Ποιήματα (1945-1971) 9789600404258

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Η δύσκολη Κυριακή Ο πυρετός της χαράς Τ' όνειρο Ομορφιά Η συννεφιά Ο σωτήρας Τρία δάκρυα του Θ

454 75 2MB

Greek Pages 0 [270]

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Ποιήματα (1945-1971)
 9789600404258

Citation preview

ΜΙΛΤΟΓ ΣΑΧΤΟΓΡΗ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1945-1971)

Δ Ε Κ Α Τ Η Τ Ρ ΙΤ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

ΚΕΔΡΟΣ

* Η Λ Η Σ Μ Ο Ν Η Μ Ε Ν Η , 1945 Π Α Ρ Α Λ Ο Γ Α ΙΣ , 1948 Μ Ε Τ Ο Π Ρ Ο Σ Ω Π Ο Σ Τ Ο Ν Τ Ο Ι Χ Ο , 1952 Ο Τ Α Ν Σ Α Σ Μ ΙΛ Ω , 1956 Τ Α Φ Α Σ Μ Α Τ Α ή Η Χ Α Ρ Α Σ Τ Ο Ν Α Λ Λ Ο Δ Ρ Ο Μ Ο , 1958 Ο Π Ε Ρ ΙΠ Α Τ Ο Σ , 1960 Τ Α Σ Τ Ι Γ Μ Α Τ Α , 1962 Σ Φ Ρ Α Γ Ι Δ Α ή Η Ο Γ Δ Ο Η Σ Ε Λ Η Ν Η , 1964 Τ Ο Σ Κ Ε Τ Ο Σ , 1971 Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α

(1 9 4 5 -1 9 7 1 ), 1977, 1979, 1981, 1984, 1988,

1991, 1993, 1996, 1999, 2000, 2004, 2005, 2007 Χ Ρ Ω Μ Ο Τ Ρ Α Τ Μ Α Τ Α , 1980, 1982, 1995, 20 00 , 2003 Ε Κ Τ Ο Π Λ Α Σ Μ Α Τ Α , 1986, 1989, 2003 Κ Α Τ Α Β Υ Θ ΙΣ Η , 1990, 1998, 1999 Ε Κ Τ Ο Τ Ε , 1996, 1999, 2003 Α Ν Α Π Ο Δ Α Γ Υ Ρ Ι Σ Α Ν Τ Α Ρ Ο Λ Ο Γ ΙΑ , 1998 Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α (1 9 8 0 -1 9 9 8 ), 2001, 2002, 20052

ΠΟΙ ΗΜΑΤΑ ( 1945- 1971)

ISBN 978-960-04-0425-8

© Μίλτος Σαχτούρης (1945-1971), 1977, 1988 © Εκδόσεις Κέδρος, Α .Ε ., 1977, 1988 www.kedros.gr e-mail: [email protected]

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ( 1945)

Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

+

Ά π ’ τό πρωί κοιτάζω πρός τ ’ απάνω ένα πουλί καλύτερο άπ’ τό πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στό λαιμό μου Σπασμένα φλυτζάνια στά χαλιά πορφυρά λουλούδια τά μάγουλα τής μάντισσας όταν άνασηκώνει τής μοίρας τό φουστάνι κάτι θά φυτρώσει άπ’ αυτή τή χαρά ένα νέο δέντρο χωρίς άνθούς ή ένα αγνό νέο βλέφαρο ή ένας λατρεμένος λόγος πού νά μή φίλησε στό στόμα τή λησμονιά 9

Έ ξω άλαλάζουν οί καμπάνες έξω μέ περιμένουν αφάνταστοι φίλοι σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή τί κούραση τί κούραση κίτρινο φόρεμα —κεντημένος ένας άετός — πράσινος παπαγάλος —κλείνω τά μάτια —κράζει πάντα πάντα πάντα ή ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες φίλε άγάπη αίμα φίλε φίλε δώσ’ μου τό χέρι σου τί κρύο Ή τανε παγωνιά δέν ξέρω πιά τήν ώρα πού πεθάναν δλοι κι έμεινα μ’ έναν άκρωτηριασμένο φίλο καί μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά

Ο ΙΙΤΡΕΤΟΣ ΤΗ Σ Χ Α Ρ Α Σ

Ήλεχτρικές κουρτίνες σ’ άλλη εποχή ήλεχτρικοί πολυέλαιοι δυό πρωινά παράθυρα δυό μάτια φωτισμένα ή σκιά τ ’ άνθρώπου διαβαίνει μέρα νά ’ναι γιά νύχτα κι ή φωνή: Μήν τρέχεις μή φεύγεις σ’ άγαπώ La voix du rêve

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ N o tr e v o y a g e à n o u s e st e n tièr em en t im a g in a ire . V o ilà sa f o r c e . L . F. C É L I N E

Το αιωνόβιο τ ’ όνειρο χαϊδεύει τ ’ άσπρα του μαλλιά Παιδιά γδυθήκανε στό φώς πετάξανε τό τόπι κι άνακράξαν θρίαμβος ένας φραγκόπαπας δείχνει με τό δάχτυλό του τό Λυκαβηττό ένα γυμνό χαμογελάει στά κορίτσια ψηλώνουν στά κλωνάρια τους φωνάζουνε είναι κουτσός είναι κουτσός βουτάνε ντροπιασμένες έπειτα στό κόκκινο νερό Νέες γυναίκες γδύθηκαν στη σκιά στ’ άπέραντο λιμάνι τρομαγμένες ένας χειρουργός στό μπαλκόνι παίζει τά νυστέρια του παραφυλάνε κουρασμένοι έκφορτωτές νά κόψουν τά σκοινιά του καραβιού νά κουρελιάσουνε τ ’ άπάρθενα φορέματα νά στασιάσουν νά κρεμάσουνε τόν καπετάνιο στό μεγάλο κατάρτι τ ’ ουρανού νά σφίξουνε τά δάχτυλα οί γυναίκες νά κλείσουνε τά μάτια νά στενάξουνε νά δείξουνε τά δόντια τους τίς γλώσσες τους ’Αρχίζει τό ταξίδι τής χαράς Ή πονεμένη γδύθηκε στό σκοτάδι άναρριχήθη στ’ άθλιο σπίτι καί σταμάτησε τη μάταιη μουσική γέλασε στόν καθρέφτη σήκωσε τά χέρια έβαψε τό πρόσωπό της μέ τό χρώμα μιάς προσμονής είδε τόν ήλιο μέσα στό ρολόγι της τότε θυμήθηκε: 12

- Δες τό ποίημα άλήθεψε καί τό νόθο άγόρι καί τό χρώμα χαρίζουν τή χαρά καί τόν τόπο αυτό πώς νά φωτογραφήσουν είναι ό τόπος τής υποκρισίας είναι ή χώρα που παραμονεύουν παιδιά πού χάσαν την αγνότητά τους κι απλώνουνε τά χέρια στ’ άνοιχτά παράθυρα νά πέσουν τ ’ άρρωστα φιλιά νά πέσουν κλαίγοντας άπ’ τά παράθυρα τά νέα λιγόζωα ορφανά σφίγγοντας μέσ’ στό πληγωμένο χέρι τους μιά τούφα άσπρα μαλλιά ’Απ’ τό πανάρχαιο τ ’ όνειρο

13

ΟΜΟΡΦΙΑ

4

Ράντισε την άσκήμια μ’ ομορφιά πήρε μιά κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι-πλάι Τραγουδώντας Έχασε τη φωνή του του την έκλεψε ή έξαλλη γυναίκα πού ’κόψε τό κεφάλι της στά κόκκινα νερά κι ό φτωχός δεν έχει πιά φωνή νά τραγουδήσει καί τό ποτάμι τό ήρεμο κεφάλι κυλάει με βλέφαρα κλειστά Τραγουδώντας

14

Η ΣΥΝΝΕΦΙΑ Στόν θάνο

Αυτός ό άράπης πλάι στην άστραφτερή γυναίκα έχει μιά καρδιά τόσο πονετική όσο δεν έχουν οί λευκοί μέ τά έβένινα μπαστούνια περνούν γελάνε χαιρετούν κι ό φίλος γύρισε από την Ελβετία τόσο ταπεινός τόσο θλιμμένος γιά τούς γυμνούς στά κεραμίδια κι όμως δεν υπάρχει ούτε ένα γλύκισμα τής προκοπής υπάρχουν όμως άπειρες γλυκές γυναίκες μόνο πού κρέμασαν στόν ώμο τους ένα γκρίζο σύννεφο πού όσο πάει καί μαυρίζει κι ό κόσμος ξέχασε τ ’ άδιάβροχα καί τίς ομπρέλες του τό σύννεφο σηκώνει τό μαύρο δάχτυλό του 15

— Λεν είμαστε γλύκες γιά σάς ταπεινοί φωνάζουν οί γλύκες γυναίκες πού θά κρυφτείτε πλανόδιοι πουλητές μασώντας στό στόμα σας μαστίχα ή μιά βλαστήμια όλοι κοιτάζουν έκπληχτοι στους δρόμους τών τοίχων κρεμασμένους πίνακες ζωγραφικής χρώματα χτυπητά κόκκινο καί πράσινο κι ή βροχή άργεί νά ρθεί καί τό χαμόγελο άργεί νά ’ρθεί κι ή χαρά άργεί νά ’ρθεί όλοι κρατιούνται άπό τά χέρια μέ γλυκές ματιές όμως τό ξέρουν πώς έπεσε κιόλας

16

Ο ΣΩΤΗΡΑΣ

Μετρώ στά δάχτυλα τών κομμένων χεριών μου τις ώρες πού πλανιέμαι στά δώματα αυτά τ ’ άνέμου δέν έχω άλλα χέρια άγάπη μου κι οί πόρτες δέ θέλουνε νά κλείσουν κι οί σκύλοι είναι άνένδοτοι Μέ τά γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στά βρώμια αύτά νερά μέ τή γυμνή καρδιά μου άναζητώ (όχι γιά μένα) ένα γαλανό παράθυρο πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά δίχως μιά χαραμάδα φώς δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου γιά τόν άρρωστο άναγνώστη 17

’Αφού κάθε δωμάτιο είναι καί μιά άνοιχτή πληγή πώς νά κατέβω πάλι σκάλες πού θρυμματίζονται άνάμεσα απ’ τό βούρκο πάλι καί τ ’ άγρια σκυλιά νά φέρω φάρμακα καί ρόδινες γάζες κι αν βρώ τό φαρμακείο κλειστό κι αν βρώ πεθαμένο τό φαρμακοποιό κι αν βρώ τή γυμνή καρδιά μου στή βιτρίνα τού φαρμακείου ’'Οχι οχι τέλειωσε δέν υπάρχει σωτηρία θά μείνουν τά δωμάτια όπως είναι μέ τόν άνεμο καί τά καλάμια του μέ τά συντρίμμια τών γυάλινων προσώπων πού βογγάνε μέ τήν άχρωμη αιμορραγία τους μέ χέρια πορσελάνης πού απλώνονται σέ μένα μέ τήν άσυχώρετη λησμονιά Ξέχασαν τά δικά μου σ ά ρ κ ι ν α χέρια πού κοπήκαν τήν ώρα πού μετρούσα τήν αγωνία τους

18

ΤΡΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ I Σ’ αυτό τό σπίτι βγάζουν τά παράθυρα σπάζουν τίς πόρτες σέ χίλια κομμάτια άπό τίς πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες άπ’ τά παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά μιλούνε —φίλοι μου —μιλούνε σάν άνθρώποι κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν τότε τά κάδρα γίνονται αυτά πουλιά καί μία-μία άνοίγουν τά φτερά οί σκυθρωπές μορφές ένός χαμένου κόσμου II

Αυτό τό βουνό τόσο κοντά μου απλώνω τό χέρι ξεριζώνω τά δέντρα καί τούς θάμνους του τούς στύλους τούς ήλεχτρικούς αυτά τά πονεμένα δόντια μιας άπελπιστικά μοναχικής ζωής Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά είναι ποτέ τους πονηρά τά πρόβατα; μά αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ κι έχουν άπάνθρωπα βελάσματα Οί άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα μέ την πέτρα χτυπούν την πέτρα καί σκίζουνε τά σπλάχνα τους άπορούν κι ούτε πού ξέρουνε νά κλάψουν 19

Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό τό βουνό κοιτάξτε καλά αυτό τό δάκρυ τού θεού γιατί αύριο θά στεγνώσει Αύριο δε θά βλέπετε πιά τίποτα III

Μπρος μου ψηλά σ’ αυτό τό βουνό ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες σωριάζει πέτρες μέσα σ’ αυτό τό σάκο τού θεού κάπου-κάπου γυρίζει καί μέ κοιτάζει λυπημένος μού ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί τό δρόμο του Στό στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες αυτός ό άνθρωπος είμαι εγώ

20

Η ΛΑΤΡΕΙΑ

’Ακούσατε ποτέ νά σάς φωνάζουν άπό την άλλη ακρογιαλιά χέρια κομψοτεχνήματα μετέωρα φίλες χαρούμενες βγάζουν καπνό άπ’ τά μάτια κι έχουν τριπλοδεμένο ένα χρυσό βραχιόλι στά μαλλιά στην άμμο χαρτογύφτισσες ρίχνουν αλλόκοτα χαρτιά άνοίγουν ένα πελώριο μαύρο μάτι Έδώ —λένε —καί καρφώνουν τό χαρτί στην άμμο μέ τό δάχτυλό τους Πόρνες φορούν καπέλα οργισμένα κι αυτές δέν έχουνε χρυσό βραχιόλι δέν έχουνε ξανθό καπνό ονείρου ευτυχίας έχουνε δμως μιά σειρά δόντια ολόχρυσα λένε —Αυτά τά δόντια πού τά βλέπετε ίσως δέ σάς άρέσουν τά ’χουμε γιά τούς έραστές μας καταλαβαίνετε τόν πόνο μας σύμφωνοι Όλοι σύμφωνοι μιά μπόχα συμφωνίας άνθίζει την άγγελική ζωή άνθρωποί μου άγγελοι άγγελοι χρυσοί άνοίξτε μέ λίγο ροδόνερο τά πρησμένα μάτια σας έδώ παρακάτω είναι τό σπίτι ένός θεού (υπάρχουν πολλοί θεοί μήν παραξενεύεστε) λοιπόν αυτός ό θεός 21

δέχεται από την ’Άνοιξη έως τόν Κεραυνό έλάτε μαζί μου νά σάς τόν συστήσω γιατί αλλιώς θά μείνετε σάν Πάσχα δίχως κόκκινο αυγό σάν τό ζητιάνο πού δεν ξέρει τί νά κάνει τό δισάκι του σάν τή γυναίκα πού δέν ξέρει τί νά κάνει τό φιλί της και σαν τό βοσκό πού ψάχνοντας γιά τά χλωμά τ ’ άρνιά περιπλανήθηκε καί χάθηκε στό χάος τής ψυχής του

NATURA

Τού ρόδινου νήπιου ή μαύρη μάνα όλη τη νύχτα μέ τά δέντρα μέ τά σύννεφα αγαπιόταν Τ’ άλλο πρωί νέα πουλιά ραμφίζαν ήλιαχτίδες γεμίσανε σπυριά τά πρόσωπα στ’ άγάλματα γύρω τους στήσανε χορό κοπέλες οργισμένες καί τραγούδησαν μέ μάτια κουρασμένα άλλους ουρανούς 'Όλες φορέσανε τή νέα χλόη πήραν στά χέρια τά νήπια τού κόσμου στίς αύγινές παλάμες κρατούν δροσοσταλίδες

Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗΣ

Αυτός ό άντρας μέ τά δύσκολα λόγια μέσα στη νύχτα δίχως τή φωνή του έρχεται σέ φωνάζει κόβεις τό ένα χέρι σου λησμονημένη έρχεται σέ φωνάζει 24

κόβεις τό ένα στήθος σου λησμονημένη έρχεται σε φωνάζει δεν έχεις πιά μάτια λησμονημένη έρχεται σέ φωνάζει πηγαίνεις λησμονημένη ψηλαφητά μέσ’ στά μαύρα πηγάδια ούτε τό φιλί σου νά κάψεις ούτε στό πηγάδι νά πέσεις ούτε τό αίμα σου νά συνάξεις δταν θά σκύβει βαρύς επάνω σου νά πάρεις ένα δάχτυλό του νά κάνεις δική σου τη νύχτα νά ξημερώσεις πάλι ολάκερη πάλι ωραία τή χαραυγή

25

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ

Στίς βραδινές βρεγμένες στράτες άχνιζει ένα φώς θαλασσί πλατύ χέρι στην καρδιά βήματα ερειπωμένα τρεις εραστές διαβαίνουν απ’ τά χέρια πιασμένοι ό πρώτος Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του τά μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω άπ* τό δέντρο νά κατέβει ή αγάπη πιασμένη άπ* τά φύλλα νά κοπάσει ή πλημμύρα τών φύλλων πού λιώνουν τά δάκρυά του στό χώμα τά πίνει ένας σκύλος ή αγάπη στά κλαδιά τόν πετροβολάει τό δέντρο ούρλιάζει ό άγέρας ό σκύλος ό δεύτερος Χάρισε την άγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή ό τρελός τήν έπήρε τραγούδι βρέχει ό ουρανός λουλούδια νομίσματα αντηχούνε οι δρόμοι τ ’ ολέθριο βιολί τής άγάπης τό τραγούδι τό ’χουν μάθει τώρα δλοι μέ χείλια σμιχτά μελανά τό σφυρίζουν μόνο αυτός δέν τό ξέρει ό τρίτος 26

Έκανε την αγάπη του καράβι την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες τώρα έγινε πάλι παιδί σιάχνει πύργους μέ άμμο καί μαζεύει χαλίκια κοχύλια καί προσμένει νά γυρίσει ξανά τό καράβι ή άγάπη Στην καρδιά τους έχουν κι οί τρεις χαράξει ένα δέντρο ένα βιολί σιμά στ* αυτί θάν τούς τρελάνει κι ό καπετάνιος παίζει στό βυθό μέ τά κοράλλια

27

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1943

Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες γυναίκες άγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δέν κλαίνε κι ό γέρος έθνικός κήπος κουβαλάει στίς πλάτες του τρεις πεθαμένους κύκνους καί τά παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό οί γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο ένα μικρό Χριστό στό κάθε δάκρυ τής λησμονημένης ένα άρνάκι μιά σταλιά στίς παγωμένες της παλάμες ένα πουλί άστέρινο καρφίτσα στά μαλλιά της

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

*

I Δεν είναι αυτό τό αυλάκι αυλάκι αίματος δεν είναι αυτό τό πλοίο πλοίο θύελλας δεν είναι αυτός ό τοίχος τοίχος ήδονής δεν είναι αυτό τό ψίχουλο ψίχουλο γιορτής δεν είναι αυτός ό σκύλος σκύλος λουλουδιών δεν είναι αυτό τό δέντρο δέντρο ήλεχτρικό δέν είναι αύτό τό σπίτι σπίτι δισταγμού Δέν είναι ή λευκή γριά γριά έτοιμοθάνατη Είναι μιά κουταλιά γλυκό κρασί δύναμη χαράς γιά τή ζωή τής λησμονημένης

II Ή λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο ανοίγει τα μάτια της κάτω περνούνε φορτηγά με μαυροφορεμένες πού δείχνουνε το φύλο τους γυμνό με οδηγούς μονόφθαλμους πού βλαστημάνε τό χριστό της καί την παναγία της οί μαυροφορεμένες θέλουν τό κακό της κι ας τής πετάνε τά ματωμένα τους γαρίφαλα άπ τον άναβρασμό τού κήπου τής ήδονής τους άπ’ την έξάτμιση τής μπενζίνας μέσα στο σύννεφο τού καπνού οί οδηγοί σκίζουν τό σύννεφο καί τήνε κράζουν πόρνη δμως αύτή είναι μιά θλιμμένη παναγιά μέ τον άγαπημένο της μέσα στά εικονίσματα έτσι όπως τόν φύλαξε ό χρόνος μέ τά κεριά όλων τών προδομένων πού βάδισαν στο θάνατο ανάμεσα στις μαργαρίτες καί τά χαμομήλια μέ βάγιες δούλους κι αστέρια τού βουνού μέ σπαθιά πού κόβανε λαιμούς και φοινικόδεντρα

III Η λησμονημένη απλώνει τ ’ άσπρο χέρι της παίρνει δμως ένα χρωματιστό γυαλί καί τραγουδάει Σέ φωνάζω όχι μέσα άπό τ ’ όνειρο άλλά μέσα άπό τά συντρίμμια τών πολύχρωμων αυτών γυαλιών μά συ όλο φεύγεις τώρα ναί μέ φοβίζει άληθινά τό πρόσωπό σου όσο καί νά τά ταιριάζω τά σπασμένα αύτά γυαλιά δέ μπορώ πιά νά σ’ άντικρίσω ολάκερο κάποτε φτιάχνω μόνο τό κεφάλι σου άνάμεσα σέ χίλια άλλα άγρια κεφάλια πού μ’ άποξενώνουν άλλοτε μοναχά τ ’ άγαπημένο σώμα σου άνάμεσα σέ χίλια άλλα κορμιά άκρωτηριασμένα άλλοτε πάλι μοναχά τό εύλογημένο χέρι σου άνάμεσα σέ χίλια άλλα χέρια τεντωμένα πού παιδεύουν τά πόδια μου κάτω απ’ τά φουστάνια μου μού δένουν τά μάτια μέ τά μαύρα μαντίλια τους μέ προστάζουν νά περπατήσω νά μη γυρίσω πίσω τό κεφάλι μου νά δώ τά μάτια σου νά θρυμματίζονται

IV Ή λησμονημένη μέσα στό βυθό τού νικηφόρου ύπνου της κρατώντας ένα μήλο στό δεξί της χέρι τ ’ άλλο χαϊδεύοντας τή θάλασσα ξεδιπλώνει ξάφνου τά ωραία μάτια της είναι μονάχα μιά πνοή ένας βρόντος κανονιού είναι ό ποδηλατιστής ή άγαπημένη του κι ή άνθοδέσμη είναι ό βόγγος τής καρδιάς καπνός τών ορυχείων τό μίσος τά κορμιά πού σμίγουνε μέ λύσσα καί βυθίζονται είναι ένα τρομερό φιλί στά σύνορα τής ήδονής πού βρίσκονται σπαρμένοι μέσ’ στίς παπαρούνες πέντε θάνατοι είναι ή σκιά τ ’ άγαπημένου της πού πέρασε

V Αυτά τά λόγια θά τά ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια ή λησμονημένη. Καί σ’ αυτό τό δρόμο νά πώ πώς γίνονται θαύματα; Ό χι. Τά θαύματα γίνονται μόνο στις στοιχειωμένες έκκλησιές Νά πώ γιά τόν άνθρωπο πού έγινε δέντρο καί γιά τό στόμια του πού φύτρωσαν λουλούδια; ντρέπομαι κι όμως πρέπει νά μιλήσω κι ας μη μέ πιστέψουν Ό μόνος πού θά μπορούσε νά μέ πιστέψει τόν σκό­ τωσαν έκεί μπροστά στό βωμό κάτι γυμνά αγόρια τόν σκότωσαν μέ τίς πέτρες. Ήθελαν νά πληγώσουν ένα λυκόσκυλο ήθελαν νά πούν ένα τραγούδι ήθελαν νά φιλήσουν μιά γυναίκα. Πάντως τόν σκότωσαν καί τόν κόψαν στά δύο μ’ ένα σπαθί. ’Από τή μέση κι απάνω τόν έστησαν άγαλμα σ’ ένα παράθυρο. ’Από τή μέση καί κάτω τόν έμαθαν νά περπατάει σάν τά μικρά πού άρχινάνε. Γι’ άγαλμα δέ φάνηκε άξιος γιατί δέ μπόρεσαν νά γίνουν άσπρα τά μάτια του. Τά πόδια του πάλι κάνουνε ένα σωρό τρέλες καί τρομάζουν τίς γυναίκες πού νυχτώνονται στά πα­ ράθυρα. Τώρα πλάι στά χείλια του έχουν φυτρώσει δυό φυλλαράκια πικρά. Καταπράσινα. Είναι άνθος ή άνθρωπος; Είναι άνθρωπος ή άγαλμα; Είναι άγαλμα ή απόκρυφος θάνατος. Αύτά τά λόγια θά τά ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια ή λησμο­ νημένη.

