Μιχαήλ Λομονόσοφ

Η βιογραφ{α του «Λομονόσοφ» εκδόθηκε στην Αθήνα τοv Σεπτέμβριο του 1978 από την εκδοτική εταιρεία ΑΚΑΔΗΜΟΣ Α.Ε. Η μετάφρ

285 76 15MB

Greek Pages [543] Year 1978

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD FILE

Μιχαήλ Λομονόσοφ

Citation preview

-----

Μ.

ΣΙΖΟΦ

_ _ _ ___

ΜΙΧΑΗΛ

ΛΟΜΟΝΟΣΟΦ

ΑΥΤΟΙΟΙΣΠΟΥΔΑΙΟΙΑΝΘΡΩ~ ΑΚΑΔΗΜΟt Α.Ε.

Μ.ΣΙΖΟΦ--

ΜΙΧΑΗΛ

ΛΟΜΟΝΟΣΟΦ

@ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΑΝ~~~



Τό αχiδιο ιοϋt~,6.U.Οuκαi ι!κιι.Uιιι:puι:ιft~i!λιια Εy1•ιdιιό1ό•ζωyράφο Δ~μιίιp~ ΤιιJ.αyιi"Ι

_,, ~ι~

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Q ~:;=,ή;π~ατ:~~;;;~:~~,φ~ι~ :~i:J.~~;:~ό::~:'J.::J.:::~ ι.:aι πο,\1,1qύνθεrη, πού μόιιο μέ tό Νι:ά Β{νr:σι ~•ά σιηκριθ_ει:

lf τό Μιχαήλ

:4yγελο μπορεί

:4πό παιδι'ιι:ι ώς τ6 θά.vατό του ει'χεμιά.~ft· v'~ο_κτgσειyvώ­ - κι fva σκοπό - νά βοηθήσει μέ rιί; γνώσεις του rό λαό τής Ρωοι'αι;,

σεις

αιlrόv τόv προικι.Ι!J!i.vο μά X!λψf!fl.!!fM!.IOJ!_έ)IJ} λαό.

:4πλός -δ'i(;;ς όλοι ο{ σοφΟι' - τpυφεpόι; - όπως δ.iοι ο{ δυvατοι: εfλι­ ~ι;. μαχιιτικός κι dθώοι; σά.ν Πfiίm.εfτε vηατικός κai ζυλιασμ~ dπ' τ6 κΡίΓο;εΓτέ εύvοοΤεvος τoiJ παλατιού. ;Γadijii. dκολουθΟιισε τό σκοπό του. Μέ σκληρό dγώvα, ιφω~~ι ύστερα μέ διαλε­ χτούς φι?.ους καί συvεpγιiτες, lβαλε τίι; βώιεις rώv ι!πιαrημώv στήν πα­

τρiδα του, rιίv dlffi.1-!_~~ε dπό τούς ζέvουι; tπισrήμοvι;ς κι dπό τήv ~ Ιf!!LΟτι χωpιί; α.ύτούς ι1 Ρωσ(α δέv θά ~και' δημιούργησε τήv

πρώrιι γενιά Ρώσων tπισrημόvων, dπό τούς νέους μαθητές του, πού τόσο

dγοπούσε, μιd κι aιJτοί ήταν rό μέλλον τής πατρίδας.

Φυσικός, χημικός, γεωλόγος, μεταλλειολόγος, γεωγράφος, άσrρονό­

μος, μεrεωpολόγος, ι'σrοpικός, ~χ_~λ_~η~ε μέ τή διδασκαλία, τήν lRευ­

l'O, rιί συ_yγ~φιί σέ ποικιλία θεμάτων. Μά ήταν καί ποιητής και' καλλι­ riχ1•ης μωσαϊκών πορτραι'rωv. Κι dκόμα, ή ΕJΡ_'!1!Υη κοιvωvικοπολιτική rου f!Rl!_&@ig__η τόv {κανε v' dσχοληθείμέ θέματα τής παιδει'ας γενικά και' rιjς κο11wνικίjς iJJ!iim.oς. Πiδς vd γράψει καvεις γι' αιJτόv τόν κολοσσό; Ποιά λόγια μπορούν νά

~όv.χωρέ~ο~ν; Μ~ τd άπλά ~όγια r?ς dλή~ειας, τά γεμάτα θαυμασμό κι αγaπιι για rov μεγάλο Λομονοσοφ, τον dπλο, τρυφερό άνθρωπο και' τόν dδάμαστο 4γωνισrιj γιά τήν προκοπή τού λαού του. -

Ό ~ 'Ακάδ~μος» ~ι'σθά~ετ/iι -(διαι'τεpη fκαvοποι'ηση πού τού δiνεrαι ή

~~::~;J,ra να γ1wpισει τον Μιχαήλ Βασι'λιεβιτς Λομονόσοφ στό tλληνι-



~,,

,, ,,,



'Ω Ρωσία! Ώ γενναίε λαέ! Μοvαδικi, μεγαλόψυχε/

Στή δύναμη ειhαι dκαrαπόv~τ_ος_. Στήv ψυχή dκaτaVrκt;iOς, - Στήν καρδιά άπλός, στό αΓσθημα dyαθός. Στήv εύτυχιί:ι ήρεμος, στή δυστυχία σθεναρός.

~( •

ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ

ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΠΑΓΩΜΕΝΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΑΡΧΆΓΓΕΛΟΥ

,,1,

,, ,,, π

αρά τήν κ:cιιωκ:αιρία ιcαί τόν άγριο βοριά, πού φυσούσε άπό τή 1 θάλασσα, τό καπηλειό τοϋ γέρου Γιφίν ~ταν κατάγεμο. Δέν ήων δύσκολο νά τό βρεϊ κανένας, άκόμα κι αύτός πού δέν κρατιόταν

γερά στά πόδια του. Τό πλατύ του παράθυρο σέ κάθε κ:αιρό φώτιζε μέ

ζεστασιά ιcαί ο! ψαράδες πού μπαίναν στό λιμάνι πάνω στiς βαριές τους σκούνες τδδειχναν άπό μακριά λέγοντας: «Κοίτα, Παχόμιτς, στοϋ γέρου Γκ:ρίν πάλι τηγανίζουν λαρδί». -Χμ, ναί. .. θά πεί ό Παχόμιτς, άγναντεύοντας πρός τίς σκοί5pες σι­ λουέτες τών σπιτιών τijς παραλίας. Έϊ, Gύ στή σκ:άλα! Πάρε τό παλα­ μάρι κ:ι dράξαμε, ντέ!. ..

Τό σπίτι τού γέρο Γκ:ρίν βρισκ:όταν στόν κεντρικό καί μοναδικό δρόμο τοϋ Άρχάγγελου icι fτσι δέν μπορούσε μέ κανένα τρόπο, δποιος

fφτανε στήν πόλη, νά τό προσπεράσει. ΕΤ;ι:ε ;ι:τιστείάπ' τόν πατέρα τοϋ νοιιcοιcύρη, fναν dπ' τούς πρώτους δ:γγλοuς tμπόροuς πού tγιcαταστά-

θψ;:αν στήν παραλία τσϋ πρώτου ρούσικου λι~αν~οϋ κι δρ~ισαν τό tμ: πόριο μέ τήν 'Αγγλία. Τό σπίτι εlχε ~ιά γε~η πετ~ινη βαση, κω~ικη στέγη σκεπασμένη μέ κόκκινα κεραμιδ~α και ο[ τοιχ~ι του_- .προ~ fκπληξη τών γειτόνων - ήταν τριγυρισμενοι από πυκνο κισσο. Ο γερο Γκρiν. χωρίς ν' άφήνει τό τσιμπούκι άπ' τό στόμα του, παρακολουθοϋ­ σε άγρυπνα δλα τά γύρω του, στήν κατάλληλη στιγμή fκανε μόνο fνα γνέψιμο στήν γυναίκα του καί στήν κοκκινομαλλούσα καί γεμάτη άπό φακίδες σερβιτόρα, ποUχε fνα τέτοιο γραμματιζούμενο δνομα, ώστε ο! ψαράδες. δσο κι δν χτυπιόταν, νά μή μπορούν νά τό προφέρουν. Τή γυναίκα τού Γκρίν τή φώναζαν άπλά «Γκρινίχα», προσθέτοντας σ' αύ­

τό τό δνομα καί τόν τίτλο τί'jς «νοικοκυρίiς» κι δποιος ήθελε νιlναι πιό τρυφερός τήν fλεγε «Μητερούλα». Καί ποιός δέν καθόταν στά τραπέζια τού γέρο Γκρίν. ·Ανθρωποι τί'jς παραλίας καί ψαράδες, καραβοκύρηδες καί καπεταναίοι ξένων καρα­ βιών, Άγγλοι μηχανικοί, Ρώσοι αtρετικοί, Όλλανδοί ~ργάτες καί Νορβηγοί άγοραστtς άκατtργαστων tμπορευμάτων καί φυσικά,

ol

κά­

το1κο1 τού λιμανιού τού "Αρχάγγελου. Όλοι τους ήξεραν τό πλατύ κε­ φrιλόσκαλο μέ τήν πράσινη πόρτα καί χωρίς νά λαθεύουν τδβρισκαν καί cπίς πιό σκοτεινές νύχτες

Ό βοριάς πού φυσοίiσε άπ' τό πρωί, κυνηγοίiσε μιά πλατιά λουρίδα καπνοίi, πού fβγαινε άπό τό τζάκι καί στή μυρουδιά αύτού τοϋ καπνού άνακατευόταν καί διακρινόταν μέ άκρiβεια ή μυρουδιά άπ' τό ψημένο λαρδί.

