Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη [Α, 1 ed.] 9602356391

Η έλευση και η εδραίωση των λεγόμενων "Νέων Χρόνων" συντελέστηκε μέσω μιας πολυμέτωπης ιδεολογικής αντιπαράθεσ

269 16 7MB

Greek Pages 437 [438] Year 1983

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη [Α, 1 ed.]
 9602356391

Table of contents :
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ, τόμος Α
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Ο ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 14ο ΩΣ ΤΟΝ 16ο αι.
1. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΟΓΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΥ
2. ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
α. Νομιναλισμός και ανθρωπισμός
β. Η ανθρωπιστική στροφή προς την ρητορική στην συνύφανσή της με θεμελιώδεις αντιμεταφυσικές θέσεις
γ. Lorenzo Valla: η αντίκρουση της μεταφυσικής με βάση ρητορικά - γλωσσικά κριτήρια
3. Η ΔΙΠΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ
4. Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
α. Γενική παρατήρηση
β. Agricola και Vives: η κριτική τους στην αριστοτελική λογική
γ. Η κριτική του Ramus στην αριστοτελική σύζευξη λογικής και μεταφυσικής
δ. Ο Nizolio και οι έσχατες αντιμεταφυσικές συνέπειες της ανθρωπιστικής στροφής προς την ρητορική
ε. Ο Zabarella και η αυτονόμηση της λογικής ως μεθοδικού οργάνου
στ. Cardano και Fracastoro: το νέο πρωτείο της γνωσιοθεωρίας και η γνωσιοθεωρητική ανάλυση των μεταφυσικών εννοιών
II. Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 17ο αι.
1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ 17ο αι.
3. Ο BACON ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
4. H ANTIMETΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ. GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES
5. Η ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑΣ
α. Γενική παρατήρηση
β. Η βεβιασμένη μεταφυσική του Descartes
γ. Η Λογική του Port-Royal και η σχέση της με την μεταφυσική
δ. Ο Geulincx και η μεταφορά του καρτεσιανού πρωτείου της γνωσιοθεωρίας μέσα στον χώρο της οντολογίας
ε. Ο Spinoza και ο ορισμός της έννοιας της ουσίας με βάση την φυσικομαθηματική έννοια τον νόμου
στ. Η παραλληλότητα μαθηματικών και θεολογίας στον Malebranche
ζ. Η σχέση μαθηματικών και μεταφυσικής κι ο ορισμός της ουσίας ως γνωστικού υποκειμένου στον Leibniz
6. Ο ΕΞΑΜΒΛΩΜΑΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΙΕΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ
Ill. Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ, Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. Η ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
3. Ο ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΚΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
4. ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
α. Ο πολεμικός αγνωστικισμός των διαφωτιστών κι η έμπειριστική γνωσιοθεωρία ως άρνηση των μεταφυσικών αξιώσεων της νόησης
β. Η μεταφυσική ως κατάχρηση της γλώσσας
γ. Η κοινωνιολογική κριτική της μεταφυσικής
δ. Η μεταφυσική ως ανθρωπολογική σταθερά
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Citation preview

2 — ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ — 2 Διεύθυνση: Παναγιώτης Κονδνλης

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΤΛΗΣ

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

Εκδόσεις «γνώση» Γραβιάς 7 ,10 6 78 Α θήνα Τηλ. 3303487 Fax 3810892

«Gnosis» Publishers Gravias 7,10 6 78 Athens Tel. 3303487 Fax 3810892

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, α.α. 2 Παναγιώτης Κονδυλης, Ή κριτική τής Μεταφυσικής στή νεότερη σκέψη.

Τό έξώφυλλο σχεδίασε ό Μάνος Ταξίδης © 1983, Π.ΚΟΝΔΤΛΗΣ

εκδόσεις «γνώση» για τήν ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο ISBN 960-235-639-1

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ 3Από τον όψιμο Μεσαίωνα ώς τό τέλος τον Διαφωτισμού

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

J3T ·

ΑΘΗΝΑ

ΓΝΩΣΗ

1983

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ε ισαγω γή..................................................................................... I.

11

Ο ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 14ο ΩΣ ΤΟΝ 16ο αί.

1. Τό πρόβλημα τής έλλογης μεταφυσικής γνώσης στή μεσαιωνική θεολογία καί ό γενικός χαρακτήρας του νο μ ινα λ ισ μ ο ύ................................ 2. Τό άνθρωπιστικό κίνημα καί ή μεταφυσική ά. Νομιναλισμός καί ά ν θ ρ ω π ισ μ ό ς............................ β. Ή άνθρωπιστική στροφή προς τήν ρητορική στήν συνύφανσή της μέ θεμελιώδεις άντιμεταφυσικές θ έσ εις................................................................... . . . γ. Lorenzo Valla: ή άντίκρουση τής μεταφυσικής μέ βάση ρητορικά - γλωσσικά κ ρ ι τ ή ρ ι α ................... 3. Ή διπλή λειτουργία του ά γ νω σ τικ ισ μ ο ΰ...................

29 43 43

51 69 79

4. Ό χωρισμός λογικής καί μεταφυσικής κι ή διαμόρ­ φωση τής νεότερης έννοιας τής μ εθόδο υ.........................104 α. Γενική παρ ατή ρηση..........................................................104 β. Agricola καί Vives: ή κριτική τους στήν άριστοτελική λ ο γ ι κ ή ................................................................... 113 γ. Ή κριτική του Ramus στήν αριστοτελική σύ­ ζευξη λογικής καί μ ετα φ υ σ ικ ή ς .................................. 120 δ. Ό Nizolio καί οι έσχατες άντιμεταφυσικές συνέ­ πειες τής άνθρωπιστικής στροφής προς τήν ρη­ τορική ..................................................................................130

8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ε. Ό Zabarella καί ή αύτονόμηση τής λογικής ώς μεθοδικού ο ρ γ ά ν ο υ ..........................................................146 στ. Cardano καί Fracastoro: τό νέο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας καί ή γνωσιοθεωρητική άνάλυση των μεταφυσικών έννοιών ...................................... 158 II.

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΤΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 17ο αί.

1. Γενική π α ρ α τή ρ η σ η ...............................................

167

2. 'Η προβληματική του άγνωστικισμοΰ στον 17ο αί. .

178

3. Ό Bacon καί ή άνατροπή τής παραδοσιακής έννοιας τής μεταφυσικής ...................................................

188

4. Ή άντιμεταφυσική στάση των σκαπανέων τής νέας φυσικής: Galilei, Gassendi καίH o b b es........................... 201 5. Ή άναδόμηση τής μεταφυσικής κάτω άπ* τήν έπίδραση τής μαθηματικής φυσικής καί του πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας...................................................................225 α. Γενική παρ ατή ρηση ......................................................... 225 β. Ή βεβιασμένη μεταφυσική τουDescartes . . . 227 γ. 'Η Λογική του Port-Royal καί ή σχέση της μέ τήν μεταφυσική...................................................................245 δ. Ό Geulincx καί ή μεταφορά του καρτεσιανού πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας μέσα στον χώρο τής οντολογίας . . . ...............................................................248 ε. Ό Spinoza καί δ όρισμδς ,^ής έννοιας τής ούσίας μέ βάση τήν φυσικομαθηματική έννοια του νόμου 256 στ. Ή παραλληλότητα μαθηματικών καί θεολογίας στον M aleb ran ch e................................... 268 ζ. Ή σχέση μαθηματικών καί μεταφυσικής κι ό ορι­ σμός τής ούσίας ώς γνωστικού ύποκειμένου στόν L e ib n iz ................................................................................. 276

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

9

6. Ό έξαμβλωματικός εκσυγχρονισμός κι ό κατακερμα­ τισμός τής θεολογικής μεταφυσικής κάτω άπ τήν πίεση των νέων ρ ευμάτω ν................................. 289 III.

Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ, Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

1. Γενική παρατήρηση

315

2. Ή κατάλυση τής ο υ σ ί α ς .......................

320

3. Ό γνωσιοθεωρητικός κι επιστημολογικός ορισμός τής μεταφυσικής . . . ...............................................................342 4. Οί θεμελιώδεις τύποι τής κριτικής στήν μεταφυσική 363 α. Ό πολεμικός άγνωστικισμός των διαφωτιστών κι ή έμπειριστική γνωσιοθεωρία ως άρνηση των με­ ταφυσικών άξιώσεων τής νόησης ............................. 363 β. Ή μεταφυσική ως κατάχρηση τής γλώσσας . . 374 γ. Ή κοινωνιολογική κριτική τής μεταφυσικής . . 389 δ. 4Η μεταφυσική ώς άνθρωπολογική σταθερά 400 Συντομογραφίες........................................................................... .. 415 Πίνακας άναφερομένων έ ρ γ ω ν ..........................................................417 Ευρετήριο ονομ άτω ν............................................................................ 431

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΙΙροσπάθειες γιά μιά συγγραφή τής ιστορίας τής μεταφυσικής δεν έλειψαν στα τελευταία εκατό χρόνια, μολονότι δεν στάθηκαν ούτε πολυάριθμες ούτε καί ολοκληρωμένες.1 'Όμως ίσαμε σήμερα δεν έχει γραφτεί καμμιά ιστορία τής κριτικής στήν μεταφυσική, αν καί ή κριτική τούτη άποτελεί ένα άπό τα νευραλγικά θέματα τής πνευ­ ματικής ζωής των Νέων Χρόνων. Τό βιβλιογραφικό κενό εξηγεί­ ται, αν άναλογιστοΰμε, οτι οι σημαντικότεροι σύγχρονοι άντίπαλοι τής μεταφυσικής προέρχονται άπό τούς κόλπους τής λεγάμενης άναλυτικής φιλοσοφίας κι επομένως δεν διακρίνονται γιά τήν έντα­ ση των ιστορικών τους ένδιαφερόντων, ενώ, άντίστροφα, οι άμεσοι ή έμμεσοι συνεχιστές τής παραδοσιακής μεταφυσικής σκέψης άνατρέχουν στήν ιστορία όχι βέβαια με κριτική, παρά μέ άπολογητική ή έκλεκτική διάθεση. Τό γεγονός είναι, δτι ύπάρχει μιά ιστορία τής κριτικής στήν μεταφυσική — καί μάλιστα οχι μέ τήν έννοια μιας άσύμμετρης σειράς άσύνδετων εποχιακών έπιθέσεων έναντίον τής τελευταίας, παρά μέ τήν οργανική έννοια τής χρονικής διαδο-

1. Οί πρώτες ιστορίες της μεταφυσικής γράφονται, οχι τυχαία, σέ μιαν εποχή, όπου ή άνάπτυξη των φυσικών καί κοινωνικών έπιστημών καί του συναφούς θετικιστικου πνεύματος γεννά τήν έντύπωση, ότι ήρθε ή έπίκειται τό άνέκκλητο τέλος τής μεταφυσικής* έτσι, οί ιστορίες αύτές έχουν χαρακτή­ ρα αποχαιρετιστήριας άνασκόπησης ένός κύκλου Ιδεών, πού φαίνεται νάκλεισε γιά πάντα. Ό Dilthey, πού κι αύτός, μολονότι ξένος προς τόν θετικισμό, θεωρεί ως τό άποφασιστικό γνώρισμα τών Νέων Χρόνων τήν αύτόνομη άνά­ πτυξη τών διαφόρων φυσικών καί κοινωνικών έπιστημών, άξιολογεί τήν μετα­ φυσική ώς παροδικό φαινόμενο μέσα στο ιστορικά δεδομένο σύστημα τών πνευματικών μορφών ζωής* αν ό μύθος κι ή θρησκεία προηγήθηκαν άπό τήν μεταφυσική, οί σύγχρονες ειδικές έπιστήμες τήν διαδέχονται, καταλύοντας τήν γνωστική ένότητα τής μεσαιωνικής θεολογικής μεταφυσικής* ή μεταφυ­ σική κατακερματίζεται ή ίδια σέ πλήθος άντιφατικών συστημάτων καί πεθαί-

12

ΕΙΣΛΓΩΓ1Ι

χής ή τής παράλληλης χρησιμοποίησης θεμελιωδών άντιμεταφυσικών θέσεων, πού μπορούν νά συναρμολογηθοΰν σ’ ενα πολυδιάστα­ το σύνολο, μολονότι κάθε μιά τους γεννήθηκε ή κέρδισε έδαφος κάτω άπό ορισμένες συνθήκες. ’Από έδώ προκύπτει, ότι μιά σο­ βαρή ιστορία τής κριτικής στήν μεταφυσική δεν μπορεί νά παραμείνει στο επίπεδο τής άπλής δοξογραφίας. 'Όπως μιά ιστορία τής μεταφυσικής άξια του ονόματος της οφείλει νά προχωρήσει σε μιά νει, μή μπορώντας νά καταδείξει τήν θεμελιώδη της υπόθεση, δηλ. τήν λογική συστηματική ενότητα του παντός* ή συγχώνευσή της μέ τήν γνωσιοθεωρία αποτελεί μορφή εύθανασίας (Einleitung, ίδ. 133, 357/9, 405). Κάτω άπ* τήν εντύπωση τής ανόδου των θετικών επιστημών γράφει λίγα χρόνια άργότερα καί ό Ε. ν. Hartmann τήν δική του ιστορία τής μεταφυσικής, ή όποια ωστό­ σο αποτελεί μάλλον μιά διεξοδική έκθεση φιλοσοφικών συστημάτων μέ σχε­ τικά χαλαρό ειρμό καί πολύ λίγες σημαντικές γενικές παρατηρήσεις γιά τις μεγάλες γραμμές τής εξέλιξης* τό τέλος τής παραδοσιακής μεταφυσικής ό Hartmann τό άναγγέλλει λέγοντας, ότι στο έξής ή μεταφυσική μπορεί νάναι μονάχα μιά επαγωγική a posteriori έπιστήμη (Geschichte, II, 594).—Α ν τ ί­ θετα, ή εργασία του Heimsoeth προέρχεται άπό τήν άντίδραση έναντίον του θετικισμού, όπως έγινε έ'κδηλη, ιδιαίτερα μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στις προσπάθειες αναβίωσης μιας μεταφυσικής μέ τήν παραδοσιακή έννοια. *0 συγγραφέας παραγκωνίζει συνειδητά τήν σημασία καί τις συνέπειες τής άνάπτυξης τών θετικών επιστημών στούς Νέους Χρόνους, θέλοντας ν’ άμφισβητήσει τήν τάχα ρηχή πεποίθηση του Διαφωτισμού, ότι οί Νέοι Χρόνοι άντιτίθενται στον Μεσαίωνα καί σημαίνουν τήν απελευθέρωση του άνθρώπου άπό τά δεσμά τής θρησκείας* ή ένότητα Μεσαίωνα καί Νέων Χρόνων κατα­ φαίνεται, κατά τήν γνώμη του, στήν ένότητα τής μεταφυσικής προβληματι­ κής, πού μέ τή σειρά της έχει θρησκευτικό χαρακτήρα κτλ. (Die sechs grossen Themen, 11/3). Μολονότι τό βιβλίο γνώρισε άρκετή διάδοση, ωστό­ σο άποτελεΐ μιά. έντονα ρητορική πραγματεία, πού υποτάσσει τήν ιστορική έξέλιξη στις προκαταβολικές μεταφυσικές καί κοσμοθεωρητικές προτιμήσεις ενός έπαγγελματία τής φιλοσοφίας ελάχιστα έξοικειωμένου μέ τήν γενικότερη ιστορία τών ιδεών. (Τό ΐδιο μπορεί νά παρατηρηθεί καί γιά τήν πραγματεία του Schulz, πού κι αυτός δέν άποδέχεται, ότι στούς Νέους Χρόνους ό*'Ανθρω­ πος εκτόπισε τόν Θεό, μολονότι δέχεται τήν. ούσιαστική μεταβολή τής χρι­ στιανικής άντίληψης γι* αύτόν, βλ. Gott, ίδ. 11/2, 55). Ή σημαντικότερη με­ ταπολεμική γενική σκιαγράφηση του μεταφυσικού φαινομένου είναι άναμφισβήτητα εκείνη τού Topitsch. Μέ βάση πορίσματα καί μεθόδους τής κοινωνιολογίας τής γνώσης, τής μαζικής κι ατομικής ψυχολογίας, τής λαογραφίας κτλ., ό συγγραφέας ερμηνεύει τις μεταφυσικές κατασκευές ως κοσμικές προ­ βολές άνθρώπινων καταστάσεων, τόσο βιολογικά δεδομένων όσο καί συνα­ φών μέ τήν τεχνική καί μέ τήν κοινωνική όργάνωση (Vom Ursprung, 9/11).

ΚΙΣΑΓΩΓΙΙ

I:\

τυπολογία μέ συστηματικές άξιώσεις, έτσι καί μια ιστορία τής κριτικής στην μεταφυσική είναι υποχρεωμένη, μελετώντας τήν ποι­ κίλο μορφία των άντιμεταφυσικών επιχειρημάτων στην έκάστοτε συγκεκριμένη τους έκφανση, να άναχθεϊ μέσα άπο τήν πολυμέρεια του υλικού στούς βασικούς έκείνους τύπους, οί όποιοι έπιτρέπουν όχι μόνο τήν λογική δόμηση τού υλικού τούτου, άλλά καί τήν ολό­ πλευρη έπιχειρηματολογική άντιπαράθεση μεταφυσικής καί άντιμεταφυσικής σκέψης. Θά μπορούσαμε ίσως νά φανταστούμε μια (άνεπαρκή) ιστορία τής μεταφυσικής γραμμένη μέ πυξίδα προσανατολισμού τις βασι­ κές άντιλήψεις πάνω στον γενικό χαρακτήρα τής ίδιας τής μετα­ φυσικής, καί πιο συγκεκριμένα τον τριπλό άριστοτελικό της ορι­ σμό* στήν περίπτωση αυτή, θά ζητούσαμε νά βρούμε πότε ή μετα­ φυσική ήταν κυρίως θεολογία, πότε οντολογία καί πότε άρχολογία, δηλ. έπιστήμη των γενικότατοι αρχών καί αιτίων.2 Μιά τέτοια προσέγγιση θά ήταν ωστόσο άγονη προκειμένου γιά μιά ιστορία τής κριτικής στήν μεταφυσική, ή όποια έξ ορισμού δέν μπορεί νά θίξει τό θεωρητικό πρόβλημα τού ορισμού τής μεταφυσικής παρά μονάχα στο βαθμό πού διευκολύνεται ή δική της έργασία. Τό γε­ γονός, δτι δέν υπάρχει ώς τώρα —καί ούτε μπορεί νά υπάρξει— μονοσήμαντος καί γενικά δεσμευτικός ορισμός τής μεταφυσικής, δέν σημαίνει κι δτι δέν μπορούμε νά παρακολουθήσουμε τήν πορεία τής κριτικής τώύ μεταφυσικών ιδεών θέτοντας ορισμένα έννοιολογικά καί δομικά κριτήρια ικανά τόσο νά σχηματοποιήσουν τήν πλη­ θώρα τού ιστορικού ύλικού δσο καί νά συλλάβουν άνάγλυφα τις καμπές στήν ιστορία τής παραπάνω κριτικής. Τό ερώτημα τίθε­ ται ώς εξής: πόιά γενικά γνωρίσματα τής μεταφυσικής ενδιαφέ­ ρουν άμεσα τήν ιστορία τής κριτικής της; Σέ άφοριστική μορφή, ή απάντηση είναι ή παρακάτω. 'Ως 2. Μιά καί τό πρόβλημα δέν μάς ενδιαφέρει άμεσα στά πλαίσια τούτης τής έργασίας, περιορίζομαι νά παραπέμψω σέ ορισμένα σημαντικά δημοσιεύ­ ματα, δπου έκπροσωποΰνται οί διάφορες σχετικές άπόψεις: Ando, Meta­ physics, 8 κέ.· Lotz, Ontologie und Metaphysik, 4 κέ.* Vollrath, Gliederung, 271 κέ.· Moser, Metaphysik, 1 κέ.· Zimmermann, Ontologie oder Metaphysik?, 101 κέ.· Wagner, Zum Problem, ίδ. 141 κέ.· Patzig, Theologie, ίδ. 190/1, 202 κέ.· Mansion, Philosophie premiere, ίδ. 177 κέ.

I\

ΚΓΣΛΓΩΓΙΙ

περιεχόμενο, κάθε μεταφυσική στηρίζεται στήν διάκριση άνάμεσα σέ 'Υπερβατικό και Έμμενές, σέ ύπερεμπειρικό Έκεΐθεν και εμ­ πειρικό Εντεύθεν, θεωρώντας τό πρώτο ώς «άληθινή», άνόθευτη πραγματικότητα καί συνάμα (στις μεγάλες παραδοσιακές της εκ­ δοχές τουλάχιστο) ώς πηγή ήθικών-κανονιστικών άρχών. 'Όπως γράφει με κλασσική ένάργεια ό Αριστοτέλης, αν δεν υπήρχε άλλη ούσία πέρα άπ* δσες συναντάμε στήν εμπειρικά δεδομένη φύση, τότε πρώτη επιστήμη θά ήταν ή φυσική* ή προτεραιότητα, άλλα καί ή ίδια ή ύπαρξη, τής μεταφυσικής έξασφαλίζεται άπό τήν πε­ ποίθηση, δτι υπάρχει κάποια άναλλοίωτη ούσία πέρα καί πάνω άπό τήν φύση.3 'Η ιεραρχία τού οντος θεμελιώνει έτσι τήν ιεραρχία των έπιπέδΐον τής γνώσης, καί 6 δρος «μεταφυσική» άποδίδει με άκρίβεια τήν διπλή τούτη ίεραρχική σχέση.4 'Ως γνωστική μορφή, πάλι, δηλ. ώς σύστημα προτάσεων δεμένίον μεταξύ τους σύμφο^να με τούς κανόνες τής τυπικής λογικής κι άνεξάρτητα άπό τό έκάστοτε πε­ ριεχόμενό της, ή μεταφυσική επιδιώκει τήν έλλογη άποδεικτική σύλληψη τού οντος ή των έσχάτων άρχών του. Ά πό τήν σκοπιά τούτη δεν βαρύνει τόσο τό τι είναι τό όντως ον, παρά περισσότερο ενδιαφέρει τό δτι ό νους, στήν ύψιστη κορύφωση καί έντασή του, είναι σέ θέση νά τό συλλάβει καί νά τό έκφράσει σ’ ένα σύστημα προτάσεων. 'Η μεταφυσική έμφανίζεται έτσι ώς ή έμπρακτη άπόδειξη τής παντοδυναμίας τού Λόγου. Γιά νά κατανοήσουμε τήν κλιμάκωση καί τις φάσεις τής κρι­ τικής στήν μεταφυσική πρέπει, τώρα, νά έπισημάνουμε, δτι τά δύο παραπάνω γνωρίσματα τών μεταφυσικών κατασκευών (ή διάκριση Έκεΐθεν καί Εντεύθεν καί τό αίτημα τής έλλογης πλήρους γνώ ­ σης τού όντως οντος) δέν άλληλόεξαρτιούνται ούτε λογικά ούτε 3. Μετά τά Φυσικά 1026 a 10-23. 4. *0 Reiner έδειξε πειστικά, δτι ό όρος «μεταφυσική», ό όποιος, κα­ θώς είναι γνωστό, δέν συναντιέται στον ’Αριστοτέλη, δέν δημιουργήθηκε γιά άπλούς βιβλιονομικούς λόγους άπό τον ’Ανδρόνικο τόν Ρόδιο, δπως τό θέλει ή γενικά άποδεκτή (ιδιαίτερα άπό τόν 19ο αί.) παράδοση, παρά γεννήθηκε ήδη μέσα στους κύκλους τών παλαιότερων περιπατητικών σέ συνάφεια μέ μιά δι­ δακτική σειρά τών φιλοσοφικών μαθημάτων θεσπισμένη άπό τόν ίδιο τόν ’Αριστοτέλη καί σύστοιχη μέ τό περιεχόμενο, δηλ. τήν όντολογική ιεραρχία της άριστοτελικής φιλοσοφίας (Die Entstehung, ίδ. 228 κέ.).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

15

ιστορικά, μολονότι τά βρίσκουμε συνυφασμένα σέ μερικά άπό τά σημαντικότερα μεταφυσικά συστήματα του παρελθόντος. Γιατί τό­ σο ή διάκριση Έκεΐθεν και Εντεύθεν μπορεί νά γίνεται άποδεκτή χωρίς παράλληλα νά θεωρείται ό Λόγος ικανός νά συλλάβει τό πρώτο, δσο καί άντίστροφα: ή γνωστική παντοδυναμία του Λόγου μπορεί νά γίνεται άποδεκτή καί μετά τον παραμερισμό τής παρα­ πάνω διάκρισης, όπως την γνωρίζουμε άπό τήν παραδοσιακή με­ ταφυσική οντολογία.5 Ή ακόλουθη άνάλυση του ιστορικού υλικού θά μάς δείξει τήν γονιμότητα των θεμελιωδών αύτών έννοιολογικών διαφορισμών. Πράγματι, ή νεότερη πολεμική εναντίον τής μεταφυσικής έχει δύο λογικά ξεχωριστές, αν καί χρονικά έν μέρει επάλληλες πλευρές. Ά πό τήν μιά βάλλεται ή μεταφυσική ώς έλ­ λογη έπιστήμη, δηλ. ώς πορισμός τών έσχάτων αληθειών μέ τά μέσα τού Λόγου, καί άπό τήν άλλη άπορρίπτεται ή μεταφυσική διάκριση άνάμεσα σ’ Έκεΐθεν καί Εντεύθεν. 'Η δεύτερη αύτή —πο­ λύ ριζοσπαστικότερη— μορφή πολεμικής είναι σημαντικά μετα­ γενέστερη άπό τήν πρώτη, άρθρώνεται δηλ. γιά πρώτη φορά συ­ νειδητά στον υλισμό του 18ου αί., μολονότι προετοιμάζεται άπό τις πανθεϊστικές τάσεις τής αναγεννησιακής φυσικής φιλοσοφίας κι άπό τον σπινοζισμό. 'Όμως ή πάλη εναντίον τής μεταφυσικής στους Νέους Χρόνους αρχίζει μέ τήν άρνηση τών γνωστικών αξιώσεων του μεταφυσικού Λόγου, δηλ. μέ τήν προκαταβολική άπόρριψη τής δυνατότητας μιας μεταφυσικής ώς έλλογης επιστήμης τού όντως ο. Στην περίπτωση αύτή ό δρος ((μεταφυσική» παίρνει καθαρά γνωσιοθεωρητική κι επιστημολογική σημασία (δπως άλλωστε γίνεται συχνότατα άπό τον Bacon καί μετά, βλ. παρακ. II, 3 καί III, 3), υποδηλώνει δηλ. τό σύνολο τών έσχατων αξιωμάτων, στά όποια στηρίζεται κάθε γνώση. Ή διάκριση Έκεΐθεν κι Εντεύθεν δέν άναφέρεται πιά στήν διαφορά τών όντολογικών έπιπέδων μέ τήν παραδοσιακή έννοια, παρά προκύπτει άπό τήν άντιδιαστολή τού ύπερεμπειρικού χαρακτήρα τών παραπάνω άξιωμάτων προς τήν απλή εμπειρική γνώση* τό νοητό Έκεΐθεν δηλ. είναι έδώ τό σύνολο τών λογικομαθηματικών σχέσεων, τό όποιο στέκει πίσω άπό τά έμπειρικά φαινόμενα, ύποβαστάζοντάς τα κατά κάποιον τρόπο. ’Ακριβώς ή τέτοια διαστολή Έ κεΐ­ θεν καί Εντεύθεν δίνει τήν δυνατότητα νά γίνεται λόγος γιά «μεταφυσική», μολονότι έχει πιά παραμεριστεί τό παραδοσιακό της περιεχόμενο. Γ ιά μιά σύγχρονη λογικομαθηματική μεταφυσική μέ τήν παραπάνω έννοια βλ. τυπ ι­ κά Scholz, Metaphysik, ίδ. 158 κέ., 174 κέ. (πρβλ. παοακ., σημ. 515).

16

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

οντος. Μια καί ή άπόρριψη τής μεταφυσικής μ αυτήν την έννοια δεν έθετε σέ άμφισβήτηση την κρίσιμη —τουλάχιστο γιά τήν ιδεο­ λογικά κυρίαρχη χριστιανική θρησκεία— διάκριση Έκεΐθεν καί Εντεύθεν, ή άντίκρουση τής μεταφυσικής στους πρώιμους Νέους Χρόνους στάθηκε αμφίπλευρη καί δίσημη, άφοΰ μέσα της οι νεωτερικές θύραθεν τάσεις συγχωνεύτηκαν με τήν άντίδραση ευρύ­ τατων ορθόδοξων θεολογικών κύκλων ένάντια στήν θωμιστική προσπάθεια σύζευξης θεολογίας καί μεταφυσικής, πίστης καί Λό­ γου — άντίδραση πού τροφοδοτούνταν άπό τήν αύγουστίνεια παρά­ δοση καί πού πήρε, όπως θά δούμε, τήν μορφή τού νομιναλισμού προτού κορυφωθεΐ στον λουθηρανισμό. Ή νεότερη κριτική στήν μεταφυσική ξεκινά, λοιπόν, άπό τήν περικοπή των γνωστικών ικανοτήτων τού Λόγου ώς προς τις έσχα­ τες άλήθειες, δηλ. ώς προς τήν έλλογη σύλληψη τού Έκεΐθεν. Τήν περικοπή αύτή τήν κηρύσσουν —καί αυτό άκριβώς κάνει τούτη τήν διαδικασία περίπλοκη κι άντιφατική— τόσο θεολόγοι πού φοβούν­ ται, δτι ή άνάμιξη Λόγου καί πίστης στο τέλος θά βλάψει άναγκαστικά τήν δεύτερη, οσο καί σκαπανείς τού νεότερου ορθολογισμού, ο! όποιοι, μέσα σέ συνθήκες ιδεολογικής παντοδυναμίας τής θρη­ σκείας, δέν μπορούν (αν το διανοούνται καν) νά στραφούν εναντίον τού Έκεΐθεν, προσπαθώντας μόνο νά το κάνουν πρακτικά άδιάφορο: αν αύτο δέν είναι δυνατό νά γνωσθεΐ έλλογα, τότε ό Λόγος θά πρέπει νά στραφεί προς το Εντεύθεν, προς τήν φυσική καί ανθρώπινη πραγματικότητα. "Ωστε ό άγνωστικισμός, πού στούς πρώιμους Νέους Χρόνους αποτελεί το κύριο θεωρητικό μέσο κατα­ πολέμησης τής μεταφυσικής, μπορεί νά έχει τόσο θεολογική-φιντεϊστική δσο καί θύραθεν-σκεπτικιστική προέλευση, χωρίς άρχικά ή διφυΐα του αύτή νά είναι συνειδητή άκόμη καί σέ πολλούς άπο τούς έκπροσώπους του. "Ενα σημαντικό βήμα στήν ιστορία τής άντιμεταφυσικής σκέψης έπιτελεΐται, δταν οι δύο παραπάνω τύποι αγνωστικισμού διαστέλλονται δλο καί περισσότερο, γιά νά τεθούν τελικά στήν ύπηρεσία δύο ριζικά διαφορετικών κοσμοθεωρητικών στάσεων: ό θεολογικος άγνωστικισμός δηλ. καταπολεμά τήν μετα­ φυσική ώς μορφή έλλογης γνώσης μέ σκοπό νά κρατήσει τον Θεό καί τήν πίστη μακριά άπό κάθε έπικίνδυνη επαφή μέ τήν κριτική τού Λόγου, ενώ άντίθετα ό θύραθεν τονίζει τήν άδυνατότητα έλλο-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ι:

γης γνώσης του Θεοΰ οχι γιά νά προστατέψει την πίστη, άλλα για να κατοχυρώσει την αύτοτέλεια τής έλλογης γνώσης* στην πρώτη περίπτωση δηλ. πρωταρχικά ένδιέφερε ή πίστη, ενώ στην δεύτερη ή γνώση — ή οποία επιπλέον, μετά τον προγραμματικό της χωρι­ σμό άπό τον Θεό καί την πίστηγ έχει ώς άποκλειστικό της άντικείμενο καί πεδίο δραστηριότητας τό Εντεύθεν, τον έμπειρικό γε­ νικά κόσμο. Παρόλη τήν ριζική αύτή άντίθέση προσανατολισμού, καί λειτουργίας, οι εκπρόσωποι τού θύραθεν άντιμεταφυσικού άγνωστικισμού συνέχισαν γιά πολύ καιρό νά έπικαλούνται τήν (άρνητική) συμφωνία τους με τήν θεολογική άρνηση τής μεταφυσικής ώς έλλογης γνώσης, άναζητώντας στήν συμφωνία τούτη ένα ιδεο­ λογικό άλλοθι ικανό νά τούς προστατέψει από τις έπιθέσεις τής πανίσχυρης άκόμη Εκκλησίας. Ή εμφάνιση τής μαθηματικής φυσικής έπιστήμης στις αρχές τού 17ου αί. έπιβοήθησε τήν διαστολή των δύο βασικών τύπων τού άγνωστικισμοΰ, οι όποιοι είχαν εύδοκιμήσει συμβιωτικά άπό τον 14ο ίσαμε τον 16ο αί. Γιατί ή μαθηματική φυσική, άντιπαραθέτοντας μιάν ολοκληρωμένη θύραθεν κοσμοεικόνα στήν θεολογική (σχολαστικοαριστοτελική) άντίληψη, άνάγκασε τήν τελευταία νά πε­ ράσει στήν άμυνα καί νά άποτραβηχτεΐ δύσπιστα άπό κάθε θέση πού ίσως προγενέστερα φαινόταν άκίνδυνη ή καί θεμιτή, άλλά κάτω άπό τις καινούργιες συνθήκες έπαιρνε χαρακτήρα διαφορε­ τικό. Ά πό τήν σκοπιά τού προβλήματος μας, ή ούσιωδέστερη προσφορά τής μαθηματικής φυσικής είναι ή όντολογική άνατίμηση τού αισθητού κόσμου, ό όποιος, ενώ προγενέστερα θεωρούνταν όντολογικά υποδεέστερος, δηλ. κατά βάση ά-λογος ώς προς τήν υφή.του καί έπομένως (κατ’ άντίθέση προς τήν σφαίρα τού υπερ­ βατικού πνεύματος) άνεπίδεκτος καθαρά νοητικής σύλληψης, τώρα έμφανίζεται ώς σύστημα αυστηρών νομοτελών σχέσεων, πού έπιδέχονται καθαρά λογική-μαθηματική κατανόηση καί ερμηνεία καί πού, άκριβώς γ ι’ αύτό, άποτελούν άντικείμενο όχι άπλώς μιας έπι­ στήμης δευτερεύουσας σέ σχέση προς τήν μεταφυσική, παρά τής έπιστήμης (με τήν σημερινή σημασία τού όρου) κατεξοχή. ’Έ τσι τό πρόβλημα τής μεθόδου υποσκελίζει τό όντολογικό πρόβλημα καί ή προτεραιότητα τής certitudo modi procedendi παραγκωνίζει τήν παραδοσιακή certitudo obiecti. Συνάμα, έργο τής μάθημά-

18

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τικής φυσικής στάθηκε ή ενοποίηση του κοσμοειδώλου καί ή ολο­ σχερής υπαγωγή του σέ μιάν ένιαία νομοτέλεια* ή κατάργηση του άριστοτελικου χωρισμού του κόσμου σέ μιάν ούράνια καί μιάν ύποσελήνια περιοχή, στην οποία καί μόνο υπήρχε κίνηση καί φθορά, άφαίρεσε, γιά νά πούμε έτσι, άπό τήν μεταφυσική διάκριση άνάμεσα σ’ Εντεύθεν καί σ’ Έκεΐθεν τό κοσμολογικό της άντίστοιχο (ή καί έρεισμα). *Αν δεν νοείται μεταφυσική χωρίς ορισμένη ιεράρ­ χηση των όντολογικών επιπέδων, τότε ή μαθηματική φυσική στά­ θηκε έντονα άντιμεταφυσική με τήν έννοια, ότι γκρέμισε ή τουλά­ χιστο άπλοποίησε ριζικά τήν παραδοσιακή ιεραρχία των ούσιών — ιεραρχία οχι άπλά ταξινομητική, παρά άξιολογική. Ωστόσο, ή μαθηματικοποίηση, δηλ. ποσοτικοποίηση τής φύσης, πού άντιτάχθηκε σ,τήν σχολαστικό αριστοτελική ποιοτική θεώρηση, συνεπα­ γόταν τον χωρισμό των ιδιοτήτων των σωμάτων σέ πρωτογενείς (ήτοι ύπερεμπειρικές καί έκφραζόμενες σέ καθαρά μαθηματικές σχέσεις) καί δευτερογενείς (ήτοι αισθητές ποιότητες άνεπίδεκτες μαθηματικής έκφρασης), πράγμα πού άναβίωνε, αν καί μέ όλότελα καινούργιο νόημα, τήν κλασσική μεταφυσική διάκριση ανάμεσα στήν ούσία καί στά συμβεβηκότα της. ’Έτσι, άκριβώς τήν στιγμή πού ή μαθηματική φυσική παραμερίζει τήν μεταφυσική ως έλλογη ζήτηση του οντος ή ον, ανοίγει τον δρόμο σέ μιά μεταφυσική άναφερόμενη πρωταρχικά στο πρόβλημα τής ούσίας, τό όποιο καί δεσπόζει στις φιλοσοφικές κατασκευές τού 17ου αί. Θά ήταν όμως οπτική άπάτη, αν νομίζαμε, ότι εδώ ή μεταφυσική συνεχίζει τον βασιλικό δρόμο της άλώβητη άπό τις νέες εξελίξεις. Ε ντελώς τό άντίθετο συμβαίνει. ’Όχι μόνο ολόκληρη ή προβληματική της άναδιατυπώνεται μέ βάση τά ερωτήματα τής μαθηματικής φυσικής, άλλά καί οί βασικές έννοιες, πού χρησιμοποιεί, είναι δομημένες σέ άντιστοιχία (μακρινότερη ή έγγύτερη) μέ θεμελιώδη φυσικοεπιστημονικά μοντέλα* κι έπιπλέον στις πλεΐστες περιπτώσεις τό και­ νούργιο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας ύποκαθιστά ρητά ή σιωπηρά τό παραδοσιακό πρωτείο τής όντολογικής προβληματικής. Γιά τούς λόγους αύτούς, καί μολονότι τά έργα τών Malebranche ή Leibniz π.χ. δέν αποτελούν βέβαια καθαυτά συμβολές στήν κριτική τής μεταφυσικής, πάντως ή επισήμανση ορισμένων χαρακτηριστικών τους έχει τήν θέση τους σέ μιάν ιστορία τής τελευταίας: ή κρίση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

19

τής μεταφυσικής είναι άδιάσπαστα δεμένη μέ την κριτική σ’ αύτήν. ’Έτσι, στον 17ο αί. διαφαίνεται ήδη ξεκάθαρα ή διαφορά τής παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης από τήν νεότερη, δτι δηλ. ένώ την πρώτη τήν άπασχολεί τό μεταφ υσικό πρόβλημα ώς ερευνά του οντος ή δν, ή δεύτερη άντιμετωπίζει τό πρόβλημα τής μεταφ υ­ σικής μέ τήν μορφή τής (ριζικής) άμφιβολίας ώς προς τήν σκοπι­ μότητα κι ωφελιμότητα τής παραπάνω έρευνας.6 Στήν εποχή του Διαφωτισμού (αν άφήσουμε στήν άκρη ορισμένα φιλοσοφικά συ­ στήματα, δπως τό βολφιανό, πού δίνουν εντύπωση προκατακλυ­ σμιαίων τεράτων) οχι μόνον δεν τίθεται πιά τό ζήτημα του οντος ή δν, άλλά καί ή έννοια τής ουσίας, πού άπασχολεί άκόμα έντονα τον Locke, περνά στο περιθώριο μετά άπό τήν κριτική των Ber­ keley καί Hume. Γενικά, ή φιλολογία τού Διαφωτισμού άφιερώνει πολύ λιγότερο χώρο στήν εξονυχιστική κριτική των βασικών εννοιών τής σχολαστικοαριστοτελικής μεταφυσικής καί λογικής (όν ή δν, καθολικές έννοιες, κατηγορίες κτλ.) άπ* δ,τι ή άντιμεταφυσική φιλολογία τού 15ου ή 16ου αί., κι ή αιτία γ ι’ αύτό δέν είναι κάποιος σεβασμός τών διαφωτιστών άπέναντι στις παραπάνω έν­ νοιες, παρά άκριβώς τό αντίθετο: θεωρούνται τόσο κενές, ώστε κα­ νείς δέν αισθάνεται τήν άνάγκη νά καταπιαστεί σοβαρά μαζί τους. ’Αντί γιά τούτο οί διαφωτιστές κάνουν κάτι άλλο: στερούν άπό τον δρο μεταφυσική (δταν δέν άσκοΰν πολεμική έναντίον του) τήν παραδοσιακή του σημασία γιά νά τού δώσουν έννοια σύμφωνη μέ τό καινούργιο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας άπέναντι στήν οντολο­ γία, οπότε ή μεταφυσική μεταβάλλεται (ή περιορίζεται) σέ γενική έπιστημολογία. Οί έξελίξεις αύτές, πού θά τις μελετήσουμε άναλυτικά στά παρακάτω, συντελούνται στά πλαίσια τής δραματικότερη£ ίσαμε τότε.κορύφωσης τής άντιμεταφυσικής πάλης: τής ρη­ τής δηλ. άπόρριψης τού χωρισμού Έκείθεν καί Εντεύθεν τόσο στις προχριστιανικές δσο καί στις χριστιανικές μορφές του. Ό παραμερισμός τού 'Υπερβατικού, τού άκρογωνιαίου λίθου κάθε μεταφυσικής, συνοδεύτηκε άπό τήν έμφάνιση άγνωστων ίσαμε τότε τύπων τής κριτικής στήν μεταφυσική. ’Από τον 14ο ίσαμε τον 16ο αί., δταν ή μεταφυσική άπορριπτόταν, καθώς σημειώσαμε, κυ6. Σύμφωνα μέ μιά διατύπωση του Faggiotto, Problema, 15.

20

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ρίως άπό την σκοπιά τής θεολογικής καί θύραθεν άρνησης τής δυ­ νατότητας έλλογης γνώσης του δντος, εναντίον της προβάλλονταν δύο θεμελιώδεις τύποι κριτικής. Ό πρώτος ήταν γνωσιοθεωρητικός καί στηριζόταν στην κατάδειξη των ορίων τής άνθρώπινης νόησης, ή οποία, όντας άναγκασμένη νά στηριχτεί στ* άπατηλά δε­ δομένα των αισθήσεων, ούτε άπόλυτες βεβαιότητες μπορεί νά κα­ τακτήσει ούτε καί τήν στενότητα του όρίζοντά της νά διευρύνει άποφασιστικά — εκτός αν αυτό γινόταν με τήν βοήθεια των θείων φώτων. 'Όπως βλέπουμε εδώ, ό γνωσιοθεωρητικός έμπειρισμός τίθεται δχι στην υπηρεσία ένός θύραθεν έγκοσμιολατρικού προσα­ νατολισμού, δπως έγινε στον 18ο αί., παρά άντίθετα συμβαδίζει μέ τήν θεολογική θεωρία του προπατορικού άμαρτήματος καί τού συ­ ναφούς συσκοτισμού τής άνθρώπινης νόησης, τον όποιο, δπως λέ­ γεται, μονάχα ή πίστη καί δχι κάποια μεταφυσική έλλογη γνώση μπορεί νά διαλύσει. Μετά τήν έπανανακάλυψη τού Σέξτου καί τού Κικέρωνα (Academicae Quaestiones) στον 16ο αί. τό θέμα τών ορίων τής άνθρώπινης νόησης στήν εξάρτησή της άπό τις άναξιόπιστες αισθήσεις μεταφράζεται βαθμηδόν στήν θύραθεν γλώσσα καί ένσωματώνεται στον θύραθεν —καί μάλιστα άντιθεολογικό— σκε­ πτικισμό. Στον δεύτερο, πάλι, πρώιμο τύπο κριτικής στήν μετα­ φυσική τό κέντρο βάρους τής προσοχής πέφτει στήν γλώσσα καί οί άπόπειρες υποτύπωσης μιας μεταφυσικής θεωρούνται ώς κατά­ χρηση τών εκφραστικών άτελειών τής γλώσσας ή ώς παράβαση τών νόμων της. Ό τύπος τούτος διαμορφώνεται, δταν τό άνθρωπιστικό κίνημα ανακαλύπτει κ&1”πάλι τήν άρχαία ρητορική άντιδιαστέλλοντάς την προς τήν διαλεκτική ή λογική καί όρίζοντάς την ώς γνώση τών νόμων τής άνθρώπινης επικοινωνίας στά πλαίσια τής κοινωνικής ζωής καί μέ βασικό δργανο τήν γλώσσα, ή όποια γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερου καί συστηματικού ενδιαφέροντος. *Αξίζει νά υπογραμμίσουμε τήν παλαιά αυτή καταγωγή τής κρι­ τικής στήν μεταφυσική ώς κριτικής στήν μεταφυσική γλώσσα άντικρούοντας τήν διαδεδομένη άντίληψη, δτι τούτος ό τύπος κριτικής πρωτοεμφανίζεται μέ τήν άναλυτική φιλοσοφία τού αιώνα μας. Στήν έποχή τού Διαφωτισμού, τώρα, οί δύο προγενέστεροι τύποι κρατούν άμείωτη τήν ισχύ τους: ό άγνωστικισμός συνεχίζει νά χρησιμεύει ώς άλλοθι άπέναντι στήν θεολογία (μέ τήν έννοια

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

21

πού έξηγήσαμε παραπάνω), ένώ το φαινόμενο τής γλώσσας βρίσκε­ ται κι αυτό, αν καί μένέο τρόπο, στο έπίκεντρο τής προσοχής, δηλ. έξετάζεται στα πλαίσια τής συγκρότησης μιας ικανοποιητικής έμπειριστικής γνωσιοθεωρίας, ή οποία θά μπορούσε νά έξηγήσει την μετάβαση άπό τά αισθητά δεδομένα στις άνώτερες νοητικές λει­ τουργίες μέ ένδιάμεσο στάδιο την γένεση καί βαθμιαία διαμόρφωση ένός δλο καί πολυπλοκότερου συστήματος σημείων — σε πρώτη γραμμή γλωσσικών* ή μεταφυσική θεωρείται καί πάλι εδώ ώς άπόρροια τών άτελειών τής γλώσσας ή ώς παράβαση τών νόμων της. 'Όμως ή ριζοσπαστικότατα τής κατάργησης του μεταφυσικού χωρισμού Έκεΐθεν καί Εντεύθεν δεν μπορούσε παρά νά συνοδευτεί καί άπό τήν εμφάνιση ριζοσπαστικών τύπων κριτικής στήν μετα­ φυσική. Μέ άλλα λόγια: άπό τήν στιγμή πού τό 'Υπερβατικό καταργεΐται, τό πρόβλημα δεν είναι πιά νά καταδειχτεΐ ή άδυναμία τής μεταφυσικής νά τό συλλάβει έλλογα κι άποδεικτικά, παρά, πολύ περισσότερο, νά εξηγηθεί τό πώς μπόρεσε νά γεννηθεί μέσα στον άνθρώπινο νού μιά τόσο μεγάλη ψευδαίσθηση όπως ό χωρισμός τού κόσμου σ’ ένα Έκεΐθεν καί σ’ ένα Εντεύθεν. Ή εξήγηση δίνε­ ται μέ δύο τρόπους, πού, μέ τήν σειρά τους, γεννούν δύο νέους τύ­ πους κριτικής στήν μεταφυσική. Τον πρώτο άπ* αύτούς μπορούμε νά τον ονομάσουμε ιστορικό-κοινωνιολογικό καί νά τον θεωρήσουμε ώς προϊόν τής διασταύρωσης δύο βασικών καί χαρακτηριστικών πλευρών τής πνευματικής ζωής τού Διαφωτισμού, δηλ. τής κρι­ τικής στον Χριστιανισμό καί τής διαμόρφωσης μιας νέας, 6χι πιά πολιτικά, παρά κοινωνιολογικά προσανατολισμένης ιστοριογρα­ φίας, στούς κόλπους τής οποίας γεννήθηκε ή σύγχρονη έννοια τής «ιδεολογίας» ώς ψευδούς συνείδησης πού άντανακλά έμμεσα συγ­ κεκριμένες βιοτικές καταστάσεις ή συγκαλύπτει άξιώσεις κυριαρ­ χίας. 'Η κριτική στον Χριστιανισμό, πού μετατρεπότάν αύτόματα σέ κριτική τής θρησκείας γενικά, έκανε φανερές τόσο τις θρησκευτι­ κές ρίζες τής μεταφυσικής δσο καί τήν συνύφανσή της μέ θρησκευ­ τικά κυρωμένες μορφές κοινωνικής κυριαρχίας* ή μεταφυσική πα­ ρουσιαζόταν έτσι ώς άπλή φιλοσοφική επεξεργασία θρησκευτικών φαντασιώσεων, οι όποιες ρίζωναν σέ σκοτεινά πάθη καί σέ άκόμη σκοτεινότερες προκαταλήψεις, δμως βαθμιαία έπαιρναν τήν μορφή συστήματος ιδεών καί διαιωνίζονταν, γιατί έκπλήρωναν συγκεκρι-

22

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

μένη κοινωνική λειτουργία, καθαγιάζοντας τήν κυριαρχία των μέν καί άπαλύνοντας μέ παρηγοριές τήν υποταγή των δέ. Ά πό τήν σκοπιά αύτή φαινόταν, δτι ή μεταφυσική πλάνη θά διαρκούσε τόσο μονάχα δσο καί τά γενετικά της αίτια, θά έξαφανιζόταν δηλ. μετά τήν καθολική ώρίμανση του άνθρώπινου Λόγου καί τήν κοινωνική άπελευθέρωση. Α κριβώς στο σημείο αύτό διαφέρει ό δεύτερος άπα­ τούς νέους τύπους κριτικής στήν μεταφυσική, τον όποιο θά ονο­ μάσουμε άνθρωπολογικό, σέ σχέση μέ τον ίστορικό-κοινωνιολογικό. Καί έδώ ή μεταφυσική παρουσιάζεται δχι ως άξιόπιστη έλ­ λογη γνώση τού όντως όντος, παρά ως άπόρροια ορισμένων βα­ θύτερων καί μόνιμων άναγκών τής άνθρώπινης φύσης, άναγκών τόσο γνωστικών δσο καί ήθικών. ’Ανεξάρτητα δμως άπό τό αν ή μεταφυσική συνίσταται σέ πλάνες ή δχι, θά παραμείνει ζωντανή καί κοινωνικά λειτουργική δσο οι παραπάνω άνάγκες τής άνθρώ­ πινης φύσης δέν μεταβάλλονται. Καθώς κλείνει ή εποχή τού Διαφωτισμού βρίσκουμε, λοιπόν, λίγο - πολύ διαμορφωμένους τούς τέσσερις βασικούς τύπους κρι­ τικής στήν μεταφυσική, δπως τούς ξέρουμε ίσαμε σήμερα, δηλ. τον γνωσιοθεωρητικό, τον γλωσσικό, τον ίστορικό-κοινωνιολογικό καί τον άνθρωπολογικό. Οι τύποι αύτοί γνωρίζουν στον 19ο καί στον 20ό αί. διάφορες παραλλαγές καί έμβαθύνσεις: ή γνωσιοθεωρητική κριτική εμπλουτίζεται τόσο άπό τήν πλευρά τού θετικισμού καί τών φυσικοεπιστημονικά προσανατολισμένων θεωρητικών όσο καί άπό μέρους ορισμένων έκπροσώπων τής (νεο)καντιανής τάσης* ή παραπέρα άνάλυση τών λογικών άδυναμιών τής μεταφυσικής γλώσσας είναι προπαντός έργο τής σύγχρονής μας άναλυτικής φι­ λοσοφίας* ή ίστορικο-κοινωνιολογική κριτική άνάλυση τής μεταφυ­ σικής προωθήθηκε άποφασιστικά χάρη στή θεαματική άνάπτυξη τών άντιστοίχων έπιστημών στούς δύο τελευταίους αιώνες* καί ή θεώρηση τού προβλήματος τής μεταφυσικής άπό σκοπιά άνθρωπολογική βρίσκει στούς Schopenhauer, Nietzsche καί Dilthey (μέ διαφορετική κάθε φορά έννοια) τούς σημαντικότερους σκαπανείς της. Ωστόσο, δσο καί αν αύτό φανεί παράδοξο, θά πρέπει νά πούμε, δτι σέ σχέση μέ τον 19ο καί 20ό αί. τό πρόβλημα είναι δχι τόσο νά κατανοήσουμε τούς τρόπους εμβάθυνσης τών ήδη προδια­ γεγραμμένων τύπων κριτικής στήν μεταφυσική δσο νά εξηγήσουμε,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

23

γιατί ή άντιμεταφυσική πάλη πήρε τέτοια έκταση καί ένταση άκριβώς σέ μιάν έποχή δπου ή μεταφυσική, μετά άπό τις έπιθέσεις τεσσάρων αιώνων καί την συσσώρευση δλων των δυνατών έπιχειρημάτων έναντίον της, θά φαινόταν νά πνέει τά λοίσθια. Θά ήταν λάθος νά νομίσουμε, δτι τό νέο άντιμεταφυσικό μένος γεννήθηκε άποκλειστικά σάν άπάντηση σ’ ένα εξίσου νέο σφρίγος, μιά νέα δημιουργική ορμή τής μεταφυσικής σκέψης. Προσπάθειες γιά μιάν άνανέωση τής μεταφυσικής έγιναν, βέβαια, στους δύο τελευταίους αιώνες' ωστόσο, αν δεν δούμε τά πράγματα στήν στενή προοπτική τών έπαγγελματιών τής φιλοσοφίας παρά έπισκοπήσουμε ολόκλη­ ρο τό φάσμα τής ιστορίας τών ιδεών, θά πρέπει μάλλον νά τις χα­ ρακτηρίσουμε σάν τρικυμίες σέ ποτήρι. Τό καθαρά μεταφυσικό μέρος του συστήματος του Hegel πέθανε μέ τον ΐδιο, ό άγγλικός έγελιανισμός στάθηκε διανοητικό παιγνίδι λίγων ιδιότυπων άριστοκρατών του πνεύματος καί θά περνούσε άπαρατήρητος, αν δεν συγκέντρωνε τά πυρά τών πρωτοπόρων τής άναλυτικής φιλοσο­ φίας, κι δ,τι γνήσια μεταφυσικό υπάρχει στον Kirkegaard, στον Heidegger καί στον Jaspers δεν μπόρεσε νά λειτουργήσει αύτόνομα, παρά μόνο διαμέσου τής συνύφανσής του μέ τήν (εκούσια κι όμολογημένη ή άκούσια κι ανομολόγητη, άδιάφορο) άνθρωπολογική τάση τής φαινομενολογίας ή τής φιλοσοφίας τής ζωής. "Άν λοιπόν ή μεταφυσική είχε ήδη στον 18ο αί. χάσει τελεσί­ δικα τήν παλιά της θέση, σέ τι οφείλεται ή έξαρση κι ή εμβάθυνση τής κριτικής έναντίον της; Πρώτα-πρώτα, ή πρωτοφανής άνάπτυξη τών θετικών επιστημών, τής τεχνικής καί τής βιομηχανίας στον 19ο αί. συνοδεύτηκε άπό ένα κλίμα έμπιστοσύνης στον άνθρώπινο νοΰ καί στο ιστορικό μέλλον, του όποιου τήν ένταση δυ­ σκολευόμαστε σχεδόν νά συλλάβουμε σήμερα* ή στάση αυτή άναζήτησε συχνά τήν κοσμοθεωρητική της αύτοεπιβεβαίωση στήν θεαματική κατατρόπωση ένός ήδη αίμάσσοντος άντιπάλου, κι οι επιθέσεις έναντίον του ήσαν τόσο συχνότερες δσο ή νίκη φαινόταν βεβαιότερη. Είναι γεγονός, δτι ή ιδεολογική άνασύνταξη τής κοι­ νών ικοπολιτικής άντίδρασης μετά τό 1789 καί ιδίως τό 1815 είχε εύνοήσει μιά κάποια άναβίωση τής μεταφυσικής (έδώ άνήκουν οχι μόνο ορισμένες πλευρές του μετακαντιανοΰ γερμανικού ιδεαλισμού, αλλά καί ή αίσθητικοποίηση τής χριστιανικής μεταφυσικής άπό

24

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

μέρους του ρομαντισμού — άίσθητικοποίηση, πού ωστόσο άποτελοΰσε νόθευση ή καί έμπρακτη έγκατάλειψη του παραδοσιακού της περιεχομένου), έτσι ώστε ή νίκη του νεότερου ορθολογισμού πάνο^ στή μεταφυσική χρειάστηκε νά έπαναληφθεί σε μικρογραφία, να ξαναπαιχτεί δηλ. συνοπτικά σε λίγες δεκαετίες τό ίδιο παιγνίδι πού πριν είχε κρατήσει αιώνες* το άποτέλεσμα ήταν νά γεννηθεί συχνά ή εντύπωση, ότι πρόκειται γιά αγώνα καινούργιο κι όχι άπλώς γιά την όψιμη φάση ένος άγώνα παλιού. ’Από την πλευρά του, ό ραγδαίος εμπλουτισμός των επιστημών τής κοινωνίας καί τού άνθρώπου πρόσφερε τόσα νέα επιχειρήματα στον άντιμεταφυσικό άγώνα, ώστε, άκόμα κι αν τούτα δεν σήμαιναν κάποια ούσιαστική τομή άπό τυπολογική άποψη, πάντως ένίσχυαν τό αίσθημα ένός ρηξικέλευθου άντιμεταφυσικοΰ ξεκινήματος. Ή άνικανότητα τής παραδοσιακής μεταφυσικής ν’ άνανεωθεί ούσιαστικά άπό τήν άποψη τού περιεχομένου της μετά τήν άνάπτυξη τών νεότερων φυσικών καί κοινωνικών επιστημών δεν σήμανε eo ipso καί τον θάνατό της. Κανένας παραμερισμός της δέν θά μπορούσε νά είναι ολοσχερής όσο έπιβίωνε, διατηρώντας πάντα σημαντική κοινωνική ισχύ, αύτό πού θά μπορούσαμε νά ονομά­ σουμε ((λαϊκή μεταφυσική», δηλ. ή θρησκεία* άλλωστε ή σημασία τής έπιβίωσης τής λαϊκής μεταφυσικής καί γιά τήν μή (ή λιγότερο) λαϊκή καταδείχτηκε άμεσα μέ τήν εμφάνιση ρευμάτων όπως ό νεοθωμισμός π.χ. Αύτή ή σκληροτράχηλη έμμονή τής παραδοσιακής μεταφυσικής, παρόλη τήν πολυμέτωπη πολεμική έναντίον της καί παρόλη τήν άνικανότητά της γιά ούσιαστική άνανέωση, οφείλεται στις ήθικές-κανονιστικές λειτουργίες τής βασικής διάκρισης άνάμεσα σέ (πνευματικό) Έκείθεν καί σ’ αισθητό Ε ντεύθεν: όπως είναι γνωστό, ή σφαίρα τού πνεύματος (τόσο τού θείου όσο καί τού συναφούς μαζί του άνθρώπινου) άποτελοΰσε στήν παράδοση τής κλασσικής μεταφυσικής, κοντά στ’ άλλα, τον φορέα κι εγγυητή τών ήθικών-κανονιστικών άρχών.7 ’Αρκεί ν’ άναλογιστοΰμε, πόσο πρόδηλη φαινόταν πριν άπό δύο άκόμη αιώνες στά μάτια τής συν­ τριπτικής πλειοψηφίας ή άναγκαία συνάφεια τής έννοιας τών ά7. Γιά τήν ήθική-κανονιστική λειτουργία της έννοιας του πνεύματος στήν φιλοσοφική παράδοση βλ. άναλυτικά Kondylis, Aufklarung, 19 κέ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

25

ξιών μέ την έννοια του πνεύματος, γιά νά κατανοήσουμε τήν μα­ κροβιότατα τής λαϊκής καί μή μεταφυσικής. Μέ άλλα λόγια: έξαιτίας τής έξαρχής δεδομένης σύνδεσης ήθικής καί μεταφυσικής, ή μεταφυσική κύρωση των ηθικών άξιων ήταν ή τελευταία πού θί­ χτηκε άπό τήν κατάρρευση του ιδεολογικού μονοπωλίου τής θεο­ λογίας. Τώρα, ή οργανική ένότητα ήθικής καί μεταφυσικής ξεπήδησε άπό τήν άνάγκη τής πρώτης νά κατοχυρώνει τα (έκάστοτε) παραγγέλματά της «άντικειμενικά», έπικαλούμενη δηλ. όχι απλά καί μόνο τήν όρθοφροσύνη ή τήν άγνή πρόθεση των έκάστοτε εκπρο­ σώπων της, παρά τήν ίδια τήν ιδιοσυστασία τού όντως όντος: ώς άντικειμενική κι άπαρασάλευτη θά μπορούσε νά παρουσιαστεί μο­ νάχα μιά ήθική σύμφωνη μέ τούς αιώνιους κι άναλλοίωτους νόμους τής πραγματικότητας, όπως τούς άποκάλυπτε ή μεταφυσική σύλ­ ληψη τής τελευταίας. 'Όμως —κι αυτό τό σημείο είναι άποφασιστικό γιά τις τύχες τής μεταφυσικής ώς έννοιολογικής δομής— οί εκπρόσωποι τού νεότερου ορθολογισμού θέλησαν νά ίπροσδώσουν στις δικές τους άξιες τήν ίδια υπέρτατη άντικειμενικό(τητα, τήν ο­ ποία διεκδικούσαν όσες άξιες συνδέονταν μέ τήν παραδοσιακή με­ ταφυσική. Αύτό άποτελούσε τελεσφόρο όπλο στήν ιδεολογική πάλη, όμως τό άντίτιμο στάθηκε ή άσυνείδητη άποδοχή θεμελιωδών δο­ μών τής παραδοσιακής άκριβώς μεταφυσικής. Γιά νά βρούν δηλ. ένα Έκεΐθεν ικανό νά έκπληρώσει ήθικές-κανονιστικές λειτουργίες οί πρωτοπόροι τού νεότερου («άντιμεταφυσικοΰ») ορθολογισμού χρειάστηκε νά καταφύγουν σέ έννοιες όπως Φύση, ’Άνθρωπος, Λό­ γος, 'Ιστορία, οί όποιες είχαν μιάν ύπερεμπειρική διάσταση, στο φώς τής οποίας βλεπόταν κι άξιολογοΰνταν ή εμπειρική* στόχος παρέμεινε κι εδώ ή συμμόρφωση τής δεύτερης μέ τήν πρώτη, π.χ. ή έναρμόνιση τής συμπεριφοράς καί τού τρόπου σκέψης τού εμπει­ ρικού άνθρώπου μέ τις έπιταγές τής Ιδέας τού Ανθρώπου καί κά­ ποιου υπερατομικού Λόγου ή ή ρύθμιση τών έπιμέρους άνθρώπινων πράξεων σέ συμφωνία μέ τήν πορεία καί τό νόημα «τής» 'Ιστορίας.8 Άκριβώς επειδή οί παραπάνω έννοιες οίκειοποιήθηκαν βασικά δομικά γνωρίσματα τής παραδοσιακής μεταφυσικής, συγ8. δπ. παρ., ίδ. 53 κέ., 342 κέ.

26

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

κέντρωσαν τά πολεμικά πυρά συγχρόνων μας άντιμεταφυσικών κατευθύνσεων, δπως π.χ. τού λεγάμενου κριτικού ορθολογισμού* βλέπουμε, έτσι, νά γίνεται κύριος στόχος συγχρόνων πολεμίων τής μεταφυσικής όχι τόσο ή παραδοσιακή μορφή τής τελευταίας παρά άκριβώς ή μορφή της έκείνη πού άντιπαρατέθηκε στήν παραδο­ σιακή, καί μάλιστα με άντιθεολογική πρόθεση. Το φαινομενικό αύτό παράδοξο έξηγεΐται, αν δούμε ποιά πολιτικοκοινωνικά μορ­ φώματα επιστεγάστηκαν ιδεολογικά άπό έννοιες όπως π.χ. ‘Ά ν ­ θρωπος καί 'Ιστορία καί ποιές, άντίστροφα, είναι οί πολιτικές έπιλογές των κριτικών τέτοιων έννοιών. Στο βαθμό δηλ. πού ή διαμάχη «άνοιχτής» καί «κλειστής» κοινωνίας ύποκατέστησε τήν παλιά άντίθεση άνάμεσα σέ άστική καί φεουδαλική τάξη πραγμά­ των, ήταν φυσικό νά θεωρηθεί ή έκκοσμικευμένη μεταφυσική ώς ό κύριος άντίπαλος. Θά πρέπει, ωστόσο, νά υπογραμμιστεί δτι καί ή πολεμική των θεωρητικών τής «άνοιχτής» κοινωνίας εναν­ τίον τού «ολοκληρωτισμού» διεξάγεται άναγκαστικά με (σιωπηρή ή μή) άναφορά σέ ορισμένες άξιες (Λόγος, έλευθερία, άνθρώπινη άτομικότητα καί προσωπικότητα), οί όποιες άποτελούν, το ίδιο δπως κάθε άλλη άξια, άπόρροιες ύπερεμπειρικών κοσμοθεωρητικών άποφάσεων. Τό γεγονός αύτό ενισχύει τήν υπόθεση, δτι βασικές έννοιολογικές δομές τής μεταφυσικής, άνεξάρτητα άπό τον βαθμό τής έκκοσμίκευσής τους, θά συνεχίσουν νά υπάρχουν δσο οί άν­ θρωποι θά διατυπώνουν καί θά πιστεύουν ήθικές-κανονιστικές αρχές. 'Η έκκοσμίκευση τής μεταφυσικής δέν στάθηκε ή μοναδική μορφή τής επιβίωσής της, δίπλα, βέβαια, στά σημαντικά κατά­ λοιπα τών παραδοσιακών της εκδοχών. Παρουσιάστηκε καί τό φαινόμενο, δτι ολόκληροι κύκλοι ιδεών, πού άρχικά είχαν γεννη­ θεί στούς κόλπους τής παραδοσιακής μεταφυσικής καί ανήκαν οργανικά σ’ αύτήν, άποσπάσθηκαν άπό τό άρχικό φυσικό τους πλαίσιο καί μεταφυτεύθηκαν, αύτούσιοι καί σέ νευραλγική θέση, μέσα σέ τομείς τής φιλοσοφίας, πού κατά τά άλλα θεωρούνταν γνήσια άντιπροσωπευτικοί γιά τον νεότερο ορθολογισμό. Θ’ άναφέρω έδώ ένα παράδειγμα, τό όποιο, παρόλη τήν σπουδαιότητά του, δέν έχει, άπ’ δσο ξέρω, έπισημανθεί άκόμη. Πρόκειται γιά τήν προέλευση τών βασικών μεγεθών τής νεότερης γνωσιοθεωρίας,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

27

ή οποία, εκτοπίζοντας τήν οντολογία άπό τήν κορυφή των φιλοσο­ φικών μαθήσεων, θεωρήθηκε ως κατεξοχή άπόδειξη γιά τήν υπερί­ σχυση των άντιμεταφυσικών προτεραιοτήτων στον χώρο τής φιλο­ σοφίας. 'Όπως είναι γνωστό, τό βασικό μέλημα τής νεότερης γνωσιοθεωρίας, ίσαμε τις αρχές του αιώνα μας τουλάχιστο, είναι ή περιχάραξη τών άρμοδιοτήτων καί ή ρύθμιση τών σχέσεων άνάμεσα σε αίσθηση καί νόηση, πολλές φορές μέ τήν βοήθεια Υπο­ διαιρέσεων αυτών τών δύο κεντρικών μεγεθών. 'Όμως ή άντίληψη, ότι τό Έ γ ώ άποτελεί μιαν ιεραρχία δεσποζόμενη άπό τήν (καθαρή) νόηση δέν υπήρξε αρχικά κάποια έμπειρική διαπίστωση, παρά δια­ μορφώθηκε μέσα στά πλαίσια τής παραδοσιακής μεταφυσικής καί ούσιαστικά σήμαινε τήν μεταφορά τού άποφασιστικου γιά τήν τε­ λευταία διχασμού πνεύματος καί ύλης μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. *Η πρώτη φιλοσοφικά επεξεργασμένη ιεράρχηση τών ψυχικών καί γνωστικών δυνάμεων μ* αύτή τήν έννοια, όπως τήν βρίσκουμε στον Πλάτωνα,9 στηρίζεται ρητά στήν άντιστοιχία μέ τήν ιεραρχία τήν όντολογική. Μέ τήν σειρά της, ή παραλληλότητα ψυχικών δυνά­ μεων καί στρωμάτων τού οντος σκόπευε νά καταδείξει τήν άμεση κι άναγκαία συνάφεια τών ΰψιστων, τουλάχιστο, μορφών τής άνθρώπινης νόησης μέ τό όντως 6ν. Ή «κοπερνίκεια στροφή» τών Νέων Χρόνων παραμέρισε τό πρωτείο τής οντολογίας κι άπόκοψε τούς δεσμούς τής άνθρώπινης νόησης μέ τό όντως όν, όμως ή ίεραρχική δομή τής γνώσης καί τού Έ γώ παρέμεινε άναλλοίωτη. Ή αιτία ήταν καί εδώ 6 φόβος μπροστά στις ήθικές-κανονιστικές συνέπειες ενός άπότομου παραγκωνισμοΰ τού πνεύματος. Ή εισαγωγή αύτή στις κεντρικές έννοιες καί πλευρές τής άντιμεταφυσικής πολεμικής άποτελεί συνάμα καί μιά περίληψη τής έργασίας μας, κι έτσι περιττεύει νά έξηγήσουμε ιδιαίτερα τό πρό­ γραμμά μας. Θά προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε μέ κάθε δυ­ νατή συντομία καί σαφήνεια τήν ιστορία καί τήν τυπολογία τού προβλήματος έπιμένοντας περισσότερο στις λιγότερο μελετημένες ή καί αγνοημένες άπόψεις του, όπως είναι π.χ. ή σχέση τού ανθρω­ πιστικού κινήματος μέ τήν μεταφυσική ή ό ούσιαστικά νέος ορισμός τής τελευταίας στήν εποχή τού Διαφωτισμού. Τό ότι ή .εργασία 9. Πολιτεία 476a-480a καί 509c-511e.

28

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

μας σταματά, προσωρινά ελπίζω, μετά τήν εξέταση τής άντιμεταφυσικής έπιχειρηματολογίας των διαφωτιστών, θά μπορούσε νά δικαιολογηθεί μάλλον εύκολα: δπως είπαμε, τδ τέλος τής έποχής του Διαφωτισμού βρίσκει διαμορφωμένους, αν ναι 6χι μέ δλη τήν κατοπινή πληρότητα, καί τούς τέσσερις θεμελιώδεις τύπους κρι­ τικής στήν μεταφυσική.

I

Ο ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ 14ο ΩΣ ΤΟΝ 16ο αί.

1.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΟΓΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΥ

Στην μεσαιωνική θεολογία ό μεταφυσικός προβληματισμός δεν στρέφεται γύρω άπό τήν πραγματικότητα τής διάκρισης άνάμεσα σ’ Έκείθεν καί Εντεύθεν, άφού ή διάκριση τούτη θεωρείται δεδο­ μένη, παρά γύρω άπό τα έρωτήματα, αν ή μεταφυσική ως έλλογη γνώση είναι δυνατή καί αν, σε περίπτωση πού είναι δυνατή, άντικείμενό της είναι άπευθείας ό Θεός ή τό όν ως γενικός προσδιο­ ρισμός.10 Έ δώ μάς ενδιαφέρει μονάχα τό πρώτο έρώτημα, ένώ ή σημασία τού δεύτερου θά μάς άπασχολήσει παρακάτω,11 όταν θά έξετάσουμε τον χωρισμό γενικής καί ειδικής μεταφυσικής στήν θεολογία τού 17ου αί. Μιλώντας γιά τό πρόβλημα τής έλλογης με­ ταφυσικής γνώσης στήν μεσαιωνική θεολογία δεν θά φιλοδοξήσου­ με νά προσθέσουμε κάποιο ούσιαστικό νέο στοιχείο στήν τεράστια σχετική έρευνα, παρά μάλλον στόχος μας είναι νά άνασυγκροτήσουμε τά πορίσματά της με τέτοιο τρόπο, ώστε νά γίνει πρόδηλη 10. Γ ιά τό λεπτό πρόβλημα τού ορισμού τού άντικειμένου της μεταφυσι­ κής στήν όψιμη μεσαιωνική θεολογία βλ. τήν έξαιρετική έργασία τού Zimmer-

mann, Ontologie oder Metaphysik?, passim. 11. Βλ. παρακ. II, 6.

30

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

καί συνειδητή ή συχνά άγνοημένη ή παραμελημένη συνάφεια άνάμέσα στην παλαιότερη θεολογική προβληματική καί στις άπαρχές της νεότερης θύραθεν κριτικής στήν μεταφυσική. Ή διαμάχη για τις σχέσεις πίστης καί γνώσης ή, πράγμα παραπλήσιο, χριστιανικής καί φιλοσοφικής άλήθειας, σημάδεψε, καθώς είναι γνωστό, άπό τά πρώτα της στάδια τήν συστηματική θεωρητική διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος, χωρίς να κα­ τασταλάξει ποτέ σέ μιά πάγια ομοφωνία. Μολονότι οί προσπάθειες Χριστιανών για μιά θετική άποτίμηση κι άξιοποίηση τής εθνικής φιλοσοφίας συνεχίστηκαν άκόμα καί στον 6ο αί., ωστόσο ή αυγουστίνεια άντίληψη γιά τις σχέσεις πίστης καί γνώσης, σύμφωνα μέ τήν οποία ή δεύτερη (δσο κι δποτε είναι εφικτή κι ευκταία) δεν μπορεί νάναι τίποτε άλλο άπό εκλογίκευση τής πρώτης, έπιβάλλεται νωρίς κι άσκεί καθοριστική έπίδραση στους επόμενους αιώ­ νες.12 'Όμως στήν πρώιμη καί στήν δψιμη σχολαστική θεολογία τό πρόβλημα τών σχέσεων πίστης καί γνώσης τίθεται μέ τρόπο ούσιαστικά καινούργιο σέ σύγκριση μέ τούς πρωτοχριστιανικούς αιώνες: τώρα δηλ. τό επίμαχο σημείο δέν είναι τόσο αν καί πώς θά χρησιμοποιηθούν έπιμέρους θέσεις εθνικών φιλοσόφων μέσα στο πλαίσιο τών θεολογικών άληθειών, παρά μάλλον τό κατά πόσο ή θεολογία ως ολόπλευρο κα5 συνεκτικό σύστημα άληθειών θά χρη­ σιμοποιήσει γιά τήν διατύπωσή τους μέθοδο καί τεχνική φιλοσο­ φική, θά γίνει δηλ. έλλογη άποδεικτική γνώση μέ τήν κατεξοχή φιλοσοφική έννοια. Αυτή ή μετατροπή τής θεολογίας σέ οργανω­ μένη scientia άρχίζει ήδη άπό τήν εποχή τής καρολίγγειας άναγέννησης, δταν γιά πρώτη φορά επιστρατεύονται ή ρητορική, ή γραμματική καί ή διαλεκτική μέ σκοπό τήν καλύτερη κατανόηση τού βιβλικού κειμένου, συνεχίζεται στον 11ο καί 12ο αί., οπότε χρησιμοποιείται ή μεταφυσική καί ή λογική-διαλεκτική γιά νά έκφραστούν πληρέστερα τά θεολογικά άρθρα πίστεως, καί κορυφώνεται στον 13ο αί., δταν πρώτος ό Bonaventura άντιμετωπίζει τό ζήτημα τής γνωστικής οργάνωσης τής θεολογίας σ’ δλη του τήν έκταση καί σ’ δλες τις τεχνικές επιπλοκές* ή άλλαγή προς τήν 12. Βλ. γενικά τήν μελέτη του Grabmann, Augustins Lehre von Glauben und Wissen und ihr Einfluss. auf das mittelalterliche Denken = Mittelalterliches Geistesleben, II, 35-62.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

31

κατεύθυνση τής αύτοτελούς scientia σημαδεύεται εξωτερικά άπό τό γεγονός, δτι τώρα άφετηρία των θεολογικών άναλύσεων δέν είναι πιά ή Γραφή, παρά οι Sententiae του Πέτρου Λομβαρδού κι ό ύπομνηματισμός τους.13 Ή άξιοποίηση τής μεταφυσικής καί τής διαλεκτικής στο χώρο τής θεολογίας είχε σημαντικές συνέπειες, αρχικά γιά την μορφή τής τελευταίας. Μέ την βοήθεια τής μεταφυσικής έννοιολργίας ύποτυπωνόταν τό γενικό άρχιτεκτονικό πλαίσιο, μέσα στο όποιο* εντάσ­ σονταν, άποκτώντας έτσι τήν πραγματική τους διάσταση καί ση­ μασία, τά μερικότερα ζητήματα* τά λογικά έργαλεΐα τής διαλε­ κτικής (δηλ. οί ορισμοί, οί διακρίσεις, τά πορίσματα κτλ.) χρησι­ μοποιούνταν, πάλι, γιά νά συναρμοστούν οί κρίκοι τούτης τής συ­ στηματικής άλυσίδας μέ τρόπο διαυγή καί στέρεο.14 Φυσικά, ή ρι­ ζική μορφική μετάπλαση τής θεολογίας δέν έγινε μέ πρόθεση κά­ ποιας μετατροπής ή υπονόμευσης τού παραδεδομένου περιεχομέ­ νου της* άπεναντίας, ήταν μιά προσπάθεια έκλογίκευσης -τής π ί­ στης πάνω στήν βάση των άξιωμάτων fides quaerens intellectum καί credo ut intelligam. Μέ άλλα λόγια, ή θεμελιώδης αύγουστίνεια άντίληψη των σχέσεων πίστης καί γνώσης παρέμεινε άδιαμφισβήτητη: ή βεβαιότητα τής πίστης (certitudo fidei) στηριζό­ ταν στήν τριπλή αύθεντία (auctoritas) τής Γραφής, των Πατέρων καί τής Εκκλησίας καί ή έλλογη επεξεργασία των άρθρων πίστεως δφειλε νά είναι fidei ratio (ή fidei intellectus), δηλ. Λό­ γος πού ξεκινούσε άπό τήν πίστη γιά νά οδηγήσει, μέ τήν σειρά του, στήν έπίρρωσή της. Ή auctoritas καί ή ratio, ως τά δύο θεμέλια τής σχολαστικής-μεθοδικής θεολογίας, εμφανίζονται καί στον Θωμά τον Άκυινάτη μέ τήν μορφή τής θέσης, δτι ή πρώτη έγγυάται προκαταβολικά τήν γενική άλήθεια έκείνων των άρθρων πίστεως, τά όποια κατόπιν ή δεύτερη αιτιολογεί στά καθέκαστα.15 13. Τά στάδια της πορείας αύτης περιγράφει ό Chenu, Th£ologie comme science, 14 κέ., 37 κέ. Γιά τόν Bonaventura 53 κέ. 14. Grabmann, Geschichte, I, 322/3. 15. 6π. παρ. 33, 35. Τήν θεμελιώδη γιά τό πρόβλημά μας θωμιστική άντίληψη γιά τήν θεολογία ώς scientia καί γιά τήν σχέση άνάμεσα σέ lumen fidei καί intellectus principiorum συνοψίζει ό Chenu, Theologie comme science, 64/6 καί 71 κέ.

32

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

Ωστόσο, καί μολονότι ή θεολογία ώς scientia διόλου δεν σκόπευε νά θίξει την auctoritas, ή εισαγωγή μιας έλλογης μεθόδου στην άντιμετώπιση των προβλημάτων της πίστης άναπόφευκτα γέννησε σοβαρές δυσχέρειες — καί άντίστοιχα μεγάλες άντιδράσεις. Γιατί, σε ποιό βαθμό μπορεί νά διεισδύσει ό Λόγος στήν ούσία τής άποκάλυψης άφήνοντάς την άνέπαφη; Κι αν ό πρώτος μπορεί νά εξαν­ τλήσει τό περιεχόμενο τής δεύτερης, τί χρειάζεται ή εξ άποκαλύψεως θρησκεία καί οι κοινωνικοί θεσμοί, πού έχουν ώς άποστολή τους τήν ερμηνεία των μυστηρίων της με τρόπο δεσμευτικό γιά όλους; *"Αν πάλι ό Λόγος δεν μπορεί νά φωτίσει τήν άποκάλυψη,. τότε γιατί ν’ άρχίσει καθόλου τό έπικίνδυνο παιγνίδι μέ τά «σοφίσματά» του, τό όποιο, μιας καί άρχίσει, είναι άδύνατο νά διακοπεί κατά παραγγελία καί βούληση; Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ποιές ανησυχίες προκάλεσαν, ήδη άπό τον 11ο αί., τήν όξύτατη πολεμική μιας μεγάλης μερίδας θεολόγων ένάντια στήν εισαγωγή τής δια­ λεκτικής καί τής μεταφυσικής (ώς μορφών έλλογης γνώσης) στον χώρο τής θεολογίας.16 Ή πρώιμη σχολαστική θεολογία παρουσιά­ ζει άξιοσημείωτη ποικιλία άπόψεων πάνω στο καίριο τούτο πρό­ βλημα, κι αν στήν όψιμη σχολαστική του 13ου αί. κυρίαρχη τάση γίνεται (πρόσκαιρα τουλάχιστο) ή άποδοχή τής άρμονίας άνάμεσα σε «άληθινή» φιλοσοφία καί θεολογία, όμως δεν εκλείπουν οί δι­ χογνωμίες ώς προς τον. καθορισμό τών σχέσεων υπερφυσικής καί φυσικής γνώσης καθώς κι ώς προς τήν υφή τής γνώσης γενικά.17 ""Αν δούμε έτσι τήν ανάπτυξη τής σχολαστικής, δηλ. ώς άνταγωνισμό τάσεων πού ισορροπούν παροδικά μέ τήν προσωρινή επι­ κράτηση τής μιας ή τής άλλης, τότε οφείλουμε νά έγκαταλείψουμε τήν διαδεδομένη —καί προσφιλή προπαντός στούς θωμιστές ιστο­ ρικούς— αντίληψη, ότι ή εξέλιξη τής μεσαιωνικής φιλοσοφίας άκολούθησε μιά περίπου προδιαγεγραμμένη πορεία, ή οποία γνώρισε τήν οργανική της κορύφωση στο θωμιστικό ισοζύγιο πίστης καί Λόγου (διαμέσου τής θεμελίωσης τής πρώτης μέ μιά μεταφυσική 16. Οί άναγκαΐες πληροφορίες βρίσκονται στόν Grabmann, Geschichte, II, 111 κέ., καί σ* όλα τά σημαντικά εγχειρίδια ιστορίας της μεσαιωνικής φι­ λοσοφίας. 17. Betzendorfer, Glauben und Wissen, 88 κέ., 248 κέ. (σύνοψη θέ­ σεων καί συμπερασμάτων της εργασίας).

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

33

ως έλλογη γνώση του δντος) γιά νά έκφυλιστεΐ στή συνέχεια, δταν τό ισοζύγιο αύτό καταλύθηκε.18 Στην πραγματικότητα ό θωμισμός δεν ήταν ούτε τό άναγκαιο καταστάλαγμα τής προγενέστερης θεο­ λογίας ούτε τό μοναδικό δυνατό πλήρες θεολογικό σύστημα, παρά ή συγκεκριμένη άπάντηση ένός ιδιοφυούς θεολόγου σε συγκεκρι­ μένα προβλήματα μιας ιστορικής στιγμής* κι αν, πολύ άργότερα, έγινε περίπου έπίσημη εκκλησιαστική φιλοσοφία, αύτό οφειλόταν καί πάλι σε συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, στο δτι δηλ. ή καθολική Εκκλησία ήθελε νά στηρίξει τήν fidei ratio άπέναντι στον φιντεϊστικό άνορθολογισμό τού λουθηρανισμού καί συνάμα άπέναντι στις παράλληλα αναπτυσσόμενες τάσεις τού θύραθεν άγνωστικισμού. Ό θωμισμός άνατίμησε τήν έλλογη γνώση —καί μαζί, φυσικά, καί τήν δψιστη μορφή της, τήν μεταφυσική— στήν προσπάθειά του νά δαμάσει θεωρητικά τον αραβικό άριστοτελισμό, άνοίγοντας έτσι διάλογο μ* έναν άλλόθρησκο άντίπαλο, γιά τον ό­ ποιο ή χριστιανική αποκάλυψη εξ ορισμού δέν σήμαινε τίποτε. Ό Άκυινάτης είχε κατανοήσει, δτι γιά νά τεθεί κάτω άπό έλεγχο ή φιλοσοφική άλήθεια, πού κάτω απ’ τήν άραβική έπίδραση είχε αρ­ χίσει ν* αύτονο.μεΐται καί σε χριστιανικά πανεπιστήμια, έπρεπε νά μπει σέ κοινό πλαίσιο μέ τά άρθρα τής πίστης* ό χωρισμός θεο­ λογίας καί φιλοσοφίας στήν συγκεκριμένη συγκυρία απλώς θά χά­ ριζε στήν δεύτερη περισσότερη αύτοτέλεια κι αύτοπεποίθηση. *Αν ή στρατηγική αύτή βρήκε ελάχιστη κατανόηση σ’ εύρύτατους θεολογικούς κύκλους, αύτό οφειλόταν στον παραδοσιακό άντιμεταφυσικό κι άντιφιλοσοφικό προσανατολισμό τής θεολογίας, ή οποία άλλωστε δέν είχε κανένα λόγο νά πάρει σοβαρά υπόψη της τήν φιλοσοφία δσο· δέν είχε φιλοσόφους ως άντιπάλους. Τέτοιοι εμ­ φανίστηκαν μέ τήν άραβοαριστοτελική φιλοσοφία, τήν οποία οι άντιθωμιστές συνεχιστές τής αύγουστίνειας παράδοσης ήθελαν νά καταπολεμήσουν δχι μέ κάποια συγχώνευση φιλοσοφίας καί θεο­ λογίας, παρά μέ τήν κατάδειξη των ορίων τής άνθρώπινης γνώσης 18. Τό σχήμα αύτό γιά τήν πορεία τής μεσαιωνικής φιλοσοφίας απο­ κρούει μέ σοβαρά έπιχειρήματα ό Moody, Empiricism and Metaphysics in Medieval Philosophy (1958) = Studies, 287 κέ., ό όποιος καί τονίζει τήν ορθόδοξη χριστιανική καταγωγή των άντιμεταφυσικών καί συνάμα άντιθωμιστικών θεολογικών ρευμάτων του 14ου αί.

34

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

in statu isto (δηλ. στην κατάσταση μετά τό προπατορικό άμάρτημα), ή οποία ίσοδυναμοΰσε με μιαν άπόρριψη τής δυνατότητας τής μεταφυσικής ώς ελλογης γνώσης του 8ντος ή του Θεού. Ή τέτοια άπόρριψη συνεπαγόταν τήν άρνηση τής νοησιαρχίας καί την άποδοχή ένός γνωσιοθεωρητικοΰ έμπειρισμου, ό όποιος είχε σκοπό του νά θέσει τις άλήθειες τής πίστης έξω άπό κάθε έλεγχο τής εμπειρικής, άρα άναγκαστικά περιορισμένης ανθρώπινης γνώσης (πόσο ισχυρό ήταν τό μοτίβο αύτό στή μεσαιωνική θεολογική σκέ­ ψη φαίνεται άπό τό οτι τό χρησιμοποιεί κι ό ίδιος ό Άκυινάτης). *Η διάπλεξη όλων αύτών των κινήτρων καί των ιδεών μάς δίνει, τώρα, τό κλειδί για νά κατανοήσουμε τον γενικότερο χαρακτήρα, άλλά καί τήν άντιμεταφυσική αιχμή του νομιναλιστικου κινήματος. Καί στο ζήτημα αύτό χρειάζεται νά παραμερίσουμε ορισμένες διαδεδομένες προκαταλήψεις. Γιά τήν μιά μιλήσαμε κιόλας: είναι ή (νεοθωμιστική) άποτίμηση τής θεολογίας τού 14ου αί. ώς φαι­ νομένου τής παρακμής. Ή δεύτερη, πού προήλθε άπό τήν μυθο­ λογική γενεαλογία τού θετικισμού τού 19ου αί. καί παραμένει ισχυ­ ρή ίσαμε σήμερα,19 βλέπει τον νομιναλισμό ώς πρόδρομο τού νεό­ τερου πειραματικού κι επιστημονικού πνεύματος, συγχέοντας τήν υστερογενή έπίδραση, πού άσκησαν συχνά ορισμένες νομιναλιστικές θέσεις, με τά γενεσιουργά αίτια τού νομιναλιστικού κινήμα­ τος καί τις προθέσεις των πρωτοπόρων του. ’Αντίθετα με τις έρμηνείες αύτές, ή έρευνα των τελευταίων δεκαετιών, έπισκοπώντας

19. Τήν θετικιστική αύτή άποτίμηση του νομιναλισμού άπηχουν π.χ. δσα γράφει ό Lange, Geschichte des Materialismus, I, 241 κέ. Καί στην μαρξιστική-λενινιστική ιστοριογραφία της φιλοσοφίας, πού θητεύει προγραμματικά στο σχήμα τής άέναης πάλης άνάμεσα στην ίδεαλιστική καί υλιστική τάση (μή μπορώντας έτσι νά έξηγήσει π.χ. τό φαινόμενο ένός έμπειρισμου μέ καθα­ ρά θεολογικές σκοπιμότητες), ό νομιναλισμός εμφανίζεται ώς πρόδρομος υλι­ στικών καί συναφών τάσεων. Βλ. π.χ. τήν μελέτη του Trachtenberg, William of Occam, ίδ. 222. *0 συγγραφέας (σ. 219) λυπάται, βέβαια, γιατί ό Occam άρνεΐται τήν θεωρία τών species (ήτοι τών άντιγράφων τών πραγμάτων, πού άποτελοΰν τό ένδιάμεσο άνάμεσα στον κόσμο καί στήν ψυχή), προτιμώντας νά μιλήσει γιά άπλά signa κι άνοίγοντας έτσι τόν δρόμο στόν φαινομεναλισμό — τήν στιγμή μάλιστα πού ό Ά κυινάτης πρόσκειται στήν «υλιστική» θέση! Τέτοια παράδοξα, δμως, δέν τόν κάνουν νά αισθάνεται τήν άνάγκη άναθεώρησης τής δογματικής του θέσης.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

35

γιά πρώτη φορά το σύνολο των κειμένων, πραγματοποίησε μια ουσιαστική στροφή,20 ή οποία έπισήμανε οχι μόνο τον έσωτερικό διαφορισμό του νομιναλιστικού κινήματος,21 άλλα καί έδειξε, δτι ό κοινός παρονομαστής των διαφόρων του τάσεων πρέπει ν’ άναζητηθεΐ 8χι σε λογικές καί γνωσιοθεωρητικές, παρά σε ορισμένες βασικές θεολογικές θέσεις. Κεντρική άνάμεσά τους είναι ή άντίληψη γιά τήν άνεξέλεγκτη, άπόλυτη ισχύ του Θεού (potentia absolute), πού παραμένει άνώτερη κι άδέσμευτη άπό κάθε φυσικό, λογικό ή ήθικό νόμο κι επομένως διακρίνεται αυστηρά άπό τήν λεγόμενη διατεταγμένη ισχύ τού Θεού (potentia ordinata), δπως αύτή εκδηλώνεται μέσα στήν τάξη τού υπαρκτού φυσικού κόσμου καί των γενικά άποδεκτών λογικών κι ήθικών νόμων.22 Ή διά­ κριση τούτη δέν ήταν νεοφανής στήν χριστιανική θεολογία, δμως στον 14ο αί. τονίζεται ιδιαίτερα, γιατί στρέφεται ενάντια στήν άραβοαριστοτελική πρόσδεση τού Θεού σε μιάν άναγκαιότητα ισχυ­ ρότερη κι άπ5 τον ΐδιο* μ* αύτό τον τρόπο οχι μόνο προτείνεται μιά άντιμετώπιση τού άραβοαριστοτελισμού διαφορετική άπό τήν θωμιστική, άλλά, δπως θά δούμε άμέσως, βάλλεται κι ολόκληρη ή θωμιστική προσπάθεια συγχώνευσης μεταφυσικής καί θεολογίας. Μέ τήν υπογράμμιση τής potentia absoluta τού Θεού άπέναντι στήν potentia ordinata τό κέντρο βάρους τής προσοχής πέφτει τώρα πιά όχι στο γεγονός, δτι ό Θεός δημιούργησε τον γνωστό μας κόσμο καί τούς γνωστούς μας νόμους, παρά στήν δυνατότητά του νά δημιουργήσει άλλους, όλότελα διαφορετικούς* άρα ό κόσμος μας καί οι λογικοί ή ηθικοί νόμοι μας δέν είναι άναγκαιοι μέ άπό,λυτη έννοια, παρά μάλλον έκφράζουν τήν τυχαιότητα ή συντυχιακότητα (contingentia) τής Δημιουργίας ώς προϊόντος τής άνεξέλεγκτης κι άνεξερεύνητης, άρα δυνητικά επ’ άπειρο μεταβλητής θείας βούλησης. Ή έννοια τής contingentia είχε μερικές πρόδη­ λα επικίνδυνες συνέπειες, προπαντός δταν έφαρμοζόταν στις ήθι20. Τήν.περιγράφει, παρουσιάζοντας συνοπτικά τις σημαντικότερες σχε­ τικές έργασίες, ό Courtenay, Nominalism, βλ. ιδίως τά δύο πρώτα μέρη τού άρθρου του. 21. Γιά τις διάφορες τάσεις στούς κόλπους τού νομιναλισμού βλ. Oberman, Some Notes, 54/5, καί Courtenay, Nominalism, 51 κέ.

22. Oberman, Some Notes, 56/7, 60/1.

36

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

κές κατηγορίες* τό χάσμα πού φαινόταν εδώ ν* άνοίγει άνάμεσα στην παντοδυναμία καί στην ήθικότητα τού Θεού προκάλεσε άνησυχίες καί άντίστοιχες διαφοροποιήσεις στους κόλπους τού νομι­ ναλισμού.23 Ωστόσο ή ιδέα τής contingentia τού κόσμου κέρδισε έδαφος 8χι μόνο γιατί άνταποκρινόταν σε κεντρικές υπαρξιακές καί κοινωνικές έμπειρίες τού 14ου αί. (θρυμματισμος τής θεωρητικά τουλάχιστο ενιαίας res publica Christiana μέ τον σχηματισμό εθνι­ κών κέντρων έξουσίας καί συναφής διασυρμος τού παπισμού στο Avignon* σωρεία άγροτικών κρίσεων κι έξεγέρσεων* το τρομα­ κτικό γεγονός τού Μαύρου Θανάτου), άλλά καί γιατί φαινόταν νά κατοχυρώνει άκλόνητα την χριστιανική θεολογία -άπέναντι στήν θεωρητική άπειλή των άραβοαριστοτελικών διδασκαλιών γιά τήν αιωνιότητα τού κόσμου, τό ex nihilo nihil κτλ., πού χάραζαν προ­ φανή όρια στήν παντοδυναμία τού Θεού. “"Αν ή contingentia γεν­ νούσε άνασφάλεια στον τομέα τής φύσης καί τής λογικής, όμως συνεπαγόταν τήν πλήρη βεβαιότητα ως προς τήν θεία κυριαρχία.24 'Ή άρνηση τής φυσικής αιτιότητας (δεκτής στο θωμιστικό σύστη­ μα μέ τήν μορφή τών causae secundae) άπό μέρους ριζοσπαστι­ κών νομιναλιστών θυμίζει, βέβαια, τον Hume κι έτσι φαίνεται σά νά προετοιμάζει τή νεότερη φιλοσοφία, στήν πραγματικότητα όμως σκόπευε ν* άποδείξει, οτί σίγουρη αίτια τών φυσικών φαινομένου, όλων μαζί καί καθενός χωριστά, μπορεί νά θεωρηθεί μονάχα ό Θεός.25 Ά ς δούμε τώρα τις συνέπειες τών παραπάνω θέσεων γιά τήν μεταφυσική ως έλλογη γνώση τού οντος. Ή contingentia τού 23. Leff, Heresy, I, 294 κέ. 24. Leff, Gregory, 22. Πρβλ. 130 κέ. γιά τό πώς ό Γρηγόριος Ριμινίτης καταπολεμά τΙς λογικές άρχές του άποχρώντος λόγου καί της άντίφασης μέ σκοπό τήν άντίκρουση τών παραπάνω άραβοαριστοτελικών διδασκαλιών. ΓΙρβλ. όσα γράφει ό Rice, Renaissance Idea of Wisdom, 19 κέ., γιά τήν coincidentia oppositorum στον Νικόλαο Κουζάνο. 25. Weinberg, Nicolaus, 49, 66/7. *0 Weinberg ύπογραμμίζει τήν άντίθεση του Νικολάου προς τήν άραβοαριστοτελική φιλοσοφία, ίδ. 87 κέ., 92/3, 96 κέ., ένώ άπέναντι στον Lappe τονίζει, 6τι ό Νικόλαος δεν άποδίδει κάθε φυσικό φαινόμενο ξεχωριστά σέ θεία επέμβαση' ωστόσο ό Lappe (Nico­ laus, 24) λέει μόνο, 8τι αύτή είναι ή έσχατη συνέπεια της θέσης του Νικο­ λάου, ή οποία δέν δηλώνεται ρητά.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

37

κόσμου σημαίνει, ότι ό κόσμος μας δεν είναι ένσάρκωση κάποιας αιώνιας, γνώσιμης καί προκαταβολικά σταθμίσιμης άναγκαίας τά­ ξης, σύμφυτης μέ τήν ύφή τής θείας σοφίας* όμως ακριβώς· ή ιδέα τής τέτοιας τάξης έπέτρεπε, σύμφωνα μέ τήν σχολαστικοαριστοτελική άποψη, τήν σύλληψη καί τήν κατάρτιση τής ιεραρχίας εκεί­ νης των ούσιών, ή όποια αποτελούσε τήν σπονδυλική στήλη του οντος, όπως παρουσιαζόταν στά πλαίσια τής μεταφυσικής. Ή σύλ­ ληψη τής κάθε ουσίας χωριστά καί τής άλληλουχίας όλων μαζί προϋπόθετε, όμως, τήν μετάβαση άπό τό έμπειρικό στο νοητό δια­ μέσου του συστήματος των κατηγοριών. Ά π ό τήν στιγμή, λοι­ πόν, πού ή θεία potentia absoluta καί ή συναφής μ* αύτήν contingentia τής Δημιουργίας γκρεμίζουν τήν ιδέα τής γνώσιμης νοη­ τής τάξης τών ούσιών, παύει νά θεωρείται δυνατή καί ή υπέρβαση τών ορίων τής έμπειρικής γνώσης: ή μεταφυσική γίνεται άδύνατη. Τό άγεφύρωτο χάσμα άνάμεσα σέ Θεό καί Δημιουργία παίρνει τήν μορφή τής άνέκκλητης διάστασης άνάμεσα σέ συντυχιακή (contingens) καί άναγκαία γνώση.26 Άνάμεσα στ5 άλλα έγκαταλείπεται καί τό σχέδιο ν’ αποδειχτεί ή ύπαρξη Θεοϋ διαμέσου μιας άλυσίδας αιτίων ή νοητών ούσιών άντλημένων άφαιρετικά άπό τήν επεξεργασία έμπειρικών δεδομένων. Ή θεολογία ως scientia είναι λοιπόν έξίσου άδύνατη όσο καί ή μεταφυσική ώς έλλογη γνώση του οντος. Έ ν μέρει άκολουθώντας κι έν μέρει παραλλάσσοντας ή άντιστρέφοντας θέσεις του Duns Scotus,27 ό Occam θέτει τήν θεολογία —όχι ώς θεωρητική επιστήμη, παρά ώς σωτηριολογία— πάνω άπό τήν μεταφυσική, όμως άρνειται καί στις δύο τήν υπέρ­ τατη έλλογη γνώση. Εφόσον ή άμεση καί βέβαιη άνθρώπινη γνώ ­ ση είναι εμπειρική, ενώ οί έννοιές μας παράγωγες καί σύνθετες, 26. Leff, Gregory, 23. 27. Καί γιά τόν Scotus μιά ουσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν φιλοσοφία-μεταφυσική καί στήν θεολογία είναι δτι ή πρώτη παρουσιάζει τόν Θεό δέσμιο της άναγκαιότητας, ένώ ή δεύτερη τόν βλέπει στήν έλευθερία του. Ή φιλοσοφία προσφέρει στήν θεολογία ορισμένες έννοιες δπως ή ύπηρέτρια στήν κυρία της* οί δυό τους έχουν, άλλωστε, μονάχα έπιφατικά κοινό άντικείμενο, άφοΰ ή θεολογία δέν άσχολεΐται μέ τό δν γενικά, δπως ή μεταφυσική, παρά μόνο μέ τό άπειρο καί τελειότατο *Όν. Βλ. Schmaus, Metaphysik, ίδ. 38/

9,42/4.

38

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

μάς είναι άδύνατο νά συλλάβουμε με την νόηση την θεία φύση κα­ θαυτή καί στην άπλότητά της*28 άρα καί ή θεολογία δεν μπορεί νάναι θεωρητική γνώση, άνέφικτη άλλωστε στον άνθρωπο in statu isto, παρά άφορά σε δσα στρέφονται γύρω άπό τήν σωτηρία τής ψυχής, όντας πέρα άπό τις δυνατότητες τής διάνοιας.29 'Όσο για τήν μεταφυσική, τό άντικείμενό της είναι άπό τήν άποψη τής γε­ νικότητας τό όν κι άπό τήν άποψη τής τελειότητας ό Θεός* έφόσον δμως ή μεταφυσική, σε άντίθεση με τήν φυσική, φιλοδοξεί νά γνω ­ ρίσει δχι τις ένέργειες τού Θεού μέσα στον υλικό κόσμο, παρά τήν υφή του τήν ίδια, προσκρούει κι αύτή στά δρια τής άνθρώπινης, εμπειρικά καθορισμένης γνώσης καί μόνο κατά προσέγγιση μπο­ ρεί νά συλλάβει τούς προσδιορισμούς τής θείας φύσης στήν ενό­ τητά τους.30 ’Έ τσι ό νομιναλισμός, ξεκινώντας άπό τήν άντίληψη γιά τήν potentia absoluta dei, άνανεώνει με ριζοσπαστικό τρόπο τήν αύγουστίνεια παράδοση τού χωρισμού τής φιλοσοφίας άπό τήν θεο­ λογία καί συνάμα τήν υπερφαλαγγίζει, δχι μέ θύραθεν πρόθεση, παρά μέ σκοπό τήν υποταγή τής εξ ορισμού περιορισμένης άνθρώ­ πινης γνώσης στήν εξ άποκαλύψεως άλήθεια. Έ δώ δεν γεννά 6 εμπειρισμός τήν στροφή προς τήν πίστη, παρά τό άντίθετο: ή 28. I Sent., prol., q. 9, ZDD. 29. I Sent., prol., q. 9, GG. ’Αναλυτικά πάνω στήν άρνηση του έπιστημονικοΰ χαρακτήρα της θεολογίας άπό μέρους του Occam βλ. Guelluy, Philosophie et Theologie, ιδίως κεφ. V, 221-258, πρβλ. 266 κέ. 30. Expositio super Physicam Aristotelis, Berlin cod. elect. 974, fol. 86b, 120a = Baudry, Lexique, 151, 152. Ό Boehner, πού προσπαθεί ν’ άποδείξει τήν ύπαρξη μιας «μεταφυσικής» στόν Occam, τό καταφέρνει άφαιρώντας άπό τόν όρο αύτό ολόκληρο τό παραδοσιακό περιεχόμενό του. *0 Occam, λέει, πιστεύοντας στήν πραγματικότητα τού άντικειμενικοΰ κόσμου, δέχεται κι ότι τούτος διέπεται άπό μία τάξη, άρα δέχεται κι 6τι υπάρχουν έννοιες ευρύτερες άπό τά έπιμέρους άντικείμενα κι Ικανές νά συλλάβουν τήν τάξη αύτή, μολονότι παραμένουν άποκλειστικά λογικές κατηγορίες* οί πλα­ τωνικές ιδέες κι ό μετριασμένος πλατωνισμός τού ’Αριστοτέλη δέν έχουν έδώ θέση, αφού μάλιστα γιά τόν Occam essentia κι existentia ταυτίζονται (Collected Articles, ίδ. 377/8, 396, 398/9). Ό Boehner άποδίδει δηλ. στόν όρο «μεταφυσική» τήν έπιστημολογική σημασία πού τούδωσε ό Διαφωτισμός καί διαμέσου αύτοΰ τού άναχρονισμοΰ κάνει καί τόν Occam μεταφυσικό. Τό έρμηνευτικό κέρδος παραμένει, προφανώς, μικρό.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

39

πίστη ζήτα μιά φιλοσοφία ώς πραγματική aiicilla theologiae, ικανή δηλ. ν’ άποδείξει άπό μόνη της καί διαμέσου τής έμπειριστικής τοποθέτησης τήν άγιάτρευτη στενότητα κι άποσπασματικότητα κάθε ανθρώπινης γνώσης. 'Όμως μ’ αυτό τον τρόπο παραμε­ ρίζεται ή σχέση θεολογίας καί φιλοσοφίας, δπως τήν πρόβλεπε τό σχήμα credo ut intelligam, άφοΰ τώρα δεν γίνεται πια δεκτό, ότι ή ορθότητα τής πίστης μπορεί νά έγγυηθεϊ καί τήν ορθότητα τής φιλοσοφίας (μεταφυσικής), που τήν έκλογικεύει: για τήν τελευταία δεν τίθεται καν θέμα ορθότητας — είναι άπλώς άδύνατη.31 Ό νομιναλιστικός σκεπτικισμός στρέφεται λοιπόν άποκλειστικά ένάντια σφήν έλλογη γνώση κι οχι ενάντια στήν έκκλησιαστική διδασκαλία* είναι σκεπτικισμός φιντεϊστικός, δηλ. κλονίζει τήν εμπιστοσύνη στή διάνοια γιά νά στηρίξει τήν έμπιστοσύνη στήν πίστη.32 'Όταν ή βέβαιη άνθρώπινη γνώση συνίσταται σέ προτάσεις μέ άμεση εμπειρική άναφορά, τότε ή θεολογία δεν μπορεί ν’ άποτελεί έλλογο γνωστικό οικοδόμημα* μόνη γνώση είναι εδώ ή πίστη. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό ή θεολογία είναι άσυμβίβαστη μέ κάθε άμφιβολία, όντας γιά τον πιστό προφανής στο σύνολό της κι εξ ορισμού άκατάληπτη γιά τον άπιστο* ή ελπίδα τού Ά κυινάτη νά πείσει λογικά τούς άπιστους παρουσιάζεται, έτσνι, μάταιη. Στήν άντίληψη τού τελευ­ ταίου, δτι ή θεολογία άποτελεΐται άπό άλήθειες έλλογα γνώσιμες στο φώς, δμως, μιας άνώτερης, δηλ. υπερφυσικής γνώσης, οπότε ή πίστη, χωρίς ν’ άλλάζει στήν ούσία της, γεννά έλλογη γνώση μέσα στήν διαδικασία εκλογίκευσης τού εαυτού της — ό Γρηγόριος Ριμινίτης άντιτάσσει τό έπιχείρημα: οι αρχές τής γνώσης δέν μπορούν νά βρεθούν σέ χώρους έξω άπό τήν ίδια τήν γνώση, δηλ. 31. Oberman, Harvest, 35, 41. 32. Lang, Wege der Glaubensbegriindung, 146. Πρβλ. Oberman, Some Notes, 68/9. Όρθά υπενθυμίζει άλλου ό Oberman (Harvest, 426), δτι ή διδασκαλία του Occam δέν καταδικάστηκε ποτέ άπό τήν Εκκλησία, μολονότι ή ορθοδοξία της εξετάστηκε άπό παπική επιτροπή. Καταδικάστη­ καν, βέβαια, στά 1347 οί διδασκαλίες του Νικολάου d’Autrecourt (πρβλ. παραπ. σημ. 25) καί του ’Ιωάννη de Mirecourt, δμως τα επίμαχα σημεία τους δέν θεωρήθηκαν τόσο συναφή μέ τις βασικές θέσεις του όκκαμιστικοΰ νομιναλισμού, ώστε νά προκαλέσουν καί τήν γενική καταδίκη τού τελευταίου. Στις παραπάνω καταδίκες δέν πρέπει, ωστόσο, ν* άποδοθεί περισσότερη ση­ μασία άπ’ δ,τι στήν καταδίκη μερικών θωμιστικών θέσεων στά 1277.

40

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

δέν μπορούν νά γεννήσουν άπό μόνες τους γνώση εκεί πού αύτό δέν μπορεί νά το κάμει, ή ίδια ή έμπειρία. Γνώση δίνει μόνο ή εμπειρία, ένώ οί αρχές τής θεολογίας είναι ύπερεμπειρικές.33 Στήν προοπτική αυτή δέν πρέπει νά μάς φανεί παράδοξη ή συμπόρευση ή καί μερική συγχώνευση του νομιναλιστικου κινήματος μέ τά έντονα μυστικά ρεύματα τού 14ου αί., μολονότι ίσως πρέπει νά διακριθεϊ ό γενικός τύπος τού νομιναλιστικού μυστικισμοΰ άπό έκείνον τού Eckhart π.χ.34 5Αναφερθήκαμε συχνά στον γνωσιοθεωρητικό έμπειρισμό, τον όποιο οί νομιναλιστές άντιτάσσουν επίμονα σέ κάθε μορφή έλλο­ γης κι άφαιρετικής γνώσης (άρα καί σέ κάθε μεταφυσική), καί πρέπει τώρα νά φωτίσουμε τις θεολογικές του προϋποθέσεις. 'Ό ­ πως είδαμε, ή potentia absoluta dei καί ή συνεπούμενη contingentia mundi συντρίβουν τήν (νοητή) ιεραρχία των ουσιών καί μαζί τήν μεταφυσική ώς έ'λλογη σύλληψή της. Μαζί έκλείπει καί ή άφαιρετική-άφηρημένη γνώση, τής οποίας σκοπός καί λόγος ύπαρξης ήταν ή κατάρτιση τής παραπάνω ιεραρχίας διαμέσου τής υπέρβασης των άμεσων εμπειρικών δεδομένων μέ τήν βοήθεια τών κατηγοριών τής νόησης. Τώρα πιά ό κόσμος συντίθεται άπό πράγ­ ματα όλότελα ξέχωρα μεταξύ τους καί συνάμα αύτοτελή κι άδιάσπαστα, πού δέν έπιδέχονται δηλ. τον άριστοτελικό διαχωρισμό άνάμεσα σέ πρώτη καί σέ δεύτερη, σ’ εμπειρική καί νοητή ούσία* καθένα άπ* αύτά, πάλι, είναι άντικείμενο μιας γνώσης εμπειρικής, έπιτελούμενης δίχως τις διαμεσολαβήσεις τής νόησης, μέ τρόπο άμεσο κι ενορατικό. Γιά τήν σχολαστικοαριστοτελική θεώρηση ή έντρύφηση στις εμπειρικές ιδιότητες τών ξέχωρων άτομικοτήτων τής φύσης άποτελούσε μονάχα τον προθάλαμο τής οντολογίας,, τής οποίας τό δεύτερο καί κύριο στάδιο ήταν ή άφαίρεση άπ* τά άτομικά οντα μέ σκοπό τήν εύρεση τής άσώματης ουσίας, πού κρυβόταν 33. Leff, Gregory, 217 κέ. 34. Oberman, Harvest, 331, 339. Ό Ozmen (Mysticism, Nominalism and Dissent, ίδ. 85 κέ., 91/2), διαπιστώνοντας τήν ιδεολογική επίδραση του μυστικισμοΰ σέ έπαναστατικά κινήματα του 14ου καί 15ου αί., συμπεραίνει απ’ αύτό ex contrario, ότι ή γενική κοινωνική συντηρητικότητα του νομινα­ λισμού δέν επιτρέπει καί νά γίνεται λόγος γιά βαθύτερη σχέση του μέ τον μυστικισμό.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

41

πίσω τους, καί την συνακόλουθη ένταξή της σέ μιά νοητή συνεκτική άλυσίδα. Τώρα πού ή άφαίρεση θεωρείται εξ ορισμού άδύνατη, εφόσον έκλείπει ή έσχατη μεταφυσική της δικαίωση (δηλ. ή έλλογη τάξη τού οντος), ή γνώση δεν μπορεί παρά να συνίσταται στήν ένορατική διείσδυση μέσα στον κόσμο τής εμπειρίας. Μετά τήν διά­ λυση του εύτακτου νοητού κόσμου ή γνώση ταυτίζεται μέ τήν άμεση σύλληψη του κάθε πράγματος στήν αύτονομία καί στήν άνεπανάληπτη άτομικότητά του.35 ’Από τήν στιγμή πού ή όντολογική ιεραρχία καταρρέει καί τά πράγματα άπομονώνονται, δέν μπορούμε πιά άπό τήν γνώση τού ένός νά συναγάγουμε λογικά τήν γνώση κάποιου άλλου. Ή λογική δέν είναι σέ θέση νά μάς δώσει γνώσεις πού δέν κατέχουμε ήδη, δηλ. νά άποκαταστήσει πρόδηλες σχέσεις άνάμεσα στο γνωστό καί στο άγνωστο, άφού ή μόνη γνώση πού διαθέτουμε, ή άπλή, άμεση κι ένορατική, παραμένει μοναδική κι άνεπανάληπτη, άναπόσπαστα δεμένη μέ τό ξεχωριστό της αντι­ κείμενο. Βέβαια, διαθέτουμε καί μιά γνώση σύνθετη-άφηρημένη, δμως ή άλήθεια της έξαρτάται άπό τήν άλήθεια τής άπλής κι ένορατικής κι έτσι δέν είναι δυνατό ν’ άποτελέσει σίγουρη κι αύτόνομη βαθμίδα μιας λογικής έπαγωγής. Ή θεμελιώδης θέση, δτι ή γνώση κάποιου πράγματος δέν συνεπάγεται τήν γνώση κάποιου άλλου, καταρρίπτει τήν θωμιστική άντίληψη γιά τον ενιαίο κι ο­ μοιόμορφο χαρακτήρα (habitus) τής γνώσης, ό όποιος επιτρέπει τήν συστηματική της άρθρωση.36 Μέ βάση τήν άνάλυση αύτή μπορούμε νά κατανοήσουμε πλη­ ρέστερα γιατί ό νομιναλισμός, άντίθετα μέ τά λεγόμενα τής θετικιστικής μυθολογίας, δέν άνοιξε τον δρόμο τής νεότερης φυσικής έπιστήμης. Είναι άλήθεια, δτι διέλυσε τίς πλασματικές κατασκευές 35. Vignaux, Nominalisme, 22 κέ., 86 κέ.,95/6· Leff, Gregory, 120 κέ. ΤΙς θεολογικές προϋποθέσεις της νομιναλιστικής γνωσιοθεωρίας είχε ήδη το­ νίσει ό Hochstetter, Studien, 12 κέ. 36. Weinberg, Nicolaus, ίδ. 31, 36, 37> Πρβλ. την άνάλυση του Lappe, Nicolaus,11 κέ.,18 κέ., καί προπαντός Leff, Gregory, 52 κέ., ίδ.59/60, 62/3. Ενδιαφέρων ωστόσο είναι ό τρόπος, μέ τόν όποιο ό Γρηγόριρς, άπηχώντας προφανώς γενικότερες άνησυχίες θεολογικών κύκλων, προσπαθεί νά μετριά­ σει τόν έμπειρισμό τού Occam, έμμένοντας σέ μιά δυαρχία νοητής κι αισθητής εμπειρίας (29/30, 39 κέ., 46 κέ., 92/5).