VI Ή λησμονημένη είναι ό στρατιώτης πού σταυρώθηκε ή λησμονημένη είναι τό ρολόγι πού σταμάτησε ή λησμονημένη είναι τό κλωνάρι πού άναψε ή λησμονημένη είναι ή βελόνα πού έσπασε ή λησμονημένη είναι ό επιτάφιος πού άνθισε ή λησμονημένη είναι τό χέρι πού σημάδεψε ή λησμονημένη είναι ή πλάτη πού άνατρίχιασε ή λησμονημένη είναι τό φιλί πού άρρώστησε ή λησμονημένη είναι τό μαχαίρι πού ξεστόχησε ή λησμονημένη είναι ή λάσπη πού ξεράθηκε ή λησμονημένη είναι ό πυρετός πού έπεσε

ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ (1 9 4 8 )

%

*

-•s *..

ΟΙ ΑΜΪΓΔΑΛΙΕΣ ν ί

Έκθαμβο σπίτι άσπρο καί κόκκινο σέ ποιο δωμάτιο ν’ άνθισαν οί αμυγδαλιές σου εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τίς γωνιές στην κόκκινη καί τη δυστυχισμένη στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι ή άναπνοή σου θάμπωνε τά όνειρά μου πάνω στά τζάμια σου τρεμόσβηνε μιά θάλασσα κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκσταση σου πού έτρεχα ματωμένος καί κυνηγός 'Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα πάνω άπό τό κεφάλι μου ή δυστυχία είχε δόντια σιδερένια ό ήλιος φύτευε στούς τοίχους κι άλλα περιβόλια τό περιβόλι τής μύγας τό περιβόλι τού χαρταετού τό περιβόλι τό μεγάλο τής αγάπης τό περιβόλι τού μεγάλου πυρετού πού μέσα του ολημέρα γύριζα μέ τό τουφέκι μου μέ μιά κορδέλα κόκκινη μέσα στό στόμα μου μέ μιά κορδέλα κόκκινη μέσ’ στά μαλλιά μου σάν τή γωνιά τήν κόκκινη καί τή δυστυχισμένη σάν τή γωνιά τήν τραγική τήν άσπρη πάνω στό πατάρι έγώ είχα ζήσει σ' όλες τίς γωνιές σέ ποιά λοιπόν άνθισαν οί αμυγδαλιές σου

39

Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Ή πληγωμένη ’ Ανοιξη τεντώνει τά λουλούδια της οί βραδινές καμπάνες την κραυγή τους κι ή κάτασπρη κοπέλα μέσα στά γαρίφαλα συνάζει στάλα-στάλα τό αίμα άπ’ δλες τις σημαίες πού πονέσανε άπό τά κυπαρίσσια πού σφάχτηκαν γιά νά χτιστεί ένας πύργος κατακόκκινος μ’ ένα ρολόγι καί δυο μαύρους δείχτες κι οί δείχτες σά σταυρώνουν θά ’ρχεται ένα σύννεφο κι οί δείχτες σά σταυρώνουν θά ’ρχεται ένα ξίφος τό σύννεφο θ’ άνάβει τά γαρίφαλα τό ξίφος θά θερίζει τό κορμί της

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ Σ τ ο ν Ν ίχο Έγγονόπουλο

Ό ’Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Άρκόζι πού πέθανε — «έν ζωή» —καί άναστήθηκε μόλις νυχτώνει κάθε βράδυ σφάζει τά κοπάδια του —γίδια βόδια καί πρόβατα πολλά —πνίγει όλα τά πουλιά του άδειάζει τά ποτάμια του καί πάνω στόν κατάμαυρο σταυρό πού ’χει στημένο καταμεσίς στό δωμάτιό του σταυρώνει την αγαπημένη του. 'Ύστερα κάθεται μπρος στ’ άνοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του φτωχός καί δακρυσμένος καί σκέφτεται νά ’χε κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια καί πρόβατα πολλά νά ’χε ποτάμια μέ γρήγορα ολοκάθαρα νερά νά θαύμαζε κι αυτός τό φτερούγισμα τών πουλιών νά χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα τής γυναίκας

ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ

Διαρρήχτες τού ήλιου δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα δέν ξέρουν τί χρώμα έχει ό ουρανός Σέ σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι δέν ξέρουν αν θά πεθάνουν παραμονεύουν μέ μαύρες μάσκες καί βαριά τηλεσκόπια μέ τ ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα μέ ψίχουλα μέ τίς πέτρες τών δειλών στά χέρια παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες τό φώς Νά πεθάνουν Νά κριθεί κάθε ’"Ανοιξη άπό τη χαρά της από τό χρώμα του τό κάθε λουλούδι άπό τό χάδι του τό κάθε χέρι άπ’ τ ’ άνατρίχιασμά του τό κάθε φιλί

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Τ’ όνομά της ήταν ’ Α κ τ ή και Κ υ ρ ι α κ ή . Είχε μαύρα μάτια μαύρα μαλλιά μαύρα φορέματα μαύρα με­ σοφόρια κι ένα άλογο κατάμαυρο. Όμως τή λέγαν Α κ τ ή καί Κ υ ρ ι α κ ή . Τό σπίτι της ήταν σ’ ένα νησί κι ήταν γεμάτο πιστόλια πορφύρες σημαίες άστρα στά δίχτυα πολυβόλα σκάφανδρα άγκίστρια κιβώτια μέ όνει­ ρα, κιβώτια μέ σφαίρες νησιώτικες φορεσιές λάμπες μέ γυαλιά χρωματιστά μαντίλια χρωματιστά κι ένα παλιό σκουριασμένο κανόνι. Σά βράδιαζε στό παράθυρο άναβε ένα φανάρι. ^Αναβε-έσβηνε άναβε-έσβηνε κι άμέσως μιά έρημη βάρκα άραζε πλάι στή σιδερένια πόρτα τού σπι­ τιού κι ένας-ένας πέντε άντρες γλιστρούσαν μέσα στό σπίτι. Σέ λίγο άπό ένα κρυφό πορτόνι σκεπασμένο άπό τ ’ άθάνατα ό Πρώτος άντρας έβγαινε νεκρός. Ό Δεύτε­ ρος μέ τό πρόσωπο γεμάτο αίματα κρατώντας ένα πεν­ τάμορφο βρέφος σφιχτά στήν άγκαλιά του. Ό Τρίτος κι αύτός γεμάτος αίματα κρατώντας ένα αυτόματο σφιχτά στήν άγκαλιά του. Ό Τέταρτος σερνάμενος τυλιγμένος άπό τήν κορφή ώς τά νύχια σ’ ένα βαρύ σκούρο πράσινο ύφασμα. Ό ΙΙέμπτος κι αύτός νεκρός. Όμως ή πιό έξαίσια νεκρή ήταν ή κοπέλα μέσα στό κάτασπρο της φόρεμα κατάχαμα ξαπλωμένη στή μέση τού δωματίου πλάι στό σκοτωμένο μαύρο άλογό της πλημμυρισμένη κι αυτή στό αίμα τά χέρια σταυρωτά ψηλά στό στήθος καί μ’ ένα χαμόγελο καί μ’ ένα πράσινο κλωνί στό στόμα ένώ οί πέ­ ντε γερμανοί αδύναμοι μπροστά της χαιρετούσαν σέ στά­ ση προσοχής.

43

ΤΑ ΔΩ ΡΑ 1*

Σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα σήμερα οί άνθρωποι μ’ αγαπούν μιά γυναίκα μου χαμογέλασε ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί Σήμερα γονατίζω στό πεζοδρόμιο καρφώνω πάνω στίς πλάκες τά γυμνά άσπρα ποδάρια τών περαστικών είναι όλοι τους δακρυσμένοι όμως κανείς δεν τρομάζει όλοι μείναν στίς θέσεις πού πρόφτασα είναι όλοι τους δακρυσμένοι όμως κοιτάζουν τίς ουράνιες ρεκλάμες καί μιά ζητιάνα πού πουλάει τσουρέκια στόν ουρανό Δυό άνθρωποι ψιθυρίζουν τί κάνει τήν καρδιά μας καρφώνει; ναί τήν καρδιά μας καρφώνει ώστε λοιπόν είναι ποιητής

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Νύχτα ήταν καί Χαλούσαν τά κοκόρια καρφωμένα γύρω-γύρω σ’ ένα φεγγάρι άπό μπαμπάκι φωσφορικό Όλοι προσμέναν τό θαύμα γιατί κάποιο θαύμα θά γινόταν άπόψε στην καρδιά τού βιολιού Όμως κι οί τρεις κοπέλες ήρθαν μαυροντυμένες κρατώντας την άδεια μαύρη θήκη τού βιολιού Κλαίγαν καί λέγαν πώς κανένα θαύμα τώρα πιά δέ γίνεται στόν ουρανό

45

ΤΟ ΑΣΤΡΟ

Τό ξανθό κεφάλι της τά ξεβαμμένα χείλια της ή σιωπή της καί λίγο σάλιο πού έτρεχε άπό τό άστρο τό σφύριγμα τό άγριο άστρο πού άνοιγόκλεινε τό μάτι του κι έβλεπε τόν Ουρανό κι έλεγε: θά τόνε κάψω!

Ο ΒΟΡΙΑΣ

Τά νύχια αυτού τού πιανιστή φτάνουν έως τό πάτωμα μόνο ό βοριάς γνωρίζει τ ’ ονομά του αυτός δεν παίζει πιάνο πιά δεν τρώει δέν άγαπάει δεν κοιμάται Είναι βασιλιάς Κάτω καρφώνει ξύλα 6 μαραγκός καί νά πού πάλι άκούγεται τό π ι ά ν ο κόρη τού μαραγκού είναι ή πεντάμορφη στη σκιά ένός μεγάλου παγωμένου ήλιου πλένει τίς πλάκες τού βοριά πού αυτός μονάχα ξέρει αυτός μονάχα ξέρει ν’ άγαπάει τούς ποιητές τούς άληθινούς

ΕΞΙ ΣΤΙΓΜ Ε Σ

I Ό μουγγός ξεκρεμάει παλιές φωτογραφίες κοιτάζει πτώματα τρομάζει ζηλεύει στόματα κοριτσιών κλαίει βγάζει ένα κόκκινο σκαμνί στό πεζοδρόμιο II

Ό άρρωστος μελετάει τίς καπνοδόχε ς ξέρει πώς άπομέσα τους φεύγουν τά όνειρα καί οί καπνοί τών πεθαμένων III Ό ζωγράφος έχει μέσα στην καρδιά του μιά ζωγραφιά έχει μέσα στό κεφάλι του ένα μαχαίρι θέλει νά βγάλει τή ζωγραφιά θέλει νά βγάλει τό μαχαίρι νά σκίσει τή ζωγραφιά 48

IV Ό φίλος μου έχει ένα περίστροφο +έγώ έχω μιά κιθάρα δταν οπλίζω την κιθάρα τό περίστροφο παίζει μιάν έξαίσια μουσική δταν σκοτώνω με την κιθάρα V Οί πόρτες τ ’ άλογα καί τά κουδούνια άνοιχτά φέρετρα κάτω άπ’ τόν ήλιο άνοιχτά στόματα κάτω άπ’ τόν ήλιο θέ μου νά σφάξουμε τό μαύρο κόκορα θέ μου νά σφάξουμε τό μαύρο κόκορα θέ μου νά σφάξουμε τό μαύρο κόκορα VI

Ό βαρκάρης τών κεραυνών γυρίζει άπό άκτή σέ άκτή δέ θέλει ν’ άράξει πουθενά τη βάρκα του ψιθυρίζει φύγαν φύγαν τά νερά

49

Ο ΒΓΘΟΣ V

Έ νας ναύτης ψηλά στά κάτασπρα ντυμένος τρέχει μέσ’ στό φεγγάρι Κι ή κοπέλα άπ’ τη γης μέ τά κόκκινα μάτια λέει ένα τραγούδι πού δέ φτάνει ώς τό ναύτη Φτάνει ώς τό λιμάνι φτάνει ώς τό καράβι φτάνει ώς τά κατάρτια Μά δέ φτάνει ψηλά στό φεγγάρι

50

ΤΑ ΧΩΡΙΣΜΕΝΑ Στον Άνδρέα Έμπεφίχο

Τό ποτάμι το όνειρό τά σπηρούν ια κι ό φόβος σκορπίστηκαν σ’ αυτό τό λιβάδι κι ή ωραία γυναίκα με τή βέργα τού πάθους τυραννάει τά μάτια της τυραννάει την ψυχή της νά γυρίσει τό άλογο στη φωνή τής φοράδας τά σπηρούν ια νά βρούνε τά πόδια νά φορέσει τή μάσκα του ό μεγάλος 6 φόβος τό ποτάμι ν’ αφήσει σ’ άλλο ρέμα τό αίμα του καί τ ’ όνειρό νά γεμίσει μ’ άλλο φώς τήν καρδιά της τήν καρδιά τή δική της καί τών άλλων ανθρώπων Κι ό γενναίος θεός ό σκληρός εραστής της που γυρίζει τά βράδια μέ μεγάλα καράβια νά ριχτεί στά σοκάκια μ’ ένα άσπρο μαντίλι μέσ’ στή νύχτα μέ τά δέντρα καί τ ’ άστρα νά τή βρει σ’ ένα δρόμο νά τή βρεί σ’ ένα σπίτι μέ γνωστούς μάνες-γριές κι αδύνατα άγόρια νά τή βρεί στήν πληγή στό σημάδι τού πάθους όταν μόνη σηκώνει τή βέργα γιά νά σμίξουν καί πάλι μαζί στό λιβάδι τό ποτάμι τό όνειρό τά σπηρούνια κι ό φόβος

51

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Αυτό τόν άνθρωπο κανείς δέ τον έσκότωσε δεν ήταν φύλακας τού λιμανιού δεν ήτανε πολεμιστής στη μάχη μέσα σε τραίνα έφερνε θηρία σιδερόφραχτα κι απάνω στά ψηλά βουνά φώλιαζεν ή καρδιά του κάποτε τό αίμα του θά μιλήσει καί τότε μαύρα σκοτεινά πουλιά θά πνίξουνε τά σύννεφα γενάτοι μαύροι άγέρηδες θά ζώσουνε τόν κάμπο θά τραγουδήσουν οί άχλαδιές τήν ιστορία του μέσα στό σπίτι τής φωτιάς μέ τ ’ άγρια θεριά τά φλυτζάνια τού θανάτου πάνω στά τραπέζια κουρτίνες δίχως ήλιο λυχνάρι καί κρύα λόγια λυχνάρι καί κρύα φιλιά δίχως άγάπη μέ τά αισχρά κορίτσια τής σιωπής πού κάθε βράδυ κλείναν τά παράθυρα πού κάθε βράδυ σταύρωναν τόν 'Ύπνο πού κάθε βράδυ σκίζαν τρώγαν τά φουστάνια τους πέφταν άνάσκελα καί φτύναν τά όνειρά τους

52

ΟΡΥΧΕΙΟ

Σου γράφω γεμάτη τρόμο μέσα άπό μιά στοά νυχτερινή φωτισμένη άπό μιάν ελάχιστη λάμπα σά δαχτυλήθρα ένα βαγόνι περνάει άπό πάνω μου προσεχτικά ψάχνει τις άποστάσεις του μή μέ χτυπήσει εγώ πάλι άλλοτε κάνω πώς κοιμάμαι άλλοτε πώς μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει Στό σπίτι Χ*ές καθώς άνοιξα τή ντουλάπα έσβησε γίνηκε σκόνη μ’ όλα τά ρούχα της μαζί τά πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ ’ άγγιξει φοβάμαι κι έχω κρύψει τά πηρούνια καί τά μαχαίρια τά μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σά στουπί το στόμα μου άσπρισε καί μέ πονάει τά χέρια μου είναι πέτρινα 53

τά πόδια μου είναι ξύλινα με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά δεν ξέρω πώς γίνηκε καί με φωνάζουν μ ά ν α θέλησα νά σου γράψω γιά τίς παλιές μας τις χαρές όμως έχω ξεχάσει νά γράφω γιά πράγματα χαρούμενα Νά μέ θυμάσαι

ΤΑ ΙΙΕΡΙΣΤΕΡΙΑ Τ Ο Ϊ ΝΕΚΡΟΓ

Στόν Ό&σσεα Έλύτη

Λέ δίνω αίμα στις φλέβες τών πουλιών καί τά ποτάμια μου κρατήσαν τά νερά τους επάνω στά 'ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει μέσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τούς αετούς Ε λάτε βγήτε στόν κάμπο περιστέρια μου μέ τις γαλάζιες κορδέλες στό λαιμό σας έλάτε βγήτε μέ τό φεγγάρι στην καρδιά σά θά σηκώσω την ταφόπετρά μου Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ ’ άλλα πουλιά έλάτε βγήτε στόν κάμπο περιστέρια μου έλάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου

Ο ΔΥΝΑΤΟΣ

Καθρέφτης κρεβάτι γιασεμί στάχτες τσιγάρων δάκρυα κόκκινο άπό χείλια στά σεντόνια ή ήρωίδα απελπισμένη μέχρι θανάτου καθρέφτης κρεβάτι ένας άντρας δίχως πόδια σέ μιά καρέκλα μέ ρόδες μέ ρόδινες άνταύγειες ό ήλιος στόν τοίχο στό πάτωμα φ ρ ί κ η ένα φιλί Καθρέφτης ό δυνατός άντρας είναι στό ταβάνι γυμνάζει τά όνειρά του μέ πάθος κατεβαίνει κλείνει τό παράθυρο σκοτεινιάζει Κραυγή

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ άγαπήσετε τον ουρανό πολύ μάθατε νά λέτε πώς είναι γαλάζιος ξέρετε τις σπηλιές του τό δάσος τούς βράχους του; έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στά τζάμια του κολλούν τά πούπουλά σας στην καρδιά του Καί σάν έρχεται ή νύχτα μέ φόβο άπ’ τά δέντρα κοιτάτε τ ’ άσπρο μαντίλι τό φεγγάρι του τή γυμνή παρθένα πού ούρλιάζει στήν αγκαλιά του τό στόμα τής γριάς μέ τά σάπια τά δόντια του τ ’ άστρα μέ τά σπαθιά καί μέ τούς χρυσούς σπάγγους την άστραπή τόν κεραυνό τή βροχή του τή μακριά ήδονή τού γαλαξία του

ΤΟ ΣΓΝΘΗΜΑ

Ή κιθάρα παίζει μόνη μέσ’ στη βάρκα ένώ ή σκιά του βαρκάρη βηματίζει στην ταράτσα φώτα προδοτικά θ’ άνάψουνε σε λίγο πνίξανε τίς τρουμπέτες μέσ’ στά φύκια ή άγρια γυναίκα ξεπροβάλλει άπ’ τά νερά λάμπουνε τ ’ άσπρα σκέλια της δίνεται στό φεγγάρι καί στό ναύτη μέσ’ στά βράχια Οί άλλοι ναύτες προχωρούνε δύο-δυό είναι χλωμοί καί παγωμένοι στον ίδρωτα σέ λίγο θ’ άντηχήσουν πυροβολισμοί μία δυό τρεις τρεις πρέπει νά πηδήξουνε ταράτσες τρεις πρέπει νά σφυρίξουνε φορές γιά νά βρεθούν στην ώρα Ά ν ένας άνθρωπος ριχτεί μέσ’ στό νερό οί ναύτες θά τονέ χτυπήσουν τ ’ αστρα θα τού τσακίσουνε τό μέτωπο τά ψάρια θά τόν άγαπήσουν τα πρόβατα θά πέσουν άποπίσω του θά γεννηθεί καί θά πεθάνει μέσ’ στούς πόνους

