας εάν το γήπεδο βρισκόταν σε απομακρυσμένη τοποθεσία και υπήρχε χρόνος ώστε να εκκενωθεί ασφαλώς; Απάντηση: α) Η κατάρριψη πολιτικού αεροσκάφους και ο αναπόφευκτος θάνατος των επιβατών του προκείμενου να σωθούν χιλιάδες άνθρωποι στο έδαφος αναδεικνύει μια πολύπλευρη σύγκρουση στη συνταγματική τάξη εγείροντας ταυτόχρονα έντονα ηθικά ζητήματα. Ο θάνατος των επιβατών του αεροπλάνου που «κατευθύνεται δίκην έμψυχου πυραύλου» και μάλιστα με θετική ενέργεια του κράτους, φαίνεται να προσκρούει στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου (άρθρα 2§1, 5§2, 5§5 και 25§1 του Σ), αλλά να υπαγορεύεται από το δημόσιο συμφέρον και τη δημόσια ασφάλεια που απαιτούν (ερειδόμενα στα ίδια ως άνω άρθρα του Συντάγματος) την προστασία των ανθρώπινων ζωών που βρίσκονται στο γήπεδο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια στάθμιση που αφορά στο ίδιο έννομο αγαθό (ανθρώπινη ζωή Σελ. 112 και αξιοπρέπεια) και θέτει το ερώτημα αν το κράτος μπορεί να λάβει θετικά μέτρα , στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας, για να προστατεύσει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων θυσιάζοντας τις ζωές άλλων λιγότερων ανθρώπων. Πριν προβούμε στη στάθμιση των ως άνω δικαιωμάτων, δέον να εξετάσουμε την έννοια της δημόσιας ασφάλειας. Η δημόσια ασφάλεια είναι μια έννοια σύνθετη και σε μεγάλο βαθμό αφηρημένη που συνδέεται με το «κράτος πρόληψης» . Η πρόληψη συνυφαίνεται με το κράτος δικαίου και την άσκηση της δημόσιας εξουσίας υπό τη μορφή προληπτικής δράσης του κράτους που σκοπεί «ιδίως στην αποτροπή της τέλεσης αξιόποινων πράξεων και στη διαφύλαξη των εννόμων αγαθών από ενδεχόμενες προσβολές» . Η δημόσια ασφάλεια, ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος , χρησιμοποιείται ως λόγος περιορισμού άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων. Η στάθμιση ωστόσο μεταξύ δημόσιας ασφάλειας αφενός και θεμελιωδών δικαιωμάτων αφετέρου συνιστά διακύβευμα με εύθραυστη ισορροπία . Όπως έχει προειπωθεί, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει ο περιορισμός του δικαιώματος

να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και stricto sensu αναλογικός. Στην περίπτωσή μας η κατάρριψη του αεροσκάφους ήταν αναγκαία ώστε να σωθούν οι ευρισκόμενοι στο έδαφος δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προστατευτεί η ζωή τους ελλείψει επαρκούς χρόνου για την εκκένωση του γηπέδου. Ως εκ τούτου η προστασία Σελ. 113 της ζωής των φιλάθλων δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί με άλλο τρόπο. Ταυτόχρονα το μέτρο της κατάρριψης παρουσιάζεται ως κατάλληλο καθόσον είναι πρόσφορο στο να προστατεύσει τους ανθρώπους στο έδαφος, είναι ικανό να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Ερώτημα παραμένει ωστόσο αν η κατάρριψη είναι stricto sensu αναλογική, αν επιτυγχάνει δηλαδή εύλογη σχέση μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τα μειονεκτήματα της ρύθμισης δεν υπερβαίνουν τα πλεονεκτήματα αυτής και οδηγούν σε μεγαλύτερη βλάβη του εννόμου αγαθού που υποχωρεί κατά τη στάθμιση. Στο ερώτημα αυτό, έδωσε απάντηση – ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενη και υποκείμενη σε οξεία κριτική – το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας το οποίο έκρινε ότι τέτοια διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική καθώς η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απόλυτη και απαραβίαστη και κανένας λόγος δημοσίας ασφάλειας δεν δικαιολογεί την υποχώρηση του απαραβίαστου αυτού. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο σημείωσε ότι η κατάρριψη του πολιτικού αεροσκάφους από το κράτος οδηγεί στη μεταχείρισή τους ως “απλά αντικείµενα” που υπηρετούν την επιχείρηση διάσωσης που αποσκοπεί στην προστασία άλλων ανθρώπων. Το Δικαστήριο συνέχισε λέγοντας ότι η “αντικειμενικοποίηση” των επιβατών αποτελεί περιφρόνησή τους ως “υποκειµένων µε αξιοπρέπεια και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα” . Συνεπώς τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη στάθμιση κατά των επιβατών των οποίων θίγεται βάναυσα το έννομο αγαθό της ζωής. Ωστόσο, η απόφαση αυτή του Οµοσπονδιακού Δικαστηρίου δέχτηκε δριμύτατη κριτική – ορθώς κατά την άποψη των γραφόντων – για μια σειρά από εξόφθαλμους λόγους. Ειδικότερα, η λύση που προέκρινε το δικαστήριο επιλύει τη σύγκρουση μονόπλευρα υπέρ της αξιοπρέπειας των ευρισκόμενων στο αεροπλάνο περιφρονώντας την αξιοπρέπεια των ανθρώπων στο γήπεδο, αποδεχόμενο έτσι τη θανάτωση των δεύτερων, τη στιγμή μάλιστα που οι ευρισκόμενοι στον αέρα δεν είχαν καμία ελπίδα να σωθούν (οι αεροπειρατές θα κατέπιπταν το αεροπλάνο έτσι κι αλλιώς). Ταυτόχρονα, η συλλογιστική που ακολούθησε το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε το σκοπό της κατάρριψης από τα πολεμικά αεροπλάνα, ο οποίος δεν ήταν ο θάνατος των επιβατών, αλλά η προστασία ανθρώπινων ζωών η οποία μάλιστα συνιστά και υποχρέωση του κράτους . Επίσης, δογματικά εμφανίζεται παράδοξη η θέση του δικαστηρίου ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απόλυτη και απαραβίαστη, τη στιγμή που η συνταγματική Σελ. 114 θεωρία και προηγούμενη νομολογία του ίδιου δικαστηρίου δέχεται ότι εξαιρέσεις από την προστασία της ζωής του ανθρώπου (πχ σε περιπτώσεις άμυνας). Συνεπώς, αν επιτρέπεται εξαίρεση στην περίπτωση του μείζονος (ζωή) γιατί δεν γίνεται δεκτή εξαίρεση στην περίπτωση του ελάσσονος (ανθρώπινη αξιοπρέπεια). Η πράξη των τρομοκρατών να καταλάβουν αεροσκάφος και να το κατευθύνουν πάνω σε περιοχή/κτίριο γεμάτο ανθρώπους αποτελεί άδικη και παρούσα επίθεση κατά αυτών και του εννόμου αγαθού της ζωής τους. Το κράτος λοιπόν καλείται να ενεργήσει και να λάβει απόφαση μεταξύ δύο αντίρροπων καθηκόντων, ήτοι να προστατεύσει τους απειλούμενους στο έδαφος αφενός (καθήκον ενέργειας) και αφετέρου να απόσχει από κάθε πράξη που θα επιφέρει το θάνατο στους επιβάτες (καθήκον παράλειψης). Είναι εμφανές ότι τα αντίρροπα καθήκοντα είναι ίδιας βαρύτητας καθώς το επαπειλούμενο έννομο αγαθό (ζωή), η σοβαρότητα της απειλής (προσβολή ζωής που οδηγεί στο θάνατο) και το μέγεθος του κινδύνου είναι ακριβώς τα ίδια . Συνεπώς η σύγκρουση δεν μπορεί να λυθεί

υπέρ του υπέρτερου καθήκοντος σε βάρος του υποδεέστερου αφού τέτοια σχέση δεν υπάρχει εδώ, λαμβάνοντας επομένως διάσταση “ο θάνατός σου – η ζωή μου”. Για την ολοκλήρωση της συλλογιστικής μας, έχει ενδιαφέρον να προσθέσουμε στην εξίσωση και επιχειρήματα που αντλούνται από τη θεωρία του ποινικού δικαίου. Με βάση θεωρίες του ποινικού δικαίου , η σύγκρουση ενός καθήκοντος ενέργειας (παροχής βοήθειας) και ενός καθήκοντος παράλειψης (παράλειψη θανάτωσης) εμφανίζει τρεις κατηγορίες : α) σωρευτική κοινότητα ανισοβαρούς κινδύνου, όπου ορισμένα πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να σωθούν, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα που εμπλέκονται στην ίδια κατάσταση είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πεθάνουν. Η θυσία των δεύτερων σε χρόνο προγενέστερο από το χρόνο που θα επερχόταν ο κατά τα άλλα βέβαιος θάνατός τους, συνεπάγεται την σωτηρία των πρώτων. Οι πιθανότητες σωτηρίας λοιπόν είναι εκ των προτέρων ασύµµετρα κατανεµηµένες. Αν όμως ο θάνατος των δεύτερων δεν επέλθει στον προγενέστερο χρόνο, τότε ούτε οι πρώτοι θα σωθούν. Σελ. 115 β) σωρευτική κοινότητα ισοβαρούς κινδύνου, όπου απειλείται εξίσου η ζωή περισσότερων ανθρώπων, εκ των οποίων µερικοί µπορούν να σωθούν, εάν θυσιασθούν κάποιοι άλλοι, διαφορετικά όλοι είναι χαµένοι (αερόστατο είναι έτοιμο να πέσει, ο χειριστής αποφασίζει να ρίξει ορισμένους επιβάτες ώστε να σωθούν οι υπόλοιποι. Όλοι οι επιβάτες κινδυνεύουν εξίσου και κανένας δεν βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση). γ) διαζευκτική κοινότητα κινδύνου όπου απειλείται η ζωή προσώπων, τα οποία μπορούν να σωθούν, εάν θανατωθούν κάποια άλλα πρόσωπα, που µέχρι εκείνη την στιγµή βρίσκονταν εκτός κινδύνου (σταθμάρχης βλέπει δύο τρένα να είναι έτοιμα να συγκρουστούν, αλλάζει την πορεία του δεύτερου το οποίο πέφτει πάνω και σκοτώνει ανθρώπους οι οποίοι δεν βρίσκονταν σε κίνδυνο προηγουμένως). Η αεροπειρατεία προσιδιάζει στην πρώτη περίπτωση, ήτοι αυτή της σωρευτικής κοινότητας ανισοβαρούς κινδύνου. Οι άτυχοι επιβάτες της πτήσης είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πεθάνουν μόλις οι τρομοκράτες ρίξουν το αεροπλάνο πάνω στο γήπεδο. Αντιθέτως, είναι απολύτως βέβαιο ότι οι φίλαθλοι στον αγώνα ποδοσφαίρου θα σωθούν αν το αεροσκάφος που τελεί υπό αεροπειρατεία καταρριφθεί πριν φτάσει στο γήπεδο. Οι πιθανότητες σωτηρίες των μεν και των δε είναι προκαθορισμένες και δεν αποτελούν επιλογή της κρατικής εξουσίας. Το ποιος θα είναι θύμα δεν καθορίζεται από το κράτος αλλά είναι προϊόν της ίδιας της πραγματικότητας και το κράτος δεν ασκεί κανένα έλεγχο επ’ αυτής της εξωτερικής καταστάσεως . Συνεπώς, με βάση τα ως άνω, ο νόμος και η εντολή της κυβέρνησης να καταρριφθεί το αεροσκάφος πρέπει να θεωρεί ότι πληρούν και το κριτήριο της αναλογικότητας stricto sensu. β) Διαφορετική θα ήταν η απάντησή μας στην περίπτωση όπου υπήρχε βεβαιότητα ότι στόχος των αεροπειρατών είναι το γήπεδο το οποίο είχε εκκενωθεί ασφαλώς και βρισκόταν σε απομακρυσμένη περιοχή έξω από τον ιστό της πόλης. Στην περίπτωση αυτή οι 70.000 φίλαθλοι δεν θα κινδύνευαν ενώ οι τρομοκράτες – βλέποντας το άδειο γήπεδο και τη ματαίωση των αρχικών σχεδίων τους – δεν θα είχαν την εναλλακτική να ρίξουν το αεροπλάνο σε άλλο χώρο ή κτίριο σκοτώνοντας άλλους ευρισκόμενους στο έδαφος. Το κράτος θα έπρεπε να απόσχει από κάθε ενέργεια που θα θανάτωνε τους επιβάτες, η δε παράλειψη ενέργειας του κράτους δεν θα έθετε σε κίνδυνο πολλώ δε μάλλον δεν θα καταδίκαζε σε θάνατο άλλους ανθρώπους. 36o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ισότητα δύο φύλων, θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών

Σελ. 116 36o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ισότητα δύο φύλων, θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών Διάταξη του Κανονισμού Περίθαλψης του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων προβλέπει τη χορήγηση του επιδόματος παραμονής ανήλικων τέκνων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς μόνον στις ασφαλισμένες γυναίκες δικηγόρους και ασκούμενες δικηγόρους. Άνδρας δικηγόρος και πατέρας δύο τέκνων αιτείται από το Ταμείο Προνοίας τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος αλλά το Ταμείο αρνείται επικαλούμενο την ανωτέρω διάταξη του Κανονισμού. Ο δικηγόρος προσφεύγει στο δικαστήριο κατά της απορριπτικής απόφασης του Ταμείου. Στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας των δύο φύλων και με στόχο να εξασφαλιστεί ότι η θέση των γυναικών στον εργασιακό χώρο θα είναι ισότιμη με αυτή των ανδρών, η Βουλή ψήφισε νόμο ο οποίος ορίζει ότι σε κάθε Υπηρεσιακό Συμβούλιο (επιλαμβάνεται επί θεμάτων της υπηρεσιακής και πειθαρχικής κατάστασης των υπαλλήλων του Δημοσίου) θα συμμετέχει υποχρεωτικώς μια τουλάχιστον γυναίκα η οποία θα διαθέτει βεβαίως τα εκ του νόμου τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ερωτάται: α) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο; Είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα και συγκεκριμένα με την αρχή της ισότητας η διάταξη του Κανονισμού; β) Είναι σύμφωνη προς την αρχή της ισότητας η λήψη θετικών μέτρων που λαμβάνονται υπέρ των γυναικών με σκοπό την μείωση των ανισοτήτων στον εργασιακό χώρο; Απάντηση: α) Το Σύνταγμα στις διατάξεις των άρθρων 4§2 και 116§2 Σ κατοχυρώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, ενώ η ισότιμη συμμετοχή των εργαζόμενων συζύγων στη δημιουργία οικογένειας προστατεύεται συνταγματικώς με το άρθρο 21. Τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες εργαζόμενοι βαρύνονται εξίσου με την ανατροφή των τέκνων τους. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη του Κανονισμού εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών δικηγόρων ασφαλισμένων του Ταμείου, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να εδράζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες ή να δικαιολογείται από άλλους αποχρώντες λόγους . Σελ. 117 β) Το ΣτΕ δέχτηκε με απόφασή του ότι παρότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τυπικώς την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων (άρθρο 4 Σ), στην πράξη εξωνομικοί παράγοντες, ήτοι οι παγιωμένες κοινωνικές προκαταλήψεις, οδηγούν σε διακρίσεις και ανισότητες εις βάρος του γυναικείου φύλου . Το ΣτΕ λοιπόν έκρινε ότι ο νομοθέτης μπορεί να υιοθετήσει θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών αποκλίνοντας προσωρινώς από την τυπική ισότητα του Συντάγματος ώστε να εξασφαλίσει την πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Η συνταγματικότητα των θετικών μέτρων προβλέπεται ρητώς και από το άρθρο 116§2 Σ το οποίο ορίζει ότι η λήψη τέτοιων μέτρων δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου . Δεδομένων των εξωνομικών εμποδίων στην πραγμάτωση της ισότητας, τα θετικά μέτρα είναι συνταγματικά, πάντα δε τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα, τα θετικά μέτρα πρέπει να είναι αναγκαία, κατάλληλα και να βρίσκονται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση θετικών μέτρων, οφείλει να εισάγει γενικά, αφηρημένα και αντικειμενικά κριτήρια. Η προσωρινότητα των μέτρων είναι ακόμα ένα κριτήριο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Αναμφίβολα, τα μέτρα που αποσκοπούν στην πραγμάτωση της ισότητας υπέρ των γυναικών δεν έχουν πλέον συνταγματική