42

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

της σχολαστικοαριστοτελικής λογικής καί οντολογίας, στρέφοντας παράλληλα τήν γνώση προς τον κόσμο τής έμπειρίας — δμως ή μαθηματική φυσική του 17ου αί., προϋποθέτοντας τήν τοποθέτη­ ση αύτή στις πολύ γενικές της γραμμές, έκανε κάτι παραπάνω, καί μάλιστα κάτι ουσιαστικά διαφορετικό: άπομακρύνθηκε άπό τήν εμπειρία ακριβώς για νά μπορέσει νά μαθηματικοποιήσει τόν έμπειρικο κόσμο στο σύνολό του* χώρισε δηλ. τις πρωτογενείς άπό τις δευτερογενείς (άμεσα αισθητές καί μεταβλητές) ιδιότητες των σωμάτων κι έθεσε τις τελευταίες στο περιθώριο, μια καί δέν μπο­ ρούσαν νά γίνουν άντικείμενο καθαρά μαθηματικής σύλληψης. Έ τσ ι άνοιξε καί πάλι ό δρόμος των άφαιρέσεων, μολονότι ή φυσικομα­ θηματική άφαίρεση ήταν πολύ διαφορετική άπό τήν σχολαστικοαριστοτελική.37 Ή διαφορά αυτή άποτελοΰσε, ωστόσο, άπλή άπόρροια μιας άλλης, πολύ σπουδαιότερης. Ό νομιναλιστικός εμπειρι­ σμός συνδεόταν άρρηκτα μέ τήν θεωρία τής contingentia mundi, ενώ άντίθετα τό ‘κύριο μέλη μα τής μαθηματικής φυσικής ήταν ό εξοβελισμός τής συντυχίας καί τής σύμπτωσης μέσα άπό τή φύση διαμέσου τής έννοιας τής νομοτέλειας. 'Η πίστη στήν εσώτερη λο­ γική κι άναγκαιότητα τής φύσης άποτελεΐ τόν άκρογωνιαΐο λίθο τής νεότερης φυσικής καί, μέ τήν σειρά της, συνεπάγεται μιά γε­ νική όντολογική άνατίμηση του αισθητού κόσμου, ό όποιος στήν παραδοσιακή μεταφυσική θεωρείται, σέ άντίθεση μέ τήν σφαίρα του ύπερβατικου πνεύματος, άνεπίδεκτος καθαρά λογικής σύλλη­ ψης.38 Αύτή ή θεώρηση παραμένει όλότελα ξένη στον θεολογικά έμπνευσμένο νομιναλισμό, γ ι’ αύτό καί οί προσπάθειες του 14ού αί. στον χώρο τής φυσικής παραμένουν ουσιαστικά μεθερμηνεΐες γνω ­ στών φαινομένων μέσα στο άριστοτελικό πλαίσιο.39

37. Για τήν διαφορά*των δύο τύπων αφαίρεσης βλ. Cassirer, Substanzbegriff, 32/3. 38. Βλ. άναλυτικά Kondylis, Die Aufklarung, ίδ. 42 κέ., 80 κέ. 39. δπ. παρ., 90/91 (μέ βιβλιογραφικές μνείες). Πρβλ. Leff, Dissolu­

tion, 93 κέ.

2. ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

α.

Νομιναλισμός και ανθρωπισμός

Ή άδυναμία του νομιναλισμού νά σπάσει ή έστω νά μετατοπίσει τό παραδοσιακό κοσμοθεωρητικό πλαίσιο αναφοράς, τήν στιγμή μάλιστα πού ό ίδιος δεν έθεσε ποτέ τέτοιο στόχο, άντικαθρεφτίστηκε στην ιστορική του τύχη ώς συγκεκριμένου κινήματος με συγκεκριμένους φορείς. Κυμαινόμενος άνάμεσα στην εμπειρική γνώση καί στόν μυστικισμό καί συχνά συμμαχώντας με τούς οπα­ δούς τού Duns Scotus εναντίον των θωμιστών ή άντίστροφα, δέν καταφέρνει νά αποκρυσταλλώσει μιά μόνιμη ταυτότητα, κι έτσι ή via moderna συμβιβάζεται πολλαπλά με τήν via antiqua, δπως άλλωστε δείχνουν καί τά διδακτικά προγράμματα των πανεπιστη­ μίων, ή χάνεται σ* ένα πέλαγος έννοιολογικών κι όρολογικών τριχοτομιών, στις όποιες άσκείται ή σχολαστική οξύνοια μετά τον παραμερισμό τής όντολογικής προβληματικής.40 'Η άστάθεια καί ρευστότητα τού νομιναλιστικοΰ κινήματος έπιτεινόταν άπό τό γε­ γονός, δτι ή έννοια «νομιναλισμός» υποδήλωνε πράγματα διαφο­ ρετικά κι δχι άναγκαστικά άλληλένδετα. ’Από μεταφυσική άποψη σήμαινε, δτι μόνο άτομικές ούσίες υπάρχουν* άπό γνωσιολογική, δτι μόνη δυνατή γνώση είναι ή έμπειρική-ένορατική* στο έπίπεδο τής λογικής, τέλος, ό νομιναλισμός συγκεντρωνόταν στήν γλωσσική-γραμματική μελέτη των 6ρων (termini), γ ι’ αύτό κι ονομα­ ζόταν επίσης τερμινισμός. 'Όμως ή μεταφυσική κι ή γνωσιολογική έννοια τού νομιναλισμού δέν συνέπιπταν άναγκαστικά, γιατί ό συ­ νεπής έμπειρισμός μπορούσε ν’ άρνηθεί καί τις άτομικές ούσίες, θεωρώντας τά πράγματα συμπλέγματα αισθητών ιδιοτήτων, ένώ ή 40. Ritter, Studien, ίδ. 81 κέ., 24 κέ. Πρβλ. Leff, Dissolution, 16,19/20.

44

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

γλωσσική μελέτη των λογικών δρων διόλου δεν περιοριζόταν στον κύκλο δσων συμμερίζονταν τις μεταφυσικές καί γνωσιολογικές θεω­ ρίες του νομιναλισμού. 'Η άνάλυση των δρων της λογικής άπό την σκοπιά τής λειτουργίας τους μέσα στις προτάσεις καί, γενικότερα, στο σύστημα τής γλώσσας καί ή σύνδεση τού προβλήματος τής άλήθειας μέ τό πρόβλημα τής γλωσσικής της εκφοράς ήσαν παλαιότερες άπό τον Occam κι δσοι καταγίνονταν μ* αύτές δέν είχαν διόλου τό αίσθημα, δτι άντιστρατεύονται τον άριστοτελισμό, παρά διακρίνονταν σε νομιναλι'στές καί ρεαλιστές άνάλογα μέ τό άν ερμή­ νευαν τήν λογική in voce ή in re* δμως ή μέθοδος τής έρμηνείας, μέ βάση τά γραμματικά καί τά γενικά γλωσσικά δεδομένα, δέν παράλλαζε ούσιαστικά.41 Μέ άλλα λόγια: ή διαμάχη νομιναλισμού καί ρεαλισμού άφορά στήν μεταφυσική πραγματικότητα των εν­ νοιών, δχι στον λογικό τους ορισμό.42 Χαρακτηριστική είναι ή εύμένεια τού ίδιου τού Occam άπέναντι στήν άριστοτελική λογική, τήν όποια καλύπτει θεωρητικά μέ δύο τρόπους: άμεσα, δταν π.χ. ύπερασπίζει τήν άκεραιότητα τού συστήματος τών κατηγοριών απέναντι στις μεταρρυθμιστικές τάσεις ορισμένων συγχρόνων του,43 κι έμμεσα, δταν άποδίδει μιά σειρά νομιναλιστικών θέσεων στόν ’Αριστοτέλη γιά νά τις καλύψει μέ τό κύρος τής αύθεντίας του ή τουλάχιστο γιά νά μή τό θίξει. ’Έ τσι γράφει, δτι ό ’Αριστοτέλης δέν δέχεται καθαρά νοητές ουσίες (secundae substantiae)44 κι ούτε θεωρεί τις καθολικές έννοιες (universalia) ώς ούσίες,45 ενώ παράλληλα τον επικαλείται γιά νά στηρίξει τήν άποψή του γιά τήν συνωνυμία άφηρημένων καί συγκεκριμένων δρων (π.χ. calorcaliditas ή homo-humanitas), πού άποσκοπεί στόν έξοβελισμό τών πρώτων.46 41. Preti, Dialettica terministica, Ιδ. 66/67, 69/70, 74. 42. Cassirer, Substanzbegriff, 11. 43. Summa logicae 1 , 41 = σ. 105. 44. όπ. παρ., I, 42 = σ. 109/10. 45. οπ. παρ., 1 , 15 = σ. 47. 46. οπ. παρ., I, 6 καί 7 = σ. 19, 22. Τήν γενική στάση του Occam άπέναντι στόν ’Αριστοτέλη καί τήν συγχώνευση άριστοτελικών κι αύγουστίνειων στοιχείων στήν σκέψη του διαγράφει εύστοχα ό Guelluy, Philosophie et

Th6ologie, 367/8.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΙΙ

45

Ά λλα καί στο επίμαχο πρόβλημα των καθολικών έννοιών ή στάση του Occam είναι διαφορισμένη κι όχι μονοσήμαντα εικο­ νοκλαστική. Βέβαια, ή όντολογική τους πραγματικότητα άπορρίπτεται, καί μάλιστα διαμέσου του διαχωρισμού ύποκειμενικών νοητικογλωσσικών λειτουργιών καί άντικειμενικών δεδομένων. Προτά­ σεις, γράφει, υπάρχουν στό'νου, στήν ομιλία καί στο γράψιμο, άρα καί τα συστατικά μέρη τών προτάσεων μόνο σ’ αύτους τούς τρεις τομείς είναι δυνατό να υπάρχουν. 'Όμως οί άτομικές ουσίες (sub­ stantiae particulares) δεν μπορούν ν’ άποτελέσουν άτόφυα μέρη προτάσεων, έφόσον δεν είναι δυνατό να καταλάβουν οί ίδιες θέση μέσα στο νοΰ, στήν ομιλία καί στο γράψιμο, παρά πρέπει νά έκπροσωπηθούν με σύμβολα (έννοιες ή λέξεις). Α λλά αν μιά πρό­ ταση είναι άδύνατο νά συνίσταται άπό άτομικές ουσίες, μπορεί θαυμάσια ν* απαρτίζεται άπό καθολικές έννοιες, καί τούτο δείχνει άδιάψευστα, οτι τά δύο αυτά μεγέθη δέν συμπίπτουν.47 Παράλλη­ λα, δμως, ό Occam δέν κατατάσσει τις καθολικές έννοιες στις άπλές φαντασιώσεις. Οί έννοιες αύτές γεννιούνται είτε άπό σύμ­ βαση (universale ex institutione) είτε ως άπόρροια μιας φυσι­ κής κι αύτόματης ψυχοδιανοητικής διεργασίας (universale naturaliter).48 Πιστεύοντας, οτι πλήρης γνώση μπορεί νάναι μο­ νάχα ή ένορατική γνώση τού άτομικού (notitio intuitiva), ό Occam χαρακτηρίζει τις καθολικές έννοιες ώς γνώσεις συγκεχυ­ μένες49 καί τονίζει πάντα τον άποκλειστικά νοητικό τους χαρακτή­ ρα (in mente),50 δμως δέν είναι καί σέ θέση νά εξηγήσει ικανο­ ποιητικά την γένεσή τους, μολονότι ξέρει καί λέει, οτι τό πραγμα­ τικό πρόβλημα δέν είναι ή έξήγηση τής μετάβασης άπό τό καθόλου στο άτομο, παρά άπό τό άτομο στο καθόλου. Αναφέρει συνολικά πέντε άπόψεις πάνω στον τρόπο, μέ τον όποιο οί καθολικές έν­ νοιες μπορούν νά υπάρχουν in mente, καί θεωρεί πιθανές τρεις

47. δπ. παρ., 1 , 15 = σ. 48. 48. δπ. παρ., I, 14 = σ. 45. Γιά τήν αυτόματη παραγωγή τών καθολι­ κών εννοιών χωρίς συνεργία της νόησης ή της βούλησης (δπως γράφει ρητά ό Occam) πρβλ. I Sent. d. 2, q. 7, CG καί II Sent. q. 25, O. 49. I Sent. d. 27, q. 3. 50. I Sent. d. 2, q. 8, Q.

46

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

άπ’ αύτές, όμως ή τελική έπιλογή μένει άνοιχτή.51 'Όπως καί νάχει, ή γενική διαπραγμάτευση των καθολικών εννοιών δείχνει, δτι ό Occam λιγότερο ένδιαφέρεται να τις παραμερίσει τελεσίδικα καί περισσότερο να τις άπαλλάξει άπό τό παραδοσιακό όντολογικό τους βάρος γιά να τις χρησιμοποιήσει ως όργανα λογικά.52 ’Αναφερθήκαμε με συντομία στήν πολυπλευρικότητα καί ρευ­ στότητα του νομιναλιστικού κινήματος γιά να κάνουμε κατανοητή τήν άμφιρρέπεια κι άντιφατικότητα, πού χαρακτηρίζουν τις σχέ­ σεις τών άνθρωπιστών μαζί του. Ό πρώιμος άνθρωπισμός δια­ μορφώνεται στήν εποχή τής άνδρωσης του νομιναλισμού κι ύφίσταται τήν έπίδρασή του, μολονότι αύτή δεν είναι γενετική καί καθοριστική παρά έπικουρική, άτμοσφαιρική κι άόριστη, δηλ. δεν παίρνει μορφές έννοιολογικά σαφείς. 'Η διαφορετική προέλευση τών δύο κινημάτων εξηγεί καί τήν χαλαρότητα τής σχέσης τους: ενώ ό νομιναλισμός βγαίνει άπό τούς κόλπους τής αύγουστίνειαςφραγκισκανής άνανεωτικής θεολογίας καί μέσα στήν κρίση τού 14ου αί. άναζητά γνήσιες πηγές θρησκευτικού βιώματος άσκώντας παράλληλα μιά γνωσιοθεωρητική κριτική στή νοησιαρχική μετα­ φυσική τού σχολαστικού άριστοτελισμού, δ άνθρωπισμός ριζώνει στις νεαρές κι άκμαΐες ιταλικές άστικές κοινότητες καί συγκροτεί τον ιδεολογικό του κόσμο μέ υλικά παρμένα σε μεγάλο βαθμό άπό τήν κλασσική άρχαιότητα. Καί τά δύο κινήματα άπορρίπτουν τήν μεταφυσική ως έλλογη γνώση τού δντος ή τού Θεού, δμως ή δια­ φορετική τους προέλευση τά κάνει νά έπιλέγουν δρόμους, οί όποιοι άποκλίνουν άκόμη κι εκεί πού άπό μακριά φαίνονται νά συναντιούν­ ται. Αυτό τό βλέπουμε, αν έξετάσουμε προσεκτικά τά βασικά έπιχειρηματολογικά δπλα καί τών δύο ενάντια στήν μεταφυσική, δηλ. τόσο τήν διάζευξη μεταφυσικής καί λογικής μέ, τήν βοήθεια τής γλωσσικής άνάλυσης τής δεύτερης όσο καί τό πρωτείο τής βούλη­ σης καί τής πράξης άπέναντι στή νόηση καί στή θεωρία. Μολονότι, δπως είπαμε, ή γλωσσική ανάλυση τών λογικών 51. I Sent. d. 2, q. 8, BGDEF καί Q. Ερμηνείες γιά τήν άμφιταλάντευση τού Occam στό σημείο αύτό καί εικασίες γιά τήν εξέλιξη τών σχετικών ιδεών του έχουν προσφέρει ό Hochstetter, Studien, 90 κέ., καί Boehner, Collected Articles, 169, 215 κέ. 52. Πρβλ. Leff, Dissolution, 75/6.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΛΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

47

όρων ούτε άρχισε μέ τον Occam ούτε καί περιορίστηκε στους νομιναλιστικούς κύκλους, ωστόσο είναι γεγονός, δτι ή έργασία των τελευταίων οξυνε τό γενικό αισθητήριο για την άλληλεξάρτηση γλώσσας, λογικής καί οντολογίας, προπαντός χάρη στην κριτική των καθολικών έννοιών. Για νά πεισθοΰμε, άρκεΐ π.χ. ένα βλέμμα στις διεισδυτικές έκεΐνες σελίδες, οπού ό Occam άφαιρεΐ άπό τήν διάκριση άνάμεσα σε συγκεκριμένο καί άφηρημένο (πού στον Ά κ υινάτη συνέπιπτε μέ τήν διαστολή άνάμεσα σ’ existentia καί es­ sentia, ένώ στον Duns Scotus μ’ εκείνη άνάμεσα σέ indiyiduum καί natura communis) τό όντολογικό της ύπόβαθρο για νά τής προσδώσει χαρακτήρα άποκλειστικά όρολογικό καί γραμματικό, ένώ συνάμα άποκαλύπτει ενα πλήθος νοηματικών άποχρώσεων κι άμοιβαίων σχέσεων τών μερών του λόγου.53 Μέ ’ίση οξύνοια άναπτύσσει ό Occam καί τήν κεντρική θεωρία του για τήν suppositio, πού κι αύτή, βέβαια, είχε τήν προϊστορία της. Suppositio είναι ή υποκατάσταση ενός δρου στή θέση ένός -άλλου μέ σκοπό τήν έπίτευξη τής τελικής άναγωγής σέ κάτι τι πραγματικό κι άτομικό* ή suppositio δηλ. παρέχει τά κριτήρια για νά δούμε, αν ένας δρος χρησιμοποιείται μέ ουσιαστικό νόημα ή δχι, θέτοντάς τον άλλοτε στή θέση τού υποκειμένου κι άλλοτε στή θέση τού κατηγορουμένου.54 'Ωστόσο, σύμφωνα μέ τήν γενική έφεκτική στάση τού Occam άπέναντι στήν αριστοτελική λογική, στόχος τών λεπτών άναλύσεών του παραμένει ή λογικοποίηση τής γλώσσας διαμέσου τής μελέτης τής γλωσσικής έπένδυσης τής λογικής55 — ένώ οί ανθρωπιστές κάνουν κάτι ούσιαστικά διαφορετικό: στήν λογική ώς άκαμπτο σύστημα κανόνων ανεξάρτητο άπό τις κυμάνσεις τής γλώσσας άντιπαραθέτουν τήν γλώσσα ώς πολυδιάστατη, έλεύθερη καί έπιδεχό53. Summa Logicae, I, 5-10 = σ. 16 κέ. 54. δπ. παρ., I, 63 κέ.= σ. 176 κέ.

55. *0 Occam οχι μόνο δεν ζήτα κάποια επιστροφή στήν φυσική γλώσ­ σα, δπως συχνά θά κάμουν οί άνθρωπιστές, παρά τονίζει τήν διαφορά άνά­ μεσα στήν γλώσσα τής λογικής (nomina mentalia) καί στήν όμιλούμενη (nomina vocalia): οί γραμματικές εκφάνσεις τής πρώτης ισχύουν καί γιά τήν δεύτερη, οχι 6μως καί τό άντίστροφο (Summa Logicae, I, 3 = σ. 12). Τούτο σημαίνει, οτι ό εκφραστικός πλούτος τής όμιλουμένης είναι αδιάφορος, άν δχι κι έπικίνδυνος, άπό τήν άποψη τής λογικής.

48

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

μενη άπειρες παραλλαγές έκφραση ενός ανεξάντλητου πλούτου άνθρώπινων καταστάσεων. Αύτό είναι τό νόημα τής ολοκληρωτικής προτεραιότητας, την οποία άποδίδουν στήν ρητορική άπέναντι στη λογική56 — προτεραιότητα, πού, με τήν σειρά της, σχετίζεται άμεσα μέ τήν διαφορά τής προέλευσης νομιναλισμού καί άνθρωπισμοΰ, όπως τήν υπογραμμίσαμε στήν προηγούμενη παράγραφο. ’Ακριβώς ή διαφορετική άντίληψη των σχέσεων γλώσσας καί λο­ γικής θά προσδώσει στήν άνθρωπιστική κριτική τής μεταφυσικής όχι μόνο μεγαλύτερη ένταση, άλλά καί καινούργιο χαρακτήρα. Οί ίδιοι οί εκπρόσωποι τού άνθρωπιστικού κινήματος είχαν εξαρχής τήν αίσθηση, ότι άπό τον νομιναλισμό καί τον τερμινισμό τούς χώριζε κάτι σημαντικό. Μολονότι δεν ήσαν σε θέση νά ορί­ σουν μέ έννοιολογική έπάρκεια τήν υφή τής διαφοράς αύτής, ωστό­ σο τούς άπωθούσαν οί περίπλοκοι συλλογισμοί κι οί λεπτεπίλεπτες άποδείξεις, πού εύδοκιμούσαν στις τερμινιστικές σχολές καί πού στά μάτια τους δέν άπείχαν πολύ άπό τά συνηθισμένα διαλεκτικά παιγνίδια τής σχολαστικής* άλλωστε παραμένει γεγονός, ότι ό νο­ μιναλισμός, άδυνατώντας νά παραμερίσει τις δεδομένες κοσμοθεω­ ρητικές προτεραιότητες, μέ τό πέρασμα τού χρόνου κατατριβόταν όλο καί περισσότερο σέ όρολογικές τριχοτομίες. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, τό πάθος, μέ τό όποιο ήδη ό Petrarca εκστρατεύει έναντίον των «Βρεταννών» (δηλ. τού Occam καί των οπαδών του) καί τής βάρβαρης, κενής διαλεκτικής τους.57 ’Εξίσου δριμεία γλώσσα χρη­ σιμοποιεί καί ό S alutati μερικές δεκαετίες άργότερα μιλώντας γιά τά «νεφελώδη», «νεόκοπα» κι «άκατανόητα» λόγια τών moderni, τούς οποίους διόλου δέν ένδιαφέρεται νά ξεχωρίσει άπό τούς εκ­ προσώπους τής παραδοσιακής σχολαστικής.58 Καί ό Bruni κατα­ δικάζει άπερίφραστα τήν διαλεκτική τών «Βρεταννών», χαρακτηρίζοντάς την «υπερπόντια βαρβαρότητα» κι άναφέροντας ονομαστικά τον Occam ώς παράδειγμα προς άποφυγή.59 Οί σαφείς αύτές άποφάνσεις δέν πρέπει, ωστόσο, νά μάς κάνουν νά ξεχνούμε καί τήν άλλη πλευρά, ότι δηλ. τά κείμενα τών τερμινιστών διαδίδονται 56. 57. 58. 59.

Βλ. λεπτομέρειες στο μέρος 2β αύτού του κεφαλαίου. Le Familiari, I, 7 = I, σ. 37. De laboribus, 1 , 1 = I, σ. 3/4. Dialogus, σ. 58.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

49

γύρω στά τέλη του 14ου αί. στήν Φλωρεντία, άσκώντας άξιοσημείωτη έπίδραση,60 κι δτι τά άντικειμενικά σημεία επαφής των moderni με τις άνθρωπιστικές τάσεις βρήκαν, αν κι δχι πολύ συχνά, την έκφρασή τους στήν υπεράσπιση τού νομιναλισμού άπο λογίους προσκείμενους στον άνθρωπισμό.61 Την ίδια ταυτόχρονη σύγκλιση καί άπόκλιση νομιναλισμού κι άνθρωπισμού διαπιστώνουμε καί στον χώρο τής πραξεολογίας, ό­ πως αύτος διαμορφώνεται στο φως βασικών θεολογικών καί άνθρωπολογικών έπιλογών. 'Η νομιναλιστική άπόρριψη τής μεταφυ­ σικής ως έλλογης γνώσης τού δντος καί ΐή ς θεολογίας ως scientia προκάλεσε μια στροφή τού ενδιαφέροντος, προς τις ήθικοπρακτικές καί σωτηριολογικές πλευρές τής χριστιανικής διδασκαλίας,62 στρο­ φή πού εκδηλώθηκε άπτά στις ριζοσπαστικές τάσεις μεγάλης με­ ρίδας τών φραγκισκανών τόσο άναφορικά μέ το πρόβλημα τής φτώχειας ώς χριστιανικού καθήκοντος όσο καί άναφορικά μέ τήν άναζωπύρωση έσχατολογικών προσδοκιών.63 Αύτή ή προτεραιό­ τητα τών πρακτικών πλευρών τής θεολογίας άπέναντι στις θεωρητικές-δογματικές βρήκε τήν άνθρωπολογική της έκφραση στήν υπεράσπιση τού πρωτείου τής βούλησης άπέναντι στή νόηση. Καί εδώ το έναυσμα δόθηκε άπο τήν θεολογική άντίθεση ένάντια στήν άραβοαριστοτελική-άβερροϊστική φιλοσοφία, δπου ή ελευθερία τής άτομικής βούλησης φαινόταν να χάνεται μέσα στούς άκαμπτους αιτιώδεις καθορισμούς μιας ύπερατομικής, δηλ. θείας κι εξίσου αίτιοκρατούμενης νόησης, μέ τήν οποία, έπιπλέον, άφομοιωνόταν μεταθανάτια ή άνθρώπινη ψυχή χάνοντας τήν άτομικότητά της. Το πρωτείο τής βούλησης στρεφόταν συνάμα (δπως δείχνει ή καταδίκη θα>μιστικών θέσεων τού 1277) κι ένάντια σ’ δ,τι θεω­ ρούνταν θωμιστική παραχώρηση στον άβερροϊσμό. Στον 14ο αί. κερδίζει πάντως έδαφος ή άντίληψη, δτι οι ψυχικές λειτουργίες 60. Garin, Cultura fiorentina, ίδ. 183/4. 61. *0 Vasoli, Dialettica, 18 κέ., συζητά τις περιπτώσεις τών Fr. Landini καί Fr. Rinuccini. 62. Oberman, Harvest, passim. 63. Leff, Heresy, I, 51 κέ. Για τις διαμάχες τών φραγκισκανών μέ τον πάπα γύρω στό πρόβλημα της φτώχειας καί γιά τον τρόπο, μέ τον όποιο 6 Occam ύπεράσπισε τήν φραγκισκανή θέση, 238 κέ.

50

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

οχι μόνο δέν είναι δυνατό νά διαχο^ριστοΰν στεγανά, άλλα καί διαποτίζονται όλες από τήν βούληση, στην οποία αποδίδονται, έκτος άπό τις χαρακτηριστικές της, καί γνωστικές ικανότητες.64 Καί ό Occam δέχεται, δτι ή νόηση καθαυτή είναι μία, πού ή έκάστοτε χρήση τήν κάνει θεωρητική ή πρακτική, προσθέτοντας μάλιστα, δτι μέσα στή θεωρητική νόηση υπάρχει καί πρακτική, δπως καί άντίστροφα.65 Δέν υπάρχει άμφιβολία, δτι τό άνθρωπιστικό κίνημα, ιδιαί­ τερα στήν πρώιμη φάση του, συμμερίζεται τις θεμελιωδέστερες άπό τις παραπάνω άντιλήψεις. Πρώτα-πρώτα διάκειται έχθρικά άπέναντι στον θωμισμό καί στήν μετατροπή τής θεολογίας σέ scientia, ένώ άπεναντίας έπηρεάζεται άπό τήν αύγουστίνεια καί φραγκισκανή θεολογία τής χάριτος. Παράλληλα άνατιμά τον ρόλο τής πράξης καί του βιώματος, υιοθετώντας άπερίφραστα βουλησιοκρατικές θέσεις.66 'Όμως αύτά δλα δέν σημαίνουν, δτι οι (πρώι­ μοι) άνθρωπιστές έγκολπώνονται άπό πρώτο χέρι τις θεωρίες τών συγχρόνων τους νομιναλιστών έχοντας συνείδηση τών θεολογικών τους προϋποθέσεων. Ά ν τις προσεγγίζουν, αύτό οφείλεται περισ­ σότερο στήν κοινή άποδοχή ορισμένων αύγουστίνειων κοινών τόπων στρεφόμενων έξίσου ένάντια στήν άραβοαριστοτελική φιλοσοφία καί στήν θωμιστική μεταφυσική-έπιστημονική θεολογία. ’Άλλωστε οι άνθρωπιστές δέν διστάζουν νά χρησιμοποιούν μερικές άπό τις πα­ ραπάνω θέσεις έναντίον τών ίδιων τών νομιναλιστών, κατακρίνοντας π.χ. τήν έπίμονη θεωρητική ένασχόληση μέ τα ζητήματα τής λογικής άπό τήν σκοπιά του πρωτείου τής βούλησης καί τής πρά­ ξης. Α κριβώς ή έννοια τής πράξης διαφοροποιεί σέ τελευταία άνάλυση τό άνθρωπιστικό κίνημα καί δίνει στήν άντιμεταφυσική του στάση νέο περιεχόμενο καί νέα ορμή. Στήν αύγουστίνεια καί νομιναλιστική θεολογία βούληση καί πράξη παρέμεναν στο προσκήνιο, άλλά άναλώνονταν στήν διαμόρφωση τής ορθής σχέσης μέ τον Θεό καί τήν χάρη του (έστω κι αν αύτή κερδιζόταν μέ καλά έργα), 64. Michalski, Le probteme de la volont£ a Oxford et a Paris an XlVe siecle (1937) = La philosophie au XlVe sifccle, ίδ. 310 κέ. 65. I Sent., prol., q. 12, X. 66. Trinkhaus, In our image, I, 60, 69 κέ. Πρβλ. του ’ίδιου The religious thought, Ιδ. 347.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΙΓ

51

είχαν δηλ. βαρύτητα καί υφή κυρίως άτομική* άντίθετα, 6 άνθρωπισμός δίνει γρήγορα στο πρωτείο τής vita activa μια σημασία πολύ εύρύτερη, άποκαλύπτοντας κι υπογραμμίζοντας την κοινω­ νική καί θύραθεν διάστασή της. Γι’ αύτον το λόγο το πρωτείο τής πράξης συνυφάνθηκε έδώ με τήν στροφή προς τήν ρητορική (ως επιστήμη τής κοινωνικής έπικοινωνίας των άνθρώπων διαμέσου τής γλώσσας) κι έτσι άνοιξε ό δρόμος για μιά νέα καί βαθύτερη κριτική τής μεταφυσικής. Στήν άνάλυση αύτού του συμπλέγματος ιδεών στρεφόμαστε τώρα.

β. Ή ανθρω πιστική στροφή προς τήν ρητορική στήν συνύφανσή της με θεμελιώδεις άντιμ εταφνσικές θέσεις Ή νεότερη κριτική στήν μεταφυσική διαμορφώθηκε μέσα άπό τήν άμφισβήτηση —καί μάλιστα τήν σκόπιμη πολεμική άντιστροφή— ορισμένων βασικών πεποιθήσεων, στις οποίες στηριζόταν expressis verbis τόσο τό πλατωνικό κι αριστοτελικό δσο καί τό χρι­ στιανικό μεταφυσικό οικοδόμημα. Σημαντικότερη άνάμεσά τους ήταν ή θέση, δτι ή δυνατότητα κι ή βεβαιότητα τής γνώσης οφεί­ λεται στήν πάγια κι αναλλοίωτη υφή καθώς καί στήν έσώτερη έλ­ λογη δόμηση του γνωστικού άντικειμένου. Ή επίμονη καί πειθαρχημένη προσπάθεια τού υποκειμένου άποτελεΐ φυσικά αυτονόητη προϋπόθεση τής γνώσης (ιδιαίτερα τής άνώτερης), ωστόσο ή γνώ ­ ση είναι καταδικασμένη νά παραμείνει άτελής, αν τό αντικείμενό της χαρακτηρίζεται άπό μεταβλητότητα κι άστάθεια, οι οποίες δεν τής επιτρέπουν νά κατασταλάξει σε τελεσίδικες κι έσχατες άρχές, νά γίνει δηλ. γνώση μεταφυσική. ’Ακριβώς άπό τούτη τήν πρω­ ταρχική σπουδαιότητα‘τής βεβαιότητας τού γνωστικού άντικειμένου (certitudo objecti cognitionis) πρόκυπτε ή κεντρική άντίληψη τής παραδοσιακής μεταφυσικής, δτι μονάχα ή αιώνια κι άμετάβλητη σφαίρα τού υπερβατικού πνεύματος επιδέχεται καθαρά νοηΐική σύλληψη κι δχι ό κυμαινόμενος κι άστάθμητος εμπειρικός κόσμος. ’Από τήν θεμελιώδη τούτη τοποθέτηση, δηλ. άπό τήν θεώ­ ρηση τής γνώσης μέ κριτήριο τήν υφή τού δντος κι οχι άντίστρο-

52

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

φα, πηγάζουν δύο έξίσου σημαντικές καί χαρακτηριστικές θέσεις της παραδοσιακής μεταφυσικής. Πρώτο, δτι το δψιστο γνωστικό άντικεΐμενο, όντας άμετακίνητο κι άναλλοίωτο, δέν ύπόκειται σέ κανένα έπηρεασμό άπό μέρους τού γνωρίζοντος ύποκειμένου, δηλ. ούτε μορφοποιεΐται ούτε καί κατασκευάζεται ex nihilo άπ* αύτό* ή γνώση, άκόμη καί ή τέλεια, είναι κατά βάση άπεικονιστική καί παθητική. Επομένως —κι αύτή είναι ή δεύτερη θέση— ή θεωρη­ τική ζωή, δταν στρέφεται άδιάλειπτα γύρω άπό τήν άναζήτηση τού όντως οντος, κατακτώντας σταδιακά τήν γνώση του, είναι eo ipso άνώτερη άπό τήν ζωή τήν πρακτική, ή όποια, δσο τελειο­ ποιήσιμη κι αν είναι, δέν μπορεί παρά νά παραμένει εγκλωβισμένη στον κόσμο τής γένεσης καί τής φθοράς: είναι γνωστό, ποιές (δια­ φορετικές) μορφές πήρε τούτο τό πρωτείο τής vita speculative ή contemplative άπέναντι στήν vita activa τόσο στήν πλατωνική-άριστοτελική δσο καί στήν χριστιανική κοσμοθεώρηση. ’ 'Όπως ήταν φυσικό, οι τρεις αύτές θέσεις συγκέντρωσαν άπό νωρίς τά κύρια πυρά των κριτικών τής μεταφυσικής. Πρώταπρώτα, στο άξίωμα, δτι ή βεβαιότητα τής γνώσης έξαρτάται άπό τήν έδραιότητα τού άντικειμένου της, άντιτάχθηκε, δτι ό καθορι­ στικός παράγοντας γιά τήν άξιοπιστία τής άνθρώπινης γνώσης είναι ή ορθότητα τής γνωστικής μεθόδου* έτσι ή certitudo modi cognitionis υπερφαλάγγισε σέ σημασία τήν certitudo obiecti cognitionis, καί τούτο, δπο^ς είναι φανερό, προκάλεσε τήν άμεση όντολογική ύποτίμηση τής άναλλοίωτης σφαίρας τού υπερβατικού μετατοπίζοντας τό κέντρο βάρους τής προσοχής προς τον μετα­ βλητό κόσμο τής εμπειρίας καί παράλληλα προς τό γνωστικό υπο­ κείμενο. Πράγματι, ή άντίληψη, δτι ό έμπειρικός κόσμος μπορεί νά γίνει άντικείμενο έλλογης γνώσης (άρκεί νά έφαρμοστεί ή ορθή γνωστική μέθοδος), άποτελεί τήν άπαρχή τής κατάρρευσης τής παραδοσιακής μεταφυσικής. Εφόσον ή γνώση τού εμπειρικού κό­ σμου γίνεται μέ βάση μιά μέθοδο κι. έφόσον ή μέθοδος δέν είναι παρά γνωστικός τρόπος ενός ύποκειμένου, ή κατάλυση τής μετα­ φυσικής έμφανίζεται ως άντικατάσταση τού πρωτείου τής οντο­ λογίας άπό τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας. 'Όμως ή δραστηριό­ τητα τού άνθρώπινου ύποκειμένου άνατιμάται τώρα καί μ* ένα δεύτερο τρόπο, τονίζεται δηλ., πώς ό άνθρωπος σέ τελευταία άνά-

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

53

λύση μπορεί νά γνωρίσει όλότελα μονάχα δ,τι κατασκευάζει δ ίδιος* ή άνεπηρέαστη άπ’ αύτόν υπερβατική σφαίρα δεν είναι δυ­ νατό νά γνωσθεί, άκόμα κι άν δεχτούμε τήν ύπαρξή της. Ή και­ νούργια αρχή, δτι ή άληθινή γνώση βρίσκεται μέσα στα προϊόντα τής άνθρώπινης τέχνης καί μάλιστα ταυτίζεται μ* αύτά (verum factum convertuntur), μή έχοντας —άναγκαστικά— υπερβατική διάσταση, προοιμιάζει μιά καθολική άνατροπή τής παλιάς σχέσης ανάμεσα σε θεωρητική καί πρακτική ζωή* τό πρωτείο τής vita actiya εκτοπίζει τήν παραδοσιακή υπεροχή τής vita speculative, ένώ συνάμα ή έννοια τής vita activa διευρύνεται, έτσι ώστε νά σημαίνει τον κοινωνικό χαρακτήρα τής άνθρώπινης πράξής. Μ’ αύτό τον τρόπο άντικρούονται καί οί τρεις θεμελιώδεις θέσεις τής παρα­ δοσιακής μεταφυσικής, δπως τις διαγράψαμε στήν προηγούμενη παράγραφο. ΤΗταν φυσικό ν’ άντικρουστούν στο τέλος en bloc, έφόσον ήσαν λογικά άλληλένδετες. 'Όμως ή άλληλουχία τους δεν έγινε εξαρχής όλότελα συνειδητή* άρχικά υπογραμμίστηκε τό πρω­ τείο τής vita activa (καί μάλιστα ανάμικτο με αυγουστίνεια κι άντιθωμιστικά-άντιμεταφυσικά μοτίβα), ένώ σιγά-σιγά κέρδιζε έδα­ φος κι ή άρχή verum factum convertuntur. Ή άποφασιστική άναγόρευση του έμπειρικοΰ κόσμου σέ άντικείμενο έλλογα καί με­ θοδικά γνώσιμο προβάλλει άργότερα στήν πλήρη της καθαρότητα, γιά νά καταξιωθεί οριστικά άπό τήν μαθηματική φυσική τού 17ου αί. 'Ωστόσο καί αυτή ή ροπή μπορεί ν’ άνιχνευθεί, έστω κι άντιφατικά, μέσα σέ κείμενα των άνθρωπιστών, κι αύτό μάς δίνει τό πρόσθετο δικαίωμα ν’ άφιερώσουμε στά τελευταία περισσότερη φιλοσοφική προσοχή άπ’ δση γνώρισαν ώς τώραΌ καλύτερος τρόπος γιά νά φωτίσουμε τό άνθρωπιστικό κ ί­ νημα άπό τήν σκοπιά πού μάς ένδιαφέρει, είναι νά σταθούμε στήν έννοια τής ρητορικής, δπως αύτή διαμορφώνεται στήν έντονη άντίθεσή της προς τήν σχολαστικοαριστοτελική λογική ή διαλεκτική (οί δύο αυτοί δροι χρησιμοποιούνται συνώνυμα στον Μεσαίωνα). Δεν πρόκειται εδώ νά πάρουμε θέση άπέναντι στήν άποψη έπιφανών μελετητών,67 δτι τό άνθρωπιστικό κίνημα μπορεί νά κατα67. Προπαντός τού Kristeller, Renaissance Thought, 8 κέ. Τήν θέση τού Kristeller άκολουθεΐ καί άναπτύσσει ή Gray, Renaissance Humanism, 18. 499/501.

54

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

νοηθεί άποκλειστικά πάνω στην βάση τής στροφής του προς τά studia humanitatis καί μάλιστα την ρητορική, άφοΰ, όπως δια­ πιστώθηκε, δέν παρουσιάζεται προσκολλημένο σε καμμιά ορισμένη φιλοσοφική κατεύθυνση, ένώ παράλληλα παραμένει ξένο στις λο­ γικές, μαθηματικές καί φυσικές έπιστήμες. "Ομως πρέπει να υπεν­ θυμίσουμε την άποψη αύτή, γιά να καταφανεί πόσο νευραλγικό είναι τό σημείο πού πρόκειται να θίξουμε. "Οπως ύπαινιχθήκαμε συγκρίνοντας τή νομιναλιστική μέ την ανθρωπιστική άντιμετώπιση τής γλώσσας, γιά τούς άνθρωπιστές ρητορική δέν σημαίνει ούτε άπλή ώραιολογία ούτε σοφιστική έπιχειρηματολογικη τέχνη, παρά έπιστήμη τής πολύμορφης κοινωνικής επικοινωνίας των άνθρώπων διαμέσου τής γλώσσας. Ξαναγυρίζοντας στις σχετικές θέσεις του Κικέρωνα, οί άνθρωπιστές άνατρέπουν τήν πλατωνική κι αριστο­ τελική προτεραιότητα τής φιλοσοφίας απέναντι στή ρητορική,68 δηλ. τήν προτεραιότητα του φιλοσοφικού ιδεώδους τής μιας καί μόνης άλήθειας, ή οποία κατακτάται λογικά, άπέναντι στο ρητορικό ιδεώδες τής πειθους, ή όποια μπορεί καί νά επιτευχθεί μέ τρόπο πιθανοφανή μονάχα ή καί σοφιστικό. Στήν παραδοσιακή άντίληψη γιά τις σχέσεις φιλοσοφίας καί ρητορικής, ό'πως έπικρατεί αύτονόητα καί στον Μεσαίωνα, λανθάνει, έτσι, ή βασική μεταφυσική άντίθεση ανάμεσα στον έδραίο κόσμο τού όντως οντος καί στήν άστάθεια κι άπατηλότητα τού φαινόμενου κόσμου, ή οποία δίνει αδιάκοπα τροφή σέ σοφιστικές άντιστροφές ή επικαλύψεις τής άληθινής τάξης των πραγμάτων. Σ’ αύτή τήν προοπτική μπορούμε ν’ άποτιμήσουμε τήν σημασία τής άνθρωπιστικής στροφής προς τήν ρητορική, βλέποντάς την σάν έμπρακτη έπιλογή τού εμπειρι­ κού κόσμου άπέναντι στον υπερβατικό. *Η πραγματικότητα, τήν οποία θέλει νά παρουσιάσει καί συνάμα νά έπηρεάσει ή ρητορική, είναι ρευστή, κυμαινόμενη καί άνοιχτή. Επομένως ή πειθώ, δηλ. ό στόχος τής ρητορικής, μπορεί νά έπιτευχθεί μέ μέσα άντίστοιχα κι όμοούσια προς τήν τέτοια πραγματικότητα, γ ι’ αυτό κι ό τρό­ πος τής ρητορικής άπόδειξης διαφέρει ουσιαστικά από τήν σχολαστικοαριστοτελική demonstration ή στροφή προς τήν ρητορική σημαίνει, έτσι, δπως θά δούμε άναλυτικότερα, τήν αύτόματη κατα68. Βλ. γενικά Seigel, Rhetoric, 3 κέ.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

55

δίκη τής σχολαστικοαριστοτελικής λογικής. Τό είκός είναι, βέ­ βαια, λιγότερο σταθερό άπό τό αληθινό, ή probabilitas έχει μικρό­ τερη φιλοσοφική άξια άπό την veritas, όμως παραμένει καταλ­ ληλότερη για νά δώσει τον επιθυμητό πρακτικό προσανατολισμό σ’ ένα κόσμο, πού κι ό ίδιος είναι μεταβλητός καί συχνά άστάθμητος. Τό πρόβλημα είναι: ποιά πραγματικότητα έπιλέγει κανείς ώς σημείο άναφοράς τής δράστηριότητάς του, τήν έδραία, άλλα άπρόσιτη του οντο^ς όντος ή τήν ρευστή καί πεπερασμένη, άλλα χειρο­ πιαστή του εμπειρικού κόσμου; *Η στροφή προς τήν ρητορική συνεπάγεται, οτι τα πράγματα βλέπονται στή δυναμική τους διά­ πλαση, μέσα στήν άέναη διαδικασία του διαλόγου ή του άντιλόγου, τής φιλικής ή εχθρικής επικοινωνίας των άνθρώπων* ή γλώσσα, ώς έκφραση του άπειρου πλούτου των άνθρώπινων στάσεων καί καταστάσεων, άποτελεί έτσι συστατικό στοιχείο των ίδιων των πραγμάτων στή δυναμική τους διαμόρφωση καί θεώρηση. Τό ότι ή νέα προτεραιότητα τής ρητορικής άπέναντι στήν φι­ λοσοφία εύνόησε γενικά μια στάση άντιμεταφυσική, καί μάλιστα με θύραθεν έννοια, καταφαίνεται άρνητικά, άλλα εναργέστατα στήν έντονη πολεμική έκπροσώπων του όψιμου, μεταφυσικά προσανα­ τολισμένου άνθρωπισμοΰ εναντίον της. Προπαντός ό φλωρεντινός πλατωνισμός του δεύτερου μισού του 15ου αί. (ό οποίος διαμορφώ­ νεται σ’ ένα κλίμα έρμητισμοΰ, μυστικισμού καί μεταφυσικού όραματισμοΰ, όταν τό πολιτικό καί πατριωτικό φρόνημα τής γενιάς των S alu tati καί Bruni έχει πιά μαραθεί κάτω άπ* τήν μονοκρα­ τορία των Μεδίκων) θέλει ν’ άποκαταστήσει τήν παλιά υπεροχή τής φιλοσοφίας ώς εύρέτριας καί κατόχου τής μιας αιώνιας άλήθειας.®9 Πέρα άπό τήν στροφή προς τον εμπειρικό κόσμο, τήν ο­ ποία, όπως μόλις είδαμε, συνεπαγόταν, ή ρητορική υπονόμευε τήν μεταφυσική θεώρηση μέ δύο τρόπους άκόμη. Πρώτα-πρώτα ένίσχυε τον σχετικισμό καί τον σκεπτικισμό, μέ τήν έννοια ότι ή δυ­ νατότητα τού ρήτορα νά ύποστηρίξει, συχνότατα έξίσου καλά, δύο άντίθετες άπόψεις έκανε άνάγλυφη τήν εξάρτηση τής έκάστοτε 69. Γιά τις άπόψεις των φλωρεντινών πλατωνιστών καί τήν σχετική πο­ λεμική βλ. τήν έργασία τού Breen, Giovanni Pico della Mirandola on the Conflict of Philosophy and Rhetoric, 384 κέ. Πρβλ. Gray, Renaissance Humanism, 507 κέ.

56

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

«άλήθειας» άπό ορισμένη σκοπιά, συγκεκριμένα ένδιαφέροντα καί διάφορους τύπους επιχειρηματολογίας: δ Κικέρωνας, τδ είδωλο των ύποστηρικτών τής ρητορικής, είχε δείξει πριν άπδ αιώνες κιό­ λας πόσο στενές ήσαν οι σχέσεις τής τελευταίας μέ τον σκεπτικι­ σμό. ’Ακόμη άμεσότερα, ή ρητορική άντιστρατευόταν την μετα­ φυσική, γιατί συμβάδιζε μέ τήν αποδοχή του πρωτείου τής πρακτι­ κής ζωής άπέναντι στήν θεωρητική. Αύτδ φαινόταν ήδη άπδ τον τρόπο, μέ τον όποιο άντιμετωπιζόταν ή γλώσσα, όχι δηλ. σαν δργανο άκριβούς έκφρασης σκέψεων στήν άφηρημένη τους υπό­ σταση, παρά σάν τελεσφόρο μέσο άσκησης κοινωνικής έπιρροής.70 Πίσω άπδ τήν άντίθεση ως προς τήν ύφή καί τήν χρήση τής γλώσ­ σας κρύβεται, δμως, ή διάσταση άνάμεσα στον άνθρώπινο τύπο τού θεωρητικού άναχωρητή καί στον τύπο τού πρακτικού άνθρώπου ως ενεργού πολίτη. Ή στροφή προς τήν ρητορική έπιτελεΐται μέσα στις συνθήκες τής άνδρωσης των ιταλικών άστικών κοινοτήτων, ή δποία ιδεολογικά εκφράζεται στήν έξαρση τού ιδεώδους τής v ita civile, δπως τήν διαμορφώνουν μέ τήν συλλογική τους δραστηριό­ τητα πολίτες άφιερωμένοι δχι πιά στήν σωτηρία τής ψυχής τους, παρά στο κοινό καλό σ’ δλη του τήν εγκόσμια πραγματικότητα.71 70. Πρβλ. Breen, Subordination, 13. 71. Γιά τήν συνάφεια άνάμεσα στο πρωτείο της vita activa καί στο ιδεώδες της vita civile, όπως έμφανίζεται στόν Manetti, βλ. τις παρατηρή­ σεις τού Wittschier, Manetti, 196 κέ. Στήν εξαιρετική του έργασία The Social World of the Florentine Humanists (ίδ. κεφ. VII, σ. 263 κέ.) 6 Martines έδειξε —ενάντια στόν διαδεδομένο μύθο τού φτωχού άνθρωπιστή λογίου—, ότι οι επιφανείς ανθρωπιστές άπό οικονομική άποψη άνήκαν στήν άνώτερη ή ανώτατη τάξη καί πάρα πολλοί μάλιστα προέρχονταν άπό οικογένειες μέ πολιτική έπιρροή. ΙΥ αυτό καί πήραν άμεσα μέρος στήν διαμόρφωση της κυρίαρχης ιδεολογίας σέ μιάν έποχή (δεύτερο μισό τού 14ου αί.) εξαιρετικής δραστηριότητας τής κοινωνικής τους τάξης — τόσο στό έσωτερικό, όπου μο­ νοπωλεί τήν έξουσία καταπνίγοντας τις έξεγέρσεις των κατωτέρων στρωμά­ των κι άπωθώντας τά μεσαία στρώματα άπό τήν κυβέρνηση, όσο καί στό έξωτερικό, όπου ό άγώνας έναντίον των «τυράννων» τού Μιλάνου, των Sforza, δίνει τό έναυσμα γιά τήν διαμόρφωση μιας δημοκρατικής ρητορικής (πρβλ. καί Baron, Crisis, 14 κέ.). Ή άνακοπή τής ορμής αύτής έπέρχεται μέ τήν άνοδο των Μεδίκων μετά τά 1434 καί τήν συνακόλουθη παγιοποίηση τής πο­ λιτικής ζωής, οπότε ό άνθρωπισμός άποκόπτεται άπό τήν πολιτική κι έπιδίδεται στό εγκώμιο τής μεταφυσικής καί τής vita contemplativa (Ficino,

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

57

Στα πλαίσια αυτά τονίζεται ή ζωντανή κι άμεση έπίδραση τής ρητορικής πάνω στην ήθικοπολιτική δράση των άνθρώπων καθώς κι ή συνύφανσή της μ’ δλες τις πλευρές τής κοινωνικής ζωής σ’ άντίθεση μέ την στειρ,ότητα τής φιλοσοφίας, καί μάλιστα τής μετα­ φυσικής.72 'Η σχέση άνάμεσα στήν ανάπτυξη τής πολιτικής ζωής των αστικών κοινοτήτων και στο πρωτείο τής ρητορικής είχε άλ­ λωστε γίνει άντιληπτή άπ5 όσους εχθρεύονταν τόσο τήν liberta δσο καί τήν ρητορική.73 Στά κείμενα του Petrarca μπορούμε ν’ άνιχνεύσουμε τα πρώ­ τα βήματα του άνθρωπιστικοΰ κινήματος προς τήν ανατίμηση τής ρητορικής απέναντι· στήν φιλοσοφία καί, παράλληλα, προς τό πρω­ τείο τής πρακτικής ζωής. 'Η άνατίμηση τής ρητορικής παραμένει ακόμα αντιφατική, καθώς ή παραδοσιακή άνωτερότητα τής φιλο­ σοφίας συχνά άσκεΐ έ'ντονη επιρροή στή σκέψη του P etrarca,74 ενώ τό πρωτείο τής πρακτικής ζωής διατυπώνεται άκόμα μέσα στο πλαίσιο τής άναζήτησης ενός «καθαρού» χριστιανισμού, άπαλλαγGiovanni Pico della Mirandola). Τό πρωτείο της vita activa μετριάζεται σημαντικά ήδη στούς Filelfo καί Pontano, βλ. Rice, Wisdom, 49 κέ. Πόσο στενά ήσαν δεμένοι οί άνθρωπιστές τής πρώτης γενιάς μέ τήν πολιτική, άρα καί τήν vita activa ή τήν ρητορική της έκφραση, τό δείχνει ώραΐα ό Herde (Politik und Rhetorik in Florenz, 141 κέ.) στο παράδειγμα του Salutati, ό όποιος, ύπηρετώντας τήν φλωρεντινή Δημοκρατία, άναπτύσσει έκάστοτε καί τις πολιτικές θεωρίες πού τήν βολεύουν.—’Αφού, όπως θά δούμε παρακάτω, ή προτεραιότητα της ρητορικής άπέναντι στήν φιλοσοφία γίνεται, στόν 16ο αί. τουλάχιστον, πανευρωπαϊκό φαινόμενο, πρέπει νά μνημονεύσουμε έδώ συνο­ πτικά τούς λόγους, οι όποιοι ευνόησαν τήν εξέλιξη αυτή έξω από τήν ’Ιταλία, καί μάλιστα στά πλαίσια των νέων συγκεντρωτικών μοναρχιών: ήταν ή δια­ μόρφωση κοινοβουλίων ώς άντίρροπων δυνάμεων πρός τή μοναρχία ή, άντίθετα, ή κοινωνική άνοδος ένός στρώματος νομικών μέ άνθρωπιστικά ένδιαφέροντα στήν υπηρεσία τού μονάρχη. Τέλος, ή άνάπτυξη τής ρητορικής ευνοή­ θηκε άπό τις πολεμικές άνάγκες τών διαφόρων παρατάξεων στούς θρησκευτι­ κούς πολέμους. 72. Βλ. χαρακτηριστικά Poliziano, Oratio super Fabio Quintiliano, ίδ. 882, 884. 73. Γ ιά τις σχετικές άντιλήψεις τού Patrizzi βλ. Garin, Medioevo e Rinascimento, 124/5,147 κέ. 74. Βλ. τήν άνάλυση τών άντιφάσεων τού Petrarca στόν Seigel, Rheto­ ric, 31 κέ.

58

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

μένου άπό δογματικά βάρη κι έμπλουτισμένου μέ 8λες τις υπαρ­ ξιακές ανησυχίες του άνθρώπου πού άγωνίζεται για τήν αυτο­ γνωσία του ώς τήν άπαρχή καί το κλειδί κάθε σοφίας. ’Έ τσι, ή αύγουστίνεια παράδοση παραμένει ένεργή*75 παράλληλα, ωστόσο, στήν σκέψη τού Petrarca διαφαίνονται καί τά σημάδια των νέων καιρών, π.χ. ό συχνός σιωπηρός παραμερισμός τής διδασκαλίας για τό προπατορικό άμάρτημα ή γιά τον επίγειο κόσμο ώς «κοι­ λάδα δακρύων».76 'Ως βασική αρχή παραμένει, οτι ή γνώση τού εξωτερικού κόσμου δέν ωφελεί στήν κατάκτηση τής ευδαιμονίας, αν άγνοεΐται ή παραγκωνίζεται ή άνθρώπινη φύση.77 'Ό πως δείχνει τούτη ή σύναψη τού άνθρωποκεντρικού ένδιαφέροντος μέ τό πρό­ βλημα τής εύδαιμονίας, τό πρώτο μέλημα εδώ είναι ή πράξη καί τό πρακτικά ώφέλιμο. Τό εύγενέστερο μέρος τής φιλοσοφίας είναι τό πρακτικό78 καί ή ήθική άρετή είναι άνώτερη άπό τήν όποιαδήποτε θεωρητική γνώση.79 Ή θέση αυτή θεμελιώνεται, τώρα, μέ αύγουστίνεια καί φιντεϊστικά έπιχειρήματα. 'Όπως γράφε! ό Pe­ trarca, ή κενή οίηση τού άριστοτελικού ή πλατωνικού φιλοσόφου δέν άξίζει τίποτε μπροστά στήν αύθόρμητη, πρακτικά προσανατο­ λισμένη εύλάβεια ενός πιστού, πού ομολογεί μέ συντριβή τήν άμάθεια καί τήν άναξιότητά του*80 ό Αύγουστίνος έχει λοιπόν δίκιο, όταν θεωρεί άληθινό φιλόσοφο μονάχα οποίον άγαπά τον Θεό.81 "Άν όμως ή άγάπη είναι πάνω άπό κάθε γνώση, τότε καί τό θυμικό ή ή βούληση κρατεί τά πρωτεία άπέναντι στή νόηση. Αυτή τήν βασική άνθρωπολογική θέση ό Petrarca τήν συνδέει ρητά μέ 75. Στήν έργασία του II Petrarca e gli Agostiniani ό Mariani παρου­ σιάζει λεπτομερειακά τις στενές σχέσεις τού ’Ιταλού άνθρωπιστη καί ποιητή μέ μέλη τού τάγματος των Αύγουστίνειων στόν 13ο-14ο αί.* οί μοναχοί άλληλογράφοι του άνήκαν σχεδόν άποκλειστικά στο τάγμα αύτό. 76. ΤΙς σιωπηρές διορθώσεις τού Αυγουστίνου άπό μέρους τού Petrarca υπογραμμίζει ορθά ό Heitmann, Augustins Lehre in Petrarcas 'Secretum’, 34 κέ. 77. De sui ipsius et multorum ignorantia, II = Opere latine, 1032/4.

78. Invectivae contra medicum, II = Opere latine, 886. 79. De sui ipsius..., II = Opere latine, 1044. 80. 6π. παρ., 1046.

81. Invectivae..., II = Opere latine, 886.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

59

την υπεροχή τής πράξης άπέναντι στήν θεωρία* τήν αυστηρή δια­ στολή του άνάμεσα σε γνώση καί άγάπη, νόηση καί βούληση, τήν στηρίζει έπιχειρηματολογικά με τήν πάγια θέση, ότι ή γνώση τής άρετής είναι άνώφελη δίχως τήν έφαρμογή της.82 'Η καλή κι εύλαβική βούληση είναι προτιμότερη άπό τήν ικανή καί διαυγή νόηση* στόχος τής πρώτης είναι τό καλό, σκοπός τής δεύτερης ή άλήθεια — όμως καλύτερα νά θέλουμε τό καλό παρά νά ξέρουμε τήν αλή­ θεια.83 Τό πρωτείο τής πράξης καί τής βούλησης άπέναντι στήν θεω­ ρία καί στή νόηση ισχύει κατά μείζονα λόγο, επειδή ή έλλογη γνώση του Θεού μάς είναι αδύνατη.84 Μέ αφετηρία τούτον τον φιντεϊστικό άγνωστικισμό ό Petrarca εξαπολύει μιά μετωπική επί­ θεση ένάντια στήν σχολαστική-θωμιστική σύμμιξη διαλεκτικής, με­ ταφυσικής καί θεολογίας. Ή χρήση τής διαλεκτικής, λέει, κάνει τούς θεολόγους σοφιστές, πού γνοιάζονται γιά τήν γνώση του Θεού παύοντας νά τον άγαπού,ν.85 "Ομως ή διαλεκτική δεν είναι σκοπός παρά μέσο, καί μόνο αν χρησιμοποιηθεί σάν άπλό μέσο μπορεί νάχει κάποια χρησιμότητα* ή συλλογιστική, πάλι, είναι κενή, κι επιπλέον ή αυταρέσκεια τού λογικού μπορεί νά τήν κάνει κι επι­ κίνδυνη, ικανή δηλ. ν’ αποδείξει μέ τά τεχνάσματά της τά πάντα.86 Πώς μπορεί ό Αριστοτέλης νά γνωρίζει δ,τι δεν μπορεί νά συλλάβει κανείς Λόγος καί καμμιά εμπειρία;87 Ό Petrarca θυμάται τις περιφρονητικές έκφράσεις τού Αύγουστίνου γιά τά ψέματα καί τις πλάνες των φιλοσόφων,88 κι άναρωτιέται πώς είναι δυνατή ή σχολαστική σύζευξη τής θεολογίας μέ τήν άριστοτελική λογική καί μεταφυσική, τήν στιγμή πού στον ’Αριστοτέλη υπάρχουν πρόδηλες άντιχριστιανικές διδασκαλίες, όπως π.χ. εκείνη γιά τήν αιωνιότητα τού κόσμου.89 "Ομως ή προσπάθεια έ'λλογης σύλληψης όλων αυτών τών προβλημάτων είναι μάταιη, κι ή άνθρώπινη γνώση θά παρα82. 83. 84. 85. 86. 87. 88. 89.

De sui ipsius..., ΙΥ = Opere latine, 1106,1108. 6π. παρ., 1110. 6π. παρ. Le Familiari, XVI, 14 ,12 = II, σ. 213. Invectivae..., II = Opere latine, 876. Πρβλ. Le Familiari, I, 7 = I , 38. De sui ipsius..., IV = Opere latine, 1062, πρβλ. 1102. Invectivae..., I ll = Opere latine, 906. De sui ipsius..., ΓΥ = Opere latine, 1102.

60

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

μείνει πάντα μηδαμινή μπροστά στην άπόλυτη θεία γνώση.90 Γι αύτό καί ή scientia, πού οίκοδομείται με την βοήθεια της δια­ λεκτικής, δέν έχει τήν άξία τής ποίησης ώς καθολικής έκφρασης τής πολυμορφίας των άνθρώπινων καταστάσεων δοσμένης μέσα άπό τήν επεξεργασία τής γλώσσας. Ή γλώσσα είναι παράγοντας πρωταρχικός κάθε γνώσης καί .πνευματικής δημιουργίας.91 ’Απο­ τελώντας τήν άπτή άντίθεση προς τήν ξηρότητα τής σχολαστικής διαλεκτικής, ή γλώσσα είναι συνάμα ή απαραίτητη κι αυτόματη εισαγωγή στον ποικιλόμορφο κόσμο του πολιτισμού, τόν όποιο θέ­ λει ν’ άγκαλιάσει ό Petrarca συγχωνεύοντας τήν χριστιανική του θεώρηση με τήν άρχαία ποίηση καί ρητορική.92 Καί ό άνθρωπισμός τού Salutati βρίθει άπό χριστιανικά στοι­ χεία, τά όποια, όπως έδειξε ή συζήτησή του μέ τον Poggio, τον ένθερμο θαυμαστή τής αρχαιότητας, έθεταν φραγμούς στις θύραθεν-παγανιστικές ροπές του καί τον έφερναν κοντά στό πετραρ­ χικό ιδεώδες ενός χριστιανισμού άποκαθαρμένου άπό τήν σχολαστικοαριστοτελική μεταφυσική, άναβαπτισμένου στό πνεύμα των εκκλησιαστικών πατέρων, προπαντός τού Αύγουστίνου, καί συνά­ μα συμφιλιωμένου μέ τά studia humanitatis.93 Έ δώ, ωστόσο, δέν θά μάς άπασχολήσουν οί διάφορες πλευρές τής σκέψης τού Salutati στήν έτερογένεια κι άντιφατικότητά τους,94 παρά θά πε­ ριοριστούμε στήν έξέταση τών θέσεών του έκείνων, οί όποιες εν­ διαφέρουν άμεσα τήν διαμόρφωση τής νεότερης κριτικής στήν με­ ταφυσική. Καί πρώτα-πρώτα ό Salutati γνωρίζει πόσο στενά συναρτάται στήν σχολαστικοαριστοτελική άντίληψη τό γνωστικό πρω­ τείο τής μεταφυσικής μέ τήν προτίμηση τής θεωρητικής ή ένατενιστικής ζωής άπέναντι στήν πρακτική.95 'Όταν, λοιπόν, ό ίδιος συνδέει τήν άπόρριψη τής μεταφυσικής ώς έλλογης γνώσης τού οντος μέ τό πρωτείο τής πρακτικής ζωής, τότε άντιστρέφει συνει90. De sui ipsius..., Ill = Opere latine, 1050. 91. Invectivae..., I ll = Opere latine, 890 κέ., 18. 900. 92. Πρβλ. τήν άνάλυση του Saitta, II pensiero, I, 97 κέ. 93. Martin, Salutati, 42 κέ., 55 κέ. 94. Ερμηνείες τής διφυΐας του έργου του Salutati προσφέρουν οί Martin, Salutati, 260 κέ., καί Baron, Crisis, 104 κέ. 95. De nobilitate legum et medicinae, XXII = σ. 176.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

61

δητά την παραδοσιακή θέση. Ή θέαση τής άλήθειας, γράφει, δέν μπορεί νάναι δ άληθινδς σκοπός του άνθρώπου, άφού ή επιθυμία ολοκληρωτικής γνώσης είναι καταδικασμένη να παραμείνει άνεκπλήρωτη. Οί δυνάμεις του άτόμου είναι εξαρχής πεπερασμένες κι άντίστοιχα περιορισμένη παραμένει δχι μόνο ή έκταση, παρά καί ή εύκρίνεια του επιστητού* δσο για την πρώτη κι άπειρη αιτία, αυτή είναι οπωσδήποτε άσύλληπτη για τον άνθρώπινο νού.96 Πέρα άπ’ αυτό, ή θεωρητική σοφία (sapientia) είναι κενή δίχως τήν πρακτική φρόνηση (prudentia), ή οποία δίνει τον ορθό βιοτικό προσανατολισμό. ’Από τις στείρες χαρές τής θεωρίας, δ Salutati προτιμά τήν συγκεκριμένη πράξη στο πλαίσιο τής οικογένειας, των φίλων καί τής πατρίδας.97 Με τούτη τήν ρητή προτεραιότητα τής vita activa, καί μάλιστα στήν κοινωνική της διάσταση, συμ­ βαδίζει καί τό άνθρωπολογικό πρωτείο τής βούλησης. 'Ό πως, ό­ μως, δ Salutati δεν άρνιέται δλότελα τήν θεωρητική ζωή, παρά λέει, πώς ή sapientia στήν πραγματικότητα συντίθεται άπό ένα θεωρητικό κ αι έ'να πρακτικό μέρος,98 έτσι καί δέν άπογυμνώνει δλότελα τήν βούληση άπό τον Λόγο, παρά δρίζει τό αύτεξούσιο ως ταυτόχρονη ένέργεια τής βούλησης καί του Λόγου (actus vo­ luntatis et rationis).99 Ωστόσο ή ιεραρχία των ψυχικών δυνά­ μεων παραμένει σαφής: ή βούληση εμψυχώνει καί κινεί δλες τις λειτουργίες τής ψυχής, άπό τις χαμηλότερες ίσαμε τις ψηλότερες, άφου μάλιστα ή νόηση καθαυτή είναι παθητική* άκόμη καί ή όρμή τού είδέναι ριζώνει στήν βούληση.100 Ή άπόρριψη τής μεταφυσι­ κής καί τής νοησιαρχίας συνυφαίνεται κι εδώ, βέβαια, μέ θεολογικές άντιλήψεις. Ή σύλληψη τού Θεού, λέει δ Salutati, δέν είναι ύπόθεση διανοητική, παρά σχέση άγάπης, πού πραγματοποιείται μέ τήν βοήθεια τής θείας χάρης κι έκφράζεται σ’ ενάρετες πρά­ ξεις.101 Γιά εύνόητους λόγους, στις παραγράφους αύτές μνημονεύε­ ται επανειλημμένα δ Αυγουστίνος. 96. 97. 98. 99. 100. 101.

De nobilitate, XIX = σ. 164. De nobilitate, XXII = σ. 17 8 ,18 0 . δπ. παρ., 178. De nobilitate, XXIII = σ. 182. οπ. παρ., 18 2 ,18 4 ,19 2 . δπ. παρ., 190.

62

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

Καί ό Bruni, όπως ήδη οί Petrarca καί Salutati, εκφράζει, την προτίμησή του γιά τον φιλοσοφικά άνόθευτο Χριστιανισμό των Πατέρων, καί μάλιστα του Αύγουστίνου, άπέναντι στην σχολα­ στική καί στον θωμισμό,102 όμως ή γενική του θεώρηση είναι πολύ περισσότερο έκκοσμικευμένη κι έτσι το πρωτείο τής vita activa στηρίζεται εδώ στήν άμεση προσφυγή σε κείμενα των αρχαίων. Πάνω στή βάση του πρακτικοΰ-ώφελιμιστικοΰ προσανατολισμού καί με αίτημα τήν γεφύρωση τού χριστιανικού χάσματος άνάμεσα σ’ έγκόσμια ευδαιμονία καί αρετή, ό Bruni επιχειρεί, έτσι, μια συγχώνευση περιπατητικής, στωικής κι επικούρειας ήθικής.103 Προπαντός, όμως, δοκιμάζει να μεθερμηνεύσει τον ’Αριστοτέλη με τρόπο πού νά δείχνει, ότι ή μεταφυσική άποτελεί άμελητέο τμήμα τής άριστοτελικής σκέψης κι ότι επομένως τά φιλοσοφικά ερεί­ σματα τής σχολαστικής, πού τήν επικαλείται, είναι σαθρά. Αυτή ή τακτική τής άντιδιαστολής τού ((γνήσιου)) ’Αριστοτέλη προς τήν θεολογική χρήση του παρουσίαζε σοβαρά πολεμικά πλεονεκτήματα γιά τούς άντιπάλους τής σχολαστικής, καί γ ι’ αύτο τήν συναντάμε αδιάκοπα, άπο τον Petrarca104 ίσαμε τον Ramus, τον Bacon καί τον Galilei. ’Έ τσι καί ό Bruni κατηγορεί τούς διαλεκτικούς «ψευδοφιλοσόφους» όχι μόνο ότι δεν έχουν σπουδάσει τά ανθρωπιστι­ κά γράμματα, αλλά κι ότι δεν γνωρίζουν καλά τον ’Αριστοτέλη — χώρια πού τά γραφτά του, όσα έφτασαν ϊσαμ* έμάς, είναι άλλοιωμένα.105 Ό ’Αριστοτέλης, πιστεύει 6 Bruni, κινείται ούσιαστικά στον χώρο τής ρητορικής καί τής ήθικής* ένδιαφέρεται γιά ό,τι χρειάζεται στήν καθημερινή ζωή κι όχι γιά πράγματα άπόμακρα, άλλόκοτα κι άχρηστα.106 Ό Bruni δεν επιμένει τόσο στο ότι ή ύψιστη μεταφυσική καί ή άκριβής φυσική γνώση είναι άνέφικτες, όσο στο ότι είναι άνώφελες. Καί ή θεωρητική ζωή, δηλ. ή sapientia κι ή scientia, έχει τις χάρες καί τις αρετές της, όμως 102. De studiis et litteris liber = Schriften, 8. 103. Isagogicon moralis disciplinae = Schriften, 27 κέ. 104. Οί κενοί διαλεκτικοί, γράφει, δέν μπορεί νάναι αληθινοί συνεχιστές ένός τόσο σημαντικού φιλοσόφου δπως ό ’Αριστοτέλης. Le Familiari, I, 7 — I, σ. 37. Πρβλ. De sui ipsius..., II = Opere latine, 1032.

105. Dialogue, 56, 58. 106. Vita Aristotelis = Schriften, 45.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ο:>

ήδη ή ξέχωρη, δυσπρόσιτη ποιότητα της τήν καταδικάζει νά μένει φαινόμενο περιθωριακό* γιά τήν κοινωνία ή πρακτική ζωή είναι ή πιό χρήσιμη κι άπαραίτητη στάση — κι αυτή προέχει, σέ τελευ­ ταία ανάλυση.107 'Όποιος ξέρει φυσική ή μαθηματικά δεν είναι άναγκαστικά καί καλός.108 Μέ βάση τό κριτήριο τής ήθικοπρακτικής ωφελιμότητας, τώρα, ό Bruni θεωρεί τήν ένταση του καλού άντίστοιχη μέ τό εύρος τής έπενέργειάς του. Αύτό σημαίνει, δτι τό ήθικοπρακτικό αίτημα ταυτίζεται μέ τήν γενική πολιτική δεοντο­ λογία κι 8τι επομένως πλαίσιο καί στόχος τής vita activa είναι ή κοινωνία, πού μόνη αύτή δίνει τήν δυνατότητα τής τελειοποίη­ σης σ* ένα ζώο τόσο αδύναμο καθαυτό δσο ό άνθρωπος.109 Αύτές είναι οί τυπικότερες μορφές, πού παίρνει τό καινούργιο άντιμεταφυσικό πρωτείο τής vita activa στήν ανθρωπιστική φιλο­ λογία. 'Όπως θά δούμε,110 άργότερα ή θέση αύτή έν μέρει θά διευρυνθεί κι έν μέρει θά τροποποιηθεί γιά νά συνδεθεί μέ τήν κοσμοθεώρηση τής νεότερης φυσικής επιστήμης. Προς τό παρόν θά έξετάσουμε τήν συνύφανσή της μέ τις δύο άλλες άντιμεταφϋσικές Θέσεις, πού έπισκοπήσαμε γενικά στήν αρχή αύτοΰ του υπο­ κεφαλαίου, δηλ. τό άξίωμα verum factum convertuntur καί τήν ύπεροχή του modus cognitionis άπέναντι στο objectum cognitionis. Καί οί δύο τούτες θέσεις διατυπώνονται στήν άνθρωπιστική φιλολογία σ* εμβρυώδη κί υπαινικτική μόνο μορφή, δμως ή κατο­ πινή κρίσιμη σημασία καί λειτουργία τους επιβάλλει τήν επισή­ μανση τής πρώτης τους εμφάνισης. Επιστρέφουμε, λοιπόν, στον Salutati καί στήν αντίληψή του γιά τό πρωτείο τής vita activa καί, συνάμα, γιά τον κοινωνικό χαρακτήρα τής τελευταίας. Γιά νά υποβιβάσει τήν θεωρητική ζωή, ό Salutati είχε χρησιμοποιήσει τήν έξής έπιχειρηματολογία. Ή θεωρητική γνώση παίρνει δύο μορ­ φές, είτε είναι δηλ. sapientia (γνώση του δντος καί των έσχατων άρχών = μεταφυσική) είτε είναι scientia (γνώση των φυσικών φαινομένων). 'Η πρώτη, δπως είδαμε, παραμένει ανέφικτη έξαι107. Isagogicon... = Schriften, 39. 108. δπ. παρ., 21, 40/1.

109. Praemissio quaedam ad evidentiam novae translationis Politicorum Aristotelis = Schriften, 73. 110. Β λ.κεφ.ΙΙ,Ι.

64

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

τίας του πεπερασμένου χαρακτήρα τής άνθρώπινης νόησης κι ή δεύτερη, πάλι, είναι άδύνατη, γιατί δεν νοείται άκριβής καί έσχα­ τη γνώση άτομικών πραγμάτων (scientia indiyiduarum )111 χω­ ρίς προσφυγή σέ αρχές γενικές, οί όποιες όμως έχουν μοιραία με­ ταφυσικό χαρακτήρα κι έτσι είναι άπρόσιτες. 'Ό πως βλέπουμε, ό. S alu tati συμφωνεί μέ τον ’Αριστοτέλη στο ότι ή scientia individuarum είναι άδύνατη, άλλά μόνο καί μόνο γιά νά συμπεράνει άπ’ αύτό, ότι κάθε φυσική είναι άδύνατη, καί μάλιστα άκριβώς επειδή —άντίθετα άπ’ δ, τι πιστεύει ό ’Αριστοτέλης— είναι άνέφικτη ή έλλογη μεταφυσική γνώση. 'Όμως ή μεθερμηνεία κι ή έκλεκτική χρήση τού άριστοτελισμού δέν σταματούν εδώ. Τα πράγ­ ματα γενικά, γράφει ό Salu tati, χωρίζονται σέ τρεις κατηγορίες: στα υπερφυσικά, στα φυσικά καί σέ όσα είναι έργα ανθρώπινα.112 Μολονότι, τώρα, ή scientia individuarum άπορρίπτεται, ωστόσο γιά τον S alu tati ή άπόρριψη αύτή ισχύει μονάχα γιά τόν χώρο τών φυσικών πραγμάτων, οχι καί γιά έκείνον τών άνθρώπινων έργων. ’Έ τσι, ή ιατρική δέν μπορεί νάναι άληθινή επιστήμη, γιατί άποτελεί μέρος τής φυσικής, όμως ή νομική π.χ. μάς παρέχει τήν επιθυμητή γνωστική βεβαιότητα, εφόσον τό άντικείμενό της, οί νόμοι, διέπονται* άπό αρχές, οί όποιες δένΧένοικούν σέ έξωτερικά πράγματα, παρά μέσα σέ μάς τούς ίδιους, δηλ. στούς κατασκευα­ στές τους.113 Μέ τήν αρχή verum factum convertuntur άνοίγει, λοιπόν, καί πάλι ό δρόμος τής γνώσης, πού φαινόταν οριστικά κλει­ στός μετά τήν ταυτόχρονη απόρριψη τής sapientia καί τής scien­ tia. Γνώση μπορεί νά υπάρξει, όμως γιά νά υπάρξει πρέπει νά έγκαταλειφθεί τό μεταφυσικό καί φυσικό πλαίσιο άναφοράς, γιά ν’ άντικατασταθεί μέ τόν κόσμο τής άνθρώπινης κοινωνικής πρα* κτικής, όπου τό υποκείμενο καί τό -άντικείμενό τής γνώσης .είναι όμαιμα κι όμοούσια. Αυτό, πάλι, σημαίνει, ότι ό βαθμός τής βε­ βαιότητας τής γνώσης δέν έξαρτάται άπό.τήν όντολογική περιω­ πή τού άντικειμένου της, παρά, άντίθετα, άπό τήν στενότητα τής σχέσης τού γνωστικού άντικειμένου προς τό γνωστικό υποκείμενο, 111. De nobilitate..., XVI = σ. 110, 114 (δπου καί ρητή άναφορά στόν ’Αριστοτέλη)· πρβλ. VI, σ. 38. 112. δπ. παρ., 108. 113. δπ. παρ., 124. Πρβλ. XVII = σ. 134.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

65

δηλ. τον άνθρωπο. 'Η ιδέα, δτι ή γνωστική βεβαιότητα είναι συ­ νάρτηση τής certitudo obiecti, έγκαταλείπεται τώρα. Ό S alu tati τό λέει ρητά: ή αληθινή καί βέβαιη γνώση δεν πηγάζει άπό λογική άναγκαιότητα ή βεβαιότητα των γνωριζομένων πραγμάτων,' παρά άπό τις ψυχοδιανοητικές λειτουργίες του γνωρίζοντος υποκειμέ­ νου* γιατί ή νόηση, πού οδηγεί στήν γνώση, δεν είναι ούτε πάθος, ούτε ενέργεια ούτε καί δύναμη των νοουμένων πραγμάτων, παρά βρίσκεται άποκλειστικά άπό τήν πλευρά τού νοούντος υποκειμέ­ νου.114 Στο ρηξικέλευθο αύτό συμπέρασμα ό Salutati φτάνει, δπως σημειώσαμε παραπάνω, υπερασπίζοντας τά γνωστικά πλεονεκτή­ ματα τής νομικής έπιστήμης απέναντι στήν ιατρική. 'Η συζήτηση γύρω άπό τήν σχετική γνωστική άξια των διαφόρων κλάδων τού έπιστητού άπασχόλησε άρκετούς άνθρωπιστές τού Μου καί τού 15ου αί. καί στά πλαίσιά της άναπτύχθηκαν άπόψεις, οί όποιες σχετίζονται άμεσα κι έμμεσα με τή νέα άποτίμηση τής γνωστικής σημασίας τής certitudo obiecti. To ενδιαφέρον σημείο εδώ δεν είναι αν ό ένας ή ό άλλος άνθρωπιστής θεωρεί γνωστικά άνώτερη τήν α ή β επιστήμη, παρά ποιά επιχειρήματα χρησιμοποιεί καί ποιά κριτήρια υιοθετεί. ’Έ τσι π.χ. ή θεώρηση τού Bruni δεν δια­ φέρει ριζικά άπό τού Salutati, μολονότι ό πρώτος θεωρεί τή νο­ μική έπιστήμη κατώτερη άπό τά studia humanitatis, καί μάλι­ στα άπό τήν ρητορική.115 Γιατί δταν ό Bruni μιλά γιά νομική έπιστήμη έχει στο νοΰ του τήν στενή έννοια τού ius civilis, ενώ ό Salutati εννοεί κάτι παρόμοιο με τήν άριστοτελική «πολιτική»116 κι έτσι πλησιάζει τό νόημα πού δίνει ό Bruni στά άνθρωπιστικά γράμματα ως έπιστήμη σχετική με τήν άνθρώπινη ζωή καί τά άνθρώπινα ήθη. ’Αλλά καί αν εξετάσουμε προσεκτικότερα με ποιόν τρόπο ό Giovanni d’Arezzo υπερασπίζει τήν άνωτερότητα τής ιατρικής άπέναντι στή νομική, πάλι θά συναντήσουμε άπόψεις, πού οδηγούν έξω άπό τον παραδοσιακό μεταφυσικό κύκλο ιδεών. Μο­ λονότι καί ό Giovanni άντιλαμβάνεται τή νομική στή στενή δικα114. δπ. παρ., 108. 115. Επιστολή στον Ν. Strozzi = Garin (ed.), Disputa, 7/8. 116. De nobilitate..., XX = σ. 170, πρβλ. 158.

66

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

νική της έννοια, ωστόσο άναγνωρίζει, ότι ώς προς τό άντικείμενό της δεν διαφέρει ριζικά άπό την ιατρική, άφοΰ κι οι δυο αύτές έπιστήμες άσχολοΰνται με τον άνθρωπο*117 Έ νώ, όμως, οί νόμοι παραλλάζουν άπό τόπο σε τόπο κι εποχή σ’ εποχή, τό άντικείμενό τής ιατρικής δίδεται άμετάβλητο άπό τήν φύση κι έτσι έπιδέχεται γνώση τόσο άποδεικτική όσο καί πειραματική. ’Έπειτα, αν ή νο­ μική έξετάζει άνθρώπινες καταστάσεις εξωτερικές καί συντυχιακές, ή ιατρική άσχολεΐται όχι μόνο με τέτοιες, άλλα καί μέ εσω­ τερικές κι ουσιώδεις. Καί τέλος, ή νομική καταπιάνεται μέ πράγ­ ματα παρακατιανά καί φθαρτά (κτήματα, χρήματα κτλ.), ένώ τό σώμα κι ή ψυχή τού άνθρώπου, πού αποτελούν τά κύρια μελήματα τής ιατρικής, άξίζουν πολύ περισσότερο:118 Έ δώ βλέπουμε, ότι άπό τήν μιά βασικές άριστοτελικές θέσεις, όπως ή παγιότητα τού γνωστικού άντικειμένου ώς προϋπόθεση τής επιστήμης, μεταφέρονται άπό τό επίπεδο τής μεταφυσικής στο έπίπεδο τής φυσι­ κής κι έτσι άνατιμούν όντολογικά τό δεύτερο, ένώ άπό τήν άλλη έπιστρατεύεται τό άνθρωπολογικά προσανατολισμένο κριτήριο τής πρακτικής χρησιμότητας γιά νά καταξιωθεί μιά ορισμένη μορφή γνώσης. Ή μεθερμηνεία ή παρερμηνεία παραδοσιακών θέσεων μέ σκοπό τήν έξυπηρέτηση μιας νέας κοσμοθεωρητικής τοποθέτησης είναι φαινόμενο συνηθισμένο σέ μεταβατικές περιόδους, καί ή χρή­ ση άριστοτελικών θέσεων άπό μέρους τού Bruni, τού Salutati ή τού Giovanni έπιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα. *Άν, τώρα, ό τε­ λευταίος, μέ τό νά δέχεται τήν έπιστημονική άνωτερότητα τής ια­ τρικής, φαίνεται ν’ άπεμπολεΐ τό νεοκατακτημένο πρωτείο τής vita activa, ωστόσο συμμερίζεται έξίσου τά άνθρωπολογικά κι ωφελιμιστικά μέτρα καί σταθμά, δηλ. τήν άποστροφή προς τήν ένατενιστική μεταφυσική καί τό ιδεώδες τής καθαρά θεωρητικής ζωής. 'Όμως άκριβώς άπό τήν άνθρωπολογική-ώφελιμιστική θεώ­ ρηση πήγασε σέ τελευταία άνάλυση, όπως είδαμε στο παράδειγμα τού Salutati, ή έγκατάλειψη τού βασικού γιά τήν παραδοσιακή μεταφυσική κριτηρίου τής certitudo obiecti. "Ενας ύποστηρικτής τής θεωρητικής ζωής, ό Antonio de’ Ferrariis, είχε ήδη τότε συλ117. De medicinae et legum praestantia = Garin (ed.), Disputa, 86. 118. 6π. παρ., 86, 88, 94.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΛΙ ΜΕΤΛΦΤΣΙΚΙΙ

67

λάβει καθαρά, αν καί άπό τήν σκοπιά του, τό πρόβλημα. 'Η μετα­ φυσική, γράφει, και τό συναφές μ’ αύτή ιδεώδες τής θεαφητικής ζωής στηρίζονται στην άνώτερη περιωπή (dignitas) κι ευγένεια του άντικειμένου τους* άκριβώς γ ι’ αυτό ή μεταφυσική αποτελεί sapientia. ’Αντίθετα, όσοι έχουν στο νοΰ τους τό πλήθος καί τά χαμηλά του ένδιαφέροντα, κηρύσσοντας τήν άνωτερότητα τής vita activa, γνοιάζονται άποκλειστικά για τό άπτό όφελος (utilitas).119 Σημειώσαμε ήδη τήν διάκριση άνάμεσα σέ sapientia, πού σήμαινε ο,τι κι ή άριστοτελική «σοφία», δηλ. τήν ΰψιστη μεταφυσική γνώση, καί σέ scientia, πού δήλωνε τήν δυνατή γνώση του πεπε­ ρασμένου κόσμου, όντας έτσι συχνά συνούνυμη με τήν άριστοτε­ λική «επιστήμη». Ή διάκριση των δύο το ύτο ι όρων άντανακλούσε τον θεμελιώδη διαχωρισμό των όντολογικών επιπέδων στήν πα­ ραδοσιακή μεταφυσική καί συνεπαγόταν τήν ύπεροχή του κριτη­ ρίου τής certitudo obiecti* τέτοιο απόλυτα βέβαιο γνωστικό άντικείμενο ήταν, φυσικά, μονάχα τό αντικείμενο τής sapientia. Ή βαθμιαία κατάρρευση τής διάκρισης άνάμεσα σέ sapientia καί scientia εύνοεΐ, έτσι, τουλάχιστο μακροπρόθεσμα, τήν όντολογι­ κή άνατίμηση του άντικειμένου τής scientia, δηλ. του φυσικού κόσμου, καί παράλληλα τον παραγκωνισμό τού κριτηρίου τής certitudo obiecti προς όφελος τού κριτηρίου τής certitudo modi procedendi. Ό υποβιβασμός τής μεταφυσικής sapientia ξεκίνησε κι αύτός άπό τήν άντίθεση άνάμεσα στήν φιλοσοφική καί στήν χριστιανική έννοια τού όρου, όπως διαγράφεται π.χ. στον Αύγουστίνο, γιά τον όποιο ή άληθινή sapientia δέν στηρίζεται στον Λόγο παρά στήν πίστη. Ή αύγουστίνεια άντίληψη τής sapientia μπορούσε, λοιπόν, ν’ άντιπαραταχτεί άμεσα στήν sapientia ώς έλ­ λογη μεταφυσική γνώση, κι έτσι υπονόμευε τήν άριστοτελική καί (έν μέρει) θωμιστική ιεραρχία τών μορφών γνώσης,120 πράγμα πού τελικά δέν ήταν δυνατό νά παραμείνει δίχως συνέπειες καί γιά τις σχέσεις άνάμεσα σέ sapientia καί scientia. Παρόμοιες συνέ­ πειες γιά τις σχέσεις τούτες είχε καί ή άποδοχή τού πρωτείου 119. De dignitate disciplinarum = Garin (ed.), Disputa, 14 4 ,14 6 . 120. Γιά τις διαφορές άνάμεσα στήν αύγουστίνεια καί στήν άριστοτελικήθωμιστική άντίληψη της sapientia βλ. Rice, Wisdom, 4 κέ., 15 κέ.

68

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

τής πρακτικής ζωής, οπότε στην θεωρητικά προσανατολισμένη sapientia άντιπαρατέθηκε ή πρακτική φρόνηση, ή prudentia· ή άντιπαράθεση αυτή άρχίζει πολύ νωρίς, δπως είδαμε στο παρά­ δειγμα τού Salutati, καί γίνεται βαθμιαία κοινός τόπος, κυρίαρχος στήν ηθική φιλοσοφία τού 16ου αί.121 ’Έ τσι, λοιπόν, ύπονομευμένη τόσο άπό τήν έπίδραση τού φιντεϊσμού όσο κι άπό τό πρωτείο τής vita actiya, ή παραδοσιακή διάκριση άνάμεσα σε sapientia καί scientia καταρρέει, καί μάλιστα μέ άποτελέσματα δυσμενή για τήν πρώτη κι εύμενή γιά τήν δεύτερη. Προτού, ωστόσο, ή scientia επικρατήσει ολοκληρωτικά παίρνοντας τό νόημα πού τής έδωσε τελεσίδικα ή μαθηματική φυσική τού 17ου αί. (δηλ. τό νόη­ μα τής έλλογης καί συνάμα πειραματικής έρευνας τού αισθητού κόσμου, τού Εντεύθεν), ή κατάρρευση τής διάκρισης άνάμεσα σέ sapientia καί scientia έπιτελέστηκε μέ τρόπους συχνά πλάγιους κι άντιφατικούς. ’Άλλοτε δηλ. ή έννοια τής sapientia διευρυνόταν γιά νά σημάνει τήν (έγκυκλοπαιδική) γνώση δλων των πραγ­ μάτων, θείων καί άνθρώπινων, φυσικών καί ιστορικών, έτσι ώστε στο τέλος χανόταν ή ειδοποιός διαφορά της άπό τήν scientia* κι άλλοτε, πάλι, ή scientia προαγόταν στο έπίπεδο τής sapientia διαμέσου τής έκπνευμάτωσης καί τής εξαΰλωσης τού αισθητού κό­ σμου, οπότε ό τελευταίος, σέ μιά πνευματοκρατική προοπτική, γίνεται άντικείμενο γνώσης καθαρά πνευματικής, αδιαχώριστης άπό τήν γνώση τήν υπερβατική.122 'Ό πως καί νάχει, ή άπάλειψη τής διάκρισης άνάμεσα σέ sapientia καί scientia άντικατόπτριζε τό κρίσιμο γεγονός, δτι ό παραδοσιακός διαχωρισμός τών όντολογι­ κών επιπέδων είχε γίνει λιγότερο αυτονόητος. ’Έ τσι, δμως, ήταν μοιραίο ν’ άτονίσει στο τέλος ή certitudo obiecti, πού άποτελούσε ένα άκρογωνιαίο λίθο τής άρχαίας καί χριστιανικής μετα­ φυσικής.

121. Γιά τις μορφές πού παίρνει ή προτίμηση της prudentia άπέναντι στήν sapientia σέ Γάλλους άνθρωπιστές τού 16ου αί., δπως οί Bude καί Ronsard, βλ. Rice, Wisdom, 150 κέ. . 122. Τίς διάφορες μορφές παραμερισμού της διάκρισης άνάμεσα σέ sa­ pientia καί scientia μελετά ό Rice, Wisdom, passim.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΛΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

69

γ. Lorenzo Valla: ή αντίκρουση τής μεταφυσικής μέ βάση ρητορικά - γλωσσικά κριτήρια Ή κεντρική σημασία του πλέγματος ιδεών, τό όποιο άναλύσαμε στα προηγούμενα, γιά την κριτική τής μεταφυσικής στον 15ο καί 16ο αί. καταφαίνεται στήν άντιμεταφυσική έπιχειρηματολογία του Valla, δπου ή άντινοησιαρχική θεώρηση (πρωτείο τής βούλησης καί τής vita activa) συμβαδίζει μέ μια καταλυτική γλωσσολογική κριτική βασικών άριστοτελικών καί σχολαστικών εννοιών. Σφάλ­ λουν δσοι θεωρούν τή νόηση κυρίαρχη τής βούλησης, γράφει ό Valla, κι ως άπόδειξη επικαλείται τήν αμαρτωλή πράξη, πού θάταν άδύνατη, αν ή νόηση μπορούσε σέ κάθε στιγμή νά ελέγξει τήν βούληση. ’Από τήν βούληση προέρχεται τόσο ή άρετή δσο κι ή αμαρτία, ενώ ή νόηση καθαυτή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή.123 ’Ακριβώς γ ι’ αυτό είναι άβάσιμη κι ή άντίληψη για τό πρωτείο τής θεωρητικής ζωής, αφού ή τελευταία προϋποθέτει τήν ενεργή κυριαρχία τής νόησης πάνω στις υπόλοιπες ψυχικές λειτουργίες. ’Αλλά καί τό άντίστροφο ισχύει: ή νοησιαρχική φιλοσοφία είναι συνάρτηση τής άποξένωσης άπό τήν πρακτική ζωή ως πλαίσιο δράσης, άλλά καί ώς άποκρυστάλλωση τής βούλησης. Μολονότι ό Valla, δπως κι οι άλλοι ανθρωπιστές, φροντίζει γιά εύνόητους πολεμικούς λόγους νά διαστείλει τον «γνήσιο» ’Αριστοτέλη άπό τήν σχολαστική «παραφθορά» του,124 ωστόσο, δταν στρέφεται κα­ τευθείαν εναντίον του, μιά άπό τις βαρύτερες μομφές πού τού απευ­ θύνει είναι ό άφηρημένος-νοησιαρχικός χαρακτήρας τής φιλοσοφίας του, ό οποίος τάχα οφείλεται στο γεγονός, δτι ό ίδιος ό ’Αριστο­ τέλης στάθηκε παράμερα άπό τήν πολιτική καί πολεμική δράση.125 Ό άριστοτελικός καί γενικά φιλοσοφικός ισχυρισμός, δτι ή κα­ θαρή θεωρία κάνει τον άνθρωπο θεό, γιά τον Valla άποτελεί τρόπο 123. Disputationes Dialecticae, 1 , 10 = Opera, 664, 667. 124. Καί 6 Valla συμμερίζεται τήν άποψη, δτι τά άριστοτελικά κείμενα έφθασαν παραφθαρμένα καί διαστρεβλωμένα ώς έμάς* έπίσης τονίζει, δτι οί λατινικές μεταφράσεις άδίκησαν τό συχνά άμετάφραστο άριστοτελικό έργο,

Disp. Dial., Praefatio = Opera, 644. 125. δπ. παρ.

70

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

αύτοεπίδειξης των φιλοσόφων.126 Έδώ, βέβαια, άπηχεΐται ή αύγουστίνει-α περιφρόνηση άπέναντι στις φιλοσοφικές κατασκευές. Καί πράγματι, ό Valla εκφράζει κι αύτός, όπως κι οί προγενέ­ στεροι άνθρωπιστές, την συμπάθειά του για την ανόθευτη θεολογία των Πατέρων —του Κυπριανού, του ’Αμβροσίου ή του Αύγουστίνου—, ένώ άποδοκιμάζει έντονα την θωμιστική σύζευξη θεολογίας καί μεταφυσικής. Επικαλούμενος ρήσεις του Παύλου εναντίον τής φιλοσοφίας (π.χ. Κολασσ. 2, 8), θεωρεί την σύζευξη αυτή νεωτερική καί τεχνητή, καί παρατηρεί, ότι οί παλιοί θεολόγοι την άπέρριπταν γιά λόγους τόσο πραγματικούς, άφού ή έλλογη μεταφυσική δέν μπορεί να οδηγήσει στή σύλληψη των θείων πραγμάτων, όσο καί γλωσσικούς, αφού οί έννοιες τής έλληνικής γλώσσας δέν άποδίδονται λατινικά: οί παλιοί θεολόγοι, άκριβώς επειδή ήξεραν ελληνικά, δέν άποτόλμησαν ποτέ να πλάσουν τά λεκτικά τερατουργήματα των νεοτέρων, δηλ. όρους όπως ens, entitas, quidditas κτλ.127 *Αν οί θέσεις αυτές είχαν ήδη διατυπωθεί σέ λίγο-πολύ παρα­ πλήσιες μορφές άπό προγενέστερους άνθρωπιστές, όμως ή γλωσ­ σική άνάλυση τής τοτινής μεταφυσικής έννοιολογίας άπό μέρους του Valla στάθηκε άπό πολλές άπόψεις πρωτότυπη καί μάλιστα ρηξικέλευθη. Μια τέτοια άνάλυση ήταν, βέβαια, μέ τήν σειρά της, δυνατή μονάχα πάνω στή βάση τής άνατίμησης τής ρητορικής, όπως τήν περιγράψαμε στα παραπάνω. Ή πρακτική-χρησιμοθηρική θεώρηση, πού συνδεόταν μέ τήν άνατίμηση τούτη, έμπνέει στον Valla τήν εξύμνηση τής κοινής, γενικά κατανοητής καί κοι­ νωνικά χρηστικής γλώσσας άπέναντι στήν άφηρημένη, τεχνητή καί πρακτικά-κοινωνικά άχρηστη γλώσσα τής φιλοσοφίας, καί μάλι­ στα τής λογικής καί τής διαλεκτικής. Χρέος τής φιλοσοφίας καί τής διαλεκτικής, γράφει ό Valla, είναι νά μήν ξεστρατίζουν άπό τις γενικές γλωσσικές συνήθειες, άπό τήν πεπατημένη τής γλώσ­ σας.128 Μολονότι δέχεται, ότι ή διαλεκτική είναι κυρίως scientia sermonicans κι ή λογική scientia rationalis, ότι δηλ. ή πρώτη έξ ορισμού βρίσκεται κοντότερα στον καθημερινό λόγο (sermo) 126. 0π. παρ., I, 8 = Opera, 660. 127. Encomium, 394. 128. Disp. Dial., I, 3 = Opera, 651.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

71

άπό τήν δεύτερη, ή οποία διατυπώνει αύστηρούς κανόνες επιστη­ μονικής έπιχειρηματολογίας, ωστόσο έπιθυμεΐ να τις συγχωνεύσει, θεωρώντας τες άπό κοινού ως τρόπους άνθρώπινης έπικοινωνίας διαμέσου τής γλώσσας. ’Ανατρέχει, λοιπόν, στην ετυμολογία τής «λογικής» άπό τον «λόγο», τον όποιο εννοεί όχι ώς ratio (δηλ. άψογη, άπό τήν άποψη τής τυπικής λογικής, λειτουργία τής νόη­ σης) παρά ώς ζωντανή γλώσσα, ώς sermo· ή λογική είναι έξίσου οσο κι ή δια-λεκτική διά-λογος, στον όποιο συμμετέχουν δύο του­ λάχιστο πρόσωπα κι έπομένως πρέπει να οριστεί ώς duorum sermo, ένώ ή έκφραση duorum ratio δεν δίνει κανένα νόημα.129 Έ τσ ι, άντίθετα άπό τήν προσκόλληση των νομιναλιστών στις άριστοτελικές διακρίσεις, σκοπός τού Valla είναι ή ενότητα λο­ γικής και ρητορικής, οπότε ή πρώτη παύει νάναι άποκλειστικός φορέας κάθε κριτικής λειτουργίας* άπεναντίας, ή κριτική εμπεριέ­ χεται τώρα αύτόματα στήν φυσική, δηλ. άδιαστρέβλωτη κι άνεμπόδιστη έκδίπλωση των μηχανισμών τής γλώσσας (αύτό, δπως θά δούμε άμέσως παρακάτω, σημαίνει, δτι ή φυσική χρήση τής γλώσ­ σας άποτελεί eo ipso τήν τελεσίδικη κριτική τής μεταφυσικής). Ή διαλεκτική θά γίνει υπόθεση άπλούστατη κι εύκολότατη, φρο­ νεί ό Valla, αν έπανασυνδεθεί με τήν άποφασιστική ιστορική καί κοινωνική διάσταση τού sermo, αν ξαναπλησιάσει τήν γραμματική καί τήν προβληματική τής τέχνης τής πειθοΰς* άλλωστε διαλε­ κτική καί ρητορική συμμερίζονται βασικά σημεία: κοινός τους στόχος είναι ή άνασκευή άντίθετων άπόψεων καί κοινή είναι, έπίσης, ή χρήση συλλογισμών κι έπιχειρημάτων, αν καί μέ διαφο­ ρετική μορφή.130 Οι σχολαστικές άφαιρέσεις έχουν διαταράξει τήν φυσική σχέση άνάμεσα σέ λέξη καί πράγμα, σε verbum καί res, καί ή έπιστροφή στο δεύτερο οφείλει νά συντελεστεί άκριβώς δια­ μέσου τής γλωσσικής καί πραγματολογικής άνάλυσης τού πρώτου, ή οποία θά διαλύσει κάθε ψευδή γενίκευση καί κάθε μυστικοποίησή του. Γι’ αύτό ή άνάλυση τών λέξεων συμπίπτει μέ τήν άνακάλυψη τών πραγμάτων. Είναι μονάχα έπιφατικά παράδοξο, .δτι εδώ αίτείται ή έπιστροφή στά πράγματα, τήν στιγμή πού ή άνάλυση 129. οπ. παρ., I ll, 1 = Opera, 732. 130. δπ. παρ., II, P raef.= Opera, 693.

72

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

περιορίζεται στο έπίπεδο τής γλώσσας καί παραμερίζεται δλότελα τδ πρόβλημα του όντος. Γιατί άπό την σκοπιά του V alla τό res, ήτοι ή ζωντανή πραγματικότητα στην άμεση ανθρώπινη έκφρασή της, συμπίπτει μέ τήν γλώσσα, αν αύτή καθαρθεΐ άπό τις διαστρε­ βλώσεις καί τις βάρβαρες προσθήκες των σχολαστικών κι άφου οί τελευταίες οφείλονταν άμεσα ή έμμεσα στην προσπάθεια συγ­ κρότησης μιας μεταφυσικής, γ ι’ αύτό. κι '·ή επιστροφή στήν κα­ θαρότητα καί φυσικότητα τής γλώσσας σημαίνει eo ipso επιστρο­ φή καί στα πράγματα μέ τήν έννοια τής άποκοπής άπό τήν μετα­ φυσική. *Αν δηλ. ή γλώσσα νοηθεί καί λειτουργήσει σωστά, τότε άναφέρεται αύτόματα σέ μια πραγματικότητα άσχετη μέ τό ον τής μεταφυσικής* ή τελευταία, έπομένως, είναι στήν ουσία της γλωσσική εκτροπή. Καταλαβαίνουμε, τώρα, γιατί ό Valla έξαρτά τόσο έμφατικά τήν άκρίβεια τής σκέψης άπό τήν καλλιέργεια τής γλώσσας καί τήν ορθοέπεια, άποδίδοντας στήν έλλειψη τής τελευταίας τα λάθη καί των μεγαλύτερων άκόμη στοχαστών.131 Τό στοιχειωδέστερο κριτήριο ορθοέπειας είναι, βέβαια, ή συμμόρφωση μέ τούς κανό­ νες τής γραμματικής — καί ό Valla κατηγορεί τούς μεταφυσικούς, ότι έπλασαν μιά σειρά κεντρικές τους έννοιες παραβαίνοντας τούς γραμματικούς κανόνες* τέτοιες έννοιες είναι π.χ. ή entitas (άπό τό ens), ή quidditas (άπό τό quid) καί ή identitas (άπό τό idem).132 Ούσιαστικό όντολογικό βάρος καί συνάμα άληθινή γραμ­ ματική καί λογική γενικότητα έχει μονάχα ή λέξη «πράγμα» (res), όντας σέ θέση νά συμπεριλάβει μέσα της κάθε μορφή πραγμα­ τικότητας (re-alitas). Γι’ αυτό καί όλες οί ύπερβατικές έννοιες (transcendentalia) μπορούν νά υπαχθούν στο res, δηλ. νά γίνουν άπλά του κατηγορήματα χάνοντας τήν πλασματική όντολογική τους άναφορά. Οί έννοιες ens, aliquid, unum, verum, bonum άποκαλύπτονται, έτσι, ώς ειδικότεροι προσδιορισμοί τού res καί μπορούν ν’ άποδοθούν ώς εξής: ens = res quae est, aliquid = aliqua res, unum = una res, verum = vera res, bonum = bona res. Κάθε μετοχή καί κάθε έπίθετο άναλύονται, λοιπόν, στο άντί131. δπ. παρ., III, 14 = Opera, 750. 132. δπ. παρ., I, 3 = Opera, 652.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

73

στοίχο ρήμα καί στην άντίστοιχη αναφορική αντωνυμία* το bona res π.χ. είναι παραλλαγμένη μορφή τής φράσης: res quae bona est, στήν όποια άναλύεται τό έπίθείτο bonum, τό ίδιο π.χ. δπως καί τό homo qui legit προκύπτει από τήν άνάλυση του homo legens.133 Μέ ιδιαίτερη σφοδρότητα στρέφεται ό Valla έναντίον των προσφιλών στους σχολαστικούς άφηρημένων ουσιαστικών σε -itas, πού κι αυτά, δπως δείχνει, προέρχονται δλα από έπίθετα καί μπορούν ν* άναλυθούν μέ τον παραπάνω τρόπο. Στήν ουσια­ στικοποίηση τών επιθέτων βλέπει τον κίνδυνο άφηρημένης ύποστασιοποίησης πραγμάτων, τά οποία άνήκουν αυτονόητα στον χώ ­ ρο τής συγκεκριμένης άνθρώπινης πράξης (τό bonum σημαίνει bona res καί τούτο bene facere134). Ή ούσιαστικοποίηση δεν είναι έξαντικειμενίκευση, παρά άντίθετα άπόκρυψη τής απτής άν­ θρώπινης καί πρακτικής ρίζας μιας λέξης πίσω άπό μιαν έπιβλητική άφαίρεση. Τήν γλωσσική άνάλυση έπιστρατεύει ό Valla καί για να χτυ­ πήσει τήν σπονδυλική στήλη τής σχολαστικοαριστοτελικής μετα­ φυσικής, δηλ. τό σύστημα τών κατηγοριών. Ή πρώτη καί θεμε­ λιώδης κατηγορία, ή ούσία, άποδόθηκε στά λατινικά άπό τον Βοήθιο μέ τον εσφαλμένο δρο substantia, ό όποιος στήν πραγματικό­ τητα άναφέρεται στήν υπόσταση* έτσι ή μετοχή ον, άμετάφραστη στά λατινικά, μετατράπηκε σέ όντολογική κατηγορία, σέ ύπό-σταση, μέ άποτέλεσμα ν* άποπροσανατολιστεί ολόκληρη ή λατινόγλωσση φιλοσοφική παράδοση.135 Αυτό, δπως καί ή έμφυτη άσάφεια τού άριστοτελικού δρου «ουσία» —πού σημαίνει άλλοτε τό τί ήν είναι κι άλλοτε ένα καθόλου ή ένα γένος, άλλοτε τήν μορφή ή τήν δλη κι άλλοτε τήν σύνθεσή τους136—, γέννησαν τήν μόνιμη έννοιολογική άοριστία τών περιπατητικών καί μαζί τήν παραπλανη­ τική συνωνυμία τής substantia καί τής essentia. Ό Valla προ­ τείνει νά χρησιμοποιείται ή substantia ώς συνώνυμο τού res, μέ τήν έννοια τού κοινού καί μόνιμου φορέα πολλών κατηγορημάτων, δπως υποδηλώνει καί ή έτυμολογία της* ή essentia, πάλι, θά πρέ133. δπ. παρ., I, 2 = Opera, 646/8. 134. δπ. παρ., 1, 2 = Opera, 651. 135. δπ. παρ., I, 6 = Opera, 653/4. 136. δπ. παρ., 1 , 6 = Opera, 655.

74

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

πει νά σημαίνει την ΰλη στην άντίθεσή της προς τήν μορφή.137 Ή substantia γίνεται, έτσι, αδιάσπαστη ενότητα της essentia καί της ποιότητας (qualitas), ή οποία, πάλι, είναι συνάρτηση της μορφής (forma), του γενεσιουργού παράγοντα τής ιδιαίτερης ποιό­ τητας ένός πράγματος. Στην έννοια τής qualitas ό Valla δίνει πολλαπλές σημασίες138 καί μ* αύτόν τον τρόπο, μέ τήν συνεπικουρία καί τής έννοιας τής ενέργειας (actio), είναι σέ θέση ν’ άντικαταστήσει τό σύστημα των δέκα άριστοτελικών κατηγοριών μέ τρία μονάχα άνώτατα γένη (summa genera), δηλ. τήν substantia, τήν qualitas καί τήν actio.139 Στις δύο τελευταίες άνάγονται καί τά υπόλοιπα έπτά άριστοτελικά συμβεβηκότα μέ έπιχειρήματα τόσο πραγματολογικά 6σο καί γλωσσικά.140 Συνδέοντας άναπόσπαστα τήν substantia μέ τήν forma ώς συγκεκριμένη qualitas καί συμπτύσσοντας τά εννιά συμβεβηκότα σέ δύο, ό Valla άπλοποιεί δραστικά τήν καθιερωμένη τότε μετα­ φυσική έννοιολογία καί συνάμα επιχειρεί μιά έμμεση, άλλά σαφή τροποποίηση, αν 8χι άνατροπή, τού περιεχομένου τής σχολαστικοαριστοτελικής μεταφυσικής. Πρώτα-πρώτα κάνει άδύνατη τήν άφηρημένη σύλληψη τής substantia καί έτσι καί τήν κατάρτιση μιας ιεραρχίας τών νοητών ουσιών* κι έπειτα παραμερίζει τούς σχολαστικούς όντολογικούς διαχωρισμούς άνάμεσα σέ formae sub­ s t a n tia l καί formae accidentales, οι όποιοι όχι μόνο πολλα­ πλασίαζαν άσκοπα καί περίπλεκαν απίστευτα τήν λογική δόμηση τής μεταφυσικής, άλλά καί στήριζαν τον θεολογικά έμπνευσμένο 137. δπ. παρ., I, 6 = Opera, 656. 138. Ε κτός άπό τίς αισθητές ιδιότητες, οί όποιες έχουν κι αύτές τίς υποδιαιρέσεις τους, υπάρχουν οί ήθικοψυχολογικές (καλό-κακό, χαρά-λύπη, πόνος-ήδονή κτλ.), 6σες υποδηλώνουν σχέση ή άναφορά (σειρά, τάξη, διαφορά κι ομοιότητα, άναγκαιότητα, αιτία) κι δσες έμφαίνουν άνωτερότητα ή κατω­ τερότητα στά πλαίσια της λογικής Ιεραρχίας (γένος, είδος, δλο, μέρος). Βλ. οπ. παρ., 1 , 13 = Opera, 674 κέ. 139. δπ. παρ., 1 , 13 = Opera, 673. Πρέπει νά σημειωθεί, δτι ήδη ό Occam είχε δώσει στήν substantia καί στην qualitas ξεχωριστή θέση μέσα στό σύστημα τών κατηγοριών, βλ. Summa Logicae, 1 ,1 θ = σ. 34/5. 140. δπ. παρ., 1 , 17 = Opera, 680 κέ. 'Έτσι π.χ. ή passio (τό άριστοτελικό πάσχειν) μεταβάλλεται σέ actio διαμέσου της άνάλυσης τού pati σέ passionem sentire κτλ.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

75

τελολογικό προσανατολισμό της. Παρεμφερείς συνέπειες έχει κι ή άπόρριψη τής άριστοτελικής διάκρισης άνάμεσα σέ δύναμη (ροtentia) καί ενέργεια (actus) άπό μέρους τού Valla. Θά έκτιμήσουμε καλύτερα την σημασία της απόρριψης τούτης, αν θυμηθούμε, ότι ή παραπάνω διάκριση θεμελίωνε στην σχολαστική μεταφυσική άντίληψη τήν υπερβατικότητα τού Θεού ως καθαρής ενέργειας (actus purus) άπέναντι στόν συντυχιακό χαρακτήρα (τήν γνωστή μας contingentia) τής φύσης, ή οποία, όντας εμπειρική καί μετα­ βλητή, παραμένει άναγκαστικά άτέλεστη κι ανολοκλήρωτη, είναι δηλ. άθροισμα δυνατοτήτων προς έκπλήρωση (potentia) καί κυ­ ριαρχείται σέ διάφορους βαθμούς άπό τήν στέρηση (privatio)* κατά τήν ίδια έννοια, ή διάκριση δύναμης κι ένέργειας στήριζε τις θεμελιώδεις θωμιστικές άντιδιαστολές ύπαρξης καί ούσίας, ύλης καί μορφής κτλ. ’Ήδη ή άρρηκτη ενότητα ούσίας καί ποιότητας, όπως τήν έβλεπε ό Valla, είχε θέσει στο περιθώριο τήν κεντρική άριστοτελική διδασκαλία γιά τήν στέρηση* ή ίδια θέση διευρύνε­ ται καί παγιώνεται τώρα μέ τήν άρνηση τού «δυνάμει», τήν όποια ό Valla δικαιολογεί μέ επιχειρήματα παρμένα άπό τήν καθημερινή γλωσσική χρήση. Πώς μπορεί κάποιος, ρωτά, νά ισχυριστεί π.χ., ότι μέσα σ’ ένα κομμάτι ξύλο βρίσκεται δυνάμει ένα κιβώτιο; Καί σέ ποιόν άναφέρεται αύτό τό «δυνάμει», άφοΰ δέν μπορεί Vs αποδοθεί ούτε στο ξύλο,.άλλά ούτε καί στόν τεχνίτη, ό οποίος κατασκευάζει, βέβαια, τό κιβώτιο, όμως δέν τό δημιουργεί εκ τού μηδενός; Στήν πραγματικότητα τό ξύλο μπορεί νά πάρει πολλές μορφές, χωρίς νά υπάρχει καμμιά άναγκαία σχέση άνάμεσα σέ δύναμη καί ενέργεια. ΙΥ αύτό κι ό καθημερινός λόγος είναι πολύ άκριβέστερος, όταν λέει, ότι άπό τό ξύλο μπορεί νά φτιαχτεί ένα κιβώτιο κι όχι ότι τό ξύλο είναι δυνάμει ένα κιβώτιο* ή λατινική γλώσσα υποδηλώνει τήν παραπάνω δυνατότητα μέ τήν κατάληξη -ibilis. Ό Valla ζητά τήν συμμόρφωση των θεωρητικών μας άντιλήψεων μέ τήν φυσική αίσθηση, όπως άποκρυσταλλώνεται στήν κοινή γλωσσική χρήση.141 ’Έ τσι, άφοΰ ή μετάβαση άπό τήν δύναμη στήν ένέργεια καταργείται, δέν υπάρχει γιά τον V alla παρά μόνο ή μετάβαση άπό τις 141. οπ. παρ., 1 , 16 = Opera, 679.