58

Ο ΓΑΜΟΣ

Ένα περίστροφο πού έκπυρσοκρότησε μέσ’ σ’ ένα σύννεφο από καρδιές ένα αυτοκίνητο δίχως λουλούδια με πολλά όμως γέλια ένα αυτοκίνητο σά μέσ’ σέ τάφο σά μέσ’ σέ θάλασσα μέσ’ άπ’ τά κύματα μέσ’ στούς καπνούς προβαίνουν δάχτυλα καί δαχτυλίδια μαύρα κεφάλια τά χείλια άνοίγουν καί ψιθυρίζουν χαμογελούν ή γριά ό γέρος χαμογελούν γιά τά στεφάνια γιά τά φορέματα γιά τή λεβάντα γιά τά ψωμιά καί τά κουφέτα γιά τ ’ αυτοκίνητο πού πρώτα στάθηκε γιά τ ’ αυτοκίνητο πού όρμησε χάθηκε γιά τό περίστροφο πού έκπυρσοκρότησε μέσ’ σ’ ένα σύννεφο από καρδιές 59

ΠΕΤΡΟΣ

Πάλι τί καννιβαλισμός αυτή τήν νΑνοιξη λουλούδια καταβρόχθισαν τις μέλισσες πουλιά τούς φάγαν τά έντόστια τά γεράκια τό τριαντάφυλλο έμεινε ολομόναχο κι ό μενεξές μεταμορφώθη σέ κηδεία Δέν έχω άλλα λουλούδια νά σου φέρω δμως μιά μέρα θά γίνω 6 μέγας κηπουρός φυτεύω θά κλαδεύω θά ποτίζω θά ’χω τό σπίτι μου πάνω σ’ ένα σύννεφο θ’ άνάβω τά όνειρά μου μέ τόν ήλιο Σήμερα άκόμα είμαι ένας πλοηγός συνένοχος γιά τίς λάσπες τά λεμόνια τούς τενεκέδες στό νερό μέσ’ στό λιμάνι τρελαίνω τή σειρήνα σπέρνω τό αίμα μου φορώ γυαλιά άπό πέτρα καί μέ λένε Πέτρο

60

Ο ΑΕΤΟΣ

Την ώρα πού κοιμάται ένας άιτός πέφτει μέσ’ στό κρεβάτι της νεκρός την ώρα πού κοιμάται ένα περιστέρι κουρνιάζει στό δεξί της χέρι Τόν άετό τά ματωμένα δάχτυλά της ρίχνουν στόν γκρεμό τό περιστέρι τά ματωμένα δάχτυλά της σφίγγουν ρίχνουν στό πανέρι Την ώρα πού ξυπνάει ένας άιτός στέκεται στό κρεβάτι της ορθός την ώρα πού ξυπνάει ένα μαχαίρι τής κόβει τό δεξί της χέρι

61

Ω ΡΟ ΔΕ ΙΚ ΤΗ Σ

’Από ψηλό βουνό είδα τη θάλασσα μέσα στά χέρια της είδα νά ζούν καί νά πεθαίνουν τά πουλιά κι εγώ έφεγγα ψηλά σάν άστρο ήμουν ένα άστρο μέ δάκρυα καί μέ καρφιά καί γύρω μου ψάρια καί σκάλες σκάλες ν ’ ανέβουν νά διώξουν την καρδιά μου σκάλες γιά νά κατέβω εγώ γιά νά ξεσκίσω την καρδιά τής θάλασσας

Η ΠΟΡΤΑ

-ί Στον Γιώργο Αίχο

Ή πόρτα πού άνοιξες με τόσο πάθος άνοιξε στό θάνατο καί δε μπορούν νά τόν σκεπάσουν τρία λουλούδια καί δε μπορούν νά τόν ξορκίσουν τά ζαχαρένια μάγουλα τού κοριτσιού πίσω απ’ την πόρτα πίσω άπ’ την πόρτα τό κορίτσι γδύνεται στόν άνεμο τά κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μιά προσευχή χιονιού βογγάει λυγάει τά κλαδιά ό βοριάς ό μαύρος οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα χλωμά καΐκια κατεβάσαν τίς σημαίες τους σάλπιγγες στό βυθό σημάνανε τό τέλος ένώ στό λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο γυναίκες μέσ’ στά μαύρα σέρνουν τ ’ άγόρια τους πεταλωτές παιδεύουνε τ ’ άμοιρα τ ’ άλογά τους άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τά ντέφια τους παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σά χιόνι καράβια καί πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ ’ άστρα ή πόρτα πού άνοιξες μέ προσοχή έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της πίσω άπό κάθε μιά καί μιά κραυγή πίσω άπό κάθε μιά κι ένα στητό κορίτσι

ΪΔ Ρ Α

Ίο αίμα μου τό κρέμασαν πάνω στά κλαδιά τό αίμα μου τό ρίζαν μέσ’ στη θάλασσα τ ’ άγρια λουλούδια τά βαμμένα δόντια τά πικρά φιλιά τά ψάρια τά καράβια μέσ’ στη θάλασσα μέσα στό αίμα τό δικό μου χτίσαν τη φωλιά άπό τό αίμα τό δικό μου βάψαν τά πανιά άπό τό αίμα τό δικό μου πέταξαν φτερά όλα τά φοβερά πουλιά μέσα στη θάλασσα

64

Η ΜΑΧΗ

"Απλωνες όλο άπλωνες τά χέρια σου στά μπαλκόνια βοηθούσες τούς άρρωστους νά κατεβαίνουν με τά μεγάλα μάτια τά λιγνά τους πόδια τά λουλούδια τους ενώ τριγύρω άπό τά σκοτεινά παράθυρα όλοι π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν "Απλωνες όλο άπλωνες τό βήμα σου όπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι δρόμοι μεγάλοι δρόμοι με φωτιές καί μέ περίστροφα μ’ ενα φτωχό πού μοίραζε βίους άγιων μέ μιά τσιγγάνα πού ’θελε παράφορα ενα αυγό νά κάνει μέσα του την πλάση νά στενάξει "Απλωνες όλο άπλωνες τό βήμα σου καί μέσα στη βροχή στεκόταν ΙΙροσοχή ό κρεμασμένος μέ τά χρυσά σειρήτια τό βιολί καί τό μαντίλι του μέ δέκα σύννεφα άπό λάσπη μέσα στην καρδιά του κι άπό τή λάσπη παίρναν τά μικρά παιδιά καί χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου "Απλωνες όλο άπλωνεζ τά χέρια σου κι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους δρόμους μέ τά μεγάλα μάτια τά λιγνά τους πόδια τά τραγούδια τους ενώ τριγύρω άπό τά σκοτεινά παράθυρα ολοι π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν

65

Ο Λ Η ΣΤ Η Σ

Ό κρότος τών άστρων ψηλά καί κάτω ή πράσινη χλόη κι ένας ήλεχτρικός πετεινός σιδερένιος βγάζει φλόγες τό ρολόγι σταματάει μέσ’ στά σύννεφα στην πόρτα ό ληστής ό πάνθηρ με τό μακρύ κοντάρι με τά μακριά μαύρα μαλλιά σάν αρχαία γυναίκα μ’ ένα αυγό ματωμένο στό χέρι γύρω-γύρω τά κάγκελα τό γιασεμί ή σκιά τού φεγγαριού ή σκιά τών δοντιών μέσ’ στό αίμα ή λάσπη ό σταυρός τό ρολόγι μετράει τό ρολόγι δέ ζεΐ κι ή φωνή της άκούγεται σκοτεινή ή καρδιά της κοχλάζει σάν παλιό κρασί ξεχασμένο βαθιά σαράντα σκάλες τό ρολόγι μετράει σαράντα σαράντα ήμέρες καί σαράντα χρόνια τό ρολόγι δέ ζεΐ

66

ΛΑΖΑΡΟΣ

«Είν’ όλα νέα σήμερον έτος δωρήματα ελπίδες καί μόνον τήν καρδίαν μου αρχαίαι δέρουν καταιγίδες» Βροχή μέσ’ στίς στοές βροχή χαλάζι μέσα στ’ αυτοκίνητα μέ παγωμένα πόδια γιά δές πώς σέ κοιτάζει ό φρουρός φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες Κάρβουνα μέσα στήν καρδιά τού Λάζαρου Σήκω άπό τό κρεβάτι Λάζαρε σού κάνουν δώρο έναν τόπο μακρινό ένα λιβάδι τρυφερό μέ άνεμώνες ένα λιβάδι τρομερό σήκω άπό τό κρεβάτι Λάζαρε Λάζαρε έργοστασιάρχη Λάζαρε κακέ Λάζαρε γίνε ποταμός τής άνοιξης γίνε σκουλαρίκι γίνε σίφουνας αγάπησε τή ζωή «Είν’ όλα νέα σήμερον» γιά δές πώς σέ κοιτάζει ό φρουρός φωτογραφίες θάνατοι έλπίδες «καί μόνον τήν καρδίαν μου άρχαίαι δέρουν καταιγίδες»

67

ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Εργοστάσιο έργοστάσιο νύχτας και φωτιάς με ήλιους μεγάλους από τριαντάφυλλα πυροσβεστικές σκάλες λεύκες-φαντάσματα μέ κόκκινα φύλλα πουλιά άπελπισμένα δεμένα μέ σκληρές άσπρες κλωστές φριχτά παιχνίδια Ή νύφη χαμογελάει μέ λεκιασμένο μπράτσο μέ ραγισμένο χέρι μέ τά βαμμένα νύχια στην προκυμαία πλάι-πλάι τό βαπόρι καί παρακάτω ή τρικυμία καί παρακάτω ό πνιγμένος Αυτός Εκείνη Τά κουρασμένα τ ’ άλογα πλάι στη βρύση ή δίψα κι ακόμα παραπάνω από τή δίψα Ό Ποιητής Είχε τους κήπους του κρυμμένους μέσ’ στό στόμα του πού κάηκε καί γέμισε καπνούς τή χώρα Εργοστάσιο εργοστάσιο φρίκης καί φωτιάς

68

ΚΑΠΟΤΕ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Κάποτε μέσ’ απ’ τό σύννεφο βγαίνει ένα πουλί περνάει πάνω άπό τά σπίτια καί κατεβαίνει στην πόλη άλλοτε χρόνια έμεινε φυλακισμένο μέσ’ στό φεγγάρι γ ι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι Μέσ’ άπ’ τό σύννεφο κατεβαίνει μέσ’ στη βροχή περνάει σά φάντασμα πάνω άπ’ τά σπίτια στους δρόμους τό κράζουν πουλί πουλί τής βροχής δέ στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα τό δείχνουν γιατί είν’ ένα πουλί σκληρό πού βάφτηκε μ’ αίμα π’ άγριεμένο στην πόλη κατεβαίνει μέ τή βροχή κι ένα πανέμορφο έχει γυναικείο μάτι ΓΓ αυτό κι οί γυναίκες ταράζονται μόλις τό δούν άλλες όμως τό κρύβουν μέσ’ στους καθρέφτες τους άλλες τό κρύβουν σέ βαθιά συρτάρια κι άλλες βαθιά μέσ’ στό σώμα τους έτσι δέ φαίνεται δέν τό βλέπουν οί άντρες πού τίς χαϊδεύουν τό βράδυ ούτε τό πρωί σά ντύνονται μπροστά στόν καθρέφτη δέν τό βλέπουν γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό πολύ φοβισμένο

69

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ

Στό σκοτεινό λιμάνι μονάχος τή νύχτα στήν προκυμαία μαζεύω τά ψάρια τά ψάρια π ’ αστράφτουν τά ψάρια πού έρχονται κοπάδια-κοπάδια άπό τή μαύρη θάλασσα Έρχονται μόνο σέ μένα με τά πονηρά τους μάτια γιομάτα ασήμι έρχονται καί ξαπλώνουν πάνω στήν απαλάμη μου τά ερωτικά ψάρια τά ζαλισμένα ψάρια κι άλλοι γύρω τους ριχτούν δίχτυα κι αγκίστρια μέ λάδι καί φώτα γιά νά τά πιάσουν Όμως τό μεγάλο ψάρι πού χρόνια ξέρει αυτό τό παιχνίδι απλώνει τά χέρια του βάζει τίς φωνές παίρνει πίσω τά ψάρια μου στή βαθιά θάλασσα Καί μ' αφήνει πάλι μόνο μέσ’ στό έρμο λιμάνι μέ τ ’ άδεια μου χέρια μέ τ ’ άδειο καλάθι μου 70

ί

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

^

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες τά πεινασμένα τά φαντάσματα καθισμένα σέ καρέκλες στίς γωνιές νά κλαίνε τά δώματα μέ τά νεκρά πουλιά ό Αιγιστός τό δίχτυ ό Κώστας ό Κώστας ό ψαράς ό πονεμένος ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα πού άνεμίζουνε νεράντζια σπάνε τά τζάμια στά παράθυρα καί μπαίνουν μέσα ό Κώστας σκοτωμένος ό Όρέστης σκοτωμένος ό Άλέξης σκοτωμένος σπάνε τίς αλυσίδες στά παράθυρα καί μπαίνουν μέσα ό Κώστας ό Όρέστης ό Άλέξης άλλοι γυρίζουνε στούς δρόμους άπό τό πανηγύρι μέ φώτα μέ σημαίες μέ δέντρα φωνάζουν τη Μαρία νά κατέβει κάτω φωνάζουν τη Μαρία νά κατέβει άπό τόν ούρανό τ ’ άλογα τ ’ Ά χιλλέα πετούν στόν ούρανό βολίδες συνοδεύουνε τό πέταμά τους ό ήλιος κατρακυλάει άπό λόφο σέ λόφο καί τό φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα τότε νυχτώνει ή σιωπή τούς δρόμους καί βγαίνει ό τυφλός μέ τό μπαστούνι του παιδιά τόν άκλουθάνε στίς μύτες τών ποδιών δέν είναι ό Οίδίποδας

71

είναι ό Ή λίας τής λαχαναγοράς παίζει μιάν έξαντλητική θανάσιμη φλογέρα είναι ό νεκρός Ή λίας τής λαχαναγοράς

72

Η ΤΡΙΤΗ ΚΙ Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ

Ίο πρωί έφεγγε ό ήλιος τά δυό της στρογγυλά άσπρα γόνατα σάν ήλιος μέσα σε πηγάδι καυτός άναβε τις κουρτίνες Ό βραδινός μονόφθαλμος άναψε τίς κουρτίνες κι ήταν μονος με τό μαύρο πανί στό τρύπιο μάτι μ’ αυτό πού έβλεπε τόν κόσμο ρόζ τίς νύχτες Κι οί νύχτες ήταν άγριες γιά όλους κανείς δεν ξέχναγε τό αίμα περνούσαν έρχονταν κάπνιζαν τά φουγάρα κανείς δέν ξέχναγε τό αίμα έβγαινε ό παπάς έβγαινε ό στρατιώτης κι ήταν πάντα νύχτα νύχτα μεγάλη νύχτα νύχτα

73

ΠΑΣΙΦΑΗ

Τά παγωμένα χέρια ψάχνουν τά σύννεφα βρίσκουν τό μύλο μέσα στά σύννεφα νά γυρίζει δίχως φτερά βρίσκουν τό φάντασμα τής καμινάδας δίχως κεφάλι βρίσκουν τό σταυρό τής άγριας φοβέρας τό τρύπιο πιθάρι τής βροχής βρίσκουν ακόμα τό φεγγάρι τής άνοιξης σβησμένο νά καπνίζει μέ γύρω γύρω του πασχαλιές τά παγωμένα χέρια πιάνουν τό νήμα τής ’Αριάδνης καί τότε βρίσκουν τσακισμένη κομματιασμένη την ξύλινη άγελάδα τής βασίλισσας κι άκόμα βρίσκουν μέσα στά σύννεφα πώς νά τό πώ τά ίδια της μάτια

74

άγρια τρελά καί διψασμένα σάν άστραπές

75

ΤΟΓ ΙΙΪΡΓΟΓ

Ή κόρη πήγαινε καί τραγουδούσε ή κόρη με τά φίδια της με τά ωραία λουλούδια της Όμορφα πού μύριζαν τά λουλούδια Τά χέρια του έδενε ό ληστής πού μούγγριζε στά πόδια της τό αίμα τό κεφάλι του ή γλώσσα ή ρίζα τό φιλί γιομάτοι οί κήποι αίμα μή μιλάς Κανένας δέ μιλούσε Ή κόρη πήγαινε καί τραγουδούσε ή κόρη μέ τά φίδια της με τα ωραία λουλούδια της

76

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΙ1ΡΟΥ

Ρίχνανε πρώτα τά σκοινιά στις τέσσερες γωνιές που άσπρίζανε τά τέσσερα τά πρόσωπα χτυπούσανε τά χέρια καί προχωρούσαν άπ’ τίς τέσσερες γωνιές καί μάζευαν τά σύννεφα έτσι έμενε τό δάπεδο γυμνό έπειτα άρχιζαν νά περνούν οί μαύροι πετεινοί ένας-ένας αφήνοντας ένα ρυάκι αίμα κόκκινο σάν χάνονταν ρολόγια άρχιζαν νά πυροβολούνε άδικα καί σκότωναν στην τύχη φεγγάρια ούρλιάζαν προσφέρανε κι έκρηχτικά τριαντάφυλλα πού σκάζαν καί ματώνανε τά χέρια ή άγων ία τά πρόσωπα σιγά-σιγά χάναν τά μάτια τους τά φρύδια κι έπειτα τό στόμα τά δόντια καί τά τσίνορα γίνονταν κάτασπρα όπως καί τά ρούχα τους όπως καί τ ’ άσπρα δέντρα όπως καί τό λιβάδι όπως όλα ’'Ασπρα

77

ME TO ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1 9 5 2 )

Τ ϋ ϊ ΘΗΡΙΟΓ

-4

Μή φεύγεις θηρίο θηρίο με τά σιδερένια δόντια θά σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι θά σού δώσω ένα λαγήνι θά σού δώσω κι ένα κοντάρι θά σού δώσω κι άλλο αίμα νά παίζεις θά σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια νά δεις τά βαπόρια πώς τρώνε τίς άγκυρες πώς σπάζουν στά δυό τά κατάρτια κι οί σημαίες ξάφνου νά βάφονται μαύρες θά σού βρώ πάλι τό ίδιο κορίτσι νά τρέμει δεμένο στό σκοτάδι τό βράδυ θά σού βρώ πάλι τό σπασμένο μπαλκόνι καί τό σκύλο ούρανό πού βαστούσε τή βροχή στό πηγάδι θά σού βρώ πάλι τούς ίδιους στρατιώτες αύτόν πού χάθηκε πάν τρία χρόνια μέ τήν τρύπα πάνω απ’ τό μάτι κι αύτόν πού χτυπούσε τή νύχτα τίς πόρτες μέ κομμένο τό χέρι θά σού βρώ πάλι τό σάπιο τό μήλο Μή φεύγεις θηρίο θηρίο μέ τά σιδερένια δόντια

81

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948

Σημαία ακόμη τά δόκανα στημένα στους δρομους τά μαγικά σύρματα τά σταυρωτά καί τά σπίρτα καμένα καί πέφτει ή οβίδα στη φάτνη τού μικρού Χριστού τό αίμα τό αίμα τό αίμα έφιαλτικές γυναίκες μέ τρυφερά κέρινα χέρια άπεγνωσμένα χαϊδεύουν βόσκουν στην παγωνιά καταραμένα πρόβατα μέ τό σταυρό στά χέρια καί τό τουφέκι τής πρωτοχρονιάς τό τόπι ό σιδερόδρομος τής λησμονιάς τό τόπι τού θανάτου

82

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

-4

Στον Γιώργο Μοωροιδιη

Χώρα γιατί ποια χώρα τά σπίτια γύρω-γύρω οί πόρτες ποιά σπίτια ποιες πόρτες τά χέρια καί τά πόδια καί τά δάχτυλα όχι τά σπίτια οί πέτρες ποιά χέρια καί ποιά πόδια καί ποιά δάχτυλα οί πέτρες; ποιές πέτρες αυτές πού είχα στά χέρια μου ή τά δάκρυα πού δέ θά τρέξουν από τά μάτια μου

83

ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Γ

Οί φίλοι μου φεύγουν ήρθαν νά μέ χαιρετήσουν δε θά ξαναδώ πιά τούς φίλους μου ό ένας φεύγει γιά το δίπλα δωμάτιο το πρόσωπό του έγινε μαύρο φόρεσε ένα πράσινο σκούρο ύφασμα νύχτωσε πιά δε μιλάει ό άλλος φεύγει γιά τ ’ άλλο δωμάτιο νά βρει τίς καρφίτσες πρώτα όμως κρύφτηκε στίς κουρτίνες φοβήθηκε ύστερα άνέβηκε στο παράθυρο γιά νά κοιμηθεί ό άλλος έβγαλε τά παπούτσια του μέ τρεμάμενα χέρια πήρε τ ’ άγαλμα ζεστό τό πήγε στήν κρεβατοκάμαρα δεν ξερει πώς νά τό στήσει οι φίλοι μου φύγαν μακριά δε θά τούς ξαναδώ τους φίλους μου