νομιμοποίηση όταν οι διακρίσεις εκλείψουν. Αναφορικά με την εν λόγω ρύθμιση του πρακτικού για τη συμμετοχή γυναικών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για θετικό μέτρο με τη μορφή ποσόστωσης. Η ρύθμιση είναι συνταγματική ως αναγκαία, κατάλληλη και stricto sensu αναλογική για τους λόγους που αναπτύχθηκαν ανωτέρω και επιπροσθέτως διότι ο νόμος δεν επιβάλλει τη συμμετοχή των γυναικών σε κάθε περίπτωση αλλά μόνο εφόσον διαθέτουν τα απαιτούμενα εκ του νόμου προσόντα. Τα δε προσόντα έχουν θεσπιστεί νομοθετικώς κατά τρόπο ομοιόμορφο και γενικό και ισχύουν τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Ως εκ τούτου, η επέμβαση του νομοθέτη με την εισαγωγή ποσόστωσης υπέρ των γυναικών δεν εισάγει διάκριση επί τη βάσει υποκειμενικών κριτηρίων. Αντιθέτως, η νομοθετική επέμβαση σκοποί στην άρση των πραγματικών εμποδίων στην πραγμάτωση της τυπικής ισότητας των δύο φύλων. 37o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αυτοδιοίκητο σωματείων, δικαίωμα συνένωσης

Σελ. 118 37o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Αυτοδιοίκητο σωματείων, δικαίωμα συνένωσης Προσφάτως ψηφισθείς νόμος τρέπει το πλειοψηφικό σύστημα εκλογής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) σε αναλογικό. Παράλληλα ορίζει ότι το ¼ των μελών αυτών θα ορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής σε τριετή βάση. Ερωτάται: α) Είναι νόμιμη μια τέτοιου είδους παρέμβαση στη λειτουργία της Ομοσπονδίας; β) Θα διαφοροποιείτο η απάντηση, εφόσον ο νόμος προέβλεπε την αυτοδίκαιη έκπτωση των μελών αυτών σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης τους για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μέσω δραστηριοτήτων της Ομοσπονδίας; Απάντηση α) Το άρθρο 12 Σ. κατοχυρώνει την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι υπό την έννοια της ίδρυσης ενώσεων προσώπων με ελεύθερη πρωτοβουλία των μελών τους και δίχως εξάρτηση από την έκδοση προηγούμενης άδειας εκ μέρους της Πολιτείας. Η λειτουργία των ενώσεων αυτών διέπεται αποκλειστικά από τα καταστατικά τους ή από τις τυχόν άλλες συλλογικές συμβάσεις, βάσει των οποίων συνιστώνται. Οιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση παρεμβαίνουσα στη λειτουργία τους ή καθορίζουσα διαφορετικούς σκοπούς ή μέσα προς υλοποίηση αυτών είναι ανεπίτρεπτη. Συγκροτείται συνεπώς ένα δικαίωμα αυτοδιοίκησης των ενώσεων αυτών, εφόσον οι λειτουργίες τους καθορίζονται και οργανώνονται κυριαρχικά από τα μέλη τους στις οικείες ιδρυτικές συλλογικές συμφωνίες τους . Ο νομοθετικός καθορισμός του συστήματος εκλογής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΟ, καθώς η εκλογή ορισμένου ποσοστού των μελών αυτών απευθείας από όργανα της νομοθετικής εξουσίας παρεμβαίνουν ευθέως στην εσωτερική λειτουργία της ένωσης και προσβάλλουν συνεπώς το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα αυτοδιοίκησής της. β) Το αυτοδιοίκητο της ένωσης περιλαμβάνει μόνον τα εσωτερικά οργανωτικά/λειτουργικά της ζητήματα. Κάμπτεται σε περίπτωση που συμπλέκεται με ζητήματα ευρύτερης Σελ. 119

σημασίας αναγόμενα σε δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες συνιστούν αντικείμενο της κρατικής εποπτείας και μέριμνας. Ζητήματα αφορώντα στην ποινική διαγωγή των μελών της ένωσης και ο αντίκτυπος αυτής στη λειτουργία της ελέγχονται νομίμως από το κράτος. Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ενεργοποιεί τον κατασταλτικό μηχανισμό των συντεταγμένων οργάνων της πολιτείας και εξέρχεται συνεπώς του προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας συνένωσης .

38o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελευθερία τύπου, στρατευμένη διαφήμιση (άμβλωση)

Σελ. 120 38o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ελευθερία τύπου, στρατευμένη διαφήμιση (άμβλωση) Αφίσα στο Μετρό με το σύνθημα «Αφήστε με να ζω» καλεί τους πολίτες της πρωτεύουσας να καταδικάσουν τις αμβλώσεις ως μη αποδεκτό μέσο αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής. Ύστερα από απόφαση του αρμόδιου Υπουργού η αφίσα απομακρύνεται με την αιτιολογία ότι προκαλεί το κοινό αίσθημα και διχάζει τον κοινωνικό ιστό επιφέροντας κοινωνικές αναταραχές. Ερωτάται: Νομίμως απομακρύνθηκε με παρέμβαση της Πολιτείας η αφίσα; Απάντηση Το άρθρο 14 Σ κατοχυρώνει την ελευθερία του τύπου υπό την έννοια της απαγόρευσης εξάρτησης μιας δημοσίευσης από προηγούμενη διοικητική άδεια. Η προστασία της ελευθεροτυπίας κάμπτεται σε περίπτωση που η δημοσίευση λαμβάνει χώρα σε ειδικά διαφημιστικά πλαίσια, όπως αυτά των κοινόχρηστων χώρων του Μετρό, τα οποία προορίζονται για εμπορική εκμετάλλευση. Ιδιαίτερα εφόσον πρόκειται για στρατευμένη δημοσίευση αναφερόμενη σε εξαιρετικά διχαστικό και επίκαιρο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα, όπως αυτό των αμβλώσεων. Η αφαίρεση της δημοσίευσης δε θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο και μόνο για λόγους αντίθεσης της κρατικής εξουσίας προς το περιεχόμενο του μηνύματος που προωθείται. Ακόμα και αν αυτό προκαλεί το κοινωνικό αίσθημα, σοκάρει την κοινή γνώμη ή ταράζει την ηρεμία του κοινωνικού βίου με τη ριζοσπαστικότητά του, προστατεύεται πλήρως από το πεδίο του άρθρου 14 Σ. Κριτήριο νομιμότητας μιας δημοσίευσης δε συνιστά ασφαλώς η αποδοχή της από σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Εφόσον δεν προσβάλλει δικαιώματα τρίτων και δεν παρακινεί ευθέως σε πράξει βίας ή σε περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων, είναι καθ’όλα συνταγματικά ανεκτή. Η αφαίρεση της αφίσας με πράξη του αρμόδιου πολιτειακού οργάνου σαφώς ελέγχεται στη βάση της αρχής της αναλογικότητας. Θα πρέπει να κριθεί εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο περιορισμός του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας υπό αυτή τη μορφή πληροί τα κριτήρια της καταλληλότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας εν στενή εννοία, ώστε να κριθεί συνταγματικά ανεκτός. Η παρουσιασθείσα αιτιολογία Σελ. 121 δε φαίνεται να πληροί τα κριτήρια αυτά, καθώς δεν αρκεί για τον περιορισμό του δικαιώματος η πρόθεση αποσυμφόρησης της κοινωνικής αγανάκτησης για το περιεχόμενο του μηνύματος της δημοσίευσης. Σαφώς και θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η θέση του διαφημιστικού πλαισίου (χώρος με υψηλή προσέλευση καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας)

ενισχύει τη δυναμικότητα του μηνύματος υπό την έννοια ότι το κοινό υποχρεωτικά εκτίθεται στο περιεχόμενό του, είτε το θέλει είτε όχι. Προσβάλλεται έτσι η αρνητική έκφανση της ελευθερίας του τύπου, υπό την έννοια ότι το κοινό λαμβάνει γνώση ενός μηνύματος που πιθανώς θα ήθελε να αποφύγει. 39o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εργασία, άτομα με αναπηρίες

Σελ. 122 39o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στην εργασία, άτομα με αναπηρίες Ο ψηφισθείς Ν. 2643/1998 από τη Βουλή προβλέπει σχετικώς: Άρθρο 2. «1. Α) Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, ελληνικές ή ξένες, που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, καθώς και οι θυγατρικές τους εταιρείες, εφόσον απασχολούν προσωπικό πάνω από πενήντα (50) άτομα, υποχρεούνται να προσλαμβάνουν προστατευόμενα πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου, σε ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%) επί του συνόλου του προσωπικού της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης. Εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή, οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους αρνητικό αποτέλεσμα (ζημία) στις δύο (2) αμέσως προηγούμενες από το έτος προκήρυξης χρήσεις. Το ποσοστό αυτό κατανέμεται στις προστατευόμενες κατηγορίες προσώπων του άρθρου 1 με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:…» Ο Α, με ποσοστό αναπηρίας 50% που τον αποτρέπει από το να εργαστεί, παρότι ο ίδιος το επιθυμεί σφόδρα. Ακολουθώντας τη συμβουλή του δικηγόρου του, του Δ, υποβάλλει συναφώς φάκελο με όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά στο αρμόδιο όργανο. Η σχετική διοικητική διαδικασία διεκπεραιώνεται επιτυχώς και ο Α εισάγεται σε κατάλογο προς τοποθέτηση σε θέση εργασίας ανάλογη με τα προσόντα του. Στη θέση αυτή, ο εργοδότης Ε, γνωστός για τις απολυταρχικές του απόψεις, αρνείται να προσλάβει έναν «ανάπηρο», όπως περιφρονητικά τον αποκαλεί. Ο Α στρέφεται δικαστικώς εναντίον του Ε. Στη δίκη που ξεκινά, ο Ε ισχυρίζεται πως ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός, διότι τον δεσμεύει υπέρμετρα. Ερωτάται: α) Προσκρούει στο Σύνταγμα η υποχρέωση που επιβάλλεται δια νόμου στους εργοδότες συγκεκριμένων επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν άτομα με αναπηρία; β) Αναπτύσσει τριτενέργεια το δικαίωμα που παρέχει ο νόμος αυτός στους αναπήρους; Σελ. 123 Απάντηση: α) Η διάκριση λόγω αναπηρίας συμπεριλαμβάνει «οποιονδήποτε αποκλεισμό ή περιορισμό βάσει της αναπηρίας , η οποία έχει ως σκοπό ή επίπτωση να εμποδίσει ή να ακυρώσει την αναγνώριση, απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, ατομικό ή οποιοδήποτε άλλο τομέα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της άρνησης παροχής εύλογης προσαρμογής» (άρθρο 2 «Ορισμοί» της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία) . Ποιες, όμως, ιδιαιτερότητες παρουσιάζουν τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες στο Ελληνικό Σύνταγμα; Η συνταγματική προστασία των ΑμΕΑ εδράζεται στο πλέγμα των γενικών συνταγματικών διατάξεων. Καταρχάς αναμφίβολα όσα θα εκτεθούν κάτωθι ανήκουν

στην υλοποίηση του «κοινωνικού κράτους δικαίου» (άρθρο 25§1 Σ). Το άρθρο του Συντάγματος αυτό εμπεριέχει το δικαίωμα της προστασίας αναπήρων το οποίο έχει προεχόντως αμυντικό (αρνητικό) περιεχόμενο, αλλά ταυτοχρόνως και κοινωνικό. Αμφισβητείται, ωστόσο, το κατά πόσον παρέχει αγώγιμη αξίωση εναντίον του Κράτος, αν δηλ. μπορεί να αξιωθεί από έναν ανάπηρο να του παράσχει το Κράτος εργασία. Μπορεί να γίνει δεκτό ότι, σε αντίθεση με την αρχή της διασφάλισης, η αρχή της διεκδίκησης όσον αφορά το δικαίωμα εργασίας αναγνωρίζεται συνταγματικώς, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί αγώγιμη αξίωση δικαστηριακά. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος οφείλει να μεριμνά για την δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών, κατά το άρθρο 22§1 εδ.α πρότ.β Σ . Η προστασία τους κατοχυρώνεται και στα ευρύτερα άρθρα: Στο άρθρο 2§1 Σ προβλέπεται πως ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Από το μητρικό δικαίωμα της αξίας του ανθρώπου απορρέει η υποχρέωση σεβασμού, αλλά και λήψης προστατευτικών μέτρων για την υγεία και τη ζωή, καθώς και στο άρθρο 4§1 Σ, όπου προβλέπεται ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και §2 ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα Σελ. 124 και υποχρεώσεις. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η νομοθέτηση προς όφελος των ΑμεΑ είναι συλλήβδην (καταρχήν) ανεκτή . Ωστόσο, εντοπίζονται και ειδικότερες διατάξεις στο Σύνταγμα συναφώς: Αρχικά, στο άρθρο 7, «τα άτομα με αναπηρίες» δικαιούνται της εξασφάλισης των μέτρων αυτονομίας, επαγγελματικής και κοινωνικής ένταξής τους. Συναφώς και κατ’ εξειδίκευση του άρθρου αυτού, το 21§§2 και 4 Σ, θεσπίζεται «θετικό» κοινωνικό δικαίωμα των ατόμων που «χρήζουν βοήθειας», όπως «αναπήρων, βαρέως πασχόντων» κλπ. που στρέφεται προς το κράτος, αξιώνοντας έννομη βοήθεια και υποστήριξη, που θα εξειδικευτεί με την ίδρυση ειδικών υποδομών κλπ (βλ. και §6 άρθρου 21 Σ). Αυτό συνιστά μια σημαντική πρόβλεψη, καθώς διαφοροποιείται από τα λοιπά συνταγματικά δικαιώματα που δεν θεμελιώνουν ευθεία αξίωση κατά του κράτους . Κατά το άρθρο 21§2 Σ: Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος, ενώ κατά την §6: Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλο κριτήριο, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας . Η έμπρακτη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, έργο του νομοθέτη οφείλει να γίνει απτή πραγματικότητα και όχι να παραμείνει «ευχολόγιο» ή «δεοντολογικός κανόνας δίχως κυρώσεις». Η κατοχύρωση ενός κοινωνικού δικαιώματος, η παράβαση του οποίου επιφέρει κυρώσεις για την παράλειψη λήψης συγκεκριμένων μέτρων διασφάλισης της ίσης μεταχείρισης εξαρτάται, βέβαια από τη βαρύτητα και τη σπουδαιότητα που οι πολίτες απονέμουν στο συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά και από τις αντοχές του κοινωνικού συστήματος . Είναι μια παραδοχή ρεαλιστική, αλλά ίσως σε συγκεκριμένα πλαίσια αριβιστική. Στα διεθνή και ευρωπαϊκά πλαίσια κατοχύρωσης δικαιωμάτων, εφαλτήριο συνιστά η Οικουμενική διακήρυξη του ΟΗΕ (1945) για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ενισχύθηκε Σελ. 125

με συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από διεθνή σύμφωνα . Συγκεκριμένα η Ε.Ε. συμπλήρωσε πλήρως τα κενά που υπήρχαν στις νομοθεσίες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξελίχθηκε με το πέρας των ετών. Το 1975 τέθηκε σε αρχή η διακήρυξη των δικαιωμάτων των αναπήρων ατόμων. Σύμφωνα με την διακήρυξη αυτή «ανάπηρο είναι κάθε πρόσωπο που είναι ανίκανο να αναλάβει όλες ή μέρος των ατομικών και κοινωνικών φυσιολογικών αναγκών λόγω μιας εκ γενετής ή όχι βλάβης των φυσικών ή διανοητικών ικανοτήτων». Για την επαγγελματική τους αποκατάσταση, υπάρχει ειδική μνεία στα άρθρα 6 και 7, όπου γίνεται λόγος για υπηρεσίες τοποθέτησης σε εργασία καθώς και του δικαιώματός τους να εξασφαλίζουν και να διατηρούν μία εργασία ή να ασχοληθούν με επάγγελμα που ανταμείβεται. Όσον αφορά τις διακρίσεις η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε την οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού ως προς την πρόσβαση στην εργασία. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία αποτελεί ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο, γεγονός που σημαίνει για τα κράτη που την έχουν προσυπογράψει και επικυρώσει ότι οφείλουν να την ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο και στην εσωτερική έννομη τάξη τους. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1β του Άρθρου 4 «Γενικές Υποχρεώσεις» της προαναφερθείσας Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Κράτη είναι υποχρεωμένα «….να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών, προκειμένου να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν τους ισχύοντες νόμους, κανονισμούς, έθιμα και πρακτικές που συνιστούν διακρίσεις κατά των ατόμων με αναπηρίες….» . Σύμφωνα με τη σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, οι κυβερνήσεις πρέπει να θεσπίζουν νόμους που προάγουν την ισότητα και καταργούν κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης διάκρισης σε βάρος των ατόμων με αναπηρίες. Κανείς δεν δικαιούται να προβαίνει σε διακρίσεις: ούτε το κράτος, ούτε οι επιχειρήσεις, ούτε οι πολίτες. Η διάκριση δεν είναι πάντα άμεση, όπως η απροκάλυπτη άρνηση πρόσληψης ενός ατόμου λόγω της αναπηρίας του. Μπορεί να είναι έμμεση, όπως η έλλειψη πρόσβασης για αναπηρικά αμαξίδια σε κτίρια ή η λήψη αποφάσεων για λογαριασμό ενός ατόμου με αναπηρία χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του. Για την αποφυγή των έμμεσων διακρίσεων, η νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη «εύλογης μέριμνας» για τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία. Για παράδειγμα, ένας εργοδότης οφείλει κατά νόμο να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των εργαζομένων με προβλήματα όρασης παρέχοντάς τους ένα πληκτρολόγιο Braille ή μια ειδικά προσαρμοσμένη οθόνη υπολογιστή που θα διευκολύνει την εργασία τους . Σελ. 126 Οι παραπάνω ρυθμίσεις του Ν. 2643/1998 δεν είναι αντίθετες προς τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται η ελευθερία της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρο 5§1 του Συντάγματος) και η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 εδάφιο δ’ του Συντάγματος), εφόσον οι συνταγματικές αυτές διατάξεις δεν αποκλείουν την θέσπιση περιορισμών που επιβάλλουν λόγοι δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, όπως είναι η πρόνοια για τις πολύτεκνες οικογένειες, τους ανάπηρους και τους τραυματίες πολέμου και τα θύματα πολέμου, αλλά και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, που έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 21§2 του Συντάγματος. Εξάλλου δε, ο τρόπος υπολογισμού των προστατευομένων προσώπων, που τοποθετούνται αναγκαστικά στις υπόχρεες επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή φορείς (άρθρο 2 του Ν. 2643/1998), δεν αντίκειται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της οικονομικής ελευθερίας, ούτε στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Τούτο δε διότι η σχετική ρύθμιση είναι γενική και αντικειμενική, δικαιολογείται από λόγους δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος, όπως προδήλως είναι η εξασφάλιση εργασίας στις προστατευόμενες

κατηγορίες προσώπων, και πάντως δεν οδηγεί σε ουσιαστική αποδυνάμωση της επιχειρηματικής και συμβατικής ελευθερίας των υπόχρεων επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων, ενόψει του ότι στο προσωπικό της υπόχρεης επιχειρήσεως, εκμεταλλεύσεως ή φορέα συνυπολογίζονται οι υπάλληλοι και οι εργατοτεχνίτες που υπηρετούν σ’ αυτήν, ανεξάρτητα από τον τύπο και την μορφή της συμβάσεώς τους, καθώς και τα πρόσωπα που τοποθετήθηκαν αναγκαστικά σε κάθε υπόχρεη επιχείρηση με το Ν. 1648/1986 ή με οποιαδήποτε προηγούμενη προστατευτική διάταξη ή με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου (2643/1998), αλλά και του ότι, ενώ κατά το Ν. 1648/1986 μοναδικό κριτήριο για τον καθορισμό των υπόχρεων επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων ήταν το μέγεθός τους, να απασχολούν, δηλαδή, αυτές πάνω από 50 εργαζομένους, ο Ν. 2643/1998 λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό αυτό και την οικονομική κατάστασή τους, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού, από την υποχρέωση πρόσληψης εξαιρούνται επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή φορείς, που εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους αρνητικό αποτέλεσμα (ζημία) στις δύο αμέσως προηγούμενες από το έτος πρόσληψης χρήσεις . Δηλαδή, όπως επισημαίνεται στη θεωρία, η κατεύθυνση του νομοθετικού πλαισίου είναι «η διατήρηση, χωρίς ουσιαστικές μεταβολές, των ήδη προστατευόμενων κατηγοριών, η αντικειμενικοποίηση με μοριοποίηση του συστήματος των τοποθετήσεων και η αναγνώριση δικαιώματος απαλλαγής από τις αναγκαστικές προσλήψεις στις επιχειρήσεις που εμφανίζουν αρνητικούς ισολογισμούς» . β) Σύμφωνα με το άρθρο 25§1 του Σ τα ατομικά δικαιώματα δεσμεύουν τη διοίκηση, το νομοθέτη και το δικαστή. Ανακύπτει πρωτίστως το ζήτημα της τριτενέργειας ατομικού Σελ. 127 δικαιώματος (δηλ. έκταση της προστασίας του ιδιώτη όχι μόνο έναντι του Κράτους, αλλά και έναντι άλλων ιδιωτών), αφού ναι μεν τα δικαιώματα ισχύουν καταρχήν έναντι της κρατικής εξουσίας, όμως, καθώς σήμερα παρατηρείται μια ολοένα και αυξανόμενη συμμετοχή του ιδιώτη στην καθημερινή ζωή, σε όλο και περισσότερες εκφάνσεις . Δεκτή, ωστόσο, γίνεται μόνο η έμμεση τριτενέργεια, αφού γίνεται δεκτή η «προσδιοριστική ενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων κατά την ερμηνεία αορίστων νομικών εννοιών ή γενικών ρητρών-διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου (ΑΚ κλπ.)» . Ειδάλλως, θα φαλκιδευόταν (με την άμεση τριτενέργεια) η ελευθερία κατάρτισης ή μη σύμβασης. Όπως παρατηρεί και ο καθηγητής Δαγτόγλου, «μια άμεση εφαρμογή των ατομικών δικαιωμάτων θα αναιρούσε τη συμβατική ελευθερία και θα κατέλυε την αυτονομία του ιδιωτικού δικαίου», αν δηλαδή εν προκειμένω δεσμευόταν ο εργαζόμενος από το δικαίωμα της ισότητας (ερμηνευομένης ως ισονομίας) που θα τριτενεργούσε άμεσα στη σχέση τους ιδιωτικού δικαίου . Κατά τη γνώμη μας, εγκαθιδρύεται η άμεση τριτενέργεια του δικαιώματος και ο ιδιώτης εργοδότης δεσμεύεται αφενός να απέχει (αρνητική υποχρέωση) από οιαδήποτε ενέργεια/παράλειψη μπορεί να παραβιάσει την ισότιμη άσκηση των δικαιωμάτων του ατόμου με αναπηρία, αφετέρου με θετικά μέτρα να προάγει την ισότιμη συμμετοχή και άσκηση των δικαιωμάτων των ΑμΕΑ στον τομέα της αρμοδιότητας ή δραστηριότητάς του. Οι αόριστες νομικές έννοιες που εμπεριέχει το άρθρο 61 δέον όπως κρίνονται in concreto. Το ζήτημα είναι, επομένως, ανοικτό και επιδεκτικό περαιτέρω εξέτασης. Οριακές περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά υπό το κράτος μιας δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος και με βάση την αρχή της στενής ερμηνείας των όποιων περιορισμών των δικαιωμάτων υφίστανται. Τούτο σημαίνει πως καθώς το Σύνταγμα συνιστά ζώντα οργανισμό, πρέπει να προσαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα, παρότι κάτι τέτοιο διολισθαίνει ενίοτε προς την ανασφάλεια δικαίου. Εν προκειμένω, όμως, η πραγμάτωση συνταγματικών τεθέντων σκοπών είναι σαφώς σύμφωνη με τη δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος . Εν περιπτώσει που το δικαίωμα στην εργασία των ΑμΕΑ τείνει να φαλκιδευτεί, θιγομένου του πυρήνα Σελ. 128του, θεμελιώνεται αγώγιμη αξίωση προς υλοποίησή του. Σαφώς, στη νομική πράξη τέτοια αγωγική αξίωση θα στηριχθεί σε συγκεκριμένες διατάξεις του κοινού νόμου. Ωστόσο,

δράττοντας την ευκαιρία, θεωρούμε πως και το Σύνταγμα ευθέως προστατεύει το διαίωμα αυτό. 40o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαστική προστασία, δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δίκαιη δίκη

Σελ. 129 40o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαστική προστασία, δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δίκαιη δίκη Νομοσχέδιο που εισάγει τροποποιήσεις στον ΠΚ και στον ΚΠΔ προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως σε κάθε περίπτωση, χωρίς να προβλέπει εξαιρέσεις σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου προβλέπεται πως: «Θεμελιώδες γνώρισμα του νομοσχεδίου είναι η εναρμόνιση της ελληνικής έννομης τάξης με τη νομολογία του ΕΔΔΑ». Ερωτάται: Είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα η ως άνω νομοθετική διάταξη; Ανεξαρτήτως της υποθετικής διάταξης αυτής, συνάδει η ελληνική νομολογία με τις επιταγές της ΕΣΔΑ; Απάντηση: Είναι προφανές ότι η διάταξη νόμου που επιβάλλει την υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου εις πάσαν περίπτωση χωρίς μάλιστα να προβλέπονται εξαιρέσεις για λόγους ανωτέρας βίας είναι ευθέως αντισυνταγματική. Ενδιαφέρουσα λοιπόν κρίνεται η εξέταση της εναρμόνισης της ελληνικής νομολογίας με την ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 28 του Συντάγματος αναγνωρίζονται οι κανόνες της ΕΣΔΑ κι η υπέρτερη αξία αυτών, ενώ στο άρθρο 20 του Συντάγματος τυποποιείται το θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου , όπως αυτό αναφέρεται στην ΕΣΔΑ κι έχοντας ως πρωταρχικό ρόλο την προστασία της αξίας του ανθρώπου εντός της ποινικής διαδικασίας. Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει στις εθνικές έννομες τάξεις το δικαίωμα να ρυθμίσουν τα ζητήματα που ανακύπτουν εντός του δικαιικού τους συστήματος, βαδίζοντας όμως παράλληλα με αυτά, με σκοπό την ανεύρεση τυχόν πλημμελούς εναρμόνισης με την ΕΣΔΑ. Ο εθνικός νομοθέτης δύναται να επιβάλλει μέτρα με σκοπό τη συμμόρφωση του κατηγορουμένου, Σελ. 130 λειτουργώντας με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι στάθμισης του επιβαλλόμενου μέτρου με το νόμιμο σκοπό. Επισημαίνεται ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, διότι κάθε υπόθεση κρίνεται αποσπασματικά βάσει των πραγματικών περιστατικών αλλά και των νομικών παραδόσεων κάθε χώρας. Δεν εισάγει λοιπόν, μία ενιαία ρύθμιση για κάθε όμοια παραβίαση, αλλά με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, θέτει τα κατάλληλα όρια και δη στο δικαίωμα της εκπροσώπησης, σε περιπτώσεις που απουσιάζει ο κατηγορούμενος. Υπογραμμίζει τη δυσανάλογη κύρωση της εκμηδένισης του θεμελιώδους δικαιώματος αυτού, λόγω απουσίας του κατηγορούμενου. Το ΕΔΔΑ ανέχεται την απουσία του κατηγορούμενου ως εξαίρεση κι όχι ως κανόνα στην επ’ακροατηρίω διαδικασία, θέτοντας σαφείς προϋποθέσεις και εξαρτώντας το δικαίωμα της υπερασπίσεως από κάποιο άλλο περιστατικό, σημαντικό για την επίτευξη δίκαιης δίκης. Η φυσική παρουσία του κατηγορούμενου υποβοηθά σημαντικά στην ορθή έκβαση της δίκης,

καθώς ως κεντρικό πρόσωπο στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία διευκολύνει και διασαφηνίζει τυχόν ζητήματα που χρήζουν προσωπικής μόνον αντιμετώπισης, όπως το δικαίωμα της ακροάσεως. Τα δικαιώματα εκπροσώπησης αυτά του κατηγορουμένου είναι επιδεκτικά περιορισμών , που επιβάλλονται ad hoc και κρίνονται μετά το πέρας της διαδικασίας. Το άρθρο 6§3 εδ. γ της ΕΣΔΑ παρέχει στον εκάστοτε κατηγορούμενο μία δικλίδα ασφαλείας έναντι κάθε είδους παράβαση των δικαιωμάτων του. Στο κεντρικό πρόσωπο της δίκης, παρέχεται το δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης stricto sensu ή επιλογής δικηγόρου Σελ. 131 εμπιστοσύνης του ή δωρεάν παροχής αυτού , προς υπεράσπιση και υποβολή νομικών ισχυρισμών , ιδιαίτερα, όταν δικάζεται σε τελευταίο βαθμό , λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της εκάστοτε υπόθεσης και τυχόν συμφέροντα του κράτους, ήτοι τελικώς κρίνεται in concreto. Στο πλαίσιο αυτό το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής εκπροσώπησης , το οποίο, όμως, κάμπτεται σε περιπτώσεις αδικαιολόγητης και σκοπούμενης απουσίας του κατηγορούμενου, ιδιαίτερα όταν από τις περιστάσεις κρίνεται αναγκαία η φυσική του παρουσία υπό την προϋπόθεση επίδοσης κλήσης. Στην ελληνική έννομη τάξη ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει διορισμό δικηγόρου , με σκοπό την ορθή υπεράσπιση ή εκπροσώπησή του, ακόμη κι αν είναι απών. Σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι η δημιουργία ασφαλούς πλαισίου προς επίτευξη δίκαιης δίκης , υπό τις επιταγές που θέτει η ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλά της, όπως αυτά ερμηνεύονται κι εφαρμόζονται από το ΕΔΔΑ . Εξίσου θεμελιώδους σημασίας διατάξεις οι οποίες φανερώνουν την θέληση του νομοθέτη προς «εξευρωπαϊσμό» και αποφυγή τυχόν κυρώσεων για παραβίαση της ΕΣΔΑ, αποτελούν τα άρθρα 100§1 εδ. α, 104§1 εδ. α, 105, 171§1 εδ. δ ΚΠΔ τα οποία αφορούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, η παράβαση των οποίων οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα, οπότε παρέχεται και το δικαίωμα άσκησης Σελ. 132 αναίρεσης αποφάσεων, που θίγουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω ζωντανό παράδειγμα βούλησης του εθνικού νομοθέτη να συμβαδίσει με τις επιταγές της ΕΣΔΑ καθίσταται το άρθρο 340 ΚΠΔ το οποίο τυποποιεί τις προϋποθέσεις αυτοπρόσωπης εμφάνισης και δικαστικής εκπροσώπησης, σε περιπτώσεις απουσίας του κατηγορουμένου. Ταυτόχρονα, η νομολογία φαίνεται να αποκλίνει από την ερμηνεία του άρθρου 6§1 που προκρίνει το ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, η απόφαση της ΟλΑΠ 9/2002 υπογράμμισε το δικαίωμα άσκησης ένδικου μέσου δια συνηγόρου κι όταν ο κατηγορούμενος είναι αδικαιολογήτως και ηθελημένα απών. Εν συνεχεία, επισήμανε πως τυχόν επιβολή κύρωσης με σκοπό τη μη επανάληψη της συμπεριφοράς αυτής εκ μέρους του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι ανάλογη προς τον εκάστοτε επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και σε καμία περίπτωση να μη καταλύει το δικαίωμά του προς υπεράσπιση . Η εν λόγω απόφαση ταυτίζεται πλήρως με το νόημα της διάταξης του άρθρου 6§3 εδ. γ της ΕΣΔΑ. Σημειώνεται δε ότι το είδος του εγκλήματος (πλημμέλημα ή κακούργημα) δεν αποτελεί στοιχείο που επιβάλλει ή όχι την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου καθώς το ΕΔΔΑ δεν αποφασίζει με βάση τη φύση του εγκλήματος αλλά κρίνει κατά περίπτωση εάν υφίσταται αναγκαιότητα ως προς την εκπροσώπηση . Σελ. 133 Κατά την εδώ υιοθετούμενη γνώμη, η ελληνική ποινική νομοθεσία και νομολογία παρουσιάζουν μία αλλοιωμένη ερμηνεία της αρχής της υπεράσπισης , προσκολλημένη στο γράμμα της εν λόγω διάταξης της ΕΣΔΑ και αδυνατούν να εισχωρήσουν στην ουσία της

εκάστοτε κρινόμενης υποθέσεως, επιβάλλοντας ίδιες κυρώσεις σε διαφορετικές υποθέσεις . Για τον λόγο αυτό, οι περισσότερες προσφυγές εναντίον της Ελλάδας, αφορούν στη καταπάτηση του δικαιώματος της εκπροσώπησης, λόγω παρερμηνείας ή πλημμελούς εκτέλεσης της έννοιας της αρχής. Η ελληνική έννομη τάξη έχει εισαγάγει το δικαίωμα της εκπροσώπησης ως κανόνα και το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης, ως εξαίρεση. Οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το προγενέστερο δίκαιο, ταίριαζαν περισσότερο με όσα ορίζει η ΕΣΔΑ, καθώς δεν θεωρούσε απεριόριστο το δικαίωμα εκπροσώπησης υπερασπίσεως, παρά μόνο σε δεύτερο βαθμό, σε περιπτώσεις ελαφρών πλημμελημάτων .