76

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

συγκεκριμένες ενέργειες (actiones) στις συγκεκριμένες ποιότη­ τες, ή όποια γέννα καί συνάμα συνιστά τήν άέναη κίνηση του κό­ σμου.142 Στήν θέση τής πάγιας μεταφυσικής ιεραρχίας μπαίνει τώρα ή οριζόντια συμπαράταξη των πραγμάτων, των ποιοτήτων καί των ενεργειών. Σ’ αύτά τα πραγματικά όντολογικά δεδομένα άναφέρεται ό άνθρώπινος λόγος με διάφορους τρόπους σε διάφορες γλώσσες,143 κι όποτε ξεφύγει άπό τήν λειτουργία του αύτή, γεν­ νιούνται περιπλοκές καί λοξοδρομήματα, πού κατόπιν αύτοαναπαράγονται επ’ άπειρο. Με άλλα λόγια, ή κατάργηση τής αρι­ στοτελική ς διάκρισης ανάμεσα σέ δύναμη κι ένέργεια σημαίνει, ότι δέν υπάρχει πιά άπό τήν μιά πλευρά ένας έτοιμος, πρότυπος κόσμος (ύποτυπωμένος στο επίπεδο τής λογικής κατασκευής) κι άπό τήν άλλη ένας άνέτοιμος κι άσυμπλήρωτος, πού πρέπει νά ολοκληρωθεί χάρη στήν δράση κάποιας τελολογίας. Ό κόσμος είναι όπως είναι, αδιάκοπα μεταβλητός κι άδιάκοπα πλήρης. Πράγ­ ματι, ό Valla τείνει κάποτε νά συλλάβει τον κόσμο σάν ζωντανή κι οργανική ενότητα, όπως δείχνει άνάμεσα στ* άλλα κι ή κριτική του στήν αριστοτελική άνθρωπολογία καί ζωολογία.144 Στήν δυ­ ναμική κίνηση τής σκέψης του άναπηδουν, ωστόσο, καί άλλα στοι­ χεία, πού, είτε συνειδητά είτε άσυνείδητα, προδίδουν νέους προσα­ νατολισμούς. Πρόκειται προπαντός γιά.τήν στροφή άπό τον κόσμο του όντος στον κόσμο τής γνώσης, ή οποία, όπως είπαμε, προε­ τοιμάζει τήν υπεροχή τής certitudo modi procedendi άπέναντι στήν certitudo obiecti. Ό Valla υπογραμμίζει επανειλημμένα τον άποφασιστικό ρόλο τού ύποκειμένου στήν διαμόρφωση τής γνώσης, π.χ. όταν γράφει, ότι άλήθεια καί ψέμα είναι εξίσου λει­ τουργίες τού νού μας κι ότι δέν μπορούμε νά δεχόμαστε τήν υπο­ κειμενική προέλευση τού δεύτερου χωρίς νά δεχτούμε καί τήν υπο­ κειμενική προέλευση τής πρώτης.145 Ε ξίσου υποκειμενικές θεω­ ρεί ό Valla καί τις ποιότητες, τις όποιες, όπως λέει, τις εκλαμβά­ νουμε ως άντικειμενικές μόνο καί μόνο επειδή στήν θέση τού όνό142. 143. 144. I, 224/6. 145.

όπ. παρ., 679/80. Γίρβλ. οπ. παρ., 1 , 17 = Opera, 686/7. IV αύτή τήν πλευρά της σκέψης του Valla βλ. Saitta, II pensiero, Disp. Dial., I, 2 = Opera, 651.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

77

μοέτος τής αίσθησης βάζουμε τό ονομα κάποιου άντικειμένου, μι­ λάμε δηλ. γιά ένα μαλακό ή λευκό πράγμα κι οχι για τό αντίστοι­ χο άπτικό ή οπτικό αίσθημα.146 'Όπως ό Valla άντιπαραθέτει στην τεχνητή έννοιολογία τής μεταφυσικής την φυσική καθημερινή γλώσσα, έτσι καί στήν τεχνη­ τή σκέψη τής αριστοτελικής συλλογιστικής αντιτάσσει τήν φυσική κι άβίαστη ροή του άνθρώπινου στοχασμού. Οι περίπλοκοι συλ­ λογιστικοί κανόνες περιττεύουν, όταν άκόμα καί τα παιδιά έχουν τήν φυσική ικανότητα να φτιάχνουν ορθούς συλλογισμούς.147 Τό μεγάλο πρότυπο φυσικής σκέψης παραμένει, βέβαια, ή ρητορική, κι ή κριτική του Valla στήν αριστοτελική συλλογιστική έμπνέεται κι αυτή άπό τήν έπιθυμία τής έπαναφοράς των λογικών μηχανι­ σμών στήν κοίτη τού άνθρώπινου λόγου ώς πρακτικού μέσου κοι­ νωνικής επικοινωνίας τών ανθρώπων. Ά π ό τούτη τήν σκοπιά, ό συλλογισμός δεν άποτελεΐ παρά μιά άπό τις μορφές τής ομιλίας (oratio), ή όποια γενικά ορίζεται ώς άρμονική συμπλοκή λέξεων με σημασία θεσπισμένη άπό τον κατασκευαστή τους.148 Ό Valla δέχεται τήν διαφορά υφής τού συλλογισμού άπό τήν ρητορική έπιχειρηματολογία, εφόσον σκοπός τού πρώτου είναι ή άπόδειξη πάνω στήν βάση 8χι πιθανών παρά άναγκαίων επιχειρημάτων, τά όποια πρέπει νά έκφέρονται μέ τήν μορφή τής μείζονος, τής έλάσσονος καί τού συμπεράσματος.149 'Όμως ό Valla άμφισβητεί, οτι ή άλήθεια προκύπτει άπό τήν τυπική ορθότητα τού συλλογισμρύ, γιατί τήν θεωρεί συνάρτηση τής ορθής χρήσης καί τοποθέτησης όλων τών στοιχείων τού λόγου μέσα στήν μείζονα καί στήν έλάσσονα πρόταση.150 Α κριβώς γιά νά κατασφαλιστεί ή λεκτική καί πραγματολογική βασιμότητα τών προκαταρκτικών προτάσεων τού συλλογισμού έπιβάλλεται ή προσφυγή στά άποδεικτικά μέσα τής ρητορικής. 'Η συγχώνευση ρητορικής καί λογικής έμφανίζεται έδώ σε μιάν ούσιαστική οψη της. Ή μορφική-τυπική αύτοτέλεια τού 146. δπ. παρ., 1 , 14 = Opera, 684/5. 147. δπ. παρ., I ll, 2 = Opera, 734. 148. δπ. παρ., II, 1 = Opera, 694 (vocum ex institutione artificis significantium congrua complexio). 149. δπ. παρ., I ll, 1 = Opera, 732. 150. δπ. παρ., I ll, 2 = Opera, 733.

78

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

συλλογισμού διατηρείται (μολονότι ό V alla μειώνει δραστικά τον άριθμό των σχολαστικοαριστοτελικών συλλογιστικών τύπων), ό­ μως παράλληλα τά συστατικά μέρη τού συλλογισμού επιλέγονται κι έπιβεβαιώνονται με μεθόδους ρητορικές. Κατά τον ίδιο τρόπο ό V alla άντιπαραθέτει στην λογική άντίληψη τής έπαγωγής μιάν άντίληψη ρητορική. Τον παραδοσιακό ορισμό τής inductio ως πρόοδο άπό τά έπιμέρους στά καθόλου τον άπορρίπτει με τό έπιχείρημα, δτι ή μετάβαση άπό τά πρώτα στά δεύτερα είναι άδύνατη, έφόσον τά καθόλου δεν μπορούν νά συναποτελεστούν άπό την άπλή συλλογή ξέχωρων πραγμάτων. Ή inductio επομένως έχει χαρακτήρα συμβουλευτικό καί γειτονεύει έτσι με τά ρητορικά παραδείγματα (exem pla).151 'Όπως θά δούμε μελετώντας τούς άνθρωπιστές θεωρητικούς τής ρητορικής τού 16ου αί.,152 αύτή ή άναβάπτιση τών μεγεθών τής άριστοτελικής λογικής μέσα στήν έννοιολογία καί μεθοδολογία τής ρητορικής οχι μόνο στέρησε τήν παραδοσιακή οντολογία άπό τά λογικά της ερείσματα, άλλά καί συνέβαλε σημαντικά στήν διαμόρφωση τής νεότερης έννοιας τής μεθόδου.

151. 6π. παρ., III, 16 = Opera, 757 κέ. 152. Βλ. τά μέρη 4β-4ε αύτου του κεφαλαίου.

3. Η ΔΙΠΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

Τά παραδείγματα του Petrarca καί του Salutati μας ’έδειξαν, δτι ό άγνωστικισμός, δηλ. ή διδασκαλία για τά 6ρια τής άνθρούπινης νόησης καί για την άδυναμία της να γνωρίσει έλλογα την έσχατη ούσία κι αιτία των πραγμάτων, στάθηκε ή πρώτη σημαν­ τική καί συστηματική άντιμεταφυσική τοποθέτηση των Νέων Χρό­ νων. Για «Νέους Χρόνους» μπορούμε νά κάνουμε λόγο εδώ, επειδή στούς άνθρωπιστές συγγραφείς ό άγνωστικισμός δεν είναι (μόνο) ή άντίστροφη 8ψη του φιντεϊσμού, παρά χρησιμεύει γιά νά κατο­ χυρώσει τό καινούργιο πρωτείο τής vita activa: ή άνυπέρβλητη άγνοια ως προς τό Έκεΐθεν (συχνά) ερμηνεύεται ώς επιταγή στρο­ φής πρός τό Ε ντεύθεν καί ή άθεράπευτη στειρότητα τής θεωρη­ τικής ζωής παρακινεί στήν προτίμηση τής πρακτικής καί στήν άνατροπή τής παραδοσιακής σχέσης άνάμεσα σέ sapientia καί prudentia. Ωστόσο καί στούς άνθρωπιστές των πρώτων, ιδιαί­ τερα, γενεών οι τάσεις αυτές παραμένουν στενότατα συνδεδεμένες μέ τήν φιντεϊστική αντίληψη, δπως τήν κληροδότησε ή αύγουστίνεια παράδοση καί τήν άναθέρμανε ή νομιναλιστική θεολογία. Στό μέρος αύτό τής εργασίας μας θά παρακολουθήσουμε μιά δια­ δικασία, πού συντελέστηκε κυρίως στον 16ο αί. καί στάθηκε άποφασιστική γιά τήν παραπέρα εξέλιξη τής κριτικής στήν μεταφυσική. Πρόκειται γιά τήν άπροκάλυπτη διάσπαση τών άγνωστικιστών σέ μιά φιντεϊστική καί σέ μιά θύραθεν πτέρυγα, άπό τις όποιες ή πρώτη άπορρίπτει τήν σύμμιξη.έλλογης γνώσης τού οντος καί π ί­ στης γιά νά διάφυλάξει τήν καθαρότητα τής πίστης, ένώ ή δεύτερη άποστρέφει τήν προσοχή της άπό τό Έ κεΐθεν μέ σκοπό νά συγ­ κεντρώσει τις δυνάμεις της στήν μελέτη τού Εντεύθεν, άνατιμώντας, έτσι, τόν αισθητό κόσμο κι αντιστρέφοντας, έμμεσα καί μα-

80

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

κροπρόθεσμα τουλάχιστον, την δεδομένη όντολογική ιεραρχία. ’Α ­ κριβώς τούτη ή στροφή προς τό Εντεύθεν άποτελει τό χαρακτη­ ριστικό γνώρισμα τού θύραθεν αγνωστικισμού τόσο άπέναντι στήν θεολογική μεταφυσική όσο κι άπέναντι στήν φιντει'στική θεολογία:' γιατί, άν οί δύο τελευταίες διέφεραν διαμετρικά ώς προς τόν κα­ θορισμό των σχέσεων πίστης καί Λόγου κι επομένως ώς πρός τήν δυνατότητα μιας έ'λλογης μεταφυσικής γνώσης, δμως ήσαν εξί­ σου προσανατολισμένες πρός τό υπεραισθητό κι άίδιο Έκεΐθεν. Ή έπανανακάλυψη τού Σέξτου καί τού Κικέρωνα στο πρώτο μισό τού 16ου αί.153 έδωσε άξιοσημείωτη ώθηση στήν τοτινή συζήτηση γύρω άπό τό πρόβλημα τού άγνωστικισμού καί τού σκεπτικισμού, δμως δέν στάθηκε ή γενεσιουργή αιτία της154 ούτε καί έχει άμεση σχέση με τήν διάσπαση τού άγνωστικισμού σέ φιντεϊστική καί θύραθεν παράταξη, άφού άρχικά άρκετοί γνώστες τού άρχαίου σκεπτικισμού παρέμειναν φιντει'στές καί μάλιστα άξιοποίησαν γιά τούς σκοπούς τους τά έπιχειρήματά του. 'Όταν δμως ό θύραθεν σκεπτικισμός άρχισε νά παίρνει συστηματική μορφή καί να γίνε­ ται άμεσος κίνδυνος γιά τήν θεολογία, τότε πολλοί εκπρόσωποί της άποτραβήχτηκαν δύσπιστα άπό τόν σκεπτικισμό γενικά, γιά ν’ άναζητήσουν στηρίγματα σέ διάφορες μεταφυσικές κατασκευές* είναι άλλωστε άκριβώς ή έποχή πού ό θωμισμός γίνεται περίπου επί­ σημη έκκλησιαστική ιδεολογία. ’Έ τσι, ό θύραθεν σκεπτικισμός άπορρίπτεται τόσο άπό φιντεϊστική δσο κι άπό θεολογικομεταφυσική σκοπιά. Ή άμφίπλευρη τούτη άντιμετώπιση προδιαγράφεται mutatis mutandis ήδη μέσα στούς κύκλους τού φλωρεντινού πλα­ τωνισμού, οπού εμφανίζονται δύο διαφορετικές άντιλήψεις πάνω στο ζήτημα τών σχέσεων παγανιστικής φιλοσοφίας (μεταφυσικής) καί θεολογίας: άπό τήν μιά προτείνεται ή συμφιλίωση καί ή λίγο­

ι 53. Γιά τήν ιστορία τής έπανανακάλυψης τούτης βλ. τά είσαγωγικά κεφάλαια στόν Popkin, History of Scepticism, καί στόν Schmitt, Cicero Scepticus. *0 Schmitt (σ. 8) άπορρίπτει ορθά τήν άποψη του Popkin, δτι στόν 16ο αί. τηρείται μέ άκρίβεια ή διάκριση ανάμεσα σέ άκαδημεικό καί πυρρώνειο σκεπτικισμό* τό σκεπτικιστικό ρεύμα παραμένει έξίσου ισχυρό δσο καί έννοιολογικά χαλαρό. Γ ι’ αύτό καί στήν ανάλυσή μας χρησιμοποιούμε έναλλακτικά τούς ορούς «άγνωστικισμός» καί «σκεπτικισμός». 154. Γιά τούς βαθύτερους λόγους της γένεσης του σκεπτικισμού στούς Νέους Χρόνους βλ. Kondylis, Aufklarung, 124 κέ.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

81

πολύ ελεύθερη σύμμιξή τους (Μ. Ficino, Giovanni Pico della Mirandola, Fr. Patrizzi), ενώ άπο την άλλη υποστηρίζεται ό αυ­ στηρός χωρισμός τους (π.χ. Gianfrancesco Pico della Mirandola, άνιψιος τού Giovanni). Ή πρώτη άπο τούτες τις τάσεις ενδια­ φέρει την ιστορία τής μεταφυσικής, ή δεύτερη την ιστορία τής κριτικής της. Ό Gianfrancesco Pico, πού άναπτύσσει την συγγραφική του δράση γύρω στά τέλη τού 15ου καί στις άρχές τού 16 αί., δεν άντιμετωπίζει άκόμη το φάσμα τού θύραθεν σκεπτικισμού κι έτσι συν­ δυάζει άπροβλημάτιστα τήν άγνωστικιστική του κριτική στην με­ ταφυσική μέ τήν φιντεϊστική του τοποθέτηση. Γι’ αυτό καί δέχε­ ται παράλληλα τήν επίδραση τόσο-τής αύγουστίνειας παράδοσης155 όσο καί τού Σέξτου.156 Ωστόσο —καί εδώ διαφαίνονται ήδη οι επιφυλάξεις στήν φιντεϊστική χρήση τού θύραθεν σκεπτικισμού, πού άργότερα θά μετατραπούν σέ δυσπιστία κι άποδοκιμασία— ό Gianfrancesco επαινεί τούς σκεπτικούς κυρίως γιατί, όπως λέει, καταρρακώνουν τήν οίηση τών φιλοσόφων.157 Στήν κριτική τών άρχαίων σκεπτικών ενάντια στήν μεταφυσική άναφέρεται για να υπογραμμίσει τήν σαθρότητα τής μή χριστιανικής φιλοσοφικής θεολογίας' άλλωστε ορίζει τήν μεταφυσική όχι μόνο ώς primam philosophiam, άλλα καί ώς gentium theologiam, καί τούτο ση­ μαίνει, ότι ή μεταφυσική μόνο είδωλολατρικής προέλευσης φιλο­ σοφία μπορεί νάναι κι ότι ή χριστιανική θεολογία ούτε είναι ο.υτε καί χρειάζεται νάναι τέτοιου είδους μεταφυσική — όντας, έτσι, ά­ τρωτη στά άντιμεταφυσικά έπιχειρήματα τών σκεπτικών.158 ’Απορ­ ρίπτεται,, λοιπόν, κάθε σύμμιξη τής χριστιανικής θρησκείας μέ τήν έλλογη γνώση, τής θεόπνευστης.'θεολογίας μέ τήν άνθρώπινη με­ ταφυσική,159 τής οποίας οι έκπρόσωποι τόσο συχνά σφάλλουν καί 155. Καί μάλιστα ά>ςραίων έκπροσώπων του φιντεϊσμού, όπως ό Savo­

narola, βλ. σχετικά Schmitt, Gianfrancesco Pico, 34 κέ. 156. 6π. παρ., 49 κέ. 157. Examen Vanitatis Doctrinae Gentium et Veritatis Disciplinae Ghristianae, III, 14 = Opera, 1005/6. 158. 6π. παρ., I ll, 11 = Opera, 982 κέ. 159. De studio divinae et humanae philosophiae, Proemium = Ope­

ra, 4· πρβλ. I, 2 = Opera 7/8.

82

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ψεύδονται..160 Ό Gianfrancesco συγκεκριμενοποιεί, τώρα, τήν τέ­ τοια άντιμεταφυσική στάση μέ μιαν άναλυτική κριτική τής άριστοτελικής διδασκαλίας για τήν ούσία καί τήν γνωσιμότητά της. Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν κριτική του, πρέπει νά παρατηρή­ σουμε προκαταρκτικά, ότι ή άμφίρροπη θέση του Αριστοτέλη άνάμεσα σ’ αισθησιαρχία καί νοησιαρχία, ή οποία έδινε τή δυνατότητα δύο διαφορετικών συνολικών έρμηνειών τής φιλοσοφίας του (μέ άποτέλεσμα νά παραλλάζει συχνά, ή άποτίμηση τών σχέσεών της μέ τον πλατωνισμό καί νά γίνεται άντιφατική ή ιστορική επίδραση τού άριστοτελισμού161), έπέτρεπε καί δύο διαφορετικές άνασκευές τής άριστοτελικής γνωσιμότητας τής ουσίας. ’Έ τσι, όσοι καταδι­ κάζουν τήν σχολαστικό αριστοτελική νοησιαρχία άπό έμπειρι.στική σκοπιά, θεωρούν τήν άξίωση τών περιπατητικών νά γνωρίσουν τήν ούσία άνεδαφική άκριβώς έξαιτίας τού νοησιαρχικού της προ­ σανατολισμού* όσοι πάλι χτυπούν τον άριστοτελικό εμπειρισμό, έ­ χοντας οι ϊδιοι νοησιαρχικές (ή μάλλον πνευματοκρατικές) συμπά­ θειες καί θέλοντας συνάμα ν’ άποδεσμεύσουν τήν θεολογία άπό τήν μεταφυσική, θεωρούν τήν ούσία άδιάγνωστη κάτω άπό αριστοτε­ λικές προϋποθέσεις άκριβώς γιατί δέν μπορεί νά συλληφθει άπό μέρους τής εμπειρίας. Στους τελευταίους άνήκει 6 Gianfrancesco. Ώ ς μεθοδολογική εισαγωγή στήν άρνηση τής γνωσιμότητας τής ούσίας χρησιμεύει εδώ μιά κριτική άνάλυση τής άριστοτελικής άποδεικτικής (ars demonstrandi) καί τών άδυναμιών της. Καί πρώτα-πρώτα ό Gianfrancesco γνωρίζει καλά τήν άμφιρρέπεια τής άριστοτελικής φιλοσοφίας, πού μόλις υπογραμμίσαμε, κι άναφέρεται διεξοδικά στις παλινωδίες τών περιπατητικών γύρω άπό τό πρόβλημα τού βαθμού εξάρτησης τής νόησης άπό τά δεδομένα τών αισθήσεων καθώς καί τού ρόλου τών τελευταίων στήν διαμόρ­ φωση κρίσεων.162 Ό ίδιος θεωρεί τον ’Αριστοτέλη, παρόλες τις άμφιταλαντεύσεις του, κατά βάση αίσθησιοκρατικό, εφόσον δέχε­ ται, ότι οι στοιχειώδεις μορφές νόησης δέν μπορούν νά υπάρξουν 160. οπ. παρ., II, 3 = Opera, 31/2. 161. Βλ. Kondylis, Aufklarung, 82/3, οπού καί ή σπουδαιότερη βι­ βλιογραφία. 162. Examen Vanitatis, V, 2 = Opera, 10 7 1,10 7 5 .

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

83

χωρίς φαντάσματα, μολονότι οί ίδιες δεν είναι τέτοια.163 Ή άριστοτελική άπόδειξη είναι, λοιπόν, έξαρτημένη από φαντάσματα, άρα άπό τις αισθήσεις, οί όποιες, όπως δεν κουράζεται νά τονίζει ό Gianfrancesco, είναι άβέβαιες, άφοΰ διαφέρουν άπό άνθρωπο σε άνθρωπο κι άπό στιγμή σε στιγμή — χώρια πού καί τά ίδια τ άντικατοπτριζόμενα πράγματα είναι άσταθή. Ό Gianfrancesco δέχε­ ται χαριστικά τήν δυνατότητα διόρθωσης τής μιας αίσθησης με τήν βοήθεια των δεδομένων τής άλλης καθώς καί συναπαρτισμοΰ κάποιας ιδέας άπό τήν συλλογή πολλών εντυπώσεων. 'Όμως, προ­ σθέτει, αυτό δεν άρκεί* γιατί οί καθολικές έννοιες, χωρίς τήν βοή­ θεια των οποίων δεν μπορούν νά υπάρξουν έσχατες όντολογικές άποδείξεις, δέν δημιουργούνται πάνω στήν βάση πολλών, παρά όλων τών άτομικών πραγμάτων* όμως όλα είναι άδύνατο νά ύποπέσουν στις αίθήσεις κι έτσι, αν ξεκινήσουμε άπό έμπειριστικές προϋποθέσεις, οί καθολικές έννοιες είναι άνέφικτες.164 Έκτος άπ’ αυτό, ή άριστοτελική άπόδειξη είναι άδύνατη^ γιατί άδύνατος είναι καί ό ορισμός (definitio), ό όποιος, σύμφωνα μέ τον Αριστοτέλη, οφείλει νά στηριχτεί στήν γνώση τού γένους καί τής ειδοποιού διαφοράς. "Ομως ή τελευταία αύτή δέν ύποπίπτει (πάντα) στις αισθήσεις* άν, άλλωστε, ή αίσθηση μπορεί νά συλλάβει είδοποιές διαφορές γενών καί ειδών, γιατί 6χι καί τέτοιες ούσιών; Ά ν πάλι τούτες εδώ τις συλλαμβάνει άποκλειστικά ή νόηση, πώς έξασφαλίζεται ή άξιοπιστία μιας νόησης στηριγμένης σέ δεδομένα αισθή­ σεων εξ ορισμού άνίκανων νά συλλάβουν ούσίες;165 Ά φοΰ ό Gianfrancesco άρνείται τήν δυνατότητα ορισμών καί άποδείξεων μέ βάση τις άριστοτελικές αίσθησιοκρατικές προϋπο­ θέσεις, άπορρίπτει φυσικά καί τήν δυνατότητα γνώσης τής ουσίας διαμέσου τής γνώσης τών συμβεβηκότων της άπό μέρους τών αισθήσεων. Σύμφωνα μέ τον Αριστοτέλη, γράφει, οί αισθήσεις δέν μπορούν νά προχωρήσουν πέρα άπό τά συμβεβηκότα γιά νά φτά­ σουν ως τον έσώτερο χώρο τής ουσίας* πώς, λοιπόν, θά γεννηθεί στή νόηση τό «φάντασμα)), δηλ. ή εικόνα κι ή παράσταση τής ούσίας; Ά ν ή παράσταση τούτη προέρχεται άπό τή νόηση, άν δηλ. 163. δπ. παρ., σ. 1073. 164. δπ. παρ., σ. 1074. 165. δπ. παρ., V, 7 = Opera, 1120.

84

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

δεν συμπίπτει μέ τδ φάντασμα, πού παρέχουν οί αισθήσεις, τότε διαψεύδεται ό άριστοτελικος ισχυρισμός, δτι οί νοητικές λειτουρ­ γίες στηρίζονται άναγκαστικά στα φαντάσματα.· Ή προσφυγή στις αισθήσεις φαίνεται, λοιπόν, άναπόδραστη, δμως εδώ άκριβώς βρί­ σκονται οί δυσκολίες. Γιατί άν ή νόηση στηρίζεται στά φαντάσματα των αισθήσεων, ωστόσο, άν θέλει να προχωρήσει στή γνώση τής ούσίας, είναι υποχρεωμένη να συλλάβει κάτι παραπάνω καί κάτι διαφορετικό άπ5 δ,τι τής παρέχεται ως πρόσληψη των αισθήσεων. MAy πάλι πούμε, δτι ή εικόνα των συμβεβηκότων τού πράγματος, μόλις φωτιστεί άπό τό φως τής νόησης, άποκτά τήν δυνατότητα να γίνει ή ίδια άναπαράσταση τής νοητής ούσίας τού πράγματος αυτού, τότε προκύπτει μια παράδοξη δυσαναλογία αίτιας καί άποτελέσματος, δηλ. τα συμβεβηκότα ως αιτία δεν επαρκούν γιάνά προκαλέσουν ως άποτέλεσμα τήν παράσταση τής ούσίας, εφόσον ή τελευταία δεν ταυτίζεται ούτε μ5 ένα συμβεβηκός ούτε καί μέ περισσότερα. Ξαναγυρίζουμε, έτσι, στο πρόβλημα τής εξάρτησης τού νού άπό τις αισθήσεις καί τής άξιοπιστίας των τελευταίων.166 Ε πίσης φιντεϊστικός είναι ό αγνωστικισμός τού Vives, ό ό­ ποιος μάλιστα άποδίδει ρητά τήν άνυπέρβλητη άνεπάρκεια τής αν­ θρώπινης γνωστικής δύναμης στο προπατορικό άμάρτημα.167 *Η μακρά κι επίμονη πάλη τής αύγουστίνειας παράδοσης καί τού νο­ μιναλισμού ένάντια στήν άραβοαριστοτελική φιλοσοφία βρίσκει τήν άπήχησή της καί στο έργο τού εύσεβούς άνθρωπιστή μας, δταν υιοθετεί τήν άποψη, δτι δ άριστοτελικος Θεός, ως νόηση νοήσεως δομημένη μέ άψογη λογική, φαίνεται σαν άψυχο ένεργούμενο αναγ­ καίων νόμων, άνίκανο νά έμπνεύσει αισθήματα πίστης καί άφοσίωσης.168 Έ δώ δηλ. άντιτάσσεται τό άμεσο θρησκευτικό βίωμα στήν μεταφυσική ως λογικά συγκροτημένη γνώση, ως ψυχρή νοητική σύλληψη ένός υπαρξιακά άδιάφορου ens rationis Οί φιλό­ σοφοι, γράφει δ Vives, παραμελώντας τό κρίσιμο πρόβλημα τής αύτογνωσίας, τρέπονται στήν διερεύνηση πραγμάτων, τά όποια βρίσκονται πέρα άπό κάθε νόηση, καί δίνουν σ* αύτά άλαζονικούς 166. δπ. παρ., V, 10 = Opera, 1142/3. 167. De prima philosophia, I = Opera, III, 189. 168. De veritate fidei christianae, 1 , 10 = Opera VIII, 81/2. Πρβλ. γενικά Norena, Vives, 228 κέ.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

85

ορισμούς· έτσι, άγνοια καί οίηση είναι τα δύο χαρακτηριστικά έλαττώματά τους.169 Ό Αριστοτέλης δέν δξυνε το νου τους, παρά μάλλον τον διατάραξε καί τον συσκότισε μέ τις άνώφελες κι άφηρημένες λεπτολογίές του. Οί σχολαστικοί μιλούν γιά τήν φύση κτλ., όμως κατά βάθος τήν ξέρουν πολύ λιγότερο άπο τούς γεωργούς ή τούς τεχνίτες,· γ ι’ αύτο καί τήν ύποκαθιστούν μέ μιάν οντότητα όλότελα φανταστική, ενώ παράλληλα χάνονται σέ τριχοτομίες γιά πράγματα πού ό Θεός ποτέ δέν δημιούργησε, δπως οί formalitates, οί ecceitates, οί realitates ή οί πλατωνικές ιδέες. Σ’ δλα τούτα τά τέρατα, ποΰναι άκατανόητα άκόμα καί γιά τούς κατασκευαστές τους, οί φιλόσοφοι δίνουν το δνομα «μεταφυσική», ένώ άποκαλούν «μεταφυσική ιδιοφυία» οποίον δείχνει κλίση σέ παρόμοιες θεό­ τρελες ονειροφαντασίες.170 Πέρα άπο τις γενικές καί τυπικές αυτές άντιμεταφυσικές άποφάνσεις, πρέπει νά έπισημάνουμε δύο άκόμη σημεία. Ή άπόρριψη τού μεταφυσικού προβληματισμού συνεπάγε­ ται γιά τον Vives το πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας, εφόσον, λέει, σέ καμμιά περίπτωση δέν μπορούμε νά διασπάσουμε το φράγμα των ορίων τής γνώσης μας κι έπομένως, άκόμα κι δταν μιλάμε γιά τήν ύπαρξη καί τίς ιδιότητες των πραγμάτων, χρησιμοποιούμε τά μέτρα καί τά σταθμά τού νού μας.171 Μέ τή νέα τούτη άξιολόγηση τής γνωστικής λειτουργίας συνδέεται καί ή υιοθέτηση τής αρχής verum factum convertuntur, ή όποια, αν ίσως δέν διατυπώνεται ρητά, δμως συνάγεται ξεκάθαρα άπο δύο περικοπές. Στήν πρώτη απ’ αύτές ό Vives, υποστηρίζοντας, δτι δχι ό άνθρωπος, παρά μόνο ό Θεός κατέχει τις έσχατες μεταφυσικές άλήθειες, παρατηρεί, δτι πολλά πράγματα δέν μπορεί νά τά γνωρίσει παρά μόνο οποίος τά έφτιαξε.172 Ή θέση αύτή φαίνεται νά βρίσκει τήν έφαρμογή της στο επίπεδο των άνθρώπινων ύποθέσεων, δταν ό Vives γράφει, δτι γνωρίζουμε τόσα, δσα θέτουμε σέ πράξη.173 Βέβαια, σέ σχέση μέ τά συμφραζόμενα ή πρόταση τούτη σημαίνει, δτι δχι ή θεωρη­ τική γνώση, παρά ή έμπρακτη άσκηση τής άρετής έχει ουσιαστική 169. 170. 171. 172. 173.

De causis coiruptarum artium, 1 , 1 = Opera, VI, 183/4. δπ. παρ., V, 3 = Opera, VI, 190/1. De prima philosophia, I = Opera, III, 193/4. In pseudodialecticos = Opera, III, 40. Satellitium, § 209 = Opera, IV, 63 (Tantum scis, quantum operaris).

86

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

σημασία, ωστόσο άποκτά ευρύτερη σημασία, αν τήν δούμε στην προοπτική τής άρχής verum factum conyertuntur. Δεν υπάρχει άμφιβολία, δτι ή λουθηρανική Μεταρρύθμιση έχει στενές σχέσεις μέ τήν φιντεϊστική άπόρριψη τής μεταφυσικής, άποτελώντας, μάλιστα, μιαν άπό τις μεγάλες της κορυφώσεις. Κατα­ λύει δηλ., μέ- τήν σειρά της καί μέ τον τρόπο της, τό θωμιστικό ισοζύγιο γνώσης καί πίστης, μεταφυσικής καί θεολογίας. Ό Λό­ γος δέν είναι σέ θέση, μετά τό προπατορικό άμάρτημα, νά συλλάβει τις πρώτες αρχές τού οντος καί τήν ούσία τού Θεού* άπεναντίας, ή ύπεροψία του τον οδηγεί σέ μια σύλληψη του Θεού σύμφωνη μέ τις δικές του προτιμήσεις, σύλληψη πού εξευτελίζει τήν έννοια τού Θεού καί συχνά οδηγεί στον παραμερισμό της, άφού δ Λόγος δύσκολα, ή ύποκριτικά μόνο, δέχεται αρχές άνώτερες άπό τον εαυτό του. 'Όπως λέει ό Λούθηρος, ή ratio είναι ή «πόρνη τού διαβόλου». ’Έλλογη, φυσική θεολογία (theologia iiaturalis) δέν είναι δυνατό νά υπάρξει, κι ή σύμμιξη τής θεολογίας μέ τήν αρι­ στοτελική φιλοσοφία άποβαίνει άναγκαστικά μοιραία γιά τήν πρώ­ τη. Ή κριτική στήν φιλοσοφία γενικεύεται, έτσι, κι έπεκτείνεται σ* δλες τις χαρακτηριστικές σχολαστικές άντιλήψεις καί λεπτές έννοιολογικές διακρίσεις, οι όποιες δχι μόνο άγνοούν τό ούσιαστικό, άλλά καί τό καταποντίζουν: τό ουσιαστικό έδώ είναι ή θεία χάρη κι ή κατάκτησή της μέ τήν πίστη καί μέ τά θεάρεστα έργα. 'Όπως ήδη στά πλαίσια τού νομιναλισμού, έτσι καί στον λουθηρανισμό ή πάλη ένάντια στη νοησιαρχία συνοδεύεται στο άνθρωπολογικό επίπεδο άπό τό πρωτείο τής βούλησης άπέναντι στή νόηση. "Οπως βλέπουμε, λοιπόν, άπό τήν άποψη τής ιστορίας των ιδεών ή Με­ ταρρύθμιση συνεχίζει, επεξεργάζεται καί συγχωνεύει τήν αύγουστίνεια παράδοση, τον γερμανικό μυστικισμό τού 14ου αί. καί βα­ σικές θέσεις τού νομιναλισμού* αύτό, άλλωστε, δείχνει καί ή εξέ­ ταση τής πνευματικής εξέλιξης τού Λουθήρου.174 174. Επειδή ή προβληματική αύτή έχει μελετηθεί διεξοδικά, γιά ν’ άποφύγω έπαναλήψεις περιορίζομαι νά παραπέμψω σέ μελικά άπό τά σημαντι­ κότερα σχετικά δημοσιεύματα, δηλ. Lohse, Ratio und Fides, ίδ. 25 κέ., 68 κέ.· Scheel, Luther, II, ίδ. 231 κέ., 324 κέ.· Link, Das Ringen Luthers, passim* Hagglund, Theologie und Philosophie, passim* Seeberg, Die religiosen Grundgedanken, passim. Πρβλ. καί Rice, Wisdom, 124 κέ.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

87

Τά παραπάνω παραδείγματα δείχνουν παραστατικά την γενι­ κή φυσιογνωμία του φιντεϊστικού άγνωστικισμού, σύμφωνα καί με την πρόθεση των άντίστοιχων συγγραφέων. 'Ωστόσο άλλων συγ­ γραφέων ή πρόθεση δέν είναι τόσο ξεκάθαρη, καί σέ πολλές περι­ πτώσεις δέν μπορούμε ν’ άποφανθούμε μέ σιγουριά, αν ό Αγνωστι­ κισμός είναι ή άντίστροφη βψη ένός ειλικρινούς φιντεϊσμού ή άποσκοπεΐ στήν έμμεση υπονόμευση 8χι μόνο της έλλογης βεβαιότητας, άλλα καί τής βεβαιότητας τής πίστης. Μια τέτοια περίπτωση μάς παρουσιάζεται στον Agrippa, ό όποιος υπεράσπισε σέ διάφορα γραπτά του τήν χριστιανική πίστη, όμως παράλληλα έδωσε στον σκεπτικισμό του μορφή τόσο έλεύθερη καί σύγχρονη, ώστε μερι­ κές άμφιβολίες ως προς τήν ειλικρίνεια τής πίστης του είναι άναπόφευκτες, άκόμα κι αν δέν' άποκλείεται νάναι άβάσιμες. 'Όπως καί νάχει, θέλοντας να καταδείξει γενικά τήν άβεβαιότητα καί τήν ματαιότητα κάθε μορφής γνώσης, ό Agrippa χρησιμοποιεί ορι­ σμένα (μάλλον κοινότοπα) άντιμεταφυσικά έπιχειρήματα. ’Αντι­ κείμενο τής μεταφυσικής, γράφει, είναι τά υπερφυσικά οντα (transnaturalia) καί τέτοια είναι άκριβώς οσα δέν μπορούμε νά τά βρούμε μέσα στήν ίδια τήν φύση των πραγμάτων, γ ι’ αύτό καί τά τοποθετούμε πάνω άπ’ αύτήν όμως οντα έξω καί χωριστά άπό τήν ύλη, σάν αύτά πού άποκαλούνται formae separatae π.χ., δέν πιστοποιούνται μέ κανένοςν τρόπο, γ ι’ αύτό καί δέν ξέρουμε σίγου­ ρα, άν ύπάρχουν έτσι οί φιλόσοφοι φιλονεικοΰν 8χι μόνο σχετικά μέ δσα νομίζουν οτι βρίσκουν μέσα στήν ίδια τήν φύση των πραγ­ μάτων, παρά καί μέ 8σα επινοούν μόνοι τους.175 Έ να κεφάλαιο τού έργου του ό Agrippa τό άφιερώνει στήν πολεμική εναντίον τής άριστοτελικής διαλεκτικής (8πως συνήθως, ό 8ρος χρησιμοποιεί­ ται κι εδώ συνώνυμα μέ τήν λογική), πού κατά τήν άποψή του συ­ σκοτίζει τά πράγματα περισσότερο άπ* ο,τι τά φωτίζει.176 Ό θύραθεν άγνωστικισμός παίρνει περίγραμμα πολύ σαφέστε­ ρο στούς εκπροσώπους τής ιταλικής φυσικής φιλοσοφίας τού 16ου αί. Τό φαινόμενο αύτό έχει βαθύτερα αίτια. Γιατί ή ιταλική φυ175. De incertitudine et vanitate scientiarum atque artium, LIII = Opera, II, 115. 176. 8π. παρ., VII = Opera, II, 33.

88

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

σική φιλοσοφία, παρόλη την γειτνίασή της μέ τήν ερμητική πα­ ράδοση καί τις ουσιαστικές της διαφορές από τήν μαθηματική φυ­ σική του 17ου αί., ώστόσο συνέβαλε σημαντικά στήν διαμόρφωση καί διάδοση τής ιδέας μιας όλότμητης κι ομοιόμορφης φύσης, ικα­ νής καί να κατανοηθεΐ μέ τρόπο ένιαΐο. ’Από τήν στιγμή, δμως, πού ή φύση βλέπεται έτσι, θεωρείται άξια καί να συγκεντρώσει επάνω της τήν κύρια θεωρητική προσοχή του άνθρώπου, οπότε, άτονεΐ ή παραδοσιακή άνάγκαία πρόσδεση των ΰψιστων μορφών θεωρίας στή σφαίρα του υπερβατικού πνεύματος. Βέβαια, ή σφαί­ ρα αύτή δέν βάλλεται (άκόμα) άνοιχτά, δμως ή μετατόπιση τού κέντρου των ενδιαφερόντων είναι τόσο έντονη καί καταφανής, ώστε οι συχνές καί τυπικές ομολογίες πίστεως των νέων φυσικών φιλο­ σόφων δέν μπορούν να άποκρύψουν το γεγονός, δτι, παρόλη τήν ονομαστική συμφωνία τους μέ τήν φιντεϊστική θεμελίωση τού άγνωστικισμού, κλίνουν μάλλον προς ένα σκεπτικισμό, ό όποιος τώρα βαθμιαία έπεκτείνεται καί στά άξιώματα τής πίστης* ή πα­ ραπάνω συμφωνία, έχει, έτσι, τον χαρακτήρα καί τήν λειτουργία ιδεολογικού άλλοθι στά πλαίσια μιας κοινωνίας, δπου ή χριστιανική-έκκλησιαστική κοσμοθεωρία παραμένει άκόμα αδιαμφισβήτη­ τη — καί παντοδύναμη. Μέ άλλα λόγια, ή (άδιάφορο, πόσο ειλι­ κρινής καί πόσο γενική ή δεσμευτική) δημόσια άποδοχή τών έξ άποκαλύψεως άληθειών επιτρέπει τήν παραπέρα δξυνση τής. πο­ λεμικής ένάντια στήν άνάμιξή τους μέ τον Λόγο* δμως, κι αυτό είναι τό άποφασιστικό σημείο, ό Λόγος δέν έγκαταλείπεται ούτε καταδικάζεται σάν τέτοιος, παρά ζητείται ή άποκλειστική χρήση κι έφαρμογή του στήν φυσικοεπιστημονική σύλληψη τού αισθη­ τού κόσμου. Σέ άντίθεση προς τήν παραδοσιακή μεταφυσική ίεραρ χία, τά αισθητά θεωρούνται, έτσι, άξια καί ικανά νά συγκεντρώ­ σουν πάνω τους τήν προσοχή τού Λόγου. Πρόκειται, βέβαια, για ένα Λόγο έξασθενημένο, άνικανό δηλ. πιά νά άρθεΐ πάνω από τά αισθητά* 'Όμως ή εξασθένιση αύτή είναι —τουλάχιστο στά μάτια τών άντιπάλων τής παραδοσιακής μεταφυσικής— έσκεμμένη καί φαινομενική στήν πραγματικότητα σημαίνει τήν άπελευθέρωση τού Λόγου άπό τήν έντρύφηση σέ πράγματα φανταστικά καί κενά μέ άποτέλεσμα τήν διασπάθιση τών δυνάμεών του. ’Αλλά, άπό τήν στιγμή πού ό Λόγος έπιλέγει τό Εντεύθεν ως πλαίσιο άναφο-

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

89

ράς, ώς σύμμαχο καί ταυτόχρονα/ώς λυδία λίθο του έχει τήν έμπειρία, ήτοι: ό εμπειρικός κόσμος είναι τό μόνο άντικείμενο πού τον ένδιαφέρει καί συνάμα ή έμπειρική γνώση δίνει τήν αναγκαία έπιβεβαίωση στα πορίσματά του.177 Καταλαβαίνουμε, τώρα, μέ ποιά κριτήρια καί γιά ποιούς λό­ γους ό Leonardo περιφρονεΐ δσα λένε οι κούφιοι εκείνοι θεωρητικοί (speculatori), των οποίων τά άφηρημένα λογικά έπιχειρήματα δεν επιβεβαιώνονται άπό τήν εμπειρία.178 Αιτία τής κενότητας τέτοιων θεωρητικών έγχειρημάτων είναι, βέβαια, ή έπιθυμία υπέρβασης των ορίων τής εμπειρίας. Ό Leonardo, σέ λεκτική, τουλάχιστο, συμφωνία μέ τούς φιντεϊστές, ψέγει τήν άνθρώπινη οίηση, πού ωθεί τούς φιλοσόφους νά γράφουν γιά πράγματα άνέφικτα στον άνθρώπινο νού κι άναπόδεικτα πάνω στήν βάση φυσικών παραδειγ­ μάτων. Ή ούσιαστική διαφορά τής θεώρησης του Leonardo άπό τήν φιντεϊστική διαφαίνεται, ωστόσο, δταν στήν ίδια αύτή περι­ κοπή επικρίνεται δχι μόνο ή προσφυγή τών μεταφυσικών στά θαύ­ ματα, δχι μόνο τά σοφίσματά τους, άλλά προπαντός ή παραμέληση τών μαθηματικών έπιστημών, οι όποιες περιέχουν τήν αληθινή γνώση τών πραγμάτων.179 Ό Leonardo θεωρεί καταπληκτικό, δτι γιά αιώνες ολόκληρους αγνοήθηκαν ή παρερμηνεύτηκαν δσα επι­ δέχονται σαφή γνώση καί άπόδειξη, ενώ άντίθετα δόθηκαν ορισμοί σέ πράγματα άπό τήν φύση τους άναπόδεικτα, δπως λ.χ. ή ψυ­ χή.180 Είναι πρόδηλο, δτι εδώ ή σπουδαιότητα τού γνωστικού άντικειμένου θεωρείται πιά υποδεέστερη σέ σχέση μέ τον βαθμό τής γνωστικής βεβαιότητας, κι ό Leonardo τό λέει ξεκάθαρα: «Μά εσένα, πού ζείς μέ τά όνειρα, σού άρέσουν πιο πολύ οι σοφιστείες κι οί λογοκοπίες πάνω σέ πράγματα μεγάλα κι άβέβαια, παρά τά βέβαια, φυσικά κι οχι τόσο υψηλά πράγματα».181 Καί ό Telesio είσηγείται τήν εγκατάλειψη τού ιδεώδους τής 177. Γιά τήν διπλή έννοια της αποκατάστασης του αισθητού κόσμου στούς Νέους Χρόνους ίκαί γιά τήν συναφή διπλή έννοια τής συνεργασίας Λό­ γου καί έμπειρίας βλ. Kondylis, Aufklarung, 42 κέ., 98 κέ.

178. Tagebucher, 20. 179. δπ. παρ., 36. 180. δπ. παρ., 14. 181. δπ. παρ., 94.

90

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

παντογνωσίας μέ την άπόλυτη, μεταφυσική έννοια, άφοΰ μάλιστα το μοιραίο άποτέλεσμα τέτοιων προσπαθειών είναι οι ανεδαφικές κατασκευές. Μερικοί, γράφει, θέλοντας κατά κάποιον τρόπο νά συ­ ναγωνιστούν την θεία σοφία, τολμούν ν’ άναζητούν μέ τον Λόγο τις αρχές καί τις αιτίες του κόσμου, καί πλάθουν αύθαίρετα φαντα­ στικούς κόσμους, νομίζοντας ότι βρήκαν όσα στην πραγματικότητα δέν έχουν βρει ποτέ. ’Έτσι, στα πράγματα άποδίδουν οχι τις άληθινές τους ιδιότητες, παρά όσες τούς υπαγορεύει το δικό τους το λογικό. Στις υψιπετείς θεωρίες ό Telesio άντιτάσσει μιά προσέγ­ γιση του κόσμου μετριοφρονέστερη καί νηφαλιότερη, προτείνει δηλ. τον περιορισμό τής έρευνας σέ δεδομένα καί φαινόμενα πού μαρτυρούνται μέ σιγουριά άπό τις αισθήσεις ή μπορούν νά τεκμαρθούν άναλογικά πάνω στήν βάση παρόμοιων μαρτυριών.182 5Αφού ορίσει μ’ αύτόν τον τρόπο τά όρια καί τούς στόχους τής άνθρώπινης γνώ ­ σης, ό Telesio προχωρά κι αυτός183 στήν άναθεώρηση τής παρα­ δοσιακής έννοιας τής sapientia, άποκόπτοντάς την άπό το ιδεώδες τής θεωρητικής ζωής. Δέν άγνοεί, βέβαια, ότι τό άνθρώπινο πνεύ­ μα ρέπει αύτόματα προς τήν γνώση πραγμάτων, τά οποία δέν έχουν νά κάνουν μέ τις άνάγκες τής συντήρησης καί τής επιβίωσης κι επιπλέον ξεπερνούν καί τις δυνάμεις του.184 Παρόλα αύτά θεω­ ρεί άφροσύνη τήν άναζήτηση καί διερεύνηση άπόκρυφων κι άπρόσιτων πραγμάτων.185 'Η άληθινή σοφία πρέπει νά παραμείνει δε­ μένη με τήν συντήρηση τού άνθρώπου καί τις βιοτικές του άνάγ­ κες.186 ’Ακόμα διεξοδικότερα εκθέτει τήν άντίληψη του θύραθεν άγνωστικισμού ένας τρίτος σημαντικός έκπρόσωπος τής ιταλικής φυσι­ κής φιλοσοφίας, ό Cardano. Πάνω στο θέμα τής δυνατότητας καί τών ορίων τής γνώσης, γράφει, υπάρχουν τρεις θεωρίες, δηλ. ή περιπατητική, πού δέχεται τήν καθολική καί τέλεια γνώση, ή πυρρωνική, πού θεωρεί τήν γνώση σ’ όλες τις μορφές της άνέφικτη, καί ή άκαδημεική, πού-διατείνεται, ότι άλλα πράγματα είναι γνώ182. De rerum natura, Prooemium = I, 5/6. 183. Βλ. παραπ. 2β, τελευταία παράγραφο.

184. De rerum natura, IX, 6 = III, 208. 185. όπ. παρ., IX, 7 = III, 212.

186. δπ.παρ.,ΙΧ , 6 = 111,208, 209.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

01

σιμά κι άλλα όχι. Ό Cardano, άφοΰ άναπτύξει τά έπιχειρήματα τής κάθε μιας άπό τις τρεις αυτές θεωρίες, υιοθετεί τήν τελευταία, ουσιαστική πολεμική δμως άσκεΐ μονάχα εναντίον τής πρώτης, ενώ τήν δεύτερη τήν άντιπαρέρχεται μέ μάλλον καλοπροαίρετη σιωπή. ’Ακόμα κι αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι τό άνθρώπινο γένος, κατορ­ θώνει δ,τι είναι άκατόρθωτο για ένα άτομο, δηλ. να γνωρίσει δλη τήν άλήθεια, καί πάλι τότε ένα μέρος του, τοπικά καί χρονικά καθορισμένο, θά κατείχε μιά μονάχα πλευρά τής άλήθειας, εκείνη δηλ. πού θ’ άντιστοιχουσε στήν δική του πεπερασμένη θέση μέσα στον κύκλο τής αιωνιότητας* έτσι, ένα μέρος των άνθρώπων γνω ­ ρίζει πάντα, μέσα άπό τήν προοπτική του, ένα μέρος τής άλήθειας. Κι έπειτα, δσα ξέρουμε τά παίρνουμε ή άπο τίς αισθήσεις, ή άπο ορισμένες αρχές τής νόησης ή άπο διάφορα κείμενα. "Ομως στις αισθήσεις δέν υποπίπτουν τά πάντα, οί άρχές συνδυάζονται μέ ποικίλους τρόπους, καί τά κείμενα χάνονται.187 "Αν, τώρα, στον χώρο του πεπερασμένου ή γνώση είναι μερική, ως προς το άπειρο παραμένει άδύνατη, γιατί κάθε γνώση στηρίζεται στήν άναλογία γνωρίζοντος καί γνωριζομένου* όμως καμμιά τέτοια άναλογία δέν ύφίσταται ανάμεσα, στο πεπερασμένο (γνωστικό υποκείμενο) καί στο άπειρο (ώς γνωστικό άντικείμενο).188 Μπορούμε, λοιπόν, νά διακρίνουμε τήν άγνοια σέ ποιοτική (δηλ. άγνοια πραγμάτων καταρχή γνώσιμων, πού δμως τυχαίνει νά μή συμπεριλαμβάνονται στήν ποσότητα τών τωρινών μας γνώσεων) καί ποιοτική (άγνοια πραγμάτων, πού άπό τό ϊδιο τους τό ποιόν ξεπερνούν τίς δυνατό­ τητες τού νού μας). Συναφής είναι ή διάκριση τού Cardano άνάμεσα σέ άπλή γνώση (cognitio) καί τέλεια επιστήμη (scientia). Ή τελευταία είναι, φυσικά, άνέφικτη, εφόσον ή ποιοτική άγνοια, δπως τήν ορίσαμε, κάνει άδύνατη τήν σύλληψη τών έσχατων αίτιων τού δντος. Μάς άπο μένει ή άπλή γνώση, πούχει σάν άντικείμενο της τον πεπερασμένο, αισθητό κόσμο, τόσο στήν φυσική δσο καί στήν άνθρώπινη, δηλ. κοινωνική καί πρακτική του διάσταση. Ή άπρόσιτη scientia είναι άπλούστερη καί σαφέστερη ώς γνωστική δομή, άφού άναφέρεται σ* ένα σύστημα ολιγάριθμων αιτίων, δμως 187. De arcanis aeternitatis, I = Opera, X, 1 A-B. 188. 07Γ. παρ., IV = Opera, X, 4B-5A.

92

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ή cognitio, μολονότι είναι ποιοτικά κατώτερη, είναι στην πράξη σπουδαιότερη, άφού είναι ή μόνη προσιτή.189 'Όπως βλέπουμε, ό Cardano υιοθετεί τήν άριστοτελική διά­ κριση άνάμεσα στήν κατά προσέγγιση καί στήν τέλεια γνώση (δηλ. στήν γνώση των αίτιων καί έκ των αίτιων), άλλά μόνο καί μόνο γιά ν’ άντιστρέψει τήν παραδοσιακή τους σχέση. Αύτό, πάλι, είναι δυνατό, γιατί έξοβελίζεται από τήν επικράτεια του άνθρώπινου έπιστητου ή σφαίρα των ΰψιστων αρχών καί αιτίων, ή σφαίρα του άπειρου. Ό άγνωστικισμός συνεπιφέρει κι εδώ αύτόματα σοβα­ ρές άνακατατάξεις στήν καθιερωμένη μεταφυσική ιεραρχία τών κριτηρίων καί τών άξιών, μολονότι δεν φτάνουμε ίσαμε τήν κρίσι­ μη υποκατάσταση τής certitudo obiecti άπό τήν certitudo modi procedendi. Ή πρώτη παραμερίζεται έμπρακτα, όμως έξακολουθεί ν* άναγνωρίζεται ως ύψιστο γνωστικό ιδεώδες, κι αυτή ή θεωρητική της, έστω, άποδοχή έχει ως συνέπεια νά κλείνεται ό δρόμος γιά τήν δεύτερη. 'Ωστόσο ή γενική κοσμοθεωρητική μετα­ τόπιση είναι πρόδηλη: προτιμάται ή μερική άβεβαιότητα τής γνώ ­ σης τών φυσικών κι άνθρώπινων πραγμάτων παρά ή πλασματική μεταφυσική βεβαιότητα. 'Η πρόσβαση προς τις έσχατες μεταφυσι­ κές άλήθειες είναι άδύνατη άκόμα καί μέ τήν βοήθεια τής θείας έμπνευσης, τήν όποια ό Cardano συγκαταλέγει στις τρεις πηγές τής γνώσης, όμως τήν άχρηστεύει πρακτικά. Οι άλλες δύο πηγές είναι οι αισθήσεις καί οι έμφυτες αρχές τής νόησης, πού κυρίως συνυφαίνονται μέ τά μαθηματικά άξιώματα. 'Η καλύτερη δυνατή άνθρώπινη γνώση δημιουργείται άπό τον ορθό συνδυασμό αισθη­ τικών δεδομένων καί νοητικών άρχών, δηλ. εμπειρικής καί μαθη­ ματικής μεθόδου.190 Τούτο τον συνδυασμό άντιτάσσει ό Cardano στήν scientia — τό ίδιο όπως άντιτάσσει τον άνθρώπινο καί φυ­ σικό κόσμο στήν σφαίρα τού υπερβατικού καί τού άπειρου. Στον βαθμό πού άποδέχεται τις παραδοσιακές άριστοτελικές άξιολογίες καί ταξινομήσεις, λέει ότι τούτη ή μετατόπιση τού όντολογικού καί γνωστικού έπιπέδου άναφοράς άποτελεί μιάν άπώλεια, όμως ό

189. οπ. παρ., I = Opera, X, 1Β-2Α. 190. όπ. παρ., IV = Opera, X, 3A.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

93

τόνος του προδίδει, ότι στο βάθος την αισθάνεται περισσότερο σάν άπελευθέρωση. Καί στον Cardano, όπως ήδη σε πολλούς άνθρωπιστές των δύο προηγούμενων αιώνων, συνέπεια τού άγνο^στικισμού είναι το πρωτείο τής vita activa άπέναντι στήν vita speculative καί τής prudentia άπέναντι στήν sapientia. ’Ανάμεσα στα διάφορα εΐδη σοφίας προέχει ή sapientia naturalis, ή οποία σχετίζεται άμεσα μέ την πράξη (agere) καί γ ι’ αύτό είναι ή πολυτιμότερη κι άναγκαιότερη για τούς άνθρώπους.191 Ό σκοπός τής σοφίας δεν είναι κάποια άφηρημένη γνώση, παρά ό μακρύς κι εύτυχισμένος βίος.192 'Όμως ό πρακτικός προσανατολισμός καί ό άγνωστικισμός συνδέονται καί μέ μιάν άλλην έννοια, οπότε ό άγνωστικισμός δεν άναφέρεται πια στά μυστήρια τού όντος, παρά στις έννοιες τού καλού καί τού κακού. Δηλαδή: ό πρακτικός προσανατολισμός συνεπιφέρει άναγκαστικά την προσαρμογή σέ συγκεκριμένες, μοναδικές κι άνεπανάληπτες καταστάσεις, οπού δέν βοηθούν οι άκαμπτες ήθικές άλήθειες κι ή δήθεν τελεσίδικη γνώση τους. Μήπως ή πείρα δέν δείχνει, ότι δέν ύπάρχει νόμος, συνήθεια ή γνώμη δίχως κάποιον άντίπαλο;193 ’Έ τσι, κάνοντας τον θεωρητικό άγνωστικισμό του έν μέρει τουλάχιστο ήθικό σχετικισμό, ό Cardano άνατοποθετεί ρι­ ζικά τήν σχολαστικοαριστοτελική έννοια τού ύψιστου άγαθού (summum bonum) καί τήν φέρνει στά μέτρα μιας βιοτικής φρό­ νησης προσαρμοσμένης σέ πρόσωπα καί καταστάσεις. Κάθε άν­ θρωπος, γράφει, θεωρεί κάτι διαφορετικό ως ΰψιστο άγαθό, άνάλογα μέ τό τι μπορεί ό ίδιος νά πραγματώσει.194 Είναι άμφίβολη ή σύμπτωση τού ύψιστου άγαθού μέ τήν άρετή, άφού βλέπουμε, ότι ή τελευταία συχνά συνεπάγεται μιά δυσάρεστη αυταπάρνηση, ένώ ή κακία συχνά χαρίζει τήν ηδονή. ’Επίσης άμφίβολη είναι ή ταύτιση τού ύψιστου άγαθού μέ τήν sapientia, έφόσον τούτη είναι πολλών ειδών, άλλοτε δηλ. άναφέρεται στά εύγενέστερα άπό όντολογική άποψη άντικείμενα (Θεό, ψυχή), άλλοτε στά βεβαιότερα 191. De sapientia, I = Opera, I, 495A, 492A. 192. όπ. παρ., II = Opera, I, 503B. Λίγο παραπάνω στήν ί'δια στήλη χρησιμοποιείται καί ό ορος prudentia.

193. De consolatione, I = Opera, 1,590B. 194. De summo bono = Opera, 1,583B.

94

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

(μαθηματικά) κι άλλοτε στα χρησιμότερα (φυσικά κι άνθρώπινα). Τέλος, είναι άδηλο, αν τό ΰψιστο άγαθό έγκειται στα πράγματα (άφοΰ δέν μπορεί να είσαι «άντικειμενικά» εύτυχισμένος, χωρίς νάχεις ό ίδιος τό αίσθημα της εύτυχίας) ή στήν γνώμη για τά πράγματα (πώς όμως μπορείς νάσαι εύτυχισμένος μέσα σ’ όλότελα άντίξοες άντικειμενικές καταστάσεις;).195 Αύτή ή μετεξέ­ λιξη του άγνωστικισμού σε ήθικό σχετικισμό πρέπει έδώ νά υπο­ γραμμιστεί ιδιαίτερα. 'Ό πως θά δούμε, άποτέλεσε ένα σημαντικό λόγο, γιά τον όποιο στον 16ο-17ο αί. πολλοί (θεολόγοι) διαχώρι­ σαν την θέση τους άπό τον καθαρό φιντεϊσμό καί στράφηκαν προς την υπεράσπιση μιας έλλογης μεταφυσικής γνώσης. Ξεκινώντας άπό την άγνωστικιστική του άφετηρία, ό Cardano υιοθετεί την αρχή verum factum convertuntur, δέχεται δηλ. ότι, άφού δέν γνωρίζουμε τό όντως όν, τό οποίο δέν φτιάχνουμε οί ίδιοι, γνωρίζουμε μονάχα τά δικά μας έργα, καί πρώτ* άπ* όλα τούς μηχανισμούς τής γνώσης μας* έτσι ό μεταφυσικός άγνωστικισμός καταλήγει στο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας.196 Ό άγνωστικισμός κι ή άρχή verum factum convertuntur συνδέονται στενά καί στον Sanchez, πού έπίσης τονίζει, πώς όποιος δέν δη­ μιούργησε κάτι δέν μπορεί καί νά τό γνωρίσει στήν εντέλεια197. Ό Sanchez δέχεται τήν επίδραση τόσο τού θύραθεν κι άρχαίου οσο καί τού φιντεϊστικού άγνωστικισμού,198 πέρα άπό -κάθε βι­ βλιακή έπίδραση, όμως, στο έργο του παρουσιάζεται αδρά ή άνθρώπινη, υπαρξιακή διάσταση τής άποκοπής άπό τήν παραδοσια­ κή μεταφυσική. 'Όλα τά έφαγε, γράφει, όσα πρόσφερε ή καθιερω­ μένη φιλοσοφία, καί όλα τά έξέμεσε, άφού τίποτε άπ5 αύτά δέν τον ικανοποιούσε* κι έτσι γύρισε στον έαυτό του, αμφιβάλλοντας για ολα κι αποφασισμένος να ερευνήσει τα ιοια τα πραγματα. * Καί πρώτα-πρώτα άρνιέται τήν κρίσιμη εξάρτηση τής γνωστικής 195. όπ. παρ., 584Α. 196. Βλ. παρακάτω, τό μέρος 4 στ' αύτου του κεφαλαίου. 197. De multum nobili, prima et universali scientia quod nihil scitur = Opera, 30/1. 198. Γιά τις πνευματικές σχέσεις του μέ τον Σέξτο καί τόν Vives βλ. Senchet, Essai, 72 κέ., 13 κέ. 199. Quod nihil scitur = Opera, 2.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

«»5

διαδικασίας άπό τήν υφή του οντος. Θεο:>ρεί ανόητη τήν αναγκα­ στική συναγωγή άποδείξεων άπό μεγέθη αιώνια κι άναλλοίωτα, γιατί τέτοια ή δεν υπάρχουν καθόλου ή, αν υπάρχουν, παραμένουν ολότελα άγνωστα στον πεπερασμένο άπό κάθε άποψη νοΰ μας.200 Γι’ αυτό κι ό άριστοτελικός ορισμός τής γνώσης (ώς γνώσης των αιτίων ενός πράγματος) φαίνεται στον Sanchez άβάσιμος, άφοΰ ούσιαστικά άπαιτεί τήν άναδρομή στο έσχατο καί συνάμα πρώτο αίτιο, τό όποιο στέκει πέρα άπό τις γνωστικές μας δυνατότητες.201 ’Έ τσι, καί στον Sanchez, δπως καί σέ πολλούς άλλους συγχρόνους του στοχαστές, ή άντιμεταφυσική τοποθέτηση συνδέεται στενά μέ τήν θέση, ότι κανείς δεν γνωρίζει τήν φύση του Θεού.202 Ά ντιαριστοτελική αιχμή έχει καί τό επιχείρημα τού Sanchez, δτι ή άδυναμία γνώσης των έσχατων αιτίων οφείλεται στήν προέλευ­ ση τής άνθρώπινης γνώσης άπό τις αισθήσεις,203 πράγμα πού συνεπάγεται, δτι ό ’Αριστοτέλης κι οι σχολαστικοί είναι άσυνεπεΐς, άφού δέχονται παράλληλα τόσο τήν δυνατότητα έλλογης με­ ταφυσικής γνώσης δσο καί τήν αισθητήρια άφετηρία κάθε γνώσης. Τό παράδοξο μέ τήν μαρτυρία των αισθήσεων είναι δτι άποτελεί για μάς τή μόνη δυνατή πηγή βεβαιότητας καί συνάμα μιάν άνεξάντλητη πηγή πλανών καί ψευδαισθήσεων.204 ’Έ τσι, μια καί ή νόηση έξαρτάται άπό τήν μαρτυρία αυτή, παρασύρεται σέ σφάλ­ ματα, δποτε οί αισθήσεις πέφτουν έξω.205 'Όμως ή έξάρτηση τούτη σημαίνει καί κάτι άκόμα: δτι ή νόηση δέν μπορεί να συλλάβει τά υπεραισθητά, άφού γ ι’ αύτά οί αισθήσεις δέν μπορούν να σχηματί­ σουν καμμιά παράσταση.206 Ή γνώση τής ούσίας είναι, λοιπόν, άναγκαστικά λειψή καί κυμαινόμενη ή άπατηλή, έφόσον παρέχεται διαμέσου τών άντιληπτών της συμβεβηκότων.207 Ά λλα ούτε καί μπορεί νά υπάρξει άλλος, βέβαιος δρόμος προς τήν σύλληψη τής 200. 201. 202. 203. 204. 205. 206. 207.

δπ. παρ., 10. δπ. παρ., 13/4. δπ. παρ., 17/8. δπ. παρ., 24, πρβλ. 30. δπ. παρ., 36. δπ. παρ., 29. δπ. παρ., 30. δπ. παρ., 33.

96

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ουσίας, άφοΰ 6 Sanchez άπορρίπτει εξίσου καί τις πλατωνικές Θεωρίες για τις έμφυτες ιδέες, την άνάμνηση καί, γενικά, την γνω ­ στική αυτενέργεια κι αυτοτέλεια τής ψυχής.208 *Αν τά δρια τής γνώσης είναι στενά κι άνυπέρβλητα, τότε ή μεταφυσική δεν είναι τίποτε άλλο παρά άσταμάτητη αύτοαναπαραγωγή κενών ορών καί φράσεων, άναφερομένων σέ πλασματικά άντικείμενα* σ’ αύτή τήν κατηγορία άνήκουν καί οι πλατωνικές ιδέες καί τά άριστοτελικά καθόλου.209 Πλασματική, όμως, είναι όχι-μόνο ή γλώσσα τής μεταφυσικής, άλλά καί ή λογική εκείνη, στήν όποια θέλει νά στηριχτεί ή σχολαστικοαριστοτελική έκδοχή της. Καί πρώτα-πρώτα ό ορισμός, τό κλειδί τής άριστοτελικής λο­ γικής, διόλου δέν περιέχει τήν φύση του πράγματος, παρά είναι άποκλειστικά ονομαστικός κι έπιπλέον στερείται κάθε αύτοτέλεια. Γιατί οι συστατικές του έννοιες πρέπει νά οριστούν εξαρχής ή κα­ θεμιά τους μέ τήν συνδρομή ίεραρχικά άνώτερων γενών καί ειδο­ ποιών διαφορών ίσαμε νά φτάσουμε στο άνώτατο γένος «όν», τό οποίο κανείς δέν ξέρει σίγουρα τί είναι. Ό ορισμός του άνθρώπου π.χ. εμπεριέχει πλείστες έννοιες (δν γενικά, ούσία ή υπόσταση, σώμα, έμψυχο, ζώο, Σωκράτης), πού, αν είναι συνώνυμες, περιτ­ τεύουν, ένώ, αν δέν είναι, θέτουν σέ άμφισβήτηση τήν ένότητα τού ανθρώπου* αν, πάλι, καθεμιά τους άναφέρεται σέ ορισμένη πλευρά τού άνθρώπου, τότε πρέπει νά δοθεί άπάντηση στο έρώτημα, ποιά πλευρά τού άνθρώπου είναι δν, ποιά σώμα, ποιά ζώο κ.ο.κ.210 'Όμως δέν υπάρχουν καθολικές έννοιες, παρά μονάχα άτομα,211 γ ι’ αυτό καί δέν μπορεί νά υπάρξει επιστήμη τών άτόμων στηριζόμενη σέ ορισμούς άποτελούμενους από καθολικές έννοιες. Ε π ι­ σφαλής, επομένως, είναι καί ή άριστοτελική άποδεικτική, άφου οί άποδείξεις ξεκινούν από ορισμούς212 — δπως επισφαλής είναι καί ή γενική άριστοτελική άντίληψη τής έπιστήμης ως άλυσίδας ορι­ σμών καί άποδείξεων.213 Πρόκειται στήν πραγματικότητα γιά μιάν 208. 209. 210. 211. 212. 213.

δπ. δπ. δπ. δπ. δπ. δπ.

παρ., παρ., παρ., παρ., παρ., παρ.,

1 1 ,1 2 , 41. 2. Γιά τήν ομοιότητα ιδεών καί καθόλου ώς άφαιρέσεων πρβλ. 6. 4/5. 20. 16. 6.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

97

άλυσίδα κενών λέξεων, δπου οί παρακάτω εξηγούνται με τις παρα­ πάνω καί άντίστροφα* ό άριστοτελικός συλλογισμός δεν είναι παρά ή άνοδος κι ή κάθοδος σε τούτη την άλυσίδα.214 Κι έπειτα, ό ’Αρι­ στοτέλης καταρτίζει άφηρημένους τύπους συλλογισμών μέ την βοή­ θεια γενικών συμβόλων (δπως α, β, γ) κι δχι συγκεκριμένων δρων, ώστε νά δείχνει άπτά τήν σύλληψη τών πραγμάτων διαμέσου του συλλογισμού.215 'Όπως φαίνεται λοιπόν, ή τέτοια λογική είναι έπάξια επένδυση μιας κούφιας μεταφυσικής. Άπορρίπτοντάς τες ταυτόχρονα, ό Sanchez στέκει στο κατώφλι μιας καινούργιας έποχής, χωρίς δμως καί νά τό περνά: γιατί ή ίδια έκείνη άμφιβολία, πού γκρέμισε τις παλιές βεβαιότητες, δεν άφήνει καί τις καινούρ­ γιες ν’ άποκρυσταλλωθούν. Ό Sanchez, έτσι, δχι μόνο άπορρίπτει τήν δυνατότητα γνώσης τού ύπερβατικοΰ, άλλά, θεωρώντας άναξιόπιστες τις αισθήσεις, έχει σοβαρές έπιφυλάξεις καί απέναντι στή γνωσιμότητα τού φυσικού κόσμου.215 Έ να περίπου χρόνο πριν άπό τήν δημοσίευση τού κύριου έργου τού Sanchez (1581) είχαν δει τό φώς τά τΐρώτα δύο βιβλία τών Essais τού Montaigne. Στο περίφημο δωδέκατο δοκίμιο τού δευ­ τέρου βιβλίου άποκρούεται ή δυνατότητα μιας έλλογης μεταφυσι­ κής ή θεολογίας άκριβώς μέ άφετηρία αίσθησιοκρατική. Οί αισθή­ σεις σημαδεύουν τήν αρχή καί τό τέλος τής γνώσης μας, διατείνε­ ται ό Montaigne, καί ή άναγκαστικά πεπερασμένη γνώση, πού μάς παρέχουν, δέν δίνει καμμιά πρόσβαση προς τον κόσμο τού άναλλοίωτου 6ντος, παρά μάς επιτρέπει μονάχα νά βλέπουμε άπό ασταθείς καί συχνά απατηλές προοπτικές τον φθαρτό κόσμο τού 214. δπ. παρ., 7. 215. δπ. παρ., 9. 216. δπ. παρ., 28. Πρβλ. δσα γράφει για τήν άναξιοπιστία τών πειραμά­ των, 48/9. Τήν άμφιρρέπεια της γενικής θέσης του Sanchez έπισημαινει ό Coralnik, Sanchez, 18. 221/2. Ό Senchet, ίδ. 44 κέ., 98 κέ., προσπάθησε νά δείξει, δτι ό Sanchez είχε στο νοΰ του μιά στοιχειώδη πειραματική μέθοδο, δτι 8ηλ. δέν έμεινε προσκολλημένος στήν σκεπτικιστική άρνηση, παρά άνήκει προδρομικά στήν γραμμή τών Bacon καί Descartes. Καί ό Crescini δέχεται, δτι ό Sanchez πιστεύει στήν δυνατότητα μιας επιστήμης, μολονότι δέν έξηγεί τήν άντίληψή του γ ι’ αυτή ούτε καί ύποτυπώνει μιά επιστημονική μέθοδο, εμ­ ποδισμένος άπό τόν ίδιο τόν σκεπτικισμό του καί τον στενό έμπειρισμό του (Metodo analitico, 258 κέ.).

,98

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

γίγνεσθαι* άκόμα καί ή έπιστήμη του φυσικού κόσμου είναι άδύνατη για τούς ίδιους λόγους. "Ο,τι, ωστόσο, δέν μας δίνει ή γνώση, το αναπληρώνει ή φιλάρεσκη άνθρώπινη φαντασία, πλάθοντας τόν Θεό κι ερμηνεύοντας τήν φύση μέ τρόπο άνθρωπομορφικό.217 Πα­ ρόμοια έπιχειρηματολογεί καί ό μαθητής τού Montaigne, ό Charron, ό οποίος καί άναφέρεται ρητά στην μεταφυσική ώς φιλοσοφική μάθηση μέ τήν τεχνική έννοια τού δρου. Οί φιλόσοφοι, γράφει, κά^ νουν τήν σοφία άποκλειστικά θεωρητική, τήν ονομάζουν γνώση των πρώτων άρχών κι αιτίων των πραγμάτων, καί τέλος γνώση τού ίδιου τού Θεού — μ* ένα λόγο μεταφυσική, πού έδρεύει άποκλειστικά στή νόηση, δίχως καμμιά σχέση μέ τήν πράξη καί μέ τήν αρετή. Οί θεολόγοι βλέπουν τήν ύπόθεση της μεταφυσικής πρακτι­ κότερα άπο τούς φιλοσόφους, αφού τουλάχιστο τονίζουν, δτι ή γνώ ­ ση των θείων πραγμάτων οφείλει να συμβαδίζει μέ τήν ηθική* ωστόσο οί θεολόγοι έχουν δύο μεταφυσικές, τήν έλλογη καί τήν εξ άποκαλύψεως.218 Θέλοντας να κατοχυρώσει το πρωτείο τής πρα­ κτικής ζωής, ό Charron διακρίνει άνάμεσα σέ θεωρητική έπι­ στήμη (science) καί βιοτική σοφία (sagesse), καί συγκεντρώνει άποκλειστικά τήν προσοχή του στήν δεύτερη.219 Τά θεωρητικά συ­ στήματα τά βλέπει ώς διασκεδαστικές κατασκευές καί παίγνια φιλοσόφων δίχως βαθύτερη σημασία, κι επιπλέον παρομοιάζει τις φιλοσοφικές έριδες μέ τις θρησκευτικές, θεωρώντας τες άσκοπες καί πρόξενες χάους.220 Στο παράδειγμα τού Cardano είδαμε, πόσο ρευστά είναι τά δρια άνάμεσα σέ άγνωστικισμο καί ήθικο σχετικισμό. Ή ίδια σχέ­ ση άνάμεσα σέ γνωσιοθεωρητικο-όντολογικο καί ήθικοφιλοσοφικο προβληματισμό διαπιστώνεται, καί μάλιστα μέ μορφές άκόμη αδρό­ τερες, στον Montaigne καί στον Charron.221 Χωρίς άμφιβολία, ή εύκολία τής μετάπτωσης τού άγνωστικισμού σέ ήθικο σχετικισμό ήταν ένας άπό τούς σοβαρότερους λόγους, πού ώθησαν διανοητές 217. Essais, II, 12 = 1, 661 κέ. 218. Petit Traicte.de Sagesse = III, 263/4. Πρβλ. De la Sagesse, Preface = I, xxxvii-xxxviii. 219. 6π. παρ., I ll, 14 = III, 87 κέ. 220. δπ. παρ., II, 2 = II, 47, 50/1.

221. Kondylis, Aufklarung, 137 κέ.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

99

άντίθετους προς τις καινούργιες θύραθεν τάσεις να διαχωρίσουν ξεκάθαρα την θέση τους άπό τον άγνωστικισμδ καί τον σκεπτικι­ σμό, εφόσον οι τελευταίες έξελίξεις έμοιαζαν ν’ αποδείχνουν, δτι ή φιντεϊστική του άξιοποίηση ήταν δίσημη καί, δυνητικά τουλά­ χιστον, έπικίνδυνη. Βλέπουμε, λοιπόν, δτι ενάντια στήν εύθραυστη συμμαχία φιντεϊσμού κι άγνωστικισμού ορθώνεται ό λίγο-πολύ ορθόδοξος σχολαστικός άριστοτελισμός για να υποστηρίξει τόσο την άξιοπιστία των αισθήσεων δσο καί την δυνατότητα νοητικής σύλληψης των έσχατων όντολογικών άρχών. Ό Castellani π.χ. δέν πιστεύει, δτι ή σκεπτικιστική άντίληψη γιά τήν άπατηλότητα των αισθήσεων θίγει τήν γνωσιμότητα των έσχατων άρχών, άφοΰ ώς προς αύτές λειτουργεί άποκλειστικά ή νόηση. Οί ουσίες γνω ­ ρίζονται κι αύτές με τη νόηση κι δχι μέ τις αισθήσεις, καί, άφοΰ γνωσθοΰν, μάς προσανατολίζουν στήν γνώση τών έπιμέρους. ’Έ τσι, ή έμπειρική γνώση τών συγκεκριμένων άτόμων ουσιαστικά υποτάσ­ σεται στη νοητική σύλληψη τών ούσιών, μολονότι γίνεται δεκτό, δτι ή δεύτερη πρέπει ν’ άπορρεύσει άπό τήν πρώτη. 'Όμως οί αισθή­ σεις καί τό σώμα καθοδηγούνται άπό τήν ψυχή, μέ τήν ’ίδια έννοια πού ή μορφή έξουσιάζει τήν ΰλη.222 Ό Castellani, λοιπόν, άπό τήν μιά υπερασπίζει τήν γενική αξιοπιστία τών αισθήσεων άπέναντι στους σκεπτικιστές, άπό τήν άλλη, ωστόσο, ένδιαφέρεται νά υπο­ γραμμίσει τήν πρωταρχική λειτουργία, καί μάλιστα αυτονομία τής νόησης, άναζητώντας έδώ ένα στήριγμα άκόμα βεβαιότερο’ αύτό δείχνει, αν καί έμμεσα, δτι ή αίσθησιοκρατική πλευρά τού άριστοτελισμού παρέμενε προβληματική καί κάποτε ύποπτη. Ά φοΰ, πάν­ τως, στήν σχολαστικό αριστοτελική άντίληψη ή άξιοπιστία τών αισθήσεων συνδεόταν μέ τήν άξιοπιστία τής νόησης, έπρεπε νά προστατευθεΐ άκριβώς μέ σκοπό νά καταδειχτεΐ ή δυνατότητα μιας μεταφυσικής. Στά σχόλια, πού έγραψε στις Academicae Quaestiones τού Κικέρωνα (1571), ό J. Rosa άντιτάσσει στούς σκεπτικούς τό επιχείρημα, δτι ό Θεός δέν είναι δυνατό νά μάς άπατά δίνοντάς μας άναξιόπιστες αισθήσεις κι ότι ή παραμέληση τών γνωστικών

222. 119 κέ., 125 κέ.

Γιά τον Castellani βλ. διεξοδικά Schmitt, Cicero scepticus, ίδ

100

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

δυνάμεων, πού μάς χάρισε, εΐτε νοητικές είτε αισθητικές είναι, άπο•τελεί βλασφημία.223 Την άνησυχία μπροστά στις ήθικοφιλοσοφικές συνέπειες τού άγνωστικισμού συναντάμε έντονη στο έργο τού Sadoleto, δπου ή άποκατάσταση τής έλλογης μεταφυσικής γνώσης συνδέεται καί μέ την άπόκρουση τού πρωτείου τής v ita activa. Είναι χαρακτη­ ριστικό, μέ πόση έμφαση καί πολεμική κακεντρέχεια, θά λέγαμε, συνδέονται έδώ ή άντιμεταφυσική-άγνωστικιστική στάση καί ή άνηθικιστική βιοσοφία. Τό πρωτείο τής πρακτικής ζωής, δπως τό εκθέτει στόν διάλογο ό έπικριτής τής φιλοσοφίας, παρουσιάζεται στην πιο χυδαία μορφή του, δηλ. ως έπιδίωξη άπόκτησης πλούτου, τιμών κι έξουσίας, πράγμα πού άπαιτεί τήν συμμόρφωση μέ τις κυρίαρχες άπόψεις των πολλών καί μ* δ,τι φαίνεται ωφέλιμο κάθε φορά.224 Στήν συνέχεια εξετάζονται άπο τον ίδιο τά τρία μέρη τής παραδοσιακής φιλοσοφίας: ή φυσική είναι άχρηστη, γιατί καμμιά σταθερή γνώση δέν είναι έφικτή μέσα στήν άδιάκοπη άλλαγή τής φύσης* ή ήθική είναι κι αύτή άνώφελη, άφοΰ πολλοί καί σπουδαίοι άνθρωποι έκαμαν δ,τι επέβαλλαν έκάστοτε οι περιστάσεις χωρίς νάχουν ιδέα άπο πρακτική φιλοσοφία* καί, τέλος, ή λογική ή δια­ λεκτική (δπου περιέχεται κι ή μεταφυσική έννοιολογία) άποτελείται άπο κενές λέξεις, .χωρίς καμμιά έφαρμογή σέ επιστήμες δπως ή ιατρική ή τά μαθηματικά λ.χ.225 Το άξιοσημείωτο είναι, δτι 6 προασπιστής τής φιλοσοφίας στήν άπάντησή του δέν ύποστηρίζει το πρωτείο τής θεωρητικής ζωής μέ τήν καθαρή κι άσυμβίβαστη μορφή του* δέχεται, δτι ή άνθρώπινη ζωή άναγκαστικά έχει πρακτικο-κοινωνικο χαρακτήρα, καί παράλληλα έπιμένει στο δτι ή φι­ λοσοφία προφυλάσσει τήν πράξη άπο τον άνηθικισμο καί τον και­ ροσκοπισμό* γιατί, άφού οί νόμοι διαφέρουν κατά τόπους καί κατά εποχές, πώς θάναι κανείς καλός μέ τήν άπόλυτη έννοια, αν άπλώς προσαρμόζεται;226 ’Ακριβώς γιά χάρη τού άπαρασάλευτου ήθικού προσανατολισμού έπιζητείται ή μελέτη τού κόσμου καί τής 223. 6π. παρ., 146 κέ. 224. Phaedrus seu de Laudibus Phiiosophiae Libri Duo = Opera, III, 147/8. 225. δπ. παρ., 149 κέ., 157 κέ., 168 κέ. 226. δπ. παρ., 193.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

101

φύσης, πού άποκαλύπτει τον χαρακτήρα καί τις ιδιότητες τού Θεού. Α φού είμαστε σ ϊ θέση νά γνωρίσουμε τήν ίδια την ούσία των πραγμάτων, ξεκινώντας άπο τά δεδομένα των αισθήσεων καί προχωρώντας συνεχώς μέ τήν βοήθεια της λογικής,227 μπορούμε καί νά διαπιστώσουμε, ότι οί ήθικές άλήθειες καί οι κανονιστικές άρχές άποτελοΰν τον έσώτερο νόμο των όντων, όπως δημιουργήθηκαν καί συντηρούνται άπο τον Θεό.228 Έ τσ ι, ή γνώση στέκει βέβαια πάνω άπο τήν πράξη, όμως έχει καί μιαν άπτή πρακτική διάσταση, άφοΰ άπ* αύτήν άντλοΰνται άμεσα ήθικά-κανονιστικά δι­ δάγματα. 'Η sapientia, πού άναφέρεται στα ούράνια, μεταφέρεται στα επίγεια καί γίνεται prudentia.229 Το ότι ό Sadoleto επιχειρεί μιαν σύνδεση άγνωστικισμοΰ καί ήθικού σχετικισμού μέ σκοπό άκριβώς νά καταπολεμήσει καί τά δύο της σκέλη, μάς θυμίζει, βέβαια, τήν παραδοσιακή, καί μάλι­ στα οργανική, συνύφανση μεταφυσικής καί-ήθικής — συνύφανση πού δείχνεται καθαρά σέ κάθε κρίσιμη καμπή τής ιστορίας τής μεταφυσικής. Μέ τήν ίδιαν ένταση παρουσιάζεται τό πρόβλημα τούτο καί στον Braes, όπου ή σχετικότητα των ήθικών άξιων έπίσης άποτελεί σημείο άντιλεγόμενο άνάμεσα στά πρόσωπα των «Διαλόγων» του. 'Όμως στό έργο τού Braes μπορούμε νά έπισημάνουμε καί μιά πρόσθετη δυσκολία, τήν οποία δημιουργούσε στούς θρήσκους ύποστηρικτές τής μεταφυσικής ή έμφάνιση τού θύραθεν σκεπτικισμού: ένάντια στον τελευταίο έπρεπε νά υπερα­ σπίζουν τήν δυνατότητα έλλογης γνώσης των πρώτων άρχών τού δντος καί άμοιβαίας στήριξης θεολογίας καί φιλοσοφίας, συνάμα όμως έπρεπε καί νά φυλάγονται άπο κάθε άντιθεολογική εκτροπή τού Λόγου καί τής φιλοσοφίας καί ν* άποκρούουν τήν άξίωση τής παντογνωσίας, δποτε άπειλοΰσε τήν πίστη. Τούτο άκριβώς τό δί­ λημμα άντιμετωπίζει ό ευσεβής άπολογητής τής μεταφυσικής στούς «Διαλόγους», ό όποιος άρχικά στον άγνωστικισμό τού συνομιλητή του άντιτείνει (άριστοτελικά) τήν δυνατότητα γνώσης τών πραγ­ μάτων διαμέσου τής γνώσης τών πρώτων άρχών τους* όταν όμως 227. δπ. παρ., 226/8. 228. δπ. παρ., 224. 229. δπ. παρ., 234.

102

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ό συνομιλητής του τον ειρωνεύεται για την συμφωνία του αύτή με είδωλολάτρες φιλοσόφους καί του υπενθυμίζει δηκτικά, δτι τουλά­ χιστον οι περιπατητικοί δέχονται την αιωνιότητα του κόσμου άποκλέίοντας έτσι την θεία δημιουργία, τότε καταδικάζει τήν διανοη­ τική περιέργεια, ή οποία μάς κάνει να επιδιώκουμε τήν γνώση τής θείας βούλησης, μετρώντας την με τά πεπερασμένα μας μέτρα, καί θεωρεί τήν έπαρση τούτη ώς αιτία των φιλοσοφικών πλανών. Ά λλα ύπαναχωρεΐ καί πάλι άπό τήν θέση τούτη, δταν ό σκεπτικιστής του άπαντά, δτι τό ίδιο έννοεΐ κι αύτός, δταν χαρακτηρίζει τήν άνθρώπινη γνώση γενικά καί τήν υψιπετή μεταφυσική ιδιαίτερα ώς αύτάρεσκη ονειροπόληση.230 Στο κείμενο τού Brues βρίσκουμε, δμως, άνάγλυφο καί το άλλο δίλημμα τών ύποστηρικτών τής μεταφυσικής στον 16ο αί., τό όποιο άναφέραμε ήδη μιλώντας γιά τον Castellani. Πρόκειται για τήν έναρμόνιση αίσθησιοκρατικής άφετηρίας καί νοησιαρχικών πορισμάτων στήν αριστοτελική φιλοσοφία. Οι προφανείς δυσκο­ λίες, πού γεννούσε ή θεωρία τής tabula rasa στήν μεταφυσική ώς καθαρά νοητική σύλληψη τού όντως δντος, είχαν ήδη προγενέστερα οδηγήσει σέ προσπάθειες μετριασμού τής άριστοτελικής αισθησιο­ κρατίας μέ τήν συνδρομή πλατωνικών στοιχείων* έτσι άνοιξε ό δρόμος γιά κάποιον συγκερασμό πλατωνισμού κι άριστοτελισμού, κι άπ* αυτήν τήν άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο, δτι οι κατεξοχή έκπρόσωποι τής άναγεννησιακής μεταφυσικής, ό Μ. Ficino καί ό Giovanni Pico, άποδοκίμαζαν τις σύγχρονός τους διενέξεις πλα­ τωνικών κι άριστοτελικών. Καί ό άπολογητής τής μεταφυσικής στους «Διαλόγους» τού Brues δέχεται τήν άριστοτελική έπαγωγή μέ άφετηρία τά δεδομένα τών αισθήσεων, δμως τήν αύτοτέλεια, τήν αύτενέργεια καί τήν μεταφυσική γνωστική δυνατότητα τής ψυχής τήν στηρίζει στήν θεωρία τής άνάμνησης καί τής έμφυτης γνώσης, δυσανασχετώντας κι αύτός γιά τις διενέξεις πλατωνικών κι άριστοτελικών. Ό σκεπτικιστής συνομιλητής του έπαινεί σκό­ πιμα καί προκλητικά τον άριστοτελικό εμπειρισμό, οπότε ό μετα­ φυσικός, γιά νά μήν έξαναγκαστεί ν’ άπαρνηθεί τον Αριστοτέλη, προτείνει τήν παρακάτω συμβιβαστική λύση: ή γνώση είναι, βέ230. Dialogues, 121/4.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

103

βαια, έμφυτη, όμως σέ λανθάνουσα μονάχα κατάσταση, για να ξε­ καθαρίσει μέσα σέ μιά διαδικασία, πού άρχίζει με τά αισθητά δε­ δομένα καί την έπεξεργασία τους* παράλληλα άναγνορίζεται, δτι ή ^πλατωνική θεωρία της ψυχής κατασφαλίζει καλύτερα την άθανασία, άποφεύγοντας τις παγίδες, πού έ'θετε στήν χριστιανική αντί­ ληψη ή άριστοτελική-άβερροϊστική διδασκαλία για τήν μεταθα­ νάτια επιστροφή της άτομικής ψυχής στήν άπρόσωπη οικουμενική νόηση.331

231. 8π. παρ., 153 κέ., 162/3.

4. Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ

α.

Γενική παρατήρηση

Ό χωρισμός λογικής καί μεταφυσικής, μολονότι. άρχίζει ήδη στον 14ο αί., έπιχειρεΐται συστηματικά καί γενικεύεται στον 16ο, άποτελώντας —καθαυτός καί στις συνέπειές του— σημαντικότατη καμ­ πή στην ιστορία τής μεταφυσικής καί τής κριτικής της. Καθαυτός σήμαινε, δτι ή μεταφυσική δέν μπορούσε να συμβιβασθεΐ μέ τό ιδεώδες μιας έ'λλογης άποδεικτικής γνώσης κι δτι, επομένως, τόσο ή λίγο-πολύ άτελής προσπάθεια σύζευξης τής λογικής μέ τήν με­ ταφυσική στον πλατωνικό «Σοφιστή» δσο καί ή μεγαλεπήβολη άριστοτελική τους διάπλεξη (μαζί κι ή σχολαστική της εκδοχή) ήσαν έγχειρήματα μάταια. Οί πολέμιοι τής μεταφυσικής στόν 16ο αί. είχαν, βέβαια, υπόψη τους τον σχολαστικό άριστοτελισμό καί ήξεραν πολύ καλά, ποιο ρόλο έπαιζε μέσα σ* αυτόν ή στενή συνάφεια μεταφυσικής καί λογικής, καί μάλιστα ή διαμόρφωση τής δεύτερης μέ βάση τις έπιταγές τής πρώτης. Πράγματι, στο επίκεντρο τής άριστοτελικής λογικής βρίσκεται ή κατασκευή εν­ νοιών μέ άφετηρία τήν διάκριση καί σύγκριση αισθητών ιδιοτήτων, έτσι ώστε να προκύψουν γενικευτικές αφαιρέσεις, τών οποίων ή ιεράρχηση δίνει τον σκελετό τών λογικών προσδιορισμών (είδος, γένος κτλ.). Τό δτι οί άνώτεροι προσδιορισμοί είναι καί οί πιο άφηρημένοι δέν θεωρείται μειονέκτημα, παρά έπίρρωση τών με­ ταφυσικών θέσεων, σύμφωνα μέ τις όποιες τό γενικό κι άφηρημένο άποτελεΐ πραγματική, όντολογικά δεδομένη μορφή συνάρτησης τών άτομικών πραγμάτων ακριβώς γ ι5αυτό στήν κορυφή τόσο τής λογι-

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

105

κής δσο καί της όντολογικής ιεραρχίας βρίσκεται, ή έννοια του ’Όντος, ένώ ή έννοια του καθόλου είναι κι αύτή εξίσου κεντρική άπό λο­ γική δσο κι άπό όντολογική άποψη.4Η αριστοτελική άφαίρεση, λοι­ πόν, φιλοδοξεί νά συλλάβει τούς γενικούς καθοριστικούς παράγον­ τες των έπιμέρους πραγμάτων. Αυτός είναι κι 6 στόχος του άριστοτελικοΰ ορισμού μέ βάση τό γένος καί τήν ειδοποιό διαφορά: νά συλλάβει τήν ούσία τού πράγματος καί συνάμα νά δείξει τήν θέση, πού αύτή έπέχει μέσα στήν γενική ιεραρχία των ούσιών. Στήν διδασκαλία γιά τον ορισμό, λοιπόν, γίνεται άνάγλυφη ή άριστοτελική διάπλεξη λογικής καί μεταφυσικής, κι έτσι δεν είναι τυ­ χαίο, δτι ή διδασκαλία τούτη συγκέντρωσε εξαρχής τά σφοδρά πυρά των άντιμεταφυσικών κι άντιαριστοτελικών διανοητών.232 ’Αποφασιστικής σημασίας γιά τήν πνευματική ιστορία των Νέων Χρόνων στάθηκε τό γεγονός, δτι ή διάζευξη μεταφυσικής καί λογικής σήμανε τήν άπαρχή μιας μετάπλασης των παραδοσια­ κών λογικών μεγεθών, στο τέρμα τής οποίας πρόκυψε ή νεότερη έννοια τής (επιστημονικής) μεθόδου. 'Η διάζευξη λογικής καί με­ ταφυσικής εύνόησε τούτη τήν εξέλιξη μέ τρόπο διττό. Πρώταπρώτα, επικυρώνοντας τήν άντίληψη, δτι μεταφυσική ώς. έλλογη γνώση είναι άδύνατη, καθιέρωσε ώς πεδίο δραστηριότητας τού Λόγου τό Εντεύθεν, τον φυσικό καί άνθρώπινο αισθητό κόσμο. Δεύτερο, άπελευθερώνοντας τήν λογική άπό τις μεταφυσικές της προσδέσεις κι υποχρεώσεις, τής έδωσε τήν εύκαιρία νά ταχθεί στήν υπηρεσία τού Αόγου εκείνου, ό όποιος άφού πιά έγκατέλειψε (μέ ή δίχως λύπη) τό ιδεώδες τής παντογνωσίας μέ τήν παλιά του έννοια, τώρα είχε ώς άποκλειστικό του άντικείμενο τό Εντεύθεν. Είναι προφανές, δτι γιά νά σταθεί ικανοποιητικά στή νέα της θέση ή λογική έπρεπε ν’ άποκοπεί άπό τήν διδασκαλία τής ούσίας κτλ. καί νά μεταπλαστεί £τέ συμφωνία μέ τά αιτήματα τής γενικής στροφής προς τήν εμπειρία. ’Ακριβώς στο σημείο αύτό καταφαί­ νεται ή νευραλγική σημασία τής γνωστής μας άνθρωπιστικής άποκατάστασης τής ρητορικής. Στήν πρώτη της φάση, ή άποκατάσταση αύτή σήμαινε παραγκωνισμό τής λογικής γιά χάρη τής ρη232.

Γενικά γιά τις σχέσεις άριστοτελικής λογικής καί μεταφυσικής βλ.

Prantl, Geschichte, 1 , 104 κέ. καί Cassirer, Substanzbegriff, 4/5, 8/10.

106

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

τορικής* στή φάση, πού μάς ενδιαφέρει έδώ, άξιοσημείωτο είναι κάτι άλλο: ή μετάπλαση των μεγεθών τής λογικής στο φως των άξιωμάτων καί των μεθόδων τής ρητορικής. Κι άφού, δπως ξέ­ ρουμε, ή γειτνίαση τής ρητορικής προς τον άνθρώπινο πρακτικόκοινωνικο κόσμο θεωρούνταν δεδομένη, πιστεύεται τώρα, δτι καί ή μετάπλαση τής λογικής με τά μέσα τής ρητορικής θά τήν κάνει κατάλληλη ώς όργανο εμπειρικού προσανατολισμού κι έμπειρικής έρευνας, δηλ. ώς ars inveniendi. *Ας δούμε κάπως διεξοδικότερα το σημείο αυτό. 'Όπως είναι γνωστό, ή ιδιαίτερη μέθοδος τής άριστοτελικής ρητορικής συνοψίζεται στήν διδασκαλία των τόπων. Το πρωτείο τής ρητορικής, δπως τό διακήρυξαν οί άνθρωπιστές, σήμαινε, έτσι, δτι ή διδασκαλία των τόπων θά παραμέριζε τήν άριστοτελική λο­ γική καί κατηγοριολογία. "Ομως αύτο συνεπαγόταν αύτόματα εξο­ βελισμό τής μεταφυσικής προβληματικής. Γιατί οί κατηγορίες άναφέρονταν σε διάφορες καθολικές έννοιες, πού άποδίδονταν σέ κά­ ποιο υποκείμενο* ή άπόδοση κατηγορημάτων (κατηγορείν, modus praedicandi) άποτελεί τήν γέφυρα άνάμεσα στο νού καί στις μορ­ φές τού συλλογισμού, άπό τήν μιά, καί στά πράγματα, άπό τήν άλλη — δηλ. άνάμεσα σέ λογική καί μεταφυσική.233 ’Αντίθετα, οί τόποι, δηλ. οί βασικές έπιχειρηματολογικές δομές, πού χρησιμο­ ποιούνται γιά τήν άνάπτυξη όποιουδήποτε θέματος, είναι πιο χει­ ροπιαστοί καί παραστατικοί άπό τις κατηγορίες* δέν άναφέρονται λ.χ. στις έννοιες «σχέση» ή «ομοιότητα» καθαυτές, παρά στά σχε­ τικά ή δμοια πράγματα. "Ετσι, ενώ οί κατηγορίες συνδέουν τή νόηση μέ τήν όντολογική ύφή τών πραγμάτων, οί τόποι άποτελοΰν τον κρίκο άνάμεσα στο πιο ποικίλο πληροφοριακό ύλικό καί στις μορφές πιθανολογικών έπιχειρημάτων τής ρητορικής, οί ο­ ποίες, σύμφωνα μέ τήν άριστοτελική άντίληψη,. στερούνται τήν άπόλυτη άκρίβεια τών καθαρά λογικών άποδείξεων, μολονότι πα­ ρουσιάζουν μερικές άναλογίες μαζί τους. Οί άνθρωπιστές, τώρα, πού συγκεντρώνουν τό ενδιαφέρον τους στήν ρητορική καί στήν δι­ δασκαλία τών τόπων, δέν παραγκωνίζουν άπλά τήν λογική, παρά 233. Γιά τό πώς συνδέει ό Θωμάς ό Ά κυινάτης λογική καί μεταφυσική ox modo praedicandi βλ. Doig, Aquinas, 247 κέ., πρβλ. 306 κέ.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

107

προχωρούν παραπέρα καί τήν εντάσσουν στήν ρητορική, ένσωματώνοντας τις κατηγορίες στους τόπους καί άπαλείφοντας τά όρια άνάμεσα σ’ επιστημονική απόδειξη καί ρητορική πιθανολογία (με τήν.άριστοτελική σημασία των όρων). Στο σημείο τούτο φαίνεται ή έσώτερη σχέση άνάμεσα στον άγνωστικισμό καί στον παραμερι­ σμό τής λογικής γιά χάρη τής διδασκαλίας των τόπων: όταν οι πρώτες' άρχές, στις όποιες πρέπει να θεμελιωθεί κάθε αύστηρή άποδεικτική επιστήμη, δεν θεωρούνται γνώσιμες, τότε δεν άπομένει τίποτε άλλο ως σημείο στήριξης κι άναφοράς παρά τό πιθανό καί τό άληθοφανές* ό άγνωστικισμός έπιβάλλει πνευματική ολι­ γάρκεια, καί ή διδασκαλία των τόπων είναι ή τροφή των ολιγαρ­ κών — πού συνάμα, ωστόσο, αισθάνονται αύτάρκεις καί μάλιστα ευτυχείς, άφου άπαλλάχθηκαν άπό ολόκληρο τό παλιό πλέγμα λο­ γικής καί μεταφυσικής. Ά πό μεθοδολογική άποψη, λοιπόν, τό πρωτείο τής ρητορικής σημαίνει, ότι στήν θέση τής κρίσης καί τού συλλογισμού μπαίνει ή εύρεση (inyentio) τών τόπων, τής σύνδεσης καί τών σχέσεών τους. Οί τόποι καταστρώνονται με τήν πιστοποίηση, καταγρα­ φή καί ταξινόμηση τών ομοιοτήτων, οί οποίες υπάρχουν άνάμεσα στά πράγματα. Ή inventio τών τόπων είναι δηλ. —σε αντίθεση μέ τον άπαγωγικό χαρακτήρα τού συλλογισμού— επαγωγική καί συγγενεύει μέ τήν έγκυκλοπαιδική συστηματικότητα* ή έξάπλωση τού έγκυκλοπαιδικοΰ ιδεώδους στον 16ο αί. καί ή άνάπτυξη τής νέας μεθόδου, ή διεύρυνση τής εμπειρικής γνα>σης κι ή άλλαγή τού τρόπου συστηματικής άξιοποίησής της συμβαδίζουν. 'Όμως ή εύ­ ρεση τών τόπων δέν άντιπαρατάσσεται απλώς στον συλλογισμό, παρά είσάγεται, θά λέγαμε, σ’ αύτόν, γιά νά τον μεταπλάσει καί νά τον άναδομήσει άπό τά μέσα σύμφωνα μέ τήν έπαγωγική προ­ σέγγιση, άκόμα κι όταν δέν θίγει έξωτερικά τήν μορφή του. Μέ άλλα λόγια: ή inventio παρέχει στον συλλογισμό τήν άφετηρία καί τις προϋποθέσεις του, συγκεντρώνοντας, άξιολογώντας καί κατατάσσοντας εμπειρικό υλικό ως θεμέλιο κι άπτή επαλήθευση τής πρώτης καί άποφασιστικής άπόφανσης τού συλλογισμού, άπό τήν βασιμότητα τής όποιας έξαρτάται ή βασιμότητα τού πορίσματος. Ό τόπος, πού προκύπτει άπό τήν διαδικασία τής inventio, γίνε­ ται, λοιπόν, ή μείζων πρόταση τού συλλογισμού — ή: ή μείζων

108

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

καταστρώνεται δχι άξιωματικά, παρά ώς τόπος. Οί άντίπαλοι τής άριστοτελικής λογικής δέν άμφιβάλλουν για τήν τυπική άκρίβεια του συλλογισμού, θέτουν δμως σέ άμφισβήτηση τήν έγκυρότητα τής μείζονος πρότασης, ή οποία φιλοδοξούσε να-προβάλει γενικές κι άναγκαΐες άλήθειες, έκφέροντάς τ.ες άφηρημένα μέ τήν άρωγή καθολικών έννοιών. *Αν ό άπαγωγικός-συνθετικός συλλογιστικός τύπος είναι άκριβέστερος άπό τήν άποψη τής τυπικής λογικής, δμως άφήνει μετέωρη τήν πραγματολογική ευστάθεια τής μείζο­ νος πρότασης. Α ντίθετα, ό επαγωγικός-άναλυτικός συλλογιστικός τύπος είναι τυπικά έπισφαλέστερος, δμως δίνει τήν δυνατότητα νά φτάσουμε σέ γενικεύσεις μέ τρόπο άσφαλέστερο. ’Έ τσι, λοιπόν, γιά νά μπορεί νά χρησιμοποιηθεί άκίνδυνα ό συνθετικός συλλογι­ στικός τύπος, πρέπει ή μείζων πρότασή του νά βρίσκεται μέ τήν βοήθεια τού άναλυτικού. Ό άναπροσανατολισμός τούτος συνεπά­ γεται, φυσικά, μιά ούσια,στική μεταλλαγή τής έννοιας τής έπαγωγής. Συχνά παραβλέπεται, δτι ή αριστοτελική έπαγωγή διόλου δέν ταυτίζεται μέ τή νεότερη, γιατί στρέφεται γύρω άπό τήν έννοια τής ούσίας: εδώ δηλ. έπαγωγή είναι ο δρόμος, πού μέσα άπό δια­ δοχικές άφαιρέσεις οδηγεί στή σύλληψη τής ούσίας, ενώ γιά τούς, νεότερους έκπροσώπους τής άναλυτικής μεθόδου έπαγωγή σημαί­ νει τήν πορεία προς τήνόριοθέτηση μιας τάξης άτόμων συνδεδεμένων μέ καθαρά ποσοτικές σχέσεις* έφόσον τό πρόβλημα τής ούσίας δέν τίθεται πιά, ή συνακόλουθη γενίκευση δέν έχει σχέση μέ τήν άριστοτελική άφαίρεση. Ό παραμερισμός τής ούσίας κάνει τώρα περιττό τό άριστοτελικό προβληματικό άλμα άπό τήν αισθησιο­ κρατία στή νοησιαρχία —άλμα, τό όποιο συγκάλυπτε ή λογική έπένδυση τής άριστοτελικής οντολογίας— κι έτσι ή έπαγωγή παρα­ μένει κοντά στον τρόπο κατάρτισης τών τόπων, συνυφαίνεται δηλ. μέ τήν inyentio καί τήν ars inveniendi. Αύτά ήσαν, βέβαια, ούσιαστικά βήματα προς τή νεότερη έν­ νοια τής μεθόδου, μολονότι, δπως θά δούμε άμέσως, δέν ήσαν καί δλα. ’Αρχικά, πάντως, ό δρος «μέθοδος» δέν χρησιμοποιείται σέ συνάφεια μέ τήν inyentio, παρά συγγενεύει μέ τήν ordo, σημαίνει δηλ. τήν τάξη, στήν οποία πρέπει νά προσφέρεται τό διδασκόμενο υλικό στούς μαθητές γιά νάναι εύληπτο κι άφομοιώσιμο* ή «μέθο­ δος» παραμένει, λοιπόν, δπως καί στούς άρχαίους, συνώνυμη μέ τήν

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

109

«τέχνη» (ars) καί συνοδεύει, τις μεταρρυθμίστηκες προσπάθειες των άνθρωπιστών στον χώρο τής διδασκαλίας καί τής έκπαίδευσης.234 Ωστόσο μέσα στον 16ο αί. καί στον βαθμό πού προχωρεί ή επεξερ­ γασία τής διδασκαλίας των τόπων ό όρος «μέθοδος» άναφέρεται ολο καί συστηματικότερα οχι στήν άπλή ars, παρά στην ars inveniendi.235 ’Από δω κι έμπρός όρος καί πράγμα συμβαδίζουν, όμως ή κοινή τους πορεία σπάζει, άπό ένα σημείο κι υστέρα, τά πλαίσια του άνθρωπιστικοΰ κινήματος καί των όψιμων μορφών του, καί μόνο έτσι κατορθώνει νά φτάσει στό τέρμα, τό όποιο γνωρίζουμε σήμερα: δηλ. στήν πρωταρχική σύναψη τής έννοιας τής μεθόδου με τή νεότερη φυσικομαθηματική επιστήμη. Μέθοδος καί μαθηματική φυσική συναντιούνται καί δένονται άξεχώριστα πάνω στήν βάση μιας κεντρικής κοσμοθεωρητικής έπιλογής, ή οποία στρεφόταν κατευθείαν ενάντια στήν παραδοσιακή ιεραρχία τών όντολογικών έπιπέδων (ό συσχετισμός αυτός εξηγεί, γιατί εξετά­ ζουμε τήν γένεση τής νεότερης έννοιας τής μεθόδου σέ μιαν έργασία, πού πραγματεύεται τήν ιστορία τής κριτικής στήν μεταφυσι­ κή): έννοοΰμε τήν πεποίθηση, ότι ό φυσικός-αίσθητός κόσμος μπο­ ρεί νά γνωσθεΐ έλλογα, όλότελα καί μεθοδικά, έπειδή κι ό ϊδιθς είναι έλλογα-νομοτελειακά δομημένος. Γιά νά συνειδητοποιηθεί τούτη ή πεποίθηση καί γιά να έπιχειρηθει ή σύζευξη μεθόδου καί μαθηματικής φυσικής, έπιβαλλόταν ή υπέρβαση του πνευματικού ορίζοντα τών άνθρωπιστών — με παράλληλη άξιοποίηση τής.προερ­ γασίας τους. Οι άνθρωπιστές συγκέντρωναν άποκλειστικά τό ένδιαφέρον τους στον κόσμο τής ρητορικής μέ τήν εύρεία σημασία του όρου, δηλ. στήν πολιτισμική καί πολιτικοκοινωνική άνθρώπινη δραστηριότητα. Τό γεγονός, ότι ή φυσική επιστήμη τούς άφηνε 234. Γιά τά ελληνικά προηγούμενα της «μεθόδου» (άπό τήν πλατωνική σύναψη μεθόδου καί ρητορικής «τέχνης» ίσαμε τον Γαληνό καί τούς σχο­ λιαστές του ’Αριστοτέλη) καί γιά τήν χρήση του όρου άπό τούς άνθρωπιστές μέ τήν σημασία τής διδακτικής ordo βλ. Gilbert, Renaissance Concepts, τά δύο πρώτα κεφάλαια (3-66). Τό τρίτο κεφάλαιο (67-115) έξετάζει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες τών άνθρωπιστών σέ διάφορους έκπαιδευτικούς καί διδακτικούς τομείς. 235. Γιά τήν έμφάνιση του όρου methodus, όπως διαπλέκεται μέ τήν διδασκαλία τών τόπων στά σχετικά έργα του Melanchton, βλ. Vasoli, Dialettica, 298 κέ., 325 κέ.

110

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

άδιάφορους, δεν μείωνε, βέβαια, την σημασία τής κοσμοθεωρητι­ κής μετατόπισης, την οποία είχαν πραγματοποιήσει με μιά σει­ ρά θέσεις τους (πρωτείο τής vita actiya, άρχή verum factum convertuntur), ωστόσο έμπόδιζε τήν ριζική άνατροπή τής πα­ ραδοσιακής μεταφυσικής ιεραρχίας, δπου ή φύση καί ό αισθητός γενικά κόσμος δεν ήσαν δυνατό νά γίνουν άντικείμενο καθαρά επι­ στημονικής διαπραγμάτευσης με τήν άριστοτελική έννοια. ’Ακρι­ βώς επειδή ή παραπάνω ιεραρχία παρέμενε άνέπαφη, άπό τούτη τήν πλευρά τουλάχιστο, οι άνθρωπιστές δέχονται, δτι, υιοθετώντας τήν διδασκαλία των τόπων ως μεθοδολογία τής ρητορικής, υιο­ θετούν τήν πιθανή μόνο γνώση κι εγκαταλείπουν τήν άριστοτελική άντίληψη τής έπιστημονικής άπόδειξης καί μαζί κάθε προσφυγή στο νοητό κόσμο των αιτίων καί των ούσιών, μολονότι τήν εγκα­ τάλειψη τούτη, δπως ήδη είπαμε, περισσότερο σάν άπελευθέρωση τήν αισθάνονται παρά σάν άπώλεια. Προτιμώντας τήν συγκεκρι­ μένη πιθανότητα των τόπων άπό τήν άφηρημένη βεβαιότητα τής λογικής, οι άνθρωπιστές άποδέχονται τήν παλιά άξιολογική κλί­ μακα — δμως αύτοί τώρα έπιλέγουν συνειδητά τήν κατώτερη βαθ­ μίδα της* ή κοσμοθεωρητική επιλογή είναι καινούργια, δμως έκφράζεται μέσα άπό τήν παλιά έννοιολογία κι επιπλέον παραμένει καί ήμιτελής, εφόσον ό φυσικός κόσμος παραμελείται, με άποτέλεσμα νά άπειλείται ό μεταφυσικός μονάχα έμμεσα καί μονάχα άπό τον δρόμο του άγνωστικισμου ή τού πρακτικισμού. Στις άντιφάσεις αυτές έθεσε τέρμα ή σύζευξη μαθηματικής φυσικής καί μεθόδου, πού στηριζόταν πάνω στήν κοσμοθεωρητική πεποίθηση, δτι ή φύση είναι λογικά δομημένη καί έλλογα νοητή. Αύτό σήμαινε, δτι έδώ ιδεώδες γινόταν καί πάλι ή άπόλυτη επι­ στημονική βεβαιότητα, μολονότι τώρα, σέ άντίθεση μέ τήν παρα­ δοσιακή μεταφυσική, ή επιστήμη κι ή βεβαιότητά της δέν άναφέρονται στήν σφαίρα τού υπερβατικού πνεύματος, παρά στον φυσικό κόσμο. ’Έ τσι, ή μέθοδος τής νέας μαθηματικής φυσικής δέν άρκεΐται στους τόπους καί στά πιθανά έπιχειρήματα' κι άφού ή καινούργια ars inveniendi δέν είναι απλή πιθανολογία, παρά επι­ στήμη, τώρα ή ρητορική έκτοπίζεται μέ τήν σειρά της άπό τήν λογική. Ή λογική αύτή εμπεριέχει πλήθος ορθόδοξων άριστοτελικών στοιχείων καί στήν άντιπαράθεσή της μέ τήν άνθρωπιστική

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

111

ρητορική μοιάζει άκόμα περισσότερο «άριστοτελική». Ωστόσο πρό­ κειται γιά μια λογική μέ ούσιαστικά νέο προσανατολισμό, όχι μόνο έξαιτίας τής άποκοπής της άπό τήν μεταφυσική, άλλα κι έξαιτίας του παραμερισμού τής συλλογιστικής236 προς όφελος των μεθοδο­ λογικών άναζητήσεων στον χώρο τής άπαγωγικής καί τής έπαγωγικής μεθόδου* άκόμα και* τα παραδοσιακότερα στοιχεία τής αρι­ στοτελικής λογικής άποκτοΰν μέσα στο πλαίσιο τούτο καινούργιο νόημα και διαφορετική λειτουργία.237 Α κριβώς εδώ φαίνεται, πόσο σημαντικές υπήρξαν οι προεργασίες τών άνθρωπιστών, έστω κι αν δέν υιοθετήθηκαν συνειδητά, παρά αυθόρμητα καί σάν αύτονόητο συστατικό τής πνευματικής άτμόσφαιρας: εννοούμε , όχι μόνο τον χωρισμό λογικής καί μεταφυσικής, άλλα καί τήν επεξεργασία τής εμπειρικής έπαγωγής μέσα άπό τήν διδασκαλία τών τόπων. Βέβαια, τα έπιτεύγματα αυτά τού άνθρωπισμοΰ χρειάστηκε νά μεταφερ­ θούν άπό τον χώρο τής ρητορικής στον χώρο τής λογικής, καί συ­ νάμα χρειάστηκε νά υιοθετηθεί ξανά τό ιδεώδες τής επιστημονι­ κής βεβαιότητας, αν καί τώρα πάνω'στήν βάση τής πεποίθησης γιά τήν εγγενή λογικότητα τού φυσικού κόσμου. Μολονότι ό άνθρωπισμός δέν ήταν σέ θέση νά κάμει τά αποφασιστικά τούτα βή­ ματα, ωστόσο άνοιξε τόν δρόμο σέ μιά νέα λογική τής μεθόδου, πού άπό πολλές άπόψεις·ήταν άποκαθαρμένος άριστοτελισμός. Μέ άλλα λόγια: ό άριστοτελισμός (δίχως μεταφυσική) γίνεται χρηστι­ κός, όταν ξεπερνιέται ό άνθρωπισμός, ό οποίος όμως προηγούμενα είχε συμβάλλει άποφασιστικά στο ξεπέρασμα τού (μεταφυσικολογικού) άριστοτελισμού. .236. Έ νας λόγος γι' αυτό ήταν ή δυσκολία τών άριστοτελικών νά έντάξουν καί τά μαθηματικά, πού έκαναν γοργές προόδους στόν 16ο αί., στό πλαί­ σιο της συλλογιστικής ώς άποδεικτικής μεθόδου μέ καθολική ίίσχύ* άπό νωρίς έπισημάνθηκε λ.χ., ότι 6 Ευκλείδης δέν χρησιμοποιεί την συλλογιστική. Ά π ό τήν πλευρά τους, οί συντηρητικοί σχολαστικοί άριστοτελικοί έπωφελήθηκαν άπό την δυσαρμονία μαθηματικών καί συλλογιστικής, γιά νά συμπεράνουν, ότι τά μαθηματικά δέν είναι σίγουρη έπιστήμη μέ άριστοτελικά κριτήρια. Βλ. σχετικά Gilbert, Renaissance Concepts, 86 κέ. 237. 'Ήδη ή θεολογική μεταφυσική γνώριζε τήν χρήση τής συνθετικής καί τής άναλυτικής μεθόδου. Γιά τήν όντολογική καί λογική-έννοιολογική άξιοποίηση τής compositio καί τής resolutio στόν Μεσαίωνα βλ. OeingHanhoff, Methoden der Metaphysik, 71 κέ.