84

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

f Όταν ανέβαινα τούς δρόμους καί τό φεγγάρι μού έκαιγε τά χέρια ξύπναγε ή κόρη τού ψωμά ή κουκουβάγια τότε έβγαινα καί φώναζα τή Νύχτα Όταν κατέβαινα τόν ποταμό τό μυστικό της μού μάτωνε τά στήθια ό βυρσοδέψης δέν είχε πού νά κοιμηθεί τότε έβγαινα καί φώναζα τή Νύχτα Όταν άνέβαινα τίς σκάλες καί μπλέχονταν τά ορτύκια μέσ’ στά πόδια μου καί σέρνανε τόν άνθρωπο άπό τά μαλλιά τότε έβγαινα καί φώναζα τή Νύχτα Όταν κατέβαινα τίς σκάλες καί μέ περίμεναν κάτω γιά νά τούς πώ καί φύτρωναν τριαντάφυλλα στό νεροχύτη τότε έβγαινα και φώναζα τή Νύχτα Κι όταν πάλι έπαιρνα τούς δρόμους κι άπό τό χώμα άνέβαιναν τά σίδερα καί μέσ’ στό αίμα σφάδαζε τό εύχαριστώ τότε έβγαινα καί φώναζα τή Νύχτα

85

Η ΣΚΗΝΗ

’Απάνω στό τραπέζι είχανε στήσει ένα κεφάλι άπό πηλό τούς τοίχους τούς είχαν στολίσει με λουλούδια άπάνω στό κρεβάτι είχανε κόψει άπό χαρτί δυό σώματα έρωτικά στό πάτωμα τριγύριζαν φίδια καί πεταλούδες ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε στη γωνιά Σπάγγοι διασχίζαν τό δωμάτιο άπ’ όλες τίς πλευρές δέ θά ’ταν φρόνιμο κανείς νά τούς τραβήξει ένας άπό τούς σπάγγους έσπρωχνε τά σώματα στόν έρωτα Ή δυστυχία άπ’ έξω έγδερνε τίς πόρτες

86

ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ

Κεφάλι μου γεμάτο όνειρα χέρια μου γεμάτα λάσπη Νά τραγουδήσω λοιπόν κι έγώ τή βροχή όταν ό Πόντιος Πιλάτος έβγαινε στους δρόμους κανείς δε γνώριζε τό πρόσωπό του στή σκοτεινιά στήν έρημιά πλάι στά καλώδια όταν ό ’Ιησούς πολλαπλασίαζε τό ψάρι ό ένας άκουμπούσε σ’ ένα φράχτη ό άλλος σε μιά γέφυρα τυφλή ό άλλος σ’ ένα γκρεμισμένο σπίτι όταν ό ’Ιησούς πολλαπλασίαζε τό ψάρι κι ή θάλασσα έβγαζε στή στεριά τ ’ άγρια τ ’ άσπρα της τά πρόβατα ό Πόντιος Πιλάτος έβγαινε στους δρόμους κανείς όμως δέ γνώριζε τή χαρά του ό Πόντιος Πιλάτος ύπαρχος τού ποταμού μέ τό κλουβί τά πεινασμένα τά πουλιά του τόν κήπο τά χαμένα τά λουλούδια του οί δύο σφίγγονταν πάνω στό λόφο οί δύο αναστέναζαν μέσ’ στή στοά οί δύο λιώνανε στό κυπαρίσσι όταν ή θάλασσα μάζευε ξανά τ ’ άγρια τ ’ άσπρα της τά πρόβατα μέσ’ στήν πικρή της άγκαλιά νά τά κοιμίσει

87

ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

Δυστυχισμένα όνειρα τά χρόνια μας περνούν μέσα στην αγωνία οί έφημερίδες λησμονούν όμως μέσ’ στην καρδιά μας καίει μιά κατακόκκινη πληγή απ’ τό παλιό χρυσάφι Όλο μαζεύουμε τά πράγματά μας τά κρύβουμε σέ βαθιά υπόγεια λύνουμε τίς ντουλάπες μας στήνουμε ανάποδα τίς καρέκλες μας κι ό άπελπισμένος ήλιος μπαίνει άπό μιά χαραματιά καί τίς φωτίζει Πρέπει νά βγούμε στά ποτάμια ακόμα λίγο καί θά σπάσει τό πουλί μέσ’ στό κεφάλι μας άκόμα λίγο καί θά στήξει τό αίμα μέσα στήν καρδιά μας πρέπει νά βγούμε σύρριζα πρέπει νά βγούμε μ έ σ α απ’ τά ποτάμια

ΣΑΒΒΑΤΟ

Οι νεκροί δυό βήματα πλάι μας ήσυχάζουν ή κάθονται ήσυχα στά σκαλοπάτια μέ μιά σκούπα ματωμένη στό χέρι δμως οί ζωντανοί έχουν κάτι τεράστια κεφάλια γεμάτα πετρέλαιο καί τά χέρια τους λιγδωμένα μέ λίπος φτιάχνουν βάρκες μέ μαύρα χαρτιά πού φεύγουν μία-μία καί δίχως ήλιο γιά το μαύρο ούρανό

ΤΟ ΑΝΑΠΟΔΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Δέν είναι ακόμη άνοιξη έρχεται ό τρελός μ’ αβέβαια βήματα ευτυχισμένος δαφνοστεφανωμένος μ’ ένα κουτάλι κόκκινο κρασί απορεί μέ τά σύννεφα τά κλουβιά καί τά φύλλα πού μπήκαν βαθιά μέσα στά κάτασπρά του τά μαλλιά είναι χλωμός δέ βλέπει Μέσα στίς φυλλωσιές στό φλογισμένο χόρτο άνάμεσα σέ σύρματα πού τραγουδούν θλιμμένα ριγμένα τά έρωτικά πτώματα σαπίζουν σιγανά βογγώντας δένουν τά χέρια καί σαπίζουν βογγώντας σιγανά Δέ βλέπει στέκει πάνου σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο τ ’ άνάποδο τό χελιδόνι καί βλέπει τά έρωτικά πτώματα καθώς δένουν τά χέρια 90

σιγανά βογγώντας και σαπίζουν στέκει καί βλέπει τ ’ άνάποδο τό χελιδόνι

91

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΓΡΙΖΕΙ

Ή γυναίκα γδύθηκε καί ξάπλωσε στο κρεβάτι ένα φιλί άνοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα οί άγριες μορφές μέ τά μαχαίρια άρχισαν νά ξεπροβάλλουν στο ταβάνι στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε ένα κερί έγειρε κι έπεσε άπ’ τό καντηλέρι έξω άκουγόνταν κλάματα καί ποδοβολητά νΑνοιξαν τά παράθυρα μπήκε ένα χέρι έπειτα μπήκε τό φεγγάρι άγκάλιασε τη γυναίκα καί κοιμήθηκαν μαζί Όλο τό βράδυ άκουγόταν μιά φωνή: Οί μ έ ρ ε ς π ε ρ ν ο ύ ν τό χ ι ό ν ι μ έ ν ε ι

92

ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Τά σύννεφα έφυγαν η η ενα-ενα όμως στη θέση τους ήρθαν άλλα σύννεφα πιο άγρια πιο μανιασμένα πιο φοβερά Λένε πώς είμαι καλός οί καλοί άνθρωποι πού δέ μέ ξέρουν όπως μέ ξέρουν τά σκυλιά όπως μέ ξέρουν οί αετοί καί τά μυρμήγκια Έρημος στούς βρεγμένους δρόμους μέ τά ξένα άδιάβροχα μέ τά βασανισμένα χέρια τίς σάλπιγγες τά φαντάσματα καί τίς γύρω άπειλές σάς Χαιρετώ

93

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα καί σχήματα άράχνη τά φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους καρφωμένα αίμα τρύπιες κουβέρτες καί σπασμένα τζάμια ή βροχή καί ξάφνου μέσα στά χέρια μου τά μαλλιά της το σώμα της καί τ ’ άνοιχτό στόμα της μακριά βαθιά πάνω στο βουνό Τό μυαλό μου κουρασμένο κι ό άγέρας διάφανος σάν κρύσταλλο ρολόγια πέφτουν ολοένα καί σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο σήμερα ό άγέρας δυνάμωσε άκόμη απ’ τό παράθυρο βγήκε ένα χέρι μέσ’ στον καθρέφτη φάνηκε εν’ άλλο χέρι 94

έδερναν τά μεσάνυχτα μακριά άκουγόταν ένα βογγητό Όλα δσα βλέπω τά παράξενα σπίτια μού θυμίζουν έσένα ή νύχτα μού θυμίζει έσένα ένα μικρό παιδί πού κλαίει μού θυμίζει έσένα κι ό τάφος μού θυμίζει έσένα τά ψάρια τά λουλούδια μού θυμίζουν έσένα δλες οί φωτογραφίες όλα τά χρώματα όλα μού θυμίζουν έσένα κι όλα τ ’ άγαπώ γιά σένα

95

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ

Νυχτερινά σώματα καθώς ανάβουν καί σβήνουν οί δρόμοι τά μάτια σβήνουν κι αυτά ένώ τά σύννεφα άνακατεύονται καί κατεβαίνουν κλειστά καφενεία δυό άνθρωποι μαζί πιο κάτω τρεις άνθρωποι μαζί καί πιο κάτω τέσσερες άνθρωποι ένα πρόσωπο ξεχασμένο εν’ άλλο χθες άπαντημένο άτονο απελπισμένο δέν τό θέλω ένα στόμα πού ξέρει νά βρίσκει τήν πληγή τής ψυχής Π Ο ΙΟ Σ Ε ΙΝ Α Ι Ο Δ Ρ Ο Μ Ο Σ

πρέπει νά κάψουμε τά χέρια μας τή νύχτα αυτή τών φαντασμάτων καί τής μαύρης πίκρας

96

ΟΙ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ

Δεν τούς γνωρίζω κι έχει σκοτεινιάσει ό ένας τον άλλο πλησιάζει πουλάνε μεταξύ τους λάμπες γιά νά φέξει γιατί είναι βράδυ 'Ά λ λ ο ι ά ν ά β ο υ ν σ π ίρ τ α σ π ίρ τα λυ π η μ ένοι κ ο ν τ ά σ έ ψ ά ρια κ ά τι μ ετράνε έ ν ώ οί γ υ ν α ίκ ε ς ή κ α θ εμ ιά σ έ κ ά θ ε σ π ίρ το π έ φ τ ε ι ο υ ρ λ ιά ζει σφ α δάζει σ τ ο π εζοδρ όμ ιο

Κι είναι ένα πόνος είναι ένας βόγγος περνάει μιά μέρα περνάνε δυο περνάνε τρεις μένουν οί ίδιοι πάνω στ' άλόγατα μαρμαρωμένοι Δίχως άνάσταση

97

ΑΠΟΣΤΟΛΗ Στόν Νίχο Γχάτσο

Κανείς δέ θάβει εδώ τριαντάφυλλα τουφέκια ρημαγμένα δίχως φτερά γυρίζουνε τις κάννες τους άπάνω μας τό βράδυ δταν σημάνει προσκλητήριο μαζεύονται οι σημαίες κι αυτά τ ’ άλλα πουλιά με τ ’ άνθρώπινα στόματα πού είναι σάν καρδιές καί μέ τό αίμα καί μάς κοιτάζουν Ή ιστορία αύτή γίνεται σέ μιά λίμνη έδώ καί δέκα χρόνια άπαράλλαχτη κάθε νύχτα χειμώνα καλοκαίρι

98

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Τηλεφωνάμε γιά ένα νεκρό πού νά τον βρούμε; Τό όνομά του; μάς άπαντάνε Δέν έχει ονομα είναι νεκρός ψάχνουμε τά συρτάρια Τον έχουν κρύψει Τον έχουν διώξει Τον έχουν σώσει δέν τόνε βρίσκουμε είναι νεκρός μάς λένε τρέξετε μέσ’ στη βροχή νά τόνε βρείτε τρέχουμε καί δέν τον βρίσκουμε τηλεφωνάω μου λένε —Έφυγε θά είναι ψέματα έ γ ώ ΤΗ β λ έ π ω

μέ τό μεγάλο μάτι μου τό πορφυρό Νά πάμε άλλου νά τριγυρίσουμε καί νά ρωτήσουμε Δέν τήνε ξέρουν Δέν ξέρουν τ ’ ονομά του Τον ξέχασαν

99

Τηλεφωνάω μου λένε: νΟχι — Δεν ξέρουν ποιος είμαι — Δέν ξέρουν τ ’ δνομά μου Μ’ έχουν ξεχάσει Είμαι νεκρός

100

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

ΙΚοιμισμένο πηγάδι σιγανό καί σπασμένο βιβλίο τό χέρι μου άγγιζε ψηλά την κάλτσα σου κοντά στ’ όνειρό της ή γλώσσα μου σκεφτότανε τά δόντια σου τό χέρι μου άγαποΰσε τό θάνατο τό άλλο μου χέρι ήταν άπό κερί καί έλιωνε τά μάτια σου ήταν άπό κερί καί έλιωναν κι έξω ήταν νύχτα καί έβρεχε κοιμισμένο πηγάδι σιγανό καί σπασμένο βιβλίο

101

ΑΙΧΜ Η ΦΕΒΡΟΓΑΡΙΟΓ

Κακή μητέρα με τά καρφιτσωμένα μάτια μ’ ένα μεγάλο καρφωμένο στόμα μέ τά εφτά σου δάχτυλα πιάνεις τό βρέφος σου καί τό χαϊδεύεις υστέρα απλώνεις τ ’ άσπρα χέρια σου μπροστά κι ό ουρανός τά καίει μέ τή χρυσή βροχή του

102

Η ΑΠΟΚΡΙΑ

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή ή άποκριά τό γαϊδουράκι γύριζε μέσ’ στους έρημους δρόμους όπου δεν άνάπνεε κανείς πεθαμένα παιδιά άνέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μιά στιγμή νά πάρουν τούς άετούς τους πού τούς είχαν ξεχάσει έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος μάτωνε τις καρδιές μιά γυναίκα γονατισμένη ανάστρεφε τά μάτια της σά νεκρή μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες έν-δυό έν-δυό μέ παγωμένα δόντια Τό βράδυ βγήκε τό φεγγάρι άποκριάτικο γεμάτο μίσος τό δέσαν καί τό πέταξαν στή θάλασσα μαχαιρωμένο Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή ή αποκριά

103

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 4

Μιά μέρα θά ξυπνήσω άστρο όπως τό ’λεγες θά πλύνω από τά χέρια μου τό αίμα καί θά πετάξω τά καρφιά άπό τό στήθος μου δέ θά φοβάμαι πιά τόν κεραυνό δέ θά φοβάμαι τό σφαγμένο πετεινό μιά μέρα θά ξυπνήσω άστρο όπως τό ’λεγες τότε θά είσαι ένα πουλί ίσως νά είσαι έ ν α π α γ ώ ν ι έγώ θά έχω άθωωθεΐ

OTAN S A S MIAQ (1 9 5 6 )

Στόν θ. I. Ρούσσο Φ ΥΤΡΩ ΣΑΜ Ε π ά λ ι ά γ ρ ια λου λ ού δια α υ τ ή τ η ν ά ν ο ιξη ά γ ρ ι α β υ σ σ ιν ιά κι ά γ ρ ι α γ α λ ά ζ ι α ά λ λ α π ε θ α ίν ο υ ν έμ είς μ ε γ α λ ώ ν ο υ μ ε σ ά ν τ ’ α γ ά λ μ α τ α ά γ ρ ια ζ ε σ τ ά λ ο υ λ ο ύ δ ια α υ τ ή τ ή ν ά ν ο ιξη α π λ ώ ν ου μ ε τ ά χ έρ ια κ αί φ ω ν ά ζο υ μ ε δμ ω ς ή απάντηση έ ρ χ ε τ α ι υ σ τέρ α α π ό χ ρ όν ια κ α ί α π ό μ α κ ρ ιά σάν αλυσοδεμ ένο φ ά ν τα σ μ α

κ αί σ ά βαρύ ά δ ειο κ α ρ ά β ι

Η

Γ Λ ΙΣ Τ Ρ Η Σ Ε μ έ σ ’ σ τ ά δ ά χ τ υ λ ά ό έρω τας κι έπ εσε σ ’ ένα π οτή ρ ι μ ’ α ίμ α σ ’ έναν κ α θ ρέφ τη κ ύ λ η σε σ κ ο τ ειν ια σ μ έν ο π ά ν ω του έβρ εχ ε μ ιά φ ο β ερ ή β ρ ο χ ή χ ά θ η κ ε σ ’ ένα δ ά σ ο ς μ έ σ α γεμάτο ’ί σ κ ιο υ ς τρ α γ ο ύ δ ια π ο υ λ ιά

Η 1ΙΗ1Ή

Φεγγάρι πεθαμένο μου γιά ξαναβγές καί πάλι θέλω νά δώ τό αίμα σου δέν έκαιγες λυχνάρι φώτιζες τό φοβισμένο πρόσωπο θέλω νά δώ τό φοβισμένο πρόσωπο τώρα πάλι και πάλι τότε όλο τό σώμα μου ήταν μιά πληγή φεγγάρι μιά πηγή καί φώτιζε τής νύχτας τό σκοτάδι Φεγγάρι πεθαμένο μου θέλω νά δώ τό αίμα σου τώρα πάλι καί πάλι

110ΡΊΌΚΑΛΙΑ

Τί θλιβερός χειμώνας, θέ μου! Τί θλιβερός χειμώνας! Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ρόζ ξεσκονόπανο καί βρέχει. Έ νας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ τό τζάμι. Έ να ξερό δέντρο, ένα φώς άναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Έ να δέντρο μέ πορτοκάλια πιό πέρα. Καί τό κορίτσι αναποδογυρισμένο καί τό φλυτζάνι σπασμένο κι όλοι, θ έ μου, νά κλαίνε νά κλαίνε νά κλαίνε Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά Τί θλιβερός χειμώνας, θέ μου! Τί θλιβερός χειμώνας, θέ μου! Τί θλιβερός χειμώνας

όπως καί στό προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά Μιά γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη καί κάτι σύρματα προσπαθεί νά κρατήσει τά χρόνια. Όμως τά χρόνια φεύγουν τά σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στά μάγουλά της τά ξεσκίζουν τρέχουν αίματα ενώ ένα άγριο χέρι μέ μιά κιμωλία πηγαινοέρχεται καί βάφει τά μαλλιά της άσπρα

ΒΡΕΧΕΙ

Ο ΔΡΟΜΟΣ

Νά πάρω έπρεπε άλλο δρόμο έτούτος κρύβει τό φεγγάρι γιά χάρη της είχαν κρεμάσει τριαντάφυλλα στον ουρανό Νά πάρω έπρεπε άλλο δρόμο γεμίσανε σπυριά τά χέρια γέμισαν λάσπη κι οί καρδιές είν’ ένας δρόμος πληγωμένος Είν’ ένας δρόμος φλογισμένος είν’ ένας δρόμος λύπη μένος μπρος τό παιδί μέ την ουρά κι ό δαίμονας μέ την παρθένα Νά πάρω έπρεπε άλλο δρόμο άναψαν πράσινα κεριά πρόβαλε 6 σκύλος μέ τά πέπλα βόγγηξε άργά καί προχωρούσε

112

ΤΟ Μ Α ΪΡΟ ΑΣΤΡΟ

Στόν Ν. Χατζηχυριάχο-Γχίχα

'Όταν ή νύχτα έμπαινε στην κάμαρά σου άναβε τό μαύρο άστρο άναβε ό ήλιος πέφτανε τά λέπια του δλα λαμπερά κι άναβε ή ρόδα ή μαύρη είχε δυό πικραμένα μαύρα χείλια όλη τη νύχτα άναβε ό ήλιος όλη τη νύχτα έκαιγε τό μαύρο άστρο έκαιγε και σέ φιλούσε γύριζε γύρω-γύρω στό κρεβάτι κι έκλαιγε γύριζε γύρω-γύρω στό κρεβάτι καί σέ φιλούσε ή μαύρη ρόδα γύριζε ή μαύρη ρόδα έτριζε γύριζε γύρω-γύρω τ ’ άστρο τό παλιό τό μαύρο τ ’ άστρο τό άπελπισμένο

113

ΤΟ Π Ε ΡΙΣΤΕ ΡΙ

’Από δώ θά περνούσε τό περιστέρι είχαν άναψει δαδιά γύρω στους δρόμους άλλοι άνθρωποι φυλάγαν στις δενδροστοιχίες παιδιά κρατούσαν στά χέρια σημαιούλες περνούσαν οί ώρες κι άρχισε νά βρέχει έπειτα σκοτείνιασε όλος 6 ουρανός μιά άστραπη ψιθύρισε κάτι φοβισμένα καί άνοιξε ή κραυγή στό στόμα τού άνθρώπου τότε τό άσπρο περιστέρι μ’ άγρια δόντια σά σκύλος ούρλιαξε μέσα στη νύχτα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Στον Θάνο Κωνσταντινίοη

Σταθείτε! φώναξε 6 φωτογράφος δίχως τό πλοίο είχε πιά τώρα ξεκινήσει ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά κι ό πτηνοτρόφος σέ μιά ταράτσα με κιάλι τά κοιτούσε νά φεύγουνε μαζί με τά μεγάλα σύννεφα πού φεύγανε κι αυτά νΑν μπαίναμε στό άντικρινό ξενοδοχείο θά μάς βλέπαν θά λέγαν: Μπήκαν στό ξενοδοχείο « Η Ε λπίς» «Φεύγετε γιά ταξίδι;» ρώτησε ό συνταγματάρχης «ν()χι» άπάντησα «Είμαι γιατρός μόλις έξέτασα τ ’ άρρωστα αύτά πουλιά πού φύγαν νά, ενα πού μού ξέφυγε κιόλας!» Είχε περάσει στό απέναντι μαγαζί «Είναι τά τελευταία πράγματα πού ψωνίζω μ' έλληνικά χρήματα» είπε τό άρρωστο πουλί Έπειτα άνοιξε τά φτερά του καί πέταξε στόν ούρανό