41o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Οικονομική ελευθερία και πανδημία

Σελ. 134 41o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Οικονομική ελευθερία και πανδημία Στην Ελλάδα εμφανίζεται ένας νέος ιός, ο οποίος στην αρχή θεωρείται σχετικά συνηθισμένος και αβλαβής, πλην όμως σταδιακώς αρχίζει να εξαπλώνεται στη χώρα αυτή και να λαμβάνει και παγκόσμια διάσταση. Στην Ελλάδα επικρατεί γενικότερη ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα, αναφορικά με τη διασπορά του φονικού – καθώς φαίνεται – ιού και αρχίζουν σταδιακώς να λαμβάνονται μέτρα προς περιορισμό της. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα, αποφασίζεται το όλων των καταστημάτων εστίασης για δύο αρχικά εβδομάδες, ύστερα όμως το μέτρο παρατείνεται με την ίδια αιτιολογία, χωρίς προσθήκη ή μεταβολή του σκεπτικού της. Και ταύτα, ενόσω η επιστημονική κοινότητα δεν γνωρίζε ακριβώς τις παραμέτρους της νέας νόσου αυτής. Ένας πολίτης αισθάνεται ζημιωμένος από το μέτρο, επειδή η επιχείρησή του έκλεισε και αποφασίζει να κινηθεί δικαστικά εναντίον τους. Ταυτόχρονα, με νόμο επιβάλλεται η επίταξη των υπηρεσιών αυτού του ίδιου πολίτη. Ερωτάται: Κρίνετε τη συνταγματικότητα των μέτρων. Απάντηση: Η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας του κορωνοϊού μετέβαλε άρδην τα νομικά θέσφατα στον τομέα των συνταγματικών δικαιωμάτων και επηρεάσε εν πολλοίς τον τρόπο σκέψης μεταξύ άλλων και των συνταγματολόγων, αφού είναι αξιοσημείωτο πως παρήχθησαν πληθώρα μελετών που εμπλούτισαν τη σχετική βιβλιογραφία της πανδημίας. Είναι αναντίλεκτο πως χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν όλοι οι προβλεπόμενοι στο Σύνταγμα τρόποι νομοθέτησης, δηλ. πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ενώ σε άλλα κράτη διενεργήθηκαν και δημοψηφίσματα . Είναι, επίσης, γενικά παραδεκτό ότι τα συνταγματικά δικαιώματα υπέστησαν έναν υπερμεγέθη περιορισμό. Στην περίπτωση του κορωνοϊού, επιβλήθηκαν μέτρα με διαδικασίες έκτακτης νομοθέτησης (άρθρο 44 Σ) και ρύθμισης της εθνικής οικονομίας (άρθρο 106 Σ). Συνεπεία τούτων επεβλήθη μία πρωτόγνωρη σε έκταση και βάθος προσωρινή Σελ. 135 περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. προσωπική ελευθερία, επαγγελματική ελευθερία, ιδιωτικότητα, δημόσιες συναθροίσεις, θρησκευτική ελευθερία, ιδιοκτησία, περιορισμός εργατικών δικαιωμάτων, προσωρινή ανατροπή γενικών όρων εργασίας, απαγόρευση

κυκλοφορίας και ατομική ψυχική υγεία, απαγόρευση απόλαυσης δικαιώματος στο περιβάλλον). Η ως άνω απαγόρευση των ατομικών διοικητικών μέτρων δεν αφορά μόνο τη διοίκηση, αλλά και τον νομοθέτη , στο μέτρο που ο νόμος πρέπει να περιορίζει στενά τη διοίκηση. Τα μέτρα που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας θα κριθούν με βάση την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη, στο κανονιστικό επίπεδο τον θεμελιώδη χαρακτήρα της ελευθερίας κίνησης και της οικονομικής ελευθερίας, την οποία το Σύνταγμα προστατεύει έντονα. Ορισμένα κριτήρια θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της συνταγματικότητας των όποιων μέτρων ελήφθησαν : 1. Πρώτον, το έκτακτο και το επείγον της κατάστασης, που υπήρξε και όλως ασυνήθιστη συνθήκη, συνεπώς στην επιστήμη επαφίετο να διαλευκάνει τα ληπτέα μέτρα, τα οποία συνιστούσαν και εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος. Η επιστήμη δηλ. τα τεκμηρίωσε σύμφωνα με τους κανόνες της (lege artis). 2. Δεύτερον, ο προσωρινός τους χαρακτήρας και η επιβολή τους χωρίς εμφανείς και προδήλως αδικαιολόγητες διακρίσεις σε όλη την επικράτεια και σε βάρος σχεδόν του συνόλου του πληθυσμού. 3. Τρίτον, η διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφία τάχθηκαν υπέρ του περιορισμού αυτών των δικαιωμάτων, υπό σαφείς, πάντως όρους. Ωστόσο, τόσο από το κοινό περί δικαίου αίσθημα όσο και από τη νομική ανάλυση, πρόδηλο καθίσταται πως η κρίση δεν πρέπει να καθίσταται ευκαιρία αποδόμησης της κλασικής συνταγματικής θεωρίας και απομείωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ας δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ΕΣΔΑ και τη συναφή ερμηνεία των κρίσιμων για την περίπτωση άρθρων της. Το άρθρο 15 ΕΣΔΑ επιτρέπει παρεκκλίσεις στην προστασία των δικαιωμάτων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αυτές, ωστόσο, οι επεμβάσεις θα πρέπει να συνδέονται σαφώς με την πανδημία, να είναι περιορισμένες χρονικά και αυστηρά αναγκαίες. Η επιβολή, λοιπών, περιορισμών στην εργασία και στην απασχόληση μπορεί να αφορά τομείς που μπορούν να διασπείρουν ευκολότερα τον ιό και δεν πρέπει να αφορούν Σελ. 136 ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα, όπως εν προκειμένω η εστίαση, συνεπώς το μέτρο κρίνεται σύμφωνο με την ΕΣΔΑ. Σημαντικό είναι για την απάντηση και το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ (Αναγκαστική Εργασία). Το άρθρο 4 στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σπανίως το επικαλούνται οι προσφεύγοντες. Το άρθρο 4.1 είναι απόλυτο και επομένως η εκτελεστική εξουσία δεν θα μπορέσει να υποδουλώσει ανθρώπους ακόμη και σε περιόδους έκτακτης ανάγκης. Όσον αφορά την καταναγκαστική (όχι την εθελοντική) εργασία, η κυβέρνηση μπορεί να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να συμμετέχουν στην εξάλειψη των συνεπειών έκτακτης ανάγκης, αλλά τα μέτρα που εφαρμόζονται πρέπει να είναι σαφώς συνδεδεμένα και ανάλογα με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει το κοινό. Συνεπώς, δεν φαίνεται να ευσταθεί η «επίταξη» του πολίτη αυτού, αν η εργασία του δεν έχει κάποια συνάφεια με την αντιμετώπιση της πανδημίας και τις ανάγκες του κοινού. Όπως, τέλος, παρατηρεί η Ι. Καμτσίδου, η ελληνική νομολογία έχει κληροδοτήσει το εργαλείο της κατάστασης ανάγκης, που επιτρέπει την βραχεία παρέκκλιση από τις συνταγματικές επιταγές, χωρίς να μεταβάλλει το θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας ή να απομειώνει τους περιορισμούς που το δίκαιο επιβάλλει στους φορείς της. Η αναγωγή σε αυτήν μπορεί να εξασφαλίσει την ταχεία επιστροφή στη συνταγματική κανονικότητα με όρους που ταιριάζουν σε μια συντεταγμένη πολιτεία .

42o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Βίντεο-παρακολούθηση στο χώρο εργασίας και προσωπικά δεδομένα

Σελ. 137 42o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Βίντεο-παρακολούθηση στο χώρο εργασίας και προσωπικά δεδομένα Ο Α ιδιοκτήτης καταστήματος ένδυσης προέβη στην εγκατάσταση και λειτουργία συστήματος βιντεο-επιτήρησης στο κατάστημά του. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Α στην Β, υπάλληλο στο κατάστημα, ότι δεν γίνεται επεξεργασία ήχου και ότι το πεδίο κάλυψης περιλαμβάνει μόνο το ταμείο, από τυχαία αποστολή αποσπάσματος βίντεο από το κινητό του ιδιοκτήτη της εταιρείας στο κινητό της, η Β διαπίστωσε ότι η κάμερα λαμβάνει εικόνα από όλο το κατάστημα. Μάλιστα η Β ανακάλυψε και δεύτερη κάμερα που λαμβάνει εικόνα από το W.C., την αποθήκη και ένα μέρος των δοκιμαστηρίων. Η Β κατήγγειλε τον Α στην Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (ΑΑΠΠΔ). Ο Α διατείνεται ενώπιον της ΑΑΠΠΔ ότι για την εγκατάσταση και λειτουργία των καμερών είχαν ενημερωθεί οι εργαζόμενοι, ενώ οι καταγραφές αφορούν αποκλειστικά και μόνο δεδομένα εικόνας, και όχι ήχου. Ερωτάται: Τί θα αποφασίσει η ΑΑΠΠΔ; Απάντηση: Σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχ. 1 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων 2016/679 (εφεξής «ΓΚΠΔ»), τα δεδομένα ήχου και εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, η αποθήκευση και διαβίβαση εικόνας προσώπου, η οποία συλλέγεται από σύστημα βιντεο-επιτήρησης, που λειτουργεί μόνιμα, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σε κλειστό ή ανοικτό χώρο συγκέντρωσης ή διέλευσης προσώπων, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του άρ. 4 στοιχ. 2 του ΓΚΠΔ. Το άρθρο 6§1 ΓΚΠΔ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι: « Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (..) στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (..). Σελ. 138 Το ζήτημα της χρήσης συστημάτων βιντεο-επιτήρησης για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών ρυθμίζεται στην υπ’ αριθμ. 1/2011 Οδηγία της ΑΑΠΠΔ, οι διατάξεις της οποίας πρέπει να εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις νέες διατάξεις του ΓΚΠΔ και του ν.4624/2019, με τον οποίο ορίζονται μέτρα εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας μέσω ενός συστήματος βιντεο-επιτήρησης είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 5 ΓΚΠΔ), όπως αυτή εξειδικεύεται στα άρθρα 6 και 7 της ανωτέρω Οδηγίας, αλλά και στο Ειδικό Μέρος αυτής. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 της Οδηγίας όπου ρυθμίζεται το ζήτημα της βιντεο-επιτήρησης σε χώρους εργασίας, αναφέρονται – μεταξύ άλλων - τα εξής: α) Το σύστημα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων αυτών, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από

τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ. στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου). Για παράδειγμα, σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεο-επιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι. Εξαίρεση μπορεί να αποτελούν συγκεκριμένοι χώροι, όπως ταμεία ή χώροι με χρηματοκιβώτια, ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό κλπ., υπό τον όρο ότι οι κάμερες εστιάζουν στο αγαθό που προστατεύουν κι όχι στους χώρους των εργαζομένων. β) Σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω συστήματος βιντεο-επιτήρησης δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποκλειστικά κριτήρια για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 2 της προαναφερθείσας Οδηγίας, το οποίο εξειδικεύει την αρχή της αναλογικότητας σε εμπορικά κέντρα και καταστήματα, κάμερες επιτρέπεται να τοποθετούνται στα σημεία εισόδου και εξόδου των καταστημάτων, στα ταμεία και τους χώρους φύλαξης χρημάτων, στις αποθήκες εμπορευμάτων, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 4 της ίδιας Οδηγίας, απαγορεύεται η λειτουργία καμερών σε χώρους εστίασης και αναψυχής, στα δοκιμαστήρια, στις τουαλέτες και στους χώρους όπου εργάζονται υπάλληλοι καταστήματος και δεν είναι προσιτοί στο κοινό. Υπό το φως του ως άνω πλαισίου, η ΑΑΠΠΔ πρέπει: α) εν μέρει να απορρίψει την καταγγελία της Β ως νόμω αβάσιμη καθώς αφενός πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 5, 6 ΓΚΠΔ και Οδηγίας 1/2011 ΑΠΔΠΧ, αφετέρου διότι με την κάμερα συλλέγονται τα απολύτως απαραίτητα δεδομένα εικόνας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού επεξεργασίας, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα και εξίσου αποτελεσματικά μέσα. β) να κάνει δεκτή την αίτηση κατά το μέρος που αφορά στη δεύτερη κάμερα στις τουαλέτες και τα δοκιμαστήρια. 43o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ανέπαφες συναλλαγές με κάρτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων

Σελ. 139 43o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Ανέπαφες συναλλαγές με κάρτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων Η Τράπεζα Ζ απέστειλε στον Α καινούργια χρεωστική (debit) κάρτα καθώς η προηγούμενη κάρτα του θα έληγε σύντομα. Η καινούργια κάρτα του ήταν ανέπαφη (contactless). Ο Α παραπονέθηκε ότι δεν έδωσε την έγκρισή του να του παρασχεθεί κάρτα με τέτοια χαρακτηριστικά, ήτοι ανέπαφη. Προς απάντηση, η Τράπεζα απέστειλε στον Α έγγραφο στο οποίο ανέφερε ότι η δυνατότητα χρήσης της Debit MasterCard τεχνολογίας ανέπαφων συναλλαγών για αγορές αξίας μικρότερης των 25 Ευρώ χωρίς τη χρήση PIN είναι ένα υποχρεωτικό χαρακτηριστικό της κάρτας σύμφωνα με τις οδηγίες του διεθνούς οργανισμού Mastercard. Ταυτόχρονα, ανέφερε τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, στους οποίους αναφέρεται ότι «η κάρτα στην οποία είναι αποτυπωμένο το όνομα του κατόχου ανήκει και παραμένει στην κυριότητα της Τράπεζας», και ότι «λόγω της αόριστης διάρκειας της παρούσας σύμβασης, η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς συμπλήρωσης ή και τροποποίησης των όρων της σύμβασης για σπουδαίο λόγο». Περαιτέρω, η Τράπεζα επισήμανε στο ίδιο έγγραφο ότι ο καταγγέλλων έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί τη μεταβολή

του ημερησίου ορίου αγορών του σε μηδέν (0) Ευρώ. Ο Α κατήγγειλε την Τράπεζα ενώπιον της ΑΑΠΠΔ ισχυριζόμενος ότι οι ανέπαφες κάρτες χρησιμοποιούν συγκεκριμένη τεχνολογία η οποία δεν είναι 100% ασφαλής και ως εκ τούτου μπορεί να διαρρεύσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Συναφώς, η ΑΑΠΠΔ απηύθυνε ερώτημα στη Τράπεζα ως προς τα εξής: α) Τι είδους δεδομένα τηρούνται στο chip της εν λόγω κάρτας, καθώς και ποια από αυτά αποστέλλονται στην αντίστοιχη συσκευή-«αναγνώστη» κατά τη διαδικασία χρέωσης του λογαριασμού του κατόχου της μέσω ανέπαφης συναλλαγής, β) τι είδους τεχνικά μέτρα είναι σε εφαρμογή για την προστασία των δεδομένων αυτών (τόσο αυτών που τηρούνται στην κάρτα όσο και αυτών που μεταδίδονται κατά την ανέπαφη συναλλαγή με τη συσκευή-«αναγνώστη»), γ) αν παρέχει στους πελάτες της τη δυνατότητα μη χορήγησής της ή πλήρους απενεργοποίησης του χαρακτηριστικού εκείνου της κάρτας που επιτρέπει την πραγματοποίηση ανέπαφων συναλλαγών. Η Τράπεζα απάντησε τα εξής: α) Στο chip της κάρτας, εκτός από τις τεχνικές πληροφορίες που αφορούν την επικοινωνία της κάρτας με το τερματικό, τηρούνται ο αριθμός της κάρτας, η ημερομηνία λήξης της, το ονοματεπώνυμο του κατόχου της και το PIN σε κρυπτογραφημένη μορφή. β) Τα κρυπτογραφικά κλειδιά για την προστασία (κρυπτογράφηση) των τηρούμενων δεδομένων τηρούνται μόνο από τον εκδότη της κάρτας, δηλαδή την Τράπεζα. Τα στοιχεία που αποστέλλονται κατά τη διενέργεια της ανέπαφης συναλλαγής είναι μόνο ο αριθμός της κάρτας και η ημερομηνία λήξης αυτής, καθώς και άλλες αποκλειστικά τεχνικές πληροφορίες για την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Σε περιπτώσεις στις οποίες ο κάτοχος της κάρτας εισάγει PIN, αυτό πάντα κρυπτογραφείται προκειμένου να αποσταλεί για έλεγχο στον εκδότη. γ) Δεδομένου ότι η τεχνολογία ανέπαφης συναλλαγής είναι τεχνικό χαρακτηριστικό της κάρτας, η Τράπεζα δεν μπορεί να επεμβαίνει στη λειτουργία της. Εναπόκειται στην ευχέρεια του κατόχου της να δηλώνει στον υπάλληλο της επιχείρησης με την οποία συναλλάσσεται ότι επιθυμεί να διενεργήσει τη συναλλαγή με χρήση PIN. Επίσης, ο κάτοχός της μπορεί να μεταβάλλει οποτεδήποτε το επιτρεπτό όριο για συναλλαγές μέσω κάρτας. Ερωτάται: α) Αποτελούν τα δεδομένα των καρτών προσωπικά δεδομένα; β) Αποτελούν οι τράπεζες «υπευθύνους επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων»; γ) Προσβάλλεται το δικαίωμα του Α στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων από τη χρήση κάρτας ανέπαφων συναλλαγών; Σελ. 140 Απάντηση: α) Το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997, ορίζει ότι «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» είναι «κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων». «Υποκείμενο των δεδομένων» είναι «το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική». Ως εκ τούτου, σημειώνεται ότι τα δεδομένα χρεωστικών ή/και πιστωτικών καρτών, όπως ο αριθμός της κάρτας και η ημερομηνία λήξης αυτής, αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. β) Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα «κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό

πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων Σελ. 141 ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή». Περαιτέρω, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, όπως επιτάσσει το άρθρο 5§1 του Ν. 2472/1997. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους, εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται, κατά τρόπο περιοριστικό, στην § 2 του άρθρου αυτού. Ειδικότερα, η επεξεργασία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση όταν: «α) είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία το συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο των δεδομένων (…)». Ωστόσο, ενόψει των κινδύνων, των πιθανοτήτων εμφάνισής τους και της σοβαρότητάς τους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, η συγκεκριμένη επεξεργασία (τήρηση ιστορικού συναλλαγών στην κάρτα) δεν εμπίπτει σε καμία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 5§2 του Ν. 2472/1997 και, συνεπώς, η μοναδική νομική βάση για την πραγματοποίηση αυτής της επεξεργασίας μέσω των εν λόγω καρτών είναι η συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων (πελατών της κάθε Τράπεζας που είναι κάτοχοι των καρτών). Επίσης, ως υπεύθυνος επεξεργασίας ορίζεται οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, ενώ ως εκτελών την επεξεργασία ορίζεται οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός). Συνεπώς, η Τράπεζα πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος επεξεργασίας, αφού παρέχει στους πελάτες της ένα τραπεζικό προϊόν (χρεωστική κάρτα για ανέπαφες συναλλαγές), μέσω του οποίου επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα αυτών – στο πλαίσιο πραγματοποίησης χρεώσεων του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε πελάτη βάσει των συναλλαγών που πραγματοποιεί με χρήση της κάρτας – και για το οποίο προϊόν η κάθε Τράπεζα έχει επιλέξει το σκοπό και τον τρόπο της επεξεργασίας. γ) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να τυγχάνουν νόμιμης επεξεργασίας, ήτοι να συλλέγονται με τρόπο θεμιτό και νόμιμο , για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών (αρχή του σκοπού). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4§1 Σ στοιχ. β) του ν. 2472/1997, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας Σελ. 142 (αρχή της αναλογικότητας). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις απαντήσεις της Τράπεζας, πρέπει να κριθεί ότι τα δεδομένα που συλλέγονται για τις ανέπαφες συναλλαγές πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου καθότι συλλέγονται για συγκεκριμένο και καθορισμένο σκοπό, η συλλογή τους είναι αναγκαία και πρόσφορη για τον επιδιωκόμενο στόχο (συναλλαγή). Συναφώς, η ΑΑΠΠΔ έχει κρίνει ότι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα από τη συλλογή αυτών κατά τις ανέπαφες συναλλαγές. Σημείωσε ωστόσο τα εξής. Εφόσον ο πελάτης δηλώσει ότι δεν επιθυμεί να έχει κάρτα με δυνατότητα πραγματοποίησης ανέπαφων συναλλαγών, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα απενεργοποίησης της ανέπαφης λειτουργίας της κάρτας είτε η χορήγηση νέας, μη ανέπαφης κάρτας. Τέλος, εφόσον σε κάρτα που έχει χορηγηθεί σε πελάτη είναι ενεργοποιημένη η δυνατότητα τήρησης ιστορικού συναλλαγών

στο chip αυτής χωρίς να έχει δώσει την ειδική προς τούτο συγκατάθεσή του, θα πρέπει ο πελάτης να ενημερωθεί σχετικώς με κάθε πρόσφορο τρόπο (π.χ. μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω μηνύματος κατά τη σύνδεσή του σε προσωποποιημένες ηλεκτρονικές υπηρεσίες του υπεύθυνου επεξεργασίας, μέσω ταχυδρομικής επιστολής, κτλ.) ως προς την επεξεργασία αυτή, παρέχοντάς του τη δυνατότητα διακοπής της επεξεργασίας αυτής. Περαιτέρω, σε κάθε νέα έκδοση/χορήγηση κάρτας, το εν λόγω χαρακτηριστικό θα πρέπει να είναι εξ αρχής απενεργοποιημένο, και να ενεργοποιείται μόνο αν υπάρχει ειδική προς τούτο συγκατάθεση του πελάτη, εφόσον έχει προηγουμένως σχετικώς ενημερωθεί για την επεξεργασία αυτή. 44o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στη στέγαση, δογματική των κοινωνικών δικαιωμάτων, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης

Σελ. 143 44o ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΘΕΜΑ Δικαίωμα στη στέγαση, δογματική των κοινωνικών δικαιωμάτων, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης Επιδιώκοντας την αποσυμφόρηση των προσφυγικών καταυλισμών στα ελληνικά νησιά η κυβέρνηση αποφασίζει να μειώσει τον αριθμό των κατοικούντων στις ειδικές δομές στέγασης. Σε έξωση ωθείται συνεπώς ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων, οι οποίοι τελώντας σε οικονομική αδυναμία εξεύρεσης άλλης στέγης εγκαθίστανται σε εγκαταλελειμμένα δημόσια κτίρια. Μια ομάδα εξ αυτών επισκέπτεται το δικηγορικό σας γραφείο προκειμένου να σας συμβουλευτεί για τη δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης της παροχής στέγης από το κράτος. Ερωτάται: α) Δύνανται διά της δικαστικής οδού να υποχρεώσουν το κράτος να τους παράσχει στέγη προκειμένου να μην αναγκάζονται να κατοικούν σε εγκαταλελειμμένα κτίρια; β) Ας υποτεθεί ότι το κράτος τους είχε ήδη εγκαταστήσει σε λυόμενα σπίτια και αίφνης λόγω της αλλαγής της κυβερνητικής πολιτικής αποφασίζει να τους οδηγήσει σε έξωση. Θα ήταν συνταγματικά ανεκτή μια τέτοια μεταβολή των βιοτικών τους συνθηκών; γ) Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών παρακείμενων εκτάσεων προς κατασκευή κατοικιών για την εγκατάσταση των προσφύγων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί συνταγματικά; δ) Υποχρεούται το κράτος να απαλλάξει τους πρόσφυγες από την καταβολή του σχετικού φόρου εισοδήματος για την κατοχή των κατοικιών αυτών; ε) Σε παραλλαγή των πραγματικών περιστατικών του πρακτικού, η κυβέρνηση αποφασίζει στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής λιτότητας να μειώσει αισθητά τα χορηγούμενα στους πρόσφυγες επιδόματα. Μια οικογένεια προσφύγων επισκέπτεται το δικηγορικό σας γραφείο και σας διηγείται ότι μετά βίας καταφέρνει να αντεπεξέλθει στις μηνιαίες ανάγκες της, μιας και τα χρήματα των επιδομάτων που λαμβάνει, επαρκούν μόνο για τη διατροφή και την ένδυσή της. Σας ρωτά αν υπάρχει κάποια δυνατότητα να αυξηθεί το ποσό αυτό, προκειμένου το νεαρό τέκνο της οικογένειας να μπορέσει να ξεκινήσει μαθήματα αγγλικών και πιάνου. Τι θα τους συμβουλεύατε; Σελ. 144 Απάντηση: α) Η διάταξη του άρθρου 21§4 Σ κατοχυρώνει το κοινωνικό δικαίωμα στη στέγαση . Το

κράτος υποχρεούται να παρέχει στέγη σε όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να την εξασφαλίσουν με ίδια μέσα. Η ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών των αστέγων και εν γένει των πολιτών χαμηλής οικονομικής στάθμης επιτυγχάνεται μέσω της λήψης θετικών κρατικών μέτρων καθώς και διά της παράλειψης επιβολής βαρών ή άλλης φύσης υποχρεώσεων που θα δυσχέραιναν υπέρμετρα την απόκτηση κατοικίας. Κρίσιμο από συνταγματικής σκοπιάς κρίνεται η εν τοις πράγμασι ικανοποίηση της ανάγκης προς στέγαση και η όχι απαραίτητα η μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στους δικαιούχους. Η προς όφελος των τελευταίων μίσθωση κατοικίας από το κράτος ή η παραχώρηση αυτής άνευ ανταλλάγματος βρίσκεται αναντίρρητα σε αρμονία με τη συνταγματική επιταγή προς ειδική κρατική φροντίδα. Φορέας του δικαιώματος είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα, Έλληνες και αλλοδαποί, που κατοικούν στην χώρα μας. Γίνεται ομόφωνα δεκτό στη θεωρία των κοινωνικών δικαιωμάτων ότι αυτά δεν παρέχουν στον φορέα τους αγώγιμη αξίωση έναντι του κράτους για κοινωνικές παροχές. Εναπόκειται στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη να εξειδικεύσει το κανονιστικό περιεχόμενο των σχετικών συνταγματικών διατάξεων και να προσδιορίσει τον τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων. Τα κοινωνικά δικαιώματα ως εκδήλωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου δεσμεύουν ασφαλώς την εκάστοτε κρατική εξουσία, ο τρόπος και η έκταση ικανοποίησής τους, όμως, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και επαφίενται αποκλειστικά στην εκτίμηση της νομοθετικής εξουσίας ως μόνης άμεσα δημοκρατικής νομιμοποιούμενης προς χάραξη της κοινωνικής πολιτικής. Εν προκειμένω, συνεπώς, οι πρόσφυγες είναι καθ’ όλα φορείς του συνταγματικού δικαιώματος προς στέγαση. Το κράτος βαρύνεται με την υποχρέωση να τους εξασφαλίσει κατοικία, μιας και οι ίδιοι έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση. Δεν είναι δυνατή, όμως, η δικαστική επιδίωξη της πραγμάτωσης της κρατικής υποχρέωσης. Το άρθρο 21§4 Σ δεν ιδρύει ευθεία εκ του Συντάγματος υποχρέωση της κρατικής εξουσίας για τη λήψη θετικών μέτρων προς παροχής στέγης σε όλους τους κατοικούντες εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης ή η κανονιστικώς Σελ. 145 δρώσα διοίκηση κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης θα αποφασίσουν για τον τρόπο και τον χρόνο στέγασης των προσφύγων. β) Στο κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων εντάσσεται και η έννοια του σχετικού κοινωνικού κεκτημένου . Εφόσον ο νομοθέτης αποδέχθηκε τη συνταγματική του υποχρέωση και αποφάσισε την ικανοποίηση ενός κοινωνικού δικαιώματος, ήτοι την κατανομή συγκεκριμένων κοινωνικών πόρων, θα πρέπει να διατηρήσει εσαεί το συνολικό προστατευτικό κοινωνικό αποτέλεσμα. Δύναται, ασφαλώς, με νεότερη ρύθμιση να μεταβάλλει τον τρόπο ικανοποίησης του δικαιώματος και να περιορίσει την έκταση διάθεσης της κοινωνικής παροχής. Η πλήρης κατάργησή της, όμως, δεν είναι συνταγματική ανεκτή. Η διατήρηση, αντιθέτως, ενός συγκεκριμένου αυστηρά προσδιορισμένου προστατευτικού καθεστώτος εν είδη απόλυτου κοινωνικού κεκτημένου δε μπορεί να γίνει δεκτή. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης δικαιούται να αλλάξει επί τα χείρω επιμέρους στοιχεία της κοινωνικής προστασίας περιορίζοντας την έκταση των κοινωνικών παροχών αλλά δε μπορεί να μεταβάλλει αυθαίρετα το συνολικό προστατευτικό καθεστώς. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 21§4 Σ και ικανοποίησε τις στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων. Δύναται, όπως αναλύθηκε, να μεταβάλλει τον τρόπο ικανοποίησης του κοινωνικού δικαιώματός τους αλλά το συνολικό προστατευτικό αποτέλεσμα (εφόσον αυτό παραμένει αναγκαίο) θα πρέπει εν τέλει να παραμείνει αναλλοίωτο. Μπορεί στα πλαίσια των επιταγών της κυβερνητικής πολιτικής να τους απομακρύνει από τις λυόμενες κατοικίες αλλά θα πρέπει να τους εγκαταστήσει κάπου αλλού. Εφόσον άπαξ τους χορήγησε κατοικία, δε θα ήταν συνταγματικά ανεκτό να τους την αφαιρέσει άνευ μεταστέγασής τους σε άλλη υπό την προϋπόθεση απαγόρευσης κατάχρησης

δικαιώματος (άρθρο 25§3 Σ). γ) Η ικανοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ήτοι η χορήγηση κοινωνικών παροχών σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, συνιστούν νόμιμο λόγο περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων ύστερα από την αναγκαία στάθμιση και στα πλαίσια της πρακτικής εναρμόνισής τους. Η ικανοποίηση του δικαιώματος στη στέγαση δύναται συνεπώς να δικαιολογήσει την επιβολή νομοθετικών περιορισμών σε άλλα ατομικά δικαιώματα. Εν προκειμένω, συνταγματικά ανεκτή θα κρινόταν ο περιορισμός του δικαιώματος στην ιδιοκτησία με σκοπό τη δημιουργία κατοικιών για την εγκατάσταση των προσφύγων. Στοιχειοθετείται συναφώς η προϋπόθεση της δημόσιας ωφέλειας για την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και νομίμως θα υποχρεώνονταν οι ιδιοκτήτες έναντι αποζημίωσης σε παραχώρηση των εκτάσεών τους. Σελ. 146 δ) Από το άρθρο 21§4 Σ απορρέει υποχρέωση του κράτους να απέχει από τη λήψη θετικών μέτρων ή επιβολή βαρών που καθιστούν δυσχερή την απόκτηση και διατήρηση της κατοικίας. Ενδεχόμενη υποχρέωση των προσφύγων προς καταβολή φόρου εισοδήματος για την κατοχή των κατοικιών τους θα οδηγούσε εν τοις πράγμασι σε αδυναμία τους να συνεχίσουν να κατοικούν εκεί, μιας και διαθέτουν άκρως περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Το κράτος υποχρεούται συνεπώς να προβλέψει τη σχετική φοροαπαλλαγή, η οποία εντάσσεται άλλωστε στο κανονιστικό περιεχόμενο του κοινωνικού δικαιώματος στη στέγαση. ε) Η αξιοπρεπής διαβίωση των φυσικών προσώπων που διαμένουν εντός της ελληνικής επικράτειας, συνιστά συνταγματικό σκοπό ερειδόμενο τόσο στην αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2§1 Σ) όσο και στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25§1 Σ). Βάσει αυτής, κάθε άνθρωπος δικαιούται να λαμβάνει αποδοχές, οι οποίες θα του εξασφαλίζουν όχι μόνο τους όρους της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ) αλλά και τη συμμετοχή του στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας . Για το ελάχιστο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν αρκεί μια συνθήκη απλής βιολογικής συντήρησης αλλά θα πρέπει να δημιουργείται ένα ευρύτερο βιοτικό περιβάλλον, εντός του οποίου ο άνθρωπος θα μπορεί ακώλυτα να αναπτύξει την προσωπικότητά του ως ενεργό μέλος της κοινωνίας. Γι’ αυτό και άλλωστε, η αξιοπρεπής διαβίωση δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσω του εισοδήματος αλλά επιτυγχάνεται μέσω των γενικότερων συνθηκών διαβίωσης που διαμορφώνει η κρατική εξουσία για τους πολίτες της. Η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης έλκει την καταγωγή της από τη θεωρητική κατασκευή του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου περί Existenzminimum . Από την κρατική υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Menschenwürde) και την αρχή του κοινωνικού κράτους (Sozialstaatsprinzip) απορρέει ένα ατομικό αγώγιμο δικαίωμα του πολίτη έναντι των κρατικών οργάνων προς εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης . Η έκταση του δικαιώματος αυτού δεν προσδιορίζεται ευθέως στο Σύνταγμα αλλά τελεί σε Σελ. 147 συνάρτηση με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, την προσωπική κατάσταση του δικαιούχου του καθώς και από τα οικονομικά και τεχνικά δεδομένα της εποχής. Εναπόκειται στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη συνεπώς να εξειδικεύσει σαφώς το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος. Διαθέτει προς τούτο ευρύ περιθώριο εκτίμησης (Gestaltungsspielraum) και κρίσης, υποκείμενο μόνο σε οριακό δικαστικό έλεγχο (zurückhaltende gerichtliche Kontrolle). Μια παροχή θα κρινόταν συναφώς ως αντίθετη στην αρχή του Existenzminimum, μόνο εφόσον δεν επαρκεί προδήλως (evident unzureichend) για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών. Ως βασικές βιοτικές ανάγκες δε νοούνται μόνο οι αμιγώς βιολογικές αλλά και η δυνατότητα ανάπτυξης και διατήρησης διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται επί