ίlΠ~ι:;:ώ::~~ί::ό ήχέ:~:;άrΠ:~~f;α~μη πιατέλα άπό πορσελάνη, βγί'jκε ~ Ούίλιαμς; φώ':'αξε. ~ά σάν δέν τί'jς άπάντησε κανένας, ΙCΟίταξε

~~ συνηθιομενη θεση που καθόταν ό δντρας της ΙCαί τή βρι]κε άδεια-

τό.:ύ~(:~ςο~:~ ~n~~~~Υ::~ιξε μιά ματιά σt δλα τά τραπέζ~α, fστησε

τσ~~ο~~~~~~ςξ~;;~τ~ταν _!1-έ δυ_ό ξένους_ καi τούς διηγόταν Πό>ς ό lστ_ορία τ~ν fiξεραν καλά 6 :C,~:~επ:~~τε ;:: κ~πηλειό_ του._ Αύτ~ ~ν

τους έμ.ποδι~ε νά τήν άκοίiνε . t δ ~ γερο Γκριν, μα αύτο δtν τόν γέμιζε Ικανοποίηση. με ν ιαφερον, tνώ τόν Πiιο ή άφήγηση

μέ~~:~:,~~~ι~:~α:ό::~~~.π~~~ίπλ~ ~ου τό ~λε~τό σκουφί του καί yεμ.ε υσκολιατις ρούσιΙCεςλέξεις;

- Κι έκεivος μπijκε στή μικρή μου

το.βέ

.

ρος:·· πώς τό λένε; μουσκεμένος dπό τ·~ν πολ~vα.. Και. ήταν όλό~λη: :ερο hρεχε dπό πάvω του σάν dπό... τρlα α"ύλό.ιcφοβερη βροχή ~ι το

Ηταν χαρούμενος ιcαί χτύπησε στόν diμo τό έρια ... Μ~, μά .... τιπ~!

γέρ~ Γκρl~ σηιcώθηιcε. χτύπησε fναν dπ' τούςγ π~κριν, ~ fτσι. ~

70

συν~χισε τ_ην ίστορία του. Καί tιcείνη μοϋ εfπε: •Έ -~ στον_ και ιc~λά ... ιcαι στό μέλλον πρέπει δώ νci δοuλεύουμε καλά~~~:~ ~~τ~ Ρεσε~». Νά ~όσο μεyό.λος κυβερνήτης εlναι ό Πέτρος!

ιcε ~~~:~:=κ~τ~υ~ό σκούφο του ιmί εόχαριστημέvος ό.οχολήθη~~~υ..~:! γι· δλλη μιά φορά ή νοιrcοκυρά ξαvα.φώνnξε:

συ~~ο~~ντ:~~~~:~::\:~ό~~~::.γιcο, δπου περίμεναν τίς . Σάν bpυ:ε ό Γιcρίν, ό πιό ήλικιαιμtvος πελάτης μέ τά μακριά ψαρά γε~ια πλησιασε fνα γεροδεμένο ιcα.Ι μt πλατιούς ιΙΊμους νέο ναυτικό. που φοροϋσε μιά μπλούζα dπό χοντρό δέρμα καί !'δια κουιcούλα. - Λοιπόν, Βασίλη Ντοροφtιτς, γιά δεύτερη φορά σήμερα συνανnό­ μαιrτε, μά: τόν Ντενίσοφ dκόμα νά τόν δοίιμε. Φαiνετο.ι, ξιπάστηκε ό Ήλιά Ντενίσιτς fj λησμόνησε πώr; tδώ τόν καρτεροϋν. Μιλούσε μεγαλόφωνα, dργά τονίζοντας Ιδιαίτερα τά ο.

- Δέν μπορεί νά συμβαίνει κdτι τέτοιο, διαφώνησε κατηγορηματικά δ Βασίλη Ντοροφέιτς ιcα.Ι ιcοιτάζοντας πρός τό παράθυρο φώναξε: Νά­ τος bpτασε!

Ό νέος μουσαφίρης μπίjιcε γρήγορα dπ" τήν πόρτο. καί τράβηξε

πρός τόν πάγιcο, dφοϋ χαιρέτησε τούς ταβερνιάρηδες. "'Ήταν fνας dvτρας κοτσονάτος dιcόμη, μέ γρήγορες καί dποφαcncmΚ'ές κινήσεις, μέ

ζωηρό πρόσωπο, μέ f.ξυιινα ιcα.ί διαπεραcπ:ιιcά μάτια. Σάν τόν ε?δε ό τα­ βερνιάρης, fβγαλε τό σιcουφί του ιcαί τόν χαιρέτησε. Καθισμένη πίσω dπ' τόν πάγrcο χαμογέλασε zιιρούμενα ιcαί ή μητερούλα Γκρινίχα.

Ή ιcοιι:ιcινομάλλιι σερβιτόρα dρπαξε γρήγορα τό τσiγιι:1νο πιάτο ιcι έ­ τοιμαζόταν νά τό βάλει μπροστά στό νέο πελάτη, μά ό ταβερνιάρης

τήν fιιιασε dπ' τό χtρι ΙCΩί rcούνηαε tλιιφρά τό ιcεφάλι, - θυμήθηκε πώς ό μουσαφίρης ήταν dνθρωπος κάποιας αfρεσης ιcαί δέν fτρωγε dπό ξέ-

νο ;ί::0d7t· τόν ξένο fνας γερο-όιιηρέtης fσερνΕ fνα ιι:αρότσι μέ τά δι­ ιcά του πιατικά.

- Στόν Ήλιά Ντενίσοβιτς! - Καλοσώρισες! Ζήτημα ε?ναι άν ύπι'jρχε κανένας άπό τούς κατοίκους του' Αρχάγγε­ λου πού νά μή γνώριζε τόν Ήλιά Ντενίσοβιτς. 'Εκείνος χαιρετήθηκε μt δλους καί τρείς φορές κατά τήν παλιά συ­ νήθεια «σταυροφιλήθηκε» μt τόν γέρο πού τόν περίμενε. - Βαρεθήκατε σίγουρα νά· μέ περιμένετε, ρώτησε άνοιχτόιcαρδα κα­ θώς καθότανε στήν ξύλινη πολυθρόνα._πού τούβαλl: ή σερβιτόρα. 'Εδώ κοντά στόν Όλλανδό, μάστορα καθυcίτέρησα. Τώρα θά λύσουμε δλα τά ζητήματα. Λοιπόν τί θάλ.εyες Βασίλη Ντοροφέιτς, νά άρχίσουμε τή συμφωνία;

-

Ν' άρχίσουμε.

-

Πρίν dπ' δλα δμως νά δοκιμάσεις τό δικό μας κβάς•.

Ό ύπηρέτης γέμισε μέ κβάς τρείς κοίiπες πού τίς fβγαλl: άπ' τό κα­ ρότn1.

Δοκίμασέ το ΙCΙ tσύ Άκίμ Πετρόβιτς

-

-

καί δ Ντενίσοφ πρότεινε

μΗί κούπα στό γέρο αlρετικό. Άπό μορόσκα:••.

-

το:. Ναί. άπό μορόσκα, συμφώνησε ό Ντενίσοφ κι fβγαλl: τό δεφτέρι Συμφόι~σε !ρ~γορα καi γιά τήν προθεσμία καί γιά τίς τιμές κι

f-

rττρεψε προς το γερο:

- !όφα._'Ακi~ Πετρόβιτς άντε νά τά ποίiμε καί μαζί. - Επειδη, έσυ fιθελες νά μέ δείς, μίλα. - Γιά τά βιβλία ήρθα στήν ει'ιγένειά σου.

Ν~~ί~:;~μ Πετρόβιτς fβγαλl: fνα φόλλο χαρτί καί τό πρότεινε στόν

110 ~~0πως _λένε, ~ά ντ~υλάπια σου στό κελί τού Βίγκοφ σπίiνε άπό τά με.

βιβλια. Πουλησε μας δ,τι μπορείς, tμείς τίποτα δέ θά λυπηθοϊi-

= ~~χ:~~ά ~ι~~ί;ρε~~~ν~~~ιάζονται

'Ηλ"

·

~~:·:~~~G~~~ ~~~άΧ~~ι~~~::;υtτ~~~.α ~~~τ~~ο~ν _Ύ~;:~~~~λι;~~~~: -

Γιiι βιβλία fιθελα κι έγτε βi'jμα δέν μπορείς νά κάνεις χωρίς

'fpό.μματα κι ό 'Ιβάν Άθανάσεβιτς τά γράμματα τιiξερε ιcαλότεpα dπ'

δλους τούς ΟU'fχωριανούς του

- ήξερε ιcαί νά διαβάζει ιcαί νά γράφει.