ΔΕΝ είμαι δέντρο δεν είμαι πουλί δέν είμαι σύννεφο τ ’ όνειρό σάπισε μέσα στό αίμα μου τ ’ όνειρό σάπισε μέσα στά κόκαλά μου κάποτε μέσα στό όνειρο έσφαξα μιά κοπέλα πλάι σ’ ένα κυπαρίσσι τώρα τεντώνω ένα πανί κι άποκάτω ξαπλώνομαι Ε ίχ α έρ ω τες είχ α μ ά χ ε ς

καί παραφύλαξα στίς γωνιές τά νύχια μου μεγάλωσαν τα χείλια μου πρήστηκαν τό πρόσωπό μου μαύρισε δέν είμαι δέντρο δέν είμαι πουλί δέν είμαι σύννεφο

ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ ( 1958)

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

Μοσχοβολούσε τό φεγγάρι σκύλοι μ’ άσπρα λουλούδια στό κεφάλι περνούσανε στό δρόμο εκστατικοί κι ό δρόμος κάτω έφεγγε άπό κρύσταλλο καί μέσα φαίνονταν τά σφυριά καί τά μαχαίρια Μέσα στά χέρια μου έσπασα τό κρύσταλλο Καί τότε είδα τό κόκκινο τό σύννεφο νά μεγαλώνει ν ’ άνάβει την καρδιά μου καί τ ’ άλλο τό γκρίζο σάν καπνός ν’ άδειάζει άπό μέσα μου νά φεύγει

Η ΜΑΡΙΑ

Ή Μαρία σκεφτική έβγαζε τίς κάλτσες της Άπό τό σώμα της έβγαιναν φωνές άλλων άνθρώπων ένός στρατιώτη πού μιλούσε σάν ένα πουλί ένός άρρώστου πού είχε πεθάνει άπό πόνους προβάτων καί τό κλάμα τής μικρής άνεψιάς τής Μαρίας πού αυτές τίς μέρες είχε γεννηθεί Ή Μαρία έκλαιγε έκλαιγε τώρα ή Μαρία γελούσε άπλωνε τά χέρια της τό βράδυ έμενε μέ τά πόδια άνοιχτά 'Ύστερα σκοτείνιαζαν τά μάτια της μαύρα μαύρα θολά σκοτείνιαζαν Τό ραδιόφωνο έπαιζε Ή Μαρία έκλαιγε Ή Μαρία έκλαιγε τό ραδιόφωνο έπαιζε Τότε ή Μαρία σιγά-σιγά άνοιγε τά χέρια της άρχιζε νά πετάει γυρω-γύρω στό δωμάτιο

120

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

4

Είναι πουλιά πού δέν πετάνε είναι πουλιά θαμμένα μέσ’ σέ κουτιά Είναι δωμάτια καί είναι λέξεις πού σκίζουνε το κεφάλι σάν καρφιά Είναι καρφιά πού δέν πονάνε είναι καρφιά π ’ άνακουφίζουν Ό ταν χτυπήσουν πάλι οί καμπάνες θά πεταχτούμε σάν τά πουλιά

121

ΙΣΤΟΡΙΑ

*Οταν άνοιξε ή σκουριασμένη πόρτα σάν αυλαία έτριξε όπως σάπιο καράβι σε κακό λιμάνι πρόβαλε γελασμένο τό πρόσωπο του κοριτσιού μέσα στό άρωμα τής φωτιάς καί τού καπνού ή φωνή της σά σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου πρόβαλε γελασμένη κι έγώ ένα πουκάμισο στόν άγέρα μέσα στό χαλασμό κρεμασμένο έτοιμαζόταν νά πετάξει τό κορίτσι ένα ζωντανό λουλούδι ένα λουλούδι άναμμένο ένα ωραίο τέρας άναποδα γυρισμένο τό στόμα τά μάτια τά φρύδια 122

ένα ωραίο τέρας πού χτυπούσε σά μαγικό ρολόγι τό βράδυ αυτό τό μαγικό τέλος προχώρησε ή νύχτα τό κορίτσι έσπασε μέσα στον καθρέφτη υστέρα φάνηκαν πάλι τεράστια τό πρόσωπό μου τό πρόσωπό της παραμορφωμένα άγρια ματωμένα σάν κινηματογράφος

123

Ο ΣΚΓΛΟΣ

Ό σκύλος αυτός πρόβαλε πρώτη φορά σέ δρόμο σκισμένο άπό κοφτερά γυαλιά ύστερα φάνηκε στόν ουρανό μέσα σέ ένα σκοτεινό πηγάδι τ ’ ουρανού έπινε ένα φώς άστραφτερό σκυλίσιο συνόδεψε ένα ραγισμένο χέρι λίγα βήματα ύστερα γίνηκε φωτιά έκλαιγε σάν κακό πουλί έκαιγε σάν έλπίδα ποιος ξέρει άπό που ήρθε καί πώς έφυγε Μά έγώ ξέρω πώς θά γίνει θάνατος μιά μέρα 18 Φεβρουάριου 1956

Η ΥΔΡΑ

Ή "Υδρα είναι μιά φραγκοσυκιά γεμάτη πυρετό όνειρα κι άγκάθια κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα καί δέ μπορώ νά κοιτάξω τά παράθυρα γιατί μέσα περνούνε βάρκες φαντάσματα φαντάσματα καΐκια κι όλο γυρίζουν κι όλο μέ κοιτάζουνε μάτια άνάστροφα καί τρομαγμένα

Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ

Τ' αδέρφια μου πού χάθηκαν έδώ κάτω στον κόσμο είναι τ' αστέρια πού τώρα άνάβουν ένα-ένα στον ουρανό καί νά ό μεγαλύτερος μέ μιά ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα πού χάθηκε μέσα σέ σπηλιές θεόστραβες καθώς κυλούσε παίζοντας πάνω σέ ανεμώνες κόκκινες γλίστρησε μέσ' στού θηρίου τ' άγριου τό ματωμένο στόμα ύστερα ό άλλος μου αδερφός πού κάηκε πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά — Οταν άνάβουμε —έλεγε —φωτιά θά διώξουμε από τούς κήπους τά φαντάσματα θά πάψουν νά μολύνουν τούς κήπους τά φαντάσματα — Όταν άνάβουμε —έλεγε —κίτρινα βεγγαλικά μιά μέρα θ' άνάψει ό ουρανός γαλάζιος 126

κι υστέρα ό τρίτος καί ό π ιό μικρός πού έλεγε πώς είναι νυχτερίδα γ ι’ αυτό άγαποΰσε τά φεγγάρια καί τά φεγγάρια μιά νύχτα τόν έζώσανε κόλλησαν γύρω-γύρω καί τόν έκλεισαν κόλλησαν γύρω-γύρω καί τόν έπνιξαν τόν έλιωσαν γύρω-γύρω τά φεγγάρια Τ’ άδέρφια μου πού χάθηκαν έδώ κάτω στον κόσμο είναι τ ’ άστέρια πού τώρα άνάβουν ένα-ένα στόν ουρανό

Ο ΧΟΡΟΣ

’Από τίς πόρτες έμπαιναν ευτυχισμένοι στολισμένοι άλλοι φορούσανε σπαθιά κι άλλοι μαχαίρια κρατούσαν όνειρα ζεστά στά παγωμένα χέρια όνειρα πού έκαιγε ό πυρετός λουλούδια πρόβαλαν στούς καθρέφτες μενεξέδες ωραία πρόσωπα μέ σταγόνες ασήμι στό μέτωπο καί στά μάγουλα κόκκινα χέρια τριαντάφυλλα πηχτά ό έρωτας πού έκαιγε ψηλά στίς καπνοδόχες ό έρωτας πού έσταζε στού δρόμου τό αύλάκι ό έρωτας πού βογγούσε κάτω άπ’ τά πατήματα τών παπουτσιών ό ένας νά κατέβει τρέμοντας έτοιμόρροπες σκάλες ό άλλος νά τίς άνέβει τρέχοντας γιά νά προφτάσουν τό αίμα νά μήν παγώσει καί τήν καρδιά νά μή σκιστεί ώσπου τά φέρετρα νά γίνουν αύριο άσπρες βάρκες καί μέσα νά τραγουδάνε εύτυχισμένοι οί νεκροί

128

Ο 1ΙΕΙΡΑΣΜ0Σ

ΙΙίσω άπό τίς μαυροφορεμένες γριές πίσω άπ’ την πλάτη τους τό άσπρο κρεβάτι καί πάνω καταμόναχο τό μήλο όπως καί πρίν άπό τό μήλο καταμόναχο ήταν τό άνθος τό λευκό τό σκίσαν με μαχαίρια με ψαλίδια μ' αίμα τό πότισαν καί τώρα πάνω στό κρεβάτι κείτεται σάπιο μήλο γ ι’ αυτό κι ό άγγελος στην άκρη κάθεται τού κρεβατιού πίσω άπό τίς μαυροφορεμένες γριές πίσω άπ’ τήν πλάτη τους άνοίγει τ ’ άσπρα του φτερά τό χέρι απλώνει πρός τό μήλο

129

ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ 4

Δεν αγαπώ τό αεροπλάνο πάντα θά ’χουμε ανάγκη άπό ουρανό ή ωραία γυναίκα αγαπάει την πίσσα πάντα θά ’χουμε άνάγκη άπό ουρανό Ή γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα πάντα θά ’χουμε άνάγκη άπό ουρανό τό παιδί άπ’ τό Στενό Παράθυρο βγήκε κι έμεινε μετέωρο στο Κενό Τελείωσε πάντα θά δε θά σάς πάντα θά

τελείωσε τό έκτόπλασμά μου ’χουμε άνάγκη άπό ουρανό ταράζω πιά με τά όνειρά μου ’χουμε άνάγκη άπό ουρανό

Ούτε όμως θά μέ ξεσκίζετε με τά σύρματά σας πάντα θά ’χουμε άνάγκη άπό ουρανό δεν άγαπώ τό άεροπλάνο πάντα θά ’χουμε άνάγκη άπό ουρανό

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ

4

Γύριζε στους δρόμους ό τρελός λαγός γύριζε στους δρόμους ξέφευγε απ’ τά σύρματα ό τρελός λαγός έπεφτε στις λάσπες Φέγγαν τά χαράματα ό τρελός λαγός άνοιγε ή νύχτα στάζαν αίμα οί καρδιές ό τρελός λαγός έφεγγε ό κόσμος Βούρκωναν τά μάτια του ό τρελός λαγός πρήσκονταν ή γλώσσα βόγγαε μαύρο έντομο ό τρελός λαγός θάνατος στό στόμα

Η ΣΟΦΙΑ»*

V

Ή Σοφία κάθεται ψηλά σ’ ένα δέντρο με ξερά κλαδιά τό χειμώνα πλάι της τά σύννεφα περνούν ή Σοφία είναι μία συσκευή πού έσπασε πιά δε λειτουργεί κι ή Σοφία κάθεται ψηλά τώρα σ ενα όεντρο

* 'Ο νομα γυ ν α ικ είο

132

ΣΓΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ή γάτα ήρθε σά φωνή από έναν ορίζοντα φο­ βισμένο έβρεχε καί πρησμένα όνειρα βογγούσαν όληνύχτα τό πρωί ό άνθρωπος πλύθηκε καί ξυρίστηκε όπως πάντα καί γύρω του χτυπούσαν τά σφυριά όπως πάντα στό δρόμο καθώς έβγαινε άπάντησε μιάν αγία ντυμένη στά βυσσινιά είχε πεθάνει πάνω στόν τροχό πρίν άπό ,έκατοντάδες χρόνια ό γαλατάς τόν είδε καί τόν χαιρέτησε έπειτα τόν χαιρέτησε ό ταχυδρόμος κι υστέρα τί ν’ άπόγινε αυτός ό άνθρωπος τά ρούχα του κυκλοφόρησαν σ’ έφημερίδες τό ένα του μάτι τό κρατούσε κι έπαιζε ένα μικρό κορίτσι μαύρα αυτοκίνητα μεταφέραν τά κομμένα μέλη του καί ή καρδιά του άερόστατο γελούσε στό κενό

133

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Δέν έχω γράψει ποιήματα μέσα σε κρότους μέσα σέ κρότους κύλησε ή ζωή μου Τή μιαν ήμέρα έτρεμα τήν άλλην ανατρίχιαζα μέσα στό φόβο μέσα στό φόβο πέρασε ή ζωή μου Δέν έχω γράψει ποιήματα δέν έχω γράψει ποιήματα μονο σταυρούς σέ μνήματα καρφώνω

ΐ

Η ΕΚΦΩΝΗΣΗ

Έ να παιδί φωνάζει τ ’ όνομά μου μέσα στή νύχτα μιά κοπέλα άγρυπνάει πλάι στά έρείπια πλάι στά σπίτια πού γκρέμισα δμως ένας ήλιος δμως ένα ολόχρυσο φεγγάρι χιλιάδες πουλιά καί χιλιάδες ψάρια άναστηβήκαν κι είναι δικά μου

ΖΩΗ

Νύχτα σ’ ένα φαρμακείο ένα άλογο γονατ ισμένο τρώει τά σανίδια ένα κορίτσι μ’ ένα έγκαυμα παράξενο πράσινο γιατρεύεται ενώ τό φάντασμα απελπισμένο κλαίει στη γωνιά

Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Βροχή από μέλι στά πεινασμένα μου χέρια στεφάνια στεφάνια στεφάνια στά πικρά μου μαλλιά όμως τό βάθρο τού άγάλματος μένει πάντα άδειο όμως τό στόμα τού άγάλματος μένει πάντα βουβό

Ο Ε Λ Ε ΓΚ ΤΗ Σ

Έ νας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ό ουρανός καί λίγο χιόνι έσφιξα τά σκοινιά μου πρέπει καί πάλι νά έλέγξω τ ’ άστέρια έγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω καί μέ σπασμένα φτερά νά πετάω

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙ

Καίει καίει ή νύχτα οί άνθρωποι τρώνε ονομάζοντας σκοτεινές αρρώστιες ή γυναίκα λέει γιά ένα γάμο άνεβαίνει άνεβαίνει φωτεινή ρουκέτα στον ουρανό ή νύφη ό γαμπρός κόλλησε στη γή γεμάτος κόκκινα στίγματα καί στάχτη κλαίει ή γυναίκα τό φεγγάρι γελάει τό φεγγάρι κλαίει ή γυναίκα γελάει

ΕΙΚΟΝΕΣ

1 - Ή βροχή έρχεται μέσα στο μυαλό μου πλένει τά όνειρά μου 2 — Ένα αυτοκίνητο ξεκοιλιασμένο στό δρόμο περιμένει τό χασάπη των Χριστουγέννων 3 — Ένα τσιγάρο δυό τσιγάρα στό μοναχικό δωμάτιο ό άντρας είναι πυγμάχος ή γυναίκα είναι καρφίτσα 140

4 — Φοβερή ιστορία ή μανία τού βοριά πάνω στό παράθυρο σταύρωσε μιά παιδούλα 5 — Ένα φύλλο έπεσε άπό τό δέντρο το βράδυ κι άρχισε νά πηδάει πάνω στό χώμα ούρλιάζοντας

141

Ο ΚΗΙΙΟΣ

Μύριζε πυρετός κήπος δέν ήτανε αυτός κάτι παράξενα ζευγάρια μέσα του περπατούσαν στά χ έ ρ ι α τά παπούτσια τους φορούσαν τά πόδια τους ήταν μεγάλα άσπρα και γυμνά κάτι κεφάλια σάν άγρια φεγγάρια επιληπτικά καί κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου φυτρώνανε γιά στόματα πού όρμούσαν καί τά ξέσκιζαν οί πεταλούδες-σκύλοι

ΧΙΟΝΙ

Χιόνι πού πέφτει έξω! σάν παγοπώλης του θανάτου ό θεός μέ κόκκινα απ’ τόν πυρετό τά μάτια Καπνός θεού στη στέγη ουρλιάζει ή γυναίκα στό κρεβάτι σάν παγωμένο περιστέρι χιόνι πού πέφτει έξω!

ΤΟ ΨΩΜΙ

ϊ

Έ να τεράστιο καρβέλι, μιά πελώρια φρατζόλα ζεστό ψωμί είχε πέσει στό δρόμο άπό τόν ουρανό ένα παιδί μέ πράσινο κοντό βρακάκι καί μέ μαΧαί?1 έκοβε καί μοίραζε στόν κόσμο γύρω όμως καί μιά μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγε­ λος κι αυτή μ’ ένα μαχαίρι έκοβε καί μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουραν ό κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πήγαιναν στό ψωμί, όλοι τρέχανε στόν μικρόν άγγελο πού μοίραζε ού ραν ό

νΑς μή τό κρύβουμε διψάμε γιά ούρανό!

144

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Τί ωραία πού μαραθηκαν τά λουλούδια τί τέλεια πού μαραθηκαν κι αυτός ό τρελός νά τρέχει στούς δρόμους μέ μιά φοβισμένη καρδιά χελιδονιού χειμώνιασε καί φύγανε τά χελιδόνια γέμισαν οί δρόμοι λάκκους μέ νερό δυο μαύρα σύννεφα στόν ούρανό κοιτάζονται στά μάτια άγριεμένα αύριο θά βγει στούς δρόμους καί ή βροχή άπελπισμένη μοιράζοντας τίς ομπρέλες της τά κάστανα θά τη ζηλέψουν καί θά γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές θά βγούν κι οί άλλοι έμποροι αυτός πού πουλάει τ ’ άρχαία κρεβάτια αυτός πού πουλάει τίς ζεστές-ζεστές προβιές αυτός πού πουλάει τό καυτό σαλέπι κι αυτός πού πουλάει θήκες από κρύο χιόνι γιά τίς φτωχές καρδιές

145

ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Δύσκολα χρόνια τρομαγμένα παιδιά σιάχνουν μέ χαρτί κοκοράκια τά βάφουν μαύρα σά σβησμένα κεριά τά βάφουν κόκκινα σά ματωμένα λουλούδια κι άπορούν οί μανάδες πού υστέρα έρχεται ό μεγάλος φίλος ό κατάμαυρος φίλος μέ τά χρυσά χέρια καί τά παίρνει

ΞΕΝΕ

Ξένε μέ τό μαύρο κοστούμι σου πού χτυπάς την πόρτα μου καί μού δείχνεις τ ’ άσπρα αυτά πιάτα πού έχεις κρύψει τό πιστόλι σου; πού έχεις κρύψει τό μαχαίρι σου; έχεις εν’ άστρο κόκκινο μέσ’ στό κεφάλι σου καί ψευδίζεις θέλεις τά χρήματα τά χρήματα πού σμίξαν μέ τό αίμα καί χάθηκαν τά χρήματα πού σμίξαν μέ τόν ύπνο καί χάθηκαν ικετεύεις φύγε φύγε ξένε μέσ’ στήν καρδιά μου έχω ένα ήμερο πουλί άν τ ’ άφήσω νά βγει τά δόντια του θά σέ κατασπαράξουν

ΚΑΤΩ ΑΓΙΟ ΤΟΝ ΟΓΡΑΝΟ

Μέσ’ στό δωμάτιο μιά βροχή άπό κάτουρο πετούν αγνές κοπέλες μέ φτερά ψοφίμια μέ ρόζ στην καρδιά τους ουρανό κι άνθρωποι μ’ ουρανό γεμάτο σάπιο αίμα κρέμονται κι άνεμίζουν τ ’ άσπρα πόδια τους άπό τά μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια τεράστιες μαύρες άνεμώνες φυτρώνουνε στό στήθος τους καθώς πετάνε σφάζουν κι άγκαλιάζονται οί αγνές κοπέλες τά ψοφίμια οί σάπιοι άνθρωποι κάτω άπό έναν κατουρημένο ουρανό

☆ ΔΑΣΟΣ παράξενο μαγεύει τή φωνή μου κάθε μου λέξη μιά σταγόνα αίμα ολο μου τό τραγούδι ένα δέντρο απο το αίμα ποτισμένο τών φονιάδων χίλιοι φονιάδες χίλια άγρια δέντρα δάσος παράξενο πού μαγεύει τή φωνή μου 148

ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ (I960)

ΑΪΤΗ ΠΟΤ ΕΡΧΟΤΑΝΕ

Αυτή πού έρχότανε τή νύχτα ή γελαστή κι ή άλλη ή γελαστή απ’ τό λουλούδι κι ή άλλη ή γελαστή άπ’ τή γωνία τού φριχτού συγκλίναν πρός έμενα δμως τό πρόσωπό μου ήταν νεκρό μέ δυό πελώριους σταυρούς γιά μάτια ένώ απ’ τή δική του τή στιγμή ό γλύπτης χαμογελούσε

ΒΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

£ Βαριά άπό την ’Άνοιξη ή φλόγα τά μάτια άνοιξανε σάν τάφοι πράσινα χόρτα φύτρωσαν γύρω στό στόμα τά βλέφαρα χάθηκαν μακριά φύγανε τά μαλλιά μά ή πληγή έμεινε ορθάνοιχτη κι ουρλιάζει

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τί γυρεύει τό κορίτσι στό σκοτάδι τής καρέκλας; γρήγορα καθώς νυχτώνει τό φθινόπωρο γδύνεται με σύννεφα μπροστά στά μάτια με τή βροχή μέσ’ στό κεφάλι με τή βελόνα στήν καρδιά βγάζει τις κάλτσες βγάζει τά λουλούδια πετάει τό φωτοστέφανο εξω τά φύλλα τού καιρού βάφονται μέσ’ στό αίμα

ΤΑ ΣΤΙΓΜ ΑΤΑ

Ματωμένο μοσχάρι φράζει τόν ουρανό συνήθισαν δεν τούς πειράζει καλό κερί καί φτηνό χαμομήλι μόνο ζητούν συνήθισαν τά σιδερένια λουλούδια νά φέγγουν τόν ύπνο τους τις σιδερένιες μύγες νά βουίζουν νά πρήζουν τά μάτια τους συνήθισαν μονάχα ζητούν καλό κερί καί φτηνό χαμομήλι καί ματωμένο μοσχάρι νά φράζει τόν ουρανό