112

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

Τόσο παράδοξη καί άντιφατική στάθηκε ή διαδικασία τής γέ­ νεσης τής νεότερης επιστημονικής μεθόδου. Στήν διαφορισμένη μας προοπτική θά πρέπει, επομένως, να κριθοΰν ώς μονομερείς καί άπορριπτέες οί ίσαμε τώρα ερμηνείες της, δηλ. τόσο δσες δέν ^δέ­ χονται τήν σχετική συμβολή του άνθρωπιστικοΰ κινήματος, επ ισημαίνοντας τήν άντιπάθεια των άνθρωπιστών προς τις φυσικές καί μαθηματικές έπιστήμε'ς κι έξαίροντας, άντίστροφα, τήν γό­ νιμη μετάπλαση τής άριστοτελικής λογικής στήν υπηρεσία φυσιογνωστικών σκοπών, δσο καί εκείνες, οί όποιες περιορίζουν τδ πρό­ βλημα στήν άνθρωπιστική άναβίωση ή επεξεργασία τής έννοιας τής μεθόδου, παραβλέποντας τις κεφαλαιώδεις προϋποθέσεις καί συνέπειες τής σύνδεσης τής έννοιας τής μεθόδου μέ τήν μελέτη των φυσικών φαινομένων.238 Τέτοιες καί παρόμοιες μονομέρειες δέν οφείλονται μονάχα στα παράδοξα τής άντιφάτικής πορείας, τήν οποία προσπαθήσαμε να συνοψίσουμε παραπάνω — παράδοξα δπως π.χ. τό δτι οί εντονότεροι πολέμιοι τής άριστοτελικής λογι­ κής προέρχονταν από τις τάξεις τών ανθρωπιστών καί δέν είχαν 238. Τό πρώτο σφάλμα κάνει προπαντός ό Randall, Development of scientific Method, 177 κέ., ό όποιος βλέπει τό πρόβλημα άπό στενή έπιστημονιστική σκοπιά, αγνοώντας τις κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις της έφαρμογής τής νέας μεθόδου καί προπαντός παραβλέποντας τήν σημασία της προερ­ γασίας τών άνθρωπιστών γιά τήν άπελευθέρωση της άριστοτελικής λογικής άπό τά δεσμά τής παραδοσιακής μεταφυσικής (βλ. όσα γράφουμε παρακάτω γιά τόν Zabarella, στό 4ε). Στό δεύτερο σφάλμα υποπίπτει ό Gilbert, Renaissance, passim, πού έξετάζει τό πρόβλημα τής μεθόδου στούς άνθρωπιστές μονάχα άπό τήν σκοπιά τής ordo, όχι άπό τήν άποψη τής inventio, ή οποία είναι κι ή άποφασιστική γιά τήν κατοπινή φυσικοεπιστημονική μεθο­ δολογία* στήν πλάνη αύτή παρασύρεται άπό τήν κοντόθωρη φιλολογική του προσέγγιση του θέματος, ή οποία τόν κάνει νά συγκεντρώνεται άποκλειστικά σέ κείμενα, όπου έμφανίζεται ρητά ό όρος «μέθοδος». "Αν τά πράγματα ήταν έτσι, όπως τά παρουσιάζει ή έργασία του, τότε βέβαια θά ήταν όρθή ή γενική θέση του Randall, δηλ. θάπρεπε ν* άρνηθοΰμε κάθε ούσιαστική συμ­ βολή τών άνθρωπιστών στήν διαμόρφωση τής νεότερης έννοιας τής μεθόδου. Τέλος, σέ έργασίες όπως του Vasoli, Dialettica, passim, τονίζεται όρθά ή άνθρωπιστική συμβολή στήν έπεξεργασία τής έμπειρικής έπάγωγικής μεθό­ δου μέσα άπό τήν άνακαίνιση τής διδασκαλίας τών τόπων, όμως δέν έξετάζονται τά προβλήματα πού δημιούργησε ή μεταφορά τής έπαγωγής άπό τό πεδίο τής ρητορικής στό πεδίο τών φυσικών φαινομένων.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

113

καθόλου στενές σχέσεις με τίς· φυσικές επιστήμες, ένώ, άντίστροφα, δσοι βρίσκονταν κοντότερα σέ τούτες έδώ (δπως π.χ. οι ίατρο^ φιλόσοφοι τής Πάδοβας) κρατούσαν πολύ ευμενέστερη στάση άπέναντι στην άριστοτελική λογική. Πέρα δμως άπο τα παράδοξα αύτά, οί μονομέρειες των ίσαμε τώρα ερμηνειών προέρχονται άπο τήν παραγνώριση του γεγονότος, δτι ή διαμόρφωση τής νεότερης έννοιας τής μεθόδου προϋπόθετε ουσιαστικές κοσμοθεωρητικές άποφάσεις, οί όποιες κλόνιζαν τά βάθρα τής παραδοσιακής ιεραρχίας των όντολογικών έπιπέδο^ν. Μονάχα μέ βάση τήν διαπίστωση αύτή μπορούμε να εκτιμήσουμε τήν υφή, τήν λειτουργία καί τήν δια­ πλοκή τών πνευματικών ρευμάτων τής μεταβατικής περιόδου, πού εξετάζουμε έδώ.

β. Agricola και Vives: ή κριτική τονς στην άριστοτε­ λική λογική Ή φυσιογνωμία τού έργου τού Agricola καθορίζεται άπο τον γε­ νικό προβληματισμό τού ιταλικού ανθρωπισμού.239 Ή συνάφεια τής στροφής προς τήν ρητορική μέ τήν στροφή προς τον συγκεκρι­ μένο, πρακτικό καί κοινωνικό άνθρωπο μάς φανερώνεται έδώ μέ τήν. μορφή τής διεξοδικής μελέτης τών παθών έκείνων, τά όποια σκοπεύει νά έπηρεάσει ό ρήτορας.240 Ε ξίσου χαρακτηριστική για τήν άποκοπή από τήν καθαρά θεωρητική καί λογική άντίληψη είναι ή πεποίθηση τού Agricola, δτι οί τέχνες (artes) γεννήθηκαν μέ τήν βαθμιαία γενίκευση έπανειλημμένων έμπειρικών παρατηρήσεων.241 Μιά άπο τις τέχνες αύτές είναι καί ή διαλεκτική, τήν οποία ό Agricola διακρίνει μέ ιδιαίτερη έμφαση άπο τήν μεταφυσική* ένώ δηλ. ή μεταφυσική άσχολείται μέ τις πρώτες αρχές τών πρ αγμά239. Για τις έπιδράσεις, πού δέχτηκε ό Agricola κατά τις μακρές σπου­ δές του στην Ιτα λία , βλ. Yasoli, Dialettica, 149 κέ., δπου καί ή σχετική βιβλιογραφία. Τά σημεία επαφής του μέ τύν V alla υπογραμμίζει ό Prantl, Geschichte, IV, Ϊ67 κέ. 240. De inventione dialectica, III, 1-2 = σ. 378 κέ. 241. δπ. παρ.,ΙΙ,7 = σ. 209.

114

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ. ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

των κι επιπλέον μέ δσες λογικές έννοιες έ'χουν άμεσες όντολογικές προεκτάσεις (ορισμός, είδος κτλ.), τής διαλεκτικής έ'ργο είναι, σύμφωνα μέ τήν ετυμολογία της, ή εύρεση επιχειρημάτων καί ή θεώρηση κάθε ούσίας καί αιτίας μέσα άπό τήν σκοπιά τούτη.241® Ή διαλεκτική δένεται δηλ. άναπόσπαστα μέ τον άνθρώπινο λόγο, ό όποιος, πάλι, έξυπονοεΐ αύτόματα τον διάλογο, τήν διαλεκτική κατάσταση. Τώρα, στον διάλογο έχουμε τρία στοιχεία: τον (έκάστοτε) ομιλητή, τον (έκάστοτε) άκροατή καί τό περιεχόμενο τής (έκάστοτε) ομιλίας* τό πρώτο έχει να κάμει μέ τήν γραμματική (ό ομιλητής εφαρμόζει τούς γραμματικούς κανόνες για να γίνει κατανοητός), τό δεύτερο μέ τήν ρητορική (ως προσπάθεια πειθοΰς του άκροατή) καί τό τρίτο μέ τήν καθαυτό διαλεκτική ώς τέχνη πιθανοφανοΰς επιχειρηματολογίας πάνω σέ όποιοδήποτε πρό­ βλημα. Ωστόσο ό Agricola διευκρινίζει —ενάντια στον ’Αριστο­ τέλη—, οτι πιθανοφανές δέν είναι άπλώς δ,τι φαίνεται σαν τέτοιο σέ δλους, στούς πολλούς ή έστω καί στούς ειδήμονες, παρά δ,τι ταιριάζει- ή προσιδιάζει στο συζητούμενο άντικείμενο.242 Έ δώ δηλ. ή διαλεκτική είναι κάτι παραπάνω άπό άπλή, ίσως άπατηλή πει­ θώ* γίνεται τρόπος πιθανής, βέβαια, κι ωστόσο άντικειμενικής σύλληψης του πράγματος. 'Όπως γράφει ό Agricola, αν ή διαί­ ρεση κι ό ορισμός εμπίπτουν στήν άρμοδιότητα τής μεταφυσικής, δμως ή διάκριση άλήθειας καί ψεύδους, τόσο στά πράγματα δσο καί στις προτάσεις, είναι έργο κοινό δλων των τεχνών243 (πράγμα πού συνεπάγεται, βέβαια, δτι ή εύρεση τής άλήθειας διόλου δέν ταυτίζεται μέ τήν διαίρεση καί τον ορισμό). Χάρη στήν διεύρυνση αυτή, ή ιδιαίτερη μέθοδος τής ρητορικής, ή διδασκαλία τών τό­ πων, γίνεται μέθοδος μέ γενικότερες άξιώσεις, ικανή δηλ. νά εκτοπίσει τήν λογική. 'Η κατάρτιση τών τόπων περνά, έτσι, στο προσκήνιο, άφου πιά άτονεί ή παραμερίζεται σιωπηρά ή αυστηρή άριστοτελική διάκριση άνάμεσα στο πιθανολογικό επιχείρημα καί στήν επιστημονική άπόδειξη. Ό Agricola άμφιβάλλει σοβαρά γιά τό αν είναι δυνατός ένας 241α. δπ. παρ., 209/10. 242. δπ. παρ., II, 2 = σ. 192. 243. δπ. παρ., II, 7 = σ. 210.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

115

ορισμός όπως τον θέλει ό Αριστοτέλης, μέ βάση δηλ. τδ γένος καί τήν ειδοποιό διαφορά: ή τελευταία σπάνια βρίσκεται καί συχνά θεωρούμε σαν τέτοια οποία ύποπέσει τυχαία στην άντίληψή μας.244 *Αντί λοιπόν να έπιδιώκουμε έναν ορισμό θεωρητικά δυνατό, βέ­ βαια, άλλά στην πράξη άνέφικτο, καλύτερα θάταν νά τον άντικαταστήσουμε εξαρχής μέ τήν explicatio, δηλ. τήν άναλυτική περι­ γραφή ενός πράγματος, δπως τήν βρίσκουμε συχνά σέ ρήτορες ή ποιητές.245 'Η περιγραφή δεν διαρθρώνεται ίεραρχικά, παρά πα­ ρατακτικά, είναι, ίσως χαλαρό, άλλά παραστατικό άθροισμα γνω ­ ρισμάτων καί ιδιοτήτων, μαζεμένων διαδοχικά καί βαλμένων σέ κάποια σειρά. Μέ παρόμοια έμπειρική-επαγωγική διαδικασία κα­ ταρτίζονται καί οί τόποι, δηλ. πάνω στή βάση τής πιστοποίησης καί κατάταξης των δμοιων στοιχείων διαφόρων πραγμάτων. Ό τόπος παρομοιάζεται μ* ένα δοχείο ή θησαυροφυλάκιο, δπου βρί­ σκονται κατατεθειμένα, έτοιμα γιά νά βρεθούν καί ν* άνασυρθούν κάθε στιγμή, δλα, δσα μπορούν νά ειπωθούν γιά κάποιο πράγμα, δλα τά διαθέσιμα έπιχειρήματα.246 'Ομοιότητες, διαφορές, τοπι­ κοί, χρονικοί κτλ. προσδιορισμοί άνήκουν έδώ’ μάλιστα πολλοί άπό τούς τόπους, πού κατονομάζει ό Agricola —καί είναι περισσότεροι άπό τούς άριστοτελικούς— δέν είναι παρά οί άριστοτελικές κατη­ γορίες,247 πράγμα ενδεικτικό γιά τήν μετάπλαση των λογικών με­ γεθών καθώς υποτάσσονται στήν διαλεκτική-ρητορική μεθοδολογία. Σκοπός, λοιπόν, τής διαλεκτικής είναι ή εύρεση (invenire) όσων επιχειρημάτων ή τόπων γεννούν πειθώ, ή ορθή τους διάταξη (disponere) καί ή ταξινόμησή τους (ordinare), γιά νά διδάσκονται μέ τρόπο επαγωγό.248 Πείθω σημαίνει συνδυάζω δύο πράγματα ή δύο έννοιες μέ τρόπο αποδεκτό γιά κάποιον άλλον. Αυτό γίνεται, άν βρεθεί ένας τρίτος δρος, ικανός νά συνδυάσει τούς δύο πρώτους: αυτός ό δρος καλείται επιχείρημα κι ή εύρεσή του αποτελεί τό πρώτο μέρος τής διαλεκτικής (via excogitandi argument! ή via inventionis), ενώ τό δεύτερος μέρος (pars iudicandi) κρίνει, άν 2 44. 245. 246. 247. 248.

δπ. παρ., I, 5 καί 7 = σ. 26, 43. δπ. παρ., I, 5 = σ. 27. δπ. παρ., I, 2 = σ. 9. Βλ. δπ. παρ., I, 4 = σ. 22 κέ., τον πλήρη κατάλογο των τόπων. δπ. παρ., II, 3 = σ. 197.

116

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

τό επιχείρημά είναι τυπικά ορθό ή οχι.249 Ό Agricola μέμφεται τούς παραδοσιακούς άριστοτελικούς διαλεκτικούς, γιατί πρότασ­ σαν την τυπική κρίση τού επιχειρήματος, συχνά χωρίς νά ένδιαφέρονται καθόλου γιά τά πραγματικά του δεδομένα* πρόθεση δική του είναι νά ανατρέψει την παλιά σειρά άνάμεσα σε iudicium καί inyentio, συγκεντρώνοντας πρωταρχικά τό ενδιαφέρον του στην δεύτερη, δηλ. στήν εμπειρική καί πραγματολογική θεμελίωση τού επιχειρήματος μέ τήν βοήθεια τής διδασκαλίας των τόπων.250 Προ­ τού περάσουμε στήν κρίση τού επιχειρήματος άπό τυπική άποψη έχουμε, έτσι, κατοχυρώσει τήν πραγματική βασιμότητα τού συλ­ λογισμού μας, βάζοντας στήν θέση τής μείζονος πρότασης ένα τόπο, ό όποιος θεωρείται ισοδύναμός της.251 Τό παράδειγμα τού Agricola δείχνει καθαρά μέ ποιό τρόπο τό πρωτείο τής ρητορικής κι ή συνεπούμενη έπεξεργασία τής δι­ δασκαλίας των τόπων οδηγούν όχι άπλά στον παραμερισμό, παρά —πράγμα πολύ σημαντικότερο γιά τις μελλοντικές εξελίξεις— στήν αναδόμηση τής παραδοσιακής λογικής. Ή διαδικασία αύτή κα­ λύπτεται άπό διάφορες συνο^νυμίες καί μετονομασίες, πίσω άπό τις όποιες συντελείται ή μετοχέτευση τής λογικής στήν διαλε­ κτική. Δηλαδή: οί άνθρωπιστές εκμεταλλεύονται τήν μεσαιωνικήσχολαστική συνωνυμία των δύο αυτών δρων άκριβώς γιά νά κα­ ταργήσουν τήν ούσιαστική άριστοτελική διάκριση μεταξύ τους, ανάγοντας τήν λογική στήν διαλεκτική ως επιστήμη τού όμιλούμενου λόγου, εφόσον, λένε, καί ή λογική, δπως δείχνει ή έτυμολογία της, άπό τον λόγο (ώς sermo κι δχι ως ratio) προέρχεται καί σ’ αυτόν άναφέρεται. Τήν τοποθέτηση αύτή των σχέσεων λογικής καί διαλεκτικής τήν συναντήσαμε ήδη στον Valla, δμως στον Agricola φαίνονται δλες της οί συνέπειες μέσα άπό τήν έκθεση τής διδασκαλίας των τόπων. Καί γιά τον Vives, ό όποιος άνάγει τήν κεντρική σημασία τής ρητορικής στο δτι ή άνθρώπινη κοινω249. δπ. παρ., I, 2 = σ. 8. 250. δπ. παρ., II, 1 = σ. 178/9. Ή διάκριση άνάμεσα σέ iudicium καί inyentio, γνωστή ήδη άπό τόν Κικέρωνα καί τόν Βοήθιο, τονίζεται ιδιαίτερα στον 15ο καί 16ο αί. άκριβώς μέ σκοπό την πρόταξη τής inventio, πρβλ. Crescini, Metodo, 61. 251. δπ. παρ., II, 19 = σ. 280.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

117

νία στηρίζεται, έκτος άπό τό δίκαιο, στον όμιλούμενο λόγο,252 δια­ λεκτική καί λογική είναι όμαιμες, άφου κι οι δυό τους είναι έπιστήμες του sermo.253 Εφόσον, τώρα, όλοι οι χώροι του έπιστητοΰ έχουν άναγκαστικά γλωσσική επένδυση, ή διαλεκτική άποτελεϊ τήν εισαγωγή καί συνάμα τον οδηγό σέ όλους τους,254 κι αυτό σημαίνει, ότι δεν μαθαίνεται σάν αύτοσκοπός, παρά σαν όργανο καί μέσο.255 Με άλλα λόγια, ή διαλεκτική είναι instrumentum inveniendi, κι εκείνο, στου οποίου τήν εύρεση χρησιμεύει, είναι ή ορθή έπιχειρηματολογία.256 Βέβαια, ή διαλεκτική πιθανολογεί μονάχα, γ ι’ αυτό καί δεν επιζητεί τήν επιστημονική άπόδειξη με τήν άριστοτελική έννοια (demonstratio)* ή τέτοια άπόδειξη άναφέρεται στα άντικείμενα τής πρώτης φιλοσοφίας, τής μεταφυσι­ κής, τά όποια όμως δεν μπορούν να γνωσθούν, οπότε κι ή συναφής αποδεικτική επιστήμη πέφτει στο κενό.257 Ή διαλεκτική δεν σχε­ τίζεται μέ τά διανοητικά παιγνίδια των σχολαστικών, τά praedicabilia καί τά praedicamenta, άπό τά όποια γεννιούνται άπίστευτα τέρατα.258 Ό Vives έπικρίνει τήν γλώσσα τής σχολαστι­ κής μεταφυσικής άπό τήν σκοπιά του άρχαιολάτρη λόγιου άνθρωπιστή, μέμφεται δηλ. τήν άπομάκρυνσή της άπό τήν μορφολογία καί τό λεξιλόγιο τής κλασσικής λατινικής* άπό τήν άπομάκρυνσή τούτη πρόκυψαν οι γλωσσικές άφορμές άπειρων σοφισμάτων, τά όποια, κοντά στ* άλλα, συσκοτίζουν τό νόημα τών θείων δογμάτων, μέ άποτέλεσμα τή δημιουργία μυρίων αιρέσεων καί δεινών.259 Τό κακό, βέβαια, πηγάζει άπό τήν ίδια τήν άριστοτελική μεταφυσική, ή όποια δείχνει άναμφίβολα τήν παιδεία καί τήν ιδιοφυία του συγ­ γραφέα της, ωστόσο είναι γεμάτη άσάφειες καί κενές λεπτολογίες, γεννώντας τήν άπατηλή εντύπωση, ότι εδώ παρέχεται ή γνώση πραγμάτο^ν, τά όποια είναι άδύνατο νά γνωσθοΰν.260 252. 253. 254. 255. 256. 257.

258. 259. 260.

De causis corruptarum artium, IV, 1 = Opera VI, 152 κέ. In pseudo-dialecticos = Opera, III, 40. δπ. παρ., 39/40. δπ. παρ., 58. De causis..., Ill, 1 = Opera VI, 111/2. δπ. παρ., I ll, 3 = Opera VI, 118. δπ. παρ., Ill, 5 = Opera VI, 132. In pseudo-dialecticos = Opera 111, 50,54/5. De tradendis disciplinis, VI, 2 = Opera VI, 352.

118

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

Ό Vives έχει πλήρη συνείδηση τής στενής σχέσης άνάμεσα στην αριστοτελική μεταφυσική, λογική καί κατηγοριολογία. Στα περί κατηγοριών καί περί ερμηνείας βιβλία του άριστοτελικού ’Ορ­ γάνου έπιρρίπτει 8χι μόνο άσάφεια κι άνωφέλεια, άλλά καί τήν πραγμάτευση άλλότριων κι άσχετων άντικειμένων, εννοώντας τις μεταφυσικές τους προεκτάσεις.261 Ή συμπλοκή λογικής καί με­ ταφυσικής καταφαίνεται π.χ. στήν αριστοτελική διδασκαλία γιά τήν έπιστημονική άπόδειξη, δηλ. τήν άπόδειξη με βάση άναγκαιες καί πρώτες, μεταφυσικές αρχές. 'Όμως, γράφει ό Vives, οί πρώ­ τες αυτές αρχές είναι άπρόσιτες στον άνθρώπινο νοΰ, του οποίου τις περιορισμένες γνωστικές δυνατότητες πρέπει άναγκαστικά νά τις πάρουμε υπόψη* δέν μπορεί, λοιπόν, νά υπάρξει κάποια τελε­ σίδικη άπόδειξη, παρά μονάχα μιά διηνεκής κι ολοένα ασυμπλή­ ρωτη άποδεικτική διαδικασία, μιά άδιάκοπη κι ανασφαλής άναζήτηση τής βεβαιότητας. Καί πώς θά σχηματίσουμε τις καθολι­ κές έννοιες, πού άπαιτεΐ ή άριστοτελική demonstratio, όταν ή συλλογή άτόμων, άπό τήν όποια θά σχηματιστούν οί τέτοιες έν­ νοιες, δέν μπορεί ποτέ νάναι ολοκληρωτική καί πλήρης;262 Ή προέλευση τής άνθρώπινης γνώσης άπό τις αισθήσεις κι ό συνεπούμενος πεπερασμένος της χαρακτήρας θέτει έπίσης άνυπέρβλητους φραγμούς στήν γνώση τής ούσίας, τήν όποια προσεγγίζουμε κάπως μονάχα καταφεύγοντας σέ παρομοιώσεις.263 Ά ν όμως ή ουσία είναι άπρόσιτη στήν γνώση μας, τότε ούτε καί ή άριστοτε­ λική κατηγορ ιολογία εύσταθεί, έφόσον, μή ξέροντας τί είναι εγγε­ νές στήν ούσία, δέν διαθέτουμε μόνιμους καί σαφείς κανόνες, γιά νά τής άποδίδουμε τά έκάστοτε οικεία κατηγορήματα, παρά τής άποδίδουμε άλλοτε άλλα, συχνά μάλιστα κατά τύχη.264 Ά πό ολα αύτά είναι εύκολο νά καταλάβουμε, γιατί ό Vives άπορρίπτει καί 261. De causis..., Ill, 1 = Opera VI, 113/4. 262. δπ. παρ., Ill, 3 = Opera VI, 118/9. Παρόλα αύτά ό Vives — κι αύτό είναι χαρακτηριστικό γιά τούς ένδοιασμούς τής μεταβατικής τούτης πε­ ριόδου — δέχεται τήν ύπαρξη των καθολικών έννοιών, μολονότι δέν μπορούμε νά τις γνωρίσουμε (βλ. π.χ. De explanatione essentiarum = Opera III, 124). ’Ίδια είναι καί ή άποψη τού Agricola, De inventione dialectica, I, 6 = σ. 37 κέ.

263. De explanatione essentiarum ==Opera, III, 122. 264. De causis..., Ill, 2 = Opera VI, 114/5.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

119

την άριστοτελική διδασκαλία του ορισμού, παρατηρώντας, δτι, τό ίδιο δπως τυχαία είναι ή άπόδοση κατηγορημάτων στήν ουσία, έτσι τυχαία ή συμβατική είναι ή έπιλογή τής ειδοποιού διαφοράς.265 ’Αφού, λοιπόν, ό άριστοτελικός ορισμός, δσο κι αν είναι θεω­ ρητικά άψογος, παραμένει πρακτικά άνεφάρμοστος κι έπομένως άχρηστος, ή πραγματικότητα πρέπει νά προσεγγιστεί με τρόπο διαφορετικό, έστω κι αν ή γνώση, που θά ποριστούμε έτσι, θάναι εμπειρική καί πιθανοφανής μονάχα. Ό Viyes άξιοποιεί γνωσιοθεωρητικά κι επιστημολογικά τό πρωτείο τής ρητορικής άπέναντι στή λογική, αντικαθιστώντας τον ορισμό με τήν περιγραφή του άτόμου ή τής ομάδας, πού άνήκουν στο α ή β γένος. Οί περιγραφές αύτές ίσοδυναμουν με άναλυτικές παρουσιάσεις του πράγματος δια­ μέσου τής συμπαράταξης των δεδομένων του (explanationes per adjtmcta* συνώνυμα μέ τον δρο explanationes χρησιμοποιούνται καί οί δροι declarationes, expositiones, explicationes, descriptiones). Σέ άντίθεση μέτόν παραδοσιακό ορισμό, πού φιλοδοξούσε νά έκφράσει μέ όλη τήν δυνατή συντομία τήν εσώτατη φύση τού πράγματος, ή παραπάνω περιγραφή δέν φιλοδοξεί ούτε συντομία ούτε άποκλειστικότητα, άφού εργάζεται σωρευτικά καί μέ έπίγνώση τού γεγονότος, δτι έ'να πράγμα ίσως ορίζεται μ’ ενα μόνο τρόπο, δμως περιγράφεται μέ πολλούς.266 'Ό πως βλέπουμε, ό Vives θεω­ ρεί τήν διδασκαλία των τόπων ως έναλλακτική λύση άπέναντι στον ορισμό, καί, ένώ επικρίνει μέ. οξύτητα τά πλείστα βιβλία τού Όργάνου, βρίσκει γόνιμα στοιχεία στά Τοπικά, μολονότι οί αρι­ στοτελικές ταξινομήσεις τού φαίνονται κι εδώ άόριστες καί πολύ­ σημες.267 Ό ίδιος ορίζει τον τόπο ώς δργανο εύρεσης πιθανολογικών επιχειρημάτων καί τον παρομοιάζει μέ τις θήκες ή τούς νάρθηκες των φαρμακοπωλών, πού καθένας τους άνασύρεται στήν περίπτωση πού θά χρειαστεί.268 Δέν είναι άπαραίτητο νά έπεκταθούμε έδώ στις παρεμφερείς επεξεργασίες τής διδασκαλίας των τόπων άπό μέρους άλλων άν265. De explanatione essentiarum = Opera, III, 126. 266. οπ. παρ., 132. 267. De causis... I ll, 3 = Opera VI, 120 κέ. 268. De instrumento probabilitatis = Opera III, 86. Στή συνέχεια άναπτύσσονται οί έπιμέρους τόποι.

120

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

θρωπιστών μέσα στο γενικό πλαίσιο τής έπανανακάλυψης τής ρη­ τορικής.269 ’Από τα δσα είπαμε σχετικά μέ τούς Agricola καί Vives πρέπει να συγκρατήσουμε τήν ταυτόχρονη άπόρριψη τής άριστοτελικής λογικής καί μεταφυσικής, ή οποία έχει ώς άποτέλεσμα την μετάπλαση τής λογικής στο φως τής διδασκαλίας των τόπων καί έντελώς άνεξάρτητα άπό κάθε μεταφυσική προϋπόθεση. Αύτό άνοίγει τον δρόμο στην άντίληψη για μιαν αυτοτελή μέθοδο μέ χαρακτήρα γενικού εργαλείου, άδιάφορρυ γιά τον χώρο έφαρμογής του. Τις έσχατες συνέπειες αύτοϋ του χωρισμού (μεταπλασμέ­ νης) λογικής καί μεταφυσικής θά τις δούμε στον Zabarella.

γ. Ή κριτική τον Ramus στην αριστοτελική σύζευξη λογικής και μεταφυσικής Οί ιδέες του Ramus, πού άσκησαν σημαντική έπίδραση σ’ ολό­ κληρη σχεδόν τήν Εύρώπη,270 διαμορφώνονται κι αύτές στο κλίμα πού δημιούργησε ή άποκατάσταση τής ρητορικής άπό μέρους του (ιταλικού) άνθρωπισμοΰ,271 μολονότι σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο τής έξέλιξής του ό Ramus τείνει περισσότερο προς μιά λογικήδιαλεκτική (δηλ. δχι πιά πρωταρχικά ρητορική) σύλληψη του προ­ βλήματος τής μεθόδου καί μάλιστα δέχεται καί τήν έπίδραση του 269. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ό Melanchton, γιά τόν όποιο πα­ ραπέμπω στούς Breen, Subordination, ίδ. 16 κέ., 22/3, καί Vasoli, Dialettica, 284 κέ. 270. Γιά τήν διάδοσή τους βλ. Vasoli, Dialettica, 590 κέ., Ong, Ra­ mus, 295 κέ., καί Howell, Logic and Rhetoric, 173 κέ. 271. Ό Ramus χαιρετίζει στόν Κικέρωνα προπαντός τήν συμφιλίωση φιλοσοφίας καί ρητορικής, ό μαθητής του Talon βλέπει έπιπλέον στόν κικερώνειο σκεπτικισμό μιάν έγγύηση ένάντια στόν δογματισμό καί μιάν προάσπι­ ση τής libertas philosophandi, βλ. Schmitt, Cicero, 78 κέ. 'Όπως καί στούς Τταλούς άνθρωπιστές, έτσι καί στόν Ramus ή έπίδραση του νομιναλισμοϋτερμινισμοΰ είναι δευτερεύουσα σέ σχέση μέ τήν έπίδραση τής προβληματι­ κής, πού άνακίνησε ή άποκατάσταση τής ρητορικής* ό Ramus χρησιμοποιεί γιά τούς τερμινιστές τήν δριμεία γλώσσα των άνθρωπιστών, βλ. π.χ. Aristotelicae Animadversiones, 6ν (πρβλ. παραπ. Ι2α).

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΤΣΙΚΙΙΣ

121

άνανεωμένου άριστοτελισμοΰ.272 Μια και εδώ δεν μας ένδιαφέρει ή μεθοδολογία του Ramus, παρά ή κριτική του στην μεταφυσική, θ’ άσχοληθουμε με τήν πρώτη φάση τής έξέλιξής του, ή οποία παρουσιάζει καί τήν στενότερη συνάφεια μέ τήν προβληματική, πού συζητήσαμε άπ’ άφορμή τούς Agricola καί Viyes. Καί 6 Ramus ξεκινά άπο τήν αποδοχή τής οργανικής συνύφανσης ρη­ τορικής καί διαλεκτικής (λογικής).273 Διαλεκτική είναι ή τέχνη τής υπεράσπισης μιας άποψης μέ τον όμιλούμενο λόγο (virtus disserendi)274 καί οφείλει να παραμένει κοντά στήν συνηθισμένη καθημερινή ομιλία.275 Πηγή καί όδηγος τής διαλεκτικής είναι ή φύση, ή διαλεκτική τέχνη πρέπει ν’ άποτελεί μίμηση τής φυσικής διαλεκτικής, τήν οποία χειρίζονται μ* επιτυχία άκόμη κι άγράμματοι άνθρωποι.276 ’Ακολουθώντας τον Agricola, ό Ramus υπο­ γραμμίζει τήν αυστηρή διάκριση τήξ διαλεκτικής σέ inventio καί iudicium, καί τήν θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση γιά νά τερμα­ τιστεί το χάος, πού κατά τή γνώμη του επικρατεί στήν άριστοτελική λογική.277 ’Έ τσι άντιστρέφεται καί συνάμα τροποποιείται ή αριστοτελική άντίληψη γιά τήν σχέση Τοπικών καί ’Αναλυτικών, άφοϋ ή πρόταξη τής inventio σέ σχέση μέ το iudicium ίσοδυναμεί μέ τήν πρόταξη τής διδασκαλίας τών τόπων άπέναντι στήν διδασκαλία γιά τήν κρίση καί τον συλλογισμό, ενώ παράλληλα ή διδασκαλία τών τόπων δέν εφαρμόζεται άπο τον Ramus άποκλειστικά στον χώρο τών πιθανολογικών έπιχειρημάτων, παρά θεωρείται άρμόδια κι επαρκής γιά κάθε μορφή έπιχειρήματος.278 272. Όρόσημα στήν μετάβαση άπό τήν ρητορική στήν διαλεκτική-λογική διαπραγμάτευση του προβλήματος τής μεθόδου άποτελοΰν άκριβώς οί εργασίες τών Sturm, Melanchton καί Ramus, βλ. σχετικά Ong, Ramus, 233 κέ., 307. Γιά τήν διαμόρφωση της μεθοδολογίας του Ramus, τήν (μερι­ κή) τροποποίηση τών αρχικών του θέσεων καί τήν έπίδραση του νεοαριστοτελισμου στό όψιμο έργο του βλ. Vasoli, Dialettica, 429 κέ., 453 κέ., 547 κέ. Γιά τδν νεοαριστοτελισμό πρβλ. παρακ. σημ. 371. 273. Aristotelicae Animadversiones, 78ν. 274. Dialecticae Institutiones, 5r. 275. Arist. Anim., 61r. 276. 6π. παρ., 3v, καί Dial. Inst., 6v/8r. 277. Dial. Inst., 8v, καί Arist. Anim., 7r/8v. 278. Πρβλ. Risse, Logik der Neuzeit, 1 , 127/8.

122

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

Βέβαια, ό Ramus θεωρεί τό περιεχόμενο των Τοπικών άκατά^ στατο κι άχρηστο, έπιρρίπτοντας στον ’Αριστοτέλη άγνοια της inventio,279 8μως αύτό δεν τον εμποδίζει να χρησιμοποιεί, τό ίδιο όπως κι ό Agricola, ως πρώτη ύλη και πυξίδα προσανατολισμού οχι μόνο τούς πλειστούς άριστοτελικούς τόπους, άλλα καί τις αρι­ στοτελικές κατηγορίες, οί όποιες, παίρνοντας φόρτιση εμπειρική καί παρουσιαζόμενες ως προϊόντα τής dialectica naturalis, μετατρέπονται σε τόπους.280 ’Από την σκοπιά αυτή, θά μπορούσε νά φανεί, οτι οί άλλαγές τού Ramus δεν είναι έπαναστατικές καί ούσιαστικά σημαίνουν μιάν αναδιάρθρωση κι άπλοποίηση τού σχολαστικοαριστοτελικοΰ instrumentarium.281 ‘Ωστόσρ καί οί μετα­ τοπίσεις, πού συντελούνται, δεν είναι άσήμαντες. *Η inyentio, όντας συλλογή καί κατάταξη έμπειρικών δεδομένων, εκτοπίζει τό άριστοτελικό ιδεώδες τής επιστήμης ως γνώσης έκ τών αιτίων, άντικαθιστώντας το μέ μιά περιγραφική καί ποσοτική άντίληψη τής γνώσης. Βέβαια, γράφει ό Ramus, ή γνώση ex causis είναι ή πληρέστερη, όμως ό άνθρωπος δεν μπορεί νά γνωρίσει τις έσχα­ τες αίτίεξ κι έτσι πρέπει νά περιοριστεί στήν συλλογή τών κοινών ή περιφανών ιδιοτήτων τών πραγμάτων έτσι, στο τέλος ό ορισμός ένός πράγματος δεν άπέχει καί πολύ άπό τήν περιγραφή του.282 To iudicium, δηλ. ή κρίση πάνω στήν ορθότητα ένός επιχει­ ρήματος, γίνεται, αφού τό επιχείρημα καταστρωθεί χάρη στήν ερ­ γασία τής inventio. To iudicium είναι συμπαράταξη ή άντιπαραβολή (collocatio) τών προϊόντων τής inventio μέ τό εξεταζό­ μενο πρόβλημα, έτσι ώστε νά έπιτρέπεται μιά κριτική άπόφανση πάνω σ’ αύτό.283 Τώρα, τό iudicium ολοκληρώνεται σέ τρεις έπάλληλους βαθμούς, άπό τούς οποίους πρώτος είναι ό συλλογι­ σμός. Συλλογισμός είναι ή collocatio ένός επιχειρήματος, πού πρό­ κοψε άπό τήν inventio, μέ τό προς επίλυση ζ4ήτημα.284 Ή ένταξη 279. Arist. Anim., 21r κέ., 25ν. 280. Dial. Inst., 9Γκέ. 281. Πρβλ. Howell, Logic and Rhetoric, 342. 282. Dial. Inst., 18rv (idemque est rei expositio, declaratio, demon­ strate, interp re tatio, enarratio atque definitio). 283. δπ. παρ., 19v. 284. δπ. παρ., 20r.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

123

ολόκληρης τής διαδικασίας τής inventio μέσα στον συλλογισμό έχει σκοπό της να έξουδετερώσει τό σημαντικότερο, κατά τον Ramus, μειονέκτημα του άριστοτελικοΰ συλλογισμού, δτι δηλ. ή μείζων του πρόταση τίθεται άξιωματικά, χωρίς να έμπεριέχει καμμιάν έμπειρική άπόδειξη τής βασιμότητάς της, έτσι ώστε ολό­ κληρος ό συλλογισμός καταντά ταυτολογικός.285 ’Από την στιγμή πού στον συλλογισμό ενσωματώνεται τό argumentum, δπως έχει προκόψει άπό τήν inventio, ή κλασσική άριστοτελική μορφή του σπάζει κι άναλύεται σέ μια διαδοχική σειρά πράξεων, κατά τις όποιες ορισμένα στοιχεία προστίθενται ή άφαιρουνται.286 'Η μετα­ τροπή τής σκέψης σέ προσθαφαιρετική πράξη σημαίνει τήν επι­ κράτηση τής ποσοτικής θεώρησης άπέναντι στήν ποιοτική, δηλ. τήν κατάλυση τής κάθετης όντολογικής ιεραρχίας των ποιοτήτων γιά χάρη μιας οριζόντιας συμπαράταξης καί συνομάδωσης εμπει­ ρικών δεδομένων.287 Τήν ποσοτική θεώρηση ένισχύει ό Ramus, δταν άντικαθιστά τήν (ποιοτική) σχέση γένους - είδους μέ τήν (πο­ σοτική) σχέση μέρους καί δλου, οπότε τό είδος ταυτίζεται μέ τό μεμονωμένο άτομο καί τό γένος παύει ν’ άποτελεΐ αυθύπαρκτη οντότητα, γιά νά μετατραπεί σέ σύνολο άτόμων.288 ’Αλλά καί οι δύο άνώτεροι βαθμοί του iudicium, πού είναι πολυπλοκότεροι από τον συλλογισμό, γίνονται άντιληπτοί δχι ώς ιεράρχηση, παρά, μάλ­ λον ως δλο καί πιο πολυσύνθετος προσθαφαιρετικός συνδυασμός στοιχείων, πού σ’ έσχατη άνάλυση παραμένουν άτομικά κι εμπει­ ρικά. ’Έ τσι, ό δεύτερος βαθμός τού iudicium άποτελεΐται άπό μιά 285. Arist. Anim., 42r. 286. Dial. Inst., 20vr. 287. Στό επόμενο μέρος αύτοΰ του κεφαλαίου θά μιλήσουμε γιά τις άκόμη έντονότερες μορφές, πού παίρνει ή ποσοτική θεώρηση στήν σκέψη του Nizolio. Γιά νά κατανοηθεί άπό τώρα σ* δλη της τήν έκταση ή σημασία της στροφής αύτής, υπενθυμίζουμε, δτι οί μαθηματικά καί φυσικοεπιστημονικά προσανατολισμένοι στοχαστές του 17ου αί. συχνά χαρακτηρίζουν τήν έλλογη σκέψη ώς προσθαφαιρετική πράξη (βλ. π.χ. Hobbes, Leviathan, κεφ. Υ, καί

De Corpore I, 1 § 2 = Opera, I, 2). 288. Dial. Inst., 14r. 'Όπως στόν Nizolio, έτσι κι εδώ ή αντικατάσταση τής σχέσης γένους-είδους άπό τήν σχέση μέρους-δλου συνεπάγεται τήν άντικατάσταση τής divisio (του γένους στά είδη του) άπό τήν partitio (του δλου στά μέρη του), βλ. δπ. παρ., 28ν.

124

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

διάταξη πολλών καί ποικίλων έπιχειρημάτων, πού καθένα τους, πάλι, προκύπτει άπδ μιά ξεχωριστή inventio,289 ενώ δ τρίτος φι­ λοδοξεί να είναι μία ars omnium artium, πού θά κλείνει μέσα της δλη την εμπειρική ποικιλομορφία τού κόσμου, άνάγοντάς την στις πρώτες έπιστημολογικές της αρχές.290 Ή φιλοδοξία τού Ramus να κάνει τήν διαλεκτική γενική με­ θοδολογία κι επιστημολογία συναρτάται άμεσα μέ τήν πρόθεσή του νά άποσυνδέσει τήν λογική άπδ τήν μεταφυσική, καταδείχνοντας συνάμα τήν κενότητα τής τελευταίας. Σαν γενική μεθοδολογία ή διαλεκτική άναφέρεται σέ 8λες τις artes, θέλοντας νά ρυθμίσει τήν εσωτερική τους διάρθρωση, κι έπομένους δεν είναι μετα-φυσική ήδη άπδ τδ γεγονός, οτι δεν αποτελεί έπιστημολογικο πλαίσιο τής φυσικής καί μόνο.291 'Όταν μιλά γιά τήν διαλεκτική μ* αύτή τήν έννοια, δ Ramus χρησιμοποιεί συνώνυμα καί τδν δρο «λογική»· συνάμα, δμως, ξέρει, δτι ή άριστοτελική σύζευξη λογικής καί με­ ταφυσικής συμβαδίζει μέ τδν σαφή έννοιολογικδ διαχωρισμό δια­ λεκτικής καί λογικής, καί γ ι’ αύτδ επιχειρεί τήν κατάλυση τής άριστοτελικής ενότητας λογικής καί μεταφυσικής διαμέσου τής κα­ τάργησης τού άριστοτελικού διαχωρισμού άνάμεσα σέ λογική καί διαλεκτική. Γιά τδν Ramus ή μοιραία σύμμιξη λογικής καί μετα­ φυσικής οφείλεται, ή τουλάχιστον έκφράζεται, στήν έξαρχής λα­ θεμένη διάρθρωση τής άριστοτελικής φιλοσοφίας* δ χωρισμός άποδεικτικής έπιστήμης καί διαλεκτικής τέχνης στδ ’Όργανο δδηγεΐ, σ’ ένα δεύτερο στάδιο, στήν ταύτιση τής πρώτης μέ τήν φιλοσοφία (καί μάλιστα τήν μεταφυσική), ή δποία θεωρείται «γνωριστική σοφία» σέ άντίθεση μέ τήν διαλεκτική, ποΰναι τάχα άπλώς «πειραστική». 'Όμως, συνεχίζει δ Ramus, ή γενική έπιστημολογική λειτουργία καί ισχύς τής λογικής υποσκάπτεται, όταν αύτή έξαρ289. 0π. παρ., 27r. Γιά ν’ άποφύγει τις «σχολαστικές» τριχοτομίες καί τήν περίπλοκη συλλογιστική κατά τήν κατάστρωση αύτοΰ του δεύτερου βαθ­ μού τού iudicium, ό Ramus παραπέμπει στδν τρόπο, μέ τδν όποιο άναπτύσσουν τήν σύνθετη έπιχειρηματολογία οί ρήτορες κι οί ποιητές (6π. παρ., 3Or). 290. 6π. παρ., ίδ. 35ν. Ό Ramus περιβάλλει αύτδ τδ σχέδιο μιας ars omnium artium μέ τήν γλώσσα τής πλατωνικής θεωρίας των ιδεών. "Οπως, όμως, θά δούμε παρακάτω, ό πλατωνισμός του είναι όλότελα έπιφανειακός. 291. Arist. Anim., 64r.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

125

χής χωρίζεται άναίτια σέ δύο μέρη, τά όποια στην ούσία τους συμπίπτουν, άφοΰ τόσο ή διαλεκτική όσο καί ή άποδεικτική στρέ­ φονται γύρω άπό την inventio καί τό iudicium . To γεγονός, ότι ή διαλεκτική θέτει ερωτήματα, είναι δηλ. άπορηματική, ένώ ή άποδεικτική διατυπώνει συμπερασματικές προτάσεις, δεν σημαίνει κάποια ριζική διαφορά, παρά φανερώνει δύο άλληλένδετες πλευρές τής ίδιας λογικής-διαλεκτικής λειτουργίας. Γιά τούς λόγους αύτούς δέν δικαιολογείται ή διαστολή διαλεκτικής καί άποδεικτικής μέ σκοπό τήν λογική θεμελίωση τής μεταφυσικής άποκλειστικά πάνω στήν βάση τής δεύτερης. Ή γενική επιστημολογία είναι ενιαία, είτε λογική ονομάζεται είτε διαλεκτική, μολονότι ίσως οί κλάδοι της μάς έγγυώνται διαφορετικό βαθμό βεβαιότητας ό καθένας.292 ’Αποσυνδέοντας λογική καί μεταφυσική, ό Ramus άπορρίπτει παράλληλα καί μία βασική θέση τής παραδοσιακής μεταφυσικής, ότι δηλ. ή σπουδαιότητα μιας γνώσης έξαρτάται άπό τήν σπουδαιότητα τού άντικειμένου της κι ότι επομένως ή μεταφυσική είναι ΰψιστη γνώση, μια καί άσχολείται μέ τό αιώνιο, άναλλοίωτο καί θείο ον. Στήν πραγματικότητα, φρονεί ό Ramus, ό ’Αριστοτέλης κάνει τήν μεταφυσική καθολική καί ΰψιστη γνώση μονάχα verbi ambiguitate, δηλ. άναμιγνύοντάς την λαθραία μέ τήν λογική, ή όποια είναι άμεσα χρήσιμη στους ειδικότερους κλάδους τής γνώ ­ σης, μέ άποτέλεσμα νά παρουσιάζεται έξίσου άναγκαία κι ή μετα­ φυσική. *Αν όμως άντικαταστήσουμε τό άμάλγαμα λογικής καί μεταφυσικής μέ τήν διαλεκτική ως γενική μεθοδολογία, τότε ή μεταφυσική, ξεκομμένη, θά συρρικνωθεί καί θά ταυτιστεί μέ τήν θεολογία, όντας στο εξής όχι ή γενικότατη, παρά ή ειδικότατη επιστήμη, τελευταία στήν σειρά τόσο τής μάθησης όσο καί τής διδασκαλίας κι ελάχιστα χρήσιμη στις υπόλοιπες έπιστήμες, εφό­ σον τής λείπει ή «άκρίβεια» καί ή αυτοτέλεια τής λογικής.293 'Όπως καί νάχει, ό ’Αριστοτέλης λαθεμένα ονομάζει τήν μεταφυ­ σική του (καί) ((θεολογία)), άφού τό σχετικό έργο του στο μικρό­ τερο μόνο μέρος του πραγματεύεται θεολογικά προβλήματα, ένώ πολύ περισσότερη προσοχή δίνει στά θέματα, πού εξετάζονται καί 292. Scholarum dialecticarum, IX, 8 = σ. 399 καί Scholarum metaphysicarum, IV = σσ. 65, 67, 69. 293. Schol. met., I καί VI = σσ. 16 ,1 8 ,10 2 / 3 .

126

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

στο Ό ργανο.294 Αύτή ή άκριτη, για τον Ramus, σύμμιξη λο­ γικής καί μεταφυσικής, ή όποια φθείρει άνεπανόρθωτα τήν γενική μεθοδολογική λειτουργία τής πρώτης,295 φαίνεται ξεκάθαρα στήν διδασκαλία γιά τις κατηγορίες,296 διαμέσου τής οποίας ό archisophista ’Αριστοτέλης θέλει να παραστήσει, δτι γνωρίζει πράγματα άπρόσιτα στον άνθρώπινο νού.297 ’Επίσης, ή παραπάνω σύμμιξη λογικών καί όντολογικών προβλημάτων γεννά πλήθος αντιφά­ σεων καί άσυμμετριών μέσα στήν άριστοτελική φιλοσοφία, δπως δείχνει ό περίφημος κατάλογος τών άποριών στο Γ τών Μετά τά Φυσικά, οι όποιες, έκτος από τό δτι δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με τό κύριο θέμα του βιβλίου (δηλ. τις πρώτες αίτιες), θά μπορούσαν νά θεωρηθούν πλασματικές ή ευλυτες, αν βλέπονταν στο φώς μιας λογικής προσανατολισμένης στήν διδασκαλία τών τόπων καί ξέχωρης άπό κάθε μεταφυσική.298 ’Επίσης, συγχίσεις καί ταυτολογίες μονάχα γεννά ή επανάληψη τής (λογικής) διδα­ σκαλίας γιά τά αίτια τόσο στά Φυσικά δσο καί στά Μετά τά Φυ­ σικά τού ’Αριστοτέλη.299 ’Αποκομμένη άπό τήν γενική μεθοδολογία καί ταυτισμένη μέ τήν θεολογία, τής όποιας τό άντικείμενο παραμένει eo ipso άπρόσιτο στον άνθρώπινο νού, ή μεταφυσική κάθε άλλο παρά δικαιού­ ται τον τίτλο τής βασίλισσας τών επιστημών, έφόσον δεν έχει νά τις διδάξει τίποτε πάνω στο κρίσιμο πρόβλημα τής μεθόδου, δηλ. τής εύρεσης καί τής διαλογής επιχειρημάτων καί συλλογισμών* δ,τι δήθεν έχει νά προσφέρει άπό τήν άποψη αυτή, τό οφείλει στήν άνεπίτρεπτη σύγχισή της μέ τήν λογική.300 ’Αλλά εξίσου κενή πα­ ρουσιάζεται ή μεταφυσική καί δταν φιλοδοξεί νά περιοριστεί στήν έρευνα τού δνΐος ή δν άφήνοντας στήν άκρη τήν ποικιλομορφία τών αισθητών πραγμάτων καί ποιοτήτων* αυτό είναι τό ίδιο, γρά­ φει ό Ramus, σά νά ζητήσουμε άπό τούς συνδαιτημόνες ενός πλου294. 295. 296. 297. 298. 299. 300.

δπ. παρ., I = σσ. 1 1 , 1 3 . Πρβλ. δπ. παρ., II = σ. 44. δπ. παρ., V = σ. 84/5. Arist. Anim., 18r. Schol. met., I ll = σσ. 55, 60/1, 50. δπ. παρ., I = σ. 24. Schol. dial., IX, 8 = σ. 397/8.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

127

σιοπάροχου γεύματος νά μήν άγγίξουν κανένα έδεσμα, παρά να καταβροχθίσουν μέ την οσμή τό διάχυτο δν ή δν.301 ’Άλλωστε ή ίδια ή μεταφυσική άναγκάζεται άπό τα πράγματα νά καταπατήσει τήν έπαγγελία της, δτι θά ερευνήσει τό δν στήν καθαρότητά του, κι έτσι συνεξετάζει καί τήν ούσία (essentia), ή οποία είναι μονάχα ή πρώτη άπό τις δέκα κατηγορίες. 'Όσοι φιλόσοφοι θεωρουν τήν λογική γενική επιστημολογία (communis philosophia) άποκλείουν, φυσικά, τό πρόβλημα τής ούσίας άπό τις έρευνές τους* δμως οι περιπατητικοί, άναμιγνύοντας λογική καί μεταφυσική, βλέπουν τήν essentia άλλοτε ως λογικό κι άλλοτε ώς όντολογικό μέγεθος κι άντίστοιχα συγχέουν τά έπίπεδα τής έρευνας.302 'Η σύγχιση τούτη φανερώνεται καί στο γεγονός, δτι ό Αριστοτέλης άλλοτε χωρίζει αύστηρά τό δν (ens) άπό τήν ούσία, τήν ποσότητα, τήν ποιότητα κτλ. θεωρώντας τό πρώτο άρχή (principium) των υπόλοιπων, ενώ άλλοτε ταυτίζει δν καί ούσία, χαρακτηρίζοντας τήν ποσότητα καί τήν ποιότητα ώςοίονεί άρνήσεις του δντος: είναι όμως δυνατό ν’ άσχολούνται μέ μή όντα ή μαθηματική έπιστήμη, πού άναφέρεται στις ποσότητες, κι ή φυσική, πού άναφέρεται στις ποιότητες;303 Καί μία άκόμα άντίφαση τού Αριστοτέλη συναρτάται, κατά τον Ramus, μέ τις παραπάνω παλινωδίες του: άπό τήν μιά λέει, δτι ό ορισμός άναφέρεται στήν άτομική ούσία (essentia singularis), ενώ άπό τήν άλλη διατείνεται, δτι ό ορισμός δέν έχει καμμιά σχέση μέ φθαρτά αισθητά άτομα.304 Ή τελευταία αύτή επίκριση τού Ramus θίγει πράγματι τό γνωστό μας εύαίσθητο σημείο τής άριστοτελικής φιλοσοφίας, δηλ. τήν άπότομη κι άθεμελίωτη μετάβαση άπό τις αίσθησιοκρατικές προϋποθέσεις στά νοησιαρχικά πορίσματα. ’Έ τσι, ό Ramus μέμφεται τον Αριστοτέλη, δτι μέ τήν μεταφυσική του ζητά μιάν άναστροφή τής φυσικής πορείας τής γνώσης, δπως ό ίδιος ό (έμπειριστής) Αριστοτέλης τήν είχε περιγράφει* ένώ δηλ. ή γνώση βαίνει ομαλά καί βαθμιαία άπό τήν αίσθηση καί τήν φαντασία στήν μνή­ μη καί στήν νόηση, ή μεταφυσική επιδιώκει άκριβώς τό άντίθε301. Arist. Anim., 64r. 302. Schol. met., IV = σ. 65. 303. δπ. παρ., XII = σ. 140. 304. δπ. παρ., VII = σ. 115/6.

128

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

το.305 Μολονότι ό Ramus φαίνεται κάποτε νά επαμφοτερίζει στο θέμα των καθολικών εννοιών,306 ωστόσο είναι καταφανής ή τάση του νά υπογραμμίζει την καθαρά (έπιστημο)λογική τους λειτουργία καί υφή. Οι ιδέες, με την πλατωνική σημασία του «παραδείγμα­ τος» τών αισθητών (ideae exemplares), είναι όλότελα φανταστι­ κές, κι ό Ramus, μάλιστα, θέλει νά πιστεύει, δτι ό ίδιος 6 Πλάτω­ νας άπέρριψε τήν άντίληψη τούτη στον «Παρμενίδη», μολονότι ίσως φαίνεται νά τήν άσπάζεται άλλου. Στο σημείο αύτό ό Ramus αναγκάζεται νά παραδεχτεί τήν βασιμότητα τής άριστοτελικής κρι­ τικής τών ιδεών,307 μολονότι γενική του τακτική είναι νά έπαινεί καί νά επικαλείται τον Πλάτωνα, θέλοντας νά υποσκάψει τήν αύθεντία τού ’Αριστοτέλη με μιάν αυθεντία εξίσου μεγάλη. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό ή επίκληση τών πλατωνικών θεωριών είναι έλεύθερη καί συχνά αύτοσχεδιαστική. Καί πρώτα-πρώτα ή πλατωνική έμπνευ­ ση, γιά νά πούμε έτσι, τού Ramus δεν έχει καμμιά σχέση μέ τον προβληματισμό, παρά άναφέρεται στήν παιδευτική καί παιδαγω­ γική έγνοια, τήν όποια ό Ramus αισθάνεται εξίσου έντονα δσο κι ό Πλάτο)νας. Παράλληλα, ό Ramus πιστεύει, δτι στήν σωκρα­ τική μαιευτική βρίσκει μιάν έννοια τής διαλεκτικής συναφή μέ τήν δική του, δηλ. δεμένη πρωταρχικά μέ τον όμιλούμενο λόγο. Κι δσο γιά τις πλατωνικές ιδέες, ό Ramus τις θεωρεί λογικές ενότητες, οί οποίες συγκρατούν καί τακτοποιούν ένα κόσμο, ό οποίος, μετά τήν κατάλυση τής άριστοτελικής όντολογικής ιεραρχίας, βρίσκεται κατακερματισμένος σέ άπειρία ατόμων ή πλατωνική ιδέα νοείται δηλ. εξίσου ποσοτικά δσο καί τό «γένος».308 305. δπ. παρ., I = σ. 22.

306. Ong, Ramus, 209. 307. Schol. met., XIII = σ. 164/5, 171. Τέτοιες θετικές κρίσεις γιά τον Αριστοτέλη δέν είναι φυσικά ιδιαίτερα συχνές στά έργα του Ramus, ιδιαίτερα τά πρώιμα. ‘Υπενθυμίζουμε, ωστόσο, δτι κι αύτός υιοθετεί τήν άπο­ ψη τών Bruni καί Gianfrancesco Pico, πώς τάχα ώς έμάς δέν έφθασαν τά γνήσια άριστοτελικά κείμενα, παρά σχόλια καί παραφθορές τους (Arist. Anim. 74v-75r). Έ τσ ι αμφισβητούνταν ή ίδια ή βάση της σχολαστικής φιλοσοφίας, δηλ. τά κείμενά της, ένώ παράλληλα σωζόταν (γιά τούς άρχαιολάτρες τουλά­ χιστο) ή κλασσική Ελλάδα άπό τήν μόμφή, δτι στάθηκε γενέτειρα ένδς κάκι­ στου φιλοσόφου. 308. Γιά τις σχέσεις του Ramus μέ τον Πλάτωνα βλ. Ong, Ramus,

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

129

Στην άντιμεταφυσική του πάλη ό Ramus χρησιμοποιεί καί ορισμένα φιντεϊστικά επιχειρήματα γνωστά ήδη άπδ την πολεμική των νομιναλιστων ενάντια στην άραβοαριστοτελική φιλοσοφία. ’Έ τσι π\χ. γράφει, 8τι ό άριστοτελικός θεός, ψυχρός, αυτάρκης κι άδιάφορος, δέν έχει καμμιά σχέση με τόν χριστιανικό, ό όποιος γνοιάζεται για τά πλάσματά του κι έπικοινωνεΐ μ* αύτά* άριστοτελική καί χριστιανική θεολογία παρουσιάζονται, έτσι, άσυμβίβαστες.309 Φιντεϊστική χροιά δίνει κάποτε ό Ramus καί στον άγνωστικισμό του, 8ταν π.χ. άρνειται τήν δυνατότητα μιας μεταφυσικής, ή οποία αύτοχαρακτηρίζεται καί ως «θεολογία», με τό επιχείρημα, οτι ή θεία φύση είναι νοητικά ασύλληπτη, όπως άσύλληπτες, άλλωστε, είναι καί οί έσχατες αίτιες.310 Μολονότι οι φιντεϊστικοί τόνοι στά φιλοσοφικά έργα τού Ramus είναι μάλλον άραιοί κι άδύνατοι, ωστόσο ή σημασία των καλβινιστικών του θρησκευτικών άντιλήψεων καί τής αύγουστίνειας παράδοσης γενικότερα γιά τήν άμφισβήτηση τής νοησιαρχικής μεταφυσικής δέν θάπρεπε νά παραβλέπεται. Ε ξίσου πρέπει, πάντως, νά σημειωθεί καί ή συγχώνευση τού τέτοιου προσανατολισμού, μέ θύραθεν τάσεις κάτω άπ* τήν κοι­ νή στέγη τού πρωτείου τής πράξης άπέναντι στήν θεωρία311 καί τής συναφούς άμφισβήτησης τού χωρισμού ανάμεσα σέ θεωρητι­ κές καί πρακτικές επιστήμες312. Πέρα, όμως, άπ’ ολα αύτά,..· ορι­ σμένες νύξεις τού Ramus δείχνουν, οτι ή κριτική του στήν άρι­ στοτελική λογική καί μεταφυσική συνεπαγόταν, έστω κι αν ό ίδιος δέν είχε τά έννοιολογικά έργαλεΐα γιά νά τό συνειδητοποιήσει όλότελα, μιά πλήρη άλλαγή τού όντολογικοΰ επιπέδου άναφοράς. Έ τσ ι, ό Ramus επικρίνει τον ’Αριστοτέλη, οτι άρνειται στήν φυσική τον χαρακτήρα τέλειας κι άκριβοΰς έπιστήμης, ένώ πα40 κέ., 205/6. Ό ίδιος ό Ramus γράφει, ότι (πλατωνική) Ιδέα καί (δικό του) γένος συμπίπτουν, Schol. dial., I ll, 7 = σ. 95/6. 309. Schol. met., XII *= σ. 154/5. 310. 8π. παρ., I = σ. 1 6 ,1 8 , 20. 3 11. 'Όπως κι ό Agricola, έτσι κι ό Ramus πιστεύει, 8τι οί artes δια­ μορφώνονται στήν κοινωνική πράξη, προτού ή θεωρία διατυπώσει τούς κανό­ νες τους (Arist. Anim., 4r). 312. Schol. met., V I = σ. 101/2. Πρβλ. παρακάτω τις ταυτόσημες θέ­ σεις του Νίζοίϊο (I 4δ).

130

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ράλληλα θεωρεί άκριβή την μεταφυσικά-λογικά Θεμελιωμένη γνώ ­ ση των αιτίων* άν δμως ή τελευταία τούτη έφαρμόζεται καί στην φυσική (καί θά βφειλε νά έφαρμόζεται, άφοΰ οι αρχές της λογικής έχουν καθολική ισχύ), τότε τίποτε δέν θά εμπόδιζε καί τήν φυσική ν* άποτελέσει αύστηρή έπιστήμη.313 Αύτό πού συμπεραίνει έδώ ό Ramus e contrario θά διατυπωθεί λίγο άργότερα μέ περισσό­ τερη συστηματική συνέπεια άπό τον Zabarella.

δ. 'Ο ΝίζόΙίο και οι έσχατες άντιμεταφνσικές συνέπειες τής ανθρωπιστικής στροφής προς τήν ρητορική *Η παρουσία του Nizolio στον πνευματικό ορίζοντα τού 16ού αί. είναι ένδεικτική γιά τήν ισχύ καί τήν αύτοτέλεια, ποΰχε στύ μετα­ ξύ άποκτήσει ή θύραθεν σκέψη. Χωρίς νά χρησιμοποιεί κανενύς είδους φιντεϊστικά καρυκεύματα ή άλλοθι, ό Nizolio προβάλλει άτόφυο κι άσυμβίβαστο το αίτημα μιας φιλοσοφίας έλεύθερης από κάθε πίεση καί κάθε αύθεντία, τόσο τήν άριστοτελική ή πλατω­ νική δσο καί τήν σχολαστική κάθε άπόχρωσης.314 Συνάμα ό Ni­ zolio ξέρει, δτι ό ίδιος συνεχίζει μιά ορισμένη παράδοση κι επι­ θυμεί νά τήν οδηγήσει ίσαμε το τέρμα της* έτσι π.χ. επαινεί τις άντισχολαστικές προσπάθειες τού Valla, δμως τις θεωρεί άνεπαρκείς καί προσθέτει, δτι, άν ό Valla χτύπησε τά φύλλα καί τύν κορμο τής μεταφυσικής, ό ίδιος θέλει νά τήν ξερριζώσει*315 έξίσου βρίσκει θετική τήν εργασία των Agricola καί Vives, δμως ψέγει τήν ανοχή τους άπέναντι στις καθολικές έννοιες.316 Σάν γόνος τού άνθρωπιστικού κινήματος, ό Nizolio πιστεύει, δτι οι άπαραίτητες προϋποθέσεις τής άληθινής φιλοσοφίας είναι ή εξοικείωση μέ τις κλασσικές γλώσσες καί ή γνώση τής γραμματικής καί τής ρητο313. δπ. παρ., IV = σ. 70. 314. De veris principiis, 1 , 1 = I, 26/7. Πρβλ. τήν άνάλυση του Ros­ si, Retorica e antimetafisica, ιδ. 106/8. 315. 6π. παρ., I, 2 = I, 35. 316. δπ. παρ., I, 8 = 1,94/5.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

131

ρικής.317 Καθώς διευκρινίζει, λέγοντας «ρητορική» δεν έννοεί άπλώς τον δικανικό καί πολιτικό λόγο, δπως κάνουν δσοι θέλουν να την μειώσουν, παρά την γενική κοινωνική έπικοινωνία διαμέσου της γλώσσας* άπό τήν άποψη αυτή καί ή γνήσια λογική, όντας συνάρτηση του όμιλούμενου λόγου (δπως δείχνει ή ετυμολογική της προέλευση άπό τό λέγω), δεν ταυτίζεται με τήν άριστοτελική της έννοια, παρά ουσιαστικά συμπίπτει μέ τήν ρητορική.318 Έ τσ ι ό Nizolio, χρησιμοποιώντας κατά τήν συνήθεια τής εποχής συνώ­ νυμα τούς όρους «διαλεκτική» καί «λογική», χωρίζει στεγανά τήν διαλεκτική άπό τήν ρητορική, δποτε έχει στο νοΰ του. τήν άριστο­ τελική σημασία τής λογικής, ενώ, άντίστροφ'α, τις θεωρεί ταυτό­ σημες, δταν παίρνει τήν διαλεκτική = λογική στήν σημασία πού τής δίνει ό ίδιος. Στήν άριστοτελική της εκδοχή, ή λογική είναι είτε άόριστη είτε λειψή. Μιά χρηστική επιστήμη πρέπει νά συγ­ κεντρώνει τρία πράγματα: ένα άντικείμενο (materia), ένα έργο (officium), τό όποιο νά άσκεΐ, κι ένα σκοπό (finis)* έτσι π.χ. τής ιατρικής αντικείμενο είναι οί άσθένειες, έργο ή περίθαλψη καί σκοπός ή άποθεραπεία. 'Όμως τό άντικείμενο τής άριστοτελικής λογικής είναι εξίσου γενικό μέ τής ρητορικής, κι δσο για τό έργο καί τον σκοπό της παραμένουν σκοτεινά.319 ’Αντίθετα, μέ τήν έν­ νοια πού τής δίνει ό Nizolio, ή λογική = διαλεκτική δέν διαφέρει άπό τήν ρητορική ούτε ώς προς τά τρία κριτήρια, πού μόλις άναφέραμε, ούτε ώς προς τά εργαλεία της, αφού στον συλλογισμό καί στήν επαγωγή τής λογικής άντιστοιχοΰν τό ένθύμημα καί τό πα­ ράδειγμα τής ρητορικής, ενώ κοινή είναι καί ή μέθοδος τής έρωταπόκρισης* γενικά, ή ταυτότητα τών δύο τους εδράζεται στήν αναγκαστικά ένιαία χρήση τής γλώσσας σ’ δλους τούς τομείς τής άνθρώπινης δραστηριότητας.320 'Όπως ξέρουμε, στήν άνθρωπιστι317. δπ. παρ., 1 , 1 = I, 22 κέ. 318. δπ. παρ., III, 8 = II, 92. Στήν σ. 96 ό Nizolio μέμφεται τον Agri­ cola, για τί τάχα θεωρεί τήν inventio Ιργο του διαλεκτικού κι δχι του ρήτο­ ρα* προφανώς του διαφεύγει, δτι ό Agricola δίνει στήν διαλεκτική καινούργιο νόημα, δπως κι ό ίδιος δίνει τέτοιο στήν (συνώνυμη μέ τήν διαλεκτική) λογι­ κή. Για τήν πρωταρχική σχέση τής λογικής μέ τον sermo κι όχι μέ τήν ratio (Valla!) πρβλ. I ll, 3 = II, 28. 319. δπ. παρ., I ll, 5 = II, 47/8. 320. δπ. παρ., 62/3. Πρβλ. III, 3 = II, 31 κέ.

13 2

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

κή φιλολογία ή ταύτιση ρητορικής καί λογικής παραμερίζει την άριστοτελική διάκριση άνάμεσα σε επιστημονική άπόδειξη καί πιθανολογικό επιχείρημα. ’Έ τσι, ό διαθέσιμος άριθμός έπιχειρηματολογικών τύπων για κάθε δυνατή περίπτωση μπορούσε ν* αυξη­ θεί σημαντικά, κι ό Nizolio θεωρεί τούτη τήν αύξηση πρόσθετο καί ούσιαστικό πλεονέκτημα τής ταυτότητας λογικής καί ρητο­ ρικής.321 Καί στον Nizolio ή άνατίμηση τής ρητορικής συνεπάγεται τήν κατάλυση τού πρωτείου τής θεωρίας. Αυτό φαίνεται στήν έπιχειρούμενη άναδιάρθρωση τής αριστοτελικής ιεραρχίας των έπιστημών. 'Η διάκριση θεωρητικών καί πρακτικών επιστημών θεω­ ρείται άβάσιμη, τόσο γιατί οί πρώτες έχουν μιά πλευρά πρακτική (μήπως ή γεωμετρία δεν ξεκίνησε άπό τή μέτρηση τής γής;) όσο καί γιατί οί δεύτερες χρειάζονται κάποια μορφή θεωρίας.322 Αυτό σημαίνει, ότι μέσα στις έπιστήμες έξαρχής δεν υπάρχει χώρος για εκείνη, ή οποία φιλοδοξεί να θητεύει στήν καθαρή θεωρία, ένώ στήν πραγματικότητα είναι μονάχα εν μέρει λαθεμένη κι έν μέρει κενή καί περιττή: εννοούμε τήν μεταφυσική.323 Ό ί ύπέρμαχοι τής μεταφυσικής τήν προασπίζουν μέ τρία βασικά επιχειρήματα: 6τι τελειοποιεί κι έξυψώνει τον νού, καί μάλιστα όχι τήν άνθρώπινη πλευρά του, πού καλλιεργείται μέ τις ύπόλοιπες έπιστήμες, παρά τήν θεία’ ότι πρέπει νά υπάρχει μιά επιστήμη άναφερόμενη σέ γε­ νικά κατηγορήματα (καλό, άγαθό, δύναμη, ένέργεια κ.ο.κ.), τά ό­ ποια καμμιά ειδική έπιστήμη δεν μπορεί νά έρευνήσει* κι ότι οί ειδικές έπιστήμες χρειάζονται μιάν υπέρτερή τους, γιά νά παίρ­ νουν άπ* αύτή τις άρχές τους. Στο πρώτο άπό τά παραπάνω έπι321. δπ. παρ., IV, 2 = II, 136. 322. οπ. παρ., III, 4 = 11, 42/3. 323. δπ. παρ., 41/2. Στήν περικοπή αύτή ό Nizolio διευκρινίζει, δτι άπό τήν καταδίκη τής μεταφυσικής δέν θίγεται ή θεολογία. Ή δήλωση τούτη άποσκοπεΐ προφανώς στήν τήρηση των άναγκαίων προσχημάτων, δπως δεί­ χνει ή ξηρότητα κι ή συντομία της. ’Α ξίζει νά σημειωθεί, δτι ό Nizolio κάνει υπαινιγμούς, πού δείχνουν, δτι προσωπικά έχει ξεκόψει όλότελα άπό κάθε θεο­ λογία. ’Έ τσι, δχι μόνο χρησιμοποιεί κάποτε συνώνυμα τούς δρους «Θεός» καί «φύση» (a Deo sive a natura, δπ. παρ., I, 6 = I, 59), άλλά καί ζητεί τήν συγ­ χώνευση φυσικής έπιστήμης καί θεολογίας, άφοΰ ό Θεός κι δλα τά θεία πράγ­ ματα συμπίπτουν μέ τά φυσικά πράγματα (δπ. παρ., III* 4 = 11/45).

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

133

χειρήματα ό Nizolio άπαντα κοφτά, ότι μια έπιστήμη κενή καί ψευδής δεν μπορεί να τελειοποιήσει τό νοΰ μας. 'Όσο γιά τα γε­ νικά κατηγορήματα, αύτά είναι υπόθεση δχι των ψευδοφιλοσόφων, παρά των γραμματικών, των λεξικογράφων καί των γενικών γλωσ­ σολόγων, καί μπορούν νά κατανοηθουν δίχως τήν παραμικρή άρωγή τής μεταφυσικής· μέ δύο παραδείγματα άπό τήν άριστοτελική ορολογία, δηλ. τις λέξεις «φύσις» καί «γένος», ό Nizolio δείχνει τό χάό^μα άνάμεσα στήν γλωσσική καί στήν μεταφυσική θεώρηση τών λέξεων καί τών εννοιών. Τέλος, ό Nizolio διατείνεται, δτι ή μεταφυσική δέν έχει καμμιά σχέση μέ τις καθοδηγήτριες άρχές τών ειδικών έπιστημών, οί όποιες μπορούν νά πάρουν δ,τι χρειά­ ζ ε τ α ι (συλλογιστικές, επαγωγικές κι έπιχειρηματολογικές μεθό­ δους) άπό τήν διαλεκτική καί τήν ρητορική. Παραλληλισμοί άνά­ μεσα στήν μεταφυσική καί σέ άλλες επιστήμες (π.χ.: δπως ή ια­ τρική έξετάζει τά σχετικά μέ τήν υγεία τών σωμάτων, έτσι καί ή μεταφυσική τά σχετικά μέ τις ούσίες) είναι εσφαλμένοι, έφόσον ή μεταφυσική δέν άσχολείται μέ συγκεκριμένες ποιότητες καί. ιδιό­ τητες, παρά μέ τό δν ή δν στήν άκρα γενικότητά του, κι επομένως δέν έχει ειδικό άντικείμενο, μέ βάση τό όποιο θά μπορούσε νά διακριθεί άπό τις άλλες επιστήμες καί νά τοποθετηθεί δίπλα τους ή άποπάνω τους. Πόσο άχρηστη είναι ή μεταφυσική γιά τις έπιστήμες καταφαίνεται άλλωστε άπό τό γεγονός, δτι μάς είναι άδύνατο νά πούμε ή νά σκεφτοΰμε κάτι συγκεκριμένο πάνω στο δν ή δν. ’Ονομάζοντας τήν ουσία sub-stantia, ή λατινική γλώσσα έδει­ ξε τον άναγκαστικό συσχετισμό της μέ τά συμβεβηκότα, τά acci­ dentia* άν, δμως, δούμε δλα τά συμβεβηκότα άπό τήν σκοπιά τής ούσίας καί μόνο, τότε καταργούμε τις ειδικές έπιστήμες. Ή ιστορική πείρα δείχνει, δτι ή μεταφυσική δέν πρόσφερε τίποτε στις έπιστήμες κι δτι τίποτε σημαντικό δέν άνακαλύφθηκε χάρη στήν βοήθειά της. ’Απεναντίας, στούς δεκατρείς αιώνες τής κυριαρχίας της στάθηκε τό μεγαλύτερο έμπόδιο στήν άνάπτυξη μιας ορθής φιλοσοφίας προσανατολισμένης στον έμπειρικό κόσμο.324 Ή άπόσταση τής μεταφυσικής άπό τήν άπτή πραγματικότητα κι επομένως κι άπό τις ειδικές έπιστήμες δέν οφείλεται σέ κάποια 324. δπ. παρ., III, 6 = II, 69 κέ.

134

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

παρερμηνεία ή κάποιον άδέξιο φιλοσοφικό χειρισμό, παρά άποτελει εγγενές της μειονέκτημα όφειλόμενο στις συνθήκες τής γένεσής της. *Η μεταφυσική δηλ., σύμφωνα με τούς ίδιους τούς περιπατητι­ κούς, προέρχεται άπό μιά διπλή άφαίρεση. 'Όπως λένε οί «ψευδοφιλόσοφοι», άντικείμενο των μαθηματικών είναι πράγματα, τα ό­ ποια διαχωρίζονται άφαιρετικά άπό τον υλικό κόσμο, μολονότι κα­ θαυτά άνήκουν στον τελευταίο* πρόκειται δηλ. γιά μιάν άφαίρεση καθαρά λογική (secundum rationem) κι δχι όντολογική (secun­ dum esse). "Ομως τά αντικείμενα τής μεταφυσικής δέν διαχωρί­ ζονται άπό τον υλικό κόσμο μέ λογικές, παρά με όντολογικές άφαιρέσεις, είναι τά ίδια άφαιρέσεις, καί γ ι’ αύτό ή άπομάκρυνση τής μεταφυσικής άπό τήν πραγματικότητα καί τήν άλήθεια της είναι άναπόδραστη.325 Ό έγγενής άφηρημένος-πλασματικός χαρακτή­ ρας τής μεταφυσικής έν μέρει άντανακλάται κι έν μέρει παράγεται άπό τήν γλώσσα της, ή οποία βρίθει άπό λέξεις «βάρβαρες», άμάρτυρες στις κλασσικές γλώσσες καί διαμορφωμένες άκαλαίσθητα μέ τήν παραβίαση τών δοκιμασμένων κανόνων τής καθημερινής γλωσ­ σικής χρήσης. Ό Nizolio παρουσιάζει ένα μακρό κατάλογο τών λέ­ ξεων αύτών, συμπεριλαμβάνοντας άνάμεσά τους καί τήν ίδια τήν «μεταφυσική», ή όποια, δπως λέει, ήταν άγνωστη τόσο στούς Λατίνους δσο καί στούς "Ελληνες.326 Επικαλούμενος τον Valla, ζητά τήν φιλοσοφική χρήση τής κοινής γλώσσας, δπως τήν έχουν επεξεργαστεί οί ρήτορες κι οί ποιητές* νέες λέξεις επιτρέπεται νά δημιουργηθουν μονάχα αν άνακαλυφθούν καινούργια πράγματα, έφόσον αύτά είναι άληθινά ή χρήσιμα.327 Ή σαφήνεια άποτελει πρωταρχικό αίτημα τής άληθινής φιλοσοφίας.328 Έφόσον ή μεταφυσική στήν ούσία της είναι άφαίρεση αύτονομημένη όλότελα άπό τον υλικό κόσμο κι άποκρυσταλλωμένη στήν γλώσσα, είναι φυσικό νά βρίσκονται στο έπίκεντρό της οί καθολι­ κές έννοιες, τά universalia. Ό Nizolio τονίζει συχνά, δτι ή μετα­ φυσική στέκει καί πέφτει μαζί μέ τις καθολικές έννοιες,329 καί έπί325. 326. 327. 328. 329.

οπ. παρ., III, 7 = II, 85. δπ. παρ., I, Proem. = 1 , 19/20, καί III, 6 = II, 69. δπ. παρ., II, 2 = 1 , 146. δπ. παρ., 1 ,1 = 1,2 8 / 9 . δπ. παρ., I ll, 1 = II, 15 καί III, 6 = II, 70.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

13 5

σης γνωρίζει, ότι ή άπόρριψη των τελευταίων ίσοδυναμεί με τήν άπεμπόληση του μεγαλύτερου μέρους της φιλοσοφικής παράδοσης, άφου οι ιδέες τού Πλάτωνα καί τα άριστοτελικά «καθόλου» δεν διαφέρουν ούσιαστικά.330 Βέβα&β, ό ριζοσπάστης Nizolio δέν τρο­ μάζει καθόλου μ’ αύτήν τήν προοπτική, πολύ περισσότερο γιατί δέν λησμονεί, δτι ή φιλοσοφική παράδοση δέν είναι μονοδιάστατη, παρά δίνει στηρίγματα καί για τις θέσεις τις δικές του. ’Έτσι, για την άπόρριψη των καθολικών έννοιών έπικαλείται ρητά τούς νομιναλιστές.331 Γενικά κατηγορούμενα δπως «άνθρωπος» ή «ζώο» δέν είναι ούτε μπορούν νά σημάνουν κάποιο γένος ή είδος παρά μονάχα μεταφορικά, αν δηλ. το ένα μπει στή θέση τών πολλών ή δλων κι ό ενικός άριθμός στή θέση τού πληθυντικού’ τέτοια κατη­ γορούμενα, επομένως, άποδίδονται δχι ώς πράγματα, παρά ως λέ­ ξεις. Ή φράση: «ό Σωκράτης είναι άνθρωπος» σημαίνει άπλώς, δτι ό Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος, κι δταν ή λέξη «άνθρωπος» παύει νά ύποδηλώνει κάποιο συγκεκριμένο άτομο, τότε χρησιμο­ ποιείται άκυρολεκτικά καί μεταφορικά.332 *Αν υπήρχαν πράγματι οι καθολικές έννοιες, τότε θάπρεπε, γιά νά ένσαρκωθούν στά έπιμέρους άντικείμενα, νά κατακερματιστούν χωρίς νά πάψουν νά ύφίστανται ένιαΐες*· πώς δμως είναι δυνατό νά ισχυριστούμε, δτι ό ίδιος άνθρωπος βρίσκεται, ταυτόχρονα κι άκέραιος, στο Λονδίνο, στή Ρώμη καί στή Βαβυλώνα;333 Άβάσιμη είναι κι ή άντίληψη, δτι οί καθολικές έννοιες προκύπτουν άπο άφαιρέσεις, άφού οί άφαιρέσεις δέν είναι μονάχα άχρηστες, παρά κι άδύνατες. Γιατί άπο τί θά κάνουμε άφαίρεση; *Από ένα άτομο, άπο πολλά ή άπ* δλα; *Αν άπύ.ένα ή άπύ πολλά, μέ ποιά κριτήρια θά τά προκρίνουμε άπο άλλα; Κι αν άπ* δλα — ποιος μπόρεσε ποτέ νά βρει καί νά μαζέψει δλα τά άτομα ένύς γένους;334 Βασικό μέλημα τού Nizolio είναι νά καταδείξει, δτι οί καθο­ λικές, έννοιες, μή έχοντας κάποιο πραγματικό ·έρεισμα, προέρχον­ ται άπό τήν μεταφορική χρήση, δηλ. τήν κατάχρηση τής γλώσσας. 330. 331. 332. 333. 334.

δπ. παρ., 1 , 1 = I, 29. 6π. παρ., I, 8 = I, 90 καί I, 6 = I, 65. δπ. παρ., I, 7 = I, 80, 84, 86. δπ. παρ., 90. δπ. παρ., III, 7 = 11, 86/7.

136

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

To universalium, γράφει, παράγεται άπό το έπίθετο universus, τό όποιο χρησιμοποιούνταν στην λατινική γλώσσα μέ έννοια ριζι­ κά διαφορετική. 'Όταν δηλ. οί Λατίνοι έλεγαν «universus» δέν έννοοΰσαν κάποιο δλο άφηρημένο κι άνεξάρτητο άπό τα συστατικά του μέρη, παρά ένα πλήθος πραγμάτων άτομικών, θεωρούμενων ταυτόχρονα hi ενιαία. Τό άντίθετο τού universus ήσαν τά άτομικά πράγματα θεωρούμενα στην άτομικότητά τους, δπως δείχνουν πλεΐστα παραδείγματα, πού δανείζεται ό Nizolius άπό Λατίνους συγ­ γραφείς.335 Ή ίδια ή γλώσσα δείχνει πόσο παραπλανητική είναι ή χρήση τού universalis, εφόσον άπαγορεύει φράσεις δπως π.χ. universalis populus ή universalis natura καί προκρίνει τούς τύ­ πους universus populus καί universa natura.336 Οι «ψευδοφιλόσοφοι» άπέχουν, λοιπόν, πολύ άπό τήν ορθή γλωσσική χρήση, δταν δίνουν στο universalis τήν έννοια μιας οντότητας ενιαίας ως προς τήν ουσία της, άλλά ικανής νά μεταδοθεί καί νά συμμετάσχει σέ πολλά άτομικά πράγματα* ή οντότητα τούτη δέν συλλαμβάνεται μέ τις αισθήσεις, παρά συντίθεται άπό τή νόησή μας μέ βάση πολλά άτομικά πράγματα, συνάμα δμως υπάρχει πράγματι μέσα σέ πολλά καί τούς άποδίδεται ως κατηγορούμενο.337 Ό Nizolio ένδιαφέρεται νά δείξει συγκεκριμένα, σέ ποιές γλωσσικές πα­ ραδρομές οφείλουν τήν ύπαρξή τους οί κεντρικές καθολικές έννοιες τής σχολαστικοαριστοτελικής παράδοσης. Γιά εύνόητους λόγους, τήν προσοχή του συγκεντρώνουν πρωταρχικά οί έννοιες «γένος» καί «είδος», τις όποιες άναλύει μέ βάση γλωσσικές παρατηρήσεις σχετικές μέ τήν φύση των ούσιαστικών ονομάτων. Τά ονόματα χωρίζονται, καθώς είναι γνωστό, σέ κύρια (propria) καί προσηγο­ ρικά (appelativa). Τά πρώτα άναφέρονται κατά γενική ομολογία σέ ορισμένα άτομα, κι έτσι δέν δημιουργούν παραπέρα προβλήματα* οί πλάνες γεννιούνται άπό τήν μεταφορική χρήση των προσηγορι­ κών. 'Ένα προσηγορικό δνομα άποδίδεται ταυτόχρονα σέ πολλά άτομα καί σέ διαφορετικές άποφάνσεις — καί τά «γένη» δέν είναι κι αύτά τίποτε άλλο παρά ονόματα, πού άποδίδονται σέ πολλά, ξε335. οπ. παρ., 1 , 6 = I, 61. 336. δπ. παρ., I, 7 = I, 74. 337. οπ. παρ., 1, 6 = 1, 63/4.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

13 7

χωριστά μεταξύ τους άτομα. Έ τσ ι, τά ονόματα «άνθρωπος» ή «ζώο» σημαίνουν είδος ή γένος μονάχα αν χρησιμοποιηθούν μετα­ φορικά, καί ή κοινή . φύση, τήν όποια υποδηλώνουν με την μετα­ φορική τους , χρήση, δεν είναι κάτι αύτοτελές, παρά ένα πλήθος άποτελούμενο άπό ξέχωρα άτομα καί μόνο. Μέ τήν λέξη «ζώο» π.χ. μπορώ νά συνδέσω διάφορες άλλες, όπως «βόδι» ή «λιοντάρι»· τούτο σημαίνει, φυσικά, όχι ότι τό βόδι καί τό λιοντάρι είναι ίδια, παρά δτι τό «ζώο», δπως καί κάθε έννοια είδους ή γένους, άναφέρεται σέ ξεχωριστά άτομα. Αυτό φαίνεται καλύτερα, αν θυμηθού­ με, δτι τά προσηγορικά ονόματα χωρίζονται σέ άπλά, δπως π.χ. «ζώο», καί σέ περιληπτικά (collectiva), δπως π.χ. «στρατός», καί συνάμα έπισημάνουμε, δτι δλα τά άπλά προσηγορικά στήν πραγματικότητα είναι περιληπτικά. 'Όπως δηλ. τό περιληπτικό προσηγορικό άναφέρεται αύτονόητα σέ κάποιο πλήθος ξεχωριστών άτόμων (ό «στρατός» στους στρατιώτες), χωρίς τά όποια είναι άδιανόητο τό ίδιο σάν 6νομα, έτσι καί τό άπλό. Γένη καί είδη είναι, λοιπόν, σέ τελευταία άνάλυση περιληπτικά προσηγορικά ονό­ ματα, καί δέν μένει τίποτε άπ’ αύτά, άν άφαιρεθούν δσα άτομα τ* άποτελούν. *Αν οί «ψευδοφιλόσοφοι» ήσαν συνεπείς, τότε θάπρεπε νά φτιάξουν καθολικές έννοιες οχι μόνο άπυ τά άπλά προση­ γορικά, παρά καί άπό τά περιληπτικά. "Ομως άποτελεί προφανή παραλογισμό νά δημιουργηθεί μιά καθολική έννοια «στρατός» λ.χ., γιά νά περιλάβει τούς έπιμέρους στρατούς, πού ήδη καθένας τους περιέχει πλήθος άτόμων.338 Ό Nizolio ερμηνεύει, έπίσης, τήν διαφορά ούσιαστικών καί έπιθέτων μέ τρόπο πού ν’ άποκλείεταιη μετατροπή τών διαφόρων ιδιοτήτων, δπως τις εκφράζουν τά επίθετα, σέ καθολικές έννοιες. Τά έπίθετα προέρχονται άπό τά ούσιαστικά (τό «ξύλινος» άπό τό «ξύλο») καί σημαίνουν κάποια ιδιότητα, πού υπάρχει δχι άπό μόνη της, παρά σέ κάτι τι άλλο. Έ νώ τά ούσιαστικά σημαίνουν ταυτόχρονα τόσο κάποια ούσία δσο καί κάποια ιδιότητα (τό «ξύ­ λο» είναι αύτόματα «ξύλινο»), τά έπίθετα περιορίζονται στήν υπο­ δήλωση μιας ορισμένης ιδιότητας. Ή άνυπέρβλητη αύτή σημασιολογική διαφορά ουσιαστικού καί έπιθέτου οφείλεται άκριβώς 33 8. δπ. παρ., 1 , 4 = I, 4 1 κ έ., 51/ 2 .

13 8

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

στο δτι οί ιδιότητες δέν μπορούν νά ύπάρξουν σάν ξεχωριστές οντότητες, άνεξάρτητες δηλ. άπό τις ούσίες, διαμέσου των οποίων γίνονται αισθητές· κανείς δέν δοκίμασε ποτέ τήν γλυκύτητα καθαυτή ούτε καί είδε τό ύψος καθαυτό.339 Τήν διαφορά γλωσσικής λειτουρ­ γίας ούσιαστικοΰ καί έπιθέτου υπογραμμίζει ό Nizolio καί δταν στόχος του είναι ή κατάλυση μιας άκόμα καθολικής έννοιας, τής διαφοράς (differentia). 'Όμως, παρατηρεί ό Nizolio, ή διαφορά μπορεί νά νοηθεί μέ δύο τρόπους: ως διαφορά, πού καθαυτή δια­ φέρει άπό κάτι άλλο (differentia differens), καί ώς διαφορά, πού κάνει κάτι τι νά διαφέρει άπο κάτι άλλο (differentia differre faciens). Ή πρώτη είναι καθολική έννοια, ισοδύναμη μέ γένη ή είδη καί βγαλμένη άπο διάφορα επίθετα, δπως π.χ. το έμψυχο, το έλλογο, το θνητό κτλ. ’Αντίθετα, ή δεύτερη έκφέρεται μέ τήν μορ­ φή ούσιαστικοΰ (ψυχή, λόγος, θάνατος) καί δέν χρησιμεύει στήν όριοθέτηση μιας ομάδας άτόμων διαμέσου τής όντοποίησης μιας ιδιότητάς τους, παρά στήν υπόδειξη ενός συγκεκριμένου παράγοντα, ό όποιος προκαλεί τήν διαφοροποίηση συγκεκριμένων πραγμάτων* έτσι, ή καθομιλουμένη γλώσσα δέν λέει, δτι το έμψυχο (σάν τέτοιο) διαφέρει άπό τό άψυχο (σάν τέτοιο), παρά δτι τά έμψυχα πράγ­ ματα διαφέρουν άπό τά άψυχα, εφόσον, σέ άντίθεση προς τά τε­ λευταία, διαθέτουν ψυχή.340 Ή κριτική του Nizolio στήν γλώσσα τής μεταφυσικής συνε­ χίζει καί, σέ πολλά σημεία, έμβαθύνει τις άνάλογες προσπάθειες του Valla. Πέρα άπ* αύτό, ή σκέψη του Nizolio παρουσιάζει μιά πλευρά πιο πρωτότυπη καί προσωπική. Πρόκειται γιά τήν συνει­ δητή έπιδίωξη ν’ άντικατασταθεί ή ποιοτική θεώρηση τής σχολαστικοαριστοτελικής οντολογίας μέ μιά θεώρηση ποσοτική, δηλ. νά μπει στή θέση τής ιεραρχίας των ποιοτικά διαφορισμένων ουσιών ή οριζόντια συμπαράταξη μεγεθών μονάχα ποσοτικά διάφορων μεταξύ τους. Ό κόσμος βλέπεται εδώ μέ μάτια καινούργια καί άλλιώτικα (κι αύτή ή θεώρηση προετοιμάζει, δπως θά δούμε, τον τρόπο σκέψης τής φυσικομαθηματικής έπιστήμης): σάν σύνολο άτόμων, είτε αποκομμένων είτε συνομαδιασμένων σέ πλήθη όρι339. δπ. παρ., I, 5 = I, 55/6. 340. δπ. παρ., II, 3 = 1,152/3.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

139

σμένου μεγέθους* κάτι τι ένδιάμεσο άποκλείεται.341 Βέβαια, τούτη ή ρηξικέλευθη θεώρηση του κόσμου μπορεί σπερματικά ν* άνιχνευθεΐ ήδη στον Valla, έφόσον συνυφαίνεται μέ την άνάλυση καί άπόρριψη τής έννοιας του Είναι (esse), στην όποια υπάγονται, κατά τούς περιπατητικούς, κι οι υπόλοιπες πέντε υπερβατικές έννοιες (transcendentia), ήτοι unum, aliquid, verum, bonum, res. Στον Valla, πάντως, άναφέρεται καί ό Nizolio, όταν άρνεΐται τό esse καί τις δέκα κατηγορίες, θεωρώντας ως μόνο άληθινό ΰψιστο γένος τό res κι υπάγοντας σ’ αυτό τόσο τό ens (= ea res quae est) όσο καί τις υπερβατικές έννοιες (π.χ. unum = una res κ.ο.).342 ’Επιπλέον, ό Nizolio επιδοκιμάζει την δραστική μείωση του αριθ­ μού των αριστοτελικών κατηγοριών άπό μέρους του Valla κι επι­ θυμεί νά κάνει άκόμα ένα βήμα προς την κατεύθυνση αύτή: άντί δηλ. γιά τις τρεις κατηγορίες, πού δεχόταν ό Valla (ούσία, ποιόν, ποιεΐν), ό ίδιος δέχεται μονάχα δύο, την ούσία καί τις ποιότητες ή συμβεβηκότα, δηλ. τά αύτοτελή καί τά μη αυτοτελή πράγματα*343 επίσης, θεωρεί όλότελα περιττό τον όρο «κατηγορίες», αφού γ ι’ αύτόν ουσίες καί ποιότητες είναι είδη του υψιστου γένους res.344 Έ τσ ι προκύπτει ή πρώτη, χοντρική κατάταξη τών άτομικών πραγμάτων, πού συναπαρτίζουν τον κόσμο. Τό αξιοσημείωτο είναι, ότι υπάρχει μιά άκριβής άντιστοιχία άνάμεσα στο σύμπαν τών πραγμάτων καί στο σύμπαν τής γλώσσας. Οί. δύο βασικές τάξεις πραγμάτων, οί ουσίες καί τά συμβεβηκότα, είναι δυνατό νά συνίστανται άπό δύο ειδών πράγματα ή κάθε μιά τους, δηλ. άπό ξεκομμένα άτομικά πράγματα κι άπό πλήθη άτομικών πραγμάτων, έτσι ώστε συνολι­ κά έχουμε τέσσερις τάξεις πραγμάτων. Τέσσερις όμως είναι καί οί κατηγορίες τών ονομάτων (ούσιαστικά, έπίθετα, κύρια, προσηγο­ ρικά) κι ό,τι δέν άνήκει σ’ αύτές άποτελεΐ φαντασιοκοπία, όπως π.χ. οί Χίμαιρες κι οί Κένταυροι τών ποιητών ή οί δεύτερες ούσίες κι οί καθολικές έννοιες τών «ψευδοφιλοσόφων».345 Μέ άφετηρία τις γενικές αύτές άντιλήψεις, ό Nizolio φιλοδο341. 342. 343. 344. 345.

δπ. παρ., 0π. παρ., δπ. παρ., δπ. παρ., δπ. παρ.,

I, 4 = I, 49. II, 8 = 1 , 190/1. II, 9 = 1,19 5 ,19 6 / 7 . II, 10 = I, 207. I, 6 = I, 59/60.

140

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ξεί, τώρα, νά μετατρέψει σέ ποσοτικά μεγέθη όλες τις ποιοτικές βαθμίδες τής σχολαστικοαριστοτελικής όντολογικής ιεραρχίας. Καί πρώτα-πρώτα, άπό τήν σκοπιά τής ποσοτικής του θεώρησης βρί­ σκει κενή τήν έννοια ενός όλου, τό όποιο τάχα προϋπάρχει άπό τά μέρη του ή άποτελεΐ κάτι περισσότερο άπ* αύτά* μιά τέτοια έννοια του δλου δεν διαφέρει καί πολύ άπό τά universalia.346 Γιά τον Nizolio ύπάρχουν δύο μόνο δυνατά είδη δλου: τό συνεχές (continuum), δηλ. ένα όλότμητο άτομο, καί τό διακεκριμένο (discretum), πού δέν είναι παρά πλήθος άτόμων. ’Αντίστοιχα έχουμε καί δύο δια­ φορετικά είδη διαίρεσης ένός δλου (divisio καί partitio) καθώς καί δύο τρόπους σύνθεσής του.347 Τό γένος καί τό είδος είναι άκριβώς τέτοια διακεκριμένα δλα (μολονότι, βέβαια, κάθε διακεκριμένο δλο δέν άποτελεί άναγκαστικά γένος ή είδος), καί, έφόσον τά ίδια νοούνται καθαρά ποσοτικά, ποσοτικές είναι καί οι σχέσεις άνάμεσά τους: γένος καί είδος σχετίζονται δηλ. δπως τό δλο μέ τό μέρος.348 Ό Nizolio έπιμένει ιδιαίτερα στον ποσοτικό χαρακτήρα του γένους. Τό «γένος», γράφει, είναι: α) λέξη, άποτελούμενη άπό πέντε γράμματα καί δύο συλλαβές* β) ονομα προσηγορικό άπλό, τό όποιο άποδίδει μεταφορικά τήν πραγματικότητα έκείνη, τήν όποια ονομάζουμε «γένος»* γ) αν άπό τήν λέξη περάσουμε στά πράγματα, τότε τό γένος ορίζεται ώς πλήθος ή ώς διακεκριμένο δλο άποτελούμενο άπό τά είδη του.349 Τά υπόλοιπα universalia (δηλ. species, differentia, proprium, accidens) ποσοτικοποιοϋνται κι αύτά, τό καθένα μέ τον τρόπο του. ’Έ τσι, τό είδος γίνεται γένος, αν θεωρηθεί σέ σχέση μέ τά κατώτερά του άτομα, ενώ ή 346. δπ.παρ., 1 ,1 0 = 1 ,1 1 1 . 347. δπ.παρ., 107. 348. δπ. παρ., II, 2 = 1,14 2 . Ενδεικτικά υπενθυμίζουμε, δτι άκόμα καί γιά τόν Occam γένος καί είδος δέν σχετίζονταν δπως δλο καί μέρος (Summa Log. I, 21 = σ. 63). 349. δπ. παρ., II, 1 = 1 , 118/9. Τό λάθος του ’Αριστοτέλη είναι δτι μπέρδεψε τήν πραγματική υφή του γένους μέ τήν ύφή του ώς προσηγορικού ονόματος. Οί στωικοί, πάλι, μπέρδεψαν τή νοητική σύλληψη του πράγματος μέ τό πράγμα τό ίδιο. Ε νάντιά τους ό Nizolio τονίζει, δτι ή άληθινή ούσία, τήν όποία όφείλει νά συλλάβει ένας ορισμός, δέν βρίσκεται στις έννοιες της νόησης, παρά στά πράγματα, τά όποια είναι έξω κι άνεξάρτητα από τις τε­ λευταίες (δπ. παρ., 117/8).

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

141

διαφορά, άν άποδοθεί, όπως άλλωστε πρέπει, σ’ δλα τά άτομα ενός γένους, δέν είναι τίποτε άλλο παρά genus differens* τό ίδιο συμ­ βαίνει μέ τό proprium και τό accidens.350 Μέ άλλα λόγια, ή στρατηγική τής διάλυσης των καθολικών έννοιών είναι ή έξης: ή α ή β ιδιότητα δέν όντοποιειται, παρά άποδίδεται σέ άτομα, τά όποια, μέ την σειρά τους, άπαρτίζουν ένα γένος.351 Γιά την dif­ ferentia καί τό proprium, ιδιαίτερα, αυτό έχει σάν άποτέλεσμα, δτι δέν ορίζονται πιά καθαυτά, παρά γίνονται κινητά καί μετα­ βλητά, άνάλογα μέ την έκάστοτε συνομάδωση των άτομικών πραγ­ μάτων. Ή διαφορά δείχνει, βέβαια, τί χωρίζει μιά ομάδα πραγμάtcov από μιάν άλλη, ενώ τό ίδιον, δηλ. ή κοινή ιδιότητα μιας ομά­ δας πραγμάτων, τά κάνει άκριβώς ομάδα, δηλ. τά ενώνει. "Ομως ό χωρισμός καί ή ένωση είναι σχετικά μεγέθη, ορίζονται πάντα σέ άναφορά μέ κάτι, γ ι’ αύτό καί ή differentia μέ τό proprium μπο­ ρούν νά εναλλάσσονται άνάλογα μέ τό πλαίσιο, μέσα στο όποιο λειτουργούν μέ τον έναν ή τον άλλο τρόπο.352 Καθώς κατασταλάζει σέ μιά ποσοτική θεώρηση τών πραγμά­ των, ή κριτική στις καθολικές έννοιες γεννά καί μιάν καινούργια άντίληψη γιά τον χαρακτήρα καί τό έργο τής έπιστήμης. Στήν σχολαστικοαριστοτελική προοπτική υψιστη έπιστήμη ήταν ή με­ ταφυσική, έφόσον ή έπιστήμη οριζόταν ώς γνώση τών πρώτων αίτιων κι έφόσον τούτα έδώ άναζητιοΰνταν μέ τήν βοήθεια τής νόησης στον χώρο τού υπεραισθητού. Ή άρνηση τών καθολικών έννοιών σημαίνει, δτι τώρα ή έπιστήμη πρέπει νά προσανατολι­ στεί στον έμπειρικό κόσμο, άνατρέποντας τήν παραδοσιακή άξιολόγηση κι ιεράρχηση τών όντολογικών έπιπέδων* άντικ'είμενό της στο έξής είναι δηλ. τά άτομικά πράγματα, τών οποίων τήν πλήρη 350. δπ. παρ., I, 9 = I, 97. 351. ’Έ τσι π.χ. τό rationale καί τό mortale δεν είναι differentiae του άνθρώπου, παρά genera, στα όποια εντάσσεται 6 άνθρωπος* τό ’ίδιο, τό risibile δέν είναι proprium, παρά γένος, δπου εντάσσεται ό άνθρωπος* και τό ((λευκός» ή «μαύρος» δέν είναι συμβεβηκότα, παρά γένη, δπου εντάσσονται άτομα (δπ. παρ., 97/8). 352. δπ. παρ., II, 3 ==1 , 152, πρβλ. 160. Έ τ σ ι π.χ. τό sentire, ή αισθη­ τική ικανότητα, αποτελεί διαφορά, άν άντιπαραθέσουμε τά ζώα πρός τά φυ­ τά, ένώ άποτελεΐ ιδιότητα, άν άντιπαραθέσουμε τά άλογα πρός τά έλλογα ζώα, πού καί τά δυό τους διαθέτουν αισθητική ικανότητα.

142

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

έλλογη γνωσιμότητα άρνιόταν άκριβώς ή αριστοτελική επιστήμη. Βέβαια, δ Nizolio λέει, 8τι ή γνώση των άτομικών πραγμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους, δηλ. ξεχωριστά γιά κάθε άτομο ή κατά ορισμένες ομάδες άτόμων, καί προσθέτει, 8τι ή ξεκομμένη γνώση κάθε άτόμου, μολονότι δέν είναι καθαυτή άδύνατη, ωστόσο δέν δημιουργεί άπδ μόνη της έπιστήμη* ή ζωολογία π.χ. δέν είναι γνώση ένδς μεμονωμένου ζώου, γιατί τότε θάπρεπε νά ξαναρχίσει τήν δουλειά της άπδ τήν αρχή μετά τον θάνατό του. Γι’ αύτδ καί ή έπιστήμη άναφέρεται κυρίως σέ ομάδες, οί οποίες καθαυτές είναι σταθερές καί συνεχείς, έφόσον τά άτομά τους άναπαράγονται, άναπαράγοντας συνάμα τήν έγκυρότητα των έπιστημονικών ορισμών καί διαπιστώσεων.353 Άνατρέποντας, 8πως είπα­ με, τήν παραδοσιακή άντίληψη τής επιστήμης, ό Nizolio ισχυρίζε­ ται, οτι ή νόησή μας δέν άναφέρεται άναγκαστικά σέ καθολικές, ύπεραισθητές έννοιες, παρά εξίσου καλά (καί μάλιστα άποκλειστικά, αν δέν εΐναι άπατηλή) σέ εμπειρικά άτομα ή ομάδες τέτοιων άτόμων.354 Μ* αύτδν τον τρόπο πετυχαίνει δύο πράγματα ταυτό­ χρονα: προσεταιρίζεται τή νόηση γιά τούς σκοπούς τής καινούρ­ γιας επιστήμης καί, συνάμα, θέτει τήν. λειτουργία της κάτω άπδ τδν έλεγχο τής εμπειρίας. Αύτδ φαίνεται στήν αντιδιαστολή, τήν οποία κάνει δ Nizolio άνάμεσα στις καθολικές έννοιες καί στις δμάδες άτόμων (universalia καί universa), δηλ. άνάμεσα στδ άντικείμενο τής παλιάς καί στδ άντικείμενο τής νέας επιστήμης. Τδ οτι καί τά δύο συλλαμβάνονται νοητικά δέν πρέπει νά προκαλεί κάποια σύγχιση συναμεταξύ τους. Γιατί ως πρδς τά universalia ή έργασία τής νόησης ήταν καθαρά άφαιρετική, δηλ. “π ήγαζε άπδ τήν άντίληψη, 8τι τδ άτομικδ καθαυτδ δέν μπορεί νά γνωσθεί κι έπομένως πρέπει νά ύπερβαθεί νοητικά-άφαιρέτικά μέ σκοπδ τήν εύρεση τής ούσίας του καί τήν ένταξή της στήν όντολογική ιεραρ­ χία* άντίθετα, τδ universum καταρτίζεται άπδ τήν έργασία μιας νόησης, ή δποία ξεδιαλέγει άτομικά πράγματα γιά νά τά συμπεριλάβει σέ ευρύτερες δμάδες σύμφωνα μέ τις άμοιβαίες τους σχέ­ σεις. Τούτη ή συμπερίληψη (comprehensio) εΐναι τώρα τδ έργο 353. δπ. παρ., I, 7 = I, 70/1, 75, 77. 354. δπ. παρ., III, 7 = II, 82/3.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

143

της νόησης, άπό τό. όποιο προέρχεται τό universum, όπως πρώτα άπό την άφαίρεση (abstractio) γεννιόταν τό universalium. ’Ανά­ μεσα στα δύο αυτά, δμως, υπάρχουν κι άλλες διαφορές, άπό τις ό­ ποιες ή σημαντικότερη είναι; δτι τό universum γίνεται αντιληπτό κι άπό τις αισθήσεις, ένώ τό universalium 6χι.355 'Η άντιπαράθεση comprehensio καί abstractio ίσοδυναμεΐ, λοιπόν, με την άντιπαράθεση δύο διαφορετικών τύπων έπιστήμης, ένός μεταφυσικού κι ένός άντιμεταφυσικού. *Η comprehensio είναι ή συγκεκριμένη μεθοδολογική έκφραση, πού παίρνει ή ποσο­ τική θεώρηση τών πραγμάτων, δταν έργο τής νόησης δεν είναι ή εύρεση τής ουσίας τους διαμέσου τής άφαίρεσης, παρά ή συνομάδωση τών άτόμων, μέ τρόπο πού να έπιτρέπει μια γενική άπόφανση πάνω σ’ αυτά* γιατί άποφάνσεις εμπειρικά θεμελιωμένες μπορούν νά διατυπωθούν μέ βάση τήν έξέταση καθενός ατόμου κι οχι τής άφηρημένης γενικής έννοιας τους.356 Ή ποσοτική θεώρηση εδραιώνεται παραπέρα μέ τήν άμφισβήτηση τών μορφών έκείνων συλλογισμού ή επαγωγής, οι όποιες στηρίζονταν στήν χρήση κα­ θολικών έννοιών. 'Όπως τό universum τού Nizolio διαφέρει άπό τό universale, έτσι διαφέρει καί ή δική του άντίληψη γιά τό άτομικό πράγμα (singulare) άπό τό particulare, πού άποτελούσε τό αντιθετικό σύστοιχο τού universalium. Συλλογισμός ή επαγωγή δέν είναι πιά ή μετάβαση άπό τό particulare στο universalium ή άντίστροφα, παρά διαδικασίες προσθετικές ή άφαιρετικές μέ συμμετοχή πλήθους άτομικών στοιχείων* στον (άπαγωγικό) συλ­ λογισμό ξεκινάμε άπό τό διακεκριμένο δλο καί πηγαίνουμε προς τά μέρη του, ένώ στήν έπαγωγή γίνεται τό άντίστροφο. Ό συλλο­ γισμός δέν πρέπει νά στηρίζεται στήν αρχή dici de omni et dici de nullo, ν’ άποδίδει δηλ. ένα κατηγόρημα ή σέ δλα τά άτομα ένός γένους ή σέ κανένα, παρά νά θέτει τά συγκεκριμένα έρωτήματα, αν κάποιο πράγμα ή περισσότερα αποτελούν μέρη ένός δια­ κεκριμένου δλου ή δχι κι αν τό α ή β γένος περιέχεται ή δχι σέ κάποιο άλλο περιεκτικότερο.357 'Η έπικράτηση τής ποσοτικής θεώ355. δπ. παρ., 80 καί I, 7 = I, 71/2. 356. δπ. παρ., III, 7 = II, 85. 357. δπ. παρ., 1 ,7 = 1 ,7 8 / 9 .

14 4

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ρησης καταφαίνεται, τέλος, στήν αντικατάσταση του ιδεώδους τής demonstratio ώς γνώσης των αιτίων ενός πράγματος από τό αίτη­ μα τής πλήρους περιγραφής του. Ό Nizolio θεωρεί την άριστοτελική άπόδειξη άδύνατη ήδη άπό τό γεγονός, δτι ίσαμε τότε οχι μόνο δεν δόθηκε κανένα άπτό της παράδειγμα, άλλα καί οί ίδιοι οι περιπατητικοί —δλοι τους μέ επιχειρήματα παρμένα άπό τον ’Αριστοτέλη— την άντιλαμβάνονται διαφορετικά, θεωρώντας την άλλοτε ώς ορισμό του υποκειμένου (definitio subjecti) κι άλλοτε ώς ορισμό του κατηγορουμένου (definitio praedicati). 'Όμως ή demonstratio δέν εύσταθεΐ οΰτε καί μέ την έννοια του syllogismus scientalis, δηλ. τής άποδεικτικής γνώσης ώς γνώσης των αίτιων. Ή άριστοτελική θέση, δτι ή πλήρης γνώση είναι γνώση των αιτίων, είναι σωστή μονάχα αν μ* αύτήν εννοούμε, πώς, δταν δέν γνωρίζουμε τήν αιτία ένός πράγματος καί ψάχνουμε να την βρού­ με, άνακαλύπτουμε νέα δεδομένα καί διευρύνουμε τη γνώση μας — είναι δηλ. σωστή μονάχα μέ τήν έπαγωγική, 8χι μέ τήν άπαγωγική της έννοια. 'Όμως είναι δυνατό να μήν τίθεται καθόλου στήν γνώση τό πρόβλημα τής αιτίας, δπως π.χ. δταν ρωτάμε, αν υπάρχει ό λαός των Άντιχθόνο^ν καί ζητάμε μια περιγραφή του.358 Είναι προφανές, δτι ό Nizolio ένδιαφέρεται για ένα τύπο γνώσης ουσιαστικά διαφορετικό άπό τον παραδοσιακό-μεταφυσικό. Τά σημαντικά βήματα, πού έκανε προς τήν ποσοτική-έμπειρική άντίληψη τής επιστημονικής γνώσης, εξηγούν, γιατί ό Nizo­ lio ένδιαφέρεται πολύ λιγότερο για τήν άριστοτελική διδασκαλία των τόπων καί τήν παραπέρα επεξεργασία της άπ* δ,τι προγενέ­ στεροι άνθρωπιστές.359 Μολονότι ό ίδιος, παρά τον έντονο άντιαριστοτελισμό του, κάνει διάκριση άνάμεσα στον άφηρημένο κι άχρηστο ’Αριστοτέλη (τον μεταφυσικό καί λογικό) καί στον έμπειριστή καί χρήσιμο (τον ήθικό καί πολιτικό φιλόσοφο),360 υιο­ θετώντας έν μέρει τήν παρεμφερή τοποθέτηση τού Bruni — ώστόσο δέν κάνει καμμιά προσπάθεια ν’ άξιοποιήσει τά «γόνιμα» άριστοτελικά στοιχεία, παρά άναζητά καινούργιους δρόμους. Σ’ αυτό έγκειται καί ή ιδιαίτερη σπουδαιότητα, πού πρέπει ν’ άποδοθεΐ σέ 358. δπ.παρ., IV, 4 = II, 148/ 9,151. 359. δπ. παρ., IV, 1 = II, 107 κέ. 360. δπ.π α ρ.,III, 7 = 11,80.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

145

τούτον τον στοχαστή μέσα στην πνευματική ιστορία του 16ου αί. Αυτό, βέβαια, δέν είναι λόγος να λησμονούμε τά όριά του, πού καταφαίνονται, αν εξετάσουμε δύο σημεία των θεωριών του. Το πρώτο είναι τό πρόβλημα τής δημιουργίας γενικής κι άφηρημένης επιστημονικής έννοιολογίας. Στήν προσπάθειά του ν’ άντικαταστήσει τις καθολικές έννοιες μέ περιληπτικές, ό Nizolio ένδιαφέρεται άποκλειστικά γιά τήν ποσοτική έκταση κι όχι γιά το ποιοτικό περιεχόμενο τών εννοιών. "Αν στήν φράση «ό Σωκράτης είναι άν­ θρωπος» ό «άνθρωπος» σημαίνει «ένας άνθρωπος», δ^υως θέλει ό Nizolio, τότε δέν μπορεί ν* άποτελέσει κατηγορούμενο, εφόσον έχει ποσοτική έκταση, όχι όμως καί ποιοτικό περιεχόμενο. "Αν δηλ. «Σωκράτης» καί «άνθρωπος», υποκείμενο καί κατηγορούμενο κα­ τά βάθος άποτελούν ταυτολογία, τότε άτομο καί γένος ούσιαστικά συμπίπτουν καί δέν έχουμε επαρκή κριτήρια γιά νά σχηματίσουμε τά universa έκείνα, πού κι ό ίδιος ό Nizolio θεωρεί άπάραίτητα γιά τήν επιστήμη.361 Δεύτερο, στήν πάλη του εναντίον τών αφαι­ ρέσεων ό Nizolio καταπολεμά τήν άντίληψη, ότι είναι δυνατό νά μαθηματικοποιηθούν αισθητές ιδιότητες ή άντικείμενα τού φυσικού κόσμου362 καί γενικά υποτιμά τήν γενικότερη επιστημολογική άξια τού μαθηματικού τύπου σκέψης. 'Η θέση του αύτή άντιβαίνει στις βασικές αρχές πού θά υιοθετούσε λίγες δεκαετίες άργότερα ή μα­ θηματική φυσική, ή οποία, βέβαια, δέν μαθηματικοποίησε αισθη­ τές ιδιότητες, όμως έκανε άφαίρεση άπ’ αυτές γιά νά μπορέσει νά συλλάβει μέ τρόπο μαθηματικό τά φυσικά σώματα’ έτσι θέσπισε τήν διάκριση άνάμεσα σέ δευτερογενείς καί πρωτογενείς ιδιότη­ τες, ενώ παράλληλα διαμόρφωσε μιάν έννοιολογία πολύ διαφορε­ τική άπό έκείνη πού θεωρούσε ένδεδειγμένη κι επαρκή ό Nizolio. Αυτά δείχνουν, ότι ή γενική θέση τού τελευταίου άντικατοπτρίζει άκόμα τό προμαθηματικό στάδιο τής άντισχολαστικής σκέψης. Συνάμα όμως έχει ξεπεράσει καί τήν κλασσική ανθρωπιστική της φάση, αν καί προέρχεται άπ* αύτήν. Σ’ αύτό, επαναλαμβάνουμε, έγκειται ή ιδιαίτερη σπουδαιότητα τού Nizolio μέσα στήν πνευμα­ τική ιστορία τού 16ου αί. 361. Glossner, Nicolaus von Gusa und Marius Nizolius, 156 κέ. 362. De veris principiis, III, 7 = II, 87/8.