Κάποτε, μιά χειμωνιάτικη βρο.διά, καθόταν δίπλα στήν ιcαλσαναμμέ­

νη πέτρινη σόμπα κι άσχολοUνταν μέ τούς λογαριασμούς του. 'Η ιcου­

φη θι:ιά, βΎάζοντας στήν αδλή Ενα δαβλί πού κάπνιζε, dφησε tήν πόρ­ τα &.νοιχτή καί δέν δ.ιcουσε πώς κάποιος χτύπησε μιά δυό φορές τό σi·

~= ~\~:;~ ιmί πλησιό.ψντας στήν έσώπορτσ. δ.ρχισε νά χ.τυ·

"

'Ο Ίβάν _'Αθανάσεβιτς, χωρίς νά σηκώσει τό κεφάλι άτtό τi

.

σ~ις του: ξεσπασε ~γρ~εμένος: «Μά τί γίνεται έκεί πέρα;» κα~ =~ε~~~

~~~;~::~:~~~~~-υ φανηκε πώς παράκουσε καί βυθίστηκε πάλι στούς -Μπάρμπα, Σούμπνικ!

. Σ' ~ύτό δέν .τό: γελοι3σαν τ· αύτιά του. Σήκωσε τό κεφάλι του καί δεν~πιστευ~ στα μα~ια _του: μπροστά του fστεκε ... fνα άγόρι. Ένα dπό έκ~ιν~ τ~γο~ια, π~υ σιγουρα dγαποϋν νά ξεφωνίζουν στούς δρόμους. . Ο~ Ι~αν Α_θανασεβιτς δ.νο.ιξε κιόλας τό στόμα του κι η 1 αν fτοιμος

να πει τ~ φο~ερα το~: «Τσακισου dπό δώ», μά τό dγόρι ΟΟτεκε τόσο η. ~εμ.ο, ~ε μι~ δψη τετ~ιας έντατικής dναμονijς, πού κατάπληκτος, 6 Ιβαν Αθανασεβιτς ρωτησε: «Τίνος εfσαι;». καί ρίχνοντας τή ματιά του στό dνήσυχο πρόσωπο ποU ήταν στραμμένο πρός αύτόν fδωσε μό­ νος του dναποφάσιστα τήν dπάντηση:

-Δέν εlσαι τοϋ Λομονόσοφ; Σά· νά σέ fχω δεί σ' αύτούς. Τόσο συχνά ταξίδευε καί τά άγόρια τόσο πολU fτρεχαν μέσα στό χωριό καί τόσο γρήγορα έμφανίζονταν καινούργια, ώστε νά μή μπορεί νά τά θυμάται ό Ίβάν Άθανάσεβιτς. Ό μικρός κουνώντας τό κεφάλι, έπιβεβαίωσε τήν ύπόθεση τοϋ 'Ιβάν Άθανάσεβιτς καί συνέχισε νά στέκει, κοιtάζοντας μέ περιέργεια τό δω·

μάτιο πού εfχε δχι καί λίγα πράγματα άπ' αύτά πού fφερνε δ νοικοκύ ρης άπό τά πολυάριθμα ταξίδια του. -Ό πατέρας σου σ' fστειλt;

Ό 'Ιβάν' Αθανάσεβιtς συναντήθηκε κάμποσες φορές μέ τό Λομονό·

σοφ γιά δουλειές καί πήρε μαζί του fνα ποσό άπ' τό δημόσιο ταμείο. Άρα κάτι θά χρειάζεται, σκέφτηκε.

-Τί θέλεις; ρώτησε τό παιδί πιό μαλακά. Γιατί 1jρθες; -Γιά γράμματα, θέλω νά μάθω γράμματα.

Ό θαρραλέος μουσαφίρης, δίνοντας αύτή τήν περίεργη άπάντηση

χαμήλωσε dρκετά τό κ:εφάλι, μά fστεκε σταθερά _κι έπίμοv~. .

. ·ο 'Ιβάν 'Αθανάσεβιτς ατό σημείο αύτό τής συναντησ~:ις με το ά~ορι ήθελε νά χαμογελάσει. Δέv τδκανε δμως, άλλά ρώτησε με αύστηροτη· τα:

=~~\:ι~~τ~τ~ο:;~α:~ ~~ν~~ ~~~ό~ράμμα τ~ς ~φ?βήτου κι fπεσε άρ­

ρ~~~iβ~' -~:a:::ε~ι~:νξ~~~ι~:στ~α::τ~~βε μδ~:.ι.fΙαραμέρισε τά

χαρτιά άπ· τό σκαμνί καί δείχνοντας τό άδει~ μέ~ος τ.οϋ 'πε ~οφτά; _Κάθισε. Κοιτάζοντας μετά πρός τόν Μιχαηλ, τον ρωτησε με σοβαρό ύφος. Λοιπόν; θέλεις νά σού μάθω τά γρ~μματα πέρ~ dπό τό 140; _ Μάθε με, θείε Σούμπνιι, εΙπε {κετεuτικα δ μουσαφιρης. _ Μμ. αύτό, άδερφέ, πρέπει νά τό ~ιcεφ~οϋμε. , .

.

'Ακούγοντας τά λόγια αύτά δ Μι:ιαηλ καθισε πιο στερεα στο σιcα­

νί, tνώ τά πόδια του δέν fφταναν στό πάτωμα. ~Ηταν πιά άποφασισμέ­

~ος νά περιμένει κι ώς τό βράδυ, ώσπου νά τελειώσει τίς σκέψεις του ό νΟΙΙi:ΟΚύρης.

Ξάφνου παρατήρησε στόν τοίχο, άιφιβώς μπροστά του, κ:άτι πρω­ τότυπο. Στόν τοίχο δέν κρεμόταν κάποια εtιcόνα, μά fνα πορτραίτο κα­

μωμένο μέ μπογιές, πού παρίστανε κάποιον άγνωστο γι' αύτόν άνθρω­ πο. Ό 1ί.νθρωπος τού πορτραίτου φορούσε fνα σιcουροπράσινο καφτά­ νι. Άπό τόν ώμο i'jταν περασμένη μιά γαλάζια ιcορδtλλα. Τά σιcούρα

μαλλιά του fπεφταν tλαφρά στό μέτωπό του. Δέν εΙχε γένια, μά ιcάτι λεπτά μοοοτακάιcια, σάν του γάτου ιcι fνα δλοζώντανο βλέμμα: δπου κι άν γύριζε τό κεφάλι του δ Μιχαήλ τό διαπεραστικό βλtμμα τού άν­ θρώπου του πορτραίτου tπίμονα στρεφόταν πάνω του. Κουνήθηιcε στό σκαμνί, μά τά μάτια, σάν ζωντανά, τό~ παραιcολουθουσαν.

- Τί εlναι αύτό bcεi, θείε Σούμπνιι; - άποφδ.σισε έπιτέλους νά ρωτή­ σει, χωρίς νά τραβήξει τό βλέμμα του άπό τό καταπληιcτιιcό πρόσωπο.

- Ό κυβερνήτης μας, δ Πιότρ 'Α~έγιεβιτς - αύτός εΙναι- άπάντη­ οε μέ !:πιοημότητα ό Σούμπνιι, καί πάλι γιά δεύτερη φορά πήγε νά χα­ μογελάσει, κοιτάζοντας τόν άπρόσιcλητο μουσαφίρη του. -·.ο κυβερ~της Πιότρ Ά~tγιεβιτς ... έπανtλαβε άργά δ Μιχαήλ Μπαρμπα Σουμπνtι, μπορώ νά τόν δώ άπό πιό κοντά;

-

Μπορείς

-

εΙπε ό Σούμπνtι.

-Ό Μιχα~λ π~ησί~σε π~ός τό πορτραίτο καί στά&ηκε πλάι; τά μά-

~;~ ~ι:νκ~~~~ή~σν κοιταζαν άπό τόν πίνακα καί σέ τίποτα ω..λο Μά δ~ν i'ιτ~ν μό~ο αύτό. Σ' fνα ψηλό dicαμνί, γεροφτια ένο καί

~::~~μ;;~~~ σκαλ1σματα, ήταν τοποθετημένο fνα μικρό γ::πτό άπό Ή στάση το~ άνθρώπου τού γλυπτου [ δ' 4: δσο ΚΙ lί.ν τό άγαλματάκι i'ιταν ικ ό ' 0 ιπ ς της .φορεσιάς του, ποιο σπουδαίο πρόσωπ .0 Μμ ~ 'fδ~χναν πώς προκειται γιά κά­

άγιος. Μά δέν εlχε δεϊκ~~·

,.

ιχα~λ σκεφτηκε, πώς θά εΙναι κανένας

εναν παρομοιο ούτε σt μιά ε!κόνα. Σαστισμέ­

~~~· ~έ~ρε:: τό βλέμμα του άnό τό γλυπτό nρός τό nρόσωnο του τσά­ . -~ί λοιπό~, δέv ξαvάδες τέτοιο; ρώτησε ό 'Ιβάv 'Αθαvάσεβιτ Αύ­ ~ο τ~ γλ~πτο τδκαvε fvας καλ~ς τεχvίτης άnό fvα μεγάλο δyαi~α -. Εκ~ιvο το _άγαλμα εΤvα~ καμ~μεvο άπό πέτρα καί τδφτιαξε fvας πολύ

μεγ~λος μαστ~ρα~ς. Ζουσε σε μιά ζεστή χώρα, στή γij τής Ρώμης καί

~ο:-:~~~~ηλ Αyγελος. Κι αύτός πού nαρισtάvει τό άγαλμα λεyόΠοτέ ~έv θά τό nίσ:ευε ό Ίβάv Σούμπvιι, δv τοδλεyαν πώς αύτά θά τδλεγε σ fναν πιτσιρικο. ΕΤδε δμως μπροστά του νά λάμπουν δυό τό­ σο διψασμένα παιδικά μάτια, πού τόν κοίταζαv μέ τέτοια ταραχή κι αύ τό τοδδωσε τήν εύχαρίστηση ν' άπαντήσει στά βουβά τους tρωτήματα. -Καί σένα πώς σέ λtνε; ρώτησε τό μουσαφίρη του.