154

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΙΙΑΙΔΙΟΪ

/ Χρόνια ό ουρανός ήτανε ένα δύσκολο χαρτί κρυμμένο μέσ’ στην τσέπη μου καί μέσ’ στόν κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα αίμα γιατί βροχή πέφταν οί πέτρες απ’ τόν άλλο ούρανό τσακίζοντας κρέατα καί κόκαλα Έ τσι σάν ήρθε ή ’Ανάσταση ντυμένος μαύρα μ’ ένα κόκκινο κερί βγήκα τρελός στούς δρόμους ήμουνα ένα κίτρινο πουλί σάν κι αύτά πού ζωγράφιζε ό Modigliani ποτέ μου ποτέ μου δέν είχα γεννηθεί

155

ΣΤΑ Ν Η ΣΙΑ

Τά ωραία νησιά δεν έ χ ο υ ν ου ραν ό τά πτώματα έκεί έχουνε κόκκινα φτερά τά κόκαλα λάμπουν σάν άσπιλη άσπρη φωτιά κι έρημο τό φεγγάρι έκεί τό ξεδοντιασμένο τό στόμα τής γριάς έ χ ε ι ο υ ραν ό

ΣΚΕΨΕΙΣ

ί

Στον Έ.Χ. Γόνατά

Ήσυχα ύπνου φέρετρα κρεβάτια φοβερού θανάτου άφού τριγύρισε τόν άνεμο αυτής ^ τής γής ό άνεμος άφηνίασε καί δάγκωσε ή γής γύρισε άνάποδα άπ’ τή μεριά πού άνθίζανε τά πράγματα στάθηκε τότε έκεινος σκεφτικός πολύχρωμος κοντά στη θάλασσα σά σκιάχτρο σ’ άκρογιάλι

Η Κ ΑΚ Η ΕΙΚΟΝΑ

Σκάζανε αυγά κι έβγαιναν στον κόσμο άρρωστα παιδιά σά σπασμένα άστρα μαύρα περιστέρια διώχνανε τόν ήλιο μέ κακές πετσέτες μ’ άχαρες στριγγλιές έβραζε ή θάλασσα καίγαν τά πουλιά της τά διωγμένα ψάρια κλαίγαν στό βουνό κι ένα λυσσασμένο κόκκινο φεγγάρι ούρλιαζε δεμένο σά σφαγμένο βόδι

ΓΙΑΤΙ

Γιατί τό αίμα τού χειμώνα έβγαλε φτερά την άνοιξη καί πέταξε τό καλοκαίρι; γιατί τά λουλούδια πού φύτεψα στον κήπο μου φύτρωσαν άγρια στον καθρέφτη τής κάμαράς μου; γιατί τ ’ ώραιο άσπρο σώμα πού κρατούσα μαύρισε καί μού έβαψε τά χέρια; γιατί μετράνε τά πουλιά την άνοιξη μέ τά μαχαίρια; γιατί οι αρρώστιες τού καλοκαιριού φάνηκαν στό φεγγάρι τού χειμώνα; γιατί τά μαύρα μαλλιά πού τύλιγα τά χέρια μου γίναν άράχνες καί δέρματα σκονισμένα; γιατί τό φλυτζάνι πού έπινα καφέ γέμισε ένα πράσινο σκοτεινό μαρτύριο; Δέν έχει κόκκινη άπάντηση τό γιατί είναι μιά μεγάλη έλλειψη κάτι σάν τάφος

ΠΕΝΤΑΓΡΑΜΜΟ

Ζωγραφισμένα στόματα μπήκε ή φωτιά ό καπνός σάς έσπασε τά δόντια ένα κορίτσι έκαψε τό φουστάνι του γιατί πάγωσε λέει: « ’Αγαπώ τά παγωμένα φορέματα καί σάς κρατώ μόνο ένα λουλούδι ευχαριστώ» ένας ζητιάνος λέει: «Τό ξέρετε; ένας πατέρας έγινε περίστροφο εγώ όμως έχω ένα μεγάλο δωμάτιο μέ κόκκινες κουρτίνες φύγετε! δέν είστε άνθρωποι είστε φεγγάρια δέ θέλω νά σάς ξαναδώ!» ένας άνθρωπος ψάχνει τούς δρόμους μαζεύει κομματάκια άπό χαρτί πακέτα άπό τσιγάρα χαμογελάει λέει: «Είμαι δολοφόνος τι νομίζετε» 160

κι έγώ με την καρδιά βαριά μαζί μ’ αυτούς σέ δύσκολους καιρούς μηδενισμένος ξεσπάω σ’ έναν άσπρο θάνατο με αίμα

161

Η ΣΤΑ Χ ΤΗ

Ή στάχτη πού μένει τό χιόνι πού λιώνει ένα μικρό άσπρο χέρι διωγμένο πού παγώνει τά δάση ψηλά μέ τις φωτιές τά δάση πού καίγονται τα όνειρα μου

ΤΟΠΙΟ

Ένα κορίτσι πνίγεται μέσα στό μαύρο έγώ άνεβαίνω σ’ έναν άσπρο ουρανό Μέσα στον έρημο χιονιά ένας παπάς κατάμαυρος μέσα στην παγωνιά λίγα μαύρα πουλιά σ’ ένα κλαδί κι ένα μόνο λουλούδι καί μιά φωνή: Έ γώ άνεβαίνω σ’ έναν άσπρο ουρανό μέσα στό μαύρο πνίγεται ένα κορίτσι

ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ X . Ν.

Ένα θηρίο έφαγε την αγαπημένη μου. Είχαμε βγει πε­ ρίπατο δπως πάντα, είχαμε δει καί τό σπίτι με τούς μαιάνδρους κι άρχισε νά ψιλοβρέχει. Τότε βγήκε ένας σαλτιμπάγκος ντυμένος χρώματα παρδαλά νά κάνει τούμπες καί νά γελάει μέσα στό δρόμο κι ούτε πού ζη­ τούσε χρήματα καθόλου. Π ιό πέρα ένας άνθρωπος έπαι­ ζε βιολί κοιτώντας κάτι παράξενα κόκκινα σύννεφα στόν ουρανό. Κι όταν δυνάμωσε ή βροχή γίναν πολλά αυλάκια μέ νε­ ρό καί παρασέρναν τό αίμα.

ΤΟ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΤΟ Β Ρ Α Δ Ϊ

Τό πρωί βλέπεις τό θάνατο νά κοιτάζει απ’ τό παράθυρο τόν κήπο τό σκληρό πουλί καί την ήσυχη γάτα πάνω στό κλαδί εξω στό δρόμο περνάει τ ’ αύτοκίνητο-φάντασμα ό υποθετικός σωφέρ ό άνθρωπος με τη σκούπα τά χρυσά δόντια γελάει καί τό βράδυ στόν κινηματογράφο βλέπεις δ,τι δέν είδες τό πρωί τό χαρούμενο κηπουρο τό άληθινό αύτοκίνητο τά φιλιά μέ τό άληθινό ζευγάρι δτι δέν άγαπάει τό θανατο ό κινηματογράφος

165

Ο ΣΤΑΘΜΟΣ μ ν ή μ η G uillaum e A pollinaire

Μέσα στον ύπνο μου ολο βρέχει γεμίζει λάσπη τ ’ όνειρό μου είναι ένα σκοτεινό τοπίο καί περιμένω ένα τραίνο ό σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες πού φύτρωσαν πάνω στίς ράγες γιατί έχει πολύν καιρό νά ’ρθει τραίνο σ’ έτούτον τό σταθμό καί ξάφνου πέρασαν τά χρόνια κάθομαι πίσω άπ’ ένα τζάμι μάκρυναν τά μαλλιά τά γένια σά νά ’μαι άρρωστος πολύ κι όπως μέ παίρνει πάλι ό ύπνος σιγά-σιγά έρχεται έκείνη κρατάει στό χέρι ένα μαχαίρι μέ προσοχή μέ πλησιάζει τό μπήγει στό δεξί μου μάτι

ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

/,

Σ τ η ν Τ α τ ιά ν α Μ ίΙΙίβ χ

Λέει ή τσιγγάνα: Διαβάζω χρήματα μέσα στον ΰπνο σου έχεις μιά ζωή πυκνή γεμάτη χιόνι όμως δέν ξέρω πότε θά γλιστρήσεις πέρα λέει ό βοσκός: Όταν δέν άγαπάς τ ’ άστρα τ ’ αρνιά μου θά σέ μισήσουν κι άπ’ τό φεγγάρι σού χαρίζω τό μισό πού βγάζει φλόγες άπό τή μεριά τής λύσσας λέει ό θάνατος: Δικά μου τά χρήματα δικό μου καί τό φεγγάρι δικά μου τό χιόνι καί τ ’ αρνιά κι οί κόκκινες φλόγες καί ή τσιγγάνα καί ό βοσκός

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Τ’ άγριο σκοτεινό παλάτι θά φωτίσω έκτυφλωτικά θά ρίξω χρώματα παντού σέ μιά γωνιά ό δρ άκ ος θά είναι ένα κλωνάρι άνθισμένη άμυγδαλιά γιατί έφέτος στ’ άλήθεια έφοβήθηκα την παγωνιά τή μοναξιά τό κρύο κι αυτά τά έλάφια πού περνούσαν ύπουλα τή νύχτα κάτω απ’ την ψυχή μου

ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Τσιμπλιάρικα τά βλέφαρα τής μέρας ένα κορίτσι κρέμεται στό παράθυρο σάν άνθος ένώ τριγύρω παθητικά κελαϊδοΰνε τά πουλιά ένα σπασμένο ποτήρι μ’ αόρατα τά γυαλιά μέσ’ στην καρδιά κι ένας χαρταετός ψηλά σάν έπαναστατημένο όνειρό βγάζει φωτιές έμείς μαζεύουμε βελόνες όπως άλλοτε μάζευαν λουλούδια κι ή πιό μεγάλη διάπλατα τρυπάει τό κρανίο μας

ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ

Κρυμμένος μέσ’ στό θάνατό μου τραγουδώ είναι σά μιά καινούργια μέρα αλλιώτικα πουλιά πετούν τριγύρω καί μέ κοιτούνε πέτρινες κοπέλες πού δέν κλαίνε είναι ένας ποταμός δεξιά κι άλλος άριστερά καί μέσ’ στη μέση πιά θάνατος δέν υπάρχει

ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

4

-

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάος είν’ ή ψυχή μου πού έκοψε με τά δόντια του ό θεός άλλοι τά τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια τά δείχνουν τά πουλάνε τ ’ άγοράζουν εγώ δέν τά πουλώ οί άνθρωποι τά κοιτάζουν με ρωτάνε άλλοι γελάνε άλλοι προσπερνάνε έγώ δέν τά πουλώ

ΤΟ ΡΟΛΟΓΙ

Μαύρος ό ήλιος στον κήπο τής μητέρας μου μ’ ένα ψηλό καπέλο πράσινο ό πατέρας μου μάγευε τά πουλιά κι έγώ μ’ ένα κουφό ρολόγι δύσπιστο μετρώ τά χρόνια καί τους περιμένω

ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ (1 9 6 2 )

όμως άχόμα υπάρχει 6 χιτρινολαίμτης τό παλιό πουλί χαί τριγυρίζει ανήσυχος μέσα στον χήπο μου μαζί με τό φεγγάρι

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Ό ήλιος είναι πράσινος τά δέντρα καίνε περιμένουνε τά χελιδόνια οί σιδερένιες μας χελιδονοφωλιές δέ μάς γελάνε πιά μέ τά λουλούδια μάς στοίχισαν τά χέρια καί τά πόδια μας τώρα τά χέρια καί τά πόδια μας κρέμονται στά δέντρα

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Στη Νόρα Άναγνωστάχη

Σά γύρισε ό καθρέφτης μου στον ουρανό φάνηκε ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο άπό τά κόκκινα μυρμήγκια τής φωτιάς κι ένα κεφάλι πλάι του νά καίει κι αυτό μέσα σέ πύρινη βροχή νά λάμπει τό κεφάλι νά φέγγει καθώς τό έπαιρνε τό έκανε κάρβουνο ή φωτιά νά ψιθυρίζει: — Τά δέντρα καίνε φεύγουνε σάν τά μαλλιά ό άγγελος χάνεται μέ καψαλισμένα τά φτερά κι ό πόνος σκύλος μέ σπασμένο πόδι μένει μένει

ΗΤΑΝ ΔΙΚΕΣ ΜΟΪ

4



Αυτά τά δύο σώματα αυτές τίς δυό ψυχές πού στέκονται όρθιες πλάι μου κάποτε τίς άγγιξα κάποτε ήτανε δικές μου τώρα χτυπάει μέ τά χέρια της ή ’'Ανοιξη τ ’ αύτιά μου τρέχει αίμα άπό την Άνοιξη πάλι ματώνει τό ράμφος τού πουλιού όμως αύτά τά δύο σώματα αύτές τίς δυο ψυχές κάποτε σ’ ένα όνειρό τίς άγγιξα σ’ ένα όνειρό πουλιού ήταν δικές μου

ΕΠ Ε ΙΣΟ ΔΙΟ

Μέ τό μπαμπάκι τού θανάτου άχόρταγο ’Ανοίγει μιά μεγάλη τρύπα στό φεγγάρι Έ να παιδί πεθαίνει Σά μεγάλα μαύρα μυρμήγκια μιά πομπή-κηδεία στό φεγγάρι Έ ν ’ άλλο παιδί ρίχνει μιά πέτρα καί σπάζει τό φεγγάρι

ΑΪΤΟΣ

Πώς ήταν πριν άπ’ τή γυναίκα; πώς ήτανε μέ τή γυναίκα; ήταν τοπίο χλόη περιστεριώνας; τώρα είναι ένα κόκκινο κεφάλι άπό τα μάτια βγάζει φλόγες εν’ άγριο νεκροταφείο τά μαλλιά του ένας βαθύς άρχαίος ήχος ή φωνή του

ΣΤΙΓΜΕΣ

ό έραστής άρρωστο ψάρι δπου νά ’ναι θά πέσει στον ουρανό * κόλαση μέ τόσο φώς δεν τό περίμενα στρίβοντας τή γωνιά ν ’ άντικρίσω τό μαύρο κόκκινο * τή νύχτα κλεισμένος σέ κλουβιά βροχής σιγά-σιγά μέ θανατώνουν τά πουλιά * και το πρωί αν τά πουλιά πού μού στέλνει ό θεός είναι πάλι μαύρα τά βάφω πράσινα κίτρινα κόκκινα

182

*

όμως μιά μέρα θά ’ρθει μιά συννεφιά παντοτινή *

κυπαρίσσι κόκκινο δέρμα τής ψυχής *

ενα γλυκό χέρι σπασμένο πεταγμένο στις πέτρες στό δρόμο στό χάος *

καληνύχτα

183

ΚΕΡΔΙΖΩ

Κάθε μέρα πέφτει ένα μαύρο πέπλο πού τό καίει ό ήλιος τό βράδυ τό φεγγάρι τό ματώνει κάθε βράδυ κερδίζω κερδίζω ό θάνατός μου απλώνει τό χέρι κάθε βράδυ κερδίζω κερδίζω

Ο ΗΛΙΟΣ MIAN ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ

Ήταν μιά όμορφη γωνιά μιά ομορφη μέρα μέ υποχθόνιο κρότο έτριζε έκαιγε βαθιά ό ήλιος έβγαινε κι υστέρα χάνοταν παράξενα ήταν μιά όμορφη γωνιά μιά όμορφη μέρα μέσα στο θάνατό μου πετούσαν πεταλούδες κι ό ήλιος ξάφνου έβγαινε κι ύστερα χάνοταν έσβηνε παντοτινά

ΚΛΕΨΓΔΡΑ

Ό λα γύρω της τώρα είναι ζεστά μόνο καμιά φορά θυμάται πώς τότε κρύωνε έπεφτε βροχή καί στό σκοτάδι με τό τσιγάρο ό ξένος στρατιώτης ύπουλα παραμόνευε — Όμως έμενα θ έ μου με ξέχασες μόνο τό σχήμα μου βρήκαν στον τοίχο κόκκινα άποτυπωμένο τά πουλιά

186

ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

Σά ρόδι αίμα ξάφνου άνοίγει ή ζωή βογγοΰσε βαθιά κρυμμένη ή άνοιξιάτικη νεκρή φωνή μου βρόχος ό ήλιος έσταζε πικρό στο στόμα μου καί οί ποιμένες σάν μ’ άντίκριζαν κρύβονταν φοβισμένοι ένας-ένας

187

ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΝΟΣ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ

Τό αίμα καίει τό μυαλό ή ’"Ανοιξη μια στιγμή φάνηκε κοντά στά κυπαρίσσια ωραία πουλιά πέφταν με δύναμη σε κάθοδο φριχτή κι άλλα ζεστά πουλιά μέσ’ άπ’ τόν ήλιο βγαίναν κι ανέβαιναν από τήν πόλη χάθηκαν τά περιστέρια ή μαύρη γυναίκα έστελνε ψεύτικα λουλούδια στούς νεκρούς

ΦΥΣΟΥΣΕ

Φυσούσε λουλούδια από άλλο κόσμο σάν έκκλησία μέ μαύρα στίγματα όμως τού σκορπισμένα νά καίνε κόκκινο τό δέρμα μέσα στον ύπνο τραγικά μοσχοβολούσαν τά μαλλιά της

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ Στον Άλέζτη Φασιανό

Αυτή ή ξαφνική ή παγωνιά μέσα στο καλοκαίρι θαμπώνουνε τής φίλης μου τα μάτια λέει: Είμαι κατάστικτη άπό κόκκινο κακό όμως καθαρή σάν τό έλάφι τί νά κάνω μακριά άπό τήν πηγή; περνάει ό άλλος σκοτεινός μέ σίδερα καί περικεφαλαία φωσφορίζοντας μέσα σ’ ένα κλουβί κλεισμένος δίχως δόντια πώς νά ζήσει κι έξω ήλιοβασίλεμα σβήνουνε χαμηλώνουν οί φωνές τών ζώων άνάποδα πετάν τά περιστέρια

190

σέ ξεχασμένη θάλασσα γλυκά περνάνε ψάρια δέντρα λουλούδια καί καΐκια

191

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Οι τάφοι είναι χαρούμενοι τά όνειρα πάντα περνούν μέσ’ άπ’ τούς τάφους κι ύστερα όρμούν τινάζονται ψηλά ανοίγουν καί σφυρίζουν τό θάνατο τότε τόν ξεχνούν δεν τόν θυμούνται

Ο ΜΑΪΡΟΣ ΑΝΘΡΩΙΙΟΣ Στην Ευα Μυλωνά

Πάλαιψα πάλαιψα πολύ όμως μονάχα αυτός ό μαύρος άνθρωπος εμεινε στριφογυρίζει δείχνοντας τά δόντια πάλαιψα πάλαιψα πολύ ώσπου νά γίνουν όλα μαύρα σκεπαστείτε

193

110ΡΊΤΛΙΊΌ

Μέσα σ' ένα χρυσό κύκλο τό κεφάλι του πάνω του πέφτει χιόνι τό στόμα του βγάζει πύρινες πληγές άγριες τόν κυνηγάνε άνεμώνες μία γαλάζια βέργα άπλΐόνεται επάνω του γύρω πετοϋν μικροί μαύροι σταυροί ανοιξιάτικοι τά χελιόόνια

ΕΒΛΕ11Α

Όταν ξαφνικά ό ήλιος αλλάζει χρώμα καί υψώνεται τρομακτικό το σύννεφο έβλεπα τό ζευγάρι τούς έρωτευμενούς στό δρόμο πριν άπό τό θάνατο καί μετά άπό τό θάνατο όταν ξαφνικά τό λουλούδι άλλάζει χρώμα ό ήλιος σκληρά άλλάζει χρώμα τώρα μέσα στό σύννεφο τά χέρια τους μαύρα καί σ’ άλλη πτώση τώρα τά χείλη τους

Η ΒΡΟΧΗ

Φριχτό καλοκαίρι τά περιστέρια ό άλλος κόσμος που πάντα λάμπει στά μάτια σου στά μάγουλά σου

ΕΡΗΜΟΙ

Έρημοι άνθρωποι μέσα στό μιλούν στην ΙΙαναγία άνέκφραστο τό δέντρο δίχως φύλλα τούς κοιτάζει κοράκια ντύθηκαν κόκκινα σάν πόρνες ή έκκλησία έσπασε άπ’ την πολλή βροχή οί άγιοι βρεθήκανε νά τρέχουνε στούς δρόμους

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΓ ΧΕΙΜΩΝΑ Στόν Νίχο-Γαβριηλ ΙΙεντζίχη

*Οταν τη νύχτα μιλάω μέ πεθαμένους πετεινούς με κοιμισμένα σύννεφα μέσ’ στό βασίλειο τής στάχτης ή άκρη τού φετινού άγριου άσπρου χιονιού μέ ξεσκεπάζει δίχως σάρκες μεθυσμένο άμόλυντο δμως δέν κλαίω γιά τό ωραίο τ ’ δνειρο γιά τό κακό τό όνειρο πού χρόνια τώρα κάθε νύχτα μέ βασανίζει μέσ’ στόν ύπνο μου μέ βασανίζει κάθε μέρα στη ζωή μου

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Γκρίζος ουρανός γκρίζος ουρανός ουρλιαχτά ούρλιάσματα σπίτια σακατεμένα μέσ’ στίς καρδιές σκοτεινοί βρόχοι βράχοι από γυαλί άόρατα κόκκινα τραγούδια

Ο ΗΛΙΟΣ

— «Ήμουν ό άρρωστος δίχως κρεβάτι» έλεγε τώρα ό νεκρός στό νέον έξεταστή του. Ίο δωμάτιο ήταν κατασκότεινο καί μόνο από μιά μικρή τρύπα στό ταβάνι, κατέβαινε σιγά-σιγά μιά υγρή κόκκινη κλωστή.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Σά θά μέ βρούνε πάνω στό ξύλο τού θανάτου μου γύρω θά ’χει κοκκινίσει πέρα γιά πέρα ό ουρανός μιά υποψία θάλασσας θά υπάρχει κι εν’ άσπρο πουλί, από πάνω, θ’ άπαγγέλει μέσα σ’ ενα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τά τραγούδια μου.