146

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

ε. Ό Zabarella καί ή αυτονόμηση τής λογικής ώς με­ θοδικού οργάνου Τό έργο του Zabarella βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο τάσεων, οι όποιες διαφέρουν ριζικά ώς προς την προέλευσή τους, όμως συνυφαίνονται κι άλληλοεπηρεάζονται άνοίγοντας τον τόσο περίπλο­ κο, όπως ήδη εξηγήσαμε,363 δρόμο της νεότερης μεθόδου, δπως αύτή καταξιώνεται τελικά από την μαθηματική φυσική. Ό Zaba­ rella (θέλει νά) είναι ορθόδοξος άριστοτελικός, συνάμα όμως οί ιδέες του διαμορφώνονται μέσα στο κλίμα, πού δημιούργησε ή άνθρωπιστική κριτική στον (σχολαστικό) άριστοτελισμό, κι έτσι ή προσωπική του άντίληψη.γιά τήν άριστοτελική φιλοσοφία γενικά και τήν άριστοτελική λογική ιδιαίτερα αφομοιώνει —άδιάφορο, αν συνειδητά ή άσμνείδητα— ούσιώδη άντισχολαστικά κι άντιμεταφυσικά στοιχεία. Τό άνθρωπιστικό πρωτείο τής ρητορικής άπέναντι στήν λογική συνεπαγόταν μιάν στροφή άπό τήν άριστοτελική-μεταφυσική έννοια τής έπιστήμης καί τής άλήθειας στον ρευστό κόσμο τής άνθρώπινης δραστηριότητας, όπου ισχύουν μονάχα πιθανολογικά έπιχειρήματα, κωδικοποιημένα στήν διδασκαλία των τόπων. Ή άγνωστικιστική θέση γιά τά όρια τής άνθρώπινης νόησης νομι­ μοποιούσε τήν άντιμεταφυσική τούτη στροφή καί παράλληλα υπέ­ βαλλε τήν ιδέα, ότι —σύμφωνα καί μέ τον άριστοτελικό χωρισμό των όντολογικών επιπέδων, ό όποιος γινόταν δεκτός μόνο καί μόνο γιά ν’ άντιστραφοΰν οί παραδοσιακές προτεραιότητες— υπάρχουν δύο είδη λογικής: ή λογική τής άπόλυτα βέβαιης μεταφυσικής γνώσης μέ τό άμετάβλητο αιώνιο άντικείμενό της καί ή λογική τής πιθανής άλήθειας τού μεταβλητού καί πεπερασμένου άνθρώπινου κόσμου. Εφόσον όμως ή πρώτη θεωρείται άνέφικτη, δέν μάς άπόμένει γιά τούς πρακτικούς σκοπούς μας παρά μόνο ή δεύτερή; Τούτη ή άντίληψη γιά τις δύο λογικές, άπό τις όποιες ή δεύτερη είναι άποκομμένη άπό τήν μεταφυσική καί (γι’ αυτό) χρηστική, γνωρίζει σημαντική διάδοση στούς άνθρωπιστικούς κύκλους τού 363. Βλ. παραπ. I 4α.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

147

15ου καί 16ου αί.364 καί προφανώς έπηρεάζει άμεσα τον Zabarella, στον οποίο συμβαδίζουν άκρφώς ή άποκοπή τής λογικής άπό τήν μεταφυσική μέ τήν μετατροπή τής πρώτης σ’ ένα πρακτικά απο­ τελεσματικό όργανο ερευνάς του Εντεύθεν καί ταξινόμησης των δεδομένων του άνθρώπινου (πεπερασμένου) επιστητού.365 Ή άμεση 364. Γιά τις σχετικές άπόψεις των Poliziano καί Speroni βλ. Garin, Medioevo e Rinascimento, 128/30, 135/6. Γιά τούς Al. Piccolomini καί Tomitano βλ. Yasoli, Studi, 273 κέ., 292 κέ. 365. Τον έπηρεασμό του Zabarella άπό τύ άνθρωπιστικο κίνημα ή μάλ­ λον άπό τήν σύμμιξη κοινών νομιναλιστικών τόπων καί ζωντανής άντισχολαστικής κριτικής των άνθρωπιστών περιγράφει πολύ καλά ό Corsano, Strumentalismo logico, ίδ. 508/12. Παρόμοιες άπόψεις έκθέτει καί ό Vasoli, Studi, ίδ. 271/2, 320/1, 335/6. Καί οί δύο τους στρέφονται έναντίον τής θέσης του Randall (Development of Scientific Method), δτι δηλ. ό Zaba­ rella είναι ξένος προς τύ άνθρωπιστικο κίνημα καί προετοιμάζει άμεσα τύν μεθοδολογικό δρόμο του Galilei, μέ τό έπιχείρημα, ότι ό Zabarella δέν έπιδίδεται στήν έμπειρική έρευνα ούτε καί έφαρμόζει σ* αύτήν τις μεθοδολογικές του άπόψεις, παρά εκλεπτύνει τά λογικά έργαλεΐα του άριστοτελισμοΰ παραμένοντας, λιγότερο ή περισσότερο, στό πλαίσιό του. Μολονότι ή θέση τού Randall πάνω στις σχέσεις τού Zabarella μέ τον άνθρωπισμό είναι έσφαλμένη (πρβλ. παραπ. σημ. 238), ωστόσο πρέπει άπό τήν άλλη πλευρά νά πα­ ρατηρηθεί, δτι ή άπόσταση τού Zabarella άπό τήν έμπειρική έπιστήμη δέν άποκλείει αυτόματα τήν δυνατότητα ενός έπηρεασμοΰ τού Galilei άπό τις μεθοδολογικές του άντιλήψεις. Ή τέτοια άποψη παίρνει ’ίσως περισσότερο άπ* δσο θάπρεπε στήν ονομαστική της άξια τήν σύνδεση έπιστημονικής πρα­ κτικής καί έπιστημονικής μεθόδου, παραβλέποντας, δτι ή δεύτερη συχνότατα άποτελεΐ τήν υστερογενή έκλογικευμένη αύτοεπιβεβαίωση τής πρώτης. Ή τοι: έπιστημονικά συμπεράσματα, στά όποια καταλήγει ή έπιστημονική πρακτική μέσα στήν αυτοφυή, συχνότατα ένστικτική δυναμική της, παρουσιάζονται ώς προϊόντα έσκεμμένης έφαρμογής μιας μεθόδου, δταν, σέ μιά δεύτερη φάση, τούς δίνεται λογικά συνεκτική κι εύρύτερη συστηματική διατύπωση. Ή έπίκληση τής μεθόδου έχει, βέβαια, σκοπό νά κατοχυρώσει τήν άντικειμενικότητα των α ή β πορισμάτων, δμως αύτό δέν σημαίνει καί δτι πράγματι τήν δημιουργεί. "Αν δούμε αύτή τήν διάσταση άνάμεσα σέ μέθοδο καί έπιστη­ μονική πράξη, θεωρώντας τήν μέθοδο περισσότερο ώς θεωρητικό μέσο υστε­ ρογενούς νομιμοποίησης ορισμένων θέσεων παρά ώς μαϊα τους, πού προϋπάρ­ χει άνεξάρτητα άπό τό έκάστοτε περιεχόμενο τής γνώσης — τότε θά κατα­ νοήσουμε κι δτι ό μεθοδολόγος Zabarella ήταν δυνατό νά έπηρεάσει τον Galilei χωρίς ό ίδιος νά έχει στενές σχέσεις μέ τήν έμπειρική έρευνα. (Πρέπει, φυσικά, νά σημειωθεί έδώ, δτι ό Randall δέν δέχεται τήν δυνατότητα αύτή γιά τούς ίδιους λόγους πού τήν δεχόμαστε έμεϊς). Πρβλ. παρακ. σημ. 504.

148

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

συνάφεια τής τάσης αύτής μέ την άρνηση τής μεταφυσικής ώς έ'λλογης γνώσης καταφαίνεται στο γεγονός, ότι σαφή της ίχνη βρί­ σκουμε ήδη στον Occam.366 "Άν ό Zabarella άποδέχεται την αύτονόμηση τής λογικής κι επιδιώκει τον άντίστοιχο άναπροσανατολισμό της, δμως, σαν αρι­ στοτελικός πού (θέλει να) είναι, δέν δείχνεται πρόθυμος καί νά τήν παραμερίσει γιά χάρη τής διδασκαλίας των τόπων. Ό άριστοτελισμός του εκδηλώνεται δηλ. ώς έμμονή στο ιδεώδες τής άκριβους κι όχι άπλά πιθανολογικής γνώσης, άνεξάρτητα άπό το άντικείμενό της. Γιά τις σημαντικές κοσμοθεωρητικές-συνέπειες τής έμμονής στην άριστοτελική άντίληψη τής έπιστήμης ακριβώς τήν στιγμή πού το παραδοσιακο-μεταφυσικο άντικείμενο τής έπιστή­ μης τούτης παραγκωνίζεται, θά μιλήσουμε παρακάτω. Στο ση­ μείο αύτό,'πάντως, χωρίζουν οι δρόμοι του Zabarella καί τών ανθρωπιστών. Σύμφωνα μέ τις άριστοτελικές προϋποθέσεις του, ό Zabarella δέν θεωρεί τήν ρητορική μεθοδολογικό όργανο τών θεω­ ρητικών έπιστημών ούτε καί τών ήθικών, παρά μόνο τής πολιτι­ κής.367 Παράλληλα διακρίνει τήν λογική άπό τήν διαλεκτική θεω­ ρώντας τήν δεύτερη άπλό τμήμα τής πρώτης άναφερόμενο άποκλειστικά στήν άντιπαράθεση τών εκατέρωθεν έπιχειρημάτων πάνω σ’ έ'να θέμα (disputatio).368 Καί φυσικά χωρίζει αύστηρά τήν λο­ γική άπό τήν διδασκαλία τών τόπων, έφόσον τούτη έδώ ούτε έφαρμόζεται στήν έπιστήμη ούτε είναι κι ή ίδια scientia.369 Σέ άντίθεση μέ τούς έτυμολογικά κατοχυρωμένους συσχετισμούς ενός Valla ή ενός Nizolio άνάμεσα σέ λογική καί όμιλούμενο λόγο, ό Zabarella πιστεύει, δτι ή λογική άναφέρεται στον Λόγο ώς νόηση 366. Σέ αντίθεση μέ τήν μεταφυσική, γράφει ό Occam (In Sent. I, dist. 23, qu. ID), 2ργο της λογικής δέν είναι ν’ άποφανθεΐ, άν σέ κάποιον δρο άντιστοιχεΐ κάτι πραγματικό, παρά μόνο νά προσδιορίσει τήν λειτουργία του. Ά λλου (I Sent., Prol., q. 1 IN) διευκρινίζει, δτι ή λογική δέν είναι θεωρητική, παρά πρακτική, και μάλιστα δχι μέ τήν έννοια της ήθικής, πού δίνει κανονι­ στικά παραγγέλματα (practica dictativa), παρά μέ τήν έννοια τών μηχανι­ κών τεχνών, πού δείχνουν, πώς πρέπει νά γίνει κάτι, αφού πιά ϊγ ε ι άποφασιστεΐ νά γίνει (practica ostensiva). 367. De natura logicae, II, 13-15 = Opera, στ. 78-85. 368. δπ. παρ., I, 9 = Operar, στ. 20. 369. δπ. παρ., I, 6 = Opera, στ. 14.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

149

κι οχι στον λόγο ώς γλώσσα.370 Ή άριστοτελική του αντίληψη γιά τήν έπιστήμη δέν συμβιβάζεται με μια λογική υποκείμενη στήν Ασάφεια καί άστάθεια του όμιλούμενου λόγου. ’Ίσως να μήν ήσαν άγνωστες στον Zabarella άπόψεις άκραίων Αγνωστικιστών, δπως ό Sanchez λ.χ., οί όποιοι έβλεπαν στήν διηνεκή ρευστότητα τής γλώσσας ένα άνυπέρβλητο εμπόδιο γιά τήν διαμόρφωση μιας Αξιό­ πιστης λογικής καί γενικότερα γιά τον πορισμό όποιασδήποτε βέ­ βαιης γνώσης.371 Ή δυνατότητα μιας τέτοιας έρμηνείας του πρω­ ταρχικού Ανθρωπιστικού ένδιαφέροντος γιά τήν γλώσσα θάκανε ασφαλώς τον Zabarella νά αισθάνεται Ασφαλέστερος μέσα στον εύτακτο χώρο τής Αριστοτελικής λογικής. Συνάμα ή ερμηνεία αυτή έδειχνε, δτι ό ιστορικός ρόλος τής Ανθρωπιστικής κριτικής Αντι­ κειμενικά άρχιζε νά έξαντλεΐται. Ό Zabarella κατοχυρώνει τήν Αποκοπή τής λογικής Από τήν μεταφυσική διαμέσου τής διάκρισης Ανάμεσα σε έννοιες πρωτογε­ νείς (primae notiones) καί σέ έννοιες δευτερογενείς (secundae notiones). Οί πρώτες είναι ονόματα Ανριφερόμενα σέ πράγματα, π.χ. «άνθρωπος» ή «ζώο», ενώ οί δεύτερες είναι ονόματα άναφερόμενα σέ ονόματα, δπως π.χ. «γένος», «είδος», «συλλογισμός», «πρόταση», «ρήμα» κτλ.372 Οί έννοιες τής λογικής, λοιπόν, δέν δημιουργοΰνται οδτε καί χρησιμοποιούνται στήν έπομρή τής νόη370. δπ. παρ., II, 16 = στ. 8§ (Logica est a ratione, non ab oratione). 371. Quod nihil scitur = Opera, 5, πρβλ. 22, δπου άντικρούεται ή θέ­ ση των ανθρωπιστών, δτι οί κλασσικές γλώσσες είναι οί μόνες άδιάφθορες καί γνήσια φιλοσοφικές. Πρέπει έδώ νά σημειώσουμε, δτι στήν έποχή δπου άνδρώνεται πνευματικά ό Zabarella διαμορφώνεται, άκριβώς σάν άντίδραση ένάντια στις σκεπτικιστικές συνέπειες της άνθρωπιστικής σύμμιξης ρητορικής καί διαλεκτικής-λογικής, ένας Ανανεωμένος Αριστοτελισμός, ό όποιος προ­ βάλλει τό ιδεώδες τής αύστηρής μεθόδου στηριγμένο στήν Απόδειξη καί στήν Ανάλυση* παράλληλα, δμως, ή επίδραση τών Ανθρωπιστών δείχνεται στό δτι καί οί νεοαριστοτελικοί παίρνουν πολύ σοβαρότερα τήν προβληματική τής inventio. Γιά τούς κυριότερους έκπροσώπους τής τάσης αύτής, Από τήν ο­ ποία προέρχεται κι ό Zabarella, δηλ. γιά τούς Viotti, Scheckius καί Anconcio, βλ. τις Αναλύσεις τών Gilbert, Renaissance Concepts, 152 κέ., 180 κέ., καί Vasoli, Dialettica, 521 κέ. 372. De natura logicae, I, 3 = Opera, στ. 6. Ό Occam έπέμενε στήν ΐδια διάκριση χρησιμοποιώντας τούς δρους primae καί secundae intentiones (I Sent., dist. 23, qu. 1 D).

150

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

σης μέ τά πράγματα, παρά στήν προσπάθειά τής νόησης νά κατα­ τάξει καί ν’ άξιοποιήσει για τούς σκοπούς της δσα ονόματα γεν­ νήθηκαν άπό την άμεση σχέση μέ τά πράγματα* μ* αύτό τό νόη­ μα, οί λογικές έννοιες κινούνται σ’ ένα πλασματικό επίπεδο κι ό Zabarella τις ονομάζει κατασκευασμένα διανοήματα (cogitationes fabricatae).373 ’Αφού δεν έχει νά κάμει μέ τά ΐδια τά πράγματα, ή λογική δεν μπορεί νάναι scientia καί μάλλον πρέπει νά συγκατα­ λέγει στις artes* ωστόσο ό άληθινός της ορισμός είναι «όργανο τής φιλοσοφίας» (instrumentum philosophiae).374 *Αν δμως ή λογική είναι δργανο τής γνώσης, αύτό δεν σημαίνει, δτι κάθε γνω ­ στικό δργανο είναι καί λογική.375 Ή γραμματική π.χ. έχει έξίσου δσο καί ή λογική χαρακτήρα εργαλείου, δμως αυτή άσχολεϊται μέ τήν γλώσσα κι δχι μέ τις έννοιες κι έτσι —δπως υπογραμμίζει ό Zabarella ένάντια στους άνθρωπιστές— παραλλάζει κατά έθνη κι έποχές.376 Ή σταθερότητα τού περιεχομένου τής λογικής τήν κά­ νει, έτσι, τό κατεξοχήν δργανο τής επιστήμης καί τής φιλοσοφίας. Ωστόσο παραμένει δργανο καί τίποτε παραπάνω. Ε νάντια σ’ δσους θέλουν νά δώσουν στήν λογική ιδιαίτερο, δικό της πραγματικό αντικείμενο (δπως π.χ. ό Άκυινάτης. τό ens rationis) ό Zabarella γράφει, δτι τέτοιο άντικείμενο έχουν μονάχα οί θεωρητικές έπιστήμες, ενώ ό σκοπός τής λογικής δέν είναι ή γνώση, παρά ή κατασκευή εργαλείων γιά τήν άπόκτηση τής γνώσης.377 Στήν ίδια περικοπή άπορρίπτεται έμφατικά ή άποψη, δτι ό ’Αριστοτέλης έδω­ σε τό ίδιο άντικείμενο στήν λογική δπως καί στήν θεωρητική επι­ στήμη. Πάγια τακτική τού Zabarella είναι νά παρουσιάζει τον 373. 6π. παρ., στ. 8. 374. δπ. παρ., I, 6 = Opera, στ. 15, πρβλ. 1 , 10 = Opera, στ. 21 (disciplina instrumentalis ή habitus instrumentalis). Γιά τό μέ ποιάν έννοια ή λογική είναι ars βλ. δπ. παρ., I, 8 = Opera, στ. 17. 375. δπ. παρ., II, 16 = Opera, στ. 85. 376. δπ. παρ., 1 , 10 = Opera, στ. 22/3. 377. δπ. παρ., 1 , 17 = Opera, στ. 41/2. Πρβλ. 1 , 14 = Opera, στ. 33/4. Ό Zabarella διευκρινίζει, δτι ή λογική, μολονότι δέν είναι ή ΐδια θεωρητική έπιστήμη, παρά πρακτικό έργαλεΐο, ωστόσο έφαρμόζεται άποκλειστικά στις θεωρητικές επιστήμες κι δχι στις ήθικοπρακτικές, στόχος της δηλ. είναι ή εύρεση του άληθινου, κι δχι τού καλού (δπ. παρ., I, 13 = Opera, στ. 33). Πρβλ. τις άπόψεις τού Occam στήν σημ. 366.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

151

χωρισμό λογικής καί μεταφυσικής, δηλ. τον καθαρά έργαλειακό χαρακτήρα τής πρώτης, ώς γνήσια άριστοτελική άποψη κι έτσι να καλύπτει την δική του άναθεώρηση του άριστοτελισμοΰ πίσω άπό τήν αυθεντία τού ’Αριστοτέλη. Γι’ αύτό καί δεν δέχεται, οτι τό άριστοτελικό βιβλίο περί κατηγοριών έχει όποιαδήποτε σχέση μέ μεταφυσικά προβλήματα.378 ’Εξίσου έντονα άρνεΐται τις μεταφυ­ σικές συνέπειες τής Αριστοτελικής διδασκαλίας γιά τον ορισμό (τής ουσίας), ή οποία τού φαίνεται νά έχει καθαρά μεθοδολογικό χαρα­ κτήρα , νά συναρτάται δηλ. Αποκλειστικά μέ τήν Αποδεικτική μέ­ θοδο,379 μολονότι καί Από τήν άποψη τής μεθόδου ή Αξία τ,ης είναι μηδαμινή, εφόσον δέν μάς Ανοίγει τον δρόμο γιά τήν εύρεση νέων στοιχείων.380 Οι μεταφυσικοί σφάλλουν, δταν ισχυρίζονται, οτι ό ορισμός ενός πράγματος συλλαμβάνει πραγματικά τήν υφή του (quidditas). Ό ορισμός είναι λόγος, ομιλία, πού ύποδηλώνει έμ­ μεσα τήν ύφή τού πράγματος, δπως αυτή περνά μέσα άπό τις έν­ νοιες τής νόησής μας*381 Ανάμεσα στον ορισμό καί στήν έσώτερη ύφη ενός πράγματος υπάρχει ή ίδια σχέση δπως Ανάμεσα στο πράγμα καί στό όνομά του.382 ’Αποκομμένη άπό τήν μεταφυσική καί ώς όργανο τής έπιστήμης, ή λογική έχει σκοπό της νά δείξει τήν οδό, τήν μέθ-οδο, πού πρέπει ν’ Ακολουθήσουμε γιά νά ποριστούμε τήν γνώση Αγνώ­ στων πραγμάτων μέ τήν βοήθεια τής γνώσης όσων ήδη γνωρί­ ζουμε.383 Έ δώ προβάλλεται, καθώς βλέπουμε, ή δυναμική άντίληψη μιάς γνώσης Ανοιχτής κι εξελισσόμενης, γνώσης πού γίνεται αισθητή περισσότερο σάν διαδικασία καί πορεία παρά σάν τελειω­ τικό πόρισμα. Μιά τέτοια Αντίληψη γιά τήν γνώση μπορούσε, ωστόσο, νά διατυπωθεί μονάχα μετά τήν αυτονόμηση τής λογικής Απέναντι στήν μεταφυσική: γιατί στήν μεταφυσική Αποτίμηση τής γνώσης βάραιναν πρώτα-πρώτα τά έδραΐα κι Αμετακίνητα μεγέθη, τών οποίων ή εύρεση σήμαινε καί τό τέρμα τής Αναζήτησης. Ή 378. 379. 380. 381. 382. 383.

δπ. παρ., II, 3 καί 5 = Opera, στ. 58 καί 63. De Methodis, IV, 13 = Opera, στ. 303. δπ. παρ., III, 11 = Opera, στ. 246. δπ. παρ., IV, 12 = Opera, στ. 300/1. δπ. παρ., III, 13 = Opera, στ. 249. De natura logicae, 1 , 10 = Opera, στ. 23.

152

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

πάγια όντολογική τάξη έπρεπε έδώ ν’ άντικατοπτριστεί σ’ ένα εξί­ σου πάγιο σύστημα γνώσης, ιεραρχημένο καί ουσιαστικά κλειστό, παρά την δυνατότητα βελτιώσεων στά έπιμέρους. "Ομως ό Zabarella δέν πιστεύει, δτι τό γνωστικό του ιδεώδες ικανοποιείται μ’ ένα ολόπλευρο, άρμονικά διατεταγμένο καί γ ι’αύτό κλειστό σύστημα. Αυτό είναι σε έσχατη άνάλυση τό —άντιμεταφυσικό— νόημα τής περίφημης διάκρισής του άνάμεσα σέ τάξη (ordo) καί σέ μέθοδο τής γνώσης. Καί οι δύο τους, βέβαια, άποτελουν έξίσου, δπως γρά­ φει ό Zabarella, λογικά έργαλεΐα, τά όποια μάς έπιτρέπουν νά γνωρίσουμε τό άγνωστο με την βοήθεια τού ήδη γνωστού’ δμως αύτό τό κάνουν μέ τρόπο όλότελα διαφορετικό ή καθεμία, γ ι’ αυτό καί τό όνομα τής μεθόδου πρέπει, γιά χάρη τής άκριβολογίας, ν* άποδοθει μοναχά στην δεύτερη. Πιο συγκεκριμένα: ή ordo ύπηρετεΐ καθαρά διδακτικούς σκοπούς, δηλ. δέν άνακαλύπτει δ,τι είναι γ ιά τήν επ ιστή μ η άγνωστο μέ βάση τά γνωστά δεδομένα, παρά ταξι­ νομεί τό σύνολο των επιστημονικών γνώσεων έτσι ώστε νά διευκο­ λύνεται ή διδακτική μετάβαση άπό δσα μέχρι στιγμής είναι γνω ­ στά γ ιά τον μ αθ ητή σέ δσα τού είναι άκόμη άγνωστα, αλλά σί­ γουρα θά τά μάθει μέ τήν σειρά τους, εφόσον στήν έπιστήμη είναι ήδη γνωστά. Γιά τήν μέθοδο μέ τήν κυριολεξία τού δρου, δμως, ή μετάβαση άπό τά γνωστά $τά άγνωστα σημαίνει κάτι όλότελα διαφορετικό. Έ δώ ή έννοια τού «άγνωστου» δέν είναι σχετική καί υποκειμενική (δηλ. δέν άναφέρεται στο προσωρινό επίπεδο γνώ ­ σεων τού μαθητή), παρά είναι άντικειμενική, περικλείοντας δσα ποτέ κανείς άνθρωπος δέν γνώρισε, δηλ. δσα είναι έργο τής επι­ στήμης ν’ άνακαλύψει. 'Η μέθοδος τό κάνει αύτό μέ τήν βοήθεια άναγκαίων συμπερασμών (illatio), πού προκύπτουν κατά τήν έπεξεργασία τών ήδη γνωστών μας δεδομένων. ’Ακριβώς ή χρήση τής illatio ξεχωρίζει τήν μέθοδο άπό τήν ordo* ή μέθοδος δέν έχει νά κάμει μέ τήν διάταξη τών μερών τής έπιστήμης, γιά τον άπλούστατο λόγο, δτι δέν έχει μπροστά στά μάτια της καμμιάν έτοιμη καί συμπληρωμένη έπιστήμη, παρά έπιμέρους άνοιχτά προβλή­ ματα, τών οποίων καί μόνο ή διερεύνηση οδηγεί στον έμπλουτισμό καί στήν πρόοδο τής γνώσης.384 Σέ άντίθεση μέ τήν στενή διδα384. De Methodis, I, 3 καί III, 2 = Opera, στ. 139, 225.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

153

κτική σκοπιμότητα τής ordo, στόχος τής μεθόδου είναι να φανε­ ρώσει ό,τι ήταν ίσαμε τότε για όλους κρυμμένο.385 Ή άντιμεταφυσική αιχμή τής διάκρισης άνάμεσα σε ordo καί methodus φαίνεται ακόμη καλύτερα με κριτήριο τον χωρισμό των πεδίων έφαρμογής τής άνάλυσης (resolutio) καί τής σύνθεσης (compositio). Καταρχή, τόσο ή ordo όσο καί η μέθοδος μπορούν να χρησιμοποιήσουν την άνάλυση ή την σύνθεση, στήν πράξη, όμως, 6 Zabarella τείνει νά ταυτίσει την ordo με την σύνθεση καί τήν μέθοδο μέ τήν άνάλυση, έτσι ώστε τό ιδεώδες μιας συνεκτικής ολόπλευρης γνώσης παραγόμενης άπό πρώτες αρχές, δηλ. τό μετα­ φυσικό γνωστικό ιδεώδες, παρουσιάζεται ως άπλή διδακτική ύπόθεση κι όχι ώς διαδικασία για τήν πραγματική διεύρυνση τού γνω ­ στικού μας ορίζοντα. Σαν αριστοτελικός, ό Zabarella άναγνωρίζει, ότι ή συνθετική-άποδεικτική μέθοδος, ώς γνώση τού πράγ­ ματος διαμέσου τής γνώσης τών αιτίων του, προσιδιάζει στήν τέ­ λεια έπιστήμη, τήν όποια όμως θεωρεί άνέφικτη έξαιτίας τών έγγενών ορίων τής άνθρώπινης νόησης* προσιτή σε μάς είναι όχι ή perfecta scientia, παρά ή inventio μέ τήν βοήθεια τής άναλυτικής μεθόδου, ή οποία μάς οδηγεί άπό τ’ άποτελέσματα στις (γνώσιμες για μάς) αιτίες, όχι, βέβαια, για νά εφησυχάσουμε σ αύτές, παρά γιά νά ξαναφωτίσουμε, αυτή τήν φορά μέ τήν βοήθειά τους, τ άποτελέσματα.38β Τώρα, ενώ ή μέθοδος, αν θέλει νάναι γόνιμη, πρέπει νάναι κυρίως άναλυτική, ή ordo, μέ τήν οποία διατάσσονται οι θεωρητικές επιστήμες γιά διδακτικούς σκοπούς, είναι συνθετι­ κή.387 Έ τσ ι, τονίζοντας τήν άποκλειστική συνύφανση τής σύνθεσης μέ τήν διδαχή τών επιστημών, ό Zabarella χαλαρώνει αισθητά τήν σχέση της μέ τήν επιστημονική inventio. Αυτό φαίνεται, όταν θέ­ λοντας καί μή ύποχρεώνεται ν* άποδεχτεί, ότι ή άναλυτική ordo, σέ άντίθεση μέ τήν συνθετική, εμπεριέχει συμπερασμούς καί συλ­ λογισμούς, δηλ. έχει κοινά σημεία μέ τήν μέθοδο* ωστόσο, γράφει ό Zabarella σπεύδοντας νά σχετικοποιήσει τήν σημασία τής δια385. δπ. παρ., I, 9 = Opera, στ. 150/1. Γιά τήν διαστολή ordo καί methodus μέ κριτήριο τήν τριπλή έννοια τού notior βλ. όπ. παρ., I, 8 = Opera, στ. 148/9. 386. δπ. παρ., III, 18 = Opera, στ. 267. 387. δπ. παρ., II, 7 = Opera, στ. 182.

154

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

πίστωσης τούτης, ή αναλυτική ordo παρουσιάζει κοινά σημεία μέ την μέθοδο όχι ώς ordo παρά ώς άναλυτική.388 Θέλοντας, κατά την συνήθειά του, ν’ άναζητήσει στηρίγματα των άπόψεών του στην αυθεντία του Αριστοτέλη, ό Zabarella ισχυρίζεται, δτι τά άριστοτελικά συγγράμματα είναι δομημένα μέ συνθετικό ή άναλυτικό τρόπο άποκλειστικά γιά διδακτικούς λόγους κι δχι γιατί αύτό είχε άναγκαστική σχέση μέ τήν φύση των εξεταζόμενων ζητημάτων, δπως νομίζουν μερικοί.389 ""Αν ό ’Αριστοτέλης δέν τό είπε ρητά αύτό καί δέν άνέπτυξε κάποια διδασκαλία σχετικά μέ τήν ordo, αύτό οφεί­ λεται στο δτι άπευθυνόταν σέ μαθητές του κι δχι σέ δασκάλους, κι έπομένως δέν έ'δινε συμβουλές γιά τό πώς πρέπει νά διατάσσεται ή έπιστήμη, παρά τήν παρείχε ό ίδιος σέ διατεταγμένη μορφή.390 ’Ακριβώς έπειδή είναι βεβιασμένη, ή αιτιολογία αύτή δείχνει πόση σημασία άπέδιδε ό Zabarella στις άντιμεταφυσικές θέσεις, πού έπισημάναμε στά προηγούμενα. Είπαμε, δτι ή μέθοδος γίνεται άναγκαστικά σέ πρώτη γραμ­ μή άναλυτική έξαιτίας τού πεπερασμένου χαρακτήρα τής άνθρώπινης νόησης καί τής συνεπούμενης παραίτησης άπό τήν γνώση τών ΰψιστων όντολογικών άρχών. 'Όμως καί ή συνθετική ordo, μολονότι ενσαρκώνει τό άριστοτελικό γνωστικό ιδεώδες, παραμένει γνώση διατεταγμένη μέ ορισμένο τρόπο γιά άνθρώπινους, διδα­ κτικούς σκοπούς. Ά ν ό Zabarella έμμένει'στήν άριστοτελική π ί­ στη, δτι ή καλύτερη γνώση είναι ή έκ τών αιτίων, ωστόσο, περιο­ ρίζοντας τον χώρο τής ισχύος της στούς διδακτικούς στόχους τής· ordo, τής άφαιρεΐ τις .όντολογικές προεκτάσεις. ’Από τήν στιγμή δηλ. πού —σέ σιωπηρή συμφωνία μέ τούς άνθρωπιστές κριτικούς του σχολαστικοαριστοτελισμού— υιοθετείται ό άγνωστικισμός, τό πρωτείο τής οντολογίας περνά στο περιθώριο, ένώ έμπεδώνεται ή αντίληψη, δτι ή γνώση είναι μιά υπόθεση, πού διαδραματίζέται θέλοντας καί μή μέσα στήν άνθρώπινη προοπτική, αδυνατώντας νά τήν ξεπεράσει. Τά πράγματα δέν μπορούν νά ιδωθούν άλλιώς παρά μέσα άπό άνθρώπινα μάτια κι έπομένως ή τάξη τής γνώσης δέν είναι ποτέ δυνατό νά έγκαταλειφθεί γιά χάρη τής άτόφυας τάξης 388. δπ. παρ., II, 18 = Opera, στ. 217/8. 389. δπ. παρ., I, 6 = Opera, στ. 142/3. 390. δπ. παρ., IV, 22 = Opera, στ. 331.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

155

των πραγμάτων. Ή γενική τούτη τοποθέτηση έμπνέει τον Zaba­ rella, δταν θέτει de facto σε αμφισβήτηση την γνωστή άριστοτελική διάκριση άνάμεσα σε «πρότερον φύσει» καί «πρότερον προς ήμάς», καταλήγοντας ουσιαστικά στο συμπέρασμα, δτι το μόνο πρότερον, .πού έχει πρακτική σημασία, είναι τό προς ήμάς. Γιά τον Zabarella ή θέση, δτι ή αίτια είναι φύσει γνωστότερη άπό τό άποτέλεσμα, ενώ τό άποτέλεσμα είναι γνωστότερο άπό τήν αιτία ως προς ήμάς, δέν λύνει κανένα πρόβλημα: γιατί, γράφει, δποιον άποδεικτικό δρόμο κι αν πάρουμε, είτε πάμε άπό τήν αιτία στο άποτέλεσμα είτε άπό τό άποτέλεσμα στήν αιτία, ή άπόδειξη γίνε­ ται άπό μάς καί γιά μάς, οχι γιά τήν φύση. ’Αρχικά μ ά ς είναι γνωστότερο τό'άποτέλεσμα, δταν δμως φτάσουμε άναλυτικά στήν αιτία, τότε αύτή μάς είναι γνωστότερη άπό τό άποτέλεσμα κι επι­ στρέφουμε σ’ αυτό μέ τήν βοήθειά της γιά νά τό κατανοήσουμε καλύτερα.391 Ό ’Αριστοτέλης, πιστεύει δ Zabarella, δρισε τις αίτιες ή άρχές ως άφετηρία τής άποδεικτικής διαδικασίας δχι επειδή αυτές προηγούνται φύσει, παρά έπειδή αύτή είναι ή προσφο­ ρότερη διάταξη τής γνώσης μας* κριτήριο δηλ. τού ’Αριστοτέλη ήταν ή ιδιοσυστασία τής άνθρώπινης γνώσης κι δχι ή φύση των πραγμάτων.392 Άπορρίπτοντας στήν συνέχεια τήν άποψη, δτι οι άρχές ή αιτίες των πραγμάτων δέν μ ά ς είναι γνωστότερες, δ Zabarella άλλάζει τήν καθιερωμένη όντολογική ιεραρχία* άφήνει δηλ. στήν άκρη τό επίπεδο τού οντος, δπου τά πρώτα προς ήμάς γνωστά πράγματα είναι τά αισθητά, καί συγκεντρώνεται στο γνωστικό-λογικό επίπεδο, δπου τά πρώτα προς ήμάς είναι οι άρχές καί αιτίες. ’Έ τσι, καί ή λογική δέν άποτελεί παρά μια μελέτη τής άνθρώπινης γνωστικής προοπτικής, εφόσον άντικείμενό της είναι οί secundae notiones, οι όποιες δέν υποδηλώνουν τά πράγματα δπως αυτά είναι, παρά δπως τά συλλαμβάνει ή νόησή μας.393 Ό Z abarella υποσκάπτει τήν παραδοσιακή μεταφυσική δχι μόνο παραμερίζοντας έ'μπρακτα τό πρωτείο τής οντολογίας γιά χάρη μιάς θεώρησης τών πραγμάτων μέσ’ άπό τήν άνθρώπινη γνω391. De Regressu, II = Opera, στ. 481/2. Ή διπλή αύτή αποδεικτι­ κή διαδικασία περιγράφεται στο κεφ. V, στ. 488/9. 392. De Methodis, I, 8 = Opera, στ. 147.

393. De natura logicae, I, 3 = Opera, στ. 7.

156

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

στική προοπτική, άλλα καί άνατιμώντας όντολογικά τον αισθητό κόσμο διαμέσου τής έφαρμογής αύστηρά λογικών μεθόδων στην μελέτη του. "Αν ή παραδοσιακή μεταφυσική θεωρούσε μονάχα τον υπεραισθητό κόσμο έπιδεκτικό καθαρά νοητικής-λογικής σύλληψης, είναι πρόδηλο, ότι ή απόδοση τής ίδιας έπιδεκτικότητας στον αισθητό κόσμο τον άνατιμουσε αύτόματα άπό όντολογική άποψη. Καί στο σημείο αυτό 6 Zabarella ξεκινά άπό ορθόδοξες άριστοτελικές θέσεις καί μεθερμηνεύοντάς τες άνατρέπει έμπρακτα τις παραδοσιακές ιεραρχίες, μολονότι αύτές ονομαστικά παραμένουν άλώβητες. Τά πράγματα γενικά, γράφει ό Zabarella παραπέμποντας στον ’Αριστοτέλη, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στά άναγκαΐα (necessaria), οσα δηλ. δεν έξαρτιοΰνται άπό τήν άνθρώπινη βούληση, καί στά συντυχιακά (contingentia), όσα δηλ. μπορούν νά γίνουν ή νά μή γίνουν, άφού ή τέλεσή τους έναπόκειται στήν άνθρώπινη βούληση. Α ντίστοιχα διαιρούνται οι κλάδοι του -έπιστητοΰ: άλλοι άναφέρονται στήν πρώτη κατηγορία πραγμάτων κι είναι θεωρητικοί, κι άλλοι στήν δεύτερη, οπότε είναι, πρακτικοί. Ιδιαίτερη σημασία έχει, τόσο γιά τον ’Αριστοτέλη όσο καί γιά τον Zabarella, ότι ή έπιστήμη (scientia) μονάχα θεωρητική μπο­ ρεί νάναι, γιατί τό άντικείμενό της οφείλει νάναι άναγκαΐο καί σταθερό* οι έπιστήμες, λοιπόν, με τήν κυριολεξία του όρου, είναι τρεις μονάχα: ή μεταφυσική, ή μαθηματική καί ή φυσική.394 Τό ενδιαφέρον είναι, τώρα, ότι ό Zabarella, όταν κάνει λόγο γιά τήν έφαρμογή τής λογικής στις θεωρητικές έπιστήμες, άποφεύγέι συ­ στηματικά νά κατονομάσει τήν μεταφυσική, καί άναφέρεται μονά­ χα στήν φυσική (προπαντός) καί στήν μαθηματική. Ή φυσική φι­ λοσοφία, γράφει, δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή λογική εφαρμοσμένη στά φυσικά άντικείμενα, τό σύνολο δηλ. των προτάσεων, συλλο­ γισμών κι έπαγωγών, τό οποίο προκύπτει άπό, τήν παραπάνω έφαρμογή* τό ίδιο συμβαίνει στήν άριθμητική καί στήν γεωμετρία καθώς καί στις «άλλες έπιστήμες».395 Ή μεταφυσική ύποβιβάζε394. δπ. παρ., I, 2 = Opera, στ. 2/3. 395. δπ. παρ., I, 5 = Opera, στ. 10/1. ‘ Ο Zabarella γράφει άόριστα «άλλες επιστήμες», μολονότι ξέρει, δτι υπολείπεται μία μονάχα, δηλ. ή μετα­ φυσική. Λίγο παρακάτω, πάλι, γράφει: ή εφαρμοσμένη λογική δέν άποκαλεΐ-

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

157

ται εδώ έμμεσα, άλλα ξεκάθαρα, γιατί ό Zabarella, μολονότι έμμένει στην άριστοτελική διάκριση άνάμεσα σε θεωρητικές καί πρα­ κτικές επιστήμες, δέν δείχνει να ένδιαφέρεται γιά τήν εσωτερική ιεραρχία στην ομάδα των τριών πρώτων, δέν λέει δηλ., ότι τό άντικείμενο τής φυσικής είναι λιγότερο σταθερό καί άναγκαίο άπό εκείνο τής μεταφυσικής, παρά χρησιμοποιεί τό κριτήριο necessitas-cfcntingentia μονάχα για να ξεχωρίσει τις θεωρητικές άπό τις πρακτικές επιστήμες. ’Έ τσι, τό άντικείμενο τής φυσικής, ή φύση, φαίνεται δομημένο μέ αύστηρή άναγκαιότητα, πού έπιτρέπει τήν άνεπιφύλακτη εφαρμογή τής λογικής επάνω του καί μάλιστα τήν διατύπωση εικασιών για τις άγνωστες πλευρές του μέ βάση τά όσα ξέρουμε γιά τις γνωστές. Αυτή τήν βασική θέση ό Zabarella τήν διατυπώνει ρητά. 'Η άποδεικτική επαγωγή (inductio demonstrativa) εφαρμόζεται, ό­ πως γράφει, σέ πράγματα άναγκαία, πού έχουν μεταξύ τους κά­ ποιον δεσμό όφειλόμενο στήν ιδιοσυστασία τους* γ ι’ αύτό καί δέν χρειάζεται να τά γνωρίσουμε όλα σάν άτομα γιά νά σχηματίσουμε ορθή αντίληψη γιά τό σύνολο* άρκεί ή γνώση μερικών καί, παράλ­ ληλα, ή γνώση του εσώτερου άναγκαίου δεσμού τους.396 Ή άντίληψη αύτή, πού θυμίζει άμνέσα τον Galilei, φανερώνει τήν σπουδαιότητα τών μεθοδολογικών άναζητήσεων του Zabarella στήν λανθάνουσα σύνδεσή τους μέ τήν άνατροπή τής θεμελιώδους ιεραρ­ χίας τής παραδοσιακής μεταφυσικής. Τό παράδοξο στήν περίπτω­ ση, τού Zabarella είναι ότι φτάνει στήν γενική τούτη' τοποθέτηση χωρίς νάναι ό ίδιος εκπρόσωπος τής μαθηματικής φυσικής κι άπό ένα δρόμο πλάγιο. Υιοθετεί δηλ. τήν άριστοτελική άντίληψη τής λογικά αύστηρής άποδεικτικής επιστήμης, άπορρίπτοντας τις σχε­ τικές επιφυλάξεις τών άνθρωπιστών, συνάμα όμως άποσυνδέει τήν άντίληψη αύτή άπό τήν άρχική της μεταφυσική άναφορά κι έτσι, μεταφέροντας τό μεταφυσικό γνωστικό ιδεώδες σέ χώρους μή με­ ταφυσικούς, άνατιμά αύτόματα τούς τελευταίους. Μέ άλλα λόγια: έμμένοντας στήν άριστοτελική λογική καί συνάμα χωρίζοντας τήν λογική άπό τήν μεταφυσική, ό Zabarella άφηνε τον δρόμο άνοιχτό ται πιά λογική παρά φυσική φιλοσοφία ή μαθηματική* ή μεταφυσική παραλείπεται κι έδώ. 396. De Regressu, IV = Opera, στ. 485.

158

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

γιά τήν άντίληψη, ότι ή αύστηρή λογική μπορεί νά έφαρμοστεί καί στην φύση, οτι ή φύση είναι δομημένη λογικά. Ή άντίληψη τούτη στάθηκε κεφαλαιώδης για τη νεότερη μαθηματική φυσική, κι ό Z abarella προλείανε, καί άπό τήν άποψη αύτή, τον δρόμο τής τελευταίας.

σ τ. Cardano και Fracastoro: τό νέο πρωτείο τής γνω-

σιοθεωρίας καί ή γνωσιοθεωρητική ανάλυση των με­ ταφυσικών εννοιών Τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρί'ας άπέναντι στήν μεταφυσική καί στήν οντολογία δεν άποτελεί κάποιαν άνακάλυψη τού Descartes ή τού Kant, όπως διαβάζουμε συχνότατα στα έγχειρίδια τής ιστορίας τής φιλοσοφίας, παρά διατυπώνεται, με τρόπο λιγότερο ή περισ­ σότερο συνεπή, ήδη στήν πρώτη φάση τής νεότερης πάλης ενάντια στήν μεταφυσική — φάση πού χαρακτηρίζεται άπό. τήν έντονη παρουσία τού φιντεϊστικού καί θύραθεν άγνωστικισμοΰ. ’Αναλύον­ τας στις προηγούμενες παραγράφους τις θέσεις τού Zabarella άναφέραμε, πού έγκειται ή έσώτερη λογική συνάφεια (μεταφυσικού) αγνωστικισμού καί πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας: εφόσον τά «πρότερα φύσει», οι ΰψιστες όντολογικές αρχές καί αιτίες, είναι καί θά παραμείνουν έξω άπό τον άνθρώπινο γνωστικό ορίζοντα, ή γνώση θέλοντας καί μή οφείλει νά προσανατολιστεί στήν προοπτική τού «πρότερον προς ήμάς». ’Ή τοι: τά πράγματα δέν μπορούν νά ιδω­ θούν άλλιώς παρά μέσα άπό τήν οπτική γωνία των γνωστικών δυνάμεων τού άνθρώπου κι έπομένως ή υφή των τελευταίων άπο­ τελεί διαπλαστικό παράγοντα τής εικόνας μας γιά τόν^κόσμο. Βέβαια, στον 16ο αί. ή γνωσιοθεωρία ως αυτοτελής φιλοσοφικός κλάδος δέν κάνει ούσιαστικές προόδους, δηλ. οί μηχανισμοί τής άνθρώπινης γνώσης δέν εξετάζονται άκόμα μέ τήν ίδια έπιμ'ονή κι έμβρίθεια, μέ τήν οποία μελετιούνται στον 17ο. καί προπαντός στον 18ο* όμως, όπως θά μάς δείξει τό παράδειγμα τού Fracastoro, ή άνάγκη αύτή γίνεται όλο καί περισσότερο αισθητή, κι ύστερα ή τέτοια έλλειψη δέν αλλάζει τίποτε στό γεγονός, ότι, προτού άκόμα

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

159

έρευνηθεί σε βάθος ή υφή κι ή διαμόρφωση τής άνθρώπινης γνώ ­ σης, είχε διατυπωθεί ή θέση, ότι ή γνώση αυτή οριοθετεί καί τήν πραγματικότητά μας* μάλιστα πρέπει νά πούμε, ότι άκριβώς ή προΰπαρξη καί προκαταβολική κοσμοθεωρητική άποσαφήνιση τής θέσης τούτης έδωσε στήν γνωσιοθεωρία (με τήν τεχνική έννοια) τήν ώθηση πού γνώρισε στους κατοπινούς αιώνες. 'Η έμπρακτη υιοθέτηση του πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας άπο τον Zabarella στήν συνάφειά του με τον (μεταφυσικό) άγνωστικισμο δεν άποτελεί κάποιαν άμελητέα εξαίρεση στον 16ο αί. Ταυ­ τόσημες άντιλήψεις είχαν έκφραστεί καί προγενέστερα, καί μάλι­ στα άπό έκπροσώπους τόσο του φιντεϊστικού οσο καί του θύραθεν άγνωστικισμοΰ. Έ τσ ι, ό Vives τόνιζε, ότι δέν μπορούμε νά βγού­ με άπο τα όρια των γνωστικών μας δυνάμεων άκόμα κι όταν δια­ τυπώνουμε αποφάνσεις Όντολογικές, κρίνουμε μέ βάση τά δεδο­ μένα του πνεύματός μας κι όχι τά ίδια τά πράγματα, άφού ό νους μας είναι μέτρο τών πραγμάτων κι όχι άντίστροφα.397 Μέ παρόμοια έπιχειρήματα βρίσκει ό Vives άνεπαρκή καί τήν αριστοτελική άπόδειξη, ή οποία, όπως λέγεται, οφείλει νά άφορμάται άπο τις πρώ­ τες καί άναγκαίες αίτιες. Όμο^ς, ρωτά ό Vives, μέ ποιά κριτήρια θά ορίσουμε τί είναι πρώτο καί τί άναγκαίο; Θά χρησιμοποιήσουμε ώς σημείο άναφοράς το περιεχόμενο τού πνεύματός μας ή τήν φύση τών πραγμάτων; Καί πώς μπορούμε νά ταυτιστούμε έμείς μέ τήν φύση σέ τέτοιο σημείο, ώστε νά ξέρουμε άσφαλτα, τί είναι ώς προς αύτή πρώτο καί άναγκαίο;398 Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ίδιο άκριβώς έπιχείρημα επιστρατεύει ένάντια στήν άριστοτελική demonstratio κι ένας γνήσια θύραθεν στοχαστής όπως ό Nizolio, δίνοντάς του μάλιστα μιάν ειρωνική άπόχρωση. Σάν άνθρωποι πού είμαστε, γράφει, μόνο μέ τούς άνθρώπους μπορούμε νά μιλήσουμε κι όχι μέ τήν φύση, γιά νά μάθουμε τί είναι πρότερο ώς προς αυτή.399 397. De prima philosophia, I = Opera, III, 193/4. Στήν ίδια περικο­ πή, ωστόσο, ό Vives άρνείται νά θεωρήσει τόν εαυτό του οπαδό του σοφιστή Πρωταγόρα, κι αύτό δείχνει, τ ί έμπόδιζε τήν εξαρχής άνοιχτή καί συνεπή άποδοχή του πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας: ό φόβος μπροστά στον υποκειμε­ νισμό καί στον σχετικισμό. 398. De causis corruptarum artiura, III, 3 = Opera, VI, 118/9. 399. De veris principiis, IV, 4 = 11,153.

160

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

Ή τυχόν άντικειμενικότητα του όντολογικοΰ πλαισίου άναφοράς γίνεται, έτσι, άδιάφορη, άφου δεν υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί. Ή γνώση είναι ύπόθεση καθαρά άνθρώπινη όχι μόνο με την (αύτονόητη) έννοια, ότι όσοι γνωρίζουν είναι άνθρωποι, παρά καί μέ τήν έννοια, ότι τά όριά της συμπίπτουν μέ τά όρια των ανθρώπι­ νων γνωστικών υποκειμένων. Τό νέο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας εκφράζεται προγραμματικότερα καί διεξοδικότερα άπό τον Cardano, στον όποιο μάλιστα φαίνεται άνάγλυφη ή σχέση του τόσο μέ τον (μεταφυσικό) άγνωστικισμό όσο καί μέ τήν άρχή verum factum conyertuntur. Ό Cardano άποδίδει σέ κενή φιλοδοξία τήν επιθυμία του ’Αρι­ στοτέλη νά φτάσει στήν πλήρη γνώση των πρώτων αιτίων εξο­ μοιώνοντας τον άνθρωπο καί τον Θεό.400 Τά επιχειρήματα, πού άντιτάσσει στο άριστοτελικό ιδεώδες τής παντογνωσίας, δείχνουν ολόκληρη τήν έκταση τής αλλαγής, ή όποια συντελείται μέ τον παραμερισμό τής παραδοσιακής μεταφυσικής προβληματικής: τό πρωτείο του Θεού καί τής θεολογίας ή του "Οντος καί τής οντο­ λογίας ύποχωρεΐ μπροστά στο πρωτείο τού ’Ανθρώπου καί τής άνθρωπολογίας, οπότε ή θεώρηση άπό τήν σκοπιά τών πρώτων κάνει τόπο στήν θεώρηση άπό τήν σκοπιά τών δεύτερων. Μιά καί ή καθιέρωση τού πρωτείου τής άνθρωπολογίας σημαδεύει μιάν άποφασιστική καμπή τών Νέων Χρόνων ήδη άπό τήν πρώιμη φάση τους,401 πρέπει έδώ νά έπισημανθεί ιδιαίτερα ή (εύλογη) συνάφειά της μέ τήν έπικράτηση τού πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας. Τώρα, ή πρόταξη τού ’Ανθρώπου καί τής άνθρωπολογίας δέν γ ί­ νεται άπό τον Cardano μέ μιάν άνοιχτή έξέγερση ενάντια στον Θεό, όπως αύτό έγινε συχνά στον 18ο καί στον 19ο αί., παρά μέ τήν, εξωτερικά τουλάχιστο, μετριόφρονα άναβίωση κι άποδοχή τού παλαιού ήθικοπρακτικού παραγγέλματος «γνώθι σαύτόν». Τίποτε δέν γνωρίζουμε, αν δέν γνωρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, ούτε κι είναι δυνατό νά διευρύνουμε τήν γνώση μας προς τήν κατεύθυνση τού εξωτερικού κόσμου, αν όσα άφοροΰν άμεσα σέ μάς τυλίγονται άπό σκοτάδι. "Οπως βλέπουμε, τό κριτήριο τού «πρότερον προς 400. De arcanis aeternitatis, IV = Opera, X, 3B. 401. Βλ. αναλυτικά Kondylis, Aufklarung, 119 κέ.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

161

ήμάς» υιοθετείται έδώ άνεπιφύλακτα. "Ομως τίποτε δέν είναι πλησιέστερά μας άπό τήν ίδια μας τή συνείδηση, καί τίποτε, επίσης, δέν είναι βεβαιότερο άπ’ αύτήν* γιατί, αν δέν ξέρουμε πώς καί γιατί είμαστε στόν κόσμο, όμως είναι βέβαιο, ότι είμαστε έδώ αύτήν τή στιγμή,402 Μ’ αύτό τον τρόπο, τό γνώθι σαύτόν μετα­ βάλλεται βαθμιαία σέ παράγγελμα στροφής προς τήν μελέτη τής άνθβώπινης συνείδησης — 8χι πια μέ τήν ηθική, παρά μέ τήν γνωσιοθεωρητική σημασία του δρου. Ό Cardano τονίζει στή συνέχεια, ότι ή επιστήμη τής άνθρώπινης συνείδησης διαφέρει ριζικά άπό τις άλλες, τήν φυσική λ.χ., τόσο ώς πρός τό άντικείμενό της δσο καί ώς προς τον βαθμό τής εφικτής βεβαιότητας. Ή γνώση του έξωτερικοΰ κόσμου δέν μπο­ ρεί παρά νά σταματήσει σέ πιθανολογίες ή άναλογικά συμπεράσμα­ τα, παρά τά όσα λένε δσοι ισχυρίζονται, οτι ή άνθρώπινη γνώση μπορεί σέ κάθε επίπεδο νά έξομοιωθεί μέ τήν γνώση τών άνώτερων πνευμάτων, πού δέν ζουν φυλακισμένα σέ κάποιο υλικό σώ­ μα.403 "Ομως ή άνθρώπινη ψυχή, καθώς είναι βαλμένη στό σώμα καί βλέπει τόν κόσμο μέσα άπ* αύτό, δέν είναι σέ θέση νά διεισδύσει στήν ουσία τών πραγμάτων, παρά πλανιέται στήν έπιφάνειά τους μέ τήν βοήθεια τών αισθήσεων, έξετάζοντας τις διαστάσεις, τις ομοιότητες καί τις ένέργειές τους. Έ δώ τό χάσμα άνάμεσα σέ ψυχή-συνείδηση, άπό τήν μιά, καί γνωστικό άντικείμενό, άπό τήν άλλη, παραμένει άνυπέρβλητο. ’Ακριβώς τό άντίθετο συμβαίνει •στήν επιστήμη έκείνη, πού μελετά τήν συνείδηση (scientia men­ tis): αυτή ταυτίζεται μέ τό γνωστικό της άντικείμενό, καί μάλιστα τό δημιουργεί, όντας έτσι σέ θέση νά τό γνωρίσει μέ πληρότητα. "Οπως βλέπουμε, ό Cardano άποσπά τήν άρχή verum factum convertuntur άπό τό άρχικό πεδίο εφαρμογής της, πού γνωρί­ σαμε μελετώντας τις σχετικές θέσεις τών άνθρωπιστών,404 καί τήν χρησιμοποιεί, γιά πρώτη φορά άπ’ όσο ξέρω, γιά νά στηρίξει τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας, δίνοντας στήν γενική άντιμεταφυσι^κή της κατεύθυνση ιδιαίτερο στόχο.405 ’Ό χι ή φυσική, παρά μόνο 402. De arcanis..., IV = Opera, X, 3Β-4Α. 403. δπ. παρ., 4ΑΒ. 404. Βλ. παραπ. 12β. 405. Αύτή ή σημαντική πλευρά δέν συλλαμβάνεται άπό τόν Mondolfo,

162

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

τά μαθηματικά άνήκουν στήν ίδια κατηγορία μέ τήν έπιστήμη της συνείδησης, γιατί κι αυτά δημιουργούν, εξίσου μέ τήν τελευταία, τά γνωστικά τους Αντικείμενα: σάν δημιούργημα της γεωμετρίας, τδ τέλειο τρίγωνο μπορεί νά γνωσθεΐ από κάθε άποψη.408 Μολο­ νότι ό Cardano, θεωρώντας άδύνατη τήν έφαρμογή των μαθημα­ τικών στήν φυσική, παραμένει άκόμα σ’ έ'να πρώιμο στάδιο ντης άντιμεταφυσικής πάλης του νεότερου ορθολογισμού, ωστόσο Απδ τήν άλλη πλευρά ή γέφυρα, πού ρίχνει Ανάμεσα σέ μαθηματικά καί γνωσιοθεωρία, φαίνεται ν’ άνοίγει τδν δρόμο τού Galilei καί τού Descartes. Σέ άντίθεση μέ τον Cardano, ό Fracastoro θεωρεί σπουδαιό­ τερη Απ’ δλες τις επιστήμες τήν φυσική* τά μαθηματικά τού φαί­ νονται άσήμαντα ως προς το άντικείμενό τους, μολονότι έχουν Ανώ­ τερο βαθμό βεβαιότητας, ένώ, Αντίστροφα, ή πρώτη φιλοσοφία ή θεολογία, πού Ασχολεΐται μέ τά εύγενέστερα Αντικείμενα, δέν δί­ νει καμμιά βεβαιότητα.407 ’ Από τήν Αγνωστικιστική τούτη σκοπιά, ό Fracastoro εκφράζει τήν περιφρόνησή του γιά τά Ακαλλιέργητα εκείνα πνεύματα, πού ζητούν νά εντοπίσουν τις γενικότατες καί συνάμα πιο Απόμακρες αιτίες των δντων, θεωρώντας σάν δείγμα γνήσιου φιλοσοφικού ήθους τύν εκούσιο περιορισμό στήν διερεύνηση των πλησιέστερων καί προσιτότερων σ’ έμας φυσικών αι­ τίω ν.408 Τήν διερεύνηση αύτή θέλει νά τήν στηρίξει σέ μιάν έπαγωγική μέθοδο επεξεργασμένη σύμφωνα μέ πρότυπα διαλεκτικά καί ρητορικά,409 δείχνοντάς μας, έτσι, άπτά πόσο σημαντική στά­ θηκε Αρχικά γιά τήν διαμόρφωση της νεότερης φυσικοεπιστημονικής μεθοδολογίας ή μεταφορά μεθόδων, οι όποιες τόσο γιά τούς Αριστοτελικούς δσο καί γιά τούς Ανθρωπιστές Αναφέρονταν στήν ήθικοπολιτική σφαίρα, στον χώρο τών φυσικών φαινομένων. Γιά II «verum-factum» prima di Vico (γιά τόν Cardano 18. 40/1), ό όποιος πα­ ρουσιάζει την Ιστορία της Αρχής αυτής χωρίς νά διαβλέπει όλες της τίς συνέ­ πειες καί δίχως νά κάνει τούς Αναγκαίους διαφορισμούς Ανάμεσα στούς έκπροσώπους της.

406. 407. 408. 409.

De arcanis..., IV = Opera, 4Β. Turrius sive de intellectione dialogue, I = Opera 165AB. De sympathia et antipathia, epistola dedicatoria = Opera, 78B. Turrius, II = Opera, 179C-185C.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

163

τό πρόβλημα, πού μας ένδιαφέρει έδώ, σημαντικό είναι, δτι ή εφαρμογή τής επαγωγής στήν ίδια τήν γνωσιοθεωρία άπολήγει αύτόματα στήν διαμόρφωση μιας γνωσιοθεωρίας γενετικής, στήν όποια δηλ. οί βαθμίδες τής γνώσης παρουσιάζονται σαν φάσεις μιας εξελικτικής διαδικασίας, δπου τό άνώτερο προκύπτει δίχως άλματα καί χάσματα άπό τό κατώτερο. Ή τέτοια διαμόρφωση μιας γενετικής γνωσιοθεωρίας έχει τήν έξής σοβαρή συνέπεια για τήν μεταφυσική: οί έννοιές της —καί μάλιστα οί θεμελιώδεις κα­ θολικές έννοιες— εμφανίζονται σαν δημιουργήματα τής άνθρώπινης νόησης έξαρτημένα καί τροφοδοτημένα άπό τα κατώτερα στρώματα τής τελευταίας. Μ’ αύτό τον τρόπο, ή μεταφυσική έννοιολογία φα­ νερώνεται σ’ ένα όλότελα καινούργιο κι οχι πια τόσο κολακευτικό φως: δεν άποτελεΐ δηλαδή τήν υψηλή, καθαρή καί λεπτή φιλοσο­ φική κρυστάλλωση τού δντος, παρά «είναι κατασκευή, σχηματι­ σμένη άπό ύλικά έτερόδοτα — τα όποια ίσως καί να μή χρησιμο­ ποιήθηκαν σωστά. Βλέπουμε, λοιπόν, δτι ή γνωσιοθεωρία δέν πα­ ραγκώνισε τήν μεταφυσική μονάχα άμεσα, παίρνοντας δηλ. τήν θέση της στήν κορυφή των φιλοσοφικών μαθήσεων μέσα στα πλαί­ σια τής γενικής άντικατάστασης τής θεολογίας ή οντολογίας άπό τήν άνθρωπολογία — άλλα τήν ύπέσκαψε καί έμμεσα, άναλύοντας τούς μηχανισμούς διαμόρφωσης τής μεταφυσικής έννοιολογίας κάί μ’ αυτόν τον τρόπο σχετικοποιώντας τήν άντικειμενική ισχύ καί άξια της, τό ίδιο δπως είχε γίνει καί προγενέστερα μέ τήν γλωσ­ σική της άνάλυση. Ή οργανική —αν καί ελάχιστα ίσαμε σήμερα μελετημένη— σχέση άνάμεσα στήν άνάπτυξη τής γενετικής γνω ­ σιοθεωρίας καί στον μαρασμό τής μεταφυσικής φαίνεται, φυσικά, σ’ δλη της τήν έκταση μονάχα άπό τον Locke καί μετά. 'Όμως άκριβώς τούτη ή κατοπινή της έκταση κάνει άξιοσημείωτες τις πρώτες της εκδηλώσεις. "Ας παρακολουθήσουμε τώρα, πώς περιγράφει ό Fracastoro τήν γένεση τών καθολικών εννοιών, έντάσσοντάς την στήν συνο­ λική έξελικτική διαδικασία τής γνώσης, καί μάλιστα σε βαθμίδα της κατώτερη άπό τήν καθαρή νόηση — τής οποίας ή ύπαρξη φτά­ νει, κατά συνέπεια, ν’ άμφισβητηθεί. Κάθε γνώση, γράφει ό ’Ιτα­ λός ιατροφιλόσοφος, έπιτελείται διαμέσου ομοιωμάτων ή φασμάτων (simulacra, spectra), τά όποια έκπέμπονται άπό τ άντικείμενα

164

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ

καί επιδρούν άλλοιωτικά πάνω στήν ψυχή. Τό διανόημα (intellectio) δέν είναι τίποτε άλλο άπό τήν άναπαράσταση του άντικειμένου στήν ψυχή διαμέσου τής πρόσληψης του ομοιώματος του. Κατά τήν πρόσληψη ή ψυχή είναι άκόμη παθητική, δμως βγαίνει άπό τήν παθητικότητά της προτού άκόμα φτάσει στο άνώτερο επίπεδο των λογικών λειτουργιών. Σ’ ένα ένδιάμεσο στάδιο, δπου ή ψυχή άναπτύσσει μιαν ενστικτώδη κίνηση, οι προσλήψεις διαι­ ρούνται στα συστατικά τους στοιχεία καί δημιουργοΰνται γενι­ κεύσεις με βάση τήν συνομάδωση δμοιων στοιχείων άπό προσλή­ ψεις διαφορετικών άντικειμένων. Στις γενικεύσεις αύτές δηλ. συ­ σπειρώνονται γύρω άπό ένα στοιχείο, τό όποιο άποτελεί άφετηρία καί συνάμα καθοδηγητήριο νήμα τής κίνησης τής ψυχής, περισ­ σότερα δμοια, χωρίς δμως άκόμα να προκύπτει κάποια εδραία τάξη. Ή εμβρυώδης αύτή μορφή γνώσης ονομάζεται subnotio, καί δέν άποτελεί κάποια νοητική σύνθεση ή συλλογισμό, μέ σκοπό τήν διάκριση τής άλήθειας άπό τό ψευδός, παρά μιάν άπλή δια­ δοχική άναπαράσταση αισθητών πραγμάτων. "Αν δμως ή τέτοια κίνηση τής ψυχής δέν είναι ούτε νόηση ούτε αίσθηση (μολονότι ένεργοποιείται παράλληλα μέ τήν αίσθηση), έξίσου δέν ταυτίζεται ούτε καί μέ τήν μνήμη, παρά μάλλον τήν προϋποθέτει χρονικά καί λογικά.410 Κάνοντας ένα όρολογικό άναχρονισμό, θάπρεπε μάλλον νά πούμε, δτι ό Fracastoro ύποτυπώνει έδώ, πριν άπό τον Hobbes καί τον Hartley, τήν θεωρία τών συνειρμών άκριβώς στήν προσπάθειά του νά ρίξει τήν γέφυρα άνάμεσα σέ μνήμη καί άνώτερες πνευματικές λειτουργίες, ή οποία φαίνεται νά λείπει άπό τήν (πολύ περισσότερο περιγραφική καί κατατακτική παρά γενετική) άριστοτελική ψυχολογία. Οι καθολικές έννοιες ριζώνουν σέ τέτοιες συνειρμικές subnotiones. Ή ιδέα του λευκού π.χ., έξω άπό τήν σύνδεσή της μέ κάποιο συγκεκριμένο άντικείμενο, διαμορφώνεται σάν άποτέλεσμα τής συνειρμικής παραβολής άντικειμένων πούχουν τούτη τήν χρω­ ματική ιδιότητα: τό γάλα, τό χιόνι κτλ. συνευρίσκονται ως παρα­ στάσεις μέσα στήν ψυχή, άκριβώς χάρη στή συνειρμική ικανότητα τής τελευταίας· έτσι μπορεί, μέ τήν άμεση άντιπαραβολή τους, 410. δπ. παρ., I = Opera, 169D-170A.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

165

νά εντοπιστεί το κοινό στοιχείο τους, τό οποίο κατόπιν έπανευρίσκεται μέ τον ίδιο τρόπο καί σέ άλλα άντικείμενα, για ν5 άνεξαρτητοποιηθεί τελικά άπ* 6λα τους (όταν δηλ. διαπιστωθεί, δτι δέν συναρτάται άναγκαστικά μέ καμμιάν άπό τις υπόλοιπες ιδιότητες δσων άντικειμένων άντιπαραβλήθηκαν). Μέ τήν ίδια διαδικασία προκύπτουν άπό τά είδη τά γένη κ.ο.κ. ’Έ τσι, δ,τι ήταν προτύτερα ιεραρχία του δντος τώρα γίνεται βαθμίδα τής άνιούσας εξέλιξης των γνωστικών δυνάμεων του άνθρώπου. Ό Fracastoro λέει ρητά, δτι τό universalium είναι δημιούργημα δικό μας κι άποτελεί στοι­ χείο τής ψυχής μας έτοιμο κάθε στιγμή νά συμμετάσχει σέ και­ νούργιους νοητικούς συνδυασμούς.411 Ε πειδή βγαίνει άπό διαδι­ κασίες, πού ριζώνουν στήν αίσθηση, ύπερβαίνοντάς την συνάμα, ό Fracastoro θέτει τό ερώτημα, αν αίσθηση καί νόηση διαφέρουν ριζικά, γιά ν’ άπαντήσει άμέσως άρνητικά. Τό ίδιο πράγμα, λέει, συλλαμβάνουν ή νόηση καί ή αίσθηση, μόνο μέ τρόπο διαφορετικό* κι αν ή νόηση φτάνει σέ μεγαλύτερη διαύγεια άπό τήν αίσθηση χάρη στις καθολικές έννοιες, δμως τούτες έδώ είναι καθολικές δχι σάν δντα, παρά σάν εικόνες καί παραστάσεις.412

411. δπ. παρ., 177ΑΒ (a nobis fit). 412. δπ. παρ., 177C.

II

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΤΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ 17ο αί.

1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

'Η διαμόρφωση τής μαθηματικής φυσικής στον 17ο αί. στάθηκε άναμφίβολα τό ισχυρότερο πλήγμα πού δέχτηκε ή μεταφυσική στην ιστορία της, αν ίσως εξαιρέσουμε τήν άνάπτυξη των άνθρωπολογικών καί κοινωνικών επιστημών στον 18ο καί ιδιαίτερα στον 19ο αί. Εφόσον στήν παραδοσιακή άντίληψη ή πρωτοκαθεδρία τής μεταφυσικής σήμαινε άκριβώς, δτι οί υπόλοιπες έπιστήμες, καί προπαντός οί φυσικές καί μαθηματικές, ήσαν υποτακτικές της, είναι πρόδηλο τό τί συνεπαγόταν εξ ορισμού γιά τήν μεταφυσική ή νέα κυριαρχική αύτοτέλεια τής φυσικής. Ό ίδιος ό δρος «μετα­ φυσική» υποδήλωνε, δτι πάνω, πέρα ή πίσω από τον κόσμο, ό όποιος άποτελεί τό άντικείμενο τής φυσικής, υπήρχε μια έντελής πραγματικότητα, σε σύγκριση μέ τήν οποία τόσο τό άντικείμενο τής φυσικής δσο καί ή φυσική ως έπιστήμη παρουσιάζονταν άθεράτρευτα άτελείς* ή πεποίθηση, δτι ή έμπειρική φύση είναι όντολογικά υποδεέστερη, δηλ. μεταβλητή, άσταθής κι άνεπίδεκτη έλλο­ γης νοητικής σύλληψης, αποτελούσε, έτσι, τό θεμελιώδες άρθρο πίστεως τής παραδοσιακής έλληνικής καί χριστιανικής μεταφυσι­ κής. Ή μαθηματική φυσική άνέτρεψε άκριβώς τούτη τήν πεποί­ θηση καθώς καί τήν συνεπούμενη Όντολογική ιεραρχία. Ή δυνατό­ τητα εφαρμογής τών μαθηματικών στήν μελέτη τών φυσικών φαι-

168

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

νομένων σήμαινε καθαυτή, δτι ή φύση είναι έλλογα δομημένη κι επομένως μπορεί ν’ άποτελέσει άντικείμενο καθαρά νοητικής σύλ­ ληψης* στον έλλογο νού άνοιγόταν, λοιπόν, ένα πεδίο δραστηριό­ τητας όλότελα διαφορετικό άπό εκείνο πού τού προόριζε ή παρα­ δοσιακή διάταξη των όντολογικών επιπέδων.413 'Όπως τό αίτημα εφαρμογής των μαθηματικών στήν φυσική, έτσι καί, γενικότερα άκόμα, τό ιδεώδες μιας αύστηρής έπιστημονικής μεθόδου ως ars inveniendi προϋπόθετε την πίστη στήν εσώτερη λογικότητα τού φυσικού κόσμου: ή μέθοδος δηλ. δεν είναι αυτοτελές λογικό εύρη­ μα με καθολική ισχύ, παρά πηγάζει, αρχικά σάν αίτημα, άπό μιά συγκεκριμένη κοσμοθεωρητική τοποθέτηση. 'Όπως καί νάχει, τό ιδεώδες μιας άπόλυτα βέβαιης μεθόδου παράλληλα μέ τήν άντίληψη, οτι ή έλλογη νοητική σύλληψη δεν. άποτελεί άποκλειστικό προνόμιο τής σφαίρας τού υπερβατικού πνεύματος (καί μάλιστα έξαιτίας τής ιδιαίτερης όντολογικής της υφής), καθιερώνουν καί παγιώνουν τό πρωτείο τής certitudo modi procedendi άπέναντι στήν certitudo objecti. Μιά εξέλιξη, πού είχε άρχίσει δειλά κι άντιφατικά περισσότερο άπό δύο αιώνες πριν καί σέ άλλο πεδίο,414 φτάνει μ* αυτό τον τρόπο στο εντυπωσιακό τέρμα της. Ή μαθηματική φυσική δεν κατάργησε τήν διάκριση Έκείθεν καί Εντεύθεν. Ή μηχανή τού σύμπαντος χρειαζόταν ένα κατα­ σκευαστή καί έπίσης μιά πρώτη αιτία τής κίνησής της, μολονότι τώρα τό πρώτον κινούν δέν σήμαινε πιά δ,τι στον ’Αριστοτέλη ή στον Ά κυινάτη, δηλ. τήν αιτία μιας άδιάκοπης μετάδοσης τής κίνησης σέ μιά σειρά έφαπτόμενων κινητών στοιχείων, παρά τόν πρόξενο μιας στιγμιαίας καί μοναδικής ώθησης, ή, οποία στήν συ­ νέχεια μεταβάλλεται σέ αύτοδιαιωνιζόμενη κίνηση. ’Έ τσι, οι σχέ­ σεις τής υπερβατικής αρχής μέ τόν κόσμο χαλάρωναν σέ μεγάλο βαθμό καί ταυτόχρονα απλοποιούνταν δραστικά. Στήν θέση τής ιεραρχίας μπαίνει δηλ. ή δυαρχία, ή πολύβαθμη κλίμακα τών νοη­ τών κι αισθητών ουσιών κάνει τόπο σέ μιά διαυγή διπολική ενό­ τητα. 'Όμως τό πράγμα δέν σταματά εδώ. "Αν διατηρείται σέ ριζικά απλοποιημένη μορφή ή δυαρχία 'Υπερβατικού κι Έμμενούς, 413. Πρβλ. Kondylis, Aufklarung, 88 κέ., 42 κέ. 414. Βλ. παραπ. 12β.

ΓΕΝΙΚΗ ΠA PATH Ρ ΗΣ 11

169

Θεού καί κόσμου, στο έσωτερικό του δεύτερου καταργούνται όλες εκείνες οί διαβαθμίσεις, πού άποτελοΰσαν συνέπεια κι άντανάκλαση τής παλιάς μεταφυσικής ιεραρχίας* μ’ αύτό τον τρόπο, ή ενο­ ποίηση του κόσμου προετοιμάζει μακροπρόθεσμα καί την κατάρ­ γηση τής δυαρχίας Θεοΰ-κόσμου. Με άλλα λόγια: ή μαθηματική φυσική άπορρίπτει τήν άριστοτελική διάκριση άνάμεσα στήν άκίνητη κι άφθαρτη ούράνια κοσμική σφαίρα καί στήν σφαίρα τήν ύποσελήνια, όπου βασίλευε ή κίνηση καί ή φθορά* ή καινούργια κοσμοεικόνα είναι ενιαία, διέπεται δηλ. άπό μια μοναδική καί ο­ μοιόμορφη νομοτέλεια, πού ισχύει τόσο γιά τά γήινα όσο. καί για τά ούράνια φαινόμενα καί δεν επιτρέπει διακρίσεις μέ μεταφυσικές προϋποθέσεις ή συνέπειες. 'Η ένοποίηση τής κοσμοεικόνας δια­ μέσου τής έννοιας του γενικού φυσικοΰ νόμου βρίσκει, τώρα, τήν αντιστοιχία της καί στήν ένοποίηση τής γνώσης κάτω άπό ορι­ σμένες έσχατες αρχές, πού ισχύουν γιά όλη τήν έκταση τής πραγ­ ματικότητας. *Av στήν παραδοσιακή μεταφυσική· άντίληψη ύπήρχε μιά ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν εδραία κι εντελή γνώση τού αναλλοίωτου υπερβατικού πνεύματος καί στήν κατά προσέγγιση γνώση τού άσταθΌυς κι άστάθμητου φυσικού κόσμου, ή μαθημα­ τική φυσική, μέ τήν βοήθεια τής καθολικά ίσχύουσας επιστημονι­ κής μεθόδου, καταργεί τήν ποιοτική διαφορά των μορφών γνώσης, στον βαθμό τουλάχιστο πού αύτές προκύπτουν άπό τήν εργασία ή τήν συνεργία τής εμπειρίας καί τής νόησης* ή εξ άποκαλύψεως γνώ ­ ση κατά κανόνα δέν άμφισβητεΐται, όμως όλο καί λιγότε:ρο συνε­ πάγεται κάποια πρακτική δέσμευση. Τό ιδεώδες τής μεταφυσικής (μέ τήν παραδοσιακή έννοια) ως έλλογης γνώσης καταρρέει άπό τήν στιγμή πού ή (πλήρης) έλλογη γνώση (μπορεί νά) έχει άντικείμενα μή μεταφυσικά. Εφόσον ή έλλογη γνώση ενοποιείται πάνο^ στήν βάση τής άντίληψης γιά τον ενιαίο νομοτελή κόσμο, είναι πρόδηλο, ότι ό άγνωστικισμός, τον όποιο συχνά έπικαλούνται οί φυσικομαθημα­ τικοί καί οί νεωτεριστές φιλόσοφοι τού 17ου αί., δέν είναι γενικός, παρά άναφέρεται μέ πολεμική πρόθεση στά επίμαχα προβλήματα τής παραδοσιακής μεταφυσικής, καί μάλιστα στο πρόβλημα τού όντος ή ον καί τής ούσίας. Ή ενιαία κοσμοεικόνα κι ή ομοιόμορφη νομοτέλεια τών στοιχείων της φέρνουν στο προσκήνιο τις έννοιες

170

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

τής σχέσης καί τής λειτουργίας, οί όποιες παραγκωνίζουν τις έν­ νοιες του δντος καί τής ούσίας. Τώρα δηλ. δεν ενδιαφέρει τί είναι κάτι ώς δν (κάτω άπ’ τον μανδύα τού αγνωστικισμού κρύβεται άκριβώς τούτη ή.άδιαφορία, ή καί έχθρότητα, άπέναντι στον χα­ ρακτηριστικό προβληματισμό τής μεταφυσικής), παρά πώς λει­ τουργεί κάτι στις σχέσεις του με άλλα στοιχεία τού ίδιου λειτουρ­ γικού συστήματος: ή σύνοψη τού τρόπου λειτουργίας ορισμένων άλληλεξαρτημένων στοιχείων μέσα σ’ ένα μαθηματικό τύπο συνιστά άλλωστε, το'περιεχόμενο ενός (φυσικού) νόμου. Ή μετατόπιση τού ενδιαφέροντος από την ουσία στην λειτουργία προκαλει μ^άν άληθινή κοσμοθεωρητική επανάσταση. Ή παραδοσιακή θεώρηση ξεκινούσε άπό τήν διάκριση ουσιωδών καί συντυχιακών ιδιοτήτων ένός πράγματος, για νά ορίσει στήν συνέχεια τό πράγμα μέ βάση τις πρώτες καί νά τό έντάξει σέ ορισμένη βαθμίδα τής όντολογικής ιεραρχίας. Τούτη ή ιεραρχία καταλύεται στον βαθμό πού έκλείπει ή άτονεΐ ή κλασσική διάκριση άνάμεσα σέ ούσία καί συμβεβηκός* δλα, όσα συναπαντιούνται σ’ ένα πράγμα θεωρούνται τώρα καταρχή ισότιμα συστατικά στοιχεία του, άφού δλα μπορούν νά δια­ δραματίσουν ένα ρόλο στο λειτουργικό σύστημα δπου άνήκει τό πράγμα. ’Έ τσι, ή θεώρηση τού πράγματος άπό τήν λειτουργική σκοπιά άλλάζει ριζικά τήν έννοιά του: ενώ πρώτα εδραζόταν σέ μιάν ούσία ώς φορέα συμβεβηκότων ή κατηγορημάτων, τώρα γίνε-' ται de facto τό άθροισμα τών τελευταίων.415 'Όσες έννοιες υπο­ δήλωναν τήν ούσία καί τις διάφορες καταστάσεις της άντικαθίστανται άπό άλλες, οί όποιες άναφέρονται στήν συγκεκριμένη άμοιβαία σχέση τών στοιχείων ένός λειτουργικού συστήματος, ενώ δποτε γίνεται, σέ φυσικομαθηματικά πλαίσια, λόγος γιά ύπό-σταση ώς άθέατο φορέα αισθητών ιδιοτήτων δέν έννοείται ή ουσία ώς ό γενικός καί μόνιμος χαρακτήρας τού πράγματος, παρά μάλλον τό πεδίο τής καθαρής ισχύος τών μαθηματικών σχέσεων, πέρα δηλ. άπό τήν συχνά παραμορφωτική επήρεια αίσθητών-συντυχιακών παραγόντων.416 415. Rombach, Substanz - System - Struktur, 1 , 12 κέ., 341 /3. 416. Cassirer, Substanzbegriff, 218, 216. Γιά τήν διαφορά «ούσίας» (μέ τήν παραδοσιακή έννοια) καί φυσικομαθηματικού λειτουργικού «νόμου» πρβλ. Kaulbach, Einleitung, 120.

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

171

Τό τελευταίο τούτο γεγονός δείχνει, δτι, μολονότι στον 17ο αί. τό θέμα τής ούσίας βρίσκεται στο επίκεντρο των φιλοσοφικών άναζητήσεων, δέν μπορούμε να μιλάμε για κάποιαν συνέχιση του με­ ταφυσικού προβληματισμού ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις στον χώρο τών φυσικομαθηματικών επιστημών. Τό άντίθετο συμβαίνει: τό πρόβλημα τής ούσίας παρέμεινε στο προσκήνιο μονάχα παίρνον­ τας τη νέα μορφή, πού του έδωσε ή μαθηματική φυσική, άδιάφορο αν άναμίχθηκε σε ποικίλους βαθμούς μέ παλαιότερα φιλοσοφικά μοτίβα. Ό φυσικομαθηματικός χωρισμός τών ιδιοτήτων τών σω­ μάτων σέ πρωτογενείς καί δευτερογενείς έφερε στήν έπιφάνεια κάτι πού έμοιαζε με τον χωρισμό άνάμεσα στήν ούσία καί στα συμβεβηκότα της, μολονότι, δπως είπαμε, τώρα ή ύπό-σταση νοούνταν ώς πεδίο έφαρμογής τών καθαρών μαθηματικών σχέσεων κι δχι ώς κρίκος μιας όντολογικής άλυσίδας* έτσι, δμως, παραμεριζόταν τό πρόβλημα τού δντος ή δν, παρόλη τήν έπιβίωση τού προβλήματος τής ούσίας καί άκριβώς έπειδή τό τελευταίο μεταμορφώθηκε γιά νά επιβιώσει. Ενδεικτικό γιά τήν στροφή, πού επιφέρει ή έπιβλητική παρουσία τής φυσικομαθηματικής επιστήμης, είναι τό έντόνότερο ένδιαφέρον γιά τούς χωροχρονικούς προσδιορισμούς τής ούσίας* τώρα δηλ. τό ζητούμενο είναι περισσότερο ή ικανοποιητική άνάλυση τής συμπλοκής τής ούσίας μέ τούς προσδιορισμούς της παρά ή αφαιρετική άπομόνωσή της άπ* αύτούς — χωρίς τούτο νά σημαίνει, δτι οί χωροχρονικοί προσδιορισμοί νοούνται πάντα ώς προσδιορισμοί αισθητοί ή δτι ώς μόνη ούσία γίνεται δεκτή ή υλική. Κάθε άλλο: στις περισσότερες καί άντιπροσωπευτικότερες περι­ πτώσεις πνεύμα καί ύλη θεωρούνται εξίσου ενιαίες καί χωριστές συναμεταξύ τους ούσίες, καί μία άπό τις θεμελιώδεις έγνοιες τής φιλοσοφίας τού 17ου at. είναι ό καθορισμός τών σχέσεών τους. 'Όμως καί έδώ δέν πρόκειται γιά κάποια ομαλή συνέχιση τών πα­ ραδοσιακών μεταφυσικών προβληματισμών,' παρά γιά προσπάθειες εύρεσης άπαντήσεων στά ερωτήματα τής μαθηματικής φυσικής ή γιά άπόπειρες συμβιβασμού μέ τά δικά της πορίσματα. "Ετσι ή άδρή δυαρχία τών δύο βασικών ουσιών, ή οποία απλοποιεί δρα­ στικά τον όντολογικό χώρο, συνάπτεται στενά μέ τήν δυαρχία ή, αν θέλουμε, τήν διπολική ενότητα Θεού καί κόσμου, δπως τήν ύποτύπωνε ή νέα μηχανιστική κοσμοεικόνα, ενώ ή έντονη έπιθυμία

172

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ικανοποιητικού καθορισμού των σχέσεων άνάμεσα σε πνευματική καί υλική ούσία πήγαζε από τον φόβο, τον όποιο γεννούσε γιά τήν τύχη τής πρώτης ή όντολογική άνατίμηση τής δεύτερης άπό τήν στιγμή πού ό αισθητός κόσμος θεωρήθηκε νομοτελής κι έπιδεκτικός καθαρά λογικής σύλληψης. Ή προσπάθεια καθορισμού των σχέσεων πνεύματος καί ύλης άποσκοπεΐ, λοιπόν, κατά κανόνα στήν προάσπιση τής άκεραιότητας τού πρώτου μέσα στά πλαίσια μιας ορθόδοξης ή άνανεωμένης χριστιανικής απολογητικής. Ή καθοριστική επίδραση τής μαθηματικής φυσικής τού 17ου αί. πάνω στις τύχες τής μεταφυσικής δεν σταματά στήν άναδιατύπωση τού προβλήματος τής ούσίας, παρά άναφέρεται καί σε τρία άκόμα νευραλγικά σημεία, τά όποια πρέπει τουλάχιστο νά κατονομάσουμε εδώ. Πρώτα-πρώτα, στήν επίδραση αύτή οφείλε­ ται τό αίτημα μετατροπής τής μεταφυσικής σέ γενική επιστημο­ λογία. Τούτο τό αίτημα, μολονότι είναι γνήσιο προϊόν τού 17ου αί., ωστόσο μπορούσε νά στηριχτεί σέ μιάν άπό τις διαφορετικές άριστοτελικές εκδοχές τής μεταφυσικής, δηλ. στον ορισμό τής μετα­ φυσικής ως έπιστήμης τών πρώτων άρχών. Τώρα δμως οι πρώτες άρχές δέν έχουν όντολογική υφή, παρά είναι αποκλειστικά νοητικές καί ισχύουν εξίσου γιά δλους άνεξαίρετα τούς χώρους τού επι­ στητού, αφού οι όντολογικές τους διαφορές ισοπεδώνονται (στον βαθμό, τουλάχιστο, πού οι χώροι τού επιστητού θεωρούνται έπιδεκτικοί έλλογης σύλληψης). Ό καθαρά έπιστημολογικός χαρακτή­ ρας τής τέτοιας μεταφυσικής καταφαίνεται στήν βαθμιαία δια­ πλοκή της μέ τά μαθηματικά, ή όποια τής δίνει μορφή έσχατων άξιωμάτων. ’Ακριβώς ή πίστη στήν δυνατότητα άναγωγής δλου τού επιστητού σέ ολιγάριθμα αξιώματα γεννά καί τήν ιδέα τού φιλοσοφικού συστήματος μέ τήν αύστηρή μαθηματική έννοια τού δρου. Ή σχολαστική φιλοσοφία γνώριζε, βέβαια, τήν ιδέα τού συστήματος ώς λογικά συνεκτικού Όλου, τούτη ή ιδέα, δμως, στη­ ριζόταν πάνω στήν υπόθεση τής άντικειμενικής ύπαρξης μιάς ιεραρχίας τών όντων, ένώ ή ιδέα τού φιλοσοφικού συστήματος, ή οποία διαμορφώνεται κάτω άπ* τήν επίδραση τού μαθηματικού προτύπου, βρίσκει τήν πραγμάτωσή της σ’ ένα εσωτερικά όμοιο*· γενές γνωστικό σύνολο συναγόμενο καί διεπόμενο άπό λίγα υπέρ­ τατα άξιώματα, τό ίδιο δπως καί ή μηχανική φύση φαινόταν νά

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

173

διέπεται άπό μερικούς άπλούς νόμους. Δεύτερο, το ’(διο το περιε­ χόμενο των μεταφυσικών προβλημάτων, όπως τίθενται κι άντιμετωπίζονται τώρα, έξαρτάται άπό (ή τουλάχιστο άναφέρεται σέ) δεδομένα ή άντικείμενα έρευνας τής νεόκοπης φυσικομαθηματικής έπιστήμης. Έκτος άπο το πρόβλημα τής ούσίας, δλο καί περισ­ σότερο φυσικοεπιστημονικο χαρακτήρα άποκτούν τά προβλήματα του χώρου καί του χρόνου, τής αιτιότητας, των σχέσεων ύλης καί 'πνεύματος κτλ.417 Ή τάση τής συγχώνευσης φυσικοεπιστημονικής καί μεταφυσικής έρευνας ένισχύεται άπο το γεγονός, δτι οί έκπρόσωποι τής. ’νέας μαθηματικής φυσικής δέν περιορίζονται άπλώς νά καταπολεμούν τήν (παραδοσιακή) μεταφυσική, παρά ύποτυπώνουν με τον τρόπο τους μια μεταφυσική μηχανιστική-υλιστική, στηριζόμενη όχι μόνο στήν διάκριση πρωτογενών καί δευτερογε­ νών ιδιοτήτων π.χ., άλλα καί σέ γενικές άποφάνσεις πάνω στον χαρακτήρα τής ύλης, τών σωμάτων, τών φυσικών νόμων κτλ.418 Τρίτο, ή συγχώνευση μαθηματικής φυσικής καί μεταφυσικής οδη­ γεί τελικά στον καθορισμό τού χαρακτήρα τού Έκεΐθεν, δηλ. τού Θεού, άπο τον χαρακτήρα^ τού Εντεύθεν, δηλ. τού νομοτελούς κό­ σμου. "Αν δηλ. ο κόσμος γίνεται άντιληπτος σάν μηχανή, τότε ό Θεός πρέπει νάναι μηχανικός, αν θεωρείται άρμονικο οικοδόμημα, τότε ό Θεός παρομοιάζεται μέ άρχιτέκτονα κ.ο.κ. Σέ^κάθε περί­ πτωση, άφετηρία.γιά τον όποιο χαρακτηρισμό τού Θεού είναι ή ιδιοσυστασία τού κόσμου κι όχι άντίστροφα. Αυτό σημαίνει πρα­ κτικά τήν περικοπή τής παντοδυναμίας τού Θεού, ό όποιος δι­ καιούται (άκόμη) νά κατασκευάζει τον κόσμο, άλλά υπό τον δρο ν’ άκολουθει τούς νόμους, τούς οποίους άνακαλύπτει καί διατυ­ πώνει ή μαθηματική φυσική, έστω κι αν οί νόμοι αυτοί χαρακτηρί­ ζονται (ύστερογενώς) ως έργα ή τουλάχιστον ως μορφές έκδίπλω417. Χαρακτηριστικό άπό τήν άποψη αυτή είναι, δτι ένας έρευνητής της μεταφυσικής του 17ου αί. θεωρεί δυνατή τήν μελέτη της μέ κριτήρια άπακλειστικά έμμενή, δηλ. δίχως προσφυγή σέ κάποια υπεραισθητή, υπερβατική τάξή, βλ. Leyden, Seventeenth-Century Metaphysics, XV. Φυσικά, ή άντίληψη τούτη πρέπει νά κριθεΐ μονόπλευρη, αν θυμηθούμε τήν έντονη άπολογητική-χριστιανική διάθεση τών πλείστων εκπροσώπων της τοτινής μεταφυ­ σικής, ή οποία συχνότατα καθορίζει τήν στάση τους άπέναντι στά φυσικοεπιστημονικά προβλήματα πού διαπραγματεύονται. 418. Γιά τήν τέτοια μεταφυσική πρβλ. Faggiotto, II Problema, 18/9.

174

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

σης τής θείας δραστηριότητας. *Αν 6 Θεός παραμένει κυρίαρχος, δμως ή έκταση κι ή ύφη τής κυριαρχίας του διαγράφονται τώρα από τήν φυσική επιστήμη, έξαρτιοΰνται δηλ. από τήν ιδιοσυστα­ σία τής φύσης. Ή τάση αύτή έντείνετάι δσο προχωρούμε προς τήν εποχή τού Διαφωτισμού, καί πρακτική της συνέπεια είναι ή ύποταγή τού Έ κεΐθεν στο Εντεύθεν.419 Τί σήμαινε αυτό για τήν μεταφυσική, δεν χρειάζεται να έξηγηθεΐ ιδιαίτερα. Ή μαθηματική φυσική άσκησε έντονη άντιμεταφυσική επί­ δραση δχι άπλώς κι οχι μόνο ώς έπιστήμη μέ τή νέα, άντιαριστοτελική σημασία τού δρου, παρά προπαντός ώς κοσμοθεωρητική θε­ μελιώδης στάση, πού άπορρόφησε, μεταμόρφωσε, άναπροσανατόλισε καί χρησιμοποίησε για τούς δικούς της αυτοτελείς σκοπούς δσες βασικές άντιμεταφυσικές θέσεις είχαν εμφανιστεί άπό τήν πρώιμη κιόλας ’Αναγέννηση στά πλαίσια τού άνθρωπιστικού κ ι­ νήματος.420 Οι θέσεις τούτες είχαν διατυπωθεί άπό τούς άνθρωπιστές μέ σκοπό νά αιτιολογηθεί ή προτίμησή τους γιά τον κοινω­ νικό κόσμο άπέναντι στον μεταφυσικό καί φυσικό, ή μαθηματική φυσική τις εφαρμόζει δμως στις σχέσεις άνθρώπου καί φύσης κι έτσι τις μεταβάλλει δραστικά άκριβώς τήν στιγμή πού τις υιοθε­ τεί. Παραπάνω μιλήσαμε γιά τήν ραγδαία άνάπτυξη καί μετεξέ­ λιξη, πού γνώρισε ή θέση γιά τήν ύπεροχή τής certitudo modi procedendi απέναντι στήν certitudo obiecti, δταν πέρασε στήν ύπηρεσία τής μαθηματικής φυσικής. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί μέ τήν άρχή verum factum convertuntur, πού είχε χρησιμο­ ποιηθεί άπό τούς άνθρωπιστές μέ τήν έννοια, δτι ό άνθρωπος μπο­ ρεί νά γνωρίσει μονάχα τά κοινωνικά φαινόμενα, άφού αυτά είναι έργα δικά του, κι δχι τά φαινόμενα τά φυσικά. Ή κατοπινή μετα­ φορά τής αρχής τούτης στον χώρο τής φύσης σχετίζεται άμεσα μέ τήν γνωστή μας όντολογική άνατίμηση τής τελευταίας, δπως έκ419. Γιά τήν ύποταγή της ιδέας του Θεού στά κελεύσματα της φυσικής έπιστήμης άπό τον Newton καί μετά βλ. άναλυτικά Kondylis, Aufklarung, 361 κέ., Ιδ. 374 κέ. 420. *Η θέση αύτή, δπως άναπτύσσεται έδώ, στρέφεται ένάντια σέ έρευνητές δπως ό Randall π.χ., οί όποιοι κατανοούν τήν μαθηματική φυσική μέ στενό έπιστημονιστικό τρόπο άγνοώντας τίς κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις της.

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

175

φράζεται στήν πεποίθηση, ότι ή φύση, έχοντας έλλογη υφή, έπιδέχεται καθαρά νοητική-έλλογη σύλληψη. 'Η έλλογα δομημένη φύ­ ση αποτελεί μιά μηχανή, κι έπομένως μπορεί θεωρητικά νά κατα­ σκευαστεί, δπως καί κάθε άλλη μηχανή, άπό τον άνθρωπο, αν έχει στήν διάθεσή του τά υλικά καί τον τρόπο νά τά κινήσει μέσα σέ άχανή διαστήματα. Έ ν πάση περιπτώσει ή μαθηματική φυσική θεωρεί τον εαυτό της άνακατασκευή τού σύμπαντος, έστω καί πάνω στό χαρτί μονάχα. Ή φύση γνωρίζεται, λοιπόν, έλλογα, έπειδή θά μπορούσε νά είναι καί προϊόν άνθρώπινης τέχνης. Έ δώ φαίνεται, πώς ή έφαρμογή τής άρχής verum factum convertuntur στήν φύση, άντιστρατεύεται άπευθείας τις άριστοτελικές προτεραιότητες, άφού σύμφωνα μ* αύτές ή τέχνη δεν μπορούσε νάναι παρά μιά άτελής προσπάθεια μίμησης τής φύσης.421 *Η νέα υπεροχή τής τέχνης πάνω στήν φύση, δηλ. ή άντιστροφή τής παραδοσιακής τους ιεραρχίας, έκφράζει μιά νέα συνείδηση γιά τις πρακτικές δυνατότητες τού ανθρώπου, ή οποία υποσκάπτει τήν. υποταγή τού Εντεύθεν στο Έ κεΐθεν. Ή συνείδηση τούτη άρΘρώνεται, τώρα, στήν μεταφορά μιας άλλης βασικής άνθρωπιστι^ κής θέσης, δηλ. τού πρωτείου τής vita activa, άπό τήν κοινωνική ζωή στόν χώρο τών σχέσεων τού άνθρώπου μέ τήν φύση. Έδώ, ωστόσο, πρέπει νά σημειωθεί, δτι ήδη στήν δψιμη ανθρωπιστική φιλολογία είχε τονιστεί ή δυνατότητα πλήρους ύποταγής τής φύ­ σης στήν βούληση καί στήν προσπάθεια τού προμηθεϊκού άνθρώπου. Γιά τον Manetti π.χ. ή μοναδική άποστολή τού άνθρώπου είναι νά κυβερνήσει δ,τι ύπάρχει πάνω στή γή μέ τήν δράση καί τή νόησή του.422 ’Αλλά καί ό Ficino τονίζει, δτι ό άνθρωπος δεν είναι υπηρέτης, παρά άνταγωνιστής τής φύσης, ικανός μάλιστα νά τήν άνακατασκευάσει έξαρχής μέ τή δύναμη τού νού του, αν διέ­ θετε τά κατάλληλα υλικά κι έργαλεΐα.423 'Όσον καιρό τέτοιες θέ­ σεις διατυπώνονταν άπό συγγραφείς σάν τον Ficino, δηλ. μετα­ φυσικά προσανατολισμένους κι υπερασπιστές τού πρωτείου τής θεωρητικής ζωής, παρέμεναν βέβαια, άφηρημένες καί ρητορικές, 421. Rossi, Filosofi, 139 κέ. 422. De dignitate et excellentia hominis, III, 45 = σ. 91. 423. Theologia Platonica, XIII, 3 = II, 223/4.

176

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

μολονότι αυτό δέν σημαίνει, δτι δεν άσκούσαν γενικότερη επίδραση. Ούσιαστικότερο περιεχόμενο άποκτοΰν, όμως, όταν συνδέονται άνοιχτά μέ μιάν ριζική άναθεώρηση της περιφρονητικής εκείνης στάσης άπέναντι στην χειρωνακτική εργασία καί στις μηχανικές τέχνες, ή οποία στον Πλάτωνα καί στόν Αριστοτέλη συμβάδιζε μέ τό πρωτείο τής θεωρητικής ζωής καί, κατ’ επέκταση, τής μετα­ φυσικής ώς ((σοφίας». Τούτη ή έσώτερη σχέση άνάμεσα στήν άλλαγή τής άποτίμησης τής έργασίας καί τής τεχνικής καί στήν τύχη τής μεταφυσικής ώς άνώτατης μορφής θεωρίας πρέπει νά ύπογραμμιστεΐ ιδιαίτερα. Καί στόν τομέα αύτό, βέβαια, ή νέα έξέλιξη διαγράφεται πολύ πριν άπό τήν εμφάνιση τής μαθηματικής φυσι­ κής, άφού ήδη τό εργαστήριο τού άναγεννησιακού καλλιτέχνη γ ί­ νεται τόπος πολλαπλής τεχνικής δραστηριότητας,424 ενώ άπό τούς έκπροσώπους τής ιταλικής φυσικής φιλοσοφίας τού 16ου αί. ό Bruno, ό όποιος στις τεχνικές δεξιότητες τού άνθρώπου βλέπει τήν έγγύηση τής κυριαρχίας του πάνω στήν φύση καί συνάμα άρνεΐται τον χωρισμό θεωρίας καί πράξης,425 θεωρεί τήν παραγωγική χειρωνακτική έργασία υλική προϋπόθεση κάθε θεωρητικής ενασχό­ λησης.426 Συστηματικότερα άκόμη, ή άριστοτελική περιφρόνηση τής χειρωναξίας άπορρίπτετ^ρα άπό άνθρώπους, οι όποιοι άσχολοΰνται άμεσα μέ τή νέα έμπειρική έπιστήμη καί τή νέα τεχνική* οί ίδιοι διατυπώνουν καί τό αίτημα μιας άπλής κι άμεσης γλώσ­ σας427 (τό πόσο πολύπλοκη στάθηκε ή δλη έξέλιξη τό βλέπουμε καί πάλι, αν θυμηθούμε, δτι τό αίτημα αύτό είχε προβληθεί μέ ίση έμφαση άπό πολλούς άνθρωπιστές). 'Όμως ή οριστική κοσμο­ θεωρητική κατοχύρωση τής έργασίας καί τής τεχνικής πραγματο­ ποιείται, δταν ή μαθηματική φυσική άνοίγει ένα άνεξάντλητο πε­ δίο δράσης για τήν v ita activa καί γιά τον πρωταγωνιστή της, τον homo faber.428 Έργασία καί τεχνική άναπτύσσονται τώρα δχι ψηλαφητά καί τυχαία, παρά πάνω στήν βάση τής έπίλυσης θεωρητικών προβλημάτων, γιά νά γεννήσουν μέ τήν σειρά τους 424. 425. 426. 427. 428.

Rossi, Filosofi, 27 κέ. Spaccio III = Opere, II, 152. Eroici furori, II, 2 = Opere, II, 464. Rossi, Filosofi, 17/8, 54, 59, 61, 63, 76. Arendt, Human Condition, 262 κέ.

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

177

καινούργια.429 Αύτό άνοίγει στην σκέψη ένα δρόμο όλότελα άγνω­ στο κι άδιανόητο για τήν παραδοσιακή μεταφυσική. Ή πίστη στην έλλογη δόμηση τής φύσης, ή v ita activa ώς άγώνας για τήν κυριάρχησή της καί ή νέα άντίληψη για τήν έργασία καί τήν τεχνική συνάπτονται καί συν αποτελούν ένα σφιχτό κοσμοθεωρητικό πλέγ­ μα, τό όποιο εμπνέει έναν καινούργιο τύπο άνθρώπου γιά νά δοθεί ολόψυχα στα θέλγητρα καί στούς κινδύνους του Εντεύθεν.

429. Zilsel, Die sozialen Urspriinge, ίδ. 119 κέ.

2. Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOT ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ 17ο αΐ.

'Η εξέταση των άγνωστικιστικών ρευμάτων του 17ου αί. έπιβάλλεται εδώ γιάτόν άπλούστατο λόγο, δτι ή θέση γιάτόν πεπερασμένο χαρακτήρα τής άνθρώπινης νόησης χρησιμοποιείται καί τώρα σέ ΐση έκταση καί ένταση δπως καί στους προηγούμενους αιώνες ως κεντρικό άντιμεταφυσικό επιχείρημα. 'Όμως ή βαθμιαία συστημα­ τική διαμόρφωση τής νεότερης φυσικής έπιστήμης επηρεάζει βα­ θιά, κοντά σέ πολλά άλλα πράγματα, καί την χρήση άγνωστικιστικών θέσεων. Στον 15ο καί 16ο αί. οί σκεπτικιστές άρνιοΰνταν δχι μονάχα τήν έλλογη γνώση μεταφυσικών αληθειών, αλλά καί την δυνατότητα μιας άξιόπιστης γνώσης τού φυσικού κόσμου* βέ­ βαια, ή τελευταία τούτη άρνηση στρεφόταν απευθείας ένάντια στην σχολαστικοαριστοτελική φυσική κι έτσι έπαιρνε αύτόματα χαρα­ κτήρα περισσότερο εικονοκλαστικό παρά άνασχετικό — χώρια πού ή στενή σχέση φυσικής.καί μεταφυσικής στον αριστοτελισμό έκανε τήν απόρριψη τής πρώτης νά φαίνεται άβίοΐστη συνέπεια τής άνασκευής τής δεύτερης. 'Η καινούργια (μαθηματική ή πάντως άντιαριστότελική) φυσική, παραμερίζοντας τήν ζήτηση ούσιών καί αίτιων (μέ τήν άριστοτελική έννοια τού δρου), ξεκόβει από τήν μεταφυσική έννοιολογία κι έτσι δέν μπορεί πιά ν’ άποτελέσει στό­ χο πολεμικής άπό τήν άποψη αυτή, μολονότι ίσως ή άξιοπιστία κάθε γνώσης, άρα καί τής φυσικής, μπορούσε ν’ αμφισβητείται άκόμη άπό τήν πλευρά πολλών σκεπτικιστών (ή «πυρρωνιστών», σύμφωνα μέ τήν συνηθέστερη έκφραση στον 16ο αί.). Είναι πρό­ δηλο, δτι ή νεοφανής έπιστήμη τής φύσης δέν ήταν δυνατό ν’ άνδρωθεί χωρίς νά πιστεύει άκράδαντα στήν δυνατότητα άξιόπιστης (στά βασικά τουλάχιστο σημεία) γνώσης τού αντικειμένου της καί,

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOT ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

179

παράλληλα, χωρίς να επιβάλει ώς μόνο σοβαρό κι άξιόλογο πεδίο τής έλλογης νοητικής δραστηριότητας του άνθρώπου την ενασχό­ ληση μέ τό Εντεύθεν άντί για τό Έκείθεν. ’Έ τσι, οι σκαπανείς της νέας έπιστήμης υιοθετούν απέναντι στον παραδεδομένο άπό τον 16ο αί. σκεπτικισμό διπλή στάση: δέχονται* ότι ή άνθρώπινη νόηση δεν είναι σε θέση να συλλάβει την εσώτατη ύφη ή ούσία των δν'ζων κι ότι έπομένως ή μεταφυσική ώς έλλογη γνώση παρα­ μένει άνέφικτη, όμως άπό τήν άλλη μεριά υποστηρίζουν τήν δυ­ νατότητα άξιόπιστης γνώσης των φυσικών φαινομένων, άρκεί. νά έφαρμοστεί ή κατάλληλη μέθοδος καί ν* άξιοποιηθούν ορθά τά δε­ δομένα της εμπειρίας καί του πειράματος. 'Η θέση, ότι ή γνώση είναι δυνατή ώς γνώση φαινομένων, σχέσεων καί λειτουργιών, όχι ώς γνώση εσχάτων αιτίων καί ούσιών, εμπεριέχει, λοιπόν, τόσο τήν μερική άποδοχή όσο καί τήν μερική άπόρριψη του («πυρρωνιστικου») άγνωστικισμου καί σκεπτικισμού. Συμπληρωματικά, ώστόσο, πρέπει νά παρατηρηθεί, ότι όσοι ^εκπρόσωποι τής νέας φυσικής έχουν μαθηματικό προσανατολισμό καί δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον διαχωρισμό πρωτογενών καί δευτερογενών ιδιοτή­ των συχνά μοιάζουν νά δέχονται τήν πυρρωνική θέση γιά τήν άπατηλότητα τών αισθήσεων, οπότε τό επίπεδο, όπου ή φύση είναι γνώσιμη μέ βεβαιότητα, τοποθετείται κάπου έξω άπό τό βεληνε­ κές ^ους. Στήν περίπτωση τούτη, ό όρος «φαινόμενο» δεν υποδη­ λώνει τά δεδομένα τών αισθήσεων, παρά μάλλον άντιπαρατίθεται μέ πολεμική πρόθεση στήν σχολαστικό αριστοτελική έννοια τής ουσίας. Στο παρ,άδειγμα του Gassendi ή άμφίδρομη σχέση τών εκ­ προσώπων τής νέας φυσικής μέ τον σκεπτικισμό παρουσιάζεται μέ ιδιαίτερη ένάργεια, γιατί εδώ πρόκειται γιά κάποιον, ό οποίος έχει οχι μόνο άμεση πνευματική επικοινωνία μέ επιφανείς σκεπτικούς κι άγνωστικιστές τής άρχαιότητας καί του 16ου αί.,430 άλλά καί στενή προσωπική έπαφή μέ τον κύκλο τών συγχρόνων συμπατριω430. *0 ’ίδιος ό Gassendi ύπογραμμίζει τήν πνευματική του οφειλή στόν Κικέρωνα, τον Montaigne καί τον Charron καθώς καί σέ άνθρωπιστές όπως οί Vives καί Ramus, βλ. Exercitationes paradoxicae ad versus Aristoteleos, I = Opera, III, 99, καί πρβλ. τήν έπιστολή στόν Du Faur de Pibrac (1621), Opera, VI, 1B-2A. Στήν πάλη του έναντίον τής μεταφυσικής ό Gassendi χρησιμοποιεί επίσης έπιχειρήματα του φιντεϊστικοΰ άγνωστικι-

180

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

των του «πυρ ρων ιστών», οί όποιοι, αδιάφοροι άπέναντι στή νέα φυσική, συνέχιζαν ν’ άρνιούνται κάθε γνωστική βεβαιότητα, άνεξάρτητα άπό την πηγή καί τον τρόπο του πορισμού της.431 Ό Gassendi θεωρεί τά επιχειρήματα όσων επισημαίνουν τήν «μα­ ταιότητα κι άσάφεια τής άνθρώπινης γνώσης» σάν τό καλύτερο άντίδοτο εναντίον τής περιπατητικής φιλοσοφίας* ή πυρρωνική δι­ δασκαλία τής άκαταληψίας έδειξε καί στον ίδιο, όπως λέει, τήν κουφότητα καί οίηση των δογματικών.432 'Ωστόσο ό Gassendi άπέχει πολύ άπό τήν πλήρη άποδοχή τής άκαταληψίας. Ε νάντια στήν ύψιπετή μεταφυσική συλλογιστική προβάλλει τήν παρατή­ ρηση καί τήν εμπειρία ως έγγυήτριες μιας σίγουρης, αν καί μετριόφρονης γνώσης,433 ένώ άλλου υπερασπίζει προγραμματικά τήν δυ­ νατότητα μιας έμπειρικής-πειραματικής επιστήμης άναφερόμενης όχι σέ ουσίες, παρά σέ φαινόμενα (scientia experimentalis et apparentialis). 'Υπάρχουν πολλά γνώσιμα πράγματα, γράφει, αν καί όχι έκεΐνα πού θεωρεί σάν τέτοια ή άριστοτελική επιστήμη.434 'Ένα παράδοξο στήν θέση τού Gassendi, τό όποιο ό ίδιος δέν φαίνεται ν’ άντιλαμβάνεται, είναι ότι, γιά ν’ άπορρίψει τήν άριστοτελίκή μορφή επιστήμης, χρησιμοπριεΐ έπιχειρήματα, τά όποια οί πυρρωνικοί έστρεφαν ενάντια σέ κάθε επιστήμη καί βεβαιότητα.435 'Η άντίφαση αύτή γίνεται χτυπητή, όταν π.χ. ό Gassendi, πού ό ίδιος πρόσκειται στον εμπειρισμό, επιστρατεύει τά πυρρωνικά έπι­ χειρήματα ως προς τήν άναξιοπιστία τών αισθήσεων γιά λόγους καθαρά πολεμικούς, γιά νά χτυπήσει δηλ. τον άριστοτελικό τύπο εμπειρισμού.436 σμοΰ, πρβλ. τά όσα γράφει ό Schmitt, Gianfrancesco Pico, 175 κέ. ‘Ωστόσο ό ίδιος δέν ένδιαφέρεται τόσο γιά τήν στερέωση της πίστης όσο γιά τόν παρα­ μερισμό της μεταφυσικής μέ σκοπό ν* άνοίξει ό δρόμος στήν χρήσιμη καί προ­ σιτή γνώση, βλ. Gregory, Polemica, 141. 431. Τις άπόψεις του κύκλου τών πυρρωνιστών γύρω άπό τόν La Mothe Le Yayer καί τις σχέσεις του Gassendi μαζί τους περιγράφει ό Pintard στο βιβλίο του γιά τό Libertinage erudit. Πρβλ. Popkin, History, 89 κέ.