-

Μιχαήλ.

-

Έ, νά, άδερφέ Μιχαήλ, αύτός ό Μωυσής fyραψε τίς έvτολές του

πάνω σέ πλάκες.

Θά μεγαλώσεις καί θά τά μάθεις.

- Έγώ ξέρω. Ή μάνα μου μοϋ εΙπε γιά τό Μωυσή. Τόv βρijκαv μι1φό μέσα σ' fνα καλάθι στό ποταμάκι καί τόν Uωσαv στό βασιλιά.

- Καί βέβαια, fτσι εlναι - εlπε γελώvτας ό Ίβάν Σούμπvιι. Αύτό σά νά τδχα ξεχάσει. Λοιπόν, Μιχαήλ, μιά καί μού θύμισες αύτή τή γραφή, tγώ θά σού δείξω τά γράμματα.

Ό Μιχαήλ fnεσε σέ μιά καλή περίοδο. 'Εκείνο τό χειμώνα, καί μέ­

χρι τά Χριστούγεννα, δ 'Ιβάν Άθανάσεβιτς fμεινε στό σπίτι. Καί δταv δ Νιιcήτιτς έγινε καλά άπό τή μακρόχρονη άρρώστια του καί ο! σωροί

άπό τό χιόνι στέριωσαν γιά τά καλά στό χωριό κι fφταvαν ~ τά πάνω παραθύρια τών διώροφων σπιτιών, δ Μιχαήλ δχι μόνο ήξερε δλα τά

γράμματα του άλφαβήτου, dλλά καί τίς συλλαβές κι fτσι fφτασε στό

πρώτο καί στό δεύτερο σκαλοπάτι έκείνης τijς σκάλας, πού δπως €λεγε . . . . Καί τότε ό κατάπληκτος διάκος δνοιξε μπροστα στο μαθητη του τις

ό Νικήτιτς όδηγεl στή σοφία. σελίδες τοϋ «ώρολογίου».



ΠΙΣΩ

Arr ΤΑ ΠΑΓΟΒΟΥΝΑ

~

στό ποτάμι χυλΩνε τά ιιαyόβουνα, ιι;:υvηγώντας τό ξνα τ~ Μ έαα 6λλο, ιι:αί στήν δχ.θη του στίιcει Ινα δλόιcληρο πληθος. Τό πλη­

οJς δλο ιcαί nυιcνώνει, dιcόμα n ο( γέροι σέρνονται yιά νά δοϋνε τό nα: yοιcυνηyητό. Κάνοvτας τδ σταυρό τους, ΡΥάζουν τά σκουφιά 'tους dπ τά lιαιιρισμtνα κεφόλιο. τους ιcαi. κοιτdνε μέ σοβαρότητα. πρός τό τι:οtά· μι:

-Ξειcίνησε.. μανούλα..

-Τροφοδότη μας. •.

- .Νά δώαιι ό θtός ιτλούσια. σοδειά άπό νάρια.



ψημίνa. dn' tόv iiyριo dtρα, 'tά. τολμηρά ιcα.ί σκληρά, τά yέριιcα ~cιιι_ νεανιιςά_ 11ρόσιαιια. dvaι στρα.μμtνα πρός τό ποτάμι. Τά θολά νερά

τ~ πλατιοu nοταμοU Ντβίνο. δλο καί πιό γρήγορα τρέχοuν :ιτρός τήν

κpι~Ώ'::οο.. Ό_ κόσμος σι!6-οιγiι dρχίζει νά διαλύεται. hοι.μάζοuμε τά δίιτια! - dιcοUγεται μιά δυνατή φωνή. οι

νέοι ψαράδες στέκονται πρός τό μέρος πο6 4

·

.

πληαιάζου.ν σ· fνα_ν ψηλό δ.~τρα, πο6 dπ" τό π~ο;~ι:~:~ ιc~~

χθης ιc:οιταει μέ το μάτι του dφέvτη πρός τίς σιcοUνις ποU :ς στήν dκτή ιc:αί στά βαθιά τοϋ Ντβί\ΙQ.

cn ουν ~ Κοίτα,. Βασίλ~ Ντοροφέιτ?' σέ δυό μέρις θά ιcο.θαpίσει τό ποτάμι.

Μάζεψε τους ψαράδες σου και μείς θdρθουμε μαζί σου. Χαίδε6ο

τά γένια :ου ό Βασίλη Ντοροφέιτς τούς άπαvτάει μέ σοβαρότη:: -Θά παω γιά φάρεμα μέ τό νέο ιcο.ράβι.

-Εfααι ατ" dλήθεια Ιτοιμος; -ρωτάει lνας νεαρός ναυnιcός. -Πρίν λίγες μέρες fιμουν ατά ναυπηydα.,-λέt:ι

6

Βασ\λη Ντσpοφtι.

τς.-Λοyάριασε, σέ πέντε μέρες θ/!χουμε fτοιμο τό ιcο.ράβι. Καί θά τό 6-

νομάαω ... δπως τό θελήσει

6 yιός μου. Δtν τόν dδις lδίίl ιιουθενό:;

Ό νεαρός ναυτιιcδς !ριξε μιά ματιά πpδς τό πλijθος καί πpός τά tιcε\ πού lστεκε fνα τσοϋρμο άπδ παιδιά, πο6 fριχναν ξύλα ιcαί πίτpις ατούς πάγους τοϋ ποταμοΟ.

-Μού φαίνεται, δέν dναι tδώ. Ένας γέρος μέ liσπρα γένια κινήθηκε πpδς τό μέρος τους.

- ~ Ακουσα, Βασίλη Ντοροφέιτς, πιl)ς τό παλιιcο.ράιcι σου fμαθε γράμμα· τα. Ποϋ ξέρεις, μπορεί νά τόν φωτίσει ό Κύριος καl νά γίνει διάιcος. Τό πρόσωπο τοϋ Βασίλη Ντοροφtιτς άμέσως σιcοτεινιάζει. - "Εμένα δtν μοϋ χρειάζεται διάκος στό σπίτι. Έμένα μοϋ χρειάζεται γιός - νοικοκύρης. - Μιχαήλ - φώναξε δυνατά, κοιτάζοντας πρός τό τσούρμο τών παιδιών πο6 ά:νέβαιναν crrό δψωμα. . .

-'Ο Μιχαήλ δίν εfναι lδω, θείε Βασίλη-φωνάζει fνα παιδι πού τρεχει

~~όσ~~~ω ιcαί μόνος μου, πώς δέν εfναι-τόν διακό'rιτει μέ σιcληράδα 6 Βασίλη Ντοροφίιτς ιcαί dπομακρ6νεται dπ" τό ποτάμι.

οι ναυτιιcοί τόν παρακολουθούν μέ τά μάτια rouς.

.

.

Κάνοντας μερικά βήματα, yuρlζει πρός τό γtρο μt τ4απρι:ι γΕνιι:ι και

τού λέει ά:ποφασισnκά.



Δ·

·

-Τώρα θά πάρω crrό ψάρεμα κα~ τό ν~ρ~~ :u=~~ :;~~~νια

πέρασαν, ώρα του εfναι νά μπει μέ τ~

ρ ώvτι:ις dνεβι:ιίνει πρός

-Καί βέβαια εfναι Οlρα-λtει ό γέρος ιn γιcομαχ

τό .~Ψ:χ:· γρήγορα dδειάζει. Τό σούρουιιο !χει :ιί:~ ~~ π~τα~~ "Η ~γρή dνάσα τού πρώιμου dνοι~ιιί~:σ:::ήν dνοικτή θά}.αασα. νουν στήν δχθη καί κυνηγάει τους

Υ

ΣΤΑ ΝΑ ΥΠΗΓΕIΑ ΤΩΝ ΜΠΑΖΕΝ

~'

ψQ

·ς

.

,.

-

κ~ότος άπό τό ~φuριά καi τά τσεκούρια σκι ει τη γα ηνη του

φρεοκου πρωινου.