Η ΚΟΛΑΣΗ

Έ βγαινε ένα ζεστό σκοτάδι κι αυτός είχε ξεχάσει τό κεφάλι πού έπίμονα άρνιότανε τά δόντια τώρα βασίλευε ό τρελός ένα μπαμπάκι καί ή πίσσα

ΕΦΕΥΓΕ ΤΟ ΙΙΟΥΛΙ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

Έφευγε τό πουλί τού τάφου τόσο μικρό πένθιμα κόκκινο χανόταν τρυφερά πάνω στή λίγη χλόη με την αιώνια χελώνα πού βάδιζε σιωπηλή τη νεκρή άκρίδα καί τή μέλισσα πού είχε σφηνώσει μέ πόνο στό στόμα τού λουλουδιού

ΤΟ ΧΡΓΣΑΦΙ

Κάποτε θά σταματήσουμε σά μιά γαλάζια άμαξα μέσ’ στο χρυσάφι δέ θά μετρήσουμε τά μαύρα άλογα δέ θά ’χουμε τίποτα ν ’ άθροίσουμε δέ θά ’χουμε πιά τίποτα γιά νά μοιράσουμε κρατώντας ένα ξύλο θά περάσουμε μέσ’ απ’ τή μαύρη τρύπα τού ήλιου πού θά καίει

ΣΦΡΑΓΙΔΑ Η ΟΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ (1 9 6 4 )

Ώ ΣΕ ΙΙΟΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ

Ώ σε ποιάν άνοιξη ποιο τραγούδι χιονισμένο ανοίγει τά μεγάλα μάτια του πουλιά με γαλάζια μαύρα φτερά μιά λάμψη από παγωνιά αθάνατη γυαλιστερή σά μαχαίρι ώ άπέραντα παιδικά μου χρόνια ώ άπέραντή μου τώρα με αίμα νεότητα

ΓΓΡΙΖΩ

Γυρίζω γύρω-γύρω ματωμένος μέσ’ στό φεγγάρι τού ύπνου μου ασπρίζει μέσα μου ή φωτιά άγριο σπίτι τής κούκλας μέ τίς πασχαλιές τό πορφυρό σου μάτι υψώνοντας μ’ εξουθενώνεις δέντρα πού καίτε τά πορτοκάλια σάν κεριά στην παγωμένη σας βροχή θ’ άναπαυτώ ασπρίζει μέσα μου ή φωτιά καυτό μέσ' στην καρδιά μου στάζει τό κερί καί σύ μαρμάρινο φεγγάρι μέ ραγίζεις

ΜΕ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΕΣ ΙΙΕΤΙΈΣ

Σέ μιιάν εκστατική αγκαλιά φυτρώσαμε μέ αναστεναγμένες ανεμώνες «Με κοιμισμένες πέτρες βασιλιάς σέ ματωμένους κήπους» κυλάει τό μαύρο τόπι ό ήλιος μέσ’ στη θάλασσα δαιμονισμένα ψάρια πένθιμα τό κοιτούν καίγοντας τό άσήμι ένα μεγάλο δέντρο φυτρώνει ξάφνου στό βυθό χιονίζει μέσ’ στά μάτια μου χρυσάφι «Μέ κοιμισμένες πέτρες βασιλιάς σέ ματωμένους κήπους»

209

ΠΑΡΑΒΟΛΗ (γ) μ ε τ α φ υ σ ι κ ή ν ύ χ τ α -η τ ό χ ιό ν ι )

Γυρίζει από τό ταξίδι του ό μαύρος κόρακας μέ τό μαύρο παλτό του τά μαύρα παπούτσια του τό μαύρο μπαστούνι του τινάζει άπό πάνω του τό χιόνι εν’ άστρο έχει μπει μέσ’ στό δεξί του μάτι τό άστρο ρίχνει μιά φοβερή φεγγοβολή μέσ’ στή φεγγοβολή τό δάκρυ το ύ ά λ λ ο υ μεγάλωνε ι ό κρότος είναι έκτυφλωτικός σκοτώνει

δέν τυφλώνει

τό στόμα κόκκινο φυσάει ένα κουρέλι μαύρο χιόνι Κ αθοφ τη Δ ε υ τ έ ρ α 2 5 Φ εβ ρ ο υ ά ρ ιο υ 1 9 6 3

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ

Βαθιά ξεχασμένος στον αιώνιον ύπνο κόβει μέ τά μαύρα του μάτια λουλούδια με τά δόντια ζυμώνει με ήλιο καί μέλι τό φεγγάρι καθώς βαθιά στενάζει πάνω του ό ουρανός τό έκπτωτο χιμαιρικό λουλούδι πού τό λένε τάφο ό πέτρινος προφήτης θά ούρλιάξει

ΘΡΗΝΟΣ



Σκισμένα τά κορίτσια σά χαρτόνι μέ στίγματα άπό θειάφι μέσα στό κεφάλι μέ χόρτο θυμωμένο μέσ’ στό στόμα νά σπάζουν τό φλυτζάνι τ' ουρανού μέ δάκρυα τεντωμένα μέσ’ στά μάτια σά μαύρες ολοκαίνουργιες καρφίτσες πότε τό χρώμα τών πουλιών θά τραγουδήσει; πότε οί πεταλούδες θά χτυπήσουν τά μαχαίρια; όταν στους ήλιους θά φυτρώσουν άλλα χέρια κι ό ύπνος θά τούς άδειάζει άπ’ τό σκοτάδι κι ή νύχτα θά ’ναι όμορφη σά μέρα

ΑΣΒΕΣΤΗ Σ

Τό δαίμονα ασβέστη άναγυρίζει μέσα του ό τρελός ρίχνει τά δόντια του στόν ήλιο καί γελάει καίει τό άσπρο άκίνητο ρημάζει τούς γλάρους' μ' αίμα τούς τινάζει από ψηλά μιά Παναγία μαύρη καί τυφλή μέ παραστέκει

Η ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ

Τό φάντασμά μου τώρα αναζητώ κλεμμένο απ' τό σκελετό μου τό φάντασμα που πέταγε μέ τ' ασημένια του φτερά γέμιζε τή φωνή μου αίμα έσερνε λίμνες μαγνήτιζε πουλιά αυτό τό φάντασμα έγώ κλεμμένο απ’ τό δικό μου σκελετό άναζητώ μέσα σέ λίμνες πού δέν έχω ξαναδεί καί στών πουλιών τό δέρμα σά μαύρο σπίρτο διπλωμένο καμένο τελειωμένο άναζητώ τό φάντασμά μου τό δικό μου σκελετό δίχως τό γέλιο μέ τό γέλιο τελειωμένο μέ τή φωνή μου πού πάει τώρα νά χαθεί έγώ τό φάντασμά μου έγώ ό κλέφτης τό σπίρτο τό καμένο φωνάζει ό σκελετός μου — Ζήτω! θέλει τό φάντασμά του ’Αναζητώ

214

ΧΑΡΤΙΑ

Μαζεύοντας χαρτιά τά περιστέρια μιας θά φύγουμε απόψε θά ’ναι ωραίο ταξίδι ό ουρανός ψηλά μιά πέτρα θά γυρίζει παίζοντας τόν ήλιο πίσω θά τή γαβγίζουν τά σκυλιά θά δώσουμε τά δύο μαύρα χέρια μας θά σφίξουμε σφιχτά τά δυό τά χέρια μας έτσι πού νά μή μπορεί πιά νά χωριστούν κι ό ήλιος θά πέσει μέ ορμή καί θά τά σπάσει

215

ΠΟΓ Ο ΔΗ ΓΩ ΝΤΑΣ

Πού οδηγώντας τά λουλούδια στη φθορά ό άνθρωπος-πετεινός άναβει {¿όνος του καίει καθώς όρμάει απ’ τό σκοτεινό του μέτωπο ή έκσταση ουράνιο τόξο μέσ’ στά μάτια του κρύβει τό αυριανό φοβερό σκοτάδι γυρίζει μόνος μέσ’ στόν κήπο τών αστερισμών μιά ματωμένη πέτρα στόν έγκέφαλό του κόκκινη αιχμή ρίχνει τό ρίγος στό χαρτί βουίζοντας μέ δεμένα μάτια χρυσός άρρωστος πετεινός έρχεται τό τραγούδι

ΣΗΜΑΔΙΑ

Τά σήματα πού δώσαμε δέν ήτανε δικά μας σκύλοι τραγούδαγαν παράφωνα κι από τή χλόη φύτρωναν αστέρια στην άσφαλτο τρυπούσαν τό λουλούδι στην πληγή κοπέλες τού νεκρού αέρα άνοιγαν ξαφνικά τά δόντια τού καιρού νά βγει ό νέος μαστός ό άγαπη μένος κυνήγαγε ό άέρας τό πουλί μέ τό κομμένο αίμα έσταζε τό αίμα πίσσα στό νερό κάτουρο άδειαζε πάνω από τά κεφάλια μέ μορφασμούς θανάτου τωρινούς καί ξεχασμένη τήν πληγή απ' τό φεγγάρι

Α1Ί1ΑΓΗ

Σφίγγει τά σάπια του μαλλιά βγάζει φτερά αρχίζει νά πετάει το κορίτσι ουρλιάζει τό τηλέφωνο στον ουρανό κομμάτια από άσπρους αγγέλους κάτω ρίχνει τό χιόνι αρπάζει τό κόκκινο κορίτσι ή βροχή μέσα σέ μιά βαθιά πληγή τό κρύβει στό φεγγάρι άνοίγει τό κορίτσι άστράφτοντας σά μαύρο χέρι ψιθυρίζει τ ’ ονομά μου

218

ΚΥΡΙΑΚΗ

Κύματα Κυριακής τά μάτια μου κύματα μοναξιάς τά χέρια μου τρίζουν άπό ύπνο αθώο τά δόντια μέσα στην καρδιά μου τό πεθαμένο τό παιδί δέν ξενιτεύεται πάει κρατώντας ένα κόκκινο σκυλάκι μέσα στό μαντίλι τέρατα περπατούν ανάποδα στά όνειρα φυσάει ένας άγριος αέρας πάνω απ’ τίς λεμονάδες πετάει μιά νυχτερίδα σάν πικραμένο ευαγγέλιο μ’ ένα μαύρο πανί μία γυναίκα σκεπάζει τό φεγγάρι

219

ΑΓΓΕΛΟΣ

Φοβόντουσαν δέν τόνε θέλαν αυτό τόν ουρανό Μαύρος που είναι —λέγαν — σάν καυτό μπαμπάκι σκάβανε τά μωρά τους βιαστικοί άλλοι φωνάζαν: Γράμμα! άλλοι: Τηλεγράφημα! κι άλλοι φωνάζαν: Άλεξάντρα όμως όλοι κοιτούσαν τό φεγγάρι κι έλεγαν: Ίσω ς κατέβει σήμερα ό '"Αγγελος βαθιά με τά μακριά-μακριά μαλλιά καί τά πνιγμένα ίάντια

ΒΕΝΙΑΜΙΝ

/ Σάν ξύπνησε ό Βενιαμίν καί ακούσε τά πουλιά νά κελαϊόούνε Κι έμείς είχαμε —είπε —ένα πουλί σ’ ένα κλουβί ας πάμε τώρα νά δούμε τί νά έχει γίνει. ΙΙήγε καί τό κλουβί ήταν ένα μαύρο φλυτζάνι καί μέσα του έκαιγε ένα μικρό χρυσό ψαράκι Καίει άκόμα —είπε - νομίζαμε πώς χρόνια τώρα έχει σβήσει.

’Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο κρυμμένο μένει τό φεγγάρι πότε πίσω άπό δέντρα πότε πίσω άπό θηρία πότε πίσω άπό σύννεφα μέ θόρυβο πού ξεκουφαίνει τά φτερά άγγέλων κάτι θέλουν νά πουν κάτι σημαίνει είναι άκόμα καλοκαίρι όμως μιά μυρωδιά άπό θειάφι φράζει τό χειμώνα δέν έχει ούτε καρέκλα νά καθίσεις καί οί καρέκλες έφυγαν στόν ούρανό

ΚΟΡΙΤΣΙ

Μητέρα κορίτσι λυπημένο χαρούμενο στον τάφο μέ τό γαλάζιο φόρεμα νά πέφτεις σκύλε μ’ άγκάθια μέ τό γαλάζιο φόρεμα καθαρό δίχως αίμα δίχως τού ήλιου την κακή κραυγή σκύλε μέ κόκκινα άγκάθια στο μαύρο περιβόλι τό νεκρό νά πέφτεις μαύρο μάτι τής ζυγαριάς βαριά ή ζυγαριά άπό τή φλόγα κι άπ’ τό γαλάζιο φόρεμα νά πέφτεις

ΠΑΙΔΙ

7

*

Δέ θέλει νά ξέρει γιά τό αίμα είναι δακρυσμένος κι είν’ άόρατος χτυπάει ή καμπάνα τρομαγμένος νά τον τώρα πού φαίνεται μικρό παιδί πίσω απ’ τά δίχτυα καί νά τον τώρα μ’ αγκάθια έρπετό ετοιμοθάνατο πού γέννησε τ ’ αυγά του τί μαύροι πού είναι οί άνθρωποι τί καθαρά πού είναι τ ’ άστρα

ΚΟΙΤΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

Δέ φταίει τό φεγγάρι γιά την πίκρα μιας καθώς στριφογυρνάει δαιμονισμένα μέσα στό φώσφορο σκορπώντας δεξιά κι άριστερά τά κόκαλά του καθώς καί μείς στριφογυρνάμε στό σκοτάδι μας σκορπώντας δεξιά κι άριστερά τά κόκαλά μας δέ φταίει τό φεγγάρι γιά τους λεμονανθούς δέ φταίει τό φεγγάρι γιά τά χελιδόνια δέ φταίει τό φεγγάρι γιά την "Ανοιξη καί τούς σταυρούς δέ φταίει αν πάνω στά μάτια μας φύτρωσαν δόντια

ΤΟ ΚΑΝ ΑΡΙΝ Ι

Τόν έστησαν εκεί όπου φυσάει ό π ιό άγριος άνεμος τόν έταξαν στις παγωνιές τού δώσαν ένα φόρεμα μαύρο και μιά γραβάτα κόκκινη έναν ήλιο τρυπημένο με καρφί νά στάζει μαύρα γυαλιά αίμα πάνω στο δηλητήριο ένα κοντάρι κι ένα καναρίνι τόν έστησαν έκεί όπου τινάζεται ό πόνος τόν έδωσαν στό θάνατο νά λάμπει ασημένιος

ΤΟ ΣΚΕΤΟΣ (1971)

ΤΟ ΑΜΑΞΙ

Έφευγα στά μάτια δεμένα κουρέλια κι έσκισα τά πανιά μέ ραμμένο τό στόμα πληγή κι έσκισα τό στόμα ό Μάρτης σταγόνες πάγο έριχνε στά μάτια μου καί τά μάτια μου γίνανε κόκκινα είδα τό μαύρο γυαλί ν’ άχνιζει όχι δέν ήταν τό γυαλί μά ένα κορίτσι μαύρο λάμποντας μέ ριγμένα τά χέρια τό κεφάλι άνάποδα έγερνε στό χάος χαμογελώντας τό γαλάζιο κι έπεφτε δέν είχα τύχη Δώσε μου λίγο κρεβάτι Ουρανέ πήρε φωτιά τό σπίτι μου κυλάει κυλάει τρίζοντας σάν πληγωμένο άμαξι

231

ΧΡΟΝΙΚΟ

Ό ήλιος χτυπάει ρυθμικά καί παγωμένος άέρας βγαίνει απ’ τό φεγγάρι τό χέρι του τ ’ άριστερό τσακίζει ό δαίμονας σπάζει τό μαύρο σπάζει καί τό κόκκινο ξάφνου ανθίζουν μυγδαλιές ρίχνει τά ζάρια κλαίγοντας ό γέροντας κι άναστενάζει ή Παναγιά κι όσους ξεγέλασε ό καιρός κι όσους ξεχώρισε ή σκιά τώρα είναι καρφωμένοι σάν πεινασμένοι έλικες γυρίζουνε οί δείχτες τών ώρολογιών ατάραχος ό θάνατος κάθεται στην καρέκλα του μενεξεδένια συνάρτηση ό κόσμος

232

ΤΟ ΧΡΩΜΑ Τ Ο Ϊ IIΑΓΟΓ

Τό χρώμα τής βροχής είναι άσπρο; πράσινο; ή μήπως είν’ γαλάζιο; ό ένας μελετάει ένα ροδάκινο ό άλλος μελετάει ένα σταυρό ό άλλος τη φωτιά ένός σταυρού κι ό άλλος την παγωμένη σκιά ένός σταυρού κάποτε ένα δάκρυ μεγαλώνει σάν στρογγυλό άερόστατο που άνεβαίνει μαζί με τό σταυρό καί ή φωτιά τό καίει καί τό γκρεμίζει στην παγωμένη σκιά ένός σταυρού κάθεται ή φωτιά του πίνει τό δάκρυ πού στάζει άπ’ τό σταυρό καί τρέμει ένα πουλάκι κάπου κελαϊδάει ένα φεγγάρι άνεβαίνει δίχως σώμα ενώ τό σώμα σαπίζει μακριά έλα, άς ξεχάσουμε εγώ τό πνιγμένο μου λουλούδι έσύ τόν πάγο πού σέ κυνηγά

233

ΑΡΜΟΝΙΑ Στην Εύα ΙΙερσάχη

Λέει τό δέντρο: θά σπάσω τά κλαδιά μου αυτή τή νύχτα θ’ άνάψω θ’ άνεβώ! Τρελάθηκαν τά φώτα μέσ’ στό σπίτι άνάβουνε καί σβήνουν δίχως λόγο Λέει τό παιδί: Είναι χειμώνας κι ή θάλασσα είναι μακριά μέ τό καράβι κι άνθρωποι σκάβουνε βαθιά σκάβουνε καί όλο θάβουν Λέει ό ήλιος: Κοιμήθηκα καί ονειρεύτηκα πώς ήμουν περιστέρι μέ ξεσκισμένη όλο αίματα κοιλιά Καί λέει τό καράβι: Κουράστηκα θέλω νά κοιμηθώ όμως ή νύχτα είναι βαθιά όμως ή νύχτα είναι σκοτεινή καί δίχως ψάρια 234

ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Ό ένας νά μιλάει γιά ένα Μάρτυρα κι ό άλλος ν’ άπαντάει γιά έναν ποντικό Ό ένας νά μιλάει γιά έναν 'Άγιο κι ό άλλος ν’ άπαντάει γιά ένα σκύλο καί είναι τότε πού μέσα στη μαυρίλα είδα τόν Ποιητή ο λ ομ όν αχ ο καί γύρω του ν ά λ ά μ π ε ι τό κ ε ν ό

235

Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

ί Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά πτώματα από τόν ουρανό λουλούδια κι ο,τι τό καλό σ’ αυτό τόν άγριο κόσμο κινδυνεύει ψηλά κοιτάζω σά χαρταετός ό Σταυραι’τός νά φεύγει αγγίζω δίχως φόβο ήλεκτροφόρα σύρματα αυτα όε με αγγίζουν ό ήλιος μαζεύει τίς ήμέρες μου γελώντας μονάχα ή ψυχή στ’ αυτί μου ψιθυρίζει λέγοντας: σκοτείνιασε σκοτείνιασες γιατί; δέν είσαι τρομαγμένος;

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ

’Αφήστε με λέει τό γκαρσόνι έχω δουλειά πάω νά φέρω τόν καφέ πού μού έζήτησε ή πεθαμένη

237

Ο ΑΓΙΟΣ

Αυτός κοιτούσε βαθιά βαθιά μέσ’ στό πηγάδι τό βάθος του δεν τελείωνε σέ τούτη τη ζωή οί σάρκες ξεκολλούσανε κι έπεφταν μία-μία σέ λίγο δε θά τού έμενε παρά ό σκελετός — Τό πήρα απόφαση —έλεγε — τό πήρα πιά απόφαση θά ζήσω μέσα στούς πνιγμένους καί μέσα στούς λεπρούς

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

Δέ μου αρέσεις δέ μου άρεσε ι -λέγαν ή φωνή σου Δέ μού άρέσουν τ ’ άγρια ζώα πού μπαίνουν βγαίνουν καί ουρλιάζουν μέσ’ στό στόμα σου. (Αυτό τό είπε ένα λουλούδι πού έκαιγε απ’ τόν πυρετό καί πού ή μάνα του πριν άπ’ αύτο λίγο καιρό είχε πεθάνει)

... μά έχει κάτω στά τεράστια τής Ουαλλιας φεγγάρια μέσα στά ολοστρόγγυλα τής Ουαλλιας φεγγάρια Ο ΝΤΓΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΑΙΑΣ ΤΡΕΛΟΣ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΕΙ

ΣΤΟΝ ΝΤΤΑΑΝ ΤΟΜΑΣ

Σήμερα καθώς οργίζομαι καί μπαίνω εις τά πενήντα-δυό μου χρόνια με δέος καί θαμβός μαζί σε χαιρετίζω αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας που τόσο νέος ήξερες φωτιά νά βάζεις μέσ’ στίς λέξεις νά τίς πυροδοτείς κι αυτές μέ κρότο καί μέ θεό μαζί νά έκρήγνυνται, στό αχανές

240

ΕΞΙ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΟΜΟΤΡΟΠΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

1 Καί ξάφνου νύχτωσε τό ψέμα βρέφη τή νύχτα περπατώντας μεγαλώνουν τ ’ άρρωστο φαρμάκι ασκητικός μακρύς ήλιος τό μαύρο κυπαρίσσι δύο φορές τό θάνατο φωτίζει ανθίζουν μαζί ό ύπνος κι ό θυμός σέ κήπους άόρατους πού στάζουν αίμα 2 Μέσα στη μαγνητική ταβέρνα είδα τό ψάρι πάνω στον τοίχο νά ξυπνάει νά γράφει γράμματα κόκκινα πυκνά ένώ άποπίσω τό αρνί τό κυνηγούσε ούρλιάζοντας τό ψάρι καί τό αρνί τινάχτηκαν τινάχτηκαν τά κομμάτια τους ψηλά πυρωμένη μάζα σκίζοντας τόν ούρανό 3 Τό ψάρι μελετάει τό κυπαρίσσι ό άγιος πετεινός κι έκθαμβο έρώτημα τό χελιδόνι γύρω από έναν ασημένιο θάνατο έχουν πιαστεί

241

4

Το περιστέρι περίσσεψε από τρόμο τά νύχια τού αρνιού είναι αστέρια τα λέπια τού ψαριού είναι αστέρια 5 Κόβει μικρές κόκκινες φλόγες καί μασάει τό αρνί αιφνίδια τεμαχισμένο τά δόντια του τά πόδια του τά μάτια του σκορπισμένα πάνω στο Σταυρό 6 Στήνει τ ’ άρνί τό δόκανο στον Ά γιο ένας περαστικός ήλιος ματώνεται καί λάμπει άστράφτουν θεϊκά πτώματα ψαριών.