432. Exercitationes, I = Opera, III, 99/100. 433. όπ. παρ., 107B -108A . 434. δπ. παρ., II = Opera, III, 207AB. 435. δπ. παρ., 207B-208A. 436. δπ. παρ., 192Β κέ. *0 Gassendi άναγκάζεται άπό τά πράγματα νά

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOT ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

181

’Ήδη πριν άπό τον Gassendi ό Bacon είχε έκφράσει σχεδόν ταυτόσημα τήν διπλή στάση των έκπροσώπων τής νέας φυσικής άπέναντι στον σκεπτικισμό. Καί εδώ δηλ. διαπιστώνεται τόσο ή άναγκαιότητα τής άπομάκρυνσης άπό τον πυρρωνισμό για χάρη τής επιστημονικής βεβαιότητας (μέ τή νέα έννοια) δσο καί ή αξιο­ ποίηση των διδασκαλιών του μέ άντιμεταφυσική πρόθεση. 'Όπως πιστεύει ό Bacon, ή άφετηρία του συμπίπτει μέ έκείνη τών οπα­ δών τής άκαταληψίας, δμως τό τέρμα του δρόμου του διαφέρει διαμετρικά, εφόσον ό ίδιος άποδέχεται τήν δυνατότητα γνώσης πολλών πραγμάτων στήν φύση καί έπίσης τήν εποικοδομητική χρήση νόησης καί αισθήσεων γιά τήν άπόκτηση τής παραπάνω γνώσης.437 Φυσικά, ό Bacon θεωρεί ολοκληρωτική κι ανεπιφύ­ λακτη ‘τήν συμφωνία του μέ τούς σκεπτικιστές ώς προς τό δτι ή πλήρης καί τέλεια γνώση του σύμπαντος δέν είναι προσιτή στήν άνθρώπινη φύση κι δσοι τήν έπιζητουν είναι άνόητοι ή επιπόλαιοι.438 "Ομως ό Bacon γνωρίζει, δτι, γιά να υποστηριχτεί βάσιμα ή άγνωστικιστική θέση, πρέπει νά γίνουν τουλάχιστο εν μέρει δεκτές οί πυρρωνικές έπιφυλάξέις απέναντι στήν αξιοπιστία τών αισθήσεων καί γενικότερα τών γνωστικών μας δυνάμεων* σύμφωνα μέ τήν περίφημη φράση του, τό άνθρώπινο πνεύμα δέν είναι καθάριο κι ομοιόμορφο γυαλί, πού άντανακλά πιστά τις άκτίνες τών πραγμά­ των, παρά περισσότερο μοιάζει μέ γυαλί μαγεμένο, γιομάτο δεισι­ δαιμονία καί άπάτη.439 ’Έ τσι ό Bacon, σάν έμπειριστής, φαίνεται νά άντιμετωπίζει κι αύτός τήν λογική δυσκολία, πού άναφέραμε μιλώντας γιά τον Gassendi. Τήν άντίθετη άκριβώς δυσκολία άντιμετωπίζουν φυσικοί δχι (μονόπλευρα) έμπειριστικά, παρά μαθη­ ματικά προσανατολισμένοι, πού κι αύτοί, ωστόσο, συμμερίζονται τήν διπλή στάση άπέναντι στον άγνωστικισμό, δπως τήν περιέγκαταλείπει συχνά τις άκραΐες σκεπτικιστικές θέσεις, όταν άπό τήν πολε­ μική ένάντια στόν άριστοτελισμό περνά στήν θετική διατύπωση τών δικών του θέσεων, βλ. Pintard, Libertinage, 493/4, 501/2. 437. Novum Organum, I, 37 = Works, 1 , 162/3. 438. Scala Intellectus sive Filum Labyrinthi = Works, II, 687. 439. Advancement of Learning, II = Works, III, 394/5. 'Όπως είναι γνωστό, άπό τήν αιτιολόγηση της άποψης τούτης προκύπτει ή βακώνεια θεω­ ρία τών ειδώλων.

182

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

γράψαμε στα παραπάνω. Έ τσ ι, ό Galilei πιστεύει κι αύτός, οτι ή άνθρώπινη νόηση δέν μπορεί να συλλάβει τις ουσίες, ούτε τις γήινες οΰτε τις ούράνιες.440 Συνάμα όμως, μολονότι παραδέχεται τήν συ­ χνή άναξιοπιστία των αισθήσεων, πιστεύει στην δυνατότητα διόρ­ θωσής τους μέ τον Λόγο441 καί φτάνει να ισχυριστεί, 6τι ή άν­ θρώπινη, καί μάλιστα ή μαθηματική, γνώση διαφέρει άπό τήν θεία ώς προς τήν έκταση καί τον τρόπο της (πού είναι συμπερασματι­ κός, ενώ ή θεία γνώση είναι ενορατική), όχι όμως καί ώς προς τήν ένταση καί τήν ένάργειά της.442 Ό σκεπτικισμός άπορρίπτεται εδώ τόσο έμφατικά, ώστε δυσκολευόμαστε νά κατανοήσουμε, γιατί ό Galilei θεωρεί γνωστικά άπρόσιτη τήν ούσία τών πραγμάτων, όταν μάλιστα ό ίδιος ταυτίζει τήν ούσία τούτη μέ μαθηματικές δομές.443 'Η μόνη εξήγηση είναι ότι ό άγνωστικισμός του Galilei ώς πρός τις ούσίες είναι πολεμικός, στρέφεται δηλ. ενάντια στήν σχολαστικοαριστοτελική μεταφυσική άντίληψη τής ουσίας: "Οπως ξέρουμε, ήδη στόν 16ο αί. ή έμφάνιση ένός προγραμμα­ τικού θύραθεν σκεπτικισμού είχε, γεννήσει σέ συντηρητικούς κύ­ κλους σοβαρές άμφιβολίες για τήν σκοπιμότητα τής συμμαχίας σκεπτικισμού καί φιντεϊσμού, ή οποία για αιώνες δέν είχε σκανδα­ λίσει κανένα. Καί στόν 17ο αί. ή έμφυτη διφυΐα τού σκεπτικισμούπυρρωνισμού παραμένει έντονα αισθητή, ιδιαίτερα σέ ιερατικούς κύκλους, οι όποιοι τώρα, τρομαγμένοι μπροστά στήν έξάπλωση τού θύραθεν σκεπτικισμού, καταδικάζουν διανοητές όπως οί Mont­ aigne καί Charron, μολονότι άρχικά ό σκεπτικισμός τους είχε θεωρηθεί άπό πολλούς σάν δυνητικός, τουλάχιστο, σύμμαχος τού φιντεϊσμού.444 Ίήσουΐτες όπως οί Garasse καί Bagot υποστηρί­ ζουν ένάντια στούς πυρρωνιστές τήν άριστοτελική θέση, ότι οί. αισθήσεις μας είναι άξιόπιστες κι ότι ξεκινώντας άπό τά δεδομένα 440. Macchie solari, III = Opere V, 187/8. 441. Dialogo sopra i due massimi sistemi del moiido, II = Opere, VII, 280 κέ. 442. δπ. παρ., I = Opere, VII, 128/9. 443. Saggiatore, 7,48 = Opere, VI, 232,350, 347. 444. Γιά την άμφίλογη συνύφανση φιντεϊσμού καί σκεπτικισμού άπδ τις αύγουστίνειες άπαρχές της ίσαμε τόν Pascal βλ. Bredvold, Intellectual Milieu, 16 κέ.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOT ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΙ’

183

τους μπορούμε στή συνέχεια, χάρη στήν ορθή χρήση του Λόγου, νά ποριστούμε άπαρασάλευτες μεταφυσικές άλήθειες. Φυσικά, οί Γιανσενιστές, σάν συνεχιστές τής αύγουστίνειας παράδοσης, άπέρριπταν τέτοιες θέσεις καί θεωρούσαν τήν συμμαχία φιντεϊσμού καί σκεπτικισμού άκλόνητη* όμως καί οί ορθόδοξοι καθολικοί άναγκάζονταν συχνά νά υπογραμμίζουν τά όρια του άνθρώπινου Λόγου, καί μάλιστα όχι μόνο ένάντια στον θύραθεν ορθολογισμό, αλλά κι ενάντια στήν προτεσταντική άξίωση ορισμού τού περιεχομένου τής Γραφής καί τής θρησκείας μέ βάση τά κελεύσματα τής άτομικής συνείδησης ή τού ατομικού Λόγου.445 Στον βαθμό πού ό προτεσταντισμός, κάτω άπ’ αύτό τό πρίσμα, θεωρούνταν συνο­ δοιπόρος τού ορθολογισμού, οί καθολικοί υποστήριζαν φιντειστικές θέσεις* τέτοιες θέσεις υιοθετούσαν όμως καί προτεστάντες δια­ φόρων άποχρώσεων, όποτε ήθελαν νά έκφράσουν τήν άντίθεσή τους στήν καθολική-θωμιστική άνάμιξη θεολογίας καί φιλοσοφίας-μεταφυσικής. Στήν ’Αγγλία, τώρα, παρατηρήθηκε μιά εξέλιξη, ή οποία είχε σοβαρές συνέπειες γιά τήν μελλοντική άντιμετώπιση τού προ­ βλήματος τής μεταφυσικής καί μάλιστα στήν σχέση του μέ τήν καινούργια φυσική έπιστήμη. Καί στήν χώρα αύτή, φιντεϊστικά έπιχειρήματα προβλήθηκαν τόσο άπό καθολική όσο κι άπό καλβινιστική-πουριτανική πλευρά.446 Ή λύση, πού . βρήκε έδώ τό πρό­ βλημα των σχέσεων Εκκλησίας καί Κράτους στά πλαίσια των ιδιομορφιών τής άγγλικής κοινωνικής έξέλιξης, εύνόησε τήν εμ­ φάνιση μιας τάσης στούς κόλπους τού άγγλικανισμού, ή οποία άντιτάχθηκε τόσο στήν καθολική όσο καί στήν καλβινιστική εγ­ κατάλειψη τού Λόγου, χαρακτηρίζοντας την άπαράδεκτη παρα­ χώρηση στον σκεπτικισμό. Οί σπουδαιότεροι εκπρόσωποι τής τά­ σης τούτης, οί Chillingworth καί Tillotson, προσπαθούν νά χαρά­ ξουν μιά μέση οδό. Δέχονται, ότι δέν υπάρχει άπόλυτη κι έσχατη βεβαιότητα γιά τήν άνθρώπινη πεπερασμένη νόηση, συνάμα όμως θεωρούν ολέθριο καί τον συνεπή σκεπτικισμό, καταλήγοντας στήν άντίληψη, ότι ύπάρχουν διάφορα επίπεδα βεβαιότητας, πού στο καθένα τους ισχύει ξεχω^στό είδος άποδείξεων καί μαρτυριών, 445. Popkin, History, 113 κέ., 67 κέ. 446. Βλ. Bredvold, Intellectual Milieu, 73 κέ. Πρβλ. (καί σέ σχέση μέ τά παρακάτω) Allen, Doubt’s Boundless Sea, 117 κέ.

184

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

κι δτι επιβάλλεται συγκεκριμένη εμπειρική άντιμετώπιση τής κάθε περίπτωσης καί επιφύλαξη στις γενικεύσεις. Τούτη ή άντίληψη σύντομα μεταφέρθηκε άπο τον θρησκευτικό τομέα στον έπιστημολογικό καί φιλοσοφικό, καί μάλιστα σε μια στιγμή κρίσιμη γιά τήν διαμόρφωση των φυσικών επιστημών ώς μάθησης με γενικότερες φιλοσοφικές προϋποθέσεις καί προεκτά­ σεις. Με βασικούς άρχικούς ύποστηρικτές τον W ilkins, τον ούσιαστικό ιδρυτή τής Royal Society, καί τον Glanvill, ό μετριοπα­ θής άγνωστικισμός περνά στους Boyle καί Newton, γιά να δια­ δοθεί σημαντικά, παρόλες τις τροποποιήσεις πού γνώρισε, στήν έποχή του Διαφωτισμού. Μπορεί νά συνοψ.ιστεΐ ώς εξής: ή επι­ στήμη δεν μπορεί νά γνωρίσει αιτίες καί ούσίες με τήν αριστοτε­ λική έννοια, παρά μόνο φαινόμενα* ωστόσο ή ριζική αμφιβολία, πού κάνει άδύνατη κάθε επιστήμη, πρέπει ν’ άπορριφθει εξίσου δσο καί ό δογματισμός* αν ή γνώση γίνεται κενή προσπαθώντας νά ξεπεράσει τά εγγενή της δρια, δμως έχει νόημα καί επαρκή βε­ βαιότητα μέσα στά δρια τούτα.447 ’Ιδιαίτερα ό Glanvill συνόδεψε τήν διατύπωση τού νέου έπιστημολογικού προγράμματος με μιάν σφοδρή πολεμική ένάντια στον σχολαστικοαριστοτελικό μεταφυσι­ κό δογματισμό, δπου συναντάμε, σε ρητορική κι έκλαϊκευμένη μορ­ φή, τις συνηθισμένες επικρίσεις γιά κενή λογοκοπία, γιά άσαφή έννοιολογία κτλ. κι δπου στήν μισαλλόδοξη στενοκεφαλιά τού δογ­ ματισμού άποδίδονται οι άδιάκοπες άναταραχές στον κόσμο.448 Γιά ευνόητους λόγους, ό Glanvill δίνει ξεχωριστό βάρος στήν κριτι­ κή τής αριστοτελικής φυσικής,449 έπαινώντας, άντίστροφα, τήν πρόσφατη άνάπτυξη τών μαθηματικών επιστημών καί τών τεχνι­ κών επιτηδευμάτων, τήν οποία άποδίδει στήν άσθενέστερη επί­ δραση τής άριστοτελικής αυθεντίας πάνω στούς τομείς αυτούς.^50 Ή σχέση τής άντιμεταφυσικής τοποθέτησης τού G lanvill με τήν 447. Τήν διάδοση της άντίληψης τούτης στούς σημαντικότερους βρεταννικούς Επιστημονικούς κύκλους του 17ου αί. καί τήν άρχική διαμόρφωσή της στά πλαίσια θεολογικών συζητήσεων περιγράφει λεπτομερειακά ό van

Leeuwen, Problem of Certainty, passim. 448. Vanity of Dogmatizing, ίδ. 150 κέ., 224 κέ. 449. 6π. παρ., 169 κέ. 450. 6π. παρ., 139/40.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOT ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

185

άνοδο της έπιστήμης καί της τεχνικής καταφαίνεται καί στο δτι θεωρεί ώς ούσιαστικό έλάττωμα του άριστοτελισμοΰ τήν άνικανότητά του γιά νέες εφευρέσεις χρήσιμες στή ζωή.451 Ό σκεπτι­ κισμός, τόν όποιο ό Glanvill άντιτάσσει στον μεταφυσικό δογμα­ τισμό, δέν άποτελεϊ, λοιπόν, μια νέα εκδοχή τής πυρρωνικής άρρεψίας, παρά την έκφραση μιας δυναμικής έγκοσμιολατρικής στάσης. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό άπορρίπτεταί 8χι μόνο ή δογματική ψευδοπαντογνωσία των σχολαστικών, άλλά καί ταυτόχρονα ή θεολογικά εμ­ πνευσμένη άντίληψή τους γιά τήν πνευματική άδυναμία του άμαρτωλου άνθρώπου, ή οποία, όπως παρατηρεί ό Glanyill, ούσιαστικά δικαιώνει τον (στείρο) σκεπτικισμό.452 Κινούμενη ανάμεσα.στά δύο αυτά άκρα ή σχολαστικοαριστοτελική μεταφυσική δέν. άφήνει.τρίτο δρόμο άνάμεσα στήν παντογνώσία τής scientia καί στήν ολοσχερή άγνοια.45^ ’Όντας άντικειμενικά άνίκανοι νά γνωρίσουν τά έσχατα αίτια καί τήν ούσία τών 8ντων, οί μεταφυσικοί είναι άναγκασμένοι νά τά φαντάζονται. Τό σωστό, δμως, είναι ν’ άρκεστοΰμε σ’ δσα μπορούμε πράγματι νά γνωρίσουμε καί νά μήν περιφρονούμε αυτά στ’ βνομα δσων βρίσκονται εξ ορισμού πέρα άπό τις δυνάμεις μας.454 ’Έ τσι, ό ολοκληρωτικός σκεπτικισμός, είτε φιντεϊστικός είναι είτε θύραθεν-πυρρωνικός, παρουσιάζεται ώς ή άντίστροφη δψη καί ή μοιραία συνέπεια, τού δογματισμού, ό όποιος, κηρύσσοντας πλα­ σματικές καί βεβιασμένες άλήθειες, κλονίζει τήν πίστη σέ κάθε άλήθεια πράγματι έφικτή. Ό σκεπτικισμός τού Glanyill δέν ση­ μαίνει, λοιπόν, τίποτε άλλο παρά τήν ριζική άποκοπή άπό τον με­ ταφυσικό δογματισμό, ή οποία στέκει στήν άπαρχή μιας σεμνής πειραματικής επιστήμης προσαρμοσμένης στις δυνατότητες καί στις άνάγκες τού Εντεύθεν.455 Ό Glanvill φρονούσε, δτι μπορούσε νά περιορίσει τον τέτοιο σκεπτικισμό του στό πεδίο τής φιλοσοφίας, νά μήν τον επεκτείνει δηλ. καί στά θρησκευτικά ζητήματα.456 Ά πό τήν άλλη πλευρά, 451. 452. 453. 454. 455. 456.

δπ. παρ., 178. δπ. παρ., 15. δπ. παρ., 213. δπ. παρ., 237. Πρβλ. τήν άνάλυση τής Wiley, Subtle Knot, 213 κέ. Vanity of Dogmatizing, 186.

186

ΦΥ'ΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ωστόσο, δέν ήθελε νά στηρίξει τήν πίστη κατά τόν τρόπο των φιντεϊστών, νομίζοντας, δτι ή ίδια ή μελέτη τής φύσης θά προσκόμιζε έπιχειρήματα γιά τήν έδραίωσή της.457 "Όμως μιά προσπάθεια έλ­ λογης έπιχειρηματολογικής στήριξης τής πίστης έπρεπε, κι αυτή νά μήν ξεπεράσει ορισμένα δρια, αν δέν ήθελε νά ξαναγυρίσει στήν σχολαστικοαριστοτελική σύμμιξη θεολογίας καί μεταφυσικής.458 "Οπως καί νάχει, δέν μπορούσε πιά νά γίνει λόγος γιά άπόλυτη γνώση τής ουσίας των βντων. Χαρακτηριστικό γιά τήν τροπή των πραγμάτων μετά τήν όντολογική άνατίμηση τής φύσης άπό μέρους τής νέας έπιστήμης είναι τό γεγονός, δτι τώρα πιά ό άγνωστικισμός τούτος χρησίμευε σάν δπλο δχι μονάχα ένάντια στήν δογμα­ τική μεταφυσική, άλλά καί ένάντια στις νεοφανείς υλιστικές τά­ σεις, κι έτσι φαινόταν διπλά πολύτιμος σέ δσους επιθυμούσαν νά συμβιβάσουν τις φυσικοεπιστημονικές τους ενασχολήσεις μέ μιάν έκσυγχρονισμένη μορφή θρησκευτικότητας. Σ’ αυτούς άνήκε καί ό Boyle, ό όποιος επιζητεί νά θέσει φραγμούς στις ύλιστικές τά­ σεις συγχρόνων του έρευνητών ύπενθυμίζοντάς τους ένα βασικό άντιμεταφυσικό άξίωμα τής νεότερης φυσικής, δηλ. δτι δέν είναι σέ θέση νά γνωρίσουν τις αιτίες καί τήν υφή των πραγμάτων παρά μόνο τον τρόπο παραγωγής των φαινομένων.459 Βέβαια, ό Boyle δέν παραλείπει νά στρέψει, τόν άγνωστικισμό του κι ενάντια στήν παραδοσιακή μεταφυσική, έπισημαίνοντας, δτι ή γνώση των πνευ­ μάτων καί των υπερφυσικών πραγμάτων προσκρούει σέ άνυπέρβλητες δυσκολίες, άφού ήδη ή φυσική γνώση είναι δυσχερέστατη.460 457. δπ. παρ., 245 κέ. Στά 1670, μάλιστα, ό Glanvill άντιτάχθηκε δη­ μόσια στόν πουριτανικύ φιντεϊσμό, έπειδή φοβόταν, δτι ή αύγουστίνεια θεο­ λογία σέ τελευταία άνάλυση θά έπιβοηθοΰσε τόν θύραθεν, δυνητικά άθεϊστικό σκεπτικισμό, βλ. σχετικά Bredvold, Intellectual Milieu, 89 κέ. 458. ΟΙ Πλατωνικοί του Cambridge, πού έπιχείρησαν μιά έλλογη θεμελίωση της θρησκευτικής πίστης, δχι μονάχα στάθηκαν ξένοι καί μάλιστα εχθρικοί απέναντι στή νεότερη μηχανιστική φυσική (παρά τήν σύντομη άρχική έρωτοτροπία τους μέ τόν καρτεσιανισμό), άλλά καί ύποχρεώθηκαν νά ύποτυπώσουν μιά νέα μεταφυσική μέ τή συνδρομή, μάλιστα, σχολαστικοαριστοτελικών καί νεοπλατωνικών-έρμητικών στοιχείων. 459. Considerations touching the usefulness of Experimental Philo­ sophy, Part I, Essay IV = Works, II, 45.

460. Appendix to the First Part of the Christian Virtuoso = Works, VI, 683, 685.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ TOT ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

187

Άποδοκιμάζονται, λοιπόν, όλοι όσοι έπιθυμούν νά κατανοήσουν πράγματα, πού δέν εμπίπτουν στις αισθήσεις ή δεν έξηγοΰνται με μηχανικά αίτια. Σ’ αύτούς συμπεριλαμβάνονται τόσο οί ασχολού­ μενοι με την μεταφυσική θεμελίωση θεολογικών δογμάτων, οσο καί οί κατασκευαστές μορφών μη θεολογικής μεταφυσικής, οι ό­ ποιοι ανοίγουν ένα χάσμα άνάμεσα σε οντα άναλλοίωτα καί σε 8ντα μεταβλητά καί φθαρτά,· επιστρατεύοντας στη συνέχεια παρά­ δοξους συλλογισμούς γιά νά κλείσουν το χάσμα τούτο.461 Ό Boyle χρησιμοποιεί τον όρο «μεταφυσική» καί μέ έννοια όλότελα καινούργια καί διαφορετική, ύποδηλώνοντας μ* αύτον τά πρωταρχικά καί καθολικά άξιώματα, πού μπορούν νά έφαρμοστοΰν σέ κάθε δυνατό άντικείμενο. Τέτοιες «πρώτες μεταφυσικές καί μα­ θηματικές άλήθειες» είναι π.χ. οί έξης: δύο αντίθετες προτάσεις δέν μπορεί νάναι κι οί δύο άληθινές* το όλο είναι μεγαλύτερο άπο κάθε μέρος του’ αν ίσα προστεθούν σέ ίσα, τά σύνολα παραμένουν ίσα κτλ. ’Αρχές σάν κι αύτές ισχύουν παντού καί πάντα καί δέν ύπόκεινται στις άλλαγές τού παραδοσιακού χώρου της φιλοσοφίας καί τής θεολογίας, παρά άποτελοΰν οικουμενικά θεμέλια καί όργανα κάθε άνθρώπινης γνώσης* επίσης δέν θίγονται άπο το περιεχό­ μενο τής έξ άποκαλύψεως θρησκείας.462 Ή ολοκληρωτική μεθερμηνεία τού όρου «μεταφυσική», πού έπιχειρείται εδώ μέ κριτήριο τις έπιστημρλογικές άνάγκες τής νέας φυσικομαθηματικής επι­ στήμης, δείχνει,, ότι έχουμε κιόλας περάσει το κατώφλι μιας επο­ χής ρηξικέλευθης. 'Όμως ό Boyle δέν ήταν ό ίδιος πατέρας τής μεθερμηνείας τούτης, το ίδιο όπως κι ό Glanvill δέν συνέλαβε πρώ­ τος τήν έσώτερη σχέση άνάμεσα σέ άντιμεταφυσική τοποθέτηση καί σέ σύγχρονη επιστήμη καί τεχνική. Καί τά δύο αύτά χαρακτη­ ριστικά νεωτεριστικά στοιχεία γνωρίζουν τήν πρώτη τους προ­ γραμματική έξαγγελία στά έργα τού Bacon, στά όποια, όπως είπαμε παραπάνω, περιέχεται καί ή τυπική γιά τή νέα επιστήμη έκδοχή τού άγνωστικισμού. Στήν εξέταση τών έργων αυτών στρε­ φόμαστε, λοιπόν, τώρα.

461. 6π. παρ., 684. 462. 6π. παρ., 711.

3. 0 BACON ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

‘Η περίοπτη θέση του Bacon στήν διαδικασία, πού περιγράφει ή μελέτη μας, δέν οφείλεται απλά καί μόνο στο γεγονός, ότι εδώ έπιχειρεϊται μια ριζοσπαστική μεθερμηνεία τής μεταφυσικής εν­ δεικτική για τήν κρίση του παραδοσιακού περιεχομένου της, παρά, επιπλέον, στο δτι ή μεθερμηνεία τούτη πλαισιώνεται άπο τά κεν­ τρικά άντιμεταφυσικά μοτίβα του 16ου καί τού 17ου αί., άποτελώντας, έτσι, συνόψιση καί συνάμα άπόρροιά τους. Ή αφομοίωση τής άνθρωπιστικής κριτικής στον άριστοτελισμό καί ή κριτική έμβάθυνση τής καινούργιας διδασκαλίας γιά τήν έπαγωγή καί τήν inventio συμπλέκονται εδώ γιά πρώτη φορά μέ τήν διακήρυξη τών βασικών κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων τής νεότερης φυσι­ κής έπιστήμης καί τής τεχνικής, ένώ παράλληλα ή άπόρριψη τής παραδοσιακής μεταφυσικής, όπως προκύπτει άπό τά παραπάνω, άρθρώνεται σαν θριαμβική έξαγγελία τής αύτοσυνειδησίας μιας ρι­ ζικά διαφορετικής καινούργιας εποχής* ό πνευματικός άναπροσανατολισμός στο πρόβλημα τής μεταφυσικής γίνεται, μέ άλλα λόγια, αισθητός στήν συνάφειά του μέ μιά βαθειά ιστορική τομή. Ό Bacon, όπως καί πλεΐστοι διανοητές τών πρώιμων Νέων Χρό­ νων,463 πιστεύει, ότι veritas filia temporis, ότι δηλ. ή άλήθεια δέν είναι εξαρχής δεδομένη, παρά γνωρίζεται βαθμιαία μέ τήν πο­ ρεία τού χρόνου, κι ότι επομένως ή άρχαιότητα ενσαρκώνει τό νηπιακό στάδιο τής άνθρωπότητας,464 ένώ ή σύγχρονη εποχή τήν 463. Βλ. σχετικά Gentile, Veritas filia temporis = Bruno e il pensiero del ϋίη .,2 2 7 κ έ. 464. Novum Organum, I, 71 =Works, 1 , 182* πρβλ. Redargutio Philosophiarum = Works, III, 563.

BACON ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

189

ώριμη ήλικία της, πού ξεπερνά πνευματικά όλες τις προγενέστε­ ρες.465 Ά π ό τήν άντίληψη τούτη πηγάζει ή σχεδόν άλαζονική, κά­ ποτε, αύτοπεποίθηση, μέ τήν οποία δ Bacon άντιμετωπίζει τήν άρχαία καί τήν σχολαστική σκέψη. Ιδιαίτερο ένδιαφέρον για τδ πρόβλημά μας έχει, βέβαια, ή κριτική τού Bacon στον Πλάτωνα καί στον ’Αριστοτέλη, δπου ή άντίθεση (νεότερης) φυσικής καί (παραδοσιακής) μεταφυσικής ήδη παίζει σημαντικό ρόλο. Τον πρώτο δ Bacon τον θεωρεί περισσό­ τερο εύφάνταστο ποιητή παρά μεθοδικό φιλόσοφο.466 Γέννημα φαν­ τασίας τού φαίνεται ή θεωρία των ιδεών,467 κι εξίσου άσύστατη χαρακτηρίζει τήν άποψη, δτι οι άλήθειες είναι έμφυτες στο νού.468 Τό βαρύτερο παράπτωμα τού Πλάτωνα είναι, λοιπόν, δτι άπόκοψε τό άνθρώπινο πνεύμα άπό τον φυσικό χώρο τής δράστηριότητάς του, πουναι τά «ίδια τά πράγματα», γιά νά τό στρέψει σε νεφελώ­ δεις κατασκευές.469 Ή ένασχόληση τού Πλάτωνα μέ τήν φύση δεν ήταν αυτοσκοπός, παρά συναπτόταν μέ τις γενικότερες ήθικοπολιτικές του έπιδιώξεις, μέ άποτέλεσμα νά άεροβατεί ή φυσική του, ή δποία είναι δλότελα διαβρωμένη άπό τήν θεολογία, δπως δεί­ χνουν τόσο ή καταφυγή στις άφηρημένες, τάχα κοσμοπλάστρες ιδέες δσο καί τό χαμηλό έπιστημονικό επίπεδο τής πλατωνικής επαγωγικής μεθόδου.470 Ή κατάλυση τής άνεξαρτησίας καί ή συ­ νακόλουθη παραμόρφωση τής φυσικής είναι μιά άπό τις κεντρικές μομφές τού Bacon καί προς τήν κατεύθυνση τού ’Αριστοτέλη. Στήν περίπτωση αύτή ή κύρια ευθύνη πέφτει στήν διαλεκτική (λο­ γική), στήν δποία δ ’Αριστοτέλης υπέταξε τήν έρευνα τής φύσης, συγκροτώντας τον κόσμο μέ βάση τις κατηγορίες. Προβάλλοντας τις λογικές έννοιες στά πράγματα, έδωσε στά τελευταία φανταστι­ κές ιδιότητες καί διαστρέβλωσε κατά τις έπιθυμίες του τήν έμπει465. De Augmentis Scientiarum, VIII, aphor. 97 = Works, I, 827/8.

466. Gogitata et visa = Works, III, 602. 467. Novum Organum, I, 51 = W orks, 1 , 169. Οί Ιδέες γίνονται δε­ κτές μονάχα άν σημαίνουν τούς γενικούς νόμους τής κίνησης (πρβλ. δσα γρά­ φουμε παρακάτω γιά την βακώνεια έννοια της μεταφυσικής).

468. Temporis Partus Masculus, II = Works, III, 530/1. 469. 6π. παρ.

470. Redargutio Philosophiarum = Works, III, 569.

190

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ρία* εξίσου επιζήμια στάθηκε ή εφαρμογή τής διαλεκτικής καί στην μεταφυσική.471 Ό Bacon άναγνωρίζει, δτι ό ’Αριστοτέλης επεξερ­ γάστηκε εμπειρικό υλικό κι έδωσε στήν αισθητήρια γνώση τά δικαιώματά της, δμως αυτά δλα έπεσαν στό κενό έξαιτίας τής δια­ λεκτικής, ή οποία σημαίνει άφαίρεση άπό τά πράγματα καί προσπά­ θεια θεωρητικού δαμασμοΰ τους μέ την βοήθεια κούφιων λέξεων.472 Καί σά νά μήν έφταναν αυτά, ό ’Αριστοτέλης καταπολέμησε εξον­ τωτικά δλες τις προγενέστερες φιλοσοφίες, γιά νά επιβάλει τον αύθαίρετο δογματισμό του καί νά θεσπίσει τήν ολέθρια αρχή τής αύθεντίας.473 Καί άπό τήν άποψη- αύτή, άλλά καί έξαιτίας τής επί­ δοσής τους στήν άνώφελη κενή λεπτολογία, οί σχολαστικοί άποτελοΰν άντάξιους έπιγόνους τού ’Αριστοτέλη, αυτού τού «χείριστου σοφιστή».474 Στήν ϊδια περικοπή 6 Bacon κατακρίνει τούς σχολα­ στικούς γιά δ,τι είχε κατηγορήσει καί τόν Πλάτωνα, χρησιμο­ ποιώντας μάλιστα τις ίδιες σχεδόν λέξεις: δτι άποκόπηκαν άπό τόν αισθητό κόσμο κι άπό τό φως των πραγμάτων καί τής ιστορίας. "Οπως^γράφει άλλού, πέρα άπό τήν λατρεία τής αύθεντίας καί τήν γενική στειρότητά τους, τά έργα των σχολαστικών χαρακτηρίζον­ ται άκριβώς άπό τό δτι στις λεπτεπίλεπτες .λογικές τους κατασκευές δεν άντιστοιχεϊ κανένα ούσιαστικό άντικείμενο.475 Καταλαβαίνουμε, τώρα, ποιος είναι ό θεωρητικός στόχος τού Bacon: νά καθιερώσει σάν μόνο νόμιμο καί γόνιμο χώρο άσκησης τής έλλογης πνευματικής δραστηριότητας τού άνθρώπου τήν φυ­ σική, καί μάλιστα στήν έννοιολογική της άντίθεση πρός τήν (πα­ ραδοσιακή) μεταφυσική. *Αν ή παρότρυνση τούτη πάρει μορφή’ ιστορικής διαπίστωσης, τότε σημαίνει, δτι ή μεταφυσική άνθεί μόνο εκεί δπου ή φυσική είναι άδύναμη, δπως καί τό άντίστροφο. Ό Bacon προτείνει, έτσι, μιά γενετική ερμηνεία τής μεταφυσικής, πού είναι ένδεικτική γιά τή νέα κατάσταση, πού διαμόρφωσε ή 471. Novum Organum, I, 63 = Works, 1 , 173/4. ΙΙρβλ. δπ. παρ. (προ­ ηγούμενη σημ.), 566.

472. Cogitationes de scientia humana = Works, III, 188. 473. Novum Organum, I, 67 = Works, 1 , 178. 474. Temporis Partus Masculus, II = Works, III, 529/30. 475. Cogitationes de scientia humana = Works, III, 187* Πρβλ. Advancement of Learning, I = Works, III, 285 κέ.

BACON ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

191

έμφάνιση τής καινούργιας φυσικής: ή ανάπτυξη κι ή διατήρηση τής μεταφυσικής χαρακτηρίζει το στάδιο εκείνο τής ιστορίας, στο όποιο οί άνθρωποι δεν γνώριζαν κατά βάθος ούτε κι έξουσίαζαν σε άποφασιστικό βαθμό τήν φύση: ή μεταφυσική δεν αποτελεί, λοιπόν, τήν βαθυστόχαστη εύρεση τής όντολογικής ρίζας τής φύ­ σης, παρά τήν κρυμμένη πίσω άπό φαντασιώσεις άγνοια καί άδυναμία των άνθρώπων μπροστά της. Οί μεταφυσικοί, γράφει ό Bacon, συνήθως δεν διστάζουν νά διατυπώνουν νόμους γιά τά πάντα* στις νηφάλιες ώρες τους, ωστόσο, παραπονιούνται γιά τήν μυστηριώδη ύφή τού φυσικού κόσμου καί τήν άδυναμία τού αν­ θρώπινου νού, μεταβάλλοντας, έτσι, αύτάρεσκα τήν άνεπάρκεια των γνώσεών τους σε συκοφαντία τής φύσης.476 'Ώστε μόνιμο κι άναγκαίο γνώρισμα τής μεταφυσικής τοποθέτησης είναι ή έλλειψη γνώ ­ σης καί κυριάρχησης τής φύσης. Σε τούτο τό πλέγμα πρακτικής άνημπόριας καί θεωρητικής στειρότητας, ό Bacon άντιτάσσει τήν άρχή verum factum convertuntur έφαρμοσμένη στήν φύση: ή φύση δηλ. μπορεί νά γνωσθεί άπό τον άνθρωπο καί νά υποταχτεί στήν εξουσία του, επειδή είναι δομημένη τό ίδιο δπως καί τά έργα των άνθρώπινων χεριών* φύση καί ανθρώπινα δημιουργήματα διακρίνονται μονάχα ως προς τήν ποιητική τους αιτία, δχι ως προς τήν ύφή τους.477 ’Έ τσι άνατρέπεται ή άριστοτελική άντίληψη των σχέσεων άνάμεσα σε φύση καί τέχνη, δπου ή δεύτερη παρουσιαζό­ ταν σάν προσπάθεια μίμησης τής πρώτης καταδικασμένη νά παραμείνει αιώνια άτελής. ‘ Η τέχνη δηλ. φαινόταν υποδεέστερη άπό τήν φύση, δσο ή τελευταία, 6ντας άπρόσιτη στήν άνθρώπινη γνώ ­ ση καί κυριαρχία, γινόταν άντιληπτή σάν πεδίο μεγαλύτερης ή μικρότερης δραστηριότητας υπερβατικών δυνάμεων, οπότε καί ή φυσική έπιστήμη εμφανιζόταν σάν παράρτημα ή (κατά προσέγγι­ ση) εφαρμογή τής μεταφυσικής. Ώ ς προς τις υπερβατικές δυνά­ μεις ή φύση παρέμενε κι αύτή, βέβαια, άτελής, ώς προς τήν άν­ θρώπινη τέχνη, δμως, είχε τό πλεονέκτημα ν’ άντικαθρεφτίζει, όσοδήποτε θαμπά κι άτακτα, τήν παρουσία καί τήν ενέργεια τών δυνάμεων εκείνων, δπως, άλλωστε, έδειχνε κι ή άνθρώπινη άδυ476. Novum Organum, I, 75 = W orks, IV, 75. 477. Temporis Partus Masculus, II = W orks, III, 531, πρβλ. σ. 592 στον ίδιο τόμο.

192

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ναμία ούσιαστικού δαμασμοΰ της. Ό χωρισμός τής φυσικής άπό την μεταφυσική συμβαδίζει, άντίστροφα, με την προσέγγιση φύ­ σης καί τέχνης^ δπου μάλιστα ή νέα δυνατότητα έξουσιασμοΰ τής φύσης γεννά την εντύπωση, οτι ή τελευταία είναι, δομημένη σύμ­ φωνα μέ τήν έσώτερη λογική των άνθρώπινων τεχνικών δημιουρ­ γημάτων — έντύπωση πού έκφράζει, βέβαια, τήν αύτοπεποίθηση τού homo faber καί συνάμα τό νέο πρωτείο τής άνθρωπολογίας άπέναντι στήν θεολογία. Ή πίστη στις δυνατότητες τής τεχνικής συνοψίζει κι άποκρυσταλλώνει πρακτικά δλες τις παραπάνω κο­ σμοθεωρητικές μετατοπίσεις, καί ό Bacon τής δίνει διατύπωση άδρή καί θεωρητικά γενικευμένη. *Αν ό πνευματικός του κόσμος οφείλει πολλά σε έργα άφιλοσόφητων συγγραφέων τού 16ου, οί όποιοι διέθεταν τεχνικές έμπειρίες καί άπ’ αύτή τή σκοπιά άπόρριπταν τήν βιβλιακή σοφία καί τήν άρχαιολατρία, δμως ό ίδιος, δπως άργότερα κι ό Boyle, άπορρίπτει τον στενό πρακτικισμό τους, πιστεύοντας, δτι τήν κατάλυση τού πρωτείου τής θεωρητικής ζωής θά πρέπει νά τήν αντικαταστήσει μιά ένότητα θεωρίας καί πρά­ ξης, αλήθειας καί χρησιμότητας, ή όποια άκριβώς θά έγγυάται τήν ουσιαστική καί μακρόπνοη πραγματοποίηση των άνθρώπινων πρα­ κτικών σκοπών.478 'Όπως καί νάχει, ή άνατροπή τών παραδοσια­ κών ιεραρχιών καί προτεραιοτήτων είναι ριζική καί άμετάκλητη. Μιά άπό τις συνέπειές της είναι ή άντικατάσταση τού κλασσικού ιδεώδους τύπου τού μεταφυσικού φιλοσόφου, ό όποιος χάρη στήν δύναμη τής μοναχικής του ένατένισης συλλαμβάνει τις βαθύτερες αίτιες τών δντων, άπό τό δραμα μιας σχεδιασμένης συλλογικής πνευματικής έργασίας, πού βρίσκεται σέ στενή επαφή μέ τις πρα­ κτικές άνάγκες τής κοινωνίας καί συνάμα κάνει άδιάκοπες καί άπτές προόδους.479 *Η άντίληψη τού Bacon γιά τήν ύφή καί τό έργο τής λογικής παραλλάζει άναγκαστικά άπό τήν αριστοτελική, άφοΰ συναρτάται στενότατα μέ τήν ιδέα μιας φυσικής επιστήμης, ή οποία δέν ένδια478. Rossi, Filosofi, 11 κέ., 148 κέ. 'Όπως ό Rossi, έτσι καί ό Arm­ strong, Metaphysics, 10/1, άντιτίθεται ορθά στήν διαδεδομένη προκατάληψη γιά τον μονόπλευρο πρακτικιστικό-ώφελιμιστικό προσανατολισμό του

Bacon. 479. Advancement, I = Works, III, 289/90.

BACON ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

193

φέρεται γιά κάποια πάγια κι άμετάβλητη θεώρηση τής φύσης σέ συμφωνία μέ κάποιαν εξίσου πάγια μεταφυσική, παρά για την δυναμική της σύλληψη σέ συνάφεια μέ την διαμόρφωσή της άπό τήν συνειδητή άνθρώπινη δραστηριότητα.480 'Ό πως, δμως, παρα­ τηρήσαμε κιόλας, ό Bacon δέν έπιχειρεί τήν άναίρεση ή τροπο­ ποίηση τής άριστοτελικής λογικής ex nihilo καί μέ άποκλειστική άφετηρία τήν φυσικοεπιστημονική του τοποθέτηση, παρά υιοθετεί κι έμβαθύνει τήν σχετική προεργασία των άνθρωπιστών, ή οποία, άλλωστε, τού ήταν άμεσα γνωστή άπό τις τοτινές άγγλικές συζη­ τήσεις κι έ'ρευνες πάνω στο πρόβλημα τής ρητορικής.481 Έ τσ ι, 6 Bacon μπορεί σέ γενικές γραμμές νά θεωρηθεί, δπως κι ό Fracastoro προηγούμενα, εφαρμοστής των μεθόδων τής άναγεννησιακής ρητορικής δχι πιά στον χώρο των κοινωνικών φαινομένων, παρά (πρωταρχικά, τουλάχιστο) τών φυσικών έπιστημών* καί άπό τήν άποψη αύτή, λοιπόν, δπως κι άπό άλλες, στέκει στό μεταίχμιο άνάμεσα στήν ’Αναγέννηση καί στήν καινούργια φυσική έπιστήμη, τής οποίας ή μέθοδος, καθώς είναι γνωστό, είναι μαθηματική καί γ ι’ αύτό άληθινός της πατέρας παραμένει ό Galilei κι δχι ό Ba­ con.482 Παρόλα αύτά πρέπει νά παρατηρηθεί, δτι ή ιδιαίτερη σχέ­ ση τού Bacon μέ τήν φυσική έπιστήμη, έ'στω κι αν αύτή δέν έχει άκόμη μαθηματικοποιηθεί, άσκεί μιάν δχι εύκαταφρόνητη επί­ δραση καί στον τρόπο, μέ τον όποιο άφομοιώνεται ή άξιολογεΐται άπό μέρους του ή μεθοδολογική προεργασία τών άνθρωπιστών. Αύτό τό βλέπουμε καθαρά στήν άντιμετώπιση τού κεντρικού προ­ βλήματος τής inventio. Καταρχή ό Bacon άκολουθεί τήν άνθρωπιστική παράδοση άπό τον Agricola καί μετά, δταν χωρίζει τις artes intellectuales σέ τέσσερα μέρη, τοποθετώντας τήν inventio πριν άπό τό iudicium καί δίνοντας τις δύο τελευταίες θέσεις στήν μνημονική καί στήν

480. Farrington, Bacon, 94. 481. Γ ιά τό σημείο τούτο βλ. Wallace, Bacon on Communication, 185 κέ., κι έπίσης Jardine, Bacon, ίδ. 66 κέ. 482. Rossi, Bacone, 504 κέ. Στις σχέσεις του Bacon μέ τον Ramus ό Rossi άφιερώνει πολλές άξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις, βλ. 18. 354 κέ., 381 κέ., 452 κέ.

194

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

διδακτική τέχνη.483 'Όμως ό Bacon δέν ικανοποιείται, δπως οί άνθρωπιστές, μέ την πρόταξη τής inventio άπέναντι στο iudicium, παρά κάνει ένα άποφασιστικό βήμα παραπέρα ξεχωρίζοντας δύο διαφορετικά είδη inventio: τό πρώτο άναφέρεται στις επιστήμες καί στις τέχνες, ενώ τό δεύτερο χρησιμεύει στήν ρητορική μέ τήν εύρεία έννοια. ’Αξιοσημείωτο είναι, τώρα, δτι ό Bacon δέν θεωρεί τήν ρητορική inventio ως γνήσια, άφού, δπως γράφει, inventio σημαίνει ν’ ανακαλύπτουμε δ,τι δέν γνωρίζουμε κι δχι ν’ άνακεφαλαιώνουμε ή νά τακτοποιούμε δσα ήδη γνωρίζουμε. Μ’ αύτόν τον τρόπο έπικυρώνεται πανηγυρικά ή έπικράτηση τών καινούργιων φυσικοεπιστημονικών κριτηρίων άπέναντι στά άνθρωπιστικά-ρητορικά. Ξέροντας, δτι μιλά γιά κάτι καινούργιο, ό Bacon προσθέ­ τει, δτι, ένώ ή ρητορική inventio έχει καλλιεργηθεί, ή επιστημονι­ κή παραμένει άνεπεξέργαστη, κι ύπόσχεται ν’ άναλάβει τό έργο αύτό ό ίδιος (ή εκπλήρωση τής υπόσχεσής του θά πραγματοποιηθεί άργότερα στο Novum Organum484). 'Η άπόσταση τού Bacon από τούς άνθρωπιστές δείχνεται καί δταν υποστηρίζει —ενάντια στον Ramus—, δτι ή διδαχή τής γνώσης οφείλει νά εξυπηρετεί δχι μονάχα τήν σκόπιμη κι ωφέλιμη χρήση της, παρά καί τήν πρόοδό της* ή διδαχή οφείλει δηλ. νά μεταδίδει τή γνώση καί ταυτόχρονα νά τήν παράγει μέ τήν βοήθεια τής έπιστημονικής μεθόδου. Ό Bacon δέχεται, βέβαια, δτι ή ρητορική πρέπει νά παίξει ένα ρόλο στις σχέσεις τόσο μαθητών καί δασκάλων δσο καί τών μορφωμέ483. Ή παρακάτω άνάλυση στηρίζεται στήν Advancement of Learning,

11 = Works, III, 384 κέ. 484. ’Ιδιαίτερα πρέπει νά σημειωθεί εδώ ή διαφορά της βακώνειας καί γενικά νεότερης έπαγωγής άπό τήν αριστοτελική (πρβλ. δσα γράφουμε παρα­ πάνω, I 4α). Καί ό δικός του δρόμος, όπως καί ό άριστοτελικός, γράφει ό Bacon, άρχίζει άπό τις αισθήσεις καί τά έπιμέρους γιά νά καταλήξει στά γε­ νικότατα· δμως οί άριστοτελικοί περιορίζονται στήν επιπόλαια ένασχόληση μέ τά εμπειρικά δεδομένα, πού βιάζονται νά τά έγκαταλείψουν γιά νά πεταχτούν μ* ένα άλμα στις καθολικές έννοιες καί στις ούσίες, ένώ ή έπαγωγή στήν πραγ­ ματικότητα οφείλει νά έγκύψει σ’ αυτά μέχρις δτου βγάλει άπό μέσα τους τις όποιεσδήποτε γενικεύσεις της* ή καινούργια λογική οφείλει κι αύτή νά προ­ σποριστεί τις αρχές της άπό τήν έντρύφηση στις ειδικές έπιστημες (Novum Organum, Distributio καί I, 22 = Works, 1 , 136/7, 160. Πρβλ. Partis Instaurationis Secundae = Works, III, 547 κέ.).

BACON ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

195

νων συναμεταξύ τους, συνάμα δμως —άκολουθώντας την τάση πού γνωρίσαμε μιλώντας για τον Zabarella— τείνει σέ μιά δλο καί σα­ φέστερη διάκριση λογικής (ώς έπιστημονικής μεθόδου) καί ρητορι­ κής (ώς μορφής έπικοινωνίας κοινωνικών άτόμων). Έ νώ ή εκτί­ μησή του για την . ρητορική δείχνει τις άνθρωπιστικές του κατα­ βολές, οι άπόψεις του σχετικά με την άναγκαιότητα μιας καινούρ­ γιας μορφής inyentio τον δένουν με τις νεωτεριστικές τάσεις.485 'Η βακώνεια μεθερμηνεία των άριστοτελικών δρων «πρώτη φιλοσοφία» καί «μεταφυσική», τήν οποία θά μελετήσουμε τώρα, προϋποθέτει γενικά δχι μόνο δσες πεποιθήσεις του Bacon συνοψί­ σαμε στά παραπάνω (από τόν δραστικό χωρισμό φυσικής καί πα­ ραδοσιακής μεταφυσικής ίσαμε τήν άποκοπή τής λογικής, ώς επα­ γωγικής μεθόδου, άπο τήν ρητορική), αλλά καί δύο άκόμα στοι­ χεία. Το πρώτο είναι μιά μετατόπιση του ενδιαφέροντος (δπως είδαμε δτι εκδηλώνεται ήδη στον 16ο αί.) άπο τήν οντολογία στήν μελέτη τών γνωστικών δυνάμεων του άνθρώπου* στον Bacon ή τάση τούτη έχει ώς συνέπεια τήν άντικατάσταση τής άριστοτελικής ταξινόμησης τών έπιστημών με κριτήριο το άντικείμενό τους άπύ τήν ταξινόμησή τους μέ κριτήριο τήν διάκριση τών γνωστικών δυνάμεων σέ μνήμη, φαντασία καί Λόγο.486 Το δεύτερο, πάλι, στοιχείο μάς είναι γνωστό άπο τούς προβληματισμούς τών άνθρωπιστών καί του Zabarella: πρόκειται γιά τήν άπόρριψη τής σχολαστικοαριστοτελικής συγχώνευσης λογικής καί οντολογίας μέ σκο­ πό νά κατασφαλιστεΐ ή αύτοτέλεια καί συνάμα ή καθολική έφαρμοσιμότητα τής λογικής ώς μεθοδικού οργάνου. ’Ανεξάρτητα άπο τό πώς θ’ άντιλαμβανόταν ό Bacon στά καθέκαστα μιά τέτοια αύτοτελή λογική μέ καθολική ισχύ, γεγονός παραμένει, δτι τήν ρηξικέλευθη άντίληψή του γιά τήν «πρώτη φιλοσοφία» τήν άναπτύσσει γιά πρώτη φορά άπ* αφορμή τήν απόρριψη τής «ραψω.δικής», δπως εκφράζεται, συμπλοκής τής λογικής μέ τήν φυσική καί τήν θεολογία. Οι τομείς τής γνώσης, γράφει, δέν μοιάζουν μέ γραμμές, πού τέμνονται υπό ορισμένη γωνία, παρά μέ κλάδους ένός δέντρου, οί οποίοι ξεπετάγονται καί τρέφονται άπο τόν ενιαίο 485. Πρβλ. Howell, Logic and Rhetoric, 365 κέ. 486. Όλόκληρη ή παρακάτω άνάλυση στηρίζεται στήν Advancement of Learning, II = W orks, III, 330 κέ:, 350 κέ.

196

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

του κορμό. Τούτος ό κορμός είναι, ή «πρώτη φιλοσοφία», ή όποια άποτελεί μιά καθολική επιστήμη άνεξάρτητη άπό τις ειδικές καί (λογικά τουλάχιστο) πρότερή τους. 'Η πρώτη φιλοσοφία ορίζεται, λοιπόν, ώς κοινή παρακαταθήκη δλων των ωφέλιμων παρατηρή­ σεων κι άξιωμάτων, πού δέν έμπίπτουν στήν δικαιοδοσία κάποιου ειδικού κλάδου τής φιλοσοφίας ή των έπιστημών, παρά άναφέρονται σε δλους κι έχουν άνώτερο κύρος. Παραδείγματα τέτοιων αξιω­ μάτων είναι: «αν σέ άνισα προσθέσεις ίσα, ή ανισότητα παραμένει», «τά ίσα προς τρίτο είναι ίσα καί μεταξύ τους» κ.ο.κ. Έκτος άπ* αυτό, έργο τής πρώτης φιλοσοφίας είναι ή εξέταση γενικών σχέ­ σεων καί ιδιοτήτων, δπως ποσότητα, ομοιότητα, διαφορά, δυνατό­ τητα κτλ. — με τον δρο, βέβαια, δτι ή διαπραγμάτευσή τους δέν θά είναι άφηρημένη, παρά θά άναφέρεται στή συγκεκριμένη υπό­ στασή τους μέσα στήν φύση. Πράγματι, ή αντίληψη τού Bacon γιά έννοιες δπως οί παραπάνω άπέχει πολύ άπό τήν σχολαστικοαριστοτελική.487 Ό δεύτερος όρολογικός νεωτερισμός τού Bacon συνίσταται στο δτι παύει νά θεωρεί τήν «πρώτη φιλοσοφία» καί τήν «μεταφυσική» συνώνυμες, δίνοντας στήν δεύτερη έκταση καί άρμοδιότητα πολύ πιο περιορισμένη άπ’ δ,τι στήν πρώτη. "Αν δηλ. ή πρώτη φιλο­ σοφία πραγματεύεται αρχές καί έννοιες άναφερόμενες σ’ δλους τούς κλάδους τού επιστητού, ή μεταφυσική, δπως τήν ορίζει ό Bacon, πραγματεύεται τις πάγιες καί γενικές άρχές τής φυσικής. Είναι πρόδηλο, δτι ό Bacon δίνει αυτή τήν σημασία στήν μεταφυσική, τήν κάνει δηλ. κορωνίδα τής φυσικής, έχοντας στο νού του τήν έτυμολογία τού δρου, ή οποία τον τοποθετεί αύτόματα κοντά στήν φυσική, αν καί πάνω απ’ αυτή. Μ* αυτό τον τρόπο, δμως, άφαιρεΐ άπό τον δρο «μεταφυσική» ολόκληρο τό παραδοσιακό του βάρος, χωρίς παράλληλα νά τό μεταθέσει στον δρο «πρώτη φιλοσοφία», άφού αύτός έχει μονάχα έπιστημολογική κι δχι όντολογική σημα­ σία. "Όμως καί στήν «μεταφυσική» του άπαγορεύει ό Bacon δψιστες όντολογικές γνωστικές φιλοδοξίες, καί μάλιστα χρησιμο­ ποιώντας άγνωστικιστικά επιχειρήματα* έτσι ή άντίθεση προς τήν παραδοσιακή έννοια τής μεταφυσικής ύπογραμμίζεται άκόμη πε487. Γιά τό σημείο τούτο πρβλ. Anderson, Bacon, 214/5.

BACON ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

197

ρισσότερο.488 Ή «μεταφυσική» του, πιστεύει ό Bacon, βρίσκεται πιο κοντά στήν κορυφή τής φυσιογνωστικής* πυραμίδας άπ* δ,τι ή άπλή φυσική επιστήμη, άφου συνοψίζει μέσα της γενικές άλήθειες μέ καθολική ισχύ για τήν φύση* δμως δεν ταυτίζεται με τήν κορυφή τής παραπάνω πυραμίδας, δπου βρίσκεται το έσχατο μυ­ στικό τής Δημιουργίας, το όποιο κατέχει ό Θεός καί μόνο. Α π ο ­ κομμένη, λοιπόν, όλότελα άπό τήν θεμελιώδη προβληματική τής παραδοσιακής μεταφυσικής, ή μεταφυσική του Bacon άναπτύσσει τήν δραστηριότητά της πάνω στήν βάση ενός καταμερισμού έργασίας μέ τήν φυσική. Ό καταμερισμός τούτος προϋποθέτει, βέβαια, δτι ή βακώνεια «μεταφυσική» έχει σημαντικά κοινά σημεία μέ τήν φυσική. Πρώτα-πρώτα έχει κι αυτή άντικείμενο τον έμπειρικό φυσικό κόσμο καί δέν άσχολεΐται πιά μέ φαινόμενα άνθρώπινα καί πνευματικά* δεύτερο, δσο κι αν κάνει γενικεύσεις, είναι κι ή ίδια μέρος τής εμπειρικής έπιστήμης καί χρησιμοποιεί τήν ίδια μέθοδο μ* αύτήν, δηλ. δέν άποτελεΐ κάποια μεταεπιστημονική «φιλοσο­ φία»*489 τέλος, καί τής μεταφυσικής ό σκοπός είναι πρακτικός: δπως γράφει ό Bacon, δείχνοντας γιά μιάν άκόμα φορά τήν άπόστασή του άπό τόν στενό ωφελιμιστικό πρακτικισμό, οί «μεταφυ­ σικές» γενικεύσεις επιτρέπουν δράση πάνω στήν φύση σ’ έκταση πολύ μεγαλύτερη άπό τις μερικές κι αποσπασματικές άποφάνσεις τής άπλής φυσικής έπιστήμης. Ή «μεταφυσική» καί ή φυσική, τώρα, έξετάζουν τά φυσικά φαινόμενα άπό δύο διαφορετικές, άλλά καί συμπληρωματικές σκο­ πιές. 'Η πρώτη δηλ. προσπαθεί νά εντοπίσει τά γενικά, άφηρημένα καί πάγια στοιχεία τους, ένώ ή δεύτερη τά βλέπει στήν συγκεκρι­ μένη ύλικότητά τους κι επομένως στήν άστάθεια καί μεταβατικότητά τους. Χρησιμοποιώντας τήν άριστοτελική ορολογία, ό 488. Οί λόγοι της μεθερμηνείας του δρθυ «μεταφυσική» είναι δηλ. πο­ λεμικοί. Είναι έσφαλμένη ή άποψη του Armstrong (Metaphysics, 6, 29), δτι ό Bacon συνεχίζει νά χρησιμοποιεί τόν δρο «μεταφυσική» έπειδή τάχα συνε­ χίζει ν* άποδέχεται τήν άριστοτελική θεωρία τού είδους κι έτσι δέν μπορεί νά ξεφύγει άπό τήν παράδοση. 'Όπως θά δούμε άμέσως παρακάτω, άλλωστε, ό Bacon διόλου δέν ταυτίζει τό είδος ή τήν μορφή, δπως τά έννοεί αύτός, μέ τήν άριστοτελική ούσία, καί μάλιστα τήν δεύτερη. 489. Γιά τά δύο τούτα σημεία βλ. Wheatley, Redefinition, 493/4.

198

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Bacon λέει, δτι ή φυσική έρευνα τά ύλικά καί ποιητικά αίτια, ενώ ή «μεταφυσική» του τά μορφικά (ειδικά) καί τελικά. 'Όπως, δμως,^ διευκρινίζεται, οι μορφές (είδη), άντίθετα άπό τήν πλατω­ νική άντίληψη, δέν βρίσκονται κάπου έξω άπδ τήν ΰλη κι επίσης δέν συμπίπτουν μέ τις λεγόμενες δεύτερες ούσίες, πού νοητικά κρυσταλλώνονταν στύν ορισμό, δπως τον άντιλαμβανόταν ή άριστοτελική λογική. ’Έργο μας, λοιπόν, δέν είναι νά βρούμε καί νά ορίσουμε τήν μορφή (είδος) τού λιονταριού ή τού χρυσού π.χ., παρά μάλλον νά έπισημάνουμε καί νά κατατάξουμε, άνάγοντάς τες προηγούμενα στήν έσχατη υφή ή μορφή τους, τις θεμελιώδεις φυσικές ιδιότητες, δπως π.χ. το ψυχρό καί τό θερμό, τό βαρύ καί τό ελαφρό, τό πυκνό καί τό άραιό, τά χρώματα κτλ. κτλ. Τό σύ­ νολο των δυνατών μορφών τών φυσικών σωμάτων μπορεί, δπως πιστεύει ό Bacon, ν’ άπαρτίσει ένα άληθινό «άλφάβητο τής φύσης», τό όποιο θά μάς έδινε τήν δυνατότητα δχι μόνο νά τήν ξαναδια-’ βάσουμε,. άλλά καί νά τήν ξαναγράψουμε. Βέβαια, δταν ό Bacon μιλά γιά τις μορφές σάν έσχατα συστατικά στοιχεία τού κόσμου, θητεύει άκόμα σέ μιάν άντίληψη προμαθηματική* οί μορφές δηλ. δέν είναι μαθηματικοί νόμοι συνδυασμού τών έσχατων φυσικών στοιχείων — μολονότι ό Bacon συγκαταλέγει καί τά μαθηματικά στούς κλάδους τής μεταφυσικής του, άφού άναφέρονται στήν πο­ σότητα, δηλ. σέ μιάν άπό τις βασικές μορφές τών πραγμάτων. Τούτος ό συσχετισμός τών μαθηματικών μέ τήν καινούργια «με­ ταφυσική» είναι ενδεικτικός γιά τον άνεμο, πού είχε ήδη άρχίσει νά πνέει, αν καί παραμένει γεγονός, δτι ό Bacon άπό τήν άποψη τούτη παραμένει μάλλον παραδοσιακός. Θά ήταν, ωστόσο, άδικο νά τον θεωρήσουμε παραδοσιακό καί επειδή άναθέτει στήν «μετα­ φυσική» του τήν έρευνα δχι μόνο τών μορφικών-είδικών, άλλά καί τών τελικών αιτίων.490 Γιατί ό Bacon, ό όποιος άλλωστε σέ άλλη περικοπή χαρακτηρίζει άπερίφραστα «άγονη» τήν σχολαστικό αρι­ στοτελική άναζήτηση τελικών αίτιων στήν φύση,491 επωφελείται άπό τήν άναφορά του αυτή στά τελικά αίτια μόνο καί μόνο γιά νά υπογραμμίσει, δτι τά αίτια τούτα σέ έσχατη άνάλυση συμπί490. Τό λάθος αύτό κάνει ό Wheatley, παρ., 495. 491. De Augmentis Scientiarum, III, 5 = Works, I, 571.

BACON ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

199

πτουν μέ τά φυσικά αίτια σάν τέτοια, καί μόνο ή άνάστροφη θεώ­ ρηση των άποτελεσμάτων των φυσικών διαδικασιών κάνει τά άποτελέσματα τούτα νά έμφανίζονται σάν προθέσεις. Στην πραγματι­ κότητα ό Bacon διατυπώνει εδώ ένα επιχείρημα προσφιλές σέ όσους θά θελήσουν στην διάρκεια του 17ου καί του 18ου αί. νά κα­ ταπολεμήσουν την διδασκαλία τών τελικών αιτίων χωρίς νά συγκρουστουν κατά μέτωπο μέ την θεολογία: ότι δηλ. ό Θεός πραγμα­ τώνει τις προθέσεις του άκριβώς διαμέσου τής φυσικής νομοτέ­ λειας κι όχι άναιρώντας την.492 Μέ τήν καινούργια έννοια πού δίνει στον όρο «πρώτη φιλοσο­ φία» ό Bacon γίνεται ένας άπό τούς πρώτους μεγάλους εισηγητές τής ιδέας μιας καθολικής επιστήμης ικανής νά δείξει στις ειδικές επιστήμες τις γενικές τους καθοδηγητήριες άρχές.. Τούτο τό ιδεώ­ δες μιας γιγαντιαίας καί συνάμα άπλής ενοποίησης όλων τών χώ­ ρων του έπιστητοΰ γύρω άπό τον άξονα ολιγάριθμων κι έσχατων επιστημολογικών αρχών έκφράζεται άργότερα (σέ μαθηματική γλώσσα) άπό τον Descartes καί τον Leibniz κι άπηχεΐται έπίσης στις προσπάθειες τού 17ου αί. γιά τήν δημιουργία μιας λογικά ξε­ κάθαρης οικουμενικής γλώσσας.493 'Η άντιμεταφυσική αιχμή του γίνεται φανερή, αν σκεφτοΰμε, ότι ή ένοποίηση όλων τών γνωστι­ κών τομέων μέ κοινό παρονομαστή μερικές θεμελιώδεις άρχές άντιστοιχεί δομικά στο κοσμοείδωλο τής καινούργιας φυσικής, δηλ. στήν εικόνα ένός ομογενούς φυσικού κόσμου διεπόμενου άπό ενιαία νομοτέλεια. Έ τσ ι, άπό τήν στιγμή πού σ’ όλα αυτά θά προστεθεί καί ένα άκόμη στοιχείο, δηλ. ή (πρωταρχική) συγκέν­ τρωση τής νοητικής δραστηριότητας τού άνθρώπου στον φυσικό κόσμο, έκλείπει τόσο ή παραδοσιακή όντολογική ιεραρχία όσο καί ή συναφής μαζί της γνωστική ιεραρχία, ή οποία σήμαινε, ότι σέ κάθε όντολογικό έπίπεδο ίσχυε διαφορετικός τύπος γνώσης, οπό­ τε, βέβαια, ή άνώτατη μορφή γνώσης άναφερόταν στο άνώτατο όντολογικό έπίπεδο. Κόσμος καί γνώση ενοποιούνται καί άπλοποιούνται — καί μάλιστα τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας κάνει τήν 492. Βλ. π.χ. Gassendi, Syntagma Philos. II = Physica, Sect. I, Lib. VII, 7 = Opera, I, 494A, καί Boyle, A Free Inquiry into the received Notion of Nature = Works, V, 199. 493. Βλ. McRae, Unity of Science, καί Cohen, Project.

200

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

δομή του κόσμου άντικαθρέφτισμα τής δομής τής γνώσης. Ή τάση τούτη πρέπει νά έπισημανθεΐ ιδιαίτερα, αν θέλουμε νά κατα­ νοήσουμε την καθαρά επιστημολογική σημασία, πού πήρε συχνά ό δρος «μεταφυσική» από τον 17ο αί. καί μετά. Αρχικά, βέβαια, τόσο ό Bacon δσο καί ό Hobbes (δπως θά δούμε στο έπόμενο τμήμα αύτου του κεφαλαίου) μίλησαν γιά «πρώτη φιλοσοφία» μέ τήν δννοια τής επιστήμης των γενικών αρχών. "Οπως ξέρουμε, δμως, ήδη ό Boyle χρησιμοποίησε τον δρο «μεταφυσική» γιά ν* άποδώσει τήν ίδια έννοια, καί ή γλωσσική τούτη χρήση στις πλεΐστες περιπτώσεις επιβλήθηκε.

4. H ANTIMETΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ. GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

Στο μεγαλειώδες έργο του Galilei συνοψίζεται καί ταυτόχρονα βρίσκει για πρώτη φορά την κλασσική έννοιολογική της άποκρυστάλλωση ή μακρά εκείνη διαδικασία, μέσα στήν όποια τό πρω­ τείο τής certitude* objecti άντικαταστάθηκε άπό τό πρωτείο τής certitudo modi procedendi. *Αν τό αντικείμενο τής θεολογίας έχει περιωπή υψηλότερη, δμως ή έπιστήμη μάς δίνει μεγαλύτερη βεβαιότητα, υπογραμμίζει ό Galilei.494 ’Έ τσι έπισφραγίζει τήν κα­ τάργηση τής άναγκαστικής —σύμφωνα μέ τις παραδοσιακές με­ ταφυσικές ιεραρχήσεις— άναφοράς τής έλλογης γνώσης στήν σφαί­ ρα του υπερβατικού πνεύματος καί παράλληλα καθιερώνει ως μόνο νόμιμο καί γόνιμο χώρο έκδίπλωσης τής τέτοιας γνώσης τό Ε ν ­ τεύθεν, τήν έμπειρικά δεδομένη φύση* δπως δέν κουράζεται νά επαναλαμβάνει, άντικείμενο τής φιλοσοφικής σκέψης είναι «τό με­ γάλο βιβλίο τής φύσης»,495 δηλ. «ό αισθητός κόσμος».496 Βέβαια, μεταθέτοντας τον στόχο τής άνθρώπινης γνωστικής προσπάθειας, ό Galilei δέν μεταπηδά άπλώς άπό τό ένα έπίπεδο τής 7ϋαραδοσιακής όντολογικής ιεραρχίας στο άλλο, άφήνοντας άνέπαφη τήν έξωτερική διάρθρωση τής τελευταίας κι άνάλλαγη τήν εσωτερική υφή τών βαθμιδών της. ’Απεναντίας. Ή άπόφαση άναπροσανατολισμού τής γνώσης συνδέεται άναπόσπαστα μέ τήν έσωτερική κι έξωτερική άναδόμηση τής παραπάνω ιεραρχίας. Ό Galilei, μ’ άλλα 494. V, 324/5.

Επιστολή στήν Μεγάλη Δούκισσα τής Τοσκάνης (1615) = Opere

495: Dialogo, Epist. Ded.= Opere, VII, 27. 496. δπ. παρ., II = Opere, VII, 139.

202

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

λόγια, δέν άποδέχεται τήν παραδοσιακή μεταφυσική πεποίθηση, δτι ή φύση είναι όντολογικά υποδεέστερη, δηλ. έσωτερικά άσταθής κι επομένως οχι τέλεια γνώσιμη, για νά προσθέσει μονάχα, μέ τήν μετριοφροσύνη τού άγνωστικιστή, δτι δέν έχουμε άλλη έκλογή άπό τήν έλλειπτική τούτη γνώση — παρά προασπίζει ταυτόχρονα τόσο τήν άποκοπή τής γνώσης άπό τήν ύπερβατική σφαίρα δσο καί τήν διατήρηση τού έλλογου χαρακτήρα της, τήν οποία ίσαμε τότε μονάχα ό υπερβατικός προσανατολισμός φαινόταν νά έγγυάται. Ή βεβαιότητα τής μεθόδου προβάλλεται τώρα μέ τόση αύτοπεποίθηση άκριβώς έπειδή ή μετατόπιση τού γνωστικού έπιπέδου δέν ζη­ μιώνει στο παραμικρό τήν ποιότητα τής γνώσης. Ά ν δμως ή γνώση τής φύσης δέν ύστερεί, άπό τήν άποψη τής εύκρίνειας καί τής βεβαιότητας, σέ τίποτε άπό τήν προγενέστερη έσχατη μετα­ φυσική γνώση, τότε ό παραμερισμός τής τελευταίας διόλου δέν άποτελεΐ άπώλεια τόσο μεγάλη, δσο ισχυρίζονταν οί ύποστηρικτές της. ’Έ τσι, ή μεταβολή τής άντίληψης γιά τις δυνατότητες καί τήν υφή τής φυσικοεπιστημονικής γνώσης συμβαδίζει, δπως είπαμε ήδη, μέ τήν έγκατάλειψη των παραδοσιακών γνωστικών καί όντο­ λογικών προτεραιοτήτων. Αύτά σημαίνουν, δτι στον αισθητό, φυσικό κόσμο άποδίδεται τό κρίσιμο εκείνο γνώρισμα, τό όποιο ή παραδοσιακή μεταφυσική άπέδιδε στον κόσμο τον υπερβατικό, δηλ. ή έλλογη όντολογική υφή ως προϋπόθεση τής έλλογης νοητικής σύλληψης. Γνωρίζοντας καλά, πόσο έπαναστατικό είναι αύτό τό βήμα, ό Galilei τονίζει σέ κάθε εύκαιρία, δτι ή φύση είναι τέλεια διατεταγμένο δλο,497 δτι ένεργεΐ μέ άναγκαιότητα χωρίς νά παραβιάζει ποτέ τούς νό­ μους της498 κι δτι χρησιμοποιεί πάντοτε τά άπλούστερα μέσα.499 Άκριβώς τούτη ή έλλογη δόμηση τής φύσης έπιτρέπει, τώρα, τήν εφαρμογή τών μαθηματικών στήν φυσική500 κι έτσι έγγυάται σέ 497. δπ. παρ., I = Opere, VII, 43. 498. Επιστολή στόν Castelli άπό 21.12.1613 = Opere, V, 283. 499. Discorsi e dimostrazioni, III = Opere, VIII, 197. 500. Dialogo, I = Opere, VII, 38. Ή άναγκαία άύτή σχέση άνάμεσα στήν πεποίθηση γιά τήν έλλογη δομή της φύσης καί στήν έφαρμογή της μαθη­ μ α τικ ής μεθόδου στήν φυσική δείχνει, δτι ό Galilei δέν έγκολπώνεται τό μα­ θηματικό Ιδεώδες έπειδή τάχα πρόσκειται στήν πλατωνική φιλοσοφία. Γιατί,

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

203

τελευταία άνάλυση καί τήν βεβαιότητα τής μεθόδου, ή οποία άντιπαρατίθεται στήν μεταφυσική certitudo obiecti. Πρέπει νά πα­ ρατηρήσουμε έδώ, δτι ή σχολαστικοαριστοτελική άποψη δέν άμφισβητουσε τον ύψηλό βαθμό βεβαιότητας των μαθηματικών* επι­ φυλάσσοντας, δμως, τις έσχατες άλήθειες στήν μεταφυσική καί, άπό τήν άλλη πλευρά, άποκλείοντας τήν δυνατότητα εφαρμογής των άφηρημένων καί έλλογα δομημένων μαθηματικών πάνω στήν εμπειρικά δεδομένη μεταβλητή φύση, άφηνε τα μαθηματικά νά μετεωρίζονται δίχως δικό τους άπτό άντικείμενο άνάμεσα στήν μεταφυσική καί στήν φυσική.501 Ό Galilei, λοιπόν, δέν ανατρέπει τήν παραδοσιακή άντίληψη έπειδή δέχεται τήν βεβαιότητα τής μαθηματικής γνώσης σάν τέτοιας, παρά έπειδή πιστεύει στήν δυ­ νατότητα μαθηματικής σύλληψης τών φυσικών φαινομένων. Στήν σχολαστικοαριστοτελική άρνηση τής άντιστοιχίας άνάμεσα στις συγκεκριμένες ποιότητες τής φύσης καί στήν άφηρημένη ποσοτική θεώρηση τών μαθηματικών άντιτείνει, πώς δ,τι συμβαίνει στο έπίπεδο τών συγκεκριμένων μεγεθών συμβαίνει ταυτόχρονα καί πέρα άπό τό δτι ή μεταφυσική πλευρά του πλατωνισμού του είναι έντελώς ξέ­ νη, ή συνύφανση μαθηματικών καί φυσικής, δπως τήν έννοεΐ ό Galilei, είναι όλότελα διαφορετική άπό τήν πλατωνική. 'Όπως τόνισε όρθά ό Shapere (Des­ cartes and Plato, ίδ. 574/5) ένάντια στόν Koyre, ή πλατωνική φύση, άντίθετα άπό τήν φύση του Galilei, παραμένει άστάθμητη κι άλογη σέ μεγάλη τουλάχιστο έκταση· έπομένως ή χρήση τών μαθηματικών μέ σκοπό τήν γνώ­ ση της δέν έπιβάλλεται άπό τήν Εδια της τήν υφή, παρά έμπνέεται άπό τήν δική μας έπιδίωξη νά τακτοποιήσουμε μέ κάποιον τρόπο τά φυσικά φαινό­ μενα είσάγοντάς τους άπό τά έξω τήν όρθολογικότητα πού δέν διαθέτουν καθαυτά. Πρβλ. τήν έξαίρετη άνάλυση του McTighe, Galileos «Platonism», ίδ. 367, 370/1.Ό Strong (The Relationship..., ίδ. 355, 362) έπέμεινε Ιδιαί­ τερα στό δτι ό συνδυασμός μαθηματικών καί πειράματος, δπως τόν έπιχειρεΐ ό Galilei, είναι κάτι άγνωστο καί άδιανόητο στόν Πλάτωνα, καί έπίσης έπισήμανε στενές σχέσεις του Galilei μέ τήν τεχνική πράξη της έποχής του ως προϋπόθεση της μαθηματικής του φυσικής. Θεωρώντας τήν τέτοια έρμηνεία τής προέλευσης τών ιδεών του Galilei μονόπλευρη καί θέλοντας νά έξάρει τόν γενικό φιλοσοφικό τους χαρακτήρα, ό Cassirer υπεράσπισε τήν άποψη του Koyr6 γιά τόν πλατωνισμό του Galilei, δμως τό έκανε μέ τόσες έπιφυλάξεις (Mathematical Mysticism, ίδ. 342/3, 344, 346), ώστε ό Strong όρθά θεώ­ ρησε τήν έρμηνεία του Cassirer περισσότερο συγγενική μέ τήν δική του παρά μέ του Koyr£.

501. Kondylis, Aufklarung, 89.

204

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

στο έπίπεδο των άφηρημένων.502 Τούτη ή στενή άλληλουχία του λογικού καί του πραγματικού στοιχείου συνεπάγεται, 6τι ή μαθη­ ματική μέθοδος μπορεί, καί μάλιστα έπιβάλλεται, να είναι ars inyeniendi: γιατί, έφόσον ή πραγματικότητα είναι έλλογα δομη­ μένη, είναι καί προβλεπτή, δηλ. μέ βάση τα γνωστά της δεδομένα είναι δυνατό ν’ άνασυγκροτηθοΰν στα πλαίσια ενός έλλογα δομη­ μένου δλου καί τά ίσαμε τώρα άγνωστά μας* έ'ργο τής μεθόδου δέν είναι, λοιπόν, παρά ή εύρεση των άγνωστων μεγεθών μέσα στήν διαδικασία τής (άνα)συγκρότησης του έλλογου δλου μέ άφετηρία τά ύπάρχοντα δεδομένα. Ή μέθοδος πρέπει νάναι μαθηματική, γιατί άκριβώς ή εφαρμογή των μαθηματικών στον χώρο τών φυ­ σικών φαινομένων έπιτρέπει τήν έκφραση τών τελευταίων σέ μορ­ φή εξισώσεων, δπου οί άγνωστοι παράγοντες βρίσκονται μέ τήν βοήθεια τών γνωστών, οπότε άνοίγει 6 δρόμος τής inventio. Α ν τ ί­ θετα, ή άριστοτελική λογική, δπως γράφει ό Galilei, χρησιμεύει στήν inventio εξίσου λίγο δσο κι ή γνώση τής ποιητικής βοηθά στήν συγγραφή ενός ωραίου ποιήματος.503 Μέ άλλα λόγια: ή λο­ γική ελέγχει έκ τών υστέρων τήν τυπική ορθότητα τών συμπερα­ σμάτων, δμως δέν μπορεί νά διδάξει τον καλύτερο τρόπο γιά τήν εύρεσή τους.504 502. Dialogo, II = Opere, VII, 233. 503. Dialogo, I = Opere, VII, 59/60. 504. Discorsi e dimostrazioni, II = Opere, VIII, 175. Αύτή ή έντο­ νη άντιπαράθεση μαθηματικής μεθόδου καί άριστοτελικής λογικής έμπνέει προφανώς τόν ισχυρισμό του Gilbert, δτι δέν πρέπει νά υπερτιμούμε (δπως κάνει ό Randall π.χ.) τήν σημασία της έπίδρασης του Zabarella πάνω στήν χάραξη του μεθοδολογικού προσανατολισμού του Galilei, έφόσον ό πρώτος ούτε μαθηματικός ήταν ούτε καί δεχόταν τήν έφαρμογή τών μαθηματικών πάνω στά φυσικά φαινόμενα. "Ομως ό ίδιος ό Gilbert άναγνωρίζει, δτι μιά τέτοια έπίδραση θά ήταν δυνατή κάτω άπό δύο όρους: δτι υπάρχει έσωτερική συνάφεια άνάμεσα στήν μαθηματική σύνθεση κι άνάλυση καί στόν methodus compositivus καί resolutivus του Zabarella — ή δτι ό Galilei έπηρεάστηκε άπό τις τοτινές συζητήσεις γιά τήν δυνατότητα έφαρμογής της άριστοτελικής demonstratio στόν χώρο τών μαθηματικών (Galileo, 227, 229). Καί τά δύο αυτά είναι περισσότερο άπό πιθανά. 'Υπάρχουν, άλλωστε, περικοπές, δπου ό Galilei έπαινεΐ τά γόνιμα στοιχεία της άριστοτελικής μεθοδολογίας, βλ. π.χ. τήν έπιστολή στόν Liceti άπό 15.9.1640 = Opere, XVIII, 248/9 καί πρβλ. Macchie Solari, II = Opere, V, 138/9. Πρβλ. παραπ. σημ. 365.

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

205

Ή πεποίθηση γιά την έλλογη δόμηση τής φύσης απολήγει, λοιπόν, στήν μαθηματικοποίηση τής τελευταίας* σύμφωνα μέ την περίφημη φράση τού Galilei, τό βιβλίο τής φύσης είναι γραμμένο μέ γεωμετρικά σχήματα.505 Ό μως, άπό την στιγμή πού το δν ή δν άντικαθίσταται άπό το δν ή γεωμετρικόν σχήμα, έκλείπει αυτό­ ματα ή ίεραρχική πυραμίδα των ουσιών, ή οποία καταρτιζόταν έτσι, ώστε στήν κορυφή της να βρίσκεται ή καθαρή κι αναλλοίω­ τη έννοια τού δντος. 'Η κοινή κι άνεξαίρετη υπαγωγή των δντων στον κόσμο των γεωμετρικών μορφών τά ισοπεδώνει* τώρα πιά, όπως τονίζει ό Galilei, δεν υπάρχουν ούράνια καί γήινα, αιώνια καί φθαρτά, παρά δλα είναι εξίσου παλιά κι εύγενή.505 ’Ά λλωστε τίποτε δεν μπορεί ν’ άποτελέσει συστατικό μέρος τής φύσης, αν δεν είναι αιώνιο,506 άφού ή τάξη τού κόσμου είναι μία καί μόνη, δηλ. εξαρχής παραμένει ή ίδια.507 Μ’ αυτό τον τρόπο ό κόσμος ενο­ ποιείται οργανικά, δηλ. γίνεται ομοιογενής, κι εκλείπει ό κλασσι­ κός μεταφυσικός χωρισμός άνάμεσα σε είναι καί γίγνεσθαι, άπο τά όποια τό πρώτο έδινε βέβαιη, ένώ τό δεύτερο μονάχα πιθανή γνώση: τό είναι δεν άποτελεί τώρα τίποτε άλλο παρά τήν άμετάβλητη μαθηματική νομοτέλεια τού γίγνεσθαι. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό ό Galilei δέν φοβάται, δτι ή ούσιαστική άντικατάσταση τού αριστο­ τελικού πρωτείου τής στάσης άπό τό πρωτείο τής κίνησης, δπως γίνεται μέ τήν αρχή τής άδράνειας, θά μπορούσε νά θέσει σέ κίν­ δυνο τό ιδεώδες τής πάγιας μαθηματικής γνώσης. Δέν διστάζει, λοιπόν, ν’ άνατρέψει τις παραδοσιακές προτεραιότητες σέ τέτοιο βαθμό, ώστε νά έκδηλώνει άνοιχτά τήν προτίμησή του γιά τά κ ι­ νητά καί μεταβαλλόμενα πράγματα άπέναντι στ’ άκίνητα κι άμετάβλητα.508 Ό π ω ς θά δούμε μιλώντας καί γιά τον Hobbes, ή μεταβολή κι ή κίνηση, δντας οί ίδιες υποταγμένες σέ νόμους άμετακίνητους κι άμετάβλητους, συντείνουν άποφασιστικά στήν ένοποίηση τών όντολογικών έπιπέδων, άφού τίποτε δέν μένει έξω άπό τήν έμβέλειά τους κι άφού, έτσι, καταργείται ό άριστοτελικός χωρισμός τού κόσμου σέ μιά σφαίρα άναλλοίωτη καί σέ μιά σφαίρα 505. 506. 507. 508.

Saggiatore, 38 = Opere, VI, 319. Dialogo, II = Opere, VII, 160. Postille = Opere, VII, 700. Dialogo, I = Opere, VII, 83.

206

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

τής κίνησης καί τής φθοράς — χωρισμός πού στήριζε την όντολο­ γική υπεροχή τής στάσης άπέναντι στήν κίνηση. Ή στενή συνύφανση μεταφυσικής καί φυσικής στήν αριστο­ τελική φιλοσοφία είχε σάν συνέπεια τήν ριζική αλλαγή των σχέ­ σεων άνάμεσα σέ Έκείθεν καί Εντεύθεν άπό τήν στιγμή πού 6 χαρακτήρας τού δεύτερου άλλαξε ριζικά χάρη στήν οργανική του ενοποίηση καί στήν υπαγωγή του σέ μιά νομοτέλεια γνώσιμη μέ μαθηματικά μέσα. Μέ άλλα λόγια: ή άλλαγή τής δομής τού φυσι­ κού κόσμου άσκει σοβαρή έπίδραση δχι μόνο στον χαρακτήρα τού Θεού, άλλά καί στον καθορισμό των σχέσεων τού Θεού μέ τον φυ­ σικό κόσμο. Βέβαια, ό Galilei δέχεται κι αύτός τήν δυαρχία Θεού καί κόσμου ή πνεύματος καί ύλης, έφόσο τού φαίνεται αύτονόητο, δτι δημιουργός καί νομοθέτης τού γεωμετρικά δομημένου κόσμου μπορεί νάναι μονάχα ένας γεωμέτρης Θεός* μ* αύτή τήν έννοια γράφει, δτι ή φύση είναι εύπειθέστατη έκτελέστρια των κελευσμάτων τού Θεού.5·0®’Α.ν, τώρα, ή δυαρχία διατηρείται μέ τήν έννοια αυτή, ’δμως ταυτόχρονα υποσκάπτεται άκριβώς γιατί ό Galilei πιστεύει στήν άκριβή δομική άντιστοιχία άνάμεσα στήν μαθημα­ τική σκέψη τού Θεού καί στήν μαθηματική ιδιοσυστασία τού κό­ σμου.510 Ό αριστοτελικός Θεός, δντας άναλλοίωτη καί καθαρή νόηση, κινρύσε ένα κόσμο ριζικά διαφορετικό άπό τον ίδιο, δηλ. υλικό κι εν μέρει τουλάχιστον μεταβλητό καί φθαρτό* ό Θεός τού Galilei δημιουργεί ένα κόσμο, πού άποτελεί πιστό άντικαθρέφτισμα τής ίδιας του τής νόησης, κι αύτό, μέ τήν σειρά του, άνοίγει τον δρόμο στήν διαπίστωση τής στενής συγγένειας άνάμεσα σέ θεία καί άνθρώπινη νόηση, άφού κι ή τελευταία τούτη είναι σέ θέση, διεισδύοντας στήν μαθηματική φυσική νομοτέλεια, νά φτάσει σέ υψιστη ένταση.511 Αύτή ή (έστω καί μερική) σύμπτωση θείας καί άνθρώπινης νόησης πάνω στήν βάση τής μαθηματικής γνώσης ση­ μαίνει, δμως, δτι ό χαρακτήρας τής μεταφυσικής μεταβάλλεται ρι­ ζικά: ή γνώση τής θείας νόησης συμπίπτει μέ τήν γνώση έσχατων επιστημολογικών άρχών, άρα καί ή μεταφυσική μπορεί ν* άποτελέσει τήν συνόψισή τους. Μ’ αύτό τον τρόπο, καί μολονότι ό Ga509. Επιστολή στόν Castelli άπό 21.12.1613 = Opere, Υ, 282. 510. Πρβλ. Olgiati, Metafisica, 158/9. 511. Βλ. παραπ. II 2.

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

207

lilei δέν τό λέει ρητά κι ίσως ούτε καί τό συνειδητοποιεί, κινείται πάνω στον καινούργιο δρόμο τής μεθερμηνείας τής μεταφυσικής, πού άνοιξε ό Bacon, δίχως νά κάνει όποιαδήποτε άναφορά στον Θεό, καί πού οδήγησε, 8πως θά δούμε, στον Malebranche, 8ταν μαθη­ ματικά καί θεολογία συνδυάστηκαν συνειδητά.512 'Όμως ό Galilei κάνει κι Ικλλο ένα βήμα προς την άνατροπή τής δυαρχίας Θεού καί κόσμου, μολονότι καταρχή την άποδέχεται. ’Αφού ή θεία νόηση καί ή δομή τού κόσμου συμπίπτουν, τώρα πιά ό Θεός συλλαμβάνεται καί περιγράφεται σύμφωνα μέ τις άνακαλύψεις ή τις έπιταγές' τής φυσικής έπιστήμης. "Οσο κι αν αύτό δέν λέγεται ρητά, όμως το ποιον τού ’Εντεύθεν καθορίζει έμπρακτα τήν υφή καί τήν λειτουργία τού Έκεΐθεν.. Ό Θεός δεν μπορεί νά σκέπτεται ή νά κάνει τίποτε άλλο άπ’ ο,τι έπιβάλλει ή άμετάβλητη νομοτέλεια τού κόσμου, όπως τήν διατυπώνει ή μαθηματική φυσική. Ή μαθηματικοποίηση τού φυσικού κόσμου σήμαινε τήν αυτό­ ματη όντολογική του άνατίμηση, άφού τώρα θεωρούνταν έλλογα δομημένος κι έπιδεκτικός έλλογης σύλληψης — δπως άκριβώς θεω­ ρούνταν προτύτερα το (ΰψιστο) άντικείμενο τής μεταφυσικής. "Ο­ μως ή μαθηματικοποίηση, κι επομένως καί ή όντολογική άνατί­ μηση, ήσαν δυνατές μονάχα μέ τήν προϋπόθεση, οτι ό φυσικός κόσμος θά άπογυμνωνόταν άπό τις συγκεκριμένες αισθητές του ποιότητες, στις όποιες δέν μπορούν νά έφαρμοσθοΰν καθαρές μαθη­ ματικές σχέσεις. Ή όντολογική άνατίμηση τού φυσικού κόσμου διόλου δέν ταυτιζόταν, λοιπόν, μέ τήν άποδοχή ενός άκρατου έμπειρισμού. Πίσω άπό τον κυμαινόμενο κι έπιφατικό κόσμο των αισθήσεων παρουσιάστηκε καί πάλι, αν καί μέ όλότελα καινούργια σύσταση άπό πρώτα, ή «άληθινή» πραγματικότητα των καθαρών μαθηματικών μεγεθών, ή όποια, καθώς γράφει ό Galilei, είναι άμετάβλητη κι άπαλλαγμένη άπό συντυχιακές άλλαγές.513 Γιά νά γνωρίσουμε τήν έσώτερη μαθηματική υφή τών φαινομένων, πρέ­ πει νά τούς άφαιρέσουμε τό αισθητό, υλικό τους περίβλημα514. Βέ­ βαια, εδώ τόσο τά ποιοτικά-αίσθητά 8σο καί τά ποσοτικά-μαθηματικά μεγέθη άνήκουν στο ίδιο φαινόμενο, καί ή εύρεση τών δεύ512. Βλ. παρακ. II 5στ. 513. Discorsi e dimostrazioni, I = Opere, VIII, 51. 514. Dialogo, II = Opere, VII, 234.

208

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

τερών δέν σημαίνει ούτε εγκατάλειψη του φαινομένου για χάρη τής «ούσίας» του ούτε ένταξη τής «ούσίας» τούτης στην ιεραρχία των ουσιών: 6 δρόμος τής επιστροφής στον ,αριστοτελισμό έχει κλειστεί τελεσίδικα. Ά πό την άλλη πλευρά, δμως, παραμένει γε­ γονός, δτι ό Galilei άποκρούει την αόρατη άριστοτελική ιεραρχία των ουσιών καί, γενικότερα, τήν άριστοτελική μεταφυσική δχι άπλώς μέ βάση τήν κριτική τών άδυναμιών της ή άπό άγνωστικιστική σκοπιά, παρά άπό τήν σκοπιά μιας οργανωμένης καί πλή­ ρους θεωρίας γιά τήν «άληθινή» πραγματικότητα, πού κι αυτή είναι έξίσου υπεραισθητή δσο κι ή προηγούμενη — μολονότι δέν (θέλει νά) είναι ύπερβατική. Μέ τήν έννοια τούτη μπορεί νά γίνει λόγος γιά τήν «μεταφυσική φαινομενοκρατία» τού G alilei,515 καί

515. Τόν όρο χρησιμοποιεί ό Olgiati, Metaf., ίδ. 106/7, 162/3 (πρβλ. 132 γιά τήν έμμονή του Galilei στα φαινόμενα, παρά τόν χωρισμό τής ποιοτι­ κής καί τής ποσοτικής πλευράς τους). Καί ό Cassirer κάνει λόγο γιά μιά μετα­ φυσική του Έμμενοΰς (σέ άντίθεση μέ τήν μεταφυσική του ‘Υπερβατικού) στόν Galilei (Mathematical Mysticism, 343). *0 Penati, υπερασπίζοντας τήν διά­ κριση του Olgiati ανάμεσα σέ παραδοσιακή καί φαινομενοκρατική μεταφυσική απέναντι σέ δσους άπορρίπτουν κάθε σχέση του Galilei μέ όποιαδήποτε μετα­ φυσική, δέχεται, δτι ό Galilei είναι εχθρός τής μεταφυσικής, αν αυτή οριστεί ώς ζήτηση του όντως όντος, δμως είναι μεταφυσικός κι ό ’ίδιος, αν μεταφυ­ σική είναι γενικά ή ύπέρβαση τών άμεσων δεδομένων τής έμπειρίας μέ σκο­ πό τήν ζήτηση μιας βαθύτερης, «άληθινής» πραγματικότητας (Galilei, 451). Μολονότι ή διαφορά άνάμεσα στίς δύο αύτές έννοιες τής μεταφυσικής είναι προβληματική (τί διαστέλλει τήν α ή β ύπερεμπειρική πραγματικότητα άπό τό όντως δν; καί πώς ξέρουμε, δτι τό όντως όν παραμένει άνέφικτο καί άζήτητο, άπό τήν στιγμή πού άφήνουμε πίσω μας τόν κόσμο τής έμπειρίας;), ωστόσο θά μπορούσε νά υιοθετηθεί, αν πρωταρχικός σκοπός της είναι νά υπο­ δηλώσει, δτι ό Galilei, παρόλη τήν ύπέρβαση τής άμεσης αισθητής έμπειρίας, θεωρεί ώς μόνο νόμιμο καί θεμιτό χώρο δραστηριότητας τής έλλογης νόησης τόν φυσικό κόσμο. Ή άδιαφόριστη χρήση τού δρου «μεταφυσική» σέ άναφορά μέ τόν Galilei (βλ. π.χ. Crombie, Galilei, 356/7) φαίνεται νά έξυπονοεί μιάν (ιστορικά άνύπαρκτη) συνέχεια «τής» μεταφυσικής καί «τής» προβλη­ ματικής της. Ή διαστολή Έκείθεν καί Εντεύθεν έκπλήρωνε πρωταρχικά, τόσο στήν άρχαία δσο καί στήν χριστιανική μεταφυσική, ορισμένες ήθικέςκανονιστικές λειτουργίες* δμως οί λειτουργίες αύτές άτονοΰν τώρα έντελώς, άκόμα κι αν θά θέλαμε νά θεωρήσουμε τήν διαστολή τού Galilei άνάμεσα σέ μαθηματικό βάθος καί σέ αισθητή έπιφάνεια τών φυσικών φαινομένων σάν μεταμόρφωση τής παλιάς διάκρισης υπεραισθητού Έκείθεν καί αισθητού Ε ν ­ τεύθεν. (’Α ξίζει νά υπενθυμίσουμε, δτι ό Kaulbach, Einleitung, 121, χρη-

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

209

6 δρος- αυτός επιβεβαιώνει καθαυτός τήν άποψή μας, δτι, άκόμα κι δταν τά μεταφυσικά προβλήματα επιβιώνουν μετά τήν έμφάνιση τής μαθηματικής φυσικής, δμως άλλάζει ριζικά τό περιεχόμενό τους, εξαναγκάζοντας καί τον δρο «μεταφυσική» νά πάρει σημασίες άκριβώς άντίθετες μέ τις παραδοσιακές ή νά συζευχθεΐ μέ επίθετα, πού φαίνονται ν’ άντιφάσκουν κατευθείαν μαζί του. 'Ό πως καί νάχει, ή άμφιλογία των δρων είναι ενδεικτική γιά τήν κατάσταση, μέσα στήν όποια ξαναγεννήθηκε τό πρόβλημα τής ούσίας τήν ίδια άκριβώς έκείνη στιγμή, δπου παραμεριζόταν ή παραδοσιακή μετα­ φυσική. Μέ άλλα λόγια: τό πρόβλημα τής ούσίας, δπως τό γνώρι­ ζε ή παραδοσιακή μεταφυσική, παραμερίστηκε μαζί μέ τήν ίδια τήν μεταφυσική ώς έρευνα του οντος ή ον, δμως παραμερίστηκε στο δνομα μιας καινούργιας συνολικής αντίληψης γιά τήν πραγμα­ τικότητα, ή όποια τοποθετούσε τον «άληθινό» κόσμο πίσω άπό τήν άμεσα αισθητή πλευρά των φαινομένων, αν καί αύτή τήν φορά σέ άξεδιάλυτη συνάφεια μαζί της. Ό χωρισμός πρωτογενών-μα­ θηματικών καί δευτερογενών-αίσθητών ιδιοτήτων, μολονότι έπιτελεΐται μέσα στό φαινόμενο, υποβάλλει αύτόματα τήν εντύπωση, δτι εδώ έχουμε μιά νέα μορφή τής παλιάς σχέσης ούσίας καί συμβεβηκότων. Ό μ ω ς τώρα ή ούσία, πού στέκει πίσω άπό τις αισθη­ τές ιδιότητες, .είναι μαθηματικό μέγεθος, ποσότητα, πού βαστάζει ποιότητες — συμπίπτει δηλ. μέ ένα άπό τά άριστοτελικά συμβεβηκότα κι επομένως είναι όλότελα διαφορετική άπό τήν άριστοτελική ούσία κι έντελώς ξένη προς τήν ιεραρχία του οντος. Ό ριζικά καινούργιος χαρακτήρας του προβλήματος τής ούσίας ■γίνεται πρόδηλος κι άπό δύο άκόμη σημαντικές άπόψεις. Πρώταπρώτα, τώρα συνυφαίνεται προοδευτικά (άκόμα κι έξω άπό τό πλαίσιο τής μαθηματικής φυσικής) μέ τό πρόβλημα τής λειτουργίας, έτσι ώστε, δπως θά δούμε μιλώντας γιά τον Spinoza,516 ούσία καί λειτουργία φαίνονται κάποτε νά ταυτίζονται. “Ά ν δηλ. ή ούσία τών δντων έκφράζεται μέ μαθηματικά μεγέθη, τότε σέ τελευταία άνάλυση συμπίπτει μέ τήν άμοιβαία νομοτελειακή σχέση τών μεγεθών α ύτώ ν δπως είπαμε ήδη, τό είναι δέν άποτελεί εδώ τίποτε άλλο σιμοποιεΐ τόν δρο «άντιμεταφυσική μεταφυσική» γιά νά υποδηλώσει τό ένιαΐο νομοτελές κοσμοείδωλο τής μαθηματικής φυσικής). 516. Βλ. παρακ. II 5ε.

210

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

παρά την άμετάβλητη νομοτέλεια του γίγνεσθαι. Δεύτερο, εξίσου χαρακτηριστική για την εντελώς νέα τροπή, πού παίρνει το πρό­ βλημα τής ούσίας, είναι ή δλο καί στενότερη σύναψή του με την παράλληλα άναπτυσσόμενη γνωσιοθεωρητική προβληματική. Ό χωρισμός πρωτογενών καί δευτερογενών ιδιοτήτων θέτει μέ οξύ­ τητα άγνωστη στον άριστοτελισμό τό ζήτημα τής άξιοπιστίας τών αισθήσεων κι έπομένως τό ζήτημα τών σχέσεων καί τών αρμοδιοτήτων νόησης καί αίσθησης. Μολονότι, τώρα, ό Galilei δίνει μιαν ισχυρή ώθηση στήν γνωσιοθεωρία άπό τήν άποψη αυτή, ωστόσο ό ίδιος δεν δέχεται τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας, άν αύτό στηρίζεται στήν αντίληψη, δτι τό κοσμοείδωλό μας είναι συνάρτη­ ση καί άπόρροια τών γνωστικών μας δυνάμεων καί δτι ή έγκυρότητά του δέν μπορεί νά ελεγχθεί τελεσίδικα, άφού ή έσχατη ουσία τών πραγμάτων παραμένει άναγκαστικά άγνωστη για μάς. Ό Galilei υπογραμμίζει, βέβαια, σε διάφορες περιπτώσεις τήν σχετικότητα κι υποκειμενικότητα τής άνθρώπινης γνωστικής προ­ οπτικής* έτσι π.χ. γράφει, δτι έννοιες δπως «μεγάλος-μικρός», «κοντά-μακριά» κτλ. είναι σχετικές καί συνδέονται μέ γλωσσικές συνήθειες έξαρτημένες άπό τήν οπτική γωνία ορισμένων ύποκειμένων,517 κι επίσης, δτι οί δευτερογενείς ιδιότητες είναι συνάρτηση τών άνθρωπίνων αισθητηρίων καί δέν θά υπήρχαν, άν έλειπαν τά τελευταία.518 ‘Όμως δέν άμφιβάλλει, δτι οί πρωτογενείς ιδιότη­ τες, δηλ. οί γεωμετρικές μορφές καί σχέσεις, πού στέκουν πίσω άπό τά πλασματικά δεδομένα τών αισθητηρίων, δχι μόνο υπάρχουν άντικειμενικά, άλλά καί μπορούν νά γνωσθούν, μέ άδιάσειστη βε­ βαιότητα. Ή αντικειμενικότητα τής άνθρώπινης γνώσης έδράζεται άκριβώς στήν προτεραιότητα τής έλλογης τάξης τών δντων άπέναντι στήν έλλογη τάξη τής γνώσης.519 Μ* αύτή τήν έννοια, ή γνώση παραμένει υποταγμένη στο όν καί στήν ουσία. Ό μω ς ό ρι­ ζικά καινούργιος τρόπος, μέ τον οποίο τίθεται τό πρόβλημα τής ούσίας, έχει σάν συνέπεια, δπως εξηγήσαμε, νά προβάλλει ή γνω ­ σιοθεωρητική προβληματική δλο καί έντονότερα στο προσκήνιο. Περνώντας, τώρα, στον Gassendi, οφείλουμε έξαρχής νά διευ517. Dialogo, III = Opere, VII, 396 καί Saggiatore, 14 = Opere, VI, 264. 518. Saggiatore, 48 = Opere, VI, 350. 519. Dialogo, II = Opere, VII, 289.

GALILEI,'GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

211

κρινίσουμε, δτι ό Προβηγκιανός φιλόσοφος μονάχα κατά παρα­ χώρηση μπορεί να συγκαταλέγει στους έκπροσώπους τής νέας φυ­ σικής, άφου αύτή χαρακτηρίζεται πρωταρχικά άπό την εφαρμογή τής-μαθηματικής μεθόδου. *Άν, πάντως, ό Gassendi παραμένει ξέ­ νος στήν τελευταία, δμως διατυπώνει μέ δύναμη καί παρρησία ορι­ σμένες άπό τις βασικές κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις τής νέας φυσικής έπιστήμης, δπως π.χ. τήν άπόρριψη του ιδεολογικού μο­ νοπωλίου τής θεολογίας καί των αύθεντιών της καί τήν θεώρηση του έμπειρικοϋ κόσμου ως του μόνου δυνατού καί θεμιτού πεδίου δραστηριότητας τής άνθρώπινης νόησης. Σέ τούτο ό Gassendi μοιάζει μέ τόν Bacon, διδακτικότερη δμως άπό τήν άνάλυση των ομοιοτήτων του μέ τόν Bacon είναι ή επισήμανση των διαφορών του άπό τόν Galilei. Ό Galilei δηλ. πιστεύει, δτι ή μαθηματική γνώση μπορεί νά τόν οδηγήσει στήν ούσία των δντων, οπότε ή παραδοσιακή μεταφυσική καταρρίπτεται, έπειδή ή ούσία των δν­ των άποδείχνεται όλότελα διαφορετική άπ* δ,τι τήν φανταζόταν έκέίνη* άπεναντίας, ό Gassendi, γιά τόν οποίο τά μαθηματικά δέν έξηγούν τις αιτίες καί τις ουσίες των πραγμάτων, παρά χρησιμεύ­ ουν άπλώς στήν καλύτερη περιγραφή των φαινομένων,520 δέν είναι σέ θέση ν* άντιπαρατάξει στήν παραδοσιακή μεταφυσική μιά νέα βεβαιότητα πάνω στήν «άληθινή» φύση των πραγμάτων κι ένα συνεκτικό, δηλ. μαθηματικά διαρθρωμένο κοσμοείδωλο* έτσι, κύ­ ριο άντιμεταφυσικό του έπιχείρημα παραμένει ό άγνωστικισμός, ενώ τά ύπόλοιπα είναι κι αυτά άντλημένα άπό τήν γνωστή μας άνθρωπιστική φιλολογία τού 15ου καί 16ου αί. Ανάμεσα, λοιπόν, στήν υιοθέτηση τού άγνωστικισμού ως βασικού άντιμεταφυσικού δπλου καί στήν επιστημολογική υποτίμηση τών μαθηματικών υπάρ­ χει μιά άναγκαία λογική καί ιστορική σχέση.521 520. Exercitationes, II = Opera, III, 208Β-209Β. 521. Τό σημείο αύτό πρέπει νά τονιστεί ένάντια σέ έρευνητές, πού προ­ βάλλουν μονόπλευρα τήν σημασία της άνθρωπιστικής κριτικής στήν μετα­ φυσική για τήν γένεση της νεότερης έπιστήμης (π.χ. ό Gregory, Polemica, ίδ. 135/6, σέ σχέση μέ τόν Gassendi). Οί έρευνητές αύτοί δέν κάνουν τήν άναγκαία διάκριση άνάμεσα στίς κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις της νεότε­ ρης έπιστήμης^ καί στό συγκεκριμένο της περιεχόμενο* έπιπλέον, μολονότι όρθά διαπιστώνουν τήν έπίδραση τών άνθρωπιστικών μοτίβων, παραβλέπουν, 6τι ό δρόμος άπό τόν άνθρωπιστικό κύκλο Ιδεών στή νεότερη έπιστήμη δέν

212

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Καί στον Gassendi, τώρα, δπως καί στούς προγενεστέρους του άνθρωπιστές, ό άγνωστικισμός έχει δύο πλευρές: τήν (φιντεϊστική) άπόρριψη κάθε άνάμιξης τής μεταφυσικής ώς έλλογης γνώ ­ σης με τήν θεολογία522 καί τήν άρνηση τής γνωσιμότητας των ούσιών* δπως γράφει ό Gassendi, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ούσίες, παρά μόνο αισθητές ιδιότητες.523 Ό άγνωστικισμός τού­ τος έχει στόχο του τήν ολοκληρωτική άποκοπή τής φιλοσοφίας άπό τήν παραδοσιακή προβληματική των ύπεραισθητών δντων, ένώ άντίστοιχα ενισχύει τήν στροφή προς τήν αισθητό κόσμο.524 Σε άντίθεση με τούς άνθρωπιστές, βέβαια, για τον Gassendi αισθη­ τός κόσμος είναι πρωταρχικά ό φυσικός καί κατά δεύτερο μόνο λόγο ό κοινωνικός* τό βιβλίο τής φύσης πρέπει νά διαβάσουμε, αν θέλουμε νά μάθουμε κάτι τι σίγουρο.525 Ή προσκόλλησή του στήν προμαθηματική-άνθρωπιστική θεώρηση φανερώνεται, ώστόσο, καί πάλι, δταν χρησιμοποιεί τήν αρχή verum factum convertuntur γιά ν’ αποδείξει, δτι δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε όλότελα, δηλ. ώς ούσία, τήν φύση, άφού δέν τήν φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι* έτσι, ή άριστοτελική σχέση φύσης καί τέχνης παραμένει άθικτη.526 Έ νώ , λοιπόν, ό Galilei άρνιέται τήν γνωσιμότητα των ούσιών μονάχα στον βαθμό πού τό άπαιτεί ή πάλη ενάντια στήν παραδοσιακή μεταφυσική καί δέν διστάζει νά ισχυριστεί τόσο τήν πλήρη γνωσιμότητα τής φύσης (μέ τα μαθηματικά) δσο καί τήν δυνατότητα άνακατασκευής της (μέ τήν τεχνική) — ό Gassendi, δντας πολύ συνεπέστερος ώς άγνωστικιστής, στέκει, γ ι’ αύτό ακρι­ βώς, στον προθάλαμο μονάχα τών Νέων Χρόνων. είναι εύθύγραμμος, παρά κάνει μιά σοβαρή καμπή έκει δπου πρωτοδιατυπώνεται ή θέση, δτι ή φύση είναι έλλογα δομημέφ), δηλ. άποτελεΐ συνεκτικό σύνολο έλλογα γνώσιμων μαθηματικών σχέόεων. Καί έδώ, λοιπόν, 6πως°καί στήν συζήτησή μας γιά τήν διαμόρφωση της νεότερης μεθόδου, πρέπει νά θεωρήσουμε μονόπλευρη τόσο τήν «έπιατημονιστική» δσο καί τήν «άνθρωπιστική» άποψη. Πρβλ. παραπ. σημ. 365, 504. 522. Βλ. π.χ. Exercitationes, I = Opera, III, 108Β.

523. Ad librum D. E. Herberti Angli De Veritate Epistola = Opera, III, 413AB. 524. Exercitationes, I = Opera, III, 107B. 525. Examen Philosophiae Fluddi = Opera, III, 266. 526. Ad librum... Herberti = Opera, III, 413B-414A.

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

213

Ή κοσμοθεωρητική άπόφαση τής στροφής προς τον φυσικό κόσμο ώς τό μόνο θεμιτό καί γόνιμο πεδίο τής έλλογης δραστη­ ριότητας του άνθρώπου συνοδεύεται άπό μιά ρωμαλέα ρητορική στρεφόμενη ένάντια σε δσα στοιχεία τής σχολαστικής-περιπατη­ τικής φιλοσοφίας φαίνονται νά εμποδίζουν τήν άμεση κι ελεύθερη μελέτη τής εμπειρίας: τέτοια είναι ή πίστη στις αύθεντίες κι ή θεοποίηση του Αριστοτέλη, ή κατάπνιξη των άλλων φιλοσοφικών τάσεων κι 6 έξοβελισμός τής έρευνας για χάρη τής παράδοσης καί του δόγματος.527 Ή άδιαφορία τού σχολαστικού άριστοτελισμού άπέναντι στήν συγκεκριμένη ποικιλομορφία τής εμπειρίας έχει ώς συνέπεια δτι εδώ ή διαλεκτική παρουσιάζεται ώς γενική μέθοδος μέ ίσες δυνατότητες έφαρμογής σ’ δλα τά όντολογικά επίπεδα, ενώ, δπως πιστεύει ό Gassendi, κάθε τομέας τού επιστητού πρέπει νάχει τούς δικούς του γνωστικούς κανόνες, π.χ. ή άριθμητική τον λογι­ σμό, ή φυσική τήν αίσθηση κι ή θεολογία τήν άποκάλυψη.528 'Ό πως βλέπουμε, ή προάσπιση τής μεθοδολογικής πολυφωνίας άπό μέρους τού Gassendi συνάπτεται μέ τήν άρνησή του νά δεχτεί τήν καθολική ισχύ τού μαθηματικού τρόπου γνώσης: αν 6 Galilei ή ό Descartes συμφωνούσαν μέ τον Gassendi ώς προς τήν ταύτι­ ση τής θεολογίας μέ τις έξ άποκαλύψεως άλήθειες —πράγμα πού σήμαινε τήν αυτόματη έξωσή της άπό τον χώρο τής έλλογης νοητικής δραστηριότητας—, όμως είχαν όλότελα διαφορετικές άπόψεις ώς προς τήν δυνατότητα ύπαρξης μιας μεθόδου μέ καθολικές άξιώσεις, ή οποία, βέβαια, δέν θά ήταν πιά ή διαλεκτική, παρά ή μαθηματική. ’Ά ν, ώστόσο, ό Gassendi δέν κατανοεί τον τρόπο, μέ τον οποίο ή μαθηματική θεώρηση ένοποίησε δχι μόνο τά διάφορα έπίπεδα τού κόσμου, άλλά καί τήν δομή τού κόσμου μέ τήν δομή τής γνώσης, πάντως, σύμφωνα μέ τήν γενική τάση τής εποχής, συντείνει κι ό ίδιος στήν κατάλυση τής μεταφυσικής ιεραρχίας τών ούσιών, τόσο έπιστρέφοντας στον έπικούρειο-δημοκρίτειο άτομισμό δσο καί υιοθετώντας τή νομιναλιστική θέση, δτι υπάρχουν μονάχα άτομα, naturae singulares.529 Τούτο συνεπάγεται, φυσι527. Exercitationes, I = Opera, III, 111 κέ. 528. δπ. Trap., II = Opera, III, 152AB. 529. δπ. παρ., 159A. Πρέπει νά σημειωθεί, δτι ό Gassendi, δπως κι οί άνθρωπιστές, ένώ δέχεται τήν βασική τούτη θέση τού νομιναλισμού, παράλ-

214

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

κά, την άπόρριψη ολόκληρου του συστήματος, τής άριστοτελικής λογικής. Γιατί, αν ή ιδιαίτερη υφή του άτόμου (καί τίποτε άλλο έξω άπ* αύτήν) άποτελεί την ίδια την ουσία του, τότε τδ άτομο δεν μπορεί νά γνωσθεί μέ βάση τό προσεχές γένος καί τήν ειδο­ ποιό διαφορά.530 ’Άλλωστε, όπως ήδη είχαν τονίσει οί Vives καί Nizolio π.χ., είναι δυσκολότατο νά βρεθεί ή κάθε φορά πραγμα­ τική ειδοποιός διαφορά, έφόσο κάτι τέτοιο προϋποθέτει τήν εξαν­ τλητική γνώση 8λων άνεξαίρετα των ομογενών ή όμοειδών άτόμων.531 Επιπλέον, 6 άριστοτελικός ορισμός είναι αδύνατος, γιατί μάς εξαναγκάζει νά προσφεύγουμε δε γένη δλο καί εύρύτερα, ίσαμε νά φτάσουμε στο δν, πού όμως είναι έντελώς άόριστο.532 Μέ τήν άπόρριψη των καθολικών εννοιών συναρτάται, πάλι, ή κριτική στήν άπαγωγική μέθοδο καί στον συλλογισμό.633 Σέ δλα αύτά τά σημεία ό Gassendi επαναλαμβάνει τις γνωστές μας θέσεις τών άνθρωπιστών κι άντίστοιχα περιορισμένη παραμένει ή προσωπική του συμ­ βολή στήν άντιμεταφυσική έπιχειρηματολογία. Ό Hobbes συνειδητοποιεί πολύ βαθύτερα άπό τον Gassendi, δτι ένα άποφασιστικό γνώρισμα τής νεότερης φυσικής επιστήμης είναι ή ενότητα κι ομοιογένεια του κοσμοειδώλου της, ή οποία, δπως ξέρουμε, διέλυε τό κοσμολογικό πλαίσιο τής παραδοσιακής μεταφυσικής κι επομένως υπονόμευε καί τήν ίδια. Μολονότι ό Hobbes διακρίνει τά 8ντα σέ άνθρώπινα δημιουργήματα (μαθη­ ματικά καί ήθικοπολιτικά μεγέθη) καί σέ μή (φυσικά σώματα), ωστόσο δέν δέχεται, δπως ό Gassendi, τήν μεθοδολογική αυτο­ τέλεια τού κάθε τομέα, παρά περιορίζεται στήν διαπίστωση, δτι στήν μελέτη τής πρώτης άπό τις παραπάνω κατηγορίες ταιριάζει ή άπαγωγή, ενώ στήν μελέτη τής δεύτερης (περισσότερο) ή επα­ γω γή :534 άπαγωγή κι έπαγωγή παραμένουν, ωστόσο, οί δύο πλευ* ληλα θεωρεί τόν τελευταίο σάν μιά άπό τις τάσεις του σχολαστικού άρ ιστυτελισμοϋ (βλ. 112Α , δπου οί νομιναλιστές παρουσιάζονται, σάν όμάδα άντίστοιχη μέ τούς όπαδούς του Ά κυινάτη ή του Duns Scotus). 530. δπ. παρ., 184Β-. 531. δπ. παρ., 184Β-187Β. 532. δπ. παρ., 183Β-184Α. 533. δπ. παρ., 187Β -191Α .