Στά μεγάλα νσ.υπηγεiσ. βράζει ή δουλειά. Ό γέρο μάστορας τών βα­ ποριii:ιν φωνάζει στούς έΡΎάτες.

-

Μπρός nαιδιά, μή χασομεράτε!

Ίό μι:γάλο σκάφος πού φτιάχτηκε μέ βάση τά νέα μοντέλα, - μέ δυό Ι(αtάρτια, μέ στρογγυλή πρύμη ~cαί ρηχό άμπάpι, στέκει δίπλα, σχεδόν ~τοιμο καί δέ μοιάζει μέ τά γειτονικά του, μέ τίς βαριές καi άπλ.ές σκοί3-

'"·

Ό γέρο μάστορας παίρνει μιά πρέζα Ιι"απνό καi, καθώς τόν φέρνει. οτή μύτη του, περιεργάζεται διι:ρευvητικά καί μέ μισόκλειστα σάν ζω­ γράφος μάηα τό καράβι.

~~:;1~:~ 10 - λέει τέλος, Ι(αί άκουμπάει τό χέρι του πάνω στόν ώμο τοϋ

Τό άγόρι εlναι ψηλό καί μt φαρδιούς lό

.

γ~ήγορες καί σίγου~ες καί τό βλέμμα πούμ;~ο~~ :~~::~ ~u ~Υνα~ ματια του. εlναι. γεματο άπό ζωντάνια καί έξuπνάδα.

ρ ζ ηρα

. - ~αλο καραβ~!-έπανα~βαίνει ό γέρο ναuπηγός καί χτuπάει φιλι­ ΙC~ τους ώ~ους ~ου άγ~ριου. Π~γαινε μ' αύτό άκόμα καίστήν iiκρη τού

:;:~υ::ό :r~~ε~0 ~ 00 ~αι:~;~γ~~ς~κάφος τού πατέρα σοu εlναι τό Τό παιδ~ κοιτά.ει πρ.οσεχ~ικά. τά διάφορα μέρη τού καραβιού. -. Μ~αρ.μπα ~ρεμει~το~ λέει, χαϊδεύοντας τά πλευρά τού καρα­ βιου-να μην ξεχασεις να το άλείψεις προσεχτικά μt κατράμι, γιατί άλ­ λιώς θά σαπίσει.

Ό μπάρμπα

-

Έρεμέι κουνάει σιωπηλός τό κεφάλι, σά νά λέει: μά­

θημα θά μiίς κάνεις τώρα ...

-

Κι dπό μέσα fχουν γίνει δλα στήν έντέλεια-συνεχίζει τό dγόρι,

χτυπώντας μέ τή μικρή, μά γερή γροθιά του τό ξύλο. Αύτή ή δρύς dναι σάν πέτρα. Καί πώς θά γίνεται άμα fχει κλίση dπό τό κούνημα, μπάρμπα-Έρεμέι;

- Αύτό, άνάλογα μt τόν άέρα. ~Αν σού εfναι άντίθετο, τότε οίίτε φύλλο μήν ά~cουμπάς στό τιμόνι. Νά, λόγου χάρη, ό dέpας εlναι βο­ ριάς: αύτός πάντα εlναι άπότομος ... - Μπάρμπα Έρεμέι-τόν διακόπτει τό παιδί,-νά ξέρει κανένας hσι τό καράβι, πού νά μπορεί δλα τά μέρη του νά τά βάλει στό χαρτί,~; Νά κοιτάει καi νά τά ξεχωρίζει.

- Γι' αύτό ύπάρχουν ol έπιστήμονες-λέει ό θείος Έρεμέι. - "Υπάρχουν; θείε 'Ερεμέι, άλήθεια ύπάρχουν; - Σού τό εlπα, ύπάρχουν,-καί δ μπάρμπα-"Ερεμέι χώνι:ι στή μύτη

του μιά πρέζα καπνό.

Άλλά τό άγόρι δέv τόv άφήνι:ι σέ ήσυχiα. . . • . - Μπάρμπα "Ερεμέι, νά, άν ξέρεις άπό πρiν~ον_και~ο, μπ~ρι:ις ~α t-

τοιμάσεις dπό νωρίς τό καράβι. Καί πόσο καλά θα πλtανε τα καpαβια f;

Ό -γ~~οΙC~:::ο:~ ~~~:ρ~ ~~~~~ ~~~ος. γιά μιά τέτοια έπιστήμη ~2γ:γ~~; ~:~:a~~αέvθουσιασμένο τό μάστορα τώ~ βαποριών.

- Αύτός εlvαι τσάρος! Σωστά, μπάρμπα Έρεμει; . . λέvε ή - Καί πό.ις άλλιώς; "Από τόν τσάρο Πέτρο άρχισε σε μας, .

σπουδή. Νά, ό κουνιάδος μου ήρθε. άπ' _τη ~όσχα. Ή γυνα~κα :ου.' λέει, fσιcουζε ιcλαίοντας. Μέ διαταγη του τσαρο~ fστειλαν το γιο ~α ιjάθει γράμματα. 'Ακόμα, λένε, δποιος εlναι tξυπνοτερος, 6 τσάρος τον στέλνει ιcαί στή θάλασσα: νά μάθει τίς ύπεpπόντιες έπιστημες.

_ Τίς ύπερπόντιες ... έπανέλαβε συρτά καί άμφίβολα 6 Μιχαήλ. _ Καί πολύ άπλά- εlπε κατηγορηματικά 6 μπάρμπα Έρεμέι. Γιά μιά τέτοια tπιστήμη τών ύδάτων δ.κουσα, μά τί δ.κουσα δέ θυμCίμαι. Μόνο πώς ύπάρ;ιει καί βιβλίο γι' αύτά.

- Ύπάρ;ιει; - Ναί, πίστεψέ με. Καί σπουδαίο, βιβλίο, σου λέω. Φαρδύ δεV εlναι πολύ, μά στό πάχος, λογάριασε, φτάνει τούς όχτώ πόντους. Σ' αύτό τό βιβλίο πρέπει νά γράφει καί γιά τό νέο καράβι. Έ;ι, τί λεβεντιά καράβι.

Τριϊς μερούλες άκόμα καί θιlναι fτοιμο. Τό βλέπω κιόλας fτοιμο

-

-

λέει κάποιος τρίτος πίσω του. Γυρί­

ζουν καί ο! δυό καί βλέπουν τό Βασίλη Ντοροφέιτς. Χάιδευε τά γένια του -.cαί καμαρωτά -.cοίταζε τό καράβι.

- Πώς θά όνομάσουμε τό καράβι, Μι;ιαήλ-κι fuτρεψε τό κεφάλι του πρός τό παιδί.

· -«Γλάρο»-άπάντησε bcεiνος άμέσως . .- Καί λοι~όv μ' αύτό τό «Γλάρο» σέ λίγες μέρες θά πCίμε γιά γερό ψαρεμα-λογαριαζε ώς τήv Ιδια τή θάλασσα . .- Κι έγώ θάρθώ, πατερούλη; λέει μαρμαρωμένος άπ' τή χαρά του 6 γιος.

-

Καί σύ.

~~νμ;:i~όπ~0;~ε~:. ΊCοιτάζει μέ fνα ;ιαμόγελο έπιείκειας τό Μιχαήλ,

ό ~~κ~~όε'Ι~επ~~ε~ρκ~σ~:;ά φ~ά~νουν τ.ό καράβι γιά τόν πατέρα του, 'Απ' τό Χολμογκόρ ~ς bc~ί ~τ~:ς ;:δ:~: tπ~σκεφθεί στό ν~υπηγείο. βάρκα τού πατέρα του καί άφοϋ τήν fδενε δί:ερστια. Πε~νουσε μέ τ:Γι μενα, fτρε;ιε κατευθείαν tκεί κουόταν ή δυνατή φωνή

-

110 •



λα σε πολλα άλλα πλεου­

~ φαινο.νταν ο( φαρδιοί ώμοι καί ά-

·ο γέρο μάστορας άτrό ":~~όμπ~'iπα Ερεμtι νά δίνει όδηγίες.

~~1;ληρα τά ναυπηγεία. Καί τώτου εβ χε ύποσ;ιεθεί νά τόν γυρίσει σέ ό­

φ~ιτς ~οι~αζόταν γιά τό σπίτι, ~~ι λt.ποντας ~ώς ό Βασίλη Ντορο­ μει_ κ~πτ:;μ:~α?Εηξε ~n· τό __ιιανίκι. χαηλ πλησιασε τό μπάρμπα 'Ερε44 ρεμει, θυμασαι, μοίi ύποσχέθηιο:ες Ιiμα θάναι fτοιμο

τό .~α:~~~::aμiρ::έ~~~~Μι. Ξέχασες; - Πόσο φιλομαθής εfναι ό Υιός σου 8

.λ Ν

φήνει ~σ~χο, lί.μα θέλει νά τοϋ δείξει~ ιc~:. η τοροφtιτς. Δtν σέ δ:­ - Σέ μενα, μπάρμπα "Έρεμtι θdναι πολύ έvδιαφt

. -Έ, μιά ιcαί σ' ένδιαφtρουν, πιiμε. Καί σύ dν a~~~τα!λανα τά ~ω.