242

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΗ ΟΤΙ ΖΩ ΠΙΟ 1ΙΕΡΑ

Δεν είναι τύχη ότι ζώ πιο πέρα Σκοτείνιασε από την άλλη τη μεριά καθώς κοιτάζω τ ’ άσπρα σπίτια καί τά μαύρα σπίτια ποιο χέρι σημαδιακό τώρα θά μ’ άγγίξει; δαιμονικές κόκκινες ρόδες όλο καί κυλάνε αυτό τό σμάρι τών παιδιών φωλιάζει κι από ένας θάνατος μέσ’ στό κορμί τους τον κάνανε χαρούμενο στεφάνι καί τό χτυπούν μέ τό μικρό τό ξύλο κυλάει κυλάει τό τσέρκι, τό κυλάνε κυλάει ή ζωή τους ήλιος πού τά περονιάζει καθώς χτυπάνε μέ τό ξύλο τον παγωμένο θάνατο πού τρέχει τό πένθος άφωνο κοκάλωσε τριγύρω δέν είναι τύχη ότι ζώ π ιό πέρα

243

Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ

νΑραγε ό πνιγμένος με τό ριγέ άσπρο κοστούμι στη γωνία νά είμαι εγώ; ακόυσα τή φωνή τού μακρινού πατέρα μου έσπασα το ρολόγι έβγαλα άπο μέσα πλήθος μικρές ροδίτσες κι έλατήρια άπλωσα τις καραμέλες πάνω στο τραπέζι πράσινες κίτρινες κόκκινες βγάζουν μικρές άόρατες φωνές σάν ζώα μιά γάτα κόκκινη ξάφνου αγρίεψε όρμησε καί μού σκίζει τά βιβλία άπλωσα τήν καρδιά μου πάνω στο τραπέζι την έκοψα στά δύο μ’ ένα ψωμομάχαιρο ύστερα ξάπλωσα λουλούδια μέσα στή μπανιέρα ύστερα έπεσα νά κοιμηθώ

ΣΠΟΤΡΓΙΤΙΑ

Ευτυχισμένες οί στιγμές δταν μέσ’ στό μυαλό περνούν ζεστά σπουργίτια δταν τά χείλια μεγαλώνουνε ζεστά στό αίμα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία καί τά τσιγάρα βγάζουν κόκκινους καπνούς καί τά μαλλιά μεγαλώνουν σάν τό παραμύθι τί σπάνιο θέαμα στους στυγερούς καιρούς πού καί οί κούκλες τών μικρών παιδιών μαυρίζουν άπό τρόμο

ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ μνήμη Γιώργου Μουφή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς άνθρώπους κι άγάπησα τούς ζωντανούς άνθρώπους όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά στούς άγριους άρρωστους μέ τά φτερά στούς μεγάλους άπεριόριστούς τρελούς κι άκομα στούς θαυμάσια πεθαμένους

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ Τ Ο Ϊ ΙΙΟΙΗΊΉ

Έκοψα τό κεφάλι μου τό βαλα σ’ ένα πιάτο καί τό πήγα στο γιατρό μου Δεν έχει τίποτε, μου είπε, είναι απλώς πυρακτωμένο ρίξε το μέσα στό ποτάμι καί θά ίδοΰμε τό ’ριξα στό ποτάμι μαζί μέ τους βατράχους τότε είναι πού χάλασε τον κόσμο άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια νά τρίζει φοβερά καί νά ουρλιάζει τό πήρα καί τό φόρεσα πάλι στό λαιμό μου γύριζα έξαλλος τούς δρόμους μέ πράσινο έξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

ΦΡΕΚΕΝ ΤΖΟ ΓΛ Ι

Έρχεται έρημος μέ φωτιά ό ’Ιούλιος νά κάψει τίς μοναχικές ψυχές μέσα στην πόλη όλοι οί δολοφόνοι φύγαν γιά τις έξοχές έμειναν τά ποδήλατα οί ψύλλοι καί οί σκύλοι έμεινε ή νονά μου έμειναν τά ψωριάρικα ρολόγια τά βρώμικα ποτήρια τά τέρατα εγώ μέ τό άόρατο δροσερό ραβδί μου ό Αύγουστος Στρίντμπεργκ μέ τό τριαντάφυλλο

Ο ΖΑΚΧΑΙΟΣ

Καλά σέ φώναζαν: Ζακχαίο! είπε ψηλά πέφτοντας άπό τό δέντρο κρατώντας μιά κίτρινη σημαία: ό μοτοσυκλετοποδηλατιστής ό αίματοσυκλοποδηλατιστής ό μοτοσυλλεκταποδοχοπωλητής ό ματοκλαδοσκοπ ιστής ό αίματοκλαδοκλειδοσκοπιστής ό μοτοσυκλετοποδηλατοσκοπευτής ό ληστής ό αίμάσσων

ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ό ταν ταξίδεψα στον Ουρανό ποτέ μου δέ συνάντησα τον αστροναύτη συνάντησα όμως τό θεό με τούς χρωματιστούς αγγέλους Τον άστροναύτη πάντα τον πληρώνουν ποτέ τους δέν πληρώνουν τό θεό ούτε τούς χρωματιστούς άγγέλους κι όταν κι έγώ στέλνω τόν πανούργο είσπράκτορά μου πάντα γυρίζει άπρακτος

ΤΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Αυτά τά μαύρα άνοιξιάτικα λουλούδια πού μού φύτεψαν μέσα στό κεφάλι δεν είναι μνήματα είναι μ η ν ύ μ α τ α πού δταν ήρθαν δε μπόρεσα νά συλλάβω τό χρησμό τους κι έτσι ρίχνουνε τώρα μέσ’ στό σώμα μου τά οριστικά τους τά μελάνια με σχεδιάζουν με τις άρτηρίες μου σάν κάτι πολύχρωμες διαφημίσεις ξένων φαρμακευτικών έταιριών τής P F I Z E R ή τής G E I G Y τής A B B O T T ή τής B A Y E R

ΙΣΑ Α Κ ΜΠΡΑΪΤΟΝ

’Ανάλαφρα θροούσε καί ψιθύριζε ό σκελετός τού ’Ισαάκ Μπράιτον ήταν μιά άμμουδιά γεμάτη αρμυρίκια νάρκες καί μηχανήματα έκρηκτικά* ψηλά πάνω στους βράχους πελώριοι αιωνόβιοι αετοί παραμιλούσαν κι άπό τήν άλλη τή μεριά ή θάλασσα μ’ ένα μαύρο καράβι κομμένο στά δυό... ξέχασα τόν άσύρματο τρυφερά τόν δούλευε ό ’Ισαάκ Μπράιτον ό άσυρματιστής

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΠΟΓΕΜΑ

Εκείνο τό πράσινο άπόγεμα ό θάνατος είχε βάλει στόχο την αυλή μου άπ’ τό νεκρό μου τό παράθυρο μέ τό βελούδινο μου μάτι τόν έβλεπα νά τριγυρνάει γύριζε καί παράσταινε τόν κουλουρτζή γύριζε καί παράσταινε τόν λαχειοπώλη καί τά παιδιά τίποτα δεν υποπτεύονταν έπαιζαν μέ πιστόλια καί τσίριζαν αύτός πάλι γύριζε καί πλησίαζε καί πάλι μάκραινε καί έφευγε ύστερα ξαναρχόταν στό τέλος άγριεύτηκε άρχισε νά ουρλιάζει έβαψε τά μάτια καί τά νύχια του φούσκωσε τά βυζιά του άρχισε νά μιλάει μέ ψιλή φωνή έκανε σά γυναίκα... τότε είναι πού έφυγε οριστικά ψιθυρίζοντας: — Δέν είχα τύχη σήμερα αύριο θά ξανάρθω

253

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Καθόμουνα στό καφενείο καί κοίταζα άπό τή βιτρίνα μιά γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε νά κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στό στόμα της τό χοντρό κόκκινο πουλί πού πάντοτε μέ καταδιώκει πέταξε γύρω-γύρω μου τρεις φορές ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου καί μου φώναξε: Είσαι άφελής, δέν ξέρεις τίποτε, θά σέ σκοτώσω! έγώ τότε βάλθηκα νά τραγουδάω γιά την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα πού πέθανε μέ τίς καλογριές ήτανε ολα τόσα άσχημα, φριχτά πού άρχισα νά γελάω νά γελάω νά γελάω είδα καί τόν έαυτό μου νά περνάει έξω άπό τή βιτρίνα ήταν απέραντα θλιμμένος καί σκεφτικός

ΚΥΡΙΕ

Κύριε, είναι μεσημέρι κι ακόμα δέν ξυπνήσατε Κύριε, δέν πήρατε τό πρωινό σας Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες Κύριε, ό ήλιος λάμπει, άστράφτει βρέχει καί χιονίζει Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στό παράθυρό σας Κύριε, μιά μαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στό στήθος σας Κύριε, πώς τρέχετε μέ τό ποδήλατο! Κύριε, είστε παγωμένος Κύριε, έχετε πυρετό Κύριε, εϊσαστε νεκρός;

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΜΟΪ

Δέ σάς γνωρίζω έφέτος καημένα χελιδόνια μου πετάτε άραγε όπως άλλοτε ή μήπως σέ ρόδες πάνω νά κυλάτε όμως τό μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσε τεράστιο τεράστιο καί πορφυρό μονάχα ό ουρανός σάς έχει άπομείνει μά νά ’ναι γιά σάς τώρα Ουρανός;

ΕΜΕΙΝΕ

»' η έμεινε

ξεκομμένος στον Ουρανό σ’ αυτή τήν τόσο μακρινή πολυχρωμία μ’ ένα μικρό ασπρόμαυρο γατάκι σάν πουλί καί μιά μεγάλη μαύρη πεταλούδα σάν ομπρέλα «Οί μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι κάτω τόσο πολύ πίκρα μάς πότισαν —κάθε τόσο τους άκουγαν νά λένε τόσο πολύ πίκρα μάς πότισαν τόσο πολύ πίκρα μάς πότισαν»

ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜ Α Στον Κυριάχο Ρόχο

Στριφογυρίζει ό ποιητής έπάνω στον τροχό του στριφογυρίζει ό ποιητής δαιμονισμένα ένα κεφάλι άλογου σπασμένο μέσ’ στά πόδια του μία γυναίκα άνοίγει τ ’ άσπρο στόμα νά δαγκάσει φίδια φαρμακερά τόν τριγυρίζουν χάμω κυλάνε κέρματα καύκαλα τσακισμένα ριγμένα μέσ’ στή λάσπη του καί στρογγυλά χαλύβδινα λουλούδια νά σφυρίζουν καθώς στριφογυρνάει ό ποιητής αρχίζει ν ’ άνεβαίνει όπως γυρίζει φρενιασμένα κι όπως γυρίζει φρενικά αρχίζει ν ’ άνεβαίνει τό ένα του χέρι είναι σβηστό στό άλλο νά κρατάει ένα άναμμένο κάρβουνο

ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ I

*Ως τό τέλος λυπήθηκα πού ήτανε παιδί θά ’πρεπε νά ’ταν σύννεφο σάν κι αύτά πού μέσα τους κρύβονται τά πουλιά όταν φοβούνται

Ω Σ ΤΟ ΤΕΛΟΣ II

Πάνω στό στρώμα το σώμα του περνούσε άπό φάσεις τρομαχτικές. Τό ένα του πόδι λέπταινε σάν κλωστή, ένώ τό άλλο χόντραινε σάν κορμός δέντρου. Ένιωθε όμως την πυγμή του τρομερή καί καθώς τό κρεβάτι του ήταν πλάι στόν τοίχο, θά ’θελε μ’ ένα χτύπημα νά τρυπήσει τόν τοίχο καί τό χέρι του νά περάσει στό διαμέρισμα τό διπλανό. Πολλές φορές στό δρόμο, καθώς περπατούσε, αίσθάνοταν ξαφνικά νά πυρακτώνεται όλο του τό κορμί καί στό τέλος θά τιναζότανε πρός τ ’ άπάνω, σά βολίδα (Καί τό ’θελε πολύ αυτό) Όμως στό καφενείο καθόταν ήσυχος παίζοντας το κομπολοι του, έπινε τόν καφέ του... Νομίζω ότι τόν λέγαν Τζιάκο ή Τζακόπουλο ή κάτι τέτοιο

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ

^

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ μ’ ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τά καμένα

σπίτια* ψάχνει κεί μέσα στην καφτή τέφρα καί την καρβουνίλα. Σέ μερικές γωνιές δέν έχουν άκόμη σβήσει οί φωτιές... ΠΑΡΑΞΕΝΟ - λέει - ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΠΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ...

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Τό μυαλό μου κουρασμένο πώς έπεσα καί τσακίστηκα τώρα μέ δεκανίκια χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα γύρω κρεμνάω τώρα ή άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα τώρα ή μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα κι έκείνη πού χάθηκε μέ τ ’ άσημένιο καρφί στον ποταμό δέν ξέρω ποιος; ό ήλιος ή τό χιόνι δέν ξέρω ποιά; τά χελιδόνια ή τά σπουργίτια μετράω ολοένα μετράω ή μητέρα μου ολοένα κλαίει μετράει ή μητέρα μου ολοένα μετράει

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο ΜΕ Ν Α

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Ή δύσκολη Κυριακή Ό πυρετός τής χαράς Τ’ όνειρό ’Ομορφιά *Η συννεφιά Ό σωτήρας Τρία δάκρυα του θεού I, II Τρία δάκρυα τού θεού III *Η λατρεία

σ

9 11

12 14 15 17 19 20

21

Natura

23 24 26 28 31 32 33 34 35 36

Ή νύχτα τής λησμονημένης Οί τρεις εραστές Χριστούγεννα 1943 *Η λησμονημένη I Ή λησμονημένη II Ή λησμονημένη III Ή λησμονημένη IV Ή λησμονημένη V Ή λησμονημένη VI ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ (1948) Οί αμυγδαλιές *Η πληγωμένη άνοιξη Ό νεκρός τής ζωής μας ’Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Άρκόζι ’Αστεροσκοπείο Ό εφιάλτης Τά δώρα Τό θαύμα Τό άστρο Ό Βοριάς Έξι στιγμές I, II, III 265

39 40 41 42 43 44 45 46 47 48

49 50

Έξι στιγμές I V , V , V I Ό βυθός Τά χωρισμένα Ό θάνατος ’Ορυχείο Τά περιστέρια τού νεκρού Ό δυνατός Ό ουρανός Τό σύνθημα Ό γάμος Πέτρος Ό άετός ' Ωροδείχτης Ή πόρτα 'Ύδρα Ή μάχη Ό ληστής Λάζαρος Τό εργοστάσιο Κάποτε οί γυναίκες Τά ψάρια τής φρίκης Δέν είναι ό Οίδίποδας Ή τρίτη κι ή τέταρτη μέρα Πασιφάη Τού πύργου Ή λειτουργία τού άσπρου

51

52 53 55 56 57 58 59 60 61

62 63 64

65 66 67 68 69 70 71 73 74 76 77

ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1952) Τού θηρίου Χριστούγεννα 1948 Τό ραδιόφωνο Δοκιμές γιά την επανάληψη τής νύχτας Ή διαδρομή Ή σκηνή Τά πρόβατα Τά ποτάμια Σάββατο Τό ανάποδο χελιδόνι Ή νοσταλγία γυρίζει Τά σύννεφα ’Οκτώβριος Μέ τά μάτια κλειστά Οί καβαλάρηδες ’Αποστολή Τό τηλέφωνο Τό πηγάδι 266

81 82 83 84 85 86

87 88

89 90 92 93 94 96 97 98 99 101

Αιχμή Φεβρουάριου Ή άποκριά ΓΗ μεταμόρφωση

102 109

104 ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ (1956) 107 108 109

Φυτρώσαμε Γλίστρησε

Ή πηγή Ιίορτοκαλιά

110

Βρέχει

111

Ό δρόμος Τό μαύρο άστρο Τό περιστέρι Τό ταξίδι

112 119

114 115 116

Δεν είμαι δέντρο

ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ η Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΛΡΟΜΟ (1958) 119

Τό μαρτύριο Ή Μαρία Οί καμπάνες 'Ιστορία Ό σκύλος Ή Ύδρα Τ' αδέρφια μου Ό χορός Ό πειρασμός Τό αεροπλάνο Ό τρελός λαγός Ή Σοφία Συμπέρασμα Ό στρατιώτης ποιητής Ή έκφώνηση Ζωή Ό έρημος δρόμος Ό έλεγκτής Τό φεγγάρι γελάει Εικόνες Ό κήπος Χιόνι Τό ψωμί Χειμώνας "Οπως τά τριαντάφυλλα Ξένε Κάτω άπό τόν ουρανό Δάσος παράξενο μαγεύει τη

120

121 122

φωνή μου 267

124 125 126 128 129 130 131 132 133 134 135 136 137 138 139 140 142 143 144 145 146 147 148 148

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ (1960) Αύτή πού έρχότανε Βαριά άπό την άνοιξη Φθινόπωρο Τά στίγματα Ή ιστορία ένός παιδιού Στά νησιά Σκέψεις Ή κακή εικόνα Γιατί Πεντάγραμμο Ή στάχτη Τοπίο Στόν παλιό δρόμο Τό πρωί καί τό βράδυ Ό σταθμός Τά χρήματα Ό άρχοντας Μιά μέρα Κρυμμένος Κάτι έπικίνδυνα κομμάτια Τό ρολόγι

151 152 153 154 155 156 157 158 159 169 162 163 164 165 166 167 168 169 170 171 172 ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ (1962) 175 177 178 179 180 181 182 184 185 186 187 188 189 190 192 193 194 195 196 197 198

'Όμως άχόμα υπάρχει

Γιά τήν άνοιξη Ό καθρέφτης Ήταν δικές μου ’Επεισόδιο Αυτός Στιγμές Κερδίζω Ό ήλιος μιάν όμορφη μέρα Κλεψύδρα Οί ποιμένες Κατέβαινε ένας κόσμος ανοιξιάτικος Φυσούσε Ηλιοβασίλεμα Τά όνειρα Ο μαύρος άνθρωπος Πορτραϊτο Έβλεπα ' Η βροχή ’Έρημοι Απόσπασμα άπό τό δικό μου χειμώνα 268

Τραγούδι Ό ήλιος Ό ποιητής Ή κόλαση Έφευγε τό πουλί τού τάφου Τό χρυσάφι

σ. 199 200 201 202 203 204

ΣΦΡΑΓΙΔΑ η Η ΟΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ (1964) *Ω σέ ποιάν άνοιξη Γυρίζω Μέ κοιμισμένες πέτρες Παραβολή Ό προφήτης θρήνος ’Ασβέστης 'Η κλοπή τού φαντάσματος Χαρτιά Πού οδηγώντας Σημάδια Άρπάγη Κυριακή Άγγελος Βενιαμίν *Η φεγγαράδα Κορίτσι Παιδί Κοιτάμε με τά δόντια Τό καναρίνι

207 208 209 210 211 212 213 214 215 216 217 218 219 220 221 222 223 224 225 226 ΤΟ ΣΚΕΤΟΣ (1971)

Τό αμάξι Χρονικό Τό χρώμα τού πάγου Αρμονία Τό ποντίκι Ό συλλέκτης 'Η έπιθυμία Ό άγιος Τά λόγια Στόν Ντύλαν Τόμας Έξι αιφνίδια ομότροπα σχήματα Δέν είναι τύχη ότι ζώ πιό πέρα Ό πνιγμένος Σπουργίτια

231 232 233 234 235 236 237 238 239 240 241 243 244 245 269

Έζησα κοντά Τό κεφάλι τού ποιητή Φρέκεν Τζουλί Ό Ζακχαίος Ουράνια άπάντηση Τά αινίγματα Ισαάκ Μπράιτον Τό πράσινο άπόγεμα Τό καφενείο Κύριε Τά χελιδόνια μου Έμεινε Τό άνέβασμα "Ως τό τέλος I "Ως τό τέλος II Ό Μότσαρτ Ό δαίμονας

246 247 248 249 250 251 252 253 254 255 256 257 258 259 260 261 262