της ουσίας στη διαπίστωση ότι η κρατική εξουσία έλαβε πράγματι επαρκώς υπόψη της τη συνταγματική επιταγή και επιχείρησε με πρόσφορα μέσα να την υλοποιήσει. Εν προκειμένω, η παροχή στους πρόσφυγες άκρως χαμηλών επιδομάτων παραβιάζει την κρατική υποχρέωση προς εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσής τους. Τα χρήματα αυτά επαρκούν οριακά για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών τους, ενώ δε τους δίνεται η δυνατότητα να μορφωθούν και να αναπτύξουν κοινωνικούς δεσμούς. Η διεκδίκηση της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους μπορεί όμως να γίνει σε περιορισμένο βαθμό δικαστικά και εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τις οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες, καθώς από το περιθώριο του κράτους να ανταποκριθεί στις λοιπές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις του. Η οξεία δημοσιονομική κρίση επιδρά αναντίρρητα αρνητικά στη δυνατότητα αύξησης του ποσού των επιδομάτων, καθώς το δημοσιονομικό συμφέρον ως ειδικότερη έκφανση του δημοσίου συμφέροντος δύναται να δικαιολογήσει περιορισμούς στα συνταγματικά δικαιώματα. Βιβλιογραφία

Σελ. 149 Βιβλιογραφία Νομικά συγγράμματα/μονογραφίες/μελέτες/λοιπές πηγές –Αλιβιζάτος Ν., Συνταγματική Θέση των Ενόπλων Δυνάμεων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1987. –Αμίτσης Γ., η θεσμική κατοχύρωση των ελάχιστων ορίων διαβίωσης στην ελληνική και διεθνή έννομη τάξη, εκδ. Σάκκουλα, 2001 –Αναστασοπούλου Ι., Ελευθερία της τέχνης και δικαίωμα της προσωπικότητας: Διαχρονικά επίκαιροι προβληματισμοί, https://bit.ly/3ds6xQW –Αναστοπούλου Ε.Κ./Γαλάνης Π., Το δικαίωμα στην εύλογη διάρκεια ποινικής δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και η θέσπιση εθνικού ένδικου μέσου για δίκαιη ικανοποίηση σε περίπτωση παραβίασης αυτού, ΠοινΔικ 11/2019, σελ. 1156-1163. –Ανδρουλάκης Ν., Άσεμνο και ποινή σήμερα (Tαυτόχρονα μια συμβολή στο πρόβλημα της ποινικής κύρωσης ηθικών επιταγών), ΠοινΧρ 1983, σελ. 343. –Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη Ι., Νομικά προβλήματα από την τεχνητή γονιμοποίηση, ΝοΒ 1986, σελ. 12 επ. –Ανθόπουλος Χ., Πανδημία και δικαίωμα στην υγεία, https://www.constitutionalism.gr/2020-04-26_anthopoulos-pandimia-dikaioma-ygeias –Αντωνίου Θ., Ο δικαστικός έλεγχος των περιορισμών της ελευθερίας του τύπου και της ελευθερίας της γνώμης (Μερικές σκέψεις με αφορμή την Πλημμ. Λαρ. 1074/1992, ΠοινΧρ. ΜΒ’, 1221 επ.), ΠοινΧρ. ΜΒ’ (1992), σελ. 1240-1245. –Αντωνίου Θ., Το κοινωνικό δικαίωμα χρήσεως του περιβάλλοντος μεταξύ ελευθερίας και συμμετοχής - Μερικές σκέψεις με αφορμή την απόφαση 3682/1986 του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ και την απόφαση 3146/1986 της Ολομελείας του ΣτΕ -, ΤοΣ 1987, σελ. 116-123. –Αντωνίου Θ., Η ισότητα εντός και δια του νόμου - Μία συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος του 1975, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1998. –Αντωνίου Θ., Η στάθμιση ως μέθοδος ερμηνείας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας-Μερικές σκέψεις με αφορμή τις 3478/2000 και 613/2002 αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ-, εις:Τιμητικός Τόμος Συμβουλίου της Επικρατείας, 2004, σελ. 969 επ. –Αντωνίου Θ., Υπάρχουν ανεκτές αποκλίσεεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων; ΕφημΔΔ 2006, σελ. 591 επ.

–Αντωνίου Θ., Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέναντι σε νέες προκλήσεις από το δίκαιο της ιθαγένειας - ένα βήμα μπροστά ένα βήμα πίσω (Σκέψεις με αφορμή την απόφαση 460/2013 της Ολομελείας ΣτΕ), Επιθεώρηση Μεταναστευτικού Δικαίου 2/2013, σελ. 137 επ. Σελ. 150 –Αργυρού A., Πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα- χορήγηση αντιγράφων εγγράφων- εύλογο ενδιαφέρον –διαδικασία - αρχή διαφάνειας, (https://www.constitutionalism.gr/wpcontent/uploads/2016/05/2016_%CE%91%CF%81%CE%B3%CF%85%CF%81%CF%8C% CF%82_%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B1.pdf) –Ανθόπουλος Χ./ Κοντιάδης Ξ./ Σπυρόπουλος Φ., Η τηλεόραση υπό κυβερνητικό έλεγχο, δημοσίευση στο www.constitutionalism.gr, 17-07-2016. –Αργυρόπουλος Χ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 9/2002, ΝοΒ 51/2003, σελ. 93. –Βαθιώτης Κ., Ποινική ευθύνη για την κατάρριψη επιβατηγού αεροσκάφους που έχει καταληφθεί από τρομοκράτες (“περίπτωση renegade”), http://www.militaryjustice.gr/wpcontent/uploads/2018/03/piniki-efthini-kata-politikou.pdf –Βαθιώτης Κ., Τραγικά διλήμματα στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», Από τη σανίδα του Καρνεάδη στο «Ποινικό δίκαιο του εχθρού», Νομική Βιβλιοθήκη, 2010 –Βενιζέλος Ε., Πολιτική επιστράτευση και απεργία, ΕΕΔ 45, σελ. 726 επ. –Βιδάλη Τ., Η συνταγματική διάσταση της εξουσίας στον γάμο και στην οικογένεια, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996. –Βλαχόπουλος Σ., Καμία συνταγματική παραβίαση δεν θεραπεύεται με μια άλλη παραβίαση του Συντάγματος, ΘΠΔΔ 1/2016. –Βλαχόπουλος Σ., Μεταξύ δικαίου και πολιτικής. Η απόφαση ΟλΣΕ 95/2017 για τις τηλεοπτικές άδειες, ΔτΑ 71/2017. –Βλαχόπουλος Σ. (επιμ), συνεργασία: Α. Αρχοντάκη, Ε. Γαλάνη, Δ. Δαρέλλη, Α. Δερβιτσιώτης, Χ. Δετσαρίδης, Γ. Θεοδόσης, Η. Κουβαράς, Γ. Λαζαράκος, Μ. Νάνου, Θ. Ξηρός, Α. Παπαθωμάς, Κ. Παπανικολάου, Π. Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη, Παυλάκη Σ., Σπ. Τάσσης, Π. Τσαντίλας, Χ. Τσιλιώτης, Α. Τσιρωνάς, Θεμελιώδη Δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2017. –Βλαχόπουλος Σ., Συνταγματικός μιθριδατισμός: οι ατομικές ελευθερίες σε εποχές πανδημίας, εκδ. Ευρασία, 2020. –Γαλάνης Π., Οι νομικές συνέπειες της νόμιμης απεργίας: μία συνολική προσέγγιση, ΔΕΕ 4/2019, σελ. 539-547. –Γαλάνης Π., Σύγχρονες προσεγγίσεις στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, εκδ. Φυλάτος, 2020. –Γαλάνης Π., Νομοθεσία Καλλυντικών Προϊόντων (Κανονισμός ΕΚ 1223/2009) και Επαγγελματικό Δίκαιο Αισθητικού και συγγενών επαγγελμάτων (Δημόσιο-Ιδιωτικό Δίκαιο), εκδ. Φυλάτος, 2020. –Γαλάνης Π., Γαβριήλογλου Β. & Μπαστουνάς Γ. (επιμ.), Σύστημα Ποινικού ΔικαίουΘέματα Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, εκδ. Φυλάτος, Θεσσαλονίκη, 2021. –Γαλάνης Π., Οικονομικά εγκλήματα και χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων με το άρθρο 14 ν. 4637/2019 – Ένα πρόβλημα συνταγματικής υφής, ΕφΔΔ ΙΙΙ/2019, σελ. 247-258. Σελ. 151 –Γαλάνης Π., Ρυθμίσεις κατά των διακρίσεων στην εργασία των ατόμων με αναπηρία, Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών 6/2020, σελ. 678-688. –Γαρδίκας Στ., Η προστασία της θέσεως εργασίας του απεργού σε νόμιμο εργατικό αγώνα, εκδ. 1982. –Γεραπετρίτης Γ., Η αναθεώρηση του άρθρου 17 του Συντάγματος, ΔτΑ 2001, σελ. 405-416. –Γεραπετρίτης Γ., Η ανατομία μιας απόφασης μεταξύ δόγματος και πραγματισμού. Σχόλιο

στην απόφαση 95/2017 της Ολομέλειας του ΣτΕ για την αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ΔτΑ 71/2017. –Γέροντας Α/Λύτρας Θ./Σιούτη Γλ./Παυλόπουλος Πρ., Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2016. –Γεροντίδης Ι., Δίκαιη ικανοποίηση εμπορικής εταιρίας λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης - Με αφορμή τη ΣτΕ (μονομ.) 502/2017, ΔΕΕ 6/2018. –Γιαννακόπουλος Κ., Στατιστικά δεδομένα και απόδειξη δυσμενών λόγω φύλου δίκαιο, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα [σειρά «Βιβλιοθήκη Νομικής Θεωρίας και Πράξεως», τόμος 18], Αθήνα – Κομοτηνή, 1999. –Γιαννακόπουλος Κ., Το δημόσιο συμφέρον υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης. Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ Β΄ 693/2011, ΣτΕ Στ΄ 1620/2011 και ΣτΕ Α΄ 2094/2011, ΕφΔΔ 1/2012, σελ. 100 – 112. –Γιωτοπούλου – Μαραγκοπούλου Α., Η ιστορική στροφή του Συμβουλίου Επικρατείας προς πραγματική ισότητα, ΤοΣ 1998. –Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2012. –Δαγτόγλου Π., Ατομικά Δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα, 2012. –Δέγλερης Π., Επίκαιροι προβληματισμοί για τα θεμελιώδη δικαιώματα με αφορμή τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ και τον «διάλογο των δικαστηρίων», Πειραϊκή Νομολογία 1/2018, σελ. 35 επ –Δελλής Γ., Το ατομικό δικαίωμα αντιμέτωπο στο οικονομικό και το οικολογικό γενικό συμφέρον. 1953-2003: Η συρρίκνωση της ατομικότητας, Νόμος και Φύση, Ιανουάριος 2004. –Δελλής Γ., Κοινή Ωφέλεια και Αγορά, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008. –Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα, 2006. –Δημητρόπουλος Α., Εφαρμογές Συνταγματικού Δικαίου – Συνταγματικά Δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα, 2012. –Δρόσος Γ., Ο ιστός της Πηνελόπης, ΘΠΔΔ 3/2018. –Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Το δικαίωμα υπερασπίσεως στην ποινική δίκη – Όψεις και όρια, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2017. –Ευστρατίου Π.Μ., Νομοθετικός καθορισμός όρων για την προστασία του περιβάλλοντος και δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ΔτΑ 4/1999, σελ. 845. Σελ. 152–Ευστρατίου Π.Μ., Κύρωση περιβαλλοντικών όρων με νόμο και προστασία του περιβάλλοντος, ΠερΔικ 1999, σελ. 524 επ. –Ζερδελής Δ., Αναλογικότητα και Απεργία, εκδ. Σάκκουλα, 2013. –Ηλιάδου Α., Άρθρο 11 Σ (δικαίωμα συνάθροισης), σε: Π.Ι. Παραράς, Το Σύνταγμα (corpus ΙΙ), 2η έκδοση. –Θεοδόσης Γ., Η ελευθερία της τέχνης, εκδ. Καστανιώτη, 2000. –Θάνου Στ., Μια Νέα Δημόσια Τάξη, ΕφημΔΔ, 2010. –Καϊδατζής Α., Το δικαίωμα δωρεάν παιδείας μεταξύ (συνταγματικού) δικαίου και (νομοθετικής) πολιτικής - Με αφορμή την απόφαση για τα δίδακτρα στις μεταπτυχιακές σπουδές, ΘΠΔΔ 12/2012, σελ. 1064 επ. –Καζάκος Ά., Το Εργατικό Δίκαιο στην πράξη, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα - Θεσσαλονίκη 1998. –Καλλιγέρου Δ., Η προηγούμενη ακρόαση ως δικαίωμα και ουσιώδης τύπος της διοικητικής διαδικασίας, ΘΠΔΔ 5/2016, σελ. 445. –Καμτσίδου Ι., Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου, https://www.constitutionalism.gr/2020-03-04_kamtsidou_pandimia/. –Καμτσίδου Ι., Η «επικλησιµότητα» των κοινωνικών δικαιωµάτων και η τριπλή υποχρέωση του κράτους για την προστασία τους, ΔιΔικ 5/2019. –Καραγκούνης Δ., Η επιβολή περιορισμών στα κοινωνικά δίκτυα μετά τον νέο γερμανικό Νόμο περί Βελτίωσης της Επιβολής της Νομοθεσίας στα κοινωνικά δίκτυα (Netzwerkdurchsetzungsgesetz) - Επίθεση στην ελευθερία έκφρασης ή αναγκαίο μέσο

καταπολέμησης της διαδικτυακής εγκληματικότητας; ΔιΜΕΕ 3/2018, σελ. 335-346. –Καράκωστας Ι., Περιβάλλον και Δίκαιο, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2006. –Καράκωστας Ι., Δίκαιο των ΜΜΕ, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2012. –Καρατζά Σ., Η σημασία της ταχείας και ορθής δίκης και τα κριτήρια του ευλόγου χρόνου αυτής με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - Το ελληνικό συστημικό πρόβλημα, ΘΠΔΔ 3-4/2013. –Κατρούγκαλος Γ., Η προστασία της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, ΔιΔικ 1993. –Κατρούγκαλος Γ., Ελευθερία και Ασφάλεια στην «Κοινωνία της Διακινδύνευσης»: Το Παράδειγμα των Παρακολουθήσεων, ΝοΒ, 2006. –Κατρούγκαλος Γ., Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1998. –Κατσάρη Ε., Το Δικαίωμα του Πολίτη στην Ασφάλεια, εκδ. Σάκκουλα, 2007. –Κυνηγοπούλου Σ., Άτυπα μέσα εργασιακού αγώνα, ΔΕΕ 12/2016. –Κονδύλης Β., Προστασία των παιδιών από την πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό στο Διαδίκτυο, ΔιΜΕΕ 3/2004, σελ. 376 επ. –Κονιδάρης Ι., Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 2016. Σελ. 153 –Κοντιάδης Ξ.Ι., Το κοινωνικό κράτος πρόληψης ως απάντηση στην κρίση του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους. Προς ένα νέο πολιτειολογικό τύπο; Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, τεύχος 1/2005. –Κοντιάδης Ξ.Ι., Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα, εκδ. Καστανιώτη, 2020. –Κουκιάδης Ι., Απεργία και αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, ΔΕΝ 49, σελ. 1220. –Κουκιάδης Ι., Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. Σάκκουλα, ΑθήναΘεσσαλονίκη, 2013. –Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Οικογενειακό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 5η έκδοση 2012. –Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Ο νέος νόμος 3719/2008: μια πρώτη αποτίμηση, ΕφΑΔΠολΔ 2008, σελ. 1016 επ. –Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, Αρμενόπουλος 1995. –Κουτούπα–Ρεγκάκου Ε., Ο ρόλος των αόριστων εννοιών στο σύγχρονο κράτος δικαίου, σε Κ. Σταμάτη (επιμ.), Όψεις του κράτους δικαίου, Εκδ. Σάκκουλλα, 1990, Θεσσαλονίκη. –Kουτσουλέλος Κ., Δεδικασμένο αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων – τεκμήριο αθωότητας, NB blog, άρθρο της 17/9/2019, https://www.nb.org/greek/blog/dedikasmeno-apofasewnpoinikwn-dikastiriwn-tekmirio-athwotitas/. –Κωσταντινίδης Α., Δαλακούρας Θ.Ι., Εμβάθυνση στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2014. –Κωστάρας Α., Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1988 –Λαζαράτος Π., Εύλογο ενδιαφέρον προς χορήγηση διοικητικών εγγράφων στη νομολογία του ΣτΕ, Δίκη 29 (1998), σελ. 1229-1236. –Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. Νομ. Βιβλιοθηκη, 2018 –Λευθεριώτου Ε., Ιδιοκτησία και περιβάλλον. Στάθμιση εννόμων αγαθών και δικαιωμάτων στο Ελληνικό, Ευρωπαϊκό και Αμερικανικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007 –Ληξουριώτης Ι., Διαγράμματα εργατικού δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013. –Μαγκάκης Γ.Α., Η σύγκρουση καθηκόντων ως οριακή κατάσταση του Ποινικού ∆ικαίου, εκδ. Σάκκουλας Αντ. Ν., 1980. –Μαλλιαροπούλου Α., Η Αρχή της Προστατευομένης Εμπιστοσύνης στην πρόσφατη(20002013) νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014. Μουζουράκη, Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕφημΔΔ 5/2017. –Μάνεσης Α., Συνταγματική θεωρία και πράξη, εκδ. Σάκκουλα, 1980.