Ντοροφίιτς.

• Τό

'

.__.,,

, Βασιλη

πρ~ινό ~~ν μουντό ιcαί t;σuχσ, μά rrρός τό μεσημέρι σηιcώθηιcε

άερας. ~αn:ου-ιcα~ου τρυποϋσε τά πυrcνό: σ6ννεφα ιcαί τότε στό γαλά­ ζιο κ:ενο έμφανιζοταν δ ήλιος. Στό φίiις του dσήμιζαν ol λεπιδωτές _

tίδες το? νεροϋ: ιc~ί ιcάποτε γιάλιζαν

ol

μεταλλικές άρματωσιές :ν

~υπ~yειων, που nς ιrουβαλοβσαν ol tργάτες στήν δχθη. Φαίνονταν

σε _διαφορες μεριές ο[ πλεχτές dραδωτtς μπλούζες τιίiν όλλανδών μα­ στορων.

Ό Μιχαήλ βάδιζε μπροστά, κοιτάζοντας ιrαντο6, σ' δ,τι γινόταν γύ­ ρω.

Τοϋ τραβοϋσαν τήν προσοχή oi ξένt.ς λέξεις πού δ:ιοουγε ιmί τό λεξι­ λόγιο τών έργατών, τά frοιμα σκάφη ιrnί τό: γερά τους ιcο:τάρτια πού ά­

πό μαrφιά φαίνονταν -ι:όσο λεπτά, Κ"αθιbς fyερvαν Κ"άτω dπ' τήν πίεση

του δυνατοί) d:έρα dπ' τή θάλασσα.

Καί νά, σάν γκρίζα καμπουρωτά θηρία όρθώνονταν μπροστά του τό: μεγάλα διΚ"άταρτα σιcό:φη. Ό μπάρμπα Έρεμέι fφερε τό Μιχαι'Jλ ιcαί τόν πατέρα του σriς μεγάλες παράγκες, δπου ιcό:τω dπ' τό ό:ιιαλό φώς πού fριχναν dπ' τά πλάγια

ol ήλιαιctς dχτίδες dνάμεσα στίς στοίβες τό:

σανίδια, ατά. tργαλιία ιcαί σrο6ς μεγάλους σωλήνες πο6 βρίσιcονrαν πάνω ατή γfj, βάδιζαν μέ τά τσιμπούκια στό στόμα ο{ γεροδιμένοι Κ"ι δχι πολύ ψηλοί όλλανδοί πο6 παραιcολουθο6σαν μt Ιiγρυπνο μάτι δ·

~ τίς λεπτομέρειες τijς tργασίας, δίνοvτιις δδηγiες σέ μιά d:Ιι"ατανόη· τη γλώσσα.

Ό Μιχαήλ 4ιcουγε δλες αtιτές τίς γρήγορες ιcαί καθαρές ιcουβέντες,

περιεργαζόταν τίς σίγουρες ιcινι'Jσεις τών tρΎ11τtΙCών_χερ~ών:.όσφραινό: ταν τή μυρουδιά τοϋ φρtσιcου ξύλου, τοϋ κατραμιου. κα1 τ~υ ρε~ινιο~

ιcαί ιiπό τό ιiντίκρισμα αύτijς τί'jς παραστατιιci'jς εfιcονας της ζωης Κ"αι

τijς d:γαπημένης tρΎ11σίας fνιωθι μιά πολύ μεyάλη κι 4~σuχη χαρά.

Μετά, ό μπάρμπα 'Ερεμέι τούς fφερι στό νέο ξυλο~ργειο. "Όχι ~όνο ό Μιχαήλ, dλλά καί δ Βασίλη Ντοροφέιτς fμιινε ιcατ:;η~ος :ι αδ· Κ't· ιcαι ~ ρ

τές τiς tγκαταστά.σεις. Τό νερό fβαζε σέ Κ"iνηση μιά ρ

νούσε τιi μεγάλα πριόvια, πού κάτω dπ' τ~ δ~νηα της fπεφταν τά·σανί­ δηι κrιi στοιβάζοvταv μέ τάξη πάvω στη γη.

. . . . 'Ύnτερα έπισκέφτηκαν τό tργοστάσιο πού κατασκεuαζε τα πανια κα~

τά πιιλαμάρια. . . 1 Πίσω άπό τά κτίρια τώv vαuπηγείων ~τό ~ψω~α φ~ινο~τα; τα .ψηλά πεύ"α. ·ο μπάρμπα 'Ερεμέι κοίταξε προς τα έκει που άπ τον άέρα Ε­ . . • _ 'Εκεί εΙvαι τό σπίτι τώv dφεντικων. οι iδιοι δεν εlναι τωρα έδω,

γερvαν ο! πράσινες κορφές τους καί _εlπε:

λείπουv σέ ταξίδι καi ο{ δuό Μπαζέν, καί dπό τόν κii,πο μπορούμε νά τόδούμε.

Τέτοιο σπίτι ποτέ δέv εlχε ξαναδεί ό Μιχαήλ. Εlχε μεταλλική στέγη κι άπό πάvω fναν άνεμοδείκτη, πέτριvη βάση, μεγάλο κλειστό μπαλκόνι καί παράθυρα μέ τζάμια.

Ό μπάρμπα Έρεμέι σταμάτησε άπέναντι άπό δυό μεγάλα παράθυρα.

- Νά, κοίταξε Μιχαήλ - τού εlπε, γυρίζοντας τό κεφάλι τού άγο­ ριοίi πρός τό σπίτι. Σ' αύτό τό δωμάτιο φιλοξενήθηκε καί δ iδιος δ τσά­

ρος Πέτρος. 01 Μπαζέν τά φυλάνε ώς τώρα δλα, έτσι δπως ήταν τότε. Καί σ· αύτό τό νησάκι δ Πιότρ 'Αλεξέγεβιτς μέ τά iδια του χέρια φύτε­ ψε δυό δέντρα. Νάτα, τά βλέπεις; Μεγαλώνουν.

-

Βλtπω ... άπάντησε ψιθυριστά δ Μιχαήλ. Καί γιατί εΙχε ρθεί έδ& δ

τσάρος;- ρώτησε γυρίζοντας πάλι πρός τό σπίτι καί προσπαθώντας νά

διακρίνει δσα ήταν πίσω dπ' τά τζάμια.

- Πώς, γιατί; ~Ηρθε στούς Μπαζέν, νά τούς τιμήσει γιά τίς "αλές τους ύπηρεσίι;ς. Κι fνα κύπελλο σπουδαίο τούς χάρισε καί χαρτί τούς

~ωσε ~έ ~λα τά διl(αιώματα γιά νά διευθύνουν ο! fδιοι.Καί τούς όνό­ μασε ': Επιλε"τους ά~θρώπο~ς11 Ι(αί τούς εύχαρiστησε-τό νιώθεις; Νά,

π~ι"~ρι μου, ώς που μπορει νά φτάσει δ άνθρωπος μέ τή δουλειά του.

Κ~ι τ~το~ους ~νθρώπους, Μιχαήλ, θά βρείς πολλούς σέ μάς. Γι' αύτό

.

"σι την αγαπαει τήν περιοχή μας ό τσάρος Πέτρος. "Ετσι ε?ναι.

~r~

Η βάρ1;~11έρασετόtργοστάσιογλισ , ι.. ά~· τα μιιφά ιcσί τά μεγάλα ~ιcά

. τρω_ντσ~ με πρ~σοχή άνάμεσα

rιι χερια τού Μιχαήλ δούλευαν μέφ~~~ι~γ:::;:~ ~~θ0σ::α;:~~~

νά μή μείνει πίσω άιτ' τόν πατέρα το

δ

κ:ουπιά. ·ενι~θε ~μερα πολύ δυνατό~~~ί τ: ν: ~υ~ψει χειρότε~α τά ο~ άλλη φορα-και μαζί αύτό τό αiσ&η α τ~ ρ ~ πιο δυνα.τός άπο κά­

πο?ος το~ γιά κάποια μεγάλα fργα. μ

ης δυναμης μεγάλωσε καί δ

Η γκριζα μέρα πρός τό βράδυ ~ινε ξάστ

.

.

μικρή βάρκα, πού τήν όδηγοϋσε fνας όλλ ε~. Το~ς συναντησε μ~ά

δοί, Πατερούλη, ρώτησε δ Μιχαήλ, γιατί έρ~~ζ~τ::~~~aς ο! όλλαν­ - Γιατί ξέρουν νά δουλεύουν. - Καί μείς δέν ξέρουμε; - Ξέρουμε, μά δχι δλα. - Γιατί δχι δλα; - 'Επειδή δέν τδ.χουμε δλα σπουδάσει.

δλ~ ~α~;ι;:~:::ε~ά σπουδάσαμε; Ό τσάρος Πέτρος Uαισε έντολή - Έ, μέ σένα, παιδί μου, δέ βρίσκει Ιiκρη κ:ανείς; γιατί, πώς. Πά νά πεί δέν fχουν πού νά σπουδάσουν. Μή χώνεις τά κουπιά βαθιά στό νε­ ρό, πρέπει πιό ψηλά.