534. De hoiiiine, X, 4-5 = Opera, I, 92/4 καί De Gorpore, XXV, 1 = Opera, I, 315/6.

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

215

ρές μιας καί μόνης μεθόδου, μιας καί μόνης φιλοσοφίας, άφοΰ φιλο­ σοφία δεν είναι παρά ή γνώση των άποτελεσμάτων μέ βάση τα αίτιά τους ή ή γνώση των αίτιων μέ βάση τά άποτελέσματα.535 Ή δισυπόστατη αύτή, άλλά ενιαία μέθοδος εφαρμόζεται πάνω σ’ ένα κόσμο έξίσου ένιαίο καί ομοιογενή, δηλ. κόσμο πού δεν γνω ­ ρίζει ποιοτικές διαφορές άνάμεσα στά διάφορα επίπεδά του, παρά άποτελεϊται αποκλειστικά άπό τά φυσικά σώματα καί τις νομοτελεΐς κινήσεις τους. Τό ρηξικέλευθο βήμα, πού κάνει ό υλιστής Hobbes πέρα άπό τον Galilei, είναι ή κατάργηση τής δυαρχίας όχι μονάχα μέσα στο κοσμοείδωλο, άλλά καί άνάμεσα σέ Θεό καί κόσμο. Μέ άλλα λόγια: ό υλισμός επιτρέπει στον Hobbes τήν ριζι­ κή καί τελεσίδικη κατάργηση κάθε διάκρισης άνάμεσα σέ Έκείθεν καί Εντεύθεν. Βέβαια, ό Hobbes, γιά εύνόητους λόγους, μιλά συ­ χνά γιά τον Θεο ώς δημιουργό τού κόσμου κτλ., πέρα όμως άπό τό γεγονός, ότι άποκλείει ρητά όποιαδήποτε άνάμιξη θεολογίας καί φιλοσοφίας, θεωρώντας τήν πρώτη θέμα πίστης καί μόνο,536 δια­ τυπώνει μέσα σχά πλαίσια τής φυσικής του φιλοσοφίας ορισμένες βασικές θέσεις, οί όποιες έ'μμεσα, άλλά —γιά τον προσεκτικό του­ λάχιστο άναγνώστη— σαφέστατα, κάνουν τήν ύπαρξη Θεού λογικά άδύνατη. Πρόκειται γιά θέσεις, πού συνάγονται κατευθείαν άπό τήν άντίληψη τού κόσμου ώς άθροίσματος κινουμένων υλικών σωμά­ των καί πού υποδηλώνουν λογικά, ότι καί ό Θεός θά πρέπει νάναι σώμα κινούμενο στά πλαίσια τού υλικού σύμπαντος — οπότε, βέ­ βαια, ή λέξη «Θεός» χάνει όλότελα τό νόημά της. Τό σόμπαν, γράφει ό Hobbes, είναι σώμα, δηλ. τρισδιάστατο μέγεθος, καί κάθε μέρος του είναι κι αύτό άναγκαστικά σώμα’ έπειδή όμως τ ί­ ποτε δέν μπορεί νά ύπάρξει έξω άπό τό σόμπαν, πού εξ ορισμού περιέχει τά πάντα, τότε καί τά λεγόμενα πνεύματα άποτελούν μοι­ ραία ύλικά κινούμενα σώματα, αν θέλουμε νά πιστέψουμε στήν ύπαρξή τους: άποκαλώντας τον Θεό «άσώματο» περισσότερο δεί­ χνουμε τήν πρόθεσή μας νά τον τιμήσουμε παρά κάποια συγκεκρι­ μένη γνώση τής υφής του.537 Ό Hobbes λέει ρητά, άλλωστε, ότι 535. De Corpore, 1 , 1 § 2 = Opera, 1 , 2. 536. 6 π . παρ., § 8 = Opera, I, 8. 537. Leviathan, 46, 34 = Works, III, 671 κέ., 380 κέ.

216

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΐ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ό Θεός ή ταυτίζεται μέ τό σύμπαν ή άποτελεί ένα μέρος του.638 Στήν πρώτη περίπτωση ή δπαρξή του δέν έχει πρακτική σημασία, εφόσον δέν σημαίνει τίποτέ για την ιδιοσυστασία του σύμπαντος, παρά μόνο για την ονομασία του. Ό μως καί στήν δεύτερη περί­ πτωση οι συνέπειες δέν είναι λιγότερο σημαντικές: γιατί, αν ό Θεός συμπίπτει μέ ένα μέρος τού σύμπαντος, τότε δέν μπορεί νά προϋπήρξε άπό τό σύμπαν καί νά τό δημιούργησε, άφού τό μέρος, ώς μέρος, δέν μπορεί νά προηγηθεί χρονικά άπό τό δλο, στο οποίο άνήκει. Ή ουσιαστική κατάργηση του Θεού συνέπεται έξίσου καί άπό τήν θεωρία τού Hobbes γιά τήν κίνηση. Σύμφωνα μέ τις άριστοτελικές προϋποθέσεις, ή κίνηση οφειλόταν στήν άμεση επαφή κινούντος καί κινουμένου, κι έτσι διακοπτόταν άναγκαστικά, μόλις ή έπαφή αύτή σταματούσε. ΙΥ αύτό, τό πρώτον κινούν, ό Θεός, έπρεπε νά παρέχει άδιάκοπα τήν κίνηση στον κόσμο, δηλ. δέν ήταν αρκετό νά τον θέσει μιά φορά γιά πάντα σέ κίνηση καί κατόπιν νά τον άφήσει νά διαιωνίζει μόνος του τήν κίνηση τούτη.539 'Όπως δείχνει τό γεγονός, δτι τό πρώτο κινούν θεωρούνταν τό ίδιο άκίνητο, ή άριστοτελική θεωρία γιά τήν κίνηση πήγαζε άπό τήν μετα­ φυσική πεποίθηση, δτι ή στάση, δντας τρόπος ύπαρξης τού άναλλοίωτου καί άφθαρτου, ήταν ύπέρτερη άπό τήν κίνηση, ώς πρόξενο άλλοίωσης καί φθοράς. ’Ανάμεσα στήν σχολαστικοαριστοτελική καί στή νεότερη άρχή τής άδρανείας υπάρχει, λοιπόν, μιά ουσιώδης διαφορά: σύμφωνα μέ τήν πρώτη, ένα σώμα παραμένει σέ στάση, έφόσο βρίσκεται σ’ αύτή, ή τείνει προς τήν στάση, έφόσο κινεί­ ται — ένώ, σύμφωνα μέ τήν δεύτερη, ένα σώμα, πού κινείται ομοιό­ μορφα, δέν τείνει προς τήν στάση, παρά παραμένει σέ διηνεκή κίνηση.540 Ή αύτοδιαιώνιση τής κίνησης, τήν όποια δέχεται άπό τούς πρώτους ό Galilei,541 άλλάζει δραστικά τον ρόλο τού πρώτου κινούντος καί μαζί τις σχέσεις Θεού καί κόσμου: μιά πρώτη ώθηση τού Θεού θεωρείται άρκετή γιά νά κινείται αιώνια ό κόσμος* ή συνεχής επέμβαση τού Θεού στον κόσμο παρουσιάζεται (τουλάχι538. 539. 540. 541.

Answer to Bramhall, Works, IV, 3.49. Wieland, Die aristotel. Physik, ίδ. 234, 236/7, 314/5, 336/7. Maier, An der Grenze von Scholastik, 185. Macchie solari, II = Opere, V, 134.

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

217

στο άπό τή σκοπιά τής νέας φυσικής) όλότελα περιττή. Ό Hobbes, τώρα, ό όποιος επαινεί τόν Galilei, ότι πρώτος αυτός άνοιξε τον δρόμο τής καινούργιας φυσικής άποκαλύπτοντας την υφή τής κ ί­ νησης,542 προχωρά ακόμη παραπέρα. Γι’ αύτόν δηλ. παύει να υπάρ­ χει ή στάση ώς άντίθεση προς την κίνηση* στάση καί κίνηση είναι μονάχα άντίθετα ονόματα, άφοΰ στήν πραγματικότητα ή κίνηση άνακόπτεται οχι μέ την στάση, παρά μέ μιαν άλλη κίνηση543. Ε π ο ­ μένως ή στάση μπορεί κι ή ίδια να προκληθεΐ μονάχα άπό μιαν άντίρροπη δύναμη, δηλ. άντίρροπη κίνηση. 'Όπως βλέπουμε, τώρα ή κίνηση γεννά τήν στάση, κι οχι άντίστροφα* κατά μείζονα λόγο, λοιπόν, μόνο ή κίνηση μπορεί νά παραγάγει κίνηση.544 ’Έ τσι, άναζητώντας τήν αιτία τής κάθε κίνησης σε μιάν αιώνια καθολική κίνηση κι οχι στο αιώνιο, άλλά άκίνητο κινούν,545 ό Hobbes άποκλείει τήν μεταφυσική έρευνα ώς άναζήτηση κάποιας πρώτης αιτίας. Ό Θεός, άπό αυτοτελής καί παντοδύναμη αρχή κι αιτία του κόσμου, μετατρέπεται σε άχνό φάντασμα, πού βαθμιαία διαλύε­ ται κι αυτό μέσα στο πλήθος των σωμάτων καί των κινήσεων. 'Η θεμελιώδης μεταφυσική διάκριση ανάμεσα σ’ Έκεΐθεν καί Ε ντεύ­ θεν άτονεΐ, έτσι, μπροστά στις έσχατες θεωρητικές συνέπειες τής νέας κοσμολογίας καί κινησιοθεωρίας. 'Η άναγωγή δλων των φαινομένων τού κόσμου (χωρίς νά έξαιροΰνται τά ήθικοκοινωνικά) σε σώματα καί κινήσεις συνεπάγεται τήν ταύτιση φιλοσοφίας καί φυσικής ώς γενικής θεωρίας των σω­ μάτων καί των κινήσεων. βΗ ενοποίηση τού κόσμου καί, παράλλη­ λα, των χώρων τού έπιστητού επιτρέπει τήν διαμόρφωση μιας γενικότατης έπιστήμης, πού τό έργο της συνίσταται στον ορθό καί πάγιο ορισμό όσων εννοιών θεωρούνται άπαραίτητες γιά τήν εξή­ γηση τής υφής καί τής γένεσης τών σωμάτων* πρόκειται γιά έννοιες όπως χρόνος, χώρος, μορφή, ΰ^η, ποιότητα, ποσότητα, ούσία, συμβεβηκός κτλ.546 Τήν γενικότατη τούτη επιστήμη ό Hobbes τήν 542. De Corpore, Epist. Dedicatoria = Opera, I (χωρίς άρίθμ. σελ.). 543. όπ. παρ.,ΙΙ, 9 § 7 = Opera, I, 111. 544. όπ. παρ.,110. 545. όπ. παρ., I, 6 § 5 καί XXVI, 1 = Opera, I, 62, 336. 546. Leviathan, 46 = W orks, III, 671 κέ. ’Εδώ στηρίζεται καί ή πα­ ρακάτω άνάλυση.

218

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ονομάζει «πρώτη φιλοσοφία». *Αν δέν θέλει νά χρησιμοποιήσει τον δρο «μεταφυσική», αύτό οφείλεται στο δτι τον βλέπει φορτι­ σμένο με δύο σημασίες, τις όποιες θέλει εξίσου ν’ άποφύγει: σύμ­ φωνα μέ τήν πρώτη, ή μεταφυσική άναφέρεται στά μετά την φυ­ σική άριστοτελικά έργα, ένώ σύμφωνα μέ τήν δεύτερη, πουναι ή προσφιλέστερη στούς σχολαστικούς θεολόγους, ή μεταφυσική άποτελεΐ φιλοσοφία ύπερ-φυσική. ‘ Η ταύτιση τής φιλοσοφίας μέ τήν φυσική, καθώς μάλιστα άντικατόπτριζε τήν ούσιαστική κατάργηση τής διάκρισης Έκεΐθεν κι Εντεύθεν, ήταν, βέβαια, άσυμβίβαστη μέ τήν άποδοχή μιας μεταφυσικής μέ τήν έννοια τούτη. Τό αξιο­ σημείωτο, ωστόσο, είναι, δτι ό Hobbes, γιά νά δώσει περισσό­ τερη έμφαση στήν άποκοπή του από τήν παραδοσιακή μεταφυσική, άρνεΐται νά χρησιμοποιήσει, δπως προηγούμενα ό Bacon, τον δρο «μεταφυσική» γιά νά υποδηλώσει τήν γενική φυσική σέ άντιδιαστολή μέ τούς ειδικούς της κλάδους — μολονότι ή «πρώτη φιλο­ σοφία» του είναι συνειδητά μιά τέτοια γενική φυσική. Είναι π ι­ θανότατο, δτι οί επιφυλάξεις του Hobbes άπέναντι στήν βακώνεια χρήση του δρου «μεταφυσική» γεννήθηκαν ή ένισχύθηκαν άπό τό γεγονός, δτι έργο τής βακώνειας «μεταφυσικής» ήταν ή γνώση των μορφών (ειδών) καθώς καί τών τελικών αιτίων, πού καί τά δύο τους είχαν πλούσια προϊστορία στο πλαίσιο τής παραδοσιακής μεταφυσικής* άπό τήν άποψη αυτή,' ή βακώνεια έμμονή στήν χρήση του δρου «μεταφυσική» θάπρεπε νά φαίνεται στον Hobbes καί σάν μερική τουλάχιστο παραχώρηση στο παραδοσιακό περιεχόμενό του. Τούτο συνάγεται τουλάχιστο άπό τήν επιμονή, μέ τήν οποία ό Hobbes εξοβελίζει άπό τήν φιλοσοφία τήν εξέταση τών μορφικών (ειδικών) καί τών τελικών αιτίων* δέν ύπάρχουν άλλα αίτια, γρά­ φει, έκτος άπό τά υλικά καί τά ποιητικά, τά όποια καί μόνο έρευνα ή φιλοσοφία.547 'Όμως ή νέα προτεραιότητα τών ποιητικών, ιδιαί­ τερα, αιτίων (στά όποια τώρα άνάγονται τά ειδικά καί τελικά) συνυφαίνεται μέ τήν όλότελα καινούργια λειτουργία τής κίνησης μέσα στο φυσικοφιλοσοφικό σύστημα του Hobbes, άφού ή κίνηση είναι ή ποιητική αιτία κάθε ιδιότητας τών σωμάτων. Καί άπό τήν

547. De Corpore, 1 , 10 § 7 = Opera, 1 , 131.

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

219

άποψη τούτη, λοιπόν, ή νέα κινησιοθεωρία υπονομεύει την (πα­ ραδοσιακή) μεταφυσική. Εξετάζοντας, τώρα, τήν άμεση καί ρητή κριτική τού Hobbes στήν παραδοσιακή μεταφυσική, θά πρέπει νά έπισημάνουμε πρώ­ τα-πρώτα μέσα στο έργο του τις πρώτες ένδείξεις μιας κοινωνικοπολιτικής 'αντιμετώπισης τού μεταφυσικού φαινομένου πέρα άπό τήν ίσαμε τότε συνηθισμένη γνωσιοθεωρητική καί γλωσσική. Τούτο δέν οφείλεται μονάχα στήν πολλαπλή ιδιότητα τού Hobbes ώς γνωσιολόγου, φυσικού φιλοσόφου καί πολιτικού θεωρητικού, παρά σημαδεύει τις απαρχές τής γενικής εκείνης πολεμικής-άπορριπτικής σύνδεσης μεταφυσικής καί θρησκείας, ή οποία θά ευδοκιμήσει, όπως θά δούμε, στήν εποχή τού Διαφωτισμού. Ό Hobbes δέν έπιχειρεΐ τούτη τήν σύνδεση ώς ιστορικός ή κοινωνιολόγος, παρά πιο πολύ ώς πολιτικός θεωρητικός, ό όποιος υπερασπίζει τήν υπο­ ταγή τής έκκλησιαστικής εξουσίας στήν κοσμική καί, καταπολε­ μώντας διάφορες πλευρές τής εκκλησιαστικής ιδεολογίας, άνακαλύπτει τήν συνύφανση τής τελευταίας μέ τήν μεταφυσική. Τό πρό­ βλημα τών (θετικών ή άρνητικών) σχέσεων θρησκείας καί πολιτι­ κής δέν ήταν διόλου άγνωστο, καί μάλιστα ό Machiavelli τού είχε άφιερώσει μερικές έξαιρετικά διεισδυτικές σελίδες, δμως ό Hobbes, συνδέοντας θρησκεία καί μεταφυσική, έφιστά ειδικότερα τήν προ­ σοχή στον πολιτικό χαρακτήρα τής τελευταίας. Αύτό συγκεκρι­ μένα σημαίνει, δτι ή (σχολαστικοαριστοτελική) μεταφυσική, υιο­ θετώντας τήν ΰπαρξη αυτοτελών ούσιών καί ουσιωδών μορφών (formae substantiales) καί θεωρώντας π.χ. τήν ψυχή ώς ακατά­ λυτη μορφή τού σώματος, ένισχύει μέ τον τρόπο της δλες εκείνες τις διδασκαλίες γύρω άπό τήν άθανασία τής ψυχής καί τήν μετα­ θανάτια άμοιβή ή τιμωρία της, οί όποιες σκοπεύουν νά υποτάξουν τις συνειδήσεις τών άνθρώπων στήν εκκλησιαστική έξουσία ύπονομεύοντας τήν ισχύ τού έκκοσμικευμένου κράτους. Μέ δση .μετα­ φυσική σπουδαιοφάνεια κι αν έμφανίζονται οι διδασκαλίες τούτες, ό Hobbes δέν τις ξεχωρίζει άπό τις λαϊκές δεισιδαιμονίες σχετικά μέ τήν ΰπαρξη φαντασμάτων κτλ. — δεισιδαιμονίες πού άποτελούν τό πρώτο άπό τά γενεσιουργά αίτια τής θρησκείας.548 Προκύπτει,

548. Κ αί εδώ άναφερόμαστε στον Leviathan, κεφ. 46, σέ συνδυασμό μέ τό κεφ. 12 = Works, IIP, 94 κέ.

220

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

λοιπόν, ή έξης ιστορική σειρά: πρώτα γεννιούνται ορισμένες δεισιδαίμονες άντιλήψεις, υστέρα αύτές, μέ την συνδρομή κι άλλων στοιχείων, συναπαρτίζουν τήν θρησκεία, καί τέλος ,ή μεταφυσική δίνει στήν τελευταία φιλοσοφική επένδυση. Τό θεολογικομεταφυσικό τούτο πλέγμα χρησιμεύει, μέ τήν σειρά του,· στήν εμπέδωση ή ενί­ σχυση τής εκκλησιαστικής εξουσίας. Τό ίδιο ιστορικό σχήμα άναπτύσσουν άργότερα σε διάφορες παραλλαγές καί επιφανείς έκπρόσωποι τού Διαφωτισμού. Γιά νά ερμηνεύσει τον τρόπο, μέ τον όποιο έπιτελεΐται τό άλμα τής μεταφυσικής άπό τον συγκεκριμένο κόσμο των κινουμένων σωμάτων στο άφηρημένο βασίλειο των υπεραισθητών κι υπερ­ φυσικών ούσιών, ό Hobbes επιστρατεύει τήν γλωσσική ανάλυση. 'Ό πως είναι εύνόητο, ιδιαίτερα τον άπασχολεΐ ή καταγωγή τών κεντρικών μεταφυσικών έννοιών όν καί ούσία, ΐίς όποιες άποδίδει σέ μιάν άθέμιτη χρήση τού ρήματος «είμαι». Οι λέξεις γενικά, γράφει, χωρίζονται σέ ονόματα πραγμάτων, ονόματα τών παρα­ στάσεων ή εικόνων μας γιά τά πράγματα, ονόματα ονομάτων (π.χ. ενικός, πληθυντικός, κατάφαση, άρνηση, συλλογισμός, ορισμός) καί, τέλος, λέξεις, οί όποιες υποδηλώνουν τήν συμφωνία ή άσυμφωνία ονομάτων μεταξύ τους. Τό συνδετικό ρήμα est ή έστί άνήκει στήν τελευταία τούτη κατηγορία, άφού σημαίνει οτι ένα όνομα μπορεί νά συνδυαστεί μέ κάποιο άλλο έτσι ώστε καί τά δύο ν’ άναφέρονται εξίσου στο ίδιο πράγμα. Στήν πρόταση «ό άνθρωπος είναι ζω ν­ τανό σώμα» π.χ. δέν εννοούμε, ότι ό «άνθρωπος» άποτελεϊ ένα πράγμα, τό «ζωντανό σώμα» ένα δεύτερο καί τό «είναι» κάποιο τρίτο, παρά άπλώς τό «είναι» εκφράζει τήν ενότητα τών όρων «άνθρωπος» καί «ζωντανό σώμα», άρα ή πρόταση σάν σύνολο δέν μάς έπιτρέπει νά ξεφύγουμε άπό τήν αναφορά στο άτομικό πράγμα. Εφόσον αυτή είναι ή λειτουργία τού συνδετικού ρήματος, είναι άνεπίτρεπτη κάθε όντοποίησή του, δηλ. κάθε άναφορά όχι μόνο σέ οντα καί ούσίες, χωρίς ειδικούς προσδιορισμούς, άλλά καί σέ ούσίες προσδιορισμένες, άλλά άνεξάρτητες μεταξύ τους, οί όποιες θά λειτουργούσαν ως όντολογικά ερείσματα τών ονομάτων «άν­ θρωπος» ή «ζωντανό σώμα»: γιατί ή «άνθρωπότητα» (ως ούσία «τού» άνθρώπου), ή «ζωντάνια» καί ή «σωματικότητα» δέν υπάρ­ χουν. αυτοτελώς, παρά σάν κατηγορήματα άποδιδόμενα σ’ ένα άτο-

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

221

μικό πράγμα* Σέ γλώσσες, οί όποιες στερούνται τό συνδετικό ρή­ μα, γράφει ό Hobbes, είναι άδύνατο νά σχηματιστούν οροί όπως «όν» καί «ούσία», μολονότι δεν εμποδίζεται σέ τίποτε ή σύναψη υποκειμένου καί κατηγορουμένου* αυτό άποδείχνει, δτι οί παρα­ πάνω δροι δεν άντιστοιχοΰν σέ τίποτε συγκεκριμένο. fH πίστη στην ύπαρξη ούσιών γραμματικά εκφράζεται μέ άφηρημένα ούσιαστικά, στά όποια οί περιπατητικοί καταφεύγουν γιά νά έρμηνεύσουν τάχα τά φυσικά φαινόμενα, ένώ προσφέρουν μονάχα κενές ταυτολογίες, δπως π.χ. δταν ισχυρίζονται, δτι τά βαριά σώματα πέφτουν έξαιτίας τής βαρύτητάς τους, ή όποια νοείται ώς αύτοτελής ούσία. Ή κατάχρηση των άφηρημένων ονομάτων άποτελεΐ γιά τον Hobbes μιάν άπό τις κύριες πηγές τής μεταφυσικής έννοιολογίας. Σέ άντίθεση μέ τά ονόματα, πού άναφέρόνται σέ συγ­ κεκριμένα πράγματα καί προϋπήρχαν άπό τήν δημιουργία συγ­ κροτημένων προτάσεων, τά άφηρημένα ονόματα γεννιούνται στά πλαίσια των προτάσεων καί των διαφόρων μηχανισμών σύνδεσης υποκειμένου καί κατηγορήματος. 'Η χρήση τους είναι, βέβαια, άναπόφευκτη, γιατί χωρίς αυτά δέν θά μπορούσαμε νά μελετή­ σουμε τις ιδιότητες τών σωμάτων παρά μονάχα πολλαπλασιάζον­ τας τά ίδια τά σώματα, στά όποια βρίσκονται τούτες οί ιδιότητες* κατάχρησή τους γίνεται, δταν οί ιδιότητες μελετιούνται χωριζόμενες μέ άφαιρέσεις άπό τά άντίστοιχα σώματα, οπότε γεννιέται ή εντύπωση, δτι άποτελούν πράγματι ξέχωρες οντότητες.549 Ή ασφαλέστερη έγγύηση ένάντια στην κατάχρηση τής γλώσ­ σας κι επομένως ενάντια στήν ίδια τήν μεταφυσική παραμένει, λοι­ πόν, ή σύναψη τών ονομάτων στά άντίστοιχα άτομικά πράγματα, έστω κι αν ή οικονομία τής σκέψης έπιβάλλει συντμήσεις κι άφαιρέσεις. Αυτό εννοεί ό Hobbes, δταν γράφει, πώς ή γλώσσα έχει νόημα μονάχα έφόσον στήν διαδοχή τών λέξεων άντιστοιχεί άκριβώς μιά αλληλουχία ιδεών μέσα στο νοΰ μας — εννοείται: ιδεών ξε­ κάθαρων, δηλ. άναφερόμενων σέ σώματα, κινήσεις, παραστάσεις ή ονόματα. "Αν ή άντιστοιχία τούτη έκλείψει, τότε ή γλώσσα χάνει τήν εσώτερη συνοχή της, δπως φαίνεται παραδειγματικά στήν

549. δπ. παρ., σέ συνδυασμό μέ De Corpore, I, 3 § 4 = Opera, I, 30/1.

222

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

γλώσσα των μεταφυσικών συγγραφέων.550 Εφόσον άλήθέια και ψευδός έχουν να κάμουν μέ την γλώσσα κι δχι μέ τά πράγματα,551 υπάρχει άμεση σχέση άνάμεσα στήν μορφή των προτάσεων καί στην γένεση μεταφυσικών πλανών. Τούτες οι τελευταίες, γράφει ό Hobbes, προέρχονται άπό την παράβαση του θεμελιώδους κανόνα καταρτισμού προτάσεων, δτι δηλ. μονάχα ονόματα άναφερόμενα στο ίδιο πράγμα (είτε σώμα είναι αύτό, είτε συμβεβηκός, είτε παράστα­ ση είτε άλλο δνομα) μπορούν να συνδεθοΰν μεταξύ τους* ή πρόταση χάνει την συνοχή της άπό τήν στιγμή πού άποτελεί π.χ. σύνδεση τού ονόματος ενός σώματος μέ τό δνομα ενός ονόματος. Ό Hobbes άπαριθμεί επτά περιπτώσεις τέτοιων έσφαλμένων συνδέσεων ονο­ μάτων, στις όποιες αποδίδει τήν γένεση διαφόρων θέσεων τής σχολαστικοαριστοτελικής μεταφυσικής.552 'Η επιμονή του στό πρό­ βλημα τής ταξινόμησης καί τής σύνδεσης τών ονομάτων δείχνει τή ν. πνευματική του οφειλή στή νομιναλιστική παράδοση, δπου, καθώς ξέρουμε, παίζει κεντρικό ρόλο ή διάκριση άνάμεσα σέ ονό­ ματα primae καί secundae intentionis,553 ή οποία άποσκοπούσε νά καταδείξει, δτι οί καθολικές έννοιες αποτελούσαν ονόματα δίχως όντολογικό άντίκρυσμα. Α ντίθετα, έλάχιστη φαίνεται ή οφειλή τού Hobbes στήν χαρακτηριστική ρητορική προβληματική τών άνθρωπιστών. "Άν ό Hobbes άνήκει, μέ τήν εύρεία έννοια, στή νομιναλιστική παράδοση έξαιτίας τής ευαισθησίας του ως προς τις σχέσεις γλώσσας καί άλήθειας, ωστόσο παράλληλα έκπροσωπεί δίχως ταλαντεύσεις τήν θεμελιώδη πεποίθηση τών Νέων Χρόνων, δτι ό φυσικός κόσμος άποτελεί ένα έλλογα δομημένο νομοτελές δλο ώς άντικείμενο μιας επιστήμης εξίσου έλλογης κι άπόλυτα άντικειμενικής. *Η έπιστημονική βεβαιότητα, δμως, κατασφαλίζεται μέ τήν έφαρμογή τής γεωμετρίας στήν μελέτη τών έσχατων συστατικών στοιχείων τού κόσμου, δηλ. τών σωμάτων καί τών κινήσεών τους, κι αυτό κάνει 550. De Corpore, I, 3 § 1 = Opera, I, 26/7. Γιά τις σχέσεις νόησης καί γλώσσας βλ. Ιδ. I, 2, § 3-6. 551. De Corpore, I, 3, § 8 = Opera, I, 33. 552. όπ. παρ., I, 5, §§ 2 κέ. = Opera, I, 51 κέ. 553. Βλ. παραπ. σημ. 372 καί πρβλ. De Corpore, I, 2, § 10 = Opera, I, 18 / 9 .

GALILEI, GASSENDI ΚΑΙ HOBBES

223

άναπόφευκτο τον χωρισμό πρωτογενών καί δευτερογενών ιδιο­ τήτων. Πράγματι ό Hobbes διακρίνει ανάμεσα στο σώμα καί στα συμβεβηκότα του, πού είναι δυνατό να μεταβάλλονται, ενώ τό σώμα παραμένει τό ίδιο. 'Ορισμένα, δμως, συμβεβηκότα άνήκουν άναγκαστικά σε κάθε σώμα, καί σαν τέτοια ό Hobbes κατονομά­ ζει δσα επιδέχονται γεωμετρική διαπραγμάτευση, δηλ. τήν έκταση καί τό σχήμα. Επιπλέον υπογραμμίζει, δτι, ένώ τά σώματα υπάρ­ χουν άντικειμενικά κι ανεξάρτητα άπό τήν δική μας νόηση, τά συμβεβηκότα συνιστουν τον τρόπο, με τον όποιο έμείς αντιλαμβα­ νόμαστε τά σώματα.554 ’Έ τσι τίθεται καί πάλι, δπως είδαμε μι­ λώντας για τον Galilei, τό πρόβλημα τής ούσίας καί μαζί τό πρό­ βλημα μιας νέας, έκκοσμικευμένης καί φυσικομαθηματικά προσα­ νατολισμένης μεταφυσικής ως γνώσης τής «άληθινής» ύπερεμπειρικής πραγματικότητας. ’Ά ν, δμως, ό Galilei, θεωρώντας τήν μα­ θηματική μορφή γνώσης σύμφυτη με τήν ιδιοσυστασία τής νόη­ σής μας, εξασφάλιζε, θεωρητικά τουλάχιστον, τήν απρόσκοπτη μετάβαση άπό τις αισθητές ποιότητες στο ύπερεμπειρικό σύμπαν τών μαθηματικών μεγεθών καί δντων, ό αίσθησιοκράτης Hobbes δυσκολεύεται νά καταδείξει συγκεκριμένα, ποιος δρόμος οδηγεί άπό τήν άντίληψη τών συμβεβηκότων στήν τελεσίδικη καί σίγουρη όντολ.ογική γνώση τών σωμάτων — δηλ. δχι απλώς στήν γνώση τού δτι ύπάρχουν σώματα πέρα άπό τά έκάστοτε συμβεβηκότα τους, παρά στήν γνώση του τ ί είναι τά σώματα αύτά. ’Αντί νά κα­ τοχυρώσει γνωσιοθεωρητικά τήν μετάβαση άπό τό φαινόμενο στήν ούσία, ό Hobbes άναπτύσσει δύο παράλληλες σειρές, άπό τις οποίες ή πρώτη αποτελεί τήν επαγωγική συμπαράταξη τών αισθητών δεδομένοι, ένώ ή δεύτερη είναι μιά άπαγωγική-γεωμετρική έκ­ θεση ενός λογικά συνεκτικού κοσμοειδώλου. ’Ανάμεσα στις δύο τούτες σειρές δέν υπάρχει σχέση άντικατοπτρισμοΰ, παρά μάλλον σχέση λειτουργική (δηλ. ή μελέτη τών λειτουργιών τής μιας σει­ ράς επιτρέπει λίγο-πολύ άσφαλή συμπεράσματα γιά τον τρόπο λει­ τουργίας τής άλλης), δμως τό χάσμα μεταξύ τους φανερώνεται στο γεγονός, δτι, ένώ τά «φαντάσματα», δηλ. οί άντιλήψεις μας γιά τά πράγματα, παράγονται μέ αύστηρή αιτιότητα άπό τις διάφορες 554. όπ. παρ., I,

8

,

§§ 1-3 = Opera, I, 90 κέ.

224

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

κινήσεις τω ν σω μ ά τω ν, ή (φυσικο)φιλοσοφική γνώ ση φ α ίνετα ι να διαμορφώ νεται σ’ ένα καθαρά λογικό επίπεδο.555 Ή αισθησιαρχική άφετηρία του Hobbes βρίσκει, έτσι, ένα νοησιαρχικό επ ιστέγασμ α , κ ι αύτό, π άλι, επιτρέπει μ ια θετική χρήση τή ς άριστοτελικής λο­ γικής, ιδιαίτερα σέ σχέση με τήν θεω ρία το υ ορισμού κ α ί του συλ­ λογισ μ ο ύ:556 κ α ί εδώ φ α ίνετα ι, λοιπόν, δτι ό Hobbes βρίσκεται πολύ κοντότερα στο νομιναλισμό παρά στους άνθρω πιστές, μολο­ νότι πρέπει νά προσθέσουμε, δτι ή έπ ιβλητική παρουσία τή ς κ α ι­ νούργιας φ υσικομ αθη μ α τικής επ ιστή μ ης είχε κάμει τώ ρα π ιά τις δποιες συγγένειες ή διασταυρώ σεις με παλιότερες τά σ εις π ρακτικά άδιάφορες.

555. Polin, Polit. et Phil, chez Hobbes, ίδ. 47 κέ., καί Armstrong, Metaphysics, 36/8, 49/50. 556. De Corpore, I, 4 καί 6, § 14 = Opera ,1, 39 κέ., 73/4.

5. Η ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑΣ

α.

Γενική παρατήρηση

Στα παραπάνω είδαμε, δτι ή καινούργια φυσική επιστήμη δχι μο­ νάχα άνέτρεψε θεμελιώδεις δοξασίες τής παραδοσιακής μεταφυσι­ κής, άλλα καί ώθησε σέ μιάν ούσιαστική μεθερμηνεία του δρου «μεταφυσική» (ή, κάποτε, «πρώτη φιλοσοφία»), έτσι ώστε αύτός, δποτε χρησιμοποιούνταν με θετική έννοια, νά σημαίνει τήν επι­ στήμη των πρώτων άρχών δχι πιά του δντος, παρά του φυσικού κόσμου* ή μεταφυσική έγινε, έτσι,, γενικευμένη ή φιλοσοφική φυ^ σική, κι ή πρόθεση «μετά-» δεν υποδήλωνε τώρα πιά τήν μετά­ βαση άπό τον έμπειρικό κόσμο στήν σφαίρα τού υπερβατικού πνεύματος, παρά τήν εύρεση των έσχατων δομών καί νομοτελείων τού ίδιου τού έμπειρικοΰ κόσμου, οι όποιες, μολονότι δεν υπάρχουν έξω άπ’ αύτόν τον ίδιο, δμως δεν είναι δυνατό νά διατυπωθούν θεωρητικά, αν δεν ύπερβαθεϊ τό έπίπεδο τής άμεσης αισθητής έμπειρίας. Ή άναγκαιότητα μιας τέτοιας υπέρβασης έγινε αισθητή ήδη άπό τον Bacon, δμως ή μαθηματική φυσική τήν καθιέρωσε πανηγυρικά μέ τον χωρισμό άνάμεσα σέ πρωτογενείς καί δευτερο­ γενείς νιδιότητες. Εφόσον οι πρωτογενείς ιδιότητες άναφέρονταν σέ μαθηματικά μεγέθη ή μαθηματικές σχέσεις, πού δέν συναντιούνται ποτέ στήν αισθητή εμπειρία, ό αύστηρός χωρισμός τους άπό τον αισθητό κόσμο των δευτερογενών ιδιοτήτων φάνηκε ν’ άνασταίνει τήν παλιά διάσταση άνάμεσα στο υπεραισθητό καί στο αισθητό, στο ‘Υπερβατικό καί στο Έμμενές, κι έτσι ν’ άνοίγει ξανά τον δρόμο γιά τήν μεταφυσική διερεύνηση τού προβλήματος τής ουσίας,

226

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

τό όποιο, ωστόσο, μόλις λίγο προτύτερα είχε άνακηρυχθεί πρα­ κτικά άσήμαντο σέ σύγκριση μέ τό πρόβλημα τής λειτουργίας. 'Ωστόσο τό υπεραισθητό έπίπεδο τής φυσικομαθηματικής επιστή­ μης, άκόμα κι αν είχε κάποιες ομοιότητες μέ την άριστοτελική ουσία στην διάκρισή της από τα συμβεβηκότα της, δεν είχε καμμιά σχέση μέ την σφαίρα του ύπερβατικοϋ πνεύματος, ή οποία άποτελούσε τό άποφασιστικό στοιχείο τής παραδοσιακής μεταφυσικής. ’Από την βουβή κι άπρόσωπη έπικράτεια των μαθηματικών μεγε­ θών καί σχέσεων δέν ήταν, προπαντός, δυνατό ν’ άντληθούν οί ηθι­ κές καί κανονιστικές εκείνες αρχές, τις όποιες οί εκπρόσωποι τής παραδοσιακής μεταφυσικής άντλοΰσαν άπό τήν σφαίρα τού υπερ­ βατικού πνεύματος για να τις ερμηνεύσουν κατάλληλα καί να τις θέσουν στην υπηρεσία ορισμένων άξιώσεων κυριαρχίας. Γι’ αύτό καί ή διάσταση αισθητού καί υπεραισθητού κόσμου, όπως τήν επι­ χείρησε ή μαθηματική φυσική δίνοντας, έτσι, τό έναυσμα σέ μιά ριζική μεθερμηνεία τής μεταφυσικής, δέν μπορούσε να σώσει πα­ ραδοσιακές άξιες καί ιεραρχίες. Σέ μιαν εποχή, όπου ή τεράστια ισχύς τής ’Εκκλησίας άποτελούσε άκόμη παράγοντα καθοριστικό γιά τις κοινωνικές καί πνευ­ ματικές έξελίξεις, ήταν φυσικό νά τεθεί μέ ιδιαίτερη οξύτητα τό πρόβλημα τών σχέσεων τής σφαίρας τού ύπερβατικού πνεύματος (μέ άλλα λόγια: τού Θεού καί τής άθάνατης ψυχής) μέ τήν και­ νούργια υφή τού σύμπαντος — άλλα καί τής γνώσης. 'Η κρίση τής παραδοσιακής μεταφυσικής μετά τήν διαμόρφωση τής νέας φυσικής έκφράζεται άκριβώς στήν προσπάθεια κατασκευής μιας μεταφυσικής ικανής ν’ άνταποκριθεί στις σύγχρονες επιστημολογι­ κές άπαιτήσεις καί συνάμα νά περιζώσει τις νευραλγικές, άπό ήθικοκοινωνική άποψη, ιδέες τής μεταφυσικής παράδοσης, δηλ. τον Θεό καί τήν άθάνατη ψυχή. 'Ό πως διαπιστώνουμε άνασκοπώντας τήν ιστορική εξέλιξη, ή προσπάθεια τούτη στάθηκε πρόσκαιρη κι άκαρπη. Στον βαθμό πού έπιβαλλόταν τό φυσικομαθηματικό κο­ σμοείδωλο καί παράλληλα άναπτύσσονταν οί κοινωνικές κι ιστο­ ρικές έπιστήμες, ενώ ή θεολογική κοσμοθεωρία έχανε τήν μονο­ πωλιακή της θέση καί γινόταν ένα πνευματικό ρεύμα άνάμεσα σέ διάφορα άλλα — ή υπεράσπιση τού Θεού ^αί τής άθάνατης ψυχής έπιχειροΰνταν βχι σέ (όσοδήποτε έπιφανειακή ή ευκαιριακή) συμ-

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

227

μαχία μέ τή νέα επιστήμη, παρά μάλλον εναντίον της ή τουλάχιστο άνεξάρτητα άπ* αύτήν. Μολονότι ποτέ δεν έλειψαν προσπάθειες ανα­ φοράς σε πορίσματα των θετικών έπιστημών μέ στόχο την κατο­ χύρωση θεολογικομεταφυσικών θέσεων, ωστόσο τό κύριο επιχεί­ ρημα τών συνεχιστών τής μεταφυσικής παράδοσης (κι όχι μόνο τών θεολόγων) ήταν ότι υπάρχει μια σειρά έσχατων ζητημάτων, τά όποια ή θετικοεπιστημονική σκέψη ούτε νά διατυπώσει ούτε και νά φωτίσει μπορεί. 'Όμως οι τάσεις αυτές γίνονται έκδηλες προπαντός στον 19ο καί στον 20ό αί. Μελετώντας τις εξελίξεις στον 17ο, τό κέντρο βάρους τής προσοχής μας πρέπει νά πέσει στο γεγονός, 8τι οι προσπάθειες άνασυγκρότησης' τής μεταφυσικής στο φώς τής μαθηματικής φυσικής ή παραμένουν βεβιασμένες ή δεί­ χνουν την έμπρακτη έπιβολή τών έννοιολογικών δομών καί τών ιεραρχήσεων (π.χ. πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας) τής δεύτερης.

β. Ή βεβιασμένη μεταφυσική του Descartes "Οπως είναι γνωστό, ή θέση καί ή λειτουργία τής μεταφυσικής μέσα στην φιλοσοφία τού Descartes σάν σύνολο στάθηκε εξαρχής σημείο άντιλεγόμενο. "Οχι λίγοι σχολιαστές θεο')ρησαν τά λογικά προβλήματα, πού . άναμφισβήτητα παρουσιάζει ή εναρμόνιση τής μεταφυσικής μέ τις ύπόλοιπες πλευρές τής καρτεσιανής σκέψης, άνυπέρβλητα, ενώ άλλοι τά χαρακτήρισαν επιφανειακά κι έπιλύσιμα, φτάνοντας μάλιστα νά βλέπουν την μεταφυσική όχι άπλά ώς άναγκαίο παρεπόμενο ή εύλογο έπιστέγασμα τού καρτεσιανι­ σμού, παρά ώς τον φιλοσοφικό του πυρήνα.Έδώ θά υποστηρίξουμε, ότι, άνεξάρτητα από τό (άκανθώδες κι αύτό) πρόβλημα τής λογι­ κής συνοχής άνάμεσα σέ καρτεσιανή έπιστημολογία καί μεταφυ­ σική, ό Descartes δέν πέρασε άπό τήν πρώτη στήν δεύτερη κάτω άπ* τήν πίεση μιάς άδήριτης λογικής άναγκαιότητας, παρά σπρωγ­ μένος πρωταρχικά άπό παράγοντες ψυχοκοινωνικούς* άκριβώς ή έλ­ λειψη καθαρά λογικών κινήτρων δημιούργησε, στήν περίπτωση τούτη, τις λογικές δυσκολίες. 'Η θέση μας θά γίνει ευκολότερα κατανοητή κι άποδεκτή, αν τήν στηρίξουμε στις άπαραίτητες έν-

228

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

νοσολογικές διακρίσεις. Πρώτα-πρώτα, πρέπει να διακρίνουμε άνάμεσα σέ γενετική καί σε λογική προτεραιότητα μέσα στό έργο του Descartes. Στήν όψιμη φάση ϊή ς πνευματικής του πορείας, ό Descartes παρουσιάζει τόσο τήν μέθοδό του όσο καί τις φυσικο­ μαθηματικές του θέσεις ώς άναγκαιες λογικές συνέπειες τών με­ ταφυσικών του άντιλήψεων, όμως αύτό διόλου δέν σημαίνει, ότι οί τελευταίες προηγούνται χρονολογικά καί γενετικά· ή δυαρχική δομή τής καρτεσιανής μεταφυσικής επηρεάστηκε άποφασιστικά άπό τή νοησιαρχική έπιστημολογία του Descartes, πού μέ τήν σειρά της διαμορφώθηκε χάρη στήν ενασχόλησή του μέ τήν μαθηματική επι­ στήμη καί τήν γνωστική της ύφή. Δεύτερο, έπιβάλλεται ή διάκριση άνάμεσα στο γεγονός τής δομικής παραλληλότητας μεταφυσικής κι επιστημολογίας (άνεξάρτητα άπ* το αν ή δομική παραλληλότητα σημαίνει καί λογική άρμονία) καί στο εγχείρημα τού Descartes νά συμπληρώσει τήν αρχική του έπιστημολογία μέ μιά μεταφυσική* μολονότι δηλ. ή ύφή τής έπιστημολογίας του υποχρέωνε τόν Des­ cartes νά έπιλέξει γιά τήν μεταφυσική του τούτη τήν μορφή κι όχι κάποια άλλη (μιά υλιστική μεταφυσική π.χ. άποκλειόταν έκ τών προτέρων), ωστόσο καθαυτή διόλου δέν τύν υποχρέωνε νά έπιχειρήσει τήν παραπάνω συμπλήρωση. "Ητοι: ή υποτύπωση μιας μεταφυσικής στάθηκε, άποτέλεσμα μιας αύτοτελούς κοσμοθεωρη­ τικής επιλογής.657 Αύτο φαίνεται, αν άναπλάσουμε τύ γνωστικό ιδεώδες, στο, όποιο ό Descartes είχε καταλήξει πριν άκόμα άπό τήν μεταφυσική του στροφή γενικεύοντας έπιστημολογικά τήν έμβάθυνσή του στήν μαθηματική έπιστήμη. Σέ συμφωνία μέ τις σύγχρονες τάσεις, πού εξετάσαμε μιλώντας γιά τον Galilei, ό Descartes άπορρίπτει έξαρχής τήν άριστοτελική (καί πλατωνική) διάκριση τών επιπέδων τής γνώσης άνάλογα μέ τό έκάστοτε όντολογικό έπίπεδο. Τώρα ή γνώ ­ ση, δηλ. ή λογική-μαθηματική σκέψη, παραμένει ώς πρός τήν ύφή της πάντοτε ή ίδια, άνεξάρτητα άπό τό άντικείμενό της,558 καί άκριβώς αύτή της ή ομοιογένεια καί σταθερότητα έγγυαται τήν 557. Kondylis, Aufklarung, 175/ 7,179, δπου κ α ίτά σχετικά τεκμήρια. 558. Βλ. τήν έμφατική διατύπωση στό Entretien avec Burman =

Oeuvres, V, 176.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

229

ομοιογένεια καί τήν σταθερότητα του (μαθηματικά καί λογικά) δομημένου κοσμοειδώλου. ’Από δώ συνέπεται τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας απέναντι στην οντολογία, άφου οι πραγματικές δια­ φορές των όντων άφανίζονται μέσα στην ομοιογένεια τής νοητικής τους σύλληψης. Τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας παίρνει επίσης τήν μορφή τής άντίληψης, δτι μέθοδος είναι ή ορθή διάταξη των πραγ­ μάτων κι 8τι ή διάταξη αυτή έπιχειρειται μέ βάση ενιαία γνω στι­ κά κριτήρια κι οχι κριτήρια σχετικά μέ τήν έκάστοτε διαφορετική υφή των άντικειμένων της γνώσης.559 Ά ν περιγράφει καί νοηθεί μέ τήν βοήθεια τής τέτοιας μεθόδου, ή φύση δέν έμπεριέχει κανενός είδους ούσίες μέ τήν παραδοσιακή μεταφυσική έννοια (entia philosophica, όπως γράφει ό Descartes560), παρά ενοποιείται μέ κοινό παρονομαστή τήν έκταση, οπότε γίνεται εφικτή ή καθαρά μαθηματική της διαπραγμάτευση κι επίσης ή σύλληψή της ως συνόλου (δχι ούσιών, παρά) λειτουργιών.561 Στο πλαίσιο τής ομοιο­ γενούς κι ενιαίας γνώσης, τής οποίας άκριβώς συνάρτηση κι άντικατοπτρισμός είναι τό καινούργιο κοσμοείδωλο, δέν υπάρχουν άλήθειες ποιοτικά άνώτερες άπό άλλες* οί θέσεις, στις οποίες αργότερα ό Descartes θά δώσει υψηλότερη, δηλ. μεταφυσική περιωπή, αρχι­ κά εμφανίζονται ισότιμα δίπλα στις μαθηματικές κ.ά. άλήθειες τής Mathesis universalis:562 γιατί κύριο γνώρισμα τής καθολικής έπιστήμης είναι άκριβώς, δτι ή κάθε έπιμέρους γνώση, δποιο κι αν είναι τό ειδικό της βάρος, υπάρχει κι ενεργοποιείται μονάχα δια­ μέσου τής συμμετοχής της στο πλέγμα του συνόλου τών γνώσεων. Καί στο γνωστικό επίπεδο δηλ., δπως καί στο έπίπεδο τών φυσικών δντων, καθοριστική είναι ή έννοια τής λειτουργίας κι δχι ή έννοια τής ούσίας. Ά πό καθαρά λογική άποψη, τίποτε δέν θά εμπόδιζε τόν Des­ cartes νά έμμείνει στο γνωστικό ιδεώδες τής Mathesis universalis, έντρυφώντας βαθύτερα στο πρόβλημα τής μεθόδου καί τών φυσι­ κομαθηματικών της έφαρμόγών καί, παράλληλα, υιοθετώντας τήν 559. Γιά τό σημείο αύτό, δπως καί για τά παραπάνω, βλ. συνοπτικά

McRae, Unity of Science, 34 κέ. 560. Regulae, XIV = Oeuvres, X, 442. 561. Πρβλ. Rombach, Substanz, I, ίδ. 416/7. 562. Βλ. π.χ. Regulae, X = Oeuvres, X, 421/2.

230

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

στάση ένος επιφυλακτικού άγνωστικισμοΰ άπέναντι στήν παρα­ δοσιακή μεταφυσική ή συγχωνεύοντας μέ τήν βοήθεια των μαθη­ ματικών θεία καί άνθρώπινη γνώση (πράγματα, άλλωστε, πού έκα­ με ταυτόχρονα ό Galilei). 'Ωστόσο, γιά λόγους πού θ’ άναφερθουν παρακάτω, ό Descartes επιλέγει τήν συμπλήρωση τής έπιστημολογίας του μέ μιάν μεταφυσική κι έπιπλέον ισχυρίζεται, δτι ή συμπλήρωση τούτη επιβάλλεται όχι άπο εύσέβεια καί μόνο, άλλα άπύ οργανικές επιστημολογικές άνάγκες, δπως ή ολοκληρωτική κατοχύρωση τής βεβαιότητας των έσχατων άρχών των έπιστημών καί τής εμπράγματης (δχι απλά λογικής) άλήθειας των φυσι­ κομαθηματικών προτάσεων. Τα πρώτα, λοιπόν, έρωτήματα, πού γεννά το μεταφυσικό έγχείρημα τού Descartes, είναι τα εξής: Κατά πόσο ήταν πράγματι άναγκαία ή κατοχύρωση τούτη; Ποιές συγκεκριμένες άδυναμίες τής έπιστημολογίας τού Descartes,.δπως αυτή είχε διατυπωθεί χωρίς τήν συνδρομή τής μεταφυσικής, έκα­ ναν άναπόδραστο το συμπέρασμα, δτι μονάχα χάρη στήν επιστρά­ τευση τής μεταφυσικής —κι δχι άλλιώς— θά μπορούσε νά γίνει ή γνώση οικουμενική κι ακλόνητη; Τα έρωτήματα τούτα ό Des­ cartes δέν τα άντιμετωπίζει άμεσα, μέ άποτέλεσμά νά χαρακτηρί­ ζεται ή επιχειρηματολογία του άπο μιά σειρά άσάφειες, παλινωδίες καί ταυτολογίες. 'Η άπόλυτη βεβαιότητα άναμένεται νά προκόψει άπο τήν οριστική κι άναντίρρητη άναίρεση τής άπόλυτης κι οικου­ μενικής άμφιβολίας — σ’ αύτήν δμως ό Descartes φτάνει τεχνητά, είσάγοντας δηλ. ξαφνικά τήν ύπόθεση τού genius malignus, τού οποίου τά πιθανά παιγνίδια είναι δυνατό νά καθιστούν άντικειμενικά άπατηλο δ,τι σέ μάς φαίνεται βέβαιο, άκόμα καί τις μαθηματι­ κές άλήθειες.563 Γιά νά φτάσει χωρίς άλματα στήν καθολική του άμφιβολία, ό Descartes θάπρεπε νά επικαλεστεί συγκεκριμένα περιπτώσεις, δπου άκόμα καί τά μαθηματικά (ορθά έφαρμοσμένα, εννοείται) έδωσαν λαθεμένα πορίσματα, το ίδιο δπως συγκεκριμέ­ νες περιπτώσεις άνέφερε, δταν ήθελε νά καταδείξει τήν άπατηλότητα τών αισθήσεων. *Αν τά μαθηματικά, δμως, δέν μέ έχουν άπατήσει ποτέ ίσαμε τώρα, δπως τύ έκαναν οι αισθήσεις, γιατί νά υποψιαστώ, δίχως κανέναν έγγενή λόγο, δτι ή άξιοπιστία τους είναι 563. Medit. I = Oeuvres, VII, 20 κέ.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΓΣΙΚΗΣ

231

επισφαλής; Καί γιατί νά υποθέσω, δτι ό genius malignus ίσως κάνει άναξιόπιστα άκόμα καί τα μαθηματικά, καί νά μήν δεχτώ άντίστροφα, δπως ό Galilei, δτι, άφοΰ τά μαθηματικά είναι γνώση άπόλυτα άξιόπιστη, τότε κι ή ίδια ή θεία νόηση είναι μαθηματικά δομημένη, δηλ. ταυτίζεται με τήν μαθηματική άλήθεια καί δεν τήν επιβάλλει βουλησιοκρατικά; Πράγματι, ό Descartes, γιά νά αιτιο­ λογήσει τήν άνωτερότητα του μεταφυσικού επιπέδου άπέναντι στο έπιστημολογικό (καί συνάμα γιά νά χτυπήσει τή νοησιαρχική σχο­ λαστική θεολογία) δέχεται, δτι οι (μαθηματικές) άλήθειες δέν υπάρ­ χουν καθαυτές, παρά ορίζονται κυρίαρχα από τον Θεό — δμως άφαιρεί άπό τον ισχυρισμό αύτό τό ουσιαστικό του περιεχόμενο, άφου προσθέτει, δτι οι (μαθηματικές) άλήθειες καθαυτές είναι άναγκαίές, μολονότι ό Θεός δέν τις δημιούργησε κάτω άπ’ τήν πίεση κάποιας έγγενοΰς λογικής άναγκαιότητας.564 Ό ίδιος ό Descartes έξασθενίζει σοβαρά τήν άναγκαιότητα τής καταφυγής στήν υπόθεση τού genius malignus, δταν γράφει, δτι τίποτε δέν μπορεί νά κλονίσει μιά γνώση σαφή καί διακεκρι­ μένη, δπως είναι ή γνώση τού οικείου εγώ ή των μαθηματικών άληθειών, κι δτι επίσης δέν υπάρχει κανείς λόγος νά υποτεθεί ή ύπαρξη κάποιου κακού Θεού, που μάς άπατά* στον βαθμό πού γεννιέται άπό τήν υπόθεση τούτη, ή αμφιβολία ώς προς τήν έσχα­ τη βεβαιότητα τών εύκρινών γνώσεων είναι «έξαιρετικά ισχνή καί, γιά νά πούμε έτσι, μεταφυσική)).565 Έδώ ή φράση «μεταφυσική άμφιβολία)) χρησιμοποιείται μάλλον υποτιμητικά, δηλ. γιά νά υπο­ δηλώσει κάτι πού στερείται άμεση πρακτική σημασία. Επιπλέον ό Descartes πιστεύει, δτι μπορεί ν’ άποδείξει τήν ύπαρξη Θεού μέ τρόπο εξίσου σίγουρο όσο μπορούσε καί προγενέστερα άκόμη ν’ άποδείξει μαθηματικές άλήθειες.566 *Άν, δμως, ή βεβαιότητα τής ύπαρξης Θεού είναι ίση μέ τήν μαθηματική βεβαιότητα, γιατί νά θεωρηθεί ή πρώτη άνώτερη άπό τήν δεύτερη καί μάλιστα ικανή νά 564. Επιστολές στόν Mersenne άπό 15.4, 6.5 καί 27.5.1630 = Oeu­ vres, I, 145, 149/50, 152. Πρβλ. τήν έπιστολή στόν [Mesland] άπό 2.5.1644 = Oeuvres, IV, 118/9 καί Sext. Resp.= Oeuvres, VII, 435/6. 565. Medit. I ll = Oeuvres, VII, 36 (valde tenuis et, ut ita loquar, Metaphysica dubitandi ratio). 566. Medit. V = Oeuvres, VII, 65/6.

232

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

την κατοχυρώσει; Πώς μπορεί δηλ. ό Θεός νάναι βεβαιότερος άπό δ,τι είναι ήδη άπόλυτα βέβαιο;567 Ά πό τα παραπάνω προκύπτει, δτι δχι κάποια έγγενής λογική άναγκαιότητα, παρά μονάχα μια άπόφαση (ώς άπόρροια τής άντίστοιχης προσωπικής έπιθυμίας) ώθησε τον Descartes να θέσει, προσωρινά άλλωστε, σε άμφιβολία τις μαθηματικές βεβαιότητες, έτσι ώστε νάχει την δυνατότητα ν* άναζητήσει τις έσχατες γνωστικές εγγυήσεις στήν μεταφυσική, δηλ. στον Θεό.568 Μέ άλλα λόγια, ή προσπάθεια του Descartes νά κατοχυρώσει μέ μή έπιστημολογικά μέσα τις μεθοδολογικές, γνωσιοθεωρητικές καί μαθηματικές βεβαιότητες πήγασε άπό τήν επιθυμία του νά πάρει μέ κάθε τρόπο στά σοβαρά —καί άπό φιλο­ σοφική άποψη— τήν μεταφυσική, καί μάλιστα στήν μορφή τής θεο-λογίας. Τό αν ή μεταφυσική άποτελει ή βχι τήν έσχατη βαθμί­ δα δικαιοδοσίας στο πρόβλημά τής βεβαιότητας είναι θέμα κοσμο­ θεωρητικής επιλογής κι άπόφασης, δχι έλλογης κρίσης, εφόσον θά μπορούσε νά υποστηριχτεί εξίσου καλά, δτι έσχατη βαθμίδα δι567. Τό έρώτημα θέτει ό Jaspers, JDescartes, 30,* ό όποιος στό θεολογικό-μεταφυσικό έγχείρημα του Descartes βλέπει μιάν (λογικά άποτυχημένη) προσπάθεια υπέρβασης της έπιστημονικής βεβαιότητας άπό τήν (άνώτερή της) υπαρξιακή. Ή δη ό Gassendi είχε έπισημάνει, δτι ή μαθηματική βεβαιότητα του Descartes ή ή βεβαιότητά του για τήν οικεία του ύπαρξη ήσαν προγενέ­ στερες άπό τήν βεβαιότητά του για τήν ύπαρξη τού Θεού, παρατηρώντας έπιπλέον, δτι, μολονότι ίσως ό Θεός υπάρχει κι είναι δημιουργός κι έγγυητής της άλήθειας, όμως ώς επιστημολογικό έπιχείρημα είναι λιγότερο πειστικός άπό τίς μαθηματικές άποδείξεις, άφοΰ σ’ αυτές άναγκάζονται νά πιστέψουν όλοι, πράγμα πού δέν συμβαίνει μέ τόν Θεό* έτσι, ή έπίκληση τού τελευταίου μονάχα ένδειξη εύσέβειας μπορεί νά θεωρηθεί (Quintae Object.= Oeuvres, VII, 326/8). Ή άπάντηση τού Descartes είναι έδώ όλότελα έπιφανει/κκή: άντιπαρέρχεται χωρίς ούτε ένα υπαινιγμό τήν κρίσιμη παρατήρηση τού Gas­ sendi, δτι ή βεβαιότητα της οικείας ύπαρξης προηγείται άπό τήν βεβαιότητα τού Θεού (τό σημείο αυτό θά τό θίξουμε καί στά παρακάτω), ένώ έπιμένει στό δτι υπάρχουν καί σκεπτικοί, πού άμφισβητοΰν δχι μόνο τού Θεού, άλλά καί των μαθηματικών τήν βεβαιότητα (Quintae Resp.= Oeuvres^ VII, 384). 'Όμως ή διαπίστωση αύτή δέν άποδείχνει τίποτε πάνω στό ζήτημα της σχέ­ σης μαθηματικής βεβαιότητας καί ύπαρξης τού Θεού. 568. Πρβλ. Liard, Descartes, 144/5. Μέ βάση τήν διαπίστωση τούτη, ό Liard πιστεύει, δτι ή (ένθετη, άλλωστε) μεταφυσική μπορεί ν* άφαιρεθεΐ άπό τό έργο τού Descartes χωρίς καμμιά επίπτωση γιά τίς υπόλοιπες πλευ­ ρές του (141).

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

233

καιοδοσίας είναι εδώ τά μαθηματικά π.χ. Προτού επιχειρήσει την μετάβαση άπδ την έπιστημολογία στήν μεταφυσική ό Descartes θάπρεπε, λοιπόν, να δείξει, γ ια π οιό λόγο ή τελευταία είναι ή έσχατη βαθμίδα δικαιοδοσίας στο πρόβλημα τής βεβαιότητας. *Αν δεν τό έκανε, αύτό οφείλεται, επαναλαμβάνουμε, στο ότι είχε πά­ ρει προκαταβολικά την απόφ αση νά δώσει στήν φιλοσοφία του μεταφυσική προέκταση (ή θεμελίωση). 'Η εντύπωση .μιας έσκεμμένης υστερογενούς πλαισίωσης τής άρχικής καρτεσιανής έπιστημολογίας μέ μεταφυσικές αντιλήψεις ένισχύεται άπό τό γεγονός, ότι ή έπιφόρτιση του Θεού μέ τήν κα­ τοχύρωση τής έσχατης βεβαιότητας έλάχιστα επηρεάζει τήν μα­ θηματική καί φυσική έργασία καθαυτή — τό ίδιο, άλλωστε, όπως καί ή έλεύθερη θέσπιση των αληθειών άπό τήν θεία βούληση πρα­ κτικά δέν άλλαζε σέ τίποτε τήν δεσμευτικότητά τους γιά τον άνθρώπινο νοΰ. Ό Θεός ως εγγυητής τής έσχατης βεβαιότητας δέν εξασφαλίζει τήν λογική ορθότητα τών διαφόρων άξιωμάτων καί προτάσεων, παρά μονάχα τήν πραγματικότητά τους, τήν εμπράγ­ ματη ισχύ τους μέσα στον άντικειμενικό εξωτερικό κόσμο* ό Θεός δηλ. κατοχυρώνει τήν πραγματικότητα τών ορθών σκέψεων, όχι τήν ορθότητα όλων τών σκέψεων.569 ’Έ τσι, ό Θεός δέν συμβάλλει

569. Ό Alquie κάνει μια σοβαρή παρερμηνεία, όταν, γράφει, ότι ό Des cartes καταφεύγει στήν μεταφυσική, γιατί οί ιδέες ώς άπλή άπόρροια τού έγώ θάδιναν μιάν έσφαλμένη (fausse) επιστήμη (Descartes, 101). ’Ά ν αύτό ήταν αλήθεια, τότε βέβαια ή άνάγκη τής μεταφυσικής θάταν πολύ εντονό­ τερη, κι αύτό ακριβώς θέλει νά δείξει ό Alquie, ό όποιος άλλωστε ξεπερνά ανεξέταστα τό πρόβλημα τής λογικής συνοχής τού καρτεσιανισμού προβάλ­ λοντας τόν (υπαρξιστικά εμπνευσμένο) ισχυρισμό, ότι ή καρτεσιανή μεταφυ­ σική δέν είναι «σύστημα», παρά «αντίδραση τής καθολικής συνείδησης τού άνθρώπου ενάντια σ* ένα άντικειμενικό σύστημα», ανύψωση τής συνείδησης στο "Ον ώς πηγή της κτλ. κτλ. (0π. παρ., 109/10). ’Απεναντίας, ή Fleischer εκτιμά όπως πρέπει τήν διάκριση ανάμεσα σέ όρθότητα καί πραγματικότητα τών προτάσεων στήν συνάφειά της μέ τήν καρτεσιανή μεταφυσική κι επιπλέον δείχνει, σέ γενικές γραμμές πειστικά, τήν ύπαρξη δύο προτύπων μέσα στήν σκέψη τού Descartes, ενός προγενέστερου μή μεταφυσικού κι ενός μεταγενέ­ στερου μεταφυσικού, άπό τά όποια ό φιλόσοφος φαίνεται νά προτιμά τό πρώτο, μολονότι φτάνει νά υιοθετήσει τό δεύτερο (βλ. Krise, ίδ. 82/3). ‘Ωστόσο μοιά­ ζει ν* άποδέχεται, ότι ή μετάβαση άπό τό πρώτο στο δεύτερο στάθηκε άποτέλεσμα κάποιας λογικής άνάγκης, άν κι έπισημαίνει π.χ., ότι ή πράγματι-

234

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

σέ τίποτε στήν άνάπτυξη τής έπιστήμης ώς συνεκτικής λογικής διαδικασίας — αν άλλωστε έπενέβαινε, τότε, εφόσον δεν μάς άπατά ποτέ, θ* άποκλειόταν a limine κάθε πλάνη σέ κάθε επιστήμη καί σέ κάθε έπιστήμονα, πράγμα πού, καθώς είναι γνωστό, δέν συμ­ βαίνει. 'Όπως διευκρινίζει ρητά ό Descartes, άπό την στιγμή πού ή δπαρξη ένός Αγαθού Θεού μάς έγγυηθεΐ τήν. Αντικειμενική Αλή­ θεια των ορθών έπιστημονικών μας Αντιλήψεων, τότε, για να οικο­ δομήσουμε μιαν Αληθινή έπιστήμη, οφείλουμε δχι ν’ άφεθουμε στο έ'λεός του, παρά νά ξαναγυρίσουμε πίσω στις σαφείς καί διακεκρι­ μένες (άρα ορθές) ιδέες, τις όποιες είχαμε ποριστεί προτού Ακόμα πάρουμε τήν θεία έγγύηση τής άντικειμενικότητάς τους, κι άξιοποιώντας τες νά προχωρήσουμε αύτοδύναμα, ήσυχοι πιά γιά τό πρόβλημα-τής έ'σχατης βεβαιότητας.570 Εφόσον ή επέμβαση τού Θεού συντελείται σ’ έπίπεδο διαφορετικό άπό τό επίπεδο τής λο­ γικής Ανάπτυξης των σαφών καί διακεκριμένων ιδεών, .ή τελευταία τούτη θά ήταν δυνατό νά συντελεστεί καί δίχως Αναδρομή στον Θεό, Ανεξάρτητα δηλ. άπό τό αν οι ιδέες μας άναφέρονται σέ φαι­ νόμενα κι οράματα ή σέ πραγματικότητες* δπως γράφει ό ίδιος ό Descartes, ή προφάνεια κι ή ορθότητα πών ιδεών είναι ή ίδια στήν έγρήγορση καί στο δνειρο.571 ’Έ τσι, ή άποχή τού Θεού άπό τήν γνωστική διαδικασία κα­ θαυτή κάνει τήν θεία έγγύηση τής πραγματικότητας τών γνωστι­ κών Αντικειμένων μάλλον Ακαδημαϊκή υπόθεση. Πέρα κι Απ’ αυτό δμως, ή τέτοια έγγύηση είναι στο έ'πακρο έπισφαλής, αν πάρουμε ύπόψη μας, δτι στηρίζεται στήν διαβεβαίωση τής καλοσύνης τού Θεού, ή οποία δέν τού έπιτρέπει νά μάς άπατά. Τό έρώτημα δηλ., αν ό Θεός μάς άπατά ή δχι, είναι Αφελές. Γιατί, αν ένας παντο­ δύναμος καί συνάμα κακός Θεός θά ήθελε νά μάς έξαπατήσει, τότε δέν θά μάς άφηνε καμμιά δυνατότητα νά τό άνακαλύψουμε, έφόσον θά ήταν άπό τήν πλευρά του Αντιφατικό κι Ασύμφορο νάμάς έξαπακότητα τού καρτεσιανού αύτοσυνείδητου έγώ, στο όποιο σκέψη καί ύπαρ­ ξη ταυτίζονται, δέν χρειαζόταν πρόσθετη μεταφυσική κατοχύρωση (βλ. πα­ ρακάτω). 570. Medit. Υ = Oeuvres, IX1, 55/6. Πρβλ. Quatr. Resp., στόν ίδιο τόμο, 190. 571. δπ. παρ.,56.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

235

τά καί συνάμα να μή μάς έμποδίζει νά τό γνωρίζουμε: αν τό γνω ­ ρίζαμε, τούτο θά συνεπαγόταν, δτι μπορούμε νά μάθουμε τήν άλήθεία καί ν’ άπαλλαγοΰμε άπό τήν πλάνη, ματαιώνοντας τις προ­ θέσεις του ίδιου του Θεού κι αναιρώντας τήν παντοδυναμία του. Μάλιστα, ό καλύτερος τρόπος γιά νά μάς έξαπατήσει ένας malignus genius θά ήταν νά μάς ύποβάλει%αθησυχαστικές απαντήσεις στά έρωτήματα σχετικά μέ τό πρόβλημα τής έσχατης βεβαιότητας κι έπίσης νά μάς κάνει νά πιστέψουμε (όπως πιστεύει ό Descartes), 6τι ό ίδιος είναι καλός καί γι* αυτό εξ ορισμού φιλαλήθης. Πώς μπορούμε νά ξέρουμε, δτι ή πίστη τούτη μάς υποβάλλεται άπό ένα καλό Θεό, άφοΰ ή παντοδυναμία τού (κακού) Θεού θά μάς έμπόδιζε έτσι κι άλλιώς νά μάθουμε δ,τι εκείνος δεν θάθελε; 'Όμως ή άπορία μπορεί νά διατυπωθεί καί άντίστροφα: γιατί ό Θεός, έφόσον είναι καλός καί φιλαλήθης, νά μήν κάνει καί τις αισθήσεις μας όλότελα άξιόπιστες, παρά έγγυάται μονάχα τήν άντικειμενική ισχύ των σαφών καί διακεκριμένων ιδεών; 'Ό πως γνωρίζουμε,572 πριν άκόμη άπό τον 17ο αί., άλλά καί στήν διάρκειά του, οί σχο­ λαστικό αριστοτελικοί συχνά άντιμετώπισαν τις επιφυλάξεις τών σκεπτικιστών άπέναντι στήν άξιοπιστία τών αισθήσεων έπικαλούμενοι τήν φιλαλήθεια καί φιλανθρωπία τού Δημιουργού. Ό Descartes, μολονότι δέχεται κι αύτός τήν ανάγκη θείας εγγύησης της γνωστικής βεβαιότητας, δέν τήν συσχετίζει μέ τις αισθήσεις, γιατί ή μαθηματική του. προπαίδεια είχε εξαρχής δώσει στήν επι­ στημολογία του νοησιαρχική κατεύθυνση. 'Όμως αύτό δείχνει άκριβώς, δτι ό χώρος άσκησης τής φιλαλήθειας τού καλού Θεού είχε προδιαγράφει όχι άπό τον ίδιο, άλλά άπό τήν καρτεσιανή επιστη­ μολογία. Καί άπ5 αυτήν τήν άποψη, λοιπόν, ή άναδρομή σ’ αυτόν παρουσιάζεται τεχνητή κι άδικαιολόγητη. Μέ βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις θά ήταν θεμιτή ή υπό­ θεση, δτι ό Descartes, ξεκινώντας άπό τήν βεβαιότητα τού cogito ergo sum, τήν οποία δέν είναι σέ θέση νά κλονίσει ούτε ό genius malignus,573 θά μπορούσε (άπό καθαρά λογική άποψη τουλάχιστο) νά άναπτύξει ένα σύστημα κατηγοριών κι άξιωμάτων, άσχετο, βέ572. Βλ. παραπ., κεφ. 1 3 καί I I 2. 573. Medit. II = Oeuvres, VII, 25.

236

ΦΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

βαια, μέ τις έννοιες της παραδοσιακής μεταφυσικής 'καί θεολογίας, άλλα ικανό νά τιτλοφορηθεί «πρώτη φιλοσοφία» ή «μεταφυσική», μέ την γενική έννοια πού στον 17ο αί. έδιναν στούς δρους αύτούς οι Bacon, Hobbes ή Boyle. Τό σύστημα τούτο θ’ αποτελούσε φιλοσοφική έμβάθυνση τής έπιστημολογίας του μέ άφετηρία τό νέο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας, δπως έκφραζόταν στο cogito, τό όποιο θά διευρυνόταν σέ σύγχρονη φιλοσοφία του συνειδότος γενικά καί θά προοιώνιζε, ίσως, σέ ορισμένα βασικά σημεία, θέ­ σεις του πρώιμου Fichte: δπως καί νάχει, ή έννοια του cogito, στήν σύνδεσή της μέ τήν έννοια τής ύπαρξης ή του είναι, θά ήταν δυνατό ν’ άναλυθεί μέ τρόπο ικανό νά έξασφαλίσει τήν έσχατη έσώτερη βεβαιότητα των δσων είχε κλονίσει ή ριζική άμφιβολία, έστω κι αν θά χρειαζόταν —δπως στον Fichte— νά θεωρηθεί τό σύμπαν τής συνείδησης ή τού cogito ως ή μόνη (φιλοσοφική) πραγματικό.τητα. ’Αντί νά άξιοποιήσει φιλοσοφικά τήν άνακάλυψή του, δτι στο cogito ergo sum άντικείμενο καί υποκείμενο τής σκέψης, ιδέα καί ύπαρξη συμπίπτουν, ό Descartes άφήνει τήν ανακάλυψη τούτη στήν άκρη, καί μάλιστα τήν συσκοτίζει άκριβώς στήν προσπάθειά του νά στηρίξει έπιπρόσθετα τήν ύπαρξη του Θεού μέ τό όντολογικό επιχείρημα. Καθώς είναι γνωστό, τό τελευταίό στηρί­ ζεται στήν θέση, δτι μονάχα στήν περίπτωση τού Θεού ή γνώση ορισμένων ιδιοτήτων μιας ούσίας μάς επιτρέπει νά συναγάγουμε μέ βεβαιότητα καί τήν πραγματική της ύπαρξη* ή ιδιότητα τής. τελειότητας άνήκει αύτονόητα στόν Θεό, κι αφού κάτι τι δέν είναι στ’ άλήθεια τέλειο, αν δέν υπάρχει, άρα ό Θεός ώς ούσία υπάρχει eo ipso. Τούτο σημαίνει, δτι σέ κάθε άλλη περίπτωση ή γνώση ιδιοτήτων μιας ουσίας δέν κατασφαλίζει αύτόματα τήν ύπαρξή της. ’Αλλά τότε πώς άποδεικνύεται ή πραγματική ύπαρξη τής ούσίας εκείνης, τής οποίας γνωστή σέ μάς ιδιότητα είναι ή σκέψη; Πώς θά ξέρουμε μέ σιγουριά, δτι τό ego cogito συνεπάγεται άναπόδραστα τό ego sum ή existo, έφόσο^ ό Descartes στήριξε τό πόρισμά του τούτο στήν θέση, δτι ή ιδιότητα τής σκέψης μονάχα σέ μιά σκαπτόμενη ούσία μπορεί ν ’ άναφέρεται ;574 *Άν, πάλι, είναι γενική αρχή, δτι δέν ύπάρχουν ιδιότητες χωρίς, άντίστοιχες ύπαρ574. Princ. Philos., I § 11 = Oeuvres, VIII, 8.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

k2 37

κτές ουσίες, τότε αύτή ισχύει οχι μόνο γιά τό cogito, άλλα καί για τις μαθηματικές άλήθειες π.χ., οπότε ή κατοχύρίϋση τής άντικειμενικής τους πραγματικότητας (κι οχι άπλά τής όρθότητάς τους) άπό μέρους του Θεού θά περίττευε.575 Ή έσκεμμένη μετάβαση άπό τήν θύραθεν έπιστημολογία στην θεολογικά προσανατολισμένη μεταφυσική προκαλεΐ κι άλλες άκόμη άνακολουθίες στην επιχειρηματολογία τού Descartes, άπό τις όποιες, ήδη έξαρχής, περισσότερο συζητήθηκε εκείνη πού συνίσταται στήν άρχική άπόδειξη τού Θεού με βάση τό κριτήριο των σαφών καί διακεκριμένων ιδεών καί στήν κατοπινή εγγύηση τής άλήθειας τών ιδεών τούτων άπό τον Θεό. Συναφές είναι τό γεγο­ νός, δτι ή έννοια τής ριζικής άμφιβολίας, τήν οποία ό Descartes θέλει να χρησιμοποιήσει ώς άφετηρία τού δρόμου προς τήν άκλόνητη βεβαιότητα, γίνεται άναγκαστικά δίσημη: άπό τήν μια μεριά άναφέρεται στήν ύπαρξη γενικά κι άντιμετωπίζεται τόσο μέ τό cogito δσο καί μέ τήν regula generalis τών σαφών καί διακεκρι­ μένων ιδεών, ενώ άπό τήν άλλη άναφέρεται σέ τούτη τήν τελευταία κι άντιμετωπίζεται μέ τήν ιδέα τού delis verax, τού φιλαλήθους Θεού. ’Έτσι, γιά νά εισαγάγει τήν ζητούμενη ιδέα τού Θεού, ό Descartes άντιστρέφει τήν έννοια τής ριζικής άμφιβολίας, ή οποία τήν προότη φορά άντιμετωπιζόταν μέ τον κανόνα τών σαφών καί διακεκριμένων ιδεών, ενώ τήν δεύτερη φορά στρεφόταν άκριβώς εναντίον του. Ωστόσο δέν θά ήταν δίκαιο νά μεμφθούμε τον Des­ cartes,576 δτι άντιστρέφει τήν έπιχειρηματολογία του μιλώντας καί γιά τό πρόβλημα τής πλάνης, δτι δηλ. άρχικά, μέ σκοπό νά εισα­ γάγει τήν έννοια τού Θεού, παρουσιάζει τήν πλάνη σά φαινόμενο τέτοιων διαστάσεων, ώστε μονάχα ένας παντοδύναμος καί κακός Θεός θά μπορούσε νά τό προκαλέσει, ενώ κατόπιν, άνακαλύπτοντας τήν καλοσύνη καί φιλαλήθεια τού Θεού, τον άπαλλάσσει άπό κάθε εύθύνη καί άντιλαμβάνεται τήν πλάνη ώς άνθρώπινη υπόθεση, δηλ. ώς καταπάτηση τής regula generalis τής νόησης άπό μέρους μιας ελεύθερης, άλλά άχαλίνωτης βούλησης. Ό λόγος, γιά τον όποιο ό Descartes δέν υποπίπτει έδώ σέ λογικό σφάλμα, γίνεται προ575. Πρβλ. Kenny, Descartes, 169 κέ. 576. "Οπως τό κάνει έσφαλμένα ό Kenny, δπ. παρ., 34.

*238

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

φανής, άν θυμηθούμε τήν διάκριση άνάμεσα σε ορθότητα καί πραγ­ ματικότητα των ιδεών. Τό ερώτημα ώς προς τον genius malignus δέν είναι, άν μάς υποβάλλει σφαλερές λύσεις στά έπιμέρους επι­ στημονικά καί φιλοσοφικά πρόβλήματα, παρά άν στερεί τήν άντικειμενική ισχύ από τις (καθαυτές ορθές) σαφείς καί διακεκριμένες ιδέες· ή άψογη έφαρμογή τής regula generalis σάν τέτοια άποτελεί εξαρχής καθαρά άνθρώπινη υπόθεση. Πρόκειται, λοιπόν, γιά δύο διαφορετικές έννοιες τής πλάνης κι έτσι εδώ ένα έπιχειρηματολογικό volte-face είναι άδύνατο. Δέν υπάρχει αμφιβολία, δτι ή διατύπωση τής καρτεσιανής με­ ταφυσικής παραγκώνισε κι έπισκίασε τό αρχικό ιδεώδες τής mathesis universalis,577 εφόσον δχΐ μόνο ματαίωσε μιά φιλοσοφική έμβάθυνση τής τελευταίας προς τήν σύγχρονη κατεύθυνση πού ύπαινιχθήκαμε παραπάνω, αλλά καί παρουσίασε, σε παράδοξη συμφωνία μέ τις σχολαστικές προτεραιότητες, τήν φυσική σάν παράρτημα ή άπόρροια γενικών μεταφυσικών άντιλήψεων. Ωστόσο τά άφετηριακά στοιχεία τής σκέψης τού Descartes, συνυφασμένα καθώς ήσαν μέ τήν προβληματική τής νεότερης μαθηματικής φυ­ σικής, ούτε άτονούν αποφασιστικά ούτε καί καταπνίγονται. ’Απε­ ναντίας, ή καρτεσιανή μεταφυσική άφομοιώνει ούσιαστικές ιδέες τής mathesis universalis κι επηρεάζεται δομικά άπ’ αυτές, ενώ παράλληλα υποχρεώνεται νά συνυπάρξει μέ τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας, τό όποιο ό Descartes άσπάζεται ήδη στήν πρώιμη φάση τής έξέλιξής του578 καί δέν παύει ποτέ νά τό προασπίζεται μέ διάφορους τρόπους* έτσι π.χ. τώρα ή άλήθεια χάνει τήν όντο­ λογική της διάσταση, τήν όποια υποδήλωνε ό σχολαστικός της ορι­ σμός ώς adaequatio rei et intellectus, καί γίνεται ύπόθεση καθα-’ ρά γνωστική, δηλ. σαφής καί διακεκριμένη γνώση. ’Από τήν δια­ πλοκή δλων τών παραπάνω παραγόντων προκύπτει ένα μίγμα γνωσιοθεωρίας καί μεταφυσικής, τό όποιο χαρακτηρίζει πλεΐστες φιλο­ σοφικές κατασκευές τού 17ου αί., άποτελώντας τυπικό μεταβατικό φαινόμενο. Στον Descartes τά μεταφυσικά μεγέθη παραμένουν, βέβαια, καθαυτά αυτοτελή καί κυρίαρχα, δμως έκπληρώνουν λει577. Βλ. ιδίως Rombach, Substanz, I, 435 κέ., 487 κέ. 578. Βλ. π.χ. Regulae, XII = Oeuvres, X, 418.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

289

τουργίες, οι όποιες δεν προκύπτουν άπό τήν δική τους υφή, παρά από αναγκαιότητες και σκοπιμότητες γνωσιοθεωρητικές, οπότε οί παραδοσιακές προτεραιότητες σιωπηρά άντιστρέφονται, μολονότι εξωτερικά δείχνουν άνέπαφες. ’Έ τσι, καί στά όψιμα έργα του Des­ cartes, όσα έκθέτουν τήν μεταφυσική του, τά εξεταζόμενα άντικείμενα παρουσιάζονται σύμφωνα μέ τήν γνωστική τους σειρά κι αλληλουχία. Τό πρόβλημα τού όντως όντος ή τής ούσίας δεν έμφανίζεται δηλ. πιά ώς άφετηρία ή άξονας τής φιλοσοφικής έρευνας, κι έπίσης ό Θεός ή ή ψυχή δεν είναι (πρωταρχικά τουλάχι­ στο) «είδη τού όντος» μέ τήν σχολαστική σημασία, παρά σέ πρώτη γραμμή ενδιαφέρει ή λειτουργία τους μέσα στον μεθοδικό ορισμό των γενικών άρχών τής γνώσης. ’Ό χι τυχαία, λοιπόν, τό πρώτο μέρος τών Principia philosophica τιτλοφορείται: De principiis cognitionis humanae.579 ’Ιδιαίτερα ένδεικτική είναι ή καρτεσιανή χρήση τής πρώτης καί βασικής μεταφυσικής έννοιας, δηλ. τής έννοιας τού Θεού. ’Ήδη τό γεγονός, ότι ό genius malignus δέν μπορεί ν’ άνατρέψει τήν βεβαιότητα τού cogito, δείχνει ξεκάθαρα τήν καινούργια σημασία καί θέση τών γνωσιοθεωρητικών κριτηρίων. Ούτε μιά υπερφυσική παντοδυναμία δέν μπορεί νά κλονίσει τήν αύτοσυνειδησία, καί τούτο σημαίνει, ότι τό πρωτείο τής γνωσιοθεο^ρίας συνυφαίνεται, έστω κι άνομολόγητα, μέ μιά νέα άποτίμηση τής άνθρώπινης αύτοτέλειας κι ελευθερίας. ’Επιπλέον, ή έννοια τού Θεού —άντίθετα μέ κείνη τής παραδοσιακής θεολογίας— δέν κληρονομείται, παρά άνακύπτει μέσα στις συνθήκες μιας άμφιβολίας, πού θέλει νάναι ρι­ ζική κι άπόλυτη, καί μάλιστα άνακύπτει ώς σαφής καί διακεκρι­ μένη ιδέα τού ανθρώπινου νοΰ, ύπόκειται δηλ. στά γενικά κριτήρια τής γνωστικής βεβαιότητας.580 ’Αλλά κι άνεξάρτητα άπό τον τρόπο καί τήν λογική νομιμότητα τής έμφάνισής της, ή ιδέα τού Θεού γίνεται άποδεκτή όχι μέ τήν πρόθεση νά τεθούν κάτω άπό τήν σκέπη της τά όντα, παρά γιά νά έγγυηθεί τήν αντικειμενική ισχύ τών ορθών ιδεών καί τήν ανεμπόδιστη έκδίπλωση τής γνωστικής διαδικασίας, αν καί, όπως ξέρουμε, δέν έπεμβαίνει σ’ αύτήν. ’Από 579. Heimsoeth, Descartes’ Methode, 56 κέ. 580. Πρβλ. Kriiger, Herkunft., ίδ. 246, 250/1.

240

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

τήν άποψη τούτη, Θεός δέν είναι τίποτε άλλο άπό-τήν δυνατότητα, την άλήθεια και τήν παγιότητα τής γνώσης — κι άντίστροφα: ή ΰψιστη καί τελειωτική γνώση, ή .res cogitans σ’ δλη της τήν κα­ θαρότητα είναι ό Θεός. Τούτη τήν άπομάκρυνση τής θεολογίας του άπό τήν παραδοσιακή καί τήν σύναψή της μέ τήν γνωσιοθεωρητική προβληματική τής αύτοσυνειδησίας τήν ύπαινίχθηκε καθαρά ό ίδιος ό Descartes άκριβώς τήν έποχή δπου διατύπωνε τήν μεταφυσική του. Πρέπει να ξεχωρίζουμε, γράφει, τήν κυρίως ή εξ άποκαλύψεως θεολογία άπό τήν θεολογία τήν μεταφυσική (δπως τήν εννοεί ό ίδιος), τήν οποία εξετάζει ό άνθρώπινος Λόγος, έχοντας στόχο του διπλό να γνωρίσει τόσο τον Θεό δσο καί τον έαυτό του* είναι εν­ δεικτικό, δτι άμέσως μετά γίνεται λόγος γιά μιά άπόδειξη των μεταφυσικών αληθειών προδηλότερη άκόμα κι άπό τις γεωμετρικές αποδείξεις.581 *Αν ή διατύπωση τής καρτεσιανής μεταφυσικής δέν μπόρεσε νά έξουδετερώσει τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας, παρά μάλλον διαπλέχθηκε μαζί του, εξίσου δέν μπόρεσε νά παραγκωνίσει ή ν’ άλλάξει ούσιαστικά τον χαρακτήρα τής μαθηματικής φυσικής* άπεναντίας, στήν συνύφανσή της μέ τήν τελευταία, ή καρτεσιανή μεταφυσική πέρασε ή ίδια σε μιά κατάσταση έμμεσης έξάρτησης. 'Όπως ήδη σημειώσαμε,582 μετά τήν διαμόρφωση του νέου φυσι­ κομαθηματικού κοσμοειδώλου ό Θεός γίνεται άντιληπτός μέ βάση τις λειτουργίες, τις όποιες πρέπει νά έπιτελέσει σύμφωνα μέ τις καθοριστικές τώρα πιά επιταγές τής φυσικής νομοτέλειας, οπότε γίνεται ό ίδιος παρελκόμενο ή ένεργούμενο τής τελευταίας, μολο­ νότι δέν θίγεται άμεσα. Καί ό Descartes κάνει τό βήμα τούτο, δταν συναρτά τούς νόμους τής κίνησης μέ τον χαρακτήρα τού Θεού.583 "Ομως ή συμπλοκή φυσικομαθηματικού καί μεταφυσικού προβληματισμού, έστω κι αν ονομαστικά ή προγραμματικά προ.εξάρχει ό δεύτερος, έχει καί μιάν άλλη συνέπεια: τά φυσικομαθη581. Επιστολή στόν Mersenne άπδ 15.4.1630 = Oeuvres, 1 , 144. Πρβλ. δσα γράφονται γιά τήν έξ άποκαλύψεως πίστη στις Regulae, III = Oeuvres, X, 370. 582. Βλ. παραπ. I I 1. 583. Le Monde, Oeuvres, XI, 38-45. Ε πίσης Principia, II, §§ 3642 = Oeuvres, VIII, 61 /6.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

241

ματικά (δπως καί τά ψυχολογικά-γνωσίοθεωρητικά) μεγέθη γ ί­ νονται βαθμιαία κι άνεπαίσθητα οργανικό τμήμα της μεταφυσικής, έτσι ώστε ή τελευταία χάνει δλο καί περισσότερο τήν ομοιογένεια καί,την συνοχή της, για νά κατακερματιστεί λίγο κατόπιν. Πράγ­ ματι, ή κατοπινή τριχοτόμηση τής metaphysica specialis σέ θεο­ λογία, ψυχολογία καί κοσμολογία προεικονίζεται άπό τήν καρτε­ σιανή διάκριση —καί συνάμα ενιαία συστηματική σύλληψη— των τριών θεμελιωδών ούσιών, δηλ. του Θεού, τής res cogitans καί τής res extensa.584 Μολονότι ή μετάβαση άπό τό μαθηματικά προσανατολισμένο ιδεώδες τής καθολικής γνώσης στήν μεταφυσική δέν ήταν λογικά υποχρεωτική, ωστόσο ό χαρακτήρας τής δεύτερης δέν μπορούσε παρά νά επηρεαστεί άπό τήν ήδη προγενέστερα επεξεργασμένη καί πάντοτε ίσχύουσα μορφή τού πρώτου. Ή κεντρική διάκριση τής καρτεσιανής μεταφυσικής άνάμεσα σέ res cogitans καί res extensa προετοιμάζεται μέ τήν μετάβαση άπό τά γενικά στά καθαρά μα­ θηματικά, τήν όποια πραγματοποιεί ό Descartes στήν προμεταφυσική του άκόμα φάση, δταν συλλαμβάνει καί διατυπώνει τήν μέθοδό του. Ή ταύτιση τού αύτοσυνείδητου έγώ μ* ένα σκεπτόμενο πνεύμα έντελώς άνεξάρτητο άπό τό έκτατό σώμα πρωτοεμφανίζεται δταν συζητεΐται τό πρόβλημα τής άπαλλαγής τών μαθη­ ματικών άπό κάθε αισθητή κι υλική συνάφεια,585 κι άποτελεΓ τήν όντολογική προέκταση ή άντανάκλαση μιας μαθηματικής επιστή­ μης πραγματοποιούμενης άποκλειστικά στήν σφαίρα τών καθαρών ιδεών τής νόησης.586 ’Αλλά καί ή όντολογική άπόδειξη τής ύπαρ­ ξης Θεού, έτσι δπως έμφανίζεται μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο τής καρτεσιανής σκέψης (άνεξάρτητα δηλ. άπό τά ιστορικά της 584. Vollrath, Gliederung, 280/1. Βλ. παρακ. I I 6. 585. Regulae, XII = Oeuvres, X, 422. 586. Vuillemin, Mathematiques, 139/140, πρβλ. 166. Βλ. ήδη Brunschvicg, MathSmatique, 286, 288, 292/3, 297. Μολονότι ό Brunschvicg περιγράφει όρθά τόν δομικό καθορισμό της καρτεσιανής μεταφυσικής άπό τό ιδεώδες τών καθαρών μαθηματικών, ωστόσο κάνει τό σφάλμα νά θεωρεί τόν καθορισμό τούτο ως άπόδειξη τής λογικής άναγκαιότητας τής μετάβασης άπό τά καθαρά μαθηματικά στήν μεταφυσική. Σκοπός του, βέβαια, είναι ν* άντικρούσει μ* αύτό τόν τρόπο τήν θέση τού Gilson γιά τόν έπηρεασμό τού Des­ cartes άπό τήν σχολαστική.

242

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

προηγούμενα), αποτελεί μιαν διεύρυνση τής μαθηματικής νοη­ σιαρχίας σέ κατεύθυνση όντολογική * άπό την άποψη αύτή είναι, βέβαια, χαρακτηριστικό, δτι ό Descartes συζητά για μιαν άκόμη φορά την ιδιαίτερη υφή τής μαθηματικής γνώσης άκριβώς προτού ύπεισέλθει στήν όντολογική απόδειξη, δηλ. κατά κάποιον τρόπο σάν εισαγωγή σέ τούτη τήν τελευταία.587 Τέλος, θά πρέπει νά σημειωθεί, δτι τά μαθηματικά προσφέρουν στον Descartes, δσο κι αν αυτό φανεί παράδοξο, τήν εξωτερική τουλάχιστο λογική νο­ μιμοποίηση τής μετάβασης προς τήν μεταφυσική ως έσχατη βαθ­ μίδα γνωστικής δικαιοδοσίας. Σάν μαθηματικός δηλ. ό Descartes καταλήγει στο πόρισμα, δτι ή βεβαιότερη γνώση είναι ή άπαγωγική,588 καί άκριβώς άπό τούτο τό πόρισμα άντλει, δπως νομίζει, τό λογικό δικαίωμα νά τραπεί προς τήν μεταφυσική ως γνώση των γενικότατων καί τελειωτικών εκείνων άρχών, οί όποιες πρέ­ πει νά βρίσκονται στήν άπαρχή μιας άπόλυτα άκλόνητης άπαγώγής.589 Έ τσ ι δημιουργεϊται ή έντύπωση, δτι ή ίδια ή εσωτερική λογική τής μαθηματικά έμπνευσμένης καί θεμελιωμένης καρτεσια­ νής μεθόδου συνεπάγεται τήν ύπέρβαση τών μαθηματικών, άκόμη καί τών καθαρών, άπό τήν μεταφυσική.590 'Ωστόσο, δπως παρα­ τηρήσαμε κιόλας, έκείνο πού δέν αιτιολογεί μέ επάρκεια ό Des­ cartes είναι ή θέση, πώς ή μεταφυσική είναι έμπρακτα, κι δχι άπλώς ίδεατά-πλασματικά, ή ΰψιστη βαθμίδα γνωστικής δικαιο­ δοσίας. 'Η γενική άμφιπλευρικότητα τής καρτεσιανής σκέψης φανερώ­ νεται καί στήν διαπραγμάτευση τού προβλήματος τής ουσίας. Τό πρόβλημα τούτο τίθεται αυτόματα άπό τήν στιγμή πού καί ό Descartes, άκολουθώντας τον ρηξικέλευθο φυσικομαθηματικό δρό­ μο τού Galilei, άποδέχεται τον διαχωρισμό πρωτογενών καί δευ­ τερογενών ιδιοτήτων.591 'Όμως ή στροφή προς τήν μεταφυσική έχει ως συνέπεια μιά σημαντική μετατόπιση ένδιαφερόντων: όταν 587. Medit. Υ ==Oeuvres, VII, 64 κέ. 588. Regulae, II = Oeuvres, X, 365. 589. Princip. Phil., I, §§ 5 ,13 = Oeuvres,VIII, 6, 9/10. Πρβλ. Sec. καί Quint. Resp., Oeuvres, VII, 141, 384. 590. Kondylis, Aufklarung, 180/1. 591. Medit. II = Oeuvres, VII, 29 κέ.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

243

δηλ. τώρα γίνεται λόγος γιά ούσία δεν ένδιαφέρει πάντα κι απο­ κλειστικά ή σχέση των αισθητών καί μεταβλητών ιδιοτήτων προς τά υποκείμενα σταθερά καί νοητά μαθηματικά μεγέθη, παρά του­ λάχιστο εξίσου, άν δχι περισσότερο, ή κατοχύρωση τού αύστηροΰ χωρισμού πνεύματος καί ύλης, νόησης καί έκτασης. Φυσικά, καί μόνη ή (ξένη προς τον Galilei π.χ.) προβληματική τού cogito καί τής αύτοσυνειδησίας έκανε αναπόδραστη κάποια ιδιαίτερη ευαι­ σθησία πρός τήν πλευρά αύτή, δμως ή προάσπιση τής ύπαρξης τού Θεού καί τής άθανασίας τής ψυχής προσδίδει στον παραπάνω χωρισμό βάθος καί νόημα όλότελα καινούργιο. ’Από τήν άλλη πλευρά, ωστόσο, άκριβώς ό εμφατικός τονισμός τού χωρισμού νόη­ σης κι έκτασης ως διαφορετικών ούσιών πολώνει δλα τά δντα γύρω άπό δύο μονάχα σημεία κι έτσι απλοποιεί δραστικά τήν γενική οντολογία’ ή έγκατάλειψη τής έρευνας τού δντος ή δν συμβάλλει κι αύτή συμπληρωματικά στήν κατάργηση τής παραδοσιακής ιεραρχίας τών ούσιών, ή οποία κορυφωνόταν στο δν. Είναι εύνόητο, λοιπόν, γιατί ό Descartes δεν άποδέχεται τήν σχολαστική άντίληψη γιά τά universalia592 κι έπίσης γιατί τονίζει, δτι ή ούσία δέν γνωρίζεται άμεσα καθαυτή, παρά μέσα άπό τά συμβεβηκότα της.δ®3 @£ ήταν? τ ώρα, άτοπο νά νομίσουμε, δτι ό Descartes άντιλαμβάνεται τό πέρασμα άπό τά συμβεβηκότα στήν ούσία παρό­ μοια με τούς σχολαστικοαριστοτελικούς* γιατί τά συμβεβηκότα έκεΐνα, πού οδηγούν στήν σύλληψη τής ούσίας, δέν είναι άπλοι έμπειρικοί προσδιορισμοί συμπαρατασσόμενοι άθροιστικά, παρά ο­ φείλουν ν’ άποτελοΰν καί τά ίδια σαφείς καί διακεκριμένες ιδέες μέσα στή νόησή μας. Ά κριβώς γ ι’ αύτό είναι καί δυνατό νά προσ­ διοριστεί μιά ούσία μέ βάση ένα καί μόνο συμβεβηκός, ήτοι ή ύλη μέ βάση τήν έκταση καί τό πνεύμα μέ βάση τήν σκέψη. Απομένει ν’ άναφέρουμε συνοπτικά τούς ψυχοκοινωνικούς λό­ γους, οί όποιοι παρώθησαν τον Descartes νά στέψει τό άρχικό, φυσικομαθηματικά έμπνευσμένο ιδεώδες τής γενικής μεθόδου ή mathesis universalis μέ μιά μεταφυσική, διακινδυνεύοντας δσα λογικά κενά καί άλματα έξετάσαμε στά παραπάνω. Ή σχέση τού 592. Quint. Resp., Oeuvres, VII, 380. 593. Tert. καί Quart. Resp., Oeuvres, VII, 135, 173. Πρβλ. τήν άνάλυση του Brunschvicg, Spinoza, 156 κέ., ίδ. 162.

244

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Descartes, του μαθητή των ’Ιησουιτών, προς την σχολαστική σκέ­ ψη στάθηκε πολύ .πιο έντονη, προσωπική καί περίπλοκη άπύ 6,τι ή σχέση ενός Galilei π.χ. Γι’ αύτύ ό Descartes δέν άρκεΐται σέ μιαν άπόρριψη της σχολαστικής in toto, άλλάζοντας ταυτόχρονα ολοκληρωτικά το έπίπεδο του φιλοσοφικού προβληματισμού, παρά έπιδιώκει νά εμπλουτίσει τις επιστημολογικές καί φυσικομαθημα­ τικές του θεωρίες μ έτά στοιχεία εκείνα, τά όποια, δπως έλπιζε, θά τις έκαναν πειστικές κι άποδεκτές στά μάτια των χτεσινών του δα­ σκάλων. "Αν υιοθετεί τήν σχολαστική ενότητα φυσικής καί μετα­ φυσικής, έστω κι άλλάζοντας ριζικά τό περιεχόμενό της, αύτό τύ κάνει γιά νά είναι σέ θέση ν’ άντιπαρατάξει στήν ολόπλευρη φιλοσοφικοθεολογική κατασκευή τής σχολαστικής ένα οικοδόμημα σκέ­ ψης έξίσου πλήρες κι ικανό οχι άπλώς νά παραμερίσει, παρά ν’ άντικαταστήσει εποικοδομητικά, διαμέσου τής γενικής έπιδοκιμασίας του, τις πολυδιάστατες λειτουργίες τής πρώτης. Α κριβώς γ ι’ αύτο ό Descartes παρουσιάζει τήν βασική θέση τής μεταφυσικής του, δηλ. τήν άδρή δυαρχία πνεύματος καί ύλης, ώς τήν καλύτερη δυ­ νατή κατοχύρωση τής ιδέας τού Θεού καί τής άθανασίας τής ψυ­ χής, δηλ. ώς τήν χρηστικότερη κι εγκυρότερη καταπολέμηση τού υλισμού καί τού άθεϊσμού. Ιδωμένη άπύ τήν σκοπιά αυτή, ή μη­ χανιστική φυσική του, πού στηριζόταν στήν ταυτρτητα ύλης καί έκτασης, τού φαινόταν δχι μονάχα επαρκής καί πλεονεκτική μέ κριτήριο τις άπαιτήσεις τής νεότερης επιστήμης, άλλά καί τε­ λεσφόρο δπλο στήν πάλη έναντίον των άντιθρησκευτικών ρευμά­ των., ή όποια, γιά προφανείς λόγους, γινόταν δλο καί περισσότερο σφοδρή. ’Έ τσι, ό Descartes φαντάζεται, δτι μπορεί μεμιάς νά ικανοποιήσει τά ποικιλότερα, νεωτεριστικά καί συντηρητικά, αιτή­ ματα, εξασφαλίζοντας στήν ολόπλευρη θεωρία του τήν ολόπλευρη άποδοχή. Βέβαια, ή άποτυχία τού σχεδίου του ήταν προδιαγε­ γραμμένη. *Αν ή επιστημολογία, ή μέθοδος κι έπίσης ή φιλοσοφία τού cogito άποτελούσαν σημαντική έπεξεργασία καί γενίκευση τής σύγχρονής του μαθηματικής φυσικής, ή μεταφυσική του, παρά τον καίριο έπηρεασμο τής δομής της άπο τά παρακάνω στοιχεία, στά­ θηκε ουσιαστικά μιά ύπόκλιση προς τήν άκαμπτη άκόμα κοινωνική ισχύ τής θεολογίας. Το ιστορικό άποτέλεσμα τούτης τής διφυΐας τού έργου τού Descartes ήταν δτι δέν μπόρεσε ούτε τούς σχολά-

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

245

στόκους νά συγκινήσει, αλλά (άργότερα) ούτε καί τούς διαφωτι­ στές νά ενθουσιάσει. ’Αντί για την γενική έπιδοκιμασία, ό Des­ cartes δέχτηκε πάνω του τα πυρά δλων των παρατάξεων.594

γ . Ή Λογική του Port-Royal και ή σχέση της μέ την μεταφυσική Ή άναφορά στο λογικό έργο των Arnauld καί Nicole μέσα στά πλαίσια αύτου του κεφαλαίου τής μελέτης μας δεν μπορεί παρά νάναι περιθωριακή ή άκόμα καί καταχρηστική, γιά τον άπλούστατο λόγο, δτι οι δύο συγγραφείς δεν κάνουν, δπως ό Descartes ή ό Malebranche π.χ., κάποιαν άπόπειρα άνασύστασης τής μεταφυ­ σικής σέ νέα βάση δπου, θεληματικά ή άθέλητα, έκφράζονται κι άντανακλώνται οι σύγχρονές τους επιστημολογικές τάσεις. ’Αντί­ θετα μάλιστα, το μεταφυσικό τους ύπόβαβρο είναι μάλλον συμ­ βατικό, συνίσταται δηλ. στον φιντεϊστικύ άγνωστικισμο τής αύγουστίνειας παράδοσης, δπως δείχνουν τόσο περικοπές από τήν ΐδια τήν Logique595 δσο καί διεξοδικότερες ξεχωριστές έργασίες τους.596 ’Έ τσι, άποκλείεται εξαρχής ή μεταφυσική ως έλλογη γνώση πάνω σέ όποιαδήποτε βάση* υπάρχουν πράγματα πού δέν μπορούμε νά τά γνωρίσουμε, μολονότι είμαστε βέβαιοι γιά τήν ύπαρξή τους, κί επομένως καλύτερα νά συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας σ’ δ,τι επιδέχεται, μέ τά άνθρώπινα μέτρα, καλλιέργεια καί βελτίωση.597 ’Ά ν, παρόλα αύτά, έπιβάλλεται νά γίνει εδώ μιά σύντομη μνεία τού έργου αύτού, πού τόση επίδραση άσκησε στά τέλη τού 17ου «καί στις αρχές τού 18ου'αί., οι λόγοι είναι δύο. Πρώτο, ή προ­ σπάθεια συστηματικής καί χρηστικής έκθεσης τών νέων επιστη­ μολογικών αρχών δίχως παράλληλη επιδίωξη άνασύστασης τής με­ ταφυσικής σέ νέα βάση δείχνει καθαυτή, δτι ή νέα έπιστημολογία 594. ’Αναλυτικά γιά τό περιεχόμενο αύτης της παραγράφου βλ. Kondy-

lis, Aufklarung, 179 κέ., 191 κέ., 248 κέ. 595. IV, 12 = σ. 335/8. 596. Βλ. Ιδίως κείμενα του Nicole δπως π.χ. De la faiblesse de Phomme, ch. VII-IX = Oeuvres, 83 κέ. 597. Logique, IV, 1 = σ. 296.

246

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

άποτελοΰσε τώρα πια ούσιαστικά αυτοτελές πνευματικό μέγεθος, ικανό νά ύπάρξει χωρίς υποχρεωτική μεταφυσική άναφορά. Δεύ­ τερο, άκόμα καί στον βαθμό πού ή Logique διαπραγματεύεται άντικε% ίμενα 8χι άγνωστα στον θεματικό κύκλο τής παραδοσιακής μεταφυσικής, τούτο συμβαίνει καί πάλι άπο τήν σκοπιά τού και­ νούργιου γνωσιοθεωρητικοΰ κι έπιστημολογικού προβληματισμού καί με τρόπο πού νά κατοχυρώνεται ή προτεραιότητά του. "Οπως μάς πληροφορούν οι συγγραφείς τής Logique, έκριναν σκόπιμο νά μή συμπεριλάβουν στο βιβλίο τους πολλά άπο τά συνη­ θισμένα περιεχόμενα των διαδεδομένων (σχολαστικών) λογικών συγγραμμάτων τής εποχής τους, εφόσον πρόκειται γιά θέματα 8πως τά universalia a parte rei, πού περισσότερο άνήκουν στην μεταφυσική παρά στήν λογική. 'Ωστόσο, συνεχίζουν, ό χωρισμός δεν τηρήθηκε αύστηρά, παρά, οποτε κάποιο στοιχείο θεωρήθηκε χρήσιμο, έντάχθηκε στήν υλη άνεξάρτητα άπο τήν προέλευσή του.598 Πάντως ή άνάμιξη λογικών καί μεταφυσικών μοτίβων, σε οση έκ,ταση υπάρχει στήν Logique, δέν είναι απλό σχολαστικό κατά­ λοιπο. Οι συγγράφεις αισθάνονται τήν άνάγκη νά έπιρρώσουν καί μέσα σ’ αύτό τους τό λογικό έργο ορισμένες ^μεταφυσικές θέσεις μέ άμεσες θεολογικές συνέπειες, όπως π.χ. τον αυστηρό χωρισμό ψυχής καί σώματος, άπο τον όποιο συνάγεται ή άθανασία τής πρώτης. Παράλληλα, όμως, ό χωρισμός αύτός παρουσιάζεται στε­ νότατα συνδεδεμένος μέ τήν προβληματική τής γένεσης καί τής υφής τών ιδεών, οπότε, τό τελικό άποτέλεσμα είναι ένα άμάλγαμα γνωσιοθεωρίας καί μεταφυσικής παρόμοιο μέ τό καρτεσιανό. Ώ ς σημαντικότερα άντικείμένα τής μεταφυσικής θεωρούν, έτσι, οι συγ­ γραφείς τής Logique (κατά σειρά) τήν προέλευση τών ιδεών μας, τον χωρισμό τών ιδεών τού πνεύματος άπο τις εικόνες τών σωμά­ των καί, τέλος, τήν διάκριση (άθάνατης) ψυχής καί σώματος-599 Ό γνωσιοθεωρητικός χαρακτήρας τών δύο πρώτων άπο τά τρία παραπάνω θέματα είναι πρόδηλος, καί όμως εμφανίζονται άνάμεσα στά άντικείμενα τής μεταφυσικής. Τούτο άποτελεΐ ένδειξη, οτι, στήν συνέχεια τής όρολογικής άνατροπής πού εγκαινιάστηκε 598. οπ. παρ., 24/5, πρβλ. 320/2. 599. οπ. παρ., 30.

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

247

άπό τον Bacon, ή «μεταφυσική» άποκτα δλο καί περισσότερο ση­ μασία γνωσιοθεωρητική κι επιστημολογική κι δτι τούτη ή τάση ένισχύεται άπό τήν σύμμιξη γνωσιοθεωρητικών καί μεταφυσικών προβλημάτων, όπως συνηθίζεται στον 17ο αί. άρχίζοντας, καθώς ξέρουμε, άπό τον Descartes. Στον Bacon άνάγεται καί ενα άλλο γνώρισμα τής Logique, δηλ. ή διαίρεση του περιεχομένου της με κριτήριο τις λειτουργίες του πνεύματός μας, ήτοι τήν άντίληψη, τήν κρίση, τον συλλογισμό καί τήν ταξινόμηση.600 Ε πεξηγημα­ τικά λέγεται, δτι ό σκοπός τής λογικής, πέρα άπό τήν ορθή χρήση του Λόγου καί τήν άποφυγή λαθών, έγκειται στήν καλύτερη γνώ ­ ση τής υφής του πνεύματός μας διαμέσου τής μελέτης τών δραστη­ ριοτήτων του.601 Σέ σχέση με ζητήματα, πού θίξαμε προηγούμενα,602 ή Logi­ que είναι άξιομνημόνευτη, γιατί δείχνει, δτι ιδιαίτερα μετά τήν μεθοδολογική έπανάσταση, ή οποία συνοδέυσε τήν μαθηματική φυ­ σική, ή κριτική τών άνθρωπιστών στήν άριστοτελική λογική είχε πιά ξεπεραστεΐ ιστορικά. Αυτό, βέβαια, δεν συμβάδιζε με κάποιαν άξιόλογη φιλοσοφική άποκατάσταση τής τελευταίας,603 παρά μο­ νάχα σήμαινε αυξουσα γενική άδιαφορία απέναντι σέ δσα τής άντιπαρέτασσαν οί άνθρωπιστές, άπέναντι δηλ. στήν ρητορική καί στήν διδασκαλία τών τόπων. Καί οί συγγραφείς τής Lpgique άμφισβητουν, δτι οί τόποι είναι ό καταλληλότερος τρόπος γιά τήν εύρεση, τουλάχιστο, του υλικού, αν δχι καί γιά τήν κατάταξή του.604 Ή άμφισβήτηση τούτη άποτελεΐ συνέπεια μιας γενικότερης μετατό­ πισης ένδιαφερόντων κι άξιολογήσεων. Γιατί άπό τήν σκοπιά τής καινούργιας έπιστημολόγιας καί μεθοδολογίας ή γλώσσα ώς άγω600. δπ. παρ., 37. 601. δπ. παρ., 38. 602. Βλ. I 4ε καί 113. 603. Στήν Logique συμπεριλαμβάνεται ακόμη ή έξέταση τών κατηγο­ ριών καί τών καθολικών έννοιών, δμως θεωρείται έλάχιστα χρήσιμη* σημαντι­ κά κι ενδιαφέροντα φαίνονται μονάδα τα πραγματικά άντίστοιχα τών λογικών αύτών μεγεθών (51,64). 604. III, 17 = σ. 233. Χαρακτηριστικό είναι, δτι ή αριστοτελική θεω­ ρία τών τεσσάρων αιτίων παρουσιάζεται έδώ ώς μέρος της γενικής διδασκα­ λίας τών τόπων (III, 18 = σ. 238), ή όποια, έτσι, φαίνεται νά περιέχει κάθε είδους άχρηστα πράγματα.

248

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

γός κι άποκρυστάλλωση τής κοινωνικής έπικοινωνίας των άνθρώπων παίζει έλάχιστο ρόλο, κι άνάλογα παραγκωνίζεται ή ρητορική. ’Από την στιγμή πού ή ars inyeniendi θέτει στο περιθώριο τήν ars communicandi, ή λογική παύει να συνυφαίνεται με τήν τε­ χνική τής διδασκαλίας καί τήν επαγωγή μετάδοση των διδασκομένων άντικειμένων, για να μεταβληθεί οριστικά καί άποκλειστικά σέ μέθοδο σκέψης (ή art de penser, όπως είναι ό υπότιτλος τής Logique). Είναι πρόδηλο, δτι ή τέτοια άποτίμηση τής λογι­ κής στρεφόταν οχι μονάχα ενάντια στήν σχολαστική, άλλα καί ενάντια στήν ραμιστική άντίληψη.605

ν. Τό 6τι ό Hume συνδέει τά δύο αύτά ζητήματα μεταξύ τους (τό κεφάλαιο,, όπου εξετάζεται τό πρόβλημα τής ταυτότητας, ακολουθεί άμέσως μετά άπό τήν συζήτηση τής άθανασίας τής ψυ­ χής) έχει έξαιρετικά συμβολική σημασία, δείχνει δηλ., ότι ορι­ σμένα βασικά μεγέθη τής νεότερης θύραθεν γνωσιοθεωρίας απο­ τελούν μεταμφιέσεις κεντρικών μοτίβων τής παραδοσιακής θεολογικής-πνευματοκρατικής μεταφυσικής,834 οπότε ό έξοβελισμός τών τελευταίων μοιραία συμπαρασύρει άργά ή γρήγορα καί τά. πρώτα. Ή διμερής τούτη διαδικασία έχει, βέβαια, ώς ενιαία άφετηρία της τήν κατάλυση τής ουσίας. Γιά νά προσεγγιστεί ορθά τό πρόβλημα τής ψυχής, πιστεύει δ Hume, πρέπει πρώτα νά διευκρι­ νιστεί τό ζήτημα τής ούσίας καί τού τρόπου ύπαρξης τών κατη­ γορημάτων σ’ αυτήν. ’Αντιστρέφοντας τήν άποψη τού Berkeley, ό Hume θεωρεί τήν περίπτωση τών πνευματικών ούσιών άκόμα σκο833. δπ. παρ., 1 , 1, 7. 834. Βλ. τίς σχετικές παρατηρήσεις της εισαγωγής μας.

Η Κχ\ΤΑΛΤΣΗ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

337

τεινότερη άπό εκείνη των υλακών. "Άν οι ίδιες προέρχονται άπό αισθητήριες εντυπώσεις, ποιά έντύπωση θά μπορούσε να μάς υπο­ βάλει τήν ιδέα μιας ουσίας, καί μάλιστα μιας ουσίας πνευματικής; Ούτε κι είναι δυνατό να ορίσουμε τήν ούσία σάν κάτι αύτοτελές, κάτι πού υπάρχει δι5 εαυτού καί δι* εαυτό. Γιατί, άπλούστατα, ό,τι ύπάρχει, είναι eo ipso αυτοτελές, κι επομένως ή αύτοτέλεια δέν μπορεί ν’ άποτελέσει κριτήριο διαχωρισμού τής ούσίας άπό τά συμβεβηκότα της. 'Όλες μας οί άντιλήψεις διαφέρουν μεταξύ τους κι υπάρχουν‘χωριστά ή μιά άπο τήν άλλη, χωρίς νά χρειάζονται κάτι τι ώς έρεισμα τής ύπαρξής τους. Με άλλα λόγια: ή ένύπαρξη (inhesion) σέ μιάν ούσία δέν άποτελεί άπαραίτητο δρο ύπαρξης των άντιλήψεων. Δέν είναι σωστή ή άποψη, πώς δ,τι . υπάρχει υπάρχει μόνο σέ ορισμένο τόπο. Είναι, λοιπόν, μάταιη κάθε προ­ σπάθεια εντοπισμού αντιλήψεων, δπως μιας γεύσης ή ενός χρώμα­ τος, σέ ορισμένο σημείο ένός εκτατού άντικειμένου. “Ά ν παρόλα αυτά δέν έγκαταλείπουμε τήν προσπάθεια έντοπισμοΰ αισθητήριων άντιλήψεων καί κατηγορουμένων, αιτία είναι ή λογικά άδικαιολόγητη τάση μας νά συμπληρώσουμε τήν ιδέα μας γιά τήν αιτιώδη καί χρονική ενότητα των άντιλήψεών μας ώς προς ένα καί μόνο άντικείμενο μέ μιάν ιδέα ενότητας τοπικής. Θέλοντας νά περι­ πλέξει σέ έσωτερικές άντιφάσεις τήν θεολογική άντίληψη τής πνευ­ ματικής ούσίας, ό Hume προβάλλει τό μάλλον φαρισαϊκό έπιχείρημα, δτι, αν ϊσχυε ή παραδοσιακή έκδοχή των σχέσεων ούσίας καί κατηγορημάτων, τότε ό άθεος Spinoza (ό οποίος, κατά τον Hume, άποδέχεται κι επεξεργάζεται τήν έκδοχή αυτή) θά είχε δίκιο.835 Ό Hume θεωρεί πρόδηλο, δτι ή θεωρία τής ταυτότητας τού προσώπου δέν μπορεί παρά νά στηρίζεται στήν άποδοχή μιας πνευ­ ματικής ουσίας* μιά ταυτότητα άλλης μορφής τού φαίνεται άδιανόητη κι έτσι δέν υπεισέρχεται στήν εξέταση ένός τέτοιου ενδεχο­ μένου. ’Αναρωτιέται μονάχα, πώς γεννιέται στο νοΰ μας ή ιδέα τού εγώ ώς ενιαίας, πάγιας οντότητας, κι άποδίδει τήν γένεσή της αυτή στήν κοινή σύγχιση δύο ιδεών, πού καθαυτές είναι άπόλυτα ξεκάθαρες καί ξεχωριστές: πρόκειται γιά τήν ιδέα τής ταυτότη835. Treatise, I, 4, 5.