–Μαντζούφας Π./ Παυλόπουλος Π., Η μεγάλη απόφαση για τις τηλεοπτικές άδειες και η μεγαλύτερη δοκιμασία της ερμηνείας του Συντάγματος, με αφορμή την ΣτΕΟλ 95/2017, ΣΥΝήΓΟΡΟΣ 120/2017. Σελ. 154–Μανωλεδάκης Ι., Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης, Εκδ. Σάκκουλα, 1990. –Μανωλεδάκης, Ι., Το απόρρητο του ιδιωτικού βίου και η έλλογη προστασία του, ΠοινΔικ 2005. –Μενουδάκος Κ, Σύμβαση του Άαρχους και κοινοτικό δίκαιο: μια συγκριτική προσέγγιση, Νόμος και Φύση, Σεπτέμβριος 2003. –Μήτσου Α., Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1116 και 1117/2014) αναφορικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας «Συμμετοχής του Ιδιωτικού Τομέα» (“PSI”) στην απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, ΔΕΕ, 11/2014. –Μπέης Κ., Διαλεκτική Δικονομικού Δικαίου, Τα συνταγματικά θεμέλια Δικαστικής Προστασίας, εκδ. Eunomia Verlag, 1998. –Μπουκουβάλα Β., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, ΔιΔικ 5/2019, σελ. 727. –Μπουκουβάλα Β, Σχόλιο στην ΣτΕ 420/2018 (Γ’ Τμήμα): Δικαίωμα στην εκπαίδευση των παιδιών των Σύριων προσφύγων, Δημόσιο Δίκαιο, 2-3/2018, σελ. 270-277. –Ξηρός Θ., Ο αναιρετικός έλεγχος των αυτοδιοικητικών εκλογών - Εξαιρετικός, προβλέψιμος, κατά κανόνα ατελέσφορος και σύντομα ανενεργός, ΘΠΔΔ 2/2016, σελ. 104 επ. –Ξηρός Θ., Η γλωσσική εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δικαίωμα των πολιτών ή ευχέρεια του κράτους; ΘΠΔΔ 1/2018, σελ. 77 επ. –Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., Η ελευθερία του τύπου και η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ΔιΜΕΕ 1/2016, σελ. 39 επ. –Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα 2012. –Παπαδημητρίου Γ./Παπακωνσταντίνου Απ., Η συνταγματικότητα των περιορισμών στην ιδιοκτησία για την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας, ΝκΦ 2004. –Παπαδημητροπούλου Α., Δικαιώματα και υποχρεώσεις προσφύγων στην Ελλάδα, ΕΜΕΔ 23/2016, σελ. 151. –Παπαδόπουλος Ν., Τα μπλόκα των αγροτών στην Ελλάδα: άσκηση ή παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων; Δημόσιο Δίκαιο 3/2016. –Παπαδοπούλου Λ., Γάμος ομοφύλων; Μια απόπειρα νομικής και δικαιοπολιτικής αξιολόγησης, ΔτΑ 38/2008, σελ. 405 επ. –Παπαζήση Θ., Παρατηρήσεις στην ΠπρΡόδου 114/2009 ΧρΙΔ 2009, σελ. 621. –Παπαθανασόπουλος Α., Δίκαιο Δασικών Οικοσυστημάτων, εκδ. Νομόραμα, 2014. –Παπαθεοδώρου Θ., Συμβολισμοί και Ρητορική των Πολιτικών Ασφάλειας, ΕφημΔΔ, 2009. –Παπαθεοδώρου Θ., Κυβερνητική της Ασφάλειας και Σύγχρονες Πολιτικές Πρόληψης του Εγκλήματος στην Ελλάδα, σε: Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, Τόμος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006. Σελ. 155 –Παπαϊωάννου Ζ., Περιεχόμενο και Όρια της Αστυνομικής Εξουσίας, Εκδ. Σάκκουλα, 2004. –Παπακωνσταντίνου Α., Δόμηση στον Αιγιαλό: Προστασία αιγιαλού και περιβαλλοντικό Σύνταγμα, Περιβάλλον Δημόσιες Συμβάσεις Νεώτερες εξελίξεις και προβληματισμοί, ΠερΔικ 1/2015, σελ. 343 επ. –Παπακωνσταντίνου, Α. Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και η προστασία της ιδιοκτησίας σε: Κοντιάδη, Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. –Παπακωνσταντίνου Α., Προσβολή της προσωπικότητας μέσω του διαδικτύου: Μεταξύ της προστασίας της προσωπικότητας και της ελευθερίας έκφρασης, ΔιΜΕΕ 1/2018, σελ.31-37

–Παπαπετρόπουλος Α., Το δικαίωμα πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφορία, ΠερΔικ 3/2018. –Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Π., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2013. –Παπασπύρου Ν., Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοι σκοποί, εκδ. Σάκκουλα, 2019. –Παραράς Π., Το κοινωνικό δικαίωμα για αξιοπρεπή κατοικία με αφορμή την Ολ. ΣτΕ. 173/98, ΔτΑ 3/1999, σελ. 642 –Παυλόπουλος Π., Η Πανδημία και το Εμβόλιο: Στην βαριά σκιά του Επιμηθέα, εκδ. Gutenberg, 2020. –Πρεβεδούρου Ε., Η σημασία του διαλόγου των δικαστών για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων: (Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του γαλλικού Conseil d’Etat της 10ης Απριλίου 2008, Conseil national des barreaux), ΘΠΔΔ 5/2009, σελ. 550 επ. –Πρεβεδούρου Ε., Πρόσβαση στα έγγραφα και προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με αφορμή πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΤοΣ 1/2011, σελ. 61. –Πατσίκας Δ.-Γ., Tα «Μνημόνια», ο κορωνοϊός και ο έλεγχος συνταγματικότητας – Σύγκριση των δύο έκτακτων περιόδων και η αντιμετώπισή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας, https://www.constitutionalism.gr/2020-04_patsikas_mnimonia-koronoios/. –Παυλάκη Σ., Κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου και ρυμοτομική απαλλοτρίωση: Μια χρόνια «πάλη των (δια)τάξεων» (σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 528/2017), ΠερΔικ 4/2017. –Παυλόπουλος Π., Η έννοια της δημόσιας επιχείρησης, ΕΔΔΔ 1991. –Πικραμένος Μ, Τα κοινωνικά δικαιώματα στην υγεία και στην παιδεία και ο δικαστικός έλεγχος του ΣτΕ, σε Σωτηρέλης Γ, Τσαϊτουρίδης Χ, Κοινωνικά Δικαιώματα και Κρίση του Κράτους Πρόνοιας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2007. –Πόνη Χ., Οι γενικές αρχές του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης μέσα από τη νομολογία, Δημόσιο Δίκαιο, 4/2018. Σελ. 156–Ροζάκης Χ., Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στο πλέγμα της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, ΕΕΕυρΔ, τ. 21 (2001), σελ. 439 επ. –Ρόκας Ν./Γκόρτσος Χ./Μικρουλέα Α./Λιβαδά Χ., Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2016. –Ρόκας Ν., Περάκης Ε., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου – Αξιόγραφα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2018. –Σακελλαρίου Α., Η αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης εις την θεωρία και την νομολογίαν, ΤοΣ 1979. –Σακελλαροπούλου Α., Η αυθαίρετη δόμηση και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι και το νόμο 4014/2011, ΘΠΔΔ 1/2016, σελ. 1 επ. –Σαρμάς Ι., Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1990. –Σατλάνης Χ., Εισαγωγή στο Δίκαιο της Διεθνούς Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2003. –Σβώλος Α./Βλάχος Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1979. –Σεβαστίδης Χ., Το δικαίωμα απεργίας και ο δικαστικός έλεγχος άσκησής του, εκδ. Σάκκουλα, 2015. –Σιούτη Γλ., Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων, ΠερΔικ 4/2004, σελ. 455. –Σιούτη Γλ., Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, εκδ. Σάκκουλα, 2018. –Σισιλιάνος Α., Η προστασία του περιβάλλοντος και η ΕΣΔΑ, ΝκΦ 1996. –Σισιλιάνος Α., ΕΣΔΑ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013. –Σκουρής Β./Τάχος Α., Η προστασία του περιβάλλοντος στη νομολογία του Συμβουλίου της

Επικρατείας, εκδ. Παρατηρητής, 1988. –Σπηλιωτόπουλος Ε., Η δημόσια επιχείρησις, Αθήναι 1963. –Σπηλιωτόπουλος Ε., Η δημόσια επιχείρησις, εκδ, Σάκκουλα Α.Ε., 2010. –Σπινέλλης Δ., Εγκλήματα κατά της τιμής, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006. –Σπυρόπουλος Φ., Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006. –Σπυρόπουλος Φ., Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Θέμις, 2012. –Σπυρόπουλος Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006. –Σταυρόπουλος Γ., Η εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην πράξη. Προκλήσεις για το δικαστή, τη δημόσια διοίκηση, τις ανεξάρτητες αρχές, την κοινωνία των πολιτών, https://bit.ly/3mYLOaA –Τασίκας Α., Άρση από Τρίτο της Προσβολής Προσωπικότητας (σε Ευθύνη από Προσβλητικό Περιεχόμενο Αναρτήσεων στο Διαδίκτυο), ΔιΜΕΕ 3/2019, σελ. 309-327. Σελ. 157 –Τάχος Α., Δίκαιο της Δημόσιας Τάξης, Εκδ. Σάκκουλα, 1990. –Τζέμος Β., Η δεσμευτικότητα και η αγωγιμότητα των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, ΝοΒ 2012, σελ. 29 επ. –Τομαράς Δ., Η αρχή της αξιοκρατίας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 6/2017, σελ. 518 επ. –Τραυλός-Τζανετάτος Δ., Διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και Σύνταγμα εις Σύνταγμα και εργασιακές σχέσεις, 1987. –Τσάκωνα Λ., Οι περιορισμοί στην προστασία της τιμής και η ελευθερία του τύπου με βάση τη νομολογία του ΕυρΔΔΑ, Πειραϊκή Νομολογία 3/2011, σελ. 278 επ. –Τσιλιώτης Χ., Η συνταγματική προβληματική της λήψης θετικών μέτρων για την αποκατάσταση της πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, ΤοΣ 1999. –Τσίρης Π., Συμβολή στην ερμηνεία του Άρθρου 11 Σ., Αθήνα, 1998. –Φαρμακίδης- Μάρκου Κ., Περί της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας - Προβληματισμοί βάσει και της πρόσφατης απόφασης 460/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας, Επιθεώρηση Μεταναστευτικού Δικαίου 2/2013, σελ. 156 επ. –Φορτσάκης Θ., Φορολογικό Δίκαιο, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 35 επ. –Φουντεδάκη Κ., Ενώσεις προσώπων του ιδίου φύλου: η διαχρονική αντιμετώπισή τους από την ελληνική έννομη τάξη, μια νομοθετική πρόταση και οι προεκτάσεις της, προδημοσίευση από τον τ. τόμο της καθηγήτριας Ε.-Κ. Μανωλεδάκη, το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. –Χριστοφιλόπουλος Δ., Πολιτιστικό περιβάλλον – χωρικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη, 2002. –Χριστοφορίδου Σ., Ο λειτουργικός προσδιορισμός του εισοδήματος – Σκέψεις με αφορμή τη νομολογία της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ΘΠΔΔ 12/2017, σελ. 1276 –Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006. –Χρυσόγονος Κ./Βλαχόπουλος Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017. Σελ. 158 Ευρετήριο αποφάσεων/γνωμοδοτήσεων/εγκυκλίων (με χρονολογική σειρά) ελληνικών δικαστηρίων/αρχών, σχολιασμένων και μη –ΟλΑΠ 526/1967 ΔΕΝ 1967, σελ. 936 –ΟλΣτΕ 1102/1970 –ΠλημμΑγρινίου 3/1970, Ποιν. Χρ. 1970, σελ. 378 –ΠΠρΔρ 22/1973 –ΟλΣτΕ 2313/1976 –ΟλΣτΕ 3398/1978 –ΣτΕ 3878/79

–ΣτΕ 2233/1979 –ΣτΕ 89/1981 –ΑΕΔ 33/1982 –ΟλΣτΕ 3682/1986 –ΜΠρΑθ 3/1986 , ΕΕΔ 45 –ΣτΕ 1149/1988 –ΣτΕ 1769/1989 –ΣτΕ 2153/1989 –ΣτΕ 4050/1990 –ΣτΕ 1397/1993 –ΟλΣτΕ 2224/1993 –ΣτΕ 2412/1993 –ΣτΕ 2614/1993 –ΑΕΔ 11-12/1994 –ΕφΘεσ/νίκης 2142/1994, ΕΕΔ 1994 –ΣτΕ 2242/1994 –ΑΕΔ 58/1995 –ΑΠ 691/1996, ΠοινΧρ ΜΖ –ΟλΣτΕ 3953/1995 –ΣτΕ 880/1995 –ΟλΣτΕ 2731/1997 –ΣτΕ 4689/1997 –ΣτΕ 841/1997 –ΟλΣτΕ 1933/1998, ΤοΣ 1998 –ΣτΕ 351/1998 –ΟλΑΠ 40/1998 –ΣτΕ 2413/1999 –ΝΣΚ (Δ’) 80/1999 –ΑΕΔ 34/1999 –ΝΣΚ (Β’) 383/2000 –ΑΠ 1474/2000 ΠοινΔικ 2001, σελ. 684 –ΣτΕ 205/2000 –ΣτΕ 1214/2000 –ΣτΕ 3130/2000 –ΣτΕ 3942/2001 –ΟλΣτΕ 613/2002 –ΣτΕ 387/2002 –ΕφΑθ 5913/2003 –ΣτΕ 1252 – 1253/2003 –ΟλΣτΕ 2527/2003 –ΟλΣτΕ 1528/2003 –ΣτΕ 288/2003 –ΑΠ 42/2004, ΕλλΔνη 2004 –ΣτΕ 2180/2004 –ΣτΕ 2396/2004 –ΟλΣτΕ 2818/2004 –ΣτΕ 1991/2005 –ΣτΕ 3665/2005 –ΣτΕ 4388/2005 –ΜΠρΘεσσαλονίκης 23238/2006