·~ Μιχαήλ fβαλε στήν κανονικ:ή θέση τά κουπιά καί άνυπόταχτος ά­ παντησε:

- Καί μείς πρέπει νά γίνουμε ... δχι χειρότεροι άπ' τούς όλλανδούς. Μπορούμε.

- Καλά, κ:αλά-γέλασε ό Βασίλη Ντοροφέιτς. Σίγουρα, τά χέρια σου κ:ουράστηκ:αν;

-

Τίποτα δέν κουράστηκε

- άπάντησε

πεισμωμένα ό y~ός καί άνακά­

τωσε πιό πολύ τό νερό μέ τά κουπιά. ~Ενιωσε ξάφνου, πώς κι αύτός κι

δλοι ol φίλοι του άπ' τό Χολμογκόρ. σά νά εlχαν προσβληθεί. Συνήθι­ σε νά βλέπει μέ σεβασμό τήν άνδρεία καί τή σβελτάδα τους κ:αί ξάφνου

σέ κ:άτι άποδείχτηκαν δχι ικανοί. Μπορούν, δμως, χρειάζεται.

Τό νερό ~ταν διάφανο σάν τόν ούρανό, κ:αί, όπως ό ούρανός, εl;cε πάρει fνα κιτρινοπράσινο κρύο χρώμα.

Τό ποτάμι άπλωνόταν πέρα μακ:ριά στόν δρίζοντα.

'Εκεί άνοιγόταν ό άτέλειωτος κάμπος. Πίσω του -ήξερε ό Μι;cαήλ­ βρίσκονταν χωράφια, δάση, πόλεις. Καί μέ τήν tπίμονη δουλειά τους τραβάνε πρός τούς σκοπούς πού tταξαν γιά τόν έαυτό τους .



ΧΩΡIΣ ΜΑΝΑ

~~ο

Ι

.

.

Μ\χαήλ εΙχε μπεi στά Μεκα. "Ηταν δυνατος καi εΙχ~ άναπτυξη

ποU δt.ν 1αiρ~ στά χρόνια του. Μά ώστόσο, δν ζουσε ή μάνα

'tJυ, θά παραιαιλούσε 1όν πα'tέρα tου νά περιμένει Μ χρόνο dιcόμα ιcιιί νά μήν τόν πάρει στή θάλασσα. Καί ό πατέρας θά τήν δ:κουγε. ~Ηtαν σιcληρός ιcαί δυνατός, μ.ά μπροστά στήν άπαλή φωνή της ~πο­ χαιροUαε σέ δλιι. Ήξερε νά ιcατεuνά!;ει tήν δργή του, δταν δ Βασίλη Ντοpοφέιτς θύμ(Ι)W; μt 'tΟύς πονηρούς tμπόρους, πού πήγαιναν στό Χολμοyκόρ γιά φπορώματα εtτε μt τόν ψο.ρ6:, πού Εσ~cιζε τό ιcαινο6ρ· γιο δίχτυ εtτε μέ τό μικρό τοu γιό, πο6 f:πέμενε στ[ς παιδικές τοu tπιθυ­

μiες, δπmς ό πατέρας οτίς διιctς του. Ή μάνα ήπr.ν πο6 Επειαε τόν mι· τέρα νά tπιτρbνει νά πάει τδν Μιχαήλ ατό yέρο διάκο, yιά ν6: τοβ διδά­

ξει tό. .γρά:μματα: ~αί μt διιcή της tιιιμονή πίjραν ατό σπίτι τήν τρiχρο· νη Μασεν~ dπ ~ y&ι-cονιιcή αδλή, δταν πviγηιcε ό πατέρας της σέ μιά φθινοπωριατιιcη θύελλα ιcι Εμ.ιινε πεντάρφανη.

ΌΟ Μιιφ~ς Μι~αήλ γιά πρώτη φορά ταξίδεψε έ ό

στο~ ποτ~μο Ντ~ινα, δτ?ν ήταν όιcτώ χρονών. Έκ:να: τ:τ:;~ ι;ο~

ταξιδι. δυο. βδο~αδων για νά ψαρέψουν μικρά ψάρια. Γυ iζοντα μ ~

καν τ~ σπιτι ιφυο κι άσυγ~ριστο. ·Η νοικοκυρά του, ή .fλιόνα ·iβ~::

βνα _δεκα μέρες ήταν ~εσμενη στό κρεβάτι. Φαίνεται πώς τήν δρπαξε ό ύγ~ος ά~οιξιάτικος άέρ~ς, δταν στεκόταν στήν δχGη καί παpακολου­ θο~σε την πλα;ιά σκο~ν~ του Λομονόσοφ, πού fφευγε γιά ψάρεμα,

πα~ρνοντ.ας μαζι της και τον μικρό Μιχαήλ, πού στεκόταν οτέρια πάνω στην

πρυμνη.

~Ηταν

?πρώτ:ος ~ωριομός _του~. Κ~ί γρήγορα ~ρθε κι ό δεύτερος.

Μεσα στη φωτια του πυρετου και του παραμιλητού της, μπόρεσε νά ξεχωρίσει καί νά γνωρίσει τά dγαπημένα πρόσωπα του δ.ντρα καί του γιοϋ της. Ξαναχάιδεψε τό τρομαγμένο πρόσωπο τοϋ άγοριου μέ τό πα­ ραλυμένο της πιά χέρι. Καί χαιρετήθηκε μαζί του γιά δεύτερη καί τε­ λευταία φορά.

~σταν τήν κήδεψαν ο! μέρες ήταν ξάστερες καί ζεστές. Ό ήλιος σχε­ δόν δέν fφευγε άπ' τό dπέραντο ούράνιο στερέωμα. Τό tλαφρό dεράκι ρυτίδωνε άπαλά

-

άπαλά τά καθαρά νερά τοi5 Ντβίνα καί fκανε τίς ση­

μύδες τοϋ νεκροταφείου νά θροίζουν. Ό Μιχαήλ δέν πίστευε πώς δέν θά τήν ξαναδεί. Δέν πίστευε πώς έ­ κείνο τό ζωντανό, τό ζεστό καί στοργικό πού κλεινότανστή μορφή της

κ:αί στή λέξη «μάνα)ι εlχε σβήσει γιά πάντα, fφυγε, έξαφανίστηκε σάν

τήν dνάσα τοϋ ζεστοi5 dέρα. Κοίταξε στόν ούρανό καί εlδε πώς δια· λύονταν, fσβηναν τά σύννεφα. Κοίταξε στό νερό πού έλαμπε άνάμεσα

άπ' τά δέντρα τοϋ νεκροταφείου ιcαί θυμήθηκε το~ς πάγους_ πού ~ιω: ναν τήν δ.νοιξη στό ποτάμι, δπως τά σύννεφ~ στον ούρα;ο. ~αι του φάνηκε πώς ή μάνα, σάν fνα άνοιξιάτικο κρυσταλλο

fi

σαν συν;εφο,

διαλύθηκε μέσα σ' δλα αύτά πού τόν τριγύριζαν κι fτσι fμεινε μαζι του .



Σέ δυό χειμώνες ό πατέρας ~φερε στ~ σπί; ;~ωσ~~~~~- t~~υ~ι::~:

~~ι~~~~~fι~ο~~~~~χ~~ ::~;;:~ι~ι~:~iρκ~ο~ Μάσενιcα άρχισε δσχημη ζωή.

. . ιά καί στό Μιχαήλ εlχε άπαγο­ Μόνιμα ήταν tνοχλητικοι _στη μητρτά' ια καί τά βιβλία. ,(Ωρα γιά

ρευθεί νά άναιcατεύεται μ~ τα άλφαβη ~ fβλειιε νά παίρνει στό χέρι

δουλειά)~ - υ.εγε έιcείνη άπότομα, μόλις τ ν

. . . βιβλία πού δέν άποχωριζόταν καί τόν fστελ_νε πότε γιά

.

:;;::::τ: ~~ ξύλα. «Δόξα τώ θεώ, τά δέκα τά πέρασες, δεν εlσαι πιά μικ~ό~~·ίταξε, Βασίλη Ντοροφέιτς, εlπε στόν δ.~δρα _της τήν δ.νοιξη, δ­ ταν ο! ψαράδες έτοιμάζονταν γιά τό ψά,ρε~α. Ο γ~ος ~ου μεγαλ~νει,

στεριώνει. Τά γράμματα τόν τραβδνε άπ τη δο~λεια. Πα~τον μαζι σοd στό ταξίδι, πιό γρήγορα θά συνηθίσει lτσι ~τις άσχ~λιες. . . Καί ό Βασίλη Ντοροφέιτς άποφά~ισε νά πα~ει μα.ζι του τ~ Μ~χαηλ.

Στό βάθος, δμως, τοίi γεννήθηκε μια σκέψ~: «Η ~ανα, ~ου φαιν~τα_ι,

δέν θά τό έπέτρεπε: γιατί θά φύγουμε άρκετα μακρια ώς την ίδια τη θα­ λασσα,,.