338

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

τας καί την ιδέα της διάφορος. *Η σύγχιση προκύπτει άπό το γε­ γονός, δτι ή φαντασία εργάζεται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο είτε άναφέρεται σ’ ένα μόνο άντικείμενο είτε σέ πολλά, τά όποια σχε­ τίζονται μεταξύ τους καί διαδέχονται ομαλά τό ένα τό άλλο μέσα στή νόηση. Για νά έπικαλυφθεί ό παραλογισμός τής σύγχισης δύο τόσο διαφορετικών ιδεών επινοείται ή ψυχή, τό έγώ κι ή ούσία. Παρόλα αύτά, ή ενότητα παραμένει πλασματική καί δεν είναι σέ θέση νά ενοποιήσει πράγματι μεγέθη τόσο άνομοιογενή. Είναι δύο πράγματα όλότελα διαφορετικά τό άν υπάρχει κάτι πού δένει στ* άλήθεια τις ποικίλες άντιλήψεις μας καί τό άν κάτι τι άπλώς συν­ δέει τις ιδέες τών άντιλήψεων αυτών μέσα στήν φαντασία μας. *Η ταυτότητα δέν άνήκει πράγματι στις αντιλήψεις μας, παρά άποτελεί μονάχα μιάν ιδιότητα, την οποία αποδίδουμε σ’ αυτές έξαιτίας τής ένωσης τών ιδεών τους μέσα στήν φαντασία — κι ό λόγος, πού γίνεται αυτό, είναι δτι ή νόηση έτσι κι άλλιώς δέν διαπιστώ­ νει πραγματικές αιτιώδεις σχέσεις άνάμεσα στ* αντικείμενα. Τό πρόβλημα τής ταυτότητας είναι, λοιπόν, γραμματικό κι δχι φιλο­ σοφικό. 'Η ταυτότητα έξαρτάται άπό τις σχέσεις τών ιδεών* οι σχέσεις τούτες παράγουν τήν ταυτότητα, προξενώντας μιάν άνεπαίσθητη μετάβαση άπό τήν μιά ιδέα στήν άλλη. ’Έ τσι, τό έγώ μπορεί νά παρομοιαστεί μέ μιά θεατρική σκηνή, πάνω στήν οποία οί ιδέες έναλλάσσονται, διασταυρώνονται καί διαδέχονται ή μιά τήν άλλη καθώς οί ήθοποιοί. Γιά νά υπογραμμίσει τήν ριζοσπαστι­ κότατα τής κατάργησης τής προσωπικής ταυτότητας ώς ούσίας ό Hume προσθέτει, δτι ή παρομοίωση τής συνείδησης μ* ένα θέατρο δέν πρέπει νά μάς παραπλανά. Γιατί στήν πραγματικότητα οί δια­ δοχικές άντιλήψεις, καί μόνο αύτές, άποτελοΰν τή νόηση* δέν έχου­ με τήν παραμικρή ιδέα γιά τό πού διαδραματίζονται οί σκηνές του παίζόμενου έργου ούτε γιά τά ύλικά, άπό τά όποια είναι φτιαγμέ­ νη ή σκηνή.836 Βρισκόμαστε, έτσι, στο τέλος μιας πορείας: τόσο ή σχολαστικοαριστοτελική ιεραρχία τών (νοητών) ούσιών δσο καί ή πληθώ­ ρα τών χωριστών (υλικών) ούσιών έχει άντικατασταθεί άπό ένα κατακερματισμένο καί κυμαινόμενο κόσμο αισθητών άπλών στοι836. βπ. παρ., 1 , 4, 6.

Η ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

339

χείων, τά όποια κυκλοφορουν ελεύθερα καί συνδυάζονται σύμφωνα με τις συνήθειες ενός γνωστικού υποκειμένου ομογενούς με τον κόσμο πού καθρεφτίζει, δηλ. μονάχα περιστασιακά καί χαλαρά ενιαίου. Αύτή είναι ή έσχατη συνέπεια τής επανάστασης, ή οποία άρχισε, δταν τό πρωτείο τής ούσίας έκτοπίστηκε άπό τό πρωτείο τής λειτουργίας. Τούτη ή έσχατη συνέπεια δεν έγινε γενικά συνει­ δητή στήν εποχή τού Διαφωτισμού καί σε άκόμα λιγότερη έκταση έγινε .άποδεκτή. Αύτό πρέπει ν5 άποδοθεί πρωταρχικά στήν ιδιαί­ τερη φυσιογνωμία τής φυσικής έπιστήμης τού 18ου αί., ή οποία, σέ αντίθεση με τήν φυσική τού 20οΰ (καί με τήν συναφή έπιστημολο,γική έπανανακάλυψη των Berkeley καί Hume στον ίδιο αιώ­ να), προϋποθέτει δίχως άλλο τήν ύπαρξη μιας συμπαγούς υπο­ κείμενης ύλης,· έστω κι δταν δέχεται τήν άτομιστική υπόθεση. Ό Διαφωτισμός δέν μπορούσε νά διαλύσει τήν υλική ούσία χωρίς νά θέσει σέ κίνδυνο τήν δντολογική άνατίμηση τής ύλης, τήν όποια είχε έπιβάλει ενάντια στήν θεολογική πνευματοκρατία. Ε κείνο πού τον ένδιαφέρει είναι νά παραμεριστούν δλότελα οι δεύτερες ούσίες καί οι formae substantiates καθώς καί ή θεώρηση των σωμάτων καί των ιδιοτήτων τους κάτω άπό τό πρίσμα τούτης τής έννοιολογίας. 'Όπως γράφει ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος τής έπι­ στήμης τού Διαφωτισμού, ό Buff on, ή εμπειρία, γκρεμίζοντας τά άφηρημένα φιλοσοφικά συστήματα τού παρελθόντος, δίδαξε τί είναι στ* άλήθεια οι φυσικές ιδιότητες.837 ’Από τήν άλλη μεριά, ή πάλη των διαφωτιστών εναντίον τής μεταφυσικά βεβαρυμένης έννοιας τής ουσίας γενικά έκανε άναγκαία τόσο τήν χρήση άγνωστικιστικών έπιχειρημάτων δσο καί τήν έντονότερη υπογράμμιση τής ιδέας, δτι τά κατηγορήματα συνιστούν ένα αύτοτελώς οργανωμένο σύ­ νολο. Πρόκειται γιά μιά στάση άμφιταλαντευόμενη, είτε ως άπλή συνέχιση τού Locke παρουσιάζεται είτε ως συνέχιση τού Locke μέ ταυτόχρονο άνοιγμα προς τήν θέση τού Hume. Ή ταλάντευση τούτη διαφαίνεται στο άρθρο τής «Ε γκυκλο­ παίδειας» γιά τήν ούσία. 'Ως ουσία δρίζεται εδώ τό σύνολο πολ­ λών ιδιοτήτων, άπό.τις όποιες άλλες συνυπάρχουν πάντοτε κι άλ837. Πρόλογος στή γαλλ. μτφ. τού έργου τού Hale, Vegetable Statics

= Oeuvres 8B.

340

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΚΕΤΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

λες μπορούν ν’ άποχωριστούν για ν’ άντικατασταθούν μέ νέες. ""Αν δούμε έτσι τδ θέμα, προσθέτει δ συγγραφέας, δέν υπάρχει τίποτε τδ άπλούστερο άπδ την ούσία. *Αν θέλουμε νά κυριολεκτήσουμε, πρέπει ν’ άποδώσουμε τδ ονομα της ούσίας μονάχα στδ σύνολο των πρωταρχικών κι άδιαχώριστων ιδιοτήτων.838 'Όμως ή δια1βάθμιση των ιδιοτήτων σέ λιγότερο ή περισσότερο θεμελιώδεις στηρίζεται κι αύτή ολοκληρωτικά στήν άλληλεξ&ρτησή τους, δηλ. στις άμοιβαίες τους σχέσεις* δ χωρισμδς ουσίας καί κατηγορημά­ των, δπως τδν επιχειρούν οί σχολαστικοί; είναι άποκύημα της φαν­ τασίας.839 Βέβαια, δέν γνωρίζουμε πάντα τδν δεσμδ άνάμεσα στις ιδιότητες, άπδ τις όποιες φτιάξαμε τδ σύνολο, δμως τούτο έδώ δέν άποτελεί καί προϊδν αυθαιρεσίας, άφου οί .ιδιότητες, στις ό­ ποιες δώσαμε κοινδ 8νομα, φτιάχνοντας έ'τσι μιαν ούσία, υπάρχουν πράγματι μαζί καί συνδέονται στενά. Φαίνεται, λοιπόν, δτι ή γνώ ­ ση των ιδιοτήτων σημαίνει eo ipso γνώση τής ούσίας. 'Ως πρδς την ψυχή π.χ. μπορούμε νά πούμε, δτι γνωρίζουμε τήν ούσία της, άν γνωρίζουμε έπακριβώς τις λειτουργίες της* δέν χρειάζεται ν’ άναζητούμε άλλα μυστήρια.840 Κι δσο γιά τδ σώμα, πώς νά πεισθόΰμε, δτι είναι κάτι διαφορετικό άπδ τις ίδιότητές του καί πώς άλλιώς νά τδ γνωρίσουμε παρά μέσα άπδ τά κατηγορήματά του; Είναι χαρακτηριστικό, δτι ή τέτοια άντιμετώπιση τού προβλήμα­ τος τής ούσίας οδηγεί έδώ (άντίθετα άπ’ δ,τι στδν Hume) σ’ ενα σπινοζικδ δρισμδ τού Θεού ως συνόλου τελειοτήτων. Παρόλες αύτές τις ριζοσπαστικές νύξεις, ωστόσο, δ συγγραφέας κρατά άνοιχτή τήν διέξοδο τού άγνωστικισμού καί προκρίνει τελικά τήν λύση τού Locke, δηλ. τδν χωρισμδ πραγματικών κι ονομαστικών ούσιών.841 Κλείνοντας, πρέπει νά σημειώσουμε, δτι ή στενή σχέση άνά­ μεσα στήν διδασκαλία τής ούσίας καί στήν διδασκαλία τού δρισμού στδν ’Αριστοτέλη είχε ως συνέπεια τήν άναμόρφωση τής δεύτερης μετά τήν άνατροπή τής πρώτης. Στδ άντίστοιχο λήμμα τής ίρυσμα μέσα στον κόσμο τών φυσικών πραγμάτων. Γιά νά πληρωθεί τό κενό, στις άφηρημένες λέξεις άποδίδεται άσυνείδητα περιεχόμενο δανεισμένο άπό τά δεδομένα τής εμπειρίας (π.χ. ό Θεός ώς σεβά­ σμιος γέρος)* αν αύτό δέν γίνει, τότε στο μυαλό μας άπομένει ένα μηδέν, τούτη ή έκείνη ή κούφια λέξη.988 Γιά τον Holbach οί πλά­ νες, που εμπεριέχουν δλες αύτές οί άντιλήψεις, είναι τόσο εξόφθαλ­ μες, ώστε, δπως είπαμε, μονάχα κοινωνιολογικά μπορεί νά εξη­ γηθεί ή επικράτησή τους. Γιατί δλες τους συμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, μέ τήν ιδέα τού Θεού — καί τούτης εδώ, πάλι, ή κρίσιμη καί συνάμα ολέθρια κοινωνική λειτουργία είναι γνωστή. Ό π ω ς 985. 986. 987. 988.

Systfcme de la Nature, I, 480/2, πρβλ. 487. δπ. παρ., 72, σημ. 1. 6π. παρ., 428/9. δπ. παρ., 213/5.

398

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

είναι πρόδηλο, μονάχα ένας συνεπής υλιστής κι άθεϊστής μπορούσε .να διατυπώσει μιά κριτική τέτοιας μορφής καί τόσης έντασης. Στήν κοινωνιολογική κριτική τής μεταφυσικής μπορούμε νά συγκαταλέξουμε καί άναλύσεις, οι όποιες περισσότερο προσεγγίζουν σ’ δ,τι ονομάστηκε στον αιώνα μας «κοινωνιολογία τής γνώσης». Οι αναλύσεις αυτές δηλ. δεν άναφέρονται στήν γένεση τής μετα­ φυσικής άπό τον μύθο ή τήν θρησκεία καί στήν παρεμφερή κοινω­ νική της λειτουργία, παρά στρέφονται γύρω άπό τήν δραστηριό­ τητα καί τήν ψυχολογία των συγκεκριμένων φορέων της, των μεταφυσικών φιλοσόφων, των μαθητών τους καί τού κοινού τους. Ώ ς κίνητρο διατύπωσης μεταφυσικών θεωριών έμφανίζεται εδώ κυρίως ή ματαιόδοξη άνάγκη κοινωνικής προβολής, ή άσκηση (πνευματικής) εξουσίας σ’ ορισμένο περιβάλλον. Τό άντίτιμο τής έξουσίας τούτης τών μεταφυσικών είναι, ωστόσο, ή προσαρμογή τών προϊόντων τους στους νόμους τού περιβάλλοντος, καί πρώταπρώτα ή υπαγωγή τους στήν μόδα. ’Αποδείχνεται, έτσι, άπό μιάν άκόμα πλευρά, δτι ή μεταφυσική είναι άπόρροια άλογων ροπών κι έπιδιώξεων, μέ ορισμένες πάντοτε κοινωνικές συνάφειες καί προ­ εκτάσεις. Τις διεισδυτικότερες σχετικές παρατηρήσεις στήν έποχή τού Διαφωτισμού τις έκαμε ό Condillac. Συχνά, διαπιστώνει, κά­ ποιος φιλόσοφος εκστρατεύει υπέρ τής άλήθειας 6χι μόνο χωρίς νά τήν γνωρίζει, άλλά καί χωρίς νά ψάχνει νά τήν βρει μέσα στά πράγματα* υιοθετεί, λοιπόν, μιάν άντίληψη, χάρη στήν οποία ελπί­ ζει νά γίνει άρχηγός σχολής, κι είναι γεγονός, δτι ή διατύπωση μιας πρωτάκουστης άποψης στάθηκε σχεδόν πάντοτε άρκετή γιά τήν εξασφάλιση τής επιτυχίας.989 Τό σίγουρο ύφος τού φιλοσόφου κα­ θησυχάζει δσους τόν περιστοιχίζουν, άκόμα κι αν μέσα τους τρέ­ φουν κάποιες άμφιβολίες, τις όποιες, πάντως, άποσιωπούν άπό φόβο μήπως δέν φανούν άρκετά ένημερωμένοι ή έξυπνοι.990 Τό ερώτημα είναι, τώρα, γιατί ή μεταφυσική βοηθά κατεξοχή στήν ικανοποίηση τής ματαιοδοξίας τών φιλοσόφων, μέ άποτέλεσμα νά καλλιεργείται σέ άντίστοιχα μεγάλη έκταση. Οί λόγοι δέν είναι δύσκολο νά βρεθούν: ή άοριστία της τήν κάνει άκαταμάχητη, έτσι 989. Essai sur Torigin etc., Introduction = Oeuvres, I, 5A. 990. Traits des SystSmes, I = Oeuvres, 1,122A .

ΤΥΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

399

ώστε άνεβαίνει τό κύρος των εκπροσώπων της, ενώ παράλληλα οι ίδιες οί λογικές της άδυναμίες τής επιτρέπουν νά γίνεται άγωγδς άνθρώπινων παθών, ικανών νά συναρπάζουν καί νά συμπαρασύρουν. 'Ό πως λέει ό Condillac, οί άφηρημένες γενικές αρχές τής μεταφυ­ σικής δέν έπιτρέπουν μιά λογικά δεσμευτική άνάπτυξη τών θέσεών της. 'Η άοριστία διευκολύνει τήν αύθαίρετη έπιλογή καί διά­ ταξή τους. ’Έ τσι, μοναδική πυξίδα προσανατολισμού άπομένει τό πάθος: αύτό χαρίζει τήν εσώτερη εκείνη πεποίθηση, πού ωθεί κά­ ποιον νά διατυπώσει ένα σύστημα καί νά άπαιτήσει άπό τούς άλλους τήν άποδοχή του. Τό λογικό ελάχιστο ρόλο παίζει σ’ αυτήν τήν διαδικασία* τά πάθη άποφασίζουν μόνα τους κι ή μορφή τού με­ ταφυσικού συστήματος καθορίζεται, έτσι, άπό τήν ιδιοσυγκρασία τού φιλοσόφου. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό καί τά μεταφυσικά συστήματα κυμαίνονται καί διαδέχονται άκατάπαυστα τό ένα τό άλλο, χωρίς νά ερμηνεύονται ενιαία οΰτε άπό τούς ίδιους τους τούς οπαδούς. Πώς, δμως, μπορούμε νά πάρουμε στά σοβαρά τόσο εύμετάβλητα συστήματα, τέτοια άθύρματα ιδιότροπων διαθέσεων, δπου τό υπέρ γίνεται εύκολα κατά ή αντίστροφα;991 "Άν οί φιλόσοφοι γεννούν τον σεβασμό, άπαντά 6 Condillac μέ μιά φράση πού συχνά μνημονεύθηκε κατόπιν, αύτό οφείλεται στήν σπουδαιότητα τών άντικειμένων, τά όποια πραγματεύονται, κι δχι στον τρόπο, μέ τον όποιο τά πραγματεύονται. Κι δσο πιο πολύ συσκοτίζουν αύτά τά σπουδαία άντικείμενα, τόσο πιο σίγουρη φαίνεται ή φήμη τους.992 Προκατει­ λημμένοι άπό τήν φήμη αύτή, τούς διαβάζουμε μέ δέος, καί μέ τήν προδιάθεση νά πιστέψουμε, δτι ή οξύνοια λείπει σέ μάς κι δχι σέ κείνους. Κι δμως, τά συστήματά τους δέν είναι παρά μεγα­ λοπρεπή ανάκτορα χτισμένα πάνω σέ σαθρά θεμέλια.993 Γιά νά πει τό ίδιο πράγμα, ό Voltaire χρησιμοποίησε μιά σειρά διαφορετικές παρομοιώσεις: τά μεταφυσικά συστήματα, έγραψε, είναι μπαλόνια, πού αν τά τρυπήσεις βγάζουν μονάχα άέρα* ή είναι φαντάσματα διαβατικά, δπως καί τά νοσηρά όνειρα* ή, τέλος, είναι δ,τι καί τά

991. δπ. παρ., II = Oeuvres, 1 , 126Β-127Α. 992. δπ. παρ., IV = Oeuvres, 1 , 131Β. 993. δπ. παρ., XIII = Oeuvres, I, 206ΑΒ.

400

ΛΝΤΙΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗ ΣΚΕΤΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

μυθιστορήματα για το γυναικείο κοινό: γίνονται διαδοχικά τής μόδας καί στο τέλος ξεχνιούνται δλα.994

δ. Ή μεταφυσική ώς άνθρωπολογική σταθερά 'Η άντικατάσταση τόΰ πρωτείου τής θεολογίας άπό τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας στάθηκε, δπως συχνά τονίσαμε, μιά κυρίαρχη καί χαρακτηριστική ροπή των Νέων Χρόνων. Τό πρωτείο τής άν­ θρωπολογίας σήμαινε δύο παρεμφερή πράγματα: δτι τό μόνο εν­ διαφέρον ή προσιτό γνωστικό άντικείμενο είναι 6 άνθρωπος καί δτι τά υπόλοιπα, έξωανθρώπινα ή ύπερανθρώπινα, άντικείμενα πρέ­ πει νά βλέπονται στήν σχέση τους με τον άνθρωπο, έφόσον είναι γνώσιμα μονάχα στον βαθμό πού μετέχουν στήν σχέση αυτή, έφό­ σον δηλ. δεν ύπάρχει άλλος τρόπος προσέγγισής τους έκτος άπό τήν άνθρώπινη γνωστική προοπτική. ’Έ τσι, άπό τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας γρήγορα άπέρρευσε τό πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας. ’Ήδη δμως προτύτερα, δηλ. άπό τήν πρώτη έποχή του άνθρωπιστικου κινήματος, τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας είχε συνυφανθεί συνειδητά μέ τό πρωτείο του ήθικοπρακτικοΰ προβληματισμού άπέναντι στον θεολογικό καί όντολογικό. Μετά τήν άποκοπή άπό τό μεταφυσικό-θεωρητικό ιδεώδες, τόσο στις πλατωνικές κι άριστοτελικές δσο^ καί στις χριστιανικές μορφές του (contemplatio Dei κτλ.), κατεξοχή άνθρώπινη ύπόθεση κι ΰψιστος άνθρώπινος προορισμός λογίζεται δχι πιά ή καθαρή θεωρία, παρά ή πράξη, καί μάλιστα ή πράξη ή ήθική. Έφόσον δμως τό πρωτείο τής άν­ θρωπολογίας σήμαινε (καί) τήν θεώρηση των προβλημάτων τής παραδοσιακής μεταφυσικής άπό τήν άνθρώπινη σκοπιά καί μέ τ’ άνθρώπινα μέτρα, ή Παραπάνω πρόταξη τού ήθικοπρακτικοΰ παράγοντα άπέληξε σέ μιά καινούργια θεμελίωση τής μεταφυσι­ κής, δχι πιά δηλ. μέ τον κλασσικό-θεωρητικό τρόπο, παρά μέ έπιχειρηματολογία ήθικοπρακτική* ή ήθικοπρακτική" θεμελίωση τής μεταφυσικής είναι, μέ άλλα λόγια, έ'να βήμα στήν πορεία πού άρχι994. Courte Reponse aux longs discours d’un docteur Allemand = Oeuvres, XXIII, 194. Πρβλ. Histoire de Jenni, VII = Oeuvres, XXI, 552.

ΤΤΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

401

σε, δταν οί άνθρωπιστές καθιέρωσαν τό πρωτείο τής v ita activa. Μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες του Διαφωτισμού ή γε­ νική τούτη τάση παίρνει την μορφή* τής υποταγής τού Θεού στά ήθικοπρακτικά αιτήματα των διαφωτιστών, οί όποιοι, μή μπορών­ τας ή καί (κατά κανόνα) μή θέλοντας νά καταργήσουν τον Θεό, τον χρησιμοποιούν για τούς δικούς τους σκοπούς, στρέφοντάς τον ένάντια στους παραδοσιακούς έκπροσώπους καί τοποτηρητές του.995 'Όμως ό Θεός, ως ένσαρκωτής ή συνήγορος τής διαφωτιστικής ήθικής, ήταν ένας Θεός θεμελιωμένος με (εκσυγχρονισμένα) ήθικά έπιχειρήματα. Ή υποταγή τής μεταφυσικής στήν ήθική (ως έκ­ φραση τής γενικής υποταγής τής θεολογίας στήν ανθρωπολογία) δείχνεται στήν άξιολόγηση τού παραδοσιακού περιεχομένου τής πρώτης άποκλειστικά άπό τήν σκοπιά καινούργιων κι εγκόσμιων αιτημάτων, καί μάλιστα άπό τήν σκοπιά τού αιτήματος τής ήθι­ κής βελτίωσης ή τελείωσης τού άνθρώπου. 'Ό πως είδαμε, ό Hume καί ό d’Alembert ήσαν διατεθειμένοι νά δεχτούν μονάχα ήθικά, 6χι μεταφυσικά έπιχειρήματα στο ζήτημα τής άθανασίας τής ψυ­ χής,996 κι υπήρχαν Εγκυκλοπαιδιστές πού ζητούσαν ρητά τήν άναγωγή τής μεταφυσικής στήν ήθική.997 Τό ήθικό αίτημα, τώρα, σχετίζεται μέ παράγοντες, τούς οποίους θά μπορούσαμε νά ονο­ μάσουμε «άνθρωπολογικές σταθερές», δχι μόνο έπειδή ή άσκηση τής ήθικής θεωρείται συνήθως άπό τούς διαφωτιστές στοιχείο τής «άληθινής» φύσης τού άνθρώπου, άλλά προπαντός έπειδή ή προ­ βληματική τής ήθικής συνυφαινόταν μέ τό βασικό —γιά τήν διαφωτιστική τουλάχιστο άντίληψη τού άνθρώπου— ζεύγος «ήδονήπόνος». ’Από τήν σκοπιά τούτη φαίνεται, δτι ή μεταφυσική, στήν πιο άπτή θεολογική της μορφή, δηλ. ώς διδασκαλία γιά ένα νομοθέτη καί συνάμα ευεργέτη ή τιμωρό Θεό, γεννιέται μέσα άπό τις άνθρωπολογικές σταθερές τής ήδονής καί τού πόνου, τής έλπίδας καί τού φόβου. Σέ πολλούς διαφωτιστές ή άναφορά των άνθρωπολογικών σταθερών σέ μιά μεταφυσική φαινόταν μιά παροδική μόνο κατάσταση, έφόσον πίστευαν, δτι οί άνθρωπολογικές σταθερές θά 995. ’Αναλυτικά πάνω στό σημείο αύτό Kondylis, Aufklarung, 361κέ. 996. Βλ. σημ. 892 καί 913. 997. 'Όπως π.χ. ό συγγραφέας του λήμματος Critique, βλ. Enoyclopedie, IV, 492Α.

402

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

μπορούσαν νά διοχετευθούν με τρόπο, ώστε ή πραγμάτωση τής ηθικής νά έπιτυγχάνεται με καθαρά εγκόσμια μέσα, δηλ. άποκλειστικά εγκόσμιες άμοιβές καί τιμωρίες ώς γενεσιουργές αιτίες ηδονής καί πόνου ή έλπίδας καί φόβου. 'Όσοι, πάλι, θεωρουν την άναφορά των άνθρωπολογικών σταθερών καί των ήθικοπρακτικών αιτημάτων σε μιά (θεολογική) μεταφυσική μόνιμη κι άξεπέραστη, μπορούν νά χωριστούν σε δύο κατηγορίες: σε σχετικιστές καί μη­ δενιστές, δπως ό La Mettrie, οι όποιοι πίστευαν, δτι ή κακή κι επιθετική ανθρώπινη φύση μπορεί νά χαλιναγωγηθεί άποτελεσματικά μονάχα μέ τεράστιες ψευδαισθήσεις ικανές νά γεννήσουν φόβο καί διάθεση πειθαρχίας,998 καί σε ήθικιστές, οι όποιοι γιά διάφο­ ρους λόγους θεωρούν άπαραίτητη τήν θεία κύρωση καί έγγύηση τής πρακτικής ήθικής καί γενικότερα τής ήθικής τάξης τού κόσμου. Θά μελετήσουμε τήν δεύτερη τούτη κατηγορία στο παράδειγμα τού Kant, πού δεν φαίνεται νά θεωρεί τό περιεχόμενο τής παραδοσια­ κής μεταφυσικής (τουλάχιστον τον Θεό καί τήν ψυχή) ώς ψευδαί­ σθηση, μολονότι άρνεΐται τήν δυνατότητα θεωρητικής άπόδειξής του. Τό ενδιαφέρον στοιχείο τής κατοπινής εξέλιξης στάθηκε ή μετάπτωση τής καντιανής θέσης, δηλ. ή χρησιμοποίησή της άπό δσους είδαν τήν μεταφυσική μονάχα ώς ψευδαίσθηση λειτουργικά άναγκαία γιά τήν άνθρώπινη άτομική καί κοινωνική ζωή. Χωρίς νά τό θέλει, δ Kant έπιβοήθησε μεταθανάτια μιά τάση συνυφασμένη εξαρχής (ήδη στις άπόψεις τού Machiavelli γιά τήν θρησκεία,999 πολύ προτού φτάσουμε δηλ. στον La Mettrie) μέ τό νεότερο σχε­ τικισμό καί σκεπτικισμό. Γιά νά άποτιμήσουμε ορθά τήν γενική φυσιογνωμία τού έ'ργου τού Kant, καί μάλιστα τό κρίσιμο σημείο των σχέσεών του μέ τήν μεταφυσική, πρέπει πρώτα-πρώτα νά παραμερίσουμε τούς διαδεδομένους —κι άκόμα σήμερα εύρύτατα άποδεκτούς— θρύλους, τούς οποίους έπινόησαν φιλόσοφοι κι ιστορικοί τής φιλοσοφίας ελά­ χιστα εξοικειωμένοι μέ τήν ιστορία τών ιδεών: δτι τάχα ό Kant είναι ό εισηγητής τής «κοπερνίκειας στροφής», δηλ. τού πρωτείου τής γνωσιοθεωρίας, στήν φιλοσοφία, δτι μέ τήν κατάδειξη τών 998. Βλ. Kondylis, Aufklarung, 508. 999. 6π. παρ., 130/1.

ΤΤΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

403

όρίων τής γνώσης συνέτριψε τήν παραδοσιακή μεταφυσική, δτι καθιέρωσε τδ πρωτείο του πρακτικού Λόγου κτλ. Στήν πραγμα­ τικότητα δλα αύτά αποτελούσαν άπό δεκαετίες κοινούς τόπους του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τούς οποίους ό Kant χρειάστηκε ν’ ανακαλύψει, αν καί μέ έμβριθέστατο τρόπο, έξαρχής, έξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών, πούχε δημιουργήσει στήν Γερμανία ή μακρά άκαδημαϊκή επικράτηση τού βολφιανισμού. Ή περίφημη «κοπερνίκεια στροφή» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μιά μετονομασία τής καινούργιας, γνωσιοθεωρητικής έννοιας τού δρου «μετα­ φυσική», έννοια, τήν οποία, δπως ξέρουμε,1000 είχε υιοθετήσει ό Kant’ ό άντιμεταφυσικος άγνωστικισμος άποτελοΰσε υποχρεωτική σχεδόν τοποθέτηση κάθε διαφωτιστή μετά τον Locke* κι δσο γιά τήν πρόταξη ήθικοπρακτικών κριτηρίων, αύτή άναγόταν ήδη στον άνθρωπιστική προάσπιση τής vita activa, ένώ στήν εποχή τού Διαφωτισμού έμφανιζόταν μέ τήν τυπική μορφή τής παρότρυνσης ν’ άσχοληθούν οι άνθρωποι μέ δ,τι θά χρησιμέψει στή ζωή τους άφήνοντας στήν άκρη δσα δέν μπορούν νά γνωρίσουν (στήν Γερ­ μανία ή άντίληψη αύτή έγινε θρησκευτική-πιεστική θέση, ή οποία δέν άφησε ανεπηρέαστο τόν Kant). Μέ κριτήριο τά νευραλγικά τούτα σημεία, το έργο τού Kant μπορεί νά θεωρηθεί άβίαστα ώς μία φάση —καί μάλιστα άπύ τις τελευταίες, δχι άπο τις πρώτες— τής χαρακτηριστικής έκείνης πορείας τών Νέων Χρόνων, δπου το πρωτείο τής άνθρωπολογίας άντικαθιστά το πρωτείο τής θεολο­ γίας. Καί το πρωτείο τής άνθρωπολογίας, πάλι, εμφανίζεται στον Kant μέ τις δύο άλληλένδετες τυπικές δψεις, πού παίρνει στούς Νέους Χρόνους, έκφράζεται δηλ. τόσο ώς πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας δσο καί ώς πρωτείο τής ήθικοπρακτικής θεώρησης. Ή ιδιοτυπία (ή η πρωτοτυπία, αν προτιμάμε αύτή τήν λέξη) τής καντιανής φιλοσοφίας πρέπει, λοιπόν, ν’ άναζήτηθεί άλλού. Έ νώ δηλ. ό Kant άποδέχεται τήν διδασκαλία γιά τά δρια τής άνθρώπινης γνώσης, ή όποια ίσαμε τότε συμβάδιζε κατά κανόνα μέ έμπειριστικές γνωσιοθεωρητικές προϋποθέσεις, υποστηρίζει πα­ ράλληλα, καί σέ συνειδητή άντίθεση μέ τόν δυτικοευρωπαϊκό έμ-

1000. Βλ. παραπ. ΠΙ3.

404

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

πειρισμό, την δυνατότητα γνώσης a priori1001— πράγμα πού ιστο­ ρικά πρέπει νά έρμηνευθεΐ ώς επιβίωση τής βολφιανής του πνευ­ ματικής προπαιδείας* καί ενώ ενστερνίζεται το πρωτείο τόσο τής γνωσιοθεωρίας 6σο καί τής ήθικοπρακτικής θεώρησης, προσπαθεί νά αντλήσει απ’ αύτο την έπιταγή μιας παλινόρθωσης κεντρικών ιδεών τής παραδοσιακής, καί μάλιστα τής θεολογικής, μεταφυσι­ κής, δηλ. τών ιδεών του Θεού, τής άθανασίας τής ψυχής καί τής ελευθερίας. ’Ακριβώς, όμως, επειδή ή παλινόρθωση κεντρικών ιδεών τής παραδοσιακής μεταφυσικής έπιχειρεΐται μέ τήν βοήθεια εκσυγχρονισμένων μέσων, το τελικό της άντίτιμο ήταν ή μερική τουλάχιστον εξάρτηση τών παραπάνω ιδεών άπο τήν ιδιαίτερη υφή τών έννοιολογικών τους στηριγμάτων, δηλ. άκριβώς τών δύο άλληλένδετων όψεων του νεότερου πρωτείου τής άνθρωπολογίας. Μέ άλλα λόγια: έφόσον ή πρωταρχική τώρα πιά γνωσιοθεωρητική ένασχόληση κατασταλάζει στο πόρισμα, ότι τά όρια του θεωρητικού Λόγου είναι δεδομένα κι άξεπέραστα, δεν μένει άλλος δρόμος γιά τήν θεμελίωση τών παραπάνω ιδεών τής παραδοσιακής μεταφυσι­ κής έκτος άπο τήν —έπίσης πρωταρχική στο εξής— ήθικοπρακτική θεώρηση. Προκύπτει, έτσι, μιά άμφίδρομη σχέση: ή μεταφυσική μέ τήν καινούργια, τήν γνωσιοθεωρητική έννοια του όρου, μπαίνει στήν υπηρεσία τής παραδοσιακής μεταφυσικής, συνάμα όμως το περιεχόμενο τής τελευταίας καθαίρεται κι άπλοποιεΐται (κάτω κι άπο τήν γενική επίδραση του διαφωτιστικοΰ ντεϊσμού), ένώ συνά­ μα συμπλέκεται άναγκαστικά μέ άνθρωπολογικά μεγέθη, έφόσον, μετά τήν κατάδειξη τών ορίων τής γνώσης άπο τήν καινούργια γνωσιοθεωρητική μεταφυσική, ή παλινόρθωση τής παλιάς γίνεται μέ ήθικοπρακτική έπιχειρηματολογία. ’Έ τσι ό Kant, κλείνοντας τις δυνατότητες τής γνώσης σέ ορισμένα άνυπέρβλητα πλαίσια, δέν άκολουθεΐ κατόπιν τον δρόμο του φιντεϊσμού, όπως έκαναν παλιότερα όσοι άγνωστικιστές δέν ήθελαν νά καταλήξουν στον πλήρη σκεπτικισμό, παρά ζητά μιά νέα θύραθεν-έλλογη θεμελίωση τής μεταφυσικής του, μολονότι το περιεχόμενο τής τελευταίας, παρόλη του τήν άπλοποίηση, συνάπτεται μέ τις κεντρικές ιδέες τής παρα­ δοσιακής θεολογικής μεταφυσικής. 1001. Βλ. παραπα. ΙΙΙ4α.

ΤΤΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

405

'Η άμφίδρομη σχέση, πού μόλις περιγράψαμε, εξηγεί, γιατί ό Kant θεωρεί ταυτόχρονα την γνωσιοθεωρητική του εργασία τόσο ώς άνασκευή ένός ορισμένου τύπου μεταφυσικής όσο καί ώς προεργασία για τήν δημιουργία ένός νέου. 'Η καινούργια, ή γνωσιοθεωρητική δηλ., καί ή παραδοσιακή έννοια τής μεταφυσικής δεν συναντιούνται, λοιπόν, μονάχα άρνητικά μέσα στο έργο του, παρά, στον βαθμό πού ή πρώτη άνοίγει τον δρόμο γιά τήν θεμελίωση τής δεύτερης (υπό τον δρο τού άνακαινισμοΰ της), τό κοινό τους δνομα (ή «μεταφυσική» δίχως άλλους προσδιορισμούς) άντανακλά ή υπαινίσσεται μιάν θετική εσώτερη σχέση τους. *0 Kant υπογραμμίζει παράλληλα δύο πράγματα: κ α ι δτι ή μεταφυσική οφείλει ν’ άποτελει. τό προτείχισμα τής θρησκείας (έστω κι αν, δπως διευκρινίζεται, δεν είναι τό κύριο φρούριό της) κ α ι δτι ή μεταφυσική, άκριβώς στον τέτοιο της ρόλο, είναι κριτική τής γνώσης* χωρίς τήν κριτική αύτή ό άχαλίνωτος παραδοσιακός θεωρητικός-μεταφυσικός Λόγος θά ζη­ μίωνε τόσο τήν («καλώς εννοούμενη») θρησκεία δσο καί τήν («άληθινή») μεταφυσική.1002 Βέβαια, προσθέτει ό Kant, ή κριτική τής γνώσης είναι άπλό μέσο* άπώτερος κι ούσιαστικός στόχος τής μεταφυσικής είναι τό υπεραισθητό, δηλ. οι κεντρικές ιδέες τής μεταφυσικής παράδοσης.1003 ’Από τήν άποψη τούτη μπορεί, φυ­ σικά, νά ύποστηριχθει, δτι ό Kant είναι ένας μεταφυσικός μέ τήν παραδοσιακή έννοια, κι ό ισχυρισμός τούτος ένισχύεται από τήν διαπίστωση, δτι δχι μόνο ό θεμελιώδης χωρισμός άνάμεσα σε φαινόμενο καί σε πράγμα καθαυτό, άλλά καί ό ορισμός τού χώρου καί τού χρόνου ώς μορφών τής έποπτείας στήν πραγματικότητα δεν προκύπτουν άπό κάποιαν αύτοτελή κι άποκομμένη άνάλυση τής άνθρώπινης γνώσης, παρά κρυσταλλώνονται πάνω στήν βάση προ­ καταβολικών κοσμοθεωρητικών-μεταφυσικών άποφάσεων, οι ό­ ποιες ιστορικά άνατρέχουν στήν πλατωνική-αύγουστίνεια δυαρ­ χία.1004 Ά π ό τήν άλλη πλευρά, δμως, είναι εσφαλμένη ή άπλή ένταξη τού Kant στήν ευθεία γραμμή τής παραδοσιακής μεταφυσι­ κής σκέψης, στήν γραμμή τού Πλάτωνα καί τού Leibniz, μέ άπο1002. Β ,878/9. 1003. Prolegomena, § 40 = Schriften, IV, 327. 1004. Heimsoeth, Metaphysische Motive, ίδ. 122/3,136/7,139,145/ 6,154/5.

406

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

κλειστικό άξιολογικό κριτήριο τήν αύστηρή διάκριση αισθητών καί νοητών.1005 Ε ίναι, βέβαια, ορθό, οτι ό Kant άναγνωρίζει ώς πε­ ριεχόμενο της μεταφυσικής ορισμένες παραδοσιακές κεντρικές της ιδέες, θεολογικής μάλιστα υφής, ωστόσο παραμένει γεγονός, δτι αύτές θεμελιώνονται (τουλάχιστο ώς προς τήν λογική σειρά έκ­ θεσης τής φιλοσοφίας του) δχι με άφετηρία τό πρωτείο τής οντο­ λογίας καί τής θεωρίας, παρά πάνω στο πρωτείο τής γνωσιοθεωρίας καί τών ήθικοπρακτικών αιτημάτων, δηλ. πάνω σέ βασικές καί χαρακτηριστικές θέσεις τών Νέων Χρόνων, οί όποιες πρόβαλαν μέ ιδιαίτερη ένταση στήν εποχή του Διαφωτισμού. Αύτό ση­ μαίνει eo" ipso άντιστροφή τής παραδοσιακής μεταφυσικής ιεραρ­ χίας. Ή μεταφυσική δέν μπορεί πιά νάναι θεωρία κι ένατένιση, μέ τήν άριστοτελική έννοια, άφού ό θεωρητικός Λόγος δέν μπορεί νά ξεπεράσει τά δρια τής δυνατής εμπειρίας. Καί πέρα, πάλι, άπό τά δρια αυτά δέν στέκει, δπως είπαμε, ό φιντεϊσμός, παρά ή άναστήλωση κεντρικών ιδεών τής παραδοσιακής μεταφυσικής, άνακαινισμένων δμως καί κατανοημένων άπό σκοπιά θύραθεν, συνυφασμένη δηλ. μέ τό πρωτείο τής άνθρωπολογίας στήν διπλή του σημασία. Σύμφωνα μέ τήν κοινή άντίληψη του Διαφωτισμού, μετά τήν κατάδειξη τών ορίων τής γνώσης κάθε μεταφυσική (μέ τήν παρα­ δοσιακή έννοια) θάπρεπε νά περιττεύει. Ό Kant, άποκλίνοντας καί στο σημείο τούτο άπό τήν κύρια τάση τού Διαφωτισμού, δέν θεωρεί τήν μεταφυσική περιττή παρόλη τήν άνεπάρκεια τού θεω­ ρητικού Λόγου, γιατί πιστεύει, δτι είναι σύμφυτη μέ τήν βαθύτερη υφή τής άνθρώπινης νόησης, άλλά καί τών άνθρώπινων βλέψεων καί προσδοκιών. ’Έ τσι, δμως, αν διαφωνεί μέ τούς πλείστους δια­ φωτιστές ώς προς τό αν ή μεταφυσική άποτελεί ή δχι φυσική προδιάθεση τού άνθρώπου, ώστόσο δέν διαφωνεί μ5 αυτούς ώς προς τήν άνάγκη άντιμετώπισης δλων τών φιλοσοφικών προβλημάτων μέ άφετηρία τήν άνάλυση τών ψυχοπνευματικών δυνάμεων τού άν­ θρώπου. Μέσα σ’ αύτές ριζώνει κατά τον Kant ή μεταφυσική. Τό αν θ’ άσχοληθούμε, λοιπόν, μαζί της δέν είναι θέμα επιλογής* ή 1005. Κατά τήν άντίληψη του Wundt, Kant als Metaphysiker, ίδ. 496 κέ., 428 κέ., 161 κέ., 216/7, 277/8, 291/2.

ΤΤΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

407

μεταφυσική δεν είναι άπλώς άναγκαία, παρά άναπόδραστη. Γιατί, μολονότι δέν μπορούμε νά ξεπεράσουμε την εμπειρία καί να συλλάβουμε τό πράγμα καθαυτό, ωστόσο δέν μάς είναι δυνατό καί νά έγκαταλείψουμε την εξέταση των συναφών προβλημάτων, άφοΰ ή εμπειρία ποτέ δέν δίνει πλήρη ικανοποίηση στον Λόγο. Ποιος μπορεί π.χ. ν’ άντέξει την αποχή άπό τήν διατύπωση έρωτημάτων σχετικών μέ τήν ψυχή καί τον Θεό, δταν, άφου πιά πειστεί γιά τήν άδυναμία τών υλιστικών έξηγήσεων, άναζητά ήσυχία κι ικανοποίηση; Ή μεταφυσική είναι τό άγαπημένο παιδί μιας φυσι­ κής καταβολής μέσα στήν υφή του άνθρώπινου Λόγου* δέν προέρ­ χεται άπό τήν σύμπτωση, παρά άπό έναν άρχέγονο πυρήνα οργα­ νωμένο σοφά γιά τήν πραγμάτωση μεγάλων σκοπών, καί γ ι’ αύτό είναι περισσότερο άπό κάθε άλλη επιστήμη βαλμένη μέσα μας, στις βασικές της γραμμές, άπό τήν ίδια τήν φύση.1006 5Αφού ή μεταφυσική αποτελεί φυσική καταβολή, άναπόφευκτα θά έπιστρέψουμε σ’ αύτή, δπως σέ μιάν άγαπημένη, μέ τήν οποία μαλώσαμε, παρόλη τήν πρόσκαιρη παρακμή καί δυσφήμισή της.10?7 Έ σ τω κι αν ή μεταφυσική έπεσε σέ πλάνες, τό δτι τό*πνεύμα μας θά πάψει ν’ άσχολείται μαζί της είναι έξίσου άπίθανο δσο καί τό δτι θά πάψουμε ν’ άνασαίνουμέ άπό φόβο μήπως είσπνεύσουμε άκάθαρτο άέρα. Πάντα, λοιπόν, θά υπάρχει μεταφυσική, μόνο πού ό καθένας θά τήν κόβει αυθαίρετα στά μέτρα του δσο δέν έχουμε κάποιο γε­ νικά άποδεκτό κριτήριο* αφού καί ή προηγούμενη μεταφυσική είναι άπαράδεκτη καί ή πλήρης παραίτηση άπ* αύτήν άδύνατη, πρέπει ν* άκολουθηθεί ό δρόμος τής κριτικής.1008 Βέβαια, ή κριτική άφορά μονάχα στήν θεμελίωση τής μεταφυσικής χωρίς νά θίγει τήν ίδια in toto* γιατί, έφόσον οι ιδέες τού καθαρού Λόγου μάς δόθηκαν άπό τήν ίδια τήν υφή τού Λόγου μας, δέν μπορούν άπό μόνες τους νάναι άπατηλά σοφίσματα: τέτοια τις κάνει μόνο ή κατάχρησή τους.1009 Πρέπει, τώρα, νά υπογραμμιστεί ιδιαίτερα, δτι ή μεταφυσική, 1006. Prolegomena, § 57 = Schriften, IV, 351/2, 353. 1007. Β, 878. 1008. Prolegomena, Auflosung der allgemeinen Frage etc.= Schri­ ften, IV, 367. 1009. B, 697.

408

ANTIMET ΑΦΥΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

ώς φυσική καταβολή του άνθρώπινου Λόγου, δέν άναφέρεται μο­ νάχα στο όραμα μιας καθολικής καί τελειωτικής γνώσης, άλλα επίσης —και μάλιστα πρωταρχικά, καθώς θά δούμε— στήν έπιθυμία τής προσωπικής λύτρωσης κι ευδαιμονίας, τουλάχιστο μέ τήν μορφή τής άνταμοιβής των ήθικών πράξεων μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας θεϊκά εγγυημένης κοσμικής τάξης. Τούτη ή άνθρωπολογική έσχατη ρίζα τής ιδέας του Θεού καί μαζί καί τής μεταφυ­ σικής γίνεται έμφανής στήν καντιανή άνάλυση τής έννοιας τού ύψιστου άγαθοΰ. Γιά νά κατανοήσουμε τήν άνάλυση τούτη, πρέπει νά ξεκινήσουμε άπό μιά σημαντική διάκριση. Πολεμώντας τον δυτικοευρωπαϊκό εμπειρισμό καί προσπαθώντας άντίστοιχα νά ύποτυπώσει μιάν ήθική a priori, δηλ. άνεξάρτητη άπό έμπειρικούς παράγοντες κι εμπειρικά κίνητρα, ό Kant άρνεΐται, ότι ή ήθική του αύτή έχει όποιαδήποτε σχέση μέ άνθρωπολογικά μεγέθη.1010 ’Αφού εδώ δέν ένδιαφερόμαστε γιά τήν θεμελίωση τής ήθικής του, παρά γιά τις προϋποθέσεις τής μεταφυσικής του, δέν χρειάζεται καί νά σταθούμε στον ισχυρισμό του αύτόν, νά έξετάσουμε δηλ. κατά πόσο ο Kant είναι θεωρητικά σέ θέση ν* άντλήσει τήν έννοια τού ήθικού καθήκοντος άπό τήν ίδια τήν ύφή τού Λόγου καί συνά­ μα νά δώσει στήν έννοια αύτή συγκεκριμένο περιεχόμενο, έτσι ώστε νά λειτουργεί "πρακτικά σέ κάθε δεδομένη περίπτωση. Βέ­ βαια, καί ή καντιανή κατάδειξη τής άναγκαιότητας τής μεταφυσι­ κής άξιώνει γιά τον εαυτό της όλότελα έλλογο χαρακτήρα, θέλει δηλ. ν’ αύτοεμφανισθεϊ ώς αίτημα τού καθαρού πρακτικού Λόγου. Ωστόσο, αν ό Kant μπορεί, τουλάχιστον prima vista, ν’ άμφισβητήσει τήν έπήρεια κινήτρων σύμφυτων μέ τήν ψυχοβιολογική δομή τού άνθρώπου (όπως ή έπιδίωξη τής εύδαιμονίας) πάνω στήν άσκηση τής πράγματι ήθικής πράξης, μπορεί πολύ λιγότερο νά κάμει τό ίδιο ώς προς τήν προσδοκία τής άμοιβής γιά μιάν ένάρετη ζωή. Αύτό άκριβώς δείχνει ό τρόπος, μέτόν οποίο διαπραγμα­ τεύεται τήν έννοια τού δψιστου άγαθού στήν σχέση της μέ τό πρό­ βλημα τού Θεού κι έπομένως καί τής θεμελίωσης τής μεταφυσικής. Ό ήθικός νόμος, ό οποίος είναι τό άμεσο κι άποκλειστικό κίνητρο τής καθαρής ήθικής πράξης, λέει ό Kant, δέν περιέχει καθαυτός 1010. Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, Schriften, IV, 389.

ΤΤΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

409

τήν παραμικρή νύξη μιας άναγκαίας συνάφειας άνάμεσα στήν ήθική καί στήν εύδαιμονία ώς άνταμοιβή τής ήθικής. 4Η ήθική δεν διδάσκει, πώς θά γίνουμε εύδαίμονες, παρά πώς θά γίνουμε άξιοι τής εύδαιμονίας. 'Όμως το υψιστο άγαθό, δπως τό ορίζει ό Kant, δέν έξαντλεΐται στήν ήθική πράξη, παρά συνίσταται στήν συμφω­ νία ήθικής καί ευδαιμονίας, δηλ. στήν άπόδοση εύδαιμονίας άνάλογης μέ τήν ήθική ή στήν άνταμοιβή τής ήθικής. Ή θρησκεία, τώρα, άναφέρεται αποκλειστικά στήν ελπίδα συμμετοχής στήν εύδαιμονία, κι 6 Θεός είσάγεται άκριβώς γιά νά έγγυηθεϊ τήν πραγ­ μάτωση (δχι τής ήθικής, παρά) του ΰψιστου άγαθού — άρα τήν άνταμοιβή τής άρετής μέ ευδαιμονία.1011 Αυτό σημαίνει, δτι στήν έννοια του Θεού φτάνουμε, βέβαια, μέ τον καθαρό πρακτικό Λόγο, άλλά μόνον εφόσον αυτός αφορά δχι άπλώς στήν έννοια τού ήθικοΰ νόμου ώς άποκλειστικοΰ κινήτρου τής ήθικής πράξης, παρά στήν έννοια τού ΰψιστου άγαθού, δπου συμπεριλαμβάνεται, πέρα από τήν καθαρή ήθική, κι ό παράγοντας τής άμοιβής τής άρετής — παράγοντας, ό όποιος προφανώς ή θάταν άμελητέος ή δέν θά άνέκυπτε καθόλου, αν ό άνθρωπος δέν ένδιαφερόταν γιά τήν εύδαιμονία’ δμως, δπως δέχεται καί ό Kant, ή επιδίωξη τής ευδαιμο­ νίας είναι άνθρωπολογική σταθερά,1012 έπομένως ή μεταφυσική επίκληση τού Θεού προς άνταμοιβή τής άρετής άποτελεΐ συνάρτη­ ση μιας άνθρωπολογικής σταθεράς. 9Εδώ, επαναλαμβάνουμε, δέν μάς ένδιαφέρει τό δτι ό Kant υπογραμμίζει τήν άνεξαρτησία τής ήθικής πράξης άπό τήν προσδοκία τής εύδαιμονίας, παρά τό δτι ό Θεός είσάγεται σέ συνάφεια μέ τήν άπόδοση εύδαιμονίας στον ένάρετο. *Αν ό ένάρετος δέν ήταν πεπερασμένο δν, αν δηλ. δέν είχε ποτέ τεθεί θέμα εύδαιμονίας, τότε ό πρακτικός Λόγος θά περιορι­ ζόταν στον ήθικό νόμο καί θά άφηνε άπέξω τό δεύτερο μέρος τού ΰψιστου άγαθού — καί μαζί τον Θεό καί τήν μεταφυσική. Ό ίδιος ό Kant είχε, ήδη στήν «προκριτική» του περίοδο, δηλώσει μέ κάθε έπιθυμητή σαφήνεια, δτι ή φιλοσοφική νόηση σχετίζεται πρωταρχικά μέ τον πόθο τής λύτρωσης καί τής εύδαι1011. Kritik der praktischen Vernunft, Schriften, V, 124/5, 140, 149/50. 1012. οπ. παρ., 25: «ή ευδαιμονία είναι άναγκαία επιθυμία κάθε έλλο­ γου, άλλά πεπερασμένου δντος...».

410

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΪΣΙΚΗ ΣΚΕΤΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

μονιάς, πράγμα πού προφανώς δέν μπορεί νά μείνει δίχως συνέ­ πειες πάνω στά (μεταφυσικά) συστήματα πού κατασκευάζει. Ή ζυγαριά τής νόησης, γράφει επί λέξει, δέν είναι άμερόληπτη, παρά κλίνει προς τον βραχίονά της έκείνο, ό όποιος έπιγράφεται: «έλπίδα γιά τό μέλλον»* αύτο είναι «το μόνο της ελάττωμα», όμως ό Kant δηλώνει, ότι ούτε μπορεί ούτε καί θέλει νά τό διορθώσει.1013 Σε μεταγενέστερα χρόνια άπέφυγε, βέβαια, νά πεί τό ίδιο πράγμα μέ λόγια τόσο ειλικρινή κι έμφατικά, όμως δέν υπάρχει άμφιβολία, ότι σ’ αυτά συνοψίζεται τόσο ένα πάγιο φιλοσοφικό του άρθρο πίστεως όσο καί, κατά προέκταση, ή άντίληψή του γιά τις βαθύ­ τερες σχέσεις άνάμεσα στήν μεταφυσική καί στις μόνιμες άνθρώπινες βλέψεις κι ελπίδες. Μέ δεδομένη αυτή τήν άντιστοιχία άνά­ μεσα σέ άρθρα πίστεως ή ευσεβείς πόθους καί στήν έκάστοτε έπιλεγόμενη φιλοσοφία καί μεταφυσική δέν είναι περίεργο τό γεγο­ νός, ότι ό ίδιος ό Kant, θέλοντας νά στηρίξει μέ όσο τό δυνατό περισσότερα καί ισχυρότερα επιχειρήματα τήν τάχα έμφυτη μετα­ φυσική ροπή τού άνθρώπινου Λόγου, προχώρησε κάποτε στήν δια­ τύπωση άντιλήψεων, οί όποιες υποσκάπτουν όσες διακρίσεις θεώ­ ρησε ό ίδιος θεμελιώδεις γιά τήν κριτική τής γνώσης κι έπομένως καί γιά τήν παλινόρθωση τής μεταφυσικής σέ καινούργια καί, αύτή τήν φορά, ακλόνητη βάση. Έ τσ ι π.χ. ό Kant υπονομεύει τήν θε­ μελιώδη διάκριση άνάμεσα σέ έμπράγματες-συντακτικές (konstitutiv) καί ίδεατές-καθοδηγητήριες (regulativ) άρχές, όταν δέχε­ ται ότι ό Λόγος, έστω καί ό πρακτικός, μπορεί νά εφαρμόσει τήν κατηγορία τής αιτιότητας πάνω σ’ ένα ύπεραισθητό άντικείμενο, όπως ό Θεός, τεκμηριώνοντας μ* αύτόν τον τρόπο τήν πραγματι­ κότητά του.1014 Άλλ* αύτή είναι μία μονάχα άπό τις μορφές πού παίρνει ένα κεντρικό δίλημμα του Kant: αν οί ιδέες τού πρακτικού Λόγου, δηλ. ό ίδιος ό άκρογωνιαίος λίθος τής μεταφυσικής, είναι μόνο καθοδηγητήριες, χωρίς νά μπορεί ν* άποδειχθεί ή έμπράγματη υπόστασή τους, πώς μπορεί ν’ άπαιτηθεί πίστη σ* αυτές; Βέβαια, όπως λέει ό Kant, ή πίστη πρέπει νά στηριχτεί σέ ήθικοπρακτικά 1013. Trauma eines Geistersehers, Schriften, II, 349/50. 1014. Βλ. τήν άνάλυση του Oesterreich, Kant und die Metaphysik,

18. 121/ 2 .

ΤΤΠ0Ι ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

411

εγχειρήματα’ αν, όμως, υποθέσουμε, δτι αύτά εύσταθοΰν, τότε ό Θεός πρέπει αναγκαστικά νάναι πραγματικότητα κι οχι άπλή. ίδεατή αρχή, άφού μόνο ένας πράγματι υπαρκτός Θεός μπορεί νά έγγυηθεΐ τήν ήθική τάξη. Με άλλα λόγια: ή άποδοχή μιας ορισμέ­ νης μορφής ιδεών του πρακτικού Λόγου δεν είναι δυνατό νά μείνει δίχως συνέπειες γιά τις αντιλήψεις μας πάνω στην όντολογική ύφή του κόσμου — άρα καί γιά τις άντιλήψεις μας σχετικά με τά δρια του θεωρητικού Λόγου, τά όποια διευρύνονται άναγκαστικά στον βαθμό πού άναγνωρίζεται ή πραγματική υπόσταση των ιδεών του πρακτικού. Αυτό τό ομολογεί έ'μμεσα —κι άθελα— ό ίδιος ό Kant, δταν άπό τήν μιά λέει πώς ό Λόγος εμπλέκεται σέ παραλογισμούς μόλις ξεπεράσει τήν έμπειρία, δμως άπό τήν άλλη τον θεωρεί ικανό ν’ άντικρούσει τούς «θρασείς» ισχυρισμούς τού υλι­ σμού κτλ.1015 *Αν δμως είναι άπόλυτα βέβαιο, δτι ό υλισμός δεν εύσταθεΐ, γιατί νά μήν είναι άπόλυτα βέβαιη ή ύπαρξη άυλων ούσιών; Ό Kant περισσότερο άπωθεί παρά άντιμετωπίζει δλη τήν παραπάνω προβληματική, κάτω άπ* τήν άντικειμενική της πίεση, ωστόσο, ταλαντεύεται άδιάκοπα ως προς τό ζήτημα της πραγμα­ τικότητας τών ιδεών τού πρακτικού Λόγου: άλλού τις θεωρεί ωφέ­ λιμες γιά τήν γνώση, ενώ άλλού άχρηστες ή καί βλαβερές, τείνον­ τας συχνά ν’ άποδέχεται τήν έμπράγματη υπόστασή τους.1Τ)16 ’Αλλά όπως δέν μπορεί ν’ άπαιτείται πίστη σέ κάτι πού δέν υπάρχει μέ άπόλυτη βεβαιότητα, έτσι κι ό Θεός δέν μπορεί νά είναι ξένος προς τήν ήθική καί τήν ήθική τάξη, αν αύτές είναι έτσι όπως τις συλλαμβάνει ό άνθρωπος (άκόμα κι αν δεχτούμε τήν μάλλον κε­ νή θέση τού Kant, δτι οι έννοιες τού καθαρού πρακτικού Λόγου ισχύουν γιά κάθε έ'λλογο δν). Είναι χαρακτηριστικό, δτι ό Kant 1015. Prolegomena, § 60 = Schriften, IV, 363. 1016. Oesterreich, Kant und die Metaphysik, 96 κέ., 124/5, δπου καί τά σχετικά τεκμήρια. ’Ακόμη καί ό Vaihinger, ό όποιος θεωρεί ώς γνήσια καντιανή άντίληψη τήν θέση, δτι οί ιδέες του πρακτικού Λόγου άποτελοΰν άπλά entia rationis, δέχεται παράλληλα, δτι οί άπόψεις τού Kant στό κρί­ σιμο τούτο σημείο δέν είναι συνεκτικές, άφου άλλοτε ό Kant δίνει στόν* Λόγο τό δικαίωμα ν’ άποδεχθεΐ τήν έμπράγματη δυνατότητα τών παραπάνω ιδεών καί κάποτε μάλιστα τού έπιβάλλει καί τό καθήκον νά ένστερνισθεί τήν πραγ­ ματικότητά τους (Kant — ein Metaphysiker?, 148).

412

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

άποκρούει τον άνθρωπομορφισμό, δταν πρόκειται γιά τήν όντο­ λογική σύλληψη του Θεού, δμως ποτέ δεν κάνει τό ίδιο, δταν ένδιαφέρεται νά τού αποδώσει διάφορες ηθικές ιδιότητες.1017 'Η προσπάθεια τού Kant νά άναζητήσει, *εστω καί μέ τήν συνδρομή λογικών κενών ή άλμάτων, τήν πιο πρόσφορη, άπό τήν άποψη τής κοινωνικής λειτουργικότητας, μορφή τής μεταφυσικής είναι εύλογη συνέπεια τής σύνδεσης τής τελευταίας μέ ορισμένες άνθρωπολογικές σταθερές, δπως ή έπιδίωξη τής εύδαιμονίας, καί έπίσης μέ τήν ήθικοπρακτική πλευρά τού πρωτείου τής άνθρωπολογίας. Τό κριτήριο τής κοινωνικής λειτουργικότητας —δσο κι άν είναι άσυνείδητο στον Kant, πού μέ φιλοσοφική έπαρση προσπαθεί νά συναγάγει τά πάντα άπό τον καθαρό πρακτικό Λόγο— τον ωθεί τόσο προς τήν όντοποίηση τών καθοδηγητήριων πρακτικών ιδεών δσο καί προς τον άνθρωπομορφισμό, έν μέρει δηλ. τον ωθεί πίσω στήν άγκαλιά τής παραδοσιακής θρησκείας, τής οποίας, άλλωστε, γνωρίζει πολύ καλά τήν ιστορική σχέση μέ τήν ήθική. 'Όπως γρά­ φει, στήν παιδική άκόμα ήλικία τής φιλοσοφίας οι άνθρωποι ξεκί­ νησαν άκριβώς άπό τό σημείο, δπου έμείς καταλήγουμε, δηλ. άπό τήν μελέτη τού Θεού καί τήν προσδοκία ενός άλλου κόσμου. Οι ιδέες αυτές ήσαν άρχικά χοντροκομμένες, δμως οι πιο φωτισμένοι τις διερεύνησαν καλύτερα κι έφτασαν στο συμπέρασμα, δτι ό κα­ λύτερος τρόπος γιά ν* άρέσεις στον Θεό καί νά κερδίσεις τήν άλλη ζωή είναι ή άρετή. Ή θεολογία κι ή ήθική στάθηκαν, έτσι, τά δύο κίνητρα ή σημεία άναφοράς τής μεταφυσικής, μολονότι άργότερα ή μεταφυσική περιορίστηκε στήν χρήση τού θεωρητικού Λόγου καί μαζί στήν θεολογία.1018 Θέλοντας νά στηρίξει καί πάλι τήν μεταφυσική στήν ήθική καί νά άξιοποιήσει έτσι άπό ήθικοπρακτική σκοπιά ορισμένες κεντρικές ιδέες τής θεολογίας, ό Kant φαίνεται σά νά επιδιώκει μιάν επιστροφή τής μεταφυσικής στις πρώτες της ρίζες, τών οποίων άλλωστε δέν άρνείται τή νομιμότητα, τερματί­ ζοντας οριστικά τήν μακρά μεσοβασιλεία τής θεωρητικής-ένατενιστικής μεταφυσικής. Βέβαια, αύτή ή επιστροφή προβλέπεται νά γίνει τώρα διαμέσου τού κριτικού δρόμου, δηλ. μιας πολυδιάστατης 1017. Oesterreich, Kant und die Metaphysik, 104 κέ., 109,113. 1018. B, 880/1.

ΤΤΠΟΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

413

θεωρητικής κατασκευής, ενώ στις πρώτες μορφές τής συνύφανσης θεολογίας καί ηθικής τό θεωρητικό-φιλοσοφικό στοιχείο ήταν πρω­ τόγονο ή άνύπαρκτο. 'Όμως ακριβώς αύτή ή τεράστια διαφορά του θεωρητικού έπιπέδου άφήνει να φανεί, έξ άντιδιαστολής του­ λάχιστο, πόσο αδιάφορη είναι κατά βάθος ή φιλοσοφική θεμελίωση με την τεχνική σημασία καί πόσο άποφασιστικός ό παράγοντας τών άνθρωπολογικών σταθερών καί τής κοινωνικής λειτουργικό­ τητας — παράγοντας εξίσου ένεργός τόσο στις άρχές τής μεταφυ­ σικής δσο καί στην εποχή τής, κατά τον Kant, οριστικής, δηλ. «κριτικής» της θεμελίωσης. Τό γεγονός, δτι κάποτε ό ίδιος ό Kant έ'φτανε νά ύπονομεύει βασικές, δικές του έννοιολογικές διακρίσεις μέ άπώτερο σκοπό νά κατοχυρώσει τήν άντικειμενική (δχι μόνο ισχύ, άλλά καί) ύπαρξη τών ιδεών τού πρακτικού Λόγου, δείχνει πέρα άπό κάθε άμφιβολία, δτι δέν τού περνούσε άπό τό νού νά θεωρήσει την μεταφυσική απλά καί μόνο σάν κοινωνικά κι ηθικά χρήσιμη ψευδαίσθηση, ρι­ ζωμένη σέ κάποιες μόνιμες άνάγκες τής άνθρώπινης φύσης, δπως ή ελπίδα τής ευδαιμονίας, τής δικαίωσης καί τής λύτρωσης. Ά π ό τήν άλλη πλευρά, δμως, ό Kant θεμελίωσε τήν μεταφυσική άνθρωπολογικά, δηλ. παραμέρισε τήν όντολογική της διάσταση καί τήν έντόπισε, γιά νά πούμε έτσι, μέσα στον άνθρώπινο νού καί στήν ανθρώπινη καρδιά, άφήνοντας άνοιχτή τήν δυνατότητα ταύ­ τισης τής μεταφυσικής μέ τήν ψευδαίσθηση, δηλ. μέ έκεΐνο, τό οποίο όεν εχει κανένα πραγματικό αντικρυσμα εξω απο τον κοσμο τών άνθρώπινων παραστάσεων. 'Ωστόσο δέν θά ήταν ιστορικά ορθή ή υπόθεση, δτι ή θεώρηση τής μεταφυσικής ώς άνθρωπολογικά δε­ δομένης ψευδαίσθησης πρόκυψε κατευθείαν άπό μιάν ορισμένη έρμηνεία τής καντιανής αντίληψης. Μάλλον τό άντίθετο έγινε: στο δεύτερο μισό τού δέκατου αιώ να—δταν μεσουρανούσε ό θετικισμός, ενώ συνάμα διαμορφωνόταν ό άμερικανικός κι εύρωπαϊκός πραγμα­ τισμός καθώς κι ή μαρξική διδασκαλία γιά τήν ιδεολογία ως ψευδή, άλλά κοινωνικά λειτουργική συνείδηση— ορισμένοι νεοκαντιανοί, γιά τούς οποίους ό Kant ήταν πρωταρχικά ή καί άποκλειστικά γνωσιοθεωρητικός, έρμήνευσαν τήν άντίληψή του γιά τήν μετα­ φυσική πραγματιστικά: μεταφυσική είναι μιά θεωρητική κατα­ σκευή, πλασματική μέν, άλλά χρήσιμη (τό ίδιο δπως χρήσιμες, αν

414

ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΤΣΙΚΗ ΣΚΕΨΗ TOT ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

καί πλασματικές, είναι πολλές βοηθητικές υποθέσεις ή συμβάσεις των φυσικομαθηματικών επιστημών), καί γι* αυτό θά πρέπει να φερόμαστε ώς εάν (ή έκφραση als ob είχε χρησιμοποιηθεί επανει­ λημμένα άπό τον ίδιο τον Kant) ήταν άντικειμενικά βάσιμη. Είναι άλήθεια, 8τι ή έρμηνεία αυτή του Kant επηρέασε, διαμέσου του Lange, τον Nietzsche, ό όποιος διατύπωσε έντυπωσιακότερα άπό κάθε άλλον την θεωρία γιά τήν μεταφυσική ώς άνθρωπολογικά ριζωμένη καί ήθικοκοινωνικά λειτουργική ψευδαίσθηση.1019 Πα­ ρόλα αύτά, έπαναλαμβάνουμε, ή τέτοια νεοκαντιανή άντιμετώπιση τής μεταφυσικής ήταν, μέ τήν σειρά της, προϊόν ενός πνευματικού κλίματος, τό όποιο είχε διαμορφωθεί πριν καί άνεξάρτητα άπό κάθε ενασχόληση μέ τό έ'ργο του Kant καί τό οποίο, επιπλέον, άσκησε πάνω στον Nietzsche έπίδραση αύτοτελή, πέρα άπό 8,τι του είχε δώσει ή γνώση του Kant διαμέσου τού Lange (ή καί τού Schopenhauer). Ή άναλυτικότερη εξέταση τών σημείων αυτών άνήκει, ώστόσο, σε μιάν έξιστόρηση τής κριτικής στήν μεταφυσική κατά τον 19ο καί τον 20ό αιώνα.

1019. Γιά τις σχετικές άντιλήψεις του Lange καί τού Nietzsche καθώς καί γιά τήν έπίδραση του πρώτου πάνω στόν δεύτερο βλ. Vaihinger, Philo­ sophic des Als Ob, 753 κέ., 771 κέ. *0 Vaihinger προσπαθεί νά άνασυγκροτήσει τό σύνολο της καντιανής φιλοσοφίας άπό την σκοπιά του Als Ob. ’Ά ν, δμως, ή άνάλυσή του σκοπεύει νά καταδείξει, 8τι ό Kant είναι πατέρας μιας πνευματικής τάσης, ή όποία κορυφώνεται στόν Lange, στόν Nietzsche καί στόν ίδιο, ή πραγματικότητα είναι, 8τι 6 ίδιος βλέπει τόν Kant μέσα άπό τό πρίσμα 8σων φιλοσοφικών καί κοινωνιολογικών ρέυμάτών άναφέραμε παραπάνω.

ΣΤΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

AGPh AKG APhQ ARG BGPhM BHR GCFI HThR JHI JHPh KS PhPhR PhR RCSF RFNS RLI RMM RPh PPhL ZphF

= = = = = = = = = = = = = = = = = = = =

Archiv fur Geschichte der Philosophie. Archiv fur Kulturgeschichte. American Philosophical Quarterly. Archiv fur Reformationsgeschichte. Beitrage zur Geschichte der Philosophie des Mittelalters. Biblioth^que d’Humanisme et de Renaissance. Giornale Critico della Filosofia Italiana. Harvard Theological Review. Journal of the History of Ideas. Journal of the History of Philosophy. Kant-Studien. Philosophy and Phenomenological Research. Philosophische Rundschau. Rivista Critica di Storia della Filosofia. Rivista di Filosofia Neoscolastica. La Rassegna della Letteratura Italiana. Revue de M^taphysique et de Morale. Revue Philosophique. Revue Philosophique de Louvain. Zeitschrift fur philosophische Forschung.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

I. ΠΗΓΕΣ 1. Agricola, R.: De inventione dialectica, Goloniae 1523. 2. Agrippae ab Nettesheym, Op^ra, I-II, Lugduni χ.χ. [1*600;]. 3. Alembert, J.: Oeuvres philosophiques, historiques et litteraires, IXVIII, Paris 1805. 4. Argens, J-B.: La philosophic du bons sens ou Reflexions philofcophiques sur lTaeert&ude des Gonnoissances Humaines, nouv. M., I-III, La Haye 1768. 5. Aristotelis: Metaphysica, rec. W. Jaeger, Oxonii 1957. 6. Arnauld, A.-Nicole, P.: La Logique ou l ’Art de Penser, ed. criti­ que par P. Clair - Fr. Gribal, Paris 1965. 7. Bacon, Fi\: The Works* ed. by J. Spedding - R. Ellis - D. Heath, I-VII, London 1879. 8. Baumgarten, A.: Die Metaphysik, Halle 91783 (11739). 9. Berkeley, G.: The Works, ed. A. Luce - T. Jessop, I-IX, London-Paris-Melbourne-Toronto-N. York, 1948-57. 10. Boyle, R.: The Wprks, I-VI, London 1772. 11. Brufcs, G.: Les Dialogues contre les nouveaux academiciens/Que tout ne consiste pas a Topinion. A critical edition with a Study in Renaissance Scepticism and Relativism by P. Morphos, Baltimore 1953. 12. Bruni, L.: Ad Petrum Paulum Histrum Dialogue = Prosatori latini del Quattrocento, a cura di E. Garin, Milano-Napoli 1952, 44-99. 13. Bruni, L.: Humanistisch-philosophische Schriften. Mit einer Chro­ nologic seiner Werke und Briefe hg. und erl. v. Dr. H. Baron, Leipzig^Berlin 1928. 14. Bruno, G.: Opere italiane, a cura G. Gentile - V. Spampanato, I-III, Bari M923-1927.

418

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

15. Buffon, G.- L.: Oeuvres Philosophiques, texte 0tabli et pr&sentS par J. Piveteau, Paris 1954. 16. Gabanis, P.: Oeuvres Philosophiques, texte £tabli et pr£sente par Cl. Lehec - J. Cazeneuve, I-II, Paris 1956. 17. Gardanus, H.: Opera omnia, I-X, Ludguni 1663. 18. Gharron, P.: De la Sagesse, Trois livres, nouv. 6d. pu blic par A. Duval, I-III, Paris 1824. 19. Ghauvin, S.: Lexicon Philosophicum, Leeuwarden a1713. 20. Glaubergii, J.: Opera omnia philosophica, Amstelodami 1691. 21. Condillac, E.: Oeuvres Philosophiques, texte 6tabli et presents par Q. le Roy, I-III, Paris 1947-61. 22. Descartes, R.: Oeuvres, publics par Ch. Adam - P. Tannery, I-XII, Paris 1897-1910. 23. Diderot, D.: Oeuvrtss Completes, ed. par J. Ass^zat, I-XX, Paris 1875-1877. 24. EncyclopSdie ou Dictionnaire Raisonn0 des Sciences, des Arts et des Metiers, I-XXXV, Paris-Amsterdam-Neuchastel, 1751-1780. 25. Ficin, M.: Th6ologie Platonicienne de rimmortalite des ames, texte critique 6tabli et traduit par R. Marcel, I-III, Paris 1964. 26. Fracastoro, G.: Opera Omnia, Venetiis 1555. 27. Galilei, G.: Le opere. Ristampa della edizione nazionale, I-XX, Fi­ renze 1929-1939. 28. Garin, E. (ed.): La disputa delle arti nel Quattrocento, Firenze 1947. 29. Gassendi, P.: Opera Omnia, I-VI, Ludguni 1658. 30. Geulincx, A.: Opera philosophica, rec. J. Land, I-III, Hagae 1891-3. 31. Glanvill, JVt The Vanity of Dogmatizing: or Confidence in Opinions manifested in a Discourse of the Shortness and Uncertainty of our Knowledge and its Causes, with some Reflections on Peripaticism; and an Apology for Philosophy, London 1661. 32. Goclenii, R.: Lexicon Philosophicum quo tanquam clave philosophiae fores aperientur, Francofurti 1613. 33. Hobbes, Th.: The English Works, ed. G. Molesworth, I-XI, London 1839-45. 34. Hobbes, Th.: Opera Latina, ed. G. Molesworth, I-V, Londini 18391845. 35. Holbaich, P.- H.: Systfeme de la Nature ou des lois du monde phy­ sique et du monde moral, I-II, Paris 1821. 36. Holbach, P.-H .: Religionskritische Schriften, hg. v. M. Naumann, Berlin-Weimar 1970.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

419

37. Hume, D.: A Treatise of Human Nature, ed. L. Selby-Bigge, Ox­ ford 1965. 38. Hume, D.: Enquiries concerning the Human Understanding and concerning the Principles of Morals, ed. L. Selby-Bigge, Oxford 21902. 39. Joubert, J.: Textes choisis et comments par V. Giraud, Paris χ.χ. 40. Kant, I.: Gesammelte Schriften, hg. von der Koniglich Preussischen Akademie der Wissenschaften, I-XXVIII, Berlin 1902-72. 41. Leibniz, G. W.: Mathematische Schriften, hg. v. C.. Gerhardt, I-YII, Berlin-Halle 1849-1863. 42. Leibniz, G. W.: Philosophische Schriften, hg. v. G. Gerhardt, I-YII, Berlin 1875-90. 43. Leibniz, G. W.: Samtliche Briefe und Schriften, hg. v. der Preussi­ schen Akademie der Wissenschaften, Reihe VI, Philosophische Schriften, Darmstadt 1930 κέ. 44. Leonardo da Vinci, Philosophische Tagebiicher. Italienisch und deutsch hg. v. G. Zamboni, Hamburg 1958. 45%Locke, J.: An Essay concerning Human Understanding, ed. A. Fraser, I-II, London 1894. 46. Malebranche, N.: Oeuvres Completes, publ. sous la dir. de A. Robinet, I-XX+Index des Citations, Paris 1962-70. 47. Manetti, J.: De dignitate et excellentia hominis (1452), ed. El. Leo­ nard, Padova 1975. 48. Maupertuis, P.: Oeuvres, I-IV, Lyon 1768. 49. Micraelius, J.: Lexicon Philosophicum Terminorum Philosophis usitatorum, Stettin 21662. 50. Montaigne, M. de: Essais, 6d. par M. Rat, I-II, Paris 1962. 51. Mori, H.: Opera Omnia (Philosophica), I-II, Londini 1679. 52. Nicole, P.: Oeuvres philosophiques et morales, avec des notes et une introd. par C. Jourdain, Paris 1845 (πρβλ. Arnauld, A.). 53. Nizolius, M.: De veris principiis et vera ratione philosophandi contra pseudophilosophos Libri IV (1553), a cura di Q. Breen, I-II, Roma 1956. 54. Occam, G.: Opera Plurima, I-IV, Lugduni 1494-6. 55. Occam, G.: Summa Logicae, ed. Ph. Boehner, Louvain-Paderborn 1957. 56. Petrarca, Fr.: Le Familiari, ed. critica per cura di V. Rossi, I-III, Firenze χ.χ. [1932 κέ.] = Edizione Nationale delle Opere di Fr. Pe­ trarca, X, XII, XIII.

420

57. 58. 59. 60.

61. 62. 63. 64. 65. 66. 67. 68. 69. 70. 71. 72. 73. 74. 75.

76. 77. 78. 79.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

Petrarca, Fr.: Opere Latine a cura di A. Bufano, II, Torino 1975. Pico della Mirandola, Gianfrancesco: Opera Omnia, Basileae 1557. Platonis: Opera, t. IV, rec. I. Burnet, Oxonii 1962. Poliziano, Oratio super Fabio Quintiliano et Statii Sylvis = Prosatori latini del Quattrocento, a cura di E. Garin, Milano-Napoli 1952, 869-885. Ramus, P.: Aristotelicae Animadyersiones, Parisiis 1543. Ramus, P.: Dialecticae Institutiones, Parisiis 1543. Ramus, P.: Scholarum Dialecticarum seu Animadversionum in Organum Aristotelis libri XX, Francofurti 1594. Ramus, P.: Scholarum Metaphysicarum Libri XIV in totidem metaphysicos libros Aristotelis, Francofurti 1583. Reid, Th.: Philosophical Works, ed. by W. Hamilton, Edinburgh 81895. Sadoleti, J.: Opera quae extant omnia, I-IV, Veronae 1737-8. Salutati, C.: De nobilitate legum et medicinae. De Verecundia, ed. E. Garin, Firenze 1947. Salutati, C.: De laboribus Herculis, ed. B. UUman, I-II, Turici 1951. Sanches, F.: Opera Philosophica, ed. J. Carvalho, Coimbra 1955. Shaftesbury, A. (Earl of): Characteristicks of Men, Manners, Opi­ nions, Times, I-III, London 31723. Spinoza, B.: Opera, irii Auftrag der Heidelberger Akademie der* Wissenschaften hg. y. C. Gebhardt, I-IV, Heidelberg χ.χ. Suarez, F.: Opera Omnia, ed. nova a D. M. Andr6 et al., I-XXVI, Parisiis 1856-7%. Telesius, B.: De rerum natura, a cura di V. Spampanato, I-III, Mo­ dena 1910-1923. Valla, L.: Opera, Basileae 1540. Valla, L.: Encomium sancti Thomae Aquinatis, mitgeteilt von J. Vahlen, Vierteljahrsschrift fur Kultur und Litteratur der Renais­ sance 1 (1886), 390-396. Vico, G.: Opere Filosophiche, a cura di P. Cristofolini, Firenze 1971. Vives, J.: Opera Omnia, distributa et ordinata a G. Majansio, I-VIII, Valentiae 1782-1790. Voltaire, F.: Oeuvres completes, ed. par L. Moland, I-LII, Paris 1877-1885. Zabarella, I.: Opera Logica, Coloniae 1597.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

421

II. ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 80. Allen, D. C.: Doubt’s Boundless Sea^ Scepticism and Faith in the Renaissance, Baltimore 1964. 81. Alqui6, F.: Descartes, Paris 1956. 82. Anderson, F.: The Philosophy of Francis Bacon, Chicago 1948. 83. Ando, T.: Metaphysics. A Critical Survey of its Meaning, The Hague 1963. 84. Arendt, H.: The Human Condition, N. York 1958. 85. Armstrong, R.: Metaphysics and British Empiricism, Lincoln, Nebr. , 1970. 86. Baron, H.: The Crisis of the Early Italian Renaissance. Civic Huma­ nism and Republican Liberty in an Age of Classicism and Tyranny, Princeton 1966. 87. Baudry, L.: Lexique philosophique de Guillaume d’Ockham. iStude des notions fondamentales, Paris 1958. 88. Bennett, J.: Substance ,Reality and Primary Qualities = C. Martin D. Armstrong (ed.), Locke and Berkeley. A Collection of Critical Essays, London-Melbourne, χ.χ., 86-124. Πρωτοδημοσιεύτηκε στό APhQ 2 (1965). 89. Betzendorfer, W.: Glauben und Wissen bei den grossen Denkern des Mittelalters. Ein Beitrag zur Geschichte des Zentralproblems der Scholastik, Gotha 1931. 90. Boehner, Ph.: Collected Articles on Ockham, ed. by E. Buytaert, Louvain-Paderborn 1958. 91. Bredvold, L.: The Intellectual Milieu of J. Dryden. Studies in some aspects of the seventeenth century, Michigan 1956. 92. Breen, Q.: Giovanni Pico della Mirandola on the Conflict of Philo­ sophy and Rhetoric, JHI 13 (1952), 384-426. 93. Breen, Q.: The Subordination of Philosophy to Rhetoric in Melanchton. A Study of his Reply to G. Pico della Mirandola, ARG, 43 (1952), 13-28. 94. Brosch, P.: Die Ontologie des J. Clauberg. Eine historische Wiirdigung und eine Analyse ihrer Probleme, Diss. Greifswald 1926. 95. Brunschvicg, L.: Mathematique et M^taphysique chez Descartes, RMM 34 (1927), 277-324. 96. Brunschvicg, C.: Spinoza et ses contemporains, Paris 41951. 97. Cassirer, E.: Das Erkenntnisproblem in der Philosophie und Wissenschaft der Neuzeit, II1, Berlin 1907.

422

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

98. Cassirer, Ε.: Substanzbegriff und Funktionsbegriff. Untersuchungen uber die Grundfragen der Erkenntniskritik, Berlin 1910. 99. Cassirer, E.: Leibniz’ System in seinen wissenschaftlichen Grundlagen, Marburg 1902. 100. Cassirer, E.: Mathematical Mysticism and Mathematical Science = E. McMullin (ed.), Galileo Man of Science, N. York-London 1967, 338-351. 101. Chenu, M.- D.: La Theologie comme science au XHIe sifccle, Paris 31957. 102. Cohen, J.: On the Project of a Universal Character, Mind 63 (1954), 49-63. 103. Conze, E.: Der Begriff der Metaphysik bei Franciscus Suarez, Leipzig 1928. 104. Coralnik, A.: Franciscus Sanchez, AGPh 27 (1914), 188-222. 105. Corsano, A.: Lo strumentalismo logico di I. Zabarella, GCFI 41 (1962), 507-517. 106. Courtenay, W .: Nominalism and Late ^Medieval Religion = Ch. Trinkhaus - H. Oberman (ed.), The Pursuit of Holiness in Late Medieval and Renaissance Religion, Leiden 1974, 26-59. 107. Crescini, A.: Le origini del metodo analitico. II Cinquecento, Udine 1965. 108. Crombie, A.: Galileo, Descartes and Metaphysics, The Month 191 (1951), 354-63. 109. Curley, E.: Spinoza’s Metaphysics. An Essay in Interpretation, Cambridge Mass. 1969. 110. Datta, D.: Berkeley’s Objective Idealism: An Indian View = New studies in Berkeley’s Philosophy, ed. by W. Steinkraus, N. YorkLondon 1966,110-122. 111. Delbos, M.: Le Spinozisme (Cours professe a la Sorbonne en 1912/ 3), Paris 1968. 112. Dilthey, W.: Einleitung in die Geisteswissenschaften. Versuch einer Grundlegung fur das Studium der Gesellschaft und der Geschichte = Gesammelte Schriften, I, hg. v. B. Groethuysen, Stuttgart 71973. 113. Doig, J.: Aquinas on Metaphysics. A historico-doctrinal Study of the Commentary on the Metaphysics, The Hague 1972. 114. Eschweiler, K.: Die Philosophie der spanischen Spatscholastik auf den deutschen Universitaten des 17. Jh .= Spanische Forschungen der Gorresgesellschaft, 1. Band, Gesammelte Aufsatze zur Kulturgeschichte Spaniens, Erste Reihe, hg. v. H. Finke, Munster 1928, 251-355.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

423

115. Faggiotto, Ρ.: II Problema della metafisica nel pensiero moderno, Padova 1969. 116. Farrington, B.: Francis Bacon. Philosopher of Industrial Science, London-N. York 1973. 117. Fleischer, M.: Die Krise der Metaphysik bei Descartes, ZphF 16 (1962) 68-83. 118. Garin, E.: Medioevo e Rinascimento, Bari 1954. 119. Garin, E.: La cultura fiorentina nella seconda meta dell* 300 e i «barbari britanni», RLI 64 (1960), 181-195. 120. Gentile, G.: G. Bruno e il pensiero del Rinascimento, Firenze 21925. 121. Gilbert, N.: Galileo and the School of Padua, JHPh 1 (1963), 223231. 122. Gilbert, N.: Renaissance Concepts of Method, N. York 1960. 123. Gilson, E.: L’Etre et l’Essence, Paris 1948. 124. Glossner, M.: Nicolaus von Cusa und Marius Nizolius als Vorlaufer der neueren Philosophie, Munster 1891. 125. Grabmann, M.: Die Geschichte der scholastischen Methode, I-II, Freiburg i. B. 1909-11. 126. Grabmann, M.: Mittelalterliches Geistesleben, I-II, Munchen 19261936. 127. Gray, H.: Renaissance Humanism: the Pursuit of Eloquence, JHI 24 (1963), 497-514. 128. Gregory, T.: La polemica antimetafisica di Gassendi, RCSF 14 (1959), 131-161, 243-282. 129. Grimm, E.: Arnold Geulinx’ Erkenntnistheorie und Occasionalismus, Jena 1875. 130. Guelluy, R.: Philosophie et ThSologie chez Guillaume dOckham, Louvain-Paris 1947. 131. Gueroult, M.: Spinoza, I: Dieu (Ethique I), Hildesheim 1968. 132. H&gglund, B.: Theologie und Philosophie bei Luther und in der occamistischen Tradition — Luthers Stellung zur Theorie von der doppelten Wahrheit, Lund 1955. 133. Hamm, V.: Burke and Metaphysics, New Scholasticism 18 (1944), 3-18. 134. Hartmann, E. v.: Geschichte der Metaphysik, I-II, Leipzig-Stuttgart, 1900. 135. Heimsoeth, H.: Die sechs grossen Themen der abendlaiidischen Metaphysik und der Ausgang des Mittelalters, Darmstadt 61965.

424

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

136. Heimsoeth, Η.: Descartes’ Methode der klaren und deutlichen Erkenntnis, Diss., Marburg 1911. 137. Heimsoeth, H.: Metaphysische Motive in der Ausbildung des kritischen Idealismus, KS 29 (1924), 121-159. 138. Heitmann, Kl.: Augustins Lehre in Petrarcas 'Secretum*, BHR 20 (1960), 34-55. 139. Herde, P.: Politik und Rhetorik in Florenz am Vorabend der Re­ naissance. Die ideologische Rechtfertigung der Florentiner Aussenpolitik durch Coluccio Salutati, AKG 47 (1965), 141-220. 140. Hochstetter, E.: Studien zur Metaphysik und Erkenntnislehre W il­ helms von Ockham, Berlin-Leipzig 1927. 141. Howell, W .: Logic and Rhetoric in England, Princeton 1956. 142. Jackson, R.: Locke’s Distinction between Primary and Secondary Qualities = C. Martin - D. Armstrong (ed.), Locke and Berkeley. A Collection of critical Essays, London-Melbourne, χ.χ., 55-77. Πρωτοδημοσιεύτηκε στδ Mind 38 (1922). 143. Jalambert, J.: La th^orie leibnizienne de la substance, Paris 1947. 144. Janke, W .: Leibniz. Die Emendation der Metaphysik, Frankfurt a.M. 1963. 145. Jardine, L.: Francis Bacon. Discovery and the A rt of Discourse, Cambridge 1974. 146. Jaspers, K.: Descartes und die Philosophie, Berlin 41966. 147. Johnston, G.: The Development of Berkeley’s Philosophy, N. York 1965 (*1923). 148. Kaulbach, F.: Einleitung in die Metaphysik, Darmstadt 1972. 149. Kenny, A.: Descartes. A Study of his Philosophy, N. York 1968. 150. Kondylis, P.: Die Aufklarung im Rahmen des neuzeitlichen Rationalismus, Stuttgart 1981. 151. Kristeller, P .: Rennaissace Thought. The Classic, Scholastic, and Humanistic Strains, N. York 1961. 152. Kruger, G.: Die Herkunft des philosophischen Selbstbewusstseins, Logos 22 (1933), 225-72. 153. Lang, A.: Die Wege der Glaubensbegriindung bei den Scholastikern des 14. Jh., Munster 1930 (= BGPhM, XXX, 1/2). 154. Lange, F.: Geschichte des Materialismus und Kritik seiner Be^ deutung in der Gegenwart, Leipzig (Reclam), I-II, 1905. 155. Lappe, J.: Nicolaus von Autrecourfe Sein Leben, seine Philosophie, seine Schriften, Munster 1908 (= BGPhM, VI, 2).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

425

156. Leeuwen, Η. G. van.: The Problem of Certainty in English Thought 1630-1690, The Hague' 1963. 157. Leff, G.: The Dissolution of the Medieval Outlook. An Essay on Intellectual and Spiritual Change in the 14th Century, N. York 1976. 158. Leff, G.: Gregory of Rimini. Tradition and Innovation in Four­ teenth-Century Thought, Manchester 1961. 159. Leff, G.: Heresy in the Later Middle Ages. The Relation of Hetero­ doxy to Dissent c. 1250-c. 1450, I-II, Manchester 1967. 160. Lewalter, G.: Spanisch-jesuitische und deutsch-lutherische Metaphysik des 17. Jh. Ein Beitrag zur Geschichte der iberisch-deutschen Kulturbeziehungen und zur Vorgeschichte des deutschen Idealismus, Hamburg 1935. 161. Leyden, W. v.: Seventeenth-Century Metaphysics. An Examina­ tion of some Main Concepts and Theories, London 1968. 162. Liard, L.: Descartes, Paris 31911. 163. Link, W.: Das Ringen Luthers um die Freiheit der Theologie von der Philosophie, Miinchen 21955. 164. Lohse, B.: Ratio und Fides. Eine Untersuchung fiber die ratio in der Theologie Luthers, Gottingen 1958. 165. Lotz, J.: Ontologie und Metaphysik. Ein Beitrag zu ihrer Wesensstruktur, Scholastik 18 (1943), 1-30. 166. Luce, A.: Berkeley and Malebranche. A Study in the Origins of Berkeley’s Thought, Oxford 21967. 167. McRae, R.: Unity of the Sciences: Bacon, Descartes, Leibniz, JHI 18 (1957), 27-48. 168. McTighe, Th.: Galileos «Platonism»: a reconsideration = E. Me Mullin (ed.), Galileo Man of Science, N. York-London 1967, 365-87. 169. Maier, A.: An der Grenze von Scholastik und Naturwissenschaft, Rom 1952. 170. Mansion, A.: Philosophie premiere, philosophie seconde et meta­ physique chez Aristote, RPhL 56 (1958), 165-221. 171. Mariani, U.: II Petrarca e gli Agostiniani, Roma 1946. 172. Martin, A. v.: Coluccio Salutati und das humanistische Lebensideal. Ein Kapitel aus der Genesis der Renaissance, Leipzig-Berlin 1916. 173. Martin, G.: Leibniz. Logik und Metaphysik, Koln 1960. 174. Martines, L.: The Social World of the Florentine Humanists 13901460, Princeton 1963.

426

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

175. Michalski, Κ.: La philosophie au XlVe si&cle. Six 6tiides, hg. und eingel. v. K. Flasch, Frankfurt a. M. 1969. 176. Mondolfo, R.: II «verum-factum» prima di Vico, Napoli 1969. 177. Moody, E.: Studies in Medieval Philosophy, Science and Logic. Collected Papers 1933-1969, Berkeley-Los Angeles-London 1975. 178. Morrison, J.: Vico’s Principle of Verum is Factum and the Pro­ blem of Historicism, JHI 39 (1978), 579-95. 179. Norena, C.: Juan Luis Vives, The Hague 1970.s 180. Oberman, H.: The Harvest of Medieval Theology. Gabriel Biel and Late Medieval Nominalism, Cambridge Mass. 1963. 181. Oberman, H.: Some Notes on the Theology of Nominalism. With Attention to its Relation to the Renaissance, HThR 53 (1960), 47-78. 182. Oeing-Hanhoff, L. : Die Methoden der Metaphysik im Mittelalter = P. Wilpert (Hg), Die Metaphysik im Mittelalter. Ihr Ursprung und ihre Bedeutung (Vortrage des II. Internationalen Kongresses fur mittelalterliche Philosophie, KOln 1961) Berlin 1963, 71-91. 183. Oesterreich, K.: Kant und die Metaphysik, Berlin 1906 (= K antStudien, Erg&nzungshefte, Nr. 2). 184. Ogg, W .: Ramus. Method and the Decay of Dialogue, Cambridge Mass. 1958. 185. Olgiati, F.: La Metafisica di G. Galilei = Nel terzo centenario della morte di G. G. Saggi e Conferenze, Milano 1942, 97-163. 186. Ozmen, S.: Mysticism, Nominalism and Dissent = Ch. TrinkhausH. Oberman (ed.), The Pursuit of Holiness in Late Medieval and Renaissance Religion, Leiden 1974, 67-92. 187. Patzig, G.: Theologie und Ontologie in der «Metaphysik» des Aristoteles, KS 52 (1960/1), 185-204. 188. Penati, G.: Galilei e la Metafisica, RFNS 43 (1951), 447-52. 189. Petersen, P.: Geschichte der aristotelischen Philosophie im protestantischen Deutschland, Leipzig 1921. 190. Pintard, R.: Le libertinage Srudit dans la premiere moiti6 du XVIIIe sifccle, I-II, Paris 1943. 191. Polin, R.: Politique et Philosophie chez Thomas Hobbes Paris, 1953. 192. Popkin, R.: The History of Scepticism from Erasmus to Descartes, Assen 1960. 193. Prantl, C.: Geschichte der Logik im Abendlande, I-IV, Leipzig 1855-1870.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

427

194. Preti, G.: Dialettica terministica e probabilismo nel pensiero medioevale = La crisi dell’uso dogmatico della ragione, a cura di A. Banfi, Roma-Milano 1953,61-97. 195. Randall, J.: The Development of scientific Method in the School of Padua, JHI 1 (1940), 177-206. 196. Reiner, H.: Die Entstehung und ursprugliche Bedeutung des Namens Metaphysik, ZphF 8 (1954), 210-237. 197. Rice, E.: The Renaissance Idea of Wisdom, Cambridge Mass. 1958. 198. Risse, W.: Die Logik der Neuzeit, 1 (1500-1640), Stuttgart 1964. 199. Ritter, G.: Studien zur Sp&tscholastik, II. Via antiqua et via moderna auf den deutschen Universit&ten des XV Jh. (Sitzungsber. d. Heidelb. Ak. d. Wiss., Phil.- Hist. Klasse 1922) Heidelberg 1922. 200. Rivaud, A.: La Physique de Spinoza, Chronicon Spinozanum 4 (1924/6), 24-57. 201. Rombach, Hi: Substanz, System, Struktur. Die Ontologie des Funktionalismus und der philosophische Hintergrund der modernen Wissenschaft, I-II, Freiburg-Miinchen 1955-6. 202. Rompe, E.: Die Trennung von Ontologie und Metaphysik. Der AblOsungsprozess und seine Motivierung bei Benedictus Pererius und anderen Denkern des 16. und 17. Jh., Diss. Bonn 1968 (πολυγραφ.). 203. Rossi, P.: Fr. Bacone. Dalla Magia alia Scienza, Bari 1957. 204. Rossi, P.: Rettorica e antimetafisica nel «De Principiis» di M. Nizolio = La crisi dell’uso dogmatico della ragione, a cura di A. Banfi, Roma-Milano 1953, 99-121. 205. Rossi, P.: I filosofi e le macchine (1400-1700), Milano 1962. 206. Russell, B.: A Critical Exposition of the Philosophy of Leibniz, London 21937. 207. Saitta, G.: II pensiero italiano nell’ umanesimo e nel rinascimentP, Ι-ΠΙ, Firenze 21960-1961. 208. Scheel, O.: Martin Luther. Vom Katholizismus zur Reformation, II, Tubingen 1917. 209. Schmaus, M.: Die Metaphysik in der Theologie des Johannus Duns Scotus = P. Wilpert (Hg), Die Metaphysik im Mittelalter. Ihr Ursprung und ihre Bedeutung (Vortr&ge des II. Internationalen Kongresses fur mittelalterliche Philosophie, Kdln 1961), Berlin 1963, 30-49. 210. Schmitt, Ch.: Cicero scepticus. A Study of the Influence of the Academica in the Renaissance, The Hague 1972.

428

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

211. Schmitt, Ch.: Gianfrancesco Pico della Mirandola and his critique of Aristotle, The Hague 1967. 212. Scholz,H.: Metaphysik als strenge Wissenschaft, Koln 1941. 213. Scholz, H.: Leibniz (1942) = Mathesis Universalis. Abhandlungen zur Philosophie als strenger Wissenschaft, hg. v. H. Hermes - Fr. Kambartel - J. Ritter, Basel-Stuttgart 1961. 214. Schrecker, P.: Le Parall&isme theologo-math6matique chez Malebranche, RPh 63 (1938), 87-124. 215. Schulz,W.: Der Gott der neuzeitlichen Metaphysik, Pfullingen 1967. 216. Seeberg, R.: Die religiosen Grundgedanken des jungen Luther und ihr Verhaltnis zu dem Ockhamismus und der deutschen Mystik, Berlin-Leipzig 1931. 217. Seigel, J.: Rhetoric and Philosophy in Renaissance Humanism. The Union of Eloquence and Wisdom, Petrarch to Valla, Princeton 1968. 218. Senchet, E.: Essai sur la Metode de Fr. Sanchez, Paris 1904. 219. Shapere, D.: Descartes and Plato, J HI 24 (1963), 572-576.* 220. Siewerth, G.: Das Schicksal der Metaphysik von Thomas zu Hei­ degger, Einsiedeln 1959. 221. Sparn, W.: Wiederkehr der Metaphysik. Die ontologische Frage in der lutherischen Theologie des friihen 17. Jh., Stuttgart 1976. 222. Strong, E.: The Relationship between Metaphysics and scientific Method in Galileo’s Work = E. McMullin (ed.), Galileo Man of Science, N. York-London 1967, 352-64. 223. Tipton, I.: Berkeley’s View of Spirit = New Studies in Berkeley’s Philosophy, ed. by W. Steinkraus, N. York-London 1966, 59-71. 224. Topitsch, E.: Vom Ursprung und Ende der Metaphysik. Eine Studie zur Weltanschauungskritik, Munchen 1972. 225. Trachtenberg,Ό.: William of Occam and the Prehistory of English Materialism, PhPhR 6 (1945/6), 212-24. 226. Trinkhaus, Ch.: In Our Image and Likeness. Humanity and Di­ vinity in Italian Humanist Thought, I-II, London 1970. 227. Trinkhaus, Ch.: The religious Thought of the Italian Humanists and the Reformers: Anticipation or Autonomy? = Ch. Trinkhaus H. Oberman (ed.), The Pursuit of Holiness in Late Medieval and Renaissance Religion, Leiden 1974, 339-66. 228. Vaihinger, H.: Kant — ein Metaphysiker? = £hilosophische Ab­ handlungen, Chr. Sigwart zu seinem 70. Geburtstag, Tubingen 1900, 135-158.

ΙΙΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

429

229. Vaihinger, Η.: Die Philosophie des Als Ob. System der theoretischen, praktischen und religiosen Fiktionen der Menschheit auf Grund eines idealistischen Positivismus, Leipzig 51920. 230. Vasoli, G.: Studi sulla cultura del Rinascimento, Manduria 1968. 231. Vasoli, C.: La dialettica e la retorica delPUmanesimo. alnvenzione» e «Metodo» nella cultura del XV e XVI secolo, Milano 1968. 232. Vignaux, P.: Nominalisme au XlVe si&cle, Paris 1948. 233. Vollrath, E.: Die Gliederung der Metaphysik in eine Metaphysica generalis und eine Metaphysica specialis, ZphF 16 (1962), 258-84. 234. Vuillemin, J.: Mathematiques et M^taphysique chez Descartes, Paris 1960. 235. Vuillemin, J.: Difference et identite des methodes de la Meta­ physique et des Mathematiques chez Descartes et Leibniz et sur la conception classique de principes de causalite et de corres­ pondence, AGPh 43 (1961), 267-302. 236. Wagner, H.: Zum Problem des aristotelischen Metaphysikbegriffes, PhR 7 (1959), 129-148. 237. Wallace, K.: Francis Bacon on Communication and Rhetoric, or: The A rt of Applying Reason to Imagination for the better Moving of the Will, Chapel Hill 1943. 238. Walter, M.: Metaphysik als Anti-Theologie. Die.Philosophie Spinozas im Zusammenhang der religionsphilosophischen Problema­ t i c Hamburg 1971. 239. Warnock, G.: Berkeley, Harmondsworth 21969. 240. Weber, E.: Die philosophische Scholastik des deutschen Protestantismus im Zeitalter der Orthodoxie, Leipzig 1907. 241. Weber, H.: Der Einfluss der protestantischen Schulphilosophie auf die orthodox-lutherische Dogmatik, Leipzig 1908. 242. Weinberg, J.: Nicolaus of Autrecourt. A Study in 14th Century Thought, Princeton 1948. 243. Wheatley, J.: Bacon’s Redefinition of Metaphysics, The Personalist 42 (1961), 487-99. 244. Wieland, W.: Die aristotelische Physik. Untersuchungen fiber die Grundlegung der Naturwissenschaft und die sprachlichen Bedingungen der Prinzipienforschung bei Aris to teles, Gottingen 21970. 245. Wiley, M.: The Subtle Knot. Creative Scepticism in SeventeenthCentury England, London 1952. 246. Wittschier, H.: G. Manetti. Das Corpus der Orationes, Koln-Graz 1968.

430

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ

247. Wundt, Μ.: Kant als Metaphysiker. Ein Beitrag zur Geschichte der deutschen Philosophie im 18. Jh., Stuttgart 1924. 248. Wundt, M.: Die deutsche Schulmetaphysik des 17. Jh., Tubingen 1939. 249. Zabeeh, F.: Hume on Metaphysics and the Limits of Human Know­ ledge, Theoria 27 (1961), 12-25. 250. Zilsel, E.: Die sozialen Urspriinge der neuzeitlicihen Wissenschaft, hg. u. iibers. v. W. Krohn, Frankfurt a.M. 1976. 251. Zimmermann, A.: Ontologie oder Metaphysik? Die Diskussion uber den Gegenstand der Metaphysik im 13. und*14. Jh., LeidenK6ln 1965. 252. Zimmermann, A.: Allgemeine Metaphysik und Teilmetaphysik nach einem anonymen Kommentar zur aristotelischen Ersten Phi­ losophie aus dem 14. Jh., AGPh 48 (1966), 190-206.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Agricola 113 κέ., 118, 120, 121, 12 2 ,12 9 ,13 0 ,13 1 ,1 9 3 Agrippa 87 d’Alembert 347 κέ., 358, 359, 363, 366, 382 κέ., 401 Allen 183 Alquie 233 Alsted 311 Αμβρόσιος 70 Anconio 149 Anderson 196 Ando 13,355 Antonio de’ Ferrariis 66/7 Arendt 176 d’Argens 364 ’Αριστοτέλης 13, 14, 44, 59, 62, 64, 67, 69, 82 κέ., 95, 97, 102, 104/5, 114, 115, 125 κέ., 140, 144, 150/1, 154, 189/90, 213, 294, 321, 340 Armstrong 192, 197, 323, 332, 345 Arnauld 245 Αυγουστίνος 31, 50, 58, 60, 61, 67, 70, 81

Bacon 15, 62, 97, 181, 187 κέ., 211, 218, 225, 236, 247, 248, 249, 271, 293, 295, 296, 347, 366 Bagot 182 Baron 56,60 Baudry 38 Baumgarten 353/4,355

Bennett 327 Berkeley 19, 321, 322, 327 κέ., 339,343, 379/80, 386, 388 BetzendOrfer 32 Boehner 38,46 Βοήθιος 116 Bonaventura 30/1 Boyle 184, 186/7, 199, 200, 236, 268,271 Bredvold 18 2,18 3,186 Breen 55, 56,120 Brosch 308 Bru0s 101 κέ. Bruni 48, 55, 62/3, 65, 66, 128, 144 Bruno 176 Brunschvicg 241, 243, 262 Bude 68 Buffon 339,392

Cabanis 253/3 Cardano 90 κέ., 98^-460 κέ. Cassirer 42, 44, 105, 170, 203, 208, 260, 286 Castellani 99,102 Charron 9 8 ,179 ,182 Chauvin 293 Chenu 31 Chillingworth 183 Clauberg 293, 307 κέ. Condillac 346, 348, 353, 373, 380 κέ., 388, 392/3, 395, 398/9 Conze 300,312 Coralnik 97

434

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Cprsano 147 Courtenay 35 Crescini 97,116Crombie 208 Curley 259,266

Datta 333 Delbos 261,265 Descartes 97, 158, 199, 213, 227 κέ., 247, 251, 258, 261, 263, 268, 272, 282, 285, 287, 289, 298, 309, 312, 321, 322, 346 Diderot 365/6,373 Dilthey 11/12,22 Doig 106 Duhamel 296 Duns Scotus 37 ,43,4 7,214

Eckhart 40 Eschweiler 302,303

Faggiotto 19,173,263 Farrington 193 Fichte 236 Ficino 56, 81,10 2 ,17 5 Filelfo 57 Fleischer 233 Fracastoro 158,162 κέ., 193

Galilei 62 ,14 7 ,18 2 ,19 3 , 201 κέ., 211, 212, 213, 215, 216, 217, 228, 230, 231, 242, 243, 244, 267, 271, 276 Garasse 182 Garin 49, 57,147 Gassendi 179 κέ., 199, 210 κέ., 232 Gentile 188

Geulincx 248 κέ. Gilbert 10 9 ,111 ,112 ,1 4 9 ,2 0 4 Gilson 24 1,298,303,313 Giovanni d’Arezzo 65/6 Glanvill 184 κέ. Glossner 145 Goclenius 292,-295,310 Gouhier 273 Grabmann 30,31, 32 Gray 5 3 ,5£> Gregory 180,211 Γρηγόριος Ριμινίτης 36, 39/40, 41 Grimm 251 Guelluy 38,44 Gueroult 261,262

Hagglund 86 Hamm 374 Hartley 164 Hartmann 12 Hegel 23 Heidegger 23 Heimsoeth 12, 239, 405 Heitmann 58 Helv6tius 352 Herde 57 Hobbes 123, 164, 200, 205, 214 κέ., 236, 249, 252, 278, 279, 293,309,345,375,391 Hochstetter 41,46 Holbach 396 κέ. Howell 12 0,122,195, 248 Hume 19, 36, 322, 333, 334 κέ., 340, 344, 346/7, 359, 368, 393/ 4, 401

Jackson 326 Jalambert 284 Janke 286, 321 Jardine 193

435

ΕΤΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑ*ΤΩΝ

Jaspers 23,232 ’Ιωάννης de Mirecourt J ohnston 332 Joubert 386,391

Λούθηρος

39

Kant 158, 306, 353, 354 κέ., 371 κέ., 402 κέ. Kaulbach 170,208,277 Kenny 237 Κικέρων 20, 54, 56, 80, 99, 116, 120,179 Kirkegaard 23 Kondylis 24, 25, 42, 80, 82, 89, 9 8 ,16 0 ,16 8 ,17 4 , 203, 228, 242, 245, 268, 309, 315, 361, 365, 401, 402 Koyre 203 Kristeller 53 Kruger 239 Κυπριανός 70

La Mettrie 402 La Mo the Le Vayer 180 Landini 49 Lang 39 Lange 34,414 Lappe 36,41 Leeuwen 184 Left 35, 37, 40, 41, 42, 43, 46, 49 Leibniz 18, 199, 276 κέ., 289, 303, 346, 405 Leonardo 89 Lewalter 304, 305, 306 Leyden 173,322 Liard 232 Link 86 Locke 19, 321 κέ., 339, 340, 344 κέ., 350, 352, 366, 376 κέ., 382, 388,395,403 Lohse 86 Lotz 13,296

Luce

86,303

334

Machiavelli 219,402 McRae 199, 229, 278 McTighe 203 Maier 216 Malebranche 18, 245, 268 κέ., 321, 334, 346 Manetti 56,175 Mansion 13 Mariani 58 Martin v. 60 Martin 287 Martines 56 Martini 306 Maupertuis 347, 369, 384 κέ. Melanchton 10 9 ,12 0 ,12 1 Mersenne 268 Michalski 50 Micraelius 293,311 Mondolfo 161 Montaigne 97/8, 179, 182, 366, 391 Moody 33 More 308 κέ. Morrison 360 Moser 13,300

Newton 174,184,357 Nietzsche 22,414 Nicole 245 Νικόλαος d’Autrecourt

36, 39, 41 Νικόλαος Κουζάνος 36 Nizolio 123, 129, 130 κέ., 148, 1 5 9 ,2 1 4 ,2 8 0 ,3 6 0 ,3 7 5 Norena 84

Oberman

35, 38, 39, 40, 49

436

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ONOMATQN

Occam 34, 37/8, 41, 44 κέ., 49, 50, 7 4 ,14 0 ,14 8 ,14 9 ,15 0 Oeing-Hanhoff 111 Oestierreich 410, 411, 412 Olgiati 208 Ong 12 0 ,12 1,12 8 Ozmen 40

Pascal 182 Patrizzi 57,291 Patzig 13 Παύλος 70 Penati 208 Pererius 290 κέ., 297, 310, 311 Petersen 304,306 Petrarca 48, 57 κέ., 62, 79 Πέτρος Λομβαρδός 31 Piccolomini, Al. 147 Pico della Mirandola (Gianfrancesco) 81 κέ., 128 Pico della Mirandola (Giovanni) 57, 81,102 Pintard 180,181 Πλάτων 27, 104, 109, 128, 135, 189,190,203,392,405 Poggio 60 Polin 224 Poliziano 57,147 Pontano 57 Popkin 80,180,183 Prantl 10 5,113 Preti 44 Πρωταγόρας 159

Ramus 62, 120 κέ., 179, 193, 194, 306, 360 Randall 112,147 , 174, 204 Reid 344 Reiner 14 Rice 36, 57, 67, 68, 86 Rinuccini 49

Risse 121 Ritter 43 Rivaud 262 Rombach 17 0 ,2 2 9 ,2 3 8 , 257, 260 Rompe 291, 293, 295, 296, 305, 311 Ronsard 68 Rosa 99 Rossi 13 0,17 5,192 ,193 Russell 284,334

Sadoleto 100/1 Saitta 60,76 Salutati 48, 55^ 57, 60 κέ., 63 κέ., 66, 68, 79 Sanchez 94 κέ., 149 Savonarola 81 Scheckius 149 Scheel 86 Schilling 304 Schmaus 37 Schmitt 80, 81, 99,120 ,180 Scholz 15,278 Schopenhauer 22 Schrecker 268,272 Schulz 12 Seeberg 86 Seigel 54,57 Senchet 94,9.7 Σέξτος 2 0 ,8 0 ,8 1,9 4 Shaftesbury 367 Shapere 203 Siewerth 298,300 Sparn 304,305 Speroni 147 Spinoza 209, 252, 256 κέ., 303, 337 Stahl 278 Strong 203 Sturm 121 Suarez 297, 305,306

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

437

Voltaire 317, 366, 369 κέ., 394/ 5, 399/400 Vuillemin 241,279

Talon 120 Telesio 89/90 Tillotson 183 Tipton 333 Θωμάς ’Ακυινάτης 31 κέ., 39, 41,

47, 49, 67 ,106 ,150 , 214, 297 Thomasius 304/5 Tomitano 147 T?opitsch 12 Trachenberg 34 Trinkhaus 50

Vaihinger 411,4 14 Valla 69 κέ., 113, 116, 130, 134,138/9,148 Vasoli 49, 109, 112, 113, 12 1,14 7 ,14 9 Vico 359 κέ. Vignaux 41 Viotti 149 Vives 84 κέ., 94, 116 κέ., 13 0 ,15 9 ,17 9 ,2 14 Vollrath 13, 241, 291, 292, 313

131, 120,

121, 311,

Wagner 13 Wallace 193 Walter 263,267 Warnock 334 Weber 304, 305, 306 Weinberg 36,41 Wheatley 197,198 Wieland 216 Wiley 185 Wilkins 184 Wittgenstein 384 Wittschier 56 Wolff 304, 312/3, 353, 354 Wundt 305, 306, 406

Zabarella 12 0 ,13 0 ,14 6 κέ., 195, 204,295,302 Zilsel 177 Zimmermann 13, 29, 292, 310