–ΓνδτΕισΑΠ 14/2007, http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/geap14_07.htm. Σελ. 159–ΟλΣτΕ 1156/2006 –ΣτΕ 3490/2006 –ΟλΑΠ 3/2006 –ΟλΣτΕ 1426/2007 –ΣτΕ 1672/2007 (Τμ. Ε΄), ΠερΔικ 1/2008, σελ. 67. –ΣτΕ 3335/2007, ΔιΜΕΕ 1/2008 –ΔεφΑθ 1115/2009 –ΟλΣτΕ 1663/2009 –ΟλΣτΕ 3470/2009 –ΣτΕ 1991, 3665, 4388/2005, 1210, 2227/2010. –ΣτΕ 170/2010 –ΑΠ 1098/2011 ΝΟΜΟΣ –ΑΠ 1364/2011 ΝοΒ 60, σελ. 568 –ΜΠρΘεσ 4305/2011, Πειραϊκή Νομολογία, 1/2011 –ΑΠ 541/2011 –ΣτΕ 1620/2011 –ΟλΣτΕ 3087/2011 –ΣτΕ 4644/2011 (Τμ. Ε΄), ΠερΔικ 2/2012, σελ. 304 –ΑΠ 425/2012 –ΟλΣτΕ 2034-2036/2012 –ΣτΕ 4171/2012 –Απόφαση 128/2012 ΑΠΔΠΧ –ΟλΣτΕ 1286/2012 –ΟλΣτΕ 4202/2012 –ΟλΣτΕ 4447/2012 (παρατ. Θ. Ψυχογιός), ΘΠΔΔ 12/2012, σελ. 1142 επ. –ΣτΕ 4171/2012 –ΑΕΔ 25/2012 –ΑΠ 543/2013 ΔΕΕ, 11/2013 –ΟλΣτΕ 934/2013 –ΜΠρΧαλκ 712/2013 –Εγκύκλιος 133099/Γ2/19.09.13 του Υπουργείου Παιδείας –ΣτΕ 280/2014, http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/ste280_2014.htm –ΣτΕ 131/2014 Τμ. Γ΄ (παρατ. Κ. Παπαγεωργίου), ΘΠΔΔ 10-11/2014, σελ. 949 επ. –ΣτΕ 713/2014, ΝκΦ 2014, http://nomosphysis.org.gr/13649/ste-7132014-paraleipsi-ekdosisapofasis-epi-aitimatos-eksagoras-i-apallotriosis-idiotikis-anadasoteas-ektasis/?st=713/2014 –ΣτΕ 377/2014 –ΟλΣτΕ 2399/2014 –ΟλΣτΕ 1116-1117/2014 –ΟλΣτΕ 1901/2014 –ΟλΣτΕ 986/2014 –ΣτΕ 1906/2014 –ΑΠ 2/2014 –ΣτΕ 2287/2015 –ΟλΣτΕ 3914/2015 –ΟλΣτΕ 4130/2015 –ΑΕΔ 3/2015 –ΜΠρΘεσ/νίκης 13134/2015 –ΑΠ 302/2016 –ΑΠ 453/2016

–ΑΠ 37/2016 (Τμ. Γ΄ Πολιτικό), ΠερΔικ 4/2016 –ΣτΕ 734/2016 –BVerfG, 1 BvR 357/05, 15/2/2006 –BVerfGE 1, 97 –BVerfGE 82, 60 Σελ. 160 –BVerfGE 100, 271 –Γνωμοδότηση 1/2017 ΑΠΔΠΧ –Εγκύκλιος 12773/Δ2/23.1.2015 του Υπουργείου Παιδείας –ΑΠ 713/2017 –ΓνωμΝΣΚ 69/2017 –ΟλΑΠ 1/2017 –ΣτΕ 70/2017 –ΟλΣτΕ 100/2017 –ΟλΣτΕ 95/2017 –ΣτΕ 3526-7/2017 –ΣτΕ 82/2018 –ΣτΕ 2003/2018 –ΑΠ 322/2018, ΕφΑΔΠολΔ 2018, σελ. 1078. –ΣτΕ 1045/2018 (παρατ. Κουτσουπιά Μ./Παλιούρα Ε.) ΘΠΔΔ 7/2018, σελ. 937-939 –ΣτΕ 674/2018 –ΑΠ 5/2019 –ΣτΕ 1749-1752/2019 –ΜΟΔ Ηρακλείου 8-9 και 12-21/2019 –ΜονΔΠρΑθ 15908/2019 –ΣτΕ 210/2020 –Απόφ. Αρ. 32/2020 ΑΠΔΠΧ - Αναγραφή χαρακτηρισμού διαγωγής στους τίτλους και στα πιστοποιητικά σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Απαλλαγή από την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ευρετήριο αποφάσεων/γνωμοδοτήσεων (με χρονολογική σειρά) ΔΕΕ/ΔΕΚ και ΕΔΔΑ, σχολιασμένων και μη ΕΔΔΑ –ΕΔΔΑ, Sporrong και Lönnroth κ. Σουηδίας, 23/9/1982 –ΕΔΔΑ, James και λοιποί κ. Ηνωμένου Βασιλείου 21.2.1986 –ΕΔΔΑ, Enker et Hofauer κ. Αυστρίας, §68, 23/4/1987 –ΕΔΔΑ, Pois κ. Αυστρίας, §57, 23/4/1987 –ΕΔΔΑ, Φίλης κ. Ελλάδας, 11/12/1990 –ΕΔΔΑ, Χ. κ. Γαλλίας, §47, 31/3/1993 –ΕΔΔΑ, Reinhardt et Slimane-Kaid κ. Γαλλίας (Ευρεία Σύνθεση), §99, 31/3/1998 –ΕΔΔΑ, Pélissier et Sassi κ. Γαλλίας (Ευρεία Σύνθεση), § 67, 1999 –ΕΔΔΑ, Guillemin κ. Γαλλίας, § 42, 21/2/1997 –ΕΔΔΑ, Ridi κ. Ιταλίας, §17, 27/2/1997 –ΕΔΔΑ, Frydllender κ. Γαλλίας, (Ευρεία Σύνθεση), §43, 27/6/2000 –ΕΔΔΑ, Almeida Garett της 11.01.2000 –ΕΔΔΑ, Olczak κ. Πολωνίας, 7/11/2002 –ΕΔΔΑ, Σ.Π. και λοιποί κ. Ελλάδος, 10/4/2003 –ΕΔΔΑ, R. κ. Νορβηγίας, 11/2/2003 –ΕΔΔΑ, Times Newspapers Ltd (αριθ. 1 και 2) κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 10/3/2009 –ΕΔΔΑ, Litoselitis κ. Ελλάδας, αριθ. 62771/00, §30, 5/2/2004 –ΕΔΔΑ, Gerogiannakis κ. Ελλάδος, §23, 18/8/2006

–ΕΔΔΑ, Zante-Μαραθωνήσι κ. Ελλάδος, 6/12/2007, Οριστική απόφαση ΕΔΔΑ Προσφυγή 14216/2003 απόφ. 6.12.2007, Εταιρεία «Ζάντε Μαραθονήσι ΑΕ» κατά Ελλάδος, ΘΠΔΔ 4/2008, σελ. 470 επ. –ΕΔΔΑ, Σ. κ. Ελλάδος, 27/9/2007 Σελ. 161 –ΕΔΔΑ Μεϊδάνης κ. Ελλάδας, 22/5/2008 https://www.constitutionalism.gr/stavropoulosesda-elliniki-ennomi-taxi/ –ΕΔΔΑ, Πασχαλίδης κ. Ελλάδος, απόφαση της 10/4/2008 –ΕΔΔΑ, Κ. κ. Ελλάδος, απόφαση της 28/11/2011 –ΕΔΔΑ, Κrakolinig κ. Αυστρίας, ιδίως §27, 10/5/2012 –ΕΔΔΑ, Seta κ. Eλλάδος και Γερμανίας, 3/5/2012 –ΕΔΔΑ, Petridou et Katakalidou κ. Ελλάδος, 17/4/2012 –ΕΔΔΑ, Soulioti κ. Ελλάδος, §20, 7/ 2/2012 –ΕΔΔΑ, Grainger και λοιποί κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 10/7/2012 –ΕΔΔΑ, Karpetas κ. Ελλάδος, αριθ. 6086/10, §58, 30/10/2012 –ΕΔΔΑ, Sagropoulos κ. Ελλάδος 3/5/2012 –ΕΔΔΑ, Laimos et Kalafatis κ. Ελλάδος, 17/4/2012 –ΕΔΔΑ, Mitrelis κ. Ελλάδος, § 15, 17/4/2012 –ΕΔΔΑ, Chatziioannidis κ. Ελλάδος, 17/4/2012 –ΕΔΔΑ, Zafirov κ. Ελλάδος, 6/3/2012 –ΕΔΔΑ, Α. κ. Ηνωμένου Βασιλείου, 12/7/2013 –ΕΔΔΑ, Ashby Donald και άλλοι κ. Γαλλίας, 10/1/2013 –ΕΔΔΑ, Delfi AS κ. Εσθονίας, 16/6/2015 –ΕΔΔΑ, Magyar Tartalomszolgáltatók Egyesülete και Index.hu Zrt κ. Ουγγαρίας, 2/2/2016 –ΕΔΔΑ, Καψής και Δανίκας κ. Ελλάδος (παρατ. Σ. Τρεκλή), ΘΠΔΔ 7/2017 –ΕΔΔΑ, Παπαγεωργίου κ. Ελλάδος, της 31.10.2019 –ΕΔΔΑ, Beizaras and Levickas κ. Λιθουανίας, αρ. προσφυγής 41288/15, 14/1/2020 Προσφυγή 14216/2003 απόφ. 6.12.2007 ΔΕΕ –∆ΕΕ, C-131/12 Google Spain SL & Google Inc κατά Agencia Espanola De Proteccion De Datos& Mario Costeja Gonzalez –ΔΕΕ C-431/17. Ευρετήριο σημαντικότερων νόμων –Σύνταγμα της Ελλάδος 1975/1986/2001/ 2008/2019 –Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) –Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔιαδ) –Π.δ. 18/89 –Αστικός Κώδικας (ΑΚ) –Ποινικός Κώδικας (ΠΚ) – νέος και παλαιός –Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) – νέος και παλαιός –Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) –Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα –Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (κυρωτικός ν. 2101/92) –ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) (κύρωση Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) –Ν. 2472/1997 –Ν.2744/1999 –Ν. 3304/2005 –Ν. 3719/2008 –Ν. 4050/2012 (ΦΕΚ Α 36/23-02-2012)

–Ν. 4356/2015 Σελ. 162 –Οδηγία 95/46 –Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR) Ευρετήριο ηλεκτρονικών συνδέσμων –https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra-hdgso-report-part2_el.pdf –http://elawyer.blogspot.com/2010/01/blog-post.html –https://www.synigoros.gr/resources/20120510dt.pdf –http://www.cours-de-droit.net/cours-de-droit-du-travail/le-droit-de-greve-conditions-eteffets,a3461445.html Ξενόγλωσση βιβλιογραφία –Camerlynck G. – Lyon-Caen G., Droit du travail, 11e édition, Paris, Dalloz, 1982, –Chopin F., Le droit de grève, , L' harmattan, Coll. Justice au quotidien, 2003. –Cook, Environmental Rights as Human Rights, EHRLR 2002, 196-215, –Degenhart, Staatsrecht 1 Staatsorganisationsrecht, 33η έκδοση, 2017, C.F. Müller. –Gortsos C., European Central Banking Law, The Role of the European Central Bank and National Central Banks under European Law, ed. Palgrave Macmillan, 2020. –Lepsius O., Human Dignity and the Downing of Aircraft: The German Federal Constitutional Court Strikes down a Prominent Anti-Terrorism Provision in the New Airtransport Security Act, GLJ 2006. –Neumann V., Menschenwürde und Existenzminimum, NVwZ 1995, σελ. 426. –Schnath Μ., Das neue Grundrecht auf Gewährleistung eines menschenwürdigen Existenzminimums – Ein rechtspolitischer Ausblick nach dem Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 9.2.2010, NZS 2010, σελ. 297 –Shelton, Environmental Protection and Human Rights, CUP 2011. –Stächelin G., Strafgesetzgebung im Verfassungsstaat. Normative und empirische materielle und prozedurale Aspekte der Legitimation unter Berücksichtigung neuerer Strafgesetzgebungspraxis, Berlin, 1998. Ευρετήριο

Σελ. 163 Ευρετήριο Αθλητισμός 80, 81, 82, Αθλητική συνάθροιση 81 Αναγκαστική απαλλοτρίωση 39, 40 Αναλογικότητα (αρχή) 17, 32, 74, 84, 96, 112, 113, 120, 121 Αναπηρία 123, 124, 125 Ανεξάρτητες Αρχές 34, 35 Ανηλικότητα 12 Αντίσταση 30 Αξία ανθρώπου 41 Αξιοκρατία (αρχή) 61, 62, 63 Αξιοπρέπεια 114, 115 Απεργία 100, 101, 102 Απόρρητο επικοινωνιών 58, 59, 60

Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 41, 42, 44, 141, 142 Αυτοδιοίκητο (σωματείου) 118, 119 Γάμος 14 Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (GDPR ή ΓΚΠΔ) 59, 60, 90, 91, 137, 138, 141, 142 Δημόσια Επιχείρηση 85, 86, 87 Δίκαιη δίκη 50, 92, 93, 94, 109, 110, 129, 130, 131, 132, 133 Δίκαιη ικανοποίηση 94 Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη 16 Δικαστική προστασία (δικαίωμα στη) 49, 50, 130, 131 Δυναμική ερμηνεία Συντάγματος 32 Εκλογικό δικαίωμα (ενεργητικό και παθητικό) 105, 106, 107 Έκφραση (ελευθερία στην) 42, 43 Ελεύθερος χρόνος (δικαίωμα στον) 70, 71 Εμβολιασμός 45 Εργασία (δικαίωμα στην) 31, 32, 100, 101, 102, 103, 104, 122, 123 ΕΣΡ 4, 34, 35, 36 Existenzminimum 144, 145, 146, 147 Ζωή (δικαίωμα στην) 111, 112 Θρησκευτική ελευθερία 4, 53, 54, 55, 56, 88, 89, 90 Ιδιοκτησία 18, 19, 39, 40, 96, 97, 98, 99 Ισότητα (γενική) 19, 20, 31, 32, 47, 83, 84 Ισότητα της ψήφου 68, 69 Ισότητα των φύλων 116, 117 Ιδιωτική ζωή 41, 42 Κατάχρηση δικαιώματος 11 Κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου 5,6 Κοινωνία της Πληροφορίας 74 Κοινωνική ασφάλιση 24, 25 Σελ. 164 Κοινωνική πρόνοια 62 Κράτος Δικαίου (αρχή) 17, 26, 51, 78, 79, 112 Λαϊκή κυριαρχία (αρχή) 68 Λευκά ψηφοδέλτια 106, 107 Οικογένεια (δικαίωμα στην) 13, 14 Οικοδομική άδεια 21, 22 Οικονομική ελευθερία 17, 18, 134, 135 Ομόλογο 17, 18 Ομόφυλα ζευγάρια 13, 14, 15 Όρια άσκησης δικαιώματος 13 Παιδεία (δικαίωμα στην) 61, 62, 77, 78, 79, 88, 89 Πανδημία 24, 25, 27, 134, 80, 81, 135, 136 Πάρκα, άλση (προστασία) 5 Περιβάλλον 5, 6, 21, 22, 96, 97 Περιορισμός δικαιώματος 17, 18, 28, 31, 40, 43, 47, 58, 65, 76, 81, 96, 97, 98, 112, 120, 135, 145 Περιβαλλοντική πληροφόρηση 9 Πολεοδομικό κεκτημένο 22, 23 Πρακτική εναρμόνιση 62

Προηγούμενη ακρόαση (δικαίωμα) 64, 65 Προνόμια Δημοσίου 83, 84 Πρόσβαση στα έγγραφα 7, 8, 9 Προσωπικά δεδομένα (εν γένει) 73, 74, 90, 91, 137, 138, 140, 141, 142 Προσωπικότητα (δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξή της) 5, 28, 46, 47, 75, 76 Ραδιοτηλεόραση 3, 33, 34 Ραδιοτηλεοπτικές άδειες 33, 34 Ραδιοφωνία 33 Σεξουαλικός προσανατολισμός (διάκριση με βάση) 12, 13, 14, 15 Στέγαση 144, 145 Στρατιωτική υπηρεσία 55, 56, Συλλογική αυτονομία 29 Σύμφωνο συμβίωσης 13, 14, 15 Συνάθροιση 28, 29, 48, 66, 67 Συνέρχεσθαι (δικαίωμα στο) 66, 67 Συνεταιρίζεσθαι (δικαίωμα στο) 37, 38 Σωματείο 37, 38 Τεκμήριο αθωότητας 109, 110 Τέχνη 3 Τριτενέργεια 11, 75, 76, 127, 128 Τυπική ασφάλιση 25 Τύπος (ελευθερία) 120, 121 Υγεία (δικαίωμα στην) 26, 27, 76, 87 Υιοθεσία 14 Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ) 85, 86, 87