• Στό οtκόπεδο, πίσω άπ' τό σπίτι, πού τδδερναν δλοι ο{ άέρηδες, βρι­ σκόταν μιά παλιά άποθήκη δπου φυλάγονταν τό άλάτι καί τά ξεραμένα

ψάρια κι δπου δλο τόν μακρύ χειμώνα ~ταν στιβαγμένα τά μεγάλα κα­ ραβόπανα, τά δίχτια. ΟΙ γκρίζοι άπ' τήν κακοκαιρία τοίχοι του, άπ' δπου περνοϋσε ή βρο­

χή καi τό χιόνι, τόσο πολύ εlχαν παγώσει τό χειμώνα, ώστε καί στίς πιό ζεστές καλοκαιριάτικες μέρες νά διατηροίiν μιά διαπεραστική ύ· γρασία, μιά κρύα άτμόσφαιρα.

'Εκεί ατή γωνιά, μέσα σ' fνα άναποδογυρισμένο κασόνι, ~ταν fνα παλιό ψαλτήρι. Μιά φτηνή άναμμένη λαμπάδα τρεμοσβήνει. ·οταν ό άί;ρας φυσάει άπ' τό ποτάμι στίς ρωγμές της άποθήκης καί τό άδύναμο

φως κινδυνεύει νά σβήσει, κάποιο χέρι μέ στοργή προφυλάγει τή λα­

μπά6:'-· ·~ φλογίτσ~ δυναμώνει καί τότε φαίνεται μιά μαυρισμένη σελί­

δα της βιβ~ου yεματη άπ~ σταξίματα κεριών ιcαί πάνω της γερμένο τό κε~άλ: τ?υ άτι~ασου γιου τοίi Βασίλη Ντοροφέιτς . . Εδω ο Μιχαηλ δέν φοβόταν τίς όpγισμένες φωνές τής μητριtiς πού τον ~ιωχν_ε μαζί μέ τό βιβλίο άπό τή ζεστή σόμπα. ' μά~ι ~υ~::~ λb;, _βυ.ζαίνοντα~ τό βιβλίο - φώναζε, ζυμώνοντας τό ζυ·

τό διά~σμα.φri~;α:ν~σ~~~ χερια της. Γιά κοίτα τον! Βρέ χάζεψες άπ'

γd~τ~:~:ν:; ~~;~:~:~ί~~ nειθ.αρ~ιιcά f~γαινε άπ' τήν ίσμπα. Φεύφωvές τiiς μητριάς κι άπ' τά υ. ι::αι το β_ιβλι?. Έτσι, κρυμμένος άπ' τίς ι::υματα του κρυου άέρα μέσα στήν άκριβή

του άποθήκη, βυθιζόταν στό διάβασμα τoij

δ

-

'Αλ~ά πό~α ήταν άκατάληπτα σ' αύτό tό βι~~;:! ικου του βιβλίου.

κύ:~:ει;:~ ;zντ~~::ν~~~:~ύρια ~αί τά δργανα, ύμνεiστε τον μέ τά ~ντούρι _εlχε δεί κάποτ~ στήν άγορά, πού tό κρατοϋσε fνας περα­

στι~ος.. Ποι~ δμως _εlναι t~ ~δργανο»; Καί τί θά πεί «κύμβαλα»;

πό~ι~ ~~υ~~: τον πανω άπ τα άστέρια καί βάλε τόν fiλιο κάτω άπ' τά Άκαταλαβίστικα γενικά λόγια: τί μπορεί ν&ναι πάνω άπ' τ' άστέρια· Κι αύτά μόλις πού τά διακρίνεις!

'

Ό γέρο διάκος δέν ήξερε τίποτα γι' αύτά. Καί στήν έρώτηση τοϋ Μιχαήλ, τοϋ άπάντησε μέ αύστηρότητα, πώς καί τό νά σκέφτεται γι'

αύτό dναι μεγάλη άμαρτία. 'Ο ήλιος εlναι τόσο μακριά άπ' τό μάτι τοϋ θνητοϋ, πού δέν πρέπει ο6τε νά διανοείται κανένας γι' αύτόν, παρά μό­ νο νά τόν άτενίζει καί νά τόν θαυμάζει νοερά. Τό κερί σιγόσβηνε μέσα στήν ύγρή άτμόσφαιρα της άποθήκ:ης. Ό άέρας fφερνε fνα θλιμμένο γαύγισμα σκύλου. 'Ερευνητικά tyερνε πά­ νω άπ' τό παλιό βιβλίο τό κεφάλι τοϋ δεκάχρονου άγοριοϋ, πού προσ­ παθοϋσε νά καταλάβει τά σοφά λόγια τοϋ ψαλτηριού.

Χύμηξε ξάφνου fνα κύμα άέρα. Πέρασε μέ δύναμη τίς σχισμάδες, μά

ή φλογίτσα άπ' τό λεπτό κεράκι άντιστεκόταν μέ πείσμα στό κρύο φύ­ σημά του.

• Κατευθείαν άπ' τό σπίτι, καί κάτω άπ' τό λόφο άπλωνό~αν ή ~δάτινη γραμμή τοϋ Ντβίνα. Κάπου πίσω της, πέρα άπ'.τά σ~ντονια της άνοι­

ξιάτικης όμίχλ~ς κ~λοϋσ~ν τά ~ύματα τfi.ς κρυα~ι~::~:~έρα του,

Μπροστά στο σπιτι, στην αύλη, ό Μι;ιαηλ βοη . _ . . πού διορθώνει τά σύνεργα γιά τό ψάρεμα. 'Εργάζεται μ~ ζηλο, και με

τά δυνατά του χέρια δοκιμάζει δν άντέχουν .τά π~~:ρ~(; ε νά ρί­ -

Καί τώρα δλα εlναι .fτοιμα-:- λtει ό π, ·,~τ;;α~ κι Ό7 αV:ρω':ιοι περι­

ξουμε τό σκάφος στό νερο. Τά έφοδια εlνα ' μ μένουν.

.

.

Μιλούσε γιά δλα αότά

Ό Μιχαήλ, κοίταζε μέ θ~υμασμο τόν πα~ε:~· τούτα ιτροκαλούσαν μέ dπόλυτη ήρεμία! Καί στην καρδιά το~τα άο:ια ύς συντρόφους τοϋ βαθιά ταραχή καί χαρά. Σύντομα θά: φυγει

π το

παιχνιδιού σ' fvα μαιcρινό θαλασσινό ταξίδι μαςί μt τους dληθινοUς, rούς dτσαλωμένους σtίι; βόρειες θUελλ.ες ψαράδες, μ' αδτούς που dyα­ ποϋσε ιrοί ταυτόχρονα φοβόταν, μ' αδτοός πού χωρίς τέλος μπορούσε ν' dιrούει τά τραχιά τραγούδια τους ...

...

'Όταν τράβηξαν τό σκάφος στό νερό dπ' τό κοντινό ναυπηyεi'ο,

δλο τό Κουροστρδφ μαζεύτηιcε: νά τό ιcοιτάζει. Τέτοιο ΙCαράβι δέν ξα~ νάχε φανεί στά νερά τους!



ΜΑΚΡΙΝΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΑ~

.:.ΙΔΙ

~~

1~ Ν

ωρίς τό πρωί σαλπάρανε. ·Όταν όλόιcί\.ηρη ή όμάδα τιίiν

ψαράδων συvά;ιθηιcε στό ιcατιiστρωμα, 6 Βασίλη Ντοροφtιtς, , ;ιτυπωντας: d:λ.αφρά στήν πλάτη τόν ΜιχαήΑ τόν παροuαίασε ατούς

ψαράδες.

- Όρίστε, σiς fφερα κι (να μοϋτσο. - 'Εντάξει, d:πάντησαν συyιcαταβατιιcά ol ψαράδες

k1

ό ιcαθtνας

τους ιcαταπιάστηιcε μέ τη δουλειά του.

Ό Μι;ιαήλ ijξερε ποιές εl'ναι of d:σχολίες τοΟ μούτσου σtό ιcαράβι. Συνήθως, δυό μοι1τσοι. "'Οταν ό fνας ιcαθαρίζε1 τά ψάρια yιά τήν ψαρό· σουπα, ό dλλσς tτοιμάζει τή φωτιά. Ό fvας φtρvει νερό, ό W.Ος ξερό­

rcλαδα ιcαί δαδιά. ·ω.a αδτd πρtπει vά τά χάνει μόνος του ό Μιχαήλ. Μά tκ:είνος δέv φοβόταν τη δουλειd, δπως δέν φοβόταν ιcαι νά με!vε1

μόνος στήν dιrτή, περιμtνοντας τούς ψαράδες μt τη σοδειά τους. Ό d:vαντιrc:ατάστατος συνομιλητής του τό βιβλίο, ~ταν πάντα ,.ιαζi του.

• υναντιόταν μόνο μέ άπλές λέξεις - γνωστές. ή μισογ~ωστές .Αν σ l . ·νει μ' fνα χιλιομεταχειρισμενο βιβλιο